Jerome David Salinger
Ο φύλακας στη σίκαλη Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη Εκδόσεις: ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ Αθήνα
Digitized by 10uk1s, ...
393 downloads
2385 Views
1MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Jerome David Salinger
Ο φύλακας στη σίκαλη Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη Εκδόσεις: ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ Αθήνα
Digitized by 10uk1s, July 2010
Κεφάλαιο 1 ΑΝ θέλετε λοιπόν στ' αλήθεια να τ' ακούσετε, τότε πρώτο και κύριο μπορεί να περιμένετε πως θα σας πω πού γεννήθηκα, και τι φρίκη που ήτανε τα παιδικά μου χρόνια, και τι φτιάχνανε οι δικοί μου και τα ρέστα πριν με κάνουνε, κι ένα σωρό αηδίες και ξεράσματα καταπώς στο Δαβίδ Κόπερφηλντ, όμως δεν έχω όρεξη να πιάνω τέτοιες ιστορίες. Πριν απ' όλα, αυτά τα πράματα τα βαριέμαι όσο δεν παίρνει, κι έπειτα είναι κι οι γονείς μου, που θα κατεβάζανε από δυο αιμορραγίες ο καθένας αν έλεγα τίποτα πολύ προσωπικό για λόγου τους. Τσαντίζονται πολύ με κάτι τέτοια, ιδίως ο πατέρας μου. Δε λέω, είναι εντάξει να πούμε, αλλά μυγιάγγιχτοι του κερατά. Κι έπειτα, διάολε, δεν είπαμε να σας αραδιάσω ολόκληρη αυτοβιογραφία ή ξέρω γω τι. Θα σας μιλήσω μονάχα για κείνα τα τρελά που μου συμβήκανε γύρω στα περσινά Χριστούγεννα, και μετά με πήρε η κάτω βόλτα και με φέρανε δωπέρα να καλμάρω. Θέλω να πω, τα ίδια είπα και στο D.B., κι αυτός στο κάτω κάτω είναι αδερφός μου να πούμε. Μένει στο Χόλυγουντ. Δεν είναι και πολύ μακριά από τούτο το βρωμότοπο, και πετάγεται κάθε σαββατοκύριακο και με βλέπει. Θα με πάει σπίτι με τ' αμάξι του άμα γυρίσω σπίτι, μπορεί τον άλλο μήνα. Τώρα έχει τζάγκουαρ. Ένα από κείνα τα εγγλέζικα μαραφέτια που το πατάνε διακόσα μίλια την ώρα. Την πλήρωσε ένα διάολο λεφτά, κάπου τέσσερις χιλιάδες δολάρια. Όμως τώρα έχει παρά με ουρά. Όχι όπως άλλοτε. Τότε ήτανε μονάχα ένας κανονικός συγγραφέας, όταν έμενε ακόμα σπίτι. Είχε γράψει κι ένα τρομερό βιβλίο με διηγήματα, Το Μυστικό Χρυσόψαρο, αν δεν το 'χετε ακουστά. Το καλύτερο εκεί μέσα ήτανε «Το Μυστικό Χρυσόψαρο». Έλεγε για ένα πιτσιρίκι που δεν άφηνε κανένανε να κοιτάξει το χρυσόψαρό του, γιατί το 'χε αγοράσει με δικά του λεφτά. Με πέθανε. Τώρα είναι στο Χόλυγουντ, ο D.B., και κάνει την πουτάνα. Αν υπάρχει κάτι που σιχαίνομαι είναι ο σινεμάς. Ούτε να τον ακούω δε θέλω. Λέω λοιπόν ν' αρχινίσω από κείνη τη μέρα που 'φυγα απ' το Πένσυ. Το Πένσυ είναι κείνο το σχολείο στο Έιτζερσταουν της Πενσυλβάνια. Μπορεί και να το ξέρετε. Τέλος πάντων, μπορεί να 'χει πάρει το μάτι σας καμιά διαφήμιση. Το ρεκλαμάρουνε σε κάπου χίλια περιοδικά, και δείχνουνε πάντα ένα τύπο από κείνους τους φιγουρατζήδες πάνω στ' άλογο, που πηδάει ένα φράχτη. Λες και το μόνο που κάνεις στο Πένσυ είναι να παίζεις πόλο όλη την ώρα. Εγώ πάντως δεν είδα