03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·419
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·420
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·421
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, 1850-2000
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·422
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·423
ΚOΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ SOCIAL SCIENCES
GEOFF ELEY
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ Β′′ ΤΟΜΟΣ 1923-2000
Πρόλογος – Επιμέλεια: Σ. Μαρκέτος
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·424
ΚOΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / SOCIAL SCIENCES
Διεύθυνση σειράς: Μιχάλης Σπουρδαλάκης
Εκδόσεις Σαββάλας Geof Eley Σφυρηλατώντας τη δημοκρατία Η ιστορία της Αριστεράς στην Ευρώπη, 1850-2000 Α′′ Τόμος 1850-1923 Διόρθωση: Αρετή Μπουκάλα Φιλμ – μοντάζ: Β. Γραμέλης & ΣΙΑ Ο.Ε. Σχεδίαση εξωφύλλου: Βάσω Αβραμοπούλου Ηλεκτρονική σελιδοποίηση: © Copyright για την ελληνική έκδοση Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2010 Geoff Eley Σφυρηλατώντας τη δημοκρατία Η ιστορία της Αριστεράς στην Ευρώπη, 1850-2000 Αθήνα: Σαββάλας 2010. (Κοινωνικές επιστήμες = Social Sciences) Σελίδες: ;;;; Σχήμα: 17x24 ISBN: Κ.Α.: Απαγορεύεται κάθε ολική ή μερική αναπαραγωγή του έργου με οποιονδήποτε τρόπο χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη Εκδόσεις Σαββάλας Ζ. Πηγής 18, 106 81 Αθήνα τηλ.: 210-33.01.251 Fax: 210-33.06.918 www.savalas.gr e-mail:
[email protected] 03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·425
Για την Άννα και τη Σάρα που αξίζουν έναν καλύτερο κόσμο
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·426
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·427
Περιεχόμενα Τόμος πρώτος 1850-1923 Προλογικό σημείωμα – Σπύρος Μαρκέτος Πρόλογος Κατάλογος συντομογραφιών Εισαγωγή: Η δημοκρατία στην Ευρώπη Ο σοσιαλισμός και η Αριστερά Πού βαδίζει η Αριστερά σήμερα;
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ: ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ, Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΛΑΟΣ
Δημοκρατία και κοινωνία: Οράματα του δίκαιου κόσμου Η δημοκρατία αποκτά κοινωνικό περιεχόμενο Ο έμφυλος ορίζοντας της δημοκρατίας Το κόμμα και ο λαός Σοσιαλισμός: Ουτοπικός και δημοκρατικός Προς τη δεκαετία του 1860 ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ: ΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ
Ποιοι ήταν πραγματικά ο Μαρξ και ο Ένγκελς; Η κληρονομιά του Μαρξ και του Ένγκελς Η εξάπλωση του μαρξισμού ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΕΚΒΙΟΜΗΧΑΝΙΣΗ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Ένας νέος βιομηχανικός κόσμος
427
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·428
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Φύλο, ειδίκευση και σοσιαλισμός Η πολιτική της συγκρότησης της εργατικής τάξης Συμπέρασμα ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΩΝ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΧΩΡΕΙ
H γεωγραφία του σοσιαλισμού Ο συνδικαλισμός Τα εργατικά κινήματα επεκτείνονται Σοσιαλισμός, εθνική πολιτική και καθημερινή ζωή Συμπέρασμα ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ: ΤΑΑΛΛΑ ΜΕΤΩΠΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η Δεύτερη Διεθνής και οι διαιρέσεις της Λαϊκιστές, αναρχικοί και αναρχοσυνδικαλιστές Φεμινίστριες, σοσιαλιστές και απελευθέρωση των γυναικών Συμπέρασμα ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΑΙΩΝΙΟΣ;
Η δύναμη του σοσιαλισμού [...] [...] και τα όριά της Η κουλτούρα του σοσιαλισμού: Περιμένοντας το μέλλον Οδεύοντας προς κρίση;
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, 1914-1923 ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟ ΡΗΓΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ: ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, 1914-1917
428
Η κρίση της Δεύτερης Διεθνούς Η Αριστερά συσπειρώνεται ξανά Η ριζοσπαστικοποίηση των εργατών Η δυσαρέσκεια εξαπλώνεται
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·429
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Δυαδική εξουσία: Η δυναμική της ριζοσπαστικοποίησης Οι μενσεβίκοι το 1917: Η επανάσταση σύμφωνα με τα βιβλία Μπολσεβικισμός: Κάνοντας επανάσταση Από τη δυαδική εξουσία στη δικτατορία του προλεταριάτου ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΠΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΑΛΟΥΠΙ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ: Ο ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ, 1917-1923
Η γεωγραφία της επανάστασης Το φάσμα της επαναστατικής εμπειρίας Ο συμβουλιακός κομμουνισμός και η εξέγερση των απλών αγωνιστών ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΙΤΑΛΙΑ: ΔΥΟ ΧΩΡΙΣΤΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ
Γερμανία, 1918-1923: Η δημοκρατία των σοσιαλδημοκρατών Ιταλία: Ο θρίαμβος της αντεπανάστασης Τα διλήμματα της επανάστασης: Κοινοβούλια, εργοστάσια και οδοφράγματα ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΝΕΑΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ: Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ
Οι διαιρέσεις του διεθνούς σοσιαλισμού Στήνοντας την κομμουνιστική διεθνή Τι λογής κομμουνισμός; ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ: ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Πολίτισσες, μητέρες και καταναλώτριες Γυναίκες και κομμουνισμός Σοσιαλδημοκρατία και έμφυλη πολιτειότητα Ο φεμινισμός στη διάρκεια του Μεσοπολέμου Η Απελευθέρωση και οι δυστυχίες της ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΖΩΝΤΑΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ: Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
Φέρνοντας την τέχνη στη ζωή
429
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·430
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Γκρεμίζοντας το παλιό, χτίζοντας το νέο: Πολιτισμική επανάσταση στη Ρωσία; Αριστερά και διανοούμενοι Σοσιαλιστική και μαζική κουλτούρα Μαζική ψυχαγωγία, πολιτική και αναψυχή Συμπέρασμα: Σοσιαλιστική κουλτούρα εναντίον μαζικής κουλτούρας ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΙΕΥΡΥΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ: ΜΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΩΝ: Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
Το νόημα του Οκτώβρη: Μπολσεβικισμός και εθνική επανάσταση Σοσιαλδημοκρατία και κομμουνισμός: Οικογενειακοί καβγάδες Σημειώσεις Ευρετήριο
Περιεχόμενα Τόμος δεύτερος 1923-2000 Κατάλογος συντομογραφιών
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ Η ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Ο «ΠΟΛΕΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ» ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΕΙΤΑΙ: ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ
Επιστρέφοντας στα νοήματα της επανάστασης Η «συνταγματοποίηση» της σοσιαλδημοκρατίας Κορπορατισμός και κοινοβουλευτισμός Τύποι σταθεροποίησης ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ: Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΜΟΝΟ ΧΩΡΑ
430
Από την μπολσεβικοποίηση στην Τρίτη Περίοδο, 1923-1928 Πλάθοντας την κομμουνιστική παράδοση
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·431
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εθνικοί κομμουνισμοί; Ο δυτικός μαρξισμός ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ: Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΠΙΣΘΟΧΩΡΗΣΗΣ, 1930-1938
Σφυρηλατώντας το Λαϊκό Μέτωπο Η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία Η ώρα της κρίσης στην Ισπανία Αποτυχία και ήττα ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ: ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΤΟ ΕΘΝΟΣ, 1939-1947
Το γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο: Ο κομμουνισμός στα χαρακώματα Ενάντια στο χιτλεροφασισμό: Εθνικοί κομμουνισμοί, εθνικά μέτωπα Ορίζοντες της Ευρώπης: Χτίζοντας έναν καλύτερο κόσμο Ο ιταλικός κομμουνισμός και οι φραγμοί της αλλαγής Ριζοσπαστική δημοκρατία και Τρίτοι Δρόμοι ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ: Ο ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ, ΤΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, 1945-1956
Εξασφαλίζοντας τη δημοκρατία για τον καπιταλισμό Οι προοπτικές της δημοκρατίας στην Ανατολική Ευρώπη Η σταλινοποίηση των λαϊκών δημοκρατιών Δυτικοευρωπαϊκά μοντέλα μεταρρύθμισης Η μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατία Ο κορπορατισμός Οι γυναίκες στη θέση τους (και οι άντρες στη δική τους) Ανάμεσα στο προσωπικό και στο πολιτικό ΕΙΚΟΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1956 H αποσταλινοποίηση και το 20ό Συνέδριο Η κρίση του κομμουνισμού Δυτικά του Σουέζ
431
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·432
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΔΕΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1968: ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΚΙΝΕΙΤΑΙ
Αφήνοντας πίσω το φυσιολογικό Ο παρισινός Μάης Επιστρέφοντας στην ομαλότητα Η πολιτική τον καιρό της επιθυμίας Καταναλωτικός καπιταλισμός, χάσμα των γενεών και πολιτική της κουλτούρας Η άνοιξη της Πράγας: «Ο σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» Ο κομμουνισμός και η Αριστερά Παράθυρο στο μέλλον; ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ: Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΞΑΝΑΒΡΙΣΚΕΙ ΤΟ ΦΥΛΟ
Δημιουργώντας κινήματα: Το δεύτερο κύμα του φεμινισμού Γυναικεία απελευθέρωση και νέα πολιτική Από τη γυναικεία απελευθέρωση στο φεμινισμό Το γυναικείο κίνημα και η Αριστερά Συμπέρασμα ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η εργατική τάξη σε παρακμή; Τα συνδικάτα και η κρίση του κορπορατισμού Θατσερισμός, «επιχειρηματικός συνδικαλισμός» και διπλή αγορά εργασίας Προοδευτισμός και δημόσιος τομέας Το ποτάμι πίσω δεν γυρνά Η εργατική τάξη διαλύεται Ο ταξικός δεσμός χαλαρώνει Αντίο στην εργατική τάξη; ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ: ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 432
Το τέλος της μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·433
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ο ευρωκομμουνισμός, 1968-1980: Ένας πόλεμος θέσεων Δυτική Γερμανία: Από την APΟ στους Πράσινους Ισπανία: Σοσιαλισμός χωρίς τους εργάτες ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
Αλληλεγγύη: Δημοκρατία και εξέγερση της εργατικής τάξης στην Πολωνία Γκορμπατσόφ Μετακομμουνισμός: Οι επαναστάσεις του 1989 Η Αριστερά ορθή Στήνοντας την αγορά Τερματισμοί και αφετηρίες ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ: Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
Αυτόνομοι και εναλλακτική σκηνή Κόμματα και κινήματα: Δύο διαφορετικοί χώροι Οι Εργατικοί κλίνουν επ’ αριστερά Μια Αριστερά για το μέλλον; Δύο Αριστερές: Κοινοβούλιο και λαός ΕΙΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ: ΠΑΡΑΚΜΗ Ή ΑΝΑΝΕΩΣΗ;
Η νέα πολιτική της ταυτότητας Η πολιτική του «Κάν’ το μόνος σου» Ο σοσιαλισμός σε νεοφιλελεύθερους καιρούς Ανοικοδομώντας την Αριστερά: Σοσιαλισμός με κάθε ψευδώνυμο Συμπέρασμα: Τερματισμοί Αφετηρίες Αναμνήσεις από το μέλλον Σημειώσεις Βιβλιογραφία Ευρετήριο 433
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·434
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·435
μ∞™π∫∂™ ™À¡Δ√ª√°ƒ∞ºπ∂™
Ελληνικές ΕΑΜ = Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Ε.Ε. / ΕU = Ευρωπαϊκή Ένωση / European Union ΕΕΚΔ = Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς ΕΛΑΣ = Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός ΕΟΚ / ΕΕC = Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα / European Economic Community ΚΚΕ = Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας ΚΚΣΕ = Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης ΛΔΓ / GDR = Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας / Deutsche Demokratische Republik ΝΕΠ = Νέα Οικονομική Πολιτική ΟΕΟΣ / OEEC = Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας / Organization for European Economic Cooperation ΟΟΣΑ / OECD = Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης / Organization for Economic Cooperation and Development
Ξενόγλωσσες APO = Außerparlamentarische Opposition / Εξωκοινοβουλευτική Αντιπολίτευση (Δυτική Γερμανία) ATP = Arbejdsmarkedets Till·gspension (Δανία) ή Tilläggspension (Σουηδία) / Μεταρρύθμιση του Συνταξιοδοτικού Συστήματος SAP AVNOJ = Antifaˇsisticˇko V(ij)ece Narodnog Oslobo_enja Jugoslavije / Αντιφασιστικό Συμβούλιο για την Απελευθέρωση του Λαού της Γιουγκοσλαβίας BCP = Bulgarian Communist Party / Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας BSP = Bulgarian Socialist Party / Σοσιαλιστικό Κόμμα Βουλγαρίας BSP = British Socialist Party / Σοσιαλιστικό Κόμμα Βρετανίας BT = Bourses du travail / Εργατικά Κέντρα (Γαλλία) Bund = Γενική Ένωση των Εβραίων Εργατών της Ρωσίας και της Πολωνίας BWSDP = Bulgarian Workers’ Social Democratic Party / Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Βουλγάρων Εργατών
435
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·436
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
CFLN = Comité français de libération nationale / Γαλλική Επιτροπή Εθνικής Απελευ-
θέρωσης CGIL = Confederazione Generale Italiana del Lavoro / Γενική Συνομοσπονδία Εργα-
τών Ιταλίας CGT = Confédération générale du travail / Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (Γαλλία) CIS = Commonwealth of Independent States / Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών CLN = Comitato di Liberazione Nazionale / Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (Ιτα-
436
λία) CLPD = Campaign for Labour Party Democracy / Εκστρατεία για τη Δημοκρατία στο Εργατικό Κόμμα (Μεγάλη Βρετανία) CND = Campaign for Nuclear Disarmament / Εκστρατεία για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό CNR = Conseil national de la résistance / Εθνικό Συμβούλιο Αντίστασης (Γαλλία) CNT = Confederaciόn Nacional del Trabajo / Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας (Ισπανία) Κομινφόρμ = Κομμουνιστικό Γραφείο Πληροφοριών (ΕΣΣΔ) CPGB = Communist Party of Great Britain / Κομμουνιστικό Κόμμα Μεγάλης Βρετανίας ˇ CSDSD = Cˇeskoslovenske sociálneˇ demokratická strana deˇ lnická / Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Τσεχίας ˇ CSSD = Cˇeská strana sociálneˇ demokratická / Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Τσεχίας DA = Dansk Arbejdsgiverforening / Σύνδεσμος Δανών Εργοδοτών DAC = Direct Action Committee / Επιτροπή Άμεσης Δράσης DC = Democrazia Cristiana / Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα Ιταλίας DiY = Do-It-Yourself / «Κάν’το μόνος σου» DMV = Deutscher Metallarbeiter-Verband / Γερμανική Ομοσπονδία Μεταλλοτεχνιτών DNA = Det norske arbeiderparti / Εργατικό Κόμμα Νορβηγίας EETPU = Electrical, Electronic, Telecommunications, and Plumbing Union / Ένωση Ηλεκτρολόγων, Ηλεκτρονικών, Εργαζομένων στις Τηλεπικοινωνίες και Υδραυλικών (Μεγάλη Βρετανία) END = European Nuclear Disarmament / Ευρωπαϊκός Πυρηνικός Αφοπλισμός ERP = European Recovery Program / Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανασυγκρότησης FAI = Federación Anarquista Ibérica / Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία FDP = Freie Demokratische Partei / Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (Γερμανία) FGDS = Fédération de la gauche démocratique et socialiste / Ομοσπονδία της Δημοκρατικής και Σοσιαλιστικής Αριστεράς (Γαλλία)
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·437
ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
FIOM = Federazione Impiegati Operai Metallurgici / Ομοσπονδία Εργατών Μετάλ-
λου (Ιταλία) FPO = Fareinikte Partisaner Organizatzie / Οργάνωση των Ενωμένων Παρτιζάνων
(Λιθουανία) FPTSF = Fédération du parti des travailleurs socialistes de France / Ομοσπονδία των
Γάλλων Σοσιαλιστών Εργατών FVDG = Freie Vereinigung Deutscher Gewerkschaften / Ελεύθερη Συμμαχία (Γερμα-
νία) GLC = Greater London Council / Συμβούλιο Μείζονος Λονδίνου GLF = Gay Liberation Front / Μέτωπο για την Απελευθέρωση των Γκέι GMB = General and Municipal Workers / Εργάτες Δήμων και Λοιποί (Μεγάλη Βρε-
τανία) HAZ = Housing Action Zone Manor / Ζώνη Στεγαστικής Δράσης HSP = Σοσιαλιστικό Κόμμα Ουγγαρίας IAH = Internationale Arbeiter-Hilfe / Διεθνής Εργατική Βοήθεια (Βερολίνο) ILP = Independent Labour Party / Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα (Μεγάλη Βρετανία) ΙSB = International Socialist Bureau / Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο ISC = International Socialist Committee / Διεθνής Σοσιαλιστική Επιτροπή IWSA = International Woman Suffrage Alliance / Διεθνής Ένωση για το Δικαίωμα
Ψήφου των Γυναικών JCR = Jeunesse communiste révolutionnaire / Επαναστατική Κομμουνιστική Νεο-
λαία (Γαλλία) JSDS = Jugoslovanska social demokratska stranka / Νοτιοσλαβικό Σοσιαλδημοκρα-
τικό Κόμμα Σλοβενίας KAPD = Kommunistische Arbeiter-Partei Deutschlands / Κομμουνιστικό Κόμμα
Εργατών Γερμανίας KOR = Komitet Obrony Robotników / Επιτροπή Άμυνας των Εργατών (Πολωνία) KPD = Kommunistische Partei Deutschlands / Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας KPJ = Komunisticˇka partija Jugoslavije / Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας KSCˇ = Komunistická strana Cˇskoslovenska / Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας LCC = Labour Coordinating Committee / Συντονιστική Επιτροπή των Εργατικών LCS = Ένωση Σλοβένων Κομμουνιστών LCY = League of Communists of Yugoslavia / Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλα-
βίας LO = Landsorganisationen i Danmark / Ομοσπονδία Δανικών Συνδικαλιστικών Ενώσεων LP = Labour Party / Εργατικό Κόμμα Βρετανίας
437
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·438
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
LSDWP = Latvian Social Democratic Workers Party (Latvijas Sociãldemokrãtiskã Strãdnieku Partija – LSSP) / Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Λετονίας LSE = London School of Economics / Οικονομική Σχολή του Λονδίνου LSI = Labour and Socialist International / Εργατική και Σοσιαλιστική Διεθνής MRP = Mouvement républicain populaire / Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κίνημα (Γαλλία) MSzMP = Magyar Szocialista Munkáspárt / Κομμουνιστικό Κόμμα Ουγγαρίας MSZP = Magyar Szocialista Párt / Εργατικό Κόμμα Ουγγαρίας NAC = National Abortion Campaign / Εθνική Εκστρατεία για το Δικαίωμα στην
438
Άμβλωση NALGO = National Association of Local Government Officers / Ένωση Υπαλλήλων Δημοσίου και Τοπικής Αυτοδιοίκησης NOW = National Organization for Women / Εθνικός Οργανισμός Γυναικών (ΗΠΑ) NSF = Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας (Ρουμανία) NUM = National Union of Mineworkers / Εθνική Ένωση Ανθρακωρύχων (Μεγάλη Βρετανία) NUPE = National Union of Public Employees / Εθνική Ένωση Δημοσίων Υπαλλήλων (Μεγάλη Βρετανία) NUSEC = National Union of Societies for Equal Citizenship / Εθνική Ένωση Εταιρειών για την Ισότητα των Δικαιωμάτων του Πολίτη (Μεγάλη Βρετανία) NUWSS = National Union of Women’s Suffrage Societies / Εθνική Ένωση Εταιρειών για το Δικαίωμα Ψήφου των Γυναικών (Μεγάλη Βρετανία) OS = Organisation Spéciale / Ειδική Οργάνωση (Αλγερία) OSE = Observatorio de la Sostenibilidad en España / Κρατική Συνδικαλιστική Ένωση Ισπανίας P-2 = Propaganda Due / Προπαγάνδα Δύο (Ιταλία) PCE = Partido Comunista de España / Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας PCF = Parti communiste français / Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας PCI = Partito Comunista Italiano / Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας PDL = Σλοβακικό Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς PDS = Partei des Demokratischen Sozialismus / Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (Γερμανία) PDS = Partito Democratico della Sinistra / Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (Ιταλία) PLA = Party of Labour of Albania (Partia e Punës e Shqipërisë – PPSh) / Κομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας POB = Parti Ouvrier Belge / Κόμμα Βέλγων Εργατών POUM = Partido Obrero de Unificación Marxista / Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενότητας (Ισπανία)
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·439
ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
PPR = Polska Partia Robotnicza / Εργατικό Κόμμα Πολωνίας PPS = Polska Partia Socjalistyczna / Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Ρωσία) PPSD = Polska Partia Socjalno-Demokratyczna Galicji / Πολωνικό Σοσιαλδημοκρα-
τικό Κόμμα της Γαλικίας PS = Parti socialiste / Σοσιαλιστικό Κόμμα (Γαλλία) PSDI = Partito Socialista Democratico Italiano / Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ιταλίας PSDR = Partidul Social Democrat Român / Κόμμα των Ρουμάνων Σοσιαλδημοκρατών PSI = Partito Socialista Italiano / Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας PSIUP = Partito Socialista Italiano di Unità Proletaria / Σοσιαλιστικό Κόμμα της Προλεταριακής Ενότητας Ιταλίας PSOE = Partido Socialista Obrero Español / Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας PSP = Partido Socialista Português / Σοσιαλιστικό Κόμμα Πορτογαλίας PSR = Partidul Socialist Român / Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ρουμανίας PSU Parti socialiste unifié / Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα (Γαλλία) PSUC = Partit Socialista Unificat de Catalunya / Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Καταλονίας PZPR = Polska Zjednoczona Partia Robotnicza / Κομμουνιστικό Κόμμα Πολωνίας RAF = Rote Armee Fraktion / Φράξια Κόκκινος Στρατός (Γερμανία) RC = Rifondazione comunista / Κομμουνιστική Επανίδρυση (Ιταλία) RCP = Romanian Communist Party (Partidul Comunist Român – PCR) / Κομμουνιστικό Κόμμα Ρουμανίας RSDRP = Russian Social-Democratic Labour Party / Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας RTS = Reclaim the Streets / Ανακτήστε τους Δρόμους SAP = Sveriges Socialdemokratiska Arbetareparti / Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Σουηδίας SDAP = Sociaal Democratische Arbeiders Partij / Σοσιαλδημοκρατική Ένωση Ολλανδίας SDF = Social Democratic Federation / Σοσιαλδημοκρατική Ομοσπονδία Βρετανίας SDF = Σοσιαλδημοκρατική Ένωση Δανίας SDI = Strategic Defense Initiative / Πρωτοβουλία Στρατηγικής Άμυνας (ΗΠΑ) SDKPiL = Socjaldemokracja Królestwa Polskiego i Litwy / Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας (Ρωσία) SDP = Social Democratic Party / Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (Μεγάλη Βρετανία) SDP = Suomen Sosialidemokraattinen Puolue / Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Φινλανδίας
439
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·440
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
SDPC = Social Democratic Party of Croatia (Socijaldemokratska Partija Hrvatske –
SPH) / Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Κροατίας SDPR = Social Democracy of the Republic of Poland (Socjaldemokracja Rzec-
zypospolitej Polskiej – SdRP) / Σοσιαλδημοκράτες της Πολωνικής Δημοκρατίας SDS = Sozialistische Deutsche Studentenbund / Σοσιαλιστές Φοιτητές Γερμανίας SDSS = Sociálnodemokratická strana Slovenska / Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Σλο-
440
βακίας SED = Sozialistische Einheitspartei Deutschland / Κομμουνιστικό Κόμμα Ανατολικής Γερμανίας SFIO = Section française de l’internationale ouvrière / Γαλλικό Τμήμα της Εργατικής Διεθνούς SNR = Slovenská národná rada / Εθνικό Συμβούλιο Σλοβακίας SPA = Socialist Party of Albania (Partia Socialiste e Shqipërisë – PSS) / Σοσιαλιστικό Κόμμα Αλβανίας SPD = Sozialdemokratische Partei Deutschlands / Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας SPÖ = Sozialdemokratische Partei Österreichs / Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Αυστρίας SPS = Sozialdemokratische Partei Schweiz / Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ελβετίας SR = Socialist Revolutionaries / Σοσιαλεπαναστάτες Ρωσίας SSDP = Serbian Social Democratic Party / Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Σερβίας SSP = Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Σλοβακίας TAZ = Tageszeitung (εφημερίδα του Δυτικού Βερολίνου) TGWU = Transport and General Workers’ Union / Γενικό Συνδικάτο Εργατών Μεταφορών (Μεγάλη Βρετανία) UDF = Union of Democratic Forces / Ένωση Δημοκρατικών Δυνάμεων (Βουλγαρία) UDI = Unione Donne Italiane / Ένωση Γυναικών Ιταλίας UGT = Unión General de Trabajadores / Γενική Ένωση Εργατών (Ισπανία) UJC-ml = Union des jeunesses communistes, marxistes-léninistes / Ένωση Κομμουνιστικών Νεολαιών, μαρξιστικών-λενινιστικών (Γαλλία) USDP = Ukrayins’ka Sotsial-Demokratychna Partiya / Ουκρανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (Ανατολική Γαλικία) USDRP = Ukrainian Social Democratic Workers’Party / Ουκρανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Εργατών (Ρωσία) USI = Unione Sindacale Italiana / Ιταλική Συνδικαλιστική Ένωση USPD = Unabhängige Sozialdemokratische Partei Deutschlands / Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (Γερμανία)
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·441
ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
WAVAW = Women Against Violence Against Women / Γυναίκες Κατά της Βίας Κατά
των Γυναικών (Καναδάς) WIRES = Women’s Information, Referral, and Enquiry Service / Υπηρεσία Ενημέρω-
σης, Αναφοράς και Έρευνας Γυναικών (Μεγάλη Βρετανία) WSPU = Women’s Social and Political Union / Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυ-
ναικών (Μεγάλη Βρετανία) WTB = Woytinsky-Tarnow-Baade / Βοϊτίνσκι-Τάρνοβ-Μπάαντε (Γερμανία) YCLs = Young Communist Leagues / Ενώσεις Νέων Κομμουνιστών ZAG = Zentralarbeitsgemeinschaft / Κεντρική Εργατική Συμφωνία
441
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·442
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·443
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
Η ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Ο «ΠΟΛΕΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ»
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·444
03-ELEY
08-03-2010
Σ
10:47
™ÂÏ›‰·445
ΤΙΣ 15 ΙΟΥΛΙΟΥ 1943, ο Γιάκομπ Γκενς (Jacob Gens), ο Εβραίος δικτάτορας του
γκέτο της Βίλνα, συναντήθηκε με τους ηγέτες της Οργάνωσης των Ενωμένων Παρτιζάνων (FPO), που ήταν το παράνομο αντιστασιακό κίνημα του γκέτο. Παρότι ο Γκενς είχε δεχτεί να συμμορφωθεί με τις σκληρές απαιτήσεις των ναζιστών, προκειμένου να προστατεύσει όσο καλύτερα μπορούσε το λαό του, είχε ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας με τους αντάρτες, κι αυτό για να εξυπηρετήσει το προσωπικό του συμφέρον. Η FPO είχε ιδρυθεί τον Ιανουάριο του 1942, όταν οι κομμουνιστικοί πυρήνες του γκέτο συμφώνησαν με τις διάφορες σιωνιστικές ομάδες να προετοιμάσουν από κοινού την ένοπλη αντίσταση. Η συμφωνία δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση: με το σχηματισμό του γκέτο, τον Σεπτέμβριο του 1941, η προηγούμενη πολιτική ηγεσία κατέρρευσε και οι προπολεμικές έχθρες δύσκολα μπορούσαν να ελεγχθούν. Οι πρωτοβουλίες προέρχονταν από τους νεότερους και ιδιαίτερα από τον Άμπα Κόβνερ (Abba Kovner), γενν. 1918), που ήταν ο κύριος εμπνευστής της FPO, παρότι επικεφαλής της τέθηκε ο παλιός και σεβάσμιος κομμουνιστής Ιτσάκ Βίτενμπεργκ (Itzhak Witenberg), εν μέρει λόγω των επαφών του με τις κομμουνιστικές οργανώσεις έξω από το γκέτο. Χωρίς να το γνωρίζουν οι ηγέτες της FPO, ο Γκενς είχε έναν ιδιαίτερο λόγο για να συγκαλέσει τη συνάντηση αυτή. Πριν από λίγες εβδομάδες, οι ναζιστές είχαν καταφέρει να διαλύσουν τον παράνομο κομμουνιστικό πυρήνα της πόλης, αποσπώντας κάποιες πληροφορίες για τις επαφές του με τον Βίτενμπεργκ, ο οποίος βρισκόταν μέσα στο γκέτο, χωρίς ωστόσο να υποπτεύονται το ρόλο του στη FPO ή ακόμη και την ύπαρξη μιας ένοπλης εβραϊκής οργάνωσης. Στις 8 Ιουλίου, οι Γερμανοί ζήτησαν από τον Γκενς να τους παραδώσει τον Βίτενμπεργκ, που στο μεταξύ είχε προλάβει να κρυφτεί. Μη μπορώντας να συγκρουστεί με τους Γερμανούς, ο Γκενς έπεισε με αυτό το τέχνασμα την ηγεσία της FPO να έρθει στην κατοικία του, όπου και συνελήφθη ο Βίτενμπεργκ. Μετά τη σύλληψη του τελευταίου, οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν. Μαθαίνοντας τι συνέβαινε, μια ομάδα της FPO έστησε ενέδρα στους Λιθουανούς αστυνομικούς που συνόδευαν τον Βίτενμπεργκ, οπότε εκείνος κατάφερε να ξεφύγει. Συναντήθηκε με τους υπόλοιπους ηγέτες της FPO και αποφάσισαν να αμυνθούν, ακόμη και ένοπλα,
445
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·446
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
446
αν κρινόταν αναγκαίο. Στις 3 το πρωί, ο Γκενς κάλεσε την αστυνομία του γκέτο και τους στάρκε (τους «δυνατούς», μπράβους του υποκόσμου που χρησιμοποιούσε για να εξαναγκάζει σε υποταγή τους κατοίκους του γκέτο), κατηγορώντας τον Βίτενμπεργκ και τους κομμουνιστές ότι έθεταν σε κίνδυνο όλο τον πληθυσμό. Αν δεν παραδινόταν ο Βίτενμπεργκ, υποστήριξε ο Γκενς, οι ναζί θα τους σκότωναν όλους. Οι στάρκε επιχείρησαν να επιτεθούν στο καταφύγιο της FPO, υποστηριζόμενοι από την αστυνομία και πλήθη λαού. Η θέση της FPO έγινε πολύ δύσκολη. Οι άνθρωποί του μπορούσαν να υπερασπιστούν τον Βίτενμπεργκ μόνο αν πυροβολούσαν εναντίον άλλων Εβραίων, προκαλώντας την εξέγερση του λαού. Ο Γκενς είχε καταφέρει να απομονώσει τον Βίτενμπεργκ από τη μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων του γκέτο (20.000 περίπου εκείνη την εποχή), οι οποίοι αισθάνονταν να κινδυνεύουν από τους δεσμούς του τελευταίου με τους κομμουνιστές έξω από το γκέτο. Οι ναζιστές μάλιστα εξέδωσαν το δικό τους τελεσίγραφο: Παραδώστε μας τον Βίτενμπεργκ ζωντανό αλλιώς θα εισβάλουμε στο γκέτο. Ο Γκενς έστειλε μια αντιπροσωπεία από προύχοντες του γκέτο για να διαπραγματευθεί απευθείας με τη FPO. Μετά από πολλές και δύσκολες συζητήσεις, η τελευταία αποφάσισε ότι έπρεπε να παραδοθεί ο Βίτενμπεργκ. Στην ίδια απόφαση είχαν καταλήξει νωρίτερα και οι κομμουνιστές. Μετά την αγωνιώδη αναζήτηση και άλλων δυνατών λύσεων, ο Βίτενμπεργκ συμφώνησε με την απόφαση της FPO. Αφού συναντήθηκε προσωπικά με τον Γκενς, έφτασε με φρουρά μέχρι την πύλη του γκέτο, όπου τον περίμεναν οι Γερμανοί. Ήταν απόγευμα της 16ης Ιουλίου. Τη νύχτα 1 αυτοκτόνησε με το υδροκυάνιο που του είχε δώσει ο Γκενς λίγες ώρες νωρίτερα. Η ζωή στη ναζιστική κατοχή το 1939-45 έφερνε τους πολίτες της Ευρώπης αντιμέτωπους με τρομακτικά δύσκολες αποφάσεις. Στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι συνθήκες ήταν ακόμη πιο κτηνώδεις και απάνθρωπες, ενώ σε ό,τι αφορούσε τους Εβραίους τα πράγματα έφταναν σε απίστευτες ακρότητες. Οι πολιτικές αποφάσεις ήταν ένα μείγμα ωμότητας και μεγαλείου – από τη μια πλευρά αφορούσαν τα πιο στοιχειώδη ζητήματα της καθημερινής επιβίωσης και από την άλλη ήταν φορτισμένες με τα πιο σύνθετα και υψηλά ηθικά νοήματα. Στο γκέτο της Βίλνα, όλοι οι δυνατοί τρόποι διαχείρισης της κατάστασης εκ μέρους του Εβραϊκού Συμβουλίου (Judenrat) –η υποταγή στις απαιτήσεις των Γερμανών με σκοπό την τροποποίησή τους, η επιλογή ορισμένων κατηγοριών Εβραίων για παράδοση και όχι κάποιων άλλων, η προσφορά βοήθειας στους φτωχούς αντί για την πλήρη κολεκτιβο² ποίηση των πόρων και τα λοιπά– είχαν τεράστιο ηθικό κόστος. Το πλέον χρήσιμο από τα προστατευτικά μέτρα που μπορούσε να πάρει η ηγεσία ενός τέτοιου γκέτο, όπως ήταν η χορήγηση αδειών εργασίας, σήμαινε ότι κάποιοι θα ωφελούνταν και
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·447
Η ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Ο «ΠΟΛΕΜΟΣ ΘΕΣΕΩΝ»
κάποιοι θα βλάπτονταν. Κανένας δεν μπορούσε να αποφύγει τα τρομερά αυτά διλήμματα. Η ηθική στάση και συμπεριφορά των ανθρώπων δοκιμαζόταν καθημερινά. Όπως ήξεραν καλά ο Κόβνερ, ο Βίτενμπεργκ και οι σύντροφοί τους, κάθε αντίσταση έβλαπτε μάλλον παρά ωφελούσε τους διπλανούς τους. Οι πιθανότητες επιτυχίας ήταν ελάχιστες, ενώ τα αντίποινα τρομακτικά. Το δίλημμα του Βίτενμπεργκ παρουσιαζόταν στην κατεχόμενη Ευρώπη. Για παράδειγμα, η Χάνα Λέβι-Χας (Hanna Levy-Hass), δασκάλα από το Μαυροβούνιο, ήταν ενεργό μέλος της κομμουνιστικής αντίστασης μόλις ξέσπασε ο πόλεμος. Όταν το φθινόπωρο του 1943 οι Γερμανοί κατέλαβαν την περιοχή, αντικαθιστώντας τους Ιταλούς πρώην συμμάχους τους, η Χάνα βρέθηκε στο Τσετίνιε μαζί με άλλους 30 Εβραίους. Ετοιμαζόταν να βγει στο βουνό, όταν έφτασε μια αντιπροσωπεία από τρεις Εβραίους. «Αντέχει η συνείδησή σου να βγεις στο βουνό και να θυσιάσεις 30 ομοεθνείς σου; Αν πας, πρέπει να ξέρεις ότι θα τουφεκιστούμε όλοι». Η Χάνα αποφάσισε να μείνει. Φυλακίστηκε μαζί με τους άλλους, εκτοπίστηκε το καλοκαίρι του 1944 στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, από όπου τελικά με δυσκολία κατάφερε να γλιτώσει. Η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη όχι μόνο έθεσε σε κίνδυνο τις δημοκρατικές κατακτήσεις των λαών της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου αλλά και τις ίδιες τις ανθρωπιστικές αξίες του πολιτισμού. Η νίκη επί του χιτλερισμού δεν προϋπέθετε μόνο μια διεθνή αντιφασιστική συμμαχία αλλά και τη σύμπηξη ενός ευρύτατου συνασπισμού για την υπεράσπιση και την ενίσχυση της δημοκρατίας στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, σύμβολο του οποίου έγινε η αντιφασιστική αντίσταση στη διάρκεια της περιόδου 1943-45. Όπως οι μαχητές του γκέτο της Βίλνα ενώθηκαν στη FPO, έτσι και οι κομμουνιστές, οι σοσιαλιστές, οι ριζοσπάστες κάθε απόχρωσης, οι φιλελεύθεροι και οι χριστιανοί σε κάθε σημείο της ευρωπαϊκής ηπείρου έβαλαν κατά μέρος τις αντιπαλότητές τους προκειμένου να υπηρετήσουν τον μεγάλο αυτό σκοπό. Αποτέλεσμα ήταν να αναπτυχθεί ένα τεράστιο δημοκρατικό κίνημα – ένας πιο γενναιόδωρος και λιγότερο σεκταριστικός κομμουνισμός, που εμπνεόταν περισσότερο από ιδέες «εθνικών δρόμων για το σοσιαλισμό» παρά από το ένα και μοναδικό σοβιετικό μοντέλο· ένας ριζοσπαστικοποιημένος εκ νέου σοσιαλισμός· ένας φιλελευθερισμός πιο συμφιλιωμένος με τις ανάγκες του δημοκρατικού καθεστώτος και μια χριστιανοδημοκρατία που βιαζόταν να απαλλαγεί από το συντηρητισμό του παρελθόντος, που είχε συνεργαστεί με το φασισμό. Οι πολιτικοί αυτοί σχηματισμοί εμπνέονταν από μια απτή αλλαγή στη στάση των ανθρώπων. Καθώς έβγαιναν από τον τρομακτικό εφιάλτη του πολέμου, οι πολίτες της Ευρώπης προσδοκούσαν έναν καλύτερο κόσμο. Υπήρχε μεγάλη κόπωση και, συνάμα, ανακούφιση για την επιστροφή στην ομαλή, προβλέψιμη και ασφαλή καθη-
447
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·448
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
μερινότητα. Ταυτόχρονα, όμως υπήρχε και μεγάλη χαρά, αισιοδοξία και πίστη στο μέλλον. Υπήρχε «ένα πνεύμα της Ευρώπης», όπως έλεγε ο τίτλος ενός ιδεαλιστικού 4 φυλλαδίου της εποχής. Αυτό αφορούσε τις στερήσεις και τα βάσανα των ανθρώπων σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Αυτά ήταν εν μέρει πολιτικά –ο Βίτενμπεργκ, για παράδειγμα, είχε δραστηριοποιηθεί στο συνδικαλιστικό κίνημα, επικεφαλής του Συνδικάτου των Βυρσοδεψών και είχε μεγάλη πείρα στο παράνομο κομμουνιστικό κίνημα· η συντρόφισσά του στην ηγεσία της FPO, η Σόνια Μαντέισκερ 5 (Sonia Madeysker, γενν. 1914), πέρασε οχτώ χρόνια στις πολωνικές φυλακές. Ωστόσο για τη μεγάλη πλειονότητα των Ευρωπαίων, τα κοινωνικά βάσανα της Μεγάλης Ύφεσης τους έδιναν την αίσθηση ότι δικαιούνταν κάτι καλύτερο. Την επαύριο της λήξης του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι πολιτικές κουλτούρες της Ευρώπης είχαν σημαδευτεί από δύο ισχυρές μνήμες, εκείνη των θυσιών για τους κοινούς αγώνες και εκείνη των ανισοτήτων που ήταν ολοφάνερα άδικες.
448
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·449
∫∂º∞§∞π√ 15
√ ∫∞¶πΔ∞§π™ª√™ ™Δ∞£∂ƒ√¶√π∂πΔ∞π: Δ√ ª∂§§√¡ ∞¡∞μ∞§§∂Δ∞π
Σ
Ε ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1871-1914, όταν η ειρήνη στην Ευρώπη κατέρ-
ρευσε λόγω κυρίως της βίας στις υπερπόντιες ευρωπαϊκές κτήσεις, το 1918-39 ήταν μια εποχή επανάστασης και αντεπανάστασης, εμφυλίου πολέμου, πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης και νέας κοινωνικής πόλωσης. Η κρατική τρομοκρατία και η διεθνής ένταση κορυφώθηκαν με τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τη γενοκτονία ολόκληρων λαών. Ωστόσο ανάμεσα σε όλα αυτά ξεχωρίζει ένα γεγονός: η περίοδος 1917-21 σημαδεύτηκε από την τελευταία γενική εξέγερση των ευρωπαϊκών λαών, μια αλυσιδωτή αντίδραση εξεγέρσεων στο κλασικό πρότυπο των οδοφραγμάτων του 19ου αιώνα, στη διάρκεια των οποίων τα παλιά καθεστώτα ανατράπηκαν και αντικαταστάθηκαν από νέα. Αργότερα σημειώθηκαν και άλλες εξεγέρσεις – τα Λαϊκά Μέτωπα στην Ισπανία και τη Γαλλία το 1936, η αντίσταση των βαλκανικών λαών στη γερμανοϊταλική κατοχή, η ουγγρική Εξέγερση του 1956, τα γεγονότα του Παρισινού Μάη το 1968, η Πορτογαλική Επανάσταση του 1974, οι επαναστάσεις των ανατολικών χωρών το 1989. Ωστόσο η μεθυστική εκείνη αίσθηση των λαϊκών κινημάτων και της γενικευμένης κοινωνιακής κρίσης, στη διάρκεια της οποίας παγιωμένες κοινωνικοοικονομικές και κρατικές δομές κατέρρεαν σαν τραπουλόχαρτα και ο ιστορικός ρους ήταν έτοιμος να αλλάξει πορεία ανά πάσα στιγμή, είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η αίσθηση του 1917 ότι όλα ήταν δυνατά, «η παρούσα 1 δυνατότητα της επανάστασης», όπως είχε πει ο Γκέοργκ Λούκατς, είχε χαθεί. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, το επαναστατικό όραμα άλλαξε. Πριν από το 1914, οι σοσιαλιστές σπάνια αναφέρονταν στο πώς θα καταλάβουν την εξουσία και ακόμη σπανιότερα στο πώς θα οικοδομήσουν το σοσιαλισμό. Ο Κάουτσκι και οι σύγχρονοί του στηρίζονταν στη σιδηρά λογική της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η κοινωνική πόλωση και η αναπόφευκτη κρίση του καπιταλισμού θα έδιναν την εξουσία στους αναμένοντες σοσιαλιστές, που υποτίθεται ότι θα είχαν με το μέρος τους τη μεγάλη πλειονότητα του λαού. Απορρίπτοντας τον «αυτόματο μαρξισμό» της Δεύτερης Διεθνούς, ο Λένιν και ο Τρότσκι πίστεψαν ότι η επανάσταση θα επεκτα-
449
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·450
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
θεί στη Δύση, επιτρέποντας στους κομμουνιστές να εκβιάσουν τις εξελίξεις και να μην τις υφίστανται παθητικά. Οι όροι, μάλιστα, και οι προϋποθέσεις για το σκοπό αυτό ήδη υπήρχαν: ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών στρωμάτων λόγω της εξαθλίωσής τους, διάσπαση των κυρίαρχων τάξεων, ανταρσίες στο στρατό. Οι λαϊκές εξεγέρσεις υπό την ηγεσία των επαναστατικών κομμάτων θα επέτρεπαν να καταληφθούν τα οχυρά του κράτους. Η ακτιβιστική αυτή αντίληψη για την επανάσταση ήταν ζωτικής σημασίας για την ίδια την επιβίωση του μπολσεβικισμού: από τη στιγμή που η επανάσταση θα επεκτεινόταν στη Δύση, το σοβιετικό καθεστώς θα επιβίωνε σε πείσμα της υπανάπτυκτης οικονομίας της Ρωσίας. Η επαναστατική αυτή στρατηγική άφησε έντονα τα ίχνη της στην Κομιντέρν, στον αριστερισμό ορισμένων κομμουνιστικών κομμάτων, στις ουτοπικές αντιλήψεις των απλών ανθρώπων και τις μικρές επαναστατικές σέκτες. Η οικονομική κρίση του 1929, η οποία αποτέλεσε εύφορο έδαφος για την καλλιέργεια ακραίων πολιτικών θέσεων, οδήγησε στην αναβίωση παρόμοιων αντιλήψεων. Η επαναστατική αυτή δραστηριοποίηση έλαβε υπεράνθρωπες διαστάσεις στη Ρωσία μετά το 1929, καθώς οι σοβιετικές αρχές προσπάθησαν να εκβιομηχανίσουν μαζικά τη χώρα εκ των άνω. Αλλά αυτό ήταν μάλλον η δράση του κράτους πάνω στην κοινωνία παρά μια προσπάθεια να καταληφθεί η κρατική εξουσία με βάση την κοινωνία. Σε άλλες χώρες, φαντάζονταν την επαναστατική μετάβαση με λιγότερο ακτιβιστική μορφή, ενώ περί τα μέσα του 1930 ο επαναστατικός βολονταρισμός είχε σαφέστατα υποχωρήσει.
Επιστρέφοντας στα νοήματα της επανάστασης
°ια μεγάλα τμήματα της Αριστεράς, ο στόχος δεν ήταν διόλου η «επανάσταση» αλ-
450
λά η μεταρρύθμιση του υπάρχοντος συστήματος, δηλαδή τόσο της καπιταλιστικής οικονομίας όσο και του κοινοβουλευτικού συστήματος, όπως αυτό είχε εμπεδωθεί μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Η ρεφορμιστική αυτή αντίληψη παρέμενε ριζοσπαστική, γιατί το να κάνει κανείς την κοινωνία πιο δίκαιη και ανθρώπινη απαιτούσε ρήξεις και συγκρούσεις. Τα είδη των μεταρρυθμίσεων, στα οποία προσέβλεπαν οι σοσιαλιστές ήταν συνήθως πέντε: ο καθαυτό εκδημοκρατισμός, μέσω κυρίως της κατάκτησης του καθολικού εκλογικού δικαιώματος και της επιβολής ενός άρτιου κοινοβουλευτικού συστήματος, αν και πολλές φορές υπήρχαν πολλές διακρίσεις σε βάρος των γυναικών· η εργατική προστατευτική νομοθεσία και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα που μετά το 1929 προσανατολίστηκαν στην καταπολέμηση της ανεργίας· η κοινωνική ασφάλιση, στην οποία περιλαμβάνονταν τα επιδόματα ανεργίας, η στήριξη των χαμηλών εισοδημάτων, η αύξηση των συντάξεων και η βελτίωση της ια-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·451
Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΕΙΤΑΙ: ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ
τροφαρμακευτικής περίθαλψης· η στεγαστική μεταρρύθμιση, κυρίως μέσω της δράσης της τοπικής αυτοδιοίκησης και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση για καλύτερη πρόσβαση στη γνώση και την εργασία. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές στηρίζονταν στρατηγικά στην αφθονία που γεννούσε η ώριμη πλέον καπιταλιστική οικονομία, ενώ από κοινωνική άποψη συνέκλιναν στην αναπτυσσόμενη ολοένα και περισσότερο ιδέα του κράτους πρόνοιας. Αυτού του είδους οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να είναι προδρομικές ενός διαφορετικού κοινωνικοοικονομικού καθεστώτος. Στην Αυστρία, η Επιτροπή Κοινωνικοποίησης, που συστήθηκε τον Απρίλιο του 1919, θεωρήθηκε ως ένα ισχυρό πλαίσιο για τη σταδιακή αναδόμηση της εθνικής οικονομίας, θέτοντας τις κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις υπό την κοινή εποπτεία της εργασίας, του κεφαλαίου, των καταναλωτών και του κράτους. Σε αυτό θα συνέβαλαν και τα εργατικά συμβούλια, που θα θεμελίωναν τη δημοκρατία στο λαό. Ωστόσο το σχέδιο αυτό σκόνταψε στο κοινοβούλιο, ενώ η κατάρρευση του συνασπισμού τον Ιούνιο του 1920 έβαλε τέλος στην κυβερνητική περιπέτεια του SPÖ. Σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το πραγματικά ριζοσπαστικό αυτό κόμμα παγιδεύτηκε στο δίλημμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού: το 1918-19 είχε απορρίψει με αποφασιστικότητα την άσκηση βίας, μια πολιτική επιλογή που τέθηκε με οξύτητα από την ύπαρξη του βραχύβιου Ουγγρικού Σοβιέτ, όταν η νίκη σε έναν ενδεχόμενο εμφύλιο πόλεμο εξακολουθούσε να είναι πολύ πιθανή· έχοντας όμως απορρίψει την ιδέα της εξέγερσης και έχοντας εγκαταλείψει τους Ούγγρους στη μοίρα τους, το SPÖ υποχρεώθηκε να στραφεί εναντίον των κομμουνιστών. Η εξασφάλιση μάλιστα της συγκατάθεσης των άλλων πολιτικών δυνάμεων στις πρώτες μεταρρυθμίσεις της δημοκρατίας δεν μπορούσε να αντισταθμίσει τη ζημιά που είχε προκληθεί από τη στρατηγική αντιπαράθεσης, την οποία ακολουθούσε στο χώρο της Αριστεράς. Μετά το 1920, η απόφαση αυτή –υπέρ της δημοκρατίας και εναντίον της δικτατορίας, σύμφωνα με το λεξιλόγιο της εποχής– έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την επιστροφή του SPÖ στα έδρανα της αντιπολίτευσης. Τότε, το κόμμα κατέφυγε στο αισιόδοξο σενάριο της αυξανόμενης εκλογικής δύναμή του, στο πλαίσιο του οποίου ο μόνος αποδεκτός δρόμος ήταν η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Οι μεταρρυθμίσεις στη Βιένη προσέλαβαν παιδαγωγικό χαρακτήρα, αφού μάλλον προετοίμαζαν τα λαϊκά στρώματα για το μέλλον παρά διεκδικούσαν ευθέως την εξουσία. Ωστόσο, όσο δημιουργική και να ήταν η αναδιανεμητική δημοσιονομική πολιτική της Κόκκινης Βιένης, σε τελευταία ανάλυση εξαρτιόταν από την ευημερία 2 του καπιταλισμού. Αυτό ακριβώς ήταν το κατεξοχήν πρόβλημα των ρεφορμιστών. Ως ένα πολύπλοκο σύστημα υποκουλτούρας, που οργάνωνε δίκτυα αλληλεγγύης
451
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·452
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
452
της κοινότητας καθώς επίσης και τη ζωή των εργατών με όλους εκείνους τους τρόπους που επαγγελλόταν η Κόκκινη Βιένη, το εργατικό κίνημα ασκούσε τεράστια κοινωνική εξουσία. Ωστόσο το στοιχείο που θα ένωνε τον υποτελή αυτό κολεκτιβισμό με μια αυθεντικά πολιτική καθοδήγηση ολόκληρης της κοινωνίας –αυτό που ο Γκράμσι αποκαλούσε ηγεμονία– δεν είχε βρεθεί ακόμη. Η μετάφραση σε κρατική εξουσία της επιρροής που ασκούσε το εργατικό κίνημα ως κουλτούρα, μέσω μιας 3 επαναστατικής στρατηγικής, ήταν το καίριο πρόβλημα. Η γερμανική περίπτωση παρείχε κάποιες σχετικές ενδείξεις. Στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, οι προσδοκίες του SPD έμεναν αγκιστρωμένες στη μαρξιστική πολιτική οικονομία, σύμφωνα με την οποία η οικονομική βάση καθορίζει την πολιτική επιτυχία των κομμάτων –οι κυκλικές κρίσεις του καπιταλισμού, η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, η κρίση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Τη δεκαετία του 1920, ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ προσδιόρισε ένα νέο στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τον «οργανωμένο καπιταλισμό», στο πλαίσιο του οποίου η αυξανόμενη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και του ελέγχου στους δυναμικούς τομείς της οικονομίας, καθώς επίσης και η αυξανόμενη ευθύνη του κράτους στη διαχείριση της εθνικής οικονομίας, έδιναν στις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις μεγάλες δυνατότητες παρέμβασης. Το διεθνές εμπόριο και η ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων στις παγκόσμιες οικονομικές αγορές ενίσχυε το ρόλο των κυβερνήσεων στην εθνική οικονομία, όπως έκαναν και ο βιομηχανικός εξορθολογισμός και ο κορπορατισμός, που διασφάλιζαν τη συνεργασία των εργατών. Πράγματι, καθώς ο καπιταλισμός αυτοοργανωνόταν όλο και περισσότερο και οι κυβερνήσεις έπρεπε να διακρίνονται από μεγαλύτερη ικανότητα συντονισμού της οικονομίας, ο δημόσιος έλεγχός της για το κοινό καλό γινόταν ευκολότερος. Το διεθνές εμπόριο, οι τιμές, η τεχνολογία, οι προγραμματισμένες επενδύσεις, η αγορά εργασίας, η οργάνωση των χώρων δουλειάς, η προαγωγή των κοινωνικά αναγκαίων δεξιοτήτων μέσω της εκπαίδευσης ρυθμίζονταν σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό πολιτικά. Καθώς λοιπόν οι κυβερνήσεις είχαν απορροφηθεί από την προσπάθεια να διαχειριστούν την οικονο4 μία, οι ευκαιρίες να τη θέσουν υπό δημοκρατικό έλεγχο επίσης αυξάνονταν. Μεταξύ του Συνεδρίου του SPD στο Μπρεσλάου το 1925 και εκείνου στο Αμβούργο το 1928, ο Φριτς Ναφτάλι (Fritz Naphtali) και μια ομάδα οικονομολόγων παρουσίασαν αυτό το πρόγραμμα στο έργο Η οικονομική δημοκρατία: ο χαρα5 κτήρας, τα μέσα και οι σκοποί της. Το βιβλίο αυτό έθεσε τέσσερις προτεραιότητες παρέμβασης –την εθνικοποίηση των «βουνοκορφών της οικονομίας», τη δημιουργία κεντρικών συνεργατικών θεσμών, τη βιομηχανική δημοκρατία και την εθνική πολιτική μισθών. Οι γενικοί αυτοί στόχοι εξειδικεύτηκαν εντυπωσιακά, δημιουρ-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·453
Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΕΙΤΑΙ: ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ
γώντας ένα φιλόδοξο κατάλογο με πολύ πρακτικά μέτρα. Επρόκειτο για μια στρατηγική αλλαγής του καπιταλιστικού συστήματος εκ των ένδον, που επέκτεινε σταδιακά τον δημόσιο έλεγχο, έως ότου η ιδιωτική περιουσία θα εθνικοποιούνταν πλήρως από μια κυβέρνηση που θα στηριζόταν στη συντριπτική πλειονότητα του λαού, στους μη καπιταλιστές. Ιδέες, όπως η οικονομική δημοκρατία, επηρέασαν βαθιά τους αριστερούς σοσιαλιστικούς κύκλους στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ως μια μορφή εναλλακτικής επαναστατικής πολιτικής έναντι του λενινισμού των κομμουνιστικών κομμάτων. Αν το ανθρώπινο και δημοκρατικό κόστος της εγκατάλειψης του κοινοβουλίου χάριν της δικτατορίας του προλεταριάτου φαινόταν να είναι πολύ μεγάλο, οι σοσιαλιστές ανησυχούσαν επίσης για το ότι η τήρηση των κοινοβουλευτικών κανόνων ενείχε τον κίνδυνο εξουδετέρωσης του δικού τους προτάγματος. Ο ρεφορμισμός θα διαιώνιζε το καπιταλιστικό σύστημα με τον προσεταιρισμό της εργατικής τάξης είτε θα έκανε τους καπιταλιστές να αποσύρουν τη συνεργασία τους, για να αποφύγουν τα αναδιανεμητικά και ρυθμιστικά βάρη. Ήταν λοιπόν απαραίτητο να βρεθεί μια στρατηγική που θα υπερέβαινε τις δεδομένες δομές του καπιταλισμού, μέσα από την κατάκτηση των διαφόρων ομάδων της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος, τη διεύρυνση του δημοκρατικού ελέγχου και το μετριασμό των άμεσων φόβων των καπιταλιστών. Και όλα αυτά στο πλαίσιο μιας διαδικασίας οργανικής μετάβασης στο σοσιαλισμό. Ως προς αυτό, η μη κομμουνιστική μεσοπολεμική Αριστερά είχε δύο απόψεις. Η πρώτη δεχόταν ότι ο «ρεφορμισμός μπορεί να έχει επαναστατικές συνέπειες, πράγμα που σημαίνει ότι, αν σχεδιαστούν στο πλαίσιο μιας ορθής πολιτικής, οι μεταρρυθμίσεις, που φαινομενικά ενισχύουν την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, θα μπορούσαν συγχρόνως να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις αλλαγής της». Η δεύτερη ήταν η «καουτσκική» με την προπολεμική έννοια του όρου: η «σοσιαλιστική» λογική στην καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής –μέσω της κρατικής παρέμβασης και του σχεδιασμού, των δημοσίων επενδύσεων και ρυθμίσεων, των επιλεκτικών εθνικοποιήσεων και της αυξάνουσας μονοπωλιακής οργάνωσης– θα απαιτούσε τελικά και την τυπική κοινωνικοποίηση της οικονομίας προκειμένου να εξορθολογιστούν οι ήδη συσσωρευμένες αλλαγές. Στο μεταξύ, «αφού ο χρόνος δεν έχει ωριμάσει για την επιβολή του σοσιαλισμού, ο ρόλος των σοσιαλιστών είναι να προωθούν ενεργά την ωρίμανση του καπιταλισμού σε μία κατεύθυνση ευνοϊκή για την επίτευ6 ξη των στόχων τους». Το μέλλον του σοσιαλισμού θα αναπτυσσόταν μέσα στην ίδια τη μήτρα του καπιταλιστικού σήμερα. Αυτή η εμπιστοσύνη στο μέλλον του καπιταλισμού καταποντίστηκε στο κραχ του 1929. Με τα δημόσια οικονομικά υπό κατάρρευση, το SPD αναγκάστηκε να δε-
453
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·454
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
χτεί την περικοπή των δημοσίων δαπανών και των μισθών, θεωρώντας την κερδοφορία ως το μόνο μέσο για τη μελλοντική αναζωογόνηση της παραγωγής, της κατανάλωσης και της απασχόλησης. Εναλλακτικές προτάσεις από τα συνδικάτα, όπως το πρόγραμμα Βοϊτίνσκι-Τάρνοβ-Μπάαντε (WTB), για την αναθέρμανση της οικονομίας μέσω των δημοσίων έργων το 1931-32, απορρίφθηκαν από τον Χίλφερντινγκ, τον Ναφτάλι και τους άλλους θεωρητικούς του SPD ως θεραπευτικά μέτρα που μάλλον αποκαθιστούσαν τη σταθερότητα του συστήματος παρά επιτάχυναν την πτώση του καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, το πρόγραμμα WTB περιλάμβανε λεπτομερείς «Οδηγίες για την αναδιάρθρωση της οικονομίας» (Ιούλιος 1932), προτείνοντας μια σειρά βαθμιαίων μέτρων για ένα σοσιαλιστικό σχεδιασμό ανάλογο 7 της οικονομικής δημοκρατίας του Ναφτάλι. Ωστόσο οι ηγέτες του SPD φοβήθηκαν στην αδιάλλακτη πολιτική που θα ήταν απαραίτητη για την υλοποίηση αυτού του προγράμματος. Εκχώρησαν την οικονομική πρωτοβουλία στους επιχειρηματίες και τους κυβερνητικούς συμμάχους τους. Με τον τρόπο αυτό, το εργατικό κίνημα τα έχασε όλα. Έχοντας απολέσει όχι μόνο την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος αλλά και όλους τους αξιόπιστους συμμάχους του μετά το 1930, το SPD αποκλείστηκε από την εξουσία, ενώ συνέχιζε να στηρίζει μια εχθρική συντηρητική κυβέρνηση από φόβο μήπως αλλιώς ερχόταν κάτι ακόμη χειρότερο. Η αμυντική στάση του επέτρεπε στους επιχειρηματίες να το κατηγορούν για την κρίση κερδοφορίας των επιχειρήσεων, ενώ το ηθικό των απλών μελών του έπεφτε αργά αλλά σταθερά.
Η «συνταγματοποίηση» της σοσιαλδημοκρατίας
454
∏ αδυναμία των δομικών μεταρρυθμίσεων να ανατρέψουν τις εμπεδωμένες αντιλήψεις της σοσιαλδημοκρατίας για το αναπόφευκτο του σοσιαλισμού προκαλεί έκπληξη. Για τους θεματοφύλακες της οικονομικής ορθοδοξίας, όπως ο Χίλφερντινγκ, περίφημος θεωρητικός και δύο φορές υπουργός Οικονομικών, οι πρωτοκεϊνσιανές προτάσεις ήταν μπαλώματα που δεν επηρέαζαν ουσιαστικά τις θεμελιώδεις διαδικασίες του καπιταλισμού και δεν μπορούσαν να αποτρέψουν την τελική του κατάρρευση. Παρομοίως, παλιότεροι ηγέτες, όπως ο Κάουτσκι, δεν έπαυαν να διακηρύσσουν την πίστη τους ότι αναπόδραστα και δημοκρατικά θα κληρονομούσε το καπιταλισμό η εργατική τάξη. Ωστόσο, αντιμέτωποι με τα επείγοντα πρακτικά προβλήματα, που είχαν δημιουργήσει η εκτεταμένη οικονομική κρίση, η κοινωνική δυστυχία και ο πολιτικός εξτρεμισμός της Δεξιάς, οι σοσιαλιστές ηγέτες δεν έβλεπαν εναλλακτική λύση πέραν του κοινοβουλευτισμού, πράγμα που τους υποχρέωνε να παλεύουν για τη συγκρότηση συμμαχιών από θεσμικά δυσμενέστερη θέση ενώ
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·455
Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΕΙΤΑΙ: ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ
ταυτόχρονα τους απέκλειε και από την κυβέρνηση. Στο μεταξύ, άλλα τμήματα του κινήματος, στα συνδικάτα και την κομματική πολιτοφυλακή, συνέχιζαν να μιλούν για την επικείμενη επανάσταση, πράγμα που προκαλούσε φόβο στους αντιπάλους τους, χωρίς να προσπαθήσουν όμως ποτέ να υλοποιήσουν τις διακηρύξεις τους. Ενώ η δημοκρατία καταλυόταν –με την παύση της κυβέρνησης του SPD στην Πρωσία τον Ιούλιο του 1932 και την κατάκτηση της εξουσίας από τους ναζιστές τον Ια8 νουάριο έως τον Μάρτιο του 1933–, οι εργαζόμενοι δεν κλήθηκαν ποτέ στα όπλα. Η άλλη μεγάλη περίπτωση δομικής μεταρρύθμισης στη διάρκεια του Μεσοπολέμου ήταν το Σχέδιο Εργασίας που υιοθετήθηκε τον Δεκέμβριο του 1933 από τους Βέλγους σοσιαλιστές, γνωστό ως Σχέδιο ντε Μαν, από το όνομα του ετερόδοξου σοσιαλιστή στοχαστή που το συνέταξε Χέντρικ ντε Μαν (Hendrik de Man). Όπως και η οικονομική δημοκρατία, το σχέδιο αυτό ήρθε σε ρήξη με το πραγμοποιημένο δίπολο «επανάσταση»/«μεταρρύθμιση» που αντιπαρέθετε την ανάγκη διασφάλισης των άμεσων συμφερόντων των εργαζομένων στην επαγγελία κάποιων μελλοντικών στόχων, συναρτημένων με το τέλος του καπιταλισμού. Αντίθετα, το σχέδιο πρότεινε μια ομαλή μετάβαση, στο πλαίσιο της οποίας επιδέξια υλοποιημένες μεταρρυθμίσεις ανέτρεπαν σταδιακά την κοινωνικοοικονομική ισορροπία υπέρ του σοσιαλισμού. Την περίοδο 1933-35, το Σχέδιο ντε Μαν επηρέασε σημαντικά τη φαντασία του κοινού του Βελγίου, ενώ είχε και σημαντικές διεθνείς επιπτώσεις.9 Η προπαγανδιστική εκστρατεία του Κόμματος Βέλγων Εργατών (POB) για το Σχέδιο ήταν εξαιρετικά δημιουργική. Ο τύπος, το ραδιόφωνο, το θέατρο, το καμπαρέ, τα τραγούδια, οι χορωδίες, ο κινηματογράφος, τα μαθήματα, η διοργάνωση μαζικών συγκεντρώσεων και πολλές ομάδες ποδηλατών χρησιμοποιήθηκαν για να προπαγανδιστεί στην επαρχία. Πέρα από τον ίδιο το σχεδιασμό, η όλη στρατηγική συνέδεε τις ανάγκες της οικονομικής ανάκαμψης με ένα πολύ συγκεκριμένο σοσιαλιστικό μοντέλο. Ο ντε Μαν υποστήριζε ένα δυναμικό μοντέλο μεικτής οικονομίας, στο πλαίσιο του οποίου ο κεντρικός έλεγχος των στρατηγικών βιομηχανιών και η γενικευμένη ρύθμιση συνδυάζονταν με την υποστήριξη μικρών επιχειρηματικών μονάδων προκειμένου να ξεκινήσει η μετάβαση στο σοσιαλισμό. Από κοινού με την άμεση εθνικοποίηση των μεγάλων μονοπωλίων θα υλοποιούνταν ένα περιεκτικό εθνικό πρόγραμμα για κάθε τομέα της δημοσιονομικής, της εμπορικής και της κοινωνικής πολιτικής, που θα συμπεριλάμβανε τις επενδύσεις, το εμπόριο, την αγορά εργασίας, την εκπαίδευση, τις εργασιακές σχέσεις και την κοινωνική ασφάλιση, θέτοντας την οικονομία υπό δημοκρατικό έλεγχο. Η προστασία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και η ενίσχυση στις μικρές επιχειρήσεις, που είλκυαν τη μεσαία τάξη, θα απέτρεπαν τον κίνδυνο να δημιουργηθεί μια πανίσχυρη κρατική γραφειοκρατία. Στις πραγματικά
455
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·456
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
456
κρίσιμες αυτές συνθήκες που το ηθικό των απλών ανθρώπων είχε καταρρεύσει λόγω των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης και των πολιτικών αποτυχιών, που γίνονταν όλο και πιο τρομακτικές –από την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία μέχρι την ήττα της εξέγερσης των εργατών τον Φεβρουάριο του 1934 στην Αυστρία–, το Σχέδιο Εργασίας συνιστούσε μια πολύ καλά οργανωμένη αντεπίθεση της Αριστεράς. Ενίσχυσε την ενότητά της και ταυτόχρονα έκανε έκκληση στα «μη προλεταριακά στρώματα» της κοινωνίας να προσφέρουν τη βοήθειά τους. Η ανάκτηση της πολιτικής πρωτοβουλίας από την Αριστερά έδωσε νέα ώθηση στο κίνημα. Ωστόσο οι μεγάλες ελπίδες, που γέννησε το Σχέδιο, διαψεύστηκαν. Στις αρχές του 1935, καθώς η συντηρητική κυβέρνηση του Ζορζ Τενίς (Georges Teunis) αποφάσισε να περικόψει ακόμη περισσότερο τις κοινωνικές δαπάνες, ο ντε Μαν και το POB βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα διλήμματα στρατηγικής που τόσο το SPD όσο και το SPÖ είχαν αποφύγει –να ριψοκινδυνεύσουν το μέλλον του κινήματος σε μια ευθεία σύγκρουση με την κυβέρνηση ή να συμβιβαστούν, ακολουθώντας μια αμυντική και ελάχιστα διεκδικητική πολιτική; Μια έκτακτη κοινή συνδιάσκεψη του POB και των συνδικάτων απέρριψε με συλλογικές ψήφους 581.412 έναντι 481.112 την πρόταση να κηρυχτεί γενική απεργία. Ση συνέχεια, η κυβέρνηση Τενίς παραιτήθηκε. Οι σοσιαλιστές και οι χριστιανοδημοκράτες συμφώνησαν να στηρίξουν μια κυβέρνηση συνασπισμού, στην οποία ο ντε Μαν εκπροσώπησε το POB. Για το σκοπό αυτό συγκλήθηκε στις 30-31 Μαρτίου άλλο ένα συνέδριο, το οποίο με 519.672 ψήφους έναντι 41.902 αποφάσισε να στηρίξει την κυβέρνηση. Ο ντε Μαν είχε τρομάξει από τη σοβούσα κοινωνική κρίση. Έχοντας να επιλέξει ανάμεσα στην ανοιχτή εξέγερση και την αναπόφευκτη αιματοχυσία από τη μια, και στη συγκρότηση ενός 10 μετριοπαθούς συνασπισμού από την άλλη, διάλεξε τον δεύτερο. Η βελγική αυτή εμπειρία ήταν εξαιρετικά διδακτική –η μετεωρική άνοδος και πτώση του «ριζοσπαστικού σχεδιασμού» ως μια κατεξοχήν σοσιαλιστική απάντηση στη Μεγάλη Κρίση του 1929, στηριγμένη στο σχεδιασμό και το διευθυντισμό αναπτέρωσε τις ελπίδες της εργατικής τάξης, ενώ έγινε αποδεκτή και από άλλα κοινωνικά στρώματα. Αυτή η καινοτόμα στρατηγική, που αποσκοπούσε στην παράκαμψη της επανάστασης, όπως την εννοούσαν οι μπολσεβίκοι, το Σχέδιο ντε Μαν απέδειξε ωστόσο το αναπόδραστο μιας οριστικής αναμέτρησης. Αν οι σοσιαλιστές μιλούσαν σοβαρά όταν έλεγαν ότι θέλουν να μεταμορφώσουν τον καπιταλισμό, το Σχέδιο απέδειξε ότι η σύγκρουση –η πραγματοποίηση γενικής απεργίας και οι μαζικές διαδηλώσεις του λαού με σκοπό να έρθει η Αριστερά στην εξουσία– δεν μπορούσε να αποφευχθεί. Η ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής ατζέντας σήμαινε εξωκοινοβουλευτική δράση με τρόπους επικίνδυνα παραβατικούς τανύζοντας το κανονιστικό
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·457
Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΕΙΤΑΙ: ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ
πλαίσιο της τρέχουσας πολιτικής ζωής, φοβίζοντας τις κυρίαρχες τάξεις και προβάλλοντας εκ νέου το φάσμα του μπολσεβικισμού. Εκεί όπου η ριζοσπαστική Δεξιά είχε αρχίσει ήδη να κινητοποιεί τις εξωκοινοβουλευτικές της δυνάμεις ενάντια τόσο στα φιλελεύθερα αστικά κράτη όσο και στη λαϊκή δημοκρατία της Αριστεράς, η λογική της οριστικής αναμέτρησης τέθηκε με ακόμη πιο δραματικό τρόπο. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν σχέδια σαν τον ριζοσπαστικό σχεδιασμό του ντε Μαν ήταν να μεταθέσουν τη σύγκρουση, την άμεση δράση και την εξέγερση και όχι να τις παραγκωνίσουν. Στις κρίσιμες στιγμές ωστόσο, οι σοσιαλδημοκράτες –ακόμη και οι κομμουνιστές πλην σπανίων περιπτώσεων– δεν επέλεξαν την οδό της εξέγερσης. Είτε επρόκειτο για τον Αύγουστο του 1914, τα ταραχώδη γεγονότα της περιόδου 1917-18 και την κρίση της δημοκρατίας στην Κεντρική Ευρώπη στις αρχές του 1930 είτε για το γαλλικό Λαϊκό Μέτωπο του 1936, πολλοί ήταν οι λόγοι που εμπόδιζαν τους σοσιαλιστές να εγκαταλείψουν τη νομιμότητα και να αμφισβητήσουν την κρατική εξουσία –ο σεβασμός στο νόμο, ο φόβος της αιματοχυσίας, η αγωνία για μια ενδεχόμενη αποτυχία, η εγγενής εμμονή στον κοινοβουλευτισμό και τις εκλογικές διαδικασίες, και η πατριωτική αντίληψη για το εθνικό συμφέρον. Μη έχοντας την απόλυτη πλειοψηφία, η Αριστερά είχε δύο εντελώς σαφείς επιλογές: ή να ακολουθήσει μια συγκρουσιακή πολιτική που θα ήταν αναγκαστικά βίαιη ή να προκρίνει τη συγκρότηση συμμαχιών, μετριάζοντας τις απαιτήσεις της και υποστηρίζοντας μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις. Μπροστά σε αυτό το δίλημμα, ο ριζοσπαστικός σχεδιασμός των Βέλγων επιχείρησε να προτείνει έναν τρίτο δρόμο. Συνδυάζοντας το μαξιμαλισμό με τη νομιμότητα, επέμενε στην πραγματοποίηση όλων των αιτημάτων («Το Σχέδιο, όλο το Σχέδιο και τίποτε άλλο εκτός από αυτό»), ενώ ταυτόχρονα επιδίωκε να εξασφαλίσει τη στήριξη του λαϊκού κινήματος και να προσελκύσει τα μεσαία στρώματα αντί να διαπραγματευτεί με τα κόμματα που τα εκπροσωπούσαν. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση όμως, οι σοσιαλιστές ηγέτες έκαναν πίσω. Η αντίθεση του POB στη γενική απεργία το 1935 είχε πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την ανάλογη απόφαση του ιταλικού κινήματος το 1920. Αποφεύγοντας να ριψοκινδυνεύσει μια μετωπική σύγκρουση, οι σοσιαλιστές επανήλθαν σε μια κατάσταση πολιτικής απομόνωσης, παρακολουθώντας την εξουσία από τη θέση της αντιπολίτευσης ή, στην καλύτερη περίπτωση, συμμετέχοντας σε συνασπισμούς με ομολογημένα περιορισμένους στόχους. Στο μεταξύ, ο φασισμός συνέχιζε να προελαύνει. Η μακροπρόθεσμη συνέπεια των διευθετήσεων, οι οποίες προέκυψαν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, και το εποικοδομητικό επίτευγμα των διορατικών εκείνων πολιτικών της συντηρητικής παράταξης, οι οποίοι αντιστάθηκαν στις εξεγέρσεις της
457
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·458
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
εργατικής τάξης το 1917-23, ήταν η οριστική «συνταγματοποίηση» των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και των συνδικαλιστικών τους ενώσεων, των τμημάτων δηλαδή του εργατικού κινήματος, που αποφάσισαν να μη συμμετάσχουν στην Τρίτη Διεθνή το 1920-21. Η Βρετανία αποτελεί τυπικό παράδειγμα όλων αυτών των εξελίξεων: «Έκτοτε η εργατική τάξη ποτέ δεν έδωσε την αίσθηση ότι ήταν μια κοινωνική δύναμη ικανή να αναλάβει την ηγεσία της κοινωνίας ή να αναδιαρθρώσει το κρά11 τος». Γι’ αυτό και το Εργατικό Κόμμα στο εξής απέρριπτε πάντοτε την εξωκοινοβουλευτική και άμεση δράση των λαϊκών στρωμάτων και εκλιπαρούσε τη νομιμότητα και την επίσημη αναγνώριση, μη θέλοντας τίποτε περισσότερο από το να εφαρμόσει τη μετριοπαθή πολιτική του ως ένα υπεύθυνο κοινοβουλευτικό κόμμα που σέβεται το σύνταγμα. Η ευπρέπεια και η επισημότητα έγιναν ο κανόνας. Έχοντας απορρίψει το μπολσεβίκικο μοντέλο της προλεταριακής δημοκρατίας της πρωτοπορίας ως αυταρχικό και αντιπαραγωγικό, ως ασφαλή συνταγή καταστροφικής βίας και απομονωτικής δικτατορίας, οι σοσιαλδημοκράτες προσκολλήθηκαν αυστηρά στους κοινοβουλευτικούς κανόνες, παγιδευμένοι σε μια διαδικαστική αντίληψη για τη δημοκρατία και δειλιάζοντας μπροστά στην αποφασιστική μάχη. Η προσκόλληση αυτή του σοσιαλδημοκρατικού φαντασιακού στην κοινοβουλευτική νομιμότητα υπήρξε το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου που ξεκινά μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Κορπορατισμός και κοινοβουλευτισμός
√ι προσπάθειες πολιτικής σταθεροποίησης στις αρχές της δεκαετίας του 1920 έφε-
458
ραν την Αριστερά αντιμέτωπη με πολλές εθνικιστικές συμμαχίες που υποστήριζαν αυταρχικές, φασιστικές αλλά και κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις. Τα φαινόμενα αυτά παρατηρούνται κυρίως στην οικονομικά καθυστερημένη Ανατολική και Νότια Ευρώπη, όπου κυριαρχούσε ένας συγκεκριμένος τύπος αγροτικής οικονομίας –ένα μείγμα ανεπαρκώς οργανωμένων μεγάλων κτημάτων και φτωχών οικογενειακών καλλιεργειών, δημογραφικά υπερφορτωμένων, που δεν διέθεταν κεφάλαια και υψηλή τεχνολογία και ως εκ τούτου ήταν επιχειρήσεις έντασης εργασίας– και μια ιδιαίτερη κοινωνική δομή. Οι κοινωνίες αυτές διέθεταν εξειδικευμένους βιομηχανικούς τομείς, που ήταν συνήθως συγκεντρωμένοι γύρω από τις πρωτεύουσες, λίγα ορυχεία, κάποια εργοστάσια μεταποίησης αγροτικών προϊόντων και ορισμένα μεγάλα λιμάνια. Εντούτοις οι βιομηχανικοί αυτοί θύλακοι επισκιάζονταν από τον τεράστιο αγροτικό τομέα και τα αυταρχικά πολιτικά συστήματα. Τα μεσαία αστικά στρώματα ήταν μονίμως διχασμένα ανάμεσα στις επιχειρήσεις και στους τομείς τους εξαρτημένους από το
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·459
Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΕΙΤΑΙ: ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ
κράτος. Ο χρόνιος φατριασμός των μεσαίων στρωμάτων στις πόλεις επιδεινωνόταν από τις εθνικές και θρησκευτικές διαιρέσεις που δεν έπαψαν ποτέ να σοβούν. Η σύναψη πολυταξικών πολιτικών συμμαχιών ήταν μια ιδιαίτερα πολύπλοκη διαδικασία, ενώ η οικοδόμηση κοινωνικής συναίνεσης ένα εξαιρετικά εύθραυστο εγχείρημα. Εξού και οι συχνές υποτροπές προς τον πολιτικό αυταρχισμό, είτε ως απάντηση στις μεταπολεμικές δημοκρατικές επαναστάσεις είτε ως σταδιακός περιορισμός της δημοκρατικής ζωής με την απαγόρευση της λειτουργίας ορισμένων κομμάτων, τον περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος και την περιστολή των πολιτικών ελευθεριών. Όταν πλέον εκδηλώνονταν τα πραξικοπήματα –στην Πολωνία και τη Λιθουανία το 1926, στη Γιουγκοσλαβία το 1929, στη Βουλγαρία, στην Εσθονία και τη Λε12 τονία το 1934, στην Ελλάδα το 1936– η δημοκρατία είχε υπονομευτεί ήδη. Το κυρίαρχο μοντέλο της Αριστεράς στη Νότια και την Ανατολική Ευρώπη είχε τρία χαρακτηριστικά. Πρώτον, τα κομμουνιστικά κόμματα, ως πολιτική έκφραση εκείνου του τμήματος της εργατικής τάξης που υποστήριζε την επαναστατική ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος, των διανοουμένων που διαφωνούσαν με τις κυρίαρχες αντιλήψεις, και των επαγγελματικών στελεχών που είχαν εκπαιδευτεί στη Μόσχα, είτε βρίσκονταν εκτός νόμου είτε διώκονταν πολιτικά. Δεύτερον, τα ριζοσπαστικά πολιτικά κινήματα στις περιοχές αυτές απευθύνονταν κυρίως στην αγροτιά, η οποία ήταν ιδιαίτερα πολυπληθής. Μετά την εξουδετέρωση των επαναστατικών οργανώσεων στα αστικά κέντρα και τις διώξεις των γνωστών πολιτικών στελεχών, τα αυταρχικά καθεστώτα απομόνωναν και έθεταν υπό τον έλεγχό τους την επαρχία μέσω της έντονης αστυνόμευσης, της πατερναλιστικής κοινωνικής πειθάρχησης, των νομικών διακρίσεων και του περιορισμού του εκλογικού δικαιώματος. Και τέλος, αν τυχόν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα απέρριπταν τον κομμουνισμό και απέφευγαν να δραστηριοποιηθούν στην επαρχία, τα αυταρχικά καθεστώ13 τα μερικές φορές τους επέτρεπαν να λειτουργήσουν νομίμως. Αυτός ο αυταρχισμός διέφερε από το φασισμό. Μετά τις αρχικές ωμότητες της αντεπανάστασης, τα δικτατορικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης διατήρησαν κάποια στοιχεία ομαλού συνταγματικού βίου, επιτρέποντας τη διεξαγωγή εκλογών και την περιορισμένη λειτουργία των συνδικάτων. Αντίθετα, το εργατικό κίνημα στην Ιταλία και τις άλλες χώρες της Βόρειας και της Κεντρικής Ευρώπης ήταν ασυγκρίτως πιο ισχυρό. Ήταν μεγαλύτερο, πιο καλά οργανωμένο και βαθιά ριζωμένο στην κοινωνική ζωή και τη δημόσια κουλτούρα των χωρών αυτών. Η απόσπαση της Αριστεράς από τις ιστορικές ρίζες της στις πολύπλοκες κοινωνίες πολιτών προϋπέθετε μια συνολική επίθεση στην κυρίαρχη κατάσταση. Από την άποψη αυτή, ο φασισμός ήταν απείρως πιο ριζοσπαστικός, αφού είχε να αντιμετωπίσει ένα ιδιαίτερα
459
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·460
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
460
ισχυρό εργατικό κίνημα. «Επιχείρησε να απογυμνώσει την εργατική τάξη από κάθε πολιτικό δικαίωμα και να ακυρώσει τις πολιτικές και συνδικαλιστικές κατακτήσεις ολόκληρων γενεών». Αυτό προϋπέθετε ένα διαφορετικό καθεστώς που θα κατέστρεφε συστηματικά τα ίδια τα θεμέλια της πολιτικής ζωής. Από αυτή την άποψη, 14 τα φασιστικά καθεστώτα δεν είχαν κανενός είδους ενδοιασμό η περιορισμό. Παρ’ όλες τις φασιστικές ακρότητες, το 1914-23 διαμορφώθηκε ένα νέο πολιτικό σύστημα στη Δυτική Ευρώπη, το οποίο όχι μόνο έδωσε λύσεις στις πολιτικές εμπλοκές που ακολούθησαν το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, αλλά και δημιούργησε μια ισχυρή βάση για τη σταθεροποίηση του δυτικοευρωπαϊκού καπιταλι15 σμού μετά το 1945. Ο «κορπορατισμός», η θεσμική δηλαδή συνεργασία ανάμεσα στους εργοδότες και στα συνδικάτα με τη διαμεσολάβηση του κράτους, ήταν αποτέλεσμα των μεταπολεμικών κοινωνικών κρίσεων. Προϋπέθετε τον περιορισμό της ισχύος του εργατικού κινήματος στα εργοστάσια, καθώς επίσης και την απόρριψη των σχεδίων για κοινωνικοποιήσεις μεγάλης έκτασης. Σε αυτή την περίπτωση, ο δρόμος ήταν ανοιχτός για τον εξορθολογισμό του καπιταλιστικού συστήματος –την εκμηχάνιση και την αύξηση των παραγωγικών δυνατοτήτων των επιχειρηματικών μονάδων· την εφαρμογή του τεϊλορισμού στη βιομηχανία, την επιστημονική διοίκηση, την αποειδίκευση και τον έλεγχο της εργασίας, την εφαρμογή της γραμμής παραγωγής και την απόλυση του πλεονάζοντος προσωπικού. Ωστόσο όλα αυτά επέτρεπαν μια περιορισμένη συλλογική διαπραγμάτευση, η οποία μπορούσε να λειτουργήσει ιδανικά σε εθνικό επίπεδο και σε ολόκληρους παραγωγικούς τομείς. Για τη σταθεροποίηση του συστήματος χρειάζονταν δύο πράγματα: αφενός η καταστολή του εργατικού κινήματος και των επαναστατικών επιθυμιών του και αφετέρου κάποιες μετρημένες παραχωρήσεις προς ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων. Έτσι, ο έλεγχος των εργοδοτών στην παραγωγική διαδικασία αυξανόταν. Ακόμη και ο φασισμός επινόησε τέτοιες μορφές κορπορατισμού. Πέραν αυτού, η σταθεροποίηση αποτέλεσε τη βάση ενός γενικότερου πολιτικού διακανονισμού, αφού οι σχέσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση, στους οικονομικούς παράγοντες και στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς αποτέλεσαν αντικείμενο ενός νέου σχεδιασμού. Αντιμέτωπες με τις επαναστάσεις της περιόδου 1917-23 και με τις δυσλειτουργίες της διεθνούς οικονομίας, και με νωπό ακόμη τον παρεμβατισμό της πολεμικής περιόδου, οι δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις αξίωσαν περισσότερες αρμοδιότητες στη διοίκηση της εθνικής οικονομίας. Τα κοινοβούλια ωστόσο δεν θα μπορούσαν να επιλύσουν τα βασικά προβλήματα της κρίσης – τις κρίσιμες «διαμάχες μέσω των οποίων διεκδικείται ή αποκαλύπτεται η βασική κατανομή της εξουσίας: τις συγκρούσεις για τις εθνικοποιήσεις, τους φόρους και τον πληθωρισμό· τις
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·461
Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΕΙΤΑΙ: ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ
σχέσεις ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία· τα ζητήματα αποζημιώσεων και τις δασμολογικές διαπραγματεύσεις». Όλα αυτά αντικαταστάθηκαν από ένα νέο σύστημα «σταθερής και μόνιμης διαμεσολάβησης» ανάμεσα στο κράτος και στα μείζονα οργανωμένα συμφέροντα. «Ο κλασικός κοινοβουλευτισμός μετατοπιζόταν αργά 16 αλλά σταθερά προς μοντέλα εκπροσώπησης των οργανωμένων συμφερόντων». Με τον τρόπο αυτό, το εργατικό κίνημα σύρθηκε στις διοικητικές δομές των εθνικών οικονομιών. Ωστόσο η αλληλεπίδραση του κοινοβουλευτισμού και του κορπορατισμού ήταν εξαιρετικά πολύπλοκη. Δεν επρόκειτο για ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, στο πλαίσιο του οποίου ο νέος τρόπος διευθέτησης των συμφερόντων θα επαγόταν την παρακμή των κοινοβουλίων ή την κατάσταση εκείνη, όπου το κέρδος του ενός θα ισοδυναμούσε με ζημιά για το άλλο. Αντίθετα, η σοσιαλδημοκρατία προτίμησε ταυτόχρονα να αποδεχτεί το ισχύον συνταγματικό πλαίσιο. Καθώς λοιπόν τα συνδικάτα προέβαιναν σε νέες συνεργασίες με τους εργοδότες και την κυβέρνηση στο πλαίσιο κορπορατιστικών συστημάτων διαπραγμάτευσης για τους μισθούς και τις σχέσεις εξουσίας στους τόπους δουλειάς, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αφοσιώνονταν όλο και περισσότερο στο όραμα των κοινοβουλευτικών μεταρρυθμίσεων. Το υπάρχον κοινοβουλευτικό πλαίσιο δεν ήταν εμπόδιο στις κορπορατιστικές λύσεις αλλά μάλλον μια συμπληρωματική πηγή νομιμοποίησης. Αν ο κορπορατισμός βοηθούσε να πειθαρχηθεί η αγωνιστικότητα των απλών εργατών, αφαιρώντας από τους συνδικαλιστές ηγέτες την ευθύνη τους απέναντι στη βάση και χρησιμοποιώντας τους για να αστυνομεύουν τα ίδια τους τα μέλη, τότε η κοινοβουλευτική δημοκρατία θα μπορούσε να συγκεντρώσει τις πολιτικές ελπίδες του λαού. Ο κορπορατισμός αναπτύχθηκε μέσα από την κρίση των θεσμών πολιτικής αντιπροσώπευσης, στο πλαίσιο της οποίας οι κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης πήραν έναν ομολογημένα επαναστατικό χαρακτήρα. Όμως, για να λειτουργήσει, οι προσδοκίες της εργατικής τάξης έπρεπε να εκφραστούν μέσα σε ένα αξιόπιστο πολιτικό σύστημα. Η σταθεροποίηση της δεκαετίας του 1920 χρειαζόταν τόσο τον νέο κορπορατισμό όσο και την ενίσχυση του κοινοβουλίου. Οι Εργατικοί έγιναν η φωνή της μεταρρύθμισης του δικομματικού βρετανικού συστήματος μόνο το 1910-26, όταν οι ευρύτερες δημοκρατικές ζυμώσεις δεν είχαν διασφαλίσει ακόμη μια συνταγματική προοπτική. Αναμφισβήτητα, η συμμετοχή στο πατριωτικό μέτωπο των ετών 1914-18 ευνόησε τόσο τους μετριοπαθείς συνδικαλιστές ηγέτες όσο και τους Εργατικούς πολιτικούς, ενώ ο Νόμος για την Αντιπροσώπευση του Λαού του 1918 (δικαίωμα ψήφου στους άντρες άνω των 21 ετών και στις γυναίκες άνω των 30) έδωσε στους τελευταίους μεγάλη εκλογική δύναμη. Αλλά και οι Εργατικοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη
461
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·462
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
βρετανική εκδοχή των εργατικών επαναστάσεων των ετών 1917-21. Ο κοινοβουλευτισμός, ο οποίος από κάποιο σημείο και μετά θεωρήθηκε δεδομένος, έπρεπε να προστατευτεί από τις επιθέσεις των ριζοσπαστών σοσιαλιστών. Ο νέος καταστατικός χάρτης του Εργατικού Κόμματος, που υπερψηφίστηκε το 1918, συνέδεε το σοσιαλισμό με την κρατική ιδιοκτησία («Παράγραφος 4»), αλλά την επιδίωκε αποκλειστικά μέσω της κοινοβουλευτικής οδού, η οποία απέρριπτε την άμεση δράση πολλών από τους πιο δυναμικούς υποστηρικτές του στους κόλπους της εργατικής τάξης. Ο Ράμσεϊ ΜακΝτόναλντ και οι υπόλοιποι ηγέτες των Εργατικών βρήκαν έτσι ένα σημείο επαφής με τους Συντηρητικούς. Ήθελαν να διασφαλίσουν το καθεστώς των Εργατικών ως δευτέρου πιο σημαντικού κόμματος, γιατί οι πιο ακραίες μορφές «δημοκρατίας» δεν θα μπορούσαν να ηττηθούν χωρίς την «ορθή και μετριοπαθή αντιπροσώπευση του λαού στα κρατικά όργανα». Όπως έλεγε ο ηγέτης των Συντηρητικών Στάνλεϊ Μπάλντουιν (Stanley Baldwin), ο πρώτος στόχος ήταν «η εξαφάνιση του Κόμματος των Φιλελευθέρων… και ο δεύτερος η εξουδετέρωση των κομμουνιστών από τους Εργατικούς. Έτσι, θα έχουμε δύο μόνο κόμματα, το κόμμα της 17 Δεξιάς και το κόμμα της Αριστεράς». Ο διπλός στόχος των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων του 1918 –η σταθεροποίηση του καπιταλιστικού συστήματος και η κοινωνική συνοχή– ήταν ζωτικής σημασίας. Οι νέες διευθετήσεις για τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας μέσω της εκπροσώπησης των κορπορατιστικά οργανωμένων συμφερόντων, μία μόνο διάσταση του προβλήματος. Ωστόσο ο κορπορατισμός per se δεν συνέβαλε ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση των άλλων πολιτικών αναγκών –τον ανταγωνισμό των ιδεών στη δημόσια ζωή, τη συγκρότηση ευρύτερων κοινωνικών συνασπισμών και τη λαϊκή συναίνεση για την υπεράσπιση ή την άσκη18 ση κριτικής στις υφιστάμενες πολιτικές διευθετήσεις.
Τύποι σταθεροποίησης
462
∞πό το 1917 και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920, η Αριστερά έθετε το ζήτημα της δημοκρατίας στην ευρωπαϊκή ατζέντα υπό το πρίσμα των πιο ριζοσπαστικών και συμμετοχικών τρόπων. Η δεκαετία του 1920 αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας ευρύτερης περιόδου, στην οποία δύο συγκυρίες συνταγματικών μεταρρυθμίσεων (1859-1971 και 1917-23) προσδιόρισαν δημοκρατικά τις σχέσεις κράτους και κοινωνίας. Τα πιο σημαντικά γεγονότα αυτής της περιόδου στη Βρετανία ήταν ο Νόμος για την Εκλογική Μεταρρύθμιση του 1867 και ο Νόμος της Αντιπροσώπευσης του Λαού του 1928, που δημιούργησαν «για πρώτη φορά μια πλήρη, τυπική και μαζική δημοκρατία» μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κολεκτιβιστικών αντιλήψεων
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·463
Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΕΙΤΑΙ: ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ
για το κράτος και την κοινωνία.19 Σχετικά με το θέμα αυτό, η «συνταγματοποίηση» των Εργατικών ήταν αποφασιστικής σημασίας, καθώς απέκλεισε την εξωκοινοβουλευτική άμεση δράση που θα μπορούσε να διευρύνει ακόμη περισσότερο τα πολιτικά δικαιώματα όσο και το σύνταγμα. Η υποστήριξη του κοινοβουλευτισμού –και των συμπληρωματικών κορπορατιστικών διευθετήσεων– σήμαινε την απόρριψη άλλων μορφών πολιτικής δράσης, από τα συμβούλια δράσης, τις αρνήσεις πληρωμής ενοικίων και τις διαδηλώσεις των ανέργων μέχρι τον «ποπλαρισμό» και τις ευρηματικές τοπικές παραδόσεις του σοσιαλισμού. Πάνω απ’ όλα όμως σήμαινε την αποκήρυξη των «μη συνταγματικών» πολιτικών διενέξεων, όπως ήταν η μοιραία 20 Γενική Απεργία του Μαΐου του 1926. Το κοινοβούλιο έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση επιτυχών κορπορατιστικών σχημάτων. Η Βρετανία διέπρεψε στον τομέα αυτό, γιατί το κοινοβουλευτικό της σύστημα ήταν πιο εξελιγμένο από εκείνα άλλων χωρών. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, η συγκρουσιακή πολιτική του PSI –το οποίο αρνήθηκε να «συνταγματοποιηθεί» το 1917-22– εξάντλησε τις διαμεσολαβητικές ικανότητες του φιλελεύθερου κράτους και οδήγησε τις κυρίαρχες τάξεις στην αγκαλιά του φασισμού. Κορπορατιστικές καινοτομίες σημειώθηκαν και στις δύο χώρες, αλλά, ενώ η ήττα της ιταλικής Αριστεράς οδήγησε στην Πορεία του Μουσολίνι προς τη Ρώμη, η ήττα της βρετανικής στη Γενική Απεργία του 1926 έφερε μια κυβέρνηση των Εργατικών μετά τις εκλογές του 1929. Έτσι, παρατηρούμε ότι στη Βρετανία ο κοινοβουλευτισμός και ο κορπορατισμός δεν ήταν ασύμβατοι αλλά συμπληρωματικοί. Η σταθερότητα, που υποσχόταν ο τελευταίος, προϋπέθετε ένα ισχυρό συνταγματικό πλαίσιο, το οποίο θα διασφάλιζε τα νομικά δικαιώματα των πολιτών και θα έδινε στο λαό την αίσθηση ότι είναι ελεύθερος. Αντίθετα, όπως και στην Ιταλία, ο κορπορατισμός της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν διέθετε ένα σταθερό μηχανισμό κοινοβουλευτικής νομιμοποίησης, ενώ η κατάργηση του κοινοβουλευτισμού μετά το 1930 αποτέλεσε ένα σύμπτω21 μα της αστάθειας και όχι της δύναμης του γερμανικού κορπορατισμού. Τα ευρωπαϊκά μοντέλα πολιτικής σταθεροποίησης εκτείνονταν από τις αυταρχικές δικτατορίες στην ανατολή και το νότο μέχρι τις σχετικά φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης. Ο φασισμός κατάφερε να εδραιωθεί στην Ιταλία, στη Γερμανία και την Ισπανία, όπου οι εργατικές κινητοποιήσεις υπερέβησαν τις ενσωματωτικές ικανότητες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Τέλος, το σκανδιναβικό πρότυπο ενσωμάτωσης της σοσιαλδημοκρατίας στο κράτος, που στηριζόταν σε διαταξικές συμμαχίες, στο διπλό πλαίσιο του οικονομικού κορπορατισμού και του λειτουργικού κοινοβουλευτισμού που τόνισα προηγουμένως, αποτέλεσε την πιο χαρακτηριστική περίπτωση μεταρρυθμίσεων.
463
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·464
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
464
Κάποιες χώρες δεν εντάσσονται εύκολα σε αυτή την τυπολογία. Ένας κυρίαρχος κληρικαλισμός, οργανωμένος γύρω από εκκλησιαστικά κόμματα και ενώσεις, αποτέλεσε το βασικό στοιχείο των πολιτειακών συστημάτων του Βελγίου και της Ολλανδίας. Η Τσεχοσλοβακία, η μόνη κοινοβουλευτική δημοκρατία της Ανατολικής Ευρώπης που κατάφερε να επιβιώσει, είχε κάποια κοινά χαρακτηριστικά με εκείνα των σκανδιναβικών χωρών στη δεκαετία του 1930, αλλά ο ομαλός πολιτικός βίος της χώρας διακόπηκε βίαια από το διαμελισμό της το 1938-39. Με δεδομένη την επίθεση της ριζοσπαστικής Άκρας Δεξιάς εναντίον του εργατικού κινήματος, που είχε μια κουλτούρα έντονης κινητοποίησης, η Αυστρία βρισκόταν κάπου ανάμεσα στην αυταρχική δικτατορία και στο φασισμό. Η τυπολογία αυτή αποτυπώνει με ενδιαφέροντα τρόπο το προπολεμικό μοντέλο των σοσιαλδημοκρατικών χωρών της Βόρειας και της Κεντρικής Ευρώπης, στις οποίες υπήρχαν τα πιο ισχυρά εργατικά κινήματα. Εδώ βέβαια υπάρχουν κάποιες σημαντικές διαφορές. Στη Γερμανία, λόγου χάρη, το SPD δεν κατάφερε να επιβάλει το σκανδιναβικό πρότυπο σοσιαλδημοκρατικού κορπορατισμού, καθώς η ικανότητα του κοινοβουλευτικού συστήματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης να εξασφαλίζει συναίνεση εξέλιπαν το 1930-33. Στην Τσεχοσλοβακία, το ενδεχόμενο μιας σκανδιναβικού τύπου πορείας ανεστάλησαν μετά την απόφαση των Γάλλων και των Βρετανών να συναινέσουν στην κατάληψη της χώρας από τους ναζιστές. Στην Αυστρία, η γερμανική εμπειρία της κοινοβουλευτικής κυβέρνησης σε αναστολή επαναλήφθηκε το 1927-34, ενώ κάθε πραγματιστική συμφωνία ανάμεσα στο αυταρχικό καθεστώς και στους σοσιαλιστές αποκλείστηκε λόγω της διεθνούς εξάρτησης του πρώτου από τη φασιστική Ιταλία και το Τρίτο Ράιχ. Η βασική διαφορά πάντως ανάμεσα στη σκανδιναβική περίπτωση και σε εκείνες της Γερμανίας και της Αυστρίας ήταν η ικανότητα του εργατικού κινήματος των σκανδιναβικών χωρών να διατηρήσει εν ζωή μια ευρύτερη υπερταξική συμμαχία. Ούτε η ανικανότητα του SPD να οικοδομήσει κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες ούτε η σκανδιναβική επιτυχία ήταν αναπόφευκτα ιστορικά γεγονότα. Στη Γαλλία, η πόλωση που προκλήθηκε από τους φασίστες στη διάρκεια του 1930 ήταν πιο ισχυρή και το κοινοβουλευτικό σύστημα πιο εύθραυστο απ’ όσο συνήθως πιστεύεται. Όμως στις πιο σταθερές και αναπτυγμένες δημοκρατίες του δυτικοευρωπαϊκού θυλάκου, το πολιτικό σύστημα άντεξε. Οι χώρες αυτές κυβερνήθηκαν συνεχώς στη διάρκεια του Μεσοπολέμου από την Κεντροδεξιά. Στη Βρετανία, με εξαίρεση δύο περιόδους –το 1924 και το 1929-31, οπότε τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβαν οι Εργατικοί–, οι Συντηρητικοί ήταν στην εξουσία συνεχώς είτε μόνοι τους είτε επικεφαλής κάποιου συνασπισμού. Στη Γαλλία επίσης, κυριάρχησε η Κεντροδεξιά, αλλά σε δύο
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·465
Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΕΙΤΑΙ: ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ
σύντομες περιόδους, το 1924-25 και το 1936-38, τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβαν η Κεντροαριστερά και το Λαϊκό Μέτωπο αντίστοιχα. Στην Ελβετία, ένα παρόμοιο κεντροδεξιό σχήμα κυβέρνησε από το 1918 μέχρι το 1943. Σε όλες τις περιπτώσεις, το σύστημα αυτό στρεφόταν εναντίον της σοσιαλιστικής Αριστεράς, με άμεση συνέπεια να υποταχθούν και τα συνδικάτα. Αυτό συνέβη μετά την αποτυχία των γενικών απεργιών τον Νοέμβριο του 1918 στην Ελβετία, τον Μάιο του 1920 στη Γαλλία και τον Μάιο του 1926 στη Βρετανία. Η αδυναμία των σοσιαλιστών ήταν επίσης αποτέλεσμα της απουσίας σαφών διαχωριστικών γραμμών, λόγου χάρη «γλωσσικών, θρησκευτικών ή τοπικιστικών», οι οποίες παλιότερα διαιρούσαν τα κόμματα της μεσαίας τάξης και δημιουργούσαν δυνητικούς συμμάχους των σοσιαλιστών, επιτρέποντας το σχηματισμό συνασπισμών σαν και εκείνον των Φιλελεύθερων και των Εργατικών (Lib-Lab) στη Βρετανία. Η πρόταξη της ταξικής πολιτικής οδήγησε στην εκλογική απομόνωση των σοσιαλιστών που έχαναν πάντοτε τις εκλογικές αναμε22 τρήσεις με αντίπαλο ένα αντισοσιαλιστικό κόμμα ή συνασπισμό». Στην περίπτωση του φασισμού, καμία από τις δύο συνθήκες που αναφέρθηκαν δεν υπήρχε. Πριν από τη νίκη των φασιστών, τα εργατικά κινήματα στη Γερμανία, στην Ιταλία και την Ισπανία συμμετείχαν στις εθνικές κυβερνήσεις ή την αυτοδιοίκησης, ενώ και τα μεσαία αστικά στρώματα ήταν διαιρεμένα. Παρότι οι συνθήκες αυτές υποδήλωναν την ύπαρξη μιας ισχυρής Αριστεράς, η ήττα του λαϊκού κινήματος που ακολούθησε είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Η θεσμική ισχύς της Αριστεράς δεν μετατράπηκε σε έλεγχο του κράτους, ενώ ο κατακερματισμός της μεσαίας τάξης δεν ξεπεράστηκε μέσα από το χτίσιμο δημοκρατικών συνασπισμών της Αριστεράς αλλά μέσα από το θρίαμβο της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Ο φασισμός πέτυχε εκεί που έγιναν εφικτές για την κυρίαρχη τάξη τέτοιες ακραίες λύσεις. Η στροφή στο φασισμό διευκολύνθηκε όταν η Αριστερά διείσδυσε στην κρατική διοίκηση και αμφισβήτησε τα προνόμια των ιδιωτικών επιχειρήσεων, ακόμη και όταν ήταν αποκλεισμένη από την εθνική κυβέρνηση. Στην Ιταλία και τη Γερμανία, ο συνδυασμός του εμπεδωμένου ρεφορμισμού και της αμυντικής μαχητικότητας του εργατικού κινήματος εμπόδισαν την έξοδο από την οικονομική κρίση και την αποκατάσταση της τάξης. Η κρίση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μετά το 1930 οφειλόταν στη διείσδυση του σοσιαλδημοκρατικού κορπορατισμού στη συνδικαλιστική νομοθεσία, στο Υπουργείο Εργασίας, στην καθιέρωση διαδικασιών υποχρεωτικής διαιτησίας, στα επιδόματα ανεργίας και τους άλλους μηχανισμούς κοινωνικής πρόνοιας, που οδήγησαν στην κατάλυση του πλουραλιστικού συνταγματικού πλαισίου από μια οργισμένη Δεξιά. Όσο περισσότερο υπερασπιζόταν η Αριστερά τις μεταπολεμικές κατακτήσεις της, τόσο περισσότερο η Δεξιά κατέφευ-
465
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·466
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
466
γε στη χρήση αντιδημοκρατικών μέσων. Αν σε αυτό προσθέσουμε την ισχύ της Αριστεράς στην αυτοδιοίκηση (του PSI το 1919-20 και του SPD μέχρι το 1932-33), την εντυπωσιακή μαχητικότητα των απλών μελών της και την ανθεκτικότητα του μαρξιστικού οράματος μεταξύ των διανοουμένων των σοσιαλιστικών κομμάτων, η έλξη των κυρίαρχων τάξεων από τον αυταρχισμό γινόταν όλο και πιο ισχυρή. Αυτός φαινόταν, μάλιστα, να είναι το μόνο μέσο για το ξεκαθάρισμα της κατάστασης. Η άνοδος έπειτα του φασισμού ως αξιόπιστου μαζικού κινήματος έδωσε τη λαϊκή βά23 ση για την επίτευξη «εξωσυστημικών λύσεων». Τέλος, το σκανδιναβικό μοντέλο της ενσωματωμένης στο κράτος σοσιαλδημοκρατίας έδωσε στους σοσιαλιστές τη δυνατότητα να κυβερνήσουν τις χώρες τους –στη Δανία από το 1929, στη Σουηδία από το 1932 και στη Νορβηγία από το 1935. Το πλέγμα των επιτυχημένα συγκεντροποιημένων εργασιακών σχέσεων, που εκφραζόταν θεσμικά μέσα από τις εθνικές ομοσπονδίες των εργοδοτών και των συνδικάτων πολύ πριν από το 1914, αποτέλεσε το στήριγμα των κοινωνικών διευθετήσεων της δεκαετίας του 1930. Από τη μια πλευρά, οι επιχειρήσεις αναγνώρισαν τη νομιμότητα των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, που δεσμεύονταν να αυξήσουν τους μισθούς των εργαζομένων, να διευρύνουν το κράτος πρόνοιας και να εξασφαλίσουν την πλήρη απασχόληση, ενώ από την άλλη οι σοσιαλιστές αποδέχτηκαν την ιερότητα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και τον ιδιωτικό έλεγχο των αγορών κεφαλαίου, και περιόρισαν τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις των συνδικάτων προς όφελος της κοινωνικής ειρήνης. Οι εθνικοποιήσεις και η δημόσια ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής εγκαταλείφθηκαν υπέρ μιας αναδιανεμητικής στρατηγικής που χρησιμοποιούσε ως μοχλό τα φορολογικά έσοδα και τις δημόσιες δαπάνες, διευκολύνοντας την κορπορατιστική επίλυση των εργασιακών συγκρούσεων όσο και διευρύνοντας τα κεκτημένα της εργατικής τάξης. Θεμέλιος λίθος αυτής της πολιτικής ήταν η υποστηριζόμενη από το κράτος συμπαγής συμμαχία εργοδοτών και συνδικάτων –η Συμφωνία Κανσλεγκράντε στη Δανία (1933), μια ανάλογου περιεχομένου συμφωνία στη Νορβηγία (1935) και η Συμφωνία Σαλτσγιεμπάντεν στη Σουηδία (1938). Αυτό το κορπορατιστικό επίτευγμα έπρεπε να θεμελιωθεί πολιτικά σε κάποιον κοινοβουλευτικό συνασπισμό. Εξίσου απαραίτητη ήταν και μια εποικοδομητική πολιτική για την επαρχία. Η σχετική απουσία μισθωτών στην αγροτική οικονομία ενθάρρυνε μια πιο ευέλικτη σοσιαλιστική πολιτική και την οικοδόμηση ενός αγροτικού συνασπισμού. Αλλά και τα κόμματα που στηρίζονταν στους αγρότες δέχτηκαν τις σοσιαλιστικές συμμαχίες. Σε αντίθεση με την Ιταλία, όπου το PSI στρατολογούσε τα μέλη του μεταξύ των αγρεργατών, αλλά αποξένωνε τους μικροκτηματίες, και τη Γερμανία, στις αγροτικές περιοχές της οποίας δέσποζαν τα αντισοσιαλι-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·467
Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΕΙΤΑΙ: ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ
στικά κινήματα, τα οποία εντέλει τροφοδότησαν το ναζισμό, στις σκανδιναβικές χώρες δημιουργήθηκε ένας ιδιαίτερος συνασπισμός εργατών και αγροτών. Όσον αφορά τον κορπορατισμό, που εκτόνωσε την ένταση ανάμεσα στα συνδικάτα και στους οργανωμένους σε εθνικό επίπεδο εργοδότες, και την ευέλικτη πολιτική στην επαρχία, οι Σκανδιναβοί σοσιαλδημοκράτες διαφοροποιήθηκαν αισθητά από το ρεφορμισμό των σοσιαλιστών της Αυστρίας, της Γερμανίας και του Βελγίου. Η ιδέα της δημόσιας ιδιοκτησίας, οι εθνικοποιήσεις, ο σχεδιασμός της παραγωγής και η ελεγχόμενη οικονομία παραχώρησαν τη θέση τους στον δημόσιο έλεγχο και σε πιο ευέλικτες πρωτοκεϊνσιανές πολιτικές αναδιανομής. Αντί να συγκρουστούν ευθέως με τα ιδιωτικά συμφέροντα στην οικονομία –στην ιδιοκτησία της βιομηχανίας, στις μικρές επιχειρήσεις ή στον αγροτικό τομέα–, οι Σκανδιναβοί σοσιαλιστές προσέγγισαν τα θέματα αυτά με διαφορετικό τρόπο. Δέχτηκαν πραγματικά τον κορπορατισμό σε ζητήματα δημοσιονομικού ελέγχου, αναδιανεμητικής φορολογίας και κοινωνικής πολιτικής. Η στρατηγική αυτή –«η ανακωχή με την ιδιωτική οικονομία και όχι η κατάληψή της»– απέδωσε σημαντικά οφέλη για τους εργαζομένους, μετατοπίζοντας τις οικονομικές συγκρούσεις στο πεδίο της πολιτικής, όπου οι σοσιαλιστές «μπορούσαν να εκμεταλλευτούν με τον καλύτερο τρόπο το πιο σημαντικό όπλο τους –την κρατική εξουσία– και να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τό24 σο το εργατικό κίνημα όσο και την οικονομία».
