ΓΚΕΟΡΓΚ ΧΕΓΚΕΛ
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ [Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΟΓΙΚΗ] ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ - ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ Εισαγ...
97 downloads
414 Views
13MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΓΚΕΟΡΓΚ ΧΕΓΚΕΛ
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ [Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΟΓΙΚΗ] ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ - ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΖΩΡΤΖΟΠΟΥΑΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΔΟΔΟΝΗ» ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΜΑΑΒΒΠΧΗ. XITOror.ffW««» τ* «rn^ μτηΜηαρηβύ ιψΑ^ρβ/ααρβύ — Τβ η νηρβ, &»αμια — Εφημ^ρίκ. ψύαη^ ίβιίφιΛ — («ατβ μκρά Μμια τηTOnw^'ΗΜ Μ ^ MARBA. ΓΚΑΐαίΡΙΚΛ. Bm »m ign. Ni>«, Μ«(ΐή — ΐαίΟΧΒΊΚΙ, L, τψ ανγχραηκ ι ιαάχήζ φύαηφίβι:, ψΛιιηφβί της Äijc ας, της ζβής, της βυαίόκ, Tijc vnifbaK, tau βη ari Χρήηβν Μ^Ιιβήση — ΝΙΑΡΧΟΤ, ΧΤΑΙΤΟΤ, Ανη^ — ΝΠΤΚ,OTSIAlSraCOr,K m μΰαιαι β Ζβφηαύ (Tätt έψη Zafmaüirtpa), im 6£Ui> γ» Άακ χ «ν, οβ»γ»»γή, (ΐκάφραβη Αρη Aoctoiau — OP*AJ»UH NIKOr, ^axfo^ φύβσβφοιή rmgötm; — TONTOP, θηφία τη( αντανήλαηκ· Ανοαί ζητψ !αλιχίοαίΑισ·αχής γνωοηλαηΛκ, (κτάφρ. Α'χιλ. Σάββ« — ΙΑΠΑΝΟΤΤΧΟΤ, ΚΤΑΓΓΚΑΟΤ, Η ηιΑή. τβ imc vpiShffa — Aafoäi — Ο ιβμβς xm ij βρηη, 6ητη xm τα ιφο/Οαμαρή της - ι«φα)ΛΐΓτίς Πρα»·αχη φΛοαοφϊα, Suaefie, μοφίζ τψίς ματα — Γβ &tmo της πυγμής »β ΰΛα iattfue οΜοηοώ eikfta arm Πλάηη* — Ψιη/βίογία — Htoc τόμ«) — Ejäaapa xm mtiwimpa - Εφήμ ΠΟΛΤΑΟΤΡΗ, BAT, Η )ιχηκή της παρακμής — ΚΑΡΑ, Η ανβιχτή mamia xm βι (χφ« της. ιφύ η γαητώ τον lUrntm, μτηίφρβιη) Βφή»»)ς Πβ»Λ Snircpec τόμος, τβ μίγΛ» ρήμα της πρβψηταα Μβη, xm τα ααοιΰΜΛα, |utäfpm) Βρήιηις Π««« ssrro·, ΑΒΟΝ, ff τ))ί rtin|i«w), Λκ^ λαοοφία τοΜ Παβχάλ, |trw«ee»i Αρη itxtaku — ΠΑΝΝΗ, Το 6ΐ6αη nu Ληάτβυ — Ο Κητκαό τάτηΧοΒητττψ — 'Ερ^ι^-πΑψβς,ΛαάρΛΧΛ
(Π) Γβ»η T&Ä^ (2 — ^ yMfpmni ΧρϊμτΜ Μτ«τή - Ifctiw-n, - ΣχΑ ΤΙ^β^ Πρύη« τψϋ — *an^tm>0tm του *»ψ >ou.
t»^ - XrrXA. AimWM. Β^ίΛίρο
ι α ν π ^ Στ»χ·»|·«ί. T<M|I«4,
Soor. Oie« »»«*« Äi·***
— « « « « .
τ^
ΓΚΕΟΡΓΚ ΧΕΓΚΕΛ
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΉΣ [Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΟΓΙΚΗ] Π Ρ Ω Τ Ο Σ Τ Ο Μ Ο Σ - ΔΕΓΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΪΣΙΑΣ Εκταγαιγή - μετάφραση - Σχόλια ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΖΩΡΤΖΟΠΟΪΑΟΥ
ExiSöoa; «Δωδώνη» Αθήνα - Fevvwix 1998
2ßifre«f. S r i c ö r . ^ t f l e l , φΓοίν'ΙΤβι unb 9i«iQt am Κίηί^ί.
üpinna((uni
|tt SRuinbtig.
Cirflcr SSanb. Siit obMctibe
3)it
^osif.
»Olli QOcftn. ΰ r η b c c 9,
St^ann e t o n ^ a t » « 8 » 3.
βφια»
To εξώφυλλο της 1ης έκδοσης
Η μετάφροκτη αφιερώνεται στη Βάσω τη Δανάη και τον Ορέστη
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 1. Εκδόσεις των έργων του Χέγκελ στις οποίες παραπέμπω: α) GW: Gesammelte Werke. G W 4: Jenaer kritische Schriften. Felix Meiner Verlag, Hamburg 1968. G W 9: Phänomenologie des Geistes. Felix Meiner Verlag, Hamburg 1980. Ελλην. έκδοση: Φαινομενολογία του πνεύματος Τ. 1-2. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1993-95. Ο πρώτος αριθμός μετά τη συντομογραφία G W 9 παραπέμπει στις σελίδες της γερμανικής έκδοσης και ο δεύτερος στις σελίδες της ελληνικής έκδοσης. G W 11: Wissenschaft der Logik. Erster Band, die objektive Logik Bd 11. Felix Meiner Verlag, Hambiurg 1978. G W 12: Wissenschaft der Logik. Zweiter Band, die subjektive Logik Bd 12. Felix Meiner Verlag, Hamburg 1981. β) Briefe: Weltgeist zwischen Jena imd Berlin: Briefe. Ullstein, Frankftut/M-Berlin-Wien 1982. γ) W: Hegels Werke in 20 Bänden (Theorie-Werkausgabe) Suhrkamp, Frankfiirt/M 1969-71. W 5: Wissenschaft der Logik L W 7: Grundlinien der Philosophie des Rechtes. W 8: Enzyklopädie der philosophischen Wissenschaften 1/ Ελλην. έκδοση: Η επιστήμη της Λογικής. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Γιάννης Τζαβάρας. Δωδώνη, ΑΘήνα-Γιάννινα 1991. Ο δεύτερος αριθμός μετά τη συντομογραφία W 8 παραπέμπει στις σελίδες της ελληνικής έκδοσης, ενώ ο πρώτος στις σελίδες της γερμανικής έκδοσης.
W 19: Vorlesungen über die Geschichte der Iliilosophie Π. S) WdL I: Wissenschaft der Logik 1. Hreg. G. Lasson, Felix MeinerVerlag, Hamburg 1975. 2. Ως προς τον Kocvx παραπέμπω στην εξής έκδοση: K.r.V.: Kritik der reinen Vemimft. Felix Meiner Verlag, Hamburg 1990^. 3. Στα έργα του Leibniz παραπέμπω στην ακόλουθη έκδοση: Leibniz: Philosophische Schriften (ed. Gerhardt). Berlin 1875-1890. Monadologie: Philosophische Schriften, Bd. 6. 4. Στα έργα του Spinoza παραπέμπω στην ακόλουθη έκδοση: Spinoza: Opera (ed. Gebhardt) Bd. 4 χ.χ. 5. OWj: G.W.F. Hegel's Werke. Wissenschaft der Logit erster Teil, die objektive Logik· Zweite Abteilung, Die Lehre vom Wesen. Hrsg.: Leopold von Henning Berlin 1834. 6. L: Hegel: Sämtliche Werke. Band IV: WissenSchaft der L o ^ Zweiter Teil. Ausgabe Lasson, Leipzig 1923 & 1934.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ TOT ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ 1. Η ανάγκη της Λογικής και η πραγμάτακιη της Φιλοσοφίας 2. Η διαλεκτική και το σύστημα εννοιών 3. Η θεωρία της ουσίας: Από την αφηρημένη γενικότητα στη συγκεκριμένη ενότητα 4. Η ελληνική μετάφραση 5. Επιλογή βιβλιογραφίας ΔΕΓΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ Η ουσία ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ουσία ως ανασκόττηστη μέσα σ' αυτήν την ίδϋζ
17 17 25 33 44 47
57
65
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η εμιφάνεια 67 Α. Το ουσιώδες και το επουσιώδες 68 Β. Η εμφάνεια 70 C. Η ανασκόπηση 77 1. Η θέτουσα ανασκόπηση 79 2. Η εξωτερική ανασκόπηση [παρατήρηση σ.87] . . . 8 5 3. Η προσδιορίζουσα ανασκ07Π)ση 90 ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Οι ουσιότητες ή οι προσδιορισμοί [= κατηγορίες] - ανασκότςησης Παρατήρηση. Οι ανασκοπικοί προσδιορισμοί με τη μορφή προτάσεων Α. Η ταυτότητα
97 ^^ 11
Πβφατηρη^η 1. Αφηρη(ΐ£νη ταυτότητα Παρατήρηση 2. Πρώτος αρχέγονος νόμος της νόησης, πρόταση της ταυτότητας Β. Η διαφορά 1. Η απόλυτη διαφορά 2. Η διαφορετικότητα Παρατήρηση. Πρόταση της διαφορετικότητας. . . 3. Η αντίθεση Παρατήρηση. Τα αντί-θετα μεγέθη της αριθμητικής C. Η αντίφαση Παρατήρηση 1. Ενότητα του θετικού και [του] αρνητικού Παρατήρηση 2. Η πρόταση του αποκλειόμενου τρίτου Παρατήρηση 3. Πρόταση της αντίφασης ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Το θεμέλιο Παρατήρηση. Πρόταση του θεμέλιου Α. Το απόλυτο θεμέλιο a. Μορφή και ουσία b. Μορφή και ύλη C. Μορφή και περιεχόμενο Β. Το προσδιορισμένο θεμέλιο a. Το μορφικό θεμέλιο Παρατήρηση. Μορφικός τύπος εξήγησης ξεκινώντας από ταυτολογικά θεμέλια b. Το ρεαλιστικό θεμέλιο Παρατήρηση. Μορφικός τύπος εξήγησης ξεκινώντας από ένα θεμέλιο διαφορετικό από εκείνο που είναι θεμελιωμένο. . . . 12
101 104 111 111 11'4 121 125 133 138 147 151 153
161 165 167 167 174 . 183 186 186
189 195
199
c. C. Η a. b. c.
To ολοτελές θεμέλιο συνθήκη To σχετιχά απόλυτο To απολύταχ; απόλυτο Ανάδυση του Πράγματος [Sache] μιέσα στην ύπαρξη
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Το φαινόμενο ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ύπαρξη Α. Το πράγμα [Ding] και οι ιδιότητές του a. Πράγμα καθεαυτό και ύπαρξη b. Η ιδιότητα Παρατήρηση. Το πράγμα καθεαυτό του υπερβατολογικού Ιδετητα του Είναι, [καθόσον] το ετέρως-Είναι και η αναφορά σε άλλο έχουν αυτόχρημα αναφεθεί. Όμως η ουσία δεν είναι μόνο τούτο το καθεαυτό-Είναι· ως σκέτο καθεαυτό-Είναι αυτή θα ήταν μόνο η αφαίρεση της καθαρής ουσίας· απεναντίας, αυτή είναι εξίσου, ως προς τον ουσιακό της χαρακτήρα, Steauw-Etvar η ίδια είναι τούτη η αρνητικότητα, η πράξη αυτο-αναίρεσης της ετερότητας και της προσδιοριστικότητας. Η ουσία, [εννοημένη] ως η ολοκληρωμένη επάνοδος του Είναι στον εαυτό του, είναι έτσι εν πρώτοις η απροσδιόριστη ουσία· οι προσδιοριστικότητες του Είναι μιέσα σε αυτήν είναι ανηρημένες· αυτές περιέχονται στην ουσία καθεαυτές [= δυνάμει], αλλά όχι όπως είναι τεθειμιένες σε αυτήν. Η απόλυτη ουσία, μέσα σε τούτη την απλότητα [= απλή ισότητα] με τον εαυτό της, ίεν έχει κανένα προσδιορισμένο-Είναι. AXk' αυτή πρέπει κατ' ανάγκη να μεταβεί στο [= να αναπτύξει] προσδιορισμένο-Είναι, γιατί είναι καθεαυτό-καί-διεαυτό-Είναί, δηλ. διαφοροποιεί τους προσδιορισμούς που περιέχει καθεαυτούζ [= δυνάμει]· επειδή τούτη είναι αυτο-απωθείν ή αυτο-αδιαφορία, αρνητικός αυτοσχετισμ,ός, γι' αυτό είναι η ίδια που θέτει τον εαυτό της αντιμέτωπο προς τον εαυτό της, και είναι άπεφο διεαυτό-Είναι μόνο στο βαθμό που αυτή, μιέσα σε τούτη τη διαφορά της από τον εαυτό της, είναι η ενότητα με τον εαυτό της·^. - Ετούτο το προσδιορίζειν είναι, λοιπόν, διαφορετικής φύσης 'από το προσδιορίζειν 8. Αξίζει να ιχνεύσει κανείς εδώ μια πρώτη κατανόηση τη; ουσίας μέσα από την ανάδειξη της κλιμακούμενης λογικής έντασης των λέξεων και των εννοιών: Η ουσία είναι, χατ'αρχήν, απροσδιόριιττη, γιατί δεν διαφο(5οποιείται από το Είναι. αλλα. καθότι φέρει μέσα της τους προσδιορισμούς του ως αφηρτρίνους, δηλ. όπως είναι τεθειμενοι στο Είναι και όχι σε αυτήν, συνιστά πλήρη επιστροφή τού Εγλχι στον εαυτό του. Η απροσδιοριστία της έγκειται, λοιπόν, οτο ότι δεν έχει προσπορισμένο-Etvat [Dasein]. Με άλλα λόγια, η αυτοθεσία της ως ανασκόπηση μέσα στο πντύμα της λογικής ανάπτυξης δε βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Έτσι αυτό που προϋποθέτει η περαιτέρω ανάπτυξή της είναι να θέσει προς τη δική της πλευρά τους προσδιορισμούς που έχει αφήσει πίσω της η λογική πορεία του Είναι. Από το σημείο αυτο
61
μεσα στη σφαίρα του Είναι, και οι προσδιορκτμΛΐ της ουσίας έχουν έναν άλλο χαρακτήρα από τις προσδιοριστικότητες του Είναι. Η ουσία είναι η απόλυτη ενότητα του καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι· το προσδιορίζειν της, συνεπώς, παραμένει στο εσωτερικό αυτής της ενότητας και δεν είναι ούτε γίγνεσθαι ούτε μεταβαινειν, όπως και οι προσδιορισμοί οι ίδιοι δεν είναι ένα Άλλο ως άλλο, ούτε αναφορές σε άλλο' αυτοί [οι προσδιορισμοί] είναι αυθύπαρκτοι, αλλά συνάμα ως τέτοιοι μόνο στην αλληλοσυνάφειά τους εντός της ενότητάς τους^. - Εφόσον η ουσία είναι πρωτίστως απλή αρνητικότητα, αυτή έχει τώρα να θέσει μέσα στη σφαίρα της την προσδιοριστικότητα, την οποία περιέχει μόνο καθεαυττην, για να προσδώσει στον εαυτό της προσδιορισμένοΕίναι και το δικό της κατά ταύτα διεαυτό-Είναι. Μέσα στο Όλο [της Λογικής], η ουσία είναι αυτό που στη σφαίρα του Είναι ήταν η ποσότητα' η απόλυτη αδιαφορία απέναντι στο όριο"^. Η ποσότητα όμως είναι τούτη η αδιαφορία ως άμεσος προσδιορισμός, και το όριο είναι πίχρόν σε αυτή ως μια άμζσα εξωτερικευμένη προσδιοριστικότητα· η ποσότητα μεταβαίνει στο ποσό' το εξωτερικό όριο είναι αναγκαίο στην ποσότητα και έχει σ' αυτήν παρουσία ως ον. Στην ουσία, απεναντίας, η προσδιοριστικότητα δεν είναι [μΛα απλή αμεσότητα]· αυτή είναι παρούσα μόνο ως τεθειμενη από την ίδια την ουσία, όχι ελεύθερη. αλλά μόνο στο σχετισμό προς την ενότητά της. - Η αρνητικότητα της ουσίας είναι η ανασκόπηση, και οι προσδιορισμοί [είαρχιζει να διαφοροποιείται, με το να βεβαιώνει την αναγγελία της αναγκαιότητας μιας άκής της λογικής διαδρομής. 9. Το προσδιορίζειν που αντιστοιχεί σΐη σφαίρα της ουσίας διαφοροποιείται από το γιγνεσβαι ή το μεταβαίνειν μέσα στο στοιχείο του Είναι και δεν δικαιολογεί την παρεύρεση αντίστοιχων αλληλοσχετισμών, γιατί η αυθυπαρξία των προσδιορισμών είναι ευθέως ανάλογη προς την ουσία ως τεθειμένο-Είναι. 10. Αυττ, η απόλυτη αδιαφορία είναι κοινό οντολογικό στοιχείο του Είναι και της ουσίας με διαφορετική ποιότητα. Ενώ στην περίπτωση του Είναι ήταν μετάβαση στο ποσό, στην περίπτωση της ουσίας πρόκειται για εσωτερική αδιαφορία, η οποία θέ-ει η ίδια τον εαυτό της ως τεθειμένο-Είναι.
62
ναι] ocvociJXOTzyjiJSvoi, [τέτοιοι] που έχουν τεθεί από την ι&α την ουσία και παραμένουν μέσα σ' αυτήν ως ανηρημένοι. Η ουσία βρίσκεται μιεταξύ Είναι και έννοΐΛς· συνιστά τον μεσαίο όρο τους, και η κίνηση της τη μετάβαση^ ^ από το Είναι στην έννοια. Η ουσία είναι το καθεαυτό-και-όιεαυτό-Είναι, αλλά [είναι] το ίδιο [καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι] μέσα στον προσδιορισμό του καθεαυτό-Είναι· και τούτο γιατί ο γενικός της προσδιορισμός έγκειται στο να εκπορεύεται από το Είναι ή να είναι η πρώτη άρνηση του Είναι. Η κίνησή της συνίσταται στο να θέτει κατά την δική της πλευρά την άρνηση ή τον προσδιορισμό, να προσδίδει έτσι στον εαυτό της προσάορισμένο-Είναι και ως άπειρο διεαυτό-Είναι να γίνεται ό,τι αυτή είναι καθεαυτήν. Έτσι προσδίδει στον εαυτό της το προσδιορισμένο-Είναι της, το οποίο είναι όμοιο προς το καθεαυτό-Είναι της, και γίνεται η έννοια. Διότι η έννοια είναι το Απόλυτο, τέτοιο που μιέσα στο προσδιορισμένο-Είνα του είναι απόλυτο ή καθεαυτό και διεαυτό. Αλλά το προσδιορισμένο-Είναι, το οποίο προσδίδει η ουσία στον εαυτό της, δεν είναι ακόμη το προσδιορισμένο-Είναι, έτσι όπως αυτό είναι καθεαυτό και διεαυτό, αλλά όπως το προσδίδει η ουσία στον εαυτό της ή όπως αυτό είναι τεθειμενο, συνεπώς ακόμη διαφορετικό από το προσδιορισμιένο-Είναι της έννοιας. Κατ' αρχήν, η ουσία εμφαίνεται μέσα στον εαυτό της ή είναι ανασκόπηση' δεύτερον, φαίνεται- τρίτον, αποκαλύπτεται^'·'. 11. Η έννοια της μετάβασης κατανοείται εδώ οντο-λογικά: Η μετάβαση που οδηγεί στην ουσία λαμβάνει ήδη χώρα μέσα στο στοιχείο του Είναι. Έτσι η μετάβαση μέσα στο στοιχείο της ουσίας προϋποθέτει την προήγηση της μετάβασης του Είναι, αλλά συνάμα και την προήγηση της λογικής διάκρισης της μετάβασης της ουσίας από εκείνη του Είναι. Γι' αυτό, η κίνηση της ουσίας μπορεί να μορφοποιείται σε επιτελεσμένη ενότητα ή ολότητα. Με άλλα λόγια μπορεί να λαμβάνεται ως μια ανάπτυξη της έννοιας μέσα στο στοιχείο του Είναι. 12. Κατά την εκδίπλωση της λογικής έκθεσης [logische Darstellung] ο Χέγκελ θα πραγματευθεί τα στάδια που συγκροτούν την κίνηση αυτοθεσίας και εξωτερίκευσης της ουσίας. Εδώ σημαίνονται με τα ρήματα εμφαίνεσΛ« [scheinen], φαίνεσθαι [erscheinen], αποκαλύπτεσθαι [sich offenbaren]. Η διαδικασία του εμφαίνεσθαι α-
63
Αυτή τίθεται, μέσα στην κίνηση της, στους ακόλουθους πρού" διορισμούς: I. ως απλ-η, καθεαυτην-ούσα ουσία, η [οποία] μέσα στους προσδιορισμούς της [παραμένει] εντός εαυτού, II. ως εξερχόμενη στο προσδιορισμένο-Είναι, ή σύμφωνα με την ύπαρξη της και το φαινόμενο, III. Ως ουσία, η οποία με το φαινόμενο της είναι ένα, ως πραγματικότητα.
φορά την εμφάνιση της ουσίας μέσα στον εαυτό της σαν μέσα στην αφηρημένη έχφραστ, της εσωτερικότητας της. Από εδώ αρχίζει να αναδύεται μία δομή αντικειμενικής ·Jπαpξτiς, η οτιοία θεμελιώνει την αμεσότητα της μέσα στο φαινεσθαι ως φανερωστ, της ουσίας και κατ' επέκταση την πραγματικότητα της στο αυτο-αποκαλύπτεσθαι της ουσίας ως της πιο ουσιώδους λογικότητας.
64
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΟΤΣΙΑ ΩΣ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΜΕΣΑ Σ' ΑΓΤΗ ΤΗΝ ΙΔΙΑ Η ουσία εκπορεύεται από το Είναι- γι αυτό και δεν είναι άμεσα καθεαυτήν και διεαυτην, αλλά ένα αποτέλεσμα εκείνης της κίνησης. Ή , εάν η ουσία λαμβάνεται αρχικά ως ένα άμεσο, τότε είναι ένα προσδιορισμενο-Είναι, στο οποίο αντιτίθεται ένα άλλο· αυτή είναι μόνο ουσιώδες προσδιορισμένο-Είναι σε αντίθεση προς ένα επουσιώδες. Αλλά η ουσία είναι το καθεαυτό και διεαυτό ανηρημένο Είναι· ό,τι αντίκειται σ' αυτήν είναι μόνο εμφάνεια [= κατ' επίφαση Είναι]. Η εμφάνεια όμως είναι το ίδιον της ουσίας θέτειν^. Η ουσία είναι, πρώτον, ανασκόπηση. Η ανασκόπηση αυτοπροσδιορίζεταΐ' οι προσδιορισμοί της είναι ένα τεθειμένο-Είναι, το οποίο συγχρόνως είναι ανασκόττηση εντός εαυτού. Δεύτερον, έχουμε να εξετάσουμε αυτούς τους προσδιορισμούς· ανασχ07σ]σης ή τις ουσιότητες. Τρίτον, η ουσία, ως η εντός εαυτού αν(χσκ07α]ση του προσ1. Η αντιθετική έκφραση ουσιώδες-επουσιώδες [Wesentliches-Unwesentliches] αναλογεί σε εκείνο το στά&ο της λογικής εξέλιξης, όπου η ουσία λαμβάνεται ακόμη μέσα στο στοιχείο του Είναι. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτό το λογικό Status η ουσία έρχεται στο γνωρι^ειν μέσα στην εμ«ράνεια σαν μέσα στην ολοτητα της παρουσίας του. Τι είναι, άραγε, η ίδια; Είναι μια εμφάνεια που αντιπαρατίθεται σε μια εμφάνεια, γιατί ό,τι θεωρούμε ή ό,τι γνο^ριΧουμε ως Sein [= Είναι] δεν είναι παρά Schein [= εμφάνεια]. Είναι, συνακόλουθα, το λογικό θεμέλιο του Schein, γιατί το τελευταίο δεν προ-ισταται της ουσίας. Απ' αυτή την άποψη, εδώ δεν έχουμε αντιπαράθεση δύοπροσδιορισμένων-Είναι [wesentliches Dasein gegen unwesentliches], τα οποία θα μπορούσαν, ως εκτός αλλήλων υπαρκτές οντότητες, να ανήκουν στην ουσία και το Είναι αντίστοιχα.
65
διόριζαν γίνεται θεμέλιο και μεταβαίνει στην ύπαρξη και στο φαινόμενο.
66
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΕΜΦΑΝΕΙΑ' Η ουσία που εκπορεύεται από το Είναι φαίνεται να τελεί σε αντίθεση προς το ίδιο· τούτο το άμεσο Είναι, χατ' αφχάς, είναι το Επουσιώδες. Αλλά, δεύτερον, αυτό είναι κάτι περισσότερο από ένα μιόνο επουσιώδες [Είναι], αυτό είναι ένα χωρίς ουσία Είναι, είναι SjtiijJirΤρίτον, ετούτη η εμφάνεια ,δεν είναι ένα εξωτερικό, [ένα] άλλο για την ουσία· απεναντίας, αυτή είναι η ιδιαίτερη εμφάνεια της ουσίας. Το εμφαίνεσθαι της ουσίας μέσα σ' αυτήν την ίδια είναι η ανασκόττηση.
1. Μεταφράζω εμφάνεια τη λέξη Schein. Η φιλοσοφική βαρύτητα που έχει αυτός ο όρος εδώ συνδέεται μ£ τη λογική κίνηση της σκέψης, η οποία δε μιένει σε μια γυμνή σύλληψη του Πράγματος, αλλά παραπέμπει στη σύλληψη της σχέσης που διέπει το Πράγμα. Εάν, λοιπόν, η πρώτη έννοια του Schein είναι κατακυρωμένη στη μεταφυσική napäSooTj ως αυτή της απατηλής φαινομενικότητβς, αυτό δεν εμποδίζει το Χέγκελ να βλέπει σε τούτη την έννοια μια πιο σφαφική ή ολική σημασία με το να διαμορφώνει μια άλλη εμπεφία του όρου: την εμπεφία που μεταδίδει η λειτουργική συνάφεια του Schein μέσα στο σύστημα των εννοιών της Λογικής. Σύμφωνα με αυτή την εμπειρία, η εμφάνεια γίνεται δηλωτική της προίης που επιτρέπει να εμφαίνεται κάτι μέσα σε αυτό που λαμ&ίνεται ως το άλλο του, ενώ στην πραγματικότητα συνιστά την ουσία του. ϊ π ' αυτή την έννοια δε μπορούμε να μιλάμε για εμφάνεια του Είναι και να κατανοούμε μόνο ένα επουσιώδες ή στερημένο ουσίας Είναι, αλλά χρειάζεται μέσα από το λέγειν μιας τέτοιας εμφάνειας να αφήνουμε νβ συμβαίνει η εμφάνεια της εμφάνειας ως μια προσάλληλη σχέση σημασιολόγησης του ενός από το άλλο, του καθενός δηλ. από το ουσώδες του θεμέλιο.
67
Α.
TO ΟΓΣΙΩΔΕΣ KAI TO ΕΠΟΓΣΙΩΔΕΣ Η ουσία είναι το ανηρημένο-Είναι^. Αυτή είναι απλή ισότητα με τον ίδιο τον εαυτό της, αλλά [μόνο] στο μέτρο που αυτη είναι η άρνηση της σφαίρας του Είναι εν γένει. Έτσι η ουσία έχει την αμεσότητα απέναντι στον εαυτό της ως μ^α αμεσότητα, απο την οποία η ίδια έχει γίνει και η οποία, μιέσα σε τούτο το αναιρείν, έχει διασωθεί και διατηρηθεί. Η ίδια η ουσία, μέσα σε τούτο τον προσδιορισμό, είναι ούσα, άμεση ουσία, και το Είναι μόνο ένα αρνητικό ανιχφορικά προς την ουσία, όχι καθεαυτό και διεαυτό* η ουσία, συνεπώς, είναι μια προσδιορισμένη άρνηση^. Κατ' αυτό τον τρόπο. Είναι και ουσία συμπεριφέρονται προς άλληλα πάλι ως άλλα εν γένει, γιατί το χαθένα. έχει ένα Είναι, μια αμεσότητα· αυτά είναι αδιάφορα κατέναντι αλλήλων και, σύμφωνα μ£ αυτό το Είναι, έχουν την ίδια αξία. Αλλά συνάμΛ το Είναι, στην αντίθεσή του προς την ουσία, είναι το επουσιώδες· αυτό έχει έναντι της ουσίας το χαρακτήρα του ανηρημένου [Είναι], Στο βαθμό όμως που αυτό σχετίζεται προς την ουσία μόνο γενικά ως ένα άλλο, η ουσία δεν είναι με Ο Χέγκελ μιλάει για ανηρημένο-Είναι σε συνδυοκτμό με το αποτέλεσμα της Λογικής του Είναι. Σύμφωνα με αυτό το αποτέλεσμα η αναίρεση γίνεται στο βαθμβ που αφενός «το Είναι ή η αμεσότητα των διαφοροποιημένων προσδιοριστικοτήτων έχουν εξαφανισθεί όχι λιγότερο από ό,τι το χαθεαυτό-Είναα» W 5, 457, αλλά αφετέρου αυτό το Είναι αποτελεί συγχρόνους μια «.άμεση προ'ΰποτιθέμενη ολότητα» [ο .π.]. Αυτή η υπό μορφή υποστρώματος ενιαία έκφραση των προσδιορισμών του Είναι καθορίζει την o'jma κατά τρόπο που η τελευταία να μην αναδύεται ως μια οντο-λογική σχέση-προσδιοριστικότητας κατέναντι ενός απροσδιόριστου Είναι, αλλά ως επαναπροσδιοριζόμενη αναίρεση κάθε τχέσης-προσδιοριστικότητας. 3. Η o'j^a, που είναι εξίσου άμεση μέσα στο στοιχείο του Είναι όσο κοα το ίδιο το Είναι, σχετίζεται προς τον εαυτό της σαν η σκέψη που καλείται να αυτο-μορφωθεί με το να εισδύει στον εαυτό της χωρίς να αρνείται φορμαλιστικά και πλήρως την προϋπόθεση της παρουσίας του Είναι.
68
την αυθεντική έννοια του όρου ουσία, αλλά μόνο ένα προσ&ορισμένο-Είναι διαφορετικά οριζόμενο, το ουσιώδες. Η διαφορά ουσιώδους και ετ^ουσιώδους έγινε η αιτία να ξαναπέσει η ουσία στη σφαίρα του προσδιορισμένου-Eivau, αφού στην αρχική της φάση αυτή ορίζεται έναντι του Είναι ως μια άμεση ούσα [ουσία], και ως εκ τούτου μόνο ως Άλλο^. Η σφαίρα του προσδιορισμένου-Είναι, συνεπώς, έχει θέση στο θεμέλιο, και το γεγονός ότι το Είναι μέσα σε τούτο το προσδιορισμένο-Είναι είναι καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι συνιστά έναν περαιτέρω προσδιορισμό, εξωτερικόν προς το ίδιο το προσδιορισμένο-Είναι, όπως και αντίστροφα η ουσία είναι πράγματι το καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι, αλλά μόνο έναιντι άλλου, δηλ. από [μια] ορισμένη τχοπιά. -Επομένως, στο βαθμό που σ' ένα προσδιορισμένο-Είναι η διαφορά λαμβάνει χώρα μιεταξύ ενός ουσιώδους και ενός ετζουσιώδους, αυτή η διαφορά είναι ένα εξωτερικό θέτειν, ένας αποχωρισμός —που δεν θίγει το ίδιο το προσδιορισμιένο-Είναι- ενός τμήματος του ίδιου^ σε σχέση προς ένα άλλο τμήμα, ένας χωρισμός, ο οποίος πέφτει [= ανάγεται] σε ένα τρίτο. Ένας τέτοιος χωρισμός δεν καθορίζει τι είναι ουσιώδες ή επουσιώδες''. Είναι 4. Η κατηγορία του Ά^ου χαθΜ-τά δυνατή τη θεματοποίηση της τχέαης ουσία;Είναι με το να προσδίδει λειτουργική αξία στην οντο-λογική διαφορά [seinslogische Differenz] που ενσαρκώνει η ανασκόπηση του Είναι ως Schein. Αυτή η διαφορά αποκαθίσταται έτσι μεσα στη σημΛσία της μετάβασης τον Είναι στην Ο'^σία για να προσδιορίζει την τελευταία πάντα σε σχέση με το Είνο^ι ως την άρνηση που εχει υποστεί άρνηση. 5. Αναφέρεται στο προσδιορισμένο-Είναι. 6. Ενόσω η ουσία είναι ένας λογικός προσδιορισμός του Είναι ακ; προσδιορισμένουΕίναι, δεν ανάγεται σε διαφορετικό λογικό status από το Είναι, αλλά αποτελεί μέρος του ίδιου τούτου του προσδιορισμένου-Είναι και αξιολογείται jo ίδιο με το' αλλο μέρος του Είναι. Ό,τι, λοιπόν-, διαφοροποιεί το ένα ως ουσιώδες από το άλλο (ος επουσιώδες δεν είναι ίδιον της ουσίας ως τέτοιας, αλλά γίνεται αποδεκτό ως ένα τρίτο που επιτρέπει ένα τέτοιο διαχωρισμό. Αυτό σημαίνει ότι η πιο πάνω &αφοροποιηση δεν αφορά το ίδιο το προσδιορισμένο-Είναι, αλλά είναι μια διαφορά που τίθεται έξωθεν, γι' αυτό και το θέτειν είναι ακόμα λογικά απροσδιόριστο και αναζητείται σε κείνο το τρίτο ο προσδιορισμός ενός θεμέλιου.
69
pua οποιαδήποτε εξωτερική άποψη και θεώρηση, που προκαλεί τη διαφορά, και το ίδιο περιεχόμενο, κατά ταύτα, μπορεί να θεωρείται άλλοτε μεν ως ουσιώδες, άλλοτε δε ως επουσιώδες. Μια ακριβέστερη εξέταση δείχνει ότι η ουσία καταλήγει να είναι απλώς ένα ουσιώδες σε σχέση προς ένα επουσιώδες, επειδή αυτή λαμβάνεται μόνο ως ανηρημενο Είναι ή προσδιορισμένοΕίναι. Κατ' αυτό τον τρόπο, η ουσία δεν είναι παρά η πρώτη άρνηση, ή η άρνηση που είναι προσίιοριστικότητα, μέσω της οποίας το Είναι γίνεται μόνο προσδιορισμένο-Είναι, ή το τελευταίο μόνο ένα Αλλο. Αλλά η ουσία είναι η απόλυτη αρνητικότητα του Είναι' αυτή είναι το ίδιο το Είναι- όμως όχι μόνο προσδιορισμιένο ως ένα Άλλο, αλλά [ως] το Είναι, το οποίο έχει αυτοαναιρεθεί τόσο ως άμιεσο Είναι, όσο και ως άμεση άρνηση, ως άρνηση που είναι πληγμένη από ένα ετέρως-Είναι. Το Είναι ή προσδιορισμιένο-Είναι δεν έχει έτσι διατηρηθεί ως άλλο πpάγμux από αυτό που η ουσία είναι'', και το άμιεσο που είναι ακόμη διαφορετικό από την ουσία δεν είναι απλώς ένα επουσιώδες προσδιορισμένο-Είναι, αλλά το άμεσο που καθεαυτό χαι διεαυτό είναι ένα μηδέν είναι μόνο μια μη-ουσίχ, η εμφάνεια. Β.
Η ΕΜΦΑΝΕΙΑ 1. Το Είναι είναι Εμφάνεια. Το Είναι της εμφάνειας ενυπάρχει μόνο μέσα στο ανηρημένο-Είναι τού Είναι, μέσα στη μηδαμινότητά του" τούτη τη μηδαμινότητα η εμφάνεια την έχει μέσα στην ουσία, και έξω από τη μηδαμινότητά της, έξω από την ουσία αυτή δεν είναι. Η εμφάνεια είναι το αρνητικό, τεθειμένο ως αρνητικό®.
/. Μεσα στη σφαίρα της ουσίας το Είναι παραμένει ως απόλυτη οίρνηση του εαυτού του. 1 π' αυττ, την έννοια συμβαίνει μόνο μέσα στη σφαίρα της ουσίας να δηλώνεται η γενετική σχέση του Είναι και να έρχεται σε ανάμνηση η αρνητική του φύση.
70
Η εμ^ράνεια είναι ό,τι έχει συνολικά απομείνει ακ«>μη από τη σφαίρα του Είναι. Αλλά αυτή η ίδια φαίνεται ακόμη να έχει μια άμεση πλευρά, ανεξάρτητη από την ουσία, και να είναι ένα Άλλο αυτής εν γένει». Το Άλλο περιέχει γενικά τα δύο στάδια του προσδιορισμένου-και μη-προσδιορισμένου-Είναι. Εφόσον το επουσιώδες δεν έχει πλέον Είναι, ό,τι μένει σ' αυτό από το ετέρως-Είναι δεν είναι παρά το καθαφό στάδιο του μη-προσδιορισμενου-Είναα· η εμφάνεια είναι τούτο το άμεσο μη-προσάορισμένο-Είναι, [που βρίσκεται] με τέτοιο τρόπο μέσα στην προσδιοριστικότητα του Είναι, ώστε να έχει προσδιορισμένο-Είναι μόνο μέσα στο σχετισμό προς άλλο, μέσα στο μη-προσδιορισμένο του-Είναι· είναι το αναυθύπαρκτο, το οποίο δεν είναι ποφά μέσα στην άρνησή του. Δεν απομένει, λοιπόν, στην εμφάνεια παρά η καθαρή προσδιοριστικότητα της αμεσότητας- αυτή (η αμεσότητα) υπάρχει ως η ανασκοτιημεντη αμεσότητα, δηλ. η αμεσότητα που είναι μόνο μέσω της άρνησής της, και η οποία απέναντι στη διαμεσολάβηση της δεν είναι τίποτε άλλο από τον κενό προσδιορισμό της αμεσότητας του μη-προσδιορισμένου-Είναι'". Έτσι η εμφάνεια είναι το φαινόμενο του Σκεπτικισμού, ή ακόμη το φαινόμενο του Ιδεαλισμού [είναι] μια τέτοια αμεσότητα 8. Η εμφάνεια είναι τεθειμενη μέσα στην ουσία ως κάτι το εξαφανιζόμενο, το οποίο όχι λιγότερο έχει ύπαρξη. Χαρακτηρίζεται, λοιπόν, από το γεγονός ότι περιέχει μια προσδιοριστικότητα της ονσίας, μια διαφορά, σύμφωνα με την οποία η ουσία εήοι με το να θέτει τη μηδαμινότητα του Είναι. 9. Ως το υπολειπόμενο στοιχείο της σφαίρας του Είναι η εμφάνεια είναι αυτό που αντίκειται στην ουσία και εφεξής έρχεται μέσω αυτής της συστηματικής σ'Jvάφειας να προσλάβει διαφορετικό νόημα από εκείνο της μεταφυσικής παράδοσης είτε του Πλατωνισμού ή του Σκεπτικισμού ή του νεότερου Ιδεαλισμού, όπως θα πει στη συνέχεια ο Χέγκελ. 10. Η έννοια της εμφάνειας δηλώνει εδώ μια αντι-κειμενικότητα του μη-προσδιορισμένου-Είναι, η οποία προσδίδει στην προσδιοριστικότητα του Είναι ένα προσδιορισμένο-Είναι. Αυτό μας κάνει να μιλάμε ακόμα για ένα προσδιορισμένο-Είναι ή μια αμεσότητα που δεν αναδύεται (υς αποτέλεσμα διαμεσολάβησης ή ως απόλυτη ενότητα του εαυτού της με τον μέσω της άρνησης της ετερότητάς του διαμεσολαβημένο Εαυτό.
που δεν είναι ένα Κάτι ή ένα πράγμα, εν γένει δεν είναι ένα αδιάφορο Είναι, το οποίο θα μπορούσε να είναι έξω από τον προσδιορισμιενο του χαρακτήρα και την οιναφορά του στο υποκείμενο. Αυτό είναι δεν επιτρεπόταν να το πει ο Σκεπτικισμός- ο σύγχρονος Ιδεαλισμός δεν έβρισκε το θάρρος να θεωρήσει τις εμπεφικές γνώσεις ως μια γνώση του πράγματος-καθ'-εαυτό· εκείνη η εμφάνεια όφειλε να στερείται όποιας βάσης ενός Είναι, σε τούτες τις εμπειρικές γνώσεις δεν έπρεπε να εισδύσει το πράγμα-καθ'εαυτό. Αλλά συγχρόνως ο Σκεπτικισμός δέχθηκε τους ποικίλους προσδιορισμούς της εμφάνειάς του, ή μιάλλον η εμφάνειά του είχε για περιεχόμενο όλο τον πολύμορφο πλούτο του κόσμου. Στον Ιδεαλισμό επίσης το φαινόμενο περικλείει μέσα του όλο το φάσμα αυτών των ποικίλων προσδιοριστικοτήτων. Εκείνη η εμφάνειά και τούτο το φαινόμενο είναι άμεσα λοιπόν ποικιλοτρόπως προσδιορισμένα. Κανένα Είναι, συνεπώς, κανένα πράγμ^ι ή πράγμα-καθ'-εαυτό δεν μπορεί αληθινά να αποτελέσει θεμιέλιο αυτού του περιεχομένου' το τελευταίο παραμένει για τον εαυτό του, όπως αυτό είναι· τούτο έχει μόνο μεταφερθεί από το Είναι στην εμφάνεια, έτσι ώστε η τελευταία να έχει στο εσωτερικό της εκείνες τις ποικίλες προσδιοριστικότητες, οι οποίες είναι άμεσες, βρίσκονται μέσα στο στοιχείο του Είναι και είνοιι άλλες η μια απέναντι στην άλλη. Η εμφάνεια είναι, λοιπόν, η ίδια κάτι το Λμεσα προσδιορισμένο. Αυτή μπορεί να έχει τούτο ή εκείνο το περιεχόμενο· οποιοδήποτε όμως περιεχόμενο και αν έχει, δεν το θέτει η ίδια, αλλά το έχει άμεσα. Οι διάφορες μορφές του Ιδεαλισμού, εκείνη του Leibniz, του Kant, του Fichte, καθώς και άλλες, έχουν τόσο λίγο χωρήσει εκείθεν του Είναι (ι>ς προσδιοριστικότητας, εκείθεν αυτής της αμεσότητας, όσο και ο Σκεπτικισμός. Ο Σκεπτικισμός αφήνεται να έχει το περιεχόμενο της εμφάνειάς του· οποιοδήποτε περιεχόμενο οφείλει να έχει, τούτο είναι άμεσα γι' αυτόν. Η μονάδα του Leibniz αναπτύσσει τις παραστάσεις της εκκινώντας από τον εαυτό της· αυτή α>στόσο δεν είναι η δύναμη που τις γεννά και τις συνδέει, αλλ' αυτές ανέρχο72
νται σε τούτη σαν φυσαλίδες- είναι αδιάφορες, άμεσες προς αλλήλας, και το ίδιο είναι προς την ίδια τη μιονάδα. Παρόμοια το Καντιανό φαινόμενο είναι ένα δεδομένο περιεχόμενο της κατ' αίσθηση αντίληψης· αυτό [το περιεχόμενο] προϋποθέτει διαθέσεις [= παθήσεις (AfFektionen)], προσδιορισμούς του υποκειμένου, οι οποίοι είναι άμεσοι ως προς τον εαυτό τους και ακ; προς αυτό το ίδιο. Η απέραντη ώθηση του ιδεαλισμού του Fichte δεν μπορεί αληθινά να έχει ένα πράγμα-καθ'-εαυτό ως θεμέλιο, έτσι που αυτή να γίνεται καθαρά μια προσδιοριστικότητα μέσα στο Εγώ. Αλλά τούτη η προσδιοριστικότητα είναι για το Εγώ, το οποίο την κάνει δική του και αίρει την εξωτερικότητά της, ταυτόχρονα άμεση, ένας φραγμός αυτού του ίδιου, τον οποίο τούτο το Εγώ μπορεί να υπερβεί, αλλά ο οποίος έχει σ' αυτήν μια ό-φη της αδιαφορίας, έτσι που αυτός, αν και [είναι] μέσα στο Εγώ, περιέχει ένα άμεσο μη-Είναι τούτου του Εγώ".2. Η εμφάνεια, λοιπόν, περιέχει μια άμιεση προϋπόθεση, μαα πλευρά που είναι ανεξάρτητη από την ουσία. Αλλά, στο βαθμό που η εμφάνεια είναι διαφορετική από τούτη, δεν είναι ανάγκη να δείξουμε ότι αυτή αναιρεί τον εαυτό της και επανακάμπτει στην ουσία· διότι το Είναι μέσα στην ολότητά του έχει επανακάμψει στην ουσία'*· η εμιφάνεια είναι που καθεαυτήν συνιστά ένα μη-
1 1 . 0 Χέγκελ εισδύει εδώ στην ερμηνεία της έννοιας της εμφάνειας και την υποβάλλει στην κριτική δύναμη του διαλεκτικού Λόγου, έτσχ όπως παραδίδεται ως φαινόμενο του Σκεπτικισμού και του Ιδεαλισμού. Εάν, κατά ταύτα, στο πλαίσιο της τυπικής Λογικής η εμφάνεια συλλαμβανόταν ως ο τόπος διάσωσης των προσδιορισμών του Είναι ως φαινομένων, στο πλαίσιο της Λογικής της ουσίας η εμφάνεια δεν οντοθέτει αξιοιματιχά τον εαυτό της, αλλά τίθεται από τους όρους μιας εσωτερικής σύλληψης της απόλυτης αρνητικότητας ως ανασκοπικής διαμεσολάβησης του υποκειμένου και προσδιορίζεται ως στάδιο έναρξης της λογικής κίνησης της ουσίας. Γπ' αυτή την προϋπόθεση ο Χέγκελ επιχειρεί περαιτέρω να αναπτύξει την ταυτότητα ουσίας και εμφάνειας μέσα από τη θεώρηση των προσδιορισμών τo•Jς. 12. Στο βαθμό που αμεσότητα και άμεση αρνητικότητα δεν αποτελούν διαφορετικές ποιότητες της εμφάνειας ως σχέσης, η ίδια η εμφάνεια o'vi« στον εαυτό της μονο, στο μέτρο που στρέφεται ενάντια στον εαυτό της.
73
δέν αυτό που χρειάζεται μόνο να δείξουμε είναι ότι οι προσδιορισμοί, που την διαφοροποιούν από την ουσία, είναι προσδιορισμοί της ίδιας της ουσίας, και ακόμη ότι αυτή η προσδιοριστιχόττητα της ουσίας, που είναι η εμφάνεια, είναι ανηρημένη μέσα στην ίδια την ουσία. Είναι η αμεσότητα του μψΕίναι, η οποία συνιστά την εμφάνεια- αλλά αυτό το μη-Είναι δεν είναι τίποτε άλλο από την αρνητικότητα της ουσίας, [η οποία (αρνητικότητα) είναι παρούσα] σ' αυτήν την ίδια. Το Είναι είναι μη-Είναι μέσα στην ουσία. Η μηόαμινότητά της καθεαυτήν είναι η οφγητική φύση της ίδιας της ουσίας. Η αμεσότητα ή η αδιαφορία όμως, την οποία περιέχει τούτο το μη-Είναι, είναι το ιδιαίτερο απόλυτο καθεαυτό-Είναι της ουσίας. Η αρνητικότητα της τελευταίας είναι η ισότητα της με τον εαυτό της ή η απλή αμεσότητά της και αδιαφορία. Το Είναι έχει διασωθεί μέσα στην ουσία, στο βαθμό που η τελευταία στην άπειρη αρνητικότητά της έχει τούτη την ισότητα με τον ίδιο τον εαυτό της· έτσι η ίδια η ουσία είναι το Είναι. Η αμεσότητα, την οποία έχει η προσδιοριστικότητα στην εμφάνεια έναντι της ουσίας, δεν είναι συνεπώς τίποτε άλλο από την ιδιαίτερη της ουσίας αμεσότητα· δεν πρόκειται όμως για την ούσα αμεσότητα, αλλά για την καθαρά διαμεσολαβημένη ή ανα-σκοπημένη αμεσότητα, η οποία είναι η ε μ φ ά ν ε ι α ' ^ · - το Είναι όχι ως Είναι, αλλά μόνο ως η προσδιοριστικότητα του Είναι έναντι της διαμεσολάβησης: το Είναι ως βαθμίδα. Αυτά τα δύο στάδια, [δηλ.] η μηδαμιινότητα, αλλά ως υφίστασθαι, και το Είναι, αλλά ως βαθμίδα, ή η καθεαυτήν ούσα 13. Η ουσία προσδιορίζεται μέσα στην αυτοκινησία της, ενόσω θέτει την ούσα ιχμεσοτητα (υς την εμφάνεια που είναι το Άλλο της. Αυτή η εμφάνεια είναι, κατά ταύτα, προσδιοριστικότητα, ένα Άλλο που γνωρίζει μόνο την άρνηση και γι' αυτό αυτοαναιρείται. Μέσα σ' αυτή την κίνηση της εμφάνειας ως το αυτο-αναιρούμενο Άλλο η ουσία βρίσκει τον αυτοσχετισμό της, έρχεται δηλ. σε εμφάνεια του εαυτού της μέσα στον εαυτό της. Με άλλα λόγια, φτάνει σε μια αμεσότητα, η οποία είναι τέτοια στο μέτρο που είναι αμεσότητα της διαμεσολαβημένης κίνησης της εμφάνειας.
