FRANKENSTEIN, OR, THE MODERN PROMETHEUS. IK THREE VOLVMfia Did f nqmeti tW, lUcr, tlnmmjdU^ TowMMm^mmf DM 1 mIIcII tlwe...
296 downloads
793 Views
17MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
FRANKENSTEIN, OR, THE MODERN PROMETHEUS. IK THREE VOLVMfia Did f nqmeti tW, lUcr, tlnmmjdU^ TowMMm^mmf DM 1 mIIcII tlwe FromtekM·to proaotc nel—^ ;
VOL.
LOT.
I.
lomioti^ FMttmD FOB A l CKN l GTON. HUGHES. UARDN ! O, MA VOX. & JOKES, FKVSBUftT SQUARE. 1818. Εξώφυλλο
της πρώτης έκδοσης τον
Φράνκενσταϊν
ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ / ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΑΙΡΗ ΣΕΛΛΕ Υ·: ΦΡΛΝΚΕΝΣΤΑ Ι Ν
Copyright για την ελληνική μετάφραση: Εκδόσεις Α' έκδοση 1995
Στοχαστής
Τυπώθηκε τον χειμώνα του 1995 γΐίΐ λογαριασμό των εκδόσεων Στοχαστής, οδός Μαυρομιχάλη 39, τηλ. 3601956, 3610445, Αθήνα ιο6 8ο. Και κατόπιν άδειας του εκδότη επανακτυπώθηκε από την Ελευθεροτυπία
ΜΑΙΡΗ ΣΕΛΛΕ Τ·
ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ
Εισαγωγή - Μετάφραση Θάνος Σαχκέτάς
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή του Μεταφραστή 9 Χρονολόγιο των πιο σημαντικών γεγονότων από την ζωή της Μαίρης Σέλλεϋ. 17 ΜΑΙΡΥ ΣΕΛΛΕ Τ·: ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑ'Ι'Ν Ή Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
21
Πρόλογος του Π. Μπ. Σέλλεϋ στην έκδοση του 1818 Εισαγωγή της Μαίρης Σέλλεϋ στην έκδοση του 1831 των «Στάνταρντ Νόβελς»
25
Επιστολή Επιστολή Επιστολή Επιστολή Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλο^ο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο
I II III IV I II III IV V VI VII VIII IX X....C... XI XII XIII XIV XV XVI XVII XVIII XIX XX
27 35 39 44 46 55 61 69 78 87 94 102 113 123 130 138 147 154 161 167 177 187 193 202 211
Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο
XXI XXII XXIII XXIV
222 ^^^ ^^^ ^^^
ΕΙΣΑΓΩΓΗ TOT ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ Φράνκενσταϊν ή ο Σύγχρονος Προμηθέ(χς της Μοίίρης Σελλεϋ πρωτοεχ86θηχε το 1818 στο AovSivo κοα είχε τέτοια Ο επίτυχία στο αναγνωστίχό κοινό που έγινε το πρώτο σε πωλή-
σεις βιβλίο εκείνης της εποχής —(χυτη την επιτυχία σε πωλήσεις ενός βιβλίου τη λένε σήμερα σε γνήσια Ελληνικά! Μπεστ Σέλλερ. Ύστερα απ' αυτή την απρόσμενη επιτυχία γίνεται και Β' έκ8οση το 1823. Επει8η όμως η ζήτηση του βιβλίου εξακολουθούσε να είναι αμείωτη, οι εκ8όσεις «Στάνταρντ Νόβελς» το 1831 αποφάσισαν να επανεκ8όσουν το βιβλίο. Μόνο που οι εκ8ότες, όπως γράφει η ί8ια η Μαίρη Σέλλεϋ στην «Εισαγωγή» της σ' αυτή την έκ8οση, ((8ιατυπωσαν την παράκληση ότι θα έπρεπε να τους 8ώσω μερικές πληροφορίες σχετικά με την αφετηρία της ιστορίας (του Φράνκενσταϊν)». Για τη Μαίρη Σέλλεϋ αυτή η ((παράκληση» έγινε αφορμή για να μιλήσει —πολυ συνοπτικά είναι αλήθεια— για τον εαυτό της, ενώ ταυτόχρονα μοίς προσφέρει πλούσιες πληροφορίες σχετικά με τη γένεση του συγκεκριμένου έργου. Ο (χνεξάρτητος και πολυτάραχος βίος της μοιάζει με μυθκττόρημα και είναι α8ύνατο να κλειστεί μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια μκχς Εισαγωγής. Θα άξιζε όμως πράγματι να παρακολουθήσει κανείς από κοντά την περιπετειώ8η ζωή της, που (Βε λογάριασε ταμπού. Ας αρκζστεί, λοιπόν, ο αναγνώστης σ' όσα με συνοπτικό τρόπο λέει η ί8ια στην ((Εισαγωγή» της και σ* όσα με συντομία αναφέρουν οι εκδόσεις ((Στοχαστής» και το Χρονολόγιο. Όσον αφορά τη σύλληφη της ι8έ(χς για τον Φράνκενσταϊν μη νομίσετε πως η έμττνευσή του ήταν κάτι το εύκολο για τη Μαίρη Σέλλεϋ. ((Εγώ», Εξομολογείται η ί8ια, ((πίεσα τον εαυτό μου να σκεφθεί μια ιστορία... Σκζφτόμουν στοχαζόμουν μάταια όμως. Ένιωθα εκείνο το κενό που 8ημιουργεί η ανυπαρξία της έμττνευσης.
που είναι, η μεγαλύτερ-η 8υστυχία της συγγραφικής δουλειάςαισθανόμουν εκείνο το κενό που νιώθεις, οταν το φοβερό Τίποτα απαντάει στις αγωνιώδεις επικλήσεις μας». Σε αυτό «το κενό που δημιουργεί η ανυπαρξία της έμτζνευσης», τη λύση έδωσε η επίσκεφη που έκαναν με τον άνδρα της στη Γενεύη το 1816, όπου γειτόνευαν με τον ήδη ευρισκόμενο εκεί Λόρδο Μπάυρον. Σχηματίστηκε τότε μια παρέα που αποτελείτο από τους Σέλλεϋ, το Λόρδο, την ετεροθαλή αδελφή της Μαίρη Κλαίαρ και ήδη σχετιζόταν με το Λόρδο και το γιατρό/ γραμματέα του Μπάυρον, Τζων Γουίλλιαμ ΠολιντόριΚ Η Μαίρη Σέλλεϋ περιγράφει χαρακτηριστικά τις υγρές και μελαγχολικές εκείνες μέρες, που ατέλειωτες ώρες διά^ζαν ιστορίες φαντασμάτων, μέχρι που ο Μπάυρον πρότεινε να γράφει ο καθένας τους από μια τέτοια ιστορία. Αν και μοναχά η Μαίρη Σέλλεϋ ανταποκρίθηκε «ολοκληρωτικά», αποτελεί ιστορική παράλειφη η «συνήθης» έ?ίλειφη αναφοράς, τόσο στο Απόσπασμα του Λόρδου Μπάυρον που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1819 στο τέλος της συλλογής του Mazeppa, όσο και Ο Βρυκόλακας του Πολιντόρι που θα δημοσιευτεί αρχικά ως έργο του Μπάυρον με τίτλο The Vampyre. A tale by Lord Byron, τον
Απρίλιο του 1819 στο περιοδικό «New Monthly Magazine» και θα σημειώσει θριαμβευτική επιτυχία με απανωτές επανεκδόσεις, προς δυστυχία του ταλαίπωρου (Μ. Σέλλεϋ, «Πρόλογος» 1831) Πολιντόρι που θα ξεκινήσει ένα σκληρό και εν μέσω πολλαπλής λοιδωρίϊχς αγώνα για να διεκδικήσει την πατρότητά του. Είναι αληθές ότι τόσο το κείμενο του Λόρδου, όσο και το αφήγημα του Πολιντόρι αποτελούν έργα μη συγκρινόμενα με αυτό της Σέλλεϋ. Ωστόσο πιστεύουμε ότι η ιδέα του Έλληνα εκδότη να δώσει μιαν όσο το δυνατόν πιο σφαιρική και τεκμηριωμένη έκδοση του ^ Για τον πασίγνωστο AopSo Μπάυρον τα βιογραφικά στοιχεία καθίστανται περιττά. Για τον Τζων Γουίλλιαμ Πολιντόρι όμως ίσως είναι χρήσιμες μερικές επισημάνσεις, Ο Πολιντόρι ι^ταν ιταλοαγγλικι^ καταγωγής' σποι^σε ιατρική και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Ο εξαιρετικά σύντομος βίος του (1795-1821) σφραγίζεται από μιαν έντονη κινητικότητα (αστάθεια και επιπολαιότητα για ορισμένους) ανάμεσα στην ιατρικής τη λογοτεχνία^ την πολιτική, αλλά και τη θρησκεία και τη φιλοσοφία. Οι αγώνες διεκδίκησης της πατρότητας του Βρυκ6λακα και οι συζητήσεις για τα όρια ανάμεσα στψ άντληση έμττνευσης και τψ κλοτΐή, που γέννησαν οι διαμάχες περί αυτου, του εξασφάλισαν τελικά την υστεροφημία που παθιασμένα, φαίνεται, να επεδίωκε.
10
Φράνκενσταϊν, που VOL μη σταματά μόνο στη μετάφραση του έργου της Σελλεϋ, αλλά που να πλαισιώνεται τόσο και από τις άλλες εκδοχές και απόπειρες του Πολιντόρι και του Μπάυρον, όσο και από πλήθος άλλων στοιχείων και υλικού στήριξης του κυρίως κειμένου, ενισχύουν την ουσιαστικότερη κατανόηση του μεγάλου αυτού έργου και του ττνευματικού κλίματος μέσα στο οποίο αυτό γεννήθηκε. Αλλά (χς επανέλθουμε στη Μαίρη Σέλλεϋ και τον Φράνκενσταϊν, Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε, όπως ή8η αναφέρθηκε, το 1818 κι αμέσως οι κριτικές διχάστηκαν. Ως ιστορία που προειδοποιεί για τους κινδύνους που μπορεί να καιροφυλακτούν μια κοινωνία από κάποια αλαζονική πειραματική επιστήμη, ο ((φράνκενσταϊν» θεωρήθηκε από πολλούς πως δεν είχε τον όμοιό του, Ο Νόρθροπ Φράυ υποστηρίζει πως ο ((Ωχρός σπουδαστής των ανίερων τεχνών που ήταν γονατισμένος δίπλα (ττο πράγμα που είχε συναρμολογήσει» (((Εισαγωγή» της Μαίρης Σέλλεϋ) έχει γίνει η πιο διαχρονική ιστορία τρόμου, αν όχι ο πρόδρομος της υπαρξκχκής αγωνίας». Ο σερ Γουόλτερ Σκοτ έγραφε πως ((„, ο συγγραφέας φαίνεται να αποκαλύπτει ασυνήθιστες δυνάμεις ποιητικης (ραντασίας,,. Στο σύνολό του το έργο μας εντυπωσιάζει με την πρωτότυττη ιδέα της μεγαλοφυας του συγγραφέα και με τη δύναμη της έκφρασης του», Η συντηρητική όμως ((Κουόρτλυ Ρηβιού» γράφει πως ((το μυθιστόρημα δεν εναποτυπώνει κανένα δίδαγμα αγωγής, τρόπων ή ηθικής,,, κουράζει τα συναισθήματα που δε δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για την κατανόηση,,, ο αναγνώστης, ύστερα από ένα μετεωρισμό ανάμεσα στο γέλιο και την αηδία, αναρωτιέται αν το μυαλό ή η καρδιά του συγγραφέα είναι το πιο άρρωστο». Όλα αυτά τα δηλητ^ι^ιώδη σχόλια 5εν προέρχονταν από μια αντικειμενική κρίση' η αιτία τους βρισκόταν αλλού' η πρώτη έκδθ(τη του έργου που έγινε ανώνυμα ήταν ((ευσεβάστως αφιερωμένη» στον Γουίλλιαμ Γκόντγουιν, πατέρα της Μαίρης Σέλλεϋ και περίφημο ριζοσπάστη-φιλόσοφο και αναρχικό' η συντηρητική όμως συνείδηση της ((Κουόρτλυ Ρηβιού» ήταν αδύνατο να ανεχτεί μια τέτοια προβολή του ((άταχτου» πολιτικά και κοινωνικά Γκόντγουιν νόμισε πως μ' αυτό τον τρόπο θα τον μείωνε στα μάτια της κοινής γνώμης, 11
Όλοί OL xptTLxot θεώρησαν ως συγγραφέα του έργου αυτής της ανώνυμης έχ8οσης τον Πέρσυ Σελλεϋ, που ηταν γνωστός σ\ ολο τον κόσμο ως ο mo αφοσιωμένος μαθητής xat οπα8ός των ι8εών του Γχόντγουιν. Όταν όμως το 1823 με τη Β' έκ8οση αποκαλύφθηκε πως συγγραφέ(χς του Φράνκενσταϊν ηταν γυναίκα^ όλοι έμειναν άναυ8οι. Το περιο8ικό «Μπλάκγουντ» γράφει: «Για έναν άν8ρα ήταν εξαίρετο, αλλά για μια γυναίκα ήταν θαυμάσιο!» Ακόμα κι ο Λόρ8ος Μπάυρον, που 8εν είχε και μεγάλη εκτίμηση στις νεαρές φιλολογούσες γυναίκες (για τη Μαίρη Σέλλεϋ έκανε εξαίρεση) είπε στον εκ8ότη του Τζων Μάρραιη: «Νομίζω πως για μια κοπέλα 8εκοίεννιά χρονών είναι μια θαυμάσια 8ουλειά' και να φανταστείς πως εκείνο τον καιρό 8εν ήταν ούτε 8εκαεννιάΙ)>. Ο 8ε Πέρσυ Σέλλεϋ γράφει για τον Φράνκενσταϊν: «Είναι μια από τις πιο πρωτότυπες και ολοκληρωμένες εργασίες αυτού του καιρού. Καθώς τη 8ιαβάζουμε αναρωτιόμαστε ποιες μπορούσε να ήταν οι αλληλουχίες των σκέφεων ποιες μπορούσε να ήταν οι ξεχωριστές εμπειρίες που τις ενεργοποίησαν που συντέλεσαν, στο μυαλό της συγγραφέως, σ' αυτούς τους εκπληκτικούς συν8υασμούς από κίνητρα και περιστατικά και στην καταπληκτίκη καταστροφή που συνθέτουν αυτή την ιστορία», /Τολλά πράγματα στη ζωή της Μαίρης Σέλλεϋ είναι καθοριστικά στη 8ιαμόρφωσή της. Ήταν κόρη του Γουίλλιαμ Γκόντγουιν, του περίφημου ριζοσπάστη-φιλόσοφου και αναρχικού, που τάραξε τα νερά της εφησυχασμένης αγγλικής κοινωνί(χς, και της Μαίρης Γουλστόνεκραφτ, που ήταν γνωστή για τους φεμινιστικούς της αγώνες και για τη συγγραφική της 8εινότητα. Λεν ήταν, λοιπόν, γι' αυτή κάτι το αφύσικο που από πολύ μικρή είχε την ι8έα να γράφει. Ο πατέρας της, που τον λάτρευε παρ' όλο που συναισθηματικά 8εν ήταν τόσο κοντά της, φρόντισε και της έ8ωσε τεράστια μόρφωση. Διάβαζε άνετα πέντε γλώσσες, που ανάμεσα σ' αυτές ήταν και τα Ελληνικά, και είχε πρόσβαση στα γραφτά και στις συζητήσεις που γίνονταν σπίτι της από τα πιο προο8ευτικά μυαλά της εποχής της. Έπειτα έγινε ερωμένη και ύστερα σύζυγος του ποιητή Σέλλεϋ, που 8ιέβλεπε σ' αυτή πως είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που θα της εξασφάλιζαν μια 8ιακριτική θέση μέσα στη λογοτεχνία, γι' αυτό και την παρότρυνε να γράφει. 12
Η (χγάτττ) της στο 8ιάβασμα xoct η ευχέρεια που είχε να διαβάζει σε πέντε ξένες γλώσσες της έδωσαν τψ ευκαιρία να ενημερωθεί στην παγκόσμια λογοτεχνία και στην επιστημονική έρευνα και αναζήτηση, γιατί κι αυτά την ενδιέφεραν. Είχε 8ε ένα προσόν μάθαινε γρήγορα. Έτσι, όταν εκείνο το βροχερό καλοκαίρι του 1816 κοντά στη λίμνη Λεμάν της Ελβετίοις, της δόθηκε η αφορμή για να γράφει τον Φράνκενσταϊν, υπήρχε πίσω της όλη εκείνη η στέρεη τννευματική υποδομή που αποτελούσε εχέγγυο της ποιότητοις του έργου. Γιατί ο Φράνκενσταϊν αποτελεί έμμεση κριτική στις απόφεις του Σέλλεϋ για τον άνθρωπο και στις κοινωνικές ιδέες του Γκόντγουιν. Ο ρομαντικός ιδεαλισμός του Σέλλεϋ και οι υπερβατικοί του ήρωες βασίζονται στην πίστη στον άνθρωπο ή πιο σωστά στις «θείες» ή δημιουργικές δυνάμεις των ανθρώπων. Όμως ο σκεπτικισμός της Μαίρης Σέλλεϋ μέσα από τον Φράνκενσταϊν αναρωτιέται που θα οδηγήσουν τον άνθρωπο αν αυτές οι αφηρημένες δημιουργικές δυνάμεις τύχει και ενεργοποιηθούν από κάποιους ματαιόδοξους ή παρανοϊκούς επιστήμονες! Όσο για τις ιδέες του πατέρα της στο μεγαλύτερο μέρος τους συμφωνούσε μαζί του, παρ' όλο που είχε πιο συγκρατημένη επαναστατικότητα. Ο Γκόντγουιν πίστευε πως «οι δογματικοί θεσμοί)), όπως η κυβέρνηση, ο νόμος και ο γάμος είχαν την τάση να επιβάλλουν δεσποτικές πρακτικές στις ζωές των α^^ρώπων και ότι μόνο ένα νέο σύστημα, που να βασίζεται στην «παγκόσμια φιλανθρωπία)), θα μπορούσε να δημιουργήσει μια δίκαιη και ενάρετη κοινωνία. Αυτή όμως η νέα «αρετή)) από πού θα εκττήγαζε; Υποστήριζε με επιμονή πως θα προερχόταν από την άσκηση της λογικής και από την ελεύθερη βούληση, όπως θα εξελισσόταν μέσα σ' αυτή την καινούργια «φωτισμένη)) κοινωνία. Μια τέτοια, λύιττόν, φωτισμένη κοινωνία θα απέρριπτε τις δεισιδαιμονίες της θρησκείας, τους δεσποτισμούς της κυβέρνησης και τα ιδιοκτησιακά είδωλα που ήταν προσδεδεμένα στο γάμο, γιατί όλα αυτά συντείνουν στην εγκαθίδρυση της φιλαυτίοις, του διαχωρισμού και της κακοβουλίοις. Επίσης πίστευε —κι εδώ είναι το πιο σημαντικό που αφορά την ιστορία μοϋς— πως η αρετή κι η ευτυχία των ατόμων μπορούσε να προέλθει μόνο από στόχους που έχουν θεωρηθεί και συσταθεί «κοινωνικά)). «Το αληθινά μοναχικό άτομο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια ηθική 13