467
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·468
∫∂º∞§∞π√ 16
™Δ∞§π¡π™ª√™ ∫∞π ¢ÀΔπ∫√™ ª∞ƒ•π™ª√™ Ο σοσιαλισμός σε μία μόνο χώρα
Κ
468
ΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1917-21, Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ διασπάστηκε μόνιμα ανάμεσα σε όσους
υποστήριζαν την Τρίτη Διεθνή και σε όσους την απέρριπταν. Για τους κομμουνιστές, τα γεγονότα στη Σοβιετική Ένωση, με επίκεντρο την ασθένεια και το θάνατο του Λένιν το 1923-24, έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο. Οι φατριασμοί –που αρχικά οδήγησαν στην απομόνωση του Τρότσκι και, στη συνέχεια, αποδυνάμωσαν τον Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ, ενισχύοντας τον Στάλιν– επηρέασαν βαθιά την πορεία του κομμουνισμού στις άλλες χώρες του κόσμου. Ειδικότερα, ο Στάλιν ανέπτυξε τη νέα θεωρία του «σοσιαλισμού σε μία χώρα». Για πρώτη φορά στην ιστορία του σοβιετικού κράτους υποστηρίχτηκε η άποψη ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να οικοδομηθεί στη Σοβιετική Ένωση χωρίς να επικρατήσει η επανάσταση στις χώρες της Δύσης. Μέσα σε ένα χρόνο, η πολιτική αυτή γραμμή μεταβλήθηκε σε μια άκαμπτη θεωρητική θέση. Όπως έγραψε ο ίδιος ο Στάλιν τον Ιανουάριο του 1926 στα Προβλήματα του λενινισμού: «Εννοούμε… τη δυνατότητα του προλεταριάτου να αναλάβει την εξουσία και να τη χρησιμοποιήσει για την οικοδόμηση μιας ολοκληρωμένης σοσιαλιστικής κοινωνίας στη χώρα μας, έχοντας τη συμπάθεια και την υποστήριξη των προλεταρίων των άλλων χωρών, χωρίς όμως να έχει προηγηθεί η νίκη της προλεταριακής 1 επανάστασης σε αυτές». Η επιμονή στην πρωταρχική σημασία, που είχε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Ρωσία, έδωσε ένα νέο τόνο στη διεθνή σοσιαλιστική συζήτηση. Η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν ήταν πλέον η σπίθα που θα έβαζε φωτιά σε ολόκληρη την Ευρώπη αλλά η μοναδική φλόγα της. Υπό τον Στάλιν, ο σοβιετικός σοσιαλισμός άρχισε να υμνείται ως το θεμέλιο των σοσιαλισμών των άλλων χωρών, και όχι το αντίστροφο. Η πολιτική αυτή είχε ως συνέπεια την υποβάθμιση της σημασίας των άλλων κομμουνιστικών κομμάτων και τον αναπροσδιορισμό του ρόλου τους. Εφεξής θα έπρεπε να υπερασπίζονται τη Σοβιετική Ένωση και να την υπηρετούν με όλες τους τις δυνάμεις. Από τη νέα άποψη αυτή, η επιβίωση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν αποφασιστικής σημασίας για την προοπτική της επανάστασης στη Δύση· «ήταν το θεμέ-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·469
ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ
λιο, το βασικό στήριγμα και το καταφύγιο των επαναστατικών κινημάτων όλου του κόσμου».2
Από την Μπολσεβικοποίηση στην τρίτη περίοδο, 1923-1928
∞ναπόφευκτα, η Τρίτη Διεθνής έδωσε προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση της εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο η εξάρτηση της πρώτης από τη δεύτερη, που κανονικά θα έπρεπε να είναι προσωρινή, έγινε μια μόνιμη κατάσταση. Σύντομα, αυτό δημιούργησε προβλήματα τόσο στους σχεδιαστές της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής όσο και στο αριστερό κίνημα του εξωτερικού, κι αυτό γιατί από τη μια έπρεπε να υπερασπίζονται την επανάσταση σε παγκόσμια κλίμακα και από την άλλη να συνυπάρχουν με τις καπιταλιστικές χώρες σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ή να υποστηρίζουν τα κομμουνιστικά κόμματα ενάντια στις ξένες κυβερνήσεις και ταυτόχρονα να επιδιώκουν την εξομάλυνση των σχέσεων της Σοβιετικής Ένωσης με τα κράτη αυτά. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αγγλοσοβιετική Εμπορική Συμφωνία του Μαρτίου του 1921, το πρώτο πραγματικά σημαντικό ρήγμα στην απομόνωση του σοβιετικού κράτους, συνέπεσε με την εφαρμογή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ), που ανέκοψε το ριζοσπαστισμό της εγχώριας σοσιαλιστι3 κής εφόδου. Με απόφαση του 4ου Συνεδρίου της Κομιντέρν το 1922, οι κομμουνιστές όλου του κόσμου υποχρεώθηκαν να προσφέρουν την άνευ όρων στήριξή τους στη Σοβιετική Ένωση. Η ευρωπαϊκή σταθεροποίηση των ετών 1923-24 ενίσχυσε 4 ακόμη περισσότερο την τάση αυτή. Αν το τεράστιο γόητρο των μπολσεβίκων δυσκόλευε τους κομμουνιστές των άλλων χωρών να στραφούν εναντίον τους στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, τα αμέσως επόμενα χρόνια η κατάσταση έγινε ακόμη χειρότερη λόγω του πολωτικού κλίματος που επικράτησε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα να βρίσκονται στην παρανομία και τη Σοβιετική Ένωση να πολεμά μόνη της το φασισμό. Επιπλέον, όσο πιο μικρό και παράνομο ήταν ένα κομμουνιστικό κόμμα, όσο πιο πολλές διώξεις υφίστατο, τόσο πιο ισχυρή ήταν η ψυχολογική ανάγκη του να εξυμνεί την επιτυχία των μπολσεβίκων. Στην εξορία ή στο σκοτάδι των φασιστικών φυλακών, η ταύτιση με τη Σοβιετική Ένωση έγινε κυριολεκτικά σωσίβιο. Σε αυτό συνέβαλε και ένας αυθεντικός διεθνισμός: πολλοί κομμουνιστές είχαν τις επιφυλάξεις τους, αλλά η εμπιστοσύνη στην πρωτοκαθεδρία της Σοβιετικής Ένωσης εξέφραζε μια διεθνιστική πειθαρχία που η Δεύτερη Διεθνής δεν είχε καταφέρει να δημιουργήσει. Ο διεθνής κομμουνισμός τη δεκαετία του 1920 ήταν συγκεχυμένος και ευμετά-
469
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·470
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
470
βλητος, καθώς μετά το 1923 οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν σε μη επαναστατικές συνθήκες. Από το 3ο Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς το 1921, που αναγνώρισε ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρισκόταν σε φάση σταθεροποίησης, μέχρι το 6ο Συνέδριο του 1928, οι συγκρούσεις για τον έλεγχο των διαφόρων κομμουνιστικών κομμάτων προκάλεσαν βίαιες μεταπτώσεις, καθώς τόσο οι «δεξιοί» όσο και οι «αριστεροί» αγωνίζονταν να κερδίσουν την εύνοια των Σοβιετικών. Τέτοιου είδους μεταπτώσεις έφερναν συχνές και ριζικές αλλαγές στις ηγεσίες των κομμάτων αυτών, με το γερμανικό κόμμα να αποτελεί το πιο ακραίο ίσως παράδειγμα. Το 1920, επικεφαλής του KPD ήταν ο «δεξιός» Σπαρτακιστής Πάουλ Λέβι (Paul Levi)· το 1921 και εφεξής μια σύντομη κυριαρχία της «Αριστεράς», που προκάλεσε την εκπαραθύρωση του Λέβι, η ανανεωμένη «Δεξιά», επικεφαλής της οποίας ήταν ο Ερνστ Μάγερ (Ernst Mayer) και ο Χάινριχ Μπράντλερ (Heinrich Brandler), ανέλαβε και πάλι τον έλεγχο του κόμματος. Το 1922, η στρατηγική του Ενιαίου Μετώπου υλοποιήθηκε χωρίς παρεκκλίσεις, αλλά το 1923 διαμορφώθηκε μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη «δεξιά» πλειοψηφία υπό τον Μπράντλερ και στην αριστερή «μειοψηφία». Το 1924, ως αντίδραση στην αποτυχημένη εξέγερση στο Αμβούργο και τον ανεπαρκή μπολσεβικισμό της παλιάς ηγεσίας, αναδύθηκε μια νέα «αριστερή» φατρία υπό τη Ρουθ Φίσερ (Ruth Fischer) και τον Αρκάντι Μάσλοβ (Arkadi Maslow), αλλά πολύ σύντομα ακολούθησαν νέες εκκαθαρίσεις και προέκυψε μια 5 νέα ηγετική ομάδα υπό τους Ερνστ Τάλμαν (Ernst Thalmann) και Ερνστ Μάγερ. Ωστόσο οι συχνές αυτές ανατροπές αποτύπωναν μάλλον δομικά στοιχεία του κόμματος, όπως ήταν οι τεράστιες αλλαγές του αριθμού των μελών του, παρά την άσκηση ελέγχου από την πλευρά της Μόσχας μέσω μιας αυταρχικής ή αυθαίρετης ανάμιξής της στις υποθέσεις ενός ξένου κόμματος. Από 300.000 μέλη τις παραμονές της εξέγερσης του Αμβούργου, το KPD έφτασε να έχει μόλις 120.000 την άνοιξη του 1924. Ο αριθμός αυτός έμεινε σταθερός μέχρι τη δεκαετία του 1930, οπότε άρχισε να αυξάνει και πάλι. Με τον αριθμό των μελών του και την επιρροή του να αυξομειώνονται διαρκώς, και τη γενικότερη κατάρρευση των επαναστατικών ελπίδων, η συμπεριφορά του KPD δεν μπορούσε παρά να είναι ευμετάβολη και απρόβλεπτη. Αυτό εξηγεί την εκστρατεία της μπολσεβικοποίησης των κομμουνιστικών κομμάτων – τις οδηγίες δηλαδή του 5ου Συνεδρίου της Κομιντέρν (1924), που αποσκοπούσαν στην αναδιοργάνωση των κομμάτων αυτών σύμφωνα με το πρότυπο των μπολσεβίκων. Στόχος βέβαια ήταν ακριβώς να προστατευτούν τα νεαρά ακόμη κομμουνιστικά κόμματα από τις συχνές αλλαγές γραμμής αλλά και ηγεσίας. Η «μπολσεβικοποίηση» λοιπόν σήμαινε πάνω απ’ όλα αυστηρό οργανωτικό συγκεντρωτισμό, σεβασμό στις οδηγίες της Κομιντέρν και πλήρη αποδοχή της «λενινι-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·471
ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ
στικής» θεωρίας. Ωστόσο ούτε κι αυτή δεν ήταν απλό αποτέλεσμα της βούλησης ή της ιδιοτροπίας της Μόσχας. Τα ίδια τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν ώριμα για μια τέτοια αναδιοργάνωση. Η ακτινοβολία της Ρωσικής Επανάστασης και η ανάγκη που ένιωθαν τα μικρά και ανίσχυρα αυτά κόμματα να δείξουν τη διεθνιστική αλληλεγγύη τους στο σοβιετικό καθεστώς ήταν ιδιαίτερα πειστικές. Εντούτοις η πειθαρχία ήταν άκρως απαραίτητη για την οργανωτική αποτελεσματικότητα των ξένων κομμουνιστικών κομμάτων, τα οποία παρουσίαζαν μεγάλη ανομοιογένεια λόγω της συνύπαρξης ανθρώπων που ανήκαν σε πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους τάσεις – παλιοί σοσιαλδημοκράτες, συνδικαλιστές, αναρχικοί, διάφοροι αριστεροί σεκταριστές, φεμινίστριες. Από τη μια πλευρά, οι μπολσεβίκοι αντιμετώπιζαν όλο και πιο σοβιετοκεντρικά τη Διεθνή, περιορίζοντας την αυτονομία της, ενισχύοντας τον έλεγχό τους πάνω στο ανώτατο εκτελεστικό όργανό της (ΕΕΚΔ) και ευθυγραμμίζοντας την πολιτική της με τις ανάγκες τους. Σε όσες περιπτώσεις η σοβιετική εξωτερική πολιτική ερχόταν σε σύγκρουση με τις ανάγκες της επαναστατικής στρατηγικής στη Δύση, όπως συνέβη στην περίπτωση των μυστικών στρατιωτικών συμφώνων με τη γερμανική κυβέρνηση τη δεκαετία του 1920 ή των εμπορικών συμφωνιών με τη Γερμανία στη διάρκεια του Πρώτου Πενταετούς Πλάνου μετά το 1928, οι Σοβιετικοί ηγέτες αδιαφόρησαν πλήρως για την επανάσταση στις δυτικές χώρες. Αντίθετα, η ενιαία γραμμή, που επέβαλε η Κομιντέρν μετά το 1928, έγινε ακόμη πιο άκαμπτη, αγνοώντας τις ιδιαίτερες συνθήκες που αντιμετώπιζε κάθε κόμμα ξεχωριστά. Η ελεγχόμενη από τους Σοβιετικούς Διεθνής κατέπνιξε κάθε είδους αντίλογο και επέβαλε τους δικούς της ανθρώπους στα κομμουνιστικά κόμματα. Από την άλλη, τα τελευταία προσπαθούσαν απελπισμένα να ορθοποδήσουν και η πειθαρχία, που απαιτούσε η Κομιντέρν, τους ήταν αρεστή, γιατί συνέβαλε στη θεσμική τους θωράκιση. Όταν το 1928 η Τρίτη Διεθνής συγκάλεσε το 6ο Συνέδριό της μετά από τέσσερα ολόκληρα χρόνια, τα ζητήματα αυτά ήρθαν στο προσκήνιο. Η αποκαλούμενη Αριστερή Στροφή τόνιζε τώρα με έμφαση το άνοιγμα μιας νέας εποχής στην ιστορία του καπιταλισμού μετά το 1917, της «Τρίτης Περιόδου». Αν η Πρώτη Περίοδος χαρακτηριζόταν από την κρίση που είχε προκαλέσει η Επανάσταση (μέχρι το 1923), και η Δεύτερη από την προσπάθεια σταθεροποίησης (1924-28), η Τρίτη υποτίθεται ότι είχε τα στοιχεία μιας νέας κρίσης, με κύρια χαρακτηριστικά την αύξηση των οικονομικών δυσκολιών του καπιταλιστικού συστήματος και τη δημιουργία νέων επαναστατικών δεδομένων. Απαιτούσε σιδηρά πειθαρχία εκ μέρους των εθνικών κομμουνιστικών κομμάτων και αυστηρή απομόνωση των ρεφορμιστών. Έτσι, τα κομμουνιστικά κόμματα θα γίνονταν οι μοναδικοί πόλοι της αντικαπιταλιστικής δράσης, οι
471
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·472
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
472
ρεφορμιστικές αυταπάτες της εργατικής τάξης θα διαλύονταν και θα ανακόπτονταν οι προσπάθειες συνεργασίας με τους σοσιαλδημοκράτες, που κατηγορούνταν τώρα ως οι πλέον επικίνδυνοι εχθροί του κινήματος. Η επαίσχυντη αυτή κατηγορία, η καταγγελία δηλαδή των σοσιαλδημοκρατών για «σοσιαλφασισμό», καθιστούσε αδύνατη τη συνεργασία των κομμάτων της εργατικής τάξης. Αντί να προσπαθήσουν να κλείσουν το ρήγμα, που είχε δημιουργηθεί στο κίνημα το 1917-23, οι κομμουνιστές το έκαναν ακόμη πιο βαθύ. Οι ρεφορμιστές συκοφαντήθηκαν ως οι άνθρωποι που άνοιγαν το δρόμο για την επικράτηση του φασισμού. Με τον τρόπο αυτό, ο κομμουνισμός άρχισε να απομονώνεται και να εκφυλίζεται σε έναν ιδιότυπο σεκταρισμό. Ο σεκταρισμός αυτός υπήρχε το 1928 και παλιότερα, αλλά η προσπάθεια να επιβληθεί ολοκληρωτικά η άποψη των Σοβιετικών αποτέλεσε το μοντέλο που επρόκειτο να ακολουθήσουν εφεξής τα κομμουνιστικά κόμματα. Ο σεκταρισμός έγινε όργανο μιας κομματικής ορθοδοξίας, που προσπαθούσε να επιβάλει τάξη και πειθαρχία στα κομμουνιστικά κόμματα, πολλά από τα οποία είχαν συχνά ταραχώδη κομματική ζωή. Το 6ο Συνέδριο κατέπνιξε κάθε συζήτηση – όπως συνέβη στο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον Μπράντλερ ή στην εξουδετέρωση του Μάγερ στο KPD ή με την ταπείνωση του Ζιλ Ιμπέρ-Ντροζ (Jules Humbert-Droz), του ανεξάρτητου Ελβετού εμπειρογνώμονα της Κομιντέρν για τη Νότια Ευρώπη. Με τον τρόπο αυτό, τα εθνικά κομμουνιστικά κόμματα απέκτησαν νομιμόφρονες ηγεσίες, που υπά6 κουαν πρόθυμα στα κελεύσματα της Μόσχας. Η ωμή και βάναυση αυτή διαδικασία ερχόταν σε αντίθεση με τις πυρετώδεις και ανοιχτές, αν και συχνά σκληρές, εσωκομματικές συζητήσεις και διαμάχες της πρώτης περιόδου, αλλά τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα δεν έπαψαν να υποστηρίζουν την πολιτική γραμμή που είχε διαμορφωθεί το 1928. Ο αριστερισμός του KPD –ένα κόμμα που πάνω απ’ όλα αρεσκόταν να κατηγορεί το SPD για εγκληματικό ρεφορμισμό– το μετέβαλε στον πιο ένθερμο υποστηρικτή των σοβιετικών προτάσεων. Τα νεαρά μέλη των Ενώσεων Νέων Κομμουνιστών (YCLs), η πολιτική κουλτούρα των οποίων είχε διαμορφωθεί από τον ανταγωνισμό προς τα σοσιαλδημοκρατία, ήταν η κύρια πηγή του ντόπιου σεκταρισμού. Ακριβώς λόγω των αντιλήψεων αυτών και της αδυναμίας των περισσότερων κομμουνιστικών κομμάτων (ορισμένα ήταν ήδη παράνομα), η πανίσχυρη σοβιετική ηγεσία κατόρθωσε να εξαφανίσει κάθε ίχνος αντιπολίτευσης. Οι Βρετανοί κομμουνιστές, για παράδειγμα, είχαν εκφράσει επανειλημμένα τις επιφυλάξεις τους. Ωστόσο, αν ο Τομ Μπελ (Tom Bell) κατηγορούσε την Κομιντέρν γιατί χρησιμοποιούσε «δευτεροκλασάτους ειδικούς για τον εντοπισμό παρεκκλίσεων» και ο Τόμι Τζάκσον (Tommy Jackson) ελεεινολογούσε «τη διαδικασία “Ιμπρεκοροποίησης” [από τον τίτλο του περιοδικού της Διεθνούς]» ως θάνατο της κριτι-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·473
ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ
κής σκέψης, στο τέλος, η «πειθαρχία» εκτόπισε την «πειθώ» και το Κομμουνιστικό 7 Κόμμα Μεγάλης Βρετανίας μεταστράφηκε. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας πρόβαλε τη μεγαλύτερη αντίσταση. Στο 6ο Συνέδριό του, ο Άντζελο Τάσκα (Angelo Tasca) και ο Παλμίρο Τολιάτι (Palmiro Togliatti) υποστήριξαν με πάθος τις θέσεις τους και αντιμετώπισαν θαρραλέα την εκφοβιστική τακτική της σοβιετικής αντιπροσωπείας και δεν δίστασε να αποχωρήσει από την αίθουσα λόγω της αντιμετώπι8 σης του Τολιάτι. Ενώ όμως ο Τάσκα αποχώρησε από το κόμμα, καταγγέλλοντας το ρόλο του Στάλιν και τον «εκφυλισμό» της Κομιντέρν, ο Τολιάτι προτίμησε να συνθηκολογήσει: «Αν δεν υποχωρήσουμε, η Μόσχα δεν θα διστάσει να τοποθετήσει στην ηγεσία του κόμματός μας μια αριστερή ηγεσία, κανέναν νεαρό που μόλις θα έχει βγάλει τη Σχολή Λενινισμού»· ή, σύμφωνα με την εκδοχή του ίδιου του Στάλιν, 9 «Πλήρης υποταγή ή φεύγετε». Έτσι η Αριστερή Στροφή οδήγησε στην επιβολή νέων κομματικών ηγεσιών, καθιστώντας πιο άκαμπτη την εσωκομματική ζωή των κομμουνιστικών κομμάτων. Η ποιότητα του διαλόγου στο πλαίσιο της Κομιντέρν χειροτέρεψε. Η χρονική απόσταση ανάμεσα στα συνέδριά της μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο: το 1919-24 πραγματοποιήθηκαν πέντε συνέδρια, ενώ μεταξύ του 5ου και του 6ου Συνεδρίου μεσολάβησαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια, και μεταξύ του 6ου και του 7ου (που ήταν και το τελευταίο) εφτά. Οι υπεύθυνοι της Κομιντέρν μεταβλήθηκαν από οργανωτές επαναστατικών πρωτοβουλιών στα διάφορα κράτη και από περιπλανώμενους κήρυκες της παγκόσμιας επανάστασης σε πιστούς υπηρέτες της Σοβιετικής Ένωσης. Νωρίτερα, υπήρχε πάντοτε ένα είδος σουρεαλιστικής πραγματικότητας, καθώς άσχετοι απεσταλμένοι της Μόσχας έπεφταν σαν αλεξιπτωτιστές σε εθνικές καταστάσεις. Ωστόσο μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναδείχτηκαν μερικές πολύ σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Ελβετός κομμουνιστής ηγέτης Ζιλ Ιμπέρ-Ντροζ, που ήταν υπεύθυνος της Κομιντέρν για τη Νότια Ευρώπη και έπαιξε σημαντικό ρόλο στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας το 1924-28· ή ο Γερμανός Βίλι Μούντσενμπεργκ (Willi Munzenberg), βασικός συντονιστής πολλών ανθρωπιστικών, πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών δράσεων μέσω της Διεθνούς Εργατικής Βοήθειας στο Βερολίνο (IAH).10 Στις σχέσεις λοιπόν της Μόσχας με τα κομμουνιστικά κόμματα των άλλων χωρών, το 6ο Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς αποτέλεσε ένα είδος τομής, γιατί τα τελευταία ευθυγραμμίστηκαν πλήρως με τη στρατηγική της σοβιετικής ηγεσίας, η οποία επέβαλε νέα πρότυπα τυφλής υπακοής στις αποφάσεις της. Στις μη επαναστατικές συνθήκες που επικράτησαν σε ολόκληρη την Ευρώπη μετά το 1923, τα κομμουνιστικά κόμματα θα μπορούσαν να προχωρήσουν στη συγκρότηση ευρύτερων συνα-
473
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·474
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
σπισμών, αν η ηγεσία της Κομιντέρν αντιμετώπιζε ευνοϊκά μια τέτοια πολιτική. Η Αριστερή Στροφή του 1928 όμως απέκλεισε την προοπτική αυτή, αποκόπτοντας τα κόμματα αυτά από τη μη κομμουνιστική Αριστερά.
Πλάθοντας την κομμουνιστική παράδοση
474
Δα κομμουνιστικά κόμματα διαμορφώθηκαν από δύο στοιχεία – θυμό και οργή για τις παλιότερες σοσιαλδημοκρατικές παραδόσεις της Αριστεράς αλλά και αμφιθυμία έναντι των λαϊκών εξεγέρσεων της περιόδου 1917-21. Τα εργατικά συμβούλια είχαν συχνά θεωρηθεί ως ένας πιθανός «τρίτος δρόμος» ανάμεσα στη συμβιβασμένη σοσιαλδημοκρατία, που είχε ταχθεί με το μέρος των δυνάμεων της τάξης, και σε μια μπολσεβίκικη αντίληψη ξένη, που προσπαθούσε να επιβάλει ένα μοντέλο σφαλερό. Ωστόσο, στη δεκαετία του 1920, η αποτυχία και η αναποτελεσματικότητα των εργατικών συμβουλίων τα έκαναν να μη μοιάζουν και τόσο λαμπρό εναλλακτικό επαναστατικό υπόδειγμα. Όπως και η Παρισινή Κομμούνα του 1871, τα εργατικά συμβούλια έδειξαν φευγαλέα πώς θα μπορούσε να οργανωθεί ο σοσιαλισμός. Κατά τα άλλα όμως, τα ταραγμένα χρόνια 1919-21 αποκάλυψαν τον κατακερματισμό του «επαναστατικού κινήματος» σε διάφορες τυχοδιωκτικές κινήσεις τοπικού χαρακτήρα, συχνά με έκδηλα συνδικαλιστικά κίνητρα αλλά, πάντοτε απόλυτα εχθρικά προς τους απόμακρους πολιτικούς μηχανισμούς. Το πρόβλημα της Αριστεράς ήταν να βρει τρόπους για να ενοποιήσει την έκφραση των μαχητικών αυτών κινημάτων, ώστε να τα αξιοποιήσει για τους πολιτικούς της σκοπούς αναπτερώνοντας τις επαναστατικές ελπίδες σε μια περίοδο πεζών πολιτικών εξελίξεων. Αυτή ήταν η προβληματική της μπολσεβικοποίησης, προβληματική που βρισκόταν στο επίκεντρο της σκέψης όχι μόνο του Γκράμσι αλλά και πολλών άλλων κομμουνιστών ηγετών της περιόδου 1923-28. Με δεδομένες τις βασικές θέσεις του μπολσεβικισμού, όπως αυτές προσδιορίστηκαν από τον ίδιο τον Λένιν ανάμεσα στη συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ και στην Οκτωβριανή Επανάσταση, τα κομμουνιστικά κόμματα έπρεπε να αυτοπροσδιοριστούν με σαφήνεια έναντι των κομματικών σχηματισμών της Δεύτερης Διεθνούς. Για τον Λένιν, αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να μετατραπούν οι αμοιβαδικές σοσιαλιστικές κινήσεις της περιόδου 1918-19 σε συμπαγή κόμματα. Γι’ αυτό έγιναν αναπόφευκτοι οι 21 Όροι. Καθώς η επαναστατική πλημμυρίδα υποχώρησε στην Ευρώπη μετά το 1921-23, τα συνέδρια της Κομιντέρν προσδιόρισαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε τα κομμουνιστικά κόμματα να εκδηλώνουν την πίστη τους στις μεθόδους των μπολσεβίκων, ιδιαίτερα μετά τον «Γερμανικό Οκτώβρη» του 1923, η
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·475
ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ
αποτυχία του οποίου αποδόθηκε στην ανεπαρκή «μπολσεβικοποίηση». Η εντολή προς τα ξένα κομμουνιστικά κόμματα να εξαλείψουν το έλλειμμα αυτό ήταν το κύριο συμπέρασμα του 6ου Συνεδρίου, το οποίο πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1924. Ωστόσο αυτή δεν ήταν η μόνη δυνατή επιλογή στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Θεωρητικά, το πλαίσιο, που χάραξε η Κομιντέρν το 1922 σχετικά με τη συγκρότηση των Ενιαίων Μετώπων, έκανε τη συμφωνία με τους σοσιαλδημοκράτες εξίσου λογική εκδοχή. Ωστόσο η μπολσεβικοποίηση ενίσχυσε τις αντιθέσεις ανάμεσα στους κομμουνιστές και στους μη κομμουνιστές. Απαιτούσε την οριστική μεταμόρφωση των νεαρών κομμουνιστικών κομμάτων από κομματικές οργανώσεις βαθιά ριζωμένες στα εθνικά εργατικά κινήματα, σε ριζικά νέους πολιτικούς σχηματισμούς. Αυτή ακριβώς η διαδικασία κορυφώθηκε το 1928. Τα κομμουνιστικά κόμματα όχι μόνο απέκτησαν νέους ηγέτες, που συχνά είχαν εκπαιδευτεί στη Μόσχα, ειδικά αν αυτά βρίσκονταν στην παρανομία, αλλά και άρχισαν να στρατολογούν μέλη μεταξύ τμημάτων της εργατικής τάξης που ουδέποτε στο παρελθόν είχαν αναμειχθεί στο εργατικό κίνημα. Οι κομμουνιστές πλέον τόνιζαν εμφατικά την ιδιαιτερότητά τους όχι μόνο έναντι της υπόλοιπης κοινωνίας αλλά και της υπόλοιπης εργατικής τάξης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας (KSCˇ ) συνιστά μια ακραία περίπτωση. Ιδρυμένο το 1920 από τον Μποχουμίρ Σμέραλ (Bohumir Smeral), πρώην σοσιαλδημοκράτη της παράδοσης του αυστρομαρξισμού, έδειχνε καλά προσαρμοσμένο στις σταθεροποιητικές συνθήκες της δεκαετίας του 1920. Ωστόσο, η Κομιντέρν προσπάθησε να το αποκόψει από τις λαϊκές ρίζες του. Το 1928, το KSCˇ προχώρησε σε ένα είδος αυτοκάθαρσης, μειώνοντας τον αριθμό των μελών του από 150.000 σε 25.000 μέχρι το 1930. Τα περισσότερα μέλη του κόμματος, αλλά και οι συνδικαλιστές των Κόκκινων εργατικών ενώσεων, επέστρεψαν στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Το κόμμα μπολσεβικοποιήθηκε, με συνέπεια να αποκοπεί από «τις ρίζες του στην εργατική τάξη της Τσεχοσλοβακίας» και να μετατοπιστεί από το «κέντρο» 11 στην «περιφέρειά» της. Η απομόνωσή του δημιούργησε μια σπάνια μορφή πειθαρχημένης οργάνωσης, η οποία, υπό τις συνθήκες της Τρίτης Περιόδου απέκτησε σταλινικά χαρακτηριστικά, με τις αποφάσεις να λαμβάνονται από μια μικρή γραφειοκρατική ομάδα, με την εσωκομματική δημοκρατία να γίνεται ολοένα και πιο λυμφατική, με την παγίωση μιας άκριτης υποταγής στην κομματική γραμμή και με την τυφλή υπακοή στη Μόσχα. Πολλές από τις υπερβολές αυτές δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να ξεχαστούν. Έχοντας ακούσει κανείς την παρθενική ομιλία του Κλέμεντ Γκότβαλντ (Klement Gottwald) στη Βουλή της Τσεχοσλοβακίας το 1929, οι δηλώσεις του περί δημοκρατίας μετά το 1935 δεν μπορούσαν να γίνουν πιστευτές: «Είμα-
475
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·476
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
476
στε το κόμμα του τσεχικού προλεταριάτου και τα κεντρικά γραφεία μας βρίσκονται στη Μόσχα. Πάμε στη Μόσχα για να μας διδάξουν οι μπολσεβίκοι πώς να σας στραγγαλίσουμε. Και όπως γνωρίζετε, οι Ρώσοι μπολσεβίκοι είναι ειδικοί σε αυ12 τό». Σε αντίθεση με της Τσεχοσλοβακίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας του Τολιάτι πίστεψε στην παράδοση της χώρας του και εμπνεύστηκε από αυτή. Το 1926, ο Τολιάτι προσάρμοσε έξυπνα την πολιτική του κόμματός του στις νέες συνθήκες που είχε δημιουργήσει η άνοδος του Στάλιν, ενώ ο Γκράμσι διατήρησε τις ετερόδοξες αντιλήψεις του σχετικά με τα εργατικά συμβούλια, την εκπαίδευση των κομματικών στελεχών και το θέμα των σχέσεων με τα μη προλεταριακά στρώματα της κοινωνίας. Ωστόσο και ο Γκράμσι υποστήριζε τη μπολσεβικοποίηση του κόμματος, πράγμα που έδωσε νέα ώθηση στην εσωκομματική σύγκρουση με τον Αμαντέο Μπορντίγκα και προσδιόρισε ακριβέστερα την ταυτότητα του κομμουνιστή έναντι εκείνης του σοσιαλδημοκράτη. Παρότι η ταυτότητα αυτή απέκτησε κάποια σταλινικά χαρακτηριστικά μετά το 1928, η προηγούμενη διαδικασία αυτοπροσδιορισμού είχε συμβάλει ήδη στην ενίσχυση του κόμματος. Οι Θέσεις της Λιόν –που πέρασαν στις αποφάσεις του 3ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας τον Ιανουάριο του 1926, ακριβώς πριν από τη σύλληψη του Γκράμσι και την πρόσκληση προς τον Τολιάτι να εργαστεί στην Κομιντέρν στη Μόσχα– έδωσαν μια πρόγευση των συζητήσεων για το Λαϊκό Μέτωπο της περιόδου 1934-35. Ούτε ο Γκράμσι, ο οποίος είχε απομακρυνθεί λόγω της φυλάκισής του από τις περιπέτειες της Αριστερής Στροφής, ούτε ο πανούργος και πάντοτε επιφυλακτικός Τολιάτι εγκατέλειψαν ποτέ τη βασική αυτή θέση. Για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, η Στροφή του 1928 ανέκοψε μια εθνική στρατηγική προς αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «Αριστερό Λαϊκό Μέτωπο». Σε αντίθεση με το KPD, που πάντοτε του άρεσε να καταγγέλλει τους σοσιαλδημοκράτες, το PCI τόνιζε εξ ενστίκτου τη σημασία μιας ευρύτερης συνεργασίας εναντίον των φασιστών. Έτσι, τα μηνύματα της Τρίτης Περιόδου προς τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν περίπλοκα. Τη δεκαετία του 1920, όταν η κομμουνιστική παράδοση ήταν ακόμη υπό διαμόρφωση, τα κόμματα αυτά ήταν νεαροί και ασταθείς πολιτικοί οργανισμοί, με κύριο χαρακτηριστικό τη μεγάλη ρευστότητά τους. Η κατάσταση αυτή δεν τους επέτρεπε να αποκτήσουν σταθερή πολιτική γραμμή και έτσι το κανονιστικό πλαίσιο που τους επιβλήθηκε από τη Μόσχα μετά το 1928 έγινε δεκτό με ανακούφιση. Ο κομμουνισμός, ως ξεχωριστή και ενιαία παράδοση –που διήρκεσε για τριάντα χρόνια περίπου (1928-56)– διαμορφώθηκε αποφασιστικά από την Τρίτη Περίοδο. Δυστυχώς, αυτή εξέφραζε ταυτόχρονα την επικράτηση του Στάλιν μέσα στην ΕΣΣΔ, η οποία τώρα παρέσυρε στην τροχιά της και την Κομιντέρν.
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·477
ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ
Εθνικοί κομμουνισμοί;
√ κομμουνισμός της Τρίτης Διεθνούς ήταν ένα ποιοτικά νέο στοιχείο στο εργατικό κίνημα της Ευρώπης.13 Απαιτούσε μια ιδιαίτερη μορφή αφοσίωσης των κομμουνιστών στο κόμμα όσο και στη Σοβιετική Ένωση. Οι αγωνιστές έπρεπε να αφιερώσουν όλη τους τη ζωή στο κίνημα, ειδικά εκεί που τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν ακόμη μικρές οργανώσεις με περιορισμένο αριθμό στελεχών. Η ένταξη ενός στελέχους στο κόμμα σήμαινε την πλήρη και καθημερινή απασχόλησή του με τα κομματικά, πολιτικά και συνδικαλιστικά ζητήματα, πράγμα που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους άλλους εργάτες. Η παθιασμένη ταύτιση με τη Σοβιετική Ένωση και η τυφλή πίστη στη διεθνιστική αλληλεγγύη ήταν ζωτικής σημασίας για την έλξη που ασκούσε ο κομμουνισμός. Βασικό στοιχείο της πολιτικής αυτής κουλτούρας ήταν ο σταλινισμός, κύριες εκφράσεις του οποίου ήταν η δαιμονοποίηση του Τρότσκι, η καταπολέμηση κάθε διαφωνίας μέσα στο κόμμα και ευρύτερα στην κοινωνία, οι εκκαθαρίσεις στελεχών, οι προσχηματικές δίκες και η τυφλή και ex post facto στήριξη των αποφάσεων της σοβιετικής πολιτικής μέσω της εξάρτησης των κομμουνιστικών κομμάτων, την οποία είχε επιβάλει τόσο ωμά το 6ο Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς το 1928. Ένα τέτοιο παράδειγμα υπήρξε η προσπάθεια στήριξης του Σοβιετογερμανικού Συμφώνου από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Το θλιβερό αυτό κατάντημα –το οποίο ερχόταν σε αντίθεση με το θάρρος και την ανεξαρτησία που επιδείκνυαν οι κομμουνιστές στη χώρα τους και διέστρεφε θεμελιωδώς γενναιόδωρη τη διεθνιστική τους αλληλεγγύη– απαιτούσε την εξοικείωση των μελών με την ιστορία και τις πρακτικές του κινήματος. Το 1938 δημοσιεύτηκε το διάσημο «Σύντομο Μάθημα» πάνω στην Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκων) της Σοβιετικής Ένωσης, και η μαζική διανομή του σε ολόκληρο τον κόσμο δεν είχε παράλληλο στην ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος μέχρι την έκδοση του Κόκκινου Βιβλίου του Μάο Τσε-τουνγκ τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Το εγχειρίδιο αυτό επινόησε τον όρο διαμάτ (από τις πρώτες συλλαβές των λέξεων διαλεκτικός ματεριαλισμός) και την «αξιωματική απλούστευση» του μαρξισμού. Επιπλέον, πρότεινε τον μπολσεβικισμό ως το κατεξοχήν παράδειγμα επαναστατικής εμπειρίας και επέβαλε μια εκκωφαντική σιγή σχετικά με την ιστορία της Διεθνούς και των άλλων σοσιαλιστικών κομμάτων. Ουσιαστικά επρόκειτο για την «ιεροποίηση της κομματικής ιστορίας».14 Το χάσμα ήταν τεράστιο ανάμεσα στο Σύντομο Μάθημα του τέλους της δεκαετίας του 1930 και στην επαναστατική περίοδο 1917-23, όταν ο Γκράμσι στοχαζόταν τόσο δημιουργικά πάνω στην πολιτική εκπαίδευση των κομμουνιστών. Η έωλη αυτή ομοιομορφία μείωσε όχι μόνο την πνευματική ζωντάνια του μαρξισμού όσο και τη δύνα-
477
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·478
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
478
μη έλξης του κομμουνιστικού κινήματος. Ωστόσο υπήρξαν επίσης περιπτώσεις που η σιδηρά πειθαρχία της Κομιντέρν χαλάρωνε και τα κομμουνιστικά κόμματα μπορούσαν να εκφραστούν σχετικώς αυτόνομα. Σε κάθε «Μικρή Μόσχα» –τα τοπικά κομμουνιστικά οχυρά–, το κομμουνιστικό κόμμα μπορούσε να ενσωματωθεί δημιουργικά στο ρυθμό ζωής της τοπικής κοινότητας. Στο Μάρντι της Νότιας Ουαλίας, το Λάμφινμανς του Φάιφ και το Βέιλ του Λέβεν της δυτικής Σκοτίας, οι κομμουνιστές στηρίζονταν στην αλληλεγγύη των κατοίκων, της οποίας οι ίδιοι ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο και μεταμόρφωσαν. Ήταν συμπαγείς και ομοιογενείς εργατικές κοινότητες, στις οποίες κυριαρχούσαν κάποιες βιομηχανίες, όπως τα ορυχεία και οι κλωστοϋφαντουργικές μονάδες που είχαν αρχίσει να συρρικνώνονται μετά το 1918. Στις περιοχές αυτές, δεν υπήρχαν εναλλακτικοί τρόποι απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, ενώ και η ταξική τους συγκρότηση ήταν ατελής και άνιση (δεν υφίστατο μια γηγενής τάξη καπιταλιστών ή εισοδηματιών), επιτρέποντας στην εργατική τάξη να κυριαρχήσει στην τοπική πολιτική σκηνή. Στους αμυντικούς της αγώνες, λόγου χάρη, για να καταπολεμήσει την ανεργία, να διασφαλίσει τα βασικά συνδικαλιστικά δικαιώματα και να αποτρέψει τις εξώσεις, το εργατικό κίνημα όφειλε να διαμορφώσει ένα ευρύ αντιπολιτευτικό μέτωπο που θα επέτρεπε την κινητοποίηση ολόκληρης της κοινότητας και όχι μόνο των χειρωνακτών. Οι κομμουνιστές ρίζωναν σε κάθε επίπεδο της καθημερινής ζωής της κοινότητας. Τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν ήταν πολλά. Ωστόσο η νομιμοποίηση και η ηγετική παρουσία του κόμματος –η τοπική του ηγεμονία– οφείλονταν στον σημαντικό ρόλο του στην υπεράσπιση του τρόπου ζωής της κοινότητας. Ωστόσο αυτό δεν ήταν μόνο μια ιστορία τοπικής πολιτικής κουλτούρας. Οι μαχητές εμπνέονταν από το διεθνές κίνημα, το οποίο προσπαθούσαν να εκπροσωπήσουν με 15 τον καλύτερο τρόπο στον τόπο τους. Η κομμουνιστική συνιστώσα μάλιστα της αντιπολιτευτικής κουλτούρας σε κάθε Μικρή Μόσχα χρησιμοποιούσε τη Σοβιετική Ένωση ως υπόδειγμα φιλεργατικού κράτους. Το έργο αυτό είχε αναλάβει ο όμιλος Οι Φίλοι της Σοβιετικής Ένωσης. Η επίσημη πολιτική κουλτούρα της Κομιντέρν συνέβαλε στην ανασύνθεση του βρετανικού μαρξισμού τονίζοντας την ανάγκη για άμεση ανάμιξη των κομμουνιστών στο εργατικό κίνημα και την καθημερινή ζωή των εργατών, ενώ η παλιότερη αυτοδιδακτική αντίληψη των κομματικών στελεχών είχε αρχίσει να απορροφάται σταδιακά στην πίστη τους στον επίσημο μαρξισμό-λενινισμό. Ήδη όμως από το 1930 η κομματική θεωρία είχε απολιθωθεί σε μια δογματική επανάληψη στερεοτύπων, με την αυθεντία της Μόσχας να υποκαθιστά τις «εγχώριες απόψεις και θέσεις». Οι «θεωρητικοί» του κινήματος ήταν όλο και περισσότερο πανεπιστημιακοί, που γνώ-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·479
ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ
ριζαν καλά τον σοβιετικό μαρξισμό, παρά αυτοδίδακτοι «προλετάριοι φιλόσοφοι», οι οποίοι είχαν αναδειχτεί μέσα από την ίδια τη μαρξιστική θεωρητική κουλτούρα της εργατικής τάξης. Αυτή ήταν άλλη μία πλευρά των ειδικά «κομμουνιστικών» 16 εκλεκτικών συγγενειών του κομμουνιστικού κόμματος. Παραδόξως, ο σεκταρισμός της Τρίτης Περιόδου αποδείχτηκε ιδιαίτερα δημιουργικός στην πολιτισμική πολιτική, γιατί η αποχώρηση των κομμουνιστικών κομμάτων από τις διάφορες πολιτικές συμμαχίες και συνασπισμούς τα υποχρέωσε να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας πραγματικά καινοτόμου δράσης σε τομείς, όπως το θέατρο, ο κινηματογράφος και οι άλλες τέχνες, οι δραστηριότητες στο χώρο της νεολαίας και των παιδιών, τα σπορ και η οργάνωση του ελεύθερου χρόνου και του πολιτισμού γενικότερα. Όλα αυτά είχαν κάτι από τον δημιουργικό οίστρο της περιόδου 1917-23.17 Αυτό ίσχυε κατά μείζονα λόγο για τα ζητήματα σχετικά με την ισότητα των φύλων και τα δικαιώματα των γυναικών, δεδομένου μάλιστα ότι ο σοσιαλισμός δεν είχε λαμπρές επιδόσεις στην αμφισβήτηση των καθιερωμένων αντιλήψεων για τη σεξουαλικότητα, το φύλο, τη μητρότητα και τη θέση των γυναικών γενικότερα. Στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της Τρίτης Περιόδου, οι κομμουνιστές έφτασαν πολύ κοντά στο να σπά18 σουν αυτόν το φραγμό. Με την έντονα «προλεταριακή» του ταυτότητα, που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με εκείνη των μελών του, τα οποία συγκεντρώνονταν στις γωνίες των δρόμων και όχι στους χώρους δουλειάς, καθώς η ανεργία μεταξύ τους έφτασε στο δυσθεώρητο 80% μετά το 1930, το KPD έγινε, θέλοντας και μη η φωνή ευρύτερων κινητοποιήσεων που έμοιαζαν να μην ανήκουν σε μια συγκεκριμένη τάξη –των γυναικών, 19 της νεολαίας, των ενοικιαστών, όσων ζητούσαν επιδόματα και πολλών άλλων. Οι κινητοποιήσεις για τη σεξουαλική μεταρρύθμιση με τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων και της αντισύλληψης αποτελούσαν μέρος της δράσης του KPD, με το οποίο συνεργάζονταν πολλοί σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθεροι και πολιτικά ανεξάρτητοι γιατροί, κοινωνικοί λειτουργοί και άλλοι αγωνιστές. Το KPD –και πολλοί κομμουνιστές ατομικά μέσα από τις επαγγελματικές τους οργανώσεις, τους διάφορους συνασπισμούς και τα fora που το κόμμα υποστήριζε– ενεργοποίησε την εκστρατεία του 1931 για τη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας σχετικά με τις αμβλώσεις, καθώς επίσης και τις εξαιρετικές εκείνες κλινικές για την παροχή συμβουλών για σεξουαλικά ζη20 τήματα, οι οποίες γνώρισαν μεγάλη άνθηση πριν από το 1933. Ακόμη και όταν η Αριστερή Στροφή της Κομιντέρν υποχρέωσε το KPD να ακολουθήσει μια καταστροφικά σεκταριστική στρατηγική με εθνικό επίπεδο, η πολιτική του γραμμή σε τέτοια ζητήματα ήταν πιο ευέλικτη. Ενώ οι εκπρόσωποί του δεν
479
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·480
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
έπαυαν ούτε στιγμή να δηλώνουν ότι το κόμμα τους ήταν ένα κατεξοχήν προλεταριακό κόμμα, πολλά μέλη και οπαδοί του δεν είχαν μεγάλη σχέση με τους κλασικούς προλετάριους. Η πραγματική τραγωδία του KPD στις αρχές της δεκαετίας του 1930 δεν ήταν ότι απώλεσε τους παραδοσιακούς βιομηχανικούς εργάτες λόγω της ανεργίας, της καταδίωξης των αγωνιστών και του ελέγχου που ασκούσε το SPD στα παλιά θεσμικά όργανα του εργατικού κινήματος, γιατί αυτά το έστρεψαν προς νέες κατευθύνσεις, αλλά το ότι σκόνταψε σε λύσεις που το ίδιο απέρριπτε. Αυτού του είδους η πολιτική –που εστίαζε το ενδιαφέρον της στα προβλήματα των γυναικών, της νεολαίας, των εργατών αλλά και των ανέργων, στην «ιδιωτική» όσο και τη «δημόσια» σφαίρα, σε ευρύτερες δημοκρατικές αξίες και όχι στην ανόητη θριαμβολογία για την επικείμενη προλεταριακή επανάσταση– του έδωσε μια ευκαιρία να υπερβεί ώς ένα βαθμό την κοντόθωρη ταξική οπτική του εργατικού κινήματος. Πράγματι, η πολιτική αυτή διεύρυνε τα όρια του ίδιου του πολιτικού, εισάγοντας στο τελευταίο «ιδιωτικά» ζητήματα σχετικά με τη σεξουαλικότητα και την οικογενειακή ζωή, με αποτέλεσμα να επαναπροσδιοριστούν οι σχέσεις της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας. Ήταν πολλοί οι λόγοι που η πολιτική αυτή –ένα Λαϊκό Μέτωπο που φτιάχτηκε πλάγια, από τα κάτω και avant la lettre– δεν κατέφερε ποτέ να υλοποιηθεί. Ο βασικότερος, ίσως, είναι ότι το επίσημο KPD υποτάχθηκε στην επίσημη πολιτική γραμμή που χάραξε η Κομιντέρν το 1928. Αυτό ήταν το βασικό. Πρόσφατες ιστορικές έρευνες ενέταξαν με προσοχή τα κομμουνιστικά κόμματα στην κοινωνική και πολιτική ιστορία των χωρών τους, απορρίπτοντας παλιότερες αντιλήψεις που τα θεωρούσαν εκφραστές συμφερόντων και πολιτικών, οι οποίες εκπορεύονταν από την 21 Κομιντέρν και τη Μόσχα. Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι την εξουσία της Τρίτης Διεθνούς αναγνώριζαν όλα ανεξαιρέτως τα κομμουνιστικά κόμματα. Οι νέες αυτές ιστορικές έρευνες κατέδειξαν τις δυνατότητες που είχε ένα ευρηματικό κομμουνιστικό κόμμα να ακολουθήσει μια δημιουργική εθνολαϊκή πολιτική. Παρ’ όλα αυτά, οι δυνατότητες αυτές σπάνια υπερέβησαν το επίπεδο των απλών προθέσεων ή των ευσεβών πόθων. Και γι’αυτό την κύρια ευθύνη την έχει η σταλινική κουλτού22 ρα της Τρίτης Διεθνούς.
Ο δυτικός μαρξισμός
¶αρότι τα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα άρχισαν να ακολουθούν μια όλο και πιο
480
άκαμπτη πολιτική γραμμή, συμμορφούμενα με τις επιταγές του σταλινισμού, πολλές μορφές δημιουργικής μαρξιστικής σκέψης κατάφεραν να επιβιώσουν. Πριν από το 1914, ο μαρξισμός ήταν περίπου συνώνυμος της σοσιαλιστικής πολιτικής παράδο-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·481
ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ
σης. Η μαρξιστική σκέψη απουσίαζε παντελώς από τα πανεπιστήμια, τις ακαδημίες και την επίσημη πνευματική ζωή γενικότερα. Όταν δήλωνες μαρξιστής σήμαινε ότι προσχωρούσες στο σοσιαλιστικό κίνημα και έβγαζες το ψωμί σου ως δημοσιογράφος ή ως δάσκαλος, κάνοντας διαλέξεις ή μαθήματα σε στελέχη και μέλη του σοσιαλιστικού κόμματος. Παρότι οι θεωρητικοί της Δεύτερης Διεθνούς (Λαμπριόλα, Μέρινγκ (Franz Mehring), Κάουτσκι, Πλεχάνοφ, Χίλφερντινγκ, Λούξεμπουργκ και Μπάουερ) προέρχονταν από τη μεσαία τάξη ή και τους ευγενείς, λίγοι άλλοι αριστεροί διανοούμενοι είχαν ακαδημαϊκές περγαμηνές. Η προπολεμική σοσιαλιστική κουλτούρα δημιουργήθηκε από αυτοδίδακτους αγωνιστές του εργατικού κινήματος, όπως ήταν το δίδυμο των ιδρυτών του SPD, ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ και ο Άουγκουστ Μπέμπελ. Υπήρχαν βέβαια και εξαιρέσεις –το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας, λόγου χάρη, προσείλκυε πριν από το 1914 πολλούς αποφοίτους πανεπιστημίων αλλά και ακαδημαϊκούς–, αλλά ο μαρξισμός και η επίσημη πνευματική ζωή των ευρωπαϊκών χωρών δεν είχαν σχεδόν κανένα σημείο επαφής πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό άλλαξε μετά το 1918. Η ριζοσπαστικοποίηση των διανοουμένων εξαιτίας του πολέμου και της επανάστασης έφερε στο προσκήνιο μια νεότερη γενιά συγγραφέων, καλλιτεχνών και διανοουμένων, οι οποίοι πολύ συχνά δεν ήταν οργανικά ενταγμένοι στα κόμματα της Αριστεράς. Για πρώτη ίσως φορά, κάποιος θα μπορούσε να είναι μαρξιστής και να τρέφει ελπίδες ότι θα κάνει ακαδημαϊκή καριέρα ή κάποιο άλλο συναφές επάγγελμα. Και το αντίστροφο. Θα μπορούσε κάποιος να διδάσκει σε ένα πανεπιστήμιο, να εργάζεται σε μια εφημερίδα ή και να εκδίδει, να διευθύνει ένα θέατρο ή μια αίθουσα τέχνης, να ασκεί ένα επάγγελμα στο χώρο της εκπαίδευσης, της κοινωνικής πρόνοιας, της υγείας ή της στέγασης, και να παίρνει τις μαρξιστικές ιδέες σοβαρά χωρίς να χάσει τη θέση του. Αυτό ίσχυε για χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Τσεχοσλοβακία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Βρετανία ή οι σκανδιναβικές. Οι ριζοσπάστες διανοούμενοι δεν κατάφεραν ποτέ να αποσπάσουν τίποτε περισσότερο από την κυρίαρχη διανόηση πέραν της στενόκαρδης ανοχής της. Τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζονταν ως ενοχλητικοί, ενώ δεν ήταν καθόλου σπάνιες οι απροκάλυπτες διώξεις τους. Ωστόσο οι σοσιαλιστικές ιδέες υπερέβησαν την ίδια την οργανωμένη παράδοση, με αποτέλεσμα να σημειωθούν ορισμένες αλλαγές στη μαρξιστική θεωρία. Αν οι μαρξιστές στοχαστές, όντας στην άμεση υπηρεσία των κομμάτων τους, εστίασαν αρχικά το ενδιαφέρον τους στην οικονομία, στην πολιτική και τη θεωρία της ταξικής πάλης, ερμηνεύοντας τους νόμους της καπιταλιστικής 23 εξέλιξης, μετά το 1918 στράφηκαν στη φιλοσοφία και την αισθητική. Οι υπέρμαχοι του Δυτικού Μαρξισμού εργάζονταν σε συνθήκες σχετικής απομόνωσης, γιατί οι μεταφράσεις και η ανταλλαγή ιδεών, που ήταν μια κοινή πρακτική
481
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·482
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
482
πριν από το 1914, έπαψαν να υφίστανται. Τρεις σημαντικοί εκπρόσωποι του μαρξισμού αυτής της περιόδου ήταν ο Καρλ Κορς (Karl Korsch), ο Γκέοργκ Λούκατς και ο Αντόνιο Γκράμσι. Καθένας από τους πραγματικά σπουδαίους αυτούς στοχαστές εργάστηκε στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερου ιδιώματος, σε μια προσπάθεια να προσδιορίσει την πρωτοτυπία του μαρξισμού σε σχέση με τις προγενέστερες φιλοσοφικές παραδόσεις, όπως ήταν ο εγελιανισμός και οι επίγονοί του ή, στην περίπτωση του Γκράμσι, η τεράστια επιρροή που είχε η θεωρία του Μπενεντέτο Κρότσε στην Ιταλία στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα πρώιμα έργα τους –Μαρξισμός και φιλοσοφία του Κορς (1923), η Ιστορία και ταξική συνείδηση του Λούκατς (επίσης το 1923), και τα κείμενα του Γκράμσι στην εφημερίδα L’Ordine nuovo το 1919-20– ανήκαν με έναν πολύ ουσιαστικό τρόπο στη μεταπολεμική επαναστατική στιγμή. Τόνιζαν τα υποκειμενικά στοιχεία της μαρξιστικής θεωρίας, δίνοντας έμφαση στις δυνατότητες δράσης ενός δημιουργικού επαναστατικού φορέα («η επανάσταση εναντίον του Κεφαλαίου», όπως έλεγε ο Γκράμσι) πέραν της νομοτελειακής ορθοδοξίας της Δεύτερης Διεθνούς, η οποία είχε αρχίσει ήδη να επανέρχεται στο προσκήνιο μέσα από τον άκαμπτο οικονομισμό του μαρξισμού-λενινισμού και της σταλινικής σκέψης της Τρίτης Διεθνούς. Μετά την απομάκρυνση των συγγραφέων αυτών –ο Κορς αποπέμφθηκε από το KPD το 1926, ο Λούκατς αποκήρυξε τις παλιότερες θέσεις του και αποσύρθηκε στη θεωρία της λογοτεχνίας, ενώ ο Γκράμσι φυλακίστηκε– τα 24 πρώτα αυτά κείμενα του Δυτικού Μαρξισμού ξεχάστηκαν εντελώς. Ένας άλλος πυρήνας δημιουργικού στοχασμού και σκέψης στο πλαίσιο του Δυτικού Μαρξισμού ήταν το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φραγκφούρτης, το οποίο ιδρύθηκε το 1923 και μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη το 1934, με άμεση συνέπεια να αποκοπεί ακόμη περισσότερο από την ενεργό πολιτική. Ορισμένοι από τους συνεργάτες του είχαν σχέσεις με το κομμουνιστικό κίνημα, όπως ο Καρλ Βιτφόγκελ (Karl Wittfogel), ο Χένρικ Γκρόσμαν (Henryk Grossman) και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν· άλλοι υποστήριξαν το SPD, όπως ο Φραντς Νόιμαν (Franz Neumann) και ο Ότο Κιρχάιμερ (Otto Kirchheimer). Οι περισσότεροι, όπως ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, ριζοσπαστικοποιήθηκαν το 1917-18. Οι γενάρχες του Ινστιτούτου, ο Μαξ Χορκχάιμερ και ο Τέοντορ Αντόρνο (Theodor Adorno), επέλεξαν την ανεξαρτησία. Τα θεωρητικά ενδιαφέροντα της Σχολής της Φραγκφούρτης –η αντιφατικότητα των νοημάτων του Διαφωτισμού, η απελευθέρωση και η κριτική κοινωνική θεωρία, η άνοδος της μαζικής κουλτούρας, η διαλεκτική του ορθού λόγου και κυριαρχίας και η επιρροή της ψυχανάλυσης– οδήγησαν τα μέλη της στη μελέτη των φιλοσοφικών πτυχών του μαρξισμού με έναν απόκρυφο, θα μπορούσαμε να πούμε, τρόπο που δεν είχε άμεση σύνδεση με το εργατικό κίνημα και δεν ενδιαφερόταν να επηρεάσει τους αγωνιστές
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·483
ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ
της εργατικής τάξης. Αυτή ήταν μια απολύτως συνειδητή στάση. Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της Σχολής της Φραγκφούρτης (ο Μαρκούζε, ο Χορκχάιμερ και ο Αντόρνο) ήταν απογοητευμένοι από τους πολιτικούς φορείς της εργατικής τάξης, τον έντονο πεσιμισμό, που τους προκαλούσε το ότι η μαζική κουλτούρα ασκούσε ένα είδος σαγήνης στους εργαζομένους, και τις καταστροφικές ήττες του εργατικού κινήματος υπό το φασισμό. Η εξορία έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στην πεσιμιστική διάθεση των μελών του Ινστιτούτου, διότι στις Ηνωμένες Πολιτείες το τελευταίο 25 αποκόπηκε πλήρως από το σοσιαλιστικό και μαρξιστικό εργατικό κίνημα. Η μαρξιστική σκέψη στη διάρκεια του Μεσοπολέμου –και ίσως μέχρι το 1968– παρουσίαζε το εξής παράδοξο. Μολονότι άκαμπτη και τυπολατρική στον επίσημο λόγο των κομμουνιστικών κομμάτων, ήταν ιδιαίτερα δημιουργική σε τομείς, όπως η φιλοσοφία και η αισθητική, μερικές φορές σε θερμοκήπια στα ανεκτικά κόμματα, στα πανεπιστήμια ή στο χώρο των τεχνών και των γραμμάτων, όπου ο μαρξισμός κατάφερε να γίνει εν μέρει αποδεκτός, τουλάχιστον σε κοινωνίες με σταθερά δημοκρατικά πολιτεύματα και συνταγματικά διασφαλισμένη ελευθερία έκφρασης. Έτσι, τα χαρακτηριστικά του Δυτικού Μαρξισμού έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τα αντίστοιχα του μαρξισμού της προπολεμικής περιόδου. Οι κλασικοί μαρξιστές –οι θεωρητικοί της Δεύτερης Διεθνούς και οι άμεσοι διάδοχοι των Μαρξ και Ένγκελς– ήταν συνήθως επαναστάτες πλήρους απασχόλησης που προσπαθούσαν να ενώσουν τη θεωρία με την πράξη, να σπουδάσουν καλά τη μαρξιστική πολιτική οικονομία και να μελετήσουν τα σύγχρονα πολιτικά προβλήματα, υποστηριζόμενοι μάλλον από τα κόμματά τους παρά από τα πανεπιστήμια ή άλλα πνευματικά ιδρύματα. Οι μεταπολεμικοί δυτικοί μαρξιστές δεν είχαν σχεδόν καμία άμεση πολιτική εμπλοκή –είτε γιατί προτίμησαν να σπουδάσουν, είτε γιατί φυλακίστηκαν από τους φασίστες. Τα έργα τους έχουν ως κύριο αντικείμενο μάλλον τη φιλοσοφία, τον πολιτισμό και την αισθητική παρά την οικονομία ή την πολιτική. Οι περισσότεροι, μάλιστα, ήταν καθηγητές πανεπιστημίων. Ουσιαστικά, επρόκειτο για έναν ηττημένο μαρξισμό που ήταν προϊόν πεσιμισμού, αποστασιοποίησης από το εργατικό κίνημα και, ενίοτε, απελπισίας. Η αιτία για την εξασθένιση του μαρξισμού ως επαναστατικής θεωρίας ήταν διπλή. Πρώτον, μετά το 1923 το επαναστατικό κίνημα περιορίστηκε στις δυτικές χώρες, δημιουργώντας ένα ριζικά διαφορετικό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον από εκείνο της περιόδου 1917-21, όταν η επανάσταση έκλεινε προκλητικά το μάτι στους μαρξιστές. Επιπλέον, στο πλαίσιο της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929, το εργατικό κίνημα υπέστη συντριπτικές ήττες, και ακόμη και τα πιο αγέρωχα, μεγάλα και ισχυρά σοσιαλιστικά κόμματα, όπως αυτά της Αυστρίας και της Γερμανίας, καταβαραθρώθηκαν.
483
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·484
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Από την άλλη πλευρά, παρότι υπήρχε ακόμη μεγάλη αισιοδοξία, λόγω της επιτυχίας της επανάστασης στη Ρωσία και της εντυπωσιακής οργάνωσης της Τρίτης Διεθνούς, οι διανοούμενοι της Αριστεράς δεν φαίνονταν να συμπαθούν ένα χώρο που δεν ανεχόταν την κριτική και τη θεωρία. Η σταλινοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων μετά το 1928 αποτέλεσε μια ήττα για τους αφοσιωμένους, δημιουργικούς και ανοιχτόμυαλους διανοουμένους της Αριστεράς, μια ήττα τόσο καταθλιπτική όσο και η κρίση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών, ιδιαίτερα στις εκκαθαρίσεις που σημειώθηκαν στη Σοβιετική Ένωση μετά το 1934. Εξαιτίας του σταλινισμού, ο μαρξισμός, ως θεωρία, απώλεσε μεγάλο μέρος της δημόσιας δημιουργικότητάς του. Οι ανεξάρτητοι στοχαστές οδηγήθηκαν στο περιθώριο του κομμουνιστικού κινήματος ή και αποπέμφθηκαν εντελώς. Οι Δυτικοί μαρξιστές υπέφεραν πολλά κάτω από το τεράστιο βάρος της τριπλής αυτής ήττας: ήττα της επανάστασης στη Δύση, νίκη του φασισμού και σταλινοποίηση των σοβιέτ.
484
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·485
∫∂º∞§∞π√ 17
√ º∞™π™ª√™ ∫∞π Δ√ §∞´∫√ ª∂Δø¶√
Η πολιτική της οπισθοχώρησης, 1930-1938
Τ
Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1930 ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ της Αριστεράς δεν ήταν καθόλου καλές.
Παρά τις δραματικές διαστάσεις της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, οι επαναστάτες αποτελούσαν μια μικρή μειοψηφία στο πλαίσιο των εθνικών κινημάτων, ακόμη και στις ειδικές εκείνες περιπτώσεις, όπως το KPD, στις οποίες είχαν μαζική στήριξη του λαού. Τα σοσιαλιστικά κόμματα ήταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά μακριά από την εξουσία, ενώ ακόμη και οι λίγες ελπίδες, που είχαν διαφανεί με τις αλλαγές του πολιτικού σκηνικού αμέσως μετά τον πόλεμο, έγιναν ακόμη λιγότερες. Το δικαίωμα ψήφου, οι πολιτικές ελευθερίες, το προοδευτικό νομικό πλαίσιο του κράτους πρόνοιας και ο διευρυνόμενος δημόσιος τομέας αποτέλεσαν τα βασικά στοιχεία των μεταπολεμικών κοινωνικοπολιτικών διευθετήσεων και όχι κάποια σοσιαλιστικά μέτρα. Ωστόσο ακόμη και οι κατακτήσεις αυτές ήταν συζητήσιμες. Στην ευρωπαϊκή περιφέρεια –τις χώρες της Βαλτικής, των Βαλκανίων και της Ιβηρικής Χερσονήσου– η δημοκρατία παραχώρησε τη θέση της σε αυταρχικά καθεστώτα. Στην Ουγγαρία αρχικά (1919-20) και, κατόπιν, στην Ιταλία (1920-22), η αντεπανάσταση πήρε το πάνω χέρι. Μόνο στις σκανδιναβικές χώρες ασφαλίστηκε η δημοκρατία. Στη Γαλλία, τα κυβερνητικά σκάνδαλα οδήγησαν το 1933 στην ενεργοποίηση της εξωκοινοβουλευτικής Δεξιάς, ενώ στη Βρετανία, η αποτυχία της κυβέρνησης των Εργατικών του 1929-31 κατέληξε στη διάσπαση του κόμματος, μειώνοντας πολύ την κοινοβουλευτική του δύναμη και παραλύοντάς το για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η κατάσταση αυτή έκανε ακόμη πιο σημαντική τη μοίρα της δημοκρατίας στα καθεστώτα της Κεντρικής Ευρώπης. Δυστυχώς όμως η ήττα της δημοκρατίας στις χώρες αυτές ήταν συντριπτική – στις 15 Ιουλίου 1927, η Αυστρία οδηγήθηκε σε μια εμφύλια σύρραξη μετά από μια σύγκρουση κυβέρνησης και σοσιαλιστών, ενώ, τον Μάρτιο του 1930, η κοινοβουλευτική κυβέρνηση της Γερμανίας παύτηκε για να κυ1 βερνηθεί η χώρα με προεδρικά διατάγματα. Οι συγκρούσεις αυτές επηρεάστηκαν έντονα από το κραχ στη Γουόλ Στριτ τον Οκτώβριο του 1929, με συνέπεια να προ-
485
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·486
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
486
κληθεί μια κρίση τεραστίων διαστάσεων. Το 1933, η ανεργία στο χώρο της βιομηχανίας ήταν 36,2% στη Γερμανία, 33,4% στη Νορβηγία, 28,8% στη Δανία, 26,9% 2 στην Ολλανδία, 19,9% στη Βρετανία και 14,1% στη Γαλλία. Καθώς το εκλογικό ποσοστό του ναζιστικού κόμματος εκτοξεύτηκε από το πενιχρό 2,6% το 1928 στο 37,4% το 1932, η κατάσταση έδειχνε να βρίσκεται εκτός ελέγχου. Από τη στιγμή που οι ναζιστές θα έμπαιναν στην κυβέρνηση, ήταν ζήτημα χρόνου να εκμηδενιστούν όχι μόνο οι σημαντικές κορπορατιστικές κατακτήσεις του 1918 αλλά και οι ευρύτερες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Η άνοδος των ναζιστών στην εξουσία στις 30 Ιανουαρίου 1933 αποτέλεσε μια πανωλεθρία για τη δημοκρατία, οι συνέπειες της οποίας έγιναν αισθητές σε ολόκληρη την Ευρώπη. Την άνοιξη της ίδιας χρονιάς, τόσο το SPD όσο και το KPD, τα πιο σημαντικά κόμματα της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς στην ευρωπαϊκή ήπειρο, έπαψαν να υφίστανται· το καθεστώς εξαπέλυσε ένα πογκρόμ τρομοκρατικών διώξεων εναντίον των αντιπάλων του· έτσι, η γερμανική δημοκρατία 3 είχε ένα άδοξο και οδυνηρό τέλος. Η επίδραση των γεγονότων αυτών στις άλλες χώρες ήταν τεράστια. Παρότι ο όρος «φασισμός» ήδη υπήρχε, η τεράστια δύναμη του ήταν τώρα κάτι πρωτοφανές –σαν ένα μέλλον που έπρεπε να κάποιος να το σταματήσει. Αποτελούσε μια φοβερή απειλή, τόσο σε διεθνές επίπεδο, λόγω της επιθετικής εξωτερικής πολιτικής του Τρίτου Ράιχ, όσο και σε εθνικό, λόγω της κατά μέτωπον επίθεσης του καθεστώτος εναντίον των δημοκρατικών θεσμών και των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης. Ο φασισμός ήταν θανάσιμος κίνδυνος για το σοσιαλισμό, τη Σοβιετική Ένωση, την ειρήνη, την ελευθερία έκφρασης, τις αξίες της αξιοπρέπειας και του πολιτισμού, τις ατομικές ελευθερίες, την πρόοδο γενικότερα. Και ενώ οι απλοί κομμουνιστές, οι σοσιαλιστές και οι αριστεροί διανοούμενοι σκέφτονταν το πώς θα αλλάξουν ή θα ανατρέψουν το καπιταλιστικό καθεστώς, η άνοδος του φασισμού μετατόπισε τη συζήτηση σε ένα λιγότερο πεζό αλλά εξίσου κρίσιμο θέμα, που δεν ήταν άλλο από το «Σταματήστε τους φασίστες!». Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, το ιταλικό φασιστικό κίνημα μετεξελίχτηκε σε ένα ολοκληρωμένο μεταδημοκρατικό καθεστώς. Την ίδια δεκαετία, στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Πολωνία, τη Λιθουανία, την Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία η κοινοβουλευτική δημοκρατία ανατράπηκε, ενώ, στην Ουγγαρία, ριζοσπαστικοποιήθηκε το αυταρχικό καθεστώς του Γκιούλα Γκέμπες (Gyula Gömbös). Το 1933 έπεσαν τα προπύργια της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας –πρώτα στην Αυστρία, όπου την εξουσία κατέλαβε το κληρικαλιστικό και αυταρχικό κόμμα του Ένγκελμπερτ Ντόλφους (Engelbert Dollfuss) και κατόπιν στη Γερμανία με το σχηματισμό κυβέρνησης από τους ναζιστές, αφήνοντας μόνο την Τσεχοσλοβακία ως τη μόνη δημοκρατία της Μεσευρώπης. Το 1934, η τρομερή άνοδος της Δεξιάς συνεχίστηκε σε χώρες
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·487
Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
όπως η Βουλγαρία, η Λετονία και η Εσθονία, με την Ελλάδα να υποκύπτει στη δικτατορία το 1936. Πέραν των καταστροφικών αυτών εξελίξεων, τρεις μείζονος σημασίας τραγωδίες σημάδεψαν την Αριστερά εκείνης της εποχής: η απελπισμένη προσπάθεια της αυστριακής Schutzbund (Συμμαχία για την Προστασία των Πολιτών) να αντισταθεί ενόπλως στα εντεινόμενα αστυνομικά μέτρα της κυβέρνησης με την εξέγερση στο Λιντς στις 12 Φεβρουαρίου 1934· η γενική απεργία που κήρυξαν οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές στη Γαλλία για να αντισταθούν στη βία της γαλλικής Δεξιάς, επίσης στις 12 Φεβρουαρίου 1934, και η σοσιαλιστική εξέγερση στην Ισπανία τον Οκτώβριο του 1934, στην οποία πρέπει να συμπεριληφθεί και η εξέγερ4 ση των ανθρακωρύχων της Αστούριας που διήρκεσε δεκατέσσερις μέρες. Δύο από αυτές τις πρωτοβουλίες –η ισπανική και η αυστριακή– απέτυχαν παταγωδώς και βάφτηκαν στο αίμα. Η Συμμαχία του Λιντς απέτυχε να εμψυχώσει τους ηγέτες του SPÖ, με αποτέλεσμα η καθυστερημένη εξέγερση της Βιένης να συντριβεί. Ωστόσο η απόφαση για αντίσταση στο φασισμό –σε αντίθεση με την παθητικότητα του SPD– είχε μεγάλη απήχηση και ενέπνευσε τους Αυστριακούς μαχητές, που 5 χρησιμοποίησαν το σύνθημα «Καλύτερα στη Βιένη παρά στο Βερολίνο». Η ισπανική εξέγερση, που επίσης πνίγηκε στο αίμα, αποδείχτηκε πολύ σημαντική για τα μεταγενέστερα κινήματα. Μόνο τα γεγονότα στη Γαλλία είχαν θετική έκβαση. Μετά από ένα κρεσέντο ακροδεξιάς βίας εναντίον του δημοκρατικού καθεστώτος, το οποίο, παρότι δεν εξελίχτηκε σε πραξικόπημα, κατάφερε να παραλύσει τη μετριοπαθή Αριστερά και να διευκολύνει την άνοδο της Δεξιάς στην εξουσία, οι διαδηλώσεις και οι οδομαχίες συνεχίστηκαν για μια εβδομάδα μέχρι να αποφασίσουν οι σοσιαλιστές και η CGT να κηρύξουν γενική απεργία στις 12 Φεβρουαρίου, ενώ αμέσως μετά ακολούθησαν οι κομμουνιστές και τα συνδικάτα που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους. Χωριστές μεταξύ τους πορείες συνέκλιναν στην Πλατεία του Έθνους (Place de la Nation), όπου ενώθηκαν μέσα σε τεράστια συγκίνηση ήταν πράγματι πολύ μεγάλη. Η αυθόρμητη αλληλεγγύη των αγωνιστών υποχρέωσε τους κάθε λογής σεκταριστές να αναδιπλωθούν. Η επίθεση της Δεξιάς την αμέσως προηγούμενη εβδομάδα –η καταστροφική φασιστική βία και ο φόβος της επικράτησής τους– ένωσε την Αριστερά. Για την Ευρώπη, αυτό ήταν μια στιγμή αντίστασης, με την Αριστερά να σημειώνει επιτέλους μια επιτυχία. Ήταν ουσιαστικά το πρώτο σημάδι 6 αυτού που αργότερα ονομάστηκε Λαϊκό Μέτωπο.
Σφυρηλατώντας το λαϊκό μέτωπο
ªέχρι την τελευταία στιγμή, η ενότητα του κινήματος κινδύνευε από την άγρια διαμάχη σοσιαλιστών και κομμουνιστών. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας ακολου-
487
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·488
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
488
θούσε πιστά τη γραμμή που είχε χαράξει το 1928 η Κομιντέρν, καταγγέλλοντας το Σοσιαλιστικό Κόμμα όχι μόνο ως όργανο της μπουρζουαζίας αλλά και ως «όπλο των καπιταλιστών ενάντια στην εργατική τάξη». Οι κομμουνιστές κατηγορούσαν τους σοσιαλιστές ως «σοσιαλφασίστες», παραβλέποντας τις διαφορές ανάμεσα στο φασισμό και στις άλλες «αστικές» δυνάμεις και καταγγέλλοντας τους σοσιαλιστές ότι υπερασπίζονταν τους φιλελεύθερους θεσμούς και καλλιεργούσαν ρεφορμιστικές ψευδαισθήσεις των εργατών, κάνοντάς τους να ξεστρατίσουν από το δρόμο της επανάστασης. Δυστυχώς, τέτοιου είδους συνθήματα απέδιδαν την εμπειρία που βίωνε το Κομμουνιστικό Κόμμα στο αστικό σύστημα. Το 1928 είχε πάρει στις εθνικές εκλογές 1.000.000 περίπου ψήφους αλλά μόνο 14 βουλευτικές έδρες, ενώ η δεξιά Δημοκρατική Ένωση (Union Républicaine Démocratique – URD), με τον ίδιο αριθμό ψήφων, 142! Προληπτικές συλλήψεις των κομμουνιστών πραγματοποιούνταν καθημερινά, ενώ το Συνέδριο του κόμματος το 1929 διεξήχθη με την αστυνομία να έχει περικυκλώσει το κτίριο, όπου γίνονταν οι εργασίες. Η εφημερίδα Le Populaire δήλωνε: «Δεν θα ζητήσουμε ποτέ τίποτε από τους μπολσεβίκους, απλώς θα τους σπάσου7 με τα δόντια». Οι πολιτικές πρωτοβουλίες για την ενότητα του κινήματος στη Γαλλία ακολούθησαν δύο δρόμους. Πρώτον, οι ηγεσίες των κομμάτων υποχρεώθηκαν να θάψουν το τσεκούρι του πολέμου. Στις 27 Ιουλίου 1934 υπογράφηκε ένα σύμφωνο ενότητας και αμέσως μετά ακολούθησε ένα κοινό μνημόσυνο του Ζαν Ζορές, το οποίο συμβόλιζε με θαυμάσιο πραγματικά τρόπο το κράμα ιστορίας, αλληλεγγύης και αντιπολιτευτικής πατριωτικής μνήμης που αποτέλεσε το βασικό χαρακτηριστικό του μεταγενέστερου Λαϊκού Μετώπου. Ένα μήνα μετά τα γεγονότα αυτά, το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας υπέγραψαν επίσης συμφωνία. Τις δύσκολες εκείνες ώρες, η αναβίωση του Ενιαίου Μετώπου ήταν κάτι που το είχε μεγάλη ανάγκη η Αριστερά. Μεταξύ Δεκεμβρίου 1933 και Αυγούστου 1934, οι αριστεροί ανέλαβαν πολλές ανάλογες πρωτοβουλίες στην Καταλονία, τις Αστούριας, το Σάαρλαντ, την Αυστρία και το Βέλγιο, ενώ έγιναν και πολλές κινητοποιήσεις σε τοπικό επίπεδο. Στην Ισπανία, το ρυθμό έδιναν οι ανεξάρτητοι σοσιαλιστές. Οι τοπικές οργανώσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος συμφώνησαν να συμμετάσχουν στις ενωτικές αυτές κινήσεις, αλλά η Κομιντέρν δεν έδειχνε να βιάζεται. Δεύτερον, η αρωγή της τελευταίας ήταν απαραίτητη για να πετύχουν οι συμφωνίες ανάμεσα στους κομμουνιστές και στους σοσιαλιστές. Τα εσωτερικά προβλήματα της σοβιετικής ηγεσίας το 1930-35 επέτρεψαν στους εταίρους του Ενιαίου Μετώπου να ελιχθούν, αλλά η κινητήρια δύναμη ήταν η φασιστική απειλή. Η άνοδος των ναζιστών στην εξουσία και η βίαιη δράση των δεξιών οργανώσεων στη Γαλλία και
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·489
Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
σε άλλες χώρες οδήγησαν στην ανάληψη πρωτοβουλιών, οι οποίες το 1933-34 κατέληξαν στη δημιουργία του πρώτου Ενιαίου Μετώπου, ανοίγοντας και πάλι, για πρώτη φορά μετά το 1928, τη συζήτηση στο Εκτελεστικό Συμβούλιο της Τρίτης Διεθνούς για το θέμα των πολιτικών συμμαχιών. Ο Γκεόργκι Δημητρόφ (Georgii Dimitrov), υποστηριζόμενος από τον Ντμίτρι Μανουίλσκι (Dmitri Manuilski) και τον άνθρωπο της Κομιντέρν στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας Εβζέν Φριντ (Evzhen Fried [Κλεμάν]), οδήγησε την Τρίτη Διεθνή στην κατεύθυνση του αντιφασιστικού μετώπου.8 Στις 28 Μαΐου 1934, η Πράβντα υποστήριξε τη συμφωνία που είχαν υπογράψει τα δύο κόμματα της γαλλικής Αριστεράς. Το γερμανικό, το ουγγρικό και το βουλγαρικό κόμμα εξακολουθούσαν να αντιστέκονται, αλλά το γαλλικό, το ιταλικό, το τσεχοσλοβακικό και το πολωνικό είχαν αποδεχτεί τώρα την ιδέα συγκρότησης αντιφασιστικών μετώπων. Από τον Ιούνιο του 1934 και εφεξής, το «Ενιαίο Μέτωπο στην Κορυφή» έγινε η επίσημη πολιτική γραμμή της Τρίτης Διεθνούς. Στην Εργατική και Σοσιαλιστική Διεθνή (LSI), τη σοσιαλδημοκρατική αντίπαλο της Κομιντέρν, η αντίσταση στην ενότητα της Αριστεράς ήταν ακόμη πιο μεγάλη. Έτσι, ενώ η Τρίτη Διεθνής έβγαινε από το λαγούμι της, η Δεύτερη επέμενε στην απομόνωση της. Οι συγκρούσεις στο ανώτατο εκτελεστικό όργανο της LSI διαμορφώθηκαν με τρόπο που θύμιζε τα δεδομένα που ίσχυαν την περίοδο 1917-23, καθώς ένα αντικομμουνιστικό μπλοκ δυνάμεων, στο οποίο κυριαρχούσαν τα κόμματα των βόρειων κυρίως χωρών, εμπόδιζε την προσπάθεια της αριστερής πτέρυγας, επικεφαλής της οποίας ήταν το SPÖ, να μείνουν οι γραμμές επικοινωνίας ανοιχτές.9 Μετά την απόρριψη των ανοιγμάτων της Κομιντέρν μια έκτακτη διάσκεψη της LSI τον Αύγουστο του 1933, το αυστριακό, το γαλλικό, τα ιταλικό, το ισπανικό και το ελβετικό σοσιαλιστικό κόμμα συμμάχησαν με τους μενσεβίκους και τους Πολωνούς, συγκροτώντας την αριστερόστροφη «Ομάδα των 7», με αποτέλεσμα η σοσιαλδημοκρατία να παραλύσει διεθνώς. Παρά τις άτυπες επαφές, που έγιναν από την πλευρά της Κομιντέρν το φθινόπωρο του 1934, η LSI επέμενε να αρνείται οποιαδήποτε συζήτηση.10 Η Κομιντέρν αναζήτησε συμμάχους αλλού, μεταλλάσσοντας το «Ενιαίο Μέτωπο» στο ευρύτερο «Λαϊκό Μέτωπο». Αυτό συνέβη μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου του 11 1935. Αυτομάτως, οι Γάλλοι κομμουνιστές έκαναν στροφή και, αντί η γλώσσα τους να τονίζει την «ταξική πάλη», έριξε το βάρος της στο «λαό» και το «έθνος». Οι εξωκοινοβουλευτικές κινητοποιήσεις του λαού παραχώρησαν τη θέση τους σε θεσμικά λεξιλόγια αγώνων μέσα στο κοινοβούλιο και στο ευρύτερο συνταγματικό πλαίσιο. Στην Ισπανία, το PCE άλλαξε την επίσημη γραμμή του και άρχισε να υποστηρίζει τα Ενιαία Μέτωπα, καλώντας στον αγώνα «σοσιαλιστές, αναρχικούς, δημοκρατικούς και εθνικιστές· όλοι στον αγώνα ενάντια στο φασιστικό μπλοκ των
489
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·490
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
490
μοναρχοφασιστικών κομμάτων της μπουρζουαζίας».12 Στις 20 Μαΐου 1935 υπογράφηκε η συμφωνία συνεργασίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας με τα δημοκρατικά κόμματα. Οι όποιες αμφιβολίες για την υποστήριξη των κινήσεων αυτών εκ μέρους του Στάλιν διαλύθηκαν από τη γαλλοσοβιετική αμυντική συμφωνία, η οποία υπογράφηκε στις 2 Μαΐου 1935 και συνοδεύτηκε από τη Δήλωση της Μόσχας των δύο χωρών για την ανάγκη να ενισχύσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις. Η αναγνώριση της νομιμότητας των αμυντικών αναγκών μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης ήταν πολύ δύσκολη απόφαση για ένα κομμουνιστικό κόμμα σαν της Γαλλίας. Ωστόσο ο Τορέζ (Maurice Thorez) μπορούσε τώρα να φορέσει το ένδυμα των Ιακωβίνων του 1792, ενώ το γεγονός ότι οι κομμουνιστές είχαν συναινέσει στην υποστήριξη της εθνικής άμυνας τους καθιστούσε φερέγγυους συμμάχους. Η υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης ισοδυναμούσε με υποστήριξη της παγκόσμιας επανάστασης. Ωστόσο η χρεοκοπία του σεκταρισμού της Τρίτης Περιόδου μετά το 1928 καθιστούσε τη μετριοπαθή αυτή στρατηγική πιο ελκυστική. Όλα αυτά διαμόρφωσαν το σκηνικό για το 7ο Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς που έγινε στη Μόσχα στις 25 Ιουλίου 1935. Οι θριαμβολογίες για την περίσταση δεν μπορούσαν να κρύψουν τη σκληρή πραγματικότητα που ζούσε η ευρωπαϊκή Αριστερά, η οποία είχε υποστεί συντριπτικά πλήγματα και βρισκόταν σε συνεχή υποχώρηση. Ο Δημητρόφ στην κεντρική του ομιλία παρουσίασε τον νεόκοπο ορισμό του φασισμού από την πλευρά της Τρίτης Διεθνούς –«η ανοιχτή, τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων του 13 χρηματιστηριακού κεφαλαίου». Επρόκειτο για μια εσφαλμένη ανάλυση του ναζισμού, ο οποίος δεν υπήρξε ποτέ ένα τέτοιο απλό όργανο του μεγάλου κεφαλαίου ή το κατεξοχήν όχημα των καπιταλιστικών συμφερόντων. Ωστόσο, μέσα από την ανάδειξη των αντιθέσεων ανάμεσα στα φιλοφασιστικά στοιχεία των κυρίαρχων τάξεων και τα δημοκρατικά, ο ορισμός αυτός δημιουργούσε τη βάση για μια συμμαχία των αριστερών δυνάμεων με τα τελευταία. Αντιδιαστέλλοντας τα φασιστικά καθεστώτα από τα αστικά κράτη που σέβονταν τη δημοκρατία –μια άποψη που είχε απορριφθεί στο προηγούμενο (6ο) Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς του 1928–, ο Δημητρόφ δεχόταν ότι οι «αστικοδημοκρατικές» ελευθερίες αυτές καθ’ εαυτές είναι κάτι που αξίζει υπεράσπισης ως πηγή μακροπρόθεσμου πολιτικού αγαθού. Σε μια περίοδο υποχώρησης του κινήματος, η Αριστερά δεν θα έπρεπε να τονίζει μόνο την ενότητα της εργατικής τάξης στην υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, υποστήριξε ο Δημητρόφ, αλλά και τη συμμαχία με τα άλλα κοινωνικά στρώματα, που ενδιαφέρονταν για τους δημοκρατικούς θεσμούς. Η Αριστερά όφει-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·491
Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
λε να συνεργαστεί και με τους μη σοσιαλιστές – φιλελευθέρους, ριζοσπάστες και δημοκρατικούς· με τα φιλειρηνικά κινήματα και τις ανθρωπιστικές οργανώσεις, την Εκκλησία, όπου αυτό ήταν δυνατόν, ακόμη και με διάφορες συντηρητικές ομάδες που επιθυμούσαν να στηρίξουν τη δημοκρατία. Θα έπρεπε να συνδράμει τις αστικές κυβερνήσεις που υπερασπίζονταν τα δημοκρατικά δικαιώματα, προκειμένου να διευκολύνει τη διεθνή αντιφασιστική συμμαχία αφενός στον αγώνα κατά της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας και αφετέρου να βγει η Σοβιετική Ένωση από την απομόνωσή της. Εν ολίγοις, η πολιτική της επαναστατικής Αριστεράς αναπροσανατολίστηκε δραστικά. Αυτό ήταν το Λαϊκό Μέτωπο. Μια αμυντική συμμαχία που απέβλεπε στην αναχαίτιση του φασισμού και στην ενθάρρυνση της αντίστασης. Σκοπός της ήταν να υπερβεί την απομόνωση των κομμουνιστικών κομμάτων, βρίσκοντας κοινό έδαφος με τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς. Ωστόσο η οικοδόμηση της ευρύτερης δυνατής συνεργασίας απαιτούσε μάλλον δημοκρατικές παρά σοσιαλιστικές αρχές, γιατί τα εργατικά κόμματα δεν ήταν αρκετά ισχυρά για να νικήσουν από μόνα τους. Επιπλέον, αν η Αριστερά κατάφερνε να πείσει τις υπόλοιπες δυνάμεις για την πίστη της στις δημοκρατικές αρχές, θα μπορούσαν να φτιαχτούν συμμαχίες που υπερέβαινα τα όρια της υπάρχουσας δημοκρατίας και θα άνοιγαν το δρόμο για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Η στρατηγική του Λαϊκού Μετώπου είχε λοιπόν άλλη μία διάσταση. Ήταν «κάτι παραπάνω από μια αμυντική τακτική ή ακόμη και μια στρατηγική για τη μετατροπή της άμυνας σε επίθεση· ήταν μια προσεκτικά σχεδιασμένη 14 στρατηγική για την προώθηση του σοσιαλισμού». Η στρατηγική του Λαϊκού Μετώπου αναγνώριζε ορισμένα πολύ βασικά πράγματα. Ήταν η πρώτη ουσιαστικά αναθεώρηση της αισιόδοξης αντίληψης για την επανάσταση, που προωθούσαν τα κομμουνιστικά κόμματα από την ίδρυσή τους το 1919-21, και η πρώτη εκ των έσω αμφισβήτηση του μπολσεβίκικου μοντέλου. Οι κομμουνιστές άρχισαν να υποστέλλουν σταδιακά τη σημαία της πρωτοπορίας: είχαν πάψει πλέον να είναι η μόνη νόμιμη φωνή των εργατών, ενώ και η υποστήριξη της εργατικής τάξης δεν ήταν εξασφαλισμένη, αφού έπρεπε να τη μοιράζονται με τους άλλους. Επιπλέον, είχε γίνει σαφές ότι η εργατική τάξη μιας χώρας δεν μπορούσε να επιβάλει το σοσιαλισμό από μόνη της. Χρειαζόταν κοινωνικούς συμμάχους, που θα μπορούσε να τους αναζητήσει μεταξύ των αγροτών, των υπαλλήλων, των επαγγελματιών, των διανοουμένων και των μικροεπιχειρηματιών. Όσο πιο πολύπλοκη ήταν μια κοινωνία τόσο πιο απαραίτητες γίνονταν οι συμμαχίες. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις θα έπρεπε τα κομμουνιστικά κόμματα να επιχειρήσουν να καταλάβουν την εξουσία μόνα τους.
491
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·492
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
492
Σε αντίθεση με τις βραχυπρόθεσμες και εργαλειακού χαρακτήρα στρατηγικές της δεκαετίας του 1920, όλα αυτά αποτελούσαν κυριολεκτικά μια νέα αρχή. Οι συμμαχίες ωστόσο θα έπρεπε να στηρίζονται σε αρχές, γιατί όσες γίνονταν για να εξαπατηθούν οι εταίροι (στηρίζοντας τους όπως το σκοινί στηρίζει τον κρεμασμένο, σύμφωνα με την περιβόητη έκφραση του Λένιν), είναι αυτοαναιρούμενες. Για να συμμετάσχουν, οι κομμουνιστές θα έπρεπε μάλιστα να εγκαταλείψουν τον «ηγετικό» ρόλο τους και να καταλάβουν μια ελάσσονα θέση. Καθώς η πολιτική του Λαϊκού Μετώπου αναπτυσσόταν, άρχισαν να διαμορφώνονται ομόκεντροι κύκλοι συνεργασίας: Ενιαία Μέτωπα εργαζομένων στις διάφορες εκλογικές αναμετρήσεις, γενικές απεργίες και άλλες μαζικές δράσεις για να κλείσουν τα ρήγματα που είχαν δημιουργηθεί το 1914-21· αντιφασιστικά Λαϊκά Μέτωπα, τα οποία περιλάμβαναν και πολλούς μη σοσιαλιστές προκειμένου να αντισταθούν στην επιθετικότητα του Χίτλερ (Adolf Hitler), του Μουσολίνι και της Ιαπωνίας· ένα τεράστιο διεθνές μέτωπο κατά του φασισμού και του πολέμου. Η δημοκρατία αποτέλεσε το βασικό στοιχείο αυτής της προσέγγισης. Οι κομμουνιστές συνέχιζαν να υποστηρίζουν το διεθνισμό, αλλά ο δημοκρατικός πατριωτισμός είχε αντικαταστήσει την απόλυτη καθαρότητα που κυριαρχούσε σε ένα τμήμα της Αριστεράς από την εποχή του Τσίμερβαλντ το 1915-16. Αυτό σήμαινε ότι τα κόμματα της Αριστεράς θα έπρεπε να μιλήσουν τη γλώσσα της εθνικής δημοκρατίας, να χρησιμοποιήσουν το συντακτικό που ο Γκράμσι αποκαλούσε «εθνολαϊκό». Η γλώσσα αυτή δεν μπορούσε παρά να στηριχτεί στις παραδόσεις κάθε χώρας –τις ριζοσπαστικές εκδοχές κοινοβουλευτισμού των Ισοπεδωτών και του χαρτισμού στη Βρετανία, τον Ιακωβινισμό στη Γαλλία και το Ριζορτζιμέντο στην Ιταλία. Όπως χαρακτηριστικά είχε πει ο Τορέζ: «Δεν θα αφήσουμε στους αντιπάλους μας την τρίχρωμη σημαία της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, ή τη Μασσαλιώτιδα, τον ύμνο των στρατιωτών της Συμβατικής». Τα κομμουνιστικά κόμματα αξίωναν τώρα να 15 επενδυθούν τις καλύτερες δημοκρατικές παραδόσεις των εθνών τους. Η ιδεολογία του Λαϊκού Μετώπου εκλάμβανε το σοσιαλισμό ως την υψίστη μάλλον μορφή των παλαιότερων προοδευτικών παραδόσεων παρά ως τον αμείλικτο εχθρό τους. Η αποδοχή των οικουμενικών αυτών ανθρωπιστικών αξιών επέβαλε μια διαφορετική πολιτική τόσο στον τομέα του πολιτισμού όσο και σε εκείνον των τεχνών. Στην προσπάθειά της να τονίσει την απόσταση που χώριζε την «προλεταριακή» τέχνη από την «αστική», ο σεκταριστικός απομονωτισμός της Τρίτης Περιόδου έκανε τους κομμουνιστές πιο ευρηματικούς, καθώς αποδέχτηκαν την agitprop, ένα φορμαλιστικό αριστερό μοντερνισμό και κάθε είδους πρωτοπορία. Αντιθέτως, τα Λαϊκά Μέτωπα επιχείρησαν να ανασυνδέσουν το πολιτισμικό φαντα-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·493
Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
σιακό της Αριστεράς με την προοδευτική αστική κληρονομιά, υπό τη σημαία του αντιφασιστικού αγώνα. Το αντιφασιστικό κάλεσμα απευθυνόταν ιδιαίτερα στους λογοτέχνες, τους ανθρώπους του θεάτρου, τους καλλιτέχνες, καθώς επίσης και τους 16 εκπροσώπους πολλών λαϊκών τεχνών, όπως ήταν οι κινηματογραφιστές. Το Λαϊκό Μέτωπο ήταν μια τεράστια αλλαγή πορείας για το εργατικό κίνημα και οφειλόταν στο τεράστιο μέγεθος της φασιστικής απειλής. Για τον Ότο Μπάουερ, λόγου χάρη, ο φασισμός ήταν μια προσπάθεια της Άκρας Δεξιάς να σπάσει τα δεσμά που είχε χαλκεύσει το εργατικό κίνημα το 1918-19 στο καπιταλιστικό σύστημα. Το κόστος της δημοκρατίας για τη συντήρηση του κράτους πρόνοιας και τη διατήρηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων υπερέβαινε αυτό που οι ανάγκες της καπιταλιστικής σταθεροποίησης και πολιτικής τάξης μπορούσαν να αντέξουν. Παρότι το 1918 ο καπιταλισμός ήταν έτοιμος να καταρρεύσει, η Αριστερά απέτυχε να εκμεταλλευτεί το επαναστατικό της πλεονέκτημα και έτσι επικράτησε μια «προσωρινή ισορροπία» των τάξεων. Αρχικά, ο Μπάουερ αντιμετώπισε την προσωρινή αυτή ισορροπία με αισιοδοξία, δίνοντας έμφαση στις μελλοντικές κατακτήσεις του σοσιαλισμού. Στα τέλη του 1930 όμως αντιλήφθηκε ότι αυτή ευνοούσε τη φασιστική αντεπανάσταση. Κατά τον Μπάουερ, δεν ήταν η επαναστατική κρίση που προκάλεσε την άνοδο του φασισμού, αλλά η επιθυμία της Δεξιάς να εξαλείψει τις δημοκρατικές κατακτήσεις. Ο ναζισμός δεν τράφηκε μόνο από το μίσος εναντίον του κομμουνισμού αλλά και από απέχθειά του προς τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης: «Η στροφή στο φασισμό προκλήθηκε λιγότερο από το φόβο του καπιταλισμού για την επανάσταση και περισσότερο από την αποφασιστικότητα του συστήματος να μειώσει τους μισθούς των εργαζομένων, να καταργήσει τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που είχαν πραγματοποιηθεί ήδη υπό την πίεση του εργατικού κινήματος, και να συντρίψει την πολιτική εξουσία των εκπροσώπων του· όχι για να καταπνίξει μια επανάσταση, αλλά για να εξαλείψει τις κατακτήσεις του μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού».17 Αν, αντίθετα προς το μαξιμαλισμό της Τρίτης Περιόδου, η Ευρώπη δεν βρισκόταν στα πρόθυρα της επανάστασης στη διάρκεια του Μεγάλου Κραχ, αλλά έμενε τρομακτικά ευάλωτη στην αντεπαναστατική αντεπίθεση του φασισμού, τότε οι προτεραιότητες της Αριστεράς θα έπρεπε να αλλάξουν. Η νέα ηγεσία της Κομιντέρν άρχισε να υιοθετεί αυτή την άποψη το 1932-34. Και παρά το γεγονός ότι οι ακροαριστερές τάσεις επιβίωσαν σε ορισμένα τμήματά της (ορισμένοι κομμουνιστές πίστευαν ότι τίποτε δεν είχε αλλάξει ουσιαστικά και ότι το Λαϊκό Μέτωπο δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια βραχυπρόθεσμη λύση), η πιο «δημοκρατική» άποψη έθετε ως προτεραιότητα την επανεκτίμηση της επανάστασης στην καπιταλιστική Δύση. Αυτό ίσχυε κατά μείζονα λόγο για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας
493
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·494
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
λόγω της επιρροής που του ασκούσε ο Γκράμσι και ο Τολιάτι, που ήταν ο διάδοχος και εντολοδόχος του πρώτου. Για τον Γκράμσι και άλλους, κάτι είχε αλλάξει ριζικά. Η άποψή τους βασιζόταν στην υπόθεση ότι η χαμένη ευκαιρία της περιόδου 1917-20 δεν θα ξαναρχόταν, και ότι τα κομμουνιστικά κόμματα δεν θα έπρεπε να σκέφτονται μια έφοδο αλλά έναν πόλεμο χαρακωμάτων, μια πολιτική μακράς πνοής. Στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να κατακτήσουν την ηγεσία μιας ευρείας συμμαχίας προοδευτικών κοινωνικών δυνάμεων και να τη διατηρήσουν στη διάρκεια μιας μακράς μεταβατικής περιόδου, στο 18 πλαίσιο της οποίας η μεταβίβαση της εξουσίας θα ήταν μόνο ένα επεισόδιο.
494
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Αριστερά παρουσιαζόταν διαιρεμένη. Από τη μια πλευρά ήταν όσοι υποστήριζαν την κλασική εξεγερσιακή αντίληψη: μαζική εξέγερση των καταπιεσμένων λαϊκών στρωμάτων· βίαιη συντριβή του κρατικού μηχανισμού· ευθεία σύγκρουση με τις κυρίαρχες τάξεις και την εξουδετέρωση της εξουσίας τους· τιμωρία των εκπροσώπων τους και επαγρύπνηση για τη διασφάλιση των κατακτήσεων της επανάστασης. Αυτές οι απόψεις είλκυαν την καταγωγή από την ιακωβινική φάση της Γαλλικής Επανάστασης, που συνεχίστηκε στην επαναστατική παράδοση του 19ου αιώνα, όπως εκφραζόταν μέσα από το έργο και τη ζωή του Μπουοναρότι και του Μπλανκί. Τον καιρό της Δεύτερης Διεθνούς, επιβίωσαν σε χώρες, στις οποίες τα κόμματα της Αριστεράς ήταν παράνομα ή αντιμετώπιζαν καταπίεση και διωγμούς της αστυνομίας, όπως στην περίπτωση της Ρωσίας, όπου και ήρθαν στην επιφάνεια 19 μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους. Από την άλλη ήταν όσοι υποστήριζαν τις σταδιακές μεταρρυθμίσεις. Οι εκπρόσωποι της άποψης αυτής δεν εστίαζαν την προσοχή τους στην κλιμάκωση της επαναστατικής διαδικασίας και την τελική έκρηξή της αλλά σε ένα διαφορετικό σύνολο στοιχείων: την αργή και βαθμιαία κατάκτηση της εμπιστοσύνης των λαϊκών στρωμάτων σε βάθος χρόνου, την έκφραση των προοδευτικών προσδοκιών μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας· τον ολοένα και μεγαλύτερο έλεγχο της κοινής γνώμης μέσω των υπαρχόντων θεσμών· τη μετατροπή του ηθικού κύρους του κινήματος της εργατικής τάξης σε δημοκρατικό θεμέλιο των θεσμών της μεταβατικής περιόδου. Η προσέγγιση αυτή μετατόπισε την προσοχή του εργατικού κινήματος από την ένοπλη πάλη στις μάχες χαρακωμάτων, που θα έφερναν την αλλαγή του καπιταλιστικού συστήματος μέσω της σταδιακής μεταρρύθμισης των δομών του. Το δημοκρατικό στοιχείο της αναδιάρθρωσης ήταν ιδιαίτερα σημαντικό. Η Αριστερά θα οικοδομούσε τη νέα κοινωνία μέσα από την παλιά, προεικονίζοντάς τη με κάποιους υποδειγματικούς θεσμούς και συμπεριφορές μέσα στο ίδιο το εργατικό κίνημα όσο και νομοθετικά μέσω των διαφόρων μεταρρυθμίσεων. Η βαθμιαία αυτή
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·495
Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
προοπτική θεμελιώθηκε πάνω σε ορισμένα βασικά στοιχεία: τα χαμηλότερα από τα αναμενόμενα εκλογικά ποσοστά των σοσιαλιστικών κομμάτων (σπάνια έπαιρναν πάνω από το 40% των ψήφων και πολύ συχνά πολύ λιγότερα)· την αναγκαιότητα της σύναψης συμμαχιών με τις μη σοσιαλιστικές πολιτικές δυνάμεις· το αναπόφευκτο των περιόδων άσκησης μετριοπαθούς πολιτικής, αμυντικής οχύρωσης με σκοπό την εμπέδωση των κατακτήσεων και αργής προόδου. Πάνω απ’ όλα, η συγκρουσιακή βία, η μισαλλοδοξία και ο εξαναγκασμός απομόνωναν την Αριστερά από την υπόλοιπη κοινωνία. Η διεύρυνση της συναίνεσης ήταν ουσιώδης για την επιτυχία του σοσιαλισμού. Οι βαθμιαίες τάσεις της δεύτερης αυτής προοπτικής έκαναν ασαφή τα όρια ανάμεσα στον κομμουνισμό και στη σοσιαλδημοκρατία, έτσι όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί το 1917-21. Η «γκραμσιανή» αντίληψη για το Λαϊκό Μέτωπο συνέπιπτε με πολλές από τις απόψεις που κυριαρχούσαν στην Αριστερά της Δεύτερης Διεθνούς. Βρισκόταν, επίσης, σε συμφωνία με τον μεταρρυθμιστικό σοσιαλισμό από το 1917 και εφεξής, τόσο στην πρόταξη του δημοκρατικού ιδεώδους όσο και στη σταδιακή μεταρρύθμιση των υπαρχόντων θεσμών. Συμφωνία ακόμη υπήρχε και με τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό, που αναπτύχθηκε από τους Πιέρο Γκομπέτι (Piero Gobetti) και Κάρλο Ροσέλι (Carlo Rosselli), οι οποίοι έστρεψαν τη φιλελεύθερη σκέψη στο αναπόφευκτο της διαρκούς σύγκρουσης και την ηθική των πολιτικών 20 αγώνων. Οπωσδήποτε, τα όρια τώρα ήταν ασαφή και θολά.
Η κυβέρνηση του λαϊκού μετώπου στη Γαλλία
Δο γαλλικό Λαϊκό Μέτωπο δημιουργήθηκε όταν οι Ριζοσπαστικοί συμμετείχαν στη μαζική συγκέντρωση, που οργάνωσαν από κοινού το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα στο γιορτασμό της πτώσης της Βαστίλης το 1935. Αηδιασμένοι από τη δεξιά κυβέρνηση του Πιερ Λαβάλ (Pierre Laval), η οποία είχε σχηματιστεί τον Ιούνιο του 1935, και την αντιδραστική της πολιτική όχι μόνο στον τομέα της οικονομίας αλλά και στα εξωτερικά ζητήματα, και φοβούμενοι τις ακροδεξιές Λίγκες, οι Ριζοσπαστικοί ευθυγραμμίστηκαν ξανά με την Αριστερά. Ο τρικομματικός αυτός συνασπισμός επισφραγίστηκε με το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου, το οποίο ανακοινώθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1936. Η Αριστερά οργάνωσε άλλη μια τεράστια διαδήλωση 500.000 οπαδών της, όταν ο ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λεόν Μπλουμ (Leon Blum) κόντεψε να λιντσαριστεί από τα μέλη της Action Française στις 13 Φεβρουαρίου 1936. Η δυναμική αυτή ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο στην πορεία προς τις εκλογές του Μαΐου του 1936, στις οποίες το Λαϊκό Μέτωπο κέρδι-
495
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·496
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
496
σε μια άνετη πλειοψηφία με την ισορροπία στο εσωτερικό του να μετατοπίζεται 21 από τους ριζοσπαστικούς στους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές. Η νέα κυβέρνηση ανέλαβε καθήκοντα τον Ιούνιο του 1936, με πρωθυπουργό τον Μπλουμ και τους κομμουνιστές να τη στηρίζουν χωρίς όμως να αναλαμβάνουν κανένα υπουργικό χαρτοφυλάκιο. Ο λαός στήριξε θεαματικά τη νέα κυβέρνησή του με μια τεράστια διαδήλωση 600.000 ανθρώπων στις 24 Μαΐου για να τιμήσει τη μνήμη των πε22 σόντων στην Παρισινή Κομμούνα. Οι δύο βασικές συνιστώσες αυτής της αναζωογόνησης της Αριστεράς, ο αντιφασιστικός αγώνας και η καταπολέμηση της ανέχειας έγιναν αμέσως ορατές. Στις 11 Μαΐου 1936, μία εβδομάδα μετά τις εκλογές και λίγο προτού σχηματισθεί η νέα κυβέρνηση, οι εργαζόμενοι στην αεροπορική βιομηχανία Bréguet της Χάβρης, που δεν ήταν συνηθισμένοι σε μαχητικές κινητοποιήσεις, κατέλαβαν το εργοστάσιό τους. Με την παρέμβαση του δημάρχου της πόλης, οι καταληψίες πέτυχαν μια πρώτη νίκη, ενώ, στη συνέχεια, προσχώρησαν στη CGT, πυροδοτώντας ένα αυθόρμητο κύμα μαζικών απεργιών. Μέχρι τον Ιούνιο, 2.000.000 εργαζόμενοι είχαν κατεβεί σε απεργία, 23 συμπληρώνοντας την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου με μια γενική απεργία. Οι απεργιακές αυτές κινητοποιήσεις έλαβαν αξιοσημείωτες μορφές. Τα τρία τέταρτα ήταν καταλήψεις εργοστασίων, που αμφισβητούσαν ευθέως τα προνόμια των εργοδοτών, φέρνοντας στο νου τις πανευρωπαϊκές εξεγέρσεις άμεσης δράσης της περιόδου 1917-21. Χωρίς να έχουν σχεδιαστεί από τα συνδικάτα ή από πολιτικά οργανωμένους, οι απεργίες αποτελούσαν μια αυθόρμητη απάντηση στην είσοδο του εργατικού κινήματος στην κυβέρνηση, που ανέτρεπε την κυρίαρχη σε ολόκληρη την Ευρώπη τάση που ήθελε τους φασίστες να νικούν και την Αριστερά να ηττάται. Η ενίσχυση πάντως του λαϊκού κινήματος ήταν κάτι παραπάνω από ορατή. Επρόκειτο κυριολεκτικά για μια έκρηξη των λαϊκών πόθων, που συνέθετε ένα σκηνικό εκπληκτικής δύναμης και ομορφιάς. Στα προάστια του Παρισιού, «όλα τα σπίτια, τα μικρά και τα μεγάλα εργοστάσια, ακόμη και τα μικρά εργαστήρια ήταν στολισμένα με κόκκινες και τρίχρωμες σημαίες, ενώ μπροστά στις κλειστές εισόδους 24 υπήρχαν συγκεντρωμένοι απεργοί». Η χαρά δικαιολογούνταν από τις αυξημένες πολιτικές προσδοκίες. Στις 7 Ιουνίου 1938, οι εργοδότες συναντήθηκαν με τους εκπροσώπους της CGT στο πρωθυπουργικό μέγαρο (Οτέλ Ματινιόν) και έκαναν σημαντικές παραχωρή25 σεις. Τα αποτελέσματα της Συμφωνίας του Ματινιόν ήταν πολύ σημαντικά: αναγνώριση της CGT και των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, συλλογικές συμβάσεις σε κάθε βιομηχανία χωριστά, αυξήσεις μισθών ύψους 7-15% που ευνοούσαν κυρίως τους χαμηλόμισθους και εκλεγμένες εργατικές επιτροπές στα εργοστάσια με περισ-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·497
Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
σότερους από 10 εργάτες. Ο Μπλουμ μάλιστα πρόσθεσε ένα παράρτημα στη συμφωνία, που υποσχόταν συλλογική διαπραγμάτευση των μισθών, εβδομάδα 40 ωρών και δύο εβδομάδες πληρωμένων διακοπών το χρόνο. Αναμφίβολα, επρόκειτο για μια πολύ σημαντική νίκη του αριστερού κινήματος, που έφερε στο νου των εργαζομένων τις σημαντικές κατακτήσεις της περιόδου 1918-19. Με μια κίνηση, η ηγεσία της CGT κατάφερε να αποκτήσει μεγάλη πολιτική και διαπραγματευτική δύναμη, πέτυχε τη θεσμοθέτηση της εκπροσώπησης των εργατών μέσα στο εργοστάσιό και υποχρέωσε την αριστερή κυβέρνηση να προωθήσει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Επρόκειτο για μια σημαντική στιγμή στην ιστορία της Αριστεράς με τη νεοεκλεγμένη κυβέρνηση να δείχνει εξαιρετική αποφασιστικότητα. Επιτέλους, η Αριστερά έδειχνε έτοιμη να δράσει. Το φαινόμενο αυτό είχε τρεις διαστάσεις. Πρώτα απ’όλα, σήμανε την καταξίωση του συνδικαλισμού στη Γαλλία. Η εβδομάδα των 40 ωρών ήταν ανέκαθεν κεντρικό αίτημα της εργατικής τάξης. Επιπλέον, η CGT είχε αποκτήσει μια νόμιμη φωνή που μπορούσε να ακουστεί σε πανεθνικό επίπεδο. Μέσα σε ένα χρόνο, ο αριθμός των μελών της αυξήθηκε κατακόρυφα, από 778.000, όταν ξεκίνησε ο απεργιακός πυρετός σε 4.000.000 τον Μάρτιο του 1937. Δεύτερον, η κυβέρνηση απέδειξε ότι διέθετε ισχυρή πολιτική βούληση –όχι μόνο θέτοντας εκτός νόμου τις ακροδεξιές Λίγκες (σε αντίθεση με το SPD, για παράδειγμα, που τις ανέχτηκε) αλλά και με το να εφαρμόσει αμέσως το πρόγραμμά της. Μέσα σε 73 μέρες, η βουλή ψήφισε 133 νέους νόμους, ανάμεσα στους οποίους και σε εκείνους που αφορούσαν τη μερική εθνικοποίηση της Τράπεζας της Γαλλίας, την εθνικοποίηση της πολεμικής βιομηχανίας, τα δημόσια έργα, τη δημιουργία του Συμβουλίου Εμπορίας Σίτου και την αύξηση του χρόνου υποχρεωτικής εκπαίδευσης κατά δύο έτη, από έξι σε οκτώ. Τρίτον, η Αριστερά κατάφερε να διεισδύσει στη δημόσια σφαίρα. Το στοιχείο που κυριαρχούσε ήταν η ενθουσιώδης θεατρικότητα που διέκρινε τις καταλήψεις των εργοστασίων. Η συγκέντρωση της 14ης Ιουλίου 1936 κινητοποίησε 1.000.000 ανθρώπους για μία από τις πιο θεαματικές παρελάσεις· οι πληρωμένες διακοπές έφεραν για πρώτη φορά πολλούς εργάτες στην εξοχή και τις παραλίες, ανατρέποντας την παγιωμένη και χωροθετημένη αντίληψη περί κοινωνικών προνομίων. Την πρώτη κιόλας χρονιά, 600.000 άνθρωποι επωφελήθηκαν από το εισιτήριο διακοπών που εισήγαγαν οι σοσιαλιστές διά του 26 υπουργού άθλησης και ψυχαγωγίας Λεό Λαγκράνζ (Leo Lagrange). Ωστόσο την ταχεία αυτή άνοδο ακολούθησε μεγάλη πτώση. Το οικονομικό πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου εστίασε την προσοχή του στην κατανάλωση: σκοπός του ήταν να αναθερμάνει την οικονομία μέσω της αύξησης της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και της ενίσχυσης της παραγωγικότητας με τη βοήθεια της
497
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·498
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
498
κοινωνικής νομοθεσίας. Όπως ήταν φυσικό, οι κεφαλαιοκράτες αντέδρασαν. Το κεφάλαιο κήρυξε απεργία. Μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου 1936, τα αποθέματα χρυσού της Τράπεζας της Γαλλίας μειώθηκαν από 63 δισεκατομμύρια φράγκα σε 54, ενώ 1,5 περίπου δισεκατομμύριο φράγκα εγκατέλειψαν τη χώρα από τις 4 έως τις 16 Σεπτεμβρίου. Ο Μπλουμ αναγκάστηκε να παραβιάσει την κεντρική δέσμευση του Μετώπου και να προχωρήσει στην υποτίμηση του νομίσματος. Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγή δεν αυξήθηκε. Τον Οκτώβριο, ο ίδιος ο πρωθυπουργός ζήτησε αλλαγή πορείας, ενώ στο πρωτοχρονιάτικο διάγγελμά του ανακοίνωσε τον περιορι27 σμό των μεταρρυθμίσεων χάριν της κοινωνικής «συμφιλίωσης». Η δημοσιονομική πολιτική, που ανακοινώθηκε τον Μάρτιο του 1937, ήταν εξαιρετικά συντηρητική, περιορίζοντας τις κρατικές δαπάνες και εγκαταλείποντας τις υποσχέσεις για παροχή συντάξεων και επιδομάτων ανεργίας, για τιμαριθμική αναπροσαρμογή των αμοιβών και διεύρυνση των δημοσίων έργων. Ο Μπλουμ απομονώθηκε μέσα στον ίδιο τον κυβερνητικό συνασπισμό. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας συνέχιζε να ασκεί κριτική από τα αριστερά, ενώ οι Ριζοσπαστικοί αυτομόλησαν στη Δεξιά. Στις 22 Ιουνίου 1937, οι αποστασίες των ριζοσπαστών γερουσιαστών δεν επέτρεψαν στον Μπλουμ να περάσει από τη Γερουσία μια σειρά εκτάκτων μέτρων για την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, με συνέπεια να υποχρεωθεί σε παραίτηση. Καμιά διαδήλωση δεν έγινε για να τον υποστηρίξει. Πώς μπορεί να εξηγηθεί η ραγδαία αυτή πτώση από την κορυφή, στην οποία έφτασε το εργατικό κίνημα τον Ιούνιο του 1936; Το κόμμα, που κυρίως ευνοήθηκε από το Λαϊκό Μέτωπο ήταν το κομμουνιστικό, αφού βγήκε από το περιθώριο, αυξάνοντας τον αριθμό των μελών του από 40.000 το 1934 σε περίπου 330.000 το 1937. Η κυριαρχία του ήταν εμφανής και στις δύο πτυχές του πρωτοφανούς αυτού κινήματος, του νομοθετικού έργου και των εξωκοινοβουλευτικών κινητοποιήσεων στους δρόμους. Ασκούσε έλεγχο στον Μπλουμ για την ορθή τήρηση του κοινού προγράμματος και ταυτόχρονα έδινε τον τόνο στις κινητοποιήσεις των εργατών για την πειθαρχημένη στήριξη της κυβέρνησης. Ενώ ανέπτυσσε τα μαχητικά μέλη του στα εργοστάσια και συνέχιζε να στρατολογεί απεργούς, προσπαθούσε ταυτόχρονα να χαλιναγωγήσει την αγωνιστικότητα των εργατών και άλλοτε να την ενισχύσει. Στις αρχές της κυβερνητικής θητείας, όταν το Μέτωπο είχε τεράστια ακτινοβολία στο λαό, η στρατηγική αυτή ήταν αποτελεσματική. Η αυτοσυγκράτηση, ο σεβασμός των διαδικασιών, η ψηλή παραγωγικότητα της οικονομίας, η πειθαρχία και η ενότητα –όλα αυτά ήταν απαραίτητα για την επιτυχία της κυβέρνησης. Αλλά οι εργαζόμενοι θα πείθονταν από τα λόγια μόνο αν υπήρχαν και έργα. Με την οπισθοχώρηση του Μπλουμ μετά τον Σεπτέμβριο του 1936, όλα αυτά έλαβαν τέλος.28
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·499
Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Μετά την παραίτηση του Μπλουμ ακολούθησε η διάλυση. Τον Δεκέμβριο του 1937, ξέσπασαν μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις, με μια μεγάλη σύγκρουση στη βιομηχανία ελαστικών Goodrich και μια απεργία στον δημόσιο τομέα σε ολόκληρη την περιφέρεια της πρωτεύουσας. Μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου του 1938, 150.000 εργάτες μετάλλου της περιοχής του Παρισιού κατέβηκαν σε απεργία. Τον Νοέμβριο του 1938 ξέσπασαν πολλές άγριες απεργίες εναντίον της προσπάθειας να καταργηθεί το σαραντάωρο, απεργίες που οδήγησαν στην αποτυχημένη γενική απεργία της 30ής Νοεμβρίου. Το πρόβλημα πήρε δραματικές διαστάσεις στο Κλισί στις 16 Μαρτίου 1937: το κομμουνιστικό δημοτικό συμβούλιο, από κοινού με τον τοπικό βουλευτή του σοσιαλιστικού κόμματος, έκαναν μια αντισυγκέντρωση εναντίον μιας διαδήλωσης φασιστών, που η κυβέρνηση είχε αρνηθεί να απαγορεύσει· οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ κατά των αριστερών, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέντε άνθρωποι και να τραυματιστούν πολλές εκατοντάδες· έτσι, αποκαλύφθηκε το χάσμα ανάμεσα στην κυβέρνηση και στους υποστηρικτές της. Η πολιτική λογική που επικράτησε μετά τη Συμφωνία του Ματινιόν ήταν δυ29 στυχώς γνωστή. Θύμιζε, μάλιστα, την κατάσταση που βρισκόταν το SPD στη Γερμανία μετά τον Νοέμβριο του 1918: μεγάλη δύναμη, που αρχικά οφειλόταν στο εξωκοινοβουλευτικό κίνημα, προσωρινή κατάρρευση της εξουσίας των κυρίαρχων τάξεων και επίδειξη αποφασιστικότητας στην κοινοβουλευτική κονίστρα· έπειτα συμβιβασμοί και συμφωνίες με τις δυνάμεις της τάξης· αποξένωση των απογοητευμένων, αλλά ακόμη κινητοποιημένων, λαϊκών στρωμάτων και, τελικά, απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας εν μέσω γενικευμένης πτώσης του ηθικού των λαϊκών στρωμάτων, καταστολής, πικρών αντεγκλήσεων και βαθιάς πολιτικής διαίρεσης. Εκ των υστέρων, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η λογική αυτή υπήρχε από την αρχή στη στάση του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γαλλίας. Με τις απεργιακές κινητοποιήσεις να φουντώνουν, ο νέος υπουργός εσωτερικών, Ροζέ Σαλανγκρό (Roger Salengro), ένα από τα σπουδαιότερα στελέχη της κυβέρνησης και αρχιτέκτονας της Συμφωνίας του Ματινιόν και των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και που αργότερα αυτοκτόνησε λόγω της σπίλωσης του ονόματός του από τη Δεξιά, δήλωσε: «Σε ό,τι με αφορά, διάλεξα ανάμεσα στην τάξη και στην αναρχία. Θα διατηρήσω πάση θυ30 σία την τάξη». Το περίεργο είναι που ο Μπλουμ κατάφερε έστω και να ξεκινήσει το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα. Μετά τον πανικό του Μαΐου-Ιουνίου του 1936, οι κυρίαρχες τάξεις ανέκτησαν την αυτοπεποίθησή τους, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να περιορίζεται διαρκώς, εγκλωβισμένη καθώς ήταν σε μια ακαταμάχητη λογική αυτοαναίρεσης, για την οποία οι Ριζοσπαστικοί αποδείχτηκαν το αλάνθαστο βαρόμετρο.31
499
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·500
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ώρα της κρίσης στην Ισπανία
¶ώς θα μπορούσε αυτό να αποφευχθεί; Ώθηση στην κυβέρνηση Μπλουμ έδιναν δύο παράγοντες: το μεγάλο εύρος κομμάτων που τη στήριζαν και η τεράστια απήχησή της στο λαό. Και οι δύο αυτοί παράγοντες έδωσαν στην Αριστερά μεγάλη δύναμη, διευρύνοντας τη νομιμοποίησή της, πέραν των ορίων του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Αν ένα στοιχείο όμως στην αρχική ορμή του Λαϊκού Μετώπου ήταν η προσωρινή εκμετάλλευση του πατριωτισμού, το άλλο ήταν η εξίσου φευγαλέα πολιτική αποφασιστικότητά του. Αντί να διαλυθεί μετά τις εκλογές, η ορμή του Λαϊκού Μετώπου αυξήθηκε –μέσω της άμεσης και ταχείας εισαγωγής δημοφιλών μεταρρυθμίσεων, της κυριαρχίας του στον δημόσιο χώρο (οι μαζικές διαδηλώσεις και η εικονογραφία τους), του κοινωνικού εύρους της ρητορικής του, των εκκλήσεων στην ιστορία και της προσπάθειας να κυριαρχήσει σε εθνικό επίπεδο. Η κατάσταση αυτή απαιτούσε ηγέτες με όραμα και με την αναγκαία πολιτική βούληση –για να εκμεταλλευτούν το ξεκίνημα του Ιουνίου του 1936, να καλλιεργήσουν στον λαό την αίσθηση της ιστορικής ευκαιρίας, να αποκτήσουν πλεονέκτημα απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις και να σφυρηλατήσουν την ευρύτερη δυνατή ενότητα με την έννοια που έδινε στη λέξη το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας. Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος –που άρχισε με την εθνικιστική εξέγερση της 17-18 Ιουλίου 1936 εναντίον της κυβέρνησης του ισπανικού Λαϊκού Μετώπου, η οποία είχε σχηματισθεί μετά τις εκλογές της 15ης Φεβρουαρίου– αποτέλεσε την κρίσιμη δοκιμασία. Η εκλογική νίκη των Λαϊκών Μετώπων σε δύο μεγάλες και γειτονικές χώρες ήταν μια χρυσή ευκαιρία να δείξουν διεθνιστική αλληλεγγύη. Πράγματι, η πολωμένη ρητορική στις εκλογές του 1936 ανέδειξε την ισπανική κυβέρνηση σε προπύργιο εναντίον του φασισμού. Η στρατιωτική εξέγερση εναντίον της προκάλεσε μια έκρηξη αισθημάτων αλληλεγγύης σε ό,τι είχε απομείνει από τη δημοκρατική Ευρώπη. Η βοήθεια στην Ισπανία έμοιαζε να είναι μια προφανής προτεραιότητα για την κυβέρνηση Μπλουμ. Ωστόσο, αντί να τιμήσει τις στρατιωτικές συμφωνίες που είχε συνάψει με την Ισπανία, ο Γάλλος πρωθυπουργός ενέδωσε στις πιέσεις που του άσκησαν το γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών, η βρετανική κυβέρνηση, οι Ριζοσπαστικοί μέσα στην ίδια του την κυβέρνηση και ο ακροδεξιός τύπος, με αποτέλεσμα να αναστείλει την παροχή στρατιωτικής βοήθειας, προτείνοντας τη σύναψη μιας Διεθνούς Συμφωνίας μη Επέμβασης προκειμένου να αποτρέψει την αποστολή βοήθειας από τη Γερμανία και την Ιταλία στους εθνικιστές στασιαστές. Αυτό ήταν καταστροφικό για την Ισπανική Δημοκρατία. Ταυτόχρονα όμως υπονόμευσε το Λαϊκό Μέτωπο στην ίδια τη Γαλλία. 500 500 Αγνόησε τη διεθνή διάσταση του ηθικού της Αριστεράς το 1933-36. Διασπάθισε όλο
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·501
Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
το δυναμικό της αντιφασιστικής συσπείρωσης μέσω ενός συνδυασμού του πατριωτισμού με το διεθνισμό. Στη Γαλλία η πόλωση των πολιτικών δυνάμεων θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς –αλλά μάλλον με τους όρους της Αριστεράς παρά μέσω αδιάκοπων υποχωρήσεων, και με τη μόνιμη παραίτησή της από το ρητορικό πλεονέκτημα.32 Ευθύς εξαρχής, το Λαϊκό Μέτωπο της Ισπανίας διακρινόταν από ένα είδος αμφιθυμίας. Παρότι αγκάλιασε όλο το φάσμα της Αριστεράς –τους σοσιαλιστές και τα συνδικάτα τους (UGT), τους κομμουνιστές, διάφορες μικρότερες ακροαριστερές ομάδες και τους Δημοκράτες της Αριστεράς–, πυρήνας του ήταν ο δημοκρατικός και σοσιαλιστικός συνασπισμός της περιόδου 1931-33. Στις εκλογές του 1933, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ισπανίας ήρθε σε ρήξη με τον πρωθυπουργό Μανουέλ Αθάνια (Manuel Azaña), που ανήκε στους Δημοκράτες της Αριστεράς, δίνοντας στη Δεξιά 33 τη δυνατότητα να κερδίσει τις εκλογές. Η βίαιη αντίδραση, που ακολούθησε, ανέτρεψε την πολιτική της αγροτικής μεταρρύθμισης και την προοδευτική εργατική νομοθεσία, προκαλώντας ατέλειωτα προβλήματα στο εργατικό κίνημα. Παρότι η εξέγερση του Οκτωβρίου του 1934, η οποία καθοδηγούνταν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ισπανίας, συμβόλιζε την αντίσταση στο φασισμό, τελικά οδήγησε στην κτηνώδη καταστολή του κινήματος. Ως απάντηση, είχαμε μια πανίσχυρη διαλεκτική κινητοποίησης του λαού και συγκρότησης πολιτικών συμμαχιών στον προοδευτικό χώρο. Ο Αθάνια συσπείρωσε τους σοσιαλιστές και τους Δημοκράτες της Αριστεράς σε μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η δημοκρατία, σαγηνεύοντας το λαό με τη ρητορική του δεινότητα σε μαζικές συγκεντρώσεις από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1935. Ωστόσο οι προσδοκίες του κόσμου ξεπερνούσαν τον στενό κοινοβουλευτικό 34 ορίζοντα, εκτεινόμενες μέχρι την επίτευξη πιο ριζικών αλλαγών. Η κυβέρνηση, που εκλέχτηκε τον Φεβρουάριο του 1936, έπρεπε να οργανώσει τη δημοκρατική άμυνα χωρίς να εξωθήσει τις μεσαίες τάξεις προς τη Δεξιά. Παρ’ όλα αυτά, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ισπανίας διασπάστηκε εν μέσω αντεγκλήσεων και 35 διαμαχών. Ο δεξιός Ινδαλέθιο Πριέτο (Indalecio Prieto) δέχτηκε να συμμαχήσει με τον Αθάνια. Εντούτοις η πλειονότητα των στελεχών, που είχε τη βάση της στη Μαδρίτη, στη Σοσιαλιστική Νεολαία και στους αγωνιστές της UGT, είχε στραφεί ήδη προς την Αριστερά. Υπό τον Φρανθίσκο Λάργκο Καμπαγέρο (Francisco Largo Caballero) –το βετεράνο σοσιαλιστή που ηγήθηκε του κόμματός του για τρεις ολόκληρες δεκαετίες, αρχιτέκτονα της προσαρμογής της UGT στις συνθήκες της δικτατορίας του Πρίμο ντε Ριβέρα (Primo de Rivera) τη δεκαετία του 1920, υπουργό εργασίας το 1931-32 και τώρα νεόκοπο επαναστάτη– οι σοσιαλιστές εγκατέλειψαν την εποικοδομητική κυβερνητική πολιτική ακριβώς τη στιγμή που η παρουσία τους ήταν άκρως απαραίτητη. Τον Νοέμβριο του 1933, ο Λάργκο εγκατέλειψε την υπεράσπιση
501
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·502
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
502
της αστικής δημοκρατίας και τάχθηκε υπέρ της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για το φιάσκο του Οκτωβρίου του 1934 και την αδιάλλακτη πολιτική του 1935. Αρνήθηκε να συζητήσει με τον Αθάνια και με αυτόν τον τρόπο εξασθένισε τη δημοκρατική άμυνα του Πριέτο. Το 1936, εγκατέλειψε το Εκτελεστικό Γραφείο του σοσιαλιστικού κόμματος για να σχηματίσει έναν άλλο ηγετικό πυρήνα. Τελικά στήριξε το Λαϊκό Μέτωπο μένοντας όμως εκτός κυβερνήσεως και τροφοδοτώντας έτσι τη ρητορεία της πόλωσης και τη βία που επρόκειτο να επικρατήσουν τους επόμενους μήνες. Απαίτησε το σχηματισμό μιας αποκλειστικά σοσιαλιστικής κυβέρνησης, αλλά δέχτηκε μοιρολατρικά την κατολίσθηση προς τον εμφύλιο πόλεμο, αρνούμενος στο Λαϊκό Μέτωπο την πλήρη υποστήριξη του πλειοψηφικού κόμματός του. Η πολιτική παρουσία του Λάργκο ήταν καταστροφική για τη δημοκρατία, καθώς εισέβαλε στη σκηνή της ιστορίας όταν οι πραγματικές ευκαιρίες του ως πολιτικού είχαν χαθεί για πάντα. Σαν να ήταν κανένας νεοφώτιστος επαναστάτης εκμεταλλεύτηκε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις της περιόδου 1933-36, καταγγέλλοντας τις ρεφορμιστικές ψευδαισθήσεις και καλλιεργώντας ουτοπικές ελπίδες χωρίς να έχει καμιά ιδέα για το πώς θα μπορούσε να καταληφθεί η εξουσία, δεδομένου, μάλιστα ότι η Αριστερά ήταν διαιρεμένη και η Δεξιά ιδιαίτερα ισχυρή. Ο Λάργκο ήταν η προσωποποίηση της πολιτικής του κορπορατισμού – άλλοτε ο γραφειοκράτης του εργατικού κινήματος, που προσπαθούσε να βρει ένα modus vivendi με τα διάφορα καθεστώτα και να εξασφαλίσει στα μέλη του την καλύτερη δυνατή συμφωνία (στα χρόνια του Πρίμο ντε Ριβέρα)· άλλοτε ο μεταρρυθμιστής σοσιαλιστής υπουργός (1931-33)· άλλοτε η νεοαναρχοσυνδικαλιστική φωνή των αγωνιστών της Αριστεράς (1933-34). Αλλά το μέγεθος της κοινωνιακής κρίσης στην Ισπανία απαιτούσε μεγαλύτερο πολιτικό όραμα από αυτό. Όταν μετά το 1933 ο Λάργκο φόρεσε το μανδύα του επαναστάτη, απέφυγε να αναλάβει την ευθύνη αυτή, ωθώντας το λαό σε μια πολιτική συγκρούσεων που δεν είχε στρατηγική για να κερδίσει. Καθώς τα πράγματα χειροτέρευαν και ο Πριέτο εξασφάλισε την άνοδο του Αθάνια στην προεδρία, κρατώντας την πρωθυπουργία για τον εαυτό του, ο Λάργκο αρνήθηκε να προσφέρει τη βοήθεια του σοσιαλιστικού κόμματος. Ωστόσο, όταν δυο μήνες μετά τη στρατιωτική εξέγερση σχημάτισε κυβέρνηση, η μεταρρυθμιστική του πολιτική δεν διέφερε από εκείνη που είχε αρνηθεί να υποστηρίξει τον Μάιο. Ο Λάργκο έγινε πρωθυπουργός στις 4 Σεπτεμβρίου 1936, αλλά, λόγω της προέλασης των Εθνικιστών, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Μαδρίτη στις 6 Νοεμβρίου 1936, αφήνοντας την υπεράσπιση της πόλης στον στρατηγό Χοσέ Μιάχα (José Miaja), χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση και χωρίς κανένα σχέδιο για τον εφοδιασμό του 36 λαού με όπλα.
