ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΝΙΚΟΛΑ Ι- ΙΡΙΜΠΑΤΖΙΑΚΟΦ Καθηγητή Πανεπιστημίου
Η ΚΛΕΙΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ...
48 downloads
417 Views
6MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΝΙΚΟΛΑ Ι- ΙΡΙΜΠΑΤΖΙΑΚΟΦ Καθηγητή Πανεπιστημίου
Η ΚΛΕΙΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Μετάφραση, σημειώσεις : Άχιλλέα Σάββα Γλωσσική φροντίδα : ΕύΘ. Παπασπύρου
ΤΟΜΟΣ Δ Ε ΥΤ Ε Ρ Ο Σ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΔΩΔΩΝΗ» Ε.Κ. Λ Α Ζ Ο Σ- ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ 3 ΑΘΗΝΑ 1978
Ή νομοτέλεια στην Ιστορία. Τό ζήτημα τής νομοτέλειας στήν ιστορία τής κοινωνίας, άποτελεΐ κεντρικό ζήτημα τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας. Σ’ αύτδ σά σέ έστία φωτός συγκεντρώνονται καί πλέκονται σχεδόν δλα της τά ζητήματα: τό ζήτημα γιά τή σχέση άνάμεσα στή Φύση καί στήν κοινωνία, γιά τόν ρόλο τής συνειδητής δραστηριότητας των άνθρώπων στην Ιστορία, γιά «τό νόημα» τής Ιστορίας, γιά τήν Ιστορική πρόοδο, γιά τήν άναγκαιότητα καί τήν τυχαιότητα, γιά τήν Ιλευθερία καί τήν άναγκαιότητα, γιά τόν ρόλο τής ξεχωριστής προσω πικότητας καί των λαϊκών μαζών στήν ιστορία, γιά τήν άντικειμενικότητα τής Ιστορικής γνώσης, γιά τή δυνατότητα τής πρόγνω σης τών κοινωνικοΰστορικών γεγονότων κ.4. ’Από τήν έπίλυση αύτοϋ τοϋ ζητήματος έξαρτιέται καί ή άπάντηση στό μεγάλο ζήτη μα: είναι δυνατό νά ύπάρχει ή ιστορία ώς έπιστήμη; Εκτός άπό γνωσιολογική σημασία, τοΟτο τό ζήτημα 5χει καί μεγάλη κοινωνικονομική ιδεολογική καί πρακτική σημασία. "Αν ή ιστορία είναι Αποταγμένη έπίσης σέ Αντικειμενικούς νόμους, δπως καί ή Φΰση, τότε d άγώνες τών κοινωνικών τάξεων, οί κοι νωνικές έπαναστάσεις, ή μεταβατικότητα τών κοινωνικών συστη μάτων, ή άλλαγή ένός κοινωνικοΟ .συστήματος μέ δλλο, καί συνε πώς, ή μεταβατικότητα τοϋ καπιταλιστικοϋ συστήματος καί ή νί κη τοΟ σοσιαλισμοϋ καί τοΟ κομμουνισμοί} είναι έπίσης νομοτελεια κή, Ιστορική καί, άναγκαία διαδικασία. Για δλ’ αύτά, τό ζήτημα τής νομοτέλεις στήν Ιστορία βρίσκε ται στό κέντρο τού άγώνα μεταξύ τοΟ ύλισμοΟ καί τοΟ Ιδεαλισμού στή φιλοσοφία τής Ιστορίας, τοΟ άγώνα μεταξύ τής μαρξιστικής καί τής αστικής Ιδεολογίας. Στό βιβλίο του «Ή άνοιχτή κοινωνία 341
καί οί έχθροί της» δ Κάρλ Πόπερ είναι άρκετά ειλικρινής νά δμολογήσει, πώς οί αίτιες, πού τόν ύποχρέωσαν νά καταπιαστεί μέ τά φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα καί ειδικότερα μέ τό ζήτημα τής νομοτέλειας στήν Ιστορία, ϊχονν καθαρά Ιδεολογικό, ταξικό χαρα κτήρα. ’Εχοντας ύπόψη του τούς μαρξιστές, δ Κ. Πόπερ γράφει: «Πάρα πολύ συχνά άκοΟμε τήν ίμπνευση ,* πώς ή μιά εϊτε ή δλλη μορφή τοϋ δλσκληρωτισμοϋ (δηλ. τοΟ σοσιαλισμού — Ν .Ί) είναι άναπόφευκτη... μ ά ς ρωτοϋν, μήπως στ’ άλήθεια είμαστε άρκετά άφελεΐς νά πιστεύουμε, πώς ή δημοκρατία (δηλ. ή άστική κοινω νία —Ν. Ί .) μπορεί νά είναι διαρκής- μήπως δέ βλέπουμε, πώς αύτή είναι μονάχα μια άπό τΙς πολλές μορφές διοίκησης, πού Ερχον ται καί φεύγουν στό διάβα τής Ιστορίας. Αποδείχνουν, δτι γιά νά άγωνιστεΐ ένάντια στόν δλοκληρωτισμό, ή δημοκρατία είναι ύποχρεωμένη νά άντιγράψει τΙς μεθόδους του κι’ 2τσι ή ίδια μετατρέπεται σέ δλοκληρωτιαμό. ’Ισχυρίζονται, πώς τό βιομηχανικό μας σύστημα δέν μπορεί νά συνεχίσει νά λειτουργεί χωρίς νά άφομοιώσει τΙς ^ιεθόβους τοϋ συλλογικού προγραμματισμού, ύπονοώντας τό άναπόφευχτο ένός συλλογικού οΙκονομικοΟ συστήματος, πώς ή άποδοχή τών δλοκληρωτικών (δηλ. τών σοσιαλιστικών —Ν. Ί ) μορ φών τής κοινωνικής ζωής είναι έπίσης άναπόφευχτη».1 «Έπίσης πιστεύουν δτι έχουν άνακαλύψει τούς νόμους τής ιστορίας, πού τούς δίνουν τή δυνατότητα νά προβλέπουν τήν πορεία τών Ιστορικών γε γονότων».2 "Οταν Εχουμε ύπόψη τόν ταξικοϊδεολογικό χαρακτήρα τών θέ σεων, άπ’ δπου ξεκινούν, καί τούς σκοπούς, πού έπιδιώκουν, δέν eïναι δύσκολο νά καταλάβουμε σέ ποιά κατεύθυνση ot άστοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι καί Ιστορικοί άναζητοϋν τήν έπίλυση τοϋ ζητήματος γιά τή νομοτέλεια στήν Ιστορία. 'Οπως είδαμε άρνιοΟνται τήν δπαρξη άντικειμενικών νομοτελειών στήν ιστορία. «Στό δεύτερο μισό τοΟ δέκατου Ινατου αΙώνα —γράφει ό Φόγκτ— δ θετικισμός πρόβαλε σοβαρές άντιρρήσεις ένάντια στή γενικά παραδεχτή φιλοσοφία καί στήν ιστορία άντιδιαστολή άνάμεσα στόν άνθρωπο ώς φυσική δπαρ* Μέ τήν έννοια τής ύκοβολής. (Σημ. τ. Μετ.). 1. Κ. R. Popper, The Open Society and Its Enemies, Vol. I., p. 22, Ibid., p. 3. 342
ξη καί στόν άνθρωπο ώς πνευματική ύπαρξη καί έθεσε τήν άπαίτηση νά μετατραπεΐ έπιτέλους ή Ιστορία σέ φυσική έπιστήμη. Στή Γερμανία δ Βίλχελμ Ντίλταϊ καί 6 κύκλος του άντιστώθηκαν σ’ αυτή τήν πίετη. Σ ’ άντίθεση μέ τΙς φυσικές έπιστήμες, πού κατέ χουν ώς μεθοδικό όργανο τό πείραμα, ύπόδειξε στίς έπιστήμες γιά τό πνεύμα τήν έσωτερική πείρα σάν πρωτογενή πηγή τής συνείδη σής τους. ’Ετσι ίδρυσε τήν έπιστήμη γιά τήν -κατανόηση καί ϊγινε δημιουργός τής πνευματικής Ιστορίας. Ή Επιστημονική συνείδηση τών ιστορικών, μαζί καί τών πολιτικών Ιστορικών, καθησύχασα'; Α κόμη περισσότερο διαμέσου τής δημιουργημένης άπό τόν Βίλχελμ Βίντελμπαντ καί τόν Χάινριχ Ρίκερτ θεωρίας τής γνώσης τής Ιστο ρίας. Στίς φυσικές έπιστήμες παραχωρήθηκε ή άπόδειξη τών καθο λικών νόμων τών γεγονότων τής πείρας, ένώ στίς έπιστήμες γιά τήν κουλτούρα μπήκε τό καθήκον νά περιλάβουν καί νά καταλάβουν τούς δοσμένους μιά φορά σχηματισμούς τής άνθρώπινης ζωής. Ή μέθο δος τών φυσικών έπιστημών όνομάστηκε νομοθετική, ένώ αδτή τών έπιστημών γιά τήν κουλτούρα — Ιδιογραφική είτε προσωπογραφι κή».1 Κατά τή γνώμη τοΰ Φόγκτ αύτή ή λύση τοϋ ζητήματος έχει «μεγάλη σημασία» καί δ ϊδιος σημειώνει μέ Ικανοποίηση, πώς αότό υΐοθετήθηκε άπό στοχαστές δπως δ Μάξ Βέμπερ, ό ’Αλφρεντ Βέμ»· περ, δ “Αρνολντ Τόινμπι καί δλλοι, πού έπίσης φρονοϋν, δτι «ή φυσικοεπιστημονική μέθοδος» είναι τάχα άνεφάρμοστη στήν Ιστορία»,2 δηλαδή πώς αύτοί έπίσης άρνιοϋνται τήν δπαρξη Αντικειμενικών νομοτελειών στήν Ιστορία. Ή σπουδαιότητα τοϋ ζητήματος γιά τή νομοτέλεια στήν Ιστο ρία καί γιά τό χαρακτήρα τών κοινωνικοϊστορικών νομοτελειών καθορίζεται δχι μόνον άπό τό περιστατικό, πώς αυτό βρίσκεται στό κέντρο τοϋ άγώνα άνάμεσα στόν ύλισμό καί στόν ιδεαλισμό, άνάμε σα στή μαρξιστική καί στήν άστική Ιδεολογία. Καθορίζεται έπί σης καί άπό τό περιστατικό, πώς τοϋτο τό ζήτημα έχει μεγάλη
1. J. Vogt, Gesetz und Handlungstreiheit in der Geschichte. Studien zur historischen Wiederholung. W. Kohlhammer Verlag. Stuttgarty, 1955, ss. 10 - 11. 2. Ibid., ss. 11, 17, 21. 343
θεωρητική καί πρακτική σημασία για τόν έποικοδομητικό πρα/χτ:κόν άγώνα μέ σκοπό τήν προπαρασκευή καί τή διεξαγωγή τής Σοσιαλιστικής ’Επανάστασης, γιά τήν οίκοδόμηαη τοΟ σοσιαλισμοί καί τοΟ κομμουνισμού, γιατί τούτος ό Αγώνας καί ή δράση μπο ρούν νά ϊχουν έπιτυχία μονάχα μέ τόν δρο, πώς θά στηρίζονται καί θά. καθοδηγούνται Από έπιστημονική θεωρία γιά τΙς νο μοτέλειες τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης. ’Οπως δείχνει ή πλού σια Ιστορική πείρα τοΟ διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος καί ι διαίτερα ή πείρα τής σοσιαλιστικής οίκοδόμησης στίς σοσιαλιστι κές χώρες, οί λαθεμένες Αντιλήψεις πάνω σ’ αύτό τό μεγάλο φι λοσοφικό ζήτημα μποροΟν νά οδηγήσουν σέ μεγάλα λάθη, Αποτυχί ες καί κλονισμούς στό κομμουνιστικό κίνημα καί στή σοσιαλιστι κή κοινωνία. Τέλος δέν είναι χωρίς, σημασία τό γεγονός, δτι στήν ϊδια τή μαρξιστική φιλολογία δρισμένες πλευρές αύτοΟ τοΰ ζητήματος έξαικολουθοΟν άκόμη νά άποτελούν Αντικείμενο συζήτη σης —ύπάρχουν έπίμαχες καί Αντιφατικές Αναλήψεις.
