Πώς ανακάλυψα την Αμερική
Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι
Πώς ανακάλυψα την Αμερική
Πρόλογος — μετάφραση: ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
τ...
67 downloads
583 Views
5MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Πώς ανακάλυψα την Αμερική
Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι
Πώς ανακάλυψα την Αμερική
Πρόλογος — μετάφραση: ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
τέταρτη έ κ δ ο σ η συμπληρωμένη
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ» ΑΘΗΝΑ 1988
Στο εξώφυλλο, ο Μαγιακόφσκι στη Γουώλ Στρητ, Νέα Υόρκη, 1925. Μακέτα: Κώστας Μπεβεράτος Τυπογραφική διόρθωση: Αλεξάννα Τριανταφύλλου
Copyright: Εκδόσεις «Σύγχρονη Ε π ο χ ή ΕΠΕ» Σόλωνος 130, 10681 Αθήνα Τ η λ . 3620 835, 3640 713
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ «Είμαι ο πρώτος απεσταλμένος μιας νέας χώρας. Την Αμερική τη χωρίζουν απ 'τη Ρωσία 9 χιλιάδες μίλια κι ένας πελώριος ωκεανός. Τον ωκεανό μπορείς να τον περάσεις σε 5 μέρες. Τη θάλασσα όμως της ψευτιάς και της συκοφαντίας δεν την περνάς έτσι γρήγορα. Θα χρειαστεί να δουλέψουμε πολύ, να μοχθήσουμε πολύ. ώσπου το στιβαρό χέρι της νέας Ρωσίας να σφίξει το στιβαρό χέρι της νέας Αμερικής.
Β. Β. ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ (Νέα Υόρκη - 16.8.1925) Πάνω από μισός αιώνας έχει κυλήσει από το θάνατο του ποιητή. Μα η φωνή του, αντί να σβήνει με το χρόνο, δυναμώνει. Γίνεται πιο ζεστή. Ηχεί πιο οικεία. Κι όλο κερδίζει η εκπληκτική πρόβλεψή του για το μέλλον. Το όνομα του Μαγιακόφσκι ένα από τα πιο ψηλά ορόσημα στην ποίηση του κόσμου. Τα βιβλία του μεταφρασμένα διαβάζονται όπου γης. Η ζωή, η προσωπικότητά του, το έργο του — αντικείμενα έρευνας για πολλούς ειδικούς. Κι η τέχνη του, αυτός ο καινούργιος λόγος στην ποίηση που είπε ο Μαγιακόφσκι, ασκεί πάντα μια βαθιά επίδραση με τον επαναστατικό της δυναμισμό στο περιεχόμενο και τον επαναστατικό νεωτερισμό στη μορφή. Αυτός έμεινε ο Μαγιακόφσκι στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο ποιητής που κατέβασε την ποίηση από τους σιντεφένιους πύργους και την έκανε εμβατήριο εφόδου της επανάστασης, κουβέντα με τα άμετρα πλήθη του λαού, με την ιστορία τους, την εποχή τους και την προοπτική τους. Ο ποιητής που έκανε την επικαιρότητα ποίηση και την ποίηση επικαιρότητα. Τέλος, ο ποιητής που αγαπήθηκε τόσο, μα και μισήθηκε με την ίδια σφοδρότητα.
To όνομα του Μαγιακόφσκι έχει τη μεγαλύτερη συχνότητα αναφοράς στα φιλολογικά χρονικά του καιρού του. Κανένας άλλος συγκαιρινός του ποιητής δε συγκέντρωσε απάνω του τόσους προβολείς της κριτικής. Και είναι χαρακτηριστικό πως μέσα σε κείνη την ωκεάνια φιλολογία για το άτομό του και για το έργο του δε θα βρεις ούτε μια κρίση ουδέτερη, αδιάφορη. Μόνο «υπέρ» ή «κατά». «Υπέρ» στάθηκαν εκείνοι οι κριτικοί που ήξεραν ν'ακούν και να ερμηνεύουν σωστά τον ενθουσιασμό της λαϊκής μάζας όπου κι αν τη συναντούσε ο ποιητής: μέσα στα εργοστάσια και στις αγροτικές κολεκτίβες, μέσα στις αίθουσες των συγκεντρώσεων ή στους δρόμους και τις πλατείες των λαϊκών παρελάσεων. Εκείνη η ανεξάντλητη λαϊκή μάζα στάθηκε στην πραγματικότητα και ο πιο θερμός δέκτης και ο πιο θερμός εκτιμητής της αξίας της τέχνης του Μαγιακόφσκι. Κι εκείνη τον αγάπησε και τον αποθέωσε, γιατί μέσα από την ποίηση του Μαγιακόφσκι μπόρεσε να δει καθαρά, ζωντανά, όχι μόνο το γκρέμισμα του παλιού κόσμου, μα και την ανάδυση του νέου, μέσα από την κοσμογονική φωτιά της πιο μεγάλης Επανάστασης όλων των εποχών. «Κόντρα» του στάθηκαν εκείνοι που τον μίσησαν, γιατί μισούσαν την ίδια την Επανάσταση, που ο Μαγιακόφσκι της έδινε ρυθμό και παλμό. Ό λ ο ι εκείνοι έφυγαν, ξεχάστηκαν, σα να μην έζησαν ποτέ. Μα ο ποιητής έμεινε να δίνει όλη τη δύναμη του στίχου του στην εργατική τάξη που επιτίθεται...
Ο Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόφσκι γεννήθηκε στο χωριό Μπαγκντάτι της Γεωργίας το 1893. Το χωριό από το θάνατό του έχει πάρει τ'όνομα του ποιητή: Μαγιακόφσκι. Ο πατέρας του ήταν δασικός υπάλληλος. Κι η οικογένειά του ζούσε την κλειστή ζωή της επαρχίας. Εκεί στο χωριό πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί τέλειωσε και το πρώτο σχολειό του, το δημοτικό. Από το 1902 ζει στην πρωτεύουσα της επαρχίας του, στο Κουτάισι, σα μαθητής Γυμνασίου. Εκεί σε λίγο πήρε την πρώτη επαφή με τις επαναστατικές ιδέες του ρωσικού προλεταριάτου. Εκεί έζησε και τα πρώτα συνταρακτικά γεγονότα
της ζωής του: τον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904 icai την επανάσταση του 1905, που το Κουτάισι στάθηκε ένα από τα κέντρα της. Στις επαναστατικές κινητοποιήσεις παίρνουν ενεργό μέρος κι οι μαθητές. Μαζί κι ο Μαγιακόφσκι. Στις αρχές του 1906 πεθαίνει ο πατέρας του ποιητή. Βαρύ το πλήγμα για το σπίτι τους. «Πέθανε ο πατέρας», — θα γράψει ύστερα από χρόνια στην Αυτοβιογραφία του ο Μαγιακόφσκι. «Τρύπησε το δάχτυλό του. ( Εραβε κάτι χαρτιά.) Μόλυνση του αίματος... Τέρμα η ευτυχία. Μετά την κηδεία του πατέρα, μας έμειναν στην τσέπη 3 ρούβλια...» Μετά το θάνατο του πατέρα, η οικογένειά τους, — η μάνα, οι δυο αδερφές, μεγαλύτερες α π ' τ ο ν ποιητή κι ο ίδιος, — μετακόμισαν στη Μόσχα. Ο Μαγιακόφσκι γράφτηκε στην τέταρτη τάξη του 5ου Γυμνασίου αρρένων της Μόσχας. Στα τέλη του 1907 έγινε μέλος του Κόμματος των μπολσεβίκων. Κι άρχισε τη δράση του σαν προπαγανδιστής των νέων ιδεών. Στην Αυτοβιογραφία του θα ypctVj/Et! « •Εδοσα εξετάσεις στην εμποροβιομηχανική αχτίδα. Πέτυχα. Έ γ ι ν α προπαγανδιστής. Έ κ α ν α διαφώτιση στους φουρνάρηδες, στους τσαγκαράδες, στους τυπογράφους. Στη συνδιάσκεψη της πόλης με εκλέξανε στην επιτροπή Μόσχας. Με λέγαν "σύντροφο Κονσταντίν". Στην Επιτροπή δεν πρόκανα να δουλέψω. Με πιάσαν.» Αυτή ήταν η πρώτη σύλληψή του σ ' έ ν α παράνομο τυπογραφείο της κομματικής επιτροπής Μόσχας, το Μάρτη του 1908. Το 1909 ξαναπιάστηκε άλλες δυο φορές. Την τελευταία για τη συμμετοχή του στην οργάνωση της απόδρασης των γυναικών πολιτικών κρατουμένων από μια φυλακή της Μόσχας. Για κάμποσους μήνες κρατήθηκε στην απομόνωση της φυλακής Μπουτίρ. Και γλίτωσε την εξορία στη Σιβηρία επειδή ήταν ανήλικος. Απ'αυτή τη φυλακή αρχίζει και η ποιητική σταδιοδρομία του Μαγιακόφσκι. Έ ν α ολόκληρο τετράδιο με στίχους του κατάσχεσαν οι φύλακες τη στιγμή της αποφυλάκισής του (9 Γενάρη 1910). Ο ίδιος ο ποιητής εκτιμώντας στην'Αυτοβιργραφία του την αξία εκείνων των στίχων του θα γράψει: «Ευχαριστώ τους φύλακες που μου πήραν το τετράδιο. Γιατί μπορεί και να τους τύπωνα εκείνους τους στίχους!»
Βγαίνοντας α π ' τ η φυλακή μπήκε στη σχολή ζωγραφικής, γλυπτικής και αρχιτεκτονικής (Αύγουστος 1911). Εκεί γνωρίστηκε με τον ποιητή Μπουρλιούκ, που σπούδαζε κι αυτός στην ίδια σχολή και μέσω του Μπουρλιούκ και με άλλους φουτουριστές, όπως ο Χλέμπνικοφ, ο Κάμενσκι και άλλοι. Ο δεσμός του με τους φουτουριστές ποιητές τον απομακρύνει σιγά-σιγά α π ' τ η ζωγραφική και τον δένει όλο και πιο στενά με την ποίηση. Τα πρώτα του ποιήματα βγήκαν σε μια συλλογή των φουτουριστών το 1912. Το 1914 ο Μαγιακόφσκι γνωρίζεται με τον Γκόρκι. Η συνάντησή τους έγινε κατά το Σεπτέμβρη. Ο Γκόρκι του μίλησε με θαυμασμό για την τέχνη του, μόνο που τη βρήκε κάπως κραυγαλέα. «Προσέξτε», του'πε ο Γκόρκι. «Βγήκατε πρωί-πρωί κι αμέσως βάλατε τις φωνές. Θα σας φτάσουν οι δυνάμεις; Γιατί η μέρα είναι μεγάλη. Κι ο καιρός πολύς.» Από το 1912 ως το 1917 ο Μαγιακόφσκι έγραψε την τραγωδία «Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι» (1913), τις ποιητικές συνθέσεις «Σύννεφο με παντελόνια» (1914), «Το φλάουτο των σπονδύλων» (1915), «Πολέμος και ειρήνη» (1916), «Ο άνθρωπος» (1916-1917). Ό λ ο αυτό το διάστημα έγραψε πολλά λυρικά και σατιρικά ποιήματα. Οι στίχοι του, μετά τη γνωριμία του με τον Γκόρκι, δεν τυπώνονται πια στα φουτουριστικά έντυπα και με τη συνδρομή των φίλων. Τώρα ο Γκόρκι τα δημοσιεύει στο περιοδικό του «Χρονικό» και στο εκδοτικό «Ιστίο» που διευθύνει ο ίδιος. Είναι η εποχή που μαίνεται ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Κι αυτό το ιμπεριαλιστικό παιχνίδι με το αίμα και τη φωτιά, αυτό το φοβερό μακελειό των λαών, επαναστατεί τη συνείδηση του ποιητή. Τα έργα του εκείνης της περιόδου είναι διαποτισμένα από το αντιπολεμικό-αντιιμπεριαλιστικό πνεύμα του Μαγιακόφσκι. Είναι μια ασίγαστη διαμαρτυρία ενάντια στις δυνάμεις που συδαυλίζουν την πολεμική φωτιά, μια καταδίκη της αστικής κοινωνίας και μια επίκληση στη λαϊκή επανάσταση, που το πλησίασμα της το διαισθάνεται ο ποιητής. Η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση τον βρήκε έτοιμο, σε θέση μάχης. Ο ίδιος σημειώνει στην Αυτοβιογραφία του: «Να δεχτώ ή να μη δεχτώ την Επανάσταση, ένα
10
τέτιο πρόβλημα δεν έμπαινε για μένα. Δικιά μου η Επανάσταση. Τράβηξα γνα το Σμόλνν'. Δούλεψα. Ό , τ ι να'ταν.» Και η Επανάσταση ξάνοιξε για τον ποιητή ένα ανεξάντλητο πεδίο πνευματικής δράσης και αξιοποίησης όλων των δημιουργικών του δυνάμεων. Και πάνω απ "όλα η Επανάσταση στάθηκε μεγάλο σχολειό για τον Μαγιακόφσκι, μια ανεξάντλητη πηγή επαναστατικής ενεργητικότητας και αγωνιστικού φρονηματισμού. Κάτω α π ' τ η ν πανίσχυρη επίδραση και την ακτινοβολία της επανάστασης αρχίζει ν'αλλάζει αισθητά και η ιδεολογική τοποθέτηση του ποιητή, αλλά και οι αισθητικές του αντιλήψεις για την τέχνη. Κάποιες ιδέες του φουτουρισμού που αποτύπωναν τη σφραγίδα τους στο προεπαναστατικό έργο του Μαγιακόφσκι, αρχίζουν σιγά-σιγά να ατονούν και ο κοινωνικός προβληματισμός των ιδεών της Επανάστασης να τον κερδίζει. Στην πρώτη επέτειο της Επανάστασης κι α π ' τ η σκηνή του μουσικού θεάτρου της Πετρούπολης παρουσιάζεται το θεατρικό «Μυστήριο μπούφφο» του Μαγιακόφσκι. Στην αφνσσα του έργου αναφέρονταν και τα εξής: «Στις 7 και 8 του Νοέμβρη εμείς οι ποιητές, οι ζωγράφοι, οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί θα γιορτάσουμε την επέτειο της Επανάστασης με μια επαναστατική παράσταση. Θα παρουσιάσουμε το "Μυστήριο μπούφφο", μια ηρωική, επική και σατιρική αναπαράσταση της εποχής μας, έργο του Β. Μαγιακόφσκι.» Ο ίδιος ο Μαγιακόφσκι έπαιξε το ρόλο του Ανθρώπου με θαυμάσια επιτυχνα· Με την ξένη ιμπεριαλιστική επέμβαση και την έναρξη του εμφύλιου πολέμου (1919-1921) ο Μαγιακόφσκι δουλεύει στο ρωσικό τηλεγραφικό πρακτορείο (ΡΟΣΤΑ), όπου έφτιαχνε στίχους και σκίτσα για την πορεία των επιχειρήσεων και για άλλα προβλήματα της ζωής. Είναι μια μνημειακή δουλιά του Μαγιακόφσκι για τα «παράθυρα της σάτιρας». Τρεις χιλιάδες σκίτσα και ανάλογοι στίχοι! Μιλώντας στην Αυτοβιογραφία του για τη δουλιά στα «παράθυρα του ΡΟΣΤΑ», ο Μαγιακόφ-
1. Το κτίριο στην Πετρούπολη όπου είχε εγκατασταθεί η ΚΕ του μπολσεβίκικου κόμματος και το επιτελείο της Επανάστασης με επικεφαλής τον Λένιν.
11
σκι θα επισημάνει ιδιαίτερα τρία στοιχεία: την τηλεγραφική ταχύτητα της δημιουργίας (σε μια ώρα μετά τη λήψη της είδησης το πανώ με το σκίτσο και τους στίχους έπρεπε να κρέμεται α π ' τ ο παράθυρο του ΡΟΣΤΑ), την τρομακτική έλλειψη υλικών και μέσων για τη δουλιά (για χρώματα χρησιμοποιούσε κάρβουνα της σόμπας, τριμμένο κεραμίδι και άλλα παρόμοια) και τρίτο τις εξουθενωτικές συνθήκες δημιουργίας (ελάχιστη τροφή, έλλειψη ανάπαυσης και ύπνου, έλλειψη θέρμανσης κλπ.). Το 1920 ο Μαγιακόφσκι κυκλοφορεί την ποιητική σύνθεση «150.000.000», όπου υμνεί την πάλη του επαναστατημένου ρωσικού λαού ενάντια στην παγκόσμια αστική τάξη που προσωποποίησή της στο ποίημα ήταν ο τότε αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον. Κορυφαίες δημιουργίες του Μαγιακόφσκι που θ'ακολουθήσουν είναι η ποιητική σύνθεση «Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν», που γράφτηκε το 1924 κάτω α π ' τ η συγκλονιστική συγκίνηση και οδύνη που προκάλεσε ο θάνατος του ηγέτη. Το έργο είναι ένας ύμνος στον «πιο ανθρώπινο άνθρωπο», στον ηγέτη που ενσάρκωσε την επανάσταση, στην τάξη που νίκησε, στο κόμμα της που στάθηκε ο νους κι η καρδιά της επανάστασης. Στα δέκα χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση ο Μαγιακόφσκι κυκλοφορεί την ποιητική του σύνθεση «Καλά πάμε», όπου ανασκοπεί τον τραχύ και δύσκολο δρόμο που πέρασαν ο λαός και η νέα επαναστατική εξουσία για να βάλουν τις βάσεις του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο. Παράλληλα, με μια καταπληκτική ποιητική ενόραση, πλημμυρισμένη από πίστη και ενθουσιασμό, ο Μαγιακόφσκι χαράζει τις προοπτικές αυτής της ιστορικής πορείας στο μέλλον. Τρίτο, κορυφαίο έργο του ποιητή είναι η ποιητική σύνθεσή του «Με όλη μου τη φωνή», όπου πια ο Μαγιακόφσκι μεγαλύνει με τον επικό λόγο του τα πρώτα βήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το σχέδιο του έργου άρχισε το 1929. Γράφτηκε σε πρώτη γραφή κι έμεινε ανολοκλήρωτη η δημιουργία του που τη σταμάτησε ο πρόωρος και αδόκητος θάνατος του ποιητή: 14 Απρίλη 1930... Η δημιουργία του Μαγιακόφσκι έχει τεράστιες διαστάσεις. 12
Ποίηση, αισθητικό δοκίμιο, θέατρο, ανοιχτές συζητήσεις με το κοινό, — όλα αυτά συνθέτουν ένα τεράστιο σε έκταση και εξαιρετικό σε ποιότητα καλλιτεχνικό έργο. Ο ποιητής έφυγε α π ' τ η ζωή ακριβώς απάνω στην πιο πλήρη δημιουργική καρποφορία του. Ο Μαγιακόφσκι κι η Επανάσταση αποτέλεσαν ένα αξεχώριστο δίδυμο. Η Επανάσταση του έδοσε την ψυχή και τον παλμό της. Κι ο ποιητής συνταίριασε στα μέτρα της το τραγούδι του γι'αυτήν. Χαρακτηριστικό στοιχείο γι'αυτή την αμοιβαία δημιουργική σύζευξη του ποιητή με την Επανάσταση είναι και ο ακόλουθος ισολογισμός: από το 1912 που πρωτοεμφανίστηκε ο Μαγιακόφσκι σαν ποιητής κι ως τις μέρες του Οκτώβρη του 1917 ο Μαγιακόφσκι έδοσε μόλις το 1/10 του συνολικού έργου του. Τα υπόλοιπα 9/10 που αποτελούν και το απόγειο της τέχνης του δημιουργήθηκαν κάτω από την άμεση επίδραση των βημάτων και την ακτινοβολία των ιδεών της μεγάλης προλεταριακής επανάστασης στη συνείδηση του ποιητή. Ο Μαγιακόφσκι με το έργο του άνοιξε νέους ορίζοντες και στην ποίηση, και στο θέατρο, και στο δοκίμιο. Ο ρεαλισμός του εκπορεύεται από το πάθος να δόσει «όλη του την τέχνη σ ' ό λ ο το λαό», από τη φλογερή φιλοδοξία να γράψει για τις λαϊκές μάζες, από την κυρίαρχη επίγνωση πως για να γίνει κανείς ποιητής του λαού, πρέπει ταυτόχρονα να'ναι και υπηρέτης του λαού. Ο Μαγιακόφσκι υπήρξε ένας από τους πρώτους απεσταλμένους όχι μόνο της νέας σοβιετικής λογοτεχνίας, αλλά και της νέας σοβιετικής κοινωνίας στον έξω κόσμο. Από το 1922 ως το 1929, εννιά φορές πέρασε τα σύνορα της χώρας του. Ταξίδεψε στη Γαλλία, στην Πολωνία, στη Γερμανία, στην Τσεχοσλοβακία, στην Ισπανία, στην Κούβα, στο Μεξικό, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ταξιδεύοντας στην καπιταλιστική Δύση ο Μαγιακόφσκι παρατηρούσε τα πάντα με μια δίψα ξεχωριστή. Έ β λ ε π ε τις ξένες χώρες με προσοχή και με νηφαλιότητα, δίχως προκατάληψη. "Εβλεπε τα περίσσια αγαθά σε ορισμένες απ'αυτές τις χώρες κι έφερνε στη σκέψη του τη δική του χώρα που μόλις είχε λυτρωθεί από τη μάστιγα του λιμού της περιόδου του 13
εμφύλιου και της καπιταλιστικής περικύκλωσης. Διαπίστωνε την τεχνολογική πρόοδο και την σύγκρινε με την καθυστέρηση της σοβιετικής χώρας που δεν είχε ακόμα καθαρίσει τις στάχτες και τα ερείπια της πολεμικής δοκιμασίας. Ιδιαίτερα την Αμερική ο ποιητής την είδε με τα μάτια του ρεαλιστή. -Στις πολυάριθμες συναντήσεις και τις ανοιχτές συζητήσεις του με το αμερικανικό κοινό, στις συνεντεύξεις του στον τύπο, ο Μαγιακόφσκι δεν ένιωθε καμιά δυσκολία να εκφράσει απερίφραστα την εκτίμησή του για το τεχνολογικό επίπεδο της χώρας αυτής. Μα η τεχνολογική πρόοδος δεν ήταν ικανή να θαμπώσει τον ποιητή, ώστε να μη μπορέσει να ανακαλύψει και την άλλη, την κάπως αθέατη πλευρά: τη χτυπητή καθυστέρηση των κοινωνικών σχέσεων στη χώρα του δολαρίου. Αυτή την ανακάλυψη του θα την επαναλάβει πολλές φορές στα γραφτά του. Και με μια καταπληκτική στη λιτότητά της επιγραμματικότητα. Οπως σε τούτο τον περίφημο στίχο του: « Ε κ α ν α ένα σάλτο 7000 βέρστια μπροστά μα βρέθηκα 7 χρόνια πίσω.» Ανοιχτά θα κάνει τη σύγκρισή του ο Μαγιακόφσκι: πως η ζωή του νεοϋορκέζου μικροαστού του 1925, από την άποψη του πολιτιστικού και του ηθικοπολιτικού επιπέδου της δεν ξεπερνάει το επίπεδο της ζωής της προεπαναστατικής ρωσικής επαρχίας. Ο ποιητής θα διαπιστώσει ότι το θεμέλιο του καπιταλισμού σε μια από τις μητροπόλεις του, όπως είναι η Αμερική, είναι στεριωμένο απάνω στο αίμα, στον ιδρώτα και στο ψέμα. Από την καπιταλιστική Δύση, και πρώτα α π ' ό λ α από τις Ηνωμένες Πολιτείες ο Μαγιακόφσκι γύρισε μ ' έ ν α πλούτο από προσωπικές εντυπώσεις και με μια εμπειρία πολύτιμη που του δυνάμωνε την αυτοπεποίθηση χ α ι την πίστη σαν ιδεολόγο και σαν μαχητή. «Ο Μαγιακόφσκι», έγραφε η εφημερίδα "Βετσέρναγνα Μοσκβά" μετά το γυρισμό του ποιητή, «ανακάλυψε, όχι
14
μονάχα την Αμερική, αλλά και κάτι νέες ιδιότητες που κρύβονταν μέσα του. Ο Μαγιακόφσκι γύρισε στη Μόσχα, όχι όπως ήταν. Οι εντυπώσεις του α π ' τ η ν Αμερική ξύπνησαν μέσα στον ποιητή τις ιδιότητες του κοινωνιολόγου, του οικονομολόγου και του πολιτικού. Ο Μαγιακόφσκι θέλει τώρα όχι μόνο να δείξει, αλλά και ν ' αποδείξει. Να πείσει, όχι μόνο με τα καλλιτεχνικά μέσα, αλλά και με γενικότερα θεωρητικά επιχειρήματα. ΓΓαυτό και η διάλεξη του ' Ή δική μου ανακάλυψη της Αμερικής" ήτανε τόσο πρωτότυπη. Ο Μαγιακόφσκι δεν είδε μονάχα πολλά, αλλά και τα κατάλαβε βαθιά. Αποχτώντας νέες ιδιότητες ο ποιητής, δεν έχασε τις παλιές του.» Εδώ κι ενάμιση αιώνα πριν ο Μπελίνσκι έγραφε για τον Πούσκιν, ότι ο μεγάλος ποιητής «ανήκει σε κείνα τα φαινόμενα που μένουν πάντα ζωντανά και πάντα σε εξέλιξη και που δε σταματούν ποτέ στο σημείο που τους βρήκε ο θάνατος. Η κάθε εποχή σχηματίζει μια γνώμη γι "αυτά τα φαινόμενα. Και όσο σωστά κι αν τα καταλαβαίνει, πάντοτε απομένει για την επόμενη εποχή να πει κάτι ακόμα πιο σωστό». Πόσο πολύ ταιριάζουν αυτά τα λόγια και για το «φαινόμενο» Μαγιακόφσκι! Πενήντα εφτά χρόνια έχουν κυλήσει α π ' τ ο θάνατό του. Κι όμως ο θάνατος δε στάθηκε ικανός να σβήσει τη φωνή του... Γενάρης
1987
^^^^^
ΠΛΠΑΝΛΡΕΟΥ
15
ME ΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Πώς ανακάλυψα την Αμερική
Μεξικό Δυο λόγια. Το δρομολόγιο στο τελευταίο ταξίδι μου ήταν: Μόσχα, Καϊνιξμπεργκ, Βερολίνο, Παρίσι, Σεν Ναζέρ, Ντιζόν, Σανταντέρ, ακρωτήρι Λα Κορόν (Ισπανία), Αβάνα (Κούβα), Βέρα Κρουζ, Μεξικό Σίτυ, Λαρέντο (Μεξικό), Νέα Υόρκη, Σικάγο, Φιλαδέλφια, Ντιτρόιτ, Πίτσμπουργκ, Κλϊβελαντ (ΗΠΑ), Χάβρη, Παρίσι, Βερολίνο, Ρίγα, Μόσχα. Νιώθω την ανάγκη να ταξιδεύω. Η ^παφή μου με τη ζωντανή πραγματικότητα μου αντικατασταίνει σχεδόν το διάβασμα. Ο δρόμος γοητεύει το σημερινό αναγνώστη. Τα ίδια τα ζωντανά πράγματα που βλέπει στο ταξίδι έχουν από μόνα τους πιότερο ενδιαφέρον από τα κάθε λογής σκαρφίσματα για διάφορες ιστορίες, πρόσωπα και μεταφορικές έννοιες, που 'ναι όλα τους πράματα πληκτικά. Ή τ α ν ε τόσο σύντομα τα όσα έζησα, ώστε να μη μπορώ να περιγράψω σωστά και αναλυτικά τις λεπτομέρειες. Κι έζησα αρκετά λίγο, ώστε να μπορέσω να δόσω πιστά ό,τι είναι γενικό. Δεκαοχτώ μέρες στον ωκεανό. Ο ωκεανός είναι ζήτημα φαντασίας. Και στην ανοιχτή θάλασσα ακτές δε βλέπεις πουθενά. Εκεί τα κύματα είναι περισσότερα απ'όσο χρειάζεται. Στην ανοιχτή θάλασσα δεν ξέρεις τι είναι κάτω α π ' τ α πόδια σου. Αλλά και μόνο η σκέψη πως στα δεξιά σου κι ίσαμε τον πόλο δεν υπάρχει στεριά, ότι μπροστά σου βρίσκεται ένας άλλος κόσμος, πέρα για πέρα καινούργιος κι από κάτω σου μπορεί να'ναι βουλιαγμένη η Ατλαντίδα, ε, και μόνο αυτά όλα είναι ο Ατλαντικός ώκεανός. Ο ήμερος ωκεανός είναι
19
βαρετός. Δεκαοχτώ μέρες γλιστράμε σαν τη μύγα στον καθρέφτη. Μονάχα μια φορά είδαμε ένα όμορφο θέαμα. Κι αυτό όταν γυρνούσαμε πια από τη Νέα Υόρκη στη Χάβρη. Μια φοβερή νεροποντή είχε κάνει κάτασπρον α π ' τ ο ν αφρό τον ωκεανό, είχε σκιτσάρει κάτασπρο τον ουρανό, είχε γεμίσει με κάτασπρες ραφές τον ουρανό και το νερό. Μετά βγήκε το ουράνιο τόξο. Το τόξο καθρεφτιζόταν, είχε κυλιστεί μέσα στον ωκεανό. Κι εμείς, σαν τους σαλτιμπάγκους του τσίρκου, σαλταπηδούσαμε μέσα στο τσέρκι του τόξου. Ύ στερα ξανά οι μέδουσες και τα χελιδονόψαρα, ξανά τα χελιδονόψαρα κι οι μέδουσες της θάλασσας της Σαραγόσας. Κι αριά και πού, σε πολύ σπάνιες θριαμβικές στιγμές ξεπρόβαλαν τα συντριβάνια α π ' τ ι ς φάλαινες. Κατά τα άλλα, νερό και πάλι νερό που το μπουχτίζεις (και μάλιστα μέχρι αηδίας). Τον ωκεανό τον βαριέσαι. Αλλά και δίχως αυτόν αισθάνεσαι πλήξη. Μετά ξανάρχιζε ο ατέλειωτος βόγγος απ "τα κύματα, ο νανουριστικός αχός της μηχανής και το ρυθμικό ντουντούνισμα που άφηναν τα χαλκοματένια στεφάνια α π ' τ α φινιστρίνια. Το καράβι «Εσπάνια». Εχει δεκατέσσερες χιλιάδες τόννους. Το καράβι είναι μικρό. Κάτι σαν το δικό μας μαγαζί, το «Γκουμ». Τρεις θέσεις, δυο φουγάρα, ένας κινηματόγραφος, η καφε-τραπεζαρία, η βιβλιοθήκη, η σάλα για τις συναυλίες και μια εφημερίδα. Την εφημερίδα τη λένε «Ατλάντικ». Αλλά, εδώ που τα λέμε είναι ψωριάρα. Στην πρώτη σελίδα φιγουράρουν τα μεγάλα ονόματα: ο Μπαλίεφ κι ο Σαλιάπιν. Στο ψαχνό περιγράφονται τα ξενοδοχεία (καταπώς φαίνεται η ύλη έχει ετοιμαστεί απ "όξω, απ τη στεριά) και μια νερόβραστη στήλη με ειδήσεις, όπου μπαίνει το μενού της μέρας και κανένα νέο α π ' τ ο ραδιόφωνο, σαν ετούτο ας πούμε: «Στο Μαρόκο ησυχία». Η κουβέρτα του καραβιού είναι στολισμένη με πολύχρωμα φαναράκια. Κι όλη νύχτα χορεύει η πρώτη θέση με τους αξιωματικούς του πλοίου. Ό λ η νύχτα λυσσάζει η τζάζ:
20
«Μαρκντα Μαρκίτα Μαρκϊτα γλυκιά! Αχ! έλα, Μαρκίτα αγάπα με πια!..» Οι θέσεις του καραβιού είναι χωρισμένες ανάλογα με τις τάξεις. Στην πρώτη θέση — οι εμπόροι, οι βιομήχανοι καπέλων και κολλάρων, οι διάσημοι της τέχνης κι οι καλόγριες. ' Ανθρωποι παράξενοι: τούρκοι στην εθνικότητα, μιλάνε μόνΟ εγγλέζικα, ζουν μόνιμα στο Μεξικό, αντιπρόσωποι από γαλλικές εταιρίες με διαβατήρια Παραγουάης ή Αργεντινής. Αυτοί είναι οι σημερινοί αποικιοκράτες, κελεπούρια μεξικάνικα. Σαν τους παλιούς μακαντάσηδες ή τους απόγονους του Κολόμβου που με κάτι μπιχλιμπίδια της δεκάρας ληστεύανε τους ινδιάνους, έτσι και τούτοι τώρα με μια κόκκινη γραβάτα που δένει το νέγρο με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό γονατίζουν τους ερυθρόδερμους στις φυτείες της Αβάνας και τους βγάζουν το λάδι. Αυτοί οι επιβάτες της πρώτης θέσης ταξιδεύουν χωριστά, κλεισμένοι στον κύκλο τους. Στην τρίτη ή στη δεύτερη θέση πηγαίνουν μονάχα για τίποτες όμορφα κορίτσια. Στη δεύτερη θέση ταξιδεύουν οι παραγγελιοδόχοι, οι νεοσσοί της τέχνης κι η διανόηση που βαράει συνέχεια τις γραφομηχανές. Πάντοτε στη ζούλα απ'τους ανθρώπους του καραβιού τρυπώνουν στο κατάστρωμα της πρώτης θέσης. Εκεί παρασταίνουν κι αυτοί τον καμπόσο: δηλαδή, λένε, τι παραπάνω έχετε σεις από μας; Κολλάρα εσείς, κολλάρα κι εμείς, μανικέτια εσείς, μανικέτια κι εμείς. Το κακό είναι όμως ότι τους παίρνουν χαμπάρι και σχεδόν με λεπτότητα τους λένε να γυρίσουν στη δικιά τους θέση. Η τρίτη θέση είναι η σαβούρα των αμπαριών. Είναι οι άνθρωποι από τις διάφορες Οντέσσες του κόσμου που ψάχνουν για δουλιά: κάθε λογής μποξέρηδες, χαφιέδες της αστυνομίας, νέγροι. Αυτοί δεν ανεβαίνουν απάνω. Κι όσους κατεβαίνουν στ'αμπάρι από τις άλλες θέσεις, τους ρωτάνε με μια ζήλια δαγκωτή: «Από την πρέφα έρχεστε;» Από δω
21
ανεβαίνει η μπόχα της νδρωτίλας και της ποδαρίλας, η ξινίλα απ'τ'απλωμένα σπάργανα, το τρνζοβόλημα από τις κούνιες και τα ράντζα που έχουν πλημμυρίσει τον τόπο. Από δω ανεβαίνουν τα σουβλερά τσιρίγματα α π ' τ α μωρά και τα μουρμουρητά απ'τις μανάδες τους που πολεμούν να τα μερώσουν, μουρμουρητά που'ναι σχεδόν τα ίδια με κείνα τα ρούσικα: «Σώπα εσύ, γατάκι μου κλαψιάρικο». Η πρώτη θέση παίζει πόκερ και μάτζονγκ, η δεύτερη παίζει ντάμα και κιθάρα, ενώ η τρίτη γυρνάει το χέρι πίσω στην πλάτη, κλείνει τα μάτια κι από πίσω της ρίχνουν στην ανοιχτή παλάμη κάτι ξεγυρισμένες καρπαζιές. Κι αυτός που'χει γυρισμένη την πλάτη πρέπει να μαντέψει ποιος απ' όλο το τσούρμο του παιχνιδιού τον χτύπησε. Κι όταν βρεθεί ποιος χτύπησε τότε του' ρχεται η αράδα να γυρίσει αυτός την πλάτη του. Συμβουλεύω τους φοιτητές μας να δοκιμάσουν αυτό το ισπανικό παιχνίδι. Η πρώτη θέση, όταν την πιάνει η θάλασσα, ξερνάει όπου θέλει. Η δεύτερη ξερνάει απάνω στην τρίτη. Και η τρίτη ξερνάει εκεί που κάθεται. Γεγονότα δεν υπάρχουν καθόλου. Κάπου-κάπου, όταν ανταμώνουμε με κάνα πλοίο που τραβάει στην αντίθετη κατεύθυνση, περνάει ο τηλεγραφητής και ουρλιάζει: «Μπορείτε αν θέλετε να στείλετε ραδιοτηλεγράφημα στην Ευρώπη.» Κι ο βιβλιοθηκάριος, επειδή τα βιβλία έχουν μικρή ζήτηση, κάνει κι άλλες δουλιές: μοιράζει ένα χαρτί με δέκα νούμερα. Δίνεις δέκα φράγκα και γράφεις απάνω στο χαρτί τ • όνομά σου. ' Αμα ο αριθμός απ' τα μίλια που' χει περάσει το καράβι τελειώνει στον αριθμό που έχεις βάλει, τότε λαβαίνεις φράγκα εκατό απ'αυτόν το θαλασσινό οργανωτή στοιχημάτων. Η άγνοια της γλώσσας και η σιωπή μου ερμηνεύτηκαν σα διπλωματική σιωπή. Γ ι ' αυτό κάποιος απ'τους εμπόρους κάθε φορά που με συναντάει και θέλοντας να δείξει πως αυτός έχει γνωριμίες μ'έναν επίσημο επιβάτη, άγνωστο γιατί, μου πετάει φωναχτά: «Χαρός Πλέβνα», — δυο λέξεις που του τις έμαθε κάποια εβραιοπούλα της τρίτης θέσης. Μια μέρα προτού φτάσουμε στην Αβάνα το καράβι μας 22
ζωντάνεψε. Οργανώθηκε μια «Τόμπολα», δηλαδή μια ναυτική φιλανθρωπική γιορτή για να ενισχυθούν τα παιδιά των ναυτικών που έχουν χαθεί. Η πρώτη θέση οργάνωσε μια λοταρία, έπινε σαμπάνια και υμνολογούσε το όνομα του έμπορα Μάξτον που θυσίασε δυο χιλιάδες φράγκα. Το όνομα αυτό γράφτηκε στον πίνακα των ανακοινώσεων, ενώ το στήθος του Μάξτον στολίστηκε κάτω από τα ζωηρά χειροκροτήματα του καλού κόσμου με μια τρίχρωμη ταινία που είχε απάνω της το όνομά του, σταμπαρισμένο με χρυσά γράμματα. Και η τρίτη θέση έφκιασε μια δική της γιορτή. Και τις χαλκοματένιες πενταροδεκάρες που έριχναν στα καπέλα η πρώτη και η δεύτερη θέση, η τρίτη τις μάζευε για δικό της λογαριασμό. Το πιο σπουδαίο νούμερο της γιορτής ήταν το μποξ. Ή τ α ν φανερό πως το νούμερο αυτό έμπαινε για τους εγγλέζους και τους αμερικάνους που τρελαίνονταν γι'αυτό το παιχνίδι. Κανένας δεν ήξερε να παίζει μποξ. Σιχαμερό πράμα! Βαρούν στη μούρη με λύσσα. Στο πρώτο ζευγάρι ήταν ένας μάγερας του καραβιού κι ένας ξεγύμνωτος, ξερακιανός και μαλλιαρός γάλλος με κάτι μαύρες τρύπιες κάλτσες στα γυμνά ποδάρια του. Ο μάγερας τις έμασε κάμποσην ώρα. Πέντε λεπτά κρατήθηκε απ "την πείρα του κι άλλα είκοσι απ "τον εγωισμό του. Στο τέλος ζήτησε συγνώμη, κρέμασε τα χέρια του κι έφυγε φτύνοντας αίμα και δόντια. Στο δεύτερο ζευγάρι χτυπιόνταν ένας βλάκας βούλγαρος, που φούσκωνε όλο καμάρι το στήθος του κι ένας αμερικάνος χαφιές. Τον χαφιέ, που ήταν επαγγελματίας μποξέρ, τον έπιασαν τα γέλια. Σήκωσε το χέρι και κατέβασε μια γροθιά μ ' ό λ η του τη δύναμη, αλλά από τα γέλια κι από την έκπληξη που'χε δεν τον πέτυχε τον βούλγαρο κι έτσι έσπασε το δικό του το χέρι που είχε παλιό τραύμα α π ' τ ο ν πόλεμο και δεν είχε δέσει καλά. Το βράδι γύριζε απ "τον ένα στον άλλο ο διαιτητής και μάζευε λεφτά για το σπασμένο χέρι του χαφιέ. Σε όλους έλεγαν μυστικά πως ο χαφιές πηγαίνει με ειδική μυστική αποστολή στο Μεξικό. Τώρα όμως πρέπει να κατέβει στην
23
Αβάνα για να γιατρευτεί. Εκεί όμως, έτσι δίχως χέρι όπως είναι, δεν θα τον βοηθήσει κανένας, γιατί είναι της αμερικάνικης αστυνομίας. Αυτό το κατάλαβα καλά, γιατί κι ο αμερικάνος διαιτητής με το ψαθάκι αποδείχτηκε πως ήταν ένας εβραίος τσαγκάρης α π ' τ η ν Οδησσό. Κι ένας εβραίος α π ' τ η ν Οδησσό πρέπει όλα να τα κάνει, ακόμα και να υποστηρίξει ένάν άγνωστο χαφιέ εδώ, κάτω από τον τροπικό του Αιγόκερου. Η ζέστα είναι φοβερή. Πίνουμε νερό, αλλά στα χαμένα: το νερό την ίδια στιγμή γίνεται ίδρος. Εκατοντάδες ανεμιστήρες γύριζαν στους άξονές τους, κουνούσαν και στριφογυρνούσαν ρυθμικά τα κεφάλια τους, κάνοντας αέρα στην πρώτη θέση. Η τρίτη θέση μισούσε τώρα την πρώτη και για το ό,τι η ζέστα ήταν σ'αυτή ένα βαθμό λιγότερη. Το πρωί τηγανισμένοι, τσιγαρισμένοι και βρασμένοι όλοι μας φτάσαμε στην Αβάνα που'ναι κατάλευκη και στα κτίρια και στα βράχια της. Το καράβι μας το πλεύρισε πρώτα η βενζίνα του τελωνείου και μετά δεκάδες βάρκες και βαρκάκια, όλα με πατάτες της Αβάνας, δηλαδή με ανανάδες. Η τρίτη θέση έριχνε πρώτα τα λεφτά στη βάρκα και μετά τραβούσε απάνω τον ανανά μ'ένα σπάγγο. Σε δυο βάρκες που συναγωνίζονταν ποια θα πουλήσει πιο πολλούς ανανάδες δυο βαρκάρηδες της Αβάνας βρίζονταν σε χάσικα ρούσικα: «Πού πας να χωθείς μωρέ συ, σκύλας γέννα, με το σκαφίδι σου!..» Αβάνα. Εδώ σταθήκαμε ένα ολόκληρο εικοστετράωρο. Πήραμε κάρβουνο. Στη Βέρα Κρουζ δεν υπάρχει κάρβουνο και το κάθε πλοίο πρέπει να ανθρακέψει εδώ για έξι μέρες, όσο κάνει το πάει κι έλα στον κόλπο του Μεξικού. Στην πρώτη θέση δόσαν αμέσως την άδεια να βγουν έξω στην πόλη κι όλους τους σημειώσανε στην καμπίνα τους. Οι εμπόροι με τα λευκά τους κουκουλάρικα έτρεχαν γεμάτοι χαρά κουβαλώντας ντουζίνες βαλιτσάκια με δείγματα από τιράντες, κολλάρα, γραμμόφωνα, πομάδες για τα μαλλιά και 24
Α Β Α Ν Α . Σχέδιο του Μ α γ ι α κ ό φ σ κ ι στο σ η μ ε ι ω μ α τ ά ρ ι ο του 1925
κόκκινες γραβάτες για τους νέγρους. Κι οι εμπόροι γυρίζαν πίσω τη νύχτα πιωμένοι και παινεύονταν για τα πούρα των δυο δολαρίων που τους είχαν χαρίσει. Η δεύτερη θέση έβγαινε με διαλογή. Αφήναν να βγουν στη στεριά όλους όσοι αρέσαν στον καπετάνιο. Και πιο πολύ γυναίκες. Την τρίτη θέση δεν την αφήναν καθόλου να βγει. Γι'αυτό οι επιβάτες της είχανε πλημμυρίσει το κατάστρωμα, εκεί που τριζοβολούσαν και βροντούσαν οι μηχανές της ανθράκευσης, μέσα σ ' έ ν α σύννεφο από μαύρη σκόνη που κολλούσε απάνω στον γλιτσασμένον ιδρώτα και τράβαγαν με τους σπόγγους τους ανανάδες. Την ώρα που άρχιζε το ξεμπαρκάρισμα έπιασε βροχή. Μια βροχή τροπική που για πρώτη φορά έβλεπα. Τι είναι βροχή; Βροχή είναι αέρας μ'ένα στρώμα νερού. Η τροπική βροχή είναι πολύ νερό μ'ένα στρώμα αέρα. Εγώ είμαι επιβάτης της πρώτης θέσης. Και βρίσκομαι στη στεριά. Έ χ ω τρυπώξει για ν'απαγκιάσω α π ' τ η βροχή σε μια πελώρια δίπατη αποθήκη. Η αποθήκη είναι γεμάτη απ"το πάτωμα ίσαμε το ταβάνι με ουίσκι. Κάτι παράξενες επιγραφές μαυρολογούσαν απάνω στις κάσες με τα ποτά: «Κινγκ Τζωρτζ», «Μπλακ εντ γουάιτ», «Γουάιτ χορς». Από δω ξεκινούσε το λαθρεμπόριο για να φτάσει στις κοντινές και ξεμέθυστες Ηνωμένες Πολιτείες. Πέρα από την αποθήκη αρχινούσε ο λιμανίσιος βούρκος με τις ταβέρνες, τα μπορντέλα και τα σάπια φρούτα. Και πέρα από τη ζώνη του λιμανιού αρχίζει μια καθαρή, μια από τις πιο πλούσιες πολιτείες του κόσμου. Η μια πλευρά της είναι υπερεξωτική. Στο φόντο μιας πράσινης θάλασσας ένας νέγρος κατάμαυρος με άσπρο παντελόνι πουλάει ένα ψάρι κατακόκκινο, που το κρατάει α π ' τ η ν ουρά και το σηκώνει ψηλά, πάνω α π ' τ ο κεφάλι του. Από την άλλη μεριά της πολιτείας είναι τα παγκόσμια μονοπώλια του καπνού και της ζάχαρης, που έχουν δεκάδες χιλιάδες εργάτες νέγρους, ισπανούς και ρώσους. Στο κέντρο του πλούτου βρίσκεται η αμερικάνικη λέσχη. Ο δεκαόροφος Φορντ, ο Κλέι, ο Μποκ, τα πρώτα αισθητά 26
γνωρίσματα της κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών απάνω και στις τρεις υπόλοιπες Αμερικές: τη Βόρεια, τη Νότια και την Κεντρική. Σ'αυτούς ανήκει σχεδόν ολόκληρη η γέφυρα των Μεταλλουργών της Αβάνας, η μακριά και ευθεία λεωφόρος Πράντο, που είναι γεμάτη από καφενεία, ρεκλάμες και φανάρια. Σ'ολόκληρο το Βεντάντο, μπροστά στις βίλες των εκατομμυριούχων που είναι πνιγμένες μέσα στο τριανταφυλλένιο κολάριο, στέκονται σ τ ο ' ν α ποδαράκι τους πανέμορφοι φλαμίγκο που'χουν το χρώμα της αυγής. Τους αμερικάνους βαθύπλουτους τους φυλάνε οι αστυνομικοί που στέκονται απάνω σε χαμηλά υπόβαθρα με ομπρέλες. Κάθε τι που έχει σχέση με το εξωτικό χρώμα του παλιού καιρού είναι πολύ όμορφο, ποιητικό, αλλά και με πολύ λίγα κέρδη. Να, για παράδειγμα το πανέμορφο νεκροταφείο, όπου αναπαύονται οι αμέτρητοι Γκομέζ και Λοπέζ της Αβάνας, με τις αλέες του από κάτι γενάτα τροπικά δέντρα που τα κλαδιά τους μπλέκονται το' να με τ ' άλλο, αλέες που είναι κατασκότεινες ακόμα και τη μέρα. Ό , τ ι έχει σχέση με τους αμερικάνους είναι φροντισμένο με πολλή επιμέλεια και οργανωμένο καλά. Μια ολόκληρη ώρα τη νύχτα στάθηκα μπροστά στα παράθυρα του τηλεγραφείου της Αβάνας και κοιτούσα. Οι υπάλληλοι, ξεθεωμένοι α π ' τ η μεγάλη ζέστη, γράφουν δίχως να σαλεύουν σχεδόν καθόλου. Απάνω απ'τα κεφάλια τους περνάει μια ατέλειωτη ταινία ,που μεταφέρει γαντζωμένες στα σιδερένια νύχια της αποδείξεις, έντυπα και τηλεγραφήματα. Η έξυπνη μηχανή παίρνει ευγενικά από τη δεσποινίδα το τηλεγράφημα, το παραδίνει στον τηλεγραφητή και ξαναγυρνάει από κείνον κουβαλώντας τον τυπωμένο πίνακα με τις τελευταίες τιμές συναλλάγματος απ"το Χρηματιστήριο. Και σε μια άμεση επαφή με την κινούμενη ταινία και παίρνοντας στροφές από τους ίδιους κινητήρες γυρίζουν και μετατοπίζονται αριστεράδεξιά οι ανεμιστήρες. Με δυσκολία τα κατάφερα να βρω το δρόμο του γυρισμού για το καράβι. Είχα σημειώσει στο μυαλό μου το όνομα της οδού από μια εμαγιέ πινακίδα που έγραφε «Τράφικο». • Ημουνα σίγουρος ότι αυτό ήταν το όνομα του δρόμου. Μόνο
27
που ύστερα από κανένα μήνα έμαθα πως η ταμπέλα «Τράφικο» υπάρχει σε χιλιάδες δρόμους κι ότι δείχνει απλά την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουν τα αυτοκίνητα. Λίγο προτού ξεκινήσει το καράβι έτρεξα για ν'αγοράσω περιοδικά. Στην πλατεία με σταμάτησε ένας κουρελής. Εγώ άργησα να καταλάβω πως ο άνθρωπος μου γύρευε ελεημοσύνη. Ο κουρελής απόρεσε: «Ντου γιου σπικ ίγκλις; Παρλάτα εσπανιόλα; Παρλέ βου φρανσέ;» Σώπαινα. Στο τέλος όμως έκανα με κάτι εγγλέζικα σπασμένα για να γλιτώσω από δαύτο ν: « Ά ι εμ ρόσα!» Αυτή ήταν η πιό άστοχη σκέψη που μπορούσα να κάνω. Ο κουρελής άρπαξε το χέρι μου και με τα δυο του χέρια και φώναξε δυνατά: «Χιπ, ένας μπολσεβίκος! Έ ν α ς μπολσεβίκος! Χιπ, χιπ!» Εγώ χάθηκα μέσα στα μάτια των περαστικών που έπεφταν απάνω μου γεμάτα απορία, μα και υποψία. Σε λίγο σαλπάραμε, ενώ η μουσική έπαιζε τον ύμνο του Μεξικού. Πώς ομορφαίνει τους ανθρώπους ένας ύμνος! / κόμα και οι εμπόροι γίναν σε μια στιγμή σοβαροί, σηκώθη.ι-ϊν γεμάτοι ενθουσιασμό απ "τις θέσεις τους κι όλοι μαζί φωνάζαν κάτι που έλεγε πάνω-κάτω τούτα δω: «Ετοίμάσου, μεξικάνε να σαλτήξεις στ'άλογο...» Για βραδινό μας έδοσαν κάτι φαγητά ολότελα άγνωστα σε μένα. Μια πράσινη καρύδα με την ψίχα της αλειμμένη βούτυρο και για φρούτο ένα μάνγκο, δηλαδή μια γελοιογραφία μπανάνας, μ'ένα μεγάλο κουκούτσι μαλλιαρό. Τη νύχτα κοιτούσα με κάποιο φθόνο τη στιχτή γραμμή από φώτα πέρα, μακριά στη δεξιά μεριά. Ή τ α ν τα φώτα από τα τρένα της Φλώριδας. Απάνω σε κάτι σιδερένιες δέστρες της τρίτης θέσης, εκεί που δένουν τα παλαμάρια, καθόμουν εγώ μαζί με κάποια δαχτυλογράφο από την Οδησσό που μετανάστευε για την Αμερική. Η κοπέλα μου'λεγε πνιγμένη στα δάκρυα:
28
«Μας σταματήσαν απ τη δουλιά. Εγώ πεινούσα, η αδερφή μου πεινούσε. Βρέθηκε ένας μακρινός θείος και μας προσκάλεσε στην Αμερική. Έ τ σ ι ξεριζωθήκαμε. Και να που ένα χρόνο τώρα ταξιδεύουμε από χώρα σε χώρα, από πολιτεία σε πολιτεία. Η αδερφή μου έχει συνάχι και ίωση. Κάλεσα το δικό σας γιατρό. Δεν ήρθε. Και μας παράγγειλε να πάμε μεις σ'αυτόν. Πήγαμε. Ξεντυθείτε, μας λέει. Κάθεται μαζί μ'έναν άλλο και γελάνε. Στην Αβάνα θελήσαμε να βγούμε όξω α π ' τ ο καράβι λαθραία. Μας γύρισαν πίσω με τις σπρωξιές. Και μας χτυπούσαν ίσια στο στήθος. Πονούσαμε. Το ίδιο στην Κωνσταντινούπολη, το ίδιο και στην Αλεξάνδρεια. Είμαστε, βλέπετε, της τρίτης θέσης!.. Κάτι τέτιο ούτε στην Οδησσό δεν γινόταν. Δυο χρόνια πρέπει να περιμένουμε ώσπου να μας αφήσουν να πάμε α π ' τ ο Μεξικό στις Ηνωμένες Πολιτείες... Πόσο ευτυχισμένος είσαστε σεις! Σε μισό χρόνο θα ξαναϊδείτε τη Ρωσία!..» Μεξικό. Βέρα Κρουζ. Μια ακτή άγονη, ξερή, με κάτι σπιτάκια χαμηλά. Έ ν α περίπτερο στρογγυλό, όπου οι μουζικάντες παίζουν τα καλωσορίσματα με τις κορνέτες τους. Μνα διμοιρία φαντάροι κάνουν ασκήσεις και βηματισμούς στη στεριά. Το καράβι μας το δέσανε με τα παλαμάρια. Εκατοντάδες άνθρωποι κοντόσωμοι με κάτι καπέλα τρειςτέσσερες οργιές το καθένα φωνάζουν, απλώνουνε τα χέρια τους ίσαμε το δεύτερο κατάστρωμα δείχνοντας τα νούμερά τους σαν αχθοφόροι, τσακώνονται μεταξύ τους για τα μπαγκάζια και ξεκινούν αγκομαχώντας α π ' τ ο μεγάλο βάρος που κουβαλούν. Σε λίγο ξαναγυρνούν, σφουγγίζουν τα μούτρα τους, ρεκάζουν και θερμοπαρακαλούν ξανά. «Μα πού είναι οι ινδιάνοι;» ρωτώ τον γείτονά μου. -«Αυτοί έδώ», μου κάνει. Εγώ ίσαμε τα δώδεκα χρόνια μου τρελαινόμουν για τους ινδιάνους του Κούπερ και του Μάιν Ρηντ. Και να, που τώρα στέκομαι σαστισμένος, λες και μπροστά στα μάτια μου κάνουν τα παγώνια κότες! Γι'αυτήν όμως την πρώτη μου απογοήτευση ανταμείφθηκα καλά. Την ίδια στιγμή, μόλις προσπέρασα το τελωνείο, άρχισε μια ακατανόητη, μια ιδιόμορφη, όλο εκπλήξεις ζωή. 29
To πρώτο που αντίκρυσα ήταν μια κόκκινη σημαία με σφυροδρέπανο στο παράθυρο κάποιου δίπατου σπιτιού. Αυτή η σημαία δεν είχε καμιά, μα καμιά σχέση με το Σοβιετικό Προξενείο. Εκεί είχε την έδρα της η οργάνωση «Προάλια». Έ ν α ς μεξικάνος μπαίνει μέσα στο δίπατο σπίτι και κρεμάει τη σημαία. Αυτό πα να πει: «Μπήκα με ευχαρίστηση. Για το δωμάτιο όμως δεν έχω σκοπό να πληρώσω.» Αυτό είναι όλο. Ά ν τ ε , λοιπόν, δοκίμασε να τον βγάλεις άμα μπορείς!.. Α π ' τ ο ν λιγοστό ήλιο που ρίχνουν τα ντουβάρια και οι φράχτες τραβούν κάτι άνθρωποι καστανόχρωμοι. Μπορεί να πάει κανένας κι απ'τον ήλιο, αλλά σιγά-σιγά, με προσοχή, γιατί μπορεί να πέσει από ηλίαση. Αυτό το έμαθα αργότερα. Στο μεταξύ δυο βδομάδες περπατούσα καταηλιού, μ'ορθάνοιχτα τα ρουθούνια μου και το στόμα για να συμπληρώνω την έλλειψη οξυγόνου που μου δημιουργούσε ο αραιωμένος αέρας. Ολόκληρη η ζωή, οι δουλιές, οι συναντήσεις, το φαγητό, όλα γίνονται κάτω από τις πάνινες ριγωτές τέντες του δρόμου. Οι πιο συχνοί άνθρωποι που συναντάς εδώ είναι οι λούστροι και οι λαχειοπώλες. Με j i ζουν οι λούστροι, δεν ξέρω. Οι ινδιάνοι γυρνούν ξυπόλητοι. Αλλά κι αν τύχει να'ναι ποδεμένοι, τότε αυτά που φοράνε για παπούτσια τάχα ούτε λουστράρονται, αλλά ούτε και περιγράφονται. ' Ετσι στον κάθε ποδεμένο αναλογούν το λιγότερο πέντε λούστροι. Οι λαχειοπώλες είναι ακόμα πιο πολλοί. Χιλιάδες απ'αυτούς γυρνάν με κάτι λαχεία τυπωμένα σε τσιγαρόχαρτα σε εκατομμύρια κομμάτια μικρού σχήματος. Την άλλη μέρα το πρωί γίνεται η κλήρωση και μοιράζονται πολλά κέρδη από πενταροδεκάρες. Αυτό πια δεν είναι λαχείο, αλλά ένα ιδιόμορφο τυχερό παιχνίδι με πολλά χαρτιά. Τα λαχεία εδώ τα αγοράζουν, όπως αγοράζουν στη Μόσχα τον ηλιόσπορο. Στη Βέρα Κρουζ δεν καθυστερούν πολύ. Αγοράζουν ένα σακουλάκι, αλλάζουν τα δολάρια, παίρνουν το σακουλάκι με το ασήμι στον ώμο και τραβούν στο σταθμό για να βγάλουν ει30
σιτήριο γνα το τρένο που πάει στην πρωτεύουσα του Μεξικού, στο Μεξικό Σΐτυ. Στο Μεξικό όλος ο κόσμος κουβαλάει τα λεφτά του μέσα σε σακουλάκια. Οι συχνές αλλαγές που γίνονται στις κυβερνήσεις (μέσα σε 28 χρόνια έχουν αλλάξει 30 πρόεδροι), έχουν υποσκάψει την εμπιστοσύνη σε οποιοδήποτε χαρτονόμισμα. Να, λοιπόν, γιατί υπάρχουν τα σακουλάκια. Στο Μεξικό ευδοκιμεί η ληστεία. Ομολογώ ότι εγώ τους καταλαβαίνω τους ληστές. Αλλά κι εσείς, αν σας κουδουνίζαν μπροστά στη μύτη σας ένα σακουλάκι με χρυσά, δεν θα δοκιμάζατε να τ'αρπάξετε; Στον σιδηροδρομικό σταθμό είδα από κοντά τους πρώτους στρατιωτικούς. Φορούν ένα μεγάλο καπέλο με φτερό, έχουν χλωμή όψη, τρεις πιθαμές μουστάκια, ένα γιαταγάνι που ακουμπάει στο χώμα, πράσινες στολές και κίτρινες μπότες από λουστρίνι. Ο στρατός του Μεξικού είναι ιδιόμορφος. Κανένας, ούτε κι ο ίδιος ο υπουργός των στρατιωτικών δεν ξέρει πόσους στρατιώτες έχει το Μεξικό. Οι στρατιώτες είναι κάτω απ'τις διαταγές του κάθε στρατηγού. Κι αν ο στρατηγός είναι με το μέρος του προέδρου κι έχει χίλιους στρατιώτες, τότε λέει με περηφάνια πως έχει δέκα χιλιάδες. Παίρνοντας, λοιπόν μερίδα για δέκα χιλιάδες, πουλάει την τροφοδοσία και τον εφοδιασμό απ'τις ανύπαρκτες εννιά χιλιάδες του. Αν ο στρατηγός είναι κόντρα στον πρόεδρο, τότε ξεγελάει τη στατιστική υπηρεσία λέγοντας πως έχει στις διαταγές του χίλιους στρατιώτες. Κι απάνω στην κατάλληλη περίσταση βγαίνει με δέκα χιλιάδες για ν'ανατρέψει τον πρόεδρο. Γι'αυτό, λοιπόν, ο υπουργός των στρατιωτικών, όταν τον ρωτούν για το πόσο στρατό έχει η χώρα, απαντάει: «Ποιος ξέρει; Ποιος ξέρει; Μπορεί και τριάντα χιλιάδες, αλλά μπορεί κι εκατό!..» Ο στρατός ζει με τον πατροπαράδοτο τρόπο. Μέσα σε τσαντήρια με όλα τα τσουμπλέκια του νοικοκυριού, με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Μ ' ό λ ο αυτό το νοικοκυριό, με τις γυναίκες και τα παιδιά 31
τους, μ ' έ ν α τέτιο μαχνέικο' μπουλούκι κοντολογής εκστρατεύει ο στρατός ιδιαίτερα στις εμφύλιες συγκρούσεις. Ό τ α ν το ένα στράτευμα δεν έχει πολεμοφόδια αλλά έχει καλαμπόκι, και τ ' ά λ λ ο δεν έχει καλαμπόκι αλλά έχει πολεμοφόδια, τότε οι δυο στρατοί σταματούνε τη μάχη, οι οικογένειες αρχινάνε τις ανταλλαγές και το εμπόριο, η μια μεριά εφοδιάζεται με καλαμπόκι, η άλλη γεμίζει τις παλάσκες με σφαίρες και ξαναρχίζουν τον πόλεμο. Στο δρόμο για το σιδηροδρομικό σταθμό το αυτοκίνητο έσκιαξε ένα κοπάδι πουλιά. Ητανε κάτι φοβερό, σ'έπιανε τρόμος! Κάτι πουλιά μεγάλα σα χήνες, μαύρα σαν τα κοράκια, με γυμνούς λαιμούς και μεγάλες μύτες σηκώθηκαν και πετούσαν πάνω α π ' τ α κεφάλια μας. Είναι τα «ζοπιλότι», τα ακίνδυνα κοράκια του Μεξικού, που ζουν με τα κάθε λογής σκουπίδια. Το τρένο αναχώρησε στις εννιά το βράδι. Ο δρόμος από τη Βέρα Κρουζ στο Μέξικο Σίτυ, είναι λένε η πιο ωραία διαδρομή του κόσμου. Σ'ένα υψόμετρο που φτάνει ίσαμε τα τρεις χιλιάδες μέτρα, ο δρόμος αυτός τραβάει μέσα από χαράδρες, ανάμεσα από βράχια κι από τροπικά δάση. Δεν ξέρω. Δεν είδα τίποτα. Αλλά και η τροπική νύχτα που γλιστρούσε δίπλα στο βαγόνι ήτανε κάτι ασυνήθιστο. Μέσα στη γαλανή, στη βαθυγάλανη νύχτα οι κορμοί από τις φοινικιές φάνταζαν σαν αληθινοί μακρυμάλληδες μποέμ καλλιτέχνες. Ο ουρανός κι η γης έχουνε γίνει ένα πράμα. Κι από πάνω, κι από κάτω τ'αστέρια. Δυο σμάρια. Ψηλά, τα ασάλευτα αστέρια τ "ουρανού που τα βλέπει ο καθένας. Και κάτω τα άλλα: οι πυγολαμπίδες που πότε σέρνονται και πότε πετούν. Ό τ α ν ζυγώνουμε σε σταθμούς, βλέπεις την πιο πηχτή λάσπη, αμέτρητα γαϊδούρια και τους μεξικάνους με τα μεγάλα καπέλα τους και τα «σαράπι», κάτι παρδαλά χαλιά, σκισμένα
I. Εδώ ο Μαγιακόφσκι κάνει μια συγκριτική παραβολή και αναφορά στην αντισοβιετική αναρχική αντεπανάσταση των κουλάκων της Ουκρανίας (1918-1921) που είχε επικεφαλής τον αταμάνο Ν. I. Μαχνό. (Σημ. μετ.).