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·503
Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Η Μαδρίτη σώθηκε από τους ίδιους τους πολίτες της. Ο Λάργκο είχε αφήσει ένα κενό, το οποίο κατέλαβαν οι κομμουνιστές, ενισχυμένοι από τις Διεθνείς Ταξιαρχίες και τη σημαντική σοβιετική βοήθεια που είχε αρχίσει ήδη να φτάνει από τον Νοέμ37 βριο του 1936. Βοηθούμενο από τον αυτοσχέδιο «μπολσεβικισμό» του Λάργκο, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας είχε προσεγγίσει τους σοσιαλιστές, με την κομμουνιστική συνδικαλιστική οργάνωση, την Ενωμένη Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (Confédération générale du travail unitaire – CGTU) να συμμαχεί με την UGT και τις δύο νεολαίες να συγχωνεύονται υπό τον Σαντιάγκο Καρίλιο (Santiago Carillio), ο οποίος παρακολουθούσε ήδη τις συναντήσεις των στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι κομμουνιστές κέρδισαν μεγάλο γόητρο χάρη στη συμβολή τους στην άμυνα της Μαδρίτης, με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα μέλη τους από λίγες χιλιάδες σε 250.000 ώς τον Μάιο του 1937. Έχοντας στενές σχέσεις με την κυβέρνηση του Λάργκο, προσπαθούσαν να επιβάλουν τις ντιρεκτίβες της Κομιντέρν σχετικά με τα Λαϊκά Μέτωπα, προβάλλοντας την ανάγκη να αποφευχθεί με κάθε τίμημα η αποξένωση είτε της βρετανικής και της γαλλικής κυβέρνησης είτε των αστών δημοκρατών στο εσωτερικό της Ισπανίας για το φόβο της επανάστασης. Η νίκη στον πόλεμο ήταν πολύ πιο σημαντική από τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Το Κομμουνιστικό Κόμμα υποστήριζε την κεντρική εξουσία, τη συμβατική στρατιωτική πειθαρχία και το σεβασμό για τη μικρή ιδιοκτησία. Οι στόχοι αυτοί προωθούνταν σε βάρος των προσδοκιών που είχαν καλλιεργηθεί από την προσπάθεια του λαού να υπερασπιστεί τη δημοκρατία. Ένας τεράστιος αγωνιστικός τομέας δεν είχε ενσωματωθεί στο Λαϊκό Μέτωπο, οι αναρχοσυνδικαλιστές της CNT, που είχαν μεγάλη ισχύ στην Αραγονία, τη Βαλένθια, την Ανδαλουσία και την εκβιομηχανισμένη Καταλονία (όπου ήταν πολύ πιο δυνατοί και από τους σοσια38 λιστές). Το καλοκαίρι του 1936, ακόμη και η CNT υπερκεράστηκε από την άμεση δράση των επαναστατών. Αφού νίκησαν τους στασιαστές στις πέντε από τις εφτά μεγαλύτερες πόλεις και στις μισές περίπου αγροτικές περιοχές, οι αγωνιστές σχημάτισαν επαναστατικές επιτροπές, καταλαμβάνοντας διάφορες τοπικές κυβερνήσεις και επιβάλλοντας μια κολεκτιβιστική μορφή διαχείρισης των εργοστασίων και των αγροκτημάτων. Στη Βαρκελώνη, την πρωτεύουσα του αναρχοσυνδικαλισμού, οι ηγέτες της CNT δεν ήξεραν τι να κάνουν: από τη μια δεν ήθελαν να κυβερνήσουν την Καταλονία και από την άλλη δεν ένιωθαν έτοιμοι να κηρύξουν επανάσταση. Γι’αυτό και το μόνο που έκαναν ήταν σταθούν αλληλέγγυοι με τους υπερασπιστές της Δημοκρατίας, και απλώς κοίταζαν καθώς οι υποστηρικτές τους καταλάμβαναν την πόλη. Το κοινωνικό τοπίο εξερράγη κυριολεκτικά –σημαίες, λάβαρα, εμβλήματα, αφίσες, σήματα, εργάτες με καραμπίνες, όλοι τους ντυμένοι με μπλε φόρμες εργασίας. Εν
503
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·504
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
504
ολίγοις, τα πληθωρικό ύφος ενός λαού που καταλαμβάνει τον δημόσιο χώρο. Όπως είπε ο κομμουνιστής σιδηροδρομικός Ναρθίσκο Χουλιάν (Narcisco Julian), που έφτασε στη Βαρκελώνη μια μέρα πριν από τη λαϊκή εξέγερση και παρασύρθηκε από τον πυρετό εκείνων των ημερών: «Ήταν απίστευτο, η απόδειξη στην πράξη αυτού που ξέραμε ήδη από τη θεωρία: της τεράστιας δύναμης του λαού όταν βγαίνει στους δρόμους. Ξαφνικά νιώθεις τη δημιουργική του ορμή. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο γρήγορα αυτοοργανώνονται οι μάζες. Οι μορφές οργάνωσης που εφευρίσκουν 39 ξεπερνούν αυτά που διαβάζαμε στα βιβλία ή ονειρευόμασταν». Και αμέσως μετά προσθέτει: «Αυτό που πρέπει να γίνει τώρα είναι να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία αυτή και να της δώσουμε σχήμα και περιεχόμενο»· αλλά αυτή ακριβώς ήταν η δυσκολία. Ο αναρχισμός των Καταλανών ήταν εμπνευσμένος και διέθετε όλα εκείνα τα στοιχεία που έπρεπε να έχει μια επανάσταση. Ωστόσο οι αναρχοσυνδικαλιστές αρνούνταν να καταλάβουν την κρατική εξουσία αφού ο λαός θα αναλάμβανε τον έλεγχο της οικονομίας με αυτοδιαχειριζόμενες κολεκτίβες. Το απολιτικό αυτό στοιχείο απομάκρυνε τους ηγέτες της CNT από τον δημοκρατικό συνασπισμό. Ο αδιόρθωτα τοπικιστικός χαρακτήρας του κινήματος έγινε ακόμη πιο έντονος μετά την αυτονόμηση της κολεκτίβας στους χώρους εργασίας, την ανεξέλεγκτη δράση των πολιτοφυλακών, τη σκιώδη δύναμη των χαρισματικών ηγετών και τη βίαιη αδιαλλαξία της Ιβηρικής Αναρχικής Ομοσπονδίας (FAI), που ήταν ένα είδος 40 εμπροσθοφυλακής της CNT. Όλα αυτά αποσταθεροποίησαν την καταλανική κυβέρνηση, τον έλεγχο της οποίας είχαν το νεοϊδρυθέν Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Καταλονίας (PSUC) και η Εσκουέρα (Esquerra).41 Την άνοιξη του 1937, τα μισά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν πλέον μικροκαλλιεργητές με ιδιόκτητη γη, καταστηματάρχες, τεχνίτες και καλοπληρωμένοι εργάτες που ανησυχούσαν από τη διαδικασία κολεκτιβοποίησης, η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά. Καθώς οι Δημοκρατικοί δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά από στρατιωτική άποψη, η «παθητική δυαδική εξουσία» των αναρχικών –η διατήρηση των παράλληλων δομών εξουσίας που είχαν στη διάθεσή τους και η αποχή από την κυβέρνηση– δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή. Η κυβέρνηση επιχείρησε να τους διώξει από το Τηλεφωνικό Μέγαρο και μετά από σκληρές οδομαχίες, που κράτησαν μία εβδομάδα (3-8 Μαΐου 1937), κατέλαβε τη Βαρκελώνη. Ο Λάργκο αντικαταστάθηκε στη θέση του πρωθυπουργού από τον μετριοπαθή σοσιαλιστή Χουάν Νεγκρίν (Juan Negrín). Η ήττα των Δημοκρατικών –το Μπιλμπάο έπεσε στα χέρια των Εθνικιστών τον Ιούνιο του 1937, η Χιχόν τον Οκτώβριο, η Αραγονία τον Μάρτιο-Απρίλιο του 1938, η Βαρκελώνη τον Ιανουάριο του 1939 και η Μαδρίτη στις 27 Μαρτίου του ιδίου έτους, ενώ η τελική παράδοση των Δημοκρατικών ακολούθησε την 1η Απρι-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·505
Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
λίου – σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στις εσωτερικές τους διαμάχες. Ο Λάργκο είχε χάσει την ευκαιρία να σταθεροποιήσει την κυβέρνησή του στις αρχές του 1936, αδρανοποιώντας το μόνο ίσως κόμμα που ήταν ικανό να θεμελιώσει γερά το Λαϊκό Μέτωπο. Κατόπιν, αλλάζοντας απότομα γνώμη και επιχειρώντας να σχηματίσει κυβέρνηση μαζί με όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις, άφησε τους παλιούς του συντρόφους στα κρύα του λουτρού. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ισπανίας ήταν επίσης εχθρικό προς τη CNT και κυριαρχούσε σε περιοχές εντελώς διαφορετικές από αυτές της τελευταίας. Ως εκ τούτου, στις πολιτικές συγκρούσεις υπεισήλθε και ο παράγων του γεωγραφικού κατακερματισμού και ακόμη οι διαμάχες των αναρίθμητων τοπικών επιτροπών, οι οποίες προσπαθούσαν να διατηρήσουν ζηλότυπα την αυτονομία τους. Οι κομμουνιστές, που ήταν αναμφίβολα η πιο αποτελεσματική ομάδα των Δημοκρατικών, εκμεταλλεύτηκαν τις διαμάχες αυτές. Στηριγμένο στη βοήθεια των Σοβιετικών και την αγωνιστικότητα των μελών του που αξίωναν να αποτελούν την πρωτοπορία (τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη δεν είχαν μειωθεί από τους περιορισμούς που είχε επιβάλει ο Δημητρόφ στο 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν), το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας συμπεριφερόταν όλο και πιο αλαζονικά –προσπαθώντας να θέσει υπό τον έλεγχό του τις θέσεις-κλειδί, ιδιαίτερα στον επαγγελματικό στρατό· επιδεικνύοντας αδιαφορία για τους συμμάχους και περιφρόνηση προς τους αντιπάλους του και, τέλος, το 1937, καταφεύγοντας στην τρομοκράτηση των εχθρών του (κυρίως του Εργατικού Κόμματος της Μαρξιστικής Ενότητας (POUM), το οποίο στιγματίστηκε ως «τροτσκιστικό», πράγμα που για τους σταλινικούς ισοδυναμούσε με το φασισμό). Ουσιαστικά, επρόκειτο για μια οικτρή απομίμηση των εκκαθαρίσεων που είχαν γίνει λίγο νωρίτερα στη Σοβιετική Ένωση. Η σταλινική αυτή νοοτροπία πρόδιδε μια μεγάλη αδυναμία. Ο περιορισμός των επαναστατικών πειραματισμών με σκοπό τη νίκη στον πόλεμο δεν αποτελούσε πρόβλημα, γιατί όλοι (ακόμη και οι ηγέτες της CNT) προσποιούνταν ότι τον αποδέχονταν. Ωστόσο ήταν μεγάλο λάθος η μετατροπή της πολιτικής αυτής σε ένα είδος διχοτομίας. Η διεξαγωγή του πολέμου από μια κεντρική διοίκηση και η διασφάλιση των επαναστατικών κατακτήσεων δεν αλληλοαποκλείονταν. Όπως είχε πει ένα στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας, το ζήτημα δεν ήταν να θυσιαστεί η επανάσταση αλλά να αποφασιστεί «το είδος της επανάστασης που έπρεπε να κάνου42 με» και πώς αυτό θα βοηθούσε στον πόλεμο. Η μεγαλύτερη αποτυχία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας ήταν ότι δεν μπόρεσε να κατανοήσει αυτό το πράγμα. Μετά την αποφασιστική αναμέτρηση με τους αναρχικούς στη Βαρκελώνη, το Κομμουνιστικό Κόμμα υιοθέτησε ένα εντελώς γραφειοκρατικό ύφος. Το καλοκαίρι του 1937, οι αγροτικές κολεκτίβες της Αραγονίας εξορθολογίστηκαν. Στην Καταλονία, ο
505
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·506
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
εργατικός έλεγχος αντικαταστάθηκε από τον κεντρικό σχεδιασμό και την εθνικοποίηση των επιχειρήσεων. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας ευθυγραμμίστηκε απολύτως με τη δεξιά πτέρυγα του σοσιαλιστικού κόμματος, προσπαθώντας από τη μια να προσελκύσει τις μεσαίες τάξεις και από την άλλη να διεξαγάγει ένα συμβατικό πόλεμο. Αυτό βέβαια απείχε πολύ από τις ηρωικές μέρες της υπεράσπισης της Μαδρίτης, όταν οι κομμουνιστές ήταν η πολιτική δύναμη που κατάφερε να κινητοποιήσει το λαό της ισπανικής πρωτεύουσας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας είχε και μια άλλη προτεραιότητα –να ασκήσει πίεση στη Βρετανία και τη Γαλλία προκειμένου οι τελευταίες να παρέμβουν στο πλευρό των Δημοκρατικών ή, τουλάχιστον, να μην τις αποτρέψει από το να συνεργαστούν με τη Σοβιετική Ένωση. Η μη παρέμβαση της Βρετανίας και της Γαλλίας, σε αντίθεση με τη στήριξη που παρείχαν στους Εθνικιστές η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία, υπήρξε τόσο καταστροφική για τις δυνάμεις των Δημοκρατικών όσο και η παθητικότητα της LSI. Αλλά η κυβέρνηση των Δημοκρατικών απέφευγε καθετί που θα έκανε «τους εχθρούς της Ισπανίας να τη θεωρήσουν κομμουνιστική 43 δημοκρατία», όπως είχε πει ο Στάλιν. Αυτό δεν επέτρεπε στους αντάρτες να εκμεταλλευτούν τον λαϊκό ενθουσιασμό των Δημοκρατικών, στηριζόμενοι στις αυθόρμητες κινητοποιήσεις του καλοκαιριού του 1936 και τις τοπικές πολεμικές παραδόσεις (μην ξεχνάμε ότι η λέξη guerrilla [αντάρτικο] ήταν ένας ισπανικός όρος που εφευρέθηκε στη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων). Η εκ μέρους του Λαϊκού Μετώπου αγνόηση του αντάρτικου αποδείχτηκε τεράστιο λάθος. Όπως είπε με θλίψη αργότερα ένας αξιωματικός του Δημοκρατικού Στρατού, «Αν είχαμε πειστεί ότι οι δημοκρατικές χώρες θα μας βοηθούσαν, θα είχαμε αναπτύξει διαφορετικές μορφές πάλης… Δεν ήταν ένας κανονικός πόλεμος –ήταν ένας εμφύλιος, ένας πολιτικός πόλεμος. Ένας πόλεμος ανάμεσα στη δημοκρατία και στο φασισμό, σίγουρα, αλλά, σε κάθε περίπτωση ένας πόλεμος λαϊκός. Κι ωστόσο, όλες οι δημιουργικές δυνατότητες και τα ένστικτα ενός λαού, που επαναστατεί, δεν αναπτύχθηκαν όσο και όπως 44 θα έπρεπε».
Αποτυχία και ήττα
Ÿχι μόνο έχασαν τον πόλεμο οι Δημοκρατικοί, με συνέπεια να ακολουθήσουν κτη-
506
νώδη αντίποινα από την πλευρά των αντιπάλων τους και τρεις δεκαετίες αυταρχικής διακυβέρνησης της χώρας, αλλά και η στρατηγική της Κομιντέρν δεν τα πήγε καλύτερα. Η τελευταία ευελπιστούσε ότι θα ενώσει το Ενιαίο Μέτωπο των εργατικών κομμάτων με το ευρύτερο Λαϊκό Μέτωπο. Από τυπική άποψη, αυτό πραγματο-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·507
Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
ποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1936 με την κυβέρνηση του Λάργκο Καμπαγέρο, στην οποία συμμετείχε τον Νοέμβριο και η CNT. Αλλά οι συγκρούσεις και οι διαμάχες υπονόμευσαν την όλη προσπάθεια. Η μεγαλύτερη σύγκρουση ήταν ανάμεσα στην Κομιντέρν, η οποία υποστήριζε την άποψη ότι το κίνημα θα έπρεπε πάνω απ’ όλα να υπερασπιστεί τη δημοκρατία, αγνοώντας όλα τα σοσιαλιστικά αιτήματα και τις επιθυμίες του λαού, για τον οποίο η επανάσταση ήταν πάνω απ’ όλα. Η διεθνής στρατηγική του Λαϊκού Μετώπου απέτυχε οικτρά. Η πολιτική μη επέμβασης των Γάλλων και των Βρετανών την έκανε ευθύς εξαρχής καταστροφική για τους Δημοκρατικούς. Καθώς η Ισπανική Δημοκρατία έπνεε τα λοίσθια, οι δυτικές δημοκρατίες προσπαθούσαν να κατευνάσουν τον Χίτλερ στην Κεντρική Ευρώπη, αρχικά στην Αυστρία τον Μάρτιο του 1938 με το Anschluss και, στη συνέχεια, με το διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους. Ενώ οι Εθνικιστές καταλάμβαναν τη Μαδρίτη, οι στρατιές του Χίτλερ έμπαιναν στην Πράγα. Μόλις οι ναζιστές στράφηκαν εναντίον της Πολωνίας και η Βρετανία και η Γαλλία δεν απαντούσαν στις εκκλήσεις της Σοβιετικής Ένωσης, η συλλογική ασφάλεια για τη συγκράτηση του Χίτλερ είχε καταρρακωθεί. Πολύ γρήγορα, ο Στάλιν έβγαλε τα συμπεράσματά του, υπογράφοντας τον Αύγουστο του 1939 το Σύμφωνο μη Επίθεσης με τη ναζιστική Γερμανία. Με την κατάλυση της δημοκρατίας στην Ισπανία και την Τσεχοσλοβακία, δύο ακόμη ευρωπαϊκές δημοκρατίες έσβησαν από το χάρτη. Μέχρι εκείνη την ώρα, η δημοκρατική Ευρώπη, αντί να προετοιμάζει την άμυνά της εναντίον του χιτλερισμού, άνοιγε το λάκκο της. Στο 8ο Συνέδριο (Μάρτιο του 45 1939) του ΚΚΣΕ, η στρατηγική του Λαϊκού Μετώπου εγκαταλείφθηκε σιωπηρά. Οι θηριωδίες, που συνέβησαν στην Ισπανία, μετά το τέλος του εμφυλίου, ήταν τρομακτικές. Οι Δημοκρατικοί, από την πλευρά τους, δεν ήταν αθώοι (σε 6.000 υπολογίζεται ο αριθμός των νεκρών ιερέων), ειδικά στην επαρχία της αναρχικής Ανδα46 λουσίας, όπου οι εκπρόσωποι των κυρίαρχων τάξεων τιμωρήθηκαν σκληρά. Ωστόσο, όταν οι Εθνικιστές κατέλαβαν το νότο, οι δολοφονίες των Δημοκρατικών ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Σε μια μανία ανταπόδοσης, τις ωμές εξάρσεις του ταξικού μίσους διαδέχτηκε η συστηματική τρομοκρατία –όχι μόνο εναντίον των αγωνιστών της Αριστεράς αλλά και εναντίον των εργατών και των αγροτών, οι οποίοι υποτίθεται ότι τους υποστήριζαν. Ο μισητός Γκονθάλο ντε Αγκιλέρα (Gonzalo de Aguilera), αξιωματικός του εθνικιστικού στρατού, περιφρονούσε τους απλούς ανθρώπους σε τέτοιο βαθμό ώστε να τους αποκαλεί «σκλάβους». «Έβαζε στη σειρά τους εργάτες που δούλευαν στο κτήμα του, διάλεγε έξι από αυτούς και τους πυροβολούσε μπροστά στους υπολοίπους – ‘‘pour encourager les autres [για να παραδειγματίσουμε τους άλλους], καταλαβαίνετε’’». Όταν οι Εθνικιστές κατέλαβαν την πόλη Μπαντα-
507
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·508
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
508
χόθ, ο απεσταλμένος της εφημερίδας Chicago Tribune ανέφερε τη δολοφονία 1.800 αριστερών μέσα σε μια αρένα ταυρομαχίας. Ένας άλλος Αμερικανός δημοσιογράφος περιέγραψε την εκτέλεση 600 αιχμαλώτων στον κεντρικό δρόμο της Σάντα Ολάγια. Ο συνταγματάρχης Χουάν ντε Γιάγκουε (Juan de Yagüe), ο χασάπης του Μπανταχόθ, έλεγε χωρίς περιστροφές: «Και βέβαια, τους σκοτώσαμε. Τι περιμένατε; Να πάρω 4.000 κόκκινους μαζί με το στρατό μου που συνέχιζε να προελαύνει… 47 Ή μήπως να τους αφήσω ελεύθερους για να ξανακάνουν κόκκινο το Μπανταχόθ;» Για την ευρωπαϊκή Αριστερά, ο ισπανικός Εμφύλιος αποτέλεσε ένα μάθημα για το τι 48 την περίμενε στην περίπτωση που οι φασίστες νικούσαν ξανά. Ωστόσο τα μαθήματα του ισπανικού Εμφυλίου δεν ήταν όλα απαισιόδοξα και ηττοπαθή. Η Γκερνίκα, λόγου χάρη, δεν ήταν μόνο μια πολεμική θηριωδία (στις 26 Απριλίου 1937, η Γερμανική Λεγεώνα Κόνδωρ βομβάρδισε την πόλη, καταστρέφοντάς την ολοσχερώς), αλλά και ένας διάσημος πίνακας του Πικάσο, η πιο σημαντική ίσως στιγμή καλλιτεχνικής δημιουργίας στο Δημοκρατικό στρατόπεδο. Για τους προοδευτικούς, η δημοκρατία συμβόλιζε την υπεράσπιση των ανθρωπιστικών και προοδευτικών αξιών, τον πολιτικό χώρο, όπου το όραμα για έναν καλύτερο και πιο εξισωτικό κόσμο θα μπορούσε να υποστηριχθεί. Νά τι λέει ο γλύπτης Τζέισον Γκάρνεϊ (Jason Gurney): «Ο ισπανικός Εμφύλιος ήταν μια μοναδική ευκαιρία να υποστηρίξει κανείς θετικά και αποτελεσματικά ένα ζήτημα, που έμοιαζε να είναι απολύτως σαφές. Είτε κάποιος ήταν εναντίον του φασισμού και πήγαινε να τον πολεμήσει είτε αδιαφορούσε για τα εγκλήματά του και ήταν ένοχος γιατί του επέτρεπε 49 να εξαπλωθεί». Οι Διεθνείς Ταξιαρχίες –40.000 εθελοντές από 50 και πλέον χώρες, ανάμεσα στους οποίους 15.400 Γάλλοι, 5.400 Πολωνοί, 5.100 Ιταλοί, 5.000 Γερμανοί και Αυστριακοί, και 3.000 από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία, το Βέλγιο και την Τσεχοσλοβακία– έδειξαν την αλληλεγγύη τους στον ισπανικό λαό. Περιλάμβαναν πολλούς εξορίστους από άλλες φασιστικές ή αυταρχικές χώρες της Ευρώπης· κομμουνιστές, σοσιαλιστές και ανεξάρτητους ιδεαλιστές· σπουδαστές και διανοουμένους· πολιτικά συνειδητοποιημένους εργάτες, όπως ήταν οι περισσότεροι από τους 169 Ουαλούς εθελοντές –Όλοι τους ενώθηκαν από την αίσθηση της σπουδαιότητας 50 της στιγμής και την ανάγκη να πάρουν θέση. Για όσους δεν συμμετείχαν, η Ισπανία αντιπροσώπευε μια ευγενική υπόθεση, μια ευκαιρία για να αναχαιτιστεί ο φασισμός και τη χώρα όπου «Οι σκέψεις μας έχουν πάρει σώμα· οι απειλητικές μορφές του πυρετού μας / είναι σαφείς και ζωντανές», όπως έγραψε ο Όντεν (Auden) σε ένα από τα σημαντικότερα ποιήματά του.51 Στη Βρετανία, όπου η δεξιά πτέρυγα των Εργατικών αντιτάχθηκε στη δημιουργία ενός Λαϊκού Μετώπου, η Εθνική Μει-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·509
Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
κτή Επιτροπή για την Ανακούφιση των Ισπανών οργάνωσε μια διεθνή εκστρατεία αλληλεγγύης, στην οποία συμμετείχαν πολλές ανεξάρτητες τοπικές και συνδικαλιστικές ομάδες. Το λιγότερο απτό αυτό αποτέλεσμα της δράσης του Λαϊκού Μετώπου στην Ισπανία, η ανάδειξη της συμβολικής διάστασης του λαϊκού αντιφασιστικού αγώνα, ήταν η μεγάλη κληρονομιά του στις μελλοντικές γενιές.
509
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·510
∫∂º∞§∞π√ 18
¶√§∂ª√™ Δ√À §∞√À ∫∞π §∞´∫∏ ∂πƒ∏¡∏ Ανοικοδομώντας το έθνος, 1939-1947
Ο
510
ΤΑΝ Ο ΝΤΙΜΙΤΡΙ ΜΑΝΟΥΙΛΣΚΙ ΥΠΕΒΑΛΕ την έκθεση της Κομιντέρν στο 8ο Συ-
νέδριο του ΚΚΣΕ στις 10 Μαρτίου 1939, οι ελπίδες που γεννήθηκαν το 1935 είχαν σβηστεί. Η παρανομία ήταν πλέον ο κανόνας για τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης: το γερμανικό, το αυστριακό, το ιταλικό, το ισπανικό, το πορτογαλικό, το τσεχοσλοβακικό, το γιουγκοσλαβικό, το ελληνικό, το βουλγαρικό, το ρουμανικό και το ουγγρικό ήταν εκτός νόμου. Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, τέθηκε εκτός νόμου και το γαλλικό, ενώ το ίδιο συνέβη λίγο αργότερα και με τα κομμουνιστικά κόμματα των χωρών που καταλήφθηκαν από τον γερμανικό στρατό. Τα μόνα κομμουνιστικά κόμματα που συνέχισαν να λειτουργούν νόμιμα ήταν το σουηδικό και το βρετανικό. Έτσι, το 1939, το ρήγμα στους κόλπους της Αριστεράς ήταν βαθύ όσο ποτέ. Τα κομμουνιστικά κόμματα, όχι μόνο παράνομα αλλά και απομονωμένα, είχαν επιστρέψει στο περιθώριο. Το σοβιετικό συνέδριο συνήλθε στη βαριά σκιά της Συνδιάσκεψης του Μονάχου, όπου η Βρετανία και η Γαλλία παρέδωσαν την Τσεχοσλοβακία στον Χίτλερ, επιτρέποντάς του να καταλάβει τη Σουδητία. Ωφελημένες από τη διευθέτηση αυτή ήταν και η Πολωνία και η Ουγγαρία, οι οποίες επίσης άρπαξαν κάποια εδάφη, αφήνοντας πίσω τους μια ανυπεράσπιστη και καταρρακωμένη ηθικά χώρα. Η ομιλία του Μανουίλσκι έγινε μέσα στα ερείπια του ευρωπαϊκού συστήματος συλλογικής ασφαλείας: ο Χίτλερ είχε μόλις καταλάβει το εναπομείναν τμήμα της Τσεχοσλοβακίας, ενώ, στη συνέχεια, κυρίευσε και το Μέμελ, προκαλώντας φόβους πολέμου με την Πολωνία. Παρά την πολιτική κατευνασμού της Γερμανίας, που ακολουθούσε η Βρετανία, συνήψε διμερείς συμφωνίες με την Πολωνία, τη Ρουμανία, την Ελλάδα και την Τουρκία, βάσει των οποίων εγγυάτο την ασφάλεια των χωρών αυτών σε περίπτωση που θα δέχονταν επίθεση από κάποια τρίτη χώρα. Η μοίρα της Αριστεράς ήταν τώρα απόλυτα συνδεμένη με τον πόλεμο και την ειρήνη. Το πλέον καθοριστικό στοιχείο ήταν το ότι η Σοβιετική Ένωση αγνόησε τις εκ1 κλήσεις για τη σύμπηξη μιας αντιναζιστικής συμμαχίας. Αντιθέτως, κατηγόρησε
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·511
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
την «αγγλική αντίδραση» ότι επιθυμούσε να την αναμίξει σε έναν ολέθριο πόλεμο εναντίον του ναζισμού. Ο Μαξίμ Λιτβίνοφ, υποστηρικτής του συστήματος συλλογικής ασφαλείας, αντικαταστάθηκε στη θέση του υπουργού Εξωτερικών από τον Βιατσεσλάβ Μιχαήλοβιτς Μολότοφ. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι προσέγγισαν τη Σοβιετική Ένωση, αλλά προσπαθούσαν με πονηρό τρόπο να κερδίσουν χρόνο. Τελικά, ο Χίτλερ τους υποσκέλισε, υπογράφοντας με τον Στάλιν ένα σύμφωνο μη επίθεσης στις 23 Αυγούστου 1939. Αυτό προέβλεπε τη διχοτόμηση της Πολωνίας, και την παραχώρηση της μεν Εσθονίας και Λετονίας στη Σοβιετική Ένωση της δε Λιθουανίας στη γερμανική σφαίρα επιρροής. Έχοντας πλέον απομακρύνει τον κίνδυνο ενός διμέτωπου πολέμου, ο Χίτλερ εισέβαλε στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939. Αναπάντεχα, η Βρετανία ενήργησε βάσει της δέσμευσης που είχε αναλάβει μετά την υπογραφή της διμερούς συμφωνίας με την Πολωνία. Στις 3 Σεπτεμβρίου άρχιζε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος.
Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο: ο κομμουνισμός στα χαράκωματα
™ύμφωνα με πολλούς, το Σύμφωνο μη Επίθεσης ανάμεσα στη ναζιστική Γερμανία και στη Σοβιετική Ένωση αποτελούσε τη μεγαλύτερη προδοσία του Λαϊκού Μετώπου, αφού αποκάλυπτε την υποκρισία των Σοβιετικών και ματαίωνε τον αντιφασιστικό αγώνα. Για τους κομμουνιστές, τα πράγματα ήταν λιγότερο τραγικά. Το Λαϊκό Μέτωπο ήταν ήδη νεκρό. Στραγγαλίστηκε από τα σοσιαλιστικά κόμματα της Βόρειας Ευρώπης και τη βρετανική κυβέρνηση και θάφτηκε από την απόφαση να θυσιαστεί η Τσεχοσλοβακία. Ήταν δύσκολο μετά τις Συμφωνίες του Μονάχου να δει κανείς το Σύμφωνο αυτό ως παραβίαση των ηθικών αρχών της διεθνούς διπλωματίας. Κατά την εκτίμηση των κομμουνιστών, η μεγάλη προδοσία είχε συμβεί ήδη όταν οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας –μαζί με τους Εργατικούς και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας– αγνόησαν την Ισπανική Δημοκρατία, διέλυσαν την Τσεχοσλοβακία και απέρριψαν τις σοβιετικές προτάσεις για μια ευρεία αντιχιτλερική συμμαχία. Η LSI είχε αποποιηθεί προ πολλού τις ευθύνες της, όπως καλά γνώριζαν τα μέλη της. Γι’ αυτό και τον Ιούνιο του 1939 ο γραμματέας της Φρίντριχ Άντλερ δήλωσε ότι η Σοσιαλιστική Διεθνής ήταν νεκρή. Τα πιο ριζοσπαστικά τμήματά της, όπως οι Αυστριακοί, οι Ιταλοί και οι Ισπανοί σοσιαλιστές, καθώς και οι μενσεβίκοι, βρίσκονταν στην παρανομία και το πολιτικό βάρος τους ήταν μικρό. Αντίθετα, τα πιο ισχυρά τμήματά της, που βρίσκονταν στη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και τις Σκανδιναβικές χώρες, ήταν απασχολημένα με τα δικά τους προβλήματα. Ως διεθνές συλλογικό σώμα, η Σοσιαλιστική Διεθνής ήταν νεκρή.
511
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·512
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
512
Το Σύμφωνο με τη ναζιστική Γερμανία ήταν μια λογική προσπάθεια των Σοβιετικών να κερδίσουν χρόνο, προκειμένου να κρατήσουν μακριά τους Γερμανούς και ταυτόχρονα να αποκρούσουν τη δολερή διπλωματία των δυτικών χωρών. Αν κάποιοι «αφοσιωμένοι σύντροφοι έχασαν τον μπούσουλα», οι περισσότεροι ένιωθαν ασφαλείς με τα αντιφασιστικά διαπιστευτήριά τους και μπορούσαν να δουν τον πραγματι2 σμό που κρυβόταν πίσω από το εν λόγω Σύμφωνο. Άλλωστε, η συμπεριφορά των δυτικών κυβερνήσεων ήταν πολύ χρήσιμη για παρόμοιους εξορθολογισμούς και για τη νέα αντιιμπεριαλιστική γραμμή. Προτού ακόμη αρχίσει ο πόλεμος, η γαλλική κυβέρνηση είχε απαγορεύσει την κυκλοφορία της επίσημης εφημερίδας του κομμουνιστικού κόμματος, της L’Humanité, και συνέλαβε πολλούς κομμουνιστές. Στις 26 Σεπτεμβρίου, τέθηκε εκτός νόμου το ίδιο το κόμμα, μέχρι τον Αύγουστο του 1944. Ως τον Μάρτιο του 1940, απολύθηκαν 2.778 κομμουνιστές δημοτικοί σύμβουλοι, διαλύθηκαν 629 συνδικαλιστικές ενώσεις, επικεφαλής των οποίων ήταν στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, ενώ 3.400 αγωνιστές φυλακίστηκαν. Τον Μάρτιο-Απρίλιο του 1940, 44 βουλευτές του ιδίου κόμματος δικάστηκαν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας: όλοι, εκτός από τρεις που αποκήρυξαν τις θέσεις τους, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση πολλών ετών. Στις 10 Απριλίου 1940, η διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών κηρύχτηκε ως αξιόποινη πράξη και στους παραβάτες μπορούσε να επιβληθεί ακόμη και η ποινή του θανάτου. Το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο ήταν ένα πολύ πικρό χάπι για να το καταπιούν οι αγωνιστές όλου του κόσμου. Η Ιταλική Αντιφασιστική Συμμαχία, που έδρευε στη Γαλλία, διαλύθηκε, ενώ ο πρόεδρός της Ρομάνο Κόκι (Romano Cocchi) αποπέμφθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, γιατί καταδίκασε το εν λόγω Σύμφωνο. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας μάλιστα απέρριψε κάθε πρωτοβουλία για την ενότητα του εργατικού κινήματος. Ωστόσο τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα ήξεραν ότι θα συνέχιζαν τους αντιφασιστικούς αγώνες τους. Δεν ήταν το Σύμφωνο αυτό καθ’ εαυτό που τους είχε κλονίσει, αλλά ο τρόπος που συνάφθηκε. Οι κομμουνιστές ξεχώριζαν την ανάγκη στήριξης του Συμφώνου, επιστρατεύοντας επιχειρήματα συναφή με την ασφάλεια της Σοβιετικής Ένωσης, από την υπεράσπιση της πολιτικής τους, που ακολουθούσε τη γνωστή αντιφασιστική γραμμή. Όλα αυτά ένα μήνα προτού ο Στάλιν δείξει την πυγμή του. Έτσι, στη Βρετανία, ο μοναδικός κομμουνιστής βουλευτής, ο Γουίλιαμ Γκάλαχερ (William Gallacher), ήταν η μόνη φωνή διαμαρτυρίας που ακούστηκε στο βρετανικό κοινοβούλιο για το ταξίδι του πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλεν (Neville Chamberlain) στο Μόναχο τον Σεπτέμβριο του 1938. Από τη στιγμή, μάλιστα, που ξέσπασε ο πόλεμος, το Κομμουνιστικό Κόμμα Βρετανίας κράτησε με σθένος την ηθική ίδια στάση. Όπως είπε ο Χά-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·513
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
ρι Πόλιτ (Harry Pollitt) στο Πώς να κερδίσουμε τον πόλεμο στις 14 Σεπτεμβρίου: «Η μη συμμετοχή σε αυτή τη σύγκρουση και η εκστόμιση επαναστατικών συνθημάτων την ώρα που τα φασιστικά θηρία ποδοπατούν την Ευρώπη, θα αποτελούσαν 3 προδοσία όλων αυτών για τα οποία αγωνίστηκαν οι πρόδρομοί μας». Η ήττα της κυβέρνησης Τσάμπερλεν (του «βρετανικού ιμπεριαλισμού») θα έδινε τη δυνατότητα σε μια προοδευτική συμμαχία να διεξαγάγει τον πόλεμο με καλύτερους όρους. Την ίδια εκείνη μέρα, η Μόσχα περιέγραφε τον πόλεμο σε μια ραδιοφωνική εκπομπή ως «έναν ιμπεριαλιστικό και αρπακτικό πόλεμο, που αποσκοπεί στην εκ νέου διαίρεση του κόσμου σε σφαίρες επιρροής, ένα ληστρικό πόλεμο, ο οποίος προκλήθηκε από τα δύο μεγάλα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα». Η άποψη αυτή ισοπέδωνε τις διαφορές ανάμεσα στη ναζιστική Γερμανία και στις άλλες καπιταλιστικές χώρες. Το κόμμα διατάχτηκε να αντιταχθεί στον πόλεμο και να πάψει να επιτίθεται μόνο στο φασισμό. Στις 2-3 Οκτωβρίου 1939 συνήλθε εκ νέου η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Βρετανίας και με 21 ψήφους έναντι τριών καταδί4 κασε τον «ιμπεριαλιστικό πόλεμο» Μετά από ένα σύντομο χάσμα λοιπόν, η Μόσχα κατάφερε να επιβάλει μια ενιαία πολιτική γραμμή: το Σύμφωνο μη Επίθεσης απαιτούσε την αντιπολεμική προπαγάνδα και το σταμάτημα των επιθέσεων εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας. Η τυφλότητα αυτή ως προς το ποιος ήταν ο κύριος κίνδυνος δεν ήταν μονόπλευρη, γιατί τόσο το γαλλικό κράτος όσο και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας προτίμησαν να επιτίθενται στο Κομμουνιστικό Κόμμα παρά να χτίσουν αντιχιτλερικούς συνα5 σπισμούς. Ακόμη κι έτσι, η πολιτική θέση των κομμουνιστών ήταν συγκεχυμένη και ηθικά επιλήψιμη. Ο χαρακτηρισμός του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού ήταν μια παλινωδία, μια ανεύθυνη προσπάθεια ταύτισης των Δυτικών συμμάχων με τον φασιστικό άξονα Βερολίνου-Ρώμης. Για τους κομμουνιστές της ίδιας της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και πολλών χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, το μέλλον ταυτιζόταν με την ήττα του ναζισμού και του φασισμού. Όταν μάλιστα ο Μουσολίνι εισέβαλε στην Ελλάδα (Οκτώβριο του 1940) μετά την καθυπόταξη της Ολλανδίας και της Γαλλίας από τον γερμανικό στρατό (Μάιο-Ιούνιο), το να μιλάει κανείς αδιακρίτως για «ιμπεριαλιστικές επιθέσεις» έγινε ακόμη πιο ακατανόητο. Καθώς ο φασισμός είχε κατακτήσει ολόκληρη σχεδόν την ηπειρωτική Ευρώπη (1939-41) και οι καθημαγμένες ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων συγκεντρώθηκαν εκ νέου στη Μόσχα, οι κομμουνιστές βρίσκονταν σε σύγχυση. Ο Τολιάτι, που γλίτωσε παρά τρίχα τον εγκλεισμό του στις γαλλικές φυλακές, λίγο πριν να εισβάλουν οι χιτλερικές στρατιές, κατάφερε να διασωθεί όταν το κίνημα βρισκόταν στο χαμηλότερο δυνατό σημείο της απήχησής του. Το να κερδίσει κανείς χρόνο ήταν η μόνη συμβουλή
513
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·514
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
514
που μπορούσε ο ίδιος να δώσει εκείνη την ώρα: «Ας προσπαθήσουμε να μη χάσου6 με την ψυχραιμία μας και ας κερδίσουμε όσο περισσότερο χρόνο μπορούμε». Η συμβουλή αυτή του Τολιάτι δεν ήρθε μόνο την ώρα που εξαπλωνόταν ο φασιστικός τρόμος σε ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και την επαύριον των σταλινικών εκ7 καθαρίσεων. Αυτές ξεχώρισαν όχι μόνο για τις στημένες δίκες των αντικαθεστωτικών αλλά και για τον τεράστιο αριθμό των θυμάτων. Οι διαφωνούντες όχι μόνο διώχνονταν από το κόμμα αλλά και φυλακίζονταν ή σκοτώνονταν: 680.000 εκτελέστηκαν το 1937-38, ενώ πάνω από 3.000.000 φυλακίστηκαν.8 Στόχος ήταν επίσης η παλιά ηγεσία του κόμματος, η οποία κατηγορήθηκε για μια τεράστια αντισοβιετική συνωμοσία σε μια σειρά στημένων δικών: αρχικά ο Κάμενεφ, ο Ζινόβιεφ και άλλοι ως το «Ενωμένο Κέντρο των Τροτσκιστών και Ζινοβιεφικών», το καλοκαίρι του 1936· στη συνέχεια, ο Πιατακόφ, ο Ράντεκ και τα υπόλοιπα ηγετικά στελέχη της Κομιντέρν ως το «Αντισοβιετικό Τροτσκιστικό Κέντρο», τον Ιανουάριο του 1937· τέλος, ο Μπουχάριν, ο Ρίκοφ και άλλοι 19 αξιωματούχοι του κόμματος ως το «Αντισοβιετικό Μπλοκ των Δεξιών και των Τροτσκιστών», τον Μάρτιο του 1938. Οι δίκες αυτές προκάλεσαν ριζικές αλλαγές στην ηγεσία του κόμματος: από τους 1.966 αντιπροσώπους στο 17ο Συνέδριο του Κόμματος τον Φεβρουάριο του 1934, μόνο 59 βρέθηκαν και στο 18ο Συνέδριο του 1939· και από τα 139 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, έμειναν μόνο 24, ενώ οι 98 καταδικάστηκαν για εσχάτη προδοσία και εκτελέστηκαν. Το ίδιο συνέβη και στις διάφορες περιφέρειες της σοβιετικής επικράτειας: το Λένινγκραντ, για παράδειγμα, δέχτηκε σοβαρότατα πλήγματα· μετά το Συνέδριο του Κόμματος της Γεωργίας, 425 από τους 644 αντιπροσώπους εξαφανίστηκαν. Κανένας θεσμός δεν ήταν ασφαλής. Οι εκκαθαρίσεις επεκτάθηκαν ακόμη και στον Κόκκινο Στρατό, με αποτέλεσμα να εξοντωθούν 35.000 περίπου αξιωματικοί. Από τις αγριότητες αυτές δεν γλίτωσαν ούτε οι ξένοι κομμουνιστές που ζούσαν στη Σοβιετική Ένωση. Πολλοί ήταν οι εξόριστοι αγωνιστές που υπέφεραν τα πάνδεινα, κυρίως Γερμανοί, Ούγγροι και Γιουγκοσλάβοι, καθώς και όλοι όσοι είχαν διεθνείς διασυνδέσεις, όπως οι βετεράνοι του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου ή διάφοροι αξιωματούχοι της Κομιντέρν. Μόνο ο Τολιάτι και ο Δημητρόφ κατάφεραν να προσφέρουν κάποια προστασία στους συντρόφους τους. Η συμπεριφορά της σοβιετικής ηγεσίας προς το Πολωνικό Κόμμα ήταν κτηνώδης, αφού διαλύθηκε και οι ηγέτες και τα υπόλοιπα εξόριστα στελέχη του δολοφονήθηκαν. Οι αγριότητες αυτές σημάδεψαν ανεξίτηλα τη σοβιετική κομμουνιστική ιστορία. Το χειρότερο, ίσως, συνέβη μετά τις εκτελέσεις, όταν ο πληθυσμός των κρατουμένων μεγάλωσε υπερβολικά. Μετά την υπογραφή του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου και, πιο συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο του 1940, 500 περίπου Γερμανοί εξόριστοι (ως επί το πλεί-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·515
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
στον κομμουνιστές) οδηγήθηκαν στα σύνορα και παραδόθηκαν στους ναζιστές, οι οποίοι τους μετέφεραν κατευθείαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το τεράστιο έλλειμμα δημοκρατίας στο εσωτερικό της Κομιντέρν, οι Μεγάλες Εκκαθαρίσεις, οι κολακείες των ξένων κομμουνιστών προς το πρόσωπο του Στάλιν και η χρησιμοποίηση των άλλων κομμουνιστικών κομμάτων εκ μέρους των Σοβιετικών ως εργαλείων προώθησης της εξωτερικής τους πολιτικής –όλα αυτά τα στοιχεία της κομμουνιστικής ιστορίας παραμόρφωσαν την πολιτική εμπειρία της Αριστεράς ανάμεσα στην Τρίτη Περίοδο και στο 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης το 1956. Αν κάποια κομμουνιστικά κόμματα είχαν απαλλαγεί σε μεγάλο βαθμό από το σεκταρισμό στο πλαίσιο του Λαϊκού Μετώπου, απορρίπτοντας τον προλεταριακό απομονωτισμό χάριν ευρύτερων κοινωνικών συμμαχιών, η Κομιντέρν έμενε απόλυτα προσκολλημένη στο σταλινισμό. Όταν οι ντιρεκτίβες της Μόσχας άλλαζαν, τα εθνικά κομμουνιστικά κόμματα ήταν υποχρεωμένα να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους αναλόγως. Υποχρεωμένος από το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο να πάψει να υποστηρίζει τον αντιφασιστικό αγώνα, ο Μορίς Κόνφορθ (Maurice Conforth), συντονιστής του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας για την ανατολική Αγγλία, έκανε τον εξής ακροβατικό συλλογισμό: «Πρέπει να πω ότι πιστεύω τόσο πολύ στη Σοβιετική Ένωση ώστε να θέλω να το κάνω αυτό, γιατί θεωρώ ότι, αν κάποιος χάσει έστω και ένα μέρος της πίστης του αυτής στη Σοβιετική Ένωση, τότε παύει να είναι σοσιαλιστής και κομμουνιστής… η ουσία είναι ότι, κατά τη γνώμη μου, ένα σοσιαλιστικό κράτος σε αυτή την κατάσταση δεν μπορεί να κάνει κανένα κακό, και πράγματι δεν κάνει κανένα κακό, και σε αυτό πρέπει να σταθούμε». Ή, όπως θυμάται ο Μπιλ Μουρ (Bill Moore), κομμουνιστής από το Γιόρκσερ, μετά από πενήντα χρόνια αγώνων, «η υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν αποφασιστικής σημασίας, θα έλεγα, τεράστιας σημασίας, πράγμα που, κατά τη γνώμη μου, ισχύει και τώρα, παρά την κρι9 τική που μπορούμε να της ασκήσουμε όλοι μας». Εδώ ακριβώς βρισκόταν και η μεγαλύτερη δυσκολία. Οι κομμουνιστές είχαν ισχυρούς δεσμούς με τις κατά τόπους εργατικές κοινότητες. Αυτό τους έκανε να έχουν επίγνωση των εθνικών και τοπικών ιδιαιτεροτήτων και να μην είναι διατεθειμένοι να υποταγούν στα εκάστοτε κελεύσματα της Μόσχας. Ωστόσο τα κομμουνιστικά κόμματα καμάρωναν για τη χαλύβδινη πειθαρχία τους κατά την εκτέλεση των εντολών της Μόσχας. Οι κομμουνιστές υποστήριξαν τους ευρύτερους συνασπισμούς της Αριστεράς την περίοδο των Λαϊκών Μετώπων χάρη στην πολιτική κουλτούρα τους, η οποία τους υπαγόρευε να υπακούουν στην εκάστοτε κομματική γραμμή – μια πολιτική κουλτούρα που ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο από τις εκ-
515
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·516
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
516
καθαρίσεις της δεκαετίας του 1930 και την εξάρτηση της Κομιντέρν από τη Σοβιετική Ένωση. «Καθήκον ενός κομμουνιστή δεν είναι να διαφωνεί αλλά να πειθαρχεί», έλεγε ο Ρατζάνι Παλμ Ντατ (Rajani Palme Dutt), ο εγκέφαλος του βρετανικού 10 σταλινισμού. Η πολιτική αυτή παράδοση, η οποία κράτησε γύρω στα τριάντα χρόνια, προερχόταν από τον μπολσεβικισμό και την προσπάθεια χάραξης μιας διαχωριστικής γραμμής έναντι των σοσιαλδημοκρατών τη δεκαετία του 1920. Ενώ όμως η διεθνής αυτή διάσταση του σταλινισμού του προσέδιδε ενίοτε πολιτική ισχύ, όπως στην περίπτωση της αντίστασης στο ναζισμό, ορισμένες φορές δημιουργούσε τεράστια προβλήματα. Το παράδοξο είναι ότι το δίλημμα αυτό τέθηκε μέσα στις τρομακτικές αντιξοότητες που προκάλεσε ο πόλεμος, καθιστώντας, έστω και για λίγο, πιο ευέλικτη την άκαμπτη πολιτική της Κομιντέρν και επιτρέποντας την άνθηση των εθνικών κομμουνιστικών κομμάτων. Ακόμη και πριν από την εισβολή του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση στις 22 Ιουνίου 1941, και παρά τις οδηγίες της Κομιντέρν να αντιταχθούν στον πόλεμο, τα κομμουνιστικά κόμματα των χωρών που βρίσκονταν υπό ναζιστική ή φασιστική κατοχή, οργάνωναν την αντίσταση του λαού με τον παλιό αντιφασιστικό τρόπο. Αυτό, λόγου χάρη, συνέβη στην Ελλάδα μετά την ιταλική εισβολή στις 28 Οκτωβρίου 1940, στη Γιουγκοσλαβία μετά την πτώση της φιλοναζιστικής κυβέρνησης στις 27 Μαρτίου 1941 και στη Βουλγαρία μετά την άφιξη των γερμανικών στρατευμάτων τον Μάρτιο του 1941. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις, οι πολεμικές συνθήκες οδήγησαν το λαό στην ανάληψη πρωτοβουλιών που ξεπερνούσαν τις οδηγίες των Σοβιετικών. Στη Γαλλία, όπου το κομμουνιστικό κόμμα ήταν παράνομο, το αντιφασιστικό κίνημα αναπτύχθηκε εκ νέου υπό τη γερμανική κατοχή και το καθεστώς του Βισί τον Ιούνιο του 1940. Οι κομμουνιστές δεν είχαν δυσκολία να αντιταχθούν στο αντιδραστικό αυτό καθεστώς: «Ο Πετέν στις Βερσαλίες, οι Ιησουίτες στα σχολεία, οι κομμουνιστές στη φυλακή· αυτή είναι η δικτατορία του στρατού και των παπά11 δων». Με εξαίρεση κάποιες λανθασμένες ενέργειες, οργάνωσαν την αντίστασή τους και στο βόρειο τμήμα της χώρας. Ο Τορέζ και ο Ζακ Ντικλό (Jacques Duclos) κάλεσαν τον γαλλικό λαό να αντισταθεί στους κατακτητές, ενώ τον Νοέμβριο του 1940 ακολούθησε μια Επιστολή προς τους κομμουνιστές αγωνιστές και η Κεντρική Επιτροπή εξέδωσε ένα Μανιφέστο. Στόχος όλων αυτών των ενεργειών, που γίνονταν στο όνομα της ανεξαρτησίας της χώρας και μιας λαϊκής κυβέρνησης, ήταν η γερμανική κατοχή και το καθεστώς του Βισί. Οι κομμουνιστές συγκρότησαν παράνομες επιτροπές και συγκέντρωσαν όπλα, ιδρύοντας την Ειδική Οργάνωση (OS) για να συντονίζει την αντιστασιακή δράση του λαού. Το κόμμα συνέταξε την Επι-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·517
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
στολή σε ένα σοσιαλιστή εργάτη (Οκτώβριος 1940) και άλλη μία προς ένα ριζοσπάστη εργάτη (Δεκέμβριος), σε μια προσπάθεια να οικοδομήσει την ενότητα στη βάση. Τον Μάιο του 1941, το Κομμουνιστικό Κόμμα ίδρυσε το Εθνικό Μέτωπο Αγώνα για την Ανεξαρτησία της Γαλλίας. Τέλος, τον Μάιο-Ιούνιο του 1941, οι κομμουνιστές συνέβαλαν αποφασιστικά στην πραγματοποίηση μιας μεγάλης απεργίας 12 στην οποία συμμετείχαν 100.000 ανθρακωρύχοι. Η κατάσταση άλλαξε από ένα «εξωτερικό» συμβάν –την εισβολή της Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση–, το οποίο έκανε δυνατή τη διεθνή εκείνη συμμαχία που είχαν οραματιστεί οι εμπνευστές των Λαϊκών Μετώπων. Αμέσως μετά τη γερμανική εισβολή, ο Γουίνστον Τσόρτσιλ, επικεφαλής της κυβέρνησης συνασπισμού ήδη από τον Μάιο του 1940, στην οποία συμμετείχαν και οι Εργατικοί, δεσμεύτηκε να βοηθήσει τη Σοβιετική Ένωση. Στις 3 Ιουλίου 1941, ο Στάλιν αναφέρθηκε στον πόλεμο ως μια αντιφασιστική δημοκρατική σταυροφορία, «ένα ενιαίο μέτωπο των λα13 ών, που αντιστέκονται στη σκλαβιά και αγωνίζονται για την ελευθερία τους». Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, οι στρατιές του Χίτλερ παρέσυραν τα πάντα στο πέρασμά τους, καταλαμβάνοντας την Ουκρανία, πολιορκώντας το Λένινγκραντ και φτάνοντας προ των πυλών της Μόσχας στις 8 Δεκεμβρίου 1941. Το επόμενο καλοκαίρι, οι γερμανικές στρατιωτικές επιτυχίες συνεχίστηκαν, αλλά περιορίστηκαν στο νότο. Μετά τη συντριπτική ήττα τους όμως στο Στάλινγκραντ μεταξύ του Αυγούστου του 1942 και του Φεβρουαρίου του 1943, οι τύχες του πολέμου άλλαξαν. Στο μεταξύ, η σύγκρουση είχε λάβει ευρύτερες διαστάσεις μετά την επίθεση της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου 1941 και την απόφαση του Χίτλερ να κηρύξει τον πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα γεγονότα στη Δύση εξελίσσονταν αργά. Μετά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν (Οκτώβριος 1942), η κατάσταση άλλαξε στη Βόρεια Αφρική, με τις συμμαχικές δυνάμεις να εισβάλουν στη Σικελία και το μουσολινικό καθεστώς να καταρρέει τον Ιούλιο του 1943. Τον Ιούνιο του 1944 απελευθερώνεται η Ρώμη και οι Σύμμαχοι εισβάλλουν στη Νορμανδία, με τις βρετανικές και αμερικανικές δυνάμεις να προελαύνουν συντεταγμένα μέσω της βόρειας Γαλλίας προς τη Γερμανία. Στο ανατολικό μέτωπο, ο Κόκκινος Στρατός προωθούνταν αργά αλλά σταθερά σε όλη τη διάρκεια του 1943, φτάνοντας στα σύνορα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Μέχρι το φθινόπωρο του 1944, οι χώρες της Βαλτικής και η μισή Πολωνία είχαν απελευθερωθεί, η Ρουμανία και η Βουλγαρία είχαν αλλάξει στρατόπεδο και προσδεθεί με τους Συμμάχους, ενώ οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Το χειμώνα, και ενώ οι συμμαχικές δυνάμεις ανέκοψαν την προέλασή τους λόγω μιας αντεπίθεσης των Γερμανών στο Βέλγιο, ο Κόκκινος Στρατός συνέχισε να προωθείται,
517
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·518
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
καταλαμβάνοντας τον Ιανουάριο του 1945 τη Βαρσοβία και προχωρώντας προς το Βερολίνο. Μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου του 1945 όλες οι μεγάλες κεντροευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Βουδαπέστη, Πράγα, Βιένη και Βερολίνο) είχαν απελευθερωθεί, ενώ το ίδιο συνέβη και με την Ιταλία. Ο πόλεμος τέλειωσε στις 7 Μαΐου 1945, όταν ο γερμανικός στρατός παραδόθηκε άνευ όρων, μία εβδομάδα μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ.
Ενάντια στον Χιτλεροφaσισμό: εθνικοί κομμουνισμοί, εθνικά μέτωπα
√ι Ιταλοί και οι Κεντροευρωπαίοι αριστεροί γνώριζαν ήδη από το 1939 ότι η μόνη τους ελπίδα ήταν ένας πανευρωπαϊκός αντιφασιστικός πόλεμος. Μετά το διάλειμμα του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου, που προκάλεσε τόσο μεγάλη σύγχυση στο προοδευτικό στρατόπεδο το 1939-41, η Μεγάλη Συμμαχία ανάμεσα στη Βρετανία, στη Σοβιετική Ένωση και στις Ηνωμένες Πολιτείες, έδωσε νέα φτερά στην ελπίδα αυτή. Το πώς έβλεπαν το μεταπολεμικό κόσμο οι τρεις Σύμμαχοι ήταν ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα που θα επηρέαζε αποφασιστικά το μέλλον της Αριστεράς –από την επιθυμία του Στάλιν να δημιουργήσει ένα περιφερειακό σύστημα ασφαλείας στην Ανατολική Ευρώπη και τα φεντεραλιστικά σχέδια του Τσόρτσιλ για να αναχαιτιστεί ο κομμουνισμός μέχρι την πίστη των Ηνωμένων Πολιτειών στην απρόσκοπτη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Το πιο περίφημο παράδειγμα είναι η συμφωνία τον Οκτώβριο του 1944 ανάμεσα στον Τσόρτσιλ και τον Στάλιν στη Μόσχα: Ας κανονίσουμε τις διαφορές μας στα Βαλκάνια. Οι στρατιές σας βρίσκονται στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Έχουμε κι εμείς συμφέροντα, πράκτορες και αποστολές εκεί. Ας μη γίνουμε ψιλικατζήδες. Σε ό,τι αφορά τις χώρες μας, τι θα ’λεγες να ελέγχετε εσείς τη Ρουμανία κατά 90%, εμείς την Ελλάδα κατά το ίδιο ποσοστό και να μοιραστούμε τη Γιουγκοσλαβία 50-50;14
Το έδαφος για τη μεταπολεμική Αριστερά στρώθηκε από τις τρεις μεγάλες συναντήσεις κορυφής: στην Τεχεράνη τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1943, στη Γιάλτα τον Φεβρουάριο του 1945 και στο Πότσνταμ τον Ιούλιο του 1945.15 Στις 10 Ιουνίου 1943, χάριν της Μεγάλης Συμμαχίας η Κομιντέρν αποφάσισε την αυτοδιάλυσή της. Από τη στιγμή που η Σοβιετική Ένωση μπήκε στον πόλεμο, η Κομιντέρν είχε περιοριστεί στη ραδιοφωνική προπαγάνδα μεταδίδοντας σε εικοσιτετράωρη βάση προγράμματα για την ελευθερία, τη δημοκρατία και την εθνική ανεξαρτησία σε 18 γλώσσες. Τον Οκτώβριο του 1941 μεταφέρθηκε στην πόλη Ούφα, κοντά στα Ουράλια, και τη διεύθυνσή της ανέλαβε ο Τολιάτι, ενώ ο Δημητρόφ 518 518 και ο Μανουίλσκι εργάζονταν στην κεντρική κυβέρνηση. Πέραν των ραδιοφωνι-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·519
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
κών μεταδόσεων, γίνονταν και πολλές δημοσιεύσεις, που σπάνια πλέον μνημόνευαν το όνομα της Κομιντέρν. Η διάλυσή της αποφασίστηκε σε μια μικρή συνάντηση στην πόλη Κουιμπίσεφ, χωρίς καν την παρουσία του Τολιάτι. Για τον Στάλιν, η Διεθνής ήταν πλέον ένα βάρος, ένα απολίθωμα μιας παλιότερης εποχής, που ενοχλούσε χωρίς λόγο τους Αμερικανούς και Βρετανούς συμμάχους του. Η διάλυσή της θα αποτελούσε ένδειξη καλής θέλησης, καθησυχάζοντας τους μη κομμουνιστές και διευκολύνοντας τη μεταπολεμική συνέχιση της Μεγάλης Συμμαχίας. Το εθνικό σύστοιχο της Μεγάλης Συμμαχίας ήταν το «εθνικό μέτωπο», δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή συνεργασία των αντιφασιστικών δυνάμεων μιας κοινωνίας. Από αυτή την άποψη, το εθνικό μέτωπο ήταν η συνέχιση του Λαϊκού Μετώπου σε μια διαφορετική συγκυρία. Οι εθνικές αυτές συμμαχίες ανά την Ευρώπη ποίκιλλαν ανάλογα με τη χώρα, αλλά συνήθως οι κομμουνιστές ήταν εκείνοι που τις κατεύθυναν, με τη βοήθεια μερικές φορές κάποιων νέων ομάδων διανοουμένων. Οι σοσιαλιστές, αντίθετα, είχαν πλήρως υποσκελιστεί από τους αριστερούς ανταγωνιστές τους καθώς παρακολουθούσαν τη ναζιστική προέλαση όντας σε πλήρη αποσύνθεση. Στη Γαλλία, το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν έχασε καθόλου χρόνο. Τον Ιούλιο του 1941, μάλιστα, αναβίωσε την προσπάθειά του για την ευρύτερη δυνατή εθνική συμμαχία. Σύμφωνα με μια επίσημη έκκληση του κόμματος, «δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στους κομμουνιστές, στους σοσιαλιστές, στους Ριζοσπάστες, τους καθολικούς και στους οπαδούς του Σαρλ ντε Γκολ (Charles de Gaulle)… 16 υπάρχει μόνο ο γαλλικός λαός που αγωνίζεται εναντίον του Χίτλερ». Μετά από δύσκολες διαπραγματεύσεις με τον ντε Γκολ και την Επιτροπή για την Ελεύθερη Γαλλία, η οποία έδρευε στο Λονδίνο, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας έγινε αποδεκτό από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Τον Μάιο του 1943, το Εθνικό Συμβούλιο Αντίστασης (CNR) συγκέντρωσε υπό τη σημαία του όλα τα αντιγερμανικά κόμματα, τις ποικιλώνυμες συνδικαλιστικές ενώσεις και τη Γαλλική Εθνική Επιτροπή του ντε Γκολ. Η στρατιωτική αντίσταση ενοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1944 σε αυτό που ονομάστηκε Γαλλικές Δυνάμεις Εσωτερικού (Forces françaises de l’intérieur – FFI). Ο στρατός αυτός στηρίχτηκε στους Ελεύθερους Σκοπευτές και Αντάρτες του PCF. Τον Ιανουάριο του 1943, το τελευταίο εντάχθηκε στην Επιτροπή του ντε Γκολ στο Λονδίνο. Τον Ιανουάριο του 1943 σχηματίστηκε μια προσωρινή κυβέρνηση, η Γαλλική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (CFLN), η οποία αναγνωρίστηκε από τον Στάλιν αλλά όχι από τους Δυτικούς Συμμάχους. Στην Επιτροπή του ντε Γκολ συμμετείχε και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας, αλλά η θέση του ήταν δύσκολη λόγω της συνθηκολόγησης τον Ιούνιο του 1940 και των ευθυνών του για τη δημιουργία της κυβέρνησης του Βισί, καθώς επίσης και των διώξεων, που εί-
519
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·520
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
χε εξαπολύσει εναντίον του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1939-40. Οι κομμουνιστές κατάφεραν να κινητοποιήσουν και πολλούς διανοουμένους στο πλαίσιο της 17 Εθνικής Επιτροπής Συγγραφέων, που συγκροτήθηκε το 1943. Το μουσολινικό καθεστώς κατέρρευσε στις 25 Ιουλίου 1943. Το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο παρέδωσε την εξουσία στο βασιλιά Βιτόριο Εμανουέλε (Vittorio Emanuele), ενώ στη θέση του πρωθυπουργού ανήλθε ο στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο (Pietro Badoglio). Η Ιταλία χωρίστηκε ανάμεσα στο βορρά που ελεγχόταν ακόμη από τους ναζί, στο συμμαχικό στρατιωτικό μέτωπο και στην ολοένα μεγαλύτερη ζώνη του Μπαντόλιο στο νότο. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1943, η Αριστερά συγκρότησε την Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (CLN), υπό τη σημαία της οποίας ένωσαν τις δυνάμεις τους οι κομμουνιστές, οι σοσιαλιστές και το μικρό Κόμμα της Δράσης, μαζί με τους καθολικούς, τους φιλελεύθερους και τη μικρή Εργατική Δημοκρατία του Ιβανόε Μπονόμι (Ivanoe Bonomi). Τον Αύγουστο, συγκροτήθηκε στο Μιλάνο το Σοσιαλιστικό Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας Ιταλίας (PSIUP) από εξόριστους βετεράνους του σοσιαλιστικού κόμματος στην Ελβετία και τη Γαλλία, και το ακροαριστερό Κίνημα Προλεταριακής Ενότητας γύρω από τον Λέλιο Μπάσο (Lelio Basso) και άλλους νεότερους αγωνιστές. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας αναδύθηκε ξανά ως ένα αδιαμόρφωτο κράμα νέων φιλελευθέρων, όπως ο Τζόρτζιο Αμέντολα (Giorgio Amendola), και παλιότερων λενινιστών, όπως ο Λουίτζι Λόνγκο (Luigi Longo), ο Πιέτρο Σέκια (Pietro Secchia) και ο Μάουρο Σκοτσιμάρο (Mauro Scoccimarro), εμπνευσμένο από το εξεγερσιακό δυναμικό των αντιστασιακών αγώνων της βόρειας Ιταλίας. Οι αβεβαιότητες, που τυχόν υπήρχαν, διαλύθηκαν όταν ο Τολιάτι έφτασε στη Νάπολη στις 27 Μαρτίου 1944 και έβαλε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας στο συνασπισμό του Μπαντόλιο. Πρώτα το PCI και, στη συνέχεια, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας της Προλεταριακής Ενότητας εισήλθαν στην κυβέρνηση, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Μπονόμι, πρόεδρος του CLN και πρωθυπουργός της Ιταλίας πριν από την άνοδο του φασισμού (Ιούνιος 1944). Στόχος του Τολιάτι ήταν να συγκρατήσει το ζήλο του PSIUP, του Κόμματος της Δράσης αλλά και των αντάρτικων μονάδων του ίδιου του κόμματός του και ταυτόχρονα να βρει τρόπους συνεργασίας με τους φιλελευθέρους και τους αναδυόμενους χριστιανοδημοκράτες.18 Η Τσεχοσλοβακία ήταν η μόνη ανατολικοευρωπαϊκή χώρα που βρισκόταν κοντά στο γαλλοϊταλικό αυτό μοντέλο.19 Η εγκατεστημένη στη Μόσχα ηγεσία του KSCˇ
520
από τον Μάιο του 1941 και πριν από την εισβολή των Γερμανών στη Σοβιετική Ένωση είχε ήδη υποστηρίξει ένα εθνικό μέτωπο, ενώ και ο Έντουαρντ Μπένες (Edward Benes), που ήταν επικεφαλής της εξόριστης στο Λονδίνο κυβέρνησης, συμμεριζόταν την άποψη αυτή και προσπαθούσε να εξουδετερώσει τη σοβιετική κυ-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·521
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
ριαρχία μέσω της απορρόφησης του KSCˇ από τις δυνάμεις, οι οποίες υποστήριζαν τον ίδιο. Από τη δική τους την πλευρά, οι κομμουνιστές ήλπιζαν ότι ο Μπένες θα έπαιζε το ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στις χώρες της Δύσης και στη Σοβιετική Ένωση. Ο ίδιος ο Στάλιν τον αναγνώρισε ως επίδοξο μεταπολεμικό πρωθυπουργό από τον Δεκέμβριο του 1943, γιατί είχε ικανοποιήσει τα βασικά αιτήματα των κομμουνιστών, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζαν η απαγόρευση λειτουργίας των πολιτικών εκείνων δυνάμεων, που είχαν δεχτεί την προδοσία του Μονάχου, και η συγκρότηση των Εθνικών Επιτροπών Απελευθέρωσης. Για να πραγματοποιηθεί η «εθνική επανάσταση» του Μπένες, έπρεπε να εκτοπιστεί η γερμανική μειονότητα από τα εδάφη της Τσεχοσλοβακίας και να απορριφθεί το αίτημα των Σλοβάκων για ανεξαρτησία. Ενώ όμως οι κομμουνιστές συμφωνούσαν με την εκτόπιση των Γερμανών, αναφορικά με το αίτημα των τελευταίων υποστήριξαν με σθένος τη συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Σλοβακίας (SNR) τον Δεκέμβριο του 1943, το οποίο βρισκόταν πίσω από την Εθνική Εξέγερση των Σλοβάκων το φθινόπωρο του 1944. Το Σλοβακικό Εθνικό Συμβούλιο περιλαμβανόταν στο Πρόγραμμα του Κόζιτσε, που συζητήθηκε στη Μόσχα τον Μάρτιο του 1945 και οδήγησε στο μοίρασμα των κυβερνητικών θέσεων ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, στους Σοσιαλδημοκράτες και στους Εθνικοσοσιαλιστές.20 Οι Τσεχοσλοβάκοι κομμουνιστές είχαν ισχυρούς δεσμούς με τη χώρα τους και τις παραδόσεις της, και ωφελήθηκαν πολύ από την αντίθεση των Σοβιετικών στη Συμφωνία του Μονάχου το 1938. Τόσο οι κομμουνιστές όσο και οι μη κομμουνιστές είχαν πολλά κοινά στοιχεία, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας ήταν αυτοδύναμο και αυτόφωτο. Στην Πολωνία, αντίθετα, δεν υπήρχε κανένα από αυτά τα στοιχεία. Διαλυμένο ήδη από το 1938, το Κομμουνιστικό Κόμμα Πολωνίας έκανε ξανά την επανεμφάνισή του στον πολιτικό στίβο τον Ιανουάριο του 1942 ως Εργατικό Κόμμα Πολωνίας (PPR). Στο πρόγραμμά του, που είχε πολλά κοινά στοιχεία με τη στρατηγική των κομμουνιστών σε άλλες χώρες, περιλαμβανόταν η έκκληση για τη συγκρότηση ενός ευρέος εθνικού μετώπου. Όμως, οι σχέσεις του Στάλιν με την εξόριστη στο Λονδίνο πολωνική κυβέρνηση διαταράχτηκαν και το Εργατικό Κόμμα επέστρεψε στην αδιάλλακτη αντιπολίτευση. Έτσι, στην Πολωνία οι κομμουνιστές έμειναν απομονωμένο. Ελάχιστοι ήταν οι μη κομμουνιστές που υποστήριξαν το Εθνικό Συμβούλιο της Πατρίδας, το οποίο ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1943. Γι’ αυτό ακόμη και εκείνοι που ήταν αφοσιωμένοι στη Μόσχα βρήκαν το ριζοσπαστισμό του ένα μεγάλο μειονέκτημα στις συνομιλίες με το Λονδίνο. Οι κομμουνιστές αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα στην επίσημη ρητορική του εθνικού μετώπου, την οποία επέβαλαν οι ανάγκες ασφαλείας της Μόσχας, και στην πάλη τους με τις άλλες παρά-
521
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·522
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
522
νομες οργανώσεις που στήριζε η εξόριστη στο Λονδίνο κυβέρνηση. Από τη μια πλευρά, η Πολωνική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, η οποία συγκροτήθηκε τον Ιούλιο του 1944, καλούσε σε συνεργασία τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, εγκαταλείποντας το σοσιαλιστικό της πρόγραμμα, και από την άλλη, ο Στάλιν, που μετά τον Οκτώβριο του 1944 ακολούθησε πιο σκληρή πολιτική γραμμή, δίνοντας τη δυνατότητα στον Βλαντισλάβ Γκομούλκα (Vladislav Gomulka) και τους άλλους ηγέτες του Εργατικού Κόμματος Πολωνίας να μετατρέψουν τη ρητορική του εθνικού μετώπου 21 σε ένα κομμουνιστικό πρόγραμμα για την κατάληψη της εξουσίας. Οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές διεξήγαγαν ένα σκληρό ανταρτοπόλεμο χωρίς να διαθέτουν πολιτικούς συμμάχους, ενώ βρίσκονταν αντιμέτωποι με μια ισχυρή Άκρα Δεξιά και με μια εξόριστη φιλοβασιλική κυβέρνηση, την οποία δεν ήθελαν να 22 στηρίξουν. Εδώ, η υποστήριξη της Μόσχας στα εθνικά μέτωπα δεν περνούσε. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (KPJ) άρχισε τον ένοπλο αγώνα στις 4 Ιουλίου 1941 από μια απελευθερωμένη περιοχή της δυτικής Σερβίας, γνωστή ως Δημοκρατία του Ούζιτσε, την οποία κράτησε στον έλεγχό του μέχρι τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους. Οι συζητήσεις ανάμεσα στον Τίτο και στον Ντράγκολιουμπ-Ντράζα Μιχαήλοβιτς (Dragoljub-Draza Mihailovic), αρχηγό της φιλοβασιλικής ακροδεξιάς παράταξης των Τσέτνικ, διακόπηκαν τον Νοέμβριο του 1941, αφήνοντας τους κομμουνιστές μόνους απέναντι στους Γερμανούς. Τον Μάρτιο του 1942, πέντε Προλεταριακές Ταξιαρχίες, στη σύνθεση των οποίων περιλαμβάνονταν άντρες από ολόκληρο το φάσμα των γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων, συμπλήρωσαν το κύριο σώμα των τοπικών αντάρτικων μονάδων. Το Αντιφασιστικό Συμβούλιο για την Απελευθέρωση του Λαού της Γιουγκοσλαβίας (AVNOJ) ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του ιδίου έτους αποκλειστικά από μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενώ, ένα χρόνο μετά, μετατράπηκε στην κυβέρνηση της ελεύθερης Γιουγκοσλαβίας. Στις 7 Μαρτίου 1945 έγινε η επίσημη Προσωρινή Κυβέρνηση, στην οποία ο Τίτο δέχτηκε με πολλές επιφυλάξεις τους εξόριστους βασιλικούς. Ο Στάλιν είχε οργιστεί με την απόφαση συγκρότησης του Αντιφασιστικού Συμβουλίου («μια πισώπλατη μαχαιριά 23 στη Σοβιετική Ένωση») , αλλά η πόλωση που επικρατούσε την εποχή εκείνη στη Γιουγκοσλαβία υποχρέωσε τον Τίτο να προχωρήσει μόνος του. Εδώ, εθνικό μέτωπο δεν μπορούσε να γίνει ποτέ. Η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν παρόμοια. Οι κομμουνιστές (ΚΚΕ) ίδρυσαν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) τον Σεπτέμβριο του 1941 και, στη συνέχεια, τον Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, που άρχισε να δρα εναντίον των δυνάμεων κατοχής την άνοιξη του 1942. Όμως, σε αντίθεση με τη Γιουγκοσλαβία, ενώ οι Βρετανοί στήριξαν την αντίσταση της Δεξιάς, η οποία συνδεόταν με την εξό-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·523
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
ριστη φιλοβασιλική κυβέρνηση. Τον Μάρτιο του 1944, το ΚΚΕ συγκρότησε την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, ως την πολιτική φωνή της «Ελλάδας του Βουνού», αλλά μετά από πολλές εσωτερικές συγκρούσεις και παλινωδίες υποστήριξε την κυβέρνηση εθνικής ενότητας που ήταν φίλα προσκείμενη στη Βρετανία, μόλις αυτή ήρθε στην απελευθερωμένη Αθήνα τον Οκτώβριο του 1944. Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ έχασε την ευκαιρία να καλύψει το κενό που άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί και υποσκελίστηκε από τους αντιπάλους του. Πικραμένοι, οι αριστεροί υπουργοί της κυβέρνησης παραιτήθηκαν, ενώ στις 3 Δεκεμβρίου 1944 το ΕΑΜ οργάνωσε μια μεγάλη συγκέντρωση ως προοίμιο μιας επικείμενης γενικής απεργίας. Οι αστυνομικές δυνάμεις πυροβόλησαν εναντίον του πλήθους, επιταχύνοντας τις εξελίξεις, οι οποίες οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο. Ο βρετανικός στρατός υποστήριξε την πολιτική ελίτ της χώρας, αντιμετωπίζοντας την ελεύθερη Αθήνα ως κατεχόμενη πόλη· τον Ιανουάριο του 1945, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ συμφώνησε σε μια κατάπαυση του πυρός, αλλά δεν υπήρξε καμιά πρόοδος. Ωστόσο ο Στάλιν ήταν ευχαριστημένος που η Ελλάδα παρέμεινε στη σφαίρα επιρροής της Βρετανίας, όπως είχε συμφωνήσει με τον Τσόρτσιλ. Η Σοβιετική Ένωση δεν πρόσφερε καμιά βοήθεια ούτε στη Γιουγκοσλαβία ούτε στην Ελλάδα, παρότι το αντάρτικο και των δύο αυτών χωρών ήταν ιδιαίτερα ισχυρό. Όμως, ενώ στη Γιουγκοσλαβία οι Βρετανοί υποστήριξαν τον Τίτο, στην Ελλάδα τάχθηκαν υπέρ της Δεξιάς.24 Σε άλλες χώρες, τα εθνικά μέτωπα έπαιζαν λιγότερο κεντρικό ρόλο, είτε γιατί η Αριστερά ήταν ανίσχυρη (Ρουμανία, Ουγγαρία) είτε γιατί οι κομμουνιστές επισκιάστηκαν από τους σοσιαλδημοκράτες σε μάλλον κεντρώες συμμαχίες (Ολλανδία, Σκανδιναβία).25 Η Αλβανία ακολούθησε τη Γιουγκοσλαβία υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η Βουλγαρία αποτελεί μια ενδιάμεση περίπτωση. Το Πατριωτικό Μέτωπο, που συγκροτήθηκε τον Ιούλιο του 1942 από τους κομμουνιστές, τους σοσιαλδημοκράτες, το αριστερό Αγροτικό Κόμμα και το Ζβένο (υπερκομματικοί μεταρρυθμιστές), άρχισε να αναπτύσσεται μόνο μετά την άφιξη του Κόκκινου Στρατού, όταν ο αριθμός των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας (BCP) αυξήθηκε εντυπωσιακά από 15.000 μέλη σε 250.000 μεταξύ Οκτωβρίου του 26 1944 και Ιανουαρίου του 1945. Η Βρετανία, η μόνη αντιναζιστική χώρα που δεν καταλήφθηκε ποτέ από τους Γερμανούς, αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση: ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν ήταν ασήμαντος, ειδικά στην πολεμική προσπάθεια των απλών ανθρώπων τόσο στα συνδικάτα όσο και μεταξύ των διανοουμένων. Ωστόσο στη διάρκεια του πολέμου δεν συμμετείχε στην κυβέρνηση, η οποία δεν είχε καμιά σχέση με τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν οι κομμουνιστές τον αντιφασιστικό αγώνα.
523
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·524
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ορίζοντες της Ευρώπης: χτίζοντας έναν καλύτερο κόσμο
Œστω και για λίγο, τα κομμουνιστικά κόμματα ενσωματώθηκαν στο πολιτικό σύ-
524
στημα των χωρών τους. Ως πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής αντίστασης, ευτύχησαν σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις, καθώς έγιναν η κύρια πολιτική δύναμη της Αριστεράς σε χώρες, όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Τσεχοσλοβακία, η Γιουγκοσλαβία, η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα. Εδώ, η κληρονομιά της Τρίτης Διεθνούς ήταν διφορούμενη. Όλα τα σταλινικά στοιχεία, που χαρακτήριζαν τα κομμουνιστικά κόμματα μετά το 1928, τους παρείχαν τα εχέγγυα για μια πετυχημένη παράνομη αντίσταση εναντίον των καταπιεστικών καθεστώτων: χαλύβδινη πειθαρχία, συγκεντρωτισμός στη λήψη των αποφάσεων και ανιδιοτελής ευθυγράμμιση των μελών τους με την εκάστοτε κομματική «γραμμή». Ωστόσο, μετά το 1943, κατακλύστηκαν από χιλιάδες νέα μέλη, τα οποία αγνοούσαν τις αντιλήψεις των κομματικών πρωτοποριών για το πώς πρέπει να δρουν και να συμπεριφέρονται οι κομμουνιστές. Το σταλινικό πρότυπο ηγεσίας, που όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε από τον πόλεμο αλλά και ενισχύθηκε από την Αντίσταση, είχε τώρα τη μαζική στήριξη ενός λαού, ο οποίος, εμψυχωμένος από την εξισωτική αλληλεγγύη του αντάρτικου, έτρεφε ελπίδες για αλλαγή του κοινωνικού συστήματος, αγνοώντας τις θλιβερές διαιρέσεις του κινήματος στην προπολεμική περίοδο. Επιπλέον, ο πόλεμος περιόρισε από πρακτική άποψη τον έλεγχο που ασκούσαν οι ηγεσίες στα μέλη τους, είτε βρίσκονταν εξόριστες στη Μόσχα είτε στο εσωτερικό των χωρών τους. Οι ειδικές συνθήκες του πολέμου διαμόρφωσαν το πεδίο εντός του οποίου αναπτύχθηκε ένα άλλο είδος κομμουνισμού που βασιζόταν στην Αντίσταση και στις ιδιαίτερες προοδευτικές παραδόσεις κάθε 27 κοινωνίας. Τα αντιστασιακά κινήματα, αφήνοντας κατά μέρος τους παλιούς ανταγωνισμούς είδαν την πανευρωπαϊκή ενότητα σαν λύτρωση. Μια διάσκεψη στη Γενεύη τον Ιούνιο του 1944, σκιαγραφούσε μια ομοσπονδιακή Ευρώπη με το δικό της γραπτό σύνταγμα, ένοπλες δυνάμεις και άμεσα εκλεγμένη από τους λαούς υπερεθνική κυβέρ28 νηση. Οι ελπίδες των λαών είχαν γενικά ουτοπικό χαρακτήρα. Δεν περιλάμβαναν μόνο η δημοκρατία με όλα τα συνταγματικά και κοινοβουλευτικά παραφερνάλιά της –ελεύθερες εκλογές, πολιτικά δικαιώματα, κράτος δικαίου–, αλλά και η ριζική αλλαγή της κοινωνίας. Αυτή απαιτούσε το οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το παρελθόν, ιδιαίτερα με τις προπολεμικές πολιτικές ελίτ, οι οποίες θυσίασαν τη δημοκρατία για να κατευνάσουν τους δικτάτορες. Η Ευρώπη έπρεπε να απαλλαγεί από τις παλιές κοινωνικές διαιρέσεις και τα ταξικά προνόμια, και για το σκοπό αυτό τα ιδεώδη της Αντίστασης έδιναν την ώθηση. Η ηθική αυτή σταυροφορία για ανοικοδόμηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών περίμενε τη δίωξη των εγκληματιών πολέμου και των
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·525
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
συνεργατών του εχθρού, από τους ίδιους τους φασίστες μέχρι τις ελίτ που βοήθησαν 29 την εξουσία τους. Πρόβαλλε στις μεταπολεμικές μορφές πολιτικής έκφρασης αλληλεγγύη με την αντιναζιστική ιδεολογία του πολέμου, πιθανότατα ως ένα και μόνο «Κόμμα της Αντίστασης». Ο οικονομικός σχεδιασμός θα απέτρεπε την εκδήλωση οικονομικών κρίσεων που ήταν η κύρια αιτία για την κατάρρευση των προπολεμικών κοινωνιών. Οι εξισωτικές κοινωνικές πολιτικές θα διέσωζαν το πνεύμα των κοι30 νών θυσιών που χαρακτήριζε την περίοδο του πολέμου. Στα λόγια, η Μεγάλη Συμμαχία έδειχνε να υιοθετεί τις ελπίδες αυτές. Η συνδιάσκεψη των Συμμάχων Υπουργών Εξωτερικών στη Μόσχα το 1943 συνέδεσε τη δημοκρατία με τις αντιφασιστικές επιτροπές απελευθέρωσης. Εντούτοις στη συνάντηση της Γιάλτας, τον Φεβρουάριο του 1945, η Διακήρυξη για τις Απελευθερωμένες Περιοχές (Declaration on Liberated Territories) ανέφερε μόνο τις ελεύθερες εκλογές. Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τις πολιτικές διακηρύξεις των διαφόρων αντιστασιακών κινημάτων που εξακολουθούσαν να εκδίδονται. Από τα κείμενα αυτά προέκυπτε ότι οι προσδοκίες των λαών για ριζική αναμόρφωση των κοινωνιών ήταν μεγάλες. Ο Καταστατικός Χάρτης της γαλλικής Αντίστασης του 1944 ζητούσε εθνικοποιήσεις, τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, εργατικό έλεγχο, απρόσκοπτη λειτουργία των συνδικάτων, ορθολογική αναδιοργάνωση της οικονομίας, και το ιδεώδες μιας «δικαιότερης κοινωνικής τάξης πραγμάτων». Οι τρόποι υλοποίησης των ελπίδων αυτών μέσα στις κοινωνικές συνθήκες της μεταπολεμικής περιόδου ήταν το μεγάλο διακύβευμα της νέας εποχής που μόλις ξεκινούσε. Η κατάσταση της Αριστεράς το 1945 δεν απείχε και πολύ από εκείνη που προέβλεπε η στρατηγική του Λαϊκού Μετώπου στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Η διεθνής συμμαχία εναντίον του φασισμού είχε πετύχει το στόχο της. Ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ είχαν ηττηθεί, ενώ από τους υπόλοιπους δικτάτορες μόνο ο Φρανθίσκο Φράνκο (Francisco Franco στην Ισπανία και ο Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ (Antonio de Oliveira Salazar) στην Πορτογαλία έμεναν στις θέσεις τους. Το «κράτος των εργατών», η Σοβιετική Ένωση, βγήκε θριαμβεύτρια από έναν πόλεμο που είχε ενισχύσει εκπληκτικά το γόητρό της. Ευρείες συμμαχίες για τη δημοκρατία και τις μεταρρυθμίσεις, τα αποκαλούμενα εθνικά μέτωπα, συγκροτήθηκαν σε πολλές χώρες. Πολύ συνηθισμένοι ήταν και οι συνασπισμοί ανάμεσα στους σοσιαλιστές και στους κομμουνιστές, σε τοπικό ιδιαίτερα επίπεδο. Η ριζική αλλαγή των ευρωπαϊκών κοινωνιών έμοιαζε να είναι επί θύραις. Ωστόσο η ευκαιρία αυτή δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Κράτησε από το 1942-43, όταν οι φασιστικές δυνάμεις υποχωρούσαν στο νότο και στην ανατολή, μέχρι το
525
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·526
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
526
1947-48, όταν ξεκίνησε ο Ψυχρός Πόλεμος. Η δυναμική της πολεμικής περιόδου –η ναζιστική κατοχή, η φασιστική εξουσία και η Αντίσταση– έθεσε τις βάσεις για την πολιτική που επρόκειτο να ασκηθεί. Η απίστευτη βία του ναζισμού έκανε περιττές όλες τις αφηρημένες συζητήσεις σχετικά με τις διαφορές φασισμού και φιλελεύθερης δημοκρατίας, ενώ ακύρωσε και τον πλανημένο υπεραριστερισμό των κομμουνιστών του 1932-35, που δεν έκανε καμιά διάκριση ανάμεσα στα πολιτικά αυτά συστήματα. Οι τεράστιες καταστροφές –η γενοκτονία των Εβραίων και άλλων λαών, η εγκληματική νέα τάξη πραγμάτων του ναζισμού– συσπείρωσαν όλους όσοι ζητούσαν έστω και στοιχειώδη επίπεδα δημοκρατίας και ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η ερήμωση αυτή έπαιξε ζωτικό ρόλο στην εμπέδωση της πίστης στην οικοδόμηση μιας δημοκρατικής Ευρώπης. Οι υπερκομματικές συμμαχίες και συνεργασίες ήταν στην ημερησία διάταξη. Η περίοδος 1943-47 ήταν μια σπάνια στιγμή της ευρωπαϊκής ιστορίας –η στιγμή της αντιφασιστικής ενότητας– στη διάρκεια της οποίας παρουσιάστηκαν ευκαιρίες ανάλογες εκείνων της περιόδου 1917-18. Η μεταφορά των διαιρέσεων της ψυχροπολεμικής περιόδου σε αυτή την εποχή διαστρέφει τη δυναμική της, που δημιούργησε τις προϋποθέσεις ενός ριζικού ανοίγματος των κοινωνιών. Ο πόλεμος έφερε μια σημαντική στροφή προς την Αριστερά, καθώς έφερε τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής με εντελώς νέους τρόπους. Την περίοδο αυτή σημειώνονται, για πρώτη φορά μετά το 1917-23, μαζικές μεταπηδήσεις από μια ομάδα αριστερών κομμάτων σε μια άλλη, σηματοδοτώντας ένα δεύτερο κύμα «της αύξησης της κομμουνιστικής επιρροής στα λαϊκά και εργατικά κινή31 ματα, ιδιαίτερα στην Ανατολική και την Κεντρική Ευρώπη». Τα κομμουνιστικά κόμματα της Γιουγκοσλαβίας, της Αλβανίας, της Ελλάδας και της Τσεχοσλοβακίας ανέλαβαν πρωταγωνιστικούς ρόλους στην πολιτική ζωή των χωρών τους· το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας μεταβλήθηκε σε ένα εντυπωσιακό μαζικό κίνημα· το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας κυριάρχησε στο χώρο της Αριστεράς, ενώ τα μικρότερα κομμουνιστικά κόμματα των σκανδιναβικών χωρών, της Ολλανδίας και 32 της Βρετανίας έφτασαν στο απόγειο της δημοτικότητάς τους. Καθοδηγώντας τα κινήματα της Αντίστασης, με τεράστιες θυσίες, οι κομμουνιστές νομιμοποίησαν επιτέλους τη θέση τους στο πολιτικό σύστημα των χωρών τους. Κέρδισαν την αναγνώριση του λαού και τη μίζερη, έστω, αποδοχή τους εκ μέρους των συντηρητικών και φιλελεύθερων αντιφασιστών, καθώς και των μη κομμουνιστικών παρατάξεων της Αριστεράς. Τα κομμουνιστικά κόμματα έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στον απελευθερωτικό αγώνα του 1944-45 μέσω της οργανωτικής αποτελεσματικότητας, της ιδεολογικής καθαρότητας και της λαϊκής στήριξης που είχαν.
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·527
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
Παρότι οι νίκες του Κόκκινου Στρατού ήταν αποφασιστικής σημασίας για την πολιτική και την ηθική ενίσχυση του κομμουνισμού, το μεγάλο κύρος του οφειλόταν πάνω απ’ όλα στους αγώνες των οπαδών του στην Αντίσταση. Η κτηνωδία των ναζιστικών καθεστώτων απαιτούσε τη χαλύβδινη κυριολεκτικά αφοσίωση των αριστερών στο σκοπό τους αλλά και την πειθάρχησή τους στις εντολές του κόμματος. Η πολιτική κουλτούρα των μεταπολεμικών κομμουνιστικών κομμάτων ήταν πάνω απ’ όλα πατριωτική: η Αντίσταση προκάλεσε μια μοναδική ταύτιση της Αριστεράς με το έθνος. Οι ταξικοί αγώνες συγχωνεύτηκαν με τους ευρύτερους λαϊκούς αγώνες, βγάζοντας τόσο τους σοσιαλιστές όσο και τους κομμουνιστές από την απομόνωσή τους και εντάσσοντάς τους σε ευρύτερους συνασπισμούς, μέσα από τους οποίους έφτασαν στο σημείο να διεκδικήσουν ακόμη και την ηγεσία των εθνών τους. Η νίκη των διανοουμένων είχε τεράστια σημασία, αρχίζοντας με τις εκστρατείες του Λαϊκού Μετώπου στη δεκαετία του 1930, όταν ο φασισμός απειλούσε τα ανθρωπιστικά επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού. Η ικανότητα της Αριστεράς να κινητοποιεί γλώσσες, όπως «πολιτισμός εναντίον βαρβαρότητας», ήταν ένα εξίσου σημαντικό στοιχείο. Με δεδομένη την προπολεμική απομόνωσή του, η ένταξη του κομμουνισμού στη δεσπόζουσα πολιτική τάξη πραγμάτων ήταν ένα φαινόμενο εξαιρετικής σημασίας. Οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές απέδειξαν ότι η μεγάλη πλειονότητα του κόσμου επιθυμούσε την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων, που αποτυπώνονταν 33 στα συνθήματα της εθνικής συμφιλίωσης και του νέου ξεκινήματος. Το μοντέλο αυτό χαρακτήριζε τις σκανδιναβικές χώρες, την Ολλανδία, την Ιταλία και τη Γαλλία. Από το φθινόπωρο του 1945 μέχρι το καλοκαίρι του 1946, διάφοροι κομματικοί σχηματισμοί σοσιαλιστών, κομμουνιστών και χριστιανοδημοκρατών έπαιρναν τα 3/4 της λαϊκής ψήφου –το 74,9% στις γαλλικές εκλογές για την ανάδειξη συντακτικής συνέλευσης τον Οκτώβριο του 1945, το 74,6% στις ιταλικές εκλογές του Ιουνίου του 1946, το 86,8% στο Βέλγιο τον Φεβρουάριο του 1946 και το 72% στην Ολλανδία στις εκλογές του Μαΐου του 1946 (βλ. πίνακα 18.1).
Πίνακας 18.1. Αντιφασιστικοί κυβερνητικοί συνασπισμοί: πρώτες μεταπολεμικές εκλογές, ποσοστά επί τοις εκατό της λαϊκής ψήφου
Σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες
Βέλγιο 1946
Γαλλία 1946
Ιταλία 1946
Ολλανδία 1946
32
21
21
28
527
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·528
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Κομμουνιστικά κόμματα Χριστιανοδημοκράτες και καθολικά λαϊκά κόμματα Φιλελεύθεροι Σύνολο
13
26
19
11
43 9 97
26
35
73
75
31 13 83
Πίνακας 18.2. Τα ποσοστά των κομμουνιστικών κομμάτων στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές Χώρα Αυστρία Βέλγιο Τσεχοσλοβακία Δανία Φινλανδία Γαλλία Γερμανία, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία Ουγγαρία Ισλανδία Ιταλία Λουξεμβούργο Ολλανδία Νορβηγία Σουηδία Ελβετία
528
Έτος εκλογών
Ποσοστό
1945 1946 1946 1945 1945 1946 1949 1945 1946 1946 1945 1946 1945 1944 1947
5,4 12,7 37,9 12,5 23,5 26,0 5,7 16,9 19,5 19,0 13,5 10,6 11,9 10,3 5,1
Τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν παντού κέρδη – σημαντικότερα στη Γαλλία, τη Φινλανδία, την Ισλανδία και την Ιταλία, ενώ στο Λουξεμβούργο, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Νορβηγία και την Ολλανδία τα ποσοστά τους υπερέβαιναν για πρώτη φορά το 10% (βλ. πίνακα 18.2). Κύριος αντίπαλός τους ήταν μια νέα συντηρητική παράταξη, που στη Γαλλία πήρε τη μορφή του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κινήματος (MRP), το οποίο ταυτίστηκε με την πολιτική δράση του στρατηγού ντε Γκολ, στην Ιταλία εκφράστηκε μέσα από τη χριστιανοδημοκρατία, στο Βέλγιο μέσω του Καθολικού Κόμματος και στην Ολλανδία μέσω του Καθολικού Λαϊκού Κόμματος. Η ανάπτυξη του δημοκρατικού κινήματος μετά την απελευθέρωση έδωσε τη δυνατότητα
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·529
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
σε πολλές προοδευτικές τάσεις του πολιτικού καθολικισμού να έρθουν στο προσκήνιο, δίνοντας έμφαση στον εθελοντισμό και την κοινωνική αλληλεγγύη, ενώ ήταν διστακτικές σε ό,τι αφορούσε τα ζητήματα ισότητας, αβασίλευτου καθεστώτος και δη34 μοκρατικών θεσμών. Ωστόσο και τα σοσιαλιστικά κόμματα είχαν ισχυρή παρουσία στον πολιτικό βίο των χωρών τους, όπως ήταν το Γαλλικό Τμήμα της Εργατικής Διεθνούς (SFIO), το Σοσιαλιστικό Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας Ιταλίας (PSIUP), το Σοσιαλιστικό Κόμμα Βελγίου και το Εργατικό Κόμμα Ολλανδίας. Όταν ο κόσμος ονειρευόταν ένα διαφορετικό μέλλον, τι πραγματικά έβλεπε; Τα νέα συντάγματα στη Γαλλία (1946), στην Ιταλία (1947) και τη Δυτική Γερμανία (1949) αποκατέστησαν κοινοβουλευτικούς θεσμούς, τα πολιτικά δικαιώματα και το κράτος δικαίου, ενώ έδωσαν εκλογικά δικαιώματα στις γυναίκες στη Γαλλία και την Ιταλία για πρώτη φορά στην ιστορία τους. Επίσης προέβλεπαν αβασίλευτο καθεστώς στη Γαλλία και τη Δυτική Γερμανία, οι αποφάσεις για την αβασίλευτη δημοκρατία είχαν ληφθεί ήδη από το 1871 και το 1918-19, αλλά στην Ιταλία χρειάστηκε να γίνει δημοψήφισμα, στο οποίο εν μέσω εντόνων συγκρούσεων οι δημοκρατικοί νίκησαν τους μοναρχικούς με ποσοστό 54,2% έναντι 45,8%. Τα συντάγματα αυτά προέβλεπαν επίσης αποκέντρωση της κρατικής εξουσίας και αυτονομία των περιφερειών, προοδευτικό φορολογικό σύστημα, αντιμονοπωλιακούς νόμους, συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων και δημόσια ιδιοκτησία. Οι οικονομικές διατάξεις τους ήταν ιδιαίτερα τολμηρές και, μάλιστα, στην Ιταλία προέβλεπαν ακόμη και την αγροτική μεταρρύθμιση, την οποία οι χριστιανοδημοκράτες «έβαλαν ξανά στο συρτάρι» μόλις πήραν στην εξουσία μετά το 1947. Πέρα από την ανοικοδόμηση της δημοκρατίας, υπήρχαν τρία ακόμη ζητήματα: το ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, η εξάλειψη της ανεργίας μέσω της ορθολογικής διαχείρισης και του σχεδιασμένου εκσυγχρονισμού της οικονομίας, και η κάθαρση των κοινωνιών μέσω του κολασμού των συνεργατών των κατακτητών και της «παλιάς συμμορίας» που λυμαινόταν τον κρατικό τομέα, τη δικαιοσύνη και την οικονομία. Αυτό ήταν το πρόγραμμα του γαλλικού Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης (CNR), το οποίο προσπάθησε να εφαρμόσει η νέα κυβέρνηση το 194546. Θεσμοθέτησε εκ νέου την εβδομάδα των 40 ωρών και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, εισήγαγε το θεσμό των εκλεγμένων εργατικών επιτροπών στις διάφορες κοινωνικές και πολιτισμικές δραστηριότητες, που χρηματοδοτούνταν από τους εργοδότες, εθνικοποίησε τράπεζες και μεγάλες βιομηχανίες, και σύστησε τη Γενική Επιτροπή Σχεδιασμού υπό τον Ζαν Μονέ (Jean Monnet), η οποία είχε στην αρμοδιότητά της δέκα Επιτροπές Εκσυγχρονισμού. Αυτό έδειχνε τη συγκρότηση ενός κορπορατιστικού πλαισίου, στο οποίο θα συμμετείχαν το κράτος, οι εργοδότες και τα συνδικά-
529
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·530
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
τα, αντιγράφοντας τον τρικομματικό συνασπισμό του PCF, του SFIO και του MRP που βρισκόταν στην κυβέρνηση. Κάτι ανάλογο συνέβη στο Βέλγιο, όπου μια Εθνική Συνδιάσκεψη Εργασίας συνερχόταν κάθε έξι μήνες υπό την προεδρία του ίδιου του πρωθυπουργού, υποχρεώνοντας τους εργοδότες και τα συνδικάτα να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να συζητήσουν μέσα σε ένα κορπορατιστικό πλαίσιο τη μεταρρύθμιση της κοινωνικής πρόνοιας, στην οποία συμπεριλαμβανόταν ο περιορισμός των μισθών σε συνδυασμό με την ανάπτυξη προγραμμάτων διανομής τροφίμων, οικογε35 νειακών επιδομάτων, στέγασης και παροχής επιδομάτων στους φτωχούς. Το τεράστιο και καταστροφικό κενό που προκάλεσε η ναζιστική κατοχή σε κυβερνητικό επίπεδο, η ανυποληψία των προπολεμικών ελίτ, η συγκεχυμένη κατάσταση, η οποία επικράτησε στα τέλη του πολέμου, και οι μεθυστικές ελπίδες που δημιούργησε η απελευθέρωση έθεσαν τις βάσεις για την πραγματοποίηση ριζικών μεταρρυθμίσεων, φέρνοντας την Ευρώπη σε μια κατάσταση επαναστατική, που όμοιά της είχε να γνωρίσει από το 1917-23. Εξεγέρσεις βέβαια σαν κι αυτές που έγιναν το 1917 ή το 1919-21 στην Ιταλία και τη Γερμανία δεν συνέβησαν τώρα, αλλά οι ανταρτοπόλεμοι έφεραν πολλά κόμματα της Αριστεράς στα πρόθυρα της εξουσίας. Αυτό, λόγου χάρη, συνέβη στη Γιουγκοσλαβία, οι απελευθερωμένες περιοχές της οποίας επαναστατικοποιήθηκαν από τα κάτω προς τα πάνω. Αντίθετα, το αντάρτικο κίνημα στην Ελλάδα κατέληξε στην εξέγερση στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1944, η οποία απέτυχε. Στην Ιταλία, ο ανταρτοπόλεμος στο βορρά κορυφώθηκε σε μια σειρά καλά οργανωμένων εξεγέρσεων στη Γένοβα, στο Τορίνο και το Μιλάνο στις 2426 Απριλίου 1945, που θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει στην κατάληψη της εξουσίας. Σε ποιο βαθμό όμως αυτό ήταν μια χαμένη επαναστατική ευκαιρία;36
Ο ιταλικός κομμουνισμός και οι φραγμοί της αλλαγής
Δο 1944-45, οι Ιταλοί κομμουνιστές απέφυγαν τον πολωτικό μαξιμαλισμό της πε-
530
ριόδου 1917-20 και προέταξαν τον αντιφασιστικό αγώνα –εθνική ενότητα, νίκη στον πόλεμο και αποκατάσταση της δημοκρατίας. Για τον Τολιάτι, το μοντέλο των μπολσεβίκων ήταν ακατάλληλο, γιατί η «δικτατορία του προλεταριάτου» απλώς θα αναζωογονούσε τον αντικομμουνισμό και θα απομόνωνε το Κομμουνιστικό Κόμμα. Προτεραιότητα αποτελούσαν οι εκλογές για την ανάδειξη μιας Συντακτικής Συνέλευσης που θα αποκαθιστούσε τη δημοκρατία. Την άνοιξη του 1944, ο Ιταλός ηγέτης στήριξε την κυβέρνηση του Μπαντόλιο, στην οποία συμμετείχαν οι κομμουνιστές, οι σοσιαλιστές και οι χριστιανοδημοκράτες. Η άμεση δημοκρατία απορρίφθηκε χάριν των κοινοβουλευτικών θεσμών. Η ιδέα μιας ιταλικής σοβιετικής δημοκρατίας θεωρήθηκε ουτοπική και εγκαταλείφθηκε διά παντός.37
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·531
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
Η απάρνηση της επανάστασης περιλάμβανε τη διάλυση των τοπικών αντιστασιακών επιτροπών και τον αφοπλισμό των ανταρτών. Παρά τις αρχικές τους διαμαρτυρίες για τη διάλυση των αντιστασιακών πολιτοφυλακών από τον ντε Γκολ τον Οκτώβριο του 1944, οι Γάλλοι κομμουνιστές αποφάσισαν να αποκηρύξουν τόσο τις πολιτοφυλακές όσο και τις επιτροπές απελευθέρωσης ως δυνητικό σύστημα δυαδικής εξουσίας. Στο 10ο Συνέδριό του τον Ιούνιο του 1945, το PCF υποστήριξε «μια κυβέρνηση ευρείας δημοκρατικής και εθνικής ενότητας», αφού «η ανασυγκρότηση της Γαλλίας δεν μπορούσε να είναι έργο ενός κόμματος», αλλά «ολόκληρου του έθνους».38 Ωστόσο η ρητορεία περί συλλογικών θυσιών θα συνεχιζόταν, έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι υποστηρικτές της νέας κυβέρνησης. Ένα είδος «νεοσοβιετισμού» της λαϊκής βάσης, που αντανακλούσε την επαναστατική νοσταλγία των παλιών στελεχών και την ανυπόμονη επαναστατικότητα της νεολαίας, θα μπορούσε να αναβιώσει πολύ εύκολα. Η ένταση ανάμεσα στην απόδειξη της ικανότητάς τους να κυβερνούν ως υπεύθυνοι πολιτικοί και πραγματικοί ηγέτες του έθνους και στη διατήρηση της ορμής του κινήματος που θα του έδινε αξιοπιστία μεταξύ του λαού, ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα των Τολιάτι και Τορέζ το 1944-47. Το νομοθετικό πρόγραμμα απέβλεπε στην επίτευξη του διπλού αυτού στόχου. Στην Ιταλία, η πιο ευνοϊκή κινητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων από την πλευρά της κυβέρνησης έγινε μέσω της αναδιανομής των αγροτικών γαιών. Ο κομμουνιστής υπουργός Γεωργίας Φάουστο Γκούλο (Fausto Gullo) τη συντόνισε από κοινού με τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ιταλίας (CGIL), η οποία είχε συστηθεί τον Ιούνιο του 1944. Το 1946, στην κορύφωση των κινητοποιήσεων αυτών, με καταλήψεις ακαλλιέργητων γαιών, τους αγροτικούς συνεταιρισμούς να πηγαίνουν στα δικαστήρια για να αξιοποιήσουν τους ευνοϊκούς νόμους του Γκούλο και τη Γενική Συνομοσπονδία να αγωνίζεται για τα μισθολογικά δικαιώματα των αγρεργατών, η ύπαιθρος του ιταλικού νότου βρισκόταν σε αναταραχή. Την περίοδο 1944-49, 1.187 τουλάχιστον συνεταιρισμοί, με 250.000 μέλη, κατέλαβαν 165.000 εκτάρια γης. Χρησιμοποιώντας τους δικαστές και τη μαφία, οι μεγαλοϊδιοκτήτες απάντησαν με άγρια βία αλλά και με νομικές κωλυσιεργίες. Οι συνεταιρισμοί δεν είχαν επαρκείς πόρους ούτε πιστωτική στήριξη. Οι φτωχοί αγρότες, που ήταν υποχρεωμένοι από τις συνθήκες της δουλειάς τους να παίρνουν περιστασιακά στη δούλεψή τους άλλους αγρότες, ένιωθαν επίσης να απειλούνται από την επιμονή της Γενικής Συνομοσπονδίας να υπογράφονται συμβόλαια εργασίας. Παρ’όλα αυτά, η εκστρατεία αυτή έδωσε τη δυνατότητα στην Αριστερά να ριζώσει για πρώτη φορά στην επαρχία του ιταλικού νότου, να δημιουργήσει μια πολιτική κουλτούρα συλλογικής δράσης μεταξύ των χωρικών και γενικώς να διασφαλίσει τη μελλοντική παρουσία του PCI στην ευρύτερη περιοχή. Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα σημαντικό επίτευγμα.
531
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·532
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
532
Από μια ευρύτερη επαναστατική προοπτική, πάντως, οι ταραχές, που ξέσπασαν με αφορμή την αναδιανομή της γης, αποτέλεσαν μια αποτυχία για το PCI, αφού, μολονότι υπόσχονταν τη ριζική αλλαγή της ιταλικής κοινωνίας, τελικά οδήγησαν στην αναπροσαρμογή των παλιών διαιρέσεων. Ο Τολιάτι στοιχημάτισε τα πάντα στην ικανότητα του κόμματός του να σύρει τη χριστιανοδημοκρατία στην οδό του βαθμιαίου εκδημοκρατισμού, ελπίζοντας να πραγματοποιήσει κάποιες δομικές αλλαγές, να παρασύρει τους αριστερούς καθολικούς και, ενδεχομένως, να προκαλέσει τη διάσπαση του νέου κόμματος. Με αυτό τον τρόπο, έλπιζε το PCI θα ετίθετο επικεφαλής ενός ακόμη μεγαλύτερου μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων. Ωστόσο όλα εξαρτιόνταν από τη διατήρηση του αντιστασιακού συνασπισμού, ο οποίος θα απέτρεπε την πόλωση της κοινωνίας, όπως είχε συμβεί το 1917-22. Οι συμβιβασμοί ήταν απαραίτητοι αφενός για να μείνουν οι χριστιανοδημοκράτες στην εθνική συμμαχία και αφετέρου να συγκρατηθούν οι θερμοκέφαλοι υπερεπαναστάτες. Συμπλήρωμα του εθνικού μετώπου ήταν η συγκρότηση μιας ευρείας κοινωνικής συμμαχίας που θα απελευθέρωνε την Αριστερά από το «γκέτο» της εργατικής τάξης. Στην Ιταλία, οι αγρότες και τα μεσαία στρώματα ήταν δυνητικοί σύμμαχοι, όπως και οι «διανοούμενοι», με την έννοια που έδινε στη λέξη ο Γκράμσι, «από τους δασκάλους και τους παπάδες μέχρι πολλές κατηγορίες επαγγελματιών και τους ανθρώπους υψηλής κουλτούρας, όπως οι ποιητές, οι καλλιτέχνες, οι επιστήμονες και οι συγγρα39 φείς». Η μεταπολεμική ισχύς του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας στην «κόκκινη ζώνη» της Εμίλιας, της Ούμπριας και της Τοσκάνης, με τη διαφοροποιημένη αγροτική τους οικονομία, οφειλόταν στην τεράστια έλξη που ασκούσε στα στρώματα αυτά. Κατά τον Τολιάτι, το να κερδίσει το PCI τα στρώματα αυτά αποτελούσε άλλη μία διάσταση της πολιτικής κατευνασμού απέναντι στη χριστιανοδημοκρατία, η οποία εκπροσωπούσε πολιτικά «μεγάλο αριθμό εργατών, αγροτών, διανοουμένων και νεολαίων, που κατά βάση συμμερίζονται τις προσδοκίες μας, γιατί, όπως και εμείς, επιθυμούν μια δημοκρατική και προοδευτική Ιταλία».40 Ο Τολιάτι επιδίωκε να εξουδετερώσει τη δύναμη που είχε στην ιταλική πολιτική ζωή η θρησκεία, κάμπτοντας την αντίσταση της Εκκλησίας στις προοδευτικές αλλαγές και περιορίζοντας την εχθρότητά της προς το PCI. Η αυτόματη σχεδόν ταύτιση συντηρητισμού και θρησκείας έπρεπε να σπάσει –δύσκολο έργο, αν λάβει κανείς υπόψη του τις αντικληρικαλιστικές παραδόσεις της Αριστεράς και τη μεγάλη θεσμική εξουσία της Εκκλησίας. Η όλη συζήτηση επικεντρώθηκε στο Κονκορδάτο, που είχε υπογραφεί το 1929 ανάμεσα στην Εκκλησία και στον Μουσολίνι, και το οποίο η πρώτη ήθελε να συμπεριληφθεί στο νέο σύνταγμα. Τον Μάρτιο του 1947, ο Τολιάτι διέλυσε την αντικληρικαλιστική συμμαχία και υποστήριξε το Κονκορδάτο για να
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·533
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
αποφύγει την περαιτέρω πόλωση των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Σκοπός του ήταν να αποδείξει το σεβασμό του κόμματός του στον πλουραλισμό, να θέσει άλλες προτεραιότητες και να συντηρήσει το διάλογο ανάμεσα στους κομμουνιστές και στους χριστιανούς. Ο Τολιάτι πίστευε ότι ο παραμερισμός της θρησκείας ως πεδίου πολιτικού ανταγωνισμού ήταν ουσιώδης για μια βαθιά θρησκευόμενη χώρα, όπως η Ιταλία. Ωστόσο ένας απείθαρχος κομμουνιστής, ο Τζοβάνι Γκρίλι (Giovanni Grilli), κατέθεσε μια πρόταση τροποποίησης του συντάγματος, σύμφωνα με την οποία μια οικογένεια ήταν δυνατό να διαλυθεί, υπονοώντας τη μελλοντική θεσμοθέτηση του διαζυγίου. Παρά το ρήγμα στην κομματική πειθαρχία, το PCI ψήφισε από κοινού με τις υπόλοιπες αντικληρικαλιστικές δυνάμεις την πρόταση τροποποίησης του συντάγματος, με αποτέλεσμα να υπερψηφιστεί με ψήφους 194 έναντι 191. Το PCI εγκαταστάθηκε στο επίκεντρο της μεταπολεμικής κουλτούρας της Ιταλίας. «Για να αντιμετωπίσει την άγρια εκστρατεία που διεξήγαγαν οι φασίστες και οι καπιταλιστές εναντίον των «αξύριστων» κομμουνιστών, με το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια», θυμόταν αργότερα ένας νεαρός κομμουνιστής, «ο Τολιάτι ήθελε να αποδείξει μια για πάντα ότι, στην πραγματικότητα ήμασταν ένα προοδευτικό, μορ41 φωμένο και πολιτισμένο κόμμα». Το PCI είχε καταφέρει να συσπειρώσει γύρω του πολλούς διανοουμένους, εκδίδοντας τον Ιούνιο του 1944 την επιθεώρηση Rinascita και αποκτώντας εντυπωσιακή πρόσβαση στα πανεπιστήμια, τον τύπο, τον κινηματογράφο και τις τέχνες. Συμμετείχε με εμπνευσμένες προτάσεις στον εθνικό δημόσιο βίο, παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτισμικές συζητήσεις που διεξάγονταν εκείνη την εποχή στην Ιταλία. Η συστηματοποίηση της γκραμσιανής κληρονομιάς αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο στη διαδικασία αυτή, ιδίως μέσω της «αγιοποίησης» των Τετραδίων της φυλακής, τα οποία άρχισαν να δημοσιεύονται το 1946, ενώ εκδόθηκαν ακέραια λίγα χρόνια αργότερα (1948-51). Η διεκδίκηση της ηθικής ηγεσίας στη διαδικασία επανίδρυσης της ιταλικής δημοκρατίας αποτέλεσε το πολιτισμικό θεμέλιο της μεταπολεμικής πολιτικής επιτυχίας του PCI. Όλοι αυτοί οι στόχοι –η διατήρηση του κόμματος σε κοινοβουλευτική τροχιά και η ταυτόχρονη μείωση των εξεγερσιακών διαθέσεών του, η αντιστάθμιση της χριστιανοδημοκρατικής συμμαχίας με την άσκηση εξωκοινοβουλευτικών πιέσεων για την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων και η οικοδόμηση μιας ευρείας κοινωνικής συμμαχίας στο πλαίσιο της κομμουνιστικής πολιτικής κουλτούρας– απαιτούσαν τη δημιουργία ενός νέου μαζικού κόμματος. Η θεαματική άνοδος του PCI –από 5.000 περίπου μέλη σε 1.750.000 μεταξύ των μέσων του 1943 και του τέλους του 1945– το άλλαξε ριζικά. Το PCI έπαψε να είναι το μικρό και καθημαγμένο κόμμα μιας δράκας πρωτοπόρων κομμουνιστών που ήταν πριν από δέκα χρόνια. Οι Ιταλοί κομμουνιστές
533
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·534
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
534
είχαν ανέκαθεν ανεξάρτητη σκέψη, αλλά τώρα είχαν προστεθεί δύο ακόμη γενιές, η 42 αντιφασιστική γενιά και εκείνη που ακολούθησε αμέσως μετά το 1945. Στόχος τους ήταν η δημιουργία ενός γκραμσιανού κόμματος, του Νέου Κόμματος (Partito Nuovo), ικανού να οργανώσει τις προοδευτικές δυνάμεις της ιταλικής κοινωνίας στο πλαίσιο ενός αντιηγεμονικού μετώπου. Οι επικουρικές οργανώσεις του ήταν πολύ σημαντικές για την επίτευξη του στόχου αυτού, από τη CGIL, τους συνεταιρισμούς και τις ενώσεις των αγροτών μέχρι την Εθνική Ένωση Βετεράνων της Αντίστασης (Associazione Nazionale Partigiani d’Italia – ANPI) και την Ένωση Γυναικών Ιταλίας (UDI). Εκτός από τις οργανώσεις του κόμματος, πολύ σημαντικό ρόλο έπαιζαν και τα «Σπίτια του Λαού» και οι ετήσιες feste dell’Unità. «Για κάθε καμπαναριό κι ένας πυ43 ρήνας του Κόμματος» ήταν το σύνθημα του 1945. Η φιλοδοξία των κομμουνιστών να γίνουν μια γνήσια εθνική δύναμη ήταν βασι44 κό στοιχείο της στρατηγικής του Τολιάτι. Σε αντίθεση με τη Γαλλία, ο συνασπισμός των κομμουνιστών και των σοσιαλιστών απέτυχε να κερδίσει την πλειοψηφία στις εκλογές του 1946 (39,6%), και αυτό απέκλεισε την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση. Η προσπάθεια των κομμουνιστών να καταλάβουν την εξουσία απλώς θα πόλωνε τις αντιφασιστικές δυνάμεις, ανατρέποντας ζημιά στη διαδικασία εκδημοκρατισμού πριν ακόμη αυτή αρχίσει. Οι διαφορές ανάμεσα στο νότο και στο βορρά ήταν ένα επιπρόσθετο πρόβλημα. Στον αγροτικό νότο, οι παλιές πολιτικές δομές αντιστέκονταν, ενώ η Αντίσταση ήταν καθαρά υπόθεση του βορρά. Το άλυτο «πρόβλημα του νότου» αποτελούσε σημαντικό στοιχείο του τρόπου που διάβαζαν την ιταλική ιστορία ο Γκράμσι και ο Τολιάτι, πρόβλημα που είχε απασχολήσει σοβαρά την L’Ordine nuovo ήδη από το 1918-20. Η κοινοβουλευτική στρατηγική του κόμματος είχε σκοπό να προλάβει μια παράλυση του έθνους, η οποία είχε ανοίξει τελικά το δρόμο στο φασισμό το 1919-20 και ταυτόχρονα να δημιουργήσει το κατάλληλο εκείνο εθνικό πλαίσιο για την περαιτέρω πρόοδο της Αριστεράς. Εδώ, η παρουσία των συμμαχικών στρατιωτικών δυνάμεων αποτελούσε έναν επιπλέον περιορισμό. Κάθε επαναστατική προσπάθεια θα καταπνιγόταν εν τη γενέσει της από τα συμμαχικά στρατεύματα: «Μια ολόκληρη γενιά αγωνιστών θα αποδεκατιζόταν και το εργατικό κίνημα θα πήγαινε πίσω πολλά χρόνια».45 Το PCI έχασε κάποιες ευκαιρίες για μεταρρυθμίσεις το 1944-47, είτε αυτές αφορούσαν την εκκαθάριση του δικαστικού σώματος και του ευρύτερου δημοσίου τομέα από τα φασιστικά στοιχεία, την αναδιανομή των γαιών και την ενίσχυση του εργατικού κινήματος στα αστικά κέντρα είτε στην καταπολέμηση της ισχύος της Εκκλησίας. Ωστόσο κατάφερε να διατηρήσει τις ισορροπίες με απίστευτα αριστοτεχνικό τρόπο. Πριν από τις εκλογές του 1948, όταν οι κομμουνιστές δαιμονοποιή-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·535
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
θηκαν εκ νέου ως «εσωτερικός εχθρός», ο Τζορτζ Φ. Κέναν (George F. Kennan) παρότρυνε τον τότε υπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Τζορτζ Μάρσαλ (George C. Marshall) να θέσει εκτός νόμου το PCI: «Είναι πολύ πιθανό οι κομμουνιστές να θελήσουν να προκαλέσουν εμφύλιο πόλεμο… Ομολογουμένως, κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε βίαιες συγκρούσεις και ενδεχομένως στη στρατιωτική διαίρεση της Ιταλίας. Αλλά πλησιάζουμε στο τέλος της διορίας και νομίζω ότι αυτό θα ήταν προτιμότερο από το να καταγάγουν μια αναίμακτη νίκη στις εκλογές, στην οποία εμείς 46 δεν θα έχουμε παρεμβάλει κανένα εμπόδιο». Αυτό ακριβώς ήταν το δίλημμα της Αριστεράς, το οποίο έφερνε στο φως όλες τις πρακτικές παραμέτρους του προβλήματος. Στόχος της δεν μπορούσε να είναι η κατάληψη της εξουσίας, η δικτατορία του προλεταριάτου και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού αλλά κάποιες πιο μετριοπαθείς, αλλά και πάλι ριζοσπαστικές, μεταρρυθμίσεις: η αντιμετώπιση του φασιστικού παρελθόντος, η ενίσχυση των θεμελίων της ιταλικής δημοκρατίας και η δημιουργία συνθηκών που θα ευνοούσαν την περαιτέρω ανάπτυξη ενός μαζικού κόμμα47 τος της Αριστεράς.