ούτε μισή φορά άλογο, έστω και κάπου εκεί κοντά. Και κάτω απ' τη φωτογραφία του τύπου με το άλογο λέει πάντα: «Από το 1888 διαπλάθουμε τα αγόρια σε υπέροχους νέους άνδρες με καθαρή σκέψη». Αμάν, το μάτι μου! Διάολε, απ' όσο ξέρω στο Πένσυ δε γίνεται καμιά διάπλαση παραπάνω από τ' άλλα σχολεία. Κι ούτε που γνώρισα εκεί πέρα κανέναν υπέροχο με καθαρή σκέψη. Μπορεί να 'χε κανά δυο παιδιά. Κι αυτά πολλά είναι. Όμως σίγουρα έτσι ήρθανε στο Πένσυ. Τέλος πάντων, ήτανε το Σάββατο που είχαμε τον ποδοσφαιρικό αγώνα με το Σάξον Χωλ. Το ματς με το Σάξον Χωλ το πιστεύανε για μεγάλη δουλειά σ' ολόκληρο το Πένσυ. Ήτανε το τελευταίο ματς της χρονιάς, κι αν το παλιοΠένσυ δεν κέρδιζε, υποτίθεται πως έπρεπε ν' αυτοκτονήσεις ή κάτι τέτοιο. Θυμάμαι λοιπόν, που γύρω στις τρεις εκείνο το απόγεμα στεκόμουνα στου διαόλου τη μάνα, στην κορφή του Τόμσεν Χιλ, δίπλα σε κείνο το ηλίθιο κανόνι, που το 'χανε από την Επανάσταση και τα ρέστα. Από κει έβλεπες όλο το γήπεδο και τις δυο ομάδες που χτυπιόντουσαν από δω κι από κει. Την εξέδρα δεν την ξεχώριζες καλά, όμως τους άκουγες που ουρλιάζανε όλοι τους, βαθιά και τρομερά, για το Πένσυ —κι ήτανε κει πέρα μαζεμένο όλο το σχολείο, εξόν από μένα— κι αδύνατα και μύξικα για το Σάξον Χωλ, γιατί οι ξένες ομάδες δεν το 'χανε συνήθειο να κουβαλάνε πολύ κόσμο μαζί τους. Κορίτσια πολλά δεν ερχόντουσαν ποτέ στα ματς. Κορίτσι επιτρεπότανε να φέρνουν μόνο οι μεγάλοι. Απ' όπου κι αν το πιάσεις, ήτανε φρίκη σχολείο. Έμενα μ' αρέσει να 'μαι κάπου, που να μπορείς τουλάχιστο να βλέπεις και κανά κορίτσι εκεί γύρω καμιά φορά, μακάρι κι ας ξύνει τα μπράτσα του ή ας φυσάει τη μύτη του, ή κι ας χαχανίζει μόνο ή ξέρω γω τι. Η παλιόφιλη η Σέλμα Θάρμερ —ήτανε η κόρη του διευθυντή— ερχότανε πολύ συχνά στα ματς, αλλά δεν ήτανε ακριβώς ο τύπος που σου τη δίνει μέχρι τρέλας, που λένε. Πάντως ήτανε πολύ εντάξει κορίτσι. Μια φορά είχα κάτσει δίπλα της στο λεωφορείο απ' το Έιτζερσταουν και πιάσαμε λιγάκι την κουβέντα. Μ' άρεσε. Είχε μια μυτάρα να και Digitized by 10uk1s, July 2010
νύχια φαγωμένα ως κάτω και μπλαβιασμένα, και φόραγε από κείνα τα ψεύτικα βυζιά που ξεπετάγονται από δω κι από κει, ήτανε λίγο για λύπηση. Αυτό που της εκτίμησα περισσότερο, ήτανε πως δε σου γάνωνε το κεφάλι τι σπουδαίος που ήτανε ο πατέρας της. Μάλλον πρέπει να 'ξερε κι αυτή τι κάλπης και γουρούνι που ήτανε. Ο λόγος που στεκόμουνα κει πάνω στο Τόμσεν Χιλ αντί να βρίσκομαι κάτω στο ματς, ήτανε που ό,τι είχα γυρίσει από τη Νέα Υόρκη με την ομάδα της ξιφομαχίας. Εγώ ήμουνα ο μάνατζερ της ομάδας, πανάθεμά με. Μεγάλη δουλειά. Είχαμε κατέβει εκείνο το πρωί στη Νέα Υόρκη για τον αγώνα ξιφομαχίας με τη Σχολή ΜακΜπέρνυ. Μόνο που ο αγώνας δεν έγινε. Ξέχασα τα ξίφη και τα συμπράγκαλα στο κωλοτραίνο. Το φταίξιμο όμως δεν ήτανε όλο δικό μου. Έπρεπε βλέπετε να σηκώνομαι