74
αρνητικότητα και η ανασκοπημένη αμεσότητα που αποτελούν τα στάδια της εμφάνειας, είναι έτσι τα στάόια της ίδιας της ουσίας: ό,τι είναι παρόν εδώ δεν είναι μια εμφάνεια του Είναι στην ουσία ή μια εμφάνεια της ουσίας στο Είναι· η εμφάνεια μέσα στην ουσία δεν είναι η εμφάνεια ενός άλλου, αλλά είναι η εμφάνεια καθεαυτην, η εμφάνεια της ίδιας της ουσίας^ Η εμφάνεια είναι η ίδια η ουσία στην προσδιοριστικότητα του Είναι. Αυτό, δια του οποίου η ουσία έχει μια εμφάνεια, έγκειται στο ότι αυτή είναι προσδιορισμένη εντός εαυτού και κατά συνέπεια διαφοροποιημένη από την απόλυτη ενότητά της. Αλλ' εξίσου αυτή η προσδιοριστικότητα είναι απόλυτα ανηρημένη στον ίδιο τον εαυτό της. Διότι η ουσία συνιστά το αυθύπαρκτο που είναι ως αυτοδιαμεσολαβημένο με τον εαυτό του μέσω της άρνησής του, η οποία είναι η ίδια η ουσία- αυτή-εδώ, συνεπώς, είναι η ταυτή ενότητα της απόλυτης αρνητικότητας και της αμεσότητας.- Η αρνητικότητα είναι η αρνητικότητα καθεαυτήν αυτή είναι ο αυτοσχετισμός της, έτσι είναι καθεαυτήν αμεσότητα· αλλ' αυτή είναι αρνητικός αυτοσχετισμός, μιια διαδικασία άρνησης που απωθεί τον εαυτό της, [και] η καθεαυτήν ούσα [= εγγενής] αμεσότητα είναι, κατά ταύτα, το αρνητικό ή προσδιορισμένο στοιχείο απέναντι σε τούτη [την αρνητικότητα]. Αλλά τούτη η πρσδιοριστικότητα η ίδια είναι η απόλυτη αρνητικότητα κι ετούτο το προσδιορίζειν, το οποίο άμιεσα, ως προσδιορίζειν, έγκειται στο να αναιρεί τον εαυτό του, είναι η επάνοδος στον εαυτό του. Η εμφάνεια είναι το αρνητικό, το οποίο έχει ένα Είναι, αλλα μέσα σε ένα άλλο, μέσα στην άρνησή του" αυτή [η εμφάνεια] είναι η αναυθυπαρξία που στον ίδιο τον εαυτό της είναι ανηρημένη και μηδενική. Ως τέτοια αυτή είναι το επανερχόμενο στον εαυτό
14. Η εμφάνεια δηλ. είναι η ίδια η oucria στην αμεσότητά της ή το στοιχείο του Είναι που περιέχεται μέσα στην ουσία και ως τέτοια υπόκειται στην κριτική της κίνησης της ανασκόπησης προκειμένου να αναιρεθεί.
75
του αρνητικό, το αναυθύποφκτο ως το (χναυθύπαρκτο στον εαυτό του. Τούτη η αυτο-αναφορά του αρνητικού ή της αναυθυπαρξίας είναι η αμεσότητα τον ετούτη [η αμεσότητα] είναι ένα άλλο από ό,τι το ίδιο το αρνητικό" αυτή είναι η προσδιοριστικότητά του έναντι του εαυτού του, ή είναι η άρνηση ενάντια στο αρνητικό. Αλλά η άρνηση ενάντια στο αρνητικό είναι η αρνητικότητα που αναφέρεται στον εαυτό της, η απόλυτη αναίρεση της ίδιας της προσδιοριστικότητας. Η τζροσδιοριστίχότητα, λοιπόν, που είναι η εξχφάνεια μέσα στην ουσία, είναι άπειρη προσδιοριστικότητα· αυτή είναι μόνο το αρνητικό που συμπίπτει με τον εαυτό του· έτσι αυτή είναι η προσδιοριστικότητα, η οποία ως τέτοια είναι αυθύπαρκτη και δεν είναι προσδιορισμένη. —Αντίστροφα, η αυθυπαρξία ως αυτο-σχετιζόμενη αμεσότητα, όχι λιγότερο, είναι κατ' εξοχήν προσδιοριστικότητα και βαθμίδα και δεν είναι παρά ως αρνητικότητα που αναφέρεται στον εαυτό της.— Ετούτη η οφνητικότητα, που είναι ταυτή με την αμεσότητα, και κατ' επέκταση η αμεσότητα, που είναι ταυτή μ£ την αρνητικότητα, είναι η ουσία. Η εμφάνεια είναι, συνεπώς, η ίδια η ουσία, αλλά η ουσία μ^σα σε μια προσδιοριστικότητα, μ' ένα τέτοιο τρόπο όμως που η τελευταία είναι μόνο βαθμίδα της, και η ουσία ενναι το εμφαίνεσθαι [= ο φωτισμός] του εαυτού της μέσα στον εαυτό της. Στη σφαίρα του Είναι, απέναντι στο Είναι (ος άμεσο ορθώνεται το μη-Είναι επίσης ως άμεσο, και η αλήθεια τους είναι το γίγνεσθαι. Στη σφαίρα της ουσίας βρίσκουμε κατ' αρχήν την ουσία να αντίκειται στο επουσιώδες [και] μιετά την ουσία να αντίκειται στην εμφάνεια· [δηλ. την ουσία να αντίκειται] στο επουσιώδες και στην εμφάνεια ως κατάλοιπα του Είναι. Αλλά αμφότερα τούτα, καθώς και η διαφορά της ουσίας από αυτά, δεν προκύπτουν παρά επειδή η ουσία κατ' αρχήν λαμβάνεται ως μιια άμεση [o'-wia], όχι όπως είναι καθεαυτήν, δηλ. όχι ως η αμεσότητα, η οποία είναι αμεσότητα ως η καθαρή διαμεσολάβηση ή ως απόλυτη αρνητικότητα. Εκείνη η πρώτη αμεσότητα είναι, 76
όπως προκύπτει, μόνο η προσδιοριστιχότητα της αμεσότητας. Το αναφεόν τούτη την προσδιοριστικότητα της ουσίας, ως εκ τούτου, έγκειται μόνο και μόνο στο να αποκαλύπτεται π(ος το επουσιώδες [είναι] εμφάνεια και πως η ουσία περιέχει μάλλον εντός εαυτής την εμφάνεια, [εννοημένην] ως την άπειρη εμμενή κίνηση που προσδιορίζει την αμεσότητά της ως την αρνητικότατα και την αρνητικότητά της ως την αμεσότητα και είναι έτσι το εμφαίνεσθαι του εαυτού της εντός εαυτού'^. Η ουσία μέσα σε τούτη την αυτοκίνηση της είναι η αν(χσχότζηση. C.
Η ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ Η εμφάνεια είναι το ίδιο πράγμα με την ανασκόπηση- αλλά αυτή [η εμφάνεια] είναι η ανασκόττηση ως άμεση [ανασκόπηση]· για την εμφάνεια, που έχει μιεταβεί μέσα στον εαυτό της και είναι έτσι αποξενωμένη από την αμεσότητά της, εμείς έχουμε τη λέξη μίας ξένης γλώσσας, την ανασκόπηση^^. 15.0 Χέγκελ (Tuvoψtζεc την μέχρις εδώ πορεία από τη λογική του Είναι στη Λογική της ουσίας: Μέσα στην προσδιοριστικότητα του Είναι η ουσία είναι εμφάνεια, η οποία διακρίνεται από την ουσία άνεια [Schein] και όχι ο>ς Είναι [Sein]. Αυτό δείχνει ότι η ουσία έρχεται στο Είναι [ΐόνο στην ανασκοπική αυτοάρνηση της εμφάνειας, μόνο δηλ. όταν η ανασκόπηση κερΛζει το Άλλο.
79
μηδέν όμως ή αυτό που στερείται ουσίας δεν έχει το Είναι του σε ένα Άλλο, μέσα στο οποίο εμφαίνεται, αλλά το Είναι του είναι η δική του ιδιαίτερη ισότητα με τον εαυτό του* αυτή η εναλλαγή του αρνητικού μιε τον εαυτό του έχει ορισθεί ως η απόλυτη ανασκόπηση της ουσίας'^. Τούτη η αναφερόμενη στον εαυτό της αρνητικότητα είναι, λοιπόν, η πράξη άρνησης αυτής της ίδιας. Αυτή έτσι είναι εν γένει τόσο πολύ ανηρημενη αρνητικότητα, όσο αυτή είναι αρνητικότητα. Ή αυτή η ίδια είναι το αρνητικό και η απλή ισότητα με τον εαυτό της ή αμεσότητα. Συνίσταται, λοιπόν, σε τούτο: να είναι αυτή η ίδια και όχι αυτή η iSux, και μάλιστα να είναι μέσα σε Μια ενότητα-".Κατ' αρχήν, η ανασκόπηση είναι η κίνηση του μηδενός προς το μηδέν, άρα η άρνηση που συμπίπτει με τον εαυτό της. Τούτο το συμπίπτέιν μιε τον εαυτό είναι, εν γένει, απλή ισότητα μιε τον εαυτό, [είναι] η αμεσότητα. Αλλά τούτο το συμπίπτέιν δεν είναι μετάβαση της άρνησης στην ισότητα μ£ τον εαυτό της σαν στο ετέρως-Είναι της· απεναντίας, η ανασκόπηση είναι μετάβαση ως αναίρεση της μετάβασης· διότι αυτή [η ανασκόττησΤ|] είναι άμεση σύμπτωση του αρνητικού με τον εαυτό του τον ίδιο- αυτό το συμπίπτέιν έτσι είναι χατά πρώτον αυτο-ισότητα ή αμεσότητα· αλλά δεύτερον τούτη η αμεσότητα είναι η ισότητα 19. Πώς κατανοείται εδώ η ουσία ως απόλυτη ανοκτκόπηση; Η ουσία δεν παύει να θέτει τον εαυτό της μέσω αυτού το οποίο η ίδια είναι. Τι είναι η ίδια; είναι το θέτειν την αναίρεση του Είναι, μέσα στο οποίο έρχεται σε ύπαρξη. Άρα, ως αναίρεση του Είναι είναι άρνηση και ως θέτειν αυτή την άρνηση είναι άρνηση όχι κάτινος Αλλου, το οποίο είναι εδω, αλλά του εαυτού της ως κάτινος που δεν έχει πλέον προσδιορισμένο-Είναι. Έτσι είναι η καθαρή ανασκόπηση μιας αφηρημένης ακόμη ολότητας, στο πνεύμα ττ|ς οποίας το αρνητικό αρνείτ« τον εαυτό του. 30. Στο βαθμό που η ανασκότιηση είναι αυτοσχετιζόμενη αρνητικότητα [sich auf sich beziehende Negativität] είναι και ανηρημένη αρνητικότητα, δηλ. η άρνηση της αρντ,τικότητας. Κατά συνέπεια, το αρνητυίό είναι η αμεσότητα της ανασκόπησης η η ανασκόπηση είναι η ενότητα αρνητικότητας και αμεσότητας: η ενότητα του «να είναι αυτή η ίδια και όχι αυτή η ίδια».
του αρνητοιού με τον εαυτό του, επομένως η αρνούμενη τον εαυτό της ισότητα· η αμεσότητα, η οποία καθεαυτήν είναι το αρνητικό, το αρνητικό του εαυτού της, [που συνίσταται] στο να είναι εκείνο που αυτή δεν είναι. Η αναφορά του αφνητικού στον ίδιο του τον εαυτό είναι λοιπόν η επάνοδος αυτού στον εαυτό του· αυτή [η αναφορά] είναι αμεσότητα ως η αναίρεση του αρνητικού" αλλά αμεσότητα απλά και μόνο ως αυτή η αναφορά ή ως επάνοδος από ένα [αρνητικό], συνεπώς αυτο-αναιρούμενη αμεσότητα. -Αυτό είναι το τεθειμένο-Είναι, η αμεσότητα καθαρά μόνο ως προσδιοριστικότητα ή ως αυτο-ανασκοπούμενη. Ετούτη η αμιεσότητα, η οποία είναι μόνο ως επάνοδος του αρνητικού στον εαυτό του, είναι εκείνη η αμεσότητα που συνιστά την προσδιοριστικότητα της εμ4)άνειας και η οποία προηγουμένως φαινόταν να αποτελεί το ξεκίνημα της ανασκοπικής κίνησης. Αλλά τούτη η αμεσότητα, αντί να είναι σε θέση ν' αποτελέσει το ξεκίνημα, είναι μάλλον αμεσότητα μόνο ως η επάνοδος ή ως αυτή τούτη η ανασκόπηση. Η ανασκόπηση είναι, κατά ταύτα, η κίνηση, η οποία, με το να είναι η επάνοδος, είναι τότε εδώ αυτό το οποίο κάνει το ξεκίνημα ή την επάνοδο^'. Αυτή είναι θέτει·^^, στο βαθμό που αυτή είναι η αμεσότητα ως μια κίνηση επανόδου· πράγματι, δεν είναι ένα Αλλο παρόν. 21. Όπως προκύπτει εδώ η ανασκόπηση δεν είναι μια ήρεμη ενότητα που αγνοεί την άρνηση, αλλά και ούτε ένα απροσδόκητο εύρημα του αρνητικού που επιστρέφει στον εαυτό του. Απεντερική ανασκόττηση είναι εξίσου άμεσα θετειν, πρά^ αναίρεσης του αρνητικού γι' αυτήν Άμεσου, και τούτο το Άμεσο, από το οποίο αυτή φαινόταν ότι ξεκινά^ σαν από κάτι ξένο, δεν είναι παρά μ£σα σε τούτο το ξεκίνημά της. Κατ' αυτό τον τρόπο, το άμεσο δεν είναι μόνο καθεαυτό - κάτι που θα σήμαινε για μας ή μέσα στην εξωτερική ανασκόπηση - το ί&ο πράγμα με αυτό που είναι η ανασκοττηση, αλλά είναι τεθειμενο ότι αυτό είναι το ίδιο πράγμα . Το άμεσο είναι δηλ. προσδιορισμένο από την ανασκόπηση ως το αρνητικό της ή ως το Άλλο της, αλλά είναι αυτή η ίδια που αρνείται τούτο το προσδιορίζειν. - Ως εκ τούτου, η εξωτερικότητα της ανασκόπησης ως προς το άμεσο είναι ανηρημένη· το θέτειν της. όπου αυτή αρνείται τον εαυτό της, είναι η συνένωσή της με το αρνητικό της, με το άμεσο, και τούτη η συνένωση είναι η ίδια η ουσιώδης αμεσότητα. Ό,τι, λοιπόν, προκύπτει είναι πως η εξωτερική ανασκοττηση δεν είναι εξωτερική, αλλά εξίσου καλά εμμενής ανασκοττηση της ίδιας της αμεσότητας, ή πως το αποτέλεσμα της θέτουσας ανασκόπησης είναι η καθεαυτήν και διεαυτήν ούσα ουσία. Η ανασκόπηση έτσι είναι προσδιορίζουσα ανασκόττηστρ^. Παρατηρηση* Η ανασκόπηση λαμβάνεται συνήθως με μια υποκειμενική 30. Η εξωτερική ανοκτκόταιση, με το να θέτει επίσης το άμεσο, δεν παραμένει ένα μονομερές προϋποθέτειν το άμ^σο, ίϊλλά προσδιορίζεται από το γεγονός ότι προϋποθέτει η ίδια αυτό το θέτειν και το προϋποθέτει σαν ο προσδιορισμός του. Λυτό δείχνει ότι αίρει την αφηρημένη της εξωτερικότητα μέσα στην ενότητα με την ανασκόπηση εντός εαυτού, με το θέτειν, και συγκροτεί την «ουσιώδη αμεσότητα». ί2ς εξωτερική ανασκ07Π)ση λοιπόν δεν αντίκειται στο άμεσο, αλλά αντικρίζεται απο την άποψη, σύμφωνα με την οποία «εμμενης ανασκόπηση της αμεσότητας» και ό,τι αυτη θέτει είναι η ενότητα θέτουσας και εξωτερικής ανασκόπησης- μια ενότητα, την οποία ο Χέγκελ ονομάζει προσδιορίζουσα ανασκοττηση. * Αυτή η παρατήρηση δεν αναφέρεται στον πίνακα περιεχομένων της γερμανικής έκδοσης του πρωτότυπου κειμένου.
8f
έννοια ως η κίνηση της κριτικής δύναμης, η οποία χωρεί εκείθεν μαας δεδομένης άμεσης παράστασης και αναζητεί καθολικούς προσδιορισμούς για τούτη [την παράσταση] ή τους συγκρίνει με αυτήν. Ο Kant αντι-θέτει την ανασχοπικτη χριτοαη δύναμη στην προσδιοριστική κριτικιη δύναμη. (Κριτική της κριτικής δύναμης. Εισαγ. σ. XXIII κ.εξ.). Αυτός ορίζει την κριτική δύναμη εν γένει σαν την ικανότητα να σκεφτόμαστε το μερικό ως αυτό που έχει υπαχθεί κάτω από το καθολικό. Εάν το καθολικό είναι δεδομένο (ο κανόνας, η αρχή, ο νόμος), τότε η κριτική δύναμη, η οποία υπάγει το μερικό κάτω από αυτό, είναι προσδιοριστική. Αλλά εάν είναι δεδομένο μόνο το μερικό, για το οποίο η κριτική δύναμη οφείλει να βρίσκει το καθολικό, τότε αυτή είναι απλώς ανασκοπικη. Η ανασκόττηση, λοιπόν, είναι ομιοίως εδώ η κίνηση που προχωρεί πάνω και πέρα από ένα άμιεσο προς το καθολικό. Το άμεσο, αφενός, είναι μόνο μέσω της αναφοράς του ίδιου στο καθολικό του που προσδιορίζεται ως μιερικό' για τον εαυτό του είναι μόνο ένα ενικό ή ένα άμεσο ον. Αφετέρου όμως εκείνο, στο οποίο τούτο αναφέρεται, το καθολικό του, ο κανόνας του, η αρχή του, ο νόμος του, είναι εν γένει το ανασκοπημένο εντός εαυτού, είναι εκείνο που αναφέρεται στον εαυτό του, η ουσία ή το ουσιώδες. Α/λα εδω δεν πρόκειται ούτε για την ανασκόπηση της συνείδησης, ούτε για την περισσότερο καθορισμένη ανασκόπηση της διάνοιας, η οποία έχει για προσδιορισμούς της το μιερικό και το καθολικό, αλλά για την ανασκόπηση εν γένει. Εκείνη η ανασκόπηση, στην οποία ο Kant αποδίδει την αναζήτηση του καθο>ακού για το δεδομένο μερικό, είναι όχι λιγότερο, όπως γίνεται φανερό, μόνο η εξωτερική ανασκόπηση, η οποία αναφέρεται στο άμεσο σαν σε ένα δεδομένο. - Μέσα σ' αυτήν όμως βρίσκεται επίσης η έννοια της απόλυτης ανασκόπησης· διότι το καθολικό, η αρχή ή κανόνας και νόμος, προς το οποίο αυτή βαίνει μέσα στο προσδιορίζειν της, θεωρείται ως η ουσία εκείνου του άμεσου, από το οποίο γίνεται το ξεκίνημα· τούτο, συνεπώς, το άμεσο λογίζε88
ται ως ένα τίποτα, και η επάνοδος από αυτό [το άμζσο], το προσδιορίζειν της ανασκόπησης, λογιζετοί μόνο ως αυτό που θέτει το άμεσο σύμφωνα με το αληθινό του Είναι· γι' αυτό, ό,τι κάνει η ανασκόπηση σε τούτο [το άμεσο], και οι προσδιορισμοί που εκπορεύονται από τούτη δεν είναι κάτι το εξωτερικό σε κείνο το άμεσο, αλλά το αυθεντικό του Είναι^ι. Ήταν, επίσης, η εξωτερική ανασκόπηση, την οποία είγε κατά νου η νεότερη Φιλοσοφία, όταν αυτή, καθώς ήταν η μόδα για ένα διάστημα, κατελόγισε όλα τα κακά στην ανασκόπηση εν γένει και τη θεωρούσε μαζί με το προσδιορίζειν της ως τον αντίποδα και τον κληρονομικό εχθρό της απόλυτης μεθόδου της [φιλοσοφικής] θεώρησης. Στην πράξη, και η ανασκόπηση της νόησης, στο βαθμό που συμπεριφέρεται ως εξωτερική, εκκινεί καθαρά από ένα δεδομένο Άμιεσο που της είναι ξένο και θεωρεί τον εαυτό της ως ένα απλώς μορφικό ενεργείν, που προσδέχεται απ'
31. Με το πέρασμα του Είναι στην ουσία ο Χέγκελ αναζητεί το θεμέλιο που θα δώσει ισχύ και εγκυρότητα στην ανασκοπική δραστηριότητα ως αυτοθεσια αναγκαίου σταδίου προς την αληθινή σκέψη του Λόγου. 2το πνεύμα αυτής της αναζήτησης σκιαγραφεί κριτικά και απορρίπτει τελικά την άποψη του Kant για την ανασκόπηση ως μια ανασκοπική κριτική δύναμη με τη σκέψη ότι ο τόπος της ανασκόπησης δεν μπορεί να περιορίζεται στα όρια της Καντιανής υποκειμενικότητας, γιατί η τελευταία αναζητεί το λογικό στοιχείο μέσα στην ικανότητα της υποκειμενικής ύπαρξης, δηλ. μέσα στην ικανότητα για σκέπτεσθαι και όχι μέσα στο ίδιο το σκέπτεσθαι. Κατά συνέπεια, ο τόπος της ανασκόττησης δεν πρέπει να αντικρίζεται (ος «ανασκόττηση της διάνοιας», γιατί αμφότεροι ετούτοι οι τόποι της ανασκόπησης λειτουργούν μόνο εξωτερικά προς τη Λογική. Αντίθετα, εισάγεται η έννοια της από>υτης ανασκόπησης ως ένας αντικατοπτρισμός της έννοιας- άρα ως πρόσληψη της έννοιας σαν κάτι αντικειμενικό και όχι ακόμα στην εννοιακή της ολοποίηση. Από εδώ συνάγεται ότι κάθε ενικό-Είναι δεν συναπαντάται ως μια προσδιοριστικότητα της ικανότητας του υποκειμένου να το σκέπτεται ως τέτοιο ούτε ως μια προσάοριστικότητα που αντιπαρατίθεται στην ανασκοπική δύναμη του θέτειν, επειδή αυτο λειτουργεί εξωτερκά. Απεναντίας, το ενικό-Είναι συνδέεται με τη λογική ισχύ της απόλυτης ανασκότιησης, η οποία δεν αποβλέπει στο να το υποτάξει σε μια απόλυτη λογικότητα ενός πρωθύστερου υποκειμένου, αλλά κινείται να το προσ&ορισει στη συνάφεια του με το καθολικό.
έξω περιεχό[Αενο και υλικό και διεαυτήν είναι μόνο εκείνη η εξαρτημένη απ' αυτό το περιεχόμενο και υλικό κίνηση. -Εξάλλου, όπως θα δειχθεί σαφέστερα μόλις έλθουμε να εξετάσουμε την προσδιορίζουσα ανασκόπηση, οι ανασκοτζημενοι προσδιορισμοί είναι διαφορετικού είδους από τους απλώς άμεσους προσδιορισμούς του Είναι. Οι τελευταίοι προσφέρονται πιο εύκολα ως παροδικοί, απλώς σχετικοί και ευρισκόμενοι σε σχέση προς ένα άλλο* οι ανασκοτιημένοι όμως προσδιορισμοί έχουν τη μορφή του καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι· αυτό είναι συνεπώς που τους κάνει να ισχύουν ως οι ουσιώδεις, και αντί να μεταβαίνουν στα αντί-θετά τους, εμφανίζονται μιάλλον ως απόλυτα, ελεύθερα και αδιάφορα έναντι αλλήλων. Ως εκ τούτου αντιτάσσονται πεισματικά στην κίνησή τους· το Είναι τους είναι η αυτο- ταυτότητά τους μέσα στην προσδιοριστικότητά τους, σύμφωνα με την οποία οι προσδιορισμοί, ακόμί3ΐ και αν προϋποτίθενται αμοιβαία, διατηρούνται απόλυτα χωριστά μέσα στην αναφορά τους. 3. Προσδιορίζουσα ανασκόπηση Η προσδιορίζουσα ανασκόπηση είναι εν γένει η ενότητα της θέτουσας και της εξωτερικής ανασκόπησης. Αυτό είναι που πρέπει να εξετάσουμε εγγύτερα.1. Η εξωτερική ανασκόπηση ξεκινά από το άμεσο Είναι, η θέτουσα από το μηδέν. Η εξωτερική ανασκόπηση, όταν είναι προσδιορίζουσα, θέτει ένα Άλλο -[το οποίο] όμως είναι η ουσίαστη θέση του ανηρημένου Είναι" το θέτειν δεν θέτει τον προσδιορισμό του στη θέση ενός άλλου* αυτό δεν έχει προϋπόθεση. Αλ/.ά, γι' αυτό, το θέτειν δεν είναι η εντελής, προσδιορίζουσα ανασκόπηση· ο προσδιορισμός που αυτό θέτει είναι, συνεπώς, /χόνο ένα τεθειμένο· αυτό [το θέτειν] είναι ένα άμεσο, όχι όμως ως ισο προς τον εαυτό του, αλλά ως αρνούμενο τον εαυτό του· αυτό εχει απόλυτη σχέση προς την επάνοδο εντός εαυτού· είναι μόνο 90
μέσα στην εντός εαυτού ανασκότΐηση, αλλά όχι η ίδια η ανασκόΤο τεθειμένο είναι λοιπόν ένα Άλλο, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε η ισότητα της ανασκότιησης με τον εαυτό της να διατηρείται απόλυτα· διότι το τεθειμένο είναι μόνο ως ανηρημένο, ως αναφορά στην επάνοδο εντός εαυτού.-I^ttj σφαίρα του Είναι, το προσόίορισμενο-Είναι ήταν το Είναι, στο οποίο ήταν παρούσα η άρνηση, και το Είναι ήταν η άμεση βάση και το στοιχείο τούτης της άρνησης, η οποία, όπως προκύπτει, η ίδια ήταν η άμεση [άρνηση]. Στη σφαίρα της ουσίας, το τεθειμενο-Είναι αντιστοιχεί στο προσδιορισμένο-Είναι. Αυτό είναι παρόμοια ένα προσδιορισμένο-Είναι, αλλά η βάση του είναι το Είναι ως ουσία ή καθαρή αρνητικότητα· αυτό είναι μια προσδιοριστικότητα ή άρνηση όχι ως ούσα, αλλά άμεσα ως ανηρημένη. Το προσδιορισμένο-Είναι είναι μόνο τεθειμενο-Είναι· είναι η πρόταση της ουσίας για το προσδιορισμιένο-Είναι. Το τεθειμενο-Είναι αφενός αντιτίθεται στο προσδιορισμένο-Είναι, αφετέρου στην ουσία και πρέπει να λαμβάνεται στην εξέταση ως ο μέσος όρος, ο οποίος συνάπτει συλλογιστικά·''^ το προσδιορισμένο-Είναι με την ουσία και αντίστροφα την ουσία με το προσδιορισμένο-Είναι. -Συνεπώς, όταν κανείς λέγει ότι ένας προσδιορισμός είναι μόνο ένα τεθειμένο-Είναι, τότε αυτό μπορεί να έχει διπλή σημασία· αυτός είναι ένα τεθειμένο-είναι ως αντιτιθέμενος στο προσδιορισμένο-είναι ή στην ουσία. Με την πρώτη σημιασία το προσδιορισμένο-Είναι λαμβάνεται ως κάτι ανώτερο από το τεθειμένο-Είναι και το τελευταίο
32. Το άμεσο είναι άμεσα τεθειμένο και όχι πλέον ένα προϋποτιθέμενο που οφείλει να προ-ίσταται ως αυτόνομο και ανεξάρτητο από τη λογική της ουσίας. Είναι, λοιπόν, άμεσα τεθειμένο από την ανασκόπηση και προσδιορισμένο (ος ανηρημένο σ' αυτήν. Δεν είναι ακόμη η ίδια η ανασκόπηση με την έννοια ότι δεν πέτυχε να προσδιορίζεται ως εξωτερική στον Εαυτό πραγματικότητα μέσα στη μετασχηματιστική κίνηση της εσωτερικής του σύλληψης. 33. zusammenschließt: το τεθειμένο-Είναι ως μέσος όρος έχει μια τέτοια ισχύ λογικής σχέσης που επέχει θέση συλλογισμού.
91
αποδίδεται στην εξωτερική ανασκόπηση, στην υποκειμενική πλευρά. Στην πράξη όμως το τεθειμένο-Είναι είναι το ανώτερο· διότι ως τεθειμένο-Είναι το προσδιορισμένο-Είναι, [εννοημένο] ως εκείνο που ετούτο είναι καθεαυτό, ως αρνητικό, είναι κάτι που αναφέρεται ·απλά και μόνο στην επάνοδο εντός εαυτού. Ακριβώς γΓ αυτό, το τεθειμένο-Είναι είναι μόνο ένα τεθειμένοΕίναι σε σχέση προς την ουσία, ως η άρνηση της συντελεσμένης επανόδου εντός εαυτού. 2. Το τεθειμένο-Είναι δεν είναι ακόμη προσδιορισμός-ανασκόπησης- είναι μόνο προσδιοριστικότητα ως άρνηση εν γένει^^. Αλλά το θέτειν είναι τώρα σε ενότητα με την εξωτερική ανοκτκόττηση· η τελευταία είναι σε τούτη την ενότητα απόλυτο προϋποθετειν, δηλ. η απώθηση της ανασκότιησης από τον εαυτό της ή το θέτειν της προσδιοριστικότητας ως [προιτάοριστικότηταζ] του εαυτού. Το τεθειμένο-Είναι λοιπόν, ως τέτοιο, είναι άρνηση· αλλά ως κάτι προϋποτιθέμενο η τελευταία είναι [άρνηση] ανασκοττημιένη εντός εαυτού. Το τεθειμένο-Είναι έτσι είναι προσδιορισιως-οοησχ,όττησηί^^. Ο προσδιορισμός-ανασκόπησης είναι διαφορετικός από την προσδιοριστικότητα του Είναι, από την ποιότητα. Η τελευταία είναι άμιεση αναφορά σε άλλο εν γένει· το τεθειμένο-Είναι επίσης είναι αναφορά σε άλλο, αλλά στη συντελεσμένη ανασκόπηση εντός εαυτού. Η άρνηση ως ποιότητα είναι άρνηση που [απλώς] είναι- το Είναι συνιστά το θεμέλιό της και το στοιχείο της. Ο προσδιορισμός-ανασκόπησης, απεναντίας, έχει για θεμέλιό του τη συντελεσμένη ανασκόπηση εντός εαυτού. Το τεθειμένο-Είναι 34, Το τεθειμένο-Είναι δεν είναι ακόμα προσδιορισμένο για τον εαυτό του, αλλά συνιστά ένα στάδιο μέσα στην κίνηση της ουσίας. Ως τέτοιο επιτρέπει στο θέτειν να π;5θ'^ποθέτει ένα λογικό status που είναι μόνο άρνηση του Είναι καθόλου. 35. Το τεθειμένο-Είναι που είναι προσδιορισμός-ανασκόπησης δεν μένει απλώς στον προσδιορισμό της άρνησης, αλλά μεταβαίνει μέσω αυτής στο τεθειμένο-Είναι ως ανασκότηΓ,στι εντός εαυτού. Έτσι έρχεται στο προσκήνιο η ενότητα της αρνητικής ταυτόττ,τας που προσι&άζει στη θέτουσα ανασκόπηση με τη θετική διαφορά που Γ^ιδιάζει στην εξωτερική ανασκόπηση.
92
γίνεται προσδιορισμός ακριβώς, επειδή η ανασκόπηση είναι ισότητα με τον εαυτό της μέσα στη συντελεσμένη της άρνηση· η ίδια η συντελεσμένη άρνηση της είναι, κατά ταύτα, ανασκόπηση εντός εαυτού. Ο προσδιορισμός εδώ δεν υφίσταται δια του Είναι, αλλά δια της ισότητας της ανασκόττησης με τον εαυτό της. Επειδή το Είναι, που φέρει την ποιότητα, είναι ανόμοιο [σε σχέση] προς την άρνηση, η ποιότητα είναι ανόμοια εντός εαυτού, άρα στάδιο μεταβατικό, που εξαφανίζεται μέσα στο άλλο. Αντίθετα, ο προσδιορισμός-ανασκόπησης είναι το τεθειμένο-Είναι ως άρνηση, άρνηση, η οποία έχει για θεμέλιό της τη συντελεσμένη άρνηση, δηλ. δεν είναι ανόμοια με τον εαυτό της μέσα στον εαυτό της, επομένως [είναι] ουσιώδης, όχι μεταβατική προσδιοριστικότητα. Η α,υτο-ισότητα της ανασχόπησης, που ενέχει το αρνητικό μΛνο ως αρνητικό, ως ανηρημένο ή τεθειμέ^Λ), είναι αυτό που κάνει το αρνητικό να υφίσταται. ΕξΜτΰζς αυτής της εντός εαυτού ανασκόπησης οι προσοιορισμοί-ανασκόπησης εμφανίζονται ως ελεύθερες ουσιότητες που αιωρούνται μέσα στο κενό χωρίς έλξη και άπωση προς αλλήλας. Μέσα σ' αυτές η προσδιοριστικότητα έχει παγιωθεί και άπειρα εδραιωθεί μέσω του αυτοσχετισμού. Είναι το προσδιορισμένο που καθυποτάσσει τη μετάβασή του και το απλό τεθειμιένο-Είναι του ή εκτρέπει την ανασκόπηση εντός άλλου σε ανασκόπηση εντός εαυτού. Αυτοί οι προσδιορισμοί απαρτίζουν έτσι την προσδιορισμένη εμφάνεια, καταπώς ετούτη είναι μέσα στην ουσία, την ουσιώδη εμφάνεια. Γι' αυτό το λόγο, η προσδιορίζουσα ανασκόπηση είναι η ανασκόπηση που εξήλθε του εαυτού της· η ισότητα της ουσίας με τον εαυτό της έχει χαθεί μέσα στην άρνηση, η οποία είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Στον προσδιορισμό-ανασκόπησης, λοιπόν, υπάρχουν δύο πλευρές, οι οποίες αρχικά διαφέρουν μεταξύ τους. Κατά πρώτον, αυτός είναι το τεθειμένο-Είναι, η άρνηση ως τέτοια·'«· δεύτερον. 36. Δηλ. μια απροσ&όρκττη άρνηση [unbestimmte Negation].
93
αυτός είναι η ανασκόπηση εντός εαυτού. Σύμφωνα με το τεθειμένο-Είναι, αυτός είναι η άρνηση ως άρνηση· τούτο συνεπώς είναι ήδη η ενότητα του με τον εαυτό του. Αλλά, πρωτίστως, ο προσδιορισμός είναι τούτο μόνο χαθεαυτό^/, ή αυτός είναι το άμεσο ως αυτο-αναιρούμενο μέσα του, ως το άλλο του εαυτού του. Αναλογικά η ανασκόπηση είναι ένα εμμενές προσδιορίζειν. Η ουσία. κατ' αυτήν τη διαδικασία, δεν εξέρχεται του εαυτού της^''· οι διαφορές είναι αυτόχρημα τεθειμενες, ανακλημένες μέσα στην ουσία. Σύμφωνα όμως με την άλλη πλευρά, αυτές δεν είναι τεθειμένες διαφορές, αλλά ανασκοπημένες εντός του ίδιου του εαυτού" η άρνηση ως άρνηση είναι σε ισότητα με τον εαυτό της, δεν είναι ανασκοπημένη στο άλλο της, στο μη-Είναι της. 3. Εφόσον τώρα ο προσδιορισμός-ανασκόπησης είναι τόσο ανασκοπημένη εντός εαυτού αναφορά όσο και τεθειμένο-Είναι, το γεγονός αυτό φωτίζει άμεσα τη φύση του ακριβέστερα. Ως τεθειμένο-Είναι δηλ. αυτός είναι η άρνηση ως τέτοια, ένα μη-Είναι ως προς ένα άλλο, δηλ. ως προς την απόλυτη ανασκόπηση εντός εαυτού ή ως προς την ουσία. Αλλά ως αναφορά προς εαυτό ο προσδιορισμός είναι αν(χσκοπημένος εντός εαυτού. - Η ανασκόπηση του αυτή και εκείνο το τεθει[J^ivo-Eίvαι είναι διαφορετικά' το τεθειμιένο-Είναι του είναι μάλλον η συντελεσμένη αναίρεσή του· η συντελεσμένη εντός εαυτού ανασκόπηση του όμως είναι το υποστασιακό του υφίστασθαι. Στο βαθμό, λοιπόν, που το τεθειμένο-Είναι είναι τώρα αυτό, το οποίο συνάμα είναι ανασκόπηση εντός εαυτού, τότε η ανασκοπική-προσδιοριστικότητα είναι η αναφορά στο ετέρως-Είναι της κατά τη διχτη της πλευρά. -Αυτή δεν είναι μία ούσα, ήρεμη προσδιοριστικότητα, η οποία θα ανα37. Είναι η ενότητα της θέτo'Jσας ανασκόττησης (= της ανασκόπησης ως τεθειμένου-Είναι της άρνησης καθόλου) και της εξωτερικής ανασκόττησης (= της ανααχόττησης που έχει το χαρακτήρα της προϋποτιθεμενης οιμεσότητας ή τίθεται ως ανασκόπηση εντός εαυτού) που σ'υντελεί ώστε η ανασκόττηση να αυτοπροσδιορίζεται και να μην παραμένει απλώς ένα προσδιορίζειν μέσα στο Είναι· να είναι δηλ. ένα προσ&ορίζειν όπου η ουσία «δεν εξέρχεται του εαυτού της».
94
φερόταν σε ένα άλλο, έτσι (όστε ο αναφερόμενος όρος και η αναφορά του να είναι διαφορετικά απ' αλλήλων εκείνος ένα εντός εαυτού-ον, ένα Κάτι, το οποίο αποκλείει από τον εαυτό του το Άλλο του και την αναφορά του σε τούτο το Άλλο. Απεναντίας, ο προσδιορισμός-ανασκόπησης είναι σ' αυτόν τον ίδιο tj προσδιορισμένη πλευρά και η αναφορά τούτης της προσδιορισμένης πλευράς ως προσδιορισμένης, δηλ. [η αναφορά] στην άρνησή της. -Η ποιότητα, μ£σω της αναφοράς της, μεταβαίνει σε άλλο' μέσα στην αναφορά της αρχίζει η μ^εταβολή της. Ο προσδιορισμός της ανασκόπησης, αντιθέτως, έχει ανακαλέσει το ετέρως- Είναι του εντός εαυτού. Αυτός είναι τεθειμενο-Είναι, άρνηση, η οποία όμιως επανατρέπει στον εαυτό της την αναφορά σε άλλο, και άρνηση, η οποία είναι ίση προς τον εαυτό της, η ενότητα του εαυτού της και του άλλου της και μόνο έτσι είναι ουσιότητα. Αυτή είναι, λοιπόν, τεθειμενο-Είναι, άρνηση· αλλά ως ανασκόπηση εντός εαυτού είναι σύγχρονα το ανηρημένο-Είναι αυτού του τεθειμένου, άπειρη αναφορά προς εαυτόν.
95
ΔΕΓΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
01 ΟΓΣΙΟΤΗΤΕΣ Ή 01 ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ [= ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ] - ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗΣ Η ανασκόπηση είναι προσδιορισμένη ανασκόπηση· έτσι η ουσία είναι προσδιορισμένη ουσία, ή αυτή είναι όυσιότητα. Η ανασκόπηση είναι το εμφαίνεσθαι της ουσίας μέσα στον εαυτό της. Η ουσία ως άπεφη επάνοδος εντός εαυτού δεν είναι άμεση, αλλά αρνητική απλότητα' αυτή είναι μια κίνηση μέσα από διαφορετικές βαθμίδες, είναι απόλυτη διαμεσολάβηση με τον εαυτό της. Αλλ' αυτή εμφαίνεται σε τούτες τις βαθμίδες της· αυτές-εδώ οι ίδιες είναι, κατά συνέπεια, ανασκοπημένοι εντός εαυτού προσδιορισμοί. Η ουσία είναι, κατ' αρχψ, απλή αναφορά στον εαυτό της, καθαρή ταυτότητα. Τούτο είναι ο προσδιορισμός της, σύμφωνα με τον οποίο αυτή είναι μάλλον η απουσία κάθε προσδιορισμού'. Δεύτερον, ο αυθεντικός προσδιορισμός είναι η διαφορά, και μάλιστα ως εξωτερική εν μέρει ή αδιάφορη διαφορά, η διαφορετικότητα εν γένει· εν μιέρει όμως ως αντι-τιθέμιενη διαφορετικότητα ή ως αντίθεση. Τρίτον, ως αντίφαση, η αντίθεση ανασκοπείται εντός εαυτού και επανέρχεται στο θεμέλιο.
1. Ο πρώτος προσδιορισμός της ους ανώφελο περιεχόμενο, δεν έχει καμιά σημιασία· αλλά τούτο'" συγκροτεί τη διαφορετικότητα, η οποία σuμπτωμuzτικά φαίνεται να συνδέετοϊι με αυτό. Εάν αντί για το Α ή κάθε άλλο υπόστρωμα λαμβάνει κανείς την ίδια την ταυτότητα - η ταυτότητα είναι η ταυτότητα -, τότε αναγνωρίζει επίσης ότι στη θέση της θα μπορούσε να λάβει ομοίως κάθε άλλο υπόστρωμα. Εάν, συνεπώς, πρόκειται να γίνεται επίκληση αυτού που δείχνει το φοιινόμενο, τότε το τελευταίο δείχνει πως μέσα στην έκφραση της ταυτότητας βρίσκεται επίσης άμιεσα η διαφορετικότητα'®· - ή πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με ό,τι είδαμε πιο πάνω, πως τούτη η ταυτότητα είναι το μηδέν, πως είναι η αρνητικότητα, η απόλυτη διαφορά ως προς τον εαυτό της'^.
16. Η μορφή τούτη της πρότασης της ταυτότητας (Γψαίνα για το Χέγκελ κάτι περισσότερο απ' ό,τι πιστεύει η τυπική Λογική, η οποία την δέχεται ως καθαρή μορφή και την ανάγει α)ς τέτοια σε κριτήριο της αλήθειας. Σημαίνει μια ανασκοπική κίνηση, η οποία προδίδει την εμμενή μη-ταυτότητα της ταυτότητας ΧΜ την θεματοποιεί αχ; ετερότητα που είναι εμφάνεια και εξαφανίζεται ευθύς ως τίθεται. 17. Αναφέρεται στο περιεχόμενο. Το περιεχόμενο είναι η εσαιτερίκευση της ετερότητας μέσα στην ταυτότητα και ως εκ τούτου συγκροτεί τη διαφορετικότητα. 18. Η διαφορετικότητα βρίσκει έκφραση μέσα στην αμεσότητα της προτασιακής μορφής της ταυτότητας. 19. Επειδή η ταυτότητα φέρει μέσα της τη διαφορά, δεν μπορεί ο>ς θετικότητα να αξιολογήσει την αλήθεια της και να εκθέτει το περιεχόμενο της παρά μόνο όταν λαμβάνει τη μορφή του αποχωρισμού ατιό αυτό το Είναι, όταν προσχωρεί σε μια ορισμένη άρνηση οωτού.
109
• Η άλλη έκφραση της πρόταίτης της ταυτότητας: Α ίεν μπορεί να είναι σύγχρονα Α χαχ μη-Α, έχει αρνητική μορφή· αυτή ονομάζεται η πρόταση της αντίφασης. Για το πώς η μ^ρφη της άρνησης, δια της οποίας τούτη η πρόταση διακρίνεται από την προηγούμενη, φτάνει στην ταυτότητα, συνηθ(ι)ς δεν δίνεται καμιά δικαιολόγηση.-Αλλά τούτη η μορφή συνίσταται στο γεγονός ότι η ταυτότητα, ως η καθαρή κίνηση της ανασκόπησης, είναι η απλή αρνητικότητα, την οποία περιέχει σε μια περισσότερο ανεπτυγμένη μορφή η αναφερθείσα δεύτερη έκφραση της πρότασης. Ό.τι έχει διατυπωθεί, είναι Α xau ένα μη-^, το καθαρό-άλλο του Α· τούτο όμως δεν δείχνεται ποφά μόνο για να εξαφανισθεί. Σε τούτη την πρόταση λοιπόν η ταυτότητα είναι εκφρασμένη - (ος άρνηση της άρνησης. Α και μη-Α είναι διαφοροποιημένοι [όροι], [και] ετούτοι οι διαφοροποιημένοι [όροι] αναφέρονται στο ένα και ίδιο .4. Η ταυτότητα λοιπόν παρουσιάζεται εδώ ως ετούτη η κατάσταση-διαφοροποίησης μέσα σε Μια σχέση ή ως η απλη διαφορά στους ίδιους [τους διαφοροποιημένους όρους]-^. Από δω γίνεται φανερό πως η πρόταση της ίδιας της ταυτότητας και ακόμη περισσότερο η πρόταση της αντίφασης δεν είναι απλώς αναλυτικής φύσης, αλλά συνθετικής^Κ Διότι η τελευταία περιέχει στην έκφρασή της όχι μόνο την κενή, απλή ισότητα με τον εαυτό της, και όχι απλώς το Άλλο αυτής εν γένει, αλ}ά ακόμη περισσότερο την απόλυτη ανισότητα, την αντίφαση καθεαυτην. Αλλά όπως έχει δειχθεί, η πρόταση της ίδιας της ταυτότητας περιέχει την κίνηση της ανασκόπησης, την ταυτότητα ως εξαφάνιση του ετέρως-Είναι. Αυτό λοιπόν που προκύπτει από τούτη την εξέταση, είναι -20, Καθένας από αυτούς τους όρους αποδεικνύεται ότι είναι η άρνηση του εαυτού του. Η πρόταστ, της ταυτότητας και η πρόταση της αντίφασης δε βρίσκονται σε σχέστ, αντίθεσης, διαλεκτικής εξέλιξης. Η δεύτερη προϋποθέτει την πρώτη και προκ^τει από την ανάπτυξη αυτής. Τούτη δε περιέχεται μέσα στην πρόταση •της αντίφασης ως άρνηση της άρνησης.
110
πρώτον ότι η πρόταση της ταυτότητας ή της αντίφασης, έτσι όπως αυτή οφείλει να εκφράζει ως αληθές μόνο την αφηρημένη ταυτότητα, σε αντίθεση προς τη διαφορά, δεν είναι ένας νόμος της νόησης, αλλά μάλλον το αντίθετο αυτού- δεύτερον ότι αυτές οι προτάσεις περιέχουν κάτι περισσότερο από ό,τι κανείς νομίζει ότι περιέχεται σε αυτές, δηλ. τούτο το αντίθετο, την ίδια την απόλυτη διαφορά. Β.
Η ΔΙΑΦΟΡΑ 1. Η απόλυτη διαφορά Η διαφορά είναι η αρνητικότητα, την οποία έχει μέσα της η ανασκόπηση· το μηδέν, το οποίο λέγεται από το ομιλείν της ταυτότητας22· το ουσιώδες στάδιο της ίδιας της ταυτότητας, η οποία συγχρόνως, ως αρνητικότητα του εαυτού της^·'', προσδιορίζει τον εαυτό της και είναι διαφοροποιημένη από τη διαφορά. 1. Τούτη η διαφορά είναι η διαφορά καθεαυτην και άεαυτήν, η απόλυτη διαφορά, η διαφορά της ουσίας. Αυτή είναι η διαφορά καθεαυτήν και διεαυτήν, όχι διαφορά [που προκύπτει] από εξωτερικό παράγοντα, αλλά αναφερόμενη στον εαυτό της, άρα απλη διαφορά. -Είναι ουσιώδες να συλλαμβάνουμε την απόλυτη διαφορά ως απλή. Μέσα στην απόλυτη διαφορά, του ενός από το άλλο, του Α και του μη-Α, είναι το απλό μτ^'^, το οποίο, ως τέτοιο, συνιστά αυτή την ίδια. Η ίδια η διαφορά είναι απλή έννοια. Δυο πράγματα είναι διαφοροποιημένα, έτσι εκφράζεται ο καθένας, σε
22. ΓιαTO-η λέγεται δες ποφατηρηση 2, σ. 104 κ. εξ. 23. Δηλ. ως ανασκόπηίΐη εντός εαυτού. 24. Das einiache Nicht: το Nicht, ακ παροιχτία της άρνησης, πρου&ορίζει το θιμ«λιο της διας)οράς ανάμΐΐτα στο Α και - Α.