Ριζοσπαστικοί δημοκρατία και τρίτοι δρόμοι
∞ποτιμώντας τις ευκαιρίες για ριζική αλλαγή του καπιταλιστικού συστήματος το 1945, οι ιστορικοί χρησιμοποιούν ενίοτε ένα εξαιρετικά περιοριστικό πλαίσιο, στο οποίο η «επανάσταση» αντιπαρατίθεται στις «μεταρρυθμίσεις». Η ιδέα της χαμένης επαναστατικής ευκαιρίας έχει στο επίκεντρό της τη λαϊκή εξέγερση που θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν οι ένοπλοι του αντάρτικου κινήματος της Ιταλίας. Αντιθέτως, οι μεταρρυθμίσεις αντιμετωπίζονται με τον πλέον περιορισμένο τρόπο –ως κοινοβουλευτική δημοκρατία συν οικονομικός σχεδιασμός. Ενώ όμως η εξέγερση δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας στις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στη Δυτική Ευρώπη, με την Αριστερά να είναι στην καλύτερη περίπτωση μια αμφισβητούμενη πλειοψηφία σε ένα πλουραλιστικό σύστημα προστατευόμενο από τα στρατεύματα της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, το μεταρρυθμιστικό μοντέλο συνιστά την πλέον στενή εκδοχή της μεταπολεμικής μεταβατικής περιόδου, υπολειπόμενο κατά πολύ των ριζικών αλλαγών που ευαγγελίζονταν και προωθούσαν τα αριστερά κόμματα. Η ουσία όμως του ζητήματος βρίσκεται σε μια ενδιάμεση περιοχή μεταξύ των δύο αυτών άκρων – στην ευκαιρία για την πραγματοποίηση ριζοσπαστικών δημοκρατικών αλλαγών ή σε αυτό που συνήθως αποκαλούμε «τρίτο δρόμο». Η Αριστερά διαμόρφωσε την ατζέντα για τους συνασπισμούς που πήραν την
535
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·536
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
536
εξουσία μετά την απελευθέρωση. Παρ’ όλη την προσεκτική στάση του, το PCI κατάφερε να προωθήσει τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Αν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας απώλεσε την ευκαιρία να ηγηθεί της γαλλικής κυβέρνησης, αυτό δεν το εμπόδισε να επιβάλει στον τρικομματικό συνασπισμό το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα. Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ο εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας και η εμβάθυνση των δημοκρατικών θεσμών αποτελούσαν βασικά στοιχεία αυτού του προγράμματος, ενώ η εξωτερική πολιτική και κυρίως η ανεξαρτητοποίηση των αποικιών 48 δεν θίγονταν ποτέ. Όταν τον Ιούλιο του 1945 το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, εφάρμοσε αμέσως το πρόγραμμά του, στο οποίο περιλαμβανόταν: η αποστράτευση των εφέδρων και η εξασφάλιση της πλήρους απασχόλησής τους, ένα κατά το δυνατόν ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, τα οικογενειακά επιδόματα και το εθνικό σύστημα υγείας· η διεύρυνση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και οι εκτεταμένες εθνικοποιήσεις, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό κρατικό έλεγχο το 1/5 της βρετανικής οικονομίας. Ανάμεσα στις εθνικοποιημένες επιχειρήσεις ήταν τα ταχυδρομεία, η πολιτική αεροπορία, η παραγωγή ηλεκτρισμού, το φωταέριο, οι σιδηρόδρομοι και οι συγκοινωνίες, τα ανθρακωρυχεία, τα χαλυβουργεία και η Τράπεζα της Αγγλίας. Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση, το πρόβλημα ήταν οι υπερπόντιες κτήσεις: έλλειψη ουσιαστικών προτάσεων για την αντιμετώπιση 49 της αποικιοκρατίας και σκληρή αντικομμουνιστική εξωτερική πολιτική. Η αδυναμία της Αριστεράς δεν βρισκόταν τόσο στο είδος της νομοθετικής της ατζέντα όσο στη μορφή και τον τρόπο της ανοικοδόμησης. Στη Βρετανία, οι εθνικοποιήσεις υιοθετήθηκαν από τους συνέδρους στη Συνδιάσκεψη των Εργατικών τον Δεκέμβριο του 1944 κατόπιν προτάσεως του αριστερού βουλευτή Ίαν Μικάρντο (Ian Mikardo) παρά τη θέληση της ηγεσίας του κόμματος. Αλλά η «μεικτή» οικονομία, που προέκυψε από την υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων αυτών δεν είχε κανένα ριζοσπαστικό στοιχείο. Επιλέγοντας να εθνικοποιήσει μόνο επιχειρήσεις υποδομής, «η κυβέρνηση… έκανε μια κοινωνικοποίηση των ζημιών και όχι των κερδών», ενώ η εθνικοποίηση των μόνων κερδοφόρων, των χαλυβουργείων αποδείχτηκε ιδιαίτερα αμφισβητούμενη επιλογή. 50 Κάθε ιδέα αυτοδιαχείρισης και εργατικού ελέγχου ή οποιαδήποτε άλλη αντισυστημική λύση που θα αμφισβητούσε τον καπιταλισμό απορρίφθηκαν. Οι αποζημιώσεις που δόθηκαν στους επιχειρηματίες ήταν παράλογα υψηλές. Το μοντέλο της κρατικής ιδιοκτησίας που προτιμήθηκε οδήγησε στην απλή αντικατάσταση μιας γραφειοκρατίας από μια άλλη, χωρίς κάποιο όφελος για τους εργαζομένους. Όπως εφαρμόστηκαν, οι εθνικοποιήσεις δεν βελτίωσαν τον τρόπο διαχείρισης της οικονομίας, ενώ κανένας φορέας δεν είχε ευθύνες κεντρικού και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού.
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·537
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
Έτσι, η κρατική ιδιοκτησία στερήθηκε σοσιαλιστικού περιεχομένου: ούτε προώθησε τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας ούτε τη συγκρότηση ενός πλαισίου δημοκρατικής αυτοδιαχείρισης ή κοινωνικής υπευθυνότητας. Το κύριο μεταρρυθμιστικό μοντέλο της κυβέρνησης των Εργατικών ήταν πατερναλιστικό και γραφειοκρατικό. Το κράμα αυτό φαβιανού διοικητικού προοδευτισμού (το να δίνουμε δηλαδή στο λαό αυτό που είναι καλό γι’ αυτόν) και αυταρχικού συνδικαλισμού δεν επέτρεψε την ανάπτυξη της συμμετοχικής δημοκρατίας. Αλλά υπήρχαν και άλλα παρόμοια παραδείγματα. Το 1945, τα προβλήματα στέγης απασχολούσαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τους Βρετανούς ψηφοφόρους. Η χρόνια έλλειψη κατοικιών προκάλεσε το 1946 την αυθόρμητη ομαδική κατάληψη πολλών κενών στρατοπέδων, με συνέπεια να δημιουργηθεί ένα κίνημα σε ολόκληρη τη χώρα υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στην κορύφωσή του, 45.000 περίπου άνθρωποι ζούσαν σε στρατόπεδα, ενώ αρκετές χιλιάδες ήταν αυτοί που είχαν καταλάβει κενά σπίτια σε ολόκληρη τη χώρα. Στόχος, μάλιστα, ήταν τα πολυτελή διαμερίσματα των πόλεων. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Μεγάλης Βρετανίας είδε το κίνημα αυτό ως μια ευκαιρία να αυξήσει τη λαϊκή πίεση για δημοκρατικό σχεδιασμό των οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών, στηριζόμενο στις επιτυχίες τον καιρό του πολέμου και επιχειρώντας να συνδυάσει τα αιτήματα των απλών εργαζομένων 51 με την ανάγκη για αύξηση της παραγωγής στη βιομηχανία. Το επίπεδο της συζήτησης για τον «ενεργό πολίτη» μεταξύ των διανοουμένων, που υποστήριζαν το Κόμμα των Εργατικών, και των ομάδων, που παρήγαγαν τις πολιτικές αυτές, μπορεί να ήταν υψηλό, αλλά η ίδια η κυβέρνηση των Εργατικών αγνόησε τις ιδέες τους όταν χρειάστηκε να νομοθετήσει για ζητήματα όπως οι εθνικοποιήσεις, η εκπαίδευ52 ση, το Εθνικό Σύστημα Υγείας και τα λοιπά. Η συμμετοχή του λαού στη λήψη των αποφάσεων ήταν το κρίσιμο ζήτημα των μεταπολεμικών διευθετήσεων. Το ζήτημα αυτό χώριζε τα εξομαλυμένα πλέον κοινοβουλευτικά καθεστώτα, που είχαν εγκαθιδρυθεί μέχρι το 1950 από τη νέα Ευρώπη, που είχαν οραματιστεί λίγα χρόνια νωρίτερα τα αντιστασιακά κινήματα. «Πολιτική, όπως συνήθως» ήταν το σύνθημα που κυριάρχησε μετά την απελευθέρωση, καθώς οι παλιοί πολιτικοί επέστρεφαν στη χώρα τους από την εξορία στη Μόσχα ή στο Λονδίνο. Αυτό είχε αποτέλεσμα να αναβιώσουν τα παλιά πολιτικά ήθη, όπως ήταν η ανενδοίαστη συνεργασία με τους δημοσίους υπαλλήλους, δικαστές, διευθυντές επιχειρήσεων και επαγγελματίες, οι οποίοι είχαν συνεργαστεί με τον κατακτητή. Αναμφισβήτητα, αυτό ήταν ένας θλιβερός περιορισμός του δημοκρατικού φαντασιακού. Η πολιτική επέστρεψε σε ένα προκρούστειο κοινοβουλευτικό πλαίσιο, ενώ οι διαφορετικές μορφές πολιτικής έκφρασης ξεχάστηκαν.
537
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·538
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
538
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας αποτέλεσε εξαίρεση, αφενός λόγω της εκπληκτικής ενεργητικότητας που επέδειξε στις εκστρατείες για την αναδιανομή της γης και αφετέρου λόγω του ενθουσιασμού του στη δημιουργία μιας νέας κομματικής δομής, τα οποία υποκατέστησαν κατά κάποιο τρόπο τη λαϊκή εξουσία και την επανάσταση που αρνήθηκε στους παλαίμαχους αγωνιστές. Σε άλλες χώρες, η τάση για ιδιώτευση αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό, καθώς οι πανηγυρισμοί για την απελευθέρωση παραχώρησαν τη θέση τους στο σκληρό και επίπονο έργο της ανασυγκρότησης, αφού οι άνθρωποι έπρεπε να μαζέψουν τα κομμάτια τους και να ξαναφτιά53 ξουν τη ζωή τους από την αρχή – «εκπαίδευση, καριέρα, γάμος, παιδιά, σπίτια». Καθώς οι συνθήκες λιτότητας, έλλειψης ειδών πρώτης ανάγκης και αυστηρών ρυθμίσεων που ίσχυαν στον πόλεμο δεν έπαψαν να υφίστανται την περίοδο της ειρήνης, η κρατική εξουσία έμοιαζε να είναι λιγότερο δεκτική στον δημόσιο έλεγχο απ’ όσο είχαν φανταστεί οι άνθρωποι, οι οποίοι είχαν διαποτιστεί από το ήθος του πολέμου για τους κοινούς αγώνες και θυσίες. Η απόσυρση από την πολιτική και τα κοινά 54 και «η επιδίωξη ιδιωτικών λύσεων στα δημόσια προβλήματα» ήταν μια συνέπεια. Η αλλαγή αυτή τόνιζε εκ νέου το φευγαλέο της αντιφασιστικής ευκαιρίας. Οι περισσότερες από τις βασικές μεταρρυθμίσεις σημειώθηκαν μέσα στην έξαψη που προκάλεσε η απελευθέρωση. Στα τέλη του 1947, η ευκαιρία είχε παρέλθει. Όπως είχε προβλέψει ο Γάλλος σοσιαλιστής Αντρέ Φιλίπ (André Philip): «Όλα πρέπει να γίνουν τον πρώτο χρόνο μετά την απελευθέρωση… Ό,τι δεν γίνει τον πρώτο χρόνο 55 δεν θα γίνει ποτέ, γιατί μέχρι τότε θα έχουμε επανέλθει στις παλιές συνήθειες». Αλλά αυτό απαιτούσε νέες μορφές λαϊκής συμμετοχής σαν κι αυτές που είχαν αναπτυχθεί στην ηπειρωτική Ευρώπη στη διάρκεια της αντίστασης εναντίον του φασισμού ή στη Βρετανία με τη δημιουργία του εσωτερικού οικονομικού μετώπου για την αύξηση της παραγωγής. Αυτός ακριβώς ήταν ο πρακτικός πυρήνας της «νέας» ή «προοδευτικής» δημοκρατίας, όπως την αποκαλούσαν οι κομμουνιστές το 1945. Δημόσια ιδιοκτησία χωρίς δημόσια συμμετοχή, σχεδιασμός χωρίς δημοκρατία και κοινωνικό κράτος χωρίς λογοδοσία στο λαό μετέτρεψαν τις μεταρρυθμίσεις σε ατελείς, γραφειοκρατικές και πατερναλιστικές υπερδομές, οι οποίες δεν είχαν δημοκρατικές ρίζες. Η διάλυση των θεσμικών οργάνων, που είχαν αναπτυχθεί στην Αντίσταση ήταν τεράστιο λάθος. Οι θεσμοί αυτοί ήταν τα προδρομικά στοιχεία μιας διαφορετικής πορείας, με σημασία ανάλογη των εργατικών συμβουλίων που ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια σε ολόκληρη την Ευρώπη το 1917-21. Και τα δύο αυτά κινήματα φιλοδοξούσαν να ξαναχτίσουν την κοινωνία πάνω σε μια πιο δίκαιη και πιο εξισωτική βάση, οργανώνοντας καλύτερα τη διανομή τροφίμων, την παροχή κοινωνικών υπη-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·539
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
ρεσιών και τη δημόσια τάξη στις συνθήκες έκτακτης ανάγκης που επικρατούσαν αμέσως μετά τον πόλεμο. Κι αυτό δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο με την επιστράτευση της ενέργειας και των ικανοτήτων των απλών ανθρώπων. Ωστόσο οι νέοι αυτοί θεσμοί αμφισβήτησαν τους ήδη υπάρχοντες, καθώς ανασυγκροτούνταν οι τοπικές κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια. Όπως την περίοδο 1917-21, έτσι και τώρα ούτε οι κυρίαρχες τάξεις ούτε η μετριοπαθής Αριστερά –και βέβαια ούτε τα συμμαχικά στρατεύματα, η εξουσία των οποίων κρεμόταν σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από την Ευρώπη– μπορούσαν ποτέ να δεχτούν ένα δυαδικό σύστημα εξουσίας. Γι’ αυτό και οι αντιστασιακές επιτροπές διαλύθηκαν προληπτικά, με τη σύμφωνη γνώμη των κομμουνιστικών και των υπόλοιπων αριστερών ηγεσιών, προτού μπορέσει να εκδηλωθεί κάποια πρωτοεπαναστατική ενέργεια. Η ευκαιρία για την εξεύρεση ενδιάμεσων λύσεων χάθηκε – για την τιθάσευση της ενέργειας, του ιδεαλισμού και της στράτευσης του εξεγερμένου λαού, μέσω της ανάπτυξης νέων συμμετοχικών μορφών στο πλαίσιο των αναδυόμενων συνταγματικών διευθετήσεων, έτσι ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στον εθνικό δημόσιο βίο και στην κατά τόπους καθημερινή ζωή. Η μοίρα των γερμανικών Antifas αποτελεί ένα θλιβερό όσο και χαρακτηριστικό παράδειγμα. Καθώς οι σύμμαχοι προελαύνανε στη Γερμανία, συγκροτήθηκαν διάφορες τοπικές «Αντιφασιστικές Επιτροπές» για να καλύψουν το κενό που δημιούργησε η κατάρρευση των κρατικών δομών εξουσίας, συνήθως οργανωμένες από τους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες. Αφοπλίζοντας τους ναζιστές, προσφέροντας πρόχειρα καταλύματα στους άστεγους και τους πρόσφυγες, και διανέμοντας τρόφιμα, ρουχισμό και καύσιμα στον χειμαζόμενο πληθυσμό, οι αντιφασιστικές αυτές επιτροπές προσφέρονταν για να αναδειχτούν σε θεμέλιους λίθους της αναγεννώμενης γερμανικής δημοκρατίας. Όσο και αν ήταν ισχνές μορφές δημοκρατίας σε μια κοινωνία πλήρως αποδιοργανωμένη από τη δωδεκαετή φασιστική κουλτούρα, πάντως αποτελούσαν το πρωτογενές υλικό με το οποίο θα μπορούσε να αναδομηθεί εκ βάθρων σε δημοκρατική κατεύθυνση η γερμανική κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά, παραμερίστηκαν χωρίς περιστροφές από τους συμμάχους, που προτίμησαν τους αξιοσέβαστους απογόνους μιας υποτιθέμενης προναζιστικής αστικής τάξης στο δυτικό τμήμα της χώρας και τα επανακάμπτοντα κομμουνιστικά στελέχη 56 στο ανατολικό. Παρά τις χαμένες ευκαιρίες, την κατάρρευση της αντιφασιστικής συναίνεσης και τον σταδιακό περιορισμό των οραμάτων, η μεταπολεμική Ευρώπη ήταν πιο ευτυχής και πιο δημοκρατική απ’ όσο στο παρελθόν. Ακόμη και στο ανατολικό τμήμα της, η προσφορά νέων κοινωνικών ευκαιριών, το κοινωνικό κράτος και η εκρίζωση
539
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·540
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
540
του ναζισμού άλλαξαν βαθιά τις συνθήκες ζωής, κι αυτό παρά τον ωμό κομφορμισμό που επρόκειτο να επιβάλει πολύ σύντομα ο σταλινισμός. Λιγότερο χειροπιαστό ήταν το γεγονός ότι η Αριστερά άρχισε να επιβάλλει πλέον την παρουσία της, συνδέοντας την παραδοσιακή υπεράσπιση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης με τον πατριωτισμό της λαϊκής πολιτειότητας στο πλαίσιο πρωτόγνωρων για το έθνος συνθηκών. Με τον τρόπο αυτό νομιμοποιήθηκε, διεκδικώντας μια σημαντική θέση στην εθνική κοινωνία. Οι ανάγκες της Αντίστασης κατά του φασισμού υποχρέωσαν τους φιλελευθέρους, τους συντηρητικούς και τις κυρίαρχες τάξεις να αναγνωρίσουν τον πατριωτισμό όσων παλιότερα στιγμάτιζαν σαν προδότες. Όποια υποχώρηση και αν σημειώθηκε στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, που περιθωριοποίησε βάναυσα τους κομμουνιστές, η συγκατοίκηση αυτή στο κοινό εθνικό και πολιτικό έδαφος, την οποία διασφάλιζε η αντιφασιστική κληρονομιά, αποτελούσε μια σημαντική και μακροπρόθεσμη αλλαγή. Η λογοθετική ενότητα της δημοκρατίας, του σοσιαλισμού και του έθνους ήταν μια μόνιμη επωδός. Τον Φεβρουάριο του 1944, το αντιστασιακό κίνημα Défense de la France συνόψισε τις προγραμματικές φιλοδοξίες του σε ένα γράμμα στον ντε Γκολ ως «την ιδέα της Δημοκρατίας, την ιδέα του 57 σοσιαλισμού και την ιδέα του Έθνους». Ο αντιφασιστικός πόλεμος είχε μόνιμα πολιτισμικά αποτελέσματα. Οι ελπίδες του λαού για έναν καλύτερο κόσμο –και η επίγνωση του πόσο εύθραυστη θα ήταν η επιβίωσή του– κάλυπταν τον πολιτικό χώρο του έθνους, ρητορικά όσο και συναισθηματικά, μεταθέτοντας άλλες συγκρούσεις και καθιστώντας σχετικές τις κοινωνικές διακρίσεις, τις οικονομικές ανισότητες και τις διαμάχες του πολιτικού βίου. Η μακροπρόθεσμη πολιτισμική πτυχή των μεταπολεμικών διευθετήσεων τις έκανε ακόμη πιο ισχυρές: νέες λαϊκές πολιτικές ταυτότητες, που οι εμπειρίες του πολέμου έφεραν στο προσκήνιο, οι τρόποι, με τους οποίους οι πρώτες συνδέθηκαν με το μεταπολεμικό πολιτικό σύστημα, η νομιμοποίηση, που παρείχαν στα μεταπολεμικά κράτη, και η στήριξη, την οποία πρόσφεραν σε ένα είδος πολιτικής έναντι ενός άλλου. Η συνοχή των μεταπολεμικών κοινωνιών εξαρτιόνταν σε σημαντικό βαθμό από την αφοσίωση των λαών στους εθνικούς πολιτικούς θεσμούς, αφοσίωση που είχε αποτυπωθεί με έντονο τρόπο στη λαϊκή μνήμη. Στο σημείο αυτό, οι ανθεκτικές πολιτισμικές αφηγήσεις των μεταπολεμικών διευθετήσεων αποτέλεσαν το πλέον κρίσιμο στοιχείο. Οι καταστροφές, που προκάλεσε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Οι φοβερές πολεμικές συγκρούσεις, οι τεράστιες απαιτήσεις των κρατών από τους λαούς τους, οι μαζικές επιστρατεύσεις για να καλυφθούν όχι μόνο οι ανάγκες στα μέτωπα των μαχών αλλά και στο εσωτερικό μέτωπο των χωρών, ο απίστευτα
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·541
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ
μεγάλος αριθμός των απωλειών και ο διαβρωτικός ρόλος της βίας και της εξοικείωσης των ανθρώπων με το καθημερινό φαινόμενο του θανάτου – όλα αυτά έδωσαν στους λαούς μια νέα αίσθηση για το μέχρι πού θα μπορούσαν να φτάσουν οι κυβερνήσεις. Η αίσθηση αυτή ήταν πλήρως εναρμονισμένη με τις λαϊκές μνήμες για τη δεκαετία του 1930 με τη μαζική ανεργία που επικρατούσε, την αναποτελεσματικότητα των προηγούμενων κυβερνήσεων και την αναξιοπιστία των παλιών ελίτ, η οποία οφειλόταν στην αποτυχημένη πολιτική τους πριν από την άνοδο των ναζιστών και, ακολούθως, στη συνεργασία τους με τους τελευταίους. Το ισχυρό αυτό μείγμα ενεργοποίησε τις λαϊκές προσδοκίες μετά το 1945 για εμβάθυνση της δημοκρατίας, ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Κατά τραγικό τρόπο, η ταχεία επανεπεξεργασία των προσδοκιών αυτών κάτω από την επίδραση του Ψυχρού Πολέμου εξασθένισε το ριζοσπαστισμό τους. Ωστόσο τα ίχνη τους επιβίωσαν στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συναίνεσης για το νόημα του συλλογικού αγαθού –σε κάποιες παγιωμένες αντιλήψεις για τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς από το κράτος, και εμπιστοσύνη του λαού προς την αποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων ειδικά μέσω του κράτους πρόνοιας.
541
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·542
∫∂º∞§∞π√ 19
∫§∂π™πª√
Ο σταλινισμός, το καπιταλιστικό κράτος πρόνοιας και ο Ψυχρός Πόλεμος, 1945-1956
Π
542
ΑΡΑ ΤΗΝ ΕΝΤΑΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ στη Βρετανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σο-
βιετική Ένωση, η οποία έγινε ακόμη πιο μεγάλη όταν η Γαλλία έγινε δεκτή στο Συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου της ευρισκόμενης υπό κατοχή Γερμανίας, δεν 1 υπήρξε καμιά ανοιχτή σύγκρουση το καλοκαίρι του 1945. Δεν υπήρξε επίσης καμία διαίρεση της Ευρώπης ή έστω κάποια εικασία ότι η Ανατολική Ευρώπη θα περνούσε υπό σοβιετικό έλεγχο. Η Σύνοδος του Πότσνταμ, που κράτησε από τις 17 Ιουλίου μέχρι τις 2 Αυγούστου 1945, δεν δημιούργησε καμία ρωγμή στην αντιφασιστική συμμαχία. Μια ευθεία γραμμή ένωνε τον Ατλαντικό Χάρτη του Αυγούστου 1941 με τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις συνασπισμού, μέσω της Συμφωνίας της Γιάλτας του Φεβρουαρίου του 1945 για τις Απελευθερωμένες Περιοχές. Η κατάσταση έδειχνε ακόμη πιο σταθερή μετά τη συνδιάσκεψη των 50 εθνών, που συμφώνησαν να ιδρύσουν στις 26 Ιουνίου 1945 τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Τα προβλήματα ωστόσο άρχισαν στις αποικίες. Μετά τον Σεπτέμβριο του 1945, η Βρετανία αποκατέστησε τη γαλλική αποικιοκρατία στην Ινδοκίνα, παρά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Βιετνάμ από τον Χο Τσι Μινχ, τον κομμουνιστή ηγέτη της αντίστασης εναντίον των Ιαπώνων. Παρόμοιες συγκρούσεις ξέσπασαν στη μελλοντική Ινδονησία, στις Φιλιππίνες, στη Μαλαισία, ενώ στην Κίνα αναζωπυρώθηκε ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους κομμουνιστές και στην εθνικιστική κυβέρνηση του Τσανγκ Κάι-σεκ. Η μεγαλύτερη δοκιμασία για την Ευρώπη ήρθε στην Ελλάδα, όπου η δεξιά κυβέρνηση άρχισε να τρομοκρατεί την Αριστερά: το ΚΚΕ αποφάσισε να μποϊκοτάρει τις διαβλητές εκλογές του 1946 και έτσι, τον Οκτώβριο του ιδίου έτους ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος. Από τις αρχές του 1946 κιόλας, η διάθεση για συνεργασία άρχισε να εξατμίζεται. Στις 5 Μαρτίου, ο Τσόρτσιλ έβγαλε ένα λόγο στο Φούλτον του Μιζούρι, καταγγέλλοντας τη σοβιετική εξουσία: «Από το Στετίνο στη Βαλτική Θάλασσα μέχρι την
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·543
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Τεργέστη στην Αδριατική, ένα σιδηρούν παραπέτασμα έχει χωρίσει την Ευρώπη. Πίσω του βρίσκονται όλες οι πρωτεύουσες των παλιών κρατών της Κεντρικής και 2 της Ανατολικής Ευρώπης». Το επόμενο έτος, η υπόθεση αυτή έγινε σαφέστερη. Τον Ιανουάριο του 1947, οι κομμουνιστές κέρδισαν το 80,1% των ψήφων στις ολοφάνερα νοθευμένες πολωνικές εκλογές, ενώ το Κόμμα των Αγροτών, που τους αντιπολιτευόταν μόνο το 10,3%. Μετά την παύση χρηματοδότησης των αντικομμουνιστικών κυβερνήσεων στην Τουρκία και την Ελλάδα από τη Βρετανία, ο πρόεδρος Τρούμαν ζήτησε από το Κογκρέσο στις 12 Μαρτίου 1947 τη διάθεση κεφαλαίων γι’ αυτόν το σκοπό, κηρύσσοντας τον πόλεμο εναντίον του ολοκληρωτισμού. Η ρητορική της μεταπολεμικής αναμόρφωσης του κόσμου μεταβλήθηκε σε πρόγραμμα «ανάσχεσης» του κομμουνισμού. Σύμφωνα με τον Ντιν Άτσεσον (Dean Acheson), υφυπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτό ήταν ο «Αρμαγεδδών»: Η σοβιετική πίεση στα Στενά του Βοσπόρου, στο Ιράν και τη βόρεια Ελλάδα είχε οδηγήσει τα Βαλκάνια σε τέτοιο σημείο ώστε μια εξαιρετικά πιθανή προέλαση των Σοβιετικών στην περιοχή αυτή θα μπορούσε να τους ανοίξει το δρόμο για να διεισδύσουν σε τρεις ηπείρους. Ακριβώς όπως ένα σάπιο μήλο μπορεί να κάνει να σαπίσουν και όλα τα άλλα που βρίσκονται στο ίδιο καλάθι, έτσι και η πτώση της Ελλάδας θα μπορούσε να μολύνει το Ιράν και την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Μέσω της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου, η αρρώστια θα μπορούσε να μεταφερθεί στην Αφρική, και μέσω της Ιταλίας και της Γαλλίας στην υπόλοιπη Ευρώπη… Η Σοβιετική Ένωση παίζει ένα από τα μεγαλύτερα γεωπολιτικά παιχνίδια με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Εμείς μό3 νο μπορούσαμε να δώσουμε τέλος σε αυτό το παιχνίδι.
Τον Ιούνιο του 1947, το Δόγμα Τρούμαν για την ανάσχεση του κομμουνισμού συνδυάστηκε με το Σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο πρόσφερε μεγάλη οικονομική βοήθεια στις ευρωπαϊκές χώρες. Τον Σεπτέμβριο του 1947, 16 χώρες δημιούργησαν στο Παρίσι τον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (ΟΕΟΣ / OEEC), ενώ στη διάρκεια της περιόδου 1948-52 διατέθηκαν 13 δισεκατομμύρια δολάρια σε ρευστό χρήμα και σε εφόδια μέσω του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Ανασυγκρότη4 σης (ERP). Ακόμη και πριν από το Σχέδιο Μάρσαλ, προσφέρονταν πολλά χρήματα στην Ιταλία και τη Γαλλία για την πολιτική «σταθεροποίηση» των χωρών αυτών, ενώ από το 1945 ένα δάνειο προς τη Βρετανία έθετε σοβαρούς πολιτικούς όρους στη χώρα. Επιπλέον, χαλαρώνοντας την πίεση στην εσωτερική κατανάλωση, το Σχέδιο Μάρσαλ πρόλαβε τη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών στρωμάτων και τη στροφή τους προς την Αριστερά. Οι αντικομμουνιστικοί αυτοί υπολογισμοί έγιναν το Σχέδιο Μάρσαλ και το Δόγμα Τρούμαν δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Σύμφωνα με τον ίδιο τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, το πρώτο «έσωσε την Ευρώ-
543
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·544
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
544
πη από την οικονομική καταστροφή και την απάλλαξε από το φόβο της υποδούλω5 σής της στον ρωσικό κομμουνισμό». Η πόλωση των πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη εντεινόταν γοργά. Το γαλλικό, το ιταλικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα Βελγίου αποπέμφθηκαν από τις κυβερνήσεις των χωρών τους τον Μάιο του 1947. Τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, ο Στάλιν ίδρυσε την Κομινφόρμ (Κομμουνιστικό Γραφείο Πληροφοριών) σε μια συνδιάσκεψη των κομμουνιστικών κομμάτων στην Πολωνία, όπου εκτός από τα κυβερνώντα κομμουνιστικά κόμματα, συμμετείχαν το ιταλικό και το γαλλικό. Έχοντας στόχο την ενίσχυση του Ανατολικού Μπλοκ, η εν λόγω συνδιάσκεψη σηματοδότησε το τέλος της ανοχής του Στάλιν προς τους «εθνικούς δρόμους» των δυτικών κομμουνιστικών κομμάτων και την επιβολή της γραμμής για τα «Δύο Στρατόπεδα». Κύριος εμπνευστής της ήταν ο Αντρέι Αλεξάντροβιτς Ζντάνοφ, ο ανερχόμενος υπασπιστής του Στάλιν. Η πολιτική των Σοβιετικών σκλήρυνε ακόμη περισσότερο στην Ανατολική Ευρώπη, όταν εκδηλώθηκε η Τσεχοσλοβακική Επανάσταση (19-25 Φεβρουαρίου 1948). Μόλις οι Δυτικοί Σύμμαχοι προανήγγειλαν τη δημιουργία του κράτους της Δυτικής Γερμανίας μέσω της νομισματικής μεταρρύθμισης, τον Ιούνιο του 1948, η Σοβιετική Ένωση απάντησε με τον αποκλεισμό του Βερολίνου, ο οποίος τελικά απέτυχε χάρη στην περίφημη αερογέφυρα. Το 1949, η διαίρεση της Γερμανίας σε ανατολική και δυτική παγιώθηκε, συμβολίζοντας μια ευρύτερη διαίρεση όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και του κόσμου ολόκληρου. Η συνύφανση των παγκοσμίων γεγονότων σε μία ενιαία αφήγηση παγκόσμιας σύγκρουσης ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής αυτής. Στην Ασία, οι αντιαποικιοκρατικές εξεγέρσεις είχαν μεικτά αποτελέσματα. Η δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στις 21 Σεπτεμβρίου 1949 τους έδωσε σημαντική ώθηση, αλλά σε κάποιες άλλες χώρες είτε πνίγηκαν στο αίμα είτε αποτέλεσαν την αρχή μακροχρόνιων απελευθερωτικών αγώνων. Στην Ινδονησία, πάντως, και τη Βιρμανία, τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα πέτυχαν να εδραιώσουν τη θέση τους. Ο Πόλεμος στην Κορέα (1950-53), σημείο καμπής, οδήγησε στην εκ νέου στρατιωτικοποίηση της ευρωπαϊκής ηπείρου. Το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα εγκαταλείφθηκε από τον Στάλιν, με συνέπεια να ηττηθεί (1948). Οι Ηνωμένες Πολιτείες έριξαν όλο το βάρος τους στην προσπάθεια να επηρεάσουν τις ιταλικές εκλογές του Απριλίου του 1949, με αποτέλεσμα οι χριστιανοδημοκράτες να νικήσουν το συνασπισμό κομμουνιστών και σοσιαλιστών. Στην Ανατολική Ευρώπη, ο Στάλιν επέβαλε διά της βίας την άποψή του, με άμεση συνέπεια την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ τον Ιούνιο του 1948 γιατί αρνήθηκε να πειθαρχήσει στα κελεύσματα της Μόσχας. Βαθμιαία, τα δύο στρατόπεδα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο συμπαγή.
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·545
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Η μεταπολεμική πολιτική κατάσταση τόσο στις δυτικές όσο και τις ανατολικές χώρες γινόταν όλο και πιο περιοριστική. Ενώ το αντιφασιστικό κίνημα έκανε την Αριστερά αποδεκτή από το πολιτικό σύστημα, ο Ψυχρός Πόλεμος την οδήγησε και πάλι στο περιθώριο. Η εξωτερική πολιτική των χωρών της Δύσης έγινε ομοιόμορφη, ενώ ταυτόχρονα οδηγήθηκε στη δαιμονοποίηση του κομμουνισμού ως πολιτικού οργάνου της Σοβιετικής Ένωσης και πηγής ανελευθερίας, παρουσιάζοντας το ριζοσπαστισμό σαν εθνική προδοσία και συνοδοιπορία με τον εχθρό. Στις ανατολικές χώρες, η σκλήρυνση αυτή έλαβε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς οι «Λαϊκές Δημοκρατίες» βούλιαξαν σε μια παρανοϊκή συνωμοσιολογία και επέβαλαν ένα ωμό καθεστώς παθολογικής βίας και τρόμου. Ο Ψυχρός Πόλεμος έγινε ένα άκαμπτο και αμείλικτο σύστημα εξουσίας που περιόριζε την ελεύθερη έκφραση των λαών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διαμόρφωσε αποφασιστικά την παγκόσμια πολιτική από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 μέχρι το 1970 και αργότερα, με συνέ6 πειες που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας.
Εξασφαλίζοντας τη δημοκρατία για τον καπιταλισμό
Δην περίοδο 1943-47, και πιο συγκεκριμένα από τη Μάχη του Στάλινγκραντ μέχρι την αποπομπή των Γάλλων και των Ιταλών κομμουνιστών από τις κυβερνήσεις των χωρών τους, η ροπή της πολιτικής ζωής, χάρη στον αντιφασιστικό αγώνα, ευνοούσε την Αριστερά και τις επαγγελίες της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Μετά το 1947, ο Ψυχρός Πόλεμος αντιστρατεύτηκε με κάθε τρόπο τις επαγγελίες αυτές των αντιστασιακών συμμαχιών, κλείνοντας μάλλον παρά ανοίγοντας προοπτικές, πνίγοντας παρά ενισχύοντας την επιθυμία για αλλαγή. Η ανάσχεση αυτή –η ανασύσταση δηλαδή των προπολεμικών πολιτικών ορίων και ο περιορισμός του δημοκρατικού φαντασιακού– σήμανε το τέλος των μεταπολεμικών διευθετήσεων και των ελπίδων που αυτές ενέπνευσαν. Στην Ιταλία και, κυρίως, στην Ελλάδα, οι συγκρούσεις συνεχίζονταν, ενώ η Ισπανία και η Πορτογαλία βρίσκονταν υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του φασισμού. Ωστόσο στον ευρωπαϊκό βορρά και τη Δύση –στις σκανδιναβικές χώρες, στην Ολλανδία, στη Βρετανία και τη Γαλλία ακόμη– ο αντικομμουνισμός επηρέασε την οικονομία της ανοικοδόμησης. Το Σχέδιο Μάρσαλ ήταν ένα δώρο που έδωσε τη δυνατότητα στην Ευρώπη να «ξανασταθεί στα πόδια της» αλλά και ένα μέσο άσκησης της αμερικανικής πολιτικής, ένα ισχυρό πράγματι κράμα ηθικολογίας και ιδιοτέλειας. Ο καπιταλισμός –το οικονομικό σύστημα μέσω του οποίου θα ανέκαμπταν οι δυτικές οικονομίες και θα ευημερούσαν οι κοινωνίες τους– επρόκειτο να γίνει το θεμέ-
545
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·546
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
546
λιο της δημοκρατίας, επουλώνοντας τις πληγές του πολέμου και αποσοβώντας την απειλή της Αριστεράς. Η δημοκρατία θα διασφάλιζε τη διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος, αποτρέποντας την εμφάνιση πιο ριζοσπαστικών κινημάτων. Η ενότητα αυτή καπιταλισμού και δημοκρατίας, αλτρουισμού και ιδιοτέλειας ήταν ο κα7 θοριστικός στόχος του Σχεδίου Μάρσαλ. Η πολυμερής ανάπτυξη του εμπορίου θα διασφάλιζε την κοινωνική ειρήνη στην ευρωπαϊκή ήπειρο και ταυτόχρονα θα εγγυόταν την οικονομική ανάπτυξη των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Αυτό βέβαια απαιτούσε την αναζωογόνηση της γερμανικής οικονομίας, τις πολιτικές συνέπειες της οποίας θα έθετε εφεξής υπό έλεγχο η δυτικοευρωπαϊκή συνεργασία. Τη διαδικασία αυτή ανέλαβε αρχικά να φέρει σε πέρας η Βρετανία, αλλά, όταν η κυβέρνηση των Εργατικών εγκατέλειψε τον προηγούμενο ευρωπαϊσμό, το ρόλο αυτό ανέλαβε η Γαλλία. Πέραν της εισροής κεφαλαίων για την οικονομική ανάκαμψη λοιπόν, το Σχέδιο Μάρσαλ διαμόρφωσε το πολιτικό πλαίσιο όλων των μεταπολεμικών διευθετήσεων, όντας ο προπομπός των προσπαθειών της διεθνούς της ενσωμάτωσης, από το Σχέδιο Σουμάν και τη Συνθή8 κη της Ρώμης μέχρι την ίδρυση του ΝΑΤΟ. Στο εσωτερικό των χωρών, το Σχέδιο Μάρσαλ προώθησε την κορπορατιστική συνεργασία ανάμεσα στις επιχειρήσεις, στον γεωργικό τομέα, στα συνδικάτα, στους ελεύθερους επαγγελματίες και στο κράτος. Από κοινωνική άποψη, «εγγυάτο τον βιομηχανικό εκσυγχρονισμό, προωθούσε κεϊνσιανές στρατηγικές της μεικτής οικονομικής διαχείρισης, την αναμόρφωση των απαρχαιωμένων δομών της δημόσιας διοίκησης, την ενθάρρυνση προοδευτικών φορολογικών πολιτικών, τη διαμόρφωση στεγαστικών προγραμμάτων χαμηλού κόστους και τη λήψη άλλων οικονομικών και κοινωνικών μέτρων μεταρ9 ρύθμισης». Ωστόσο το πλήρες αυτό πακέτο οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών δεν εισήχθη στο κενό. Τη Δυτική Ευρώπη δεν κυβερνούσαν μόνο οι εκσυγχρονιστές αρχιτέκτονες της πολυμερούς οικονομικής συνεργασίας και οι κοινωνικοί υποστηρικτές τους αλλά και οι σοσιαλδημοκράτες, οι φιλελεύθεροι και χριστιανοί μεταρρυθμιστές, οι οποίοι περιστοιχίζονταν από κομμουνιστές και άλλους ριζοσπάστες. Σε σύγκριση με το μέγεθος των προσδοκιών αυτών, των σχετικών με την ανοικοδόμηση των ευρωπαϊκών χωρών, οι μεταρρυθμιστικές φιλοδοξίες του Σχεδίου Μάρσαλ ήταν πολύ μικρές. Αντιμέτωπη με την ανοιχτή και εξελισσόμενη Δυτική Ευρώπη την περίοδο 194546, οι ΗΠΑ με την πολιτική τους ανέκοψαν μάλλον τις μεταρρυθμίσεις παρά τις ενίσχυσαν. Πράγματι, το Σχέδιο Μάρσαλ έδωσε τον πολιτικό μοχλό για την εφαρμογή ενός νέου μεταπολεμικού μοντέλου που συνδυάστηκε στενά με τον αντικομμουνισμό στην εγκαινίαση του Ψυχρού Πολέμου και την εξ αυτού του λόγου αποκήρυξη
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·547
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
του ίδιου του μεταρρυθμιστικού δυναμικού του. Ο αντικομμουνισμός ενθάρρυνε τη συνεργασία με τα πιο αντιδραστικά στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, περιορίζοντας στο ελάχιστο το χώρο για μεταρρυθμίσεις. Στην Ελλάδα, λόγου χάρη, ένα από τα πρώτα θύματα της πολιτικής αυτής ήταν η μετριοπαθής σοσιαλδημοκρατία. Μετά τον Εμφύλιο, οι Έλληνες αγρότες και εργάτες σήκωσαν το βάρος όχι μόνο της άγριας καταπίεσης των ακροδεξιών αλλά και των οικονομικών πολιτικών, που διαιώνιζαν τη φτώχεια και τη δυστυχία. Η δυτική βοήθεια, σε συνδυασμό με τα αντιδραστικά αποτελέσματα του αντικομμουνισμού, έθεσε τις βάσεις για την εγκαθίδρυση ενός πλαισίου μακρόχρονης εξάρτησης της ελληνικής κοινωνίας. Στην Ελλάδα, η αμερικανική πολιτική ήταν κυρίως αντικομμουνιστική, υπονομεύοντας κάθε μεταρ10 ρυθμιστικό στοιχείο που επαγγελλόταν το Σχέδιο Μάρσαλ. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα των μεταπολεμικών συγκρούσεων, η Ιταλία, αποτέλεσε το κατεξοχήν εργαστήριο για την εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ: το ιταλικό εργατικό κίνημα όφειλε να ανταλλάξει τη μαχητικότητά του για καλύτερους μισθούς και μεγαλύτερη παραγωγικότητα, μαζί με ένα βελτιωμένο πακέτο κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και πόρων για τη στήριξη της κοινωνικής πολιτικής. Αλλά αυτό απαιτούσε τη ριζική αναμόρφωση του ιταλικού εργατικού κινήματος, που υποστηριζόταν από τους κομμουνιστές, τους σοσιαλιστές και τους ριζοσπάστες καθολικούς, οι οποίοι είχαν εσχάτως ενώσει τις δυνάμεις τους υπό τη σημαία του αντιφασιστικού αγώνα. Ωστόσο ο αντικομμουνισμός πήρε και εδώ το πάνω χέρι. Η αμερικανική βοήθεια χρησιμοποιήθηκε ωμά για να διασπάσει τη CGIL, η ενότητα της οποίας, που είχε επιτευχθεί τον Ιούνιο του 1944, εξέφραζε με εύγλωττο τρόπο την αλληλεγγύη της πολεμικής περιόδου. Η δεξιά παράταξη στην ίδια την Ιταλία επιδίωκε να εξουδετερώσει το PCI, αλλά ο αποκλεισμός των κομμουνιστών από τον αντιφασιστικό συνασπισμό ήταν αδιανόητος χωρίς τη μαζική βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών, μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ. Στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της απομάκρυνσης του PCI από την κυβέρνηση τον Μάιο του 1947 και της διάσπασης της CGIL μετά τη γενική απεργία του Ιουλίου του 1948, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν να πετύχουν πλήρως το στόχο τους.11 Τι κέρδισαν όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες; Η πολιτική τους αποσκοπούσε στην ενίσχυση της εξουσίας των συντηρητικών δυνάμεων της ιταλικής κοινωνίας, της Εκκλησίας συμπεριλαμβανομένης, και τη διάσπαση της ενότητας του εργατικού κινήματος. Επιπλέον, σήμαινε την εγκαθίδρυση ενός καταπιεστικού συστήματος εργασιακών σχέσεων: από το 1948 μέχρι το 1955, η παραγωγικότητα αυξήθηκε στην Ιταλία κατά 100%, ενώ οι μισθοί αυξήθηκαν μόλις 6%. Το ίδιο το PCI, η δύναμη του οποίου κινούνταν μεταξύ του 1/5 και του 1/3 του εκλογικού σώματος, αποκλείστη-
547
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·548
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
548
κε ολοκληρωτικά από την πολιτική ζωή του τόπου. Αυτό δεν ήταν μια ατυχής παράπλευρη συνέπεια του Σχεδίου Μάρσαλ ή ένας απρόβλεπτος εκβιασμός από την πλευρά των «παραδοσιακών» ιταλικών συμφερόντων. Ήταν ο εκφρασμένος στόχος του αμερικανικού σχεδίου: «Με την επικράτηση του αντικομμουνισμού σε βάρος των μεταρρυθμίσεων, η ιταλική βιομηχανία είχε τη δυνατότητα να ακολουθήσει αδιατάρακτα μια οικονομική πολιτική βασισμένη στη χαμηλή εσωτερική κατα12 νάλωση, τους χαμηλούς μισθούς και τις αυταρχικές εργασιακές σχέσεις». Μόλις τέλειωσε ο πόλεμος, η ιταλική κοινωνία επέδειξε την πιο εντυπωσιακή δημοκρατική κινητοποίηση σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη. Ωστόσο, στη δεκαετία του 1950, 13 «το ιταλικό εργατικό κίνημα ήταν ένα από τα πιο αδύναμα στην Ευρώπη». Οι συνέπειες του Ψυχρού Πολέμου ήταν εμφανείς και στη Βρετανία, όπου η λαϊκή εντολή προς τους Εργατικούς μετά το 1945 ήταν πολύ ισχυρή και έκανε περιττή τη σύμπραξη κανενός άλλου κόμματος. Μια από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες αυτής της περιόδου ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Έρνεστ Μπέβιν (Ernest Bevin), o οποίος είχε χρηματίσει και υπουργός Εργασίας στη διάρκεια του πολέμου και είχε μια μεγάλη ιστορία αγώνων στη δεξιά πτέρυγα του συνδικαλιστικού κινήματος. Αδιόρθωτα αυταρχικός και αντιδιανοούμενος, ο Μπέβιν ήταν το αρχέτυπο του Εργατικού γραφειοκράτη, εχθρικού προς τη δράση της λαϊκής βάσης όσο και προς τους διανοουμένους, και ελάχιστα ανεκτικού έναντι των δημοκρατικών θεσμών τόσο στους χώρους δουλειάς και τις συνελεύσεις όσο και στις επιτροπές και ακόμη περισσότερο στο δρόμο. Μετά τον πρωθυπουργό Κλέμεντ Άτλι (Clement Atlee), ο Μπέβιν ήταν το πιο σημαντικό στέλεχος της κυβέρνησης και δεν ανεχόταν κανενός είδους κριτική, τρομοκρατώντας τους βουλευτές του κόμματός του και αγνοώντας τους συναδέλφους του στο υπουργικό συμβούλιο. Ο Μπέβιν προσυπέγραφε πλήρως την «επίσημη» άποψη του Υπουργείου Εξωτερικών για τη βρετανική πολιτική – τη διατήρηση του ρόλου της Βρετανίας ως μεγάλης δύναμης στο πλαίσιο μιας μάλλον προσαρμοσμένης εκδοχής του ιμπεριαλιστικού ρόλου της και της απόκτησης ενός ανεξάρτητου πυρηνικού οπλοστασίου– σε αγαστή σύμπνοια με την προηγούμενη πολιτική Τσόρτσιλ. Αυτό περιλάμβανε την «ειδική σχέση» Βρετανίας και Ηνωμένων Πολιτειών, ένα είδος αξιωματικού αντικομμουνισμού και βέβαια, έναν ακραίο αντισοβιετισμό.14 Η υποστήριξη των στρατιωτικών υποχρεώσεων της Βρετανίας εκ μέρους των Εργατικών είχε τρομακτικές επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά της χώρας. Μετά το 1947, η κυβέρνηση Άτλι εγκατέλειψε την υλοποίηση πολλών κοινωνικών προγραμμάτων, επιλέγοντας «να βάλει τέλος στον έλεγχο της οικονομίας και, παράλληλα, να αυξήσει τα ιδιωτικά κεφάλαια, περιορίζοντας τα εισοδήματα της εργατι-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·549
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
κής τάξης και τις κοινωνικές δαπάνες».15 Χωρίς αμφιβολία, το Σχέδιο Μάρσαλ συνέβαλε αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να αυξήσει τις δαπάνες για την άμυνα χωρίς να μειώσει σε επικίνδυνο βαθμό το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Ωστόσο το όλο πλέγμα των μεταπολεμικών οικονομικών σχέσεων, ο Ψυχρός Πόλεμος, που επικρατούσε διεθνώς, και ο διάχυτος αντικομμουνισμός έθεσαν τα όρια της ακολουθούμενης πολιτικής. Στην Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, η ρητορεία για τη σοβιετική απειλή συγκάλυπτε τις τοπικές ιστορίες εκμετάλλευσης των λαϊκών στρωμάτων και ακύρωνε τα πειράματα δημοκρατίας και αυτοδιάθεσης. Οι κοινωνικές επαναστάσεις σε μέρη, όπως η Ελλάδα, η Νοτιοανατολική Ασία και το Ιράν, δεν ήταν μόνο υποπροϊόντα της αντιζηλίας των μεγάλων δυνάμεων ή σημεία σύγκρουσης του «ελεύθερου κόσμου» και των κομμουνιστικών αρχών αλλά και λαϊκά κινήματα με τον δικό τους λόγο ύπαρξης. Αυτόν ακριβώς τον κόσμο, με την πολλαπλότητα των ιστοριών του και τη δική 16 του κοινωνική δυναμική, συνέθλιβε τώρα ο Ψυχρός Πόλεμος. Εκμεταλλευόμενοι αμείλικτα την οικονομική βοήθεια, που πρόσφερε στις άλλες χώρες για να μπλοκάρουν τις ριζοσπαστικές δυνατότητες, οι διαμορφωτές της αμερικανικής πολιτικής κατάφεραν να αφαιρέσουν από τους μη κομμουνιστές μεταρρυθμιστές –τους σοσιαλιστές και τους σοσιαλδημοκράτες, τους φιλελεύθερους διανοουμένους και τους ριζοσπάστες χριστιανούς– κάθε αποτελεσματική πολιτική. Μεταμορφώνοντας τις οικονομικές συνθήκες της Ευρώπης, το Σχέδιο Μάρσαλ όχι μόνο απέτρεψε την ανάπτυξη κολεκτιβιστικών τάσεων αλλά και ανέτρεψε τις πολιτικές συνθήκες, που έδιναν κύρος στους κομμουνιστές… Το Σχέδιο Μάρσαλ δεν ήταν μόνο ένα πακέτο οικονομικής βοήθειας αλλά και ο ακρογωνιαίος λίθος του δόγματος ανάσχεσης του κομμουνισμού. Ο μείζων πολιτικός στόχος του ήταν να απομονώσει τη Σοβιετική Ένωση και τα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα. Ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε επιρρίπτοντας την ευθύνη για την απόρριψη της βοήθειας στους Σοβιετικούς και εξασφαλίζοντας έτσι στη Δύση μια μεγάλη νίκη στον τομέα της προπαγάνδας.17
Οι προοπτικές της δημοκρατίας στην ανατολική Ευρώπη
√ι διεθνείς περιορισμοί της Αριστεράς ήταν ολοφάνεροι στην Ανατολική Ευρώπη. Ο ναζισμός στις χώρες αυτές ήταν απίστευτα πιο κτηνώδης απ’ ό,τι στη Δύση, υποτάσσοντας στη ρατσιστική Νέα Τάξη πραγμάτων κάθε έννοια κυριαρχίας. Οι καταστροφές ήταν πράγματι τρομακτικές. Η στρατοκρατία, η ανηλεής εκμετάλλευση, η αναγκαστική εργασία, οι μαζικές εκτοπίσεις και οι γενοκτονίες ήταν για χρόνια στην ημερήσια διάταξη. Οι Εβραίοι της Ευρώπης, όπως και οι Ρομά και οι Σίντι, εκτοπί-
549
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·550
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
550
στηκαν μαζικά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα περισσότερα από τα οποία βρίσκονταν σε ανατολικές χώρες, όπου και αποδεκατίστηκαν στο πλαίσιο της διαβόητης «Τελικής Λύσης». Έξι εκατομμύρια Πολωνοί –το 1/5 περίπου του προπολεμικού πληθυσμού της χώρας– βρήκαν τραγικό θάνατο. Οι μεταναστεύσεις πληθυσμών μετά το τέλος του πολέμου ήταν τεράστιες: 12,3 εκατομμύρια Γερμανοί μετακινήθηκαν δυτικά από την ανατολική Πρωσία, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία και τις άλλες περιοχές που εγκατέλειψαν οι ναζιστές. 4,5 εκατομμύρια Πολωνοί και 1,9 εκατομμύριο Τσέχοι πήραν τη θέση τους· 2,3 εκατομμύρια Ρώσοι μετακινήθηκαν στις νεοπροσαρτηθείσες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίες βρίσκονταν στο δυτικό τμήμα της χώρας. Επιπλέον, ήταν εκατομμύρια εκείνοι που είχαν απομα18 κρυνθεί από τις εστίες τους μέσα στα ερείπια του Τρίτου Ράιχ. Οι δύο αυτές εμπειρίες –η καταστροφική μανία του ναζισμού και η τεράστια κινητικότητα των πληθυσμών ως στρατιωτών, φυλακισμένων, εκτοπισμένων, εργαζομένων αναγκαστικά και προσφύγων σε όλη την έκταση της καθημαγμένης Ανατολικής Ευρώπης– αποδείχτηκαν ιδιαίτερα κρίσιμες για τις μεταπολεμικές εξελίξεις. Ο ιστός των προπολεμικών κοινωνιών διερράγη. Οι όροι και οι προϋποθέσεις συνύπαρξης των εθνών και των λαών της Ανατολικής Ευρώπης έπαψαν να υφίστανται. Η Εκκλησία, οι γαιοκτήμονες και οι επαγγελματίες έγιναν αναξιόπιστοι λόγω της συνεργασίας τους με τους κατακτητές. Ακόμη και χωρίς τον Κόκκινο Στρατό, η παρουσία του οποίου έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ανοικοδόμηση των ανατολικών χωρών, το κενό αυτό θα απορροφούσε την ενέργεια και τις φιλοδοξίες των κομμουνιστών, που χωρίς δισταγμούς αντιμετώπισαν την πρόκληση αυτή. Το 1945 υπήρχε ακόμη περιθώριο κινήσεων για την αυτόχθονα Αριστερά των χωρών αυτών. Και, πράγματι, τα κόμματα της Αριστεράς το εκμεταλλεύτηκαν μέσα 19 σε συνθήκες που δεν διέφεραν πολύ μεταξύ τους. Η οικονομία της ευρύτερης περιοχής ήταν υπανάπτυκτη, ενώ ο πόλεμος είχε καταστρέψει σχεδόν ολοκληρωτικά τις υποδομές της. Η εκβιομηχάνιση θα ήταν μια ούτως ή άλλως επώδυνη προσπάθεια, και το σοβιετικό μοντέλο, που ευνοούσε την επανάσταση εκ των άνω και έδινε προτεραιότητα στη βαριά βιομηχανία και τα κεφαλαιουχικά αγαθά, σήμαινε τεράστιες θυσίες για τους καταναλωτές. Αυτό αποτελούσε μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στις ανατολικές χώρες από τη μια, και στη Βρετανία, στη Γαλλία ή στη Βόρεια Ευρώπη από την άλλη, ενώ ταυτόχρονα αποκάλυπτε τις δυτικές προϋποθέσεις του Σχεδίου Μάρσαλ, που συνέδεε τον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας με την κατανάλωση. Η έλλειψη ενός παρόμοιου σοβιετικού σχεδίου για την Ανατολική Ευρώπη ήταν τεράστιο μειονέκτημα για τις οικονομίες των εν λόγω χωρών, καθώς μάλιστα ο Στάλιν εφάρμοσε μία ωμά ιδιοτελή πολιτική, λεηλατώντας αμείλικτα τις οικονο-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·551
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
μίες της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της σοβιετικής ζώνης στη Γερμανία και προσθέτοντας την περιοχή στην εξάρτηση από την ΕΣΣΔ. Μια άλλη προτεραιότητα για τις κατά βάση αγροτικές αυτές χώρες ήταν η αγροτική μεταρρύθμιση και η αντικατάσταση των νεοφεουδαρχικών κτημάτων με συνεταιρισμούς και οικογενειακά αγροκτήματα. Και εδώ όμως, μετά από ένα πολύ σύντομο ιντερλούδιο, επικράτησε το σοβιετικό μοντέλο κολεκτιβοποίησης. Σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη, οι πρόσφατες πολιτικές εμπειρίες ήταν κυρίως διάφορες μορφές δικτατορίας. Οι ελεύθεροι θεσμοί είτε είχαν καταλυθεί στη διάρκεια του Μεσοπολέμου είτε καταργήθηκαν από τους ναζί. Η καταπίεση, οι φυλακίσεις, οι εξορίες και οι αντιστασιακοί αγώνες οδήγησαν επίσης στον αποδεκατισμό των αγωνιστών της Αριστεράς. Σε αυτό συνέβαλαν και οι σοβιετικές εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων, οι οποίες εξάντλησαν όχι μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) αλλά και τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κόμματα και, ιδιαίτερα, εκείνα της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Γιουγκοσλαβίας. Βέβαια, πρέπει να επισημανθεί ότι τόσο η Αντίσταση όσο και η απελευθέρωση έφεραν την εισροή νέων μελών, καθώς και την αύξηση των οπαδών, ιδίως από τη στιγμή που οι λαοί άρχισαν να συνειδητοποιούν τις μελλοντικές εξελίξεις και προσπάθησαν να προστατευτούν από αυτές. Από πολιτική άποψη, η ανοικοδόμηση απαιτούσε την αξιοποίηση του αντιφασιστικού αγώνα –την απομόνωση των αντιδραστικών και των συνεργατών του φασισμού, την εξασφάλιση της συμμετοχής του λαού και την ενίσχυση των κοινωνικών δεσμών ανάμεσα στην εργατική τάξη, στην αγροτιά και την ιντελιγκέντσια. Για την υλοποίηση των στόχων αυτών, η Αριστερά των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης ήταν καλά προετοιμασμένη. Το αναδυόμενο πολιτικό μοντέλο –συνασπισμοί εθνικής ενότητας, που οδήγησαν στην εγκαθίδρυση των «λαϊκών δημοκρατιών»– διασφαλιζόταν από την παρουσία του Κόκκινου Στρατού, η οποία απέκλειε τα δυτικά σενάρια παλινόρθωσης του συντηρητισμού σε βάρος της Αριστεράς. Από την άλλη πλευρά, η ασφάλεια της Σοβιετικής Ένωσης έμπαινε πάνω απ’ όλα, με άμεση συνέπεια να τίθεται σε δεύτερη μοίρα ο σοσιαλισμός αυτός καθ’ εαυτόν. Το σοβιετικό μοντέλο της ελεγχόμενης από το κράτος οικονομίας και της παντοκρατορίας του ενός και μοναδικού κόμματος ήταν «σοσιαλιστικό» μόνο σύμφωνα με μια τεχνική και πτωχευμένη έννοια του όρου, αφού είχε αφυδατωθεί απ’ όλα τα δημοκρατικά στοιχεία του. Από το 1925 και εφεξής, η Σοβιετική Ένωση έπαψε σταδιακά να είναι σοσιαλιστική. Μέχρι το 1935 ή το αργότερο μέχρι το 1938, η δημοκρατία είχε γίνει κενό γράμμα για το Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης, το σοβιετικό κράτος, την οικονομία, την οργανωμένη κοινωνική ζωή και τις καθημερινές
551
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·552
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
552
συναλλαγές. Οι δημοκρατικοί θεσμοί αντικαταστάθηκαν από τη γραφειοκρατία και τα κατασταλτικά μέτρα της αστυνομίας. Όπως, αποκάλυψε μάλιστα η περίπτωση της Ισπανίας, η σοβιετική εξωτερική πολιτική έπαψε να υποστηρίζει την επανάσταση στις άλλες χώρες, υποτάσσοντας την ευρωπαϊκή Αριστερά στις στοχεύσεις της ως μεγάλης δύναμης. Βέβαια, οι δομικές αλλαγές στις χώρες αυτές προώθησαν, έστω και αρνητικά, τη «σοσιαλιστική» οικονομία, καθώς κατέστρεψαν τον καπιταλισμό. Η σοσιαλιστική ρητορεία δεν έπαψε να κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο, όσο χονδροειδές και να ήταν το μαρξιστικό θεωρητικό της πλαίσιο, αφήνοντας έτσι κάποιο μικρό περιθώριο για μια αναγέννηση του σοσιαλισμού μελλοντικά. Επιπλέον, οι σοσιαλιστικές αξίες μέσα στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση θα μπορούσαν να ανανεωθούν μέσα από πολιτικούς αγώνες για τη δημοκρατία. Αρχικά, η κυριαρχία των Σοβιετικών στην Ανατολική Ευρώπη ποίκιλλε από χώρα σε χώρα. Το σύνθημα του «εθνικού δρόμου προς τον κομμουνισμό» χαρακτήριζε την πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δύση το 1945, και από το κα20 λοκαίρι του 1946 μέχρι τα τέλη του 1947 εφαρμόστηκε και στην Ανατολή. Βέβαια, οι εθνικοί αυτοί δρόμοι ήταν πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Οι εκλογές, λόγου χάρη, στην Πολωνία ήταν εντελώς διαβλητές, ενώ στην Τσεχοσλοβακία απολύ21 τως ελεύθερες. Εκτός από την επίθεση στους συνεργάτες των ναζί, οι κομμουνιστές στράφηκαν πολύ σύντομα και εναντίον των ισχυρότερων αντιπάλων τους, των αγροτικών κομμάτων, είτε βάζοντάς τα στην κυβέρνηση είτε αντιμετωπίζοντάς τα 22 ως πόλους έλξης των αντιπάλων. Μετά το 1945-46, ο πραγματικός πλουραλισμός έγινε σπάνιος. Συνήθως, οι κομμουνιστές έπαιρναν σημαντικά χαρτοφυλάκια, όπως των μεταφορών ή των εσωτερικών, αφενός ελέγχοντας τις κινήσεις των ανθρώπων και τη δημόσια σφαίρα και αφετέρου την οικονομία μέσω του κεντρικού σχεδιασμού. Οι ρυθμοί ήταν διαφορετικοί από χώρα σε χώρα, αλλά τα κομμουνιστικά κόμματα της Ανατολικής Ευρώπης εδραίωσαν την εξουσία τους το 1947-48, ακολουθώντας μία αμείλικτη πολιτική που διέψευδε τα συνθήματα περί λαϊκής δημοκρατίας και εθνικών δρόμων. Η «τακτική της σαλαμοποίησης» του Ούγγρου κομμουνιστή ηγέτη Ματιάς Ράκοζι (M_ty_s R_kosi), που αποσκοπούσε στη σταδιακή αποδυνάμωση της αντιπολίτευσης, ήταν η σκληρή πραγματικότητα πίσω από τους 23 ισχυρισμούς περί πλουραλισμού. Οι σχέσεις των κομμουνιστών με τους σοσιαλιστές ήταν κεντρικής σημασίας. Τα αγροτικά κόμματα έδειχναν αναποφασιστικότητα, ενώ οι υποστηρικτές του «τρίτου δρόμου», όπως οι Ούγγροι λαϊκιστές Γκιούλα Ιλιές (Gyula Illyés) και Ιστβάν Μπιμπό (Istv_n Bib_), δεν πέτυχαν τίποτε σε σύγκριση με τους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές. Όταν την άνοιξη του 1947 ξεκίνησε ο Ψυχρός Πόλεμος,
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·553
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
οι κομμουνιστές κατάφεραν να αποκτήσουν στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους. Ωστόσο τη λήψη τότε ριζοσπαστικών μέτρων υποστήριξαν ακόμη και οι σοσιαλδημοκράτες. Η επιβίωση του καθεστώτος ενδιέφερε και πολλούς μη κομμουνιστές που είχαν ακόμη νωπή την ανάμνηση των καταστροφών του 1918-20 και του 1933-34. Η πορεία προς το σοσιαλισμό ήταν ο επιτακτικός στόχος, ειδικά τώρα που αυξάνονταν η διεθνής πίεση και οι φόβοι για οικονομική αποσταθεροποίηση και συνωμοσίες της Δεξιάς. Η συμμαχία με τους κομμουνιστές για την υλοποίηση μιας υλοποιήσιμης σοσιαλιστικής ατζέντας, όταν μάλιστα η ιστορία έδειχνε να της κλείνει την πόρτα, θεωρήθηκε μια αξιόπιστη επιλογή. Ο Ούγγρος Σοσιαλδημοκράτης Γκιόργκι Μαροζάν (György Maros_n), ο οποίος ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του κόμματός του, ήταν από εκείνους που ακολούθησαν αυτό το δρόμο. Γνωρίζοντας καλά το σταλινισμό, ζύγισε καλά τον κίνδυνο της Δεξιάς και πήρε το ρίσκο να μπει το 1948 στην κυβέρνηση Ράκοζι ως υπουργός υπεύθυνος για την ελαφρά βιομηχανία. Αποτέλεσμα ήταν να πέσει θύμα των εκκαθαρίσεων του Αυγούστου του 1950 και να κάνει εκ νέου την εμφάνισή του το 1956 με σκοπό να μεταρρυθμί24 σει το καθεστώς που λίγα χρόνια νωρίτερα είχε καταστρέψει την καριέρα του. Εν ολίγοις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δημοκρατία στην Ανατολική Ευρώπη ήταν εύθραυστη και σύντομη. Ακόμη κι αν λάβουμε υπόψη μας την κοινωνικοοικονομική καθυστέρηση των χωρών αυτών, την καταστροφή που προκάλεσε ο φασισμός και την επίδραση του Ψυχρού Πολέμου, ο σταλινισμός –ως σοβιετική επιρροή και τοπική πρακτική– αποδείχτηκε αξεπέραστος. Η οικονομική καχεξία της περιοχής αυξήθηκε από την εκμετάλλευσή της από τους Σοβιετικούς και τον αποκλεισμό της από το Σχέδιο Μάρσαλ. Ο αυστηρότερος, μάλιστα, σοβιετικός έλεγχος μετά την άνοιξη του 1947 έβαλε τέλος στους «εθνικούς δρόμους». Τα άκαμπτα και συγκεντρωτικά κράτη, ο αποκλεισμός των μη κομμουνιστών από την κυβέρνηση, η μονοπώληση των κρατικών θέσεων, οι μονοκομματικές κυβερνήσεις, ο περιορισμός των ελευθεριών και των συνταγματικών εγγυήσεων και η υπακοή στα κελεύσματα της Σοβιετικής Ένωσης στέρησαν από τις λαϊκές δημοκρατίες την υποστήριξη των λαών τους. Ο ασφυκτικός έλεγχος, που ασκούσε το Υπουργείο Εσωτερικών (με τον αστυνομικό μηχανισμό να έχει σχεδιαστεί από τους Σοβιετικούς «συμβούλους» ασφαλείας), όχι μόνο κατέστρεψε το όποιο δυναμικό υπήρχε για την ανάπτυξη μιας δημοκρατικής πολιτικής κουλτούρας αλλά και αφαίρεσε από τα κομμουνιστικά κόμματα τη δημιουργικότητά τους. Οι φοβερές εκκαθαρίσεις των ετών 1948-52 αποδεκάτισαν τα κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής ακριβώς μόλις αυτά αναδύθηκαν μέσα από την απομόνωση της Αντίστασης. 553
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·554
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η σταλινοποίηση των λαϊκών δημοκρατιών
ªέχρι το 1947, το μέλλον των κοινωνιών αυτών έμενε ανοιχτό. Σε ορισμένες χώ-
554
ρες, η αδυναμία των εθνικών κομμάτων και οι ανάγκες ασφάλειας οδηγούσαν σε άμεσο σοβιετικό έλεγχο, με την ταχεία συγκέντρωση της εξουσίας γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα, όπως συνέβη, για παράδειγμα, στην Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Αλλού πάλι, οι κομμουνιστές ανέλαβαν σημαντικά υπουργεία (Εσωτερικών, Δημόσιας Τάξης, Δικαιοσύνης, Προπαγάνδας και Πληροφοριών, και Μεταφορών), ενώ στον οικονομικό τομέα αποδείχτηκαν πιο προσεκτικοί από τους σοσιαλιστές ανταγωνιστές τους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι εθνικοί δρόμοι ώς την άνοιξη του 1947 –της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, της εθνικής αυτονομίας και της σταδιακής μετάβασης στο σοσιαλισμό– ήταν ανοιχτοί. Όπως έγραψε αργότερα ο Ούγγρος κομμουνιστής Μπέλα Σας, «η άποψη των περισσότερων Ούγγρων, και όχι μόνο των κομμουνιστών, ήταν ότι ο δρόμος της Ουγγαρίας δεν μπορούσε να είναι εκείνος της Ρωσίας. Όπως καταλαβαίνετε, είναι μια διαφορετική χώρα με διαφορετικές παραδόσεις και διαφορετικό λαό».25 Τι άλλαξε όμως; Ο Ψυχρός Πόλεμος απλώς τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια της δημοκρατίας. Μια αμείλικτη διαδοχή γεγονότων μέσα στο 1947 –το Δόγμα Τρούμαν, η απομάκρυνση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας και της Ιταλίας από την κυβέρνηση των χωρών τους, το Σχέδιο Μάρσαλ και η ίδρυση της Κομινφόρμ– άλλαξε ριζικά το σκηνικό. Μετά την αποτυχία της στρατηγικής των εθνικών δρόμων στη Δύση, ο Στάλιν έδωσε προτεραιότητα στη συμμόρφωση των κομμουνιστικών κομμάτων της Ανατολικής Ευρώπης με την πολιτική γραμμή της Σοβιετικής Ένωσης. Ακόμη και τότε όμως οι Τσεχοσλοβάκοι κομμουνιστές υπερασπίστηκαν με σθένος την άποψή τους. Ο Γκότβαλντ ζήτησε να ενταχθεί η χώρα του στο Σχέδιο Μάρσαλ, με την ελπίδα να μπει στο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανασυγκρότησης (ERP), αλλά το βέτο, που άσκησε ο Στάλιν τον Ιούλιο, τον σταμάτησε. Η απουσία θετικών ενδείξεων από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, σε άμεση συνάφεια με την εγκατάλειψη της Τσεχοσλοβακίας από τη Βρετανία το 1938 και την αγνόηση της εξόριστης κυβέρνησης στη διάρκεια του πολέμου, αποθάρρυνε ακόμη περισσότερο τα μη κομμουνιστικά μέλη της κυβέρνησης συνασπισμού.26 Η ίδρυση της Κομινφόρμ –του Γραφείου Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων– στη Σκαλάρσκα Προμπέα της Πολωνίας τον Σεπτέμβριο του 1947 αποτέλεσε τη χαριστική βολή. Οι χτυπητές διαφορές ανάμεσα στην Κομινφόρμ και στην Κομιντέρν αποτύπωσαν τις εξελίξεις στο διεθνές κίνημα. Η συνάντηση ήταν ολιγάριθμη, με δύο αντιπροσώπους από κάθε χώρα – την Πολωνία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη Βουλ-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·555
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
γαρία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γιουγκοσλαβία, την Ιταλία και τη Γαλλία. Οι Σοβιετικοί αντιπρόσωποι Αντρέι Ζντάνοφ και Γκεόργκι Μαλένκοφ προήδρευσαν της συνόδου. Σημαντικοί κομμουνιστές ηγέτες, όπως ο Τίτο, ο Τολιάτι, ο Τορέζ, ο Δημητρόφ, ο Γκότβαλντ και ο Ράκοζι, όλοι τους γενικοί γραμματείς των κομμάτων τους, απουσίασαν. Το ίδιο συνέβη και με τους αντιπροσώπους της Αλβανίας και της Ανατολικής Γερμανίας. Το ΚΚΕ δεν είχε κληθεί, αλλά ούτε αυτό της Ισπανίας, ένα εμβληματικό κόμμα της ύστερης Τρίτης Διεθνούς, ή αυτό της Φινλανδίας, που ήταν ιδιαίτερα ισχυρό. Από τη συνάντηση αυτή απουσίαζε κάθε αναφορά στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των αποικιών και η όλη συζήτηση περιορίστηκε σε ένα αυστηρά ευρωκεντρικό πλαίσιο. Σκοπός άλλωστε της συνάντησης ήταν να εξασφα27 λιστεί η αφοσίωση στη σοβιετική εξωτερική πολιτική. Ο κόσμος χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα. Οι αντίπαλοι συσπείρωσαν τις δυνάμεις τους: οι λαϊκές δημοκρατίες έγιναν συμπαγή κομμουνιστικά καθεστώτα, και τα μη κυβερνητικά κομμουνιστικά κόμματα τέθηκαν επικεφαλής των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που αντιστέκονταν στην αμερικανοποίηση της Δύσης. Από τα πρώτα θύματα της νέας αυτής κατάστασης ήταν η πολιτική των εθνικών δρόμων, πράγμα που έφερε την αυτόματη υποτίμηση των κομμουνιστικών κομμάτων της Γαλλίας και της Ιταλίας, λόγω της αποδοχής των κοινοβουλευτικών θεσμών και της συμφιλιωτικής τους πολιτικής έναντι των καθολικών. Άμεση συνέπεια ήταν η σύγκρουση με τις μη κομμουνιστικές πολιτικές δυνάμεις και η εγκαινίαση της δεύτερης φάσης της σοβιετικής εξουσίας, της καθαυτό σταλινοποίησης, η οποία ξεκινά στα μέσα του 1947 και λήγει στα τέλη του 1948. Στο πλαίσιο της ριζοσπαστικοποίησης που ακολούθησε, αναβίωσε ο πρωτοπορισμός. Οι παλαίμαχοι της Κομιντέρν της Τρίτης Περιόδου, προσηλωμένοι στον μπολσεβικισμό, επέστρεψαν στο προσκήνιο. Μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1948 στην Τσεχοσλοβακία, που είχε ανάλογα και σε άλλες χώρες, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία όλων των αντικαθεστωτικών εφημερίδων, ενώ στις υπόλοιπες ξέσπασε ένα κύμα εκκαθαρίσε28 ων. Η κοινωνία πολιτών –τα πανεπιστήμια, οι επαγγελματικές ενώσεις, οι εκδότες, τα αθλητικά σωματεία και η Εκκλησία– δέχτηκε σφοδρή επίθεση, όπως και ο στρατός και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας. Όσα κόμματα κατάφεραν να επιβιώσουν μετατράπηκαν σε οργανώσεις-σφραγίδες, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες υποχρεώθηκαν να συγχωνευθούν με τους κομμουνιστές. Άρχισε η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας και ολοκληρώθηκαν οι εθνικοποιήσεις, οι οποίες κορυφώθηκαν με τα πολυετή οικονομικά πλάνα που συντόνιζαν την οικονομική πολιτική των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης με εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης.29 Η σύγκρουση με τον Τίτο οδήγησε στην τελική φάση της σταλινοποίησης, η
555
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·556
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
556
οποία άρχισε το καλοκαίρι του 1948 και έληξε με το θάνατο του σοβιετικού ηγέτη το 1953. Ο Στάλιν ήταν εξαγριωμένος με την επαναστατική ανεξαρτησία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας (KPJ). Μετά το 1945, το κόμμα αυτό υποστήριζε τη δικτατορία του προλεταριάτου, αποκλείοντας την κοινοβουλευτική οδό. Ταυτόχρονα, πρόσφερε σημαντική βοήθεια στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, επιβεβαιώνοντας την αφοσίωσή του στην ιδέα της διεθνούς επανάστασης, σε αντίθεση με τον Στάλιν, ο οποίος τήρησε τη συμφωνία του με τον Τσόρτσιλ από την εποχή του πολέμου περί μη αναμίξεως του ενός στρατοπέδου στις υποθέσεις του άλλου. Κατά την ίδρυση της Κομινφόρμ, ο Στάλιν χρησιμοποίησε το παράρτημα του KPJ για να επιπλήξει τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα και να τα υποχρεώσει να συμμορφωθούν με την πολιτική γραμμή της Σοβιετικής Ένωσης. Τώρα όμως ο Τίτο διέκρινε μια παρόμοια κίνηση εναντίον του. Τα πνεύματα άναψαν σε μια κοινή σύσκεψη των κομμουνιστικών κομμάτων της Σοβιετικής Ένωσης, της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας στη Μόσχα τον Φεβρουάριο του 1948, όταν ο Στάλιν κατηγόρησε τον Τίτο ότι προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα δεύτερο διεθνές κομμουνιστικό κέντρο. Τον Μάρτιο, ο Στάλιν προχώρησε στην ανάκληση των Σοβιετικών συμβούλων από τη Γιουγκοσλαβία, καταγγέλλοντας τον Τίτο για παρεκκλίσεις. Όταν το KPJ τόλμησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ο Στάλιν το απέπεμψε από την Κομινφόρμ, θέλοντας να επιβάλει απόλυτη πειθαρχία στο εσωτερικό της. Παράλληλα, εξαπόλυσε μια καλά ενορχηστρωμένη επίθεση εναντίον του Τίτο και του κόμματός του, στην οποία σύρθηκε θέλοντας και μη ολόκληρο το παγκόσμιο κομ30 μουνιστικό κίνημα. Η φτωχή σε επιχειρήματα πολεμική εναντίον του Τίτο ήταν πράγματι θλιβερή. Τα αρχικά χτυπήματα κατευθύνονταν εναντίον των παρεκκλίσεων του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας από τη σοβιετική πολιτική. Σύντομα όμως χειροτέρεψαν: ο Τίτο και οι συνεργάτες του κατηγορήθηκαν ως εθνικιστές, τροτσκιστές, «δίβουλοι μαρξιστές», «δολοφόνοι και κατάσκοποι», μια συμμορία εγκλημα31 τιών, αντεπαναστάτες και φασίστες». Η καταδίκη του τιτοϊσμού έγινε η λυδία λίθος της κομμουνιστικής αφοσίωσης. Ο Τζέιμς Κλούγκμαν (James Klugman), λόγου χάρη, καλλιεργημένος διανοούμενος και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας, που στη διάρκεια του πολέμου είχε πολεμήσει στο πλευρό των παρτιζάνων του Τίτο, έπρεπε τώρα να καταγγείλει τους παλιούς συντρόφους του. Ο εκτεταμένος φιλιππικός του Από τον Τρότσκι στον Τίτο (1951) ήταν μια αισχρή προδοσία και καταρράκωση της ηθικής, ένας άσφαλτος δείκτης της πόλωσης που επικρατούσε στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και των ακραίων επιλογών τις οποίες είχαν μπροστά τους τώρα οι κομμουνιστές. Αναμφίβολα, επρόκειτο για μια βασανι-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·557
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
στική δοκιμασία της «πίστης του Κλούγκμαν στον κομμουνισμό, της πνευματικής του ακεραιότητας και του ηθικού θάρρους του. Ο ίδιος διάλεξε να ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο και να αποδείξει ότι είναι ακλόνητος κομμουνιστής, καταγγέλλο32 ντας το αντικείμενο των προηγούμενων πόθων του». Το διακύβευμα για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ήταν κυριολεκτικά θανάσιμο.33 Ο Βλαντισλάβ Γκομούλκα ήταν ο πρώτος που έπεσε σε δυσμένεια, απομακρύνθηκε από τη θέση του επικεφαλής του Πολωνικού Κόμματος τον Σεπτέμβριο του 1948 και, στη συνέχεια, φυλακίστηκε. Στην Αλβανία, ο φιλοτιτοϊκός αντίπαλος του Εμβέρ Χότζα (Enver Hoxha), ο Κότσι Χόχε (Koci Xoxe), αποπέμφθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας τον Νοέμβριο του 1948, δικάστηκε τον Μάιο και εκτελέστηκε τον Ιούνιο. Ο Τράικο Κοστόφ (Trajco Kostov), ο ηγέτης των παράνομων Βουλγάρων κομμουνιστών στη διάρκεια του πολέμου, απομακρύνθηκε απ’ όλα τα αξιώματά του τον Μάρτιο του 1949, συνελήφθη τον Ιούνιο και, αφού δικάστηκε, εκτελέστηκε τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους. Ο Λάσλο Ράικ (Laszlo Rajk), ο επικεφαλής των Ούγγρων ανταρτών στον πόλεμο, ο δεύτερος στο κόμμα και υπουργός Εσωτερικών, συνελήφθη τον Ιούνιο του 1949, δικάστηκε τον Σεπτέμβριο και εκτελέστηκε τον Οκτώβριο. Όλες αυτές οι δίκες ήταν «στημένες» και διακρίνονταν από «τη συνήθη απιθανότητα, τις ψευδολογίες, την παράνοια και τους εξευτελισμούς που χαρακτηρίζουν τέτοιες υποθέσεις». Ο κατηγορούμενος αναγκαζόταν να διαβάζει στο δικαστήριο τυποποιημένα κείμενα, στα οποία αναφέρονταν οι συνωμοσίες και οι προδοσίες, στις οποίες συμμετείχε, και οι υπηρεσίες που πρόσφερε στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και τον Τίτο. Οι εκκαθαρίσεις στην Ουγγαρία ήταν εξαιρετικά άγριες: 2.000 κομμουνιστές εκτελέστηκαν, 150.000 φυλακίστηκαν και 350.000 αποπέμφθηκαν από το κόμμα. «Ο Ράκοζι σκότωσε σε πέντε χρόνια περισσότερους κομμουνιστές απ’ όσους ο Χόρτι (Horthy) σε είκοσι πέντε, ενώ ολόκληρη 34 η ουγγρική κοινωνία ζούσε υπό καθεστώς τρόμου και απόλυτης σύγχυσης». Καθώς η σταλινική λαίλαπα γινόταν όλο και πιο άγρια, οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας (KSCˇ) δέχονταν αφόρητες πιέσεις να ακολουθήσουν την πολιτική γραμμή των Σοβιετικών. Μετά τη σύγκρουση με τον Τίτο, είχαν ενισχύσει την κομματική πειθαρχία αλλά δεν είχαν ενδώσει στη γενικευμένη υστερία. Την προηγουμένη της δίκης του Ράικ, ο Ράκοζι ζήτησε τη στήριξη του Γκότβαλντ, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1949 κατέφθασαν οι Σοβιετικοί ειδικοί για να κυνηγήσουν τον «Τσεχοσλοβάκο Ράικ», κλιμακώνοντας ακόμη περισσότερο την παράνοια. Αμέσως, άρχισαν νέες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, με στόχο την Εκκλησία και τα κόμματα που μετείχαν στην κυβέρνηση πριν από το 1948. Όλα αυτά οδήγησαν στις διαβόητες δίκες του 1950. Επόμενος στόχος ήταν οι «Σλοβάκοι αστοί εθνικιστές»,
557
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·558
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
558
και οι έρευνες έφτασαν στην καρδιά του ίδιου του κομμουνιστικού κόμματος. Στην αρχή, κατηγορήθηκε ο υπουργός Εξωτερικών Βλαντίμιρ Κλεμέντις (Vladimir Clementis), αλλά τον Οκτώβριο του 1950 η υπόθεση αυτή επισκιάστηκε από τη σύλληψη του Ότο Σλινγκ (Otto Sling), του κομματικού γραμματέα στο Μπρνο, οι διασυνδέσεις του οποίου απαιτούσαν να στηθεί μια τεράστια επιχείρηση. Ο αυτοκανιβαλισμός του κόμματος έφτασε στο απόγειό του τον Νοέμβριο του 1951 όταν συνελήφθη ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του κόμματος, ο Ρούντολφ Σλάνσκι (Rudolf Slansky). Ο «Τσεχοσλοβάκος Ράικ» είχε επιτέλους βρεθεί. Στη δίκη, που έγινε τον Νοέμβριο του 1951, προσήχθησαν 14 άτομα, η αφρόκρεμα του KSCˇ · 11 από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν με απαγχονισμό, ενώ οι υπόλοιποι σε 35 ισόβια φυλάκιση. Τι όμως σήμαινε αυτό το μακελειό και γιατί οι κομμουνιστές έστρεψαν την κρατική τρομοκρατία εναντίον του εαυτού τους; Η ρήξη με τον Τίτο μας δίνει μια πρώτη εξήγηση. Ο Τίτο υποστήριζε δραστήρια τη συγκρότηση μιας βαλκανικής και ανατολικοευρωπαϊκής συνομοσπονδίας. Αυτή η ήταν μια παλιά ιδέα της Κομιντέρν από τη δεκαετία του 1920, η οποία, λόγω της καθυστέρησης των περιοχών αυτών, παρουσίαζε προφανή οικονομικά πλεονεκτήματα. Ο Δημητρόφ ήταν εκείνος που είχε υποστηρίξει παλιότερα μια συνομοσπονδία των Λαϊκών Δημοκρατιών, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, στην οποία ο Εμφύλιος βρισκόταν στην κορύφωσή του: «Όταν το ζήτημα [της ομοσπονδίας] ωριμάσει, και αυτό είναι αναπόφευκτο να γίνει, τότε οι λαοί μας, τα έθνη των λαϊκών δημοκρατιών, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Αλβανίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Ελλάδας –προσέξτε, και της Ελλάδας!– θα αναλάβουν να το διεκπεραιώσουν. Αυτά θα αποφασίσουν τι θα γίνει… πότε και πώς θα συ36 γκροτηθεί αυτή η ομοσπονδία». Ο Στάλιν όμως έκοψε το λουλούδι προτού αυτό προλάβει να ανθίσει. Στόχος λοιπόν των εκκαθαρίσεων ήταν η σταλινοποίηση –ο απόλυτος και άκαμπτος συγκεντρωτισμός, η συστηματική επιτήρηση του κόμματος και της κοινωνίας, η γραφειοκρατική ομοιομορφία, η πειθάρχηση στην κομματική γραμμή και η ακράδαντη πίστη στο αλάθητο της Σοβιετικής πολιτικής. Γι’ αυτό και έπρεπε να πληγούν οι «εθνικοί κομμουνιστές» ή οι «τοπικοί αντάρτες», όπως ο Ράικ στην Ουγγαρία, ο Γκομούλκα στην Πολωνία, ο Κοστόφ στη Βουλγαρία, που με την ιστορία τους στην Αντίσταση ξεχώριζαν από εκείνους που ήταν εξόριστοι στη Μόσχα. Για τον Στάλιν, ο «κοσμοπολιτισμός» και οι διασυνδέσεις με τη Δύση καθιστούσαν αυτομάτως ύποπτη μια ολόκληρη συνομοταξία «παρείσακτων», στην οποία ανήκαν οι τέως σοσιαλδημοκράτες, ανεξάρτητοι αριστεροί, μαχητές των Διεθνών Ταξιαρχιών, Εβραίοι διανοούμενοι και εξόριστοι του Λονδί-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·559
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
νου σε αντίθεση με εκείνους της Μόσχας. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων ποίκιλλε από χώρα σε χώρα. Οι πρώτες εκκαθαρίσεις στην Πολωνία, την Αλβανία και τη Βουλγαρία ολοκληρώθηκαν με λιγότερη αιματοχυσία, αφού στόχος τους ήταν κάποιες ηγετικές προσωπικότητες και οι πιο κοντινοί σύμμαχοί τους. Στην Ουγγαρία, οι εκκαθαρίσεις πήραν για πρώτη φορά μαζικό χαρακτήρα. Στην Τσεχοσλοβακία όμως, η υπόθεση πήρε τέτοια τροπή ώστε ξέφυγε από κάθε έλεγχο, καθώς οι τεχνικές είχαν τελειοποιηθεί, το KSCˇ ήταν ιδιαίτερα ισχυρό, ενώ το γεγονός ότι η χώρα βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του πολέμου μεγέθυνε σε υπερβολικό βαθμό την παράνοια. Η θλιβερή και άθλια αυτή ιστορία είχε πολλές τραγικές πτυχές. Η περιφρόνηση προς τη νομιμότητα, τη δημοκρατία, την πολιτική ηθική και τις καλύτερες σοσιαλιστικές παραδόσεις έκανε καταγέλαστες τις προοδευτικές αξιώσεις του κομμουνισμού. Οι εκκαθαρίσεις αποτέλεσαν μια φοβερή καταγγελία της σοβιετικής πολιτικής και των κομμουνιστών που συμφωνούσαν με αυτή. Ο ξεπεσμός από την απελευθέρωση του 1945 στην κτηνώδη παθητικότητα των αρχών της δεκαετίας του 1950 βίασε τη σοσιαλιστική ιδέα αφήνοντας πάνω της ανεξίτηλα σημάδια. Τα λαμπρότερα επιτεύγματα του κομμουνισμού –η διεθνής αντίσταση στην Ισπανία κατά του φασισμού, η αλληλεγγύη με τους λαούς της Δύσης στον αντιναζιστικό αγώνα, ο ευρύχωρος διεθνισμός της εποχής των Λαϊκών Μετώπων, η γενναιόδωρη ταύτιση με τα θετικά στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού και ο δημοκρατικός πλουραλισμός του τσεχοσλοβάκικου δρόμου προς το σοσιαλισμό– κατέστησαν αποδεικτικά στοιχεία εγκληματικών πράξεων. Τα βάσανα των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μετατράπηκαν σε αντισημιτική καταγγελία τους. Στην πρώτη συνάντηση με τους «δασκάλους» του (τους Σοβιετικούς ανακριτές), ο Όιγκεν Λεμπλ (Eugen Loebl) ήρθε αντιμέτωπος με «ένα υβρεολόγιο κατά των Εβραίων που θα τιμούσε κάθε γκεσταπίτη». Ο αντισημιτισμός, ο οποίος είχε μετονομαστεί σε αντισιωνισμό, κυριάρχησε στη δίκη του Σλάνσκι, στην οποία έντεκα από τους συνολικά δεκατέσ37 σερις εναγομένους ήταν Εβραίοι. Αυτό ήταν το ταπεινωτικό παράδοξο της όλης διαδικασίας: οι καλύτερες κομμουνιστικές αρετές ορίζονταν πλέον ως προδοσία. «Το χειρότερο ίσως ήταν η επίγνωση ότι ήσουν θύμα του κόμματος για το οποίο εί38 χες θυσιάσει ολόκληρη τη ζωή σου». Η δίκη του Σλάνσκι ήταν η τελευταία αποτρόπαιη πράξη στη σταλινοποίηση της Ανατολικής Ευρώπης, η βάναυση και αμείλικτη κανονικοποίηση που έκλεισε το άνοιγμα του 1945, όταν η απελευθέρωση από τη σκλαβιά του ναζισμού υποσχόταν όχι μόνο τη μεταρρύθμιση της κοινωνίας αλλά και τη διεύρυνση της δημοκρατίας και της ευημερίας των λαών. Η εξουσία τώρα συγκεντρώθηκε σε ένα μικρό ηγετικό πυρήνα του κόμματος και του κράτους, χωρίς ίχνος συνταγματικού ελέγχου
559
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·560
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ή αντιπολίτευσης· ο τύπος είχε περιπέσει σε μια κατάσταση απαθείας, ο δημόσιος βίος βρισκόταν υπό ασφυκτικό διοικητικό έλεγχο, ενώ η πολιτική ζωή έμοιαζε παγωμένη από την παράνοια της απόλυτης και ισοπεδωτικής συμμόρφωσης προς τη μία και μοναδική γραμμή, μέσα στο κόμμα είτε έξω από αυτό. Τα κομμουνιστικά κόμματα πέτυχαν την πολυδιαφημισμένη δεσπόζουσα θέση τους στο εργατικό κίνημα, αλλά μόνο ως μια στείρα διοικητική ολοκλήρωση, στο πλαίσιο της οποίας οι αναγκαστικές συγχωνεύσεις με τους σοσιαλιστές αποτέλεσαν ένα πρώτο βήμα: ακολούθησαν η Ρουμανία τον Φεβρουάριο του 1948, η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία τον Ιούνιο του ιδίου έτους, η Βουλγαρία τον Αύγουστο και η Πολωνία τον Δεκέμβριο. Τα κομμουνιστικά κόμματα της Ανατολικής Ευρώπης ήταν τα πραγματικά θύματα του σταλινισμού. Συνολικά, γύρω στα 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι ή το 1/4 του συνόλου των μελών τους, αποπέμφθηκαν από αυτά μεταξύ του 1948 και του 1952, ενώ γύρω στους 250.000 φυλακίστηκαν. Τα κόμματα αυτά καταλύθηκαν ως δημιουργικά κινήματα και ξαναφτιάχτηκαν από την αρχή. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζει μια ιδιάζουσα κοινωνιολογική διάσταση: στην Τσεχοσλοβακία, λόγου χάρη, «από το 1948 και μέχρι το 1952, 200 με 400 χιλιάδες απλοί εργάτες προβιβάστηκαν σε διάφορες διοικητικές θέσεις, όχι μόνο στον παραγωγικό τομέα αλλά κυρίως στο στρατό και την αστυνομία». Και αντιστρόφως, «μόνο το 1951, οι αρχές απέλυσαν 39 γύρω στους 77.000 διανοουμένους, οι οποίοι τοποθετήθηκαν στα εργοστάσια». Με αυτό τον τρόπο λοιπόν η εργατική τάξη έζησε τη δική της κοινωνική επανάσταση. Στην ουσία όμως ο σταλινισμός υπήρξε για την Ανατολική Ευρώπη μια αντεπανάσταση. Αν το Σχέδιο Μάρσαλ έκανε τη δημοκρατία ασφαλή για τον καπιταλισμό, η σοβιετική πολιτική στην Ανατολική Ευρώπη κατέστησε το σοσιαλισμό ασφαλή για τον Στάλιν.
Δυτικοευρωπαϊκά μοντέλα μεταρρύθμισης
Δόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, ο Ψυχρός Πόλεμος έδωσε τέλος στα ανοίγ-
560
ματα που είχαν σημειωθεί το 1945. Αν η όξυνση των διεθνών εντάσεων το 1947 οδήγησε όμως στην ανάδυση ενός συντηρητισμού στη Δυτική Ευρώπη, ο τελευταίος ήταν εντελώς διαφορετικός από τον προπολεμικό. Σε αντίθεση με τις πολιτικές διευθετήσεις, που προέκυψαν μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και είχαν ως συνέπεια την εγκαθίδρυση ασταθών δημοκρατικών καθεστώτων, τα οποία εντέλει και ανατράπηκαν, οι δημοκρατικές κατακτήσεις του 1945 είχαν διάρκεια. Εκτός από την ψήφιση νέων συνταγμάτων και το εκλογικό δικαίωμα των γυναικών, οι νέες δι-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·561
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
ευθετήσεις περιλάμβαναν την εθνικοποίηση μεγάλων οικονομικών μονάδων, τη διαμόρφωση μεικτών ουσιαστικά οικονομιών με ισχυρή κρατική παρουσία, τον κεντρικό σχεδιασμό, το κράτος πρόνοιας και μια ενεργό εργατική πολιτική. Επιπλέον, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που είχε αρχίσει με το Σχέδιο Μάρσαλ, ενισχύθηκε με τη διαίρεση της Ευρώπης και την ίδρυση του ΝΑΤΟ, συνεχίστηκε με τη συγκρότηση του 40 Συμβουλίου της Ευρώπης και τη γαλλογερμανική οικονομική συνεργασία. Ο κολεκτιβισμός ως ένα πολύπλοκο κράμα πατριωτισμού, δημόσιας υπευθυνότητας και δημόσιων αγαθών αποτέλεσε τον προσδιοριστικό παράγοντα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Πάνω απ’ όλα, τα εργατικά κινήματα ενσωματώθηκαν στην ενεργό ζωή του κράτους μέσω της αναγνώρισης των συνδικάτων, των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και της διεύρυνσης των πολιτικών ελευθεριών, οι οποίες για πρώτη φορά συνδυάζονταν στη Δυτική Ευρώπη με την κληρονομιά των δικαιωμάτων του πολίτη. Έτσι, το εργατικό κίνημα όχι μόνο μετακινήθηκε στο κέντρο του δημόσιου βίου των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών αλλά και η ίδια η εργασία μεταβλήθηκε σε κοινωνικό αγαθό. Οι μεταπολεμικές αυτές διευθετήσεις οδήγησαν τις καπιταλιστικές κοινωνίες από τα φιλελεύθερα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης, η οποία αντιμετώπιζε τα πολιτικά δικαιώματα ως επαρκείς εγγυήσεις της ελευθερίας του πολίτη, στην κοινωνική δημοκρατία και τη διασφάλιση δικαιωμάτων στην κοινωνικοοικονομική σφαίρα. Η κοινωνική πολιτειότητα αποτέλεσε μια ιδιαίτερα σημαντική ρήξη. Όντας μια πολιτική αφαίρεση του κολεκτιβισμού της πολεμικής περιόδου, αντλούσε επίσης από τα χριστιανικά ιδεώδη του κοινωνικού καθήκοντος και από τον ανθρωπιστικό φιλελευθερισμό πολλών επαγγελματιών σε τομείς κοινωνικής πολιτικής, που είχαν 41 αποθαρρυνθεί από την οικονομική ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας. Στη Βρετανία, ο πρακτικός εξισωτισμός μιας συνεργατικής αντίληψης ήταν ενσωματωμένος στη δημόσια ρητορική του ίδιου του πολέμου, ενώ στην ηπειρωτική Ευρώπη τέτοιου είδους ιδέες επηρέασαν τις ηγεσίες της Αντίστασης όσο και εκείνες που βρίσκονταν στην εξορία. Για να μπορούν οι άνθρωποι να ασκούν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα, θα έπρεπε να έχουν ένα ελάχιστο βιοτικό επίπεδο. Αλλιώς, οι κοινωνικές ανισότητες θα τα υπονόμευαν. Τα πολιτικά και δημοκρατικά δικαιώματα έπρεπε να συμπληρωθούν με τα κοινωνικά –το δικαίωμα στην εργασία, τα επιδόματα ανεργίας και ασθένειας, τις συντάξεις γήρατος, την καθολική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την αξιοπρεπή στέγαση, τις ίσες ευκαιρίες μόρφωσης και τον ελάχιστο μισθό. Τα παλιά αυτά αιτήματα του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος κατέστησαν τώρα γενικά δικαιώματα στο πλαίσιο της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης και διατηρήθηκαν μέχρι τη δεκαετία του 1970.
561
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·562
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
562
Οι γυναίκες βρίσκονταν στο επίκεντρο τους κράτους πρόνοιας –ως αντικείμενα των κοινωνικών πολιτικών, ως υποκείμενα της νέας συζήτησης για τα κοινωνικά δικαιώματα και βέβαια, ως αποδέκτες των πολιτικών μηνυμάτων. Επιτέλους δικαίωμα ψήφου στη Γαλλία, στην Ιταλία και το Βέλγιο, ανακτώντας και τα δικαιώματα, που είχαν χάσει από τη φασιστική λαίλαπα, γιατί πρέπει να τονιστεί ότι μόνο στη Βρετανία και τις σκανδιναβικές χώρες οι γυναίκες ασκούσαν χωρίς διακοπή το εκλογικό τους δικαίωμα μετά το 1918. Οι κινητοποιήσεις των γυναικών στη διάρκεια του πολέμου δημιούργησαν ξανά προσδοκίες ισότητας, αν και για άλλη μια φορά το όλο ζήτημα επικεντρώθηκε στη μητρότητα. Η πίεση για δουλειές τους χιλιάδες στρατιώτες που επέστρεφαν από το μέτωπο, η εμμονή των συνδικάτων στη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα φύλα, οι βαθιές προκαταλήψεις για τη θέση των γυναικών στην κοινωνία και η επιθυμία να ανοικοδομηθεί η τελευταία πάνω στην «υγιή» βάση της παραδοσιακής οικογένειας – όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν και πάλι στη διαμόρφωση ενός ανδροκρατούμενου επαγγελματικού και δημόσιου χώρου που, όπως και παλιότερα, περιόρισε τις γυναίκες στο σπίτι. Αυτή τη φορά βέβαια οι γυναίκες δεν επέστρεψαν στο σπίτι, αφού το ποσοστό όσων εργάζονταν συνέχισε να αυξάνεται σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Ωστόσο αυτό ακριβώς φαντάζονταν οι δημόσιες γλώσσες, καθώς οι γυναίκες συμμετείχαν μεν στη ρόδινη μεταπολεμική δημοκρατία αλλά με όρους που ήταν ήδη γνωστοί από το ματερναλιστι42 κό καθεστώς, το οποίο είχε υιοθετηθεί αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ότι επρόκειτο για μια προσπάθεια κανονικοποίησης της κοινωνίας. Η καθολική Ευρώπη χρησιμοποίησε τα πιο αντιδραστικά συνθήματα για το ρόλο της οικογένειας αλλά και της γυναίκας. Για το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα Ιταλίας (DC), η οικογένεια ήταν ένα «φρούριο» αληθινών αξιών, για την αναγέννηση του έθνους από το φασισμό και την προστασία του από τον κομμουνισμό. Αλλά και για τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση Γερμανίας (Christlich Demokratische Union – CDU), η «αποκατάσταση» της οικογένειας αποτελούσε το πιο σημαντικό κλειδί για την ανοικοδόμηση της κοινωνίας. Η επανεπιβεβαίωση της ιδιώτευσης, των αντρικών προνομίων, της αποκλειστικής ενασχόλησης των γυναικών με τα του οίκου τους και η ιερότητα της μητρότητας, προβλήθηκαν ως βασικά στοιχεία της επιδιωκόμενης αποναζιστικοποίησης, και αποτελούσαν το καλύτερο οχυρό κατά του κομμουνισμού και βέβαια, τον πυρήνα της «χριστιανικής» παραδόσεως της Δύσης. Η οικογενειακή πολιτική έγινε σημαντικό όπλο στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, με τον «ολοκληρωτικό» έλεγχο της οικογένειας στις κομμουνιστικές χώρες να είναι ένα διαρκές στοιχείο φόβου. Αλλά και το SPD υποστήριξε το σύμπλεγμα «της υγιούς οικονομίας, του οικονομικά αυτάρκους κράτους πρόνοιας,
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·563
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
της πολύτεκνης οικογένειας, της καλής μητέρας και της ζωτικότητας του έθνους».43 Το ίδιο ίσχυε και για τη Βρετανία, όπου οι μεταρρυθμίσεις του 1946 κατέστησαν την οικογένεια μια ανδροκρατούμενη οικονομική μονάδα με τη γυναίκα να ασχολείται μόνο με τα οικιακά. Η μεγάλη κατάκτηση των γυναικών, τα οικογενειακά επιδόματα, τα οποία καταβάλλονταν απευθείας στις μητέρες, αντανακλούσε παρόμοιες ματερναλιστικές αντιλήψεις. Ωστόσο οι φεμινίστριες αντιμετώπισαν το ματερναλισμό ως έναν τρόπο αμφισβήτησης της συνδικαλιστικής πανάκειας του «οικογενειακού μισθού», μέσα από τη στροφή στην ικανοποίηση των ειδικών αναγκών της γυναίκας. Αυτό υποδήλωνε την αμφισημία των μεταπολεμικών διευθετήσεων –τα νοήματα των κατακτήσεων του γυναικείου κινήματος και την αδιάλειπτη ηγεμονία του θεσμού της οικογένειας, που συνόψιζαν το μέλλον των γυναικών. Οι τελευταίες μπορεί να ένιωσαν ότι αναγνωρίζονται μέσω της μητρότητας, στο πλαίσιο ενός οράματος, το οποίο αναδείκνυε την «ισότητα αξίας, αναγνωρίζοντας τη διαφορά», όπως είχε πει κάποτε μια εκπρόσωπος του SPD. Ωστόσο «το όραμα αυτό ήταν απολύτως σύμφωνο με μια έννομη τάξη που προσδιόριζε το κανονιστικό πλαίσιο του οίκου ως το πλέον σημαντι44 κό πεδίο δράσης των γυναικών». Πολλά στηρίζονταν σε αυτό ακριβώς που επέτρεπε η ματερναλιστική πολιτειότητα των γυναικών. Εδώ, η γλώσσα των δικαιωμάτων, που συνδεόταν με την κοινωνική πολιτειότητα, διαμόρφωνε ένα κλίμα που ευνοούσε και άλλες αξιώσεις. Ενώ τα κατοπινά φεμινιστικά κινήματα δεν κατάγονταν ευθέως από τις μεταπολεμικές διευθετήσεις, πάντως η ατμόσφαιρα αυτή περιέκλειε αντιφάσεις τις οποίες θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν. Τα φεμινιστικά κινήματα της δεκαετίας του 1960 επεξέτειναν λογικά στο πεδίο των γυναικών διεκδικήσεων προγενέστερα επιχειρήματα, γιατί, αν η πραγματική αναγνώριση της πολιτειότητας απαιτούσε νομοθετική επικύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, άλλες μορφές ενισχυτικής δράσης θα μπορούσαν να ακολουθήσουν –εναντίον των έμφυτων όσο και των ταξικών ανισοτήτων μέσω της εξίσωσης των αμοιβών, των νόμων κατά των διακρίσεων, της θεσμοθέτησης των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων της γυναίκας κτλ. Με περίπλοκους λοιπόν τρόπους, τα διάφορα μέτρα του κράτους πρόνοιας και η μεταρρύθμιση της πολιτειότητας στην αντιφασιστική περίοδο διαμόρφωσαν τα γλωσσικά εκείνα ιδιώματα δικαιωμάτων και δυνατοτήτων που τα μεταγενέστερα ριζοσπαστικά κινήματα μπόρεσαν να αναπτύξουν ακόμη περισσότερο. Οι μεταρρυθμίσεις ήταν πολύσημες και πολυδύναμες. Το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας συμπεριλάμβανε την ανάπτυξη πολιτικών γεννητικότητας αλλά και εκσυγχρονισμού της βιομηχανίας, αποτελεσματικότητας και ανταγωνιστικότητας σε
563
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·564
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο, καθώς επίσης και κοινωνικής και δημοκρατικής προόδου από μια αλτρουιστική άποψη. Οι τεχνοκρατικές πολιτικές οικονομικής ανάκαμψης συνέβαλαν στη διαμόρφωση των μεταπολεμικών διευθετήσεων –κοινωνικές πολιτικές για την ενίσχυση της οικογένειας και τη διασφάλιση της αναπαραγωγής της κοινωνίας, τη διατήρηση των έμφυλων καθεστώτων και των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών στα εργασιακά ζητήματα και την προώθηση των νέων καταναλωτικών προτύπων. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της οικονομίας σε ειδικευμένη και ανειδίκευτη εργασία. Η ικανότητα εναρμόνισης των λειτουργιστικών αυτών επιχειρημάτων με τις ελπίδες των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων και συνδυασμού των στόχων της καπιταλιστικής ευημερίας με το μεταρρυθμιστικό σχέδιο της αριστερής πολιτικής βάσης ήταν ζωτικής σημασίας για τη σταθερότητα των νέων πολιτικών ρυθμίσεων που ίσχυσαν στη 45 διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Η μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατία
∞υτό ήταν το προσφιλές πεδίο της κύριας μη κομμουνιστικής τάσης της Αριστεράς
564
μετά το 1945 –μια σοσιαλδημοκρατία που απέρριπτε βαθμιαία τη μαρξιστική της παράδοση, γινόταν όλο και περισσότερο νευρική με την ταξική πάλη και αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού. Τα ισχυρότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονταν στη Σουηδία, τη Νορβηγία και τη Δανία, όπου και κέρδισαν επανειλημμένα τις εκλογές με προγράμματα δομικών μεταρρυθμίσεων βασισμένων στη φιλελεύθερη δημοκρατία, τη μεικτή οικονομία, τον συνδικαλιστικό κορπορατισμό και το αναπτυγμένο κράτος πρόνοιας. Σε άλλες χώρες, όπου τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπαιρναν περίπου 20-45% των ψήφων, συμμετείχαν σε συνασπισμούς πολυκομματικής βάσης: στις χώρες της Μπενελούξ, στην υπόλοιπη Σκανδιναβία (Φινλανδία, Ισλανδία), στην Ελβετία και την Αυστρία, όπου κυβερνούσε ένας μεγάλος δικομματικός συνασπισμός. Σε άλλες χώρες, οι σοσιαλιστές βρίσκονταν συνεχώς στην αντιπολίτευση. Τόσο στη Βρετανία όσο και στη Γερμανία, τα μεγάλα σοσιαλιστικά κόμματα εμποδίζονταν από ισχυρά συντηρητικά κινήματα. Το Εργατικό Κόμμα έχασε επανειλημμένα τις εκλογές παρότι πήρε πολύ υψηλά ποσοστά –48,8% το 1951, 46,4% το 1955 και 43,8% το 1959–, σε αντίθεση με το SPD, το οποίο είχε ιδιαίτερα απογοητευτικές εκλογικές επιδόσεις – 29,2% το 1949, 28,8% το 1953 και 31,8% το 1957. Το Ιρλανδικό Εργατικό Κόμμα (Irish Labour – IL) βρισκόταν μονίμως στο περιθώριο λόγω του εθνικισμού που κυριαρχούσε στην πολιτική ζωή της χώρας, έχοντας ως καλύτε-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·565
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
ρη επίδοσή του στις πέντε εκλογικές αναμετρήσεις, που έγιναν από το 1948 μέχρι το 1961, το 12%, το οποίο πέτυχε το 1957. Στη Γαλλία και την Ιταλία, οι σοσιαλιστές είχαν να αντιμετωπίσουν πολύ ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα και αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα σε μια προσποιητή αριστερή στάση και έναν πολιτικό πραγματισμό, με συνέπεια η εκλογική τους βάση να αποδυναμώνεται διαρκώς: το Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας, λόγου χάρη, έπεσε από το 23,4% των ψήφων το 1945 στο 12,6% το 1962· το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας από το 20,7% στο 14,2% το 194658, ενώ το 1958 το δεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ιταλίας (PSDI) πήρε το 4,5% των ψήφων. Οι Γάλλοι σοσιαλιστές συμμετείχαν στις 21 από τις 27 κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν μεταξύ του 1944 και του 1958, αλλά αυτές ήταν κεντρώες πολιτικές συμμαχίες με ισχνό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Τέλος, οι σοσιαλιστές βρίσκονταν στην παρανομία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 σε χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα, οπότε και κατέρρευσαν οι δικτατορίες που είχαν επιβληθεί σε προηγούμενες δεκαετίες. Τα πιο ισχυρά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αναδείχτηκαν σε οχήματα προόδου. Ωστόσο σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης οι αντίξοες συνθήκες δεν επέτρεψαν την ευόδωση των μεταρρυθμίσεων. Τα μεγάλα και μαζικά κομμουνιστικά κόμματα εμπόδισαν την πρόοδο αυτή στην Ιταλία, στη Γαλλία, στη Φινλανδία και την Ισλανδία, όπως και οι θρησκευτικές και οι εθνογλωσσικές διαφορές ανάμεσα στους εργαζομένους στη Δυτική Γερμανία, στην Ολλανδία, στην Ιταλία και στην Ελβετία. Η προσκόλληση του SPD στις μαρξιστικές και όχι μόνο παραδόσεις του δημιούργησε προβλήματα στον μεταρρυθμιστικό αναπροσανατολισμό του. Ωστόσο στις χώρες όπου έλειπαν οι προαναφερθέντες παράγοντες και ο πραγματισμός των σοσιαλδημοκρατών δέσποζε στο εργατικό κίνημα, τα σοσιαλιστικά κόμματα κατέστησαν η κυρίαρχη φωνή της μεταπολεμικής εποχής, συγκροτώντας μεγάλους πολιτικούς συνασπισμούς που εξέφραζαν τις προσδοκίες και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αυτό συνέβη στη Βρετανία, Στην Αυστρία και τις σκανδιναβικές χώρες. Τα σοσιαλιστικά κόμματα αυτών των χωρών ήταν τα μόνα που σε επανειλημμένες εκλογικές αναμετρήσεις από το 1945 έως το 1960 υπερέβαιναν το 40% των ψήφων (βλ. πίνακα 19.1). Οι διεθνείς παράγοντες ευνοούσαν την επιτυχία των σοσιαλδημοκρατών. Το Σχέδιο Μάρσαλ ενίσχυσε τους Εργατικούς στη Βρετανία, ενώ η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου παρεμπόδισε την περαιτέρω ανάπτυξη της εκλογικής δύναμης των κομ46 μουνιστικών κομμάτων στις σκανδιναβικές χώρες. Το δίπτυχο αυτό –από τη μια, το Σχέδιο Μάρσαλ και από την άλλη, η αντικομμουνιστική πολιτική– εδραίωσε τις μεταπολεμικές διευθετήσεις. Καθώς η Ευρώπη διαιρούνταν όλο και περισσότερο σε
565
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·566
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
δύο στρατόπεδα, όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και κοινωνικά, η ανάγκη αμυντικής θωράκισης της «Δύσης» τροφοδοτούσε το πρόγραμμα αλλά και το λεξιλόγιο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Τόσο η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όσο και τα ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα προσδέθηκαν στο άρμα του Ψυχρού Πολέμου. Ο Μπέβιν έθεσε την πολιτική του Εργατικού Κόμματος στην υπηρεσία του βρετανικού ιμπεριαλισμού, ενώ οι Γάλλοι σοσιαλιστές πρωταγωνίστησαν σε μια σειρά αποικιοκρατικών πολέμων στην Αφρική και την Ασία. Ο Γκι Μολέ (Guy Mollet), ο οποίος ανέλαβε το 1946 την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γαλλίας στο όνομα «της θεμελιώδους αυτής πραγματικότητας, της ταξικής πάλης», ηγήθηκε της κυβέρνησης του 1956-57 που έγινε γνωστή για τα δρακόντεια μέτρα, τα οποία έλαβε εναντίον των Αλγερινών αντιστασιακών, για να μη μιλήσουμε για την καταστροφική περιπέ47 τεια του Σουέζ. Το βαθύτερο χάσμα τη δεκαετία του 1950 ήταν ανάμεσα στους σοσιαλιστές, που ήταν πρόθυμοι να συνταυτιστούν με το ΝΑΤΟ, και στα τμήματα της Αριστεράς, τα οποία έπαιρναν σαφείς αποστάσεις από την πολιτική αυτή.
Πίνακας 19.1. Οι υψηλότερες εκλογικές επιδόσεις των σοσιαλδημοκρατών, 1945-1960 Χώρα Αυστρία Βέλγιο Δανία Φινλανδία Γαλλία Μεγάλη Βρετανία Γερμανία, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία Ισλανδία Ιρλανδία Ιταλία Λουξεμβούργο Ολλανδία Νορβηγία Σουηδία Ελβετία 566
Έτος εκλογών
Ποσοστό
1959 1954 1954 1951 1946 1951 1957 1956 1954 1946 1951 1956 1957 1960 1947
44,8% 38,6% 41,3% 26,5% 21,1% 48,8% 31,8% 18,3% 12,0% 20,7% 41,4% 32,7% 48,3% 47,8% 26,2%
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·567
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Σε χώρες, όπως η Ιταλία ή η Ελλάδα, στις οποίες η κοινωνική ατζέντα πίσω από το Σχέδιο Μάρσαλ –εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας και αύξηση της παραγωγικότητας, ψηλοί μισθοί, αναδιανεμητικός χαρακτήρας της φορολογίας και μαζική κατανάλωση– συναντούσε ένα εργατικό κίνημα καθοδηγούμενο από τους κομμουνιστές, ερχόταν σε σύγκρουση με τον αντικομμουνισμό του Δόγματος Τρούμαν και υποχωρούσε. Αντίθετα, σε χώρες, όπως η Βρετανία, η Ολλανδία ή οι σκανδιναβικές, στις οποίες τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν αδύναμα και το εργατικό κίνημα υπό τον απόλυτο έλεγχο των σοσιαλιστών, το Σχέδιο Μάρσαλ βρισκόταν σε σύμπνοια με τους εγχώριους ρεφορμισμούς και τους ενίσχυε. Έτσι αναδείχτηκε η ομάδα των κομμάτων της Βόρειας και της Δυτικής Ευρώπης, που είχε συγκροτήσει το 1915-17 τη δεξιά πτέρυγα της Δεύτερης Διεθνούς ενάντια στους υποστηρικτές του Τσίμερβαλντ, είχε ακολουθήσει αντιμπολσεβίκικη πολιτική μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και είχε αδρανοποιήσει το αντιφασιστικό δυναμικό της Εργατικής και Σοσιαλιστικής Διεθνούς (LSI) τη δεκαετία του 1930.48 Ο κεϊνσιανισμός, που απέβλεπε στην εξομάλυνση των οικονομικών κύκλων του καπιταλιστικού συστήματος, αποτέλεσε το θεμέλιο, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η σοσιαλδημοκρατική ατζέντα.49 Η αποδοχή της αναγκαιότητας του καπιταλισμού αλλά και της κρατικής παρέμβασης για τη διόρθωση των δυσλειτουργιών της αγοράς αποτέλεσαν τα βασικά χαρακτηριστικά. Έτσι, ο κεϊνσιανισμός υποστήριζε την ανάπτυξη μακροοικονομικών μηχανισμών ρύθμισης της συνολικής ζήτησης μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής και των εκτεταμένων κρατικών δαπανών, και ταυτόχρονα την εξομάλυνση της οικονομικής ανάπτυξης, με τη βοήθεια σχετικά υψηλών μισθών, σταθερών τιμών και της πλήρους απασχόλησης. Επέλεξε να ανταμειφθεί ο λαϊκός πατριωτισμός με την ενίσχυση της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, χωρίς να απορρίψει το καπιταλιστικό σύστημα. Τα συμφέροντα του κεφαλαίου θα διασφαλίζονταν από την εθνική οικονομική διαχείριση, την κοινωνική ειρήνη και την αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ ο λαός θα ανταμειβόταν με την πλήρη απασχόληση, τα υψηλά εισοδήματα, τη διεύρυνση των κοινωνικών υπηρεσιών και την προσήλωση των κυβερνήσεων στην υπόθεση της κοινωνικής ισότητας.