32
στη μέση για να χωράει το κεφάλι και να πέφτουν οι δυο άκρες τουι^ στο στήθος και στην πλάτη. Στέκονται, κοιτούν και δε λένε να σαλέψουν. Και πάνω α π ' ό λ α μια μυρουδιά βαριά, που σου φέρνει αναγούλα, ένα παράξενο ανακάτωμα γκαζολϊνας και μπόχας από σάπιες μπανάνες και ανάνάδες. Σηκώθηκα νωρίς το πρωί. Βγήκα στον εξώστη του βαγονιού. Ό λ α ήταν αλλιώτικα. • Ενα τέτιον τόπο δεν είχα ξαναδεί κι ούτε το φανταζόμουν ότι υπάρχουν στον κόσμο τέτια μέρη. Στο φόντο μιας ροδοκόκκινης ανατολής προβάλανε οι κάκτοι βαμμένοι κι αυτοί στο κρεμεζϊ. Κάκτοι και μόνο κάκτοι ολόγυρα. Με κάτι πελώρια αυτιά γεμάτα μπλάνες στέκεται το νοπάλ, ο εκλεκτός μεζές του γαϊδουριού. Στέκεται ασάλευτο λες κι αφουγκράζεται. Με κάτι φύλλα μακρουλά που μοιάζουν σα χασαπομάχαιρα ορθώνεται μπροστά σου το μογέι. Αυτό το περνούν οι ντόπιοι α π ' τ ο καζάνι και βγάζουν το πούλκε, κάτι σαν ψευτομπύρα, σαν ψευτοβότκα που το πίνουν οι ξελιγωμένοι ινδιάνοι και γίνονται φέσι. Και πέρα απ'τα νοπάλ και τα μογέι, βρίσκεις ακόμα ένα άλλο φυτό, ψηλό πέντε μπόγια που βγάζει κάτι σαν τα κόρνα της όργκας, μονάχα που'ναι βαθυπράσινο, γεμάτο από αγκάθια και κλαδιά. Από'ναν τέτιο δρόμο έφτασα στο Μέξικο Σίτυ. Ο Ντιέγκο ντε Ριβιέρα με καρτερούσε στο σταθμό. Γι "αυτό και η ζωγραφική είναι το πρώτο πράγμα που γνώρισα στο Μέξικο Σίτυ. Ως τότε είχα μόνο ακουστά ότι ο Ντιέγκο είναι ένας από τους ιδρυτές του Κομμουνιστικού Κόμματος του Μεξικού. • Οτι ο Ντιέγκο είναι ο μεγαλύτερος μεξικανός ζωγράφος. ' Οτι ο Ντιέγκο χτυπάει με το κολτ τη δεκάρα στον αέρα. Και ήξερα ακόμη πως ο ' Ερενμπουργκ αυτόν τον Ντιέγκο είχε διαλέξει για πρότυπο, καθώς έγραφε τον «Χούλιο Χουρενίτο» του. Ο Ντιέγκο είναι ένας άνθρωπος θεριακωμένος, με καλό παράστημα, μ'ένα φαρδύ και πάντα γελαστό πρόσωπο. Μου μιλάει, ανακατώνοντας στην κουβέντα του και κάμπο33
σες ρούσικες λέξεις, (ο Ντιέγκο καταλαβαίνει πολύ καλά τα ρούσικα), για χίλια δυο πράγματα πολύ ενδιαφέροντα, αλλά προτού αρχίσει την ιστορία με προϊδεάζει: « Έ χ ε τ ε κατά νου, πως η γυναίκα μου λέει και επιμένει ότι τα μισά α π ' ό σ α σας λέω είναι πράματα φανταστικά.» Α π ' τ ο σταθμό, μόλις αφήσαμε στο ξενοδοχείο τα πράγματά μου, τραβήξαμε για το μεξικάνικο μουσείο. Ο Ντιέγκο προχωρούσε κατσουφιασμένος, απαντώντας σε εκατοντάδες χαιρετούρες, σφίγγοντας τα χέρια σ'όσους βρίσκονταν στο δρόμο του και απαντώντας φωναχτά με το δικό του χαιρετισμό σε κείνους που πήγαιναν α π ' τ ο άλλο πεζοδρόμιο. Στο μουσείο είδαμε τα αρχαία κυκλικά ημερολόγια των Αζτέκων από τις μεξικάνικες πυραμίδες που είναι σκαλισμένα στην πέτρα, τα διπρόσωπα είδωλα της θεότητας του ανέμου, που η μια όψη του θεού πολεμάει να φτάσει την άλλη. Κοιτούσαμε, κι όλα αυτά που μου έδειχναν δεν πήγαιναν στο βρόντο. Ο πρεσβευτής του Μεξικού στο Παρίσι, ο κύριος Ρέιες, γνωστός πεζογράφος του Μεξικού, με είχε προϊδεάσει πως η σημερινή μορφή της μεξικάνικης τέχνης έχει την πηγή της στην αρχαία, την πολύχρωμη, την πρωτόγονη λαϊκή ινδιάνικη τέχνη και δεν προέρχεται από τις εκλεκτίστικες επιγονικές μορφές τέχνης που μεταφέρθηκαν εδώ απ'την Ευρώπη, Η ιδέα αυτής της σύγχρονης μεξικάνικης τέχνης είναι ένα μέρος, ίσως μη συνειδητοποιημένο ακόμα, από την ιδέα της πάλης και της απελευθέρωσης των σκλάβων της αποικιοκρατίας. Ο Ντιέγκο, στη δουλιά του που δεν είναι ακόμα τελειωμένη, μια τοιχογράφηση ολόκληρου του κτιρίου του υπουργείου εθνικής παιδείας του Μεξικού, θέλει να συνταιριάξει, να συνενώσει την αρχέγονη αδρή τέχνη των Αζτέκων με την τελευταία λέξη της γαλλικής μοντερνιστικής ζωγραφικής. Πρόκειται για πολλές δεκάδες τοιχογραφίες που δίνουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του Μεξικού. Ο πρωτόγονος παράδεισος, με την ελεύθερη εργασία, με τα αρχέγονα ήθη και έθιμα, με τις γιορτές του καλαμποκιού, με τους χορούς των πνευμάτων του θανάτου και της ζωής, με τις θυσίες σε καρπούς και τις προσφορές λουλουδιών, είναι οι πρώτες τοιχογραφίες. 34
Μετά, παρουσιάζονται τα πλοία του στρατηγού Ερνάντο Κορτέζ που υπόταξαν και υποδούλωσαν το Μεξικό. Σε συνέχεια η καταναγκαστική δουλιά στον ιδιοκτήτη της φυτείας (φορτωμένον με μπιστόλια), που είναι ξάπλα και ραχατεύει στην κούνια. Μετά οι τοιχογραφίες που δείχνουν τη δουλιά στα υφαντουργεία, στα χυτήρια, στα κεραμιδαριά, στη ζάχαρη. Ο αγώνας που ξεσηκώνεται. Οι προσωπογραφίες των επαναστατών που εκτελέστηκαν. Η εξέγερση που ξεκινάει α π ' τ η γη και κάνει έφοδο ακόμα και στον ουρανό. Η ταφή των σκοτωμένων επαναστατών. Η απελευθέρωση του αγρότη. Η εκπαίδευση της αγροτιάς με τη φρούρηση του ένοπλου λαού. Το σμίξιμο της εργατιάς με την αγροτιά. Το χτίσιμο του μέλλοντος της χώρας. Η Κομμούνα, άνθιση της τέχνης και της γνώσης. Η δουλιά αυτή παραγγέλθηκε α π ' τ ο ν προηγούμενο πρόεδρο που δεν έμεινε για πολύ στην εξουσία, τον καιρό που φρόντιζε να τ α ' χ ε ι καλά με τους εργάτες. Τώρα, αυτή η πρώτη στον κόσμο κομμουνιστική τοιχογραφία είναι στόχος για άγριες επιθέσεις από πολλά υψηλά πρόσωπα της κυβέρνησης του προέδρου Καγιές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η δύναμη που κατευθύνει το Μεξικό άφησαν με τα θωρηκτά και με τα κανόνια τους να εννοηθεί ότι ο πρόεδρος του Μεξικού είναι απλά ένας εκτελεστής της θέλησης του βορειοαμερικάνικου κεφαλαίου. Και γΓαυτό, (το συμπέρασμα δεν είναι δύσκολο), δεν χρειάζεται να διαδίδεται η κομμουνιστική προπαγανδιστική ζωγραφική. Έ χ ο υ ν γίνει ως τώρα κάμποσες επιθέσεις από διάφορους αλήτες που ρύπαναν ή έξυσαν κάποιες εικόνες. Αυτή τη μέρα μου κάναν τραπέζι στο σπίτι του Ντιέγκο. Η γυναίκα του είναι μια όμορφη ψηλή α π ' τ η Γκουανταλαχάρα. Φάγαμε μόνο μεξικάνικα φαγητά. Στεγνές άζυμες χοντρές λαγάνες-τηγανίτες. Αλεσμένο κρέας πασπαλισμένο με μπόλικο αλεύρι κι ακόμα πιο μπόλικο καυτερό πιπέρι. Για ορεκτικό μας σέρβιραν φοινικοκάρυδο και για επιδόρπιο μάνγκο. 35
' Ηπιαμε χαμπανέρα, ένα κονιάκ που μυρίζει σαν φτηνή βότκα σπιτικής παραγωγής. Μετά περάσαμε στο σαλόνι. Στη μέση του ντιβανιού ήταν ξαπλωμένος ο γιος τους, ένα μωρό ενός χρόνου, ενώ στην άκρη απ'το ντιβάνι απάνω σ ' έ ν α μαξιλάρι ήταν ακουμπισμένο ένα πελώριο μπιστόλι κολτ. Τώρα θα δόσω λίγες σύντομες και ξεκομμένες πληροφορίες και για τις άλλες τέχνες. Ποίηση. Ποίηση υπάρχει πολλή. Στο πάρκο Τσαπουταλπέκ υπάρχει μια ολόκληρη αλέα αφιερωμένη στους ποιητές. Είναι η «Κασάλντα ντε λος Ποέτος». Κάποιες ξεμοναχιασμένες ονειροπόλες φιγούρες σκαλίζουν εκεί στα χαρτιά. Ο ένας στους έξι μεξικάνους είναι οπωσδήποτε ποιητής. Ό λ ε ς όμως οι ερωτήσεις που έκανα στους κριτικούς γύρω α π ' τ ο τι είναι αξιόλογο στη σημερινή μεξικάνικη ποίηση και αν υπάρχουν σ'αυτή κάποιες αντιστοιχίες με τα σημερινά σοβιετικά ρεύματα, έμειναν δίχως απάντηση. Ως κι ο κομμουνιστής Χερέρο, διευθυντής του περιοδικού των σιδηροδρομικών, ακόμα κι ο εργάτης-λογοτέχνης Κρους, γράφουν σχεδόν μονάχα λυρικά ποιήματα γεμάτα ηδυπάθεια, αναστεναγμούς και μουρμουρίσματα. Ως και για την ίδια την αγαπημένη τους γράφουν: «Κόμο λεόν νουμπίο!» (Είσαι σα λέαινα της Νουβίας!) Θαρρώ πως η αιτία είναι η αδύνατη ανάπτυξη της ποίησης, η χαμηλή κοινωνική ζήτηση. Ο διευθυντής του περιοδικού «Πυρσός» μου έλεγε ότι δεν πρέπει να πληρώνονται οι στίχοι. Τι σόι δουλιά είναι τάχα κι αυτή; Μπορεί κανένας να τους δημοσιεύει μόνο σαν μια ωραία ανθρώπινη στάση, πρώτα απ'όλα συμφερτική και με πολύ ενδιαφέρον α π ' τ η μεριά του ίδιου του ποιητή. Αξίζει να θυμίσουμε πως μια τέτια άποψη για την ποίηση υπήρχε και στην παλιά Ρωσία, στην εποχή πριν α π ' τ ο ν Πούσκιν, αλλά και στην ίδια την εποχή του Πούσκιν. Επαγγελματίας που λογάριαζε σοβαρά τα έσοδά του από τους στίχους του ήταν εκείνη την εποχή, νομίζω, μονάχα ο Πούσκιν. Η τυπωμένη ποίηση και γενικά το καλό βιβλίο δεν κινιέται 36
καθόλου εδώ στο Μεξικό. Εξαίρεση αποτελούν μονάχα τα μεταφρασμένα μυθιστορήματα. Ακόμα και το βιβλίο «Η ληστρική Αμερική», ένα τόσο σημαντικό βιβλίο που μιλάει για τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και για τη δυνατότητα συνένωσης της Λατινικής Αμερικής για αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, βιβλίο που μεταφράστηκε κιόλας και τυπώθηκε στη Γερμανία, εδώ έχει εκδοθεί σε πεντακόσια αντίτυπα και πουλιέται με υποχρεωτική σχεδόν συνδρομή. Οι ποιητές που θέλουν να γίνει γνωστή η δουλιά τους βγάζουν σε λιθογραφημένα φυλλάδια κανένα ποίημά τους που το'χουν συνταιριάξει στα μέτρα κάποιας γνωστής μελωδίας, ώστε να μπορεί να τραγουδηθεί. Κάμποσα τέτια φυλλάδια μου έδειξε ο σύντροφος Γκαλβάν, αντιπρόσωπος της Διεθνούς της αγροτιάς. Είναι φυλλάδια προεκλογικά με στίχους του ίδιου που τα πουλάνε για μια πεντάρα στις αγορές. Αυτή τη μέθοδο είναι καλό να χρησιμοποιήσουν και οι δικοί μας εκδοτικοί οργανισμοί, αντί να βγάζουν τις χοντρές ακαδημαϊκές ανθολογίες που'ναι τάχα για τους εργάτες και τους αγρότες και κοστίζουν πέντε ρούβλια το αντίτυπο. Τη ρούσικη λογοτεχνία οι μεξικάνοι την αγαπούν και την εκτιμούν, αν και πιο πολύ την έχουν ακουστά, παρά την έχουν διαβάσει. Μόλις τώρα (!) μεταφράζονται ο Λεβ Τολστόι, ο Τσέχοφ. Απ'τους νέους είδα μονάχα τους «Δώδεκα» του Μπλοκ και το δικό μου «Αριστερό μαρς». Θέατρο. Τα θέατρα πρόζας, η όπερα, το μπαλέτο, είναι σχεδόν άδεια. Αν ερχόταν εδώ η Ά ν ν α Πάβλοβα για να παίξει, θα έπρεπε τα μάτια της να τα βλέπουν όλα διπλά για να ιδεί εδώ γεμάτη τη σάλα. Πήγα σ ' έ ν α τεράστιο κουκλοθέατρο. Ή τ α ν συναρπαστικό να βλέπει κανείς την καταπληκτική τέχνη που είχε έρθει από την Ιταλία. Οι κούκλες που φαίνονταν σαν ζωντανοί άνθρωποι, έσπαζαν, κάνοντας γυμναστική, σε όλες τις κλειδώσεις τους. Μέσα από μια κούκλα που είχε μέγεθος κανονικής γυναίκας πετάγονταν ολόκληρες δεκάδες μικρούτσικες κούκλες, αρσενικές και θηλυκές, κι έπιασαν να χορεύουν.
37
Η ορχήστρα και η χορωδία από κάτι κούκλες μια πιθαμή έκαναν αφάνταστες βψτουόζικες φιοριτούρες. Κι όμως σε κείνη την επίσημη παράσταση που δινόταν υπέρ των αεροπόρων του Μεξικού, γεμάτα ήταν μόνο τα διπλωματικά θεωρεία του θεάτρου, μ ' ό λ ο που τα εισιτήρια πουλιούνταν παντού, σ ' ό λ η την πόλη, από πλανόδιους πουλητές. Στο Μεξικό Σίτυ υπάρχουν δυο θέατρα «μπατακλάν». μια μίμηση δηλαδή, της παρισινής επιθεώρησης γυμ\Όύ. Αυτά τα θέατρα είναι πάντα γεμάτα. Οι γυναίκες που παίζουν είναι κοκαλιάρες και βρώμικες. Είναι φανερό πως πρόκειται για κάποια αστέρια που έχουν βγει πια α π ' τ ο συρμό της μόδας, που'χουν περάσει τα χρονάκια τους κι έχουν πια σβήσει οι παλιές επιτυχίες τους στην Ευρώπη και στις Ηνωμέ\·ες Πολιτείες. Εδώ τώρα μυρίζει ιδρώτα και σκάνδαλο. Το νούμερο, όπου οι χορεύτριες στριφογυρνούν τριάντα ολόκληρα λεπτά τον πισινό τους (με τρεμούλα), αυτή είναι η άλλη όψη του χορού της κοιλιάς, εκτελείται τρεις φορές. Και κάθε φορά το συνοδεύουν κάτι δαιμονισμένα σφυρίγματα που εδώ στο Μεξικό αντνκατασταίνουν τα χειροκροτήματα. Πήγαμε κάμποσες φορές και στον κινηματογράφο. Εδώ στο Μεξικό οι κινηματογράφοι αρχινάνε τις προβολές από τις οκτώ το βράδι. Και παρουσιάζουν ένα πρόγραμμα που δεν ξαναπροβάλλεται και που το συνθέτουν τρεις-τέσσερες μακρόσυρτες ταινίες. Το περιεχόμενο από τις ταινίες αυτές είναι καουμπόικο. Και η προέλευσή τους αμερικάνικη. Αλλά το θέαμα που αποτελεί την αδυναμία του μεξικάνικου κοινού και που συγκεντρώνει τους πιο πολλούς θεατές είναι οι ταυρομαχίες. Το τεράστιο ατσάλινο οικοδόμημα του στίβου είναι το μοναδικό κτίριο που έγινε με όλους τους κανόνες και με όλη την αμερικάνικη ευρύτητα της οικοδομικής αντίληψης. Ο στίβος χωράει σαράντα χιλιάδες θεατές. Πολύ πριν από την Κυριακή οι εφημερίδες γράφουν: Λος ότσο τόρος! (Οι οχτώ ταύροι!) 38
Τους ταύρους και τα άλογα rtoij Οα πάρουν μέρος στον αγώνα μπορεί όποιος θέλει να τα ιδεί στους σταύλους του στίβου. Μετά αναφέρονται ποιοι ξακουστοί ταυρομάχοι θα πάρουν μέρος στη γιορτή, ποιοι θα'ναι οι τορεαντόρ, ποιοι οι ματαντόρ και ποιοι οι πικαντόρ του αγώνα. Στην ορισμένη ώρα χιλιάδες αμάξια με κοσμικές κυρίες που τρέχουν μαζί με τις ημερωμένες μαϊμούδες τους απάνω στις ιδιόκτητες «ρόιλς» τους και δεκάδες χιλιάδες πεζοί τραβούν κατά το ατσάλινο κτίριο. Οι τιμές απ'τα εισιτήρια που αγόρασαν οι κυρίες είναι φουσκωμένες στο διπλάσιο. Το τσίρκο ανοίγει. Η αριστοκρατία έχει εισιτήρια για την πλευρά του ίσκιου που είναι η ακριβή. Η πλέμπα τραβάει στη φτηνή, στο προσήλιο. Αν τύχει, μετά το σκότωμα των πρώτων δυο ταύρων από τους έξι, ή απ'τους οχτώ που λέει το πρόγραμμα, και ξεσπάσει καμιά νεροποντή και χρειαστεί να διακοπεί το μακελιό, τότε το κοινό, (έτσι είχε γίνει τη μέρα που πήγα κι εγώ στις ταυρομαχίες), αγριεύει και ρίχνεται απάνω στα γραφεία της διεύθυνσης του στίβου και σ'ό,τι ξύλινο υπάρχει εκεί μέσα. Τότε η αστυνομία κουβαλάει τα πυροσβεστικά της κι αρχίζει να καταβρέχει με τις αντλίες την προσήλια μεριά του στίβου, δηλαδή την πλεμπάγια. Κι άμα ούτε αυτό βοηθήσει, τότε αρχίζουν να ρίχνουν με τα ντουφέκια, αλλά και πάλι κατακεί, σε κείνους που έχουνε πιάσει το προσήλιο. Η ταυρομαχία. Μπροστά στην είσοδο του στίβου ένα αμέτρητο πλήθος καρτερεί τους αγαπημένους του, τους μακελάρηδες των ταύρων. Οι πολίτες που έχουν κάποιο όνομα πασχίζουν να φωτογραφηθούν στο πλάι κάποιου αλαζονικού ταυρομάχου. Οι αριστοκράτισσες σινιόρες τους δίνουν, όπως φαίνεται για να κερδίσουν την ευμένειά τους, να βαστήξουν για λίγο τα παιδιά τους. Οι φωτογράφοι πιάνουν τις θέσεις τους σχεδόν μπροστά στα κέρατα του ταύρου. Και ο αγώνας αρχίζει. Η έναρξη γίνεται με μια φανταχτερή παρέλαση που αστραποβολάει από λαμπρότητα. Και το κοινό αρχινάει να μαίνεται, πετώντας στα αγαπημένα τους είδωλα στην αρένα καπέλα, σακάκια, πουγγιά και γάντια. Ο πρόλογος, δηλαδή η 39
στιγμή όπου ο ταυρομάχος παίζει με τον ταύρο ερεθϊζοντάς τον με το κόκκινο πανί, κυλάει όμορφα και σχετικά ήσυχα. Ό τ α ν όμως οι μπαντεριλιέροι καρφώνουν στο σβέρκο του ταύρου τα πρώτα ακόντια, όταν οι πικαντόροι κεντούν τον ταύρο στα πλευρά κι αυτός σιγά-σιγά γίνεται κατακόκκινος απ'το αίμα, όταν ύστερα ο ταύρος μπήγει τα μανιασμένα κέρατα του στην κοιλιά του αλόγου και το άλογο του πικαντόρ στριφογυρίζει για μια στιγμή με τα σωθικά του χυμένα όξω, τότε η άγρια χαρά του κοινού φτάνει στον βρασμό της. "Εχω δει έναν άνθρωπο να σαλτάρει έξαλλος α π ' τ η θέση του, ν'αρπάζει το κόκκινο πανί απ'τα χέρια του ταυρομάχου και να το σαλεύει μπροστά στα ρουθούνια του ταύρου. Και τότε δοκίμασα μια μεγάλη χαρά: ο ταύρος τα κατάφερε να χώσει το κέρατό του ανάμεσα στα παίδια του ανθρώπου εκείνου, παίρνοντας έτσι γδικιωμό για όλους τους σκοτωμένους συντρόφους του ταύρους. Τον τραυματία τον τράβηξαν όξω α π ' τ η ν αρένα. Κανένας δεν του'δοσε σημασία. Εγώ δεν μπορούσα κι ούτε ήθελα να ιδώ πώς έφεραν το ξίφος και το'δοσαν στον φοβερότερο μακελάρη και πώς το'μπήξε κείνος στην καρδιά του ταύρου. Μόνο από τον ξέφρενο αλαλαγμό του πλήθους το κατάλαβα πως η δουλιά είχε τελειώσει. Κάτω χαμηλά περίμεναν κιόλας το σφαχτό με τις κάμες στα χέρια οι γδάρτες. Το μόνο που με έθλιβε κείνη τη στιγμή ήταν η σκέψη πως δε μπορεί να βιδώσει κανένας απάνω στα κέρατα του ταύρου τίποτα πολυβόλα και να τον μάθει πώς να ρίχνει. Αλλά γιατί πρέπει να θλίβεται, κανένας για έναν τέτιο κόσμο; Το μόνο πράγμα που με κάνει να συμβιβάζομαι κάπως με τις ταυρομαχίες είναι το ό,τι ενάντια σ'αυτές είναι και ο βασιλιάς Αλφόνσος της Ισπανίας. Η ταυρομαχία είναι η εθνική περηφάνια των μεξικάνων. Ό τ α ν ο ξακουστός μεξικάνος ταυρομάχος Ροντόλφο Γκαόν, αποχαιρέτησε πια τη δουλιά του κι αφού αγόρασε σπίτια και σιγούρεψε τον εαυτό του και τα παιδιά του από φαΐ κι από υπηρέτες, έφυγε για την Ευρώπη, ολόκληρος ο τύπος του Μεξικού έπιασε να ορύεται και να κάνει έρευνες με τα ερωτήμα40
τα: αυτός ο μεγάλος άντρας έχει τάχατες το δικαίωμα να φύγει α π ' τ η χώρα; Και από ποιον τότε θα διδαχτεί, ποιον θα έχει για πρότυπο της η νέα γενιά του Μεξικού; Εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά μνημεία νέου ρυθμού δεν είδα στο Μεξικό. Οι πρόεδροι της χώρας που αλλάζουν τόσο γρήγορα δεν απασχολούνται και πολύ για οικοδομήματα μακράς πνοής. Ο Ντιέζ, που έμεινε στην προεδρία τριάντα ολόκληρα χρόνια, κατά τα τέλη της εξουσίας του έπιασε να χτίζει κάτι, θες πες για Γερουσία, θες για θέατρο. Τελικά, τον Ντιέζ τον έδιωξαν. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Μα ο έτοιμος σκελετός του κτιρίου από σιδεροδοκούς στέκεται ακόμα ανέπαφος. Τώρα, τον αγόρασε μου φαίνεται κάποιος μεξικάνος λοβιτουρατζής για κάποιες εξυπηρετήσεις που έχει κάνει στον πρόεδρο, για να τον διαλύσει ή να τον πουλήσει. Νέο και αξιοπρόσεχτο καλό πράγμα, μου φάνηκε το μνημείο του Θερβάντες (που είναι αντιγραφή απ'το σεβιλλιάνικο). Μια πλατειούλα σε ύψωμα, περιτριγυρισμένη με πέτρινα παγκάκια και στη μέση ένα συντριβάνι, είναι ό,τι χρειάζεται για τη μεξικάνικη ζέστα. Τα παγκάκια και το χαμηλό περιτοίχισμα είναι στρωμένα με πλάκες που ζωντανεύουν με απλοϊκές χρωμολιθογραφίες τις περιπέτειες του Δον Κιχώτη. Ο λιγνός Δον και ο Σάντσο Πάντσα δείχνονται από πλάγια άποψη. Και καμιά απεικόνιση του μουστακαλή ή του γενάτου Θερβάντες. Υπάρχουν όμως εδώ δυο ράφια γεμάτα α π ' τ α βιβλία του, που χρόνια και χρόνια τώρα τα ξεφυλλίζουν γεμάτοι έπαρση οι μεξικάνοι. Η πόλη Μέξικο Σίτυ είναι επίπεδη και πολύχρωμη. Ό λ α σχεδόν τα σπιτάκια της απ'όξω μοιάζουν με σεντούκια. Κι είναι τριανταφυλλένια, γαλάζια ή πράσινα. Μα το χρώμα που κυριαρχεί είναι το κίτρινο-τριανταφυλλί, όπως είναι ο άμμος της θάλασσας την αυγή. Η φάτσα των σπιτιών είναι μονότονη. Ό λ η η ομορφιά τους βρίσκεται μέσα. Εδώ το σπίτι σχηματίζει μια τετράγωνη αυλίτσα, που είναι γεμάτη από κάθε λογής ανθισμένο τροπικό. Μπροστά σ ' ό λ α τα σπίτια υπάρχει διώροφη-τριώροφη-τετραώροφη βεράντα, πνιγμένη 41
στην πρασινάδα, στολισμένη με γλάστρες με κάθε λογής αναρριχητικά. Παντού υπάρχουν κλουβιά με παπαγάλους. Ολόκληρο το τεράστιο αμερικάνικο Καφέ Σάμπορν είναι χτισμένο έτσι: μια γυάλινη σκεπή απάνω α π ' τ η ν αυλίτσα κι αυτό είναι όλο. Αυτός είναι ο σπανιόλικος τύπος σπιτιού που τον μετέφεραν εδώ οι κατακτητές. Α π ' τ ο παλιό• Μεξικό, που υπήρχε πριν από οχτακόσια χρόνια, τότε που όλη αυτή η έκταση που πιάνει σήμερα η πόλη ήτανε μια λίμνη ζωσμένη γύρω-γύρω από ηφαίστεια και μόνο απάνω σ ' έ ν α νησάκι υπήρχε το πουέμπλο, ένας ιδιόμορφος οικισμός που ήταν μαζί και πόλη και σπίτι και κομμούνα, όπου ζούσαν -πάνω-κάτω σαράντα χιλιάδες άνθρωποι, από κείνη λοιπόν την πόλη των Αζτέκων δεν έχει απομείνει ούτε ίχνος. Ενώ αντίθετα υπάρχουν ένα πλήθος από παλάτια και άλλα σπίτια του πρώτου κατακτητή του Μεξικού, του Κορτέζ και της εποχής του, του βασιλιά Ιτουρμπίντ που η βασιλεία του δε βάσταξε πολύ, καθώς και πολλές εκκλησίες και μοναστήρια. Στο Μεξικό υπάρχουν απάνω από δέκα χιλιάδες εκκλησιές και μοναστήρια. Και πελώριες καινούργιες εκκλησίες, α π ' τ η μητρόπολη που είναι στην πλατεία του Αστού και που μοιάζει σα δίδυμη αδερφή της παριζιάνικης Νοτρ Νταμ, ως την γριά εκκλησούλα που'ναι στην παλιά πόλη δίχως παράθυρα κι έχει πια μουχλιάσει και χορταριάσει. Την εκκλησούλα αυτή την έχουν εγκαταλείψει εδώ και διακόσα χρόνια, ύστερα από μια μάχη που έδοσαν οι μοναχοί με κάποιους. Ακόμα υπάρχει η μικρή αυλή, όπου ως τα σήμερα βρίσκονται πεταγμένα κάτι παμπάλαια όπλα και μάλιστα με την ίδια τάξη ή πιο σωστά με την ίδια αταξία που τα είχαν πετάξει οι πολιορκημένοι μετά την ήττα τους. Και πλάι στα πελώρια βιβλία που είναι ακουμπισμένα απάνω στα ξύλινα αναλόγια πετούν τώρα οι νυχτερίδες και τα χελιδόνια. Για να πούμε την αλήθεια, η μητρόπολη που αναφέραμε παραπάνω χρησιμοποιείται πολύ λίγο για προσευχές. Αυτή η εκκλησία από τη μνα μεριά έχεν μια μοναδική είσοδο, ενώ από την άλλη έχει τέσσερις εξόδους που βγάζουν σε τέσσερους 42
δρόμους. Οι μεξικάνες σενιορίνες και οι σενιορίτες χρησιμοποιούν τη μητρόπολη σαν πέρασμα. ' Ετσι αφήνουν το σοφέρ να περιμένει με την εντύπωση της θρησκευτικής τους αθωότητας κι αυτές γλιστρούν από την άλλη μεριά της εκκλησίας και βρίσκονται αμέσως στην αγκαλιά του εραστή ή κρεμασμένες από το μπράτσο του θαυμαστή τους. Μ ' ό λ ο που τα βακούφικα χτήματα έχουνε δημευτεί και οι λιτανείες των πιστών έχουν απαγορευτεί α π ' τ η ν κυβέρνηση, στην πράξη όλα αυτά μένουν γραμμένα μονάχα στα χαρτιά. Τη θρησκεία, εκτός απ'τους παπάδες, στην πραγματικότητα τη συντηρούν και την προστατεύουν κι ένα σωρό άλλες ιδιόμορφες οργανώσεις, όπως οι «Ιππότες του Κολόμβου», ο «Σύνδεσμος των Καθολικών Κυριών», ο «Σύλλογος των Καθολικών Νέων» και άλλες. Ό λ α αυτά εδώ είναι αρχοντικά και άλλα κτίρια που οι ξεναγοί και οι ξένοι σταματούν για να τα θαυμάσουν. Τα σπίτια των παπάδων και τα σπίτια των πλούσιων είναι ιστορικά κτίσματα εδώ πέρα. Οι κομμουνιστές μου δείξανε τους μαχαλάδες, όπου ζούνε οι φτωχοί, οι μικρομαστόροι και οι άνεργοι. Τα σπιτάκια αυτά κολλούν το ένα σ τ ' ά λ λ ο , όπως οι παραγκούλες στη Σουχάρεφκα', αλλά με πιο πολλή βρωμιά. Σ'αυτά τα σπίτια δεν υπάρχουν παράθυρα κι από τις ορθάνοιχτες πόρτες τους μπορεί να δει κανένας πώς στριμώχνονται φαμελιές με οχτώ και με δέκα άτομα μέσα σε μια τόση δα καμαρούλα. 'Οταν έρχονται οι καλοκαιριάτικες μπόρες που εδώ στο Μεξικό είναι καθημερινές, τα νερά μπαίνουν μέσα στις χαμοκέλλες που τα δάπεδά τους είναι πιο κάτω α π ' τ ο πεζοδρόμιο και σχηματίζουν βρώμικες λακούβες. Μικρά, αδύνατα, ξερακιανά παιδάκια στέκονται μπροστά στις πόρτες α π ' τ α σπίτια τους και τρώνε βρασμένο καλαμπόκι που το πουλάν εδώ στη γειτονιά σκεπασμένο μ ' έ ν α βρώμικο τσόλι για να κρατιέται ζεστό. Σ'αυτό το ίδιο τσόλι θα πέσει τη νύχτα να κοιμηθεί κι ο ίδιος ο πραματευτής.
I. Το παλιατζίδικο (γιουσουρούμι) της παλιάς Μόσχας, που δεν υπάρχει πια. (Σημ. μετ.).
43
Οι μεγάλοι, όσοι έχουν ακόμα στην τσέπη τους δώδεκα σαντίμος, πηγαίνουν και κάθονται στις «πουλκερίας», κάτι ιδιόμορφες μεξικάνικες ταβέρνες που είναι στολισμένες με μπατανίες σαν αυτές που κουβαλούν απάνω τους οι μεξικάνοι, τα σαράπι δηλαδή, και με τη φωτογραφία του στρατηγού Μπολιβάρ. Αντί για πόρτες οι ταβέρνες αυτές έχουν κρεμασμένες κάτι φανταχτερές παρδαλές κορδέλες ή σειρές από γυάλινες χάντρες. Το πούλκε, ένα πιοτό που το βγάζουν από κάκτους, όταν το πίνεις στα νηστικάτα κάνει κακό στην καρδιά και στο στομάχι. Κι αυτό το πιοτό είναι κληρονομιά που άφησαν τα ατσαλένια Γερακίσια Νύχια, όπως λέγονταν οι κυνηγοί του σκάλπο'. Αυτή είναι η χώρα που κούρσεψαν οι αμερικάνοι πολιτισμένοι ιμπεριαλιστές. Μια χώρα όπου ως την ανακάλυψη της Αμερικής το ασήμι που δε λογαριαζόταν για πολύτιμο μέταλλο βρισκόταν σε σωρούς. Μια χώρα όπου σήμερα δε μπορείς ν αγοράσεις ούτε ένα φούντι ασήμι και είσαι αναγκασμένος να το γυρέψεις στη Γουώλ Στρητ στη Νέα Υόρκη. Το ασήμι έγινε αμερικάνικο, το πετρέλαιο αμερικάνικο. Στο βορά του Μεξικού οι αμερικάνοι είναι τ'αφεντικά και στο πυκνό σιδηροδρομικό δίχτυ και στη βιομηχανία που ανταποκρίνεται στις τελευταίες απαιτήσεις της τεχνικής. Και ο εξωτισμός; Αστον αυτόν. Είναι άχρηστος! Τα τροπικά φυτά, οι παπαγάλοι, οι τίγρεις κι η ελονοσία, όλα αυτά τα βρίσκεις στο νότο της χώρας. Ό λ α αυτά είναι για τους μεξικάνους. Τι δουλιά έχουν εδώ οι αμερικάνοι; Μήπως για να κυνηγούν τίγρεις, να τις κουρεύουν μετά κι από τις τρίχες τους να φκιάνουν πινέλα για το ξύρισμα; Οι τίγρεις είναι για τους μεξικάνους. Δικός τους είναι κι ο εξωτισμός της πείνας. Μια α π ' τ ι ς πλουσιότερες χώρες του κόσμου είναι καταδικασμένη απ'τους βορειοαμερικάνους ιμπεριαλιστές να ζει με ένα πιάτο πείνας. · 1. Οι ινδιάνοι της Αμερικής συνήθιζαν να παίρνουν από κάθε εχθρό που σκότωναν το σκάλπο, δηλαδή ένα κομμάτι απ' το δέρμα του κεφαλιού μαζί με τα μαλλιά. (Σημ. μετ.)
44
Η ζωή της πόλης αρχινάει αργά, κατά τις οχτώ με εννιά το πρωί. Τότε ανοίγουν οι πιάτσες, τα σιδεράδικα, τα τσαγκάρικα, τα ραφτάδικα, όλα εξηλεκτρισμένα, με μηχανήματα για το ξεσκόνισμα και για το βάψιμο των παπουτσιών, με σιδερωτήρια για σιδέρωμα της στιγμής ολόκληρου του κοστουμιού. Πίσω απ'τα μαγαζιά βρίσκονται τα κυβερνητικά κτίρια. Έ ν α πλήθος από ταξί και ιδιωτικά αυτοκίνητα ανακατωμένα με τα δημοτικά μπατάλικα λεωφορεία που τρέμουν αδιάκοπα και που δεν είναι ούτε πιο ευρύχωρα, ούτε και πιο άνετα απ'τα δικά μας. Τα μικρά αυτοκίνητα συναγωνίζονται τα λεωφορεία και τα αυτοκίνητα από διάφορες εταιρείες συναγωνίζονται μεταξύ τους. Ο συναγωνισμός αυτός, χάρη στον παραπάνω κι από παθιασμένο χαρακτήρα που έχουν οι σπανιόλοι σοφέρ παίρνει καθαρά μαχητικές μορφές. Το ένα αυτοκίνητο κυνηγάει το άλλο, τα αυτοκίνητα πάλι μαζί κυνηγούν το λεωφορείο κι όλα αντάμα ανεβαίνουν στα πεζοδρόμια κυνηγώντας τους συλλογισμένους πεζούς. Το Μέξικο Σίτυ είναι η πόλη με την παγκόσμια πρωτιά στα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Στο Μεξικό ο σοφέρ δεν έχει καμιά ευθύνη για τους σακατεμούς (φυλάξου μοναχός σου!). ΓΓαυτό και ο μέσος χρόνος ζωής δίχως τραυματισμό είναι δέκα χρόνια. Μια φορά στα δέκα χρόνια πατιέται ο καθένας. Είναι αλήθεια πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν τους έχουνε πατήσει μέσα σε είκοσι χρόνια. Ναι, αλλά αυτό μπαίνει στο λογαριασμό εκείνων που τους έχουν σακατέψει στα πέντε χρόνια. Τα τραμ, σε διάκριση από τους εχθρούς του μεξικάνικου πληθυσμού που είναι τα αυτοκίνητα, παίζουν ένα ρόλο ανθρωπιστικό. Αυτά μεταφέρουν τους μακαρίτες. Συχνά βλέπει κανένας ένα παράξενο θέαμα. ' Ενα τραμ γεμάτο με συγγενείς που θρηνολογούν και στη ρεμούλκα ο μακαρίτης. Ό λ η αυτή η πομπή ξεχωρίζει απ'τα πολλά και αδιάκοπα κουδουνίσματα κι α π ' τ ο ό,τι δεν κάνει στάσεις. Είναι ένας ιδιόμορφος εξηλεκτρισμός του θανάτου! Σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, εδώ στο δρόμο κυκλοφορεί λίγος 45
κόσμος. Τα σπίτια είναι μικρά και με κήπους, η έκταση της πόλης είναι τεράστια ενώ ο πληθυσμός είναι όλος κι όλος εξακόσιες χιλιάδες. Λιγοστές και οι ρεκλάμες στους δρόμους. Μόνο τη νύχτα πετάγεται μία. Είναι ένας μεξικάνος φκιαγμένος από ηλεκτρικά λαμπιόνια που πετάει το λάσο του και πιάνει ένα πακέτο τσιγάρα. Ό λ α τα ταξί έχουν ζωγραφισμένη μια γυναίκα που σκύβει για να πέσει στη θάλασσα να κολυμπήσει. Είναι μια ρεκλάμα για κοστούμια του μπάνιου. Η μοναδική ρεκλάμα που τη χαίρεται ο συγκρατημένος μεξικάνος, που δεν εκπλήσσεται και τόσο εύκολα, είναι η «μπαράτα», δηλαδή το ξεπούλημα. Από τέτια ξεπουλήματα είναι γεμάτη η πόλη. Ακόμα κι οι πιο μεγάλες φίρμες είναι αναγκασμένες να δηλώσουν ότι κάνουν ξεπούλημα, γιατί δίχως ξεπουλήματα δεν τον πιάνεις το μεξικάνο να αγοράσει ούτε ένα πράσινο φύλλο συκιάς. Για τις συνθήκες του Μεξικού αυτό δεν είναι αστείο. Λένε πως κάποτε ο δήμος, για να κάνει τους ινδιάνους που έμπαιναν στο Μέξικο Σίτυ σχεδόν ξεγύμνωτοι να ντραπούν, κρέμασε σε μια από τις εισόδους της πόλης μια ταμπέλα που έγραφε: «Απαγορεύεται η είσοδος στο Μέξικο Σίτυ δίχως παντελόνια.» Μαγαζιά που πουλάνε εξωτικά είδη υπάρχουν στο Μέξικο Σίτυ. Αλλά είναι μόνο για τους βλάκες, για τους περαστικούς ξένους και για τις ξερακιανές αμερικάνες που αγοράζουν ενθύμια. Σ'όλους αυτούς προσφέρονται για αγορά μαγικά μπαλάκια που πηδούν, μαντίλια με πολύ χτυπητά χρώματα, άξια να τρομάξουν όλους τους γαϊδάρους της Γκουανταλαχάρας, πουγγιά με αποτυπωμένο το ημερολόγιο των Αζτέκων, καρτ ποστάλ με παπαγάλους φκιαγμένα από αληθινά φτερά παπαγάλων. Ο μεξικάνος σταματάει συχνότερα μπροστά στα μαγαζιά που πουλάν μηχανές και που τ α ' χ ο υ ν γερμανοί, στα ασπρορουχάδικα που τα 'χουν γάλλοι και στα μαγαζιά με έπιπλα που τ α ' χ ο υ ν αμερικάνοι. Ξένες επιχειρήσεις υπάρχουν ένα σωρό εδώ πέρα. ' Οταν τη 46
μέρα της γαλλικής εθνικής γιορτής, στις 14 του Ιούλη, τα γαλλικά καταστήματα της πόλης κρεμάσαν τις σημαίες τους, ήταν τόσο πολλές αυτές οι σημαίες που θαρρούσες ότι βρίσκεσαι στη Γαλλία. Τις πιο πολλές εμπορικές συμπάθειες τις συγκεντρώνουν οι γερμανοί. Λένε ότι ένας γερμανός μπορεί να ταξιδέψει σ ' ό λ η τη χώρα α π ' ά κ ρ η σ ' ά κ ρ η και να τον υποδέχονται παντού με ψωμί κι αλάτι μόνο και μόνο χάρη στην αγάπη τους για την εθνικότητα του. Δεν είναι τυχαίο το ό,τι στην εφημερίδα που έχει εδώ τη μεγαλύτερη κυκλοφορία είδα τυπογραφικές μηχανές που τις έφεραν τώρα πρόσφατα και που έχουν μόνο γερμανικές φίρμες, μ ' ό λ ο που η Αμερική απέχει από δω μόνο ένα εικοστετράωρο, ενώ από δω ίσαμε το Αμβούργο είναι 18' μερόνυχτα ταξίδι. Ως τις πέντε με έξι το απόγευμα, δουλιά. Μετά στις περιστρεφόμενες πόρτες. Μπροστά στα κουρεία στην Αμερική υπάρχει ένας γυάλινος κύλινδρος με πολύχρωμες λουρίδες που κινούνται σαν ελατήρια. Είναι μια ρεκλάμα για τα μεξικάνικα κουρεία. Ά λ λ ε ς ρεκλάμες στα στιλβωτήρια. Κάτι στενόμακρα μαγαζιά με υποστάτες για τα πόδια μπροστά σε ψηλά καθίσματα. Οι στιλβωτές καμιά εικοσαριά πάνωκάτω. Ο μεξικάνος είναι κομψευόμενος. Έ χ ω δεν εργάτες που ήταν αρωματισμένοι. Η μεξικάνα γυρνάει όλη τη βδομάδα με μπαλωμένα ρούχα για να φορέσει την Κυριακή το μεταξωτό της. Στις εφτά το βράδι οι κεντρικοί δρόμοι φωτίζονται με τα ηλεκτρικά, που εδώ τα καίνε πιο πολύ από οπουδήποτε αλλού ή όπως και να'ναι το πράγμα, εδώ καίνε περισσότερο ηλεκτρικό ρεύμα α π ' ό σ ο σηκώνουν τα οικονομικά του μεξικάνικου λαού. Είναι κι αυτό μια ιδιόμορφη προπαγάνδα της σταθερότητας και της ευημερίας που υπάρχει τάχα με τη διακυβέρνηση του σημερινού προέδρου. Στις έντεκα τη νύχτα, όταν τελειώνουν τα θέατρα και οι κινηματογράφοι, μένουν ανοιχτά μερικά καφενεία και μερικές εξοχικές ή απόκεντρες ταβέρνες. Η κυκλοφορία στους δρόμους αρχίζει να γίνεται κάπως επικίνδυνη. Στο πάρκο 47
Τσαπουλταπέκ, όπου βρίσκεται το μέγαρο του προέδρου, δεν επιτρέπεται πια η είσοδος. Μέσα στην πόλη αντηχούν πυροβολισμοί. Η αστυνομία που σπεύδει να δει τι γίνεται δεν βρίσκεται πάντα μπροστά σε φονικό. Πολύ συχνά συνηθίζουν να ρίχνουν μπιστολιές μέσα στις ταβέρνες, όπου χρησιμοποιούν το κολτ σαν τυρμπουσόν. Ά λ λ ο ι σπάζουν το λαιμό του μπουκαλιού με το μπιστόλι. Πυροβολούν α π ' τ ο αυτοκίνητο έτσι απλά για να κάνουν ντόρο. Πυροβολούν με στοίχημα. Ρίχνουν στα ζάρια ποιος θα πυροβολήσει ποιον. Κι αυτός που του πέφτει η πρωτιά πυροβολεί τίμια. Στο πάρκο Τσαπουλταπέκ πυροβολούν καλομελετημένα. Ο πρόεδρος έχει δόσει διαταγή στην υπηρεσία του πάρκου να μην επιτρέπει την είσοδο σε κανέναν αφού νυχτώσει (στο πάρκο είναι και η κατοικία του προέδρου). Αλλά να πυροβολούν μόνο μετά την τρίτη προειδοποίηση. Οι φύλακες δεν ξεχνούν ποτέ να πυροβολήσουν. Μόνο που κάπου-κάπου ξεχνούν να προειδοποιήσουν. Οι εφημερίδες γράφουν με πολύ όρεξη για τα φονικά, όχι όμως και με μεγάλο ενθουσιασμό. Γι'αυτό, όταν καμιά μέρα περνάει δίχως κανένα φονικό, η εφημερίδα γράφει γεμάτη απορία: «Σήμερα δεν έγινε καμιά δολοφονία.» Το μεράκι για τα όπλα είναι πολύ μεγάλο. Να, πώς συνηθίζουν ν'αποχαιρετιούνται μεταξύ τους οι φίλοι εδώ στο Μεξικό. Αγκαλιάζονται σφιχτά, κοιλιά με κοιλιά, και χτυπούν ο ένας τον άλλο στην πλάτη αλαφρά, χαϊδευτικά. Αν κάνει κανένας να χτυπήσει πιο χαμηλά, τότε στην κωλότσεπη του αλλουνού θα χαϊδέψει πάντα ένα βαρύ-βαρύ μπιστόλι κολτ. Ολοι οι μεξικάνοι από δεκαπέντε μέχρι εβδομηνταπέντε χρονώ κουβαλούν απάνω τους μπιστόλι. Μια στάλα πολιτική. Μια στάλα, γιατί αυτή η δουλιά δεν είναι ειδικότητα δικιά μου. Κι ακόμα γιατί στο Μεξικό έζησα πολύ λίγο, ενώ αν γράψει κανένας για πολιτική, πρέπει να γράψει πολλά. Η πολιτική ζωή του Μεξικού θεωρείται κι αυτή εξωτική, επειδή ορισμένα στοιχεία της είναι από πρώτη ματιά αναπάντεχα και οι εκδηλώσεις τους παράξενες, ασυνήθιστες. Οι αλλαγές των προέδρων που θυμίζουν τα «βαρελάκια» 48
που παίζουν τα παιδιά, η αποφασιστική παρέμβαση του κολτ, οι επαναστάσεις που δεν καταλαγιάζουν ποτέ, η ρουσφετολογία και η δωροδοκία που φτάνουν στα όρια του φανταστικού, ο ηρωισμός των εξεγέρσεων, τα ξεπουλήματα των κυβερνήσεων, όλα αυτά υπάρχουν στο Μεξικό, κι όλα τα συναντάς σε αφθονία. Πρώτα απ όλα μια διευκρίνιση για τη λέξη «επαναστάτης». Κατά τη μεξικάνικη ερμηνεία, επαναστάτης δεν είναι μονάχα εκείνος που καταλαβαίνοντας ή προμαντεύοντας τους αιώνες που επέρχονται αρπάζεται απ'αυτούς και οδηγεί σ'αυτούς την ανθρωπότητα. Για τον μεξικάνο επαναστάτης είναι ο καθένας που με το όπλο στο χέρι ανατρέπει την εξουσία, αδιάφορο ποια είναι η εξουσία αυτή. Κι επειδή στο Μεξικό ο καθένας ή έχει ανατρέψει ή ανατρέπει ή θέλει να ανατρέψει μια εξουσία, τότε όλοι τους είναι επαναστάτες. • Ετσι, εδώ στο Μεξικό, η λέξη επαναστάτης δεν σημαίνει τίποτα. Κι όταν τη διαβάζει κανένας στην εφημερίδα σαν αναφορά στη ζωή της νότιας Αμερικής πρέπει πολύ να την ψάξει και παραπέρα και πιο βαθιά. Γνώρισα πολλούς μεξικάνους επαναστάτες. Ξεκινώντας από τους νέους, τους γεμάτους ενθουσιασμό οργανωμένους στην κομμουνιστική νεολαία, που για την ώρα κρύβουν το μπιστόλι τους και καρτερούν πότε θα φτάσει η ώρα που και το Μεξικό θα πάρει τον δικό μας δρόμο του Οκτώβρη. Και φτάνοντας ως τους εξηνταπεντάρηδες γέρους που μαζεύουν στην πάντα εκατομμύρια για να εξαγοράσουν ανθρώπους και να τους ρίξουν μπροστά, στην εξέγερση, που θα εξασφαλίσει γι'αυτούς τους ίδιους το πόστο του προέδρου. Στο Μεξικό υπάρχουν συνολικά διακόσια πάνω-κάτω κόμματα. ' Αλλα με κάποιες γραφικές μουσειακές παραξενιές, όπως είναι, ας πούμε, το «Κόμμα Επαναστατικής Αγωγής» του Ραφαέλ Μαγιέν, κόμμα που έχει και ιδεολογία και πρόγραμμα και επιτροπή, αλλά που αποτελείται μόνο απ'αυτόν τον ίδιο. • Η πάλι άλλα, όπως είναι τα κόμματα των ξοφλημένων ηγετών, που προσφέρονται στη δημοτική αρχή της πόλης να επιστρώσουν με δικά τους έξοδα έναν ολόκληρο δρό-
49
μο, φτάνει μονάχα να δοθεί, έστω και σε μια ασήμαντη πάροδο το όνομά τους. Από τη μεριά των εργατών ενδιαφέρον παρουσιάζει το «εργατικό» κόμμα. Πρόκειται για ένα φιλήσυχο «εργατικό κόμμα», που σαν αντίληψη συγγενεύει με τον βορειοαμερικάνο κύριο Χόμπερς και που αποτελεί την πιο εύγλωττη απόδειξη για το πώς εκφυλίζονται τα ρεφορμιστικά κόμματα που αντικατασταίνουν την επαναστατική πάλη με το αλισβερίσι για υπουργικά χαρτοφυλάκια, με υψηλόφρονες ρητορείες απ "τα μπαλκόνια και με τις εμπορικοπολιτικές ίντριγκες στους διαδρόμους. Μια φιγοιφα ηγέτη ενός τέτιου κόμματος με πολύ ενδιαφέρον εί\'αι ο υπουργός Εργασίας Μορονές, που όλα τα περιοδικά τον ζωγραφίζουν στολισμένο με λαμπρά μπριλάντια σ ' ό λ ο το στήθος και στα μανικέτια. Λυπάμαι που δε μπορώ να περιγράψω με λεπτομέρειες τη ζωή των κομμουνιστών του Μεξικού. Ηγώ έμεινα για λίγο στο Μέξικο Σίτυ, που είναι το κέντρο της επίσημης πολιτικής, ενώ η εργατική ζωή είναι συγκεντρωμένη πιο βόρεια, στο πετρελαιοπαραγωγικό κέντρο Ταμπίκο, στα ορυχεία της πολιτείας Μέξικο και αέσα στους αγρότες της πολιτείας Βέρα Κρουζ. Έ τ σ ι μπορώ θυμηθώ μόνο κάποιες συναντήσεις που είχα με συντρόφους. Ο σύντροφος Γκαλβάν, αντιπρόσωπος του Μεξικού στη Διεθνή των αγροτών, είναι αυτός που οργάνωσε στη Βέρα Κρουζ την πρώτη αγροτική Κομμούνα με καινούργια τρακτέρ και με προσπάθεια για ένα νέο τρόπο ζωής. Είναι ένας αληθινά παθιασμένος, μιλάει για τη δουλιά του, μοιράζει φίοτογραφίες, μάλιστα απαγγέλλει ακόμα και στίχους για την Κομμούνα. Ο σύντροφος Κάριο είναι ακόμα πολύ νέος. Κι όμως είναι ένας από τους καλύτερους θεωρητικούς του κομμουνισμού. Ο ίδιος είναι και γραμματέας και ταμίας και συντάκτης τύπου και ό,τι άλλο του'ρχεται από χέρι ταυτόχρονα. Ο Χερέρο είναι ινδιάνος. ' Ενας κομμουνιστής ζωγράφος. Ενας θαυμάσιος γελοιογράφος της πολιτικής, που ξέρει να βαστάει στα χέρια του το ίδιο καλά και το μολύβι και το λάσο.