111
τούτο, στο ότι αυτά κ.λπ. - Σε τούτο, δηλ. από μιια και την ίδια άποψη, στο ίδιο θεμέλιο του προσδιορισμού. Η διαφορά είναι η διαφορά της ίχνασχότνηστης, όχι η ετερότητα του προσδιορισμένου-Ειναα. Ένα προσδιορισμένο-Είναι και ένα άλλο προσδιορισμένο-Ειναι είναι τεθειμένα ως εκτός αλλήλων-πτωτικά [aussereinanderfellend], το καθένα από αυτά, ως προσδιορισμένο απέναντι στο άλλο, έχει ένα άμεσο Είναι για τον εαυτό του. Το Άλλο της ουσίας, απεναντίας, είναι το Άλλο καθεαυτό και διεαυτό, όχι το Άλλο ως Άλλο ενός Άλλου που βρίσκεται έξω από αυτό, [αλλά] η απλή προσδιοριστικότητα καθεαυτήν. Στη σφαίρα του προσδιορισμένου-Είναι επίσης η ετερότητα και η προσδιοριστικότητα αποδείχτηκαν ότι έχουν τούτη τη φύση: να είναι απλή προσδιοριστικότητα, ταυτόσημη αντίθεση· αλλά τούτη η ταυτότητα φανερώθηκε μόνο ως η μετάβαση μιας προσδιοριστικότητας σε μια άλλη. Εδώ, στη σφαίρα της ανασκόπησης, η διαφορά προβάλλει ως ανασκοπημένη διαφορά, η οποία είναι τεθειμένη ακριβώς, όπως αυτή είναι καθεαυτήν. 2. Η διαφορά καθεαυτήν είναι η αναφερόμενη στον εαυτό της αναφορά" ως τέτοια, είναι η αρνητικότητα του εαυτού της, η διαφορά όχι ως προς ένα άλλο, αλλά του εαυτού της από τον εαυτό της- αυτή δεν είναι η ίδια, αλλά το Άλλο της^^. Το διαφοροποιημένο όμως από τη διαφορά είναι η ταυτότητα. Άρα η διαφορά είναι αυτή η ίδια και η ταυτότητα. Αμφότερα μιαζί συγκροτούν τη διαφορά· αυτή είναι το όλο και το στάδιό της. - Παρόμοια μπορεί κανείς να πει ότι η διαφορά ως απλή [διαφορά] δεν είναι διόλου διαφορά" αυτή είναι τούτο μιόνο σε αναφορά προς την ταυτότητα· αλλά η αλήθεια βρίσκεται μάλλον στο ότι αυτή, ίος διαφορά, περιέχει εξίσου την ταυτότητα και την ίδια την αναφορά τούτη. - Η διαφορά είναι το όλο και το ιδιαίτερο αυτής στάδιο, όπως η ταυτότητα είναι εξίσου το όλον της και το στάδιό της. -Αυτό είναι που πρέπει να εξετάζεται ως η ουσιώδης φύση 25. Δηλ. η ταυτότητα.
112
της ανασκόττησης και ως προσδιορισμένο αρχέγονο-θεμελιο [Urgrund] κάθε ενέργειας ΧΜ αυτοχινησης^^. - [Η] διαφορά καθώς και η ταυτότητα καθιστούν τον εαυτό τους στάδιο ή τεθειμενο-Είναι, επειδή, α>ς ανασκόττηση, αυτές είναι η αρνητική αναφορά στον εαυτό τους. Η διαφορά, έτσι [εννοημένη] ως ενότητα του εαυτού της και της ταυτότητας, αυτή καθεαυτην είναι προσδιορισμένη διαφορά. Δεν είναι μετάβαση σε ένα Άλλο, μήτε αναφορά σε άλλο έξω απ' αυτήν αυτή έχει το Άλλο της, την ταυτότητα, μέσα της," ακριβώς όπως η τελευταία, έχοντας εισέλθει στον προσδιορισμό της διαφοράς, δεν έχει απολέσει τον εαυτό της σε τούτη σαν στο Άλλο της, αλλά διατηρείται σ' αυτήν, είναι η εντός εαυτού ανασκόττησή της και το στάδιό της. 3. Η διαφορά έχει τα δύο στάδια, ταυτότητα και διαφορά" αμφότερα είναι λοιπόν ένα τεθειμένο-Είναι, , [ua προσδιοριστικότητα. Αλλά σε τούτο το τεθειμένο-Είναι το καθένα είναι αναφορά στον εαυτό του τον ίδιο. Το ένα, η ταυτότητα, είναι άμεσα η ίδια το στάδιο της ανασκόττησης εντός εαυτού· αλλά παρόμοια το άλλο, η διαφορά, είναι διαφορά καθεαυτήν, η ανασκοπημένη διαφορά. Η διαφορά, έχοντας δύο τέτοια στάδια, τα οποία είναι τα ίδια ανασκοτιήσεις εντός εαυτού, είναι διαφορετικότητα^".
26. Η φύση της διαφοράς συνιστά τις λογικές προϋποθέσεις ή το διαλεκτικό θεμέλιο που καθιστά δυνατή κάθε φυσική ή συνειδησιακή κίνηση. 27. Ενόσω η διαφορά υψώνεται σε στοιχείο της λογικής εξέλιξης και διατρέχει τη σύνολη κίνηση της ανασκόττησης, αναδεικνύεται σε προσδιοριστικό και &αφοροποιητικό θεμέλιο της ανσσκοπημένης εντός εαυτού ταυτότητας και διαφοράς, θετει λοιπόν αμφότερα αυτά τα στάδια σε μια αλληλοενάντια σχέση, στα πλαίσια της οποίας το καθένα, όντας τεθειμένο-Είναι, έρχεται σε ανασκοπημένο εντός εαυτού αυτοσχετισμό και συνακόλουθα συνιστά ταυτότητα. Η διαφορά, αις ένα τέτοιο όλο, λαμβάνει περαιτέρω τον ουσιώδη προσδιορισμό της διαφορετικότητας· κάτι που δείχνει την αποφασιστική μετα-μόρφωση της ταυτότητας σε στοιχείο ή στάδιο της διάφορος ως αναφοράς του Εϊχυτού στο τεθειμένο-Είναι του σαν στο μη-διαφοροποιημένο-Είναι, που στέκεται (»διάφορο στη σφαίρα του εαυτού του και γι' αυτό σε σχάση απο το όλο.
113
2.
Η Βιαφορετιχότητα 1. Η ταυτότητα διασπάται^^ κατά τη δική της πλευρά σε διαφορετικότητα, επειδή, καθότι απόλυτη διαφορά εντός εαυτού, θέτει τον εαυτό της ως το αρνητικό της, και τούτα τα στάδιά της, [δηλ.] αυτή η ίδια και το αρνητικό της, είναι ανασκοπήσεις εντός εαυτού, είναι αυτο-ταυτά' ή ακριβώς επειδή αυτη αναιρεί άμεσα η ίδια την αρνητική της δραστηριότητα και μέσα στον -ροσδιορισμό της είναι ανασκοπημένη εντός εαυτού. Οι διαφοροποιημένοι όροι υφίστανται ως αδιάφορα διαφορετικοί έναντι αλλήλων, επειδή ο καθένας είναι αυτο-ταυτός, επειδή η ταυτότητα αποτελεί το έδαφός του και το στοιχείο του· άλλα λόγια, το διαφορετικό είναι ό,τι είναι μόνο μέσα στο αντίθετό του, στην ταυτότητα"^. Η διαφορετικότητα συνιστά το ετέρως-Είναι ως τέτοιο της ανασκόπησης. Το άλλο τού προσδιορισμένου-Είναι έχει για θεμέλιο του το άμεσο Είναι, μέσα στο οποίο υφίσταται το αρνητικό. '2S. Η ταυτότητα ως ταυτότητα είναι μόνο αυτή η διάσπαση [zerfallen] σε διαφορετικόττ,τα. Η διαφορετικότητα, συνεπώς, εκφράζει ό,τι είναι και δεν είναι η ταυτότητα. μ.ε την έννοια ότι παριστά έναν ολοκληρωματικό διαχωρισμό της ταυτότητας σε ταυτότητα και διαφορά' ένα τέτοιο δηλ. διαχωρισμό που συγκροτεί τη λογική σήμανση του γεγονότος ότι η κάθε πλευρά είναι στον εαυτό της και καταφάσκει την ομοιοτητα της ως ισχύ της ομοιότητας απέναντι σε αυτό που η καθεμαά δεν είναι. απέναντι δηλ. στην ανομοιότητα. Η διαφορετικότητα, λοιπόν, είναι η ήρεμη έκφραση της δια>^rκτικής έντασης ομοιότητας-ανομοιότητοις, έτσι όποας αυτή εμπεριεχεται μέσα στο zerfeilen και παραπέμπει στα όρια της διαφορετικότητας. Σε μια μεταγενέστερη εκδοχή ο Wittgenstein [Trakt. 1, 2] αφήνει να μας δίνεται το όλο νόημα στην εξής πρόταση: ο κόσμος αποσυντίθεται σε γεγονότα. Ο Adorno που στέκεται κριτικά έως αρνητικά απέναντι στη Χεγκελιανή διαλεκτική υποστηρίζει πως η τελευταία κυριαρχείται αναγκαστικά από την ταυτολογική νόηση και γι' αυτό η Λογική της είναι αυτή της διάσπασης και της αποσύνθεσης. Δες Adorno 148 κ.εξ. •29. Η ταυτόττ,τα είναι αυτή που ρίχνει φως στο Είναι του διαφορετικού, γιατί μέσω αυττ,ς 'Jφίσταvτα^ οι διαφορετικοί όροι ως τέτοιοι.
114
Αλλά μέσα στην ανασκόπηση η ταυτότητα με τον εαυτό, η ανασκοπημένη αμεσότητα, συνιστά το υφίστασθαι του αρνητικού και την αδιαφορία του. Τα στάδια της διαφοράς είναι η ταυτότητα και η ίδια η διαφορά. Αυτά είναι διαφορετικά, μόνο όταν είναι ανασκοττημένα εντός εαυτού, όταν αναφέρονται στον εαυτό τους. Ως τέτοια αυτά είναι μέσα στον προσδιορισμό της ταυτότητας, είναι μόνο αυτοσχετισμοί· η ταυτότητα δεν αναφέρεται στη διαφορά, μήτε είναι η διαφορά που αναφέρεται στην ταυτότητα" εφόσον έτσι το καθένα από τα στάδια αναφέρεται μιόνο στον εαυτό του, αυτά $εν είναι προσδιορισμένα έναντι αλλήλων.-Επειδή λοιπόν, κατ' αυτό τον τρόπο, δεν είναι διαφοροποιημένα στον εαυτό τους, η διαφορά είναι σ' αυτά εξωτεριχη^ϊα διαφορετικά στάδια, λοιπόν, βρίσκονται σε αμοιβαία σχέση όχι ως ταυτότητα και διαφορά, αλλά μόνο ως διαφορετικά [στάδια] εν γένει, τα οποία είναι αδιάφορα προς άλληλα και προς την προσδιοριστικότητά τους. 2. Μέσα στη διαφορετικότητα, [που έχει συλληφθεί] ως η αδιαφορία της διαφοράς, η ανασκόπηστη έγινε γενικά εξωτερικτη στον εαυτό της· η διαφορά είναι μόνο ένα τεθειμένο-Είναι ή είναι ανηρημένη, αλλά η ίδια είναι η όλη ανασκόπηση·^". Αν εξετάσουμε τούτο πιο προσεχτικά, βλέπουμε ότι αμφότεροι [οι όροι], η ταυτότητα και η διαφορά, όπως το προσδιορίσαμε προ ολίγου, είναι ανασκοτϋήσεις, ο καθένας μια ενότητα του εαυτού του και του άλλου του* ο καθένας είναι το όλο. Έτσι όμως η προσδιοριστικότητά, [που συνίσταται] στο να είναι μόνο ταυτότητα ή μόνο διαφορά, είναι κάτι το ανηρημιένο. Αμφότερες, συνεπώς, δεν 30. Η διαφορά ως εξωτερική ανασχότζηιτη προσδιορίζεται στο^ι εαυτό της ταν στο· διαφορετικό στοιχείο με το να τίθεται έξωθεν. Ταυτόχρονα ο εαυτός της, μεσα σε τούτη την προσδιοριστικότητά, είναι υπό το χαρακτήρα του διαφορετικού στοιχείου η ανηρημένη διαφορά, γιατί εκφράζει τη συγκρισιμότητα της εξωτερικότητας με την αδιαφορία ως προς το διαφορποιήσιμο του εξωτερικού της Είναι. Δεν παύ« ωστόσο αυτή η διαφορά εν γένει να αποτελεί οιονεί τον μέσο όρο της εξωτερικής ανασκοπικής δραστηριότητιχς.
115
είναι ποιότητες, επειδή η προσδιοριστικότητά τους, μέσω της ανασκόπησης εντός εαυτού, είναι συγχρόνως μόνο μια άρνηση.' Είναι λοιπόν παρόν το διττό τούτο: η (χνασχότζηση εντός εαυτού ως τέτοια και η προσδιοριστικότητα ως άρνηση ή το τεθειμενοΕίναι. Το τεθειμένο-Είναι είναι η εξωτερική προς τον εαυτό της ανασκόπηση· είνο« η άρνηση ως άρνηση· -είναι έτσι καθεαυτό πράγματι η αναφερόμενη στον εαυτό της άρνηση και η ανασκόπηση εντός εαυτού, αλλά μόνο καθεαυτό· αυτό είναι η αναφορά στην άρνηση σαν σε κάτι εξωτερικό. Η ανασκόπηση καθεαυτήν [= δυνάμει] και η εξωτερική ανασκόπηση είναι, κατά ταύτα, οι δύο προσδιορισμοί, μέσα στους οποίους τίθενται τα στάδια της διαφοράς, ταυτότητα και διαφορά. Αυτοί είναι αυτά τούτα τα στάδια, στο βαθμό που έχουν εφεξής προσδιοριστεί. - Η ανασκόπηση καθεαυτήν είναι η ταυτότητα, αλλά [τέτοια που] έχει το χαρακτηριστικό να είναι αδιάφορη απέναντι στη διαφορά, όχι απλώς να μην ενέχει τη διαφορά, αλλά να είναι αυτο-ταυτή στη σχέση της προς αυτή· αυτή είναι η διαφορετικότητα. Είναι η ταυτότητα, η οποία έχει ανασκοτνηθεί στον εαυτό της, με τρόπο που αυτή να είναι για την ακρίβεια η Μία ανασκόπηση των δύο σταδίων μιέσα τους· αμφότερα είναι ανασκοπήσεις εντός εαυτού. Η ταυτότητα είναι τούτη η μία ανασκόπηση αμφοτέρων, η οποία περιέχει τη διαφορά μόνο ως μιια αδιάφορη διαφορά και είναι εν γένει διαφορετικότητα. - Η εξωτερική ανασκόπηση, απεναντίας, είναι η προσ8ιορισμένη διαφορά τους, όχι ως απόλυτη ανασκότιηση εντός εαυτού, αλλά ως ένας όρος, απέναντι στον οποίο η καθεαυτήν [= δυνάμει] ούσα ανασκόπηση είναι αδιάφορη· αμφότερα τα στάδια της διαφοράς, η ταυτότητα και η ίδια η διαφορά, είναι λοιπόν εξωτερικά τεθειμένοι προσδιορισμοί, όχι καθεαυτούς και διεαυτούς προσδιορισμοί. Τούτη η εξωτερική ταυτότητα, τώρα, είναι η ομοιότητα, και η εξωτερική διαφορά η ανομοιότητα^^. - Η ομοιότητα είναι α31 Απο την άποψη της διαφορετικότητας, η οποία είναι απροσδιόριστο υπόστρωμα,
116
σφαλώς ταυτότητα, αλλά μόνο ως ένα τεθειμενο-Είναι, μια ταυτότητα, η οποία νη η καθεαυτήν ούσα ανασκόπηση εμφανίζονται εντός αλλήλων. Ακριβώς αυτή η εντός αλλήλων μιψΡΜΎι είναι ο τρόπος που έγινε η ανασκόπηση εξωτερικευμένη στον εαυτό της.
120
τεθειμένο-Είναι, επανέρχεται μέσω της α&αφορίας ή της καθεαυτήν ούσας ανασκόττησης στην αρνητική ενότητα με τον εαυτό, στην ανασκόπηση, η οποία αυτή καθεαυτήν είναι η διαφορά της ομοιότητας και της ανομοιότητας. Η διαφορετικότητα, της οποίας οι αδιάφορες πλευρές είναι όχι λιγότερο απλά και μόνο όψεις Μιας αρνητικής ενότητας, είναι η αντίθείττ^^. Παφατήρηστη Η διαφορετικότητα, όπως και η ταυτότητα, εκφράζεται μέσα σε μια δική της πρόταση. Κατά τα λοιπά, αυτές οι δύο προτάσεις κρατούνται χωριστά μέσα στην αδιάφορη διαφορετικότητα, έτσι που η καθεμιά να ισχύει για τον εαυτό της, χωρίς να λαβαίνει υπόψη την άλλη. Όλα τα πράγματα είναι διαφορετικά, η:δεν υπάρχουν δύο πράγματα, τα οποία είναι όμοια μεταξύ τους^'^. Τούτη η πρόταση, στην πράξη, είναι αντί-θετη προς την πρόταση της ταυτότητας, γιατί η τελευταία αναφέρει: Α είναι κάτι διαφορετικό, άρα Α είναι επίσης όχι · ή /I είναι ανόμοιο προς κάτι άλλο·^'. έτσι αυτό δεν είναι Α γενικά, αλλά μάλλον ένα προσδιορισμένο .1. Το Α, μέσα στην πρόταση της ταυτότητας, μπορεί να αντικα-
39. Η μετάβοίτη της δκχφορετικότητας στην αντίθεση είναι πράξη της εξωτερικευμιένης ανασκόττησης, η οποία στην εξωτερίκευση [= αλλοτρίωση] της εσωτερικευει τη διαφορά και από απροσδιόριστο υπόστρωμα την θέτει ως «διαφορά της o•Jσίας)» W 8, 243. Από εδώ συνάγεται ότι εκείνο το υπόστρωμα καταργείται ως προσδιορισμός της ομοιότητας και το διαφοροποιημένο-Είναι του μεσω της εξωτερίκευσης της ίχνασκόττησης δείχνετο« να είναι ανομοιότητα. Κατ' αυτό τον τρόπο η διαφορά ομοιότητας-ανομοιότητας αποκαλύπτεται να είναι η ίδια η ανασκότητιση στην αυτοδιαφοροποίησή της. Η αδιαφορία τώρα είναι το κοινό λογικό στοιχείο των δύο όρνλο οφείλει να εμπεριέχεται μιόνο ως στάδιο. Επομένως, το καθένα είναι, μόνο εφόσον το μη-Είναι του είναι, και μάλιστα μέσα σε \ua ταυτή σχέση. Οι όροι που συγκροτούν το θετικό και το αρνητικό συνίστανται λοιπόν στο γεγονός ότι το θετικό και το αρνητικό είναι, κατά πρώτον, απόλυτες πλευρές της αντίθεσης· αυτά υφίστανται αχώριστα ως Μια ανασκόπηση· πρόκειται για Μια διαμεσολάβηση, μέσα στην οποία το καθένα είναι δια του μη-Είναι του άλλου του, ακολούθως δια του άλλου του ή του δικού του ξεχωριστού μη-Είναι. -Έτσι αυτά είναι αντί-θετα εν γένει^®· ή το χα-α μ£ τον εαυτό της, επεκϊή είναι η οτνομοιότητα της ομοιότητας και της ανομοιόττ,τας. •)7. Το θετικό και το αρνητικό, (υς πλευρές της αντίθεσης, συγκροτούν αυτό^μες ολοτητες. Στο μέτρο που αυτές είναι ανασκοτιήσεις εντός εαυτού, αδιαφορούν η μια για την άλλη και έχουν ανεξάρτητη απ' αλλήλων ύπαρξη. Στο βαθμό όμοκ που είναι τεθειμένο-Είναι, η μια ανασκοπείται μέσα στην άλλη, έτσι ώστε η καθεμιά ως όλο να περιέχει την άλλη (ος μερικό στάδιο ή στοιχείο. 58. Entgegenge^me überhaupt: Έτσι χαρακτηρίζει το θετικό και το αρνητικό ο
128.
θενα είναι μόνο το (χντί-θετο του άλλου· το ένα δεν είναι ακόμη θετικό, και το άλλο δεν είναι ακόμη αρνητικό, αλλά αμφότερα είναι αρνητικά προς άλληλα. Το καθένα, λοιπόν, είνοα κατά τρόπο γενικό, εν πρώτοις, στο βαθμό που το άλλο είναι· αυτό είναι ό,τι είναι δια του άλλου, δια του δικού του ιδιαίτερου μη-Είναι· αυτό είναι μόνο τεθειμενο-Είναί' δεύτερον, αυτό είναι, εφόσον το άλλο λου.
130.
τεθειμένο-Είναι. Αυτό είναι το μη-αντί-θετο [Nichtentgegengesetzte], η ανηρημένη αντίθεση [aufgehobene Gegensatz], αλλά ως πλευρά της ίδιας της αντίθεσης. - Ως θετικό βέβαια είναι κάτι προσδιορισμένο σε σχέση προς ένα άλλως-Είναι, αλλά με τρόπο που η φύση του συνίσταται στο να μην είναι ένα τεθειμένο· αυτό είναι η ανασκόπηση εντός εαυτού που αρνείται το άλλίυςΕίναι. Αλλά το άλλο του εαυτού, το αρνητικό, δεν είναι πλέον το ίδιο τεθειμένο-Είναι ή στάδιο, αλλά ένα αυθύπαρκτο Eivar έτσι η αρνητική ανασκόπηση εντός εαυτού του θετικού έχει το γνώρισμα να αποκλείει από τον εαυτό του τούτο το μη-Είναι του. Το αρνητικό έτσι ως απόλυτη ανασκόττηση δεν είναι το άμεσο αρνητικό, αλλά το αρνητικό ως ένα τεθειμένο-Είναι ανηρημένο, το αρνητικό καθεαυτό και διεαυτό, το οποίο βασίζεται θετικά στον εαυτό του. Ως ανασκόπηση εντός εαυτού, τούτο αρνείται την αναφορά του σε άλλο· το άλλο του είναι το θετικό, ένα αυθ'^παρκτο Είναι· - κατά ταύτα, η αρνητική του αναφορά σε αυτό συνίσταται στο να το αποκλείει από τον εαυτό του. Το αρνητικό είναι το αντί-θετο - που υφίσταται για τον εαυτό του - ως προς το θετικό, το οποίο είναι ο προσδιορισμός της ανηρημένης αντίθεσης· είναι η έχουσα ως βάση τον εαυτό της ολική αντίθεση που είναι αντί-θετη προς το ταυτό μιε τον εαυτό του τεθειμένοΕίναι«'. 61. Το θετικό είναι θετικό χάρη στην αρνητική του αναφορά σε μια ετερότητα, η οποία δεν είναι απλώς ένα στοιχείο στο εσωτερικό της αντίθεσης, αλλά προσδιορίζει την ίδια την αντίθεση ως ολότητα. Ως τέτοιο είναι μόνο μια πλευρά της αντιθετικής ολότητας. Μπορεί να γίνει όμως αυτή τούτη η ολότητα, όταν αποκλείει το μη-Είναι του, το αρνητικό που βεβαιώνεται εξίσου για τον εαυτό του ως μια αντιφατική ολότητα. Η αξία, λοιπόν, του αποκλείειν έγκειται εδώ, για το Χέγκελ, στο γεγονός ότι φωτίζεται περισσότερο η ίδια η εσωτερική κίνηση της όλης αντίθεσης, σύμφωνα με την οποία το θετικό, που συνιστά μια σχέση του αρνητικού με τον εαυτό του, δεν μπορεί να αρνηθεί την αρνητικότητα χωρίς να μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό του. Κατά συνέπεια, ευθύς ως αποκλείει την αρνητικότητα, δεν παύει να την επαναθέτει υπό μορφή μιας γενεσιουργού αιτίας του εαυτού του ως του αυτοσχετισμου που την αναιρεί. Από την άποψη αυτή, το αρνητικό είναι επίσης μια αναφορά σε αλλο, αλλα
131.
To θετικό και το αρνητικό είναι, ως εκ τούτου, όχι μόνο χαQtauxo θετικό και αρνητικό, αλλά καθεαυτό και διεαυτό. Αυτά είναι χαθεαυτά τούτο, στο βαθμΛ που κάνουμε αφαίρεση από την. αποκλειστική τους αναφορά σε άλλο και τα προσλαμβάνουμε μόνο σύμφωνα με τον προσδιορισμέ τους. Καθεαυτό είναι κατι θετικό ή αρνητικό, όταν οφείλει να μην είναι προσδιορισμένο έτσι απλά σε σχέση προς άλλο. Αλλά το θετικό ή το αρνητικό, [όταν] δεν [>Λμβάνεται] ως τίθειμένο-Είναι και κατ' επέκταση ως αντί-θετο, καθένα είναι το άμεσο. Είναι και μη-Eivafi^. Το θετικό και το αρνητικό όμως είναι οι πλευρές της αντίθεσης· το καθεαυτό τους-Είναι αποτελεί μόνο τη μορφή της συντελεσμένης τους ανασκόπησης εντός εαυτού. Κάτι είναι χαθεαυτό θετικό, έξω από την αναφορά στο αρνητικό' και κάτι είναι χαθεαυτό αρνητιχό, έξω από την αναφορά στο αρνητικό' μ^σα σε τούτο τον προσδιορισμό, προσκολλάτςιι χάνεις απλώς στο αφηρημένο στάδιο τούτης της συντελεσμένης ανασκόττησης. Αλλά το θετικό ή αρνητικό ως χαθεαυτό-ο·^ σημαίνει ουσιαστικά ότι το να είναι αντί-θετο δεν είναι απλώς στάδιο, ούτε ανήκει στη σύγκριση. αλλά είναι ο προσδιορισμιός που ιδιάζει στις πλευρές της αντίθεσης. Καθεαυτό θετικό ή αρνητικό δεν είναι, λοιπόν, αυτές έξω από την αναφορά σε άλλο' αντίθετα, τούτη η αναφορά, και μάλιστα ως αποκλειστική, συνιστά τον προσδιορισμό ή το καθεαυτό-Είναι των ίδιων τούτων εδώ μιέσα είναι συνεπώς αυτές, καθεαυτές και διεαυτές συγχρόνως, το θετικό ή το αρνητικό®^.
τέτοιας υφής που εμπεριέχει αυτό το Άλλο και γι' αυτό το αρνείται ως τέτοιο. Αναδεικνύεται έτσι σε αρνητικό αυτοσχετισμό, ο οποίος ενσαρκώνει το νόημα της όλης αντιθεστ(ς, δηλ. είναι το καθεαυτό-και διεαυτό-Είναι της αντίθεσης. 62. Ετσι συμβαίνει να αντικρίζει το θετικό και το αρνητικό η παραδοσνχκή Μεταφυσική. 63 das ansichseiende Positive oder Negative. 64. ΕφόοΓον η κάθε πλευρά της αντίθεσης είναι η αντίθεση στην ολότητά της, αυτές δεν είναι απλά και μόνο διεαυτές, δηλ. ένα τεθειμένο-Είναι που έρχεται σε αυτο-
132.
Πίχρατηρηση Εδώ πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στην έννοια του θετικού και του αφνητιχοΰ, έτσι όπως αυτή απαντά στην ίχριθμητικη. Εκεί προϋποτίθεται ως γνωστή^^· αΧλά επειδή δεν συλλαμβάνεται στην προσδιορισμένη της διαφορά, δεν αποφεύγει τις ανυπέρβλητες δυσκολίες και περιπλοκές. Μόλις είδαμε να προκύπτουν ot δύο πραγματιστικοί προσδιορισμοί του θετικού και του αρνητικού - εκτός από την απλή έννοια της αντί-θεσής τους - δηλ. ότι, πρώτον, το θεμέλιο είναι ένα απλώς διαφορετικό, άμεσο προσδιορισμένο-Είναι, του οποίου η απλή ανασκόπηση εντός εαυτού διαφοροποιείται από το τεθειμένο-Είναι του, από την ίδια την αντί-θεση. Η αντί-θεση, επομένως, δεν ισχύει παρά ως μη-ούσα καθεαυτήν και διεαυτήν και ενώ αυτή ιδιάζει στο διαφορετικό, έτσι που καθένα να είναι εν γένει ένα αντί-θετο, ωστόσο κάθε διαφορετικό υπάρχει επίσης για τον εαυτό του αδιαφορώντας για το αντίθετο του, και δεν έχει σημασία ποιο από τα δύο εν αντιθέσει διαφορετικά θεωρείται ως θετικό ή αρνητικό. - Αλλά, τερον, το θετικό είναι το αυτό καθεαυτό θετικό, το αρνητικό το αυτό καθεαυτό αρνητικό, ούτως ώστε το διαφορετικό να μην είναι αδιάφορο για το αντίθετό του, αλλά να είναι ο προσδιορισμός του καθεαυτόν και διεαυτόν. - Οι δύο τούτες μορφές του θετικού και του αρνητικού συναντώνται παρευθύς μέσα στους πρώτους σχετίίηιό μέσα απ& την άρνηση της άλλης πλευράς, αλλά καθεαυτές και &εαυτές, δηλ. ο προσδιορισμός της όλης σχέσης ή αναφοράς. Αυτό κατανοείται ακριβέστερα, αν λάβουμε υπόψη ότι το καθεαυτό-Είναι τους, με το να «αποτελεί τη μορφή της συντελεσμένης τους ανασχόττησης εντός εαυτού», παραπέμπει σε μια εσωτεpίκε•Jση της αναφοράς τους σε άλλο, δηλ. εμπεριέχει το άλλο την ίδια στιγμή που το αποκλείει. Κατ' αυτό τον τρόπο έρχεται η στιγμή που αρχίζει η μετάβαση από την αντίθεση στην αντίφαση. 65. Η προϋπόθεση του γναχιτού δεν προσανατολίζει στον προσδιορισμό της έννοιας του θετικού και του αρνητικού, γιατί «το γνωστό εν γένα, επειδή ακριβώς είναι otκ«ο, δεν είναι εγναχψένο» G W 9, 26/153.
13.
προσδιορισμούς, στους οποίους αυτές βρίσκουν την εφαρμογή τους μέσα στην αριθμητική®". Κατά πρώτον, το +α και το -α είναι αντί-θετα μεγέθη εν γένει- α είναι η καθεαυτην ούσα ενότητα, που αποτελεί το θεμέλιο αμφοτέρων: το Αδιάφορο για την ίδια την αντί-θεση, το οποίο εδώ. χωρίς περαιτέρω vr^oiaP, χρησιμεύει ως νεκρή βάση. Το α βέβαια χαρακτηρίζεται ως το αρνητικό, το ως το θετικό, αλλά το ε'να είναι τόσο καλά ένα αντί-θετο όσο χαι το Εξάλλου α δεν είναι μόνο η απλη ενότητα που αποτελεί το θεμέλιο, αλλά ως και -α είναι η ανασκόπηση εντός εαυτού τούτων των αντι-θέτων παρευρίσκονται Süo διαφορετικά α, και δεν ενδιαφέρει ποιο από τα δύο προτιμά κανείς να χαρακτηρίζει ως το θετικό ή το αρνητικό" αμφότερα έχουν ξεχωριστή ύπαρξη και είναι θετικά. Σύμφωνα με κείνη την πρώτη πλευρά -fy -y = Ο' ή στο -8 +3. οι 3 θετικές ενότητες είναι αρνητικές μέσα στο 8. Τα αντίθετα αυτοαναιρούνται μέσα στη συνένωσή τους. Μια ώρα διανυθέντος δρόμου προς τα ανατολικά και εξίσου επάνοδος προς τα δυτικά αναιρεί τον διανυθέντα στην αρχή δρόμο· όσο περισσότερο oφει/iς, τόσο λιγότερο περιουσία, και όσο περισσότερο περιουσία υπάρχει, τόσο πιο πολύ καταργείται απο τις οφειλές. Η ώρα του δρόμου προς τα ανατολικά δεν είναι συνάμα ο θετικός δρόμος καθεαυτόν, ούτε ο δρόμος προς τα δυτικά είναι ο αρνητικός δρόμος· απεναντίας, αυτές οι κατευθύνσεις είναι αδιάφορες απέναντι στην προσδιοριστικότητα της αντίθεσης· μόνο μια τρίτη άποψη που πέφτει έξω απ' αυτές κάνει τη μια θετική και την άλλη αρνητική. Έτσι και οι οφειλές δεν είναι καθεαυτές και διεαυτές το 6(). Μεσα υτην αριθμητική το θετικό και το αρνητικό συναντώνται ως άκαμπτοι προσδιορισμοί και όχι ως τεθειμένοί' άρα ως ανασκοττημενοι εντός εαυτού. f)7. ohne weitem Begriff: χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό. 68. Πρόκειται για δυο ισοδύναμα αντί-θετα [gleichwertige Entgegengesetzte], όπου -Λ α. ανεξάρτητα από το πρόσημο που έχει, συνιστά ή συγκροτεί το θεμέλιο στην αμεσότητα του.
134.
133. αρνητικό· αυτές είναι τούτο μόνο σε σχέση με τον οφειλέτη· για τον πιστωτή αυτές είναι η θετική του περιουσία· αυτές είναι ένα σύνολο χρημάτων ή κάτι που έχει μια σταθερή αξία, και το οποίο, σύμφωνα με τις απόψεις που πέφτουν έξω απ' αυτό, είναι οφειλές ή περιουσία. Τα αντί-θετα αυτοαναιρούνται βέβαια μέσα στη σχέση τους, έτσι που το αποτέλεσμα να είναι ίσο με το μηδέν αλλά μέσα σ' αυτά είναι παρούσα και η ταυτόσημη σχέση τους, η οποία είναι αδιάφορη για την ίδια την αντίθεση· κατ' αυτόν τον τρόπο συγκροτούν ένα Εν. Ακριβώς όπως πιο πάνω παρατηρήσαμε για το σύνολο χρημάτων, ότι αυτό είναι μόνο Ένα σύνολο, ή ότι το α μέσα στο και -α είναι μόνο Ένα «· ότι επίσης ο δρόμος είναι μόνο Ένα τμήμα δρόμου, όχι δύο δρόμοι, εκ των οποίων ο ένας πηγαίνει προς τα ανατολικά, ο άλλος προς τα δυτικά'. Έτσι και μια τεταγμένη y είναι το ίδιο πράγμα, [όταν] λαμβάνεται σε αυτή ή σε εκείνη την πλευρά του άξονα· στην ίδια αναλογία είναι +y - y = y ' αυτή είναι μόνο η τεταγμιένη και έχει μόνο Ένα προσδιορισμό και νόμο. Επί πλέον όμως τα αντί-θετα δεν είναι μόνο Ένα αδιάφορο, αλλ' επίσης Suo αδιάφορα. Ως αντί-θετα δηλ. είναι επίσης ανασκοπημένα εντός εαυτού και υπάρχουν έτσι ως διαφορετικοί όροι. Είναι λοιπόν μέσα στο -8 +3 έντεκα ενότητες συνολικά παρούσες· -y, είναι τεταγμένες στην αντί-θετη πλευρά του άξονα, όπου η καθεμιιά είναι ένα προσδιορισμένο-Είναι αδιάφορο για τούτο το όριο και την αντίθεσή τους· έτσι είναι +y-y = 2y. - Ο δρόμος επίσης που διανύθηκε προς τα ανατολικά και προς τα δυτικά είναι το σύνολο μιας διπλής προσπάθειας ή το άθροισμα δύο χρονικών περιόδων. Παρόμοια, στην οικονομία του κράτους, ένα ποσό χρήματος ή αξίας δεν είναι μόνο τούτο το Ένα ποσο ο>ς μέσο συντήρησης, αλλά αυτό είναι ένα διπλό· είναι μέσο συντήρησης, τόσο για τον πιστωτή όσο κσι για τον οφειλέτη. Ο πλούτος του κράτους δεν υπολογίζεται απλά ως το σύνολο του ρευστού χρήματος και της λοιπής αξίας των ακίνητων και κινητών,
που υπάρχουν στο κράτος, ακόμη λιγότερο δε ως σύνολο που θα εναπέμεινε μιετά την αφαίρεση του παθητικού από το ενεργητικό- απεναντίας, το κεφάλαιο, ακόμη και αν οι αντίστοιχοι προσδιορισμοί του τού παθητικού και του ενεργητικού αλληλοακυρώνονταν, παραμιένει πρώτον θετικό κεφάλαιο ως +α -α = α' cCKht δεύτερον, το να είναι [ένα κεφάλαιο] πολλαπλά παθητικό, δανειζόμενο και ξανά δανειζόμενο, τότε αυτό είναι ένα κατ' εξοχήν πολλαπλασιασμένο μέσο [συντήρησης]. Όμως τα αντί-θετα μεγέθη δεν είναι μόνο από τη μια πλευρά απλώς αντί-θετα εν γένει, από την άλλη ρεαλιστικά ή αδιάφορα. Απεναντίας, otv και το ίδιο το ποσόν είναι το αδιάφορα περιορισμιένο Είναι, ωστόσο λαμβάνει εξίσου χώρα σ' αυτό το καθεαυτό θετικό και το καθεαυτό αρνητικό. Το α π.χ, εφόσον δεν φέρει κανένα σύμβολο, θεωρείται ότι πρέπει να λαμβάνεται ως θετικό, εάν αυτό χρειάζεται να χαρακτηρισθεί. Εάν επρόκειτο να γίνει μόνο ένα αντί-θετο εν γένει, θα μπορούσε τότε εξίσου καλά να }Λμβάνεται ως -α. Αλλά το θετικό σύμβολο δίδεται σ' αυτό άμεσα, επειδή το θετικό διεαυτό έχει, σε σύγκριση προς την αντί-θεση, τη χαρακτηριστική σημασία του άμεσου ως αυτοταυτού. Ακόμη, όταν θετικά και αρνητικά μεγέθη προστίθενται ή αφαιρούνται, λογίζονται ως τέτοια, τα οποία είναι για τον εαυτό τους θετικά και αρνητικά και δεν γίνονται τούτο κατά ένα εξωτερικό τρόπο, απλώς διά της σχέσης της πρόσθεσης ή της αφαίρεσης. Μέσα στο 8 - (-3) το πρώτο πλην σημαίνει αντί-θετο προς το 8, αλλά το δεύτερο πλην (-3) λογίζεται ως αντί-θετο καθεαυτό, έξω από τη σχέση.. Τούτο φαίνεται πιο καθαρά στον πολλαπλασιασμό και στη διαίρεση· το θετικό εδώ πρέπει ουσιαστικά να λαμβάνεται ως το μη-αντίθετο, το αρνητικό, απεναντίας, ως το αντίθετο" όχι αμφότεροι οι όροι με τον ίδιο τρόπο, [δηλ.] μόνο ως αντίθετα εν γένει. Αφού τα εγχεφίδια, μέσα στις αποδείξεις που αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται τα σύμβολα μέσα σε 136.
αυτά τα δύο είδη υπολογισμού, στέκονται στην έννοια των αντίθετων μεγεθών εν γένει, αυτές οι αποδείξεις είναι ατελείς και εμπλέκονται σε αντιφάσεις. - Αλλά στον πολλαπλασιασμό και στη διαίρεση συν και πλην προσλαμβάνουν μια περισσότερο προσδιορισμένη σημασία του θετικού και του αρνητικού καθεαυτά, επειδή η σχέση των παραγόντων, [η οποία συνίσταται] στο να είναι ο ένας προς τον άλλον ενότητα και πλήθος [Anzahl], δεν είναι μια απλή σχέση αυξομείίοσης, όπως στην περίπτωση της πρόσθεσης και της αφαίρεσης, αλλά μια ποιοτική σχέση, δια της οποίας συν και πλην επίσης προσλαμβάνουν την ποιοτική σημασία του θετικού και του αρνητικού. - Χωρίς ετούτο τον προσδιορισμέ και μόνο από την έννοια αντί-θετων μεγεθών μπορεί κανείς εύκολα να συναγάγει το λανθασμένο συμπέρασμα πως, εάν είναι -α · +α = -α^, αντιστρόφως έχουμε +α · -α =+α*. Εφόσον ο ένας παράγοντας είναι το πλήθος και ο άλλος η ενότητα, και εκείνος μάλιστα που είναι πρώτος σημαίνει, ως συνήθως, πως έχει το προβάδισμια, τότε η διαφορά ανάμεσα στις δύο εκφράσεις α · +α και +α • -α έγκειται στο γεγονός ότι στην πρώτη +α είναι η ενότητα και -α το πλήθος, και ότι στη άλλη ισχύει το αντίστροφο. Σε ό,τι αφορά την πρώτη περίπτωση, λέγεται συνήθως πως, εάν εγώ πρόκειται να λάβω +α -α φορές, τότε εγώ λαμβάνω +α όχι απλώς α φορές, αλλά συνάμα κατ' αντί-θετο τρόπο, +α φορές -α· άρα, επειδή αυτό είναι συν, εγώ πρέπει να το λάβω αρνητικά, και το γινόμενο είναι -α"*. -Εάν όμως. στη δεύτερη περίπτωση, -α πρέπει να ληφθεί +α φορές, τότε -α δεν πρέπει ομοίως να λαμβάνεται -α φορές, αλλά στον αντί-θετο προσδιορισμό, δηλ. +α φορές. Σύμφωνα, λοιπόν, με το συλλογισμό της πρώτης περίπτωσης προκύπτει ότι το γινόμενο πρέπει να είναι -hz^. - Το ίδιο και στην περίπτωση της διαίρεσης. Τούτο είναι μια αναγκαία κατάληξη, εφόσον συν και πλην λαμβάνονται μόνο ως αντί-θετα μεγέθη εν γένει- στην πρώτη περίπτωση καταλογίζεται στο πλην η δύναμη να μεταβάλει το συν αλλά στη δεύτερη περίπτωση το συν έμελλε να μην έχει 137.
την ίδια δύναμη πάνω στο πλην, αν και εκείνο δεν είναι λιγότερο ένας αντί-θετος προσδιορισμός μεγέθους απ' ό,τι τούτο εδώ. Στην πράξη το συν δεν έχει τούτη τη δύναμη, επειδή πρέπει να λαμβάνεται εδώ ως ποιοτικά προσδιορισμένο έναντι του πλην, καθόσον οι παράγοντες έχουν μεταξύ τους μια ποιοτική σχέση. Αναλογικά λοιπόν το αρνητικό είναι εδώ το καθεαυτό [= ενδόμυχα] αντί-θετο ως τέτοιο, ενώ το θετικό είναι το Απροσδιόριστο, το Αδιάφορο εν γένει* βέβαια, αυτό είναι επίσης το αρνητικό, αλλά [το αρνητικό] ενός άλλου, όχι σε αυτό το ίδιο. Ένας προσδιορισμός ως άρνηση εισάγεται συνεπώς μόνο δια του αρνητικού, όχι δια του θετικού. Έτσι λοιπόν είναι επίσης -α · -α = +α2, για το λόγο ότι το αρνητικό α δεν [πρέπει να λαμβάνεται] απλώς με τον αντί-θετο τρόπο (σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να λαμβάνεται ως πολλαπλασιασμένο με -α), αλλά επειδή οφείλει να λαμβάνεται αρνητικά. Η άρνηση της άρνησης όμως είναι το θετικό^^. C.
Η ΑΝΤΙΦΑΣΗ 1. Η διαφορά εν γένει περιέχει τις δυο πλευρές της ως στάδια· μέσα στη διαφορετικότητα πέφτουν κατά τρόπο αδιάφορο εκτός αλλήλων μέσα στην αντίθεση ως τέτοια αυτές είναι πλευρές της διαφοράς, η μια [είναι] προσδιορισμένη μόνο από την άλλη, και κατά συνέπεια [αμφότερες είναι] μόνο στάδια* αλλ' αυτές δεν είναι λιγότερο προσδιορισμένες μέσα τους, αμοιβαία αδιάφορες και αλληλοαποκλειόμενες: οι αυθύποφκτες κατηγορίες-ανασκόττησης'^. 69. Το ότι η άρνηση της άρνησης συγκροτεί την έννοΜΧ του θετικού, αυτό έχει να κάνει με τα Μαθηματικά και τη Λογική που τα διέπει, όχι όμως και με τη διαλεκτική Λογική, η οποία ιχνεΰει την ίδια την έννοια μέσα στην άρνηση της άρνηιτης. 70. Οι πλευρές της διαφοράς ήλθαν στο Είναι η μια μέσω της άλλης. Αυτό σημαίνει ότι προσδιορίζονται από την ταυτότητα και τίθενται απ' αυτήν, κατά τρόπο μά-
138.
Η μχα είναι το θετικό, η άλλη το (χρνητιχά, αλλά η πρ6>τη ως το καθεαυτό θετικό, ετούτη ως το καθεαυτό αρνητικό. Καθένα έχει την αδιάφορη αυθυπαρξία για τον εαυτό του δια του γεγονότος ότι αυτό έχει μέσα του τη σχέση προς το άλλο του στάδιο· έτσι αυτό είναι το όλο της αντίθεσης που περιέχεται εντός εαυτού. - Με το να είναι τούτο το όλο, το καθένα είναι διαμεσολαβημένο με τον εαυτό του Sta του άλλου του και το περιέχει. Αλλά τούτο είναι ακόμη διαμεσολαβημένο με τον εαυτό του δια του μ,η-Είναι του άλλου του· γι' αυτό, τούτο είναι διεαυτήν ούσα ενότητα και αποκλείει από τον εαυτό του το άλλο^'. Εφόσον ο αυθύπαρκτος ανασκοπικός-προσδιορισμός με την ίδια σκέψη, που περιέχει τον αντίθετο προσδιορισμό και δι' αυτού είναι αυθύπαρκτος, αποκλείει τον αντίθετο προσδιορισμό, μέσα στην αυθυπαρξία του τότε αποκλείει από τον εαυτό του την αυθυπαρξία του· διότι αυτός συνίσταται σε τούτο: περιέχει μέσα του τον άλλο προσδιορισμέ του και μόνο γι' αυτό δεν είναι αναφορά σε κάτι το εξωτερικό· -αλλά όχι λιγότερο άμεσα και σε τούτο: είναι αυτός ο ίδιος και αποκλείει από τον εαυτό του τον αρνητικό του προσδιορισμό. Αυτός είναι έτσι η αντιφασιη''.
λίστα που η ταυτότητα να απαρτίζει πλευρά της διαφοράς ως της άλλης πλευράς και η σκέψη της λογικής κίνησης να διατρέχει αμφότερες τις πλευρές και να τις συνέχει προχωρητικά. Στην περίπτωση της διαφορετικότητας, απεναντίας, κυρίαρχη ήταν η αδιαφορία των πλευρών προς αλλήλας. Η αδιαφορία αυτή περιείχε το νόημα μιας εναντίωσης προς το διαφορετικό, αλλά και προς τη διαφορά ως το καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι· παράλληλα υποδήλωνε ένα πνεύμα ισοδύναμης αυτονομίας των πλευρών, το οποίο [τινεύμα] μέσα στην ταυτότητα της διαφοράς και της διαφορετικότητας συνοψίζει αυτή τη δυαδικότητα υπό τη μορφή της αυτονομίας και οδηγεί έτσι στην αντίφαση. 71. Το θετικό και το αρνητικό, το καθένα ως όλο, έχει το λογικό στοιχείο του διαφοροποιήσιμου Είναι του μέσα στην αποκλείουσα ανασκόπηση. Αυτή εδώ είναι η εξωτερίκευση της εξωτερικευμένης ανασκόττησης και ως τέτοια σημασιολογεί τον ενεργητικό ρόλο της διαλεκτοίής κίνησης της Λογικής. 72. Τι είναι λοιπόν η αντίφαση; εδώ ορίζεται ως ενότητα του θετικού και του αρνητικού προσδιορισμού μέσα στην αυθυπαρξία του. Η αυθυπαρξία της κάθε πλευράς
139.
Η διαφορά εν γένει είναι ήδη η αντίφαση χαθεαυτην διότι αυτη είναι η ενότητα πλευρών, οι οποίες είναι μόνο εφόσον δεν είναι ένα, - και ο χωρισμός πλευρών, οι οποίες είναι μ^νο ως χωρισμένες μ£σα στην ίδια αναφορά. Αλλά το θετικό και το αρνητικό είναι η τεθαμενη αντίφαση, επειδή, ως αρνητικές ενότητες, τα ίδια τούτα είναι το θέτειν του εαυτού τους, και σε τούτο το θέτειν το καθένα αναιρεί τον εαυτό του και θέτει το αντίθετό του. - Αυτά συγκροτούν την προσδιορίζουσα ανασκόπηση ως αποκλειστική' επειδή το αποκλείειν είναι Ένα διαφοροποιείν και καθεμ.ιά των διαφοροποιημένων πλευρών, ως αποκλείουσα [την άλλη], είναι η ίδια το ολικό αποκλείειν, γι' αυτό η καθεμιά αυτοαποκλείεται μέσα της'''^. Εάν εξετάσουμε τους δύο αυθύπαρκτους ανασκοπικούςπροσδιορισμούς δι' εαυτούς [= ξέχωρα], [βλέπουμε ότι] το θετικό είναι το τεθειμένο-Είναι ως ανασκοττημένο στην ομοιότητα με τον εαυτό του, το τεθειμ^νο-Είναι, που δεν είναι αναφορά προς άλλο· άρα [το θετικό είναι] το υποστασιακό-υφίστασθαι, εφόσον το τεθειμένο-Είναι είναι ανηρημενο και αποκλεισμένο. Α/λά έτσι το θετικό γίνεται αναφορά ενός μη-Είναι - ένα τεθειμένο-Είναι. Αυτό είναι λοιπόν η αντίφαση, σύμφωνα με την οποία αυτό, ως τέτοιο που θέτει την ταυτότητα με τον εαυτό αποκλείοντας το αρνητικό, γίνεται το ίδιο αρνητικό ενός κάτι, γίνεται δηλ. το άλλο, το οποίο αυτό αποκλείει από τον εαυτό του. Τούτο, καθότι αποκλεισμένο, είναι τεθειμένο ως ελεύθερο από κείνο που το αποκλείει, επομένως ως οενασκοπημένο στον εαυτό του και ως αποκλείον το ίδιο. Η αποκλείουσα, λοιπόν, ανασκόπηση είναι το θετικό θέτειν, καθότι αποκλείει το άλλο, έτσι που τχΛστά ένα όλο μέσω της άλλης αυθυπαρξίας, με την οποία έρχεται σε ενότητα μέσα στην διαφορετικότητα. /3. Εάν μέσα στη διαφορά η αντίφαση είναι καθεαυτήν, μέσα στην ταυτότητα της ενότητας και της διαφοράς αυτή είναι τεθειμένη. Η προσδιορίζουσα ανασκόπηση, επομένίϋς, τώρα είναι αποκλειστική «ος αρνητική ενότητα του θετικού και του αρνητικό·!