κάθε τρεις και λίγο και να κοιτάω το χάρτη, για να δω πού θα κατεβαίναμε. Έτσι, αντίς για βράδυ, γυρίσαμε στο Πένσυ κατά τις δυόμιση. Στο γυρισμό με το τραίνο, οι άλλοι της ομάδας μ' είχανε κάνει πέρα. Από 'να μέρος είχε μεγάλη πλάκα. Ο άλλος λόγος που δεν είχα κατέβει στο ματς, ήτανε που πήγαινα ν' αποχαιρετήσω το γέρο Σπένσερ, τον ιστορικό μου. Είχε γρίπη και τα ρέστα, κι έλεγα πως μπορεί και να μην τον ξανάβλεπα ως τις διακοπές των Χριστουγέννων. Έπειτα μου 'χε στείλει και κείνο το σημείωμα, κι έλεγε πως ήθελε να με δει πριν γυρίσω σπίτι. Το 'ξερε πως δε θα ξαναρχόμουνα στο Πένσυ. Αυτό ξέχασα να σας το πω. Με πετάξανε έξω. Μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων δε θα ξαναγύρναγα, γιατί έπεφτα σε τέσσερα μαθήματα και δεν έκανα καμιά προσπάθεια. Μου είχανε κάνει συχνά σύσταση να στρωθώ να διαβάσω — τα λέγανε και στους δικούς μου, ιδίως κάθε δίμηνο που ερχόντουσαν να δούνε το γέρο Θάρμερ — αλλά εγώ τίποτα. Κι έτσι πήρα πόδι. Στο Πένσυ κάθε λίγο και λιγάκι όλο και κάποιος παίρνει πόδι. Είναι υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου, το Πένσυ. Αλήθεια. Τέλος πάντων, ήτανε να πούμε Δεκέμβρης μήνας κι όλα παγωμένα σαν το βυζί της στρίγγλας, κυρίως στην κορφή εκείνου του χαζόλοφου. Φόραγα μονάχα το ντουμπλουφάς μου, ούτε γάντια ούτε τίποτα. Τις προάλλες μου 'χανε κλέψει μέσ' από το δωμάτιό μου το καμηλό μου το παλτό, κι είχα και τα γάντια με τη γούνινη φόδρα στην τσέπη του και τα ρέστα. Το Πένσυ ήτανε γεμάτο κλεφταράδες. Είχε ένα σωρό πλουσιόπαιδα, αλλά πάντως ήτανε γεμάτο κλεφταράδες. Όσο πιο ακριβό είναι το σχολείο, τόσο πιο πολλούς κλεφταράδες έχει — δεν κάνω πλάκα. Στεκόμουνα λοιπόν δίπλα σε κείνο το ηλίθιο κανόνι και κοίταζα κάτω το ματς, και μου 'χε πέσει ο κώλος απ' το κρύο. Μόνο που δεν πρόσεχα και πολύ το ματς. Ο λόγος που γυρόφερνα εκεί πέρα, ήτανε που προσπαθούσα να νιώσω κάτι σαν αποχαιρετισμό. Θέλω να πω, έχω φύγει από διάφορα σχολεία κι από άλλες μεριές, κι ούτε το κατάλαβα πως έφευγα. Αυτό το σιχαίνομαι. Δε με νοιάζει αν είναι λυπημένος αποχαιρετισμός ή κακός αποχαιρετισμός, αλλά όταν φεύγω από κάπου μ' αρέσει να ξέρω πως φεύγω. Άμα δεν το ξέρεις, νιώθεις ακόμα χειρότερα. Στάθηκα πάντως τυχερός. Άξαφνα σκέφτηκα κάτι, που με βοήθησε να καταλάβω πως, διάολε, έφευγα από κει μέσα. Θυμήθηκα άξαφνα εκείνη τη φορά, γύρω στον Οκτώβρη, που ήμουνα εγώ κι ο Ρόμπερτ Τίτσνερ κι ο Πωλ Κάμπελ και παίζαμε πάσες με μια μπάλα μπροστά απ' το διδακτήριο. Ήτανε καλά παιδιά, πιο πολύ ο Τίτσνερ. Κόντευε η ώρα για το δείπνο κι έξω είχε σκοτεινιάσει πολύ, αλλά εμείς όλο ρίχναμε πάσες. Σκοτείνιαζε ολοένα κι ούτε που βλέπαμε καλά καλά τη μπάλα, μα δε θέλαμε να σταματήσουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε. Στο τέλος αναγκαστήκαμε. Εκείνος ο καθηγητής που μας έκανε βιολογία, ο κύριος