EZRA POUNT
LUSTRA Ελληνική Μεταγραφή ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ
ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ
Εκδόσεις: ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ Διεύθυνση: ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΟΛΔΑΤΟΣ Ζωοδ...
122 downloads
232 Views
2MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
EZRA POUNT
LUSTRA Ελληνική Μεταγραφή ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ
ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ
Εκδόσεις: ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ Διεύθυνση: ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΟΛΔΑΤΟΣ Ζωοδόχου Πηγής 17, τηλ. 36.13.137
Copyright 1989
Σημείωση:
Γιά τήν ελληνική μεταγραφή χρησιμοποιήθηκαν τά "SELECTED POEMS" Άπό τά 71 ποιήματα της συλλογής έ'χει παραληφθεί ενα, μέ τίτλο "Ancient Music". Οΐ τεχνικές του δυσκολίες καί τό παιχνίδι μέ τίς εσωτερικές ομοιοκαταληξίες ήταν πάνω άπό τίς δυνατότητες τοΰ μεταφραστή. Τ.Μ. (Introduction by T.S. Eliot) FABER-LONDON.
Σύνθεση εξωφύλλου: Σοφία Μενδράκου. Στό εξώφυλλο: Σκίτσο του Πάουντ άπό τόν Gaudier-Brzeska καί τρεις υπογρα φές τοΰ ποιητή· οί δύο πρώτες του 1909 καί ή τρίτη τόΰ 1933. Στό όπισθώφυλλο: Ή αμερικάνικη έκδοση των LUSTRA (1917).
Vail de Lencour Cui dono lepidum novum libellum. Καί o\μέρες δέ γεμίζουν αρκετά Καί ο'ι νύχτες δέ γεμίζουν αρκετά Καί ή ζωή γλιστράει σάν αρουραίος Χωρίς κάν νά κουνάει τό γρασίδι.
Εισαγωγικό Σημείωμα
Δ
έκατος σταθμός μιας ιδιόμορφης διαδρομής μέσα άπό την ποίηση, τόν πεζό λόγο καί τη μετάφραση, τά LUSTRA, δι καιωματικά απαιτούν μιά ειδική προσοχή καί μεταχείριση. Χωρίς νά αποτελούν τό σημαντικότερο κεφάλαιο στήν ποίηση του 'Έζρα Πάουντ, κάποιες χτυπητές ιδιαιτερότητες — τεχνικής καί περιε χομένου — τά τοποθετούν σέ μιά καθοριστική καμπή τέτοια, ώστε άπό τή μιά μεριά νά προχωρούν καί νά τελειοποιούν δ,τι ειχε συντελεστεί στήν ώς τότε πορεία του ποιητή κι άπό τήν άλλη νά προϊδεάζουν γιά τή μεγάλη συνέχεια. "Εχοντας πίσω του εργο μιας οκταετίας — μέ αφετηρία τό "Α LUME SPENTO" (Βενετία-1908) — εργο πού τόν καθιερώνει οχι σάν ποιητή της ζωής καί της καθημερινότητας, άλλά σάν έ'ναν εκλεπτυσμένο διανοούμενο ποιητή μέ έ'ντονη τήν αίσθηση του ρυ θμού, παρουσιάζει τά "LUSTRA" (Λονδίνο-1916), συλλογή πού τά ειδικά χαρακτηριστικά της έρχονται νά τή διαχωρίσουν άπό τό ώς τότε ποιητικό σώμα. Ή παλιά σκωπτική διάθεση, πού ακόμα καί στίς πιό ακραίες της περιπτώσεις δέν ξεπέρασε τήν πειθαρχημένη ευθυμία, έδώ προχωρεί σ' Ινα χιούμορ, πού συχνά φθάνει στά όρια της ειρωνικής αυτοκριτικής. Μιά οργή, πού ειχε αρχίσει νά άχνοφαίνεται, αποχτάει ιδιαίτερη ένταση στά LUSTRA, γιά να κο ρυφωθεί στό HUGH SELWYN MAUBERLEY καί νά μετατραπεί σέ βαθύ τατη πίκρα στά PISAN CANTOS. Γ ι ' αυτό θά χρησιμοποιήσει ένα περίτεχνο καί κάποτε εξεζητημένο γλωσσικό όργανο, πού θά πα λινδρομεί ανάμεσα σέ μιά ελιτίστικη διάλεκτο καί στή σλάνγκ.
Ά λ λ α Ιδιαίτερα στήν τεχνική αυτής τής ποίησης μιά μετάβαση συντελείται, πού τελικά θά οδηγήσει καί θά εντάξει τόν Πάουντ στόν ποιητικό μοντερνισμό. ' Η αποκόλληση άπό τούς αυστηρούς μετρικούς κανόνες καί τίς ομοιοκαταληξίες, τοΰ ανοίγει τό δρόμο γιά έναν ελεύθερο στίχο, ά π ' δπου όμως δέ λείπει ή εσωτερική ρυθμική αγωγή. Ή τέλεια γνώση τής ελληνικής ανθολογίας, των επιγραμμάτων τοΰ Μάρκου-Βαλέριου Μαρτιάλις καί των Χαϊκού, τοΰ αποκαλύπτουν τή μαγεία τής νύξης, τής υποδήλωσης, τής παρασιώπησης. ' Η εμμονή στήν επανάληψη κάποιων απλών στί χων, τό επιβεβλημένο χαμήλωμα τής φωνής καί ή ξαφνική έκρηξη μιας λέξης, φέρνουν δυσανάλογα μεγάλα αποτελέσματα. Καί, τέ λος ή εικόνα, πού μέ τή λυρική πλαστικότητα της κάνει έντονη τήν παρουσία της άπό τά πρώτα ακόμα βήματα αυτής τής ποίη σης· μόνο πού τώρα εγκαταλείπει τό διακοσμητικό της χαρακτή ρα. Δέν είναι καί δέ θέλει νά παραμείνει σύμβολο είναι ό 'ίδιος ό λόγος καί λειτουργεί σά λόγος. Ό ίμαζισμός (εικονισμός) θά δώ σει στόν Πάουντ τήν τεχνική νά απομονώνει τήν εντύπωση ή τή συγκίνηση καί νά τήν προβάλλει μέ μία ή περισσότερες εικόνες. Κλασικό παράδειγμα τό ποίημα «Σ ' ένα σταθμό τοΰ μετρό»: Τ ' δράμα εκείνων των προσώπων μές στό πλήθος· Πέταλα σέ υγρό, σκοΰρο κλωνάρι. Γ ι ' αυτό του τό ποίημα ό 'ίδιος ό Πάουντ διηγείται δτι μιά μέρα στό Παρίσι, βγαίνοντας άπό τό μετρό, είδε σκόρπια μέσα στό πλήθος ένα-δυό όμορφα πρόσωπα. Στήν άρχή έγραψε ένα ποίημα μέ τριάντα περίπου στίχους, πού αργότερα περιόρισε σέ δέκα, γιά ν ' αφήσει τελικά αυτούς τούς δύο. Στό σημαντικό βι βλίο του γιά τόν Πάουντ γράφει ό G. F. Fraser σχετικά: «... Ό στίχος «πέταλα σέ υγρό, σκοΰρο κλωνάρι» δέν είναι μιά μεταφο ρά, μέ τήν παραδοσιακή της έννοια πολύ περισσότερο είναι μιά αντιπαράθεση εικόνων: τά όμορφα πρόσωπα μέσα στό μουντό, βρώμικο πλήθος* τά πέταλα πάνω στό υγρό, σκοΰρο κλωνάρι καί ξαφνικά, κάτι σάν ηλεκτρικό ρεΰμα περνάει ανάμεσα στά δυό...» . "Ετσι, τά λιγόστιχα — στήν πλειονότητα τους — ποιήματα αυτής τής συλλογής, μέ τήν εικόνα, άλλοτε ύπηρετοΰν τό ίμαζιστικό κίνημα κι άλλοτε αναπνέουν σ ' ένα έμπρεσσιονιστικό κλί μα, άλλά καί στίς δυό περιπτώσεις αποτελούν δείγματα λόγου, -
-
1
- 8 -
πού σφυρηλατήθηκαν τέλεια στό εργαστήρι τοΰ ποιητή, μέ αποτέ λεσμα, ό ρόλος τοΰ Πάουντ στήν επιμέλεια καί στήν οριστική δι αμόρφωση τής ποίησης των συγχρόνων του νά καταγραφεί στήν ιστορία τής νεότερης λογοτεχνίας. Ποιητές, δπως ό Γέητς καί ό 'Έλιοτ, τόν θεώρησαν πολύτιμο σύμβουλο τής τεχνικής τους. Χα ρακτηριστική επιβεβαίωση οί περικοπές καί οί διορθώσεις τοΰ Πά ουντ στό χειρόγραφο τής «"Ερημης Χώρας» . "Ετσι, τά LUSTRA, χωρίς νά είναι φορτισμένα μέ τό πυκνό περιεχόμενο τής τελευ ταίας δημιουργίας τοΰ ποιητή, ανοίγουν μέ τήν τεχνική τους τό δρόμο γιά τά επικά CANTOS. Τάκης Μενδράκος 1. G.S. Fraser: "Ezra Pount", OLIVER AND BOYD-LONDON 1960. 2. T. S. Eliot: "The Waste Land" (A Facsimile & Transcript) FABER & FABER - LONDON - 1971. 2
- 9 -
LUSTRA ΟΡΙΣΜΟΣ: LUSTRUM: Εξιλαστήρια θυσία γιά τίς αμαρτίες όλου τοΰ λαοΰ, πού πρόσφεραν οί κήνσορες, όταν τέλειωναν τήν πεντά χρονη θητεία τους κλπ. Α π λ ό Λατινικό Λεξικό τοΰ Charlton Τ. Lewis.
enzone Θά τά δεχτεί άραγε ό κόσμος; (μιλάω γιά τοϋτα τά τραγούδια). Σάν έντρομη κοπέλα μπροστά σέ κένταυρο (ή κάποιον κεντυρίωνα), "Εντρομα ουρλιάζοντας, φεύγουνε κιόλας. "Αραγε θά τ ' αγγίξει ή αληθοφάνεια; Παρθενική ή βλακεία τους δέ δελεάζεται μέ τίποτα. Παρακαλώ σας, φίλοι κριτικοί, Μήν προσπαθείτε νά μου βρήτε ακροατήριο. Μέ τό λεύτερο γένος μου στους άγριους βράχους ζευγαρώνω* οί απόμερες γωνιές "Εχουν ακούσει τήν ήχώ άπό τίς φτέρνες μου, στό ψυχρό φως στή σκοτεινιά.