140.
τούτο το θέτειν είναι άμεσα το θέτειν του αποκλείοντος αυτό άλλου του'^. Τούτο είναι η απόλυτη αντίφαση του θετικού, αλλ' αυτή είναι άμεσα η απόλυτη αντίφαση του αρνητικού· το θέτειν αμφοτέρων είναι Μια ανασκόπηση. -Το αρνητικό, εάν το εξετάσουμε διεαυτό [= ξέχωρα] σε σχέση με το θετικό, [βλέπουμε ότι] είναι το τεθειμένο-Είναι ως ανασκοπημένο στΐ7ν ανομοιότητα με τον εαυτό, είναι το αρνητικό ως αρνητικό. Αλλζ το αρνητικό το ίδιο είναι το ανόμοιο, το μη-Είναι ενός άλλου· συνεπώς, η ανασκόπηση στην ανομοιότητά του είναι μάλλον ο αυτο-σχετισμιός του. Η άρνηση εν γένει είναι το αρνητικό ως ποιότητα, ή «ήιχεστ; προσδιοριστικότητα· το αρνητικό όμως, [όταν λαμβάνεται] ως αρνητικό, αναφέρεται στο αρνητικό του εαυτού του, στο άλλο του. Εάν τούτο το αρνητικό λαμβάνεται μόνο ως ταυτό με το πρώτο, τότε ετούτο, όπως και το πρώτο, είναι μόνο άμ£σο· αυτά δεν λαμβάνονται δηλ. ως αμοιβαία αντίθετα· ως εκ τούτου όχι ως αντίθετα· το αρνητικό δεν είναι ένα κατ' εξοχήν άμεσο. Αλλ' ακόμη, εφόσον τώρα καθένα είναι εξίσου καλά το ίδιο πράγμα με το άλλο του, τότε τούτος ο σχετισμός των ανόμιοιων δεν είναι λιγότερο ο ταυτός τους σχετισμιός·^^. Είναι λοιπόν η ίδια η αντίφαση, η οποία είναι το θετικό, δηλ. 74. Σε ό,τι αφορά το θετικό ως ανασχοπικό προσ&ορισμό, ο Χέγκελ αποφαίνεται πως αυτό κατοχυρώνει την αυθυπβφξία του με το να αποκλείει από τον εαυτό του το αρνητικό. Έτσι όμως θέτει τον εαυτό του ως αρνητικό, γιατί «γίνεται το άλλο. το οποίο αυτό αποκλείει από τον εαυτό του». Είναι λοιπόν η αυθυπαρξία του που το ρίχνει στην αvτίqpα(Jη. 75. Το αρνητικό, ως το τεθειμένο-Είναι του εαυτού του μέσα στην ανομοιότητα, είναι σχέση προς τον εαυτό του ως άλλο. Κατακυρώνεται, συνακόλουθα, ως το αλλο του αρνητικού στην άμεση προσ&οριστικότητά του, πράγμα ττου μέσα στη Λογική της ουσίας δεν μπορεί να είναι παρά η ετερότητα που αποτελεί εσωτερίκευση του πρώτου αρνητικού ως ετερότητας. Ως εκ τούτου, το αρνητικό, καθότι τεθειμένοΕίναι του Εαυτού μέσα στην ανομοιότητα, είναι ταυτό με τον εαυτό του ως αρνητική αμεσότητα. Είναι, λοιπόν, η ταυτότητα της ταυτότητας και της δΜκροράς που το θέτει ως αντίφαση.
141.
τεθειμένο-Είναι ή άρνηση ως αυτο-σχετισμός. Αλλά το θετικό είναι μόνο καθεαυτό τούτη η αντίφαση, ενώ το αρνητικό είναι η τεθειμένη αντίφαση"'"'" γιατί μιέσα στην ανασκόττησή του εντός εαυτού, [η οποία το κάνει] να είναι καθεαυτό και διεαυτό αρνητικό ή ένα ταυτό με τον εαυτό του αρνητικό, αυτό είναι προσδιορισμένο ως μη-ταυτό, ως εκείνο που αποκλείει την ταυτότητα. Το αρνητικό είναι τούτο: να είναι ταυτό με τον εαυτό του σε αντίθεση με την ταυτότητα' κατά συνέπεια, διά της αποκλείουσας ανασκόπησής του να αποκλείει από τον εαυτό του τον ίδιο τον εαυτό του. Το αρνητικό είναι, λοιπόν, η ολική αντί-θεση, που, ως αντίθεση. στηρίζεται στον εαυτό της, η απόλυτη μη αναφερόμενη σε • άλ},ο διαφορά· ως αντί-θεση, η τελευταία αποκλείει από τον εαυτό της την ταυτότητα' αλλά, κατ' αυτό τον τρόπο, [αποκλείει από τον εαυτό της] τον ίδιο τον εαυτό της, γιατί ως αυτοσχετισμός η διαφορά προσδιορίζεται ως η ίδια η ταυτότητα, την οποία αυτή αποκλείει. 2. Η αντίφαση καταλύεται. Μέσα στην αυτο-αποκλειόμ.ενη ανασκόπηση που εξετάσαμε, το θετικό και το αρνητικό, καθένα αναιρεί τον εαυτό του μέσα στην αυθυπαρξία του* καθένα είναι απλά και μόνο το μεταβαίνειν ή μά/νλον το αυτομεταθέτειν [= μεταποιειν] του εαυτού του στο αντίθετο του"". Τούτος ο αδιάκοπος εξαφανισμός των αντι-θέτων /6. Το αρνητικό είναι η αντίφαση, σύΐλφωνα μχ την οποία αυτό αναφέρεται στον εαυτό του μόνο ως ανασκοττημένη ετερότητα. Μέσα σε τούτη την ετερότητα η αντίφα3τ, είναι καθεαυτήν και διεαυτήν. ΕΛημμενη έτσι η αντίφαση είναι η αλήθεια του θετικού ως αντίφασης καθεαυτήν. 77. Ο Χέγκε). προκρίνει το μεταθέτειν-μεταποιείν [übersetzen] και όχι το μεταβαίνειν (übergehen). Εάν το übergehen υποδηλώνει ένα πέρασμα υπέρ [über] το θετικό προς το αρνητικό και αντίστροφα, δηλ. ένα πέρασμα εξωτερικότητας, το übersetzen υποδη/ώνει πως το καθένα έρχεται στο θέτειν [setzen] του εαυτού του μέσω του α/νλου, το οποίο δεν είναι ένα έξωθεν τεθειμένο διαφορετικό, αλλά αυτό από το οποίο εξαρτάται η εσωτερική συνοχή του κάθε όρου.
142.
μέσα σ' αυτά τα ίδια είναι η πρώτη ενότητα'^, η οποία γίνεται πραγματικότητα δια της αντίφασης· αυτή είναι το μηόέν. Αλλά η αντίφαση δεν περιέχει απλώς το αρνητικό, αλλ' εξίσου το θετικό- ή η αυτο-αποκλειόμενη ανασκόπηση είναι σύγχρονα θέτουσα ανασκόττηση- το αποτέλεσμα της αντίφασης δεν είναι μόνο μηδέν. - Το θετικό και το αρνητικό συγκροτούν το τεΘειμενο-Είναι της αυθυπαρξίας· η άρνηση αυτών διαμέσου αυτών αναφεί το τεθειμενο-Είναι της αυθυπαρξίας. Αυτό είναι εκείνο που πράγματι μέσα στην αντίφαση βαίνει προς όλεθρο"·'. Η ανασκόπηση εντός εαυτού, δια της οποίας οι πλευρές της αντίθεσης γίνονται αυθύπαρκτοι αυτο-σχετισμοί, είναι κατ' αρχήν η αυθυπαρξία τους ως αυθυπαρξία διαφορετικών σταδίων αυτές είναι έτσι μόνο καθεαυτές τούτη η αυθυπαρξία, γιατί είναι ακόμα αντί-θετες, και το γεγονός ότι αυτές είναι καθεαυτές αυθύπαρκτες συνιστά το τεθειμένο τους-Είναι. Αλλά η αποκλείουσα ανασκόπησή τους αίρει τούτο το τεθειμένο-Είναι, τις καθιστά αυθύπαρκτες πλευρές που είναι για τον εαυτό τους, πλευρές που είναι αυθύπαρκτες όχι απλώς καθεαυτές, αλλά μέσω της αρνητικής τους αναφοράς στο άλλο τους· η αυθυπαρξία τους. κατ' αυτό τον τρόπο, είναι τεθειμένη. Αλλ' ακόμη, μέσω τούτου του θέτειν τους, οι ίδιες γίνονται ένα τεθειμένο-Είναι. Αυτές οοτγοΰνται στον όλεθρό^^, καθότι προσδιορίζονται ως το αυτο-ταυ78. die nächste Einheit: η κοντινή, άμεαη ενότητα που προκύπτει από την αντίφαση. Αυτή η ενότητα ως αποτέλεσμα, θα πει ο Χέγκελ, είναι το μη(5έν. Το μηδέν εξυπονοείται εδώ ως αποτέλεσμα για να συνεχισθεί περαιτέρω η τ^στηματική έκ^ση αυτού που αναδύεται από την αντίφαση και παράλληλα χάνεται μέσα σ' αυτήν, 79. Ένας επαναπροσδιορισμός του αποτελέσματος του αρνητικού σε σχέση με το θετικό, που φαίνεται να έχει εκτοπισθεί μέσα σε τούτο το αποτέλεσμα, δείχνει πως εκείνο που πέφτει στο βάραθρο [zugrundegeht] είναι το τεθειμένο-Είναι της αυθυπαρξίας ως τέτοιας. Από εδώ εκπορεύεται και μια μετάβαση στο θεμέλιο [zu Grunde gehen], με την έννοια ότι η εξαφάνιση της αυθυπαρξίας, που δεν είναι παρα η κατάρρευση-κατάλυση της αντίφασης, οδηγεί σε μια νέα επανασύνθεση των αντι-θέτων μέσα σε μια αυθυπαρξία που εξασφαλίζει η κίνηση σύζευξης με την εξωτερικότητα. 80. sie richten sich zugrunde: οδηγούντβ« στον όλεθρο και στο θεμελιο.
143.
TO, αλλά μέσα σε τούτο τον προσδιορισμό είναι μάλλον το αρνητικό, ένα αυτο-ταυτό, το οποίο είναι αναφορά σε αλλο. Με μία ακριβέστερη εξέταση, ωστόσο, [βλέπουμε ότι] τούτη η αποκλείουσα ανασκόπηση δεν είναι μόνο τούτος ο μορφικός προσδιορισμός. Αυτή είναι καθεαυτην-οΰσα αυθυπαρξία και η αναίρεση ετούτου του τεθειμένου-Είναι, και είναι δι' αυτής της αναίρεσης που γίνεται ρητά και πρακτικά διεαυτήν-ούσα και αυθύπαρκτη ενότητα. Διά της αναίρεσης τού άλλως-Είναι ή τεθειμένου-Είναι, πράγματι, είναι παρόν εκ νέου το τεθειμένο-Είναι, το αρνητικό ενός άλλου. Στην πράξη όμως τούτη η άρνηση δεν είναι μόνο εκ νέου πρώτη, άμεση αναφορά σε άλλο, ούτε τεθειμένο-Είναι ως ανηρημένη αμεσότητα, αλλά ως τεθειμ^νο-Είναι ανηρημένο. Η αποκλείουσα ανασκόττηση της αυθυποφξίας, με το να είναι αποκλείουσα, γίνεται ένα τεθειμένο-Είναι, αλλά όχι λιγότερο είναι αναίρεση του τεθειμένου-Είναι της. Αυτή είναι αναιρετικός αυτο-σχετισμός· εδώ μΐ£σα, πρώτον αναφεί το αρνητικό, και δεύτερον θέτει τον εαυτό της ως αρνητικό, και τούτο αποκλειστικά είναι εκείνο το αρνητικό που αυτή αναιρεί· κατά την πράξη άρσης του αρνητικού είναι που αυτή θέτει και αίρει συνάμα τούτο-εδω. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο /άος ο αποχλείων όρος είναι στον εαυτό του το άλλο, το οποίο αυτός αρνείται* η αναίρεση, συνεπώς, ετούτου του τεθειμένου-Είναι δεν είναι εκ νέου τεθειμένο-Είναι υπό τη μορφή του αρνητικού ενός άλλου, αλλά είναι η ενοποίηση με τον εαυτό, η θετική ενότητα με τον εαυτό. Η αυθυπαρξία είναι έτσι, μέσω της δίκης της ιδιαίτερης άρνησης, ενότητα που επανέρχεται στον εαυτό της, αφού διά της άρνησης του τεθειμένου-Είναι της επανέρχεται στον εαυτό της. Αυτή είναι η ενότητα της ουσίας, [η οποία συνίσταται] στο να είναι ταυτόσημη με τον εαυτό της μέσω της άρνησης, όχι ενός άλλου, α)λά του ίδιου του εαυτού της®ι. 81. Η δώλυστ, της αντίφασης σχετίζεται, κατ' αρχήν, με τη θεματοποίηση της πρώτης άρνηνάμβανε όχι τις απλές αιτίες, αλλά τις τελικές αιτίες. Αυτός ωστόσο ο προσδιορισμός του θεμέλιου δεν έχει ακόμη τη θέση
11. das Prinzip des zureichenden Grundes. Δες Leibniz: Monadologie § 32. 1-2. Η εξωτερική ενέργεια, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί για τους επί μέρους προσάορισμΛ·^, itou τ, ί&α θέτει και φέρει σε σύνδεση, θεμέλιο αυτής της σύνδεσης.
166.
του εδώ· το τελεολογιχο θεριεΧιο είναι μια ιδιοκτησία της έννοιοζ και της διαμεσολάβησης από την ίδια [την έννοια], μια διαμεσολάβηση, η οποία είναι ο Λόγος. Α. ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ a. Μορφή χαι ουσία Ο προσδιορισμός-ανασκόπησης, στο βαθμό που επανέρχεται μέσα στο θεμιέλιο, είναι ένα πρώτο, ένα άμεσο προσδιορισμένοΕίναι εν γένει, από το οποίο γίνεται το ξεκίνημα'^. Αλλά το προσδιορισμένο-Είναι έχει ακόμα μόνο τη σημασία της αντίθεσης και ουσιαστικά προϋποθέτει ένα θεμέλιο, - με την έννοια ότι αυτό πράγμιατι δεν θέτει ένα θεμέλιο, ότι τούτο το θέτειν είναι μια πράξη αναίρεσης του εαυτού του, ότι το άμεσο είναι μάλλον το τεθειμένο και το θεμέλιο το μη-τεθειμένο. Όπως είδαμ£, τούτο το προϋποθέτειν είναι το θέτειν που επανακάμπτει στο θέτον το θεμέλιο, ως το προσδιορισμιένο-Είναι που έχει αναιρεθεί, δεν είναι το απροσδιόριστο, αλλά η μέσω του εαυτού της προσδιορισμένη ουσία' προσδιορισμένη όμως ως απροσδιόριστη ή ως τε13. Το προσδιορισμένο-Είναι προκύπτει ως κάτι που είναι θεμελιωμένο- λαμβάνεται ό μ ^ στην απλή του ποφεύρεση ως άμεσο και γι' αυτό σε αντίθεση προς το θεμελιο. Απ' αυτή την άποψη, το θεμέλιο δεν αποτελεί ξεκίνημα, αλλά αναδύεται ως αποτέλεσμα μιας ανασκοπικής κίνησης, η οποία εδώ δεν είναι παρά «τό μεταβαίνειν εις τό γνωριμώτερον» Αριστοτέλους Μετά τα Φυσοιά Ζ 3, 1029 b 1-2. Από την άλλη πλευρά όμως το ίδιο το προσδιορισμένο-Είναι χρήζει λογικής θεμελίωσης και γι' αυτό όχι λιγότερο έπεται λογικά του θεμέλιου. Αυτό δείχνει ότι το ξεκίνημα αντικρίζεται ως η χρονική δυνατότητα να αυτονομείται η σκέψη προς εκείνη την κατεύθυνση που την κάνει να γνίϋρίσει «τά τή φύσει γνώριμα» ο.π. 1029 b 7. Κατα συνέπεια, εκείνη η ανασκοπική κίνηση δεν παύει να θέτει τη διαφοροποίηση θεμέλιου και θεμελιωμένου ως την επανάκαμψη μέσα στην ενότητα, η οποία βρίσκει έκφραση στο θεμέλιο.
165.
Θεψιένο-Είναι ανηρημένο. Το θεμέλιο είναι η ουσία, η οποία στην αρνητικότητά της είνοα ταύτη με τον εαυτό της. Η προσδιοριστιχότιητα της ουσίας ως θεμέλιου γίνεται, κατά ταύτα, η διπλή [προσδιοριστικότητα]: του θεμέλιου και του θεμελιωμένου. Αυτή είναι, πρώτον, η ουσία ως θεμέλιο, προσδιορισμένη ως ουσία έναντι του τεθειμένου-Είναι, δηλ. ως μη-τεθειμένο-Είναι. Δεύτερον, αυτή είναι το θεμελιωμένο, το άμεσο, το οποίο ωστόσο δεν είναι καθεαυτό και διεαυτό' είναι το τεθειμιένοΕίναι ως τεθειμιένο-Είναι. Τούτο έτσι είναι ομιοίως ταυτό με τον εαυτό του, αλλά η ταυτότητα του αρνητικού με τον εαυτό του. Το ταυτό μιε τον εαυτό του οφνητικό και το ταυτό με τον εαυτό του θετικό είναι τώρα η μία και η αυτη ταυτότητα*'^. Γιατί το θεμέλιο είναι ταυτότητα του θετικού ή ακόμη του τεθειμένουΕίναι με τον εαυτό του· το θεμελιωμένο είναι το τεθειμένο-Είναι ως τεθειμένο-Είναι, αλλά τούτη η εντός εαυτού ανασκόπηση του είναι η ταυτότητα του θεμέλιου. - Αυτή η απλή ταυτότητα, επομένως, δεν είνοιι η ίδια το θεμέλιο, γιατί το θεμέλιο είναι η ουσία τεθειμένη ως το μη-τεθειμένο εναντί του τεθειμένου-Είναι. Ως η ενότητα τούτης της προσδιορισμένης ταυτότητας (του θεμέλιου) και της αρνητικής ταυτότητας (του θεμελιωμένου), αυτή είναι η ουσία εν γένει, διαφοροποιημένη από την διαμεσολάβηση της'^. Τούτη η διαμεσολάβηση, εάν συγκριθεί με τις προηγούμενες μορφές της ανασκόπησης, από τις οποίες η ίδια προκύπτει, δεν
14. Αυτή η ταυτότητα προκύπτει ως περαίωση ή ολοκλήρωση της διαφοράς, σύμφωνα μ£ την οποία το αρνητικό και το θετικό, το θεμελιωμένο και το θεμέλιο είναι ό.τι είναι μόνο μέσα στην αμοιβαιότητα της αντιθετικής τους σχέσης. 1ϋ. Ε&ύ πρόκειται για την πραγμάτευση της διαφοράς ανάμεσα στην «ουσία εν γένει» και στη «διαμεσολάβησή της», αφού ληφθεί υπόψη και η διαφορά ανάμεσα στο θεμέλιο και στο θεμελιωμένο ως μορφικούς προσδιορισμούς αυτής της διαμεσολάβησης. Η διαφορά, επομένως, θα δειχθεί ως εκείνη ανάμεσα στην ουσία και στην εντός εαυτού διαφοροποιημένη ενότητα με άμεση προέκταση στην ανάδειξη της διπλής εμμένειας της μορφής [= ενιαίας σχέσης] και της ουσίας [= του περιεχομένου],
168.
είναι, κατά πρώτο λόγο, η καθαρή ανασκότιηση, που [κατανοείται] ως εκείνη η οποία δεν είναι διαφοροποιημένη από την ουσία και δεν φέρει ακόμη μέσα της το αρνητικό, άρα ούτε και την αυτονομία των προσδιορισμών. Τούτοι οι προσδιορισμοί ωστόσο, μέσα στο θεμέλιο {ος την ανηρημένη ανασκόπηση, έχουν ένα υφίστασθαι. - Αυτή δεν είναι επίσης η προσδιορίζουσα ανασκόπηση, της οποίας οι προσδιορισμοί έχουν ουσιαστική αυτονομίαδιότι τούτη-εδώ, μέσα στο θεμέλιο, έπεσε στο βάραθρο [= χάθηκε στο θεμέλιο], μέσα στην ενότητα του οποίου αυτοί [οι προσδιορισμοί] είναι απλώς τεθειμένοι. - Ετούτη η διαμεσολάβηση του θεμέλιου είναι λοιπόν η ενότητα της καθαρής και της προσδιορίζουσας ανασκόπησης· οι προσδιορισμοί τους ή το τεθειμένο έχουν υποστασιακό-υφίστασθαι, και αντίστροφα το υφίστασθοκ αυτών είναι ένα τεθειμένο. Επειδή τούτο το δικό τους υφίστασθαι είναι το ίδιο ένα τεθειμένο ή έχει προσδιοριστικότητα, αυτοί είναι λοιπόν διαφοροποιημένοι από την απλή τους ενότητα και συγκροτούν τη μορφή ως ενάντια προς την ουσία. Η ουσία έχει μία μορφή και προσδιορισμούς της ίδιας [της μορφής]. Μόνο ως θεμέλιο είναι που αυτή έχει μια σταθερή αμεσότητα ή είναι υπόστρωμα. Η ουσία ως τέτοια είναι ένα με την ανοισκόπησή της και αδιαφοροποίητη από την κίνηση της τελευταίας. Γι' αυτό, τούτη δεν είναι η ουσία, την οποία διατρέχει η ανασκοπική κίνηση· δεν είναι επίσης εκείνο, από το οποίο αυτή ξεκινά σαν από ένα πρώτο. Τούτη η περίσταση δυσχεραίνει την έκθεση της ανασκόπησης εν γένει· γιατί δεν μπορεί κανείς να πει πραγματικά ότι η ουσία επανέρχεται στον εαυτό της, ότι η ουσία εμφαίνεται [= φωτίζεται] μέσα της, επειδή δεν είναι πριν από την κίνησή της ή μεσα στην κίνησή της και η τελευταία τούτη δεν έχει καμιά βάση, πάνω στην οποία εκδιπλώνεται. Ένας σχετιζόμενος όρος κάνει την εμφάνισή του μετά το στάδιο της ανηρημένης ανασκόπησης. Η ουσία ως το σχετιζόμενο υπόστρωμα όμως είναι η προσδιορισμένη ουσία· δυνάμει αυτού του τεθειμένου-Είναι τούτη περιέχει ουσιαστικά τη μορ169.
φή'6. - Οι μορφικοί-προσδιορισμοί, απεναντίας, τώρα είναι οι προσδιορισμοί σαν [προσδιορισμοί] στην ουσία· τούτη εδώ αποτελεί το θεμέλιο τους ως το απροσδιόριστο, το οποίο μέσα στον προσδιορισμό του είναι αδιάφορο απέναντι σ' αυτούς* οι προσδιορισμοί έχουν στην ουσία την ανασκόπηση τους εντός εαυτου. Οι προσδιορισμοί-ανασκόπησης όφειλαν να έχουν το υποστασιακό τους υφίστασθαι σε αυτούς τους ίδιους και να είναι αυθύπαρκτοι* αλλά η αυθυπαρξία τους είναι η διάλυση τους· έτσι έχουν την αυθυπαρξία σε ένα άλλο· τούτη ωστόσο η διάλυση η ίδια είναι αυτή η ταυτότητα με τον εαυτό ή το θεμέλιο του υφίστασθαι, το οποίο οι προσδιορισμοί δίνουν στον εαυτό τους. Στην μορφή ανήκει εν γένει καθετί προσδιορισμένο- αυτό είναι μορφικός-προσδιορισμός, στο βαθμό που είναι ένα τεθειμιένο, ως εκ τούτου διαφοροποιημένο από εκείνο, του οποίου αυτό είναι μορφή'"· η προσδιοριστικότητα ως ποιότητα είναι ένα με το υπόστρωμα της, μιε το Είναι· το Είναι είναι το άμιεσα προσδιορισμένο, το οποίο δεν είναι ακόμια διαφοροποιημένο από την προσδιοριστικότητά του, - ή το οποίο μέσα σε αυτήν δεν είναι ακόμα ανασκοπημένο εντός εαυτού, κατά τρόπο που ετούτη η προσδιοριστικότητα να είναι έτσι μια ούσα προσδιοριστικότητα, όχι ακόμη μια τεθειμένη. - Εξάλλου, οι μορφικοί-προσδιορισμοί της ουσίας, [ειλημμένοι] ως ανασκοπικές-προσδιοριστικότητες, είναι, σύμφωνα με την πιο ακριβή προσδιοριστικότητά τους, τα στάδια της ανασκόπησης που εξετάσαμε πιο πάνω, η ταυτότητα και η
U). Προηγουμένως ο Χέγκελ μίλησε για την ουσία ως κάτι απροσδιόριστο μέσα ταυτότητα. Τώρα μιλάέι για προσδιορισμένη ουσία. Πώς κατανοείται αυτή η /χκτική αντίφαση; Το απλό άμεσο προσδιορίζεται στη ρεαλιστική του πραγματικότητα ως το σταθερό στάδιο της διαμεσολάβησης. Γπ' αυτή την έννοια, η o•Jσια δεν παύει να τίθεται μέσα στην αυτονομία της ανηρημένης της αμεσότητας και να ενσαρκώνει την ολοποιητική της οντότητα ως εμμενη μορφή. 1 /. Ο Χέγκελ φέρει σε σ-^ζήτηση εδώ τη διαφορά ανάμεσα στην μορφή ως καθολική έννοια και στο μορφικό προσδιορισμό ως μια πιο ειδική εκδίπλωση της δυνατότητας της μορφής.
α ην απλή της
170.
διαφορά, η τελευταία εν μέρει ως διαφορετικότητα, εν μέρει ως αντίθεση. Αλλά ακόμη ανήκει στην μορφή επίσης η θεμελιακήαναφορά, εφόσον η ουσία, αν και η μορφή είναι ο ανηρημένος προσδιορισμός-ανασκόπησης, είναι συνάμα κάτι το τεθειμένο'». Η ταυτότητα, αντίθετα, την οποία έχει μέσα του το θεμέλιο, δεν ανήκει στην μορφή, γιατί το τεθειμένο-Είναι ως ανηρημένο και το τεθειμένο-Είναι ως τέτοιο - το θεμέλιο και το θεμελιωμένο είναι Μια ανασκόπηση, η οποία αποτελεί την ουσία ως απλή Saστη που είναι το υποστασιακό υφίστασθαι της μορφής. Αλλά τούτο το υφίστασθαι είναι τεθειμένο μέσα στο θεμέλιο· ή αυτή η ουσία η ίδια είναι ουσιαστικά προσδιορισμένη και έτσι είναι επίσης εκ νέου το στάδιο της θεμελιακής-αναφοράς και της μορφής. Η απόλυτη αμΛίβαία-αναφορά της μορφής και της ουσίας είναι τούτο, ότι η τελευταία είναι αυτή η απλή ενότητα του θεμέλιου και του θεμελιωμένου, αλλά ότι εδώ μέσα η ίδια είναι εξίσου προσδιορισμένη ή κάτι το αρνητικό και ως βάση διαφοροποιείται από τη μορφή, έτσι όμως η ίδια γίνεται συνάμα θεμέλιο και στοιχείο της μορφής >9. Η μορφή, επομιένως, είναι το τελειωμένο όλο της ανασκόττησης· αυτή περιέχει επίσης τούτο τον προσδιορισμό της ίδιας [της ανασκόττησης], να είναι δηλ. ανηρημένη [ανασκόττηση]· γι' αυτό όσο αυτή είναι μια ενότητα τού προσδιορίζειν της, εξίσου κοιλά είναι επίσης σχετιζόμενη μΐ£ το ανηρημιένο-Είναι της, με ένα Άλλο, το οποίο δεν είναι το ίδιο μορφή, αλλά στο οποίο αυτή είναι.
18. Εάν ο προσδιορισμός της (χορφής χαρακτηρίζεται από το γεγοΑ«ς ότι υπόκειται σε άρνηση και είναι κάτι τεθειμένο και διαφοροποιημένο, τότε και οι μορφικοί προσδιορισμοί της ουσίας είναι διαφοροποιημένοι από το θεμέλιό τους και ανάγονται μαζι με τη θεμελιώδη σχέση μορφής-ουσίας, ως μορφικό προσδιορισμό της ίδιας της ουσίας, στην ίδια τη μορφή. 19. Η μορφή είναι η «τεράστια δύναμη του αρνητικού», αλλά δεν παύα να έχει το θεμέλιό της στην ουσία χωρίς να εξαντλεί τα όριά της εδώ μέσα. Και τούτο, γιατί είναι η ίδια που έχει μέσα της τα όρια της αρνητικότητας ως επιβεβαίωση του εαυτού της.
171.
Ως η ουσιώδης αυτοσχετιζόμιενη αρνητικότητα, η (χορφή είναι, έναντι αυτού του απλού αρνητικού, το θετον και προσίιορίζον η απλή ουσία, απεναντίας, είναι η απροσδιόριστη και αδρανής βάση, στην οποία οι μορφικοί-προσδιορισμοί υφίστανται και έχουν την ανασκόπηση εντός εαυτού. - Η εξωτερική ανασκόπηση συνήθως δεν πάει πέρα από τούτη τη διάκριση της ουσίας και της μορφής· η διάκριση είναι αναγκαία, αλλά η ίδια τούτη η πράξη-διάκρισης είναι η ενότητά τους, έτσι όπως αυτή η θε[λελιακή-ενότητα είναι η ουσία που απωθείται από τον εαυτό της και γίνεται ένα τεθειμένο-Είναι'^ο. Η μορφή είναι η ίδια η απόλυτη οφνητικότητα ή η αρνητική απόλυτη ταυτότητα τον εαυτό. δια της οποίας η ουσία ακριβώς δεν είναι Είναι, αλλά ουσία. Ειλημμένη αφηρημένα, τούτη η ταυτότητα είναι η ουσία ως ενάντια στη μορφή· όπως και η αρνητικότητα, ειλημμένη αφηρημένα ως τεθειμένο-Είναι, είναι ο ξεχωριστός προσδιορισμός-μορφής. Ο προσδιορισμός όμως, τέτοιος που δείχθηκε, είναι, στην αλήθεια του, η ολική, αυτο-σχετιζόμενη οφνητικότητα, η οποία έτσι, [εννοημένη] ως αυτή η ταυτότητα, είνοιι σ' αυτήν την ίδια η απλή ουσία. Η μορφή, ως εκ τούτου, έχει στην ιδιάζουσα σε αυτήν ταυτότητα την ουσία, όπως η ουσία στην αρνητική της ταυτότητα έχει την απόλυτη μορφή-'. Δεν μπορεί, λοιπόν, κανείς να ρωτάει πώς -η μορφή προστίθεται στην ουσία, διότι αυτή •20. Η μορφή, καθόσον αρνητική σχέση του θεμέλ«5υ, αποτελεί στη διαφοροποίητι^έσΤί με την ουσία το θεμέλω κάθε ενέργειας και κίνησης. Από τη σκοπιά τούτη είναι η απόλυτη αρχή του θέτειν και προσδιοριζειν απέναντι στην ουσία ÜX; την αδρανή βάση. Η διαφορά τώρα έρχεται στο λόγο ως εκείνη της καθαρής ενέργειας και της αδράνειας. A'jti] παραπέμπει στη συνέχεια σε μια ενότητα, η δυναμική της οποίας εγκλείει το αυτοδιαφοροποιείσθαι υπό το χαρακτήρα της αρνητικής κίνησης του θέτειν και προσδιοριζειν την ετερότητα ως την ται>τότητα του αρνητικού με τον εαυτό του. •21 . Ουσία και μορφή συνιστούν, ως ενιαία έκφραση, τον προσδιορισμό της απόλυτης η ολοκληρωτικής αρνητικότητας. Έτσι δεν περιορίζονται στο να εκφράζουν πεπερασμενα περιεχόμενα, αλλά ριζοσπαστικοποιούνται ως μορφικοί προσδιορισμοί της ταυτόττ,τας της διαφοράς και του θεμέλιου.
172.
είναι μόνο το εμιφαίνεσθαι της ουσίας μέσα στον ίδιο τον εαυτό της, η δικη της ανασκόττηση που είνοα εγγενής σε αυτήν. Η μορφή επίσης, σε σχέση με τον εαυτό της, είναι η ανασκόπηση που επανέρχεται στον εαυτό της ή η ταυτή ουσία· μέσα στο προσδιορίζειν της η μορφή μεταποιεί τον προσδιορισμό σε τεθειμένο-Είναι ως τεθειμένο-Είναι. - Αυτή έτσι δεν προσδιορίζει την ουσία, σαν να ήταν αληθινά προϋποτιθέμενη και χωρισμένη από την ουσία· και τούτο, διότι είναι ο επουσιώδης προσδιορισμός-ανασκόπησης που ακατάπαυστα οδεύει στον όλεθρο· έτσι η μορφή είναι μάλλον η ίδια το θεμέλιο της αναιρετικής της πράξης ή η ταυτή αναφορά των προσδιορισμών της. Η μορφή προσδιορίζει την ουσία σημαίνει λοιπόν ότι η μορφή μέσα στο διαφοροποιείν της αναιρεί το ίδιο τούτο το διαφοροποιείν και είναι η ταυτότητα με τον εαυτό, η οποία είναι η ουσία ως το υφίστασθαι του προσδιορισμιού· αυτή είναι η αντίφαση [που έγκειται] στο να είναι ανηρημένη μέσα στο τεθειμένο-Είναι της και να υφίσταται σε τούτο το ανηρημένο-Ειναι· - αυτή είναι έτσι το θεμέλιο, [ειλημμένο] ως η ουσία που, όταν είναι προσδιορισμένη και έχει υποστεί άρνηση, είναι ταυτή μ£ τον εαυτό της. Άρα, αυτές οι διαφορές, της μορφής και της ουσίας, είναι μόνο πλευρές της ίδιας της απλής μορφικής-αναφοράς. Αλ>Λ χρειάζεται να τις εξετάσουμε εγγύτερα και να τις συγκρατήσουμε στο νου. Η προσδιορίζουσα μορφή αναφέρεται στον εαυτό της ως τεθειμένο-Είναι ανηρημένο, αναφέρεται έτσι στην ταυτότητα της σαν σε ένα Άλλο. Αυτή τίθεται ως ανηρημένη και κατ' αυτό τον τρόπο προϋποθέτει την ταυτότητά της· σύμφωνα με τούτο το στάδιο, η ουσία είναι το απροσδιόριστο, για το οποίο η μορφή είναι ένα Άλλο. Ως τέτοια, αυτή δεν είναι η ουσία που στον εαυτό της είναι η απόλυτη ανασκόπηση, αλλά είναι προσδιορισμένη ως τ] στερημένη-μορφής ταυτότητα· αυτή είναι η üXrf^. 22. Ο Χέγκελ καταφεύγει (ττην έννοια της ύλης για να εμβαθύνει στη διαφορά της ουσίας και των προσδιορισμών της, προκειμένου να δείξει ότι δεν υπάρχει πραγματι-
173.
b. Μορφή xai ύλη Η ουσία γίνεται ύλη, στο μέτρο που η ανασκόπηση της προσδιορίζεται από το γεγονός ότι συμπεριφέρεται προς την ίδια την ουσία σαν προς το στερημένο-μορφής απροσδιόριστο. Η ύλη λοιπόν είναι η απλή, χωρίς διαφορά ταυτότητα που είναι η ουσία, έχοντας επί πλέον το γνώρισμα να είναι το άλλο της μορφής. Αυτή, επομένως, είναι η αυθεντική Saarj ή το υπόστρωμα της μορφής, επειδή συνιστά την ανασκόπηση εντός εαυτού των μορφικών-προσδιορισμών ή το αυθύποφκτο στοιχείο, στο οποίο αυτή η ύλη αναφέρεται σαν στη θετική της ύπαρξη^''. Εάν κανείς κάνει αφαίρεση από κάθε προσδιορισμό, από κάθε μορφή κάποιου πράγματος, ό,τι υπολείπεται είναι μόνο η απροσδιόριστη ύλη. Η ύλη είνοιι κάτι το απόλυτα αφηρημενίβ^^. (- Κάποιος δεν μπορεί να δει την ύλη, να την αισθανθεί κτλ., -ό,τι κανείς βλέπει, αισθάνετοα, είναι μια προσδιορισμένη ύλη, $·ηλ. μια ενότητα της ύλης και της μορφής). Ετούτη η αφαίρεση όμως, από την οποία προκύπτει η ύλη, δεν είναι απλώς μ«χ εξωτερική απάλειψη και ακύρα)ση της μορφής· μάλλον η μορφή από μόνη της συρρικνώνεται μέχρι το σημείο να είναι τούτη η απλή ταυτότητα^®. κή διαφορά μεταξύ τους, αλλά αμφότεροι οι όροι είναι προσάλληλοι και διάλληλοι μέσα στην αντιφατική τους ενότητα. 23. Ο αριθμός [1] δεν απαντά στο Ow,, L. 24. Οι πλευρές της αντιθετικής κίνησης εδώ είναι οι εξής: από τη μια η ύλη, ως το στερημένο-μορφής απροσδιόριστο, η απλή αδιαφοροποίητη ταυτότητα" από την άλλη οι μορφικοί προσδιορκιμβί στην αμοιβαία τους εναντίωση προς την ύλη κατά την ανασκοπική τους κίνησΤ), δηλ. ως διαμεσολαβητικοί και αρνητικοί παράγοντες. 25. Η παρουσίαση από το Χέγκελ της γένεσης της αφηρημένης ύλης δεν διαφέρει εδω α-ό την Αριστοτελική γένεση της ύλης. Δες Αριστοτέλους Μετά τα Φυσοί, (*λλά αρχέγονα ισοδυναμιών πλευρών της. Η εξωτερίκευση της ύπαρξης, η βλέψη της διαφοράς απαντά την ολοκλήρωση της στην εσωτερίκε'^στ, της ουσίας, στον άμεσο αυτοσχετισμό που ανέδειξε η άρση της εμφάνειας της αδιαφορίας τους και του διαφοροποιείσθαι. 33. Ο αυτοπροσδιορισμός του απόλυτου θεμέλιου είναι δυνατός στο μέτρο μόνο που προχωρεί η διαφορά στο βάθος της ενότητας και θέτει τις πλευρές της στη διαφορετικότητα της αυθυπαρξίας τους. Έτσι το ίδιο το θεμέλιο αντλεί τη σημασία τού να είναι απόλυτο από το γεγονός ότι προϋποτίθεται αμοιβαία από τις διαφορετικές π/£υρές ως η συνεκτική τους ενότητα.
178.
συνάμα εξωτερικεύει [= απεκδύεται] αυτή την ταυτότητα κοκ αντιτίθεται στον εαυτό της ως ύλη, αυτή η εντός εαυτού ανασκόπηση του τεθειμένου-Ειναι έχει τη μορφή της συνενακτης με μια ύλη, στην οποία αυτή προσλαμβάνει υποστασιακό υφίστασαθαι· μεσα σε τούτη τη συνένωση, λοιπόν, αυτή ενοποιείται τόσο πολύ με την ύλη, [εννοημένην] ως ένα Αλλο - σύμφωνα με την πρώτη όψη, κατά την οποία αυτή γίνεται κάτι το τεθειμένο όσο και, μέσα σε τούτο το άλλο, με τη διχη της ιδιαίτερη ταυτότητα. Η ενέργεια της μορφής, συνεπώς, δια της οποίας προσδιορίζεται η ύλη, συνίσταται σε μια αρνητική συμπεριφορά της μορφής απέναντι στον ίδιο τον εαυτό της·^''. Αλλά αυτή, με το να ενεργεί έτσι, επιδεικνύει επίσης μια αρνητική συμπεριφορά απέναντι στην ύλη^^· ακόμη, τούτο το ενεργείν, με το οποίο προσδιορίζεται η ύλη, είναι εξίσου καλά η κίνηση που ιδιάζει στην ίδια τη μορφή. Η τελευταία τούτη είναι ελεύθερη από την ύλη, αλ/νά αίρει αυτή την αυθυπαρξία της· η αυθυπαρξία της ωστόσο είναι η ίδια η ύλη, γιατί σε τούτη εδώ η μορφή έχει την ουσιαστική της ταυτότητα. Με το να μεταποιεί, λοιπόν, η μορφή τον εαυτό της σε κάτι το τεθειμιένο, δεν διαφέρει από το να μεταποιεί την ύλη σε κάτι το προσδιορισμένο. - Αλλά, εάν εξετάσουμε το πράγμα από την άλλη πλευρά, [βλέπουμε] τη μορφή να απεκδύεται συνάμα την ταυτότητά της και την ύλη να αποτελεί το άλλο τηςστον ίδιο βαθμό η ύλη δεν είναι επίσης προσδιορισμένη, αφού η μορφή αίρει τη δική της αυθυπαρξία. Αλλά η ύλη είναι αυθύπαρκτη μόνο σε αντίθεση προς τη μΛρφή" με το να αυτοαναιρείται το αρνητικό, αυτοαναιρείται και το θετικό. Με το να αυτοανοιι177. 34. Η αονητική συμπεριφορά έγκειται στο χαρακτήρα της συνένωσης της μορφής με την ύλη, όπως αυτή εκτέθηκε πιο πάνω από το Χέγκελ. Σύμφωνα, λοιπόν, με την παρουσίαση αυτή, όταν η μορφή αναιρεί τη διαφορά, ουσιαστικά αναιρεί τον εαυτό της στην κίνηση του ως μορφής. 35. Η αρνητική στάση της απέναντι στην ύλη υπαγορεύεται από το γεγονός ότι η ενέργεια του προσδιορίζειν την ύλη είναι η ίδια η κίνηση της μορφής-
ρείται, συνακόλουθα, η μωρφή, εκπίπτει επίσης η προσδιοριστικότητα, την οποία έχει η ύλη έναντι της μορφής, το να είναι δηλ. το απροσδιόριστο υποστασιακό υφίστασαθαι. Αυτό το οποίο εμφανίζεται ως ενεργεία της μορφής είναι εξάλλου όχι λιγότερο η κίνηση που ιδιάζει στην ίδια την ύλη^^. Ο προσδιορισμός της ύλης, που είναι χαθεαυτόνή ό,τι αυτή οφείλει να είναι, είναι η απόλυτη αρνητικότητά της. Δι' αυτής η ύλη δεν αναφέρεται απλά και μόνο στη μιορφή σαν σε ένα άλλο, αλλα τούτο το εξωτερικό είναι η μΛρφή, την οποία η ίδια η ύλη περιέχει σαν έγκλειστη μέσα της. Η ύλη είναι η ίδια αντίφαση^' καθεαυτήν, την οποία περιέχει η μορφή, και τούτη η αντίφαση, όπως και η διάλυσή της, είναι μόνο Μία. Αλλά η ύλη είναι αντιφατική εσωτερικά, επειδή, ως η απροσδιόριστη ταυτότητα με τον εαυτό της, αυτή είναι συγχρόνως η απόλυτη αρνητικότητα" έτσι αυτή αυτοαναιρείται εσωτερικά, η ταυτότητά της αποσυντίθεται στην αρνητικό'τητά της και η τελευταία βρίσκει σε εκείνη την αυθυπόστασή της. Εφόσον, λοιπόν, η ύλη προσδιορίζεται από τη μορφή σαν από ένα εξωτερικό, επιτυγχάνει έτσι τον προσδιορισμό της, και η εξωτερικότητα τής σχέσης τόσο για τη μορφή όσο και για την ύλη συνίσταται στο γεγονός ότι καθεμιά ή μάλλον η αρχέγονη ενότητά τους, μέσα στο θέτειν της, είναι συνάμα προϋποθέτουσα- αυτό έχει ως αποτέλεσμΛ η αναφορά στον εαυτό να είναι ταυτόχρονα αναφορά στον εαυτό ως κάτι ανηρημένο ή αναφορά στο Άλλο του^«.
36. Η κίνηση της ύλης βρίσκεται ακόμα υπό το κράτος της αρνητικής δραστηριότητας της μορφής. Αυτό δείχνει ότι η ί&α η ύλη εγκλείει μέσα της μχο μορφή αρνητικοτητας και η κίνηση της, επειδή η αρνητιχότητα είναι ί'&ον γνώρισμα της ενέργειας ττ|ς μορφής, είναι αυτή της μορφής ή της αρνητικότητας. 3 ί. Η αντίφαστ, καθεαυτήν υφίσταται με το να είναι συνάμα αμεσότητα και απόλυτη αρνητικότητα. Η ύλη είναι αυτή τούτη η αντίφαση καθεαυτήν, γιατί οις αμβιότητα έχει καθεαυτήν το χαρακτήρα της απόλυτης αρνητικότητας. 38. Η ενότητα μΛρφής και ύλης είναι αρχέγονη και η εξωτερικότητα της σχέσης, η διαφορετικότητα των δύο όρων, προσδιορίζεται από το ότι ο κάθε όρος θέτα τον όλ-
180.
Τρίτον, μέσω αυτής της κίνησης της μορφής χαι της ύλης αποκαθίσταται αφενός η αρχέγονη ενότητά τους, και αφετέρου τούτη είναι εφεξής μια τεθειμένη ενότητα. Η ύλη προσδιορίζει εξίσου καλά τον εαυτό της, όσο το προσ&ορίζειν τούτο είναι για αυτή ένα εξωτερικό ενεργείν της μορφής· αντίθετα, η μορφή προσδιορίζει μόνο τον εαυτό της ή έχει μέσα της την ύλη. η οποία προσδιορίζεται απ' αυτή, όχι λιγότερο απ' ό,τι μέσα στο προσδιορίζειν της αναπτύσσει μια σχέση προς ένα άλλο· και αμφότερα, το ενεργείν της μορφής και η κίνηση της ύλης είναι το ίδιο, εκτός του ότι εκείνο είναι ένα ενεργείν, δηλ. η αρνητικότητα ως τεθειμένη, ενώ τούτο είναι κίνηση ή γίγνεσθαι, η αρνητικότητα ως προσδιορισμός που υπάρχει καθεαυτόν. Το αποτέλεσμα, επομένως, είναι η ενότητα του καθεαυτό-Είναι και του τεθειμένου-Είναι. Η ύλη είναι, ως τέτοια, προσδιορισμένη ή έχει κατ' αναγκαιότητα μια μορφή, και η μορφή είναι απόλυτα καθ' ύλη. καθ' υπόσταση μορφή^^. Η μορφή, στο μέτρο που προϋποθέτει μια ύλη ως το δικό της Άλλο, είναι πεπερασμένη. Αυτή δεν είναι θεμέλιο, αλλά μόνο αυτό που ενεργεί. Παρόμοια, η ύλη, στο βαθμό που προϋποθέτει τη μορφή ως το δικό της μη-Είναι, είναι η πεπερασμένη ύλη^"· αυτή δεν είναι περισσότερο θεμέλιο της ενότητάς της με
λο υπό το δικό του κράτος, αλλά τίθεται και υπό το κράτος του άλλου. Κατ' αυτο τον τρόπο η διαφορά, που έχει τη μορφή της διαφορετικότητας των όρων. αναδεικνύεται σε συγκεκριμένο δομικό στοιχείο της αρχέγονης εκείνης ενότητας. 39. Η κίνηση της ύλης και το ενεργείν της μορφής [die Bewegung der Materie und das Tun der Form] διαφέρουν ως προς το εξής: στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για την αρνητικότητα που υπάρχει κατ' αναγκαιότητα μέσα στην ίδια τη δομη της ύλης· στη δεύτερη περίπτοχτη πρόκειται για την αρνητικότητα ακ; μια κατ' αναγκαιότητα τεθειμένη διαφορά. Αμφότερες οι εκδηλώσεις της αρνητικότητας δεν είναι αλληλοαποκλειόμενες προσδιοριστικότητες μέσα στο στοιχείο του Είναι, αλλα συνιστούν μία ενότητα, η οποία υπόκειται στη μεταβολή που υπαγορευει η ιόια η λογικότητα της καθολικής κίνησης. 40. Ύλη και μορφή χαρακτηρίζονται ως πεπερασμένα μεγέθη-κατηγοριες, γιατί δεν aveupouv το άλλο μ£ το να το προϋποθέτουν.
m
τη μορφή, αλλά μόνο η βάση για τη μορφή. Τόσο όμως τούτη η πεπερασμένη ύλη όσο και η πεπερασμένη μορφή δεν έχουν καμιά αλήθεια- καθεμιά αναφέρεται στην άλλη, ή μόνο η ενότητά τους είναι που συνιστά την αλήθεια τους. Αμφότεροι αυτοί οι προσδιορισμοί επανέρχονται μ£σα σε τούτη την ενότητα και αναιρούν εδώ μέσα την αυθυπαρξία τους'®'· έτσι αυτή η ενότητα αποδεικνύεται ότι είναι το θεμέλιό τους. Άρα η ύλη είναι θεμέλιο του μορφικού-προσδιορισμού της μόνο στο βαθμό που αυτή δεν είναι ύλη ως ύλη, αλλά η απόλυτη ενότητα της ουσίας και της μορφής· ομοίως η μορφή είναι θεμίλιο του υφίστασθαι των προσδιορισμών τους μόνο, εφόσον η ίδια είναι μια ενότητα. Αλλά τούτη η μία ενότητα, [εννοημένη] ως η απόλυτη αρνητικότητα και πιο ειδικά ως αποκλειστική ενότητα είναι, μέσα στην ανασκόπησή της, προϋποθέτουσα" ή είναι Ένα ενεργείν που μέσα στην πράξη του θέτειν διατηρείται, ως τεθειμένο, μ£σα στην ενότητα και απωθείται από τον εαυτό του, αναφέρεται στον εαυτό του ως εαυτό του και στον εαυτό του σαν σε ένα Αλλο. Ή το γίγνεσθαι-του-προσδιορίζεσθαι της ύλης από τη μορφή είναι η [χέσω του ίδιου του εαυτού και της άρνησης του εαυτού διαμεσολάβηση της ουσίας μιε τον εαυτό της, ως θεμέλιου, μ£σα σε μια ενότητα. Η ύλη που προσέλαβε μορφή ή η μορφή που έχει υφίστασθαι, τώρα δεν είναι μόνο εκείνη η απόλυτη ενότητα του θεμέλιου με τον εαυτό του, αλλά και η τεθειμένη ενότητα^^. Είναι η αό>ας εξετασθείσα κίνηση, στους κόλπους της οποίας το απόλυτο θεμελιο εχει παρουσιάσει τα στάδια του ως αυτο-αναιρούμενα συγχρόνως και έτσι ως τεθειμένα. Ή η αποκατασταθείσα ενό•il. Ηοη στη Φαινομενολογία ο Χέγκελ αναζητεί την αλήθεια μέσα στη λογική 6ΐαπ/^ξη του Ολου: «Η κίνηση είναι η διπλή πορεία και το γίγνεσθαι του όλου, έτσι που η κάθε πλευρά θέτει ταυτόχρονα την άλλη και γι' αυτό η καθεμχά έχει μέσα TT,ζ αμφότερες ως δύο όψεις, οι οποίες, ειλημμένες μαζί, συνιστούν το όλο, καθόσον αυτο-αποσυντίθενται και γίνονται πλευρές του όλου» G W 9 , 32/164. Δηλ. η ενότητα που έχει αναιρεθεί ή έχει υποστεί άρνηση.