ο Μαγιακ.όφσκ'1 με τον Φ ρ α ν τ σ ί σ κ ο Μορένο σ τ η Βέρα Κρουζ. Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε σ τ η ν «Ντέιλι Γουώρκερ» του Σικάγου στις 21 Σεπτέμβρη 1925, τ η ν ά λ λ η μέρα τ η ς δολοφονίας του κομμουνιστή βουλευτή
ο σύντροφος Μορένο είναι βουλευτής—εκπρόσωπος της πολιτείας Βέρα Κρουζ. Ο Μορένο όταν άκουσε το «Αριστερό μαρς» έγραψε επάνω στο βιβλίο μου (για μεγάλη μου λύπη αυτά τα φύλλα χάθηκαν σε συνθήκες «ανεξάρτητες α π ' τ η θέλησή μου» στα αμερικάνικα σύνορα): «Διαβιβάστε στους ρώσους εργάτες και αγρότες, πως εμείς για την ώρα απλά ακούμε το δικό σας μαρς. Θα φτάσει όμως η μέρα που, μαζί με το δικό σας μάουζερ θα μπουμπουνίσει και το δικό μας "τριαντατριάρι"» (η διάμετρος του κολτ). Και το κολτ μπουμπούνισε. Δυστυχώς όμως, όχι εκείνο του Μορένο, αλλά με στόχο τον Μορένο. Βρισκόμουν πια στη Νέα Υόρκη όταν διάβασα σε μια εφημερίδα ότι ο σύντροφος Μορένο δολοφονήθηκε από κυβερνητικούς μπράβους φονιάδες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα του Μεξικού είναι αριθμητικά μικρό. Ανάμεσα στο ενάμισυ εκατομμύριο προλετάριους υπάρχουν δυο χιλιάδες πάνω-κάτω κομμουνιστές. Αλλά κι απ'αυτόν τον αριθμό μόνο τρακόσιοι περίπου σύντροφοι δουλεύουν δραστήρια. Η επιρροή όμως των κομμουνιστών μεγαλώνει και επεκτείνεται πολύ πιο πέρα από τα όρια του κόμματος. Το δημοσιογραφικό όργανο του Κόμματος, η εφημερίδα «Ελ Ματσέτε» βγαίνει σε πέντε χιλιάδες αντίτυπα. Ακόμη ένα στοιχείο. Ο σύντροφος Μονσόν, μέλος της Ομοσπονδιακής Γερουσίας, έγινε κομμουνιστής, αν και είχε εκλεγεί γερουσιαστής με το συνδυασμό των εργατικών της πολιτείας Σαν Λουίς Ποτοσί. Δυο φορές τον κάλεσε το παλιό κόμμα του για λογοδοσία, μα αυτός δεν παρουσιάστηκε γιατί ήταν απασχολημένος με τις υποθέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος. Και ούτε μπορούν να του αφαιρέσουν την πληρεξουσιότητα γιατί έχει τεράστια δημοτικότητα μέσα στις εργατικές μάζες. Αυτός ο εκκεντρικός, από πρώτη ματιά, χαρακτήρας της πολιτικής στο Μεξικό, η ασυνήθιστη όψη αυτής της πολιτικής εξηγείται με το ό,τι τις ρίζες της πρέπει να τις αναζητάει κανείς όχι μόνο στην οικονομία του Μεξικού, 52
αλλά και στους υπολογισμούς, στις επιδιώξεις που τρέφουν οι ΗΠΑ για το Μεξικό, και κυρίως σ'αυτές. Υπάρχουν πρόεδροι που στάθηκαν στο πόστο τους μόλις μια ώρα. Έ τ σ ι , όταν κατέφθαναν οι δημοσιογράφοι για τη συνέντευξη ο πρόεδρος είχε κιόλας ανατραπεί κι απαντούσε γεμάτος νεύρα: «Μα δεν το ξέρετε, λοιπόν, ότι με εκλέξανε μονάχα για μιάμιση ώρα;» Μια τέτια γοργή αλλαγή δεν εξηγείται καθόλου με τη ζωηράδα των ισπανών από ιδιοσυγκρασία, αλλά με το γεγονός ότι έναν τέτιο πρόεδρο τον εκλέγουν σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ μόνο και μόνο για να περάσει στα γρήγορα και δίχως αντιρρήσεις κάποιος νόμος που εξυπηρετεί τα αμερικάνικα συμφέροντα. Από το 1884, από την εκλογή, δηλαδή, του πρώτου προέδρου του Μεξικού, του στρατηγού Γκουανταλούπε, και μέσα σε τριάντα χρόνια περάσανε α π ' τ η ν προεδρία 37 πρόεδροι και πέντε φορές άλλαξε ριζικά το σύνταγμα της χώρας. Και λογαριάστε ακόμα πως απ'τους 37 προέδρους αυτής της περιόδου, οι 30 ήταν στρατηγοί, πράγμα που σημαίνει πως η κάθε τέτια αλλαγή συνοδευόταν με τη χρήση της ένοπλης βίας. Μόνο έτσι θα σας γίνει πιο καθαρή η ηφαιστειακή εικόνα που παρουσιάζει το Μεξικό. Ανάλογες με όλα αυτά είναι και οι μέθοδες πάλης που χρησιμοποιούν οι μεξικάνοι. Οι παλικαράδες αντιπρόσωποι του ενός κόμματος, προβλέποντας πριν α π ' τ η ν ψηφοφορία πως οι αντίπαλοι θα συγκεντρώσουν περισσότερους ψήφους, αρπάζουν τους κατόχους των παραπανίσιων ψήφων του αντίπαλου κόμματος και τους κρατούν σε απομόνωση ώσπου να ψηφιστεί η απόφαση. Αυτό, βέβαια, δεν αποτελεί σύστημα, αλλά συμβαίνει. ' Ενας στρατηγός καλεί για μουσαφίρη στο σπίτι του κάποιον άλλο στρατηγό. Και την ώρα που πίνουν τον καφέ τους, ο στρατηγός οικοδεσπότης, συναισθηματικός σαν όλους τους ισπανούς, σφίγγοντας κιόλας τη λαβή του μπιστολιού του, λέει με δάκρυα στα μάτια στον συνάδελφο του: «Πιες, πιες αγαπητέ μου. Αυτό είναι το τελευταίο φλυτζάνι που πίνεις στη ζωή σου!» Το τέλος του ενός από τους δυο στρατηγούς είναι καθαρό πια. 53
Μόνο στο Μεξικό μπορούν να ξετυλιχτούν τέτιες ιστορίες, σαν την ιστορία του στρατηγού Μπλάντσα, που μου τη διηγήθηκαν αργότερα όταν ήμουνα στο αμερικάνικο Λαρέντο. Ο Μπλάντσα κυρίευε ολάκερες πόλεις με μια ομάδα από δέκα παλικάρια του, στρώνοντας στο κυνήγι α π ' τ ο βουνό κατά την πόλη μια αγέλη με χιλιάδες άλογα. Οι κάτοικοι της πόλης, βλέποντας τον κουρνιαχτό βγαίναν από την πόλη πανικόβλητοι και παραδίνονταν νομίζοντας ότι τους έχει περικυκλώσει αμέτρητο ιππικό, γιατί σκέφτονταν ότι τα άλογα δεν είχαν κανένα λόγο να ροβολήσουν α π ' τ ο βουνό δίχως καβαλάρηδες για να πάρουν την πόλη. Κι όμως τα άλογα την έπαιρναν την πόλη, γιατί τα κυνηγούσε ο Μπλάντσα. Αυτός ο Μπλάντσα ήταν αχτύπητος. Γιατί τη μια φορά γινόταν φίλος με τους αμερικάνους και χτύπαγε τους μεξικάνους, ενώ την άλλη ήτανε πια φίλος με τους μεξικάνους και πολεμούσε τους αμερικάνους. Τελικά τον έπιασαν με δόλωμα μια γυναίκα. Του ρίξαν στην πλώρη του μια καλλονή. Κι εκείνη τόνε μάγεψε και τον τράβηξε στο μεξικάνικο έδαφος. Μέσα σε μια ταβέρνα εκείνη έριξε στο πιοτό του και στο πιοτό του παλικαριού που'χε κοντά του, κάποιο υπνωτικό. Έ τ σ ι τους μπαγλαρώσανε και τους δυο και τους πέταξαν σιδεροδεμένους στο ποτάμι που κόβει το Λαρέντο στα δυο, ενώ τους ρίχνανε κιόλας με τα μπιστόλια τους απ'τις βάρκες. Ο χεροδύναμος γίγαντας Μπλάντσα συνήρθε αμέσως α π ' τ ο κρύο και τα κατάφερε να σπάσει τις χειροπέδες του, αλλά τον τράβηξε κάτω ο σύντροφος του που ήταν δεμένος μαζί του. Τα κορμιά τους ξενέρισαν ύστερα από κάμποσες μέρες. Πολλές ιδέες πετούν σαν σπίθες στα κεφάλια απ'όλους αυτούς τους ανθρώπους που αντιμάχονται ο ένας τον άλλο, απ'τις πολιτικές ομάδες και τα κόμματα. Αλλά μια μονάχα ιδέα είναι αυτή που τους ενώνει όλους: η δίψα της απελευθέρωσης, το μίσος ενάντια στους υποδουλωτές, στους σκληρούς «γκρίνγκο» που έχουν κάνει το Μεξικό αποικία τους, που του 'χουν αρπάξει το μισό έδαφός του, (υπάρχουν πόλεις που η μισή τους έκταση είναι μεξικάνικη κι η άλλη μισή αμερικάνικη), το μίσος τους ενάντια στους αμε-
54
ρικάνους, που με τα 130 εκατομμϋριά τους έχουν καταπλακώσει ένα λαό με δώδεκα εκατομμύρια. Οι λέξεις «χατσούπιν» και «γκρίνγκο» είναι οι πιο μεγάλες βρισιές εδώ στο Μεξικό. «Χατσούπιν» είναι ο ισπανός. Μέσα στα 500 χρόνια που 'χουν κυλήσει από την επιδρομή του Κορτές η λέξη αυτή έχει πια ξεθωριάσει, σβήνει σιγά-σιγά, χάνει την οξύτητά της. Ενώ το «γκρίνγκο» και σήμερα αντηχεί σαν χαστούκι. Ό τ α ν τα αμερικάνικα στρατεύματα εισβάλανε στο Μεξικό, οι στρατιώτες τους τραγουδούσαν: «Γκριν γκόου ντι ρόζες οφ...» Είναι ένα παλιό φανταρίστικο τραγούδι. Απόμειναν ξεκομμένες μονάχα οι πρώτες λέξεις του. Και γίναν βρισιά. Ενα περιστατικό: Κάποιος μεξικάνος περπατάει με πατερίτσες. Μαζί του και μια γυναίκα. Μια εγγλέζα. Έ ν α ς άλλος τους ανταμώνει στο δρόμο. Κοιτάει την εγγλέζα και ουρλιάζει: «Γκρίνγκοου!» Ο μεξικάνος παρατάει τις πατερίτσες και τραβάει το μπιστόλι. «Πάρε πίσω, σκύλε, το λόγο σου, γιατί αλλιώς θα σε κάνω κόσκινο εδώ στον τόπο!» Μισή ώρα εξηγήσεις χρειάστηκαν για να λυθεί η παρεξήγηση που είχε προκληθεί από την άδικη προσβολή. Φυσικά, μέσα σ'αυτό το μίσος για τους γκρίνγκο υπάρχει μια λαθεμένη ταύτιση της έννοιας «κάθε αμερικάνος» με την έννοια «εκμεταλλευτής». Η λαθεμένη και βλαβερή αντίληψη για το «έθνος» πολλές φορές έχει παραλύσει τον αγώνα των μεξικάνων. Οι μεξικάνοι κομμουνιστές ξέρουν ότι: «... πεντακόσιες είναι οι φυλές της φτωχολογιάς κι ο χορτάτος που μιλάει την ίδια γλώσσα μ'αυτούς, με τ ο ' ν α χέρι στίβει το λεμόνι και με τ ' ά λ λ ο μανταλώνει την κλειδαριά...» 55
Ολο και πιο πολύ το καταλαβαίνουν οι εργαζόμενοι του Μεξικού, πως μόνον οι σύντροφοι του Μορένο ξέρουν κατά πού πρέπει να στραφεί το εθνικό μίσος και σε τι άλλο είδος μίσους πρέπει να μετατραπεί το μίσος αυτό. «... Δε γίνεται τον αγώνα να τον κομματιάσεις σε φυλές. Ο φτωχός στην ίδια φάλαγγα με τους φτωχούς πρέπει να'ναι, αγάντα! Κουβάλα σ ' ό λ η τη γη α π ' τ η χώρα των μεξικάνων την κραυγή που ενώνει: "Καμαράντα!"» Ό λ ο και πιο πολύ καταλαβαίνουν τώρα οι δουλευτάδες, (απόδειξη η διαδήλωση της Πρωτομαγιάς), το τι πρέπει να κάνουν, ώστε τους αμερικάνους εκμεταλλευτές που θα ανατραπούν, να μην τους πάρουν τη θέση οι ντόπιοι εκμεταλλευτές, οι μεξικάνοι. «... Ξεφορτώσου από πάνω α π ' τ η ν καμπούρα σου των κοιλαράδων το τοπούζι Αζτέκοι, κρεολοί και μιγάδες. Γρήγορα την άλικη σημαία, φουκαράδες υψώστε απάνω α π ' τ ο μεξικάνικο καρπούζι.» «Καρπούζι» εδώ λένε τη μεξικάνικη σημαία. Υπάρχει στο Μεξικό μια παράδοση που λέει ότι κάποτε ένα ασκέρι επαναστάτες τρώγοντας καρπούζι, συλλογιζόταν για το ποια πρέπει να'ναι τα εθνικά χρώματα. Η ανάγκη να κινήσουν για πορεία τους στρίμωχνε πολύ και δεν τους έδινε καιρό για να σκεφτούν. «Να κάνουμε σημαία μας το καρπούζι», αποφάσισε το ασκέρι που ξεκινούσε για επίθεση.
56
Κι αυτό έπιασε: πράσινο, άσπρο και κόκκινο, η έξω φλούδα, το μέσα της κι η καρδιά του καρπουζιού, η ψίχα του. • Αφησα το Μεξικό με βαρυθυμιά. ' Ολα όσα έζησα εδώ και τα περιέγραψα έγιναν από ανθρώπους εξαιρετικά φιλόξενους, πάρα πολύ συμπαθείς κι ευγενικούς. Ακόμα καν το εφτάχρονο αγοράκι, ο Γιέζους, που τρέχει για τσιγάρα, μόλις τον ρωτήσεις για τ'όνομά του σου απαντάει στερεότυπα: «Γιέζους Πουπϊτο, δούλος σας ταπεινός!» Ο μεξικάνος όταν σου δίνει τη σύσταση του, δεν θα σου πει ποτέ: «Ορίστε η διεύθυνση μου». Απλά σε πληροφορεί: «Τώρα ξέρετε πού είναι το σπίτι σας!» Οταν σε προσκαλεί να μπεις στο αυτοκίνητο του, σου λέει: «Παρακαλώ, ορίστε στο αυτοκίνητό σας!» Στα γράμματα, ακόμα και σε μια γυναίκα που δεν τους είναι και πολύ γνωστή, καταλήγουν: «Φιλώ τ ' α χ ν ά ρ ι α των ποδιών σας.» Δε μπορείς να παινέψεις κάποιο πράγμα που βλέπεις στο ξένο σπίτι, γιατί αμέσως σου το τυλίγουν στο χαρτί. Το πνεύμα της πρωτοτυπίας και της εγκαρδιότητας με δέσανε πολύ στενά με το Μεξικό. Θέλω να ξαναπάω στο Μεξικό. Να κάνω μαζί με το σύντροφο Χαϊκίς τη διαδρομή που μας είχε χαράξει ο Μορένο: από το Μέξικο Σίτυ στη Βέρα Κρουζ. Κι από κει δυο μέρες με το τρένο κατά το Νότο, μια μέρα με τ'άλογα. Κι ύστερα μέσα στο αδιάβατο τροπικό δάσος με τους παπαγάλους δίχως τα χαρτάκια της τύχης και με τις μαϊμούδες που δεν φορούν γιλέκα.
57
Νέα Υόρκη Νέα Υόρκη. «Μόσχα. Στην Πολωνία είναι;» με ρώτησαν στο αμερικάνικο προξενείο του Μεξικού. « Οχι», τους αποκρίθηκα. «Είναι στην ΕΣΣΔ.» Καμιά εντύπωση. Μου'δοσαν τη βίζα. Αργότερα έμαθα πως όταν ο αμερικάνος ξύνει τις μύτες απ'τα μολύβια του, αυτή τη δουλιά την ξέρει καλύτερα απ'όλους σε τούτο τον κόσμο. Μπορεί όμως να μην έχει ακούσει ποτέ του τίποτα για την τρύπα της βελόνας. Η τρύπα της βελόνας δεν είναι δικιά του δουλιά. ΓΓαυτό και δεν είναι υποχρεωμένος να την ξέρει. Το Λαρέντο είναι στα σύνορα των ΗΠΑ. Για πολλήν ώρα κάθομαι και τους εξηγάω με τα πολύ σπασμένα (σκέτα τρίμματα) μισογαλλικά, μισοεγγλέζικά μου τους σκοπούς και τα δικαιώματα της εισόδου μου στη χώρα. Ο αμερικάνος ακούει, σωπαίνει, συλλογιέται, δεν καταλαβαίνει και τελικά μου λέει στα ρούσικα: «Είσαι εβραίος;» Εγώ έμεινα κόκαλο. Ο αμερικάνος δεν την τράβηξε παραπέρα την κουβέντα γιατί δεν είχε άλλες λέξεις. Παιδεύτηκε πολύ και σε καμιά δεκαριά λεπτά μου ξεφουρνίζει: «Μεγαλορώσος;» «Μεγαλορώσος, μεγαλορώσος», χάρηκα εγώ, διαπιστώνοντας πως ο αμερικάνος δεν έχει διαθέσεις για πογκρόμ. Από σκέτο ανακριτικό ενδιαφέρον κάνει τις ερωτήσεις του. 58
ο Μαγιακόφπκι σ τ η Νέα Υόρκη 1925.
59
ο αμερικάνος σκέφτηκε, σκάρτηκι;, κι ύστερα από άλλα δέκα λεπτά αποφάνθηκε: «Στην επιτροπή!» Έ ν α ς τζέντλεμαν που ίσαμε κείνη τη στιγμή έδειχνε για σκέτος ταξιδιώτης, φόρεσε ένα στρατιωτικό πηλίκιο. Αποδείχτηκε πως ήταν αστυνομικός της υπηρεσίας για τους μετανάστες. Ο αστυνομικός έχωσε και μένα και τα πράγματά μου σ ' ένα αυτοκίνητο. Κινήσαμε. Και φτάσαμε σ ' έ ν α σπίτι, όπου κάτω α π ' τ η ν αμερικάνικη αστερόεσα καθότανε κάποιος δίχως σακάκι και δίχως γιλέκο. Πίσω απ'αυτόν τον άνθρωπο ήταν κάτι άλλες κάμαρες με κάγκελα. Σε μια απ'αυτές με βάλανε και μένα και τα πράγματά μου. Δοκίμασα να βγω από κει μέσα. Αλλά με κάτι προειδοποιητικές κλωτσιές με κυνήγησαν πίσω. Κάπου εκεί κοντά σφύριζε το τρένο μου για τη Νέα Υόρκη. Κάθομαι κει μέσα τέσσερες ώρες. Ηρθαν και με ρώτησαν σε ποια γλώσσα μπορώ να συνεννοηθώ μαζί τους. Από μια κάποια συστολή (δεν είναι κι ε υ χ ά ρ υ τ ο πράγμα να μην ξέρεις ούτε μια ξένη γλώσσα), τους είπα: ο ια γαλλικά. Με οδήγησαν σε κάποιο δωμάτιο. ' Τέσσερις άγριοι μπαρμπάδες κι ο γάλλος διερμηνέας. Εγώ τα καταφέρνω με τις απλές γαλλικές κουβέντες για το τσάι, για τα ψωμάκια. Μα από τη φράση που μου είπε ο γάλλος δεν κατάλαβα γρι. Γι'αυτό κι αρπάχτηκα σπασμωδικά από την τελευταία του λέξη, πασχίζοντας να πιάσω με τη διαίσθηση το θολό νόημά της. Μα την ώρα που εγώ πάλευα να μπω στο νόημα, ο γάλλος το κατάλαβε ότι από γαλλικά δε χαμπαρίζω καθόλου, οι αμερικάνοι κούνησαν τα χέρια τους βαριεστημένα και με ξανατράβηξαν πίσω. Πέρασαν άλλες δυο ώρες. Κι όπως έψαχνα στο λεξικό, έπεσα απάνω στην τελευταία λέξη που μ ο υ ' χ ε πει ο γάλλος. Η λέξη ήταν: «Ορκος.»
60
Δεν ήξερα να ορκιστώ στα γαλλικά. Και γι'αυτό έπρεπε να περιμένω ώσπου να βρουν κανένα ρώσο. Μετά από άλλες δυο ώρες ήρθε ο γάλλος και μ'ένα ξάναμμα στην όψη με καθησύχασε: «Βρήκαμε ένα ρώσο. Μπον γκαρσόν!» Ξανά οι ίδιοι μπαρμπάδες. Διερμηνέας ένας αδύνατος φλεγματικός εβραίος, που είχε κατάστημα επίπλων. «Πρέπει να ορκιστώ», μουρμούρισα κομπιασμένα, έτσι απλά για ν'ανοίξω κουβέντα. Ο διερμηνέας κούνησε το χέρι του με αδιαφορία και είπε: «" Ετσι κι αλλιώς θα πείτε την αλήθεια, άμα δεν θέλετε να πείτε ψέμματα. Κι άμα θέλετε να πείτε ψέμματα, τότε όπως και ν α ' χ ε ι το ζήτημα δεν θα πείτε την αλήθεια.» Μια άποψη λογική. • Αρχισα ν ' απαντάω σε εκατοντάδες ανακριτικές ερωτήσεις. Ποιο το κοριτσίστικο επίθετο της μάνας μου, ποια η καταγωγή του παπού, ποια η διεύθυνση του Γυμνασίου και άλλα τέτια. Πράγματα, δηλαδή ξεχασμένα ολότελα! Ο διερμηνέας αποδείχτηκε άνθρωπος με κύρος. Κι όπως τώρα πια μιλούσα τη γλώσσα μου, κέρδισα τη συμπάθειά του. Με δυο λόγια: τελικά μου επέτρεψαν την είσοδο στη χώρα σαν τουρίστα για έξι μήνες και με εγγύηση πεντακόσια δολάρια. Σε μισή ώρα ολόκληρη η ρούσικη παροικία έφτασε τρεχάτη για να με δει. Κι ο ένας συναγωνιζόταν τον άλλο σε προσφορά φιλοξενίας, πράγμα που μ "εντυπωσίασε. Έ ν α ς μαγαζάτορας, μ'ένα μικρό παπουτσίδικο, αφού μ ' έ βαλε να καθήσω σ ' έ ν α χαμηλό σκαμνί που είναι για τις πρόβες, έπιασε να μου δείχνει διάφορα μοντέλα από παπούτσια, μου πρόσφερε κρύο νερό κι όλο έλεγε και ξανάλεγε χαρούμενα: «Ο πρώτος ρώσος μετά από τρία χρόνια! Εδώ και τρία χρόνια είχε έρθει εδώ ένας παπάς με τις κόρες του. Στην αρχή όλο έβριζε. Μετά όμως (όταν τον βοήθησα να πιάσουν δουλιά οι κόρες του σαν χορεύτριες σ ' έ ν α κέντρο), μου λέει: " Α ν και είσαι οβριός, μολαταύτα είσαι άνθρωπος συμπαθητικός. Αυτό πα να πξ:ι πως έχεις φιλότιμο, μια και βοήθησες τον παπούλη".» Ύστερα με παρέλαβε ένας ασπρορουχάς και μου πούλησε 61 .MMiieii!
δυο πουκάμισα από δυο δολάρια, όσο το κόστος του καθενός (ένα δολάριο το πουκάμισο κι ένα δολάριο η φιλία). Ύστερα, κατασυγκινημένος με πήγε στο σπίτι του, αφού διασχίσαμε ολόκληρη την πολιτειούλα με τα πόδια και με υποχρέωσε να πιω ζεστό ουίσκι α π ' τ ο μοναδικό ποτήρι που είχε για να ξεπλένει τα δόντια του. Το ποτήρι του ήτανε λερωμένο και μύριζε οντόλ. Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον αμερικάνικο νόμο της ποτοαπαγόρευσης, τον «προχίμπισεν». Μετά ξαναγύρισα στο κατάστημα επίπλων του διερμηνέα. Ο αδερφός του έβγαλε το χαρτάκι με την τιμή α π ' τ ο καλύτερο ντιβάνι του μαγαζιού που ήταν ντυμένο μ'ένα πράσινο βελούδο κι ο ίδιος κάθησε αντίκρυ σ ' έ ν α άλλο, πέτσινο, με μια ετικέτα που 'γράφε: «99 δολάρια 95 σεντς» (εμπορικό κόλπο, για να μη λέει «εκατό»). Εκείνη τη στιγμή μπήκαν στο μαγαζί τέσσερες σκουντούφληδες εβραίοι; δυο κοπέλες και δυο νεαροί. «Είναι ισπανοί», τους συσταίνει λίγο σαν επιτιμητικά ο αδερφός του καταστηματάρχη. «Από τη Βίννιτσα κι από την Οδησσό. Δυο χρόνια έμειναν στην Κούβα περιμένοντας τη βίζα. Τελικά, εμπιστεύτηκαν κάποιον αργεντινό, που ανάλαβε να τους περάσει με 250 δολάρια. Ο αργεντινός ήτανε σωματώδης. Και σύμφωνα με το διαβατήριο είχε τέσσερα παιδιά που ταξιδεύαν μαζί του. Για τους αργεντινούς δεν χρειάζεται βίζα. Ο αργεντινός είχε περάσει μέσα στην Αμερική, τετρακόσια, μπορεί κι εξακόσια παιδιά. Και να που την έπαθε τώρα, στα εξακόσια τέσσερα. Ο αργεντινός πατάει γερά στα πόδια του. Κάποιοι άγνωστοι έχουν καταθέσει ήδη για λογαριασμό του στην τράπεζα εκατό χιλιάδες. Αυτό πα να πει πως είναι μεγαλοσχήμονας. Αυτουνούς εδώ τους παρέλαβε με εγγύηση ο αδερφός του. Στα χαμένα όμως. Γιατί θα τους περάσουν από δίκη και θα τους απελάσουν. Είναι όμως ένας τίμιος μεγαλοβιομήχανος. Αλλά εδώ πέρα υπάρχουν και πολλοί μικροί. Για εκατό δολάρια αναλαβαίνουν να περάσουν κάποιον από το μεξικάνικο Λαρέντο στο αμερικάνικο. Παίρνουν τα εκατό δολάρια, τους τραβάνε ως τα μισά του ποταμού κι εκεί τους πετάνε μέσα και τους πνίγουν. 62
Πολλοί έχουν μεταναστεύσει έτσι κατ'ευθείαν στον άλλο κόσμο. Αυτή είναι η τελευταία μεξικάνικη αφήγηση. Η αφήγηση του αδερφού για τον αδερφό του τον καταστηματάρχη με τα έπιπλα είναι η πρώτη αμερικάνικη. Ο αδερφός ζούσε στο Κισινιόφ. ' Οταν έγινε δεκατέσσερω χρονών, από κάπου άκουσε πως οι πιο όμορφες γυναίκες υπάρχουν στην Ισπανία. Έ τ σ ι το αδερφάκι το'σκάσε α π ' τ ο σπίτι το ίδιο κιόλας βράδι, γιατί αυτουνού του χρειάζονταν οπωσδήποτε οι πιο όμορφες γυναίκες. Ό τ α ν έφτασε όμως στη Μαδρίτη είχε γίνει πια δεκαεφτά χρονώ. Κι εκεί, στη Μαδρίτη, αποδείχτηκε πως οι όμορφες γυναίκες δεν ήταν πιο πολλές, απ'οποιονδήποτε άλλον τόπο. Κι από πάνω οι γυναίκες αυτές εδώ ρίχναν τα μάτια τους στο αδερφάκι πιο λίγο μάλιστα, α π ' ό σ ο τον κοιτούσαν οι φαρμακοτρίφτισσες στο Κισινιόφ. Ο αδερφός προσβλήθηκε. Και πολύ σωστά έκρινε, ότι για να τραβήξει απάνω του τη λάμψη από τα μάτια μιας όμορφης σπανιόλας, χρειάζονται λεφτά. ' Ετσι, ο αδερφός έφυγε για την Αμερική, μαζί με άλλους δυο αλήτες. Και οι τρεις μαζί είχαν ένα ζευγάρι παπούτσια. Τότε τρύπωσε μέσα σε κάποιο καράβι, που δεν ήταν βέβαια εκείνο που έπρεπε, αλλά εκείνο όπου τα κατάφερε να τρυπώξει. " Οταν έφτασε, η Αμερική έγινε ξαφνικά Αγγλία κι ο αδερφός ξέπεσε κατά λάθος στο Λονδίνο. Εκεί, στο Λονδίνο, οι τρεις ξυπόλητοι μαζεύαν γόπες από τσιγάρα, μετά με τον καπνό που παίρναν α π ' τ ' αποτσίγαρα φκιάνανε ολόκληρα κανονικά τσιγάρα. Κι ύστερα ένας (ο καθένας με τη σειρά του), φόραγε τα παπούτσια, τραβούσε στο λιμάνι και τα πουλούσε. Μέσα σε λίγους μήνες το εμπόριο του καπνού μεγάλωσε. Πέρα από τα όρια των αποτσίγαρων, πλάτυνε κι ο ορίζοντας της γνώσης τους τόσο, ώστε να ξέρουν τώρα πια κατά πού πέφτει η Αμερική και τα πλούτη της. ' Ετσι απόχτησαν ο καθένας τα δικά του παπούτσια κι από ένα εισιτήριο τρίτης θέσης για κάποια Βραζιλία. Μέσα στο βαπόρι ο αδερφός κέρδισε στα χαρτιά κάμποσα λεφτά. ' Υστερα στη Βραζιλία, κάτι με το εμπόριο και κάτι με τα χαρτιά το αυγάτισε αυτό το ποσό και το' φτάσε ως τα χίλια δολάρια. Τότε, το αδερφάκι, μαζεύοντας όλο το έχει του τράβηξε γιο 63
τον ιππόδρομο, όπου και ακούμπησε ολόκληρο το πουγγϊ του στο στοίχημα. Η αδιάφορη όμως φοράδα, τα κατάφερε να μείνει στην ουρά της κούρσας και πολύ λίγο την ένοιαξε που το αδερφάκι έμεινε πανί με πανί μέσα σε τριανταεφτά δευτερόλεπτα. Μετά από ένα χρόνο ο αδερφός, αφού σαλτάρισε στην Αργεντινή αγόρασε ένα ποδήλατο, δείχνοντας την παντοτινή του περιφρόνηση για τη ζωντανή φύση και πιο πολύ για τ'άλογα. , Σκυλιάζοντας απάνω στο ποδήλατο, αυτός ο αεικίνητος κισινιοφίτης ανακατώθηκε με τους αγώνες ποδηλασίας. Για να σιγουρέψει την πρωτιά του, χρειάστηκε να κάνει ένα μικρό σάλτο απάνω στο πεζοδρόμιο. Έ τ σ ι κέρδισε ένα λεπτό, αλλά πήρε σβάρνα μια γριά που χάζευε εκεί και την κουτρουβάλησε μέσα στο αυλάκι. Το αποτέλεσμα ήταν πως αναγκάστηκε να δόσει ολόκληρο το μεγάλο ποσό του πρώτου βραβείου στη γριά που είχε τσαλακώσει. Τότε ο αδερφός από τη σκασίλα του έφυγε και πήγε στο Μεξικό. Εκεί μπαίνοντας στο νόημα του απονήρευτου νόμου για το αποικιακό εμπόριο, που επιτρέπει υπερτίμηση 300%, δηλαδή 100% για την αφέλεια, 100% για τα έξοδα και 100% για το κλέψιμο στην πληρωμή με δόσεις. Αφού μάζεψε ξανά μια σταλιά λεφτά, πέρασε στην αμερικάνικη μεριά που προστατεύει το κάθε λογής κέρδος. Εδώ το αδερφάκι δε γαντζώνεται σε καμιά δουλιά. Αγοράζει ένα σαπουνοποιείο για έξι χιλιάδες δολάρια και το πουλάει για εννιά. Παίρνει ένα μαγαζί και το πουλάει μέσα σ ' έ ν α μήνα, μόλις μυρίζεται πως πάει να πέσει έξω. Τώρα είναι το πρόσωπο με την πιο μεγάλη υπόληψη σ ' ο λ ό κ λ η ρ η την πόλη. Είναι πρόεδρος σε δεκάδες φιλανθρωπικούς συλλόγους. Ό ταν είχε έρθει εδώ η μπαλαρίνα Πάβλοβα, ο αδερφός πλήρωσε για ένα τραπέζι που της έκανε τριακόσια δολάρια! «Νάτος!» έκανε όλος χαρά αυτός που μιλούσε κι έδειξε με το δάχτυλο στο δρόμο. Ο αδερφός ερχόταν μ'ένα καινούργιο αυτοκίνητο που το δοκίμαζε συνέχεια. Είχε πουλήσει το δικό του για εφτά χιλιάδες κι αγόρασε τούτο με δώδεκα. Απάνω στο πεζοδρόμιο στεκόταν με δουλικότητα κάποιος που χαμογελούσε συνέχεια για να δείχνει τα χρυσά δόντια 64
του και δεν έλεγε ν'αποτραβήξει τα μάτια του από το αυτοκίνητο. «Είναι ένας νεαρός ψιλικατζής», μου εξήγησαν. « Ή ρ θ ε , μαζί με τον αδερφό του πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά έχει πάει κιόλας δυο φορές στο Σικάγο για πραμάτια. Ο αδερφός του δεν κάνει φράγκο. Φαίνεται να ξέρει κάτι ελληνικά, γράφει συνέχεια όλο ποιήματα, τον διόρισαν στη γειτονική πόλη δάσκαλο, αλλά, δε βαριέσαι, προκοπή δεν πρόκειται να κάνει.» Γεμάτος χαρά που γνώριζε ένα ρώσο, με μια φανταστική εγκαρδιότητα με σεριανούσε στους δρόμους του Λαρέντο αυτός ο καινούργιος γνώριμος. • Ετρεχε μπροστά από μένα για να μου ανοίξει την πόρτα, μου έκανε το πιο πλούσιο τραπέζι, στεναχωριόταν και με την πιο παραμικρή νύξη α π ' τ η μεριά μου να πληρώσω το λογαριασμό, με πήγε στον κινηματογράφο, κοιτώντας μονάχα εμένα κι ήταν όλος χαρά όταν μ'έβλεπε να γελάω, κι όλα αυτά δίχως να ξέρει τίποτα για μένα, εκτός από μια λέξη: πως είμαι μοσχοβίτης. Πηγαίναμε για το σταθμό από κάτι σκοτεινούς, έρημους δρόμους. Απάνω σ'αυτούς τους δρόμους ξεσπούσε το μεράκι της, όπως συμβάίνει πάντοτε στην επαρχία, ελεύθερη η διοικητική φαντασία. Απάνω στην άσφαλτο, (πράγμα που δεν το είδα ποτέ, ακόμα και στη Νέα Υόρκη), κάτι άσπρες λουρίδες έδειχναν ακριβώς το σημείο απ'όπου περνούσαν οι πολίτες, κάτι πελώρια, λευκά τόξα έδιναν το σήμα για ξεκίνημα στα ανύπαρκτα πλήθη κόσμου και στ'αυτοκίνητα, ενώ για μια αντικανονική διάβαση σ'αυτούς τους έρημους δρόμους, πληρώνουν πρόστιμο πενήντα πάνω-κάτω ρούβλια. Εκεί, στο σταθμό, κατάλαβα όλη τη μεγαλοσύνη που είχε ο αδερφός του μαγαζάτορα με τα έπιπλα. Από το Λαρέντο ίσαμε το Σαν Αντόνιο, όλη τη νύχτα ξυπνούν τους επιβάτες και ελέγχουν τα διαβατήρια κυνηγώντας μετανάστες που δεν έχουν βίζα. Εμένα όμως με είχαν δείξει στον επιθεωρητή κι έτσι κοιμήθηκα ήσυχα, χωρίς φασαρίες, την πρώτη αμερικάνικη νύχτα, κερδίζοντας το σεβασμό απ'τους νέγρους υπηρέτες του βαγονιού. Το πρωί μπροστά μου κυλιόταν η Αμερική. Το εξπρές 65
σφύριζε, κι έπαιρνε νερό στα πεταχτά με την προβοσκίδα του, δίχως να σταματάει. Έ ν α γύρω οι δρόμοι καθαροί σαν γλυμμένοι να μερμηγκιάζουν α π ' τ α φορντ και κάτι κτίρια με φανταστική κατασκευή. Στους σταθμούς έβλεπες κάτι σπίτια καουμπόικα του Τέξας με ψιλή σίτα για τα κουνούπια και τις μύγες στα παράθυρα, με ντιβάνια και κούνιες απάνω στις μεγάλες ταράτσες τους. Οι σταθμοί με τα πετρόχτιστα κτίριά τους ήταν χωρισμένοι στη μέση ακριβώς: το μισό κτίριο για μας τους λευκούς και τ ' ά λ λ ο μισό για τους μαύρους, τους «φορ νέγκρος», με δικές του ξύλινες καρέκλες και με δικό του ταμείο για τα εισιτήρια. Και αλίμονο του σ ' ό π ο ι ο ν τύχει να βρεθεί έστω και τυχαία στην άλλη, την ξένη μεριά! Το τρένο έτρεχε συνέχεια όλο και πιο πέρα. Στα δεξιά βούιζε κάποιο αεροπλάνο, που μετά πέρασε απ' την αριστερή μεριά του τρένου, πήρε πιο πολύ ψήλος και περνώντας απάνω α π ' τ ο τρένο ξαναβρέθηκε στα δεξιά του ώσπου χάθηκε στον ορίζοντα. Ή τ α ν ένα αμερικάνικο αεροπλάνο από κείνα που περιπολούν και ελέγχουν τα σύνορα της χώρας. Πάντως ήταν η μοναδική φορά που είδα αεροπλάνο στις ΗΠΑ. Την άλλη φορά που ξαναείδα ήταν στις τριήμερες αεροπορικές επιδείξεις και στη νυχτερινή ρεκλάμα που είχε γίνει απάνω από τη Νέα Υόρκη. Οσο και να φαίνεται παράξενο, η αεροπορία εδώ είναι σχετικά λίγο αναπτυγμένη. Οι πανίσχυρες εταιρίες των σιδηροδρόμων χαίρονται με την κάθε μια αεροροπορική καταστροφή που συμβαίνει και την εκμεταλλεύονται για να δυναμώσουν την προπαγάνδα τους ενάντια στις αεροπορικές πτήσεις. Έ τ σ ι έγινε με το αερόπλοιο Σεναντόου που κόπηκε στα δυο (τον καιρό που ήμουνα στη Νέα Υόρκη). Δεκατρείς άνθρωποι γλίτωσαν, ενώ οι υπόλοιποι δεκαεφτά γκρεμίστηκαν στη γη ένα ανακάτωμα από ανθρώπινα μέλη και κομμάτια από σίδερο. Έ τ σ ι , λοιπόν, στις ΗΠΑ είναι σχεδόν ανύπαρκτες οι αεροπορικές επιβατικές συγκοινωνίες. Μπορεί αυτή τη στιγμή να βρισκόμαστε μόλις στις 66
παραμονές της δημιουργίας μιας ιπτάμενης Αμερικής. Ο Φορντ κατασκεύασε το πρώτο αεροπλάνο του και το εκθέτει για επίδειξη στο πολυκατάστημα Βαναμέκερ της Νέας Υόρκης. Εκεί, δηλαδή, που εδώ και πολλά χρόνια είχε εκθέσει για επίδειξη και το πρώτο φορντάκι του. Οι νεοϋρκέζοι χώνονται στην καμπίνα του αεροπλάνου, τραβολογούν την ουρά του, του χαϊδεύουν τα φτερά. Η τιμή του όμως που πιάνει τα εικοσιπέντε χιλιάδες δολάρια αναγκάζει τον πλατύ καταναλωτή να κάνει πέρα. Για την ώρα τα αεροπλάνα πετούσαν ίσαμε το Σαν Αντόνιο. Σε λίγο άρχισαν να παρουσιάζονται μπροστά μας οι πραγματικές αμερικάνικες πόλεις. Πέρα στο βάθος έπιασε να θαμποφαίνεται ο αμερικάνικος Βόλγας, — ο Μισσισιπής. Μας ξάφνιασε ο σιδηροδρομικός σταθμός του Σαν Λουίς. Και μέσα στη χέρσα γη, οι εικοσαώροφοι ουρανοξύστες της Φιλαδέλφιας έλαμπαν στο σύθαμπο σα μέρα, α π ' τ α πολλά ηλεκτρικά που χρησιμοποιούνται τόσο αλύπητα, τόσο σπάταλα στις φωτεινές ρεκλάμες. Αυτό ήταν ίσια-ίσια για να πάρω μια φόρα, μια πρόγευση, για να μη μείνω σύξυλος μπροστά στη Νέα Υόρκη. Πιο πολύ κι α π ' τ η ν παρθένα φύση του Μεξικού που σε εντυπωσιάζει με τη βλάστηση και με τους ανθρώπους της, η αναδυόμενη α π ' τ ο ν ωκεανό Νέα Υόρκη σ'αφήνει κατάπληκτο με το σωρό από τα κτίριά της και με την τεχνική της. Μπήκα στη Νέα Υόρκη από στεριάς, ήρθα αντικρυστά, φάτσα-φάτσα, μόνο με το σταθμό της, και μ ' ό λ ο που ήμουνα προετοιμασμένος από την τριήμερη διαδρομή μου στο Τέξας, πάλι τα μάτια μου αλλοιθώρησαν. Για κάμποσες ώρες το τρένο τρέχει σα να πετάει απάνω στην όχθη του ποταμού Χούτσον, δυο βήματα α π ' τ ο νερό. Από την άλλη μεριά υπάρχουν άλλες σιδηροδρομικές γραμμές στους πρόποδες του όρους των Ά ρ κ τ ω ν . Πλήθος αμέτρητο τα βαπόρια και τα βαποράκια. Πολύ πυκνά τα γεφύρια που πηδούν απάνω α π ' τ ο τρένο. Αδιάκοπα σκοτεινιάζουν τα παράθυρα του βαγονιού από τους τοίχους που ορθώνονται στο πλάι: είναι οι προκυμαίες για τα βαπόρια, οι αποθήκες του κάρβουνου, οι ηλεκτρικοί σταθμοί, τα χυτήρια ατσαλιού και τα εργοστάσια φαρμάκων. Μια ώρα προτού
67
φτάσει το τρένο στο σταθμό τρέχεις μέσα σ ' έ ν α ατέλειωτο πλήθος από καμινάδες, σκεπές, διώροφους τοίχους, ατσάλινους στύλους α π ' τ ο ν εναέριο σιδηρόδρομο. Στο κάθε βήμα απάνω στις σκεπές φυτρώνει κι από'να καινούργιο πάτωμα. Τέλος, τα σπίτια υψώνονται σαν τοιχώματα από πηγάδια όλο τετράγωνα, τετραγωνάκια και τελείες που'ναι τα παράθυρά τους. Ό σ ο και να στραβώσεις το λαιμό σου την κορφή τους δε μπορείς να τη δεις. Αυτό σε κάνει να νιώθεις πιο στενεμένα, λες πως το μάγουλο σου τρίβεται απάνω σε τούτη την πέτρα. Σαστισμένος πέφτεις στη θέση σου. Απελπισία. Τα μάτια δεν είναι μαθημένα ν'αντικρύζουν έναν τέτιο πέτρινο κόσμο. Και μετά στάση: ο σταθμός της Πενσιλβανίας. Στην πλατφόρμα του σταθμού δεν υπάρχει κανένας άλλος, εξόν από τους νέγρους αχθοφόρους. Ασανσέρ και σκάλες που τραβούν για πάνω. Κι εκεί απάνω κάμποσοι εξώστες, στοές και μπαλκόνια γεμάτα από μαντίλια που τα σαλεύει το πλήθος που υποδέχεται ή που ξεπροβοδάει. Οι αμερικάνοι είναι σιωπηλοί άνθρωποι (ή απλά μπορεί να φαίνονται σιωπηλοί μέσα σ ' α υ τ ό το πανδαιμόνιο που κάνουν οι μηχανές). Και πάνω απ'τους αμερικάνους η βαβούρα απ' τα μεγάφωνα και τα ραδιόφωνα που αναγγέλλουν τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις των τρένων. Το ηλεκτρικό φως διπλασιάζεται και τριπλασιάζεται από τα κατάλευκα πλακάκια που ντύνουν τις στοές και τους διαδρόμους που'ναι δίχως παράθυρα. Οι στοές και οι διάδρομοι κόβονται από τα γραφεία για τις πληροφορίες, από τις ατέλειωτες σειρές των εμπορικών ταμείων κι από τα κάθε λογής μαγαζιά που δεν κλείνουν ποτέ. Από τα μαγαζιά που πουλάν παγωτά ή σάντουιτς, ως τ ' ά λ λ α που πουλάν πιατικά και έπιπλα. Είναι ζήτημα αν μπορεί να υπάρχει άνθρωπος που ν α ' χ ε ι μια καθαρή, ολοκληρωμένη εικόνα από τούτον εδώ το λαβύρινθο. Αν έχετε 'ρθει για κάποια δουλιά σας στο γραφείο που βρίσκεται πάνω-κάτω τρία χιλιόμετρα από δω, στο Νταντάουν, στη Νέα Υόρκη την τραπεζική και την επιχειρηματική, στο πάτωμα πενηντατρία του βουλεβάρτου Μπίλντιγκ κι έχετε τις συνήθειες της κουκουβάγιας, τότε δεν 68
υπάρχει λόγος να βγείτε από μέσα α π ' τ η γη. Εδώ, κάτω α π ' τ η γη, μπαίνετε στο ασανσέρ του σταθμού και σας πετάει στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου «Πενσιλβανία», ένα ξενοδοχείο που'χει δυο χιλιάδες δωμάτια κάθε λογής. Ό λ α όσα χρειάζεται ένας εμπορευόμενος πολίτης, ταχυδρομείο, τράπεζα, τηλεγραφείο και κάθε λογής εμπορεύματα, όλα τα βρίσκει εδώ, δίχως να βγει α π ' τ ο ξενοδοχείο. Εδώ μένουν κάποιες μαμακούλες γεμάτες από κατανόηση με τις μη διφορούμενες κόρες τους. Ά μ α θέλεις πας και χορεύεις. Φασαρία και τσιγαρίλα, όπως στο πολυπόθητο διάλειμμα κάποιου μεγάλου θεάτρου, ύστερα από ένα ατέλειωτο και πληκτικό έργο. Το ίδιο ασανσέρ θα σας κατεβάσει κάτω στον υπόγειο. Πάρτε ένα εξπρές που καταπίνει τα χιλιόμετρα πιο γρήγορα α π ' τ ο τρένο. Κατεβείτε στο κτίριο που θέλετε. Το ασανσέρ θα σας ανεβάσει στο πάτωμα που θέλετε, δίχως να βγείτε καθόλου στο δρόμο. Ο ίδιος δρόμος θα σας ξαναβγάλει στο σταθμό κάτω α π ' τ ο ταβάνι-ουρανό του σιδηροδρομικού σταθμού της Πενσιλβανίας, και κάτω από έναν γαλανό ουρανό, όπου λαμπυρίζουν οι δυο άρκτοι, μεγάλη και μικρή, ο Κριός και όλη η ρέστη αστρονομία. Έ τ σ ι ο συγκρατημένος αμερικάνος μπορεί να πάει στο σπίτι του με κάποιο από τα τρένα που φεύγουν κάθε λεπτό και να ξαπλώσει στην εξοχική κούνια-ντιβάνι, δίχως να ρίξει ούτε μια ματιά σε τούτα δω τα σόδομα και γόμορα της Νέας Υόρκης. Ακόμα πιο εκπληκτικός είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός Γκραντ Τσέντραλ που το κτίριό του πιάνει κάμποσα τετράγωνα. Το τρένο κυλάει στον αέρα σε ύψος τρία-τέσσερα πατώματα. Η ατμομηχανή που έβγαζε καπνούς, τώρα έχει αντικατασταθεί με μια μηχανή καθαρή που δεν φτύνει καπνούς και ατμούς. Το τρένο κατεβαίνει κάτω α π ' τ η γη. Για ένα τέταρτο της ώρας κάτω από τα πόδια σας ξεχωρίζουν ακόμα οι καγκελωτοί φράχτες του αριστοκρατικού Παρκ-Αβενιού, που'ναι πνιγμένα στην πρασινάδα. Σε λίγο παίρνει τέλος κι αυτό και για μισή ώρα διασχίζουμε την υπόγεια πόλη με τις χιλιάδες καμάρες και τα μαύρα τούνελ, που χαρακώνονται
69
απ'τις αστραφτερές ράγιες της. Το κάθε βουητό, ο κάθε χτύπος, το κάθε σφύριγμα αντηχεί δω μέσα πολύ τραβηγμένα. Οι άσπρες αστραφτερές ράγιες αλλάζουν χρώματα, καθώς αλλάζουν οι σηματοδότες, και γίνονται πότε κίτρινες, πότε κόκκινες και πότε πράσινες. Μέσα σ ' έ ν α χάος πνιγμένο στις καμάρες κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις ένα πλήθος από τρένα που δείχνει σα ν α ' χ ε ι χάσει τα λογικά του. Λένε πως οι ρώσοι μετανάστες που έρχονταν εδώ απ' τον ήσυχο Καναδά, όταν πρωτοπερνούσαν από τούτο δω το χάος κοιτούσαν απ'τα παράθυρα παραξενεμένοι και σε συνέχεια έβαζαν κάτι φωνές γεμάτες φόβο και υστερία: «Πάει, αδέρφια, χανόμαστε! Ζωντανούς μας πετάνε στον τάφο! Και τώρα πώς θα βγούμε από δω;» Φτάσαμε. Πάνω απ'τα κεφάλια μας σειρές από μεγάλες σάλες, κάτω από τις σάλες ολόκληρα πατώματα με γραφεία από κάθε λογής υπηρεσίες, τριγύρω ένα πλήθος από σιδηροδρομικές γραμμές και κάτω α π ' τ α πόδια μας ο τριώροφος κόσμος του υπόγειου σιδηρόδρομου. Σε κάποιο χρονογράφημα της «Πράβντα» ο σύντροφος Πομόρσκι ειρωνεύεται με κάποιο σκεπτικισμό τους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Νέας Υόρκης και τους αντιπαραβάλλει με τις βερολινέζικες μάντρες του Ζωοπάρκου και της Φριντριχστράσσε. Δεν ξέρω τι προσωπικούς λογαριασμούς έχει ο σύντροφος Πομόρσκι με τους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Νέας Υόρκης, δεν ξέρω ακόμα ούτε τις τεχνικές τους λεπτομέρειες, ούτε τις ανέσεις τους, ούτε και το δυναμικό της χωρητικότητάς τους. Από την άποψη όμως της εξωτερικής τους εμφάνισης είναι γραφικοί και από την άποψη της πολεοδομικής αισθητικής τους, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί της Νέας Υόρκης είναι από τα πιο επιβλητικά οικοδομήματα του κόσμου.
Αγαπώ τη Νέα Υόρκη στις φθινοπωρινές μέρες της δουλιάς, στις μέρες της απλής καθημερινότητας. 70
Πρωί, έξι η ώρα. Μπόρα με βροχή. Μια θολούρα παντού. Και θα'ναι έτσι σκοτεινά ίσαμε το μεσημέρι. Με το φως του ηλεκτρικού ντύνεσαι. Στους δρόμους αναμμένα τα φώτα. Τα σπίτια όλα με φως, παράθυρα που μοιάζουν σαν ατέλειωτες φωτεινές μικρές ρεκλάμες. Το μεγάλο μάκρος των σπιτιών και οι χρωματιστοί φωτεινοί σηματοδότες, οι κινήσεις, όλα διπλασιάζονται, τριπλασιάζονται και δεκαπλασιάζονται από την άσφαλτο που την ξέπλυνε η βροχή και μοιάζει με καθρέφτη. Στα στενά χωρίσματα ανάμεσα στα σπίτια, απάνω στα μπουχαριά τους λυσσομανάει βουίζοντας ένας τυχοδιώκτης αέρας που γκρεμίζει με βρόντο τις ταμπέλες, που πολεμάει να σωριάσει στα πόδια ό,τι βρει μπροστά του κι ύστερα φεύγει άπιαστος κι αχτύπητος, μέσα στα χιλιόμετρα από δεκάδες αβενιού που διασχίζουν το Μανχάταν (νησί της Νέας Υόρκης) σ ' ό λ ο το μάκρος του, α π ' τ ο ν ωκεανό κι ως το ποτάμι, το Χούτσον. Απ'τα πλάγια το βόγγο της μπόρας τον συνοδεύουν οι αμέτρητες ψιλές φωνούλες απ'τους στενούς δρόμους, τις διάφορες στρητ, που κόβουν κι αυτές σε ίσιες γραμμές το Μανχάταν στο πλάτος του από νερό σε νερό. Κάτω απ'τα υπόστεγα τώρα με τη βροχή, κι όταν είναι στεγνά απάνω στα πεζοδρόμια, στοιβιάζονται σωροί ολόκληροι οι φρέσκες εφημερίδες που τις κουβάλησαν ως εδώ τα φορτηγά νωρίς-νωρίς κι οι εφημεριδοπώλες τις έχουν τώρα απλώσει. Στα κάθε λογής καφενεδάκια οι εργένηδες ρίχνουν μέσα τους τα πρώτα καύσιμα για να πάρει μπρος η μηχανή: ένα φλυτζάνι καφέ της κακιάς ώρας καμωμένον στα πεταχτά κι ένα κουλούρι της ώρας ζεστό, που μια μηχανή τα πλάθει κατοσταριές ολάκερες εδώ, επιτόπου, και τα ρίχνει μέσα σ ' έ ν α καζάνι με λίπος που βράζει. Πιο χαμηλά κυλάει μια πηχτή μάζα από ανθρώπους. Στην αρχή, προτού ακόμα χαράξει καλά-καλά, είναι η μελανόμαυρη μάζα των νέγρων. Είναι ο κόσμος που κάνει τις πιο δύσκολες και τις πιο βρώμικες δουλιές. Αργότερα, κατά τις εφτά, ξεχύνεται; ασταμάτητα η μάζα των λευκών. Είναι ο κόσμος που τραβάει όλος προς την ίδια κατεύθυνση, που πάει για τις δουλιές του κι είναι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Μονάχα τα κίτρινα αδιάβροχα που φορούν τριζοβολούν και φέγγουν στο ηλεκτρικό φως σαν αμέτρητα σαμοβάρια.