-13-
ά συλλυπητήρια A mis soledades voy, De mis soledades vengo, Porque por andar conmigo Mi bastan mis pensamientos. Lope de Vega 1
"Ω, πλάσματα μου πού υποφέρετε, τραγούδια τής νεότητας μου, "Ενα πλήθος ηλίθιοι σας παινεύουν γ ι α τ ' ε'ίσαστε «αρρενωπά», 'Εμείς, έσεϊς, εγώ! Ε'ίμαστε «ρωμαλέοι»! Μά γιά σκεφτείτε το, σεις πλάσματα μου πού υποφέρετε — Ό άντρισμός σας ε ί ν ' εκείνος, πού πάνω άπό τόν Οχλο μας υψώνει, Ποιος θά μπορούσε νά τό ειχε φανταστεί; Ώ πλάσματα μου πού υποφέρετε, κάτω ά π ' τά δέντρα πορευτή καμε, Μας έκανε ιδιαίτερα νά πλήξουμε ή αντρική βλακεία. Βγήκαμε νά συλλέξουμε τίς ντελικάτες σκέψεις, Χαιρόταν τό "fantastikon" μας νά μας υπηρετεί. Δέν εξαγριωνόμαστε μέ τίς γυναίκες, γιατί τό θηλυκό είν ' εύπλαστο. Καί τώρα ακούστε τί μας λένε: Μ ' εκείνο τό είδος τοΰ άνθρωπου μας συγκρίνουνε Πού περιφέρεται προβάλλοντας τό φύλο του Λές καί πώς μόλις τό 'χει ανακαλύψει. 'Αλλά άς αφήσουμε, τραγούδια μου, αυτό τό θέμα, κι ελάτε νά γυρίσουμε σέ δ,τι μας καίει. 1. Στίς μοναξιές μουπάω Κι έρχομαι άπό τίς μοναξιές μου, Ά π ' ό'ταν σύντροφοι στό,ταξίδι Μοΰ φτάνουν οί δικές μου σκέψεις. (Σ.τ.Μ.)
— 14—
σοφίτα "Ελα νά σπλαχνιστοΰμε αυτούς πού είναι πιο ευκατάστατοι άπό μας, "Ελα, φίλε, καί σκέψου "Οτι οί πλούσιοι έ'χουνε οινοχόους άλλά δέν έ'χουν φίλους, Έ ν ώ έμεϊς έχουμε φίλους, άλλά δέν έχουμε οινοχόους. "Ελα μαζί νά σπλαχνιστοΰμε ανύπαντρους καί παντρεμένους. Μπαίνει άλαφροπάτητη ή αυγή σάν Παύλοβα επίχρυση, Καί είμαι τόσο κοντά στόν πόθο μου. Ούτ' εχει τίποτα καλύτερο ή ζωή Ά π ό τήν ώρα αυτή της καθαρής δροσιάς, τήν ώρα πού αφυπνιζόμαστε μαζί.
— 15—
κήπος En robe de parade. Samain
Σάν χαλαρό κουβάρι άπό μετάξι πού τό 'σπρωξεν ό άνεμος στόν τοίχο Βαδίζει πλάι στό φράχτη τοΰ μονοπατιού στοϋ Κένσινγκτον τούς κήπους Καί αργοπεθαίνει άπό συγκινησιακή αναιμία. Κάπου έκεϊ γύρω της είν' ένα πλήθος Ά π ό βρωμιάρικα, γεροδεμένα, άτρωτα παιδιά, έκεϊνα των πολύ φτωχών. "Οτι αυτά κληρονομήσουσι τήν γήν. Ή γονιμότητα της βρίσκεται στό τέλος. "Εντονη ή ανία της καί μεγάλη. Νά τής μιλήσει κάποιον θά ήθελε νά ειχε, Καί κάπου τό φοβάται δτι θά κάνω έγώ τήν άδιακρισία.
-16-
TtUS
Πόσο πολύ αγωνίστηκα; Πόσο δέν αγωνίστηκα Νά γεννηθεί ή ψυχή της, Νά δώσω στά στοιχεία αυτά Ινα όνομα, ένα πυρήνα Είναι όμορφη σάν ήλιοφώς καί σάν αβεβαιότητα. Δέν εχει Ονομα, ούτε χώρο. Πόσο πολύ αγωνίστηκα νά διαχωρίσω τήν ψυχή της Μιά υπόσταση κι ένα ό'νομα νά τής χαρίσω! Είσαι δεμένη σίγουρα, κι αχώριστα πλεγμένη, "Ενα, μέ κάποια άγέννητα στοιχεία" "Εχω αγαπήσει μιά σκιά, ένα ποτάμι. Σέ ικετεύω νά ορθωθείς μές στή ζωή σου. Νά μάθεις πώς νά λές «εγώ», σέ ικετεύω, Σάν σέ ρωτώ. Γιατί δέν είσ' ένα κομμάτι, άλλά σύνολο, Δέν είσαι ένα μέρος άλλά ύπαρξη.
"Χ.α.ιρετισμός Q σεϊς, γενιά τών φαντασμένων καί τών βαθιά ανικανοποίητων, Είδα ψαράδες πού κολάτσιζαν στόν ήλιο, Τούς εϊδα μέ τίς ατημέλητες φαμίλιες τους, Τούς είδα νά χαμογελούν μέ όλα τους τά δόντια κι άκουσα τό πρωτόγονο τους γέλιο.
r
Καί είμαι πιο ευτυχισμένος άπό σας, Καί ήταν πιό ευτυχισμένοι άπό μένα Μά καί τά ψάρια στή λίμνη κολυμπάνε χωρίς νά 'χουνε κάν ενα δικό τους ρούχο. -
-18-
3£αφετισμός δεύτερος Βιβλία μου, σας παινέψανε, γιατί 'χα μόλις φθάσει άπό τήν επαρχία* Μέ καθυστέρηση ε'ίκοσι χρόνων γ ι ' αυτό καί βρήκατε ακροατήριο έτοιμο. Έ γ ώ δέ σας αποκηρύσσω, άλλά κι έσεϊς μήν απαρνιέστε τά παιδιά σας. Στέκοντ ' έδώ χωρίς παλιά τεχνάσματα, Ναί, ε ί ν ' έδώ, χωρίς αρχαϊκό 'ίχνος επάνω τους. Ά λ λ ά κοιτάξτε, γενικά, τί εκνευρισμός: Λένε «τέτοιες ανοησίες προσμέναμε άπό τούς ποιητές;» «Που είναι τό Γραφικόν;» «Πού είναι ή ζάλη τής συγκίνησης;» «"Οχι, Οχι, ή πρώτη του δουλειά ήταν καλύτερη.» «Τόν άμοιρο! "Εχασε πιά τίς χίμαιρες του.» Πηγαίνετε, λοιπόν, μικρά, γυμνά, προκλητικά τραγούδια, Πηγαίνετε μέ πόδι ανάλαφρο! ("Η, άν τό προτιμάτε, καί μέ τά δυό σας πόδια!) Πηγαίνετε καί αδιάντροπα χορέψτε! Πηγαίνετε μ' ένα κέφι ξετσίπωτο! Τούς τά φαιά φοροϋντες καί τούς άχώνευτους εκείνους χαιρετήστε, Μέ περιπαιχτική γκριμάτσα χαιρετήστε! Πάρτε τά κομφετί καί τά κουδούνια σας. Πηγαίνετε! Δώστε ζωή καινούργια! Α ν α ν ε ώ σ τ ε ακόμα καί τό «Θεατή». Κάντε τό παρδαλό κατσίκι νά γελάσει! Χορέψτε, έτσι ώστε νά κοκκινίσουν όλοι, Χορέψτε φαλλικό χορό καί πέστε ανέκδοτα γιά τήν Κυβέλη! Μιλήστε γιά τ ' ανάρμοστα καμώματα τών θεών! (Πέστε τα στόν κ. Στρέϊτσυ) 1
2
-19-
Τίς φούστες των σεμνότυφων άναστατώστε, μιλήστε γιά τους αστραγάλους καί γιά τά γόνατα τους. Μά, πάνω ά π ' δλα, πηγαίνετε στους θετικούς εκείνους — χτυπήστε τους τήν πόρτα! Πέστε ότι δέν κάνετε καμιά δουλειά καί ότι θά ζήσετε αιώνια. 1. Περιοδικό πού δέν εκτιμούσε ό Πάουντ. 2. Έκδοτης τοΰ περιοδικού ((Θεατής».
—20—
Η "Ανοιξη τ
Ηρι μέν α'ΐ τε κυδώνιαι. "Ιβυκος
Ή Κυδωνιά "Ανοιξη μέ τήν ακολουθία της, Μελιές καί Νηρηίδες, Βαδίζοντας μέσα σέ άνεμο σφοδρό άπό τή Θράκη, Στό δασωμένο τούτο τόπο Σκορπάει άκροφτέρουγα χρυσά, Καί κάθε αμπέλι Ντύνεται τήν καινούργια του λαμπρότη. Καί ό πόθος άγριος Πέφτει σά μαύρη αστραπή. Καρδιά αναστατωμένη, "Αν καί ό κάθε κλώνος ξανακερδίζει αυτό πού έ'χασε τόν περασμένο χρόνο, Εκείνη, πού πέρασε έδώ μέσα άπό τά κυκλάμινα, Τώρα μόνο ενα ανάερο φάντασμα κινεί.
—21 —
.lbatre Αυτή ή κυρία μέ τό λευκό μπουρνούζι, πού ονομάζει πενιουάρ, Είναι, τουλάχιστον ώς τώρα πού μιλάμε, του φίλου μου ερωμένη, Καί τοΰ μικροΰ σκυλιού της τά λευκά καί ντελικάτα πόδια Δέν είναι πιό κομψά άπό τά δικά της, Ακόμα ούτε καί ό 'ίδιος ό Γκωτιέ δέ θά καταφρονούσε τόν ανταγωνισμό τους στή λευκότητα "Ετσι όπως κάθεται σ ' εκείνη τή μεγάλη πολυθρόνα Ανάμεσα στά δυό κεριά τά νυσταγμένα.
ausa Γιά τέσσερις ανθρώπους συνταιριάζω αυτές τίς λέξεις, Κάποιοι άλλοι 'ίσως τυχαία τίς ακούσουν, Ώ κόσμε, πόσο θλίβομαι γιά σένα, Πού αυτούς τούς τέσσερις ανθρώπους δέ γνωρίζεις.
