Τίτλος πρωτοτύπου: LES RÊVERIES DU PROMENEUR SOLITAIRE
843
ROUSSEAU, JEAN-JACQUES Oi ονειροπολήσεις του μοναχικού οδο...
114 downloads
1045 Views
9MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Τίτλος πρωτοτύπου: LES RÊVERIES DU PROMENEUR SOLITAIRE
843
ROUSSEAU, JEAN-JACQUES Oi ονειροπολήσεις του μοναχικού οδοιπόρου Χρονολόγηση - πρόλογος: Jacques Voisine Μετάφραση: Νίκος Σημηριώτης Αθήνα, Σ. I. Ζαχαρόπουλος, 1989. 164 σ.: 12^18 εκ. (Κλασική Λογοτεχνία, 79) τ.π.: Les rêveries du promeneur solitaire ISBN: 960-208-127-9 1. Γαλλική Λογοτεχνία. I. Τίτλος, II. Σειρά
© 1990, Σ. I. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ Ο.Ε. Σταδίου 5, 105 62, Αθήνα ® 32.31.525, 32.25.011
ΖΑΝ—ΖΑΚ ΡΟΥΣΣΩ
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΉΣΕΙς ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥ ΟΔΟΙΠΟΡΟΥ Χρονολόγηση και πρόλογος του νοίδίηε καθηγητή στη Σορβόννη Μεταφραστής ΝΙΚΟΣ ΣΗΜΗΡΙΩΤΗΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ. I. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ Ο.Ε. ΑΘΗΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ είναι μεγάλος —κ' η κριτική συχνά υπέκυψε σ* αυτόν— όχι μόνο στο να δούμε στις Ονειροπολήσεις το πιο χαρακτηριστικό έργο του πνεύματος του Ρουσσώ, το σημείο ανάπτυξης μιας εξέλιξης, αλλά και να αντιπαραθέσουμε αυτό το τελευταίο σε χρονολογία απ' τα συγγράμματά του μ' εκείνα που προηγήθηκαν. Η αναμφισβήτητη πρωτοτυπία της μορφής δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα μιας πλήρους ανανέωσης της έμπνευσης. Χωρίς αμφιβολία, ύστερ' από τη φαινομενική διαταραχή των Διαλόγων, που για πολύ καιρό θεωρήθηκαν άδικα σαν το έργο ενός ανισόρροπου, οι Ονειροπολήσεις μπορούν να δώσουν την εντύπωση της γαλήνης που ξαναβρέθηκε, μιας ήσυχης προετοιμασίας για το θάνατο. Η μελαγχολική καρτερία της αρχής του Πρώτου Περίπατου, οι μουσικοί ρυθμοί, που τόσο συχνά αναφέρονται, του Πέμπτου, οι τρυφερές αναμνήσεις των Σαρμέτ^ που ανθίζουν στις τελευταίες σελίδες της μισοτελειωμένης συλλογής, δικαιολογούν μόνα τους μια γνώμη γενικά διαδεδομένη, που δεν αντέχει σ' ένα διάβασμα του έργου. Ο Ρουσσώ των Ονειροπολήσεων δεν είναι, για να χρησιμοποιήσουμε τη μεταφορά που περιγράφει ο ίδιος σ' έναν από τους περιπάτους, ο ταξιδευτής που μπαίνει στο λιμάνι έχοντας γλιτώσει απ' το ναυάγιο, κ' εγκαταλείπεται πια, με την τρικυμία γαληνεμένη, στο γλυκό λίκνισμα των κυμάτων. Ο μοναχικός Οδοιπόρος θα ήθελε να πεισθεί πως τα περασμένα βάσανα κ' οι τρόμοι έχουν για πάντα εκλείψει. Δεν είναι η πρώτη φορά που γαντζώνεται σ' αυτή 1. Γραφικό χωριό της Σαβοΐας. (Σ.τ.Μ.)
την πλάνη: Η καρδιά μου, μοναδικά απασχολημένη με το παρόν, γεμίζει μ * αυτό όλη της τη χωρητικότητα, όλο της το χώρο, κ' εκτός από τις περασμενες χαρές που αποτελούν πια τις μόνες μου απολαύσεις, δε μένει ούτε μια γωνιά κενή γι' αυτό που δεν υπάρχει πια. Δε θα 'λεγε κανείς πως αυτές οι αράδες είναι παρμένες από τις Ονειροπολήσεις; Προέρχονται από το τρίτο βιβλίο των Εξομολογήσεων, που γράφτηκε το αργότερο στα 1766, δηλαδή το λιγότερο δέκα χρόνια νωρίτερα, και πριν από κείνη τη φιλονικία με το Σκοτσέζο φιλόσοφο Χιούμ, που ανοίγει την πιο τραγική περίοδο της ζωής του Ζαν-Ζακ. Ο μοναχικός Οδοιπόρος νομίζει πως έχει απαρνηθεί τη συνάντηση της ευτυχίας σ' αυτή τη γη* πιστεύει πως το 'χει πάρει απόφαση να μην έχει πια επικοινωνία με τους ομοίους του: ο Ένατος Περίπατος αποδείχνει αρκετά πως ζητά να ξεγελαστεί. Νομίζει πως δεν έχει πια τίποτα να προσθέσει σ' αυτή την εκτεταμένη εξέταση συνειδήσεως που ήταν, τουλάχιστο στην αρχή, και στον τίτλο τους, οι Εξομολογήσεις: ξεγελιέται, αφού ξανανοίγει την εξέταση στον Τέταρτο Περίπατο με το πρόσχημα να μελετήσει το ψέμα. Ο Ζαν-Ζακ έχει μια δυσάρεστη τάση, κι αυτό είναι που τον φέρνει τόσο κοντά σ' εμάς, να παίρνει τις επιθυμίες του για πραγματικότητες. Όταν ο συγγραφέας των Ονειροπολήσεων νομίζει πως έχει τελειώσει με την εξέταση της συνείδησης, γίνεται θύμα μιας σύγχυσης ανάμεσα σ' αυτό που είναι πραγματικά και στο ιδανικό ομοίωμα που πλάθει για τον εαυτό του εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια. Όταν ισχυρίζεται πως έχει βρει την ευτυχία στη συσπείρωση πάνω στον εαυτό του, προβάλλει την πραγματική του κατάσταση ένα θεωρητικό απόφθεγμα σοφίας, ένα πρόγραμμα συμπεριφοράς που είχε κιόλας διατυπώσει δώδεκα χρόνια νωρίτερα σε μια επιστολή της 4 Νοεμβρίου 1764: Δεν μπορεί να είναι κανείς στον κόσμο ευτυχισμένος παρά ανάλογα με την απομάκρυνσή του από τα πράγματα και το
πλησίασμα του προς τον εαυτό του. Δεν ήταν στα 1776 —χρονολογία της αρχής της συγγραφής των Ονειροπολήσεων— αλλά στα 1762, την επαύριο του τελειώματος του Αιμιλίου και την παραμονή της αναχώρησής του για την εξορία, που ο Ρουσσώ νομίζει πως απαρνιέται οριστικά τη δουλειά του συγγραφέα για ν' αφοσιωθεί αποκλειστικά χωρίς το πρόσχημα του ύφους, όπως αποφασίζει, στη συγγραφή της ιστορίας της ζωής του: γιατί αντιπαραθέτει πρόθυμα από τότε, σκεφτόμενος τους παλιούς του φίλους τους Φιλοσόφους, τη ματαιοδοξία του συγγραφέα προς την αλήθεια του ανθρώπου. Ας μην παραπονιόμαστε γι' αυτές τις ασυνέπειες, γι' αυτές τις υπεκφυγές στις αποφάσεις. Οι Ονειροπολήσεις είναι ένα αριστούργημα, όχι στο μέτρο που θα εκφράζανε μια ολύμπια γαλήνη που ο Ρουσσώ δε γνώρισε ποτέ, αλλά σαν μαρτυρία της τόσο ανθρώπινης αποτυχίας ενός μοναχικού ανθρώπου που δεν μπορεί να στερηθεί της συντροφιάς των ομοίων του και της αγάπης τους, που δεν μπορεί ν' απαλλαγεί απ' αυτή την.ανάγκη του γραψίματος που προσποιείται πως την περιφρονεί. Αρνούμενος να κάνει ένα βιβλίο —μ' αυτό θέλει να πει να κλειστεί σ' έν' από τ' αναγνωρισμένα είδη γραφής— ο συγγραφέας χωρίς να θέλει προσφέρει μια νέα φιλολογική μορφή, την ονειροπόληση σε πεζό, στο ρομαντισμό μας, ο οποίος, πολύ ρητορικός, δε θα μπορέσει να την εκμεταλλευθεί (μόνο ο Σενανκούρ το δοκιμάζει). Τουλάχιστον ο Ρουσσώ δημιούργησε μια γέφυρα ανάμεσα στον κλασικό φιλοσοφικό διαλογισμό μας (ο Καρτέσιος ονομάζει ονειροπολήσεις, στην αλληλογραφία του, το έργο που θα δημοσιεύσει με τον τίτλο Διαλογισμοί) και το ποιητικό ξέσπασμα ενός Λαμαρτίνου, ο οποίος, παρατώντας τον πεζό λόγο για χάρη του στίχου, επανέρχεται, για να υπογραμμίσει το θρησκευτικό τόνο, στον όρο διαλογισμός. Μπορεί άλλωστε να δει κανείς πώς ο μοναχικός Οδοιπόρος στη συλλογή του, κυμαίνεται ανάμεσα στις δυο έννοιες και στους δυο όρους. Αν λοιπόν αυτό το τελευταίο έργο εμφανίζει ένα νέο
Ρουσσώ, αυτός είναι ο ποιητής, δημιουργός μιας λογοτεχνικής φόρμας ακόμη άγνωστης σ' εμάς (και που αντιστοιχεί με το βδδαγ της ρομαντικής αγγλικής λογοτεχνίας) κι όχι ο άνθρωπος, λιγότερο αλλαγμένος στις ανησυχίες του και τις μάταιες ελπίδες του απ' ό,τι πιστεύει ή κάνει πως πιστεύει. Αφού παραπονεθεί πικρά, στον Έκτο Περίπατο, για το ότι οι άνθρωποι έχουν αλλάξει στάση απέναντί του, αρχίζει ν* αναρωτιέται μήπως δεν είναι ο ίδιος αυτός που άλλαξε, κι όχι οι άλλοι. Παρουσιάζει το ερώτημα σαν κάτι το παράλογο αλλά το αίσθημα του παραλόγου —όπο)ς πολύ καλά το ξέρει η εποχή μας— μπορεί να πλησιάσει πολύ κοντά στο άγχος. Ο μοναχικός Οδοιπόρος, όπως πολύ νωρίτερα ο παραδοξολόγος συγγραφέας της Ομιλίας για τις Επιστήμες και τις Τεχνες, είναι ζυμωμένος από αντιφάσεις. Ο ωραίος τίτλος που έδωσε στο τελευταίο του σύγγραμμα μπορεί να διαβαστεί είτε σαν ένα περήφανο απόφθεγμα είτε σαν ένας μελαγχολικός αναστεναγμός. Η φυσική μοναξιά που διεκδικεί ο στοχαστής γίνεται, για το πλάσμα που αγαπάει και υποφέρει, μια σκληρή πνευματική μοναξιά. Γιατί ο Ρουσσώ παραμένει ανίκανος να συμφιλιώσει μέσα του αυτούς τους εχθρούς αδελφούς, το συγγραφέα και τον άνθρωπο. Στις στιγμές σταθερότητας και δύναμης, πιστεύει ότι μπορεί να κατασκευάσει μια φιλοσοφία δίχως σύστημα, πάνω στην οποία θα ρυθμιζόταν η ζωή του, και που θα τον έκανε το μόνο ίσως σοφό άξιο του ωραίου ονόματος του φιλοσόφου, σ' αυτόν τον αιώνα όπου οι παλιοί του φίλοι τον ταπείνωσαν και τον ατίμασαν διαχωρίζοντας ένα υποκριτικό σύστημα αρετής (που η εφαρμογή του αφήνεται στον αγροίκο) από το «εσωτερικό τους δόγμα», αληθινή και μυστική ηθική των σοφών. Ο Τρίτος Περίπατος εξιστορεί το φιλοσοφικό διάβημα του Ρουσσώ, όπως το αποδέχεται αναδρομικά: στο κέντρο βρίσκεται το Σύμβολο Πίστεως του Εφημέριου της Σαβοΐας, με τη βασική του αρχή που ο Ρουσσώ την αντιπαραθέτει θριαμβευτικά στους αισθητικούς και υλι8
στες της εποχής του («μια μηχανή δεν μπορεί να σκέπτεται...») και που θα μπορούσε να συνοψιστεί στο «Σκέπτομαι, άρα υπάρχω». Γιατί η σύγκριση ανάμεσα σ* αυτόν τον Περίπατο και την Πραγματεία της Μεθόδου επιβάλλεται, και δικαιώνεται όταν ξέρουμε πως ο Ρουσσώ ξαναδιάβαζε το σύγγραμμα του Καρτέσιου τη στιγμή που συνέθετε το Σύμβολο πίστεως, που κρατά σ' αυτόν τον Περίπατο τη θέση που έχει στην Πραγματεία του Καρτέσιου η αφήγηση του περίφημου διαλογισμού «μέσα σε μια θερμάστρα». Σαν τον Καρτέσιο, κι ο Ρουσσώ αναμετριέται τολμηρά με τους φιλοσόφους στον τόπο, με τους «γίγαντες της Σχολής». Αλλά η διαφορά του «υπάρχω» με το «είμαι» εξηγεί τη φιλοδοξία να εργαστεί στο συγκεκριμένο, να δώσει στη ζωή του την έκφραση μιας φιλοσοφίας· με τον ίδιο τρόπο οι εστέτ, οι αισθητικοί του τέλους του επόμενου αιώνα θα θελήσουν να κάνουν με τη ζωή τους το υπέρτατο καλλιτέχνημα. Ο Ρουσσώ υπονοεί ότι ο Καρτέσιος, παρ' όλη τη μεγαλοφυία του, δεν είναι ακόμα παρά ένας κατασκευαστής συστημάτων.Ό Πέμπτος Περίπατος, δικαιολογημένα διάσημος, σημειώνει το ακρότατο σημείο κατάληξης του «ρουσσωικού» υπαρξισμού. Σχετικά μ* αυτό τό ωραίο κείμενο του Πέμπτου Περίπατου, πολλοί έχουν συχνά μιλήσει για μυστικισμό. Η λέξη είναι ακατάλληλη, γιατί το διάβημα του μοναχικού Οδοιπόρου είναι άσχετο προς εκείνο του χριστιανού μυστικιστή, που η θέλησή του πάει και χάνεται μέσα στη θέληση του Θεού του —ακόμα και σ' εκείνην του Ανατολίτη (με τον οποίο ο Ρουσσώ λέει πως συγγενεύει με την ιδιοσυγκρασία του) ο οποίος καλλιεργεί την εκμηδένιση του εαυτού του, ενώ ο Ρουσσώ επιθυμεί να «χαρεί την ύπαρξή του». Μ' αυτή την επιφύλαξη —που είναι σημαντική— το γεγονός είναι ότι ο νεαρός Ρουσσώ, μεγαλωμένος από μια θρησκόληπτη θεία, διχάζεται στην εποχή των Σαρμέτ ανάμεσα στα νεανικά του διαβάσματα και στο δογματισμό του Φενελόν που.του συστήνει η κυρία ντε Βαράν* ο Ρουσσώ ενήλικος, επιμελής αναγνώστης της Βίβλου, ζει
σαν τους μυστικιστές σ έναν προσωπικό κόσμο, όπου δεσπόζει η αντίθεση ανάμεσα στα φαινόμενα και στην πραγματικότητα: πράγμα που συντελεί άλλωστε στο να κάνει δυσκολότερη την αναγνώριση ενός μυστηριακού «γεγονότος» που αναφέρεται στις Ονειροπολήσεις, και μπορεί να είναι εσωτερικής και προσωπικής φύσεως. Ο πίνακας των αξιών του δεν είναι του κόσμου τούτου, με τη θρησκευτική έννοια του όρου: μπορούμε μάλιστα να τον θεωρήσουμε σαν να βρίσκεται στο επίπεδο του πιο αυθεντικού χριστιανισμού όταν του συμβαίνει να αντιτίθεται στη φρόνηση των εθνών, όπως ο Ιησούς στην Επί του Όρους Ομιλία ή ο Αγιος Παύλος που δίδασκε «την τρέλα του Θεού, σοφότερη απ' τη σοφία των ανθρώπων». Καθώς απομακρύνεται από τους άπιστους Φιλοσόφους, αυτός ο άνθρωπος με τα τόσα παράδοξα έχει όλο και περισσότερο το αίσθημα να υπακούει στο θεμελιώδες παράδοξο της θρησκευτικής ψυχής. Πράγμα που δεν εμποδίζει και να δούμε σ' αυτόν τον πρωτοπόρο μιας «εκλαΐκευσης» του μυστικισμού: γιατί είναι ανησυχητικό να τον βλέπουμε να συμβιβάζεται, αν όχι με τη βεβαιότητα της ψυχικής του σωτηρίας που μπορεί να εκληφθεί σαν μια υπερβολή πίστης, τουλάχιστο σαν μια προσήλωση μόνο στον εαυτό του, που δίνει την εντύπωση ενός ύποπτου χριστιανισμού. Έναν αιώνα αργότερα, ο Νίτσε θα διακηρύξει τη δικη του αναστροφή των αξιών, που αυτή τη φορά θα καταπιαστεί με τις χριστιανικές αξίες. Ό σ ο λοιπόν ο Ρουσσώ πλησιάζει τους μυστικιστές, τόσο έχει το δικό του σύστημα αξιών, που το αντιπαραθέτει πρόθυμα στο σύστημα του κόσμου: στον εαυτό του το απόλυτο, το μόνιμο* στους άλλους το σχετικό, το εφήμερο. Ορισμένες λέξεις δεν έχουν γι' αυτόν το ίδιο νόημα που έχουν για τους άλλους· από κει προέρχονται τα σοφίσματά του, από κει κι αυτός ο εκπληκτικός Τέταρτος Περίπατος, όπου αποδείχνει πως δεν έχει ποτέ πει ψέματα, ξεχωρίζοντας τη δική του φιλαλήθεια από την «ψεύτικη» φιλαλήθεια των άλλων (η σύγχυση ανάμεσα σε αλήθεια και 10
ειλικρίνεια ήταν κιόλας αισθητή σε κάμποσες σελίδες των Εξομολογήσεων). Θα ήταν φριχτό αν μπορούσε να διατηρήσει πέρα για πέρα αυτή την κακοπιστία. Αλλά είναι συγκινητικό το ότι αυτός ο ίδιος Περίπατος, γεμάτος από περιστροφές που προδίνουν μιαν αξιοθρήνητη σύγχυση, κάτω από τη σοφιστική αυτάρκεια του λογισμού, ανοίγει και κλείνει πάνω σε μιαν αμφιβολία. Ο Ρουσσώ διερωτάται αρχίζοντας αν είναι τόσο εύκολο να γνωρίσει τον εαυτό του όσο το πίστευε στο παρελθόν κι αφού πάρει άφεση αμαρτιών, καταλήγει αντιφατικά σε μιαν από τις πολύ σπάνιες εκδηλώσεις ταπεινότητας με τις οποίες συνδέεται ακόμα με το χριστιανισμό. Το ηθικό ιδεώδες του Ρουσσώ των Ονειροπολήσεων είναι πράγματι λιγότερο ένας μυστικισμός παρά ένα είδος χριστιανικής στωικότητας, αρκετά συγγενικής μ' εκείνη των στοχαστών της εποχής του Λουδοβίκου ΙΓ! Οι σωκρατικές αρχές (γνώθι σαυτόν) ανακατεύονται εδώ με τη στωική αταραξία (Πέμπτος Περίπατος) και τη στωική περιφρόνηση για κάθε τι που απέναντί του η θέληση είναι ανίσχυρη ( Εκτος Περίπατος)· επίσης με αναμνήσεις πλατωνικών εικόνων: το σωματικό «σαρκίον» που «σκοτεινιάζει» το αληθινό φως είναι ένα κυρίαρχο θέμα στις Ονειροπολήσεις. Ιδεώδες, πολύ περισσότερο παρά τρόπος ζωής, αυτός ο ουμανισμός είναι πιο ονειρικός παρά υλικός. Ο μοναχικός Οδοιπόρος —που δεν είναι εντελώς απαλλαγμένος απ' αυτή τη ρομαντική φαντασία για την οποία οι Εξομολογήσεις έδιναν χαμογελώντας αρκετά παραδείγματα— δεν είναι ούτε ήρωας, ούτε άγιος, ούτε σοφός. Οι φάσεις σταθερότητας, φαινομενικής γαλήνης ή καρτερίας (Τρίτος, Πέμπτος Περίπατος) εναλλάσσονται με στιγμές αδυναμίας, με περιόδους αγωνίας ή αναστάτωσης, που προκαλούνται φαινομενικά από ένα επεισόδιο που για τον ψύχραιμο αναγνώστη φαίνεται ασήμαντο (μιλώντας για εναλλαγή σημαίνει να παραδεχόμαστε πως η σειρά των Περιπάτων στη συλλογή αντιστοιχεί με τη σειρά με την οποία 11
γράφτηκαν θα κάνω μόνο μια επιφύλαξη ωσότου πληροφορηθώ καλύτερα, για τον Πρώτο). Αρκεί ένα χαρτί που πέφτει τυχαία στα χέρια του συγγραφέα όταν τακτοποιούσε τη βιβλιοθήκη του (αρχή του Τέταρτου Περιπάτου) για να ταράξει αυτή την ωραία γαλήνη που διαβεβαιώνεται στους προηγούμενους περίπατους. Επίσης, μετά τον Πέμπτο, που ανακαλεί μια περίοδο σταθερότητας (και, μην το ξεχνάμε, ένα παρελθόν ηλικίας δέκα χρόνων), ο Έκτος παρουσιάζει ένα Ρουσσώ ανήσυχο, αλλά πάντα προικισμένο με διεισδυτική ικανότητα στην εσωτερική ανάλυση, αφού μας δίνει εκεί μιαν απ' τις πρώτες ανιχνεύεις της ασυνείδητης συμπεριφοράς. Αυτές οι διακυμάνσεις προδίνουν την επιστροφή ενός σκοτεινού παρελθόντος που ο συγγραφέας θα ήθελε να το πιστέψει για νεκρό, και τον πείθουν πως η «συνωμοσία» ακόμα τον επηρεάζει, όπως θα το δούμε καλά στον ' Ενατο Περίπατο. Αυτή η σύνταξη σε δόντια πριονιού της συλλογής έχει εξασκήσει την ευφυΐα της κριτικής, παραξενεμένης από την ασυνέχεια του ενός Περιπάτου με τον επόμενο, ή από τις γέφυρες που μοιάζουν να στήνονται ανάμεσα σε δυο Περιπάτους χωρισμένους από το εμπόδιο ενός ξένου σώματος. Αυτές οι διαπιστώσεις δε θα ήταν εκπληκτικές παρά μόνο αν οι Ονειροπολήσεις είχαν γραφτεί μια κ' έξω, και δεν επέτρεπαν να διαφαίνεται η διάθεση της στιγμής —πράγμα που είναι ακριβώς η πρόθεσή τους. Γενικά, ένας παλινδρομικός ρυθμός διαγράφεται έτσι ανάμεσα σε φάσεις ισορροπίας και σε φάσεις διαταραχής· αντιστοιχεί περίπου με την καμπύλη της διάθεσης του Ρουσσώ, όπως τη διαγράφουν οι εντυπώσεις των συγχρόνων του που τον είχαν επισκεφτεί κατά τη διάρκεια των δεκαπέντε ως δεκαοχτώ μηνών στους οποίους εκτείνεται η σύνταξη του βιβλίου: ξέρουμε πως η σωματική και πνευματική του υγεία είχε τότε παρουσιάσει διακυμάνσεις. Μια τέτοια εναλλαγή —η δομική κριτική θα μιλούσε για «πόλωση»— πρέπει να συσχετιστεί με τη διεργασία της αντίθεσης που αναφέραμε πιο πάνω σχετικά με το σύστημα αξιών του Ρουσσώ. Δε 12
συμπαθεί καθόλου τις αποχρώσεις, και σκέπτεται πρόθυμα χρησιμοποιώντας αντιφατικά ζεύγη ιδεών: σχετικό και απόλυτο, εμφάνιση και πραγματικότητα, αλήθεια και ψέμα. Η συλλογή των Ονειροπολήσεων ταλαντεύεται απ' τη μιαν άκρη στην άλλη ανάμεσα σε αισθήματα καταδιώξεως και σωτηρίας (χωρίς αυτή η λέξη να παρθεί αναγκαστικά με την παραδοσιακή χριστιανική της έννοια). Στις περιόδους σταθερότητας, ο Ρουσσώ ανακατασκευάζει λογικά την περασμένη ζωή του και, σίγουρος για κάποια επέμβαση του Ουρανού στη μοίρα του, πιστεύει πως είναι πια ασφαλής. Τέτοια είναι η πνευματική του κατάσταση στον Πρώτο Περίπατο, στον Τρίτο, και σε ωρισμένα σημεία του Όγδοου, του οποίου το ύφος δεν είναι τόσο ομοιογενές όσο θα περίμενε κανείς από έναν άνθρωπο που ισχυρίζεται ότι έχει «ξαναβρεί την ψυχική του γαλήνη». Θα είμαστε αφελείς αν τον πιστεύαμε. Πώς ένας άνθρωπος σαν τον Ρουσσώ θα μπορούσε ποτέ να θεωρήσει τον εαυτό του ασφαλή απέναντι στη μοίρα; Η ελληνική σοφία μας διδάσκει ότι αυτή η εμπιστοσύνη θα μπορούσε να είναι η πιο επικίνδυνη μορφή της αλαζονείας. Ο Ρουσσώ διάβασε στον Πλούταρχο —το μοναδικό του πια ανάγνωσμα— το ανέκδοτο του Κροίσου και του Σόλωνα, στο οποίο αναφέρεται στην αρχή και στο τέλος του Τρίτου Περιπάτου, και ξέρει πως κανένας άνθρωπος, προτού φτάσει στη στιγμή του θανάτου του, δεν μπορεί ν' ανακηρυχτεί ασφαλής από τα χτυπήματα της μοίρας. Ακόμα κ' οι μισοτελειωμένες Ονειροπολήσεις είναι η πιο απτή μαρτυρία της αστάθειας που βασανίζει το συγγραφέα τους. Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς εύκολα έναν Ζαν-Ζακ στρωμένο στο τραπέζι του γραφείου του, στην Ερμενονβίλ, στη μέση αυτού του Δέκατου Περίπατου όπου αναπολεί με τρυφερότητα την «καλύτερη από τις γυναίκες». Ωραίο θέμα εικόνας του Επινάλ, αλλά πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Ο Δέκατος Περίπατος, χρονολογημένος (και μόνο αυτός) με τη μέρα του «ανθισμένου Πάσχα», δηλαδή της Κυριακής των Βαΐων, 12 Απριλίου 13
1778, γράφτηκε στο Παρίσι, στην οδό Πλατριέρ, πέντε εβδομάδες πριν την αναχώρηση για την Ερμενονβίλ, όπου ο Ρουσσώ πεθαίνει στις 2 Ιουλίου. Θα είχε όλο τον καιρό ν' αποτελειώσει τη σύνταξη. Γιατί ο Δέκατος Περίπατος μένει ημιτελής; Γιατί δέκα Περίπατοι (μπορούμε να σκεφτούμε πως οι κλασικές αναμνήσεις του Ρουσσώ θα τον είχαν μάλλον προτρέψει να γράψει δώδεκα); Η απάντηση επιβάλλεται: είναι επειδή τον Απρίλη του 1778 ο Ρουσσώ απαρνήθηκε να συνεχίσει αυτό που παρουσιάζει στον Πρώτο Περίπατο σαν «τη συνέχεια των Εξομολογήσεών [του]». Στις 2 Μαΐου παραδίνει στον Μουλτού, τον εκτελεστή της διαθήκης του, τα χει^γραφα των Εξομολογήσεων και των Διαλόγων (αλλά όχι των Ονειροπολήσεων), προβλέποντας μια μεταθανάτια δημοσίευση. Έχει από τότε απαρνηθεί οριστικά κάθε λογοτεχνική δραστηριότητα; Δεν είναι βέβαιο. Μ' αυτόν καμιά απόφαση τέτοιου είδους δεν είναι οριστική* οι μαρτυρίες —που είναι δύσκολο να ελεγχθούν— βεβαιώνουν την πρόθεση που είχε να ξαναδουλέψει στο Κοινωνικό Συμβόλαιο και να καταπιαστεί με τη «συνέχεια του Αιμίλιου». {Ο Αιμίλιος και η Σοφία, ή οι Ερημίτες), Δεν αντιμετωπίζει πάντως τη δημοσίευση των Ονειροπολήσεων, από τις οποίες μόνο οι εφτά πρώτες έχουν καθαρογραφεί. Είναι γραμμένες μόνο για τον εαυτό του (Πρώτοζ Περίπατος), με την έννοια ότι αυτό το σύγγραμμα δεν είναι γι' αυτόν παρά μια ξεκούραση, μια διασκέδαση ανάλογη με τη βοτανική (Έβδομος Περίπατος). Λοιπόν ξέρουμε, πως στα δώδεκα ή δεκαπέντε τελευταία του χρόνια είχε ασχοληθεί, εγκαταλείψει, ξανακαταπιαστεί με τη βοτανική. Αντίστοιχα, η σύνταξη των Εζμολογήσεων είχε εγκαταλαφθεί, κ' ύστερα ξαναρχίσει σύμφωνα μ' εκείνες τις φάσεις κατάθλιψης κι αποκατάστασης που γνωρίζει από τόσον καιρό. Όταν συγκρίνουμε το μικρό πάχος του βιβλίου των Ονειροπολήσεων με τη διάρκεια της συγγραφής του αναγκαζόμαστε να διαπιστώσουμε πως αυτή η σύνθεση ήταν εκείνη με τις περισσότερες διακοπές· οι χρονολογίες που μπορέσαμε να εξακριβώ14
σουμε για τη σύνταξη κάθε περίπαιου επιβεβαιώνουν αυτή τη διαπίστωση. Στα μεσοδιαστήματα υγείας και σχετικής ηρεμίας πνεύματος που γνωρίζει τότε, ζητάει πότε απ' τη βοτανική, πότε από τη λογοτεχνική ή μουσική σύνθεση, μια διέξοδο, μια «παρηγοριά από τους καημούς της ζωής [του]» (είναι ο τίτλος της μεταθανάτιας συλλογής των μουσικών του συνθέσεων). Τον Αύγουστο του σταματά εντελώς τη δουλειά του σαν αντιγραφέα Αυτές οι δραστηριότητες είναι γι' αυτόν αυτό που απο καλεί «συμπληρώματα», δηλαδή, με την έννοια που είχε τότε αυτή η λέξη, απασχολήσεις υποκατάστασης, αξίες βΓδαΙζ, αυταπάτες σκόπιμα καλλιεργημένες, σύμφωνα με μια πικρή και διάφανη φιλοσοφία που θυμίζει το νόημα που έδινε ο Πασκάλ στη διασκέδαση, μια και δεν μπορεί να φτάσει τα αληθινά αγαθά που αυτή η ερωτευμένη με το ιδανικό καρδιά ξέρει πως είναι ουτοπίες. «Τα ήθελα όλα ή τίποτα», έγραφε στις Εξομολογήσεις. Αλλά είναι αδύνατο να αρκεσθεί στο τίποτα* έτσι έχουμε αυτά τα «συμπληρώματα», που ανάμεσά τους τοποθετεί και τα αισθήματά του για την Τερέζα Λεβασσέρ. Η λέξη συμπλήρωμα, χρησιμοποιημένη μ' αυτή την έννοια, επανέρχεται πολλές φορές στις Εξομολογήσεις καθώς το ρήμα συμπληρώνω στις Ονειροπολήσεις, κ' οι εκφράσεις παρήγορες ιδέες, αντιστάθμιση, αποζημίωση. Στον καιρό των Ονειροπολήσεων, η βοτανική κ' η λογοτεχνική σύνθεση είναι συμπληρώματα, παρηγοριές που τις αποζητά η ανικανοποίητη ανάγκη είτε επέκτασης είτε συγκέντρωσης. Στον Ένατο Περίπατο προπάντων εκφράζεται η αποστέρηση των κοινωνικών αισθημάτων του Ζαν-Ζακ. Ό σ ο για τη συγκέντρωση, που είναι η πεποίθηση να μπορείς να επαρκείς στον εαυτό σου, και που είναι τότε η μόνη λογική αντίδραση μπροστά σε μιαν ανθρωπότητα που τον απαρνιέται, δεν είναι πια παρά μια ωραία ανάμνηση του ήδη μ(*κρινού καιρού του νησιού του Αγίου Πέτρου (Πέμπτος Περίπατος). Ο μοναχικός Οδοιπόρος, σ' αυτή τη δουλειά γραφείου που είναι ο Πρώτος Περίπατος (φορμαρισμένος πρόλογος κι όχι περίπατος), προσπα15
θει να τιείσει τον εαυτό του πως θα μπορέσει να ξαναπιάσει εκείνον τον γαλήνιο εγωισμό* αλλά οφείλει γρήγορα να ομολογήσει πως το «καταβεβλημένο» πνεύμα του, θύμα της εξασθένησης των ικανοτήτων της φαντασίας και της μνήμης του, δεν έχει πια τη δύναμη να «κολυμπήσει μέσα στο χάος των παλιών [του] εκστάσεων». Ανίκανος ν' απαρνηθεί την κοινωνία των ανθρώπων, ανίκανος ν' αρκεστεί στον εαυτό του σε μιαν ονειροπόληση που είναι φυγή απ* τον κόσμο κι απ' το σώμα, ρίχνεται, αφηνόμενος στην πορεία και στις εντυπώσεις των αισθήσεων, πότε στο βοτανικό περίπατο, έναν περίπατο σωματικό, και πότε στο λογοτεχνικό «περίπιχτο», διεργασία εξαγνισμού ή συμψηφισμού, μορφή απελευθέρωσης από τον εαυτό του κ' επικοινωνίας τουλάχιστο φανταστικής. Αλλά τον πιάνουν πότε-πότε αμφιβολίες για το βάσιμο αυτής της τελευταίας δυνατότητας. Μήπως δε διακηρύττει στον Πρώτο Περίπατο πως στο εξής «το να κρατιέται σ' απόσταση είναι το μοναδικό [του] καθήκον»; Πολιτική αποχής που ειν' αδύνατο να περιορίσεις μονάχα στις σχέσεις κοινωνικής ηθικής. Γι' αυτόν που σκοπεύει να είναι «κανένας» ( Έ κτος Περίπατος), είναι ακόμα πολύ και το να γράφεις, έστω και για τον εαυτό σου. Ο Ρουσσώ λοιπόν πρέπει πολλές φορές να πίστεψε καλόπιστα πως δε θα ξανάπιανε την πένα, πως η παράτολμη επιχείρηση των Ονειροπολήσεων, υποταγμένη εξ ορισμού στη διάθεση της στιγμής, δε θα κατέληγε σ' ένα διαμορφωμένο έργο. Η αρχή του Έβδομου Περίπατου, αφιερωμένη στη βοτανική (καλοκαίρι του 1777), δείχνει το συναγωνισμό που κάνουν μεταξύ τους η βοτανική κ' η καταγραφή των περιπάτων, στοχασμών ή ονειροπολήσεων: «Η συλλογή των μεγάλων μου ονείρων έχει μόλις αρχίσει, και νιώθω κιόλας πως πλησιάζει στο. τέλος της! Μια άλλη διασκέδαση τη διαδέχεται, μ' απορροφά, και μου στερεί ακόμα και το χρόνο να ονειρευτώ...». Γιατί θα υποχρεωνόταν σ' αυτή τη δουλειά της σύνταξης, αφού δεν έχει «πια άλλον κανόνα συμπεριφοράς παρά ν' ακολουθεί 16
στο κάθε τι την κλίση [του] χωρίς καταπίεση»; Κι όμως αναγκάστηκε τότε, σαν ευσυνείδητος αντιγραφέας που ήταν πάντα, να καθαρογράψει τους εφτά Περιπάτους που είχαν συνταχθεί ως τότε. Έπειτα, με τον ερχομό του χειμώνα, κ' οι βοτανικοί περίπατοι δεν μπορούσαν πια να γίνουν, ξαναπιάνει την πένα και γράφει στο πρόχειρο δυο νέους Περίπατους (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1778). Η ανάμνηση μιας επετείου τον παροτρύνει ν' αρχίσει ένα δέκατο (12 Απρίλη 1778), που μένει ημιτελής. Μια νέα βοτανική φάση ανοίγεται όταν αποφασίζει να φύγει από το Παρίσι για την Ερμενονβίλ, και πεθαίνει χωρίς να ξαναπιάσει το χειρόγραφο των Ονειροπολήσεων, Σ' αυτό το τελευταίο αριστούργημα καίει η άγρια περηφάνια του αιώνιου Ρουσσώ, κυνηγημένου από το φόβο πως θα μπορούσαν να τον συγκρίνουν με το υπόλοιπο των ανθρώπων, δεμένον περισσότερο παρά ποτέ στις αντιθέσεις του, αν όχι στα παράδοξά του. Αλλά εκεί ανακατεύεται το αίσθημα ασφυξίας όπου τον φυλακίζει μια μοναξιά συχνά ηθ,ελημένη και μισητή. Στην έκφραση, παρόμοιος συνδυασμός της ρητορικής, που ο Ρουσσώ πάντα τη χειρίστηκε σαν ειδικός (ιδιαίτερα ευαίσθητος, εδώ, στον πολλαπλασιασμό των επιφωνημάτων και των ερωτηματικών, συχνά ρητορικών), και μιας απογυμνωμένης λιτότητας, όπου το χρώμα διαρκώς θυσιάζεται σε μια μελαγχολική ή παθιασμένη μουσική της φράσης. Η γλώσσα δεν είναι πολύ συγκεκριμένη (με βία χρειάζεται να κάνει κανείς εξαίρεση για τους Πέμπτο και Έβδομο Περιπάτους)· θα μπορούσε μάλιστα να κατακρίνει κανείς κάποιαν ασάφεια στο φιλοσοφικό λεξιλόγιο. Οι μεταφορές είναι σπάνιες και διακριτικές, ακόμα κ' εκείνες που χρησιμοποιούν τις απεικονίσεις της «συνωμοσίας», σκοτάδια, δεσμοί, δίχτυα, παγίδες. Αλλά η μελωδία της φράσης, το έχουν συχνά τονίσει, τοποθετεί αυτό το βιβλιαράκι ανάμεσα στα ωραιότερα που στολίζουν τη γαλλική πεζογραφία. Ο Ρουσσώ, ούτε κ' εδώ, δεν είναι στα πρώτα του βήματα* στη Νεα Ελόϊζα, ο συγγραφέας των 17
Εξομολογήσεων αποκαλεί αναδρομικά χωρίς μετριοφροσύνη αληθινή ή ψεύτικη, «αριστουργήματα λόγου». Η φράση των Ονειροπολήσεων έχει περισσότερη ποικιλία απ' ό,τι θα νόμιζε κανείς από ένα απόσπασμα, αναφερόμενο πολύ συχνά, αλλά και θαυμάσιο, από τον Πέμπτο Περίπατο. Δεν είναι βέβαιο πως οι σύντομες φράσεις του Δέκατου Περίπατου, σε υποσημειώσεις συσσωρευμένες που υποβάλλουν τη σταθερότητα με τον πολλαπλασιασμό των διαπιστώσεων, αντιστοιχούν σ' ένα απλό προσχέδιο που θα αναπτυσσόταν στην οριστική διατύπωση. Αλλά ο πιο ενδιαφέρων τύπος φράσης είναι αναμφίβολα αυτός που ο Ζ. Σταρομπίνσκι αποκαλεί λιτανεία, όπου η επανάληψη μιας λέξης —π.χ. του επιθέτου μόνος— αποτελεί μια δεσπόζουσα νότα σαν προοίμιο σε διαδοχικά κύματα αυξανόμενου μήκους όπου συσσωρεύεται η συγκίνηση. Μέθοδος μουσική και ρομαντική, η οποία, με την παρουσία ενός μελαγχολικού ΙβίΙ-ιηοίίν, υποβάλλει τη συσχέτιση με ορισμένα κομμάτια του Σοπέν ή, ακόμα καλύτερα, του Λιστ. Το ΙβίΙ-ιηοΙίν μπορεί να υπάρχει στη σκέψη του Ρουσσώ πριν από τη σύνθεση των Ονειροπολήσεων: η φράση με την οποία ξεκινά η συλλογή μπορεί κιόλας να διαβαστεί, με κάποιες παραλλαγές, που δεν τροποποιούν το μουσικό ρυθμό, σε τέσσερα ή πέντε αποσπάσματα των συγγραμμάτων ή της αλληλογραφίας, από το 1763 ή 1764. Είναι σάμπως, με τη μελωδική επανάληψη των καημών του, ο συγγραφέας να 'βρισκε μια παρηγοριά. Μουσικοσυνθέτης ή συγγραφέας, αφήνει να τραγουδιέται μες στο μυαλό του ένα μοτίβο που θα το διατυπώσει πολλές φορές στο χαρτί, και που θέλει να το ξαναδιαβάζει για να λικνίσει εκεί τη θλίψη του. Μήπως το αίσθημα είναι λιγότερο ειλικρινές; Το ρώτημα, στην περίπτωση ενός καλλιτέχνη, δεν έχει κανένα νόημα. Δεν μπορούμε ν' αμφιβάλλουμε πως ο μοναχικός Οδοιπόρος είναι δυστυχισμένος. Η συγκινητική ομορφιά των Ονειροπολήσεων βρίσκεται ίσως λιγότερο στην αγνή γαλήνη του Πέμπτου Περίπατου —για τον οποίο ξεχνάμε συχνά πως τελειώνει 18
με μια θλιμμένη επιστροφή στο παρόν— παρά στα παθητικά ξανακυλισματα που ακολουθούν τις στιγμές όπου εκδηλώνεται η καρτερία κ' η δύναμη. Στα καθησυχαστικά ψέματα μιας θεραπείας με την αυθυποβολή, ο συγγραφέας ζητά να τον πείσουν πως έχει πια ξαναβρεί τη γαλήνη, και πως η εχθρική σιωπή των ανθρώπων δεν μπορεί πια να τον κάνει να υποφέρει. Ζακ Βουαζίν
19
ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ Ν Α ΜΕ λοιπόν μονάχος στον κόσμο, μην έχοντας πια αδέρφια, συγγενείς, φίλους, συντροφιά, παρά μόνο τον εαυτό μου. Ο πιο κοινωνικός και πιο θερμός απ' τους ανθρώπους καταδικάστηκε από μια ομαδική συμφωνία. Αναζήτησαν μέσα στις εκλεπτύνσεις του μίσους τους ποιο βασανιστήριο μπορούσε να είναι το πιρ σκληρό στην ευαίσθητη ψυχή μου, κ' έσπασαν βίαια όλους τους δεσμούς που μ' ένωναν μαζί τους. Θα είχα αγαπήσει όλους τους ανθρώπους και χωρίς να το θέλουν. Δεν μπόρεσαν, παρά παύοντας να υπάρχουν, να ξεφύγουν από τη στοργή μου. Δείτε τους λοιπόν ξένους, άγνωστους, ανύπαρκτους τελικά για μένα αφού αυτοί το θέλησαν. Αλλά εγώ, αποτραβηγμένος απ' αυτούς κι απ' όλα, τι είμαι εγώ ο ίδιος; Να τι μου μένει να ερευνήσω. Δυστυχώς απ' αυτή την έρευνα πρέπει να προηγηθεί μια ματιά στην κατάστασή μου. Είναι μια ιδέα από την οποία πρέπει αναγκαστικά να περάσω για να φτάσω απ' αυτούς σ' εμένα. Εδώ και πάνω από δεκαπέντε χρόνια που βρίσκομαι σ'αυτή την παράξενη κατάσταση, αυτή μου φαίνεται ακόμα σαν ένα όνειρο. Φαντάζομαι διαρκώς πως μια δυσπεψία με βασανίζει, πως κοιμάμαι άσχημα και πως θα ξυπνήσω εντελώς ανακουφισμένος από τον πόνο μου και θα ξαναβρεθώ ανάμεσα στους φίλους μου. Ναι, βέβαια, θα πρέπει να είχα κάνει χωρίς να το καταλάβω ένα πήδημα από τον ξύπνο στον ύττνο, ή μάλλον απ' τη ζωή στο θάνατο. Τραβηγμένος δεν ξέρω πώς από την τάξη τών πραγμάτων, είδα τον εαυτό μου πεταμένο σ' ένα χάος ακατανόητο, όπου δε διακρίνω τίποτα* κι όσο πιο πολύ σκέφτομαι την τωρινή μου κατάσταση, τόσο λιγότερο 21
μπορώ να καταλάβω πού βρίσκομαι. Ε, πώς θα μπορούσα να προβλέψω τη μοίρα που με περίμενε; Πώς μπορώ να το φανταστώ ακόμα σήμερα πως της έχω παραδοθεί; Μπορούσα, έχοντας τα λογικά μου, να υποθέσω πως μια μέρα εγώ, ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν, ο ίδιος που είμαι ακόμα, θα περνούσα, θα θεωρούμουν χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, σαν ένα τέρας, ένας δηλητηριαστής, ένας δολοφόνος, πως θα γινόμουν το σίχαμα της ανθρώπινης φυλής, το παιχνίδι του όχλου, πως όλος ο χαιρετισμός που θα μου έκαναν οι περαστικοί θα ήταν να με φτύνουν, πως μια ολόκληρη γενιά θα διασκέδαζε με μια ομόφωνη συμφωνία να με θάψει ζωντανό; Όταν έγινε αυτή η παράξενη επανάσταση, εγώ, ξαφνισμένος, στην αρχή αναστατώθηκα. Οι ταραχές μου, η αγανάκτησή μου, με βύθισαν σ' ένα παραλήρημα που δεν του έφτασαν δέκα χρόνια για να ηρεμήσει, και σ' αυτό το διάστημα, πέφτοντας από λάθος σε λάθος, από σφάλμα σε σφάλμα, από βλακεία σε βλακεία, προμήθεψα με τις ανοησίες μου σ' αυτούς που κυβερνούσαν τη μοίρα μου τόσα όργανα που τα χρησιμοποίησαν μ' επιτηδειότητα για να τη στεριώσουν ανεπανόρθωτα. Αγωνίστηκα πολύ καιρό τόσο βίαια όσο και μάταια. Χωρίς επιδεξιότητα, χωρίς τέχνη, χωρίς υποκρισία, χωρίς φρόνηση, ειλικρινής, ανοιχτός, ανυπόμονος, εκνευρισμένος, δεν κατάφερα με τον αγώνα μου παρά να μπερδευτώ χειρότερα και να τους δίνω αδιάκοπα καινούργιες λαβές που δεν τις περιφρόνησαν καθόλου. Νιώθοντας τέλος όλες μου τις προσπάθειες μάταιες και τυραννιζόμενος ανώφελα, πήρα τη μόνη απόφαση που μου έμενε να πάρω, δηλαδή να υποταχτώ στο πεπρωμένο μου χωρίς πια ν' αντιστέκομαι στην ανώτερη βία. Σ' αυτή την υποταγή βρήκα την αποζημίωση για όλα μου τα παθήματα χάρη στη γαλήνη που μου δίνει και που δεν μπορούσε να ταιριάξει με το συνεχή μόχθο μιας αντίστασης τόσο οδυνηρής όσο και άκαρπης. Κάτι άλλο βοήθησε γι' αυτή τη γαλήνη. Μέσα σ' όλες 22
τις δολιότητες του μίσους τους οι διώκτες μου παρέλειψαν μια που η έχθρα τους τους έκανε να την ξεχάσουν: αυτή ήταν το να διαβαθμίσουν τόσο καλά τις εντυπώσεις ώστε να μπορούν να διατηρούν και ν' ανανεώνουν αδιάκοπα τους καημούς μου φέρνοντάς μου πάντα κάποιο καινούργιο πλήγμα. Αν είχαν την επιδεξιότητα να μου αφήνουν κάποιαν αναλαμπή ελπίδας θα με κρατούσαν ακόμα απ αυτή. Θα μπορούσαν ακόμα να με κάνουν παιχνίδι τους με κάποιο ψεύτικο δόλωμα και να με σπαράξουν ύστερα μ* ένα καινούργιο πάντα μαρτύριο από την ξεγελασμένη προσμονή μου. Αλλά έχουν από πριν εξαντλήσει όλα τους τα τεχνάσματα* μην αφήνοντάς μου τίποτα, στερήθηκαν οι ίδιοι τα πάντα. Η δυσφήμιση, η κατάθλιψη, ο περίγελος, το όνειδος που μου φόρτωσαν δεν μπορούν πια να μεγαλώσουν ή ν' ανακουφιστούν: είμαστε το ίδιο ^ ανίκανοι, εκείνοι να τα χειροτερέψουν κ' εγώ να τ' αποφύγω. Βιάστηκαν τόσο πολύ να φέρουν στο κορύφωμα το μέτρο της δυστυχίας μου, ώστε όλη η ανθρώπινη δύναμη, βοηθημένη μ' όλες -τις πανουργίες της κόλασης, δε θα μπορούσε πια να προσθέσει τίποτα. Ακόμα κι ο σωματικός πόνος αντί ν' αυξήσει τα βάσανά μου θα δημιουργούσε αντιπερισπασμό. Αποσπώντας μου κραυγές θα με γλίτωνε απ' τις οιμωγές, και τα ξεσχίσματα του κορμιού μου θα σταματούσαν τα ξεσχίσματα της καρδιάς μου. Τι έχω πια να φοβηθώ απ' αυτούς αφού όλα έχουν γίνει; Μην μπορώντας πια να χειροτερέψουν την κατάστασή μου δε θα κατόρθωναν πια να με τρομάξουν. Η ανησυχία κι ο φόβος είναι κακά, από τα οποία μ' έχουν για πάντα ελευθερώσει: είναι κι αυτό μια ανακούφιση. Οι αληθινοί πόνοι λίγο πια με τρομάζουν: το παίρνω εύκολα απόφαση για ό,τι αισθάνομαι, αλλά όχι για ό,τι φοβάμαι. Η τρομαγμένη μου φαντασία τα συνδυάζει, τ' αναστρέφει, τα επεκτείνει και τ' αυξάνει. Η προσμονή τους με βασανίζει εκατό φορές περισσότερο απ' την παρουσία τους, κ' η απειλή είναι για μένα πιο τρομερή απ' το χτύπημα. Μόλις έρχονται, το γεγονός τους αφαιρεί όλο το φανταστικό που 23