182.
τητα, στην ενοποίηση με τον εαυτό της, έχει όχι λιγότερο απωθηθεί από τον εαυτό της και έχει προσδιορισθεί· γιατί η ενότητα της, καθόσον επιτεύχθηκε μιεσω της άρνησης", είναι επίσης αρνητική ενότητα. Αυτή είναι, συνεπώς, η ενότητα της μορφής και της ύλης, [εννοημένη] ως η βάση τους, αλλά ως η προσδιορισμένη €άση τους, η οποία είναι η ύλη που προσέλαβε μορφή, αλλα η οποία συνάμα είναι αδιάφορη προς τη μΛρφή και την ύλη σαν προς κάτι ανηρημένο και επουσιώδες. Αυτή είναι το περιε-
C.
Μορφή xau περιεχόμενο Η μορφή κατ' αρχήν αντίκειται στην ουσία· έτσι αυτή είναι θεμιελιακή-σχέση εν γένει, και οι όροι της είναι το θεμέλιο και το θεμελιωμένο. Κατά δεύτερον, αυτή αντίκειται στην ύλη· έτσι αυτή είναι προσδιορίζουσα ανασκόπηση και οι όροι της είναι ο ίδιος ο ανασκοπικός-προσδιορισμός και το υφίστοισθαι τούτου. Εν τέλει, η μορφή αντίκειται στο περιεχόμενο, και οι όροι της είναι εκ νέου αυτή η ίδια και η ύλη. Ό,τι πρωτύτερα ήταν το ταυτό με τον εαυτό του - αρχικά το θεμελιο, μιετά το υφίστασθαι εν γένει και τέλος η ύλη - τίθεται υπό την κυριαρχία της μορφής και είναι ακόμη μια φορά ένας από τους προσδιορισμούς της. Το περιεχόμενο έχει, πρώτον, μια μορφή και μια ύλη, που α181. 43. Η άρνηση είναι που παράγει την ενότητα από την ανηρημενη διαφορά, αλλά και την διαφοροποιητική κίνηση από την ενότητα. 44. Το περιεχόμενο είναι η εσωτερική ενότητα της (χορφής και της ΰλης. Ως τέτοκ» συνιστά την ουσιαστική πλευρά απέναντι στη μορφή και την ύλη. Αμφότερα αυτα τα στοιχεία αποτελούν γνωρίσματα του περιεχομένου και εξαρτώνται απο αυτο. Ταυτόχρονα το περιεχόμενο είναι προσδιορισμένο ως η ύλη που προσέλαβε μορφή και γι' αυτό στέκεται αδιάφορο τόσο απέναντι στη μορφή όσο και απέναντι στο περιεχόμενο ως τέτοιο. Αυτό σημαίνει ότι η υπόστασή του δεν υπόκειται σης μεταβολές των μορφικών προσδιορισμών.
νήκουν σ' αυτό και είναι ουσιώδεις· αυτό είναι η ενότητά τους. Αλλά, εφόοΌν τούτη η ενότητα είναι σύγχρονα προσδιορισμένη ή τεΰεψίνη ενότητα, το περιεχόμενο αντίκειται στη μορφή' τούτη εδώ συγκροτεί το τεθειμένο-Είναι και έναντι του περιεχομένου είναι το επουσιώδες. Το περιεχόμενο συνεπώς είναι αδιάφορο προς τη μορφή' η τελευταία περιέχει στην έννοιά της τόσο τη μορφή α>ς τέτοια, όσο και την ύλη· και το περιεχόμενο λοιπόν έχει μια μορφή και μιια ύλη, των οποίων αποτελεί τη βάση τους, και τα οποία είναι στο περιεχόμενο ως ένα απλό τεθειμένο-Είναι. Το περιεχόμενο είναι, δεύτερον, το ταυτόσημιο στοιχείο μιέσα στη μορφή και την ύλη, έτσι που αυτές θα μπορούσαν να είναι μόνο αδιάφοροι εξωτερικοί προσδιορισμοί. Αυτές είναι το τεθειμένο-Είναι εν γένει, το οποίο όμως μέσα στο περιεχόμενο έχει επαναχθεί στην ενότητά του ή το θεμέλιό του"^^. Η ταυτότητα του περιεχομένου με τον εαυτό του, κατά συνέπεια, είναι πρώτιστα εκείνη η αδιάφορη προς τη μορφή ταυτότητα' αλλά, κατά δεύτερον, αυτή είναι η ταυτότητα του θεμελίου. Το θεμέλιο έχει, κατ' αρχήν, εξαφανισθεί μέσα στο περιεχόμενο* αλλά το περιεχόμενο είναι συνάμα η αρνητική ανασκότιηση εντός εαυτού των μορφικών-προσδιορισμίών γι' αυτό, η ενότητά του, η οποία αρχικά είναι μόνο η αδιάφορη προς τη μορφή ενότητα, είναι επίσης η μορφική ενότητα ή η θεμελκζχψαναψορά ως τέτοια. Το περιεχόμενο, κατά ταύτα, έχει την τελευταία για ουσιώδη του μορφή, και το θεμέλιο, αντίστροφα, έχει ένα περιεχόμενο. Το περιεχόμενο του θεμέλιου είναι, λοιπόν, το θεμέλιο που επανήλθε στην ενότητα με τον. εαυτό του· το θεμέλιο, κατ' αρχήν, είναι η ουσία, η οποία μέσα στο τεθειμένο-Είναι της είναι ταύτη με τον εαυτό της· ως διαφορετική από και αδιάφορη προς 4ί). Το τεθβιμένο-Είναι από εξωτερικός προσ&ορισμός απέναντι στο περιεχόμ£νο μεταστρέφεται σε εσωτερικό προσδιορισμό του περιεχομένου και γίνεται κάτι το όυσιώίες για αυτό.
liU
το τεθειμένο-Είναι της αυτή είναι η απροσ&όριστη ύλη· αλλά ως περιεχόμενο είναι ταυτόχρονα η ταυτότητα που προσέλαβε μορφή· και τούτη η μορφή γίνεται θεμελιακή-αναφορά, επειδή οι όροι τής αντίθειτής της είναι επίσης τεθειμένοι ως όροι που έχουν υποστεί άρνηση. - Ακόμη, το περιεχόμενο είναι προσδιορισμένο μέσα του, όχι μόνο όπως η ύλη, (ος το αδιάφορο εν γένει, αλλά ως η ύλη που έλαβε μορφή, έτσι ώστε οι προσδιορισμοί της μορφής να έχουν ένα καθ' ύλη, αδιάφορο υφίστασθαι. Από τη μια πλευρά, το περιεχόμενο είναι η ουσιώδης ταυτότητα του θεμέλιου με τον εαυτό του μέσα στο τεθειμένο-Είναι του· από την άλλη, αυτό είναι η τεθειμ£νη ταυτότητα σε αντίθεση προς την θεμελιακή-σχέση· τούτο το τεθειμένο-Είναι, το οποίο είναι παρόν σε αυτήν την ταυτότητα ως μορφικός-προσδιορισμός, κείτεται απέναντι στο ελεύθερο τεθειμένο-Είναι, δηλ. τη μορφή ως μια ολική σχέση θεμέλιου και θεμελιωμένου· τούτη η μορφή είναι το ολικό τεθειμένο-Είναι που επανέρχεται στον εαυτό του· εκείνη, συνεπώς, είναι μ.όνο το τεθειμένο-Είναι ως άμεσο, η προσάοριστιχόττητΛ ως τέτοια. Το θεμέλιο, έτσι, έχει εν γένει μεταβληθεί σε προσδιορισμένο θεμέλιο, και η ίδια η προσδιοριστικότητα είναι διπλή: πρώτον, εκείνη της μορφής και δεύτερον, εκείνη του περιεχομένου. Η πρώτη είναι η προσδιοριστικότητά του [που συνίσταται] στο να είναι εξωτερική στο περιεχόμενο εν γένει, το οποίο είναι αδιάφορο προς τη σχέση τούτη. Η δεύτερη είναι η προσδιοριστικότητα του περιεχομένου, το οποίο έχει το θεμέλιο^®.
46. Η δίολεκτιχή υχέση μορφής-περιεχομένοο εκτίθεται (*ε πλήρη σαφήνειβ ττψ Ε γ χ υ χ λ ο π α ^ . Δες W 8 , 264-5/288. Οταν το τελευταίο λαμβάνει τη μορφή που το διαφοροποιεί από τον εαυτό του, τότε είναι θεμέλιο. 185.
Β. TO ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΕΝΟ ΘΕΜΕΛΙΟ" a To μορφικό θεμέλιο Το θεμέλιο έχει ένα προσδιορισμένο περιεχόμενο. Η προσδιοριστικότητα του περιεχομένου, όπως αποδείχθηκε, είναι η βαση για τη μορφή" το απλό άμεσο έναντι της διαμεσόλά^τησης της μορφής^®. Το θεμέλιο είναι αρνητικά αυτο-σχετιζόμενη ταυτότητα. η οποία, γΓ αυτό, μεταβάλλεται σε τεθειμενο-Είναι- αυτη αναφέρεται αρνητικά στον εαυτό της, καθόσον μέσα σε τούτη την αρνητικότητά της είναι ταυτή μιε τον εαυτό της· τούτη η ταυτότητα είναι η βάση ή το περιεχόμτνο, το οποίο, κατ' αυτό τον τρόπο, συγκροτεί την αδιάφορη ή θετική ενότητα της θεμελιακής-αναφοράς και είναι ο διαμεσολαβτητιχός όρος της ίδιας τούτης [της ενότητας]·^^. Μέσα σε τούτο το περιεχόμενο, η προσδιοριστικότητα έναντι α/λήλων του θεμέλιου και του θεμ^λιωμιένου έχει, κατ' αρχήν, εξαφανισθεί. Αλλά η διαμιεσολάβηση είναι ακόμη αρνητικη ενότητα. Το (χρνητικό σε εκείνη την αδιάφορη βάση είναι η ιδιάζουσα στην τελευταία τούτη άμεση προσδιοριστικότητα, δια της οποίας το θεμέλιο έχει ένα προσδιορισμένο περιεχόμενο. Αλλά τόΑΤ, der bestimmte Grund: Αυτό το θεμέλιο έχει χάσει πλέον την απολυτότητά του. Λεν θέτει την προσδιοριστικότητα, αλλά την προϋποθέτει. Είναι, λοιπόν, πεπερασμένο και ως τέτοιο αναφέρεται στη μορφή. 48. Το περιεχόμενο του θεμελίου είναι άμεσα δεδομένο και υπ' αυτό το πνεύμα είναι προσδιορισμένο περιεχόμενο έναντι της μορφής, η οποία ταυτίζεται αρνητικά προς τον εαυτό της. . Το περιεχόμενο δεν 'απόκειται στη διαφορά θεμέλιου και θεμελιωμένου" μια διαφορά, στους κόλπους της οποίας αναιρείται το θεμέλιο στην αυτο-ταυτότητά του ως η σύνολη θεμελιακή σχέση. Έτσι αυτό το περιεχόμενο δεν είναι προσδιορισμένο και αποτε/χί τη θετική ενότητα θεμέλιου και θεμελιωμένου.
186.
τε το αρνητικό είναι η αρνητική αναφορά της [Αορφής στον ί&ο τον εαυτό της. Το τεθειμενο, από τη μια, αναιρεί τον ίδιο τον εαυτό του και επανακάμπτει στο θεμέλιό του* το θεμέλιο όμως, η ουσιώδης αυθυπαρξία, αναφέρεται αρνητικά στον εαυτό του και γίνεται τεθειμενο. Τούτη η αρνητική διαμεσολάβηση του θεμέλιου και του θεμελιωμένου είναι η χαρακτηριστική διαμεσολάβηση της μορφής ως τέτοιας, η μορφική διaμεσoλί€rισΎf'^\ Αμφότερες τώρα οι πλευρές της μορφής, επειδή η μία μεταβαίνει στην άλλη, τίθενται από κοινού, μέσα σε Μία ταυτότητα, ως ανηρημένες· σύγχρονα, με το να ενεργούν έτσι, προϋποθέτουν τούτη την ίδια. Αυτή είναι το προσδιορισμένο περιεχόμενο, στο οποίο αναφέρεται, λοιπόν, μιέσω του εαυτού της η μωρφική διαμεσολάβηση σαν στον θετικό διαμεσολαβητικό όρο. Το περιεχόμενο είναι το ταυτόσημο στοιχείο αμφοτέρων [των όρων]· και εφόσον αυτοί είναι διαφοροποιημένοι, αλλά κάθε όρος μέσα στη διαφορά του είναι η αναφορά στο Άλλο, τούτο [το περιεχόμενο]^' αποτελεί το υφίστασθαι αυτών των ίδιων, το υφίστασθαι ενός εκάστου ως το ίδιο το όλο. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μέσα στο προσδιορισμένο θεμέλιο είναι παρόν τούτο: πρώτον, ένα προσδιορισμένο περιεχόμενο εξετάζεται από δύο πλευρές, τη μια φορά στο μέτρο που αυτό είναι τεθειμένο ως θεμέλιο, την άλλη ως θεμελιωμένο. Το ίδιο το περιεχόμενο είναι αδιάφορο απέναντι σε τούτη τη μορφή· αυτό είναι και στα δύο εν γένει Ένας προσδιορισμός μόνο. Λεύτε-
50. Αυτή η διαμεσολάβηση χαρακτηρίζεται για τη διαφοροποίηση της από τη διαμεσολάβηση του περιεχομένου που γνωρίσαμε πιο πάνω. Ανήκει στη σχέση της μορφής να είναι ο κάθε όρος ό,τι είναι μέσω του άλλου και να έρχεται στην αυθυπόσταση μόνο όταν προϋποτίθεται από το άλλο. Μπορούμε, λοιπόν, να μιλάμε για μια αρνητική διαμεσολάβηση του θεμέλιου και του θεμελιωμένου που αντιτίθεται στη θετική εκείνη του περιεχομένου. 51. Το περιεχόμενο είναι η ταυτότητα με τον εαυτό της στην αμεσότητα της · η δε αυθυπόσταση είναι το ίδιο το όλο με την έννοια ότι συνιστά το στοιχείο, μέσα στο οποίο ταυτίζοντοα οι δύο όροι.
187.
ρον, το tSw το θεμΐ£λ(ο είναι τόσο πολύ στοιχείο της μορφής όσο εκείνο που είναι τεθειμένο απ' αυτό [το θεμέλιο]· αυτό είναι η ταυτότϊ;τά τους ως προς τη μορφή- Είναι αδιάφορο [να προσδιορίσουμε] ποιος από τους δύο όρους γίνεται ο πρώτος, από τον οποίο ως το τεθειμένο-Είναι μεταβαίνει κανείς στον άλλο ως το θεμέλιο, ή από τον οποίο ως το θεμέλιο μεταβαίνει κανείς στον άλλο ως το τεθειμένο-Είναι. Το θεμελιωμένο, εξεταζόμενο διεαυτό. είναι η αναίρεση του ίδιου του εαυτού του* έτσι αυτό από τη μια γίνεται τεθειμιένο-Είναι και ταυτόχρονα είναι αυτό που θέτει το θεμέλιο. Αυτή η ίδια η κίνηση είναι το θεμέλιο ως τέτοιο, τούτο γίνεται κάτι το τεθειμένο, κατ' αυτό τον τρόπο γίνεται θεμέλιο κάποιου, δηλ. μέσα σε τούτη την κίνηση το θεμέλιο είναι παρόν τόσο ως τεθειμένο όσο και εν πρώτοις ως θεμιέλιο. Το τεθειμένο είναι το θεμέλιο, επειδή υπάρχει ένα θεμέλιο, και αντίστροφα το θεμέλιο, κατά λογική συνέπεια, είναι κάτι το τεθειμιένο. Η διαμεσολάβηση ξεκινά εξίσου καλά από το ένα όσο και από το άλλο, κάθε πλευρά είναι όχι λιγότερο θεμιέλιο ως κάτι το τεθειμένο, και καθεμιά είναι η διαμεσολάβηση ή η μ^ρφή στην ολότητά της. - Τούτη η μορφή ως όλο είναι ακόμη η ίδια, ως το ταυτόσημο με τον εαυτό του, η Saar] των προσδιορισμών, οι οποίοι είναι οι δύο πλευρές του θεμέλιου και του θεμLελιωμivoυ, [και] έτσι μορφή και περιεχόμενο είναι τα ίδια η μία και η αυτή ταυτότητα^-. Εξαιτίας της ταυτότητας τούτης του θεμέλιου και του θεμελιωμένου, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη μορφή, το θεμέλιο είναι εκαψχές (ο επαρκής χαρακτήρας του περιορισμένος σ' αυτή τη σχέση)· δεν υπάρχει τίποτα μέσα στο θεμέλιο, το οποίο να μην είναι μέσα στο θεμελιωμένο, όπως και όεν υπάρχει τίποτα μέσα στο θεμε)^ωμένο, το οποίο να μψ είναι 52. Η μορφή ως όλο δεν είναι μόνο αυτή που Γνέχει τη δΜχφορά, όπως είδαμε πνο πανω. α ^ και αυτή που κυοφορεί μέσα της την ταυτότητα μέσα από την αναίρεση της διαφοράς. Γι' αυτό το λόγο και δεν έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο.
188.
μέσα στο θεμέλιο. Όταν ρωτάμε για ένα θεμέλιο, θέλουμε να δούμε τον ίδιον προσδιορισμό, που είναι το περιεχόμενο, κατά τρόπο διπλό, τη μια φορά με τη μορφή του τεθειμένου, την άλλη με τη μορφή του ανασκοττημένου εντός εαυτού προσδιορισμένουΕίναι, με τη μορφή της ουσιαστικότητας. Εφόσον τώρα, μέσα στο προσδιορισμένο θεμέλιο, θεμέλιο και θεμελιωμένο είναι αμφότερα ολόκληρη η μορφή, και το περιεχόμενό τους, αν και προσδιορισμένο, είναι ένα και το αυτό, αυτό σημαίνει ότι το θεμέλιο στις δύο πλευρές του δεν είναι ακόμα ρεαλιστικά προσδιορισμένο, ότι αυτές δεν έχουν διαφορετικό περιεχόμενο· η προσδιοριστικότητα είναι μόνο απλή προσδιοριστικότητα, δεν έχει ακόμη μεταβεί στις πλευρές· ό,τι είναι παρόν είναι μόνο το προσδιορισμένο θεμέλιο μέσα στην καθαρή μορφή του, το μορφικό θεμέλκ^'^. - Επειδή το περιεχόμενο είναι μόνο αυτή η απλή προσδιοριστικότητα, η οποία δεν έχει μέσα της τη μορφή της θεμελιακής-σχέσης, γι' αυτό τούτη [η προσδιοριστικότητα] είναι το ταυτόσημο με τον εαυτό του περιεχόμενο, αδιάφορο προς τη μορφή, η οποία είναι εξωτερική σ' αυτό· το περιεχόμενο είναι ένα άλλο από τη μιορφή. Παρατηρηση Εάν η σκέψη σχετικά με προσδιορισμένα θεμέλια εμμένει σε εκείνη τη μορφή του θεμέλιου, η οποία προέκυψε εδώ, τότε ο ορισμός ενός θεμέλιου καταντά ένας σκέτος φορμαλισμός και κενή ταυτολογία, η οποία εκφράζει μέσα στη μορφή της ανασκόπησης εντός εαυτού, μέσα στη μορφή της ουσιαστικότητας, το ίδιο περιεχόμενο που είναι παρόν μέσα στη μορφή του άμεσου
53. Η καθαρή μορφή του προσ&ορκτμιένου θεμέλιου συνίσταται στο ό-π το θεμέλιο δεν γνωρίζκ τη διαφορά του περιεχομένου και απ' αυτή την πλευρά δεν έχει περαβα ακόμα στη ρεαλιστική του προσδιοριστικότητα, σύμφωνα με την οποία έρχεται να υποστεί διαφοροποίηση του περιεχομένου.
189.
προσδιορισμένου-Είναι, που εξετάστηκε ως τεθειμένο. Γι' αυτό, έν.ει να είναι θεμέλιο" η σχέση της γης και του ήλιου ως προς την κίνηση είναι η ταυτόσημη βάση του θεμέλιου και του θεμελιωμένου. - Εάν μια κρυσταλλική μορφή εξηγείται από το γεγονός ότι αυτή έχει την αιτία [= το θεμέλιό] της μέσα στην ειδική διάταξη, την οποία σχηματίζουν τα μόρια προς άλληλα, τότε η υπάρχουσα κρυσταλλική μορφή είναι η ίδια τούτη η διάταξη, η οποία εκφράζεται ως θεμέλιο. Μέσα στην καθημερινή ζωη, αυτές οι αιτιολογίες, οι οποίες είναι το προνόμιο των επιστημών, λογίζονται ως τέτοιες που είναι, ως μια ταυτολογική, κενη φλυαρία. Εάν στην ερώτηση γιατί αυτός ο άνθρωπος αναχωρεί για την πόλη, απαντήσει κανείς πως ο λόγος [= το θεμέΛες στο παρόν έργο σ. 104. y;). Ο Χέγκελ ασκεί κριτική στις επιστήμες, οι οποίες κατά τον ορισμό των θεμε>αων oe; μπορούν να υπερβούν την κενή ταυτολογία, γιατί ακολουθούν ένα εντελώς («.ρφικό τρόπο που δεν γνωρίζει να θέτει τη ρεαλιστική διαφορά μέσα στη θεμελιώοτ σχέση.
190.
λιο] είναι ότι στην πόλη βρίσκεται μια δύναμη έλξης η οποία τον ωθεί προς τα εκεί, τότε αυτό το είδος της απάντησης, το οποίο οι επιστήμες επιδοκιμάζουν, περνάει για σαχλό. Ο Leibniz κατηγορούσε τη Νευτώνεια δύναμη έλξης πως αυτή είναι η ίδια εκείνη κρυμμένη ποιότητα, την οποία χρησιμοποιούσαν οι Σχολαστικοί προς όφελος της εξήγησης. Θάπρεπε μάλλον το αντίθετο να προσάψουμε ως μομφή σε αυτή, δηλ. ότι αυτή είναι μια πολύ γνωστή ποιότητα· διότι αυτή έχει ένα άλλο περιεχόμενο από ό,τι το ίδιο το φαινόμ^ο. - Αυτό που υποδεικνύει [= επιβάλλει] τούτο τον τρόπο εξήγησης είναι ακριβώς η μεγάλη του σαφήνεια και ευληπτότητα· γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο σαφές και εύληπτο από το ότι, για παράδειγμα, ένα φυτό έχει το θεμέλιό του μέσα σε μια φυτική, δηλ. παράγουσα φυτά δύναμη. Αυτή θα μπορούσε να ονομαστεί μια απόκρυφη ποιότητα μόνο με την έννοια ότι το θεμέλιο οφείλει να έχει ένα άλλο περιεχόμενο από εκείνο το πράγμα που χρειάζεται εξήγηση· ένα τέτοιο περιεχόμενο δεν είναι δεδομένο· στο βαθμό που το είδος του απαιτούμενου θεμιέλιου δεν είναι δεδομιένο, εκείνη η δύναμη που χρησιμοποιούμε για το εξηγείν είναι αναμφίβολα ένα κρυμμένο θεμιελιο. Κάποιο πράγμωι δεν εξηγείται δΓ αυτού του φορμαλισμού περισσότερο απ' ό,τι γνωρίζεται η φύση ενός φυτού, όταν εγώ λέγω ότι αυτό είναι ένα φυτό, ή ότι αυτό έχει το θεμιέλιό του σε μια δύναμη που παράγει φυτά· τούτη η πρόταση [= ανάλυση] συνεπώς, παρ' όλη τη σαφήνειά της, μπορεί να ονομασθεί ένας πολύ χποκρυφος τρόπος εξήγησης^®. Ως προς την μορφή, δεύτερον, μέσα σε τούτο τον τρόπο εξήγησης συναπαντώνται οι δύο αντί-θετες κατευθύνσεις της θεμελιακης-ίχναφοράς, χωρίς να είναι εγνωσμένες μέσα στην προσδιορισμένη τους σχέση. Το θεμέλιο είναι αφενός θεμέλιο ως ο α-
56. Η όλη συζήτηση, που ανοίγει εδώ ο Χέγκελ, δεν αφορά « ζητήματα τηί φυσικής νομοτέλειας και αιτιοκρατίας, αλλά στην έρευνα του θεμέλιου ως λογικής κατηγορίας.
191.
νασκοττημένος εντός εαυτού προσδοορισμός-περιεχομένου του προσδιορισμένου-Είναι, το οποίο αυτό [το θεμέλιο] θεμελιώνει.· αφετέρου αυτό είναι το τεθειμένο. Το θεμέλιο είναι εκείνο από το οποίο ξεκινώντας πρέπει να κατανοείται το προσδιορισμενο-Ειναι· αλλά αντίστροφα, το θεμέλιο συνάγεται συλλογιστικά από το προσδιορισμένο-Είναι, και ξεκινά κανείς από το τελευταίο για να κατανοήσει το πρώτο. Η κύρια επιχείρηση αυτής της ανασκόπησης συνίσταται δηλ. στο να βρίσκει τα θεμέλια εκκινώντας από το προσδιορισμιένο-Είναι, να μιετατρέπει δηλ. το άμιεσο προσδιορισμένο-Είναι στη μορφή του ανασκοπημένου-Είναί" το θεμιέλιο, συνεπώς, αντί να είναι καθεαυτό και δίεαυτό και αυθύπαρκτο, είναι μάλλον το τεθειμένο και παράγωγο. Τώρα, επειδή αυτό μέσα από τούτη τη διαδικασία συμιμορφώνεται προς [= παράγεται από] το φαινόμενο και οι προσδιορισμοί του στηρίζονται στο φαινόμιενο, τότε προφανώς το τελευταίο τούτο εκπηγάζει εντελώς ομαλά και με ευνοϊκό άνεμιο από το θεμέλιό του. Αλλά, κατ' αυτό τον τρόπο, η γνώση δεν έχει προχωρήσει ούτε ένα βήμα" περιπλανιέται μέσα σε μια διαφορά της μορφής, την οποία [διαφορά] η ίδια τούτη διαδικασία την αντιστρέφει και την αναιρεί. Μία από τις κύριες δυσκολίες, επομιένως, για να ριχτούμιε στη μελέτη των επιστημών, όπου τούτη η διαδικασία είναι κυρίαρχη, βρίσκεται σε [= προκύπτει από] τούτο τον παραλογισμιό της θέσης, [η οποία συνίσταται] στο να προτάσσει ως θεμέλιο ο,τι στην πράξη είναι παράγωγο και, προχωρώντας ως τις συνέπειες, να αναγνωρίζει πράγματι σ' αυτές το θεμέλιο μόνο εκείνων των θεμLελίωv που οφείλουν να είναι. Η έκθεση αρχίζει με τα θεμελια, τα οποία εκτίθενται στον αέρα ως οφχές και πρώτες έννοιες· αυτά είναι απλοί προσδιορισμοί που στερούντοιι κάθε αναγκαιότητας καθεαυτούς και διεαυτούς· ό,τι έπεται οφείλει να έχει το θεμέλιό του σε αυτά. Όποιος, λοιπόν, θέλει να διεισδύσει σε επιστήμες τέτοιου είδους, πρέπει να ξεκινήσει με το να εντυπώνει μέσα του εκείνα τα θεμέλια· μια δυσάρεστη δουλειά για τον Λόγο, επειδή τούτος οφείλει να δέχεται ως βάση κάτι που 192.
στερείται θεμέλιου. Πολύ πιο εύκολα φτάνει κανείς στην επιτυχία, όταν δέχεται τις αρχές, χωρίς πολλή περίσκεψη, ως δεδομένες και εφεξής τις χρησιμοποιεί ως θεμελιώδεις-κανόνες της διάνοιας του. Χωρίς τη μέθοδο τούτη δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε· ούτε μπορούμε χωρίς αυτή να προχωρήσουμε. Αλλά τούτο γίνεται τώρα δύσκολο από το γεγονός ότι αυτοί [οι κανόνες] καθιστούν έκδηλη την αντώθηση της μεθόδου, η οποία, μέσα σ' αυτό που έπεται, θέλει να καταδείξει το παράγωγο· αλλά τούτο στην πράξη περιέχει μόνο τα θεμέλια εκείνων των προϋποθέσεων^·^. Ακόμη, επειδή ό,τι έπεται δείχνεται ως το προσδιορισμένοΕίναι από το οποίο έχει παραχθεί το θεμέλιο, αυτή η σχέση, μέσα στην οποία ξετυλίγεται το φαινόμενο, δημιουργεί μαα δυσπιστία για την έκθεση του ίδιου [του φαινομένου]· γιατί η σχέση παρουσιάζεται όχι εκφρασμένη στην αμεσότητά της, αλλά ως στήριγμα του θεμέλιου. Αλλά, επειδή αυτό εδώ εκ νέου παράγεται από κείνο [το φαινόμενο], απαιτούμε" μάλλον να δούμε το τελευταίο τούτο στην αμεσότητά του, για να μπορούμε, εκκινώντας απ' αυτό, να κρίνουμε το θεμέλιο. Σε μια τέτοια έκθεση, συνεπώς, όπου το αυθεντικά θεμελιωμένο εμφανίζεται ως κάτι παράγωγο, δεν ξέρουμε τί μας γίνεται ούτε με το θεμέλιο ούτε με το φαινόμενο. Η αβεβαιότητα μεγαλώνει -ειδικά όταν η έκθεση δεν έχει μια αυστηρά λογική ακολουθία, αλλά είναι περισσότερο έντιμη- από το γεγονός ότι παντού φανερώνονται ίχνη και χαρακτηριστικά του φαινομένου, τα οποιΛ υποδηλώνουν κατι περισσότερο και συχνά κάτι εντελώς άλλο απο αυτό που απλώς
57. Σε ό,τι αφορά τη μέθοδο, με την οποία ερευνάται και εξηγείται η προέλευση του θεμέλιου ο Χέγκελ επικρίνει τη διαδικασία που αποδέχεται το θεμέλιο ή τα θεμέλια στ^ επιστήμες ως μια άμεση δεδομένη και στατυίή βάση και παραγνωρίζει την προέλευση εν γένει του θεμέλιου ή ακόμη αυτή την ίδια ως προϋπόθεση ολοποίησης του. Με άλλα λόγια δεν επιχειρείται η κατανόηση ή η εξήγηση της προέλε'^σης του θεμέλιου σύμφωνα με τη λογική της έννοιας του. Απεναντίας, ο Χέγκελ προκρίνει μια διαλεκτική προσέγγιση του θεμέλιου, η οποία ταυτίζεται με τη διαλεκτική μέθοδο του Πλάτωνα όπως εκτίθεται στην Πολιτεία ΣΤ 511 b-d.
193.
περιέχεται μέσα στις αρχές. Η (τύγχυση γίνεται εν τέλει ακόμα μεγαλύτερη, όταν προσδιορισμοί της σκέψης και απλώς υποθετικοί αναμιγνύονται με άμεσους προσδιορισμούς του ίδιου του φαινομένου, και οι πρώτοι είναι εκφρασμένοι σαν να ανήκαν στην άμεση εμπειρία. Έτσι μερικοί που έρχονται σ' αυτές τις επιστήμες με αγνή πίστη είναι της γνώμης ότι τα μόρια, τα κενά μεσοδιαστήματα, η φυγόκεντρος δύναμη, ο αιθέρας, η απομονωμένη ακτίνα φωτός, η ηλεκτρική, μuχγvητική ύλη και ακόμη πλήθος άλλων πραγμάτων τέτοιου είδους είναι πράγματα ή σχέσεις, τα οποία, έτσι που μιλά κανείς γι' αυτά σαν να είχαν μια άμεση ύπαρξη, είναι πράγματι παρόντα μζσίχ στην αντίληψη. Αυτά χρησιμεύουν ως πρώτα θεμέλια για κάτι άλλο, διατυπώνονται ως πραγματικότητες και τα μι^ταχειριζόμαστε μιε εμπιστοσύνη· καλόπιστα τα αφήνουμιε να ισχύουν ως τέτοια, προτού καταλάβουμε ότι αυτά είναι μιάλλον προσδιορισμοί που έχουν συναχθεί συλλογιστικά από εκείνο, το οποίο αυτά οφείλουν να θεμελιώνουν, υποθέσεις και πλάσμωιτα παραχθέντα από μια μη-κριτική σκέψη. Στην πράξη βρισκόμιαστε [άσα σε ένα είδος μαγικού κύκλου, όπου όροι του προσδιορισμένου-Είναι και όροι της α\ασχ6πησης, θεμέλιο και θεμιελιωμιένο, φαινόμενα και φαντάσμιατα θρασσομανούν μέσα σε μια αξεδιάλεκτη συντροφιά και απολαμβάνουν ίδιο κύρος το ένα μιε το άλλο. Μαζί με τη μορφική δουλειά αυτού του τρόπου εξήγησης που στηρίζεται σε θεμέλια ακούμε συγχρόνως να επαναλαμβάνεται -παρ' όλη την εξήγηση που βασίζεται στις καλά-γνωστές δυνάμεις και ύλες- ότι εμείς Sev γνωρίζουμε την εσωτερική ουσία αυτών τούτων των δυνάμεων και υλών. Αυτό που μπορούμε να δούμε εδώ είναι μόνο η ομολογία ότι αυτό το θεμιελιώνειν [= το θέτειν θεμέλια (Begründen)] το ίδιο είναι εντελώς ανεπαρκες· οτι απαιτείται κάτι εντελώς διαφορετικό από τέτοιου είδους θεμέλια. Μόνο που τότε δεν μπορούμε να καταλάβουμε γιατί γίνεται επιτέλους αυτός ο κόπος με τούτο το εξηγείν, γιατί δεν αναζητούμε το άλλο, ή τουλάχιστον γιατί δεν παραβλέπουμε ε194.
κείνο το εξηγείν και να αφήσουμε τα ίδια τα γεγονότα να μιλήσουν. b. Το ρεαλιστικό θεμέλιο Η προσδιοριστικότητα του θεμέλιου, όπως είδαμε, είναι αφε^ νός προσδιοριστικότητα της βάσης ή προσδιορισμός-περιεχομένου, αφετέρου το ετέρως-Είναι μέσα στην ίδια τη θεμελκχκη-αναφορά, δηλ. το διαφοροποιείσθαι του περιεχομένου της και τής μορφής· η σχέση θεμέλιου και θεμελιωμένου καταλήγει να είναι μια εξωτερική μορφή στο περιεχόμενο, το οποίο είναι αδιάφορο για αυτούς τους όρους. Αλλά στην πράξη αμφότεροι οι όροι δεν είναι εξωτερικοί ο ένας στον άλλο· διότι το περιεχόμενο συνίσταται στο να είναι η ταυτόηητα του θεμελίου μζ τον εαυτό του μέσα στο θεμελιωμένο, και του θεμελιωμένου μέσα στο θεμέλιο. H πλευρά του θεμέλιου δείχθηκε ότι είναι η ίδια ένα τεθειμένο, και η πλευρά του θεμελιωμένου το ίδιο το θεμέλιο· η καθεμιά είναι από την σκοπιά του εαυτού της ετούτη η ταυτότητα του όλου. Αλλά επειδή αμφότερες ανήκουν συγχρόνως στη μορφή και συγκροτούν το δικό της προσδιορισμένο διαφοροποιείσθαι, γι' αυτό η καθεμιά είναι μέσα στην προσδιοριστικότητα της η ταυτότητα του όλου με τον εαυτό του. Η καθεμιά έτσι έχει ένα διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με την άλλη^·^. - Ή, αν εξετάσουμε τα πράγματα από την πλευρά του περιεχομένου, επειδή τούτο είναι
58. Εφόσον περιεχόμενο και μορφή δεν είναι πλέον αδιάφορα, το περιεχόμενο δεν μπορεί να είναι εκείνη η άμεση ταυτότητα με τον εαυτό της που δεν προσδιορίζεται από τη διαφορετικότητα της μορφής. Ως εκ τούτου, θεμέλιο και Οεμελίίϋμένο, επαδή διαφοροποιούνται ως προς τη μορφή, πρέπει να διαφοροποιούνται και ως προς το περιεχόμενο. Η διαφορά των όρων μέσω του περιεχομένου τους παραπέμπει στον προσδιορισμό, σύμφωνα με τον οποίο αυτοί οι όροι είναι μερικές ολότητες που ανάγουν την προσδιοριστικότητα τους στη μορφή ως την ολική έκφραση της δίκης τους ουσιαστικότητας.
195.
η ταυτότητα με τον εαυτό ως ταυτότητα της Θεμελιαχτηζ-αναφοράς, [β>^πουμε ότι] αυτό έχει μέσα του ουσιαστικά τούτη την μορφική-διαφορά και είναι, ως θεμέλιο, ένα άλλο απ' ό,τι αυτό είναι ως θεμιελιωμιένο. Εφόσον τώρα θεμέλιο και θεμελιωμένο έχουν ένα διαφορετικό περιεχόμενο, η θεμελιακή-αναφορά έπαψε να είναι μορφική· η επανάκαμψη στο θεμέλιο και η ανάδυση απ' αυτό του τεθειμένου δεν είναι πλέον ταυτολογία" το θεμέλιο είναι ρεαλιστικά όταν ρωτάμε για ένα θεμέλιο, απαιτούμε πραγματικά το περιεχόμενο του θεμέλιου να είναι ένας άλλος προσδιορισμός από ό,τι είναι τούτος, για το θεμέλιο του οποίου ρωτάμε. Αυτός ο σχετισμός προσδιορίζεται τώρα περαιτέρω. Στο βαθμό δηλ. που οι δύο πλευρές της έχουν διαφορετικό περιεχόμενο. αυτές είναι αδιάφορες η μια προς την άλλη· καθεμιά είναι ένας άμεσος, ταυτός με τον εαυτό του προσδιορισμός. Επί πλέον, στον αλληλοσχετισμό τους ως θεμέλιο και θεμελιωμένο, το θεμέλιο. με το να είναι ανασκοπημένο μέσα. στο Άλλο σαν μέσα στο τεθειμένο-Είναι του, είναι ανασκοττημένο εντός εαυτού· το περιεχόμιενο λοιπόν, που έχει η πλευρά του θεμέλιου, είναι ομοίως μεσα στο θεμελιωμένο- τούτο, καθότι τεθειμένο, έχει μόνο στο θεμέλιο την ταυτότητά του μ^ τον εαυτό και την αυθυπόστασή του. Αλλά έξω από τούτο το περιεχόμενο του θεμέλιου, το θεμελιωμένο επίσης έχει εφεξής το δικό του ιδιαίτερο περιεχόμενο και είναι έτσι η ενότητα ενός SmXou περιεχομένου. Τούτη εδώ τώρα, ως ενότητα διαφοροποιημένων όρων, είναι πράγματι η αρνητική τους ενότητα, αλλά επειδή οι προσδιορισμοί-περιεχομένου είναι αμοιβαία αδιάφοροι, η ενότητα είναι μόνο ο κεπ ρ α γ μ α τ ω μ έ ν ο ^ ^
.J9 η διαφορετικότητα του περιεχομένου συνεπάγεται και αναίρεση της μορφικής αδιαφορίας της θεμελιακής σχέσης, ϊ π ' αυτή την έννοια, εκείνη η διαφορετικότητα είναι τεθεπλέντ, μέσα στο ίδιο το θεμέλιο και είναι τεθειμένη από τη μορφική διαφορά. Μεσω εκείντις της διαφορετικότητας φαίνεται ότι το θεμέλιο έχει έλθει σε ρεαλιστική 'Ιιπαρξτ,.
196.
νός σχετισμός τους, που καθεαυτόν [= εσωτερικά] στερείται περιεχομένουβο· δεν είναι η διαμεσολάβησή τους· είναι ένα Εν ή Κάτι εννοημιένο ως εξωτερική σύνδεση αυτών. Ό,τι, λοιπόν, είναι παρόν μέσα στη ρεαλιστικά υπαρκτή αναφορά-θεμέλιου έχει διπλό χαρακτήρα: πρώτον, ο προσδιορισμόςπεριεχομένου, ο οποίος είναι θεμέλιο, βρίσκεται, μέσα στο τεθειμένο-Είναι, σε συνέχεια με τον εαυτό του, έτσι που να αποτελεί το απλά ταυτόσημο στοιχείο του θεμέλιου και του θεμελιωμένου· το θεμελιωμένο, κατά ταύτα, περιέχει πλήρως μέσα του το θεμέλιο· ο σχετισμός τους είναι ένα αδιαφοροποίητο ουσιώδες συμπαγές. Επομένως, ό,τι μέσα στο θεμελιωμένο προστίθεται ακόμη σε τούτη την απλή ουσία, είναι μόνο μια επουσιώδης μορφή, εξωτερικοί όροι-περιεχομιένου, οι οποίοι ως τέτοιοι είναι ελεύθεροι από το θεμέλιο και είναι μια άμεση πολλαπλότητα. Εκείνο το ουσιώδες, λοιπόν, δεν είναι το θεμέλιο αυτού του επουσιώδους, ούτε είναι θεμέλιο του αλληλοσχετίσμον αμφοτέρων μέσα στο θεμελιωμένο. Αυτό, το οποίο εγκατοικεί μέσα στο θεμελιωμένο, είναι ένα θετικά ταυτόσημο, αλλά εκεί μέσα δεν τίθεται σε καμιά μΛρφική-διαφορά, παρά είναι, ως αυτοσχετιζόμενο περιεχόμενο, αδιάφορη θετική βάση. Δεύτερον, αυτό που μέσα στο Κάτι συνδέεται με τούτη τη βάση είναι ένα αδιάφορο περιεχόμενο, αλλά ως η ουσιώδης πλευρά. Το κύριο ζήτημα είναι ο σχετισμός της βάσης και της επουσιώδους πολλαπλότητας. Αλλά τούτος ο σχετισμός, επειδή οι σχετιζόμενοι όροι είναι ένα αδιάφορο περιεχόμενο, δεν είναι επίσης θεμέλιο- ο ένας είναι βέβαια προσδιορισμένος ως ουσιώδες περιεχόμενο, ο άλλος μόνο ως επουσιώδες η τεθειμένο, αλλά ως αυτο-σχετιζόμενο περιεχόμενο τούτη η μορφή είναι εξωτερική σε αμφοτέρους τους όρους·^·. Το Εν του Κά60. Η ενότητα που χαρακτηρίζεται αρνητική, γιατί αίρει τη διαφορά ανάμεσα στους όρους, αποδεικνύεται κενή περιεχομένου, επειδή ot όροι που η ίδια φέρει σε ένωση δεν διαςκ)ροποιούνται ο ένας μέσω του άλλου. 61. Στο βαθμό που η θεμελιώδης σχέση δεν συ>»ιστά θεμέλιο της σχέσης ουσιώδους-επουσιώδους, γιατί είναι συμπτωματική και εξωτερική, το ουσιώδες και το t-
197.
π, που συγκροτεί το σχετισμό τους, δεν είναι συνεπώς μορφικός-σχετισμός, αλλά μόνο ένας εξωτερικός δεσμός, ο οποίος δεν περιέχει το επουσιώδες πολλαπλούν περιεχόμενο ως τεθειμένο' αυτό, λοιπόν, είναι μόνο SaoTj. Το θεμιέλιο έτσι, τέτοιο που προσδιορίζεται ως ρεαλιστικά υπαρκτό, αποσυντίθεται εξ αιτίας της διαφορετικότητας-περιεχομένου, η οποία συνιστά την ρεαλιστική του ύπαρξη, σε εξωτερικούς προσδιορισμούς. Οι δύο σχετισμοί, το ουσιώδες περιεχόμενο ως η απλή άμεστ] ταυτότητα του θεμέλιου και του θεμελιωμένου, και [Αετά το Κάτι ως ο σχετισμός του διαφοροποιημένου περιεχομένου είναι δύο διαφορετικές βάσεις· η αυτο-ταυτή μορφή του θεμέλιου, δηλ. το ότι το ίδιο πράγμα τη μια φορά είναι ουσιώδες, την άλλη τεθειμένο, έχει εξαφανισθεί* η αναφορά-θεμέλιου έγινε λοιπόν εξωτερική στον εαυτό της. Τώρα, λοιπόν, υπάρχει ένα εξωτερικό θεμιέλιο, το οποίο φέρει σε σύνδεση ένα διαφορετικό περιεχόμιενο και προσδιορίζει τούτο εδώ το οποίο είναι το θεμιέλιο και το οποίο είναι δι' αυτού τεθειμιένο' τούτος ο προσδιορισμός δεν κείται μέσα στο ίδιο το αμφίπλευρο περιεχόμενο. Ως εκ τούτου, το ρεαλιστικά υποιρκτό θεμέλιο είναι αναφορά σε άλλο, αφενός του περιεχομένου σε ένα άλ>Λ περιεχόμενο, αφετέρου της ίδιας της θεμελιακής-αναφοράς (της μορφής) σε ένα άλλο, δηλ. σε ένα άμεσο, σε κάτι που δεν έχει τεθεί απ' αυτήν''^.
που'ά:βηση, είναι ένα άλλο προς τον ίδιο του τον εαυτό προσδιορισμένο-Είναι και εντός εαυτού ποικίλο και εξωτερικό. Αυτό όμως δεν είναι μόνο προσδιορισμένο-Είνοιι, αλλά [είναι] σχετιζόμενο προς την ανηρημένη διαμεσολάβηση και ουσιώδη αμεσότητα· Στην περίπτωση τούτη, όπου η ύπαρξη μεταβαίνει (ττο πράγμα, δεν πρόκειται για ττ, μετάβαστι, όπως τη γνωρίσαμε ως πέρασμα από τον ένα όρο στον άλλο, αλ>Λ για μια &αρκή δ'ϋνατότητα της ύπαρξης να δρίσκει έκφραση στο πράγμα: οι ανασκοπικές προσδιοριστικότητες ως ι&ότητες του πράγματος και η αμεσότητα της '^πα^ξτ,ς ως προσδιορισμός του πράγματος διαφοροποιούνται μόνο υπό την έννοια ότι ερμηνεύονται, όταν εξωτερικεύονται, ως εσωτερική διαφοροποίηση της ύπαρξης και του πράγματος καθεα'^τό [= της ουσίας],
236.