ύπαρξη... Η συμπεριφορά του είναι αχρεία, επεί8η έχει την τάση να βλέπει τον εαυτό του αξιολυττητα». Αυτές συνοπτικά είναι οι βασικές ι8έες του Γκόντγουιν και -ήταν συνολικά σχεΒόν απο8εκτές από τη Μαίρη Σέλλεϋ, γι' αυτό και βλέπουμε πως το δημιούργημα του Φράνκενσταϊν, το πλάσμα του, στην αρχή είναι καλοπροαίρετο και ζητάει από το κοινωνικό σύνολο τη στοργή, την αγάττη και την κατανόηση. Και μονάχα όταν εγκατοιλείπεται από τον πλάστη του και απομονώνεται από το κοινωνικό σύνολο γίνεται αμέσως αχρείο και αντικοινωνικό' κι αυτό γιατί βλέπει τον εαυτό του αξιολύττητο και δυστυχισμένο που 8εν μπορεί να απολαύσει κι αυτό τις αξίες της ζωής. Σ' ένα άλλο όμως πολύ κρίσιμο σημείο η Μαίρη Σέλλεϋ μένει με μια βάσιμη απορία. Ο Γκόντγουιν γράφει στο βιβλίο του Enquiry concerning political justice «... η γνώση και το
πλάταιμα της διάνοιας παραμένουν ατελή, αν δε συνο^ύονται από τα αισθήματα της φιλανθρωπίας και της συμπάθειας...» Η Μαίρη Σέλλεϋ όμως σ* αυτό ακριβώς το σημείο αναρωτιέται: Πώς ο άνθρωπος μπορεί να απαλλαγεί από «τους μυστηριώδεις φόβους της ανθρώπινης φύσης» μπροστά στο άγνωστο, στο αταίριαστο, στο απεχθές, στο παράταιρο, που στέκονται ανασταλτικοί παράγοντες στην ολοκλήρωση της γνώσης και του πλαταίματος της διάνοιας με τα αισθήματα της φιλανθρωπίας και της συμπάθειας του κάθε τι; Αναμφισβήτητα με τον Φράνκενσταϊν έχουμε να κάνουμε μ' ένα έργο διαχρονικό που εκφράζει τις ηθικο-πολιτικές θέσεις της Μαίρης Σέλλεϋ και είναι λυττηρό που ο κινηματογράφος —εκτός από τη σύγχυση που δημιούργησε στο κοινό συνταυτίζοντοις σ' ένα πρόσωπο δημιουργό και πλάσμα— παραγνώρισε όλες τις ζωτικές πλευρές του έργου για χάρη των απλοϊκών και τρομακτικών γρυλισμών ενός απειλητικού «τέρατος». Καθοριστικό σημείο στο έργο είναι ο υπότιτλός του Ο Σύγχρονος Προμηθέίχς. Ο όρος «Σύγχρονος Προμηθέοις» ήταν καθιερωμένος πολύ πριν από τη Σέ^εϋ. Το 1709 τον χρησιμοποίησε ο λόρδος Σάφτσμπερυ και στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα ο φιλόσοφος Καντ ανακήρυξε τον πρωτοπόρο επιστήμονα πάνω στα θέματα του ηλεκτρισμού Μπέντζαμιν Φράνκλιν «Νέο Προμηθέα». Όπως είναι γνωστό ο ελληνικός μύθος ήθελε 14
τον Προμηθέα ως επαναστάτη ενάντια στους θεούς^ στο πεπρωμένο καί με την επιθυμία να γίνει ευεργέτης και σωτήρας της ανθρωπότητας. Υττήρχε όμως κι ο ρωμαϊκός μύθος που τον παρουσίαζε ως πλάστη ανθρώπων παρά ως σωτήρα τους. Η Μαίρη Σέλλεϋ με μεγάλη 8εξιοτεχνία ενώνει τους 8υο μύθους και παρουσιάζει τον Προμηθέα-Φράνκενσταϊν ως πλάστη ανθρώπων, που πρόθεση του είναι, λύνοντας τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου, να αποίλλάξει τον άνθρωπο από τους φόβους που τον βαραίνουν και να του χαρίσει μια πιο γαλήνια και πιο ευτυχισμένη ζωή. Θέλει να τον ευεργετήσει, να τον σώσει από το πεπρωμένο του. Η Μαίρη Σέλλεϋ θέλει τον Προμηθέα-Φράνκενσταϊν αγωνιστή και παραβάτη των αιώνιων αρχών που θεσπίζουν οι άγνωστες Αρχές του προαιώνιου Χάους παρ' όλο που ξέρει πως ο ήρωάς της θα συντριβεί αμετάκλητα από την αλαζονική του απόπειρα να ξεπεράσει τα όρια του εαυτού του. Αυτή η στάση θυμίζει έντονα την Τραγική Ύβρι που συντρίβει τα άτομα για την έπαρση που είχαν να έρθουν αντιμέτωπα με το Θείο. Από τον 8έκατο όγ8οο αιώνα και πέρα όσων λογοτεχνικών έργων το περιεχόμενο είχε κάποιο υπερβατικό χαρακτήρα επικράτησε να λέγονται Γκότθικ και σχιημάτισαν ιΒιαίτερο λογοτεχνικό εί8ος. Ο όρος ((Γκότθικ» είναι 8ύσκολο να αναλυθεί' μια απλή απάντηση είναι πως έχει να κάνει με το φόβο μα στα κείμενα αυτού του εί8ους η φαντασία πρέπει να επικρατεί πάνω στην πραγματικότητα, το παράξενο πάνω στο κοινότοπο, το υπερφυσικό πάνω στο φυσικό κι όλα αυτά μ * ένα προσ8ιορισμένο τελικό σκοπό: να φοβίσουν. Ο φόβος αυτός 8εν απευθύνεται στην φυχ;ή για να προσφέρει κάποια κάθαρση' στόχος του είναι αυτό καθεαυτό το σώμα, με τους μύες του, τους α8ένες του, την επι8ερμίοά του και το κυκλοφοριακό του σύστημα ώστε όλα αυτά ταρακουνημένα μ' έναν έντονο και γρήγορο τρόπο να 8ημιουργήσουν όλες εκείνες τις φυσιολογικές (χντι8ράσεις του φόβου'. Πολλές γυναίκες ασχολήθηκαν μ' αυτό το λογοτεχνικό εί8ος κι έγιναν τόσο 8ημοφιλείς που το κοινό χαριτολογώνταχ; τις ' Ένα ατΓΟ τα πιο κλασικά 8είγμ^τα αυτού του εί8ους είναι ο Δράκουλίχς του Μπροψ. Στόουκερ. Για περ. βλέπε την πολυ επιμελημένη Δ ' έκδοση του «Στοχαστή^^ σε μετάφραση Ανέττας Καπόν.
15
ονόμασε ((Τρομοκράτισσες». Δημιουργήσαν έτσι την ποίρά8θ(τη του γυναικείου Γκότθίχ κι οι πιο επιφανείς ήταν η Χάριετ Μπίτσερ Στόου, η Γεωργία Σάν8η και η Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ. Εκείνη όμως που έ8ωσε την ορκττίκη μορφή (ττο γυναικείο Γκότθικ ήταν η Aw Ράντκλιφ: πάντα η κεντρική -ηρωίδα του μυθιστορήματος ήταν μια νέα γυναίκα που ταυτόχρονα ήταν το κυνηγημένο θύμα και η θαρραλέα ηρωίΒα. Με την εμφάνιση όμως του Φράνκενσταϊν της Μαίρης Σέλλευ το λογοτεχνικό αυτό εί8ος που ονομάζουμε Γκότθικ^ άρχισε να μεταμορφώνεται σ' αυτό που αποκαλούμε σήμερα επιστημονική φαντασία. Το πλάσμα του Φράνκενσταϊν πριν να χαθεί μέσα στα μαύρα σκοτά8ια της Αρκτικής, λέει στον Γουόλτσον, τον άνθρωπο που πέθανε στα χέρια του ο Φράνκενσταϊν: ((Είναι νεκρός αυτός που μ' έφερε στη ζωή' κι όταν ούτε κι εγώ 8ε θα υπάρχω πια, τότε η μνήμη και των 8υο μας γρήγορα θα ξεχαστεί». Ίσως είναι το μόνο σημείο που έπεσε έξω η βαθιά ερωτική Μαίρη Σέλλεϋ. Θάνος Σίχκκέτ(χς
16
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΣΕΑΛΕ Υ· 1797. Ο Γουίλλίαμ Γκόντγουιν xat rj Μαίρη Γουλστόνεκραφτ τταντρεύοντοίΐ στις 29 Μαρτίου, Στίζ 30 Αυγούστου γεννιεταί η Μαίρη Γ. Γκόντγουιν' Sixoc ημέρες mo ύστερα, στις 10 Σεπτεμβρίου, πεθαίνει η μητέρα της από επιλόχειο πυρετό, 1801. Στις 21 Δεκεμβρίου ο Γουίλλιαμ Γκόντγουιν κάνει 8εύτερο γάμο, Παντρεύεται την κ, Μαίρη Τζέην Κλαιρμόντ. Η κ, Κλαιρμόντ από άλλο γάμο, έχει ένα γιο, τον Τσαρλς (7 χρονών) και μια κόρη, την Τζέην (4 χρονών), που αργότερα μετονομάστηκε σε Κλαίαρ, Τα παι8ιά της κ, Κλαιρμόντ κάνουν τώρα παρέα με τη Μαίρη και τη Φάννυ Ίμλεϋ κόρη της Μαίρης Γουλστόνεκραφτ από τον Τζίλμπερτ Ίμλεϋ. 1807. Η οικογένεια Γκόντγουιν έρχεται και εγκαθίσταται στο Χόλμπορν, στη Σκίνερ Στρητ, 1812. Στο χρόνο αυτό και συγκεκριμένα στις 3 Ιανουαρίου, ο Πέρσυ Μπ, Σέλλεϋ, που μόλις είχε παντρευτεί τη Χάριετ Γουέστμπρουκ, αρχίζει μια αλληλογραφία με τον Γκόντγουιν, που εκτιμά σε μεγάλο βαθμό τις ι8έες του. Το φθινόπωρο αυτού του χρόνου ο Σέλλεϋ γίνεται τακτικός επισκέπτης των Γκόντγουιν, Η Μαίρη λείπει· μένει ετΑ πολύ καιρό με την οικογένεια Μπάξτερ, στο Ντάντν στις 11 Νοεμβρίου, που είχε έρθει για λίγο να 8ει τους 8ικούς της, συναντάει για πρώτη φορά τον Πέρσυ και τη Χάριετ Σέλλεϋ, 1814. Η Μαίρη, ύστερα από μακρόχρονη 8ιαμονη στο Ντάντι, επιστρέφει το Μάιο στο σπίτι της και αρχίζει σχέσεις με τον Πέρσυ Σέλλεϋ, Στις 28 Ιουλίου κλέφτηκαν και ττήγαν στην Ευρώττη, παίρνοντας μαζί τους και την Κλαίαρ Κλαιρμόντ, Στην Αγγλία επιστρέφουν το Σεπτέμβριο, Στις 30 Νοεμβρίου γεννιέται ο Τσαρλς, το 8εύτερο παι8ί της Χάριετ Σέλλεϋ, 1815. Στις 22 Φεβρουαρίου, η Μαίρη, ύστερα από έναν πρόωρο το-
17
κετο, γεννάεί μια κόρη' στις 6 Μαρτίου η Μαίρη ξυτζνάει και βρίσκει το μωρό της νεκρό' 8εν είχαν προφθάσει να του 8ώσουν όνομα. Τον Αύγουστο η Μαίρη με τον Πέρσυ εγκαθίστανται στο Γουίν8σωρ, στο Μπίσοπ Γκέητ. 1816. Τον Ιανουάριο η Μαίρη γεννάει ένα γιο^ τον Γουίλλιαμ. Στις 3 ΜαΓου κάνουν ένα Βεύτερο ταξί8ι στην Ευρώττη. Τους συνο8εύει πάντα η Κλαίαρ. Πηγαίνουν στη Γενεύη. Εκεί συναντούν τον Μπάυρον (η Κλαίαρ μαζί του έχει ένα 8εσμό κιόλας) και τον Πολιντόρι. Διαβάζουν όλοι μαζί ιστορίες φαντασμάτων και ο Μπάυρον 8ίνει το έναυσμα: «Ο καθένας να γράφει μια ιστορία φαντασμάτων». Τον Ιούνιο η Μαίρη αρχίζει να γράφει τον Φράνκενσταϊν. Στις 29 Αυγούστου γυρίζουν στην Αγγλία. Στις 9 Οκτωβρίου αυτοκτονεί η Φάννυ Ίμλεϋ. Στις 10 Δεκεμβρίου η Χάριετ Σέλλεϋ βρίσκεται ττνιγμένη στη Σέρπανταϊν, τη λίμνη του Χάυντ Παρκ. Στις 29 Δεκεμβρίου η Μαίρη κι ο Πέρσυ παντρεύονται στο Αον8ίνο. 1817. Στις 14 Μαίου ολοκληρώνεται ο Φράνκενσταϊν. Στις 2 Σε-πτεμβρίου η Μαίρη γεννάει την Κλάρα Εβερίνα. Το Νοέμβριο εκ8ί8εται Η ιστορία μιας περιοδεί(χς έξι εβδομάδων, είναι οι εντυπώσεις της από το ταξί8ι που έκανε το 1814 στη Γαλλία, την Ελβετία και την Ολλαν8ία. 1818. Τον Ιανουάριο εκ8ί8εται ο Φράνκενσταϊν. Στις 11 Μαρτίου η οικογένεια Σέλλεϋ, με τη συντροφιά πάντα της Κλαίαρ, ττηγαίνουν στην Ιταλία. Εκεί μένουν αρκετούς μήνες' επισκέτυτονται 8ιάφορες πόλεις. Στις 4 Σετυτεμβρίου η Κλάρα Εβερίνα πεθαίνει στη Βενετία. Το Δεκέμβριο πάνε στη Νάπολη για να περάσουν το χειμώνα. 1819. Τον Απρίλιο, 8ημοσιεύεται Ο Βρυκόλακας όχι ως έργο του Πολιντόρι, αλλά του Αόρ8ου Μπάυρον. Μεγάλη επιτυχία του έργου' έντονη αντί8ραση του Πολιντόρι. Στις 7 Ιουνίου πεθαίνει ο γιος τους Γουίλλιαμ. Αυτη την περίο8ο η Μαίρη γράφει την 'Ματιλντα, που παρέμεινε ανέκ8οτη ως το 1959. Τον Ιούνιο ο Μπάυρον 8ημοσιεύει τη 8ικη του «απάντηση» στην έκκληση του του 1816 με το Απόσπασμα στο τέλος της συλλογής Mazeppa. Στις 12 Νοεμβρίου η Μαίρη γεννάει τον Πέρσυ Φλόρενς, που είναι και το μόνο παι8ί των Σέλλεϋ που επέζησε. 1821. Η Μαίρη από την Ιταλία που βρίσκεται στέλνει στο Αον8ίνο για έκ8οση το μυθιστόρημά της Καστρούτσιο, που αργότερα ττήρε τον τίτλο Βαλπέργκα. 1822. Στις 16 Ιουνίου η Μαίρη παραλίγο να πεθάνει από μια αποβο-
18
λη. Στις 8 Ιουλίου ττνίγεται ο Πέρσυ Μπ. Σέλλεϋ. 1823. Τον Φεβρουάριο εχ8ί8ετοίΐ -η Βαλπέργκα. Ο Φράνκενσταϊν σε 8εύτερη έκ8οση. Τον Αύγουστο η Μαίρη γυρίζει στο Λονί/νο. 1824. Η Μαίρη αρχίζει να γράφει τον Τελευταίο Άνθρωπο. Στις 14 Μάιου μαθαίνει τα νέα για το θάνατο του Μπάυρον στην Ελλά8α που έγινε στις 19 Απριλίου. Η έκδοση της Μαίρης των Μεταθανάτιων Ποιημάτων του Πέρσυ Σέλλεϋ εμποδίζεται από τον Τίμοθυ Σέλλεϋ, τον πατέρα του, 1826. Στις 23 Ιανουαρίου εκδίδεται ο Τελευταίος Άνθρωπος. Τον Σεπτέμβριο πεθαίνει ο Τσαρλς, ο γιος του Πέρσυ και της Χάριετ Σέλλεϋ, κι έτσι ο Πέρσυ Φλόρενς γίνεται ο κληρονόμος του τίτλου και της περιουσίας. 1830. Εκδίδεται το Perkin Warbeck, το τέταρτο μυθιστόρημα της Μαίρης. 1831. Η επανέκδοση του Φράνκενσταϊν από τη σειρά των εκδόσεων ((Στάνταρντ Νόβελς». 1832. Ο Πέρσυ Φλόρενς μπαίνει στο Χάροου. 1835. Εκδίδονται από τις εκδόσεις «Αάρντνερ» Οι βίοι των πιο ξεχωριστών λογοτεχνών κι επιστημόνων της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογοίλίοις. Σ' αυτή την έκδοση η Μαίρη γράφει για τον Πετράρχη, το Βοκκάκιο και το Μακιαβέλλι. Εκδίδεται το Lodore. Τον Οκτώβριο εκδίδεται ο Β' τόμος των Βίων. Σ' αυτόν η Μαίρη γράφει μελέτες για τον Αλφιέρι, τον Φόσκολο, τον Γκολντόνι, τον Μόντι και τον Μεταστάσιο. 1836. Στις 7 Απριλίου πεθαίνει ο Γουίλλιαμ Γκόντγουιν. 1837. Εκδίδεται το Falkner, το τελευταίο της μυθιστόρημα. Εκδίδεται ο Γ'τόμος των Βίων. Σ' αυτόν η Μαίρη γράφει μελέτες για τον Καλντερόν, τον Θερβάντες και τον Αόπε ντε Βέγα. 1838-39. Η Μαίρη εξακολουθεί τη συνεργασία της με τις εκδόσεις «Λάρντνερ» και γράφει μελέτες για τον Μοντέν, τον Ραμπελαί, τον Κορνέιγ, τον Μολιέρο, τον Πασκάλ, τον Ρακίνα, τον Βολταίρο, τον Ρουσσώ όπως και για τη Μαντάμ Ρολάντ και Μαντάμ ντε Στάελ. 1839. Η Μαίρη εκδίδει σε τέσσερις τόμους το έργο του Πέρσυ Μπ. Σέλλεϋ με τίτλο Ποιητικές Εργασίες. 1844. Εκδίδεται το βιβλίο Περιπλανήσεις στη Γερμανία και την Ιταλία. Σ' αυτό η Μαίρη γράφει τις εντυπώσεις της από την περιοδεία που έκανε στην Ευρώπη με τον γιο της Πέρσυ Φλόρενς και τους φίλους του ανάμεσα στο 1840 και 1843. Στις 23 Απριλίου πεθαίνει ο Τίμοθυ Σέλλεϋ, ο πατέρας του ποιητή.