Τί είναι ό νόμος ; Για νά Απαντήσουμε σωστά στά ζητήματα: ύπάρχουν Αντι κειμενικές νομοτέλειες στήν ιστορία, δαφέρουν αυτές Από τούς φυ σικούς νόμους, καί άν διαφέρουν, σέ τί, ποιά είναι ή σχέση Ανάμε σα στήν Αντικειμενική νομοτέλεια καί στή συνειδητή δράση, Ανάμε σα στήν έλευθερία καί στήν Αναγκαιότητα, στήν τυχαιότητα καί στήν Αναγκαιότητα κ.ά., ό πρώτος δρος είναι νά Εχουμε καθαρή έ πιστημονική Αντίληψη πάνω στό ζήτημα. «ΤΙ είναι δ νόμος;». Στά Ιργα τών κλασικών τοϋ μαρξισμού καί στήν έπιστημονική· φιλολογία, δταν γίνεται λόγος γιά νόμους τής Φύσης ή τής κοινω νίας. πάντα Ιχουμε ύπόψη σ υ ν ά φ ε ι ε ς , έξαρχήσεις κ α ί ά λ λ η λ ο ε ξ α ρ τ ή σ ε ι ς, μέ δυό λόγια, σχέσεις άνάμεσχ σέ πράγματα, ιδιότητες, πλευρές, φαινόμενα καί διαδικασίες τής πραγματικότητας. Γενικότατα ειπωμένο, δ ν ό μ ο ς ε ί ν α ι σ χ έ σ η . Μάκάθε σχέση δέν είναι νόμος. Ή τυχαιότητα είναι έ344
πίσης σχέση, μα αύτή είναι διαλεκτική άντίθεση τοδ νόμου. Οί νομοτελειακές συνάφειες, έξαρτήσεις, άλληλοεξαρτήσεις, σχέσεις διακρίνονται άπό τό δτι είναι γ ε ν ι κ έ ς γιά ένα μεγα λύτερο ή μικρότερο κύκλο πραγμάτων, φαινομένων καί διαδικασι ών, δτι έ π α ν α λ α β α ί ν ο ν τ α ι καί γι’ αύτό είναι σ τ α θ ε ρ έ ς , δτι είναι ά π α ρ α ί τ η τ ε ς , δηλαδή Α ν α π ό φ ε υ κ τ ε ς, γιατί έκφράζουν ο ύ σ ι α σ τ ι κ έ ς σχέσεις. Ό Έ νγκελς γράφει, πώς ό νόμος είναι τό «άπειρο στό δριακό, τό αΙώνιο στό μεταβατικό... Ξέρουμε, πώς τό χλώριο καί τό ύδρογόνο, κάτω άπό τήν έπίδραση τσΟφωτός καί. σέ δοσμένους δρους πίεσης καί θερ μοκρασίας, σκάνε καί συνάμα συνενώνονται σέ χλωριοΟχο ύδρογόνο, καί έφόσον τό ξέρουμε αύτό, ξέρουμε έπίσης, δτι αύτό γίνεται δταν ύπάρχουν οί προαναφερμένοι δροι, π α ν τ ο ύ καί π ά ν τ α , καί γιά μάς είναι τελείως άδιάφορο £ν αύτό θά γίνει μιά φορά ή έκαταμμύρια φορές καί σέ πόσα ούράνια σώματα. Ή μορφή τής καθολικότητας στή Φύση είναι ν ό μ ο ς».1 Γι’ αύτόν ιόν λόγο δ Έ νγκελς δρίζει τήν έπιστημονική γνώση ώς νοητική διαδικασία, πού Ιγκειται «μονάχα στό δτι ύψώνουμε νοερά τό ένικό άπό τήν ένικότητά του σέ ιδιαιτερότητα, κι’ άπ’ αύτήν σέ καθολικότητα, στό δτι βρίσκουμε καί διαπιστώνουμε τό άπειρο στό δριακό, τό αίώνιο στό μεταβατικό».2 Σ’ αύτό καί μόνο σ’ αύτό τό νόημα «κάθε άληθινή γνώση τής Φύσης είναι γνώρισμα το0 αιώνιου, τοΟ άπειρου».3 Σέ άπόλυτη συμφωνία μέ τόν Ένγκελς, δ Λένιν γράφει: «Ό νόμος εί ναι σχέση».4 «Ό νόμος είναι τό σταθερό (αύτό πού μένει) στα φαι νόμενα»,5 αύτός είναι ««σχέση τών ο ύ σ ι α σ τ ι κ ο τ ή τ ω ν ή μεταξύ των ούσιαστικοτήτων».6 Στό κάτω - κάτω ό νόμος, λογουχάρη δ φυσικός νόμος, Ιχει άντικειμενικό χαρακτήρα. 'Τπάρχει καί δρά άντικειμενικά, δηλα Φ. Φρ. Ένγκελς, «Διαλεκτική τής Φύσης», σελ. 237. (στα (βουλγάρικα). 2. Στό Ιδιο, σελ. 237. 3. Στό ίδιο. σελ. 238. 4. Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 38ος, σελ. 142. (στα βουλγέρικα). 5. Στ6 Ιδιο, σελ. 140. 6. Στό Ιδιο, σελ. 142. 345
δή ϊξω καί Ανεξάρτητα Από τήν Ανθρώπινη συνείδηση καί Από τήν Ανθρώπινη βούληση. Οί άνθρωποι μπορούν νά Ανακαλύπτουν τούς νόμους τής Φύσης, νά συμμορφώνονται ή νά μή συμμορφώνονται μ’ αύτούς, Αλλά δέν μπορούν νά τούς έπινοοΟν, νά τούς εισάγουν στή Φύση, νά τούς τής έπιβΑλλουν ή νά σταματούν τή δράση τους κατά τή βούληση καί κρίση τους. Οί νόμοι τής Φύσης δρουν καί έπιβάλλονται μέ σιδερένια Αναγκαιότητα. Αύτά τά γενικότατα χαρακτηριστικά γνωρίσματα προσιδιάζουν τόσο στούς φυσικούς, δσο καί στούς κανωνικοϊστορικούς νόμους. "Ο πως ξέρουμε, δ Μάρξ έξετάζει «τήν έξέλιξη τοΟ οικονομικού κοινω νικού σαστήματος ώς φυσικο'ίστορική διαδικασία,' πού σημαίνει, πώς τούτη ή διαδικασία είναι ύποταγμένη καί διευθύνεται Από νόμους, πού είναι έπίσης Α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ο ί , δπως καί οί φυσικοί νόμο:, «οί φυσικοί νόμοι» τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης» δχι μονάχα πού είναι ανεξάρτητοι Από τή βούληση, τή συνείδηση καί τις προθέσεις τών Ανθρώπων, Αλλά Ακόμη, Απεναντίας, καθορίζουν τή βούληση, τή συνείδηση, τις προθέσεις τους».2 Παρόμοια μέ τούς φυσικούς νόμους αυτοί «δρσύν καί έπιβΑλλονται μέ σιδερένια Ανα γκαιότητα».3 Ό κοινωνικοϊστορικός νόμο; «Επιβάλλεται βίαια ώς ρυθμιστικός φ υ σ ι κ ό ς ν ό μ ο ς... τό ίδιο δπως, λογουχάρη, έπιβάλλεται δ νόμος τής βαρύτητας, δταν τό σπίτι γκρεμίζεται πά νω στό κεφάλι κάποιου»/ Ή έπιστημονική γνώση τών κοινωνικοϊστορι-κών νόμων μπορεί νά Αλλάξει τ ή σ τ ά σ η τ ώ ν Α ν θ ρ ώ π ω ν Απέναν τι τους, μά ή έ π ι σ τ η μ ο ν ι κ ή γ ν ώ σ η δ έ ν μ πορ ε ϊ να κ α τ α ρ γ ή σ ε ι τ ό ν Αντ ι κει μεν ι κό χ α ρ α κ τ ή ρ α α υ τ ώ ν τ ώ ν ν ό μ ω ν κ α ί τ ώ ν Α π α ί τ η σ ε ώ ν τ ο υ ς . «Κι Αν Ακόμη μια κοινωνία βρίσκεται σ τα ί χ ν η τ ού φ υ σ ι κ ο ύ ν ό μ ο υ τ ή ς κί νη σ ή ς τ η ς » —γράφει δ Μάρξ,— δηλαδή Ακόμη κι’ δταν έχει 1 Κ. Μάρξ, «Τό Κεφάλαιο», τόμος Ιος. σελ. 7. (στα Οουλγάρικα). 2. Στό Ιδιο, σελ. 13. 3. Στό Ιδιο, σελ. 6. 4. Στό Ιδιο σελ, 64. 346
γνωρίσει αύτόν τό νόμο, «δέν μπορεί οδτε νά ύπερπηδήσει οδτε νά καταργήσει μέ διατάγματα φυσικές φάσεις τής Ανάπτυξής της. Μπορεί, δμως, νά συντομέψει καί ν’ Απαλύνει τούς πόνους τής γέν νας».1
Κριτική τών «έπιχειρημάτων» τών άστών φιλοσόφων καί κοινωνιολόγων, ένάντια στή μαρξιστική διδασκαλία για τόν άντικειμενικό χαρακτήρα τών νόμων τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης. Σ ’ άντίθεση πρός τδ μαρξισμό ή πλειονοψηφία τών Αστών φι λοσόφων, κοινωνιολόγων καί Ιστορικών άρνιοϋνται τήν δπαρξη Αντικειμενικών νομοτελειών δχι μονάχα τής ιστορίας τής κοινω νίας, άλλα γενικά τής κοινωνικής ζωής τών άνθρώπων. IV αύτδ ή μαρξιστική διδασκαλία γιά τήν δπαρξη Αντικειμενικών νόμων τής κοινωνικοϊστορικής ζωής καί τής έξέλιξής της Αποτελεΐ Αντι κείμενο τών πιδ Αγριων Επιθέσεων Από μέρος τους. Ά π ’ αδτήν τήν Αποψη παραθέσαμε Αρκετόν Αριθμό Από ρήσεις Αστών φιλοσόφων, κοινωνιολόγων καί Ιστορικών Ιδιαίτερα στό κεφάλαιο «Ή κρίση τής Αστικής φιλοσοφίας τής ιστορίας» καί έδώ δέν είναι Απαραίτητο νά τΙς έπαναλάβουμε. MA παραθέταμε ώς τώρα τΙς Αντίστοιχες ρήσεις καί γραπτά τους μονάχα στό βαθμό που είναι Αναγκαίο νά Απεικονί σουμε μια Από τις βασικές τάσεις τής έξέλιξης τής σύγχρονης Αστι1. Κ. Μάρξ, «Τό Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 7. (ατά βουλγάρικα). 347
κής φιλοσοφικοϊστορικής σκέψης. Έδώ θά σταβοβμε στίς βασικές Αντιρρήσεις, πού οί Αντίπαλοι τοΟ μαρξι^μοΟ προβάλλουν ένΑντια στή διδασκαλία του γιά τήν ύ παρξη Αντικειμενικών νοωοτελειών τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης καί τα έπιχειρήματα που χρησιμοποιούν. Κριτικάροντας τΙς Αντιλή ψεις τους πάνω σέ τοΟτο τό ζήτημα, θά προν. Τό τε έπιβραδύνουν γιά μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τήν έξέλιξη τής ιστορίας, προξενούν άπό κάποτε άπροσμέτρητες κατα στροφές, θυσίες καί βάσανα δχι μόνο σέ ξεχωριστές προσωπικότη τες, άλλά σ’ όλόκληρες τάξεις καί δλάκερους λαούς ή σ’ δλη τήν άνθρωπότητα. Καί άντίστροφα, άν ή ιστορική δράση τής ξεχωριστής προσωπικότητας, κόμματος, τάξης, έθνους, κράτους κ.ά., βασίζεται πάνω σέ πραγματικά έπιστημονική γνώση για τις Ιστορικές κατα στάσεις, δπου δροΰν, γιά τις ιστορικές νομοτέλειες —τότε οί ένέργει ές τους ττετυχαίνουν τούς ιστορικούς τους σκοπούς μέ άπροσμέτρητα λιγότερες περιπλανήσεις, δυσκολίες, καταστροφές, θυσίες καί βά σανα, τότε μποροΰν νά έπιταχύνουν τήν πορεία τής κοινωνικοϊστορικής προόδου. Μ’ αύτό τόν τρόπο ή ιστορική άναγκαιότητα προσέφερε στίς προσωπικότητες, στις τάξεις, στά κόμματα, στούς λαούς, γενικά στούς άνθρώπους τή δυνατότητα νά δ ι α λ έ γ ο υ ν άνάμεσα άπό πολλές καί πάρα πολύ διαφορετικές παραλλαγές ένέργειας. Τό
405
τΛ'-k παραγωγή ένεργείας θά διαλέξουν, αύτό έξαρτιέται άπό τούς άνθρώπους, άπό τά ταξικοκομματικά, έθνικά ή διεθνικά συμφέροντά τους, άπό τή συνειδητότητά τους, άπό τΙς γνώσεις τους, άπό τή βούληση, τό θάρρος καί τήν άποφααστικότητά τους. Άπό έδώ καί. ό μεγάλος ρ ό λ ο ς καί ή μεγάλη ε ύ θ ύ ν η τοϋ ύποκειμενικοΰ παράγοντα στήν Ιστορία, πού μπορεί νά είναι τόσο ξεχωριστή προ σωπικότητα, δσο καί δλόκληρο κόμμα, τάξη ή λαός. Γιατί γιά τούς άνθρώπους ίέν είναι καθόλου άδιάφορο τό άν οί Ιστορικοί τους σκο ποί είναι σωστά διαλεγμένοι καί. τοποθετημένοι, τό άν καί κατά πό σο Ιχουν διαλεχτεί τά πιό σωστά μέσα καί τρόποι ένέργειας γιά τήν επίτευξη τών ταγμένων σκοπών, τό μέ τί ρυθμούς, μέ τό τίμημα ποιων δυσκολιών, θυσιών καί βασάνων θά πετύχουν τους Ιστορι κούς τους σκοπούς. Ή ε ύ θ ύ ν η στήν κοινωνικοϊστορική ζωή άποτελεϊ κοινω νική σχέση. Ή άπόλυτα αύτόνομη προσωπικότητα, άν τέτοια ήταν γενικά δυνατό νά ύπάρχει, δέν εύθύνεται μπροστά σέ κανέναν. Ι σ τ ο ρ ι κ ή ε ύ θ ύ ν η δ έ ν Ιχει καί δέν μπορεί νά Ιχει, γιατί ή ιστορία είναι άποτέλεσμα τής δράσης δχι μιας προσωπικότητας, άλλά πλήθους άπό προσωπικότητες, όργανωμένες καί συνδεόμενες, άναμεταξύ τους σέ πολιτικά κόμματα, έθνικότητες, κράτη — σέ κοι νωνία. Οί πραγματικά δρώσες στήν Ιστορία προσωπικότητες δροΰν δχι άπομονωμένα, μά σέ καθορισμένες συνάφειες καί σχέσεις μέ πλή θος άλλες προσωπικότητες καί οί Ινέργειές τους προκαλοϋν άναπόφευχτα τις άλφα ή βήτα συνέπειες πάνω στά συμφέροντα ή τις ένέργειες τών άλλων προσωπικοτήτων — τοΰ κόμματος, τής τάξης, τοΰ Ιθνους, τοΰ κράτους κ.ά. Καί άκριβώς πάνω στό έδαφος αύτών τών κοινωνικών συναφειών καί έξαρτήσεων, αύτής τής καθοριστικότητας τής κοινωνικοϊστορικής δράσης τών άνθρώπων έμφανίζετχι καί μπορεί νά ύπάρχει ή σχέση κοινωνικοϊστορικής εύθύνης ΟΙ ξεχωριστές Ιστορικές προσωπικότητες είναι ύπεύθυνες γιά τή δρά ση τους απέναντι στό κόμ|& τους, άπέναντι στήν τάξη τους, άπέναντι στό λαό τους κ.ά. Άκόμη καί θεωρημένη ώς έσωτερικό ύποκειμενικό βίωμα, ή εύθύνη ίχει κοινωνικό χαρακτήρα καί εί ναι κοινωνικά καθορισμένη, γιατί δέν είναι τίποτες άλλο παρά τό αίσθημα είτε ή συνείδηση τοΰ χ ρ έ ο υ ς. Κι’ αύτό τό αίσθημα
406
κ ι’ αύτή ή συνείδηση άποτελοΟν προϊόντα τής κοινωνικοϊστορικί)ς ζω ής, είναι διακαθοριαμένα άπό τις κοινωνικές συνθήκες κ ι’ Ιχουν πάντα συγκεκριμένο κοινωνικοϊστορικό περιεχόμενο.
Νά γιατί δχι ό ντετερμινισμός, άλλά 6 ιντετερμινισμός άποκλείει τήν εύθύνη τής ξεχωριστής προσωπικότητας καί γενικά κά θε λογής εύθύνη. Κάτι περισσότερο, ό ιντετερμινισμός γενικά κά νει άδύνατο νά κατανοηθεΐ ή δπαρξη τής προσωπικής καί. άλλης εύθύνης, ούτε πάλ* μπορεΐ νά μδς ύποδείξει κάποια κριτήρια, πού πά νω στή βάση τους μπορεΐ αύτή νά καθοριστεί. Ή άπόλυτα αότόνομη στή βούληση καί στίς ένέργειές της προσωπικότητα, πού γι’ αύτήν μ ά ς μιλούν οί ίνντετερμινιστές—ή προσωπικότητα, πού κατά τήν 2κφραση τοΰ Σάρτρ δήθεν είναι «καταδικασμένη νά είναι άπόλυτα έλεύθερη»,πού ή ίδια δημιουργεί τούς κανόνες τής συμπεριφοράς της καί δήθεν εύθύνεται γιά δλα ίσα συμβαίνουν στόν κόσμο, δέν μπορεΐ νά είναι ύπεύθυνη άπέναντι σέ κανέναν. Τέτοια προσωπικότητα γενι κά δέν ύπάρχει καί οί ίδιες οί ίννοιες «προσωπικότητα», «κοινωνική δράση», ν τούς Αντικειμενικούς νόμους τής ιστορίας, πού καθορίζουν τόν δρόμο τής ιστορικής έξέλιξης τής Ανθρωπότητας καί τής έπιστημονικής γνώ σης, πού γι’ αύτά μ ά ς δίνει τό κλειδί για τήν κατανόηση τής ιστο ί. Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 14ος, σελ. 343, (στά βουλγάρικα). 2. Κ. R. Popper, The Open Society and Its Enemies, Vol. II, p. 269.
430
ρία; καί για τήν πρόβλεψη τής πορείας τών Ιστορικών γεγονότων. Στίς προσπάθειές τους να δυσφημήσουν τόν μαρξισμό αυτοί οί Α στοί συγγραφείς συνταυτίζουν τή μαρξ^στικολενινιστική διδασκαλία γιά τό Αντικειμενικό νόημα τής Ιστορίας μέ τίς κάθε λογής θεολογικές, τελεολογικές, φιναλιστικές, φαταλιστικές καί άνορθολογικές άντιλήψεις αναφορικά μέ το νόημα τής ίστορίας. "Οπως είδαμε, ο Μπ. Κρότσιε τοποθετεί τόν ίστορικό ύλισ,ιό σέ μια "ϊ'.ρά μαζί μέ έκεΐνες τίς θεολογικές καί Ιδεαλιστικές φιλοσοφικοϊστορικές διδασκαλίες, που άναζητοΟν ν’ Ανακαλύψουν στήν Ιστορία ενα «παγκόσμιο σχέδιο» ή μιά «λογική», βαλμένα σ’ αύτήν άπό κάποια ύπερβατική δύναμη. Είναι άδιάφορο iv αύτή ή δύναμη — δηλώνει ό Κρότσιε — θά δνομαστεΐ «Ιδέα», «πνεΰμα» εΓτε «Ολη». Στό κάτω τής γραφής Αποδείχνεται «μονάχα μεταμφί εση για τόν ύπερβατικό θεό, πού Αποκλειστικά θά μποροϋσε να έπινοήσει ενα τέτοιο σχέδιο, νά έξαναγκάζει τούς Ανθρώπους καί να έπαγρυπνεί γιά τήν έκτέλεσή του».1 Τήν Γδια κατηγορία Απευ θύνει πρός τό μαρξισμό καί. δ Κ. Πόπερ, πού δηλώνει, πώς στή μαρξιστικολενινιστική διδασκαλία γιά τήν δπαρξη Αντικειμενικών νομοτελείων τής ίστορίας δέσποζε τό «προφητικό» ή τό «θρησκευτι κό στοιχείο», πώς αύτό είναι «πίστη», «δεισιδαιμονία», παρόμοια μέ τήν «πίστη»κα! τή «δεισιδαιμονία» τοϋ Πλάτωνα, τοϋ Χέγκελ καί τοΰ Σπένγκλερ, πώς αύτή τάχα Ιθετε τό καβήκον μπροστά της νά Αποκαλύψει τόν δρόμο, πού πάνω του ή Ανθρωπότητά ήταν «καταδι κασμένη να προχωρήσει», καί κατ’ αύτόν τόν τρόπο τάχα διώχνει «τόν ψύχραιμο καί κριτικό συλλογισμό» καί κλονίζει «τήν πίστη πώς μπορούμε ν’ ΑλλΑξουμε τόν κόσμο μέ τή χρησιμοποίηση τοΰ νοΰ».2
Ά ν δλοι αύτοί οί Ισχυρισμοί άνήκανε σέ μέτριους καί ήμιμαθεΐς κριτικούς τοΰ μαρξισμοΰ, θα μπορούσαμε ν ϊ τούς έξηγήσουμε μέ τήν Αμάθειά τους καί γενικά να μήν τούς δώσουμε προσοχή. Στή 1. Β. Croce, Die Geschichte als Gedanke und als Tat, ss. 57, 221. 2 K. Popper. The Open Society and Its Enemies, Vol. II pp. 197 - 198.