είχαν και τα περιορίζει στη σωστή τους αξία. Τα βρίσκω τότε πολύ λιγότερα απ ό,τι τα είχα φανταστεί, κι ακόμα και μέσα στον πόνο μου δεν παύω να νιώθω ανακουφισμένος. Σ' αυτή την κατάσταση, απαλλαγμένος από κάθε νέο φόβο και λυτρωμένος από την αγωνία της ελπίδας, η μονάχη συνήθεια θ' αρκέσει για να μου κάνει μέρα με τη μέρα πιο υποφερτή μια κατάσταση που τίποτα δεν μπορεί να τη χειροτερέψει, και καθώς η αίσθηση φθείρεται από τη διάρκεια, δεν έχουν πια τρόπους να την αναζωογονήσουν. Αυτό είναι το καλό που μου έκαναν οι διώκτες μου εξαντλώντας αλογάριαστα όλα τα βέλη της εμπάθειάς τους. Στέρησαν τον εαυτό τους από κάθε επίδραση πάνω μου, και μπορώ από δω και μπρος να τους περιγελώ. Δεν έχουν καν περάσει δυο μήνες, και μια απόλυτη γαλήνη έχει επικρατήσει στην καρδιά μου. Από καιρό δε φοβόμουν πια τίποτα, αλλά έλπιζα ακόμη, κι αυτή η ελπίδα, πότε λικνιζόμενη και πότε ξεγελασμένη ήταν ακόμα μια λαβή με την οποία χίλια λογής πάθη δεν έπαυαν να με ταράζουν. Ένα συμβάν τόσο θλιβερό όσο κι απρόοπτο ήρθε τέλος να σβήσει απ' την καρδιά μου αυτή την αχνή αχτίδα ελπίδας και μ' έκαμε να ιδώ το πεπρωμένο μου καθορισμένο για πάντα ανεπίστρεπτα εδώ κάτου. Από τότε υποτάχτηκα ανεπιφύλαχτα και ξαναβρήκα τη γαλήνη. Μόλις άρχισα να διακρίνω την πλεκτάνη σ* όλη της την έκταση, έχασα οριστικά την ιδέα να ξαναφέρω όσο ζούσα το κοινό κοντά μου, και μάλιστα, μια κι αυτή η επιστροφή δεν μπορούσε πια να ήταν αμοιβαία, θα μου ήταν στο εξής εντελώς άχρηστη. Οι άνθρωποι θα μπορούσαν να 'ρχονται σ' εμένα, δε θα με ξανάβρισκαν πια. Με την καταφρόνια που μου έχουν εμπνεύσει, η συναναστροφή τους θα μου ήταν ανούσια και μάλιστα φορτική, κ' είμαι εκατό φορές πιο ευχαριστημένος μέσα στη μοναξιά μου απ' ό,τι θα μπορούσα να είμαι αν ζούσα μαζί τους. Ξερίζωσαν απ' την καρδιά μου όλες τις χαρές της συντροφικότητας. Δε θα μπορούσαν πια να ευδοκιμήσουν ξανά στην ηλικία μου* 24
είναι πολύ αργά. Αν μου κάνουν καλό ή κακό στο εξής, μου είναι εντελώς αδιάφορο από μέρους τους, κι ό,τι κι αν κάνουν, οι σύγχρονοί μου δε θα είναι ποτέ τίποτα για μένα. Αλλά βασιζόμουν ακόμα στο μέλλον, κ' έλπιζα πως μια καλύτερη γενεά, εξετάζοντας πιο καλά και τις κρίσεις που θα 'κανε ο^υτή για λογαριασμό μου και τη συμπεριφορά της προς εμένα, θα ξέμπλεκε εύκολα το τέχνασμα εκείνων που την κατευθύνουν και θα μ' έβλεπε τελικά όπως ήμουν. Αυτή η ελπίδα μ' έκανε να γράψω τους Αιαλόγονς μου, και μου υπέδειξε χίλιες τρελές προσπάθειες για να τους κάνω να περάσουν στους μεταγενέστερους χρόνους. Αυτή η ελπίδα, αν και μακρινή, κρατούσε την ψυχή μου στην ίδια ταραχή που είχα όταν αναζητούσα ακόμη να βρω στον αιώνα μου μια δίκαιη καρδιά, κ' οι ελπίδες μου που ολοένα τις απόδιωχνα μ' έκαναν εξίσου το παιχνίδι των ανθρώπων του σήμερα. Έχω πει στους Διάλογους μου σε τι στήριζα αυτή την αναμονή. Γελιόμουν. Ευτυχώς το ένιωσα αρκετά έγκαιρα για να βρω ακόμα πριν τη στερνή μου ώρα ένα διάλειμμα απόλυτης ησυχίας και ξεκούρασης. Αυτό το διάλειμμα άρχισε απ' την εποχή για την οποία μιλώ, κ' έχω λόγους να πιστεύω πως δε θα διακοπεί πια. Λίγες μέρες πέρασαν για να 'ρθουν καινούργιες σκέψεις να με βεβαιώσουν πόσο άδικο είχα να βασίζομαι στην επιστροφή της δημοσιότητας, έστω και σε μιαν άλλη εποχή, αφού καθοδηγήθηκε σ' ό,τι με αφορά από οδηγούς που ανανεώνονται αδιάκοπα στα σώματα εκείνων που με μισούν. Τα άτομα πεθαίνουν, αλλά τα ομαδικά σώματα δεν πεθαίνουν ποτέ. Τα ίδια πάθη διαιωνίζονται, και το φλογερό τους μίσος, αθάνατο σαν το δαίμονα που το εμπνέει, διατηρεί πάντα την ίδια δραστηριότητα. Όταν όλοι μου οι προσωπικοί εχθροί θα 'χουν πεθάνει, οι γιατροί, οι ιεροκήρυκες θα ζουν ακόμα, κι όταν δε θα 'χω για διώκτες μου παρά μόνο αυτά τα δυο σωματεία, πρέπει να είμαι βέβαιος πως δε θ' αφήσουν πιο ήσυχη τη μνήμη μου μετά το θάνατό μου απ' ό,τι αφήνουν εμένα τον ίδιο όσο ζω. ' Ισως, με τον καιρό, οι γιατροί, που πράγματι τους 25
έχω προσβάλει, θα μπορούσαν να εξευμενιστούν: αλλά οι ιεροκήρυκες που αγαπούσα, που εκτιμούσα, που τους είχα κάθε εμπιστοσύνη, και δεν τους πρόσβαλα ποτέ, οι ιεροκήρυκες, άνθρωποι της Εκκλησίας και μισο-καλόγεροι, θα είναι για πάντα αμείλικτοι* η δική τους αδικία αποτελεί την αμαρτία μου που ο εγωισμός τους δε θα τη συχωρέσει ποτέ, και το κοινό, που θα φροντίσουν να διατηρήσουν και να εμψυχώσουν αδιάκοπα την έχθρα του, δε θα εξευμενιστεί περισσότερο απ' αυτούς. 'Ολα έχουν τελειώσει για μένα σ' αυτή τη γη. Δεν μπορούν πια να μου κάνουν ούτε καλό ούτε κακό. Δε μου μένει πια τίποτα να ελπίζω ή να φοβάμαι σ'αυτόν τον κόσμο, κ' έτσι βρίσκομαι ήσυχος στο βάθος της αβύσσου, φτωχός κακότυχος θνητός, αλλά απαθής σαν τον ίδιο το Θεό. 'Ολα όσα είναι έξω από μένα μου είναι πια ξένα. Δεν έχω πια σ' αυτόν τον κόσμο ούτε συγγενή, ούτε όμοιό μου, ούτε αδελφό. Βρίσκομαι στη γη σαν σ' έναν ξένο πλανήτη, όπου θα είχα πέσει από κείνον που κατοικούσα. Αν αναγνωρίζω γύρω μου κάτι, δεν είναι παρά πράγματα καταθλιπτικά και σπαραχτικά για την καρδιά μου, και δεν μπορώ να κοιτάξω αυτό που μ' αγγίζει και με τριγυρίζει χωρίς να βρίσκω πάντα κάποια αιτία καταφρόνιας που μ' αγανακτεί ή θλίψης που με πικραίνει. Ας απομακρύνω λοιπόν όλα τα οδυνηρά αντικείμενα που θα με απασχολούσαν τόσο λυπητερά όσο κι ανώφελα. Μόνος για όση πια ζωή μου μένει, αφού δε βρίσκω παρά μόνο μέσα μου την παρηγοριά, την ελπίδα και τη γαλήνη, δεν πρέπει και μήτε θέλω ν' ασχοληθώ παρά μονάχα με τον εαυτό μου.Σ' αυτή την κατάσταση ξαναπιάνω τη συνέχεια της αυστηρής κ' ειλικρινούς εξέτασης που άλλοτε την ον6\ίαζα Εξομολογήσεις μου. Αφιερώνω τις στερνές μου μέρες στο να μελετήσω τον εαυτό μου και να προετοιμάσω το λόγο που θα δώσω για τον εαυτό μοι). Ας αφοσιωθώ ολόκληρος στη γλύκα να κουβεντιάσω με την ψυχή μου αφού αυτή είναι η μόνη που οι άνθρωποι δεν μπορούν να μου πάρουν. Αν, 26
από το να πολυσκέφτομαι τις εσωτερικές μου διαθέσεις, καταφέρω να τις τακτοποιήσω καλύτερα και να διορθώσω το κακό που μπορεί να είχε μείνει, οι στοχασμοί μου δε θα είναι τελείως άχρηστοι, και μόλο που δεν είμαι πια άξιος για τίποτα στον κόσμο, δε θα έχω ολότελα χάσει τις στερνές μου μέρες. Οι ευκαιρίες των καθημερινών μου περιπάτων είχαν γεμίσει από γοητευτικούς στοχασμούς που λυπάμαι γιατί έχασα την ανάμνηση τους. Θα διατηρήσω με το γράψιμο αυτούς που μπορεί να μου έρθουν ακόμα* κάθε φορά που θα τους ξαναδιαβάζω θα νιώθω καινούργια χαρά. Θα ξεχάσω τις δυστυχίες μου, τους διώκτες μου, τις ντροπές μου, σκεφτόμενος την ανταμοιβή που θ' άξιζε στην καρδιά μου. Αυτές οι σελίδες δε θα είναι ουσιαστικά παρά ένα άτυπο ημερολόγιο των ονειροπολήσεών μου. Θα γίνεται εκεί πολύς λόγος για μένα, γιατί ένας μοναχικός που σκέφτεται, απασχολείται αναγκαστικά πολύ με τον εαυτό του. Εξάλλου όλες οι ξένες ιδέες που περνούν απ' το νου μου καθώς περπατώ θα βρουν εδώ αντίστοιχα τη θέση τους. Θα πω αυτό που σκέφτομαι ακριβώς όπως μου έρχεται και με τόσο λίγη συσχέτιση όσο οι ιδέες του χτες έχουν συνήθως με τις ιδέες του αύριο. Αλλά θα προκύψει πάντα μια νέα επίγνωση της φύσης μου και της διάθεσής μου με τη γνωριμία των αισθημάτων και των σκέψεων που αποτελούν την καθημερινή βοσκή του πνεύματός μου στην παράξενη κατάσταση που βρίσκομαι. Αυτές λοιπόν οι σελίδες μπορούν να θεωρηθούν σαν ένα συμπλήρωμα τα^νΕξομολογήσεών μου, αλλά δεν τους δίνω πια τίτλο, μη νιώθοντας πια τίποτα να πω που θα μπορούσε να τ' αξίζει. Η καρδιά μου εξαγνίστηκε στο κύπελλο της κακοτυχίας, και βρίσκω με δυσκολία ψάχνοντάς το προσεχτικά κάποιο υπόλειμμα επιλήψιμης κλίσης μου. Τι θα είχα ακόμα να εξομολογηθώ όταν ξεριζώθηκαν όλες οι επίγειες λαχτάρες; Δεν έχω πια τίποτα να παινευτώ ή να κατηγορηθώ: δεν είμαι πια τίποτα ανάμεσα στους ανθρώπους, κι αυτό είναι το παν που μπορώ να είμαι, γιατί δεν έχω πια μαζί τους πραγματική σχέση, 27
αληθινή επικοινωνιίχ. Μην μπορώντας πια να κάνω κανένα καλό που να μη βγει σε κακό, μην μπορώντας πια να δράσω χωρίς να βλάψω τους άλλους ή τον . εαυτό μου, μοναδικό μου καθήκον έχει γίνει το ν' αποτραβηχτώ, και το εκπληρώνω όσο υπάρχει μέσα μου. Αλλά μέσα σ' αυτή την αδράνεια του κορμιού η ψυχή μου είναι ακόμα δραστήρια, δημιουργεί ακόμα αισθήματα, σκέψεις, κ' η εσωτερική και ηθική ζωή της μοιάζει να έχει μεγαλώσει ακόμα περισσότερο, από το θάνατο κάθε επίγειου και πρόσκαιρου ενδιαφέροντος. Το κορμί μου δεν είναι πια για μένα παρά ένας μπελάς, ένα εμπόδιο, και τορ ξεφεύγω από πριν όσο μπορώ περισσότερο. Μια κατάσταση τόσο παράξενη αξίζει σίγουρα να εξεταστεί και να περιγραφεί, και σ' αυτή την εξέταση αφιερώνω τον τελευταίο ελεύθερο καιρό μου. Για να το κάνω μ' επιτυχία θα 'πρεπε να προχωρήσω με τάξη και μέθοδο: αλλά είμαι ανίκανος γι' αυτή τη δουλειά και μάλιστα θα μ' απομάκρυνε από το στόχο μου, που είναι να διαπιστώσω τις αλλαγές στην ψυχή μου και τις συνέπειές τους. Θα κάνω στον εαυτό μου ως ένα βαθμό τις εργασίες που κάνουν οι επιστήμονες, στον αέρα για να γνωρίσουν την καθημερινή του κατάσταση. Θα βάλω το βαρόμετρο στην ψυχή μου, κι αυτές οι εργασίες, σωστά κατευθυνόμενες και επαναλαμβανόμενες για πολύ διάστημα, θα μπορούσαν να μου δώσουν αποτελέσματα τόσο σίγουρα όσο και τα δικά τους. Αλλά δεν προεκτείνω ως εκεί την επιχείρησή μου. Θ' αρκεστώ στο να κρατώ το κατάστιχο των επιχειρήσεων χωρίς να ζητήσω να τις υποτάξω σε σύστημα. Κάνω την ίδια επιχείρηση με τον Μονταίγν, αλλά με πρόθεση εντελώς αντίθετη από τη δική του: γιατί εκείνος δεν έγραφε τα Δοκίμια του παρά για τους άλλους, κ' εγώ δε γράφω τις ονειροπολήσεις μου ηαρά για τον εαυτό μου. Αν, στις μέρες των γερατειών μου, όταν θα κοντεύω στο τέρμα, μείν^, όπως ελπίζω, στην ίδια διάθεση που είμαι τώρα, το διάβασμά τους θα μου θυμίζει τη γλύκα που νιώθω τώρα που τις γράφω, και κάνοντας να ξαναγεν28
νιέται έτσι για μένα ο περασμένος καιρός, θα διπλασιάσω κατά κάποιο τρόπο την ύπαρξη μου. Σε πείσμα των ανθρώπων θα μπορώ να γευτώ ακόμα τη γοητεία της συντροφιάς και θα ζή^σω γέρος με τον εαυτό μου σε μιαν άλλη ηλικία, όπως θα ζούσα μ' έναν πιο νέο φίλο. Έγραφα τις πρώτες μου Εξομολογήσεις και τους Διαλόγους μου με την αδιάκοπη έγνοια για το πώς θα τις κρύψω από τ' αρπαχτικά χέρια των τυράννων μου, για να τις διαβιβάσω, αν γινόταν, σ' άλλες γενιές. Η ίδια ανησυχία δε με βασανίζει πια για τούτα τα γραφτά, ξέρω πως θα ήταν περιττή, και καθώς η επιθυμία να γίνω πιο γνωστός στους ανθρώπους έχει σβήσει στην καρδιά μου, δε μένει παρά μια βαθιά αδιαφορία για την τύχη και των αληθινών μου γραφτών και των μνημείων της αθωότητάς μου, που κιόλας ίσως έχουν όλα για πάντα καταστραφεί. Το να κατασκοπεύουν αυτά που κάνω, το νά ανησυχούν για τούτα τα χειρόγραφα, το να τ' αρπάξουν, να τα εξαλείψουν, να τα παραποιήσουν, όλ' αυτά μου είναι πια αδιάφορα. Δεν τα κρύβω ούτε τα δείχνω. Αν μου τα πάρουν όσο ζω, δε θα μου πάρουν ούτε τη χαρά που τα 'γραψα, ούτε τη θύμηση του περιεχόμενού τους, ούτε τους μοναχικούς στοχασμούς που είναι καρπός τους και που η πηγή τους δεν μπορεί να σβηστεί παρά μαζί με την ψυχή μου. Αν απ' τις πρώτες συμφορές μου είχα τη γνώση να μην αντισταθώ καθόλου ενάντια στο πεπρωμένο μου, κ' έπαιρνα την απόφαση που παίρνω τώρα, ολες οι προσπάθειες των ανθρώπων, όλα τα, τρομερά τους τεχνάσματα θα ήταν ανώφελα πάνω μου και δε θ(χ είχαν πια ταράξει την ησυχία μου μ' όλες τις σκευωρίες τους όπως δεν μπορούν στο εξής να την ταράξουν μ' όλες τους τις επιτυχίες* ας χαρούν όσο θέλουν το ντρόπιασμά μου, δε θα μ' εμποδίσουν να χαρώ εγώ την αθωότητά μου και να τελειώσω ειρηνικά τις μέρες μου είτε το θέλουν είτε όχι.
29
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ λοιπόν διαμόρφωσα την πρόθεση να περιγράψω τη συνήθη κατάσταση της ψυχής μου στην πιο παράξενη θέση που θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί ένας θνητός, δε βρήκα κανέναν τρόπο πιο απλό και πιο σίγουρο για να εκτελέσω αυτή την επιχείρηση παρά το να κρατώ ένα σίγουρο κατάστιχο των μοναχικών μου περιπάτων και των ονειροπολήσεων που τους γεμίζουν όταν αφήνω το νου μου εντελώς ελεύθερο, και τις ιδέες μου ν' ακολουθούν την κλίση τους χωρίς αντίσταση και χωρίς ενόχλημα. Αυτές οι ώρες της μοναξιάς και του στοχασμού είναι οι μόνες της μέρας όπου είμαι ολότελα εγώ και δικός μου χωρίς περισπασμό, χωρίς εμπόδιο, κι όπου μπορώ αληθινά να πω πως είμαι αυτό που θέλησε η φύση να είμαι. Γρήγορα ένιωσα πως είχα πολύ αργήσει να εκτελέσω αυτό το σχέδιο. Η φαντασία μου, ήδη λιγότερο ζωηρή, δε φλέγεται πια σαν άλλοτε στη θεώρηση του αντικειμένου που την ερεθίζει, μεθάω λιγότερο με το παραλήρημα της ονειροπόλησης· υπάρχει περισσότερη θύμηση παρά δημιουργία σ' αυτό που παράγει από δω και μπρος, μια χλιαρή αποχαύνωση παραλύει όλες μου τις ικανότητες, το πνεύμα της ζωής σβήνει μέσα μου λίγο-λίγο* η ψυχή μου δεν εξορμά πια παρά με δυσκολία απ' το σαθρό της περίβλημα, και δίχως την ελπίδα της κατάστασης που λαχταρώ γιατί νιώθω πως έχω αυτό το δικαίωμα, δε θα υπήρχα πια παρά χάρη στις αναμνήσεις. Έτσι, για να ατενίσω τον εαυτό μου πριν από την παρακμή μου, πρέπει να ξανανέβω τουλάχιστο μερικά χρόνια στον καιρό όπου, χάνοντας κάθε ελπίδα εδώ κάτου και μη βρίσκοντας πια τροφή για την καρδιά μου πάνω στη γη, συνήθιζα ΑΦΟΥ
30
σιγά-σιγά να την τρέφω με τη δική της υπόσταση και ν' αναζητώ όλη την τροφή της μέσα μου. Αυτό το τέχνασμα, που το αντιλήφθηκα πολύ αργά, έγινε τόσο γόνιμο που γρήγορα επαρκούσε για να με αποζημιώσει για όλα. Η συνήθεια να επιστρέφω στον εαυτό μου μ' έκανε να χάσω τελικά την αίσθηση και σχεδόν τη θύμηση των καημών μου* έμαθα έτσι με τη δική |ΐου εμπειρία πως η πηγή της αληθινής ευτυχίας βρίσκεται μέσα μας, και πως δεν εξαρτάται απ' τους ανθρώπους να κάνουν αληθινά δυστυχισμένον κάποιον που ξέρει να θέλει την ευτυχία. Εδώ και τέσσερα-πέντε χρόνια απολάμβανα ταχτικά αυτές τις κρυφές ηδονές που βρίσκουν μέσα στην έκσταση οι στοργικές και τρυφερές ψυχές. Αυτές οι γοητείες, αυτά τα θέλγητρα που ένιωθα μερικές φορές περπατώνας έτσι μονάχος, ήταν χαρές που χρωστούσα στους διώκτες μου: δίχως αυτούς δε θα είχα βρει ή γνωρίσει ποτέ τους θησαυρούς που έκλεινα μέσα μου. Μέσα σε τόσα πλούτη, πώς θα μπορούσα να κρατήσω ένα πιστό κατάστιχο; Θέλοντας να θυμηθώ τόσες γλυκές ονειροπολήσεις, αντί να τις περιγράψω ξενάπεφτα στα δίχτυα τους. Είναι μια κατάσταση που η θύμησή της σε προσελκύει, και που θα έπαυε κανείς να τη γνωρίζει αν έπαυε ολότελα να την αισθάνεται. Ένιωσα έντονα αυτή την εντύπωση στους περίπατους που ακολούθησαν την πρόθεση να γράψω τη συνέχεια των Εξομολογήσεών μου, προπάντων σ' εκείνον για τον οποίο πρόκειται να μιλήσω κι όπου ένα απρόοπτο συμβάν ήρθε να κόψει το νήμα των ιδεών μου και να τους δώσει για κάποιο διάστημα μιαν άλλη κατεύθυνση. Την Πέμπτη, 24 του Οχτώβρη 1776, ακολούθησα μετά το γεύμα τα βουλεβάρτα ως την οδό του Πράσινου Δρόμου, απ' όπου έφτασα στα υψώματα του Μενιλμοντάν, κι από κει, παίρνοντας τα μονοπάτια ανάμεσ' απ' τ' αμπέλια, και τα χωράφια, διέσχισα ως το Σαρόν το γελαστό τοπίο που χωρίζει αυτά τα δυο χωριά, έπειτα έκανα μια παράκαμψη για να επιστρέψω απ' τα ίδια χωράφια παίρνοντας έναν 31
άλλο δρόμο. Διασκέδαζα διατρέχοντάς τα μ' εκείνη την ικανοποίηση και το ενδιαφέρον που μου έδιναν πάντα τα ευχάριστα τοπία, και στεκόμουν πότε-πότε για να κοιτάξω ορισμένα φυτά μέσα στις πρασινάδες. Ξεχώρισα δυο απ' αυτά που τα συναντούσα μάλλον σπάνια γύρω στο Παρίσι και που τα βρήκα άφθονα σ' ετούτη την περιοχή. Το ένα είναι η πιερις η ερεικοειδής της οικογένειας των συνθέτων, και τ' άλλο το βούπλενρον το δρεπανοειδες της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Αυτή η ανακάλυψη με χαροποίησε και με διασκέδασε για πολύ καιρό και τελείωσε με μιαν άλλη ενός ακόμα πιο σπάνιου φυτού, προπάντων σε ψηλώματα, του κεράστιου του υδροχαρούς που, μ' όλο το ατύχημα που έπαθα την ίδια εκείνη μέρα, το ξαναβρήκα σ' ένα βιβλίο που είχα πάνω μου και το τοποθέτησα στη συλλογή των φυτών μου. Τέλος, αφού πρόσεξα λεπτομερειακά πολλά άλλα φυτά που τα 'βλεπα ακόμα ανθισμένα, και που η θέα κ' η ταξινόμησή τους, που μου ήταν γνωστές, μου 'διναν ωστόσο πάντα χαρά, παράτησα λίγο-λίγο αυτές τις λεπτομερειακές παρατηρήσεις για ν' αφοσιωθώ στην όχι λιγότερο ευχάριστη αλλά πιο συγκινητική εντύπωση που μου δημιουργούσαν όλ' αυτά. Εδώ και λίγες μέρες είχε τελειώσει ο τρύγος· όσοι έρχονταν για περίπατο απ' την πόλη είχαν πια φύγει* ακόμα κ' οι χωρικοί έφευγαν απ' τον κάμπο ως τις χειμωνιάτικες δουλειές. Η εξοχή, ακόμα πράσινη και γελαστή, αλλά μισομαδημένη και σχεδόν έρημη, παρουσίαζε παντού την εικόνα της μοναξιάς και του χειμώνα που πλησίαζε. Από την όψη της προερχόταν μια ανάκατη εντύπωση γλυκιά και θλιμμένη, πολύ αντίστοιχη με την ηλικία μου και με την τύχη μου για να την αγνοήσω. Έβλεπα τον εαυτό μου στο γέρμα μιας ζωής αθώας και άτυχης, με την ψυχή ακόμα γεμάτη με ζωηρά αισθήματα και το πνεύμα ακόμα στολισμένο με λίγα λουλούδια, αλλά μαραμένα πια απ' τη θλίψη και ξεραμένα από τους καημούς. Μονάχος κ' εγκαταλειμμένος, ένιωθα να ζυγώνει το κρύο των πρώτων πάγων, κ' η στερεμένη 32
φαντασία μου δε γέμιζε πια τη μοναξιά μου με πλάσματα διαμορφωμένα σύμφωνα με την καρδιά μου. Αναρωτιόμουν αναστενάζοντας: τι έχω κάνει εδώ κάτου; Είχα πλαστεί για να ζήσω, και πεθαίνω χωρίς να 'χω ζήσει. Τουλάχιστο δεν ήταν δικό μου το φταίξιμο, και θα προσφέρω στο δημιουργό μου, αν όχι το αφιέρωμα των καλών πράξεων που δε μ' άφησαν να κάνω, τουλάχιστον ένα φόρο από καλές προθέσεις ματαιωμένες, από αισθήματα αγνά αλλά δίχώς αποτέλεσμα, κι από μια υπομονή που αψηφούσε την καταφρόνια των ανθρώπων. Ένιωθα τρυφερότητα μ' αυτές τις σκέψεις, ανακεφαλαίωνα τις κινήσεις της ψυχής μου από τα νιάτα μου και την ώριμη ηλικία μου, κι από τότε που μ' απομόνωσαν από τη συντροφιά των ανθρώπων, και στη διάρκεια της μεγάλης αποχώρησης που εκεί θ' αποτελειώσω τις μέρες μου. Ξαναγύριζα μ' ευχαρίστηση σ' όλες τις αγάπες της καρδιάς μου, στους τόσο τρυφερούς αλλά και τόσο τυφλούς δεσμούς της, στις λιγότερο λυπητερές αλλά και παρήγορες ιδέες που έτρεφαν το πνεύμα μου εδώ και μερικά χρόνια, κ' ετοιμαζόμουν να τις θυμηθώ αρκετά για να τις περιγράψω, με μια ευχαρίστηση σχεδόν ισοδύναμη μ' εκείνη που είχα νιώσει όταν τις ζούσα. Το απόγεμά μου πέρασε μ' αυτούς τους γαλήνιους στοχασμούς, και επέστρεφα πολύ ευχαριστημένος από τη μέρα μου, όταν απ' το βάθος της ονειροπόλησής μου αποσπάσθηκα εξαιτίας του γεγονότος που πρόκειται να διηγηθώ. Ήταν κάπου έξι η ώρα καθώς κατέβαινα απ' το Μενιλμοντάν, σχεδόν αντίκρυ στον Ευγενικό Περιβολάρη, όταν κάτι άνθρωποι που βάδιζαν μπροστά μου αποτραβήχτηκαν ξαφνικά και είδα να ορμάει προς εμένα ένα μεγάλο δανέζικο σκυλί, που τρέχοντας ακράτητο μπρος από μιαν άμαξα δεν πρόλαβε καν να κόψει τη φόρα του ή να παραμερίσει όταν μ' είδε. Σκέφτηκα πως ο μόνος τρόπος για ν' αποφύγω να με ρίξει χάμω ήταν να κάνω ένα μεγάλο πήδημα προς τα πάνω ακριβώς όταν το σκυλί θα περνούσε από κάτω μου καθώς θα βρισκόμουν στον αέρα. Αυτή η ιδέα, πιο γρήγορη απ' την αστραπή και που δεν προλάβαι33
να ούτε να τη σκεφτώ ούτε να την εκτελέσω, ήταν η τελευταία πριν απ' το ατύχημά μου. Δεν ένιωσα ούτε το χτύπημα ούτε το πέσιμο, ούτε τίποτα απ' ό,τι επακολούθησε ως τη στιγμή που ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου. Ήταν σχεδόν νύχτα όταν συνήλθα. Ένιωσα να με κρατούν τρεις ή τέσσερις νεαροί που μου διηγήθηκαν τι μου είχε συμβεί. Το δανέζικο σκυλί μην μπορώντας να κόψει την ορμή του, είχε ριχτεί πάνω στα δυο μου πόδια και, τσουγκρίζοντάς με μ' όλη τη μάζα και την ταχύτητά του, μ' έκανε να πέσω με το κεφάλι μπροστά: η πάνω μασέλα μου που σήκωνε όλο το βάρος του κορμιού μου είχε χτυπήσει σ' ένα πολύ ανώμαλο οδόστρωμα, κ' η πτώση ήταν ακόμα πιο ορμητική γιατί, κατηφορίζοντας, το κεφάλι μου είχε βρεθεί πιο χαμηλά απ' τα πόδια μου. Το αμάξι στο οποίο ανήκε ο σκύλος ακολουθούσε από πίσω και θα περνούσε από πάνω μου αν ο αμαξάς δεν είχε αμέσως συγκρατήσει τ' άλογά του. Αυτά έμαθα από την αφήγηση εκείνων που μ' είχαν σηκώσει όρθιο και με συγκρατούσαν ακόμη όταν συνήλθα. Η κατάσταση που βρισκόμουν εκείνη τη στιγμή είναι αρκετά παράξενη για ν' αξίζει να την περιγράψω. Η νύχτα είχε προχωρήσει. Είδα τον ουρανό, μερικά αστέρια και λίγη πρασινάδα. Αυτή η πρώτη αίσθηση ήταν μια γλυκιά στιγμή. Ακόμα μόνο από κει ένιωθα τον εαυτό μου. Γεννιόμουν εκείνη τη στιγμή στη ζωή, και μου φαινόταν πως γέμιζα με την ανάλαφρη ύπαρξή μου όλα όσα έβλεπα. Απορροφημένος όλος στο παρόν, δε θυμόμουν τίποτα· δεν είχα καμιά καθαρή συναίσθηση του ατόμου μου, ούτε την παραμικρή ιδέα για ό,τι μου είχε συμβεί· δεν ήξερα ούτε ποιος είμαι ούτε πού βρισκόμουν δεν ένιωθα ούτε πόνο, ούτε φόβο, ούτε ανησυχία. Έβλεπα να κυλάει το αίμα μου όπως θα 'βλεπα να κυλάει ένα ρυάκι, χωρίς καν να σκεφτώ πως αυτό το αίμα κατά κάποιο τρόπο μου ανήκε. Ένιωθα σ' όλη μου την ύπαρξη μια γοητευτική γαλήνη, με την οποία κάθε φορά που το θυμάμαι δε βρίσκω τίποτα που να συγκρίνεται σ' όλη την περιοχή των 34
γνωστών ευχαριστήσεων. Με ρώτησαν πού κατοικούσα* μου ήταν αδύνατο να το πω. Ρώτησα πού βρισκόμουν: μου είπαν στο Πάνω-Τέρμα' ήταν σαν να μου λέγανε στο όρος Ατλας. Χρειάστηκε να ρωτήσω διαδοχικά τη χώρα, την πόλη και τη συνοικία όπου ήμουν. Ακόμα κι αυτό δεν ήταν αρκετό για να κατατοπιστώ· μου χρειάστηκε όλη η διαδρομή από κει ως τη λεωφόρο για να θυμηθώ την κατοικία μου και τ' όνομά μου. Ένας κύριος άγνωστός μου και που είχε την καλοσύνη να με συνοδέψει για λίγο, μαθαίνοντας πως κατοικούσα τόσο μακριά, με συμβούλεψε να πάρω στο Ταμπλ έν' αμάξι για να με πάει σπίτι μου. Περπατούσα πολύ καλά, πολύ ανάλαφρα, χωρίς να νιώθω ούτε πόνο ούτε πληγή, αν κ' εξακολουθούσα να φτύνω πολύ αίμα. Αλλά είχα ένα παγερό ρίγος που έκανε να χτυπούν πολύ δυσάρεστα τα τρανταγμένα μου δόντια. Όταν έφτασα στο Ταμπλ σκέφτηκα πως αφού βάδιζα χωρίς κόπο ήταν προτιμότερο να συνεχίσω έτσι το δρόμο μου με τα πόδια παρά να κινδυνέψω -να πεθάνω απ' το κρύο μέσα σ' έν' αμάξι. Έτσι πέρασα τη μισή λεύγα που είναι απ' το Ταμπλ ως την οδρ Πλατριέρ, βαδίζοντας άνετα, αποφεύγοντας τα εμπόδια, τ' αμάξια, διαλέγοντας κι ακολουθώντας το δρόμο μου τόσο σωστά όσο θα 'κανα αν ήμουν τελείως καλά στην υγεία μου. Φτάνω, ανοίγω τη μυστική κλειδαριά που μου είχαν συστήσει να βάλω στην ξώπορτα, ανεβαίνω τη σκάλα στα σκοτεινά, και τέλος μπαίνω στο σπίτι χωρίς άλλο ατύχημα εξόν από το πέσιμό μου και τις συνέπειές του, που ακόμα ούτε καν τις αισθανόμουν. Οι φωνές της γυναίκας μου καθώς με είδε μου 'δωσαν να καταλάβω πως είχα τσαλακωθεί πολύ χειρότερα απ' ό,τι νόμιζα. Πέρασα τη νύχτα χωρίς ακόμα να συνειδητοποιώ και να νιώθω τη ζημιά που έπαθα. Να τι αισθάνθηκα και τι βρήκα την άλλη μέρα. Το πάνω χείλος μου ήταν σκισμένο από μέσα ως τη μύτη: απέξω το δέρμα το είχε προστατέψει καλύτερα κ' εμπόδισε το γενικό σκίσιμό του* τέσσερα δόντια μπηγμένα στην πάνω μασέλα, όλο το τμήμα του 35
προσώπου που τη σκεπάζει πολύ πρησμένο και ζουληγμένο, ο δεξιός αντίχειρας στραμπουληγμένος και πολύ χοντρός, ο αριστερός αντίχειρας σοβαρά τραυματισμένος, το αριστερό μπράτσο στραμπουληγμένο, το αριστερό γόνατο επίσης πολύ πρησμένο καθώς ένα μεγάλο κι οδυνηρό πρήξιμο μ' εμπόδιζε εντελώς να το λυγίσω. Αλλά μ' όλη αυτή τη φασαρία τίποτα το σπασμένο, ούτε καν ένα δόντι, ένα ευτύχημα που μοιάζει με θαύμα σε μια πτώση σαν κι αυτή. Αυτή είναι μια πολύ πιστή αφήγηση του ατυχήματός μου.Σε λίγες μέρες αυτή η ιστορία διαδόθηκε σ' ολόκληρο το Παρίσι, τόσο αλλαγμένη και παραμορφωμένη που ήταν αδύνατο να την αναγνωρίσει κανείς. Θα 'πρεπε να την περίμενα από πριν αυτή τη μεταμόρφωση* αλλά προστέθηκαν τόσα παράξενα περιστατικά* τόσες σκοτεινές κουβέντες κι αποσιωπήσεις τη συνόδεψαν, μου μιλούσαν μ' ένα ύφος τόσο γελοία διακριτικό, που όλ' αυτά τα μυστήρια μ' ανησύχησαν. Πάντα αντιπαθούσα τα σκοτάδια, μου εμπνέουν φυσικά μια φρίκη που εκείνα που με τριγυρίζουν από τόσα χρόνια δεν μπόρεσαν να την ελαττώσουν. Ανάμεσα σ' όλα τα παράξενα εκείνης της εποχής δε θ' αναφέρω παρά μόνο ένα, αλλά αρκετό για να κρίνει κανείς και τ' άλλα. Ο κύριος Αενουάρ, γενικός υπομοίραρχος της α(^τυνομίας, με τον οποίο δεν είχα ποτέ καμιά σχέση, έστειλε το γραμματέα του για να μάθει νέα μου, και να μου κάνει επίμονες προσφορές εξυπηρέτησης που δε μου φάνηκαν σ' αυτή την περίσταση πολύ χρήσιμες για να μ' ανακουφίσουν. Ο γραμματέας εξακολούθησε να με πιέζει επίμονα να επωφεληθώ απ' αυτές τις προσφορές, σε σημείο που να μου πει πως αν δεν του είχα εμπιστοσύνη μπορούσα να γράψω απευθείας στον κύριο Αενουάρ. Αυτή η μεγάλη προθυμία και μαζί το εμπιστευτικό ύφος μου έδωσαν να καταλάβω πως πίσω απ' όλα αυτά κρυβόταν κάποιο μυστήριο που μάταια προσπαθούσα να ξεδιαλύνω. Αυτά ήταν αρκετά για να με κάνουν επιφυλακτικό, προπάντων στην 36
κατάσταση ταραχής που είχε δημιουργηθεί στο νου μου από το ατύχημά μου και τον πυρετό που του είχε προστεθεί. Παραδινόμουν σε χίλιες ανησυχητικές και θλιβερές εικασίες, κ' έκανα για το κάθε τι που συνέβαινε γύρω μου σχόλια που εκδήλωναν πιότερο το παραλήρημα του πυρετού παρά την ψυχραιμία ενός ανθρώπου που δεν τον ενδιέφερε πια τίποτα. Ένα άλλο γεγονός ήρθε τελικά να κορυφώσει την ανησυχία μου. Η κυρία ντ' Ορμουά μ' είχε αναζητήσει εδώ και μερικά χρόνια, χωρίς να μπορώ να μαντέψω το γιατί. Κάτι επιτηδευμένα δωράκια, συχνές επισκέψεις χωρίς σκοπό και χωρίς ευχαρίστηση, μου έδειχναν μια μυστική πρόθεση για όλ' αυτά, αλλά δε μου φανέρωναν τι ήταν. Μου είχε κάνει λόγο για ένα μυθιστόρημα που ήθελε να γράψει για να το προσφέρει στη βασίλισσα. Της είχα πει τι πίστευα για τις γυναίκες συγγραφείς. Μου είχε δώσει να καταλάβω πως αυτή η πρόταση είχε για σκοπό την αποκατάσταση της περιουσίας της, για την οποία είχε ανάγκη κάποιας προστασίας· δεν είχα τι να απαντήσω σ' αυτό. Αργότερα μου είπε πως, επειδή δεν μπόρεσε να πλησιάσει τη βασίλισσα, ήταν αποφασισμένη να δώσει το βιβλίο της στο κοινό. Δεν υπήρχε πια περίπτωση να της δώσω συμβουλές που δε μου ζητούσε, και που δε θα τις ακολουθούσε. Μου είχε πει να μου δείξει από πριν το χειρόγραφο. Την παρακάλεσα να μην το κάνει, και δεν το έκανε. Μια ωραία μέρα, πάνω στην ανάρρωσή μου, έλαβα από μέρους της αυτό το βιβλίο τυπωμένο ολόκληρο και μάλιστα δεμένο, κ' είδα στον πρόλογο τέτοιους χοντρούς επαίνους για μένα, τόσο ενοχλητικά βαλμένους και με τέτοια προσποίηση που επηρεάστηκα πολύ άσχημα. Η ποταπή κολακεία που αναδινόταν από κει δεν είχε καμιά σχέση με την καλή προαίρεση, η καρδιά μου δεν μπορούσε να ξεγελαστεί πάνω σ' αυτό. Λίγες μέρες αργότερα η κυρία ντ' Ορμουά ήρθε να μ' επισκεφτεί με την κόρη της. Με πληροφόρησε ποος το 37
βιβλίο της έκανε πολύ μεγάλο θόρυβο εξαιτίας μιας υποσημείωσης που τον προκαλούσε* δεν είχα καλοπροσέξει αυτή τη σημείωση καθώς διάβαζα βιαστικά αυτό το μυθιστόρημα. Την ξαναδιάβασα όταν έφυγε η κυρία ντ' Ορμουά, εξέτασα τη διατύπωση της, πίστεψα ότι βρήκα εκεί το λόγο των επισκέψεών της, των καλοπιασμάτων της, των χοντροειδών επαίνων του προλόγου της, και συμπέρανα πως όλ' αυτά δεν είχαν άλλο σκοπό τϊαρά να προδιαθέσουν το κοινό ν' αποδώσει σ' εμένα αυτή την υποσημείωση και κατά συνέπεια τη μομφή που θα προκαλούσε στο δράστη της σχετικά με το περιστατικό που αφορούσε η δημοσίευσή της. Δεν είχα κανένα μέσον να εξαλείψω το θόρυβο και την εντύπωση που μπορούσε να κάνει, και το μόνο που εξαρτιόταν από μένα ήταν να μην τον υποδαυλίσω ανεχόμενος τη συνέχιση των μάταιων κ' επιδεικτικών επισκέψεων της κυρίας ντ' Ορμουά και της κόρης της. Για να το επιτύχω αυτό, ορίστε το σημείωμα που έγραψα στη μητέρα: «Επειδή ο Ρουσσώ δε δέχεται στο σπίτι του κανένα συγγραφέα, ευχαριστεί την κυρία ντ' Ορμουά για την καλοσύνη της και την παρακαλεί να μην τον τιμά πια με τις επισκέψεις της». Μου απάντησε μ' ένα γράμμα τίμιο στη μορφή του, αλλά εκφρασμένο σαν όλα εκείνα που μου γράφουν σε παρόμοιες περιπτώσεις. Είχα βάρβαρα μπήξει το μαχαίρι στην ευαίσθητη καρδιά της, κ' έπρεπε να πιστέψω απ' το ύφος της επιστολής της πως έχοντας για μένα αισθήματα τόσο έντονα και τόσο αληθινά δε θ' άντεχε αυτή τη διακοπή των σχέσεων χωρίς να πεθάνει. Έτσι η ευθύτητα κ' η ειλικρίνεια στο κάθε τι είναι τρομερά εγκλήματα σ' αυτόν τον κόσμο, και θα φαινόμουν στους συγχρόνους μου κακός και θηριώδης, όταν δε θα είχα απέναντί τους άλλο έγκλημα παρά να μην είμαι ψεύτης και ύπουλος όπως εκείνοι. Είχα κιόλας βγει αρκετές φορές και μάλιστα έκανα 38
συχνά περίπατο στις Τυιλερί, όταν είδα απ' την έκπληξη πολλών από κείνους που με συναντούσαν πως υπήρχε για μένα ακόμα κάποια άλλη πληροφορία που αγνοούσα. Έμαθα τέλος πως η διάδοση στο κοινό ήταν πως είχα σκοτωθεί από την πτώση μου, κι αυτή η πληροφορία είχε μεταδοθεί τόσο γρήγορα και πεισματικά ώστε ύστερα από περισσότερες από δεκαπέντε μέρες που το έμαθα, ο ίδιος ο βασιλιάς κ' η βασίλισσα το ανέφεραν σαν κάτι απολύτοος βέβαιο. Ο Ταχυδρόμος του Αβινιόν, απ ό,τι φρόντισαν να μου γράψουν, αναγγέλλοντας αυτό το ευχάριστο νέο, φρόντισε να προβλέψει μ' αυτή την ευκαιρία το φόρο από προσβολές και βρισιές που ετοιμάζουν στη μνήμη μου μετά το θάνατό μου, σαν νεκρολογία. Αυτή η είδηση συνοδεύτηκε από ένα περιστατικό ακόμα πιο παράξενο που δεν το 'μαθα παρά τυχαία και δεν μπόρεσα να εξακριβώσω καμιά σχετική λεπτομέρεια. Δηλαδή είχαν συγχρόνως ανοίξει έναν έρανο για την εκτύπωση των χειρογράφων που θα 'βρισκαν στο σπίτι μου. Απ' αυτό κατάλαβα πως είχαν έτοιμη μια συλλογή γραπτών κατασκευασμένων επίτηδες για να μου τα φορτώσουν αμέσως μετά το θάνατό μου: γιατί το να σκεφτώ πως θα τύπωναν πιστά κάτι απ' αυτά που θα 'βρισκαν πραγματικά, ήταν μια βλακεία που δε θα μπορούσε να περάσει απ' το νου ενός λογικού ανθρώπου, και που δεκαπέντε χρόνια πείρας μου το εγγυόντουσαν με το παραπάνω. Αυτές οι παρατηρήσεις που έγιναν η μια πάνω στην άλλη και που συνοδεύονταν από πολλές άλλες που δεν ήταν λιγότερο εκπληκτικές, ξάφνιασαν αμέσως τη φαντασία μου που τη νόμιζα απονεκρωμένη, κι αυτά τα μαύρα σκοτάδια που τα πύκνωναν αδιάκοπα γύρω μου ξαναζωντάνεψαν όλη τη φρίκη που μου εμπνέουν αυθόρμητα. Κουράστηκα να κάνω σ' όλα αυτά χίλια σχόλια και να προσπαθώ να καταλάβω τα μυστήρια που τα είχαν κάνει ανεξήγητα για μένα. Το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα τόσων αινιγμάτων ήταν η επιβεβαίωση όλων των προηγούμενων συμπερασμάτων μου, δηλαδή πως μια κ' η μοίρα του 39
ατόμου μου και της υπόληψης μου είχαν καθοριστεί απ' όλη μαζί την τωρινή γενιά, καμιά προσπάθεια από μέρους μου δεν μπορούσε να με γλιτώσει αφού μου είναι εντελώς αδύνατο να διαβιβάσω κάποια παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές χωρίς να περάσει στη σημερινή από χέρια που είχαν κάθε λόγο να την εξαφανίσουν. Αυτή όμως τη φορά προχώρησα πιο πέρα. Η συγκέντρωση τόσων τυχαίων περιστατικών, η εξύψωση όλων των πιο σκληρών εχθρών μου, βοηθημένη τάχα από την τύχη, όλοι εκείνοι που κυβερνούν το κράτος, όλοι εκείνοι που κατευθύνουν τη δημόσια γνώμη, όλοι οι άνθρωποι με κάποια ανώτερη θέση, όλοι οι έμπιστοι που λες και ξεδιαλέχτηκαν προσεχτικά ανάμεσα σ' εκείνους που έχουν κάποια κρυφή έχθρα απέναντί μου για να προστρέξουν στην ομαδική συνωμοσία, αυτή η γενική συμφωνία είναι πολύ απίστευτη για να οφείλεται μόνο στην τύχη. Ένας μόνο άνθρωπος που θ' αρνιόταν να γίνει συνένοχος, ένα μόνο γεγονός που θα του ήταν αντίθετο, ένα μόνο απρόοπτο περιστατικό που θα του γινόταν εμπόδιο, αρκούσε για να τον κάνει ν' αποτύχει. Αλλά όλες οι θελήσεις, όλες οι ειμαρμένες, η τύχη κι όλες οι κακοτυχίες στέριωσαν το έργο των ανθρώπων, και μια τόσο χτυπητή σύμπτωση που μοιάζει με θαύμα δεν μτζορεί να μ' αφήσει ν' αμφιβάλλω πως η πλέρια επιτυχία της δεν ήταν γραμμένη στα θεσπίσματα της μοίρας. Πλήθος από ξεχωριστές παρατηρήσεις, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν μου επιβεβαιώνουν τόσο πολύ αυτή την άποψη που δεν μπορώ να εμποδίσω τον εαυτό μου -να θεωρεί στο εξής σαν έν' απ' αυτά τα μυστικά του ουρανού που είναι ακατανόητα για την ανθρώπινη λογική το ίδιο έργο που το αντιμετώπιζα ως τώρα σαν ένα δημιούργημα της κακίας των ανθρώπων. Αυτή η ιδέα, αντί να μου είναι σκληρή και σπαραχτική, με παρηγορεί, με καθησυχάζει και με βοηθά να το πάρω απόφαση. Δεν πάω τόσο μακριά όσο ο άγιος Αυγουστίνος που παρηγοριόταν που ήταν κολασμένος αν αυτή ήταν η 40
θέληση του Θεού. Η καρτερία μου προέρχεται από μια πηγή λιγότερο αφιλοκερδή, ειν' αλήθεια, αλλά όχι λιγότερο αγνή και πιο αντάξια κατά τη γνώμη μου για το τέλειο Ον που λατρεύω. Ο Θεός είναι δίκαιος* θέλει να υποφέρω* και ξέρει πως είμαι αθώος. Αυτός είναι ο λόγος της εμπιστοσύνης μου, η καρδιά μου κ' η λογική μου μου φωνάζουν πως δε θα με ξεγελάσει. Ας αφήσουμε λοιπόν να κάνουν ό,τι θέλουν οι άνθρωποι και το πεπρωμένο: ας μάθουμε να υποφέρουμε χωρίς διαμαρτυρίες* όλα τελικά θα μπουν σε μια τάξη, κ' η σειρά μου θα 'ρθει αργά ή γρήγορα.