19
1851. Τψ Irj Φεβρουαρίου, στο Λονδίνο, πεθαίνει η Μαίρη Σέλλεϋ, σε ηλικία 53 ετών. Θάβεται στην αυλη της εκκλησί(χς του Αγίου Πέτρου, στο Μπόρνμαουθ, ανάμεσα στα λείφανα του πατέρα της και της μητέρας της.
20
ΜΑΙΡΗ ΣΕΛΛΕ Τ· ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΙΝ Ή Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πορτραίτο
της Μαίρη
Σέλλεν.
Στον Γουίλλιαμ Γκόντγουίν Συγγραφέα της Πολιτικής Δικαιοσύνης, του Κάλεμπ Γουίλλιαμς, κλπ. Αυτός ο τόμος Ευσεβάστως αφιερώνεται από τον Συγγραφέα
Πορτραίτο
τον Πέρσν Μπ.
Σέλλεϋ.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ TOY Π.ΜΠ. ΣΕΛΛΕ Τ· ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ TOT 1818 ' Ο περιστοίτικό οπού βασίζεται αυτό το μυθιστόρημα, θεωΤ ρείται από τον Sp Ντάργουιν και από μερικούς φυσιολόγους συγγραφείς της Γερμανίας ότι 8εν είναι απίθανο να συμβεί. Δε
θα πρέπει να θεωρηθώ όμως απ' αυτό ότι πιστεύω αχρά8αντα σε μια τέτοια φαντασία' μολοντούτο, θεωρώντας ως 8ε8ομένο ότι αυτό αποτελεί τη βάση μκχς υπόθεσης φιχντασίοις, 8ε θεώρησα τον εαυτό μου σαν απλό υφαντή μιοις σειράς από υπερφυσικούς τρόμους. Το περιστατικό που προσ8ιορίζει το εν8ιαφέρον της ιστορίας είναι απαλλαγμένο από τα μειονεκτήματα μιας απλής ιστορίας με φαντάσματα ή με μαγείες. ^Ηταν συγκροτημένο από το νεωτερισμό των καταστάσεων που (χνατπτύσσει και όσο κι αν είναι α8ύνατο σαν φυσικό γεγονός, μολοντούτο προσφέρει κάποια πρόσβαση στη φίχντασία για την περιγραφή πιο περιεκτικά των ανθρωπίνων παθών και για να ελέγξει το ο,τι8ήποτε που μπορούν να προσφέρουν οι συνηθισμένες σχέσεις των περιστατικών που υπάρχουν. Προσπάθησα έτσι να 8ιατηρήσω την αλήθεια των στοιχειω8ών αρχών της ανθρώπινης φύσης ενώ 8εν 8ίστασα να καινοτομήσω πάνω στους συν8υασμούς τους. Η Ιλιάδα, η τραγική ποίηση της Ελλά8αίvεται με γιγαντιαίο ανάστημα, καθότοον στο έλκηθρο και οδηγούσε τα σκυλιά. Με τα τηλεσκόπιά μοις παρακολουθούσαμε το γρήγορο προχώρημα του ταξιδιώτη ώσπου χάθηκε ανάμεσα στη μακρινή ανώμαλη έκταση του πάγου. Αυτή η ποφουσία ερέθισε την άμετρη απορία μας. Ήμασταν, όπως πιστεύαμε, πολλές εκατοντάδες μίλια μακριά από κάθε γη* μα αυτή η εμφάνιση φάνηκε να μοιρτυρεί πως στην πραγματικότητα δεν ήμασταν τόσο μακριά όσο είχαμε υποθέσει. Οπωσδή-
46
ποτε, αποκλεισμένοι από τον πάγο, ήταν (χδύνατο να ποιρακολουθήσουμε τα ίχνη του, που είχαμε παρατηρήσει με τη μεγαλύτερη προσοχή. Δυο ώρες περίπου ύστερα απ' αυτό το συμβάν, ακούσοιμε τον πάγο να τρίζει* κοα πριν νυχτώσει, ο πάγος έσπασε και ελευθέρωσε το πλοίο μοις. Εμείς όμως μείναμε εκεί ως το πρωί, γιατί (ροβόμασταν μήπως μέσα στο σκοτάδι πέσουμε πάνω σ' εκείνες τις τεράστιες αποσπασμένες μάζες, που επιπλέουν τριγύρω ύστερα από το σπάσιμο του πάγου. Επωφελήθηκα απ' αυτό το διάστημα για να ξεκουραστώ λίγες ώρες. Οπωσδήποτε, το πρωί, μόλις τε από ένα κατάμαυρο ουρανό που σου πλάκωνε την ψυχή. Συνέχισα να βαδίζω μ' αυτό τον τρόπο οφκετή ώρα, προσπαθώντας με τη σωματική άσκηση να αλίχφρώσω το φορτίο που βάραινε το μυαλό μου. Περνούσα τους δρόμους χωρίς να ξέρω ούτε πού ήμουν ούτε τι έκανα. Η κοιρδιά μου τυήγαινε να ξεκολλήσει από το φόβο και συνέχιζα να προχωρώ βιαστικά μ' ακανόνιστα βήματα, μην τολμώντας να κοιτάξω γύρω μου: Σαν εκείνον που σε 8ρ6μο ερημικό με το φόβο και τον τρόμο στην φοχή β(χ8ίζει κι ως και στρίφει, χτυνεχίζει 8ίγως το κεφάλι πια να γυρίζει γιατί ξέρει πως κάποιος 8αίμονΛαγώ απ* αυτές παρ' όλες τις προσπάθειες που έκανα για να τις ξεφορτωθώ. Ο Χένρυ χαιρόταν με την ευθυμία μου και ειλικρινά συμμεριζόταν τα αισθήματά μου* προσπαθούσε με κάθε τρόπο να με διασκεδάσει ενώ ταυτόχρονα μου φανέρωνε τα αισθήματα που πλημμύριζαν την ψυχή του. Οι επινοήσεις του μυοΛού του ήταν πραγματικά καταπληκτικές* η κουβέντα του ήταν γεμάτη με φαντασία* επινοούσε ιστορίες γεμάτες με εξαιρετική ομορφιά και έντονο πάθος. Άλλες πάλι φορές μου αττήγγελλε τα ποιήματα που μου άρεσαν ή με παρέσυρε σε συζητήσεις που τις διεκπεραίωνε με μεγάλη εξυττνάδα. Γυρίσαμε στο κολλέγιό μοις μια Κυριακή απόγευμα* οι χωρικοί είχαν πιάσει το χορό και όλοι όσους συναντήσαμε φαίνονταν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Η ψυχική μου διάθεση ποτέ δεν ήταν πιο κοίλά και ήμουν πλημμυρισμένος από αχαλίνωτη χαρά και ιλαρότητα.
101
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII μου, βρήκα το παρακάτω γράμμα, που μου μου: Σείχε στείλει ο πατέρ(χς ΤΟΝ Γ Τ Ρ Ι Σ Μ Ο
«Αγαττητέ μου, Βίκτορ, Περιμένεις προφανώς με ανυπομονησία το γράμμα που θα σου καθορίζει την ημερομηνία της επιστροφής σου κοντά μοος* στην αρχή μττήκα στον πειρασμό να σου γράψω μονάχα λίγες γραμμές, αναφέροντάς σου απλώς την ημέρα που θα σε περιμέναμε. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν σκληρό και δεν τολμώ να το κάνω. Ποια θα ήταν η έκπληξή σου, γιε μου, όταν αντί για τη χοφούμενη υποδοχή που θα περίμενες, έβλεπες δάκρυα και δυστυχία; Και με ποιο τρόπο, Βίκτορ, μπορώ να. εξιστορήσω την ατυχία μας; Η απουσία σου από δω δεν μπορεί να σ' έχει κάνει αναίσθητο στις χαρές και στις λύπες μας* μα και πώς μπορώ να κάνω να πονέσει ο γιος μου που λείπει τόσον καιρό; Θέλω πολύ να σε προετοιμάσω για τα θλιβερά νέα, μα ξέρω πως αυτό είναι κάτι το αδύνατο* το μάτι σου τρέχει κιόλας πάνω στη σελίδα για να βρει τις λέξεις που θα σου μεταδώσουν τα φοβερά νέα. Ο Γουίλλιαμ πέθανε! Εκείνο το γλυκό παιδί, που τα χαμόγελά του γλύκαιναν και ζέσταιναν την καρδιά μου* που ήταν τόσο ευγενικό κι ακόμα τόσο χαρούμενο! Βίκτορ, δολοφονήθηκε! Δε θα δοκιμάσω να σε παρηγορήσω* απλώς θα σου διηγηθώ τα περιστατικά της πράξης. Την περασμένη Πέμπτη (7 Μαίου) εγώ, η ανηψιά μου τα δυο σου αδέλφια τη^γαμε να κάνουμε περίπατο στο Πλαινπαλαί. Το σούρουπο ήταν ζεστό και γαλήνιο και μείναμε λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο. Σκοτείνιαζε πια, όταν αποφασίσαμε να γυρίσουμε* οπότε τότε ανακαλύψαμε πως ο Γουίλλιαμ κι ο Έρνεστ, που είχαν προχωρήσει μπροστά, δε βρίσκονταν πουθενά. Καθίσαμε, λοιπόν, σ' έναν πάγκο και τους περιμέναμε ώσπου να γυρίσουν. Σε λίγο ήρθε ο Έρνεστ και ρώτησε αν είχαμε δει τον αδελφό του* μας είπε πως έπαιζε μαζί του, πως ο Γουίλλιαμ ττήγε τρέχοντ(χς κάπως μακριά για να κρυφτεί και ότι εκείνος μάταια έψαχνε
102
για να τον βρει, και ότι ύστερα κάθισε και τον περίμενε αρκετή ώρα μα εκείνος δε φάνηκε πουθενά. Όσα μας είπε ο Έρνεστ μοος αναστάτωσαν και συνεχίσαμε να ψάχνουμε ώσπου έπεσε η νύχτα, οπότε εκείνη την ώρα πέρασε από το νου της Ελίζαμπεθ πως το παιδί μπορούσε να έχει γυρίσει στο σπίτι. Δεν ήταν όμως εκεί. Ξαναγυρίσαμε με αναμμένους δαυλούς* γιατί δεν μπορούσα να ησυχάσω με τη σκέψη πως το γλυκό μου αγόρι είχε χαθεί και ότι ήταν έκθετο στην παγωνιά και στην υγρασία της νύχτας* άλλωστε και την Ελίζαμπεθ την είχε πιάσει τρομερή αγωνία. Γύρω στις πέντε το πρωί, το πολυαγατΓ/ιμένο μου αγόρι, που την προηγούμενη νύχτα έσφυζε από ζωή, το ανακάλυψα μελανιασμένο και ακίνητο, έτσι καθώς ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα πάνω στο χορτάρι* τα δάχτυλα του δολοφόνου είχαν αφήσει τα σημάδια τους πάνω στο λαιμό του. Το μεταφέραμε στο σπίτι και η λύπη που ήταν φανερή στο πρόσωπό μου, έκανε την Ελίζαμπεθ να καταλάβει αμέσως το ανείπωτο κακό που μας είχε βρει. Ήθελε με κάθε τρόπο να δει το πτώμα. Εγώ στην αρχή προσπάθησα να την εμποδίσω* εκείνη όμως επέμενε και μπαίνοντας στο δωμάτιο που είχαμε αφήσει το νεκρό παιδί, εξέτασε βιαστικά το λαιμό του και ξεφώνισε, τραβώντας τα μαλλιά της: «Ω! Θεέ μου! Εγώ σκότωσα το αγαττημένο μου παιδί!» Λιποθύμησε και τη συνεφέραμε ύστερα από πολλές προσπάθειες. Όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις της, δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να κλαίει και να αναστενάζει. Μου είπε πως εκείνο ακριβώς το βράδυ ο Γουίλλιαμ της είχε φορτωθεί για να τον αφήσει να φορέσει μια πολύτιμη μινιατούρα που είχε από τη μητέρα σας. Αυτό το κόσμημα χάθηκε, και αναμφίβολα αυτό στάθηκε ο πειρασμός που παρακίνησε το δολοφόνο στο απαίσιο έργο του. Προς το παρόν δεν έχουμε κανένα ίχνος από το δράστη, παρ' όλο που οι προσπάθειές μ(χς για να τον ανακαλύψουμε είναι ακατάπαυστες* αν και δεν μπορούν πια να μας ξαναφέρουν κοντά μ(χς τον πολυαγαπημένο μας Γουίλλιαμ! Έλα, αγαττητέ Βίκτορ* εσύ μονάχα μπορείς να παρηγορήσεις την Ελίζαμπεθ. Κλαίει συνέχεια και κατηγορεί άδικα, τον εαυτό της πως αυτή στάθηκε η αιτία για το θάνατό του* τα λόγια της μου σπαράζουν την καρδιά. Όλοι εδώ είμαστε δυστυχισμένοι* αυτό δεν είναι για σένα, γιε μου, ένα επιπρόσθετο κίνητρο για να γυρίσεις και να μ(χς δώσεις ανακούφιση στον πόνο μ(χς; Τώρα Βίκτορ, μέσα στην απόγνωση μου λέω πως δόξα να 'χει ο Θεός που δεν άφησε να ζήσει η χιλιάκριβη μητέρα σας για να δει αυτόν το σκληρό και άκαρδο θάνατο του αγαττημένου μικρού της! Έλα, Βίκτορ* μέσα σου ας μην κλωσσούν σκέψεις για το πώς θα εκδικηθείς το δολοφόνο, μόνο γέμισε την ψυχή σου με αισ^ματα ειρήνης
103
και ευγένειας που θα επουλώσουν, αντί να κακοφορμίσουν, τα τραύματα του ττνεύματός μας. Μπες στο σπίτι του πένθους, πολυφίλητε γιε μου, με κιχλοσύνη και στοργή για κείνους που σ' αγαπούν και όχι με μίσος για τους εχθρούς σου. Γενεύη 12 Μαίου 17 Ο στοργικός και θλιμμένος σου πατέροος, Αλφόνς Φράνκενσταϊν
Ο Κλερβάλ, που παρακολουθούσε το πρόσωπο μου όσο διάβαζα αυτό το γράμμα, έμεινε κατάπληκτος, βλέποντ(χς την απελπισία να διαδέχεται τη" χαρά που πρωτοεκδήλωσα την ώρα που ττήρα νέα από τους αγαττημένους μου. Πέταξα το γράμμα στο τραπέζι, κι έκρυψα το πρόσωπο μου μέσα στις χούφτες μου. ((Αγατυητέ μου, Φράνκενσταϊν», φώναξε ο Χένρυ, όταν με είδε να κλαίω πικρά, «πάντα θα είσαι δυστυχισμένος; Τι συνέβη, καλέ μου φίλε;» Του *κανα νόημα να πάρει το γράμμα ενώ εγώ περπατούσα πάνω-κάτω στο δωμάτιο μέσα σε μεγάλη ταραχή. Είδα τα μάτια του Κλερβάλ να γεμίζουν με δάκρυα την ώρα που διάβαζε την ιστορία της δυστυχί(χς μου. «Καμιά ποφηγοριά δεν μπορώ να σου δώσω, φίλε μου», είπε* «η καταστροφή είναι ανεπανόρθωτη. Τι σκοπεύεις να κάνεις;» «Να πάω αμέσως στη Γενεύη* έλα μαζί μου, Χένρυ, να βρούμε άλογα». Καθώς ττηγαίναμε, ο Κλερβάλ προσπάθησε να πει κάποια παρηγορητικά λόγια* το μόνο όμως που μπόρεσε να εκφράσει ήταν η εγκάρδια συμπάθειά του. «Ο κακόμοιρος ο Γουίλλιαμ!» είπε* «τι αξιαγάττητο παιδί, τώρα κοιμάται με την αγγελική του μητέρα! Όποιος το είχε δει να λάμπει μέσα στην παιδική ομορφιά του, δεν μπορεί παρά να κλαίει για τον πρόωρο χ(χμό του! Να πεθάνει τόσο άθλια* να νιώσει το φοβερό σφίξιμο των χεριών του δολοφόνου! Αυτός ήταν κάτι παραπάνω από φρικτός δολοφόνος, που μπόρεσε να καταστρέψει μια τέτοια ακτινοβόλα αθωότητα! Κακόμοιρο παιδί! Μονάχα μια παρηγοριά μ(χς μένει* οι φίλοι του μπορεί να πενθούν και να κλαίνε, μα εκείνος αναπαύεται ειρηνικά. Ο πόνος πέρασε οριστικά γι' αυτόν, τα βάσανά του τέλειωσαν για πάντα. Το γρασίδι θα σκεπάζει το λετττό του σώμα, που δε θα γνωρίζει πια τι πάει να πει θλίψη κι οδυρμός. Ας μην τον λυπό104