ιντολή Πηγαίνετε, τραγούδια μου, στόν ανικανοποίητο καί στό μοναχικό, Πηγαίνετε σ' αυτόν μέ τά κουρελιασμένα νεΰρα, σ ' αυτόν πού τής συμβατικότητας έγινε σκλάβος, Καί δώστε τους τήν καταφρόνια μου γιά τούς δυνάστες. Πηγαίνετε σάν κύμα παγωμένο καί πελώριο Τήν καταφρόνια μου γιά τούς δυνάστες. Μιλήστε γιά τήν ασυνείδητη επιβολή, Μιλήστε γιά όσους τυραννούν γιατί δέν έχουν φαντασία, Μιλήστε ενάντια στους δεσμούς. Πηγαίνετε σ ' εκείνη τήν άστή πού άπό ανία πεθαίνει, Πηγαίνετε στων προαστίων τίς γυναίκες. Πηγαίνετε στους κακοπαντρεμένους, Πηγαίνετε στους άτυχα ζευγαρωμένους, Στή σύζυγο πού αγοράστηκε, Σ ' αυτήν πηγαίνετε πού έγινε κληρονόμος. Πηγαίνετε σ' εκείνους μέ τούς εξευγενισμένους πόθους, Πηγαίνετε σ ' αυτούς πού οί λεπτές επιθυμίες των ναυάγησαν, Πηγαίνετε σάν καταλύτης στή νωθρότητα τοΰ κόσμου· Πηγαίνετε μέ τίς αιχμές σας εναντίον τους, Δώστε τή δύναμη σέ αδύναμες χορδές, Δώστε κουράγιο στά πλοκάμια καί στά φύκια τής ψυχής. Πηγαίνετε μέ τρόπο φιλικό, Πηγαίνετε μέ λόγο θαρρετό. Αναζητήστε πρόθυμα καινά δαιμόνια, καινούργια αγαθά, Σταθήτε ενάντια σέ κάθε ε'ίδους καταπίεση. Πηγαίνετε σ ' αυτούς πού μέ τά χρόνια έχουν παχύνει, Σ ' αυτούς πού έχασαν πιά τά ενδιαφέροντα τους. Πηγαίνετε στους έφηβους πού μές στήν οικογένεια πνίγονται — "Ω, πόσο αποτρόπαιο ε ι ν ' αυτό Νά βλέπεις τρεις γενιές συνωστισμένες στό ΐδιο σπίτι! Κάτι σά δέντρο γέρικο μέ νέα βλαστάρια, Καί μέ κλαδιά πού πέφτουν καί ρημάζουν.
—24—
Βγήτε αψηφώντας τήν κοινή γνώμη, Έναντιωθήτε στή χλιαρή δουλεία τοΰ αίματος. Έναντιωθήτε σέ κάθε ε'ίδους εξουσία.
—25-
ί,ά σύμβαση Μιά σύμβαση κάνω μαζί σου, Ούώλτ Ούίτμαν — Σέ αποστρεφόμουνα έδώ καί χρόνια. Σέ σένα έρχομαι σάν τό παιδί τό αναστημένο Ά π ό ένα χοντροκέφαλο πατέρα* Είμαι πολύ μεγάλος πιά γιά ν ' αποχτήσω φίλους. Έ σ ύ 'σουνα πού έκοψες τό ξύλο τό καινούργιο, Τώρα ήρθε ή ώρα γιά τό σκάλισμα. Καί οί δυό μιά ρίζα έχουμε, μιά ψίχα — Καιρός, λοιπόν, νά συνεννοηθούμε.
-26-
urgit fama Α ν α κ ω χ ή έγινε ανάμεσα στους θεούς, Φάνηκε ή Κόρη στό Βορρά Στή γκριζογάλαζη τή θάλασσα γλιστρώντας Μέ επίχρυση άπό υφαντό έσθήτα. Βρήκε πάλι τή μάνα του τό στάρι κι εκείνη, ή Λευκονόη, Πού δέν αδιαφόρησε ποτέ γιά τίς γυναίκες, Τώρα δέν αδιαφορεί ούτε γιά τή γή. 2
Ό πονηρός Ερμής είναι κι αυτός έδώ' Μέ ακολουθεί "Ετοιμος γιά ν ' αρπάξει ό,τι π ώ , "Ετοιμος νά τό διαδώσει* Καί νά προσθέσει τά δικά του Πανούργος, πολυμήχανος, Μέ τίς παραλλαγές πού τόν συμφέρουν Ά λ λ ά έσύ, πές τήν αλήθεια, έστω καί κατά γράμμα: « Ακόμα μιά φορά στή Δήλο, ακόμα μιά φορά τρέμει ό βωμός, Α κ ό μ α μιά φορά ακούγεται τό άσμα. Α κ ό μ α μιά φορά οί μηδέποτε εγκαταλειμμένοι κήποι Ανθοφορούν κουτσομπολιά καί παραμύθια». 1. Κυκλοφορεί ή φήμη" λέγεται,(Σ.τ.Μ.) 2. Ή Περσεφόνη (Σ.τ.Μ.)
—27—
Χ ο ρ ευτικη φιγούρα Γιά τό γάμο στήν Κανά τής Γαλιλαίας
Γυναίκα μέ τά μαύρα μάτια, 'Ω, σύ, γυναίκα τών ονείρων μου, Μέ τά σανδάλια άπό φίλντισι Καμιά άπό τίς χορεύτριες δέν είναι σάν εσένα, Μέ πόδια τόσο γρήγορα. Σ ' αναζητούσα μάταια στίς σκηνές, Μέσα στό ανήσυχο σκοτάδι. Καί δέ σέ βρήκα ούτε στοΰ πηγαδιού τό φιλιατρό, "Οπου μαζεύονται οί γυναίκες μέ τίς στάμνες. Σά νέο δεντράκι κάτω άπ ' τή φλούδα τά ντελικάτα μπράτσα σου* Σάν ποταμός μέ φώτα ή μορφή σου. Λευκοί σάν ψίχα αμύγδαλου οι ώμοι σου* Σά φρέσκο αμύγδαλο ξεφλουδισμένο. Δέ σέ κρατάνε δέσμια μέ ευνούχους· Ούτε μέ αλυσίδες χάλκινες. "Οπου ξαπλώνεις περουζές επίχρυσος καί ασήμι. Σκοΰρο χιτώνα υφασμένο μέ σχέδια άπό χρυσοκλωστή έ'χεις ζαρώσει γύρω σου Ω. Ναθάτ — Ίκανει, «Δέντρο πλάι στό ποτάμι».
Υ
Σάν τό ρυάκι ανάμεσα στά βρύα νοιώθω τά χέρια σου επάνω μου Τά δάχτυλα σου ρεύμα παγωμένο. Σά βότσαλα λευκά οί θεραπαινίδες σου Γύρω σου ή μουσική τους!
-
Καμιά άπό τίς χορεύτριες δέν είναι σάν εσένα, Μέ πόδια τόσο γρήγορα.
-28-
-
Απρίλης Nympharum membra disjecta
"Εφτασαν τρία πνεύματα κοντά μου Καί μέ τράβηξαν μακριά Έ κ ε ϊ δπου τά λιόκλαδα Κείτονται μαδημένα π ά ' στό χώμα: Ωχρή σφαγή κάτω ά π ' τό θάμπος. 1. Σκορπισμένα μέλη Νυμφών (Σ.τ.Μ.)
-29-
1
Gentildonna Πέρασε καί δέν άφησε εκείνο τό σπαρτάρισμα στίς φλέβες εκείνη πού Καθώς κινιότανε ανάμεσα στά δέντρα, ένα μέ τόν αγέρα πού έσχιζε, Αναστατώνοντας τή χλόη όπου πάτησε, υπομένει: Λιόκλαδα γκρίζα κάτω άπό βροχερό, ψυχρό ουρανό.
-30-
ο καταφύγιο 'Ω λιγοστοί έσεΐς, αβοήθητοι στή χώρα μου. 'Ω απομεινάρι σκλαβωμένο! Καθημαγμένοι καλλιτέχνες, πλανήτες, χαμένοι σέ χωριά, Καχύποπτοι, αντιρρησίες, Ανέστιοι, του κάλλους εραστές, Κατατρεγμένοι άπό τό σύστημα, Αδύναμοι μπροστά στήν εξουσία* ' Εσείς πού δέ φθαρήκατε Θηρεύοντας επιτυχίες, Έσεΐς πού δέν ενδιαφέρεστε παρά μονάχα γιά τό λόγο, 'Εσείς πού δέ σκληρύνατε μέ τίς επαναλήψεις: ' Εσείς, τής λεπτισμένης α'ίσθησης, Οί τσακισμένοι άπό τήν κούφια γνώση Σεις, πού άπό πρώτο χέρι μπορούσατε νά ξέρετε, Καχύποπτοι, απομονωμένοι, μισημένοι: Τούτο σκεφτήτε: Πώς άντεξα στήν καταιγίδα, Πώς σφυρηλάτησα τήν εξορία μου.