71
Φεγγοβολούν σαν να καίγονται και δε μπορούν να σβήσουν ούτε και κάτω από μια τέτια βροχή. Αυτοκίνητα και ταξί σχεδόν δεν υπάρχουν ακόμα. Ο κόσμος ξεχύνεται σαν μπουλούκι και πλημμυρίζει τις τρύπες α π ' τ α υπόγεια τρένα, στριμώχνεται μπροστά στις σκεπασμένες εισόδους απ'τα εναέρια τρένα. Εκεί, στον ανοιχτόν αέρα τον κόσμο τον καρτερούν πέντε εξπρές, τα δυο που έχουν τις γραμμές τους τη μια πιο πάνω α π ' τ η ν άλλη και τ ' ά λ λ α τρία, που οι γραμμές τους φεύγουν στα πλάγια παράλληλα. Τα εξπρές είναι υπερταχείες αμαξοστοιχίες, που δεν κάνουν σχεδόν καθόλου στάση. Τα άλλα, τα τοπικά εναέρια τρένα σταματούν σχεδόν σε κάθε πέντε τετράγωνα. Οι πέντε αυτές παράλληλες γραμμές, που κυκλοφορούν σε πέντε αβενιού, βρίσκονται σε ύψος τριών ορόφων. Ό τ α ν φτάνουν στην οδό 120 ψηλώνουν ακόμα πιο πολύ και φτάνουν ως το όγδοο κι ως το έννατο πάτωμα. Εκεί, τους νέους επιβάτες που έρχονται ίσια α π ' τ ι ς διάφορες πλατείες και τους δρόμους, τους ανεβάζουν ως τη γραμμή του τρένου τα ασανσέρ. Εισιτήρια δεν υπάρχουν. Ταξιδεύεις ρίχνοντας ένα κέρμα των πέντε σεντς σ ' έ ν α μεγάλο κουτί, μηχανικό κουμπαρά. Κι αμέσως ένας φακός το μεγεθύνει και το δείχνει στον υπάλληλο που κάθεται στο κιόσκι του για να επιβλέπει, ώστε να μη γίνονται μπαγαποντιές. Αυτός ο ίδιος υπάλληλος κάνει και ψιλά για όσους δεν έχουν κέρμα των πέντε σεντς. Με πέντε σεντς πηγαίνεις όσο μακριά θέλεις, αλλά μόνο προς την ίδια κατεύθυνση. Οι σιδεροδοκοί και τα περιφράγματα από τους εναέριους σιδηρόδρομους είναι τόσο πυκνά ώστε να σχηματίζουν κάτι σαν ύπόστεγο σ ' ό λ ο το μήκος του δρόμου. ' Ετσι δεν βλέπεις ούτε τον ουρανό, ούτε τα σπίτια στα πλάγια. Μονάχα το βουητό που κάνουν τα τρένα πάνω α π ' τ ο κεφάλι σου ακούς και το μουγκρητό α π ' τ α φορτηγά αυτοκίνητα ίσια μπροστά στη μύτη σου. Είναι ένα πανδαιμόνιο όπου στ'αλήθεια δεν ξεχωρίζεις ούτε μια λέξη. Και για να μην ξεμάθεις να κουνάς τα χείλη σου, δεν σου μένει τίποτε άλλο, παρά να αναχαράζεις σιωπηλά με τα δόντια σου την αμερικάνικη τσίχλα. Η καλύτερη ώρα στη Νέα Υόρκη είναι το βαθύ πρωινό με μπόρα. Τότε δε βρίσκεις στο δρόμο σου ούτ'έναν χασομέρη, 72
οΰτ'έναν άνθρωπο παραπανίσιο. Μονάχα δουλευτές από τη μεγάλη στρατιά του μόχθου της πολιτείας με τα δέκα εκατομμύρια ψυχές. Η ανθρώπινη μάζα της δουλιάς σκορπάει μέσα στις φάμπρικες που φκιάνουν αντρικά και γυναικεία ρούχα. Ά λ λ ο ι τραβούν στις καινούργιες στοές του υπόγειου που σκάβονται τώρα, άλλοι στις κάθε λογής δουλιές του λιμανιού που δεν έχουν μετρημό. Και κατά τις 8 οι δρόμοι πλημμυρίζουν από ένα αναρίθμητο πλήθος αδυνατούλες δεσποινίδες με κοντά μαλλιά, με γυμνά μπράτσα και με κάλτσες που αφήνουν το γόνα τους γυμνό. ' Ολες αυτές είναι υπάλληλοι σε ιδιωτικά γραφεία, σε δημόσιες υπηρεσίες και σε καταστήματα. Δεκάδες ασανσέρ τις μοιράζουν σ ' ό λ α τα πατώματα του κάθε ουρανοξύστη στο Νταντάουν και σ ' ό λ ο υ ς τους πλάγιους διαδρόμους του κάθε κτιρίου. Δεκάδες ασανσέρ ενδιάμεσης κυκλοφορίας με στάση στο κάθε πάτωμα και δεκάδες άλλα ταχείας διαδρομής που δεν κάνουν στάση ίσαμε τον έβδομο, τον εικοστόν ή τον τριακοστόν όροφο. Κάτι ιδιόμορφα ρολόγια σου δείχνουν τον όροφο που βρίσκεται το ασανσέρ αυτή τη στιγμή και κάτι λαμπάκια κόκκινα ή λευκά σημειώνουν την άνοδο ή την κάθοδο του ασανσέρ. Κι αν έχεις δυο δουλιές, τη μια στο έβδομο πάτωμα και την άλλη στο εικοστό, τότε παίρνεις το τοπικό ασανσέρ ίσαμε το εφτά κι από κει, για να μη χάσεις έξι ολόκληρα λεπτά παίρνεις ως το είκοσι το ασανσέρ ταχείας διαδρομής. Ως τη μία το μεσημέρι βουίζουν οι μηχανές, ιδρώνουν οι άνθρωποι που δουλεύουν δίχως σακάκι, μακραίνουν στα χαρτιά οι στήλες με τα νούμερα. Αν έχεις ανάγκη ν'ανοίξεις κάποιο γραφείο, δε χρειάζεται να σπάζεις το κεφάλι σου για το πώς θα το στήσεις. Τηλεφωνείς σε κάποιον αριθμό στον όροφο τριάντα: «Αλλό! Θέλω να μου έχετε έτοιμο μέχρι αύριο ένα γραφείο με έξι διαμερίσματα και με δώδεκα δακτυλογράφους. Η φίρμα του να λέει: "Το γνωστό και ευρύ εμπόριο πεπιεσμένου αγέρα για τα υποβρύχια του Ειρηνικού ωκεανού". Δυο παιδιά με καφετιές στολές ουσάρων, με καπέλα που ν α ' χ ο υ ν κορδέλες 73
με άστρα και δώδεκα χιλιάδες κόλλες χαρτί που να'χουν τυπωμένη την παραπάνω φίρμα της επιχείρησης.» «Χαίρετε.» • Την άλλη, πρωί-πρωί μπορείς να πας στο γραφείο σου. Οι μικροί τηλεφωνητές σου θα σε χαιρετήσουν όλο χαρά: «Χάου ντου γιου ντου, μίστερ Μαγιακόφσκι!» Στη μία το μεσημέρι γίνεται διάλειμμα. Μια ώρα διακοπή για τους υπάλληλους, ένα τεταρτάκι για τους εργάτες. Κολατσιό. Ο καθένας κολατσίζει ανάλογα με το βδομαδιάτικο που παίρνει. Ό σ ο ι πιάνουν δεκαπέντε δολάρια τη βδομάδα, αυτοί αγοράζουν μ'ένα νικέλινο κέρμα ένα ξερό κολατσιό σε πακέτο τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και το ροκανίζουν με πολύ μεγάλη όρεξη. Ό σ ο ι παίρνουν τριανταπέντε δολάρια πάνε σ ' έ ν α μεγάλο αυτόματο μπουφέ, ρίχνουν πέντε σεντς, πατάνε το κουμπί και στη στιγμή το μηχάνημα γεμίζει ένα φλυτζάνι με καφέ. Με άλλα δυο-τρία νικέλινα κέρματα ανοίγουν σε κάτι τεράστια ράφια γεμάτα με φαγητά μια μικρή γυάλινη πορτίτσα και παίρνουν ένα σάντουιτς. Οι άλλοι που πιάνουν εξήντα δολάρια τη βδομάδα τρώνε κάτι γκρίζες τηγανίτες από κουρκούτι και αυγά χτυπημένα σε κάτι κάτασπρα πιατάκια εμαγιέ με τη ρεκλάμα του καφέ Ροκφέλλερ. Ό σ ο ι παίρνουν από εκατό δολάρια κι απάνω, αυτοί πηγαίνουν στα εστιατόρια κάθε εθνικότητας, κινέζικα, ρούσικα, ασσυριανά, γαλλικά, ινδικά, σε όλα εκτός από τα άνοστα αμερικάνικα που σου σερβίρουν έναν περίδρομο από κονσερβαρνσμένο κρέας Αρμόρ, που είναν κλεισμένο στα κουτιά α π ' τ ο ν καιρό του πολέμου της απελευθέρωσης σχεδόν. Αυτοί οι εκατοδολάριοι μασούν αργά, με το πάσο τους. Αυτοί μπορούν και να γυρίσουν αργότερα στη δουλιά. Κι όταν φεύγουν κάτω α π ' τ α τραπέζια τους είναι πεταμένα άδεια μπουκάλια από ουίσκι των ογδόντα γράδων (όλα για την παρέα). Κι άλλο μπουκάλι, γυάλινο ή ασημένιο, πλακέ, σ ' ένα σχήμα που να μην εμποδίζει το γοφό, βρίσκεται χωμένο στην 74
κωλότσεπη του παντελονιού, σαν ένα όπλο αγάπης και φιλίας, που θυμίζει το μεξικάνικο κολτ. Πώς τρώει ο εργάτης; Ο εργάτης τρώει άσχημα. Δεν είδα και πολλούς εργάτες. Ό σ ο υ ς όμως είδα, μ ' ό λ ο που ήταν από κείνους που πληρώνονται καλά, μόλις και προλαβαίνουν μέσα στο δεκαπεντάλεπτο διάλειμμά τους να καταβροχθίσουν εκεί πλάι στη μηχανή ή έξω στο δρόμο, μπροστά στο μαντρότοιχο του εργοστάσιου το ξερό κολατσιό τους. Η εργατική νομοθεσία που προβλέπει υποχρεωτικά την ύπαρξη ενός ειδικού χώρου όπου να τρώνε οι εργάτες, δεν έχει βρει πλατιά εφαρμογή στις ΗΠΑ. Μάταια θα ψάξετε για να βρείτε στη Νέα Υόρκη την οργανωτικότητα, τη μεθοδικότητα, τη σβελτάδα και την ψυχραιμία, που τόσο έχει υμνηθεί και από τη σκιτσογραφία και από τη φιλολογία. Ισως να συναντήσετε στο δρόμο σας ένα πλήθος ανθρώπους που να χαζεύουν εδώ κι εκεί δίχως δουλιά. Ο καθένας μπορεί να σταθεί και να πιάσει κουβέντα μαζί σου για οτιδήποτε. Αν σηκώσεις τα μάτια σου στον ουρανό και σταθείς έτσι για ένα λεπτό, τότε θα σε περικυκλώσει ένα μπουλούκι που δύσκολα θα μπορέσει να το κάνει ζάφτι η αστυνομία. Η δυνατότητα να μπορώ να διασκεδάζω με κάτι άλλο, εξόν α π ' τ ο χρηματιστήριο, με συμφιλιώνει πολύ με το νεοϋρκέζικο πλήθος. Και ξανά δουλιά ίσαμε τις πέντε, τις έξι, τις εφτά το βράδι. Από τις πέντε ως τις εφτά είναι η ώρα της αιχμής της πιο μεγάλης κίνησης, της πιο μεγάλης στριμούρας. Ό σ ο ι σχολάνε α π ' τ η δουλιά τους ανακατώνονται κι αυτοί με όσους και όσες πάνε για ψώνια, αλλά και με τους αργόσχολους. Στην πέμπτη λεωφόρο που είναι η πιο πολυσύχναστη και που κόβει την πόλη στα δυο, από το ύψος του δεύτερου όροφου των λεωφορείων που κινούνται εδώ ολάκερες εκατοσταριές, θα ιδείτε δεκάδες χιλιάδες αυτοκίνητα που τα ξέπλυνε η βροχή και τώρα λάμπουν, να κινούνται σε έξι-οκτώ γραμμές και να τρέχουν κι από τις δυο μεριές του δρόμου. 75
Κάθε δυο λεπτά σβήνουν τα πράσινα φώτα στους αμέτρητους σηματοδότες της αστυνομίας κι ανάβουν τα κόκκινα. Τότε το ποτάμι με τ'αυτοκίνητα και τον κόσμο σταματάει για δυο λεπτά, για να πάρουν σειρά τα μικρότερα ποτάμια που ξεχύνονται από τους ένα γύρω μικρότερους δρόμους. Μόλις περάσουν τα δυο λεπτά στους φάρους ξανανάβει το πράσινο φως, ενώ το πέρασμα από τους μικρότερους δρόμους το σταματάει το κόκκινο από τους φάρους που είναι στις γωνιές τους. Αυτή την ώρα πρέπει να διαθέσεις πενήντα λεπτά για τη διαδρομή, ενώ την ίδια διαδρομή την κάνεις το πρωί σ ' έ ν α τέταρτο. Ο πεζός είναι αναγκασμένος να σταματάει κάθε δυο λεπτά, δίχως καμιά ελπίδα να διασχίσει το δρόμο αμέσως. • Αμα τύχει ν ' αργοπορήσεις το πέρασμα του δρόμου και ιδείς τη χιονοστιβάδα απ'τ'αυτοκίνητα που ήτανε σταματημένα για δυο λεπτά να χύνεται καταπάνω σου, τότε ξέχνα τις πεποιθήσεις σου και κοίταξε να φυλαχτείς κάτω α π ' τ η ν προστατευτική φτερούγα του αστυνομικού. Δηλαδή, όταν λέμε φτερούγα, αυτό είναι απλά ένα σχήμα λόγου. Γιατί στην πράξη αυτό είναι το καλό χέρι καποιανού από τους πιο ψηλούς ανθρώπους της Νέας Υόρκης. Έ ν α χέρι μ'ένα κάμποσο βαρύ ρόπαλο: το κλομπ. Αυτό το ρόπαλο δεν ρυθμίζει πάντα την κίνηση των άλλων. Κάποτε-κάποτε (ας πούμε, την ώρα κάποιας διαδήλωσης), το ρόπαλο του αστυνομικού κανονίζει και το σταμάτημά σου. ' Ενα καλοζυγιασμένο χτύπημα στο σβέρκο και για σένα είναι πια το ίδιο αν αυτό που βλέπεις μπροστά σου είναι η Νέα Υόρκη ή το Μπελοστόκ της τσαρικής εποχής. Έ τ σ ι μου το εξήγησαν εδώ οι σύντροφοι. Στις έξι με εφτά το βράδι κολυμπάει μέσα στο φως το Μπροντγουαίη. Είναι ο δρόμος που μου αρέσει πιο πολύ. Ο μοναδικός δρόμος που μέσα σε τόσες άλλες στρητ και αβενιού ίδιες με κάγκελα φυλακής, αυτός μονάχα τραβάει πεισματικά και λεβέντικα λοξά. Στη Νέα Υόρκη είναι πιο δύσκολο να μπερδευτεί κανένας με τους δρόμους, παρά στην Τούλα. Από το νότο προς τον βοριά τραβάνε οι λεωφόροι, οι αβενιού. Κι απ'τ'ανατολικά κατά τη δύση πάνε οι στρητ. Η πέμπτη λεωφόρος χωρίζει την πόλη στα δυο: σε δυτική και 76
ανατολική. Αυτό είναι όλο. Εγώ βρίσκομαι στον όγδοο δρόμο, γωνιά με την πέμπτη λεωφόρο και θέλω να πάω στο δρόμο πενήντα τρία, δεύτερη γωνία. Δηλαδή, πρέπει να περάσω σαράντα πέντε τετράγωνα και μετά να στρίψω δεξιά, ίσαμε τη δεύτερη γωνία. Βέβαια, δεν κολυμπάει στο φως ολόκληρο το Μπροντγουαίη που'χει μάκρος τριάντα χιλιόμετρα, (εδώ δε μπορείς να πεις του αλλουνού: «ελάτε, είμαστε γειτόνοι, κι οι δυο μας μένουμε στο Μπροντγουαίη»). Φωτίζεται έτσι πλημμυρικά μονάχα ένα κομμάτι του, α π ' τ η ν οδό εικοσιπέντε ως την οδό πενήντα. Και πιο πολύ το Τάιμς Σκουέρ, που οι αμερικάνοι το λένε Γκρετ Ουάιτ Ουέι, και πα να πει μεγάλος λευκός δρόμος. Αυτός ο δρόμος είναι στ'αλήθεια άσπρος κι έχεις την εντύπωση ότι εδώ είναι πιο φωτεινά κι α π ' τ η μέρα, επειδή τη μέρα είναι όλα τους φωτεινά, ενώ ετούτος ο δρόμος είναι πιο φωτεινός κι α π ' τ η μέρα μέσα στο φόντο της σκοτεινής νύχτας. Φως α π ' τ α ηλεκτρικά φανάρια του δρόμου, φως απ'τις λάμπες της κάθε μιας ρεκλάμας που τρέχουν, φως α π ' τ η ν ανταύγεια που ξεχύνουν οι βιτρίνες και τα παράθυρα απ'τα καταστήματα που δεν κλείνουν ποτέ, φως απ'τους προβολείς που φωτίζουν τα πελώρια ζωγραφισμένα πλακάτ, φως που ξεχύνεται απ'τις ανοιχτές πόρτες των θεάτρων και των κινηματογράφων, φως απ'τα ετηβατικά αυτοκίνητα και τα λεωφορεία, φως κάτω απ'τα πόδια σου που βγαίνει απ'τα γυάλινα παράθυρα των πεζοδρομίων, φως α π ' τ α υπόγεια τρένα, φως απ'τις φωτεινές επιγραφές που κρέμονται α π ' τ ο ν ουρανό. Φως, φως και ξανά φως. Μπορείς να διαβάσεις εφημερίδα, ακόμα καΐ την εφημερίδα του διπλανού σου κι ακόμα αν είναι γραμμένη σε ξένη γλώσσα. Πολύ φωτεινά είναι και στα εστιατόρια και στα θέατρα του κέντρου. Καθαροί είναι όλοι οι μεγάλοι δρόμοι και τα μέρη όπου μένουν τ'αφεντικά ή όσοι ετοιμάζονται για να γίνουν αφεντικά. Εκεί όπου είναι στοιβαγμένο το πιο μεγάλο κομμάτι της εργατιάς ή της υπαλληλίας, στους φτωχούς εβραίικους. 78
νέγρικους, ιταλιάνικους μαχαλάδες, εκεί στη δεύτερη και την τρίτη λεωφόρο, ανάμεσα στους δρόμους ένα και τριάντα, η λάσπη κι η βρωμιά είναι πιο πολλή, ακόμα κι από κείνη του Μίνσκ. Και στο Μινσκ υπάρχει μπόλικη λασπουριά. Στους δρόμους υπάρχουν μεγάλα κουτιά με κάθε λογής απορρίματα, απ'όπου οι φτωχοί διαλέγουν μισοφαγωμένα κόκαλα καν άλλα αποφάγνα. Στις λακούβες πήζουν οι λάσπες απ'τα βρωμονέρια κι α π ' τ η ν προχτεσινή και τη σημερινή βροχή. Τα χαρτιά και οι κάθε λογής σαπίλες φτάνουν ίσαμε τον αστράγαλο. Κι όταν λέμε ίσαμε τον αστράγαλο δεν κάνουμε σχήμα λόγου, αλλά το γράφουμε μ ' ό λ η την πραγματική σημασία της έννοιας. Κι όλα αυτά σε μια απόσταση δεκαπέντε λεπτών με τα πόδια ή πέντε λεπτών με το αυτοκίνητο από τούτη την πέμπτη λεωφόρο που αστραφτοβολάεν και α π ' τ ο Μπροντγουαίη. Ό σ ο πιο κοντά στο μουράγιο τραβάς, τόσο πιο σκοτεινό, πιο βρώμικο, αλλά και πιο επικίνδυνο γίνεται το μέρος. Τη μέρα, το μέρος αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Εδώ οπωσδήποτε, υποχρεωτικά όλο και κάτι θα μπουμπουνίζει: ή το βουητό της δουλιάς, ή κάποιες μπιστολιές, ή κάποια ξεφωνητά. Οι γερανοί που ξεφορτώνουν τα καράβια κάνουν να σειστεί η γη. Γατζώνουν σχεδόν ένα ολόκληρο σπίτι απ'το μπουχαρί του και το βγάζουν απ'το αμπάρι. Οι απεργιακές φρουρές περιπολούν συνέχεια και μποδίζουν τους απεργοσπάστες να πιάσουν δουλιά. Σήμερα, δέκα του Σεπτέμβρη, η Έ ν ω σ η λιμενεργατών της Νέας Υόρκης κήρυξε απεργία αλληλεγγύης προς τους απεργούς ναυτεργάτες της Αγγλίας, της Αυστραλίας και της Νότιας Αφρικής. Και με την πρώτη κιόλας μέρα σταμάτησε το ξεφόρτωμα σε τριάντα μεγάλα βαπόρια. Την τρίτη μέρα και μ ' ό λ ο που συνεχίζεται η απεργία, στο πλοίο «Μάζεστικ» που δουλεύει με απεργοσπάστες, ήρθε ένας πλούσιος δικηγόρος, ηγέτης του σοσιαλιστικού κόμματος (δηλαδή, των ντόπιων μενσεβίκων), ο Μορίς Χίλκβιτ. Χιλιάδες κομμουνιστές και μέλη της «' Αι ντομπλ, ντομπλ γιου» τον σφύριζαν α π ' τ ο μουράγιο και του πετούσαν κλούβια αυγά. 79
Λίγες μέρες αργότερα, εδώ στο ίδιο μέρος μπιστόλισαν ένα στρατηγό που είχε καταπνίξει κάποια εξέγερση στην Ιρλανδία και τώρα ερχόταν εδώ για να παραβρεθεί σε κάποιο συνέδριο. Είδαν κι έπαθαν να τον περάσουν κρυφά από κάποια πίσω πόρτα. Το πρωί ξαναμπαίνουν και ξεφορτώνουν στις αμέτρητες αποβάθρες του λιμανιού τα καράβια αναρίθμητων εταιρειών, όπως το «Λα Φρανς», το «Ακουιτάνια» και άλλοι γίγαντες των πενήντα χιλιάδων τόννων. Οι δρόμοι που γειτονεύουν με τις αποβάθρες του λιμανιού, α π ' τ α τρένα που βγαίνουν φορτωμένα με εμπορεύματα ίσια στο δρόμο που προκαλούν συχνά δυστυχήματα και απ'τους κλέφτες που βρίσκονται ολόκληρα λεφούσια στις γύρω ταβέρνες, έχουν πάρει το όνομα «Λεωφόροι του θανάτου». Από δω διοχετεύονται σ ' ο λ ό κ λ η ρ η τη Νέα Υόρκη οι κλέφτες κι οι μαχαιροβγάλτες: Για να σφάζουν για λίγα δολάρια ολόκληρες οικογένειες, για να κατεβαίνουν στον υπόγειο σιδηρόδρομο και να στριμώχνουν τους εισπράκτορες σε κάποια γωνιά α π ' τ ο κιόσκι που κάνει ψιλά για το τρένο και να τους παίρνουν όλη την είσπραξη της μέρας, καθώς αλλάζουν τα δολάρια με ψιλά στον κόσμο που περνάει από κει και που δεν υποπτεύεται τίποτα. • Αμα τους πιάσουν τους στέλνουν στην ηλεκτρική καρέκλα της φυλακής του Σιγκ Σιγκ. Αλλά μπορεί και να γλιτώσουν, να ξεγλιστρήσουν. ' Οταν ο κλέφτης ετοιμάζεται για να κάνει ληστεία περνάει" πρώτα α π ' τ ο ν δικηγόρο του και του λέει: «Σερ, τηλεφωνείστε μου την τάδε ώρα στο τάδε μέρος. Αν δεν με βρείτε εκεί, αυτό πα να πει ότι πρέπει να καταθέσετε αίτηση εγγύησης για μένα για να με βγάλετε α π ' τ η στενή.» Τα ποσά για εγγύηση είναι μεγάλα. Αλλά κι οι κλέφτες δεν είναι μικροί και είναι και καλά οργανωμένοι. Αποκαλύφθηκε, λόγου χάρη, ότι ένα σπίτι που είχε εκτιμηθεί για διακόσιες χιλιάδες δολάρια, έχει υποθηκευτεί για δυο εκατομμύρια, που πληρώνονται σαν εγγύηση για ν'αφεθούν προσωρινά ελεύθεροι κάμποσοι ληστές. Οι εφημερίδες έγραψαν ότι κάποιος ληστής βγήκε α π ' τ η φυλακή σαρανταδυό φορές με εγγύηση. Εδώ, στη Λεωφόρο 80
του θανάτου αλωνίζουν οι ιρλανδοί. Στα άλλα τετράγωνα άλλοι. Οι νέγροι, οι κινέζοι, οι γερμανοί, οι εβραίοι, οι ρώσοι ζουν στις δικές τους συνοικίες, με τις δικές τους συνήθειες και με τη δική τους γλώσσα, που ολόκληρες δεκαετίες μένει καθαρή και ανόθευτη. Στη Νέα Υόρκη, δίχως να λογαριάσουμε και τα προάστια υπάρχουν: 1.700.000 εβραίοι (περίπου) 1.000.000 ιταλοί 500.000 γερμανοί 300.000 ιρλανδοί .300.000 ρώσοι 250.000 νέγροι 150.000 πολωνοί 300.000 ισπανοί, κινέζοι, φιλλανδοί. Εικόνα παράξενη στ'αλήθεια. Και ποιοι είναι, λοιπόν, στην ουσία οι αμερικάνοι. Και πόσοι απ'αυτούς είναι οι εκατό τα εκατό αμερικάνοι; Στην αρχή έκανα φοβερές προσπάθειες επί έναν ολόκληρο μήνα για να μιλάω εγγλέζικα. Κι όταν αυτές οι προσπάθειες μου άρχισαν να στέφονται από επιτυχία, τότε οι γύρω μου άνθρωποι (αυτοί που δουλεύουν εδώ κοντά ή που κάθονται εδώ κοντά), και ο μπακάλης και ο γαλατάς και αυτός που έχει το πλυντήριο-καθαριστήριο για τα ρούχα, ακόμα κι ο αστυνομικός της γειτονιάς, όλοι τους άρχισαν να μιλάνε μαζί μου στα ρούσικα. Καθώς γυρίζεις τη νύχτα με τον εναέριο, βλέπεις αυτές τις εθνότητες και τις παροικίες τους σα να'ναι κομμένες με το μαχαίρι: στην οδό 125 ανεβαίνουν οι νέγροι, στην 90 οι ρώσοι, στην 50 οι γερμανοί και τράβα κορδέλα. Και πάντα σχεδόν με ακρίβεια. Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα εκείνοι που βγαίνουν α π ' τ α θέατρα πίνουν την τελευταία τους σόδα, τρώνε το τελευταίο τους παγωτό και φτάνουν στο σπίτι τους στη μία ή και κατά τις τρεις άμα μπλέξουν για καναδυό ώρες σε κανένα νυχτε81
ρινο κέντρο με το φοξ τροτ ή με την τελευταία λέξη του χορού, το τσάρλεστον. Μα η ζωή δεν σταματάει. Κάθε λογής μαγαζιά μένουν ανοιχτά όλη τη νύχτα, ο υπόγειος σιδηρόδρομος κι ο εναέριος δεν σταματούν ούτε αυτοί, το ίδιο μπορείς να βρεις και κινηματογράφους ανοιχτούς για όλη τη νύχτα κι αυτοί, έτσι που να μπορείς εκεί να κοιμηθείς όσο θέλεις με τα εικοσπέντε σεντς που πλήρωσες για το εισιτήριο. Φτάνοντας στο σπίτι σου, αν είναι άνοιξη ή καλοκαίρι, κλείνεις τα παράθυρα για να μη σε αιφνιδιάσουν τα κουνούπια και οι μύγες, ξεπλένεις τ'αυτιά και τα ρουθούνια σου και βγάζεις βήχοντας την καρβουνόσκονη α π ' τ ο λαρύγγι σου. Και πιο πολύ τώρα, που οι 158 χιλιάδες ανθρακωρύχοι του πετροκάρβουνου με την απεργία τους έκαναν να χαθεί α π ' τ η ν πόλη ο ανθρακίτης, αυτόν λοιπόν τον καιρό οι καμινάδες απ'τις φάμπρικες βγάζουν έναν παχύ καπνό από λιγνίτη. Ενώ συνήθως η χρήση του λιγνίτη απαγορεύεται στις μεγάλες πόλεις. Αν γρατσουνιστείτε καμιά φορά, κάντε επάλειψη με ιώδιο. Γιατί η ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης είναι γεμάτη από κάθε . λογής βρωμιά, απ'όπου και βγαίνει το κριθαράκ στα μάτια, πρήζονται και γεμίζουν πύο όλες οι μικρές πλη ,ί ς. Κι όμως μέσα σ'αυτή την ατμόσφαιρα ζουν εκατομμύρια άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα και που δε μπορούν να βγουν έξω απ'αυτή την πόλη. Μισώ τη Νέα Υόριτη την Κυριακή. Κατά τις δέκα το πρωί, ντυμένος με μια μαβιά φανέλα, ανασηκώνει την κουρτίνα α π ' τ ο παραθύρι του κάποιος λογιστάκος. Και δίχως να φορέσει, καταπώς φαίνεται, παντελόνι κάθεται μπροστά στο παραθύρι του με μια εφημερίδα που ζυγίζει δυο φούντια και που έχει εκατό σελίδες, θες πες πως είναι οι «Τάιμς», θες η «Γουόρλντ». Μια ώρα κάθεται και διαβάζει πρώτα τις σελίδες όπου υπάρχουν οι έμμετρες και οι έγχρωμες ρεκλάμες α π ' τ α μεγάλα πολυκαταστήματα (κι απ'όπου διαμορφώνεται η κοσμοαντίληψη του μέσου αμερικάνου). Μετά από τις ρεκλάμες διαβάζει τις σελίδες που γράφουν για κλοπές και για δολοφονίες. 82
Υστερα ο άνθρωπος φοράει το σακάκι και το παντελόνι του που πάντα από κάτω τους χώνεται ένα πουκάμισο. Κάτω α π ' τ ο πηγούνι του σφίγγεται μια γραβάτα που είναι δεμένη μια για πάντα μ'ένα χρώμα ανάμικτο από καναρίνι, φωτιά και Μαύρη θάλασσα. Ντυμένος τώρα πια ο αμερικάνος κοιτάει να σκοτώσει την ώρα του κουβεντιάζοντας με τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου ή με το θυρωρό καθισμένος στα χαμηλά σκαλοπάτια που ζώνουν γύρω-γύρω το σπίτι ή στα παγκάκια της κοντινής σπανής πλατειούλας. Η κουβέντα γυρνάει γύρω α π ' τ ο ποιος πήγε τη νύχτα για επίσκεψη και σε ποιον, δεν ακούστηκε τίποτα μήπως ήπιανε, αλλά κι αν πήγανε και ήπιανε δε θα'τανε άραγε καλό να ειδοποιηθούν οι αρχές για να τραβηχτούν σε δίκη οι άπιστοι σύζυγοι κι οι μεθύστακες; Στη μία ο αμερικάνος πηγαίνει να κολατσίσει εκεί που κολατσίζουν άλλοι πιο πλούσιοι απ'αυτόν και όπου η ντάμα του θα'ναι γεμάτη όρεξη και χαρά για την πουλάδα των 17 δολαρίων. Υστερα ο αμερικάνος θα πάει για εκατοστή φορά στο μαυσωλείο του στρατηγού Γκραντ και της γυναίκας του που είναι στολισμένο με χρωματιστά κρύσταλλα. ' Η, αφού βγάλει τα παπούτσια και το σακάκι του θα ξαπλώσει σε κάνα μικρό κηπάκο, ρίχνοντας χάμου για στρωσίδι τους «Τάιμς» που τους έχει πια διαβάσει. Κι όταν σε λίγο σηκωθεί για να φύγει, τότε θ "αφήσει πίσω του πεσκέσι για την κοινωνία του και για την πόλη του κάτι κουρελόχαρτα από εφημερίδα, κάμποσα χαρτάκια από κείνα που τυλίγουν τις τσίκλες και την πατημένη χλωρασιά του μικρού κήπου. Οποιος είναι πιο πλούσιος, αυτός ετοιμάζει την όρεξή του για το μεσημεριανό φαγητό, οδηγώντας το δικό του αυτοκίνητο. Προσπερνάει στα σβέλτα και με περιφρόνηση τις φτηνές μάρκες και κοιτάζει λοξά κι όλο ζήλια τα πιο λουσάτα και τα πιο ακριβά. Μια ξέχωρη ζήλια, βέβαια, ξυπνούν στους αμερικάνους που δεν είναι από τζάκι, όσα αυτοκίνητα έχουν σταμπαρισμένη στην πόρτα τους τη χρυσή κορωνίτσα του βαρώνου ή του κόμη. Οταν ο αμερικάνος είναι με μια ντάμα που έφαγε μαζί του τότε τη φιλάει αμέσως και γυρεύει να τον φιλήσει κι εκείνη. 83
Δίχως αυτό το μικρό «δείγμα ευγνωμοσύνης» ο αμερικάνος θα λογαριάζει πως τα δολάρια που πλήρωσε στο λογαριασμό πήγανε στράφι, ότι πήγανε τζάμπα. Γι'αυτό και δεν πρόκειται να ξαναπάει ποτέ και πουθενά μ ' αυτή την αχάριστη γυναίκα. Αλλά κι αυτή την ίδια θα τήνε πάρουν στο ψιλό οι λογικές και υπολογίστριες φίλες της. Αν ο αμερικάνος είναι μονάχος μέσα στο αυτοκίνητο που οδηγεί, τότε, (έτσι λέει ο γραφτός κανόνας της ηθικής και της αγνότητας), θα κόβει την ταχύτητα και θα σταματάει στην κάθε μοναχική και όμορφη γυναίκα που πάει με τα πόδια. Θα της δείξει μ'ένα χαμόγελο τα δόντια του και θα την προσκαλέσει στο αυτοκίνητο μ'ένα άγριο γύρισμα των ματιών του. Η γυναίκα που δεν θα καταλάβει τη νευρικότητά του θα χαρακτηριστεί σαν ηλίθια που δεν ξέρει να εκτιμήσει το τυχερό της, δηλαδή την ευκαιρία να γνωριστεί μ'έναν ιδιοκτήτη αυτοκινήτου εκατό ίππων. Θα ήταν παραλογισμός να πιστέψει κανένας πως αυτός ο τζέντλεμαν είναι ένας αθλητής του αυτοκίνητου. Ό χ ι . Ο άνθρωπος δεν ξέρει, παρά μόνο να οδηγεί (που'ναι και το λιγότερο). Ά μ α του τύχει καμιά αβαρία δεν είναι σε θέση ούτε το λάστιχο να φουσκώσει, ούτε πώς να βάλει το γρύλο. Αυτό δα του έλειπε! Τις δουλιές αυτές τις κάνουν τα αμέτρητα συνεργεία που επισκευάζουν αυτοκίνητα και τα βενζινάδικα που βρίσκονται παντού όπου πάει αυτοκίνητο. Εγώ δεν πιστεύω στην αθλητικότητα των αμερικάνων, γενικά. Με τον αθλητισμό ασχολούνται πιο πολύ οι πλούσιοι που δεν έχουν τι να κάνουν. Είναι αλήθεια ότι ο πρόεδρος Κούλιτζ, ακόμα κι όταν ταξιδεύει παίρνει κάθε ώρα τηλεγραφικά τα νεώτερα για το πώς πάει ο αγώνας μπέιζμπολ μεταξύ της ομάδας του Πίτσμπουργκ και της ομάδας «Γερουσιαστές» της Ουάσιγκτον. Φυσικά, είναι αλήθεια ότι μπροστά στους πίνακες με τις πληροφορίες για τα αποτελέσματα των ποδοσφαιρικών αγώνων της μέρας μαζεύεται πιο πολύς κόσμος, απ'ό,τι σε μια άλλη χώρα θα μαζεύονταν οι άνθρωποι μπροστά σ ' έ ν α χάρτη που θα'δείχνε την πορεία των επιχειρήσεων στον πόλεμο που μόλις ξέσπασε. Αυτό όμως δεν είναι το ενδιαφέρον κάποιων αν84
θρώπων που αγαπούν τον αθλητισμό, αλλά το αρρωστημένο πάθος του παίχτη που έβαλε τα δολάρια του σε στοίχημα για τη μια ή για την άλλη ομάδα. Κι αν οι ποδοσφαιριστές, που εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι πάνε και τους βλέπουν στο πελώριο τσίρκο της Νέας Υόρκης, είναι όλοι τους παιδιά ψηλόσωμα και γεροδεμένα, αυτοί οι άλλοι, οι εβδομήντα χιλιάδες θεατές είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους κάτι άνθρωποι αδύνατοι και ζούφιοι, που ανάμεσά τους εγώ θα φάνταζα σαν ένας αληθινός Γολιάθ. Την ίδια εντύπωση σου κάνουν και οι αμερικάνοι στρατιώτες, εκτός βέβαια, από τους στρατολόγους που εξυμνούν στα προπαγανδιστικά τους πλακάτ την ελεύθερη στρατιωτική ζωή. Δεν είναι τυχαίο το ό,τι στον περασμένο πόλεμο οι καλομαθημένοι αυτοί παλικαράδες δεν δέχονταν ν'ανέβουν στα γαλλικά εμπορικά βαγόνια (άνδρες 40, ίπποι 8) και ζητούσαν βαγόνια μαλακά, κανονικά επιβατικά βαγόνια. Αυτοί που έχουν αυτοκίνητα, κι απ'τους πεζούς οι πλουσιότεροι και με τα πιο εκλεπτυγμένα γούστα, κατά τις πέντε το απόγεμα πηγαίνουν στο κοσμικό ή σχεδόν κοσμικό «φάιβ ο κλοκ». Ο κάθε νοικοκύρης έχει εφοδιαστεί με κάμποσα μπουκάλια ναυτικό «τζιν» και με λεμονάδα «τζίνερ έιλ». Το ανακάτωμα, λοιπόν, αυτών των δυο δίνει την αμερικάνικη σαμπάνια της εποχής της ποτοαπαγόρευσης. Καταφθάνουν κάτι κορίτσια με κάλτσες γυρισμένες στο πάνω μέρος, στενογράφες ή μοντέλα οι πιο πολλές. Οι νεαροί προσκαλεσμένοι κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, που κατά πως φαίνεται, καίγονται α π ' τ η δίψα του λυρισμού, αλλά πολύ λίγα πράματα καταλαβαίνουν απ'αυτή την υπόθεση στις λεπτομέρειές της, λένε τέτιες κοτσάνες που κάνουν να κοκκινίζουν ακόμα και τα πιο άλικα πασχαλιάτικα αυγά. Κι όταν χάσουν το νήμα της σκέψης τους στην κουβέντα, τότε χτυπούν τη ντάμα που κάθεται πλάι τους στο μπούτι, το ίδιο φυσικά και αυθόρμητα, όπως χτυπάει κι ο ρήτορας, όταν χάνει τον ειρμό του λόγου, το τσιγάρο απάνω στην ταμπακέρα του. Οι κοπέλες δείχνουν τα γυμνά τους γόνατα και λογαριά85
ζουν με το νου τους σαν πόσο να αξίζει ο άνθρωπος που'ναι πλάι τους. Για να δόσουν στο «φάιβ ο κλοκ» ένα χρώμα σοφίας και καλλιτεχνικότητας παίζουν πόκερ ή περιεργάζονται τις γραβάτες και τις τιράντες που αγόρασε τελευταία ο οικοδεσπότης. Μετά χωρίζουν και πάει ο καθένας σπίτι του. Κι αφού αλλάξουν ρούχα πάνε για να φαν. Οι φτωχότεροι απ'αυτούς (όχι φτωχοί, αλλά φτωχότεροι), τρώνε καλύτερα. Οι πλούσιοι — χειρότερα. Οι φτωχότεροι τρων στο σπίτι τους φαγητό της ώρας. Τρώνε με φως και ξέρουν τι καταπίνουν ακριβώς. Οι πλουσιότεροι τρώνε σε ακριβά ρεστοράν κάποια μπαγιάτικη σιχασιά που έχει πάρει να χαλάει και γι'αυτό την παραγεμίσανε με πιπέρι, ή καμιά κονσέρβα, τρώνε στο μισόφωτο γιατί δεν τους αρέσουν οι λάμπες του ηλεκτρικού και προτιμάνε τα σπαρματσέτα. Αυτά τα σπαρματσέτα εμένα με κάνουν να τα χάνω. Ολόκληρος ο ηλεκτρισμός ανήκει στους αστούς κι αυτοί τρώνε με τα σπαρματσέτα. Η αστική τάξη δίχως να το καταλαβαίνει φοβάται τον ηλεκτρισμό που είναι γέννημα δικό της. Μοιάζει με κείνον το μάγο που κάλεσε τα πνεύματα, αλλά δεν ξέρει πώς να τα κουμαντάρει. Ανάλογη είναι η στάση των περισσότερων αστών κι απέναντι στις άλλες επιτεύξεις της τεχνικής. Αυτοί έφκιασαν και το γραμμόφωνο και το ραδιόφωνο, για να τα παρατήσουν μετά στην πλεμπάγια. Μιλούν με περιφρόνηση και για τα δυο. Κι οι ίδιοι ακούνε τον Ραχμάνινοφ, που πολύ συχνά δεν τον καταλαβαίνουν, αλλά τον κάνουν ωστόσο επίτιμο δημότη κάποιας πόλης και του προσφέρουν μέσα σε ολόχρυση κασετίνα μετοχές της εταιρίας αποχέτευσης που φτάνουν στις σαράντα χιλιάδες δολάρια. Αυτοί έφτιαξαν και τον κινηματογράφο. Μα τον πετάξαν κι αυτόν για το δήμο. Ενώ οι ίδιοι κυνηγούν τα εισιτήρια διαρκείας για την όπερα, όπου η γυναίκα του βιομηχάνου Μακ Κόρμικ, που έχει ένα γερό πουγγί σε δολάρια, έτσι που να μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και ό,τι της γουστάρει, μπήγει 86
τις τσιρΐδες της και σου ξεσκίζει τ'αυτιά. Κι αλίμονο στους ταξιθέτες αν τύχει και κάνουν καμιά παρατιμονιά: τους πετροβολάει με σάπια μήλα και κλούβια αυγά. Αλλά κι όταν κανένας του «καλού κόσμου» πηγαίνει στον κινηματογράφο, πάλι θα σας πει το ξεδιάντροπο ψέμμα πως ήτανε τάχα στο μπαλέτο ή στην επιθεώρηση που'χει γυμνά νούμερα. Εκείνοι που έχουν δισεκατομμύρια φεύγουν πια από την πέμπτη λεωφόρο που'χει γεμίσει από αυτοκίνητα, από φασαρία κι από ανθρώπινα μπουλούκια και φεύγουν έξω α π ' τ η ν πόλη, εκεί όπου για την ώρα υπάρχουν ήσυχες εξοχικές γωνιές. «Εγώ δε μπορώ πια να ζήσω εδώ», έκανε με νάζι η μις Βάντερμπιλντ και πούλησε το μέγαρό της, γωνία πέμπτη λεωφόρος με οδό πενηντατρία, για έξι εκατομμύρια δολάρια. «Δε μπορώ πια να ζήσω εδώ, όταν αντίκρυ μας είναι το Τσάιλντς, δεξιά φουρνάρικο κι αριστερά κουρείο.» Το απόγεμα οι ευκατάστατοι πηγαίνουν στα θέατρα, στα κοντσέρτα και στις επιθεωρήσεις. Το εισιτήριο εκεί όπου παίζουν γυμνές γυναίκες, πρώτη σειρά πλατεία, έχει δέκα δολάρια. Οι πιο βλάκες πηγαίνουν και κάνουν βόλτα στην κινέζικη συνοικία με αυτοκίνητο που'ναι στολισμένο με φαναράκια. Εκεί τους δείχνουν συνηθισμένα τετράγωνα και σπίτια, όπου πίνουν συνηθισμένο τσάι, μονάχα που αυτοί που το πίνουν δεν είναι αμερικάνοι, αλλά κινέζοι. Τα κάπως φτωχότερα ζευγάρια παίρνουν το πολυθέσιο λεωφορείο για το Κόνι Ά ι λ α ν τ , για το νησί του γλεντιού. Μετά από 'να μακρινό ταξίδι φτάνει κανένας σε κάτι πέρα για πέρα ρούσικα, (εμείς τα λέμε στον τόπο μας αμερικάνικα), βουνά, σε κάτι πανύψηλες ρόδες που ανεβάζουν ψηλά κάτι καμπίνες, κάτι καλύβες της Ταϊτής όπου χορεύουν με φόντο μια φωτογραφία του νησιού. Φτάνει σε κάτι ρόδες του διαβόλου που στριφογυρίζουν και τους ξαπλώνουν κάτω όσους ανεβαίνουν σ ' αυτές. Εκεί υπάρχουν πισίνες για όσους θέλουν να κολυμπήσουν και γαϊδουράκια για όσους προτιμούν τη γαϊδουροκαβαλαρία. Κι όλα αυτά μέσα σε μια τέτια πλημμύρα από φως, που δε μπορεί να βγει μπροστά του ούτε η πιο αστραφτερή διεθνής έκθεση του Παρισιού. 87
Σε ορισμένα περίπτερα είναι συγκεντρωμένα τα πιο αποκρουστικά τέρατα του κόσμου: η γυναίκα με το γένι, ο άνθρωπος πουλί, η γυναίκα με τα τρία ποδάρια και άλλα τέτια, κάτι όντα, δηλαδή, που ξεσηκώνουν τον ανυπόκριτο ενθουσιασμό των αμερικάνων. Εδώ παίρνουν κάτι γυναίκες πεινασμένες για ένα κομμάτι ψωμί, που τις αλλάζουν μάλιστα ταχτικά, τις βάζουν μέσα σε κάσες για να δείξουν πως τις τρυπάει το ξίφος δίχως να πονέσουν. ' Αλλες τις καθίζουν σε μια καρέκλα με μανιβέλα και δημιουργούν ηλεκτρικό ρεύμα, ώσπου με την επαφή τους να πετούν σπίθες. Ποτέ άλλοτε δεν έχω ξαναϊδεί μια τέτια παλιανθρωπιά να ξεσηκώνει τόση χαρά στους θεατές. Το Κόνι Ά ι λ α ν τ , είναι το θέλγητρο του κοριτσίστικου κόσμου της Αμερικής. Πόσοι και πόσοι δεν φιλήθηκαν εδώ σ'αυτούς τους περιστρεφόμενους λαβύρινθους για πρώτη φορά. Και πόσοι δεν έλυσαν οριστικά το πρόβλημα της παντριάς τους στο δρόμο της επιστροφής τους με τον υπόγειο, που κρατάει μια ώρα. Έ ν α τέτιο ηλίθιο καρναβάλι φαίνεται ίσως η ευτυχισμένη ζωή στους νεοϋρκέζους ερωτευμένους. Καθώς έβγαινα σκέφτηκα πως δεν είναι σωστό να φύγω α π ' τ ο λούνα παρκ, δίχως να δοκιμάσω ούτε μια απ'τις χαρές του. Μου ήταν πέρα για πέρα αδιάφορο το τι θα'κανα. Γι'αυτό και άρχισα μελαγχολικά να πετάω κρίκους στις κούκλες που στριφογυρίζανε. Προκαταβολικά θέλησα να μάθω το κόστος της διασκέδασης: οκτώ κρίκοι εικοσιπέντε σεντς. Αφού έριξα δεκάξι κρίκους, άπλωσα ευγενικά ένα δολάριο, λογαριάζοντας πολύ σωστά να πάρω πίσω το μισό. Ο καταστηματάρχης πήρε το δολάριο και με παρακάλεσε να του δείξω τα ψιλά μου. Κι εγώ, δίχως να πάει ο νους μου σε τίποτα κακό, έβγαλα απ' την τσέπη μου τρία δολάρια σε ψιλά. Ο άνθρωπος με τους κρίκους έμασε τα ψιλά α π ' τ η ν παλάμη μου και τ α ' χ ω σ ε στην τσέπη. Κι όταν εγώ άρχισα να του φωνάζω θυμωμένος, με άρπαξε α π ' τ ο μανίκι και με πρόσταξε να του δείξω τι χαρτονομίσματα έχω απάνω μου. Γεμάτος 88
περιέργεια έβγαλα τα δέκα δολάρια που είχα μαζί μου. Σαν αστραπή ο αχόρταγος ψυχαγωγητής άπλωσε το χέρι του και μου τα βούτηξε. Και χρειάστηκαν ύστερα ένα σωρό παρακάλια κι από μένα κι από κείνους που με συνοδεύαν για να μου δόσει πίσω πενήντα σέντς ίσα-ίσα για τα εισιτήρια της επιστροφής. Συμπερασματικά, όπως μου εξήγησε ο κάτοχος αυτού του ωραίου παιχνιδιού, εγώ έπρεπε να πετάξω διακόσιους σαρανταοχτώ κρίκους, δηλαδή, λογαριάζοντας μισό λεπτό για τον κάθε κρίκο, έπρεπε να απασχοληθώ εκεί πάνω από δυο ώρες. Καμιά αριθμητική δε βοηθούσε στην περίσταση. Κι όταν τελικά τον φοβέριξα πως θα πάω να παραπονεθώ στον αστυνομικό, αυτός μου απάντησε μ ' έ ν α ν ατέλειωτο, δυνατό, ξεγυρισμένο καγχασμό. Ο αστυνομικός πρέπει να πάρει απ'αυτή τη δουλιά για δικό του μερίδιο τους σαράντα κρίκους. Αργότερα οι αμερικάνοι μου εξήγησαν, ότι έπρεπε αυτουνού του ανθρώπου με τους κρίκους να του κατέβαζα μια ψωμωμένη γροθιά στη μύτη, προτού ακόμα μου ζητήσει και δεύτερο δολάριο. Κι αν μολαταύτα δεν σου γυρίσει πίσω τα λεφτά, ωστόσο θα σ ' έ χ ε ι εκτιμήσει σαν έναν αληθινό αμερικάνο, σαν έναν εύθυμο «αταμπόι». Η κυριακάτικη σχόλη τελειώνει κατά τις δύο τη νύχτα. Τότε όλη η ξεμέθυστη Αμερική παίρνει το δρόμο για το σπίτι, τρικλίζοντας κάμποσο και οπωσδήποτε με κάποιον ερεθισμό. Τα στοιχεία της νεοϋορκέζικης ζωής δεν είναι εύκολο να τα δόσεις. Είναι εύκολο να αραδιάζεις κουβέντες που δεν κοστίζουν τίποτε, φράσεις ηχηρές για τους αμερικάνους, όπως: χώρα του δολάριου, τσακάλια του ιμπεριαλισμού και άλλα τέτια. Αυτό δεν είναι παρά μια ελάχιστη σκηνή α π ' τ η ν τεράστια ταινία της αμερικάνικης ζωής. Το «χώρα του δολάριου» το ξέρει ο κάθε μαθητής του δημοτικού σχολειού. Αν όμως μ'αυτή τη φράση θέλουμε να 89
δείξουμε το κυνήγι που κάνουν οι σπεκουλάντες για το δολάριο, σαν εκείνο που είχαμε μεις στη χώρα μας το 1919 όταν το ρούβλι είχε ξεπέσει, ή σαν εκείνο που είχε παρουσιαστεί στη Γερμανία το 1922, τον καιρό της πτώσης του μάρκου, όταν οι πλούσιοι κι οι εκατομμυριούχοι δεν έτρωγαν στο πρωινό κολατσιό τους ψωμάκια με την ελπίδα ότι το βράδι θα είναι ακόμα πιο φτηνά, τότε μια τέτια αντίληψη είναι απόλυτα λαθεμένη. Είναι τσιγκούνηδες; ' Οχι. Μια χώρα που τρώει μέσα σ'ένα χρόνο μονάχα για παγωτό ένα εκατομμύριο δολάρια, μπορεί να εξασφαλίσει για τον εαυτό της κάποια αλλιώτικα επίθετα. Το δολάριο-θεός, το δολάριο-υιός, το δολάριο - άγιο πνεύμα. Αυτό όμως δεν είναι αντίληψη κάποιων τσιγκούνηδων της δεκάρας, που συμβιβάζονται απλά με την ανάγκη να έχουνε λεφτά, που αποφάσισαν να μαζέψουν κάποιο ποσό για να παρατήσουν μετά το κυνήγι του κέρδους και ν'αρχίσουν να φυτεύουν στον κήπο τους μαργαρίτες ή να βάζουν στα κοτέτσια τους ηλεκτρικό για να βλέπουν οι καημένες οι κλώσσες τους. Ως τα σήμερα ακόμα οι νεοϋρκέζοι αφηγούνται με ευχαρίστηση την ιστορία του καουμπόυ Ντάιμοντ Τζιμ, μια ιστορία παλιά, α π ' τ ο 1911. Ό τ α ν αυτός ο Ντάιμοντ Τζιμ έπιασε μια κληρονομιά από διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια, νοίκιασε ένα ολόκληρο επιβατικό τρένο, το εφοδίασε κανονικά με κρασί κι έτσι, παρέα μ'όλους τους φίλους του και μ ' ό λ ο το σόι του έφτασε στη Νέα Υόρκη. Εκεί έφερε βόλτα όλα τα κρασοπουλιά του Μπροντγουαίη ξόδεψε μέσα σε δυο μέρες πάνω από μισό εκατομμύριο ρούβλια και κίνησε πίσω για τα ράντζα του δίχως σεντς στην τσέπη καθισμένος στο βρώμικο σκαλοπάτι κάποιου φορτηγού τρένου. • Οχι! Στη σχέση ανάμεσα στον αμερικάνο και στο δολάριο υπάρχει ποίηση. Ο αμερικάνος το ξέρει πως το δολάριο είναι η μόνη δύναμη μέσα σ ' α υ τ ή την αστική χώρα με τα εκατόν δέκα εκατομμύρια ψυχές (και στις άλλες χώρες το ίδιο). Κι εγώ είμαι σίγουρος ότι ο αμερικάνος, εξόν απ'όλες τις άλλες γνωστές σε όλους ιδιότητες που έχει το χρήμα, αυτός 90
επηρεάζεται αισθητικά κι α π ' τ ο πρασινωπό χρώμα που έχει το δολάριο. Έ τ σ ι το ταυτίζει με την άνοιξη. Και ο μικρός ταύρος στο οβάλ κλισέ του δολαρίου του φαίνεται πως είναι το δικό του πορτραίτο, το πορτραίτο ενός ανθρώπου δυνατού, που'ναι και το σύμβολο της ευημερίας του. Κι ο μπάρμπα Λίνκολν στο δολάριο κι η δυνατότητα για τον κάθε δημοκράτη να φτάσει στα ψηλά, να μπει ανάμεσα σε τέτιους ανθρώπους, κάνει το δολάριο την πιο όμορφη, την πιο ωραία σελίδα που μπορεί να διαβάσει η νιότη. Ο αμερικάνος που θα σε ανταμώσει στο δρόμο δεν θα σου πει ψυχρά: «Καλημέρα.» Γεμάτος συμπάθεια θα σου φωνάξει: «Μέικ μόνεϊ;» (Κάνεις λεφτά;) Και θα τραβήξει παραπέρα. Ο αμερικάνος δεν θα σου πει έτσι, αόριστα: «Σήμερα δείχνετε άσχημα (ή καλά).» Ο αμερικάνος θα σου πει ακριβώς. «Σήμερα δείχνετε για δυο σεντς.» Ή κι αλλιώς: «Σήμερα δείχνετε για ένα εκατομμύριο δολάρια.» Μιλώντας για σας δεν θα πουν έτσι, ονειροπαρμένα, για να πελαγώσει κι αυτός που θα ακούει στις εικασίες, ότι είσαστε ποιητής, ζωγράφος ή φιλόσοφος. Ο αμερικάνος θα πει με ακρίβεια: «Αυτός ο άνθρωπος κάνει ένα εκατομμύριο διακόσιες τριάντα χιλιάδες δολάρια.» Μ'αυτό τα είπε όλα: και ποιοι είναι οι φίλοι σας, πού σας δέχονται, πού θα πάτε το καλοκαίρι και τα ρέστα. Ο τρόπος που κέρδισες τα εκατομμύριά σου, δεν ενδιαφέρει καθόλου εδώ στην Αμερική. Ό λ α είναι «μπίζνες», όλα επιχείρηση, όλα όσα γεννούν δολάρια. Πήρες ποσοστά από κάποιο ποιητικό σου έργο που έκανε κρότο; Αυτό είναι μπίζνες. Έ κ λ ε ψ ε ς και δεν σ'έπιασαν; Κι αυτό μπίζνες. Τις μπίζνες σου τις μαθαίνουν απ'τα παιδικάτα σου. Πλούσιοι γονιοί καταχαίρονται όταν ο δεκάχρονος γιος τους, αφήνοντας στην πάντα τα βιβλία, κουβαλάει στο σπίτι το πρώτο δολάριο, που το κέρδισε πουλώντας εφημερίδες. «Αυτό το παιδί θα γίνει βέρος αμερικάνος!» 91
Μέσα στο γενικό κλίμα που δημιουργούν οι μπίζνες, μεγαλώνει κι η ευρηματικότητα. Στην παιδική κατασκήνωση, στην καλοκαιρινή παιδική εξοχική κατασκήνωση, όπου γυμνάζουν τα παιδιά με το κολύμπι και το ποδόσφαιρο, τους απαγόρευαν τις βρισιές όταν κάνανε μποξ. «Και πώς θα χτυπηθούμε δίχως να βριστούμε;» παραπονιούνταν στεναχωρεμένα τα παιδιά. Κάποιος απ'τους μελλοντικούς μπίζνεσμεν δούλεψε με το μυαλό του αυτή την ανάγκη. • Ετσι στο αντίσκηνό του εμφανίστηκε τούτη δω η ανακοίνωση: «Με ένα νίκελ (εικοσιπενταράκι), μαθαίνω πέντε ρούσικες βρισιές. Με δυο νίκελ-δεκαπέντε βρισιές.» Σε λίγο το αντίσκηνό του είχε γεμίσει από πελάτες που ήθελαν να μάθουν να βρίζουν, δίχως τον κίνδυνο να τους πάρουν χαμπάρι οι δασκάλοι τους. Κι ο ευτυχής νεαρός που ήξερε τις ρούσικες βρισιές, στεκόταν στη μέση και τους έλεγε: «Λοιπόν, όλοι μαζί: ντουράκ! (βλάκα!) «Ντουράκ!» «Σβόλοτς!» (χαμένο κορμί!) « Οχι "τβόλοτς" - "σβόλοτς".» Στη βρισιά «σούκιν σιν» (σκύλας γιε) χρειάστηκε να παιδευτούν πολύ. Τα χαζοαμερικανάκια λέγανε «ζούκιν σιν». Κι ο τίμιος νεαρός μπίζνεσμαν δεν ήθελε να καλοπληρώνεται και να τους ξεφουρνίζει κάλπικες βρισιές. Στους μεγάλους οι μπίζνες παίρνουν ασύλληπτες, επικές διαστάσεις. Πριν από τρία χρόνια, ένας υποψήφιος για κάποιο δημοτικό αξίωμα με πολλά χρηματικά οφέλη, ένας κύριος Ρίγκελμαν, έπρεπε να τάξει στους εκλογείς του κάποιο έργο κοινής ωφέλειας, αλτρουιστικό. Τους είπε, λοιπόν, ότι θα φκιάσει ένα μεγάλο ξύλινο μπαλκόνι απάνω στην ακτή για όσους θα κάνουν τον περίπατό τους στο Κόνι Ά ι λ α ν τ . Οι ιδιοκτήτες της παραλιακής ζώνης του Κόνι Ά ι λ α ν τ ζητούσαν πολλά λεφτά, πολύ περισσότερα από όσα θα του έδινε το μελλοντικό του αξίωμα. 92
Τότε ο Ρίγκελμαν έφτυσε τους ιδιοκτήτες, μπάζωσε τον ωκεανό με άμμο και πέτρα, έφκιασε έτσι μια λωρίδα στεριάς με πλάτος τριακόσια πενήντα πόδια και μάκρος τριάμισυ μίλια κι έστρωσε μετά αυτή την καινούργια ακτή μ'ένα όμορφο σανίδωμα. Τον Ρΐγκελμαν τον ψήφισαν. Σ ' έ ν α χρόνο είχε βγάλει και με το παραπάνω τη ζημιά, πουλώντας συμφερτικά, σαν άνθρωπος με μεγάλο κύρος, όλες τις επιφάνειες με κάποια θέα της πρωτότυπης επιχείρησής του για διαφημίσεις. Ό τ α ν λοιπόν με την έμμεση πίεση του δολαρίου μπορεί κανένας να κερδίσει αξιώματα, δόξα, αθανασία, τότε με την άμεση εξαγορά μπορείς ν'αγοράσεις και ν'αποκτήσεις τα πάντα. Τις εφημερίδες τις δημιουργούν τα τραστ. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες από τα τραστ πουλιούνται στις μεγάλες φίρμες της ρεκλάμας, σε κείνους που έχουν τα μεγάλα πολυκαταστήματα. Οι εφημερίδες γενικά έχουν πουληθεί τόσο αμετάκλητα και τόσο ακριβά, ώστε ο αμερικάνικος τύπος να θεωρείται πια σαν αδιάφθορος. Δεν υπάρχουν πια λεφτά που να είναι αρκετά για να ξαναγοράσει κανένας έναν δημοσιογράφο που έχει πια πουληθεί. Κι αν τύχει η αξία σου να είναι τόση, ώστε να βρεθούν κάποιοι που να σου προσφέρουν πιο πολλά, τότε αυτό το πράγμα δεν έχεις, παρά να το αποδείξεις και το ίδιο το αφεντικό θα σου ανεβάσει την ταρίφα. Ο τίτλος, αυτό έχει αξία. Πολύ συχνά οι εφημερίδες και οι θεατρικοί επιθεωρησιογράφοι πειράζουν τη μεγάλη σταρ του κινηματογράφου Γκλόρια Σβάνσον, μια πρώην καμαριέρα, που σήμερα βγάζει δεκαπέντε χιλιάδες δολάρια τη βδομάδα και τον όμορφο άντρα της, που είναι κόμης και που η σταρ τον έφερε α π ' τ ο Παρίσι, μαζί με τις τουαλέτες της τελευταίας μόδας και με τα γοβάκια της που'ναι φκιαγμένα από ανανά. Και λίγα για τον έρωτα, επιτρέψτε μου. Μετά τη δίκη των πιθήκων, οι εφημερίδες άρχισαν να φωνάζουν για τον μίστερ Μπράουνινγκ. Αυτός ο εκατομμυριούχος, μεσίτης για αγοραπωλησίες 93