Ο κορπορατισμός
∂γγυητές του άγραφου αυτού κοινωνικού συμβολαίου ήταν οι βαρόνοι των συνδικάτων, κύριος εκπρόσωπος των οποίων ήταν ο Έρνεστ Μπέβιν. Οι συνδικαλιστές ηγέτες μπορούσαν ελέγξουν καλύτερα το εργατικό κίνημα και να συμβάλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας. Ορισμένα τμήματα των εργαζομένων, κυρίως οι ορ-
567
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·568
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
568
γανωμένοι και οι ειδικευμένοι ή οι ημιειδικευμένοι, ένιωθαν ασφαλείς, όχι μόνο λόγω της πλήρους απασχόλησης και της ανόδου των πραγματικών μισθών αλλά και του σεβασμού που απολάμβαναν στους χώρους δουλειάς. Οι νέες συμφωνίες ανάμεσα στους εργαζομένους και στην εργοδοσία οδήγησαν στην αναγνώριση του ρόλου των συνδικάτων, τη νομική κατοχύρωση της αρχαιότητας και των προαγωγών στην εργασία, την προστασία της εργασίας, τα κάθε λογής ευεργετήματα, καθώς επίσης και στον περιορισμό του διευθυντικού δικαιώματος. Όλα αυτά επικυρώθηκαν από εθνικές συμφωνίες ανάμεσα στις συνδικαλιστικές ενώσεις και στην εργοδοσία υπό την υψηλή εποπτεία του κράτους. Το κεφάλαιο, με τη σειρά του, εστίασε το ενδιαφέρον του στην αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας μέσω της κατασκευής νέων εργοστασίων, της αγοράς σύγχρονου μηχανολογικού εξοπλισμού και της εισαγωγής νέων τεχνικών παραγωγής, χωρίς να ανησυχεί για την επίθεση των συνδικάτων στο δικαίωμά του να έχει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής. Οι γραμμές παραγωγής επεκτάθηκαν και σε άλλους τομείς πέραν της αυτοκινητοβιομηχανίας, η οποία υπήρξε το κλασικό τους παράδειγμα. Το νέο αυτό εργοστασιακό μοντέλο –καλοί μισθοί, απουσία απεργιακών κινητοποιήσεων και ψηλή παραγωγικότητα– οδήγησε σε μια πρωτόγνωρη οικονομική ανάπτυξη τονώνοντας την κατανάλωση, χάρη στην οποία τα κέρδη μπορούσαν να αποφύγουν στις παλιότερες πιέσεις που δημιουργούσε το ίδιο το σύστημα. Στην κορυφή της πυραμίδας ήταν το κράτος. Οι μεταπολεμικές εργασιακές σχέσεις απαιτούσαν την ύπαρξη ενός τριγωνικού κορπορατισμού: τα κέρδη του εργατικού κινήματος ήταν απτά, όπως ήταν και η αύξηση της πολιτικής του επιρροής· το κεφάλαιο, από την πλευρά του, βρήκε χώρο για μια νέα στρατηγική συσσώρευσης, βασισμένη στο φορντισμό, που ως παραγωγικό μοντέλο συνδύαζε υψηλούς μισθούς, αυξανόμενη παραγωγικότητα και σύγχρονες διαδικασίες παραγωγής, οι οποίες εξασφάλιζαν διαρκή οικονομική ανάπτυξη με κινητήρια δύναμη την κατανάλωση· και το κράτος ανέλαβε ένα νέο ρόλο, εποπτεύοντας τον τεράστιας σημασίας και έκτασης κοινωνικό αυτό συμβιβασμό. Ο κορπορατισμός αυτός στηριζόταν εν μέρει σε ένα εθνικό σύστημα διαβουλεύσεων ανάμεσα στην κυβέρνηση, στους εργοδότες και στα συνδικάτα, και εν μέρει στις κεϊνσιανές πολιτικές που τερμάτισαν τη μαζική ανεργία. Αποτέλεσμα όλων αυτών των διαδικασιών ήταν η δημιουργία ενός «μεταρρυθμισμένου ή ελεγχόμενου καπιταλισμού», ο οποίος πρόσφερε κεντρική θέση στην οργανωμένη εργασία, ενώ ταυτόχρονα παρέκαμπτε πλήρως το 50 σοσιαλισμό ως κοινωνικό σύστημα. Η διατήρηση του πλέγματος αυτού προϋπέθετε τη διαρκή οικονομική ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος. Η άνευ προηγουμένου αναπτυξιακή άνθηση προ-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·569
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
κάλεσε ανεξήγητη αισιοδοξία στους σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι δεν διακατέχονταν πλέον από την πίστη στην αναπόφευκτη κατάρρευση του καπιταλισμού αλλά από τη βεβαιότητα για την ευμάρεια και την εξανθρωπισμένη πρόοδό του. «Κατά παράδοση, στη σοσιαλιστική σκέψη δέσποζαν τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο καπιταλισμός, όπως η φτώχεια, η μαζική ανεργία, η εξαθλίωση, η αστάθεια και βέβαια, η πιθανότητα της πλήρους κατάρρευσής του», υποστήριζε ο Άντονι Κρόσλαντ (Anthony Crosland), αλλά τώρα «ο καπιταλισμός μεταμορφώθη51 κε σε τέτοιο βαθμό που έγινε αγνώριστος». Τη δεκαετία του 1960, οι σοσιαλιστές αναποδογύρισαν την κοινωνική ανάλυσή τους. Το σταθερά ανερχόμενο βιοτικό επίπεδο και η ραγδαία εξάπλωση μετά το 1960 μιας καταναλωτικής οικονομίας συνοδεύτηκαν από μια εξίσου ταχεία άνοδο του μορφωτικού επιπέδου, αλληλένδετη με τη διεύρυνση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα. Εν ολίγοις, ο κεϊνσιανισμός αφαίρεσε όλα τα ριζοσπαστικά στοιχεία από τη φαντασία της σοσιαλδημοκρατίας. Οι σοσιαλιστές αναλυτές υποκατέστησαν την επιθυμία τους για ανατροπή του καπιταλισμού, για την οποία ούτως ή άλλως δεν είχαν κανένα σχέδιο βεβαιότητας μιας διαρκώς αναπτυσσόμενης ευημερίας. Η ρητορεία της επανάστασης, ως αμφισβήτηση της κρατικής εξουσίας, είχε ξεχαστεί προ πολλού, όπως συνέβαινε τώρα και με κάθε μορφή εξωκοινοβουλευτικής πάλης, όσο υποτυπώδης και να ήταν, είτε μέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης και της δημοκρατίας στους τόπους δουλειάς είτε μέσω της άμεσης δράσης των απλών ανθρώπων. Οι γλώσσες της κοινωνικής τάξης, που τόνιζαν την ασυμφιλίωτη οικονομική πάλη ατρόφησαν. Οι νέοι στρατηγοί άλλαξαν τις προτεραιότητές τους, παίρνοντας αποστάσεις από την εργατική τάξη ως πρωταρχικό υποκείμενο της κοινωνικής γραφής, και υιοθετώντας μια άλλη αντίληψη που ευνοούσε την αργή βελτίωση των ταξικών δομών και τη σύμπηξη ευρύτερων κοινωνικών συνασπισμών. Τα σοσιαλιστικά κόμματα μετατράπηκαν σε «λαϊκά κόμματα», τα οποία υποστηρίζονταν από πολλά κοινωνικά στρώματα. Το πρόγραμμα του SPD, που ψηφίστηκε το 1959 στο Συνέδριο του Γκόντε52 σμπεργκ, υποστήριξε πρώτο την «εκσυγχρονιστική» αυτή προσέγγιση. Κάθε συζήτηση για την ανατροπή του καπιταλισμού έλαβε τέλος, όπως και για το μαρξισμό, καθώς και κάθε αναφορά στο σοσιαλισμό. Το μόνο που έμεινε ήταν η επιθυμία να κερδίσει το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και να κυβερνήσει. Η μεικτή οικονομία, με την αρχιτεκτονική του κοινωνικού κράτους, της πλήρους απασχόλησης και του ισχυρού δημόσιου τομέα, συμφιλίωσε τους σοσιαλδημοκράτες με την ιδιωτική ιδιοκτησία και τον ιδιωτικό έλεγχο. Τη δεκαετία του 1960, η άποψη αυτή κυριάρχησε πλήρως στο SPD, στο Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας, στα σοσιαλιστικά κόμματα της Ολλανδίας και της Γαλλίας, και στη σκανδιναβική σοσιαλδημοκρατία. Επι-
569
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·570
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
570
πλέον, παρότι οι σοσιαλιστές ήταν εκείνοι που συνέλαβαν και υλοποίησαν τις μεταπολεμικές κοινωνικοοικονομικές διευθετήσεις, οι συντηρητικοί έδρεψαν τους καρπούς αυτής της επιτυχίας, και κόμματα, όπως οι Εργατικοί ή το SPD, επανήλθαν στα έδρανα της αντιπολίτευσης, υποστηρίζοντας την κοινωνική συναίνεση από έξω. Ωστόσο ούτε η δεκατριάχρονη διακυβέρνηση της Βρετανίας από τους συντηρητικούς (1951-64) ούτε η δεκαεφτάχρονη παραμονή της CDU στην κυβέρνηση της Γερμανίας (1949-66) –το αποκαλούμενο «κράτος της CDU»– θα μπορούσαν να είχαν λειτουργήσει χωρίς τη συνεργασία των συνδικάτων. Η παραδοσιακή σοσιαλιστική ανάλυση έχανε τη δύναμή της. Το πιο ισχυρό κεϊνσιανό μοντέλο, με τη ρητά σοσιαλδημοκρατική μορφή του 53 και το εργατικό κίνημα στη θέση του οδηγού, εφαρμόστηκε στη Σουηδία. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Σουηδίας (SAP) στηριζόταν σε μια εξαιρετικά αποτελεσματική ιστορικά εκπροσώπηση της εργατικής τάξης, αποτυπώνοντας έτσι έναν ιδιαίτερα συνεκτικό ταξικό σχηματισμό. Το 1917, το SAP ήταν το μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, ενώ κυβέρνησε αδιαλείπτως τη Σουηδία από το 1932 μέχρι το 1976· μέχρι το 1991, κυβέρνησε με κάποια διαλείμματα τη χώρα για πενήντα χρόνια περίπου, ενώ το μέσο ποσοστό των εκλογικών του επιδόσεων το 1921-85 ήταν 44,8%. Η σταθερότητα αυτή προϋπέθετε μια οργανική σχέση με τα συνδικάτα, ο ρόλος των οποίων προσδιοριζόταν από τη Βασική Συμφωνία με τους εργοδότες, του 1938. Ως επί το πλείστον, το κόμμα απέφευγε τις τριβές με το Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ από το 1960 και εφεξής συμμάχησε μαζί του στο κοινοβούλιο. Το 1936-57 μάλιστα, συμμαχώντας με το Αγροτικό Κόμμα, πρόλαβε την ανάπτυξη ενός κινήματος στον αγροτικό χώρο που θα ήταν εχθρικό προς την Αριστερά. Τα θεμέλια είχαν τεθεί τη δεκαετία του 1930. Οι κυβερνήσεις του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος υιοθέτησαν πολιτικές παρεμφερείς με τον κεϊνσιανισμό, αρχίζοντας το 1933 αφενός με ένα πρόγραμμα δημοσίων έργων με μισθούς τους οποίους είχαν συμφωνήσει με τα συνδικάτα, καθώς και με στήριξη της τιμής των αγροτικών προϊόντων. Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις περιλάμβαναν τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, τη σύσταση της Επιτροπής για το Ανθρώπινο Δυναμικό, επιδόματα ανεργίας, τις «Λαϊκές Συντάξεις», την προληπτική ιατρική και άλλες κοινωνικές υπηρεσίες, τα οικογενειακά επιδόματα και την επιδότηση ενοικίου. Το SAP σεβάστηκε τον προωθημένο κορπορατισμό που εισήγαγε η Βασική Συμφωνία του 1938, η οποία διευκολύνθηκε από την ιδιαίτερα συγκεντρωτική οργάνωση των συνδικάτων και των εργοδοτικών ενώσεων. Με ένα διάλειμμα μεταξύ 1944 και 1948, το SAP εγκατέλειψε τις εθνικοποιήσεις και τα οικονομικά πλάνα υπέρ ενός πιο φιλελεύθερου μοντέλου προβλέψεων και διαχείρισης της ζήτησης, απελευθερώνοντας το κράτος πρόνοιας από το φάσμα της κρατικής ιδιοκτησίας στην οικονομία.
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·571
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Η ιδέα του «Λαϊκού Σπιτιού», η οποία διατυπώθηκε το 1928 από τον Περ Άλμπιν Χάνσον (Per Albin Hansson), πρόεδρο του κόμματος από το 1928 και πρωθυπουργό από το 1932, διαπνεόταν από μια ηθική αμοιβαιότητας και αλληλεγγύης στηριγμένη στην απουσία ιεραρχίας και προνομίων: Στο καλό σπίτι, επικρατεί η ισότητα, η κατανόηση, η συνεργασία και η αλληλεγγύη. Εφαρμοζόμενο αυτό στο μεγάλο σπίτι του λαού και των πολιτών, θα σημάνει την κατάργηση όλων των οικονομικών και κοινωνικών διαχωριστικών γραμμών, που τώρα διαιρούν τους πολίτες σε προνομιούχους και μη προνομιούχους, σε κυρίαρχους και υποταγμένους, σε πλούσιους και φτωχούς, σε παραχορτασμένους και πεινασμένους, σε λαφυραγωγούς και λαφυραγωγημένους.54
Αυτό δημιούργησε ένα ιδεώδες κοινωνικής δικαιοσύνης απαλλαγμένο από τη διχαστική οικονομίστικη ρητορεία για την προτεραιότητα της εργατικής τάξης. Ανακάλεσε στη μνήμη των περισσότερων Σουηδών τις εμπειρίες και τους δεσμούς τους με την ύπαιθρο και την αγροτική ζωή, γιατί δημογραφικά τα αστικά κέντρα επικράτησαν μόνο την περίοδο το 1930-35. Αποτύπωσε την πίστη των σοσιαλιστών στη συγκρότηση συμμαχιών, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να αποκτήσουν την ηθική ηγεσία της κοινωνίας τους. Σε ό,τι αφορά το κράτος πρόνοιας, υπερασπίστηκε την καθολικότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων, καθιστώντας τα τμήμα της πολιτειότητας και όχι απλή ανακούφιση των αναξιοπαθούντων. Εκφράζοντας την κοινωνική πολιτική αλληλεγγύης με τις γλώσσες της οικογένειας, του σπιτιού και της κοινότητας, εξασφάλισε το ηθικό πλεονέκτημα στη ζωή του σουηδικού έθνους. Τα σκανδιναβικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν τα μόνα που κατάφεραν να κυβερνήσουν τις χώρες τους τη δεκαετία του 1930, νομιμοποιώντας το κοινωνικό κράτος με μια αισιόδοξη εθνολαϊκή ορολογία. Το βιβλίο των Άλβα και Γκούναρ Μίρνταλ (Alva και Gunnar Myrdal) Έθνος και οικογένεια (1934) εδραίωσε την ενότητα μιας στρατηγικής, που συνδύαζε τη δημογραφική πολιτική, το κοινωνικό κράτος και το εθνικό συμφέρον από μια ομολογουμένως δημοκρατική προοπτική, καθιστώντας την κοινωνική ασφάλεια «κομμάτι της σουηδικής εθνικής ταυτότη55 τας». Η κοινωνική πολιτική διεπόταν από την αρχή της καθολικότητας. Με τη δημιουργία, μάλιστα, του Εθνικού Συστήματος Υγείας το 1956 και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση το 1962, η πολιτική αυτή διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο. Τη δεκαετία του 1950, η Ομοσπονδία Δανικών Συνδικαλιστικών Ενώσεων υποστήριξε και αυτή τις συλλογικές διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες για τον προσδιορισμό των μισθών με βάση την αρχή της εργατικής αλληλεγγύης. Με κίνητρο την αύξηση των απολαβών τους, οι χαμηλόμισθοι στράφηκαν προς το πιο δυναμικό τμήμα της βιομηχανίας, αλλάζοντας δουλειά αλλά και τόπο διαμονής, ενώ οι υψηλόμισθοι,
571
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·572
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
572
αποδεχόμενοι κάποιες περικοπές στους μισθούς τους για να επωφεληθούν οι πιο αδύναμοι οικονομικά συνάδελφοί τους, υποστήριξαν με συνέπεια τις πολιτικές αύξησης της παραγωγικότητας στους δικούς τους πιο αναπτυγμένους βιομηχανικούς τομείς. Έτσι, ένας αναδιανεμητικός μηχανισμός, που λειτουργούσε υπέρ των χαμηλόμισθων, συνδυάστηκε με μια δυναμική βιομηχανική πολιτική προς όφελος της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Σουηδίας. Μια εθνική πολιτική μισθών, σε συνδυασμό με μια ενεργό πολιτική αγοράς εργασίας, ενσωμάτωσαν τις διάφορες ομάδες εργαζομένων, προωθώντας τον εκσυγχρονισμό του συνόλου της βιομηχανίας. Το 1959, η Μεταρρύθμιση του Συνταξιοδοτικού Συστήματος (ATP), στην οποία προχώρησε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Σουηδίας, αναπροσδιόρισε το ήθος του κοινωνικού κράτους, αντικαθιστώντας τον προλεταριακό εξισωτισμό των ενιαίων εισφορών, που απέφεραν ελάχιστες συντάξεις, με έναν εξισωτισμό της μεσαίας τάξης, με εισφορές ανάλογες των μισθών και συντάξεις που διασφάλιζαν στους εργαζόμενους τα προηγούμενα εισοδήματά τους. Γι’ αυτό χρειάστηκε μια σύγκρουση που αναδιαμόρφωνε την κοινωνική βάση της κυβερνητικής ηγεμονίας των σοσιαλδημοκρατικών. Η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση έξυπνα πρόσφερε στα αναπτυσσόμενα υπαλληλικά στρώματα ένα υλικό συμφέρον μέσα στο πλαίσιο του κράτους πρόνοιας, απομακρύνοντας τη σοσιαλιστική στρατηγική από την παλιότερη συμμαχία εργατών και αγροτών. Θυσιάζοντας την ισότητα αποδοχών, απέβλεπε στο να εμποδίσει τους ειδικευμένους και μορφωμένους εργάτες, που είχαν καλή οργάνωση να αποκτήσουν επικουρικές συντάξεις μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων, και αντίθετα να τους προσδέσει στο κράτος πρόνοιας. Η συμμαχία των μισθωτών, που προέκυψε από τις διαδικασίες αυτές, υποσχόταν να διασφαλίσει την παραμονή του SAP στην εξουσία. Οι τρεις πυλώνες της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας –κεϊνσιανισμός, κορπορατισμός και κοινωνικό κράτος– αποτελούσαν ένα οργανικό όλον στη Σουηδία, όπου μια ικανή ηγεσία διαμόρφωσε ένα συνεκτικό όραμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Υπήρχε επίσης και μια σειρά προϋποθέσεων: ενωμένο εργατικό κίνημα, στο οποίο το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε σημαντική επιρροή, έλλειψη δογματισμού και πολιτισμική ομοιογένεια, που δεν επέτρεπε στο αντισοσιαλιστικό στρατόπεδο να χρησιμοποιήσει τις εθνοπολιτισμικές διαφορές ως σφήνα στην εργατική τάξη. Η υπόσχεση του κορπορατισμού –μισθολογική συγκράτηση για να διευκολυνθεί η οικονομική ανασυγκρότηση, με αντάλλαγμα την πλήρη απασχόληση και τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις– πραγματικά εκπληρώθηκε από το SAP. Οι Σουηδοί εργάτες μπορούσαν να ταυτιστούν με το κράτος, χάρη στον αυξανόμενο πραγματικό μισθό τους. Το ίδιο όμως πέτυχε επιδέξια το SAP και με τους υπαλλήλους γραφείου και
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·573
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
τους διάφορους επαγγελματίες. Σε καμιά άλλη χώρα, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν είχαν την επιτυχία του SAP, το οποίο κυβέρνησε αδιαλείπτως τη Σουηδία από το 1932 μέχρι το 1976. Ήταν δύσκολο να μιμηθούν την αποτελεσματική εθνική ηγεσία του, τις κυβερνητικές του ικανότητες, τις ανθρωπιστικές του αξίες και τη 56 στρατηγική του κατανόηση. Μέχρι το 1960, οι σοσιαλιστές είχαν σχεδόν εξ ολοκλήρου εγκαταλείψει την ιδέα της κατάργησης του καπιταλισμού. Είχαν μείνει βέβαια ορισμένες μικρές ομάδες μεταξύ των ριζοσπαστών διανοουμένων, σε κάποια τμήματα νεολαιών και στα απομεινάρια των τοπικών σοσιαλιστικών πυρήνων. Οι σοσιαλδημοκράτες πίστεψαν στην οικονομική ευημερία, τη βιομηχανική ανάπτυξη και την άνοδο του επιπέδου ζωής, χτίζοντας με τη φαντασία τους κοινωνίες, στις οποίες τα «ιδεολογικά ζητήματα» και η «ταξική πάλη» είχαν εκμετρήσει το ζην. Η πλήρης απασχόληση, η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων μέσω της προοδευτικής φορολογίας και των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, η βελτίωση του επιπέδου ζωής μέσω της εκπαίδευσης και των άλλων κοινωνικών υπηρεσιών, ο εξανθρωπισμός της κοινωνίας –όλοι αυτοί οι στόχοι δεν ταυτίζονταν πλέον με την κατάργηση του καπιταλισμού. Οι σοσιαλδημοκράτες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πραγματοποίηση των μεταπολεμικών μεταρρυθμίσεων. Από το 1955 και εφεξής όμως –με εξαίρεση τη Σκανδιναβία– βρέθηκαν στην αντιπολίτευση. Η κατάσταση πλέον ήταν πολύ διαφορετική απ’ ό,τι ήταν δέκα χρόνια νωρίτερα. Κατά τη δημιουργία της μεγάλης πολεμικής συμμαχίας στη Βρετανία, σε μια ομιλία του ενώπιον 2.000 συνδικαλιστικών στελεχών στις 25 Μαΐου 1940, ο Έρνεστ Μπέβιν, που τότε ήταν ακόμη φρέσκος υπουργός Εργασίας, τόνισε την ενότητα σοσιαλισμού και πατριωτισμού, υποσχόμενος ότι το μέλλον ανήκει στους Εργατικούς: Οφείλω να σας ζητήσω να θέσετε τον εαυτό σας στη διάθεση του κράτους. Είμαστε σοσιαλιστές και αυτό θα είναι η δοκιμασία του σοσιαλισμού μας. Είναι επίσης μια δοκιμασία για το αν εννοούμε τις αποφάσεις που έχουμε πάρει κατά καιρούς… Αν το κίνημά μας και η τάξη μας καταφέρουν τώρα να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να σώσουν το λαό αυτής της χώρας από την καταστροφή, τότε η χώρα αυτή θα αντιμετωπίζει πάντα με εμπιστοσύνη τους ανθρώπους που την έσωσαν.57
Το 1945, η υπόσχεση αυτή είχε πραγματοποιηθεί ήδη. Στο καμίνι του πολέμου σφυρηλατήθηκε μια ηθική συλλογικότητας που επηρέασε τις ευρωπαϊκές χώρες για τρεις τουλάχιστον δεκαετίες. το ευρύτερο όραμα της ηθικής και πολιτικής καθοδήγησης του έθνους, κατά τον τρόπο που το εννοούσαν ο Γκράμσι, οι αρχιτέκτονες της Κόκκινης Βιένης και οι αγωνιστές σε κάθε μικρή Μόσχα ή ακόμη και οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες, είχε για πάντα χαθεί.
573
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·574
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Οι γυναίκες στη θέση τους (και οι άντρες στη δική τους)
√ι εμπειρίες, που έζησαν οι γυναίκες ανάμεσα στα Λαϊκά Μέτωπα και στην έναρξη
574
του Ψυχρού Πολέμου δεν διαφέρουν και πολύ από τις προγενέστερες. Τα Λαϊκά Μέτωπα στην Ισπανία και τη Γαλλία έδειχναν ότι θέλουν να φέρουν τις γυναίκες στο προσκήνιο είτε μέσα από την παραχώρηση του εκλογικού δικαιώματος και την υπεράσπιση της δημοκρατίας στον Ισπανικό Εμφύλιο, είτε μέσα από το γαλλικό απεργιακό κύμα του Ιουνίου του 1936. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, επιστρατεύτηκαν κάθε είδους πατριωτικά συνθήματα, λόγου χάρη με τις γυναίκες να προσφέρουν την εργασία τους στη βρετανική πολεμική οικονομία ή να θυσιάζουν ακόμη και τη ζωή τους στην Αντίσταση κατά των ναζί. Ο πόλεμος διέρρηξε τον ιστό της ομαλής οικογενειακής ζωής, ανέτρεψε τα σύνορα ανάμεσα στην ιδιωτική και στη δημόσια σφαίρα, ενώ υποχρέωσε τις γυναίκες να αναλάβουν ρόλους, που μέχρι τότε ήταν αυστηρά αντρικοί, ταράζοντας το έμφυλο κανονιστικό πλαίσιο. Ωστόσο, μετά το 1945, οι παλιότερες νόρμες αποκαταστάθηκαν. Αντί οι γυναίκες να αποκτήσουν πλήρη συμμετοχή στη δημοκρατική πολιτειότητα, η μητρότητα και τα οικιακά σφετερίστηκαν για άλλη μια φορά τα δίκαιά τους. Στην Ισπανία, το Λαϊκό Μέτωπο βελτίωσε αμέσως το νομικό καθεστώς των γυναικών, δίνοντας τους το δικαίωμα να παίρνουν διαζύγιο, να τελούν πολιτικό γάμο και, στην Καταλονία, να κάνουν ακόμη και αμβλώσεις. Το δημοκρατικό καθεστώς επιστράτευσε τις γυναίκες στη βιομηχανία, στις δημόσιες υπηρεσίες, στους γεωργικούς συνεταιρισμούς και, αρχικά, στην πολιτοφυλακή. Παρ’ όλα αυτά, οι γυναίκες θεωρούνταν πάνω απ’ όλα μητέρες και σύζυγοι. Πολύ γρήγορα, άρχισαν να διευθύνουν τα μαγειρεία στα στρατόπεδα, να πλένουν και να ράβουν, να δουλεύουν σε νοσοκομεία, να περιθάλπουν τους πρόσφυγες και να αναπληρώνουν τους άντρες, όταν αυτοί βρίσκονταν στο μέτωπο. Αν και αφιερωμένη στην απελευθέρωση των γυναικών, η Οργάνωση Αντιφασιστριών Γυναικών (Agrupacion de Mujeres Antifascistas), που ιδρύθηκε το 1933, ήταν απόλυτα συμβατική σε αυτά τα θέματα.58 Οι αναρχικές Ελεύθερες Γυναίκες (Mujeres Libres), οργάνωση που συστήθηκε το καλοκαίρι του 1936, επιθυμούσε να απελευθερώσει τις γυναίκες από την «τριπλή σκλαβιά στην άγνοια, στους άντρες και τους καπιταλιστές» αλλά σκόνταψε κι αυτή στον εμπεδωμένο σεξισμό της CNT.59 Βεβαίως, το ζήτημα έκλεισε βίαια μετά τη νίκη των Εθνικιστών στον Εμφύλιο, που οδήγησε ξανά στη βίαιη καθυπόταξη των γυναικών. Το ίδιο συνέβη και στη Γαλλία. Η «καθολική ψηφοφορία», το καμάρι της Γαλλικής Δημοκρατίας, ίσχυε μόνο κατ’ όνομα, αφού δεν είχε επεκταθεί ακόμη στις γυναίκες, και άλλο τόσο τις παραμέριζε το νομικό πλαίσιο δεν ήταν περισσότερο ευνοϊκό: με τη μεταρρύθμιση του Αστικού Κώδικα τον Φεβρουάριο του 1938 είχαν γί-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·575
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
νει κάποιες βελτιώσεις, αλλά ο άντρας έμενε chef de la famille (αρχηγός της οικογένειας). Ο διορισμός τριών γυναικών υφυπουργών στην κυβέρνηση του Μπλουμ το 1936 συνιστούσε έναν κυνικό συμβιβασμό.60 Μόνο η Αντίσταση εκβίασε τα πράγματα: αν οι Ριζοσπάστες άφησαν το θέμα της ψήφου των γυναικών εκτός του Καταστατικού Χάρτη του CNR, o οποίος υπερψηφίστηκε τον Μάρτιο του 1944, η συνέλευση του Αλγερίου τον Απρίλιο του ιδίου έτους τη συμπεριέλαβε και έτσι, το 1945 οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα να ψηφίζουν. Ωστόσο η δημόσια πολιτική δεν άλλαξε τη θέση των γυναικών στην κοινωνία. Τόσο το Σοσιαλιστικό Κόμμα όσο και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας επαναλάμβαναν μονότονα την παλιά εκείνη άποψη, που εξελάμβανε την παραγωγική εργασία ως προϋπόθεση της απελευθέρωσης, ενώ οι συνδικαλιστικές τους ενώσεις συνέχιζαν να αποκλείουν τις γυναίκες και να προωθούν την ανισότητα αμοιβών και τον οικογενειακό μισθό. Στις απεργιακές κινητοποιήσεις του 1936, οι γυναίκες παρακολουθούσαν απλώς την ανδρική μαχητικότητα στις εργοστασιακές επιτροπές και στους δημόσιους λόγους των κομμάτων όσο και των συνδικάτων, ενώ οι ηγέτες της CGT επαινούσαν τις απεργούς γιατί «υπερασπίστηκαν το ψωμί [μας], το σπίτι μας, τα ίδια μας τα παιδιά».61 Στα απομνημονεύματα των εργαζόμενων γυναικών, «η οικονομική κρίση, η ύφεση, η ανεργία, οι εφημερίδες, τα συνδικάτα και η πολιτική ήταν έννοιες και τομείς, που ανήκαν αποκλειστικά στους άντρες».62 Με το Λαϊκό Μέτωπο, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας προσχώρησε θορυβωδώς στο κυρίαρχο στρατόπεδο που υποστήριζε την αύξηση της γεννητικότητας.63 Ο αντιφασιστικός ριζοσπαστισμός σταματούσε μπροστά στην οικογενειακή εστία. Στην Ιταλία, την άλλη μεγάλη χώρα του καθολικού ευρωπαϊκού νότου με ισχυρή κομμουνιστική παρουσία, τα πράγματα ήταν μάλλον διαφορετικά. Τον Σεπτέμβριο του 1944, η Αντίσταση ίδρυσε την Ένωση Γυναικών Ιταλίας (UDI), σε μια χαρακτηριστική προσπάθεια να προωθήσει την πολιτική συμμαχιών του Τολιάτι. Η οργάνωση αυτή απευθυνόταν και στις γυναίκες που δεν είχαν ασπαστεί τον κομμουνισμό, κυρίως μέσα από την εφημερίδα της Noi Donne (Εμείς, οι γυναίκες), ενώ μέχρι το 1954 είχε πάνω από 3500 τοπικούς πυρήνες και 1.000.000 μέλη.64 Ωστόσο η UDI έβγαλε τις γυναίκες από το «σπίτι και την εκκλησία», αναθέτοντάς τους δημόσιους ρόλους χωρίς να αμφισβητήσει το υπάρχον καθεστώς των έμφυλων σχέσεων μέσα στην οικογένεια ή τον υποδεέστερο χαρακτήρα της «γυναικείας σφαίρας». Το σύνθημά της το 1947 ήταν «Ευτυχισμένη οικογένεια, ειρήνη και εργασία».65 Οι κομμουνιστές ασχολούνταν με την «κοινωνική λειτουργία» των οικιακών εργασιών και της μητρότητας, απαιτώντας τη μέγιστη δυνατή κοινωνική ασφάλεια και προτείνοντας τις κλασικές σοσιαλιστικές λύσεις της προσιτής σε όλους τεχνολογίας και
575
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·576
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
των κολεκτιβιστικών δημόσιων υπηρεσιών. Όμως η πολιτική του κόμματος για τις έμφυλες σχέσεις ήταν στην καλύτερη περίπτωση αβέβαιη, ενώ οι ίδιες οι κομμουνίστριες έβλεπαν την UDI ως μια οργάνωση δευτέρας κατηγορίας, «ένα είδος εξορίας 66 από την πραγματική δουλειά που γινόταν στο κόμμα». Επιπλέον, η συμμαχία υποβάθμιζε ζητήματα, όπως η αντισύλληψη, οι αμβλώσεις και το διαζύγιο, κατευθύνοντας την UDI προς τη μητρότητα, την ανατροφή των παιδιών και την οικογένεια. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας είχε προσελκύσει πολλές γυναίκες στις τάξεις του. Το 1959 το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 25,9% του συνολικού αριθμού των μελών του, αλλά αυτό δεν επηρέασε καθόλου την ανδροκρατία που κυριαρχούσε στην κορυφή της κομματικής πυραμίδας. Ο αριθμός των γυναικών που κατέλαβαν ηγετικές θέσεις μεταξύ 1945 και 1960 αντιπροσώπευε μόλις το 5-6% του συνόλου. Οι δυσκολίες αυτές ήταν περισσότερο οφθαλμοφανείς στο Τορίνο με τη μεγάλη εργατιστική παράδοση. Η CGIL προσπάθησε να κρατήσει την UDI μακριά, περιορίζοντάς τη στα «γυναικεία ζητήματα» και, όταν η τελευταία άρχισε τη δεκαετία του 1950 τις εκστρατείες της για την ισότητα στη δουλειά, λόγω της επικράτησης του ψυχροπολεμικού κλίματος οι συνδικαλιστικές ενώσεις που επηρεάζονταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν πολύ αδύναμες για να βοηθήσουν. Ένας τοπικός πυρήνας της UDI περιέγραφε το σκοπό της οργάνωσης «ως μια προσπάθεια να απελευθερωθούν οι γυναίκες, προσπάθεια που είναι το ανθρώπινο και πολιτικό κίνητρο όλων των δραστηριοτήτων μας». Ωστόσο ήταν απομονωμένη από την υπόλοιπη κομματική ζωή. Οι γυναίκες, που συμμετείχαν στον πυρήνα αυτό, συναντιόνταν δύο φορές την εβδομάδα στο σπίτι της μητέρας μιας αγωνίστριας: Στις 8 Μαρτίου (Ημέρα των Γυναικών), η τοπική χορωδία των κοριτσιών και το μπαλέτο έδιναν μια παράσταση, ενώ επιδεικνύονταν και οι προίκες των μελών που θα παντρεύονταν εκείνη τη χρονιά. Στις άλλες δραστηριότητες περιλαμβάνονταν οι εκκλήσεις για την ειρήνη και το δημόσιο στεγαστικό πρόγραμμα, η διανομή και η πώληση της Noi Donne, η βοήθεια στις ηλικιωμένες και άρρωστες γυναίκες το χειμώνα, η αλληλεγγύη προς τις γυναίκες που είχαν απολυθεί από την τοπική βιομηχανία υποδημάτων, η οργάνωση παιδικών κατασκηνώσεων στη θάλασσα και οι επισκέψεις σε διάφορα τοπικά μουσεία.67
576
Η κατάκτηση της ψήφου δεν ήταν λοιπόν αρκετή για να διαρρήξει το καθιερωμένο πλέγμα έμφυλων σχέσεων. Αν οι γυναίκες της Βόρειας και της Κεντρικής Ευρώπης κατέκτησαν το δικαίωμα αυτό το 1918, οι γυναίκες των καθολικών χωρών, όπως η Ιταλία, η Γαλλία, και το Βέλγιο, απέκτησαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα το 1945, ενώ ταυτόχρονα προσπάθησαν να θεραπεύσουν τις πληγές που είχε ανοίξει ο φασισμός. Μόνο η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ελλάδα και η Ελβετία συνέχισαν να έχουν
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·577
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
καθαρά ανδροκρατικά πολιτικά συστήματα. Αλλά και πάλι μεσολαβούσε η γνωστή διαλεκτική της ισότητας και της διαφοράς: καθώς οι γυναίκες ασκούσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα, η κοινωνική νομοθεσία προσπαθούσε να τις κρατήσει στο σπίτι. «Κατά τη διάρκεια του γάμου, οι περισσότερες γυναίκες δεν θα μπορούν να εργαστούν με αμοιβή», αποφαινόταν απερίφραστα ο Μπέβεριτζ (Beveridge) στην Αγγλία, ενώ το κράτος πρόνοιας ευνοούσε καταρχήν τον άντρα «κουβαλητή», που 68 έβγαζε το «ψωμί της οικογένειας». Σε ό,τι αφορά τα ζητήματα της αναπαραγωγής και των σεξουαλικών σχέσεων, η λογική της εξομάλυνση ς ήταν η ίδια. Οι Γερμανοί σεξουαλικοί μεταρρυθμιστές διαπίστωσαν ότι η κληρονομιά του ριζοσπαστισμού τους είχε περιοριστεί σε μια πολιτική, η οποία ευνοούσε την αύξηση των γεννήσεων και την οικογενειακή αρμονία και υγεία, αλλά απείχε πολύ από τα προγενέστερα ιδεώδη της παροχής συμβουλών για τα σεξουαλικά θέματα, της μεταρρύθμισης της νομοθεσίας σχετικά με τις αμβλώσεις και τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Όταν τον Ιούλιο του 1952 εγκαινιάστηκε στη Δυτική Γερμανία η τοπική εκδοχή του οικογενειακού προγραμματισμού –η οποία ονομάστηκε πολύ ταιριαστά Pro Familia, με το απαρατήρητο σκάνδαλο του Χανς Χάρμσεν (Hans Harmsen) ως προέδρου – το ουτοπικό όραμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης για την απελευθέρωση της σεξουαλικότητας ήταν πλέον κενό γράμμα. Στόχος τώρα ήταν «η υγιής οικογένεια τόσο από 69 ηθική και ψυχολογική σκοπιά όσο και από σεξουαλική». Η ανικανότητα της Αριστεράς να ξεφύγει από το ματερναλιστικό αυτό πλαίσιο σηματοδοτούσε τους περιορισμούς του αντιφασιστικού αγώνα. Οι κομμουνιστές απευθύνθηκαν πράγματι στα «μη προλεταριακά» στρώματα της κοινωνίας αλλά αντιμετώπισαν τις γυναίκες μέσα από ένα πλήθος στερεοτύπων, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες ήταν ακόμη πιο συντηρητικοί στα ζητήματα φύλου. Ο σοσιαλισμός υποσχόταν πάντοτε στις γυναίκες απελευθέρωση και ισότητα δικαιωμάτων. «Μετά την επανάσταση», οι γυναίκες θα γίνονταν πραγματικά ίσες με τους άντρες, μέσα από την ανεξάρτητη εργατική τους ταυτότητα και μια κολεκτιβιστική κοινωνική πολιτική που θα τις συνέδραμε στην ανατροφή των παιδιών και τις οικιακές εργασίες. Εμπνευσμένες από ένα τέτοιο ήθος, οι κομματικές νεολαίες της Αριστεράς καλλιεργούσαν μια άλλη αντίληψη για το σοσιαλισμό, μη έμφυλη, που θα ξεπερνούσε την ιδιωτεύουσα οικογενειοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας αναπτυσσόταν η εξάρτηση των γυναικών, και θα διαμόρφωνε το μοντέλο μιας ισότιμης συντροφικότητας ανάμεσα στους άντρες και στις γυναίκες. Ωστόσο ο μισογυνισμός, ο απόλυτος χωρισμός της ιδιωτικής από τη δημόσια σφαίρα και η απόλυτη αδιαφορία των ανδροκρατούμενων αριστερών κινημάτων ήταν ο κανόνας. Τα τελευταία απέρριπταν τον ίδιο το φεμινισμό ως ένα είδος καριε-
577
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·578
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
578
ρισμού της μεσαίας τάξης και χρησιμοποιούσαν τον όρο υποτιμητικά. Για την προώθηση της δημοκρατίας, οι πολιτικοί εκπρόσωποι της εργατικής τάξης και οι φεμινίστριες συνεργάζονταν, αλλά συνήθως επικρατούσε η ταξική και πολιτική έχθρα εναντίον των «αστών φεμινιστριών». Ενώ πριν από το 1918, ο Κιρ Χάρντι και το ILP υποστήριζαν το δικαίωμα ψήφου των γυναικών στη Βρετανία και η Ομοσπονδία του Ανατολικού Λονδίνου της Σίλβια Πάνκχαρστ ήταν από τους συνιδρυτές του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας, στη Γερμανία, το SPD απέρριψε κάθε συνεργασία με το φεμινιστικό κίνημα. Μετά το 1918, το σκηνικό άλλαξε ριζικά στις δύο αυτές χώρες: ενώ στη Βρετανία η εμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο των Εργατικών ως ακραιφνώς ταξικού κόμματος ύψωσε ένα νέο φραγμό στα φεμινιστικά κινήματα του Μεσοπολέμου, στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, τόσο το SPD όσο και οι φεμινιστικές οργανώσεις κατάφεραν να συνεργαστούν σε ζητήματα, όπως η εκπαίδευση, η κοινωνική πολιτική, η υγεία και η σεξουαλική μεταρρύθμιση. Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος κατάργησε πολλές διαχωριστικές γραμμές. Το 1938, η Φλόρενς Κίγουορθ (Florence Keyworth), μια νεαρή εργάτρια από το Σέφιλντ, που έφυγε από το σπίτι της αντιδρώντας στο συντηρητισμό των γονέων της, δεν έγινε δεκτή στην απόλυτα ανδροκρατική Ένωση Νέων Κομμουνιστών. Τέσσερα χρόνια αργότερα, έχοντας ήδη σκληραγωγηθεί ως μέλος της Ένωσης για την Κοινωνία των Εθνών (League of Nations Union) και της Αριστερής Λέσχης Βιβλίου (Left Book Club) και ενθαρρυνθεί από την ενίσχυση του δημόσιου ρόλου της γυναίκας, έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος μαζί με δύο φίλες της, κι εργάστηκε ως δημο70 σιογράφος στην κομματική εφημερίδα Daily Worker. Στην κατεχόμενη Ευρώπη, όπου οι γυναίκες συμμετείχαν ενεργά στην Αντίσταση, τα προβλήματα ήταν μεγαλύτερα. Στην Ιταλία, 70.000 γυναίκες στελέχωναν τις Ομάδες Άμυνας, ενώ 35.000 μά71 χονταν στο πλευρό των παρτιζάνων. Είκοσι έξι ετών και έγκυος, η Άβε Αλμπερτίνι (Ave Albertini) εργαζόταν ως ταχυδρομική υπάλληλος στη Μόντενα προτού καταταγεί στη μάχιμη μονάδα του άντρα της, όπου και γέννησε τον Αύγουστο του 1944. Πολλές γυναίκες εκπαιδεύτηκαν στα όπλα –υπήρχαν μάλιστα αποκλειστικά γυναικείες στρατιωτικές μονάδες–, αλλά σπάνια απέφευγαν τους συνηθισμένους ρόλους. Η Τερέζα Τέστα (Teresa Testa), λόγου χάρη, εντάχθηκε σε μια αντάρτικη ομάδα του Τορίνου, αλλά οι δουλειές που έκανε κυρίως ήταν «της πολιτικής επιτρόπου, της μαγείρισσας, της πλύστρας και του ταχυδρόμου». Οι κομμουνίστριες ζούσαν «σχιζοφρενικά», θυμάται η Λουτσιάνα Βιβιάνι (Luciana Viviani), γιατί η πολιτική τους ταυτότητα επικαθοριζόταν πάντοτε από την αντίληψη ότι έπρεπε να είναι «καλές σύ72 ζυγοι και μητέρες». Μέσα από παρόμοιες εμπειρίες, οι γυναίκες απέκτησαν μια καλύτερη αίσθηση
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·579
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
του πολιτικού ρόλου τους, αλλά ήδη από το 1950 οι κανονιστικές προσδοκίες είχαν εκ νέου εμπεδωθεί. Στη Βρετανία, στη διάρκεια του πολέμου, η κρατική πολιτική για τις γυναίκες ήδη υπαγόταν στις κοινωνικές υπηρεσίες. Στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής, δημιουργήθηκαν πολλοί βρεφονηπιακοί σταθμοί και κοινοτικά εστιατόρια για τις εργαζόμενες μητέρες, τα οποία οι ίδιες οι γυναίκες χρειάστηκε να τα υπερασπιστούν μετά το 1945, γιατί απειλούνταν με κλείσιμο. Για την Κίγουορθ, η ιεράρχηση των πραγμάτων δεν είχε αλλάξει: «πολλές κομμουνίστριες, σαν και μένα σκέφτηκαν, ότι όχι μόνο δεν τους ενδιέφερε η δουλειά στο σπίτι αλλά και τη σιχαίνονταν». Η ανδροπρέπεια του εργατικού κινήματος παρέμενε βασικό χαρακτηριστικό. Στο Γιόρκσερ, το Κομμουνιστικό Κόμμα στηριζόταν στις παλιές επαγγελματικές κουλτούρες των ανθρακωρύχων και των μηχανικών, που απέκλειαν τις γυναίκες από κάθε πολιτική δραστηριότητα· το 1944, σε μια εβδομαδιαία επιμόρφωση στην κομματική σχολή στο Ρόδερχαμ, η Κίγουορθ βρέθηκε μόνη της μεταξύ δεκαε73 φτά αντρών. Η ανεργία οδηγούσε στο περιθώριο τις εργαζόμενες γυναίκες, αλλά και η πλήρης απασχόληση δημιουργούσε άλλου είδους προβλήματα: η πολιτική για τις γυναίκες εξαφανίστηκε κάπου ανάμεσα στις κυρίαρχες αντιλήψεις για την οικογένεια, είτε αυτές αφορούσαν τη συνθηματολογία για τον άντρα – κουβαλητή, ή τον οικογενειακό μισθό, τους περιορισμούς που υφίσταντο οι παντρεμένες γυναίκες στο συνδικαλιστικό κίνημα, είτε στο κοινωνικό κράτος. Η μεγάλη δύναμη των κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων στην αντιφασιστική περίοδο ήταν οι προοδευτικές αντιλήψεις τους. Η Αριστερά αναδύθηκε μέσα από τις στάχτες του πολέμου έχοντας κατακτήσει μια ηθική ηγεμονία στο έθνος και έχοντας διαμορφώσει ένα πλούσιο πρόγραμμα αιτημάτων με άξονα τους βασικούς μεταρρυθμιστικούς της στόχους – ηγεμόνευε, με την έννοια του Γκράμσι. Ωστόσο η ματερναλιστική κανονικοποίηση της πολιτικής ήταν καθαρό σημάδι αποτυχίας. Ο αντιφασισμός, τόσο δημιουργικός στην υπέρβαση της γκετοποιημένης ταξικής πολιτικής, την επανάληψη των στάσεων της εργατικής τάξης απέναντι στις γυναίκες. Ο πατριωτισμός της πολεμικής περιόδου, η ρητορεία του οποίου ευνοούσε τις παλιές έμφυλες αντιλήψεις –οι άντρες στο μέτωπο, οι γυναίκες στο σπίτι–, ήταν έτσι κι αλλιώς περιοριστικός. Όπως και στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι γυναίκες αποσπάστηκαν από την οικογενειακή ζωή και στρατεύτηκαν στον αγώνα για το κοινό καλό, αναλαμβάνοντας διάφορες εργασίες και δημόσιους ρόλους. Αυτό βέβαια συνοδεύτηκε από υποσχέσεις πολιτειότητας και ισότητας στο πλαίσιο του έθνους με το τέλος του πολέμου. Ωστόσο τη δεκαετία του 1950 οι γυναίκες ξαναβρέθηκαν στην παλιά υποδεέστερη θέση τους. Δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε εδώ; Οι διαφορές ανάμεσα στη Δύση και στην
579
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·580
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
580
Ανατολή αποκαλύπτουν κάποιες μακροπρόθεσμες αλλαγές. Στις σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι γυναίκες κοινωνικοποιήθηκαν εξ ολοκλήρου μέσω της εργασίας. Η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, με αποτέλεσμα το ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών να φτάσει το 1988 στο 45-50% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, με τη Βουλγαρία και τη Σοβιετική Ένωση στην κορυφή της πυραμίδας. Στη Δυτική Ευρώπη, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν μικρότερα: 43,3% στη Βρετανία, 42,7% στη Γαλλία και 38,5% στη Δυτική Γερμανία. Στην Ανατολική Γερμανία απασχολούνταν το 83,2% των οικονομικώς ενεργών γυναικών, στην Ουγγαρία το 70,1% και στην Πολωνία το 65,0%, ενώ στη Βρετανία μόνο το 67,7%, στη Γαλλία το 59,2% και στη Δυτική Γερμανία το 55,4%. Τη δεκαετία του 1980, οι σοσιαλιστικές χώρες είχαν να επιδείξουν ίσο ή και μεγαλύτερο αριθμό φοιτητριών απ’ ό,τι οι χώρες της Δύσης. Στην Ανατολική Γερμανία, λόγου χάρη, το 82% των εργαζόμενων γυναικών είχε ολοκληρώσει πανεπιστημιακές ή τεχνικές σπουδές, το 30% των δικηγόρων και το 52% των γιατρών ήταν γυναίκες, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν στη μεν Βρετανία 4% και 16%, και στη Δυτική Γερμανία 14% και 23% αντίστοιχα. Όπως και στη Δύση, οι γυναίκες ασκούσαν συνήθως επαγγέλματα στον τομέα της υγείας, της εκπαίδευσης, των υπηρεσιών και των άλλων βιομηχανιών, όπου κατά παράδοση υπερίσχυαν. Στην Ανατολική Γερμανία, το 69% των απασχολουμένων στην κλωστοϋφαντουργία και τη βιομηχανία ενδυμάτων ήταν γυναίκες, το 100% των μαθητευόμενων γραμματέων, το 95% των μαθητευόμενων πωλητριών και κομμωτριών, αλλά μόνο το 9% στις εργοστασιακές μονάδες κατασκευής μηχανολογικού εξοπλισμού και το 8% στις οικοδομές. Ωστόσο η παρουσία γυναικών στις διευθυντικές θέσεις ήταν μικρή: ενώ λοιπόν στην Ανατολική Γερμανία το 77% των εργαζομένων στην εκπαίδευση ήταν γυναίκες, το ποσοστό των διευθυντριών σχολείων ήταν 32% και των πανεπι74 στημιακών λεκτόρων μόνο 7%. Στην Ανατολική Ευρώπη, ο αριθμός των γυναικών στα νομοθετικά όργανα ήταν μεγαλύτερος απ’ ό,τι στη Δυτική, με εξαίρεση τις σκανδιναβικές χώρες, αλλά και εδώ το χάσμα ανάμεσα στα κατώτερα και στα ανώτερα κλιμάκια ήταν μεγάλο. Τη δεκαετία του 1980, για παράδειγμα, στην Ανατολική Γερμανία, το 25% των δημάρχων, το 40% των μελών των διαφόρων τοπικών, δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων και το 13% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν γυναίκες, αλλά στο Πολιτικό Γραφείο δεν υπήρχε καμία. Πάνω απ’ όλα, ο καταμερισμός εργασίας μέσα στο νοικοκυριό συνέχιζε να υπάρχει. Το 1989, το 80,2% των παιδιών (0-3 ετών) στην Ανατολική Γερμανία πήγαινε σε βρεφονηπιακό σταθμό και το 95,1% στο νηπιαγωγείο (3-6 ετών), ενώ τα αντίστοιχα ποσο-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·581
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
στά στη Δυτική Γερμανία ήταν 3% και 67,5%. Ωστόσο το Κομμουνιστικό Κόμμα παραδεχόταν ότι οι γυναίκες θα έφεραν πάντοτε διπλό βάρος: οι πολιτικές για τη γυναίκα θα έπρεπε να της επιτρέπουν «να συνδυάζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις απαιτήσεις της δουλειάς με τα καθήκοντά της ως μητέρας και συζύγου», έτσι ώστε «να συνταιριάζει τη δουλειά με τις κοινωνικές της δεσμεύσεις και τα μητρικά 75 της καθήκοντα, ώστε να έχει μια καλή οικογενειακή ζωή». Μετά τον πόλεμο, οι γυναίκες δεν εγκατέλειπαν εύκολα τη δουλειά τους, με συνέπεια το ποσοστό τους στην απασχόληση να αυξάνεται διαρκώς. Το 1901, οι γυναίκες αποτελούσαν το 29% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στη Βρετανία, ποσοστό που έμεινε σταθερό μέχρι το 1939-45. Μεταπολεμικά, το ποσοστό αυτό αυξάνει φτάνοντας το 1982 στο 39%. Τα αντίστοιχα ποσοστά στη Γαλλία και τη Δυτική Γερμανία είναι παρεμφερή, ενώ στην Ιταλία και τη Σουηδία, σε ένα διάστημα περίπου τριάντα ετών (1950-82), τα ποσοστά αυτά ήταν στη μεν πρώτη 23% και 34%, και στη δεύτερη 35% και 76%. Στη Βρετανία, το ποσοστό των παντρεμένων γυναικών που εργάζονταν ήταν γύρω στο 13-16% πριν από το 1939, αλλά ήδη το 1951 είχε αγγίξει το 40%, ενώ το 1960 ήταν πάνω από το 50%. Ωστόσο οι εργαζόμενες γυναίκες έμεναν συγκεντρωμένες σε συγκεκριμένα επαγγέλματα και βιομηχανίες, ενώ η ανισότητα στις αμοιβές και οι διακρίσεις σε βάρος τους στους χώρους της δουλειάς ήταν καθημερινό φαινόμενο. Παρ’ όλα αυτά, η αύξηση του ποσοστού των γυναικών, που εργάζονταν, επηρέασε σημαντικά τη θέση τους στην πολιτική ζωή των χωρών τους. Μπορεί ο ματερναλισμός του κοινωνικού κράτους να αποδυνάμωσε πολιτικά τις γυναίκες, καθηλώνοντάς τες στο νοικοκυριό, αλλά συνάμα νομιμοποίησε τη συμμετοχή τους στα κοινά. Στην Ιταλία, τόσο ο Νόμος για τη Μητρότητα του 1950 όσο και η Σύμβαση για την Ισότητα των Αμοιβών του 1956 όφειλαν πολλά στην υποστήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενώ διαμόρφωσαν τη νομική βάση, 76 πάνω στην οποία στηρίχτηκε το γυναικείο κίνημα μετά το 1960. Στη Σουηδία, αυτό ήταν ακόμη σαφέστερο. Κατ’ εξαίρεση, στη Σουηδία δεν αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1930 ένα κίνημα εναντίον της εργασίας των γυναικών. Οι γυναικείες οργανώσεις συμφώνησαν σε «ένα σύνολο θεμάτων, όπως οι πληρωμένες διακοπές για τη νοικοκυρά, η αποποινικοποίηση των αντισυλληπτικών, η αυξημένη πολιτική εκπροσώπησή τους, η στήριξη της άγαμης μητέρας… και το δικαίωμα της μητέρας να εργάζεται», συγκροτώντας έναν υπερκομματικό και υπερταξικό συνασπισμό δυνάμεων, δείγμα γραφής του οποίου ήταν το «Κάλεσμα στις Γυναίκες της Σουηδίας», 77 που δημοσίευσαν 25 γυναικείες οργανώσεις το 1936. Το σημαντικό είναι ότι τα συνδικάτα δεν αντιτάχθηκαν στα αιτήματα των γυναικών, εν μέρει επειδή η κατατε-
581
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·582
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
582
μαχισμένη σε μεγάλο βαθμό αγορά εργασίας της Σουηδίας καθιστούσε τον ανταγωνισμό των εργαζομένων γυναικών λιγότερο απειλητικό για τους άντρες. Επιπλέον, η ιδέα του Χάνσον για το «Σπίτι του Λαού» επέτρεψε να αποκτήσει το εθνικό πλεονέκτημα στην Αριστερά τη δεκαετία του 1930, επιτρέποντας στις γυναίκες να συνδέσουν την καθημερινότητα με την πολιτική μέσα από «τα προγράμματα στέγασης, τα θέματα μητρικής υγείας και το ζήτημα της γονιμότητας και της ευημερίας 78 των γυναικών». Οι πραγματικά σημαντικές κοινοβουλευτικές επιτροπές σχετικά με την Εργασία των Παντρεμένων Γυναικών και την Πολιτική για τη Γεννητικότητα (1935-38), οι οποίες πρόσφεραν πάρα πολλά και στους δύο αυτούς τομείς, επηρεάστηκαν αποφασιστικά από τον μεγάλο αριθμό των φεμινιστριών που δραστηριοποιούνταν στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Τέλος, τα ειρηνιστικά κινήματα πρόσφεραν το πλαίσιο για να αναπτυχθεί ο ακτιβισμός των γυναικών, ο οποίος αναγόταν στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν η Διεθνής Συμμαχία για το Εκλογικό Δικαίωμα των Γυναικών υποστήριζε τη διεθνή συμφιλίωση. Την ίδια εποχή στη Βρετανία, η NUWSS, η Ομοσπονδία του Ανατολικού Λονδίνου και η WSPU συμμάχησαν με τη Συνεταιριστική Συντεχνία Γυναικών (Women’s Cooperative Guild) και το ILP σε μια προσπάθεια να υπερασπιστούν την ειρήνη. Μετά το 1918, η παράδοση αυτή αναβίωσε μέσα από τη Διεθνή Ένωση Γυναικών για την Ειρήνη και την Ελευθερία (Women’s International League of Peace and Freedom), η οποία ιδρύθηκε το 1919 και προερχόταν από τη Διεθνή Επιτροπή Γυναικών για Μόνιμη Ειρήνη (International Committee of Women for Permanent Peace), που, με τη σειρά της, είχε συγκροτηθεί από το Συνέδριο των Γυναικών (Women’s Congress) στη Χάγη τον Απρίλιο του 1915. Στη Βρετανία υπήρχαν ακόμη η Ομάδα κατά της Στράτευσης (No Conscription Fellowship, 1914-19), το Κίνημα κατά του Πολέμου (No More War Movement), που ιδρύθηκε το 1920, και η Ένωση για την Ειρήνη (Peace Pledge Union), η οποία συγκροτήθηκε το 1934 και συγχωνεύτηκε με το Κίνημα κατά του Πολέμου (No More War) δύο χρόνια αργότερα, καθώς επίσης και η Ένωση για την Κοινωνία των Εθνών και τη Διεθνή Αρνητών του Πολέμου (War Resisters International). Το κύριο forum στις εκστρατείες του Λαϊκού Μετώπου τη δεκαετία του 1930 ήταν η Παγκόσμια Επιτροπή Γυναικών κατά του Πολέμου και του Φασισμού (Women’s World Committee Against War and Fascism), η οποία έδωσε στις γυναίκες πρόσβαση σε μια δημόσια σφαίρα, ιδίως σε τοπικό επίπεδο. Στο Μάντσεστερ, για παράδειγμα, η Υποεπιτροπή Γυναικών του Βόρειου Συμβουλίου Εναντίον του Φασισμού (Women’s Sub-Committee of the Northern Council Against Fascism) εργάστηκε στο πλαίσιο της ετήσιας εκστρατείας της Διεθνούς Ημέρας για τη Γυναίκα,
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·583
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
σε μια Διάσκεψη των Γυναικών για την Ενότητα (Women’s Conference on Unity) τον Ιούνιο του 1937, στις διάφορες ομάδες για την προσφορά Βοήθειας στην Ισπανία, στις επιτροπές για την Περιγεννητική Θνησιμότητα και σε πολλές τοπικές εκστρατείες της Συντεχνίας Γυναικών, του Εργατικού Κόμματος, του ILP και του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας. Μετά το 1945, ο Ψυχρός Πόλεμος περιόρισε τη δράση των κινημάτων αυτών, ενώ το Παγκόσμιο Συμβούλιο για την Ειρήνη (World Peace Council), που ιδρύθηκε το 1950, ταυτίστηκε υπερβολικά με την πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1950, οι Εκκλήσεις της Στοκχόλμης και της Βαρσοβίας εκ μέρους του Συμβουλίου για την κατάργηση της ατομικής βόμβας συγκέντρωσαν 500 εκατομμύρια υπογραφές, αλλά το 90% των υπογραφών αυτών προερχόταν από τις σοσιαλιστικές χώρες. Ωστόσο, μετά το 1956, με την αναγέννηση του ειρηνιστικού κινήματος, πρωταγωνιστής του οποίου ήταν η βρετανική Επιτροπή Άμεσης Δράσης (DAC) και η Εκστρατεία για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό (CND), ο πρωταγωνιστικός ρόλος των γυναικών δεν εξέπληξε κανέναν.79
Ανάμεσα στο πολιτικό και στο προσωπικό
∏ δεκαετία του 1950 ήταν μια ενδιάμεση εποχή για τις γυναίκες, ανάμεσα στα νέα πολιτικά δικαιώματα και στην κανονικοποίηση της οικιακής ζωής, σε ένα έμφυλο καθεστώς του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου που επαγόταν το αντίθετο από την απελευθερωμένη προσωπικότητα. Στο σημείο αυτό, το ματερναλιστικό πλαίσιο του κράτους πρόνοιας ήταν το κλειδί, ιδιαίτερα στις πιο ισχυρές του εκφράσεις, που απέδιδαν αξία στην αύξηση της γεννητικότητας και στο παιδί της εργατικής τάξης. Ακόμη και οι προοδευτικοί έκαναν διάκριση ανάμεσα στις νοικοκυρές-μητέρες –τις «πραγματικές» μητέρες που οι γυναίκες της εργατικής τάξης είχαν το δικαίωμα να γίνουν– και τις γυναίκες που εργάζονταν και στερούσαν από τα παιδιά τους τη μητρική φροντίδα. Έτσι, η διαδεδομένη σύνδεση ανάμεσα στο «φεμινισμό» και στις άγαμες ή άτεκνες γυναίκες, οι οποίες προτιμούσαν την καριέρα από το να κάνουν οικογένεια, ενισχυόταν ακόμη περισσότερο. Αυτό βέβαια δεν ήταν αναπόφευκτο. Οι ανάγκες των αγορών εργασίας για εργάτριες, καθώς και οι καινοτομίες της πολεμικής περιόδου, όπως ήταν οι παιδικοί σταθμοί για τις εργαζόμενες μητέρες, υποδήλωναν ένα εναλλακτικό σενάριο. Εντούτοις το ιδεώδες της μητέρας και νοικοκυράς πλήρους απασχόλησης θριάμβευσε –ακριβώς η γυναίκα αυτή είχε την υποστήριξη διαφόρων κοινωνικών υπηρεσιών, έπαιρνε δωρεάν γάλα και χυμό πορτοκαλιού, εκπαιδευόταν έτσι ώστε να είναι τεχνικά επαρκής και μοιραζόταν τους ρόλους του σπιτιού με τον σύζυγο – κουβαλητή που εργα-
583
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·584
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
584
ζόταν. Η επεξεργασία των γνώσεων, τεχνικών και άλλων, που απαιτούνταν για τη φροντίδα των παιδιών και την ικανοποίηση των αναγκών τους από τον Τζον Μπόουλμπι (John Bowlby) και άλλους, βάσει διαφόρων θεωριών σχετικών με τη στέρηση της μητέρας, προσκόλλησης απώλειας, συνέβαλε στη διαμόρφωση της συναίνε80 σης αυτής. Η αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών στην οικονομία μέσα από την απασχόληση, την απόκτηση ανώτερων σπουδών και την κατανάλωση, που αναπροσδιόρισε τη σχέση των γυναικών με τον δημόσιο χώρο, συσκοτίστηκε. Ακόμη και οι πιο συνειδητοποιημένες πολιτικά γυναίκες της Αριστεράς δεν μπορούσαν εύκολα να ξεφύγουν από το πλαίσιο αυτό. Η άμβλυνση του ριζοσπαστισμού και η συμμόρφωση με τα κελεύσματα όσων υποστήριζαν το θεσμό της οικογένειας οφείλονταν επίσης στην κυρίαρχη ιδεολογία του Ψυχρού Πολέμου. Η επιστράτευση του πατριωτισμού εναντίον του κομμουνισμού μετά το 1947, σε ένα είδος διαστροφικής συνέχισης των αντιναζιστικών συμμαχιών, ταίριαζε στα συνθήματα περί οικογένειας και νοικοκυριού, καθώς συνέδεε μια ιδεατή οικογενειακή ζωή με την επαπειλούμενη ακεραιότητα του έθνους και του τρόπου ζωής του, που μόλις πρόσφατα είχαν διασωθεί από τα νύχια του φασισμού. Αν οι γυναίκες τοποθετούνταν ως μητέρες στη λογοθετική αυτή οικονομία, οι άντρες κατασκευάζονταν όχι μόνο ως πατέρες αλλά και ως φορείς της δημόσιας ευθύνης, σε άκαμπτα συστήματα έμφυλης διαφοράς. Η σεξουαλική διαφωνία –και ιδιαίτερα η αντρική ομοφυλοφιλία– θεωρήθηκε μεγάλος κίνδυνος για την ασφάλεια της κοινότητας. Καθώς αναδείκνυε την ηθική τρωτότητα των κοινωνιών, οι παρεκκλίνουσες συμπεριφορές τέθηκαν υπό αυστηρή επιτήρηση. Μεταξύ 1939 και 1954, οι διώξεις για ομοφυλοφιλία στη Βρετανία πενταπλασιάστηκαν. Η κληρονομιά του φασισμού έμεινε αλώβητη: στη Δυτική Γερμανία και τη Γαλλία, οι νόμοι των ναζί και του καθεστώτος του Βισί εναντίον των ομοφυλοφίλων παρέμειναν εν ισχύ χωρίς αλλαγές. Ενώ η πολιτική κοινότητα της «Δύσης» αναπτυσσόταν στη δεκαετία του 1950, «η μάστιγα της ομοφυλοφιλίας» αποτελούσε πηγή ανησυχίας, λει81 τουργώντας στον δημόσιο λόγο ως όριο της ομαλής συμπεριφοράς. Παρά την ύπαρξη ανεκτικών θυλάκων, κυρίως, μεταξύ των διανοουμένων, η Αριστερά δεν ήταν λιγότερο εχθρική προς τις σεξουαλικές «παρεκκλίσεις», τις οποίες όχι μόνο δεν μπόρεσε να κατανοήσει αλλά και αποδοκίμασε σκαιά. Παραμένοντας εντός των ορίων της ετεροκανονιστικής σκέψης για την οικογένεια, τη σεξουαλικότητα και το διχασμό δημόσιου και ιδιωτικού, οι σοσιαλιστές και οι κομ82 μουνιστές αποδέχτηκαν κατά βάση τον μεταπολεμικό κομφορμισμό. Οι διάφορες μορφές σεξουαλικότητας ήταν η αχαρτογράφητη περιοχή της πολιτικής της Αριστεράς στα μέσα του 20ού αιώνα, το πεδίο ενός συντηρητισμού, που έγινε ακόμη πιο
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·585
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
ορατός μετά το 1968. Στις εκλογές του 1945, όταν η φιλεργατική εφημερίδα Daily Mirror παρότρυνε τις Βρετανίδες «Ψηφίστε τον!», εννοώντας τους στρατιώτες συζύγους τους, όχι μόνο ξεπουλούσε απίστευτα φτηνά την ισότητα αντρών και γυναικών στα πολιτικά δικαιώματα αλλά παρουσίαζε και ένα ολόκληρο σύμπαν έμφυλων κοινωνικών και πολιτικών εικασιών. Μετά από ένα διάλειμμα ανεξαρτησίας στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και αυτοδύναμης συμμετοχής στα δημόσια αγαθά του έθνους, οι γυναίκες βίωσαν τη μεταπολεμική κανονικοποίηση ως περιστολή των δικαιωμάτων τους: Έρχεται το 1945: ένα γράμμα στο ταχυδρομείο κάποια Παρασκευή πρωί: «Αυτός ο βρεφονηπιακός σταθμός θα κλείσει σήμερα (για πάντα) στις 6 το απόγευμα. Παρακαλώ, πάρτε απόψε το παιδί σας και όλα σας τα πράγματα». Ήμουνα μητέρα μόνη· οι βρεφονηπιακοί σταθμοί θα έκλειναν. Η κυβέρνηση έπρεπε να βρει δουλειά στους ήρωες που γύριζαν από το μέτωπο· οι γυναίκες έπρεπε να συγυρίσουν τα σπίτια τους, να τα ομορφύνουν με τη χάρη και τη γοητεία τους (πάνω ο ρυθμός των γεννήσεων). Ήρθε ο Μακμίλαν και ποτέ δεν περάσαμε τόσο καλά όσο τότε. Ήρθε ο Μπόουλμπι, που μας είπε ότι το λάθος θα ήταν όλο δικό μας αν κάτι πήγαινε στραβά με τα παιδιά μας, αν τυχόν τα αφήναμε έστω και για λίγο μόνα τους. Ήρθε το βύζαγμα κατά βούληση και οι μανάδες κράταγαν τα παιδιά συνέχεια κοντά τους· μετά ήρθε η τηλεόραση, τα πλυντήρια και τα άλλα καταναλωτικά αγαθά που μας έκαναν να νιώθουμε πως μας ήθελαν στο σπίτι. Στη συνέχεια, ήρθε το «Κάν’ το μόνος σου» [DiY], αλλά και η ενοχή –μη σκέφτεσαι ποτέ τον εαυτό σου σαν ξεχωριστή προσωπικότητα, όχι σεξ έξω από το γάμο, μην αφήνεις ποτέ μα ποτέ το παιδί σου, και να είσαι ευχαριστημένη με τα ωραία κουζινικά της κυβέρνησης· μη λες ποτέ λέξη για τις οργιαστικές νύχτες στο πυροβολείο (ή για τη ζεστασιά με όλες τις γυναίκες μαζί μέσα στις σκηνές και τα κτίρια των αξιωματικών, χωρίς να υπάρχει άντρας ούτε για δείγμα). Θυμήσου μόνο ότι για όλα φταις πάντα εσύ. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα. Μόνο τα παιδιά. Αυτά έχουν πάντα δίκιο. Εσύ έχεις πάντα λάθος. Προχώρα λοιπόν, πλένε τα ρούχα και ψήσε κάνα κέικ. Μη μιλάς. Τσιμουδιά! Δεν είσαι τίποτε (μόνο μια μηχανή που ξοδεύει λεφτά).83
585
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·586
∫∂º∞§∞π√ 20
1956
«Π
586
ΟΤΕ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΔΙΚΤΑΤΟΡΑΣ, ποτέ δεν υπήρξε δογματικός, αλλά πάντοτε
πρόθυμος και ανυπόμονος να ακούσει και να καταλάβει την άποψη του άλλου. … Δεν υπάρχουν λέξεις, μνημεία και τιμές που να αποδίδουν όπως πρέπει την επανάσταση στο μυαλό και τις πράξεις των ανθρώπων, στην αλλαγή της παγκόσμιας ιστορίας και την απελευθέρωση εκατομμυρίων ανθρώπων από το σκοτάδι, την καταπίεση, τη φτώχεια και την αθλιότητα όσο τα έργα του Συντρόφου Στάλιν… 1 Αιωνία η μνήμη του Ιωσήφ Στάλιν». Η πραγματικά γκροτέσκα αυτή κατακλείδα του λόγου του Χάρι Πόλιτ αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των εγκωμίων που κατέκλυσαν τον κομμουνιστικό κόσμο όταν στις 5 Μαρτίου 1953 πέθανε ο Στάλιν. Δεν υπήρχε ίχνος συνειδητού κυνισμού σε όλα αυτά. Η πολιτική ψυχολογία του σταλινισμού στη Δύση διατηρήθηκε για τρεις ολόκληρες δεκαετίες απομόνωσης και ήττας, συμπληρώνοντας τη συναρπαστική αφήγηση της ηρωικής προσπάθειας των Σοβιετικών –νίκη στον εμφύλιο πόλεμο, οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μία χώρα, εκβιομηχάνιση και πεντάχρονα οικονομικά πλάνα, συντριβή του φασισμού. Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα διπολικό σχήμα, που είχε υποστεί κάποιες ρωγμές το 1941-47, αλλά τώρα είχε αποκατασταθεί με δραματικό τρόπο από τον Ψυχρό Πόλεμο. Η πίστη και η υπακοή στη Μόσχα αντανακλούσε τη νοοτροπία πολιορκημένου που είχε ο δυτικός κομμουνισμός το 1947-53, διαρκώς φορτισμένος από τα αιτήματα της Σοβιετικής Ένωσης. Όμως το γονάτισμα τόσο πολλών ανεξάρτητων ανθρώπων, ολόκληρων κινημάτων ουσιαστικά, μπροστά στη λατρεία ενός προσώπου, είναι δύσκολο να κατανοηθεί ακόμη και σήμερα. Το θέμα της διαδοχής του Στάλιν έδειχνε να μην παρουσιάζει προβλήματα. Ο Νικίτα Χρουστσόφ νίκησε αρχικά τον Λαβρέντι Μπέρια, ο οποίος συνελήφθη τον Ιούνιο του 1953 και εκτελέστηκε τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, και, στη συνέχεια, τον Γκεόργκι Μαλένκοφ που αποπέμφθηκε από τη θέση του πρωθυπουργού τον Φεβρουάριο του 1955. Ο Ψυχρός Πόλεμος συνεχιζόταν τώρα με χαμηλότερη ένταση. Τον Μάιο του 1955 υπογράφηκε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας ως απάντηση
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·587
1956
στον επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας και την προσχώρησή της στο ΝΑΤΟ, ενώ τον Ιούνιο του 1954 οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέτρεψαν τη μεταρρυθμιστική κυβέρνηση του Χάκομπα Αρμπένς (Jacoba Arbenz) στη Γουατεμάλα. Οι πόλεμοι στην Κορέα και την Ινδοκίνα είχαν σταματήσει, ενώ οι εξεγέρσεις στις Φιλιππίνες και τη Μαλαισία κόντευαν να τελειώσουν. Στην Ευρώπη είχαν γίνει κάποιες συμφιλιωτικές κινήσεις, με τους Σοβιετικούς να εξομαλύνουν τις σχέσεις του με τον Τίτο και να αποδέχονται τον Μάιο του 1955 την ουδετερότητα της Αυστρίας, βάζοντας στην ημερήσια διάταξη το ενδεχόμενο προσέγγισης των δύο Γερμανιών. Επιπλέον, τον Ιούλιο του 1955, η Σοβιετική Ένωση δέχτηκε να συμμετάσχει, για πρώτη φορά μετά το Πότσνταμ, σε μια σύνοδο κορυφής μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία και τη Γαλλία πράγματι, αυτή πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη. Εκτός αυτού, οι Σοβιετικοί συνήψαν διπλωματικές σχέσεις με τη Δυτική Γερμανία, προσκαλώντας τον Σεπτέμβριο του 1955 τον καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ (Konrad Adenauer) στη Μόσχα. Ωστόσο στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών χωρών είχαν 2 αρχίσει να πραγματοποιούνται δραματικές αλλαγές.
H αποσταλινοποίηση και το 20ό συνέδριο
∏ λαϊκή αναταραχή απείλησε να αποσταθεροποιήσει τη μεταφασιστική διεθνή τάξη. Η εξέγερση των Ανατολικογερμανών στις 17 Ιουνίου 1953 ξεκίνησε στο Ανατολικό Βερολίνο, από τις διαδηλώσεις των οικοδόμων, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για τις υψηλότερες νόρμες παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα ζητούσαν και τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών. Ο στρατός επενέβη χωρίς καμιά καθυστέρηση, αλλά τόσο το SPDS όσο και οι Σύμμαχοι στο Δυτικό Βερολίνο υπήρξαν ιδιαίτερα συγκρατημένοι, κλείνοντας αμέσως τα σύνορα για να αποφύγουν οποιεσδήποτε μορφές αλληλεγγύης προς τους εξεγερμένους από το λαό του Δυτικού Βερολίνου.3 Μετά το θάνατο του Στάλιν, ξέσπασε ένα μεγάλο κύμα απεργιών σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη, το οποίο αρχικά επηρέασε πάνω από εκατό εργοστάσια στην Τσεχοσλοβακία, μεταξύ των οποίων και η πολεμική βιομηχανία _koda στο Πίλσεν, όπου χρειάστηκε να επέμβει ο στρατός. Οι απεργίες επεκτάθηκαν στην Ουγγαρία, στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, ενώ τον Ιούλιο έπληξαν ακόμη και την ΕΣΣΔ και, πιο συγκεκριμένα, το σύμπλεγμα των ανθρακωρυχείων της Βορκουτά στη Σιβηρία, όπου το 1948 και το 1950 είχαν σημειωθεί δύο ακόμη εργατικές κινητοποιήσεις. Το απεργιακό αυτό κύμα είχε ως αποτέλεσμα αφενός την οικονομική φιλελευθεροποίηση του συστήματος και αφετέρου τη χαλάρωση των καταπιεστικών μέτρων. Στην Ουγγαρία, ο Ράκοζι αποκηρύχτηκε από το μεταρρυθμιστή Ίμρε Νάγκι (Imre Nagy) στη
587
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·588
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
θέση του πρωθυπουργού. Οι αλλαγές αυτές προκάλεσαν μεγάλη αποσυμφόρηση στις φυλακές. Έπειτα, στο 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης, που έγινε τον Φεβρουάριο του 1956, ο Χρουστσόφ κατήγγειλε τον Στάλιν. Το συνέδριο ξεκίνησε με τις γνωστές φανφάρες και τα πομπώδη λογύδρια, αλλά στην ατμόσφαιρα υπήρχε διάχυτη η αίσθηση της προσμονής. Ο Βιτόριο Βιντάλι (Vittorio Vidali), Ιταλός κομμουνιστής από την Τεργέστη, με διεθνή δράση, που από το 1917 και εφεξής είχε περάσει πολλά χρόνια της ζωής του στην Ιταλία, τη Γερμανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία, τη Σοβιετική Ένωση, την Ισπανία και το Μεξικό, προσπαθούσε στους διαδρόμους να μάθει νέα για συντρόφους του που είχαν εξαφανιστεί. «Μέρα με τη μέρα, οι τόνοι ανεβαίνουν όλο και περισσότερο, και οι κατηγο4 ρίες γίνονται πιο συγκεκριμένες». Φοβερές ιστορίες, απωθημένες στο συλλογικό ασυνείδητο των κομμουνιστών, έρχονταν καθημερινά στο φως: Στο δείπνο, ο Τζερμανέτο με πληροφόρησε ότι κάποιος Μποκίνο από την Τεργέστη ήθελε να με δει. Ο άνθρωπος αυτός είχε περάσει δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια στη φυλακή· τώρα είχε αποκατασταθεί… και εκρωσιστεί. Υπάρχουν και άλλοι «αποκαταστημένοι» Ιταλοί μαζί του· σχεδόν όλοι τους έχουν περάσει τη μισή ζωή τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ήρθαν εδώ να δουλέψουν ως τεχνικοί, αλλά μια ωραία πρωία συνελήφθησαν, καταδικάστηκαν για δολιοφθορά του καθεστώτος και στάλθηκαν στη φυλακή. Πιθανότατα, για να αποφύγουν τα βασανιστήρια ή την εκτέλεση, ομολόγησαν διάφορα εγκλήματα που δεν είχαν κάνει ποτέ και έτσι, κατέληξαν στη Σιβηρία. Αυτό συνέβη σε πολλούς ανθρώπους. Όταν ρώτησα να μάθω για τον Εντμόντο Πελούζο ή για τη Σινιόρα Μονσερβίτζι, ο γιος της οποίας σκοτώθηκε στη μάχη του Στάλινγκραντ, ή για τη γυναίκα του Παρόντι, τον Γκορέλι, τον Γκέτσι και τους άλλους, δεν πήρα καμία απάντηση. Ακόμη και ο Ρομπότι φυλακίστηκε για ένα χρόνο, αλλά δεν υπέγραψε κανένα χαρτί και αναγκάστηκαν να τον αφήσουν. Ωστόσο πέρασε των παθών του τον τάραχο. Είναι φτιαγμένος από ατσάλι. Το ίδιο συνέβη και στον Γκοτάρντι, με τη διαφορά ότι αυτός «ομολόγησε» πράγματα που δεν είχε κάνει. Από 5 τον Ρομπότι, μάλιστα, ζήτησαν να «ομολογήσει» ότι ο Τολιάτι ήταν κατάσκοπος!
588
Λεπτομερείς αποκαλύψεις έγιναν από τον Χρουστσόφ τα μεσάνυχτα της 25ης Φεβρουαρίου κεκλεισμένων των θυρών και χωρίς τους αντιπροσώπους των ξένων κομμουνιστικών κομμάτων. Εστιάζοντας τη «μυστική ομιλία» του στην προσωπολατρία και τη μεγαλομανία του Στάλιν, στην έλλειψη πολεμικής προετοιμασίας της Σοβιετικής Ένωσης και τις δικτατορικές «παραβιάσεις της σοσιαλιστικής νομιμότητας» κατά τη διάρκεια της τρομοκρατίας τη δεκαετία του 1930, ο Χρουστσόφ περιέγραψε με λεπτομέρειες τα φαινόμενα προσωπολατρίας και τη μεγαλομανία του Στάλιν. Παρότι καταδικάστηκε η συμπεριφορά του τελευταίου τη δεκαετία του 1920, δεν συνέβη το ίδιο με τις πολιτικές του –το σοσιαλισμό σε μια χώρα, την μπολσεβικοποί-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·589
1956
ηση της Κομιντέρν, τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, την επιβεβλημένη εκ των άνω εκβιομηχάνιση, τη βίαιη κολεκτιβοποίηση και βέβαια τον δημοκρατικό συ6 γκεντρωτισμό και το μονοκομματικό κράτος. Ο κομμουνιστικός κόσμος συγκλονίστηκε. Οι σημαντικοί μη κυβερνητικοί κομμουνιστές ειδοποιήθηκαν και τα νέα κυκλοφόρησαν. Κομμουνιστές ηγέτες, όπως ο Ράικ στην Ουγγαρία και ο Κοστόφ στη Βουλγαρία, που είχαν εκτελεστεί το 194852, αποκαταστάθηκαν. Οι σταλινικές ηγεσίες συνέχιζαν να κρατούν το ζήτημα κλειστό, αλλά τα γεγονότα στην Πολωνία και την Ουγγαρία εξελίχτηκαν με μεγάλη ταχύτητα. Ο διάδοχος του Γκομούλκα στη θέση του γενικού γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Πολωνίας από το 1948, ο Μπόλεσλαβ Μπιερούτ (Boleslaw Bierut), πέθανε αμέσως μετά το 20ό Συνέδριο, και ο Έντβαρντ Όκαμπ (Edward Ochab) ακολούθησε το δρόμο, που είχε χαράξει ο Χρουστσόφ, απελευθερώνοντας τους πολιτικούς κρατουμένους και ενθαρρύνοντας τον ελεύθερο διάλογο. Οι διανοούμενοι προέτρεπαν τους ανθρώπους να εκφράζονται ελεύθερα και οι μαχητικοί βιομηχανικοί εργάτες άρχισαν να συγκροτούν νέα συμβούλια. Τα γεγονότα εξελίχτηκαν με τέτοια ταχύτητα ώστε στις 28 Ιουνίου 1956 οι εργάτες του Πόζναν εξεγέρθηκαν. Στη συνάντηση που ακολούθησε ανάμεσα στην πολωνική και στη σοβιετική ηγεσία αποφασίστηκε ότι, για να αντιμετωπιστεί η κρίση, θα έπρεπε να επανέλθει στην εξουσία ο καθαιρεθείς Γκομούλκα, πράγμα που έγινε στις 19-20 Οκτωβρίου. Ο τελευταίος προχώρησε αμέσως στη λήψη μέτρων για τη μεταρρύθμιση της οικονομίας και τη φιλελευθεροποίηση της κουλτούρας, ενώ προχώρησε και σε ένα συμβιβασμό με την Καθολική Εκκλησία. Ταυτόχρονα, ο Χρουστσόφ απέλυσε τον σκληροπυρηνικό υπουργό Άμυνας στρατάρχη Κονσταντίν Ροκοσόφσκι, που ήταν έτοιμος να βαδίσει με το στρατό του εναντίον της Βαρσοβίας. Από την πλευρά του, ο Γκομούλκα σεβάστηκε τις μεταπολεμικές πολιτικές διευθετήσεις, που ίσχυαν σε όλες τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης: μονοκομματικό κράτος, κεντρι7 κά σχεδιασμένη οικονομία και στρατιωτική παρουσία των Σοβιετικών. Τα γεγονότα στην Ουγγαρία πήραν πιο ακραία μορφή και είχαν διαφορετικά αποτελέσματα. Παρότι τον Ιούλιο του 1953 ο Ράκοζι είχε παραδώσει από την πρωθυπουργία στον Νάγκι, αυτός συνέχιζε να μπλοκάρει τις μεταρρυθμίσεις, ενώ τον Μάρτιο του 1955 πέτυχε και την απομάκρυνση του διαδόχου του. Αλλά οι πολίτες είχαν αρχίσει να εξεγείρονται, με τους συγγραφείς, τους φοιτητές, τους καθολικούς και τους εργάτες να συγκροτούν ενώσεις, εμψυχωμένοι από τις επιθέσεις εναντίον του Στάλιν και τις ιστορίες για απελευθερώσεις κρατουμένων. Ο Κύκλος Πέτεφι, ένας φοιτητικός όμιλος συζητήσεων, ζήτησε την αποκατάσταση των θυμάτων των εκκαθαρίσεων. Η χήρα του Ράικ, η Γιούλια, κατήγγειλε τον Ράκοζι σε μια συνάντη-
589
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·590
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
590
ση, την οποία διοργάνωσε τον Ιούνιο του 1956 ο Κύκλος Πέτεφι με θέμα την Αντίσταση κατά του φασισμού και την παράνομη δουλειά που γινόταν πριν από τον πόλεμο: «Οι δολοφόνοι δεν πρέπει μόνο να επικρίνονται αλλά και να τιμωρούνται. Δεν θα ησυχάσω αν δεν δω να τιμωρούνται δίκαια εκείνοι που ρήμαξαν τη χώρα, διέφθειραν το κόμμα και οδήγησαν εκατομμύρια ανθρώπους στην απελπισία. Σύντροφοι, βοηθήστε με στον αγώνα μου!» Η τελευταία συνάντηση του Ομίλου προτού απαγορευτεί η λειτουργία του, έγινε στις 27 Ιουνίου, μια μέρα πριν από την εξέγερση στο Πόζναν. Όσοι βρίσκονταν στην εκδήλωση αυτή, κι ένα τεράστιο πλήθος ολόγυρα, απαίτησαν την αποκατάσταση του Νάγκι, τη φιλελευθεροποίηση του τύ8 που και γενικότερες αλλαγές στο σύστημα. Στις 18 Ιουλίου, η σοβιετική ηγεσία αποφάσισε να αντικαταστήσει τον Ράκοζι με έναν άλλο σταλινικό, τον Έρνε Γκέρε (Ernö Gerö), τοποθετώντας δίπλα του δύο από τα θύματα του προηγούμενου καθεστώτος, τον Γιάνος Κάνταρ (J_nos K_d_r) και Γκιόργκι Μαροζάν (György Maros_n). Στις 6 Οκτωβρίου και ενόσω έλειπε ο Γκέρε στη Μόσχα, συγκροτήθηκε μια νέα ηγετική ομάδα, ενώ ο Ράικ και τρία άλλα στελέχη ενταφιάστηκαν εκ νέου στο Εθνικό Νεκροταφείο Κερεπέζι σε μια εξαιρετικά συγκινητική ατμόσφαιρα. Νέες φωνές άρχισαν να ζητούν μεταρρυθμίσεις –η Ένωση Συγγραφέων, το Κεντρικό Συμβούλιο των Συνδικάτων, ο επαναδραστηριοποιηθείς Κύκλος Πέτεφι και μια νέα φοιτητική ένωση. Στις 22-23 Οκτωβρίου, καθώς οι διαδηλώσεις γίνονταν όλο και πιο μαζικές και ανεξέλεγκτες, εμψυχωμένες εν μέρει από το διορισμό του Γκομούλκα στην Πολωνία, ο Γκέρε αναγκάστηκε να παραδώσει την εξουσία στον Νάγκι και τον Κάνταρ πρωθυπουργό και γενικό γραμματέα αντίστοιχα. Η Βουδαπέστη βυθίστηκε στην αναταραχή, καθώς φασίστες και πλιατσικολόγοι βγήκαν στους δρόμους μαζί με τους δημοκράτες και τους μεταρρυθμιστές. Στις 30 Οκτωβρίου, ο Νάγκι αποκατέστησε το πολυκομματικό σύστημα, υποστηριζόμενος από έναν τετρακομματικό συνασπισμό, στον οποίο συμμετείχαν οι κομμουνιστές, οι Μικροκτηματίες, οι σοσιαλδημοκράτες και το Εθνικό Κόμμα των Αγροτών, με τους χριστιανοδημοκράτες να ανασυγκροτούνται στο άλλο άκρο του πολιτικού συστήματος. Την 1η Νοεμβρίου, ο Νάγκι αποφάσισε την αποχώρηση της Ουγγαρίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Στις 4 Νοεμβρίου, ο Κόκ9 κινος Στρατός κατέλαβε τη Βουδαπέστη και όλες τις μεγάλες πόλεις. Συγχρόνως είχε ξεσπάσει μια άλλη μεγάλη διεθνής κρίση: στις 29 Οκτωβρίου, το Ισραήλ εισέβαλε στην Αίγυπτο, έχοντας την υποστήριξη της Βρετανίας και της Γαλλίας. Ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, ο εθνικιστής αιγύπτιος ηγέτης, που είχε έρθει στην εξουσία το 1954, είχε εθνικοποιήσει τη διώρυγα του Σουέζ τον Ιούλιο του 1956, αμφισβητώντας τα αποικιοκρατικά δικαιώματα της Βρετανίας και της Γαλ-
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·591
1956
λίας. Η ισραηλινή εισβολή ήταν το πρόσχημα για ένα αγγλογαλλικό τελεσίγραφο, που καλούσε τα δύο εμπόλεμα μέρη να αποσυρθούν, έτσι ώστε τα βρετανικά και τα γαλλικά στρατεύματα να «προστατεύσουν» τη διώρυγα. Παρά τις προειδοποιήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, η Βρετανία και η Γαλλία άρχισαν να βομβαρδίζουν την Αίγυπτο στις 30 Οκτωβρίου, ενώ μία εβδομάδα αργότερα εισέβαλαν στη χώρα. Στις 6 Νοεμβρίου, ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος της Αμερικής Ντουάιτ Αϊζενχάουερ (Dwight Eisenhower) επέβαλε κατάπαυση του πυρός στις δύο ευρωπαϊκές χώρες. Κατά ένα διεστραμμένο τρόπο, οι αναστατώσεις αυτές επιβεβαίωσαν τη σταθερότητα των μεταπολεμικών διευθετήσεων, με την κάθε πλευρά να επιτρέπει σιωπηρά στην άλλη ελευθερία κινήσεων εντός της σφαίρας επιρροής της –η Σοβιετική Ένωση στο ανατολικό μπλοκ και η Δύση στις αποικίες της και τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή ακριβώς όμως η σύμπτωση «αστυνομικών» δράσεων οδήγησε τελικά στην κατάλυση των κανόνων του Ψυχρού Πολέμου, ανοίγοντας ένα νέο πεδίο αντιθέσεων πέραν των γραμμών μάχης του κομμουνισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Αν η σοβιετική πολιτική απειλούσε να καταστρέψει όση αξιοπιστία απόμενε στο κομμουνιστικό σύστημα, οι παλινωδίες των δεξιών σοσιαλιστών και των Εργατικών για την εισβολή αναθέρμαναν τις μη κομμουνιστικές αντιιμπεριαλιστικές κριτικές. Καθώς η βρετανική Αριστερά διαδήλωνε την επιθυμία της για κατάπαυση του πυρός στην Αίγυπτο, ο Κόκκινος Στρατός εισέβαλε στη Βουδαπέστη. Αυτή ακριβώς η οδυνηρή συμμετρία που προκάλεσε την ανάδυση μιας «νέας» Αριστεράς.
Η κρίση του κομμουνισμού
√ι αποκαλύψεις του Χρουστσόφ προκάλεσαν πολλαπλά ρήγματα στην πίστη των κομμουνιστών στη Σοβιετική Ένωση. Η μυστική ομιλία στο 20ό Συνέδριο προκάλεσε επώδυνες αυτοκριτικές, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, με συνέπεια να υπάρξουν μεγάλες διαφωνίες αλλά και έντονα αιτήματα για μεταρρυθμίσεις. Τότε, στο αποκορύφωμα αυτής της ενδοσκόπησης, η εισβολή στην Ουγγαρία έδειξε ότι τίποτε δεν είχε ουσιαστικά αλλάξει. Καθώς οι κομμουνιστές κοίταζαν άναυδοι τη νέα αυτή πραγματικότητα, στην αρχή, μέσα από τις αποκαλύψεις του 20ού Συνεδρίου και, στη συνέχεια, «μέσα από τους καπνούς της Βουδαπέστης», και έρχονταν αντιμέτωποι όχι μόνο με τα τεκμήρια της απίστευτης καταστολής αλλά και με τα δημόσια ψεύδη και τις μαζικές αυταπάτες που είχε προκαλέσει η αφοσίωση 10 στη Μόσχα, η υποτακτικότητα άρχισε να υποχωρεί. Οι συζητήσεις που ακολούθησαν είχαν να γίνουν από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, όταν η μπολσεβικοποίηση θυσίασε την εσωτερική δημοκρατία στο βωμό της επαναστατικής έξαψης.
591
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·592
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
592
Αυτό ήταν και το μεγάλο τραύμα του κομμουνισμού: μέσα σε δύο χρόνια, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας απώλεσε 400.000 μέλη, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα Μεγάλης Βρετανίας γύρω στα 10.000 (από 33.095 έφτασε στα 24.900). Σε ορισμένα μικρότερα κομμουνιστικά κόμματα, όπως το αυστριακό, το δυτικογερμανικό και το πορτογαλικό, τα πιστά στη Σοβιετική Ένωση μέλη τους απλώς έκλεισαν 11 τα αυτιά τους. Κάποια μη κυβερνητικά κομμουνιστικά κόμματα έγιναν πιο αυτόνομα, συνήθως μετά από διασπάσεις που συνοδεύονταν από απώλεια μελών. Αυτό συνέβη στις σκανδιναβικές χώρες, στην Ισπανία, στην Ελλάδα, στην Ελβετία, στη Βρετανία, στην Ιρλανδία και την Ολλανδία. Τέλος, στα μεγαλύτερα κομμουνιστικά κόμματα, όπως εκείνα της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισλανδίας, το 1956 ενίσχυσε τις πρόσφατες τάσεις της ιστορίας τους. Αν η Λαϊκή Συμμαχία της Ισλανδίας απέφυγε εντελώς τις παλινδρομήσεις του διεθνούς κομμουνισμού, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας χρησιμοποίησε το 1956 για να ενισχύσει την αυτονομία του, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας για να επιβεβαιώσει την αφοσίωσή του στη Μόσχα. Σε αντίθεση με τον Τορέζ, ο οποίος ελαχιστοποίησε την αποσταλινοποίηση λόγω της βαθιά ριζωμένης πίστης του στη Μόσχα, ο Τολιάτι ακολούθησε το δρόμο 12 της ανεξαρτησίας. Παρά την ανεξαρτητοποίησή τους από τη Μόσχα όμως, τα κομμουνιστικά κόμματα δεν ενίσχυσαν καθόλου τη δημοκρατία στο εσωτερικό τους. Η επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας, που συστήθηκε για να μελετήσει το ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας, τάχθηκε εναντίον των μεταρρυθμίσεων: από τη στιγμή που κάποιος διαφωνών εγκατέλειπε το κόμμα, βαφτιζόταν «απο13 στάτης» και το κόμμα έκοβε κάθε γέφυρα μαζί τους. Οι διαφωνούντες με την επίσημη ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας προσέκρουαν σε ένα βράχο σταλινικής πειθαρχίας. Ακόμη και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, το λιγότερο σταλινικό απ’ όλα, η υποστήριξη του οποίου προς τον πλουραλισμό και τις πολιτικές ελευθερίες δέχτηκε μεγάλη ώθηση το 1956, ο Τολιάτι έμεινε προσκολλημένος στο συγκεντρωτισμό. Στο 8ο Συνέδριό του μάλιστα τον Δεκέμβριο του 1956, οι διαφωνούντες υπέστησαν δεινή ήττα. Κάποια σημαντικά στελέχη έφυγαν, αλλά η δομή του κόμματος δεν άλλαξε. Ωστόσο, μιλώντας στην επιθεώρηση Nuovi argomenti τον Ιούνιο του 1956, ο Τολιάτι διέρρηξε τον αυτοαναφορικό δημόσιο λόγο του κόμματός του, κατηγορώντας τον Χρουστσόφ ότι περιόρισε την κριτική στο πρόσωπο του Στάλιν και δεν την επεξέτεινε στο ίδιο το σύστημα. Ο Ιταλός ηγέτης υποστήριξε την έννοια του πολυκεντρισμού: «Υπάρχουν χώρες, όπου ο δρόμος για το σοσιαλισμό ακολουθείται χωρίς το Κομμουνιστικό Κόμμα να βρίσκεται στην ηγεσία… Το όλο σύστημα γίνεται
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·593
1956
πολυκεντρικό· ακόμη και μέσα στο ίδιο το κομμουνιστικό κίνημα δεν μπορούμε να μιλάμε για έναν και μοναδικό οδηγό, αλλά για πρόοδο που επιτυγχάνεται με το να 14 ακολουθούμε δρόμους, οι οποίοι συχνά είναι διαφορετικοί». Όλα αυτά ήταν πλάγιες αναφορές στην Κίνα και τη Γιουγκοσλαβία, αλλά και στην ίδια την Ιταλία και τις Λαϊκές Δημοκρατίες, που επικαλούνταν τη θεωρία των «εθνικών δρόμων» της περιόδου 1943-47. Μετά το 1956, ο Τολιάτι επανέλαβε πολλές φορές τις απόψεις αυτές κυρίως στη Συμφωνία της Γιάλτας τον Σεπτέμβριο του 1964, λίγο προτού πεθάνει. Η ποικιλία και η διαφορετικότητα χαρακτήριζαν τις διεθνείς συνόδους των κομμουνιστικών κομμάτων στη Μόσχα τον Νοέμβριο του 1957 και τον Δεκέμβριο του 1960, τα οποία δεν ήταν πλέον διατεθειμένα να ακολουθήσουν τυφλά τη Μόσχα και τις πολιτικές της. Τον Απρίλιο του 1956, η Κομινφόρμ διαλύθηκε και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας ματαίωσε την προσπάθεια των Σοβιετικών να ιδρύ15 σουν μια νέα διεθνή οργάνωση. Αντίθετα, δύο περιφερειακές διασκέψεις των κομμουνιστικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης έγιναν στις Βριξέλες το 1965 και στη Βιένη το 1966. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας μάλιστα συνήψε εκ νέου διπλωματικές σχέσεις με την Ένωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας και ξεκίνησε τακτικές συναντήσεις με το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας. Η κρίση του κομμουνισμού το 1956 πρόσφερε λοιπόν σημαντικά στοιχεία για το μέλλον. Από τη μια πλευρά, η αναγέννηση της δημοκρατίας στη βάση ήταν ιδιαίτερα τολμηρή και συγκινητική. Οι σημαντικότεροι πυρήνες αντίστασης των Ούγγρων στον Κόκκινο Στρατό ήταν τα εργατικά συμβούλια, που έκαναν τότε για πρώτη φορά την εμφάνισή τους μετά το 1917-23. Οι αντιστασιακοί πυρήνες της περιόδου 1943-45 συνιστούσαν μια μερική αναγέννηση, όπως και οι καταλήψεις των γαλλικών εργοστασίων το καλοκαίρι του 1936 και οι αναρχοσυνδικαλιστικές κολεκτίβες της Ισπανίας. Ωστόσο τα γεγονότα της Ουγγαρίας οδήγησαν στην πλήρη αναγέννηση των συμβουλίων, κυρίως μετά την πτώση της κυβέρνησης Νάγκι. Οι μεγάλες βιομηχανικές πόλεις, τα πιο σημαντικά ανθρακωρυχεία και η περιοχή του «Κόκκινου Τσέπελ» στη Βουδαπέστη αντιστάθηκαν στους Σοβιετικούς από τις 4 μέχρι τις 11 Νοεμβρίου, συγκροτώντας το Κεντρικό Εργατικό Συμβούλιο Μείζονος Βουδαπέστης, με τρεις μόνιμους αξιωματούχους και εφτά επιτροπές. Το Συμβούλιο διαπραγματεύτηκε με την κυβέρνηση Κάνταρ, χειρίστηκε τις σχέσεις με τον σοβιετικό στρατό, συντόνισε μια μεγάλη απεργία σε όλη την πόλη και προλείανε το έδαφος για τη συγκρότηση ενός Εθνικού Συμβουλίου σε μια διάσκεψη που έγινε στις 21 Νοεμβρίου. Ωστόσο τον Δεκέμβριο οι αρχές είχαν ανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης, καταργώντας όλα τα συμβούλια το ένα μετά το άλλο και θέτοντας εκτός νόμου το Κεντρικό Εργατικό Συμβούλιο. Παρ’ όλα αυτά, τα συμβούλια υπήρξαν ένας εξαιρε-
593
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·594
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
τικά σημαντικός πυρήνας δημοκρατίας της βάσης που βασίστηκε στην εργατική τάξη και κινητοποίησε τα καλύτερα στοιχεία του λαϊκού κομμουνισμού. Ταυτόχρονα, 16 αποτέλεσαν παράδειγμα για μελλοντικές μορφές δημοκρατίας της βάσης. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Νάγκι δημιούργησε ζωτικά προηγούμενα για μελλοντικές μεταρρυθμίσεις. Η Ουγγρική Επανάσταση αμφισβητήθηκε πολύ, με τους αντικομμουνιστές να υποστηρίζουν τη δημοκρατικότητά της και τους απολογητές της Σοβιετικής Ένωσης να την καταδικάζουν ως αντιδραστική, καθώς έδωσε την ευκαιρία να έρθουν και πάλι στο προσκήνιο οι φασίστες, οι οπαδοί του Χόρτι αλλά και οι δυτικοί πράκτορες. Επιπλέον, η αποχώρηση της Ουγγαρίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας απειλούσε να ανοίξει μια δυτική σφήνα στο σοβιετικό μπλοκ. Ωστόσο η κυβέρνηση Νάγκι υποστήριζε την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του κομμουνιστικού συστήματος, στηριζόμενη στην εμπειρία του ηγέτη της από το 1945-49 αλλά και στο μανιφέστο Για τον κομμουνισμό, που είχε δημοσιεύσει ο ίδιος τις παραμονές του 20ού Συνεδρίου. Ο Νάγκι θεωρούσε τη Νέα Οικονομική Πολιτική του Λένιν ως καλύτερο μοντέλο σοσιαλιστικής οικοδόμησης απ’ ό,τι τα σταλινικά πενταετή πλάνα, υποστηρίζοντας την αργή εκβιομηχάνιση των σοσιαλιστικών χωρών, την εγκατάλειψη της βίαιης κολεκτιβοποίησης και την απόδοση προτεραιότητας στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Οι αντιλήψεις του Νάγκι για έναν ανθρωπιστικό σοσιαλισμό και η εμμονή του σε αυτό που παλιότερα είχε αποκληθεί «εθνικός δρόμος» ήταν πολύ κοντά σε μεταγενέστερα κινήματα και ρεύματα σκέψης, όπως η Άνοιξη της Πράγας του 1968 και ο ευρωκομμουνισμός των μέσων της δεκαετίας του 1970, αλλά και σε παλιότερους αγώνες της εργατικής τάξης, όπως ο ματαιωμένος αντιφασισμός του 1945. Οι απόψεις αυτές αναλύονταν στα παρανόμως δημοσιευόμενα φυλλάδια του Hungaricus, τα οποία κυκλοφόρησαν μεταξύ Δεκεμβρίου του 1956 και Φεβρουαρίου του 1957. Τα φυλλάδια αυτά ζητούσαν «νέους δρόμους για το σοσιαλισμό που θα διαφέρουν τόσο από τη σταλινική τρομοκρατία όσο και από τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να καλοπιάνει τον καπιταλισμό». Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα 17 είδος «πρόωρου ευρωκομμουνισμού».
Δυτικά του Σουέζ
∏ κρίση στο Σουέζ αποτέλεσε ένα σημείο καμπής στις διεθνείς σχέσεις, αφενός
594
επειδή επιβεβαίωσε το πρωτείο των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της Βρετανίας και της Γαλλίας, και αφετέρου επειδή οι παλιές αυτές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις υπέστησαν μία συντριπτική ήττα που αποκάλυψε την αδυναμία τους να αποτρέψουν την
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·595
1956
απελευθέρωση των αποικιών. Η αντίσταση στα αντιαποικιοκρατικά κινήματα συνεχιζόταν, κυρίως στην Αφρική, πολλές χώρες της οποίας βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Ευρωπαίων, όπως η Αλγερία, το Βελγικό Κονγκό, η Πορτογαλική Αφρική και η Βρετανική Νότια Αφρική. Η κρίση στο Σουέζ χωρίζει την αποαποικιοποίηση σε δύο εποχές: την προ του 1956, όταν οι αποικίες ανεξαρτητοποιούνταν μετά από αιματηρούς απελευθερωτικούς αγώνες, και αυτή που ακολουθεί το Σουέζ, όταν οι διαπραγ18 ματεύσεις έγιναν ο κύριος τρόπος επίλυσης παρόμοιων ζητημάτων. Στην Κύπρο, οι φιλοκομμουνιστικές τάσεις του τοπικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος υπό τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο έκανε ακόμη πιο δραματικό το πέρασμα από τη φάση των πολεμικών συγκρούσεων σε εκείνη των διαπραγματεύσεων. Οι εκπρόσωποι των Βρετανών δήλωσαν ότι η Κύπρος δεν θα αποκτήσει ποτέ την ανεξαρτησία της, ενώ στις αρχές του 1956 αποφάσισαν να εξορίσουν τον Μακάριο στις Σεϋχέλλες. Ωστόσο, τον Μάρτιο του 1957, ο Μακάριος αφέθηκε ελεύθερος και μέσα σε τρία χρόνια 19 κατάφερε να απαλλάξει τη χώρα του από τη βρετανική κυριαρχία. Δυστυχώς, η διαδικασία αποαποικιοποίησης όφειλε πολύ λίγα στην Αριστερά καθ’ εαυτήν. Παρά την πατερναλιστική εύνοια προς την ανάπτυξη των αποικιών, το Εργατικό Κόμμα δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για το δικαίωμα αυτοδιάθεσής τους. Αλλά και η γαλλική Αριστερά βγήκε κηλιδωμένη. Στην κρίση του Σουέζ ήταν ένας πρωθυπουργός σοσιαλιστής, ο Γκι Μολέ. Όμως ούτε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας ούτε το Σοσιαλιστικό κατάφεραν να αρθρώσουν μια αντιαποικιοκρατική πολιτική αρχών στην περίπτωση της Αλγερίας. Τόσο στη Δυτική όσο και στην Ανατολική Ευρώπη, το 1956 επέβαλε μια αναμέτρηση με την πολιτική, που ακολουθούσε μέχρι τότε η Αριστερά –«έπειτα από αυτές τις καταθλιπτικές εμπειρίες τόσο ‘του 20 υπαρκτού σοσιαλισμού’όσο και της ‘υπαρκτής σοσιαλδημοκρατίας’». Η κύρια ιστορία των αρχών της δεκαετίας του 1950 σήμανε το τέλος μιας ολόκληρης εποχής –περιορισμό των προσδοκιών που συνόδευαν το τέλος του πολέμου, παραίτηση από τη δυνατότητα αλλαγής των πραγμάτων, εγκατάλειψη στη λήθη όλων όσα θα μπορούσε να φέρει η νίκη επί του φασισμού, απαισιοδοξία και αίσθηση ότι οι άνθρωποι δεν γράφουν πια την ιστορία. Οι μεταπολεμικές διευθετήσεις έφεραν μεγάλες και μόνιμες αλλαγές, ενώ η αργή και εξαρτημένη ανάκαμψη του καπιταλισμού στη Δύση επρόκειτο να δημιουργήσει συνθήκες αφθονίας και καταναλωτικής ευδαιμονίας. Ωστόσο, καθώς η Ευρώπη άφηνε πίσω της τη λιτότητα της πολεμικής περιόδου, ήταν ο συντηρητισμός του Ψυχρού Πολέμου που άρθρωνε την αλή21 θεια των καπιταλιστικών κοινωνιών. Η διττή κρίση του 1956 ανέτρεψε «το κλίμα του φόβου και καχυποψίας που κυριαρχούσε» τη δεκαετία του 1950, όταν «ο Ψυχρός Πόλεμος δέσποζε στον πολιτικό
595
03-ELEY
08-03-2010
10:47
™ÂÏ›‰·596
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
ορίζοντα της εποχής, βάζοντας τον καθένα στη θέση του και πολώνοντας κάθε ζήτημα με την άτεγκτη δυαδική λογική του». Για τον Στιούαρτ Χολ, φοιτητή του πανεπιστημίου της Οξφόρδης στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο οποίος μόλις είχε έρθει από την Τζαμάικα, οι συγκλίνουσες τραγωδίες της Ουγγαρίας και του Σουέζ αποτύπωσαν με δραματικό κυριολεκτικά τρόπο την αδυναμία των δύο βασικών παραδόσεων της Αριστεράς, του κομμουνισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, να προσελκύσουν τα λαϊκά στρώματα. Τα δύο αυτά γεγονότα «αποκάλυψαν τη λανθάνουσα βία και επιθετικότητα των δύο κυρίαρχων πολιτικοοικονομικών συστημάτων –του δυτικού ιμπεριαλισμού και του σταλινισμού». Το 1956 «σήμανε το τέλος της εποχής των παγετώνων στην παγκόσμια πολιτική». Σήμανε ακόμη την αρχή διαμόρφωσης ενός νέου ή «τρίτου» πολιτικού χώρου, όπου θα μπορούσε να διαμορ22 φωθεί μια «Νέα Αριστερά».
596
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·597
Τ Ε ΤΑ Ρ Τ Ο Μ Ε Ρ Ο Σ
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΔΕΝ ΕΡΧΕΤΑΙ
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·598
04-ELEY
08-03-2010
Τ
10:49
™ÂÏ›‰·599
ΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1983, το Εργατικό Κόμμα έπαθε πανωλεθρία στις αναπλη-
ρωματικές εκλογές στο Μπέρμοντσι, περιοχή του νότιου Λονδίνου, τις οποίες κέρδιζε από το 1918. Το Μπέρμοντσι ήταν ένας μικρόκοσμος των δυσκολιών που αντιμετώπιζε το Εργατικό Κόμμα στα τέλη του 20ού αιώνα, καθώς η αποβιομηχάνιση και οι δημογραφικές αλλαγές είχαν αποσαθρώσει τα κοινωνικά στηρίγματά του, αφήνοντας πίσω μια κομματική ολιγαρχία οχυρωμένη στο Επαρχιακό Συμβούλιο και δεμένη με ένα συνδικαλιστικό μηχανισμό. Οι νεότεροι αγωνιστές, όπως συνέβη και σε άλλα μέρη, εισχώρησαν σταδιακά στις τοπικές οργανώσεις του κόμματος και, το 1982, εξέλεξαν γραμματέα τον Πίτερ Τάτσελ (Peter Tatchell). Ήταν τεράστιες οι διαφορές του από τον προηγούμενο τοπικό βουλευτή Μπομπ Μέλις (Bob Mellish), που ανήκε στη δεξιά πτέρυγα του κόμματος, συνδεόταν με τον πρώην πρωθυπουργό Τζέιμς Κάλαχαν (James Callaghan), είχε στενούς δεσμούς με τους ισχυρούς συνδικαλιστές του Επαρχιακού Συμβουλίου και ήταν ορκισμένος εχθρός της αλλαγής. Ο Τάτσελ, ένας τριαντάχρονος πρώην φοιτητής κοινωνιολογίας, ήταν αυστραλιανής καταγωγής, μάλλον ανήκε στην Αριστερά και δεν είχε ιδιαίτερους δεσμούς με το Μπέρμοντσι. Επίσης, ο Τάτσελ ήταν ομοφυλόφιλος. Υπό την πίεση του Μέλις και της Δεξιάς πτέρυγας του κόμματος, ο Μάικλ Φουτ (Michael Foot), ο νεοεκλεγμένος ηγέτης των Εργατικών, αποκήρυξε δημόσια τον Τάτσελ με αφορμή ένα άρθρο που είχε γράψει ο Τάτσελ στο London Labour Briefing, και κατηγορώντας τον ως μέλος του Militant (Αγωνιστή), ενός τροτσκιστικού πυρήνα που λειτουργούσε μέσα στο Εργατικό Κόμμα. Οι τοπικές οργανώσεις του Εργατικού Κόμματος αρνήθηκαν να υποχωρήσουν και έτσι, ο Τάτσελ κατέβηκε στις εκλογές. Είχε να αντιμετωπίσει τις κακοήθεις ομοφοβικές επιθέσεις από τον ημερήσιο τύπο, τον διασπαστή «αληθινό υποψήφιο των Εργατικών του Μπέρμο1 ντσι» και τον Φιλελεύθερο αντίπαλό του, ο οποίος τελικά κέρδισε την έδρα. Ωστόσο ο Τάτσελ δεν είχε καμιά σχέση με τον Militant. Είχε βγει από τη βάση του λαϊκού κινήματος, τυπικός εκπρόσωπος μιας γενιάς αγωνιστών που γνώρισαν τον Παρισινό Μάη και μεταφέροντας τη δράση τους από το φοιτητικό κίνημα σε κάθε λογής τοπικές πρωτοβουλίες στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 κατόρθωσαν να αποτρέψουν την αποσύνθεση των τοπικών οργανώσεων του Εργατικού Κόμματος. Στο ενοχλητι-
599
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·600
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
600
κό υποτίθεται άρθρο του στο London Labour Briefing, δεν είχε κάνει τίποτε περισσότερο από το να καλέσει τους ανέργους να συμμετάσχουν σε εξωκοινοβουλευτικές κινητοποιήσεις για να ξαναζωντανέψει «το ριζοσπαστικό και ανυπότακτο πνεύμα» του παλιού Εργατικού Κόμματος, πολιορκώντας το Κοινοβούλιο. Ο Τάτσελ ήταν ειρηνιστής, υποστήριζε τα δικαιώματα των γκέι και των λεσβιών, έχοντας απόψεις κοντά σε εκείνες του Κεν Λίβινγκστοουν (Ken Livingstone) που είχε εκλεγεί πρόσφατα 2 στο Συμβούλιο Μείζονος Λονδίνου (GLC). Οι εκλογές στο Μπέρμοντσι έφεραν στο φως τις διαφορετικές τάσεις που συγκρούονταν στο χώρο της Αριστεράς. Ήταν μια περίπτωση όπου εκδηλώθηκε με δραματικό τρόπο το λεγόμενο σύνδρομο της «τρελοαριστεράς». Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, τόσο οι Συντηρητικοί όσο και οι εφημερίδες κατηγορούσαν τους Εργατικούς πολιτικούς, που δραστηριοποιούνταν στο χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης, ότι υποστήριζαν το αντιρατσιστικό κίνημα, τις φεμινίστριες και τους ομοφυλόφιλους. Η ηγεσία του Εργατικού Κόμματος αντέδρασε δειλά, αποκηρύσσοντας την πολιτική των τοπικών στελεχών της. Αντιμέτωποι με νέα πολιτικά ζητήματα, οι Εργατικοί ηγέτες κατέφυγαν σε ασφαλέστερο πολιτικό πεδίο, προβάλλοντας μια αυτοπαρουσίαση της εργατικής τάξης «ευπρεπή, μετριοπαθή, συνδικαλιστική και ανδροκρατική», που δεν είχε καμιά σχέση με τις ιδέες του 3 1968. Η δαιμονοποίηση από τη Δεξιά των ζητημάτων που ήγειρε η Νέα Αριστερά, προκάλεσε τόσο μεγάλο φόβο στην Παλιά Αριστερά, ώστε η τελευταία τα αφαίρεσε αμέσως από την πολιτική της ατζέντα. Σε μια εκλογική αναμέτρηση στο Γκρίνουιτς τον Φεβρουάριο του 1987, όπως και στην εθνική προεκλογική εκστρατεία, η υποψήφια του Εργατικού Κόμματος Ντιντρ Γουντ (Deidre Wood), πρώην μέλος κι αυτή του Συμβουλίου Μείζονος Λονδίνου, σπιλώθηκε με παρόμοιο τρόπο και, μη έχοντας την επίσημη στήριξη της ηγεσίας του κόμματος, ηττήθηκε από τον αντίπαλό της. Όπως σχολίασε η σύμβουλος του ηγέτη των Εργατικών Πατρίσια Χιούιτ (Patricia Hewitt), «Πληρώνουμε το βαρύ τίμημα της “τρελοαριστεράς”· οι 4 γκέι και οι λεσβίες διώχνουν τους συνταξιούχους από το κόμμα μας». Οι συγκρούσεις αυτές δεν αφορούσαν μόνο το Εργατικό Κόμμα Βρετανίας αλλά ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη. Από τη μια πλευρά, βρίσκονταν οι γενιές των αριστερών που είχαν πλαστεί από την κληρονομιά του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και τις μεταπολεμικές πολιτικές διευθετήσεις· με όλη την αυταρέσκεια της εύπορης δεκαετίας του 1960 και τη συνακόλουθη απέχθειά τους προς τους κάθε λογής διαφωνούντες, καθώς πίστευαν ότι στο μέλλον θα έπαιρναν δικαιωματικά τις κυβερνήσεις των χωρών τους. Από την άλλη πλευρά, βρίσκονταν οι νεότερες γενιές, που είχαν επηρεαστεί από το 1968 και είχαν πολύ διαφορετική αντίληψη για το
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·601
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΔΕΝ ΕΡΧΕΤΑΙ
μέλλον. Πίστευαν στην άμεση δημοκρατία και τη συμμετοχική πολιτική, στο φεμινισμό, στην έμφυλη διαφορά και στη σεξουαλική πολιτική, στην ειρήνη και την οικολογία, στον αντιρατσισμό και την ανεκτικότητα έναντι των μεταναστών, στην κοινότητα και τη δημοκρατία μικρής κλίμακας, στη μουσική, στην πολιτική της απόλαυσης και την αντικουλτούρα, στην ανάπτυξη της αυτοσυνειδησίας και την πολιτική των προσωπικών ζητημάτων. Αυτά ήταν τα ζητήματα που ενέπνευσαν τις νεότερες γενιές των αριστερών στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Για την πρώτη μεταπολεμική γενιά, όλα αυτά ήταν παντελώς ακατανόητα. Η αναπόφευκτη σύγκρουση των γενεών αυτών άλλαξε ριζικά τη μορφή της Αριστεράς. Για πρώτη φορά μετά από έναν αιώνα, τα κοινοβουλευτικά σοσιαλιστικά κόμματα, που συνδέονταν με τα συνδικάτα, απώλεσαν την ηγεμονική τους θέση στο δημοκρατικό σχέδιο της Αριστεράς. Εκτός από τον μακρύ κατάλογο των ειδικών ζητημάτων και πολιτικών, που παρατέθηκαν πιο πάνω, το τελευταίο τρίτο του 20ού αιώνα αναθερμάνθηκε τόσο πολύ το ενδιαφέρον της Αριστεράς για την τοπική άμεση δράση ώστε οι εξωκοινοβουλευτικές κινητοποιήσεις να υποσκελίσουν το κοινοβούλιο ως κύριο πεδίο δραστηριότητας της Αριστεράς. Παράλληλα, οι υποδομές της καπιταλιστικής βιομηχανίας, οι αναδιαρθρώσεις των κοινωνικών τάξεων στα αστεακά κέντρα και οι αυτόνομες δημοτικές διοικήσεις, που συντηρούσαν προηγουμένως τα σοσιαλιστικά κόμματα, άρχισαν να αποσυντίθενται. Στο πλαίσιο της οικονομικής ύφεσης, η οποία ακολούθησε την πετρελαϊκή κρίση του 1973, της μαζικής ανεργίας και του αποδυναμωμένου κοινωνικού κράτους, η παλιά σοσιαλιστική και κομμουνιστική Αριστερά αποπροσανατολίστηκε πλήρως. Εν μέσω των αλλαγών αυτών, η Σοβιετική Ένωση εισήλθε σε μια περίοδο δραματικής αναστάτωσης που οδήγησαν στη διάλυσή της το 1991. Μετά από μια σειρά σοβαρών κοινωνικών και πολιτικών κρίσεων, τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης κατέρρευσαν στις επαναστάσεις του 1989, με αποτέλεσμα οι χώρες της ευρύτερης περιοχής να μετατραπούν σε δημοκρατίες του κοινού ευρωπαϊκού δυτικού τύπου. Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με τις παραπάνω μακροπρόθεσμες αλλαγές, σηματοδότησαν το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Ο δρόμος για την πολιτική της δημοκρατίας είχε ανοίξει.
601
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·602
∫∂º∞§∞π√ 21
1968
Και όμως κινείται Στους δρόμους, πορείες και τις μικρές νίκες ακολουθούν μεγάλες ήττες Τζόαν Μπαέζ, «Το τραγούδι του Μπόμπι»
Σ
602
ΤΙΣ 2 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΤΟΥ 1968, Ο ΦΙΝΤΕΛ ΚΑΣΤΡΟ (Fidel Castro), ο χαρισματικός
ηγέτης της Κούβας, το ανακήρυξε Έτος του Ηρωικού Αντάρτη στη μνήμη του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (Ernesto Che Guevarra), ο οποίος είχε σκοτωθεί στη Βολιβία τον περασμένο Οκτώβριο.1 Το Διεθνές Πολιτισμικό Συνέδριο, που έγινε στην Αβάνα λίγο αργότερα με την παρουσία 400 διανοουμένων από την Αμερική και την Ευρώπη, συνόψισε τον παγκόσμιο ενθουσιασμό για την Κουβανέζικη Επανάσταση.2 Στο μεταξύ, το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης στράφηκε στην Ανατολική Ασία, λόγω των γεγονότων της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα (1965-69), των φοιτητικών ταραχών στην Ιαπωνία εναντίον του αμερικανικού αεροπλανοφόρου Enterprise και την κατάληψη του αμερικανικού κατασκοπευτικού πλοίου Pueblo τη Βόρεια Κορέα. Στις 30 Ιανουαρίου, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο του Βιετνάμ, ή Βιετκόνγκ, ξεκίνησε την Επίθεση του Τετ εναντίον των μεγάλων πόλεων του Νοτίου Βιετνάμ, προκαλώντας πολιτική και κοινωνική κρίση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ώσπου τα αμερικανικά και νοτιοβιετναμικά στρατεύματα να ανακαταλάβουν την πόλη Χούε, η αξιοπιστία τους είχε καταρρακωθεί. Τα ριζοσπαστικά ευρωπαϊκά κινήματα της δεκαετίας του 1960 ήταν πάνω απ’ όλα διεθνιστικά, εμπνεόμενα κυρίως από τους αγώνες των λαών σε άλλες ηπείρους ή από την οργή τους εναντίον της αντεπανάστασης, που εκπροσωπούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Οι φοιτητές περνούσαν εύκολα από το ένα ριζοσπαστικό κίνημα στο άλλο. Το Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου, Ιδρύματος Ειρήνης Μπέρτραντ Ράσελ, προωθούσε τη διαδικασία αυτή, εστιάζοντας την προ3 σοχή του στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Ο κόσμος είχε πράγματι μικρύνει, λόγω κυ-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·603
1968
ρίως του τουρισμού, των επικοινωνιών και των πολιτισμικών ανταλλαγών, που επηρέαζαν τα γούστα και το στιλ των ανθρώπων. Κλειδί όλων αυτών των εξελίξεων ήταν η τηλεόραση. Τα γεγονότα στη Σαϊγκόν –ή στο Παρίσι, στην Πράγα και το Σικάγο– γίνονταν αμέσως γνωστά στα φοιτητικά μπαρ και στις παρέες του Λονδίνου, της Στοκχόλμης, της Ρώμης, του Άμστερνταμ ή του Δυτικού Βερολίνου: για πρώτη φορά, ο κόσμος, ή τουλάχιστον ο κόσμος στον οποίο ζούσαν οι ιδεολόγοι φοιτητές, είχε γίνει ένα μεγάλο χωριό. Τα ίδια βιβλία κυκλοφορούσαν στα φοιτητικά βιβλιοπωλεία … στο Μπουένος Άιρες, στη Ρώμη ή στο Αμβούργο… Οι ίδιοι ταξιδιώτες της επανάστασης διέσχιζαν τους ωκεανούς και τις ηπείρους από το Παρίσι ώς την Αβάνα, το Σάο Πάολο και τη Βολιβία. Όντας η πρώτη γενιά ανθρώπων που θεωρούσε δεδομένα τα φτηνά αεροπορικά ταξίδια σε όλο τον κόσμο και τις τηλεπικοινωνίες, οι φοιτητές του τέλους της δεκαετίας του 1960 δεν είχαν καμιά δυσκολία να αναγνωρίσουν ότι αυτά που συνέβαιναν στη Σορβόνη, στο Μπέρκλεϊ και την Πράγα αποτελού4 σαν μέρη του ίδιου γεγονότος στο ίδιο παγκόσμιο χωριό.
Αφήνοντας πίσω το φυσιολογικό
™τις 5 Ιανουαρίου, ο Αντονίν Νοβότνι (Antonin Novotny), ο σταλινικός πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας, αντικαταστάθηκε από τον μετριοπαθή μεταρρυθμιστή Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ (Alexander Dubcek) στη θέση του πρώτου γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας.5 Ώς τον Μάρτιο του 1968, η νέα ηγεσία είχε προχωρήσει στη φιλελευθεροποίηση του τύπου, είχε καταργήσει την πολιτισμική λογοκρισία και είχε αναγνωρίσει τις ακαδημαϊκές ελευθερίες. Πλην αυτών, προχώρησε και στην αποκατάσταση των θυμάτων των εκκαθαρίσεων. Το Πρόγραμμα Δράσης της 10ης Απριλίου συνόψισε τις ελπίδες ολόκληρου του λαού της Τσεχοσλοβακίας σε αυτό που έγινε γνωστό ως Άνοιξη της Πράγας. Παράλληλα, οι διαδηλώσεις των φοιτητών επέσπευσαν την κρίση που υπέβοσκε στην Πολωνία και τη Γιουγκοσλαβία, κρίσεις που κορυφώθηκαν τον Μάρτιο και τον Ιούνιο. Οι φοιτητές συγκρούστηκαν με την αστυνομία σε ολόκληρη την πολωνική επικράτεια, ζητώντας πολιτικές ελευθερίες. Το Πολυτεχνείο της Βαρσοβίας καταλήφθηκε από τους φοιτητές, οι οποίοι απαιτούσαν να γίνουν μεταρρυθμίσεις ανάλογες αυτών που είχαν πραγματοποιηθεί στην Τσεχοσλοβακία.6 Οι φοιτητές όμως βρίσκονταν σε κινητοποίηση και στη Δυτική Ευρώπη. Στην Ισπανία, από κοινού με τους εργάτες και παράνομες ομάδες, ζητούσαν εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, συγκρούονταν στους δρόμους με τις αρχές και ασκούσαν πιέσεις για τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής της χώρας. Πολλοί πανεπιστημιακοί και διευθυντές απολύθηκαν ή υπέβαλαν την παραίτησή τους, κτίρια κατα-
603
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·604
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
604
ληφθήκανε από την αστυνομία και ολόκληρα πανεπιστήμια ανέστειλαν τη λει7 τουργία τους. Οι Ιταλοί φοιτητές κατέλαβαν αρχικά τα πανεπιστήμια του Τρέντο, του Μιλάνου και του Τορίνου, ενώ ακολούθησαν εκείνα της Ρώμης και της Νάπολης. Τελικά, κατελήφθησαν 26 πανεπιστήμια, με συνέπεια να ανασταλεί η λειτουργία ολόκληρης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Την 1η Μαρτίου, όταν οι φοιτητές επιχείρησαν να καταλάβουν την Αρχιτεκτονική Σχολή της Ρώμης, οι βίαιες ενέργειες των αστυνομικών αντιμετωπίστηκαν με ανάλογο τρόπο: «Ήταν η πρώτη φορά που δεν υποχωρήσαμε μπροστά στην αστυνομία… Αυτό μας έκανε να νιώσουμε δυνατοί και να κάνουμε όσα δεν μπορούσαμε να κάνουμε μέχρι τότε. Ήμασταν βαθιά πεπεισμένοι ότι είχαμε δίκιο. Γι’ αυτό και ξηλώσαμε τα ξύλινο κιγκλί8 δωμα και χρησιμοποιήσαμε τις τάβλες σαν ρόπαλα». Η βίαιη αυτή σύγκρουση, η «Μάχη της Βάλε Γιούλια» ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο το 1968. Στη Δυτική Γερμανία, η βία είχε ξεσπάσει ήδη στη διάρκεια των διαδηλώσεων εναντίον της επίσκεψης του σάχη στο Δυτικό Βερολίνο τον Ιούνιο του 1967, με τα πανεπιστήμια να ξεχειλίζουν από οργή. Στη Βρετανία, μια καθιστική διαμαρτυρία στην Οικονομική Σχολή (LSE) τον Μάρτιο του 1967 άναψε τη θρυαλλίδα, με αποτέλεσμα να υπάρξει ανάφλεξη και σε άλλα πανεπιστήμια, όπως εκείνα του Λέστερ, του Έσεξ, του Μπρίστολ, του Άστον, του Χαλ, του Μπράντφορντ, του Λιντς και του Κολεγίου Καλών Τεχνών στο Χόρνσι. Δύο διαδηλώσεις εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, που έγιναν τον Οκτώβριο του 1967 και τον Μάρτιο του 1968, έδειξαν την αυξανόμενη τάση για βία: αν η πρώτη ήταν μια πειθαρχημένη πορεία 10.000 ανθρώπων, στη δεύτερη συμμετείχαν 30.000 άτομα, 9 που συγκρούστηκαν με την αστυνομία μπροστά στην αμερικανική πρεσβεία. Το Παρίσι διέθετε τα ίδια εύφλεκτα υλικά με εκείνα της Ιταλίας και της Δυτικής Γερμανίας –έναν ολοένα μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών, ανεπαρκείς εγκαταστάσεις, αποξενωτικό περιβάλλον και διοικήσεις χωρίς κατανόηση για τα προβλήματα του φοιτητόκοσμου. Ωστόσο χρειάστηκε χρόνος για να ανάψει η φωτιά. Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν από το Πανεπιστήμιο της Ναντέρ, το οποίο είχε χτιστεί σε μια αποθήκη της στρατιωτικής αεροπορίας στο βορειοδυτικό Παρίσι. Το κτίριο αποτελούνταν από «άσχημους γυάλινους και ατσαλένιους κύβους εγκατεστημένους σε μια περιοχή όπου η βιομηχανική ‘έρημη χώρα’ συναντά τις φτωχογειτονιές των 10 Ισπανών και των Αλγερινών μεταναστών». Τον Νοέμβριο του 1967, η Ναντέρ παρέλυσε από μια φοιτητική απεργία, ενώ η απόφαση να επιτηρείται η πανεπιστημιούπολη από αστυνομικούς με πολιτικά προκάλεσε μεγάλη ένταση ανάμεσα στους φοιτητές. Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ (Daniel Cohn-Bendit) αναδείχτηκε στον 11 πιο τολμηρό και χαρισματικό ηγέτη των δυσαρεστημένων φοιτητών της Ναντέρ.