41
ΤΡΙΤΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ Γηράσκω αει διδασκόμενος,
Ο ΣΟΛΩΝ επαναλάβαινε συχνά αυτόν το στίχο στα γεράματά του. Έχει ένα νόημα που θα μπορούσα κ' εγώ να το πω στα δικά μου: αλλά είναι μια πολύ θλιβερή επιστήμη αυτή που για είκοσι χρόνια με δίδαξε η πείρα* η αμάθεια είναι ακόμα προτιμότερη. Η κακοτυχία είναι αναμφίβολα ένας μεγάλος δάσκαλος, αλλά πρέπει να πληρώσεις ακριβά τα μαθήματά της, και συχνά το κέρδος που αποκτάς δεν αξίζει την τιμή που σου κόστισε. Άλλωστε, πριν πάρεις αυτό το κέρδος από τόσο αργοπορημένα μαθήματα, η ευκαιρία να τα χρησιμοποιήσεις έχει περάσει. Τα νιάτα είναι ο καιρός για να μελετήσεις τη σοφία* τα γεράματα είναι ο καιρός για να την εφαρμόσεις. Η πείρα σε διδάσκει πάντα τ' ομολογώ* αλλά δεν ωφελεί παρά για το διάστημα που έχεις μπροστά σου. Υπάρχει καιρός, τη στιγμή που πρέπει να πεθάνεις, για να μάθεις πώς θα 'πρεπε να ζήσεις; Ε, τι μ' ωφελεί η φώτιση που απόχτησα τόσο αργά κα_ι με τόσο πόνο για τη μοίρα μου και για τα ξένα πάθη που τη δημιούργησαν! Δεν έμαθα να γνωρίζω καλύτερα τους ανθρώπους παρά για να νιώθω καλύτερα την αθλιότητα όπου με βύθισαν, χωρίς αυτή η γνώση, αποκαλύπτοντάς μου όλες τις παγίδες τους, να μπορέσει να με κάνει ν' αποφύγω ούτε μιαν απ' αυτές. Γιατί να μην έχω μείνει πάντα σ' αυτή την ανόητη αλλά γλυκιά εμπιστοσύνη που μ' έκανε για τόσα χρόνια τη λεία και το παιχνίδι των πολυθόρυβων φίλων μου, χωρίς να 'χω, τριγυρισμένος απ' όλες τις σκευωρίες τους, ούτε την παραμικρή υποψία! Ήμουν το κορόιδο και το θύμα τους, είν' αλήθεια, αλλά 42
πίστευα πως μ' αγαπούσαν, κ' η καρδιά μου χαιρόταν γι' αυτή τη φιλία που μου είχαν εμπνεύσει ανταποδίδοντας τα ίδια από μέρους μου. Αυτές οι γλυκές αυταπάτες καταστράφηκαν. Η πικρή αλήθεια που ο καιρός κ' η λογική μου αποκάλυψαν κάνοντάς με να νιώσω τη δυστυχία μου, μου 'δειξε πως δεν υπήρχε γιατρειά και πως δε μου έμενε παρά η εγκαρτέρηση. Έτσι όλες οι εμπειρίες της ηλικίας μου είναι για μένα στην κατάστασή μου δίχως όφελος για το παρόν και δίχως κέρδος για το μέλλον. Μπαίνουμε στον αγώνα όταν γεννιόμαστε, και βγαίνουμε όταν πεθαίνουμε. Τι ωφελεί να μάθουμε να οδηγούμε καλύτερα το αμάξι μας όταν βρισκόμαστε στο τέλος της διαδρομής; Τότε δε μένει πια να σκεφτούμε παρά πώς θα βγούμε απ' αυτό. Η μελέτη ενός γέροντα, αν έχει ακόμα περιθώριο να την κάνει, είναι μόνο το να μάθει να πεθαίνει, κ' είναι ακριβώς αυτό που κάνουν λιγότερο απ' όλα στην εποχή μου* τα σκέφτονται όλα, εκτός απ' αυτό. Όλοι οι γέροι κρατιούνται πιο πολύ στη ζωή από τα παιδιά, και βγαίνουν απ' αυτή με λιγότερη προθυμία παρά οι νέοι. Κι αυτό, επειδή, αφού όλα τους τα έργα ήταν γι' αυτή εδώ τη ζωή, βλέπουν στο τέλος της πως όλοι τους όι κόποι πήγαν χαμένοι. Ολες τους οι προφυλάξεις, όλα τους τα αγαθά, όλοι οι καρποί απ' τα επίμοχθα ξενύχτια τους, όλα τα παρατάνε όταν φεύγουν. Δε φρόντισαν ν' αποκτήσουν τίποτα όσο ζούσαν που να μπορούν να το πάρουν μαζί τους στο θάνατό τους. Τα είπα όλ' αυτά στον εαυτό μου όταν ήταν καιρός να τα πω, κι αν δεν μπόρεσα να επωφεληθώ καλύτερα από τις σκέψεις μου δεν είναι επειδή δεν τις έκανα έγκαιρα και δεν τις είχα χωνέψει καλά. Ριγμένος από παιδί στον ανεμοστρόβιλο του κόσμου, έμαθα γρήγορα από πείρα πως δεν ήμουν φτιαγμένος για να ζήσω εκεί μέσα, και πως δε θα έφτανα ποτέ στην κατάσταση που λαχταρούσε η καρδιά μου. Παύοντας λοιπόν ν' αναζητώ ανάμεσα στους ανθρώπους την ευτυχία που ένιωθα πως δεν μπορούσα να τη βρω εκεί, η φλογερή φαντασία μου πηδούσε κιόλας πάνω από 43
το διάστημα της μόλις αρχινισμένης ζωής μου, όπως σ' ένα έδαφος που μου ήταν ξένο, για ν' αναπαυτεί σ' ένα ήσυχο αποκούμπι, όπου θα μπορούσα να στεριώσω. Αυτό το αίσθημα, θρεμμένο με τη μόρφωση απ' τα παιδικά μου χρόνια κ' ενισχυμένο σ' όλη μου τη ζωή από το μακρύ πλέγμα από αθλιότητες και δυστυχίες που τη γέμισε, μ' έκανε σ' όλους τους καιρούς να ζητώ να γνωρίσω τη φύση και τον προορισμό της ύπαρξής μου με περισσότερο ενδιαφέρον και φροντίδα απ' όση βρήκα ποτέ σε κανέναν άλλο. Έχω δει πολλούς που φιλοσοφούσαν πολύ πιο σοφά από μένα, αλλά η φιλοσοφία τους ήταν γι' αυτούς κατά κάποιο τρόπο ξένη. Θέλοντας να ϊείναι πολύ πιο σοφοί απ' τους άλλους, μελετούσαν το σύμπαν για να μάθουν πώς ήταν φτιαγμένο, όπως θα μελετούσαν κάποια μηχανή, που θ' αντίκριζαν, από σκέτη περιέργεια. Μελετούσαν την ανθρώπινη φύση για να μπορούν να μιλήσουν με σοφία γι' αυτήν, αλλά όχι για να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Δούλευαν για να διδάξουν τους άλλους, αλλά όχι για να ρίξουν λίγο φως μέσα τους. Πολλοί απ' αυτούς δεν ήθελαν παρά να γράψουν ένα βιβλίο, άσχετα ποιο, αρκεί να το δεχόταν ο κόσμος. ' Οταν το δικό τους είχε γίνει και δημοσιευτεί, το περιεχόμενό τους δεν τους ενδιέφερε πια με κανέναν τρόπο, παρά μόνο για να το παραδεχτούν οι άλλοι και για να το υπερασπιστούν σε περίπτωση που θα δεχόταν επιθέσεις, αλλά κατά τα άλλα χωρίς να πάρουν τίποτ' απ' αυτό για δική τους χρήση, και μάλιστα χωρίς να τους νοιάζει αν αυτό το περιεχόμενο ήταν αληθινό ή ψεύτικο, αρκεί να μην προκαλούσε αντιρρήσεις. Εγώ όταν επεθύμησα να μάθω κάτι, το έκανα για να το ξέρω εγώ κι όχι για να διδάξω* πίστευα πάντα πως πριν διδάξω τους άλλους έπρεπε ν'αρχίσω να μαθαίνω αρκετά για τον εαυτό μου, κι απ' όλες τις μελέτες που προσπάθησα να κάνω στη ζωή μου ανάμεσα στους ανθρώπους δεν υπάρχει καμιά που δε θα την έκανα εξίσου μόνος σ' ένα ερημονήσι όπου θα ήμουν εξόριστος για όλη μου τη ζωή. Αυτό που πρέπει να κάνει κανείς εξαρτάται 44
πολύ απ' αυτό που πρέπει να πιστεύει, και σ' όλα όσα δε βασίζονται στις πρώτες ανάγκες της φύσης, οι γνώμες μας είναι ο ρυθμιστής των πράξεών μας. Σ' αυτή την αρχή, που ήταν πάντα η δική μου, έψαξα συχνά και πολύ, για να κατευθύνω τη χρησιμοποίηση της ζωής μου, να γνωρίσω τον πραγματικό της σκοπό, και σύντομα παρηγορήθηκα για τη μικρή ικανότητα μου να συμπεριφερθώ μ' επιδεξιότητα σ* αυτόν τον κόσμο, νιώθοντας πως δε χρειαζόταν ν' αναζητήσω αυτόν το σκοπό. Γεννημένος σε μια οικογένεια όπου βασίλευε η ηθική κ' η ευλάβεια, αναθρεμμένος ύστερα με τρυφερότητα στο σπίτι ενός ιερωμένου γεμάτου από φρόνηση και πίστη, είχα δεχτεί από μικρό παιδί αρχές, αποφθέγματα, άλλοι θα έλεγαν προκαταλήψεις, που ποτέ δε μ' εγκατέλειψαν ολότελα. Παιδί ακόμα και δοσμένος στον εαυτό μου, δελεασμένος από τα χάδια, γοητευμένος από την κενοδοξία, σαγηνευμένος από την ελπίδα, ζορισμένος από την ανάγκη, έγινα καθολικός, αλλά έμεινα πάντα χριστιανός, και σύντομα, συνεπαρμένη από τη συνήθεια, η καρδιά μου προσκολλήθηκε ειλικρινά στη νέα μου θρησκεία. Οι οδηγίες, τα παραδείγματα της κυρίας ντε Βαράν, με στερέωσαν σ' αυτή την αφοσίωση. Η μοναξιά της εξοχής όπου πέρασα το άνθος της νιότης μου, η μελέτη των καλών βιβλίων στην οποία παραδόθηκα ολόκληρος, ενίσχυσαν κοντά της τη φυσική μου διάθεση για φιλόστοργα αισθήματα, και μ' έκαναν θεοσεβούμενο με τον τρόπο του Φενελόν. Ο στοχασμός στην απομόνωση, η μελέτη της φύσης, η ενατένιση του σύμπαντος, αναγκάζουν ένα μοναχικό άνθρωπο ν' αποτείνεται αδιάκοπα προς το δημιουργό των πραγμάτων και ν' αναζητά με μια γλυκιά ανησυχία το σκοπό όλων αυτών που βλέπει και την αιτία όλων αυτών που αισθάνεται. 'Οταν η μοίρα μου μ' έριξε μέσα στο χείμαρρο του κόσμου, δεν ξαναβρήκα πια εκεί τίποτα που να μπορεί να δώσει μια στιγμή χαράς στην καρδιά μου. Η νοσταλγία της γλυκιάς μου άνεσης μ' ακολουθούσε παντού κ' έριξε την αδιαφορία και την αηδία 45
σ' όλα όσα με τριγύριζαν, ικανά να μ' οδηγήσουν στα πλούτη και στις τιμές. Αβέβαιος μες στους ανήσυχους πόθους μου, έλπιζα λίγα, απόχτησα λιγότερα, κ' ένιωσα ακόμα και μες στ' αντιφεγγίσματα ευημερίας πως όταν θ' αποχτούσα όλα όσα νόμιζα πως γυρεύω δε θα 'βρισκα καν αυτή την ευτυχία που λαχταρούσε η καρδιά μου χωρίς να μπορεί να μαντέψει τι ακριβώς ζητούσα. Έτσι όλα συντελούσαν στο ν' αποσπάσουν τις αγάπες μου απ' αυτόν τον κόσμο, ακόμα πριν από τις δυστυχίες που θα με καταντούσαν εντελώς ξένο προς αυτόν. Έφτασα ως την ηλικία των σαράντα χρόνων, κυμαινόμενος ανάμεσα στην ένδεια και τον πλούτο, ανάμεσα στη φρόνηση και την τρέλα, γεμάτος από ελαττωματικές συνήθειες χωρίς καμιά κακή κλίση στην καρδιά μου, ζώντας στην τύχη χωρίς αρχές καλά αποφασισμένες απ' το λογικό μου, κι απρόσεχτος στα καθήκοντά μου χωρίς να τα περιφρονώ, αλλά συχνά χωρίς να τα ξέρω καλά. Από τα νιάτα μου είχα ορίσει αυτή την εποχή των σαράντα χρόνων σαν το τέρμα των προσπαθειών μου για να επιτύχω ένα σκοπό και των απαιτήσεών μου για το κάθε τι. Εντελώς αποφασισμένος, μόλις φτάσω σ' αυτή την ηλικία και σ' όποια κατάσταση κι αν βρισκόμουν, να μη χτυπιέμαι πια για να ξεφύγω και να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου ζώντας μέρα με τη μέρα χωρίς πια ν' ασχολούμαι με το μέλλον. 'Οταν ήρθε η στιγμή, εξετέλεσα αυτή την απόφαση χωρίς κόπο κ' ενώ τότε η τύχη μου έμοιαζε να θέλει να πάρει μια πιο σταθερή θέση· τ' απαρνήθηκα όχι μόνο χωρίς λύπη αλλά με μιαν αληθινή χαρά. Γλιτώνοντας απ' όλ' αυτά τα δολώματα, απ' όλες αυτές τις μάταιες ελπίδες, δόθηκα ολόκληρος στην ξενοιασιά και στην πνευματική ανάπαυση που ήταν πάντα το πιο κυρίαρχο γούστο μου κ' η πιο μόνιμη κλίση μου. Άφησα τον κόσμο και τα μεγαλεία του, απαρνήθηκα κάθε στολίδι: ούτε σπαθί, ούτε ρολόι, ούτε λευκές κάλτσες, χρυσαφικά, χτενίσματα· μια πολύ απλή περούκα, ένα καλό φόρεμα από χοντρό ύφασμα, και, το καλύτερο απ' όλα, ξερίζωσα 46
απ' την καρδιά μου τις απληστίες και τις ορέξεις που δίνουν αξία σ' ό,τι εγκατέλειπα. Παράτησα τη θέση που είχα τότε, για την οποία δεν ήμουν καθόλου κατριλληλος, κι άρχισα ν' αντιγράφω μουσική με τόσο τη σελίδα, δουλειά για την οποία είχα πάντα έντονη κλίση. Δεν περιόρισα τη μεταρρύθμισή μου στα εξωτερικά πράγματα. ' Ενιωσα πως κι αυτή θ' απαιτούσε μιαν άλλη πιο κοπιαστική βέβαια, αλλά πιο χρήσιμη στις γνώμες, κι αποφασισμένος να μην κάνω διπλό κόπο, καταπιάστηκα να υποβάλω τον εσώτερο εαυτό μου σε μιαν αυστηρή εξέταση που θα τον ρύθμιζε για την υπόλοιπη ζωή μου έτσι όπως ήθελα να τον βρω στο θάνατό μου. Μια μεγάλη επανάσταση που γινόταν μέσα μου, ένας άλλος ηθικός κόσμος που πρόβαλλε στα μάτια μου, οι ανόητες κρίσεις των ανθρώπων που, χωρίς να προβλέψω ακόμη πόσο θα γινόμουν θύμα τους, άρχισα να νιώθω τον παραλογισμό τους, η όλο και μεγαλύτερη ανάγκη ενός άλλου αγαθού αντί της λογοτεχνικής μικροφιλοδοξίας που μόνο ο καπνός της μ' είχε αγγίξει κ' ήμουν κιόλα αηδιασμένος, η επιθυμία τέλος να χαράξω για την υπόλοιπη σταδιοδρομία μου ένα δρόμο λιγότερο αβέβαιο από κείνον όπου είχα διατρέξει το πιο όμορφο ως τώρα μεσοδιάστημα, όλα μ' έσπρωχναν σ' αυτή τη μεγάλη επιθεώρηση που από καιρό ένιωθα την ανάγκη της. Καταπιάστηκα λοιπόν μ' αυτή και δεν παρέλειψα τίποτα απ' ό,τι εξαρτιόταν από μένα για να εκτελέσω σωστά αυτή την επιχείρηση. Από κείνη την εποχή μπορώ να χρονολογήσω την πλήρη απάρνησή μου από τον κόσμο κι αυτή την έντονη κλίση για τη μοναξιά που από τότε πια δε μ' εγκατέλειψε. Η δουλειά που αναλάμβανα δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο σε μια απόλυτη απομόνωση· ζητούσε μακροχρόνιους και γαλήνιους διαλογισμούς που ο θόρυβος της κοινωνίας δεν τους ανέχεται. Αυτό μ' ανάγκασε ν' ακολουθήσω για ένα διάστημα έναν άλλο τρόπο ζωής, με τον οποίο αισθάνθηκα τόσο καλά που, μην έχοντάς τον διακόψει από τότε παρά από ανάγκη και για λίγες στιγμές, τον ξανάρχι47
σα μ* όλη μου την καρδιά και περιορίστηκα σ' αυτόν αμέσως μόλις μπόρεσα* κι όταν αργότερα οι άνθρωποι μ' ανάγκασαν να ζήσω μόνος, βρήκα ότι όταν μ' απομόνωσαν για να με κάνουν δυστυχισμένο, είχαν κάνει περισσότερα πράγματα για την ευτυχία μου απ' όσα θα μπορούσα να κάνω εγώ ο ίδιος. Ρίχτηκα στη δουλειά που είχα αναλάβει μ' ένα ζήλο ανάλογο, τόσο στη σοβαρότητα του ζητήματος, όσο και στην ανάγκη που ένιωθα γι' αυτό. Ζούσα τότε με μοντέρνους φιλοσόφους που δεν έμοιαζαν καθόλου με τους παλιούς. Αντί να ανακουφίσουν τις αμφιβολίες μου και να σταθεροποιήσουν την αναποφασιστικότητά μου, είχαν κλονίσει όλες τις βεβαιότητες που νόμιζα πως είχα στα σημεία που μ' ενδιέφερε περισσότερο να γνωρίσω: γιατί, σαν φλογεροί απόστολοι της αθεΐας και πολύ επιτακτικοί δογματιστές, δεν ανεχόντουσαν καθόλου χωρίς οργή το να τολμήσει κανείς σ' οποιοδήποτε ζήτημα να σκεφτεί διαφορετικά απ' αυτούς. Είχα συχνά υπερασπίσει τον εαυτό μου με πολλή μετριοπάθεια επειδή μισούσα τη λογομαχία και δεν είχα αρκετό ταλέντο για να τον υποστηρίξω* αλλά ποτέ δεν παραδέχτηκα την αξιοθρήνητη θεωρία τους, κι αυτή η αντίσταση σ' ανθρώπους τόσο αδιάλλακτους, που άλλωστε είχαν τις δικές τους απόψεις, δεν ήταν μια από τις μικρότερες αιτίες που υποδαύλισαν την εχθρότητά τους. Δε μ' είχαν πείσει, αλλά μ' είχαν ανησυχήσει. Τα επιχειρήματά τους μ' είχαν κλονίσει χωρίς ποτέ να με πείσουν* δεν έβρισκα καμιά κατάλληλη απάντηση αλλά ένιωθα πως έπρεπε να υπάρχει. Δεν κατηγορούσα τόσο τον εαυτό μου για σφάλμα όσο για κουταμάρα, κ' η καρδιά μου τους αποκρινόταν καλύτερα απ' τη λογική μου. Τελικά είπα στον εαυτό μοϋ: θ' αφεθώ διαρκώς να παραδέρνω από τα σοφίσματα των ευγλώττωγ, για τους οποίους δεν είμαι καν βέβαιος πως οι απόψεις που διακηρύττουν και που θέλουν με τέτοια θέρμη να κάνουν τους άλλους να τις παραδεχτούν, είναι αληθινά δικές τους; Τα πάθη τους, που κυβερνούν τη θεωρία τους, τα συμφέρο48
ντά τους να κάνουν τον άλλον να πιστέψει τούτο ή εκείνο, κάνουν αδύνατο το να μαντέψουμε τι πιστεύουν οι ίδιοι. Μπορεί κανείς να ζητήσει καλή πίστη από κομματάρχες; Η φιλοσοφία τους είναι για τους άλλους· εμένα μου χρειάζεται μια για τον εαυτό μου. Ας την αναζητήσω μ' όλες μου τις δυνάμεις όσο είναι καιρός ακόμα για να 'χω ένα σταθερό κανόνα συμπεριφοράς για τις υπόλοιπες μέρες μου. Βρίσκομαι τώρα στην ώριμη ηλικία, σ' όλη τη δύναμη της κατανόησης. Αγγίζω κιόλας στην παρακμή. Αν περιμένω ακόμα, δε θα 'χω πια στην καθυστερημένη μου σκέψη τη χρησιμοποίηση όλων μου των δυνάμεων οι διανοητικές μου δραστηριότητες θα 'χουν πια χάσει τη δράστη ριότητά τους δε θα κάνω τόσο καλά αυτό που μπορώ να κάνω καλά σήμερα: ας αρπάξω αυτή την ευνοϊκή στιγμή· είναι η εποχή της εξωτερικής και υλικής μεταρρύθμισής μου, ας γίνει και η εποχή της διανοητικής και ηθικής μου μεταρρύθμισης. Ας ξεκαθαρίσω μια και καλή τις απόψεις μου, τις αρχές μου, κι ας είμαι για την υπόλοιπη ζωή μου αυτό που θα βρω ότι πρέπει να είμαι αφού το σκεφτώ καλά. Εκτέλεσα αυτό το σχέδιο αργά και σε διάφορες συνέχειες, αλλά μ' όλη την προσπάθεια κι όλη την προσοχή που μπορούσα. Ένιωθα έντονα πως η ανάπαυση για τις υπόλοιπες μέρες μου κι όλη μου η μοίρα εξαρτιόταν απ' αυτό. Βρέθηκα αρχικά σ' έναν τέτοιο λαβύρινθο από αμηχανίες, από δυσκολίες, από αντιρρήσεις, από διαστρεβλώσεις, από σκοτάδια, που είκοσι φορές έφτασα στον πειρασμό να τα παρατήσω όλα, ν' απαρνηθώ τις μάταιες αναζητήσεις, και να κρατήσω τις σκέψεις μου στους κανόνες της κοινής φρόνησης χωρίς πια να ψάχνω σε θεωρίες που μου ήταν* τόσο δύσκολο να τις ξεκαθαρίσω. Αλλά αυτή η ίδια η φρόνηση μου ήταν τόσο ξένη, ένιωθα τον εαυτό μου τόσο λίγο κατάλληλο για να την αποκτήσω, ώστε το να την πάρω για οδηγό μου ήταν σαν να θέλω, μέσ' από θάλασσες και τρικυμίες να ζητώ χωρίς τιμόνι, χωρίς πυξίδα, ένα φάρο σχεδόν απρόσιτο και που δε 49
μου 'δειχνε κανένα λιμάνι. Επέμεινα: για πρώτη φορά στη ζωή μου έδειξα θάρρος, κι οφείλω στην επιτυχία του το ότι μπόρεσα ν' αντέξω στη φριχτή μοίρα που από τότε άρχιζε να με τυλίγει χωρίς να έχω την παραμικρή υποψία. Ύστερ'από τις πιο θερμές και τις πιο ειλικρινείς έρευνες που είχε κάνει ποτέ κανένας θνητός, αποφάσισα για όλη μου τη ζωή πάνω σ' όλα τα αισθήματα που μ' ενδιέφερε να 'χω, κι αν τυχόν γελάστηκα στ' αποτελέσματά μου, είμαι τουλάχιστο βέβαιος πως το λάθος μου δεν μπορεί να μου καταλογιστεί σαν έγκλημα, γιατί έβαλα όλες μου τις προσπάθειες για να εξασφαλιστώ. Δεν έχω καμιάν αμφιβολία, είν' αλήθεια, πως οι προκαταλήψεις της παιδικής ηλικίας κ' οι κρυφές επιθυμίες της καρδιάς μου έκαναν τη ζυγαριά να γείρει απ' την πιο παρήγορη για μένα μεριά. Δύσκολα αποφεύγει κανείς να πιστέψει σ' αυτό που λαχταρά με τόση θέρμη, και ποιος μπορεί ν' αμφιβάλλει πως το ενδιαφέρον να παραδεχτεί ή ν' απορρίψει τις κρίσεις της άλλης ζωής δεν καθορίζει την πίστη των περισσοτέρων ανθρώπων στην ε λ π ί ^ τους ή στο φόβο τους. 'Ολ' αυτά μπορούσαν να γοητεύσουν την κρίση μου, το παραδέχομαι, αλλά όχι να επηρεάσουν την καλή μου πίστη: γιατί φοβόμουν μήπως γελαστώ στο κάθε τι. Αν όλα βασίζονταν στη χρήση αυτής της ζωής, είχε σημασία να το ξέρω, για να επωφεληθώ τουλάχιστον από την καλύτερη πλευρά που θα εξαρτιόταν από μένα, όσο ήταν ακόμα καιρός, και να μη γίνω θύμα. Αλλά αυτό που είχα να φοβηθώ περισσότερο στον κόσμο, στη διάθεση που βρισκόμουν, ήταν να εκθέσω την αιώνια μοίρα της ψυχής μου για να χαρώ τ' αγαθά αυτού του κόσμου, στα οποία δεν έδωσα ποτέ μεγάλη αξία. Ομολογώ ακόμη πως δεν απομάκρυνα πάντα ικανοποιητικά όλες αυτές τις δυσκολίες που μου παρουσιάστηκαν, και με τις οποίες οι φιλόσοφοί μας μου είχαν τόσο συχνά ξεκουφάνει τ' αυτιά μου. Αλλά, θέλοντας να πάρω επιτέλους απόφαση σε θέματα που η ανθρώπινη ευφυΐα τα προσεγγίζει τόσο λίγο, και συναντώντας απ' όλες τις με50
ριες αδιαπέραστα μυστήρια κι άλυτες αντιρρήσεις, δέχτηκα σε κάθε ζήτημα το αίσθημα που μου φαινόταν άμεσα πιο καλά διατυπωμένο, το πιο πιστευτό, χωρίς να σταματήσω στις αντιρρήσεις που δεν μπορούσα να ξεδιαλύνω αλλά που αντικρούονταν από άλλες αντιρρήσεις όχι λιγότερο έντονες στο αντίθετο σύστημα. Το δογματικό ύφος σ' αυτά τα θέματα δεν ταιριάζει παρά σε τσαρλατάνους* αλλά είναι σημαντικό το να έχεις ένα αίσθημα για λογαριασμό σου, και να το διαλέξεις μ' όλη την ωριμότητα κρίσεως που διαθέτεις. Αν παρ' όλ' αυτά πέσουμε σε λάθος, θα ήταν άδικο να τιμωρηθούμε γιατί δε θα είναι δικό μας το φταίξιμο. Αυτή είναι η ακλόνητη αρχή που χρησιμεύει για βάση στη σιγουριά μου. Το αποτέλεσμα των οδυνηρών ερευνών μου ήταν περίπου σαν κι αυτό που έχω μεταγενέστερα διατυπώσει στην ομολογία πίστεως του νίοαίΓε δανογαΓά, ένα έργο άδικα ατιμασμένο κ' εξευτελισμένο στη σημερινή γενιά, αλλά που μπορεί μια μέρα να ξεσηκώσει επανάσταση ανάμεσα στους ανθρώπους αν ποτέ ξαναγεννηθεί σ' αυτούς η κοινή λογική κ' η καλή πίστη. Από τότε, ησυχασμένος μέσα στις αρχές που είχα υιοθετήσει ύστερ' από ένα διαλογισμό τόσο μακρύ και τόσο στοχαστικό, τις έκανα τον ακλόνητο κανόνα της συμπεριφοράς μου και της πίστης μου, χωρίς πια να ενοχλούμαι ούτε για τις αντιρρήσεις που δεν είχα μπορέσει να λύσω ούτε για κείνες που δεν είχα μπορέσει να προβλέψω και που παρουσιαζόντουσαν ξανά πότε-πότε στη σκέψη μου. Μ' ανησύχησαν μερικές φορές αλλά δε με κλόνισαν ποτέ. Έλεγα πάντα στον εαυτό μου: όλ' αυτά δεν είναι παρά σοφιστείες και μεταφυσικές λεπτολογίες που δεν έχουν καμιά βαρύτητα μπροστά στις θεμελιώδεις αρχές που έχει αποδεχτεί η λογική μου, επικυρώσει η καρδιά μου, και που όλες έχουν τη σφραγίδα της εσωτερικής συγκατάθεσης μέσα στη σιωπή των παθών. Σε θέματα τόσο ανώτερα από την ανθρώπινη κατανόηση, μια αντίρρηση που δεν μπορώ να λύσω τάχα μπορεί να καταστρέψει 51
ένα σώμα θεωρίας τόσο στερεό, τόσο καλοδεμένο και διαμορφωμένο με τόσο διαλογισμό και προσοχή, τόσο καλά ταιριασμένο με τη λογική μου, με την καρδιά μου, μ' όλο μου το είναι, κ' ενισχυμένο από την εσωτερική συγκατάθεση που νιώθω να λείπει απ' όλες τις άλλες; Ό χ ι , οι μάταιες επιχειρηματολογίες δε θα καταστρέψουν ποτέ την αρμονία που νιώθω ανάμεσα στην αθάνατη φύση μου και τη σύνθεση αυτού του κόσμου και τη φυσική τάξη που βλέπω να βασιλεύει εκεί. Βρίσκω στην αντίστοιχη ηθική τάξη και στο σύστημά της που είναι το αποτέλεσμα των ερευνών μου, τα στηρίγματα που χρειάζομαι για ν' αντέξω τις αθλιότητες της ζωής μου. Σ' οποιοδήποτε άλλο σύστημα θα ζούσα χωρίς πόρους και θα πέθαινα χωρίς ελπίδες. Θα ήμουν το πιο δυστυχισμένο πλάσμα στον κόσμο. Ας κρατηθώ λοιπόν σ' αυτό που μόνο του αρκεί για να με κάνει ευτυχισμένο σε πείσμα της τύχης και των ανθρώπων. Αυτή η σκέψη και το συμπέρασμα που έβγαλα, τάχα δε μοιάζουν να έχουν υπαγορευτεί από τον ίδιο τον ουρανό για να με προετοιμάσουν για τη μοίρα που με περίμενε και να μου δώσουν τη δύναμη να την αντέξω; Τι θα είχα απογίνει και τι θα γινόμουν ακόμα, μέσα στις φριχτές αγωνίες που με περίμεναν και στην απίστευτη κατάσταση που έχω φτάσει για την υπόλοιπη ζωή μου αν, μένοντας χωρίς .άσυλο όπου θα μπορούσα να ξεφύγω απ' τους αμείλικτους διώκτες μου, χωρίς αποζημίωση για τα αίσχη που με κάνουν να υποστώ σ' αυτόν τον κόσμο και χωρίς ελπίδα να βρω ποτέ το δίκιο που μου χρωστούσαν, αν έβλεπα τον εαυτό μου παραδομένο ολόκληρο στην πιο φριχτή τύχη που αισθάνθηκε ποτέ στη γη κανένας άνθρωπος; Ενώ, ήσυχος μέσα στην αθωότητά μου, δε φανταζόμουν παρά εκτίμηση και καλοσύνη για μένα ανάμεσα στους θνητούς* ενώ η καρδιά μου ανοιχτή και θαρραλέα εκδηλωνόταν σε φίλους κι αδερφούς, οι προδότες με τύλιγαν σιωπηλά σε δίχτυα πλεγμένα στα βάθη της κόλασης. Έκπληκτος απ' τις πιο απρόοπτες απ' όλες τις 52
δυστυχίες και τις πιο φοβερές για μια περήφανη ψυχή, συρμένος στη λάσπη χωρίς ποτέ να μάθω από ποιον και γιατί, βυθισμένος σε μιαν άβυσσο ατίμωσης, ζωσμένος από φριχτά σκοτάδια που ανάμεσά τους δεν ξεχώριζα παρά απαίσια πράγματα, στην πρώτη έκπληξη έμεινα κατάπληκτος, και δε θα συνερχόμουν ποτέ από την κατάθλιψη στην οποία μ* έριξε αυτό το απρόοπτο είδος από δυστυχίες αν δεν είχα από πριν συγκεντρώσει δυνάμεις για να σηκωθώ από τις πτώσεις μου. Μόνο ύστερ' από χρόνια αναταραχής, συνερχόμενος τέλος κι αρχίζοντας να επιστρέφω στον εαυτό μου, ένιωσα την αξία των αποθεμάτων που είχα συγκεντρώσει για ν' αντιμετωπίσω την κακοτυχία. Αποφασισμένος για όλα τα πράγματα που μ' ενδιέφερε να κρίνω, είδα, συγκρίνοντας τις γνώμες μου με την κατάστασή μου, πως έδινα στις ανόητες απόψεις των ανθρώπων και στα μικροσυμβάντα αυτής της σύντομης ζωής πολύ μεγαλύτερη σημασία απ' όση είχαν. Μια κι αυτή η ζωή δεν ήταν παρά μια κατάσταση από δοκιμασίες, πολύ λίγο ενδιέφερε αν αυτές οι δοκιμασίες ήταν αυτού ή εκείνου του είδους, αρκεί να είχαν το αποτέλεσμα για το οποίο προορίζονταν, και συνεπώς όσο οι δοκιμασίες ήταν μεγαλύτερες, δυνατές, πολύμορφες, τόσο το κέρδος να τις αντέξεις ήταν μεγαλύτερο. Όλες οι πιο έντονες στενοχώριες χάνουν τη δύναμή τους απέναντι σ' εκείνον που βλέπει την αποζημίωσή του μεγάλη και σίγουρη* κ' η βεβαιότητα αυτής της αποζημίωσης ήταν ο σπουδαιότερος καρπός που είχα συλλέξει από τους προηγούμενους διαλογισμούς μου. Ειν' αλήθεια πως μέσα στις αναρίθμητες προσβολές και στις αμέτρητες ντροπές που ένιωθα να με βασανίζουν απ' όλες τις μεριές, διαστήματα ανησυχίας κι αμφιβολίας έρχονταν πότε-πότε να κλονίσουν τις ελπίδες μου και να ταράξουν την ησυχία μου. Οι έντονες αντιρρήσεις που δεν είχα μπορέσει να λύσω παρουσιάζονταν τότε στο νου μου με περισσότερη δύναμη για να μ' εξουθενώσουν ακριβώς στις στιγμές που, γέρνοντας από το φόρτο της μοίρας μου, 53
ήμουν έτοιμος να πέσω στην αποθάρρυνση. Συχνά νέα επιχειρήματα που σκόπευα να κάνω ξανάρχονταν στο νου μου για να υποστηρίξουν εκείνα που μ' είχαν ήδη τυραννήσει. Αχ, έλεγα, νιώθοντας την καρδιά μου να σφίγγεται ως την ασφυξία, ποιος θα με προφυλάξει από την απελπισία αν μέσα στη φρίκη της μοίρας μου δε βλέπω πια παρά χίμαιρες στις παρηγοριές που μου έδινε η λογική μου; Αν, καταστρέφοντας έτσι το έργο της, ανατρέπει όλη την υποστήριξη ελπίδας κ' εμπιστοσύνης που μου είχε δώσει στη δυστυχία, ποια υποστήριξη θα είχα παρά μονάχα αυταπάτες που δεν παρηγορούν άλλο από μένα στον κόσμο; Ό λ η η σημερινή γενιά δε βλέπει παρά σφάλματα και προκαταλήψεις στα αισθήματα από τα οποία μονάχα εγώ τρέφομαι* βρίσκει την αλήθεια, την απόδειξη στο σύστημα που είναι αντίθετο από το δικό μου* φαίνεται μάλιστα ότι δεν μπορεί να πιστέψει πως το παραδέχομαι καλόπιστα, κ' εγώ ο ίδιος, βάζοντας όλη μου τη θέληση, βρίσκω δυσκολίες ανυπέρβλητες που μου είναι αδύνατο να λύσω και που δε μ' εμποδίζουν να επιμείνω. Είμαι λοιπόν εγώ ο μόνος σοφός, ο μόνος φωτισμένος μες στους θνητούς; για να πιστέψω πως τα πράγματα ειν' έτσι αρκεί το ότι με βολεύουν; μπορώ να έχω μια φωτισμένη εμπιστοσύνη σε φαινόμενα που δεν έχουν τίποτα το στερεό στα μάτια των υπόλοιπων ανθρώπων και που θα μου φαίνονταν ακόμα κι απατηλά αν η καρδιά μου δεν υποστήριζε τη λογική μου; Δε θ' άξιζε καλύτερα να πολεμήσω τους διώκτες μου με ίσα όπλα, παραδεχόμενος τα πιστεύω τους, αντί να βασίζομαι στις χίμαιρες των δικών μου, θύμα των επιθέσεών τους χωρίς να δράσω για να τους αντικρούσω; Πιστεύω τον εαυτό μου για σοφό και δεν είμαι παρά ένα κορόιδο, θύμα και μάρτυρας ενός μάταιου λάθους. Πόσες φορές σ' αυτές τις στιγμές αμφιβολίας κι αβεβαιότητας κόντεψα να παραδοθώ στην απελπισία! Αν ποτέ είχα περάσει σ' αυτή την κατάσταση έναν ολόκληρο μήνα, θα χανόμουν κ' εγώ κ' η ζωή μου. Αλλά αυτές οι 54
κρίσεις, αν και άλλοτε ήταν πολύ συχνές, ήταν πάντα σύντομες, και τώρα, αν και δεν έχω ακόμα ολότελα απαλλαγεί απ' αυτές, είναι τόσο σπάνιες και τόσο γοργές που δεν έχουν καν τη δύναμη να ταράξουν την ησυχία μου. Είναι ανάλαφρες ανησυχίες που δεν επηρεάζουν πιότερο την ψυχή μου απ' όσο ένα πούπουλο που πέφτει στο ποτάμι μπορεί ν' αλλάξει την πορεία του νερού. Ένιωσα πως το να ξαναρχίσω να διαλογίζομαι πάνω στα ίδια θέματα που είχα πια πάρει την απόφασή μου, ήταν σαν να υποθέτω ότι είχα στη διάθεσή μου νέα φώτιση ή πιο διαμορφωμένη κρίση ή περισσότερο ζήλο για τη διαπίστωση της αλήθειας απ ό,τι είχα όταν έκανα τις έρευνές μου· εφόσον καμιά απ' αυτές τις περιπτώσεις δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι η δική μου, δεν μπορούσα να προτιμήσω για κανένα σοβαρό λόγο τις γνώμες που, μέσα στην κατάπτωση της απελπισίας, δε με προκαλούσαν παρά για να μεγαλώσουν την αθλιότητά μου, μπροστά σε αισθήματα που είχα αποδεχτεί στην ωριμότητα της ηλικίας μου και του πνεύματός μου, ύστερ' από την πιο στοχαστική εξέταση, και σ' εποχές όπου η γαλήνη της ζωής μου δε μου άφηνε άλλο κυρίαρχο ενδιαφέρον παρά το να γνωρίσω την αλήθεια. Σήμερα που η καρδιά μου, σφιγμένη από αγωνία, η ψυχή μου καταπιεσμένη από τις έγνοιες, η φαντασία μου τρομαγμένη, το κεφάλι μου ζαλισμένο από τόσα φριχτά μυστήρια που με τριγυρίζουν, σήμερα που όλες μου οι ικανότητες, εξασθενημένες από τα γερατειά και τις ανησυχίες, έχουν χάσει την έντασή τους, τάχα θα στερηθώ στην τύχη όλα τ' αποθέματα που είχα φυλάξει, και θα δώσω περισσότερη σημασία στην παρακμασμένη μου λογική για να γίνω άδικα δυστυχισμένος, παρά στην πλήρη και δυνατή λογική μου για ν' αποζημιωθώ από τους καημούς που υποφέρω χωρίς να τους αξίζω; Ό χ ι , δεν είμαι σοφότερος, ούτε πιο μορφωμένος, ούτε πιο καλόπιστος απ' ό,τι ήμουν όταν πήρα την απόφασή μου σ' αυτά τα μεγάλα ζητήματα* δεν αγνοούσα τότε τις δυσκολίες που αφήνω να με ενοχλούν σήμερα* δε με 55
σταμάτησαν, κι αν παρουσιάζονταν μερικές καινούργιες που δεν τις ήξερα τότε, είναι τα σοφίσματα μιας λεπτής μεταφυσικής, που δε θα μπορούσαν ν' αντισταθμίσουν τις αιώνιες αλήθειες που είναι ανέκαθεν παραδεκτές απ' όλους τους σοφούς, αναγνωρισμένες απ' όλα τα έθνη και χαραγμένες στην ανθρώπινη καρδιά μ' ανεξίτηλα γράμματα. Ήξερα καθώς σκεφτόμουν αυτά τα ζητήματα πως η ανθρώπινη κατανόηση, περιορισμένη απ' τις αισθήσεις, δεν μπορούσε να τις αγκαλιάσει σ' όλη τους την έκταση. Αρκέστηκα λοιπόν σ' αυτό που καταλάβαινα χωρίς να μπω σ' αυτό που δεν έφτανα. Αυτή η απόφαση ήταν λογική, τη δέχτηκα κάποτε και κρατήθηκα εκεί με τη συγκατάθεση της καρδιάς μου και της κρίσης μου. Με ποια βάση θα την απαρνιόμουν σήμερα που τόσο ισχυροί λόγοι πρέπει να με κρατήσουν κοντά της; ποιον κίνδυνο βλέπω αν την ακολουθήσω; τι κέρδος θα είχα αν την παρατούσα; Τάχα δεχόμενος τη θεωρία των διωκτών μου θα 'παιρνα και την ηθική τους; Αυτή την ηθική χωρίς ρίζες και χωρίς καρπούς που την εκθέτουν πομπώδικα σε βιβλία ή σε κάποια χτυπητή δράση στο θέατρο, χωρίς να εισχωρεί τίποτα απ' αυτή στην καρδιά ή στη λογική* ή μάλλον αυτή την άλλη κρυφή και σκληρή ηθική, εσωτερική θεωρία όλων των μυημένων τους, στην οποία η άλλη δε χρησιμεύει παρά σαν μάσκα, που την ακολουθούν μόνη στη συμπεριφορά τους και που την έχουν με τέτοια επιτηδειότητα εφαρμόσει σ' εμένα. Αυτή η ηθική, καθαρά επιθετική, δε χρησιμεύει καθόλου στην άμυνα, και δεν ωφελεί παρά μόνο στην επίθεση. Τι θα μου χρειαζόταν εμένα στην κατάσταση που μ' έφεραν; Μόνο η αθωότητά μου με στηρίζει στις δυστυχίες* και πόσο θα γινόμουν ακόμα πιο δυστυχισμένος αν, αφαιρώντας από τον εαυτό μου αυτή τη μοναδική αλλά δυνατή καταφυγή, έβαζα στη θέση της την κακία; Θα τους έφτανα στην τέχνη να βλάψω, κι όταν θα το πετύχαινα, από ποιο κακό θα μ' ανακούφιζε αυτό που θα μπορούσα να τους κάνω; Θα 'χανα την εκτίμηση στον εαυτό μου και δε θα κέρδιζα τίποτα στη θέση της. 56
Έτσι διαλογιζόμενος με τον εαυτό μου, κατάφερα να μην τον αφήσω πια να κλονίζεται στις πεποιθήσεις του από σοφιστικά επιχειρήματα, από άλυτες αντιρρήσεις κι από δυσκολίες που ξεπερνούσαν την ικανότητά μου κ' ίσως την ικανότητα του ανθρώπινου πνεύματος. Το δικό μου πνεύμα, μένοντας στην πιο γερή θέση που μπόρεσα να του δώσω, συνήθισε τόσο καλά ν' αναπαύεται στο καταφύγιο της συνείδησής μου, που καμιά θεωρία παλιά ή καινούργια δεν μπορεί πια να το συγκινήσει ούτε να διαταράξει για μια στιγμή τη γαλήνη του. Πέφτοντας στην αποχαύνωση και την έλλειψη ευκινησίας του νου, λησμόνησα ακόμα και τους συλλογισμούς στους οποίους στήριζα την πίστη μου και τις αρχές μου, αλλά δε θα λησμονήσω ποτέ τα συμπεράσματα που έχω βγάλει με την έγκριση της συνείδησης και της λογικής μου, και στο εξής θα κρατιέμαι σ' αυτά. Ας έρθουν όλοι οι φιλόσοφοι να μ' αντικρούσουν: θα χάσουν την ώρα τους και τους κόπους τους. Κρατιέμαι για την υπόλοιπη ζωή μου, γενικά, στην απόφαση που έχω πάρει όταν ήμουν σε καλύτερη κατάσταση να διαλέγω σωστά. ' Ησυχος σ' αυτές τις αποφάσεις, βρίσκω εκεί, μαζί με την ικανοποίηση του εαυτού μου, την ελπίδα και τις παρηγοριές που χρειάζομαι στην κατάστασή μου. Δεν είναι δυνατό μια μοναξιά τόσο πλήρης, τόσο σταθερή, τόσο θλιβερή κατά βάθος, η πάντα αισθητή και πάντα δραστήρια έχθρα όλης της τωρινής μου γενιάς, οι ντροπές που μου φορτώνει αδιάκοπα, να μη μου προξενήσουν μερικές φορές κάποια κατάπτωση* η κλονισμένη ελπίδα, οι αποθαρρυντικές αμφιβολίες ξανάρχονται ακόμα πότεπότε να ταράξουν την ψυχή μου και να τη γεμίσουν θλίψη. Τότε είναι που, ανίκανος για τις πνευματικές λειτουργίες που μου χρειάζονται για να μου δώσουν αυτοπεποίθηση, έχω ανάγκη να θυμηθώ τις παλιές μου αποφάσεις: οι φροντίδες, η προσοχή, η ειλικρίνεια της καρδιάς που είχα χρησιμοποιήσει για να τις πάρω, ξανάρχονται τότε στη μνήμη μου και μου ξαναδίνουν όλη μου την εμπιστοσύνη. 57
Έτσι αρνούμαι όλες τις νέες ιδέες σαν ολέθρια λάθη που δεν έχουν παρά μια ψεύτικη εμφάνιση και δεν αξίζουν παρά για να διαταράξουν τη γαλήνη μου. Έτσι, κλεισμένος στη στενή σφαίρα των παλιών μου γνώσεων, δεν έχω, σαν το Σόλωνα, την ευτυχία να μπορώ να διδάσκομαι κάθε μέρα που γερνώ, και μάλιστα πρέπει ν' αποφύγω την επικίνδυνη αλαζονεία να θέλω να μάθω αυτά που πια δεν είμαι σε θέση να τα γνωρίσω καλά. Αλλά αν μου μένει να ελπίζω λίγες γνώσεις χρήσιμες, μου μένουν όμως πολλές αρετές ν' αποκτήσω απαραίτητες για την κατάστασή μου. Εδώ θα ήταν καιρός να πλουτίσω και να στολίσω την ψυχή μου μ' έν' απόκτημα που να μπορεί να το πάρει μαζί της, όταν, ελεύθερη απ' αυτό το κορμί που την εμποδίζει και την τυφλώνει, και βλέποντας την αλήθεια χωρίς πέπλα, θα διακρίνει τη φτώχεια όλων αυτών των γνώσεων για τις οποίες οι ψευτοσοφοί μας καμαρώνουν τόσο πολύ. Θα στενάξει για τις χαμένες στιγμές αυτής της ζωής όπου θα μπορούσε ν' αποκτήσει αυτές τις γνώσεις. Αλλά η υπομονή, η τρυφερότητα, η καρτερία, η ακεραιότητα, η αμερόληπτη δικαιοσύνη, είναι ένα αγαθό που το παίρνεις μαζί σου, κι απ' το οποίο μπορείς να πλουτίζεις αδιάκοπα, χωρίς να φοβάσαι πως κι ο ίδιος ο θάνατος θα το κάνει να χάσει την αξία του.Σ' αυτή τη μοναδική και χρήσιμη μελέτη αφιερώνω τα υπόλοιπα γερατειά μου. Θα είμαι ευτυχισμένος αν, με τις προόδους στον εαυτό μου^ μάθω πώς να βγω από τη ζωή, όχι καλύτερος, γιατί αυτό δεν είναι δυνατό, αλλά πιο ενάρετος απ' ό,τι ήμουν όταν μπήκα.
58
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ Α Ν Α Μ Ε ς Α στα λίγα βιβλία που ακόμα διαβάζω πότε-πότε, ο Πλούταρχος είν' εκείνος που με τραβά και μ' ωφελεί περισσότερο. Ήταν το πρώτο μου ανάγνωσμα στα παιδικά μου χρόνια, θα είναι και το τελευταίο στα γεράματά μου* είναι σχεδόν ο μόνος συγγραφέας που δεν έχω ποτέ διαβάσει χωρίς να βγάλω κάποιο όφελος. Προχτές διάβαζα στα ηθικά του έργα την πραγματεία «Πώς αν τις απ εχθρών ωφελοίτο». Την ίδια μέρα, τακτοποιώντας μερικά έντυπα που είχα λάβει από τους συγγραφείς τους, βρήκα μιαν απ' τις φυλλάδες του αβά Ροζιέ, που στον τίτλο της είχε βάλει αυτά τα λόγια: νίίαιη νεΓΟ ίηιρ6ηά€ηΐί*, Ροζιέ. Πολύ εξασκημένος στον τρόπο εκφράσεως αυτών των κυρίων για να ξεγελαστώ απ' αυτό το ύφος ευγένειας πως θα μου 'λεγε μια σκληρή αντι-αλήθεια: αλλά που βασιζόταν; γιατί αυτός ο σαρκασμός; τι αφορμή μπορούσα να του έχω δώσει; Για να ωφεληθώ απ' τα μαθήματα του καλού Πλουτάρχου αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τον αυριανό περίπατο για να εξετάσω τον εαυτό μου πάνω στο ψέμα, και βεβαιώθηκα καλά σχετικά με την άποψη που είχα πάρει πως το Γνώθι σαυτόν του Ναού των Δελφών δεν ήταν ένα γνωμικό τόσο εύκολο να τ' ακολουθήσεις όσο είχα φανταστεί στις Εξομολογήσεις μου. Την επόμενη μέρα, έχοντας αρχίσει τον περίπατο για να εκτελέσω αυτή την απόφαση, η πρώτη ιδέα που μου ήρθε όταν άρχισα να συγκεντρώνομαι ήταν ένα φριχτό ψέμα που είχα κάνει στην πρώτη μου νεότητα, που η θύμησή του με βασάνισε όλη μου τη ζωή, κ' έρχεται ως και στα *Να εξαρτάς τη ζωή σου απ' την αλήθεια. (Σ.τ.Μ.)