- 3 1 -
Μ ερικές ακόμα οδηγίες Τραγούδια μου, ελάτε νά εκφράσουμε τά ταπεινότερα μας πάθη, Νά εκφράσουμε τό φθόνο μας γιά κεϊνον μέ τη σταθερή δουλειά καί καμιάν έγνοια γιά τό μέλλον. Τραγούδια μου, είστε πολύ τεμπέλικα. Θά 'ναι κακό τό τέλος σας φοβάμαι. Στους δρόμους κοντοστέκεστε, Στίς στάσεις τών λεωφορείων καί στίς γωνιές χασομεράτε, Καί, μέ μιά λέξη, τίποτα δέν κάνετε. Ούτε καί τήν ευγένεια μας τή βαθύτερη δέν μπαίνετε στόν κόπο νά εκφράσετε, Θά 'ναι πολύ κακό τό τέλος σας. Κι εγώ; Έ γ ώ έγινα μισότρελος, Τόσο πολύ κουβέντιασα μαζί σας ώστε σας βλέπω πάντα γύρω μου, Τέρατα αναίσχυντα μικρά, αδιάντροπα, γυμνά! 'Όμως, εσύ, τό νεότερο τραγούδι ά π ' τό σωρό, Δέν έχεις μεγαλώσει αρκετά, δέν πρόφτασες νά κάνεις τό κακό, Πράσινη ρόμπα άπό τήν Κίνα θά σου πάρω Μέ δράκους κεντημένη, Κι άπό μετάξι πανταλόνια κόκκινα Ά π ό τό άγαλμα του Χρίστου της Σάντα Μαρία Νοβέλλα, Μήπως καί μας κατηγορήσουνε δτι μας λείπει γούστο "Η οτι ή φαμίλια μας δέν είναι άπό σόι.
-32-
σμα τών αναβαθμών I Μέ χρώματα κινέζικα ξεκούρασε με, Γιατί φοβάμαι τό γυαλί είναι κακό. II Ό άνεμος περνάει πάνω ά π ' τό στάρι Μέ θρόισμα ασημένιο, "Ενας λεπτότατος πολεμικός αχός μετάλλων. Ξέρω τό χρυσαφένιο δίσκο, Τόν έχω δει νά λιώνει πάνωθέ μου. Γνώρισα τής αστραφτερής πέτρας τόν τόπο, Τό δώμα τών αγνών χρωμάτων. III Q έσύ γυαλί διακριτικά κακό, ώ σύγχυση χρωμάτων! δέσμιο φως κατακερματισμένο, ψυχή τοΰ αιχμαλώτου, Γιατί προϊδεάζομαι; Γιατί αποπέμπομαι; Γιατί ή λάμψη σου είναι γεμάτη άπό περίεργη δυσπιστία; Ώ , μυστηριακό γυαλί, πανοΰργο, ώ σκόνη άπό χρυσάφι! "Ω νήματα κεχριμπαριοΰ, ιριδισμέ διπρόσωπε! r
-33-
Ιτε Εμπρός, λοιπόν, τραγούδια μου, κινείστε αναζητώντας έπαινο άπό τούς νέους καί τούς απόλυτους, Μονάχα ανάμεσα στους εραστές τής τελειότητας. Μείνετε πάντα μέσα στοΰ Σοφοκλή τό σκληρό φως Καί μέ χαρά δεχτείτε τίς πληγές σας ά π ' αυτό.
—34—
D um capitolium scandet
1
Πόσοι θά 'ρθοΰν μετά άπό μένα νά τραγουδήσουν τόσο καλά δσο κι εγώ, κανείς καλύτερα* Ν ' αφηγηθούν τής δικής τους αλήθειας τήν καρδιά "Οπως έγώ τούς έμαθα νά λένε* Καρποί σποράς δικής μου, Ω άκατανόμαστα παιδιά μου. Θέλω νά ξέρετε ότι σας αγαπούσα άπό παλιά, Καθάριοι ομιλητές, γυμνοί στόν ήλιο, ανεμπόδιστοι. ν
1. Ένώ ανεβαίνει στό Καπιτώλιο (Σ.τ.Μ.)
-35-
ο καλόν Καί στά Ονειρα σου ακόμα μέ απαρνήθηκες Καί μου 'στειλες μονάχα τίς θεραπαινίδες σου. 1. Ελληνικά στό κείμενο (Σ.τ.Μ.)
-36-
Η σπουδή στήν αισθητική Τά πολύ μικρά παιδιά, έκεϊνα μέ τά μπαλωμένα ρούχα, Πού βασανίζονται άπό μιάν ασυνήθιστη σοφία, Διακόψαν τό παιχνίδι τους καθώς περνούσε εκείνη Καί τής φώναζαν μέσα άπό τά κοχύλια τους: Guarda! Ahi, guarda! ch' e be'a!
1
"Ομως, τρία χρόνια αργότερα "Ακουσα τό νεαρό Ντάντε, πού τό επώνυμο του δέν τό ξέρω — Γιατί υπάρχουν στή Σιρμιόνε, ε'ίκοσι οχτώ Ντάντε καί τριάντα τέσσερις Κάτουλοι* Τότε, είχαν καλή ψαριά μέ τή σαρδέλλα, Καί οί μεγαλύτεροι Τήν ταχτοποιούσαν σέ ξύλινα κιβώτια μεγάλα Γιά τήν αγορά τής Μπρέσκια κι εκείνος Πηδοΰσ' έδώ κι έκεϊ τραβώντας τά ψάρια πού άστραφταν Καί μπερδευότανε στά πόδια τους· Μάταια αυτοί του φώναζαν: sta fermo! Κι άφοΰ εϊδε πώς δέν τόν άφηναν κι αυτόν νά τακτοποιήσει Τά ψάρια στά κιβώτια Χάιδεψε εκείνα πού είχαν κιόλας τακτοποιήσει, ψιθυρίζοντας γιά ολότελα δική του ικανοποίηση Τήν 'ίδια φράση: Ch' e be'a. Κι έγώ ένοιωσα κάποια απογοήτευση.
-37-
Salvationists
1
I Γιά τελειότητα ελάτε νά μιλήσουμε, τραγούδια μου — "Οσο κι άν γίνουμε δυσάρεστοι. II "Αχ ναί, ας ξαναζωντανέψουμε, τραγούδια μου, Εκείνο τόν πολύ θαυμάσιο δρο Rusticus Κι ας τόν χρησιμοποιήσουμε σέ όλες του τίς καταισχύνες "Οπου μπορεί νά χρησιμοποιηθεί. Κι άν σεις μπορεί καί ν ' άρνηθήτε νά τίς κάνετε αθάνατες, 'Εμείς θά τίς νοιαστούμε, κι εκείνες καί τίς θέσεις τους Μέ λεπτισμένη Καί ξεχωριστή σιωπή. 2
III Εμπρός, τραγούδια μου, "Ας πάρουμε τά δπλα ενάντια στό κύμα τής βλακείας — Αρχίζοντας ά π ' το Mumpodorus "Ενάντια στής χυδαιότητας τό κύμα — Αρχίζοντας άπό τό Nimmim Ε ν ά ν τ ι α στων ηλιθίων τό κύμα — "Ολων εκείνων τών Bulmenian φιλολογούντων. 3
4
5
1. Μέλη τοΰ Στρατού τής Σωτηρίας 2. 'Αγροϊκος, αγροτικός 3. 4. Ψευδώνυμα 5. Αναφέρεται στή φιλολογική συντροφιά τοϋ Bloomsbury (Σ.τ.Μ.)
-38-
Ε πιταφιο Ή Λευκίς, πού δίψαγε γιά ενα Μεγάλο Πάθος, Πεθαίνει μέ τήν πρόθεση νά σέ υποχρεώσει.
-39-
Ο
Άρίδης
Ό ντροπαλός Άρίδης Παντρεύτηκε μιά άσχημη γυναίκα, Είχε πλήξει αφάνταστα μέ τή ζωή πού έ'κανε, "Ετσι αδιάφορος καί αποθαρρυμένος σκέφτηκε ότι μπορούσε Νά κάνει αυτό ή κι ο,τιδήποτε άλλο. «Στόν εαυτό μου είμαι άχρηστος», είπε μονολογώντας, «"Ας τηνε, αφού τό θέλει, άς μέ πάρει». Καί τράβηξε στή μοίρα του.
-40-
μπανιέρα "Οπως σέ μιά μπανιέρα μέ πορσελάνη λευκή επιχρισμένη Τελειώνει τό ζεστό νερό ή χλιαίνει, "Ετσι αρχίζει νά ψυχραίνει καί τό ευγενές μας πάθος, *Ω μυριοπαινεμένη — όμως Οχι καί απόλυτα ικανοποιητική —κυ ρά μου.
—41 —
Τ α ταμπεραμέντα Ε ν ν έ α μοιχείες, 12 παράνομοι δεσμοί, 64 πορνείες καί κάτι πού πλησιάζει στό βιασμό Φωλιάζουν κάθε νύχτα στήν ψυχή τοΰ ντελικάτου φίλου μας Φλοριάλις, Κι όμως, ό άνθρωπος συμπεριφέρεται μέ τόση ηρεμία καί πειθαρ"Ωστε νά τόν περνάει κανείς γιά άτονο καί ψυχρό. Α ν τ ί θ ε τ α , ό Βαστιδίδης, πού δέ μιλάει καί δέ γράφει γιά τ ί π ο τ ' άλλο εξω άπό συνουσίες, Δίδυμα απόχτησε, Μόνο πού τό κατόρθωμα του αυτό τό πλήρωσε άκριβά' Γιατί χρειάστηκε νά εξαπατηθεί τετράκις.
-42-
Φιλίες Οί πιό πολλοί φίλοι παλιοί W.B.Y(eats)
I Σέ κάποιον πού επέστρεψε
ΰστερ' άπό χρόνια.
Φορούσες τά ΐδια σοβαρά κι άπλά σου ροΰχα, Δέ χάρηκες καθόλου τούς θριάμβους μου, Είχες τόν 'ίδιο αέρα τής παλιάς σου συγκατάβασης Ανάμικτο μ' ένα περίεργο φόβο Κάτι πού έγώ προσωπικά πολύ θά είχα χαρεί. Te Voila, mon Bourrienne, θά γίνεις κι εσύ αθάνατος. II Σέ κάποιον
άλλον
Κι έσέναν αποχαιρετάμε επίσης, Γιατί έδειξες πώς δέν κατάλαβες ποτέ "Οτι 'ταν παρασιτική ολότελα ή σχέση σου* Ακόμα, στά συμπόσια μας δέν έκόμισες Οΰτ' ευφυία, ούτε κέφι, ούτε τή στάση εκείνη τήν ευχάριστη τής μαθητείας. III "Ομως μ' εσένα, bos amic, συνεχίζουμε, Γιατί σοΰ έχουμε μιά γνήσια οφειλή: Παρά τά ολοφάνερα ψεγάδια σου, Κάποτε ανακάλυψες ένα υποφερτό εστιατόριο. IV Iste fuit vir incultus, Deo laus, quod est sepultus, Vermes habent eius vultum A-a-a-a - A-men.