συνεπώς, είναι το προσδιορισμένο-Είναι (υς επουσιώδες, ως τεθειμένο-Είναι'3. - (Όταν το πράγμα είναι διαφοροποιημένο από την Ύπαρξή του, τότε αυτό είναι το ίυνατόν, το πράγμα της π^άστασης ή το πράγμα [= πλάσμα] της σκέψης, το οποίο ως τέτοιο δεν υποχρεούται να υπάρχει συγχρόνως. Ο προσδιορισμός της δυνατότητας και η αντίθεση του πράγματος προς την Ύπαρξη έρχεται ωστόσο αργότερα). - Αλλά το πράγμα-καθεαυτό και το διαμεσολαβημιένο του Είναι περιέχονται αμupότεpα μέσα στην Ύπαρξη και τα ίδια αυτά τα δύο είναι Τπάρξεις· το πράγμα-καθεαυτό υπάρχει και είναι η ουσιώδης Ύπαρξη του πράγματος, το διαμεσολαβημένο Είναι όμως είναι η επουσκΰδης Ύπαρξη του. Το πράγμα, καθεαυτό, καθόσον η απλή συντελεσμένη εντός εαυτού ανασκόττηση της Ύπαρξης, δεν είναι το θεμέλιο του επουσιώδους προσδιορισμένου-Είναί" αυτό είναι η ακίνητη, απροσδιόριστη ενότητα, ακριβώς επειδή έχει το χαρακτηριστικό να είναι η ανηρημίνη διαμεσολάβηση, και ως εκ τούτου μόνο η ζάίτη αυτού του ίδιου [του προσδιορισμένου-Είναι]. Γι' αυτό το λόγο πέφτει επίσης έξω από το πράγμα-καθεαυτό η ανασκόπηστ: που λαμβάνεται ως ένα αυτοδιαμεσολαβούμενο μιέσω άλλου προσδιορισμένο-Είναι. Αυτό [το πράγμα καθεαυτό] δεν υποχρεούται να έχει προς τη μεριά του καμιά προσδιορισμένη πολλαπλότητα· και γι' αυτό προσλαμβάνει το πρώτον τούτη-εδώ μόνο, όταν έρχεται σε σχέση με τψ εξωτερική ανασκόπηση· όμως αυτό μένει αδιάφορο απέναντι στην τελευταία. (Το πράγμα-καθεαυτό έχει χρώμα μιόνο, όταν έρχεται σε σχέση με το μάτι, οσμή [όταν έρχεται σε σχέση] με τη μύτη κ.λπ.). Η διαφορετικότητά του είναι οι ε13. Εδώ δεν αντιπαρατίθεται το πράγμα σαν δυνατότητα προς τον εαυτό του κ ύπαρξη, αλλά πρόκειται για την ανασχοπική κίνηση αυτού του ίδιου, γιατί μια αντίθετη σύλληψη δεν θα υπερέβαινε το Καντιανό νοούμενο, «το οποίο συνδέεται αναπόφευκτα με τον περιορισμό της αισθητικότητας μας, αν δηλ. είναι δυνατόν να υπάρχουν αντικείμενα εντελώς αδέσμευτα από κάθε τέτοιο είδος εποπτείας» Kant Kr.d.r.V. Β 344.
237.
πόψεις που λαμβάνει ένα άλλο, οι καθορισμένες σχέσεις, που συνάπτει τούτο [το άλλο] με το πράγμα-καθεαυτό και οι οποίες δεν είναι οι ιδιαίτεροι προσδιορισμοί του τελευταίου'^. 2. Αυτό το άλλο είναι τώρα η ανασκόπηση, η οποία, προσδιορισμένη ως εξωτερική, είναι, κατά πρώτον, εξωτερική προς τον iSto τον εαυτό τηζ και [είναι] η προσδιορισμένη πολλαπλότητα. Κατά δεύτερον, αυτή είναι εξωτερική ως προς το ουσιαστικά Γπάρχον και αναφέρεται σ' αυτό σαν στην απόλυτη προϋπόθεση της. Αλλά τα δύο τούτα στάδια της εξωτερικής ανασκόπησης, η ιδιαίτερη αυτής πολλαπλότητα και η αναφορά της στο πράγμα-καθεαυτό, που είναι σ' αυτήν άλλο, είναι ένα και το αυτό. Γιατί τούτη η ύπαρξη είναι μόνο εξωτερική, κατά το μιέτρο που αναφέρεται στην ουσιώδη ταυτότητα σαν σε ένα Άλλο. Η πολλαπλότητα δεν έχει, συνεπώς, ένα ξεχωριστό αυθύπαρκτο υφίστασθαι στο επέκεινα του πράγμιατος-καθεαυτό, αλλά είναι μόνο ως εμφάνεια ως προς το τελευταίο, μέσα στην αναγκαία της αναφορά σε τούτο [είναι] ως αντανάκλαση που υφίσταται διάθλαση σ' αυτό. Η διαφορετικότητα είναι, λοιπόν, παρούσα ως η αναφορά ενός άλλου στο πράγμα-καθεαυτό" τούτο όμιως το άλλο δεν είναι κάτι που υφίσταται για τον εαυτό του, αλλά είναι μόνο ως αναφορά στο πράγμα-καθεαυτό" αλλά ταυτόχρονα δεν είναι παρά ως αυτό που απωθείται από το τελευταίο· αυτό είναι έτσι η χωρίς στήριγμα αντώθηση του εαυτού του μέσα στον εαυτό του. Στο πράγμα-καθεαυτό, συνεπώς, επειδή αυτό είναι η ουσιώδης ταυτότητα της Ύπαρξης, δεν φτάνει τώρα η στερημένη ουσίας ανασκόπηση, αλλά τούτη-εδώ καταβυθίζεται [= καταρρέει] εντός εαυτού, όντας εξωτερική προς εκείνο. Αυτή πέφτει στο βάραθρο [= μεταβαίνει στο θεμέλιο] και η ίδια γίνεται έτσι ουσιώδης ταυτότητα ή πράγμα-καθεαυτό. - Όλα αυτά μπορούν ε14. Οι ζέσεις αυ-χς δεν ανήκουν στην προσδιοριστιχότητά του, αλλά δεν παύουν να αναπτ-^τσονται στη σύνολη σφαίρα όπου κινείται το πράγμιβ.
238.
πίσης να ιδωθούν ως εξής: η στερημένη ουσίας Ύπαρξη έχει στο πράι^-καθεαυτό την ανασκότιησή της εντός εαυτού" αυτή αναφέρεται κατ' αρχήν σ' αυτό σαν στο Άλλο της- αλλά ως το αλλο σε σχέση με αυτό που είναι καθεαυτήν, ετούτη είναι μόνο η πράξη αναίρεσης του εαυτου της και η διαδικασία που οδηγεί στο καθεαυτό-Είναι. Το πράγμα-καθεαυτό είναι έτσι ταυτό με την εξωτερική Ύπαρξη. Αυτό παρουσιάζεται στο πράγμα-καθεαυτό ως εξής. Το πράγμα-καθεαυτό είναι η ουσώδης Ύπαρξη που αναφέρεται στον εαυτό της· αυτό είναι η ταυτότητα μιε τον εαυτό μιόνο στο βαθμό που περιέχει την αρνητικότητα της ανασκόπησης εντός εαυτού' έτσι, εκείνο που εμφανιζόταν ως μια Ύπαρξη εξωτερική σ' αυτό. είναι ένα στάδιο στο εσωτερικό αυτού του ίδιου. Το πράγμα, κατά ταύτα, είναι επίσης ένα αυτο-απωθούμενο πράγμα-καθεαυτό. το οποίο συμπεριφέρεται έτσι προς τον εαυτό του σαν προς ένα Άλλο. Γι αυτό, τώρα είναι παρούσα μια πολλότητα πραγμάτωνκαθεαυτά, τα οποία λαμβάνουν χώρα το ένα μιε το άλλο μέσα στη σχέση της εξωτερικής ανασκόπησης. Αυτή η επουσιώδης Ύπαρξη είναι η σχέση τους προς άλληλα σαν προς άλλα* αλλά η ίδια τούτη [η Ύπαρξη] είναι επί πλέον σ' αυτά ουσιώδης, - ή αυτή η επουσιώδης Ύπαρξη, με το να καταβυθίζεται [= καταρρέει] εντός εαυτού, είναι πράγμια-καθεαυτό, αλλά ένα άλλο από ό,τι εκείνο το πρώτο' γιατί εκείνο το πρώτο είναι άμιεση ουσιαστικότητα, ενώ τούτο-εδώ είναι το εχπορευόμενο από την επουσιώδη Ύπαρξη. Αλλά αυτό το άλλο πράγμα-καθεαυτό δεν είναι παρά ένα άλλο εν γένει· διότι, όντας πράγμα αυτο-ταυτό δεν έχει καμιά άλλη προσδιοριστικότητα σε σχέση με το πρώτο· αυτό είναι η ανασκ07α]ση εντός εαυτού της επουσιώδους Ύπαρξης όπως το πρώτο. Η προσδιοριστικότητα έναντι αλλήλων των διαφορετικών πραγμάτων-καθεαυτά πέφτει, κατά συνέπεια, στην εξωτερική ανασκόττηση. 3. Ετούτη η εξωτερική ανασκόπηση είναι εφεξής μια σχέση του ενός προς το άλλο των πραγμάτων-καθεαυτά, η αψΜ&χία 239.
τους διαμεσολάβηση ως άλλων. Τα πράγματα-καθεαυτά είναι έτσι οι ακραίοι όροι ενός συλλογισμού, τον μέσο όρο του οποίου συνιστά η εξωτερική τους Ύπαρξη· η Ύπαρξη, δια της οποίας αυτά είναι άλλα το ένα για το άλλο και διαφοροποιημένα. Ετούτη η διαφορά τους εμπίπτει μόνο μ^σα στο σχετισμό τουζ' αυτα στέλλουν, για να το πούμε έτσι, μόνο από την επιφάνειά τους προσδιορισμούς μέσα στο σχετισμό, προς τον οποίο παραμένουν αδιάφορα ως απόλυτα ανασκοπημένα εντός εαυτού'^. - Αυτή η σχέση τώρα αποτελεί την ολότητα της Ύπαρξης. Το πράγμακαθεαυτό βρίσκεται να σχετίζεται με μια εξωτερική σε αυτό ανασκόπηση, εντός της οποίας έχει ποικίλους προσδιορισμούς· αυτό είναι η απώθηση του εαυτού του από τον εαυτό του μιεσα σε ένα άλλο πράγμα-καθεαυτό· τούτη η απώθηση είναι η αντώΟηση του εαυτού του εντός του εαυτού του, εφόσον το καθένα είναι μόνο ένα Άλλο που αντανακλάται έξω από το Άλλο· αυτό έχει το τεθειμένο-Είναι του όχι σ' αυτό το ίδιο, αλλά σε ένα Ά>λο. είναι προσδιορισμένο μόνο μέσα από την προδιοριστικότητα του Άλλου. Αλλά αμφότερα τα πράγματα-καθεαυτά, επειδή έτσι δεν έχουν στους κόλπους τους τη διαφορετικότητα, παρά μόνο το καθένα [την έχει] στο άλλο, αυτά δεν είναι διαφοροποιημένα· το πράγμα-καθεαυτό. εφόσον οφείλει να συνάπτει σχέση με τον άλλο ακραίο όρο σαν με ένα άλλο πράγμα-καθεαυτό, συνάπτει σχέση με ένα πράγμα μη-διαφοροποιημένο από τούτο, και η εξωτερική ανασκόπηση, η οποία όφειλε να συνιστά το διαμεσολαβητικό σχετισμό ανάμεσα στους ακραίους όρους, είναι μόνο μια σχέση του πράγματος-καθεαυτό προς τον εαυτό του ή κατ' ουσίαν η ανασκόπησή.του εντός εαυτού· αυτή [η εξωτερική ανασκόπηση] είναι έτσι καθεαυτήν ούσα προσδιοριστικότητα,
Ii). Η ΟΜςκ,ρά. !T'Jveπώς. ανάμεσα στα πράγματα καθεαυτά δεν είναι εμμενής διαφορά α'Jτωv, αλλά εμπίπτει στην αμοιβαία τους σχέση μέσα στο στοιχείο του Είναι. Λυττ, η σχέση λοιπόν, στα πλαίσια του ενδιάμεσου όρου της εξωτερικής «νασκόττηΤΓ,ζ η ύπαρξης, είναι η ίδια η ανασκόπηση εντός εαυτού του πράγματος καθεαυτό.
240.
ή η προσδιοριστικότητα του πράγματος-καθεαυτό. Ετούτο-δω λοιπόν δεν έχει την προσδιοριστικότητα μέσα σε έναν -εξωτερικό προς αυτό- σχετισμ« με ένα άλλο πράγμα-καθεαυτό και [μέσα σε ένα σχετισμό] του άλλου με αυτό· η προσδιοριστικότητα δεν είναι μόνο μια επιφάνεια του πράγ^Λτος-καθεαυτό, αλλά είναι η ουσιώδης διαμεσολάβηση του εαυτού του με τον εαυτό του σαν με ένα άλλο. - Αμφότερα τα πράγματα-καθεαυτά, τα οποία οφείλουν να συγκροτούν τους ακραίους όρους του σχετισμού, εφόσον υποτίθεται ότι δεν έχουν καθεαυτά καμιά προσδιοριστικότητα έναντι αλλήλων, στην πράξη καταβυθίζονται σε ένα· δεν υπάρχει παρά Ένα πράγμα-καθεαυτό, το οποίο μέσα στην εξωτερική ανασκόττηση βρίσκεται σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό, και είναι η Stxij του αναφορά στον εαυτό του σαν σε ένα άλλο που συνιστά την προσδιοριστικότητά του. Αυτή η προσδιοριστικότητά του πράγματος-καθεαυτό είναι η ιΜτητα του πράγματος^^. b.
Η ιδιότητα Η ποιότητα είναι η άμεση προσδιοριστικότητά του Κάτι, το ίδιο το αρνητικό, δια του οποίου το Είναι είναι Κάτι. Έτσι η ιδιότητα του πράγματος είναι η αρνητικότητα της ανασκόπησης, δια της οποίας η Ύπαρξη εν γένει είναι ένα υπάρχον και, (ος απλή ταυτότητα με τον εαυτό, είναι πράγμα-καθεαυτό''. Αλλά η
16. Η ανασκότιηση, που φαινόταν να είναι εξωτεριχ(ευμ«ν)η στο πράγμα, έρχεται να αναδυθεί αχ; η χατ' εξοχήν προσδορκτηχότητά του και να εγκυρωβεί αχ; ι&όττ;τά του. 17. Ο Χέγκελ βλέπει την ι&ότητα του πράγματος να είναι εκείντ] η αρνητικότητα της ανασκόπησης, σύμφωνα με την οποία τα πράγματα αυτο-απΐι>9ούντβι το ένα από το άλλο. Ως εκ τούτου η ι&ότητα είναι αυτη που προσ&οριζβ το πράγμα να βναι καθεαυτό μόνο, όταν έρχεται στην ύπαρξη και ^χσκεται προς αυτή ίττη σχέση του υπάρχοντος κάτι.
241.
αρνητικότητα της ανασκόπησης, η ανηρημένη διαμεσολάβηση, η ίδια είναι ουσιαστικά διαμεσολάβηση και αναφορά, όχι σε ένα άλλο εν γένει, όπως η ποιότητα που λαμβάνεται ως η μη ανασκοπημένη προσδιοριστικότητα, αλλά αναφορά στον εαυτό σαν σε ένα Άλλο ή διαμεσολάβηση, η οποία άμεσα είναι όχί λιγότερο ταυτότητα με τον εαυτό. Το αφηρημένο πράγμα-καθεαυτό είναι το ίδιο τούτη η σχέση που επανέρχεται από το άλλο μέσα στον εαυτό της· αυτό είναι έτσι προσδιορισμένο αυτό καθεαυτό' αλλά η προδιοριστικότητά του είναι υφή, η οποία, ως τέτοια, η ίδια είναι προσδιορισμός και, ως σχέση προς άλλο, δεν μεταβαίνει μέσα στο άλλως-Είναι και είναι απαλλαγμένη από την μεταβολή^^. Ένα πράγμα έχει ιδιότητες- αυτές είναι, κατά πρώτον, οι καθορισμένες του αναφορές σε άλλο- η ιδιότητα είναι παρούσα μόνο ως ένας τρόπος της σχέσης προς ά λ λ η λ α α υ τ ή [η ιδιότητα] είναι, συνεπώς, η εξωτερική ανασκόπηση και η πλευρά του τεθειμένου-Είναι του πράγμιατος. Αλλά, δεύτερον, το πράγμα, μχσα σε τούτο το τεθειμένο-Είναι, είναι καθεαυτό" διατηρείται μέσα στην αναφορά προς άλλο" αυτό είναι αναμφίβολα τότε μόνο μια επιφάνεια, με την οποία η Ύπαρξη αφήνεται στο γίγνεσθαι του Είναι και στη μεταβολή· η ιδιότητα δεν χάνεται εδώ μέσα-ο. Ένα πράγμα έχει την ιδιότητα να πραγματοποιεί αυτό ή εκείνο μέσα στο άλλο και με ένα χαρακτηριστικό τρόπο να εξωτερικεύεται μέσα στην αναφορά του [σ' αυτό]. Αποδεικνύει αυτή 18. Η υφή δηλ. είναι ένοις προσδιορσμός της λογικής κίνησης και όχι μια επανεμφανιζόμενη αμεσότητα, η οποία προήλθε από μεταβολή και πρέπει εξίσου καλά να υποστεί μεταβολή. Ως τέτοια λοιπόν η υφή ταυτίζεται με την προσδιοριστικότητα του πράγματος και συνιστά εμμενή ίδιότητά του. 1!). Εναλλακτική μεταφραστική λύση: ως ένας τρόπος του y>a είιχχι σε σχέση το ένα με το ά/ΐο. Μια πρώτη προσέγγιση της ιδιότητας: Η ιδιότητα είναι αυτό που κάνει το πράγμα ν« αναφέρεται σε ό,τι το ίδιο είναι μέσα από τη σχέση του πρωτίστως προς το άλλο πράγμα. •20. Μια δεύτερη προσέγγιση της ιδιότητας: Η ιδιότητα δεν χάνεται μέσα στη σχέση του πράγματος προς άλλο πράγμα, δηλ. μέσα στην υφή, αλλά παραμένει ως η ταυτότητα του πράγματος με τον εαυτό του.
242.
την ιδιότητα μόνο υπό τον όρο ότι το άλλο πράγμα έχει μια αντίστοιχη υφή· (^γχρονα όμως η ιδιότητα είναι χαραχτηρίστιχ-η στο πρώτο πράγμα και είναι η αυτο-ταυτη του βάση· - γι' αυτό, τούτη η ανασκοπημένη ποιότητα ονομάζεται ιδιότητα. Μέσα εκεί το πράγμα μεταβαίνει σε μια εξωτερικότητα, αλλά η ιδιότητα διατηρείται. Το πράγμα, χάρη στις ιδιότητές του, γίνεται αιτία, και η αιτία έγκειται στο να διατηρείται ως αποτέλεσμα. Εν τούτοις, το πράγμια εδώ είναι, πρωτίστως, μόνο το ήρεμιο πράγμα των πολλών ιδιοτήτων δεν [είναι] ακόμα προσδιορισμένο ως πραγματική αιτία· αυτό κατ' αρχήν είναι μόνο η καθεαυτήν-ούσα ανασκόπηση, δεν είναι ακόμη η ίδια η ανασκόπηση που θέτει τους προσδιορισμούς του^'. Το πράγμα-καθεαυτό δεν είναι λοιπόν, όπως αποδείχθηκε, ουσιαστικά μόνο ένα τέτοιο πράγμα-καθεαυτό που οι ιδιότητές του να είναι τεθειμένο-Είναι μιας εξωτερικής ανασκόπησης- απεναντίας, αυτές είναι οι δικοί του ιδιαίτεροι προσδιορισμοί, δια των οποίων αυτό συμπεριφέρεται με ένα καθορισμιένο τρόπο· αυτό δεν είναι μια στερημένη προσδιορισμού βάση που βρίσκεται εκείθεν της εξωτερικευμένης του Ύπαρξης, αλλά είναι παρόν μέσα στις ιδιότητές του ως θεμιέλιο, δηλ. αυτό είναι η ταυτότητα με τον εαυτό μέσα στο τεθειμένο-Είναι του· - αλλά συνάμα [είναι παρόν] ως ευρισκόμενο κάτω από συνθήκες θεμέλιο· δηλ. το τεθειμένο -Είναι του είναι εξίσου μιια εξωτερικευμένη στον εαυτό ανασκότΐηση· αυτό είναι ανασκοπημένο εντός εαυτού και είναι καθεαυτό, μόνο στο βαθμό που είναι εξωτερικό. - Μέσω της Ύπαρξης, το πράγμα εισδύει σε εξωτερικούς σχετισμούς- και η Ύπαρξη συνίσταται σε τούτη την εξωτερικότητα· αυτή είναι η αμεσότητα του Είναι και το πράγμα [είναι] έτσι υποταγμένο 21. Ενώ επιχεφείται μια πρώτη αναφορά υτην αιτιώδη-σχέση, την οποία (h πραγματευθεί ο Χέγκελ στη συνέχεια του παρόντος έργου [δες σελ. 371 κ. εξ.], το πρόβλημuz της σχέσης ανιχνεύεται εδώ στο πνεύμα της εξωτερικής ανασκόπησης που προσιδιάζει στο πράγμα των πολλών ιδιοτήτων, γιατί το συνέχει με τον εαυτό του. όταν το αντιθέτει σχις ιδιότητες του και αντιστρόφως.
243.
στην αλλαγή. - Τούτη η μνεία της αναφοράς-θεμέλιου δεν πρέπει να λαμβάνεται ωστόσο εδώ κατά τρόπο, που το πράγμα εν γένει να είναι προσδιορισμένο ως θεμέλιο των ιδιοτήτων του· η ίδια η πραγμότητα είναι, ως τέτοια, ο προσδιορισμός-θεμέλιου" η ιδιότητα δεν είναι διαφοροποιημένη από το θεμέλιό της, ουτε αποτελεί απλώς το τεθειμένο-Είναι, αλλά είναι το θεμέλιο που έχει μεταβεί στην εξωτερικότητά του και έτσι είναι αληθινά ανασκοττημένο εντός εαυτού· η ίδια η ιδιότητα ως τέτοια είναι το θεμέλιο, ένα τεθειμιένο-Είναι που είναι καθεαυτό" ή το θεμέλιο συνιστά τη μορφή της ταυτότητας της ιδιότητας με τον εαυτό της· η προσόιοριστικότητά της^^ είναι η εξωτερικευμένη στον εαυτό ανασκόπηση του θεμέλιου· και το όλο [είναι] το θεμιέλιο που μέσα στην απώθησή του και στο προσδιορίζειν, μέσα στην εξωτερική του αμεσότητα είναι αυτο-σχετιζόμ^ο [θεμέλιο]. Το πράγμα-καθεαυτό υπάρχει λοιπόν ουσιαστικά, και το ότι υπάρχει σημαίνει, αντίστροφα, πιος η Ύπαρξη, ως εξωτερική αμεσότητα, είναι συγχρόνως καθεαυτό-Είναι. Παρατήρηση Έγινε ήδη μνεία πιο πάνω (1. μέρος σ. 64^3) του πράγματος-καθεαυτό σε σχέση μ£ το στάδιο του προσδιορισμένου-Είναι, με το καθεαυτό-Είναι και παρατηρήσαμε σχετικά πως το πράγμα-καθεαυτό ως τέτοιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κενή αφαίρεση από κάθε προσδιοριστικότητα, για το οποίο [πράγμα] αναντίρρητα κανείς δεν μπορεί να ξέρει τίποτα, για το λόγο ακριβώς ότι αυτό οφείλει να είναι η αφαίρεση από κάθε προσδιορισμό. Αφού έτσι το πράγμα-καθεαυτό προϋποτίθεται ως το απροσδιόρι-
22. Αναφέρεται στην ι&ότητα. 23 Ο Χέγκελ εννοεί ως πρώτο τμ,ήμα το πρώτο βιβλίο της Λογικής [·η δι&χσχαλία πεμ τον ß W ] , Η αναφορά του παραπέμπει στην παρουσίαση του πράγμΛτος καθεαυτό από τη σκοπιά της λογικής κατηγορίας του Είναι.
244.
στο, κάθε προσδιορισμός πέφτει έξω απ' αυτό το ί&ο, μέσα σε μια ανασκόπηση που του είναι ξένη και απέναντι στην οποία αυτό είναι αδιάφορο. Για τον υπερ&χτολογιχό Ιδεαλισμό αυτή η εξωτερική ανασκόπηση είναι η συνείδηστ^^. Εφόσον αυτό το φιλοσοφικό σύστημα μεταθέτει μέσα στη συνείδηση κάθε προσδιοριστικότητα των πραγμάτων, τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμ^ο, τότε, από αυτήν την άποψη, πέφτει σε μένα, στο υποκείμενο, το γεγονός ότι εγώ βλέπω τα φύλλα του δέντρου όχι ως μαύρα, αλλά ως πράσινα, τον ήλιο ως στρογγυλό και όχι ως τετράγωνο, ότι η ζάχαρη στη γεύση είναι γλυκιά και όχι πικρή, ότι εγώ προσδιορίζω τον πρώτο και τον δεύτερο κτύπο του ρολογιού ως αλληλοδιαδόχους και όχι παράπλευρους, ούτε τον πρώτο ως αιτία, ούτε ακόμη ως αποτέλεσμα του δεύτερου κ.ο.κ. Σ' αυτή την ακατέργαστη παρουσίαση του υποκειμενικού Ιδεαλισμιού αντιφάσκει άμιεσα η συνείδηση της ελευθερίς· γιατί καθένα εκ των δύο υπάρχει μέσα σε κείνη τη διαδικασία αναφεσης του άλλου, και το τεθειμένο-Είναι τους, [εννοημένο] ως η
43. Όπως προκύπτει, ο νόμος του φαινομένου &ν είναι c ^ o από τη μορφική ταυτότητα του ουσίίόδους και επουσιώδους περιεχομένου, έτσι όπως αυτό λαμβάνεται για να συγκροτεί το φαινόμενο.
267.
ίχρνητικότητά τους, είναι συνάμα το ταυτό, θετικό τεθειμένο-Είναι αμφοτέρων^^ Αυτό το παραμένον υφίστασΟαι, το οποίο το Φαινόμενο έχει μέσα στο νόμο, είναι συνεπώς, καταπώς έχει προσδιορισθεί, αντι-θετο, κατά πρώτοι, στην αμεσότητα του Είναι, την οποία έχει η Ύπαρξη. Αυτή η αμεσότητα είναι, στ' αλήθεια, καθεαυτην η ανασκοπημένη [αμεσότητα], δηλ. το θεμέλιο που επανέκαμψε εντός εαυτού" αλλά μέσα στο Φαινόμενο αυτή η απλή αμεσότητα είναι τώρα διαφοροποιημένη από την ανασκοπημένη [αμεσότητα]· αυτές [οι αμεσότητες] άρχισαν το πρώτον να χωρίζονται μέσα στο πράγμα. Το υπάρχον πράγμα, μέσα στη διάλυσή του, έγινε τούτη η αντίθεση· η θετική πλευρά της διάλυσής του είναι εκείνη η ταυτότητα με τον εαυτό τού φαινομενικού - [εννοημένου] ως τεθειμένου-Είναι - μέσα στο άλλο του τεθειμένο-Ειναι. - Δεύτερον, η ίδια τούτη η ανασκοπημένη αμεσότητα είναι προσδιορισμένη ως το τεθειμενο-Είναι έναντι της οντικής αμεσότητας της Ύπαρξης. Αυτό το τεθειμιένο-Είναι εφεξής είναι το ουσιώδες και αληθινά θετικό. Η γερμανική έκφραση νόμος περικλείει εξίσου τούτο τον προσδιορισμό. Μέσα σε τούτο το τεθειμένο-Είναι βρίσκεται η ουσιώδης σχέση των δύο πλευρών της διαφοράς, την οποία περιέχει ο νόμος· αυτές είναι ένα διαφορετικό, προς αλλήλας άμεσο περιεχόμενο, και είναι τούτο, [εννοημένες] ως η ανασκ07ΐητ)ση του εξαφανιζόμιενου περιεχομένου που ανήκει στο φαινόμενο. Ως ουσιώδης διαφορετικότητα, οι διαφορετικές π/£υρές είναι απλοί αυτοσχετιζόμενοι προσδιορισμοί-περιεχομένου. Α>λά εξίσου, καμία δεν είναι για τον εαυτό της άμεση· απεναντίας, καθεμιά είναι ουσιαστικά τεθειμενο-Είναι ή είναι μόνο στο μέτρο που η άλλη ειναφ^. 44. Η ουσιαστικότητα του νόμου δείχνετίχι στο να είναι αυτός το «εμβαίνον» που μετέχει του «ταυτού» και του «θάτερου». 45. Εφόσον ο νόμος είναι η σχέίτη δύο αμεσοτήτων, το φαινόμενο που υπόκειται στο νόμο εκφράζει ττί διαφορετικότητα των δύο πλευρών ως μια θετική σχέση ταυτότητας.
268.
Τρίτον, Φαινόμενο και νόμος έχουν ένα και το αυτό περιεχόμενο. Ο νόμος είναι η ανασχότζηίτη του Φαινομένου μέσα στην ταυτότητα με τον εαυτό· έτσι το φαινόμενο, [εννοημένο] ως το μηδαμινό άμεσο αντίκειται στο εντός-εαυτού-ανασκοττημένο [άμεσο], και αυτά είναι κατά τη μορφή τούτη διαφοροποιημένα. Αλλά η ανασκότϊηση του Φαινομένου, δυνάμει της οποίας είναι [= υπάρχει] τούτη η διαφορά, είναι επίσης η ουσιώδης ταυτότητα του ίδιου του φαινομένου και της ανασκότΐησης του, πράγμα το οποίο είναι εν γένει η φύση της ανασκότιησης- τούτη είναι το αυτο-ταυτό μιέσα στο τεθειμένο-Είναι και είναι αδιάφορη απέναντι σε κείνη τη διαφορά, η οποία είναι η μορφή ή το τεθειμένοΕίναι· άρα [είναι] ένα περιεχόμενο, το οποίο συνεχίζεται από το Φαινόμενο μέσα στο νόμο, το περιεχόμενο του νόμου και του Φαινομένου. Αυτό το περιεχόμενο συνιστά έτσι τη 6άση του Φαινομένουο νόμος είναι η ίδια τούτη η βάση, το Φαινόμενο είναι το ίδιο περιεχόμιενο, αλλά περιέχει ακόμη κάτι περισσότερο, δηλ. το επουσιώδες περιεχόμενο του άμεσου Είναι του. Ο μορφικός-προσδιορισμός επίσης, δια του οποίου το Φαινόμενο ως τέτοιο είναι διαφοροποιημένο από το νόμο, είναι πράγματι ένα περιεχόμενο και εξίσου ένα [περιεχόμενο] διαφοροποιημένο από το περιεχόμενο του νόμου. Διότι η Ύποφξη, [ειλημμένη] ως αμεσότητα εν γένει, είναι ομοίως ένα αυτο-ταυτό της ύλης και της μορφής, το οποίο είναι αδιάφορο απέναντι στους μορφικούς του προσδιορισμούς και γι' αυτό [είναι] περιεχόμενο· αυτή [η Ύπαρξη] είναι η πραγμότητα με τις ιδιότητές της και τις ύλες. Αλλ' αυτή είναι το περιεχόμενο, η αυθύπαρκτη αμεσότητα του οποίου είναι συνάμα μόνο ως ένα μη-υφίστασθαι. Αλλά η ταυτότητα του περιεχομένου με τον εαυτό του μέσα σε τούτο το μη-υφίστασθαι του είναι το άλλο, ουσιώδες περιεχόμενο. Τούτη η ταυτότητα, η βάση του Φαινομένου, η οποία συνιστά το νόμο, είναι η ιδιαίτερη βαθμίδα του Φαινομένου- τούτη είναι η θετική πλευρά της ουσιαστικότητας, δια της οποίας η Ύπαρξη είναι Φαινόμενο. 269.
Κατά συνέπεια, ο νόμος δεν είναι εκείθεν του Φαινομένου, αλλά είναι άμιεσα παφών μέσα σ' αυτό^«· ^ο βασίλειο των νόμων είναι το ήρεμο απείκασμα του υπάρχοντος ή φαινόμενου κόσμου. Αλλά αμφότερα είναι μάλλον Μια ολότητα, και ο ίδιος ο υπάρχων κόσμος είναι το βασίλειο των νόμων, το οποίο, καθότι το απλό Ταυτόσημο, είναι συγχρόνως ως το ταυτό με τον εαυτό του μέσα στο τεθειμένο-Είναι ή μέσα στην αυτο-διαλυόμενη αυθυπαρξία της Ύπαρξης. Η Ύπαρξη επανέρχεται μέσα στο νόμο σαν μέσα στο θεμέλιο του* το φαινόμενο περιέχει αμφότερα τούτα, το απλό θεμέλιο και τη διαλύουσα κίνηση του εμφανιζόμενου σύμπαντος, της οποίας η ουσιαστικότητα είναι αυτό [το απλό θεμέλιο]. 3. Ο νόμος είναι, λοιπόν, το ουσιώδες φαινόμενο* αυτός είναι η ανασκόπηση εντός εαυτού του ίδιου [του Φαινομένου] μέσα στο τεθειμένο-Είναι του, το ταυτό περιεχόμενο του εαυτού του και της επουσιώδους Ύπαρξης. Εν πρώτοις τώρα, αυτή η ταυτότητα του νόμου με την Ύπαρξη του δεν είναι πρωταρχικά παρά η άμεστ], απλή ταυτότητα, και ο νόμος είναι αδιάφορος προς την Ύπαρξή του· το Φαινόμενο έχει ακόμη ένα άλλο περιεχόμιενο σε σχέση με το περιεχόμενο του νόμου. Εκείνο το περιεχόμενο είναι βεβαίως το επουσιώδες [περιεχόμιενο] και η πράξη επανάκαμψης μέσα σε τούτο-εδώ' αλλά για το νόμο εκείνο είναι κάτι το πρώτο, το οποίο δεν είναι τεθειμένο από αυτόν ως περιεχόμενο είναι, κατά συνέπεια, εξωτερικά αννδεδεμενο [χε το νόμο^''. 46. Ο νόμος σχετίζεται εδώ προς το φαινόμενο (ος περατωμένη εξωτερίκευση της εσωτερικότητας και γι' αυτό δεν λαμβάνεται ως ένας άλλος κόσμος που αντίκειται στο φαινόμενο. Έτσι συνιστά το όλδ της κίνησης του κόσμου του φαινομένου και του κόσμου που προσιδιάζει σ' αυτόν. 47. Εφόσον το περιεχόμενο του φαινομένου είναι μόνο μια στιγμή μέσα στο στοιχείο του Είναι, συνιστά επουσιώδες περιεχόμενο, το οποίο διακρίνεται για τη συμπτωματικοττ,τά του και γι' αυτό δεν διαμεσολαβείται από το νόμο, αλλά σε σχέση με αυτόν είναι κάτι το εξωτερικό. Το φαινόμενο, από τούτη την πλευρά, προσδιορίζεται σι:/μφλη είναι η αρνητική τους ενότητα, και καθεμιά είναι όχι μόνο το τεθειμένο-Είναι του εαυτού της, αλλά και της άλλης, ή καθεμιά, η ίδια, είναι τούτη η αρνητική ενότητα. Η θετική ταυτότητα, την οποία αυτές έχουν μέσα στο νόμο ως τέτοιο, δεν είναι πρωτίστως παρά η εσωτερική τους ενότητα, η οποία έχει χρεία της απόδειξης και της διαμεσολάβησης, επειδή τούτη η αρνητική ενότητα δεν είναι ακόμα τεΟειμένη σ' αυτές. Αλλ' εφόσον οι διαφορετικές πλευρές είναι προσδιορισμένες εφεξής σαν να είναι διαφορετικές μιέσα στην αρνητική τους ενότητα, ή σαν τέτοιοι όροι, καθένας των οποίων περιέχει σ' αυτόν τον ίδιο το Άλλο του και συγχρόνως απωθεί από τον εαυτό του τούτο το άλλως-Είναι του, τότε η ταυτότητα του νόμου εφεξής είναι επίσης μια τεθειμενη και ρεαλιστικά υπαρκτή [ταυτότητα]^^ Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο νόμος έχει λοιπόν προσλάβει ομοίως το στοιχείο - που λείπει - της αρνητικής μορφής των πλευρών του· το στοιχείο, το οποίο προηγουμένως ανήκε ακόμα στο Φαινόμενο· η Ύπαρξη έτσι έχει εντελώς επανακάμψει εντός εαυτού και είναι ανασκοπημένη μ£σα στο άλλως-Είναι της που είναι καθεαυτό και διεαυτό. Γι' αυτό, εκείνο που πρωτύτερα ήταν νόμος δεν είναι πλέον μόνο Μια πλευρά του όλου, του οποίου η άλλη ήταν το Φαινόμενο ως τέτοιο, αλλά είναι το ίδιο το όλο. Η Ύπαρξη είναι η ουσιώδης ολότητα του Φαινομένου, κατά τρόπο 54. Ο νόμος δεν τίθεται λά συνιστά και το θεμέλιό του. 58. Δηλ. σύμιφωνα με το ουσκί)δες περιεχόμενο.
278.
Αλλά ο ουσιώδης κόσμος είναι συνάμα το αρνητικό στοιχείο αυτού του ίδιου [του κόσμου του Φαινομένου], και ως τέτοιος είναι ο (χντί-θετος σε τούτον-εδώ κόσμος. - Πράγματι, μέσα στην ταυτότητα αμφοτέρων των κόσμων, και καθότι ο ένας είναι, ως προς την μορφή, προσδιορισμένος ως ο ουσιώδης κόσμος και ο άλλος ως αυτός ο ίδιος [ο κόσμος], αλλά ως τεθέιμένος και επουσιώδης, τότε έχει βεβαίως αποκατασταθεί η θεμελιαχ-η-αναφορά, αλλά συνάμα* ως η θεμελκζκη-αναφορά του Φαινομένου, 8ύΪΚ. ως αναφορά όχι ενός ταυτού περιεχομένου, ούτε ακόμη ενός απλώς διαφορετικού, όπως είναι ο νόμος, παρά ως ολοκληρωτική αναφορά ή ως αρνητική ταυτότητα και ουσιώδη αναφορά του περιεχομένου ως αντί-θετου. - Το βασίλειο των νόμων δεν είναι μόνο το γεγονός ότι το τεθειμένο-Είναι ενός περιεχομένου είναι το τεθειμένο-Είναι ενός άλλου, αλλά τούτη η ταυτότητα είναι ουσιαστικά, όπως έχει προκύψει^", επίσης αρνητική ενότητακαθεμιά των δύο πλευρών του νόμου είναι σ' αυτήν την ίδια, μέσα στην αρνητική ενότητα, το άΚλο της περιεχόμενο- το άλλο, συνεπώς, δεν είναι αόριστα ένα άλλο εν γένει, αλλά αυτό είναι το άλλο της, ή αυτό περιέχει ωσαύτως τον προσδιορισμό-περιεχομένου εκείνης· έτσι αμφότερες οι πλευρές είναι αντί-θετες. Εφόσον το βασίλειο των νόμων έχει τώρα κατά τη μεριά του τούτο το αρνητικό στοιχείο και την αντίθεση και έτσι, ως η ολότητα, απωθείται από τον ίδιο του τον εαυτό μέσα σε ένα κόσμο που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν και σε ένα κόσμο του Φαινομένου, τότε η ταυτότητα αμφοτέρων είναι η ουσιώδης αναφορα της αντί-θεσης. - Η αναφορά-θεμέλιου ως τέτοια είναι η αντίθεση, η οποία μέσα σε τούτη την αντίφαση έχει πέσει στο βάραθρο [= έχει μεταβεί στο θεμέλιο]· και η Ύπαρξη [είναι] το θεμέλιο που συμπίπτει [= ενοποιείται] με τον εαυτό του. Αλλά η Ύπαρξη γίνεται Φαινόμενο· το θεμέλιο είναι ανηρημένο μέσα στην Ύπαρξηαυτό αποκαθίσταται ως επιστροφή του Φαινομένου εντός εαυ-
59. Δες σ. 274.
279.
τού· αλλά συγχρόνως ως ανηρημένο [θεμέλιο], δηλ. ως αναφορά-θεμελιου αντί-θετων προσδιορισμών η ταυτότητα ωστόσο τέτοιων [προσδιορισμών] είναι ουσιαστικά γίγνεσθαι και κίνηση μετάβασης, όχι πλέον η αναφορά-θεμέλιου ως τέτοια. Ο κόσμος που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν είναι, λοιπόν, ο ίδιος ένας εντός εαυτού διαφοροποιημένος κόσμος μέσα στην ολότητα του ποικίλου περιεχομένου· αυτός είναι ταυτός με τον φαινομενικό ή τον τεθειμένο [κόσμο] και σε τούτη την αναλογία το θεμέλιο αυτού [του κόσμου]· αλλά η ταύτη συνάφειά του είναι σγχρόνως προσδιορισμένη ως αντί-θεση, επειδή η μορφή του φαινόμενου κόσμου είναι η ανασκόπηση μέσα στο άλλως-Είναι του· τούτος, συνεπώς, [ο κόσμος] έχει, μέσα στον καθεαυτόν και διεαυτόν όντα κόσμο, επιστρέψει αληθινά εντός εαυτού, έτσι που αυτός-εδώ να είναι ο αντί-θετος [κόσμος] του. Η αναφορά, λοιπόν, είναι κατά τέτοιο τρόπο προσδιορισμένη, ώστε ο κόσμιος που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν να είναι ο ανεστραμμένος [κόσμος] εκείνου [του κόσμιου] του Φαινομένου. C. ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ Ο κόσμιος που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν®^ είναι το προσδιορισμένο θεμέλιο του κόσμου του Φαινομένου και είναι τούτο μόνο, στο βαθμό που είναι σ' αυτόν τον ίδιο το οφνητικό στοιχείο και συνακολουθα η ολότητα των προσδιορισμιών-περιεχομένου και των μεταβολών τους, [μια ολότητα] η οποία αντιστοιχεί στον κόσμο του Φαινομένου, αλλά ταυτόχρονα συνιστά τη ριζικά αντί-θετη πλευρά του®'. Αμφότεροι οι κόσμοι βρίσκονται σε μια 60. Δηλ. ο υπερβισθητός κάτμος. 61. Στο δαθμό που ο κόσμος του φαινομένου διαμεσολαβεήοα από τον υπερα«τθητό κόσμο, ο τελίυταίος προσ&ορίζα τον πρώτο με το να ΒΝΜ η ολότητα των νόμων, μέσα στην οποία εμφαίνεται η ολότητα τοΑ κόσμων του φαινομένου. Συνεπώς δεν πρόκειται για δύο αντιτιθέμενες ολότητες, αλλά για μια αρνητική ανασκόπηση της
280.
τέτοϋχ σχέση μεταξύ τους, ώστε, ό,τι στον κόσμ« του Φαανομένου είναι θετικό, στον καθεαυτόν και διεαυτόν όντα κόσμο να είναι αρνητικό, και αντίστροφα, ό,τι σε εκείνον είναι αρνητικό, σε τούτον να είναι θετικό. Ο βόρειος πόλος στον κόσμο του Φαινομένου είναι καθεαυτόν και ίιεαυτόν ο νότιος πόλος και αντίστροφα· ο θετικός ηλεκτρισμός είναι καθεαυτόν αρνητικός κ.λπ. Ό,τι μέσα στη φαινομενική ύπαρξη είναι κακό, δυστυχία κ.λπ., καθεαυτό και διεαυτό είναι καλό και μια ευτυχία*. Να τι συμβαίνει ακριβώς στην πράξη: μέσα στην αντίθεση των δύο κόσμων είναι εξαφανισμένη η διαφορά τους, και ό,τι επρόκειτο να είναι κόσμιος καθεαυτόν και διεαυτόν μέσα στο στοιχείο του Είναι, είναι αυτό το ίδιο κόσμος του Φαινομένου, και, αντίστροφα, ετούτος-δω από τη δική του πλευρά είνοιι ουσιώδης κόσμος. - Ο κόσμος του Φαινομένου είναι, πρωτίστως, προσδιορισμένος ως η ανασκότιηση μ£σα στο άλλως-Είναι, με τρόπο που οι προσδιορισμοί του και οι Υπάρξεις να έχουν το θεμέλιό τους και το υποστασιακό τους υφίστασθαι μέσα σε ένα Άλλο· αλλ' εφόσον τούτο το Άλλο είναι ομοίως ένα τέτοιο ανασκοπημένο [= μια τέτοια ανασκ07α]ση] μέσα σε ένα Άλλο, αυτοί [οι προσδιορισμοί] μ£σα εδώ αναφέρονται μόνο σε ένα ανηρημένο Άλλο, κατ' επέκταση στον ίδιο τον εαυτό τους· ο κόσμος του Φαινομένου είναι, (ος εκ τούτου, στο πλαίσιο αυτού του ίδιου ένας νόμος ίδιος με τον εαυτό του. -Αντίστροφα, ο κόσμος που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν είναι, κατ' αρχήν, το ταυτό με τον εαυτό του περιεχόμενο, απαλλαγμένο από το άλλως-Είναι και την αλλαγή· αλλά τούτο^^^ (ιι,ς ©λοτελής ανασκότιηση του κόσμου του Φαινομένου εντός εαυτού, ή, επειδή η διαφορετικότητά του είναι διαφορά ανασκοττημένη εντός εαυτού και απόλυτη, περιέχει το αρνητικό μιας μέσα στην άλλη. Αυτό παραπέμπει στο γεγονός ότι ο ολικός χαραχτκ^ κατακυρώνεται μόνο με τον αυτοσχετισμό μέσα στον σχετισμό προς άλλο. * Σημείωση του Χέγκελ: Φοανομενολογία του τηεύματος GW 9, 96 κ.εξ., ιλλην. έκδοση § 156, 57 κ.εξ, 62. Αναφέρεται στο περιεχόμενο.
281.
στοιχείο και την αναφορά στον εαυτό σαν στο άλλως-Eivat· έτσι αυτό γίνεται αντί-θετο προς τον εαυτό του, αυτο-αναστρεφόμ^νο και στερημένο ουσίας περιεχόμενο. Ακόμη τούτο το περιεχόμενο του καθεαυτόν και διεαυτόν όντος κόσμου έχει έτσι προσλάβει επίσης τη μορφή άμεσ7]ς Ύπαφξης. Γιατί αυτός [ο κόσμος] είναι πρώτιστα θεμέλιο [του κόσμου] του Φαινομένου· αλλ' εφόσον αυτός έχει στους κόλπους του την αντί-θεση, όχι λιγότερο αυτός είναι ανηρημένο θεμέλιο και άμεση Ύπαρξη. Ο κόσμος του Φαινομένου και ο ουσιώδης κόσμος είναι, λοιπόν. ο καθένας από τη δική του πλευρά η ολότητα της αυτοταυτής ανασκόπησης και της ανασκόπησης-εντός άλλου, ή του καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι και του φαίνεσθαι. Αμφότεροι [οι κόσμοι] αυτοί είναι οι αυθύπαρκτες ολότητες της Ύπαρξης· ο ένας όφειλε να είναι μόνο η ανασκοπημένη Ύπαρξη, ο άλλος η άμεση Ύπαρξη· αλλά καθένας έχει τη συνέχεια του εαυτού του μέσα στον άλλο του [κόσμχι] και γι' αυτό είναι κατά τη δική του μεριά η ταυτότητα ετούτων των δύο σταδίων. Ό,τι, επομένως, έχει παρουσία, είναι τούτη η ολότητα, η οποία απωθείται από τον εαυτό της σε δύο ολότητες, τη μια την ανασκοπημένη ολότητα και την άλλη την άμεση. Αμφότεροι [οι κόσμοι] είναι, εν πρώτοις, αυθύπαρκτοι, αλλά αυτοί είναι αυθύποφκτοι μόνο ως ολότητες, και είναι τούτο μόνο στο μέτρο που καθένας έχει σ' αυτόν τον ίδιο το στάδιο του άλλου. Η διαφοροποιημένη αυθυπαρξία του καθενός, αυτού που είναι προσδιορισμένος ως άμεσος και αυτού που είναι προσδιορισμένος ως ανασχοττημενος, είναι λοιπόν εφεξής έτσι τεθειμένη που ο καθένοις να είναι μόνο ως ουσιώδης αναφορά στον άλλο και να έχει την αυθυπαρξία του μέσα σε τούτη την ενότητα αμψοτέρωΨ^. :ιεκινήσαμε από το νόμο του Φαινομένου" αυτός είναι η ταυ. Ο κάθε κοσμος συνιστά αυθύπαρκτη ολότητα, μόνο όταν έχει κατά την πλευρά TOJ τον ά>λο, έτσι ώστε μέσα από την αντί-θεση [Entgegensetzung] τους να τίθεται η o•Jσιώaης σχέση που φέρει αμφότερους του όρους σε ενότητα.
282.