59
γερατειά μου να γεμίσει θλίψη την καρδιά μου που ήταν κιόλας σπαραγμένη από τόσες άλλες αιτίες. Αυτό το ψέμα, που και μόνο του ήταν μια μεγάλη αμαρτία, θά 'πρεπε να ήταν μια ακόμα μεγαλύτερη, από τις συνέπειές του που δεν έμαθα ποτέ, αλλά που οι τύψεις μ' έκαναν να τις υποθέσω όσο ήταν δυνατό πιο σκληρές. Ωστόσο, αν δεν εξετάσουμε παρά την ψυχική μου διάθεση όταν το έκαμα, αυτό το ψέμα δεν ήταν παρά ένα προϊόν ντροπής από αποτυχία, και μολονότι δεν είχε καθόλου ξεκινήσει από την πρόθεση να βλάψω εκείνη που είχε γίνει θύμα του, μπορώ να ορκιστώ στο Θεό πως την ίδια στιγμή που η ακατανίκητη εκείνη ντροπή μου το αποσπούσε, θα 'δινα μετά χαράς όλο μου το αίμα για να εκτρέψω τις συνέπειές του μόνο πάνω στον εαυτό μου. Είναι ένα παραλήρημα που δεν μπορώ να εξηγήσω παρά λέγοντας, όπως νομίζω ότι το νιώθω, πως εκείνη τη στιγμή ο δειλός μου χαρακτήρας υποδούλωσε όλους τους πόθους της καρδιάς μου. Η ανάμνηση αυτής της άτυχης πράξης κ' η ανεξάλειπτη μετάνοια που μου δημιούργησε μου έμπνευσαν για το ψέμα μια φρίκη που πρέτιει να εξασφάλισε την καρδιά μου απ' αυτό το ελάττωμα για όλη μου τη ζωή. Οταν πήρα την απόφασή μου, ένιωθα τον εαυτό μου φτιαγμένο για να την αξίζει, και δεν είχα αμφιβολία πως μου άξιζε όταν η φράση του αβά Ροζιέ μ' έκανε να εξετάσω πιο σοβαρά τον εαυτό μου. Τότε, ερευνώντας με πιο προσεχτικά, έμεινα έκπληκτος από το πλήθος των πραγμάτων που είχα εφεύρει και που θυμόμουν πως τα είχα πει σαν αληθινά την ίδια στιγμή που, υπερήφανος μέσα μου για την αγάπη μου προς την αλήθεια, της θυσίαζα τη σιγουριά μου, τα συμφέροντά μου, τον εαυτό μου, με μιαν αμεροληψία που δεν ξέρω κανένα άλλο παράδειγμά της ανάμεσα στους ανθρώπους. Εκείνο που μου έκανε έκπληξη πιο πολύ, είναι πως, καθώς θυμόμουν αυτά τα προϊόντα της φαντασίας μου, δεν ένιωθα καμιάν αληθινή μετάνοια. Εγώ, που η φρίκη μου για την ψευτιά δεν έχει κανένα αντιστάθμισμα στην καρδιά μου, εγώ που θα περιφρονούσα τα μαρτύρια αν 60
χρειαζόταν να τ,' αποφύγω μ' ένα ψέμα, από ποια παράξενη ασυνέπεια ψευδόμουν έτσι από κέφι χωρίς ανάγκη, χωρίς κέρδος, κι από ποιαν ασύλληπτη αντίφαση δεν ένιωθα την παραμικρή μετάνοια, εγώ που οι τύψεις για ένα ψέμα δεν έπαψαν να με βασανίζουν για πενήντα χρόνια; Δεν ήμουν ποτέ αμείλικτος για τα σφάλματά μου* το ηθικό ένστικτο με οδήγησε πάντα σωστά, η συνείδησή μου διατήρησε την πρώτη της εντιμότητα, κι ακόμα κι αν θα είχε αλλάξει υποκύπτοντας στα συμφέροντά μου, πώς διατηρώντας όλη την εύθύτητά της σε περιπτώσεις που ο άνθρωπος, σπρωγμένος από τα πάθη του, μπορεί τουλάχιστο να δικαιολογηθεί για την αδυναμία του, τη χάνει μόνο στα ασήμαντα πράγματα όπου το ελάττωμα δε δικαιολογείται; Είδα πως από τη λύση αυτού του προβλήματος εξαρτιόταν η ακρίβεια της κρίσης που θα έπρεπε να κάνω γι' αυτό το ζήτημα στον εαυτό μου, κι αφού το εξέτασα καλά, να με ποιο τρόπο κατόρθωσα να το εξηγήσω σ' εμένα τον ίδιο. Θυμάμαι πως είχα διαβάσει σ' ένα βιβλίο φιλοσοφίας πως το να λες ψέματα είναι το να κρύβεις μιαν αλήθεια που πρέπει να φανερώσεις. Απ' αυτόν τον ορισμό προκύπτει ότι το ν* αποσιωπάς μιαν αλήθεια που δεν είσαι υποχρεωμένος να πεις δεν είναι σαν να λες ψέματοκ Αλλά εκείνος που δεν αρκείται σε τέτοια περίπτωση στο να μην πει την αλήθεια αλλά λέει το αντίθετο, αυτός λέει ή δε λέει ψέματα; Σύμφωνα με τον ορισμό, δε θα μπορούσαμε να πούμε πως ψεύδεται. Γιατί αν δώσει ψεύτικα λεφτά σε κάποιον που δε χρωστάει τίποτα, εξαπατά βέβαια αυτόν τον άνθρωπο, αλλά δεν τον κλέβει. Παρουσιάζονται εδώ δυο ζητήματα για εξέταση, πολύ σημαντικά και τα δυο. Το πρώτο, πότε και πώς χρωστάμε στον άλλο την αλήθεια, αφού δεν τη χρωστάμε πάντα. Το δεύτερο, αν υπάρχουν περιπτώσεις που μπορούμε να εξαπατήσουμε αθώα. Αυτό το δεύτερο ζήτημα είναι εντελώς ξεκαθαρισμένο, το ξέρω: αρνητικά στα βιβλία, όπου η πιο αυστηρή ηθική δε στοιχίζει τίποτα στο συγγραφέα, καταφατικά στην κοινωνία όπου η ηθική των βιβλίων 61
περνά σαν μια φλυαρία που δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί. Ας αφήσω λοιπόν αυτές τις αυθεντίες που αντιφάσκουν μεταξύ τους, κι ας αναζητήσω με τις δικές μου αρχές να λύσω για τον εαυτό μου αυτά τα ζητήματα. Η γενική κι αφηρημένη αλήθεια είναι το πολυτιμότερο αγαθό. Χωρίς αυτή ο άνθρωπος είναι τυφλός· αυτή είναι το μάτι της λογικής. Απ' αυτήν ο άνθρωπος μαθαίνει να συμπεριφέρεται, να είναι αυτό που πρέπει να είναι, να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει, να τείνει προς τον αληθινό του στόχο. Η ειδική και προσωπική αλήθεια δεν είναι πάντα ένα αγαθό, καμιά φορά είναι κάτι κακό, πολύ συχνά είναι κάτι αδιάφορο. Τα πράγματα που πρέπει να ξέρει ένας άνθρωπος και που η γνώση τους είναι απαραίτητη για την ευτυχία του, μπορεί να μην είναι πολυάριθμα* αλλά όσα και να 'ναι, είναι ένα αγαθό που του ανήκει, που έχει δικαίωμα να το ζητήσει παντού όπου κι αν βρίσκεται, και που δεν μπορείς να του το στερήσεις χωρίς να διαπράξεις την πιο άδικη απ' όλες τις κλεψιές, γιατί είναι απ' αυτά τα αγαθά που ανήκουν σ' όλους και που η μετάδοσή τους δε στερεί καθόλου εκείνον που τα δίνει. Ό σ ο για τις αλήθειες που δεν έχουν κανενός είδους χρησιμότητα ούτε για τη μόρφωση ούτε στην πράξη, πώς θα ήταν ένα οφειλόμενο αγαθό, αφού δεν είναι καν αγαθό; και μια κ' η ιδιοκτησία δε βασίζεται παρά στη χρησιμότητα, όπου δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα για χρησιμότητα δεν μπορεί να υπάρχει ιδιοκτησία. Μπορεί να διεκδικήσει κανείς ένα έδαφος έστω και άγονο γιατί μπορεί τουλάχιστο να κατοικήσει σ' αυτό: αλλά το αν ένα περιττό γεγονός, αδιάφορο απ' όλες τις απόψεις και χωρίς συνέπειες για κανέναν, είναι αληθινό ή ψεύτικο, αυτό δεν ενδιαφέρει κανένα. Στην ηθική τάξη τίποτα δεν είναι άχρηστο περισσότερο παρά στη φυσική τάξη. Τίποτα δεν μπορεί να οφείλεται από κάτι που δεν αξίζει τίποτα* για να οφείλεται κάτι, πρέπει να είναι ή να μπορεί να γίνει χρήσιμο. Έτσι, η οφειλόμενη αλήθεια ειν'εκείνη που 62
ενδιαφέρει τη δικαιοσύνη, κ' εξευτελίζει κανείς αυτό το ιερό όνομα της αλήθειας, αν την εφαρμόσει στα μάταια πράγματα που η ύπαρξη τους είναι αδιάφορη για όλους, και που η γνώση τους είναι σ' όλα άχρηστη. Η αλήθεια που είναι απογυμνωμένη από κάθε είδους χρησιμότητα, έστω και πιθανή, δεν μπορεί λοιπόν να είναι κάτι οφειλόμενο, και συνεπώς εκείνος που την αποσιωπά ή την παραποιεί δε λέει κανένα ψέμα. Αλλά, αν υπάρχουν αλήθειες τόσο εντελώς άγονες ώστε να είναι από κάθε άποψη άχρηστες σε όλα, είναι ένα άλλο θέμα για συζήτηση και θα επανέλθω σ' αυτό αργότερα. Τώρα ας περάσουμε στο δεύτερο ζήτημα. Το να μη λες αυτό που είναι αληθινό και να λες αυτό που είναι ψεύτικο, είναι δυο πράγματα πολύ διαφορετικά, μα που ωστόσο μπορεί να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα* γιατί αυτό το αποτέλεσμα είναι σίγουρα το ίδιο κάθε φορά που είναι μηδενικό. Παντού όπου η αλήθεια είναι αδιάφορη, το αντίθετο σφάλμα είναι κι αυτό αδιάφορο: από δω προκύπτει πως σε τέτοια περίπτωση εκείνος που απατά λέγοντας το αντίθετο της αλήθειας δεν είναι πιο άδικος από κείνον που απατά αποσιωπώντας την γιατί εφόσον πρόκειται για περιττές αλήθειες, το σφάλμα δεν έχει τίποτα χειρότερο από την άγνοια. Το να πιστεύω ότι η άμμος που είναι στον πάτο της θάλασσας είναι άσπρη ή κόκκινη, αυτό δεν ενδιαφέρει περισσότερο από το ν' αγνοώ τι χρώμα έχει. Πώς θα μπορούσε κανείς να είναι άδικος χωρίς να βλάψει κανέναν, αφού η αδικία δε συνίσταται παρά στο κακό που θα κάνει στον άλλο; Αλλά αυτά' τα ζητήματα που έτσι συνοπτικά τα εξετάζουμε δε θα μπορούσαν ακόμα να μου προσφέρουν καμιά εφαρμογή πρακτικά σίγουρη, δίχως πολλές προκαταρκτικές διευκρινίσεις που χρειάζονται για να γίνει μ' ακρίβεια αυτή η εφαρμογή σ' όλες τις περιπτώσεις που μπορεί να παρουσιαστούν. Γιατί αν η υποχρέωση να λέει κανείς την αλήθεια δε βασίζεται παρά στη χρησιμότητά της, πώς θα γινόμουν εγώ κριτής αυτής της χρησιμότητας; Πολύ 63
συχνά το κέρδος του ενός αποτελεί τη ζημιά του άλλου, το προσωπικό συμφέρον είναι σχεδόν πάντα αντίθετο προς το δημόσιο συμφέρον. Πώς να φερθεί κανείς σε μια τέτοια περίπτωση; Πρέπει άραγε να θυσιάσουμε τη χρησιμότητα του απόντος για χάρη του ατόμου με το οποίο μιλούμε; Πρέπει να σωπάσουμε ή να πούμε την αλήθεια που ωφελώντας τον ένα, βλάφτει τον άλλο; Πρέπει να ζυγίζουμε όλα όσα πρέπει να πούμε στη μοναδική ζυγαριά του γενικού καλού ή σ' εκείνη της διαχωριστικής δικαιοσύνης, και είμαι τάχα βέβαιος πως ξέρω όλες τις σχέσεις του πράγματος για να μη διανείμω τις γνώσεις που έχω παρά με τους κανόνες του δίκιου; Κι ακόμα εξετάζοντας αυτό που χρωστάμε στους άλλους, τάχα έχω εξετάσει αρκετά αυτό που χρωστάει κανείς στον εαυτό του, αυτό που χρωστάει στην αλήθεια μόνο για την αλήθεια; Αν δεν αδικώ κανένα εξαπατώντας τον, τάχα προκύπτει ότι δεν αδικώ τον εαυτό μου, κι αρκεί να μην είμαι ποτέ άδικος για να είμαι πάντα αθώος; Τι ενοχλητικές συζητήσεις που θα ήταν εύκολο να τις αποφύγεις λέγοντας στον εαυτό σου: ας είμαι πάντα αληθινός με κίνδυνο όλων αυτών που μπφεί να συμβούν. Η ίδια η δικαιοσύνη βρίσκεται στην αλήθεια των πραγμάτων το ψέμα είναι πάντα αδίκημα, το λάθος είναι πάντα απάτη, όταν δίνει κανείς αυτό που δεν είναι σαν κανόνας αυτού που πρέπει να κάνουμε ή να πιστεύουμε: κι οποιοδήποτε κι αν είναι το αποτέλεσμα της αλήθειας, είσαι πάντα ένοχος όταν την έχεις πει, γιατί δεν της έχεις βάλει τίποτα δικό σου. ' Ετσι όμως διακόπτουμε το ζήτημα χωρίς να το λύσουμε. Δεν επρόκειτο ν' αποφανθούμε αν θα ήταν καλό να λέμε πάντα την αλήθεια, αλλά αν θα είμαστε πάντα εξίσου υποχρεωμένοι να το κάνουμε, και πάνω στον ορισμό που εξέταζα, υποθέτοντας ότι δεν είμαστε, να διακρίνουμε τις περιπτώσεις όπου η αλήθεια απαιτείται αυστηρά, από κείνες όπου μπορούμε να την αποσιωπήσουμε χωρίς αδικία και να τη συγκαλύψουμε χωρίς ψευτιά: γιατί έχω 64
βρει πως τέτοιες τιεριπτώσεις πράγματι υπήρχαν. Εκείνο που πρόκειται είναι λοιπόν ν' αναζητήσουμε έναν κανόνα για να τις γνωρίσουμε και να τις καθορίσουμε σωστά. Από πού όμως να βγάλουμε αυτόν τον κανόνα και την απόδειξη πως είναι αλάνθαστος;... Όλα τα ζητήματα ηθικής που είναι δύσκολα σαν κι αυτό,πάντα κατάφερνα να τα λύσω με τις υποδείξεις της συνείδησής μου, κι όχι με τα φώτα της λογικής μου. Ποτέ το ηθικό ένστικτο δε με ξεγέλασε: διατήρησε ως τώρα την αγνότητά του στην καρδιά μου αρκετά για να μπορώ να του έχω εμπιστοσύνη, κι αν καμιά φορά σωπαίνει μπροστά στα πάθη της συμπεριφοράς μου, ξαναπαίρνει πάντα την επιρροή του πάνω τους στις αναμνήσεις μου. Έτσι κρίνω τον εαυτό μου με τέτοιαν αυστηρότητα, ίσως γιατί θα κριθώ από τον ανώτατο δικαστή στην άλλη ζωή. Το να κρίνεις τα λόγια των ανθρώπων από τις συνέπειες που δημιουργούν, συχνά σημαίνει πως δεν τις εκτιμάς σωστά. Εκτός του ότι αυτές οι συνέπειες δεν είναι πάντα αισθητές κ' εύκολες ν' αναγνωριστούν, έχουν απέραντη ποικιλία σαν τις περιστάσεις στις οποίες γίνονται αυτά τα λόγια. Αλλά αποκλειστικά η πρόθεση εκείνου που τα λέει είναι που τα εκτιμά και καθορίζει το βαθμό της κακίας ή της καλοσύνης τους. Να λες λάθος δε σημαίνει ότι ψεύδεσαι παρά με την πρόθεση να ξεγελάσεις, κι ακόμα η πρόθεση να ξεγελάσεις όχι μόνο δε σχετίζεται πάντα με την πρόθεση να βλάψεις αλλά έχει κάποτε εντελώς τον αντίθετο σκοπό. Αλλά για να κάνεις ένα ψέμα αθώο δεν αρκεί το ότι η πρόθεση να βλάψεις δεν εκδηλώνεται, πρέπει επιπλέον να υπάρχει η βεβαιότητα* πως το λάθος στο οποίο πέφτουν αυτοί που τους μιλάς δεν μπορεί να βλάψει αυτούς ούτε κανέναν άλλο με οποιοδήποτε τρόπο. Είναι σπάνιο και δύσκολο να μπορείς να έχεις αυτή τη βεβαιότητα* κ' έτσι είναι δύσκολο και σπάνιο ένα ψέμα να είναι εντελώς αθώο. Το να ψεύδεσαι για το συμφέρον σου είναι απάτη, το να ψεύδεσαι για το συμφέρον κάποιου άλλόυ είναι δόλος, το να ψεύδεσαι για να βλάψεις είναι 65
συκοφαντία· είναι το χειρότερο είδος ψευτιάς. Το να ψεύδεσαι χωρίς κέρδος ή βλάβη δική σου ή κάποιου άλλου δεν είναι ψευτιά: είναι φαντασία. Οι φαντασίες που έχουν ένα ηθικό σκοπό ονομάζονται απόλογοι ή μύθοι, κ' επειδή ο σκοπός τους δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι άλλο από το να ντύνουν χρήσιμες αλήθειες με μορφές λογικές κ' ευχάριστες, σε τέτοιες περιπτώσεις δε φροντίζει κανείς να κρύψει το ψέμα γιατί δεν είναι παρά το φόρεμα της αλήθειας, κ' εκείνος που δε διηγείται ένα μύθο παρά μόνο για το μύθο δεν ψεύδεται με κανέναν τρόπο. Υπάρχουν άλλες φαντασίες καθαρά ουδέτερες, όπως είναι τα περισσότερα παραμύθια και μυθιστορήματα, που χωρίς να περιέχουν καμιά αληθινή διδασκαλία δεν έχουν άλλο σκοπό από τη διασκέδαση. Αυτές, απογυμνωμένες από κάθε ηθική χρησιμότητα, δεν μπορούν να εκτιμηθούν παρά από την πρόθεση εκείνου που τις εφευρίσκει, κι όταν τις αφηγείται με βεβαιότητα σαν πραγματικές αλήθειες, δεν μπορεί κανείς ν' αρνηθεί ότι δεν είναι αληθινά ψέματα. Ωστόσο ποιος πήρε ποτέ. στα σοβαρά αυτά τα ψέματα, και ποιος κατηγόρησε σοβαρά αυτούς που τα λένε; Αν υπάρχει π.χ. κάποιος ηθικός σκοπός στο Ναό της Κνιδου*, αυτός ο σκοπός είναι καλά κρυμμένος και αλλοιωμένος από τις ηδονικές λεπτομέρειες κι από τις λάγνες εικόνες. Τι έκανε ο συγγραφέας για να τα σκεπάσει αυτά μ' ένα βερνίκι σεμνότητας; Προσποιήθηκε ότι το έργο του ήταν η μετάφραση ενός ελληνικού χειρογράφου, κ' έκαμε την ιστορία της ανακάλυψης αυτού του χειρογράφου με τον καλύτερο τρόπο για να πείσει τους αναγνώστες του για την αλήθεια της αφήγησής του. Αν αυτό δεν είναι ένα πολύ θετικό ψέμα, ας μου πουν λοιπόν τι πράμα είναι η ψευτιά; Κι όμως ποιος σκέφτηκε να θεωρήσει σαν, έγκλημα του * Η αρχαία πόλη της Κνίδου ήταν περίφημη για το Ναό της Αφροδίτης, όπου υπήρχε ένα αριστουργηματικό άγαλμα της θεάς. Αντίγραφό του σώζεται στο Μουσείο του Βατικανού. (Σ.τ.Μ.)
66
συγγραφέα αυτό το ψέμα και να τον χαρακτηρίσει γι' αυτό σαν απατεώνα; Μάταια θα μου πουν πως αυτό δεν είναι παρα ένα χωρατό, πως ο συγγραφέας μόλο που επιβεβαίωνε δεν επεδίωκε να πείσει κανέναν, πως πραγματικά κανένα δεν έπεισε, και πως το κοινό δεν αμφέβαλλε ούτε μια στιγμή πως αυτός ο ίδιος ήταν ο συγγραφέας του δήθεν ελληνικού έργου που αυτός εμφανιζόταν σαν μεταφραστής. Θα τους απαντήσω πως ένα τέτοιο χωρατό χωρίς κανένα σκοπό δεν ήταν παρά ένα πολύ ανόητο παιδιάρισμα, πως ένας ψεύτης δεν ψεύδεται λιγότερο όταν βεβαιώνει μολονότι δεν πείθει, πως πρέπει να ξεχωρίσουμε από το μορφωμένο κοινό τα πλήθη των απλοϊκών κ' εύπιστων αναγνωστών στους οποίους η ιστορία του χειρογράφου, διηγούμενη από ένα συγγραφέα σοβαρό με καλόπιστο ύφος, τους έχει στ' αλήθεια εντυπωσιάσει, και οι οποίοι ήπιαν χωρίς φόβο, σ' ένα κύπελλο με αρχαϊκό σχήμα, το δηλητήριο που τουλάχιστο θα το υποψιαζόντουσαν αν τους είχε προσφερθεί σ' ένα μοντέρνο ποτήρι. . Αν αυτές οι διακρίσεις υπάρχουν ή όχι στα βιβλία, εξίσου υπάρχουν και στην καρδιά κάθε ανθρώπου καλής πίστης με τον εαυτό του, που δε θέλει να κάνει τίποτα που θα μπορούσε να τον επιπλήξει γι' αυτό η συνείδησή του. Γιατί το να πει κάτι ψεύτικο προς όφελός του δεν είναι λιγότερο ψέμα απ' ό,τι αν το έλεγε για να βλάψει κάποιον άλλο, αν κι αυτό το ψέμα είναι λιγότερο επιλήψιμο. Το να δώσεις το πλεονέκτημα σε κάποιον που δεν το αξίζει είναι σαν να διαταράζεις την τάξη και τη δικαιοσύνη* το ν' αποδίνεις ψεύτικα στον εαυτό σου ή σε κάποιον άλλο μια πράξη από την οποία μπορεί να προκύψει έπαινος ή μομφή, ενοχή ή αθώωση, κάνεις ένα πράγμα άδικο* λοιπόν κάθε τι που, αντίθετο με την αλήθεια, πληγώνει τη δικαιοσύνη μ' οποιοδήποτε τρόπο, είναι ψέμα. Εδώ βρίσκεται το σωστό σύνορο: αλλά κάθε τι, που, αντίθετο με την αλήθεια, δεν αφορά με κανέναν τρόπο τη δικαιοσύνη, 67
δεν είναι παρά φαντασία, κι ομολογώ πως οποιοσδήποτε μέμφεται τον εαυτό του για μια καθαρή φαντασία που τη θεωρεί σαν ψέμα, έχει πιο ευαίσθητη συνείδηση από τη δική μου. Αυτά που αποκαλούν «υποχρεωτικά ψέματα» είναι αληθινά ψέματα, επειδή το να τα επιβάλεις για όφελος κάποιου άλλου ή δικό σου, δεν είναι λιγότερο άδικο με το να τα επιβάλεις για ζημιά του. Όποιος επαινεί ή κατηγορεί αντίθετα με την αλήθεια ψεύδεται, όταν πρόκειται για ένα πραγματικό πρόσωπο. Αν πρόκειται για ένα ον φανταστικό μπορεί να πει ό,τι θέλει χωρίς να ψεύδεται, εκτός αν κρίνει για την ηθική των γεγονότων που εφευρίσκει και κρίνει λάθος: γιατί τότε, αν δεν ψεύδεται για το γεγονός, ψεύδεται ενάντια στην ηθική αλήθεια, που είναι εκατό φορές πιο σεβαστή από την αλήθεια των γεγονότων. ' Εχω δει αυτούς τους ανθρώπους που ο κόσμος τους λέει αληθινούς. Ό λ η τους η φιλαλήθεια εξαντλείται στις μάταιες συζητήσεις με το ν' αναφέρουν πιστά τους τόπους, τους χρόνους, τα άτομα, με το να μην επιτρέπουν στον εαυτό τους καμιά φαντασία, στο να μη στολίζουν κανένα περιστατικό, στο να μην υπερβάλλουν ^ιο^^Ιθενά. Σ' ό,τι δε θίγει καθόλου το συμφέρον τους έχουν στην αφήγησή τους την πιο ακλόνητη πιστότητα. Αλλά αν πρόκειται να μιλήσουν για μια υπόθεση που τους αφορά, να διηγηθούν ένα γεγονός που τους αγγίζει από κοντά, χρησιμοποιούν όλα τα χρώματα για να παρουσιάσουν τα πράγματα κάτω από την όψη που τους είναι περισσότερο ευνοϊκή, κι αν το ψέμα τους είναι χρήσιμο κι αποφεύγουν να το πουν οι ίδιοι, το ευνοούν μ' επιδεξιότητα και με τρόπο που να το παραδεχτεί ο άλλος χωρίς να μπορεί να τους το επιρρίψει. Αυτό απαιτεί η φρόνηση: η φιλαλήθεια πάει περίπατο. Ο άνθρωπος που εγώ τον λέω αληθινό φέρνεται εντελώς αντίθετα. Σε πράγματα τελείως αδιάφορα, η αλήθεια που τότε ο άλλος τη σέβεται τόσο πολύ, αυτόν τον αγγίζει πολύ λίγο, και δε θα διστάσει να διασκεδάσει μια συντροφιά με 68
φανταστικά γεγονότα από τα οποία δεν προκύτιτει καμιά άδικη κρίση ούτε υπέρ ούτε κατά οποιουδήποτε, ζωντανού ή πεθαμένου. Αλλά κάθε κουβέντα που δημιουργεί για κάποιον κέρδος ή ζημιά, εκτίμηση ή περιφρόνηση, έπαινο ή μομφή ενάντια στη δικαιοσύνη και την αλήθεια, είναι ένα ψέμα που ποτέ δε θα πλησιάσει στην καρδιά του, ούτε στο στόμα του, ούτε στην πένα του. Είναι σταθερά αληθινός, ακόμα κ' ενάντια στο συμφέρον του, αν και πολύ λίγο καμαρώνει γι' αυτό στις κοινές συζητήσεις: είναι αληθινός στο ότι δε ζητά να εξαπατήσει κανένα, στο ότι είναι το ίδιο πιστός στην αλήθεια που τον κατηγορεί και σ' εκείνη που τον τιμά, και που δεν την επιβάλλει ποτέ για όφελός του ή για να βλάψει τον εχθρό του. Η διαφορά λοιπόν που υπάρχει ανάμεσα στον αληθινό άνθρωπό μου και σ' εκείνο τον άλλο είναι ότι ο κοσμικός είναι πολύ αυστηρά πιστός σε κάθε αλήθεια που δεν του στοιχίζει τίποτα, αλλά όχι πιο πέρα, κι ότι ο δικός μου δεν την υπηρετεί τόσο πιστά παρά μόνο όταν χρειάζεται να θυσιαστεί γι' αυτήν. Αλλά, θα μου πουν, πώς να συμβιβάσουμε αυτή τη χαλάρωση μ' αυτόν το φλογερό έρωτα για την αλήθεια που του επαινώ; Είναι λοιπόν ψεύτικος αυτός ο έρωτας αφού ανέχεται τόση νοθεία; Οχι, είναι καθαρός κι αληθινός: αλλά δεν είναι παρά μια απόρροια του έρωτα για τη δικαιοσύνη και δε θέλει ποτέ να είναι ψεύτικος αν κ' είναι συχνά μυθώδης. Η δικαιοσύνη κ' η αλήθεια είναι στο νου του δυο συνώνυμες λέξεις που χρησιμοποιεί τη μια για την άλλη χωρίς διάκριση. Η άγια αλήθεια που λατρεύει η καρδιά του δε συνίσταται καθόλου σ' αδιάφορα γεγονότα και περιττά ονόματα, αλλά στο ν' αποδίνει πιστά στον καθένα ό,τι του οφείλεται σε πράγματα που είναι αληθινά δικά του, σε καταλογισμούς καλούς ή κακούς, σε αποδόσεις τιμής ή ψόγου, επαίνου ή αποδοκιμασίας. Δεν είναι ψεύτικος ούτε απέναντι στον άλλο γιατί η ευθύτης του τον εμποδίζει και δε θέλει να βλάψει κανέναν άδικα, ούτε απέναντι σΐον εαυτό του, γιατί η συνείδησή του τον 69
εμποδίζει και δε θα μπορούσε να οικειοποιηθεί κάτι ποΌ δεν του ανήκει. Προπάντων υποστηρίζει την αυτοεκτίμηση του· είναι ένα αγαθό που δεν μπορεί να το αποχωριστεί, και θα ένιωθε πραγματική απώλεια αν αποκτούσε την εκτίμηση των άλλων σε βάρος της δικής του. Θα πει λοιπόν καμιά φορά ψέματα για πράγματα αδιάφορα, χωρίς τύψεις και χωρίς να πιστεύει πως ψεύδεται, αλλά ποτέ για βλάβη ή όφελος των άλλων ή δικό του. Σ' όλα όσα έχουν σχέση με τις ιστορικές αλήθειες, σ' όλα όσα αφορούν τη συμπεριφορά των ανθρώπων, τη δικαιοσύνη, την κοινωνικότητα, τις χρήσιμες γνώσεις, θα εγγυηθεί για το δικό του λάθος ή των άλλων εφόσον εξαρτάται απ' αυτόν. Κάθε ψέμα εκτός απ' αυτό κατά τη γνώμη του δεν είναι ψέμα. Αν ο Ναός της Κνιδου* είναι ένα έργο χρήσιμο, η ιστορία του ελληνικού χειρογράφου δεν είναι παρά μια πολύ αθώα φαντασία* θα ήταν ένα ψέμα εντελώς αξιόμεμπτο αν το έργο ήταν επικίνδυνο. Αυτά ήταν οι κανόνες της συνείδησής μου πάνω στο ψέμα και στην αλήθεια. Η καρδιά μου ακολουθούσε μηχανικά αυτούς τους κανόνες προτού τους παραδεχτεί η λογική μου, και μόνο του το ηθικό ένστικτο τους εφάρμοζε. Το εγκληματικό ψέμα στο οποίο έπεσε θύμα η φτωχή Μάριον μου άφησε ανεξίτηλες τύψεις που μ' εξασφάλισαν στην υπόλοιπη ζωή μου όχι μόνο από κάθε ψέμα τέτοιου είδους, αλλά κι απ' όλους εκείνους που μ' οποιοδήποτε τρόπο μπορούσαν να θίξουν το συμφέρον και την καλή φήμη των άλλων. Γενικεύοντας έτσι την απαγόρευση απαλλάχτηκα από το να ζυγίζω ακριβώς τό όφελος και την προκατάληψη, και να καθορίζω τα ακριβή όρια του βλαβερού ψεύδους και του κολακευτικού ψεύδους* θεωρώντας και το ένα και το άλλο σαν ενόχους, απαγόρευσα στον εαυτό μου και τα δυο. Σ' αυτό όπως και σ' όλα τα άλλα, η ιδιοσυγκρασία μου * Επανέρχομαι για να θυμίσω στον αναγνώστη πως η Κνίδος ήταν πόλη της Καρίας, αποικία των Λακεδαιμονίων, κι ο «Ναός της Κνίδου» είναι έργο του Μοντεσκιέ (1725) γραμμένο μ'ανάλαφρο ύφος. (Σ.τ.Μ.)
70
επηρέασε πολύ τα πιστεύω μου, ή μάλλον τις συνήθειες μου* γιατί δεν έχω ενεργήσει ποτέ με κανόνες ούτε ακολούθησα ποτέ άλλους κανόνες στο κάθε τι εκτός από τις παρορμήσεις του χαρακτήρα μου. Ποτέ ένα προμελετημένο ψέμα δεν πλησίασε τη σκέψη μου, ποτέ δεν είπα ψέματα για το συμφέρον μου* αλλά έχω συχνά πει ψέματα από ντροπή, για να βγω από τη δύσκολη θέση σε πράγματά αδιάφορα ή που δεν αφορούσαν το πολύ-πολύ παρά μόνο εμένα, όταν, έχοντας υποχρέωση να κρατήσω μια συζήτηση, η αργοπορία των ιδεών μου κ ' η στειρότητα της κουβέντας μου μ' ανάγκαζαν να καταφύγω σε φαντασίες για να έχω κάτι να πω. 'Οταν πρέπει αναγκαστικά να μιλήσω κ' οι διασκεδαστικές αλήθειες δεν εμφανίζονται αρκετά νωρίς στο νου μου ξεφουρνίζω μύθους για να μη μένω βουβός· αλλά στην εφεύρεση αυτών των μύθων προσέχω, όσο μπορώ, να μην είναι ψέματα, δηλαδή να μη θίγουν ούτε το δίκιο ούτε την αλήθεια, και να μην είναι παρά φαντασίες χωρίς ενδιαφέρον για όλους και για μένα τον ίδιο. Η επιθυμία μου είναι πάντα να υποκαθιστώ τουλάχιστο στην αλήθεια των γεγονότων μια ηθική αλήθεια, δηλαδή να παριστάνω σωστά τις φυσικές στην ανθρώπινη καρδιά συμπάθειες, και να φροντίζω να βγαίνει πάντα κάποιο χρήσιμο δίδαγμα, να κάνω με λίγα λόγια ηθικές ιστορίες, απολόγους· αλλά θα χρειαζόταν περισσότερη ετοιμότητα απ' αυτή που έχω και περισσότερη ευκολία στην ομιλία μου για να κάνω ωφέλιμη για τη μόρφωση τη φλυαρία της συζήτησης. Η πορεία της, πιο γρήγορη από την πορεία των ιδεών μου, αναγκάζοντάς με σχεδόν πάντα να μιλήσω προτού σκεφτώ, μου υπέβαλλε συχνά ανοησίες και κουταμάρες που δεν τις ενέκρινε η λογική μου και δεν τις παραδεχόταν η καρδιά μου καθώς ξέφευγαν μέσ' απ' το στόμα μου, αλλά που ξεπερνώντας τη δική μου κρίση δεν μπορούσαν πια ν' ανασκευαστούν από τη λογοκρισία της. Κι ακόμα απ' αυτή την πρώτη και ακατανίκητη ώθηση της ιδιοσυγκρασίας μου, σε στιγμές απρόβλεπτες και 71
γρήγορες, η ντροπή κ' η δειλία μου αποσπούν συχνά ψέματα στα οποία δε συμμετέχει καθόλου η θέλησή μου, αλλά που προηγούνται κατά κάποιο τρόπο απ' αυτή χάρη στην ανάγκη ν' απαντήσω αμέσως. Η βαθιά εντύπωση από την ανάμνηση της φτωχής Μάριον μπορεί βέβαια να συγκρατήσει πάντα εκείνα που θα μπορούσαν να βλάψουν τους άλλους, αλλά όχι κ' εκείνα που μπορούν να χρησιμέψουν για να με βγάλουν απ'τη δύσκολη θέση όταν πρόκειται μόνο για μένα, πράγμα που είναι εξίσου αντίθετο με τη συνείδησή μου όπως κ' εκείνα που μπορούν να επηρεάσουν την τύχη των άλλων. Μάρτυς μου ο Θεός πως αν μπορούσα στην επόμενη στιγμή ν' αποσύρω το ψέμα που με δικαιολογεί και να πω την αλήθεια που με βαραίνει χωρίς να κάνω μια νέα προσβολή στον εαυτό μου αναιρώντας αυτό που είπα, θα το έκανα μ' όλη μου την καρδιά* αλλά η ντροπή να ρίξω έτσι το σφάλμα στον εαυτό μου διαψεύδοντάς τον με συγκρατεί ακόμα, και μετανιώνω ειλικρινά για το σφάλμα μου, χωρίς όμως να τολμήσω να το διορθώσω. Ένα παράδειγμα θα εξηγήσει καλύτερα αυτό που θέλω να πω και θα δείξει ότι δεν ψεύδομαι ούτε από συμφέρον ούτε από εγωισμό, κι ακόμα λιγότερο από ζήλεια ή από κακία, αλλά μόνο από αμηχανία και άσκεφτη ντροπή, ξέροντας μάλιστα πολύ καλά μερικές φορές πως αυτό το ψέμα είναι γνωστό σαν ψέμα και δε μ' ωφελεί καθόλου σε τίποτα. Είναι λίγος καιρός που ο κ. Φουλκιέ με κάλεσε, αντίθετα απ' ό,τι συνηθίζω, να πάω σε γεύμα με τη γυναίκα μου, σ' ένα είδος πικ-νικ, μ' εκείνον και το φίλο του Μπενουά στης κυρίας Βακασέν, που έχει εστιατόριο, κ' η οποία με τις δυο κόρες της έφαγαν μαζί μας. Στα μισά του γεύματος, η μεγαλύτερη, που ήταν παντρεμένη και έγκυος, σκέφτηκε να με ρωτήσει ξαφνικά και κοιτάζοντάς με κατάματα αν είχα αποκτήσει παιδιά. Απάντησα κοκκινίζοντας ως τα μάτια μου πως δεν είχα αυτή την ευτυχία. Αυτή χαμογέλασε χαιρέκακα κοιτάζοντας την παρέα: όλ' αυτά δεν ήταν πολύ δυσνόητα, ακόμα και για μένα. 72
Είναι πρώτα-πρώτα φανερό πως αυτή η απάντηση δεν ήταν καθόλου εκείνη που θα ήθελα να δώσω, ακόμα κι αν είχα την πρόθεση να την ξεγελάσω: γιατί στη διάθεση στην οποία έβλεπα αυτή που με ρωτούσε, ήμουν εντελώς βέβαιος πως η άρνησή μου δεν άλλαζε καθόλου τη γνώμη της πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Την περίμεναν αυτή την άρνηση, την προκαλούσαν μάλιστα για ν' απολαύσουν την ευχαρίστηση του να με κάνουν να πω ψέματα. Δεν ήμουν τόσο κουτός που να μην το νιώσω αυτό. Μέσα σε δυο λεπτά η απάντηση που θα έπρεπε να δώσω μου ήρθε μόνη της. Να μια κάπως αδιάκριτη ερώτηση από μέρους μιας νεας γυναίκας σ'ένα γεροντοπαλικαρο. Απαντώντας έτσι, χωρίς να πω ψέματα, χωρίς να πρέπει να κοκκινίσω για καμιά ομολογία, έπαιρνα αυτούς που γελούσαν με το μέρος μου, και της έκανα ένα μικρό μάθημα που φυσικά θα της έκοβε κάπως την αναίδεια να με ρωτά. Δεν έκαμα τίποτ' απ' αυτά, δεν είπα αυτό που έπρεπε να πω, είπα αυτό που δεν έπρεπε και που δε μ' ωφελούσε σε τίποτα. Είναι λοιπόν βέβαιο πως ούτε η κρίση μου ούτε η θέλησή μου μου υπαγόρευσαν εκείνη την απάντηση και πως ήταν το μηχανικό αποτέλεσμα της αμηχανίας μου. Άλλοτε δεν είχα αυτές τις αμηχανίες κι ομολογούσα τα λάθη μου με περισσότερη ειλικρίνεια παρά ντροπή, γιατί δεν αμφέβαλλα πως θα έβλεπαν αυτό που τα δικαιολογούσε και που ένιωθα μέσα μου* αλλά το μάτι της κακίας με στενοχωρεί και με κάνει να τα χάνω* καθώς γινόμουν πιο δυστυχισμένος, έχω καταντήσει πιο δειλός και δεν έχω ποτέ πει ψέματα παρά από δειλία. Δεν έχω ποτέ νιώσει εντονότερα τη φυσική μου απέχθεια για το ψέμα παρά καθώς έγραφα τις Εξομολογήσεις μου, γιατί εκεί οι πειρασμοί θα ήταν δυνατοί και συχνοί, αν η κλίση μου μ* οδηγούσε προς το μέρος τους. Αλλά όχι μόνο δεν αποσιώπησα τίποτα, δεν έκρυψα τίποτα που θα ήταν σε βάρος μου, με μια νοοτροπία που δυσκολεύομαι να εξηγήσω και που προέρχεται ίσως από την αποφυγή κάθε προσποίησης, αλλά κ' ένιωθα μάλλον τον εαυτό μου να 73
τείνει στο να πει αντίθετα ψέματα, κατηγορώντας με με πολλή αυστηρότητα αντί να με δικαιολογεί με υπερβολική επιείκεια, κ' η συνείδησή μου με βεβαιώνει πως μια μέρα θα κριθώ λιγότερο αυστηρά απ' ό,τι εγώ έχω κρίνει τον εαυτό μου. Ναι, το λέω και το νιώθω με μια περήφανη έξαρση, έχω βάλει σ' αυτό εδώ το σύγγραμμα την καλοπιστία, τη φιλαλήθεια, την ειλικρίνεια σε τέτοιον βαθμό, σε περισσότερο μάλιστα, όπως πιστεύω τουλάχιστον, απ' ό,τι έχει κάνει ποτέ κανένας άλλος· νιώθοντας πως το καλό ξεπερνούσε το κακό, είχα συμφέρον να τα πω όλα, και τα είπα όλα. Δεν έχω ποτέ πει λιγότερα, μερικές φορές έχω πει περισσότερα, όχι στα γεγονότα αλλά στις περιστάσεις, κι αυτό το είδος της ψευτιάς ήταν μάλλον αποτέλεσμα του παραληρήματος της φαντασίας παρά μια θεληματική πράξη. Και μάλιστα έχω άδικο να τη λέω ψευτιά, γιατί καμιά απ'αυτές τις προσθήκες δεν ήταν ψέμα. 'Οταν έγραφα τις Εξομολογήσεις μου ήμουν κιόλας γέρος κι αηδιασμένος από τις μάταιες χαρές της ζωής που τις είχα όλες ακραγγίξει και που η καρδιά μου είχε καλά νιώσει το κενό τους. Τις έγραφα από μνήμης* αυτή η μνήμη συχνά μου έλειπε ή δε μου πρόσφερε παρά ελλιπείς αναμνήσεις κ' εγώ γέμιζα τα κενά με λεπτομέρειες απ' τη φαντασία μου σαν συμπλήρωμα αυτών των αναμνήσεων, που όμως ποτέ δεν τους ήταν αντίθετες. Μου άρεσε να επεκτείνομαι στις ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου, και τις ομόρφαινα καμιά φορά με στολίδια που μου πρόσφερναν οι τρυφερές νοσταλγίες μου. Διηγούμουν τα πράγματα που είχα ξεχάσει όπως νόμιζα πως έπρεπε να ήταν, όπως ίσως να ήταν στ' αλήθεια, ποτέ αντίθετα μ' αυτά που θυμόμουν πως ήταν. Έδινα μερικές φορές στην αλήθεια πρόσθετη γοητεία, αλλά ποτέ δεν έβαλα στη θέση της το ψέμα για να συγκαλύψω τα ελαττώματά μου ή για να ιδιοποιηθώ αρετές. Το αν καμιά φορά, χωρίς να το σκεφτώ, από μια αυθόρμητη τάση, έκρυψα την κακή πλευρά ζωγραφίζοντας 74
τον εαυτό μου απ' το πλάι, αυτές οι αποσιωπήσεις αντισταθμίστηκαν από άλλες αποσιωπήσεις πιο παράξενες που μ' έκαναν συχνά να κρύψω το καλό πολύ πιο προσεκτικά παρά το κακό. Αυτό προέρχεται από μια φυσική μου ιδιοτροπία που συγχωρείται στους ανθρώπους να μην την πιστέψουν, αλλά που, όσο απίστευτη κι αν είναι δεν είναι λιγότερο πραγματική: έχω συχνά πει το κακό σ' όλο του το αίσχος, έχω σπάνια πει το καλό σ' ό,τι πιο αξιαγάπητο είχε, και συχνά το έχω αποσιωπήσει εντελώς επειδή με τιμούσε υπερβολικά, και κάνοντας τις Εξομολογήσεις μου θα φαινόταν σαν να κάνω το εγκώμιό μου. Έχω περιγράψει τα νεανικά μου χρόνια χωρίς να καυχηθώ για τα ξέχωρα προτερήματα με τα οποία ήταν προικισμένη η καρδιά μου και μάλιστα αποσιωπώντας τα γεγονότα που τα παρουσίαζαν πολύ φανερά. Θυμάμαι εδώ δυο περιστατικά απ' τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, που και τα δυο ήρθαν στη μνήμη μου καθώς έγραφα, αλλά που τα απέρριψα για το μοναδικό λόγο που ανάφερα πιο πάνω. Πήγαινα σχεδόν κάθε Κυριακή στο Πακί στου κ. Φαζύ, που είχε παντρευτεί μιαν απ' τις θείες μου και είχε εκεί ένα εργοστάσιο για τσίτια. Μια μέρα ήμουν στο στεγνωτήριο στην αίθουσα της μέγκενης και κοίταζα τους μαντεμένιους κυλίνδρους της: η γυαλάδα τους τραβούσε το βλέμμα μου, τόλμησα ν' ακουμπήσω πάνω τους τα δάχτυλά μου και τα έσερνα μ' ευχαρίστηση πάνω στο λείο κύλινδρο, όταν ο νεαρός Φαζύ μπήκε στη ρόδα και της έδωσε ένα μισό τέταρτο της στροφής τόσο επιδέξια που δε μάγκωσε παρά την άκρη των δυο μακρύτερων δαχτύλων μου* αυτό όμως ήταν αρκετό για να συνθλιβούν στις άκρες και να πιαστούν μέσα τα δυο νύχια. Έβγαλα μια διαπεραστική κραυγή, ο Φαζύ ξέστριψε αμέσως τη ρόδα, αλλά ωστόσο τα νύχια έμειναν στον κύλινδρο και το αίμα κυλούσε απ' τα δάχτυλά μου. Ο Φαζύ, κατατρομαγμένος, ξεφωνίζει, βγαίνει απ' τη ρόδα, μ' αγκαλιάζει, και μ' εξορκίζει να πάψω τις φωνές, προσθέτοντας πως ήταν χαμένος. Μέσα στην ένταση του πόνου μου ο δικός του με συγκίνησε, σώπασα, 75
πήγαμε στο πλυντήριο όπου με βοήθησε να πλύνω τα δάχτυλά μου και να σταματήσω το αίμα μου με αφρό. Με παρακάλεσε με δάκρυα στα μάτια να μην τον προδώσω* του το υποσχέθηκα και κράτησα τόσο καλά την υπόσχεσή μου ώστε για πιότερα από είκοσι χρόνια αργότερα κανένας δεν ήξερε από ποια περιπέτεια είχα τα δυο μου δάχτυλα σημαδεμένα* γιατί έτσι έχουν απομείνει πάντα. Έμεινα στο κρεβάτι πάνω από τρεις βδομάδες, και πάνω από δυο μήνες δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω το χέρι μου, λέγοντας πάντα πως μια μεγάλη πέτρα είχε πέφτοντας τσακίσει τα δάχτυλά μου. Μ&§ηαηίηια ηιβηζο§ηα! ΟΓ ςιιαηάο έ ί1 νβΓΟ δί 1)6ΐ1θ οΗβ 81 ρΟδδα α ί^ ρΓ6ρθΓΓ€?* Αυτό όμως το ατύχημα μου έγινε πολύ αισθητό σ' εκείνη την περίπτωση, γιατί ήταν ο καιρός των ασκήσεων όπου έκαναν γυμνάσια στους πολίτες, κ' είχαμε κάνει μια γραμμή με άλλα τρία παιδιά της ηλικίας μου με τα οποία επρόκειτο, φορώντας στολή, να κάνω ασκήσεις με το λόχο της συνοικίας μου. Υπέφερα ακούγοντας το τύμπανο του λόχου που περνούσε κάτω απ' το παράθυρό μου με τους τρεις συντρόφους μου, ενώ εγώ βρισκόμουν στο κρεβάτι μου. Η άλλη μου ιστορία είναι σχεδόν παρόμοια, αλλά σε μεγαλύτερη ηλικία. ' Επαιζα το σφυρί** στο Πλαιν-Παλαί μ' ένα μου φίλο που τον έλεγαν Πλενς. Τσακωθήκαμε στο παιχνίδι, χτυπηθήκαμε, και κατά τη διάρκεια της πάλης μου έδωσε στο ξεσκούφωτο κεφάλι μια σφυριά τόσο καλοβαλμένη που αν είχε πιο δυνατό χέρι θα μου τίναζε τα μυαλά. Έπεσα αμέσως χάμω. Ποτέ στη ζωή μου δεν είδα παρόμοια ταραχή μ' αυτή του κακόμοιρου αγοριού καθώς έβλεπε το αίμα να κυλά μέσα στα μαλλιά μου. Πίστεψε πως μ' είχε σκοτώσει. * Μεγαλόψυχο ψέμα! ω, πότε ειν' η αλήθεια Τόσο όμορφη που να μπορεί να σε ξεπεράσει; (Σ.τ.Μ.) ••Παιχνίδι που μοιάζει με το κρίκετ ή το γκολφ και παίζεται μ' ένα μικρό ξύλινο σφυράκι που χτυπά μια ξύλινη μπάλα. (Σ.τ.Μ.)