-43-
Ego autem jovialis Gaudero contubernalis Curn jocunda femina . 1
1. "Αξεστος ήταν ό άνθρωπος αυτός, Δόξα σοι ό θεός, πού τώρα είναι νεκρός Καί τά σκουλίκια τρων τό πρόσωπο του Α-α-α-α — 'Α-μήν. "Ομως έγώ ό Δίας Θ' απολαμβάνω ζώντας Τή θελκτική γυναίκα του. (Σ.τ.Μ.)
—44—
Meditatio "Οταν παρατηρώ μέ προσοχή τίς περίεργες συνήθειες τών σκύλων ' Υποχρεώνομαι νά συμπεράνω "Οτι ό άνθρωπος είναι τό ανώτερο ζώο. "Οταν παρατηρώ μέ προσοχή του άνθρωπου τίς περίεργες συνή θειες Φίλε μου, ομολογώ 6τι τά χάνω.
—45—
ιτόν πλούσιο Ποιος ε ί μ ' εγώ, ώ πλούσιε, νά σέ καταδικάσω, Έ γ ώ ό τόσο πικραμένος Ά π ' τή φτώχεια "Οσο κι έσύ άπό τ ' ανώφελα σου πλούτη;
-46-
,υρίες ΑΓΑΘΗ Τέσσερις καί σαράντα εραστές είχε ή Ά γ ά θ η κάποτε, Κι όλους τούς απαρνήθηκε" Τώρα έπεσε σέ μένα γυρεύοντας μου έρωτα Ά λ λ ά καί τά μαλλιά της πέφτουν. ΝΕΑΡΗ ΚΥΡΙΑ "Εθρεψα τή θεότη σου μέ παπαρούνες, Τρία χρόνια ολόκληρα σέ λάτρεψα" Τώρα γρινιάζεις, γιατί τό φόρεμα δέ σοΰ ταιριάζει Κι έτυχε νά στό π ώ . LESBIA ILLA Μέμνων, Μέμνων, εκείνη ή γυναίκα Πού τριγυρνούσε ανάμεσα μας Μέ τόσο θελκτική αβεβαιότητα, Τώρα είναι παντρεμένη Μέ ένα νοικοκύρη Βρεττανό. Lugete, Veneres! Lugete, Cupidinesque!
1
ΠΕΡΑΣΜΑ Σάν Αφροδίτη αψεγάδιαστη, Πεντάμορφη, "Αμυαλη, Ή ανεπαίσθητη όσμή ά π ' τό άρωμα σου Τόσο ανεπαίσθητη, σάν τίς γραμμές σκληρότητας γύρω άπό τό πηγούνι σου, Μου επιτίθεται, άλλά σχεδόν ελάχιστα μ' ενδιαφέρει. 1. Θρηνήστε, Άφροδίτες! Θρηνήστε κι εσείς, "Ερωτες! —47—
Φ^υλλιδούλα ' Η Φυλλιδούλα είναι αχαμνή άλλά ερωτιάρα, "Ετσι τήν προίκισαν οί θεοί, Στήν ηδονή νά παίρνει περισσότερα άπ ' ό,τι είναι νά δίνει* "Αν δέ μπορεί νά εκτιμήσει αυτό τό δώρο Τότε ας αλλάξει τή θρησκεία της.
-48-
ά πρότυπα Ή "Ηριννα είν' ένα πρότυπο μητέρας, Τά παιδιά της δέν ανακάλυψαν τίς μοιχείες της ποτέ. Καί ή Λαλάγη είναι πρότυπο μητέρας, Οί νεαροί βλαστοί της ε ί ν ' ευτραφείς κι ευτυχισμένοι.
-49-
oda Τραγούδια μου, Τί τάχα ψάχνετε νά βρείτε έτσι περίεργα καί παθιασμένα στά πρόσωπα του κόσμου, Μήπως ζητάτε τούς χαμένους σας νεκρούς ανάμεσα τους;
-50-
Τ ό μάτι πού βλέπει Τά σκυλάκια κοιτάζουν τούς μεγάλους σκύλους* Επισημαίνουν τίς βαριές τους διαστάσεις Καί τίς περίεργες ατέλειες τής όσφρησης. Έ δ ώ είναι μιά χαρακτηριστική αρσενική ομάδα: Οί νεαροί κοιτάζουν τούς πρεσβύτερους, Μελετάνε τή γέρικη τους σκέψη Κι επισημαίνουν τούς ανεξήγητους συσχετισμούς της. Είπε ό Τσίν - Τσού: Στους νέους μόνο καί στά μικρά σκυλιά Μπορεί νά βρει κανείς τή λεπτολόγο παρατήρηση.
—51 —
.ncora "Υψιστε Θεέ! Λένε πώς είσαστε risque, Ω canzonetti! Έμεΐς πού βγήκαμε στίς 4 π.μ. τοΰ κόσμου Συνθέτοντας τίς άλβες μας, Έμεΐς πού αποτινάξαμε μαζί μέ τά κουνέλια τή δροσιά, Έμεΐς πού έχουμε δει ακόμα καί τήν "Αρτεμη νά δένει τά σανδάλια της, Ακούσαμε ποτέ μας κάτι τέτοιο; Ω βουνά τής Ελλάδας!! Έ λ α τ ε γύρω μου, ώ Μούσες! 'Όταν καθίσαμε στή γρανιτένια κώχη τοΰ Ε λ ι κ ώ ν α Ντυμένοι μέ κουρέλια άπό ήλιοφώς, Ω Μοΰσες μέ τά λεπτά άντικνήμια, Μοΰσες μέ τίς πανέμορφες στά γόνατα κλειδώσεις, "Οταν βρέξαμε καί βραχήκαμε Μέ τό λαμπρόν άφρό τής Κασταλίας, Έρριξαν πάνω μας ποτέ ένα τέτοιο επίθετο!! Τ
ν
ν
—52—
Dompna pois de me no 'us cal" ( Ά π ό τά Προβηγκιανά του Ά ν Μπερτράν ντέ Μπόρν) Καλή μου Αρχόντισσα, ά φ ' ότου πιά δέ νοιάζεσαι γιά μένα, Καί μ' έχεις αποδιώξει Αναίτια, Δέν ξέρω που καί τί ν ' αναζητήσω, Γ ι α τ ' είμαι σίγουρος "Οτι δέν είναι πιά νά δρέψω Μιά τόσο πλούσια χαρά, ακόμα κι άν τήν εύρω Τήν κυρά πού ή όψη της θέ νά μιλάει Στόν πόθο μου, μέ τή δική σου αντάξια, πού τώρα έχω χάσει, Δέν θά 'βρω άλλη αγάπη, ό,τι κι άν δώσω. Κι αφού δέ θά μπορέσω νά 'βρω όμοια μέ σένα Τέτοια ομορφιά, τέτοια καρδιά, Μιά τέτοια φλόγα καί σβελτάδα, Μιά τέτοια τέχνη Στήν αμφίεση, τέτοια ζωντάνια Μέ δώρα τόσο απλόχερα καί τόσο αληθινά, Θά βγω γυρεύοντας, Ά π ό τήν καθεμιά κάτι νά πάρω Νά φτιάξω ένα είδωλο γυναίκας "Ωσπου καί πάλι πρόθυμη νά σέ 'βρω. Μπέλ Σαμπελέν, παίρνω άπό σέ τά χρώματα σου, Γ ι α τ ' είναι γνήσια, καί τή ματιά σου Πού μέσα της ό έρωτας φωλιάζει, Κι έδώ, κάνω κάτι ολότελα εγωιστικό, Γιατί στό χρώμα καί στά μάτια Δέ θά μοΰ λείψει τίποτα, Α φ ο ύ θά έχω τά δικά σου. Στή Μιντόν Έ λ ί ς (τοΰ Μονφόρ) θ ' αναζητήσω Τό λόγο τόν ευθύ καί ανεμπόδιστο, Μήν υστερήσει τό ε'ίδωλό μου σ' εξυπνάδα.
-53-
Στό Καλαί θά 'θελα ή 'ΐποκόμησσα Νά δώσει Ολο κι όλο Τά χέρια της καί τό λαιμό της, Κι έπειτα νά 'παιρνα τό δρόμο Γιά τό Ροσκουάρ, Γοργά γιά τήν αρχοντοπούλα μου τήν Ά ν , Διαπιστώνοντας πώς τοΰ Τριστάνου ή Ίζόλδη ποτέ δέν είχε Μπούκλες τόσο χαριτωμένες, γιά νά τό μάθετε τό λέω, Ά ν καί ή φήμη τους ήταν γνωστή άπό καιρό. Ά π ό τήν Όντιάρ στό Μαλμόρ, Παρόλο πού ά π ' τά βάθη τής καρδίας της Εύχεται τό κακό μου, Θά 'θελα νά 'χα τή διάπλαση της Τήν τόσο τεχνικά δεμένη, Τήν αψεγάδιαστη, γιατί ή αγάπη της Δέ χαλαρώνει, ούτε πισωδρομεϊ. ' Ε γ ώ απαιτώ άπό τή Μιέλ-ντέ-μπέν Τ ' ολόφρεσκο στητό κορμί της, Αυτή είναι τόσο λυγερή καί τόσο νέα, Πού τό όποιο φόρεμα τήν αδικεί. Κάτασπρα δόντια ά π ' τήν αρχοντοπούλα Φαιντιτά Γυρεύω, καί τήν έκλεπτισμένη αβρότητα Πού έχει, Οταν καλωσορίζει κάποιον, Κι εκείνες δά τίς απαντήσεις πού σκορπάει Μές στή φωλιά της Ά π ό τήν Μπέλ Μιράλ, τά υπόλοιπα, Κορμοστασιά ψηλή καί χάρη, Ε ί ν ' επιδέξια πολύ Νά τά χρησιμοποιεί κι ακόμα Ούτε τά παίρνει πίσω, ούτε αλλάζει. -
"Αχ, επιτέλους, Μπέλ Σενέρ, Μαίν, Τίποτα δέ ζητάω άπό σένα, Μόνο πού έχω τέτοια λαχτάρα Γ ι ' αυτό τό φάντασμα Τήν 'ίδια πού έχω καί γιά σένα, τήν 'ίδια φλογερή αγκαλιά,
-54-
Καί τό 'χω γιά καλύτερο Νά στό ζητώ, άπό τό νά κρατώ μιάν άλλη, "Εστω κι άν τή φιλώ κι άν τή σφιχταγκαλιάζω. Καλή κυρά μου, γιατί μέ απόδιωξες, Α φ ο ύ ξέρεις καλά πόσο δεμένο μέ κρατάς.