μαστέ λοιπόν* (χς κρατήσουμε τη λύτυη μοος για τους ζωντανούς που έμειναν πίσω». Τέτοια παρηγορητικά λόγια μου 'λεγε ο Κλερβάλ την ώρα που περνούσαμε βιαστικά τους δρόμους* όσα μου 'λεγε εντυπώθηκαν βαθιά στο νου μου και τα θυμόμουν ύστερα, όταν έμεινα μόνος. Μα κείνη την ώρα, μόλις ήρθαν τα άλογα, μτυήκα βιαστικά στην άμαξα κι αποχαιρέτησα το φίλο μου. Το ταξίδι μου ήταν πολύ μελαγχολικό. Στην οφχή βιαζόμουν, γιατί ήθελα πάρα πολύ να βρεθώ κοντά στους αγαττημένους μου, να τους παρηγορήσω και να μοιραστώ μαζί τους τον πόνο τους* όταν όμως πλησίαζα στην πόλη της γενέτειράς μου, άρχισα να ττηγαίνω πιο αργά. Μόλις και μπορούσα ν' αντέξω το πλήθος των συναισθημάτων που συνωστίζονταν μέσα στο μυαλό μου. Περνούσα μέσα από τοπία που τα ήξερα από μικρός, μα που είχα να τα δω εδώ και έξι σχεδόν χρόνια. Πόσο άλλαξε το καθετί σ' αυτό το διάστημα! Αυτό που παρουσιαζόταν μπροστά μου ήταν για μένα μια ξαφνική και συντριπτική αλλαγή που είχε γίνει* κι έτσι μου 'ρθε στο νου πως ένα σωρό άλλα μικρά περιστατικά θα μπορούσαν βαθμιαία να έχουν επεξεργαστεί άλλες αλλαγές, που αν και έγιναν πιο ήρεμα, μολοντούτο θα ήταν το ίδιο αποφασιστικές. Μ' έπιασε φόβος* δεν τολμούσα να προχωρήσω, γιατί φοβόμουν χίλα φρικτά κοοκά που μ' έκαναν να τρέμω, αν και δεν μπορούσα να τα προσδιορίσω. Δυο μέρες πέρασα στη Λωζάνη εξαιτίοις αυτής της ττνευματικής μου ταραχής. Ατένιζα τη λίμνη* τα νερά ήταν γαλήνια* όλα γύρω ήταν ήρεμα* και τα χιονισμένα βουνά, «τα παλάτια της φύσης» ήταν εκεί ανάλλαχτα. Σιγά-σιγά η ηρεμία και το ωραίο τοπίο μ' έκαναν να συνέλθω κι έτσι μπόρεσα να συνεχίσω το ταξίδι μου προς τη Γενεύη. Ο δρόμος ττήγαινε στο πλάι της λίμνης, που στένευε καθώς πλησίαζα στο μέρος της γενέτειράς μου. Έβλεπα πια πολύ καλά τις μαύρες πλαγιές του Ζυρά και τη λαμπρή κορυφή του Λευκού Όρους. Έκλαψα σαν μικρό παιδί. «Αγαττημένα βουνά! Όμορφή μου λίμνη! Τι σημαίνει το κοΛωσόρισμα του παραστρατημένου στεινά όταν έφθαμπισμένα στα π(χ(^χθυρα κάποιων αγροτόσπιτων μου άνοιξαν την όρεξη.^ Σ' ένα απ* (χυτά, το καλύτερο, μττήκα* δεν είχα όμως προλάβει να περάσω το κατώφλι της πόρτας και τα παιδιά του σπιτιού άρχισοςν να ουρλιάζουν και μια από τις γυνοιίκες λιποθύμισε. Ξεσηκώθηκε ολόκληρο το χωριό* μερικοί το 'σκασαν από την τρομάρα τους, μερικοί όμως μου επιτέθηκαν ώσπου, βαριά χτυττημένος από πέτρες κι απ' ό,τι άλλο μου πέταγαν, κατά«ρερα να τους ξερίσω κι από κοντά, μα δίσταζα. Θυμ.όμ(^ν καλά το τι είχα υποφέρει την προηγούμενη νύχτα από τους βάρβαρους χωρικούς γι' αυτό και αποφάσισα, (χνεξάρτητα από οποιαδήποτε κι αν ήταν η στάση που στη συνέχεια θα θεωρούσα πο>ς μπορούσε να 'ναι η σοκττή για να κρατήσω, ότι για την ώρα θα έπρεπε να παροίμείνω ήσυχα στην καλύβα μου και να προσπαθήσω να ανακοΛύψω τα κίνητρα που καθόριζ(χν τις ενέργειές τους. ))0ι χωρικοί σηκώθηκαν το άλλο πρωί πριν βγει ακόμα ο ήλιος. Η νέα γυναίκα τακτοποίησε το σπίτι κι έφτιαξε το πρωινό τους* ύστερα δε από το πρόγευμα ο νέος έφυγε. ))Αυτή η μέρα πέρασε με την ίδια ρουτίνα που είχε και η προηγούμενη. Ο νέος εργαζόταν συνεχώς σε κάποιο μέρος έξω από το σπίτι και η κοπέλα έκανε διάφορες κουραστικές δουλειές μέσα. Ο γέροντοις, που γρήγορα κατάλαβα πως ήταν τυφλός, περνούσε τις ατέλειωτες ώρες της σχόλης του είτε παίζοντοις το όργανο ή συλλογάμενος. Τίποτα δεν μπορούσε να ξεπεράσει την αγάττη και το σεβασμό που έδειχναν οι νεότεροι προς το σεβάσμιο σύντροφό τους. Του προσέφεραν ό,τι χρειαζόταν με πολλή στοργή και με την ευγένεια που το χρέος απαιτεί* κι εκείνος τους αντάμοι(^ με τα καλοσυνάτα χαμόγελά του. ))Δεν ήταν ευτυχισμένοι. Ο νέος κι η συντρόφισσά του ττήγαιναν συχνά παράμερα κι έκλαιγαν. Δεν έβλεπα να υπάρχει αιτία για να 'ναι δυστυχισμένοι* όπως όμως κι αν είχε το πράγμα, εγώ είχα βαθιά ετυηρεαστεί από την κατάστασή τους. Αν τέτοια αξιαγάτυητα πλάσματα ήταν δυστυχισμένα, δεν ήταν καθόλου παράξενο ::υου εγώ, μια ελαττωματική και μοναχική ύπαρξη, ήμουν τόσο ( ( Τ Τ ΜΟΤΝ ξ α π λ ω μ έ ν ο ς
147
εξαθλιωμένος. Γιατί όμως αυτές οι ευγενικές υπάρξεις ήταν δυστυχισμένες; Είχαν ένα πανέμορφο σπίτι (γιατί τέτοιο φαινόταν στα μάτια μου) και κάθε άνεση* είχαν μια φωτιά για να τους ζεστάνει όταν κρύωναν και απολαυστικά φαγητά όταν πεινούσαν* ήταν ντυμένοι με ωραία ρούχα* και το πιο πολύ, χαίρονταν τη συντροφιά ο ένοίς του άλλου, αντίχλλάσσοντοις κάθε μέρα ματιές όλο στοργή και κοΛοσύνη. Τι σήμαιναν τα δάκρυά τους; Πραγματικά εκδήλωναν πόνο; Στην αρχή μου ήταν αδύνατο να δώσω μιαν απάντηση σ' αυτά τα προβλήματα* η αδιάκοττη όμως προσοχή κι ο χρόνος μου εξήγησαν πολλές εκδηλώσεις που στην αρχή μου ήταν αινιγματικές. ))Μεσολάβησε πολύς καιρός ώσπου να (χνακαλύψω μια από τις αιτίες που προκαλούσε στενοχώρια σ' αυτή την αξιαγάττητη οικογένεια* ήταν η φτώχεια* και περνούσοον αυτό το κ(χκό σιωττηλά παρ' όλη τη μεγάλη καθημερινή του πίεση. Η διατροφή τους απαρτιζόταν αποκλειστικά από τα λαχανικά του κήπου τους κι από το γάλα μκχς αγελάδοις, που το χειμώνα τους έδινε πολύ λίγο γάλα, αφού τα (χφεντικά της δεν μπορούσαν να της προσφέρουν οφκετή τροφή. Συχνά υπέφεραν αμίλητα τις αγωνίες της πείνοις, ιδιαίτερα το νεαρό ζευγάρι* γιατί πολλές φορές όσο φαί είχε το έβαζε μπροστά στο γέροντα και για τον εαυτό του δεν κρατούσε τίποτα. ))Αυτή η έκδηλη καλοσύνη με είχε συγκινήσει πάρα πολύ. Είχα , συνηθίσει, τη νύχτα, να ττηγαίνω και να κλέβω, για τη δική μου συντήρηση, ένα μέρος από τα λιγοστά τρόφιμα που τους είχαν απομείνει* άμα όμως κατάλαβα πως μ' αυτό που έκανα έφερνα σε δύσκολη θέση και σε απελπισία τους γείτονές μου, σταμάτησα αμέσως και οφκέστηκα στα μούρα, τα καρύδια και τις ρίζες, που μάζευα από το γειτονικό δάσος. «Ανακάλυψα επίσης έναν άλλο τρόπο, που μ' αυτόν μπορούσα να τους βοηθήσω για να ελαφρώσουν οι μόχθοι τους. Είχα παρατηρήσει πως ο νέος περνούσε ένα μεγάλο μέρος της ημέροίς προσπαθώντοις να μαζέψει ξύλα για τη φωτιά* συχνά, λοιπόν, τις νύχτες έπαιρνα τα εργοιλεία του, που γρήγορα έμαθα τη χρήση τους, και έφερνα πίσω στο σπίτι ξύλα, αρκετά για να κρατήσουν πολλές ημέρες. «Θυμάμαι πως την πρώτη φορά που το έκανα, η νέα γυναίκα, όταν άνοιξε το πρωί την πόρτα, έμεινε ,με το στόμα ανοιχτό 148
βλέποντοος ένα τεράστιο δεμάτι ξύλα στα σκαλοπάτια της. Πρόφερε κάτι λέξεις με δυνατή φωνή* ο νέος αμέσως ήρθε και τη βρήκε κι έμεινε κι αυτός άναυδος και δεν ήξερε τι να πει. Παρατήρησα, με μεγάλη ευχαρίστηοτη, πως εκείνη την ημέρα δεν ττήγε στο δάσος, μόνο πέρασε τις ώρες επιδιορθώνοντοις το αγροτόσπιτο και κοιλλιεργώντοος τον κήπο. ))Σιγά-σιγά έκανα μια ανακάλυψη ακόμα πιο σημαντική. Διαπίστωσα πως αυτοί οι άνθρωποι είχαν μια μέθοδο με έναρθρους ήχους για να μεταδίδουν ο ένοις στον άλλο την εμπειρία τους και τα αισθήματά τους. Αντιλήφθηκα πως οι λέξεις που πρόφεραν μερικές φορές προξενούσαν ευχαρίστηση ή λύττη, χαμόγελα ή θλίψη σ* εκείνους που τις άκουγαν. Τα πρόσωπά τους ήταν αδιάψευστοι μάρτυρες για το τι ένιωθαν εκείνη τη στιγμή. Αυτό πραγματικά ήταν μια θεϊκή γνώση και μ' όλη μου την καρδιά ήθελα να τη μάθω. Πάντα όμως αποτύχαινα σε κάθε απόπειρα που έκανα γι' αυτό το σκοπό. Η προφορά τους ήταν γρήγορη* και οι λέξεις που πρόφεραν, μκχς και δεν είχαν μια οποιαδήποτε φανερή σύνδεση με ορατά αντικείμενα, δε μου έδιναν τη δυνατότητα να ανοίκαλύψω κάτι που θα μπορούσε να λύσει το μυστήριο σε τι πράγματα αναφέρονταν. Οπωσδήποτε, ύστερα από μεγάλη προσοχή κι αφού με βρήκαν να μένω στην καλύβα μου πολλά γυρίσματα του φεγγαριού, επιτέλους προσδιόρισα τα ονόματα που δίνονταν σε μερικά από τα πιο συνηθισμένα αντικείμενα της συνομιλί(χς· έμαθα και χρησιμοποιούσα τις λέξεις φωτιά, γάλα, φωμί και ξυλα. Έμαθα επίσης και τα ονόματα των γειτόνων μου. Ο νέος κι η συντρόφισσά του είχε ο καθένοις τους πολλά ονόματα, μα ο γέροντοος είχε μονάχα ένα, που ήταν ποίτέρας, Η κοπέλα λεγότίχν οίΒελφη ή Αγκάθα, και ο νέος Φελίξ, (χ8ελφός, ή γιος. Δεν μπορώ να περιγράψω την απόλαυση που ένιωσα όταν έμαθα τις έννοιες που αναλογούσαν σε καθέναν απ' αυτούς τους ήχους και ήμουν σε θέση να τους προφέρω. Ξεχώρισα πολλές άλλες λέξεις, χωρίς όμως να μπορώ ακόμα να τις καταλάβω ή να τις χρησιμοποιήσω* τέτοιες λέξεις ήτοον κουλός, αγαπημένος, 8υστυχισμένος, ))Μ' αυτό τον τρόπο πέρασα το χειμώνα. Οι ευγενικοί τρόποι κι η ομορφιά των γειτόνων μου τους έκαναν πολύ αγαττητούς* όταν ήταν δυστυχισμένοι, ένιωθα κατάθλιψη' ότοον ήταν χαρούμενοι, συμμεριζόμουν τη χαρά τους. Εκτός από τους γειτόνους μου λίγοι ήταν οι άνθρωποι που έβλεπα* και αν κάποιοι απ' αυτούς 149
τύχαινε να μπουν στο αγροτόσττιτο, οι άξεστοι τρόποι τους και το απότομο βάδισμά τους μου ενδυνάμωναν την ιδέα που είχα για την ανωτερότητα των φίλων μου. Συχνά ο γέροντοος, όπως κατοΛάβαινα, προσπαθούσε να δώσει θάρρος στα παιδιά του, γιατί πολλές φορές τον είδα να τα καλεί κοντά του και με τα λόγια του γύρευε να τα κάνει να διώξουν τη μελαγχολία τους. Μιλούσε μ' έναν εύθυμο τόνο, με μια έκφραση όλο καλοσύνη που ακόμα κι εμένα εκεί παράμερα μου χάριζε αγοολλίαση. Η Αγκάθα άκουγε με σεβασμό και μερικές φορές τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα, που προσπαθούσε να τα σκουπίσει χωρίς να τη δουν γενικά όμως είδα πως η όψη της και ο τόνος της φωνής της γίνονταν πιο χαρούμενοι ύστερα από τις προτροπές του πατέρα της. Δε γινόταν όμως το ίδιο με τον Φελίξ. Ήταν πάντα ο πιο λυτυημένος τους* ακόμα και για μένα τον άμαθο φαινόταν πως υπέφερε πιο πολύ από όλους τους. Όμως παρ' όλο που το πρόσωπό του ήταν όλο θλίψη, μολοντούτο η φωνή του ήταν πιο χαρούμενη κι από της αδελφής του, ιδιαίτερα μάλιστα όταν μιλούσε στο γέροντα. ))Θα μπορούσα να αναφέρω αναρίθμητες στιγμές, που, αν και ασήμαντες, έδειχναν το χαροίκτήρα και τις διαθέσεις αυτών των αξιαγάτυητων γειτόνων μου. Παρ' όλη τη φτώχεια τους και την ανάγκη τους, ο Φελίξ θα 'φερνε πάντα στην αδελφή του με μεγάλη χαρά το πρώτο άσπρο λουλουδάκι που θα ξεμύτιζε κάτω από το χιονισμένο χώμα. Νωρίς το πρωί, πριν αυτή ακόμα να σηκωθεί, καθάριζε το χιόνι που έκλεινε το δρόμο της για το σταύλο, έβγαζε νερό από το ττηγάδι και έφερνε τα ξύλα από τρ υπόστεγο, όπου, προς μεγάλη του και συνεχή έκπληξη, έβρισκε το απόθεμά τους να είναι διαρκώς ανανεωμένο από κάποιο αόρατο χέρι. Κάποτε-κάποτε την ημέρα εργαζόταν σ' ένα γειτονικό αγρότη, γιατί έβλεπα πως ττήγαινε και δε γύριζε παρά αργά το βράδυ και δεν έφερνε μαζί του ξύλα. Άλλες φορές δούλευε στον κήπο* μα καθώς δεν είχε πολλά πράγματα να κάνει την εποχή που όλα τα είχε σκεπάσει ο πάγος, καθόταν και διάβαζε στο γέροντα και στην Αγκάθα. ))Στην αρχή αυτό το διάβασμα με είχε μπερδέψει τρομερά* όμως, σιγά-σιγά, ανακάλυψα πως όταν διάβαζε πρόφερε πολλούς από τους ίδιους ήχους που χρησιμοποιούσε όταν μιλούσε. Γι' αυτό συμπέρανα πως στο χοφτί έβρισκε διάφορα σημάδια που τον βοηθούσαν να εκφέρει τις λέξεις που ήξερε από πριν και ένιωσα 150
μεγάλη επιθυμία να τα μάθω κι εγώ επίσης* μα πώς ήταν δυνατό αυτό να γίνει, όταν δεν ήξερα ακόμα τους ήχους που αντιπροσώπευαν αυτά τα σημάδια; Οπωσδήποτε, προόδευσα αισθητά σ' αυτή τη γνώση, μα όχι τόσο ώστε να μπορώ να παροοκολουθώ μια οποιαδήποτε συζήτηση, αν και, προσπαθώντ(χς, πίεσα πολύ το μυαλό μου* γιατί καταλάβαινα καλά πως αν και επιθυμούσα πάρα πολύ να φανερωθώ στους γείτονές μου, μολοντούτο δε θα έπρεπε να κάνω την απόπειρα πριν μάθω πρώτα καλά τη γλώσσα τους* γιατί η γνώση της θα με βοηθούσε να τους κάνω να παραβλέψουν τη δυσμορφία του προσώπου μου* αυτή η αντίθεση ανάμεσα σε μένα και σε κείνους, που παρουσιαζόταν διαρκώς μπροστά μου, με είχε κάνει να συνειδητοποιήσω τη διαφορά μοις. ))Θαύμαζα την τέλεια διάπλαση των γειτόνων μου —^τη χάρη τους, την ομορφιά τους και τη λεπτή τους επιδερμίδα* πόσο όμως τρομοκρατήθηκα, όταν είδα τον εαυτό μου στο διάφανο νερό του λάκκου! Στην αρχή έκανα πίσω, μη μπορώντοος να πιστέψω πως πραγματικά ήμουν εγώ εκείνος που φαινόταν στον καθρέφτη* και όταν πείστηκα εντελώς πως ήμουν πραγματικά το έκτρωμα που είμαι, τότε η ψυχή μου πλημμύρισε από τα πιο πικρά συναισθήματα* η αποθάρρυνση κι ο μαρασμός ήταν οι συνέπειές τους. Αλίμονο όμως! Δεν ήταν μόνο αυτό. Γιατί ακόμα δεν ήξερα εντελώς τις μοιραίες επιδράσεις που θα είχε αυτή η φοβερή δυσμορφία. ))Καθώς ο ήλιος έγινε ζεστότερος και μεγάλωσε η μέρα, το χιόνι εξαφανίστηκε και είδα τα γυμνά δέντρα και τη μαύρη γη. Ο Φελίξ, από κείνη την ώρα κι ύστερα, ήταν απασχολημένος με όλο και πιο πολλές δουλειές* κι έτσι τα αποκαρδιωτικά σημάδια της πείνοος που κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια τους, εξαφανίστηκαν. Η τροφή τους όπως είδα αργότερα, δεν ήταν σπουδαία σε φτιάξιμο, μα ήταν θρεπτική* και δεν τους έλειπε. Πολλά νέα φυτά βλάστησαν στον κήπο, που τα μαγείρευαν* και αυτά τα σημάδια της άνεσης αυξάνονταν καθημερινά όσο προχωρούσε η εποχή. ))0 γέροντας, οοκουμπώντας στο γιο του, κάθε μέρα το μεσημέρι έκανε περίπατο, όταν δεν είχε βροχή, όπως έμαθα ότι έτσι ονόμαζαν τα νερά που έπεφταν από τον ουρανό. Αυτό γινόταν συχνά* ένοος όμως δυνατός άνεμος γρήγορα στέγνωσε το χώμα και ο καιρός έγινε πιο ευχάριστος. 151