76
Έπεσε απάνω μου, με φίλησε, μ' αγκάλιασε σφιχτά, ξεσπώντας σε δάκρυα και βγάζοντας σπαραχτικές κραυγές. Τον φίλησα κ' εγώ μ' όλη μου τη δύναμη κλαίγοντας σαν κι αυτόν μέσα σε μια ανάκατη συγκίνηση που δεν της έλειπε κάποια γλύκα. Τέλος καταπιάστηκε να σταματήσει το αίμα μου που εξακολουθούσε να κυλά, και βλέποντας πως τα δυο μας μαντίλια δεν ήταν αρκετά, μ' έσυρε στη μάνα του που είχε ένα μικρό κήπο εκεί κοντά. Εκείνη η καλή γυναίκα κόντεψε να λιποθυμήσει βλέποντάς με σ' αυτή την κατάσταση. Αλλά κατάφερε να συγκρατήσει τις δυνάμεις της για να με φροντίσει, κι αφού ξέπλυνε καλά την πληγή έβαλε απάνω της κρίνα ψιλοκομμένα μέσα σε οινόπνευμα, ένα εξαίρετο αιμοστατικό που το χρησιμοποιούσαμε πολύ στα μέρη μας. Τα δάκρυά της και του γιου της άγγιξαν την καί3διά μου σε βαθμό που για πολύ καιρό τη θεωρούσα σαν μάνα μου και το γιο της σαν αδελφό μου, ώσπου όταν πια δε βλεπόμαστε τους ξέχασα σιγά-σιγά. Φύλαξα το ίδιο μυστικό αυτό το ατύχημα όπως είχα φυλάξει και τ' άλλο,* και μου έχουν τύχει εκατό παρόμοια στη ζωή μου, για τα οποία ούτε καν σκέφτηκα να τ' αναφέρω στις Εξομολογήσεις μου, τόσο λίγο ζητούσα να διαλαλήσω την καλοσύνη που ένιωθα στο χαρακτήρα μου. Ό χ ι , όταν μίλησα αντίθετα με την αλήθεια που μου ήταν γνωστή, αυτό δεν έγινε ποτέ παρά για άσχετα πράγματα, και είτε από την αμηχανία που ένιωθα να μιλήσω είτε από την ευχαρίστηση που ένιωθα να γράφω, και για κανένα λόγο που να μου συμφέρει, ούτε για όφελος ή βλάβη κάποιου άλλου. Κι όποιος διαβάσει τις Εξομολογήσεις μου αμερόληπτα, αν ποτέ συμβεί κάτι τέτοιο, θα νιώσει πως οι ομολογίες που κάνω εκεί είναι πιο ταπεινωτικές, πιο οδυνηρές στο να γίνουν, παρά οι ομολογίες για ένα κακό μεγαλύτερο αλλά λιγότερο αισχρό να ειπωθεί, και που δεν το έχω πει γιατί δεν το έχω κάνει. Απ' όλες αυτές τις σκέψεις προκύπτει πως η εξάσκηση της φιλαλήθειας που έχω κάνει στον εαυτό μου βασίζεται 77
περισσότερο στα αισθήματα ευθύτητας και δικαιοσύνης παρά στην πραγματικότητα, και πως έχω περισσότερο ακολουθήσει στην πράξη τις ηθικές κατευθύνσεις της συνείδησής μου παρά τις αφηρημένες έννοιες του αληθινού και του ψεύτικου. Έχω συχνά ξεφουρνίσει πολλά παραμύθια, αλλά πολύ σπάνια έχω πει ψέματα. Ακολουθώντας αυτές τις αρχές έχω δώσει για μένα πολλή λαβή στους άλλους, αλλά δεν έχω αδικήσει κανέναν, και δεν έχω αποδώσει στον εαυτό μου περισσότερο όφελος απ' ό,τι μου άξιζε. Μόνο γι' αυτό, νομίζω, η αλήθεια είναι μια αρετή. Από κάθε άλλη άποψη δεν είναι για μας παρά ένα μεταφυσικό ον, απ' όπου δεν προκύπτει ούτε καλό ούτε κακό. Ωστόσο δε νιώθω την καρδιά μου αρκετά ευχαριστημένη μ' αυτές τις διακρίσεις για να θεωρήσω τον εαυτό μου ολότελα ανεπίληπτο. Ζυγίζοντας με τόση προσοχή αυτό που όφειλα στους άλλους, έχω τάχα αρκετά εξετάσει αυτό που όφειλα στον εαυτό μου; Αν πρέπει να είσαι δίκαιος για τους άλλους, πρέπει να είσαι αληθινός για τον εαυτό σου, κι αυτό είναι μια προσφορά που ο τίμιος άνθρωπος χρωστάει στη δική του αξιοπρέπεια. Όταν η στειρότητα της συζήτησης μου μ' ανάγκαζε να τη συμπληρώνω μ' αθώες φαντασίες είχα άδικο, γιατί δεν πρέπει, για να διασκεδάσεις τον άλλο> να εξευτελίζεις τον εαυτό σου* κι όταν, παρασυρμένος από την ευχαρίστηση του γραψίματος, πρόσθετα στ' αληθινά γεγονότα φανταστικά στολίδια, είχα ακόμα μεγαλύτερο άδικο, γιατί το να στολίζεις την αλήθεια με μύθους ουσιαστικά την παραμορφώνεις. Αλλά αυτό που με κάνει πιο αδικαιολόγητο είναι η πρόθεση που είχα διαλέξει. Αυτή η πρόθεση με υποχρέωνε περισσότερο απ' οποιονδήποτε άλλο να εξασκώ πιο αυστηρά την αλήθεια, και δεν αρκούσε να της θυσιάζω παντού το ενδιαφέρον μου και τις κλίσεις μου, έπρεπε να της θυσιάζω και την αδυναμία μου και τη δειλία μου. Έπρεπε να έχω το θάρρος και τη δύναμη να είμαι πάντα αληθινός, σε κάθε περίπτωση, και να μην έβγαινε ποτέ 78
ούτε φαντασία ούτε μύθος από ένα στόμα και μια πένα που είχαν ιδιαίτερα αφιερωθεί στην αλήθεια. Αυτό θα 'πρεπε να πω στον εαυτό μου καθώς έπαιρνα αυτή την περήφανη πρόθεση, και να το επαναλαμβάνω αδιάκοπα όσο καιρό τολμούσα να την εξασκώ. Ποτέ η απάτη δεν υπαγόρευσε τα ψέματά μου, όλα προήλθαν από αδυναμία, αλλά αυτό δε με δικαιολογεί αρκετά. Με μια ψυχή αδύνατη μπορείς το πολύ να προφυλαχτείς από την κακία, αλλά πρέπει να είσαι αλαζόνας και θρασύς για να τολμήσεις να εξασκήσεις μεγάλες αρετές. Αυτές οι σκέψεις πιθανόν να μη μου έρχονταν ποτέ στο νου αν ο αβάς Ροζιε δε μου τις είχε υποβάλει. Αναμφίβολα, είναι πολύ αργά για να μου χρησιμέψουν αλλά δεν είναι πολύ αργά τουλάχιστο για να επανορθώσω το σφάλμα μου και να ξαναβάλω σε τάξη τη θέλησή μου* γιατί αυτό είναι πια ό,τι εξαρτάται από μένα. Σ' αυτό λοιπόν και σε κάθε τι παρόμοιο το γνωμικό του Σόλωνα εφαρμόζεται σ' όλες τις ηλικίες, και δεν είναι ποτέ πολύ αργά για να μάθεις, ακόμα κι απ' τους εχθρούς σου, να είσαι φρόνιμος, αληθινός, μετριόφρων, και να προϋποθέτεις λιγότερα για τον εαυτό σου.
79
ΠΈΜΠΤΟς ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ Α π ' ΟΛΕΣ τις κατοικίες όπου έμεινα (και είχα μερικές πολύ ωραίες), καμιά δε μ' έκανε τόσο αληθινά ευτυχισμένο και δε μου άφησε τόσο τρυφερές αναμνήσεις όσο το νησί του Αγίου Πέτρου στη μέση της λίμνης της Μπιεν. Αυτό το νησάκι που στο Νεσατέλ τ' ονομάζουν νήσο Λα Μοτ είναι ελάχιστα γνωστό, ακόμα και στην Ελβετία. Κανένας ταξιδευτής, απ' ό,τι ξέρω, δεν το αναφέρει. Ωστόσο είναι πολύ ευχάριστο και ιδιαίτερα κατάλληλο για την ευτυχία ενός ανθρώπου που αγαπά να περιορίζεται* γιατί αν και είμαι ίσως ο μόνος στον κόσμο στον οποίο η μοίρα έβαλε τον περιορισμό για νόμο, δεν μπορώ να πιστέψω πως είμαι ο μόνος που έχει μια τόσο αυθόρμητη κλίση, αν και ως τώρα δεν την έχω συναντήσει σε κανέναν άλλο. Οι όχθες της λίμνης της Μπιέν είναι πιο άγριες και ρομαντικές από τις όχθες της λίμνης της Γενεύης, γιατί τα βράχια και τα δάση αγγίζουν το νερό από πιο κοντά* αλλά είναι κι αυτές το ίδιο γελαστές. Αν υπάρχει λιγότερη καλλιέργεια των κάμπων και των αμπελιών, λιγότερες πόλεις και σπίτια, υπάρχει όμως περισσότερη φυσική πρασινάδα, περισσότερα λιβάδια, άσυλα ισκιωμένα με άλση, πιο συχνές αντιθέσεις και περισσότερη ποικιλία. Επειδή σ' αυτές τις ευτυχισμένες όχθες δεν υπάρχουν μεγάλοι δρόμοι κατάλληλοι γι' αμάξια, το μέρος δεν είναι πολυσύχναστο από ταξιδιώτες* αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον για τους μοναχικούς στοχαστές που θέλουν να μεθούν ελεύθερα από τις ομορφιές της φύσης, και να συγκεντρώνονται μέσα σε μια σιωπή που δεν την ταράζει κανένας θόρυβος εκτός από το κλάγγασμα των αετών, τις διακοπτόμενες κρωξιές μερικών πουλιών, και τη βουή απ' τους 80
καταρράχτες που πέφτουν απ το βουνό. Αυτή η ωραία, σχεδόν στρογγυλή λίμνη κρατά στη μέση της δυο μικρά νησιά, το ένα κατοικημένο και καλλιεργημένο, το άλλο μικρότερο, έρημο και χέρσο, και που θα καταστραφεί στο τέλος από τις μεταφορές χωμάτων που του παίρνουν διαρκώς για να διορθώσουν τις ζημιές που τα κύματα κ' οι θύελλες προξενούν στο μεγάλο. Έτσι η υπόσταση του αδύνατου πάντα χρησιμοποιείται για όφελος του δυνατού. Στο νησί δεν υπάρχει παρά ένα μόνο σπίτι αλλά μεγάλο, ευχάριστο και βολικό, που ανήκει στο νοσοκομείο της Βέρνης μαζί με το νησί, κι όπου κατοικεί ένας εισπράκτορας με την οικογένεια και τους υπηρέτες του. Διατηρεί ένα μεγάλο ορνιθοτροφείο, μια κλούβα με πουλιά, και δεξαμενές για τα ψάρια. Παρόλο που είναι τόσο μικρό, το νησί έχει τέτοια ποικιλία στα χωράφια και στα γήπεδά του, που προσφέρει κάθε λογής απόψεις κι ανέχεται κάθε λογής καλλιέργειες. Βρίσκεις εκεί κάμπους, αμπέλια, δάση, μποστάνια, πλούσιες βοσκές ισκιωμένες με άλση και τριγυρισμένες με δεντράκια κάθε είδους που η άκρη των νερών διατηρεί τη φρεσκάδα τους* ένα ψηλό ανάχωμα φυτεμένο με δυο αράδες δέντρα πλαισιώνει το νησί σ' όλο του το μήκος, και στη μέση αυτού του αναχώματος έχουν χτίσει ένα όμορφο περίπτερο όπου οι κάτοικοι απ* τις γειτονικές όχθες ανταμώνονται κ' έρχονται να χορέψουν τις Κυριακές όσο κρατά ο τρύγος. Σ' αυτό το νησί είχα καταφύγει μετά το «λιθοβολισμό» του Μοτιέ*. Βρήκα τη διαμονή εκεί τόσο γοητευτική, περνούσα μια ζωή τόσο ταιριαστή με τη διάθεσή μου, ώστε, αποφασισμένος να τελειώσω εκεί τις μέρες μου, δεν είχα άλλη ανησυχία παρά μήπως δε μ' αφήσουν να εκτελέσω αυτή μου την πρόθεση που δε συμβιβαζόταν με • Ελβετική πολίχνη κοντά στη λίμνη του Νεσατέλ. Μετά τη δημοσίευση των «Ετηστολών του βουνού», οι χωρικοί του Μοτιέ, εξαγριωμένοι από τη στάση της Εκκλησίας, άρχισαν να πετροβολούν το σπίτι που έμενε ο Ρουσσώ, αναγκάζοντάς τον να φύγει για το νησί του Αγίου Πέτρου. (Σ,τ.Μ.)
81
το σχέδιο να με παρασύρουν στην Αγγλία, του οποίου ένιωθα κιόλας τις πρώτες ενδείξεις. Μέσα στις προαισθήσεις που μ' ανησυχούσαν θα ήθελα να μου είχαν κάνει αυτό το άσυλο μια συνεχή φυλακή, να μ' είχαν περιορίσει εκεί για όλη μου τη ζωή, κι αφαιρώντας μου κάθε δυνατότητα και κάθε ελπίδα για να βγω, να μου απαγόρευαν κάθε είδος επικοινωνίας με τη στεριά, έτσι που αγνοώντας κάθε τι που συνέβαινε στον κόσμο να ξεχνούσα την ύπαρξή του κ' οι άλλοι να ξεχνούσαν τη δική μου. Δε μ' άφησαν να περάσω παρά μόνο δυο μήνες σ' αυτό το νησί, αλλά θα μπορούσα να περάσω δυο χρόνια, δυο αιώνες, κι όλη την αιωνιότητα χωρίς να βαρεθώ μια στιγμή, αν και δεν είχα, με τη σύντροφό μου, άλλη παρέα παρά τον εισπράκτορα, τη γυναίκα του και τους υπηρέτες του, που όλοι τους ήταν αλήθεια πολύ καλοί άνθρωποι και τίποτ' άλλο, αλλά ήταν ακριβώς αυτό που μου χρειαζόταν. Θεωρώ αυτούς τους δυο μήνες σαν την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής μου, τόσο ευτυχισμένη που θα μου αρκούσε για όλη μου την ύπαρξη χωρίς ν' αφήσω να γεννηθεί ούτε μια στιγμή στην ψυχή μου ο πόθος μιας αλλαγής. Ποια λοιπόν ήταν αυτή η ευτυχία και τι την έκανε τόσο ευχάριστη; Θ* άφηνα να το μαντέψουν όλοι οι άνθρωποι αυτού του αιώνα από την περιγραφή της ζωής που έκανα εκεί. Το πολύτιμο &Γ ηίοηΙε* ήταν η πρώτη κ' η κυριότερη απ' αυτές τις απολαύσεις που θέλησα να γευτώ σ' όλη της τη γλύκα, κι ό,τι έκανα κατά τη διάρκεια της διαμονής μου δεν ήταν πραγματικά παρά η ευχάριστη κι αναγκαία απασχόληση ενός ανθρώπου που έχει αφοσιωθεί στην αργία. Η ελπίδα πως δε θα μου ζητούσαν τίποτα περισσότερο παρά ν' αφήσω τον εαυτό μου σ' αυτή την απρμονωμένη διαμονή όπου είχα μπλεχτεί μόνος μου, απ' όπου μου ήταν * Οο1θ€ ί&Γ ηίβηΐΰ, είναι γλυκό το να μην κάνεις τίποτα. Ιταλικό γνωμικό. (Σ.τ,Μ.)
82
αδύνατο να βγω χωρίς βοήθεια και χωρίς να γίνω αντιληπτός, κι όπου δεν μπορούσα να έχω ούτε επικοινωνία ούτε αλληλογραφία παρά μόνο με τη συνδρομή των ανθρώπων που με τριγύριζαν, αυτή η ελπίδα, λέω, μ' έκανε να προσμένω πως εδώ θα τελείωνα τις μέρες μου πιο ήρεμα, απ* όσο είχα ζήσει ως τώρα, κ' η ιδέα πως θα είχα τον καιρό να τακτοποιηθώ με όλη μου την άνεση μ' έκανε ν' αρχίσω με το να μην κάνω καμιά τακτοποίηση. Μεταφερμένος ξαφνικά εκεί μονάχος και γυμνός, έφερα διαδοχικά την οικονόμα μου, τα βιβλία μου και τις λίγες αποσκευές μου, από τις οποίες είχα την ευχαρίστηση να μην ανοίξω τίποτα, αφήνοντας τα κασόνια και τις βαλίτσες μου όπως είχαν έρθει, και ζώντας στην κατοικία όπου λογάριαζα να τελειώσω τις μέρες μου όπως σ' ένα πανδοχείο απ' όπου θα 'φευγα την άλλη μέρα. Όλα τα πράγματα όπως ήταν πήγαιναν τόσο καλά, που το να θέλω να τα τακτοποιήσω καλύτερα ήταν σαν να χαλούσα κάτι. Μια απ* τις μεγαλύτερες απολαύσεις μου ήταν προπάντων το ν' αφήνω συνεχώς τα βιβλία μου μέσα στις κάσες και να μην έχω σύνεργα γραψίματος. Όταν άτυχα γράμματα μ' ανάγκαζαν να πάρω την πένα για ν' απαντήσω, δανειζόμουν μουρμουρίζοντας τα σύνεργα του εισπράκτορα, και βιαζόμουν να τα επιστρέψω με τη μάταιη ελπίδα να μη χρειαστεί πια να τα ξαναδανειστώ. Αντί για κείνα τα θλιβερά παλιόχαρτα κι όλα αυτά τα παλιά βιβλία, γέμιζα το δωμάτιό μου με λουλούδια και σανό* γιατί βρισκόμουν τότε στον πρώτο μου πυρετό για τη βοτανική, για την οποία ο γιατρός ντ' Ιβερνουά μου είχε εμπνεύσει μια κλίση που γρήγορα έγινε πάθος. Μη θέλοντας πια μια δουλειά μόχθου, μου χρειαζόταν μια δουλειά διασκέδασης που να μ' αρέσει και να μη με βάζει σε κόπο εξόν απ' αυτόν που ταιριάζει σ' έναν τεμπέλη. Καταπιάστηκα να συντάξω τη ΡΙοΓα ροίΓΐπδΐιΙαήδ* και να περιγράψω όλα τα φυτά του νησιού χωρίς να παραλείψω ούτ' ένα, με τόσες λεπτομέ* Χλωρίς του νησιού του Αγίου Πέτρου. (Σ.τ.Μ.)
83
ρειες που θα ήταν αρκετές για να μ' απασχολήσουν στις υπόλοιπες μέρες μου. Λένε πιος ένας Γερμανός έγραψε ένα βιβλίο για τη φλούδα του λεμονιού, εγώ θα γραφα ένα για κάθε γρασίδι των λιβαδιών, για κάθε βρύο του δάσους, για κάθε λειχήνα που ντύνει τους βράχους· τελικά δεν ήθελα ν' αφήσω ούτ' ένα κλωνί χορτάρι, ούτ' ένα φυτικό μόριο χωρίς πλατιά περιγραφή. Σαν συνέπεια αυτού του ωραίου σχεδίου, κάθε πρωί μετά το πρόγευμα, που το παίρναμε όλοι μαζί, ξεκινούσα μ' ένα φακό στο χέρι και το 8γ8ΐ6ΐη& ηαΙϋΓαβ μου στη μασχάλη να επισκεφτώ μια περιοχή του νησιού, που το είχα χωρίσει γι' αυτόν το σκοπό σε μικρά τετράγωνα με την πρόθεση να τα διατρέχω το ένα μετά το άλλο σε κάθε εποχή. Τίποτα δεν είναι πιο παράξενο από τη γοητεία, την έκσταση που ένιωθα σε κάθε παρατήρηση που έκανα για τη φυτική δομή κι οργάνωση, και για το ρόλο των σεξουαλικών μερών στη γονιμοποίηση, που το σύστημά της ήταν τότε εντελώς νέο για μένα. Η διάκριση των γεννητικών χαρακτηριστικών, για τα οποία ως τότε δεν είχα την παραμικρή ιδέα, με μάγευε καθώς τα επαλήθευα στα κοινά είδη, περιμένοντας να μου τύχουν πιο σπάνια. Ο διχασμός στις δυο μακριές εταμίνες της μπουρνέλλας, το σπείρωμα της τσουκνίδας και της κολλιτσίδας, η έκρηξη του καρπού της βαλσαμίνας και της κάψουλας του πυξαριού, χίλια μικρά παιχνίδια της καρποφορίας που τα παρατηρούσα για πρώτη φορά με γέμιζαν χαρά, και πήγαινα ρωτώντας αν είχαν δει τα κέρατα της μπουρνέλλας, όπως ο Λα Φονταίν ρωτούσε αν είχαν διαβάσει τον Αβακούκ. Μετά από δυο-τρεις ώρες γύριζα φορτωμένος με άφθονη συγκομιδή, προμήθεια διασκέδασης για τ* απόγευμα στο σπίτι, αν τυχόν έπιανε βροχή, χρησιμοποιούσα το υπόλοιπο του πρωινού πηγαίνοντας με τον εισπράκτορα, τη γυναίκα του και την. Τερέζα, να επισκεφτούμε τους εργάτες τους και τη συγκομιδή τους, βοηθώντας πολύ συχνά στη δουλειά μαζί τους, και συχνά οι κάτοικοι της Βέρνης που έρχονταν να με δουν μ' έβρισκαν σκαρφαλωμένο σε μεγάλα δέντρα, ζωσμένο μ' ένα 84
σακί που το γέμιζα με φρούτα, και που το κατέβαζα ύστερα στη γη μ' ένα σχοινί. Η άσκηση που έκανα τα πρωινά και η ευδιαθεσία που τη συνόδευε μου έκαναν την ανάπαυση του γεύματος πολύ ευχάριστη· αλλά όταν παρατεινόταν πολύ κι ο καλός καιρός με καλούσε, δεν μπορούσα να περιμένω τόσο πολύ: κ' ενώ οι άλλοι βρισκόντουσαν ακόμα στο τραπέζι, εγώ ξέφευγα και πήγαινα να μπω μόνος σε μια βάρκα που την οδηγούσα στη μέση της λίμνης όταν το νερό ήταν γαλήνιο, κ' εκεί, ξαπλώνοντας φαρδύς-πλατύς μέσα στη βάρκα, με τα μάτια γυρισμένα στον ουρανό, άφηνα να με παρασύρει αργά το νερό όπου ήθελε, μερικές φορές για πολλές ώρες, βυθισμένο σε χίλιες ανάκατες αλλά γλυκές ονειροπολήσεις, οι οποίες, χωρίς να έχουν κανέναν καλά καθορισμένο ή σταθερό σκοπό, δεν έπαυαν να είναι κατά τη γνώμη μου εκατό φορές προτιμότερες απ' ό,τι πιο γλυκό είχα βρει σ' αυτό που λένε χαρές της ζωής. Συχνά ειδοποιημένος απ' το χαμήλωμα του ήλιου για την ώρα της επιστροφής, βρισκόμουν τόσο μακριά απ' το νησί που αναγκαζόμουν να βάλω όλα μου τα δυνατά για να φτάσω πριν πέσει η νύχτα. Αλλες φορές, αντί ν' απομακρυνθώ στα βαθιά νερά, ευχαριστιόμουν να πλέω κοντά στις καταπράσινες όχθες του νησιού που τα καθάρια του νερά κ' οι δροσεροί ίσκιοι με καλούσαν συχνά να κάνω ένα μπάνιο. Αλλά έν' απ' τα πιο συχνά μου ταξίδια, ήταν να πηγαίνω απ' το μεγάλο στο μικρό νησί, ν' αποβιβάζομαι σ'αυτό και να περνώ εκεί το απόγεμα, πότε σε μικρούς περιπάτους ανάμεσα σε βούρλα, σε φραγγούλες, σε περσικάριες, σε δεντράκια κάθε λογής, και πότε καθίζοντας στην κορφή ενός αμμουδερού ψηλώματος σκεπασμένου με χορτάρι, με θυμάρι, μ' ανθάκια, ακόμα και με τριβούλια και τριφύλλι που φαίνεται πως τα είχαν κάποτε σπείρει, και πολύ κατάλληλο για κατοικία στα κουνέλια που μπορούσαν εκεί να πολλαπλασιάζονται με την ησυχία τους, χωρίς τίποτα να φοβούνται και χωρίς να βλάφτουν σε τίποτα. Έδωσα αυτή την ιδέα στον εισπράκτορα 3 οποίος φρόντισε να του στείλουν από το Νεσατέλ 85
κουνέλια αρσενικά και θηλυκά, και πήγαμε με μεγάλη πομπή με τη γυναίκα του, μιαν αδελφή του, την Τερέζα κ' εμένα, να τα εγκαταστήσουμε στο μικρό νησί, όπου είχαν αρχίσει να πληθύνονται πριν από την αναχώρησή μου, κι όπου σίγουρα θα 'χουν προκόψει αν μπορέσουν ν* αντέξουν στα κρύα του χειμώνα. Η ίδρυση αυτής της μικρής αποικίας πήρε τη μορφή γιορτής. Ο πλοηγός των Αργοναυτών δε θα ήταν πιο περήφανος από μένα που οδηγούσα θριαμβευτικά τη συντροφιά και τα κουνέλια από το μεγάλο νησί στο μικρό, και πρόσεχα με καμάρι πως η εισπρακτόρισσα, που φοβόταν υπερβολικά το νερό και πάντα την έπιανε ναυτία, επιβιβάστηκε έχοντας εμένα οδηγό με πολλή εμπιστοσύνη και δεν έδειξε κανένα φόβο σ* όλη τη διαδρομή. Όταν η φουρτουνιασμένη λίμνη δε μου επέτρεπε τη ναυσιπλοΐα, περνούσα τ' απόγεμα διατρέχοντας το νησί, μαζεύοντας χόρτα δεξιά κι αριστερά, καθίζοντας πότε στις πιο γελαστές και πιο απομονωμένες γωνιές για να ονειροπολήσω εκεί με την άνεσή μου, πότε στ' αναχώματα και στους γήλοφους, για να διατρέξω με το βλέμμα την υπέροχη και γοητευτική θέα της λίμνης με τις όχθες της που ήταν στεφανωμένες απ' τη μια μεριά από τα κοντινά βουνά, κι απ' την άλλη απλωμένες σε πλούσιες και γόνιμες πεδιάδες όπου το μάτι έφτανε ως τα γαλάζια απόμακρα βουνά που την τριγύριζαν. Όταν ζύγωνε το βράδυ κατέβαινα από τα ψηλώματα του νησιού και πήγαινα μ' ευχαρίστηση να καθίσω στην άκρη της λίμνης, στ' ακρογιάλι, σε κάποιο κρυφό άσυλο* εκεί, καθώς ο ρόχθος των κυμάτων κ' η ταραχή του νερού αποσπούσαν τις αισθήσεις μου κ' έδιωχναν απ' την ψυχή μου κάθε άλλη ταραχή, τη βύθιζαν σε μια γλυκιά ονειροπόληση όπου η νύχτα με προλάβαινε συχνά, χωρίς να το πάρω είδηση. Το πήγαιν'-έλα του νερού, ο αδιάκοπος θόρυβός του που πότε-πότε δυνάμωνε, κι απασχολούσε διαρκώς τ' αυτιά μου και τα μάτια μου, συμπλήρωναν τις εσωτερικές κινήσεις που η ονειροπόληση έσβηνε μέσα 86
μου κι αρκούσαν για να με κάνουν να νιώσω μ' ευχαρίστηση την ύπαρξη μου, χωρίς να κάνω τον κόπο να σκεφτώ. Πότε-πότε κάποια αδύναμη και σύντομη σκέψη γεννιόταν για την αστάθεια τωγ πραγμάτων αυτού του κόσμου που την απεικόνιζε η επιφάνεια των νερών: αλλά γρήγορα αυτές οι ανάλαφρες εντυπώσεις έσβηναν μέσα στη μονοτονία της αδιάκοπης κίνησης που με λίκνιζε, και που χωρίς καμιά ενεργό επέμβαση της ψυχής μου δεν έπαυε να με τραβά σε σημείο που, καλεσμένος από την ώρα και το συμφωνημένο σινιάλο, δεν μπορούσα ν' αποσπαστώ από κει χωρίς προσπάθεια. Μετά το δείπνο, όταν η βραδιά ήταν όμορφη, πηγαίναμε πάλι όλοι μαζί να κάνουμε έναν περίπατο στο ψήλωμα για ν' ανασάνουμε τον αέρα και τη δροσιά της λίμνης. Αναπαυόμαστε στο περίπτερο, γελούσαμε, κουβεντιάζαμε, τραγουδούσαμε κάποιο παλιό τραγούδι που άξιζε πιο πολύ από τους μοντέρνους λαρυγγισμούς, και στο τέλος πηγαίναμε για ύπνο ευχαριστημένοι με τη μέρα μας και μη γυρεύοντας παρά μια παρόμοια μέρα γΓ αύριο. Αυτός ήταν, αν αφήσουμε κατά μέρος τις απρόβλεπτες κ' ενοχλητικές επισκέψεις, ο τρόπος που πέρασα τον καιρό μου σ' εκείνο το νησί όσο διάστημα έμεινα σ' αυτό. Ας μου πουν τώρα τι υπήρχε εκεί τόσο ελκυστικό που να ξυπνά μες στην καρδιά μου νοσταλγίβς τόσο έντονες, τόσο τρυφερές και τόσο μόνιμες που ύστερ' από δεκαπέντε χρόνια μου είναι αδύνατο να σκεφτώ αυτή την αγαπημένη διαμονή χωρίς να νιώθω κάθε φορά συνεπαρμένος από την ορμή του πόθου. Έχω παρατηρήσει στις εναλλαγές της μακροχρόνιας ζωής μου πως οι εποχές με τις πιο γλυκές απολαύσεις και τις πιο έντονες χαρές δεν είναι ωστόσο εκείνες που η θύμησή τους με προσελκύει και μ' αγγίζει πιο πολύ. Αυτές οι σύντομες στιγμές παραληρήματος και πάθους, όσο ζωηρές κι αν είναι, δεν είναι όμως, κι από την ίδια τους την ένταση, παρά σημεία αρκετά αραιά σπαρμένα στη γραμμή της ζωής. Είναι πολύ σπάνιες και πολύ γρήγορες για 87
ν' αποτελέσουν μια κατάσταση, κ' η ευτυχία που νοσταλγεί η καρδιά μου δε συνίσταται από φευγαλέες στιγμές αλλά είναι μια κατάσταση απλή και μόνιμη που δεν έχει τίποτα το έντονο μέσα της, αλλά που η διάρκειά της μεγαλώνει τη γοητεία της σε σημείο που να βρει κανείς εκεί επιτέλους την υπέρτατη ευτυχία. Ό λ α βρίσκονται σε μια συνεχή ροή πάνω στη γη. Τίποτα δε διατηρεί μια μορφή σταθερή και μόνιμη, κ' οι αγάπες μας για τα εξωτερικά πράγματα περνούν κι αλλάζουν αναγκαστικά σαν κ' εκείνα. Πάντα μπροστά ή πίσω από μας, θυμίζουν το παρελθόν που πια δεν υπάρχει ή προανάγγέλλουν το μέλλον που συχνά δεν υφίσταται έτσι: δεν υπάρχει εκεί τίποτα το στέρεο όπου να μπορεί ν'ακουμπήσει η καρδιά. Κ'έτσι δεν έχουμε εδώ παρά μονάχα περαστικές ευχαριστήσεις· αμφιβάλλω αν υπάρχει η διαρκής ευτυχία. Σπάνια βρίσκεις στις πιο έντονες χαρές μας μια στιγμή που η καρδιά να μπορεί να μας πει πραγματικά: Θα ήθελα αυτή η στιγμή να κρατήσει για πάντακαι πώς μπορούμε να ονομάσουμε ευτυχία μια φευγαλέα κατάσταση που ακόμα αφήνει την καρδιά ανήσυχη κι άδεια, που μας κάνει να νοσταλγούμε κάτι από πριν, ή να ποθούμε ακόμα κάτι από ύστερα. Μα αν υπάρχει μια κατάσταση όπου η ψυχή βρίσκει ένα στήριγμα αρκετά γερό για ν' αναπαυτεί ολόκληρη και να συγκεντρώσει εκεί όλη της την ύπαρξη, χωρίς να έχει ανάγκη να θυμηθεί το παρελθόν ή να πηδήξει στο μέλλον όπου ο χρόνος δεν είναι τίποτα γι' αυτήν, όπου το παρόν διαρκεί πάντα χωρίς ωστόσο να σημειώνεται η διάρκειά του και χωρίς κανένα ίχνος διαδοχής, χωρίς κανένα άλλο αίσθημα στέρησης ή ικανοποίησης, χαράς ή λύπης, πόθου ή φόβου παρά μόνο του φόβου της ύπαρξής μας, και που αυτό μόνο το αίσθημα να μπορεί να τη γεμίζει ολόκληρη* όσο αυτή η κατάσταση διαρκεί, αυτός που βρίσκεται μέσα της μπορεί να ονομαστεί ευτυχισμένος, όχι με μια ευτυχία ατελή, φτωχή και σχετική, σαν κι αυτή που βρίσκουμε στις χαρές της ζωής, αλλά με μιαν ευτυχία αυτάρκη, τέλεια 88
και γεμάτη, που δεν αφήνει στην ψυχή κανένα κενό που να την κάνει να νιώθει την ανάγκη να το γεμίσει. Τέτοια είναι η κατάσταση στην οποία βρέθηκα συχνά στο νησί του Αγίου Πέτρου στις μοναχικές μου ονειροπολήσεις, είτε ξαπλωμένος στη βάρκα μου που την άφηνα να τη σέρνει το νερό, είτε καθισμένος στις όχθες της ταραγμένης λίμνης, είτε αλλού, στην όχθη ενός ωραίου ποταμού ή ενός ρυακιού που μουρμούριζε πάνω στα χαλίκια. Τι χαίρεται κανείς σε μια τέτοια κατάσταση; Τίποτα το εξωτερικό απ αυτόν, τίποτα εξόν από τον εαυτό του και την ύπαρξή του, όσο αυτή η κατάσταση διαρκεί αρκείται κανείς στον εαυτό του όπως ο Θεός. Το αίσθημα της ύπαρξης απογυμνωμένο από κάθε άλλη αγάπη είναι καθαυτό ένα πολύτιμο αίσθημα ικανοποίησης και γαλήνης, που θ' αρκούσε από μόνο του για να κάνει αυτή την ύπαρξη ακριβή και γλυκιά για όποιον θα μπορούσε ν' απομακρύνει απ' τον εαυτό του όλες τις αισθησιακές και γήινες εντυπώσεις που έρχονται αδιάκοπα να μας απασχολήσουν και να διαταράξουν τη γλύκα που νιώθουμε. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι που τους ζώνουν διαρκώς τα πάθη γνωρίζουν πολύ λίγο αυτή την κατάσταση, και καθώς δεν την έχουν δοκιμάσει παρά ατελώς για λίγες στιγμές, δε διατηρούν παρά μια σκοτεινή και συγκεχυμένη ιδέα που δεν τους αρκεί για να νιώσουν τη γοητεία της. Και μάλιστα δε θα ήταν καλό, όπως είναι τώρα τα πράγματα, καθώς λαχταρούν γι' αυτές τις γλυκές εκστάσεις, να νιώσουν αηδία για τη δραστήρια ζωή που την ανάγκη της τους υπαγορεύουν οι ολοένα ανανεούμενες απαιτήσεις. Αλλά ένας άτυχος που τον έχουν ξεκόψει από την ανθρώπινη κοινωνία και που δεν μπορεί πια να κάνει εδώ κάτου τίποτα το χρήσιμο και καλό για τους άλλους ή για τον εαυτό του, μπορεί να βρει σ' αυτή την κατάσταση, για όλες τις ανθρώπινες χαρές, αποζημιώσεις που η τύχη κ' οι άνθρωποι δε θα μπορούσαν να του τις πάρουν. Ειν' αλήθεια πως αυτές τις αποζημιώσεις δεν μπορούν να τις νιώσουν όλες οι ψυχές ούτε σ' όλες τις καταστάσεις. 89
Πρέτιει η καρδιά να είναι ήσυχη και κανένα πάθος να μην έρχεται να διαταράξει τη γαλήνη της. Χρειάζονται προετοιμασίες από μέρους εκείνου που τις νιώθει, χρειάζεται η συνδρομή των γύρω πραγμάτων. Δε χρειάζεται ούτε μια απόλυτη ανάπαυση ούτε πολλή ταραχή, αλλά μια κίνηση ομοιόμορφη και μετριασμένη που να μην έχει ούτε τραντάγματα ούτε διακοπές. Χωρίς κίνηση η ζωή δεν είναι παρά ένας λήθαργος. Αν η κίνηση είναι άνιση ή πολύ δυνατή, ξυπνάει: αν μας θυμίζει τα γύρω πράγματα, καταστρέφει τη γοητεία της ονειροπόλησης και μας αποσπά απ' το μέσα μας για να μας βάλει αμέσως κάτω από το ζυγό της τύχης και των ανθρώπων και να μας παραδώσει στη συναίσθηση της δυστυχίας μας. Μια απόλυτη σιωπή οδηγεί στη θλίψη. Προσφέρει μια εικόνα θανάτου. Τότε η βοήθεια μιας χαρούμενης φαντασίας είναι απαραίτητη κ' εμφανίζεται αρκετά φυσικά σ' εκείνους που ο Θεός τους την έχει χαρίσει. Η κίνηση που δεν έρχεται απέξω γίνεται τότε μέσα μας. Η ανάπαυση είναι λιγότερη, ειν' αλήθεια, αλλά είναι και πιο ευχάριστη όταν ανάλαφρες και γλυκές σκέψεις, χωρίς να ταράζουν το βάθος της ψυχής, δεν κάνουν σαν να λέμε τίποτ' άλλο παρά να θίγουν την επιφάνειά της. Δε χρειάζεται παρά μόνο ό,τι είναι αρκετό για να θυμηθείς τον εαυτό σου ξεχνώντας όλα σου τα βάσανα. Αυτό το είδος ονειροπόλησης μπορεί να δοκιμαστεί παντού όπου μπορεί να είναι κανένας ήσυχος, και σκέφτηκα συχνά πως στη Βαστίλλη*, και μάλιστα μέσα σ' ένα κελί όπου κανένα αντικείμενο δε θα έπεφτε στα μάτια μου, θα μπορούσα κ' εκεί να ονειρευτώ ευχάριστα. Αλλά πρέπει να ομολογήσω πως αυτό γινόταν πολύ καλύτερα και πιο ευχάριστα σ' ένα γόνιμο και μοναχικό νησί, περιορισμένο από τη φύση και ξέχωρο από τον υπόλοιπο κόσμο, όπου όλα μου πρόσφεραν γελαστές εικόνες, όπου τίποτα δε μου θύμιζε θλιβερές αναμνήσεις, όπου η κοινωνία των λίγων ανθρώπων ήταν χαλαρή και * Φοβερή φυλακή του Παρισιού που την γκρέμισε η Γαλλική Επανάσταση. (Σ.τ.Μ.)
90
γλυκιά χωρίς να είναι ενδιαφέρουσα σε σημείο που να μ' απασχολεί αδιάκοπα* όπου μπορούσα επιτέλους ν' αφοσιωθώ όλη μέρα χωρίς εμπόδια και χωρίς φροντίδες στις απασχολήσεις του γούστου μου, ή στην πιο χαλαρή απραξία. Η ευκαιρία σίγουρα ήταν θαυμάσια για έναν ονειροπόλο που ξέροντας να τρέφεται μ' ευχάριστες χίμαιρες ανάμεσα στα πιο δυσάρεστα πράγματα, μπορούσε να χορτάσει όσο ήθελε συγκεντρώνοντας όλα όσα άγγιζαν τις αισθήσεις του. Βγαίνοντας από μιαν αργή και γλυκιά ονειροπόληση, βλέποντάς με τριγυρισμένο με πρασινάδες, με λουλούδια, με πουλιά, κι αφήνοντας να πλανιώνται τα μάτια μου πέρα στις ρομαντικές ακρογιαλιές που έζωναν μια μεγάλη έκταση νερού καθάριου και κρυστάλλινου, αφομοίωνα στις φαντασίες μου όλ' αυτά τα ωραία πράγματα, και συνερχόμενος τελικά λίγο-λίγο στον εαυτό μου και σ' αυτά που με τριγύριζαν, δεν μπορούσα να σημαδέψω το σημείο διαχωρισμού από τη φαντασία στην πραγματικότητα* τόσο πολύ όλα συντελούσαν εξίσου για να μου κάνουν αγαπητή τη συμμαζεμένη και μοναχική ζωή που περνούσα σ' αυτή την ωραία διαμονή. Γιατί να μην μπορεί να ξαναγίνει πάλι; γιατί να μην μπορώ να πάω να τελειώσω τις μέρες μου σ' αυτό το αγαπημένο νησί χωρίς να ξαναφύγω ποτέ,ούτε να ξαναδώ ποτέ κανέναν κάτοικο της στεριάς που να μου θυμίζει την ανάμνηση των κάθε λογής συμφορών που θέλουν να φορτώνουν πάνω μου εδώ και τόσα χρόνια; Γρήγορα θα τους ξεχνούσα για πάντα: σίγουρα αυτοί δε θα με ξεχνούσαν το ίδιο, αλλά τι θα μ' ένοιαζε, αφού δε θα είχαν κανέναν τρόπο να με ζυγώσουν για να ταράξουν τη γαλήνη μου; Απολυτρωμένη απ' όλα τα επίγεια πάθη, που γεννά ο σάλος της κοινωνικής ζωής, η ψυχή μου θ' ανυψωνόταν συχνά πάνω απ' αυτή την ατμόσφαιρα, και θα επικοινωνούσε από τώρα με τις ουράνιες οντότητες που ελπίζει ν' αυξήσει τον αριθμό τους σε λίγο καιρό. Οι άνθρωποι θα φυλαχτούν, το ξέρω, να μου ξαναδώσουν ένα τόσο γλυκό άσυλο όπου δε θέλησαν να μ' αφήσουν. Αλλά τουλάχιστο δε θα μ' εμποδί91
σουν να πηγαίνω κάθε μέρα εκεί με τα φτερά της φαντασίας, και να γεύομαι για μερικές ώρες την ίδια χαρά που θα 'νιωθα αν το κατοικούσα ακόμα. Το γλυκύτερο που θα έκανα εκεί θα ήταν να ονειρευτώ με την άνεσή μου. Ονειρευόμενος πως βρίσκομαι εκεί δεν κάνω το ίδιο πράγμα; Κάνω κάτι περισσότερο: στο θέλγητρο μιας ονειροπόλησης αφηρημένης και μονότονης προσθέτω γοητευτικές εικόνες που τη ζωηρεύουν. Τα αντικείμενά τους ξέφευγαν συχνά απ' τις αισθήσεις μου στην έκστασή μου, και τώρα όσο πιο βαθιά είναι η ονειροπόλησή μου τόσο πιο έντονα μου τις ζωγραφίζει. Βρίσκομαι συχνά περισσότερο ανάμεσά τους κι ακόμα πιο ευχάριστα παρά όταν βρισκόμουν εκεί στην πραγματικότητα. Το δυστύχημα είναι πως όσο περισσότερο αδυνατίζει η φαντασία τόσο δυσκολότερα έρχεται αυτή η έκσταση και τόσο λιγότερο διαρκεί. Αλίμονο, όταν αρχίζει κανείς να εγκαταλείπει το σαρκίο του, τότε θαμπώνεται πιο πολύ!