431
δοσμένη, δμως, περίπτωση δέν μπορεϊ νά γίνει λόγος γιά άμάθεια. παρά για συνειδητή διαστρέβλωση τοϋ μαρξισμού, μιά καί φιλό σοφοι σάν τόν Κρότσιε καί τόν Πόπερ δέν μποροΟν νά μήν ξέρουν, δτι ό μαρξισμός δχι μονάχα δέν Ιχει τίποτε τό κοινό μέ τΙς διά φορες θεολογικές, τελεολογικές, φιναλιστικές, φαταλιστικές καί μυστικιστικές άντιλήψεις γιά τό νόημα τής Ιστορίας, άλλά άποτελεΐ τήν όλοκληρωτική καί άσυμβίβαστη άρνησή τους. Ό μαρξισμός άρνιέται τήν δπαρξη κάθε λογής ύπερβατικών καί ύπερφυσικών πραγματικοτήτων, καί μαζί μ’ αύτό καί κάθε λογής ύπερβατικό νόημα τής ίστορίας. Αναζητάει καί άνακαλύπτει τό νόημα τής ιστορίας δχι ίξω άπό αύτήν σέ κάποιον ύπερβατικό κόσμο τών «απόλυτων άξιών» ή τής θείας Πρόνοιας, άλλά μέσα σ’ αύτήν — στήν ένυπάρχσυσα καί άντικειμενική λογική, που δέν έξαρτιέται άπό τή συνείδηση κανενός. Σ’ άντίθεση πρός τ!ς διάφορες θεαλογικές, τελεολογικές καί 4λλες ίδεαλιστικές άντιλήψεις τής ίστορίας δ μαρξισμός άπορρίπτει τόν άγνωστικισμό, τόν άνορθολογισμό καί τό μυστικισμό. Σύμ φωνα μέ τόν μαρξισμό στήν Ιστορία δέν ύπάρχει τίποτε πού νά μήν είναι προσιτό στήν Επιστημονική γνώση, καί μοναδικά ή èπιστημονική γνώση μπορεί νά άποκαλύψει τό άντικειμενικό νόη μα τής ίστορίας. Ό μαρξισμός άνακαλύπτει καί διατυπώνει τούς άντικειμενικούς νόμους τής Ιστορίας, δηλαδή τό άντικειμενικό της νόημα, £τσι δπως ή φυσιογνωσία άνακαλύπτει καί διατυπώνει τούς νόμους τής Φύσης καί οί Ιστορικές του προβλέψεις βασίζον ται δχι πάνω στήν πίστη, άλλά πάνω στήν έπιστημσνική γνώστ τών ιστορικών νόμων, £τσι δπως καί οί προβλέψεις τών φυσικών έπιστημών βασίζονται πάνω στήν Επιστημονική γνώση γιά τούς φυ σικούς νόμους. Άκριβώς στήν Επιστημονική γνώση τής Αντικειμενικής λογι κής τής ιστορίας βλέπιει δ μαρξισμός τό κύριο Ιδεολογικό δπλο γιά τήν Επαναστατική άλλαγή τής κοινωνικής ζωής τών άνθρώπων. 'Ο πως μέ τή βοήθεια τής φυσικοεπιστημονικής γνώσης ot άνθρωποι άλλάζουν καί χαλιναγωγούν τυφλές δυνάμεις τής Φύσης καί τΙς ύποχρεώνουν νά ύπηρετήσουν τούς δικούς τους σκοπούς, ίται μέ τή βοήθεια τής έπιστημονικής γνώσης γιά τήν άντικειμενική λογική,
432
γιά τό Αντικειμενικό νόημα τής Ιστορίας, ή έργατική τάξη, τά κομ μουνιστικά κόμματα πραγματοποιοΰν τούς μεγάλους τους Ιστορι κούς σκοπούς : για τή διαφύλαξη τ ή ς παγκόσμιας εΙρήνης, γιά τήν άνάπτυξη τής δημοκρατίας στήν οικουμένη, γιά τήν Απελευθέρω ση τών εξαρτημένων λαών άπό τόν ιμπεριαλιστικό ζυγό, γιά τή συντριβή τοϋ κεφαλαιοκρατικοί) συστήματος, γιά τήν οικοδόμηση τοϋ σοσιαλιαμοΰ καί τοϋ κομμουνισμοϋ. Κι’ έδώ φτάνουμε στή δεύ τερη, στήν «ύποκειμενική» πλευρά τοϋ προβλήματος γιά τό νόημα τής ιστορίας καί γιά τή σχέση της μέ τό Αντικειμενικό νόημα τής Ιστορίας. Τό αντικειμενικό καί τό ύπακειμενικό νόημα τής Ιστορίας εί ναι Αδιάρρηκτα συνδεμένα μεταξύ τους, άλλά δέν είναι ταυτόσημα. Ή «ύποκειμενική» πλευρά τοΰ νοήματος τής Ιστορίας διαφέρει ούσ>αστικά άπό τό άντικειμενικό της νόημα στό δτι συνδέεται μέ τή στοχοθέτουσα δράση τών άνθρώπων στήν Ιστορία καί μέ τόν άγώνα τους γιά τήν έπίτευξη τών συνειδητά τοποθετημένων σκοπών. Τό βασικό έλάττωμα δλων τών ύποκειμενικοϊδεαλιστικών καί βουλησ;αρχ·.κών Αντιλήψεων βρίσκεται στό δτι δέν παίρνουν ύπόψη αύτή τήν ούσιαστική διαφορά Ανάμεσα στίς δυό πλευρές τοϋ νοήμα τος τής Ιστορίας, τήν Αντικειμενική διαλεκτική τών άμοιβαίων του; σχέσεων καί έξαρτήσεων. Αύτό Ιχει ώς Αποτέλεσμα ή νά μπερδεύ ουν καί νά συνταυτίζουν τΙς δυό πλευρές τοϋ ζητήματος, ή τΙς άντιπαραθέτουν Απόλυτα τή μιά στήν άλλη. Ή στοχοθέτηση καί. δ άγώνας γιά τήν πραγματοποίηση τών το ποθετημένων σκοπών προϋποθέτουν δντα προικισμένα μέ συνείδηση, βούληση καί ένέργεια, πού μόνον αύτά είναι Ικανά νά βάζουν μπρο στά τους σκοπούς καί νά Αγωνίζονται γιά τήν πραγματοποίησή τους. θεωρημένη αύτή καθαυτή ώς Αντικειμενική φυσικοϊστορική διαδικα σία, ή Ιστορία δέν κατέχει οδτε συνείδηση, οδτε βούληση, οδτε ένέργεια. Γι’ αύτόν τόν λόγο ή Ιστορία οδτε βάζει μπροστά της, οδτε μπορεΐ νχ βάζει σκοπούς, οΰτε πάλι νά άγωνιστεϊ γιά τήν πραγ ματοποίησή τους. Νά μιλάει κανείς άπ’ αύτή τή σκοπιά γιά νόη μα στήν Ιστορία είναι Ανόητο καί παράλογο. Ή ιστορία, δμως, δέν είναι αύθόρμητο παιχνίδι Ασυνείδητων καί τυφλών δυνάμεων, δέν είναι μιά αύτόματη, πού ξετυλίγετα. άπό μόνη, διαδικασία παρά δράση Ανθρώπων όργανωμένων σέ
28
433
τάξεις, λαούς, κόμματα, κράτη κ.ά., πού κάνουν τήν ίστορία. Είναι δράση άνθρώπων προικισμένων μέ συνείδηση καί βού ληση, μέ αισθήματα καί πάθη, πού συνειδητά βάζουν μπρο στά τους σκοπούς, καί ό άγώνας για τήν έπίτευξη αύτών τών σκο πών είναι τό νόημα τής Ιστορικής τους δράσης. Έ τσι, λογουχάρη, ή δράση καί δ άγώνας τής έργατικής τάξης, τών κομμουνιστικών κομμάτων καί τών σοσιαλιστικών κρατών άποτελεΐ Ιστορική δρά ση, πού είναι γεμάτη βαθύ νόημα, γιατί είναι έμπνευσμένη άπό Ινα μεγάλον Ιστορικό σκοπό : τόν άγώνα γιά σοσιαλισμό καί κομμου νισμό. Ή Ιστορική στοχοθέτηση άποτελεΐ άπόλυτα άπαραίτητο στοι χείο για τή σημασιολόγηση τής Ιστορικής δράσης τών ιστορικών προσωπικοτήτων, τών κοινωνικών τάξεων καί συστημάτων, τών πολιτικών κομμάτων. Ξεκινώντας άπό τοϋτο τό γεγονός, ci ύποκειμενικοΐ ιδεαλιστές καί οί βουλησιαρχιστές βγάζουν τδ συμπέ ρασμα πώς οί άνθρωποι βάζουν νόημα στήν ίστορία καί τοΟτο τό νόη μα μπορεϊ νά είναι διαφορετικότατο, σ’ έξαίρεαη άπό τίς άντιλήψε:ς τους για τήν ίστορία καί άπό τούς σκοπού; πού θά βάζουν μπρο στά τους. Κατά τή γνώμη τοϋ Κ. Πόπερ «παρ’ δλο πού ή Ιστορία δέν Ιχει κανένα νόημα, έμεΐς μποροϋμε νά τής δώσουμε νόημα» σ’ ΐξάρτηση μέ τή σκοπιά πού τήν έρμηνεύουμε. Έ τσι, λογουχάρη, Iμεΐς μποροϋμε τάχα να έρμηνεύσουμε τήν ίστορία άπό τή σκοπιά τοϋ άγώνα «γιά μιά άνοιχ'ή κοινωνία, γιά μιά διοίκηση τοΟ νοϋ, γιά δι καιοσύνη, γιά λευτεριά, γιά ισότητα» κ.ά. Σ’ άντιστοιχία μέ τή μιά ή τήν άλλην έρμηνεία θά μπορούσαμε νά έξετάζουμε τήν Ιστο ρία ώς άγώνα γιά τήν πραγματοποίηση διάφορων σκοπών —ώς άγώνα γιά τήν πραγματοποίηση τής «άνοιχτής κοινωνία·:», τής «δικαιοσύνης», τής «έλευθερίας» κΑ.—καί στόν άγώνα γιά τήν πραγματοποίηση αύτών τών σκοπών θά βρίσκεται καί τό νόημα τής Ιστορίας».1 Μά άπό ποιά σκοπιά θά έρμηνεύσουμε τήν ίστορία, ποιούς σκο πούς, θά τοποθετήσουμε μπροστά της καί. ποιό νόημα θά βάζουμε σ’ αύτήν —δλ’ αύτά έξαρτιοΟνται άποκλειστικά άπό τΙς δικές μας 1. p. 278.
434
Κ. R. Poppes, The Open Society and Its
Ememies, vol. II,,
δ ο ξ α σ ί ε ς καί άπό τΙς δικές μας Α π ο φ ά σ ε ι ς , πού μέ τή σειρά τους δέν έξαρτιοΰνται άπό κανένα είδος Αντικειμενικούς πα ράγοντες. «Οδτε ή Φύση, οδτε ή Ιστορία —γράφει δ Πάπερ— μπο ρούν νά μάςποΰν τί είμαστε ύποχρεωμένοι νά κάνουμε. Τά γεγονότα, Αδιάφορο άν είναι γεγονότα τής Φύσης ή γεγονότα τής ίστορίας, δέν μπορούν νά πάρουν αποφάσεις γιά μάς, δέν μποροϋν νά καθορίσουν τούς σκοπούς, πού θέλουμε νά διαλέξουμε. ’Εμείς είμαστε έκεΐνοι πού εισάγουμε σκοπδ καί νόημα στή Φύση καί στήν ίστορία. Οί άνθρωποι δέν είναι ίσο:, μά έμεΐς μπορούμε ν’ Αποφασίσουμε ν’ ΑγωνιστοΟμι •('Λ ίσα δικαιώματα. ’Ανθρώπινοι θεσμοί δπως τδ κράτος δέν είναι όρθολογικοί, μά έμεΐς μπορούμε ν’ άποφασίσουμε νά τούς κάνουαϊ όρθολογικότερους»1 κ.ά. Ή θεωρητική βάση αυτής τής ύποκειμενικοϊδεαλιστικής δοξα σίας γιά τό νόημα τής ίστορίας είναι ή θέση τού Πόπερ, δτι «άνάμε σα στα γεγονότα καί στίς Αποφάσεις» δπήρχε τάχα μιά «θεμελιακή δυαρχία», πού έκφράζεται στό δτι «τά γεγονότα ώς τέτοια δέν έχουν κανένα νόημα, μπορούν αύτά νά τό πάρουν μονάχα διαμέσου τών άποφάσεών μας».2 Αύτή ή δυαρχία —κατά τή γνώμη τοϋ Πόπερ— είναι τάχα Ανυπέρβλητη κι’ αυτός βλέπει ένα Από τά βασικά λάθη τοϋ μαρξισμού στήν πρσσπάθειά του νά ύπερνικήσει «τή δυαρχία με ταξύ γεγονότων καί αποφάσεων», πασχίζοντας νά μάς πείσει «πώς αρκεί μονάχα νά συμβαδίζουμε μέ τήν Ιστορία· δλα θά προχω ρούν καί πρέπει νά προχωρούν σωστά καί πώς άπό έμ5ίς δέν άπαιτεΐτα: καμιά θεμελιακή Απόφαση» «πώς μπορούμε νά θερίσουμε Iκεΐ πού δέ σπείραμε»3 κ.ά. Ό Ακρογωνιαίος λίθος δλάκερος τής ύποκειμενικοϊδεαλιστικής οίκοδομής τοΰ Πόπερ είναι ό Ισχυρισμός του πώς αύτά καθαυτά τά γεγονότα δέν έχουν τάχα κανένα νόημα καί πώς τά Αντικειμενικά γεγονότα δέν μποροΰν νά καθορίσουν τούς σκοπούς πού θέλουμε νά διαλέξουμε. Μά αύτός δ Ισχυρισμός του είναι άναπόδειχτος, άναποδείξιμος καί Αβάσιμος. Είναι Αλήθεια, πώς δχ> τά γεγονότα, δχι ή ίστορία παίρνο.»ν 1. Ibid, ρ. 278. (βλ. σημ. 1, σελ. 434). 2. Κ. R. Popper, op. cit.. p. 278 - 279. 3. Ibid., p. 279.