ακίνητων, τωρα στα γερονταματα του κυριευτηκε απο νεανικό πάθος. Κι επειδή ο γάμος ενός γέρου μ'ένα νεαρό κορίτσι είναι πάντα μια υπόθεση ύποπτη, ο εκατομμυριούχος κατέφυγε στην υιοθεσία. Η αγγελία στον τύπο έλεγε: «Εκατομμυριούχος επιθυμεί να υιοθετήσει δεκαεξάχρονη κόρη.» Δώδεκα χιλιάδες σαγηνευτικές προτάσεις, μαζί με τις αντίστοιχες φωτογραφίες από πανέμορφα κορίτσια, έφτασαν από παντού σαν απάντηση. Πρων-πρωί, στις έξι, δεκατέσσερα κορίτσια κάθονταν στο δωμάτιο αναμονής του μίστερ Μπράουνινγκ. Ο Μπράουνινγκ υιοθέτησε την πρώτη (ήταν πολύ μεγάλη η ανυπομονησία της) και γι'αυτό είχε αφήσει ξέπλεκα τα μαλλιά της, σαν κοριτσάκι. Ή τ α ν η πανέμορφη τσέχα Μαρία Σπας. Την άλλη μέρα οι εφημερίδες άρχισαν να τρελαίνονται από τη χαρά τους για την ευτυχία της Μαρίας. Την πρώτη μέρα αγοράστηκαν εξήντα φορέματα. Κρεμάστηκε στο λαιμό της ένα μαργαριταρένιο κολιέ. Μέσα σε τρεις μέρες τα δώρα ξεπέρασαν τα σαράντα χιλιάδες δολάρια. Κι ο ίδιος ο μπαμπάκας φωτογραφήθηκε για τις εφημερίδες σφίγγοντας την κορούλα στο στήθος του. Κι είχε μια έκφραση, σαν εκείνη που μπορεί να δει κανείς μόνο σε κάτι εικόνες που συνηθίζουν να δείχνουν στα κρυφά έξω απ'τα μπορντέλα της Μονμάρτης. Την πατρική ευτυχία τη διατάραξε μονάχα η είδηση, ότι ο μίστερ δοκίμασε να υιοθετήσει ταυτόχρονα κι ακόμα ένα κοριτσάκι δεκατριώ χρονών από τη δεύτερη παρτίδα. Μια κάπως προβληματική παράβλεψη θα μπορούσε να'ναι ίσως το γεγονός ότι η καινούργια αυτή κόρη αποδείχτηκε πως ήταν μια δεκαεννιάχρονη γυναίκα. Τρία παρατΙάνω, τρία παρακάτω. «Φίφτι-φίφτι», δηλαδή, όπως λένε οι αμερικάνοι. Ε, λοιπόν; Ποια είναι η διαφορά; Πάντως ο μπαμπάκας δεν επικαλέστηκε έναν τέτιο λογαριασμό για δικαιολογητικό. Αντίθετα επικαλέστηκε τον 94
αληθινό λογαριασμό του για απόδειξη και τόνισε ότι το ύψος των εξόδων του σ ' αυτή τη μπίζνες δείχνει πολύ καθαρά, πο)ς μόνον αυτός είναι η παθούσα πλευρά. Χρειάστηκε να επέμβει ο εισαγγελέας. Τι έγινε παραπέρα, δεν ξέρω. Οι εφημερίδες σωπάσαν όλες μεμιάς, λες και κάποιος μπούκωσε τα στόματά τους με δολάρια. Είμαι σίγουρος πως αυτός ο ίδιος ο Μπράουνινγκ θα ήταν αποφασισμένος να κάνει σοβαρές αντιπροτάσεις για την αλλαγή της σοβιετικής νομοθεσίας σχετικά με το γάμο, σφίγγοντάς την κάμποσο α π ' τ η ν πλευρά της ηθικής. Σε καμιά χώρα του κόσμου δε λέγονται τόσο πολλές και τόσο μεγάλες ανοησίες, φλυαρίες περί ηθικής υψηλής, ιδανικής και ταρτοΰφικης, όσες ακούγονται με κάθε ευκαιρία εδώ, στις ΗΠΑ. Κάντε μια σύγκριση ανάμεσα σ'αυτόν τον Μπράουνινγκ που γλεντοκοπάει στη Νέα Υόρκη, με τούτη δω τη σκηνή που έγινε σε κάποια πολιτειούλα του Τέξας. Μια συμμορία από καμιά σαρανταριά γριές, υποψιασμένες ότι μια νέα γυναίκα είναι πόρνη και ότι έχει παρτίδες με τους άντρες τους, την πιάνουν, την ξεγυμνώνουν τσίτσιδη, τη βουτούν μέσα στην πίσσα, της ξεριζώνουν τα μαλλιά τρίχα-τρίχα και την κυνηγούν ως έξω α π ' τ η ν πόλη τους περνώντας την μέσα απ'τους πιο κεντρικούς δρόμους που σειώνται α π ' τ α χάχανα. Έ ν α ς τέτιος μεσαίωνας, πλάι-πλάι με την πρώτη στον κόσμο ατμομηχανή «Τουέντι Σέντσερι» του εξπρές! Μια κανονική μπίζνες και μια αληθινή υποκρισία θα χαρακτηρίσουμε ,και την αμερικάνικη νομοθεσία της ποτοαπαγόρευσης. Ουίσκι πουλιέται παντού. • Οταν μπείτε σε μια ταβέρνα, ακόμα και στην πιό ασήμαντη, θα δείτε απάνω σ ' ό λ α τα τραπέζια του ταμπελίτσα: «Αγκαζέ!» Ό τ α ν σ ' α υ τ ή την ίδια ταβερνούλα μπει κανένας έξυπνος, τότε αυτός την περνάει όλη και πάει στην άλλη πόρτα. Ο ταβερνιάρης τον σταματάει εκεί επιτόπου και τον ρωτάει νέτα-σκέτα: «Είστε τζέντλεμαν;» «Και βέβαια!» αποκρίνεται ο επισκέπτης και δείχνει μια πρασινωπή καρτούλα. Είναι τα μέλη μιας λέσχης, (λέσχες υπάρχουν χιλιάδες). 95
αλκοολικών, για να το πούμε πιο απλά, που γΓ αυτούς εγγυώνται τα ίδια τα μαγαζιά. Τον τζέντλεμαν τον αφήνουν να μπει στη διπλανή σάλα. Εκεί μέσα δουλεύουν κιόλας με ανασκουμπωμένα τα μανίκια τους κάμποσοι κοκτεϊλτζήδες, που είναι έτοιμοι να εξυπηρετήσουν τους εισερχόμενους. Απάνω στον μακρύ πάγκο κάθε δευτερόλεπτο αλλάζει το περιεχόμενο, το χρώμα και το σχήμα των ποτηριών. Εκεί μέσα, στα είκοσι πάνω κάτω τραπεζάκια της σάλας, κάθονται οι πελάτες που κολατσίζουν, ρίχνοντας φλογερές ματιές στο τραπέζι που'ναι γεμάτο με κάθε λογής πιοτά. Αφού τελειώσουν με το κολατσιό, ζητάνε: «Σου μποξ!» (ένα κουτί για παπούτσια!) Κι ύστερα βγαίνουν α π ' τ η ν ταβέρνα, κουβαλώντας παρα μάσχαλα ένα καινούργιο ζευγάρι μπουκάλες ουίσκι μέσα στο κουτί. Και η αστυνομία τι κάνει; Έ χ ε ι το νου της να μη τη γελάσουν στη μοιρασιά. "Ενας χοντρολαθρέμπορος πιοτών που πιάστηκε τελευταία είχε στην υπηρεσία του διακόσιους σαράντα αστυνομικούς. Ο επικεφαλής του αγώνα ενάντια στον αλκοολισμό παλεύει, λέει, για να βρει δέκα τίμιους αστυνομικούς. Και φοβερίζει πως θα τα παρατήσει και θα φύγει γιατί τέτιοι αστυνομικοί δεν βρίσκονται. Αυτή τη στιγμή είναι αδύνατο να καταργηθεί ο νόμος που απαγορεύει την πούληση κρασιού, επειδή αυτό δεν συμφέρει πρώτα α π ' ό λ α στους εμπόρους του κρασιού. Και οι έμποροι αυτού του είδους, μαζί με τους μεσάζοντες, είναι ολόκληρη στρατιά: ένας στους πεντακόσους αμερικάνους. Μια τέτια βάση, θεμελιωμένη στο δολάριο, κάνει πολλές και μάλιστα πολύ λεπτές αποχρώσεις της αμερικάνικης ζωής να δείχνουν σαν μια κακόγουστη γελοιογραφία της θέσης ότι η συνείδηση και το εποικοδόμημα καθορίζονται α π ' τ η ν οικονομία. Οταν μπροστά στα μάτια σας γίνεται μια ασκητική συζήτηση για τη γυναικεία ομορφιά και οι αντίδικοι είναι χωρισμένοι σε δυο παρατάξεις, η,ιμια να θέλει τις αμερικάνες με κοντά μαλλιά κι η άλλη να τις θέλει μακριμαλλούσες, αυτό δεν πάει να πει πως έχετε να κάνετε με κάποιους αισθητικούς ανιδιοτελείς. Καθόλου. 96
Υπέρ των μακριών μαλλιών ορύονται μέχρι που βραχνιάζουν οι βιομήχανοι που φκιάνουν φουρκέτες και που με το κοντό κούρεμα έπεσε η παραγωγή τους. Και τα κοντά μαλλιά τα υποστηρίζει το τραστ εκείνων που έχουν κομμωτήρια, γιατί τα κοντά μαλλιά των γυναικών έριξαν στα χέρια των μπαρμπέρηδων μια δεύτερη κουρευόμενη ανθρωπότητα. Ό τ α ν μια ντάμα δεν θέλει να σας συνοδέψει στο δρόμο, επειδή κρατάτε τα σολιασμένα παπούτσια σας τυλιγμένα σε χαρτί εφημερίδας, τότε πρέπει να ξέρετε πως όλη την προπαγάνδα για τα όμορφα δέματα την κάνει ο βιομήχανος που παράγει χαρτί για περιτύλιγμα. Ακόμα και για ένα ζήτημα σχετικά εξωκομματικό, ας πούμε, όπως είναι η εντιμότητα και που γύρω απ'αυτήν υπάρχει μια ολόκληρη φιλολογία, ακόμα, λοιπόν και για μια τέτια υπόθεση ορύονται και κάνουν προπαγάνδα οι πιστωτικές εταιρείες που δίνουν δάνεια στους ταμίες για να πληρώνουν εγγύηση για το πόστο τους. Κι αυτό γίνεται για να μαθαίνουν οι ταμίες να λογαριάζουν τίμια τα ξένα λεφτά και να μην αρπάζουν α π ' τ α μαγαζιά τα ταμεία τους και γίνονται καπνός, αλλά και για να μένει άθικτη και να μη χάνεται η εγγύηση. Με ανάλογους δολαριακούς συνειρμούς εξηγείται και το ιδιόμορφο και ζωηρό φθινοπωρινό παιχνίδι. Στις 14 του Σεπτέμβρη με προειδοποίησαν: βγάλε το ψαθάκι σου. Την άλλη μέρα, 15 του μήνα, σε όλες τις γωνιές μπροστά στα καπελάδικα, είχαν στηθεί ολάκερες συμμορίες, που αρπάζαν τα ψαθάκια απ'τα κεφάλια του κόσμου, τα έσπαζαν επιτόπου, βγάζανε τους σκληρούς πάτους και τα υπόλοιπα τρύπια τρόπαια τα περνάγαν δεκαριές ολόκληρες στα χέρια τους. Δεν είναι καθόλου καθώς πρέπει να κυκλοφορείς το φθινόπωρο με ψαθάκι. Απ'αυτόν το σεβασμό στην ευπρέπεια κερδισμένοι βγαίνουν και όσοι εμπορεύονται τα καπέλα με τσόχα και τα καπέλα με ψάθα. Τι θα έκαναν οι βιομήχανοι που βγάζουν τσόχινα καπέλα, άμα οι άνθρωποι φορούσαν ψαθάκια και το χειμώνα; Αλλά τι θα έκαναν κι εκείνοι με τα ψάθινα, αν ο κόσμος φορούσε χρόνια ολόκληρα το ίδιο καπέλο; Εκείνοι που τρυπούν τα καπέλα (καμιά φορά και τα 97
κεφάλια) πληρώνονται απ'τους βιομηχάνους μια τσίχλα το καπέλο. "Οσα ειπώθηκαν ως τώρα για την καθημερινή ζωή στη Νέα Υόρκη δεν είναι, βέβαια, και η προσωπογραφία αυτής της ζωής. Είναι απλά μερικά ξέχωρα χαρακτηριστικά της: τα τσίνορα, οι πανάδες, τα ρουθούνια της. Αλλά αυτές οι πανάδες και τα ρουθούνια είναι πολύ χαρακτηριστικά γνωρίσματα για όλη τη μικροαστική μάζα. Μια μάζα που σκεπάζει σχεδόν ολόκληρη την αστική τάξη. Μια μάζα που τη διογκώνουν όλα τα μεσαία στρώματα. Μια μάζα που κατακλύζεται κι α π ' τ η «σιγουρεμένη» μερίδα της εργατικής τάξης. Αυτή τη μερίδα που απόχτησε με δόσεις ένα σπιτάκι, που πληρώνει α π ' τ ο βδομαδιάτικο τη δόση για ένα φορντάκι και που πάνω α π ' ό λ α τρέμει μην τύχει και μείνει άνεργη. Ανεργία πα να πει σπρωξιά κατά πίσω. Διώξιμο α π ' τ ο σπίτι που δεν έχει ξοφληθεί, κατάσχεση του φορντ που κι αυτό δεν έχει ξεχρεωθεί, σταμάτημα του βερεσέ στο χασάπικο και τα λοιπά. Και οι εργάτες της Νέας Υόρκης θυμούνται καλά εκείνες τις χινοπωριάτικες νύχτες του 1920-1921, τότε που ογδόντα χιλιάδες άνεργοι κοιμούνταν στο Τσέντραλ Παρκ. Η αμερικάνικη αστική τάξη ξέρει καλά τον τρόπο να διασπάει τους εργάτες σε κομμάτια-κομμάτια διαφοροποιώντας την ειδίκευση και το ύψος του μεροκάματου. Το ένα κομμάτι γίνεται το στήριγμα της κίτρινης ηγεσίας στα συνδικάτα, εκείνων των εργατοπατέρων με τους τρίπατους σβέρκους και τα δυο πιθαμές πούρα. Δηλαδή, εκείνης της ηγεσίας που είναι στ'αλήθεια και ολοφάνερα πουλημένη στην αστική τάξη. Το άλλο κομμάτι είναι το επαναστατικό προλεταριάτο. Το αληθινό προλεταριάτο που δεν τ ο ' χ ο υ ν μπλεγμένο οι διάφοροι ψευτοηγέτες στις κοινές τραπεζικές επιχειρήσεις. Ενα τέτιο προλεταριάτο και υπάρχει και παλεύει. Τις μέρες που βρισκόμουν εκεί, οι επαναστάτες ράφτες από τρία τμήματα του σωματείου ραφτών γυναικείας μόδας, τα τμήματα δεύτερο, έννατο και εικοστό δεύτερο, έκαναν μακρόχρονη πάλη ενάντια στον «ηγέτη» του σωματείου τους, τον πρόεδρο Μόρις Ζίγκμαν που προσπαθούσε να κάνει το 98
σωματείο ένα τμήμα υποχείριο στις διαθέσεις των εργοστασιακών λακέδων. Στις 20 Αυγούστου είχε οργανωθεί από την «Ενιαία Επιτροπή Αγώνα» μια διαδήλωση ενάντια στον Ζίγκμαν. Στη διαδήλωση στη Γιούνιον Σκουέρ, πήραν μέρος δυο χιλιάδες περίπου άτομα, ενώ τριάντα χιλιάδες εργάτες διέκοψαν τη δουλιά τους για δυο ώρες, σ'ένδειξη αλληλεγγύης προς τους διαδηλωτές. Και δεν είναι τυχαίο το ό,τι η διαδήλωση είχε γίνει στη Γιούνιον Σκουέρ, απέναντι α π ' τ α παράθυρα της εβραϊκής κομμουνιστικής εφημερίδας «Φραιχάιτ». Είχε οργανωθεί και μια καθαρά πολιτική διαδήλωση σ'ένδειξη διαμαρτυρίας για την άρνηση των αμερικάνικων αρχών να επιτρέψουν την είσοδο του εγγλέζου κομμουνιστή βουλευτή Σακλατβάλ στην Αμερική. ' Αμεσος οργανωτής της διαδήλωσης ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ. Στη Νέα Υόρκη εκδίδονται τέσσερες κομμουνιστικές εφημερίδες: ο «Νέος Κόσμος» (ρούσικη), η «Φραϊχάιτ» (εβραίικη), η «Σόντενι Βίστι» (ουκρανική) και μια φιλλανδέζικη. Η «Ντέιλυ Γουώρκερ» είναι το κεντρικό όργανο του Κόμματος και βγαίνει στο Σικάγο. Ό λ ε ς αυτές οι εφημερίδες, στη Νέα Υόρκη που έχει τρεις χιλιάδες μέλη του Κόμματος, εκδίδονται και κυκλοφορούν μόνο στη Νέα Υόρκη σε εξήντα χιλιάδες αντίτυπα. Δεν πρέπει να υπερεκτιμάει κανένας την επιρροή αυτής της μάζας που έχει κομμουνιστικές τάσεις και που είναι στην πλειοψηφία της ξενικής προέλευσης. Να περιμένει κανένας άμεσες επαναστατικές εκδηλώσεις στην Αμερική θα ήταν αφέλεια. Αλλά και το να υποτιμάει κανένας τις εξήντα χιλιάδες ανθρώπους, θα ήταν κι αυτό μια επιπολαιότητα. Αμερική. Ό τ α ν λες «Αμερική» στη φαντασία σου ζωντανεύουν αμέσως η Νέα Υόρκη, οι αμερικάνοι θείοι, τα άγρια άλογα, ο πρόεδρος Κούλιτζ και όλα τα άλλα εξαρτήματα που ανήκουν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής.· Είναι, βέβαια, περίεργο, αλλά είναι αλήθεια. Και είναι περίεργο γιατί Αμερικές υπάρχουν τρεις ολόκληρες: η Βόρεια, η Κεντρική και η Νότια. 99
Οι ΗΠΑ δεν πιάνουν ούτε όλη την έκταση της Βόρειας Αμερικής. Κι όμως, ορίστε! Αφαίρεσαν, ιδιοποιήθηκαν και αντικατάστησαν την ονρμασία για όλες τις Αμερικές. Και αλήθεια είναι ότι το δικαίωμα να λέγονται Αμερική, οι Ηνωμένες Πολιτείες το πήραν με τη βία, με τα θωρηκτά τους και με τα δολάρια, σκορπώντας τον τρόμο στις γειτονικές τους δημοκρατίες και στις αποικίες. Μόνο μέσα στο σύντομο τρίμηνο διάστημα που έζησα εκεί, οι αμερικάνοι κούνησαν απειλητικά τη σιδερένια τους γροθιά μπροστά στη μύτη των μεξικάνων απ'αφορμή το μεξικάνικο σχέδιο εθνικοποίησης του δικού τους, του αναπόσπαστου γήινου υπεδάφους τους. Έ σ τ ε ι λ α ν στρατό να στηρίξει κάποια κυβέρνηση που την είχε στρώσει στο κυνήγι ο λαός της Βενεζουέλας. Είπαν στην Αγγλία μ'έναν ευκολονόητο υπαινιγμό πως σε περίπτωση που δεν θα πληρώσει τα χρέη της μπορεί ν'αρχίσει να τρίζει ο σιτοπαραγωγικός Καναδάς της. Το ίδιο έταζαν και στους γάλλους. Και πριν από τη διάσκεψη για την πληρωμή του γαλλικού χρέους, τη μια έστελναν τους αμερικάνους αεροπόρους στο Μαρόκο για να βοηθήσουν τους γάλλους, ενώ την άλλη ξαφνικά γινόντανε φιλομαροκινοί και από ανθρωπιστικά αισθήματα κινούμενοι ανακαλούσαν τους αεροπόρους τους πίσω. Αυτό μεταφρασμένο στην απλορωσική θα πει: δόσε λεφτάπάρε αεροπόρους. Το ότι Αμερική και Η Π Α είναι ένα και το αυτό, το ξέρανε όλοι. Ο πρόεδρος Κούλιτζ απλά το διατύπωσε πιο επιγραμματικά σε ένα από τα τελευταία διατάγματά του, αποκαλώντας τις ΗΠΑ και μόνον αυτές, Αμερική. Στα χαμένα πήγαν όλες οι διαμαρτυρίες που έκαναν οι δεκάδες άλλες δημοκρατίες και πιο πολύ οι άλλες Ηνωμένες Πολιτείες, (λόγου χάρη οι Ηνωμένες Πολιτείες του Μεξικού), που αποτελούν την Αμερική. Τη λέξη «Αμερική» την έχουν προσαρτήσει πια οριστικά. Αλλά τι κρύβεται πίσω απ'αυτή τη λέξη; Τι είναι Αμερική; Τι πα να πει αμερικάνικο έθνος, αμερικάνικο πνεύμα; Την Αμερική εγώ την είδα μόνο μέσα απ'τα παράθυρα του βαγονιού. 100
Αυτό όμως φαίνεται πως είναι αρκετό για την Αμερική. Γιατί ολόκληρη σαν χώρα τη διασχίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις κι από τη μιαν άκρη της στην άλλη, αμέτρητες σιδηροδρομικές γραμμές. Κι αυτές οι γραμμές τραβούν πλάιπλάι πότε τέσσερες, πότε καμιά δεκαριά και πότε δεκαπέντεδεκαπέντε. Καν πέρα απ'αυτές τις γραμμές, μονάχα σε κάποιον μικρότερο βαθμό, υπάρχουν άλλες καινούργιες γραμμές από κάποιες νέες εταιρείες σιδηροδρόμων. "Ενας ενιαίος, κοινός πίνακας δρομολογίων δεν υπάρχει. Γιατί απλούστατα ο κύριος σκοπός αυτών των γραμμών δεν είναι να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα του επιβατικού κοινού, αλλά το δολάριο και ο συναγωνισμός του κάθε επιχειρηματία με το γείτονά του. Αυτός είναι ο λόγος που όταν βγάζεις ένα εισιτήριο στο σταθμό κάποιας μεγάλης πόλης, δεν είσαι σίγουρος ποτέ αν αυτό είναι το πιο γρήγορο, το πιο φτηνό και το πιο άνετο ταξιδιωτικό μέσο για να πας από τη μια πόλη στην άλλη. Πολύ περισσότερο, όταν το κάθε τρένο παρουσιάζεται σαν εξπρές, σαν ταχυδρομικό ή σαν ταχεία. Το ένα τρένο κάνει απ'το Σικάγο ίσαμε τη Νέα Υόρκη 32 ώρες, το άλλο κάνει 24 κι ένα τρίτο κάνει 20. ' Ολα τους όμως λέγονται το ίδιο: εξπρές! Σ'αυτά τα εξπρές ταξιδεύουν οι επιβάτες με το εισιτήριο περασμένο στην κορδέλα του καπέλου τους. Έ τ σ ι είναι πιο βολικά. Δεν χρειάζεται να νευριάζει κανένας και να ψάχνει για το εισιτήριο όταν φτάσει ο ελεγκτής. Κι αυτός έχει μαθημένο πια το χέρι του, το απλώνει και παίρνει το εισιτήριο απ"την κορδέλα του καπέλου. Παραξενεύεται μάλιστα πολύ όταν δεν βρει το εισιτήριο χωμένο στην κορδέλα. Αν ταξιδεύετε με βαγόνι ύπνου, που εδώ στην Αμερική το λένε πούλμαν και το λογαριάζουν και το διαφημίζουν σαν το πιο εξυπηρετικό και αναπαυτικό, τότε όλη η υπόστασή σου σαν ανθρώπου που έχει ιδέα περί οργάνωσης, θα κλονιστεί σοβαρά δυο φορές τη μέρα, μια το πρωί και μια το βράδι από μια απρόβλεφτη και ανόητη φασαρία. Στις εννιά το βράδι αρχίζουν να αλλάζουν την εσωτερική διαρρύθμιση του βαγονιού. Κατεβάζουν τα κρεβάτια που τα είχαν στοιβαγμένα απάνω στο ταβάνι του βαγονιού. Ξετυλί101
γουν στρώματα. Συνδέουν κάτι σιδερόβεργες. Περνούν κρίκους στους μπερντέδες. Στήνουν με φασαρία σιδερένια χωρίσματα ανάμεσα στα κρεβάτια. Και όλα αυτά τα πονηρά κόλπα μπαίνουν σε ενέργεια για να χωρίσουν το μάκρος του βαγονιού σε δυο μεριές και να στήσουν είκοσι κρεβάτια χωρισμένα με μπερντέδες, αφήνοντας στη μέση έναν διάδρομο τόσο στενό που με το ζόρι σε χωράει να περάσεις. Έ τ σ ι αυτό δεν είναι διάδρομος, αλλά μια σκέτη χαράδρα. Για να τρυπώσει κανείς στο διαμέρισμα την ώρα που συγυρίζονται τα κρεβάτια, πρέπει ν α ' χ ε ι την επιδεξιότητα του ακροβάτη για να μην τρακάρει τους πισινούς των δυο μαύρων που κάνουν αυτή τη δουλιά της συναρμολόγησης και την ώρα τούτη τα κεφάλια τους είναι χωμένα στην κουκέτα που συγυρίζουν. Για να στρίψεις, να τεντωθείς λιγάκι μέσα στο χώρο του βαγονιού, πρέπει να διπλωθείς στα δυο. Και πιο πολύ με τη σκαλίτσα που ανεβάζει στο απάνω μέρος της κουκέτας, δεν ξεμουδιάζεις καθόλου. Γ ι ' α υ τ ό αλλάζεις τη θέση της σκαλίτσας κι έτσι βρίσκεσαι ξαπλωμένος ανάποδα στο βαγόνι. Για να ξεντυθείς πρέπει να κρατάς με αγωνία τους μπερντέδες γιατί ξεθηλυκώνονται. Μονάχα έτσι θα γλιτώσεις από τις οργισμένες τσιρίδες που θα ξαπολύσουν εναντίον σου οι εξηντάρες συνοδοί κάποιας αδελφότητας νεαρών χριστιανών κορασίδων που ξεντύνονται αντικρυνά σου. Την ώρα που γίνεται αυτή η δουλιά της συναρμολόγησης εσύ έχεις ξεχάσει να συμμαζέψεις τα γυμνά πόδια σου που βγαίνουν κολλητά έξω α π ' τ ο ν μπερντέ. Και τότε αυτός ο αναθεματισμένος νέγρος που περνάει κουνιστός και λυγιστός από κει σε πατάει με όλα τα ογδόντα κιλά του απάνω στους κάλους. Στις 9 το πρωί αρχίζει η φασαρία της αποσύνδεσης των κρεβατιών και η μετατροπή του βαγονιού σε «καθιστικό». Η δική μας, η ευρωπαϊκή διαρρύθμιση των βαγονιών σε μικρά κουπέ, ακόμα και των σκληρών βαγονιών της τρίτης θέσης, είναι πολύ πιο πρακτική και εξυπηρετική α π ' τ ο αμερικάνικο σύστημα του πούλμαν. Εκείνο που μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση είναι ότι τα τρένα εδώ στην Αμερική μπορεί ν α ' χ ο υ ν μεγάλες καθυστερή102
σεις, δίχως να υπάρχουν κάποιες ιδιαίτερες αιτίες, όπως είναι τα δυστυχήματα. Αμέσως μετά από μια διάλεξη που είχα στο Σικάγο ήμουν αναγκασμένος να φύγω νύχτα από κει για να προκάνω μια άλλη διάλεξη που θα έκανα στη Φιλαδέλφεια. Το ταξίδι είναι είκοσι ώρες με το εξπρές. Εκείνη τη νυχτερινή ώρα όμως έφευγε μονάχα ένα τρένο που θα είχε δυο αλλαγές τρένου σ ' ό λ η την πορεία. Ο ταμίας, μ ' ό λ ο που η κάθε αλλαγή α π ' τ ο ένα τρένο σ τ ' ά λ λ ο θα είχε διορία πέντε λεπτά, δε μπορούσε και δεν αναλάβαινε να μου εγγυηθεί την ακρίβεια του χρόνου άφιξης και μεταβίβασης στο άλλο βαγόνι, μ ' ό λ ο που πρόσθεσε πως οι πιθανότητες να καθυστερήσει αυτό το τρένο είναι ελάχιστες. Είναι πολύ πιθανό, η αποφυγή του να μου δόσει μια καθαρή απάντηση, να εξηγείται με την προσπάθειά του να δυσφημήσει την άλλη εταιρεία που συναγωνίζεται τη δική τους. Στις στάσεις που κάνει το τρένο οι επιβάτες κατεβαίνουν τρέχοντας, αγοράζουν μικρά ματσάκια σέλινο και ξαναγυρνούν στα βαγόνια τους μασώντας, πάλι τρέχοντας, τα κοτσάνια. Το σέλινο έχει σίδερο και το σίδερο κάνει καλό στους αμερικάνους. Ετσι, λοιπόν, οι αμερικάνοι αγαπούν το σέλινο. Στην πορεία του ταξιδιού βλέπει κανένας πολλά απεριποίητα δασάκια που μοιάζουν με τα ρούσικα, γήπεδα όπου παίζουν ποδοσφαιριστές με τις πολύχρωμες φανέλες τους και παντού τεχνολογία, τεχνολογία και ξανά τεχνολογία. Αυτή η τεχνολογία δε σταματάει, αναπτύσσεται συνέχεια. Κι απάνω της είναι αποτυπωμένη μια παράξενη σφραγίδα: όταν τη βλέπεις απ'έξω, επιφανειακά, σου δίνει την εντύπωση πως είναι κάτι μισοτελειωμένο, κάτι προσωρινό. Θαρρείς πως το οικοδόμημα, οι τοίχοι α π ' τ ο εργοστάσιο δεν έχουν θεμέλια, πως είναι πράγματα προσωρινά, για μια μέρα, για ένα χρόνο. Οι στύλοι του τηλέγραφου, ακόμα και οι κολόνες του ρεύματος για τα τραμ, είναι σχεδόν παντού ξύλινοι. Τεράστια ντεπόζιτα με φωταέριο, που ένα μονάχα σπίρτο θα έφτανε να τινάξει στον αέρα τη μισή πόλη, φαίνονται 103
να'ναι αφύλαχτα. Μονάχα στον καιρό του πολέμου είχαν βάλει εκεί σκοπιές. Πώς εξηγείται αυτό το πράγμα; Θαρρώ πως η εξήγηση βρίσκεται στον αρπαχτικό, τον καταχτητικό χαρακτήρα που έχει η αμερικάνικη ανάπτυξη. Η τεχνολογία εδώ είναι πιο πλατιά, πιο εκτεταμμένη α π ' τ η γερμανική. Αλλά δεν έχει την παμπάλαια κουλτούρα του τεχνικού πολιτισμού. Εκείνη την κουλτούρα που υπαγορεύει, όχι μονάχα να στοιβιάζεις το ένα κτίριο απάνω στ'άλλο, αλλά που θέλει την αρμονία του συνόλου με τις λεπτομέρειες, την αρμονία ακόμα και της καγκελόφραχτης μάντρας με το σύνολο του εργοστασιακού κτιρίου. Φύγαμε από το Μπίκον (έξι ώρες ταξίδι από τη Νέα Υόρκη) και πέσαμε δίχως καμιά προειδοποίηση απάνω σε μια γενική ανακατασκευή του δρόμου. Σε κείνο το σημείο δεν είχαν αφήσει μέρος για να περνούν τα αυτοκίνητα. (Οι ιδιοκτήτες της γειτονιάς έφτιαχναν το δρόμο, καταπώς φαίνεται, για δικό τους λογαριασμό και γ ι ' α υ τ ό λίγο τους ένοιαζε το άνετο πέρασμα για τους άλλους.) Αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε σε διπλανούς δρόμους. Κι έτσι αρχίσαμε να ρωτάμε συνέχεια τους περαστικούς για να πάμε σωστά, επειδή πουθενά δεν υπήρχε πινακίδα που να μας δείχνει το δρόμο. Στη Γερμανία κάτι τέτιο είναι αδιανόητο κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμα και στην πιο απόμερη γωνιά. Π α ρ ' ό λ ο τον επιβλητικό χαρακτήρα που έχουν τα οικοδομήματα της Αμερικής, π α ρ ' ό λ η την άφταστη για την Ευρώπη ταχύτητα της οικοδόμησης στην Αμερική, παρ'όλο το ύψος, τις ανέσεις και την απλοχωριά που έχουν ον ουρανοξύστες τους, μολαταύτα και τα κτίρια στην Αμερική σου δημιουργούν γενικά την παράξενη εντύπωση του προσωρινού. Μπορεί η εντύπωση αυτή να είναϊ φαινομενική. Ισως επειδή στην κορφή από ένα τεράστιο οικοδόμημα, λόγου χάρη, υπάρχει μια πελώρια δεξαμενή νερού. Το νερό, ίσαμε το έκτο πάτωμα το χορηγεί η υπηρεσία ύδρευσης της πόλης. Από κει και πάνω το οικοδόμημα εξασφαλίζει το νερό από μόνο του. Με την πίστη που υπάρχει στην παντοδυναμία της αμερι104
κάνικης τεχνικής, ένα τέτιο οικοδόμημα φαίνεται σα να έχει σκαρωθεί έτσι στα πεταχτά, ότι γρήγορα θα μεταποιηθεί από κάποιο άλλο υλικό, ή ότι θα πάει για κατεδάφιση μόλις καλυφθεί η βιαστική ανάγκη που επέβαλε το χτίσιμο του. Αυτό το στοιχείο προβάλλει πέρα για πέρα αποκρουστικά στα οικοδομήματα εκείνα που από την ίδια την ουσία του προορισμού τους είναι προσωρινά. Έ χ ω πάει στο Ράκοβεί Μπιτς (ένας εξοχικός συνοικισμός της Νέας Υόρκης, μια πλαζ για τα μεσαία στρώματα). Χειρότερα κτίσματα από τούτα δω που έχουν κολλήσει απάνω στην ακτή, δεν έχω ξαναδεί. Ούτε δυο ώρες δεν θα μπορούσα να μείνω σ ' έ ν α τέτιο σπίτι που θυμίζει τις χειροποίητες ταμπακέρες της Καρέλιας. Ό λ α τα τυποποιημένα σπίτια είναι όμοια, ίδια με σπιρτοκούτια, με την ίδια μάρκα και με το ίδιο σχήμα. Είναι διαταγμένα στο χώρο σαν τους επιβάτες απ "τα θερινά τραμ που γυρνούν το βράδι της Κυριακής α π ' τ η ν εξοχή του Σοκόλνικι. Αμα ανοίξεις το παράθυρο α π ' τ ο αποχωρητήριο τότε μπορείς να ιδείς όλα όσα γίνονται στον καμπινέ του γείτονα. Κι άμα ο γείτονας έχει αφήσει την πόρτα του μισοανοιχτή, τότε μπορείς να ιδείς μέσα α π ' τ ο γειτονικό σπίτι και το αποχωρητήριο των άλλων παραθεριστών παραπέρα. Τα σπίτια'είναι τοποθετημένα στις στενές κορδέλες των μικρών δρόμων, όπως παρατάσσονται οι φαντάροι στην παρέλαση: αγκώνα με αγκώνα. Το υλικό της κατασκευής τους είναι τέτιο, ώστε να ακούς, όχι μόνο τον κάθε αναστεναγμό και το κάθε μούρμουρο του ερωτευμένου γείτονα, αλλά και πίσω απ' τον τοίχο του σπιτιού σου να μπορείς να πιάνεις με τη μύτη τις πιο ανεπαίσθητες αποχρώσεις της μυρουδιάς απ'τα φαγητά του τραπεζιού του γείτονα. • Ενας συνοικισμός αυτού του είδους είναι η πιο τελειοποιημένη μηχανή του επαρχιωτισμού και της χωριάτικης κακογλωσσιάς σ ' ό λ ο τον κόσμο. Ακόμα και τα πιο μεγάλα, τα πιο καινούργια και τα πιο άνετα οικοδομήματα φαίνονται έτσι σαν προσωρινά, επειδή ολόκληρη η Αμερική και ιδιαίτερα η Νέα Υόρκη βρίσκονται σε οικοδομική ανέγερση, σε μόνιμη οικοδομική ανέγερση. Γκρεμίζουν τα κτίρια με τα δέκα πατώματα για να χτίσουν 105
απάνω τους άλλα με είκοσι πατώματα. Και τα κτίρια με τα είκοσι, για να χτίσουν άλλα με τριάντα, με σαράντα πατώματα και τράβα κορδόνι!.. Η Νέα Υόρκη είναι πάντα γεμάτη σωρούς από πέτρες κι από ατσάλινους σιδεροδοκούς και πάντα πνιγμένη στο σαματά που κάνουν τα τρυπάνια και τα σφυριά. Είναι ένα αληθινό και μεγάλο πάθος για χτίσιμο. Οι αμερικάνοι χτίζουν με τέτιον τρόπο, λες και παίζουν για χιλιοστή φορά το πιο ενδιαφέρον θεατρικό έργο που τ ο ' χ ο υ ν μάθει απ'όξω κι ανακατωτά. Δε μπορείς ν'αποτραβήξεις τη ματιά τους απ'αυτό το θέαμα της σβελτάδας και της τόλμης. Σ'ένα χέρσο οικόπεδο στήνουν μια φαγάνα. Κι αυτή μ'ένα βουητό που ταιριάζει στο σουλούπι της δαγκώνει το χώμα, το τρίβει και την ίδια στιγμή το φτύνει απάνω στις καρότσες απ'τα φορτηγά αυτοκίνητα που πάνε κι έρχονται ασταμάτητα. Στη μέση α π ' τ ο εργοτάξιο στήνουν ένα πελώριο σπονδυλωτό γερανό, που σηκώνει τεράστιους ατσάλινους σωλήνες και τους μπήγει με το ατμόσφυρό του, (ξεφυσώντας μ ' ό λ ο το μηχανικό σύστημά του σα ν α ' χ ε ι συνάχι), στο σκληρό έδαφος, λες κι είναι ψιλά καρφάκια. Οι χειριστές βοηθάνε το σφυρί να καθήσει απάνω στο σωλήνα και με το αλφάδι μετρούν τις αποκλίσεις του. ' Αλλα μπράτσα του γερανού σηκώνουν ατσαλοδοκούς και τραβέρσες, και τις τοποθετούν στη θέση τους δίχως καθόλου χτυπήματα, μόνο σήκωμα και βίδωμα. Ό σ ο υψώνεται η οικοδομή, τόσο υψώνεται κι ο γερανός, λες και πιάνουν το κτίσμα α π ' τ α μαλλιά καν το τραβούν απάνω. Σ ' έ ν α μήνα, μπορεί και πιο γρήγορα, τραβούν από κει τον γερανό. Το κτίριο είναι έτοιμο. Εδώ επαναλαβαίνεται ο περίφημος κανόνας για το πώς φτιάχνονται τα κανόνια: (ανοίγουν μια τρύπα, χύνουν μέσα μαντέμι και νάτο το κανόνι!). Με τη διαφορά, ότι εδώ ο κανόνας εφαρμόζεται για τα σπίτια: (παίρνουν έναν αέρα κυβισμένο, βιδώνουν απάνω του ατσαλόβιδες και νάτο το σπίτι. Έτοιμο!) Είναι δύσκολο να το πάρεις στα σοβαρά. Το αντιμετωπίζεις με κάποια ποιητική διάθεση, ένα κάποιο εικοσαώροφο ξενοδοχείο του Κλίβελαντ, που οι κάτοικοι α π ό ' ν α γύρω λένε: 106
«Αυτό το κτίριο,φταίει που'μαστέ δω πέρα όλοι τόσο στριμωγμένοι (το ίδιο ακριβώς, όπως μέσα στο τραμ — προχωρείτε, παρακαλώ). ΓΓαυτό και θα το μεταφέρουν από δω. Δέκα τετράγωνα παρακάτω, κατά τη λίμνη.» Δεν ξέρω ποιος και με τι τρόπο θα το μεταφέρει από δω αυτό το κτίριο. Μ ' α ν τύχει και του φύγει α π ' τ α χέρια ένα τέτιο σπίτι, τότε θα πατήσει πολλούς κάλους. Η χρησιμοποίηση του μπετόν μέσα σε δέκα χρόνια μπορεί ν'αλλάξει πέρα για πέρα τη φυσιογνωμία των μεγάλων πόλεων. Τριάντα χρόνια πίσω ο Βλαντίμιρ Γκ. Κορολένκο, βλέποντας τη Νέα Υόρκη, έγραφε: «Απάνω στην ακτή, ανάμεσα α π ' τ η ν καταχνιά διακρίνονταν κάτι πελώρια κτίρια με έξι και εφτά πατώματα...» Εδώ και δεκαπέντε χρόνια ο Μαξίμ Γκόρκι που γνώρισε τη Νέα Υόρκη μας λέει: «Μέσα α π ' τ η βροχή που πέφτει λοξά, πέρα στην ακτή φαίνονται κάτι κτίρια με δεκαπέντε και με είκοσι πατώματα.» Κι εγώ, για να μην είμαι έξω από τα πλαίσια του καθιερωμένου από τους συγγραφείς καθωσπρεπισμού, είμαι υποχρεωμένος όπως φαίνεται να γράψω έτσι πάνω κάτω: «Μέσα απ' τον καπνό που πέφτει λοξά μπορείς να ξεχωρίσεις καλούτσικα κάτι κτίρια με σαράντα και με πενήντα πατώματα.» Κι ο αυριανός ποιητής σ ' έ ν α τέτιο ταξίδι του θα γράψει: «Μέσα α π ' τ α ολόρθα κτίρια με τα πολλά πατώματα που'ναι ανεξιχνιάστος ο αριθμός τους, τα κτίρια που'χουν χτιστεί απάνω στην ακτή της Νέας Υόρκης, δε μπορείς να ξεχωρίσεις ούτε καπνούς, ούτε λοξές βροχές, ούτε πολύ περισσότερο, καταχνιές.» Το αμερικάνικο έθνος. Γ ι ' α υ τ ό το έθνος, πιο πολύ από κάθε άλλο, μπορείς να μιλήσεις με τα λόγια κάποιου παλιού επαναστατικού πλακάτ: «Αμερικάνοι υπάρχουν λογνών-λογιών. Ά λ λ ο ι είναι προλετάριοι κι άλλοι αστοί.» Οι χαϊδεμένοι γιοι των εκατομμυριούχων του Σικάγου σκοτώνουν παιδιά έτσι από περιέργεια (υπόθεση Λόεμπ και Σία). Το δικαστήριο κρίνει πως είναι ανώμαλοι και προστατεύει την πολύτιμη ζωή τους. ' Ετσι αυτοί οι «ανώμαλοι» γίνονται 107
βιβλιοθηκάριοι της φυλακής και καταπλήσσουν τους άλλους συγκρατούμενοΰς τους με τα γλαφυρά φιλοσοφικά τους συγγράματα. Εκείνοι που υπερασπίζονται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, (υπόθεση Βανζέττι και των συντρόφων του), καταδικάζονται σε θάνατο. Κι όλες οι επιτροπές που έχουν συγκροτηθεί για να τους σώσουν, για την ώρα δεν έχουν καταφέρει να υποχρεώσουν τον κυβερνήτη της Πολιτείας να ανακαλέσει την καταδικαστική απόφαση. Η αστική τάξη είναι οπλισμένη και οργανωμένη. Η Κου Κλουξ Κλαν έγινε συνηθισμένο φαινόμενο. Οι ραφτάδες της Νέας Υόρκης τις μέρες που γινόταν το συνέδριο-μασκαράτα της Κου Κλουξ Κλαν έβγαλαν ρεκλάμες προσπαθώντας να ψαρέψουν πελατεία για ψηλές κουκούλες και άσπρα ράσα. «Γουέλκαμ, Κου Κλουξ Κλαν!» Στις διάφορες πόλεις κυκλοφορούν κάποτε-κάποτε φήμες ότι ο τάδε αρχηγός της Κου Κλουξ Κλαν σκότωσε κάποιον πολίτη κι ακόμα δεν τον έχουν συλλάβει, άλλος, (δίχως να ανακοινώνεται το όνομά του), ότι βίασε το τρίτο κορίτσι, πετώντας το μετά α π ' τ ο αυτοκίνητο στο δρόμο κι ότι γυρνάει ακόμα στους δρόμους μια χαρά, δίχως ίχνος από χειροπέδες απάνω του. Παράλληλα με τη μαχητική οργάνωση της Κου Κλουξ Κλαν υπάρχουν κι οι ήσυχες μασονικές στοές. Εκατό χιλιάδες μασόνοι ντυμένοι με τα χτυπητά ανατολίτικα κοστούμια τους σεργιανούν την παραμονή της γιορτής τους στους δρόμους της Φιλαδέλφιας. Αυτή η στρατιά διατηρεί ακόμα τις στοές και την ιεραρχία της. Εξακολουθεί να συνεννοείται με κάτι μυστήριες χειρονομίες. Με την κίνηση κάποιου δάχτυλου απάνω σ ' έ ν α κουμπί του γιλέκου κάνει διάφορα μυστικά σινιάλα στη συνάντηση. Στην πραγματικότητα όμως στο μεγαλύτερο μέρος της έχει γίνει από καιρό ένα ιδιόμορφο όργανο που το κρατούν στα χέρια τους οι μεγαλέμποροι και οι βιομήχανοι. Κι αυτό το όργανο διορίζει τους υπουργούς και τους μεγαλοϋπάλληλους της χώρας. Είναι στ'αλήθεια παραλογισμός να βλέπεις έναν τέτιο 108
μεσαιωνισμό να πορεύεται στους δρόμους της Φιλαδέλφιας κάτω α π ' τ α παράθυρα του τυπογραφείου της εφημερίδας «Ταχυδρόμος της Φιλαδέλφιας», που τα περιστροφικά του ταχυπιεστήρνα βγάζουν τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες αντίτυπα την ώρα. Παράλληλα μ ' ό λ η αυτή τη θερμοκέφαλη κομπανία, βλέπεις να υπάρχει, κατά περίεργο τρόπο νόμιμα, φως-φανάρι για να παρακολουθείται πιο σίγουρα, το εργατικό Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ κι ακόμα πιο παράξενο πράγμα να υπάρχουν τα εργατικά συνδικάτα και να τολμούν ν'αγωνίζονται. Την πρώτη μέρα που έφτασα στο Σικάγο, είδα μέσα σ ' έ ν α τσουχτερό κρύο και μια φοβερή νεροποντή, τούτη δω την παράξενη εικόνα: Γύρω-γύρω από ένα πελώριο εργοστασιακό συγκρότημα βαδίζουν ασταμάτητα κάτι βρεμένοι ως το κόκαλο, αδύνατοι και ξεπαγιασμένοι άνθρωποι. Κι α π ' τ ο λιθόστρωτο του δρόμου να τους καρφώνουν με τα μάτια τους κάτι θεριακωμένοι, καλοταϊσμένοι αστυνομικοί, τυλιγμένοι στα αδιάβροχα τους. Στο εργοστάσιο έχει κηρυχτεί απεργία. Οι εργάτες προσπαθούν να κυνηγήσουν τους απεργοσπάστες και να διαφωτίσουν όσουν έχουν πάρει στη δουλιά τ'αφεντικά με απάτη. Οι εργάτες που κινούνται μέσα στο κρύο και στη βροχή δεν έχουν δικαίωμα να σταματήσουν την κίνηση τους. ' Οποιον σταθεί τον πιάνει αμέσως η αστυνομία σύμφωνα με το νόμο που απαγορεύει τις απεργιακές φρουρές. Εδώ πρέπει να μιλάς περπατώντας, να χτυπάς περπατώντας. Είναι μια παράξενη δεκάωρη εργάσιμη μέρα δρόμου ταχύτητας. Δεν είναι λιγότερο οξυμένες και οι εθνολογικές διαφορές και αντιθέσεις στις ΗΠΑ. Εχω γράψει για τη μεγάλη μάζα των ξένων στην Αμερική. (Ολόκληρη η Αμερική είναι, βέβαια, μια ένωση ξένων για να γίνεται πιο καλά η εκμετάλλευση, η κερδοσκοπία και το εμπόριο.) Οι ξένοι αυτοί ζουν εδώ ολόκληρες δεκαετίες δίχως να χάνουν ούτε τη γλώσσα τους, ούτε τα έθιμά τους. Στην εβραίικη συνοικία της Νέας Υόρκης ανήμερα της πρωτοχρονιάς θα ιδείς νεαρά αγόρια και κορίτσια στολισμένα λες κι είναι για γάμο ή για να βγάλουν καμιά ωραία 109
αναμνηστική φωτογραφία. Παπούτσι λουστρίνι, κάλτσες πορτοκαλί, άσπρο νταντελένιο φόρεμα, μαντήλι χτυπητόχρωμο και χτένα σπανιόλικη στα μαλλιά. Αυτά οι κοπέλες. Τ ' α γ ό ρ ι α κι αυτά με λουστρίνια κι απάνω τους κάτι που μοιάζει και με βραχεία και με σακάκι και με σμόκιν. Και στην κοιλιά μια χρυσή ή ψεύτικη καδένα, με χόντρος και με βάρος που θυμίζει τις αλυσίδες εκείνες που φράζουν την είσοδο της υπηρεσίας για να μη μπαίνουν οι κλέφτες. Οι υπηρέτες φορούν ριγωτά κασκόλ. Για τα παιδιά υπάρχουν εκατοντάδες ευχετήριες κάρτες με καρδούλες και περιστεράκια, που αυτές τις μέρες κάνουν όλους τους ταχυδρόμους της Νέας Υόρκης να ιδρωκοπούν α π ' τ ο βάρος κι α π ' τ ο ν όγκο του φορτίου που κουβαλούν. Αυτές οι ευχετήριες καρτ ποστάλ είναι το μοναδικό είδος πλατιάς κατανάλωσης στα μεγάλα πολυκαταστήματα όλες τις μέρες πριν απ'τις γιορτές. Σε άλλη συνοικία, έτσι το ίδιο ξεχωριστά ζουν και οι ρώσοι. Και οι αμερικάνοι επισκέπτονται τα παλιατζίδικα της συνοικίας για ν'αγοράσουν κανένα εξωτικό ρούσικο σαμοβάρι. Η γλώσσα της Αμερικής είναι κάτι σαν εκείνη τη φανταστική του πύργου της Βαβέλ. Με μια διαφορά μονάχα: εκεί το ανακάτεμα που κάνανε στις γλώσσες εμπόδιζε τη συνεννόηση και κανένας δεν καταλάβαινε τίποτα, ενώ εδώ το ανακάτεμα γίνεται για να καταλαβαίνουν όλοι. Το αποτέλεσμα είναι ότι από τα εγγλέζικα, ας πούμε, με το ανακάτωμα που γίνεται βγαίνει ένα μίγμα γλώσσας που την καταλαβαίνουν όλα τα άλλα μελέτια, εξόν απ'τους εγγλέζους. Δεν είναι καλαμπούρι αυτό που λεν ότι στα κινέζικα μαγαζιά της Αμερικής βρίσκεις ετούτη δω την πινακίδα: «Εδώ μιλούν αγγλικά και καταλαβαίνουν αμερικάνικα.» Εγώ μια φορά, που δεν ξέρω εγγλέζικα καταλαβαίνω πιο εύκολα τον λιγόλογο αμερικάνο, παρά τον πολυλογά ρώσο που μασάει τις λέξεις. Ο ρώσος λέει: Το τραμ-στρίτκαρ, τη γωνία-κόρνερ, το τετράγωνο-μπλοκ, αυτόν που νοικιάζει σπίτια-μπόρντερ, το εισιτήριο-τικέτ. Και εκφράζεται πάνω-κάτω έτσι: «Θα πάτε χωρίς ν'αλλαξαίνετε στους σταθμούς.» Που πα 110
να πει ότι το εισιτήριο που έχετε είναι χωρίς δικαίωμα διακοπής και επιβίβασης σε άλλο τρένο. Σε μας, στη Ρωσία, όταν λένε «αμερικάνος» έχουν στο νου τους ένα μίγμα από τους εκκεντρικούς αλήτες του Ο Χένρι και του Νικ Κάρτερ με κείνο το απαραίτητο πάντα τσιμπούκι στο στόμα και τους καουμπόυδες του Κουλεσόφ με τα καρό πουκάμισα. Τέτιους αμερικάνους δεν βρίσκεις πουθενά. Αμερικάνο αποκαλεί τον εαυτό του ο λευκός εκείνος που θεωρεί ακόμα και τον εβραίο σαν έγχρωμο και δεν δίνει το χέρι του σε μαύρο. ' Οταν βλέπει κανένα νέγρο να συνοδεύει κάποια λευκή γυναίκα, τότε τραβάει το μπιστόλι και κυνηγάει το νέγρο ίσαμε το σπίτι του. Ο ίδιος όμως βιάζει τις μαύρες κοπέλες δίχως καμιά συνέπεια για την πράξη του, ενώ το νέγρο που θα ζυγώσει κάποια λευκή, θα τον δικάσει με το νόμο του Λιντς, δηλαδή θα του κόψει τα χέρια και τα πόδια και θα τον ρίξει ζωντανό στη φωτιά. Μια συνήθεια, δηλαδή, πιο χτυπητή από κείνη τη δικιά μας «υπόθεση της πυράς των τσιγγάνων αλογοσούρτηδων του χωριού Λνστβνάνν». Γιατί να θεωρεί κανένας σαν αμερικάνους όλους αυτούς και όχι τους νέγρους; Αυτούς τους νέγρους που δόσαν τους λεγόμενους αμερικάνικους χορούς φοξ και σίμι και την αμερικάνικη τζαζ; Τους νέγρους που βγάζουν πολλά θαυμάσια περιοδικά, όπως λ.χ. την «Επικαιρότητα»; Αυτούς τους νέγρους που προσπαθούν να βρουν και βρίοκουν την επαφή τους με τον πολιτισμό του κόσμου και που θεωρούν τον Πούσκιν, τον Αλεξάντρ Ντυμά, τον ζωγράφο Χένρι Τεν κι άλλους σαν οικοδόμους και του δικού τους πολιτισμού; Ετούτες τις μέρες ο νέγρος εκδότης Κάσπερ Χολστάιν προκήρυξε έναν διαγωνισμό με έπαθλο εκατό δολάρια σ τ ' ό νομα του μεγάλου νέγρου ποιητή Αλεξάντρ Πούσκιν για το καλύτερο νέγρικο ποίημα. Αυτό το βραβείο θα απονεμηθεί την Πρωτομαγιά του 1926. Γιατί οι νέγροι να μη θεωρούν τον Πούσκιν σαν δικό τους ποιητή; Αφού τον Πούσκιν, ακόμα και σήμερα αν ζούσε, δεν θα τον δέχονταν στα «καθώς πρέπει» ξενοδοχεία και εστιατό111
ρια της Νέας Υόρκης, επειδή και ο Πούσκιν είχε σγουρά μαλλιά και τη νέγρικη μελανάδα κάτω απ'τα νύχια. Ό τ α ν θ'αρχίσει να ταλαντεύεται ο λεγόμενος ζυγός της ιστορίας, τότε πολλά θα κριθούν από το πού, σε ποιο τάσι της ζυγαριάς θα βάλουν τα δώδεκα εκατομμύρια νέγροι τα εικοστέσσερα εκατομμύρια βαριά χέρια τους. Στεγνωμένοι καλά από τις πυρές του Τέξας, οι νέγροι είναι ένα αρκετά ξερό μπαρούτι για τις εκρήξεις της επανάστασης. Το πνεύμα, μαζί και το αμερικάνικο, είναι ένα πράγμα άυλο. Σχεδόν δεν είναι πια ούτε και πράγμα. Δεν στεγάζεται σε νοικιασμένο γραφείο, εξάγεται ελάχιστα, δεν πιάνει καθόλου χώρο στο βαπόρι. Κι αν καταναλώνει κι αυτό κάτι τι, τότε καταναλώνει μονάχα ουίσκι, κι αυτό όχι αμερικάνικο, αλλά εισαγόμενο. ΓΓαυτό, λοιπόν, για το πνεύμα ενδιαφέρονται λίγο. Κι αυτό μάλιστα μόνο τώρα τελευταία, όπου μέσα από την αστική τάξη, μετά από την περίοδο της ληστρικής εκμετάλλευσης παρουσιάζεται μια ήρεμη και γεμάτη σιγουριά αγαθοσύνη κι ένα κάπως παχύ στρώμα από αστούς ποιητές, φιλόσοφους και ζωγράφους. Οι αμερικάνοι ζηλεύουν τις ευρωπαϊκές καλλιτεχνικές τεχνοτροπίες. Καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι με τον παρά τους θα μπορούσαν ν "αποχτήσουν κι αυτοί όχι μόνο δεκατέσσερις, αλλά εικοσιοχτώ Λουδοβίκους. Η βιασύνη τους όμως και η συνήθειά τους να επιμένουν στην ακριβή επίτευξη του σκοπού που έχουν βάλει, δεν τους αφήνουν ούτε την όρεξη, αλλά ούτε και το χρόνο για να περιμένουν ώσπου το σημερινό τους οικοδόμημα να κατασταλάξει και να διαμορφωθεί σε δική τους, σε αμερικάνικη τεχνοτροπία. Έ τ σ ι , λοιπόν, οι αμερικάνοι αγοράζουν με τα λεφτά τους την καλλιτεχνική Ευρώπη. Και τα έργα και τους δημιουργούς τους μαζί, στολίζοντας εξωφρενικά τον όροφο σαράντα με κάποιο έργο της Αναγέννησης, δίχως να σκοτίζονται και πολύ ότι αυτά τα μικρά γλυπτά με τα μπουκλάκια τους είναι καλά μόνο για κτίρια μέχρι έξι πατώματα, γιατί πιο ψηλά δεν φαίνονται καθόλου. Αλλά και να τα βάλουν χαμηλότερα αυτά τα μπιχλιμπίδια του στυλ πάλι δεν γίνεται, γιατί θα μποδί112
ζουν τις ρεκλάμες, τις ταμπέλες κι όλα τ ' ά λ λ α χρήσιμα πράγματα. Το αποκορύφωμα του χάους και της αταξίας στην τεχνοτροπία μου φαίνεται πως είναι ένα κτίριο εκεί κοντά στη δημόσια βιβλιοθήκη: λείο από την κορφή ως τη βάση, λιτό, επιβλητικό, μαύρο, αλλά με μια σκεπή σουβλερή, στολισμένη για ομορφιά με χρυσό. Και οι ποιητές της Οδησσού το 1912 είχαν χρυσώσει, έτσι για διαφήμιση, τη μύτη της γυναίκας που πουλούσε στο ταμείο τα εισιτήρια για την ποιητική βραδιά. Μια κλεψιτυπία, δηλαδή, τόσο όψιμη, αλλά και τόσο υπερτροφική! Οι δρόμοι της Νέας Υόρκης είναι στολισμένοι με μικρά αγάλματα που παρουσιάζουν διάφορους συγγραφείς και καλλιτέχνες α π ' ό λ ο τον κόσμο. Στους τοίχους του ινστιτούτου Καρνέγι είναι σκαλισμένα τα ονόματα του Τσαϊκόφσκι, του Τολστόι και άλλων. Τώρα τελευταία όλο και πιο δυνατή αντηχεί η διαμαρτυρία των νέων ανθρώπων της τέχνης ενάντια στην αχώνευτη εκλεκτίστικη σαβούρα. Οι αμερικάνοι πασχίζουν να ανακαλύψουν την ψυχή, το ρυθμό της Αμερικής. Ά ρ χ ι σ α ν να ξεκόβουν το αλαφροπάτημα των αμερικάνων από τα επικίνδυνα καρτέρια των παλιών ινδιάνων εκεί στα μονοπάτια του ερημικού Μανχάταν. Οι ινδιάνικες οικογένειες που έχουν ξεδιαλεχτεί και διασωθεί τελικά, προστατεύονται τώρα με φροντίδα από τα μουσεία. Πολύ-πολύ σικ για την υψηλή κοινωνία θεωρείται η παλιά συγγένεια με κάποιες σημαντικές ινδιάνικες φυλές. Κι αυτό το πράγμα μόλις πριν από λίγα χρόνια λογαριαζόταν σαν η πιο μεγάλη καταισχύνη απ'τους αμερικάνους. Τους ανθρώπους της τέχνης που δεν έχουν γεννηθεί στην Αμερική, απλούστατα δε θέλουν να τους ακούνε. • Ο,τι είναι ντόπιο, αυτόχθονο που λέμε, αρχίζει να γίνεται μόδα εδώ. Σικάγο. Στο φανταστικό μου ποίημα «150.000.000» που γράφτηκε το 1920, έδινα τούτη δω την περιγραφή του Σικάγου: 113