92
ΕΚΤΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ Δ Ε Ν ΚΑΝΟΥΜΕ ποτέ καμιά μηχανική κίνηση που δεν μπορούμε ν' ανακαλύψουμε την αιτία της στην καρδιά μας, αν ξέρουμε να ψάξουμε καλά. Χτες, περνώντας την καινούργια λεωφόρο για να βρω χόρτα κατά μήκος της Μπιέβρ απ' τη μεριά του Ζαντιγύ, ακολούθησα τη στροφή στα δεξιά πλησιάζοντας το φραγμό του Ανφέρ, κι απομακρυνόμενος στην εξοχή πήγα απ' το δρόμο του Φονταινεμπλώ για να φτάσω στα ψηλώματα που βρίσκονται δίπλα σ' αυτό το ποταμάκι. Αυτός ο περίπατος ήταν από μόνος του εντελώς αδιάφορος, αλλά εγώ θυμούμενος πως είχα κάνει πολλές φορές μηχανικά αυτή ^ τη στροφή, αναζήτησα μέσα μου την αιτία, και δεν μπόρεσα να μη γελάσω όταν κατάφερα να την ανακαλύψω. Σε μια γωνιά της λεωφόρου, στην έξοδο του φραγμού του Ανφέρ, πάει και κάθεται κάθε μέρα το καλοκαίρι μια γυναίκα που πουλάει φρούτα, φασκόμηλο και ψωμάκια. Αυτή η γυναίκα έχει ένα αγοράκι πολύ συμπαθητικό αλλά κουτσό, το οποίο, χωλαίνοντας με τα δεκανίκια του, πάει πολύ ευγενικά να ζητήσει ελεημοσύνη απ' τους περαστικούς. Είχα κάνει ένα είδος γνωριμίας μ' αυτό το αγοράκι* δεν αμελούσε κάθε φορά που περνούσα να ζυγώσει να με χαιρετήσει, που είχε για συνέχεια τη μικρή μου εισφορά. Τις πρώτες φορές είχα γοητευτεί που το έβλεπα, του έδινα κάτι πολύ πρόθυμα, κ' εξακολούθησα για κάμποσο καιρό να το κάνω με την ίδια ευχαρίστηση, προσθέτοντας μάλιστα συχνά να το παρακινώ και ν' ακούω την κουβεντούλα του που την έβρισκα ευχάριστη. Αυτή η ευχαρίστηση που βαθμιαία έγινε συνήθεια, μεταμορφώθηκε δεν ξέρω πώς σ' ένα είδος υποχρέωσης που σύντομα μου έγινε
93
ενοχλητική, προπάντων εξαιτίας της αρχικής προσφώνησης που έπρεπε ν' ακούσω, στην οποία δεν παρέλειπε ποτέ να με πει κύριε Ρουσσώ για να δείξει πως με γνώριζε καλά, πράγμα που μου φανέρωνε το αντίθετο, δηλαδή πως δε με γνώριζε καλύτερα από κείνους που το είχαν πληροφορήσει. Από τότε κ' ύστερα περνούσα από κει αραιότερα, και τέλος απόκτησα μηχανικά τη συνήθεια να κάνω τις περισσότερες φορές μια στροφή όταν πλησίαζα σ' εκείνο το πέρασμα. Να τι ανακάλυψα σκεφτόμενός τα αυτά, γιατί τίποτα απ' όλα τούτα δεν είχε προβάλει καθαρά στη σκέψη μου. Αυτή η παρατήρηση μου θύμισε διαδοχικά πλήθος άλλες που με διαβεβαίωσαν πως τα αληθινά και πρώτα κίνητρα των περισσότερων από τις πράξεις μου δε μου είναι τόσο ξεκάθαρα σ' εμένα τον ίδιο όσο το νόμιζα για πολύ καιρό. Ξέρω και νιώθω πως το να κάνεις το καλό είναι η πιο αληθινή ευτυχία που η ανθρώπινη καρδιά μπορεί να γευτεί* αλλά είναι καιρός που αυτή η ευτυχία μου στερήθηκε, και σε μια τόσο άθλια κατάσταση σαν τη δική μου δεν μπορείς να κάνεις μ' εκλογή και μ' αποτέλεσμα ούτε μια πράξη αληθινά καλή. Καθώς η μεγαλύτερη φροντίδα εκείνων που καθορίζουν τη μοίρα μου ήταν να είναι όλα για μένα ψεύτικη και απατηλή εμφάνιση, μια αιτία αρετής δεν είναι ποτέ παρά ένα δόλωμα που μου παρουσιάζουν για να με παρασύρουν στην παγίδα όπου θέλουν να με τυλίξουν. Το ξέρω αυτό* ξέρω πως το μόνο καλό που μπορώ πια να κάνω είναι ν' αποφεύγω να ενεργώ, από φόβο πως θα κάνω κακό χωρίς να το θέλω και χωρίς να το ξέρω. Αλλά υπήρξαν καλύτεροι καιροί που, ακολουθώντας τις παρορμήσεις της καρδιάς μου, μπορούσα κάποτε να κάνω μιαν άλλη καρδιά ευτυχισμένη και χρωστάω στον εαυτό μου την τιμητική μαρτυρία πως κάθε φορά που μπόρεσα να γευτώ αυτή την ευχαρίστηση τη βρήκα πιο γλυκιά από κάθε άλλη. Αυτή η τάση ήταν έντονη, αληθινή, αγνή* και τίποτα στα πιο κρυφά βάθη της ψυχής μου δεν μπόρεσε 94
ποτέ να τη διαψεύσει. Ωστόσο ένιωσα συχνά το βάρος των αγαθοεργιών μου από την αλυσίδα των υποχρεώσεων που έσερναν πίσω τους: τότε η ευχαρίστηση χάθηκε, και δε βρήκα πια στη συνέχιση των ίδιων φροντίδων που αρχικά μ* είχαν γοητεύσει, παρά μια ενόχληση σχεδόν ανυπόφορη. Κατά τις σύντομες ευημερίες μου πολλοί κατάφευγαν σ* εμένα, και ποτέ σ' όλες τις υπηρεσίες που μπόρεσα να τους προσφέρω κανένας τους δε διώχτηκε. Αλλά απ' αυτές τις πρώτες ευεργεσίες δοσμένες μ' όλη μου την καρδιά, γεννιόντουσαν οι αλυσίδες από διαδοχικές υποχρεώσεις που δεν τις είχα προβλέψει και που δεν μπορούσα πια ν' αποτινάξω το ζυγό τους. Οι πρώτες μου εξυπηρετήσεις δεν ήταν στα μάτια εκείνων που τις δέχονταν παρά το προβάδισμα εκείνων που έπρεπε ν' ακολουθήσουν και μόλις κάποιος δύστυχος είχε ρίξει πάνω μου το γάντζο μιας ευεργεσίας που δέχτηκε, δεν τη γλίτωνα πια, κι αυτή η πρώτη ελεύθερη και εθελοντική ευεργεσία γινόταν ένα απεριόριστο δικαίωμα για όλα όσα θα μπορούσε να χρειάζεται στη συνέχεια, χωρίς ούτε κ' η ίδια η αδυναμία να είναι αρκετή για να με απαλλάξει. Να πώς οι ολόγλυκες χαρές μετατρέπονταν αργότερα για μένα σε αφόρητες υποδουλώσεις. Αυτές ωστόσο οι αλυσίδες δε μου φάνηκαν πολύ βαριές όσο διάστημα, άγνωστος από το πλήθος, ζούσα στη σκια. Αλλά όταν κάποτε το άτομό μου έγινε γνωστό απ' τα γραφτά μου, σίγουρα φριχτό λάθος, αλλά εξαγνισμένο από τις δυστυχίες μου, από τότε έγινα το γενικό γραφείο απευθύνσεως όλων των κακομοίρηδων ή των δήθεν φουκαράδων, όλων των τυχοδιωκτών που ζητούσαν κορόιδα, όλων εκείνων που με το πρόσχημα της μεγάλης υπόληψης που τάχα ένιωθαν για μένα ήθελαν να μ' εκμεταλλευτούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Τότε μου δόθηκε η ευκαιρία να μάθω πως όλες οι τάσεις της φύσης, χωρίς να εξαιρείται κ' η ίδια η ευεργεσία, φερμένες ή συνοδευόμενες στην κοινωνία χωρίς επιφύλαξη και χωρίς εκλογή, αλλάζουν φύση και γίνονται συχνά τόσο βλαβερές όσο ήταν 95
ωφέλιμες στην πρώτη τους κατεύθυνση. Τόσες σκληρές εμπειρίες άλλαξαν λιγο-λίγο τις αρχικές μου διαθέσεις, ή μάλλον, περιορίζοντάς τες, επιτέλους στα πραγματικά τους σύνορα, με δίδαξαν ν' ακολουθώ λιγότερο στα τυφλά τη διάθεση μου να ευεργετώ, όταν δεν ωφελούσε παρά για να ευνοήσει την κακία των άλλων. Αλλά δε λυπάμαι καθόλου γι* αυτές τις ίδιες εμπειρίες, αφού μου προμήθεψαν με τη σκέψη νέες γνώσεις για τη γνωριμία του εαυτού μου και για τις αληθινές προθέσεις της συμπεριφοράς μου σε χίλιες περιπτώσεις στις οποίες τόσο συχνά έχω αναφερθεί. Είδα ότι για να κάνω το καλό μ' ευχαρίστηση έπρεπε να ενεργώ ελεύθερα, χωρίς εξαναγκασμό, κι ότι για να μου στερήσει όλη τη γλύκα μιας καλής πράξης αρκούσε το να γίνει καθήκον μου. Από κει και πέρα το βάρος της υποχρέωσης μου μετατρέπει σε φορτίο τις πιο γλυκές χαρές και, όπως το έχω πει στον Αιμιλ, απ' ό,τι νομίζω, αν βρισκόμουν στην Τουρκία θα γινόμουν ένας κακός σύζυγος την ώρα που η κραυγή του λαού τους καλεί να εκτελέσουν τα καθήκοντα της περίπτωσής τους. Να τι αλλάζει πολύ τη γνώμη που είχα πολύ καιρό για την αρετή μου* γιατί δεν πρόκειται καν ν' ακολουθείς τις κλίσεις σου, και να δίνεις στον εαυτό σου, όταν σε πάνε εκεί, την ευχαρίστηση να κάνεις το καλό. Αλλά συνίσταται στο να τις υπερνικάς όταν το προστάζει το καθήκον, για να κάνεις αυτό που μας ορίζει, κι αυτό είναι που δεν ήξερα να κάνω σαν καθώς πρέπει κύριος. Γεννημένος λογικός και καλός, νιώθοντας τον οίκτο μέχρις αδυναμίας, κ' αισθανόμενος έξαρση στην ψυχή μου απ' όλα όσα σχετίζονται με τη γενναιοδωρία, υπήρξα φιλάνθρωπος, αγαθοεργός, πρόθυμος να βοηθήσω, από καλή διάθεση, από πάθος μπορώ να πω, σ' ό,τι δεν αφορούσε παρά την καρδιά μου· θα ήμουν ο καλύτερος κι ο πιο επιεικής από τους ανθρώπους αν ήμουν ο πιο δυνατός, και για να σβήσω μέσα μου κάθε επιθυμία για εκδίκηση θα μου αρκούσε το να μπορώ να εκδικηθώ. Θα ήμουν μάλιστα δίκαιος χωρίς 96
κόπο ενάντια στο δικό μου συμφέρον, αλλά ενάντια στυ συμφέρον προσώπων που μου ήταν αγαπητά δε θα μπορούσα να είμαι. Μόλις το καθήκον μου κ' η καρδιά μου βρίσκονταν σ' αντίφαση, το πρώτο σπάνια υπερίσχυε, εκτός αν δε χρειαζόταν παρά μόνο να υποχωρήσω: τότε τις πιο πολλές φορές, ήμουν δυνατός, αλλά να ενεργήσω ενάντια στην κλίση μου μου ήταν πάντα αδύνατο. Το να με πρόσταζαν οι άνθρωποι, το καθήκον, ή ακόμα κ' η ανάγκη, όταν η καρδιά μου σωπαίνει η θέλησή μου μένει κουφή, και δε θα μπορούσα να υπακούσω. Βλέπω το κακό που με φοβερίζει και προτιμώ να τ' αφήσω να έρθει καλύτερα, παρά να κινηθώ για να το εμποδίσω. Αρχίζω μερικές φορές με προσπάθεια, αλλά αυτή η προσπάθεια με κουράζει και μ' εξαντλεί πολύ γρήγορα* δε θα μπορούσα να συνεχίσω. Σε κάθε τι που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, αυτό που δεν κάνω μ' ευχαρίστηση γρήγορα μου είναι αδύνατο να το κάνω. Και κάτι ακόμα. Ο εξαναγκασμός που συμφωνεί με την επιθυμία μου αρκεί για να την εκμηδενίσει, και να τη μετατρέψει σε απέχθεια, ακόμα και σ' αποστροφή, μόλις επενεργήσει πολύ έντονα, κι αυτό είναι που μου κάνει δυσάρεστη την καλή πράξη που μου απαιτούν και που την έκανα μόνος μου όταν δε μου την απαιτούσαν. Μια αγαθοεργία εντελώς δωρεάν είναι σίγουρα κάτι που μ' αρέσει να το κάνω. Αλλά όταν αυτός που τη δέχτηκε, την κάνει δικαίωμά του για ν' απαιτήσει τη συνέχισή της με απειλή το μίσος του, όταν μου κάνει νόμο να είμαι για πάντα ο ευεργέτης του επειδή αρχικά είχα την ευχαρίστηση να είμαι, τότε αρχίζει η δυσαρέσκεια κ' εξαφανίζεται η ευχαρίστηση. Εκείνο που κάνω τότε όταν υποκύπτω είναι αδυναμία και κακή ντροπή, αλλά δεν υπάρχει πια η καλή θέληση, κι αντί να επευφημώ τον εαυτό μου, τον μέμφομαι στη συνείδησή μου γιατί κάνω το καλό με βαριά καρδιά. Ξέρω πως δημιουργείται ένα είδος συμβολαίου, και μάλιστα το πιο ιερό απ' όλα, ανάμεσα στον ευεργέτη και τον ευεργετούμενο. Είναι ένα είδος εταιρείας που φτιά97
χνουν αναμεταξύ τους, πιο στενή απ' αυτή που ενώνει τους ανθρώπους γενικά, κι αν ο ευεργετούμενος αναλαμβάνει σιωπηρά την ευγνωμοσύνη, ο ευεργέτης αναλαμβάνει επίσης να διατηρήσει απέναντι στον άλλο,εφόσον αυτός δε θα δειχτεί ανάξιος, την ίδια καλή θέληση που του δείχνει τώρα, και ν' ανανεώσει τις πράξεις του κάθε φορά που θα το μπορέσει και που θα του το ζητηθεί. Αυτές δεν είναι καθορισμένες συνθήκες, αλλά είναι φυσικά αποτελέσματα της σχέσης που έχει δημιουργηθεί ανάμεσά τους. Εκείνος που για πρώτη φορά αρνείται μια δωρεάν εξυπηρέτηση που του ζητούν, δε δίνει κανένα δικαίωμα για να παραπονεθεί εκείνος στον οποίο του την αρνήθηκε: αλλά εκείνος που σε παρόμοια περίπτωση αρνείται στον ίδιο την ίδια χάρη που του έκανε πρωτύτερα αποστερεί μια ελπίδα που του έδωσε το δικαίωμα ν' αποκτήσει* εξαπατά και διαψεύδει μια προσμονή που ο ίδιος δημιούργησε. Νιώθει κανείς σ' αυτή την άρνηση δεν ξέρω τι το άδικο και το πιο σκληρό παρά στην άλλη* αλλά δεν είναι λιγότερο το αποτέλεσμα μιας ανεξαρτησίας που αρέσει στην καρδιά, και την οποία δεν απαρνιέται χωρίς προσπάθεια. Όταν πληρώνω ένα χρέος εκπληρώ ένα καθήκον όταν κάνω ένα δώρο δίνω στον εαυτό μου μια ευχαρίστηση. Λοιπόν η ευχαρίστηση του να εκπληρώνει κανείς τα καθήκοντά του είναι απ' αυτές που μονάχα η συνήθεια της αρετής τις δημιουργεί: αυτές που μας έρχονται άμεσα από τη φύση δε φτάνουν τόσο ψηλά. ' Υστερ' από τόσες θλιβερές εμπειρίες έμαθα να προβλέπω από μακριά τις συνέπειες των πρώτων μου συνεχών κινήσεων, και συχνά αποτραβήχτηκα από μια καλή πράξη που είχα την επιθυμία και τη δύναμη να κάνω, φοβισμένος από την υποταγή στην οποία θα έπεφτα στο εξής αν της παραδινόμουν απερίσκεπτα. Δεν ένιωθα πάντα αυτόν το φόβο, αντίθετα, στα νιάτα μου, δενόμουν από τις δικές μου ευεργεσίες, και συχνά ένιωθα το ίδιο μ' εκείνους που υποχρέωνα: μ' αγαπούσαν περισσότερο από ευγνωμοσύνη παρά από συμίρέρον. Αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει 98
πολύ όψη απ' αυτή την άποψη όπως κι από κάθε άλλη μόλις άρχισαν οι συμφορές μου. Έχω ζήσει από τότε σε μια νέα γενιά που δεν έμοιαζε καθόλου με την προηγούμενη,και τα δικά μου αισθήματα για τους άλλους έχουν επηρεαστεί από τις αλλαγές που βρήκα στα δικά τους. Οι ίδιοι άνθρωποι που έχω δει διαδοχικά σ* αυτές τις δυο τόσο διαφορετικές γενιές έχουν κατά κάποιο τρόπο αφομοιωθεί διαδοχικά στη μια και στην άλλη. Από αληθινοί κ'ειλικρινείς που ήταν στην αρχή, τώρα που έγιναν αυτό που είναι έκαναν σαν όλους τους άλλους: και μόνο απ'το γεγονός πως οι καιροί έχουν αλλάξει, οι άνθρωποι έχουν αλλάξει κι αυτοί. Α, πώς θα μπορούσα να διατηρήσω τα ίδια αισθήματα γι' αυτούς, όταν μέσα τους βρίσκω το αντίθετο απ' αυτό που τα δημιούργησε. Δεν τους μισώ, γιατί δεν μπορώ να μισήσω* αλλά δεν μπορώ ν' αποφύγω την περιφρόνηση που τους αξίζει ούτε ν' αποφύγω το να τους τη δείξω. Ίσως, χωρίς να το πάρω είδηση, έχω αλλάξει κ' εγώ ο ίδιος περισσότερο απ' ό,τι θα 'πρεπε. Ποια φύση θ' αντιστεκόταν σε μια κατάσταση παρόμοια με τη δική μου; Πεπεισμένος από είκοσι χρόνια πείρας πως όλα όσα η φύση έβαλε σαν καλές διαθέσεις στην καρδιά μου μεταστράφηκαν απ' τη μοίρα μου κι από κείνους που μ' ορίζουν σε ζημιά του εαυτού μου ή των άλλων, δεν μπορώ πια να ιδώ μια καλή πράξη που μου προτείνουν να κάνω παρά σαν μια παγίδα που μου στήνουν και που πίσω της είναι κρυμμένο κάποιο κακό. Ξέρω πως όποιο και να 'ναι το αποτέλεσμα του έργου, δε θα μου δοθεί λιγότερο το τίμημα της καλής μου πρόθεσης. Ναι, αυτό το τίμημα σίγουρα υπάρχει, αλλά η εσωτερική γοητεία δεν υπάρχει πια, και μόλις μου λείψει αυτό το κίνητρο δε νιώθω παρά αδιαφορία και παγωνιά μέσα μου, κι όντας βέβαιος πως αντί να κάνω μια πράξη αληθινά χρήσιμη δεν κάνω παρά ό,τι θα 'κανε ένα κορόιδο, η αγανάκτηση του εγωισμού μαζί με την αποδοκιμασία της λογικής δε μου εμπνέει παρά απέχθεια κι αντίσταση, ενώ θα ήμουν γεμάτος από θέρμη 99
και ζήλο στη φυσική μου κατάσταση. Υπάρχουν μερικές κακοτυχίες που εξυψώνουν και δυναμώνουν την ψυχή, αλλά υπάρχουν άλλες που την καταβάλλουν και τη σκοτώνουν τέτοια είναι κι αυτή που με κρατάει στα νύχια της. Αν υπήρχε έστω και λίγη κακή μαγιά στη δική μου θα την έκανε να φουσκώσει υπερβολικά, θα μ' είχε κάνει ξέφρενο* αλλά δε μ' έκανε παρά μηδενικό. Ανίκανος να κάνω καλό και για μένα και για τους άλλους, αποφεύγω να ενεργήσω* κι αυτή η κατάσταση, που δεν είναι αθώα παρά επειδή είναι αναγκαστική, με κάνει να βρίσκω ένα είδος γλύκας με το ν' αφοσιώνομαι απόλυτα χωρίς μομφή στη φυσική μου κλίση. Σίγουρα το παρακάνω, αφού αποφεύγω τις ευκαιρίες να δράσω, ακόμα κι όταν δε βλέπω παρά μόνο πως θα κάνω καλό. Αλλά όντας βέβαιος πως δε μ' αφήνουν να ιδώ τα πράγματα όπως είναι, αποφεύγω να κρίνω από τα φαινόμενα που τους δίνουν, μ' όποια πονηριά κι αν κρύβουν τα κίνητρα της δράσης, αρκεί αυτά τα κίνητρα να μπορώ να τα φτάσω, για να βεβαιωθώ πως είναι απατηλά. Η μοίρα μου φαίνεται να έχει στήσει απ τα παιδικά μου χρόνια την πρώτη παγίδα που μ' έκανε τόσο καιρό να πέφτω εύκολα σ' όλες τις άλλες. Γεννήθηκα ο πιο εύπιστος απ' τους ανθρώπους και για σαράντα ολόκληρα χρόνια ποτέ αυτή η εμπιστοσύνη μου δε διαψεύσθηκε ούτε μια φορά. Ριγμένος άξαφνα σε μιαν άλλη τάξη ανθρώπων και πραγμάτων πιάστηκα σε χίλιες ενέδρες χωρίς να πάρω είδηση καμιά τους, και είκοσι χρόνια εμπειρίας μόλις κατάφεραν να με φωτίσουν για την τύχη μου. Μια και βεβαιώθηκα πια πως μόνο ψέμα και απάτη υπήρχαν στις εκδηλώσεις γεμάτες μορφασμούς που μου προσφέρανε, πέρασα γρήγορα στην άλλη άκρη: γιατί όταν μια φορά βγούμε απ' το φυσικό μας, δεν υπάρχουν πια όρια που να μας συγκρατούν. Από τότε κ' ύστερα ένιωσα αηδία για τους ανθρώπους, και καθώς η θέλησή μου συμφωνεί με τη δική τους απ' αυτή την άποψη, με συγκρατεί πιο μακριά απ' αυτούς απ' ό,τι το πετυχαίνουν μ' όλες τις μηχανορρα100
φίες τους. Ας κάνουν ό,τι θέλουν: αυτή η αντιπάθεια δεν μπορεί ποτέ να φτάσει ως την απέχθεια. Σκεφτόμενος την εξάρτηση στην οποία βρέθηκαν από μένα για να με κρατήσουν στη δική τους με κάνουν αληθινά να τους λυπάμαι. Αν δεν είμαι δυστυχισμένος, αυτοί είναι, και κάθε φορά που γυρίζω μέσα μου τους βρίσκω πάντα αξιολύπητους. Ισως η περηφάνια ανακατεύεται ακόμα σ'αυτές τις κρίσεις, αλλά αισθάνομαι πολύ ανώτερος απ' αυτούς για να τους μισήσω. Μπορούν να μ' ενδιαφέρουν το πολύ ως την περιφρόνηση, αλλά ποτέ ως το μίσος* τέλος αγαπώ πολύ τον εαυτό μου ώστε να μην μπορώ να μισήσω κανένα. Θα ήταν σαν να συσφίγγω, να συμπιέζω την ύπαρξή μου, κ' εγώ θα 'θελα μάλλον να την επεκτείνω σ' όλο το σύμπαν. Προτιμώ να τους αποφεύγω παρά να τους μισώ. Η όψη τους πέφτει στις αισθήσεις μου, κι απ' αυτές στην καρδιά μου, μ' εντυπώσεις που χίλια σκληρά βλέμματα τις κάνουν οδυνηρές: αλλά η δυσφορία παύει μόλις το αντικείμενο που την προκαλεί εξαφανιστεί. Μ' απασχολούν και φυσικά άθελά μου με την παρουσία τους, αλλά ποτέ με την ανάμνησή τους. Όταν δεν τους βλέπω πια, είναι για μένα σαν να μην υπήρχαν ποτέ. Δε μου είναι καν αδιάφοροι παρά σ' ό,τι σχετίζεται μ' εμένα· γιατί στις σχέσεις τους μεταξύ τους μπορούν ακόμα να μ' ενδιαφέρουν και να με συγκινούν σαν τα πρόσωπα ενός δράματος που βλέπω να παριστάνεται. Θα 'πρεπε η ηθική μου ύπαρξη να εκλείψει για να μη μ' ενδιαφέρει η δικαιοσύνη. Το θέαμα της αδικίας και της κακίας κάνει το αίμα μου να βράζει από οργή· οι ενάρετες πράξεις όπου δε βλέπω ούτε καυχησιά ούτε επίδειξη με κάνουν πάντα ν' αναρριγώ από χαρά και μου αποσπούν ακόμα γλυκά δάκρυα. Αλλά θα πρέπει να τις δω και να τις εκτιμήσω εγώ ο ίδιος· γιατί ύστερ' απ' τη δική μου ιστορία θα 'πρεπε να είμαι τρελός για να παραδεχτώ σ' οτιδήποτε ζήτημα την κρίση των ανθρώπων, και για να πιστέψω κάτι 101
με βάση την πίστη ενός άλλου. Αν η μορφή μου και τα χαρακτηριστικά μου ήταν τόσο άγνωστα στους αθρώπους όσο είναι ο χαρακτήρας κ' η φύση μου, θα ζούσα ακόμα χωρίς δυσφορία ανάμεσά τους* ακόμα κ' η συντροφιά τους θα μπορούσε να μ' αρέσει όσο τους ήμουν εντελώς ξένος. Απασχολημένος χωρίς εξαναγκασμό στις φυσικές μου κλίσεις, θα τους αγαπούσα κιόλας αν δεν ασχολούνταν ποτέ μ' εμένα. Θα εξασκούσα πάνω τους μια εύνοια γενική κ' εντελώς αφιλοκερδή: αλλά χωρίς να δημιουργήσω ποτέ κανέναν ιδιαίτερο δεσμό και χωρίς να σηκώνω το ζυγό από κανένα καθήκον, θα έκανα γι' αυτούς, ελεύθερα κι αυθόρμητα, όλα όσα κάνουν με τόσο κόπο σπρωγμένοι από τον εγωισμό τους κι αναγκασμένοι απ' όλους τους νόμους τους. Αν είχα μείνει ελεύθερος, σκοτεινός, απομονωμένος, όπως είχα γεννηθεί για να είμαι, δε θα 'κανα παρά μονάχα καλό: γιατί δεν έχω στην καρδιά μου το σπόρο για κανένα κακόβουλο πάθος. Αν ήμουν αόρατος και παντοδύναμος σαν το Θεό, θα ήμουν ευεργετικός κι αγαθός σαν εκείνον. Η δύναμη κ' η ελευθερία κάνουν τους έξοχους ανθρώπους. Η αδυναμία κ' η σκλαβιά δεν έχουν κάνει ποτέ παρά κακούς. Αν είχα στην κατοχή μου το δαχτυλίδι του Γύγη*, αυτό θα με γλίτωνε από την εξάρτηση των ανθρώπων και θα τους είχε βάλει στη δική μου. Διερωτήθηκα συχνά, στους τιύργους μου στην Ισπανία**, πώς θα χρησιμοποιούσα αυτό το δαχτυλίδι* γιατί εδώ ο πειρασμός της κατάχρησης πρέπει να βρίσκεται κοντά στην εξουσία. Έχοντας τη δυνατότητα να ικανοποιώ τις επιθυμίες μου, μπορώντας τα πάντα χωρίς να μπορεί κανείς να με ξεγελάσει, τι θα μπορούσα να ζητήσω με κάποια συνέπεια; Ένα μονάχα: θα ήταν το να βλέπω κάθε καρδιά ευχαριστημένη. Η όψη μόνο της γενικής ευτυχίας θα μπορούσε ν'αγγίξει την * Νεαρός βοσκός της Λυδίας, που με το μαγικό δαχτυλίδι που είχε μπορούσε να γίνει άφαντος, και που με τη βοήθειά του έγινε πρωθυπουργός στην Αυλή του βασιλιά Κανδαύλη. (Σ.τ.Μ.) ** Μυθικά γεννήματα της φαντασίας. (Σ.τ.Μ.)
102
καρδιά μου μ' ένα μόνιμο αίσθημα, κι ο φλογερός πόθος να τη συνδράμω θα ήταν το πιο σταθερό μου πάθος. Πάντα δίκαιος χωρίς μεροληψία και πάντα καλός χωρίς αδυναμία θα είχα εξίσου φυλαχτεί από τις τυφλές δυσπιστίες κι απ'τα άσπονδα μίση* γιατί, βλέποντας τους ανθρώπους όπως είναι και διαβάζοντας εύκολα τα βάθη της καρδιάς τους, θα μπορούσα να 'βρισκα αρκετούς αξιαγάπητους που να είναι αντάξιοι όλης της αγάπης μου, λίγους αρκετά βδελυρούς που να τους αξίζει όλο μου το μίσος, και που η ίδια η κακία τους θα μ' έκανε να τους λυπάμαι για τη σίγουρη επίγνωση του κακού που κάνουν στον εαυτό τους θέλοντας να βλάψουν τους άλλους. Ισως, σε στιγμές ευθυμίας θα ένιωθα το παιδιάρισμα να κάνω μερικές φορές θαύματα: αλλά εντελώς αφιλοκερδώς για τον εαυτό μου, και μην έχοντας άλλο νόμο παρά τη φυσική μου κλίση, για λίγες πράξεις αυστηρής δικαιοσύνης θα έκανα χίλιες πράξεις επιείκειας και δίκαιας κρίσης. Λειτουργός της Θείας Πρόνοιας κ' εκτελεστής των νόμων της ανάλογα με τη δύναμή μου θα έκανα θαύματα πιο σοφά και πιο χρήσιμα από κείνα- του χρυσού θρύλου και του τάφου του αγίου Μεδάρδου*. Δεν υπάρχει παρά ένα μόνο σημείο όπου η ικανότητα να εισχωρώ παντού αόρατος θα μ' έκανε ν' αναζητήσω πειρασμούς στους οποίους δε θ' αντιστεκόμουν καλά, και μια κ' έμπαινα σ' αυτούς τους δρόμους της αποπλάνησης ποιος ξέρει πού θα μ' οδηγούσαν; Θα ήξερα πολύ λίγο τη φύση και τον εαυτό μου αν παινευόμουν πως αυτές οι ευκολίες δε θα μ' είχαν καθόλου πλανέψει, ή πως η λογική θα μ' είχε σταματήσει σ' αυτόν το μοιραίο κατήφορο. Σίγουρος για τον εαυτό μου και σ' όποιο άλλο ζήτημα, θα καταστρεφόμουν μονάχα από τούτο δω. Εκείνος που η δύναμή του τον βάζει πάνω απ' τον άνθρωπο πρέπει να είναι και πάνω απ' τις αδυναμίες της ανθρωπότητας, * Επίσκοπος της Νουαγιόν, γεννήθηκε στο Σαλανσύ το 456 ή 480. Ο τάφος του θεωρείται θαυματουργός. (Σ.τ.Μ.)
103
ειδάλλως αυτή η υπερβολική δύναμη δε θα χρησίμευε παρά για να τον βάλει πραγματικά κάτω απ' τους άλλους κι απ' αυτό που θα ήταν κι ο ίδιος αν είχε μείνει ίσος μ' αυτούς. Αν τα καλοσκεφτώ όλα, νομίζω πως καλά θα 'κανα να πετάξω το μαγικό μου δαχτυλίδι προτού με κάνει να διαπράξω καμιάν ανοησία. Αν οι άνθρωποι επιμένουν να με βλέπουν εντελώς διαφορετικό απ' ό,τι είμαι κ' η όψη μου ερεθίζει την αδικία τους, για να τους στερήσω αυτή τη θέα πρέπει να τους αποφύγω, αλλά όχι να εξαφανιστώ ανάμεσά τους. Αυτοί πρέπει να κρυφτούν μπροστά μου, να μου αποκρύψουν τις ραδιουργίες τους, ν' αποφύγουν το φως της μέρας, να χωθούν μες στη γη σαν τυφλοπόντικες. Για μένα τόσο το καλύτερο να μ' έβλεπαν αν μπορούσαν, αλλά αυτό τους είναι αδύνατο* δε θα δουν στη θέση μου παρά τον Ζαν-Ζακ που έχουν φτιάσει για τον εαυτό τους και που τον έχουν φτιάσει σύμφωνα με την καρδιά τους, για να τον μισούν με το κέφι τους. Θα είχα λοιπόν άδικο να προσαρμοστώ με τον τρόπο που με βλέπουν: δεν πρόκειται να εκδηλώσω πραγματικό ενδιαφέρον, γιατί δεν ειμ' εγώ αυτός που βλέπουν έτσι. Το συμπέρασμα που μπορώ να βγάλω απ' όλες αυτές τις σκέψεις είναι πως δεν υπήρξα ποτέ κατάλληλος για την κοινωνία, όπου όλα είναι ενόχληση, υποχρέωση, καθήκον, και που ο ανεξάρτητος χαρακτήρας μου μ' έκανε πάντα ανίκανο για τις υποχρεωτικές υποδουλώσεις για όποιον θέλει να ζήσει με τους ανθρώπους. Ό σ ο ζω ελεύθερα είμαι καλός και δεν κάνω άλλο από καλό* αλλά μόλις νιώσω το ζυγό, τόσο της ανάγκης όσο των ανθρώπων, γίνομαι επαναστάτης ή μάλλον δύστροπος, και τότε είναι σαν να μην υπάρχεις. Όταν πρέπει να κάνω κάτι αντίθετο με τη θέλησή μου, δεν το κάνω καθφλου, ό,τι κι αν γίνει: δεν κάνω ούτε την ίδια τη θέλησή μου, γιατί είμαι αδύναμος. Αποφεύγω να δράσω: γιατί όλη μου η αδυναμία είναι για την πράξη, όλη μου η δύναμη είναι αρνητική, κι όλες μου οι αμαρτίες είναι από παράλειψη, σπάνια από 104
έργο. Δεν πίστεψα ποτέ ότι η ελευθερία του ανθρώπου συνίσταται στο να κάνει αυτό που θέλει, αλλά στο να μην κάνει ποτέ αυτό που δε θέλει, κι αυτή έχω πάντα επιδιώξει, και συχνά διατηρήσει, και που εξαιτίας της βρέθηκα πολύ συχνά σ' αντίθεση με τους συγχρόνους μου. Γιατί γι' αυτούς, δραστήριους, κινούμενους, φιλόδοξους, απεχθανόμενους την ελευθερία των άλλων και μη θέλοντάς την ούτε για τον εαυτό τους, αρκεί να κάνουν καμιά φορά αυτό που θέλουν ή μάλλον να υποτάξουν τη θέληση των άλλων, τυραννιούνται όλη τους τη ζωή για να κάνουν αυτό που σιχαίνονται και δεν παραλείπουν τίποτα το δουλοπρεπές για να μπορούν να διατάζουν. Το λάθος τους λοιπόν δεν ήταν το να μ' απομακρύνουν από την κοινωνία τους σαν ένα μέλος άχρηστο, αλλά να με προγράψουν σαν ένα μέλος ολέθριο: γιατί έχω κάνει πολύ λίγο καλό, τ' ομολογώ, αλλά όσο για το κακό, ποτέ στη ζωή μου δεν έχει μπει στη θέλησή μου, κι αμφιβάλλω αν υπάρχει κανένας άνθρωπος στον κόσμο που να έχει κάνει αληθινά λιγότερο κακό στη ζωή του από μένα.
105
ΈΒΔΟΜΟς ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ των μεγάλων ονείρων μου μόλις έχει αρχίσει, και νιώθω κιόλας πως πλησιάζει στο τέλος της. Μια άλλη διασκέδαση τη διαδέχεται, μ' απορροφά και μου στερεί ακόμα και το χρόνο να ονειρευτώ. Της αφοσιώνομαι με ένα πείσμα που φτάνει ως την υπερβολή και που με κάνει να γελώ κ' εγώ ο ίδιος όταν τη σκέφτομαι* αλλά εξακολουθώ ν' αφοσιώνομαι, γιατί στην κατάσταση που βρίσκομαι δεν έχω πια άλλο κανόνα συμπεριφοράς παρά ν' ακολουθώ σε όλα την κλίση μου χωρίς εξαναγκασμό. Δεν μπορώ καθόλου ν' αλλάξω την τύχη. μου, δεν έχω παρά αθώες κλίσεις, και καθώς όλες οι επικρίσεις των ανθρώπων είναι πια ανύπαρκτες για μένα, η ίδια η φρόνηση μου λέει πως αυτό που μου μένει να κάνω πρέπει ν' ασχοληθώ σ' ό,τι, μ "ευχαριστεί τόσο δημόσια όσο και προσωπικά, χωρίς άλλο κανόνα εξόν απ' τοκέφι μου, και χωρίς αλλο μέτρο εξόν απ' τη λίγη δύναμη που μου έχει μείνει. Να με λοιπόν στα χορταρικά μου για τροφή και στη βοτανική γι' απασχόληση. Ηλικιωμένος πια πήρα το πρώτο χρίσμα στην Ελβετία κοντά στο δόκτορα ντ' Ιβερνουά, κ' είχα συλλέξει φυτά μ' αρκετή επιτυχία στα ταξίδια μου ώστε ν' αποκτήσω μια καλή επίγνωση του φυτικού βασιλείου. Αλλά σαν έγινα πάνω από εξήντα και μόνιμος κάτοικος του Παρισιού, καθώς πια άρχισα να χάνω τις δυνάμεις μου για τις μεγάλες συλλογές φυτών, κι απ' την άλλη αρκετά αφοσιωμένος στις μουσικές αντιγραφές μου για να μην έχω ανάγκη από άλλη απασχόληση, είχα εγκαταλείψει αυτή τη διασκέδαση που δε μου ήταν απαραίτητη* είχα πουλήσει τη συλλογή των φυτών μου, είχα πουλήσει τα βιβλία μου, αρκούμενος στο να ξαναβλέπω πού και πού τα κοινά φυτά Η
106
που συναντούσα γύρω απ το Παρίσι στους περιπάτους μου. Σ' αυτό το διάστημα, τα λίγα που ήξερα σβήστηκαν σχεδόν εντελώς απ' τη μνήμη μου, και πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι είχαν χαραχτεί εκεί. Ξαφνικά, σε ηλικία πάνω απ' τα εξήντα πέντε μου, στερημένος από τη λίγη μνήμη που είχα κι απ' τις δυνάμεις που μου έμεναν για να τρέχω στην εξοχή, χωρίς οδηγό, χωρίς βιβλία, χωρίς κήπο, χωρίς συλλογή φυτών, να που με ξανάπιασε αυτή η τρέλα, αλλά με ακόμα περισσότερη θέρμη απ' ό,τι είχα την πρώτη φορά* να με σοβαρά απασχολημένος από τη σοφή φροντίδα να μάθω απέξω όλο το Κο^ηαηι νβββία^ίΐβ, το «Φυτικό βασίλειο» του Μούρεϋ και να γνωρίσω όλα τα είδη των φυτών της γης. Ανίκανος να ξαναγοράσω βιβλία βοτανικής, καταπιάστηκα ν' αντιγράφω αυτά που μου δάνειζαν, κι αποφασισμένος να ξαναφτιάξω μια συλλογή φυτών πιο πλούσια απ' την πρώτη, προσμένοντας να περιλάβω σ' αυτή όλα τα φυτά της θάλασσας και των ' Αλπεων κι όλων των δέντρων της Ινδίας, αρχίζω να μαζεύω πρώτα-πρώτα την αναγαλλίδα, το χαιρέφυλλο, το βούγλωσσο και τον ηριγέροντα* βρίσκω φυτά στην κλούβα των πουλιών μου, και για κάθε νέο κλωνί χορτάρι που συναντώ λέω με ικανοποίηση: να λοιπόν ακόμα ένα φυτό. Δεν επιδιώκω να δικαιολογήσω την απόφασή μου ν' ακολουθήσω αυτή μου την ιδιοτροπία: τη βρίσκω πολύ λογική, σίγουρος πως στη θέση που βρίσκομαι το να επιδοθώ στις διασκεδάσεις που μ' ευχαριστούν είναι μια μεγάλη σοφία, κι ως και μια μεγάλη αρετή: είναι ο τρόπος να μην αφήσω να ωριμάσει στην καρδιά μου κανένα προζύμι για εκδίκηση ή για μίσος, και για να βρω ακόμα στη μοίρα μου τη διάθεση για κάποια διασκέδαση πρέπει σίγουρα να έχω μια φύση τελείως εξαγνισμένη απ' όλα τα πάθη οργής. Έτσι εκδικούμαι τους διώκτες μου με τον τρόπο μου, δε θα μπορούσα να τους τιμωρήσω πιο σκληρά από το να είμαι ευτυχισμένος σε πείσμα τους. Ναι, το δίχως άλλο, η λογική μου επιτρέπει, μου 107
καθορίζει μάλιστα, να επιδοθώ σε κάθε κλίση που με τραβά και που τίποτα δε μ' εμποδίζει να την ακολουθήσω* αλλά δε μου μαθαίνει γιατί αυτή η κλίση με τραβά, και ποιο θέλγητρο μπορώ να βρω σε μια μάταιη μελέτη που γίνεται χωρίς κέρδος, χωρίς πρόοδο, και που εγώ, γέρος ξεμωραμένος και βαρύς, χωρίς ευχέρεια, χωρίς μνήμη, γυρίζω πίσω στις ασκήσεις της νιότης και στα μαθήματα ενός σχολιαρόπαιδου. Λοιπόν, είναι κάτι το παράξενο που θα 'θελα να εξηγήσω* μου φαίνεται πως, αν ξεκαθαριστεί, θα μπορούσε να ρίξει ένα καινούργιο φως σ' αυτή την αυτογνωσία μου, που για να την αποκτήσω αφιέρωσα τις τελευταίες ελεύθερες ώρες μου. ' Εχω σκεφτεί μερικές φορές αρκετά βαθιά* αλλά σπάνια μ' ευχαρίστηση, σχεδόν πάντα παρά τη θέλησή μου και σαν υποχρεωτικά: η ονειροπόληση με ξεκουράζει και με διασκεδάζει, η σκέψη με κουράζει και με στενοχωρά* το να σκέφτομαι ήταν πάντα για μένα μια απασχόληση οδυνηρή και χωρίς γοητεία. Μερικές φορές οι ονειροπολήσεις μου καταλήγουν στο στοχασμό, αλλά πιο συχνά οι στοχασμοί μου καταλήγουν στην ονειροπόληση, και κατά τη διάρκεια αυτών των περιπλανήσεων η ψυχή μου τριγυρνά και πλανιέται στο σύμπαν με τα φτερά της φαντασίας, μέσα σ' εκστάσεις που ξεπερνούν κάθε άλλη απόλαυση. Όσον καιρό την απολάμβανα αυτή σ'όλη της την αγνότητα, κάθε άλλη απασχόληση μου φαινόταν πάντα ανούσια. Αλλά όταν μια φορά, ριγμένος στη λογοτεχνική καριέρα από ξένες επεμβάσεις, ένιωσα τον κόπο της πνευματικής δουλειάς και την ενόχληση μιας άτυχης διασημότητας, ένιωσα ταυτόχρονα να εξασθενούν και να ψυχραίνονται οι γλυκές μου ονειροπολήσεις, και σύντομα, αναγκασμένος ν' απασχοληθώ άθελά μου με τη θλιβερή μου κατάσταση, δεν μπόρεσα πια να ξαναβρώ παρά πολύ σπάνια αυτές τις αγαπημένες εκστάσεις που για πενήντα χρόνια μου είχαν υποκαταστήσει τον πλούτο και τη δόξα, και χωρίς άλλη δαπάνη παρά μονάχα του χρόνου, μ' είχαν κάνει στην αργία μου τον πιο ευτυχισμένο απ' τους 108
ανθρώπους. Είχα ακόμη να φοβάμαι στις ονειροπολήσεις μου μήπως η φαντασία μου, τρομαγμένη απ' τις ατυχίες μου, έστρεφε προς εκείνη τη μεριά τις δράστηριότητές της και μήπως η αδιάκοπη αίσθηση των καημών μου, σφίγγοντας λίγο-λίγο την καρδιά μου, δε με τσάκιζε τελικά απ' το βάρος τους. Σ' αυτή την κατάσταση, καθώς ένα φυσικό μου ένστικτο μ' έκανε να διώξω κάθε θλιβερή ιδέα, επέβαλε σιωπή στη φαντασία μου, και δίνοντας προσοχή στα πράγματα που με περιτριγύριζαν μ' έκανε για πρώτη φορά να δω λεπτομερειακά το θέαμα της φύσης, που ως τότε δεν το είχα ατενίσει παρά γενικά και στο σύνολό του. Τα δέντρα, οι θάμνοι, τα φυτά είναι το στόλισμα και το φόρεμα της φύσης. Τίποτα δεν είναι τόσο θλιβερό όσο η θέα ενός τοπίου γυμνού και φαλακρού που δε δείχνει στα μάτια παρά πέτρες, λάσπη και άμμους. Αλλά ζωντανεμένη από τη φύση και ντυμένη με τα νυφικά της, μέσα σε κυλίσματα νερών και κελαδήματα πουλιών, η γη προσφέρει στον άνθρωπο μέσα στην αρμονία των τριών βασιλείων ένα θέαμα γεμάτο ζωή, ενδιαφέρον και γοητεία, το μόνο θέαμα στον κόσμο, από το οποίο τα μάτια του κ' η καρδιά του δεν κουράζονται ποτέ. Ό σ ο περισσότερο ένας θεατής έχει ευαίσθητη ψυχή, τόσο περισσότερο παραδίνεται στις εκστάσεις που ξυπνά μέσα του αυτή η αρμονία. Μια ονειροπόληση γλυκιά και βαθιά κυριεύει τότε τις αισθήσεις του; και χάνεται μ' ένα θελκτικό μεθύσι στην απεραντοσύνη αυτού του ωραίου συνόλου με το οποίο νιώθει να ταυτίζεται. Τότε όλα τα χωριστά αντικείμενα του διαφεύγουν δε βλέπει και δεν αισθάνεται τίποτα παρά μέσα στο σύνολο. Πρέτιει κάποιο ιδιαίτερο περιστατικό να συμμαζέψει τις ιδέες του και να περικυκλώσει τη φαντασία του για να μπορέσει να παρατηρήσει τμηματικά αυτό το σύμπαν που προσπαθούσε να τ' αγκαλιάσει. Αυτό μου συνέβηκε φυσικά όταν η καρδιά μου, σφιγμένη απ' τη θλίψη, πλησίαζε και συγκέντρωνε όλες της τις 109
κινήσεις γύρω απ' αυτή για να διατηρήσει αυτό το υπόλειμμα ζεστασιάς που ήταν έτοιμο να εξατμιστεί και να σβήσει μέσα στην κατάθλιψη όπου έπεφτα σιγά-σιγά. Τριγύριζα νωχελικά στα βουνά και στα δάση μην τολμώντας να σκεφτώ από φόβο πως θα συνδαύλιζα τους πόνους μου. Η φαντασία μου που αποδιώχνει τα οδυνηρά θέματα άφηνε τις αισθήσεις μου να δοθούν στις ανάλαφρες αλλά γλυκές εντυπώσεις των γύρω πραγμάτων. Τα μάτια μου πλανιόντουσαν αδιάκοπα απ' το ένα στ' άλλο, και δεν ήταν δυνατό μέσα σε μια τόσο μεγάλη ποικιλία να μη βρεθούν μερικά που τα τραβούσαν πιο πολύ και τα σταματούσαν περισσότερη ώρα. Βρήκα ευχάριστο αυτό το παιχνίδι των ματιών που μέσα στην κακοτυχία ξεκουράζει, διασκεδάζει κι απορροφά το πνεύμα και σταματά τη συναίσθηση των καημών. Η φύση ίων αντικειμένων βοηθάει πολύ αυτή τη διασκέδαση και την κάνει πιο γοητευτική. Οι απαλές μυρωδιές, τα ζωηρά χρώματα, οι πιο κομψές μορφές λες και συναγωνίζονται να πάρουν το δικαίωμα ν' αποσπάσουν την προσοχή μας. Δε χρειάζεται παρά ν' αγαπάς τη χαρά για να δοθείς σε τόσο γλυκές αισθήσεις, κι αν αυτή η εντύπωση δε συμβαίνει σ' όλους εκείνους που τη βλέπουν, φταίει σε μερικούς η έλλειψη μιας φυσικής ευαισθησίας, και στους περισσότερους το ότι το πνεύμα τους, πολύ απασχολημένο μ' άλλες ιδέες, δε δίνεται' παρά κλεφτά στα πράγματα που αγγίζουν τις αισθήσεις τους. Και κάτι άλλο συντελεί στο ν' απομακρύνει την προσοχή των ανθρώπων με καλό γούστο από το φυτικό βασίλειο* είναι η συνήθεια να μη ζητούν στα φυτά παρά θεραπευτικές ιδιότητες. Ο Θεόφραστος είχε καταπιαστεί με την άλλη πλευρά, και μπορεί κανείς να θεωρήσει αυτόν το φιλόσοφο σαν το μόνο βοτανολόγο της αρχαιότητας· γι' αυτό μας είναι σχεδόν άγνωστος* αλλά χάρη σε κάποιον Διοσκουρίδη, μεγάλο συλλέκτη συνταγών, και στους σχολιαστές του, η ιατρική έχει τόσο πολύ απορρο110
φήσει τα απλοποιημένα φυτά ώστε δε βλέπει κανείς σ' αυτά παρά ό,τι δε φαίνεται, δηλαδή τις δήθεν αρετές που κατά το ένα τρίτο ή ένα τέταρτο θέλουν να τους αποδώσουν. Δε σκέφτονται πως ο φυτικός οργανισμός μπορεί μονάχος του ν* αξίζει κάποια προσοχή* άνθρωποι που περνούν τη ζωή τους ταχτοποιώντας σοφά τα κοχύλια, κοροϊδεύουν τη βοτανική σαν μιαν άχρηστη μελέτη όταν δεν προσθέτουν, καθώς λένε, τις ιδιότητές τους, δηλαδή όταν δεν εγκαταλείπουν την παρατήρηση της φύσης που δεν ξεγελά ποτέ και που δε μας λέει τίποτ' απ' αυτά, για να παραδοθεί αποκλειστικά στην αυθεντία των ανθρώπων που είναι ψεύτες και που μας βεβαιώνουν πολλά πράγματα που πρέπει να πιστέψουμε από τα λόγια τους, που κι αυτά βασίζονται πολύ συχνά σε αυθεντίες άλλων. Σταθείτε σ' έναν κάμπο ανθόσπαρτο για να εξετάσετε διαδοχικά τα λουλούδια που τον στολίζουν, κ' εκείνοι που θα σας δουν σ' αυτή την ασχολία, νομίζοντάς σας για κανένα γραμματιζούμενο, θα σας ζητήσουν χόρτα, για να γιατρέψουν την κασίδα των παιδιών, την ψώρα των ανθρώπων ή την κόριζα των αλόγων. Αυτή ή αηδιαστική προκατάληψη έχει λείψει εν μέρει στις άλλες χώρες και προπάντων στην Αγγλία, χάρη στο Λινναίο που έχει βγάλει τη βοτανική απ' τις σχολές της φαρμακευτικής για να την αποδώσει στη φυσική ιστορία και στις οικονομικές χρήσεις* αλλά στη Γαλλία, όπου αυτή η μελέτη έχει λιγότερο εισδύσει μέσα στους κοσμικούς κύκλους, έχει μείνει σ' εκείνο το τόσο βάρβαρο σημείο που ένας πνευματώδης Παριζιάνος, βλέποντας στο Λονδίνο έναν περίεργο κήπο γεμάτο με δέντρα και φυτά σπάνια, φώναξε για να τον επαινέσει: «Να ένας ωραιότατος κήπος για φαρμακοποιούς!» Απ' αυτή την άποψη ο πρώτος φαρμακοποιός ήταν ο Αδάμ. Γιατί δεν ειν' εύκολο να φανταστεί κανείς έναν κήπο πιο πλούσιο σε φυτά απ' τον Παράδεισο. Αυτές οι ιατρικές ιδέες σίγουρα δεν είναι οι κατάλληλες για να κάνουν ευχάριστη τη μελέτη της βοτανικής, θολώνουν το σμάλτο των κάμπων, τη λάμψη των λουλου111