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·605
1968
Στις 22 Μαρτίου συνελήφθησαν έξι ακτιβιστές της Ναντέρ μετά από μια διαδήλωση κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, και οι φοιτητές, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, κατέλαβαν τα γραφεία του πρύτανη. Το Κίνημα της 22 Μάρτη είχε γεννηθεί, συγκροτώντας ένα κοινό μέτωπο, που ξεπερνούσε το σεκταρισμό και τις διαιρέσεις της Αριστεράς –«χωρίς επίσημους ηγέτες, χωρίς κοινές θεωρητικές απόψεις… διαιρεμένο λόγω των διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων αλλά και ενωμένο από την κοινή βούληση για δράση και τη συμφωνία ότι όλες οι αποφάσεις θα λαμβάνο12 νται από τη γενική συνέλευση». Οι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν: τα μαθήματα σταμάτησαν, καθώς η αστυνομία περικύκλωσε την πανεπιστημιούπολη· οι φοιτητές του Τμήματος Κοινωνιολογίας απείχαν από τις εξετάσεις, ενώ τρεις μέρες αργότερα έκλεισαν όλες οι σχολές. Οι πανεπιστημιακές αρχές τιμώρησαν τους ηγέτες του κινήματος και κάλεσαν τον Κον-Μπεντίτ και άλλους σε ακρόαση στη Σορβόνη στις 6 Μαΐου. Μετά την απειλή των ακροδεξιών ότι θα «εξοντώσουν τα αριστερά παράσιτα» έφτασαν στη Ναντέρ πολλοί μαοϊκοί από το Παρίσι «με κράνη, ρόπαλα, καταπέλτες και μπίλιες από ρουλεμάν». Το πανεπιστήμιο ανέστειλε τη 13 λειτουργία του επ’ αόριστον. Ένα μανιφέστο του Κινήματος της 22 Μάρτη εγκρίθηκε από 1.500 περίπου φοιτητές: «ολοκληρωτική απόρριψη του καπιταλιστικού και τεχνοκρατικού πανεπιστημίου, του καταμερισμού της εργασίας και της ουδέτερης γνώσης –ακολουθούμενο από ένα κάλεσμα για επίδειξη αλληλεγγύης 14 προς την εργατική τάξη». Τον Μάιο, τα σημάδια είχαν πολλαπλασιαστεί. Το κίνημα της Ναντέρ επηρέασε και άλλα γαλλικά πανεπιστήμια, ενώ σε μερικές περιπτώσεις οι φοιτητικές κινητοποιήσεις συνδέθηκαν με εκείνες των εργατών –στο εργοστάσιο Saviem στην Καέν, στη βιομηχανία Dassault στο Μπορντό και στη βιομηχανία Sud Aviation στη Νάντη. Ο πυρετός των κινητοποιήσεων προσέβαλε ακόμη και τα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης· οι καθηγητές κατέβηκαν σε απεργία, ενώ συγκροτήθηκαν και Επιτροπές Συντονισμού Δράσης των Μαθητών Μέσης Εκπαίδευσης. Οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις των φοιτητών εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ σε μεγάλο βαθμό διευκολύνθηκαν από ένα διεθνές συνέδριο που είχε οργανωθεί από τους Σοσιαλιστές Φοιτητές Γερμανίας (SDS) τον Φεβρουάριο του 1968 στο Δυτικό Βερολίνο. Η απόπειρα δολοφονίας του ηγέτη του SDS Ρούντι Ντούτσκε (Rudi Dutschke), που έγινε στις 11 Απριλίου, προκάλεσε οργή αλλά και αισθήματα αλληλεγγύης σε διεθνή κλίμακα, με τον Κον-Μπεντίτ να συντονίζει τις κινητοποιήσεις του Κινήματος της 22 Μάρτη, οι οποίες είχαν τη στήριξη της μαοϊκής Ένωσης Κομμουνιστικών Νεολαιών, μαρξιστικών-λενινιστικών (UJC-ml) και της τροτσκιστικής Επαναστατικής Κομμουνιστικής Νεολαίας (JCR). Η ριζοσπαστικοποίηση στη Γαλλία αποτε-
605
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·606
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
λούσε μέρος μιας γενικότερης ευρωπαϊκής αναταραχής, με φοιτητικές εξεγέρσεις στην Ισπανία, την Ιταλία και την Πολωνία, εκτεταμένες διαδηλώσεις στη Δυτική Γερμανία και τη Βρετανία, και διάφορες αγωνιστικές ενέργειες στο Βέλγιο, τη Σουηδία και αλλού. Όλες αυτές οι δράσεις συνέδεαν το ζήτημα του Βιετνάμ με διάφορα φοιτητικά θέματα και τη ριζική κριτική του καπιταλισμού. Τα φοιτητικά κινήματα απέρριπταν τη συμβατική πολιτική και τάσσονταν υπέρ της άμεσης δράσης του λαού στους δρόμους. Οι ριζοσπάστες φοιτητές αγνοούσαν τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, εξέλεγαν σε συνελεύσεις τους δικούς τους εκπροσώπους, δρούσαν παθιασμένα και απειθάρχητα και αναζητούσαν νόημα στη ζωή τους, αλλά και πολιτική έκφραση, πέραν των ορίων του «συστήματος». Οι ενέργειές τους αποτελούσαν μέρος μιας γενικότερης εξέγερσης της γενιάς τους, καθώς διάφορα παγκόσμια γεγονότα τους έδιναν την αίσθηση ότι επίκεινται ριζικές αλλαγές του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι εντάσεις αυξήθηκαν μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967, τον εμφύλιο πόλεμο στη Νιγηρία (1967-70), τις συγκρούσεις των φοιτητών με τις αρχές στην Αλγερία και τον πόλεμο στην Ινδοκίνα. Άλλα γεγονότα στις Ηνωμένες Πολιτείες ανέτρεψαν τις ισορροπίες που είχαν διαμορφωθεί από το καθεστώς του Ψυχρού Πολέμου: οι Δημοκρατικοί διχάστηκαν για την πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσει η χώρα στο Βιετνάμ, καθώς ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον (Lyndon B. Johnson) προτίμησε να μη διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία· η ριζοσπαστικοποίηση των μαύρων εντάθηκε μετά τις ταραχές σε πολλές πόλεις το καλοκαίρι του 1967, με τους Μαύρους Πάνθηρες να κάνουν όλο και πιο έντονη την παρουσία τους, τον αποσχιστικό μαύρο εθνικισμό να παροξύνεται και το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων να μεταλλάσσεται σε Εκστρατεία των Φτωχών. Οι διαδηλώσεις, μάλιστα, σε ολόκληρο τον κόσμο με αφορμή τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (Martin Luther King) στις 4 Απριλίου 1968 «πυρπόλησαν» τις τηλεοπτικές οθόνες των ευρωπαϊκών χωρών.
Ο παρισινός Μάης
™τις 3 Μαΐου 1968, όταν ξέσπασε στο Παρίσι η επανάσταση των φοιτητών, δεν
606
ήταν κεραυνός εν αιθρία. Χάρη στην τηλεόραση, οι Ευρωπαίοι ήταν πλέον συνηθισμένοι στις μαζικές διαδηλώσεις, στις κόκκινες σημαίες, που κυμάτιζαν πλησίστιες στα κατειλημμένα πανεπιστήμια, και στις συγκρούσεις των νέων με την αστυνομία. Το ίδιο εξοικειωμένοι ήταν με τις οδομαχίες και τις καταστροφές στις πόλεις. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η Γαλλία είχε χάσει προ πολλού την
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·607
1968
πολιτική της ηρεμία. Η Πέμπτη Δημοκρατία δεν είχε καταφέρει ακόμη να ξεπεράσει ούτε τον προβληματικό τρόπο θεμελίωσής της –τις βίαιες πολιτικές διαμάχες και το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1961– ούτε τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου της Αλγερίας. Η προεδρία του στρατηγού ντε Γκολ στηριζόταν αμήχανα στη σχετική ευημερία που είχε επιτευχθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ωστόσο τα γεγονότα του Μάη αποτέλεσαν μια τεράστια έκπληξη, ένα 15 φοβερό πλήγμα στην αυταρέσκεια της Δύσης. Τα γεγονότα ξεκίνησαν μια Παρασκευή, καθώς οι οκτώ φοιτητές του Πανεπιστημίου της Ναντέρ που είχαν κληθεί σε απολογία, κατέστρωναν μαζί με συντρόφους τους στη Σορβόνη τη στρατηγική που θα ακολουθούσαν στην ακρόαση της Δευτέρας. Στην αυλή του πανεπιστημίου είχε συγκεντρωθεί ένα πλήθος συναδέλφων τους. Ο πρύτανης ζήτησε να τους διώξει η αστυνομία, που άρχισε να συλλαμβάνει όποιον έβρισκε μπροστά της. Καθώς οι αστυνομικές κλούβες απομακρύνονταν, δέχτηκαν την επίθεση άλλων φοιτητών. Τότε, η αστυνομία αποχαλινώθηκε εκκενώνοντας τους λιθόστρωτους δρόμους του Καρτιέ Λατέν και κραδαίνοντας τα ρόπαλά της. Συνέλαβε 596 άτομα, ενώ πολλοί ήταν και οι τραυματίες. Ένα φυλλάδιο περιέγραφε με ζωηρά χρώματα τα δραματικά γεγονότα: Τα ΜΑΤ (CRS) κατεύθυναν την επίθεση. Εισέβαλαν σε εισόδους πολυκατοικιών, μπήκαν ακόμη και σε ξενοδοχεία, συλλαμβάνοντας νέους και νέες, τους οποίους έδερναν αλύπητα, ενώ ο κόσμος τους αποδοκίμαζε… Η κινητοποίηση της αστυνομίας κορυφώθηκε όταν έλαβε την εντολή να προχωρήσει σε «γενική εκκαθάριση». Με τα όπλα υψωμένα, τα ΜΑΤ επιτέθηκαν, χτυπώντας με όλη τους τη δύναμη προς όλες τις κατευθύνσεις. Πολλές ηλικιωμένες γυναίκες εγκλωβίστηκαν στις συγκρούσεις. Κάποιος που περνούσε με το αυτοκίνητό του, άρχισε να βρίζει δυνατά. Τα ΜΑΤ σταμάτησαν το όχημά του και άρχισαν να τον χτυπούν ανελέητα ενώ ήταν καθισμένος.16
Η οργισμένη αντίδραση των φοιτητών αιφνιδίασε την αστυνομία. Η κτηνώδης συμπεριφορά της τελευταίας αποτυπώθηκε με τον πιο εύγλωττο τρόπο στις εικόνες της τηλεόρασης και στα ρεπορτάζ των εφημερίδων. Ο κόσμος εξοργίστηκε με τις βιαιοπραγίες των αστυνομικών, με αποτέλεσμα να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η μαχητικότητα των φοιτητών. Οι αστυνομικοί οδηγούσαν με βιάση τους ηγέτες των φοιτητών στις κλούβες, ενώ μια βροχή από «μπουκάλια, τασάκια και δοχεία με μουστάρδα, που οι διαδηλωτές άρπαζαν από τα καφενεία, έπεφτε με ορμή πάνω στα αστυνομικά οχήματα». Οι φοιτήτριες, οι οποίες συμμετείχαν στη συγκέντρωση στην αυλή της Σορβόνης και δεν είχαν συλληφθεί, ηγήθηκαν της αντεπίθεσης. Η Ελέν Γκολντέ (Hélène Goldet), από πλούσια παρισινή οικογένεια και μέλος της τροτσκιστικής Επαναστατικής Κομμουνιστικής Νεολαίας, ήταν μία από αυτές:
607
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·608
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ήταν φοβερό! Δεν ξέρω ποιος τα ξεκίνησε όλα αυτά, κανείς δεν το ξέρει ακόμη και σήμερα. Στον κόσμο απλώς δεν άρεσε να βλέπει τη μακριά ουρά από τα μαύρα αυτοκίνητα της αστυνομίας, που μετέφεραν όσους είχαν συλληφθεί ήδη. Οι άνθρωποι δήλωναν τις σιδερένιες σκάρες, που βρίσκονταν γύρω από τους κορμούς των δέντρων, και τις έριχναν στο δρόμο σε μια προσπάθεια να κόψουν το δρόμο στις αστυνομικές κλούβες. Κατόπιν άρχισαν να πετάνε εναντίον τους ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, ενώ έβαζαν φωτιά και σε εφημερίδες για να εμποδίσουν τους μοτοσικλετιστές της αστυνομίας. Ήταν 17 μια μεγάλη μάχη, μια σπουδαία γιορτή! Ήμουν ευτυχισμένη.
608
Το Σαββατοκύριακο, τα δικαστήρια επέβαλαν αυστηρές ποινές στους κατηγορούμενους φοιτητές, αλλά οι περισσότερες ήταν με αναστολή. Τελικά, μόνο τέσσερις οδηγήθηκαν στη φυλακή. Η Σορβόνη έμεινε κλειστή και υπό αστυνομικό έλεγχο. Οι απελευθερωμένοι ηγέτες του φοιτητικού κινήματος κάλεσαν τους εργαζομένους σε απεργία και απαίτησαν την απελευθέρωση των τεσσάρων φυλακισμένων συναδέλφων τους, την απομάκρυνση των αστυνομικών δυνάμεων από τους δρόμους και την επαναλειτουργία της Σορβόνης, ενώ η μάχη της Παρασκευής επαναλήφθηκε με ακόμη πιο άγριο τρόπο. 20.000 αστυνομικοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα μεγάλο πλήθος που ξεχυνόταν στους δρόμους της πόλης. Οι διαδηλωτές, ο αριθμός των οποίων μεγάλωνε διαρκώς, όπως και η αγανάκτησή τους, έπεφταν συνεχώς πάνω σε μπλόκα που έστηνε η αστυνομία στους δρόμους. Αργά το απόγευμα, 30.000 περίπου φοιτητές κινήθηκαν προς τη Σορβόνη. Η αστυνομία επιτέθηκε εναντίον τους με βαναυσότητα, χτυπώντας τους αλύπητα και χρησιμοποιώντας μεγάλες ποσότητες δακρυγόνων. Οι διαδηλωτές απάντησαν με ανάλογο τρόπο, καλυπτόμενοι πίσω από αυτοκίνητα και εκσφενδονίζοντας πέτρες από το λιθόστρωτο. Μετά την απώθηση των αστυνομικών, οι φοιτητές ανασυντάχθηκαν και βάδισαν προς το πανεπιστήμιο, όπου επαναλήφθηκαν οι συγκρούσεις. Η βία τούς προκαλούσε ταραχή και συνάμα χαρά, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου έδειχνε να τους συμπαρίσταται. Μια σφυγμομέτρηση έδειξε ότι τα 4/5 των κατοίκων του Παρισιού τους υποστήριζαν. Την Τρίτη και την Τετάρτη έγιναν μεγάλες ειρηνικές πορείες 30-50 χιλιάδων ανθρώπων, ενώ την Πέμπτη ακολούθησε μια μεγάλη συζήτηση. Οι αριστερίστικες ομάδες ανταγωνίζονταν του κομμουνιστές για τον έλεγχο του φοιτητικού κινήματος, αλλά και τα δύο αυτά στρατόπεδα επισκιάστηκαν από το Κίνημα της 22 Μάρτη, την υπερκομματική συμμαχία της Ναντέρ που τόνιζε με έμφαση την κυριαρχία 18 της λαϊκής βάσης. Οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις ξεκινούσαν από τοπικές Επιτροπές Δράσης, οι οποίες εκτείνονταν από ομάδες μελέτης και πανεπιστημιακούς πυρήνες μέχρι επιτροπές σε διάφορες γειτονιές και χρησιμοποιούσαν τις εθνικής
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·609
1968
εμβέλειας οργανώσεις σαν επίσημο βήμα τους. Από τις 3 Μαΐου διαμορφώθηκε ένα είδος ηγετικής τριανδρίας, με τον Ζακ Σοβαζό (Jean Sauvageot) από την Εθνική Φοιτητική Ένωση Γαλλίας, και με τον Αλέν Ζεσμάρ (Alain Geismar) και τον Κον-Μπεντίτ από την Ένωση των Λεκτόρων. Καθώς οι βίαιες εκδηλώσεις της 6ης Μάη περιορίστηκαν, άρχισαν να γίνονται κάποιες σκέψεις για εξομάλυνση. Όμως η σιωπή του ντε Γκολ και του πρωθυπουργού του Ζορζ Πομπιντού (Georges Pompidou) προκάλεσε νέες κινητοποιήσεις, οι οποίες προγραμματίστηκαν για το βράδυ της Παρασκευής της 10ης Μαΐου. Οι διαπραγματεύσεις της τελευταίας στιγμής σε μια «ζωντανή» ραδιοφωνική εκπομπή ανάμεσα στον Ζεσμάρ και στον αντιπρύτανη της Σορβόνης κατέρρευσαν λόγω της απαίτησης του πρώτου να απελευθερωθούν πρώτα οι φυλακισμένοι φοιτητές. Η κυβέρνηση, μάλιστα, αρνήθηκε να μιλήσει με τον Κον-Μπεντίτ. Όπως είχε πει απροκάλυπτα ο Ζεσμάρ στο ραδιόφωνο, «Εκφράσαμε τις απόψεις μας ενώπιον του λαού, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να μας ακούσει. Αν η κυβέρνηση δεν είναι 19 έτοιμη να αναλάβει τις ευθύνες της, τότε θα το κάνει ο ίδιος λαός». Η σύγκρουση με την αστυνομία συνέβη τη νύχτα της Παρασκευής. Προετοιμαζόμενοι για να αντιμετωπίσουν την επίθεση των αστυνομικών δυνάμεων, 20.000 περίπου διαδηλωτές ξήλωσαν τα λιθόστρωτα του Καρτιέ Λατέν. Ο Ανρί Βεμπέρ (Henri Weber), αγωνιστής της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Νεολαίας, περιέγραψε με ζωηρά χρώματα τη συμβολική δύναμη που είχαν οι ενέργειες των συντρόφων του: Ήταν μια ιδιοφυής κίνηση. Οι άνθρωποι άρχισαν να φτιάχνουν οδοφράγματα με πέτρες. Από στρατιωτική άποψη, μπορεί να έδειχνε ανόητο, αλλά, από πολιτική, ήταν αυτό ακριβώς που έπρεπε να γίνει. Η εικόνα των οδοφραγμάτων στη γαλλική ιστορία συνδέεται με μια σειρά λαϊκών εξεγέρσεων: του 1830, του 1848 και του 1871 στην Παρισινή Κομμούνα. Τα οδοφράγματα είναι σύμβολο της άμυνας των εργατών και των φτωχών εναντίον του στρατού του βασιλιά και των κάθε λογής αντιδραστικών.20
Τα οδοφράγματα αποτελούσαν μια σαφή δήλωση του λαϊκού κινήματος. Υψώθηκαν περίπου πενήντα με εξήντα, μερικά παραπάνω από τρία μέτρα. Χωρίς αμφιβολία, οι συγκρούσεις προοιωνίζονταν ιδιαίτερα σφοδρές. Στις 2 το πρωί, η αστυνομία επιτέθηκε με πρωτοφανή αγριότητα, την οποία οι ραδιοφωνικοί σταθμοί μετέφεραν στα σαλόνια και τα υπνοδωμάτια των Γάλλων: «… το βουητό από τις βομβίδες με τα δακρυγόνα αέρια, οι άγριες φωνές των αποχαλινωμένων αστυνομικών, καθώς έπεφταν πάνω στα οδοφράγματα, ο κρότος από τα ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων που εκρήγνυντο, οι κραυγές των τραυματισμένων φοιτητών πάνω 21 στα φορεία». Οι αστυνομικοί έδερναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους, ακόμη και
609
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·610
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
610
τους ενοίκους των διαμερισμάτων, όπου ορμούσαν χωρίς διάκριση. Από τη μανία τους δεν γλίτωσε κανείς: καθηγητές, τουρίστες, νοσοκόμες, γιατροί, ακόμη και έγκυοι γυναίκες. Κυρίως ο μισογυνισμός και η ξενοφοβία χαρακτήριζαν την ούτως ή άλλως κτηνώδη συμπεριφορά τους. Μέχρι να ξημερώσει, τα οδοφράγματα είχαν διαλυθεί, ενώ 180 αυτοκίνητα είχαν καεί και συνέχιζαν να καπνίζουν. Οι τραυματίες ήταν Χιλιάδες, ενώ έγιναν και 468 συλλήψεις. Σε μια ραδιοφωνική εκπομπή, ο Κον-Μπεντίτ κάλεσε το λαό σε γενική απεργία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας κατήγγελλε χλευαστικά τους αριστεριστές σαν προβοκάτορες, επαναλαμβάνοντας μονότονα διάφορες ανοησίες για τη γερμανική καταγωγή του Κον-Μπεντίτ, και αποκαλώντας τους φοιτητές «ψευτοεπαναστάτες» εχθρούς της εργατικής τάξης. Αλλά καθώς τα γεγονότα εξελίσσονταν, οι απλοί κομμουνιστές άρχισαν να συμμετέχουν ενεργά στις διαδηλώσεις. Καταλαβαίνοντας ότι δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί ένα ευρύτερο αντικυβερνητικό μέτωπο χωρίς αυτούς, η CGT αποφάσισε διστακτικά να συμμετάσχει από κοινού με τις άλλες συνδικαλιστικές ενώσεις σε μια μονοήμερη απεργία διαμαρτυρίας, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαΐου, όταν 800.000 εργαζόμε22 νοι διαδήλωσαν την υποστήριξή τους στους αγωνιζόμενους φοιτητές. Ο Ζορζ Σεγκί (Georges Séguy) μάλιστα ο ηγέτης της CGT, υποχρεώθηκε να βάλει ακόμη και τον Κον-Μπεντίτ στην κεφαλή της διαδήλωσης, δείχνοντας δημόσια την ένωση της νέας με την παλιά Αριστερά. Η ίδια μέρα ήταν η δεκάτη επέτειος της διακυβέρνησης της χώρας από το στρατηγό ντε Γκολ και έτσι, η πορεία είχε έναν αντι-γκολικό χαρακτήρα. Κατέληξε σε θρίαμβο για το λαϊκό κίνημα: ο Πομπιντού έδωσε εντολή στην αστυνομία να υποχωρήσει και, συνάμα, διέταξε να ανοίξει ξανά η Σορβόνη. Οι φοιτητές, με τη σειρά τους, κήρυξαν την περιοχή ελεύθερη ζώνη. Από τη στιγμή που ο Πομπιντού επέτρεψε την επαναλειτουργία της Σορβόνης και η CGT κάλεσε τους εργαζομένους να γυρίσουν στα σπίτια τους, η κρίση έδειχνε να υποχωρεί. Καθώς όμως οι φοιτητές απολάμβαναν την ελευθερία τους, άρχισαν οι μετασεισμικές δονήσεις στο πλαίσιο μιας κινητοποίησης των λαϊκών δυνάμεων, που όμοιά της είχε να γνωρίσει η ευρωπαϊκή ήπειρος από το 1936. Η σκυτάλη τώρα πέρασε από τους φοιτητές στους εργάτες. Η σπίθα ήρθε τούτη τη φορά από τη Νάντη: η φοιτητική ένωση σε συμμαχία με το τοπικό παράρτημα της CGT πήγε στις 13 Μαΐου στο γραφείο του νομάρχη, υποβάλλοντας τα αιτήματά της. Τελικά, μετά από σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα στους εργάτες και φοιτητές και στους αστυνομικούς, «λιθόστρωτα εναντίον δακρυγόνων», ο νομάρχης αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Την άλλη μέρα ωστόσο οι δύο χιλιάδες εργαζόμενοι στη Sud Aviation 23 κλείδωσαν τους διευθυντές τους στα γραφεία τους και κατέλαβαν το εργοστάσιο.
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·611
1968
Ανάλογα περιστατικά σημειώθηκαν στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της Renault στην Κλεόν, στη Φλεν, στο Λε Μαν και στην Μπουλόν-Μπιγιανκούρ του Παρισι24 ού. Το Σαββατοκύριακο, ο απεργιακός πυρετός επεκτάθηκε στην κόκκινη ζώνη του Παρισιού, τη Νορμανδία και τη Λιόν. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες, η αεροναυπηγική βιομηχανία, τα ανθρακωρυχεία, οι χημικές βιομηχανίες και τα ναυπηγεία επλήγησαν χωρίς καμία εξαίρεση. Το ίδιο συνέβη και με ολόκληρο τον δημόσιο τομέα, με τους εργαζομένους στα δημόσια μεταφορικά μέσα, στα τρένα, στον ηλεκτρισμό, στα ταχυδρομεία, στα νοσοκομεία και τα πορθμεία να απέχουν από την εργασία τους. Οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, το προσωπικό του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και άλλα τεχνικά επαγγέλματα επίσης απήργησαν. Στις 18 Μαΐου, πάνω από 2.000.000 άνθρωποι συμμετείχαν στις απεργιακές κινητοποιήσεις, ενώ είχαν καταληφθεί 120 εργοστάσια σε ολόκληρη τη χώρα. Τη Δευτέρα, ο αριθμός των απεργών κυμαινόταν μεταξύ τεσσάρων και έξι εκατομμυρίων, ενώ την Τρίτη έφτασε τα 8.000.000. Δύο σημαντικά κινήματα ένωσαν λοιπόν τις δυνάμεις και την έμπνευσή τους. Από τη μια, οι φοιτητές, που είχαν μετατρέψει τα πανεπιστήμια σε τόπους υγιούς πειραματισμού, καταλύοντας την ιεραρχία, εκδημοκρατίζοντας τη διοίκηση και ξανασχεδιάζοντας τα προγράμματα σπουδών. Τα περίφημα συνθήματα του Μάη, οι αφίσες και η ζωγραφική στους τοίχους έκαναν την εμφάνισή τους αυτήν ακριβώς την περίοδο –«Η φαντασία στην εξουσία», «Οι εφιάλτες τους είναι τα όνειρά μας», «Είμαστε ρεαλιστές –Ζητάμε το αδύνατο», «Κάντε τις επιθυμίες σας πραγ25 ματικότητα», «Η επανάσταση είναι η έκσταση της ιστορίας». Το θέατρο Οντεόν είχε γίνει χώρος ατέλειωτων συζητήσεων, σε εικοσιτετράωρη βάση: «Αφού η Εθνοσυνέλευση έχει μετατραπεί σε αστικό θέατρο, όλα τα αστικά θέατρα θα πρέπει να μεταμορφωθούν σε εθνικές συνελεύσεις». Στη Σχολή Καλών Τεχνών, οι φοιτητές είχαν συστήσει το Λαϊκό Εργαστήρι, στο οποίο δημιουργούνταν συλλογικά οι αφίσες της επανάστασης. Το εργαστήρι αυτό ήταν ουσιαστικά ένα εργοστά26 σιο παραγωγής επαναστατικών χειρονομιών. Από την άλλη, οι εργάτες, κινητοποιήθηκαν επίσης. Ακολουθώντας το παράδειγμα των φοιτητών, δεν αιφνιδίασαν με την τόλμη τους μόνο τους εργοδότες αλλά και τις ίδιες τις συνδικαλιστικές τους ενώσεις. Στη Νάντη, οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων στη Sud Aviation σε μια γενική απεργία, που κορυφώθηκε στις 27 Μαΐου με την κατάληψη του δημαρχείου από την κεντρική επιτροπή των απεργών εργατών, αγροτών και φοιτητών και το διωγμό του νομάρχη και του δημάρχου. Η ηγεσία της CGT προσπάθησε πεισματικά να διατηρήσει τα κινήματα αυτά χωριστά. Οι κομμουνιστές είχαν χτίσει με μεγάλη επιμονή και υπομονή τις οργανώ-
611
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·612
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
612
σεις τους στα εργοστάσια, που τώρα είχαν αναστατωθεί από τα γεγονότα του Μάη, και έφριτταν στην ιδέα να εισαχθούν οι επαναστατικές αυτές φαντασιώσεις στον συνδικαλιστικό χώρο. Τα γαλλικά συνδικάτα ήταν από τα πιο αδύναμα της Ευρώπης –το 1947-55, ο αριθμός των μελών τους είχε μειωθεί κατά 60%, ενώ το 1968 μόλις το 20% των εργαζομένων ήταν συνδικαλισμένοι. Για τους κομμουνιστές, αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να είναι προσεκτικοί και γι’ αυτό προσπάθησαν απεγνωσμένα να διατηρήσουν τον έλεγχο της κατάστασης όταν άρχισαν να επηρεάζονται τα εργοστάσια από το πνεύμα του Μάη. Σε όλη τη διάρκεια των γεγονότων επαναλάμβαναν μονότονα τη θέση τους –«υπεράσπιση της δημοκρατίας» από μια λαϊκή κυβέρνηση της Αριστεράς και αύξηση μισθών. Επιφανειακά, ήταν μια στρατηγική που είχε επιβεβαιωθεί ιστορικά, ιδιαίτερα την περίοδο του Λαϊκού Μετώπου. Αλλά η κοινοβουλευτική στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας παρουσίαζε τρία σημαντικά ελαττώματα. Πρώτον, οι σύμμαχοί του στο κοινοβούλιο –ο Φρανσουά Μιτεράν (François Mitterrand) και η χαλαρή Ομοσπονδία της Δημοκρατικής και Σοσιαλιστικής Αριστεράς (FGDS), στην οποία μετείχαν το ετοιμοθάνατο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας και ο Πιερ Μαντές-Φρανς (Pierre Mendès-France), εκπροσωπώντας το μικροσκοπικό Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSU)– ήταν τσακισμένοι. Δεύτερον, η ενότητα της Αριστεράς, όπως την εννοούσαν οι κομμουνιστές, απέκλειε τους φοιτητές, στους οποίους χτυπούσαν χωρίς 27 ντροπή. Οι κομμουνιστές λοιπόν εμφανίζονταν σαν το κόμμα της έννομης τάξης που είχε τη δυνατότητα να αντιπαρατεθεί στους εξτρεμιστές. Τρίτον, και οι δύο αυτοί παράγοντες υπονόμευαν την πολιτική αξιοπιστία του στον αγώνα εναντίον του ντε Γκολ, γιατί δεν θα μπορούσε ποτέ να τον ανταγωνιστεί σε ζητήματα «έννομης τάξης». Έτσι, ενώ η κυβέρνηση είχε παραλύσει και η μόνη ελπίδα ήταν να προχωρήσουν οι αλλαγές, το Κομμουνιστικό Κόμμα απέτυχε να πάρει την πρωτοβουλία. Στην κορύφωση, μάλιστα, των απεργιακών κινητοποιήσεων, ο Σεγκί κατήγγειλε τους ριζοσπάστες ότι υποστήριζαν «τις κενές περιεχομένου προτάσεις περί αυτοδιαχείρισης, δομικών μεταρρυθμίσεων και σχεδίων για αλλαγές τόσο στην κοινωνία όσο και στα πανεπιστήμια, καθώς επίσης και διάφορες άλλες ευφάνταστες ιδέες». Όλα αυτά, το μόνο που κατάφερναν ήταν να παρεμβάλουν εμπόδια στην ικανοποίηση των αιτημάτων για αύξηση των μισθών και των ημερομισθίων.28 Στις 24 Μαΐου, όταν οι φοιτητές επιχείρησαν να συμμετάσχουν σε μια συγκέντρωση της CGT, οι υπεύθυνοι για την περιφρούρηση της εκδήλωσης τους κράτησαν μακριά. «Η Γενική Θέληση εναντίον της Θέλησης του Στρατηγού» –ένα από τα καλύτερα συνθήματα των φοιτητών– απείχε έτη φωτός από τους στόχους του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας.
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·613
1968
Στις 18 Μαΐου, ο ντε Γκολ ανακοίνωσε στον γαλλικό λαό: «Μεταρρυθμίσεις, 29 ναι· βρομιές, όχι!» Οι βίαιες ταραχές στο Παρίσι συνεχίστηκαν, με συγκρούσεις στο Γκαρ ντε Λιόν, πυρπόληση του χρηματιστηρίου και επιθέσεις σε τρία αστυνομικά τμήματα. Οδοφράγματα και πέτρες ξανά. Το κράτος έχανε τον έλεγχο σε ορισμένες πόλεις, όπως η Νάντη και η Λιόν, ενώ στη Μασαλία η γενική απεργία είχε παραλύσει τα πάντα. Παρ’ όλα αυτά, οι συνομιλίες του Ζορζ Πομπιντού με τους εργοδότες και τα συνδικάτα στις 25 και 26 Μαΐου απέδωσαν καρπούς: αύξηση 35% του ελάχιστου μισθού, γενική αύξηση των μισθών κατά 10% και προοδευτική καθιέρωση της εβδομάδας των 40 ωρών. Για τον Σεγκί, αυτό ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Αλλά οι 10.000 εργαζόμενοι στο εργοστάσιο της Renault στην Μπιγιανκούρ είχαν διαφορετική γνώμη και αποφάσισαν να απορρίψουν τη συμφωνία. Το ίδιο έκαναν και οι εργάτες πολλών επιχειρήσεων σε άλλες περιοχές της χώρας, με αποτέλεσμα το αδιέξοδο να συνεχιστεί. Οι εργάτες δεν ήθελαν απλώς την ικανοποίηση οικονομικών αιτημάτων, αλλά ζητούσαν ποιότητα ζωής: αυτοσεβασμό, μεγαλύτερη συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, καλύτερο έλεγχο της καθημερινότητάς τους – όλα όσα θα μπορούσε να σημαίνει ο όρος αυτοδιαχείριση. Το χάσμα ανάμεσα στο λαϊκό κίνημα και στις ηγεσίες των αριστερών κομμάτων μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Το πρώτο δεν είχε συγκεκριμένη δομή. Ιδεώδης για ορισμένα πράγματα, η απουσία συγκεντρωτισμού δημιουργούσε πολλά προβλήματα σε μια κατάσταση γενικευμένης κρίσης του κράτους. Στις 27 Μαΐου, η Εθνική Φοιτητική Ένωση κάλεσε τους φοιτητές σε μια μεγάλη συγκέντρωση στο στάδιο Σαρλετί. Συμμετείχαν 30.000 φοιτητές και εργάτες. Ωστόσο το Κίνημα της 22 Μάρτη ήταν αντίθετο και το Κομμουνιστικό Κόμμα ακολούθησε τη δική του γραμμή. Έτσι, άνοιξε ο δρόμος για το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα του Μαντές-Φρανς που δεν είχε να προσφέρει σαφή στρατηγική. Στις 28 Μαΐου επέστρεψε κρυφά από το εξωτερικό ο Κον-Μπεντίτ, ο οποίος είχε απελαθεί από τη Γαλλία, αλλά δεν κατάφερε να γίνει ξανά πρωταγωνιστής των εξελίξεων. Την ίδια μέρα, ο Μιτεράν εκδήλωσε την επιθυμία του να αντικαταστήσει τον ντε Γκολ στην προεδρία, με τον Μαντές-Φρανς πρωθυπουργό. Στις 29 Μαΐου, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, από κοινού με τη CGT, οργάνωσε μια τεράστια αντιγκολική πορεία στο Παρίσι. Η αργή πορεία προς το σχηματισμό κυβέρνησης διακόπηκε απότομα και σκαιά από τον ίδιο τον ντε Γκολ. Έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη της Γαλλικής Στρατιάς του Ρήνου, απηύθυνε στις 30 Μαΐου στον γαλλικό λαό ένα τετράλεπτο απειλητικό διάγγελμα: «Όχι, δεν παραιτούμαι!» Το Κοινοβούλιο διαλύθηκε και προκηρύχτηκαν εκλογές, ο γαλλικός λαός κλήθηκε να αναλάβει δράση εναντίον
613
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·614
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
του «ολοκληρωτικού κομμουνισμού», η συμμετοχική δημοκρατία αποκηρύχτηκε και ο στρατός ετοιμάστηκε να χρησιμοποιηθεί ανά πάσα στιγμή για την εμπέδωση της τάξης. Μισό εκατομμύριο γκολικοί ξεχύθηκαν στους δρόμους του Παρισιού, εκφράζοντας απροκάλυπτα την καταπιεσμένη μέχρι τότε πολιτική τους οργή. Τσ συνθήματά τους θύμιζαν βάναυσα ότι η κοινωνία ήταν διαιρεμένη: «Γαλλία, γύρνα στη δουλειά!», «Καθαρίστε τη Σορβόνη!», «Είμαστε η πλειοψηφία!» και «Ο ΚονΜπεντίτ στο Νταχάου!» Παρακολουθώντας το διάγγελμα του ντε Γκολ προς τον γαλλικό λαό, ένας πολιτικός πρόσφυγας από την Ανατολική Ευρώπη στράφηκε σε ένα συνάδελφό του πανεπιστημιακό στη Σορβόνη και του είπε: «Η υπόθεση έχει τε30 λειώσει!» Η κυβέρνηση και η καλή κοινωνία είχαν ανακτήσει την ψυχραιμία τους.
Επιστρέφοντας στην ομαλότητα
ªολονότι οι απεργοί άρχισαν να επιστρέφουν στις δουλειές τους, 1.000.000 περί-
614
που εργαζόμενοι συνέχιζαν να απεργούν μέχρι τις 10 Ιουνίου, ιδιαίτερα στην αυτοκινητοβιομηχανία και τη βαριά βιομηχανία. Στις 7 Ιουνίου, 3.000 αστυνομικοί με τη συνδρομή τεθωρακισμένων και ελικοπτέρων έδιωξαν τους 11.000 εργαζομένους της Renault από τη Φλεν, δυτικά του Παρισιού, μετά από μάχες που κράτησαν τρεις ολόκληρες μέρες. Το ίδιο συνέβη και με το εργοστάσιο της Pegeaut στο Σοσό στις 8 Ιουνίου, αλλά μετά την επιστροφή τους στη δουλειά οι εργαζόμενοι κατέλαβαν ξανά το εργοστάσιο και συγκρούστηκαν με την αστυνομία για τριάντα έξι ολόκληρες ώρες, ενώ σκοτώθηκαν και δύο εργάτες. Στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν στο Παρίσι ξαναφτιάχτηκαν εβδομήντα δύο οδοφράγματα, με αποτέλεσμα να τραυμα31 τιστούν 400 άνθρωποι και να συλληφθούν άλλοι 1.500. Εν ολίγοις, οι πιο μαχητικοί φοιτητές μπορούσαν να βαυκαλίζονται ότι οι κινητοποιήσεις συνεχίζονταν. Όμως τώρα οι εργάτες ήταν διχασμένοι. Οι συγκρούσεις μάλιστα συνεχίζονταν ανάμεσα σε αυτούς που περιφρουρούσαν τις απεργίες και σε εκείνους που επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην εργασία τους. Τόσο η CGT όσο και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας συνέχισαν να καταγγέλλουν τους φοιτητές σαν «πράκτορες των χειρότερων εχθρών της εργατικής τάξης» και «ειδικευμένους προβοκάτο32 ρες». Ενώ ο αριθμός των ριζοσπαστών φοιτητών πολλαπλασιαζόταν, η ευρύτερη λαϊκή κινητοποίηση αποδυναμωνόταν, όπως και τα αισθήματα συμπάθειας του λαού για την επανάσταση. Οι αρχές κατάφεραν να απομονώσουν τους ριζοσπάστες φοιτητές, να ανακτήσουν τον έλεγχο των πανεπιστημίων και να εκκενώσουν το θέατρο Οντεόν. Στις 16 Ιουνίου έθεσαν υπό τον έλεγχό τους και τη Σορβόνη. Στις εκλογές της 23ης και της 30ής Ιουνίου, ο κυβερνητικός συνασπισμός κέρ-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·615
1968
δισε εύκολα. Το εκλογικό σύστημα της Πέμπτης Δημοκρατίας βέβαια βοήθησε (οι γκολικοί πήραν το 60% των εδρών, ενώ το εκλογικό ποσοστό τους δεν ξεπέρασε το 40% των ψήφων), αλλά το καταβαραθρωμένο ηθικό της Αριστεράς δεν μπορούσε να αντιπαρατεθεί στην αντικομμουνιστική ρητορεία για την αποκατάσταση της τάξης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας έχασε 39 έδρες, οι σοσιαλιστές 61 και το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα, που προηγουμένως είχε τρεις έδρες, αποκλείστηκε από τη Βουλή. Ο κυβερνητικός συνασπισμός πήρε 358 έδρες σε σύνολο 485. Οι νέοι κάτω των 21 ετών, οι ενεργοί φορείς του πνεύματος του Μάη, δεν είχαν δικαίωμα ψήφου.
Η πολιτική τον καιρό της επιθυμίας
¢ύο Αριστερές βρέθηκαν αντιμέτωπες στα σύνορα που χάραξε το διάγγελμα του ντε Γκολ προς τον γαλλικό λαό στις 30 Μαΐου. Η μία περίμενε ανυπόμονα να κυριαρχήσει ξανά η πολιτική της κανονικότητας, ενώ η άλλη δεν πίστευε ότι αυτό θα μπορούσε να ξανασυμβεί. Η πρώτη είχε διαμορφωθεί από τον πόλεμο και την Απελευθέρωση, μέσα από τις πολιτικές μυθολογίες και τις κοινωνικές ιστορίες της Αντίστασης, του Ψυχρού Πολέμου και της ανοικοδόμησης. Η δεύτερη γεννιόταν τη δεκαετία του 1960 –μέσα από την κρίση του Πολέμου στην Αλγερία, το κοινωνικό κόστος του γκολικού εκσυγχρονισμού, τις υποσχέσεις για ευημερία, και τα απτά πλέον μειονεκτήματα του νέου καταναλωτικού καπιταλισμού. Τα δύο αυτά στρατόπεδα διακρίνονταν από αμοιβαία καχυποψία. Καθώς το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας αποτελούσε τον τυπικό εκπρόσωπο της παλιάς Αριστεράς (έτσι κι αλλιώς, ήταν το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα στη Δύση μετά το ιταλικό), ο συντηρητισμός του αξίζει να συζητηθεί. Οι κομμουνιστές δεν έμειναν παθητικοί θεατές των γεγονότων. Από τη στιγμή που άρχισαν οι απεργιακές κινητοποιήσεις, η CGT παρείχε κάθε είδους οργανωτική βοήθεια στους απεργούς, ενώ, μετά την απόρριψη από τους εργαζομένους του πακέτου μισθολογικών μέτρων της κυβέρνησης Πομπιντού, το Κομμουνιστικό Κόμμα ενίσχυσε τις πιέσεις για κυβερνητική αλλαγή. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι το ΚΚΓ αντέδρασε με έναν απολύτως προβλέψιμο τρόπο, χωρίς φαντασία και ακολουθώντας τις εξελίξεις αντί να τις προλαβαίνει. Αυτό ήταν μάλλον ένα δομικό πρόβλημά του. Τα γαλλικά συνδικάτα δεν είχαν ούτε οργανωτική πυκνότητα ούτε σημαντική πολιτική επιρροή. Καθώς βρισκόταν σε θέση αδυναμίας, η CGT συντονιζόταν πάντοτε με την πολιτική γραμμή του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο πάλι στηριζόταν απόλυτα στους κοινοβουλευτικούς του ελιγμούς. Ενώ λοιπόν το τελευ-
615
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·616
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
616
ταίο προσπαθούσε να ελιχθεί, αποκηρύσσοντας τον επαναστατικό οίστρο των λαϊκών αγωνιστών, δεν ήταν καθόλου παράξενο που ο Φρανσουά Μιτεράν προσπαθούσε να κερδίσει τη λαϊκή ενεργητικότητα για το κόμμα του. Οι αμοιβαία ενισχυόμενοι οπορτουνισμοί τους παρέλυαν κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου της Αριστεράς. Είχαν επίσης μεταβληθεί σε εξαρτημένα αντανακλαστικά: η παλιά Αριστερά άλλοτε αναπτυσσόταν ως υπέρμαχος των καταπιεσμένων κινητοποιώντας τις δυνάμεις της ως ένα αντιπολιτευτικό μπλοκ, και άλλοτε οχυρωνόταν πίσω από τον κοινοβουλευτικό της ρόλο, αποκηρύσσοντας τον ακτιβισμό και τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις. Η διαλεκτική της καταστολής και του κοινωνικού εκσυγχρονισμού την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου οδήγησε στην περιθωριοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, αναγκάζοντάς το να περιορίζεται σε αμυντικά κηρύγματα ταξικής αλληλεγγύης. Ενώ η γαλλική κοινωνία άλλαζε κάτω από το γκολικό καθεστώς, που εγκαθιδρύθηκε μετά το 1958 μέσω ενός ενισχυμένου κρατικού σχεδιασμού (dirigisme), το Κομμουνιστικό Κόμμα επέμενε στις παλιές θέσεις του. Την περίοδο 1962-68, ο αγροτικός πληθυσμός μειώθηκε από το 41% στο 29%, η συγκεντροποίηση της βιομηχανίας εντάθηκε, όπως και η συσσώρευση του κεφαλαίου, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αυξήθηκε γοργά και η Γαλλία ενσωματώθηκε στην παγκόσμια οικονομία. Ο κρατικός σχεδιασμός της οικονομίας οδήγησε στην ανάπτυξη συγκεκριμένων τομέων της, όπως η χημική βιομηχανία, οι τηλεπικοινωνίες, οι κατασκευές, τα ηλεκτρονικά, η αεροναυπηγική, οι φαρμακοβιομηχανίες και η πληροφορική. Παρ’ όλα αυτά, οι κομμουνιστές ζούσαν σε ένα μάλλον απαρχαιωμένο κόσμο, όπου κυριαρχούσαν τα ανθρακωρυχεία, τα εργοστάσια παραγωγής μηχανολογικού εξοπλισμού και η απασχόληση μεγάλου μέρους του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στους δήμους και τις κοινότητες. Καθώς η αστεοποίηση, η μαζική εκπαίδευση και η τεχνολογία μεταμόρφωναν το κοινωνικό τοπίο, η οικονομία εκσυγχρονιζόταν και ο καταναλωτισμός κατέκλυζε τον πολιτισμό. το Κομμουνιστικό Κόμμα προσπαθούσε να υπερασπιστεί τις πολιτικές συνήθειές του. Αυτή ακριβώς ήταν η κρίσιμη αποτυχία της παλιάς Αριστεράς, γιατί ο Μάης του 1968 άνοιξε χώρο για να αναπτυχθεί κάτι πραγματικά νέο. Ο αντιαυταρχικός χαρακτήρας των νέων αγωνιστικών κινητοποιήσεων ήταν η κεντρική του δύναμη, που προκαλούσε ρήγματα στην πολιτική κουλτούρα του γκολισμού. Αυτή λοιπόν ήταν η πολιτική της άλλης Αριστεράς –ο αντιαυταρχικός σοσιαλισμός του Κινήματος της 22 Μάρτη και του Κον-Μπεντίτ–, που κυριαρχούσε στο Οντεόν και στο Λαϊκό Εργαστήρι, στην κουλτούρα συλλογικότητας, που γεννούσε τις διαδηλώσεις και τις καθιστικές διαμαρτυρίες, τις εφημερίδες τοίχου των αναρχικών, τις
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·617
1968
ατέλειωτες συζητήσεις, τις πρακτικές βιοπορισμού και μοιράσματος, τη συλλογικοποίηση του ιδιωτικού χώρου, τις γενικές συνελεύσεις και τις επιτροπές δράσης. Αυτοί ήταν οι τόποι όπου δραστηριοποιήθηκαν οι απλοί και καθημερινοί άνθρωποι. Ο πυρετός της αυτοπραγμάτωσης βγήκε με ορμή στην επιφάνεια: «Το αδιανόητο είχε συμβεί! Οι απεργίες έμοιαζαν με πυρκαγιά, όπως και καθετί που λέγαμε στη Ναντέρ. Στο διάβολο η ιεραρχία, η εξουσία και η κοινωνία με την ψυχρή ορθολογική και ελιτίστικη λογική τους! Γαμήστε όλα τα μικροαφεντικά και τους μανδαρίνους στην κορυφή της πυραμίδας. Γαμήστε την αδιάλλακτη αυτή κοινωνία, που αρνείται να σκεφτεί την εξαθλίωση, τη φτώχεια, την ανισότητα και την αδικία 33 που προκαλεί». Τον Ιούνιο του 1968 υπήρχαν στο Παρίσι 450 επιτροπές δράσης. Γεννήθηκαν από γενικές συνελεύσεις οποτεδήποτε οι εργάτες απεργούσαν, όχι μόνο στα εργοστάσια αλλά και στα γραφεία, στις αποθήκες, στα κέντρα ερευνών και τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς. Με τη γενική απεργία στα λύκεια του Παρισιού στις 10 Μαΐου συντάχθηκαν τριακόσια κείμενα που αμφισβητούσαν το καθεστώς των εξετάσεων και της βαθμολογίας, των προγραμμάτων σπουδών και των διδακτικών μεθόδων, καθώς επίσης και το ρόλο του σχολείου στην κοινωνία. Καθηγητές, απόφοιτοι, γονείς και 3.700 σπουδαστές κατέλαβαν το λύκειο Ζανσόν ντε Σαγί, εκλέ34 γοντας κι εκεί μια κεντρική επιτροπή και τέσσερα εργατικά συμβούλια. Οι επιτροπές δράσης χτυπούσαν κάθε ιεραρχία και εκδημοκράτιζαν τον τρόπο λήψης των αποφάσεων. Η εξουσία των γενικών συνελεύσεων ορθωνόταν απέναντι στο απισχνασμένο κοινοβουλευτικό σύστημα και το προεδρικό καθεστώς της Πέμπτης Δημοκρατίας. Στη Νάντη, η επιτροπή ανέλαβε τη διακυβέρνηση της πόλης. Στο εργοστάσιο κατασκευής φορτηγών Berliet, οι εργάτες άλλαξαν το όνομα της επιχείρησης σε Liberté (Ελευθερία). Η αντιαυταρχική εξέγερση τροφοδοτούνταν από το ιδεώδες της αυτοδιαχείρισης, που υιοθετήθηκε επίσημα το 1973-75 ως Autogestion από το νέο Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS). Η αυτοδιαχείριση αποσκοπούσε στον εκδημοκρατισμό της οικονομίας –μέσα από τον εργατικό έλεγχο σε επίπεδο εργοστασίου, τους αυτοδιαχειριζόμενους συνεταιρισμούς, την επιβολή κανονιστικού πλαισίου στη λειτουργία των επιχειρήσεων, τη συμμετοχική λήψη των αποφάσεων, τη διαφάνεια και το άνοιγμα των βιβλίων, την αποκεντρωμένη διαχείριση και τον γενικότερο εμπλουτισμό του εργασιακού περιβάλλοντος. Ήταν αντίθετη στον κρατισμό και εχθρική προς τις γραφειοκρατικού τύπου εθνικοποιήσεις και το συνδικαλισμό της CGT· αποκήρυσσε την Αριστερά της μεταπολεμικής περιόδου του πολέμου και αμφισβητούσε τον κοινοβουλευτικό σοσιαλισμό, υποστηρίζοντας ότι οι φιλελεύθερες διαδικασίες
617
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·618
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
618
(εκλογές, κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση, κράτος δικαίου) δεν διασφαλίζουν 35 τη δημοκρατία τον καπιταλισμό. Η αυτοδιαχείριση παρέκαμπτε τις ηγεμονικές αρχές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Εξέφραζε τη δυσφορία των εργαζομένων για τις αδικίες που προκαλούσε ο εκσυγχρονισμός, γιατί, ενώ η γαλλική μεσαία τάξη απολάμβανε τα καταναλωτικά αγαθά της οικονομικής ανάπτυξης, το εισόδημα των εργατών έμενε στάσιμο. Η ανομία για τους φοιτητές αποτυπωνόταν στο μεγάλο χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στις υποσχέσεις μελλοντικής καριέρας και σήμερα της ανίας, της περιθωριοποίησης και της αδυναμίας. Η γαλλική νεολαία ένιωθε τον παλμό της πολιτισμικής αλλαγής μιας δημόσιας κουλτούρας, που «φλυαρούσε για πράγματα που μας ήταν εντελώς ξένα, όπως η εθνική ανεξαρτησία… [το] αυτοδύναμο πυρηνικό οπλοστά36 σιο, ο ρόλος του συντάγματος». Το ταξικό αυτό χάσμα, που συνοδευόταν και από ένα χάσμα ανάμεσα στις γενιές, προκαλούσε ένα βίαιο αίσθημα δυσαρέσκειας, το οποίο κατευθυνόταν εναντίον του καπιταλιστικού καταναλωτισμού, της ηθικής της εργασίας, της πειθαρχίας και κάθε εξουσίας. Σύνθημά του ήταν η λέξη Αλλοτρίωση. Η γαλλική νεολαία επιτέθηκε με σφοδρότητα στο καθεστώς: «Η σύγχρονη κοινωνία μας εξαπατά, προσφέροντας υλικές απολαβές και ανέσεις με αντάλλαγμα την υποδούλωση των ανθρώπων στη μηχανή· το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα σε 37 αυτό ακριβώς αποβλέπει». Όπως θυμόταν αργότερα ο Κον-Μπεντίτ, «Οι φοιτητές ήθελαν να ξέρουν: Γιατί μαθαίνουμε το κάθε πράγμα; Τι πρόκειται να κάνουμε με 38 αυτό; Ποια είναι η λειτουργία του μέσα στην κοινωνία;» Πρωτοπόρο στην άσκηση αυτής της κριτικής ήταν το Κίνημα της 22 Μάρτη, ένα κίνημα εναντίον κάθε γραφειοκρατίας και υπέρ της τοπικής αυτονομίας και της διαρκούς δημοκρατίας των γενικών συνελεύσεων. Από τη στιγμή που κατελήφθη η Σορβόνη, οι πειραματισμοί έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Οι φοιτητές αντέδρασαν σε αυτά που θεωρούσαν λογικές του εκσυγχρονισμού –στο «αποπροσωποποιημένο, ‘ορθολογικό’ και γραφειοκρατικό πρόγραμμα δράσης της πολιτικοοικονομικής 39 εξουσίας». Αυτού του είδους οι λογικές έμοιαζαν να διαπερνούν όχι μόνο τη βιομηχανία και την εκπαίδευση αλλά και την προσωπική ζωή του καθενός: από την αυτοματοποίηση και την αποειδίκευση μέχρι τη «μηχανική προετοιμασία για έναν προκαθορισμένο ρόλο σε ένα μεγάλο οργανισμό», και την απομόνωση και τον κατακερματισμό της καθημερινής ζωής.40 Έτσι, αν το θετικό πρόγραμμα του 1968 έμοιαζε με ένα ρητορικό πυροτέχνημα και μια αφηρημένη επιθυμία για την «ολότητα», την «απελευθέρωση» και τη διεκδίκηση ενός ακέραιου εαυτού, ήταν στους πολλαπλούς χωροχρόνους της καθημερινότητας –στους τόπους δουλειάς, στο σχολείο, στις πανεπιστημιακές αίθουσες, στα εμπορικά κέντρα, στο αυτοκίνητο, στην
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·619
1968
τηλεόραση, στο κρεβάτι, στην οικογένεια και τον γενικευμένο φαντασιακό χώρο της μαζικής κουλτούρας και της εμπορευματοποίησης– που έπαιρνε σάρκα και οστά. Με τον τρόπο αυτό, η πολιτική προσγειωνόταν στην πραγματικότητα. Η σύνδεση της καθημερινότητας με την πολιτική προϋπέθετε την απείθεια και τη φασαρία. Συνεπαγόταν καταστρατήγηση των κανόνων –ανατροπή των καθιερωμένων πρωτοκόλλων της δημόσιας ζωής και τροποποίηση των ορίων ανάμεσα σε αυτό που μπορεί να ειπωθεί και σε αυτό που δεν μπορεί. Αυτό ερχόταν σε σύγκρουση με τις παγιωμένες αντιλήψεις της εποχής και τις αναποδογύριζε: «Συνδέοντας να συνδέσουμε την πολιτική με την καθημερινότητα, απαλλασσόμαστε από 41 τους πολιτικούς». Έτσι, η συζήτηση για τη δημοκρατία αναπροσδιόριζε την ίδια την κατηγορία του πολιτικού. Προηγουμένως, η επανάσταση σήμαινε την κατάληψη της κρατικής εξουσίας και την αναδιοργάνωση της οικονομίας. Σύμφωνα με τη μαρξιστική παράδοση, στοχαζόταν ο Κον-Μπεντίτ δύο δεκαετίες αργότερα, έπρεπε «να αλλάξεις τη δομή για να αλλάξεις τη ζωή των ανθρώπων». Αλλά το 1968 «ανακαλύψαμε… ότι η επαναστατική διαδικασία είναι μια σύνοψη των πολλαπλών αλλαγών της καθημερινότητας. Αυτό ήταν πραγματικά νέο. Ήταν κάτι το ενδιαφέρον για τους άλλους φοιτητές. Δεν προτείναμε αλλαγές για τη μεταθανάτια ζωή, αφού πρώτα θα είχαμε δώσει τη ζωή μας για την επανάσταση, αλλά για το σήμερα… Θέλαμε να ελέγχουμε την ίδια μας τη ζωή. Αυτό παραμένει το κρίσιμο ζή42 τημα ακόμη και σήμερα». Η οικοδόμηση της νέας αυτής πολιτικής με αφετηρία την καθημερινότητα –το ότι έγινε δηλαδή το πολιτικό προσωπικό– γέννησε τον ενθουσιασμό και το αίσθημα αμεσότητας που διέκριναν τον Μάη του 1968. Επιπλέον, έκανε ρητή μια νέα πολιτική ατζέντα, την οποία η παλιά Αριστερά δεν μπορούσε να αντιληφθεί. Καθώς ο καταναλωτισμός της δεκαετίας του 1960 συνδυάστηκε με την αύξηση του αριθμού των φοιτητών και τις στιλιστικές επαναστάσεις της νεολαίας, αποσταθεροποιήθηκαν οι μεταπολεμικές διευθετήσεις που ίσχυαν μέχρι τότε. Από τη σαγήνη της άμεσης δημοκρατίας και των συμμετοχικών μορφών μέχρι τη σεξουαλική απελευθέρωση και τις ηδονιστικές υπερβολές της αντικουλτούρας, από τους πρακτικούς πειραματισμούς της αυτοδιαχείρισης μέχρι τις αδιάκοπες επικρίσεις της αλλοτρίωσης – απ’ όλες αυτές τις απόψεις, το «1968» αμφισβητούσε την ηγεμονία του «1945». Οι συγκρούσεις, που προέκυψαν τότε, πήραν πολλά χρόνια για να εκτυλιχτούν, αλλά μακροπρόθεσμα οι συνέπειές τους ήταν τεράστιας σημασίας. Αναπροσδιόρισαν το πεδίο της πολιτικής, εμπλούτισαν τις αντιλήψεις της Αριστεράς και μετέβαλαν τις καθιερωμένες απόψεις για το πώς θα μπορούσε να οριστεί το ριζοσπαστικό και δημοκρατικό υποκείμενο της κοινωνικής δράσης.
619
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·620
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Καταναλωτικός καπιταλισμός, χάσμα των γενεών και πολιτική της κουλτούρας
øς προς τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της, η εξέγερση των Γάλλων φοιτητών ήταν
620
προϊόν μιας κρίσης του γαλλικού κράτους, η δημοκρατική οργάνωση του οποίου ήταν ελάχιστα λειτουργική. Σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη όμως, τα αποτελέσματα του νέου καταναλωτικού καπιταλισμού ήταν ορατά. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου δεν περιλάμβανε μόνο τη στέγαση, τη διατροφή, την πλήρη απασχόληση και το κοινωνικό κράτος αλλά και μεγαλύτερα διαθέσιμα εισοδήματα από την πραγματική αύξηση των μισθών. Στα καταναλωτικά αγαθά που έγιναν τώρα προσιτά περιλαμβάνονταν το ηλεκτρικό σίδερο, η ηλεκτρική σκούπα, το πλυντήριο, το ψυγεία και βέβαια η τηλεόραση και το αυτοκίνητο. Οι αλλαγές αυτές συνέβησαν ξαφνικά στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Στη Βρετανία, οι καταναλωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 45% μεταξύ 1952 και 1964, ενώ οι δαπάνες για διαρκή καταναλωτικά αγαθά υπερδιπλασιάστηκαν ως ποσοστό του οικογενειακού προϋπολογισμού. Στην Ιταλία, από το 1958 μέχρι το 1965, το ποσοστό των νοικοκυριών που είχαν στην κατοχή τους ψυγείο ανέβηκε από το 13% στο 55%· το ποσοστό κατοχής πλυντηρίου από το πενιχρό 3% έφτασε στο 23%, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τα νοικοκυριά που διέθεταν τηλεόραση ήταν 12% και 49%. Τα ίδια περίπου ίσχυαν και για τη Δυτική Γερμανία, όπου το 1968 σχεδόν όλα τα νοικοκυριά διέθεταν ψυγείο.43 Στο νου των ανθρώπων, τα νέα αυτά καταναλωτικά ήθη συνδέονταν με τον κτητικό ατομικισμό και ένα στιλ ζωής που ευνοούσε την ιδιώτευση. Η κοινωνικότητα περιορίστηκε στην ιδιωτική σφαίρα του σπιτιού, στο πλαίσιο της οποίας οι εμπορευματικές αξίες διέβρωσαν τη συνοχή και το κύρος της οικογένειας. Τόσο οι συντηρητικοί όσο και οι αριστεροί θεωρούσαν ότι η κατάσταση αυτή ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική. Για τους Ιταλούς χριστιανοδημοκράτες, ο υλισμός είχε οδηγήσει «στην αποσύνθεση των παραδοσιακών δομών της ιταλικής κοινωνίας», ενώ για τους κομμουνιστές σήμαινε τη μείωση των πολιτών που παρακολουθούσαν τις κομματικές συγκεντρώσεις και την ενίσχυση της εμπορευματοποιημένης διασκέδασης με άμεσο επακόλουθο την ατροφία της συλλογικής ψυχαγωγίας των εργατών.44 Αυτού του είδους οι συζητήσεις είχαν μεγάλη προϊστορία, η οποία είχε συνδεθεί με τους φόβους της «αμερικανοποίησης» και το στιγματισμό της λαϊκής κουλτούρας ως «χυδαίας» και «ανόητης». Σε αυτό συνέβαλαν η διάδοση της ποπ μουσικής, των τζουκ μποξ, της κόκα-κόλα, των μπλουτζίν, των κόμικ, των καφετεριών και της αργκό. Η τηλεόραση υπονόμευσε όχι μόνο την πολιτικοποιημένη κοινωνικότητα της Αριστεράς αλλά και τα παλιότερα εμπορικά είδη ψυχαγωγίας –ο αριθμός των φιλάθλων του αγγλικού ποδοσφαίρου μειώθηκε κατά το 1/3 (1949-66),
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·621
1968
ενώ ο αριθμός των κινηματογραφόφιλων κατά 3/4 (1946-62). Η κοινή γνώμη διακατεχόταν από μια έμμονη ιδέα παρακμής που υποτίθεται ότι αντιπροσώπευαν το αμερικανικό ροκ ’ν’ ρολ, από τον Έλβις Πρίσλεϊ (Elvis Presley) μέχρι το «Rock around the Clock» του Μπιλ Χάλεϊ (Bill Haley), όσο και οι εκπομπές της βρετανικής τηλεόρασης. Η τεχνολογία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάδοση των νέων αυτών τάσεων –οι ηλεκτρικές κιθάρες και οι ενισχυτές, οι δίσκοι μακράς διαρκείας 45 και τα «σαρανταπεντάρια», και βέβαια, τα τρανζίστορ. Η περιφρόνηση για τις μικρές αυτές χαρές του καταναλωτισμού από τη μια μεριά και η ταύτιση μαζί τους από την άλλη, δημιούργησαν ένα ρήγμα ανάμεσα στις γενιές. Οι αγορές που απευθύνονταν στους νέους προκάλεσαν την ανάδυση αισθημάτων αλληλεγγύης, τα οποία μεγεθύνθηκαν ακόμη περισσότερο από τη μουσική συγκροτημάτων όπως οι Beatles, οι Rolling Stones και τα άλλα ροκ γκρουπ που στηρίχτηκαν στη δημιουργικότητα των λαϊκών στρωμάτων. Για τον Ντέιβιντ Φέρνμπαχ (David Fernbach), ο οποίος σύντομα ριζοσπαστικοποιούνταν στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου και θα μετεξελισσόταν αργότερα σε γκέι ακτιβιστή, η ροκ μπάντα του σηματοδοτούσε «έναν ολότελα νέο τρόπο ζωής», καθώς εξέφραζε «τη βασική φιλοδοξία μας να ζήσουμε τη ζωή μας με τρόπο συμβατό με τα πράγματα που μας έδιναν ευχαρίστηση». Οι επιθυμίες αυτές δεν ξεπερνούσαν μόνο τα σύνορα των εθνών ή των φύλων αλλά και των τάξεων. Για τη Λόρα Ντερόσι (Laura Derossi), μια δεκαεξάχρονη Μιλανέζα μεσοαστικής καταγωγής, η αγορά καλλυντικών και ρούχων, και η παρακολούθηση «ακατάλληλων» ταινιών ήταν «οι πρώτες πράξεις μιας εξέγερσης»: έφτιαχναν έναν ειδικό τύπο φιλίας, μια ένωση της γενιάς μας πολύ διαφορετική από τις παραδοσιακές φιλίες, όπως εκείνες της μητέρας μου, που στηρίζονταν στους οικογενειακούς δεσμούς. Τα αλλάξαμε όλα 46 και δεν κληρονομήσαμε τίποτε». Η προκλητική αυτή συμπεριφορά αναστάτωνε τους ενηλίκους. Οι γονείς του Φέρνμπαχ ήταν μάλλον φτωχοί: «Ήθελαν να σπουδάσω και να βρω μια καλή δουλειά. Όσο ήμουν έφηβος υπήρχε αυτή η σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που εκείνοι 47 ήθελαν και σε αυτό που έκανα εγώ». Η ροκ, το ντύσιμο, τα μακριά μαλλιά, το σεξ και τα ναρκωτικά ανέτρεπαν τις παραδοσιακές αξίες των γονέων. Αυτό ήταν ακόμη πιο οδυνηρό για τους αριστερούς γονείς, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν «τον εκβιασμό των όσων είχαν περάσει στο παρελθόν» σαν όπλο εναντίον των κριτικών που τους ασκούνταν: «Οι παλιότερες γενιές, που έζησαν το φασισμό, τον πόλεμο και την Αντίσταση, και είχαν δοκιμαστεί σκληρά στα εργοστάσια, από τη φτώχεια και τη μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930, συχνά πίστευαν ότι είχαν το μονοπώλιο 48 της ιστορίας και ότι μπορούσαν έτσι να εκβιάζουν τις νεότερες γενιές». Για τον
621
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·622
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Γκαετάνο Μπορντόνι (Gaetano Bordoni), κομμουνιστή κουρέα από το Σαν Λορέντσο της Ρώμης, οι πολιτικές διαμαρτυρίες της κόρης του και η επιπόλαιη αντιμετώπιση των ανέσεων, που η γενιά του είχε κατακτήσει με σκληρούς αγώνες, δεν τιμούσαν τις θυσίες, στις οποίες είχε υποβληθεί η δική του γενιά του αντιφασιστικού αγώνα. «Αφήνοντας τη μπριζόλα της αφάγωτη στο πιάτο», η κόρη του Μπορντόνι αμφισβητούσε το ίδιο το νόημα της ζωής του πατέρα της, για τον οποίο η αύξηση του βιοτικού επιπέδου ήταν περίπου ταυτόσημη με τις δημοκρατικές κατακτήσεις: «Υποστηρίζοντας ότι «αυτό δεν είναι ελευθερία» και ζητώντας να γίνει ο αγώνας πιο ριζοσπαστικός, οι νεότερες γενιές έθεταν υπό αμφισβήτηση όχι μόνο τα επιτεύγματα του 49 αντιφασιστικού αγώνα αλλά και την τρέχουσα πολιτική της εργατικής Αριστεράς». Οι ριζοσπάστες νεολαίοι βρίσκονταν αντιμέτωποι με την κυρίαρχη πολιτική τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς, που ήταν περιχαρακωμένη γύρω από τις εμπειρίες της πολεμικής και της μεταπολεμικής περιόδου. Η εξέγερσή τους εν μέρει στρεφόταν εναντίον της πατριαρχικής οικογένειας –εναντίον της εξουσίας του πατέρα μέσα στο σπίτι αλλά και της κατεστημένης πολιτικής εξουσίας, όπως εκφραζόταν από τη γεροντοκρατία των Αντενάουερ (γενν. 1876), ντε Γκολ (γενν. 1890), Φράνκο (γενν. 1892) και Μακμίλαν (Macmillan, γενν. 1894). Με τη σειρά τους, οι παλιότερες γενιές, που είχαν ζήσει τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τώρα στήριζαν στην πλειοψηφία τους τα κομμουνιστικά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, περιφρονούσαν τους αριστερούς φοιτητές: Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι σοσιαλιστές. Δεν είναι καν αξιοπρεπείς μαρξιστές. Είναι ένα νέο είδος αναρχικών, πολύ πιο διαφορετικό από τους συμπαθείς τύπους που ξέραμε παλιά… Είναι καταστροφείς, και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να διαλύσουν την κοινωνία. Όπλο τους είναι το ψέμα, η δυσφήμιση, η παραποίηση της αλήθειας, η διαβολή, ο εκφοβισμός και, πιο πρόσφατα, η άσκηση σωματικής βίας.50
622
Το «χάσμα αυτό των γενεών» γινόταν αισθητό και από τις δύο πλευρές: «Η καλύτερη αφίσα στους τοίχους της σχολής μου, αυτό το θυμάμαι πολύ καλά, ήταν εκείνη που έγραφε: “Καλύτερα να ήμουν ορφανό”».51 Ο αριθμός των φοιτητών αυξήθηκε πολύ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 –τριπλασιάστηκε στη Γαλλία, την Ελλάδα και τις σκανδιναβικές χώρες, και διπλασιάστηκε στην Ιταλία, την Ολλανδία, τη Δυτική Γερμανία, τη Βρετανία και την Ιβηρική Xερσόνησο.52 Μεγάλη αναταραχή ξέσπασε στην Ιταλία, τη Δυτική Γερμανία και τη Γαλλία, όπου η μόνη προϋπόθεση για να εισαχθεί κανείς στο πανεπιστήμιο ήταν η ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών. Η μεγάλη αύξηση των γεννήσεων –με τη γεννητικότητα να ενισχύεται στη Βρετανία κατά τα 30% το 1946-50 έναντι της πενταετίας 1935-39 (στην Ιταλία, στη Γαλλία και τη Δυτική Γερμανία
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·623
1968
αυξήθηκε με μικρή καθυστέρηση)– βοήθησε επίσης. Τα χρόνια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης επίσης αυξήθηκαν, ενώ η περίοδος της εφηβείας συνιστούσε μια μάλλον ασαφή κατάσταση ανάμεσα στην εξαρτημένη παιδική ηλικία και στην «υπεύθυνη» ενήλικη ζωή, δημιουργώντας μια καινούργια κατηγορία νέων, που είχαν στη διάθεσή τους χρόνο, γνώση, χρήματα και αυξημένη αυτεπίγνωση. Η νέα αυτή πληθυσμιακή κατηγορία αποτελούσε στόχο του μάρκετινγκ των επιχειρήσεων και ήταν συγκεντρωμένη σε συγκεκριμένους χώρους, αλλά δεν είχε πολιτικά δικαιώματα. Ο ριζοσπαστισμός του φοιτητικού κινήματος ξεπέρασε τα όρια της πανεπιστημιακής κοινότητας και άγγιξε ολόκληρη τη νεολαία. Αν στο Παρίσι οι φοιτητές συνδέθηκαν με τους εργάτες, στο Λονδίνο αναδείχτηκε η αντικουλτούρα. Η επιχειρηματική πρωτοτυπία και ο δημιουργικός πειραματισμός εξαπλώθηκαν εκρηκτικά στις εκδόσεις, στη μουσική, στο σχέδιο, στο θέατρο και στις διάφορες παραστάσεις, με τη δημιουργία νέων ευκαιριών σταδιοδρομίας στα μέσα ενημέρωσης, τις τέχνες και τη διασκέδαση. Το 1966-68, η βρετανική «αντεργκράουντ» σκηνή περιλάμβανε ένα καλειδοσκόπιο θεσμών, όπου ξεχώριζαν το Ελεύθερο Σχολείο του Νότινγκ Χιλ, το Αντιπανεπιστήμιο, η Πινακοθήκη Ίντικα, το Καλλιτεχνικό Εργαστήρι, η Απλ, ο Ηλεκτρικός Κινηματογράφος, το Μακροβιοτικό Εστιατόριο, μια σειρά λεσχών και ένα ολόκληρο μωσαϊκό φεστιβάλ και «χάπενινγκ». Κορυφαίες στιγμές ήταν η δικαστική δίωξη για ναρκωτικά του Τζον Χόπκινς (John Hopkins), ενός σημαντικού παράγοντα της αντικουλτούρας, και των Rolling Stones, ενώ το «Fourteen Hour Technicolor Dream» παιζόταν στο Αλεξάνδρα Πάλας και κυκλοφορούσε ο δίσκος των Beatles Sergeant Pepper’s Lonely Hearts Club Band. Η σκηνή αυτή, επηρεασμένη βαθιά από την καλλιτεχνική και θεατρική πρωτοπορία, διαποτισμένη από την ψυχεδελική αισθητική και απορροφημένη από τη στιλιστική επανάσταση, τραβούσε σαν μαγνήτης τα ταλέντα της επαρχίας.53 Στη βρετανική Νέα Αριστερά, επίκεντρο των νέων ιδεών και δράσεων ήταν η Εκστρατεία για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό (CND) που είχε στηθεί το 1958. Η οργάνωση αυτή συνέδεε την καθιερωμένη ετήσια πορεία από το Ίδρυμα Έρευνας Ατομικών Όπλων στο Άλντερμαστον ώς το Λονδίνο με ευρύτερες κινητοποιήσεις και μια εκστρατεία μέσα στο Εργατικό Κόμμα με αίτημα τον μονομερή πυρηνικό αφοπλισμό. Τον Απρίλιο του 1962, η τετραήμερη Πορεία από το Άλντερμαστον είχε 15.000 διαδηλωτές, ενώ στη συγκέντρωση στο Χάιντ Παρκ συγκεντρώθηκαν πάνω από 150.000. Σημαντικά ανοίγματα συνέβησαν στ’ αριστερά της CND, με την Επιτροπή Άμεσης Δράσης (DAC) να καλλιεργεί την πολιτική ανυπακοή, κυρίως εναντίον του Εργατικού Κόμματος, το οποίο αρνιόταν να παρακάμψει τους κοινοβουλευτικούς διαύλους. Τον Οκτώβριο του 1960, η DAC συγχωνεύτηκε με την
623
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·624
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Επιτροπή των Εκατό, οργανώνοντας μαζικές καθιστικές διαμαρτυρίες μπροστά στο Υπουργείο Άμυνας (Φεβρουάριος 1961), στην Πλατεία Κοινοβουλίου (Απρίλιος) και στην Πλατεία Τραφάλγκαρ (Σεπτέμβριος). Η απάντηση των κρατικών αρχών έγινε πιο σκληρή, με τη μαζική σύλληψη 826 διαδηλωτών τον Απρίλιο και 54 άλλων 1.314 τον Σεπτέμβριο. Από πολλές απόψεις, η DAC υπήρξε προπομπός του 1968 –όχι μόνο με την προτίμησή της για την άμεση δράση και των εκκλήσεών της προς την εργατική τάξη, αλλά και με την αλληλεγγύη της προς την Γκάνα εναντίον των γαλλικών πυρηνικών δοκιμών στη Σαχάρα και της αρνητικής στάσης της έναντι της παλιάς Αριστεράς των Εργατικών και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η DAC υποστήριζε ότι «η πολιτική έπρεπε να ξεφύγει από τους κομματικούς μηχανισμούς και να αγκαλιάσει την κοινότητα».55 Ως προς αυτό, συγγένευε ιδεολογικά με τους διαφωνούντες κομμουνιστές του 1956 και την αναγέννηση της Αριστεράς μετά την επέμβαση στο Σουέζ, που ήταν συσπειρωμένη γύρω από το περιοδικό New Left Review και τις λέσχες.56 Η νέα αυτή Αριστερά ασκούσε κριτική τόσο στον κομμουνισμό όσο και στη σοσιαλδημοκρατία, υποστήριζε ένα διεθνισμό που ξεπερνούσε τα δύο ψυχροπολεμικά στρατόπεδα και ανέλυε τις σύγχρονες εξελίξεις στο καπιταλιστικό σύστημα. Υπερασπιζόταν τη συμμετοχική δημοκρατία υπό το πρίσμα μιας ηθικής της «στράτευσης». Αλλά το πιο σημαντικό απ’ όλα ήταν ότι άλλαξε τα όρια της πολιτικής: Φέραμε στην επιφάνεια ζητήματα προσωπικής ζωής των ανθρώπων, του τρόπου που ζουν και του πολιτισμού, ζητήματα που ώς τότε δεν θεωρούνταν αντικείμενο της αριστερής πολιτικής. Θέλαμε να μιλήσουμε για τις αντιφάσεις αυτής της νέας καπιταλιστικής κοινωνίας, που μέσα της οι άνθρωποι δεν είχαν γλώσσα για να εκφράσουν τα ιδιωτικά τους προβλήματα και τις ανησυχίες τους, και δεν συνειδητοποιούσαν ότι τα προβλήματα και οι ανησυχίες αυτές αντανακλούσαν πολιτικά και κοινωνικά ερωτήματα, 57 που θα μπορούσαν να γενικευθούν.
624
Την περίοδο 1958-62, το πολυδιασπασμένο αυτό κίνημα άρχισε να αποκτά συνοχή. Όφειλε πολλά στις προηγούμενες κινήσεις των διαφωνούντων κομμουνιστών με τον αντιιμπεριαλισμό, τα διεθνιστικά δίκτυα και τον ηθικό αντικομφορμισμό τους. Αλλά όφειλε ακόμη περισσότερα στις μεταπολεμικές κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές. Τόσο η CND όσο και η συνδεδεμένη μαζί της νέα Αριστερά αποτελούσαν στοιχεία ενός ευρύτερου πολιτισμικού ρεύματος διαφωνίας και αντίστασης, κύριοι διαμορφωτές του οποίου ήταν πολλοί δημόσιοι διανοούμενοι με παρουσία στο χώρο της λογοτεχνίας, του θεάτρου και των τεχνών, αλλά και διάφοροι μποέμ και οι μπίτνικ. Ο Ντέιβιντ Γουάιτζρι (David Widgery) ήταν μόλις δώδεκα ετών και ζούσε στο Σλάου, όταν παρακολούθησε την Πορεία από το Άλντερμαστον:
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·625
1968
οι διαδηλωτές περνούσαν από τους δρόμους κάνοντας μεγάλο θόρυβο και χάρη. Κάποιοι φορώντας τσαλακωμένες ρεπούμπλικες έπαιζαν φάλτσα τις κορνέτες τους, ενώ φοιτήτριες των Καλών Τεχνών είχαν βάλει πρωτοφανέρωτες πολύχρωμες κάλτσες –η αλλοπρόσαλλη αυτή πομπή διέσχιζε ολόκληρη την πόλη. Γοήτευε τρομερά. Στο σχολείο μάς έλεγαν να προσέχουμε αυτούς τους ανθρώπους και να μην τους κάνουμε παρέα. Η CND όσο και αυτοί οι μπίτνικ προκαλούσαν ένα είδος πανδαιμόνιου. Όχι μόνο υποστήριζαν τον πυρηνικό αφοπλισμό, αλλά και έκαναν πολιτική με διαφορετικό τρόπο από τους άλλους, καθώς συνδέονταν με διάφορες τοπικές ομάδες και υποστήριζαν την άμεση δράση. Ήταν παθιασμένοι και τους άρεσε να κάνουν κήρυγμα, να σου λένε να κάνεις αυτό κι εκείνο και αμέσως· τη μια, καθιστική διαμαρτυρία· την άλλη, διαδή58 λωση κι αναμέτρηση.
Ο κόσμος της τζαζ, της σόουλ και του μπλουζ, η ανάγνωση ποιημάτων στις παμπ, τα μικρά περιοδικά και τα καλλιτεχνικά εργαστήρια βρίσκονταν στην προϊστορία του 1968, όσο και η CND. Το περιοδικό ποίησης New Departures (ιδρύθηκε το 1959) του Μάικλ Χόροβιτς (Michael Horovitz), με τις πεντακόσιες βραδιές τζαζ και ποίησης, συμπλήρωνε τη New Left Review και τις λέσχες της. Το «ανατρεπτικό καρναβάλι» της CND ανασυντάχθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης του 1965, στο οποίο ένα πρωτοφανές ακροατήριο 7.500 ανθρώπων παρακολούθησε την εκρηκτι59 κή εμφάνιση της αντικουλτούρας στο φως της ημέρας. Η γιορτή αυτή ήταν η «γέφυρα ανάμεσα στα δύο κομμάτια της δεκαετίας του 1960»· μια «αρχική ένδειξη 60 των όσων θα έρχονταν σε λίγο». Τον Ιούλιο του 1967, το Συνέδριο για τη Διαλεκτική της Απελευθέρωσης πολιτικοποίησε τον πολιτισμικό αυτό ριζοσπαστισμό. Σηματοδότησε τη «μετατόπιση από τον ειρηνιστικό και αντιπυρηνικό προσανατολισμό της CND σε μια στάση, που ταυτιζόταν πλέον… με τα επαναστατικά κινήμα61 τα του Τρίτου Κόσμου».
Η άνοιξη της Πράγας: «ο σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο»
™την Ανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Τσεχοσλοβακία, είχε αρχίσει επίσης να διαμορφώνεται μια Νέα Αριστερά. Εκεί, ο κομμουνισμός συνιστούσε ένα παράδοξο. Όντας το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Ευρώπης την περίοδο του Μεσοπολέμου και το ισχυρότερο σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη μετά το 1945, το Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές το 1945-48. Παρ’ όλα αυτά, ανέπτυξε τον χειρότερο σταλινισμό στις εκκαθαρίσεις του 1948-49, ενώ καθυστέρησε στην αποσταλινοποίησή του ώς το 1962-63. Εκείνη την εποχή, οι σοσιαλιστικές οικονομίες καρκινοβατούσαν, ενώ στην Τσεχοσλοβακία η κρίση ήταν ιδιαίτερα σοβαρή. Μετά τους πειραματισμούς με το σοσιαλισμό της αγοράς
625
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·626
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
626
στην Ουγγαρία και την Πολωνία, τα σοσιαλιστικά κράτη προχώρησαν δειλά σε μια αλλαγή των προτεραιοτήτων τους, καθώς στράφηκαν από τη βαριά βιομηχανία στην κατανάλωση και τις υπηρεσίες. Στα 1964-65, το Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας άρχισε να σκέφτεται σοβαρά τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, σε μια περίοδο ταυτόχρονων έντονων διανοητικών ζυμώσεων και σοβαρών εθνικών προ62 βλημάτων. Η Άνοιξη της Πράγας ήταν προϊόν μιας πολύπλοκης δυναμικής. Ξεκίνησε από την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος μεταξύ Οκτωβρίου του 1967 και Ιανουαρίου του 1968, και κορυφώθηκε με την αντικατάσταση του Νοβότνι από τον Ντούμπτσεκ στη θέση του γενικού γραμματέα. Οι συνέπειες έμεναν ασαφείς, γιατί, αν οι επιθέσεις εναντίον του Νοβότνι ήταν αποτέλεσμα των αιτημάτων εκδημοκρατισμού του συστήματος, η νέα ηγετική ομάδα τάχθηκε εξ ολοκλήρου υπέρ των μεταρρυθμίσεων. Οι πραγματικοί ριζοσπάστες στο προεδρείο του κόμματος ήταν λίγοι –ο Φράντισεκ Κρίγκελ (Frantisˇek Kriegel), ο Γιόζεφ Σμρκόφσκι (Josef Smrkovsky΄), ο Γιόζεφ Σπάτσεκ (Josef Sˇpacˇek) και οι γραμματείς Τσέστμιρ Τσίζαρ (Cestmír Císar) και Βάτσλαβ Σλάβικ (Václav Slavík). Οι συντηρητικοί συσπειρώθηκαν μετά τον Μάιο, γύρω από τον Ντούμπτσεκ και τον πρωθυπουργό Όλντριτς Τσέρνικ (Oldrˇich Cˇerník) με την υποστήριξη του υποψήφιου μέλους Μποχουμίλ Σιμόν (Bohumil Sˇimon) και το γραμματέα Ζντένεκ Μλινάρ (Zdeneˇk Mlynárˇ), οι οποίοι πίεζαν σταθερά για την 63 πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων. Το πιο σημαντικό ωστόσο ήταν ότι η βούληση του προεδρείο για αλλαγή οφειλόταν στην πίεση της λαϊκής βάσης. Τα μέλη του κόμματος κινητοποιήθηκαν ταχύτατα το διάστημα ΙανουαρίουΑπριλίου 1968, με τη φιλελευθεροποίηση του τύπου και τις έντονες εσωκομματικές συζητήσεις που έγιναν στις περιφερειακές διασκέψεις του Μαρτίου. Το Πρόγραμμα Δράσης της 10ης Απριλίου αναζωογόνησε το κόμμα, ενώ η απόφαση για τη σύγκληση του 14ου Συνεδρίου τον Σεπτέμβριο βοήθησε να εστιάσουν τη διαδικασία της ριζοσπαστικοποίησης. Από τη στιγμή όμως που «ξανάνοιξε» η δημόσια σφαίρα, η δυναμική του εκδημοκρατισμού ξεπέρασε τα στενά κομματικά όρια, ενώ η τόνωση των λαϊκών ελπίδων οδήγησε στην αναζωογόνηση της κοινωνίας των πολιτών. Αυτό συνέβη μέσα από χιλιάδες λαϊκές συνελεύσεις, μαζικές συγκεντρώσεις και νέες ενώσεις, όπως η οργάνωση των θυμάτων του σταλινισμού (ή αλλιώς Κ231) και η Λέσχη των Ανένταχτων Στρατευμένων. Τα άλλα κόμματα έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους στην πολιτική ζωή του τόπου, όπως το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα που επανιδρύθηκε στην παρανομία. Καθοριστικό γεγονός αποτέλεσε το «Μανιφέστο των 2.000 λέξεων», του συγγραφέα Λούντβικ Βάτσουλικ (Ludvik Vaculik) που μοιράστηκε στις 27 Ιουνίου σε 300.000 αντίτυπα, και εστίασε ακόμη
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·627
1968
περισσότερο την ταύτιση του κόσμου με τις μεταρρυθμίσεις. Αυτό συνέτεινε στη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών στρωμάτων και την πόλωση μεταξύ συντηρητικών και μεταρρυθμιστών, κάνοντας την κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο του Πολιτικού Γραφείου. Μια όλο και πιο νευρική Σοβιετική Ένωση παρακολουθούσε την εξέλιξη των γεγονότων που οι συντηρητικοί πολιτικοί του κόμματος δεν μπορούσαν πλέον να ελέγξουν. Ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ ζήτησε επανειλημμένα να δοθούν υποσχέσεις για εξομάλυνση και, όταν αυτό δεν έγινε, προτίμησε τη στρατιωτική επέμβαση, συνεργαζόμενος με τους αντιμεταρρυθμιστές του Πολιτικού Γραφείου.64 Αλλά η Άνοιξη της Πράγας είχε προλάβει να αναβιώσει τη μεγάλη κομμουνιστική παράδοση της Τσεχοσλοβακίας, γεννώντας κάθε λογής ελπίδες και αντιδράσεις. Καθώς τόσο οι μεταρρυθμιστές όσο και οι συντηρητικοί εργάζονταν για την αποκατάσταση της νομιμοποίησης του κόμματος, η δημόσια σφαίρα της χώρας γινόταν όλο και περισσότερο ανεξέλεγκτη. Οι φοιτητικές συνελεύσεις, οι λαϊκές συνδιασκέψεις και ο τύπος συγκρότησαν αλογόκριτο χώρο πολιτικών και κοινωνικών ζυμώ65 σεων. Οι πρώτες μέρες του Μαΐου ήταν αποφασιστικής σημασίας. Παρασυρμένοι από τον μεγαλοπρεπή γιορτασμό της Πρωτομαγιάς, που κινητοποίησε μια τεράστια επίδειξη λαϊκής υποστήριξης, οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος πήγαν στη Μόσχα, ζητώντας την αναγνώριση των Σοβιετικών. Ωστόσο ο Μπρέζνιεφ κατήγγειλε τις διαδηλώσεις ως αντεπαναστατικές, απαίτησε τη φυλάκιση των μη κομμουνιστών επικριτών του συστήματος και ζήτησε από τον Ντούμπτσεκ και τους ανθρώπους του να αρχίσουν να φέρονται ως «πραγματικοί ηγέτες αυτού του 66 κόμματος». Παρά την επίμονη και αφελή αισιοδοξία των μεταρρυθμιστών, οι Σοβιετικοί διατύπωσαν στις 29 Ιουλίου τη θέση τους με πρωτοφανή ωμότητα: «θα 67 μπορούσαμε να καταλάβουμε ολόκληρη τη χώρα σας μέσα σε 24 ώρες». Αλλά εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα οι ελπίδες του λαού δεν μπορούσαν να σβήσουν. Το κομματικό προεδρείο συνεδρίασε για τελευταία φορά στις 29 Ιουλίου στην Τσιέρνα ναντ Τισού, υποστηριζόμενο από την έκκληση του Πάβελ Κόχουτ (Pavel Kohout) στo Literární listy με τίτλο «Σοσιαλισμός, Συμμαχία, Κυριαρχία, Ελευθερία» και την κατακλείδα «Είμαστε μαζί σας, μείνετε κι εσείς μαζί μας!», που συγκέντρωσε 1.000.000 υπογραφές. Φτάνοντας στην πόλη, οι κομμουνιστές ηγέτες παρέλαβαν ένα υπόμνημα υπογραμμένο από 20.000 ανθρώπους, δηλαδή πρακτικά από το σύνολο του ενήλικου πληθυσμού της περιοχής. Οι ριζοσπάστες επικαλούνταν τώρα μια εντολή που ξεπερνούσε τα όρια του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Σμρκόφσκι πήγε στην Τσιέρνα με δύο σκοπούς: «αφενός να υπερασπιστεί την πολιτική του κόμματος, όπως αυτή εκφράστηκε μετά τον Ιανουάριο
627
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·628
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
628
από το Πρόγραμμα Δράσης, και αφετέρου να αποτρέψει κάθε ρήξη με τη Σοβιετική Ένωση». Μυστικά, είχε επιδοκιμάσει τη λαϊκή πίεση της έκκλησης του Κόχουτ 68 για να αποτρέψει την απόσχιση του φιλοσοβιετικού μπλοκ από το προεδρείο. Όμως η σοβιετική ηγεσία είχε λάβει ήδη τις αποφάσεις της, και συνωμοτούσε με τα συντηρητικά μέλη του προεδρείου για να απομακρύνει τον Ντούμπτσεκ από 69 την ηγεσία του κόμματος και να αποκαταστήσει την τάξη. Για τον Μπρέζνιεφ και το Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης, η αναγέννηση του Εθνικού Κομμουνισμού από την Άνοιξη της Πράγας είχε υπερβεί τα όρια της ανεκτής κομμουνιστικής πρακτικής. Η Άνοιξη της Πράγας, όπως και ο μεταρρυθμιστικός κομμουνισμός στην Ουγγαρία το 1956, καθώς έθεσαν υπό αμφισβήτηση στο πολιτικό μονοπώλιο των κομμουνιστικών κομμάτων, οδήγησαν τα σταλινικά καθεστώτα, που είχαν εγκαθιδρυθεί το 1947-49, στα όριά τους. Σύμφωνα με τους Σοβιετικούς, οι θεμελιώδεις αρχές των καθεστώτων αυτών –το μονοκομματικό κράτος, η λογοκρισία, η μαρξιστικήλενινιστική ορθοδοξία, η αυτονομία των υπηρεσιών ασφαλείας και η ελεγχόμενη δικαιοσύνη– δεν ήταν διαπραγματεύσιμες. Η κατάργηση του μονοκομματικού κράτους ήταν αδιανόητη. Οι ελευθερίες του λόγου, του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, η κατάργηση της λογοκρισίας και η απελευθέρωση του τύπου, η προστασία των πολιτισμικών ελευθεριών, του πανεπιστημίου και των τεχνών έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τους σοβιετικούς κανόνες. Ο πλουραλισμός του Ντούμπτσεκ ήταν ακόμη συγκεχυμένος, και οι προτάσεις του Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας, που επέτρεπαν στους μη κομμουνιστές να δραστηριοποιηθούν πολιτικά, προκαλούσαν πολλά ερωτήματα. Εντούτοις το Πρόγραμμα Δράσης της 10ης Απριλίου περιλάμβανε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που παραβίαζαν τον αυστηρό κώδικα της σοβιετικής εξουσίας, όπως αυτή είχε παγιωθεί από το 1956. Εδώ ακριβώς εντοπίζονταν οι αγεφύρωτες διαφορές ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας και στη Σοβιετική Ένωση. Η ίδια η αρχή του πλουραλισμού προσδιόριζε το περιεχόμενο του Προγράμματος Δράσης. Σύμφωνα με τη διατύπωσή του, το Κομμουνιστικό Κόμμα έπρεπε να «κερδίσει» την ηγεσία της χώρας με τις ίδιες του τις πράξεις. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να «μονοπωλεί την εξουσία». Δεν ήταν «όργανο της δικτατορίας του προλεταριάτου». Αντιθέτως, θα έπρεπε να χρησιμοποιεί την πειθώ και να στηρίζεται στη δημοκρατία. Ο σταλινισμός συνιστούσε ένα γραφειοκρατικό εκφυλισμό που εμπόδιζε τη μελλοντική πρόοδο. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας είχε την ευκαιρία να οικοδομήσει κάτι καλύτερο –«να ανοίξει νέους δρόμους σε μια άγνωστη μέχρι τώρα περιοχή, να πειραματιστεί και να δώσει νέο νόημα στη σοσιαλιστική ανάπτυξη»,
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·629
1968
στηριζόμενο «στη δημιουργική μαρξιστική σκέψη» και τη γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών της χώρας, αξιοποιώντας μάλιστα τη «σχετικά ώριμη υλική βάση της χώρας, το ασυνήθιστα υψηλό εκπαιδευτικό και πολιτισμικό επίπεδο του λαού και 70 τις αδιαμφισβήτητες δημοκρατικές παραδόσεις». Από την άποψη αυτή, τον Αύγουστο του 1968, δεν υπήρχε διαφορά απόψεων ανάμεσα στους κομμουνιστές μεταρρυθμιστές και στο λαό. Η εχθρότητα των Σοβιετικών είχε οδηγήσει ολόκληρη σχεδόν τη χώρα στο πλευρό της κυβέρνησης. Οι «πραγματικοί εχθροί» των μεταρρυθμίσεων βρίσκονταν στα «τμήματα καταστολής και ιδεολογίας του κομματικού μηχανισμού, μεταξύ των αστυνομικών, των δικαστικών και των παλιότερων κομμουνιστικών στελεχών, όπως και των ανώτερων αξιωματικών του στρατού και της εθνοφυλακής», ενώ υπήρχαν και πολλοί, που ήταν αντίθετοι με τις μεταρρυθμίσεις απλώς και μόνο γιατί φοβόνταν για το μέλλον τους –«όλη η οικονομική γραφειοκρατία, οι μάνατζερ που δεν είχαν ειδική εκπαίδευση, οι εργάτες της βαριάς βιομηχανίας και κάποια τμήματα του κομματικού μηχανισμού». Υπήρχαν, βεβαίως, και πολλά άλλα κοινωνικά στρώματα, τα οποία υπερασπίζονταν τις αλλαγές, όπως οι τεχνικοί, οι διανοούμενοι, οι φοιτητές, οι δημοσιογράφοι, οι «εργάτες σε κάποια μη προνομιούχα τμήματα της βιομηχανίας, στις μεταφορές και τις επικοινωνίες, οι αγρότες, οι γυναίκες και οι εργαζόμενοι νέοι». Οι μεταρρυθμιστές κατάφεραν να προσελκύσουν πολλούς μάνατζερ, συνδικαλιστές, κομματικούς αξιωματούχους και στρατιωτικούς στον μεγάλο αυτό συνασπισμό δυνάμεων.71 Ο αμείλικτος συντηρητισμός της σοβιετικής ηγεσίας έθαψε την Άνοιξη της Πράγας. Ο Μπρέζνιεφ έχασε την υπομονή του με τον Ντούμπτσεκ, ο οποίος προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. Έτσι, στις 20 Αυγούστου, οι στρατιές του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στην Πράγα για να αποκαταστήσουν την τάξη. Ωστόσο η συνωμοσία τους με τα συντηρητικά μέλη του προεδρείου του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν ήταν και τόσο πετυχημένη. Δύο από τα μέλη του τάχθηκαν με την πλειοψηφία που είχε διαμορφωθεί (7 έναντι 4) και καταδίκασαν την εισβολή. Οι συνωμότες, σε κατάσταση σύγχυσης, εγκατέλειψαν το κυβερνητικό μέγαρο, ενώ οι 72 μεταρρυθμιστές περίμεναν υπομονετικά τη μοίρα τους. Η Επιτροπή Πόλης της Πράγας συγκάλεσε το 14ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας στη βιομηχανική περιοχή του Βιζόκανι, όπου οι αντιπρόσωποι συγκεντρώθηκαν μυστικά για να καταγγείλουν την εισβολή. Ο Ντούμπτσεκ, ο Τσέρνικ, ο Σμρκόφσκι, ο Κρίγκελ, ο Σπάτσεκ και ο Σιμόν μεταφέρθηκαν βίαια στη Μόσχα, ενώ τους ακολούθησε εθελοντικά και ο πρόεδρος της χώρας Λούντβικ Σβόμποντα (Ludv_k Svoboda). Το φιάσκο της συνωμοσίας δεν άφησε άλλη επιλογή στον
629
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·630
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Μπρέζνιεφ από το να προχωρήσει σε συνομιλίες με τους αιχμάλωτους κομμουνιστές ηγέτες. Μετά από μια σειρά δύσκολων και επώδυνων συνομιλιών, τα δύο μέρη συμφώνησαν στην υπογραφή ενός πρωτοκόλλου. Ο Ντούμπτσεκ και οι άλλοι επέστρεψαν στην Πράγα. Απέκρουσαν τους συντηρητικούς, αποκλείοντας μόνο κάποιους ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές, και αντιστάθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις στις πιέσεις να αποκηρύξουν συνολικά τις μεταρρυθμίσεις. Αλλά με την υπογραφή του πρωτοκόλλου αναγκάζονταν να αποποιηθούν το Πρόγραμμα Δράσης. Μόνο ο Κρίγκελ αρνήθηκε να συμφωνήσει. Πολύ σύντομα, οι μεταρρυθμιστές παγιδεύτηκαν σε μια ταπεινωτική και αναντίστρεπτη υποχώρηση. Το Συνέδριο του Βιζόκανι ακυρώθηκε. Το καθεστώς της λογοκρισίας επανήλθε. Η μεταρρύθμιση των μηχανισμών ασφαλείας αναβλήθηκε επ’ αόριστον. Η δημόσια σφαίρα έκλεισε ξανά. Ο Γκούσταβ Χούζακ (Gustav Hus_k) με βάση υποστήριξής του το Κομμουνιστικό Κόμμα Σλοβακίας, ανέλαβε 73 επικεφαλής. Οι συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες εναντίον της εισβολής μεταξύ Οκτωβρίου του 1968 και Μαρτίου του 1969 δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να σκληρύνουν την ακολουθούμενη γραμμή εξομάλυνσης. Τον Απρίλιο του 1969, οι μεταρρυθμιστές είχαν αποδυναμωθεί πλήρως, το κόμμα είχε εκκαθαριστεί και το 21,7% των μελών του είχε αποπεμφθεί. Με τον τρόπο αυτό αποκαταστάθηκε η σο74 βιετική τάξη. Μεταξύ των μεταρρυθμιστών, που έμεναν στις θέσεις τους, πολύ λίγοι κατάφεραν να αντέξουν. Ο Ντούμπτσεκ «έσπασε». Ο Σμρκόφσκι και άλλοι στυλοβάτες του Προγράμματος Δράσης έφυγαν. Ο Τσέρνικ αναγκάστηκε να συμ75 βιβαστεί: «Έχεσα και την καριέρα και την τιμή μου», δήλωσε ντροπιασμένος.
Ο κομμουνισμός και η αριστερά Είδαμε τους σκυθρωπούς Τσέχους σιγά σιγά να ξαναζωντανεύουν, να εκφράζονται ελεύθερα, να χαμογελούν ο ένας στον άλλο μέσα στο τραμ και να εμφανίζονται στην τηλεόραση χωρίς γραβάτα. Μαζί με τους ξένους φίλους μας, σκορπισμένοι σε διαμερίσματα στο συγκρότημα κατοικιών στο οποίο μέναμε, είδαμε το νέο αυτό πρόσωπο της Τσεχοσλοβακίας να χώνεται ξανά μέσα στο βούρκο από τα σταχτοπράσινα σοβιετικά τεθωρακισμένα που τα οδηγούσαν δεκαοκτάχρονα κατατονικά παιδιά από τα βάθη της Ρωσίας με ροδαλά πρόσωπα … Καθώς παρακολουθούσα μαζί με τον Ρόμπιν τα νευρικά πληρώματα των σοβιετικών τεθωρακισμένων και το φοβισμένο πλήθος των Τσέχων στην καλυμμένη από χαλάσματα Πλατεία Βέντσεσλας, ο φίλος μου με ρώτησε αν είχε έρθει η ώρα να τα χαλάσουμε με τον κομμουνισμό.76
630
Η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία έβαλε τέλος στις προοπτικές του ανατολικοευρωπαϊκού σοσιαλισμού. Για τους σοβιετικούς ηγέτες, τα πράγματα ήταν ξε-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·631
1968
κάθαρα· η φιλελευθεροποίηση ήταν από μόνη της αντεπανάσταση. Υπήρχαν τρία σταθερά στοιχεία στο σοβιετικό σύστημα, που απέκλειαν την ανάδυση οποιασδήποτε αυθεντικής Αριστεράς στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά το 1968. Τα ίδια στοιχεία αυτά αποτελούσαν τεράστιο βάρος και για τις Αριστερές της Δυτικής Ευρώπης, που οι θέσεις τους δυσκόλευαν εξαιρετικά από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό». Το πρώτο ήταν η σιδερένια πυγμή της σοβιετικής στρατιωτικής εξουσίας, που στηριζόταν στη γεωπολιτική διαίρεση της Ευρώπης το 1945-49 και παγιώθηκε με την ίδρυση του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η σοσιαλιστική οικονομία –η συλλογική ιδιοκτησία, η γραφειοκρατική διοίκηση και ο κεντρικός σχεδιασμός– αποτελούσε το δεύτερο σταθερό στοιχείο του σοβιετικού συστήματος. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν έθιγαν ποτέ την κρατική ιδιοκτησία και την ελεγχόμενη οικονομία, ακόμη κι όταν απέβλεπαν στην περιφερειακή και τομεακή αποκέντρωση, στην ανάπτυξη μηχανισμών κερδοφορίας, σε νέες λογιστικές μεθόδους και την επιχειρησιακή αυτονομία είτε στην αυτοδιαχείριση. Το τρίτο σταθερό στοιχείο ήταν ο μονοκομματισμός και το κομμουνιστικό πολιτικό μονοπώλιο. Η αστυνόμευση της δημόσιας σφαίρας, η τιμωρία των διαφωνούντων, η αντιμετώπιση των πολιτικών διαφορών με διοικητικά μέτρα και ο περιορισμός της σκέψης στο πλαίσιο μιας ορθοδοξίας –όλα αυτά χαρακτήριζαν την πολιτική ζωή των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Όταν οι μεταρρυθμίσεις ήρθαν σε σύγκρουση με τις αρχές αυτές, δεν μπορούσαν να γίνουν ανεκτές. Οι εθνικοί δρόμοι για το σοσιαλισμό, η διεύρυνση της οικονομίας της αγοράς και οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις έρχονταν σε αντίθεση με το σοβιετικό σύστημα. Κατά την πρώτη εικοσιπενταετία της σοβιετικής αυτοκρατορίας, οι μεταρρυθμίσεις πάντοτε περιλάμβαναν σύμπλοκους συνδυασμούς κοινωνικών πιέσεων και εσωκομματικής ανανέωσης. Οι ίδιες οι κομμουνιστικές παραδόσεις τροφοδότησαν την Ουγγρική Επανάσταση και την Άνοιξη της Πράγας. Αυτή ακριβώς η δυνατότητα έκλεισε στις 20 Αυγούστου 1968. Εφεξής, ο ανιαρός κομφορμισμός, η κοινωνική απάθεια, τα γραφειοκρατικά προνόμια, η τυφλή πίστη στο αλάθητο της Μόσχας και, στην καλύτερη περίπτωση, οι φιλοδοξίες των τεχνοκρατών αποτέλεσαν γενικά χαρακτηριστικά της κυβερνητικής κουλτούρας των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών. Μετά το 1968, κανένα δημοκρατικό σκίρτημα δεν μπορούσε να γεννηθεί στους κόλπους αυτών των κομμουνιστικών κομμάτων. Η αριστερή πολιτική αναγκαστικά γεννιόταν ενάντια στα κόμματα αυτά και όχι από αυτά. Η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία σημάδεψε καθοριστικά και την πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης. Σε αντίθεση με τα γεγονότα του 1956, η εισβολή αυτή καταδικάστηκε σχεδόν απ’όλους. Η περιφρόνηση των Σοβιε-
631
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·632
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
632
τικών προς το παγκόσμιο κίνημα ήταν προκλητική και η ομοφωνία που κυριαρχού77 σε μέχρι τότε στο παγκόσμιο κομμουνιστικό σύστημα χάθηκε. Με τη διοργάνωση του 25ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης (Φεβρουάριος 1976) και την πραγματοποίηση έπειτα από πολλές αναβολές της Συνδιάσκεψης των Ευρωπαϊκών Κομμουνιστικών Κομμάτων (Ιούνιος 1976, στο Ανατολικό Βερολίνο), η ποικιλότητα επικυρώθηκε. Τα δυτικοευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα απαίτησαν «ανεξαρτησία», «κυριαρχία», «ισότητα και σεβασμό στην αυτονομία όλων των κομμάτων», υποστηρίζοντας τις ατομικές και συλλογικές ελευθερίες στον σοσιαλισμό. Οι Ιταλοί, οι Βρετανοί, οι Σουηδοί, ακόμη και οι Γάλλοι ομιλητές συνέκλιναν προς μια κοινή άποψη, την οποία κατήγγειλαν οι Σοβιετικοί. Στο Ανατολικό Βερολίνο ακολούθησε μια πρωτοφανής συζήτηση. Το τελικό της κείμενο τόνιζε με έμφαση την «ισότητα και την κυριαρχική ανεξαρτησία του κάθε κόμματος, τη μη ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων κομμάτων, [και] το σεβασμό στην ελεύθερη επιλογή εναλλακτικών δρόμων για το σοσιαλισμό». Το κείμενο αυτό αναδείκνυε τη σημασία του διαλόγου, της αδέσμευτης θέσης στα διεθνή ζητήματα και του «διαλόγου και της συνεργασίας με τις δημοκρατικές δυνάμεις». Η λενινιστική φρασεολογία για τα κομμουνιστικά κόμματα ως «δυνάμεις της πρωτοπο78 ρίας» με «ταυτόσημους στόχους» και «κοινή ιδεολογία» είχε εξαφανιστεί. Ουσιαστικά, η διαδικασία αυτή συνέχιζε την αργή πορεία προς την αποσταλινοποίηση. Μέχρι το 1956 μπορούσε κανείς να υποστηρίζει τη Σοβιετική Ένωση ή το κομμουνιστικό κόμμα της χώρας του, παρ’ όλα τα εγκλήματα του Στάλιν. Η αντίσταση στο φασισμό και τη «νέα τάξη» του ναζισμού ήταν επιτακτικοί λόγοι γι’ αυτό, όπως ήταν και η ανάγκη συμπαράστασης στη Σοβιετική Ένωση στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν οι πιο συνεπείς αντίπαλοι του ιμπεριαλισμού. Στις τάξεις τους ήταν οργανωμένοι οι πιο μαχητικοί εργάτες, ιδιαίτερα σε χώρες όπου το κομμουνιστικό κίνημα ήταν μαζικό (Ιταλία, Γαλλία) ή βρισκόταν επικεφαλής της αντίστασης κατά της δικτατορίας (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα), αλλά και σε χώρες όπου κυριαρχούσε η σοσιαλδημοκρατία (Βρετανία, Ολλανδία, Σκανδιναβία), όπου οι κομμουνιστές συσπείρωναν γύρω τους τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της Αριστεράς. Η απομόνωση από το ριζοσπαστισμό της εργατικής τάξης ήταν το τίμημα αν απέρριπτες το κομμουνιστικό κόμμα. Αυτό ήταν το επιχείρημα του Ζαν-Πολ Σαρτρ και πολλών άλλων διανοουμένων «συνοδοιπόρων» των κομμουνιστικών κομμάτων ανάμεσα στην άνοδο του 79 φασισμού και στα γεγονότα του 1956. Βεβαίως, ίσχυε κατά μείζονα λόγο για τους κάθε λογής συνδικαλιστές, τους κοινωνικούς ακτιβιστές, τους ειρηνιστές, τους χριστιανούς ριζοσπάστες και τους πάσης φύσεως μεταρρυθμιστές που αντι-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·633
1968
παθούσαν μεν το σταλινισμό αλλά δεν μπορούσαν να χωνέψουν τον πραγματισμό, την πολιτική των κομματικών μηχανισμών και την ηθική χαλαρότητα των σοσιαλδημοκρατών. Για τους επαναστάτες, αυτό αποτελούσε ένδειξη πιο μακροπρόθεσμων προοπτικών: οι κοινωνίες αυτές είχαν αποστεωθεί οικονομικά όσο και πολιτικά. Κι ωστόσο, η Αριστερά… συνέχιζε να τις υποστηρίζει. Γιατί; Επειδή πίστευε ότι αποτελούσαν το βασικό οχυρό στον πόλεμο θέσεων ενάντια στο αστικό μπλοκ και τις πολιτικές δυνάμεις που το υποστήριζαν, το μόνο σίγουρο καταφύγιο μετά τις καταστρεπτικές ήττες τη δεκαετία του 1920 στην Ευρώπη. Έτσι η Δύση, που δεν είχε κάνει την επανάστασή της, παρηγοριόταν με τις επαναστάσεις που είχαν γίνει αλλού, όσο κι αν οι τελευταίες, με την ανελευθερία τους και το γενικότερο αδιέξοδο στο οποίο είχαν οδηγηθεί, αποτύπωναν την αποτυχία της επανάστασης στη Δύση.80
Μετά το 1956, όλα αυτά άλλαξαν. Οι αποκαλύψεις του Χρουστσόφ, σε συνδυασμό με την εισβολή στην Ουγγαρία, κατέστρεψαν την αξιοπιστία της Σοβιετικής Ένωσης ως προοδευτικής δύναμης. Η άλλη του πρωτοβουλία σχετικά με την «ειρηνική συνύπαρξη» Ανατολής και Δύσης, που αποκήρυσσε τις επαναστατικές ελπίδες των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δύση, επέτρεψε στην Κινεζική Επανάσταση να αναδυθεί ως ο αντίθετος πόλος της διεθνούς Αριστεράς. Η σινοσοβιετική σύγκρουση διαίρεσε ακόμη περισσότερο το παγκόσμιο κίνημα δημιουργώντας διάφορες μαοϊκές ομάδες στο πλαίσιο των αριστερών κινημάτων. Τη δεκαετία του 1960, η γρανιτένια ορθοδοξία του κομμουνισμού είχε δεχτεί σοβαρά πλήγματα. Οι μετασεισμικές δονήσεις των γεγονότων του 1956 οδήγησαν ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα σε μια νέα ευθυγράμμιση με τη σοβιετική πολιτική, ενώ άλλα επανεξέτασαν τη θέση τους. Μάλιστα, τη δεκαετία του 1960, ο μαρξισμός αναβίωσε με διάφορες μορφές, σπάζοντας το σταλινικό ιδεολογικό καλούπι και βγάζοντας τις μαρξιστικές ιδέες από την αυτοαναφορική απομόνωση της ψυχροπολεμικής περιόδου. Κάποιες φορές αυτό συνέβη μέσα στο κομμουνιστικό πλαίσιο –η ομάδα φιλοσόφων Πράξη στη Γιουγκοσλαβία· η επιρροή του Λούκατς στην Ουγγαρία, του Λέτσεκ Κολακόφσκι (Leszek Kolakowski) και άλλων στην Πολωνία και του Κάρελ Κόσικ (Karel Kos_k) στην Τσεχοσλοβακία, η ανάπτυξη της μαρξιστικής κοινωνιολογίας σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία και ο κύκλος του Λουί Αλτουσέρ στη Γαλλία. Σε χώρες χωρίς μαζικά κομμουνιστικά κόμματα, ο μαρξισμός διαδόθηκε μέσα από τα πανεπιστήμια, όπως στη Γερμανία με τη Σχολή της Φραγκφούρτης και με τον Ερνστ Μπλοχ (Ernst Bloch). Στη Γαλλία και την Ιταλία, ο σημαντικός ρόλος των κομμουνιστών στην Αντίσταση και οργανωμένη κουλτούρα της Αριστεράς κατέ-
633
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·634
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
στησαν το μαρξισμό αποδεκτό κομμάτι της πνευματικής ζωής, κυρίως μέσω της επιρροής που άσκησαν συγγραφείς όπως ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, σημαντικά περιοδικά, π.χ. Les Temps Modernes (1945) ή Arguments (1956-62), καθώς και ο στρουκτουραλισμός. Στη Βρετανία, ο μαρξισμός αναπτύχθηκε στο χώρο ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα και στους πολιτισμικούς θεσμούς του εργατικού κινήματος, ο οποίος διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο τη δεκαετία του 1960 με την επέκταση των πανεπιστημίων, τη διείσδυση της τηλεόρασης και την ευρύτερη ανάπτυξη των τεχνών. Τα πρώην μέλη της Ομάδας Ιστορικών του Κομμουνιστικού Κόμματος, η ανάπτυξη των πολιτισμικών σπουδών με πρωτεργάτες τον Ρίτσαρντ Χόγκαρτ (Richard Hoggart), τον Ρέιμοντ Γουίλιαμς (Raymond Williams) και τον Στιούαρτ Χολ (Stuart Hall), καθώς και οι δραστηριότητες της Νέας Αριστεράς έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο στην αναγέννηση του μαρξισμού στη Βρετανία. Τέλος, και ο τροτσκισμός ενέπνευσε πολλούς μαρξιστές θεωρητικούς, όπως έκαναν και πολλές μικρότερες ομάδες, σαν κι αυτή του Κορνήλιου Καστοριάδη και του Κλοντ Λεφόρ (Claude Lefort) στη Γαλλία, Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Όλες αυτές οι επιρροές αποτέλεσαν τη γέφυρα ανάμεσα στην κρίση του σταλινισμού το 1956 και τις εκρή81 ξεις του 1968 τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Το 1968, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις διάφορες μαρξιστικές τάσεις και στα κομμουνιστικά κόμματα, που σταδιακά έπαιρναν τις αποστάσεις τους από τη Σοβιετική Ένωση, έγινε δυσδιάκριτη. Ωστόσο δύο καίριες εκδηλώσεις του επίσημου κομμουνιστικού συντηρητισμού –η αποτυχία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας στον Παρισινό Μάη και η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία– προκαλούσαν αμφιβολίες για το μέλλον του δυτικοευρωπαϊκού κομμουνισμού. Τα κομμουνιστικά κόμματα είτε θα απομακρύνονταν από τον σταλινισμό καταδικάζοντας τη σοβιετική εισβολή είτε θα οδηγούνταν αναπόφευκτα στην πολιτική ανυπαρξία. Το 1968, η αντίθεση στη Σοβιετική Ένωση σηματοδοτούσε αφενός την αποδοχή νέων αντιλήψεων για τη δημοκρατία και αφετέρου την κατανόηση των άλλων νοημάτων του Μάη. Η μετασταλινική τροχιά των κομμουνιστικών κομμάτων στις σκανδιναβικές χώρες, στην Ολλανδία, στη Βρετανία, στην Ελλάδα (το ΚΚΕ Εσωτερικού), στην Ισπανία και την Ιταλία μετά το 1956, και η επιρροή της Άνοιξης της Πράγας, έδειχναν ότι τα κόμματα αυτά –σε αντίθεση με τα κυβερνώντα κομμουνιστικά κόμματα του υπαρκτού σοσιαλισμού– ήταν ικανά να ανανεωθούν. Το δίλημμα για τον κομμουνισμό ήταν αν θα ακολουθούσε το δρόμο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, το οποίο αρνούνταν να δεχτεί τη νέα εποχή, ή θα προσπαθούσε να διδαχτεί από το 1968; 634
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·635
1968
Παράθυρο στο μέλλον;
ªε κριτήριο τους στόχους που τα ίδια είχαν θέσει, τα κινήματα του 1968 απέτυχαν παντού. Στη Δυτική Ευρώπη προωθήθηκαν μεταρρυθμίσεις των πανεπιστημίων και οι χειρότερες μορφές του επιτηρητικού πατερναλισμού (ώρες εισόδου και εξόδου στις φοιτητικές σχολές, κανονισμοί σεξουαλικής συμπεριφοράς, κοινωνικοί κανόνες) καταργήθηκαν. Αλλά ο υπερπληθυσμός των πανεπιστημιακών σχολών δεν μειώθηκε· τα προγράμματα σπουδών δεν άλλαξαν και τα πανεπιστήμια όχι μόνο δεν έγιναν οι «κόκκινες βάσεις», που είχαν ονειρευτεί οι επαναστάτες, αλλά και δεν εκ82 δημοκρατίστηκαν καν. Στη Γαλλία, ο ντε Γκολ δεν ανατράπηκε. Τα γεγονότα του Μάη επιτάχυναν την εκδήλωση μιας εθνικής πολιτικής κρίσης, αλλά τα αποτελέσματα των εκλογών του Ιουνίου επέτρεψαν στο γκολικό καθεστώς να βγει αλώβητο. Το ίδιο συνέβη και με τα εξίσου δυναμικά κινήματα της Ιταλίας και της Γερμανίας. Οι μεγάλες κινητοποιήσεις εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ απέτυχαν να κάνουν τις δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις να εγκαταλείψουν την άκριτη υποστήριξή τους απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Ισπανία, το καθεστώς του Φράνκο κατάφερε να επιβιώσει. Στην Ανατολική Ευρώπη, τα φοιτητικά κινήματα της Πολωνίας και της Γιουγκοσλαβίας υπέστησαν δεινή ήττα, που οδήγησε σε γενική εξάπλωση της καταστολής. Στην Τσεχοσλοβακία, ο μεταρρυθμιστικός κομμουνισμός εξέπνευσε. Αλλά οι νέοι αυτοί ριζοσπαστισμοί ήταν απρόβλεπτα συμπτώματα μάλλον παρά ενσυνείδητα κατευθυνόμενες κινήσεις. Τις περισσότερες φορές, οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις είχαν το χαρακτήρα περιορισμένων τοπικά και χρονικά δράσεων – σε ένα πανεπιστήμιο, για ένα συγκεκριμένο συμβάν ή για μια εκστρατεία, όπως εκείνη εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ. Ήταν μάλλον απροσδόκητα αποτελέσματα όσον αφορά τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές της μεταπολεμικής περιόδου – την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, τον νέο καταναλωτικό καπιταλισμό, τις υποκουλτούρες και τις νέες τάσεις της μόδας της νεολαίας και την ανάπτυξη των πανεπιστημίων. Οι διαδικασίες αυτές μεταμόρφωσαν το ίδιο το τοπίο της πολιτικής, ορίζοντας νέους χώρους, όπου ήταν απαραίτητες νέες ιδέες και πρακτικές. Η ημερήσια διάταξη στην Ανατολική Ευρώπη ήταν πιο σαφής, γιατί η Άνοιξη της Πράγας ενείχε μια εσωτερική δυναμική αποσταλινοποίησης, σε συνέχεια του 1953-56. Αλλά στη Δυτική Ευρώπη μόλις είχε κάνει την εμφάνισή της η οικονομία της κατανάλωσης. Τα κινήματα του 1968 αποτελούσαν τον προάγγελο ενός μέλλοντος, που ήταν ακόμη υπό διαμόρφωση –οι ταξικές δομές βρίσκονταν σε ανασύνθεση, τα εργατικά κινήματα έχαναν σταδιακά τις χωριστές τους κουλτούρες όσο και τις κοινότητες πάνω στις οποίες ερείδονταν, ο τριτογενής τομέας κυριαρχούσε σιγά
635
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·636
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
636
σιγά στην αγορά εργασίας, ενώ οι νέες τεχνολογίες και εργασιακές διαδικασίες ήταν στενά συνυφασμένες με τους νέους λόγους περί αυτοδιαχείρισης και αλλοτρίωσης. Αλλά μόνο μέσα από την έκρηξη του 1968 οι κοινωνικοί στοχαστές, οι ακτιβιστές και οι πολίτες άρχισαν να αντιλαμβάνονται τις αδρές γραμμές του επερχόμενου μέλλοντος. Εκ των πραγμάτων, τα φοιτητικά κινήματα είχαν περιορισμένη διάρκεια ζωής. Αφενός λόγω της βραχύτητας των σπουδών και αφετέρου λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης στις αγορές εργασίας μετά το 1973-74, οι συνθήκες για τη δημιουργία ριζοσπαστικών κινήσεων ευρείας κλίμακας εξέλιπαν. Τα δύο πιο ορατά νέα ρεύματα –οι τροτσκιστικές και οι μαοϊκές υπεραριστερές ομάδες από τη μια, και τρομοκρατικές οργανώσεις στη Δυτική Γερμανία και την Ιταλία από την άλλη– κάθε άλλο παρά μπορούσαν να αποτελέσουν προεικόνιση του μέλλοντος. Αν η «οικοδόμηση του κόμματος» αποτελούσε μια ακραία αντίδραση στον άμορφο χαρακτήρα της κινηματικής κουλτούρας, η «ένοπλη πάλη» δραματοποιούσε τα αισθήματα αδυναμίας που προκαλούσε η ακινησία των κατεστημένων πολιτικών δομών. Κατά ειρωνικό τρόπο, το διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στον αυταρχισμό του συστήματος και στις αντιεξουσιαστικές τάσεις των νέων στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ενθάρρυνε την ανάπτυξη σιωπηρών και αμφίθυμων αισθημάτων συ83 μπάθειας προς την τρομοκρατία –ένα εξ ορισμού αυταρχικό τρόπο δράσης. Μια τρίτη κληρονομιά που άφησαν τα φοιτητικά κινήματα της δεκαετίας του 1960 βρισκόταν στον αντίποδα της ακραίας πολιτικής αυτής αντίδρασης στον κοινοβουλευτισμό. Ήταν η διείσδυση, ή καλύτερα, αυτό που ο Ρούντι Ντούτσκε αποκάλεσε «η μακρά πορεία μέσα από τους υπάρχοντες θεσμούς».84 Αυτό σήμαινε κατά κάποιο τρόπο έναν γκραμσιανό «πόλεμο θέσεων» –την υπονόμευση των σταθερών του συστήματος μέσα από την υπόσκαψη των αναχωμάτων και των προμαχώνων της κοινωνίας πολιτών, τη δράση στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος, των κοινωνικών υπηρεσιών, του συστήματος υγείας, των δημοσίων υπηρεσιών, των επαγγελματικών οργανώσεων, του συνδικάτων, της δικαιοσύνης και τα λοιπά, μέχρι που να καμφθεί βαθμιαία η αντίσταση του κράτους. Η διείσδυση ακτιβιστών της Αριστεράς στα μεγάλα πολιτικά κόμματα τη δεκαετίας του 1970 ήταν ένα ανάλογο φαινόμενο. Άλλες δύο κληρονομιές του 1968 επηρέασαν σημαντικά το μέλλον της Αριστεράς. Η μία ήταν η αναγέννηση της εξωκοινοβουλευτικής πολιτικής –της άμεσης δράσης, της οργάνωσης κοινοτήτων, του συμμετοχικού ιδεώδους, των αντιγραφειοκρατικών πολιτικών μορφών μικρής κλίμακας και της πολιτικοποίησης της καθημερινής ζωής. Και η άλλη ήταν ο φεμινισμός και η άνοδος των νέων γυναικείων κι-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·637
1968
νημάτων, που επίσης αποτέλεσαν τη δεκαετία του 1970 την πιο δημιουργική εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Βέβαια, παρά τα συναρπαστικά γεγονότα του 1968, ο κοινοβουλευτικός σοσιαλισμός δεν έπαψε να υπάρχει. Η σοσιαλδημοκρατία αναγεννήθηκε μετά τις αλλεπάλληλες ήττες της την πρώτη περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Το 1964, οι Εργατικοί ανέλαβαν ξανά τη διακυβέρνηση της Βρετανίας μετά από δεκατρία ολόκληρα χρόνια. Στη Δυτική Γερμανία, το SPD μπήκε το 1966 για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο στην κυβέρνηση συνεργαζόμενο με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, ενώ τρία χρόνια αργότερα, ανέλαβε τις τύχες της χώρας μόνο του. Το 1966, οι σοσιαλδημοκράτες και οι κομμουνιστές σχημάτισαν κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου στη Φινλανδία. Τη δεκαετία του 1970, το SPÖ κυβέρνησε την Αυστρία χωρίς τους χριστιανοδημοκράτες. Το 1963, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας έγινε δεκτό σε ένα κεντροαριστερό κυβερνητικό σχήμα. Στη Σουηδία, στη Δανία και τη Νορβηγία, οι σοσιαλδημοκράτες συνέχισαν να κυριαρχούν μεταπολεμικά στην πολιτική ζωή των χωρών τους, όπως και πριν από τον πόλεμο Από αυτή την άποψη, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία αν τα σοσιαλιστικά κόμματα βρίσκονταν ή όχι στην κυβέρνηση το 1968. Ένα από τα ρήγματα που ήρθαν στην επιφάνεια το 1968 ήταν η οργή και η περιφρόνηση που χώριζαν πλέον την Παλιά και τη Νέα Αριστερά. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η προηγούμενη γενιά των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών αποδείχτηκε ανίκανη όχι μόνο να ασπαστεί το ριζοσπαστισμό των φοιτητών αλλά και να τον αντιμετωπίσει με συμπάθεια. Ακόμη και ευρύτερες ομάδες που ένωναν τις γενιές, όπως η Βρετανική Επιτροπή Μανιφέστου της Πρωτομαγιάς το 1966-68, βρίσκονταν στο περιθώριο της Αριστεράς και, σε κάθε περίπτωση, υποσκελίστηκαν 85 από τα γεγονότα εκείνης της χρονιάς. Όσο και αν η Παλιά και η Νέα Αριστερά δεν μπορούσαν να κατανοήσουν η μία την άλλη, ο νέος ριζοσπαστισμός σίγουρα διαμόρφωσε μια διαφορετική πολιτική ατζέντα, την οποία τις επόμενες δύο δεκαετίες τα σοσιαλιστικά όσο και τα κομμουνιστικά κόμματα υποχρεώθηκαν να αντιμετωπίσουν. Σε ποιο βαθμό όμως οι παλιότεροι αυτοί πολιτικοί σχηματισμοί –τα σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα του Ψυχρού Πολέμου και της μεταπολεμικής ανάπτυξης– θα μπορούσαν να αφομοιώσουν τα αιτήματα των νέων αυτών κινημάτων, να προσεταιριστούν το ριζοσπαστισμό τους και να αποκρούσουν κάθε ανατρεπτική πρόκληση; Ή, πάλι, για να το πω διαφορετικά, σε ποιο βαθμό τα νέα αυτά κινήματα θα έβρισκαν πολιτική έκφραση, κάπου ανάμεσα στα εξωκοινοβουλευτικά κοινωνικά κινήματα και σε ένα νέο κοινοβουλευτικό μπλοκ για να υλοποιήσουν τις ιδέες του 1968 μέσα από νέες μορφές δημοκρατικών συνασπισμών;
637
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·638
∫∂º∞§∞π√ 22
√ º∂ªπ¡π™ª√™
Η Αριστερά ξαναβρίσκει το φύλο
Σ
ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 1969, ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΑΝ μια συνεδρία για τη γυναικεία
απελευθέρωση στο πλαίσιο ενός «επαναστατικού φεστιβάλ» στο Πανεπιστήμιο του Έσεξ. Υπήρχε μεγάλη ένταση στην ατμόσφαιρα. Την παρακολούθησαν όχι μόνο γυναίκες αλλά και άντρες, που είχαν την τάση να απορρίπτουν τα ζητήματα αυτά σαν ασήμαντα. «Ορισμένες στιγμές είχε κανείς την αίσθηση ότι η συνεδρίαση θα ξεστράτιζε, για να καταλήξει σε καβγάδες και γελοιοποίηση»: Κάποια στιγμή, οι γυναίκες αντέδρασαν στην ομιλία ενός άντρα, ο οποίος άρχισε να μιλά για τις πολιτικές προτεραιότητες. Αποφάνθηκε με περισσή αυταρέσκεια ότι το επαναστατικό κίνημα δεν πρέπει να χάνει το χρόνο του με χαζομάρες, και το σίγουρο ήταν ότι οι γυναίκες δεν μπορούσαν να γράψουν προκηρύξεις. Λίγο αργότερα, σε πιο κλειστό κύκλο, ένα κορίτσι [sic] είπε με φούρκα μέσα από τα δόντια του: «Το μαλάκα! Πάντα εγώ πρέπει να διορθώνω τις προκηρύξεις του, όταν τις δακτυλογραφώ!»1
638
Οι αναμνήσεις των γυναικών από το 1968 είναι γεμάτες τέτοιες ιστορίες. Οι γυναίκες γέμιζαν πάντοτε τις διαδηλώσεις και τις καθιστικές διαμαρτυρίες της CND ή εναντίον του Πολέμου στην Αλγερία, αλλά ποτέ δεν τις έβλεπες να ανεβαίνουν στο βήμα. Στα γεγονότα του 1968, οι κοπέλες και οι σύζυγοι βρίσκονταν δίπλα στους άντρες τους. Μαγείρευαν και έφτιαχναν καφέ, κρατούσαν τα πρακτικά των συνεδριάσεων αλλά και τα λογιστικά βιβλία. Οι γυναίκες έκαναν όλες τις πρακτικές δουλειές, ενώ οι άντρες βρίσκονταν στο επίκεντρο της δημοσιότητας, έπαιρναν τις αποφάσεις και διαμόρφωναν τη στρατηγική του κινήματος. Εντελώς αντίθετα με τα αντιιεραρχικά και συμμετοχικά ιδεώδη των κινημάτων του 1968, αυτό το καθεστώς δεν άργησε να εξαγριώσει τις γυναίκες: «Έπρεπε να δώσουμε μάχη για να πάρουμε το λόγο», διαμαρτυρόταν μια Γαλλίδα αγωνίστρια, αλλά «όταν τελειώναμε, κατα2 λαβαίναμε ότι δεν άξιζε τον κόπο, γιατί οι άντρες δεν μας άκουγαν καν». Μερικές φορές ακολουθούσαν δημόσιες συγκρούσεις, η πιο διάσημη από τις οποίες σημειώθηκε στο Συνέδριο των Σοσιαλιστών Φοιτητών Γερμανίας (SDS), στη Φραγκφούρτη στις 13 Σεπτεμβρίου 1968. Αηδιασμένο με τον ανδροκρατικό σεξου-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·639
Ο ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
αλικό ριζοσπαστισμό του δυτικογερμανικού κινήματος, που δήθεν έριχνε όλα τα ταμπού, το Συμβούλιο Δράσης για την Απελευθέρωση των Γυναικών του Δυτικού Βερολίνου άρχισε να προωθεί μια σειρά πραγματικά ριζοσπαστικών μέτρων για τη φροντίδα των παιδιών, κυρίως τα Kinderladen, λαϊκοί δηλαδή παιδικοί σταθμοί που αποσκοπούσαν στον εκδημοκρατισμό της σχέσης μεταξύ αντρών και γυναικών. Στο Συνέδριο του SDS, η Χέλκε Ζάντερ (Helke Sander) ζήτησε να δοθεί επιτέλους προσοχή στα «ειδικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες», ώστε «τα προβλήματα, που παλιότερα κρύβονταν μέσα στην ιδιωτική σφαίρα», να γίνουν «ο άξονας του πολιτικού αγώνα και της αλληλεγγύης των γυναικών». Κατόπιν ζήτησε από τους ηγέτες του SDS να παραδεχτούν την αλλοτρίωσή τους. Η σχέση ανάμεσα στην αδιάκοπη πάλη στη δημόσια σφαίρα και στην ιδιωτική δυστυχία έπρεπε να αντιμετωπιστεί: «Γιατί μιλάτε εδώ για την πάλη των τάξεων και στο σπίτι για το πρόβλημα 3 ότι δεν έχετε οργασμό; Αυτό δεν αξίζει να συζητηθεί στο SDS;» Το προεδρείο, όλοι άντρες, απάντησε με ύφος μειωτικό και χυδαίο, πράγμα που έκανε τη Ζίγκριντ Ρέγκερ (Sigfrid Röger), τη μοναδική γυναίκα της ηγεσίας του φοιτητικού κινήματος, να τους πετάξει ντομάτες. Τον Νοέμβριο στο Ανόβερο, στο επόμενο συνέδριο του SDS, είχαν κιόλας φτιαχτεί οκτώ γυναικείες ομάδες, οι οποίες έστρεψαν τα αντιεξουσιαστικά αξιώματα του κινήματος εναντίον της σεξιστικής πολιτικής του κουλτούρας. «Απελευθερώστε τους αστέρες του σοσιαλισμού από τα αστικά τσουτσούνια τους», παρότρυνε σε κάποιο φυλλάδιό της η «Επιτροπή Γκόμενας» της Φραγκφούρτης (Weiberrat), κάτω από ένα σκίτσο, έδειχνε μια περήφανη ξαπλωμένη γυναίκα με τσεκούρι, και στον τοίχο κρεμασμένα σαν κυνηγετικά 4 τρόπαια, δύο σειρές αστεία πέη, με τα ονόματα των ηγετών του SDS.