« Οταν η πλάση μ έ σ ' α π ' τ α τόσα κομμάτια της έφκιασε το κουιντέτο της με τις ήπειρες έδοσε στην Αμερική μιά δύναμη μαγική. Το Σικάγο απάνω της στέκει βιδωμένο με μια βίδα κι είναι μια πόλη ηλεκτροδυναμομηχανική! Στο Σικάγο δεκατέσσερες χιλιάδες δρόμοι ήλιοι που φωτάνε τις πλατείες. Κι ο κάθε δρόμος έχει αλλά εφτακόσια δρομάκια μ'ένα μάκρος, που για να το περάσεις ένα χρόνο το τρένο θα τρέχει. Νιώθει παράξενα κανένας εδώ στο Σικάγο!..» Ο πιο σημαντικός σύγχρονος αμερικάνος ποιητής, ο Καρλ Σάντμπουργκ, γέννημα θρέμα ο ίδιος του Σικάγου, που η απροθυμία του αμερικάνου να βαθύνει μέσα σ τ ' ανοιχτά του λυρισμού, τόν πέταξε στο τμήμα του χρονογραφήματος και των συμβάντων της πιο πλούσιας εφημερίδας του Σικάγου, της «Σικάγο Τρίμπιουν», αυτός, λοιπόν, ο Σάντμπουγκ δίνει τούτη δω την εικόνα του Σικάγου: «Σικάγο, ένα γουρουνοστάσι του κόσμου για σφαγείο, ένα σεντούκι εργαλεία, μια αποθήκη σταριού. Σικάγο, ο χαμάλης της χώρας που παίζει στα δάχτυλα τα τρένα, ένας ζόρικος βραχνιάρης νταής του γλεντιού. Σικάγο, η πόλη με τις φαρδιές τις πλάτες...» Και συνεχίζει: «... Μου λένε: είσαι άτιμος. Κι εγώ αποκρίνομαι. Ναι, αυτό
114
είναι αλήθεια. Γιατί εγώ είδα τον κλέφτη που σκότωσε κι απόμεινε απείραχτος. Μου λένε πως είμαι σκληρός. Και η δική μου απάντηση: Ναι. Γιατί στα πρόσωπα γυναικών και παιδιών έχω δει τα σημάδια της ξεδιάντροπης πείνας. Ξεστομίζοντας την πιο φαρμακερή κοροϊδία του για τη δουλιά, για τη δουλιά που όλο μαζεύεται σωρός, αυτός ο ψηλός και θρασύς αλήτης ορθώνεται στο φόντο από τις άλλες ντελικάτες πολιτειούλες. "Με το κεφάλι ξέσκεπο κι όλο σκάβει, γκρεμίζει φκιάνει καινούργια σχέδια κι όλο χτίζει, σπάζει κι αναστηλώνει." Κν όλο γελάει μ'ένα γέλιο ακράταγο, βραχνιάρικο, νταήδικο. Με το γέλιο της νιότης. Αυτός ο μισόγυμνος, ο ιδρωμένος, που'ναι περήφανος γιατί αυτός σφάζει τα γουρούνια, αυτός φκιάνει τα εργαλεία, καργάρει τις αποθήκες με στάρι, παίζει στα δάχτυλα τα τρένα και κουβαλάει στις πλάτες του τα φορτία της Αμερικής.» Οι ξεναγοί κι οι παλιοί κάτοικοι της πόλης λένε: «Σικάγο είναι τα πιο μεγάλα σφαγεία, ο πιο μεγάλος παραγωγός επεξεργασμένης ξυλείας, το πιο μεγάλο κέντρο επιπλοποιίας, ο πιο μεγάλος κατασκευαστής γεωργικών μηχανών, η μεγαλύτερη αποθήκη πιάνων, η μεγαλύτερη βιομηχανία για σιδερένιες θερμάστρες, το πιο μεγάλο σιδηροδρομικό κέντρο, το πιο μεγάλο κέντρο αποστολής για ταχυδρομικά δέματα, η πιο πολυάνθρωπη γωνιά του κόσμου, η πιο συχνοδιάβατη γέφυρα του κόσμου η γέφυρα «Μπους στρητ μπρίντζε», το πιο καλό στον κόσμο σύστημα βουλεβάρτων.» Περπατάς στα βουλεβάρτα του, γυρνάς ολόκληρο το Σικάγο, δίχως να βγεις σε κανένα δρόμο. Σε όλα του, λοιπόν, το Σικάγο είναι ο πιο, η πιο, το πιο!.. Αλλά τι σόι πόλη είναι το Σικάγο; 115
Αν μάσει κανένας όλες τις αμερικάνικες πόλεις, τις χώσει μέσα σ ' έ ν α τσουβάλι και τις ανακατέψει όπως κάνουν με τα νούμερα της λο^αρίας, τότε και οι ίδιοι οι δήμαρχοι τους δεν θα μπορούν να ξεκαθαρίσουν ποιο ήταν το δικό τους το έχει. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο Σικάγο. Κι αυτό διαφέρει απ'όλες τις άλλες πόλεις, όχι με τα σπίτια του, ούτε με τον κόσμο του, αλλά από τη δική του ζωτικότητα που εκδηλώνεται σικάγικα. Στη Νέα Υόρκη υπάρχουν πολλά πράγματα που είναι διακοσμητικά έτσι μονάχα για επίδειξη. Η Λευκή οδός είναι μονάχα για επίδειξη, το Κόνι ' Αιλαντ κι αυτό για επίδειξη, ακόμα και το Μπουλβόρτ Μπίλντιγκ, ο ουρανοξύστης με τα πενηνταεφτά πατώματα κι αυτός έγινε για να θαμπώνει τα μάτια του καθενού επαρχιώτη και του καθενού ξένου. Το Σικάγο ζει δίχως έπαρση. Το κομμάτι της πόλης με τους ουρανοξύστες που'ναι κι αυτό για μόστρα είναι στενό, στριμωγμένο απάνω στην παραλία από τον όγκο του βιομηχανικού Σικάγου. Το Σικάγο δε ντρέπεται για τα εργοστάσιά του κι ούτε αποτραβιέται μαζί τους στα προάστια. Δίχως ψωμί δε ζεις. Κι ο Μακ Κόρμικ έχει στήσει τα εργοστάσιά του που φκιάνουν γεωργικές μηχανές στο πιο κεντρικό μέρος της πόλης. Και μάλιστα με περισσότερο καμάρι α π ' τ ο κάθε Παρίσι με την κάθε Νοτρ Νταμ του. Δίχως κρέας δε μπορείς να ζήσεις και στα χαμένα κάνεις τσαλίμια στη χορτοφαγία. Γι'αυτό και καταμεσίς στο κέντρο της πόλης είναι στημένη η ματωμένη καρδιά της, τα σφαγεία. Τα σφαγεία του Σικάγου είναι ένα από τα πιο απαίσια θεάματα της ζωής μου. Μ ' έ ν α φορντ τραβάς ίσια σε μια πολύ μακριά ξύλινη γέφυρα. Η γέφυρα αυτή περνάει ανάμεσα από χιλιάδες μάντρες που'ναι γεμάτες από ταύρους, μοσχάρια, πρόβατα και αμέτρητα γουρούνια. Τα μουγκρητά, τα βελάσματα, τα σκουξίματα φτάνουν ως την άκρη του κόσμου. ' Ωσπου τα κλειστά ρουθούνια σου τα τρυπάει η ξυνίλα της βρώμας α π ' τ α κάτουρα και τις κοπριές που αφήνουν εκατομμύρια ζώα. Η φανταστική, μπορεί και αληθινή μυρουδιά που αναδίνει 116
η ατέλειωτη θάλασσα α π ' τ ο χυμένο αίμα σου φέρνει ίλιγγο. Μύγες κάθε λογής και σ ' ό λ α τα μπόγια πετούν απ'τις λασπουδερές λακούβες της βρωμιάς και προσγειώνονται πότε στο μάτι κάποιου βοδιού και πότε στο δικό σου. Τα ζώα τα σαλαγούν κατά τη σφαγή μέσα από κάτι μακρινούς ξύλινους διαδρόμους. Κι αν τα πρόβατα στυλώνουν τα πόδια και δε θέλουν να προχωρήσουν μόνα τους, τότε βάζουν μπροστά ένα κριάρι γυμνασμένο κι αυτό τα τραβάει όλα πίσω του. Οι διάδρομοι τελειώνουν εκεί, όπου αρχίζουν τα μαχαίρια των μακελάρηδων. Έ ν α μηχάνημα αρπάζει με τους γάντζους του απ'τα πόδια τα γουρούνια που σκούζουν και τα πετάει ανασκελωμένα απάνω σε μια κορδέλα που κινείται συνέχεια. Τα ζώα, με τα πόδια τους γαντζωμένα ψηλά γλιστρούν μπροστά σε κάποιον ιρλανδό ή νέγρο που μπήγει το μαχαίρι του στο λαιμό τους. «Ο καθένας απ'αυτούς σφάζει από κάμποσες χιλιάδες γουρούνια τη μέρα», μου έκανε με καμάρι ο συνοδός του σφαγείου. Εδώ τα σκουξίματα και τα μουγκρητά. Στην άλλη όμως άκρη α π ' τ ο εργοστάσιο χτυπούν κιόλας τη βούλα απάνω στα χοιρομέρια. Αστραποβολούν στον ήλιο τα ντενεκεδένια κονσερβοκούτια που πέφτουν βροχή. Πιο πέρα φορτώνονται τα ψυγεία. Κι όλα αυτά τα χοιρομέρια τραβούν με τα τρένα και με τα βαπόρια για τα σαλαμάδικα και για τα ρεστοράν όλου του κόσμου. Έ ν α ολόκληρο τέταρτο της ώρας περνούμε με τ"αυτοκίνητο από τη γέφυρα μιας μοναχά εταιρείας. Κι απ'όλες τις μεριές ένα γύρω δεκάδες εταιρείες φωνάζουν με τις ταμπέλες τους: «Ουίλσον», «Σταρ», «Σουίφτ», «Χάμοντ», «Αρμορ». Μα εδώ που τα λέμε, όλες αυτές οι εταιρείες δεν είναι παρά μια μεγάλη ένωση, ένα τραστ, παράνομα βέβαια. Ο πιο
117
μεγάλος εταίρος σ'αυτό το τραστ, αν κρίνει κανένας από την έκταση όλης της επιχείρησης είναι η « Ά ρ μ ο ρ » . Η « Αρμορ» έχει πάνω από εκατό χιλιάδες εργαζόμενους. Μόνο οι υπάλληλοι της είναι δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες. Η συνολική αξία του πλούτου της φτάνει τα τετρακόσια εκατομμύρια δολάρια. Ογδόντα χιλιάδες είναι οι μέτοχοι που μοιράζονται τις μετοχές της επιχείρησης, που τρέμουν για την ακεραιότητα της εταιρείας και ξεσκονίζουν τα μεγάλα αφεντικά της. Οι μισοί μέτοχοι της « Αρμορ» είναι εργαζόμενοι (οι μισοί, φυσικά, απ' τους μετόχους της κι όχι από τις μετοχές της). Στους εργαζόμενους της επιχείρησης δίνουν μετοχές με δόσεις. Έ ν α δολάριο τη βδομάδα η δόση. Μ'αυτές τις μετοχές εξασφαλίζουν την ησυχία τους από τη μεριά των εργατών-σφαγέων, που είναι όλοι τους σχεδόν καθυστερημένοι. Η « Ά ρ μ ο ρ » είναι περήφανη. Γιατί τα εξήντα εκατοστά της αμερικάνικης παραγωγής κρέατος και τα δέκα εκατοστά της παγκόσμιας παραγωγής, τα δίνει αυτή μόνη της. Σ ' ό λ ο τον κόσμο τρώνε κονσέρβες της « Ά ρ μ ο ρ » . Κι ο καθένας μπορεί να ψωνίσει έτσι κάνα κατάρρο στομάχου... Και τον καιρό του παγκόσμιου πόλεμου, στις πρώτες γραμμές υπήρχαν κονσέρβες « Ά ρ μ ο ρ » , αλλά με ανανεωμένες ετικέτες. Έ τ σ ι , στον αγώνα της για νέα κέρδη η «' Αρμορ» ξεφορτωνόταν α π ' τ α αποθέματα αυγών που οι κότες τ α ' χ α ν κάνει πριν από τέσσερα χρόνια και από το κονσερβαρισμένο κρέας, που η κλάση του είχε κληθεί πριν από είκοσι χρόνια! Διάφοροι αφελείς ταξιδεύουν στην Ουάσιγκτον έτσι, για να γνωρίσουν την πρωτεύουσα των ΗΠΑ. Οι επιτήδειοι πηγαίνουν σ ' έ ν α ν μικρό δρόμο της Νέας Υόρκης, στην Γουώλ Στρητ, όπου είναι οι τράπεζες. Ουσιαστικά ο δρόμος αυτός της Νέας Υόρκης κυβερνάει τη χώρα. Αυτό είναι ένα ταξίδι και πιο συμφερτικό και πιο φτηνό α π ' τ ο ταξίδι στην Ουάσιγκτον. Εδώ κι όχι κοντά στον 118
πρόεδρο Κούλιτζ πρέπει να έχουν τους πρεσβευτές τους οι ξένες χώρες. Κάτω α π ' τ η ν Γουώλ Στρητ είναι η σήραγγα που περνάει ο υπόγειος σιδηρόδρομος. Αχ και να γέμιζε κανένας αυτό το τούνελ με δυναμίτη και να τίναζε αυτόν το μικρό δρόμο στον αέρα, πεσκέσι στο διάολο! Να τιναχτούν στον αγέρα όλα τα βιβλιάρια καταθέσεων, όλοι οι τίτλοι χρεογράφων κι όλες οι σειρές α π ' τ ι ς μετοχές που δεν έχουν μετρημό κι όλοι οι δείχτες του εξωτερικού χρέους. Η Γουώλ Στρητ είναι η πρώτη πρωτεύουσα της χώρας. Η πρωτεύουσα του αμερικάνικου δολάριου. Το Σικάγο είναι η δεύτερη πρωτεύουσα. Η πρωτεύουσα της βιομηχανίας. Γι'αυτό και δεν είναι καθόλου παράλογο να βάλεις το Σικάγο στη θέση της Ουάσιγκτον. Ο σφαγέας γουρουνιών Ουίλσον δεν ασκεί μικρότερη επίδραση στη ζωή της Αμερικής, α π ' ό σ η επίδραση ασκούσε εκείνος ο συνονόματος του Μπούντρου Ουίλσον. Η δουλιά του σφαγείου δεν περνάει δίχως ν" αφήσει ίχνη. Ό τ α ν δουλέψεις σ ' α υ τ ό ή θα γίνεις χορτοφάγος ή θ ' α ρ χ ί σεις να σκοτώνεις με την ησυχία σου ανθρώπους, όταν τη βαρεθείς πια τη διασκέδαση του κινηματογράφου. Δεν έγινε έτσι, στο βρόντο, το Σικάγο ο τόπος με τους πιο εντυπωσιακούς σκοτωμούς, ο τόπος με τους πιο διαβόητους ληστές. Δεν είναι τυχαίο το ότι με μια τέτια ατμόσφαιρα όπως αυτή του Σικάγου, το ένα σε κάθε τέσσερα παιδάκια πεθαίνει προτού χρονίσει. Και είναι ευκολονόητο το γιατί αυτή η τεράστια στρατιά του κόσμου της δουλιάς, αυτή η μαυρίλα της εργατικής ζωής, πνο πολύ από οπουδήποτε αλλού σπρώχνει τους εργαζόμενους να αντιτάσσουν εδώ την πιο μεγάλη αντίσταση α π ' ό λ η την υπόλοιπη χώρα. Εδώ βρίσκονται οι κυριότερες δυνάμεις του εργατικού κόμματος των ΗΠΑ. Εδώ έχει την έδρα της η Κεντρική του Επιτροπή. Εδώ βγαίνει το κεντρικό όργανο του Κόμματος, η εφημερίδα «Ντέιλυ Γουώρκερ». · Εδώ απευθύνει πρώτα απ'όλα τις εκκλήσεις του το Κόμμα, 119
όταν α π ' τ ο φτωχό μεροκάματο πρέπει να μαζευτούν κάμποσες χιλιάδες δολάρια. Με τη φωνή της εργατιάς του Σικάγου μιλάει το Κόμμα, όταν είναι υποχρεωμένο να θυμίσει στον υπουργό εξωτερικών, τον μΐστερ Κέλογκ, πως είναι μάταια η προσπάθειά του να επιτρέπει την είσοδο στις ΗΠΑ μόνο στους υπηρέτες του δολάριου, πως η χώρα δεν είναι τσιφλίκι δικό του, πως αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να επιτρέψει την είσοδο και στον εγγλέζο κομμουνιστή Σακλατβάλ και στους άλλους απεσταλμένους της εργατικής τάξης α π ' ό λ ο τον κόσμο. Οι εργάτες του Σικάγου δεν πήραν το δρόμο της επαναστατικής πάλης ούτε χτες, ούτε προχτές. Και όπως στο Παρίσι, οι κομμουνιστές που περνούν από κει δεν παραλείπουν να πάνε για προσκύνημα στον τοίχο όπου ντουφεκίστηκαν οι κομμουνάροι, έτσι κι εδώ στο Σικάγο, οι κομμουνιστές τραβούν να προσκυνήσουν την επιτάφια πλάκα, που από κάτω της είναι θαμμένοι οι πρώτοι επαναστάτες που πέθαναν στην κρεμάλα. Την Πρωτομαγιά του 1886 οι εργάτες του Σικάγου είχαν κηρύξει γενική απεργία. Στις 3 του Μάη, μπροστά στο εργοστάσιο του Μακ Κόρμικ είχε γίνει μια διαδήλωση, που η αστυνομία την προβοκάρισε με κάτι πυροβολισμούς που πέσαν α π ' τ ι ς γραμμές της. Εκείνες οι ντουφεκιές έδοσαν στην αστυνομία την αφορμή για ν'ανοίξει πυρά ενάντια στους διαδηλωτές και για να μπορέσει να συλλάβει τα εργατικά στελέχη. Πέντε σύντροφοι τέλειωσαν τη ζωή τους στην αγχόνη: ο Αύγκουστ Σπάιες, ο ' Αντολφ Φίσερ, ο ' Αλμπερτ Πάρσονς, ο Λουί Λινγκ και ο Ζορζ Ένγκελ!.. Απάνω στην επιτύμβια στήλη του κοινού τους τάφου είναι χαραγμένα τα λόγια από την απολογία ενός από τους κατηγορούμενους εκείνης της δίκης: «Θα φτάσει ένας καιρός, όπου η σιωπή μας θα έχει πολύ πιο μεγάλη δύναμη α π ' ό σ η ν έχουν οι φωνές μας που ετούτη την ώρα τις πνίγετε.» Το Σικάγο δεν χτυπάει στα μάτια με την κομψή τεχνική του. Αλλά ακόμα και η εξωτερική όψη της πόλης, ακόμα και η ίδια η φανερή, η εξωτερική ζωή της δείχνουν πως αυτή η 120
πόλη, περισσότερο από κάθε άλλη, ζει με την παραγωγή, ζει με τις μηχανές της. Εδώ, στο κάθε βήμα σου συναντάς γέφυρες πτυσσόμενες που ανοίγουν δρόμο για να περάσουν τα βαπόρια και οι μαούνες που παν κατά το Μίτσιγκαν. Εδώ πέρα, αν περάσεις όποια ώρα του πρωινού από μια γέφυρα που κρέμεται απάνω απ'τις γραμμές του τρένου, θα βρεθείς τυλιγμένος μέσα σε σύννεφα από καπνό κι από ατμό που βγάζουν εκατοντάδες ατμομηχανές τρέχοντας. Εδώ σε κάθε στροφή της ρόδας του αυτοκινήτου σκοντάφτεις απάνω στα βενζινάδικα των βασιλιάδων του πετρελαίου Στάνταρ Οιλ και Σίνκλερ. Εδώ όλη νύχτα αναβοσβήνουν αυτόματα τα φανάρια της κυκλοφορίας που'ναι στημένα στα σταυροδρόμια. Ό λ η νύχτα καίνε και τα υπόγεια φώτα που μαρκάρουν τις γραμμές απ'τα πεζοδρόμια για να μη γίνονται συγκρούσεις. Εδώ ειδικές ομάδες από έφιππους αστυνομικούς γυρνούν και γράφουν τα αυτοκίνητα που είναι σταματημένα στο δρόμο πάνω από μισή ώρα. Γιατί αν άφηναν λεύτερη τη στάθμευση στους δρόμους, τότε τα αυτοκίνητα θα γέμιζαν δέκα αράδες και δέκα πατώματα. Να, λοιπόν, γιατί το Σικάγο, μ ' ό λ ο που είναι γεμάτο από πάρκα και κήπους, πρέπει να το παρομοιάζουμε με μια βίδα και μάλιστα βίδα ηλεκτροδυναμομηχανική. Κι αυτό δεν το λέω για να υποστηρίξω το ποίημά μου, αλλά σαν μια επιβεβαίωση της αλήθειας ότι ο ποιητής έχει το δικαίωμα, αλλά και είναι υποχρεωμένος να ταξινομεί και να επεξεργάζεται το υλικό που βλέπει κι όχι να το λουστράρει. Ο ταξιδιωτικός οδηγός περιγράφει το Σικάγο σωστά, αλλά δίχως να μοιάζει για Σικάγο. Ο Σάντμπουργκ το περιέγραψε και λαθεμένα, αλλά και δίχως καμιά ομοιότητα. Εγώ το περίγραψα όχι σωστά, αλλά να μοιάζει με Σικάγο. Οι κριτικοί παρατήρησαν ότι το δικό μου το Σικάγο μπορούσε να τ ο ' χ ε ι γράψει μονάχα κάποιος που δεν την είδε ποτέ στα μάτια του αυτή την πόλη. Λέγανε: άμα το δω το Σικάγο με τα μάτια μου, τότε θ'αλλάξω την περιγραφή. 121
To Σικάγο τώρα πια τ ο ' χ ω δει. Το ποίημα μου για το Σικάγο το έλεγξα, βάζοντάς το στην κρίση των ίδιων των κατοίκων της πόλης. Δεν τους προκάλεσε καθόλου μειδιάματα σκεπτικισμού. Αντίθετα. Ηταν σα να τους έδειχνε μιαν άλλη όψη του Σικάγου. Ντιτρόιτ. Αυτή είναι η δεύτερη και τελευταία αμερικάνικη πόλη, όπου θα σταθώ. Δυστυχώς δεν είχα την ευκαιρία να γνωρίσω αγροτικές σιτοπαραγωγικές περιοχές. Οι αμερικάνικοι δρομοι είναι πολύ ακριβοί για όσους ταξιδεύουν. Μια θέση στο τρένο με κρεβάτι (πούλμαν) ίσα με το Σικάγο κάνει πενήντα δολάρια, δηλαδή εκατό ρούβλια. Εγώ ήμουν υποχρεωμένος να πάω στις περιοχές όπου υπάρχουν μεγάλες ρούσικες και, φυσικά, εργατικές παροικίες. Τις διαλέξεις μου τις οργάνωσαν δυο εφημερίδες: η ρούσικη «Νόβι Μιρ» και η εβραϊκή «Φραϊχάιτ», που κάι οι δυο εκδίδονται απ'το Εργατικό Κόμμα της Αμερικής. Στο Ντιτρόιτ υπάρχουν είκοσι χιλιάδες ρώσοι. Στο Ντιτρόιτ υπάρχουν ογδόντα χιλιάδες εβραίοι. Οι πιο πολλοί απ'αυτούς είναι ένας κόσμος φτωχός α π ' τ η Ρωσία, που έχει κρατήσει στη θύμησή του α π ' τ α παλιά ένα σωρό βάσανα και κακομοιριές. Εδώ έχουν έρθει πριν από είκοσι χρόνια και γΓαυτό απέναντι στη Σοβιετική Έ ν ω σ η τρέφουν αισθήματα φιλικά ή την αντιμετωπίζουν με προσοχή και διακριτικότητα. Εξαίρεση αποτελεί μια ομάδα εμιγκρέδων του Βράνγκελ, που τους έφεραν εδώ α π ' τ η ν Κωνσταντινούπολη κάποιοι ασπρομάλληδες και φαλακροί ηγέτες της χριστιανικής αδελφότητας των νέων. Αλλά κι αυτός ο κόσμος δεν θ" αργήσει να'ρθει στα συγκαλά του. Το δολάριο αποσυνθέτει πιο αποτελεσματικά από κάθε άλλη προπαγάνδα τους εμιγκρέδες λευκοφρουρούς. Η περιβόητη Κιρίλιτσα, που οι αμερικάνοι την είχαν βαφτίσει «πριγκίπισα Σιρίλ» και που ήρθε στην Αμερική για να σιγουρέψει την αναγνώριση της Ουάσιγκτον, πολύ γρήγορα αναγκάστηκε να τα διπλώσει. Στο τέλος βρήκε κάποιον καπάτσο επιχειρηματία - μάνατζερ και άρχισε να προσφέρει το χεράκι της με δέκα-δεκαπέντε δολάρια για φίλημα στη λέσχη του Μοντεϊμόρνινγκ. 122
Ως κι ο «πρίγκιπας» Μπορίς, κι αυτός πήρε τα μπηχτοκέφαλα την κάτω βόλτα στη Νέα Υόρκη. Κλέβοντας τη δόξα του Ρότσενκο, άρχισε ν ' ανακατεύεται μ'ένα πραγματικό φωτομοντάζ. Γράφει σημειώματα με αναμνήσεις α π ' τ η ζωή της πρώην τσαρικής αυλής, απαριθμώντας με ακρίβεια πότε και με ποιον μεθοκοπούσαν οι τσάροι. Τα σημειώματα αυτά τα στολίζει και με φωτογραφίες των τσάρων που κρατούν στα γόνατά τους κάτι μπαλαρίνες. Θυμίζει επίσης πότε και με ποιον τσάρο έπαιξε χαρτιά, μοντάροντας κι εδώ κάτι φωτογραφίες των πρώην τσάρων με τις εικόνες από κάποια ολόφωτα κοσμικά καζίνα. Α π ' ό λ η αυτή τη φιλολογική δραστηριότητα του Μπορίς έχουν χολιάσει οι πιο φανατισμένοι εμιγκρέδες λευκοφρουροί. Γιατί ύστερα πώς είναι δυνατό να γίνει με τέτια πρόσωπα προπαγάνδα για την αποκατάσταση της λευκοφρουρίτικης καμαρίλας; Ως και οι λευκοφρουρίτικες εφημερίδες έγραφαν με θλίψη, ότι τέτια δημοσιεύματα κηλιδώνουν ανεπανόρθωτα τις ιδέες του μοναρχισμού. Οι νεοφερμένοι και άμαθοι ακόμα λευκοφρουροί σφηνώνονται στις διάφορες επιχειρήσεις. Πολλούς απ'αυτούς τους έχει υιοθετήσει ο Φορντ, που είναι γνωστή η προτίμησή του για κάθε λογής ασπρίλα. Οι εργάτες που δουλεύουν στα εργοστάσια του Φορντ δείχνουν στους νεοφερμένους ρώσους αυτούς που έχει υιοθετήσει ο Φορντ και τους λόνε; κοιτάτε, εδώ δουλεύει ο δικός σας ο τσάρος. Ο τσάρος δουλεύει λίγο. Ο Φορντ έχει δόσει στο προσωπικό της διεύθυνσης τη σιωπηρή εντολή του να δέχονται αμέσως στα εργοστάσια τους ρώσους λευκοφρουρούς εμιγκρέδες και να τους εξασφαλίζουν κάθε διευκόλυνση στη δουλιά. Στο Ντιτρόιτ υπάρχουν πολλές τεράστιες και παγκόσμιας εμβέλειας επιχειρήσεις, όπως λόγου χάρη, η φαρμακοβιομηχανία Παρκ Ντέβις. Η φήμη όμως του Ντιτρόιτ είναι τα αυτοκίνητα. Δεν ξέρω σε πόσους ανθρώπους εδώ αναλογεί ένα αυτοκίνητο (μου φαίνεται στους τέσσερις). Εκείνο που ξέρω είναι ότι στους δρόμους τα αυτοκίνητα είναι πιο πολλά απ'τους ανθρώπους. 123
Οι άνθρωποι πάνε στα μαγαζιά, στα γραφεία, μπαίνουν στα καφενεία, στα εστιατόρια και τ'αυτοκίνητά τους καρτερούνε απ'έξω. Στέκονται αραδιασμένα στη σειρά, πυκνάπυκνά κι α π ' τ ι ς δυο μεριές του δρόμου. Πολλά μαζί αυτοκίνητα μπορούν να σταθμεύουν σε κάτι ξέχωρες περιφραγμένες πλατειούλες. Για τη στάθμευση το κάθε αυτοκίνητο πληρώνει εικοσιπέντε ως τριανταπέντε σεντς. Τη νύχτα όποιος θέλει ν'αφήσει το αυτοκίνητο του πρέπει να βγει α π ' τ ο ν κεντρικό δρόμο, να πάει σε κάποιον παράμερο, αλλά κι εκεί πρέπει να ψάξει για θέση καμιά δεκαριά λεπτά. Εκεί θα βρει κάποια περιφραγμένη μάντρα για να το αφήσει. Μετά όμως θα χρειαστεί να περιμένει κάμποσην ώρα, ώσπου να το βγάλουν ανάμεσα από χιλιάδες άλλα αυτοκίνητα. Κι επειδή το αυτοκίνητο είναι πιο μεγάλο α π ' τ ο ν άνθρωπο, κι ο άνθρωπος που βγ "νει έξω είναι κι αυτός μέσα στο αυτοκίνητο, δημιουργείται έτσι καθαρά η εντύπωση ποις τ'αυτοκίνητα είναι πιο πολλά απ'τους ανθρώπους. Εδώ υπάρχουν τα εργοστάσια: «Πακάρ», «Κάντιλακ», «Αδελφοί Ντόιτς»—η δεύτερη αυτοκινητοβιομ..χανίαστον κόσμο με παραγωγή χίλια πεντακόσια αυτοκίνητα τη μέρα. Αλλά πάνω απ'όλους αυτούς κυριαρχεί το όνομα Φορντ. Ο Φόρντ έχει ριζώσει γερά εδώ πέρα. Εφτά χιλιάδες νέα φορντάκια βγαίνουν κάθε μέρα απ'τις πόρτες του εργοστασίου του, που δουλεύει ασταμάτητα νύχτα-μέρα. Στη μιαν άκρη του Ντιτρόιτ, στο Χάιλαντ Παρκ, υπάρχουν συγκροτήματα της αυτοκινητοβιομηχανίας Φορντ με σαρανταπέντε χιλιάδες εργάτες. Στην άλλη άκρη, στο Ρίβερρουζ, άλλα συγκροτήματα όπου δουλεύουν εξήντα χιλιάδες εργάτες. Κι εκτός απ'αυτά, στο Ντίρμπορν, δεκαεφτά μίλια α π ' τ ο Ντιτρόιτ, υπάρχει το εργοστάσιο που συναρμολογεί αεροπλάνα, πάλι της φίρμας «Φορντ». Με μεγάλο χτυποκάρδι μπήκα στα εργοστάσια Φορντ. Έ ν α βιβλίο του Φορντ που εκδόθηκε στο Λένινγκραντ το 1923 έχει φτάσει ήδη στα σαρανταπέντε χιλιάδες αντίτυπα. Η μέθοδος Φορντ, ο φορντισμός, όπως τη λένε, είναι η πιο 124
συνηθισμένη λέξη σε όσους ασχολούνται με την οργάνωση της εργασίας. Για την επιχείρηση Φορντ μιλούν με τέτιον τρόπο, σαν να πρόκειται για ένα πράγμα που χωρίς καμιά αλλαγή μπορεί να μεταφερθεί στο σοσιαλισμό. Ο καθηγητής Λαβρόφ προλογίζοντας την πέμπτη έκδοση του βιβλίου του Φορντ, γράφει: «Βγήκε το βιβλίο του Φορντ... Είναι το αξεπέραστο μοντέλο του αυτοκινήτου... Οι μιμητές του Φορντ είναι θλιβεροί... Και η αιτία είναι τα πλεονεκτήματα του συστήματος που δημιούργησε ο Φορντ, ένα σύστημα, όπως και κάθε άλλο τέλειο σύστημα, εγγυάται μόνον αυτό την καλύτερη οργάνωση...» και τα λοιπά, και τα λοιπά. Ο ίδιος ο Φορντ λέει ότι σκοπός της θεωρίας του είναι να κάνει τον κόσμο μια πηγή χαράς (σοσιαλιστής!). Ά μ α δε μάθουμε να χρησιμοποιούμε πιο καλά τις μηχανές, τότε δε θα μας μένει καιρός για να χαιρόμαστε τα δέντρα και τα πουλιά, τα λουλούδια καν τα λιβάδια. «Τα λεφτά είναι χρήσιμα μόνον επειδή συμβάλουν στην ελευθερία της ζωής (καπιταλιστής!). Αν υπηρετείς για το καλό της ίδιας της υπηρεσίας, για την ικανοποίηση που σου δίνει η συναίσθηση του δίκιου της υπόθεσης που υπηρετείς, τότε τα λεφτά παρουσιάζονται από μόνα τους σε αφθονία» — (εγώ δεν έχω δει κάτι τέτιο). «Ο σεφ (δηλαδή, ο Φορντ) είναι σύντροφος με τον εργάτη του κν ο εργάτης είναι σύντροφος με τον σεφ. Εμείς δεν θέλουμε τη βαριά δουλιά που εξαντλεί τους ανθρώπους. Ο κάθε εργαζόμενος στου Φορντ έχει χρέος και μπορεί να σκέφτεται τη βελτίωση της δουλιάς και έτσι γίνεται ακόμα ένας υποψήφιος για να φτάσει κι αυτός να γίνει ένας Φορντ», και τα λοιπά, και τα λοιπά. Επίτηδες δεν στέκομαι στις σκέψεις του βιβλίου που έχουν αξία και ενδιαφέρον. Αυτές τις έχουν αρκετά διακηρύξει στη διαπασών. Και το βιβλίο δεν έχει γραφτεί γ Γ αυτές. Η ξενάγηση στο εργοστάσιο γίνεται κατά ομάδες από καμιά πενηνταριά άτομα η κάθε μια. Και η κατεύθυνση είναι κι αυτή μια και για πάντα. Μπροστά τραβάει κάποιος υπάλληλος του Φορντ. Κι οι επισκέπτες πηγαίνουν ο ένας πίσω α π ' τ ο ν άλλο, δίχως να σταματούν. Για να σου δόσουν την άδεια να μπεις στο εργοστάσιο, 125
πρέπει να συμπληρώσεις ένα ερωτηματολόγιο μέσα σ ' έ ν α θάλαμο, όπου βρίσκεται το φορντάκι με τον αριθμό παραγωγής δέκα εκατομμύρια και που'ναι γεμάτο παντού από λογήςλογής συγχαρητήριες φράσεις και υπογραφές. Μέσα εκεί σου φουσκώνουν τις τσέπες από διαφημίσεις του Φορντ, που είναι στοιβαγμένες απάνω στα τραπέζια. Οι υπάλληλοι που συμπληρώνουν τα ερωτηματολόγια και οι ξεναγοί έχουν κάτι μούτρα λες και βγαίνουν στη σύνταξη λόγω γερατιών και τώρα διαλαλούν το ξεπούλημα των μαγαζιών τους. Ξεκινάμε. Η καθαριότητα είναι αστραφτερή. Κανένας δεν σταματάει ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Κάποιοι με καπέλα βαδίζουν, κάτι επιθεωρούν και κάτι σημειώνουν συνέχεια στα χαρτιά τους. Είναι φανερό πως σημειώνουν τις κινήσεις των εργατών. Ούτε φωνές, ούτε και χωριστοί κρότοι. Μονάχα ένα γενικό και σοβαρό βουητό. Τα πρόσωπα είναι πρασινωπά, με κάτι χείλια μαύρα, όπως στις ταινίες του κινηματογράφου. Αυτό γίνεται από τις μακρουλές λάμπες που καίνε με φως σαν της μέρας. ' Υστερα από το τμήμα που δουλεύει με εργαλεία, ύστερα από το τμήμα τυποποίησης και το χυτήριο, αρχινάει η φημισμένη αλυσίδα φορντ. Το αντικείμενο της δουλιάς κινιέται μπροστά στον εργάτη. Τα σασί περνούν γυμνά, λες και τ'αυτοκίνητα είναι ακόμα δίχως παντελόνια. Περνούν στις ρόδες τα φτερά. Το αυτοκίνητο προχωρεί μαζί σου προς το τμήμα που βάζει τη μηχανή. Οι γερανοί τοποθετούν την καρότσα. Οι ρόδες κατεβαίνουν. Α π ' τ ο ταβάνι ψηλά κατεβαίνουν αδιάκοπα σαν κουλούρες τα λάστιχα. Οι εργάτες κάτω από την αλυσίδα κάτι χτυπούν με τα σφυριά. Απάνω σε κάτι μικρά, χαμηλά βαγονάκια στέκονται εργάτες που ακολουθούν το αυτοκίνητο α π ' τ α πλάγια, καθώς προχωράει. Τελικά, το αυτοκίνητο, αφού περάσει από χιλιάδες χέρια παίρνει πια τη μορφή του. Σ ' έ ν α από τα τελευταία στάδια της παραγωγής του μέσα στο αυτοκίνητο μπαίνει και κάθεται ο σοφέρ. Το αυτοκίνητο κατεβαίνει πια α π ' τ η ν αλυσίδα και παίρνει μόνο του το δρόμο για την αυλή. Η παραγωγική αυτή διαδικασία είναι γνωστή απ'τον κινηματογράφο. Και μολαταύτα από κει μέσα βγαίνεις ζαβλακωμένος. 126
Περνάμε ακόμη από κάτι άλλα δευτερεύοντα τμήματα. (Ο Φορντ όλα τα μέρη του αυτοκινήτου του, α π ' τ η ν παραμικρότερη κλωστή του κι ως τα τζάμια του τα παράγει ο ίδιος.) Στο ένα οι μπάλες με το μάλλινο ύφασμα. Στο άλλο περνούν απάνω απ'τα κεφάλια μας, πιασμένοι στους γάντζους των γερανών κινητήριοι άξονες μεγάλου βάρους. Κάπου κοντά στον ηλεκτροσταθμό της επιχείρησης Φορντ που είναι κι ο ισχυρότερος του κόσμου, βγαίνουμε στην οδό Γουντγουόρντ. Μαζί μου, σ ' α υ τ ή την επίσκεψη ήταν ένας παλιός εργάτης του Φορντ που παράτησε τη δουλιά ύστερα από δυο χρόνια γιατί αρρώστησε από φυματίωση. Κι αυτός έβλεπε για πρώτη φορά το εργοστάσιο ολόκληρο. Μου'λεγε, λοιπόν θυμωμένα: «Εμ, βέβαια. Δείχνουν στον κόσμο την κύρια είσοδο. Για να σας πήγαινα όμως στα σιδεράδικα α π ' τ η μεριά του Ρίβερ. Εκεί να βλέπατε πώς οι μισοί εργάτες δουλεύουν μέσα στη φωτιά κι οι άλλοι μισοί μέσα στη λάσπη και στα νερά.» Το ίδιο βράδι οι εργάτες-ανταποκριτές της κομμουνιστικής εφημερίδας «Ντέιλι Γουώρκερ» στα εργοστάσια Φορντ, μου' λεγαν: «Είναι άσχημα, πολύ άσχημα. Πτυελοδοχεία δεν υπάρχουν εκεί μέσα πουθενά. Ο Φορντ δεν επιτρέπει. Και λέει: "Δε θέλω να φτύνετε. Θέλω να'ναι παντού καθαρά. Αλλά αν θέλετε οπωσδήποτε πτυελοδοχεία, τότε αγοράστε τα εσείς.» «Η τεχνική στα εργοστάσιά του είναι καλή. Είναι καλή όμως γι'αυτόν, όχι για μας.» «Τα γυαλιά που μας δίνει για να φυλάμε τα μάτια μας στη δουλιά, είναι από χοντρό γυαλί. Πολύ φιλάνθρωπος θα'λεγε κανένας. Αυτό όμως το κάνει γιατί με τα λεπτά γυαλιά τα μάτια μπορούν να πάθουν ζημιά κι αυτός να υποχρεωθεί να την πληρώσει. Ενώ με τα χοντρά ο εργάτης βγαίνει με κάτι γρατσουνιές μονάχα. Σε καναδυό χρόνια, βέβαια, τα μάτια καταστρέφονται. Ο Φορντ όμως δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τίποτα.» «Για το μεσημεριανό φαΐ ο Φορντ δίνει μονάχα δεκαπέντε λεπτά της ώρας. Τρως ξερομπούκι πλάι στη μηχανή. Αυτουνού θα του χρειαζόταν μια εργατική νομοθεσία που να τον υποχρέωνε ν α ' χ ε ι ειδική τραπεζαρία για να τρων οι εργάτες.» 127
«Στο λογαριασμό του εργάτη δε μπαίνουν καθόλου οι αργίες.» «Στα μέλη του συνδικάτου δε δίνουν καθόλου δουλιά. Βιβλιοθήκη δεν υπάρχει. Μονάχα κινηματόγραφος, αλλά κι αυτός δεν δείχνει τίποτε άλλο, παρά πώς να δουλεύεις πιο γρήγορα.» «Θαρρείτε πως εδώ δεν υπάρχουν εργατικά ατυχήματα; Υπάρχουν. Μόνο που γι'αυτά δεν γράφουν ποτέ οι εφημερίδες. Τους τραυματίες και τους νεκρούς τους μεταφέρουν μέσα σε συνηθισμένα αυτοκίνητα "φορντ" κι όχι με αυτοκίνητα νοσοκομειακά, με τον κόκκινο σταυρό.» «Το σύστημα του Φορντ θεωρείται σαν ωριαίο (οχτάωρη εργάσιμη μέρα). Στην ουσία όμως δεν είναι παρά μια δουλιά που πληρώνεται καθαρά με το κομμάτι.» «Και πώς να παλέψει κανένας με τον Φορντ;» «Χαφιέδες, προβοκάτορες, άνθρωποι της Κου Κλουξ Κλαν. Παντού τα ογδόντα στα εκατό είναι ξένοι.» «Πώς να κάνεις προπαγάνδα και διαφώτιση σε πενηντατέσσερες γλώσσες;» Στις τέσσερες το απόγεμα είδα τη βάρδια που σχολούσε και έβγαινε απ'τις πόρτες του εργοστάσιου. Οι άνθρωποι πλημμυρίζουν το τραμ. Και στη στιγμή τους παίρνει ο ύπνος με την κούραση που έχουν. Το Ντιτρόιτ έχει το ρεκόρ στα διαζύγια. Το σύστημα Φορντ κάνει τους ανθρώπους ανίκανους...
128
Η αναχώρηση Η αποβάθρα της εταιρείας «Τρανσατλάντικ» βρίσκεται στο τέρμα της οδού 14. Τις βαλίτσες τις έβαλαν απάνω σε μια κινητή ταινία με παραπέτα για να μην πέφτουν τα πράγματα, που δουλεύει ασταμάτητα. Οι αποσκευές μου έφυγαν τρέχοντας για το δεύτερο πάτωμα. Στο μουράγιο είναι πλευρισμένο ένα μικρό βαποράκι, το «Ροσάμπο». Η γειτονιά του με την πελώρια αποβάθρα που θυμίζει δίπατο ιπποδρόμιο το κάνει να φαίνεται ακόμα πιο μικρό. Η σκάλα κατεβαίνει σιγά-σιγά α π ' τ ο δεύτερο πάτωμα, με κάποια περιφρόνηση. Αφού σε κοιτάξουν καλά-καλά, σου παίρνουν τις διάφορες βεβαιώσεις για την έξοδο. Τη βεβαίωση, δηλαδή, ότι έχεις πληρωμένους τους φόρους από τα λεφτά που έβγαλες στην Αμερική κι ό,τι η είσοδος σου στη χώρα ήταν κανονική, με την άδεια των αρχών. Μετά μου κοιτάξαν το εισιτήριο. Και στη στιγμή να'μαι στο γαλλικό έδαφος. Τώρα ο δρόμος προς τα πίσω, δηλαδή εκεί που είναι η ρεκλάμα της Φρέντελαϊν και η ρεκλάμα «Μπίσκουιτ Κόμπανι Νέισεναλ», είναι πια απαγορευμένος. Κοιτάζω για τελευταία φορά τους επιβάτες. Για τελευταία φορά, γιατί έπιασε πια το φθινόπωρο. Είναι ο καιρός με τις πολλές φουρτούνες. Κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα'ναι ξαπλωμένοι στις κουκέτες τους και τις οκτώ μέρες του ταξιδιού. Ό τ α ν φτάσαμε στη Χάβρη, τότε έμαθα ότι στο καράβι «Κόναρτ Αάιν» που έφυγε την ίδια ώρα με μας α π ' τ ο διπλανό μουράγιο της Νέας Υόρκης, έξι άνθρωποι έσπασαν άσχημα τα μούτρα τους χτυπώντας απάνω στον νιπτήρα α π ' τ ο μεγάλο 129
κούνημα του καραβιού, όταν τα κύματα περνούσαν απάνω α π ' ό λ α τα καταστρώματα. Το βαπόρι μας είναι της κακιάς ώρας. Πολύ ιδιότροπο: μόνο πρώτη και τρίτη θέση. Δεύτερη δεν υπάρχει. Δηλαδή, πιο σωστά, έχει και μια δεύτερη. Σ'αυτή ταξιδεύουν οι φουκαράδες ή όσοι κάνουν οικονομίες. Μαζί και κάμποσοι νεαροί αμερικάνοι, που δεν κάνουν οικονομίες, ούτε και φτωχοί είναι. Αυτούς τους στέλνουν οι δικοί τους στο Παρίσι, για να σπουδάσουν καλές τέχνες. Ξεκίνησα κουνώντας κάποιο μαντήλι και εντυπωσιασμένος α π ' τ η Νέα Υόρκη που απομακρύνεται σιγά-σιγά. Έ σ τ ρ ι ψ ε με όλα του τα σαράντα πατώματα και κατατρυπημένο α π ' τ α παράθυρά του το Μετροπόλιτεν Μπίλντιγκ. • Ενας όγκος από κύβους στριφογύριζε πίσω το νέο κτίριο του τηλεφωνικού κέντρου. Ξεμάκρινε και μέσα από τούτη την απόσταση μπορείς πια ν'αγκαλιάσεις με τη ματιά σου ολόκληρη μαζί τη φωλιά από τους ουρανοξύστες: τον Μπένενσον Μπίλντιγκ με τους σαρανταπέντε ορόφους του, δυο άλλους ίδιους που μοιάζουν με κουτιά από κορσέδες και που δεν ξέρω πώς τους λένε. Φαίνονται στο βάθος οι δρόμοι, οι γραμμές με τα εναέρια τρένα, οι ποντικότρυπες του υπόγειου σιδηρόδρομου που τελειώνουν στο μουράγιο του Σόουτονφερ. Ύστερα τα κτίρια έσμιξαν με τον οδοντωτό κι απόγκρεμο βράχο που στην κορφή του ξεπετιέται σαν φουγάρο το Μπούλβορτ με τα πενηνταεφτά του πατώματα. Με σφιχτή τη γροθιά και σηκωμένη ψηλά τη δάδα της η κυρα-Ελευθερία, κρύβει με τα πισινά της τη φυλακή του Νησιού των Δακρύων. Βγήκαμε στον ανοιχτό απέραντο ωκεανό του γυρισμού. Για ένα εικοσιτετράωρο δεν είχαμε ούτε κούνημα, ούτε κρασί. Ακόμα και τα αμερικάνικα χωρικά ύδατα βρίσκονται κάτω α π ' τ η ν κυριαρχία του στεγνού νόμου της ποτοαπαγόρευσης. Μετά το πρώτο εικοσιτετράωρο εμφανίστηκαν και το κρασί και τα κουνήματα. Κι οι άνθρωποι ξάπλωσαν. Στο κατάστρωμα και στο εστιατόριο του καραβιού απόμειναν καμιά εικοσαριά νομάτοι όλοι κι όλοι, μαζί κι οι καπεταναίοι. 130
Έ ξ ι απ'αυτούς'είναι νεαροί αμερικάνοι. Έ ν α ς λογοτέχνης πεζογράφος, δυο ζωγράφοι, ένας ποιητής, ένας μουσικός και το κορίτσι του που τον συνοδεύει, που μπήκε στο καράβι μαζί του και που για το χατήρι της αγάπης της ταξιδεύει και δίχως γαλλική βίζα μάλιστα. Ολοι αυτοί οι παράγοντες της τέχνης, μόλις αγροίκησαν την απουσία των γονικών τους και το κούνημα του καραβιού, άρχισαν να πίνουν. Κάνα πεντάρι ώρες καταπιάστηκαν με τα κοκτέιλ. Στο μεσημεριανό τραπέζι κατάπιαν όλο το κρασί που τους σέρβιραν. Μετά το φαγητό παράγγειλαν σαμπάνια. Δέκα λεπτά προτού να κλείσει το μπαρ του καραβιού πήραν από ένα μπουκάλι στο κάθε δάχτυλο. Κι αφού τα άδειασαν κι αυτά, έπιασαν να τριγυρνάν στους κουνιστούς διαδρόμους του βαποριού ψάχνοντας να πετύχουν τον μπουφετζή π ο υ ' χ ε πάει για ύπνο. Σταμάτησαν να πίνουν μια μέρα πριν α π ' τ ο άραγμα του καραβιού: Πρώτο γιατί ο αστυνομικός επιθεωρητής του βαποριού, που είχε γίνει θηρίο με τη φασαρία που κάναν, τ ο ' χ ε κάνει όρκο στους δυο ζωγράφους να τους παραδόσει στα χέρια της γαλλικής αστυνομίας, δίχως να τους επιτρέψει να βγουν στη στεριά. Και δεύτερο, γιατί όλα τα αποθέματα της σαμπάνιας είχανε όλα καταπιωθεί! Και ίσως αυτό το στοιχείο να εξηγεί και τη φοβέρα του αστυνομικού επιθεωρητή. Εξόν απ'αυτή την παρέα, στους διαδρόμους τριγύριζε κι ένας φαλακρός γέρος καναδός, που όλες τις ώρες είχα βαρεθεί να τον ακούω να μου λέει για την αγάπη π ο υ ' χ ε ι στους ρώσους. Μου αράδιαζε συνέχεια με πολλή συμπάθεια ονόματα από ζωντανούς και πεθαμένους πρώην πρίγκηπες, που κάποια φορά είχαν περάσει μεσ'στις σελίδες του τύπου. Κι όλο να με ρωτάει αν τους ξέρω. Ανάμεσα στα τραπεζάκια που έτριζαν περιπλανιούνταν μπερδεμένοι και δυο διπλωμάτες: ο αναπληρωτής του πρόξενου της Παραγουάης στο Λονδίνο και ο αντιπρόσωπος της Χιλής στην Κοινωνία των Εθνών. Ο Παραγουανός έπινε με δίψα, αλλά ποτέ δεν παράγγελνε ο ίδιος. • Εκανε πάντα παρέα με τους νεαρούς αμερικάνους για 131
να σπουδάσει τα ήθη τους και για να τους προσέχει. Ο χιλιανός εκμεταλλευόταν την κάθε ευκαιρία που καλοσύνευε ο καιρός κι έβγαιναν οι γυναίκες στο κατάστρωμα για να κάνει επίδειξη του ταμπεραμέντου του ή τουλάχιστο να βγάλει μια φωτογραφία μαζί τους με φόντο τη σειρήνα του καραβιού ή το φουγάρο του. Και, τέλος, ένας σπανιόλος έμπορας που δεν ήξερε ούτε μια λέξη στα εγγλέζικα, ενώ στα γαλλικά είχε μαθημένη μονάχα τη λέξη «ρεγκαρντέ». Παραπέρα, μου φαίνεται πως δεν ήξερε ούτε το «μερσί». Αυτός όμως ο ισπανός ήξερε τόσο καλά να ξεφουρνίζει αυτό το «ρεγκαρντέ», ώστε και με λίγα νοήματα για συμπλήρωμα και κάποια χαμόγελα, να περνάει ολόκλ,ηρες μέρες από τη μια συντροφιά στην άλλη μ'αυτή την αληθινή γλωσσική ανακατωσούρα του. Βγήκε ξανά η εφημερίδα του βαποριού. Ξανά έγινε το παιχνίδι με τις ταχύτητες για στοιχήματα. Και ξαναγιορτάστηκε η τόμπολα. Στη μοναξιά του γυρισμού προσπάθησα να βάλω σε μια τάξη τις εντυπώσεις μου για την Αμερική. Πρώτο. Αυτός ο φουτουρισμός της σκέτης τεχνικής, του επιφανειακού ιμπρεσιονισμού με τους καπνούς και τα ξεπροβοδίσματα, που έχει τη μεγάλη αποστολή να επαναστατικοποιήσει τον απολιθωμένο, τον παραπαχυμένο χωριάτικο ψυχισμό, αυτός, λοιπόν, ο πρωτόγονος φουτουρισμός έχει γίνει οριστικά δεκτός α π ' τ η ν Αμερική. Εκκλήσεις και προφητείες είναι περιττές. Κουβάλα μονάχα στο Νοβοροσίσκ τρακτέρ «Φόρντσον», όπως κάνει η Ά μ τοργκ. Μπροστά στους δημιουργούς της τέχνης ορθώνονται τα καθήκοντα του Λεφ: όχι υμνολόγια στην τεχνική, αλλά χαλιναγώγησή της προς το συμφέρον της ανθρωπότητας. Ό χ ι αισθητικούς εκστασιασμούς απέναντι στις χαλύβδινες πυροσβεστικές σκάλες για τους ουρανοξύστες, αλλά μια απλή οργάνωση της κατοικίας. Και το αυτοκίνητο; Αυτοκίνητα υπάρχουν πολλά. Είναι όμως καιρός να κάτσουμε να σκεφτούμε για να μη φτάνουν να μας κοπρίζουν τους δρόμους. 132
Οχι ουρανοξύστες, όπου είναι αδύνατο να ζήσει κανένας κι όμως ζουν. Οι ρόδες από τα εναέρια τρένα φτύνουν συνέχεια σκόνη. Κι έχεις την αίσθηση ότι τα τρένα έχουν τρυπώσει μέσα στ'αυτιά σου. Δεν πρέπει να εξυμνείς το θόρυβο, αλλά να βάλεις σιγαστήρες. Εμείς οι ποιητές πρέπει να μπορούμε να κουβεντιάζουμε μέσα στο βαγόνι. Πτήση δίχως μηχανή, ασύρματος τηλέγραφος, ραδιόφωνο, λεωφορεία που εκτοπίζουν τα τραμ με τις γραμμές, υπόγειος σιδηρόδρομος που κρύβει κάτω α π ' τ η γη κάθε ορατότητα. Ί σ ω ς η τεχνική του αύριο που θα αυξήσει εκατομμύρια φορές τη δύναμη του ανθρώπου, να τραβήξει προς την κατεύθυνση της εξαφάνισης των μεγάλων κτιρίων, του θόρυβου και της κάθε άλλης επίδειξης της τεχνικής. Δεύτερο. Ο καταμερισμός της εργασίας εξαφανίζει την ανθρώπινη ειδικότητα. Ο καπιταλιστής, αφού ξεχωρίσει και απομονώσει ένα ποσοστό εργατών που είναι γι'αυτόν πολύτιμο από την υλική άποψη, (ειδικοί, κίτρινη ηγεσία των συνδικάτων και λοιποί), όλη την υπόλοιπη εργατική μάζα τη βλέπει σαν ένα εμπόρευμα που δεν εξαντλείται ποτέ. Αμα θέλουμε - πουλάμε, άμα θέλουμε - αγοράζουμε. Δεν συμφωνάτε να δουλέψετε; Θα περιμένουμε. Αν απεργήσετε, θα πάρουμε άλλους. Τους φρόνιμους και τους ικανούς εμείς τους ευεργετούμε. Τους ανυπότακτους τους κάνουν καλά τα γκλομπς της κρατικής αστυνομίας, τα μάουζερ και τα κολτ των ντέτεκτιβ α π ' τ α ιδιωτικά γραφεία. Έ ν α ς έξυπνος διαχωρισμός της εργατικής τάξης σε συνηθισμένους κοινούς εργάτες και σε προνομιούχους. Έπειτα, είναι και η αμάθεια του αποκαμωμένου εργάτη, που ύστερα από μια καλά οργανωμένη εργάσιμη μέρα δεν του μένει πια δύναμη για να μπορέσει να σκεφτεί. Είναι και η σχετική ευημερία του εργάτη που βγάζει ό,τι του χρειάζεται ίσα-ίσα για να ζει. Είναι μετά και η άπιαστη ελπίδα για ένα μελλοντικό πλουτισμό. Μια ελπίδα που καλλιεργείται με τις παθιασμένες περιγραφές της ζωής κάποιων δισεκατομμυριούχων που ξεκίνησαν από λούστροι. Οι σωστοί πολεμικοί
133
πύργοι που βρίσκονται σε πολλά σταυροδρόμια, όπως και η τρομερή λέξη «απέλαση» απωθούν πολύ σε βάθος κάθε σοβαρή ελπίδα για επαναστατικές εκρήξεις στην Αμερική. Εκτός κι αν αρνηθεί να πληρώσει κάποια χρέη της η επαναστατική Ευρώπη. Η εκτός κι αν οι γιαπωνέζοι αρχίσουν να τροχούν τα νύχια τους στο ποδάρι που' χουν απλωμένο απάνω α π ' τ ο ν Ειρηνικό Ωκεανό. Γι'αυτό, λοιπόν, η αφομοίωση της αμερικάνικης τεχνικής και οι προσπάθειες για μια δεύτερη ανακάλυψη της Αμερικής για λογαριασμό της ΕΣΣΔ, είναι χρέος του καθένα που επισκέπτεται την Αμερική. Τρίτο. Μπορεί να'ναι και φαντασία. Η Αμερική παχαίνει. • Ανθρωποι με δυο εκατομμυριάκια δολάρια, λογαριάζονται σαν όχι πλούσιοι, σαν νέοι που μόλις ξεκινούν. Λεφτά δανεικά δίνονται σ'όλους. Ακόμα και στον Πάπα της Ρώμης, που αγόρασε το αντικρινό του μέγαρο, για να μη μπορούν οι περίεργοι να ρίχνουν τα μάτια τους στα παπικά παράθυρα. Αυτά τα λεφτά μαζεύονται από παντού. Ακόμα κι απ'το αχαμνό πορτοφόλι του αμερικάνου εργάτη. Οι τράπεζες κάνουν λυσσασμένη προπαγάνδα για να πείσουν τους εργάτες να ακουμπούν τα λεφτά τους στα τραπεζικά ταμεία. Και οι καταθέσεις αυτές δημιουργούν σιγά-σιγά την πίστη πως είναι καλύτερα να κυνηγάει κανένας τους τόκους, παρά τη δουλιά. Η Αμερική θα καταντήσει μια χρηματιστική, τοκογλυφική χώρα. Οι πρώην εργάτες, που έχουν αυτοκίνητο, αλλά δεν έχουν ακόμα ξοφλημένες τις δόσεις του, κι ένα μικροσκοπικό σπιτάκι ποτισμένο με τόσον ιδρώτα, ώστε να μη φαίνεται καθόλου παράξενο πώς φύτρωσε απάνω του κι ένα^εύτερο πάτωμα, αυτοί, λοιπόν, οι πρώην μπορούν να νομίζουν ότι όλη η φροντίδα τους είναι να μη χαθούν τα παπικά τους λεφτά. Μπορεί επίσης να συμβεί ώστε οι ΗΠΑ, ενεργώντας από κοινού με άλλους, να γίνουν ο τελευταίος ένοπλος υπερασπι134
στής της υπόθεσης της αστικής τάξης που είναι καταδικασμένη. Τότε η ιστορία θα μπορεί να γράψει ένα καλό μυθιστόρημα, στο στυλ του Ουέλς, με τον τίτλο «Η πάλη των δυο κόσμων». Σκοπός αυτού του ταξιδιωτικού γραφτού μου είναι με τη διαίσθηση αυτής της μακρινής πάλης να σπρώξω κάποιους για να μελετήσουν τις αδύνατες και τις δυνατές πλευρές της Αμερικής. Το «Ροσάμπο» μπήκε στη Χάβρη. Κάτι σπιτάκια αγράμματα, που δεν έχουν μάθει, παρά να μετρούν τα πατώματά τους μονάχα στα δάχτυλα. Σε απόσταση μιας ώρας βρίσκεται το λιμάνι. Κι όταν πλευρίσαμε, το μουράγιο γέμισε κουρελήδες σακάτηδες και παιδιά. Οι επιβάτες πετάγαν από πάνω α π ' τ ο βαπόρι κάτι λίγα σεντς που τους έχουν περισσέψει (λογαριάζεται για «γούρι»). Και τα παιδιά, σπρώχνοντας το ένα τ ' ά λ λ ο , καταξεσκίζοντας με χέρια και με δόντια τα κουρελιασμένα τους πουκάμισα, ρίχνονταν απάνω στις πενταροδεκάρες. Κι οι αμερικάνοι χαχάνιζαν ψηλά στο κατάστρωμα και τραβούσαν τα στιγμιότυπα με τις μηχανές τους. Αυτοί οι ζητιάνοι του μουράγιου ορθώνονται μπροστά μου σαν ένα σύμβολο της μελλοντικής Ευρώπης, άμα δεν πάψει να σέρνεται με τα τέσσερα μπροστά στον κάθε αμερικάνο ή όποιον άλλο λεφτά. Ξεκινήσαμε για το Παρίσι διασχίζοντας τις γαλαρίες και τ'ατέλειωτα βουνά που συναντούσαμε στο δρόμο μας. Σε σύγκριση με την Αμερική, άθλια χαμόσπιτα όλα τούτα εδώ. Κάθε πόντος γης κερδισμένος με προαιώνιους αγώνες, αιώνες τώρα αποστραγγίζεται εξαντλητικά και με φαρμακοτρίφτικο ψιλολόγημα χρησιμοποιείται για να κάνει μενεξέδες και μαρούλια. Αλλά ακόμα κι αυτό το περιφρονημένο σπιτάκι, αυτό το κομματάκι της γης, αυτό το γάντζωμα α π ' τ ο δικό μου, α π ' τ ο ατομικό, ακόμα κι αυτό, λοιπόν, το γάντζωμα που κατασκεύασαν οι αιώνες, αυτή τη στιγμή φάνταζε στα μάτια μου σαν ένας απίθανος πολιτισμός σε σύγκριση με κείνο το αλλοπρό135
σαλλο σύστημα, με τον αρπαχτικό χαρακτήρα της αμερικάνικης ζωής. Στο μεταξύ όμως, ως τη Ρουέν, μέσα στους ατέλειωτους αγροτικούς δρόμους με τις καστανιές, στην πιο πυκνοκατοικημένη γωνιά της Γαλλίας, συναντήσαμε όλο κι όλο ένα αυτοκίνητο.