διών, ξεραίνουν τη δροσιά των σύδεντρων, κάνουν την πρασινάδα και τους ίσκιους ανούσιους κι αηδιαστικούς* όλες αυτές οι γοητευτικές και χαριτωμένες δομές ελάχιστα ενδιαφέρουν όποιον δε θέλει παρά να τα κοπανήσει όλ' αυτά σ' ένα γουδί, και δεν πάει κανείς να βρει γκιρλάντες για τις βοσκοπούλες ανάμεσα στα χόρτα για το κλύσμα. 'Ολη αυτή η φαρμακεία δε στιγμάτιζε καθόλου τις εξοχικές μου εντυπώσεις: τίποτα δεν ήταν πιο απόμακρο από τα ζεστά ροφήματα και τα έμπλαστρα. Έχω συχνά σκεφτεί, κοιτάζοντας από κοντά τους κάμπους, τα λιβάδια, τα δάση και τους πολυάριθμους κατοίκους τους, πως το φυτικό βασίλειο ήταν μια αποθήκη τροφίμων δοσμένη απ' τη φύση στον άνθρωπο και στα ζώα. Αλλά ποτέ δε μου ήρθε στο νου ν' αναζητήσω εκεί φάρμακα και γιατρικά. Δε βλέπω τίποτα στα διάφορα προϊόντα της που να μου υποδεικνύει μια παρόμοια χρήση, και θα μας είχε δείξει την προτίμηση αυτή αν μας το είχε ορίσει, όπως έκαμε για τα τρόφιμα. Νιώθω μάλιστα πως η ευχαρίστηση που βρίσκω καθώς τριγυρνάω στα δασάκια θα δηλητηριαζόταν από την αίσθηση των ανθρώπινων αδυναμιών, αν μ' έκανε να σκεφτώ τον πυρετό, τους χολολίθους, την αρθρίτιδα και την επιληψία. Εξάλλου δε θ' αρνηθώ καθόλου στα φυτά τις μεγάλες αρετές που τους αποδίνουν θα πω μονάχα πως αν υποθέσουμε αυτές τις αρετές πραγματικές, θα είναι καθαρή κακία για τους αρρώστους να εξακολουθούν να είναι* γιατί απ' τις τόσες αρρώστιες που παθαίνουν οι άνθρωποι δεν υπάρχει καμιά που είκοσι λογιών χορτάρια δεν τη θεραπεύουν ριζικά. Αυτές οι νοοτροπίες που πάντα οδηγούν το κάθε τι στο υλικό μας συμφέρον, που κάνουν ν' αναζητούμε παντού κέρδος ή γιατρικά, και που θα μας έκαναν να βλέπουμε μ' αδιαφορία τη φύση ολόκληρη αν είμαστε πάντα υγιείς, δε συμφωνούν με τις δικές μου απόψεις. Νιώθω σ' αυτό το ζήτημα εντελώς αντίθετα απ' τους άλλους ανθρώπους: το κάθε τι, που σχετίζεται με τη συναίσθηση των αναγκών 112
μου, καταθλίβει και χαλά τις σκέψεις μου, και δεν έχω βρει αληθινή γοητεία στις χαρές του πνεύματος παρά όταν αδιαφορώ εντελώς για το σώμα μου. Έτσι, ακόμα κι άν πίστευα στην ιατρική, ακόμα κι αν τα φάρμακά της ήταν ευχάριστα, δε θα μ' απασχολούσαν ποτέ αυτά τα πράγματα μπροστά στις ικανοποιήσεις που δίνει μια ενατένιση αγνή κι αφιλοκερδής, κ' η ψυχή μου δε θα μπορούσε να ενθουσιαστεί και να πλανηθεί στη φύση όσο θα τη νιώθω υποταγμένη στα δεσμά του κορμιού μου. Εξάλλου, χωρίς να έχω ποτέ μεγάλη εμπιστοσύνη στην ιατρική, είχα πολλή στους γιατρούς που εκτιμούσα, που αγαπούσα, και που τους άφηνα να κυβερνούν το σαρκίο μου όπως ήθελαν. Δεκαπέντε χρόνια πείρας με δίδαξαν σε βάρος μου* επιστρέφοντας τώρα κάτω από μόνους τους νόμους της φύσης, ξαναβρήκα απ' αυτή την παλιά μου υγεία. Οταν οι γιατροί δε θα είχαν εναντίον μου άλλα παράπονα, ποιος θα μπορούσε ν' απορήσει για το μίσος τους; Είμαι η ζωντανή απόδειξη της ματαιότητας της τέχνης τους και της αχρηστίας των φροντίδων τους. Ό χ ι , τίποτα το προσωπικό, τίποτα που να σχετίζεται με το συμφέρον του κορμιού μου δεν μπορεί ν' απασχολήσει αληθινά την ψυχή μου. Δε στοχάζομαι, δεν ονειροπολώ ποτέ γλυκύτερα παρά όταν ξεχνώ τον εαυτό μου. Νιώθω εκστάσεις, αγαλλιάσεις ανέκφραστες όταν λιώνω τάχα μέσα στο σύστημα των όντων, όταν ταυτίζομαι με τη φύση ολόκληρη. Ό σ ο καιρό οι άνθρωποι ήταν αδέλφια μου, έκανα σχέδια επίγειας ευτυχίας* καθώς αυτά τα σχέδια ήταν πάντα σχετικά με το σύνολο, δεν μπορούσα να είμαι ευτυχισμένος παρά με τη γενική ευτυχία, και ποτέ η ιδέα μιας προσωπικής ευτυχίας δεν άγγιξε την καρδιά μου παρά μόνο όταν είδα τ αδέλφια μου ν' αναζητούν τη δική τους μέσα στη δυστυχία μου. Τότε, για να μην τους μισήσω, χρειάστηκε να τους αποφύγω* τότε, καταφεύγοντας στην κοινή μας μάνα, ζήτησα στην αγκαλιά της να ξεφύγω από τις απόπειρες των παιδιών της, έγινα μοναχικός, ή, όπως λένε αυτοί, ακοινώνητος και μισάνθρωπος, επειδή η πιο 113
άγρια μοναξιά μου φαίνεται προτιμότερη από τη συντροφιά των κακών, που δεν τρέφεται παρά από προδοσίες και μίσος. Αναγκασμένος ν'αποφεύγω να σκέφτομαι, από φόβο μήπως σκεφτώ τους καημούς μου αθέλητά μου* αναγκασμένος να συγκρατήσω τ' απομεινάρια μιας φαντασίας γελαστής αλλά τυραννισμένης, που τόσες αγωνίες θα μπορούσαν τελικά να την τρομάξουν, αναγκασμένος να προσπαθήσω να ξεχάσω τους ανθρώπους που με καταθλίβουν μ' ατιμίες και προσβολές, από φόβο μήπως η αγανάκτησή μου στο τέλος ξεσπάσει πάνω τους, δεν μπορώ ωστόσο να συγκεντρωθώ ολοκληρωτικά στον εαυτό μου, γιατί η εκδηλωτική ψυχή μου αναζητά ν' απλώσει τα αισθήματα και την ύπαρξή της σ' άλλα όντα, και δεν μπορώ πια σαν άλλοτε να ριχτώ με χαμηλωμένο το κεφάλι σ' αυτόν το μεγάλο ωκεανό της φύσης, γιατί οι αδυνατισμένες και χαλαρωμένες ικανότητές μου δε βρίσκουν πια στόχους αρκετά καθορισμένους, αρκετά σταθερούς, αρκετά κοντά μου για να δεθώ μαζί τους γερά, και δε νιώθω πια τον εαυτό μου αρκετά δυνατό για να κολυμπήσει στο χάος των παλιών μου εκστάσεων. Οι ιδέες μου δεν είναι σχεδόν πια παρά αισθήσεις, κ' η σφαίρα της νόησής μου δεν ξεπερνά τ' αντικείμενα που με τριγυρίζουν άμεσα. Αποφεύγοντας τους ανθρώπους, αναζητώντας τη μοναξιά, χωρίς πια να φαντάζομαι, σκεφτόμενος ακόμα λιγότερο, κι όμως προικισμένος με μια ιδιοσυγκρασία ζωηρή που μ' απομακρύνει από την ασθενική και μελαγχολική απάθεια, άρχισα ν' απασχολούμαι μ' όλα όσα με τριγύριζαν, και μ' ένα πολύ φυσικό ένστικτο έδωσα προτίμηση στα πιο ευχάριστα πράγματα. Το βασίλειο των ορυκτών δεν έχει μέσα του τίποτα το αξιαγάπητο κ' ελκυστικό* τα πλούτη του, κλεισμένα στα βάθη της γης, μοιάζουν απομακρυσμένα από τα βλέμματα των ανθρώπων για να μη δελεάσουν την πλεονεξία τους. Βρίσκονται εκεί σαν απόθεμα για να χρησιμέψουν μια μέρα στον άνθρωπο σαν υποκατάστατο στα αληθινά πλούτη που είναι πιο κοντά 114
του και που τα βαριέται όσο εκφυλίζεται. Τότε πρέπει να καλέσει τη βιομηχανία, τον κόπο και τη δουλειά για βοήθεια της συμφοράς του* ψάχνει τα σπλάχνα της γης, πάει να βρει στα βάθη της με κίνδυνο της ζωής του και σε βάρος της υγείας του φανταστικά αγαθά στη θέση των πραγματικών αγαθών που του πρόσφερε μόνη της όταν ήξερε να τα χαρεί. Φεύγει απ τον ήλιο και τη μέρα που δεν είναι πια άξιος να τη βλέπει* θάβεται ζωντανός και καλά κάνει, γιατί δεν του αξίζει πια να ζει στο φως της μέρας. Εκεί λατομεία, γκρεμοί, σιδεράδικα, ένα σύνολο από αμόνια, σφυριά, καπνό και φωτιά, διαδέχονται τις απαλές εικόνες της δουλειάς στους κάμπους. Τα χλομά πρόσωπα των δυστυχισμένων που λιώνουν μέσα στους μολυσμένους ατμούς των ορυχείων, μαύροι σιδεράδες, απαίσιοι κύκλωπες, είναι το θέαμα που οι εγκαταστάσεις των ορυχείων, στα βάθη της γης, αντικαθιστούν τις πρασινάδες και τα λουλούδια, το γαλανό ουρανό, τους ερωτευμένους βοσκούς και τους γεροδεμένους αγρότες, στην επιφάνειά της. Ειν' εύκολο, το παραδέχομαι, να πας να μαζέψεις άμμο και πέτρες, να γεμίσεις τις τσέπες σου και το εργαστήρι σου, και μ' αυτά να πάρεις το ύφος ενός φυσιολόγου: αλλά εκείνοι που αφοσιώνονται και περιορίζονται σ' αυτού του είδους τις συλλογές είναι συνήθως πλούσιοι αμόρφωτοι που δε ζητούν απ' αυτές παρά την ικανοποίηση της επίδειξης. Για να προκόψει κανείς στη μελέτη των ορυκτών, πρέπει να είναι χημικός και φυσιοδίφης* πρέπει να κάνει κοπιαστικά και δαπανηρά πειράματα, να δουλεύει σε εργαστήρια, να ξοδεύει πολύ χρήμα και χρόνο ανάμεσα στο κάρβουνο, τα χωνιά, τους φούρνους, τους αποστακτήρες, μέσα στον καπνό και τους ασφυκτικούς ατμούς, πάντα με κίνδυνο της ζωής του και συχνά σε βάρος της υγείας του. Απ' όλη αυτή τη θλιβερή και κουραστική δουλειά προκύπτει συνήθως πολύ λιγότερη γνώση παρά κομπασμός, και πού βρίσκεται ο πιο μέτριος χημικός που δε νομίζει πως έχει εισδύσει σ' όλες τις μεγάλες λειτουργίες της φύσης γιατί βρήκε ίσως κατά τύχη μερικούς·μικρούς 115
συνδυασμούς της τέχνης του; Το ζωικό βασίλειο είναι πιότερο του χεριού μας και σίγουρα αξίζει ακόμα καλύτερα να μελετηθεί. Αλλά στο κάτω-κάτω κ' η μελέτη αυτή δεν έχει επίσης τις δυσκολίες της, τα εμπόδια της, τις απογοητεύσεις και τις στενοχώριες της; Προπάντων για ένα μοναχικό άνθρωπο που δεν έχει, ούτε στα παιχνίδια του ούτε στη δουλειά του, να ελπίζει βοήθεια από κανέναν. Πώς να παρατηρήσεις, να ανατάμεις, να μελετήσεις και να γνωρίσεις τα πουλιά στον αέρα, τα ψάρια στο νερό, τα τετράποδα που είναι πιο ανάλαφρα απ' τον άνεμο, πιο δυνατά αη τον άνθρωπο, και που δεν έχουν καμιά διάθεση να έρθουν να μου προσφερθούν για τις έρευνές μου όπως δεν έχω κ' εγώ διάθεση να τρέχω από πίσω τους για να τα πιάσω και να τα εξετάσω με το ζόρι; Έτσι λοιπόν θα κατάφευγα στα σαλιγκάρια, στα σκουλήκια, στις μύγες, και θα περνούσα τη ζωή μου στο να λαχανιάζω κυνηγώντας πεταλούδες, καρφώνοντας φτωχά έντομα, ανατέμνοντας ποντίκια όταν μπορούσα να τα πιάσω ή ψοφίμια ζώων που κατά τύχη θα τα 'βρισκα ψόφια. Η μελέτη των ζώων δεν είναι τίποτα χωρίς την ανατομία· απ' αυτή μαθαίνεις να τα ταξινομείς, να ξεχωρίζεις τα γένη και τα είδη. Για να μελετήσεις τις συνήθειές τους, το χαρακτήρα τους, θα 'πρεπε να 'χεις κλούβες, ενυδρεία, θηριοτροφεία* θα 'πρεπε με κάποιον τρόπο να τ' αναγκάζεις να μένουν μαζεμένα γύρω σου. Δεν έχω ούτε τη διάθεση ούτε τα μέσα για να τα κρατήσω αιχμάλωτα, ούτε την απαιτούμενη ευκινησία για να τ' ακολουθώ στις τρεχάλες τους όταν είναι ελεύθερα. Θα πρέπει λοιπόν να τα μελετήσω νεκρά, να τα ξεσκίσω, να τα ξεκοκαλίσω, να ψάξω με την ησυχία μου στα εντόσθιά τους που σπαρταρούν ακόμα! Τι φριχτό συγκρότημα ένα ανατομικό αμφιθέατρο: δύσοσμα πτώματα, σιχαμερές και πελιδνές σάρκες, αίματα, αηδιαστικά εντόσθια, φριχτοί σκελετοί, δηλητηριασμένες αναθυμιάσεις. Στο λόγο μου, δεν πρόκειται ο Ζαν-Ζακ να πάει εκεί για να βρει διασκέδαση. Λαμπερά λουλούδια, σμάλτο των λιβαδιών, δροσερά 116
ισκιώματα, ρυάκια, άλση, πρασινάδες, ελάτε να εξαγνίσετε τη φαντασία μου που λερώθηκε απ' όλ' αυτά τα απαίσια πράγματα. Η ψυχή μου, νεκρή για όλα τα μεγάλα κινήματα, δεν μπορεί πια να επηρεαστεί παρά από αισθητά πράγματα· δεν έχω πια παρά αισθήσεις, και μόνο μ' αυτές ο πόνος ή η χαρά μπορούν να μ' αγγίξουν εδώ κάτω. Τραβηγμένος από τα γελαστά πράγματα που με τριγυρίζουν, τα παρατηρώ, τα ατενίζω, τα συγκρίνω, μαθαίνω τέλος να τα ταξινομώ, κ' έτσι γίνομαι ξαφνικά βοτανολόγος όσο χρειάζεται να γίνει εκείνος που δε ζητά να μελετήσει τη φύση παρά για να βρίσκει διαρκώς καινούργιους λόγους για να την αγαπήσει. Δεν προσπαθώ καθόλου να μορφωθώ: είναι πολύ αργά. Εξάλλου δε διαπίστωσα ποτέ ότι τόση επιστήμη συντελεί στην ευτυχία της ζωής. Αλλά προσπαθώ να βρω διασκεδάσεις απαλές κι απλές που να μπορώ να τις γευτώ χωρίς κόπο και που με κάνουν να ξεχνώ τους καημούς μου. Δε χρειάζεται να κάνω έξοδα ούτε κόπο για να τριγυρίζω νωχελικά από χόρτο σε χόρτο, από φυτό σε φυτό, για να τα εξετάσω, για να συγκρίνω τα διάφορα χαρακτηριστικά τους, για να σημειώσω τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, για να παρατηρήσω τέλος το φυτικό οργανισμό με τρόπο που να παρακολουθώ την πορεία και την κίνηση αυτών των ζωντανών μηχανών, ν' αναζητώ μερικές φορές μ' επιτυχία τους γενικούς τους νόμους, την αιτία και το σκοπό των διαφόρων μορφών τους, και να δίνομαι στη γοητεία του θαυμασμού και της ευγνωμοσύνης γι' αυτό το χέρι που με κάνει να τ' απολαμβάνω όλ' αυτά. Τα φυτά λες και σπάρθηκαν μ' αφθονία στη γη, όπως τ' άστρα στον ουρανό, για να καλέσουν τον άνθρωπο με τη γοητεία της ευχαρίστησης και της περιέργειας στη μελέτη της φύσης* αλλά τ' άστρα βρίσκονται μακριά από μας* χρειαζόμαστε προκαταρκτικές γνώσεις, εργαλεία, μηχανές, πανύψηλες σκάλες για να τα φτάσουμε και να τα φέρουμε κοντά μας. Τα φυτά είναι κοντά μας από μόνα τους. Γεννιούνται κάτω από τα πόδια μας, και μέσα στα 117
χέρια μας μπορώ να πω, κι αν η μικρότητα των ουσιωδών μερών τους τα κρύβει μερικές φορές από την απλή όραση, τα όργανα που μας τα κάνουν ορατά είναι πολύ πιο εύχρηστα απ' τ' αστρονομικά. Η βοτανική είναι μελέτη για έναν αργόσχολο και τεμπέλη μοναχικό άνθρωπο: ένα σουγιαδάκι κ' ένας φακός είναι όλα κι όλα τα σύνεργα που χρειάζεται για να τα παρατηρήσει. Περπατάει, τριγυρίζει ελεύθερα απ' το ένα φυτό στο άλλο, εξετάζει κάθε λουλούδι μ' ενδιαφέρον και περιέργεια, και μόλις αρχίσει να μαντεύει τους νόμους της διαμόρφωσής τους νιώθει παρατηρώντας τα μιαν αγνή ευχαρίστηση τόσο έντονη που λες και του στοίχισε πολλά. Υπάρχει σ' αυτή την τεμπέλικη απασχόληση μια γοητεία που δε νιώθει κανείς παρά στην πλήρη ηρεμία των παθών, αλλά που αρκεί μόνη της τότε για να κάνει τη ζωή ευτυχισμένη και γλυκιά: αλλά μόλις της προσθέσει κανείς μια πρόθεση συμφέροντος ή ματαιοδοξίας, είτε για να γεμίσει κενά είτε για να κάνει βιβλία, μόλις δε θέλει κανείς να μάθει παρά για να διδάξει, που δε συλλέγει χόρτα παρά για να γίνει συγγραφέας η καθηγητής, όλη αυτή η γλυκιά γοητεία εξαφανίζεται, δε βλέπει πια κανείς στα φυτά παρά όργανα του πάθους μας, δε βρίσκει πια καμιάν αληθινή χαρά στη μελέτη τους, δε θέλει πια να ξέρει παρά για να δείξει πως ξέρει, και μέσα στα δάση δεν είναι παρά στο θέατρο του κόσμου, απασχολημένος με τη φροντίδα να κάνει τους άλλους να τον θαυμάσουν ή αρκούμενος στη βοτανική του δωματίου και του κήπου το πολύ, αντί να παρατηρεί τα φυτά στη φύση, δεν ασχολείται παρά για συστήματα και μεθόδους: αιώνιο υλικό διαμάχης που δε μας κάνει να γνωρίσουμε ένα ακόμα φυτό και δε ρίχνει κανένα φως στη φυσική ιστορία και το φυτικό βασίλειο. Από κει προκύπτουν τα μίση, οι ζήλειες, που ο συναγωνισμός για διασημότητα προκαλεί ανάμεσα στους βοτανιστές συγγραφείς όσο και στους άλλους σοφούς. Εκφυλίζοντας αυτή την ωραία μελέτη, τη μεταφυτεύουν μέσα στις πόλεις και τις ακαδημίες όπου δε διαφθείρεται λιγότερο από τα εξωτικά φυτά 118
στους κήπους των περιέργων. Αυτές οι πολύ διαφορετικές διαθέσεις δημιούργησαν για μένα απ' αυτή τη μελέτη ένα είδος πάθους που γεμίζει το κενό απ' όλα τ' άλλα πάθη που δεν έχω πια. Σκαρφαλώνω στα βράχια, στα βουνά, βυθίζομαι στις κοιλάδες, στα δάση, για να κρυφτώ όσο γίνεται από τη θύμηση των ανθρώπων και τις επιθέσεις των κακών. Μου φαίνεται πως κάτω από τους ίσκιους ενός δάσους μένω ξεχασμένος, ελεύθερος και γαλήνιος σαν να μην είχα πια εχθρούς, ή πως η φυλλωσιά στους δρυμούς με προφυλάγει απ' τις επιθέσεις τους, καθώς τους απομακρύνει απ' τη μνήμη μου, και φαντάζομαι στη βλακεία μου πως αν εγώ δεν τους σκέφτομαι καθόλου κι αυτοί δε θα με σκέφτονται καθόλου. Βρίσκω μια τόσο μεγάλη ανακούφιση σ' αυτή την πλάνη που θα της παραδινόμουν εντελώς αν η κατάστασή μου, η αδυναμία μου κ' οι ανάγκες μου μου το επιτρέπανε. Ό σ ο πιο βαθιά είναι τότε η μοναξιά όπου ζω, τόσο μου χρειάζεται κάτι για να γεμίσει το κενό, κι αυτά που η φαντασία μου τ' αρνιέται ή που η θύμησή μου τα απωθεί αντικαθίστανται απ' τ" αυθόρμητα προϊόντα της γης που εκείνη, αβίαστη απ' τους ανθρώπους, προσφέρει από παντού στο βλέμμα μου. Η ευχαρίστηση να πάω σε μια ερημιά για να ψάξω για νέα φυτά καλύπτει τη χαρά της διαφυγής απ' τους διώκτες μου* κι όταν φτάνω σε μέρη όπου δε βρίσκω κανένα ίχνος ανθρώπων, ανασαίνω πολύ πιο άνετα όπως σ' ένα άσυλο που το μίσος τους δε με κυνηγάει πια. Θα θυμάμαι σ' όλη μου τη ζωή μιαν αναζήτηση φυτών που έκανα μια μέρα προς τη μεριά της Ρομπαιλά, ενός βουνού του δικαστή Κλερκ. Ήμουν μονάχος, βυθίστηκα στα κακοτόπια του βουνού, κι από δάσος σε δάσος, από βράχο σε βράχο, έφτασα σε μια γωνιά τόσο κρυφή, που σ' όλη μου τη ζωή δεν είδα άλλη τόσο άγρια. Μαύρα έλατα ανακατωμένα με πανύψηλες οξιές, που πολλές είχαν πέσει χάμω απ' τα γερατειά κ' είχαν μπλεχτεί μεταξύ τους, έκλειναν αυτή τη γωνιά μ' αξεπέραστους φράχτες· μερικά 119
ανοίγματα που άφηνε αυτό το σκοτεινό εμπόδιο δε φανέρωναν πιο πέρα παρά βράχια κομμένα κατακόρυφα και φριχτούς γκρεμούς που δεν τολμούσα να τους κοιτάξω παρά ξαπλώνοντας μπρούμυτα. Ο μπούφος, το νυχτοπούλι, κι ο αλιάετος έκαναν ν' ακούγονται οι κρωξιές τους μέσ' απ* τις σχισμές του βουνού, και μερικά πουλάκια σπάνια αλλά γνωστά μετρίαζαν κάπως τη φρίκη αυτής της μοναξιάς. Εκεί βρήκα το οδοντόσπερμον το επτάφυλλον, το κυκλάμινο, το ηίάΐί8 ανίχ, το μεγάλο σανρόσπαρτο και μερικά άλλα φυτά που με μάγεψαν και με διασκέδασαν για πολύ καιρό. Αλλά ασυναίσθητα κυριευμένος από τη δυνατή εντύπωση των ευρημάτων ξέχασα τη βοτανική και τα φυτά, κάθισα σε μαξιλαράκια από λνκοπόδιο και βρύα, κι άρχισα να ονειροπολώ με μεγαλύτερη άνεση, σκεφτόμενος πως βρισκόμουν εκεί σ' ένα καταφύγιο άγνωστο απ' όλο τον κόσμο, όπου οι διώκτες μου δε θα με ξετρύπωναν. Ένα αίσθημα περηφάνιας αναμείχθηκε γρήγορα σ' αυτή την ονειροπόληση. Σύγκρινα τον εαυτό μου μ' εκείνους τους μεγάλους ταξιδευτές που ανακαλύπτουν ένα ερημονήσι, και συλλογιζόμουν μ' ικανοποίηση πως σίγουρα ήμουν ο πρώτος που είχε εισχωρήσει ως εδώ* έβλεπα τον εαυτό μου σχεδόν σαν ένα νέο Κολόμβο. Καθώς καμάρωνα μ' αυτή την ιδέα, άκουσα κάπου κοντά μου ένα κλικ-κλικ που νόμισα πως αναγνώριζα* ακούω: ο ίδιος θόρυβος ξαναρχίζει και πολλαπλασιάζεται. Ξαφνισμένος και περίεργος σηκώνομαι, προχωρώ μέσ' από μια λόχμη από θάμνους προς το μέρος απ' όπου ερχόταν ο θόρυβος, και σ' ένα μικρό ξέφωτο σε είκοσι βήματα απ' τη θέση που πίστευα πως είχα φτάσει πρώτος βλέπω ένα εργοστάσιο για κάλτσες. Δεν μπορώ να εκφράσω τη συγκεχυμένη κι αντιφατική ταραχή που ένιωσα μέσα μου μ' αυτή την ανακάλυψη. Το πρώτο μου συναίσθημα ήταν μια αίσθηση χαράς που ξαναβρέθηκα κοντά σ' ανθρώπους ενώ πίστευα πως ήμουν ολότελα μόνος. Αλλά το συναίσθημα αυτό, πιο γρήγορα κι απ' την αστραπή, υποχώρησε μπροστά σ' ένα πιο μόνιμο 120
αίσθημα στενοχώριας, γιατί δεν μπορούσα, ακόμα και μέσα στ' άδυτα των Αλπεων, να ξεφύγω απ' τα σκληρά χέρια των ανθρώπων που είχαν βαλθεί να με βασανίζουν. Γιατί ήμουν βέβαιος πως ίσως δεν υπήρχαν δυο άνθρωποι σ' αυτό το εργοστάσιο που να μην ήταν |ΐυημένοι στή συνωμοσία που αρχηγός της είχε γίνει ο ιεροκήρυκας Μονμολλέν που είχε από πολύ παλιά τα κίνητρά του. Βιάστηκα να διώξω αυτή τη θλιβερή ιδέα και τελικά γέλασα μέσα μου τόσο για την παιδιάστικη ματαιοδοξία μου όσο και για τον κωμικό τρόπο που τιμωρήθηκα. Αλλά αληθινά ποιος θα περίμενε ποτέ να βρει μια βιομηχανία σ' ένα γκρεμό; Δεν υπάρχει παρά μόνο η Ελβετία σ' αυτόν τον κόσμο που να παρουσιάζει αυτή την ανάμειξη της άγριας φύσης με την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Η Ελβετία ολόκληρη δεν είναι λες παρά μια μεγάλη πόλη, που οι φαρδιοί και μακριοί δρόμοι της πιο πολύ κι απ' του Αγίου Αντωνίου είναι σπαρμένοι με δάση, κομμένοι από βουνά, και που τα σκόρπια κι απομονωμένα σπίτια της δεν επικοινωνούν μεταξύ τους παρά με αγγλικούς κήπους. Θυμήθηκα σχετικά μιαν άλλη αναζήτηση φυτών που πριν λίγο καιρό ο Ντυ Πεϋρού, ο Ντ' Εσερνύ, ο συνταγματάρχης Πουρύ, ο διι^αστής Κλερκ, κ' εγώ, είχαμε κάνει στο βουνό του Σασσερόν, που στην κορφή του συναντούμε εφτά λίμνες. Μας είχαν πει πως δεν υπήρχε παρά ένα μονάχα σπίτι σ' αυτό το βουνό, και σίγουρα δε θα είχαμε μαντέψει το επάγγελμα εκείνου που το κατοικούσε αν δεν είχαν προσθέσει πως ήταν ένας βιβλιοπώλης, και μάλιστα πως έκανε πολύ καλά τις δουλειές του στον τόπο του. Μου φαίνεται πως ένα μόνο παρόμοιο γεγονός μας κάνει να γνωρίζουμε καλύτερα την Ελβετία απ' όλες τις περιγραφές των ταξιδιωτών. Να κ' ένα άλλο σχεδόν παρόμοιο περιστατικό που κι αυτό μας δείχνει έναν πολύ διαφορετικό λαό. Κατά τη διαμονή μου στη Γρενόβλη έκανα συχνά μερικές έρευνες φυτών έξω από την πόλη με τον κύριο Μποβιέ, δικηγόρο του μέρους εκείνου* όχι γιατί αγαπούσε ή γνώριζε τη 121
βοτανική, αλλά επειδή μ' είχε πάρει στην προστασία του φρόντιζε όσο του ήταν δυνατό να μη μ' αφήνει μονάχο ούτε βήμα. Μια μέρα κάναμε περίπατο στις όχθες του Ιζέρ σ' ένα μέρος γεμάτο από αγκαθοϊτιές. Είδα σ' αυτά τα δεντράκια ώριμους καρπούς, ένιωσα την περιέργεια να τους δοκιμάσω, και βρίσκοντάς τους λίγο ξινούτσικους αλλά ευχάριστους, άρχισα να τρώω αυτούς τους σπόρους για να δροσιστώ* ο κύριος Μποβιέ στεκόταν δίπλα μου χωρίς να με μιμηθεί και χωρίς να μιλάει. Ένας απ' τους φίλους του μας ζύγωσε, και βλέποντάς με να τσιμπολογάω τους σπόρους μου είπε: «Ε! κύριε, τι κάνετε εκεί; Δεν ξέρετε πως αυτός ο καρπός δηλητηριάζει; —Ο καρπός δηλητηριάζει; φώναξα ξαφνισμένος! —Και βέβαια, μου αποκρίθηκε· κι όλος ο κόσμος το ξέρει αυτό τόσο καλά που κανένας εδώ δεν τολμάει να τα δοκιμάσει». Κοίταξα τον κύριο Μποβιέ και του είπα: «Μα γιατί δε με πληροφορήσατε; —Α, κύριε, μου απάντησε με σεβασμό, δεν τολμούσα να πάρω αυτό το θάρρος». Αρχισα να γελώ μ' αυτή την επαρχιώτικη ταπεινότητα, αλλά ωστόσο σταμάτησα το τσιμπολόγημα. Ήμουν βέβαιος, και είμαι ακόμα, πως κάθε φυσικό προϊόν ευχάριστο στη γεύση δεν μπορεί να είναι βλαβερό για το σώμα, ή τουλάχιστο δεν είναι παρά σε υπερβολική δόση. Ωστόσο ομολογώ πως είχα την έννοια στον εαυτό μου όλη εκείνη τη μέρα: αλλά το μόνο μου ενόχλημα ήταν λίγη ανησυχία* δείπνησα πολύ καλά, κοιμήθηκα ακόμα καλύτερα, και σηκώθηκα το πρωί εντελώς υγιής, αφού είχα καταπιεί την προηγούμενη δεκαπέντε ή είκοσι σπόρους απ' αυτό το τρομερό «ιπποφαές» που δηλητηριάζει σε πολύ μικρή δόση, σύμφωνα μ' όσα μου είπαν την επόμενη στη Γρενόβλη. Αυτή η περιπέτεια μου φάνηκε τόσο αστεία που δε θυμάμαι ποτέ χωρίς να γελάσω την παράξενη διακριτικότητα του κυρίου δικηγόρου Μποβιέ. Ό λ α μου τα τρεχάματα για τη βοτανική, οι διάφορες απόψεις της τοποθεσίας των πραγμάτων που μ' εντυπωσίασαν, οι ιδέες που μου γέννησε, τα επεισόδια που είχαν 122
αναμειχθεί, όλ' αυτά μου άφησαν εντυπώσεις που ανανεώνονται από τη θέα των φυτών που είχα συλλέξει σ' εκείνα τα μέρη. Δε θα ξαναδώ πια αυτά τα ωραία τοπία, τα δάση, τις λίμνες, τα άλση, τα βράχια, τα βουνά, που η όψη τους είχε πάντα αγγίξει την καρδιά μου: αλλά τώρα που δεν μπορώ πια να διατρέχω αυτά τα ευτυχισμένα μέρη, δεν έχω παρά ν' ανοίξω το τετράδιο της συλλογής των φυτών μου κι αμέσως μεταφέρομαι εκεί. Τα τμήματα από τα φυτά που έχω κόψει αρκούν για να μου θυμίσουν όλο αυτό το υπέροχο θέαμα. Αυτή η συλλογή είναι για μένα ένα ημερολόγιο φυτολογίας που μου τα παρουσιάζει με μια νέα γοητεία και δίνει την εντύπωση μιας άποψης που τα ζωγραφίζει ξανά στα μάτια μου. Αυτή η αλυσίδα των δευτερογενών ιδεών με δένει με τη βοτανική. Συγκεντρώνει και θυμίζει στη φαντασία μου όλες τις ιδέες που την κολακεύουν περισσότερο. Τα λιβάδια, τα νερά, τα δάση, η μοναξιά, η γαλήνη προπάντων κ' η ανάπαυση που βρίσκει κανείς ανάμεσά τους χαράζονται ξανά αδιάκοπα στη μνήμη μου. Με κάνουν να ξεχνώ τις καταδιώξεις των ανθρώπων, το μίσος τους, την καταφρόνια τους, τις προσβολές κι όλα τα βάσανα με τα οποία μου ξεπλήρωσαν την τρυφερή κ' ειλικρινή μου αγάπη γι' αυτούς. Με ξαναφέρνουν σε ήσυχα σπίτια ανάμεσα σ' ανθρώπους απλούς και καλούς σαν εκείνους με τους οποίους είχα ζήσει κάποτε. Μου θυμίζουν τα νεανικά μου χρόνια και τις αθώες χαρές μου, με κάνουν να τις χαίρομαι ακόμα, και μου δίνουν πολύ συχνά ευτυχία μέσα στην πιο θλιβερή μοίρα που έχει ζήσει ποτέ ένας θνητός.
123
ΟΓΔΟΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ τις ψυχικές μου διαθέσεις σ' όλες τις καταστάσεις της ζωής μου, είδα πως μου έκανε βαθιά εντύπωση η δυσαναλογία ανάμεσα στους διάφορους συνδυασμούς της μοίρας μου και στα συνηθισμένα αισθήματα ευεξίας ή δυσφορίας που μ* έχουν επηρεάσει. Τα διάφορα διαλείμματα από τις σύντομες ευημερίες μου δε μου έχουν αφήσει σχεδόν καμιά ευχάριστη ανάμνηση του ενδόμυχου και μόνιμου τρόπου με τον οποίο μ' έχουν επηρεάσει, κι αντίθετα, σ' όλες τις μιζέριες της ζωής μου ένιωθα τον εαυτό μου διαρκώς γεμάτον από αισθήματα τρυφερά, συγκινητικά, γλυκά, που ξεχύνοντας ένα σωτήριο βάλσαμο στις πληγές της νευρωτικής καρδιάς μου λες και μετατρέπανε τον πόνο σε ηδονή, κ' η ευχάριστη θύμησή τους ξανάρχεται μονάχη, απαλλαγμένη από τις στενοχώριες που ένιωθα ταυτόχρονα. Μου φαίνεται πως έχω δοκιμάσει πιο πολύ τη γλύκα της ύπαρξης, πως έχω πραγματικά ζήσει πιο πολύ όταν τα αισθήματά μου, σφιγμένα λες γύρω στην καρδιά μου από το πεπρωμένο μου, δεν εξατμίζονταν προς τα έξω σ' όλα τα πράγματα που εκτιμούν οι άνθρωποι, που τ' αξίζουν τόσο λίγο οι ίδιοι, και που αποτελούν τη μοναδική απασχόληση εκείνων που ο κόσμος τους νομίζει ευτυχισμένους. Όταν όλα ήταν τακτοποιημένα τριγύρω μου, όταν ήμουν ευχαριστημένος μ' όλα όσα με τριγύριζαν και με τη σφαίρα μέσα στην οποία έπρεπε λ^α ζω, τη γέμιζα με τη στοργή μου. Η εκδηλωτική ψυχή μου απλωνόταν σ' άλλα πράγματα, κ' εγώ, προσελκυόμενος έξω από μένα από χίλιων λογιών γούστα, από θερμές αγάπες που διαρκώς απασχολούσαν την καρδιά μου, ξεχνιόμουν κατά κάποιο ΣΤΟΧΑΖΟΜΕΝΟς
124
τρόπο εγώ ο ίδιος, δινόμουν ολότελα σ* αυτό που μου ήταν ξένο, κ' ένιωθα στην αδιάκοπη αναταραχή της καρδιάς μου όλη την αβεβαιότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων. Αυτή η θυελλώδης ζωή δε μου άφηνε ούτε τη γαλήνη μέσα μου ούτε την ανάπαυση απέξω. Φαινομενικά ευτυχισμένος, δεν είχα ένα αίσθημα που να μπορούσε ν* αντέξει στη δοκιμασία της σκέψης, και στο οποίο να μπορώ στ' αλήθεια να βρω ικανοποίηση. Ποτέ δεν ήμουν εντελώς ευχαριστημένος ούτε απ' τους άλλους ούτε απ' τον εαυτό μου. Η φασαρία του κόσμου με ζάλιζε, η μοναξιά μ' ενοχλούσε, είχα διαρκώς ανάγκη ν' αλλάζω θέση και πουθενά δεν ένιωθα άνεση. Κι όμως οι άλλοι με χαίρονταν, μ' αποζητούσαν, με καλοδέχονταν, με χάιδευαν παντού. Δεν είχα κανέναν εχθρό, κανέναν κακόβουλο, κανένα ζηλόφθονο. Καθώς δε ζητούσαν παρά να με υποχρεώσουν, είχα συχνά την ευχαρίστηση να υποχρεώσω εγώ πολύ κόσμο, και χωρίς περιουσία, χωρίς δουλειά, χωρίς συνεργάτες, χωρίς μεγάλα ταλέντα καλά αναπτυγμένα και γνωστά, απολάμβανα τα προνόμια που σχετίζονταν μ' όλ' αυτά, και δεν έβλεπα κανένα σε καμιά κατάσταση που η τύχη του να μου φαινόταν καλύτερη από τη δική μου. Τι μου έλειπε λοιπόν για να είμαι ευτυχισμένος; δεν ξέρω* αλλά ξέρω πως δεν ήμουν. Τι μου λείπει σήμερα για να είμαι ο πιο άτυχος απ' όλους τους θνητούς; Τίποτα απ' όλα όσα οι άνθρωποι μπόρεσαν να συντελέσουν σ' αυτό. Ε λοιπόν, και σ' αυτή την αξιοθρήνητη κατάσταση πάλι δε θ' άλλαζα την ύπαρξη και τη μοίρα μου με τον πιο τυχερό απ' αυτούς, και προτιμώ ακόμα περισσότερο να είμαι ο εαυτός μου σ' όλη μου τη δυστυχία παρά να είμαι κανένας απ' αυτούς σ' όλη τους την ευημερία. Περιορισμένος μόνο στο εγώ μου, τρέφομαι, είν' αλήθεια, απ' την ίδια μου την οντότητα, αλλά αυτή δεν εξαντλείται κι αρκούμαι στον εαυτό μου, αν κι αναμασώ τάχα στο κενό, κ' η στερεμένη μου φαντασία κ' οι σβησμένες μου ιδέες δεν προσφέρουν πια τροφή στην καρδιά μου. Η ψυχή μου πειραγμένη, εμποδισμένη απ' τα 125
όργανά μου, καταβάλλεται από μέρα σε μέρα, και κάτω από το βάρος αυτών των όγκων δεν έχει πια αρκετή δύναμη για ν' ανυψωθεί σαν άλλοτε έξω απ' το παλιό της περίβλημα. Σ' αυτή την επιστροφή στον εαυτό μας μας εξαναγκάζει η κακοτυχία, κ' ίσως αυτό είναι που την κάνει πιο ανυπόφορη στους περισσότερους ανθρώπους. Για μένα που δε βρίσκω να μου καταλογίσω παρά μονάχα λάθη, κατηγορώ γι' αυτά την αδυναμία μου και παρηγοριέμαΐ' γιατί ποτέ κανένα προμελετημένο κακό δε ζύγωσε στην καρδιά μου. Ωστόσο, εξόν αν είμαι βλάκας , πώς ν' αντικρίσω μια στιγμή την κατάστασή μου χωρίς να τη δω τόσο φριχτή όσο την έκαναν, και να μην πεθάνω από πόνο κι απελπισία; Κάθε άλλο: εγώ, ο πιο ευαίσθητος από όλα τα πλάσματα, την ατενίζω και δε συγκινούμαι* και χωρίς πάλη, χωρίς αγώνα με τον εαυτό μου, τον βλέπω μ' αδιαφορία σχεδόν σε μια κατάσταση που ίσως κανένας άλλος δε θα την κοίταζε χωρίς φόβο. Πώς έφτασα ως εδώ; γιατί απείχα πολύ απ' αυτή την ειρηνική διάθεση στην πρώτη υποψία της συνωμοσίας που με είχε τυλίξει από καιρό χωρίς να το πάρω καθόλου είδηση. Αυτή η νέα ανακάλυψη μ' αναστάτωσε. Η ατιμία κ' η προδοσία με βρήκαν απροετοίμαστο. Ποια τίμια ψυχή είναι προετοιμασμένη για τέτοιου είδους καημούς; θα έπρεπε να της άξιζαν για να τις προβλέψει. Έπεσα σ' όλες τις παγίδες που έσκαψαν κάτω απ' τα πόδια μου, η αγανάκτηση, η οργή, το παραλήρημα με κυρίεψαν, έχασα τον προσανατολισμό μου, το κεφάλι μου αναστατώθηκε, και στα φριχτά σκοτάδια όπου εξακολούθησαν να με κρατούν βυθισμένο δεν ξεχώρισα πια ούτε φως για να μ' οδηγήσει, ούτε αποκούμπι για να μπορώ να κρατηθώ και ν' αντισταθώ στην απελπισία που με συνέπαιρνε. Πώς να ζήσω ευτυχισμένος κ' ήσυχος σ' αυτή τη φριχτή κατάσταση; Κι όμως εξακολουθώ να βρίσκομαι σ' αυτή και πιο βαθιά ακόμα, κ' έχω ξαναβρεί την ηρεμία και τη 126
γαλήνη μου, και ζω ευτυχισμένος κ' ήσυχος, και γελώ με τ' απίστευτα βάσανα που τραβούν διαρκώς μάταια οι διώκτες μου, ενώ εγώ μένω ήσυχος κι ασχολούμαι με λουλούδια, με βλαστούς και με παιδιαρίσματα, και μήτε τους δίνω καμιά σημασία. Πώς έγινε αυτό το πέρασμα; Φυσικά, ανεπαίσθητα, κι ανώδυνα. Η πρώτη έκπληξη ήταν τρομακτική. Εγώ που ένιωθα τον εαυτό μου άξιο γι' αγάπη κ' εκτίμηση, εγώ που πίστευα πως οι άλλοι ένιωθαν εκτίμηση και στοργή για μένα όπως το άξιζα, βρέθηκα ξαφνικά μεταμορφωμένος σ' ένα τέρας απαίσιο και τέτοιο που δεν υπήρξε ποτέ. Βλέπω μια ολόκληρη γενιά να προσαρμόζεται μεμιάς σ'αυτή την αλλόκοτη γνώμη, χωρίς εξήγηση, χωρίς δισταγμό, χωρίς ντροπή, και χωρίς να μπορώ τουλάχιστο να μάθω ποτέ την αιτία αυτής της παράξενης μεταστροφής. Αγωνίστηκα βίαια και δεν κατάφερα παρά να μπερδευτώ περισσότερο. Θέλησα ν' αναγκάσω τους διώκτες μου να εξηγηθούν μαζί μου* δε μου 'δωσαν σημασία. Αφού για καιρό βασανίστηκα ανώφελα, χρειάστηκε να πάρω μιαν ανάσα. Ωστόσο έλπιζα πάντα* έλεγα με το νου μου: μια τόσο ανόητη στραβομάρα, μια τόσο παράλογη προκατάληψη, δε θα μπορούσε να επηρεάσει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Υπάρχουν λογικοί άνθρωποι που δε συμμερίζονται αυτό το παραλήρημα: υπάρχουν δίκαια όντα που απεχθάνονται τη δολιότητα και τους προδότες. Ας ψάξω, θα βρω ίσως τελικά έναν άνθρωπο* αν τον βρω, αυτοί θα ντροπιαστούν. Έψαξα μάταια, δεν τον βρήκα πουθενά. Η συμμαχία είναι γενική, χωρίς εξαίρεση, χωρίς επιστροφή, κ' είναι βέβαιο πως θα τελειώσω τις μέρες μου σ' αυτή την απαίσια προγραφή, χωρίς ποτέ να διαλευκάνω το μυστήριό της. Σ' αυτή την αξιοθρήνητη κατάσταση, ύστερ' από πολλές αγωνίες, αντί της απελπισίας που φαινόταν να είναι τελικά η μοίρα μου, ξαναβρήκα την ηρεμία, την ησυχία, τη γαλήνη, ως και την ευτυχία, αφού κάθε μέρα της ζωής μου μου θυμίζει μ' ευχαρίστηση την προηγούμενη, και που 127
δεν αποζητώ τίποτ' άλλο για την αυριανή. Από πού προέρχεται αυτή η αλλαγή; Από ένα μόνο πράγμα: το ότι έμαθα να σηκώνω το βάρος της ανάγκης χωρίς διαμαρτυρία, το ότι προσπάθησα να κρατηθώ από χίλια πράγματα, κι όταν όλ' αυτά διαδοχικά μου ξέφυγαν, μένοντας μόνος ξαναβρήκα τελικά τη θέση μου. Πιεζόμενος απ' όλες τις μεριές, βρίσκομαι σε ισορροπία, γιατί, αφού δε δένομαι με τίποτα, δεν έχω αποκούμπι παρά μονάχα στον εαυτό μου. Όταν ορθωνόμουν με τόση θέρμη ενάντια στην κοινή γνώμη, σήκωνα ακόμα το ζυγό της χωρίς να το καταλάβω. Θέλουμε την εκτίμηση των ατόμων που εκτιμούμε, κι όσο μπορώ να κρίνω σωστά τους ανθρώπους, ή τουλάχιστο μερικούς ανθρώπους, οι κρίσεις που έκαναν για μένα δεν μπορούσαν να μου είναι αδιάφορες. Έβλεπα πως συχνά οι κρίσεις του κοινού είναι δίκαιες* αλλά δεν έβλεπα πως αυτή η ίδια η δικαιοσύνη ήταν αποτέλεσμα της τύχης, πως οι κανόνες στους οποίους οι άνθρωποι βασίζουν τις γνώμες τους δεν προέρχονται παρά από τα πάθη τους ή τις προκαταλήψεις που τις γεννούν, και πως ακόμα κι όταν κρίνουν σωστά, συχνά αυτές οι σωστές κρίσεις γεννιούνται από μια κακή αρχή, όπως όταν προσποιούνται ότι τιμούν για κάποια επιτυχία την αξία ενός ανθρώπου όχι από πνεύμα δικαιοσύνης, αλλά για να δώσουν στον εαυτό τους ένα ύφος αμερόληπτο, συκοφαντώντας μ' όλη τους την άνεση τον ίδιο άνθρωπο από άλλες απόψεις. Αλλά όταν, ύστερ' από πολλές και μάταιες αναζητήσεις, τους είδα όλους να βρίσκονται χωρίς εξαίρεση στο πιο άδικο και παράλογο σύστημα που κάποιο δαιμονικό πνεύμα θα μπορούσε να εφεύρει, όταν είδα πως απέναντί μου η λογική ήταν διωγμένη απ' όλα τα μυαλά κ' η δικαιοσύνη απ' όλες τις καρδιές, όταν είδα μια ξέφρενη γενιά να παραδίνεται ολόκληρη στην τυφλή μανία των οδηγών της ενάντια σ' ένα δυστυχισμένο που ποτέ δεν έκανε, δε ζήτησε, δε θέλησε το κακό κανενός, όταν αφού μάταια αναζήτησα έναν άνθρωπο χρειάστηκε να σβήσω 128
στο τέλος το φανάρι μου και να φωνάξω: δεν υπάρχει πια κανένας· τότε άρχισα να βλέπω τον εαυτό μου μονάχο στη γη, και κατάλαβα πως οι σύγχρονοι μου δεν ήταν σε σχέση μ' εμένα παρά μηχανικά όντα που δε λειτουργούσαν παρά από προτροπή και που δεν μπορούσα να υπολογίσω τη δράση τους παρά σύμφωνα με τους νόμους της κινητικής. Οποιαδήποτε πρόθεση, οποιοδήποτε πάθος που θα μπορούσα να υποθέσω πως υπήρχε στις ψυχές τους, δε θα ήταν δυνατό να εξηγήσουν τη συμπεριφορά τους απέναντι μου με τρόπο που θα μπορούσα να καταλάβω. Έτσι οι ενδόμυχες διαθέσεις τους έπαψαν να υπάρχουν για μένα* δεν είδα πια σ' αυτούς παρά μάζες κινούμενες στην τύχη, που για μένα ήταν στερημένες από κάθε είδους ηθική. Σ' όλα τα κακά που μας τυχαίνουν, λογαριάζουμε περισσότερο την πρόθεση παρά το αποτέλεσμα. Ένα κεραμίδι που πέφτει από μια στέγη μπορεί να μας τραυματίσει περισσότερο αλλά δε μας εκνευρίζει τόσο όσο μια πέτρα ριγμένη σκόπιμα από ένα κακόβουλο χέρι. Το χτύπημα καμιά φορά ξεστρατίζει, αλλά η πρόθεση βρίσκει πάντα το στόχο της. Ο φυσικός πόνος είναι αυτό που νιώθει κανείς λιγότερο στα χτυπήματα της τύχης, κι όταν οι δυστυχισμένοι δεν ξέρουν με ποιον να τα βάλουν για τις συμφορές τους τα βάζουν με το πεπρωμένο που το προσωποποιούν και του δίνουν μάτια και νου για να τους βασανίζει σκόπιμα. Παρόμοια ένας παίχτης εξοργισμένος από τις χασούρες του γίνεται έξαλλος χωρίς να ξέρει με ποιον. Φαντάζεται μια μοίρα που μαίνεται σκόπιμα πάνω του για να τον τυραννά, και, βρίσκοντας τροφή στην οργή του, εξεγείρεται και φλέγεται ενάντια στον εχθρό που έχει δημιουργήσει. Ο φρόνιμος άνθρωπος, που δε βλέπει σ' όλες τις συμφορές που του τυχαίνουν παρά τα πλήγματα της τυφλής ανάγκης, δεν έχει αυτές τις ανόητες αναστατώσεις* φωνάζει απ τον πόνο του αλλά χωρίς έξαρση, χωρίς οργή· δε νιώθει για το κακό που τον βασανίζει παρά το υλικό χτύπημα, και τα πλήγματα που δέχεται μπορεί να πληγώνουν το σώμα του, όμως ούτ' ένα δε φτάνει ως την 129
καρδιά του. Είναι πολύ το να φτάσει κανείς ως εκεί, αλλά δεν είναι το παν αν σταματήσει. Καλό ήταν που έκοψε το κακό, αλλά έχει αφήσει τη ρίζα. Γιατί αυτή η ρίζα δε βρίσκεται στα πλάσματα που μας είναι ξένα, βρίσκεται μέσα μας, κ' εκεί πρέπει να κοπιάσουμε για να την ξεριζώσουμε ολότελα. Αυτό το ένιωσα πολύ καλά μόλις άρχισα να επιστρέφω στον εαυτό μου. Καθώς η λογική μου δε μου έδειχνε παρά μόνο το παράλογο σ' όλες τις εξηγήσεις που έψαχνα να δώσω για ό,τι μου συμβαίνει, κατάλαβα πως αφού τα αίτια, τα σύνεργα, τα μέσα για όλ' αυτά μου ήταν άγνωστα κι ανεξήγητα, θα έπρεπε να είναι ανύπαρκτα για μένα. Πως έπρεπε να θεωρήσω όλες τις λεπτομέρειες της μοίρας μου σαν ενέργειες εντελώς μοιραίες όπου δεν όφειλα να υποθέσω ούτε κατεύθυνση, ούτε πρόθεση, ούτε ηθική αιτία* πως έπρεπε να υποταχτώ χωρίς να λογικεύομαι και χωρίς να διαμαρτύρομαι γιατί αυτό θα ήταν ανώφελο* πως μια κι όσα είχα ακόμα να κάνω στη γη ήταν το να θεωρήσω τον εαυτό μου σαν ένα πλάσμα εντελώς παθητικό, δεν έπρεπε καθόλου να χρησιμοποιώ γι' ανώφελη αντίσταση στο πεπρωμένο τη δύναμη που μου έμενε για να το ανεχτώ. Αυτό διαλογιζόμουν. Η λογική μου κ' η καρδιά μου συμφωνούσαν, κι ωστόσο ένιωθα αυτή την καρδιά να γκρινιάζει ακόμα. Από πού προερχόταν αυτή η γκρίνια; Το αναζήτησα, το βρήκα* προερχόταν από τη φιλαυτία, που αφού ξεσηκώθηκε ενάντια στους ανθρώπους υψωνόταν τώρα ενάντια στη λογική. Αυτή η ανακάλυψη δεν ήταν τόσο εύκολο να γίνει όσο θα νόμιζε κανείς, γιατί ένας αθώος κυνηγημένος χρειάζεται πολύ χρόνο για να υποτάξει από καθαρή αγάπη δικαιοσύνης τον εγωισμό του εαυτούλη του. Αλλά κι όταν κανείς γνωρίσει καλά την πραγματική πηγή του, είν' εύκολο να τη στερέψει ή τουλάχιστο να την αποτρέψει. Η αυτοεκτίμηση είναι το μεγαλύτερο κίνητρο για τις περήφανες ψυχές* η φιλαυτία, γόνιμη σε αυταπάτες, μεταμφιέζεται και παίρνει τη μορφή αυτής της εκτίμησης* αλλά 130