—55—
Ο ερχομός τοΰ πολέμου: Ά κ τ α ί ω ν Τής Λήθης μιά εικόνα καί οί αγροί Γεμάτοι άπό ξεθωριασμένο φως άλλά ολόχρυσο, Γκρίζοι γκρεμοί καί κάτωθέ τους Θάλασσα Ακόμα πιό σκληρή κι ά π ' τό γρανίτη, ανήσυχη, ποτέ γαληνεμένη* Σχήματα υψηλά μέ τών θεών τήν κίνηση, "Οψη επικίνδυνη, Καί κάποιος ειπε: «Νά ό Ά κ τ α ί ω ν » . Ό Ά κ τ α ί ω ν μέ τίς χρυσές περικνημίδες! Πάνω άπό Ομορφους λειμώνες, Πάνω ά π ' τή δροσερή επιφάνεια αύτοΰ τοΰ άγροϋ Ανήσυχες, αεικίνητες Στρατιές ενός αρχαίου λαου, ' Η σιωπηλή πομπή.
—56—
,ετά τόν Τσ'ου Γιουάν Θά π ά ω στό δάσος "Οπου οί θεοί κυκλοφορούν μέ πασχαλιές στεφανωμένοι, Πλάι στήν άσημογάλανη πλημμύρα άλλοι κινούνται μέ αμάξια φιλντισένια. "Ερχονται έκεϊ πολλές παρθένες νά κάψουνε σταφύλια, φίλε μου, γιά τίς λεοπαρδάλεις, Γιατί λεοπαρδάλεις σέρνουνε τ ' αμάξια. Στό ξέφωτο θά περπατήσω, Θα βγω ά π ' τό καινούργιο σύδεντρο καί θά σιμώσω στήν πομπή τών κοριτσιών.
—57—
Λ ιού Τσ'έ Τό θρόισμα ά π ' τό μετάξι πιά σταμάτησε, Σωρός ή σκόνη στήν αυλή, Ή χ ο ς βημάτων δέν υπάρχει καί τά φύλλα "Ενας σωρός μένουν ακίνητα, Κι εκείνη πού 'κανε τήν καρδιά ν ' άναγαλιάζει κάτω ά π ' αυτά: Φύλλο νωπό πού κόλλησεν επάνω στό κατώφλι.
-58-
Β ε ν τ ά λ ι α γιά τόν Αυτοκράτορα της
Τ
Ω βεντάλια άπό λευκό μετάξι, διάφανη σάν τήν παγωνιά πάνω σέ φύλλα χλόης, Κι εσένα ακόμα παραπέταξαν.
-59-
Τ σ ' άϊ Τσί 'χ Πέταλα πέφτουν στήν πηγή, πορτοκαλιά φύλλα άπό ρόδα, Καί ή ώχρα τους κολλάει πάνω στήν πέτρα.
-60-
Σ ' ένα σταθμό του μετρό Τ* δράμα εκείνων τών προσώπων μές στό πλήθος· Πέταλα σέ υγρό, σκοΰρο κλωνάρι.
- 6 1 -
Alba ' Ολόδροση σάν τά ωχρά β'ρεγμένα φύλλα άπό κρινάκι τοϋ αγρού "Ητανε πλάι μου ξαπλωμένη τήν αυγή.
-62-
Ρείκι Ό μαϋρος πάνθηρας στό πλάι μου βαδίζει, Καί πάνω άπό τά δάχτυλα μου Τά πέταλα πετάγονται σά φλόγες. Κάτασπρα σάν τό γάλα τά κορίτσια Κάτω ά π ' τόν πρίνο χαλαρώνουν, Καί ή λεοπάρδαλη τους σάν τό χιόνι Παραφυλάει στά χνάρια μας νά τρέξει.
-63-
Ο φαΰνος Χά! κύριε, νά ξεφυσάς σέ βλέπω καί νά λαγοκοιμάσαι μές στά λουλούδια μου. Μά, πές μου σέ παρακαλώ, άπό κηπουρική τί ξέρεις, εσύ ένας σάτυρος; «"Ελα, "Οστρια , έλα, Ά π η λ ι ώ τ η , Καί δές στόν κήπο μας τό φαΰνο. Μά άν κουνηθήτε ή άν μιλήσετε Αυτός θά τρέξει πάνω σας Καί θά τόν πιάσουνε άπό τόν πανικό σπασμοί.» 1
2
1. Νότιος άνεμος 2.'Ανατολικός άνεμος (Σ.τ.Μ.)
-64-
oitus Επίχρυσοι οί φαλλοί των κρόκων κεντρίζουνε τόν ανοιξιάτικο άνεμο. Ά π ' τους νεκρούς θεούς έδώ δέ μένει τίποτα "Εξω άπό μιά γιορτινή πομπή, Μία πομπή, ώ Τζούλιο Ρομάνο, Κατάλληλη γιά νά δεχτεί τό πνεύμα σου. Διώνη, οί νύχτες σου είναι σκέπη μας. Δροσιά πάνω στό φύλλο. Ξάγρυπνη γύρω μας ή νύχτα. 1. Συνουσία (Λατιν.) Σ.τ.Μ.
συνάντηση "Οσην ώρα κουβέντιαζαν γιά τήν καινούργια ηθική, Τά μάτια της μ' εξερευνούσαν. Κι όταν σηκώθηκα νά φύγω, Τά δάχτυλα της θύμιζαν αραχνοΰφαντο ιστό Χάρτινης γιαπωνέζικης πετσέτας.
—66—
ΒΛαυρες παντούφλες: Μπελλόττι
1
Σ ' ένα τραπέζι λίγο πιό πέρα ά π ' τό δικό μας "Εχοντας βγάλει τίς μικρές καστόρινες παντούφλες, Τά πόδια της νά τά καλύπτουν άσπρες κάλτσες Προστατευμένες ά π ' τό πάτωμα μέ μιά πετσέτα, Κουβεντιάζει: "Connaissez-vous Ostende?" Στήν άλλη άκρη τοΰ εστιατορίου ή φλύαρη Ι τ α λ ί δ α Μέ υπεροψία απαντάει, Ά λ λ ά έγώ μέ υπομονή προσμένω, Νά δώ τή Σελεστίν σάν ξαναβάζει τίς παντούφλες της. Καί νά πού τίς ξαναφοράει μ' έν ' αναστεναγμό.
1. Παλιό εστιατόριο τοΰ Λονδίνου (Σ.τ.Μ.)
,οινωνία Ξέπεφτε ή οικογένεια, Κι έτσι ή μικρή Αύρηλία, Πού είχε χαμογελάσει σέ δεκαοχτώ Μαίους, Τώρα ανέχεται τοΰ Φίδιππου τήν πλαδαρή επαφή.
-68-
Εικόνα άπό τήν ' Ορλεάνη "Εφηβοι τρέχουν μέ άλογα στό δρόμο Σ ' αύτη τή νέα ολόλαμπρη εποχή Τά σπιρουνίζουν χωρίς λόγο, Εξαναγκάζοντας τα νά τρέχουν σάν τρελά. Κι ά π ' τά πηδήματα πού κάνουν Οί οπλές τους οί πεταλωμένες Βγάζουνε σπίθες π ά ' στό καλντιρίμι Σ ' αυτή τή νέα ολόλαμπρη εποχή.
-69-
Πάπυρος "Εαρ Χρόνος πολύς... Γογγύλα 1
1. Ά π ό τό ποίημα τής Σαπφώς: «του... ήρ' ά... δηρατ... Γογγύλα...» (Σ.τ.Μ.)
-70-
fry
lone, dead the long year"
"Ερημοι είναι οί δρόμοι, "Ερημοι είναι οί δρόμοι αυτής τής χώρας Καί τά λουλούδια Γερνούνε τά κεφάλια τους βαριά. Γερνούνε μάταια. "Ερημοι είναι οί δρόμοι αυτής τής χώρας "Οπου ή Ίόνη κάποτε Βάδισε καί τώρα δέ βαδίζει πιά Ά λ λ ά μοιάζει μέ πρόσωπο πού μόλις έχει φύγει.
- 7 1 -
μέρρω ' Η ψυχή σου "Εγινε τόσο φίνα άπό τόν κόρο, Άτθίς. 'Ω Άτθίς, Λαχτάρησα τά χείλη σου. Λαχτάρησα τά μυτερά σου στήθια, Ανήσυχη Έ σ ύ κι ανέγγιχτη. 1. Ελληνικά στό κείμενο (Σ.τ.Μ.)
-72-
1
ό κορίτσι του μαγαζιού Γιά λίγο πάνω μου ακούμπησε Σά χελιδόνι πού ά π ' τόν άνεμο πέφτει σέ τοϊχο, Κι εκείνοι σοΰ μιλούν γιά τίς γυναίκες τοΰ Σουίνμπουρν, Καί γιά τή βοσκοπούλα πού συνάντησε τόν Γκουίντο, Καί γιά τίς πόρνες τοΰ Μπωντλαίρ.
-73-
μερη γάτα «Μέ ξεκουράζει νά'μαι ανάμεσα σέ όμορφες γυναίκες. Γιατί θά πρέπει νά λέει ψέματα κανείς γιά τέτοια θέματα; Τό ξαναλέω: Μέ ξεκουράζει νά μιλάω μέ Ομορφες γυναίκες Ακόμα κι όταν λέμε ανοησίες, Τό γουργούρισμα στίς αόρατες κεραίες Είναι καί διεγερτικό κι ευχάριστο.»