136
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Στίχοι για την Αμερική
Μπροντγουαίη
Άσφίαλτος kai γυαλί και τραβάω βροντώντας με βήμα νιου. Τα δάση και τα γρασίδια όλα ξουρισμένα. Α π ' τ ο νοτιά κατά το βοριά τραβούν οι αβενιοϋ, στη δύση α π ' τ η ν ανατολή οι στρητ ολοένα. Κι ανάμεσά τους (εκεί που ο χτίστης τα έστησε) σπίτια μ'απίθανα μάκρη. Κάποια, μακριά ίσαμε τ'άστρα τα έχτισε κι άλλα, μέχρι του φεγγαριού την άκρη. Ο γιάνκης που τις παντούφλες του να σούρνει τεμπελιάζει καλό το βρίσκει και τ'ασανσέρ να τον ανεβάζει.
Εφτά η ώρα πρωινό στο δρόμο μια ανθρώπινη φουσκονεριά. Δεκαεφτά τ'απόγιομα πια πάει ο κόσμος, μια ξεραΐλα, μια ερημιά. Βαζοκοπούν οι μηχανές μια βουή, μια φασαρία και μια τύφλα κι οι άνθρωποι μουγγοί όλο βαρυθυμιά με το στόμα τους μπουκωμένο τσίχλα. Ν'αργοπορούν λιγάκι το μάσημα οι πιο νέοι για να σου πούνε με τη μια «μέικ μόνεϊ;» Κάποια μαμάκα το στήθος της δίνει στο παιδάκι. Κι εκείνο στάλα τη στάλα βάλθηκε να το τρυγάει λες πως δεν είναι το βυζί που του'δοσε εκείνη αλλά δολάριο! Γ ι ' α υ τ ό κι έχει στα σοβαρά ριχτεί να το ρουφάει. Η δουλιά τέλειωσε πια. Α σ ' τ ο κορμί σου λεύτερο ν'απλώνεται στον πηχτόν ηλεκτρικόν αγέρα. Θέλεις κάτω α π ' τ η γη να πας; πάρε τον υπόγειο που κλώθεται. Αν πάλι θες ψηλά, όλο ψηλά να τραβάς τότε πάρε τον εναέριο από κει πέρα. Τα βαγόνια κυλούν κι οι καπνοί ένα γύρω αυξαίνουγ, κλώθοντας γαϊτάνια απάνω απ'τα σπίτια.
140
Κι ύστερα πάλι το δρόμο αλλάζουν και βγαίνουν να χώσουν την ουρά τους μέσα στου Μπρούκλιν τη γέφυρα ίσια, για να κρυφτούν ξανά με τη σειρά τους στου Χούτσον τα νερά τα πελαγίσια. Σ'έχουν στραβώσει, σ ' έ χ ο υ ν ναρκώσει τα φώτα τα πολλά και τα μεγάλα. Μα να μπροστά σου σαν τύμπανου χτύπος μια δόση: «Καφές Μάξγουελ, μΓ απόλαυση α π ' τ η ν αρχή κι ως τη στερνή τη στάλα!» Κι όταν τα φώτα πάρουν κι αρχίσουν να σκάβουν βαθιά-βαθιά τη νύχτα, τότε, να σου το πω εγώ, καρδούλα μου: Κοιτάς ζερβά, όι-όι μάνα, μανίτσα μου! Κοιτάς δεξιά, αχ, περδικούλα μου! Ό π ο υ γυρίσεις, έχεις τι ν'αγναντέψεις, μοσχοβίτη αδερφάκι μου, έι! Ίσαμε το ξημέρωμα κοιτάς και πού να τελέψεις! Αυτή'ναι η Νέα Υόρκη, αυτό και το Μπροντγουαίη! Πώς να τα πεις και πώς να τα παινέψεις. Είμαι ξετρελαμένος από τη Νέα Υόρκη εκεί, αλλά τη σκούφια μου όχι, εγώ δε θα τη βγάλω.
Εχουμε κι εμείς να ξέρεις, οι σοβιετικοί την περηφάνια μας! Αλλά; Θέλουμε ν'ατενίζουμε τους μπουρζουάδες από ψηλά! Νέα Υόρκη 6 Αυγούστου 1925
142
Η γέφυρα του Μπρούκλιν
Έ ι , Κούλιεζ εσύ φωνή χαράς μεγάλη από τα στήθια σου βγάλε ευθύς. Μπροστά σ ' ό , τ ι καλό σφιχτός στα λόγια του δεν είναι ποτές ο ποιητής. Από τις παίνιες μου, λοιπόν που θ'ακούστε κοκκινιστέ σαν της δικιάς μας της σημαίας το πανί κι ας πα να λέτε σεις πως τάχα είστε όσο δεν παίρνει άλλο Ενωμένες οι Πολιτείες της Αμερικής. Σαν τον πιστό που με κατάνυξη τραβάει ευλαβικά να πάει στην εκκλησία κι εκεί σ ' έ ν α κελί κλειέται αμίλητος και σοβαρός για ν'ασκητέψει ειρηνικά, έτσι κι εγώ λουσμένος στο μουχρό το θάμπος π'αφήνει γύρω του το δειλινό, ^τη γέφυρα του Μπρούκλιν, σάμπως ο πιο στερνός σε ταπεινότη πάω ν'ανέβω, να σταθώ.
Ό π ω ς στην πολιτεία την πατημένη που'χει πνιγεί στη σκόνη, στον πηλό, χουμάει ακράταγος ο πορθητής καβάλα στα κανόνια με τις μπάλες που'χουν ένα λαιμό ψηλό ίδιον με τις καμηλοπαρδάλες, όμοια κι εγώ φέσι στο μεθύσι μου από δόξα, κι όλος φρυγμένος από τη δίψα για ζωή χυμώ στη γέφυρα του Μπρούκλιν ν'ανέβω όλος λόξα. Σαν τον ζωγράφο τον άπραγο που με τις ώρες στέκει βουβός κι όλος έρωτα σ ' έ ν α μουσείο για να φερμάρει κάποια Μαντόνα έτσι κι εγώ εκστατικός, ένα με τα ουράνια τα θολά τη Νέα Υόρκη καμαρώνω αφανέρωτα από του Μπρούκλιν τη γέφυρα ψηλά. Η Νέα Υόρκη πόλη βαριά, πυρετική ίσαμε τούτη δω την ώρα που σουρπώνει, τώρα, δείχνει πως όλα τ α ' χ ε ι ξεχασμένα εκεί, το ψήλος, τους δρόμους με το βουητό τους, καθώς πια όλα τα σπίτια — μια ψυχή μες στην ακένωτη φεγγοβολή λούζονται των παραθυριών τους. Ως πάνω δω ψηλά μόλις που αγροικιέται με το βρουχητό απ'τις μηχανές. Και μόνο α π ό ' ν α τρέμουλο που σειέται στα πόδια σα φαγούρα νιώθεις ότι αποκάτω από σένα μέσα σε κούφιους τρανταγμούς και βρόντους σαν κάπου να σωριάζουν πιάτα, κυλούνε τρένα.
144
Κι όταν η ώρα φτάσει πάλι όπου, σαν κάποιας νεροσυρμής ανάβρα κινήσει ο παραγιός του μπακάλη να μοιράσει σπίτι με σπίτι, τα ψώνια, κείνη την ώρα, λοιπόν, είναι κι εσύ που θωράς να περνούν απ'της γέφυρας τα λαγόνια καραβίσια κατάρτια που στο μπόι δεν περνούν μια καρφίτσα της σειράς. Νιώθω περήφανος, το λέω παστρικά με την καρδιά μου για τούτο δω τ'ατσάλινο το μέλι. Κι όλο δύναμη ζωντανεύουν τα παλιά όνειρά μου: αγώνας για κατασκευές αντί τα σχέδια για μορφές και για ρυθμούς το ζήλο μας να ξοδεύουν. Από δω και πέρα, όπως και ν α ' ν α ι , τα μπουλόνια τ'ατσάλινα μετρημένα σωστά μόνο αυτά να μετράνε. Κι αν τύχει ο κόσμος στη συντέλεια μια μέρα να φτάσει, κι αν ο πλανήτης μας κάποτε σαν κουρέλι μέσα στο χάος κρεμιόταν, κι αν πάλι υποθέσουμε πως σ'όλη τη γήινη πλάση, παντού τίποτες άλλο δεν απόμενε εξόν από τούτη δω τη γέφυρα που θα ορθωνόταν περήφανη πάνω απ' τα ρημάδια του χαμού. Ε, και τότες πάλι, όπως από κάτι κόκαλα πιο ψιλούτσικα κι α π ' τ ι ς βελόνες στήνουν σαύρες θεόρατες ' απάνω στων μουσείων τα βάθρα το ίδιο, λοιπόν
145
κι ο γεωλόγος που θα'ρθει μέσα απ'τους αιώνες ψηφί - ψηφί, ξεκινώντας α π ' τ η γέφυρα τούτη θα συνταίριαζε της εποχής μας τη μορφή. «Το λοιπόν», θα'λεγε, τούτο δω το ατσάλινο πόδι που βλέπετε α π ' τ η μια κι ως την άλλη του άκρη θάλασσες και στεργιές ατέλειωτες έσμιγε κι ενωμένες τις κράταγε σ ' ό λ α τα μάκρη. Να, από κείνη εκεί τη μεριά η Ευρώπη προς τη Δύση χυμούσε και με άγρια χαρά, ίδια θεριά τα ινδιάνικα φτερά στον αγέρα σκορπούσε. Τώρα να, παραπέρα ιδέστε τούτο δω το πλευρό που σαν μια μηχανή να'ταν, λογαριάστε, λοιπόν, πέστε πόσα χέρια στ'αλήθεια χίλια θα'πρεπε ν α ' χ ε κανείς ώστε με τρόπο, με τόνα πόδι του γερά στο Μανχάταν να τραβούσε απάνω του ένα Μπρούκλιν θεόρατο απ'τα χείλια! Αν πάρω για σημάδια τα καλφδια και τα ηλεκτρικά τα πολλά, τότε είναι σίγουρα η εποχή μετά τον ατμό αυτό το ξέρω καλά. Εδώ, σε τούτη τη γωνιά οι άνθρωποι ουρλιάζαν μέρα-νύχτα με τα ράδια και πάλι εδώ οι άνθρωποι πετούσαν κιόλας με τ'αερόπλανα πριν α π ' τ ο χαμό.
146
Η ζωή εδώ πέρα για κάποιους ήταν ανέμελη κι απαλή σα λάδι και για τους άλλους πάλι ένας ατέλειωτος πεινασμένος οδυρμός του Ά δ η . Από τούτη δω τη γέφυρα ψηλά οι άνεργοι απελπισμένοι στου Χούτσον τα νερά βουτούσαν με το κεφάλι και δεν ξανάβγαιναν πια... Θα μπορούσα, όπως βλέπετε να τραβήξω ετούτη την εικόνα σε μάκρος όσο θέλω μπροστά σας χειροπιαστή. Έ τ σ ι που κάποιος, αν θέλετε, να τραβούσε ψηλά ως τα πόδια των άστρων αν απ' τις χορδές αυτές τις ατσάλινες πιαστεί. ' Και να δω πάνω, σα να τον βλέπω ακόμα ζωντανό σε τούτο δω το μέρος μ έ σ ' σ τ η φέξη στεκόταν κάποτε ο Μαγιακόφσκι κι ορθός, βουβός ύφαινε ήσυχα τους στίχους του λέξη τη λέξη. Ωρες ατέλειωτες στέκομαι και κοιτώ ως θα κοιτούσε ο εσκιμώος ένα τρένο που κυλάει. Τη ματιά μου από πάνω της δεν ξεκολλώ όπως δεν ξεκολλάει α π ' τ ' α υ τ ί κι απ'τα στήθια το τσιμπούρι που χώθηκε και τσιμπάει. Κοιτώ κι όλο μιλάω από μόνος μου μέσα μου: «Ναι. Η γέφυρα του Μπρούκλιν! Δεν τη χορταίνω. Από μόνη της η ίδια η αλήθεια!» Μόσχα 25.12.1925
147
Ουρανοξύστης σε τομή Πάρε στην τύχη ένα σπίτι θεόρατο στη Νέα Υόρκη και κοίτα μέσα. Κοίτα με μια ματιά που να τα πιάνει όλα το χτίσιμο του, την ανέσα. Κει μέσα θα βρεις καμαράκια σαράβαλα και τρώγλες σε κάθε διάσταση, τα ίδια σαν τα δικά μας στο Κονοτόπ ή στο Γιαλέτς πριν α π ' τ η ν Επανάσταση. Κάτω-κάτω, στα χαμηλά τα μαγαζιά με τα χρυσαφικά βίγλες ακοίμητες και κλειδωνιές γερές μαγκωμένες γερά για πόρτες αχτύπητες. Ντυμένοι σταχτόχρωμα του σινεμά οι νταήδες οι πολιτσμάνοι σκυλιά που διαφεντεύουν όλο το ξένο έχει κάνει δεν κάνει. Πάτωμα τρίτο. Τα γραφεία θεοσκότεινα στον ύπνο τ ο ' ρ ι ξ α ν και πάει.
148
Τον ίδρω των σκλάβων το στουπόχαρτο αχόρταγο δεν σταματάει να ρουφάει. Ποιος είναι δω ο αφέντης να'χουμε και το νου μας γιατί ο κόσμος το ξεχνάει Μα η ταμπέλα με γράμματα χρυσά: «Ουϊλιαμ Σπροτ» στα μάτια χτυπάει. Πάτωμα πέμπτο. Μια ξεσταχιασμένη μις αφού μέτρησε της προίκας της τις νυχτικιές, βούλιαξε τώρα σε μια ονειροπόληση γλυκιά όλο μνηστήρες και χαρές. Κι απέ, ανασηκώνοντας με το στήθος της την ταντέλα την πολλή, ισιώνει τώρα με τα δάχτυλα της παχιάς μασχάλης της το δασύ μαλλί. Εβδομο πάτωμα: Μπροστά στο τζάκι το σβηστό που μοιάζει τώρα με μνημούρι, ένας γεροδεμένος, μπεχλιβάνης σερ που κάνει σπορ α π ' τ α μικράτα του, για μια καινούργια απιστία ματώνει της γυναίκας του τη μούρη. Πάτωμα δέκατο: Στο μήνα του απάνω του μέλιτος το νιο ζευγαράκι έχει κιόλας ξαπλώσει. Πιο ευτυχισμένο ακόμα κι από την Εύα και τον Αδάμ προτού για πάντα μαζί τους ο θεός να θυμώσει.
149
Τώρα διαβάζουν τους «Τάιμς» εκεί που βρίσκεις πάντα τις ρεκλάμες σα θες την ώρα σου να σκοτώσεις. Νάτη η αγγελία: «Αυτοκίνητα παντός είδους εδώ πέρα θα βρείτε να πωλούνται με δόσεις.» Πάτωμα τριάντα: Οι μέτοχοι της εταιρείας κάθονται ασάλευτοι, μαρμαρωμένοι. Δισεκατομμύρια μοιράζουνε μεταξύ τους φαταούλες αχόρταγοι και πάντα πεινασμένοι. Είναι τα κέρδη τους όλα αυτά από το τραστ το δικό τους, το μάγο: «Παραγωγή ζαμπόν α π ' τ α καλύτερα κρέατα ψόφιων σκυλιών που βγάζει το Σικάγο.» Στο πάτωμα σαράντα η κρεβατοκάμαρα μιας τραγουδίστριας της οπερέτας τώρα. Κι οι ντέτεκτιβς με τα μάτια κολλημένα στην κλενδαρότρυπα εδώ και κάμποσην ώρα, να τόνε κάνουν τσακωτό «επ'αυτοφόρω» στο κρεβάτι έχουνε βάλει όλον τους το ζήλο γιατί μόνον έτσι θα τον στριμώξουν να τους δόσει το διαζύγιο τον Κούλιτζ το φίλο.
J 50
Έ ν α ς ελεύθερος καλλιτέχνης που ζωγραφίζει αράδα κωλαράκια γυμνά στον ύπνο και στον ξύπνιο μοναχός, κάθεται κι όλο λογαριάζει το πώς θα μπλέξει στα βρόχια του του νοικοκύρη του την κόρη για να του φορτώσει κάνα πίνακά του ο φτωχός. Έπιανε να λειώνει πια το κάτασπρο μεσάλι του χιονιού απάνω στη σκεπή στάλες-στάλες. Μες στην ταβέρνα κει ψηλά το ψωμάκι του ο νέγρος οδοκαθαριστής το καταπίνει με μπουκιές μεγάλες. Και ό,τι πέφτει α π ' τ ο προσφάι του τα τρίματα μικρά-μικρά τα ψιχουλάκια, όλα τ'αρπάζουν, τα ροκανίζουν στα σβέλτα, στα κλεφτά ον ποντνκον καν τα ποντικάκια. Στέκομαι και κοιτάζω ώρες ατέλειωτες τον κόσμο που κρύβεται πίσω από τούτα τα τείχη της φάτσας κι έτσι μου'ρχεται να ξεφωνίσω: Ή ρ θ α τρεχάτος εφτά χιλιάδες βέρστια μπροστά και ξάφνου βρέθηκα εφτά χρόνια πιο πίσω! Νεα Υόρκη 16 Σεπτέμβρη 1926
151
Η δεσποινίς απ'το Μπούλβορτ Το Μπροντγουαίη έχει παλαβώσει όλο τρεχάλα και βουή. Τα σπίτια κατεβαίνουν απ'τα ουράνια και κρεμιούνται μονοκόμματα. Κι ανάμεσά τους ξεχωρίζει καθαρά το Μπούλβορτ σαν ένα κουτί από κορσέ μ'εξήντα τόσα πατώματα. Απάνω-απάνω στα ψηλά περιπολούν οι διμοιρίες των άστρων. Στα μεσαία οι δαχτυλογράφες κακαρίζουν με τα πλήκτρα τους και γεμίζουν τον τόπο φασαρία. Κάτω-κάτω, χαμηλά μια ταμπέλα χτυπητή: «Αεριούχα ποτά - η μεγάλη ξακουστή εθνική εταιρία!» Σε κάποια βιτρίνα μια δεσποινίς δεκαεφτάχρονη - θάμα, στέκει αμίλητη κι όλο τροχάει για ρεκλάμα σκουριασμένες λεπίδες της μάρκας «Ζιλλέτ». Λάμες, ξουράφια όλα τα μπάζει σε μια σιδερένια μηχανή 152
Κι ύστερα πάλι τα σιάζει, και τ'αργοσέρνει απάνω σ ' έ ν α πέτσινο λουρί. Και μ ' ό λ ο που σε κοπέλα δεν ταιριάζουν τα μουστάκια αυτηνής ωστόσο της έχουν κολλήσει μια τζίβα απάνω στα χειλάκια. Κι όλο καμώνεται πως τάχα να, να τα ξουρίσει μπορεί. Τροχάει το ένα και το κάνει ν'αστράφτει κι ύστερα πιάνει τ ' ά λ λ α τα σκουριασμένα κι όλο τροχάει κι όλο ξαμώνει με τα χεράκια της και σα να λέει: « Έ λ α , μπες μέσα κι αγόρασε από μένα.» Οι μπουρζουάδες δεν έχουν πολλά πάρε-δόσε με το τρόχισμα των λεπίδων. Για τα πλούτη τα μπουρζουάδικα είναι κι άλλες πηγές, άλλες σφαίρες ελπίδων. Κι έτσι πάει αντάρα δουλεύεις για ένα δολάριο κι αυτοί σου κάνουν χαρές πετώντας σου μια δεκάρα! Εγώ δεν έχω, μήτε μουστάκια, μήτε δολάρια, μήτε μαλλούρα.
Μα κι ούτε μιλιά γιατί στο λαιμό μου κολλούν κάτι γκρίφια αλαμπουρνέζικα. Μα εγώ θα πάω κοντά της και θα κουνάω μονάχο τα χείλια μου σαν πως τάχα πίσω α π ' τ ο τζάμι της εγώ της μιλάω εγγλέζικα. «Κάθεσαι δω πέρα και σε καρφώνουν με τις ματιές τους οι μπουρζουάδες. Σαν τι σου'χουνε τάξει ανεμοδούρα;» Μα η κοπέλα που με κοιτάει καταλαβαίνει «όπεν όπεν δε ντορ!»' «Και τι σε νοιάζει εσένα για τα μουστάκια τα ξένα και σ ε ' χ ο υ ν κλεισμένη σαν κούκλα στη μέση εδώ του τζαμιού;» Μα η φαντασία της φτερώνει, καλπάζει και βγάζει: «• Αι λα β γιού!» Ανάβω, κορώνω: «Βγες έξω, σπάσε το τζάμι. Ας τα ξουράφια σου γνα κάνα λαιμό μαγγιόρο!» Μα κείνη άλλο καταλαβαίνει: «Μάι γκέρλ, ω! Μάι γκέρλ, ω!» I. «άνοιξε, άνοιξε την πόρτα!»
154
Και φεύγει η συλλογή της τώρα α π ' ό λ α τα μέτρα. Κι εγώ της γυαλίζω ωραίος σαν άγγελος. Η κοπελιά ξιπάζεται κι ο νους της παίρνει βόλτες χιλιάδες τρεις. Γιατί θαρρεί πως είπα, έτσι φαντάζεται, ότι ο Κλαρκ ο δικός της για να την κάνει ταίρι έρχεται α π ' τ η Γουόλ Στρητ! Και το πιστεύει τώρα η μις κι όλο ριγάει από ευτυχία ότι εγώ είμαι τάχα πνιγμένος στα δολάρια. Κι ότι γι'αυτήνε τώρα ανοίγουν τις πόρτες τους τα ψηλά πατώματα και πως έτοιμα είναι κιόλας και το τραπέζι, και το δωμάτιο της τιμής! Πού να το βάλει όμως ο νους της νιας πως εμείς οι ρώσοι ξέρουμε άλλες στράτες κι ότι μπορούν, ναι, ν'ανέβουν ψηλά κι οι εργάτες δίχως κούφια ονειροπολήματα, δίχως παντρολογήματα, και δίχως την άσωτη προσμονή κάποιας αναπάντεχης κληρονομιάς!.. Μόσχα Δεκέμβρης 1925
155
Γυρισμός Πετάτε οι στοχασμοί μου πίσω στα δικά μας μέρη. Αγκαλιαστείτε της ψυχής και του πελάου τά βάθη. Κι όποιος θέλει να'ναι στη σκέψη πάντα λαγαρός ας το ξέρει πως είναι της βλακείας το κατακάθι. Μες στην πιο άχρηστη του καραβιού καμπίνα μ'έχουν πετάξει. Από πάνω, ποδάρια που βροντοκοπούν ολονυχτίς τον ύπνο μου έχουν αρπάξει. Η ησυχία του ταβανιού μου πάει. Χορός τρικούβερτος ψηλά να κι ο σκοπός του που λυσσομανάει: «Μαρκίτα, Μαρκίτα, Μαρκίτα γλυκιά!
Αχ, Ελα Μαρκίτα, αγάπα με πιά!..» 156
Ομως πώς να μ'αγαπήσει η Μαρκϊτα η πιστή, αφού πάνω μου δεν έχω μια δεκάρα τσακιστή; Η Μαρκϊτα η καλή (σαν της κλείσουνε το μάτι) αυτό είναι σωστό, την καμπίνα τους τη βρίσκει εύκολα πολύ με φράγκα εκατό! Σα δεν έχεις χρήμα δεν τα βγάζεις πέρα, όχι. Έ τ σ ι , λοιπόν, στοχαστή αλάργα α π ' τ η λάσπη των κλειστών τοίχων, βάλε μπρος τη ραπτομηχανή για να γαζώσεις ψιλό-ψιλό γαζί το μεταξωτό των στίχων. Οι προλετάριοι τραβούν για τον κομμουνισμό απ'τα κάτω. Ά λ λ ο ι απ'τις μίνες κι άλλοι με τα δρεπάνια ή τα δικράνια. Μα εγώ, χυμάω στον κομμουνισμό ίσια ψηλά α π ' τ η ς Ποίησης τα ουράνια. Γιατί θαρρώ πως δίχως τον κομμουνισμό ούτε κι αγάπη δεν υπάρχει, αγάπη αληθινή, ανθρωπίσια. 157
Δεν ξέρω, δε μπορώ να πω αν με ξαπόστειλαν εδώ ξεπίτηδες ή αν μονάχος μου έχω βρεθεί τόσο μακριά ξενιτεμένος. Ό π ω ς και να'ναι όμως εγώ εδώ των λέξεων γροικάω μέσα μου να σκουριάζει τ'ατσάλι και να μουντώνει του μπάσου μου ο χαλκός. Γιατί, λοιπόν κάτω απ'τις ξένες μπόρες στρεχιασμένος να μουλιάζω, να μουχλιάζω να σκουριάζω μοναχός; Τώρα εδώ πέρα α π ' τ ο ν ατέλειωτον ωκεανό με τα μέλη μου οκνά γεμάτος τεμπελιά κι ανία, εγώ, ένα σοβιετικό θέλω να'μαι εργοστάσιο που παράγει ευτυχία. Δε θέλω εγώ σα λουλουδάκι μες στα ξέφωτα φύλλο το φύλλο να με μαδάν οι άνθρωποι μετά τον κάματο της μέρας. Εγώ θέλω, η επιτροπή πλάνου της φάμπρικας ιδρωμένη απ'τις φούριες της δουλιάς, να μου απιθώνει καθαρό μέσα στα χέρια μου το πλάνο της χρονιάς.
158
Θέλω, ο κομισάριος του καιρού μας αποκρυπτογραφώντας' το νόημα όλων των εποχών να σκύβει απάνω μου και λαγαρίζοντας τα μυαλά μου να μου δίνει τον κατάλογο των εντολών. Θέλω, με τον καλύτερο μιστό του ειδικού να μου πληρώσουν μ'αμέτρητη αγάπη την καρδιά. Και θέλω ακόμα, σαν τελειώνει η δουλιά η επιτροπή της φάμπρικας να μου κλειδώνει και το στόμα με την ίδια κλειδαριά. Θέλω εγώ την πένα να τη βάνουν ίσια με την λόγχη, στην ίδια αράδα με την Ποίηση. Κι όπως για το σίδερο και για τ'ατσάλι, έτσι και για την τέχνη των στίχων να κάνει στο πολιτικό γραφείο εισήγηση ο Στάλιν. «Να, λοιπόν», θα λέει. «Να πόσο ψηλά έχουμε ανέβει απ'τις ίσμπες τις εργατικές. Στην Έ ν ω σ η των Σοβιετικών Δημοκρατιών η αγάπη για την Ποίηση είναι τώρα πιο ψηλά από τις νόρμες τις παλιές, τις προεπαναστατικές!» Μόσχα Δεκέμβρης 1925
59
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Από το φιλολογικό χρονικό του ταξιδιού
25 Μάη 1925: ο Μαγιακόφσκι πετάει από τη Μόσχα στην Καινιξβέργη. Κι από την Καινιξβέργη φτάνει στο Βερολίνο. Στις 28 Μάη φτάνει στο Παρίσι. Στις 2 Ιούνη, σ ' έ ν α γράμμα του α π ' τ ο Παρίσι προς τη Λίλια Μπρικ γράφει: «Σου γράφω μόλις σήμερα, γιατί το Σάββατο, την Κυριακή και τη Δευτέρα ήταν όλα κλειστά και δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα για το Μεξικό. Και δίχως το Μεξικό δεν αποφάσιζα να σου γράψω. Το βαπόρι, δυστυχώς, φεύγει μόλις στις 21 του μήνα. (Είναι το πιο κοντινό.) Αύριο βγάζω εισιτήριο. Λέγεται "Εσπάνια Τρανσατλάντικ". Είναι είκοσι χιλιάδων τόννων. Καλός μπάρμπας, δηλαδή, μ ' ό λ ο που έχει μονάχα δυο φουγάρα. Εδώ είναι ακριβά. Προσπαθώ να μην ξοδεύω πολλά και να ζω απ'αυτά που παίρνω α π ' τ η ν εφημερίδα μας, όπου δημοσιεύονται κείμενά μου με δυο φράγκα το στίχο...» Στις 4 Ιούνη έγιναν τα εγκαίνια του σοβιετικού περίπτερου στην Παρισινή παγκόσμια καλλιτεχνική-βιομηχανική έκθεση. Στο περίπτερο εμφανίστηκαν μεγάλα διαφημιστικά πλακάτ με κείμενα του Μαγιακόφσκι. Για τη δουλιά του σ'αυτά τα πλακάτ ο Μαγιακόφσκι βραβεύτηκε με το αργυρό μετάλλιο. Στις 9 Ιούνη σε γράμμα του προς τη Λίλια Μπρικ γράφει: «... Στις 19 του μήνα ταξιδεύω. Το καράβι «Εσπάνια» σαλπάρει α π ' τ ο Σεν Ναζέρ (οκτώ ώρες απόσταση α π ' τ ο Παρίσι) και θα σέρνεται ίσαμε το Μεξικό δεκαέξι ολόκληρες μέρες! Αυτό πα να πει το γράμμα σου με την απάντηση μέσω Παρισιού (κι αν πετύχει να το βρει το καράβι) θα κάνει σαράντα μέρες! Αυτό είναι που λέμε "στου διαόλου τη μάνα"! Εδώ περνάω τη μεγαλύτερη πλήξη από κάθε άλλη φορά. Δεν
163
έχω πάεν σε κανένα θέατρο. Είδα μονάχα μια φορά τον Τσάπλιν στον κινηματογράφο. Η ζέστη είναι ανυπόφορη. Μοναδική δροσιά μπορείς να βρεις στη Μπουά, αλλά κι εκεί το βράδι. Απόψε θα πάω στην πρεσβεία μας. Θα διαβάσω ποιήματά μου...» Στις 10 Ιούνη τον Μαγιακόφσκι τον έκλεψαν στο ξενοδοχείο « Ί σ τ ρ ι α » του Παρισιού, όπου έμενε. (Του πήραν την τσάντα με τα λεφτά που είχε μέσα.) Ο Μαγιακόφσκι έστειλε τηλεγράφημα στο Κρατικό Εκδοτικό στη Μόσχα με την παράκληση να του στείλουν λεφτά. Την παράκληση του ποιητή την υποστήριξε και η Εμπορική αποστολή της ΕΣΣΔ στο Παρίσι, προτείνοντας να δόσει στον Μαγιακόφσκι αμέσως τα λεφτά και το Κρατικό Εκδοτικό να ξοφλήσει αυτόν τον λογαριασμό ως τα τέλη του χρόνου. Το Κρατικό Εκδοτικό με τηλεγράφημά του συμφώνησε. Στις 19 Ιούνη σε γράμμα του α π ' τ ο Παρίσι προς τη Λίλια Μπρικ, γράφει: «Αύριο πρωί, στις 8.40 φεύγω για το Σεν Ναζέρ (Βρετάνη) και μετά από δώδεκα ώρες θα διανυκτερεύσω στο βαπόρι. Στις 21 του μήνα σαλπάρω! Ευχαριστώ πολύ για το Κρατικό Εκδοτικό και να με συγχωρείς για το μπελά. Την περασμένη Τετάρτη (δηλαδή, τη μέρα που σου'στειλα το προηγούμενο γράμμα), με κλέψανε, όπως ξέρεις, μέχρι καπίκι. (Μου άφησαν τρία φράγκα και τριάντα καπίκια!) Ο κλέφτης είχε πιάσει το αντικρινό δωμάτιο του " Ί σ τ ρ ι α " κι όταν εγώ βγήκα για είκοσι δευτερόλεπτα για κάποια ζητήματα της κοιλιάς μου, εκείνος με μιαν ασυνήθιστη μαεστρία μου πήρε όλα τα λεφτά μαζί με την τσάντα (μαζί με τη φωτογραφία σου και με όλα τα χαρτιά!) και το'σκάσε α π ' τ ο δωμάτιο προς άγνωστη κατεύθυνση. Ολες,οι καταγγελίες μου δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, μόνο από τα σημάδια μου είπαν πως πρόκειται για κλέφτη πολύ γνωστό στο στυλ του. Τα λεφτά εγώ απ'τα νιάτα μου δεν τα στιμάρω και πολύ. Η σκέψη όμως ότι το ταξίδι μου μπορεί να διακοπεί κι ότι μπορεί να ξαναπέσω στην κοροϊδία σου για βλάκας, με έκανε κυριολεκτικά να λυσσάζω. Τώρα όλα έχουν ταχτοποιηθεί με τη δικιά σου βοήθεια και τη βοήθεια του Κρατικού Εκδοτικού.»
164
Στις 20 Ιούνη ο Μαγιακόφσκι έφυγε α π ' τ ο Παρίσι για το Σεν Ναζέρ. Στις 21 Ιούνη αναχώρησε με το πλοίο «Εσπάνια» απ' το Σεν Ναζέρ για το Μεξικό. Στις 22 Ιούνη σε γράμμα του α π ' τ ο πλοίο «Εσπάνια» προς τη Λίλια Μπρικ, γράφει: «' Ετσι είδαμε και την Ισπανία. Με την ευκαιρία θέλω να Σας ανακοινώσω ότι αυτή τη στιγμή την παραπλέω αισίως και μάλιστα μπαίνω σε κάποιο μικρό λιμανάκι, βρες το στο χάρτη, στο Σανταντέρ. Το "Εσπάνια" είναι καλούτσικο καραβάκι. Ρώσους δεν ανακάλυψα πουθενά για την ώρα. Περνούν κάτι άγτρες με τιράντες και με λουρί στη μέση μαζί (αυτοί είναι σπανιόλοι) και κάτι γυναίκες με κάτι πελώρια σκουλαρίκια (αυτές είναι σπανιόλες).» Στις 22 Ιούνη ο Μαγιακόφσκι έγραψε το ποίημα «Ισπανία». Στις 3 Ιούλη σε γράμμα του απ"το πλοίο «Εσπάνια» προς τη Λίλια Μπρικ, ο Μαγιακόφσκι γράφει: «... Τώρα ζυγώνουμε στην Κούβα, στο λιμάνι Αβάνα (που βγάζει πούρα). Εδώ θα σταθούμε καναδυό μέρες. Η ζέστη είναι ανυπόφορη. Τώρα σιγοψηνόμαστε περνώντας τον τροπικό. Τον ίδιο τον αιγόκερο (που προς τιμή του πήρε την ονομασία του ετούτος δω ο τροπικός) εδώ που τα λέμε, ακόμα δεν τον είδα. Στα δεξιά αρχίζει μόλις να θαμποφαίνεται η πρώτη αληθινή στεριά, η Φλόριδα. (Αν δεν θα θεωρηθεί λεπτομέρεια, κάτι σαν τις Αζόρες.) Πρέπει να γράψω στίχους για τον Χριστόφορο Κολόμβο, πράγμα που είναι πολύ δύσκολο, επειδή, μη έχοντας εδώ κατάστιχα, είναι δύσκολο να ανακαλύψω πώς είναι το υποκοριστικό στο όνομα Χριστόφορος. Και το να ριμάρεις το Κολόμβος (που έτσι κι αλλιώς είναι δύσκολο), έτσι όπως λάχει εδώ στους τροπικούς, είναι μια προσπάθεια ηρωική. Δεν μπορώ να πω ότι εδώ, απάνω στο βαπόρι, τα κέφια μου είναι πολύ καλά. Δώδεκα μέρες όλο νερό, αυτό είναι μια χαρά για τα ψάρια, και για τους επαγγελματίες εξερευνητές. Για τους στεργιανούς όμως είναι πολύ. Δεν τα κατάφερα να μάθω να κουβεντιάζω στα γαλλικά και στα ισπανικά. Μπόρεσα όμως να βελτιώσω την εκφραστικότητα του προσώπου μου. Κι έτσι συνεννοούμαι με τη μιμική!.. Δουλεύω πολύ.»
165
Από 26 Ιούνη ως τις 3 Ιούλη στο πλοίο γράφτηκε το ποίημα «Ατλαντικός ωκεανός». Στις 3 Ιούλη, απάνω στο πλοίο, έγραψε το ποίημα «Ρηχή φιλοσοφία σε βαθιά σημεία». Στις 5 Ιούλη ο Μαγιακόφσκι έφτασε στην Αβάνα. Την ίδια μέρα έγραψε το ποίημα «Μπλακ εντ ουάιτ». Στις 7 Ιούλη τέλειωσε το ποίημα «Χριστόφορος Κολόμβος». Στις 8 Ιούλη έφτασε στη Βέρα Κρουζ (Μεξικό). Στις 9 Ιούλη ο Μαγιακόφσκι έφτασε στο Μέξικο Σίτυ: «Το πρωί, φτάνοντας από τη Βέρα Κρουζ στο Μέξικο Σίτυ, στο σταθμό τον υποδέχτηκαν ο γνωστός μεξικάνος ζωγράφος Ντιέγκο Ριβέιρα και η βοηθός του Ανάια. Από τη Βέρα Κρουζ ακόμα τον είχανε συμβουλέψει να βγάλει εισιτήριο για βαγόνι πρώτης θέσης της διεθνούς γραμμής. Ο Μαγιακόφσκι έβγαλε τέτιο εισιτήριο. Ό τ α ν ο Μαγιακόφσκι έφτασε στο Μέξικο Σίτυ, η Ανάια που α π ' τ η ν παρατηρητική ματιά της τίποτα δε μπορεί να ξεφύγει, φώναξε στον Ριβέιρα: «Κοιτάτε, ντον Ντιέγκο, κοιτάτε! Έ χ ε ι εισιτήριο για την πρώτη θέση της διεθνούς γραμμής, κι αυτός βγαίνει από βαγόνι δεύτερης θέσης. Δε μπορώ να εξηγήσω, πόσο τον χαρακτηρίζει αυτή η πράξη σαν άνθρωπο!» Κι ο Ριβέιρα της αποκρίθηκε: « Ό σ ο ο Μαγιακόφσκι θα ταξιδεύει στο Μεξικό, τα ταξίδια του όλα θα'ναι στη δεύτερη θέση. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να μας δει, όπως ακριβώς είμαστε!..» («Αντόρτσα», Μέξικο Σίτυ, Ιούλης 1925.) 10 Ιούλη 1925, εφημερίδα «Εξέλσιορ», Μέξικο Σίτυ: «Ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, ο πιο γνωστός από τους σύγχρονους ρώσους ποιητές, έφτασε χθες στην πρωτεύουσά μας. Στο σταθμό τον υποδέχτηκε εκπρόσωπος της σοβιετικής πρεσβείας, εγκαταστάθηκε στο μέγαρο της πρεσβείας σανφιλοξενούμενός της. Η προσοχή που δόθηκε στον διάσημο ποιητή, μας παρακίνησε να προσπαθήσουμε να του πάρουμε κάποια συνέντευξη, που αναμφίβολα θα παρουσιάσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού η χώρα του είναι ένας πόλος, όπου συγκεντρώνονται τα βλέμματα όλου του κόσμου α π ' τ ο ν καιρό που, εδώ και μερικά χρόνια έγινε εκεί η μεγάλη μπολσεβίκικη επανά166
στάση. Ο ποιητής συζήτησε μαζί μας στη διάρκεια της επίσκεψης μας στην πρεσβεία, με τη βοήθεια του ζωγράφου Ντιέγκο Ριβέιρα που μετέφραζε στα ισπανικά. Έ τ σ ι περάσαμε αμέσως στη συνέντευξη. Ο κύριος Μαγιακόφσκι μας μίλησε για το ενδιαφέρον που τον προσέλκυε πάντα σε ό,τι έχει σχέση με το Μεξικό. ' Εκφρασε την ικανοποίηση του για το ό,τι ο πόθος του να επισκεφτεί τούτη τη χώρα επιτέλους εκπληρώθηκε. Και μας ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να μείνει στο Μεξικό ένα μήνα. Ο Μαγιακόφσκι σχεδιάζει να γράψει ένα βι- • βλίο για το Μεξικό. Και μας ανακοίνωσε ότι έχει αρχίσει κιόλας αυτή τη δουλιά. Μας προειδοποίησε πως το βιβλίο του δεν θα κάνει κανενός είδους πολιτικές νύξεις, αλλά ότι θα γράψει αποκλειστικά για τις παραδόσεις των μεξικάνων. Τέλος, ότι θα προσπαθήσει στα ποιήματα του να διερμηνεύσει την εθνική ψυχή του λαού μας. " Τ ο ' ξ ε ρ α ότι εδώ θα μου κάνουν την καλύτερη υποδοχή από κάθε άλλη χώρα της Αμερικής", μας είπε. Ό π ω ς μας εξήγησε, η ρωσική λογοτεχνία βασίζεται αποκλειστικά στην κοινωνική θεματογραφία που είναι ευνοϊκή για το νέο σύστημα. Μετά τη σύντομη συνέντευξή μας αποχαιρετηθήκαμε με τον Μαγιακόφσκι. Κι ο ποιητής ξαναγύρισε στη συζήτησή του με τον ζωγράφο.» Στις 15 Ιούλη σε γράμμα του από το Μέξικο Σίτυ προς τη Λίλια Μπρικ, ο Μαγιακόφσκι γράφει: «Βρίσκομαι στο Μεξικό από μια βδομάδα κιόλας. Μια μέρα έμεινα στο ξενοδοχείο και μετά εγκαταστάθηκα στην πρεσβεία. Τώρα για το Μεξικό: πρώτα-πρώτα, βέβαια, διαφέρει από τις άλλες ξένες χώρες, ιδιαίτερα με τους κάθε λογής φοίνικες και τους κάκτους. ' Ολα αυτά όμως ευδοκιμούν με τη μορφή που πρέπει μόνο στο νότο, πέρα από τη Βέρα Κρουζ. Εδώ δεν πέτυχα την κατάλληλη εποχή (η καλή εποχή γι'αυτούς είναι ο χειμώνας). Καθημερινά δω πέρα τη μισή μέρα βρέχει. Τη νύχτα κάνει κρύο. Είναι ένα κλίμα πολύ κασιδιάρικο, αφού το υψόμετρο φτάνει τα 2400 μέτρα. ΓΓαυτό μου είναι φοβερά δύσκολο (τις πρώτες δυο βδομάδες, λένε) ν'αναπνέω. Και με τους σφυγμούς αχόμα χειρότερα. Δεν θα έμενα εδώ παραπάνω από δυο βδομάδες. Αλλά, βλέπεις, πρώτα-πρώτα έχω δεθεί με τη γραμμή "Τρανσατλάντικ" α π ' τ ο βαπόρι ακόμα (όταν 167
παραγγείλεις και το εισιτήριο της επιστροφής σ'αυτούς σου κάνουν σκόντο είκοσι τα εκατό). Δεύτερο, είμαι υποχρεωμένος να βομβαρδίζω με τηλεγραφήματα τις ΗΠΑ για βίζα. Κι άμα από τις ΗΠΑ (τίποτα) δε βγει, τότε αναχωρώ για τη Μόσχα κατά τις 15 του Αύγουστου και γύρω στις 15-20 Σεπτέμβρη θα'μαι στη Μόσχα. Σε λίγες μέρες με τον γραμματέα της πρεσβείας ξεκινάμε για τα ενδότερα του Μεξικού, για τα τροπικά δάση. Το κακό είναι ότι εκεί υπάρχει κίτρινος πυρετός κι έτσι, καταπώς φαίνεται, θα περιοριστούμε μόνο στο ταξίδι με το τρένο.» Μαζί με το γράμμα ο Μαγιακόφσκι έστειλε στη Λίλια Μπρικ τα ποιήματα «Η ανακάλυψη της Αμερικής» («Χριστόφορος Κολόμβος»), «Ισπανία», « Έ ξ ι καλόγριες» και «Ατλαντικός ωκεανός» με την παράκληση να τα στείλει στα περιοδικά, τις εφημερίδες και το ραδιόφωνο της Μόσχας. Στις 20 Ιούλη έγραψε το ποίημα «Μεξικό». Στις 27 Ιούλη ο Μαγιακόφσκι φτάνει στο Λαρέντο (μεθοριακή πόλη του Μεξικού και των ΗΠΑ). Τρεις μέρες πριν, ο Μαγιακόφσκι είχε ζητήσει από τη γαλλική πρεσβεία στο Μεξικό να του θεωρήσει το διαβατήριο για την επιστροφή του στη Γαλλία. Αλλά, όπως φαίνε-' ται, εκείνες ακριβώς τνς μέρες, στις 25 ή 26 του Ιούλη, του παρουσιάστηκε η δυνατότητα να πάρει βίζα εισόδου στις ΗΠΑ. Αυτό επιβεβαιώνεται από ένα γράμμα της φίρμας «Pogang Teicher Studios» που στάλθηκε από τη Νέα Υόρκη στον Μαγιακόφσκι στο Μεξικό Σίτυ στις 15 Ιούλη με τούτο το περιεχόμενο: «Αγαπητέ, μίστερ Μαγιακόφσκι. Από τους φίλους σας μάθαμε ότι θα θέλατε να επισκεφθείτε τις ΗΠΑ για να οργανώσετε μια έκθεση με πλακάτ και άλλα υλικά χρήσιμα για διαφημίσεις στον τύπο. Το στούντιο μας θα χαιρόταν να σας έδινε τη δυνατότητα για να εκθέσετε τη δουλιά σας και να σας προσφέρει αν θέλετε κάθε βοήθεια. Στέλνουμε αίτηση στο υπουργείο, όπου αναφέρουμε ότι θα ήμασταν ευτυχείς να σας βοηθήσουμε για να ταξιδέψετε στη χώρα μας, ότι σας έχουμε προσκαλέσει να μας επισκεφθείτε για ένα σύντομο διάστημα με σκοπό να γνωριστείτε με την αμερικανική τέχνη και τα ήθη, όπως επίσης και για να εκθέ168
σετε ορισμένα έργα σας. Ελπίζουμε πως θα έχουμε την ευχαρίστηση να σας δούμε και σας ευχόμαστε καλό σας ταξίδι.» (Το γράμμα βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη-μουσείο «Β. Μαγιακόφσκι»). "Οταν ο Μαγνακοφσκι έφτασε στο Λαρέντο, εκεί αποδείχτηκε ότι η βίζα που είχε πάρει στο Μέξικο Σίτυ δεν αρκούσε. Τέλος, του δόθηκε άδεια εισόδου από την υπηρεσία μετανάστευσης του Υπουργείου Εξωτερικών. Στην άδεια αυτή σημειώνονται τα εξής; «Μαγιακόφσκι Βλαντίμιρ, 30 ετών, άνδρας, ζωγράφος, ύψος 6 ποδών, ισχυρής σωματικής διαπλάσεως, με καφέ μαλλιά και καστανά μάτια, εθνικότης ρώσος, ανήκων στη ρωσική φυλή (;!), γεννηθείς στο Μπαγκντάτι (Ρωσία), μόνιμος κάτοικος Μόσχας (Ρωσία), εγγράμματος, ομιλών την ρωσικήν και την γαλλικήν, καταθέσας εγγύησιν 500 δολαρίων και φέρων μέθ'εαυτού 637 δολάρια για να συντηρηθεί επί 6 μήνας, δύναται να εισέλθει στις Η Π Α την 27 Ιουλίου 1925.» Στις 30 Ιούλη ο Μαγιακόφσκι έφτασε στη Νέα Υόρκη. «Σήμερα το πρωί φτάνει στη Νέα Υόρκη, ύστερα από μια σύντομη παραμονή του στο Μεξικό, ο γνωστός ρώσος ποιητής και συγγραφέας Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι.» (Εφημερίδα «Νέος Κόσμος» Νέα Υόρκη, 25 Ιούλη 1925.) Κατά την άφιξή του στη Νέα Υόρκη, ο Μαγιακόφσκι περικυκλώθηκε από τους αμερικάνους δημοσιογράφους. Αξίζει να θυμήσουμε την πρώτη του συνέντευξη. Έ ν α ς αμερικάνος δημοσιογράφος, κοιτάζοντας με κατάπληξη και με κάποιο φόβο τον Μαγιακόφσκι, τον ρώτησε: «Στην πραγματικότητα, για ποιο σκοπό ήρθατε στην Αμερική;» Ο Μαγιακόφσκι απάντησε: «Για να βγάλω περισσότερα λεφτά και να φτιάξω το σοβιετικό αεροπλάνο που θ α ' χ ε ι το όνομα του Λεφ'.» «Μισοκατάπληκτο, αλλά με καλές διαθέσεις παρακολουθεί 1. Λεφ; Αριστερό Μέτωπο Τεχνών, φιλολογικοκαλλιτεχνικό σωματείο ηου ιδρύθηκε στη Μόσχα το 1922. (Σημ. μετ.)
169
το αμερικάνικο κοινό τις εμφανίσεις του Μαγιακόφσκι.» (Βραδινή Μόσχα» 8 Οκτώβρη 1925). «... Για μένα εκεί περα διαδΐδονταν κάθε λογής σαχλαμάρες. Κι όταν κάποτε ρώτησα έναν ρεπόρτερ γνατΐ ακόμα δεν έγραψε πως εγώ, λογουχάρη, έχω σκοτώσει τη θειά του, • εκείνος στάθηκε για λίγο σκεφτικός και μου αποκρίθηκε: " Ελα ντε, αλήθεια γιατί δεν το'γραψα;"» (Κίεβο, 2 Φλεβάρη 1926, «Προλεταριακή Πράβντα»). Στις 6 Αυγούστου, ο Μαγιακόφσκι έγραψε το ποίημα «Μπροντγουαίη». Στις 9 Αυγούστου η εφημερίδα «Ουόρλντ» της Νέας Υόρκης δημοσιεύει τη συζήτηση του αμερικάνου συγγραφέα Μάικλ Γκολντ με τον Μαγιακόφσκι: «Για να ιδεί τον βιομηχανικό αιώνα. Να, γ ι ' α υ τ ό ήρθε ο Μαγιακόφσκι πριν από λίγες μέρες εδώ στη Νέα Υόρκη. Ο Μαγιακόφσκι, που τα τελευταία δέκα χρόνια είναι ο πιο γνωστός ποιητής στη Σοβιετική Ρωσία, η φωνή της νέας θύελλας, του χάους και της οικοδόμησης, ο βραβευμένος της νέας τεχνικής της, ο απόστολος ενός βιομηχανικού έθνους. " Ό χ ι . Η Νέα Υόρκη δεν είναι μια σύγχρονη πόλη", μας είπε, βηματίζοντας ακούραστα μέσα στο δωμάτιο του (κοντά στο Ουάσιγκτον Σκουέρ). " Η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη ανοργάνωτη. Το πήξιμο στις μηχανές, τα μετρό, οι ουρανοξύστες κι όλα τ ' ά λ λ α δε συγκροτούν μια πραγματική βιομηχανική κουλτούρα. Δεν αποτελούν παρά τα εξωτερικά της μονάχα στοιχεία. Η Αμερική έχει διανύσει μια μεγαλειώδικη πορεία υλικής ανάπτυξης, που αλλάζει την όψη του κόσμου. Οι άνθρωποι όμως της Αμερικής έχουν μείνει πίσω απ'αυτή την ανάπτυξη. Εξακολουθούν ακόμα να φυτοζωούν στο παρελθόν. Από την πνευματική άποψη οι άνθρωποι της Νέας Υόρκης είναι ακόμα κάτι βέροι επαρχιώτες. Το μυαλό τους δεν έχει ακόμα συλλάβει στο σύνολο της όλη τη σημασία του βιομηχανικού αιώνα. Να γιατί λέω πως η Νέα Υόρκη είναι ανοργάνωτη. Είναι μια γιγάντια παρανόηση καμωμένη από παιδιά και όχι ώριμος καρπός της δημιουργίας ενός κόσμου που καταλαβαίνει τι ζητάει και που δουλεύει με σχέδιο, όπως δουλεύουν οι ζωγράφοι. ' Οταν θα φτάσει ο δικός μας βιομηχανικός αιώνας της Ρωσίας, εκεί θα'ναι αλλιώτικα. Ο
170
δικός μας αιώνας θ α ' χ ε ι σχέδιο, θα'ναι καρπός μιας συνειδητής δημιουργίας. Εδώ αυτοί έχουν μετρό, τηλέφωνα, ραδιόφωνα κι ένα μεγάλο πλήθος από κάθε λογής θαύματα. Πηγαίνω όμως στον κινηματογράφο και βλέπω ένα αναρίθμητο πλήθος να ηδονίζεται από μια ηλίθια ταινία που μιλάει για μια τόσο κενή γλυκερή ιστορία αγάπης, που θα τη σφύριζαν και στο πιο μικρό χωριουδάκι της νέας Ρωσίας. Ποιο είναι, λοιπόν, το καλό που προσφέρουν στο πνεύμα αυτού του κόσμου οι θαυμάσιες μηχανές; Είναι φανερό ότι η αυστηρότητα, η επιστήμη και η αλήθεια του αιώνα των μηχανών δεν είναι γΓ αυτόν τον κόσμο. ' Η ας κοιτάξουμε τους ανθρώπους της τέχνης. Αυτοί έχουν στη διάθεση τους τον ηλεκτρισμό, έχουν χιλιάδες σύγχρονα θέματα για το ατσάλι και για την πέτρα που πέφτουν στα μάτια τους, καθώς βαδίζουν στους δρόμους. Μόλις όμως μπουν μέσα στους χώρους της δουλιάς και της μελέτης τους ανάβουν κεριά, σαν τους ρώσους χωριάτες. Γιατί θαρρούν πως αυτό το πράγμα είναι όμορφο. Και γράφουν κάτι θαυμάσια, τρυφερά, μικρά, σαν τα κεριά στιχάκια. Περιγράφουν εικόνες της ζωής του δωματίου. Η έμπνευσή τους καίει απαλά, ντελικάτα, μ'ένα φως σαν του κεριού, τη στιγμή που αυτή η έμπνευση θα'πρεπε να κοχλάζει, σαν τη φλόγα του σύγχρονου φούρνου που λειώνει το ατσάλι. Ας πάρουμε, αν θέλετε, αυτούς τους ίδιους τους ουρανοξύστες σας. Είναι δείγματα μιας σπουδαίας κατάκτησης της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Το παρελθόν δε γνώρισε ποτέ του κάτι παρόμοιο. Οι φιλόπονοι δημιουργοί της Αναγέννησης, ούτε να ονειρευτούν μπορούσαν κάτι τέτια ψηλά κτίρια που αναδεύονται με τον αγέρα κ«ι αποτελούν πρόκληση στο νόμο της γήινης έλξης. Με τους πενήντα ορόφους τους τραβούν κατά τον ουρανό. Γι'αυτό και πρέπει ν α ' ν α ι καθαροί, γεμάτοι δύναμη και ορμή, τέλειοι και σύγχρονοι, όπως η δυναμομηχανή. Ό μ ω ς οι αμερικάνοι αρχιτέκτονες που μόλις μισοσυνειδητοποιούν το τι θαύμα έχουν δημιουργήσει, πιάνουν και σκορπάν απάνω στους ουρανοξύστες κάτι παλιά, ξεπερασμένα και γεμάτα αγαθοσύνη γοτθικά και βυζαντινά διακο171
σμητικά. Είναι το ίδιο σα να δένεις ένα τριανταφυλλί φιογκάκι απάνω σ ' έναν εσκαφέα ή να καθήσεις μια κουκλίτσα μέσα σε μια ατμομηχανή. Μπορεί αυτό να είναι πολύ τρυφερό, αλλά τέχνη δεν ενναν. Αυτό δε μπορεί να είναι η τέχνη του δικού μας αιώνα. Η Νέα Υόρκη είναι κάτι ασύλληπτο, αλλά δεν είναι καρπός της βιομηχανικής τέχνης. Η πόλη έχει δημιουργηθεί από αναρχικούς. Κι έτσι πίσω της δε βρίσκεται η δημιουργική συνεργασία απ'όλους τους νέους επιστήμονες, τους αρχιτέκτονες, τους καλλιτέχνες και τους εργάτες..."» Και η εφημερίδα «Ουόρλντ» συνεχίζει την παρουσίαση του Μάικλ Γκόλντ. «Είναι φανερό ότι ο Μαγιακόφσκι δεν είναι καθόλοι ικανοποιημένος από τη Νέα Υόρκη. Είναι τριάντα χρονών, ζυγίζει περίπου 215 φουντ, η όψη του έχει μια έκφραση τολμηρή και αυστηρή. Η ενεργητικότητά του μου φάνηκε ασυνήθιστη. Είναι κάτι εντελώς άλλο, απ'ό,τι περιμένεις να αντικρύσεις σ ' έ ν α ν ποιητή...» «Τίποτε το περιττό!» — βρυχήθηκε ο Μαγιακόφσκι. «Αυτό είναι η βασική αρχή της βιομηχανικής τέχνης. Καμιά πόζα, καμιά φλυαρία, καμιά ωραιοποίηση, καμιά νοσταλγία για το παρελθόν, κανένας μυστικισμός. Εμείς στη Ρωσία, ξοφλήσαμε μια για πάντα με τα στυμμένα λεμόνια και με τα τραγανισμένα κοτίσια κοκαλάκια του μικρόκοσμου της φιλελευθερο-μυστικιστικής διανόησης.» «"Στους δρόμους οι φουτουριστές, οι τυμπανοκρούστες και οι ποιητές", έγραφα τις πρώτες μέρες της επανάστασης. Η τέχνη μπαγιατεύει, μουχλιάζει όταν κάνει πολλές τσιριμόνιες και γίνεται ραφιναρισμένη. Είναι υποχρεωμένη η τέχνη να βγει απ'τνς ταπετσαρνσμένες με βελούδα κάμαρες κι από τα καλοστολισμένα στούντιο και να'ρθει σ ' ε π α φ ή με τη ζωή. Η τέχνη πρέπει ν α ' χ ε ι έναν ακριβή προορισμό. Και για τη νέα τέχνη είναι αρχή ετούτος ο νόμος: τίποτα περιττό, τίποτα δίχως συγκεκριμένο προορισμό. Έ τ σ ι απαλλάξαμε την ποίηση από τη ρητορία. ' Ετσι φτάσαμε ως μέσα στο μεδούλι της. Πού είναι στην Αμερική οι άνθρωποι της τέχνης με τέτιες 172
αντιλήψεις που να εκφράζουν την άποψη του νέου ανθρώπου; Και ποια κοινωνικά μοτίβα βρίσκονται πίσω α π ' τ ο αμερικάνικο βιομηχανικό σύστημα; Η Νέα Υόρκη δεν έχει σχέδιο. Δεν εκφράζει καμιά απολύτως ιδέα. Το βιομηχανικό της σύστημα είναι υπόθεση τύχης, ενώ το δικό μας βιομηχανικό σύστημα στη Ρωσία θα'ναι καρπός της δημιουργίας των μαζών.» «Εδώ τον διέκοψα», γράφει ο Μάικλ Γκολντ: «Αυτοί οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι μυστικιστές που μας αναφέρατε, εδώ στην Αμερική φεύγουν μακριά από τις μηχανές. Γιατί πιστεύουν ότι οι μηχανές καταστρέφουν την ψυχή του ανθρώπου. Δεν υπάρχουν, λοιπόν, και για σας τους ρώσους οι ίδιοι κίνδυνοι να γίνετε πολύ μηχανικοί άνθρωποι;» « Οχι», απάντησε ο Μαγιακόφσκι με σιγουριά. «Εμείς οι ίδιοι είμαστε οι δημιουργοί των μηχανών. ΓΓαυτό και δεν τις φοβούμαστε. Η παλιά μυστικιστική, συναισθηματική ζωή πεθαίνει. Ναι. Και μια νέα ζωή θα πάρει οπωσδήποτε τη θέση της. Γιατί να φοβούμαστε τη δημιουργία της ιστορίας;' Η, να ανησυχούμε μήπως οι άνθρωποι γίνουν μηχανικοί; Αυτό δεν μπορεί να γίνει.» «Υπάρχουν άραγε και άλλοι νέοι ρώσοι συγγραφείς που να είναι επηρεασμένοι από τνς ίδνες ιδέες με τις δικές σας και ποιοι είναι οι πιο καλοί ανάμεσά τους;» «Ολόκληρη η Ρωσία βρίσκεται επηρεασμένη απ'αυτές τις ιδέες. Και θα ήταν περιττό να αναφέρω ονόματα απ'τους καλύτερους νέους συγγραφείς. Αυτό δεν έχει σημασία. Πολύ πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι εκατομμύρια άντρες και γυναίκες, που εδώ και οχτώ χρόνια πίσω δεν ήξεραν καν να διαβάσουν, έχουν καταφέρει κιόλας να απαλλαγούν από τις παλιές αντιλήψεις για τη λογοτεχνία και διαβάζουν τους πιο προωθημένους απ'αυτούς τους συγγραφείς. Αυτό το μαζικό, το συλλογικό ανέβασμα του πολιτισμού είναι πολύ πιο σημαντικό, α π ' τ ο να εμφανίζονταν στη χώρα μας άλλοι δέκα Τολστόιδες και Ντοστογιέφσκηδες. Απάνω σε μια τέτια βάση η τέχνη -δε μπορεί να μην ανθοφορήσει.» «Μιλώντας για όλα αυτά τα πράγματα, ο Μαγιακόφσκι πηγαινοερχόταν συνέχεια μέσα στο δωμάτιο. Κι όλο κάπνιζε 173
το τσιγάρο του, σαν φουγάρο ατμομηχανής. Κι ένιωθες, πως όλα αυτά ο ποιητής θέλει να τα πει στους ρώσους στο χαρτί, σε στίχους. Η συνέντευξη κόπηκε απότομα κι ο Μαγιακόφσκι έμεινε μόνος μπροστά στο παράθυρο να κοιτάει κάτω την Πέμπτη λεωφόρο. Οι συγκαιρινοί ρώσοι εκτιμούν και σέβονται πολύ αυτόν το νέο γίγαντα. Κι είναι αυτό μια μεγάλη κατάκτηση για ένα νέο άνθρωπο, μόλις τριάντα χρονώ, που ζει μέσα σ ' έ ν α λαό με εκατόν πενήντα εκατομμύρια ψυχές. Κι αυτόν τον καιρό, αυτός ο νέος άνθρωπος μένει εδώ, κοντά στη Ουάσιγκτον Σκουέρ. Τη νύχτα πηγαίνει σ ' έ ν α νέγρικο καμπαρέ στο Χάρλεμ ή σε κάποιο σκοπευτήριο στο δρόμο 14. • Η κάθεται και κουβεντιάζει με τους φίλους του και παραπονιέται για τον ιδιόμορφο επαρχιωτισμό και τη χωριατοσύνη της Νέας Υόρκης.» («Ουόρλντ», Νέα Υόρκη, 9 Αυγούστου 1925.) Στην εφημερίδα «Νέος Κόσμος» της Νέας Υόρκης, δημοσιεύτηκε ο ακόλουθος χαιρετισμός της σύνταξης στον ποιητή: «Η σύνταξη του "Νέου Κόσμου", της εφημερίδας που ακολουθεί τα βήματα του κοινού και μεγάλου μας δάσκαλου, του Λένιν και που δίνει στις ρούσικες μάζες της Αμερικής νέες ιδέες και νέα τραγούδια. Σας χαιρετίζει, σύντροφε Μαγιακόφσκι και στο πρόσωπό σας όλους τους προλετάριους συγγραφείς και ποιητές της ΕΣΣΔ.» («Νέος Κόσμος», 14 Αυγούστου 1925.) Την ίδια μέρα στην εφημερίδα «Ρωσική φωνή»: «Στην ποίηση του Μαγιακόφσκι και πρώτα α π ' ό λ α στο ρυθμό της, νιώθεις το σφυγμό της σημερινής Ρωσίας, από τις πρώτες ακανόνιστες εκρήξεις του επαναστατικού κεραυνού, ως τις εξάρσεις και τον πυρετό της νέας οικοδόμησης. Ο Μαγιακόφσκι φαίνεται ολόκληρος. Είναι το ζωντανό πρόγραμμα, η ζωντανή εικόνα του σήμερα της ΕΣΣΔ.» («Ρωσική φωνή», 14 Αυγούστου 1925.) Στις 14 Αυγούστου παλι, στην εβραϊκή εφημερίδα «Φραιχάιτ» δημοσιεύτηκε η συνέντευξη του συντάκτη της εφημερίδας Σ. Επστάιν με τον τίτλο: «Με τον Μαγιακόφσκι στην Πέμπτη λεωφόρο.» Στις 14 Αυγούστου έγινε και η πρώτη ομιλία του Μαγιακό174
φσκι στο κοινό της Νέας Υόρκης στο κτίριο του Τσέντραλ "Οπερα Χάους: «Το πρόγραμμα: 1) Η ποίηση, η ζωγραφική και το θέατρο στην ΕΣΣΔ (διάλεξη του Β. Μαγιακόφσκι. 2) Στίχοι και αποσπάσματα α π ' τ α ποιήματα: " Έ ν α ασυνήθιστο συμβάν" (ο ήλιος επισκέπτεται τον Μαγιακόφσκι), "Σύννεφο με παντελόνια", " Η καλή συμπεριφορά στα άλογα", "Αριστερό μαρς" και άλλα. 3) Σάτιρες: "αφήγηση για το πώς η κουμπάρα κουβέντιαζε για τον Βράνγκελ δίχως μυαλό", "Οι συνεδριάζοντες", "Ποίημα για το Μεξικό, για μια κυρά και για την πανρωσική διάσταση" και άλλα. 4) Νέοι στίχοι: " Η ανακάλυψη της Αμερικής", "Ατλαντικός ωκεανός", "Νέα Υόρκη" και άλλα. 5) Ο Μαγιακόφσκι απαντάει στα σημειώματα που του στάλθηκαν.» («Νέος Κόσμος», Νέα Υόρκη, 14 Αυγούστου 1925.) «... Χιλιάδες μάτια που σπιθοβολούν είναι στραμμένα στη σκηνή, που'ναι γεμάτη από τους αντιπροσώπους του τύπου και των προλεταριακών οργανώσεων. Περιμένουν με κρατημένη την ανάσα τους τον "γίγαντα της νεώτατης σοβιετικής ποίησης". Μα... πριν απ'αυτό πρέπει να ακούσουν τους χαιρετιστήριους λόγους, που κυλούν σαν ποτάμια με τα πιο ωραία και πιο φανταχτερά λόγια. Και την κάθε φορά που το όνομα του Μαγιακόφσκι και το έργο του συνοδεύονται από χαρακτηρισμούς όπως "τιτάνας της ρούσικης λογοτεχνίας", "τραγουδιστής των επαναστατικών μαζών", οι θόλοι της τεράστιας σάλας βουίζουν α π ' τ α ασταμάτητα χειροκροτήματα. ... Οι λόγοι τέλειωσαν. Πίσω α π ' τ α παρασκήνια παρουσιάζεται ο Μαγιακόφσκι. "Καλώς ήρθατε, Βλαντνμιρ Βλαντιμίροβιτς!" ακούγεται η φωνή του προέδρου. Η αίθουσα βουίζει. Για πολλήν ώρα. Νάτος, λοιπόν ο Μαγιακόφσκι. ' Ετσι απλός και μεγάλος, όπως η ίδια η Σοβιετική Ρωσία. Έ ν α πελώριο ανάστημα, ώμοι δυνατοί, ένα απλό σακάκι, ένα μεγάλο κεφάλι κουρεμένο κοντά... Στέκεται και περιμένει να σταματήσουν τα χειροκροτήματα. Κι εκεί που φαίνεται ότι παίρνουν να ησυχάσουν, να 175
ξαφνικά, εντελώς απρόσμενα, μια νέα έκρηξη κι όλο το κοινό σηκωμένο στα πόδια. Στον αέρα πετούν καπέλα, χέρια που κουνιούνται, μαντίλια που σαλεύουν. Δε λένε να σωπάσουν οι φωνές!.. ... Κάποτε η σάλα βουβαΐνεται. Μια απόλυτη σιγή την κυριεύει. Και ακριβώς σαν τη βροντή στο θυμό της, αντηχεί η φωνή του Μαγιακόφσκι. ' Ετσι βρόντηξε η φωνή του προλεταριάτου τον Οκτώβρη του 1917. Και στις βροντερές εκρήξεις της φωνής εκείνου του προλεταριάτου έμεινε έκθαμβη ολόκληρη η μεγάλη χώρα που γέννησε έναν μεγάλο και πολλούς-πολλούς μικρότερους Μαγιακόφσκηδες, που η σημασία τους αυξαίνει, όσο αυξαίνει και η μεγαλοσύνη της μοναδικής στον κόσμο προλεταριακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. ... Με μεγάλη προσοχή άκουγε το πυκνό ακροατήριο τα ποιήματα του Μαγιακόφσκι που τα απάγγειλε μαστορικά ο ίδιος. Το κάθε ποίημα ξεσήκωνε μια θύελλα από χειροκροτήματα που για πολλήν ώρα δεν έλεγε να κοπάσει. Και ήταν φανερό πως το κοινό δεν θα κουραστεί να τον ακούει κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Ο χρόνος όμως ήταν περιορισμένος: ως τα μεσάνυχτα. Αλλά καν η βροντερή φωνή του Μαγιακόφσκι είχε πάρει ν'αδυνατίζει. Δεν είναι μικρό πράγμα!.. ^•"Από τρία φασαρτζίδικα " τ ρ έ ι ν ' Ί βγήκα παραπάνω με τη φωνή. Αλλά να που πλακώνει και το τέταρτο, που να πάρει ο διάολος!" γελάει ο Μαγιακόφσκι και μαζί του όλο το ακροατήριο. Μ ' έ ν α ποίημα, γεμάτο από έναν καλοπροαίρετο αλλά και τσουχτερό σαρκασμό, ποίημα αφιερωμένο στα χαρακτηριστικά των παλιών και των νέων ποιητών, των ποιητών της Ρωσίας του χτες και της Ρωσίας του σήμερα, έκλεισε ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι τη "βραδιά της νέας ρούσικης ποίησης". Μια βραδιά που θα μείνει για πολύν καιρό αλησμόνητη απ'αυτούς που την έζησαν!» («Νέος Κόσμος», Νέα Υόρκη, 18 Αυγούστου 1925.)