Δημιουργώντας κινήματα: το δεύτερο κύμα του φεμινισμού
Ÿλες αυτές οι ιστορίες μας λένε δύο πράγματα. Πρώτον, τα κινήματα για την απελευθέρωση των γυναικών, τα οποία ακολούθησαν εκείνα που έσβησαν τη δεκαετία του 1920 και συγκρότησαν το Δεύτερο Κύμα του Φεμινισμού, συνδέονταν με δραματικό τρόπο με τα γεγονότα του 1968. Το δυτικογερμανικό γυναικείο κίνημα κρυσταλλώθηκε μέσα στο ίδιο το SDS. Την περίοδο 1967-70, πολλές παρισινές ομάδες συγκρότησαν το γαλλικό Κίνημα για την Απελευθέρωση των Γυναικών (Mouvement de Libération des Femmes), στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν οι οργανώσεις Φεμινισμός-Μαρξισμός-Δράση (Feminisme-Marxisme-Action), Είμαστε σε Πορεία (Nous sommes en marche), η ομάδα της Αντουανέτ Φουκέ (Antoinette Fouque) και της Μονίκ Βιτίγκ (Monique Wittig), που μεταλλάχθηκε στην Πολιτική και Ψυχανάλυση
639
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·640
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
640
(Politique et Psychanalyse) ή Ψι και Πι (Psych et Po), τα Πράσινα Αυτιά (Les oreilles 5 vertes) και η Ομάδα της Πέμπτης. Στην Ιταλία, το Κίνημα για την Απελευθέρωση της Γυναίκας (Movimento de Liberazione della Donna), που ιδρύθηκε στη Ρώμη τον Ιούνιο του 1970, ήταν συνδεδεμένο με το Ριζοσπαστικό Κόμμα και ανοιχτό στους άντρες, ενώ άλλες οργανώσεις, όπως η Κολεκτίβα των Συντροφισσών (Collectivo della Compagne) στο Τορίνο, ο Σπασμένος Κύκλος (Il Cerchio Spezzato) στο Τρέντο, η Εξέγερση των Γυναικών (Rivolta Femminile) στο Μιλάνο και ο Φεμινιστικός Αγώνας (Lotta Femminista) συγκροτήθηκαν μέσα στο καμίνι των αγώνων της πε6 ριόδου 1968-69. Δεύτερον, η στιγμή της αλήθειας για το φεμινισμό ήταν εξοργιστική εμπειρία του μισογυνισμού της Αριστεράς, το σοκ της επαφής με τις σεξιστικές 7 αντιλήψεις των αντρών. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε μια διαλεκτική έμπνευσης και οργής. Η βρετανική επαναστατική εφημερίδα Black Dwarf, η οποία κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1968 από σοσιαλιστές πανεπιστημιακούς, ποιητές και άλλους αγωνιστές μέσα στην ευμετάβλητη ατμόσφαιρα της αντικουλτούρας και της Νέας Αριστεράς, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τις εντάσεις αυτές. Τον Ιανουάριο του 1969, η Σίλα Ρόουμποθαμ (Sheila Rowbotham) επιμελήθηκε ένα αφιέρωμα για την καταπίεση των γυναικών, με άρθρα για τις άγαμες μητέρες, την αντισύλληψη, τις γυναίκες στα συνδικάτα, το μαρξισμό και την ψυχολογία, και τη σεξουαλική ταπείνωση των γυναικών. Το κεντρικό μανιφέστο έφερε τον τίτλο «Γυναίκες: Η μάχη για την Ελευθερία». Ωστόσο ο σχεδιαστής της εφημερίδας («ένας νεαρός χίπης», που είχε ριζισπαστικοποιηθεί μέσα από την εκστρατεία αλληλεγγύης στο Βιετνάμ) «είχε τυπώσει αρχικά το μανιφέστο αυτό πάνω στη φωτογραφία μιας γυμνόστηθης γυναίκας με τα πιο μεγάλα βυζιά που μπορούσε να φανταστεί κανείς». Η εκδοτική κολεκτίβα γενικά αντιμετώπισε το όλο θέμα με ύφος συγκαταβατικό. Ένας, μάλιστα, από τους «αριστερούς» είπε στη Ρόουμποθαμ ότι υπέθετε πως αυτό θα τον βοηθούσε να λύσει τα προσωπικά της προβλήματα, αλλά «δεν είχε καμιά σχέση με το σοσιαλισμό».8 Ωστόσο οι αλλαγές ήταν καθ’ οδόν. Το καλοκαίρι του 1968, η Ρόζαλιντ Ντέλμαρ (Rosalid Delmar) πήγε για πρώτη φορά σε μια συνάντηση γυναικών στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου: «Ένας συνδικαλιστής μπήκε μέσα και άρχισε να μας λέει τι να κάνουμε. Του είπαμε να φύγει, γιατί καμία από μας δεν σκόπευε να υπακούσει. Υπήρχε πάντοτε μια τάση στο αριστερό φοιτητικό κίνημα να υποτάσσεται στους βιομηχανικούς εργάτες, επειδή τους θεωρούσε, από στρατηγική άποψη, πιο σημαντικούς από οτιδήποτε άλλο – πόσο μάλλον από τις γυναίκες. Ήμουν πολύ εντυπωσιασμένη από αυτό που κάναμε».9 Όπως και η Ντέλμαρ, πολλές γυναίκες που εντάχθηκαν στο κίνημα Η Απελευθέρωση των Γυναικών μέσα από το
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·641
Ο ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
φοιτητικό κίνημα και τις διεθνιστικές του εκστρατείες, παρακινημένες επίσης από την αδιαφορία του εργατικού κινήματος για πολλά ζητήματα των γυναικών. Στο πλαίσιο των πικρόχολων διαιρέσεων και διαμαχών, που προκαλούσε η πολιτική του φοιτητικού κινήματος, και καθώς οι πολιτικοί της παλιάς Αριστεράς υποτιμούσαν την άμεση δράση, τη συμμετοχική δημοκρατία και την ηθική της στράτευσης, οι νεότερες γυναίκες, οι οποίες είχαν κουραστεί να μην τους δίνει κανείς σημασία, στράφηκαν πολύ εύκολα προς άλλες κατευθύνσεις. Με τον τρόπο αυτό, η δεκαοχτάχρονη τότε Αϊλίν Κρίστιανσον (Aileen Christianson) μπήκε την πολιτική το 1962, συμμετέχοντας στην πορεία της CND στη Γλασκόβη. Μετά από πέντε χρόνια σπουδών στο Αμπερντίν, έγινε ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, και το 1969-70 ριζοσπαστικοποιήθηκε μέσα από την Εταιρεία για την Υπεράσπιση της Λογοτεχνίας και της Τέχνης, την άμεση δράση κατά του απαρτχάιντ και την εκστρατεία κατά του φακελώματος της ασφάλειας. Της έδωσε φτερά το βιβλίο της Ζερμέν Γκριρ (Germaine Greer) Η γυναίκα ευνούχος, που το διάβασε τον Δεκέμβριο του 1970. Έτσι πρωτοστάτησε σε μια τοπική εκλογική εκστρατεία για μια «πραγματική δημοκρατία της λαϊκής βάσης», ενώ έθεσε και τις βάσεις για μια Ένωση Κατοίκων στη γειτονιά τους. Το 1974, μάλιστα, παρακολούθησε για λίγο στο Εδιμβούργο τις εργασίες της Συνδιάσκεψης 10 του Κινήματος για την Απελευθέρωση των Γυναικών. Γεννημένη το 1937 από εργάτες γονείς, αλλά έχοντας κάνει πανεπιστημιακές σπουδές, η Όντρι Μπάτερσμπι (Audrey Battersby) εργαζόταν ως κοινωνική λειτουργός και ζούσε μόνη της στο Ίσλινγκτον μαζί με τα τρία παιδιά της. Παρακολούθησε με μια φίλη της τα μαθήματα της Τζούλιετ Μίτσελ (Juliet Mitchell) στο Αντιπανεπιστήμιο και βοήθησε να στηθεί η ομάδα γυναικών του Τάφνελ Παρκ.11 «Ο σοσιαλισμός μου… ήταν απόλυτα ανδροκρατικός. Καθόμουν πάντοτε στις πίσω θέσεις και σπανίως έπαιρνα το λόγο. Πήγαινα παντού, διαδηλώνοντας και συμμετέχοντας ενεργά, αλλά ποτέ δεν έπαψα να είμαι η γυναικούλα». Τα παλιά πιστεύω της είχαν τώρα αλλάξει: «Ήμουν πάντοτε σοσιαλίστρια, συμμετείχα στις πορείες εναντίον των πυρηνικών όπλων, του απαρτχάιντ κτλ., αλλά αυτό ήταν κάτι διαφορετικό, γιατί ήταν ο δικός μας αγώνας».12 H πρώτη Εθνική Συνδιάσκεψη του Κινήματος για την Απελευθέρωση των Γυναικών έγινε στις 27 Φεβρουαρίου 1970 στο Κολέγιο Ράσκιν της Οξφόρδης. Συμμετείχαν 500 γυναίκες (συν 60 παιδιά και 40 άντρες) απ’ όλη τη χώρα. Ήταν μέλη διαφόρων ομάδων από το Λονδίνο, το Κόβεντρι, το Μπέρμιγχαμ, το Νότιγχαμ, το Σέφιλντ, το Λιντς, το Μπρίστολ και διάφορες άλλες πόλεις· άλλες προέρχονταν από τις οργανώσεις των Διεθνών Σοσιαλιστών και από άλλες τροτσκιστικές ή μα-
641
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·642
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
οϊκές ομάδες και από την Εθνική Επιτροπή Κοινής Δράσης για την Ισότητα των Γυναικών (National Joint Action Committee for Women’s Equal Rights). Οι περισσότερες σύνεδροι δεν είχαν κλείσει τα τριάντα, αλλά τις ένωναν οι άμεσες κοινές πολιτικές τους εμπειρίες, οι προσωπικές τους βιογραφίες και η θητεία τους στο χώρο της αντικουλτούρας, που τις παρότρυνε να προχωρήσουν σε ρήξεις. Όλες οι αφηγήσεις συμφωνούν ότι υπήρχε στη συνάντηση μια φρεσκάδα και η αίσθηση μιας απροσδόκητης και ξεκάθαρης συλλογικότητας. Ορισμένες γυναίκες από την Ευρώπη και την Αμερική έφερναν μαζί τους έναν αέρα κοσμοπολιτισμού, ενώ κάποιες άλλες «ένιωθαν λίγο σαν επαρχιωτοπούλες». Ένα άλλο ξεχωριστό στοιχείο ήταν η παρουσία πολλών παιδιών: «Υπήρχαν όλα αυτά τα παιδιά, φτιάξαμε λοιπόν έναν παιδικό σταθμό για να τα προσέχουμε, τη φροντίδα του οποίου αναθέσαμε στους άντρες». Για τη Σάλι Αλεξάντερ, μια από τις οργανώτριες, η συνδιάσκεψη ήταν μια καταλυτική εμπειρία, γιατί τα σκορπισμένα «κομμάτια του εαυτού μου… ήρθαν πιο κοντά το ένα στο άλλο». Υπήρχε ένα διάχυτο αίσθημα ρήξης: «Και από τότε δεν ξαναγύρισα ποτέ –ούτε καν ενδιαφέρθηκα καθόλου– σε αυτά τα κομμάτια και θρύψαλα της ανδροκρατικής αριστερής πολιτικής που είχα μαζέψει ώς τότε από αριστερά και δεξιά».13
642
Τα πρακτικά αποτελέσματα της συνδιάσκεψης ήταν η συγκρότηση μιας Εθνικής Συντονιστικής Επιτροπής Γυναικών και τα Τέσσερα Αιτήματα του Κινήματος για την Απελευθέρωση των Γυναικών: ισότητα αμοιβών, ίσες ευκαιρίες στη ζωή και την εκπαίδευση, παιδικοί σταθμοί εικοσιτετράωρης λειτουργίας και ελεύθερη αντισύλληψη και αμβλώσεις. Η πρώτη εθνική πορεία των γυναικών προγραμματίστηκε για την επόμενη χρονιά ανήμερα, στη Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας. Οι ετήσιες αυτές συνδιασκέψεις γίνονταν κάθε χρόνο ανελλιπώς κάθε χρόνο μέχρι το 14 1978, οπότε το κίνημα διασπάστηκε. Αλλά η πραγματική σημασία του βρισκόταν στη δραστηριοποίησή του σε τοπικό επίπεδο με διάφορες ομάδες και εκστρατείες. Το Εργαστήρι για την Απελευθέρωση των Γυναικών του Λονδίνου (London Women’s Liberation Workshop) ήταν μια χαλαρή ομοσπονδία πολλών μικρών ομάδων, που έφτασαν τις ογδόντα τη δεκαετία του 1970, στο απόγειο της δύναμής της. Η δομή του ήταν αντιιεραρχική και αποκεντρωμένη, συνειδητά αντίθετη της «παλιάς Αριστεράς, από την οποία προέρχονταν πολλές από εμάς». Αποτύπωνε έτσι μια σφοδρή επιθυμία να ξανασκεφτούμε την πολιτική: «Θέλαμε να επαναπροσδιορίσουμε το νόημα της πολιτικής, έτσι ώστε να συμπεριλάβει και μια ανά15 λυση της καθημερινής μας ζωής». Οι γυναίκες αυτές προέρχονταν από το φοιτητικό κίνημα και είχαν κοινές εμπειρίες, αλλά είχαν αποξενωθεί από την έμφυλη κουλτούρα της παλιάς Αριστεράς.
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·643
Ο ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
Ήταν συχνά απομονωμένες επειδή είχαν να φροντίσουν τα παιδιά τους, είχαν υψηλό επίπεδο μόρφωσης αλλά ήταν σαφώς υποτιμημένες. Εργάζονταν στην εκπαίδευση, στην υγεία, στα μέσα ενημέρωσης και τις τέχνες. Οι περισσότερες είχαν γεννηθεί τη δεκαετία του 1940. Από τις 10 γυναίκες που είχαν ιδρύσει την ομάδα του Μπελσάιζ Λέιν, που ήταν ακόμη εν ενεργεία το 1979, εφτά ήταν μεταξύ 26 και 33 ετών το 1969· εφτά ήταν ήδη μητέρες ή έγκυοι, οκτώ ασχολούνταν με τις τέχνες (θέατρο, κινηματογράφο, φωτογραφία, συγγραφή, αγγειοπλαστική)· όλες τους ασκούσαν κάποιο επάγγελμα (δύο ήταν κοινωνικές λειτουργοί, δύο εργάζονταν στον τομέα της υγείας, δύο ήταν συγγραφείς, ενώ υπήρχαν και μία βελονίστρια-φω16 τογράφος, μία κεραμίστρια, μία πανεπιστημιακός και μία κινηματογραφίστρια). Το κίνημα αυτό δεν είχε καμιά σχέση με φεμινιστικό κίνημα των προηγούμενων δεκαετιών. Υπήρχε, αντίθετα, η αίσθηση ότι «όλες αυτές οι γυναίκες, που ήταν πραγ17 ματικά νέες στην πολιτική, απέκτησαν ξαφνικά τη δυνατότητα να εκφραστούν». Η Συνδιάσκεψη στο Κολέγιο Ράσκιν πραγματοποιήθηκε ανάμεσα σε πολλά 18 σημαντικά γεγονότα. Πρώτα απ’ όλα ήταν η απεργία στο εργοστάσιο Ford στο Ντάγκενχαμ, από τις 7 έως τις 28 Ιουλίου 1968, με αίτημα ίση αμοιβή για ίση εργασία. Οι γαζώτριες απαίτησαν να εξισωθούν οι μισθοί τους με εκείνους των οξυ19 γονοκολλητών, των φινιριστών μετάλλων και των μηχανικών επισκευών. Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα αίτημα πολύ κοντά στις θέσεις της παλιάς Αριστεράς. Η απεργία αυτή αποτέλεσε το έναυσμα για τη συγκρότηση της Ενιαίας Εθνικής Επιτροπής Δράσης για την Ισότητα των Γυναικών, οι εκστρατείες της οποίας κορυφώθηκαν στη μεγάλη συγκέντρωση για την εξίσωση των αμοιβών αντρών και γυναικών στην Πλατεία Τραφάλγκαρ τον Μάιο του 1969. Στη συνέχεια, η τεράστιας κυκλοφορίας μπροσούρα της Αν Κεντ (Anne Koedt) Ο μύθος του κολπικού οργασμού (1969) έφερε τη γυναικεία σεξουαλικότητα στην πολιτική, ξεχωρίζοντάς την από τη λειτουργία της αναπαραγωγής, αποσυνδέοντας την ηδονή από το πέος και μετατρέποντας τα ατομικά «προβλήματα» σε πολιτικά. Αργότερα, η ομάδα του Τάφνελ Παρκ μοίρασε φυλλάδια την άνοιξη του 1969 έξω από την Έκθεση για το Ιδανικό Σπίτι, θέλοντας να προσεγγίσει τις γυναίκες στους ρόλους τους ως «συζύγους, καταναλώτριες και μητέρες». Η κινητοποίηση αυτή έφερε ζητήματα σχετικά με τη δουλειά του νοικοκυριού, τη φροντίδα των παιδιών, την οικογένεια και την έμφυλη κατανομή της εργασίας μέσα από την κριτική του καταναλωτισμού και της διαφήμισης. Έτσι αμφισβητούσε τις δήθεν «πραγματικές» προτεραιότητες της Αριστεράς – τις «ακινητοποιημένες έννοιες του προλεταριάτου και της πολιτικής που 20 επικεντρώνεται στην παραγωγή». Αξίζει να θυμηθούμε τη διακοπή των τηλεοπτικών καλλιστείων για την ανάδει-
643
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·644
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ξη της Μις Κόσμος τον Νοέμβριο του 1970. Οι γυναίκες διαδήλωναν έξω από το Άλμπερτ Χολ, ενώ άλλες είχαν μπει κρυφά στην αίθουσα και όταν δόθηκε το σύνθημα ανέβηκαν στην πασαρέλα, ρίχνοντας καπνογόνα και αδειάζοντας σακούλες με αλεύρι. Τέσσερις από αυτές, που πέρασαν από δίκη, έκαναν το εδώλιο βήμα για να κηρύξουν τις απόψεις τους. Το 1969, οι διαδηλώτριες είχαν ζωστεί με υφασμάτινες ταινίες που έγραφαν «Η Μις Απροσάρμοστη (Mis-Fit) Αρνείται να Συμμορφωθεί», «Η Μις Άμωμη (Mis-Conception) Απαιτεί Ελεύθερες Αμβλώσεις για Όλες τις Γυναίκες», «Η Μις Άτυχη (Mis-Fortune) Απαιτεί Ίσες Αμοιβές», «Η Μις Ταλαίπωρη (Mis-Treated) Απαιτεί να Μοιράζεται τις Δουλειές του Σπιτιού με τον Άντρα», «Η Μις Ακατονόμαστη (Mis-Nomer) Απαιτεί το Δικό της Όνομα» και άλλα παρόμοια συνθήματα. Οι κινητοποιήσεις των γυναικών το 1970 συνδύασαν ένα μείγμα δημιουργικότητας, οργής, άμεσης δράσης και έξυπνης χρήσης των μέσων ενημέρωσης έτσι ώστε να εκτρέψουν θεαματικά το θέαμα των γυναικών. Επιπλέον, κατόρθωσαν να εκφράσουν την τυπική εχθρότητα του 1968 προς τον καταναλωτικό καπιταλισμό –«Βαθμολογημένες, εξευτελισμένες, ταπεινωμένες… Πόδια που πουλάνε καλσόν, κορσέδες που πουλάνε μέσες, μουνιά, που πουλάνε αποσμητικά, η Μαίρη Κουάντ (Mary Quant) που πουλάει σεξ… Μας κλέψανε τη σεξουαλικότητά μας και την κάνουν χρήμα για κάποιους άλλους». Αφήνοντας κατά μέρος τις διαγωνιζόμενες, οι διαδηλώτριες συγκέντρωσαν τα πυρά τους ενάντια «στους γυναικείους ρόλους που μας επιβάλλονται και σ’ εμάς τις ίδιες που δεχόμαστε τους 21 αστικούς κανόνες καλής συμπεριφοράς». Η πανβρετανική διαδήλωση του Μαρτίου του 1971 τα συνέδεσε όλα μαζί: τα Τέσσερα Αιτήματα, την ανάπτυξη δεσμών με τις γυναίκες της εργατικής τάξης και με το εργατικό κίνημα μέσω των κινητοποιήσεων για ίση αμοιβή, την κριτική του περιορισμού των γυναικών στο σπίτι, τη πολιτικοποίηση του σώματος και τη δημόσια διακήρυξη της γυναικείας σεξουαλικότητας, την επίθεση κατά του καταναλωτισμού, της εμπορικής εκμετάλλευσης και των δημόσιων αναπαραστάσεων των γυναικών, και το εφευρετικό πολιτικό ύφος. Όσες διαδήλωναν υπέρ της συμμετοχής των αντρών στην ανατροφή των παιδιών διακωμωδούσαν ένα παιδικό τραγουδάκι με ένα τσόκαρο τέσσερα μέτρα ψηλό· ένα άλλο άρμα έδειχνε τη γέννηση ενός παιδιού «στολισμένη με αρμαθιές χαρτονένια μωρά και σερβιέτες»· λάβαρα απεικόνιζαν καλλυντικά, στηθόδεσμους και κορσέδες, «για να επανοικειοποιηθεί την οικειοποίηση του κινήματος από τους διαφημιστές»· γυναίκες χόρευαν στο ρυθμό του τραγουδιού του Έντι Κάντορ (Eddie Cantor) «Μείνε για πάντα νέα και ωραία» 22 που το έπαιζε ένα τροχήλατο κουρδιστό γραμμόφωνο. 644
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·645
Ο ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
Γυναικεία απελευθέρωση και νέα πολιτική
°ια το βρετανικό φεμινιστικό κίνημα, η υπεράσπιση του νόμου για τις αμβλώσεις του 1967 έγινε η πιο σημαντική πολιτική εκστρατεία σε ολόκληρη τη χώρα. Σημαντική, επίσης, ήταν και η αργή και άνιση πρόοδος των γυναικών στο χώρο των συνδικάτων. Μετά την απεργία στη Ford για την εξίσωση των αμοιβών, ξεκίνησε η παρατεταμένη κινητοποίηση των καθαριστριών, το φθινόπωρο του 1970. Μια συνδιάσκεψη του Εθνικού Συμβουλίου για τις Πολιτικές Ελευθερίες με θέμα τα δικαιώματα των γυναικών, στο γενικό συνέδριο των συνδικάτων τον Φεβρουάριο του 1974, με 500 αντιπροσώπους από διάφορες συνδικαλιστικές ενώσεις και το Κίνημα για την Απελευθέρωση των Γυναικών, αποτέλεσε την πρώτη πραγματική συμμαχία. Η εκστρατεία για το Δεκάλογο της Εργαζόμενης Γυναίκας ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας στη βάση των φεμινιστριών και των τοπικών συνδικαλιστικών ενώσεων, που συντονίζονταν συχνά μέσω διαφόρων εργασιακών συμβουλίων. Το 1975, το γενικό συνέδριο των συνδικάτων ενσωμάτωσε τα αιτήματα αυτά στον δικό του Δεκάλογο, ζητώντας ίσες αμοιβές και ευκαιρίες, άδειες εγκυμοσύνης, φορολογική νομοθεσία χωρίς διακρίσεις σε βάρος των γυναικών και κοινωνικές ασφαλίσεις, ενώ αργότερα προστέθηκαν και μια αναφορά υπέρ των αμβλώσεων και το αίτημα για την οργάνωση παιδικών σταθμών για όλα τα παιδιά το 1978. Στην επίσημη πορεία, που οργάνωσε το TUC τον Οκτώβριο του 1979 για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, συμμετείχαν 100.000 διαδηλωτές και διαδηλώτριες. Πάντως στο επίκεντρο του κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών βρισκόταν η μικρή Γυναικεία Ομάδα Συνειδητοποίησης στις εβδομαδιαίες συναντήσεις της οποίας συμμετείχαν τριάντα με πενήντα γυναίκες. Η ομάδα αυτή βρισκόταν σε επαφή με ένα κέντρο γυναικών, που πρωτοστατούσε σε κάθε λογής κινητοποιήσεις –πρωτοβουλίες για συλλογική φροντίδα των παιδιών και τη δημιουργία κέντρων συμπαράστασης, σύσταση ενώσεων διεκδίκησης κοινωνικής μέριμνας, οργάνωση εκστρατειών για τη συλλογική στέγαση και την κατάληψη ακατοίκητων σπιτιών, κινητοποιήσεις για οικογενειακά επιδόματα, ομάδες υγείας γυναικών, διεκδίκηση μισθού για τις δουλειές του σπιτιού, ομάδες για το Δεκάλογο των Εργαζομένων Γυναικών, διασυνδέσεις με συνδικαλιστικές ενώσεις, ομάδες προώθησης του αγώνα για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, γυναικεία κέντρα θεραπείας, ομάδες αντισεξιστικής εκπαίδευσης, οργάνωση μαθημάτων γραφής και ανάγνωσης για γυναίκες, έκδοση τοπικών εφημερίδων και δελτίων και βέβαια, συγκρότηση ομάδων μελέτης. Όλα αυτά συνδυάζονταν με το μοίρασμα προκηρύξεων, δημόσιες συναντήσεις, έρευνα και κινητοποιήσεις άμεσης δράσης. Οι φεμινίστριες οργάνωναν την προπαγάνδα τους και σε άλλους χώρους, από τις τοπικές συναντήσεις παν-
645
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·646
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
646
βρετανικών κινήσεων (και του Εργατικού Κόμματος) και τις εκδηλώσεις της κίνησης Γυναίκα και Σοσιαλισμός μέχρι νέες πρωτοβουλίες, όπως η συμπαράσταση στις κακοποιημένες γυναίκες και τις άγαμες μητέρες, η δημιουργία αυτοσχέδιων νηπιαγωγείων και ούτω καθεξής. Οι δράσεις αυτές επηρέασαν πολλαπλασιαστικά την κοινωνία: «Κάθε μας ενέργεια έχει ευρύτερο αντίκτυπο. Πάρτε για παράδειγμα τα μέλη των ομάδων για τη συνειδητοποίηση των γυναικών, τα οποία δεν ζουν μόνα τους αλλά έχουν οικογένεια, συμμετέχουν σε συνδικάτα ή πολιτικά κόμματα, συζητούν με τους γείτονές τους, πηγαίνουν τα παιδιά τους σχολείο, ταχυδρομούν γράμματα, τηλεφωνούν σε φίλους. Με αυτό τον τρόπο κυκλοφορούν οι ιδέες».23 Ποιο ήταν όμως το κύριο γνώρισμα του νέου φεμινιστικού κινήματος; Η μικρή Γυναικεία Ομάδα Συνειδητοποίησης, κατεξοχήν η μορφή του Κινήματος για την Απελευθέρωση των Γυναικών, είχε σαν ιδανικό μια ένωση αποκεντρωμένη, αντιγραφειοκρατική και άτυπη. Για τις Βρετανίδες πρωτοπόρους του φεμινιστικού κινήματος, συχνά νεαρές μητέρες απομονωμένες από τη δημόσια σφαίρα, αυτό αντανακλούσε τις καθημερινές τους ανάγκες, αφού ούτε ο τόπος δουλειάς ούτε τα κόμματα ή άλλοι δημόσιοι θεσμοί τους παρείχαν κάποια στήριξη. Η Γυναικεία Ομάδα Συνειδητοποίησης μετέτρεπε το προσωπικό σε πολιτικό, οικοδομώντας μια συλλογική ταυτότητα γύρω από ζητήματα που η συμβατική πολιτική αγνοούσε –φροντίδα των παιδιών, σχολείο, επαγγελματική σταδιοδρομία, υγεία, στέγαση, μοναξιά και βέβαια, τις σχέσεις με συζύγους, εραστές και συγκατοίκους. Η ομάδα ενθάρρυνε την έκφραση αισθημάτων και σκέψεων και ταυτόχρονα επέτρεπε να συζητηθούν ακόμη και τα πιο δύσκολα ζητήματα. Ήταν ουσιαστικά μια πρωτογενής μορφή δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας κάθε μέλος μπορούσε να πάρει το λόγο και να ακουστεί. Η μικρής κλίμακας αυτή συμμετοχική βάση του κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών ήταν κληρονόμος πολλών από τα στοιχεία που ανέδειξε ο Μάης του 1968 –άμεση δημοκρατία και άμεση δράση, κριτική στην αλλοτρίωση και ενδιαφέρον για την αυτοπραγμάτωση. Στηριζόταν σε ένα νέο βολονταρισμό, μια πολιτική της υποκειμενικότητας που καθιστούσε την προσωπική αλλαγή κλειδί της απελευθέρωσης. Σήμαινε, επίσης, την αναβίωση της εξωκοινοβουλευτικής δράσης, πέρα από τα εκλογικά και κομματικά πλαίσια. Το «προσωπικό» σήμαινε μάλλον καθημερινό και το τοπικό παρά έναν ατομικιστικό ιδιωτικό χώρο. Η πολιτική αυτή ήταν ριζικά αντίθετη με τις αντιλήψεις της παλιάς Αριστεράς για το «κόμμα». Ο πλουραλισμός και η ευελιξία συνιστούσαν τον κανόνα: «το κίνημα» σήμαινε δυναμισμό, προσαρμοστικότητα και ευκαμψία, ενώ η «οργάνωση» συνε24 παγόταν την ύπαρξη ιεραρχίας, ακινησίας και σταθερών δομών».
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·647
Ο ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
Το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών είχε επίσης ένα ανατρεπτικό και εντυπωσιακό πολιτικό ύφος. Ιδιοποιούνταν δηλαδή τα σύμβολα και τα άλλα εξωτερικά στοιχεία της καθιερωμένης κουλτούρας, τις πιο καθαγιασμένες πεποιθήσεις της, και τις ανακάτευε, παίζοντας μαζί τους και ανατρέποντας το νόημά τους στο πλαίσιο πράξεων δημόσιας παραβατικότητας. Ήταν μια καλά υπολογισμένη παρωδία, μια σκόπιμη απείθεια, μια ανάρμοστη συμπεριφορά ενώπιον του κοινού. Επιπλέον, ήταν μια σαφής αμφισβήτηση των εθνικών θεσμών, με σκοπό να βγάλει τον κόσμο από την κατάσταση αδιαφορίας στην οποία ζούσε – όπως η κατάθεση στεφάνου στην «άγνωστη σύζυγο του άγνωστου στρατιώτη» στο μνημείο του Άγνω25 στου Στρατιώτη στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1970. Μεγάλη σημασία είχε το θέατρο δρόμου και οι άλλες μορφές προπαγάνδας, από το Ηλεκτρονικό Σόου του Βυζιού στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά των καλλιστείων για τη Μις Κόσμος το 1970 και τη γενικότερη παρώδηση των θεσμών, μέχρι το φεμινιστικό θέατρο, ιδιαίτερα ανθηρό εκείνη την εποχή, καθώς διάφορες θεατρικές ομάδες, όπως το Τερατώδες Μπουλούκι (Monstrous Regiment) ή το Γκέι Κάτεργο (Gay Sweatshop), 26 εμπλούτισαν το θεατρικό ρεπερτόριο με πολλά νέα θέματα. Στα ιταλικά συνδικάτα, οι φεμινίστριες παραβίαζαν τους παλιούς κανόνες της καθιερωμένης κουλτούρας: «Ύψωναν πολύχρωμες σημαίες (αντί για κόκκινες), φώναζαν φεμινιστικά συν27 θήματα, και γιόρταζαν δημόσια τη γυναικεία αδελφοσύνη». Το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών ήταν αποσχιστικό. Στη Βρετανία, η Συνδιάσκεψη του Σκέγκνες, τον Σεπτέμβριο του 1971, έδειξε ότι η συμμετοχή των αντρών σε τέτοιου είδους δραστηριότητες δεν απέδιδε, ένα μάθημα που επαναλήφθηκε και σε πιο μικρές ομάδες («Συναντιόμασταν αρχικά μαζί με τους άντρες μας, αλλά αυτοί πήραν αμέσως το πάνω χέρι και έτσι αναγκαστήκαμε να τους διώξουμε»).28 Η σύναψη ευρύτερων συμμαχιών συχνά ενδιέφερε λιγότερο από το να αποκτήσουν οι γυναίκες τον δικό τους χωριστό πολιτικό χώρο. Στη Γαλλία, το ζήτημα της νομιμοποίησης των αμβλώσεων προωθήθηκε από τη γυναικεία κίνηση Choisir (Επιλέγω), η οποία συγκροτήθηκε τον Απρίλιο του 1971, καθώς και το γαλλικό παράρτημα της Διεθνούς Οργάνωσης για τον Οικογενειακό Σχεδιασμό, και το Κίνημα για την απελευθέρωση των αμβλώσεων και της αντισύλληψης, μια ευρεία ομοσπονδία, που συστήθηκε τον Απρίλιο του 1973, παρότι το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών δεν έκρυβε την προτίμησή του για τις μικρές και αποκλειστικά γυναικείες ομάδες, που οργάνωναν παρόμοιες εκστρατείες τόσο στη Βρετανία όσο και σε άλλες χώρες. Η αρχή της αυτονομίας ενίσχυσε την αποσχιστική λογική που οδηγούσε στον ριζοσπαστικό ή επαναστατικό φεμινισμό, και από εκεί συχνά στον πολιτικό λεσβιασμό. Κύριος στόχος του ριζοσπαστικού φεμι-
647
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·648
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
648
νισμού δεν ήταν ο καπιταλισμός ή η αστική κοινωνία αλλά η εξουσία των αντρών. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η τάση αυτή του γυναικείου κινήματος απέκτησε μια νέα αιχμή. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες επιτέθηκαν στην ίδια την ετεροφυλοφιλία, υποστηρίζοντας ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να κοιμούνται με τον εχθρό. Αποκλείοντας τους άντρες από το νέο του κέντρο στο Κόβεντ Γκάρντεν τον Νοέμβριο του 1973, το Εργαστήρι για την Απελευθέρωση των Γυναικών του Λονδίνου 29 υποχρέωσε τις σοσιαλίστριες φεμινίστριες σε αμυντική στάση. Το δελτίο του, μάλιστα, δημοσίευσε το καλοκαίρι του 1974 σε συνέχειες τη «Δήλωση της Κλειτορίδας», μια ακραία πολεμική από τις ριζοσπάστριες λεσβίες της Νέας Υόρκης στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες. Το φυλλάδιο της Σίλα Τζέφρι (Sheila Jeffrey) Η ανάγκη για έναν επαναστατικό φεμινισμό, το 1977, ζητούσε να ανατραπεί το ανδροκρατικό σύστημα εξουσίας. Το 1979, οι Επαναστάτριες Φεμινίστριες του Λιντς έθεσαν κανόνα του πολιτικού λεσβιασμού: «Έπρεπε να αποφεύγονται οι άντρες όχι μόνο για λόγους σεξουαλικής προτίμησης αλλά και πολιτικούς… όλοι οι άντρες θεωρούνταν δυνητικοί βιαστές, ενώ οι ετεροφυλόφιλες γυναίκες στιγματίζονταν σαν συνεργάτι30 δές τους». Η αυξανόμενη μισαλλοδοξία του αποσχιστικού φεμινισμού ταύτισε τον σεξουαλικό προσανατολισμό με τη φεμινιστική αυθεντικότητα. Στένεψε το οργανωτικό πλαίσιο του κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών την ώρα ακριβώς που εκείνος ανθούσε, οδηγώντας τόσο τις σοσιαλίστριες φεμινίστριες όσο και τις πολιτικά ανέντακτες γυναίκες σε άλλες κατευθύνσεις. Ωστόσο η διεύρυνση των Τεσσάρων Αιτημάτων έτσι ώστε να συμπεριλάβουν και ζητήματα της οικονομικής και νομικής ανεξαρτησίας των γυναικών, η απαίτηση να τεθεί «τέλος σε όλες τις διακρίσεις σε βάρος των λεσβιών» και η διεκδίκηση «του δικαιώματος των γυναικών να ορίζουν τη σεξουαλικότητά τους» συνιστούσαν μια μείζονα αλλαγή. Η «σεξουαλική απελευθέρωση» αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο της αντικουλτούρας, η οποία ήθελε το σεξ «ανοιχτά και φανερά, ένα στοιχείο πανταχού παρόν στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων: κανένα όριο, κανένα ταμπού, καμιά καταπίεση ή ενοχή, καμιά δήθεν απόκλιση: περισσότερο σεξ, καλύτερο σεξ, διαφορετικό σεξ». Αλλά το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών μεταμόρφωσε αυτό το κάλεσμα σε εξισωτικό ιδεώδες, που «στρατευμένο στη διεύρυνση της γνώσης για το σώμα και μιλώντας καθαρά τη γυναικεία φυσιολογία», ενώ ταυτόχρονα επέτρεπε στη σεξουαλικότητα και τις ερωτικές επιθυμίες των γυ31 ναικών να εκφραστούν ανοικτά. Διεκδίκησε την αλλαγή της «ιδιωτικής» σφαίρας, διακρίνοντας στην οικογένεια και τη σεξουαλικότητα ζωτικούς τόπους εξουσίας. Ο οργασμός, η αντισύλληψη, οι αμβλώσεις, ο έλεγχος της σεξουαλικότητας και η γνώση του σώματος εντάχθηκαν στην ατζέντα. Η πολιτική αυτή του σώμα-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·649
Ο ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
τος διέφερε από εκείνη των δεκαετιών του 1920 και του 1930: αντί να προσπαθήσει να εξορθολογίσει τη σεξουαλικότητα, έδινε έμφαση στον πειραματισμό με τη γυναικεία εμπρόθετη δράση, στο πλαίσιο μιας ηθικής της επιλογής και της προσωπικής αλλαγής, ενώ ταυτόχρονα έθετε υπό αμφισβήτηση όλους τους παραδεδεγμένους ορισμούς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, τα ιδεώδη αυτά συνέκλιναν με το αίτημα για την απελευθέρωση των γκέι. Παρά τις διαμάχες και τις πίκρες, το κέρδος ήταν τεράστιο: όχι μόνο έγινε αποδεκτός ο λεσβιασμός, αλλά και οι περίπλοκοι παράγοντες που διαμορφώνουν την αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα ήρ32 θαν στο πολιτικό προσκήνιο, όπως έγινε και με το ζήτημα της ηδονής. Με τη ριζοσπαστικοποίηση του αποσχιστικού φεμινισμού και τη στροφή προς το πολιτικό λεσβιασμό, αναδείχτηκε το μεγάλο θέμα της βίας εναντίον των γυναικών. Το 1972, στήθηκε στο Τσίσγουικ το πρώτο καταφύγιο κακοποιημένων γυναικών: όταν το 1975 ιδρύθηκε η Εθνική Ομοσπονδία Γυναικείας Βοήθειας, υπήρχαν 111 παρόμοιες ομάδες, ενώ το 1986 ήταν 179. Συγκροτήθηκε, μάλιστα, και η οργάνωση Γυναίκες Εναντίον του Βιασμού, ενώ το πρώτο κέντρο για την άμεση περίθαλψη και ψυχολογική στήριξη των βιασμένων γυναικών ιδρύθηκε το 1976 στο βόρειο Λονδίνο· το 1985, υπήρχαν 45 παρόμοια κέντρα σε ολόκληρη τη χώρα. Και οι δύο αυτές πρωτοβουλίες διακρίνονταν από τον οργανωτικό δυϊσμό του φεμινιστικού κινήματος: από τη μια η ορμή της λαϊκής βάσης και από την άλλη η δημόσια άσκηση πίεσης –φέρνοντας ένοχα μυστικά στο προσκήνιο, προκαλώντας ζυμώσεις στην κοινή γνώμη και πιέζοντας τις κυβερνήσεις για την παροχή στήριξης και βοήθειας· και ταυτόχρονα οργανώνοντας τη γυναικεία αυτοβοήθεια σε τοπικά θεμελιωμένη συλλογική δράση. Οι κινητοποιήσεις «Ξανακερδίζουμε τη νύχτα» προώθησαν ακόμη περισσότερο τα ζητήματα αυτά, καθώς στράφηκαν εναντίον του κλίματος φόβου που περιόριζε ασφυκτικά τις γυναίκες στη δημόσια ζωή τους –περιοχές με κόκκινα φανάρια, πορνοκαταστήματα και τσοντάδικα, μπαρ μόνο για άντρες, βίαιες και εξευτελιστικές απεικονίσεις στις διαφημίσεις. Στις 12 Νοεμβρίου 1977, οι γυναίκες έκαναν θορυβώδεις διαδηλώσεις στους δρόμους του Λονδίνου και άλλων πόλεων, απαιτώντας την ελευθερία να μπορούν να περπατούν χωρίς φόβο «σε όποιο δρόμο θέλουμε μέρα και νύχτα». Η προώθηση αυτή, από την καταγγελία της σωματικής βίας στην επίθεση στις βίαιες πολιτισμικές αναπαραστάσεις, ενισχύθηκε στη Βρετανία από το σκανδαλοθηρικό ενδιαφέρον του κοινού και το σεξισμό των αστυνομικών, με αφορμή μια σειρά δολοφονιών και βιασμών από τον «Αντεροβγάλτη του Γιόρκσερ» την περίοδο 1977-80. Στις 27 Νοεμβρίου 1980, δέκα μέρες μετά τον δέκατο τρίτο φόνο-βιασμό, ιδρύθηκε στο Λιντς η οργάνωση Γυναίκες Κατά
649
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·650
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
650
της Βίας Κατά των Γυναικών (WAVAW): «Οι γυναίκες διαδήλωσαν έξω από τα τσοντάδικα, έβαλαν κόλλα στις κλειδαριές των πορνοκαταστημάτων, έσπασαν τα παράθυρα σε πολλά στριπτιζάδικα, έγραψαν οργισμένα συνθήματα στους τοίχους («Να φύγουν οι ΑΝΤΡΕΣ από τους δρόμους») και έκαναν πορείες, ζητώντας να 33 «Ξανακερδίσουμε τη νύχτα»». Για τη WAVAW, η βία των αντρών εναντίον των γυναικών ήταν ένα ενιαίο σύστημα ελέγχου: «Η σεξουαλική παρενόχληση στη δουλειά… ο βιασμός και η σεξουαλική επίθεση… η σεξουαλική κακοποίηση στο πλαίσιο της οικογένειας… τα βρόμικα τηλεφωνήματα, η πορνογραφία, οι βιασμοί μέσα στο γάμο (μη αναγνωρισμένοι από το νόμο), οι γυναικολογικές πρακτικές, που βιάζουν το γυναικείο σώμα… όλα αυτά ήταν θέματα που συζητούσαμε».34 Οι κινητοποιήσεις αυτές εξασφάλισαν μεγάλο μέρος του δημόσιου χώρου για τις ιδέες του φεμινισμού τη δεκαετία του 1980, ενώ συνδέθηκαν και με το νέο ειρηνιστικό κίνημα. Το κίνημα «Ξανακερδίζουμε τη νύχτα» αναπτύχθηκε με πυρήνα το Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων εναντίον των Γυναικών στις Βριξέλες το 1976, το οποίο είχε καλέσει σε δράση κατά της έμφυλης βίας. 100.000 γυναίκες κατέβηκαν το 1976 στους δρόμους των ιταλικών πόλεων, ενώ στη Δυτική Γερμανία οι πρώτες πορείες οργανώθηκαν λίγο αργότερα.35 Το πρώτο «Σπίτι Γυναικών» για τις κακοποιημένες γυναίκες άνοιξε στο Δυτικό Βερολίνο τον Νοέμβριο του 1976· τρία χρόνια αργότερα, δεκατέσσερις γερμανικές πόλεις είχαν παρόμοια κέντρα, ενώ το 1982 υπήρχαν σε ολόκληρη τη χώρα 99. Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες, αλλά και πολλές άλλες ακόμη, συνδύαζαν, όπως και στη Βρετανία, την τοπικά εστιασμένη μαχητικότητα, τις δημόσιες κινητοποιήσεις και τη χρηματοδότηση από τους δήμους. Αλλά στη Δυτική Γερμανία, η ανάδειξη της έμφυλης βίας ως κεντρικού στοιχείου του γυναικείου κινήματος διευκόλυνε τη συγκρότηση συνασπισμών. Η διακήρυξη για τη «Βία Κατά των Γυναικών» της Δημοκρατικής Πρωτοβουλίας Γυναικών στο Ντίσελντορφ τον Οκτώβριο του 1979 συνέδεε ρητά το ζήτημα αυτό με τη «δομική βία» σε άλλους τομείς του συστήματος, όπως οι χώροι δουλειάς, η κούρσα των εξοπλισμών και το περιβάλλον. Τις ίδιες συνδέσεις έκανε τον Σεπτέμβριο του 1979 και το Συνέδριο των Γυναικών κατά των Πυρηνικών και της Στρατοκρατίας.36 Το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών άλλαξε επίσης τις αντιλήψεις των ανθρώπων για την εργασία. Αγωνιζόμενες όχι μόνο για την κατοχύρωση της ίσης αμοιβής αλλά και για την αναγνώριση της προσφοράς τους στο σπίτι, με την κατ’ οίκον εργασία, τη δουλειά του νοικοκυριού και τις περιστασιακές εργασίες που προσφέρουν οι γυναίκες, οι φεμινίστριες επαναπροσδιόρισαν την ίδια την έννοια της εργασίας. Η πληρωμή της εργασίας του νοικοκυριού προσείλκυσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Το Μανιφέστο των Νοικοκυρών της Γειτονιάς, το 1971, της
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·651
Ο ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
ιταλικής οργάνωσης Φεμινιστικός Αγώνας, ζητούσε από το κράτος να αμείβονται με μισθό γυναίκες και άντρες για τις υπηρεσίες που παρέχουν στη γειτονιά και το σπίτι, καθώς επίσης και τη γενικότερη αναδιοργάνωση της εργάσιμης ημέρας.37 Μολονότι δεν ήταν ρεαλιστικό, καθώς το κράτος πρόνοιας είχε αρχίσει ήδη να δέχεται πυρά, και ενώ πιθανότατα θα κατέληγε να εδραιώσει αντί να ανατρέψει τον υπάρχοντα έμφυλο καταμερισμό εργασίας, το μανιφέστο αυτό πρότεινε οι άνθρωποι να ασκούν μεγαλύτερο έλεγχο στην καθημερινή τους ζωή ακριβώς στα ζητήματα «κοινότητας», τα οποία η παλιά Αριστερά, με την εμμονή της στο εργοστάσιο, παραμελούσε. Ο έλεγχος αυτός περιλάμβανε ζητήματα στέγασης, συγκοινωνιών, πολεοδομικού σχεδιασμού, φροντίδας των παιδιών, χρόνου εργασίας και αναψυχής και δημόσιων υπηρεσιών. Η νέα αυτή προσέγγιση συνδεόταν με τους σύγχρονους μετασχηματισμούς της τάξης. Όχι μόνο η αυξανόμενη παρουσία των γυναικών στην εργατική δύναμη αλλά και η νέα επίγνωση του έμφυλου καταμερισμού της εργασίας και οι νέες αντιλήψεις για το τι πρέπει να μετράει ως εργασία, ανέτρεψαν τις αντιλήψεις της παλιάς Αριστεράς ως προς το ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο της πολιτικής της εργατικής τάξης. Το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών δημιούργησε μια νέα φεμινιστική δημόσια σφαίρα. Πρώτα ήρθαν κάποια δελτία που συνέδεαν τοπικές ομάδες, όπως το Shrew που κυκλοφορούσε από το Εργαστήρι Απελευθέρωσης των Γυναικών του Λονδίνου (αρχικά, ως Bird και, στη συνέχεια, ως Harpie’s Bizarre, από την άνοιξη του 1969), και κατόπιν τα περιοδικά πανεθνικής κυκλοφορίας –το Spare Rib στη Βρετανία (ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1972 από τη Ρόζι Μπόικοτ (Rosie Boycott) και τη Μάρσα Ρόουι (Marsha Rowe))· το Le Torchon brûle (197075) και οι διάδοχοί του στη Γαλλία· το Effe (1973) και το Quotidiano Donna (1978) στην Ιταλία· το Courage (1976) και το Emma (1977) στη Δυτική Γερμανία. Ακολούθησαν τα κέντρα γυναικών. Στο Λονδίνο ήταν πολλά, από το πιο σημαντικό στο Κόβεντ Γκάρντεν από το 1973, και μέχρι άλλα πιο αυτοσχέδια. Στο Ίσλινγκτον, το Κέντρο Γυναικών της Οδού Γιορκ (1972-73) ακολουθήθηκε από το κέντρο της Οδού Έσεξ το 1974-76 και από ένα τρίτο το 1978. Κάθε φορά, οι βασικοί στόχοι ήταν, πέρα από το να φτιαχτεί ένας χώρος συνάντησης, να στηθούν ένα κέντρο υγείας γυναικών κι ένας χώρος για τη φροντίδα των παιδιών, να οργανώνονται τοπικές κινητοποιήσεις, να παρέχονται νομικές συμβουλές και να ενισχύονται ερευνητικά και συγγραφικά προγράμματα. Στην Ολλανδία, στο επίκεντρο αυτών των δραστηριοτήτων βρέθηκαν διάφορα καφενεία και βιβλιοπωλεία, και οι ομάδες συνειδητοποίησης και αυτομόρφωσης των γυναικών: το 1977 υπήρχαν παρόμοια 38 κέντρα σε 37 ολλανδικές πόλεις, ενώ το 1982 σε 160.
651
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·652
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών στη Βρετανία δημιούργησε την Εθνική Υπηρεσία Πληροφόρησης στο Λιντς για να μπορέσει αφενός να ανταποκριθεί στον μεγάλο όγκο ερωτημάτων και αφετέρου να συντηρήσει το τεράστιο δίκτυο επαφών του έξω από το Λονδίνο. Από το 1975 εξέδιδε ένα διμηνιαίο δελτίο, το οποίο αργότερα μετεξελίχτηκε στο WIRES (Υπηρεσία Ενημέρωσης, Αναφοράς και Έρευνας Γυναικών). Η αντίστοιχη οργάνωση στη Γαλλία ήταν η GLIFE, η οποία ιδρύθηκε το 1975 και, εκτός των άλλων, διέθετε και ένα τηλεφωνικό κέντρο άμεσης βοήθειας γυναικών σε εικοσιτετράωρη βάση, το SOS Femmes Alternatives. Οι πρώτοι φεμινιστικοί εκδοτικοί οίκοι στη Βρετανία ήταν οι Virago, Women’s Press, Only-women Press και Sheba· στην Ιταλία ξεχώρισαν οι Edizione della Donna, I libretti verdi και La Tartaruga· στη Δυτική Γερμανία, ο εκδοτικός οίκος του Μονάχου Frauenoffensive και στην Ολλανδία οι εκδόσεις De Bonte Was και Sara. Στη Βρετανία δημιουργήθηκαν επίσης φεμινιστικά δίκτυα στα μίντια, όπως το Κινηματογραφικό, Τηλεοπτικό και Οπτικομαγνητικό Δίκτυο Βρετανίδων (British Women’s Film, Television and Video Network). Τη δεκαετία του 1980, οι γυναικείες σπουδές μπήκαν στα πανεπιστήμια. Με τον καιρό, η δράση των ομάδων της βάσης μεταμορφώθηκε σε έναν πολυδιάστατο φεμινιστικό χώρο, με εναλλακτικά βιβλιοπωλεία, περιοδικά, εκδοτικούς οίκους, θερινά μαθήματα και ερευνητικά κέντρα, και επίσης τη διοργάνωση κινητοποιήσεων, τη δημιουργία κρησφύγετων για τα θύματα της έμφυλης βίας, και την ανάπτυξη μιας ευρύτερης κουλτούρας αλληλοβοήθειας, ιατρικής μέριμνας και δικτύων υγείας. Οι δραστηριότητες αυτές θύμιζαν τις σοσιαλδημοκρατικές κουλτούρες, που αναπτύχθηκαν μετά το 1880, αν και στην περίπτωση του φεμινιστικού κινήματος δεν υπήρχαν συγκεντρωτικοί μηχανισμοί διοχέτευσης πόρων σαν τα κόμματα και τα συνδικάτα.
Από τη γυναικεία απελευθέρωση στο φεμινισμό
652
Δα κινήματα για την απελευθέρωση των γυναικών αναπτύχθηκαν σε εθνικό επίπεδο μέσα από τις κινητοποιήσεις για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων.39 Στη Γαλλία, οι κινητοποιήσεις αυτές κορυφώθηκαν δραματικά τον Απρίλιο του 1971 με το περίφημο «Μανιφέστο των Πορνών», υπογραμμένο από 343 γυναίκες, που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Nouvel Observateur. Στο κείμενο αυτό, οι γυναίκες περιέγραφαν την εμπειρία τους από τις παράνομες αμβλώσεις στις οποίες είχαν υποβληθεί. Η ίδια τακτική ακολουθήθηκε στη Δυτική Γερμανία τον Ιούλιο του ιδίου έτους, με την παρουσίαση 374 ονομάτων και φωτογραφιών στο περιοδικό Stern (τις επόμενες έξι εβδομάδες, το περιοδικό δημοσίευσε τα ονόματα και τις φωτογραφίες άλλων 2345
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·653
Ο ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
γυναικών, καθώς και 86.100 δηλώσεις συμπαράστασης). Οι κινητοποιήσεις των Γαλλίδων φεμινιστριών οδήγησαν στην απελευθέρωση τεσσάρων εργατριών στο Μπομπινί που είχαν κατηγορηθεί ότι βοήθησαν την ανήλικη κόρη μιας από αυτές να 40 κάνει άμβλωση. Στη Δυτική Γερμανία, οι εκστρατείες αυτές ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 1972 μετά την πρώτη Εθνική Συνδιάσκεψη των Γυναικών στη Φραγκφούρτη· οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι το 71% των γυναικών ήταν υπέρ της νομιμοποίησης των αμβλώσεων, ενώ το ποσοστό αυτό έφτασε στο 83% το 1973. Το 1975, δημιουργήθηκε στην Ιταλία, σε μια μεγάλη συγκέντρωση η Κολεκτίβα της 6ης Δεκεμβρίου, με σκοπό τον καλύτερο συντονισμό των γυναικείων κινητοποιήσεων. Το αποτέλεσμα 41 ήταν να συγκεντρωθούν 800.000 υπογραφές για τη διοργάνωση δημοψηφίσματος. Όταν τελικά τα ευρωπαϊκά κράτη ψήφισαν νόμους για τη ρύθμιση των ζητημάτων αυτών (Γαλλία, 1975· Δυτική Γερμανία, 1977· Ιταλία, 1978), δεν θεσμοθέτησαν την ελεύθερη και ανεμπόδιστη άμβλωση όποτε η γυναίκα το ήθελε. Αντίθετα, έθεσαν αφενός πολλούς περιορισμούς σχετικά με το χρόνο πραγματοποίησης της επέμβασης και αφετέρου τις κοινωνικοϊατρικές της προϋποθέσεις. Όμως οι κινητοποιήσεις των γυναικών κατόρθωσαν αποφασιστικά να αλλάξουν το κλίμα. Τόσο στη Βρετανία όσο και στην Ολλανδία, οι αμβλώσεις είχαν νομιμοποιηθεί από το 1967. Στη Βρετανία, η Εθνική Εκστρατεία για το Δικαίωμα στην Άμβλωση (NAC) και η ευρύτερη Συντονιστική Επιτροπή για την υπεράσπιση του Νόμου του 1967, βοήθησαν να εξουδετερωθούν οι αντιδράσεις που ακολούθησαν, όπως έκαναν στην Ολλανδία η οργάνωση Εμείς οι Γυναίκες Απαιτούμε και οι διάδοχοί της. Οι εκστρατείες για την απελευθέρωση των αμβλώσεων ανέπτυξαν ολόκληρο το πολιτικό ρεπερτόριο του κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών: κεντρικές παρεμβάσεις όπως εντυπωσιακές διαδηλώσεις, υπονόμευση των νόμων μέσα από δίκτυα αλληλοβοήθειας και υποκατάστασης των δημόσιων υπηρεσιών και πιέσεις μέσα στο πλαίσιο του συστήματος. Τα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών σήμαιναν έλεγχο της σεξουαλικότητάς τους και γλώσσες αυτονόμησης – Τα σώματά μας είμαστε εμείς ήταν ο τίτλος ενός εγχειριδίου που μεταφράστηκε σε πάμπολλες γλώσσες ή «Η κοιλιά μου είναι δική μου» σύμφωνα με το περίφημο 42 σύνθημα των Δυτικογερμανίδων. Οι εκστρατείες για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων συσπείρωναν γυναίκες κάθε ηλικίας, μορφωτικού επιπέδου και κοινωνικής τάξης. Συνέδεαν συστηματικά το ζήτημα με την οικονομία, τα κοινωνικά δικαιώματα και την ισότητα στο νοικοκυριό, στην οικογένεια και τη σεξουαλικότητα, ασκώντας παντού κριτική στην αντρική κυριαρχία. Με τον τρόπο αυτό, οι φεμινίστριες κατάφεραν να αποφύγουν τα αφηρημένα συνθήματα εναντίον του «καπιταλισμού», της «αστικής κοινωνίας» και της «καταπίεσης των γυναικών», και να
653
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·654
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
654
απευθυνθούν στον κόσμο με ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, στο πλαίσιο του οποίου έθεταν και τα ευρύτερα πολιτικά ζητήματα. Οι φεμινίστριες «μετέτρεψαν το ζήτημα της νομιμοποίησης των αμβλώσεων από θέμα πολιτικών δικαιωμάτων σε σύγκρουση για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας μέσα στην κοινωνία», εμπλέκοντας «όχι μόνο το κράτος και την Εκκλησία ως θεσμούς αλλά και τη «μικροφυσική» 43 των σχέσεων εξουσίας στην καθημερινή ζωή». Το αίτημα των γυναικών να ελέγχουν το σώμα τους θεμελίωσε ευρύτερες αξιώσεις πολιτικής ταυτότητας. Το πρόβλημα των αμβλώσεων έπαψε να αποτελεί ένα χωριστό ζήτημα και επαναπροσδιόρισε τα ίδια τα όρια της πολιτικής. Η ελευθερία των γυναικών έθεσε υπό αμφισβήτηση τις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες, τις θρησκευτικές, ιατρικές και πολιτικές 44 εξουσίες και τον ίδιο τον προσδιορισμό του «πολιτικού σώματος». Ο διεθνισμός ήταν απαραίτητος σε αυτές τις κινητοποιήσεις, οι οποίες δεν κάλυπταν μόνο τη Δυτική Ευρώπη αλλά και την Αμερική. Το δεύτερο, μάλιστα, φεμινιστικό κύμα στις ΗΠΑ προηγήθηκε χρονικά των ευρωπαϊκών γεγονότων. Το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών εκδηλώθηκε αρχικά στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα από βιβλία, όπως το Feminine Mystique της Μπέτι Φρίνταν (Betty Friedan) το 1963, τη δημιουργία μιας γυναικείας ομάδας πίεσης στο πλαίσιο της Εθνικής Οργάνωσης Γυναικών (NOW) το 1966 και τις συγκρούσεις με τις σεξιστι45 κές αντιλήψεις στο πλαίσιο των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία. Αλλά τα υπερεθνικά κυκλώματα ήταν ενεργά. Πολλές νεαρές Αμερικανίδες συμμετείχαν στις πρώτες λονδρέζικες ομάδες για την απελευθέρωση των γυναικών. Ακόμη και πολλές Γερμανίδες του SDS βρίσκονταν στη βρετανική πρωτεύουσα το 196870. Η ομιλία της Χέλκε Ζάντερ τον Σεπτέμβριο του 1968 κυκλοφόρησε ευρύτατα, ενώ οι μεταφράσεις βιβλίων όπως η Διαλεκτική του σεξ της Σούλαμιτ Φάιερστοουν (Shulamith Firestone), η Σεξουαλική πολιτική της Κέιτ Μιλέ (Kate Millett) ή Η γυναίκα ευνούχος της Ζερμέν Γκριρ, καθώς επίσης και το φυλλάδιο της Αν Κεντ, ήταν πολύ διαδεδομένα. Οι κινητοποιήσεις στη Βρετανία «Ξανακερδίζουμε τη νύχτα» ήταν εμπνευσμένες από ανάλογες δράσεις των γυναικών της Δυτικής Γερμανίας. Μετά την πτώση της χούντας την περίοδο 1975-77, το ισπανικό κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών μιμήθηκε σε μεγάλο βαθμό τα ανάλογα κινήματα στη Βρετανία, στη Δυτική Γερμανία και τη Γαλλία. Η δημοσίευση το 1973 των Νέων Πορτογαλικών Γραμμάτων από τις αποκαλούμενες Τρεις Μαρίες και τη δίκη 46 των συγγραφέων τους αμέσως μετά, έγινε ένα τεράστιο διεθνές ζήτημα. Παρ’ όλα αυτά, οι διαφορές από χώρα σε χώρα ήταν μεγάλες. Τα ισχυρότερα κινήματα για την απελευθέρωση των γυναικών αναπτύχθηκαν στη Βρετανία, στη 47 Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ολλανδία και τη Δυτική Γερμανία. Όλα τους γεννήθη-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·655
Ο ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
καν μέσα από το «1968», αν και απέρριπταν με οργή τα σεξιστικά και έμφυλα όριά του. Βασικό οργανωτικό χαρακτηριστικό τους ήταν η ανάπτυξη μικρών τοπικών ομάδων άμεσης δράσης με συμμετοχικό ήθος, η έμφαση στην αποσχιστικότητα, το πρωτείο της σεξουαλικής πολιτικής και η κινητοποίηση μεγάλου αριθμού γυναικών, καθώς και η συγκρότηση ευρύτερων συμμαχιών στο χώρο της Αριστεράς μέσα από εκστρατείες για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Τα εθνικά κινήματα για την απελευθέρωση των γυναικών κορυφώθηκαν τη δεκαετία του 1970 με αυτές τις εκστρατείες. Καθώς όμως αναπτύσσονταν συγκρούσεις ανάμεσα στον ριζοσπαστικό ή επαναστατικό φεμινισμό από τη μια μεριά και στους σοσιαλιστικούς φεμινισμούς από την άλλη, η ορμή του κινήματος κάμφθηκε. Είναι ενδιαφέρον ότι τη δεκαετία του 1970 δεν αναπτύχθηκαν στις σκανδιναβικές χώρες χωριστά κινήματα απελευθέρωσης των γυναικών. Τον Απρίλιο του 1970, 12 γυναίκες από τη Δανία (οι «Κόκκινες Κάλτσες») οργάνωσαν μια δημόσια διαμαρτυρία εναντίον της μόδας και των καλλυντικών με κύριο σύνθημα Κρατήστε τη Δανία καθαρή. Την τακτική αυτή ακολούθησαν αργότερα και άλλες μικρές γυναικείες ομάδες. Στη Νορβηγία, η πρώτη τηλεφωνική γραμμή βοήθειας σε κακοποιημένες γυναίκες άνοιξε στο Όσλο το 1977 και το πρώτο καταφύγιο δημιουργήθηκε το 1978. Μέχρι το 1991, ένα δίκτυο κάλυπτε ολόκληρη τη χώρα με 53 παραρ48 τήματα και 3.000 ακτιβίστριες. Ωστόσο το ευρύτερο πλαίσιο του χωριστά οργανωμένου φεμινισμού δεν αναπτύχθηκε στις χώρες αυτές για πολλούς λόγους: η νομική ισότητα στο πλαίσιο του γάμου είχε κατοχυρωθεί ήδη από το 1929, τα ίσα αστικά δικαιώματα συνοδεύονταν από ασυνήθιστα μεγάλη διείσδυση των γυναικών στην αγορά εργασίας, τα σχετικά αποπατριαρχικοποιημένα κράτη πρόνοιας των χωρών αναγνώριζε θετικά τη γυναικεία πολιτειότητα, ενώ και οι αμβλώσεις 49 είχε ήδη κατακτηθεί. Αντίθετα, στην Αυστρία, στο Βέλγιο και την Ελβετία, τα συντηρητικά ανδροκρατικά καθεστώτα εμπόδισαν την ανάπτυξη ισχυρών γυναικείων κινημάτων. Οι μικρότεροι φεμινισμοί είχαν περιορισμένους στόχους και είτε προσπαθούσαν να κατακτήσουν το δικαίωμα ψήφου, όπως έκανε με το Μανιφέστο της Ζυρίχης, τον Ιούνιο του 1968, το Κίνημα για την Απελευθέρωση των Ελβετίδων, είτε διεκδικούσαν ίσα αστικά δικαιώματα, όπως με τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου στην Αυστρία το 1975-78 ή με τις αντίστοιχες αλλαγές στην Ελβετία το 1988. Στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και την Ελλάδα, τα γυναικεία κινήματα αναδύθηκαν στη μεταπολίτευση του 1974-75, αλλά ήταν προσανατολισμένα στην κοινοβουλευτική πολιτική μάλλον παρά στην απελευθέρωση των γυναικών. Στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης δεν εμφανίστηκαν ανάλογα φεμινιστικά κινήματα, ακό-
655
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·656
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
μη και στην Άνοιξη της Πράγας ή στα φοιτητικά κινήματα της Πολωνίας και της Γιουγκοσλαβίας. Την περίοδο 1979-80, τα κινήματα για την απελευθέρωση των γυναικών είχαν εξαντληθεί. Διαφωνούσαν σε ζητήματα σεξουαλικότητας και απόσχισης πολιτικών συμμαχιών και μοντέλων οργάνωσης. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στον ριζοσπαστικό και στον σοσιαλιστικό φεμινισμό ήταν το πιο σημαντικό πρόβλημα, αλλά από το 1972-74 και ο βρετανικός σοσιαλιστικός φεμινισμός είχε διχαστεί, καθώς οι γυναίκες που προέρχονταν από διάφορες μαρξιστικές σέκτες προσπάθησαν να οικειοποιηθούν τη φεμινιστική ατζέντα, αποξενώνοντας άλλες γυναίκες με την τακτική τους, καθώς επιδίωκαν τον περιορισμό του γυναικείου κινήματος στο πλαίσιο μιας κεντρικής εκστρατείας αποκλειστικά εστιασμένης στο θέμα των αμ50 βλώσεων και συντονισμένης από μια κεντρική επιτροπή. Χάσματα επίσης άνοιξαν ανάμεσα στις θεωρητικούς των πανεπιστημίων και στις ακτιβίστριες της βάσης: το 1978-79, το γυναικείο κίνημα είχε διασπαστεί. Το 1979, οι μαύρες Βρετανίδες οργάνωσαν τη δική τους συνδιάσκεψη για να καταγγείλουν το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών, επειδή αδιαφορούσε για το ζήτημα της ράτσας. Τον Οκτώβριο του 1983, η Εκστρατεία για τα Αναπαραγωγικά Δικαιώματα των Γυναικών αποσχίστηκε από τη NAC για να βάλει στο κέντρο της πολιτικής της δράσης τις μαύρες και τις γυναίκες από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Στην Ιταλία, ιδιαίτερα, ο κατακερματισμός πήρε δραματικές διαστάσεις. Στο 11ο Συνέδριό της, τον Μάιο του 1982, η ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος απλώς διέλυσε την UDI μετατρέποντάς την από «μια επίσημη, συγκεντρωτική και ιεραρχική ένωση σε ένα χαλαρό δίκτυο τοπικών γυναικείων ομάδων». Η UDI είχε γίνει πόλος έλξης για «κάθε λογής αυτόνομες πρωτοβουλίες γυναικών, από ομάδες γυμναστικής, χειροτεχνικούς συνεταιρισμούς και ενώσεις ολιστικής ιατρικής μέχρι κολεκτίβες που νομικής βοήθειας σε γυναίκες». Ωστόσο όλα αυτά δημιουργούσαν μεγάλα προβλήματα στην ηγεσία της, η οποία ήταν δεσμευμένη να υπηρετεί τη στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος που αποφασιζόταν αλλού, και χρησιμοποιούνταν σαν πάγια οργανωτική βάση από το ευρύτερο γυναικείο κίνημα, αλλά τα μέλη του δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα νέα ιδεώδη αυτοπραγμάτωσης και της γυναικείας συνειδητοποίησης. «Το παλιό μοντέλο αγώνα ξέφτισε», υποστήριξε η ηγεσία της UDI και αποφάσισε να παραιτηθεί, δραπετεύοντας έτσι από μια ανυπόφορη 51 κατάσταση. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών διασπάστηκε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. 656
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·657
Ο ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
Το γυναικείο κίνημα και η αριστερά
Δο φεμινιστικό Δεύτερο Κύμα δεν κατάφερε να αποκτήσει θεσμούς εθνικής κλίμακας, ενώ στην περίπτωση της UDI μια ήδη μεγάλη και σημαντική οργάνωση αυτο52 θυσιάστηκε για να αποκτήσει νέα ορμή το κίνημα της βάσης. Η «τυραννία της έλλειψης δομών» ήταν ένα ιδιαίτερα καίριο πρόβλημα. Η επιθυμία να ανατραπεί η προσκόλληση της Αριστεράς στις διαδικασίες, με τα στελέχη να διαμορφώνουν την ατζέντα και τα προεδρεία να κατευθύνουν τις συνελεύσεις, αποτέλεσε βασικό στοιχείο του κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών. Στην αποστέωση των διαδικασιών λοιπόν αντιπαρέταξε την εξισωτική δημοκρατία των μικρών ομάδων, όπου, πρόσωπο με πρόσωπο, όλοι είχαν φωνή και οι αποφάσεις στηρίζονταν στη συναίνεση. Αλλά η κατάσταση αυτή επέτρεπε το σχηματισμό αφανών ηγεσιών, ενώ «η αντιθεσμική αντίληψη της άμεσης συμμετοχής δημιουργούσε πραγματικά εμπό53 δια στη συνέχεια της οργάνωσης, την επικοινωνία και την κριτική ανάλυση». Το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών άνθησε χάρη στον αυθορμητισμό του. Ωστόσο το ίδιο στοιχείο έφθειρε την ικανότητά του να αποτελέσει μια συνεκτική πολιτική δύναμη. Η δημιουργικότητα έλαμπε και μετά εξαφανιζόταν. Μια λύση θα ήταν ο φεμινισμός να ενταχθεί στο κύριο ρεύμα της Αριστεράς. Οι φεμινίστριες κατάφεραν να βρουν κάποιες θέσεις μέσα στο ίδιο το αριστερό κίνημα. Ο πιο σημαντικός, ίσως, χώρος ήταν οι δήμοι, πολλοί από τους οποίους χρηματοδοτούσαν παιδικούς σταθμούς, πρόσφεραν νομική βοήθεια, παρείχαν υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευαν τις ενήλικες γυναίκες. Τόσο η νομοθεσία όσο και οι παραδόσεις του εργατικού κινήματος αποτέλεσαν τη βάση για τέτοιες πρωτοβουλίες – μέσω των δημοσίων υπηρεσιών στις σοσιαλδημοκρατικές σκανδιναβικές χώρες ή στην Κόκκινη Ζώνη της κοιλάδας του Πάδου και των βιομηχανικών πόλεων του Τορίνου και του Μιλάνου. Το ιταλικό Κίνημα των 150 Ωρών –για άδειες φοίτησης που κατακτήθηκαν για πρώτη φορά από τους εργάτες μετάλλου το 1972– αποδείχτηκε εξαιρετικά σημαντικό, όπως ήταν και οι δωρεάν γυναικολο54 γικές κλινικές, οι οποίες χρηματοδοτούνταν από το κράτος ήδη από το 1975. Μια παρόμοια σύγκλιση του κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών με τις αριστερές δημαρχίες σημειώθηκε με τους Εργατικούς στη Βρετανία, όπως στην περίπτωση της εκστρατείας της Επιτροπής Δράσης Γυναικών, που συγκροτήθηκε το 1981, για την αναγνώριση από το κόμμα των γυναικείων ζητημάτων ή της Επιτροπής Γυναικών του Συμβουλίου Μείζονος Λονδίνου και άλλων βρετανικών πόλεων που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Εργατικών. Οι σχέσεις των αριστερών κομμάτων με τα νέα φεμινιστικά κινήματα ήταν κάθε λογής. «Για ποιο λόγο θέλετε να το κάνετε αυτό; Για να συζητάτε τις απόψεις του
657
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·658
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
658
Λένιν φορώντας τις ρόμπες σας;» ήταν η απάντηση ενός γραμματέα του Εργατικού Κόμματος όταν έμαθε τη δημιουργία ενός γυναικείου τμήματος του κόμματος στο 55 Νιούκασλ. Τα δύο μεγαλύτερα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης, της Ιταλίας και της Γαλλίας, είχαν εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις για το γυναικείο κίνημα. Και τα δύο βέβαια είχαν αρχικά την κλασική στάση στο «Γυναικείο Ζήτημα» –οικονομιστική έμφαση στα προβλήματα των γυναικών στη δουλειά, μαζί με κινητοποιήσεις για ζητήματα μητρότητας, κατανάλωσης ή άλλα κοινωνικά θέματα, αλλά πάντα μέσα στο σεξιστικό πλαίσιο της κινηματικής κουλτούρας της Αριστεράς. Ο φεμινισμός αυτός καθ’ εαυτόν θεωρούνταν αστική παρέκκλιση. Με την ευρωκομμουνιστική στροφή τους, τα δύο αυτά κόμματα επιχείρησαν να έρθουν σε ρήξη με την αρνητική αυτή παράδοση ενσωματώνοντας τα νέα γυναικεία κινήματα. Ωστόσο, ενώ οι Ιταλοί κομμουνιστές αντιμετώπισαν καλόπιστα το γυναικείο κίνημα, οι Γάλλοι προσπάθησαν να το χρησιμοποιήσουν εργαλειακά το 1976-78, εγκαταλείποντας τον φεμινιστικό τους μανδύα μόλις διαλύθηκε η Ένωση της Αριστεράς Στη συνδιάσκεψη του γυναικείου τμήματος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας τον Φεβρουάριο του 1976, ο Τζεράλντο Κιαρομόντε (Geraldo Chiaromonte) χρησιμοποίησε τον όρο γυναικεία απελευθέρωση με θετικό τρόπο, οδηγώντας το κόμμα στο δρόμο του φεμινισμού. Στην κομματική οργάνωση του νότιου Παρισιού, ένα από τα ισχυρότερα ευρωκομμουνιστικά οχυρά του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, η εγγραφή φεμινιστριών ήταν τόσο ισχυρή ώστε 50 τουλάχιστον από αυτές παρευρίσκονταν στις τακτικές μηνιαίες συνεδριάσεις της Επιτροπής Γυναικών. Όταν όμως το 1978 το κόμμα επέστρεψε στην εργατιστική πολιτική, τα συνθήματα για την απελευθέρωση των γυναικών εγκαταλείφθηκαν, οι αγωνίστριες εγκατέλει56 ψαν το κόμμα και έτσι, μέχρι το 1979, η Επιτροπή Γυναικών ήταν νεκρή. Ο σοσιαλιστικός φεμινισμός ελάχιστα κατάφερε να αλλάξει τα υπάρχοντα αριστερά κόμματα, τα οποία αντιμετώπιζαν τα γυναικεία ζητήματα με παραδοσιακούς θεσμικούς τρόπους. Στη Γαλλία, η σοσιαλιστική κυβέρνηση Μιτεράν, που ανέλαβε την εξουσία το 1981, έστησε το Υπουργείο για τα Δικαιώματα των Γυναικών με πρώτη υπουργό την Ιβέτ Ρουντί (Yvette Roudy). Έτσι μπόρεσαν να ψηφιστούν κάποιοι νόμοι, όπως η μεταρρύθμιση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα σχετικών με τη σεξουαλική παρενόχληση το 1992. Αλλά οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις της Γαλλίας έδιναν μεγαλύτερη σημασία σε οργανώσεις που υποστήριζαν την εξίσωση αντρών και γυναικών, όπως η Choisir ή η Ένωση για τα δικαιώματα των γυναικών– στη λογική της «εκπροσώπησης συμφερόντων» μάλλον παρά της «συλλογι57 κής ταυτότητας» του κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών. Στην Ισπανία, η κυβέρνηση του σοσιαλιστικού κόμματος δημιούργησε το 1983 το
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·659
Ο ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
Ινστιτούτο Γυναικών, με παραρτήματα στην Ανδαλουσία, στη Βαλένθια, στη χώρα των Βάσκων και την Καταλονία, καθώς και άλλα μικρότερα σε διάφορες περιοχές της χώρας. Αυτό επέτρεψε στο γυναικείο κίνημα να αποκτήσει πρόσβαση σε πόρους, να επηρεάσει την πολιτική του Υπουργείου Κοινωνικών Ζητημάτων και να αναλάβει δημόσιες ευθύνες, όπως ο συντονισμός πολιτικών ισότητας, η διεξαγωγή εκστρατειών, η υλοποίηση προγραμμάτων απασχόλησης και μαθητείας, υγείας και κοινωνικών υπηρεσιών, εκπαίδευσης και πολιτισμού, έρευνας και χρη58 ματοδότησης διαφόρων προγραμμάτων. Η μακρόχρονη παραμονή των σοσιαλιστών στην κυβέρνηση επέτρεψε να ασκηθεί φεμινιστική πολιτική με αξιόλογη συνέχεια, από το 1983 έως το 1996. Το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών έγινε πιο ορατό στη δημόσια σφαίρα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η παρουσία των γυναικών στο κοινοβούλιο δεν υπερέβαινε το 10% σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Γαλλία, η Βρετανία, η Πορτογαλία και το Βέλγιο· στην Ιταλία, μάλιστα, είχε υποχωρήσει από το 16% στο 12,9% στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ενώ το 1992 έπεσε ακόμη περισσότερο, φτάνοντας στο 8,1%. Στην Ισπανία, αντίθετα, η εκπροσώπηση των γυναικών στο κοινοβούλιο και την κυβέρνηση αυξήθηκε από 5% σε 13%. Οι ποσοστώσεις έγιναν ένας τρόπος για τη βελτίωση της θέσης των γυναικών: το 1997, οι Γάλλοι σοσιαλιστές δέχτηκαν τελικά να συμμετέχουν οι γυναίκες στα ψηφοδέλτια του κόμματος όσο και στις κυβερνητικές θέσεις σε ποσοστό ενός τρίτου, ενώ και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ισπανίας έκανε κάτι ανάλογο, θέτοντας το 1988 ως στόχο το 25%. Οι Ιταλοί κομμουνιστές υιοθέτησαν για πρώτη φορά το σύστημα των ελάχιστων ποσοστών των γυναικών το 1986-87. Στη Νορβηγία, η πρόοδος στον τομέα αυτό ήταν ταχύτατη. Μια πρώτη εκστρατεία το 1967-71 περιόρισε την παρουσία των αντρών στα δημοτικά συμβούλια, με αποτέλεσμα ο αριθμός των γυναικών στα όργανα εννέα μεγάλων πόλεων να εξισωθεί με εκείνον των αντρών. Το Κόμμα της Σοσιαλιστικής Αριστεράς άρχισε να χρησιμοποιεί το σύστημα της ποσοστιαίας εκπροσώπησης των γυναικών από το 1974 και μετά, ενώ το μέτρο αυτό υιοθετήθηκε απρόθυμα το 1984 και από τους Εργατικούς. Το 1986, οι γυναίκες κατείχαν το 36% των κοινοβουλευτικών εδρών και το 1995 το 42% των κυβερνητικών θέσεων. Τη δεκαετία του 1990, η κοινοβουλευτική παρουσία των γυναικών ήταν πολύ υψηλή σε όλες τις σκανδιναβικές χώρες –33% στη Δανία, 38,1% στη Σουηδία και 38,5% στη Φινλανδία–, με την 59 Ολλανδία, την Αυστρία και τη Δυτική Γερμανία να ακολουθούν. Το 1992, η παρουσία των γυναικών στις κοινοβουλευτικές ομάδες των μεγάλων κομμάτων της Αριστεράς κυμαινόταν από 50% περίπου στη Νορβηγία και τη Σουηδία μέχρι το
659
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·660
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
660
18-35% στη Δανία, στην Ολλανδία, στη Δυτική Γερμανία, στην Αυστρία, στην Ιταλία και την Ισπανία, ενώ σε χώρες, όπως η Ελλάδα, το Βέλγιο, η Γαλλία και η 60 Βρετανία, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν λιγότερο από 10%. Τα μοντέλα ανάπτυξης λοιπόν του φεμινιστικού κινήματος ήταν πολλά. Η αυτόνομη δράση παρέμενε πάντα ένα ζωτικής σημασίας στοιχείο του –στην κοινωνία, στον πολιτισμό, στο χώρο της διανόησης και σε μυριάδες άλλες μορφές τοπικής δράσης–, αν και σπανίως έλαβε τη μορφή μιας συγκεντρωτικής οργάνωσης εθνικής εμβελείας. Βέβαια, δεν έπαψαν οι θεαματικές ενέργειες και οι κινητοποιήσεις σε εθνικό επίπεδο–, κυρίως για να προστατευθούν τα κεκτημένα, όπως συνέβη, λόγου χάρη, στη Γαλλία το 1979 και το 1982 για να προστατευθεί το δικαίωμα των γυναικών να κάνουν άμβλωση. Η πιο εντυπωσιακή κινητοποίηση ήταν στην Ισλανδία, όπου οι φεμινίστριες οργάνωσαν το 1975 γενική απεργία με στόχο την ισότητα των αμοιβών την κατάργηση άλλων διακρίσεων σε βάρος των γυναικών, με αποτέλεσμα να κατέβει στους δρόμους το 90% των γυναικών της χώρας. Αυτό επαναλήφθηκε στη δέκατη επέτειο της πρώτης αυτής απεργιακής κινητοποίησης με πρωτοβουλία της Συμμαχίας Γυναικών, η οποία, δύο χρόνια αργότερα, πήρε 61 μέρος στις εκλογές, κερδίζοντας έξι έδρες. Στις χώρες, πάλι, που είχαν σοσιαλιστική κυβέρνηση, όπως στη Γαλλία, την Ισπανία και τη Σκανδιναβία, ευρωπαϊκές πόλεις με σοσιαλιστική αυτοδιοίκηση, τα συμφέροντα των γυναικών προωθήθηκαν με πιο συμβατικούς τρόπους: χρηματοδότηση προγραμμάτων, ψήφιση νόμων ευνοϊκών για τις γυναίκες και εν γένει στήριξη του κινήματος από τα κρατικά και όχι μόνο, ιδρύματα, που δεν έπαυαν πάντως να επηρεάζονται από το ριζοσπαστισμό του κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών. Πάνω απ’ όλα, ο νέος φεμινισμός εξαπλώθηκε στην κοινωνία των πολιτών –σε μια σειρά πολλαπλών τόπων που βρίσκονταν άλλοι μέσα στο ίδιο το φεμινιστικό κίνημα, άλλοι στα πανεπιστήμια και άλλοι στα μέσα ενημέρωσης, στους καλλιτεχνικούς χώρους, στους επαγγελματικούς τομείς της υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών, και μερικές φορές στα συνδικάτα, τους τόπους δουλειάς και σε κάθε λογής μορφές κοινωνικού ακτιβισμού. Όλοι αυτοί μαζί συνιστούσαν ένα ποικιλόμορφο πεδίο, στο οποίο μπορούσαν να αναπτυχθούν διάφορες πολιτικοποιημένες πρωτοβουλίες μεταξύ της συμβατικής πολιτικής και της καθημερινότητας. Πολύ συχνά, δεν συνδέονταν καθόλου με τις κινητοποιήσεις της παλιάς Αριστεράς, με τις κυρίως εκλογικές δράσεις δηλαδή των σοσιαλιστικών και των κομμουνιστικών κομμάτων που ήταν κατεξοχήν προσανατολισμένα στο σχηματισμό κυβέρνησης. Συχνότερα, ένας θεσμός φιλικός προς το γυναικείο κίνημα –κυβέρνηση, περιφέρεια, δήμος– πρόσφερε πόρους και πολιτική κάλυψη για αποκεντρωμένες δράσεις,
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·661
Ο ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
όπως συνέβη συχνά, λόγου χάρη, στην Ιταλία. Η πολιτική αυτή χτιζόταν από τη βάση προς τα πάνω, σπέρνοντας κάθε λογής δυνατότητες για ένα μέλλον που δεν μπορούσε ακόμη να προσδιοριστεί.
Συμπέρασμα
∏ Μαίρη Κέι Μάλαν (Mary Kay Mullan) γεννήθηκε το 1950. Ήταν μια δεκαοκτάχρονη φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μπέλφαστ, όταν αποφάσισε να ενταχθεί στην οργάνωση Λαϊκή Δημοκρατία, κομμάτι του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα της Βόρειας Ιρλανδίας. Μετά από ένα χρόνο ξέφρενης δραστηριότητας («πορείες, συνελεύσεις, πικετοφορίες, προκηρύξεις, καθιστικές διαμαρτυρίες, διακοπή της κυκλοφορίας και άλλες μορφές ειρηνικής και δημόσιας άμεσης δράσης»), συμμετείχε στην πορεία από το Μπέλφαστ στο Ντέρι τον Ιανουάριο του 1969, με τη Λαϊκή Δημοκρατία, όταν οι βαρβαρότητες των δυνάμεων καταστολής στο Μπέρντολετ Μπριτζ ριζοσπαστικοποίησαν τον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα των 62 Βορειοϊρλανδών και τον μεταμόρφωσαν σε έναν τριαντάχρονο εμφύλιο πόλεμο. Έπειτα από χρόνια στο εξωτερικό (1972-75), η Μάλαν επέστρεψε στο Ντέρι. Έπιασε δουλειά σαν καθηγήτρια και εστίασε τη φεμινιστική της δράση συμμετέχοντας σε μια γυναικεία Ομάδα Συνειδητοποίησης και σε μια σειρά μαθημάτων με θέμα «Οι γυναίκες στην ιρλανδική κοινωνία». Βοήθησε να στηθεί ένα Καταφύγιο Γυναικών – «συμμετέχοντας σε καταλήψεις κτιρίων, κάνοντας διαπραγματεύσεις με τις αρχές, διαφημίζοντας, κάνοντας εράνους, μαθαίνοντας πώς να χρησιμοποιεί την Κοινωνική Ασφάλιση και τη στεγαστική νομοθεσία αλλά και όλους τους άλλους νόμους που επηρέαζαν την κατάσταση των γυναικών…, οργανώνοντας εκστρατείες συμπαράστασης και πιέζοντας βουλευτές και υπουργούς». Βοήθησε να οργανωθούν εκστρατείες κατά των βιασμών, της σεξουαλικής κακοποίησης και της βίας μέσα στο σπίτι, και δήλωσε δημόσια ότι ήταν λεσβία. Τον Νοέμβριο του 1978, εμπνευσμένη από την κοοπερατίβα Centerprise στο Χάκνι του ανατολικού Λονδίνου, άνοιξε ένα πολύ πετυχημένο συνεργατικό βιβλιοπωλείο στο κέντρο του Ντέρι, το Bookworn Community Bookshop. Το 1988, οι δραστηριότητές της είχαν διαφοροποιηθεί ακόμη περισσότερο: συμμετείχε ενεργά στη δημιουργία μιας γυναικείας κολεκτίβας υγειονομικής περίθαλψης, μιας τηλεφωνικής υπηρεσίας βοήθειας σε θύματα βιασμού και αιμομιξίας, ενός παραρτήματος της Ένωσης Οικογενειακού Προγραμματισμού, μιας ομάδας συνδικαλιστριών και μιας οργάνωσης γυναικείας αλληλοβοήθειας. Συμμετείχε επίσης σε εκστρατείες για τη δημιουργία βρεφονηπιακών σταθμών και νηπιαγωγείων, σε ομάδες μελέτης και μαθήματα αυτοπεποίθησης
661
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·662
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
662
των γυναικών, στο μηνιαίο δελτίο των γυναικών του Ντέρι, ενώ είχε και επαφές με το Σιν Φέιν και τις Επιτροπές Δράσης Συγγενών των Κρατουμένων, από μια ανεξάρτητη φεμινιστική σκοπιά.63 Το παράδειγμα αυτό δείχνει ότι, μέχρι τη δεκαετία του 1980, ο φεμινισμός δεν είχε «μεταμορφώσει την κοινωνία», αλλά ο ουτοπισμός του κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών –η «άγρια επιθυμία του»– είχε αναπροσδιορίσει «το στό64 χο αλλά και την ίδια την εννοιολόγηση της πολιτικής». Καθώς η πολιτική ζωή στρεφόταν προς τα δεξιά, η επανεννοιολόγηση γινόταν όλο και περισσότερο αισθητή στις ιδιωτικές ζώνες –στις προσωπικές σχέσεις, στις μικρές ομάδες, στους εναλλακτικούς χώρους, στη δημιουργία μιας νέας κουλτούρας, μακριά από το κράτος και τα κόμματα, μολονότι εξακολουθούσε να στηρίζεται στις ευρύτερες δομικές αλλαγές στην απασχόληση, στις κοινωνικές πολιτικές, στην εκπαίδευση, στη δημόσια υγεία, στην οικογενειακή οργάνωση και τη λαϊκή κουλτούρα και να διαμορφώνεται απ’ όλα αυτά. Η επιχειρηματολογία του κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών συνδεόταν άμεσα με το πώς μπορούμε να χειριστούμε τις αλλαγές αυτές – «ώστε να ξανασκεφτούμε τα ζητήματα της εργασίας και του χρόνου, τις κοινωνικές μορφές της τεχνολογίας, τη χρήση και την κατανομή των πόρων και της εξουσίας, 65 το ρόλο του κράτους, την ανατροφή και την εκπαίδευση των παιδιών». Η επιμονή του φεμινισμού στη σχέση της πολιτικής με την καθημερινότητα των ανθρώπων, στη σημασία της σεξουαλικότητας, στη διασύνδεση σωματικού και πνευματικού, στις απολαύσεις μάλλον παρά στις πειθαρχίες, στην κατανάλωση παρά στη στην παραγωγή, άλλαξε ριζικά τους τρόπους που σκεφτόμαστε την πολιτική αλλαγή, διευρύνοντας τις αντιλήψεις της Αριστεράς για το τι περιλαμβάνει η κατηγορία της πολιτικής. Η ιδέα ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό» έδωσε στην ατομική αυτονομία νέα νοήματα. Επανέφερε με εντελώς διαφορετικούς τρόπους τις αρχές της ισότητας και της δημοκρατίας στις ανθρώπινες σχέσεις. Επιβεβαιώνοντας και συγχρόνως αναδιατυπώνοντας τους ιστορικούς στόχους του φεμινισμού για την ισότητα και την απελευθέρωση των γυναικών, το νέο γυναικείο κίνημα εξασφάλισε επίσης αξιοσημείωτη παρουσία στα δημόσια πράγματα. Νωρίτερα, λειτουργώντας σαν εμπροσθοφυλακή του κινήματος για τις δημοκρατικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, το 1917-21 και το 1945-47, τα σοσιαλιστικά και τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν φέρει τα αιτήματα των γυναικών στο πολιτικό προσκήνιο. Ωστόσο η ισότητα των αστικών και των πολιτικών δικαιωμάτων διακυβευόταν διαρκώς και υπονομευόταν από τα συστήματα οικονομικών διακρίσεων αφενός σε βάρος των γυναικών, που παρέμεναν ακλόνητα, και αφετέρου των καινοτομιών του κράτους πρόνοιας, οι κυρίαρχες ματερναλιστικές προκα-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·663
Ο ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
ταλήψεις του οποίου καταδίκαζαν τις γυναίκες σε μια θέση υποταγής και εξάρτησης. Οποτεδήποτε η σοσιαλιστική Αριστερά έφτανε κοντά στην κατάκτηση της εξουσίας, οι καθιερωμένες ανδροκρατικές νόρμες υπερίσχυαν πάντοτε, χωρίς καμία εξαίρεση, από τα επιβλητικά οικοδομήματα του δημοτικού σοσιαλισμού της δεκαετίας του 1920 και τα Λαϊκά Μέτωπα ώς τις μεταρρυθμιστικές σοσιαλδημοκρατίες μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Σε όλη την περίοδο αυτή και από τη στιγμή που κατακτιόταν το δικαίωμα της ψήφου, οι φεμινισμοί έρχονταν αντιμέτωποι με τους ίδιους κυρίαρχους περιορισμούς: η μητρότητα ήταν το πρέπον θεμέλιο για τη διεκδίκηση των πολιτικών δικαιωμάτων, και η οικογένεια το κύριο στοιχείο αναφοράς της πολιτικής ταυτότητας των γυναικών. Το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών κατάφερε να σπάσει το σιδερένιο αυτό κέλυφος. Μέσα απ’ όλη την οργή και τις ταραχές των πρωτοπόρων αυτών χρόνων, οι κινητοποιήσεις των γυναικών ξεκίνησαν με τις θαρραλέες και αποφασιστικές ενέργειες μικρών ομάδων αλλά σιγά σιγά διευρύνθηκαν ώσπου έγιναν μαζικές εκστρατείες για τα μεγάλα γυναικεία ζητήματα, όπως η σεξουαλικότητα, το δικαίωμα στον έλεγχο της αναπαραγωγής, η ασφάλεια και η υγεία. Πρώτα θρυμματίστηκαν οι καθιερωμένες πολιτικές ατζέντες των κυρίαρχων πολιτικών σχηματισμών, αλλά έπειτα ανασυντέθηκαν άνισα σε μόνιμη βάση. Για πρώτη φορά, στο κέντρο αυτής της φεμινιστικής πολιτικής διαδικασίας βρέθηκε η απερίφραστη κριτική της οικογένειας. Μεταθέτοντας το κέντρο βάρους της απελευθέρωσης των γυναικών στη σημασία που έχει η οικογένεια για τη συγκρότηση της προσωπικότητας, το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών «άνοιξε» ένα πεδίο, όπου τα ζητήματα της σεξουαλικότητας, της ανατροφής των παιδιών, των έμφυλων διακρίσεων στους τόπους δουλειάς, των ιδεολογιών του οικογενειακού μισθού, της ποδηγέτησης των κοριτσιών στους «γυναικείους» δρόμους στο σχολείο και στη δουλειά και της γενικής ανδροκρατικής αντίληψης που διέπνεε τη δημόσια σφαίρα, αντιμετωπίζονταν με νέους τρόπους. Οι φεμινίστριες υποχρέωσαν την Αριστερά να αναθεωρήσει τις απόψεις της σχετικά με τις συντεταγμένες της δημοκρατίας και της καλής ζωής. Εφεξής, η πολιτική δεν θα κρινόταν μόνο από τη εισφορά της στην εξασφάλιση των στοιχειωδών κοινωνικών αγαθών, όσο ζωτικής σημασίας και να ήταν αυτά, αλλά και από το ρόλο της στη διαιώνιση ή στην αλλαγή των έμφυλων σχέσεων. Δεδομένης της κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας, της αποτυχίας του ευρωκομμουνισμού, της μεταβαλλόμενης σύνθεσης των τάξεων και της ανατροπής των μεταπολεμικών διευθετήσεων, το πώς θα επηρεαζόταν η πολιτική των αριστερών κομμάτων δεν μπορούσε να προσδιοριστεί επακριβώς. Η δύναμη των εξελίξεων αυτών, οι
663
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·664
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
οποίες υποχρέωσαν την Αριστερά να περάσει στην άμυνα ολόκληρη τη δεκαετία του 1980, περιόρισε τις διαφορετικές συνέπειες των συγκρούσεων μέσα στο φεμινιστικό κίνημα. Παρότι το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών δεν βρισκόταν πια στην εποχή της ακμής του, οι φεμινίστριες βρήκαν τρόπους να συνεργαστούν μεταξύ τους και να ενταχθούν στο ευρύτερο πλαίσιο της Αριστεράς. Η άνοδος της Δεξιάς –ο θατσερισμός στη Βρετανία, η χριστιανοδημοκρατία του καγκελαρίου Κολ στη Δυτική Γερμανία, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και το σοσιαλιστικό κόμμα του Μπετίνο Κράξι (Bettino Craxi) στην Ιταλία και η ποικιλόμορφη ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην Ευρώπη– έκαναν επιτακτική την κοινή δράση και την υπέρβαση των διαφορών. Η άνοδος του νέου Ψυχρού Πολέμου, η απειλή του πυρηνικού ολέθρου και η αυξανόμενη συνειδητοποίηση της επαπειλούμενης παγκόσμιας οικολογικής καταστροφής έδωσαν ώθηση στη σύγκλιση των διαφόρων συνιστωσών του φεμινιστικού κινήματος μέσα στην Αριστερά. Το διεθνές ειρηνιστικό κίνημα και η άνοδος των Πρασίνων διαμόρφωσαν το έδαφος για τη συγκρότηση νέων συμμαχιών στην πράξη.
664
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·665
∫∂º∞§∞π√ 23
∫√π¡ø¡π∫∏ Δ∞•∏ ∫∞π ∂ƒ°∞Δπ∫∏ ¶√§πΔπ∫∏
Α
ΠΟ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1860 μέχρι και το τελευταίο τρίτο του 20ού αιώνα, η δε-
σπόζουσα θέση της εργατικής τάξης ήταν ένα απαράκαμπτο αξίωμα της σοσιαλιστικής σκέψης. Στηριζόταν αφενός στα πραγματικά κινήματα και αφετέρου στις οραματικές κοινωνικές της αντιλήψεις –στην άνοδο των εργατικών κινημάτων και την πίστη στην εργατική τάξη ως βασικό υποκείμενο της ιστορίας, ως απαραίτητο συλλογικό υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής και προόδου. Ανατρέχοντας στον Μαρξ και τον Ένγκελς, στις απαρχές του συνδικαλιστικού κινήματος και τη συγκρότηση των σοσιαλιστικών κομμάτων, η διαλεκτική αυτή σχέση κινήματος και αναπαράστασής του προσδιόρισε τις δημοκρατικές προοπτικές της Ευρώπης. Η ταξική πολιτική αποτελούσε μια σταθερά του τρόπου που αυτοπροσδιοριζόταν η Αριστερά. Η συλλογική δράση της εργατικής τάξης ήταν ο κοινωνικοπολιτικός άξονας αναφοράς των αριστερών αντιλήψεων και κεντρική στην κοινωνιολογία των κομμουνιστικών και των σοσιαλιστικών κομμάτων. Το ίδιο ίσχυε και για τα συνδικάτα ως κινητήρια δύναμη της προοδευτικής κοινωνικής αλλαγής. Αποφασιστικής σημασίας για τη λαϊκή βάση της Αριστεράς, έπαιξε βασικό ρόλο στην εικονογραφία και το κοινωνικό τοπίο που ιχνογραφούσε η δημοκρατική φαντασία περίπου για έναν αιώνα μετά το 1860. Το διαρκώς αυξανόμενο μέγεθος εργατικής τάξης και η ολοένα πιο έντονη εκμετάλλευσή της θα εξασφάλιζε μακροπρόθεσμα στα αριστερά κόμματα την πολιτική επιτυχία. Πριν από το 1914, αυτό μεταφραζόταν στον εξελικτικιστικό ντετερμινισμό, δηλαδή στον αυτοματικό μαρξισμό της Δεύτερης Διεθνούς, σύμφωνα με τον οποίο η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος θα καθιστούσε τους εργάτες συντριπτικά πλειοψηφούσα τάξη της κοινωνίας και, ως εκ τούτου, στο καθεστώς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αστείρευτη πηγή ενίσχυσης των σοσιαλιστών. Η επαναστατική συγκυρία του 1917 έπληξε δραματικά αυτή την πίστη στη νομοτελειακή κίνηση της ιστορίας, αλλά από το 1930 και εφεξής η αντίληψη αυτή επανέκαμψε με τη διπλή μορφή της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού. Μετά το 1945, τα κομμουνιστικά κόμματα κράτησαν ζωντανές τις ιδέες για την πόλωση της
665
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·666
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
κοινωνίας και την εξαθλίωση του προλεταριάτου, αλλά η επιρροή τους ήταν αντιστρόφως ανάλογη της αύξουσας ευημερίας των καπιταλιστικών κοινωνιών. Αντιθέτως, οι σοσιαλδημοκράτες υιοθέτησαν με ρεαλισμό την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων μέσα στο πλαίσιο ενός σταθεροποιημένου καπιταλισμού. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η εργατική τάξη παρέμενε το σταθερό σημείο αναφοράς.
Η εργατική τάξη σε παρακμή;
∞πό τη δεκαετία του 1960 και εφεξής, οι ακλόνητες αντιλήψεις για τον πρωταγωνι-
666
στικό ρόλο της εργατικής τάξης τέθηκαν υπό αμφισβήτηση. Στο μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου, το βιομηχανικό προλεταριάτο αυξανόταν συνεχώς μέχρι και τη δεκαετία του 1950, αλλά στη συνέχεια άρχισε να συρρικνώνεται. Σε 11 δυτικοευρωπαϊκές χώρες, ο αριθμός των απασχολουμένων στη βιομηχανία στις αρχές της δεκαετίας του 1950 κυμαινόταν από το 50% στη Βρετανία και το Βέλγιο μέχρι το 25,1% στην Ισπανία. Η Δυτική Γερμανία και η Σουηδία βρίσκονταν κοντά στην κορυφή και η Ιταλία κοντά στη βάση, ενώ χώρες, όπως η Αυστρία, η Δανία, η Γαλλία, η Ολλανδία και η Νορβηγία, βρίσκονταν στο ενδιάμεσο. Μετά το 1973-74, η μείωση του αριθμού των βιομηχανικών εργατών ήταν ραγδαία. Στη Βρετανία, λόγου χάρη, το ποσοστό τους μειώθηκε από 49,2% σε 30,2% μέχρι το 1987· στο Βέλγιο, από 48,3% σε 28,7%· στη Νορβηγία από 36,5% σε 26,5% και στη Σουηδία από 40,6% σε 30,2%.1 Το ίδιο πάνω-κάτω παρατηρήθηκε και στο χώρο της μεταποίησης. Στο διάστημα 1970-93, ο κλάδος αυτός γνώρισε καθίζηση στη Βρετανία, φτάνοντας από το εντυπωσιακό 32,4% του συνόλου της απασχόλησης στο μάλλον ισχνό 18,9%· στο Βέλγιο, η πτώση ήταν περίπου της ιδίας τάξης (από 32,1% σε 17,7%)· στη Νορβηγία, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 26,7% και 14,3%, ενώ στη Σουηδία 28,3% και 16,8%. Ακόμη και ισχυρές οικονομίες, όπως της Γερμανίας και της Αυστρίας, παρουσίασαν ανάλογα σημάδια, ενώ στην Ιταλία, που βρισκόταν σε φάση βιομηχανικής επέκτασης, η απασχόληση στη βιομηχανία υποχώρησε από το 31,1% στο 19,8%. Μόνο στις αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ελλάδας και της Πορτογαλίας, τα επίπεδα απασχόλησης στη βιομηχανία διατηρήθηκαν ώς ένα βαθμό.2 Ταυτοχρόνως, συνέβησαν και άλλες αλλαγές. Η απασχόληση στον αγροτικό τομέα συρρικνώθηκε δραματικά και μέχρι τη δεκαετία του 1980 οι αγρότες εξωθήθηκαν στην περιφέρεια της Ευρώπης. Την ίδια περίοδο, οι υπηρεσίες επεκτείνονταν διαρκώς. Λεγεώνες εργαζομένων οδηγήθηκαν στο εμπόριο και στα γραφεία, με συνέπεια να πολλαπλασιαστούν οι θέσεις στη διοίκηση, στην έρευνα, στην εκ-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·667
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
παίδευση και τις επικοινωνίες, στον δημόσιο τομέα που διευρύνθηκε μαζικά. Στη Σουηδία, λόγου χάρη, τόσο οι υπηρεσίες όσο και η βιομηχανία αυξήθηκαν ελαφρά στη δεκαετία του 1950, αλλά την εικοσαετία 1960-80 στις μεν υπηρεσίες η απασχόληση εκτινάχθηκε στο 61% του συνόλου, ενώ στη βιομηχανία συρρικνώθηκε στο 34%. Κάτι ανάλογο έγινε και στη Δανία: ενώ οι δύο αυτοί τομείς ενισχύθηκαν μέτρια τη δεκαετία του 1950, στη συνέχεια οι υπηρεσίες ξεπέρασαν πολύ τη βιομηχανία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Αυστρίας: η απασχόληση στον τριτογενή τομέα βρισκόταν γύρω στο 30% ολόκληρη τη δεκαετία του 1950, ενώ και η βιομηχανία αυξήθηκε από το 37% στο 46%· ωστόσο οι αναλογίες αντιστράφηκαν τη δεκαετία του 1980, με τις υπηρεσίες να σκαρφαλώνουν στο 54% και τη βιομηχανία να πέφτει στο 37%. Με μικρές μόνο παραλλαγές, το μοντέλο αυτό ανάπτυξης ήταν καθολικό. Όσο πιο αναπτυγμένος ήταν ο καπιταλισμός σε μια χώρα τόσο μεγαλύτερες οι δομικές αλλαγές. 3 Τούτη η ταυτόχρονη μεταμόρφωση είχε σοβαρές συνέπειες. Πρώτον, οι καπιταλιστικές οικονομίες απεκβιομηχανίστηκαν, καθώς «παλιοί» βιομηχανικοί τομείς, όπως τα ανθρακωρυχεία, η σιδηρουργία και η χαλυβουργία, οι σιδηρόδρομοι, τα ναυπηγεία, η υφαντουργία, ο δεξαμενισμός πλοίων και η κατασκευή εργαλειομηχανών παρήκμασαν, ενώ «νεότεροι», όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, επίσης δραπέτευσαν. Δεύτερον, παρά την ανάπτυξη νέων βιομηχανικών δραστηριοτήτων υψηλής τεχνολογίας, όπως οι υπολογιστές, η φαρμακοβιομηχανία, τα ηλεκτρονικά και η αεροδιαστημική βιομηχανία, ο συντριπτικά μεγαλύτερος αριθμός θέσεων εργασίας δημιουργήθηκε στον τριτογενή τομέα και πιο συγκεκριμένα στους χώρους της διατροφής και εστίασης, της υγείας και της πληροφορικής. Τρίτον, αυτός ο νέος τύπος εργασίας –μερικής απασχόλησης, απροστάτευτη και ανασφαλής, χωρίς συνδικαλισμό και με χαμηλές αμοιβές και φυλακισμένη σε περιορισμένα γεωγραφικά όρια– βρισκόταν εκτός της εδραιωμένης επιρροής του εργατικού κινήματος και της κουλτούρας των θεσμών του. Τέταρτον, η διείσδυση των γυναικών σε αυτές τις νέες αγορές εργασίας ήταν τεράστια, μόνο που οι περισσότερες δουλειές 4 για γυναίκες ήταν μερικής απασχόλησης. Τέλος, «οι κοινοτικές, κοινωνικές και προσωπικές υπηρεσίες» αυξήθηκαν με μεγάλη ταχύτητα, συμπεριλαμβάνοντας και όσους απασχολούνταν στο κράτος πρόνοιας. Μετά το 1960, ο συγκεκριμένος αυτός τομέας αναπτύχθηκε ραγδαία σε όλες τις χώρες. Το 1992 μάλιστα στην Ολλανδία και τις σκανδιναβικές χώρες έφτασε να καλύπτει το 31-38% του συνό5 λου των θέσεων εργασίας. Δραματικό ήταν το παράδειγμα της Βρετανίας.6 Η κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ (Margaret Thatcher), η οποία εκλέχτηκε το 1979, ευνόησε με άφρονα τρό-
667
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·668
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
668
πο την απεκβιομηχάνιση της χώρας της. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, το μερίδιο της βιομηχανίας στο σύνολο της απασχόλησης καταβαραθρώθηκε, πέφτοντας στο 34%. Την πενταετία 1978-1983 χάθηκαν 179.000 θέσεις εργασίας στην αυτοκινητοβιομηχανία, 173.000 στην υφαντουργία, 110.000 στη σιδηρουργία και χαλυβουργία, 51.000 στα ανθρακωρυχεία, 42.000 στα ναυπηγεία και 23.000 στην παραγωγή εργαλειομηχανών. Ακόμη και σε αναπτυσσόμενους βιομηχανικούς τομείς, η αιμορραγία δεν ήταν διόλου ασήμαντη: 25.000 θέσεις εργασίας χάθηκαν στις μηχανοκατασκευές, 21.000 στην αεροναυπηγική και 11.000 στην κατασκευή ηλεκτρονικών ειδών. Πάνω από το 28% των βιομηχανικών θέσεων εργασίας χάθηκε στη βόρεια Αγγλία, στην Ουαλία, στη Βόρεια Ιρλανδία και την κεντροδυτική Αγγλία· στη Σκοτία και τις άλλες βόρειες περιοχές το 23% με 27%, ενώ στην κεντροανατολική Αγγλία, στην περιοχή του Λονδίνου και τη νοτιοδυτική χώρα το 18%-21%. Ο αριθμός των εργαζομένων στη σιδηρουργία και τη χαλυβουργία μειώθηκε από 300.000 το 1974 σε 183.000 το 1983· στην αυτοκινητοβιομηχανία, από 500.000 σε 290.000. Όσο για τα ανθρακωρυχεία, αυτά κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν: ο βιομηχανικός αυτός τομέας άρχισε να εξορθολογίζεται και να συρρικνώνεται μετά την εθνικοποίησή του, το 1947, με αποτέλεσμα ο αριθμός των ανθρακωρύχων από 690.000 τη δεκαετία του 1950 να πέσει στους 287.000 είκοσι χρόνια αργότερα, ενώ το 1989 δεν ξεπερνούσε τους 60.000. Στη Βρετανία βλέπουμε επίσης χαρακτηριστικά τη ραγδαία ανάπτυξη των υπηρεσιών. Αν η απασχόληση συρρικνώθηκε στη βιομηχανία από το 49% στο 34% την εικοσαετία 1963-1983, στις υπηρεσίες αυξήθηκε από το 48% στο 64%. Το 1971-83 χάθηκαν 2,2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη βιομηχανία, αλλά δημιουργήθηκαν 1,7 εκατομμύρια στον τριτογενή τομέα, κυρίως στον τουρισμό, στην εστίαση, στην υγεία και την εκπαίδευση. Η αγορά εργασίας στη Βρετανία αποδομήθηκε με βάναυσο και αδέξιο τρόπο, και με κοινωνικό κόστος πραγματικά τεράστιο. Αλλά και ο τριτογενής τομέας δέχτηκε σοβαρά πλήγματα μετά το 1979. Η απασχόληση στον δημόσιο τομέα, και συγκεκριμένα στις υπηρεσίες του κοινωνικού κράτους, έμεινε στάσιμη. Από το 1971 μέχρι το 1981 οι επιθετικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες μείωσαν το ποσοστό των απασχολουμένων στο δημόσιο από το 27,3 στο 23,7% της συνολικής απασχόλησης, προτού αυτό ανακάμψει ελαφρά στο 25,5% το 1992. Οι περισσότερες θέσεις στις υπηρεσίες έγιναν μερικής απασχόλησης και κατελήφθησαν από γυναίκες. Οι ανισότητες ανάμεσα στις περιοχές της χώρας εντάθηκαν, με τις ευκαιρίες να συγκεντρώνονται στο Λονδίνο και την εχθρότητα να αυξάνει δραματικά ανάμεσα στον εύπορο νότο και τις ερημωμένες βιομηχανικές περιοχές του βορρά. Καμιά θέση εργασίας δεν δημιουργήθηκε εκεί που χρειαζόταν περισσότερο.