435
Αποφάσεις καί τοποθετούν σκοπούς. ’Αποφάσεις παίρνουν καί βά ζουν μπροστά τους σκοπούς οί άνθρωποι —οί ιστορικές προσωπι κότητες, οί κοινωνικές τάξεις καί συστήματα, τά πολιτικά κόμ ματα. Μά δέν καθορίζουν τούς ιστορικούς τους σκοπούς αόΟαίρετα. Ό ΙΙόπερ λέει, πώς «οί άνθρωποι δέν είναι ίσοι, μά Εμείς μπο ρούμε ν’ Αποφασίσουμε ν’ Αγωνιστούμε γιά ϊσα δικαιώματα». Μά τί Οά πει «ίσα δικαιώματα» καί «έμεϊς» ; «“Ισα δικαιώματα» μπορεϊ νά σημαίνει: νΙσο δικαίωμα Ιδιοκτησίας πάνω στά μέσα παραγω γής, ίσο δικαίωμα στήν κατανομή τών μέσων ύπαρξης, ίσο δικαίωμα συμμετοχής στή διοίκηση τού κράτους καί στήν έπίλυση τών κρατικών ζητημάτων, ίσο δικαίωμα στή μόρφωση καί Αναψυχή, ίσο δικαίωμα στήν Ελεύθερη Εθνική πολιτική, οίκονομική καί πολι τιστική ζωή γ:ά όλες τίς προσωπικότητες καί τούς λαούς. Ή Ιστο ρία, βμως, δέ γνωρίζει οδτε μιά περίπτωση, πού ή τάξη τών δουλοκτητών, τών φεουδαρχών ή ή Αστική τάξη νά Αγωνίστηκε καί νά Αγωνίζεται γιά μιά τέτοια ισότητα. Γι’ αύτήν Αγωνίστηκαν καί Αγωνίζονται οί καταπιεζόμενες καί οί Εκμεταλλευόμενες τάξεις κα’ Ιθνη, ένώ οί Εκμεταλλεύτριες τάξεις καί τά καταπιεστικά έθνη Επι διώκανε πάντοτε νά νομιμοποιήσουν καί νά διαιωνίσουν τήν κοινω νική καί τήν έ€νική Ανισότητα. Προβάλλει τό έρώτημα: γιατί οί διάφορες προσωπικότητες, κοινωνικές τάξε-.ς καί συστήματα καί τά πολιτικά τους κόμματα παίρνουν πάνω σέ 2να καί τό Γδιο ζήτημα διαφορετικές καί Αντίθε τες Αποφάσεις, γιατί βάζουν μπροστά τους διαφορετικούς καί Αντίθε τους Ιστορικούς σκοπούς; Γιατί όρισμένες τάξεις καί πολιτικά κόμ ματα βάζουν ώς σκοπό τής ιστορικής τους δράσης τή διαιώνιση τής κοινωνικής Ανισότητας, τής Εκμετάλλευσης Ανθρώπου άπό άνθρω πο κ.ά., ένώ άλλες καί άλλα —τήν έξάλειψη τών τάξεων, τής κοι νωνικής Ανισότητας, τής έκμετάλλευσης Ανθρώπου Από άνθρωπο; Καί γιατί οί Εκμεταλλεύτριες τάξεις πάντα βάζουν μπροστά τους ώς Ιστορικό τους σκοπό τή διαιώνιση τής κοινωνικής Ανισό τητας ή τήν Αντικατάσταση μιας μορφής κοινωνικής Ανισότητας μέ άλλη, ένώ οί Εργαζόμενοι καί οί έκμεταλλευόμενες τάξεις Επι διώκανε πάντα καί Επιδιώκουν τήν κοινωνική δικαιοσύνη; ’Αρκεί νά τοποθετηθούν αυτά τά Ερωτήματα, γιά νά δοΟμε δ-
436
λΑκερη τήν άνεδαφικότητα τής δοξασίας τοϋ Πόπερ. Ό καθορισμός τών ιστορικών σκοπών, πού βάζουν μπροστά τους ot άνθρωποι — ot προσωπικότητες, σί κοινωνικές τάξεις, τά κοινωνικά συστήματα, τά πολιτικά κόμματα— δέν άποτελεΐ καρπό ύποκειμενικών καί αύθαίρετων ιδιοτροπιών καί άποφάσεων, άλλά καθορίζεται άπό τά «γεγο νότα» τής κοινωνικοϊστορικής ζωής, άπό τους ύλικούς, δηλαδή άπό τους Αντικειμενικούς, κοινωνικούς δρους τής ύπαρξής τους. 'Ακρι βώς ot ύλικοί δροι τής δποφξης τών άνθρώπων καθορίζουν τούς Ι στορικούς τους σκοπούς καί μιά καί ot ύλικοΐ δροι δπαρξης τών διά φορων προσωπικοτήτων, τών διάφορων τάξεων καί τώνπολιτικών τους κομμάτων είναι διαφορετικοί, γι’ αύτόν τόν λόγο είναι διαφο ρετικοί καί οί Ιστορικοί τους σκοποί καί άποφάσεις. Αύτό τό άδιάψευστο γεγονός Αποδείχνει τήν άβασιμότητα τοϋ Iσχυριαμοϋ τοϋ Πόπερ, δτι ή ιστορία καί τά γεγονότα της δέν μποροϋν τάχα νά μάς ποϋν «τι είμαστε ύποχρεωμένοι νά κάνουμε». Ot ύλικοί κοινωνικοί δροι τής δπαρξης τών άνθρώπων, τών κοινωνικών τάξε ων, καθορίζουν τά συμφέροντά τους, πού μέ τή σειρά τους «ύπαγορεύουν» στούς άνθρώπους τί νά κάνουν. Έ Εκμετάλλευση καί ή κατα πίεση ύποχρεώνουν τήν έργατική τάξη, τούς έργαζς κλάδου, είναι αύτός ή δέν είναι έπιστήμη, μέ ποιές μεθόδους θα γίνεται ή Ιστορική έρευνα, μέ τή βοήθεια πο.ών κριτηρίων θά καθορίζεται ή Ιστορική άλήθεια καί άναλήθεια, ποιά είναι ή άξία καί ή άποστολή τής ιστορικής γνώμης κ.ά., ή Ι στοριογραφία δέ θά μποροϋσε νά άναπτύσσεται μέ έπιτυχία. Ό Ι διος ό Μίλς άγανακτεΐ, πώς δριαμένοι ιστορικοί μιλοΰν τώρα πάρα πολύ άσυγκράτητα γιά «έπιστημονική ίστορία» καί πασχί ζουν νά χρησιμοποιήσουν στή δουλειά τους «έντελώς τυπικά καί μά λιστα πέρα γιά πέρα άνιστορικά μέσα»- πώς άλλοι Ιστορικοί μετα τρέπουν τήν ίστορία σέ «δημιουργία μύθων γύρω άπό τό παρελ θόν, γιά τρέχουσες Ιδεολογικές άνάγκες» κ.ά.1 Μά μήπως δλ’ αότά τά ζητήματα δέν άναφέρονται άκριβώς στό άντικείμενο καί. στα καθήκοντα τής ίστορίας, στό άν είναι αύιτή έπιστήμη, τί λογής έπιστήμη είναι, ποιές είναι οί μέθοδοί της, τί λογής πρέπει νά είναι ή γνώση της κ.ά. ; °Οσο καί να τοΰ είναι δυσάρεστα, ύποχρεώνεται καί ό Μίλς νά έγείρει αύτά τά ζητήματα. ’Εστω καί πολύ παλιό, τό ζήτημα «Τί είναι ίστορία»; είναι -ερισσότερο Ιπίκαιρο άπό κάθε άλλη φορά. Έξαιτίας τοΰ ταξικόκομματικού χαρακτήρα τής φιλθ3οφίας, τής ίστορίας καί τής Ιστο ριογραφίας δέν είναι δυνατό σήμερα νά δοθεί μιά γενικής έγκυρότητας άπάντηση σ’ αύτό τό ζήτημα. Μά ή όλοκληρωτική έπιστη μονική λύση τοϋ ζητήματος είναι δυνατή καί άναγκαία καί μπορεΐ νά κατορθωθεί μέ τίς συντροφικές προσπάθειες τών μαρξιστών φιλοσόφων, κοινωνιολόγων καί ιστορικών.
1. C. Wrigh Mills, The Sociological Imagination, pp. 156, 157.
443
Ιστορία και φιλοσοφία, Ιστορικό καί λογικό. Τό δικαίωμα ένός έπιστημονικοϋ κλάδοιι νά ύπάρχει ώς αύτοτελής τομέας τής γνώσης -ηγάζει άπό τό δτι έχει δικό του Αν τικείμενο, δικά του προβλήματα, δικές του μεθόδους καί καθή κοντα. Νά γιατί για νά δοθεί όρισμός ένός έπιστημονικοΟ λλάόου, πρέπει νά κα/θοριστοΟν τό άντικείμΐνό του, τά προβλήματα, ot μέ θοδοι καί τά καθήκοντά του, πράγμα πού, άπό τήν πλευρά του, προϋποθέτει νά διαχωριστοΟν άπό τό άντικείμενο, τά προβλήματα, οί μέθοδοι καί τά καθήκοντα τών άλλων έπιστημονικών κλάδων καί νά έξεταστοϋν στή συνάφειά τους μέ αύτά. Ή ιστορία άποτελεΐ έπιστημονικό κλάδο, πού έχει συνάφεια μέ δλους τούς Επιστημονικούς κλάδους καί μέ τούς τομείς τών άντικειμένων τους. Νά έξετάσου^ιε τΙς αχέσεις της μέ δλους τσϊς έπιστημονικούς κλάδους οδτε είναι στό μέτρο τών δυνάμεών μας, οδτε πάλι είναι άπαραίτητο, μιά καί είναι πολλοί ot έπιστημονικοΐ κλάδοι πού of συνάφειές τους μέ τήν Ιστορία είναι ξεκάθαρες καί δέν προκαλοΟν κανενός είδους διαμάχες. 'Τπάρχουν, δμως, έπιστημονικοΐ κλάδοι πού μ’ αύτούς τήν Ιστορία είτε τή συνταύτιζαν άβάσιμα, είτε έπίσης άβάσψα τήν άντιπαρώθεταν άπόλυτα. ’Ανάμεσα ατούς πρώτους πρέπει νά Αναφέρουμε πρίν άπ’ ίλα τή φιλοσοφία. Ή Ιστορία τών Αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ τής φιλοσοφίας καί. τής Ιστοριογραφίας δείχνει, πώς σέ πολλές περι πτώσεις ή φιλοσοφία είσορμοϋσε στό χώρο τής Ιστοριογραφίας καί μέ τήν Ιδότητά της ώς φιλοσοφίας τής Ιστορίας Ιδιοποιούνταν τήν ούσιαστιοιότερη λειτουργία της — τήν έρμηνεία τής Ιστορικής δια
444
δικασίας καί τών Ιστορικών γεγονότων. Τούτη ή «εισβολή» τής φιλοσοφίας άναφορικά μέ τήν Ιστο ρία σημειώνει τήν άκραία έκφρασή της στόν Ιταλό νεοχεγκελιαν*> Ί^ιοβάνι Τζιεντίλε. Παρασταίνοντας όλάκερη τήν πραγματικότη τα ώς πνευματική, διαλυμένη στή νόηση, 6 Τζιεντίλε γράφει πώς έ ξω άπό τή φιλοσοφία δέν ύπάρχει καμιά πνευματική πραγματικότη τα. Στοχαζόμενη τήν πνευματική πραγματικότητα, ή φιλοσοφία τήν έξαντλεΐ καί δέν άφήνει «κατάλληλη πραγματικότητα, άπ’ δπου θά μποροϋσε νά σχηματιστεί ή ιστορία».* Ό Τζιεντίλε συν ταυτίζει τήν Ιστορία μέ τή φιλοσοφία καί φρονεί, πώς ή πραγμα τική ίστορία δέν είναι τίποτε άλλο παρά Ι σ τ ο ρ ί α τ ή ς φ ι λ ο σ ο φ ί α ς , κ α ΐή τελευταία άποτελεΐ τήν άληθινή φι λοσοφία. Σέ μιά πρώτη ματιά αύτή ή συνταύτιση θά μποροϋσε νά θεωρηθεί ώς διάλυση τής φιλοσοφίας στήν ίστορία καί ώς μετατρο πή τής Ιστορίας στή μοναδική έπιστήμη γιά τήν πραγματικότη τα. Μά δ Τζιεντίλε είναι κατηγορηματικός. Τονίζει πώς «δέν εί ναι ή φιλοσοφία πού βρίσκει τήν άλήθεια της στήν ίστορία», μά, άντίστροφα «δ κύκλος κλείνει δχι στήν ίστορία ώς τέτοια, παρά στή φιλοσοφία».2 Κ«τ’ αύτόν τόν τρόπο έξω άπό τή φιλοσοφία δέν ύπάρχει καί δέν μπορεϊ νά ύπάρχει καμιΐ ίστορία. Οί λειτουργί ες της έχουν έντελώς ιδιοποιηθεί άπό τή φιλοσοφία. Ή ίστορία τών άμοιβαίων σχέσεων άνάμεσα στή φιλοσοφία καί στήν Ιστοριογραφία, δμως, μδς δείχνει δχι λιγότερες έκδηλώσεις καί τής άντίστροφης διαδικασίας. 'Οπως τονίσαμε, ή ίστορία Ιχει σχέση μέ δλες τίς έπιστήμες καί μέ τούς τομείς τής προβληματι κής τους. Δέν ύπάρχει τομέας τής φυσικής καί τής κοινωνικής πραγματικότητας, τής άνθρώπινης νόησης καί τής άνθρώπινης πρα κτικής δράσης πού νά μήν έχει τήν δική του ίστορία καί που σ’ αύτόν νά μήν είναι έφαρμόσιμες, στόν ένα ή στόν άλλο βαθμό, ή μέθοδος τής Ιστορικής έρευνας. Ή Ιστορική μέθοδος έχει καθολι κή έφαρμογή. Σ’ αύτό ή ίστορία μοιάζει μέ τή φιλοσοφία. Καί
1. Παραθ. κατά : Έ . Γκάριν. Χρονικό τής Ιταλικής φιλοσοφίας τοΟ 20ο0 αΙώνα (1900 - 1943), σελ. 251, (στά ρωσικά). 2. Στό Ιδιο, σελ, 252.
445
δχι μονάχα μοιάζει. Ό καθολικός χαρακτήρας τής Ιστορίας καί τής Ιστορικής μεθόδου χρησίμεψε δχι μιά φορά ώς «δικαιολογία» γιά τή μετατροπή τής Ιστορίας σέ καθολική έπιστήμη, πού δεσπό ζει πάνω σ’ δλες τΙς άλλες έπιστήμες, μαζί καί πάνω στή φιλοσο φία, καί τις ολοκληρώνω·. (integrate — Σημ. τ. Μετ.) μέσα της. «Σέ διάστημα ένδς καί μισοϋ αιώνα — γράφει δ Μπάρακλαφ— άπδ τή Γαλλική Επανάσταση κι’ έδώθε, οί Ιστορικές άρχές καί ot Ιστορικές δοξασίες δεσπόζανε, διαμορφώνανε καί καθορίζανε τδν χαρακτήρα τής ευρωπαϊκής νόησης. Άκριβώς σ’ αυτή τήν περί οδο θεωρούνταν ώς βασική προϋπόθεση ή θέση «πώς ή φύση κά θε πράγματος είναι κατανοημένη στήν έξέλιξή του» καί πώς et πε ρισσότερες άπδ τΙς σφαίρες τής διανοητικής καί συχνά έπίσης τής πρακτικής ζωής είναι διαποτισμένες άπδ" τήν Ιστορία. Τδ άποτέλεσμα ήταν δτι ή ίστορία άνέβηκε σέ έπικίνδυνο ύψος, σάν τε λευταία magistra Vitae,* και μια έξουσιαστική, γεμάτη αδτοπεποίθηση Κλειώ έξετόπισε τή θρησκεία καί τή φιλοσοφία ώς θεά πού μπροστά της ύποκλινόμασταν».1 Αύτή είναι ή περίοδος, δταν μερικοί, δπως δ ΚοΟνο Φίσσιερ, δ Τζιδν Λούϊς καί. άλλοι, άνάγανε δλάκερη τή φιλοσοφία μονάχα σέ £να κεφάλαιο τής Ιστορίας —στήν ί σ τ ο ρ ί α τής φιλο σοφίας. Άλλοι προχώρησαν άκόμη πιδ μακριά. Άνακηρύξανε τήν ίστορία ώς έπιστήμη γιά τήν «άληθινή πραγματικότητα» καί κατ’ αύτδ τδν τρόπο τή βάλανε στή θέση τής φιλοσοφίας ώς «με ταφυσική». Σύμφωνα μέ τδ Χοζέ Όρτέγκα - I - Γκασέτ, λογουχάρη, «ή ίστορία άποτελεί μιά συστηματική έπιστήμη γιά τή βασι κή πραγματικότητα, πού είναι ή ζωή μου».2 Μά δ κλασικδς Εκπρό σωπος αύτής τής δοξασίας είναι δ Κρότσιε. "Οπως είδαμε, δ Κρότσιε διάλυσε δλάκερη τή φιλοσοφία στήν ίστορία καί κήρυξε τήν Ιστορική γνώση ώς τή μοναδικά άληθινή γνώση. «'Οταν άντιλαμβανόμαστε τή' συγκεκριμένη καί τήν άληθινή γνώση πάντα ώς Ιστορική γνώση —γράφει δ ίδιος— τότε δέν μπορούμε νά ξεχωρίσουμε τή γνώση, τδν καθορισμδ τών πρα• Δασκάλα tflç ζωής (Εημ. τ. Μετ ). 1. G. Barraclongh, History in a Changing World, p. 1. 2. J. Ortega y Gasset, Gcschichte als System, s. 77.