—74—
L ' art, 1 9 1 0 Πράσινο τοϋ αρσενικού πασαλειμμένο σέ όλόασπρο καμβά, Λειωμένες φράουλες! Έ λ α τ ε , νά πανηγυρίσει ή Οραση μας.
imulacra Γιατί αύτη ή άλογοπρόσωπη κυρία, ή απροσδιορίστου ηλικίας Κατεβαίνει τό Λόνγκέικρ άπαγγέλοντας αθόρυβα Σουίνμπορν; Γιατί ετούτο τό μικρό παιδί μέ τήν κατάστικτη ψεύτικη γούνα Σέρνεται στό κατάμαυρο χαντάκι κάτω άπό τήν κληματαριά; Γιατί αυτή ή πραγματικά κομψή γυναίκα μέ πλησιάζει στή Σάκβιλ Στρήτ Α π τ ό η τ η άπό τήν έκδηλη ηλικία τών στολιδιών μου; 1. Όμοιώματα, είδωλα (Λατιν.) Σ.τ.Μ.
-76-
Γυναίκες μπροστά σέ βιτρίνα Τά μπιχλιμπίδια άπό περουζέδες ψεύτικους καί κεχριμπάρια τίς τραβάνε «"Ομοιος στόν Ομοιο»: αύτη ή σύνθεση τοΰ κίτρινου! -
-77-
ιπίλογος Ω προηγούμενα τραγούδια μου "Ησαστε τών εφτά ημερών τό θαύμα. Σάν ε'ίδατε τό φώς στά περιοδικά Κάνατε σάλο στό Σικάγο, Καί τώρα μοιάζετε παλιά καί ξεφτισμένα, Είστε πολύ ξεπερασμένα, Κάτι σάν κρινολίνο ή σάν καλύπτρα, Σάν κάποια γνώριμη, παροδική αντίκα. Καί μόνο ή συγκίνηση απομένει. Οί συγκινήσεις σας; Είναι τοΰ maitre-de-cafe οί συγκινήσεις.
Τ
-78-
Η κοινωνική τάξη I Ό κυβερνητικός αυτός υπάλληλος
Πού ή γυναίκα του είναι κάμποσα χρόνια μεγαλύτερη, "Εχει τόσο χαδιάρικο ύφος Σάν ανταλλάσσει χειραψίες μέ δεσποινίδες. II (Pompes Funebres) ' Η γηραιά αύτη κυρία, Πού ήταν «τόσο γηραιά ώστε νά είναι άθεη», Κείτεται τώρα πλαισιωμένη Μ ' έξη κεριά κι έναν εσταυρωμένο, 'Ενώ ή δεύτερη γυναίκα τοΰ άνεψιοΰ Κάνει τά πράγματα στό σπίτι άνω-κάτω. Οί δυό της γάτες Προηγοΰνται στό άχερούσιο ταξίδι της· Κάτι σά χλωροφορμισμένες σάτι , Μέ τήν ελπίδα νά συμπορευτεί τό πνεΰμα τους Κρατώντας σηκωμένες τίς ουρές, Καί μ' ένα νιαούρισμα διακριτικό άλλά γοερό, Γ ι α τ ' είναι βέβαιο π ώ ς ή γερόντισσα δέν άφησε στόν κόσμο αυτό Κανένα απόηχο 1
"Αν εξαιρέσουμε κάποιους καυγάδες γυναικείους. 1. Οί χήρες τών Ινδών πού πυρπολούνται μέ τό νεκρό σύζυγο τους.
-79-
ό τεϊοποτεΐο Τοΰ τεϊοποτείου τό κορίτσι Δέν είναι τόσο Ομορφο Οσο ήταν, Ό Αύγουστος τήν έχει εξαντλήσει. Δέν ανεβαίνει τόσο πρόθυμα τίς σκάλες* Ναί, σίγουρα κι αυτή μεσόκοπη θά γίνει, Σκορποΰσε γύρω μας τής νεότητας τή φλόγα "Οταν μας έφερνε τίς τηγανίτες Δέ θά σκορπάει γύρω μας πιά Θά' ναι κι αυτή μεσόκοπη.
-80-
ό νησί στή λίμνη Ω Θεέ, ώ Αφροδίτη, ώ Έ ρ μ η , σύ που τούς κλέφτες προστατεύ εις, Παρακαλώ σας, δώστε μου στό πλήρωμα τοΰ χρόνου, ένα μικρο' καπνοπωλεΐο, Μέ τά μικρά, φανταχτερά πακέτα προσεχτικά στά ράφια στοιβαγμένα, Τόν χύμα εύωδιαστό καπνό καί τόν ψιλοκομμένο, Τόν ανοιχτόχρωμο τής Βιρτζίνια μέσα σέ γυάλες λαμπερές Καί μιά Οχι καί τόσο λιγδιασμένη ζυγαριά, Καί οί πόρνες νά περνούν γιά κουβεντούλα "Ετσι, γιά μιά περαστική κουβέντα ή γιά νά φτιάξουν λίγο' τά μαλλιά τους. ν
Ω Θεέ, ώ Αφροδίτη, ώ Έ ρ μ ή , σύ πού τούς κλέφτες προστατεύ εις Δανεΐστε μου ένα μικρό καπνοπωλεΐο, ή βάλτε με σέ μιά οποιαδήποτε δουλειά Έκτος ά π ' τό αναθεματισμένο αυτό επάγγελμα τοΰ λογοτέχνη, όπου χρειάζεται σέ εγρήγορση νά έχεις πάντα τό μυαλό σου.
Τ
Επιτάφια Φού Ά ϊ Ό Φού Ά ϊ αγάπησε τό λόφο καί τό ψηλό τό σύννεφο, Αλίμονο, Ομως, πέθανε ά π ' τό πιοτό. Λί Πό Καί ό Λί Πό πέθανε μεθυσμένος. "Εκανε ν ' αγκαλιάσει ένα φεγγάρι Στόν Κίτρινο Ποταμό.
-82-
^•^ρχαία σοφία, μάλλον κοσμική Ό Σό-Σού ονειρεύτηκε, Κι άφοϋ στό Ονειρο του ήταν κάποιο πουλί, μιά μέλισσα, μιά πε ταλούδα, Αναρωτιότανε γιατί θά 'πρεπε νά 'νιωθε σάν ό,τιδήποτε άλλο, Αυτή 'ταν ή πηγή τής ευτυχίας του.
-83-
ι τρεις ποιητές Ή Καντίντια έχει καινούργιο εραστή Καί τρεις ποιητές έπεσαν νά πεθάνουν. Ό πρώτος έγραψε μιά ελεγεία μακρόσυρτη γιά τή «Χλωρίδα», Στή «ντροπαλή, ψυχρή Χλωρίδα», γιά τή «μοναδική Χλωρίδα». ' Ο άλλος έγραψε ένα σονέτο γιά τό άστατο τών γυναικών Κι ό τρίτος ένα επίγραμμα έκανε γιά τή Καντίντια.
-84-
γύφτος "Est-ce que vous avez vu des autres - des camarades - avec des singes ou des ours?" "Ενας περιπλανώμενος γύφτος - 1912 μ. Χ. 1
Είχε αποκάμει νά βαδίζει, δταν είπε: Μήπως συνάντησες κανέναν άλλον άπό μας, «Μέ αρκούδες καί μαϊμούδες;» — "Ενας γεροδεμένος άντρας μελαψός "Οχι σάν τούς μιγάδες, πάνω στό νοτισμένο δρόμο πού πάει στό Κλερμόν. "Ανεμος ήρθε καί βροχή, Καί ή ομίχλη πύκνωνε γύρω ά π ' τά δέντρα τής κοιλάδας, Πίσω μου ανοίγονταν οί δρόμοι οί μακρινοί, τής γκρίζας "Αρλς καί τής Μπιοκαίρ, Καί είχε πει: «Μήπως συνάντησες κανέναν άπό μας;» Ναί, είχα δει πολλούς ά π ' τούς δικούς του παλιά, τότε ακόμα στή Ροντέ, Νά 'ρχονται άπό τό πανηγύρι τοΰ 'Άη-Γιαννιοΰ Μέ καραβάνια, άλλά ποτέ αρκούδα ή μαϊμού. 1. "Εχετε δει άλλους-συντρόφους-μέ αρκούδες καί μαϊμούδες; (Σ.τ.Μ.)
—85—
Β^ιά παρτίδα σκάκι Δογματική αναφορά σέ μιά παρτίδα σκάκι: Θέμα γιά μιά σειρά εικόνες.
"Αλογα κόκκινα, σκουρόχρωμοι αξιωματικοί, λαμπρές βασίλισ σες, Βγάζουνε σπίθες στή σκακιέρα, κάνοντας μέ μανία «L» στό χρώμα. Φθάνουνε καί χτυπάνε σέ γωνία, διατηρώντας τίς γραμμές τους σ ' ένα χρώμα. Αυτή ή σκακιέρα είναι κάτι ζωντανό καί φωτεινό* καί τά κομμάτια ζωντανά στή διάταξη τους, Σπάζουν καί ξανασχηματίζουνε μέ τίς κινήσεις τους τό σχέδιο: πράσινο φωτεινό άπό τούς βράχους, Χτυπημένα ά π ' τής βασίλισσας τήν κίνηση, ά π ' τό παρακαμτήριο πήδημα τοΰ άλογου. « Υ » τά πιόνια, διαλύονται, χωρίζουν! Στρόβιλος! Κεντρομόλος! Μ ά τ ! Κι ό βασιλιάς μέσα στή δίνη, Χτύπημα, προέλαση σχηματισμών, ευθείες σειρές, χρώματα δυ νατά. Εμποδισμένα φώτα μπαίνουνε διακριτικά. Δραπετεύσεις. Α ν α ζωπύρωση τοΰ αγώνα.
-86-
Provincia deserta Στό Ροσκόρ, "Οπου οί λόφοι παίρνουνε τρεις κατευθύνσεις, Καί τρεις κοιλάδες, μέ φιδίσια μονοπάτια, Πού διχαλώνονται βορρά καί νότο, Υ π ά ρ χ ε ι μιά συστάδα δέντρων... γκρίζων ά π ' τίς λειχήνες. Έ κ ε ΐ περπάτησα κι αναλογίστηκα παλιούς καλούς καιρούς. Στό Καλαί υπάρχει μιά κληματαριά* Γέροι συνταξιούχοι και γριές έλεημένες "Εχουνε τά προνόμια τους — είναι ή φιλανθρωπία, βλέπεις. Σύρθηκα πάνω άπό παλιά δοκάρια, κάτω κοιτάζοντας Τόν Ντρόν, ποτάμι πού τό γέμιζαν κρινάκια. Πρός τήν ανατολή είναι ό δρόμος. κι έκεϊ, ανατολικά είναι ή Όμπετέρ, Μέ ένα γέρο φλύαρο στό χάνι. Στά κατατόπια αυτά ξέρω τό μέρος: Βορειοανατολικά είναι τό Μαρέιγ, ή Λα-Τούρ, Έ κ ε ΐ κοντά είναι τρεις πύργοι στό Μαρέιγ, Καί μιά γερόντισσα, πού χαίρεται ν ' ακούει Ά ρ ν ώ , Πού χαίρεται νά σοΰ δανείζει στεγνά ρούχα. Περπάτησα στό Περιγκόρ, Φλόγες άπό λαμπάδες είδα νά ορθώνονται, Φωτίζοντας τήν πρόσοψη τής εκκλησιάς* Μές στό σκοτάδι άκουσα γέλια ζωηρά.