Ζαμπέζι, έβγαλε το κεφάλι του από 'να παράθυρο στο διδακτήριο, και μας είπε να πάμε στους κοιτώνες και να ετοιμαστούμε για το τραπέζι. Όπως και να 'ναι, άμα θυμάμαι τέτοια πράματα, μπορώ να βρω έναν αποχαιρετισμό όταν τον χρειάζομαι — τουλάχιστο τις πιο πολλές φορές το μπορώ. Μόλις τον βρήκα λοιπόν, γύρισα κι άρχισα να κατεβαίνω τρέχοντας την άλλη μεριά του λόφου, κατά το σπίτι του γέρο Σπένσερ. Αυτός δεν έμενε στο σχολείο. Έμενε στη λεωφόρο Άντονυ Γουέην. Digitized by 10uk1s, July 2010
Το πήρα μονοκοπανιά ίσαμε τον κεντρικό δρόμο κι έπειτα στάθηκα μισό λεφτό να πάρω ανάσα. Δεν έχω καθόλου καλή αναπνοή, άμα θέλετε να ξέρετε. Πρώτα πρώτα, είμαι μανιώδης καπνιστής — δηλαδή ήμουνα. Με ζορίσανε και το 'κοψα. Ένα άλλο πράμα, είναι που ψήλωσα κάπου δεκαεφτά πόντους τούτη τη χρονιά. Γι' αυτό κόντεψα να πάθω φυματίωση και με φέρανε δω πέρα, για όλα τούτα τα τσεκάπ του διαόλου και τα ρέστα. Κατά τα άλλα είμαι σίδερο. Τέλος πάντων, ξαναβρήκα την ανάσα μου κι έπειτα πέρασα τρεχάτος απέναντι στην Οδό 204. Ήτανε όλο πάγο ο διάολος, και λίγο έλειψε να πέσω με τα μούτρα. Ούτε που ήξερα καλά καλά τι μ' είχε πιάσει κι έτρεχα — νομίζω πως ήτανε μόνο επειδή μ' άρεσε. Όταν πέρασα απέναντι στο δρόμο, ένιωσα κάπως σα να εξαφανίζομαι. Ήτανε ένα απόγεμα από κείνα τα παλαβά, τρομαχτικά κρύο, χωρίς ήλιο και τα ρέστα, και κάθε φορά που πέρναγες απέναντι ένα δρόμο ένιωθες σα να εξαφανίζεσαι. Μάγκα μου, πώς όρμηξα στο κουδούνι, μόλις έφτασα στο σπίτι του γέρο Σπένσερ! Είχα ξεπαγιάσει στα γερά. Τ' αφτιά μου πόναγαν κι ίσα που σάλευα τα δάχτυλά μου. «Άντε ντε», έκανα φωναχτά, «δεν ανοίγετε και καμιά πόρτα;» Καμιά φορά ήρθε η γριά Σπένσερ και μ' άνοιξε. Δεν είχανε υπηρέτρια και τα ρέστα, κι ανοίγανε την πόρτα μονάχοι τους. Δεν πρέπει να 'χανε πολλούς παράδες. «Χόλντεν!» μου κάνει η κυρία Σπένσερ. «Καλά έκανες κι ήρθες. Έλα μέσα, χρυσό μου. Πέθανες απ' το κρύο, ε;» Νομίζω πως χάρηκε που με είδε. Μ' είχε πάρει από καλό μάτι. Εγώ πάντως έτσι νομίζω. Χώθηκα μέσα όσο να πεις δύο. «Τι κάνετε, κυρία Σπένσερ;» της λέω. «Πώς πάει ο κύριος Σπένσερ;» «Δώσε μου το πανωφόρι σου, χρυσό μου», μου λέει. Δε μ' άκουσε που τη ρώταγα πώς πάει o κύριος Σπένσερ. Ήτανε μισόκουφη. Κρέμασε το πανωφόρι μου σ' ένα ντουλάπι στο χωλάκι και γω έφτιαξα λιγάκι τα μαλλιά μου με το χέρι. Τα κόβω πάντα αμερικάνικα και δε θέλουνε χτένισμα. «Τι κάνετε, κυρία Σπένσερ;» της ξαναλέω, μόνο αυτή τη φορά πιο δυνατά για να μ' ακούσει. «Μια χαρά, Χόλντεν». Έκλεισε την πόρτα του ντουλαπιού. «Εσύ τι κάνεις;» Από τον τρόπο που με ρώτησε, κατάλαβα αμέσως πως ο γέρο Σπένσερ της το 'χε προφτάσει που με διώχνανε. «Μια χαρά», της λέω. «Τι κάνει ο κύριος Σπένσερ; Του πέρασε η γρίπη;» «Άκου εκεί να του περάσει! Αυτός κάνει σαν — και γω δεν ξέρω τι ... Είναι στην κάμαρά του, χρυσό μου. Πήγαινε να τον δεις».