446
γ]ΐάτων, τήν κρίση γιά τά πράγματα άπδ τή γνώση για τή δια δικασία τοΰ γίγνεσθαι... Νά γνωρίσουμε κάτι σημαίνει νά τδ σκεφτοΰμε στήν ούσία του, δηλαδή στήν έμφάνιση καί έξελεξή του, στίς συνθήκες, πού μέ τή σειρά τους μεταβάλλονται και έξελίσσονται, γιατί ή ούσία του δεν άποτελεΐται άπό τίποτε άλλο έκτός άπό τήν άλλαγή του καί τήν έξέλιξη τής ζωής του καί μάταια θά τήν άναζητούσαμε πέρα άπ’ αύτήν τή ζωή, γιατί στό τέλος αύτής τής άδύνατης έπιδίωξης άπό τό ίδιο τό κάτι δέ θά Ιμενε οδτε καί σκιά. "Οσο περισσότερο διεισδύουμε στήν ϊδια του τήν ούσία, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε, πώς κινούμαστε ο-ήν ιστορία του».1 Κι έτσι, σύμφωνα μέ τή γνώση τοϋ Κρότσιε, ή Ιστορική γνώ ση είναι όχι μόνον ή μοναδικά άληθινή γνώση, άλλά είναι όλάκερη ή γνώση, πού περικλείνει μέσα της ώς δικά της ούσιαστικά συ στατικά καί τή φυσιογνωσία, καί τά μαθηματικά, καί τή φιλοσο φία — βλες τις ύπόλοιπες έπιστήμες. Γι’ αύτόν ύπάρχει μιά καί μοναδική έπιστήμη — ή Ιστορία, καί μιά καί μοναδική μέθοδος γνώσης — ή Ιστορική μέθοδος. «Έ μέθοδος τής γνώσης καί τής άλήθειας είναι μονάχα ή Ιστορική μέθοδος».* Προτοΰ προχωρήσουμε στήν κριτική έξέταση αύτής τ/Jç δο ξασίας τοΰ Κρότσιε, θέλουμε νά σταθοϋμε πάνω σ’ ένα άλλο ζή τημα. "Οπως ξέρουμε, στή «Γερμανική Ιδεολογία» δ Μάρξ καί δ “Ενγκελς έπίσης γράφουν, δτι ξέρουν «μονάχα μιά καί μοναδική έπιστήμη, τήν ιστορική έπιστήμη». Αύτός δ όρισμός τής Ιστορίας είναι τόσο πλατύς, ώστε περιλαμβάνει σ’ αύτήν καί τήν ϊδια τή φυσιογνωσία ώς ταυτόσημη τής Ιστορίας τής Φύσης καί δέν άφήνει θέση γιά τήν δπαρξη έξω άπό τήν Ιστορία σέ καμιάν δλλη έ πιστήμη, μαζί καί. στή φιλοσοφία. Γεννιέται τό έρώτημα: δέ ση μαίνει άραγε αύτό πώς, άνεξάρτητα άπό τις καταρχικές διαφο ρές άνάμεσα στους Μάρξ καί Ένγκελς ώς ύλιστές καί στόν Κρότσιε ώς Ιδεαλιστή, οί άπόψεις τους γιά τήν ιστορία ώς μ ον α δ ι κ ή κ α ί ο ύ σ ι α σ τ ι κ ή έ π ι σ τ ή μ η συμπί πτουν κι’ δτι πάνω σ’ αύτό τό ζήτημα δ Κρότσιε Ιχει δίκιο; 1. Β. Croce, Die Geschschte aïs Gegande und als Tat, s. 233. 2. Ibid., s. 474.
447
Κατά τή γνώμη μας ή όμοιότητα άνάμεσα στήν πιό πάνω πε ρικοπή άπό τή «Γερμανική Ιδεολογία» καί στήν άποψη τοϋ Κρότ σιε είναι δλοφάνερη καί δέν μπορούμε νά τήν άρνηθοΟμε. Μά τό£» δέ σημαίνει καβόλου, πώς ή &π ο ψ η τών Μάρξ καί Ένγκελς, άπό τή μιά, καί ή άποψη τοΰ Κρότσιε, άπό τήν άλλη, είναι ταυτόση
μες. ΠρΙν άπ’ δλα πρέπει νά πάρουμε ύπόψη, πώς δ Μάρξ καί δ Ένγκελς έγραψαν τήν πιό πάνω περικοπή σέ χρόνο δπου κυριαρ χούσε ή ίδεαλιστική άποψη, πού έξετάζει τήν Ιστορία μονάχα ώς ίστορία τοϋ πνεύματος καί άποκλείει άπ’ αύτήν τήν Φύση, τή φυ σιογνωσία καί τήν παραγωγική δραστηριότητα τών άνθρώπων. Κάνοντας πολεμική ένάντια σ’ αύτήν τήν ίδεαλιστική άντίληψη, δ Μάρξ καί δ Ένγκελς ύπογραμμίζανε, θεμελιώνανε κχΐ άποδείχνανε τελείως σωστά, πώς δχι μόνον ή πνευματική ζωή τών άν θρώπων, άλλά καί ή Φύση, καί ή άνθρώπινη κοινωνία, καί ή άν θρώπινη παραγωγική δράση Εχουν τή δική τους Ιστορία έξέλιξης καί σ’ αύτό τό νόημα κανένας τομέας τής πραγματικότητας, είτε είναι φυσικός είτε κοινωνικός, δέ βρίσκεται έξω άπό τή σφαίρα τής ίατορίας. Ταυτόχρονα υπογράμμιζαν δτι μεταξύ τής ιστορίας τής Φύσης καί τής ίστορίας τής κοινωνίας ύπάρχει ούσιαστική διαφορά. Εκτός άπ’ αύτό στό χειρόγραφο τής «Γερμανικής Ιδεολογί ας» δ Μάρξ καί δ Ένγκελς διαγράψανε τούτη τήν περικοπή, Ισιος γιατί συνειδητοποίησαν δτι δέν είναι άκριβής, στό βαθμό πσ!> ύπερβάλλει τήν Ιστορία, τή μετατρέπει σέ μοναδική έπιστήμη καί άνακηρύσσει ώς ίστορία άκόμη καί τή φυσιογνωσία. Καί πραγματικά σ’ δλες τους τΙς άλλες ρήσεις, κι αύτές εί ναι πάρα πολλές, δ Μίρξ καί δ Ένγκελς δέν ύποστηρίζουν τήν άποψη πού ύπάρχει μιά καί μοναδική έπιστήμη — ή ίστορία, πού συνενώνει μέσα της δλες τΙς άλλες έπιστήμες. Σ’ αύτές τίς ρήσεις τους χρησιμοποιούν τήν Ιννοια «ίστορία» σέ δ υ ό διαφορετικά νοήματα. Πρώτο, χωρίς νά άρνιοΟται τήν ίστορία τής Φύσης, δ Μάρξ καί δ Ένγκελς χρησιμοποιούν τόν δρο «ίστορία» γιά νά σημειώ
448
σουν μονάχα τήν άνθρώπινη κοινωνία καί. τή νομοτελειακή της έξέλιξη. Σ ’ αύτό τό νόημα μιλοβν γιά «φυσικό, Ιστορικό καί πνευ ματικό κόσμο», γιά «τή Φύση καί τήν Ιστορία», γιά «τή Φύση καί τήν άνθρώπινη ίστορία» κ.4.1 Ά π ’ αύτή τή σκοπιά διαιροΟν Iπίσης καί τίς έπιστήμες σέ δυό μεγάλες δμάδες: σέ φυσικές έπι στήμες, πού δχουν ώς άντικείμενο τή Φύση, καί «ιστορικές έπι στήμες», πού έχουν ώς ά'/τικείμενο τήν κοινωνικοϊστορική ζωή. Στόν πρόλογό του στήν «Κριτική τής Πολιτικής ΟΙκονομίας», δ ’Ένγκελς γράφει «Και δλες οί έπιστήμες πού δέν είναι φυσικές έπιστήμες είναι Ιστορικές».2 Ή πολιτική οικονομία, λογουχάρη, σύμφωνα μ’ αύτό τόν όρισμό είναι Ιστορική έπιστήμη. Τόν Ιδιον όρισμό τών «Ιστορικών» έπιστημών βρίσκουμε καί στήν έπιστολή τοϋ Ένγκελς πρός τόν Φ. Μέρινγκ (14 τοΟ ’Ιουνίου 1893), δπου γράφει: «Τό Ιστορικός τό παίρνουμε έδώ άπλώς περιληπτικά γιά τό πολιτικός, νομικός, φιλοσοφικός, θεολογικός, κοντολογίς γιά δλους τούς τομείς πού άνήκουν στήν κ ο ι ν ω ν ί α κι’ δχι μόνο στή Φύση».3 'Οπως βλέπουμε, τούτος ό όρισμός τής ίστορίας, μολονότι πο λύ στενότερος άπό τόν όρισμό πού περιέχεται στήν προαναφερμένη περικοπή τής «Γερμανικής Ιδεολογίας», είναι ώστόσο πολύ πλατύ τερος. Δέν κάνει διάκριση άνάμεσα σέ Ιστορικές καί σέ θεωρητι κές έπιστήμες, λογουχάρη μεταξύ τής Ιστορίας τής οίκονομικής ζωής, μεταξύ ίστορίας τής κοινωνίας κα1. θεωρίας τής κοινωνίας. Κάτι περισσότερο. Στήν έπιστολή του πρός τόν Μέρινγκ 6 Ένγκελς συμπεριλαβαίνε: τελείως λαθεμένα στίς ιστορικές έπιστήμες καί τή φιλοσοφία, πού, σύμφωνα μέ τόν ίδιον τόν δικό του όρισμό, εί ναι γενικότατη έπιστήμη δχι μόνο γιά τήν άνθρώπινη κοινωνία, μά καί γιά τή Φύση, καί γιά τήν άνθρώπινη νόηση. Τό βιβλίο του μέ τίτλο «Διαλεκτική τής Φύσης» άποτελεΐ φιλοσοφικό σάγ1. Φρ. Ένγκελς, Άντιντιούρινγκ, Έ κδ. τοΟ ΚΚΒ, 1950, σελ. 2ί, 29, 40, (σιά βουλγαρικά). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Διαλεχτά "Εργα, τόμος 1ος, σελ. 414, στά βουλγαρικά). 3. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Διαλεχτές Επιστολές, Έκδ. τοΟ ΚΚΒ, 1952, σελ. 515, (στά βουλγαρικά). *
29
449
γράμμα, μά δ έ ν ε ί ν α ι «ιστορικό» σύγγραμμα στδ νόημα πού εϊσάγεται σ’ αύτδν τδν δρο ατούς δρισμούς πού παραθέσαμε πιδ πάνω. Στδ έργο του «Άντιντιούρινγκ» δ ’Ένγκελς δίνει δλλη μιά, Ακόμα πιδ διαφορισμένη ταξινόμηση τών έπιστημών. Διαιρεί δλάκερο τδν τομέα τής γνώσης σέ τρεις μεγάλες ύποδιαιρέσεις. «Ή πρώτη περιλαμβάνει δλες τΙς έπιστήμες πού άσχολοΟνται μέ τή νε κρή Φύση κα! περισσότερο ή λιγότερο ύπόκεινται σέ μαθηματική έπεξεργασία: τά μαθηματικά, ή Αστρονομία, ή μηχανική, ή φυσι κή, ή Χημεία... Έ δεύτερη κατηγορία έπιστημών είναι έκεΐνες πού περιλαμβάνουν τήν έρευνα τών ζωντανών δργανισμών», καί «ή τρίτη δμάδα έπιστημών» είναι «οί Ιστορικές έπιστήμες, πού έρευνοϋν τούς δρους τής ζωής τών άνθρώπων, τΙς κοινωνικές σχέ σεις, τίς νομικές καί τις κρατικές φόρμες (τύπους) μέ τα ιδεολο γικά τους έποικοδομήματα — ή φιλοσοφία, ή θρησκεία, ή τέχνη κ.ά., στήν Ιστορική τους διαδοχικότητα καί στήν τωρινή τους κα τάσταση».1 Σ’ αύτδν τδν δρισμδ έχει συντελεσιεί μιά παραπέρα διαφο ροποίηση μονάχα στή σφαίρα τών φυσικών έπιστημών, πού είναι διαιρεμένες σέ έπιστήμες γιά τή νεκρή καί σέ έπιστήμες γιά τή ζωντανή Φύση. 'Ολες ot έπιστήμες γιά τήν κοινωνία, δμως, έξακολουθοΰν νά Αντιμετωπίζονται ώς «ιστορικές» έπιστήμες. Μά δ Μάρξ καί δ “Ενγκελς χρησιμοποιούν τούς δρους «Ι στορία» καί «ιστορικός» καί σέ Ινα δεύτερο, στενότερο, δηλαδή στδ γενικά Αποδεκτό νόημα τής λέξης, δπου ή Ιστορία δέν έξετάζεται ώς έπιστήμη γενικά γιά τήν άνθρώπινη κοινωνία, παρά μ ο ν ά χ α ώ ς μ ι ά άπδ τίς κοινωνικές έπιστήμες, ώς έπιστήμη γιά τήν ιστορική έξέλιξη τής άνθρώπινης κοινωνίας, πού μέ τή σειρά της μ«ορεΤ νά Ιχει διάφορους τομείς —ίστορία τών παραγωγικών δυνάμεων, ιστορία τής οικονομικής ζωής, Ιστορία τών ταξικών ά‘γώνων, Ιστορία τής πολιτικής ζωής, ίστορία τής έπιστήμης, Ιστο ρία τής φιλοσοφίας, ίστορία τής τέχνης, ίστορία τής θρησκείας κ.ά. Στήν έπιστολή του πρδς τδν Κ. Σμίνττ (5 τοΟ Αύγούστου 1. Φρ. Ένγκελς, Ά ντιντιούρινγκ, σελ. 100- 102, (στά βουλγα ρικά).
450
1890) δ ’Ένγκελς γράφει: «Πόσο λίγοι άπ’ τούς νεαρούς λόγιους, πού προσκολοΰν στό Κόμμα, κάνουν τόν κόπο νά έπιδοθοϋν στήν οίκονομολσγία, στήν ίστορία τών οίκονομ-.κών θεωριών, στήν ίστορία τοϋ έμπορίου, τής βιομηχανίας, τής γεωργίας, τών κοινωνικών σχη ματισμών. Πόσοι ξέρουν γιά τόν Μάουρερ παραπάνω άπ’ τ’ δνομά του»! (γίνεται λόγος γιά τό Γερμανό Ιστορικό Μάουρερ, έρευνητή τοϋ κοινωνικοΰ συστήματος τής άρχαίας καί τής μεσαιωνικής Γερμανίας — Ν. Ί . ) .' Στό βιβλίο του «Άντιντιούρινγκ» δ “Ενγκελς μιλάει για «τή'/ ποίηση, τή φιλοσοφία, τήν πολιτική, τήν οίκονομία καί τήν ιστοριογραφία».2 Στό ίδιο γράφει: «Άπό δλάκερη τήν ίσαμε σήμερα φιλοσοφία διατηρεί αύτοτελή σημασία μόνον ή διδασκαλία γιά τή νόηση καί τούς νόμους της, δηλαδή ή τυπική λογική καί ή διαλεκτική. 'Ολα τ’ άλλα συγκαταλέγονται στίς θετικές έπιστήμες γιά τή Φύση κα!. τήν ίστορία».3 "Οπως βλέπουμε, σ’ δλες αύτές τΙς ρήσεις γίνεται διάκριση δχι μόνον άνάμεσα σέ «φυσικές έπιστήμες» καί σέ «Ιστορικές έπι στήμες», άλλα έπίσης καί άνάμεσα στήν Ιστοριογραφία, άπό τή μιά, ν.αΐ στήν πολιτική οικονομία, στή φιλοσοφία κ.ά., πού έξετάζονται ώς αυτοτελείς, μή ιστορικοί τομείς τής γνώσης. Ταυτόχρονα ή φιλοσοφία ξεχωρίζει καί άπό τίς έπιστήμες για τή Φύση, κα! άπό τίς έπιστήμες για τήν ίστορία καί έξετάζεται ώς αύτοτελής τομέ ας τής γνώσης. Στά πλαίσια τής γενικής διαλεκτικοϋλιστικής μεθόδου τής γνώσης καί ώς συστατικά της ό Μάρξ καί δ Ένγκελς διακρίνουν δυό μεθόδους γνώσης — τ ή ν Ι σ τ ο ρ ι κ ή καί τ ή λ ο γ ι κ ή , πού άλληλοσυνδέονται καί ταυτόχρονα διαφέρουν ή μιά άπό τήν άλλη. Σ’ έξάρτηση άπό αύτό οί έπιστήμες διαιροϋνται σέ Ι σ τ ο ρ ι κ έ ς καί θ ε ω ρ η τ ι κ έ ς . Τό καβήκο·/ τών Ιστορικών έπιστημών είναι νά άποκαλύψουν τήν πραγματική δια δικασία τής έμφάνισης, τής έξέλιξης, τής διαμόρφωσης τοϋ Εξε ταζόμενου άντικειμενου ώς τήν Ιξαφάνιση είτε τόν μετασχηματι 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος 2ος, σελ. 557, (στά βουλγαρικά). 2. Φρ. Έ νγκελς, Άντιντιούριγκ, σελ. 8, (στά βουλγαρικά). 3. Στό Ιδιο, σελ. 30.