1. «Τρέιν» — ο εναέριος σιδηρόδρομος που περνάει απάνω από το κτίριο του «Σέντραλ Όπερα Χάους» της Νέας Υόρκης. (Σημ. μετ.) 176
Και η εφημερίδα «Ρωσική Φωνή» της 17 Αυγούστου 1925, γράφει: «Η πρώτη θαυμάσια εμφάνιση του ποιητή της προλεταριακής Ρωσίας Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι στη Νέα Υόρκη, αποτέλεσε ένα πραγματικά ιστορικό γεγονός για τη ρούσικη παροικία μας. Ο Μαγιακόφσκι είναι ένας αυτόπτης μάρτυρας των μεγάλων ιστορικών γεγονότων που συγκλόνισαν τον κόσμο. Είναι ο ποιητής και ο ραψωδός αυτών των γεγονότων.» «Μια αξέχαστη βραδιά έζησαν οι επαναστάτες εργάτες της Νέας Υόρκης την περασμένη Παρασκευή στο Σέντραλ ' Οπερα Χάους. Για πολύν καιρό θα μείνουν στη θύμησή τους οι ώρες που πέρασαν με τον Μαγιακόφσκι. Οι τρεις χιλιάδες άνθρωποι που βρέθηκαν στη σάλα έμειναν στις θέσεις τους σα μαγεμένοι κι άκουγαν το λόγο και την απαγγελία του ποιητή. Τις δυο ώρες που πέρασαν μαζί του, είδαν να ξανοίγεται μπροστά τους ένας ολότελα νέος, φωτεινός κόσμος, χτισμένος στη θέση των παλιών σοφιστικών αντιλήψεων για τον πολιτισμό και για την ποίηση. Δυστυχώς, η έλλειψη χώρου δεν μας επιτρέπει να αναμεταδόσουμε όλο το περιεχόμενο του λόγου του. Ή τ α ν τόσο μεγάλη η δύναμη αυτού του λόγου και τόσο αληθινή η σιγουριά που έκλεινε μέσα του, ώστε οι ακροατές ήταν πρόθυμοι να κάτσουν άλλες δυο ώρες για ν"ακούν τον Μαγιακόφσκι και με κανένα τρόπο δεν ήθελαν να τον αποχωριστούν. Ο Μαγιακόφσκι κλείνοντας την ομιλία του είπε: "Είμαι ο πρώτος απεσταλμένος μιας νέας χώρας. Την Αμερική τη χωρίζουν α π ' τ η Ρωσία εννιά χιλιάδες μίλια κι ένας πελώριος ωκεανός. Τον ωκεανό μπορείς να τον περάσεις μέσα σε πέντε μέρες. Τη θάλασσα όμως της ψευτιάς και της συκοφαντίας που άνοιξαν οι λευκοφρουροί, δε μπορείς να την περάσεις έτσι σύντομα. Θα χρειαστεί να δουλέψουμε για πολύ και με ψυχή, ώσπου το στιβαρό χέρι της νέας Ρωσίας να μπορέσει να σφίξει το στιβαρό χέρι της νέας Αμερικής!.."» («Φραϊχάιτ», Νέα Υόρκη, 16 Αυγούστου 1925.) Στα μέσα Αυγούστου επίσκεψη στο Ράκοβεϊ (εξοχικός οικισμός κοντά στη Νέα Υόρκη). «Μαζί με τον Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι που φιλοξενείται αυτές τις μέρες στη Νέα Υόρκη, επισκεφτήκαμε τον ζωγράφο 177
Μανέβντς που ζει στο Φαρ Ράκοβε'ί. Πήγαμε από την Ατλάντικ Αβενιοϋ και μετά με τρένο ίσαμε το Ράκοβεϊ, αφού αλλάξαμε και το τρένο μ'ένα μικροσκοπικό βαγόνι του τραμ. Η διαδρομή για το Φαρ Ράκοβεϊ, ανάμεσα σε λιμάνια κι ανάμεσα σε αμμουδιές είναι πολύ όμορφη. Η γειτονιά όμως της μεγαλούπολης είναι παντού αισθητή: πολύς κόσμος, μια έλλειψη καθαριότητας παντού ένα γύρο, πολλά σκουριασμένα σιδερικά, κάποια σανίδια, κάποιοι σαπισμένοι σωλήνες...» («Ρωσική Φωνή», 24 Αυγούστου 1925.) Από τις αναμνήσεις του Ντ. Φρίμεν, 1935: Στις 20 Αυγούστου ο Μαγιακόφσκι συναντιέται με τους προοδευτικούς αμερικάνους συγγραφείς που συνεργάζονται με το περιοδικό «Νιου Μάσσεζ». «... Η ομάδα των συγγραφέων και δημοσιογράφων που εκείνη την εποχή είχε ιδρύσει το περιοδικό "Νιου Μάσσεζ" οργάνωσε σ ' έ ν α ιδιωτικό σπίτι μια βραδιά για να τιμήσει τον Μαγιακόφσκι. ' Ηταν ένα από τα χαρακτηριστικά σουαρέ της εύθυμης δεκαετίας του 1920: γραμμόφωνο με δίσκους τζαζ, μπουκάλια με τζιν στους κουβάδες, χορός δίχως το σακάκι. Ο Μαγιακόφσκι χόρευε με την αδεξιότητα, αλλά και τη δύναμη της αρκούδας. Μετά παρακάλεσαν τον ποιητή να απαγγείλει. Κι εκείνος έβγαλε α π ' τ η ν τσέπη του ένα μικρό σημειωματάριο και απάγγειλε το τελευταίο του ποίημα. Ο Μάικλ Γκολντ διάβασε το ποίημα "Κηδεία στο Μπρέντον" και μίλησε με πολλή θέρμη για την προλεταριακή επανάσταση. Ο Μαγιακόφσκι με τη βαθιά μπάσα φωνή του με ρώτησε, μέσω μιας κοπέλας που μας έκανε τον διερμηνέα: "Πώς εξηγείται το ότι οι λεγόμενοι επαναστάτες συγγραφείς της Αμερικής δεν έχουν μια δική τους οργάνωση;" "Μα έχουμε ιδρύσει ένα νέο περιοδικό", απάντησα. "Αυτό δεν φτάνει. Πρέπει να φτιάξετε μια ' Ενωση Προλεταριακών Συγγραφέων. Εμείς στη χώρα μας έχουμε κάμποσες οργανώσεις συγγραφέων. Οι γερμανοί συγγραφείς επίσης έχουν οργανωθεί. Και σε πολλές άλλες χώρες οι συγγραφείς είναν οργανωμένοι."
178
"Και γιατί να οργανώνονττχι τέτιες ειδικές ενώσεις;" είπα την αντίρρηση μου. "Αν ένας συγγραφέας πιστεύει στον κομμουνισμό, αυτός ας μπει στο Κόμμα." "Δεν είναι ο κάθε συγγραφέας που πιστεύει στον κομμουνισμό, κατάλληλος για να μπει στο Κόμμα", απάντησε ο Μαγιακόφσκι. "Κι έπειτα, πολλοί συγγραφείς είναι ενάντια στον καπιταλισμό, αλλά ακόμα δεν καταλαβαίνουν τον κομμουνισμό. Δεν νομίζετε, λοιπόν, πως όλοι αυτοί πρέπει να συνενωθούν μέσα σε μια οργάνωση;" "Φοβάμαι ότι αυτό δεν θα'χει κανένα όφελος. Οι αμερικάνοι συγγραφείς δεν είναι μαθημένοι να δουλεύουν μέσα σε ομάδες, σε οργανώσεις. Είναι κάτι μοναχικοί ατομικιστές που δουλεύουν περιχαρακωμένοι μέσα στα βάθη των γραφείων τους." "Θα'ρθει και η δική σας ώρα εδώ, θα'ρθει", είπε ο Μαγιακόφσκι. "Μόλις οι συγγραφείς σας το καταλάβουν, ότι κι αυτοί στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά ελεύθεροι είναι, ότι κι αυτοί εξαρτιώνται ολοκληρωτικά από τις εκδοτικές εταιρείες και από τις διευθύνσεις των περιοδικών, όταν θα καταλάβουν πως η εργατική τάξη ανοίγει νέους ορίζοντες στον πολιτισμό, τότε κι αυτοί θα οργανωθούν οπωσδήποτε."» Μετά την πρώτη συνάντηση του Μαγιακόφσκι με το κοινό της Νέας Υόρκης στην εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς» της 26 Αυγούστου 1925 δημοσιεύτηκε ένα γράμμα προς τη σύνταξη που έβαζε το ερώτημα αν είναι σωστό το ό,τι ο αμερικάνικος τύπος «αγνοεί την παρουσία ενός διακεκριμένου ξένου εδώ στη γη μας». Ο αποστολέας του γράμματος (κάποιος Χένρι Σλομπόντιν) καθησύχαζε τους αναγνώστες ότι ο ποιητής, σύμφωνα με τη δική του διαβεβαίωση «έχει σκοπό να σεβαστεί όλους τους νόμους που υπάρχουν εδώ». Και ο επιστολογράφος τόνιζε πως οι στίχοι του Μαγιακόφσκι είναι «εξαιρετικά μεστοί» κι ότι «οι αμερικάνοι συγγραφείς μπορούν να κερδίσουν για τον εαυτό τους πολλές νέες ιδέες και ερεθίσματα απ'αυτόν τον σπάνιο άνθρωπο. Γιατί, λοιπόν, δεν τον μεταφράζουν;». Στις 20 Αυγούστου ο Μάικλ Γκόλντ στο άρθρο του «Η
179
πνευματική ατμόσφαιρα που βρήκε ο Μαγιακόφσκι στη Νέα Υόρκη του 1925», έγραφε: «Ο Μαγιακόφσκι ήρθε στην Αμερική την ίδια χρονιά που εμείς σχεδόν πετούσαμε για τη θαμπωτική κορυφή της ευημερίας... Εκείνη την εποχή όπου ο Χένρι Φορντ έπαιζε το ρόλο του νέου Μεσσία μέσα στη φιλελεύθερη αμερικάνικη διανόηση. Το πρόγραμμα του πασάλειβε με τέχνη τα βιβλία, τις εφημερίδες, τα περιοδικά. Με πόση περιφρόνηση όλοι αυτοί οι υποκριτές κοιτούσαν τη μικρή ομάδα των συγγραφέων και των καλλιτεχνών που έμεναν πιστοί στο Κομμουνιστικό Κόμμα κι είχαν το θάρρος να βάλουν την υπογραφή τους κάτω από την ήρεμη παρατήρηση του Στάλιν πως η αμερικάνικη προσπέριτυ θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μεγάλη κρίση. ... Ο Μαγιακόφσκι δεν ήξερε εγγλέζικα. Κι όμως, έναν ολόκληρο μήνα περπάταγε στους δρόμους της Νέας Υόρκης και μολονότι είχε έρθει από μια χώρα που ακόμα ήτανε σωριασμένη σε ερείπια, τα βουνά του χρυσού από τα καπιταλιστικά πλούτη δεν τον τρόμαξαν, δεν τον ζάλισαν, δεν τον κατέβαλαν. Οχι. Ο Μαγιακόφσκι αμέσως βρήκε ψηλαφητά τους κρυμμένους εσωτερικούς αρμούς αυτού του κόσμου και ανακάλυψε αυτό που δε μπορούν να δουν ον τυφλωμένοι αμερικάνοι φιλελεύθεροι και "σοσιαλιστές". Ο Μαγιακόφσκι κατάλαβε πόσο ασταθή είναι όλα αυτά. Σ'αυτή ακριβώς την περίοδο για μας είχε εξαιρετική σημασία η συνάντησή μςς με τον σοβιετικό ποιητή που έφτασε στην Αμερική με μια τόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση. Αυτό ήταν για μας σαν μια προφητική πρόβλεψη του πεντάχρονου πλάνου...» («Ντέιλυ Γουώρκερ», Νέα Υόρκη, 24 Αυγούστου 1940.) Στις αρχές Σεπτέμβρη ο Μαγιακόφσκι πήγε για γουίκ εντ στην εργατική κατασκήνωση «Κεμπ Νιτ Γκεντάιγκε» («Μην απελπίζεσαι»). Την κατασκήνωση είχε οργανώσει η εβραϊκή κομμουνιστική εφημερίδα «Φραϊχάιτ» κάπου κοντά στη Νέα Υόρκη. Η πρώτη εμφάνιση του Μαγιακόφσκι στο στρατόπεδο έγινε το Σάββατο 5 του Σεπτέμβρη. «Σαν το ψάρι μέσα στο νερό ένιωθε ο Μαγιακόφσκι στην 180
προλεταριακή κατασκήνωση "Νιτ Γκεντάιγκε", που είναι μια από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του αμερικάνικου επαναστατικού κινήματος. Ο ποιητής, πάντα ακούραστος απάγγελνε τους στίχους του μπροστά στους εργάτες ακροατές του που τον άκουγαν με προσοχή. Η λιονταρίσια φωνή του πολύ συχνά αντηχούσε απάνω στα υψώματα και απάνω απ'τα νερά του Χούτσον. Διαβάζοντας σ ' έ ν α μεγάλο ξέφωτο το θαυμάσιο ποίημα του για τον Λένιν, ο Μαγιακόφσκι προκάλεσε κολοσιαία εντύπωση στο ακροατήριο του. Ακόμα κι όσοι δεν καταλαβαίναν τίποτε από τη ρωσική γλώσσα, μ ' ό λ ε ς τις αισθήσεις τους έπιαναν τη δύναμη που έχει μέσα του αυτό το ποίημα.» (Σ. Επστάιν, αναμνήσεις 1930.) Στις 10 Σεπτέμβρη, δεύτερη συνάντηση του Μαγιακόφσκι με το κοινό της Νέας Υόρκης στη σάλα του Σέντραλ ' Οπερα Χάους: «Η βραδιά αυτή είναι η ανταπόκριση στις παρακλήσεις από ένα πλήθος κόσμου που δεν τ ο υ ' χ ε δοθεί η δυνατότητα να παραβρεθεί στην πρώτη συνάντηση του Μαγιακόφσκι. Έφτασαν επίσης και πάρα πολλά γράμματα με την παράκληση να οργανωθεί και δεύτερη βραδιά με τον Μαγιακόφσκι, που να παρουσιάσει κάποιες νέες πτυχές από την ποιητική δημιουργία στην ΕΣΣΔ.» («Νέος Κόσμος», 2 του Σεπτέμβρη 1925.) «Απόψε όλοι οι φάροι της Νέας Υόρκης θα μείνουν σβηστοί. Θα φωτίζει μόνον ένας και μάλιστα πελώριος σοβιετικός: ο Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόφσκι! Ελάτε να τον δείτε και να τον ακούσετε στο Σέντραλ Οπερα Χάους.» («Νέος Κόσμος», 10 Σεπτέμβρη 1925.) Η εφημερίδα «Ρωσική Φωνή» της 10 Σεπτέμβρη γράφει: «Το πρόγραμμα της βραδιάς: 1) "Τι είναι και τι χρειάζεται η νέα ποίηση" (διάλεξη του ποιητή για τους κριτικούς, για τον εαυτό του και για τους άλλους). 2) Το βαρύ μαντάτο (τρίτο μέρος του ποιήματος "Λένιν".) 3) "Ενα μνημείο για τους εργάτες του Κούρσκ (απόσπασμα από το ποίημα για τη μαγνητική ανωμαλία του Κούρσκ). 4) Ποιήματα: " Τ ο Βούλβορτ κι η δεσποινίς", "Μέσα στον ουρανοξύστη", "Ποιήματα για παιδιά" και άλλα. Στο τέλος, απαντήσεις σε σημειώματα.» («Ρωσική Φωνή», 10 Σεπτέμβρη 1925.) 181
«Η διάλεξη ταυ Μαγιακόφσκν ήταν συγκροτημένη έτσι, ώστε να ξεκαθαρίζονται οι τρεις βασικές αρχές που χαρακτηρίζουν τη σοβιετική ποίηση και που τη διαχωρίζουν βαθιά από την ποίηση που υπάρχει στις αστικές χώρες. Ο σοβιετικός ποιητής στη δημιουργία του προσπαθεί να βρίσκεται και βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον εργάτη. Αντλεί την έμπνευσή του α π ' τ η ν καθημερινή, μα και ηρωική ταυτόχρονα και πολλές φορές γεμάτη αυταπάρνηση και αυτοθυσία σοβιετική οικοδόμηση για το χτίσιμο των νέων και καλύτερων μορφών κοινωνικής ζωής. Το πρώτο καθήκον της τέχνης είναι να βρει τη θέση της στον κόσμο. Δεύτερη θέση: η τέχνη είναι δημιουργία του σήμερα. Πρέπει να αντικαθρεφτίζει μέσα της τις ανάγκες, τις έγνοιες, τους πόθους της σημερινής στιγμής, να μην αεροβατεί στα σύννεφα. Ο μικροαστισμός εξεγείρεται ενάντια σ ' α υ τ ή τη θέση. Κάθε επαναστάτης ποιητής έχει χρέος, — κι αυτή είναι η τρίτη θέση, — να συνδέει τον εαυτό του με την ταξική πάλη, να συνδέει τον εαυτό του έντιμα και συνειδητά με τους πόθους και τις επιδιώξεις της εργατικής τάξης, να χώνεται στο ρουθούνι της αστικής τάξης. Αυτές οι τρεις θέσεις, που αποτελούν τη βάση της νέας σοβιετικής ποίησης, της σοβιετικής τέχνης, κάνουν τους αστούς κριτικούς να ρίχνονται με μανία ενάντια στους σοβιετικούς ποιητές και να τους χαρακτηρίζουν "αναίσθητους ανθρώπους", "σοβιετικούς βανδάλους" που απαρνούνται την παλιά τέχνη. Ο μικροαστισμός και η αστική τάξη φοβούνται το ρεαλισμό. Η ψιλικατζίδικη αγοραία ψυχολογία τους δεν ανέχεται το ρεαλισμό, πασχίζει να τον πνίξει με τις λυρικές "ψυχικές" διαχύσεις, με τη μαλακή μουσική. Στη Σοβιετική Ρωσία δεν πρέπει και δε μπορεί να υπάρχει θέση για τον μικροαστικό λυρισμό, αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως η επανάσταση εξοστρακίζει το λυρισμό. Ό μ ω ς ο λυρισμός της επανάστασης και ο λυρισμός του μικροαστισμού είναι δυο έννοιες που κοντράρονται. Από την ίδια την ουσία τους είναι αντίθετες η μια με την άλλη. Η τέχνη εκφράζει τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης τάξης. Οι σοβιετικοί ποιητές συνειδητοποιούν απόλυτα αυτή 182
την αλήθεια και μέσα σ ' α υ τ ή ν ανακαλύπτουν καινούργιες δυνατότητες. Οι σοβιετικοί ποιητές ξέρουν πως το κάθε ποίημα "είναι όπλο όχι για ξεκούραση, αλλά για πάλη". Οι επαναστάτες σοβιετικοί ποιητές, λευτερωμένοι από τα αστικά δεσμά, απαντούν με περιφρόνηση στις προτάσεις για συμβιβασμούς. Ξέρουν πως ο μοναδικός τόπος, όπου ο περήφανος καλλιτέχνης, αυτός που σέβεται τον εαυτό του δεν αντιμετωπίζει την ανάγκη να πουλήσει τα επιτεύγματά του, είναι η Σοβιετική Ρωσία.» («Νέος Κόσμος», Νέα Υόρκη, 14 Σεπτέμβρη 1925.) «Ρωσική Φωνή», Νέα Υόρκη, 12 Σεπτέμβρη 1925: «Αυτή τη φορά η ομιλία του Μαγιακόφσκι και η απαγγελία των ποιημάτων του είχαν πολιτικο-φιλολογικό χαρακτήρα πολεμικής. Ο Μαγιακόφσκι θεωρεί τον Εσένιν οπωσδήποτε ταλαντούχο ποιητή, αλλά συντηρητικό. Ο Εσένιν έκλαιγε το χαμό της παλιάς κουλάκικης "χωριατιάς", την ίδια στιγμή που το μαχόμενο προλεταριάτο της Σοβιετικής Ρωσίας ήταν αναγκασμένο να πολεμήσει μ'αυτή τη "χωριατιά",αφού οι κουλάκοι κρύβαν το στάρι και δεν το δίναν στην πόλη που πεινούσε. Ό σ ο για το τάλαντο του Εσένιν, αυτό κάνει ακόμα πιο επιταχτική την ανάγκη να παλέψουμε ενάντια στην εσενίστικη κίνηση στη Σοβιετική Ρωσία. Ο Μαγιακόφσκι μολαταύτα εκτιμάει πολύ τα τε2yευταία έργα του Εσένιν που άρχισε να νιώθει την ανάγκη "να καταπιαστεί" με τον Μαρξ. Το δεύτερο και το τρίτο μέρος της βραδιάς αφιερώθηκαν στην πετυχημένη, όπως πάντα, απαγγελία παλιών και νέων ποιημάτων του από τον ίδιο τον Μαγιακόφσκι. Το απόσπασμα από το ποίημα "Λένιν" κέρδισε την προσοχή όλων. Ο ποιητής διάβασε στίχους για το θάνατο του Λένιν, για το μοιραίο μαντάτο της απώλειας του προλεταριακού ηγέτη και για την ταφή του. Το ακροατήριο είχε και πάλι υπνωτιστεί στην κυριολεξία. Τέλος, ο ποιητής απάντησε στα ερωτήματα που του είχαν στείλει με σημειώματα. Οι περισσότερες απ'αυτές τις ερωτήσεις είχαν πιο πολύ πολιτικό, παρά φιλολογικό χαρακτήρα.» Στις 12 του Σεπτέμβρη οργανώθηκε η τρίτη συνάντηση του 183
Μαγιακόφσκι με το κοινό της Νέας Υόρκης στο Κόνι • Αιλαντ. «Ο "Ικόρ", το εβραϊκός σύνδεσμος που βοηθάει την αγροτική αποκατάσταση της παροικίας των εβραίων στην ΕΣΣΔ, οργανώνει σήμερα 12 του Σεπτέμβρη στο Κόνι "Αιλαντ μεγάλη συναυλία και χορό μασκέ μ ' έ ν α πολύ ενδιαφέρον πρόγραμμα. Ο μεγάλος ρώσος ποιητής Β. Μαγιακόφσκι θα απαγγείλει ορισμένα από τα έργα του. ' Ολα τα έσοδα από τη γιορτή θα διατεθούν για την ενίσχυση της αγροτικής παροικίας των σοβιετικών εβραίων.» («Νέος Κόσμος», Νέα Υόρκη, 12 Σεπτέμβρη 1925.) Και η εφημερίδα «Φραϊχάιτ» της 20 του Σεπτέμβρη έγραφε: «Είναι αυτονόητο πως στο κέντρο της βραδιάς ήταν ο γνωστός ρώσος ποιητής Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Το κοινό τον υποδέχτηκε με θύελλα από χειροκροτήματα και τραγουδώντας τη "Διεθνή". Είναι πιθανό όλα αυτά να αποτέλεσαν έκπληξη για τον Μαγιακόφσκι. Ο ποιητής διαβίβασε τον χαιρετισμό α π ' τ η Ρωσία και είπε πως όλες οι εθνότητες απολαμβάνουν τώρα τις πιο πλατιές ανθρώπινες ελευθερίες στη Ρωσία, ότι δεν υπάρχει καμιά διάκριση ανάμεσα στον εβραίο, τον ρώσο, τον αρμένο, τον τάταρο. ' Ολοι είναι ισότιμοι πολίτες της μεγάλης λεύτερης Ρωσίας. Κι αυτό κερδίθηκε μόνο χάρη στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, που εξασφάλισε σ ' ό λ ο υ ς τους λαούς τις ίδιες δυνατότητες να ζουν ανθρωπινά. Ο Μαγιακόφσκι απάγγειλε τέλος ένα από τα τελευταία του ποιήματα το "Βούλβαρτ μπίλντινγκ" που χειροκροτήθηκε πολύ θερμά.» Στις 16 Σεπτέμβρη ο Μαγιακόφσκι έγραψε το ποίημα «Ουρανοξύστης σε τομή». Στις 19 Σεπτέμβρη εμφανίστηκε στην κατασκήνωση «Γιούνιτ Κόπερατιβ Κεμπ». «Στην ενότητα - η δύναμη. Ποιος το Σάββατο θα μείνει στο σπίτι; Κανένας! Ποιος θα πάει στο σινεμά; Κανένας! Ποιος θα κοιμηθεί απ'τις 8.30; Κανένας! Ό λ ο ι θα παν στο Γιούνιτ Κόπερατιβ Κεμπ στην ομιλία και στην απαγγελία του ποιητή Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι.» («Νέος Κόσμος», Νέα Υόρκη, 17 Σεπτέμβρη 1925.) 184
Στις 20 Σεπτέμβρη έγραψε το ποίημα «Κεμπ Νιτ γκεντάιγκε». Το Σεπτέμβρη βγήκε στη Νέα Υόρκη η συλλογή του Μαγιακόφσκι «Στους αμερικάνους για ενθύμιο», έκδοση «Νιου Ουόρλντ Πρες», σελίδες 32, τιράζ 10 χιλιάδες αντίτυπα. «Ο Μαγιακόφσκι σε όλες τις εμφανίσεις του διέθετε στο κοινό τα βιβλία του. Στην αρχή τύπωσε τη μικρή συλλογή "Στους αμερικάνους για ενθύμιο". Η συλλογή είχε τυπωθεί στα τυπογραφεία του "Νέου Κόσμου" και στο εξώφυλλο ήταν το πορτραίτο του ποιητή. Πολύ γρήγορα όμως τα 10 χιλιάδες αντίτυπα αυτής της συλλογής εξαντλήθηκαν και οι ακροατές ζητούν το βιβλιαράκι για ενθύμιο και μάλιστα με το αυτόγραφο του αγαπημένου ποιητή...» (Ντ. Μπουρλιούκ, Αναμνήσεις 1936.) Στις 25 Σεπτέμβρη ο Μαγιακόφσκι κάνει την τέταρτη εμφάνισή του στη Νέα Υόρκη στη σάλα Μπέμπστερ Χολ με τη διάλεξη «Ποίηση και μουσική». Η διάλεξη είχε οργανωθεί από τον όμιλο τραγουδιστών της «Φραϊχάιτ». Στις 26 Σεπτέμβρη εμφανίζεται στην κατασκήνωση «Νιτ γκεντάιγκε». «Οι πιο χαρούμενες από τις πιο χαρούμενες θα είναι αν τρεις εύθυμες μέρες στην κατασκήνωση "Νιτ γκεντάιγκε·". Ο γνωστός προλεταριακός ποιητής Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι θα απαγγείλει.» («Φραϊχάιτ», Νέα Υόρκη, 25 Σεπτέμβρη 1925.) Στις 29 Σεπτέμβρη ο Μαγιακόφσκι εμφανίζεται στο Κλίβελαντ, στην αίθουσα Κάρπεντερ Χολ. Στις 30 Σεπτέμβρη εμφανίζεται στο Ντιτρόιτ στο Χάουζοφ Μέσσεζ. Στις 2 Οκτώβρη ο Μαγιακόφσκι έφτασε στο Σικάγο. «Ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, ένας από τους πιο επιφανείς ποιητές της ρωσικής επανάστασης, φτάνει στο Σικάγο την Παρασκευή 2 Οκτώβρη. Ο ποιητής θα μιλήσει στο Τεμπλ Χελ για τη νέα ρωσική λογοτεχνία και ιδιαίτερα για την ποίηση. Εκείνοι που θρηνούσαν για την "καταστροφή του πολιτισμού" από τους μπολσεβίκους, θα έ^ουν μια ευκαιρία να δουν με τα ίδια τους τα μάτια το νέο πολιτισμό που δημιουργείται από την επανάσταση. Ο Μαγιακόφσκι, ένας 185
μεγάλος ποιητής και μια εξαιρετικά επιβλητική προσωπικότητα, θα παρουσιάσει μερικά από τα δικά του δημιουργήματα και θα μιλήσει στ'όνομα της νέας Ρωσίας, της Ρωσίας των σοβιέτ. Οι ρώσοι που ζουν εδώ και ο πνευματικός κόσμος του ετοιμάζουν μια επίσημη ανοιχτόκαρδη υποδοχή.» («Ντέιλι Γουώρκερ », Σικάγο, 12 Σεπτέμβρη 1925.) Και ο «Νέος Κόσμος» της Νέας Υόρκης στο φύλλο της 15 του Σεπτέμβρη 1925: «Ο Β. Β. Μαγιακόφσκι θα μείνει στο Σικάγο μόνο μια μέρα. Προς τιμή του οργανώνεται μια μεγάλη συγκέντρωση στο Τεμπλ Χολ, γωνία Βαν Μπιούρεν και Μαρς Φιλντ. Στην εκδήλωση θα πάρουν μέρος εκπρόσωποι του αμερικάνικου επαναστατικού τύπου. Τα εισιτήρια γι'αυτή τη βραδιά ετοιμάζονται και θα πουλιούνται στα γραφεία από τις τοπικές εργατικές εφημερίδες, στα συνεταιριστικά εστιατόρια, στο Σπίτι του Εργάτη και αλλού.» («Νέος Κόσμος», Νέα Υόρκη, 15 Σεπτέμβρη 1925.) «Η ρωσική παροικία στο Σικάγο περιμένει με ανυπομονησία την άφιξη του ποιητή Μαγιακόφσκι. Ό λ ο ι ενδιαφέρονται να τον δουν. ' Οχι μόνο οι ρώσοι εργάτες, αλλά και οι μετανάστες από τη Ρωσία που είναι άλλης εθνότητας. Ό λ ο ι παίρνουν εισιτήρια για τη διάλεξή του. Αλλά και η αμερικάνικη διανόηση ενδιαφέρεται επίσης για τον Μαγιακόφσκι. Η τοπική αστική εφημερίδα "Ντέιλι Νιούς" δημοσίευσε μια παρουσίαση του Μαγιακόφσκι με την ευκαιρία του ταξιδιού του.» («Νέος Κόσμος», Νέα Υόρκη, 29 Σεπτέμβρη 1925.) Στις 2 Οκτώβρη ο Μαγιακόφσκι εμφανίζεται στο κοινό του Σικάγου στην αίθουσα Τεμπλ Χολ. «Μια από τις πιο ζωντανές συγκεντρώσεις έγινε την Παρασκευή 2 Οκτώβρη το βράδι, όταν χίλιοι πεντακόσιοι ακροατές πλημμύρισαν την αίθουσα Τεμπλ Χολ του Σικάγου, για να ακούσουν τον επιφανή ρώσο ποιητή Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Η συγκέντρωση άνοιξε με τη "Διεθνή". Μετά από μια σύντομη προσφώνηση του προέδρου, μίλησε ο Μαγιακόφσκι. Από την αρχή κι ως το τέλος ο ποιητής κράτησε το ακροατήριό του κάτω από την άμεση σαγήνη του...» («Ντέιλι Γουώρκερ» 5 Οκτώβρη L925.) 186
Στνς 4 Οκτώβρη η πέμπτη εμφάνιση του Μαγνακόφσκν στη Νέα Υόρκη στην αίθουσα Γιόρκβιλ Καζίνο. «Στο πρόγραμμα: 1) Οι ακροατές αποχαιρετούν τον Μαγιακόφσκι. 2) Ομιλία του ποιητή με θέμα "Τι θα μεταφέρω στην ΕΣΣΔ". 3) Για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη ο Μαγιακόφσκι θα απαγγείλει αποσπάσματα από το γνωστό ποίημα του "150 εκατομμύρια". 4) Ο Μαγιακόφσκι θα απαγγείλει για πρώτη φορά τα ανέκδοτα ακόμη ποιήματά του για τη Νέα Υόρκη: "Ουρανοξύστης σε τομή", "Ολ ράιτ", " Η γέφυρα του Μπρούκλιν" και άλλα. 5) Θα απαγγείλει νέα αποσπάσματα α π ' τ ο ποίημά του "Λένιν". 6) Συζήτηση - απαντήσεις σε σημειώματα.» («Νέος Κόσμος», Νέα Υόρκη, 1 Οκτώβρη 1925.) Στις 5 Οκτώβρη ο Μαγιακόφσκι εμφανίζεται στη Φιλαδέλφια στην αίθουσα Ί γ κ λ ς Τεμπλ. Στις 8 Οκτώβρη η εφημερίδα «Νέος Κόσμος» της Νέας Υόρκης -γράφει: «Η Αμερική όπως τη βλέπει ένας ρώσος. Σ ' α υ τ ό το ερώτημα απάντησε ο Μαγιακόφσκι στη διάλεξη του της Κυριακής, παρουσιάζοντας σε συντομία το περιεχόμενο απ'το ποίημά του "150 εκατομμύρια". Πρόκειται για μια σατιρική σκόπιμη μεγαλοποίηση. Είναι μια ποιητική "δουλιά με τα χρώματα", σε διάκριση α π ' τ η "δουλιά με τις λέξεις" του ταξιδιωτικού οδηγού. Στον εκστασιασμό και στην υμνολογία που κάνει ο φουτουρισμός για την Αμερική βρίσκεται και το μεγάλο λάθος του. Δηλαδή, η υμνολογία της τεχνικής για την τεχνική. Ο φουτουρισμός πήρε τη θέση του και αποθανάτισε τον εαυτό του στην ιστορία της λογοτεχνίας. Στη Σοβιετική Ρωσία όμως τον έπαιξε πια το ρόλο του. Ο φουτουρισμός και η σοβιετική οικοδόμηση δε μπορούν να πάνε πλάι-πλάι, διακήρυξε ο Μαγιακόφσκι. "Από σήμερα εγώ τάσσομαι ενάντια στον φουτουρισμό. Από σήμερα θ ' α ρ χ ί σ ω να τσν πολεμάω."» Στις 16 Οκτώβρη ο Μαγιακόφσκι κάνει την έκτη συνάντησή του με το κοινό της Νέας Υόρκης στο Παρκ Παλάς. « Ό λ ο ι οι δρόμοι, υπόγειοι και υπέργειοι, οδηγούν στο Παρκ Παλάς την Παρασκευή 16 Οκτώβρη, ώρα 8 το βράδι. Τιμώντας την έκδοση του περιοδικού "Σπάρτακος"" ο Βλαντί187
μιρ Μαγιακόφσκι θα απαγγείλει τους καλύτερους στίχους του.» («Νέος Κόσμος», Νέα Υόρκη, 9 Οκτώβρη.) «Στο κέντρο της βραδιάς στάθηκε η εμφάνιση του ποιητή Μαγιακόφσκι, που απάγγειλε ορισμένα ποιήματά του δημοσιευμένα και γνωστά ήδη στο κοινό, κι ανάμεσά τους ένα καινούργιο: το ποίημα " Η ρούσικη γλώσσα στη Νέα Υόρκη", που διασκέδασε πολύ το ακροατήριο.» («Ρωσική Φωνή», 21 Οκτώβρη 1925.) Στις 17 Οκτώβρη ο Μαγιακόφσκι εμφανίστηκε στο Πίτσμπουργκ στην αίθουσα του ρωσικού τεχνολογικού συνδέσμου. «Πυκνό ακροατήριο παρακολούθησε τη διάλεξη του ποιητή Μαγιακόφσκι που έγινε στις 17 Οκτώβρη. Ό λ ο ι όσοι παραβρέθηκαν σ'αυτή την πρώτη διάλεξή του στο Πίτσμπουργκ έμειναν πολύ ευχαριστημένοι. Μετά την ομιλία του επακολούθησε απαγγελία. Με την εξαίρετη απαγγελία του ο Μαγιακόφσκι γοήτεψε το ακροατήριο του.» («Ρωσική Φωνή», 26 Οκτώβρη 1925.) Μια απόδειξη για το πόσο μεγάλο ενδιαφέρον προκάλεσαν στο αμερικάνικο κοινό οι εμφανίσεις του Μαγιακόφσκι είναι και το γράμμα κάποιας άγνωστης γυναίκας που δι μοσιεύτηκε στη «Ρωσική Φωνή» της 15 του Οκτώβρη 192C. «Σας παρακαλώ να μου απαντήσετε μέσω της "Ρωσικής Φωνής" γιατί οι διοργανωτές των διαλέξεων του ποιητή Μαγιακόφσκι δεν οργανώνουν μια τέτια εμφάνιση και στη Μπρόνζβιλ. Δεν ξέρουν άραγε ότι κι εδώ υπάρχουν πολλοί που κατάγονται α π ' τ η Ρωσία και ενδιαφέρονται πάρα πολύ να ακούσουν τον Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι; Φυσικά, να διαθέσουν πέντε περίπου ώρες (μαζί με τη διαδρομή) δε μπορούν. Αλλά το χρόνο που απαιτείται για να παρακολουθήσουν τη διάλεξη θα τον διέθεταν εύκολα, αν η διάλεξη δινόταν στη Μπρόνζβιλ ή στην Ανατολική Νέα Υόρκη. • Οπως φαίνεται, οι κύριοι διοργανωτές σκέφτονται πως όλα πρέπει να γίνονται γύρω από την οδό 110. Αυτό όμως είναι κάπως εγωιστικό. Είμαι μια μητέρα με πέντε παιδιά. Και σαν εμένα είναι κι άλλες πολλές.» Στις 18 Οκτώβρη οργανώνεται η δεύτερη εμφάνιση του 188
Μαγιακόφσκι στο Ντιτρόιτ στην αίθουσα του Χάουζ οφ Μεσσεζ. «Θέμα της διάλεξης: " Η σύγχρονη ρωσική τέχνη". Ο Βλαντϊμιρ Μαγιακόφσκι ξανάρχεται στο Ντιτρόιτ μετά από την παράκληση εκείνων που είχαν παραβρεθεί στην πρώτη του διάλεξη. Ο Μαγιακόφσκι θα διαβάσει τα νέα ποιήματα του για την Αμερική, μαζί και για το Ντιτρόιτ.» («Ρωσική Φωνή», Νέα Υόρκη, 15 Οκτώβρη 1925.) Στις 20 Οκτώβρη έγινε η δεύτερη συνάντηση του Μαγιακόφσκι με το κοινό του Σικάγου στο Σένχοφεν Χολ. «Πρόγραμμα: Ολα νέα. Το τρίτο μέρος α π ' τ ο ποίημα "Λένιν", το δεύτερο μέρος α π ' τ ο ποίημα "150 εκατομμύρια". Ποιήματα για την ΕΣΣΔ και για τις ΗΠΑ. Ο Μαγιακόφσκι απαντάει στα σημειώματα α π ' τ ο ακροατήριο.» «Πάνω από 1200 άτομα γέμισαν ασφυκτικά το Σένχοφεν Χολ για να ακούσουν τη δεύτερη και τελευταία διάλεξη του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι στο Σικάγο. Οι επιθέσεις ενάντια στον Μαγιακόφσκι από τις προκηρύξεις που κυκλοφόρησαν οι ρώσοι αντεπαναστάτες προκάλεσαν πιο πολύ το ενδιαφέρον του κοινού, Ο Μαγιακόφσκι έδοσε μια αποστομωτική απάντηση στους λευκοφρουρούς εμιγκρέδες με ένα λόγο σύντομο και πολύ οξύ. Το θαυμάσιο σε δύναμη ποίημα για το θάνατο του Λένιν προκάλεσε βαθύτατη εντύπωση στο ακροατήριο. Με πολλή θέρμη χειροκροτήθηκαν και όλα τα άλλα ποιήματα που απάγγειλε ο Μαγιακόφσκι.» («Ντέιλι Γουώρκερ», Σικάγο, 22 Οκτώβρη 1925.) «Και στη δεύτερη διάλεξη η αίθουσα ήταν γεμάτη. Και το κοινό με τον ίδιο ενθουσιασμό χειροκρότησε τον ποιητή. Οι εργάτες τον δέχτηκαν σαν άνθρωπο δικό τους. Στις ώρες της παραμονής του στο Σικάγο, ο Μαγιακόφσκι επισκέφτηκε τον πιο ιερό χώρο του Σικάγου: το μνημείο των εργατικών στελεχών που εκτελέστηκαν με απαγχονισμό το 1887, ενώ πάλευαν για την καθιέρωση της οκτάωρης εργάσιμης μέρας.» («Νέος Κόσμος», Νέα Υόρκη, 29 Οκτώβρη 1925.) Στις 23 Οκτώβρη, οργανώνεται η δεύτερη συνάντηση του 189
Μαγιακόφσκι με το κοινό της Φιλαδέλφιας στην αίθουσα "Ιγκλς Τεμπλ. «• Οσοι θέλουν να ακούσουν έναν μαχητικό ποιητικό λόγο και για τη νέα κατεύθυνση της λογοτεχνίας και της τέχνης, όσοι δεν είχαν τη δυνατότητα να βρουν εισιτήριο στην πρώτη εμφάνιση του ποιητή, θα μπορέσουν να έχουν αυτή την απόλαυση σ'αυτή την αποχαιρετιστήρια βραδιά.» («Νέος Κόσμος», Νέα Υόρκη, 18 Οκτώβρη 1925.) Στις 25 Οκτώβρη η έβδομη και αποχαιρετιστήρια συνάντηση του Μαγιακόφσκι με το ακροατήριο της Νέας Υόρκης στην αίθουσα Γιόρκβιλ Καζίνο. « Έ ν α εντελώς νέο πρόγραμμα: 1) Για τη νέα λογοτεχνία και τον Μαγιακόφσκι. (Ομιλίες των ' Ολγκιν, Ραντβάνσκι και Επστάιν). 2) Οι ποιητές της ΕΣΣΔ — διάλεξη του Βλαντίμιρ , Μαγιακόφσκι. 3) αποσπάσματα α π ' τ ο θεατρικό "Μυστήριο μπούφο". 4) αποσπάσματα α π ' τ ο ποίημα " Ο άνθρωπος". 5) Νέοι στίχοι: "Οδησσός και Νέα Υόρκη", "Ταυρομαχία" και άλλα. 6) απαγγελία πέντε ποιημάτων της εκλογής του ακροατήριου. 7) απαντήσεις σε σημειώσεις.» («Νέος Κόσμος», Νέα Υόρκη, 10 Οκτώβρη 1925.) Από τις Αναμνήσεις του Σ. Επστάιν, συντάκτη της εφημερίδας «Φραϊχάιτ»: «Τις μέρες της παραμονής του Μαγιακόφσκι στη Νέα Υόρκη, δεκάδες χιλιάδες εργάτες είχαν αρχίσει αγώνα ενάντια στους γραφειοκράτες του συνδικαλισμού, που με τη συνηθισμένη μέθοδο των νυχτερινών επιδρομών είχαν καταλάβει τα γραφεία του επαναστατικού συνδικάτου των γυναικών που δουλεύουν στα ραφτάδικα. Ο Μαγιακόφσκι έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την κάθε λεπτομέρεια εκείνης της πάλης. Πήγαινε συχνά στις συγκεντρώσεις των εργαζομένων και αρκετές φορές μίλησε σ'αυτές για θέματα της λογοτεχνίας και απάγγειλε στίχους του. Στην ιστορική διαδήλωση που έκαναν οι ράφτριες ενάντια στην κίτρινη εφημερίδα "Εμπρός" και τους εργατοπατέρες, ο Μαγιακόφσκι πέρασε όλη τη μέρα του στο δρόμο.» Στις 28 του Οκτώβρη 1925 ο Μαγιακόφσκι αναχώρησε με το ατμόπλοιο «Ροσαμπό» από τη Νέα Υόρκη για τη Χάβρη. Στις 12 Νοέμβρη ο Μαγιακόφσκι είχε μια συνάντηση με το 190
κοινό του Παρισιού στην αίθουσα του Γαλλικού Ωκεανογραφικού Ινστιτούτου. Π α τη συνάντηση εκείνη ο «Παρισινός Ταχυδρόμος» στις 14 Νοέμβρη 1925 έγραψε: « Οποιος δεν είδε και δεν άκουσε τον Μαγιακόφσκι, έχασε. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανένας καλύτερον ομιλητή για το πλατύ κοινό. Ο Μαγιακόφσκι είναι δημιούργημα της νέας Ρωσίας. Στην επιβλητική, πλατιά και αεικίνητη όψη του, στη συντροφική οικειότητα του με τους ακροατές, στο απροσποίητο ύφος του, στην καυστική ειρωνία του, σ ' ό λ η την ύπαρξη του υπάρχει κάτι που τον πλησιάζει με το ρώσο εργάτη, με τον απλό άνθρωπο του λαού. ' Ετσι όπως πηγαινοερχόταν κάτω από έναν μεγάλο πίνακα που έδειχνε ένα καράβι στον ωκεανό και μας μιλούσε για το ταξίδι του στην Αμερική ή όταν ανεβάζοντας τη δυνατή φωνή του μας διάβαζε στίχους του για όσα είδε εκεί, δίχως να το θέλεις σκεφτόσουν: ναι, έτσι ακριβώς θα έβλεπε την Αμερική ένας ρώσος εργάτης. Ακούγοντας αυτές τις όμορφες αφηγήσεις, διανθισμένες με εύστοχες, λεπτές παρατηρήσεις, ακούγοντας αυτούς τους τόσο ηχηρούς στίχους με τις συχνά τόσο απρόσμενες συγχορδίες τους που δίναν ένα νέο νόημα σ ' ο λ ό κληρη την εικόνα, καθήσαμε, δίχως να το καταλάβουμε ως τη μία τα μεσάνυχτα. Κι όλο θέλαμε ν'ακούσουμε κι άλλα, κι άλλα απ'αυτόν το δυνατό ποιητή. Και δε θέλαμε να εγκαταλείψουμε εκείνη την όμορφη συγκέντρωση, εκείνο το ζωντανό ακροατήριο, που μια γινόταν σοβαρό και μια γελούσε.» («Παρισινός Ταχυδρόμος», 14 Νοέμβρη 1925.) Στις 23 Νοέμβρη ο Μαγιακόφσκι έφτασε στη Μόσχα. Την ίδια μέρα έδοσε συνέντευξη στον ανταποκριτή της «Νέας Βραδινής Εφημερίδας» του Λένινγκραντ: «Χτες γύρισε στη Μόσχα απ "την Αμερική ο γνωστός ποιητής Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Σε μια συζήτηση που είχε με έναν απ'τους συνεργάτες μας, δήλωσε: " Α π ' τ η ν Αμερική έφυγα τον Οκτώβρη. Πρέπει να σας πω ότι εκεί δεν μου συνέβηκε καμιά καθαρά αμερικάνικη περιπέτεια, επειδή για μια "περιπέτεια" του είδους των περιπετειών του Ο. Χένρι πρέπει να πληρώσεις. Εγώ δεν θέλησα να 191
μπω σε έξοδα για μια τέτια διασκέδαση κι έτσι δεν μου συνέβηκε τίποτα το ασυνήθιστο. Ό λ ε ς οι φήμες για κάποιες επιτυχίες μου στην Αμερική δεν είναι καθόλου μεγαλοποιημένες. Θεωρώ ότι το να έχεις ένα ακροατήριο από χίλια πεντακόσια άτομα για κάμποσες βδομάδες συνέχεια είναι, βέβαια, μια επιτυχία. Πιστεύω πως οι διαλέξεις μου, εκτός από τη φιλολογική είχαν και μια ορισμένη επαναστατική σημασία. Από τη Νέα Υόρκη έφτασα στο Παρίσι όπου έμεινα μια βδομάδα και έδοσα μια διάλεξη για την Αμερική, διαβάζοντας ταυτόχρονα και ποιήματά μου. Α π ' τ η Γαλλία πήγα στο Βερολίνο, όπου έμεινα δυο μέρες. Αν απαρνήθηκα τον φουτουρισμό; Μα είναι το ίδιο σα να λες ότι απαρνείσαι τις λεοπάρδαλεις για να πας με τους τίγρεις. Απαρνήθηκα τον φουτουρισμό για να συνεχίσω να συμπορεύομαι με το Αεφ (αριστερό μέτωπο τεχνών), που είναι και το μοναδικό Ttoo [ΐε ικ(χνο7ΐοιεί.» Στις 6 Δεκέμβρη 1925 έγινε η πρώτη συνάντηση του Μαγιακόφσκι με το κοινό της Μόσχας στο Πολυτεχνικό μουσείο. «Ο Μαγιακόφσκι ανακάλυψε, όχι μονάχα την Αμερική, αλλά και κάποιες νέες αρετές του. Ο ποιητής γύρισε στη Μόσχα αλλιώτικος απ'ό,τι είχε φύγει. Οι αμερικάνικες εντυπώσεις ξύπνησαν μέσα του τις ικανότητες του κοινωνιολόγου, του οικονομολόγου και του πολιτικού. Ο Μαγιακόφσκι θέλει όχι μόνο να δείχνει, αλλά και ν "αποδείχνει. Να πείθει, όχι μόνο με τα μέσα της τέχνης, αλλά και με γενικότερα θεωρητικά επιχειρήματα. Γ ι ' α υ τ ό και η διάλεξή του ηχούσε κάπως παράξενα γ Γ αυτόν τον ίδιο. Κι αυτό δεν εμπόδισε καθόλου την έκθεσή του να είναι εξαιρετικά πολύτιμη και ενδιαφέρουσα. Ο Μαγιακόφσκι δεν είδε μονάχα πολλά, αλλά και τα κατάλαβε βαθιά. Αποκτώντας νέες ικανότητες ο Μαγιακόφσκι δεν έχασε και τις παλιές του. Η έκθεσή του δυο φορές παραχώρησε τη θέση της στην απαγγελία στίχων που γράφτηκαν σ ' α υ τ ό το ταξίδι.» («Βετσέρναγια Μοσκβά», 8 Δεκέμβρη 1925.)
192
Περιεχόμενα Πρόλογος Πώς ανακάλυψα την Αμερική Στίχοι για την Αμερική Από το φιλολογικό χρονικό του ταξιδιού
7 17 137 161