))0 τρόπος της ζωής μου στην κοΛύβα ήταν (χνάλλαχτος. Το πρωί παρακολουθούσα τις κινήσεις των γειτόνων μου* και όταν χωρίζονταν και ττήγαινε ο καθένοίς στις δουλειές του, εγώ κοιμόμουν το υπόλοιπο της ημέρας το περνούσα ποιρατηρώντοος τους φίλους μου. Όταν η νύχτα προχωρούσε και ττήγαιναν να κοιμηθούν, αν είχε φεγγαρόφωτο ή αστροφεγγιά, ττήγαινα στο δάσος και μάζευα την τροφή μου και δεμάτια ξύλα για το αγροτόσπιτο. Ότοον γύριζα, αν χρειαζόταν, καθάριζα το δρόμο τους από το χιόνι κι έκανα όλες εκείνες τις δουλειές που είχα δει να κάνει ο Φελίξ. Αργότερα διαπίστωσα πως αυτές οι δουλειές, που εκτελούνταν από κάποιο αόρατο χέρι, τους είχ(χν κάνει μεγάλη έκπληξη· και μια ή δυο φορές τους άκουσα, σε τέτοιες περιπτώσεις, να προφέρουν τις λέξεις καλο τννεύμα, θαυμάσιο' τότε όμως δεν καταλάβαινα τη σημασία αυτών των όρων. ))Το μυαλό μου τώρα έγινε πιο ενεργητικό, και ήθελα πάρα πολύ να εξακριβώσω τα κίνητρα και τα αισθήματα αυτών των αξιαγάττητων πλασμάτων ήμουν περίεργος να μάθω γιατί ο Φελίξ φαινόταν δυστυχισμένος και η Αγκάθα τόσο θλιμμένη. Μου πέρασε από το μυαλό (ο οονόητος!) πως ίσ6>ς να μπορούσα να ξ(χναφέρω την ευτυχία σ' αυτούς τους (χνθρώπους, που πραγματικά την άξιζαν. Όταν κοιμόμουν ή τυήγαινα σε δουλειά, οι μορφές του σεβάσμιου τυφλού πατέρα, της ευγενικής Αγκάθα και του εξαίρετου Φελίξ ττηγαινοέρχοντοον μπροστά μου. Τους θεωρούσα ως (χνώτερες υπάρξεις, που θα έποιιζαν καθοριστικό ρόλο στη μοίρα του μέλλοντός μου. Με τη φαντασία μου είχα φτιάξει χίλιες εικόνες για το πώς θα τους παρουσιαζόμουν και για το πώς θα με υποδέχονταν. Φανταζόμουν πως θα αηδίαζαν ώσπου με την ευγενική συμπεριφορά μου και τα φιλικά μου λόγια, θα κέρδιζα στψ αρχή την εύνοιά τους και αργότερα την αγάτυη τους. »Αυτές οι σκέψεις μου 'δωσαν φτερά και με έσπρωξαν νά δοθώ με καινούργιο πάθος στην εκμάθηση της τέχνης της ομιλίοος. Τα φωνητικά μου όργανα ήταν πραγματικά τραχιά με εύπλαστα* και παρ ' όλο που η φωνή μου δεν είχε την αποΛή μουσικότητα των τόνων τους, μολοντούτο όσες λέξεις καταλάβαινα τις πρόφερα με σχετική ευκολία. Ήτοον σαν το γάιδαρο και το σκυλάκι* μόνο που ασφαλώς ο ευγενικός γάιδαρος, που οι προθέσεις του ήταν φιλόστοργες OCV και οι τρόποι του αγροίκοι, άξιζε μια καλύτερη μεταχείριση κι όχι το ξύλο και το ανάθεμα. 152
))0ι ευχάριστες βροχούλες και η ήπια ζέστη της άνοιξης άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την όψη της γης. Οι άνθρωποι, που πριν απ' αυτή την (χλλαγή ήταν σαν να 'ταν κρυμμένοι σε σττηλιές, τώρα ξεχύθηκίχν έξω και απασχολούνταν σε διάφορες κίχλλιεργητικές δουλειές. Τα πουλιά τpocγoυδoύσαv με πιο χαρούμενες νότες και τα φύλλα άρχισαν να ξεμυτίζουν στα δέντρα. Ευτυχισμένη, ευτυχισμένη γη! Κατάλληλη κατοικία για θεούς, παρ' όλο που πριν από λίγο (χκόμα ήταν θλιβερή, ψυχρή και ανθυγιεινή. Το ηθικό μου τονώθηκε από τη μαγευτική εμφάνιση της φύσης* το παρελθόν ξεχάστηκε, το παρόν ήταν ήρεμο και το μέλλον χρυσωνόταν από λαμπρές ελπιδοφόρες ακτίνες κι από προσδοκίες χαράς».
153
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIII ΩΡΑ ΕΡΧΟΜΑΙ στο πιο συγκινητικό μέρος της ιστορίιχς μου.
ΤΘα σου διηγηθώ γεγονότα που χάραξαν βαθιά μέσα μου
τέτοια αισθί^χατα, που μ' άλλαξσεν απ' ό,τι ήμουν και μ' έκαναν να γίνω αυτό που είμαι τώρα. ))Η άνοιξη προχωρούσε γοργά* ο καιρός έγινε ωραίος κοα ο ουροενός ήταν ιχ\^φελος. Εκείνο που μου *κανε τη μεγοιλύτερη έκπληξη ήταν πως εκεί που πριν από λίγο ήτοεν ερημιά και θλίψη τώρα ήταν πλ>^JLμυptσμέvo με τα πιο όμορφα λουλούδια και την καλύτερη χλόη. Οι αισθήσεις μου τέρποντοον και αναζωογονούνταν από χιλιάδες απολοακΓτικά αρώματα κι από χιλιάδες ομορφίές. )) Ήταν μια απ' αυτές τις μέρες, που οι γείτονές μου περιοδικά ξεκουράζονταν από τις δουλειές τους —ο γέρος έπαιζε την κιθάρα του και τα παιδιά τον άκουγαν— που παρατήρησα πως η όψη του Φελίξ ήταν τόσο μελαγχολική που δε λεγόταν αναστέναζε τόσο συχνά που κάποια φορά ο πατέροις του σταμάτησε τη μουσική του και, όπως συμπέρανα από τον τρόπο του, ζήτησε να μάθει την αιτία της λύττης του γιου του. Ο Φελίξ απάντησε μ' ένα χαρούμενο τόνο και ο γέροντοις ξανάρχισε τη μουσική του, οπότε εκείνη τη στιγμή κάποιος χτύττησε την πόρτα. ))Ήταν μια κυρία καβάλα σ' ένα άλογο, που συνοδευόταν από ένα χωρικό. Η κυρία φορούσε μαύρο φουστάνι και το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο μ' ένα ττυκνό, μαύρο πέπλο. Η Αγκάθα της έκανε κάποια ερώτηση* η ξένη για μόνη απάντηση πρόφερε μ' ένα γλυκό τόνο στη φωνή της το όνομα του Φελίξ. Η μουσικότητα της φωνής της δεν έμοιαζε καθόλου με τους τόνους που είχε η φωνή των φίλων μου. Ο Φελίξ, ακούγοντοις το όνομά του, πετάχτηκε βιαστικά έξω* η κυρία όταν τον είδε, σήκωσε το πέπλο της και τότε είδα ένα πρόσωπο με αγγελική ομορφιά και έκφραση. Τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα και γυαλιστερά και περίεργα 154
πλεγμένα σε πλεξούδες* τα μαύρα μάτια της αν και ζωηρά, ήταν ευγενικά* τα χαρακτηριστικά της είχαν μια αρμονική ανοΛογια και το χρώμα της επιδερμίδας της ήταν εκπληκτικά ανοιχτόχρωμο* τα μάγουλά της είχαν ένα απαλό ρόδινο χρώμα. ))0 Φελίξ όταν την είδε, φάνηκε να συναρπάζεται από άμετρη ευχαρίστηση· κάθε ίχνος λύττης εξαφανίστηκε από το πρόσωπό του και στη στιγμή η έκφρασή του πήρε μια τέτοια εκστατική χαρά, που μου ήταν αδύνατο να πιστέψω πως μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο· τα μάτια του σπίθιζαν και τα μάγουλά του ήταν ξαναμμένα από ευχαρίστηση* εκείνη τη στιγμή τον είδα τόσο ωραίο όσο και την ξένη. Εκείνη φάνηκε να είναι εττηρεασμένη από διαφορετικά συναισθήματα* σκουπίζοντοος λίγα δάκρυα από τα ωραία της μάτια, έδωσε το χέρι της στον Φελίξ, που το φίλησε με πάθος, .και την είπε, απ' όσο μπόρεσα να καταλάβω, γλυκιά του Αραβία. Εκείνη δε φάνηκε να κατάλαβε τι της είπε, μα χαμογέλασε. Ο Φελίξ τη βοήθησε να κατέβει από το άλογο και διώχνοντας το συνοδό της, την τυήγε μέσα στο αγροτόσπιτο. Κάποια συζήτηση έγινε ανάμεσα σ' αυτόν και τον πατέρα του* ύστερα η νεαρή ξένη γονάτισε κοντά στα πόδια του γέροντα και ττήγε να του φιλήσει το χέρι, μα εκείνος τη σήκωσε και την αγκάλιασε στοργικά. ))Σύντομα αντιλήφθηκα πως παρ' όλο που η ξένη πρόφερε έναρθρους ήχους, μολοντούτο οι γείτονές μου δεν μπορούσαν να την κατοίλάβουν τι έλεγε κι ούτε κι αυτή να κατοΛάβει τι της έλεγαν, γιατί όπως φαίνεται μιλούσε μια ξένη γλώσσα. Έκαναν πολλά νοήματα με τα χέρια που δεν καταλάβαινα* είδα όμως πως η παρουσία της σκόρπισε χαρά σ' όλο το αγροτόσπιτο, δκχλύοντας τη λύττη τους σαν τον ήλιο που διαλύει την πρωινή πάχνη. Ιδιαίτερα ευτυχισμένος φαινόταν ο Φελίξ, που με χαμόγελα προσπαθούσε να δείξει στη νεαρή γυναίκα από την Αροφία τη μεγάλη του χαρά. Η Αγκάθα, η πάντα ευγενική Αγκάθα, φίλησε τα χέρια της γοητευτικής ξένης* και δείχνοντοος τον αδελφό της, έκανε διάφορα νοήματα με τα χέρια, που, όπως μου φάνηκαν, ήθελαν να πουν πως ο αδελφός της ήταν βουτηγμένος στη λύττη ως τη στιγμή του ερχομού της. Πέρασαν έτσι αρκετές ώρες με τα πρόσωπά τους να εκφράζουν χαρά, που δεν καταλάβαινα την αιτία της. Ύστερα από λίγο ανακάλυψα, από τη συχνή επανάληψη κάποιων ήχων που η ξένη επαναλάμβανε ύστερα απ' αυτούς, πως 155
προσπαθούσε να μάθει τη γλώσσα τους* κι αμέσως μου 'ρθε η ιδέα να παρακολουθήσω κι εγώ τα ίδια μαθήματα για τον ίδιο σκοπό. Η ξένη στο πρώτο μάθημια έμαθε είκοσι περίπου λέξεις, που τις περισσότερες απ' αυτές εγώ τις ήξερα από πριν, ωφελήθηκα όμως από τις άλλες. ))Καθώς έπεσε η νύχτα, η Αγκάθα και η ξένη ττήγαν να κοιμηθούν νωρίς. Την ώρα που χώριζαν, ο Φελίξ φίλησε το χέρι της ξένης και είπε: "Καληνύχτα, γλυκιά Σάφι!" Δεν πήγε να κοιμηθεί αμέσως παρά έμεινε πολλή ώρα, κουβεντιάζοντοις με τον πατέρα του* κοα από τη συχνή επανάληψη του ονόματός της, συμπέρανα πως η γοητευτική φιλοξενούμενή τους ήταν το αντικείμενο της συζήτησης τους. Ήθελα πάρα πολύ να καταλάβω τι έλεγαν κι έβοΛα όλα μου τα δυνατά γι' αυτό το σκοπό, μα δεν κατάφερα τίποτα. ))Το άλλο πρωί ο Φελίξ τυήγε στη δουλειά του* και άμα τέλειωσαν οι συνηθισμένες ασχολίες της Αγκάθα, η νέα γυναίκα από την Αραβία κάθισε κοντά στα πόδια του γέροντα και, παίρνοντας την κιθάρα του, έπαιξε μερικούς σκοπούς τόσο μαγευτικά όμορφους που δάκρυα χαράς και λύττης ανάκατα έτρεξαν αμέσως από τα μάτια μου. Τραγούδησε και η φωνή της κύλησε μέσα σε πλούσιους κυματισμούς, πότε φουσκώνοντ(χς και πότε σβήνοντοις απαλά, λες και ήταν κάποιο αηδόνι του δάσους. ))Όταν τέλειωσε, έδωσε την κιθάρα στην Αγκάθα, που στην αρχή αρνήθηκε να παίξει* ύστερα όμως από τα παρακάλια τους, τους έπαιξε ένα απλό σκοπό που τον συνόδευσε με τους γλυκούς τόνους της φωνής της, μα που δεν έφταναν όμως την υπέροχη έκφραση της φωνής της ξένης. Ο γέροντίχς ήταν καταμαγεμένος και είπε μερικά λόγια, που η Αγκάθα προσπάθησε να εξηγήσει στη Σάφι, και από όσα κατάλαβα ο γέροντοος ήθελε να πει πως η ξένη του χάρισε την πιο μεγάλη απόλαυση με τη μουσική της. ))0ι μέρες τώρα περνούσαν ειρηνικές όπως και πριν με μόνη διαφορά πως η χαρά είχε πάρει τη θέση της λύττης στα πρόσωπα των φίλων μου. Η Σάφι ήταν πάντα χαρούμενη και ευτυχισμένη· αυτή κι εγώ κάναμε ραγδαίες προόδους στην εκμάθηση της γλώσσ(χς κι έτσι μέσα σε δυο μήνες άρχισα να κατοολοιβαίνω τις πιο πολλές λέξεις απ' αυτές που πρόφεραν οι προστάτες μου. ))Στο μεταξύ το μαύρο χώμα σκεπάστηκε με γρασίδι και οι καταπράσινες ό^^ες σπάρθηκαν από αμέτρητα λουλούδια, ηδονικά 156
σε άρωμα κι απόλαυση στα μάτια, κι ένα σωρό χλωμά άστρα τρεμόπαιζαν μέσα από τα κλαδιά του φεγγαρόλουστου δάσους* ο ήλιος έγινε πιο ζεστός κι οι νύχτες καθάρισαν και γλύκαναν. Οι νυχτερινές μου περιπλανήσεις τώρα μου χάριζαν άμετρη ευχαρίστηση, παρ' όλο που έγιναν πιο σύντομες εξαιτίοις του ήλιου που έδυε πιο αργά και ανέτελλε πιο νωρίς* γιατί ποτέ δεν τόλμησα να βγω με το φως της μέρ πώς ένοις άνθρωπος ήτοεν δυνατό να πάει να σκοτώσει το συνάνθρωπό rm ή ακόμα γιατί υτπ^αν νόμοι και κυβερνήσεις* όταν όμίλκ; άκ^σα λε7ΓΓωρίες της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Λίγους μήνες πριν από το δικό μου ερχομό, ζούσαν σε μια μεγάλη και μεγοΛόπρεττη πόλη με τ* όνομα Ποφίσι* ήτ(χν περιτριγυρισμένοι από φίλους και είχοον την κάθε ευχαρίστηση που μπορούσε να προσφέρει η αρετή, το εκλετττυσμένο ττνεύμα ή το καλό γούστο, που συνοδεύεται από μια αξιόλογη περιουσία. ))0 πατέροις της Σάφι στάθηκε η αιτία της καταστροφής τους. Ήταν ένοις Τούρκος έμπορος και ζούσε στο Παρίσι πολλά χρόνια, όταν, για κάποιο λόγο που δεν μπόρεσα να μάθω, έγινε αντιπαθής στην κυβέρνηση. Πιάστηκε και ρίχτηκε στη φυλακή την ίδια μέρα που η Σάφι έφθανε από την Κωνστοςντινούπολη για να τον συναντήσει. Δικάστηκε και κατοοδικάστηκε σε θάνατο. Η αδικία της κατοιδίκης του ήταν κατάφωρη* όλο το Παρίσι ήτοον αγίχνακτισμένο* και η κοινή γνώμη έλεγε πως η θρησκεία και η περιουσία του μάλλον παρά το έγκλημα που του καταλόγιζαν είχε γίνει η αιτία της καταδίκης του. ))0 Φελίξ είχε βρεθεί συμτττωματικά στη δίκη* όταν άκουσε την απόφαση του δικαστηρίου, η οργή και η αγανάκτηση του ήταν ασυγκράτητες. Εκείνη τη στιγμή ορκίστηκε να τον απελευθερώ-
((ΤΤ
161
σει κι αμέδως άρχισε να ψάχνει για τους τρόπους. Ύστερα από πολλές άκαρπες απόπειρες να του παραχωρηθεί άδεια για την είσοδό του στη φυλακή, ανακάλυψε σ* ένα αφύλαχτο μέρος του κτιρίου ένα παράθυρο με χοντρά κάγκελα, που φώτιζε το μπουντρούμι του άτυχου μωαμεθανού, που, φορτωμένος με οΛυσίδες, περίμενε με απελπισία την εκτέλεση της βάρβαρης κατοιδίκης. Ο Φελίξ επισκέφθηκε τη νύχτα το καγκελόφραχτο παράθυρο κι από κει έ>^νε γνωστά στο φυλακισμένο τα σχέδια και τους σκοπούς που είχε γι' αυτόν. Ο Τούρκος, κατάπληκτος μα κι ευχαριστημένος, προσπάθησε να ξανάψει το ζήλο του απελευθερωτή του με υποσχέσεις χρηματικής ανταμοιβής. Ο Φελίξ απέρριψε τις προσφορές του με περιφρόνηση* όταν όμως είδε την όμορφη Σάφι, που είχε πάρει άδεια να επισκέπτεται τον πατέρα της και που με τους τρόπους της έδειχνε τη βαθιά της ευγνωμοσύνη, ο νέος κατάλ(χβε πως ο κρατούμενος είχε ένα θησαυρό που θα μπορούσε τέλεια να ανταμείψει τους μόχθους και τους κινδύνους του. ))0 Τούρκος αντιλήφθηκε γρήγορα την αναστάτωση που είχε φέρει στην καρδιά του Φελίξ η κόρη του, γι' αυτό, για να τον κάνει να ενδιαφερθεί οέκόμα περισσότερο για τα όσα είχε υποσχεθεί, προσπάθησε να τον δελεάσει με την υπόσχεση πως θα τον πάντρευε με την κόρη του, μόλις θα μεταφερόταν σ' έναν τόπο ασφοΛή. Ο Φελίξ ήταν πολύ δκχκριτικός στο φέρσιμό του και του ήταν δύσκολο να δεχθεί μια τέτοια προσφορά για συναλλαγή* μολοντούτο απέβλεπε στην πιθανότητα πως η επίτευξη ενός τέτοιου γεγονότος θα μπορούσε να αποτελέσει την ολοκλήρωση της ευτυχί(χς του. ))Στις επόμενες ημέρες, την ώρα που οι προπαρασκευές για την απόδραση του εμπόρου προχωρούσαν κανονικά, ο ζήλος του Φελίξ ζωήρευε ακόμα πιο πολύ από τα πάμπολλα γράμματα που έπαιρνε απ' αυτή την αξιαγάττητη κοπέλα, που είχε βρει τον τρόπο να εκφράζει τα αισθήματά της και τις σκέψεις της στη γλώσσα του αγαττημένου της, χρησιμοποιώντοις τη βοήθεια ενός γέρου υττηρέτη του πατέρα της που ήξερε Γοιλλικά. Τον ευχαριστούσε με τα πιο θερμά λόγια για τις υττηρεσίες που σχεδίαζε να προσφέρει στον πατέρα της ενώ ταυτόχρονα με πολύ διακριτικό τρόπο θρηνούσε για τη μοίρα της. ))Έχω αντίγραφα απ' αυτά τα γράμματα* γιατί όσο καιρό 162