451
σμό του σέ κάτι άλλο ή στήν τωρινή του κατάσταση, στή διαδοχικότητά του μέσα στόν χρόνο, στήν Αμοιβαία καί νομοτελειακή συνά φεια μεταξύ τδν ξεχωριστών σταδίων τής έξέλιξής του καί στή συγκεκριμενότητά του. Σέ διάκριση άπό τίς Ιστορικές έπιστήμες, οί θεωρητικές έπιστήμες δέν ίχουν ώς καθήκον νά έκθέτουν τήν ίστορία τοΰ Αντικειμένου τους, άλλά νά τό Αναλύσουν μέ σκοπό νά άνακαλύψουν τίς ουσιαστικές, σταθερές, νομοτελειακές συνάφειες καί σχέσεις. Μπορούν έπίσης νά ένδιαφέρονται γιά τήν ίστορία τοΰ Αντικειμένου τους, δχι γιά τήν Γδια τήν ιστορία, παρά μονά χα στό βαθμό πού θά μποροΰσε αύτή νά βοηθήσει νά άποκαλυφτοΟν καί έξηγηθοΰν οί νομοτελειακές συνάφειες. Γι’ αύτόν τόν λόγο κά νουν Αντικείμενο τής έρευνάς τους έκείνη τήν κατάσταση τοΟ Αν τικειμένου τους δπου αύτό φανερώνεται σέ συγκριτικά καθαρότα τη κα! τελειωμένη μορφή. Στό ίργο του «Τό Κεφάλαιο» ό Μάρξ Ιγραψί: *Ό φυσικός παρατηρεί τις φυσικές διαδικασίες έκεϊ δ που έμφανίζονται μέ τήν πιό καθαρή μορφή καί δπου θολώνονται 5σο τό δυνατό λιγότερο Από διαταραχτικές Επιδράσεις, εϊτε, δπου αύτό είναι δυνατό, κάνει πειράματα μέσα σέ συνθήκες πού έξασφαλίζουν τήν καθαρή πορεία τής διαδικασίας. Αύτό πού Ιχω νά έρευνήσω σέ τοΰτο τό Ιργο είναι ό κ ε φ α λ α ι ο κ ρ α τ ι κός τ ρ ό π ο ς π α ρ α γ ω γ ή ς κι ’ ο ί σ χ έ σ ε ι ς π α ρ α γ ω γ ή ς κ α ί Α ν τ α λ λ α γ ή ς πού άνηστοιχοΰν σ’ αύτόν. Ό κλασικός τόπος αύτοΰ τοΰ τρόπου παραγωγής είναι δ ; τώρα ή Α γγλία. Αύτός είναι ό λόγος πού ή ’Αγγλία χρησι μεύει ώς κύριο παράδειγμα γιά τή θεωρητική Ανάπτυξη πού κάνω».' Ό Μάρξ ύπογραμμίζει, πώς έδώ δέ γίνεται λόγος γιά τήν ίστορία τοΰ κχπιταλι^ιοΟ. «Έδώ δέν πρόκειται καθαυτό γιά τόν ύψηλότερο ?' χαμηλότερο βαθμό άνάπτυξης τών κοινωνικών Ανταγωνισμών, πού ξεφυτρώνουν άπό τούς φυσικούς νόμους τής κεφαλαιοκρατικής παρα γωγή;. Πρόκ::ται γι’ α ύ τ ο ύ ς τ ο ύ ς Γδιους ν όμ ο υ ς, γι ’ α ύ τ έ ς τ ί ς F δ ι ε ς τ ι ς τ ά σ ε ι ς πο·> ΐροϋν επιβάλλονται μέ σιδερένια άναγκαιότητα»,2 γιά «τις οίκο1. Κ. Μάρξ, Τό Κεφάλαιο, τόμος 1ος, *Εκδ. τοΟ ΚΚΒ, 1948, σελ. 6, (στά βουλγάρικα). 2. Στό Ιδιο, σελ. 6.
452
νομικές κατηγορίες».1 «Ή Ερευνα πρέπει νά Αφομοιώσει τήν δλη στίς λεπτομέρειες, να Αναλύσει τίς διΑφορες μορφές έξέλιξής της καί νά Ανακαλύψει τήν έσωωερική τους συνΑφεια. Μόνον δταν ΘΑ Ιχει τελειώσει αύτή ή δουλειΑ, μπορεΐ νά παρασταθεΐ δπως πρέπει ή πραγματική κίνηση».2 Μια συνοπτική, μά συγκριτικά πληρέστερη έπεξεργασίχ τής μαρξιστικής δοξασίας γιά τήν Ιστορική καί τή λογική μέθοδο, κι’ Από έδώ γιά τΙς Ιστορικές καί τΙς θεωρητικές έπιστήμες, βρίσκου με στόν πρόλογο τοϋ Ένγκελς γιά τό σύγγραμμα τοϋ ΜΑρξ «κριτική τής Πολιτικής Οικονομίας». Σ’ αύτή του τήν έργασία δ Ένγκελς μ ά ς Αποκαλύπτει δρισμένες Από τΙς ουσιαστικότερες Ιδιαιτερότητες αύτών τών δυό μεθόδων, τό κοινό μεταξύ τους, τήν Αλληλοσυνάφειά τους καί τίς διαφορές τους. Χαρακτηρίζοντας τ ή ν ι σ τ ο ρ ι κ ή μέ θ ο δ ο , δ Έ ν γκελς παρατηρεί, πώς δπως στήν πραγματική Ιστορία, ίτσι καί στή «φιλολογική της ΑντανΑκλααη», δηλαδή στήν ίστορική έπιστήμη, «ή έξέλιξη στό σύνολό της προχωρεί Από τΙς πιό Απλές στίς πιό πο λύπλοκες σχέσεις». ’Ακολουθεί τήν π ρ α γ μ α τ ι κ ή έξέλιξη»3 μέσ’ Απ’ δλες τ!ς περιπέτειες τής άλματικής ή ζικζακοειδοϋς πο ρείας της, κατά τό δυνατό μέ δλες τίς Αποχρώσεις καί συμπτώσεις της. Μέ άλλα λόγια, τ ό Ι σ τ ο ρ ι κ ό ώς Αντικειμενική πρα γματικότητα Αποτελεΐ πραγματική διαδικασία τής έμφάνισης, τής διαμόρφωσης καί τής έξέλιξης τοϋ πρΑγματος, τοϋ χαμοϋ του ή τοϋ περάσματος του σ’ Αλλο πράγμα, ένώ ή Ιστορική γνώση Αποτε λεΐ Αντανάκλαση αύτής τής Αντικειμενικής διαδικασίας. 'Η λ ο γ ι κ ή μ έ θ ο δ ο ς «δέν είναι τίποτε άλλο παρά δ ιστορικός τρόπος, Απαλλαγμένος άπό τήν ιστορική μορφή καί άπό τις ένοχλητικές συμπτώσεις».4 Ή πορεία τής λογικής νόησης Αρχίζει μ’ αύτό πού Αρχίζει καί ή Γδια ή ίστορική έξέλιξη —μέ τίς πιό άπλές μορφές τίΐς έξέ λιξης, κι Από αύτές προχωρεί πρός τις πιό πολύπλοκες. ’Αλλά σέ 1. Στό Ιδιο, σελ. 7. (βλ. σημ. 1, σελ. 452). 2. Στό Ιδιο, σελ. 14. 3. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έ ργα, τόμος 1ος, σελ. 420, (στά βουλγάρικα). 4. Στό Ιδιο, σβλ. 420.
453
διάκριση άπό τήν ιστορική νόηση, ή λογική νόηση δέν είναι ύποχρεωμένη νά άντικαθρεφτίζίΐ δλες τίς περιπέτειες, δλες x'iç άπο· χρώσεις καί τίς τυχαίες άποκλίσεις τής διαδικασίας τής έξέλιξης τοϋ αντικειμένου της. Διαλέγει καί κάνει Αντικείμενο τής δρευνάς της εκείνο τό οημεΐο τής έξέλιξης τοϋ Αντικειμένου δπου αύτό φα νερώνεται στήν πιό ώριμη, κλασική του μορφή, δπου μπορεϊ νά πα ρατηρηθεί καί νά έρευνηθεΐ στό πληρέστερο καί καθαρότερο δυνα τό φανέρωμά του. Έτσι, λογουχάρη, 6 Μάρξ άρχίζει τήν οικονομική του ανάλυ ση μέ τήν ανάλυση τής «πρώτης άπλούστατης σχέσης, που ύπάρχει ιστορικά» — μέ τήν άνάλυση τοΰ Ιμπορεύματος.1 Ό ταν, δμως, δ Μάρξ παίρνει αύτήν τήν ιστορικά έμφανισμένη καί έξελιγμένη άπλούστατη οικονομική σχέση, για να τήν κάνει άντικείμενο τής δικής του λογικής, δηλαδή θεωρητικής ανάλυσης καί νά διευκρι νίσει τήν έννοια «έμπόρευμα», παίρνει αύτήν τήν οικονομική σχέση δχι σ’ δποιαδήποτε μορφή, δχι, λογουχάρη, στήν πρωταρχική καί άνεξέλιχτη μορφή τοϋ έμπορεύματος «στό αύτοφυές άνταλλακτικό έμπόριο άνάμεσα σέ δυό άρχέγονες κοινότητες»,2 άλλα τό έμπόρευ μα στήν κεφαλαιοκρατική κοινωνία, δπου έξελίχτηκε δλοκληρωμένα στήν πιό καθαρή, στήν πιό ώριμη, στήν κλασική του μορ φή. Ό ταν πάλι κάνει άντικείμενο τής λογικής του άνάλυσης τόν καπιταλισμό, ώς κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, παίρνει δχι δ ποιαδήποτε μορφή τοϋ καπιταλισμοϋ, δχι όποιαδήποτε στάδιο τής έξέλιξής του, άλλά παίρνει έκείνη τήν κοινωνία δπου ό καπιταλι σμό ςίφτασε στήν πληρέστερη, στήν καθαρότερη, στήν κλασική του μορφή τής έξέλιξής του έκείνου τοϋ καιροϋ — τ ό ν άγγλικ ό καπιταλισμό. Συνεπώς σ’ βλες αύτές τΙς περιπτώσεις ή λογική άνάλυση Εχει γιά άντικείμενο Ινα Ιστορικά έμφανισμένο άντικείμενο, πού βρίσκε ται σέ δρισμένο στάδιο, σέ δρισμένο σημείο τής Ιστορικής του έξέλιξης — στό σημείο τής όψηλότερα έξελιγμένης καί συγκριτικά καθα ρότερης μορφής. Σ’ αύτήν τή μορφή τό άντικείμενο μπορεϊ νά έρευ1. Στό Ιδιο, σΛ . 421. (βλ. σημ. 3, σελ. 453). , , , }■ ***(* ,Κα1 ΦΡ· Ένγκβλς, Διαλεχτά Έργα, τόμος 1ος, σελ. 422, (στά βουλγαρικά).
454
νηθεΐ κάλλΐ3τα καί ολόπλευρα, γιατί, δντας ή πιό έξελιγμένη του μορφή, περιέχει μέσα του δλα τά ούσιαστικά γνωρίσματα τοϋ άντικειμένου, πού περιέχονται στίς κατώτερες μορφές τής έξέλιξής του. Κατ’ αυτόν τόν τρόπο, στή δοσμένη περίπτωση τό λογικό Αντιπροσω πεύει αποτέλεσμα τής προγενέστερης Ιστορικής έξέλιξης, συγκεν τρωμένης καί, άν θέλετε, κρυσταλλωμένης Ιστορίας. Σ’ α ύ τ ό τό νόημα ή λογική μέθοδος είναι έπίσης «ίστορική». ’Αλλά ή λογική μέθοδος διαφέρει ούσιαστικά άπό τήν ίστορική στό δτι τό καθήκον της βρίσκεται δχι στό νά έκθέσει τήν ίστορική πορεία τής έξέλιξης τοϋ άντ·.κειμένου, μά στό να ά ν α λ ι ί σ ε ι / ο γ ι κ à τό άντικείμενο, ή, δπως έκφράζεται δ Μάρξ, «στήν κριτι κή άνάλυση τοΰ δοσμένου»,1 τών σχέσεων καί συστατικών του στοι χείων, μέ σκοπό να άποκαλυφτοΰν ή ειδική διάρθρωση, τά διαρθρω τικά στοιχεία του, οί αίτιακές καί νομοτελειακές του συνάφειες καί έξαρτήσεις τόσο μέσα στήν ϊδια του τή διάρθρωση, δσο καί στίς συνάφειέ: του μέ τ’ δλλα άντικείμενα, οί Ιδιαίτερες ίδιότητές του— ή ο ύ σ ί α του. 'Τποδείχνοντας τό τί είναι ή λογική άνάλυση τοΟ έμπορεύματος, δ Ένγκελς γράφει: «Αύτήν τή σχέση τήν άναλύουμε. Καί μόνο τό γεγονός δτι πρόκειται γιά μιά σ χ έ σ η , αύτό σημαίνει κιόλας δτι έχει δυό πλευρές, πού σ χ ε τ ί ζ ο ν τ α ι μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς . Ή καθεμιά άπ’ αυτές τίς πλευρές έξετάζεται αύτή καθαυτή. ’Απ’ αύτό προκύπτει τό είδος τής άλληλοσχέσεις τους, ή άλληλοεπίδρααή τους»2 κ.5. Μέ άλλα λόγια, στή λογικήν άνάλυση έξετάζουμε τό άντικείμενο ώς «δοσμένο». Αύτό δέν σημαίνει πώς ή λογική έξέταση άποκλείει άπό τόν όρίζοντά της τήν ιστορία τοΰ άντικειμένου. ’Απεναντίας: Πρώτο, ή ϊδια ή λογική έξέταση δέν είναι «τίποτε άλλο παρά άντανάκλαση τής ιστορικής έξέλιξης σέ άφηρημένη καί θεωρητική συνεπή μορ φή. Μιά διορθωμένη άντανάκλαση, διορθωμένη, δμως, σύμφωνα μέ
1. Κ. Μάρξ,
Τό Κεφάλαιο,
τόμος Ιος, σελ. 13, (στά βουλγά-
Piica)
2. Κ. Μάρξ καί Φρ. "Βνγκελς, (στά βουλγάρικα).