τότητα ενός διαφορετικού περιεχομένου με ένα άλλο περιεχόμενο, με τρόπο που το τεθειμένο-Είναι του ενός να είναι το τεθειμένο-Ειναι του άλλου. Μέσα στο νόμο είναι ακόμη παρούσα αυτή η διαφορά, το οτι δηλ. η ταυτότητα των πλευρών του είναι, εν πρώτοις, μόνο μια εσωτερική [ταυτότητα] και αυτές οι πλευρές δεν την έχουν ακόμη σ' αυτές τις ίδιες· έτσι εκείνη η ταυτότητα, από τη μια πλευρά, δεν είναι πραγματοποιημένη- το περιεχόμενο του νόμου δεν είναι [= υπάρχει] ως ταυτό [περιεχόμενο], αλλά είναι ένα αδιάφορο, διαφορετικό περιεχόμενο· - από την άλλη πλευρά, αυτό είναι, ως εκ τούτου, μόνο καθεαυτό [= ενδιάθετα] προσδιορισμένο έτσι που το τεθειμένο-Είναι του ενός να είναι το τεθειμιένο-Είναι του άλλου· αυτό δεν είναι ακόμα παρόν στο περιεχόμενο. Εφεξής όμως ο νόμος είναι πραγματοποιημένος- η εσωτερική του ταυτότητα είναι συγχρόνως μέσα στο στοιχείο του προσδιορισμένου-Είναι, και αντίστροφα το περιεχόμενο του νόμου είναι υψωμένο στην ιδεατότητα· γιατί αυτό είναι στους κόλπους αυτού του ίδιου [του περιεχομένου] ανηρημένο. ανασκοπημένο εντός εαυτού, εφόσον κάθε πλευρά έχει σ' αυτήν την ίδια την άλλη της [πλευρά] και έτσι είναι στ' αλήθεια ταυτόσημη μ£ αυτήν και με τον εαυτό της. Να που ο νόμος είναι ουσιώδης σχέση. Η αλήθεια του επουσιώδους κόσμου είναι πρώτον ένας άλλος σε αυτόν [κόσμος], ένας κόσμος που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν αλλά αυτός-εδω είναι η ολότητα, εφόσον ετούτος είναι και αυτός ο ίδιος και εκείνος ο πρώτος κόσμος· έτσι αμφότεροι είναι άμεσες Υπάρξεις και επομένως ανασκοπήσεις μεσα στο άλλως-Ειναι τους, ως επίσης, για τον ίδιο λόγο, [είναι] ακριβώς [Τπάρξεις] αληθινά ανασκοπημένες εντός εαυτού. Κόσμος εκφράζει σε γενικές γραμμές την άμορφη ολότητα της πολλαπλότητας· αυτός ο κόσμος, τοσο ως ουσιώδης όσο και ως φαινομενικός έχει πέσει στο βάραθρο, εφόσον η πολλαπλότητα έχει πάψει να είναι μια απλώς διαφορετική πολλαπλότητα· έτσι αυτός είναι ακόμη ολότητα ή σύμπαν αλλά ως ουσιώδη σχέση. Μέσα στο Φαινόμενο έχουν ανακύψει 283.
δύο ολότητες του περιεχομένου· κατ' αρχήν, αυτές είναι προσδιορισμένες ως αμοιβαία αδιάφορες αυθυπάρξεις και ασφαλώς έχουν η καθεμιά τη μ^ρφή σ' αυτήν την ίδια, αλλά όχι αλληλοενάντια- αλλά τούτη [η μορφή] έχει επίσης δειχθεί οχ; η αναφορά τους. και η ουσιώδη σχέση είναι η περαίωση της μορφικής τους ενότητας.
284.
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΟΥΣΙΩΔΗΣ ΣΧΕΣΗ Η αλήθεια του Φαινομένου είναι η ουσιώδτης σχέση. Το περιεχόμενο της έχει άμεση αυτοτέλεια και μάλκττα την ούσα αμεσότητα και την ανασχοττημενη αμεσότητα ή την ταυτή με τον εαυτό ανασκόπηση. Συνάμα, αυτό είναι μέσα σε τούτη την αυτοτέλεια ένα σχετικό [περιεχόμενο], απόλυτα [εννοημένο] μόνο ως ανασκόπηση μέσα στο άλλο του ή ως ενότητα της αναφοράς μιε το άλλο του. Μέσα σε τούτη την ενότητα το αυτοτελές περιεχόμενο είναι κάτι το τεθειμένο, το ανηρημένο" αλλά ακριβώς τούτη η ενότητα συνιστά την ουσιαστικότητά του και την αυτοτέλειά του· αυτη η ανασκόπηση εντός άλλου είναι ανασκότιηση εντός εαυτού. Η σχέση έχει πλευρές, επειδή αυτή είναι ανασκόπηση εντός άλλου' έτσι αυτή έχει στους κόλπους της την διαφορά του εαυτού της, και οι πλευρές αυτής της ίδιας [της σχέσης] είναι αυτοτελές υφίστασθαι, εφόσον στην αμιοιβαία αδιάφορη διαφορετικότητά τους αυτές είναι διαρρηγμένες μέσα τους, κατά τρόπο που το υφίστασθαι της καθεμιάς να μην έχει λιγότερο τη σημασία του παρά μέσα στον σχετισμό με την άλλη [πλευρά] ή μέσα στην αρνητική τους ενότητα'. Γι' αυτό το λόγο, η ουσιώδης σχέση δεν είναι βέβαια ακόμη το αληθινό τρίτο συγκριτικά προς την ουσία και την Ύποψζη, αλλά περιέχει ήδη την προσδιορισμένη συνένωση αμφοτέρων. Η
1. Ot πλευρές της σχέσης δεν βρίσκοντοα σε μια χηόλυτη αλληλοσυνάφεία, «λλβ « μ « τόσο σχετική που η καθεμιά να εή*» αυτοτελής. Αυτό σημαίνει ότι η καθεμία δεν εμπίπτει στο φαινόμενο (ος «Λότητα, αλλά έχει την ύπαρξή της σε ένα επέκεινβ του Φαινομένου, σε ένα άλλο.
285.
ουσία είναι πραγματοποιημένη μέσα σ' αυτήν^, με τρόπο που αυτή [η σχέση] να έχει για υποστασιακό της υφίστασθαι αυτοτελώς-υπάρχοντες όρους· και αυτοί-εδώ έχουν επιστρέψει από την αδιαφορία τους μέσα στην ουσιαστική τους ενότητα, έτσι ώστε να έχουν μόνο την τελευταία τούτη για υφίστασθαι τους. Οι προσδιορισμοί-ανασκόπησης του θετικού και του αρνητικού είναι ωσαύτως ανασκοπημένοι εντός εαυτού [προσδιορισμοί] μονο ως ανασκοπημένοι μέσα στο αντί-θετό τους· αλλά αυτοί δεν έχουν άλλο προσδιορισμό από τούτη την αρνητική τους ενότητα· η ουσιώδης σχέση, απεναντίας, έχει για πλευρές της τέτοιους όρους, οι οποίοι είναι τεθειμένοι ως αυθύπαρκτες ολότητες. Αυτή είναι η ίδια αντίθεση με κείνη του θετικού και του αρνητικού, αλλά ταυτόχρονα ως ένας ανεστραμμένος κόσμος^. Η πλευρά της ουσιώδους σχέσης είναι μια ολότητα, η οποία όμως ως ουσιώδης έχει ένα αντί-θετο, ένα επέκεινα του εαυτού της· αυτό [το επέκεινα] είναι μόνο Φαινόμενο· η Ύπαρξή του μάλλον δεν είναι η δική του, αλλά εκείνη του άλλου του. Αυτό, ακολούθως, είναι κάτι το εντός εαυτού διαρρηγμένο· αλλά τούτο το ανηρημένο-Είναι του έγκειται στο γεγονός ότι αυτό είναι η ενότητα του εαυτού του και του άλλου του, άρα ένα όλο, και ακριβώς γι' αυτό έχει αυτοτελή Ύπαρξη και είναι ουσιώδης ανασκόπηση εντός εαυτού. Αυτό είναι η ένψ)ΐα της σχέσης^. Αρχικά όμως η ταυτότητα που τούτη περιέχει δεν είναι ακόμα εντελής· η ολότητα, η οποία είΑναφέρεται στη σχέση. 3. Η ουσιώδης σχέση δεν είναι ακόμα η Πραγματικότητα, όπως η τελευταία θα αναδυθεί ως η ενότητα ο'^σίας και ύπαρξης. Συνιστά, εν τούτοις, μια πραγματοποίηση της ανασκοττησης, έτσι όπως ετούτη εκτίθεται στην κίνηση των όρων του θετικού και του αρνητικού, οι οποίοι συνενώνονται μέσα σε μια αρνητική ενότητα· μια ενότητα, η οποία τ^γκροτεί τη λογική δομή της ολότητας της σχέσης και ως εκ τούτου δεν είναι μόνο μια ανασκόπηση εντός εαυτού, αλλά ένας ανεστραμμένος κόσμΛς. 4. Η έννοια της ουσιώδους σχέσης, στο παρόν στάδιο της λογικής ανάπτυξης, δεν είναι ακόμη η έννοια που έφτασε να προσδιοριστεί για τον εαυτό της, αλλά ένα εντός εα•Jτoύ διαφοροποιημένο όλο' ένα τέτοιο δηλ. που είναι η συνύφανση της αυθυπαρξίας των πλευρών του, δηλ. της ύπαρξης και της ουσιώδους ανασκόπησης.
286.
ναι η κάθε σχετική πλευρά σ'αυτήν την ίδια^ είναι μόνο ένα Εσωτερικό· η πλευρά της σχέσης είναι, κατ' αρχήν, τεθειμένη μέσα σε h a από τους προσδιορισμούς της αρνητικής ενότητας· η ιδιαίτερη αυτοτέλεια καθεμιάς των δύο πλευρών είναι εκείνο που απαρτίζει τη μορφή της σχέσης. Η ταυτότητα της τελευταίας« είναι, Tjvaκόλουθα, μόνο μχα οοΜιφορά [= ένας σχετνηχός], και η αυτοτέλεια της πέφτει έξω από τούτη-εδω, δηλ. μέσα στις πλευρές· δεν είναι ακόμη παρούσα η ανασκοπημένη ενότητα εκείνης της ταυτότητας και των αυθύπαρκτων Γπάρξεων, δεν [είναι] ακόμη [παρούσα] η υπόστίχση. - Ενώ, λοιπόν, η έννοια της σχέσης έχει δειχθεί ότι είναι ενότητα της ανασκο-πημένης και της άμεσης αυθυπαρξίας, αυτή η ίδια η ewoux ωστόσο είναι ακόμα άμεση· οι πλευρές της, κατά συνέπεια, είναι άμεσες προς αλλήλας, και η ενότητά τους είναι ουσΗοδης σχέση, η οποία τότε μόνο είναι η αληθινή ενότητα που αντιστοιχεί στην έννοια, όταν αυτή πραγματοποιείται, δηλ. όταν μέσoJ της κίνησης της έχει θέσει τον εαυτό της (ος εκείνη την ενότητα. Γι' αυτό η ουσιώδης σχέση είναι άμεσα η σχέση του όλου και των μερών, - ο σχετισμός της ανασκοπημένης και της άμεσης αυθυπαρξίας, έτσι που αμφότεροι να είναι συνάμα μόνο ως αμοιβαία εξαρτώμενοι και προϋποτιθέμενοι. Μέσα σε τούτη τη σχέση καμιά πλευρά δεν είναι ακόμα τεθειμένη ως στάδιο της άλλης· άρα η ταυτότητά τους η ίδια είναι μια πλευρά· ή αυτή δεν είναι η αρνητική τους ενότητα. Γι' αυτό το λόγο τούτη η σχέση, δεύτερον, περνάει στο γεγονός ότι η μια [πλευρά] είναι στάδιο της άλλης και [είναι] μέσα σε τούτη σαν στο θεμελιό της, σαν στο αληθινά αυθύπαρκτο στοιχείο αμφοτέρων - σχέση της δύναμης και της εξωτερίκευσης της. Τρίτον, αναιρείται η ακόμη παρούσα ανομοιότητα αυτού του σχετισμού, και η τελευταία σχέση είναι εκείνη του Εσωτερικού 5. Ανίχφέρεται στην πλευρά. 6. Δηλ. της υχέσης 0>ς τέτοιας που διατέμνεται (ττους όρους της κ « γνωριΧει τη διάτμηση τούτη ως την αλήθεια της.
287.
και του Εξωτερ^ού. - Μέσα σε τούτη τη διαφορά, που έγινε εντελώς μορφική, η ίδια η σχέση πέφτει στο βάραθρο, και αναδύεται η υπόσταση ή το πραγμαηχό ως η απόλυτη ενότητα της άμ£σης και της ανασκοπημένης Ύπαρξης. Α. Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΓ ΟΛΟΓ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ [1]" Η ουσιώδης σχέση περιέχει, πρώτον, την εντός εαυτού ανασκοπημένη αυτοτέλεια της Ύπαρξης· αυτή είναι έτσι η απλη μορφή, οι προσδιορισμοί της οποίας μάλιστα είναι επίσης Υπάρξεις, α>λά συνάμα τεθειμένοι [προσδιορισμοί], στάδια διατηρημένα μέσα στην ενότητα. Ετούτη η ανασκοπημένη εντός εαυτού αυθυπαρξία είναι ταυτόχρονα ανασκόπηση μέσα στο αντί-θετό της. δηλ. [είναι] η άμεση αυθυπαρξία* και το υφίστασθαί της είναι ουσιαστικά τόσο πολύ τούτη η ταυτότητα μ£ το αντί-θετό του όσο αυτό είναι ιδιαίτερη αυθυπαρξία. - Ακριβώς με τούτη την ταυτότητα, δεύτερον, είναι επίσης άμεσα τεθειμένη η άλλη πλευρά, η άμεση αυθυπαρξία, η οποία, προσδιορισμένη ως το Α/2ο, είναι μια πολυσχιδής πολλαπλότητα εντός εαυτού, αλλά κατά τρόπο που αυτή η πολλαπλότητα να έχει ουσιαστικά επίσης το σχετισμό της άλλης πλευράς στους κόλπους της, την ενότητα της ανασκοπημένης αυθυπαρξίας. Εκείνη η πλευρά, το όλο. είναι η αυθυπαρξία, η οποία αποτελούσε τον καθεαυτό και διεαυτό όντα κόσμο* η άλλη πλευρά, τα μέρη, είναι η άμεση Υπαρξη, η οποία ήταν ο φαινόμ.ενος κόσμος. Μέσα στη σχέση του όλου και των μερών οι δύο πλευρές είναι αυτές οι αυθυπίχρξίες, αλλά έτσι που καθεμιά να έχει στη μεριά της την άλλη που φαίνεται και να είναι συγχρόνως μόνο ως ετούτη η ταυτότητα αμφοτέρων. Τώρα, επειδή η ουσιώδης σχέση δεν είναι πρωτίστως παρά η πρώτη, άμεση [σχέση], η αρνητική ενότητα και η 7 λείπει στ& OWj, L.
288
θετtκή αυθυπαρξία είναι συνδεδεμένες μέσω του επίσης- αμφότερες οι πλευρές είναι πράγματι τεθειμένες ως στά&α, αλλά όχι λιγότερο ως υπάρχουσες αυθυπαρξίες. - Ιδού, λοιπόν, ποια είναι η κατανομή των δύο [πλευρών] που τέθηκαν ως στάδια: πρώτον, το όλο, η ανασκοπημένη αυθυπαρξία, είναι [εννοημένη] ς η μορφή του Είναι· αμφότερα ομΐίϋς είναι μιόνο Μία ταυτότητα. - Τούτη η ταυτότητα είναι, κα305.
τά πρώτον, η συμπαγής ενότητα αμυροτέρων, [εννοημένη] ως μεστή περιεχομένου βάση, ή το απόλυτο Πράγμα, στο οποίο αμφότεροι οι προσδιορισμοί είναι αδιάφορα, εξωτερικά στάάα®^. δυνάμει τούτου, αυτή είναι περιεχόμενο και η ολότητα, η οποία είναι το Εσωτερικό που γίνεται όχι λιγότερο εξωτερικό, αλλά η οποία μέσα σε τούτη την εσωτερικότητα δεν είναι κάτι που προέκυψε από το γίγνεσθαι ή τη μετάβαση παρά είναι ίδιο με τον εαυτό του. Το Εξωτερικό, σύμφωνα με αυτό τον προσδιορισμό, δεν είναι μόνο ίδιο με το Εσωτερικό από την άποψη του περιεχομένου, αλλά αμφότερα δεν είναι παρά Ένα Πράγμα. - Αλλά τούτο το Πράγμια, ως απλή ταυτότητα μιε τον εαυτό του είναι διαφορετικό από τους μορφικούς του προσδιορισμούς, ή αυτοί-εδώ είναι εξωτερικοί σ' αυτό· στην αναλογία τούτη, το Πράγμα το ίδιο είναι ένα Εσωτερικό, το οποίο είναι διαφορετικό από την εξωτερικότητά του. Αλλά τούτη η εξωτερικότητα συνίσταται στο ότι τη συγκροτούν αυτοί τούτοι οι δύο προσδιορισμοί, δηλ. το Εσωτερκό και το Εξωτερικό. Αλλά το Πράγμα το ίδιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ενότητα αμ4Ότέρων. Έτσι οι δύο πλευρές, από άποψη περιεχομένου, είναι εκ νέου το ίδιο πράγμα. Αλλά μέσα στο Πράγμια αυτές είναι παρούσες ως μια ταυτότητα που αυτο-διεισδύεται, ως μεστή περιεχομένου βάση. Μέσα στην εξωτερικότητα όμως, ως μορφές του Πράγματος, αυτές είναι αδιάφορες για εκείνη την ταυτότητα και κατ' ακολουθίαν αμοιβαία αδιάφορες^.
22. Die absolute Sache: Me το Πράγμα [Sache] και όχι πλέον με το πράγμα iDing] ο Χέγκελ παραπέμπει σε μία αυθυπόστατη ενότητα του Εσωτερικού και TO'j Εξωτερικού, η οποία διαμεσολαβείται από την αμοιβαιότητα των όρων και μέσα σττ,ν πραγματικότητα της, ως ταυτότητα ουσίας και Είναι, εκφράζει τούτη τη διαμεσολάβηση στο γεγονός ότι αμφότεροι οι όροι τίθενται ως εξο>τερικοι ο ένας προς τον ά)Λο. 23. Το Εσωτερικό και το Εξωτερικό ταυτίζονται ως προς το περιεχόμενο κατά τρόπο ώστε το ένα και το αΧλο να είναι ό β Πράγμα [eine Sadie]. Μέσα στην εξωτερικότητα όμως αυτοί οι όροι εμφανίζονται διαφορετικοί ως προς τη μορφή.
306.
2. Οι προσδιορισμοί, κατ' αυτόν τον τρόπο, είναι οι διαφορετικοί μορφικοί προσδιορισμοί, οι οποίοι έχουν μια ταυτή βάση, όχι σ' αυτούς τους ίδιους, αλλά σε ένα Άλλο· [είναι] προσδιορισμοί ανασκότιησης, οι οποίοι είναι για τον εαυτό τους, το Εσωτερικό ως η μορφή της ανασκόπησης-εντός-εαυτού, της ουσιαστικότητας, αλλά το Εξωτερικό (ος η μορφή της ανασκοπημένης εντός άλλου αμεσότητας ή της μη-ουσιαστικότητας. Αλλά η φυση της σχέσης έδειξε πως αυτοί οι προσδιορισμοί σ'Jγκpoτούν απολύτως μόνο μια ταυτότητα. Η δύναμη μέσα στην εξωτερίκευσή της είναι το γεγονός ότι το προσδιορίζειν που προϋποθέτει και εκείνο που επανέρχεται μέσα στον εαυτό του είναι ένα και το αυτό. Στο βαθμό, λοιπόν, που Εσωτερικό και Εξωτερικό έχουν ιδωθεί ως μορφικοί προσδιορισμοί, αυτά είναι πρώτον μόνο η ίδια η απλή μορφή, και δεύτερον, επειδή αυτά σε τούτη τη μορφή είναι προσδιορισμένα ως αντί-θετα, η ενότητά τους είναι η καθοφή αφτηριημένη διαμεσολάβηση, μέσα στην οποία το ένα είναι άμεσα το άλλο, και είναι το άλλο yta το λόγο ότι αυτό είναι το ένα. Έτσι το Εσωτερικό είναι άμεσα μόνο το Εξωτερικό, και αυτό είναι η προσδιοριστιχότητα της εξωτεριχότητας για το λόγο ότι αυτό είναι το Εσωτερικό· κατ' αντίστροφο τρόπο, το Εξωτερικό είναι μόνο ένα Εσωτερικό, επειδή αυτό είναι μόνο ένα Εξωτερικό. - Πράγματι, εφόσον τούτη η μορφική ενότητα εμπεριέχει τους δύο προσδιορισμούς της ως αντίθετους, η ταυτότητα τους είναι μόνο αυτή η μετάβαση, και μέσα εδώ μόνο η άλλη ταυτότητα των δύο, όχι η μεστή περιεχομένου ταυτότητά τους. Ή αυτή η σταθερή εμμονή στη μορφή είναι εν γένει η πλευρά της προσδιοριστικότητας. Ό,τι είναι, σύμφωνα με τούτη την πλευρά, τεθειμένο, δεν είναι η ρεαλιστική ολότητα του όλου, οά^ί η ολότητα ή το Πράγμα το ίδιο μόνο μέσα στην προσδιοριστιχότητα της μορφής· επειδή τούτη-εδώ είναι η απόλυτα συναγμένη ενότητα αυτών των δύο αντι-θετικών προσδιορισμών, τότε, όταν ο ένας λαμβάνεται κατ' αρχήν, - και είναι αδιάφορο ποιος είναι - εμείς πρέπει να πούμε για τη βάση ή το Πράγμα 307.
ότι, γι' αυτό το λόγο, τούτο είναι εξίσου ουσιαστικά μέσα στον άλλο προσδιορισμό, αλλά ομοίως μόνο μέσα στον άλλο, ακριβώς όπως είπαμε αρχικά ότι αυτός ο άλλος είναι μόνο μέσα στον πρώτο. Έτσι Κάτι, το οποίο, πρωτίστως, είναι μόνο ένα Εσωτερικό, ακριβώς γι' αυτό το λόγο είναι JEAOVO ένα Εξωτερικό. Ή , αντίστροφα, Κάτι, το οποίο είναι μόνο ένα Εξωτερικό, ακριβώς γι' αυτό το λόγο είναι μονο ένα Εσωτερικό. Ή , εάν το Εσωτερικό είναι προσδιορισμένο ως ουσία, αλλά το Εξωτερικό ως Ε/ναί, τότε ένα Πράγμα, στο μέτρο που αυτό είναι μόνο μέσα στην ουσία του, ακριβώς γι' αυτό το λόγο είναι μόνο ένα άμιεσο Είναι- ή ένα Πράγμα, το οποίο ε/νιζί μόνο, ακριβώς γι' αυτό το λόγο δεν είναι, το πρώτον, παρά ακόμη μιέσα στην ουσία του^·^. - Το Εξωτερικό και το Εσωτερικό είναι η προσδιοριστικότητα που έχει τεθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε καθεμιά από τούτους του δύο προσδιορισμούς όχι μόνο να προϋποθέτει τον άλλο και να μεταβαίνει μέσα σ' αυτόν σαν στην αλήθεια του, αλλά στο μέτρο που αυτός είναι τούτη η αλήθεια του άλλου, να παραμένει τεθειμένος ως προσοιοριστικότητα και να παραπέμπει στην ολότητα αμφοτέρων. Το Εσωτερικό είναι, έτσι, η τελείωση της ουσίας σύμφωνα μ£ τη μορφή. Η ουσία, εφόσον πράγματι είναι προσδιορισμένη ως Εσωτερικό, σημιαίνει πως αυτή είναι ατελής και είναι, μόνο ως αναφορά στο δικό της άλλο, το Εξωτερικό" αλλά τούτο-εδώ, παρόμοια, δεν είναι μόνο Είναι ή ακόμη και Ύπαρξη, αλλά [είναι] ως αναφερόμενο στην ουσία ή στο Εσωτερικό. Αλλά ό,τι είναι εδώ παρόν δεν είναι μόνο η αλληλο-αναφορά αμφοτέρων, αλΊΛ η προσδιορισμένη αναφορά της απόλυτης μορφής, σύμφωνα με την οποία το καθένα άμεσα είναι το αντίθετο του, και η κοινή τους σχέση σε ένα τρίτο ή μάλλον στην ενότητα τους. Αλλά η
α . Eiiiot και ουσία (ραίνονται να είναι μέσα στην αντί-θεσή τους το Είναι που έγινε ουσία και η ουσία που έγινε Είναι, Η διαμβτολάβηση αμφοτέρων θα οδηγήσει στην ανάδειξη της εγκατεστημένης μέσα στην ουσία αμεσότητας σε Πραγματικότητα.
308.
διαμεσολάβησή τους στερείται ακόμη αυτής της ταυτόσημης βάσης η οποία περιέχει αμφότερα· ο σχετισμός τους, ως εκ τούτου, είναι η άμεση μεταστροφή του ενός μέσα στο άλλο, και τούτη η αρνητική ενότητα που τα συνάπτει είναι το απλό (τημείο που στερείται περιεχομένου^^. Παφαττηρηστ] Η κίνηση της ουσίας είναι εν γένει το γίγνεσθαι προς την έννοια. Μέσα στη σχέση του Εσωτερικού και του Εξωτερικού προβάλλει το ουσιώδες στοιχείο αυτής της σχέσης, ότι δηλ. οι όροι της είναι τεθειμένοι στο να είναι με τέτοιο τρόπο μέσα στην αρνητική ενότητα, ώστε καθένας να είναι άμεσα όχι μόνο το άλλο του, αλλά και η ολοκληρότητα του όλου. Τούτη η ολοκληρότητα όμως είναι, μέσα στην έννοια ως τέτοια, το καθολικό*·^ μια βάση, η οποία δεν είναι ακόμη παρούσα μέσα στη σχέση του Εσωτερικού και του Εξωτερικού. - Μέσα στην αρνητική ταυτότητα του Εσωτερικού και του Εξωτερικού, η οποία είναι η άμεση αναστροφή του ενός εξ αυτών των προδιορισμων στον άλλο, λείπει επίσης εκείνη η βάση, η οποία προηγουμένως ονομαζόταν το Πράγμα. Είναι πολύ σημαχντικό να παρατηρήσουμε π(ι>ς η αδιαμεσολάβητη ταυτότητα της μορφής εδώ είναι ακόμα τεθειμένη χωρίς τη μεστή περιεχομένου κίνηση του ίδιου του Πράγματος.
25. Με το να απουσιάζει ο μέσος όρος, η συλλογιστική σύναψη δεν είναι άλλο από μια απλή μεταστροφή του ενός άκρου μέσα στο άλλο. Από αυτή την άποψη, η αρνητική ενότητα δεν συναθροίζει μέσα στην ταυτότητα του περιεχομένου πραγματικές διαφορές. 26. Η διαμεσολάβηση βρίσκει την πραγματική της εκδήλαχτη στην εσωτερική δόμηση της έννοιας. Γι' αυτό φέρει τους όρους της σχέσης Εσωτερικού-Εξωτερικού σε έκφραση μέσα στη δυναμική τής μερικότητας και τους οδηγεί μέσω αυτής από την αποκλειστικότητα της ατομικής τους ύπαρξης στην ολότητα την εκ&πλωμένη και αναδιπλωμένη εντός εαυτού ως καθολικότητα.
309.
Αυτή απαντά στο Πράγμα, έτσι όπως το τελευταίο είναι στο ξεκίνημα του. Έτσι το χαθαφό Είναι είναι άμεσα το μηδέ^^"^. ϊΐε γενικές γραμμές, καθετί το ρεαλιστικό, μέσα στο ξεκίνημά του, είναι μόνο μια τέτοια άμεση ταυτότητα* γιατί στο ξεκίνημά του αυτό δεν έχει ακόμα αντί-θετες και ανεπτυγμένες τις φάσεις [του], από τη μια πλευρά δεν είναι ακόμη εσωτερικευμενο [erinnert] έξω από την εξωτερικότητά του, από την άλλη δεν είναι ακόμη εξωτερικευμένο [entäußert] και δεν έχει παραχθεί μέσω της δραστηριότητάς του έξω από την εσωτερικότητά του· αυτό είναι, λοιπόν, μόνο το Εσωτερικό ως προσΒιοριστικότητα απέναντι στο Εξωτερικό και μόνο το Εξωτερικό ως προσδιοριστικότητα απέναντι στο Εσωτερικό^». Έτσι αυτό είναι, εν μέρει, μόνο ένα άμχσο Είναι · εν μιέρει, στο μέτρο που αυτό είναι όχι λιγότερο η αρνητικότητα, η οποία οφείλει να γίνει η δραστηριότητα της ανάπτυξης, ουσιαστικά αυτό ως τέτοιο είναι, εν πρώτοις, μόνο ένα Εσωτερικό. - Να τι προσφέρει κάθε φυσική, επιστημονική και πνευματική ανάπτυξη εν γένει· και είναι ουσιαστικό να αναγνωρίσουμε τούτο, πως δηλ. ο πρώτος όρος, επειδή Κάτι είναι μόνο κατ' αρχήν εσωτερικό ή ακόμη μέσα στην έννοιά του^, ακριβώς γι' αυτό το λόγο είναι μόνο η άμεση, παθητική του ύπαρξη. - Έτσι - για να πάρουμιε αμέσως το επόμενο ποφάδειγμα - η εξετασθείσα εδώ ουσιώδης σχέση, προτού να τεθεί σε κίνηση και να πραγματοποιηθεί μέσω της διαμεσολάβησης, μέσω της σχέσης της δύναμης, είναι μόνο καθεαυτην [= ενδόμυχα] η σχέση, η έννοιά της, ή το πρώτον εσωτερική. Αλλά, γι' αυτό το λό-
27. Σχετικά με την κίνηση της μετάβασης από το Είναι στο μηδέν και από το μη8εν στο Είναι δες GW 11, 44 κ.εξ. 28. Η παρουσία του όλου μεσα στο ξεκίνημα συνδέεται με τη δομική συγκρότηση της ταυτότητας των πλευρών του ως μια άπαυστη μετάβαση από τη μια στην άλλη. Η υφή της έχει να κάνει με τη μετάβαση από το Είναι των πλευρών ως ολοτήτων στο μηδέν των πλευρών α>ς τέτοιων και αντίστροφα. 29. Δηλ. δεν είναι ακόμη ανεπτυγμένο και γι' αυτό δεν έχει βρει την αντιστοιχία του στη σχέση προς αυτό, για το οποίο προορίζεται να είναι.
310.
γο, η σχέση είναι μόνο η εξωτερική, άμεση σχέση, η σχέση του όλου και των μερών, μέσα στην οποία οι πλίυρές έχουν ένα αδιάφορο προς αλλήλας υφίστασθαι. Η ταυτότητα τους δεν είναι ακόμα σ' αυτά τα ίδια· αυτή είναι μόνο εσωτερική, και γι' αυτό το λόγο, αυτά πέφτουν το ένα έξω από το άλλο, έχουν ένα άμεσο, εξωτερικό υφίστασθαι. - Έτσι, η σφαίρα του Etvat ως τέτοια δεν είναι, εν πρώτοις, παρά το απόλυτα ακόμη Εσωτερικό, και γι' αυτό, τούτη είναι η σφαίρα της οντικής αμεσότητας ή της εξωτερικότητας^ο. - Η ουσία δεν είναι αρχικά παρά το Εσωτερικό- γι' αυτό το λόγο, αυτή λαμβάνεται επίσης ως ένα εντελώς εξωτερικό, ασυστηματοποίητο κοινό-Είναι· λέμε: το εκπαιδευτικό σύστημα, ο τόπος, και εννοούμε κάτι το κοινό, το οποίο είναι καμ/ομένο δια της εξωτερικής συνάθροισης υπαρχόντων αντικειμένων, στο μέτρο που αυτά στερούνται κάθε ουσιώδους σύνδεσης ή οργάνωσης. - Ή , σε συγκεκριμένα αντικείμενα, ο σπόρος του φυτού, το παιδί, δεν είναι, κατ' αρχήν, παρά εσωτερικό φυτό. εσωτερικός άνθρωπος. Αλλά, γι'αυτό το λόγο, το φυτό ή ο άνθρωπος ως σπέρμα είναι [χόνο κάτι το άμεσο, το εξωτερικό, το οποίο δεν έχει δώσει ακόμη στον εαυτό του τον αρνητικό αυτοσχετισμό, [είναι κάτι] το παθητικό, το εγκαταιλειμμένο στο ετέρως-Είναι. - Έτσι, ο Θεός επίσης μέσα στην άμεση έννοιά του δεν είναι ττνεύμα· το ττνεύμια δεν είναι το άμεσο, αυτό που αντιτίθεται στη διαμεσολάβηση, αλλά είναι μάλλον η ουσία που θέτει αιωνίως την αμεσότητά της και αιωνίως επιστρέφει απ' αυτήν μέσα στον εαυτό της. Άμεσα, κατά ταύτα, θεός είναι μόνο η φύση. Ή η φύση είναι μΑνο ο εσωτερικός θεός, όχι ο πραγματικός ως ττνεύμα θεός και κατ' επέκταση όχι ο αληθινός θεός. Ή , μέσα στο νοείν ως πρώτο νοείν, θεός είναι μόνο το καθαρό
30. Το Είναι μέσα στην άμεση ταυτότητα προς τον εαυτό του δεν είναι, χατ' χρχην, παρά μια εσωτερικότητα που δεν έχει εμπεφαθεί τψ ανάπτυξη. Γι' αυτό. μέσα στη σχέση προς την εσωτερικότητα της ουσίας, το Είναι προσι&άζει στη σφαίρα της εξωτερικότητας.
31.
Et'vat, ή επίσης η ουσία, το αφηρημένο Απόλυτο· όχι όμως θεός ως Απόλυτο πνεύμα, το οποίο μόνο είναι η αληθινή φύση του θεού. 3. Η πρώτη από τις ταυτότητες του Εσωτερικού και του Εξωτερικού που εξετάσαμε είναι η βάση που αδιαφορεί για την διαφορά αυτών των προσδιορισμών σαν να πρόκειται για μια εξωτερική σε τούτη μορφή, ή [είναι] η ταυτότητα ως περιεχόμενο. Η δεύτερη είναι η αδιαμεσολάβητη ταυτότητα της διαφοράς τους, η άμεση αναστροφή καθεμιάς στην αντί-θετή της, ή [είναι] η ταυτότητα ως καθαρή μορφή. Αλλά αυτές οι δύο ταυτότητες είναι μόνο οί πλευρές Μιας ολότητας· ή η ίδια τούτη η ολότητα είναι μόνο η αναστροφή της μιτερική ανασκόττηση
322.
Αλλά το Απολυτο δεν είναι μιόνο κατηγορού^Αενο, επειδή αυτό είναι αντικείμενο μιας εξωτερικής ανασκόπησης και (ος εκ τούτου κάτι το προσδιορισμένο από τούτη. - Ή η ανασκόπηση δεν είναι μόνο εξωτερική σ' αυτό" απεναντίας, επειδή αυτή είναι εξωτερική στο Απόλυτο, είναι άμεσα σε τούτο εσωτερική. Το Απόλυτο είναι μόνο το Απόλυτο, επειδή δεν είναι η αφηρημένη ταυτότητα, αλλά η ταυτότητα του Είναι και της ουσίας ή η ταυτότητα του Εσωτερικού και Εξωτερικού. Αυτό, λοιπόν, το ίδιο είναι η απόλυτη μορφή, η οποία το κάνει να εμφανίζεται [= αντανακλάται] εντός εαυτού και το προσδιορίζει ως κατηγορούμενο.
Β. ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ Η έκφραση, της οποίας κάναμε χρήση: το απόλυτα-Απόλυτο, δηλώνει το Απόλυτο, το οποίο μέσα στη μορφή του έχει επιστρέφει εντός εαυτού ή του οποίου η μορφή είναι ίδια με το περιεχόμιενό του. Το κατηγορούμιενο είναι το σχετικό μόνο Απόλυτο, μ^α διασύνδεση, η οποία δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το Απόλυτο σε ένα μορφικό-προσδιορισμό. Η μορφή πράγματι, μπροστά- στην περαιωμένη της έκθεση, δεν είναι, το πρώτον, παρά μόνο εσωτερική, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, μόνο εξωτερική, εν γένει αρχικά προσδιορισμίνη μορφή ή άρνηση καθόλου. Αλλά, επειδή η μορφή είναι συνάμα μορφή του Απόλυτου, γι' αυτό το κατηγορούμιενο είναι το συνολικό περιεχόμενο του Απολυτου· αυτό είναι η ολότητα που προηγουμένως εμφανίστηκε ως ένας κόσμος ή ως μια από τις πλευρές της ουσιώδους σχέσης, καθεμιά των οποίων η ίδια είναι το όλο. Αλλά οι δύο κόσμοι, ο
κινείται στη λογική διαβάθμιση της περατότητας. Δεν είναι ακόμα απόλυτα Απόλυτο, αλλά κάτι το προσδιορισμένο. ΓΓ αυτό, η εξίυτερική ανασκόπηση δεν είναι μια δεδομένη παρουσία, αλλά αποκαλύπτει το κατά εσωτερική αναγκαιότητα επέρχεσθαι του Απόλυτου.
323.
φαινόμενος κόσμος και αυτός που είναι καθεαυτόν και διεαυτόν, όφειλαν μέσα στην ουσία τους να είναι αντί-Θετοι ο ένας προς τον άλλο. Η μια πλευρά της ουσιώδους σχέσης ήταν πράγματι ίση με την άλλη· τόσο πολύ ήταν το όλο όσο και τα μέρη· η εξωτερίκευση της δύναμης ήταν το αυτό περιεχόμενο με την ίδια τη δύναμη, και το Εξωτερικό εντελώς ίδιο με το Εσωτερικό. Αλλά σύγχρονα, καθεμιά απ' αυτές τις πλευρές όφειλε να έχει ακόμη ένα δικό της άμεσο υφίστασθαι, η μια να είναι η οντική [= καταφατική] αμεσότητα, η άλλη η ανασκοπημένη. Μέσα στο Απόλυτο, αντίθετα, αυτές οι διαφοροποιημένες αμεσότητες είναι συρρικνωμένες σε εμφάνεια, και η ολότητα, η οποία είναι το κατηγορούμενο, είναι τεθειμενη ως το αληθινό του καα μοναδικό του υφίστασθαι- αλλά ο προσδιορισμός, υπό τον οποίο αυτό είναι, [είναι τεθειμένος] ως το επουσιώδες. Το Απόλυτο είναι κατηγορούμενο, επειδή, ως απλή απόλυτη ταυτότητα, είναι υπό τον προσδιορισμό της ταυτότητας· στον προσδιορισμό εν γένει μπορούν τώρα να συνάπτονται άλλοι προσδιορισμοί, π.χ. ότι υπάρχουν επίσης κάμποσα κατηγορούμενα. A/jJi επειδή η απόλυτη ταυτότητα έχει μόνο τούτη τη σημασία, όχι απλώς ότι όλοι οι προσδιορισμοί είναι ανηρημιένοι, αλλά πως αυτή είναι επίσης η ανασκόπηση, η οποία έχει αναιρέσει τον ίδιο τον εαυτό της, σ' αυτήν τότε όλοι οι προσδιορισμοί είναι τεθειμενοί ως ανηρημενοι. Ή η ολότητα είναι τεθειμένη ως η απόλυτη [ολότητα], ή το κατηγορούμενο έχει το Απόλυτο για περιεχόμενο του και υφίστασθαι· ο μορφικός του-προσδιορισμός, δια του οποίου αυτό είναι κατηγορούμενο, είναι, συνεπώς, επίσης τεθειμένος άμεσα ως σκέτη εμφάνεια - το αρνητικό ως αρνητικό'''. Η θετική εμφάνεια, την οποία δίνει στον εαυτό της η έκθεση μέσω του κατηγορουμένου μη λαμβάνοντας το πεπερασμένο
14. Τι είναι λοιπόν το κατηγορούμενο; Αυτό δεν υφίσταται (ος απόλυτο κατηγορούμενο, αλλά ως μφφικός προσδιορισμός που έχει το περιεχόμενο του στο Απόλυτο. Είναι, κατά συνέπεια, ο λογικός τόπος, όπου εκτίθεται το Απόλυτο ως τέτοιο.
324.
μέσα στον περιορισμό του ως κάτι που είναι καθεαυτό και διεαυτό αλλά διαλύοντας την υποστασιακή του σύσταση μέσα στο Απόλυτο και αναπτύσσοντάς το σε κατηγορούμενο, αναιρεί το ίδιο το γεγονός ότι αυτό είναι κατηγορούμενο· η έκθεση βυθίζει αυτο το ιδιο το κατηγορούμενο και το διαφοροποιημένο της πράττειν μέσα στο απλό Απόλυτο. Αλλ' εφόσον η ανασκόπηση επιστρέφει έτσι από το διαφοροποιείν της μόνο στην ταυτότητα του Απόλυτου, συγχρόνως αυτή δεν έχει ακόμη εξέλθει από την εξωτερικότητά της και δεν έχει ακόμη φτάσει στο αληθινό Απόλυτο. Η ανασκόπηση έχει πετύχει μιόνο την προσδιορισμένη, αφηρημένη ταυτότητα, δηλ. εκείνη, η οποία είναι μιέσα στην προσδιοριστιχότητα της ταυτότητας. - Ή , εφόσον η ανασκόπηση είναι ως εσωτερική μορφή που προσδιορίζει το Απόλυτο ως κατηγορούμενο, τότε αυτό το προσδιορίζειν είναι κάτι ακόμα διαφορετικό από την εξωτερικότητά' ο εσωτερικός προσδιορισμός δεν διεισδύει στο Απόλυτο· η εξωτερίκευση του συνίσταται στο να εξαφανίζεται ως κάτι απλώς τεθειμιένο στο Απόλυτο. Η μορφή λοιπόν - είτε λαμβάνεται ως εξωτερική είτε ως εσωτερική - δια της οποίας το Απόλυτο θα ήταν κατηγορούμενο, είναι συνάμΛ τεθειμενη κατά τρόπο, που να είναι κάτι καθεαυτό μηδέν, μια εξωτερική εμφάνεια, ή απλός τρόπος του Είναι^'\ C.
Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ Το κατηγορούμενο είναι, πρώτον, το Απόλυτο σαν μέσα στην απλή ταυτότητα με τον εαυτό. Δεύτερον, αυτό είναι φν>;-
15. Η μορφή, που προσέδιδε στο κατηγορούμενο το χαρακτήρα του Λπολυτου, etv« [ua χωρίς περιεχόμενο μορφή, μια εξωτερική εμφάνεια που απέχει από το να είναι απόλυτη μορφή, γιατί η καθαρότητα της είναι το γνωριζειν της Λάλυοτης των κατηγορουμένων μέσα στο Απόλυτο.
325.
07], και η τελευταία τούτη ως άρνηση είναι η μορφική ανασκότιηση εντός-εαυτού. Αυτές οι δύο πλευρές συγκροτούν, κατ' αρχήν. τους δύο ακραίους όρους του κατηγορουμένου, ο φος των οποίων είναι το ίδιο το κατηγορούμενο, καθόσον αυτό είναι τόσο το Απόλυτο όσο και η προσδιοριστικότητα. - Ο δεύτερος απ' αυτούς τους ακραίους όρους είναι το αρνητικό ως ά στο μέτρο που αυτό είναι το Απόλυτο ως προσδιορισμένο, περιέχει το ετέρως-Είναι και δεν μπορεί να κατανοείται εννοιακά μονο από τον ίδιο τον εαυτό του. Είναι, λοιπόν, μεσα στον τρόπο μόνο που είναι τεθειμένος για την ακρίβεια ο προσδιορισμός του κατηγορουμένου. Επί πλέον, αυτό το τρίτο παραμένει απλός
•27. Λες παρόν έργο, σ. 329. -28. Spinoza opera Bd 2, σ. 126, 257, 298 κ.εξ. 29. Δες GW 11, 189: Στον Spinoza ο τρόπος, μετά την ίΛιόστβση και το κατηγόρημα είναι ομοίως ο τρίτος όρος· αυτός εξηγεί ότι ισοδυναμεί με τις afiektionen της υπόστασης ή με αυτό το οποίο είναι μέσα σε ένα άλλο, χάρη στη μεσολάβηση του οποίου αυτό έρχεται να συλληφθεί στην έννοιά του.
332.
τρόπος· από τη μια αυτός είναι άμεσα κάτι το ieio/uivo, από την άλλη η μηδαμινότητά του για το γνωρίζειν δεν είναι ανασκόπηση εντός εαυτού. - Κατά συνέπεια, η σπινοζική έκθεση του Απόλυτου είναι ενχελήζ, στο βαθμό που ξεκινά από το Απόλυτο για να αφήσει μετά να ακολουθήσει το κατηγορούμενο και να τελειώσει με τον τρόπο· αλλά τα τρία τούτα απαριθμούνται μόνο το ένα μετά το άλλο, χωρίς την εσωτερική αλληλουχία της ανάπτυξης, και το τρίτο δεν είναι η άρνηση ως άρνηση, δεν [είναι] η αρνητικά αυτοσχετιζόμενη άρνηση, δια της οποίας αυτή θα ήταν σ' αυτήν τψ iSia η επιστροφή μέσα στην πρώτη ταυτότητα, έτσι που η τελευταία τούτη να μπορούσε να είναι αληθινή ταυτότητα. Λείπει, επομένως, η αναγκαιότητα της προχωρητικής πορείοις του Απόλυτου προς τη μη-ουσιαστικότητα, καθώς και η διάλυση της τελευταίας καθεαυτήν και διεαυτήν μέσα στην ταυτότητα· ή απουσιάζει τόσο το γίγνεσθαι της ταυτότητας όσο και των προσδιορισμών της. Κατα τον ίδιο τρόπο, στην ανατολική αντίληψη της απορροής το Απόλυτο είναι το αυτοφωτιζόμιενο φ(ος. Αλλά αυτό δεν φωτίζεται μόνο, αλλά εξίσου εκρέει. Οι εκροές του είναι αποστάσεις από τη διαυγή του καθαρότητα· τα γεννήματα που έπονται είναι ατελέστερα από αυτά που προηγούνται και από τα οποία προέρχονται εκείνα. Η διαδικασία εκροής λαμβάνεται μόνο ως ένα συμβάν, το γίγνεσθαι μόνο ως μια προοδευτική απώλεια. Έτσι το Είναι συσκοτίζεται όλο και πιο πολύ, και η νύχτα, το αρνητικό, είναι ο τελευταίος όρος της σειράς, ο οποίος δεν επιστρέφει δια μιας στο πρώτο φως. Το ελάττωμα της ανασχόπησιης εντός εαυτού, το οποίο ενέχουν η σπινοζική έκθεση του Απολύτου και η θεωρία της απορροής, βρίσκει τη συμπλήρωσή του μέσα στην έννοια της μονάδας του Leibniz. - Κατέναντι στη μονομέρεια μιας φιλοσοφικής αρχής υψώνεται συνήθως η αντί-θετη μονομέρεια και, όπως σε κάθε πράγμα, η ολότητα είναι συνήθως παρούσα ως μια σπαρμένη, τουλάχιστον, πληρότητα. - Η μονάδα είναι μόνο 333.
ένα εντός εαυτού ανασκοπημένο Αρνητικό' αυτή είναι η ολότητα του περιεχομένου του κόσμου· μέσα σ' αυτήν η ποικίλη πολλαπλότητα δεν είναι μόνο εξαφανισμένη, αλλά [είναι] ^ιατηρημεν-η μιε οιρνητικό τρόπο. Η σπινοζική υπόσταση είναι η ενότητα κάθε περιεχομένου· αλλά τούτο το πολλαπλούν περιεχόμενο του κόσμου δεν είναι ως τέτοιο μέσα σ' αυτήν, αλλά μέσα στην εξωτερική προς αυτήν ανασκόπηση. ΓΓ αυτό, η μονάδα είναι ουσιαστικά ποψιχστασιοιχιη· αλλά, όσο και αν είναι μιια πεπερασμένη [μονάδα], δεν έχει καμιά παθητικότητα· απεναντίας, οι μεταβολές και οι προσδιορισμοί μέσα σ' αυτήν είναι εκδηλώσεις του εαυτού της μιέσα στην ίδια. Αυτή είναι εντελέχεια· το αποκαλύπτειν είναι το δικό της ιδιαίτερο ενεργείν3'. _ β ς gj^ τούτου, η μονάδα είναι επίσης προσδιορισμένη, διαφοροποιημένη από άλλες- η προσδιοριστικότητα πέφτει μέσα στο μερικό περιεχόμενο και στον τρόπο του Είναι της εκδήλίοσης. Η μονάδα, ςτυνεπώς, είναι καθεαυτην, σύμφωνα με την υπόσταση της, η ολότητα, [αλλά δεν είναι τούτο] και στην εκδηλωση της. Αυτός ο περιορισμός της μονάδας πέφτει αναγκαστικά, όχι μέσα στη θέτουσα τον εαυτό της μονάδα ή στην παραστασιακή τοιαύτη, αλλά μέσα στο καθεαυτό-Είναι της· ή είναι απόλυτο όριο, ένας προκαθορισμός, ο οποίος τίθεται από ένα άλλο ον από ό,τι αυτή είναι. Επί πλέον, εφόσον περιορισμένες οντότητες υπάρχουν μόνο τρόπο, που να σχετίζονται με άλλες περιορισμένες οντότητες, ενώ η μονάδα είναι συνάμα ένα Απόλυτο κλεισμένο στον εαυτό του, τότε η αρμονία αυτών των περιορισμών, δηλ. ο αλληλοσχετισμός των μονάδων, πέφτει έξω απ' αυτές και είναι όχι λιγότερο προδιατεταγμένη από ένα, άλλο ον ή καθεαυτην. Είναι προφανές ότι, δια της αρχής της ανασκόπησης-εντόςεαυτου, η οποία συγκροτεί το θεμελιακό προσδιορισμό της μονάδας, η ετερότητα και η εξωτερική επίδραση είναι αναμφίβολα ε30. Leibniz, Bd 6, α. 598.
31.ο,7:..σ.607χ.εξ.,609,615. 334.