Digitized by 10uk1s, July 2010
Κεφάλαιο 2 ΚΑΘΕΝΑΣ τους είχε να πούμε δικό του δωμάτιο και τα λοιπά. Κοντεύανε κι οι δυο τα εβδομήντα, μπορεί και παραπάνω. Είχανε όμως τον τρόπο τους να τη βρίσκουνε με ορισμένα πράματα — κρυοκώλικα βέβαια. Ξέρω πως αυτό που λέω φαίνεται κακία, αλλά δεν το εννοούσα έτσι. Ήθελα μόνο να πω ότι σκεφτόμουνα πολύ το γέρο Σπένσερ, κι άμα τον σκεφτόσουνα πάρα πολύ, άρχιζες ν' αναρωτιέσαι τι διάτανο ήθελε και ζούσε ακόμα. Θέλω να πω, ήτανε όλος καμπουριασμένος κι είχε ένα σουλούπι δράμα, και στην τάξη του 'πεφτε πάντα η κιμωλία στον πίνακα, και τότε κάποιο παιδί απ' τα πρώτα θρανία έπρεπε να σηκώνεται όλη την ώρα να του τη μαζεύει. Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι απαίσιο. Όμως αν τον σκεφτόσουνα αρκετά κι όχι πάρα πολύ, καταλάβαινες πως δεν τα κατάφερνε κι άσκημα για τέτοιος που ήτανε. Για παράδειγμα, μια Κυριακή είχαμε πάει με κάτι άλλα παιδιά στο σπίτι του να πιούμε κακάο, και μας έδειξε μια παμπάλαιη κουβέρτα Ναβάχο, φύλλο και φτερό, που την είχε αγοράσει μαζί με την κυρία Σπένσερ από κάποιον Ινδιάνο στο Γέλοουστοουν Παρκ. Το 'βλεπες πως ο γέρο Σπένσερ το γλένταγε που την αγόρασε. Αυτό ήθελα να πω. Πάρε να πούμε ένα γερόντιο σαν το μπάρμπα Σπένσερ, και βλέπεις πως τη βρίσκει που αγοράζει μια κουβέρτα. Η πόρτα του ήτανε ανοιχτή, αλλά εγώ έκανα πάντως πως χτυπάω, έτσι για να φανώ ευγενικός και τα ρέστα. Τον έβλεπα κιόλας. Καθότανε σε μια μεγάλη πέτσινη πολυθρόνα, τυλιγμένος ολόκληρος με κείνη την κουβέρτα που σας έλεγα. Με το που χτύπησα, έκανε έτσι και με είδε. «Ποιος είναι;» σκούζει. «Ο Κώλφηλντ; Α, έλα μέσα αγόρι μου». Πάντα έσκουζε, κι έξω απ' την τάξη. Καμιά φορά σου 'δινε στα νεύρα. Από το πρώτο λεφτό που μπήκα, το μετάνιωσα που είχα πάει. Διάβαζε το Atlantic Monthly, κι είχε παντού εκεί μέσα χάπια και φάρμακα, κι όλα μυρίζανε Σταγόνες Βικς Για Τη Μύτη. Σ' έπιανε η ψυχή σου. Όπως και να το κάνεις, δε μπορώ να πω πως τρελαίνομαι γι' άρρωστους γέρους. Το ακόμα πιο θλιβερό, ήτανε που ο γέρο Σπένσερ φόραγε κείνη την άθλια, ποντικοφαγωμένη μπουρνουζόρομπα, που έλεγες πως μπορεί και να γεννήθηκε μ' αυτήνε ή κάτι τέτοιο. Τέλος πάντων, δε μ' αρέσει και πολύ να βλέπω γέρους με τις μπιζάμες τους και τα μπουρνούζια τους. Φαίνονται πάντα τα στήθια τους, γέρικα και τρεμουλιαστά, και τα ποδάρια τους. Άμα κοιτάζεις τα ποδάρια των γέρων, στη θάλασσα ή πουθενά αλλού, φαίνονται πάντα τόσο ξασπρουλιάρικα κι