έμεινα στην κοΛύβα είχα βρει τρόπο να προμηθεύομαι τα διάφορα σύνεργα της γραφής* και τα γράμματα ήταν συχνά στα χέρια του Φελίξ ή της Αγκάθα. Πριν φύγω, θα σου τα δώσω, γιατί αποτελούν αποδείξεις για την αλήθεια της ιστορί(χς μου* για την ώρα όμως, επειδή ο ήλιος έχει γείρει πάρα πολύ κιόλοος και δεν έχω πολύ καιρό, θα σου πω την ουσία τους μονάχα. ))Η Σάφι του έλεγε πως η μητέρα της ήταν χριστιανή από κάποιο μέρος της Αραβίοος, που την άρπαξαν και την έκαναν σκλάβα οι Τούρκοι* η ξεχωριστή ομορφιά της κέρδισε την καρδιά του πατέρα της Σάφι που την παντρεύτηκε. Η νεαρή κοπέλα έλεγε τα πιο θερμά και τα πιο ενθουσιαστικά λόγια για τη μητέρα της, που γεννημένη ελεύθερη περιφρονούσε τα δεσμά της αιχμαλωσίοις που της είχαν επιβάλει. Καθοδήγησε την κόρη της στα δόγματα της θρησκείας της και τη δίδαξε να επιζητεί πάντα τα ανώτερα στρώματα της νόησης και της ενέττνευσε μια ανεξαρτησία στο πνεύμα, πράγμα που ήταν απαγορευμένο στις μωαμεθανές. Αυτή η κυρία πέθανε· μα τα μαθήματά της χαράχτηκαν ανεξίτηλα στο μυοίλό της Σάφι* η πιθανότητα ότι μπορούσε να ξαναγυρίσει στην Ασία και να φυλακιστεί μέσα στους τοίχους ενός χαρεμιού την αρρώσταινε* η ιδέα ότι εκεί μέσα θα την άφηναν να περνάει τις ώρες της με παιδάριώδεις διασκεδάσεις, ήταν κάτι που την έκανε να αγανακτεί γιατί δεν ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία της, που τώρα ήταν συνηθισμένη στις μεγάλες ιδέες και σε μια ευγενική άμιλλα για αρετή. Η προοπτική να παντρευτεί ένα χριστιανό και να παραμείνει σε μια χώρα όπου επιτρεπόταν στις γυναίκες να παίρνουν μια θέση στην κοινωνία, ήταν πολύ σαγηνευτική γι' αυτήν. ))Η ημέρα για την εκτέλεση του Τούρκου ορίστηκε* την προηγούμενη όμως νύχτα το 'σκάσε από τη φυλοοκή του και πριν καλάκαλά ξημερώσει ακόμα βρισκόταν πολλές λεύγες μακριά από το Παρίσι. Ο Φελίξ του είχε βγάλει διαβατήρια στο όνομα του πατέρα του, της αδελφής του και του δικού του. Προηγούμενα όμως είχε ενημερώσει τον πατέρα του για το σχέδιό του, που για να βοηθήσει την απάτη έφυγε από το σπίτι του, με το πρόσχημα κάποιου ταξιδιού, και ττήγε και κρύφτηκε, μαζί με την κόρη του, σε κάποια απόμερη συνοικία του Παρισιού. ))0 Φελίξ οδήγησε τους φυγάδες στη Αυών κι από κει μέσα από το όρος Σενί τους ττήγε στο Αιβόρνο, όπου ο έμπορος απο163
φάσισε να περιμένει ώσπου να βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να περάσει σε μέρος τουρκικής κυριοφχίοις. ))Η Σάφι αποφάσισε να μείνει με τον πατέρα της ως τη στιγμή της αναχώρησης του* πριν όμως φθάσει αυτή η ώρα, ο Τούρκος αν(χνέωσε την υπόσχεση του ότι θα ένωνε την κόρη του με τον απελευθερωτή του. Ο Φελίξ παρέμενε μοιζί τους με την προσμονή αυτού του γεγονότος* και στο μεταξύ χαιρόταν τη συναναστροφή του με την κοπέλα, που του έδειχνε την πιο απλή και πιο τρυφερή στοργή. Συνεννοούνταν ο ένοις με τον άλλο μ' ένα διερμηνέα και μερικές φορές μ' όσα έλεγαν οι ματιές τους* η δε Σάφι του τραγουδούσε τους θεσπέσιους σκοπούς της πατρίδας της. ))0 Τούρκος άφησε να αναπτυχθεί αυτή η οικειότητα και τόνωσε τις ελπίδες των νεαρών ερωτευμένων ενώ την ίδια ώρα μέσα του είχε εντελώς άλλα σχέδια. Αποστρεφόταν την ιδέα πως η κόρη του θα παντρευόταν ένα χριστκχνό* μα φοβότ(χν το θυμό του Φελίξ, αν του παρουσιαζόταν χλιαρός σ' αυτό το δεσμό* γιατί ήξερε πως εξαρτιόταν ακόμα από τη διάθεση του απελευθερωτή του, αν ήθελε να τον προδώσει στο ιταλικό χράτος όπου διέμεναν. Χίλια σχέδια στριφογύρισε μέσα στο μυοΛό του για να βρει εκείνο που θα τον βοηθούσε να παρατείνει την απάτη του ώσπου να μην έχει πια ανάγκη, οπότε θα έφευγε κρυφά, παίρνοντας μαζί του και την κόρη του. Τα σχέδιά του διευκολύνθηκαν με τα νέα που ήρθαν από το Παρίσι. ))Η κυβέρνηση της Γαλλίας είχε γίνει έξαλλη με την απόδραση του θύματός της και δε λογάριασε ούτε έξοδα ούτε κόπους για να βρει και να τιμωρήσει όσους συνεργάστηκαν στην απόδρασή του. Το σχέδιο του Φελίξ (χνακαλύφθηκε γρήγορα και ο Ντε Λασύ και η Αγκάθα ρίχτηκαν στη φυλακή. Τα νέα έφθασαν στον Φελίξ και του έκοψαν στη μέση το απολαυστικό όνειρο που ζούσε. Ο τυφλός και ηλικιωμένος πατέροις του και η ευγενική (χδελφή του κείτονταν σε κάποιο βρώμικο μπουντρούμι ενώ αυτός απολάμβανε τον ελεύθερο αέρα και τη συντροφιά εκείνης που τον αγαπούσε. Αυτή η ιδέα ήταν μαρτύριο γι' (χυτόν. Συνεννοήθηκε (χμέσως με τον Τούρκο και κίχνόνισαν πως ocv αυτός ο τελευταίος έβρισκε καμιά ευκαιρία για να το σκάσει στην Τουρκία πριν ο Φελίξ μπορέσει να γυρίσει πίσω στην Ιταλία, τότε η Σάφι θα έπρεπε να παροιμείνει ως φιλοξενούμενη σε κάποιο μοναστήρι στο Αιβόρνο· ύστερα, αφήνοντας την όμορφη κοπέλα από την ΑρΛάξουν γνώμη;» «Αυτό είμαι έτοιμος να κάνω* και αυτός είναι ο λόγος που νιώθω να με πλημμυρίζουν τόσοι πολλοί φόβοι. Αυτούς τους φίλους τους αγαπώ μ' όλη μου την καρδιά* επί πολλούς μήνες, χωρίς να το ξέρουν, τους εξυττηρετούσα καθημερινά* πιστεύουν όμως πως μπορεί να θέλω να τους βλάψω και αυτή ακριβώς την προκατάληψη είναι που Θέλω να ξεπεράσω». «Πού μένουν αυτοί οι φίλοι;» «Εδώ κοντά». Ο γέροντας σταμάτησε για λίγο κι ύστερα συνέχισε: «Αν ανεπιφύλακτα θέλετε να μου εκμυστηρευτείτε τις λετττομέρειες της ιστορίας σ(χς, ίσως μπορέσω να βρω κάποιο τρόπο 174
για να τους κάνετε ν* αλλάξουν γνώμη. Είμαι τυφλός και δεν μπορώ να κρίνω από την όψη σ(χς, μα υπάρχει κάτι στη φωνή σοις που με κάνει να πιστεύω πως είστε ειλικρινής. Είμαι φτωχός και εξόριστος· θα μου έδινε όμως πραγματική χαρά, αν μπορούσα με οποιοδήποτε τρόπο να εξυτυηρετήσω ένα ανθρώπινο πλάσμα». «Εξαίρετε άνθρωπε! Σοις ευχαριστώ και δέχομαι τη γενναιόδωρη προσφορά σας. Με βγάζετε απ' τη λάσττη μ' αυτή την κοΛοσύνη σοις* και πιστεύω πως με τη βοήθειά σοος δε θα αποδιωχτώ από την κοινωνία κι ούτε θα αποστερηθώ από τη συμπόνια των συνανθρώπων σώι η δίψα, ένα μαρτύριο που αποτελούσε απλώς πρελούδιο στα άλλα μου βάσανα. Κοίταξα τον ουρανό* ήταν σκεπασμένος με σύννεφα που τα κυνηγούσε ο άνεμος* κοίταξα τη θάλασσα* 218
φαίνεται πως θα γινόταν ο τάφος μου. «Δαίμονα», φώναξα, «ο σκοπός σου εκπληρώθηκε κιόλας!» Σκέφθηκα την Ελίζαμπεθ, τον πατέρα μου και τον Κλερβάλ* όλους όσους άφηνα πίσω, που σ' αυτούς το τέροις θα μπορούσε να ικανοποιήσει τα αιμοχαρή και ανελέητα πάθη του. Αυτή η ιδέα με βύθισε σε μια ονειροπόληση τόσο απελπιστική και τρομαχτική που ακόμα και τώρα, που είμαι κοντά στο τέλος της ζωής μου με πιάνει φρίκη όταν τη σκέτττομαι. Πέρασα έτσι μερικές ώρες* σιγά-σιγά, καθώς ο ήλιος έγερνε στον ορίζοντα, ο άνεμος μετριάστηκε ώσπου έγινε ένα απαλό αεράκι κι η θάλασσα απαλλάχτηκε από τα μεγάλα κύματα. Όμως τη θέση τους ττήρε μια δυνατή φουσκοθοΛασσιά* ζιχλίστηκα, μου 'ρθε εμετός και δύσκολα μπορούσα να κρατήσω τη λαγουδέρα, όταν ξαφνικά είδα στο νότο μια λουρίδα γης. Ξεθεωμένος από την κούραση και από την τρομαχτική αβεβαιότητα που πέρασα όλες αυτές τις ώρες, αυτή η ξαφνική σιγουριά που ένιωσα για τη ζωή μου, πλημμύρισε με ζεστασιά την καρδιά μου και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου. Πόσο ασταθή είναι τα αισθήματά μ(χς και πόσο παράξενη είναι εκείνη η επίμονη αγάττη που έχουμε για τη ζωή ακόμα κι αν είναι ποτισμένη με την πιο μεγάλη δυστυχία! Έφτιαξα κι άλλο ένα πανί με κάποιο από τα ρούχα μου κι έβαλα πλώρη για τη στεριά. Είχε άγρια και βραχώδη όψη* όταν τυήγα όμως πιο κοντά, ξεχώρισα εύκολα τα ίχνη του πολιτισμού. Είδα πλοία κοντά στψ αχτη και βρέθηκα ξαφνικά να γειτονεύω πάλι με πολιτισμένους ανθρώπους. Εξέτασα με προσοχή τους φιδίσιους ελιγμούς της στεριάς και χαιρέτισα με ενθουσιασμό κάποιο καμπανοφιό που είδα να ξεπετάγεται στο βάθος πίσω από ένα μικρό κάβο. Εξαντλημένος εντελώς καθώς ήμουν, σκέφτηκα πως το καλύτερο θα ήταν να πάω στην πόλη, γιατί εκεί ήταν ένα μέρος όπου θα μπορούσα πιο εύκολα να βρω τρόφιμα. Ευτυχώς, είχα χρήματα μαζί μου. Άμα παρέκαμψα τον κάβο, αντίκρισα μια μικρή καθαρή πολιτεία κι ένα ωραίο λιμάνι, όπου και μττήκα- αμέσως τότε η απρόσμενη αυτή σωτηρία γέμισε την καρδιά μου με ανακούφιση και χαρά. Πολύς όμως κόσμος μαζεύτηκε γύρω από το μέρος που προσπαθούσα να δέσω τη βάρκα μου. Φαίνονταν κατάπληκτοι από την παρουσία μου εκεί* αντί δε να μου προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια, ψιθύριζαν αναμεταξύ τους και χειρονομούσαν με τέτοιο τρόπο που σε οποκχδήποτε άλλη στιγμή θα μου προκίχλούσαν 219
κάποιο ελαφρό αίσθημα ανησυχίας. Εκείνη τη στιγμή το μόνο που πρόσεξα ήταν πως μιλούσαν Αγγλικά* γι' αυτό κι εγώ τους μίλησα σ' εκείνη τη γλώσσα: «ΚοΛοί μου φίλοι», είπα, «θα έχετε την κοΛοσύνη να μου πείτε πώς λέγεται αυτή η πόλη και να με πληροφορήσετε πού βρίσκομαι;» ((Θα το μάθεις γρήγορα», απάντησε κάποιος με βραχνή φωνή. ((Ίσως να ήρθες σ' ένα μέρος που να μη σ' αρέσει και πολύ* πάντως σου υπό^ στην ακτή* άμα όμως τον εξέτασαν καλύτερα, είδαν πως τα ρούχα του δεν ήταν βρεγμένα και ότι το σώμα δεν είχε κρυώσει ακόμη. Το μετέφεραν αμέσως στο αγροτόσπιτο μκχς ηλικιωμένης γυναίκ(χς που βρισκότίχν εκεί κοντά και προσπάθησοον, μάταια όμως, να το ξαναφέρουν στη ζωή. Ήταν ένας όμορφος νέος άντρας, είκοσι πέντε περίπου χρονών. Όπως φαίνεται, είχε στραγγαλιστεί* γιατί δεν υττήρχε κανένα σημάδι από οποιαδήποτε άλλη βία εκτός από τις μελοονιές στο λαιμό του που 'χαν γίνει από δάχτυλα. 222
To πρώτο μέρος αυτής της κατάθεσης δε μ' ενδιέφερε καθόλου* μα όταν αναφέρθηκαν οι μελανιές από δάχτυλα, θυμήθηκα το φόνο του αδελφού μου κι αναστατώθηκα σε μεγάλο βαθμό* έτρεμα ολόκληρος, τα μάτια μου θάμπωσαν και αναγκάστηκα να οοίουμττήσω σε μια καρέκλα για να στηριχτώ. Ο δικαστής με είδε με την κοφτερή του ματιά και φυσικά σχημάτισε δυσοίωνη γνώμη από τη συμπεριφορά μου. Ο γιος επιβεβαίωσε όσα είχε ιστορήσει ο πατέρς ήταν σύντομες και κατά (χραιά διαστήματα. Μια μέρα, τον καιρό που σιγά-σιγά συνερχόμουν, καθόμουν σε μια καρέκλα με τα μάτια μου μισόκλειστα και με τα μάγουλά μου να 'χουν ακόμα τη χροιά του Ενάτου. Με είχε πιάσει μελαγχολία και κατάθλιψη και συχνά μου ερχόταν στο νου η ιδέα πως καλύτερα ήταν να πέθαινα παρά να θέλω να ζω σ' έναν κόσμο που για μένα ήτ(χν γεμάτος με αθλιότητα. Κάποια στιγμή μο^ιστα σκέ226
φθηκα μήπως θα έπρεπε να πω πως είμαι ένοχος και να υποστώ την τιμωρία του νόμου, εφόσον ήμουν λιγότερο αθώος από την κακομοίρα τη Ζυστίν. Τέτοιες σκέψεις έκανα εκείνη την ώρα, όταν η πόρτα της φυλακής μου άνοιξε και μττήκε ο κ. Κίργουιν. Η όψη του εκδήλωνε συμπόνια και ευσπλαχνία* έσυρε μια καρέκλα κοντά στη δική μου και μου μίλησε στα Γαλλικά. ((Φοβάμαι πως αυτό το μέρος είναι φρικιό για σ(χς· μπορώ να κάνω τίποτα ώστε η διαμονή σοις εδώ vpc γίνει πιο ανεκτή;» ((Σας ευχαριστώ* όλα όμως όσα αναφέρετε έχουν πάψει πια να έχουν σημασία για μένα* πουθενά στη γη δεν υπάρχει μέρος που να μπορώ να βρω ανακούφιση». ((Ξέρω πως η συμπόνια ενός ξένου πολύ λίγη ανακούφιση μπορεί να δώσει σ' ένα πρόσωπο σαν και σς στα συγκίχλά μου. Τινάχτηκα επάνω κι αποφάσισα να γυρίσω στη Γενεύη όσο γινόταν πιο γρήγορα. Εκείνη την ώρα δεν υττήρχαν πρόχειρα άλογα και έπρεπε να γυρίσω από τη λίμνη* ο άνεμος όμως δεν ήταν ευνοϊκός κι η βροχή έπεφτε σαν καταρράχτης. Οπωσδήποτε, ήταν (χκόμα πολύ 'πρωί και λογικά ήλπιζα να φτάσω το βράδυ. Προσέλοφα μερικούς ντόπιους να τροοβούν κουπί κι έπιασα κι εγώ ένα* γιατί πάντα, όταν είχα μεγάλες σκοτούρες, έβρισκα ανς δε θα τον αφήσεις να ζήσει* ορκίσου πως δε θα τον αφήσεις να θριαμβολογεί για τις αποονωτές συμφορές μου και να επιζήσει για να προσθέσει κι άλλα απαίσια εγκλήματα στον κατάλογό του. Έχει ευφράδεια και είναι πειστικός* κάποτε μάλιστα τα λόγια του συγκίνησοον την καρδιά μου* μην τον εμπιστεύεσαι όμως. Η ψυχή του είναι τόσο σατανική όσο και η μορφή του, γεμάτη με δόλο και δαιμονική κακία. Μην τον ακούσεις* μόνο κάλεσε βοηθούς τα ονόματα του Γουίλλκχμ, της Ζυστίν, του Κλερβάλ, της Ελίζα260
μπεθ, του πατέρα μου και του κακόμοιρου του Βικτορ και μττήξε το σπαθί σου στην καρδιά του. Θα τριγυρίζω εκεί κοντά για να κατευθύνω σωστά την ατσάλινη λάμα.