κτοπισμένες κατά απόλυτο τρόπο [überhaupt] και οι μεταβολές της μονάδας είναι το ίδιον αυτής θέτειν - αλλά από την άλλη πλευρά, [είναι πρόδηλο] πως η οφειλόμενη σε άλλο παθητικότητα είναι μετασχηματισμένη απλώς σε ένα απόλυτο φραγμό, σε ένα φραγμό του καθεαυτό-Είνα^^. Ο Leihtiz αποδίδει στις μονάδες μια βέβαιη εσωτερική τελείωση, ένα εί6ος αυτονομίας- αυτές είναι όντα που δημιουργήθηκα·^^. - Εάν εξετάσουμε εγγύτερα το φραγμό τους, γίνεται φανερό από τούτη την παρουσίαση ότι η εκδήλωση αυτών των ίδιων, η οποία προσγίγνεται σ' αυτές, είναι η ολότητα της μορφής. Είναι μια κατ' εξοχήν σπουδαία έννοια το ότι οι αλλοιώσεις της μονάδας συλλαμβάνονται στην παράσταση ως δράσεις που δεν ξέρουν την παθητικότητα, ως εκδηλώσεις αυτών των ίδιων, και το ότι η αρχή [Prinzip] της ανασκόπησης εντός εαυτού ή της εξατόμισης [Individmtion] ξεχωρίζει ως ουσιώδης. Επί πλέον είναι αναγκαίο να κάνουμε την περατότητα να έγκειται στο γεγονός ότι το περιεχόμενο ή η υπόσταση είναι διαφορετική από τη μορφή και ότι η πρώτη στο μεταξύ είναι περιορισμένη, ενώ η δεύτερη είναι άπειρη. Αλλά τώρα θα είχαμε να βρούμε μέσα στην έννοια της απόλυτης μονάδας όχι μόνο εκείνη την απόλυτη ενότητα της μορφής και του περιεχομ£νου, αλλά και τη φύση της ανασκόπησης, [εννοημένην] ως την αυτοσχετιζόμενη αρνητικότητα, [η οποία συνίσταται] στο να απωθείται από τον εαυτό της· διαδικασία δια της οποίας η φύση της ανασκόπησης είναι αυτή που θέτει και δημιουργεί. Βέβαια, μιέσα στο σύστημίΛ του Leibniz είναι εξίσου παρούσα τούτη η άλλη θέση, σύμφωνα με την οποία θεός είναι η ττηγή της ύπαρξης και της ουσίας των μονάδω\^'^, σύμφωνα δηλ. με την οποία εκείνοι οι απόλυτοι φραγμοί, μέσα στο καθε-
3 2 . Η ο λ ο π ο ι η τ ι χ ή αυτονομία τ η ς μονάδας είναι περιορισμένη στο Είναι της ως τοκ) π ο υ δεν εκφράζει τον εαυτό τ η ς σ τ η ν ε τ ε ρ ό τ η τ ά του. 3 3 . L e i b n i z : M o n a d o l o g i e , § § 6 , 19. Bd 6 . σ. 6 0 7 . 6 1 0 3 4 . L e i b n i z : ο . π . § 4 3 . Bd 6 , σ. 6 1 3 , 1 4 .
335.
αυτό-Είναι των μανάδων, δεν είναι καθεαυτούς και διεαυτούς μιεσα στο στοιχείο του Είναι, (χλλά εξαφανίζονταιι μέσα στο Απόλυτο. Αλλά μέσα σε τούτους τους προσδιορισμούς μπορεί κανείς να δει μόνο τις κοινές παραστάσεις, οι οποίες δεν είναι φιλοσοφικά ανεπτυγμένες ούτε έχουν υψωθεί σε θεωρησιακές έννοιες. Έτσι η αρχή της εξατόμισης δεν οδηγείται στη βαθύτερη πραγματοποίηση της· οι έννοιες που αφορούν τις διαφοροποιήσεις των ποικίλων πεπερασμένων μανάδων και τη σχέση τους προς το Απόλυτο τους δεν προέρχονται από την ίδια τούτη την ουσία ή δεν [προκύπτουν] μ£ ένα απόλυτο τρόπο, αλλά είναι γεννήματα της σχολαστικής, δογματικής σκέψης και γι' αυτό δεν έφθασαν σε καμιά εσωτερική συνοχή.
336.
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Το Απόλυτο είναι η ενότητα του Εσωτερικού και του Εξωτερικού ως πρώτη, καθεαυτήν-ούσα ενότητα. Η έκθεση φαινόταν ως εξωτερική ανασκόπηίτη, η οποία έχει στην πλευρά της το άμεσο σαν κάτι που συντυχαίνει ήδη μπροστά της, αλλά συνάμα είναι η κίνηση και ο σχετισμός αυτού του ίδιου [του άμεσου] με το Απόλυτο· ως τέτοια δε επανάγει αυτό [το άμεσο] μέσα στο Απόλυτο και το προσδιορίζει ως έναν σκέτο τρόπο του Είναι. Αυτός όμως ο τρόπος του Είναι είναι ο προσδιορισμός του ίδιου του Απόλυτου, δηλ. η πρώτη του ταυτότητα ή η απλά καθεαυτην ούσα ενότητα του. Και ασφαλώς τούτη η ανασκόπηση δεν θέτει μόνο εκείνο το πρώτο καθεαυτό-Είναι ως ένα προσδιορισμό που στερείται ουσίας', αλλά είναι αυτη μόνο που συντελεί ως οφνητικός αυτοσχετισμός να γίνεται το καθεαυτό-Είναι εκείνος ο τρόπος. Αυτή η ανασκόπηση, ως τέτοια που αναιρεί τον ίδιο τον εαυτό της μέσα στους προσδιορισμούς της και εν γένει ως η κίνηση που επανέρχεται εντός εαυτού, είναι πρωτίστως αληθινά απόλυτη ταυτότητα και συγχρόνως το προσδιορίζειν του Απόλυτου ή η τροπικότητά του. Ο τρόπος, συνεπώς, είναι η εξίοτερικότητα του Απόλυτου, αλλά όχι λιγότερο [είναι] μόνο ως η ανασκόττηση αυτού-εδώ εντός εαυτού" - ή αυτός είναι η iSmτερη εκδηλωση του Απόλυτου, κατά τρόπο που τούτη η εξωτερίκευση να είναι η ανασκόπησή του-εντός-εαυτού και κατ' επέκταση το καθεαυτό-και-διεαυτό του-Είναι®.
1. Α υ τ ό π ο υ . σ τ ε ρ ο τ « ουσίας είναι τ ο άμεσο εξωτερικό, τ ο ΟΤΜΪΟ κ α τ ά την κίνηση α υ τ ο - έ κ θ β σ η ς του Α π ό λ υ τ ο υ δείχνεται να στερείται αυτονομίας. 2 . Η τ ρ ο π ι κ ό τ η τ ά τ ο υ Α π ό λ υ τ ο υ δείχνει π ω ς η π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α τίβεται όχι ω ς η
337.
Ως τέτοια εχδηλωση, που να μην είναι τίποτε άλλο και να μην έχει κανένα περιεχόμενο εκτός από το να είναι η εκδήλωση του εαυτού του, το Απόλυτο είναι η απόλυτη μορφή. Η πραγματικότητα πρέπει να λαμβάνεται ως ετούτη η ανασκοπημένη απολυτότητα. Το Είναι δεν είναι ακόμα πραγματικό: αυτό είναι η πρώτη αμεσότητα • η ανασκόπηση του είναι, κατά ταύτα, γίγνεσθαι και μεταβαίνειν μέσα σε άλλο· ή η αμεσότητα του δεν είναι καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι. Η πραγματικότητα ωσαύτως βρίσκεται πιο ψηλά από την Ύπαρξη. Τούτη-εδώ είναι πράγματι η αμεσότητα που προέκυψε από το θεμέλιο και τις συνθήκες, ή από την ουσία και την ανασκόπηση της. Αυτή είναι, λοιπόν, καθεαυτην ό,τι είναι η πραγματικότητα, ρεαλιστική ανασκόπηση, αλλά δεν είναι αχόμα η τεθειμένη ενότητα της ανασκόπησης και της αμεσότητας. Η Ύπαρξη, ως εκ τούτου, μεταβαίνει στο φαινόμενο, με το να αναπτύσσει την ανασκόπηση που περιέχει. Αυτή είναι το θεμέλιο που έπεσε στο βάραθρο" ο προσδιορισμός της είναι η αποκατάσταση αυτού του ίδιου [του θεμιέλιου]· έτσι η Ύπαρξη γίνεται ουσιώδης σχέση και η έσχατη ανασκόπησή της είναι τούτο: να είναι τεθειμένη η αμεσότητά της ως η ανασκόπηση-εντός-εαυτού και αντίστροφα· τούτη η ενότητα, μ^iσα στην οποία Ύπαρξη ή Αμεσότητα, και το καθεαυτό-Είναι, το θεμελιο ή το Ανασκοττημένο είναι απλώς στάδια, τώρα είναι η πραγματικότητα. Γι' αυτό το λόγο, το πραγματικό είναι εκδήλωση- δια της εξωτερικότητάς του δεν σύρεται μέσα στη σφαίρα της α}^γης, ούτε είναι εμφαινεσθαι του εαυτού του μέσα σε ένα άλλο, αλλα εκδηλώνεται· αυτό σημαίνει πως μέσα στην εξωτερικοτητα του είναι αυτό το ίδιο, και είναι αυτό το ίδιο μΛνο μ£σα σε τούτη, δηλ. μόνο ως αυτοδιαφοροποιούμενη και αυτοπροσδιοριζόμενη κίνηση.
ε»7γη ολοκλήρωση κάθε δυνατής φανέρωσης του περιεχομένου του Απόλυτου, αλλά ως η απόλυτη δύναμη, για την προοπτική της οποίας το απόλυτο περιεχόμενο έχει υπάρξει μόνο ως δυνατό τοιούτο.
338.
Μέσα στην πραγμΛτικότητα τώρα, που νοείται ως ετούτη η απόλυτη μορφή, τα στάδια δεν είναι ακόμη πραγματοποιημένα, αλλά έχουν μόνο το χαρακτήρα των ανηρημένων ή μορφικών [σταδίων]· η διαφορετικότητά τους, λοιπόν, ανήκει κατ' αρχήν στην εξωτερική ανασκότςηση και δεν έχει τον προσδιορισμό του περιεχομένου. Έτσι η πραγματικότητα, [ειλημμένη] η ίδια ως άμεση μορφική-ενότη'τα του Εσωτερικού και του Εξωτερικού, είναι προσδιορισμένη ως η αμεσότητα έναντι του προσδιορισμού της ανασκόπησης εντός εαυτού· ή αυτή είναι μια πραγματικότητα έναντι μιας δυνατότητας. Ο αλληλοσχετισμός αμφοτέρων είναι ο τρίτος [όρος]· το πραγματικό [είναι] προσδιορισμένο όχι λιγότερο ως ένα εντός εαυτού ανασκοπημένο Είναι, και τούτο-εδώ συνάμα ως [ένα Είναι] που υπάρχει άμεσα. Αυτός ο τρίτος όρος είναι η αναγκαιότητα^. Αλλά, εν πρώτοις, εφόσον πραγματικό και δυνατό είναι μορφικές διαφορές, ο σχετισμός τους είναι ωσαύτως μόνο μορφικός και συνίσταται απλώς στο γεγονός ότι το ένα όπως και το άλλο είναι ένα τεθειμένο-Ειναι, ή μέσα στη συμπτωματικόττιτα!'. Εφόσον, λοιπόν, μέσα στη συμπτωμιατικότητα το πραγματικό όσο και το δυνατό είναι το τεθειμένο-Είναι, αμφότερα έχουν λάβει τον προσδιορισμέ προς τη δική τους πλευρά' το πραγματικό έτσι γίνεται, δεύτερον, η ρεαλιστική πραγματικότητα και με τούτο ανακύπτει παράλληλα η ρεαλιστική δυνατότητα και η σχετική αναγκαιότητα. Τρίτον, η ανασκόπηση εντός εαυτού της σχετικής αναγκαιότητας αποφέρει την απόλυτη αναγκαιότητα, η οποία είναι απόλυτη δυνατότητα και πραγματικότητα.
3. Η αναγκαιότητα επέχει θέση λογικής αυθυπαιταιηας του πραγματικού μέσα στο δυνατό και του δυνατού μέσα στο πραγματικό. 4. Η συμπτωματικότητα λαμβάνεται ως λογικός τόπος της αμοιβαίας μορφικής αδιαφορίας του δυνατού και του πραγματικού.
339.
Α.
ΣΤΜΠΤΩΜΑΤΪΚΟΤΗΤΑ, Ή ΜΟΡΦΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΔΓΝΑΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ 1. Η πραγματικότητα είναι μορφική, στο βαθμό που ως πρώτη πραγματικότητα είναι μόνο άμεση, μη-ανασκοττημενη πραγματικότητα, άρα μόνο μέσα σε τούτο τον μορφικό-προσδιορισμό, αλλά όχι ως ολότητα της μορφής. Ως τέτοια, αυτή δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα Είναι ή Ύπαρξη εν γενεί. Επειδή όμως η πραγμιατικότητα ουσιαστικά δεν είναι μια απλή άμεση Ύπαρξη, αλλά υπάρχει ως μορφική-ενότητα του καθεαυτό-Είναι ή της εσωτερικότητας και της εξωτερικότητας, εμπεριέχει άμεσα το καθεαυτό-Είναι ή τη δυνατότητα. Ό,τι είναι -ραγματικό, είναι δυνατσ". 2. Ετούτη η δυνατότητα είναι η εντός εαυτού ανασκοπημένη πραγματικότητα. Αλλά τούτο οικριβώς το πρώτο ανασκοττημένο-Είναι είναι ομοίως το μορφικό στοιχείο και έτσι σε γενικές γραμμές μόνο ο προσδιορισμός της ταυτότητας με τον εαυτό ή TO'j καθεαυτό-Είναι εν γένει. .). Εάν η πραγματικότητα πρέπει να συλλαμβάνεται πρωτίστως ως μορφική ενότητα της εσωτερικότητας ή του καθεαι/τό-Είναι [= ουσίας] και της εξωτερικότητας [= του φαινομένου και πιο ειδικά της ύπαρξης], η πλευρά του καθεαυτό-Ειναι δεν έχει ακόμη τεβεί στην ολοκληρωτική της ανάπτυξη και ως πλευρά της ουσίας παραμένει εντός εαυτού. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με την αυτοταυτή προσδιοριστικότητα της ουσίας, η οποία προσδωριστικότητα λαμβάνει στην κατηγορία του Απόλυτου το χαρακτήρα του μορφικού του προσδιορισμού και απέναντι στην ύπαρξη δεν τίθεται παρά ως εκδήλωση της αρνητικότητας αυτής της άμεσης πραγματικότητας. Από εδώ συνάγεται όπ όλες οι λογικές κατηγορίες,που φοάνεται W προϋποθέτει τούτη η πραγματικότητα, είναι μόνο δυνατές και πρέπει να λάβουν πραγμΛτικη αναπτυξη. Έτσι αυτή η άμεση, μη ανασκοτιημένη πραγματικότητα δεν μπορεί να νοηθεί ως ολοτελής ΤΜιρά με το να ανασκοπείται στον εαωτό της σαν μέσα στη δυνατότητα.
340.
Επειδή όμως ο προσδιορισμός εδώ είναι ολότητα της μορφής, τούτο το καθεαυτό-Είναι είναι προσδιορισμένο ϋ>ς ανηρημένο6 ή ως σχετιζόμενο ουσιαστικά μόνο με την πραγματικότητα, ως το αρνητικό τούτης-εδώ, τεθειμενο ως αρνητικό. Η δυνατότητα, επομένως, περικλείει τα δύο στάδια: πρώτον το θετικό, [που είναι τέτοιας φύσης], ώστε να είναι ένα ανασκοπημένο-Είναι εντός εαυτού· εφόσον όμως, μέσα στην απόλυτη μορφή, αυτό είναι συρρικνωμένο σε ένα στάδιο, το ανασκοπημένο-Είναι-εντός-εαυτού δεν ισχύει πλέον ως ουσία, αλλά έχει, δεύτερον, την αρνητικη σημασία, σύμφωνα με την οποία η δυνατότητα έχει έλλειψη κάτινος, παραπέμπει σε ένα άλλο, στην πραγματικότητα και εδώ βρίσκει την ολοκλήρωσή της. Σύμφωνα με την πρώτη, την απλώς θετική πλευρά, η δυνατότητα είναι, λοιπόν, ο απλός μορφικός-προσδιορισμός της ταυτότητας με τον εαυτό ή η μορφή της ουσιαστικότητας". Αυτή είναι έτσι εκείνο που, στερημένο σχέσης και προσδιορισμού, περιέχει οτιδήποτε εν γένει. - Η έννοια αυτής της μορφικής δυνατότητας περιέχει δυνητικά καθετί που 8εν αντιφάσκει με τον εαυτό τοιβ' το βασίλειο της δυνατότητας είναι, λοιπόν, η απεριόριστη πολλαπλότητα. Αλλά κάθε πολλαπλή οντότητα είναι προσδιορισμένη εντός εαυτού και εναντιωματικά προς άλλη, ενέ-
6. Αυτό που ανήκει στην κατηγορία του ανηρημένου είναι το καΟεαυτό-Είναι ως μορφική δυνατότητα. Αυτή-εδώ δεν βρίσκεται σε απόλυτη ανεξαρτησία από την πραγματικότητα, αλλά προκύπτει από το γεγονός ότι η πραγματικότητα αρνείται τον εαυτό της. Τπ' αυτή την έννοια βρίσκεται σε αρνητική σχέση προς την πραγματικότητα. 7. Η ουσιαστικότητα [Wesentlichkeit} εμπίπτει στην χαθεαυτήν ούσα ουσία και &αΛ ως οιαμεσολαβητής που συγκεντρώνει την απόλυτη ισχύ ή δύναμη (absolute Macht) και αυττ, την έννοια παριστά τη «δεύτερη αμεσότητα της πραγματικότητας, αη πρώτη αποδείχτηκε ότι είναι μορφική ανάλυση του Απόλυτου ως καθαρός τρόπος» Liebrucks 1974, σ. 383.
370.
νεία ή το συμβεβηκός είναι καθεαυτην πράγματι υπόσταση μέσω της ισχύος, αλλά δεν είναι έτσι τεθειμένη ως ετούτη η αυτο-ταυτη εμφάνεια· έτσι η υπόσταση έχει για μόρφωμά της ή τεθειμένο-Είναι μόνο το συμβεβηκός, όχι τον ίδιο τον εαυτό της· δεν είναι υπόσταση ως υπόσταση. Άρα, η σχέση υποστασιακότητας, κατά πρώτον, είναι μόνο η υπόσταση, [με τέτοιο τρόπο] που η τελευταία να αποκαλύπτεται ως μορφική ισχός, της οποίας οι διαφορές δεν είναι υποστασιακές· η υπόσταση, στην πράξη, δεν είναι παρά ως Εσωτερικό των συμβεβηκότων, και τα τελευταία τούτα είναι μόνο στϊ;ν υπόσταση. Με άλλα λόγια, τούτη η σχέση είναι μόνο η φαινομενική ολότητα ως γίγνεσθαι· αλλ' αυτή είναι όχι λιγότερο ανασκόπηση· το συμβεβηκός, το οποίο καθεαυτό είναι υπόσταση, ακριβώς γι' αυτό το λόγο είναι επίσης τεθειμένο ως τέτοιο· έτσι είναι προσδιορισμένο ως αυτο-αναφερόμιενη αρνητικότητα, σε αντίθεση με τον εαυτό του που είναι προσδιορισμένος ως απλή αυτο-αναφερόμενη ταυτότητα με τον εαντό" και είναι άεαυτήν-οόσα, κραταιά υπόσταση. Τότε η υΛοστασιακή σγεσΐ] μιεταβαίνει στη σχέση αιτιότητας. Β. Η ΣΧΕΣΗ-ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ Η υπόσταση είναι ισχύς, και ισχύς ανασκοπημένη εντός εαυτού, η οποία δεν μεταβαίνει απλώς, αλλά θέτει τους προσδιορισμούς και τους διαφοροποιεί από τον εαυτό της. Ως αυτοσχετιζομ£νη μέσα στο προσδιορίζειν της η ίδια είναι εκείνο που αυτη θετει ως αρνητικό και μετατρέπει σε τεθειμένο-Είναι. Ετούτο είναι, λοιπόν, εν γένει η ανηρημένη υποστασιακότητα, το απλώς τεθειμένο', το αποτέλεσμα- αλλά η διεαυτήν ούσα υπόσταση είναι η αιτία^.
9. Η υπόσταση μέσα στη λογική εξέλιξη της ουσίας αναδεικνύεται σε ισχύ που δεσπόζει όχι |Α0νο μέσα στο στοιχείο του Είναι, αλλά και σε κείνο του θέτειν. Συμβαίνει, λοιπόν, όταν αυτή θέτει τους τρόπους της, τα στ,μβεβηκότα, να 0έτει
371.
Αυτή η σχέση αιτιότητας είναι, κατ' αρχήν, μόνο τούτη η σχέση αιτίας και αποτελέσματος· ως τέτοια, αυτή είναι η μορφική σχέση αιτιότητας. a. Η μορφική αιτιότητα 1. Η αιτία είναι το Αρχέγονο σε σχέση με το αποτέλεσμα. Ως ισχύς, η υπόσταση είναι το εμφαίνεσθαι ή έχει [το] συμβεβηκός. Αλλά αυτή είναι, ως ισχύς, εξίσου καλά ανασκόπηση-εντός-εαυτού μέσα στην εμφάνειά της- έτσι η υπόσταση εκθέτει την κίνηση-μετάβασής της, και τούτη η αντανακλχστική-κίνηση [Schemen] είναι προσδιορισμένη ως εμψάνεια, ή το συμβεβηκός είναι τεθειμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι μόνο ένα τεθειμένο. - Η υπόσταση όμως, κατά την προσδιοριστική της κίνηση, δεν εκκινεί από το συμβεβηκός, ως εάν το τελευταίο τούτο στην αρχη να ήταν κάτι Άλλο και μιόνό τώρα να ετίθετο ως προσδιοριστικότητα, αλλά και οι δύο είναι Μια ενεργότητα. Η υπόσταση ως ισχύς προσδιορίζεται· αλλά αυτό τούτο το προσδιορίζει είναι άμεσα το αναιρείν του προσδιορίζειν και η επιστροφή. Αυτή προσδιορίζεται, - αυτή, το προσδιορίζον, είναι, λοιπόν. την αρνητικότητα του εαυτού της, γιατί το θέτειν ως το προσδιορίζειν αυτής είναι συναμα η πράξη αναίρεσης του εαυτού της από αυτό το προσδιορίζειν ή η αυτοθεσία ττ,ς παραπέμπει στην ισχύ του εαυτού της ως τεθειμένου. Από τη σκοπιά τούτη, η 'απόσταση είναι η ολότητα, μέσα στην οποία συνωθούνται τα συμβεβηκότα, γιατί η κίντιττ, των συμβεβηκότων είναι η ενέργεια της υπόστασης. Η υπόσταση, επομένως, δεν είναι θεμέ>αο ή λόγος [Gruhd], από όπου εκπορεύεται ένα άλλο, αλλά η αιτία [Ursache] ως σχέση ισχύος απέναντι στα συμβεβηκότα, τα οποία εκφράζουν ττ,ν απόληξη αυτής της σχέσης ως ένα όλο. Αυτό το όλο, έτσι όπως προκύπτει, είναι αποτέλτσμ« [Wirkung], αλλά διαφέρει ριζικά από το σκέτο αποτέλεσμα [Resultat], Το αποτέλεσμα [Wirkung] ως όλο παραπέμπει στην πραγματικότητα [Wirklichkeit], κάτι που μαρτυρά και η ετυμολογική συγγένεια των λέξεων και το οποίο έχει κατά νου ο Χέγκελ- αυτή η πραγματικότητα, με το να διαμεσολαβείται ατ» το άλλο της, ανάγει στην ενέργεια του εαυτού της την αιτία που τη γεννά.
372.
το άμεσο και εκείνο που το ίδιο είναι ήδη προσδιορισμένο· - με το να προσδιορίζει τον εαυτό της η υπόσταση θέτει, συνακόλουθα, τούτο το ήδη προσδιορισμένο (ος προσδιορισμένο, έχει, λοιπόν, αναιρέσει το τεθειμένο-Είναι και επέστρεψε στον εαυτό της. - Αντίστροφα, τούτη η επιστροφή, επειδή είναι η αρνητικ-η αναφορά της υπόστασης στον εαυτό της, η ίδια είναι ένα προσδιόριζειντ] μια απώθηση του εαυτού της από τον εαυτό της- χάρη σε τούτη την επιστροφή συμβαίνει να γίνεται το προσδιορισμένο, από το οποίο φαίνεται να ξεκινά η υπόσταση και το οποίο τώρα φαίνεται να θέτει ως ένα προδιορισμένο ήδη δεδομένο. - Η απόλυτη ενεργότητα είναι, λοιπόν, αιτία, η ισχύς της υπόστασης μέσα στην αλήθεια της ως εκδήλαχτη· τούτη δε εκθέτει επίσης εκείνο που είναι καθεαυτό, δηλ. το συμβεβηκός - το οποίο είναι το τεθειμένο-Είναι - άμεσα μέσα στο γίγνεσθαι αυτού του συμβεβηκότος, το θέτει ως τεθειμένο-Είναι - ως αποτέλεσμα. Τούτο-δω είναι λοιπόν, κατά πρώτον, το ίδιο με αυτό που είναι το συμβεβηκός της υποστασιακής σχέσης, δηλ. η υπόσταση ως τεθειμένο-Είναι· αλλά, δεύτερον, το συμβεβηκός ως τέτοιο είναι υποστασιακό μόνο, όταν εξαφανίζεται, όταν είναι κάτι το μεταβατικό" ως αποτέλεσμα όμως το συμβεβηκός είναι το τεθειμένο-Είναι υπό την έννοια του αυτο-ταυτού· η αιτία είναι εκδηλωμένη μέσα στο αποτέλεσμα ως σύνολη υπόσταση, δηλ. ως ανασκοττημένη εντός εαυτού στη σφαίρα του ίδιου του τεθειμένουΕίναι εν γένει Ό. 2. Με τούτο το - εντός εαυτού ανοισκοπημένο - τεθειμένοΕίναι, με το προσδιορισμένο ως προσδιορισμένο, είναι αντιμέτωτο] η υπόσταση ως το Αρχέγονο που δεν είναι τεθειμένο. Η τε10. Στη μορφική τους διαφορά αιτία [= Ursache] και αποτέλΐσμα [= Wirkung] ττροσ&ορίζονταί από το γεγονός ότι ο ένας όρος είναι ανασκοττημένος εντός εαυτου, 5ηλ. το θέτειν και ο άλλος τεβειμένο-Είναι. Στην αναλογία του περιεχομίνου αμφότεροι (τυνιστούν ταυτότητα, έτ« «όστε η ΐΛτόσταση να είναι το αρχέγονο Πράγμα (ursprüngliche Sadie] ως η ανασκοπημένη εντός εαυτού κίνηση ολοκληροιτικής εύρεσης του ενός μέσα στο άλλο.
373.
λευταία, ως απόλυτη ισχύς, είναι επιστροφή εντός εαυτού, αυτή τούτη όμως η επιστροφή είναι ένα προσδίορίζειν γι' αυτό, η υπόσταση δεν είναι πλέον απλώς το χαθ-εαυτό των συμβεβηκότων της, αλλά είναι εξίσου τεθειμένη ως ετούτο το καθεαυτόΕίναι. Κατά συνέπεια, είναι μόνο ως αιτία που η υπόσταση έχει πραγματικότητα. ΡϊΚ^ά τούτη η πραγματικότητα, όπου το καΘεαυτό-Είναι της, η προσδιοριστικότητά της μέσα στην υποστασιακή σχέση, είναι εφεξής τεθειμένη ως προσδιοριστικότητά, είναι το αποτέλεσμα- η υπόσταση, ως εκ τούτου, έχει την πραγματικότητα. η οποία είναι γι' αυτήν αιτία, μόνο μέσα στο αποτέλεσμα της^Κ - Είναι τότε η αναγκαιότητα που συνιστά την αιτία. - Αυτή είναι η πραγματική υπόσταση, επειδή η υπόσταση, ως ισχύς, αυτοπροσδιορίζεται· αλλά συνάμα είναι αιτία, επειδή εκθέτει τούτη την προσδιοριστικότητά ή την θέτει ως τεθειμιένο-Είναί' έτσι η υπόσταση θέτει την πραγματικότητά της ως το τεθειμιένο-Είναι ή ως το αποτέλεσμα. Αυτό-εδω είναι το Αλλο της αιτίας, το τεθειμένο-Είναι έναντι του Αρχέγονου και οιαμεσολα^ημένο από το τελευταίο. Αλλά η αιτία, καθότι αναγκαιότητα, όχι λιγότερο αναιρεί τούτη την κίνηση διαμιεσολάβησής της και είναι επιστροφή εντός εαυτού, καθώς, κατά το -ροσδιορίζειν του εαυτού της, συνιστά την αρχέγονα αυτο-αναφερόμενη πλευρά σε αντίθεση προς τη διαμεσολαβημένη τοιαύτη· το τεθειμένο-Είναι πράγματι είναι προσδιορισμένο ως τεθειμένο-Είναι, άρα αυτο-ταυτό- η αιτία, κατ' ακολουθίαν, είναι μόνο μεσα στο αποτέλεσμά της το αληθινά πραγματικό και αυτοταυτό. - Το αποτέλεσμα είναι, λοιπόν, αναγκαίο, ακριβώς επειδή είναι εκδήλωση της αιτίας ,ή [επειδή αυτό είναι] τούτη η αναγκαιότητα που είναι αιτία. -Είναι μόνο ως ετούτη η αναγκαιό-
11. Η μορφική πληρότητα της πραγματικότητας έγκειται στο να είναι η τελευταία ανασκοπημέντ, μέσα στο αποτέλεσμα. Αυτό σημαίνει ότι συνιστά το προσδιορισμένοΕ ^ της υπόστασης, σύμφωνα με το οποίο τούτη-εδώ επαναστρέφεται προς τη δίκη της πλευρά ως αιτία ή είναι πραγματική, όταν παράγει ως τέτοια το αποτέλεσμα.
374.
τητα'2 που η ίδια η αιτία είναι το κινούν - ξεκινώντας από τον εαυτό της χωρίς να διεγείρεται από ένα άλλο - καα αυτόνομη πηγη παραγωγής εξ εαυτού- - αυτή πρέπει κατ' αναφα-ι ενεργήσει- η αρχεγονοσύνη της έγκειται στο ότι η ανασκόπησή τηςεντός εαυτού είναι ένα προσδιοριστικό θέτειν και πως αμφότεροι οι όροι είναι μια ενότητα. Ως προκύπτει, το αποτέλεσμα δεν περιέχει απολύτως τίποτα, το οποίο να μην περιέχει η αιτία. Αντίστροφα, η αιτία δεν περιέχει τίποτε, το οποίο να μην είναι στο αποτέλεσμα rrj?'·'. Η αιτία είναι αιτία μόνο στο μέτρο που παράγει ένα αποτέλεσμακαι η αιτία δεν είναι τίποτε άλλο από τούτο τον προσδιορισμό [που έγκειται] στο να έχει αυτή ένα αποτέλεσμα, και το αποτέλεσμα τίποτε άλλο από τούτο: να έχει μια αιτία. Η ίδια η αιτία ως τέτοια περιέχει το αποτέλεσμά της, και το αποτέλεσμα την αιτία· στο βαθμό που η αιτία δεν θα ενεργούσε ακόμη ή θα είχε παύσει να ενεργεί, τότε δεν θα ήταν αιτία· - και το αποτέλεσμα, στο μέτρο που θα έχει εξαφανιστεί η αιτία του, δεν είναι πλέον αποτέλεσμα, αλλά μια αδιάφορη πραγματικότητα. 3. Η μορφή, δια της οποίας αιτία και αποτέλεσμα διαφοροποιούνται ως το ον καθεαυτό και ως το τεθειμένο-Είναι, τώρα είναι ανηρημένη μ^σα σε τούτη την ταυτότητα της αιτίας και του αποτελέσματος. Η αιτία εξαλείφεται μέσα στο αποτέλεσμά της· παρόμοια και το αποτέλεσμα είναι εξαλειμμένο, γιατί δεν είναι παρά η προσδιοριστικότητα της αιτίας. Αυτή, συνεπώς, η αιτιότητα που είναι εξαλειμμένη μέσα στο αποτέλεσμα συνιστά μια αμεσότητα, η οποία στέκεται αδιάφορα απέναντι στη σχέστ^ αιτίας και αποτελέσματος και την προσεγγίζει εξωτερικά.
12. Δηλ. η αναγκαιότητα να είναι το αποτέλεσμα αυτο-εκδηλωνόμενη αιτία καθιστά την αιτία αυτοκινούμενη και όχι ετεροκαθοριζόμενη. 13. Αυτό που σήμαινα το αποτέλεσμα παραπέμπει πάντοτε στην αιτία και αντίστροφα. 373.
b.
Η καθορισμένη
σχέση-οατιότητας
1. Η αυτο- ταυτότητα της αιτίας μέσα στο αποτέλεσμα της είναι η αναίρεση της ισχύος της και της • αρνητικότητάς της, [και] κατ' επέκταση η ενότητα που είναι αδιάφορη προς τις μορφικές διαφορές, [δηλ.] το περιεχόμενο. - Τούτο, κατά συνέπεια. αναφέρεται μόνο καθεαυτό στη μορφή, εδώ στην αιτιότητα. Αμφότεροι οι όροι είναι, λοιπόν, τεθειμένοι ως [απλώς] διαφορετικοί, και η μορφή ως ενάντια στο περιεχόμενο η ίδια [είναι] μια απλώς πραγματική, μια συμπτωματική αιτιότητα·^. Εξάλλου το περιεχόμενο, έτσι [ειλημμένο] ως κάτι το προσδιορισμένο, είναι ένα διαφορετικό περιεχόμιενο σ' αυτό το ίδιο· και η αιτία είναι προσδιορισμένη από την άποψη του περιεχομένου, παρόμοια δε και το αποτέλεσμα. - Εφόσον το ανασκοπημένοΕίναι εδώ είναι επίσης άμιεση πραγματικότητα, το περιεχόμενο είναι στην αυτή αναλογία πραγματική, αλλά πεπερασμένη υπόσταση. Αυτό είναι εφεξής η αιτιώδης-σχέση μέσα στη ρεαλιστική της πραγμάτωση και περατότητα. Ως μορφική, αυτή είναι η άπειρη σχέση της απόλυτης ισχύος, το περιεχόμενο της οποίας είναι η καθαρή εκδήλωση ή αναγκαιότητα. Ως πεπερασμένη αιτιότητα, απεναντίας, αυτή έχει ένα δεδομένο περιεχόμενο και απολήγει στην εκδίπλωσή της ως εξωτερική διαφορά σε τούτο το ταυτοσημο, το οποίο μες στους προσδιορισμούς του είναι μία και η αυτή υπόσταση 14. Με το να είναι ταυτό το περιτχόμενο της αιτίας και του αποτελέσματος, η μορφή τους, ως το διαφορετικό που εκφράζει την κτχύ της υπάττααης, αναιρείται. Έτσι το περιεχόμενο αναδύεται ως το καθορισμένο απέναντι σε «μια συμπτοιματικη αιτιότητα». 15. Η «τιώδης-σχέση στον μορφικό της προσδιορισμό είναι η ταυτόσημη αναφορά μιας υπόστασης. Αυτή η αναφορά ως τέτοια παραπέμπει στο γεγονός ότι η υπόσταση είναι η ρητή ισχύς της αιτίας ιος μορφής και ότι αυτή υπάρχει με το να εκ-
376.
Μέσω τούτης της ταυτότητοζ του περιεχομένου αυτή η αιτιότητα είναι μια αναλυτική πρόταση. Πρόκειται για το iSto Πράγμα, το οποίο τη μια φορά παριστάνεται ως αιτία, την άλλη ως αποτέλεσμα, εκεί ως ιδιότυπο υφίστασθαι, εδώ ως τεθειμενο Είναι ή προσδιορισμός σε ένα άλλο. Εάν έχουμε σαν δεδομένο πως αυτοί οι προσδιορισμοί της μορφής είναι εξωτερική ανασκόπηση, τότε το να προσδιορίζουμε ένα φαινόμενο ως αποτέλεσμα και από εδώ να αναγόμαστε στην αιτία του για να το εννοήσουμε και να το εξηγήσουμε είναι, από Tijv άποφτη του Πράγματος, η ταυτολογική θεώρηση μιας υποκειμενικής διάνοιας· είναι μόνο ένα και το αυτό περιεχόμενο που επαναλαμβάνεται· μέσα στην αιτία δεν υπάρχει τίποτε άλλο από αυτό που υπάρχει στο αποτέλεσμα. - Η βροχή, για παράδειγμα, είναι η αιτία της υγρασίας, η οποία είναι το αποτέλεσμά της· η ^ροχή μουσκεύει, αυτή είναι μια αναλυτική πρόταση· το ίδιο νερό, που είναι η βροχή, αποτελεί και την υγρασία· ως βροχή, τούτο το νερό είναι μόνο υπό τη μορφή ενός Πράγματος για τον εαυτό του· ως υδατοειδές ή υγρασία, αντίθετα, είναι κάτι το προσοιρτημένο, ένα τεθειμένο. το οποίο δεν οφείλει πλέον να έχει το υφίστασθαί του σ' αυτό το ίδιο· και ο ένας προσδιορισμός όπως και ο άλλος τού είναι εξωτερικός. - Fi αιτία, έτσι, αυτού του χρώματος είναι ένας χρωστικός συντελεστής, μια χρωστική ουσία, η οποία είναι μία και η αυτή πραγματικότητα, τη μχα φορά μιε την εξωτερική σε τούτη [τη χρωστική ουσία] μορφή ενός ενεργού συντελεστή, δηλ. εξωτερικά συνδεδεμένη με ένα διαφορετικό απ' αυτήν ενεργό συντελεστή, ενώ την άλλη υπό τον εξωτερικό επίσης σ' αυτήν προσδιορισμό ενός απο-
δηλώνει τούτη την ισχύ. Έτσι όμως θέτει υπό ριζικό κλονισμό τον εαυτό της και δείχνει τον πεπερασμένο χαρακτήρα της. Η ισχύς τότε ομολογεί μια άλλη δυνατότητα που φέρει μέσα της και η οποία την προσδιορίζει στο να είναι ανοικτή στον κοσμο της πραγματικότητας και παράλληλα να εξαρτάται από αυτόν. Η οντο-λογικη ολοκλήραχτη της υπόστασης δε ζητεί πλέον επιβεβαίωση της κτχύος της, αλλά το ξετύλιγμα της ανεπίσχετης εργασίας για να παράγει αυτό που τη δημιουργεί και την εγκαθιστά μέσα στον κόσμο.
377.
τελέσματος. - Η αιτία μιιας ενεργείας είναι η εσωτερική προδιάθεση μέσα σε ένα ενεργό υποκείμενο, και τούτη [η προδιάθεση], υπό τη μορφή της εξωτερικής ύπαρξης την οποία αυτή προσλαμβάνει μέσω της πράξης [= δράσης], είναι το ίδιο περιεχόμενο και η ίδια αξία. Όταν η κίνηση ενός σώματος βλέπεται ως αποτέλεσμα, τότε η αιτία του ίδιου αποτελέσματος είναι μια (οστική δύναμη· αλλά είναι το ίδιο ποσόν της κίνησης, το οποίο είναι παρόν πριν και μετά την ώθηση, η ίδια ύπαρξη, την οποία περιείχε το ωστικό σώμα και τη μετέδιδε στο ωθούμενο [σώμα]· και το ποσόν που αυτό μεταδίδει είναι τόσο όσο το ίδιο χάνει. Η αιτία, π.χ. ο ζωγράφος ή το ωστικό σώμα, έχει βέβαια ένα πρόσθετο περιεχόμενο: στην πρώτη περίπτωση τα χρώματα και τη μορφή, η οποία συνδυάζει αυτά σε ένα έργο ζωγραφικής, στη δεύτερη μια κίνηση ορισμένης ισχύος και φοράς. Αλλά τούτο το πρόσθετο περιεχόμενο είναι ένα συμπτωματικό συνέργημια, το οποίο δεν ενδιαφέρει καθόλου την αιτία· όποιες άλλες ποιότητες κατέχει ο ζωγράφος - εκτός από το γεγονός ότι αυτός είναι ζωγράφος αυτού του έργου - δεν παρεισδύουν μέσα σε τούτο το έργο· μόνο εκείνες από τις ιδιότητές του που παριστάνονται μέσα στο αποτέλεσμα είναι παρούσες σ' αυτόν, [ειλημμένον] ως αίτία· αυτός δεν είναι αιτία σύμφωνα με τις υπόλοιπες ιδιότητες. Παρόμοια, εάν το ωστικό σώμα είναι πέτρα ή ξύλο, πράσινο, κίτρινο κ.λπ., αυτά δεν παρεισδύουν στην ώθηση που αυτό προκαλεί· απ' αυτή την άποψη, το σώμιΛ τούτο δεν είναι αιτία. Ως προς αυτή την ταυτολογία της σχέσης-αιτότητας πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η σχέση δεν φαίνεται να περιέχει τούτη την ταυτολογία, εάν κανείς αναφέρει την μακρινή και όχι την κοντινή αιτία ενός αποτελέσματος. Η μορφική α>λαγή, την οποία υφίσταται το ευρισκόμενο στο θεμέλιο Πράγμα κατ' αυτό το πέρασμα μέσα από αρκετούς μέσους όρους, αποκρύπτει την ταυτοτΓ|τα που διατηρεί αυτό μέσα σε κείνο το πέρασμα. Ταυτόχρονα το Πράγμα, μέσα σε τούτο τον πολλαπλασιασμό των αίτιων, οι οποίες παρεισδύουν ανάμεσα σ' αυτό και το τελευταίο α378.
ποτέλεσμα, συνδέεται με άλλα πράγματα και πεpl(Jτάσε^, κατά τέτοιο τροπο που το ολοκληρωμένο αποτέλεσμια να περιέχεται, όχι σ' εκείνον τον πρώτο όρο για τον οποίο αποφαινόμαστε ότι είναι αιτία, αλλά μόνο σ' αυτές τις πολλές αιτίες μαζί. - Έτσι. για παράδειγμα, εάν ένας άνθρωπος καλλιεργούσε το ταλέντο του σε περιστάσεις που προέκυπταν από την απώλεια του πατέρα του, ο οποίος κτυπήθηκε σε μια μάχη από σφαίρα, τότε αυτός ο πυροβολισμός (ή ακόμη πιο πίσω ο πόλεμος ή μια αιτία του πολέμου, κ.ο.κ. επ' άπειρον) θα μπορούσε να ληφθεί ως αιτία της ικανότητας εκείνου του ανθρώπου. Αλλά είναι προφανές .πως εκείνος ο πυροβολισμός, για παράδειγμα, δεν είναι διεαυτόν τούτη η αιτία, αλλά μόνο ο συνδυασμός αυτού του ίδιου με άλλους δραστικούς όρους. Ή μάλλον, αυτός δεν είναι διόλου αιτία, αλλά μΛνο ένα ενικό στάδιο που ανήκει στις περιστάσεις της όυνατότητας. Πριν απ' όλα πρέπει ακόμα να σημιειώσουμε την απαράδεκτη εφαρμογή της σχέσης αιτιότητας στις σχέσεις της φυσικοοργανιχής και της ττνευματικής ζωής. Εδώ, αυτό που αποκαλούμε αιτία αποκαλύπτεται βέβαια ότι έχει ένα διαφορετικό περιεχόμενο από το αποτέλεσμα· ο λόγος όμως [είναι] ότι εκείνο που επενεργεί επί του ζώντος προσδιορίζεται, μεταβάλλεται και μετασχηματίζεται από τούτο κατά τρόπο ανεξάρτητο, επειδή το ζωντανό-ον δεν αφήνει να φθάσει η αιτία στο αποτέλεσμα της, δηλ. την αναιρεί ως αιτία. Είναι, λοιπόν, απαράδεκτο να λέμε ότι η τροφή είναι η αιτία του αίματος, ή ότι αυτά το φαγητά ή το κρύο και η υγρασία είναι η αιτία του πυρετού κ.ο.κ.· εξίσου απαράδεκτο είναι να ορίζουμε το ιωνικό κλίμα ως την αιτία των ομηρικών έργων ή τη φιλοδοξία του Καίσαρα ως την αιτία της κατάρρευσης του δημοκρατικού πολιτεύματος της Ρώμης. Μέσα στην ιστορία εν γένει οι πνευματικές μάζες και τα άτομα συνεπιδρούν και αλληλοπροσδιορίζονταΐ" αλλά η φύση του πνεύματος, με ένα ακόμη πιο ανώτερο νόημα απ' ό,τι ο χαρακτήρας του ζωντανού όντος, έγκειται μάλλον στο να μην αφήνει να ει379.
σερχετΛΐ μεσα του μια άλλη οφχέγονη οντότητα ή να μ,ην αφήνει μια αιτία να βρίσκει τη συνοχή της μέσα σ' αυτό, αλλά να την διακόπτει και να την μετασχηματίζει. - Όμως τέτοιες σχέσεις ανήκουν στην /ίεα και μόνο στη σφαίρα αυτής πρεπει να εξετάζονται'". - Εδώ μπορεί κανείς να σημειώσει και τούτο: στο μέτρο που είναι αποδεκτή η σχέση αιτίας και αποτελέσματος, έστω υπό ένα αναυθεντικό νόημα, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι πιο μεγάλο από την αιτία· γιατί το αποτέλεσμ^ι δεν είναι τίποτε περισσότερο από την εκδήλωση της αιτίας. Έχει γίνει κοινό αστείο στην ιστορία να κάνουμε να γεννιούνται απ·ο μικρές αίτιες μεγάλα αποτελέσματα και να παραθέτουμε ως πρώτη αιτία για ένα περιεκτικό και βαθύ γεγονός ένα ανέκδοτο. Μια τέτοια υποτιθέμιενη αιτία δεν πρέπει να θεωρείται ως τίποτε άλλο παρά ως μαα αφορμή, ως ένας εξωτερικός ερεθισμός, του οποίου το εσωτερικό ττνεύμα δεν θα είχε ανάγκη του γεγονότος ή θα είχε απορέσει να κάνει χρήση ενός αναρίθμητου πλήθους άλλωνγια να ξεκινήσει απ' αυτά στη σφαίρα του Φαινομένου, να ανοίξει δρόμο στον εαυτό του και να του δώσει την εκδήλοοσή του. Το · αντίστροφο είναι μάλλον το αληθές, ότι δηλ. ένα τόσο ασήμΛντο για τον εαυτό του και συμπτωματικό είναι η αφορμή- του γεγονότος, μόνο επειδή αυτό-δω το προσδιόρισε ως τέτοιο. Εκείνη η ζωγραφικ-η-αραβουργημάτων της ιστορίας, επομένως, η οποία κάνει να ανακύπτει από ένα αιωρούμενο μίσχο ένα πελώριο σχήμα, αν και ευφυής επεξεργασία, είναι κατ' εξοχήν επιφανειακή τοιαύτη. Κατά τη διαδικασία τούτη, είναι αλήθεια, όπου το μεγάλο προκύπτει από το μικρό, είναι παρούσα εν γένει η αναστροφή, την οποία επιχεφεί το πνεύμα με το εξωτερικό· αλλά ακριβώς γι' αυτό το λόγο το εξωτερικό δεν είναι αιτία μέσα σε τούτη
16. Η σφαίρα της Ιδέας, έτσι όπως αυτή παρουσιάζεται να συγκροτεί το τρίτο μέρος της θεωρίοζ -njc έννοιας, δείχνει πως η ζωή και το γνωρίζειν θα προλη πλευρά, αυτή μεταθέτει τη μορφική ενότητα μιέσα στο άπειρο και διαμέσου της ακατάπαυστης προόδου εκφράζει την αδυναμία της στο να μπορέσει να επιτύχει και να συγκρατήσει τούττ, την ενότητα. Ευθέως ίδια είναι η περίπτωση με το αποτέλεσμα' ή μάλλον η άπειρη πρόοδος από αποτέ:λεσμα σε αποτέλεσμα είναι εντελώς ίδια με την παλινδρόμηση από αιτία σε αιτία. Μέσα σε τούτη [την παλινδρόμηση] η αιτία έγινε αποτέλεσμα, το οποίο με τη σειρά του έχει μια άλλη αιτία" παρόμοια, το αποτέλεσμα γίνεται, κατ' αντίστροφο τρόπο, αιτία, η οποία εκ νέου έχει ένα άλλο αποτέλεσμα. - Η προσδιορισμένη αιτία που εξετάζουμε έχει το ξεκίνημα της σε μια εξωτερικότητα και, μέσα στο αποτέλεσμα 384.
της, δεν επιστρέφει εντός εαυτού ως αιτία, αλλά αντίθετα χάνει εδώ μέσα την αιτιότητα. Αντίστροφα όμως το αποτέλεσμα φθάνει σε ένα υπόστρωμα, το οποίο είναι υπόσταση, ένα αρχέγονα αυτοσχετιζόμενο υφίστασθαι· σε τούτο το υπόστρωμα, λοιπόν, το τεθειμένο-Είναι γίνεται τεθειμενο-Είναν δηλ. αυτή η υπόσταση, όταν τίθεται μέσα της ένα αποτέλεσμα, συμπεριφέρεται ως αιτία. Αλλά εκείνο το πρώτο αποτέλεσμα, το τεθειμένο-Είναι, το οποίο έρχεται στην υπόσταση με εξωτερικό τρόπο, είναι ενα αλλο από ό,τι το δεύτερο που παράγει [= προκαλεί\ η υπόσταση- γιατί αυτό το δεύτερο [αποτέλεσμα] είναι προσδιορισμένο ως η ανασκόττηση της-εντός-εαυτού, ενώ το πρώτο ως μια εξωτερκότητά της. Αλλά, επειδή η αιτιότητα εδώ είναι η εξωτερική στον εαυτό της αιτιότητα, εξίσου καλά, μέσα στο αποτέλεσμά της,