Διαλεχτά Έργα,
τόμος 1ος,
455
τούς νόμους πού μάς προσφέρει ή ϊδια ή πραγματική ιστορική πο ρεία».' Δεύτερο, χρειάζεται τήν ιστορική Απεικόνιση, τήν Αδιάκο πη έπαφή μέ τήν πραγματικότητα».2 Μά ή έπίκληση τής Ιατροί ας, ή προσέλκυση Ιστορικής δλης στή λογικήν Ανάλυση παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Άποτελεί βοηθητικό μέσο για τήν πραγματοποίηση τΐ]ς ίδιας τής λογικής Ανάλυσης, καί δχι γιά νά έκτεθεΐ ή ίστορία τοϋ Αντικειμένου αύτή καθαυτή καί στή διαδοχικότητα καί Α5ιαλειπτδτητά της στδ χρόνο. Ά πό δλα δσα Αναφέραμε ώς έδώ μπορεί νά δημιουργηθεΐ ή έντύπωση πώς ή λογική μέθοδος Αποτελεί μονάχα μιά μορφή τής Ιστο ρικής μεθόδου, έπιβλημένη δχι άπδ τήν ϊδια τήν Αντικειμενική πραγματικότητα, άλλά άπλούστατα Α/πό πραγματιστικούς λόγους ά νεσης, Από τήν προσπάθεια νά ύπερνικηθοϋν ot δυσκολίες τής Αν θρώπινης γνώσης, πού Απορρέουν Απδ τδ δτι δέν είναι σέ θέση νά Α γκαλιάσει τή διαδικασία τής Ιστορικής έξέλιξης τοϋ Αντικειμένου σ’ δλες του τΙς Αποχρώσεις, τά ζΐκ ζάκ καί τΙς συνέπειες —σ’ δλάκερο τδ σύνολο άπδ λεπτομέρειες. Μιά τέτοια Αντίληψη γιά τή λογική μέθοδο καί γιά τήν θεωρη τική γνώση θά ήτανε λαθεμένη καί θά Αντίφασκε σ’ δλάκερη τή διαλεκτικοΟλιστική θεωρία τής γνώσης. Οί μορφές καί οί μέθοδοι τής γνώσης καθορίζονται προπάντων άπδ τή φύση τοΰ Γδιου τοΰ άντικειμένου τής γνώσης. Ή δπαρξη τής ιστορικής καί τής λογικής μεθόδου γνώσης διακαθορίζεται δχι Από τή φύση τοΰ γνωστικοΰ ύπσκειμένου, τών ένδιαφερόντων του κ.ά., πα ρά ά π δ τ ή φ ύ σ η το ϋ άντικ«ιμένου τής γ ν ώ σ η ς . Τό ένδιαφέρον τοΟ γνωστικοΰ ύποκειμένου δέν είναι χωρίς σημασία στή δοσμένη περίπτωση. Ό ρόλος του εί ναι νά προστρέξει ή δχι στήν ιστορική εϊτε στή λογική μέθο δο, στή χρησιμοποίηση τής μιάς ή χής άλλης εϊτε στίς δυό μαζί, σάν έξέλιξή τους ώς μεθόδων τής γνώσης κ.ά. Έ ϊδια ή δυνατότητα καί ή άναγκαιότητα γιά τή δημι ουργία καί τήν Ανάπτυξη καί τής ιστορικής, καί τής λογικής 1. Στό Ιδιο, σελ. 421. (βλ. σημ. 2, σελ. 455). 2. Στό Ιδιο, σελ. 423.
456
μεθόδου, ώς Suό διαφορετικών μεθόδων τής γνώσης, διακαθορίζσνται, όμως, άπδ τή φύση τών ίδιων Αντικειμένων τής γνώ σης —άπό τό Αντικειμενικό γεγονός δτι ή φυσική καί ή κοινωνι κή πραγματικότητα, δπως καί ή Ανθρώπινη νόηση, άποτελοΟν διαδικασία Αδιάκοπης Αλλαγής καί έξέλιξης, άλλά μαζί μ’ αύτό ύπάρχει σ’ αύτές καί κατιτί σχετικά σταθερό, μόνιμο, έπαναλαβαινόμενο καί μάλιστα Αμετάβατο. Αύτή ή διαλεκτική ένότητα Ανάμε σα στό μεταβλητό, στό μεταβατικό, στό σχετικό, άπό τή μιά, ν.αΐ στό σχετικό, σταθερό, άνθεκτικό, μόνιμο, έπαναλαβαινόμενο, άπό τήν άλλη, Ιχει άποκαλυφτεΐ μέ έξαιρετικά μεγάλη δύναμη άπό τόν Λένιν. «Ή Φύση—γράφει ό ίδιος—είναι κ α ί συγκεκριμένη, κ α I άφηρημένη, κ α ί φαινόμενο, κ α ί ούσία, κ α ί στιγμή, κ α ί σχέση».1 Στήν εΐκόνα τής άτέρμονης καί τής άδιάκοπης άλλαγής καί έξέλιξης, πού μάς Αποκαλύπτουν ή Φύση, ή άνθρώπινη κοινω νία καί ή άνθρώπινη νόηση, ύπάρχουν πράγματα, ιδιότητες, σχέσεις συστήματα, διαρθρώσεις, νόμοι, πού στίς περισσότερες περιπτώσεις Ιχουν έμφανιστεΐ Ιστορικά καί Εχουν μετ-ϊβατικό χαρακτήρα, μά «ου έχουν μικρότερη ή μεγαλύτερη σχετική σταθερότητα, μονιμίτητα, άνθεκτικότητα. Αύτά είναι έκεϊνα τά πράγματα, οί Ιδιότητες, οί συνάφειες καί οί σχέσεις, πού τά έκφράζουμε μέ τή βοήθεια τών κα τηγοριών. «Μπροστά στόν άνθρωπο—γράφει δ Λένιν—ύπάρχει ένα δίχτυ άπό φυσικά φαινόμενα... οί κατηγορίες άποτελοϋν βαθμιδοϋλες τής άπόσπασης, δηλαδή τής γνώσης τοΟ κόσμου, σημεία κόμβοι στό δίχτυ, πού βοηθοϋν νά τό γνωρίσουμε καί νά τό κατα κτήσουμε».2 Οί κατηγορίες έκφράζουν πράγματα, ιδιότητες, σχέσεις, συ στήματα, διαρθρώσεις, πού ύπάρχουν Αντικειμενικά καί Εχουν δια φορετικό βαθμό κοινότητας καί σταθερότητας. Οί κατηγορίες «ύλη», «χρόνος», «χώρος», «κίνηση», «αιτία», «νόμος», «σύστημα», «διάρθρω ση», «μορφή», «περιεχόμενο», «ποσότητα», «ποιότητα», «μέρος», «δλο» καί οί διαλεκτικοί νόμοι είναι στό άληθινό νόημα τής λέξης κ α θ ο λ ι κ έ ς καί ά π ό λ υ τ α άμετάβαI Β. I, Λένιν, Ά παντα, ρικά). 2. Στό Ιδιο, σελ. 81.
τόμος 38ος, σελ. 199, (στά βουλγα
457
- s ς. Οί κατηγορίας «άτομο», «μόριο», «btôiiïapo», «όργανισμός», «όργανικό είδος», «κοινωνία», «κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός», «βάση», έποικοδόμημα», «συνείδηση», «έμπόρευμα», «κεφάλαιο» κ. ά., είναι ονομασίες πραγμάτων, ιδιοτήτων, ■σχέσεων, συστημάτων καί διαρθρώσεων, πού δέν κατέχουν τήν κα&ολικότητα τών πρώτων, οδτε τή μεγάλη διάρκεια τους. Συναντιούνται μο νάχα σέ ξεχωριστές μεγαλύτερες ή μικρότερες περιοχές τής πραγμα τικότητας καί στίς περισσότερες περιπτώσεις Ιχουν ιστορική προέ λευση καί μεταβατικό χαρακτήρα. Μά σέ δλες τίς περιπτώσεις αύτά είναι τέτοιοι κ ό μ β ο ι στό δίκτυ άπό φυσικά καί κοινωνικά φαινόμενα, πού είναι τό λιγότερο σχετικά σ τ α θ ε ρ ο ί , μόνιμοι άνθεκτικοί. Ά κρι βώς οί κατηγορίες έ κ φ ρ ά ζ ο υ ν τ ό ο Ο σι α στ ι κό, τό σ τ α θ ε ρ ό , τό ά μ ε τ ά β α τ ο στά φ α ι ν ό μ ε ν α . Ό Λένιν δρίζει τό νόμο ώς σχέση, μά τέτοια σχέ ση πού έκφράζει «τό ούσιαστικό στήν κίνηση τοϋ Σύμπαντος», ώς «τό σταθερό», «τό ταυτόσημο» στό φαινόμενο».1 Τό χαρακτηριστικό γιά τίς κοινωνικοϊστορικές σχέσεις, τά συ στήματα, τις διαρθρώσεις καί τούς κοινωνικοϊστορικούς νόμους είναι πώς δλ’ αύτά Ιχουν ιστορικό χαρακτήρα. Ή σταθερότητά τους έπί σης είναι διαφορετική. Μερικές άπ’ αύτές τίς κατηγορίες έχουν έμφανιστεΐ μαζί μέ τήν έμφάνιση τής άνθρώπινης κοινωνίας καί θά ύπάρχουν δσο θά ύπάρχει ή άνθρώπινη κοινωνία. Ά λλες έχουν μι κρότερη χρονική διάρκεια. Εμφανίζονται καί έξαφανίζονται στήν πορεία τής ιστορικής έξέλιξης τής κοινωνίας, μαζί μέ τήν έμφάνιση καί τήν έξαφάνιση τών ξεχωριστών κοινωνικοοικονομικών σχηματι σμών καί τών ξεχωριστών σταδίων τής έξέλιξής τους. Άλλά δλες τους είναι περισσότερο ή λιγότερο μακρόχρονες, σταθερές ϋχέσεις, συ στήματα, διαρθρώσεις και νόμοι. Ή άνθρώπινη κοινωνία διαρκώς άλλαζε καί έξελισσόταν, άλλάζει καί έξελίσσεται καί σήμερα, \sh ά κριβώς oSç ά ν θ ρ ώ π ι ν η κ ο ι ν ω ν ί α άντιπροσωπεύει Ιδιαί τερο σύστημα μέ τή δική του διάρθρωση καί. δικούς του νόμους, μέ τΙς δικές του συστηματικές ιδιότητες, πού μένουν σταθερά στή διαδι 1. γάρικα).
458
Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 38ος, σβλ. 140 - 142, (σχά βοολ-
κασία τής άλλαγή; καί τής έξέλιξης καί τήν ξεχωρίζουν άπδ £να φυι;κό. βιολογικό ή όποιοδήποτε άλλο μή κοινωνικό σύστημα. 01 ξε χωριστοί κοινωνικοοικονομικοί σχηματισμοί —6 πρωτόγονος κοινω νικός, 6 δουλοκτητικός, δ φεουδαρχικός, ο κεφαλαιοκρατικός., δ κομ μουνιστικός— Ιχουν έπίσης τή δική τους ίστορία Εμφάνισης καί έξέ λιξης, πο κίλες μορφές έκφανσης καί καθένας τους Αντιπροσωπεύει «καθορισμένη βαθμίδα τής Ιστορικής ές έ λ ι ξ η ς».1 Καί παρ’ δλ’ αύτά δ καβένας άπ’ αύτούς τούς σχητ-.σμούς Αντιπροσωπεύει «μιά κοινωνία μέ τό δικό του ξεχωριστό χα ρακτήρα» ,2 μέ τή δική του διάρθρωση, μέ τίς δικές του σχέσεις, μέ τούς δικούς του νόμους έξέλιξης, πού είναι κοινοί γιά δλες τίς παραλ λαγές, για δλα τά στάδια τής έξέλιξής του, πού διαμορφώνουν τήν ο ύ σ ί α του καί τόν ξεχωρίζουν άπό δλους τούς άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς. Κατά τόν ϊδιο τρόπο στέκει καί τό ζήτημα μι5ς τέτοιας κοινωνικής σχέσης δπως τό έιμπόρευμα καί πολλών άλλων κοινω νικών σχέσεων καί νόμων. Ακριβώς αύτή ή σταθερότητα, αύτή ή μονιμότητα, αύτή ή σχετική μακρόχρονη διάρκεια τών κοινωνικών σχέσεων, σι>στημάτων, διαρθρώσεων, διαρθρωτικών στοιχείων καί Ι διοτήτων είναι πού κάνουν δυνατή καί Αναγκαστική τή λογική μέθο δο τής γνώσης, καί μαζί μ’ αύτό καί τών θεωρητικών κοινωνικών έ πιστημών, δπως ή κοινωνιολογία, ή πολιτική οικονομία κ.δ. ’Επειδή δλες ot κοινωνικές σχέσεις, συστήματα, διαρθρώσεις καί κοινωνικοί νόμοι Ιχουν ίστορική προέλευση καί είναι Αποτέλε σμα τής Ιστορικής έξέλιξης ή λογική Ανάλυση στή σφαίρα τοΟ κοινωνικοϊστορικοϋ Ιχει πάντα ώς Αντικείμενο κάποιο t σ τ ο ρ ικ ό στόχο καί στό κάτω τής γραφής, δπως έκφράζεται ό Ένγκελς, μο νάχα πού είναι Απαλλαγμένος άπό τήν ίστορική φόρμα και Από τις τυχαιότητες πού έμποδίζουν. Αύτό τό συμπέρασμα γιά τή λο γική μέθοδο τό έβγαλε ό Ένγκελς Αναφορικά μέ τό ζήτημα τοΟ ιστορικού καί τοΟ λογικού στή σφαίρα τής κοινωνικής πραγμα τικότητας. Αύτό ισχύει έπίσης καί γιά δλους τούς τομείς τής φυ
1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Διαλεχτά Έ ργα, τόμος 1ος, σβλ. 89, (στά βουλγάρικα). 2. Στό Ιδιο, σελ. 89.
459
σικής πραγματικότητά, δπου άντίστοιχες Ιδιότητες, σχέσεις, διαρ θρώσεις καί Αντίστοιχοι νόμοι είναι άποτέλεσμά τής ίστιρική; έξέλιξης τής Φύσης. Αύτή, δμως, ή γενίκευση δέν μπορεϊ 'νά έφαρμοττεϊ γενικά στό Ιστορικό καί στό λογικό, στήν Ιστορική καί στή λογική μέθοδο καί νά βγεϊ τό συμπέρασμα πώς σ’ δλες τ!ς περι πτώσεις «τό Ιστορικό άναφέρεται στό λογικό δπως ή διαδικασία τής έξέλιξης άναφέρεται στό άποτέλεσμά της, δπου διαδοχικά οί διαμορφωνόμενες στήν πορεία τής πραγματικής ίστορίας συνάφει ες έχουν φτάσει σέ πλήρη ώριμότητα καί κλασική μορφή».1 Γιατί άν στή σφαίρα τής ιστορικής πραγματικότητας, λογουχάρη, τό λο γικό είναι άποτέλεσμά τοϋ ίστορικοϋ καί ή λογική μέθοδος Εχει πάντα ώς άντικείμενό της κάτι πού Ιστορικά έμφανίστηκε καί διαμορφώθηκε, τό ζήτημα μέ τις γενικότερες κατηγορίες καί τούς γενικότερους νόμους τής πραγματικότητας δέ στέκει κατά τόν Γδιο τρόπο. Ή δλη, 6 χώρος, ό χρόνος, ή αίτιακή σχέση, ή νοιοτέλεια, ή έξέλιξη, οί βασικοί νόμοι τής διαλεκτικής δέν είναι άποτέλεσμα καμιάς ιστορικής διαδικασίας έξέλιξης Ό λ ’ αύτά εί ναι ή ίδια ή πραγματικότητα ή ένυπάρχουν σ’ αύτήν τήν πραγμα τικότητα, παραβρίσκονται σ’ δλες τις μορφές τής ύπαρξής της, σ’ δλάκερη τήν έξέλιξή της, σέ κάθε σημείο τής έξέλιξης καί κάτ νουν δυνατή τήν ϊδια τήν ιστορική έξέλιξη. θ ά μπορούσαμε μέ άπόλυτη βασιμότητα νά ποΰμε, πώς έδώ ή λογική μέθοδος βρίσκε ται στήν όλοκληρωτική της έξαυσία. ’Αποτέλεσμα τής ιστορικής έξέλιξης μπορεϊ νά είναι τό 2να η τό άλλο ύλικό σύστημα, δ Ινας ή ό άλλος τύπος αίτιακές σχέ σεις, αύτός είτε άλλοι έπιμέρους νόμοι. Μά ποιός μπορεϊ νά σκέ φτεται, νά πεϊ καί. νά έξηγήσει, πώς ή δλη, δ χρόνος, ή αιτιότη τα ή, νά ποϋμε, ό διαλεκτικός νόμος γιά τό πέρασμα τών ποσοτι κών άλλαγών σέ ποιοτικές άλλαγές ή τής έξέλιξης είναι άποτέλεσμα κάποιος Ιστορικής έξέλιξης. Είναι άλήθεια πώς ή άνθρώ πινη γνώση μπόρεσε νά άνακαλύψει την δπαρξή τους μόλις κατά τήν έμφάνιση καθορισμένων Ιστορικών μορφών τής άντικειμενι1. Φιλοσοφικό Λεξικό, Έ κδ. τοΟ ΚΚΒ, 1968, σελ. 220 βουλγάρικα).