Ο ΓΟΥΟΛΤΟΝ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ 26 Αυγούστου 17Ε Χ Ε Ι Σ Δ Ι Α Β Α Σ Ε Ι ως εδώ αυτή την παράξενη και φοβερή ιστορία, Μάργκαρετ* δε σ' έκανε να νιώσεις, όπως εμένα ακόμα και τώρα, το αίμα σου να παγώνει από φρίκη; Μερικές φορές τον κυρίευε ξαφνική αγωνία και δεν μπορούσε να συνεχίσει την ιστορία του* ά>Λοτε πάλι, με σπασμένη φωνή, μα διαπεραστική, πρόφερε με μεγάλη δυσκολία τα λόγια του, που ήτ(χν γεμάτα με ανείπωτο σπαροογμό. Τα όμορφα και γοητευτικά του μάτια πότε άστραφταν από αγανάκτηση και πότε σκοτείνιαζαν από τη θλίψη ή έμεναν απλανή, μετρώντας ίσως το βάθος της δυστυχίας του. Μερικές φορές μπορούσε να ήλεγχε την όψη του και τους τόνους της φωνής του και τότε διηγόταν τα πιο φρικτά περιστατικά με ήρεμη φωνή, χωρίς να δείχνει κανένα ίχνος τοφαχής* ύστερα από λίγο όμως, σαν ηφαίστειο που ξεσπάει, το πρόσωπό του ξαφνικά έπαιρνε την έκφραση της πιο χειρότερης λύσσοις, καθώς ξεστόμιζε κατάρες για το δαίμονα. Η ιστορία του είχε συνοχή και την έλεγε με μια έκφραση σαν να εξιστορούσε την πιο απλή αλήθεια* παρ' όλ' αυτά πρέπει να σου ομολογήσω πως εκείνα που με έπεισαν περισσότερο για την (χλήθεια της διήγησής του δεν ήταν τόσο οι σοβαρές του δκχβεβαιώσεις όσο τα γράμματα του Φελίξ και της Σάφι, που μου τα έδειξε, και το τέροις που είδαμε από το πλοίο μ(χς. Ένα τέτοιο τέροις είναι κάτι το πραγματικό* δεν έχω καμιά (χμφιβολία γι' αυτό, παρ' όλο που τα 'χω χαμένα από έκπληξη και θαυμασμό! Μερικές φορές προσπάθησα να αποσπάσω από τον Φράνκενσταϊν τις συγκεκριμένες λετΓτομέρειες που αφορούσαν την κατασκευή του πλάσματός του, μα σ' αυτό το σημείο ο Φράνκενσταϊν ήταν ανένδοτος. «Είσαι τρελός, φίλε μου;» έλεγε. «Λογάριασες προς τα πού θα
261
σε πάει αυτή η παράλογη περιέργειά σου; Θέλεις και συ να δημιουργήσεις για τον εαυτό σου και για τον κόσμο έναν δαιμονικό εχθρό; Λογικέψου! Μάθε από τις δυστυχίες μου και μη ζητάς να μεγαλώσεις τις δικές σου». Ο Φράνκενσταϊν ανακάλυψε ότι κρατούσα σημειώσεις σχετικά με την ιστορία του* ζήτησε να τις δει και σε πολλές μεριές είτε τις διόρθωσε είτε τις διεύρυνε* κυρίως όμως προσπάθησε να δώσει την ενάργεια και το ττνεύμα των συζητήσεων που είχε με τον ε^^ρό του. «Αφού είχες την ιδέα να διασώσεις την ιστορία μου καταγράφοντάς την, (χς μην πάει στους μεταγενέστερους κολοβωμένη». Έτσι πέρασε μια εβδομάδα, ακούγοντας την πιο παράξενη ιστορία που έφτιαξε ποτέ η φαντασία. Οι σκέψεις μου κι όλο μου το είναι είχαν απορροφηθεί από το ενδιαφέρον για το φιλοξενούμενό μου, που είχικν δημιουργήσει αυτή η ιστορία και οι εξελιγμένοι και ευγενικοί του τρόποι. Ήθελα με κάθε τρόπο να τον καταπραύνω* μπορώ όμως, κάποιον τόσο απεριόριστα δυστυχισμένο, τόσο στερημένο από κάθε ελπίδα για παρηγοριά, να τον συμβουλέψω να πολεμήσει για να ζήσει; Αχ, όχι! Η μόνη χαρά που μπορεί τώρα να γνωρίσει θα είναι όταν εναποθέσει το κατακερματισμένο ττνεύμα του στη γαλήνη του θοονάτου. Προς το παρόν του μένει μια παρηγοριά, που είναι καρπός της μοναξιάς και του παραληρήματος* όταν στα όνειρα πιάνει συζήτηση με τους αγατυημένους νεκρούς του και απ' αυτή την επικοινωνία αντλεί παρηγοριά για τα βάσανά του ή προτροπές για την εκδίκηση του, πιστεύει πως αυτές οι παρουσίες δεν είναι δημιουργήματα της φαντασίας του παρά πως είναι πραγματικές υπάρξεις που τον επισκέτΓΓονται από τις περιοχές κάποιου απόμακρου κόσμου. Αυτή η πίστη δίνει κάποια ιδιαίτερη μυστικοπαθή υφή στις ονειροπολήσεις του που τις κάνει να μου φαίνονται τόσο επιβλητικές και εντυπωσιακές σαν να ήταν πραγματικές. Οι συζητήσεις μας δεν περιορίζονται πάντα στην ιστορία του και στις ατυχίες του. Σε οποιοδήποτε γενικά λογοτεχνικό θέμα δείχνει να έχει απεριόριστη γνώση και γρήγορη και διεισδυτική αντίληψη. Η ευφράδειά του σε πείθει και ταυτόχρονα σε συγκινεί* όταν περιγράφει κάποιο συγκινητικό περιστατικό ή προσπαθεί να ξυττνήσει τα αισθήματα του οίκτου ή της αγά7Π]ς, δεν μπορώ να τον ακούω χωρίς τα μάτια μου να μη γεμίσουν με δάκρυα. Τι 262
υπέροχο πλάσμα πρέπει να ήταν στις μέρες της (χκμής του, όταν σ' αυτή την κατάσταση που είναι τώρα είναι τόσο ευγενικός και θείος! Φαίνεται να νιώθει την αξία του μα και το μεγοολείο της ΤΓτώσης του. « Όταν ήμουν πιο νέος», έλεγε, «πίστευα πως ήμουν προετοιμασμένος για μεγάλα έργα. Τα αισθήματά μου είχαν μεγάλο βάθος, μα διακατεχόμουν από ψύχραιμη και αντικειμενική κρίση που μ* έκανε κατ(^ληλο για ονομαστά επιτεύγματα. Αυτή η αίσθηση της αξί(χς της φύσης μου με υποστήριζε τη στιγμή που άλλοι θα είχοον καταθλιβέί* γιατί το θεωρούσα εγκληματικό να ξοδεύω ασυ>Λόγιστα σε άχρηστες λύπες εκείνα τα ταλέντα που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα στους συνανθρώπους μου. Όταν συλλογιζόμουν το έργο που είχα ολοκληρώσει, δηλαδή που ούτε λίγο ούτε πολύ πέτυχα να δημιουργήσω ένα ευαίσθητο και λογικό πλάσμα, δεν μπορούσα πια να κατατάξω τον εαυτό μου μέσα στον εσμό των κοινών ττνευματικών προαγωγών. Αυτή η σκέψη, που με υποστήριζε στην αρχή της σταδιοδρομί(χς μου, τώρα χρησιμεύει μόνο για να με βουλιάζει ακόμα πιο βαθιά στη λάσττη. Όλες μου οι μελέτες και οι ελπίδες ττήγαν στράφι* και σαν τον αρχάγγελο που φιλοδοξούσε να γίνει παντοδύνοιμος, είμαι αλυσοδεμένος σε μια αιώνια κόλαση. Είχα μεγάλη φαντασία ενώ ταυτόχρονα διακρινόμουν για τις ικανότητες που είχα στη θεωρητική ανάλυση και στην πρακτική εφαρμογή* με τη συνένωση αυτών των ιδιοτήτων κατάφερα να συλλάβω και να εκτελέσω την ιδέα της δημιουργίίχς ενός ανθρώπινου πλάσματος. Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ χωρίς να συγκινηθώ τις ονειροπολήσεις που έκανα ενώ το έργο ήταν ακόμα ανολοκλήρωτο. Οι σκέψεις μου μ' έκαναν να πετάω στον ουρανό και πολλές φορές θριαμβολογούσα για τις ικανότητές μου κι άλλοτε μ' έτρωγε η περιέργεια για τις επιδράσεις που θα είχ(χν. Από τα παιδικά μου ακόμα χρόνια έτρεφα μεγάλες ελπίδες και υψηλές φιλοδοξίες* μα πόσο χαμηλά έχω πέσει! Αχ, φίλε μου, αν με είχες γνωρίσει έτσι όπως ήμουν κάποτε, δε θα με αναγνώριζες σήμερα σ' αυτή την κατάσταση που βρίσκομαι. Η καρδιά μου ποτέ δε λιποψύχισε* ένα υψηλόφρονο πεπρωμένο φαινότ(χν να με κουβοΛάει στα φτερά του ώσπου έπεσα και ποτέ, ποτέ πια δε θα ξανασηκωθώ». Επιτρέπεται, λοιπόν, να χάσω ένα τέτοιο αξιοθαύμαστο πλάσμα; Επιθυμούσα πάρα πολύ να έχω ένα φίλο* αναζητούσα να βρω 263
κάποιον που να μπορούσε να μας ενώσει μια αμοιβαία συμπάθεια και αγάτυη. Και για φαντάσου, τον βρήκα σ' αυτές τις έρημες θάλασσες· όμως φοβάμαι πως τον απέκτησα μόνο και μόνο για να μάθω την αξία του, γιατί σε λίγο τον χάνω. Θα μπορούσα να τον συμφιλιώσω με τη ζωή, μα εκείνος αρνιέται κάθε τέτοια ιδέα. ((Σ' ευχοφιστώ, Γουόλτον», είπε, «για τις καλές προθέσεις που δείχνεις σ' ένα αξιοθρήνητο πλάσμα* μα ότοον μιλάς για νέους δεσμούς και για καινούργιες συναισθηματικές προσεγγίσεις, θα πρέπει πρώτα να σκεφθείς αν ο,τιδήποτε καινούργιο μπορεί να αντικαταστήσει εκείνα που χάθηκαν. Μπορεί ένας οποιοσδήποτε άντροις να γίνει ό,τι ήτ(χν ο Κλερβάλ για μένα; Ή οποιαδήποτε άλλη γυναίκα να γίνει δίπλα μου μια άλλη Ελίζαμπεθ; Οι σύντροφοι της παιδικής μας ηλικίας ασκούν πάντα μια κάποια δύναμη πάνω στο συναισθηματικό μ(χς κόσμο που δύσκολα αργότερα μπορεί να ασκήσει οποιοσδήποτε άλλος φίλος. Ξέρουν τις παιδικές μας κλίσεις, που μπορεί μεν αργότερα να τροποποιηθούν, ποτέ όμως δεν ξεριζώνονται* και έτσι μπορούν να κρίνουν τις ενέργειές μας και να βγάλουν πιο θετικά συμπεράσματα όσον αφορά την ακεραιότητα των κινήτρων μοις. Μια (χδελ(ρή κι ένοος (χδελφός δεν μπορούν ποτέ —εκτός κι αν αυτά τα συμτττώματα εκδηλωθούν νωρίς— να υποτττευθούν ο ένας τον άλλο για απάτη ή για απατηλή συναλλαγή, ενώ ένας φίλος, όσο στενούς δεσμούς κι αν έχει, μπορεί να θεωρηθεί ύποτττος. Εγώ όμως τους (χνθρώπους μου τους αγαπούσα όχι από συνήθεια ή από στενό σύνδεσμο μα για τα χαρίσματά τους* κοιι όπου κι ocv βρίσκομαι η αποΛή φωνή της Ελίζαμπεθ και οι κουβέντες του Κλερβάλ θα ακούγονται πάντα ψιθυριστά στ' αυτιά μου. Είναι νεκροί και μονάχα ένα αίσθημα μέσα σ' αυτή τη μοναξιά μου μπορεί να με πείσει να μείνω στη ζωή. Αν οοναλάμ^α δηλαδή να διεκπεραιώσω κανένα μεγάλο έργο, που να εμπεριέχει μεγάλη ωφελιμότητα για τους συνανθρώπους μου, τότε μόνο θα μπορούσα να ζήσω για να το εκπληρώσω. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι το πεπρωμένο μου* πρέπει να κυνηγήσω και να εξοντώσω το πλάσμα που του έδωσα ζωή* ύστερα ο προορισμός μου πάνω στη γη θα 'χει εκπληρωθεί και θα μπορώ τότε να πεθάνω».
264
2 Σετττεμβριου
Αγατυημένη μου (χδελφή,
ΑΤΤΗ τ η ΣΤΙΓΜΗ που σου γράφω είμαι περικυκλωμένος από κινδύνους και δεν ξέρω αν είμαι καταδικασμένος να μην ξαναδώ ποτέ πια την ωραία μας Αγγλία και τους αγαττητούς μας φίλους που μένουν εκεί. Τα βουνά από πάγο, που με περιτριγυρίζουν, έχουν κλείσει όλους τους δρόμους απ* όπου θα μπορούσα να διαφύγω και κάθε στιγμή απειλούν να συντρίψουν το πλοίο μου. Οι γενναίοι άντρες, που τους έπεισα να με συνοδεύσουν σ' αυτό το ταξίδι, με κοιτάζουν, ζητώντας μου βοήθεια* μα δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Η κατάστασή μοις είναι φρικτή, μολοντούτο ούτε το θάρρος ούτε τις ελπίδες μου έχασα. Είναι τρομερό να σκέπτομαι πως οι ζωές όλων αυτών των (χνδρών έχουν μπει σε κίνδυνο από μένα. Αν χαθούμε, αιτία θα είναι το τρελό μου σχέδιο. Και τότε ποια θα είναι, Μάργκαρετ, η δική σου ψυχική κατάσταση; Δε θ' ακούσεις τίποτα για το χαμό μου και θα περιμένεις με αγωνία το γυρισμό μου. Χρόνια θα περάσουν και πότε θα βυθίζεσαι στη μαύρη απελπισία και πότε θα βασανίζεσαι από την ελπίδα. Αχ, πολυαγαττημένη μου αδελφή, οι προσδοκίες της κοφδιάς σου, που θα μαραίνονται σιγά-σιγά, είναι για μένα κάτι πιο ς>ρικτό κι από το θάνατό μου. Εκείνο όμως που με παρηγορεί είναι πως έχεις σύζυγο και χοφιτωμένα παιδιά* μπορείς έτσι να είσαι ευτυχισμένη* ο ουροονός να σ' ευλογεί και να σου δίνει πάντα ευτυχία! Ο άτυχος φιλοξενούμενός μου μού συμποιραστέκεται με την πιο τρυφερή συμπόνια. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να ξαναζωντανέψει μέσα μου την ελπίδα και μιλάει για τη ζωή σαν να είναι κάποιο απόκτημα που έχει αξία. Μου θυμίζει διαρκώς πόσο συχνά έχουν συμβεί τα ίδια ατυχήματα και σε άλλους θαλασσοπόρους που αποπειράθηκοον να διασχίσουν αυτή τη θάλασσα και παρ* όλη την κακή ψυχική μου διάθεση καταφέρνει και με γεμίζει με χαρούμενο προαίσ^μα. Ακόμα κι οι ναύτες ετυηρεάζονται από τη δύν(χμη της ευφράδειάς του* ότοον μιλάει δε φαίνονται πια απελπισμένοι* ξεσηκώνει μέσα τους την ενεργητικότητά τους και όσο ακούν τη φωνή του πιστεύουν πως αυτά τα τεράστια βουνά από πάγο δεν είναι τίποτα άλλο ποφά μικροί μώλοι που θα εξαφανιστούν μπροστά στην αποφασιστικότητα του ανθρώπου. Αυτά τα
265
αισθήματα όμως είναι πρόσκαιρα* κάθε μέρα που περνάει και καθυστερεί να ευοδωθεί η προσδοκία τους, τους πιάνει πανικός κι απ' αυτή την κρίσιμη κατάσταση φοβάμαι μήπως ξεσπάσει καμιά ανταρσία. 5 ΣετΓτεμβρίου
ΑΝ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ πασιφανές πως αυτά τα χαρτιά δε θα φθάσουν ποτέ στα χέρια σου, μολοντούτο δεν μπορώ να αποφύγω να μη σου αναφέρω ένα περιστατικό με ασυνήθιστο ενδιαφέρον, που μόλις έγινε.