-87-
Κοίταξα πάλι τό ποτάμι καί είδα τό κτίριο τό ψηλό, Μέ τους μεγάλους μιναρέδες καί τις λευκές κολώνες. Πήγα στό Ριμπεϊράκ καί στό Σαρλά, Ανέβηκα σκαλιά ετοιμόρροπα, άκουσα λόγια τοΰ Κροΐ, Στοΰ "Αν Μπερτράν περπάτησα τους καλοσχεδιασμένους κήπους, Είδα τό Ναρμπόν, τό Καόρ καί τό Σαλύς, Είδα τό 'Εξιντέιγ, προσεχτικά διαμορφωμένο. Είπα: « 'Εδώ έχει βαδίσει ό τάδε. 'Εδώ σκοτώθηκε ό Λεοντόκαρδος. 'Εδώ τραγούδησαν καλά. Κάποιος έτρεξ' εδώ. 'Εδώ ξάπλωσε κάποιος μέ κομμένη τήν ανάσα.» Κοίταξα νότια άπό τό Ότφόρ, καί σκέφτ,ηκα τό Μοντινιάκ, έκεϊ στό νότο. Ξάπλωσα στό Ροκαφιξαντά, στό 'ίδιο επίπεδο μέ τό ηλιοβασίλεμα, 'Εκει είδα νά ξεχύνεται ό χαλκός δίνοντας χρώμα στά βουνά, Είδα χωράφια, ξέθωρα, καθάρια σά σμαράγδι, Κορφές απότομες, ψηλά αντερείσματα καί κάστρα μακρινά. Είπα: α'Εδώ αναπαύονται δρόμοι παλιοί. "Ανθρωποι έχουν περάσει άπ ' αυτές τίς λαγκαδιές "Οπου συγκλίνουν όλα τά περάσματα». Είδα τό Φουά στό βράχο του, είδα ακόμα τήν Τουλούζη καί τήν "Αρλ νά 'χουν πολύ αλλάξει, Είδα ερειπωμένη τή «Ντοράτα». Είπα: «Ρικιέ! Γκουίντο.» Αναλογίστηκα τή δεύτερη εκείνη Τροία, Κάποιο μικρό μέρος πού κάποτε τιμήθηκε στήν Όβερνιά: Δυό άντρες έπαιζαν κορώνα-γράμματα, ό ένας διαφεντεύοντας τό κάστρο,
Ό άλλος στή δημοσιά νά τραγουδάει. Νά τραγουδάει γιά μιά γυναίκα. Ό Όβερνί ά π ' τό τραγούδι ξεσηκώθηκε* Τόν υποστήριξε ό Δελφίνος. «Τό κάστρο στους Όστόρ!» « Ό Πιέρ συνέχισε νά τραγουδάει — Ευχάριστος καί ώραϊος άντρας.» Κέρδισε τή γυναίκα, Καί τήν έ'κλεψε, παρόλο πού οί άλλοι ήταν αρματωμένοι! "Ετσι τελειώνει ή ιστορία. Αυτά τά χρόνια πέρασαν Ό Πιέρ ντέ Μενσάκ πιά δέν υπάρχει. Διάβηκα πάλι αυτούς τούς δρόμους· Καί τούς φαντάστηκα σά νά 'ταν ζωντανοί.
1. "Ερημη επαρχία
-89-
j
Βιογραφικό Σημείωμα
Ο
'Έζρα Πάουντ γεννήθηκε στίς 30 Όκτωβρίου 1885 στό Hailey του Idaho, σπούδασε στο Hamilton College καί στό Πανε πιστήμιο τής Πενσυλβάνια, πήρε πτυχίο νεολατινικών γλωσσών καί γιά ένα μικρό διάστημα δίδαξε στό Wabash College τής Ινδιάνα. Τό 1907 εγκαταλείπει τίς Η.Π.Α., φθάνει στή Βενετία κι έκεΐ τυπώνει τήν πρώτη του ποιητική συλλογή "A Lume Spento" (1908). Τόν 'ίδιο χρόνο φεύγει γιά τήν "Αγγλία, όπου θά παραμείνει ώς τό 1921. Σ ' αυτό τό διάστημα παντρεύεται τή Dorothy Shakespear, γνωρί ζεται μέ τούς λογοτέχνες και καλλιτέχνες τοΰ Λονδίνου, συνεργά ζεται μέ περιοδικά, δημοσιεύει τό δοκίμιο "THE SPIRIT OF ROMAN CE" (1910) καί τίς συλλογές "PERSONAE", "EXULTATION" (1909), "CATHAY" (1915), "LUSTRA" (1916), τά τρία πρώτα CANTOS κάτω άπό τόν τίτλο "QUIA PAUPER ΑΜΑVI" (1918), τό "HUGH SELWYN MAUBERLEY" (1920), κάνει τήν επιμέλεια τών χειρογράφων τής «"Ερημης Χώρας» τοΰ T.S. Eliot καί φεύγει γιά τό Παρίσι. Α ν ά μεσα στόν καλλιτεχνικό κόσμο τής γαλλικής πρωτεύουσας γνωρί ζει τήν Olga Rudge, πού αργότερα θά τόν ακολουθήσει στήν Ι τ α λ ί α καί θά τοΰ χαρίσει τήν κόρη του Μαρία, ενώ άπό τήν Dorothy Shake spear θά γεννηθεί ό γιός του 'Ομάρ. Στό Παρίσι εκδίδονται αρχικά τά πρώτα XVI (16) CANTOS (1925) καί αργότερα, τό 1930, τά XXX (30). Στό Λονδίνο κυ κλοφορεί ή μελέτη του "ABC OF READING" (1934) καί ακολουθούν αλλεπάλληλες οί εκδόσεις τών CANTOS: τό 1935 "XXXI-XLI" (3141), τό 1937-XLII-LI" (42-51) κ α ί τ ό 1940 "LII-LXXI" (52-71). Τό 1941 αρχίζει εκπομπές εναντίον τών συμμάχων άπό τό ραδιοφω νικό σταθμό τής Ρώμης, πού συνεχίζει ώς τό 1944. Συλλαμβάνε ται τό 1945 γιά προδοσία καί, έγκλειστος στό στρατόπεδο τής Πίζας, γράφει τά PISAN CANTOS, πού θά δουν τό φως τής δημοσιό τητας τό 1949. Φυλακίζεται στήν Ουάσινγκτον, άλλά απαλλάσ σεται σάν ψυχασθενής καί μεταφέρεται στό νοσοκομείο St. Elizabeth,
-91-
όπου παραμένει, δώδεκα χρόνια. Στό μεταξύ μεταφράζει καί συ νεχίζει τά CANTOS. Μέ τίς προσπάθειες μεγάλων ονομάτων τής παγκόσμιας λογο τεχνίας α'ίρεται ή κατηγορία τής προδοσίας, ό Πάουντ απελευθε ρώνεται καί φεύγει γιά τήν Ι τ α λ ί α . Έκεΐ, τό 1955, κυκλοφορούν τά CANTOS "LXXXV-XCV" (85-95) καί τό 1959 τά "XCVI-CIX" (96-109), ένώ τά τελευταία οκτώ βλέπουν τό φως τό 1969 στή Ν. 'Τόρκη καί στό Λονδίνο. Τό 1961 βυθίζεται στή σιωπή του καί τήν 1η Νοεμβρίου 1972 πεθαίνει στή Βενετία.
-92-
ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ Εισαγωγικό σημείωμα Tenzone Τά συλλυπητήρια ' Η σοφίτα ' Ο κήπος Ortus Χαιρετισμός Ή "Ανοιξη Albatre Causa Εντολή Μιά σύμβαση Surgit fama Χορευτική φιγούρα Απρίλης Gentildonna Τό καταφύγιο Μερικές ακόμα οδηγίες Ασμα τών αναβαθμών "Ιτε Dum capitolium scandet Τό καλόν ' Η σπουδή στήν αισθητική Salvationists Επιτάφιο Ό 'Αρίδης ' Η μπανιέρα Τά ταμπεραμέντα Φιλίες Meditatio Στόν πλούσιο Κυρίες Φυλλιδούλα Τά πρότυπα Coda
Τ
7 13 14 16 17 18 19 21 22 23 24 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 45 46 47 48 49 50
Τό μάτι πού βλέπει Ancora "Dompna pois de me no 'us call" ' Ο ερχομός του πολέμου: Ά κ τ α ί ω ν Μετά τόν Τ σ ' ου Γιουάν Λιού Τσ' έ Βεντάλια γιά τόν Αυτοκράτορα της Τ σ ' άϊ Τσί 'χ Σ ' ένα σταθμό τοΰ μετρό Alba Ρείκι ' Ο φαΰνος Coitus ' Η συνάντηση Μαύρες παντούφλες: Μπελλότι Κοινωνία Εικόνα άπό τήν ' Ορλεάνη Πάπυρος 'Tone, dead the long year" Ίμέρρω Τό κορίτσι του μαγαζιού "Ημερη γάτα L' art, 1910 Simulacra Γυναίκες μπροστά σέ βιτρίνα Επίλογος ' Η κοινωνική τάξη 1 ο τειοποτειο Τό νησί στή λίμνη Επιτάφια Αρχαία σοφία, μάλλον κοσμική Οί τρεις ποιητές ' Ο γύφτος Μιά παρτίδα σκάκι Provincia deserta Βιογραφικό σημείωμα
51 52 53 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65 66 67 68 69 70 71 72 73 74 75 76 77 78 79 80 81 82 83 84 85 86 87 91