όταν στο τέλος η απάτη αποκαλύπτεται και η φιλαυτία δεν μπορεί πια να κρυφτεί, από κείνη τη στιγμή δεν είναι επικίνδυνη, και μολονότι δύσκολα την πνίγεις, τουλάχιστον τη δαμάζεις μ' ευκολία. Δεν είχα ποτέ πολλή κλίση για φιλαυτία* αλλά αυτό το τεχνητό πάθος είχε πάρει έξαρση μέσα μου όταν ανακατεύτηκα με τον κόσμο, και προπάντων όταν έγινα συγγραφέας· είχα ίσως ακόμα λιγότερη από άλλους, αλλά είχα αρκετή. Τα τρομερά μαθήματα που δέχτηκα την έκλεισαν σύντομα στα αρχικά της όρια* άρχισε να εξεγείρεται ενάντια στην αδικία αλλά στο τέλος την περιφρόνησε. Αναδιπλωνόμενη στην ψυχή μου και κόβοντας τις εξωτερικές σχέσεις που την έκαναν απαιτητική, παρατώντας τις συγκρίσεις και τις προτιμήσεις, αρκέσθηκε στο να είμαι καλός προς τον εαυτό μου* ξανάγινε τότε αγάπη για τον εαυτό μου, ξαναμπήκε στην τάξη της φύσης και με λύτρωσε από το ζυγό της κοινής γνώμης. Από τότε ξαναβρήκα τη γαλήνη της ψυχής μου και σχεδόν την ευτυχία. Σ' οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκεται κανείς, αυτό το πάθος ειν' εκείνο που τον κάνει συνεχώς δυστυχισμένο. Όταν αυτό σωπαίνει, και μιλά η λογική, αυτή μας παρηγοράει τελικά για όλα τα κακά που δεν εξαρτιόταν από μας να τ' αποφύγουμε. Και μάλιστα τα εκμηδενίζει όσο δεν επιδρούν άμεσα πάνω μας, γιατί είμαστε σίγουροι τότε πως θ' αποφύγουμε τα πιο οδυνηρά τους χτυπήματα με το να πάψουμε ν' απασχολούμαστε μ' αυτά. Δεν υπάρχουν για κείνον που δεν τα σκέφτεται. Οι προσβολές, οι εκδικήσεις, οι συγκαταβάσεις, οι ταπεινώσεις, οι αδικίες, δεν είναι τίποτα για κείνον που δε βλέπει στις ζημιές που υφίσταται παρά το κακό το ίδιο κι όχι την πρόθεση, για κείνον που η θέση του δεν εξαρτάται στη δική του εκτίμηση από κείνη που έχουν τη διάθεση οι άλλοι να του τη δώσουν. Όπως κι αν θέλουν οι άνθρωποι να με δουν, δε θα μπορούσαν να μου αλλάξουν την οντότητά μου, και παρ' όλη τους τη δύναμη και παρ' όλες τις ύπουλες σκευωρίες τους, θα εξακολουθήσω, ό,τι κι αν 131
κάνουν, να είμαι για πείσμα τους αυτός που είμαι. ΕΙν' αλήθεια πως οι διαθέσεις τους απέναντί μου επηρεάζουν την πραγματική μου κατάσταση, ο φράχτης που έχουν στήσει ανάμεσα σ' αυτούς κοίι σ' εμένα μου στερεί κάθε μέσο συντήρησης και βοήθειας στα γηρατειά μου και στις ανάγκες μου. Μου αχρηστεύει ακόμα και το χρήμα, αφού δεν μπορεί να μου προσφέρει τις υπηρεσίες που μου χρειάζονται, δεν υπάρχει πια ούτε συναλλαγή ή βοήθεια αμοιβαία, ούτε επικοινωνία ανάμεσα σ* αυτούς και σ' εμένα. Μόνος ανάμεσά τους, δεν έχω παρά μονάχα τον εαυτό μου για πόρους, κι αυτοί οι πόροι είναι πολύ αδύναμοι στην ηλικία μου και στην κατάσταση που βρίσκομαι, φι συμφορές αυτές είναι μεγάλες, αλλά έχουν χάσει για μένα όλη τους τη δύναμη από τότε που έμ'αθα να τις υπομένω χωρίς να εκνευρίζομαι. Τα σημεία όπου η αληθινή ανάγκη γίνεται αισθητή είναι πάντα σπάνια. Η πρόβλεψη κ' η φαντασία τα πολλαπλασιάζουν, κι αυτή η συνέχεια των αισθημάτων σε κάνει ν' ανησυχείς και να γίνεσαι δυστυχισμένος. Ό σ ο για μένα, κι ας ξέρω πως θα υποφέρω αύριο, μου αρκεί να μην υποφέρω σήμερα για να είμαι ήσυχος. Δεν επηρεάζομαι καθόλου από το κακό που προβλέπω αλλά μόνο από κείνο που αισθάνομαι, κι αυτό καταντάει να είναι ασήμαντο. Μονάχος, άρρωστος κ' εγκαταλειμμένος στο κρεβάτι μου, μπορεί να πεθάνω από φτώχεια, από κρύο κι από πείνα, χωρίς κανένας να νοιαστεί γι' αυτό. Αλλά τι σημασία έχει αφού δε νοιάζομαι εγώ ο ίδιος κι αφού επηρεάζομαι τόσο λίγο όσο οι άλλοι για τη μοίρα μου, όποια και να 'ναι; Τάχα δεν είναι τίποτα, προπάντων στην ηλικία μου, το να έχω μάθει να βλέπω τη ζωή και το θάνατο, την αρρώστια και την υγεία, τον πλούτο και τη φτώχεια, τη δόξα και τη δυσφήμηση, με την ίδια αδιαφορία; Όλοι οι άλλοι γέροι ανησυχούν με το κάθε τι* εγώ δεν ανησυχώ για τίποτα, ό,τι κι αν συμβεί μόυ είναι όλα αδιάφορα, κι αυτή η αδιαφορία δεν οφείλεται στη φρόνησή μου αλλά στους εχθρούς μου. Ας μάθω λοιπόν να δέχομαι αυτά τα πλεονεκτήματα σαν αντιστάθμισμα του 132
κακού που (ιου κάνουν. Κάνοντάς με αναίσθητο στη δυστυχία μου έκαναν περισσότερο καλό παρά αν με είχαν προφυλάξει απ' τα πλήγματά της. Αν δεν την είχα νιώσει θα μπορούσα πάντα να τη φοβάμαι, ενώ δαμάζοντάς την δεν τη φοβάμαι πια. Αυτή η διάθεση μ' οδηγεί, ανάμεσα στις αναποδιές της ζωής μου, στην αφροντισιά του κορμιού μου σχεδόν τόσο τέλεια όσο αν ζούσα στη μεγαλύτερη ευημερία. Παραλείπω τις σύντομες στιγμές που η παρουσία των πραγμάτων μου ξυπνά τις πιο οδυνηρές ανησυχίες. Ό λ ο τον άλλο καιρό, παραδομένος από τα γούστα μου στις συμπάθειες που με τραβούν, νιώθω την καρδιά μου να τρέφεται ακόμα από τα αισθήματα για τα οποία ήταν γεννημένη, και τα χαίρομαι με πλάσματα φανταστικά που τα δημιουργούν και τα μοιράζονται σάμπως αυτά τα πλάσματα να υπήρχαν στ' αλήθεια. Υπάρχουν για μένα που τα έχω δημιουργήσει και που δε φοβάμαι μήπως με προδώσουν ή μ' εγκαταλείψουν. Θα διαρκέσουν όσο κ' οι ίδιες οι ατυχίες μου και θα είναι αρκετά για να με κάνουν να τις ξεχάσω. Ό λ α με ξαναφέρνουν πίσω στην ευτυχισμένη και γλυκιά ζωή για την οποία είχα γεννηθεί. Περνώ τα τρία τέταρτα της ζωής μου, είτε απασχολημένος με θέματα μορφωτικά κι ως κ' ευχάριστα στα οποία προσφέρω με χαρά το πνεύμα και τις αισθήσεις μου, είτε με τα γεννήματα της φαντασίας μου που τα 'χω δημιουργήσει σύμφωνα με την καρδιά μου και που η συντροφιά τους τρέφει τα αισθήματά μου, ή με τον ίδιο τον εαυτό μου, ευχαριστημένος απ' αυτόν και μάλιστα γεμάτος από την ευτυχία που νιώθω πως μου οφείλεται. Μέσα σ' όλ' αυτά η αγάπη του εαυτού μου κάνει όλη τη δουλειά, ενώ η φιλαυτία μένει αμέτοχη. Αυτό δεν ισχύει για τις θλιβερές στιγμές που περνώ ακόμα ανάμεσα στους ανθρώπους, παιχνίδι των προδοτικών χαδιών τους, των πομπώδικων και γελοίων κομπλιμέντων τους, της υποκριτικής τους κακεντρέχειας. Απ' όποιον τρόπο κι αν με πιάσουν η φιλαυτία παίζει τότε το ρόλο της. Το μίσος και η έχθρα, 133
που βλέπω στις καρδιές τους μέσ' απ' αυτό το χονδροειδές περίβλημα ξεσκίζουν τη δική μου από τον πόνο: κ' η ιδέα πως έτσι ανόητα πιάστηκα για κορόιδο προσθέτει ακόμα σ' αυτόν τον πόνο μια πολύ παιδιάστικη αγανάκτηση, προϊόν μιας γελοίας φιλαυτίας που νιώθω όλη της τη βλακεία αλλά που δεν μπορώ να την υποτάξω. Οι προσπάθειες που έχω κάνει για να συνηθίσω σ* αυτά τα προσβλητικά και κοροϊδευτικά βλέμματα είναι απίστευτες. Εκατό φορές έχω περάσει απ' τους δημόσιους περίπατους κι από τα πιο πολυσύχναστα μέρη με το μοναδικό σκοπό να εξοικειωθώ σ' αυτά τα σκληρά χτυπήματα* όχι μόνο δεν το κατόρθωσα, αλλά και δεν πρόκοψα σε τίποτα, κι όλες μου οι επίπονες αλλά μάταιες προσπάθειές μου μ' άφησαν το ίδιο ευπρόσβλητο στην ταραχή, στον εκνευρισμό, στην αγανάκτηση όπως και πρώτα. Κυριευμένος από τις αισθήσεις μου ό,τι κι αν κάνω, δεν μπόρεσα ποτέ ν' αντισταθώ στις επιδράσεις τους, κι όσο το αντικείμενο επενεργεί πάνω )υς η καρδιά μου δεν παύει να επηρεάζεται* αλλά αυτά τα περαστικά ενοχλήματα δε διαρκούν παρά όσο κ' η αίσθηση που τα προκαλεί. Η παρουσία του μνησίκακου ανθρώπου μ' επηρεάζει έντονα, αλλά μόλις εξαφανιστεί, η κακή εντύπωση παύει* τη στιγμή που πια δεν τον βλέπω παύω και να τον σκέπτομαι. Αν και ξέρω πως θ' απασχοληθεί μ' εμένα, εγώ δεν μπορώ ν' απασχοληθώ μ' αυτόν. Το κακό που ουσιαστικά δε νιώθω δε μ' επηρεάζει με κανέναν τρόπο, ο διώκτης που δεν τον βλέπω είναι ανύπαρκτος για μένα. Αισθάνομαι το πλεονέκτημα που αυτή η στάση δίνει σ' εκείνους που ορίζουν το πεπρωμένο μου. Ας το ορίζουν λοιπόν μ' όλη τους την άνεση. Προτιμώ καλύτερα να με τυραννούν χωρίς, ν' αντιστέκομαι παρά να είμαι αναγκασμένος να τους σκέφτομαι για να φυλαχτώ απ' τα χτυπήμαχά τους. Αυτή η επίδραση των αισθήσεων πάνω στην καρδιά μου είναι το μοναδικό βάσανο στη ζωή μου. Τις μέρες που δε βλέπω κανένα δε σκέφτομαι πια τη μοίρ^ μου, δεν τη νιώθω πια, δεν υποφέρω πια, είμαι ευτυχισμένος κ' ευχαρι134
στημένος χωρίς παρεκτροπή, χωρίς εμπόδιο. Αλλά σπάνια ξεφεύγω από κάποια αισθητή επίδραση, κι όταν ελάχιστα το σκέφτομαι, μια χειρονομία, ένα απαίσιο βλέμμα που διακρίνω, μια φαρμακερή λέξη που ακούω, ένας κακόβουλος που συναντώ, αρκεί για να με αναστατώσει. Το μόνο που μπορώ να κάνω σ' αυτή την περίπτωση είναι να ξεχάσω γρήγορα και να φύγω. Η ταραχή της καρδιάς μου εξαφανίζεται μαζί με το αντικείμενο που την προκάλεσε και ξαναβρίσκω τη γαλήνη μου μόλις μείνω μονάχος. Ή αν κάτι μ' ανησυχεί, αυτό είναι ο φόβος μήπως συναντήσω στο διάβα μου κάποια καινούργια αιτία στενοχώριας. Αυτός είναι ο μόνος μου καημός· αλλά είν' αρκετός για να μου χαλάσει την ευτυχία μου. Κατοικώ στη μέση του Παρισιού. Βγαίνοντας απ* το σπίτι μου λαχταρώ την εξοχή και τη μοναξιά, αλλά πρέπει να πάω να την αναζητήσω τόσο μακριά που προτού μπορέσω ν' ανασάνω ελεύθερα βρίσκω στο δρόμο μου χίλια πράγματα που μου σφίγγουν την καρδιά, κ' η μισή μέρα περνάει μέσα στην αγωνία προτού φτάσω στο άσυλο που ψάχνω. Τουλάχιστον είμ' ευτυχισμένος όταν μ' αφήνουν να τελειώσω την πορεία μου. Η στιγμή που ξεφεύγω από τη συνοδεία των κακών είναι υπέροχη, και μόλις βρεθώ κάτω απ τα δέντρα, ανάμεσα στις πρασινάδες, νομίζω πως βρίσκομαι στον επίγειο παράδεισο και νιώθω μέσα μου μια ευχαρίστηση τόσο έντονη σαν να ήμουν ο πιο ευτυχισμένος απ' τους θνητούς. Θυμάμαι πολύ καλά πως όσο διαρκούσαν οι σύντομες ευημερίες μου, αυτοί οι ίδιοι μοναχικοί περίπατοι που σήμερα μου είναι τόσο απολαυστικοί, μου ήταν τότε ανούσιοι και βαρετοί. Όταν βρισκόμουν στο σπίτι κάποιου στην εξοχή, η ανάγκη να κάνω εξάσκηση και ν' αναπνεύσω τον ελεύθερο αέρα μ' έκανε συχνά να βγαίνω μόνος, και ξεφεύγοντας σαν κλέφτης πήγαινα περίπατο στο πάρκο ή στην εξοχή, αλλά αντί να βρω την ευτυχισμένη γαλήνη που νιώθω τώρα εκεί, κουβαλούσα μαζί μου την ταραχή από τις μάταιες ιδέες που μ' είχαν απασχολήσει 135
στο σαλόνι· η θύμηση της συντροφιάς που είχα αφήσει εκεί μ' ακολουθούσε στη μοναξιά, οι ατμοί της φιλαυτίας και ο θόρυβος του κόσμου θάμπωναν στα μάτια μου τη δροσιά των σύδεντρων και χαλούσαν τη γαλήνη του καταφύγιου. Ό σ ο κι αν έφευγα στα βάθη του δάσους, ένα ενοχλητικό πλήθος μ' ακολουθούσε παντού και θόλωνε για μένα όλη τη φύση. Μόνο όταν πια αποσπάστηκα από τα κοινωνικά πάθη και τη θλιβερή τους συνοδεία μπόρεσα να την ξανάβρω μ' όλα τα θέλγητρά της. Έχοντας πεισθεί πως ήταν αδύνατο να συγκρατήσω αυτές τις πρώτες αθέλητες κινήσεις, παράτησα όλες μου τις προσπάθειες για να το πετύχω. Αφήνω σε κάθε προσβολή το αίμα μου ν' ανάψει, το θυμό και τη φαντασία να κυριέψουν τις αισθήσεις μου, παραχωρώ στη φύση αυτή την πρώτη έκρηξη που όλες μου οι δυνάμεις δε θα μπορούσαν να τη σταματήσουν ή να την αναστείλουν. Επιδιώκω μονάχα να σταματήσω τη συνέχειά της πριν προλάβει να φέρει κανένα αποτέλεσμα. Τα αστραφτερά μάτια, το ξαναμμένο πρόσωπο, η τρεμούλα στα μέλη, οι ασφυκτικοί παλμοί, όλ' αυτά σχετίζονται μόνο με το σώμα, κ' η λογική είναι ανίκανη να επέμβει* αλλά αφού αφήσω στη φύση την πρώτη της έκρηξη, μπορώ να την υποτάξω ξανά καθώς συνέρχομαι λίγο-λίγο* αυτό προσπάθησα να το κάνω για καιρό χωρίς επιτυχία, αλλά τελευταία το κατόρθωσα. Και παύοντας να χρησιμοποιώ τη δύναμή μου σε μάταιες αντιστάσεις, περιμένω τη στιγμή για να νικήσω αφήνοντας να επενεργήσει η λογική μου, γιατί αυτή δε μου μιλά παρά όταν μπορεί να εισακουστεί. Και τι λέω, αλίμονο! η λογική μου; θα είχα ακόμα μεγάλο άδικο αν της κάνω την τιμή αυτού του θριάμβου γιατί αυτή δεν παίρνει καθόλου μέρος. Ό λ α προέρχονται εξίσου από μια ευμετάβλητη ιδιοσυγκρασία που ένας ορμητικός άνεμος την τραντάζει,αλλά που ξαναβρίσκει την ηρεμία μόλις ο άνεμος πάψει να φυσά. Είναι η φλογερή μου φύση που με τραντάζει, είναι η απαθής μου φύση που με ησυχάζει. Υποκύπτω σ' όλες τις παρούσες επιδράσεις, κάθε χτύπος 136
μου δίνει μια ζωηρή και σύντομη κίνηση* μόλις δεν υπάρχει πια χτύπος, η κίνηση σταματάει, τίποτα μεταδινόμενο δεν μπορεί να επεκταθεί μέσα μου. ' Ολα τα συμβάντα της τύχης, όλες οι μηχανορραφίες των ανθρώπων έχουν πολύ λίγη επίδραση σ' έναν άνθρωπο σαν κ' εμένα. Για να με προσβάλουν με διαρκείς πόνους, θα έπρεπε η εντύπωση ν' ανανεώνεται κάθε στιγμή. Γιατί τα διαλείμματα, όσο σύντομα κι αν είναι, αρκούν για να με ξαναφέρουν στον εαυτό μου. Είμαι αυτό που αρέσει στους ανθρώπους εφόσον μπορούν να επιδράσουν στις αισθήσεις μου* αλλά στην πρώτη στιγμή χαλάρωσης ξαναγίνομαι αυτό που ήθελε η φύση* αυτή είναι, ό,τι κι αν κάνουν, η πιο σταθερή μου κατάσταση κι αυτή από την οποία, σε πείσμα του πεπρωμένου, γεύομαι μια ευτυχία για την οποία νιώθω πως είμαι καμωμένος. Έχω περιγράψει αυτή την κατάσταση σε μιαν απ' τις ονειροπολήσεις μου. Μου ταιριάζει τόσο καλά που δεν επιθυμώ παρά τη διάρκειά της και δε φοβάμαι παρά μήπως μου τη διαταράξουν. Το κακό που μου 'χουν κάνει οι άνθρωποι δε μ' αγγίζει με κανέναν τρόπο· ο φόβος αυτού που μπορούν να μου κάνουν ακόμα είναι ικανός να με ταράξει* αλλά καθώς είμαι βέβαιος πως δεν έχουν πια καμιά καινούργια λαβή με την οποία θα μπορούσαν να μου δημιουργήσουν μια μόνιμη δυσφορία γελώ με όλες τις σκευωρίες τους και σε πείσμα τους χαίρομαι τον εαυτό μου.
137
ΈΝΑΤΟς ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ Η ΕΥΤΥΧΙΑ είναι μια μόνιμη κατάσταση που δε φαίνεται να είναι καμωμένη εδώ κάτω για τον άνθρωπο. Ό λ α πάνω στη γη βρίσκονται σε μια συνεχή ροή που δεν επιτρέπει σε τίποτα να πάρει μια σταθερή μορφή. Ό λ α αλλάζουν γύρω μας. Αλλάζουμε κ' εμείς οι ίδιοι, και κανείς δεν μπορεί να σιγουρευτεί πως θ' αγαπά αύριο αυτό που αγαπά σήμερα. Έτσι όλα μας τα σχέδια για ευτυχία σ' αυτή τη ζωή δεν είναι παρά χίμαιρες. Ας επωφεληθούμε της πνευματικής ικανοποίησης όταν έρχεται* ας φυλαχτούμε να μην την απομακρύνουμε από δικό μας λάθος, αλλά ας μην κάνουμε σχέδια να την αλυσοδέσουμε, γιατί αυτά τα σχέδια είναι καθαρή τρέλα. Έ χ ω δει πολύ λίγους ευτυχισμένους ανθρώπους, ίσως κανέναν αλλά έχω δει συχνά ευχαριστημένες καρδιές, κι απ' όλα όσα μου έκαναν εντύπωση αυτό εδώ μ' έχει ικανοποιήσει κ* εμένα τον ίδιο. Νομίζω πως είναι μια φυσική συνέπεια της εξουσίας των αισθήσεων πάνω στα εσωτερικά μου αισθήματα. Η ευτυχία δεν έχει κανένα εξωτερικό σημάδι: για να τη γνωρίσεις, θα 'πρεπε να διαβάσεις την καρδιά του ευτυχισμένου ανθρώπου* αλλά η ευχαρίστηση διαβάζεται στα μάτια, στη στάση, στον τόνο της φωνής, στο βάδισμα, και μοιάζει να μεταδίνεται σ' εκείνον που τη βλέπει. Υπάρχει γλυκύτερη απόλαυση από το να βλέπεις ένα ολόκληρο πλήθος να παραδίνεται στη χαρά μιας μέρας γιορτής, κι όλες τις καρδιές ν' ανοίγουν κάτω από τις διαχυτικές αχτίδες της ικανοποίησης που περνά γρήγορα αλλά έντονα μέσ' από τα σύννεφα της ζωής; Πριν από τρεις μέρες ο κύριος Π. μ' επισκέφτηκε με μια εξαιρετική προθυμία για να μου δείξει τον έπαινο της
138
κυρίας Ζεοφρέν που είχε γράψει ο κύριος Ντ' Αλαμπέρ*. Πριν από το διάβασμα άρχισε να ξεκαρδίζεται στα γέλια για το γελοίο νεολογισμό αυτού του κειμένου και για τα αστεία λογοπαίγνια με τα οποία, όπως έλεγε, ήταν γεμάτο. Άρχισε να διαβάζει γελώντας πάντα, εγώ τον άκουγα μ' ένα σοβαρό ύφος που τον ηρέμησε, και βλέποντας διαρκώς πως εγώ δεν τον μιμούμαι, έπαψε τέλος να γελά. Το μεγαλύτερο και πιο εξεζητημένο άρθρο αυτού του κειμένου ανέφερε την ευχαρίστηση που ένιωθε η κυρία Ζεοφρέν με το να βλέπει τα παιδιά και να τα κάνει να της κουβεντιάζουν. Ο συγγραφέας δικαιολογημένα συμπέρανε απ'αυτή τη διάθεση μιαν απόδειξη καλού χαρακτήρα. Αλλά δε σταματούσε εκεί και κατηγορούσε αποφασιστικά για άσχημο χαρακτήρα και για κακία όλους εκείνους που δεν είχαν το ίδιο γούστο, σε σημείο που να λέει πως αν ρωτούσαν γι' αυτό το ζήτημα εκείνους που τους οδηγούν στην κρεμάλα ή στον τροχό όλοι θα παραδέχονταν πως δεν είχαν αγαπήσει τα παιδιά. Αυτές οι διαβεβαιώσεις έκαναν μια περίεργη εντύπωση στη θέση όπου βρίσκονταν. Κι αν υποθέσουμε πως όλ' αυτά είναι σωστά, ήταν άραγε σωστή κ* η ευκαιρία να ειπωθούν εδώ, κ' έπρεπε να λερώσουν τον έπαινο μιας αξιότιμης γυναίκας με τις εικόνες των βασανιστηρίων και των κακοποιών; Εύκολα κατάλαβα την πρόθεση αυτής της φαύλης εκζήτησης, κι όταν ο κύριος Π. τελείωσε το διάβασμα, εγώ, τονίζοντας ό,τι μου είχε φανεί καλό σ' αυτόν τον έπαινο, πρόσθεσα πως ο συγγραφέας που τον έγραψε είχε στην καρδιά του λιγότερη φιλία και περισσότερο μίσος. Την άλλη μέρα, καθώς ο καιρός ήταν αρκετά καλός αν κ' έκανε κρύο, πήγα να κάνω μια βόλτα ως τη στρατιωτική Σχολή υπολογίζοντας να βρω ολάνθιστα βρύα. Καθώς πήγαινα, στοχαζόμουν τη χτεσινή επίσκεψη και το κείμενο του κυρίου Ντ' Αλαμπέρ όπου πίστευα πως αυτός ο • Διάσημος Γάλλος συγγραφέας, φιλόσοφος και μαθηματικός, γεννήθηκε στο Παρίσι στα 1717. Ήταν ένας από τους ιδρυτές της Εγκυκλοπαίδειας, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και της Γαλλικής Ακαδημίας. (Σ.τ.Μ.)
139
επεισοδιακός καπλαμάς δεν είχε μπει εκεί χωρίς πρόθεση· και μόνο η εκζήτηση να μου φέρουν αυτό το φυλλάδιο, σ' εμένα που όλα μου τα κρύβουν, με κατατόπιζε αρκετά για το τι επεδίωκαν. Είχα βάλει τα παιδιά μου στο ίδρυμα των Εκθέτων Παιδιών αυτό ήταν αρκετό για να μ' εμφανίσουν σαν εκφυλισμένο πατέρα, κι από κει, επεκτείνοντας και θωπεύοντας αυτή την ιδέα, έβγαλαν λίγο-λίγο το προφανές συμπέρασμα ότι μισούσα τα παιδιά* ακολουθώντας με τη σκέψη την αλυσίδα αυτών των διαβαθμίσεων θαύμαζα με πόση τέχνη η ανθρώπινη εφευρετικότητα μπορεί ν' αλλάζει τα πράγματα από άσπρα σε μαύρα. Γιατί δεν πιστεύω πως ποτέ κανένας δε χάρηκε περισσότερο από μένα βλέποντας μικρά παιδάκια να κάνουν τρέλες και να παίζουν μαζί, και συχνά στο δρόμο και στους περίπατους σταματώ για να κοιτάξω τις χαρούλες τ;ρυς και τα παιχνιδάκια τους μ' ένα ενδιαφέρον που δε βλέπω κανένα να το συμμερίζεται. Την ίδια μέρα που ήρθε ο κύριος Π., μια ώρα πριν από την επίσκεψή του, δέχτηκα την επίσκεψη των δυο μικρών του Σουσουά, των μικρότερων από τα παιδιά του, που το μεγαλύτερο μπορεί να είναι εφτά χρονών είχαν έρθει να μ' αγκαλιάσουν τόσο εγκάρδια, κ' εγώ τους είχα ανταποδώσει τόσο τρυφερά τα χάδια τους, που μ' όλη τη διαφορά στις ηλικίες είχαν φανεί να χαίρονται ειλικρινά μαζί μου, κ' εγώ είχα καταχαρεί που είδα πως η γερασμένη εμφάνισή μου δεν τα είχε αποδιώξει* και μάλιστα το μικρότερο φαινόταν να ξανάρχεται κοντά μου τόσο πρόθυμα που εγώ, πιο παιδί κι απ' αυτά, ένιωθα να προσελκύομαι κιόλας προς αυτό και το είδα να φεύγει με την ίδια λύπη που θα ένιωθα αν ήταν δικό μου. Καταλαβαίνω πως η μομφή για το ότι είχα βάλει τα παιδιά μου στο ίδρυμα των Εκθέτων είχε εύκολα ξεπέσει, με λίγη γαρνιτούρα, στο ότι ήμουν ένας αφύσικος πατέρας κι ότι μισούσα τα παιδιά. Κι ωστόσο είναι βέβαιο πως ήταν ο φόβος για μια μοίρα χίλιες φορές χειρότερη γι' αυτά και σχεδόν αναπόφευκτη από κάθε άλλη άποψη, που μ' έκανε πιο αποφασισμένο να προβώ σ' αυτό το διάβημα. 140
Πιο άδιάφορος για ό,τι θα απογίνονταν κι ανίκανος να τα μεγαλώσω εγώ, θα 'πρεπε στη θέση μου να τ' αφήσω να τα μεγαλώσει η μητέρα τους που θα τα κακομάθαινε και που η οικογένειά της θα τα είχε κάνει τερατάκια. Τρέμω και μόνο που το σκέφτομαι. Εκείνο που ο Μωάμεθ έκανε στον Σεΐντ? δεν είναι τίποτα μπροστά σε κείνο που θα είχαν κάνει σ' αυτά για λογαριασμό μου, κ' οι παγίδες που μου είχαν στήσει αργότερα πάνω σ' αυτό το ζήτημα μου επιβεβαιώνουν αρκετά πως το σχέδιό τους είχε ετοιμαστεί. Στην πραγματικότητα απείχα πολύ από το να προβλέψω τότε αυτές τις απαίσιες σκευωρίες: αλλά ήξερα πως η λιγότερο επικίνδυνη γι' αυτά μόρφωση ήταν αυτή που θα τους έδινε το ίδρυμα των Εκθέτων, και γι' αυτό τα 'βαλα εκεί. Θα το ξανάκανα με πολύ λιγότερες αμφιβολίες αν ήταν να το κάνω τώρα, και ξέρω πως κανένας πατέρας δεν είναι πιο τρυφερός απ' ό,τι θα ήμουν εγώ γΓ αυτά, αν η συνήθεια βοηθούσε λιγάκι τη φύση. Αν έχω κάνει κάποια πρόοδο στη γνωριμία μου της ανθρώπινης καρδιάς, αυτή τη γνώση τη χρωστάω στη χαρά που ένιωθα να βλέπω και να παρατηρώ τα παιδιά. Αυτή η ίδια χαρά, στα νιάτα μου, είχε δημιουργήσει κάποιο εμπόδιο, γιατί έπαιζα με τα παιδιά τόσο εύθυμα και με τόσο κέφι που δε σκεφτόμουν καθόλου να τα μελετήσω. Αλλά όταν μεγαλώνοντας είδα πως η γερασμένη μορφή μου τ* ανησυχούσε, έπαψα να τα ενοχλώ, και προτίμησα να στερηθώ μια ευχαρίστηση παρά να διαταράξω τη χαρά τους· ήμουν τότε ευχαριστημένος να ικανοποιούμαι κοιτάζοντας τα παιχνίδια τους κι όλες τις μικροπονηριές τους, και βρήκα την αποζημίωση για τη θυσία μου στις γνώσεις που αυτές οι παρατηρήσεις μ' έκαναν ν' αποκτήσω για τις πρώτες κι αληθινές παρορμήσεις της φύσης, για τις οποίες όλοι μας οι σοφοί δεν ξέρουν τίποτα. Έχω αναφέρει στα γραπτά μου την απόδειξη πως είχα ασχοληθεί μ' αυτή την * Δούλος του Μωάμεθ που πρώτος αυτός έδωσε πίστη στην αποστολή του Προφήτη. Το όνομά του έχει γίνει συνώνυμο με την τυφλή και φανατική αφοσίωση. (Σ.τ.Μ.)
141
έρευνα πολύ προσεχτικά ώστε να το κάνω μ' ευχαρίστηση, και θα ήταν σίγουρα το πιο απίστευτο πράγμα στον κόσμο ότι η Ελόϊζα και ο Εμιλ ήταν έργα ενός ανθρώπου που δεν αγαπούσε τα παιδιά. Δεν είχα ποτέ ούτε ετοιμότητα πνεύματος ούτε ευχέρεια στα λόγια* αλλά από τότε που άρχισαν οι δυστυχίες μου η γλώσσα μου και το μυαλό μου δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο. Τόσο η ιδέα όσο κ' η κατάλληλη λέξη μου διαφεύγουν, και τίποτα δεν απαιτεί μεγαλύτερη διάκριση και μια εκλογή πιο σωστών εκφράσεων παρά οι κουβέντες με τα παιδιά. Αυτό που κάνει ακόμα μεγαλύτερη μέσα μου αυτή τη δυσχέρεια είναι η προσοχή των ακροατών, οι ερμηνείες, και η βαρύτητα που δίνουν σ' όλα όσα προέρχονται από έναν άνθρωπο που, έχοντας γράψει ειδικά για τα παιδιά, υποτίθεται πως δεν πρέπει να τους μιλά παρά με σαφήνεια. Αυτή η υπέρτατη δυσκολία κ' η ακαταλληλότητα που νιώθω μέσα μου με ταράζουν, με σαστίζουν, και θα ένιωθα πολύ πιο άνετα μπροστά σ' ένα μονάρχη της Ασίας παρά μπροστά σ' ένα παδάκι που πρέπει να το κάνω να πει τα λογάκια του. Μια άλλη δυσκολία με κρατάει τώρα πιο μακριά τους, κι από τότε που άρχισαν οι δυστυχίες μου τα βλέπω πάντα με την ίδια ευχαρίστηση, αλλά δεν έχω πια μαζί τους την ίδια οικειότητα. Τα παιδιά δεν αγαπούν τα γεράματα, η θέα της εξασθενημένης φύσης είναι δυσάρεστη στα μάτια τους, η αντιπάθειά τους που διακρίνω μ' εκνευρίζει, και προτιμώ ν' αποφεύγω να τα χαϊδέψω παρά να τα φέρω σε δύσκολη θέση ή σ' αποστροφή. Αυτό το αίτιο που δεν επιδρά παρά στις ψυχές που αγαπούν αληθινά, δεν υφίσταται για όλους μας τους γιατρούς και τις γιάτρισσες. Η κυρία Ζεοφρέν πολύ λίγο νοιαζόταν αν τα παιδιά έβρισκαν ευχαρίστηση μαζί της, αρκεί να έβρισκε εκείνη μαζί τους. Αλλά για μένα αυτή η ευχαρίστηση είναι χειρότερη από το τίποτα, είναι αρνητική, όταν δε μοιράζεται, και δεν είμαι πια στην κατάσταση ούτε στην ηλικία που έβλεπα την καρδούλα ενός παιδιού ν' ανοίγει μαζί με τη δική μου. Αν αυτό 142
μπορούσε να μου συμβεί ακόμα, αυτή η ευχαρίστηση που έχει γίνει πιο σπάνια δε θα ήταν για μένα παρά πιο έντονη, κι αυτό το ένιωθα πολύ εκείνο το πρωί από το γούστο που έβρισκα να χαϊδεύω τα παιδάκια του Σουσουά, όχι μόνο γιατί η υπηρέτρια που τα συνόδευε δε μ' ενοχλούσε πολύ κ' ένιωθα λιγότερο την ανάγκη να εκφραστώ μπροστά της, αλλά και γιατί το χαρούμενο ύφος με το οποίο με πλησίασαν δε χάθηκε, και δε φάνηκαν ούτε να δυσαρεστούνται ούτε να βαριούνται μαζί μου. Αχ! να είχα ακόμα μερικές στιγμές αγνών χαδιών που να έρχονται απ την καρδιά έστω κ' ενός μικρού παιδιού με ρομπίτσα, αν μπορούσα να ιδώ ακόμη σε κάποια μάτια τη χαρά και την ικανοποίηση από το να βρίσκονται μαζί μου, από πόσους καημούς και λύπες δε θα μ' αποζημίωναν αυτά τα σύντομα αλλά γλυκά ξανοίγματα της καρδιάς μου; Αχ! δε θα ήμουν αναγκασμένος ν' αναζητώ στα ζώα το καλόγνωμο βλέμμα που πια μου το αρνιούνται οι άνθρωποι. Μπορώ να το κρίνω από πολύ λίγα παραδείγματα που όμως μένουν πάντα αγαπημένα στη θύμησή μου. Να ένα απ' αυτά, που σ' οποιαδήποτε άλλη κατάσταση θα το είχα σχεδόν ξεχάσει, και που η εντύπωση που μου είχε κάνει περιγράφει όλη μου την αθλιότητα. Πάνε δυο χρόνια που έχοντας βγει για περίπατο απ' τη μεριά της Νέας Γαλλίας προχώρησα πιο πέρα, κ' ύστερα, στρέφοντας αριστερά και θέλοντας να κάνω το γύρο της Μονμάρτρης, πέρασα απ' το χωριό του Κλινιανκούρ. Περπατούσα αφηρημένος κι ονειροπολώντας χωρίς να κοιτάζω γύρω μου, όταν άξαφνα ένιωσα να με πιάνουν απ' τα γόνατα. Κοίταξα κ' είδα ένα παιδάκι πέντε ή έξι χρονών που έσφιγγε τα γόνατά μου μ' όλη του τη δύναμη κοιτάζοντάς με μ' ένα ύφος τόσο εγκάρδιο και τόσο χαϊδευτικό που ένιωσα μέσα μου συγκίνηση και σκέφτηκα: έτσι θα είχα κ' εγώ φερθεί στους δικούς μου. Πήρα το παιδί στην αγκαλιά μου, το φίλησα πολλές φορές σ' ένα είδος έξαρσης, κ' ύστερα συνέχισα το δρόμο μου. Ένιωθα βαδίζοντας πως κάτι μου έλειπε, μια καινούργια ανάγκη με τραβούσε πίσω. Κατηγορούσα τον 143
εαυτό μου που παράτησα έτσι απότομα αυτό το παιδί* πίστευα ότι έβλεπα στην πράξη του που φαινομενικά δεν είχε φανερή αιτία ένα είδος έμπνευσης που δεν έπρεπε να την περιφρονήσω. Τέλος, υποχωρώντας στον πειρασμό, γυρίζω πίσω, τρέχω στο παδί, το ξαναφιλώ και του δίνω κάτι για ν' αγοράσει ψωμάκια της Ναντέρ, που ο πωλητής τους περνούσε κατά τύχη από κει, κι αρχίζω να το κάνω να πει μερικά λογάκια. Το ρώτησα πού ήταν ο πατέρας του* μου τον έδειξε που έδενε βαρέλια. ' Ημουν έτοιμος ν' αφήσω το παιδί για να πάω να του μιλήσω, όταν είδα πως μ' είχε προλάβει ένας άντρας μ' αντιπαθητικό πρόσωπο που μου φάνηκε σαν κάποιος βαλτός για να με παρακολουθεί. Ενώ ο άντρας αυτός του μιλούσε στ' αυτί, είδα το βλέμμα του βαρελά να καρφώνεται προσεχτικά πάνω μου μ' ένα ύφος που δεν ήταν καθόλου φιλικό. Αυτό το γεγονός μου ξανάσφιξε αμέσως την καρδιά και παράτησα τον πατέρα και το παιδί με μεγαλύτερη βιασύνη από κείνη που είχα όταν γύριζα πίσω, αλλά με μια ταραχή λιγότερο ευχάριστη που άλλαξε όλες μου τις διαθέσεις. Τις έχω ωστόσο νιώσει να ξανάρχονται αρκετά συχνά από τότε: ξαναπέρασα πολλές φορές από το Κλινιανκούρ με την ελπίδα να ξαναδώ αυτό το παιδί αλλά δεν ξαναείδα πια ούτε αυτό ούτε τον πατέρα, και δε μου έμεινε από κείνη τη συνάντηση παρά μια αρκετά ζωηρή ανάμνηση ανακατωμένη πάντα με γλύκα και θλίψη, όπως όλες οι συγκινήσεις που ακόμα εισχωρούν πότε-πότε στην καρδιά μου και που μια οδυνηρή αντίδραση τελικά πάντα την ξανακλείνει. Υπάρχει αντιστάθμισμα στο κάθε τι. Αν οι χαρές μου είναι σπάνιες και σύντομες, όμως τις γεύομαι πιο ζωηρά όταν έρχονται παρά αν μου τύχαιναν πιο πολλές* τις αναμασώ κατά κάποιο τρόπο από συχνές αναμνήσεις,και όσο σπάνιες και να 'ναι, αν ήταν αγνές και χωρίς προσμείξεις θα ήμουν ίσως πιο ευτυχισμένος παρά στην εποχή της ευημερίας μου. Στη μεγάλη φτώχεια φτάνει κάτι λίγο για να σε κάνει πλούσιο: ένας αλήτης που βρίσκει ένα τάληρο ενθουσιάζεται περισσότερο από έναν πλούσιο που 144
θα 'βρισκε ένα πουγκί με χρυσά νομίσματα. Θα γελούσαν αν έβλεπαν στην ψυχή μου την εντύπωση που της κάνουν οι μικρότερες χαρές τέτοιου είδους που μπορώ να τις κρύψω από την προσοχή των διωκτών μου. Μια απ' τις τελευταίες αυτές περιπτώσεις παρουσιάστηκε πριν τέσσερα ή πέντε χρόνια, που ποτέ δεν τη θυμάμαι χωρίς την ικανοποίηση πως την επωφελήθηκα τόσο καλά. Μια Κυριακή είχαμε πάει, η γυναίκα μου κ' εγώ, να φάμε για μεσημέρι στην πύλη Μαγιώ. Μετά το γεύμα διασχίσαμε το δάσος της Βουλώνης ως τη Μυέτ* εκεί καθίσαμε στη χλόη στη σκια περιμένοντας να χαμηλώσει ο ήλιος για να γυρίσουμε ύστερα σιγά-σιγά απ' το Πασσύ. Καμιά εικοσαριά κοριτσάκια που τα οδηγούσε μια καλογριά ήρθαν άλλες να καθίσουν κι άλλες να παίξουν αρκετά κοντά μας. Καθώς έπαιζαν έτυχε να περάσει από κει ένας που πουλούσε χωνάκια* με το ταμπούρλο του και τη ρουλέτα του, γυρεύοντας πελατεία. Είδα τα κοριτσάκια να κοιτάζουν με ζήλεια τα χωνάκια, και δυο-τρεις απ' αυτές, που φαίνεται είχαν μερικά ψιλά, ζήτησαν την άδεια να πάνε να παίξουν. Ενώ η προϊσταμένη δίσταζε και συζητούσε, φώναξα τον πωλητή και του είπα: άφησε να τραβήξουν όλες οι δεσποινίδες με τη σειρά από έναν κλήρο κ' εγώ θα σου τα πληρώσω. Αυτή η κουβέντα σκόρπισε σ' όλη την ομάδα μια χαρά που αυτή και μόνο θα ξεπλήρωνε με το παραπάνω το πουγκί μου ακόμα κι αν το είχα αδειάσει όλο γι' αυτόν το σκοπό. Καθώς τις είδα να μαζεύονται με κάποια σύγχυση, με τη συγκατάθεση της προϊσταμένης τις έβαλα να παραταχθούν όλες απ' το ένα μέρος, κ' ύστερα να περνούν μια-μια απ' την άλλη καθώς θα τραβούσαν κλήρο. Αν και δε βγήκε κανένας άσπρος κλήρος κι αναλογούσε τουλάχιστον ένα χωνάκι σε κάθε μιαν από κείνες που δεν κέρδιζαν, ώστε * ' Ενα είδος γλυκίσματος σε σχήμα χωνιού, όπως τα δικά μας παγωτά, που αγοράζοντας ένα είχες δικαίωμα να παίξεις στη ρουλέτα (ή να τραβήξεις ένα λαχνό), κι ανάλογα μέ τον αριθμό που σου τύχαινε να πάρεις δωρεάν άλλα 5-6 χωνάκια. (Σ,τ,Μ.)
145
καμιά τους να μην είναι εντελώς δυσαρεστημένη, για να δώσω ακόμα μεγαλύτερο κέφι στη γιορτή είπα μυστικά στον πωλητή να μεταχειριστεί αντίθετα τη συνηθισμένη του επιδεξιότητα κάνοντας να βγουν όσό μπορούσε περισσότεροι καλοί κλήροι, και θα τον αποζημίωνα. Μ' αυτόν τον τρόπο διανεμήθηκαν καμιά εκατοστή χωνάκια, παρόλο που καθένα απ' τα κορίτσια δεν τράβηξε παρά μια μόνο φορά, γιατί πάνω σ' αυτό στάθηκα αμείλικτος, μη θέλοντας ούτε να ευνοήσω τις καταχρήσεις ούτε να δείξω προτιμήσεις που θα δημιουργούσαν δυσαρέσκειες. Η γυναίκα μου υπέδειξε σ' εκείνες που είχαν καλούς κλήρους να τους μοιραστούν με τις συντρόφισσές τους, και μ' αυτόν τον τρόπο η μοιρασιά ήταν σχεδόν ίση κ' η χαρά γενική. Παρακάλεσα την καλογριά να δεχτεί να τραβήξει κι αυτή με τη σειρά της, ανησυχώντας μήπως απορρίψει περιφρονητικά την προσφορά μου* εκείνη δέχτηκε πρόθυμα, τράβηξε όπως οι άλλες και πήρε χωρίς νάζια αυτό που της έτυχε* ένιωσα βαθιά ευχαρίστηση και βρήκα σ' αυτό ένα είδος ευγένειας που μ' άρεσε πολύ και που αξίζει περισσότερο από τα ψεύτικα καμώματα. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της επιχείρησης υπήρξαν μικροδιαφωνίες που τις υπέβαλαν στο «δικαστή ριό» μου, κι αυτά τα κοριτσάκια που έρχονταν με τη σειρά να υπερασπίσουν το δίκιο τους μου έδωσαν την ευκαιρία να προσέξω πως, αν και καμιά τους δεν ήταν όμορφη, η ευγένεια μερικών απ' αυτές σ'έκανε να ξεχνάς την ασκήμια τους. Στο τέλος χωριστήκαμε πολύ ευχαριστημένοι οι μεν από τους δε* κι αυτό το απόγεμα ήταν έν' από κείνα στη ζωή μου που το θυμάμαι με πολλή ικανοποίηση. Η γιορτή εξάλλου δεν ήταν πολυέξοδη, αλλά για τριάντα σολ το πολύ που μου κόστισε μου 'δωσε ευχαρίστηση αντάξια για πάνω από εκατό τάληρα. Τόσο είναι σωστό πως η αληθινή ευχαρίστηση δε μετριέται με το πόσο κόστισε και πως η χαρά αγαπά περισσότερο τις δεκάρες παρά τα λουδοβίκεια. Ξαναήρθα πολλές φορές στο ίδιο μέρος την ίδια ώρα, 146
ελπίζοντας να συναντήσω πάλι τη μικρή παρέα, αλλά αυτό δε μου ξανάτυχε πια. Αυτό μου θυμίζει μιαν άλλη διασκέδαση κάπως παρόμοια, που η ανάμνησή της μου έχει μείνει από πολύ πιο πριν. Ήταν στην άτυχη εποχή που τρυπωμένος ανάμεσα στους πλούσιους και τους λογοτέχνες, ήμουν καμιά φορά αναγκασμένος να πάρω μέρος στις θλιβερές τους διασκεδάσεις. Βρισκόμουν στη Σεβρέτ την εποχή που γιόρταζε ο οικοδεσπότης. Ό λ η του η οικογένεια είχε συγκεντρωθεί για τη γιορτή του, κι όλη η λάμψη των πολυθόρυβων διασκεδάσεων είχε κινητοποιηθεί γι' αυτόν το σκοπό. Παιχνίδια, θεάματα, φαγοπότι, πυροτεχνήματα, τίποτα δεν έλειψε. Δεν προλάβαινε κανείς να πάρει ανάσα και ζαλιζόταν αντί να διασκεδάσει. Μετά το δείπνο βγήκαμε να πάρουμε αέρα στη λεωφόρο. Εκεί είχε στηθεί κάτι σαν πανηγύρι. Χορεύανε: οι κύριοι καταδέχτηκαν να χορέψουν με τις χωριατοπούλες, αλλά οι κυρίες κράτησαν την αξιοπρέπειά τους. Εκεί πουλούσαν ψωμάκια ζυμωμένα με μέλι. Ένας νεαρός από τη συντροφιά σκέφτηκε ν' αγοράσει μερικά για να τα ρίχνει ένα-ένα καταμεσής στο πλήθος, και βρήκαν τόση ευχαρίστηση να βλέπουν όλους εκείνους τους χωρικούς να τρέχουν, να χτυπιούνται, να πέφτουν χάμω για ν' αρπάξουν κανένα, ώστε όλος ο κόσμος θέλησε να βρει την ίδια διασκέδαση. Και δώσ' του ψωμάκια να πετάγονται δεξιά κι αριστερά, κι αγόρια και κορίτσια να τρέχουν, να σπρώχνονται, να στριμώχνονται* όλοι βρήκαν το παιχνίδι αυτό πολύ διασκεδαστικό. Ντράπηκα να μην κάνω κ' εγώ σαν τους άλλους, αν και κατά βάθος δεν ευχαριστιόμουν όσο αυτοί. Αλλά γρήγορα βαρέθηκα να αδειάζω το πουγκί μου για να κάνω τον κόσμο να παλεύει, παράτησα την καλή συντροφιά και τράβηξα να περπατήσω μόνος στο πανηγύρι. Τα διάφορα αντικείμενα εκεί με διασκέδασαν πολλή ώρα. Ανάμεσα στ' άλλα είδα πέντ-έξι αγόρια από τη Σαβοΐα γύρω από μια μικρή κοπέλα που είχε ακόμα στον πάγκο της κάπου δώδεκα μικρά μήλα που θα ήθελε πολύ να τα ξεφορτωθεί. 147
Απ' την πλευρά τους οι νεαροί της Σαβοΐας ήταν πρόθυμοι να την απαλλάξουν αλλά δεν είχαν παρά μερικές πενταροδεκάρες όλες-όλες που δεν αρκούσαν για να πάρουν τα μήλα. Εκείνος ο πάγκος ήταν γι' αυτούς ο κήπος των Εσπερίδων, κ' η κοπέλα ήταν ο δράκοντας που τον φύλαγε. Αυτή η κωμωδία με διασκέδασε για λίγο* τελικά της έβαλα τέρμα πληρώνοντας τα μήλα στην κοπέλα και βάζοντάς την να τα μοιράσει στ' αγόρια. Είδα τότε έν' από τα πιο γλυκά θεάματα που μπορούν να γοητεύσουν την ανθρώπινη καρδιά, το να βλέπω τη χαρά ανταμωμένη με την αθωότητα της ηλικίας να απλώνεται γύρω μου* γιατί κ' οι ίδιοι οι θεατές τη συμμερίστηκαν βλέποντάς την, κ' εγώ που με τόσο λίγο κόστος συμμεριζόμουν αυτή τη χαρά, είχα και την άλλη του να νιώθω ότι ήταν έργο μου. Συγκρίνοντας αυτή τη διασκέδαση μ' εκείνες που πριν λίγο είχα εγκαταλείψει, ένιωθα με ικανοποίηση τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στ' αθώα γούστα και στις φυσικές χαρές, μ' εκείνες που γεννάει ο πλούτος και που δεν είναι παρά χαρές κοροϊδίας και γούστα ιδιότροπα γεννημένα από την περιφρόνηση. Γιατί τι είδους χαρά μπορείς να βρεις βλέποντας πλήθη ανθρώπων εξαθλιωμένων από τη φτώχεια, να σπρώχνονται, να πνίγονται, να παλεύουν βίαια για ν' αρπάξουν αχόρταγα μερικά κομμάτια ψωμί πατημένα και λασπωμένα; Από μέρους μου όταν έχω καλοσκεφτεί το είδος της ευχαρίστησης που ένιωθα σε τέτοιες ευκαιρίες, βρήκα πως οφειλόταν λιγότερο σ' ένα αίσθημα αγαθοεργίας παρά στη χαρά του να βλέπω ευχαριστημένα πρόσωπα. Αυτό το θέαμα έχει για μένα μια γοητεία που, αν και εισχωρεί ως την καρδιά μου, μοιάζει να οφείλεται αποκλειστικά σε αίσθηση. Αν δε βλέπω την ικανοποίηση που προκαλώ, ακόμα κι αν ήμουν βέβαιος γι' αυτό, δε θα 'νιωθα παρά τη μισή χαρά. Αυτό είναι μάλιστα για μένα μια χαρά αφιλοκερδής που δεν εξαρτάται από το ρόλο που μπορεί εγώ να παίξω* γιατί στις λαϊκές γιορτές μ' έχει πάντα προσελκύσει το να βλέπω εύθυμα πρόσωπα. Αυτή ωστόσο 148
η προσμονή μ* έχει συχνά απογοητεύσει στη Γαλλία, όπου αυτό το έθνος που ισχυρίζεται πως είναι τόσο εύθυμο δείχνει πολύ λίγο αυτή την ευθυμία στα παιχνίδια του. Άλλοτε πήγαινα συχνά στις εξοχικές ταβερνούλες για να βλέπω εκεί το λαουτζίκο να χορεύει: αλλά οι χοροί του ήταν τόσο σκυθρωποί, η στάση του τόσο θλιβερή κι αδέξια, που έφευγα περισσότερο λυπημένος παρά χαρούμενος. Αλλά στη Γενεύη και στην Ελ^τία, όπου το γέλιο δεν εξατμίζεται αδιάκοπα σε τρελά πειράγματα, παντού ανασαίνεις την ικανοποίηση και την ευθυμία στις γιορτές, η αθλιότητα δεν εμφανίζει την απαίσια όψη της ούτε η πομπή την αναίδειά της* η καλή διάθεση, η αδελφοσύνη, η ομόνοια προδιαθέτουν τις καρδιές ν' ανοίξουν, και συχνά μέσα στο ξέσπασμα μιας αθώας χαράς οι άγνωστοι πλησιάζουν, αγκαλιάζονται και καλούνται ν' απολαύσουν μαζί τις χαρές της μέρας. Για να χαρώ κ' εγώ σ' αυτές τις όμορφες γιορτές δεν έχω ανάγκη να συμμετέχω, μου αρκεί να τις δω* βλέποντάς τες τις μοιράζομαι* και μέσα σε τόσα εύθυμα πρόσωπα ξίμαι σίγουρος πως δεν υπάρχει μια καρδιά πιο εύθυμη απ τη δική μου. Αν κι αυτό δεν είναι παρά μια αισθητική ευχαρίστηση, έχει ασφαλώς μι