Εξακολουθούμε να είμαστε περικυκλωμένοι από παγόβουνα και να κινδυνεύουμε άμεσα να συνθλιβούμε από επικείμενη σύγκρουσή τους με αυτά. Το κρύο είναι αφόρητο και πολλοί από τους άτυχους συντρόφους μου βρήκαν το θάνατο μέσα σ' αυτό το τοπίο της ερημιάς. Η υγεία του Φράνκενσταϊν καθημερινά πάει όλο και στο χειρότερο* στα μάτια του θαμποφέγγει ακόμα κάποια αμυδρή φωτιά, μα είναι εξαντλημένος και άμα θελήσει να κάνει καμιά ξαφνική προσπάθεια, οι δυνάμεις του γρήγορα τον εγκαταλείπουν και φεύγει από πάνω του κάθε σφρίγος. Στο τελευταίο μου γράμμα σου ανέφερα τους φόβους που είχα για καμιά ανταρσία. Σήμερα, λοιπόν, το πρωί καθώς κοιμόμουν και κοίταζα τη χλωμή όψη του φίλου μου —^τα μάτια του ήταν μισόκλειστα και τα χέρια του κρέμονταν αδύναμα— έν(χς ξοοφνικός χτύπος ακούστηκε στην πόρτα της καμπίνας μου και μισή ντουζίνα ναύτες ζήτησοον την άδεια να μπουν. Τους είπα να περάσουν και ο αρχηγός τους ττήρε το λόγο. Μου είπε πως αυτός και οι σύντροφοί του είχαν εκλεγεί από τους άλλους ναύτες να έρθουν σε μένα ως αντιπρόσωποί τους για να μου υποβάλουν ένα αίτημά τους, που δε θα είχα καμιά δικαιολογία να αρνηθώ. Ήμασταν περιτειχισμένοι από πάγους και ίσως να μην μπορούσαμε να διαφύγουμε ποτέ* όμως αυτοί φοβόντουσοον πως, αν έλιωναν οι πάγοι, όπως ήτ(χν πιθανό και ανοιγότ(χν κάποιο πέρασμα, εγώ, όντας αρκετά άμυοΛος, θα έτρεχα να συνεχίσω το ταξίδι μου και ότι θα τους παρέσερνα σε νέους κινδύνους τη στιγμή που μόλις θα είχαν υπερπηδήσει αυτόν εδώ με επιτυχία. Γι' αυτό το λόγο, λοιπόν, επέμεν(χν πως θα έπρεπε να δεσμευτώ με μια επίσημη υπόσχεση 266
πως αν το πλοίο ελευθερωνόταν εγώ αμέσως θα άλλαζα τη ρότα και θα κατευθυνόμουν προς το νότο. Αυτή η θέση του πληρώματος μ' έκανε να ανησυχήσω πολύ* €γώ δεν είχα απελπιστεί κι ούτε μου είχε περάσει από το μυαλό η ιδέα να γυρίσω πίσω, αν το πλοίο απελευθερωνόταν. Μολοντούτο μπορούσα, είχα κάποια δικαιολογία, ώστε να μη δεχτώ αυτό το αίτημα; Δίστασα πολύ πριν απαντήσω* όταν ξαφνικά ο Φράνκενσταϊν, που ίσαμε τότε ήταν σιωττηλός και φαινόταν πραγματικά πως από την αδυναμία του μόλις και μπορούσε να παρακολουθεί ό,τι γινόταν γύρω του, τινάχτηκε απάνω* τα μάτια του πέταγαν σπίθες και τα μάγουλά του ήταν κατακόκκινα από την ένταση της προσπάθειας που έκανε εκείνη τη στιγμή. Γυρίζοντ(χς προς τους συγκεντρωμένους τους είπε: «Τι θέλετε να πείτε; Τι είναι αυτό που ζητάτε από τον καπετάνιο σ(χς; Ώστε, λοιπόν, τόσο εύκολα παρατάτε το σχέδιό σ(χς; Εσείς οι ίδιοι δεν είσαστε που αυτό το σχέδιο το αποκαλούσατε υπέροχη αποστολή; Και για ποιο λόγο ήταν υπέροχη; Όχι βέβαια επειδή ο δρόμος ήταν ομαλός και γαλήνιος, μα γιατί ήτιχν γεμάτος με κινδύνους και τρόμους* γιατί το κάθε νέο περιστατικό θα ήταν μια πρόκληση στο ψυχικό μας σθένος και θα φανέρωνε το θΐάρρος σοος* γιατί θα την περιτριγύριζαν ο κίνδυνος και ο θάνατος και αυτά θα έπρεπε να τα αψηφήσετε και να τα υπερνικήσετε. Γι' αυτά όλα ήταν η αποστολή υπέροχη, γι' αυτά όλα ήταν σεβαστό το τόλμημα. Στη συνέχεια θα σοις αναγνώριζαν ως ευεργέτες του (χνθρώπινου γένους* τα ονόματά σ(χς θα λατρεύονταν γιατί θα ανήκαν σε γενναίους άνδρες που αντιμετώπισαν το θάνατο για την πρόοδο και το όφελος της ανθρωπότητας. Και τώρα με το πρώτο αίσθημα του κινδύνου ή ocv θέλετε με την πρώτη δυναμική δοκιμασία του θάρρους σοις εσείς αποτρ(χβιόσαστε και είσαστε ευχαριστημένοι να καταγραφείτε σαν άνδρες που δεν είχ(χν αρκετή δύναμη να αντέξουν το κρύο και τον κίνδυνο* κι έτσι, θα πουν, οι κακόμοιροι κρύωναν γι' αυτό και γύρισαν στη ζεστασιά των εστιών τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν απαιτεί καμιά ιδιαίτερη προετοιμασία* δε χρειαζόταν να έρθετε τόσο μακριά για να αποδείξετε πως είσαστε δειλοί. Φανείτε άνδρες ή κάτι περισσότερο από άνδρες. Μείνετε σταθεροί στους σκοπούς σοος και ατράνταχτοι σ(χν βράχοι. Αυτός ο πάγος δεν είναι καμωμένος από κείνο το υλικό που είναι φτιαγμένες οι καρδιές σοις* είναι ασταθής 267
και δεν μπορεί να σοίς (χντισταθει αν εσείς δείξετε αποφασιστικότητα. Μη γυρίσετε στις οικογένειές σ(χς με το στίγμα της ντροττής χοιραγμένο στο μέτωπο σας. Γυρίστε ως ήρωες που πολέμησαν και κατέκτησαν και που δεν ξέρουν τι θα πει να γυρίζουν τις πλάτες τους στον εχθρό». Τα έλεγε όλα αυτά με φωνή τόσο προσαρμοσμένη στα διάφορα συναισθήματα που εξέφραζαν τα λόγια του, με μάτια τόσο γεμάτα με υψηλές προθέσεις και ηρωισμούς που το θεωρούσες πολύ φυσικό που συγκινήθηκοον αυτοί οι άνδρες. Κοίταζαν ο έν(χς τον άλλο και δεν έβρισκαν λόγια να απ(χντήσουν. Τότε τους μίλησα* τους είπα να αποσυρθούν και να σκεφθούν ό,τι τους είχε πει* ότι δε θα τους ττήγαινα πιο βόρεια, αν η επιθυμία τους ήταν σταθερά αντίθετη· ήλπιζα όμως πως με κοΛύτερη σκέψη θα ξανάβρισκαν το θάρρος τους. Αποσύρθηκαν κι εγώ γύρισα προς το φίλο μου* εκείνος όμως είχε πέσει σε λήθαργο και φαινόταν σαν να μην είχε καθόλου ττνοή. Πώς θα τελειώσουν όλα (χυτά δεν ξέρω, μα θα προτιμούσα να πεθάνω ποιρά να γυρίσω ντροπιασμένος, χωρίς να πετύχω το σκοπό μου. Φοβάμαι όμα>ς πως τέτοια θα είναι η μοίρα μου* οι άνδρες του πληρώματος, που δεν παρακινούνται από τις ιδέες της δόξας και της τιμής, δε θα θελήσουν ποτέ να συνεχίσουν να περνούν τις τωρινές τους ταλαιπωρίες. 7 Σετττεμβρίου Ο ΚΥΒΟΣ ερρίφθη· συμφώνησα να γυρίσουμε, αν σωθούμε από δω. Έτσι οι ελπίδες μου διαλύονται από δειλία και (χναποφασιστικότητα* γυρίζω πίσω φοβερά απογοητευμένος και χωρίς να έχω μάθει όσα ήθελα. Χρειάζεται, φαίνεται, περισσότερη φ^οσοφία από όση διαθέτω για να μπορέσω να σηκώσω με υπομονή αυτή την (χδικία.
12 Σετττεμβρίου Ο Λ Ε ς ΜΟΥ
οι επιδιώξεις είναι παρελθόν γυρίζω στην Αγγλία. 268
Έχασα τις ελπίδες που είχα να ο>φελήσω την ανθρωπότητα και να δοξαστώ· έχασα το φίλο μου. Αυτά όμως τα πικρά περιστατικά, αγαττημένη μου αδελφή, θα προσπαθήσω να σου τα διηγηθώ με κάθε λετιτομέρεια* και δε θ' αφήσω τον εαυτό μου να καταπέσει όσο καιρό θα χρειαστεί να έρθω στην Αγγλία και να βρεθώ κοντά σου. Στις 9 Σεπτεμβρίου ο πάγος άρχισε να κουνιέται και σε κάποια απόσταση από μας (χκούγονταν υπόκωφοι βρόντοι καθώς οι πάγοι έσπαγαν και κομματιάζονταν προς κάθε κατεύθυνση. Ήμασταν κάτω από τον πιο άμεσο κίνδυνο* μα καθώς δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, όλη μου η προσοχή ήταν δοσμένη στον άτυχο φιλοξενούμενό μου, που η αρρώστια του χειροτέρεψε σε τέτοιο βαθμό που τον είχε καρφωμένο στο κρεβάτι. Ο πάγος κομματιάστηκε πίσω μίκς και παρασύρθηκε με δύναμη προς το βορρά* ένοις άνεμος σηκώθηκε από τη δύση και στις 11 του μήνα ελευθερώθηκε ολότελα το πέρασμα προς το νότο. Όταν οι ναύτες το είδαν και (χντιλήφθηκαν πως ο γυρισμός τους στη γενέτειρά τους ήταν, όπίος φαινόταν, βέβαιος, μια κραυγή ξέφρενης χαράς ξέφυγε από τα στήθη τους, μια κραυγή δυνατή και μακρόσυρτη. Ο Φράνκενσταϊν, που λαγοκοιμόταν, ξύττνησε και ζήτησε να μάθει την αιτία του θορύβου. «Κραυγάζουν», είπα, «γιατί σύντομα θα γυρίσουν στην Αγγλία». «Ώστε λοιπόν, επιστρέφετε;» «Δυστυχώς, ναι! Δεν μπορώ να αντισταθώ στις απαιτήσεις τους. Δεν μπορώ χωρίς τη θέληση τους να τους οδηγήσω σε κίνδυνο γι* αυτό και είμαι οοναγκασμένος να γυρίσω». «Αν το θέλεις, κάνε το* εγώ όμως δε θα γυρίσω πίσω. Εσύ μπορεί να παρατάς το σκοπό σου, ο δικός μου όμως έχει πάρει εντολή από τον Ουρανό και δεν τολμώ να κάνω πίσω. Είμαι εξαντλημένος* μα σίγουρα τα ττνεύματα που βοηθούν την εκδίκηση μου θα με προικίσουν με αρκετή δύναμη». Αέγοντοος αυτά, προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι, μα η προσπάθεια ήταν πάρα πολύ μεγάλη γι' αυτόν* έπεσε πίσω λιπόθυμος. Πέρασε αρκετή ώρα ώσπου να ξανοιβρεί τις αισθήσεις του* και ήταν στιγμές που νόμιζα πως είχε ποφαδώσει το τυνεύμα. Τελικά άνοιξε τα μάτια του* ανέτυνεε με δυσκολία και δυσκολευόταν να μιλήσει. Ο χειρούργος του έδωσε ένα ηρεμιστικό φάρμακο και μας διέταξε να τον αφήσουμε ήσυχο. Στο μεταξύ μου είπε πως ο 269
φίλος μου ήταν στα τελευταία του και ότι δεν του έμεναν πολλές ώρες ακόμ/χ. Η κατ(χδίκη του είχε απαγγελθεί κι εγώ το μόνο που μπορούσα ήταν να λυπάμαι και να κάνω υπομονή. Κάθισα στψ άκρη του κρεβατιού του και τον κοίταζα* τα μάτια του ήταν κλειστά και νόμισα πως κοιμόταν σε κάποια στιγμή όμως με φώναξε με φωνή που μόλις ακουγόταν, και λέγοντάς μου να πάω πιο κοντά, μου είπε: «Αλίμονο! Μ' άφησε η δύνοςμη που με κράταγε* νιώθω πως σύντομα θα πεθάνω και εκείνος, ο ε^ρός μου και ο διώκτης μου, θα ζει ακόμα. Μη νομίζεις, Γουόλτον, πως σ' εκείνες τις τελευταίες στιγμές της ζωής μου νιώθω εκείνο το φλογερό μίσος και τη ζωηρή επιθυμία για εκδίκηση που κάποτε με χοιρακτήριζαν αισθάνομαι όμως τον εαυτό μου να 'χει δίκιο που επιθυμεί το θάνατο του οοντιπάλου μου. Σ' αυτές τις τελευταίες ημέρες καταπιάστηκα με την εξέταση της συμπεριφοράς μου στο ποφελθόν δεν της βρήκα ψεγάδι. Σε έναν παροξυσμό κάποιας ενθουσιαστικής τρέλας δημιούργησα ένα λογικό πλάσμα και ήμουν υποχρεωμένος απέναντί του να του διασφαλίσω, όσο περνούσε από το χέρι μου, την ευτυχία του και την κίχλοζωία του. Αυτό ήταν το χρέος μου* μα είχα και κάποιο ά)Λο χρέος πιο σημαντικό. Το χρέος μου προς το ανθρώπινο γένος που αξίωνε μεγοΛύτερη προσοχή. Παρακινημένος απ' αυτή την άποψη, αρνήθηκα, και έκανα καλά που οφνήθηκα, να δημιουργήσω μια συντρόφισσα για το πρώτο πλάσμα. Τότε εκείνο έδειξε ασύγκριτη μοχ^ρία και εγωπάθεια* εξόντωσε όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα* εξολόθρευσε υπάρξεις που διέθετοον εξαιρετικά συναισθήματα, ανθρώπους ευτυχισμένους και σοφούς* κι ούτε ξέρω πού και πότε μπορεί να τελειώσει αυτή η δίψα για εκδίκηση. Αφηνιασμένος όπως είναι ο δαίμον(χς και για να μην κάνει κι άλλους δυστυχισμένους πρέπει να πεθάνει. Το χρέος του αφοονισμού του ήταν δικό μου, μα απέτυχα να το εκπληρώσω. 'Οταν κατεχόμουν από εγωιστικά και αχρεία κίνητρα, σου ζήτησα να αναλάβεις εσύ το ατέλειωτο έργο μου* τώρα, που είμαι εττηρεασμένος μονάχα από τη λογική και την αρετή, σου ξανακάνω την ίδια παράκληση. ))Παρ' όλ' αυτά δεν μπορώ να σου ζητήσω να απαρνηθείς την πατρίδα σου και τους φίλους σου για να εκπληρώσεις αυτό το έργο* πάντίος και τώρα που γυρίζεις στην Αγγλία θα έχεις κάποια μικρή πιθανότητα να συναντήσεις το δαίμονα. Την εκτίμηση αυ270
τών των σημείων και τη σωστή στάθμιση εκείνου που μπορεί να θεωρείς χρέος σου, τα αφήνω σε σένα* η κρίση μου και οι ιδέες μου είναι θολωμένες κιόλας από το θάνατο που είναι κοντά. Δεν τολμώ να σου ζητήσω να κάνεις εκείνο που νομίζω σωστό, γιατί ακόμα και τώρα μπορεί να παρασύρομαι από το πάθος. ))Το ότι είναι ενδεχόμενο να ζήσει ο δαίμονας και να είναι ο φορέ(χς κι άλλων συμφορών, είναι εκείνο που με (χνησυχεί* όσον αφορά τα άλλα, αυτή η ώρα, που από στιγμή σε στιγμή περιμένω να απαλλίχγώ από τα δεινά μου, είναι η μόνη ευτυχισμένη στιγμή που ένιωσα ύστερα από πολλά χρόνια. Οι μορφές των ιχγαττημένων μου νεκρών αιωρούνται μπροστά μου και βιάζομαι να ριχτώ στην αγκαλιά τους. Χαίρε, Γουόλτον! Ζήτησε την ευτυχία μέσα στην ηρεμία και διώξε κάθε φιλοδοξία, ακόμα κι αν αυτή είναι η μόνη φαινομενικά αθώα που σε κάνει να ξεχωρίζεις είτε στην επιστήμη είτε στις ανακαλύψεις. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί εγώ συντρίφτηκα απ' αυτές τις φιλοδοξίες, ενώ κάποιος άλλος πιο μετριόφρον