άτριχα. «Χαίρετε κύριε», του λέω. «Πήρα το σημείωμά σας. Ευχαριστώ πολύ». Μου είχε στείλει ένα σημείωμα και μου 'λεγε να πεταχτώ να τον χαιρετήσω πριν απ' τις διακοπές, αφού δε θα ξαναγύρναγα. «Δεν έπρεπε να μπείτε στον κόπο. Έτσι κι αλλιώς θα 'ρχόμουνα να σας πω αντίο». «Κάθησε εδώ, αγόρι μου», μου λέει ο γέρο Σπένσερ. Στο κρεβάτι, ήθελε να πει. Έκατσα. «Πώς πάει η γρίπη σας, κύριε;» «Αγόρι μου, αν ένιωθα λιγάκι καλύτερα θα 'πρεπε να φωνάξω γιατρό», μου λέει ο γέρο Σπένσερ. Αυτό τον έκανε λιώμα. Άρχισε να χαχαρίζει σαν τρελός. Μετά συμμαζεύτηκε και μου λέει, «Γιατί δεν πήγες στο ματς; Νόμιζα πως σήμερα είναι η μέρα του μεγάλου αγώνα». «Είναι. Ήμουνα. Μόνο που τώρα δα γύρισα από τη Νέα Υόρκη με την ομάδα της ξιφομαχίας», του λέω. Μάγκα μου, σκέτη πέτρα ήτανε το κρεβάτι του. Μετά άρχισε να σοβαρεύεται σα διάολος. Το 'ξερα πως έτσι θα γινότανε. «Λοιπόν μας φεύγεις, ε;» μου λέει. «Μάλιστα κύριε, έτσι φαίνεται». Digitized by 10uk1s, July 2010
Άρχισε να κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι του, όπως έκανε πάντα. Ποτέ μου δεν είχα δει κανένανε να κουνάει τόσο πολύ το κεφάλι του, όσο ο γέρο Σπένσερ. Ποτέ δεν καταλάβαινες αν κουνάει το κεφάλι του επειδή κάτι σκέφτεται, να πούμε, ή επειδή δεν ήξερε να ξεχωρίσει τον κώλο του απ' τον άγκωνά του, κι ας ήτανε εντάξει γεροντάκι. «Και τι σου είπε ο δόκτωρ Θάρμερ, αγόρι μου; Απ' όσο ξέρω, τα κουβεντιάσατε λιγάκι οι δυο σας». «Ναι, τα 'παμε. Βέβαια. Έκατσα στο γραφείο του ίσαμε δυο ώρες». «Και τι σου είπε;» «Ε... να... πως η Ζωή είναι παιχνίδι και λοιπά, και πως πρέπει να το παίζεις σύμφωνα με τους κανόνες. Ήτανε πολύ εντάξει. Θέλω να πω, δεν πήδηξε μέχρι το ταβάνι, ούτε τίποτα. Μόνο που μίλαγε συνέχεια, πως η Ζωή είναι παιχνίδι και λοιπά. Καταλαβαίνετε». «Η Ζωή είναι παιχνίδι, αγόρι μου. Η Ζωή είναι παιχνίδι, και το παίζουμε σύμφωνα με τους κανόνες». «Μάλιστα κύριε, το ξέρω πως είναι. Το ξέρω». Παιχνίδι είν' ο κώλος μου. Άκου παιχνίδι. Άμα βρεθείς απ' τη μεριά που είναι όλοι οι εξυπνάκηδες, τότε εντάξει, είναι παιχνίδι — το παραδέχουμαι. Άμα είσαι όμως από την άλλη μεριά, που δεν υπάρχει ούτε μισός, τότε τι σόι παιχνίδι λέγεται αυτό; Τίποτα. Μόνο παιχνίδι δεν είναι. «Ο δόκτωρ Θάρμερ έγραψε στους δικούς σου;» μου λέει ο γέρο Σπένσερ. «Είπε πως θα τους έγραφε τη Δευτέρα». «Εσύ επικοινώνησες μαζί τους;» «Όχι κύριε, δεν επικοινώνησα, γιατί έτσι κι αλλιώς θα τους δω την Τετάρτη το βράδυ που θα γυρίσω