460
(στά
κής πραγματικότητας, δπου πρόβαλλαν μέ τόν πιό λαμπρό τρόπο. Μά τοϋτο είναι Αλλο ζήτημα, πού έρχεται νά μ&ς έξηγήσει τό πώς καί κάτω άπό ποιές περιστάσεις έμφανίστηκε ή γ ν ώ σ η γιά δο σμένες σχέσεις, δοσμένους νόμους κ.ά., δηλαδή γιά τό λογικό, καί ί χ ι τήν έμφάνιση αύτών τών ίδιων τών σχέσεων καί νόμων, τοΟ ίδιου τοΟ λογικοΟ. Έξαιτίας δλων αύτών δχι μονάχα στή Φύση καί στό Σύμπαν γενικά, άλλά καί στή σφαίρα τής κοινωνικοϊσοορικής πραγματικό τητας ή ίδια ή ιστορική διαδικασία, δηλαδή τό ίδιο τό Ιστορικό, γίνεται άντικείμενο τής λογικής άνάλυσης, λογουχάρη, δταν έρευνοΰμε τήν άντικειμενική λογική, δηλαδή τούς νόμους καί τΙς μορφές τής ίδιας τής Ιστορικής διαδικασίας, παρμένα ώς δλο. Έ ίδιαιτερόττ/τα τοϋ ίστορικοϋ καί το(Γ λογικοϋ, τής Ιστορι κής καί τής λογικής μεθόδου γνώσης, τών ιστορικών καί τών θεω ρητικών έπιστημών, καθώς καί ή συνάφεια καί άλληλοεξάρτησή τους διακαθορίζονται άπό τήν ίδια τήν άντκειμενική πραγματι κότητα, άπό τό γεγονός δτι «γιά τήν άντικειμενική διαλεκτική ά νάμεσα στό σχετικό καί στό άπόλυτο, άνάμεσα στό μεταβλητό, στό έξελισσάμενο καί στό σταθερό, άνάμεσα στό Ιστορικό καί στό λογι κό δέν τήν καταλαβαίνουν πολλοί άπό τούς άστούς φιλοσόφους, κοινωνιολόγους καί Ιστορικούς. Ξεκόβουν αύτές τΙς δυό πλευρές τής πραγματικότητας καί τής γνώσης, ύπερβάλλοντας καί άπολυτοποιώντας τή μιά άπ’ αύτές καί μαζί μ’ αύτό άπολυτοποιοϋν τόν ρόλο καί. τή σημασία πότε τής λογικής μεθόδου, πότε τοϋ ιστορι κού καί τής ιστορικής μεθόδου. Τυπικό παράδειγμα γιά τό πρώτο μάς προσφέρουν ot έκπρόοωποι τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης στήν άστική κοινωνιαλογία, πού άνάγουν τό καθήκον τής κοινωνιολογίας στήν έρευνα -.ών κοινωνικών συστημάτων, τών διαρθρώσεων καί τών διαρθρωτι κών τους στοιχείων, τής λειτουργίας τους στήν καθαρά λογική τους πλευρά, θεωρημένα άπλώς ώς δοσμένα, Ιξω καί άνεξάρτητα άπό τήν ιστορία τους. Τυπικό παράδειγμα γιά τό δεύτερο είναι ό «άπόλυτος ιστορισμός» τοϋ Κρότσιε. 1. Β. I. Λένιν, Ά παντα, τόμος 38, σελ. 358, (στά βουλγάρικα).
461
Ό Κρότσιε Ιχει δίκιο δταν παρατηρεί πώς γιά να γνωρίσου με ενα δοσμένο φυσικό ή κοινωνικό φαινόμενο, είμαστε ύποχρεωμένοι να τό μελετήσουμε στήν έμφάνιση καί έξέλιξή του νά τδ έξετάσουμε ώς Αποτέλεσμα δρισμένης ιστορικής έξέλιξης, δτι δσο περισσότερο οιειοδύσουμε στήν ούσία του, τόσο περισσότερο αισθα νόμαστε πώς κινούμαστε στήν Ιστορία του. Μά τδ βασικό λάθος τοΟ Κρότσιε πάνω σέ τοΟτο τδ ζήτημα είναι πώς Απολυτοποιεϊ τδ Ιστο ρικό σημείο, τήν πλευρά τής έξέλιξης, τοϋ σχετικοϋ, τδ μετατρέ πει σέ ούσία τοΰ φαινομένου καί δέ βλέπει τδ σχετικά σταθερό, τδ Ανθεκτικό, που Αντιπροσωπεύει τήν ούσία. ’Ακριβώς γι’ αύτδν τδν λίγο δ Κρότσιε Ανακηρύσσει τήν ίστορική μέθοδο ώς μοναδική μέ θοδο τής γνώσης, διαλύει τή φιλοσοφία μίσα στήν Ιστορία, ένώ δ «Απόλυτος ιστορισμός» του μετατρέπεται σέ Απόλυτη σχετικότη τα (ρελατιβισμό). "Οπως ύποδείξαμε κιόλας ή δπαρξη τής Ιστορικής και τής λογικής μεθόδου, τών Ιστορικών και τών θεωρητικών έπιστημών, μ,αζί καί τής φιλοσοφίας ώς θεωρητικής έπιστήμης, διακαθορίζεται απδ τήν Αντικειμενική λογική. Γι’ αύτδν τδν λόγο οδτε ή ίστο ρία μπορεΐ να διαλυθεί στή φιλοσοφία, δπως έπιχειρεΐ δ Τζιεντίλε, οδτε ή φιλοσοφία στήν ίστορία, δπως έπιχειρεΐ δ Κρότσιε. Ή φιλο σοφία καί ή ίστορία Αποτελοϋν δύο αύτοτελεΐς έπιστήμες. ’Αλλά Α κριβώς έπειδή ή φιλοσοφία είναι έπιστήμη γιά τΙς γενικότερες κα τηγορίες καί νόμους τής Φύσης, τής άνθρώπινης κοινωνίας καί τής γνώσης, διαδραματίζει Αναπόφευκτα τδν ρόλο τής μεθοδολο γίας τής ιστορίας, καθώς καί δλων τών άλλων έπιμέρους έπιστημών.
462
'Ιστορία καί κοινωνιολογία. Τό ζήτημα τής σχέσης άνάμεσα στήν ίστορία καί στήν κοινώ ν*.ολογία κατέχει πρωτεύουσα θέση μεταξύ τών μεθοδολογικών προ βλημάτων αύτών τών δυό έπιστημών. Ή ίστορία καί ή κοινωνιολογία είναι οί γενικότερες άπ’ δλες -:ς έπιμέρους έπιστήμες για τήν άνθρώπινη κοινωνία. Σέ διάκρι ση άπό τίς άλλες κοινωνικές έπιστήμες μελετούν τήν κοινωνία ώς δλο. ΙΥ αύτό ή καθεμιά τους βρίσκεται σέ καθορισμένη σχέση μέ δλες τίς ύπόλοιπες κοινωνικές έπιστήμες. Λέν ύπάρχε: κοινωνική έπιστήμη, μαζί. καί ή κοινωνιολογία, πού νά μήν καταφεύγει στή βοήθεια τής ίστορίας, νά μή στηρίζε ται στίς Ιρευνές της καί να μήν άντιμετωπίζει τό άντικείμενό της ιστορικά. Ταυτόχρονα ή ίστορία στηρίζεται στή βοήθεια καί στ’ ά-οτελέσματα τών έρευνών δλων τών άλλων κοινωνικών έπιστημών : κοινωνιολογία, πολιτική οικονομία, θεωρία τοϋ δικαίου, ήθική, τεχνογνωσία, γλωσσολογία, έθνογραφία, στατιστική κ.ά. Σ’ αύτό τό νόημα δ Γ. Χούιζινγκα έχει δίκίο, δταν γράφει πώς «ή ίστορία είναι ή πιό άναυτοτελής άπδ δλες τις έπιστήμες».1 ’Αλλά δέν ύπάρχει έπίσης κοινωνική έπιστήμη, μαζί καί ή ίστορία, πού νά μήν καταφεύγει στά άποτελέσματα τών έρευνών καί θεωρητικών γενικεύσεων τής κοινωνιολογίας. Έξαιτίας όλων αύτών και μπροστά στούς Ιστορικούς καί μπρο στά στούς κοινωνιολόγους προκύπτει άναπόφευχτα ή έπιτακτική άνάγκη νά ξεκαθαριστεί τό ζήτημα: Ποιό είναι τό σύνορο άνάμεσα στούς τομείς καί στά καθήκοντα αύτών τών δυό έπιστημών; 'Τπάρχει άραγε διαφορά άνάμεσα στήν ιστορική καί στήν κοινωνιολογι κή γνώση καί ποιά είναι ή σχέση άνάμεσα σ’ αύτές τις δυό έπιστήμες; 1. Johan Huizinga, Geschichte und Kultur, lag, Stuttgart 19S4, s. 20.
Alfred Krûner Ver-
463
“Απόπειρες άναγωγής τής ίστορίας στήν κοινωνιολογία καί τής κοινωνιολογίας στήν ίστορία. 'Τπάρχουν άστοί συγγραφείς πού φρονοΟν πώς ή Ιστορία xol ή κοινωνιολογία βρίσκονται σέ τέτοια σχέση μεταξύ τους, πώς ή μιά άπ’ αύτές καταβροχθίζει τήν άλλη εϊτε βρίσκονται σέ σχέση υποταγής τής μιας στήν άλλη. Οί παλιοί θετικιστές — 6 Κόντ κα! οί δπαδοί του— φρονοϋσαν πώς ή ίστορία, στό βαθμό πού άαχολεΐται μέ τήν Ανίχνευση, τήν περιγραφή καί τή στ>στηματοπο£ηση ένικών ιστορικών γεγονό των, έξακολουθεΐ νά μήν είναι έπιστήμη. Πίστευαν δτι μπροροϋν v i τή μετατρέψουν σέ πραγματικήν έπιστήμη, κατευθύνοντάς την άπό τήν ανίχνευση καί τήν περιγραφή τών ένικών γεγονότων στήν Α νακάλυψη καί στή διατύπωση τών νόμων τής Ιστορικής έξέλιξης τής κοινωνίας. Έπίσης φρονοϋν, δτι τή στιγμή πού ή ίστορία θά μετατραπεΐ σέ πραγματική έπιστήμη, θά πάψει νά ύπάρχει ώς αύ-οτελής έπιστημονικός κλάδος. *0 Κόντ φρονοϋσε, πώς δταν ή Ιστορία μετατραπεΐ σέ έπιστήμη, θά συγχωνευθεΐ μέ τήν κοινωνιολογία. ’Ακολουθώντας τόν δάσκαλό τους, πολλοί άπδ τούς σύγχρο νους θετικιστές έξετάζουν τήν ίστορία ώς έπιστήμη, δηλαδή ώς Ιμπε-ρική κοινωνιολογία, στραμμένη πρός τό παρελθόν. ’Αλλά σέ διάκριση άπό τόν Κόντ δέ φρονοΟν δτι τό καθήκον τής ίστορίας είναι νά άνακαλύπτει νόμους τής ιστορικής έξέλιξης, καί γενικά άρνιοϋνται τήν δπαρξη τέτοιων νόμων. Μιά άπό τίς παραλλαγές τών σύγχρονων θετικιστικών Αντι λήψεων γιά τήν ίστορία είναι ή δοξασία τοΟ ΜορΙς Ντουβερζιέ. Ξεκινώντας άπό τή διδασκαλία τοϋ γάλλου ίστορικοϋ Πόλ Λακόν γιά τήν ύπαρξη δυό είδών ίστορίας — «ένδεχομενική» καί «θεσμοθετική», —δ Ντουβερζιέ ύποστηρίζει, πώς ή λεγάμενη «θεσμοθετική» ίστορία είναι κοινωνιολογία τής ίστορίας, ή «γενετική κοινω-
464
νιολογία», ένώ ή «ένοεχομενική» ίστορία είναι προορισμένη μονά χα νά προμηθεύει Ανεπεξέργαστα στοιχεία γιά τίς κοινωνικές έ πιστήμες. Ή οικονομική ίστορία, ή πολιτική ίστορία, ή θρησκευ τική ιστορία, ή ίστορία τοΰ δικαίου, ή ίστορία τής τέχνης, ή δημογραφική ίστορία κ.ά. —καθεμιά άπ’ αυτές τΙς Ιστορίες προμη θεύει άνεπεξέργα,στα στοιχεία στήν άντίστοοχη θεωρητική κοινωνι κή έπιστήμη. Ενώ ή γενική ιστορία καί «ή Ιστορία τών πολιτι σμών^ άποτελοϋν προμηθευτή καί βοηθό τής γενικής κοινωνιολογίας. Άπό έδώ 6 Ντουδερζιέ βγάζει τό συμπέρασμα, πώς «ή Ιστο ρία ?έν είναι αυτόνομη κοινωνική έπιστήμη, άλλά βοηθός δλων τών κοινωνικών έπιστημών».1 Ένώ 6 Κόντ καί πολλοί όπαδο! του άνάγουν τήν Ιστορία στήν κοινωνιολογία ή τή μετατρέπουν σέ συλλέκτη Ανεπεξέργαστων στοιχείων καί βοηθό τών άλλων κοινωνικών έπιστημών καί κατ’ αυτόν τόν τρόπο τή διαλύουν ώς αύτοτελή έπιστήμη, ύπάρχουν συγ γραφείς πού ύποτάσσουν τήν κοινωνιολογία στήν Ιστορία καί τήν έξετάζουν μονάχα ώς ένα σημείο τής Ιστορίας. Τυπικός έκπρόσωπος αύτής τής δοξασίας είναι δ Γάλλος Ιστορικός Μ. Μπέρ. Κατά τή γνώμη του ή κοινωνιολογία είναι μερικότερη έπιστήμη άπό τήν ίστορία. Τό καθήκο\ ένώ ή ίστορία είναι τάχα στό μέγιστο βαθμό συγκε κριμένη έπιστήμη. Αύτή μελετάει τάχα τούς πραγματικά ύπαρκτούς σχηματισμούς, μέ δλα τά μίγματα, πού περιέχονται σ’ αύτοΰς, άπό άλλους σχηματικούς.5 "Ομως ή έπιστημονική κοινωνιολογία, δπως κάθε άλλη έπι στήμη, άσχολεΐται μέ πραγματικά ύπαρκτούς τύπους τής κοινωνι1. 2. 3. 4. 5.
Στά Ιδιο, σελ. 145. (βλ. σημ. 2. σελ. 474). Στό Ιδιο, σελ. 153. Ιστορία καί Κοινωνιολογία, σελ. 153. (στά ρωσικά). Ίστορία καί Κοινωνιολογία, σελ. 312. (στά βουλγάρικα). Στό Ιδιο, σελ. 313.
475
xfjς ζωής, καί δχι μέ κάποιους «Ιδανικούς» καί «άφηρτμένους» τύ πους της. «’Ιδανικός» κοινωνικός σχηματικός, «σχηματισμός» σέ ιδανικά καθαρή μορφή, ώς «Αφαίρεση» οδτε ύπήρχε, οδτε ύπάρχει. Τέτοιος σχηματισμός μπορεΐ νά ύπάρχει μονάχα στή φαντασία. Καί ή κοινωνιολογία, δπως καί ή πολιτική οίκονομία, μελετάει τούς πραγματικά ύπαρκτούς στό παρελθόν καί στό παρόν σχημα τισμούς. Ό Μάρξ καί δ Ένγκελς, δπως ξέρουμε, φρονοΟσαν δτι δ κοινωνιολόγος, καθώς καί ό οικονομολόγος, δταν θέλουν νά με λετήσουν Ιναν δοσμένο σχηματισμό ή Ινα δοσμένο κοινωνικό φαι νόμενά, πρέπει νά παίρνουν αύτά τά, φαινόμενα σ’ έκεΐνον τόν τύ πο τους δπου εκδηλώνεται στήν ώριμότερη καί στήν καθαρότερη από ξένα μίγματα μορφή’ δέν Ιχει τούτο καμιά σχέση μέ τή δο ξασία γιά τδν «σχηματισμό σέ ιδανική μορφή, ώς άφαίρεση». Ό καπιταλισμός στήν ’Αγγλία κατά τό δέκατον Ενατον αΙώνα, πο-j ί Μάρξ τόν Ικανέ κύριο αντικείμενο τής Ερευνάς του, στ’ άλήθεια αντιπροσώπευε τήν περι