σπίτι». «Και πώς φαντάζεσαι πως θ' ακούσουνε τα νέα;» «Ξέρω και γω... πρέπει να θυμώσουνε πολύ», του λέω. «Στ' αλήθεια θα θυμώσουνε. Είναι το τέταρτο σχολείο που αλλάζω». Κούνησα το κεφάλι μου. Κουνάω πολύ το κεφάλι μου εγώ. «Μάγκα μου», κάνω. Και το «μάγκα μου» το λέω πολύ. Αυτό κυρίως επειδή έχω ένα λεξιλόγιο σκατά, αλλά κι επειδή φέρνομαι πολύ παιδικά για την ηλικία μου, καμιά φορά. Τότε ήμουνα δεκάξι και τώρα είμαι δεκαεφτά, αλλά καμιά φορά κάνω σα να 'μαι δεκατρία. Αυτό είναι σκέτη ειρωνεία, γιατί έχω μπόι ένα ογδόντα πέντε και γκρίζα μαλλιά. Αλήθεια. Η μια μεριά του κεφαλιού μου, η δεξιά μεριά, είναι γεμάτη γκρίζες τρίχες, εκατομμύρια. Τις έχω από παιδί. Κι ωστόσο καμιά φορά κάνω σα να μην είμαι ούτε δώδεκα. Όλοι το λένε, ιδίως ο πατέρας μου. Αυτό είναι κάπως αλήθεια, αλλά όχι εντελώς αλήθεια. Σκοτίστηκα. Παρεκτός που βαριέμαι καμιά φορά, άμα μου λένε να φέρνομαι σύμφωνα με την ηλικία μου. Καμιά φορά φέρνομαι σα να 'μαι πολύ μεγαλύτερος —αλήθεια— μα οι άλλοι δεν το προσέχουνε ποτέ. Οι άλλοι δεν προσέχουνε ποτέ τίποτα. Ο γέρο Σπένσερ ξανάρχισε να κουνάει το κεφάλι του. Έπειτα έπιασε να σκαλίζει τη μύτη του. Έκανε τάχαμου πως την τσίμπαγε, αλλά εγώ τον είδα που έχωνε τη βρωμοδαχτυλάρα του μέσα. Νομίζω πως θα 'λεγε μέσα του ότι δεν πειράζει, αφού ήμουνα μονάχα εγώ μπροστά. Έμενα δε μ' ένοιαζε, αλλά πάντως είναι πολύ μεγάλη αηδία να βλέπεις κάποιονε να σκαλίζει τη μύτη του.
Digitized by 10uk1s, July 2010
Έπειτα μου λέει, «Είχα τη χαρά να γνωρίσω τη μητέρα και τον πατέρα σου πριν από μερικές βδομάδες, που είχαν έρθει για να τα πουν λιγάκι με τον κύριο Θάρμερ. Είναι περίφημοι άνθρωποι». «Μάλιστα. Είναι πολύ καλοί». Περίφημοι. Να μια λέξη που σιχαίνομαι πραγματικά. Είναι κάλπικη. Κάθε που την ακούω, μου 'ρχεται να ξεράσω. Τότε άξαφνα ο γέρο Σπένσερ πήρε ένα ύφος σα να 'χε να μου πει κάτι πολύ καλό, έτσι μια κι έξω. Ανακάθησε πιο πολύ στην πολυθρόνα του και στριφογύρισε κάπως, από δω κι από κει. Όμως ο συναγερμός ήτανε ψεύτικος. Το μόνο που έκανε ήτανε που σήκωσε το Atlantic Monthly από τα γόνατά του και προσπάθησε να το πετάξει δίπλα μου, στο κρεβάτι. Ξαστόχησε. Δεν ήτανε καλά καλά μήτε πέντε πόντους πιο κει, κι όμως ξαστόχησε. Σηκώθηκα και το μάζεψα και το 'βαλα στο κρεβάτι. Και τότε άξαφνα ήθελα, διάολε, να φύγω από κείνο το δωμάτιο. Μυριζόμουνα να πλησιάζει μια διάλεξη φοβερή και τρομερή. Όχι πως με πείραζε και πολύ η ιδέα, αλλά δεν είχα κανένα κέφι να μου κάνουνε διάλεξη και να μυρίζομαι Σταγόνες Βικς Για Τη Μύτη, και να κοιτάζω όλη την ώρα το γέρο Σπένσερ με τις μπιζάμες του και το μπουρνούζι του. Λόγω τιμής, δεν είχα καμιά όρεξη. Και τότε άρχισε. Ας είναι. «Τι σου συμβαίνει, αγόρι μου;» μου κάνει ο γέρο Σπένσερ. Αυτό το είπε πολύ απότομα, για τέτοιος που ήτανε. «Πόσα μαθήματα είχες αυτό το τρίμηνο;» «Πέντε, κύριε». «Πέντε. Και σε πόσα πέφτεις;» «Σε τέσσερα». Μετακούνησα λιγάκι τα κωλομέρια μου στο κρεβάτι. Ήτανε το πιο σκληρό κρεβάτι που είχα κάτσει ποτέ. «Πέρασα καλά τ' αγγλικά», του λέω, «γιατί είχαμε κάνει όλα κείνα τα πράματα με το Μπήογουφ και το Λόρδε Ράνταλ Γιε Μου όταν ήμουνα στο Γούτον. Θέλω να πω, στ' αγγλικά δε χρειάστηκε να κάνω τίποτα, εξόν που έγραφα καμιά έκθεση κάπου κάπου». Ούτε που μ' άκουγε. Ποτέ του δε σ' άκουγε άμα του 'λεγες κάτι. «Σ' έκοψα στην ιστορία, γιατί απλούστατα δεν ήξερες απολύτως τίποτα». «Το ξέρω, κύριε. Αν το ξέρω, λέει! Δε μπορούσατε να κάνετε κι αλλιώς». «Απολύτως τίποτα», μου ξαναλέει. Αυτό με κάνει θηρίο. Όταν οι άλλοι σου λένε κάτι δυο φορές, αφού το 'χεις παραδεχτεί με την πρώτη. Έπειτα το είπε τρεις φορές. «Μα απολύτως τίποτα. Αμφιβάλλω αν άνοιξες βιβλίο, έστω και μια φορά, όλο το τρίμηνο. Όχι, άνοιξες; Να πεις την αλήθεια, αγόρι μου». «Ε, έριξα να πούμε μια ματιά κανά δυο φορές», του λέω. Δεν ήθελα να τον πληγώσω. Είχε ψώνιο με την ιστορία. «Έριξες μια ματιά, ε;» μου λέει — πολύ σαρκαστικά. «Το, χμ, διαγώνισμά σου είναι εκεί, στη σιφονιέρα. Πάνω πάνω στη στοίβα. Μου το φέρνεις σε παρακαλώ;» Ήτανε πολύ βρώμικο κόλπο, αλλά πάντως σηκώθηκα και του το 'φερα — δε μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Έπειτα ξανάκατσα σε κείνο το τσιμεντένιο κρεβάτι. Μάγκα μου, το 'χα πικρομετανιώσει που είχα περάσει να τον χαιρετήσω.
Digitized by 10uk1s, July 2010
Έπιασε το γραφτό μου μ' ένα τρόπο, λες κι ήτανε κουράδα ή κάτι τέτοιο. «Είχαμε κάνει για τους Αιγύπτιους από τις 4 Νοεμβρίου ως τις 2 Δεκεμβρίου», μου λέει. «Μόνος σου διάλεξες να γράψεις γι' αυτό το θέμα, από τις προαιρετικές ερωτήσεις. Θέλεις ν' ακούσεις τι είχες να πεις;» «Όχι κύριε, όχι και πάρα πολύ», του λέω. Εκείνος όμως το διάβασε. Δε μπορείς ποτέ να σταματήσεις ένα δάσκαλο, άμα του 'χει μπει να κάνει κάτι. Αυτός το κάνει και τελειώνει. «». Ανακάθησα για ν' ακούσω καλά όλες εκείνες τις αηδίες. Το δίχως άλλο, μου την είχε φέρει μπαμπέσικα. « Θα 'θελα —» «Δε λέει έτσι. Λέει,