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·669
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Έτσι, η μετατόπιση από την ειδικευμένη βιομηχανική εργασία προς τις υπηρεσίες του τριτογενούς τομέα έφερε και άλλες αλλαγές – προτίμηση των γυναικών έναντι των αντρών, μερική απασχόληση, αυξημένη ανεργία, ακραία χάσματα ανάμεσα στις περιοχές, νέες βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας στηριγμένες στην πληροφορική και βεβαίως, κατάρρευση του παλιού βιομηχανικού πυρήνα της οικονομίας. Η απεκβιομηχάνιση άλλαξε ριζικά το χάρτη της καπιταλιστικής οικονομίας. Η απομάκρυνση της βιομηχανίας από τα αστικά κέντρα χρονολογούνταν από την περίοδο 1939-1945, αλλά τώρα γενικεύτηκε. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, το 40%-60% των βιομηχανιών εγκατέλειψε τις πόλεις μεταξύ του 1951 και του 1976. Ως τη δεκαετία του 1980 οι μεγάλες αστικές συσσωματώσεις, όπως Κλάιντσαϊντ, το Τάινσαϊντ, το Τίσαϊντ, το Λίβερπουλ, το Μάντσεστερ, το Λιντς-Μπράντφορντ καθώς και το ανατολικό και νότιο Λονδίνο απεκβιομηχανίστηκαν πλήρως. Αντίθετα, η ύπαιθρος ωφελήθηκε. Την εικοσαετία 1960-1981, οι θέσεις απασχόλησης στις βιομηχανίες των αγροτικών περιοχών αυξήθηκαν κατά 24%. Αλλά στο Λονδίνο και στις άλλες μεγάλες ή και μικρότερες πόλεις, η παρακμή της βιομηχανίας ήταν έντονη. Ολοφάνερα πολλές όψεις του κλασικού μοντέλου βιομηχανικής ανάπτυξης έπνεαν τα λοίσθια. Πρώτα πρώτα, σε παρακμή βρίσκονταν πολλές μητροπόλεις, με τις παραδοσιακές μαζικές αγορές τους, την πολυτελή κατανάλωση και τις εξειδικευμένες κατασκευαστικές μονάδες τους, μαζί με τις ευρύτερες υποδομές τους στους τομείς των κατασκευών, των μεταφορών και των επικοινωνιών. Το ίδιο συνέβαινε και με τα μεγάλα λιμάνια με τις αποβάθρες τους, τα ναυπηγεία, τη ναυτιλία και όλες τις βοηθητικές βιομηχανίες που είχαν αναπτυχθεί παλιότερα με άξονες το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο. Άλλα αστικά βιομηχανικά κέντρα, που είχαν γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη τον 19ο αιώνα χάρη στα ανθρακωρυχεία, τους σιδηροδρόμους, τα χαλυβουργικά και υφαντουργικά συγκροτήματα και τις μεγάλες μονάδες βαριάς και εξειδικευμένης ελαφριάς βιομηχανίας, μπήκαν σε φάση αποσύνθεσης. Τέλος, έχουμε και το «φορντικό» μοντέλο της μαζικής παραγωγής, το οποίο σφράγισε τα χρόνια 1930-1960 με τα τερατώδη εργοστάσιά του και τις μεγάλες «εταιρικές» πόλεις που αναπτύσσονταν γύρω από αυτά, πάντοτε με κρατική στήριξη. Ο φορντισμός είχε χρησιμοποιήσει νέες τεχνολογίες στηριγμένες στο πετρέλαιο και τον ηλεκτρισμό μάλλον παρά στο κάρβουνο και τον ατμό, καθώς και στρατούς ολόκληρους ημιειδικευμένων και ανειδίκευτων εργατών και επίσης βέβαια μια εργασιακή διαδικασία με επίκεντρο τις περιβόητες γραμμές συναρ7 μολόγησης. Αλλά κι αυτός βρισκόταν τώρα σε παρακμή. 669
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·670
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Τα συνδικάτα και η κρίση του κορπορατισμού
670
°ια να συλλάβουμε τις πολιτικές συνέπειες των εξελίξεων αυτών πρέπει να δούμε πώς άλλαξε η θέση των συνδικάτων. Στη διάρκεια της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης μετά την ύφεση του 1973, οι διάφορες μορφές που πήρε ο κορπορατισμός επηρέασαν σημαντικά το μέλλον της Αριστεράς. Εκεί όπου τα συνδικάτα ήταν αδύναμα, όπως στην Ιταλία και τη Γαλλία, ο κορπορατισμός ήταν ιδιαίτερα κρατικιστικός, ενώνοντας κράτος και εργοδοσία και αποκλείοντας την οργανωμένη εργασία. Στη Δυτική Γερμανία, στην Αυστρία και τις σκανδιναβικές χώρες, αντίθετα, που είχαν πυκνότερα και ισχυρότερα οργανωμένα συνδικάτα, το εργατικό κίνημα συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του ισχύοντος συστήματος. Μετά το 1973 οι μεταπολεμικές διευθετήσεις επιβίωσαν ευκολότερα στις χώρες με ισχυρή κορπορατιστική παρουσία του εργατικού κινήματος. Η Βρετανία αποτέλεσε μια ενδιάμεση περίπτωση, με ιδιαίτερα ισχυρά συνδικάτα ικανά να προκαλούν πολιτι8 κές κρίσεις, ενάντια στα οποία οργανώθηκε μια βίαιη αντικεϊνσιανή αντίδραση. Μετά την ήττα των Εργατικών στις εκλογές του 1951, οι συντηρητικές κυβερνήσεις ακολούθησαν πραγματιστικά μια κορπορατιστική πολιτική συμφιλίωσης. Εμβληματική μορφή της περιόδου αυτής ήταν ο Συντηρητικός Ρ.Α. Μπάτλερ (R.A. Butler): το όνομά του ενώθηκε με εκείνο του ηγέτη των Εργατικών Χιου 9 Γκέιτσκελ (Hugh Gaitskell) στον όρο Butskellism, υποκοριστικό της συναίνεσης. Με παρόμοιο τρόπο, ο Ιέιν Μακλίοντ (Iain Macleod), υπουργός διαδοχικά Υγείας, Εργασίας και Αποικιών το 1952-61, επίσης διατήρησε ζωτικές συνέχειες με την πριν από το 1951 εποχή. Τερμάτιζε τις απεργίες παίρνοντας πρωτοβουλίες συμφιλίωσης και αντιμετώπιζε τους συνδικαλιστές ως υπεύθυνους μετόχους στην εθνική προσπάθεια οικονομικής ανάπτυξης. Αλλά και τα μεγάλα συνδικάτα ελέγχονταν από αμείλικτες δεξιόστροφες ολιγαρχίες, που αστυνόμευαν πρόθυμα τα μέλη τους, έψαλλαν ασταμάτητα τα αντικομμουνιστικά τους τροπάρια και έπνιγαν ανελέητα κάθε διαφωνία καλλιεργώντας μια οικονομιστική κουλτούρα κονφορμισμού και μισθολογικών αυξήσεων. Τα πράγματα άλλαξαν μόνο όταν η αγωνιστικότητα της βάσης έσπασε αυτό τον κλοιό. Οι απεργίες υπερδιπλασιάστηκαν στο διάστημα 1963-1970, καθώς η πρωτοβουλία πέρασε από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες και τους επαγγελματίες συνδικαλιστές στους εκπροσώπους των απλών εργατών. Την περίοδο 1961-78, ο αριθμός των εκπροσώπων της βάσης (shop stewards) στη Βρετανία εκτινάχθηκε από 90.000 σε 250.000, ενώ επεκτάθηκαν μαζικά και τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα: τα μέλη της Εθνικής Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων (NUPE) αυξήθηκαν από 200.000 σε 700.000, ενώ εκείνα της Ένωσης Υπαλλήλων Δημοσίου και Τοπικής
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·671
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Αυτοδιοίκησης (NALGO) από 274.000 έφτασαν τα 782.000. Στον τομέα της υγείας, ο αριθμός των συνδικαλισμένων εργατών μέσα σε μια δεκαετία σε 1,3 εκατομμύρια από μόλις 370.000, ενώ το ποσοστό τους στο σύνολο των εργαζόμενων πέρασε από το 34% στο 74%. Η εξέλιξη αυτή ανέτρεψε τις προηγούμενες διευθετήσεις που στηρίζονταν στους μετριοπαθείς αλλά ταξικά συνειδητοποιημένους και πιστούς στο Εργατικό Κόμμα συνδικαλιστές ηγέτες των κλασικών βιομηχανιών. Οι εκπρόσωποι της βάσης κλόνισαν τις παγιωμένες σχέσεις των συνδικαλιστών ηγεσιών με τα απλά μέλη, εστιάζοντας στο τοπικό επίπεδο τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις και τις αποφασιστικές διαπραγματεύσεις. Ταυτόχρονα, ο συνδικαλισμός του δημόσιου τομέα αύξησε τις υποχρεώσεις του κράτους ως εργοδότη. Σε απάντηση, οι Εργατικές κυβερνήσεις των ετών 1964-70 και 1974-79 επιχείρησαν να ενισχύσουν τον κορπορατισμό σε εθνικό επίπεδο, ποντάροντας πολιτικά στη συγκεντρω10 τική εξουσία της τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής ομοσπονδίας (TUC). Αυτός ο κορπορατισμός επιδίωκε μια εισοδηματική πολιτική που θα είχε τη συναίνεση του TUC. Η αποτυχία αυτής της προσπάθειας οδήγησε στο Νόμο περί Τιμών και Εισοδημάτων του 1966 που αντικαθιστούσε τη συναίνεση με τη θεσμική επιβολή του κράτους. Αλλά και αυτός άρχισε να καταρρέει το 1967. Οι άγριες απεργίες συνεχίστηκαν, ώσπου η εξέγερση των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, που ζητούσαν αυξήσεις, έθαψε τελικά και την πολιτική αυτή. Το 1969 τα συνδικάτα επίσης τσάκισαν μια πρόταση νομοθετικής ρύθμισης των απεργιών, η οποία είχε προκαλέσει το διχασμό των Εργατικών. Μετά από ένα διάλειμμα συντηρητικών κυβερνήσεων το 1970-74, οι οποίες με την αποτυχία τους έκαναν ακόμη μεγαλύτερο το διακύβευμα, οι νέες Εργατικές κυβερνήσεις του Χάρολντ Γουίλσον (Harold Wilson) και του Τζέιμς Κάλαχαν (James Callaghan) προσπάθησαν ξανά να εξασφαλίσουν τη συνεργασία των συνδικάτων, τούτη τη φορά μέσω του «Κοινωνικού Συμβολαίου», αρχιτέκτονας του οποίου ήταν ο ηγέτης του Γενικού Συνδικάτου 11 Εργατών Μεταφορών (TGWU) Τζακ Τζόουνς (Jack Jones). Το Κοινωνικό Συμβόλαιο πρότεινε τη συγκράτηση των μισθών σε τέσσερα στάδια. Στο πρώτο θα δινόταν ένα ορισμένο ποσό σε όλους τους εργαζομένους, πράγμα που ευνοούσε τους χαμηλόμισθους, ενώ από το τρίτο στάδιο οι αυξήσεις θα ξανάρχιζαν να δίνονται σε ποσοστά του μισθού. Τα συνδικάτα τήρησαν τη συμφωνία αυτή, αλλά τον Ιούλιο του 1978, στο τέταρτο στάδιο, η κυβέρνηση όρισε ένα εξωπραγματικά χαμηλό ποσοστό αύξησης, δηλαδή 5%, που ήταν πολύ κατώτερο από τον πληθωρισμό. Οι εργάτες της Ford ανέτρεψαν πρώτοι την πολιτική αυτή με μια απεργία που κράτησε δύο ολόκληρους μήνες και τον Νοέμβριο του 1978 απέσπασε αύξηση 16,5% για όλους τους εργαζομένους στην εταιρεία. Ακο-
671
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·672
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
672
λούθησε η απεργία των φορτηγατζήδων, οι οποίοι πέτυχαν αυξήσεις 17-20%. Τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα αντέδρασαν και αυτά δυναμικά με μια μονοήμερη γενική απεργία, που την ακολούθησαν πολλές άλλες –των νοσοκόμων, των οδοκαθαριστών, των δημόσιων υπαλλήλων, των νεκροθαφτών και άλλων–, με αποτέλεσμα οι απεργοί να χάσουν την υποστήριξη του κοινού. Τελικά ο «χειμώνας της δυσαρέσκειας» έριξε την κυβέρνηση Κάλαχαν: οι Εργατικοί έχασαν τις επόμενες εκλογές, τον Μάιο του 1979, και οι Συντηρητικοί κράτησαν την κυβέρνηση τα επόμενα δεκαοχτώ χρόνια. Η αποτυχία των Εργατικών οφειλόταν στο ότι δεν έδωσαν πολιτικά ανταλλάγματα στους εργαζομένους. Μια εισοδηματική πολιτική λιτότητας που δεν αντισταθμίζεται από πολιτικές παραχωρήσεις προς τους εργαζομένους δεν σημαίνει τίποτε άλλο από μια τιμωρητική πολιτική περιορισμού των πραγματικών μισθών. Δύο δεκαετίες νωρίτερα, ο προκάτοχος του Τζόουνς στην ηγεσία του TGWU, ο Φρανκ Κάζενς (Frank Cousins), ο οποίος είχε αντικαταστήσει το 1956 τον ωμά δεξιό Άρθουρ Ντίκιν (Arthur Deakin), είχε δηλώσει καθαρά ότι η συνεργασία με την κυβέρνηση απαιτεί μέτρα που να προωθούν το σοσιαλισμό: «όταν θα έχουμε κατακτήσει μια σοσιαλιστική κυβέρνηση και μια αρκετά σχεδιασμένη οικονομία, τότε, αν χρειαστεί να πω στα μέλη μας “Τώρα πρέπει να δείξουμε αυτοσυγκράτηση!”, θα 12 το πω. Και μάλιστα θα το εννοώ!». Το Κοινωνικό Συμβόλαιο ανταποκρινόταν σε αυτό το κριτήριο. Προέβλεπε την κατάργηση του πρόσφατου Νόμου περί Εργασιακών Σχέσεων του συντηρητικού πρωθυπουργού Χιθ (Edward Heath), ενίσχυε τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και προωθούσε τον εκδημοκρατισμό της οικονομίας. Επιπλέον προϋπέθετε την εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού κεϊνσιανισμού με ελέγχους τιμών, αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, επέκταση των εθνικοποιήσεων, άσκηση ελέγχου στο κεφάλαιο, ενίσχυση του κράτους προνοίας, επιδότηση των δημόσιων μεταφορικών μέσων και των τιμών των τροφίμων, ενίσχυση των δημόσιων προγραμμάτων στέγασης, βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών, αναδιανεμητική κοινωνική δικαιοσύνη και ευνοϊκή μεταχείριση των συνταξιούχων και των χαμηλόμισθων. Ο Τζακ Τζόουνς στήριξε το πρόγραμμα αυτό, εμπλουτίζοντας την «Εναλλακτική Οικονομική Στρατηγική» με πολύτιμες δόσεις κοινωνικού ιδεαλισμού και 13 ηθικής ορμής. Ωστόσο η κυβέρνηση των Εργατικών σε όλα αυτά δεν έβλεπε παρά μόνο εργαλεία για τη διαχείριση της κρίσης. Δεν δέχτηκε ποτέ τον Τζόουνς στα κυβερνητικά συμβούλια ενώ, μετά το δημοψήφισμα για την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα τον Ιούνιο του 1975 και την οικονομική κρίση που οδήγησε στην προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τον Δεκέμβριο του 1976, η
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·673
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
αριστερή πτέρυγα του κόμματος περιθωριοποιήθηκε.14 Ψηφίστηκαν βέβαια κάποιοι ευνοϊκοί νόμοι για τα συνδικάτα και τις εργασιακές σχέσεις, την υγεία και την ασφάλεια στους χώρους εργασίας και την προστασία της απασχόλησης, και άλλοι ενάντια στις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, ενώ υιοθετήθηκαν και κάποια μέτρα για την απασχόληση των νέων. Όλα αυτά όμως έγιναν στο μήνα του μέλιτος, προτού η κυβέρνηση γονατίσει από την ύφεση και εκπαραθυρώσει την Αριστερά. Το 1978 δεν είχε απομείνει τίποτε από το όραμα των περασμένων χρόνων. Ο Κάλαχαν είχε χάσει οποιοδήποτε ηθικό κύρος, ακριβώς τη στιγμή που του ήταν απαραίτητο για να αποτρέψει τις πολιτικά εξουθενωτικές απεργίες του 1978-79, οι οποίες είχαν πλήξει κάθε πλευρά της καθημερινής ζωής. Από τη στιγμή που έκλεισε ο δρόμος των πολιτικών ανταλλαγμάτων, τα συνδικάτα οπισθοδρόμησαν στον εύκολο οικονομισμό. «Δεν θα δεχτούμε καμιά λιτότη15 τα, όποιος […] και αν μας την πασάρει», δήλωνε ο Κάζενς. Η αντίληψη αυτή βέβαια αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο των μεταπολεμικών διευθετήσεων και είχε νομιμοποιηθεί από τη σοσιαλδημοκρατική εξύμνηση της Ελεύθερης Δύσης: η «ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων» είχε αναδειχτεί σε βασικό αξίωμα της προσήλωσης των Βρετανών εργαζομένων στη δημοκρατία. «Ο νομοθετικός προσδιορισμός του επιπέδου μισθών» ήταν «απαράδεκτος για ελεύθερους ανθρώπους, οι οποίοι διαπραγματεύονται ελεύθερα μέσα σε μια ελεύθερη κοινωνία». Όταν μια κυβέρνηση «αφαιρεί από τη δημοκρατία τη βασική αυτή αρχή […] τότε η δημοκρατία παύει να υπάρχει». Η μισθολογική διαπραγμάτευση δεν μπορούσε να ρυθμίζεται από το νόμο: «δεν μπορείς να έχεις μια κοινωνική δημοκρατία και ταυτόχρονα να ελέγχεις νομοθετικά τη δράση ενός ελεύθερου συνδικαλιστικού κινήματος»· κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με «έλεγχο ολοκληρωτικού τύπου». Η στάση αυτή είχε χαραχτεί βαθιά στο νου των εργαζομένων ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο: «Ακούμε την ξεφτισμένη φράση ότι “η κυβέρνηση πρέπει να κυβερνά!” να επαναλαμβάνεται τόσο αδιάκοπα, ώστε θα πίστευε κανείς ότι βρισκόμαστε στην Πορτογαλία ή στην Ισπανία ή ίσως σε καμιά χώρα της Ανατολικής 16 Ευρώπης» και όχι στον λεγόμενο Ελεύθερο Κόσμο. Για να μεταστραφούν οι συνδικαλιστές έπρεπε να εξασφαλίσουν κάποια κοινωνικοπολιτικά ανταλλάγματα, με άλλα λόγια να υπάρξει μια συνέχεια της προόδου που είχε σημειωθεί μετά το 1945. Παλιότερα, οι γλώσσες της παραγωγικότητας και της οικονομικής ανοικοδόμησης συνοδεύονταν ακριβώς από ένα τέτοιο όραμα: εμβάθυνση της δημοκρατίας, ενίσχυση του κράτους πρόνοιας, βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και καλλιέργεια μιας οικουμενικής αντίληψης του δημόσιου αγαθού. Τότε, οι συνδικαλιστές όλου του πολιτικού φάσματος είχαν λιγότερη δυσκολία να δε-
673
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·674
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
χτούν μια περιοριστική πολιτική, ενώ πάντοτε μπορούσαν να ανακαλύψουν κάποια ευρύτερη προοδευτική λογική που να δικαιολογεί τις επιλογές τους. Αλλιώς, τα συνδικάτα δεν μπορούσαν παρά να επιστρέψουν ανυπότακτα στην άκαμπτη στάση τους και να προβάλουν τις βασικές τους αρχές. Όπως είχε ρωτήσει ο στέρεα δεξιός πρόεδρος του συνδικάτου των ανθρακωρύχων, Τζο Γκόρμλεϊ (Joe Gormley), στην απεργία του 1974: «Ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι από την κυβέρνηση που έρχονται να μας πουν τι μισθό πρέπει να παίρνουμε εμείς που, πέντε μέρες τη βδομάδα μέσα στο ορυχείο, σκάβουμε για να βγάλουμε το κάρβουνο; Ποιοι είναι αυτοί που μονάχοι 17 τους θέλουν να φτιάχνουν τους νόμους στη δημοκρατική μας κοινωνία;»
Θατσερισμός, «επιχειρηματικός συνδικαλισμός» και διπλή αγορά εργασίας
∞ν η μια απάντηση στο κίνημα των εκπροσώπων της βάσης ήταν η στήριξη στον
674
κορπορατισμό του TUC, η άλλη βρισκόταν στον αντίποδα του εθνικού συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων: ήταν η υπογραφή συμφωνιών σε κάθε εταιρεία ή και σε κάθε βιομηχανική μονάδα χωριστά. Αν ένας τρόπος εξουδετέρωσης των εκπροσώπων της βάσης ήταν να συγκεντρωθεί ξανά η συνδικαλιστική εξουσία σε ένα κεντρικό όργανο, ένας άλλος ήταν να τους απορροφήσουν στον διοικητικό μηχανισμό των επιχειρήσεων και να τους επιβληθούν κανόνες λειτουργίας. Μια έρευνα διαπίστωσε ότι οι εργασιακοί χώροι που διέθεταν γραπτό κανονισμό λειτουργίας αυξήθηκαν από 50% σε 80% του συνόλου τη δεκαετία του 1970. Η κατάργηση των διαπραγματεύσεων στους τόπους δουλειάς για ζητήματα όπως οι προστατευτικοί κανονισμοί υγείας και ασφαλείας, ή τα διαλείμματα, έγιναν τώρα δηλωμένοι στόχοι της διοίκησης των επιχειρήσεων. Για τον έλεγχο λοιπόν των εκπροσώπων της βάσης και τον περιορισμό της δύναμής τους, ψηφίστηκε το 1974 ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο, ενώ τους ίδιους στόχους είχαν και τα προγράμματα αύξησης της παραγωγικότητας ή αξιολόγησης των εργαζομένων. Οι διαπραγματεύσεις σε επίπεδο εταιρείας υπονόμευσαν τόσο την εξουσία των δευτεροβάθμιων συνδικάτων, όπως του TGWU και του συνδικάτου των μηχανικών, όσο και το ρόλο των εκπροσώπων της βάσης. Το αποτέλεσμα ήταν συμφωνίες με τις οποίες ορισμένα συνδικάτα αναγνώριζαν προνόμια στη διοίκηση της επιχείρησης (όπως της απαγόρευσης των απεργιών) με αντάλλαγμα υψηλότερες αμοιβές και εταιρικές παροχές, λόγου χάρη ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα, ιδιωτική ασφάλιση και μετοχές της εταιρείας. Το μοντέλο αυτό διαπραγμάτευσης απάλλαξε τις μεγάλες επιχειρήσεις από την υποχρέωση να μετέχουν στις εθνικές συλλογικές διαπραγματεύσεις.
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·675
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάστηκαν ισχυρή πολιτική βούληση και άγριες συγκρούσεις. Τόσο οι εκπρόσωποι της βάσης όσο και τα μεγάλα συνδικάτα είχαν 18 τώρα να χάσουν πολλά. Η εγκατάλειψη των κορπορατιστικών κανόνων σήμαινε απόρριψη της μεταπολεμικής συναίνεσης, και αυτό ακριβώς έκανε η δεξιά κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ μετά το 1979. Με στήριγμα τους επιχειρηματίες και τη μεσαία τάξη, η Θάτσερ κήρυξε ανοιχτό πόλεμο στα συνδικάτα. Οι εργατικοί νόμοι από το 1980 έως το 1984 περιόρισαν την περιφρούρηση των απεργιών και τα άλλα συνδικαλιστικά δικαιώματα, έθεσαν νέους κανόνες για τους τρόπους λήψης των αποφάσεων στα συνδικάτα και την εκλογή των ηγεσιών τους και επέβαλαν στις «ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις» ένα στενά νομικιστικό πλαίσιο λειτουργίας. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στην εκπληκτική απεργία των ανθρακωρύχων το 1984-85, όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να καταστρέψει το πιο μαχητικό βρετανικό συνδικάτο, που είχε ντροπιάσει την προηγούμενη Συντηρητική κυβέρνηση Χιθ με τις νικηφόρες απεργίες του 1972 και του 1974. Η Θάτσερ προετοίμασε καλά τη σύγκρουση αυτή, αυξάνοντας τα αποθέματα κάρβουνου και συγκεντρώνοντας γύρω από τα ορυχεία μεγάλες δυνάμεις αστυνομικών για να διαλύσει τις ομάδες περιφρούρησης. Η σύγκρουση εξελίχτηκε σε μάχη για τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας. Μάταια τόνιζαν οι ανθρακωρύχοι πως σε αυτή την απεργία διακυβεύονταν η δημοκρατία και η επιβίωση του εργατικού κινήματος: το Εργατικό Κόμμα και το TUC αρνήθηκαν να τους στηρίξουν. Η ήττα τους, τον Μάρτιο του 1985, οδήγησε στην αποπομπή όλων των συνδικαλιστικών εκπροσώπων από τα κυβερνητικά συμβούλια. Οι εργατικοί αγώνες που ακολούθησαν –η επίθεση της κυβέρνησης εναντίον του συνδικάτου των τυπογράφων το 1985-86 και η οριστική συντριβή των ανθρακωρύχων το 1992-93– ήταν ο θλιβερός επίλογος όσων είχαν προηγηθεί. Στη Βρετανία, η ανεργία αυξανόταν σταθερά όλη τη δεκαετία του 1970, αλλά με τη Θάτσερ έφτασε το 13,2% το 1984. Άλλαξε επίσης η φύση της: συγκεντρώθηκε στους νέους και σε ορισμένες περιοχές, ενώ αυξήθηκε και ο αριθμός των χρόνιων ανέργων. Αρχικά, τα συνδικάτα διατήρησαν τα μέλη τους: από το 1953 έως το 1968 η συνδικαλιστική πυκνότητα στη Βρετανία έμεινε περίπου σταθερή, ενώ ξεπέρασε για πρώτη φορά το 50% το 1974 και έφτασε στο 55,4% το 1979, όταν τα συνδικάτα είχαν 13,5 εκατομμύρια μέλη. Στη συνέχεια όμως, η πτώση ήταν ραγδαία, με αποτέλεσμα ο αριθμός των συνδικαλισμένων το 1990 να περιοριστεί στα 9,9 εκατομμύρια (ή στο 37,7% της εργατικής δύναμης), ενώ το 1997 το ποσοστό αυτό είχε πέ19 σει ακόμη περισσότερο, στο 30%. Ορισμένα συνδικάτα επηρεάστηκαν δραματικά: τα ίδια τα ανθρακωρυχεία, για παράδειγμα, είχαν πάψει ουσιαστικά να υπάρ-
675
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·676
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
676
χουν το 1993· πέντε μόλις χρόνια μετά την άνοδο της Θάτσερ στην εξουσία, το TGWU είχε χάσει το 29% των μελών της, ενώ και άλλα μεγάλα συνδικάτα είχαν χάσει το ένα τέταρτο ή το ένα πέμπτο. Αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες τα συνδικάτα επλήγησαν από την οικονομική ύφεση μετά το 1973. Αν άλογη υποχώρηση παρατηρήθηκε σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ολλανδία, η Αυστρία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιταλία. Αντίθετα, σε άλλες χώρες, όπου οι κυβερνήσεις τα υποστήριζαν και οι δημόσιες αξίες προωθούσαν την πλήρη απασχόληση, τα συνδικάτα άντεξαν, ανεξάρτητα από το αν κυβερνούσαν σοσιαλιστές ή συντηρητικοί, και μάλιστα κατόρθωσαν να αυξήσουν τη συνδικαλιστική πυκνότητα. Στη Σουηδία, λόγου χάρη, το ποσοστό των μελών αυξήθηκε από το 67,7% το 1970 στο επιβλητικό 82,5% το 1990, ενώ ακόμη και στο απεκβιομηχανισμένο Βέλγιο, όπου η ανεργία έφτασε στο 14% το 1984, το ποσοστό των συνδικαλισμένων ανέβηκε από το 45,5% στο 20 55,9% τη δεκαετία του 1970, ενώ ώς το 1990 κρατιόταν στο 51,2%. Επομένως η άσκηση μιας άγριας αντισυνδικαλιστικής πολιτικής από το κράτος εξηγεί τα προβλήματα του συνδικαλισμού στη Βρετανία, όπως άλλωστε και οι αντίστοιχες αλλά λιγότερο ακραίες πολιτικές σε άλλα μέρη όπου ο συνδικαλισμός υποχώρησε, όπως ήταν η Γαλλία, η Ολλανδία και οι ιβηρικές χώρες. Καθώς λοιπόν το εργατικό κίνημα δεχόταν αλλεπάλληλα πλήγματα –ανεργία, περιοριστικούς νόμους και ήττα των ανθρακωρύχων– και περνούσε στην άμυνα, ο προοδευτικός άξονας του TUC μετά το 1967-68, δηλαδή τα δύο πιο μεγάλα συνδικάτα, των μηχανικών και των μεταφορών, μετακινούνταν προς τα δεξιά. Το τρίτο μεγαλύτερο συνδικάτο μάλιστα, των ηλεκτρολόγων και υδραυλικών (EETPU), υιοθέτησε επιθετικά τις θατσερικές αλλαγές. Ταύτιζε τα εργατικά συμφέροντα με τη λογική της εταιρικής κερδοφορίας κι επιδίωκε κάθε φορά να πετύχει την καλύτερη για το ίδιο δυνατή συμφωνία, εγκαταλείποντας την ευρύτερη ηθική της αλληλεγγύης. Έτσι διαπραγματεύτηκε μόνο του ζητήματα όπως την ιδιωτική ασφάλιση υγείας, προδίδοντας την πάγια θέση του εργατικού κινήματος υπέρ του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Όταν τα συνδικάτα των τυπογράφων τσακίστηκαν μετά τον σκληρό αγώνα του 1985-86, η EETPU δεν δίστασε να εγγράψει μέλη της πολλούς από εκείνους που ζήτησαν να προσληφθούν στη θέση των απολυμένων απεργών, παραβιάζοντας τους άγραφους κανόνες του συνδικαλισμού ενάντια σε όσους παίρνουν τη θέση άλλων εργατών και τους απεργοσπάστες. Τελικά πρωτοστάτησε στη δημιουργία του επιχειρηματικού συνδικαλισμού: «Σήμερα ζούμε την ελεύθερη αγορά του συνδικαλισμού», δήλωσε ένας από τους ηγέτες του. «Ο πιο δυνατός επιβιώνει· 21 ο αδύναμος ας πάει να πνιγεί». Το θατσεροποιημένο αυτό ήθος δείχνει πόσο εύκολα ο μαχητικός οικονομι-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·677
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
σμός του εργατικού κινήματος μπορούσε να στραφεί εναντίον της Αριστεράς, από τη στιγμή που είχε εξαρθρωθεί ο κορπορατιστικός σκελετός των μεταπολεμικών διευθετήσεων. Πολύ σύντομα, οι μισές συλλογικές συμβάσεις υπογράφονταν σε επίπεδο εταιρείας ή και χωριστής βιομηχανικής μονάδας. Το ποσοστό μάλιστα των εργαζομένων που καλύπτονταν από αυτές έπεσε από το 68% στο 51% από το 1984 έως το 1990. Τα μεγάλα συνδικάτα εγκατέλειψαν και αυτά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις σε επίπεδο βιομηχανικού τομέα για χάρη συμφωνιών με κάθε εταιρεία χωριστά, ευνοώντας έτσι τους εργαζομένους στους πιο επικερδείς τομείς της οικονομίας. Αντίθετα από αυτό το μοντέλο, οι εθνικού επιπέδου διαπραγματεύσεις που γίνονταν προηγουμένως κάλυπταν επίσης τους λιγότερο ειδικευμένους και πιο χαμηλόμισθους εργάτες, οι οποίοι δεν ευνοούνταν από την αγορά εργασίας και ούτε είχαν τη δύναμη να πιέσουν από μόνοι τους. Οι εθνικές συλλογικές συμβάσεις, που κορυφώθηκαν με το Κοινωνικό Συμβόλαιο, συνδέονταν πάντοτε με ένα όραμα που αντιμετώπιζε το κοινό συμφέρον υπό το πρίσμα της συλλογικότητας. Για το κεφάλαιο, ο περιορισμός των διαπραγματεύσεων μέσα στο πλαίσιο μιας εταιρείας, ή και μιας μόνο βιομηχανικής μονάδας, ελαχιστοποιούσε τα προβλήματα. Με τον τρόπο αυτό τα συνδικάτα δεν μπορούσαν να αναπτύξουν τις δυνάμεις τους σε εθνικό επίπεδο, ενώ οι εργοδότες διατηρούσαν τον κεντρικό έλεγχο στις εταιρείες τους. Οι χωριστές συμφωνίες πρόσεχαν τις τοπικές επιδόσεις και όχι το εθνικό επίπεδο μισθών για τη συγκεκριμένη εργασία. Όλο και πιο συχνά οι αμοιβές περιλάμβαναν μπόνους και συμμετοχή στα κέρδη, με τον βασικό μισθό να μειώνεται όλο και περισσότερο στο σύνολο της αμοιβής. Μέσα στη δεκαετία του 1980, αυτού του είδους οι συμφωνίες έφτασαν από το 15% στο 50% του συνόλου των συλλογικών συμβάσεων. Οι εταιρείες περιόρισαν το βασικό εργατικό δυναμικό τους σε έναν καλά προστατευμένο και καλοπληρωμένο «πυρήνα», προσλαμβάνοντας τους υπόλοιπους εργαζομένους με προσωρινές συμβάσεις και ολοένα χειρότερους μισθούς, εργασιακές συνθήκες και ασφάλεια. Για τους εργαζομένους όμως που ανήκαν στον «πυρήνα», η σχέση τους με την εργοδοσία ενισχυόταν μέσα από εταιρικές συντάξεις και ασφαλιστικά προγράμματα, αγορές μετοχών της επιχείρησης, συμβουλευτικούς μηχανισμούς, προγράμματα διακοπών και ψυχα22 γωγίας, και τα λοιπά.
προοδευτισμός και δημόσιος τομέας
Δο βρετανικό παράδειγμα που περιγράψαμε προηγουμένως αποτυπώνει μια γενική τάση: την περίοδο αυτή, ο δυτικοευρωπαϊκός καπιταλισμός αποκτά σταδιακά μια
677
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·678
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
678
διπλή αγορά εργασίας. Οι πιο καλοπληρωμένοι εργαζόμενοι αποσπώνται από τους υπόλοιπους με εταιρικές συμφωνίες που δεν υπακούουν πια στους βασικούς κανόνες του κορπορατισμού. Ο τελευταίος σήμαινε συλλογικές συμβάσεις σε επίπεδο βιομηχανικού κλάδου, μαζικά συνδικάτα εθνικής εμβέλειας, εθνικά συστήματα υγείας και ασφάλισης και βέβαια, κράτος προνοίας για όλους. Ο παλαιότερος αυτός τύπος εργασιακών σχέσεων σίγουρα δεν εξαφανίστηκε πλήρως: ακόμη και το 1990, οι μισές συλλογικές συμβάσεις στη Βρετανία εξακολουθούσαν να υπογράφονται σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Στον δημόσιο τομέα εξακολούθησαν να αποτελούν τον κανόνα, πράγμα που είχε ζωτική σημασία, με δεδομένη τη μετατόπιση ολόκληρης της οικονομίας προς τις υπηρεσίες και τη συνακόλουθη ανάπτυξη των συνδικάτων στον τομέα αυτό. Μετά το TGWU και το συνδικάτο των μηχανικών, τα τρία μεγαλύτερα συνδικάτα ήταν πλέον οι Εργάτες Δήμων και Λοιποί (GMB), με 1,1 εκατομμύρια μέλη, η NALGO με 796.000, και η NUPE, με 704.000. Και τα τρία ανήκαν στον δημόσιο τομέα, ήταν πρωτοπόρα στην οργάνωση των γυναικών και αναπτύχθηκαν ραγδαία μετά το 1960.23 Καθώς τα μεγάλα βιομηχανικά συνδικάτα οπισθοδρόμησαν στο συντεχνιασμό, εκείνα του δημόσιου τομέα ανέλαβαν τον προοδευτικό ρόλο που έπαιζαν παλιότερα τα πρώτα. Καθώς ο θατσερισμός υμνούσε τον ατομικισμό και την αγορά, ο επιχειρηματικός συνδικαλισμός της ΕΕΤΡU δοξολογούνταν σαν προάγγελος του εκσυγ24 χρονισμού και προσείλκυσε και άλλα συνδικάτα, όπως εκείνο των μηχανικών. Αλλά οι χαμηλόμισθοι αντέδρασαν εντελώς διαφορετικά, οργισμένοι από τις προδοσίες της κυβέρνησης Κάλαχαν, την επίθεση της Θάτσερ στο κράτος προνοίας και την απαξίωση της κοινωνικής προσφοράς τους. Τα τοπικά όργανα του εργατικού κινήματος (συνδικαλιστικά συμβούλια, τοπικές οργανώσεις του Εργατικού Κόμματος) αποτύπωναν ήδη την άνοδο των συνδικάτων του δημόσιου τομέα, τα οποία κινούνταν τώρα προς τα αριστερά. Ο γενικός γραμματέας του GMB Ντέιβιντ Μπάσνετ (David Basnett), γνωστός και ως «ο εργατοπατέρας με το φιλικό πρόσωπο», ήταν προηγουμένως ο κύριος εκπρόσωπος του συμβατικού και χωρίς φαντασία κεντρισμού, ο αφοσιωμένος και προβλέψιμος Εργατικός. Αλλά η ενεργοποίηση των μελών έφερε μεγάλες αλλαγές, οι οποίες κορυφώθηκαν με την αντικατάστασή του 25 από τον μαχητικό Τζον Έντμουντς (John Edmunds) το 1985. Τα συνδικάτα αυτά πρωτοστάτησαν στην υπεράσπιση του δημόσιου τομέα, αποκρούοντας τις θατσερικές επιθέσεις ενάντια στην τοπική αυτοδιοίκηση, στις περικοπές στην κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση, στο κλείσιμο των νοσοκομείων και την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών. Σύντομα η ΝUPE αναδείχτηκε σε κεντρική δύναμη στο Εργατικό Κόμμα. Έως το 1987 ο γενικός γραμματέας της Ρό-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·679
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ντνεϊ Μπίκερσταφ (Rodney Bickerstaffe) είχε αναλάβει πρόεδρος της Οικονομικής Επιτροπής του TUC, ενώ ο αναπληρωτής του Τομ Σόγερ (Tom Sawyer) είχε εκλεγεί επικεφαλής της Επιτροπής Εσωτερικής Πολιτικής των Εργατικών. Η NUPE έδινε προτεραιότητα στη διασφάλιση του κατώτατου μισθού, αντίθετα από τους συνδικαλιστές της βιομηχανίας, οι οποίοι λίγο ασχολούνταν με το ζήτημα αυτό. Επιπλέον έδινε έμφαση στην εξίσωση των αμοιβών, στην κατάργηση των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών και στη δημόσια εκπροσώπησή τους, καθώς και στη φροντίδα των παιδιών των εργαζόμενων γυναικών και σε διάφορα άλλα ζητήματα που τις 26 αφορούσαν (δύο στα τρία μέλη της ήταν γυναίκες). Προωθούσε συστηματικά την πολιτική διαπαιδαγώγηση των εργαζομένων, υποστηρίζοντας την ενεργοποίηση τους, τη συμμετοχή και τη δημοκρατική υπευθυνότητα. Απέναντι στον επιχειρηματικό συνδικαλισμό της EETPU, οι αγωνιστές του δημόσιου τομέα έκαναν σημαία τους την εργατική αλληλεγγύη – οργανώνοντας τους εργαζομένους, προωθώντας συλλογικές συμβάσεις για μισθούς, επιδόματα και συνθήκες εργασίας, διασφαλίζοντας τα δικαιώματα των εργαζομένων και την τήρηση των κανόνων στους τόπους δουλειάς, και πιέζοντας πολιτικά. Ωστόσο τα συνέδεαν όλα αυτά με μια ευρύτερη αντίληψη για το κοινό αγαθό, την οποία το Κοινωνικό Συμβόλαιο δεν είχε κατορθώσει να εκφράσει. Καθώς η επιρροή της Αριστεράς στα βιομηχανικά συνδικάτα συρρικνωνόταν, ο προοδευτισμός μετανάστευε στον δημόσιο τομέα. Πράγματι, συνδικάτα σαν τη NUPE ήταν υποχρεωμένα να αγωνίζονται σε ευρύτερα πολιτικά μέτωπα. Τα μέλη τους παρείχαν υπηρεσίες απευθείας στο κοινό αντί να παράγουν προϊόντα για την αγορά. Επομένως μια απεργία τους επηρέαζε τους απλούς ανθρώπους (ως «κοινό», φορολογούμενους, καταναλωτές, πελάτες, πολίτες) με τρόπους που τα συνδικάτα του δημόσιου δεν μπορούσαν να παραβλέψουν, όπως με μεγάλο κόστος για τα ίδια συνειδητοποίησαν το 1978-79. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν είχαν πρόσβαση σε ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα ή εταιρικά επιδόματα ανάλογα αυτών που διεκδικούσαν συνδικάτα σαν την EETPU. Βρίσκονταν σε μια διαφορετική αγορά εργασίας. Χρειάζονταν οι ίδιοι το κράτος προνοίας τόσο για την κοινωνική τους ασφάλιση όσο και για να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους. Με δεδομένες τις δομικές αλλαγές στην απασχόληση, η άνοδος των συνδικάτων του δημόσιου τομέα ενθάρρυνε εκείνους που πίστευαν στην αναγέννηση της παλαιού τύπου σοσιαλδημοκρατίας. Αν τα βιομηχανικά συνδικάτα είχαν χάσει τώρα την ισχύ τους ή είχαν δεχτεί τη «σαλαμοποίησή» τους, τα ανερχόμενα συνδικάτα του δημόσιου τομέα θα μπορούσαν να καλύψουν το κενό. Έστω και αν το παλιό φορντικό μοντέλο της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής έπνεε τα λοίσθια, η μετα-
679
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·680
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
βιομηχανική οικονομία των υπηρεσιών και της πληροφορικής είχε κι αυτή το δικό της προλεταριάτο, το οποίο θα διέσωζε την πατροπαράδοτη συλλογική οργάνωση του εργατικού κινήματος. Όσο και αν τα κοινωνικά συμφραζόμενα της εργατικής τάξης είχαν μεταβληθεί, πολλοί είχαν τη μύχια ελπίδα ότι οι παραδοσιακές συντεταγμένες της εργατικής πολιτικής θα επιβίωναν. Όπως και αν άλλαζαν η οικονομία και η ταξική δομή της κοινωνίας, πάντως έμενε επίκαιρη η σοσιαλιστική πολιτική που συνδεόταν με τις μεταπολεμικές κατακτήσεις – κορπορατισμός των συνδικάτων, κεϊνσιανό πακέτο διαχείρισης της ζήτησης, δημόσιες επενδύσεις και πλήρη απασχόληση, μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων μέσα από το κράτος προνοίας, προοδευτική φορολογία και οικονομικός σχεδιασμός. Τη δεκαετία του 1990 είχε έρθει η ώρα για να κριθούν τα επιχειρήματα αυτά.
Το ποτάμι πίσω δεν γυρνά
680
∞πό αναλυτική άποψη, η κοινωνική τάξη εξακολουθούσε να διατηρεί κεντρική θέση. Παρέμενε απαραίτητη για την κατανόηση της κοινωνίας στον καπιταλισμό – από την οργάνωση της κοινωνικής ζωής και τη χαρτογράφηση των ανθρώπινων διαφορών μέχρι τον εντοπισμό των ανισοτήτων στην κοινωνική διανομή της αξίας που παράγει η οικονομία. Ο πυρήνας των σοσιαλιστικών ορισμών της εργατικής τάξης –δηλαδή η μισθωτή εργασία–, που σημαίνει την πώληση της εργατικής δύναμης για τον μισθό, αναγκαία για την επιβίωση των εργαζομένων, οι οποίοι δεν έχουν άλλα μέσα συντήρησης στις συνθήκες εξάρτησης και υποταγής –όπου ζουν– γινόταν ακόμη πιο πανταχού παρών. Βεβαίως, τα ορατά σημάδια και τα ευρύτερα πολιτισμικά νοήματα του να ανήκεις στην εργατική τάξη είχαν αλλάξει. Το πού και πώς ζούσαν οι άνθρωποι, τι έτρωγαν, τι έπιναν και πώς ξόδευαν τον ελεύθερό τους χρόνο, καθώς και η ίδια η φύση του τόπου εργασίας τους και το είδος της δουλειάς που έκαναν, αλλά και το πώς την έκαναν, όλα αυτά μεταμορφώθηκαν στη διάρκεια του 20ού αιώνα, είτε στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, είτε με τις διευθετήσεις μετά το 1945 ή τις επιταχυνόμενες αλλαγές της πρόσφατης περιόδου. Αλλά το κεντρικό γεγονός της μισθωτής εργασίας, γύρω από την οποία οργανώνεται η κοινωνία, ίσχυε για περισσότερους ανθρώπους από κάθε άλλη φορά, ήταν αδήριτη ανάγκη ακόμη κι όταν διαμεσολαβούνταν ή συσκοτιζόταν με περίτεχνους και πολύπλοκους τρόπους. Η κοινωνική τάξη λοιπόν, ως αναλυτική κατηγορία και οργανωτική συνθήκη της κοινωνικής ζωής, μπορεί να διατήρησε την ισχύ της, αλλά η δομή και οι εκδηλώσεις της τροποποιήθηκαν βαθιά. Με τα νέα μοντέλα απασχόλησης, τόσο η γεω-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·681
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
γραφία όσο και το φύλο της εργατικής τάξης άλλαξαν, όπως άλλωστε και οι αρχιτεκτονικές της καθημερινής ζωής – στο σπίτι, στην οικογένεια, στη σεξουαλικότητα και τη φιλία, στο σχολείο, στον ελεύθερο χρόνο και την ψυχαγωγία, το στιλ και το γούστο. Άλλο τόσο άλλαξαν και οι διάφορες κουλτούρες ταύτισης. Είναι σίγουρα διαφορετικό πράγμα οι αντιπροσωπευτικοί συνδικαλιστές να είναι ανθρακωρύχοι, λιμενεργάτες, εργάτες μετάλλου, μηχανοκατασκευαστές ή άλλοι άντρες που μοχθούν όχι μόνο διανοητικά αλλά και σωματικά σε εργασίες με έντονο το φυσικό στοιχείο, και διαφορετικό το να είναι άντρες και γυναίκες που κάθονται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή ή απασχολούνται στις δημόσιες υπηρεσίες ή δουλεύουν στα μεγάλα νοσοκομεία των αστικών κέντρων. Η τάξη ως βάση για την άσκηση πολιτικής αποκτά σίγουρα εδώ διαφορετικό σθένος. Η κοινωνική τάξη νοηματοδοτείται από ιστορικές περιστάσεις, οι οποίες διαμορφώνουν τους φραγμούς και τις δυνατότητές της, τους όρους συμπερίληψης και αποκλεισμού, τις υποσχέσεις και τους περιορισμούς της. Έτσι, η ταξικά προσδιορισμένη σοσιαλδημοκρατία των χρόνων από το 1945 έως το 1968 απλούστατα δεν μπορούσε να αναβιώσει το 2000. Η οργανωμένη παρουσία της εργατικής τάξης στην πολιτική ζωή σήμαινε πάντοτε κάτι παραπάνω από την αύξηση των θέσεων μισθωτής εργασίας στην κοινωνική δομή ή στη συστηματική παραγωγή κοινωνικών ανισοτήτων ή και αυτή καθ' εαυτήν την ύπαρξη πολιτισμικών συλλογικών ταυτοτήτων της εργατικής τάξης. Οι μεταπολεμικές ιστορίες της εργατικής τάξης διαμορφώθηκαν από τις επίκοινες εμπειρίες κρατικής δράσης, κοινωνικής μεταρρύθμισης, υλικής προκοπής και συλλογικής μνήμης, δηλαδή από τις «μεταπολεμικές διευθετήσεις», όπως τις ονομάσαμε εδώ συνοπτικά. Ο πόλεμος, η απελευθέρωση και η μεταπολεμική ανοικοδόμηση, την ευοίωνη στιγμή του αντιφασιστικού αγώνα και των κατοπινών κρυσταλλώσεών του, μέσα στο πλαίσιο μιας ανθεκτικής δομής περιορισμών και δυνατοτήτων, προσδιόριζαν την πολιτική εμβέλεια της κοινωνικής τάξης. Υπήρχε λοιπόν πάντοτε μια πολιτική διάσταση στη διαμόρφωση της κοινωνικής τάξης μέσα στο πλαίσιο των μεταπολεμικών διευθετήσεων, η οποία βοηθούσε να βρεθούν τα όρια αλλά και οι δυναμικές του να ανήκεις στην εργατική τάξη. Η ραγδαία μεταπολεμική ανάπτυξη αποτελούσε άλλο ένα ουσιώδες στοιχείο της πολιτικής αυτής ιστορίας: τα λαϊκά στρώματα της Ευρώπης τη βίωσαν γύρω στο 1960 χάρη στο αυξημένο διαθέσιμο εισόδημά τους, την πρόσβασή τους σε διαρκή καταναλωτικά αγαθά, τις νέες μορφές αγοραίας ψυχαγωγίας και την εμπορευματοποίηση του στιλ και της επίδειξης. Ο φορντισμός, ως ένα ιδιαίτερο καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης που συνδύαζε τη μαζική παραγωγή και τη μαζική κα-
681
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·682
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
682
τανάλωση σε πακέτα εργασιακών σχέσεων, τα οποία περιλάμβαναν υψηλές αμοιβές αλλά και εξίσου υψηλή παραγωγικότητα, παρείχε την υποδομή κοινωνικής συναίνεσης που η ευμάρεια αυτή συντηρούσε. Αλλά οι μεταπολεμικές πολιτικές ρυθμίσεις εισήγαγαν μια σημαντική διαφορά. Είχε μεγάλη σημασία το αν αυτό το μεταπολεμικό καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης θα το διαχειριζόταν ένα σοσιαλδημοκρατικό κράτος προσηλωμένο στη ρύθμιση του καπιταλισμού και τη διεύρυνση της δημοκρατίας, όπως συνέβη κατεξοχήν στις σκανδιναβικές χώρες, ή αν αυτό θα λειτουργούσε σε βάρος των εργαζομένων μετά μια ήττα του εργατικού κινήματος, όπως συνέβη στη Νότια Ευρώπη με τις διάφορες δικτατορίες ή τους κυβερνητικούς συνασπισμούς που άφηναν την Αριστερά στο περιθώριο. Η σημαντικότητα των εργαζομένων λοιπόν δεν ήταν κάτι που προέκυψε λογικά από την οικονομία της ανάπτυξης και τις μεταπολεμικές βελτιωτικές κοινωνιολογίες, αλλά κατασκευάστηκε πολιτικά. Φτιάχτηκε εν μέρει από τον αντικομμουνισμό και τον Ψυχρό Πόλεμο, στο πλαίσιο ενός συστήματος που κατέπνιξε τις πιο ριζοσπαστικές ελπίδες απελευθέρωσης του 1945 – δηλαδή σηματοδοτήθηκε από τα ίδια τα όρια της δημοκρατικής προέλασης. Αλλά φτιάχτηκε επίσης χάρη στα εξανθρωπιστικά επιτεύγματα των μεταρρυθμίσεων – κεϊνσιανή ρύθμιση του καπιταλισμού, πολιτική κουλτούρα του κράτους προνοίας, πρακτική της κοινωνικής πολιτειότητας και έθος (habitus) ενός διευρυνόμενου δημοκρατικού ιδεώδους. Ανάμεσα στις μεταπολεμικές μεταρρυθμίσεις και το «1968» μεσολάβησε ένα πολιτικό χάσμα, που προσδιορίστηκε αφενός από τον Ψυχρό Πόλεμο και αφετέρου από τη σκληρή δουλειά, γεμάτη αυταπάρνηση, για την ανοικοδόμηση. Όταν άρχισαν όμως αυτές οι συμβατικότητες να υποχωρούν και να αναδεύεται η πολιτική φαντασία, το κορπορατιστικό πλαίσιο είχε ήδη παγιωθεί και οι προηγούμενες συνήθειες είχαν κρυσταλλωθεί σε νόρμες διαβούλευσης ανάμεσα στις κυβερνήσεις και στα συνδικάτα. Στη Βρετανία, οι αλλεπάλληλοι κύκλοι διαπραγμάτευσης της εισοδηματικής πολιτικής, από την κυβέρνηση Ουίλσον μέχρι το Κοινωνικό Συμβόλαιο, θεωρούσαν δεδομένη την προϊστορία αυτή, στην οποία οι μεταπολεμικές μεταρρυθμίσεις συνείχαν την επιρροή των εργαζομένων. Όταν όμως παραμερίστηκε το φιλεργατικό θεσμικό πλαίσιο, οι μεταπολεμικές διευθετήσεις εξαρθρώθηκαν. Προηγουμένως οι κυβερνήσεις μεσολαβούσαν ώστε η μακρόχρονη οικονομική άνθηση να μεταφράζεται σε υλικές βελτιώσεις και σε κοινωνικοπολιτική αναγνώριση των εργαζομένων – αφενός αύξηση των πραγματικών μισθών και αφετέρου άνοδο του βιοτικού επιπέδου ζωής, υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις, οι οποίες το 1960 ήδη περιλάμβαναν ευκαιρίες μόρφωσης, πρόσβαση στον ελεύθερο χρόνο, διεύρυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης, το κράτος προ-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·683
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
νοίας και τον εκδημοκρατισμό στους χώρους δουλειάς. Χωρίς τέτοιες μεταρρυθμίσεις, ο κορπορατιστικός συμβιβασμός θα κατέρρεε. Όταν όμως ο υψηλός πληθωρισμός και η φθίνουσα παραγωγικότητα έπληξαν την αισιόδοξη αντίληψη του λαού για την οικονομία, το πολιτικό διακύβευμα μεγάλωσε, ιδίως όποτε επιβάλλονταν περιορισμοί στην αύξηση των μισθών. Αν το ένα από αυτά τα δύο έλειπε, δηλαδή είτε η οικονομική βελτίωση είτε οι μεταρρυθμίσεις, οι μεταπολεμικές διευθετήσεις δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Και μέσα στο πολιτικό αυτό χάσμα ξέσπασε το απεργιακό κύμα του 1968-74, όπου οι εργάτες πρόταξαν μαχητικά τα συμφέροντά τους, ενεργοποιώντας έτσι μερικές φορές τον σοσιαλιστικό ριζοσπαστισμό καταλύοντας αλλά συνάμα το πλαίσιο λειτουργίας των εθνικά οργανωμένων συνδικάτων με πλήθος νέων μορφών αγωνιστικής κινητοποίησης στους τόπους δουλειάς. Στο διάστημα από το 1965 έως το 1975 οι μεταπολεμικές διευθετήσεις αποδιαρθρώθηκαν. Η κατάρρευση της συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς και του διεθνούς νομισματικού συστήματος, οι δυσκολίες των ΗΠΑ με τον πόλεμο στο Βιετνάμ και την κρίση του πολιτικού τους συστήματος επί προεδρίας Νίξον, το εμπάργκο του πετρελαίου και η ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας – όλα αυτά μαζί έπληξαν το διεθνές πλαίσιο του κεϊνσιανισμού. Το φορντικό μοντέλο συσσώρευσης, που βασιζόταν στη μαζική παραγωγή, έμπαινε τώρα σε μια μακρόχρονη κρίση, επιφέροντας την αναδόμηση ολόκληρου του καπιταλιστικού συστήματος. Ο κεϊνσιανισμός, ως ηγεμονική μορφή μακροοικονομικής διακυβέρνησης στο πλαίσιο του εθνικού κράτους, εγκαταλείφθηκε. Ο οικονομικός σχεδιασμός, οι δημόσιες επενδύσεις και τα δημοσιονομικά ελλείμματα βρήκαν απέναντί τους το μονεταρισμό, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις νεοφιλελεύθερες ιδεολογίες της αγοράς. Τα αναδιανεμητικά συστήματα άμεσης φορολογίας που συνδέονταν με την κοινωνική δικαιοσύνη περιέπεσαν σε ανυποληψία. Οι δημόσιες δαπάνες και η υψηλή φορολογία άρχισαν να προκαλούν την εχθρότητα του κοινού. Η σοσιαλδημοκρατία στιγματίστηκε για την πολιτική του «φορολογούμε και ξοδεύουμε». Το κράτος προνοίας περικόπηκε, αν δεν αποδιαρθρώθηκε πλήρως, χάνοντας τον καθολικό του χαρακτήρα («κοινωνική ασφάλεια από την κούνια ώς τον τάφο»), οπισθοδρομώντας στον ατομικισμό και την ελεημοσύνη, και επιστρέφοντας στην αγορά τις υπηρεσίες που παλιότερα είχε αναλάβει το ίδιο, από την υγεία μέχρι τις συντάξεις. Επιπλέον, τα συνδικάτα, μετά την κορύφωση της αριθμητικής δύναμης και της πυκνότητάς τους στη δεκαετία του 1970, άρχισαν να χάνουν τη νομιμοποίησή τους, εξαιτίας κυρίως των νομικών περιορισμών που τούς επιβλήθηκαν, των τριβών με τα σοσιαλιστικά κόμματα και της βαριάς αριθμητικής φθοράς που τους προκαλούσε η οικονομική ύφεση. Μάλιστα, καθώς κατέρρεε ο κορπορατισμός
683
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·684
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
684
έχασαν τις ειδικές σχέσεις τους με τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Το φορντικό-κεϊνσιανό μοντέλο των υψηλών μισθών και της πλήρους απασχόλησης, που στηριζόταν στις συλλογικές διαπραγματεύσεις σε επίπεδο βιομηχανικού τομέα και τις εθνικές συμβάσεις εργασίας, και περιλάμβανε κουλτούρες έντονης αγωνιστικής κινητοποίησης των εργατών στους τόπους δουλειάς, διαλυόταν. Τα εθνικά συστήματα εργασιακών σχέσεων, που συνδέονταν με τον κορπορατισμό και το ενιαίο εργατικό κίνημα, κατέρρεαν, για να αντικατασταθούν από μια νέα διπλή οργάνωση: από τη μια, υψηλόμισθοι εργαζόμενοι δυναμικών βιομηχανιών, με ευελιξία και πολύτιμες ικανότητες, που προτιμούσαν να διαπραγματεύονται οι ίδιοι με την εταιρεία τους· από την άλλη, κακοπληρωμένοι ανειδίκευτοι εργάτες σε μικρότερες βιομηχανικές μονάδες ή στον δημόσιο τομέα, για τους οποίους οι παραδοσιακές συλλογικές διαπραγματεύσεις και οι εθνικές συμβάσεις εργασίας αναγκαστικά εξακολουθούσαν να αποτελούν τον κανόνα. Οι εξελίξεις αυτές δεν ήταν ομοιόμορφες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στις σκανδιναβικές χώρες τα συνδικάτα έμειναν ισχυρά, αν δεν ενισχύθηκαν κιόλας. Στη Γαλλία, στην Πορτογαλία και την Ισπανία, απεναντίας, η συνδικαλιστική πυκνότητα καταβαραθρώθηκε. Στη Σκανδιναβία και την Αυστρία οι εθνικές συνδικαλιστικές ομοσπονδίες διατήρησαν την επιρροή τους· στις ίδιες χώρες, αλλά επίσης και στη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες, η εκλογική συναίνεση για τη διάσωση των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών συνέχισε να υφίσταται. Η εγκατάλειψη του κεϊνσιανισμού στη Γαλλία ήρθε μετά το 1981, οπότε κέρδισε τις εκλογές το σοσιαλιστικό κόμμα. Οι εξεγέρσεις των φορολογουμένων, τέλος, ήταν πρώιμες, βίαιες και νικηφόρες στη Βρετανία και τη Δανία. Ωστόσο κεντρικής σημασίας μεταβλητή στο μεταπολεμικό ευρωπαϊκό σύστημα αποδείχθηκε η πολιτική ισχύς του κορπορατισμού της δεκαετίας του 1950. Στις χώρες όπου ο μεταπολεμικός κεϊνσιανισμός στηριζόταν στο εργατικό κίνημα μέσω των συνδικαλιστικών ομοσπονδιών και των πολιτικών τους επιτελείων, οι συνέπειες της οικονομικής ύφεσης, της απεκβιομηχάνισης και της μεταφορντικής ανασυγκρότησης ήταν λιγότερο καταστροφικές για την πολιτική επιβίωση της Αριστεράς. Αλλά εκεί όπου ο κορπορατισμός απέκλειε τους εργαζομένους, ή θεωρούσε από τις αρχές του Ψυχρού Πολέμου δεδομένη την ήττα τους, τα αριστερά κόμματα δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν την κρίση, ενώ πολλά από αυτά, ακόμη και όταν έπαιρναν την εξουσία, υιοθετούσαν νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές. Η Βρετανία αποτέλεσε μια ενδιάμεση περίπτωση, καθώς συνδύαζε τον ισχυρό εργατικό κορπορατισμό, επικεντρωμένο σε μισθολογικά κι εργασιακά ζητήματα και οργανωμένο γύρω από ισχυρά συνδικάτα, και έναν κεϊνσιανό δημόσιο τομέα. Ωστόσο η κυβέρνηση Γουίλσον απέτυ-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·685
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
χε να ενσωματώσει το TUC στους εθνικούς θεσμούς της κεϊνσιανής οικονομίας, προκαλώντας έτσι ρήξη ανάμεσα στο Εργατικό Κόμμα και τα συνδικάτα, και τελι27 κά καταρρακώνοντας το Κοινωνικό Συμβόλαιο.
Η εργατική τάξη διαλύεται
Ÿταν λοιπόν έφτασε η δεκαετία του 1970, η Αριστερά αντιμετώπιζε ένα κεντρικής σημασίας πρόβλημα. Οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές, κόμματα στηριγμένα κατά παράδοση στη βιομηχανική εργατική τάξη, είχαν ολοένα μικρότερη απήχηση. Ακόμη χειρότερα, όσοι εργάτες απέμεναν δεν έβλεπαν με τον ίδιο τρόπο τη συλλογική τους θέση. Ως χειριστική ταυτότητα (operative identity) –ως ο οργανωτικός μύθος της σοσιαλιστικής παράδοσης, ικανός να εμπνέει συλλογική δράση και να ενώνει αλληλέγγυα διαφορετικές μεταξύ τους κατηγορίες εργαζομένων σε μια μακροπρόθεσμα αποτελεσματική πολιτική– η «εργατική τάξη» έχανε την ορμή της. Με τη διπλή αυτή έννοια λοιπόν –στην κοινωνική δομή όσο και στις κοινωνικές αντιλήψεις, ως το κοινωνικό άθροισμα των μισθωτών στις βιομηχανικές οικονομίες όσο και ως οργανωμένη πολιτική ταυτότητα– η εργατική τάξη έφθινε. Είχαμε εδώ βέβαια μια εξαιρετικά πολύπλοκη ιστορία. Οι αντιλήψεις της παρακμής αυτής αποτύπωναν την έκλειψη ενός ορισμένου μορφώματος της εργατικής τάξης –των ειδικευμένων ή ημιειδικευμένων προλετάριων, αντρών, που εργάζονταν στις «παλιές» βιομηχανίες και στα ηλεκτροχημικά συμπλέγματα της «δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης». Αν όμως δεχτούμε έναν πιο αυστηρό ορισμό της μισθωτής εργασίας, η εργατική τάξη συνέχισε να αυξάνεται. Τα παρακμάζοντα αγροτικά στρώματα, οι καταστηματάρχες, οι μικρέμποροι και οι άλλοι αυτοαπασχολούμενοι τροφοδοτούσαν διαρκώς τη μισθωτή εργατική δύναμη, αναπληρώνοντας με το παραπάνω τις χαμένες θέσεις μισθωτών, όπως άλλωστε και οι γυναίκες, που εισέρχονταν τώρα μαζικά στην αγορά εργασίας. Οι αντιλήψεις για την ταυτότητα της εργατικής τάξης έμεναν πίσω από τις αλλαγές που συνέβαιναν στην πραγματικότητα στους χώρους δουλειάς και από την αδιάκοπη δημιουργία νέων τύπων εργατών, όπως έδειχνε καθαρά η ανάπτυξη των υπηρεσιών και του δημόσιου τομέα. Παρ’ όλα αυτά, η «παρακμή της εργατικής τάξης» δεν ήταν απλώς μια ψευδαίσθηση. Η εργατική τάξη βέβαια δεν ήταν ποτέ μια ομοιογενής κατηγορία μισθωτών. Ανεξάρτητα από το στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, η εργατική τάξη βρισκόταν πάντοτε σε διαδικασία διαμόρφωσης. Έπρεπε πάντοτε να αναδειχθεί σε χειριστική ταυτότητα – με αναγνωρίσιμα δημόσια νοήματα κι ενεργό πολιτική παρουσία. Αποτελούσε ανέκαθεν ένα σύμπλοκο πλέγμα κοινοτήτων και επαγγελμάτων
685
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·686
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
686
που χωρίζονταν πάντοτε από το φύλο, την ηλικία, τη σειρά αρχαιότητας, τις δεξιότητες, την εκπαίδευση, το είδος της εργασίας, τη θρησκεία, τη γλώσσα, την εθνοτική ταυτότητα, τη μορφή κατοικίας, την περιοχή και πολλές άλλες διακρίσεις. Μόνο μέσα από αδιάκοπες και δημιουργικές προσπάθειες η εργατική τάξη κατόρθωνε να γίνει μια συλλογικότητα ικανή να επιδιώξει πολιτικούς στόχους. Η μετατόπιση από την τάξη ως σωρό κοινωνικών γεγονότων στην τάξη ως κοινωνικοπολιτική κατανόηση –από άθροισμα μισθωτών εγκατεστημένων σε δομικά διάσπαρτους ταξικούς τόπους σε συλλογικό πολιτικό υποκείμενο– δεν υπήρξε πο28 τέ «δεδομένη». Αντίθετα, περιλάμβανε πάντοτε κάθε λογής απρόβλεπτες πολιτικές ιστορίες. Η πολιτική παγίωση της τάξης μπορούσε σίγουρα να αποκτήσει σταθερότητα μέσα σε κάποια στέρεα θεσμικά πλαίσια, όπως εκείνα των μεταπολεμικών διευθετήσεων – κεϊνσιανισμός, κράτος προνοίας και κορπορατισμός. Αλλά η διατήρηση των πολύμορφων αυτών διαχωρισμών σε μια κατάσταση προοδευτικής έντασης, μέσα σε ένα ευρύ πλαίσιο κοινών αγώνων και αλληλεγγύης, πάντοτε έμενε αναγκαστικά ανολοκλήρωτη. Πολλές κατηγορίες εργατών, που επιβίωναν πουλώντας την εργατική τους δύναμη, έμεναν σε κάθε δεδομένη στιγμή έξω από τη χειροπιαστή ενότητα της «εργατικής τάξης». Άλλες πάλι κατηγορίες μισθωτών αντιστέκονταν στις εκκλήσεις να αποκτήσουν «εργατική συνείδηση». Η αμφισημία αυτή των πολλαπλών και αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων χαρακτηρίζει εύγλωττα ακόμη και τη ζωή κάθε ατόμου. Κάποιες γενικεύσεις σχετικά με τις διαφορές που περιπλέκουν ή εμποδίζουν 29 την «ενότητα» της εργατικής τάξης στον καιρό μας ήταν προφανείς. Ένας βασικός διαχωρισμός ήταν ανάμεσα στους «μπλε» και στους «άσπρους» γιακάδες. Η κοινωνική υπόσταση των εργατών γραφείου, όπως και οι καθημερινές εμπειρίες τους, διέφεραν από των βιομηχανικών εργατών ή των ανθρακωρύχων. Η προσπάθεια να ενταχθούν στα ίδια συνδικάτα τόσο διαφορετικές μεταξύ τους κατηγορίες εργαζομένων, ή να ενωθούν πολιτικά, προκαλούσε εντάσεις. Αλλά ακόμη και ανάμεσα στους χειρώνακτες οι διαφορές άρχισαν να μεγαλώνουν μετά το 1970. Οι διπλές αγορές εργασίας έβαζαν τους καλοπληρωμένους ειδικευμένους εργάτες, που είχαν προνομιούχα διαπραγματευτική θέση κι εταιρικά επιδόματα, απέναντι στη μεγάλη δεξαμενή των ανειδίκευτων και κακοπληρωμένων, επισφαλών και ανασφάλιστων περιστασιακά απασχολουμένων. Αυτή η αναδυόμενη «κοινωνία των δύο τρίτων» στιγμάτιζε την πτωχευμένη της μειονότητα, τους «παρίες», όπως η κοινωνία πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο εξοβέλιζε τα «κατακάθια» ή τους «αναξιοπαθούντες φτωχούς». Ακόμη χειρότερα, σύμφωνα με μια άλλη ανάλυση, η «τριμερής κοινωνία», που έτεινε να δημιουργηθεί, προκαλούσε πλέον ανασφάλεια
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·687
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ακόμη και στο μεσαίο τρίτο και τελικά, εξασφάλιζε μόνο το ανώτερο τρίτο.30 Οι ενδιάμεσες κατηγορίες των ημιειδικευμένων εργατών, οι οποίοι είχαν στελεχώσει μαζικά τα συνδικάτα της προηγούμενης περιόδου, έφθιναν. Ο κοινωνικός κατακερματισμός περιέπλεκε ακόμη περισσότερο τις παραδοσιακές επιχειρηματολογίες περί εργατικής αλληλεγγύης, ανάμεσα στα συνδικάτα ή στην υπηρεσία του κοινού πολιτικού σχεδίου. Επάνω στις διαφορές αυτές εγγραφόταν μάλιστα άλλη μια διάκριση, ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες. Οι τελευταίες κυριαρχούσαν στους νέους τομείς των υπηρεσιών, ενώ στη βιομηχανία συνήθως καταλάμβαναν τις λιγότερο ειδικευμένες και πιο κακοπληρωμένες θέσεις περιστασιακής απασχόλησης. Η αυξημένη παρουσία των γυναικών στα συνδικάτα, η είσοδός τους στην τοπική αυτοδιοίκηση και στο κοινοβούλιο, καθώς και το σημαντικό εκλογικό βάρος τους, ξανάδωσαν το φύλο στην Αριστερά, γεγονός τεράστιας σημασίας. Ωστόσο οι ηγέτες της εξακολουθούσαν να είναι σχεδόν όλοι άντρες. Τα εργατικά κινήματα εξακολουθούσαν να κατατρύχονται από το σεξισμό. Η Αριστερά αντιμετώπισε τα εργασιακά συμφέροντα των γυναικών με επώδυνα άνισο τρόπο, ιδίως σε ζητήματα επαγγελματικών αποκλεισμών, διακρίσεων σε βάρος τους στις προσλήψεις και τις αμοιβές, σεξουα31 λικής παρενόχλησης και φροντίδας των παιδιών. Άλλη μια σημαντική διαφοροποίηση στηριζόταν στην ηλικία. Ο θεσμός της μαθητείας έφθινε, μολονότι οι ηλικιακές και άλλες ιεραρχίες επιβίωναν ακόμη και στους υπαλλήλους γραφείου. Όσοι κατόρθωναν να βρουν δουλειά χωρίζονταν τώρα τόσο από τους ηλικιωμένους όσο και από τους νεότερους που δεν είχαν εργαστεί ποτέ· η εξάρτηση των συνταξιούχων από τις ολοένα μεγαλύτερες κοινωνικές δαπάνες (συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη και κοινωνικές υπηρεσίες) και η επιθετικότητα που χαρακτήριζε τις νεανικές υποκουλτούρες προκαλούσαν εντάσεις τις οποίες δεν μπορούσαν πια να ελέγξουν τα παλαιότερα συστήματα αλληλεγγύης στην οικογένεια, στη γειτονιά και την κοινότητα, αφού και αυτά είχαν διαρραγεί από τις ραγδαίες αλλαγές. Η απεκβιομηχάνιση –φυγή των βιομηχανιών από τις πόλεις, κατάρρευση του παλιού βιομηχανικού ιστού και των αγορών εργασίας που εξαρτιόνταν από αυτόν, και σβήσιμο των κοινοτήτων που στηρίζονταν αποκλειστικά σε κάποιο βιομηχανικό κλάδο– προκάλεσε επίσης τεράστιες ανισότητες ανάμεσα στις διάφορες περιοχές, πλήττοντας και με αυτό τον τρόπο την πολιτική σύγκλιση των εργαζομένων. Χαρακτηριστικά στοιχεία της νέας εποχής αποτελούν η μακροπρόθεσμη οικονομική παρακμή (για παράδειγμα, το κλείσιμο των ανθρακωρυχείων ή των ναυπηγείων σε ολόκληρες περιοχές), η τεχνολογική εξέλιξη (χρήση κοντέινερ στις θαλάσσιες μεταφορές, που έπληξε τους φορτοεκφορτωτές των λιμανιών), η
687
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·688
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
πληθυσμιακή αποψίλωση της υπαίθρου (ιταλικός νότος) και η εσωτερική αποικιο32 ποίηση (Ανατολική Γερμανία μετά τη γερμανική ενοποίηση του 1990). Τέλος, η ράτσα και η εθνική ταυτότητα προκάλεσαν έντονα ρήγματα στην αλ33 ληλεγγύη της εργατικής τάξης. Προηγουμένως, οι ανάγκες για εργατικό δυναμικό προκάλεσαν μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα από την ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου προς τη Δυτική Γερμανία, τις Κάτω Χώρες και τη Σκανδιναβία, καθώς και από τις πρώην αποικίες της Νότιας Ασίας, της Βόρειας Αφρικής και της Καραϊβικής προς τη Βρετανία και τη Γαλλία. Το 1990 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζούσαν εκατομμύρια μετανάστες, η παρουσία των οποίων προκαλούσε ολοένα περισσότερες τριβές. Στη Γερμανία, η βία εναντίον των ξένων εντάθηκε μετά την ενοποίησή της, ενώ τα κόμματα της Αριστεράς γενικά απέφευγαν να τοποθετηθούν αυτό το ζήτημα που διασπούσε το λαό. Ορισμένοι εργάτες στήριξαν μάλιστα νεοφασιστικές πρωτοβουλίες, όπως το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο. Ο ρατσισμός της εργατικής τάξης δηλητηρίασε την πολιτική και κοινωνική ζωή της Αυστρίας, της Γερμανίας, του Βελγίου και της Βρετανίας. Παρόμοιες συγκρούσεις σημάδεψαν και τις μετακομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η Γιουγκοσλαβία μάλιστα οδηγήθηκε στη διάλυση του κράτους, την κοινωνιακή κατάρρευση και τον εμφύλιο πόλεμο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τέτοιες συγκρούσεις συνδέονταν επίσης με περιφερειακές ανισότητες, όπως στη βόρεια Ιταλία, όπου πολιτικοποιήθηκε η επιθετικότητα των ντόπιων εναντίον των συμπατριωτών τους που είχαν μεταναστεύσει από το νότο. Οι πολιτισμικές διαφορές –που γίνονταν αντιληπτές με εθνικιστικούς, εθνοτικούς, ρατσιστικούς ή θρησκευτικούς όρους– αντιστέκονταν στις προσπάθειες να επιβληθούν οι γλώσ34 σες της ταξικής αλληλεγγύης.
Ο ταξικός δεσμός χαλαρώνει
688
√ αγώνας να κινητοποιηθεί αλληλέγγυα ολόκληρη η εργατική τάξη με διαδηλώσεις, εκλογικές αναμετρήσεις ή και εξεγέρσεις σκόνταφτε πάντοτε στις εσωτερικές της διαιρέσεις. Η ενότητά της ήταν πάντοτε ένα πρόταγμα, επιδίωξη της σοσιαλιστικής πολιτικής μάλλον παρά δεδομένη από την οικονομία ή τις κοινωνικές ανισότητες. Ως συλλογικό υποκείμενο η εργατική τάξη βρισκόταν πάντοτε σε κίνηση και επηρεαζόταν από τις διακυμάνσεις της οικονομίας, τις συντυχίες της καθημερινής ζωής και τις κρατικές ενέργειες, στο τοπικό όσο και στο εθνικό επίπεδο. Από αυτή την άποψη η εργατική τάξη κάθε στιγμή «φτιαχνόταν», όπως το έθεσε ο ιστορικός Έντουαρντ Τόμσον.
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·689
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Από τα τέλη του 19ου αιώνα πάντως υπήρχε μια εγγενής λογική αυτό το «φτιάξιμο της εργατικής τάξης». Η λογική αυτή ένωνε τους εργάτες γύρω από κοινούς πολιτικούς στόχους στο πλαίσιο της ευρύτερης σοσιαλιστικής συνείδησης που ωρίμασε τον καιρό του Μεσοπολέμου παρά τις εσωτερικές έριδες του 1914-23. Κατόπιν οι μεταπολεμικές διευθετήσεις, μετά το 1945, εδραίωσαν τη σύγκλιση αυτή, μολονότι η νέα μεταπολεμική ευμάρεια υπονόμευε με τις κοινωνικές της επιπτώσεις τα προηγούμενα κοινοτικά στηρίγματα, διασπώντας σιγά σιγά τις μορφές εργατικής αλληλεγγύης μέσα από νέες διαδικασίες κατακερματισμού. Ο ύστερος 20ός αιώνας έφερε λοιπόν μια ριζική αλλαγή: από την ίδρυση των σοσιαλιστικών κομμάτων μέχρι την κορύφωση του αντιφασιστικού αγώνα, κυρίαρχη τάση ήταν η σύγκλιση της εργατικής τάξης· από τη δεκαετία του 1960 όμως άρχισε να αναδύεται μια διαφορετική ιστορία, αποσύνθεσης. Οι σύγχρονες αλλαγές έδιναν νέο πολιτικό σθένος στις διαιρέσεις της εργατικής τάξης· η ραχοκοκαλιά του ταξικού δεσμού τσακίστηκε. Ήδη από το 1960, κοινωνιολόγοι και πολιτισμικοί κριτικοί διαπίστωναν, σε συζητήσεις για το φαινόμενο της «αφθονίας» και τις συνέπειες της ραγδαίας μεταπολεμικής ανάπτυξης, την έκλειψη της «παραδοσιακής εργατικής τάξης». Ωστόσο εννοούσαν μια πολύ ιδιαίτερη μορφή της εργατικής τάξης, η οποία είχε συσσωματωθεί πρώτα με την έντονη εκβιομηχάνιση του ύστερου 19ου αιώνα, απέκτησε σαφέστερο περίγραμμα τις επόμενες δεκαετίες και σταθεροποιήθηκε με τις μεταπολεμικές διευθετήσεις. Με αυτή την έννοια, η επιτυχημένη οργάνωση των ταξικά επικεντρωμένων προσδοκιών, που έδωσε αυτοπεποίθηση στη σοσιαλιστική παράδοση, δεν ήταν παρά αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης περιόδου, η οποία διήρκεσε περίπου οκτώ δεκαετίες αλλά είχε ημερομηνία λήξης. Η «ιστορική» αυτή εργατική τάξη αναπτύχθηκε εν μέρει χάρη στην ίδια τη βιομηχανία, αλλά πολύ περισσότερο χάρη στον γεωγραφικό της εντοπισμό σε συγκεκριμένες κοινότητες – μικρούς οικισμούς αποκλειστικής απασχόλησης γύρω από ανθρακωρυχεία ή βιομηχανικές μονάδες, μητροπολιτικά κέντρα όπως τα λιμάνια ή οι πρωτεύουσες, ή και, ακόμη περισσότερο, μεσαίου μεγέθους πόλεις ή κεντρικές γειτονιές των μεγαλουπόλεων, όπως το Γουέστ Χαμ ή το Γούλγουιτς στο Λονδίνο, το Βέντινγκ στο Βερολίνο, ο Σέστο Σαν Τζιοβάνι στο Μιλάνο ή η Σανς στη Βαρκε35 λώνη. Ο δημοτικός σοσιαλισμός σε αυτό το επίπεδο κοινότητας ήταν ζωτικής σημασίας για το κίνημα πριν από το 1914. Τα στελέχη των σοσιαλιστικών κομμάτων, οι συνδικαλισμένοι εργάτες, οι υπάλληλοι και οι άλλοι εργαζόμενοι και εργαζόμενες της πόλης, καθώς και όλος ο κόσμος που χρησιμοποιούσε τις δημόσιες υπηρεσίες, εξασφάλισαν τελικά στην Αριστερά επίφοβους πολιτικούς μηχανι-
689
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·690
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
σμούς. Η διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος μάλιστα μετά το 1918 τους παρέδωσε τα ηνία στις πόλεις· από το 1920 έως το 1960, η εργατική τάξη τις κατέκτησε. Κυριάρχησε στα δημαρχεία των πρωτευουσών και των βιομηχανικών κέντρων πολύ προτού οι εκπρόσωποί της πάρουν την κυβέρνηση. Η ταξική συγκρότηση ήταν μια διαδικασία κοινωνικής συσσωμάτωσης που είχε κινητήρα την πολιτική και «μεγάλωσε μέσα στη μήτρα της τοπικής αυτοδιοίκησης». Μέσα στο νέο αυτό αστεακό περιβάλλον μια νέα συλλογική ταυτότητα «σφυρηλατήθηκε για την εργατική τάξη και άλλη μια, σε αντίδραση στην πρώτη, για την κατώτερη μεσαία τάξη […] Η κοινωνία των πόλεων άλλαξε ριζικά στα χρόνια του Μεσοπολέμου· από 36 κοινωνία χωριστών οικογενειακών πυρήνων έγινε μια ταξική κοινωνία». Οργανώνοντας τις γειτονιές και τις συνοικίες στις πόλεις, τα σοσιαλιστικά κόμ37 ματα έγιναν «δρώντα υποκείμενα στο σχηματισμό της εργατικής τάξης». Η παράδοση αυτή, που διαμορφώθηκε από το 1880 έως το 1930, επιβίωσε περισσότερο από τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε. Η κυριαρχία της Αριστεράς σε τοπικό επίπεδο συνεχίστηκε τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, όπως μας δείχνουν η επιβλητική παρουσία των Εργατικών σε μεγάλα τμήματα της Σκοτίας, της Νότιας Ουαλίας και της βόρειας Αγγλίας, ή του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας στη λεγόμενη «κόκκινη ζώνη» γύρω από το Παρίσι. Ωστόσο οι ηγεμονίες αυτές της πόλης διαβρώθηκαν σταδιακά. Οι τοπικές πολιτικές κουλτούρες της εργατικής τάξης βαθμιαία εξασθενούσαν. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου η ανάπτυξη των προαστιακών ζωνών, μερικές φορές με την κατεδάφιση των φτωχοσυνοικιών και τη δημιουργία νέων πόλεων, υπονόμευσε τις κοινότητες μέσα στις οποίες είχαν διαμορφωθεί οι δημοτι38 κοί σοσιαλισμοί. Αυτού του είδους οι διαδικασίες επιταχύνθηκαν μετά το 1970 – με την απεκβιομηχάνιση, τη φυγή πολλών βιομηχανικών μονάδων σε άλλες χώρες, την ανασύνθεση της εργατικής δύναμης και την αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας. Στη Βρετανία, η θεσμική δομή που αναγνώριζε στην αυτοδιοίκηση αρμοδιότητες φορολόγησης όσο και παροχής υπηρεσιών, και η οποία στήριζε προηγουμένως πει* ραματισμούς όπως ο «Ποπλαρισμός» και τα σοσιαλιστικά οράματα για την πόλη, μπήκε στο στόχαστρο και καταστράφηκε, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την κατάργηση του Συμβούλιου Μείζονος Λονδίνου τον Μάρτιο του 1986.39 Ο τόπος κατοικίας και ο τόπος εργασίας απομακρύνονταν μεταξύ τους όλο και περισσότερο. Η διασκέδαση μετατοπίστηκε από τους κινηματογράφους και τα θέατρα, τις λέσχες
690
* Πείραμα τοπικής αυτοδιοίκησης στην πιο φτωχή συνοικία του Λονδίνου, που ένωσε από το 1919 έως το 1925 μεταρρυθμιστές, φεμινίστριες και κομμουνιστές και τελικά ριζοσπαστικοποιήθηκε. Πληροφορίες σχετικά βλ. στον δικτυακό τόπο http://www.workersliberty.org/node/3156. (Σ.τ.Ε.)
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·691
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
και τα μιούζικ χολ, στον ιδιωτικό χώρο των σπιτιών – στο «χόουμ σίνεμα». Τα κέντρα των πόλεων παραδόθηκαν στην εμπορική αξιοποίηση· αλλού αναβαθμίστηκαν κι έγιναν τόπος κατοικίας των ευπόρων και αλλού γκετοποιήθηκαν για να υποδεχτούν τους κάθε λογής φτωχούς και απόκληρους. Μετά το 1945, η κοινωνική τάξη έγινε σιγά σιγά ένας ολοένα λιγότερο αξιόπι40 στος δείκτης των εκλογικών προτιμήσεων. Προπολεμικά προσδιόριζε έντονα την εκλογική συμπεριφορά σε χώρες όπως η Αυστρία, η Βρετανία και οι σκανδιναβικές, ενώ στη Δυτική Γερμανία, στη Γαλλία και την Ιταλία η ψήφος επηρεαζόταν επίσης από τη θρησκεία· στις Κάτω Χώρες και την Ισπανία, πάλι, η σχέση τάξης και ψήφου ήταν αδύναμη. Τώρα όμως η συσχέτιση αυτή έφθινε παντού. Στις σουηδικές εκλογές, «η προγνωστική αξία της τάξης μειώθηκε από 53% το 1956 στο 34% το 1985, με τους νέους ψηφοφόρους και τις γυναίκες να επηρεάζονται λιγότερο από 41 την ταξική τους θέση». Ο αριθμός των εργατών μειωνόταν και συνάμα τα σοσια42 λιστικά κόμματα δυσκολεύονταν να διατηρήσουν την υποστήριξή τους. Στη Βρετανία από το 1945 έως το 1983, το ποσοστό των εργατών που ψήφιζε Εργατικούς μειώθηκε από το 62% στο 42%. Την περίοδο 1983-87 μόνο το 39% των συνδικαλισμένων υποστήριζε τους Εργατικούς, δηλαδή 25% λιγότεροι απ’ ό,τι το 1979, με έξι στους δέκα συνδικαλιστές να ψηφίζουν τώρα άλλο κόμμα· οι Εργατικοί ψηφίζονταν μόνον από το ένα πέμπτο των υπαλλήλων γραφείου και από λιγότερους από τους μισούς ημιειδικευμένους και ανειδίκευτους εργάτες –αριθμοί που ελάχιστα βελτιώθηκαν το 1992, όταν το Εργατικό Κόμμα αύξησε τη δύναμή του. Στη διάρκεια μάλιστα της δεκαετίας του 1980, ο θατσερισμός είχε πετύχει να περιορίσει 43 τους οπαδούς των Εργατικών σε μια πτοημένη μειοψηφία των εργατών. Η ταξική ψήφος λοιπόν τώρα εξασθενούσε: «Οι Εργατικοί ψηφίζονται κυρίως από την εργατική τάξη, αλλά η εργατική τάξη έχει πάψει να ψηφίζει κυρίως Εργατι44 κούς». Οι νέοι εργάτες αντιμετώπιζαν αμφίθυμα τις παραδόσεις του εργατικού κινήματος, ενώ οι παλαίμαχοι άρχιζαν να φεύγουν. Στις εκλογές του 1979, το 10-11% των ειδικευμένων εργατών εγκατέλειψε το Εργατικό Κόμμα. Οι συνταγές της παλιάς Αριστεράς έχαναν την αποτελεσματικότητά τους. Οι υψηλοί φόροι, η γραφειοκρατικοποίηση του κράτους πρόνοιας, οι αναποτελεσματικές εθνικοποιημένες βιομηχανίες και οι άλλες εκφυλιστικές όψεις των μεταπολεμικών διευθετήσεων διέβρωναν την υποστήριξη των εργατών. Η ελκυστικότητα των παλιών συνθημάτων είχε εξαντληθεί. Η διπλή αγορά εργασίας που αναδυόταν τώρα διασπούσε κάθε κλάδο, στρέφοντας εργάτη εναντίον εργάτη: «Ο πλήρους ενάντια στον μερικής απασχόλησης, ο πυρήνας ενάντια στην περιφέρεια, το φορντικό ενάντια στο μεταφορντικό μοντέλο παραγωγής, η προσωρινή εργασία έναντι της μόνιμης, η κανονική πρόσληψη 45 απέναντι στις εταιρείες μίσθωσης εργαζομένων, και ούτω καθεξής».
691
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·692
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
692
Οι αλλαγές αυτές υπονόμευσαν και το κύρος του συνδικαλισμού ως προοδευτικής δύναμης. Τα συνδικάτα ήταν ανέκαθεν στενά συνδεδεμένα με το σοσιαλισμό. Πέρα από τις άμεσες σχέσεις τους με τα κόμματα της Αριστεράς, υπήρχε και ο συνδικαλισμός με την ευρύτερη έννοια του όρου, ως όπλο των αδυνάτων, που κινητοποιεί τη συλλογικά οργανωμένη δύναμη των εργατών ως μόνη τους άμυνα ενάντια στην εκμετάλλευση, τις κοινωνικές ανισότητες και τη δύναμη του κεφαλαίου. Ο συνδικαλισμός ήταν η δύναμη της εργατικής τάξης, δύναμη απαραίτητη για τη διεκδίκηση υψηλότερων μισθών και καλύτερων συνθηκών εργασίας· μέσα από αυτόν οι μάζες μπορούσαν, δρώντας από κοινού, να πετύχουν τους στόχους τους. Αλλά ο συνδικαλισμός εξέφραζε επίσης ένα ευρύτερο όραμα, το κολεκτιβιστικό ιδεώδες για το κοινό αγαθό, την επιθυμία της βελτίωσης της κοινωνίας και τη γενική ηθική της κοινωνικής αλληλεγγύης. Μέχρι το 1914, οι αγωνιστές της εργατικής τάξης προσέβλεπαν στην επαναστατική χίμαιρα της γενικής απεργίας. Στις πιο ριζοσπαστικές και, συνήθως, αναρχοσυνδικαλιστικές εκδοχές της, από τη γενική απεργία θα ξεκινούσε η μετάβαση στο σοσιαλισμό. Για τους περισσότερους, αυτή θα ανάγκαζε τις αντιδραστικές κυρίαρχες τάξεις να δεχτούν πολιτικές αλλαγές, όπως έκαναν πριν από το 1914 οι γενικές απεργίες για την κατάκτηση του εκλογικού δικαιώματος. Η συνδικαλιστική δράση επίσης έτρεφε και πιο συγκρατημένες πολιτικές ελπίδες: οι εργάτες με μεγάλη συνδικαλιστική δύναμη βοηθούσαν τους πιο αδύναμους, επειδή ανεβαίνοντας οι μισθοί και το βιοτικό επίπεδο των πιο κακοπληρωμένων παρέσυραν προς τα πάνω τις συνθήκες ζωής και των υπολοίπων. Τα συνδικάτα έγιναν λοιπόν οι σημαιοφόροι των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων. Μετά το 1918 όμως, και ιδιαίτερα μετά το 1945, η ζωτική σημασία του συνδικαλισμού για την πολιτική συνειδητοποίηση των εργατών άρχισε να αλλάζει σιγά σιγά. Μέχρι να μπορέσουν τα σοσιαλιστικά κόμματα να αλλάξουν τους νόμους, η κοινωνική ασφάλεια των εργαζομένων απαιτούσε τη συλλογική οργάνωσή τους στο πλαίσιο της οικονομίας. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου, η Αριστερά σπάνια σχημάτισε κυβερνήσεις, εκτός από τη Σκανδιναβία. Αλλά ο εκδημοκρατισμός του εκλογικού δικαιώματος νομιμοποίησε τα συνδικάτα ως εκφραστές συλλογικών συμφερόντων, έτσι ώστε ακόμη και τον καιρό της οικονομικής κρίσης τα νομικά δικαιώματά τους επιβίωσαν (εκτός, βέβαια, από τις χώρες όπου ο φασισμός τα κατέστρεψε εντελώς). Στη Βρετανία, ακόμη και μετά την οδυνηρή αποτυχία της Γενικής Απεργίας του 1926, την κατάρρευση της Εργατικής Κυβέρνησης (1929-31) και τις καταστροφές που έφερε η μαζική ανεργία, τα συνδικάτα δεν δέχτηκαν νομοθετικά πλήγματα· αντίθετα, η πατριωτική κινητοποίησή τους επέτρεψε να βρουν ενισχυμένα μέσα από τη λαίλαπα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Συγκέντρω-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·693
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ναν τότε τις ελπίδες όλων των προοδευτικών· όχι μόνον των μελών τους, αλλά και των μη συνδικαλισμένων και της μεγάλης μάζας των φτωχών της εργατικής τάξης. Παρ’ όλα αυτά, με το κράτος πρόνοιας τα συνδικάτα έπαψαν να εκφράζουν τις ελπίδες των φτωχών. Τα εθνικά συστήματα υγείας και οι νέες κοινωνικές υπηρεσίες επέτρεψαν στα συνδικάτα να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους στην υπεράσπιση των εργασιακών και μισθολογικών συμφερόντων. Με τις νέες ιδέες για τον κοινωνικό μισθό και την κοινωνική πολιτειότητα η ευημερία των εργαζομένων έγινε τώρα δημόσια μέριμνα που πρόσφερε ένα αληθινό αίσθημα ασφάλειας. Έτσι η συλλογική διαπραγμάτευση διολίσθησε προς την υπεράσπιση επιμέρους συμφερόντων, με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες να ενδιαφέρονται λιγότερο για το γενικό συμφέρον της εργατικής τάξης ή για τις συνέπειες των επιλογών τους σε άλλα συνδικάτα ή κατηγορίες εργαζομένων. Η καταπολέμηση της φτώχειας θεωρήθηκε αρμοδιότητα του κράτους πρόνοιας. Αν, βέβαια, η φτώχεια οφειλόταν στο χαμηλό επίπεδο μισθών, τότε η αγωνιστικότητα των πιο υψηλόμισθων θα παρέσυρε όλους τους μισθούς προς τα πάνω. Αλλά η φτώχεια τώρα είχε αρχίσει να δαιμονοποιείται και να αποδίδεται σε ιδιαίτερες παθολογίες προβληματικών περιοχών και γκετοποιημένων πόλεων, από τις εθνοτικές μειονότητες και τις άγαμες μητέρες μέχρι τους τοξικομανείς και βίαιους νεαρούς, καθώς και στους άτυπους τομείς της οικονομίας, όπου κυριαρχούσαν η μόνιμη υποαπασχόληση και η περιστασιακή εργασία. Απέναντι σε τέτοιους λόγους φυλετικοποίησης και ποινικοποίησης είχαν όλο και λιγότερα πράγματα να πουν τα κινήματα που ιστορικά είχαν διαμορφωθεί εγκαλώντας λευκούς άντρες εργάτες με σταθερή δουλειά. Οι πιο διορατικοί συνδικαλιστές εξακολουθούσαν να εκφράζουν μια ηθική της αλληλεγγύης, όπως έκανε, για παράδειγμα, ο Τζακ Τζόουνς με την ιδέα του Κοινωνικού Συμβολαίου, ή τα σουηδικά συνδικάτα με τις πιο επίμονες προσπάθειές τους τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Η διεκδίκηση ίσης αμοιβής και η θέσπιση νόμων εναντίον των διακρίσεων (καθώς και η υποστήριξη των δικαιωμάτων των γυναικών από τα συνδικάτα) έγιναν νέες μορφές στράτευσης στην υπόθεση όλων. Ωστόσο ο συνδικαλισμός κυρίως φόρεσε τις παρωπίδες των ιδιαίτερων συμφερόντων.
Αντίο στην εργατική τάξη;
Δη δεκαετία του 1980, η εστιασμένη στην κοινωνική τάξη σοσιαλιστική πολιτική γνώρισε κρίση. Στην Ισπανία και την Ελλάδα βέβαια, τα σοσιαλιστικά κόμματα ανέβαιναν. Στη Γαλλία, οι σοσιαλιστές κέρδισαν για πρώτη φορά την προεδρία της χώρας αλλά και μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία· στην Αυστρία έμεναν
693
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·694
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
κυρίαρχοι, ενώ στη Νορβηγία και τη Σουηδία επέστρεψαν στην κυβέρνηση μετά από λίγο καιρό στην αντιπολίτευση. Στη Δυτική Γερμανία όμως ένα κουρασμένο και ξεθωριασμένο SPD εγκατέλειψε το 1982 την κυβέρνηση έπειτα από δεκατρία χρόνια. Το 1979 οι Βρετανοί Εργατικοί έχασαν τις εκλογές κι έμειναν στα αντιπολιτευτικά έδρανα για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια. Αλλά ακόμη και όταν είχαν την κυβέρνηση οι σοσιαλιστές δυσκολεύονταν ολοένα περισσότερο να αποφύγουν τις πολιτικές των συντηρητικών αντιπάλων τους. Οι πυλώνες της σοσιαλδημοκρατίας –πλήρης απασχόληση και κεϊνσιανή οικονομική πολιτική, κράτος πρόνοιας και επεκτεινόμενος δημόσιος τομέας, κορπορατισμός και ισχυρά συνδικάτα– δέχονταν σφοδρές επιθέσεις και κατέρρεαν. Στον ευρωπαϊκό κομμουνισμό, πάλι, τα πράγματα πήγαιναν εξίσου άσχημα. Η κύρια πηγή αισιόδοξης κριτικής της σοσιαλδημοκρατίας, ο ευρωκομμουνισμός του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, βρισκόταν σε υποχώρηση. Το μεγαλύτερο μαζικό κίνημα στις σοσιαλιστικές χώρες, η πολωνική Αλληλεγγύη, καταπνίγηκε από το στρατό. Ο ανατολικοευρωπαϊκός κομμουνισμός είχε χάσει κάθε δημιουργική πνοή· η Σοβιετική Ένωση είχε περιέλθει σε πλήρη αποτελμάτωση. Η διανοητική παράδοση του μαρξισμού, τέλος, αντιμετώπιζε και αυτή προβλήματα. Οι πιο επιφανείς σχολιαστές στράφηκαν στην καταστροφολογία. «Ο σοσιαλισμός πέθανε!», δήλωνε ο κοινωνιολόγος Αλέν Τουρέν (Alain Touraine)· «αντίο στην εργατική τάξη!», αντιφωνούσε ο ριζοσπάστης θεωρητικός Αντρέ Γκορζ 46 (André Gorz). Παραπαίοντας από τις απογοητεύσεις που επισώρευσε η δεκαετία του 1970, οι σοσιαλιστές διανοούμενοι της Βρετανίας ανασκοπούσαν τώρα κριτικά την πολιτική σκέψη που στηριζόταν σε ταξικούς όρους, από το ισχύον κομματι47 κό μοντέλο μέχρι τις ιδέες για τον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης. Ανατέμνοντας φαινόμενα, όπως η απεκβιομηχάνιση, ο δεξιός ριζοσπαστισμός της θατσερικής επίθεσης και η ανασύνθεση της εργατικής τάξης, κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι «ο κόσμος έχει αλλάξει όχι μόνο σωρευτικά αλλά και ποιοτικά». Η νέα τάξη πραγμάτων «χαρακτηριζόταν μάλλον από ποικιλομορφία, διαφοροποίηση και κατακερματισμό παρά από την ομοιογένεια, την τυποποίηση και τις οικονομίες κλί48 μακας που σημάδευαν νωρίτερα τη σύγχρονη μαζική κοινωνία». Η μεταφορντική μετάβαση άλλαζε θέση την πολιτική της εργατικής τάξης. Το φορντικό καθεστώς μαζικής παραγωγής προϋπέθετε έναν ορισμένο τύπο πολιτικής, ενώ το μεταφορντικό καθεστώς της «ευέλικτης εξειδίκευσης», που εξαπλώθηκε τη δεκαετία του 1980, επαγόταν έναν άλλο: 694
Χαρακτηριστικά της κλασικής βιομηχανικής εποχής ήταν το τεράστιο εργοστάσιο μαζικής παραγωγής χτισμένο με κέντρο την αλυσίδα συναρμολόγησης, η πόλη ή και η ολό-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·695
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
κληρη περιοχή όπου δέσποζε μια μοναδική βιομηχανία, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία στο Τορίνο και το Ντιτρόιτ, και η ντόπια εργατική τάξη που είχε χωριστούς τόπους εργασίας και κατοικίας κι έτσι έφτιαχνε μια πολυκέφαλη ενότητα. Οι τυπικά «μεταφορντικές» βιομηχανικές περιοχές όμως –όπως οι επαρχίες γύρω από τη Βενετία, την Μπολόνια και τη Φλωρεντία στην κεντρική και τη βόρεια Ιταλία– δεν είχαν μεγάλες βιομηχανικές πόλεις, τεράστια εργοστάσια ή κυρίαρχες επιχειρήσεις. Αντίθετα, ήταν μωσαϊκά ή δίκτυα κάθε λογής επιχειρήσεων διάσπαρτων στις πόλεις και την ύπαιθρο, από τα «εργαστήρια του 49 γκαράζ» μέχρι τις μέτριου μεγέθους (αλλά υψηλής τεχνολογίας) βιομηχανικές μονάδες.
Τη δεκαετία του 1990, η Αριστερά διχάστηκε ανάμεσα στους υποστηρικτές της αλλαγής και στους υπερασπιστές της ορθοδοξίας. Τελικά, επικράτησαν οι πρώτοι. Οι σύγχρονοι μετασχηματισμοί δεν σήμαιναν το «θάνατο της τάξης» ούτε το «τέλος της εργατικής τάξης», αλλά το τέλος ενός συγκεκριμένου τύπου ταξικής κοινωνίας, εκείνου που σημάδεψαν από το 1880 έως το 1950 η συγκρότηση της εργατικής τάξης και οι επακόλουθες πολιτικές ευθυγραμμίσεις, και ο οποίος κορυφώθηκε στις μεταπολεμικές διευθετήσεις. Καθώς οι μακροπρόθεσμες αλλαγές στην οικονομία συνδυάζονταν με την αντικεϊνσιανή επίθεση, η ενότητα της εργατικής τάξης, με την παλιά και δοκιμασμένη μορφή της, έπαψε να προσφέρεται ως φυσικό βάθρο της αριστερής πολιτικής. Καθώς ο αριθμός των αντρών προλεταρίων, που εργάζονταν κλασικά στα ορυχεία, στις μεταφορές και τη βιομηχανία, άρχισε να φθίνει, μαζί με τα συνδικάτα τους, τη γεωγραφική τους συγκέντρωση και την οικογενειακή τους ζωή, στη θέση τους αναδυόταν με μάλλον άνισους τρόπους μια διαφορετική εργατική τάξη, που αποτελούνταν κυρίως από γυναίκες υπαλλήλους είτε χειρώνακτες, και εστιασμένες στις υπηρεσίες και σε όλους τους κλάδους του δημόσιου τομέα. Η χειριστική ενότητα ωστόσο της νέας αυτής συσσωμάτωσης της εργατικής τάξης –η ενεργή εμπρόθετη δράση της ως οργανωμένη πολιτική παρουσία– παρέμενε υπό διαμόρφωση. Το φτιάξιμο της πρώτης εργατικής τάξης μέσα από την άνοδο των εργατικών κινημάτων είχε μια αναγκαία πολιτική διάσταση, η οποία διαμόρφωσε τη σοσιαλιστική παράδοση σε μια ταξικά επικεντρωμένη πολιτική δημοκρατίας και χειραφετικής κοινωνικής μεταρρύθμισης, σε μια εξισωτική ώθηση για τον εκπολιτισμό του καπιταλισμού. Για να ξαναχτιστεί τώρα η σοσιαλιστική αυτή παράδοση, χρειάζεται να βρεθεί ένα νέο όραμα συλλογικής πολιτικής δράσης, εναρμονισμένο με τις συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής και συσσώρευσης που επικρατούν στις αρχές του 21ου αιώνα. Η τάξη πρέπει να ξαναφτιαχτεί με πολιτικούς τρόπους, να βρει νέες μορφές και να συναρμολογηθεί ξανά. Με τα λόγια του Γκράμσι, το παλιό πεθαίνει, αλλά το νέο δεν έχει ακόμη γεννηθεί.
695
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·696
∫∂º∞§∞π√ 24
¡∂∞ ¶√§πΔπ∫∏, ¡∂√π ∫∞πƒ√π Ανοικοδομώντας το σοσιαλισμό και τη δημοκρατία
Α
696
ΠΟ ΤΟ 1970 ΕΩΣ ΤΟ 1990 ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ σοσιαλιστικών κινημάτων
στην Ευρώπη κατέρρευσαν. Περιλάμβαναν τις παλιές μορφές ταξικής αλληλεγγύης αλλά και τη μορφή βιομηχανικού καπιταλισμού που τις στήριζε – συγκεντρωμένα εργοστάσια και γύρω τους πλήθος μικροβιοτεχνίες μηχανοκατασκευών, βαριά χειρωνακτική εργασία σε ορυχεία και χαλυβουργεία, τομείς έντασης εργασίας όπως λιμάνια ή σιδηρόδρομοι και συστήματα αστικών συγκοινωνιών, τεράστια και περίπλοκα βιομηχανικά συμπλέγματα μαζικής παραγωγής εντοπισμένα σε μεγαλουπόλεις, ζώνες ανθρακωρυχείων, αλυσίδες από βιομηχανικές κωμοπόλεις και πυκνούς οικισμούς εξαρτημένους από αυτή ή την άλλη βιομηχανία. Το κοινωνικό αυτό τοπίο, κυρίαρχο στις ευρωπαϊκές κοινωνίες από το 1880 μέχρι το 1960, άρχισε βαθμιαία να εξαφανίζεται. Το ίδιο συνέβη και με τους κρατικούς θεσμούς που λειτουργούσαν ως υποδομές των σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων, από το κοινοβουλευτικό κυρίαρχο κράτος και την εθνική οικονομία μέχρι την τοπική αυτοδιοίκηση που εξασφάλιζε πόρους στις κοινότητες των πόλεων. Ακόμη, η συλλογική αυτοοργάνωση, τα ιδεώδη της βελτίωσης, η κοινωνικότητα των λεσχών, η ηθική της συλλογικής προόδου και του δημόσιου αγαθού – όλες αυτές οι κουλτούρες που στήριζαν το σοσιαλισμό άρχισαν να φθίνουν. Συνάμα άρχισαν όμως να κάμπτεται και η ανδροκρατία του εργατικού κινήματος, από την πατριαρχία των εργατικών νοικοκυριών μέχρι τον ωμό σεξισμό και τις έμφυλες πρακτικές που κυριαρχούσαν σε κόμματα και συνδικάτα. Κάποιες πάγιες αντιλήψεις της σοσιαλιστικής παράδοσης, και κυρίως ο αξιωματικός προσανατολισμός του προς την ταξική πολιτική, δεν έδειχναν να αντέχουν. Από την άλλη πλευρά, τα δημοκρατικά ιδανικά του σοσιαλισμού διατηρούσαν αμείωτη την ζωντάνια τους, καθώς και τα συνταγματικά, οργανωτικά και πολιτισμικά πλαίσια της δημοκρατίας, για τα οποία τα σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα είχαν αποδειχθεί απαραίτητα, τόσο στους δύσκολους καιρούς που κινδύνευε η δημοκρατία όσο και με τις μεγάλες συντακτικές κατακτήσεις με-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·697
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
τά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Καθώς λοιπόν χάνονταν οι συνθήκες πάνω στις οποίες είχε στηριχτεί η κλασική σοσιαλιστική παράδοση, αναπόφευκτα έμπαιναν ερωτήματα για τι λογής σοσιαλισμούς μπορούμε ακόμη να φανταστούμε, και ποιες νέες μορφές πολιτικής διασφαλίζουν το μέλλον της δημοκρατίας;
Το τέλος της μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης
∏ παγκόσμια οικονομική ύφεση, που ακολούθησε την πετρελαϊκή κρίση του 1973-74, τερμάτισε τη μεταπολεμική ανάπτυξη και τις υποσχέσεις ολοένα μεγαλύτερης ευημερίας. Η ανατίμηση του πετρελαίου εξαιτίας του αραβοϊσραηλινού πολέμου εκτροχίασε τις καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρώπης, οι οποίες ήδη παρέπαιαν και τότε γνώρισαν την πρώτη μείωση της παραγωγής σε απόλυτους αριθμούς μετά την κρίση του 1929-32. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι χώρες αυτές δοκιμάστηκαν από πρωτοφανείς εσωτερικές κρίσεις, Η πόλωση της βρετανικής κοινωνίας επί κυβέρνησης Χιθ κορυφώθηκε με την απεργία των ανθρακωρύχων τον Φεβρουάριο του 1974, ενώ στην Ιταλία η κοινωνιακή κρίση εξαπολύθηκε από τις εξεγέρσεις των φοιτητών και τις εργατικές κινητοποιήσεις. Σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη, ο υψηλός πληθωρισμός, η άνοδος της ανεργίας και οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης έγιναν τώρα ο κανόνας. Το τέλος της ραγδαίας μεταπολεμικής ανάπτυξης μεγέθυνε τα αποτελέσματα των σημαντικών αλλαγών που είχαν μεσολαβήσει στην οικονομία – αναδιοργάνωση των αγορών εργασίας, απεκβιομηχάνιση, ανασύνθεση των κοινωνικών τάξεων και γενικότερη αναδιάρθρωση του καπιταλισμού. Η οικονομική στασιμότητα οδήγησε το κράτος πρόνοιας σε κρίση. Το κατηγορούσαν διαρκώς ότι ήταν πολυέξοδο, αναποτελεσματικό, γραφειοκρατικό, ηθικά καταστροφικό για τα άτομα και ευεπίφορο σε καταχρήσεις. Οι επικριτές του παραπονιούνταν ότι οι δημόσιες παροχές και η γλώσσα περί δημόσιου αγαθού διέφθειραν το λαό. Γι’ αυτούς, οι δημόσιες υπηρεσίες έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν. Καθώς οι κεϊνσιανές ορθοδοξίες –δημοσιονομικά ελλείμματα, ισχυρός δημόσιος τομέας, διαχείριση της ζήτησης και πλήρης απασχόληση– περιήλθαν ταυτόχρονα σε ανυποληψία, ο πολιτικός κοινός νους άρχισε να αλλάζει. Οι αυτονόητες αλήθειες της φορντικής εποχής –από την οικονομική της μαζικής παραγωγής και τις συνακόλουθες κορπορατιστικές διευθετήσεις μέχρι τις περιζήτητες βεβαιότητες της πλήρους απασχόλησης και της αύξησης των 1 πραγματικών μισθών– άρχισαν και αυτές να καταρρέουν, για να αντικατασταθούν σιγά σιγά από τις νέες προτεραιότητες της «μεταφορντικής μετάβασης». Βαθύτατα ρήγματα έκαναν το παρελθόν να φαίνεται ολοένα πιο μακρινό. Τα με-
697
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·698
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
698
ταπολεμικά πολιτικά συστήματα είχαν εξασφαλίσει στην Αριστερά θεμελιώδη κέρδη, προικίζοντας τη νεοαποκτηθείσα επιρροή του οργανωμένου εργατικού κινήματος με πανίσχυρα δημοκρατικά νοήματα. Οι μεταπολεμικές πολιτειακές διευθετήσεις πρόβαλλαν πανηγυρικά τη δημοκρατική κυριαρχία του λαού, θέση που αποτυπώθηκε κι επίσημα στα συντάγματα της Δυτικής Γερμανίας, της Αυστρίας, της Ολλανδίας και των σκανδιναβικών χωρών. Αν και αυτή η σύνθεση κεϊνσιανής οικονομικής πολιτικής, κράτους πρόνοιας και κορπορατισμού έβρισκε μικρότερο πεδίο εφαρμογής στη Νότια Ευρώπη, πάντως το γαλλικό σύνταγμα όσο και το ιταλικό επίσης αναγνώρισαν ζωτικές δημοκρατικές κατακτήσεις. Μετά το 1945, η Αριστερά κυριάρχησε και στην τοπική αυτοδιοίκηση: τα οχυρά της στους βιομηχανικούς κλάδους, τις πόλεις και τις μικρότερες κοινότητες συχνά κάλυπταν περιοχές ολόκληρες. Η άνοδός της θεσμοποιήθηκε πρώτα πρώτα εκεί όπου μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν από τοπικά δημοτικά τέλη ή πόρους της κεντρικής κυβέρνησης προγράμματα μέριμνας για τους φτωχότερους, στέγασης, εκπαίδευσης, δημόσιας απασχόλησης και κάθε λογής υπηρεσιών. Μέσα σε αυτό το αστεακό και πολιτικό πλαίσιο, ακλόνητο θεμέλιο του σοσιαλισμού μετά το 1945, φτιάχτηκε η εργατική τάξη. Ωστόσο οι σύγχρονες μεταμορφώσεις του συστήματος απέκλειαν την απρόσκοπτη συνέχιση της σοσιαλιστικής αυτής παράδοσης. Από το 1860 έως το 1960 ίσχυε ένα διπλό αξίωμα: ο σοσιαλισμός αποτελούσε πάντοτε τον πυρήνα της Αριστεράς, ενώ η Αριστερά ήταν πάντοτε ευρύτερη από το σοσιαλισμό. Οι σοσιαλιστές δεν μπορούσαν ποτέ να νικήσουν πολιτικά από μόνοι τους. Για να πετύχουν τους σκοπούς τους χρειάζονταν συμμαχίες – στην εκλογική αναμέτρηση, στο σχηματισμό κυβέρνησης, στο σχεδιασμό και την οργάνωση μιας απεργίας, στην κινητοποίηση των κάθε λογής μορφών κοινοτικής αλληλεγγύης, στην ανάπτυξη τοπικών εκστρατειών, στην κατάληψη των θεσμών, στην προώθηση ιδεών στη δημόσια σφαίρα. Στη διαχείριση της ευρύτερης αυτής πολιτικής διαδικασίας, τρεις παράγοντες αποδείχτηκαν κρίσιμοι: ένας οργανωτικός, ο οποίος επηρέαζε τον τύπο του κινήματος που οι σοσιαλιστές επινόησαν· ένας πολιτισμικός, που περιλάμβανε την ευρύτερη λαϊκή ταύτιση με τις μεταπολεμικές κατακτήσεις· κι ένας δομικός, που αφορούσε τα εθνικά και υπερεθνικά πλαίσια δράσης της Αριστεράς. Ας ξεκινήσουμε από τον πρώτο. Την εποχή πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχε φτιαχτεί το μοντέλο του κοινοβουλευτικού σοσιαλιστικού κόμματος που συμμαχεί με μια συνδικαλιστική ομοσπονδία, έχει εκλογικό προσανατολισμό και ελέγχει τη μαζική του βάση μέσα από σοσιαλιστικές λέσχες και μεγάλες γυναικείες και νεολαιίστικες ενώσεις. Τα κομμουνιστικά κόμματα ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο. Το μοντέλο αυτό σοσιαλιστικής ένωσης ήθελε να καλύψει ολόκληρη τη ζωή των
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·699
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
μελών της, και στην ιδανική του μορφή θα υποστηριζόταν από την τοπική αυτοδιοίκηση και το αυριανό σοσιαλιστικό κράτος. Με τον τρόπο αυτό, το κοινοβουλευτικό κόμμα θεμελιωνόταν πάνω στην ίδια την ζωή των μελών του. Επιπλέον, η επαγγελία του σοσιαλισμού δεν είχε αποδέκτες μόνο τους προλεταρίους, αλλά προσείλκυε και υπαλλήλους γραφείου, επαγγελματίες, διανοουμένους, ανέργους και μέλη προλεταριακών οικογενειών, καταπιεσμένες εθνικές και άλλες μειονότητες και ούτω καθεξής. Ωστόσο οι μεταπολεμικές αλλαγές σιγά σιγά κατέστρεφαν την υποδομή αυτής της ευρύτατης σοσιαλιστικής κουλτούρας ώσπου τη δεκαετία του 1990 το κλασικό κόμμα, ως κίνημα που στηριζόταν στις κοινότητες της εργατικής τάξης και 2 συνάμα προσείλκυε ευρύτερες κοινωνικές προσδοκίες, είχε χαθεί. Όσον αφορά τον δεύτερο παράγοντα, το «1945» σήμαινε πάνω από όλα δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και εθνική ανεξαρτησία, διαμορφώνοντας έτσι ένα νέο περίγραμμα για τη συλλογική πολιτική φαντασία. Η κληρονομιά του αντιφασιστικού κινήματος και της ανοικοδόμησης στήριζε μια ιδιαίτερα πειστική αφήγηση –δυσκολίες και αγώνες, συν μεταρρυθμίσεις και προκοπή– που νομιμοποίησε και σταθεροποίησε τις μεταπολεμικές διευθετήσεις. Μια λαϊκή κουλτούρα εκτίμησης και βελτίωσης των κατακτήσεων στερέωσε το κράτος πρόνοιας και τις συναφείς πρακτικές, δίνοντας βάθος στην ήδη ευρεία σοσιαλδημοκρατική συναίνεση. Αλλά τη δεκαετία του 1960 το μοντέλο αυτό έγινε λιγότερο αποτελεσματικό. Για τις νέες γενιές, οι ιστορίες των αγωνιστών για θυσίες και βελτιώσεις σηματοδοτούσαν ένα είδος πολιτικής αυταρέσκειας. Η αίσθηση που είχαν οι νέοι για το μέλλον έδειχνε να μπλοκάρεται από τον κομφορμισμό. Από την άποψη αυτή, το «1968» συνιστούσε μια διπλή κρίση της μεταπολεμικής πολιτικής κουλτούρας, αφενός επειδή σήμαινε μια έκρηξη διαφωνίας της νεολαίας και αφετέρου γιατί άνοιξε τον δημόσιο χώρο στην αντίδραση της Δεξιάς – όχι μόνο εναντίον του πολιτισμικού ριζοσπαστισμού της δεκαετίας του 1960, αλλά και της ίδιας της συναίνεσης που είχε αφήσει η κληρονομιά του πολέμου. Ακολούθησε μια μάχη ιδεών, στην οποία τα σοσιαλιστικά κόμματα έπαψαν να κυριαρχούν στον πολιτικό κοινό νου. Αυτό έπληξε άσχημα το ευρύτερο προοδευτικό πρόγραμμα της Αριστεράς. Σχετικά τώρα με τον τρίτο παράγοντα, τόσο το σοσιαλιστικό κόμμα όσο και η μεταπολεμική συναίνεση θεωρούσαν δεδομένη τη χειριστική κυριαρχία των εθνικών κρατών, καθώς οι δίαυλοι της πολιτικής δράσης όσο και το νομοθετικό πρόγραμμα της Αριστεράς χρειάζονταν αυτό το πλαίσιο. Αν όμως οι διεθνείς παράγοντες ανέκαθεν του έθεταν κάποιους περιορισμούς, τώρα η νέα διεθνής συγκυρία ασκούσε πολύ πιο μεγάλη πίεση. Μετά το 1973 η παγκοσμιοποίηση περιόρισε την αυτονομία των εθνικών κυβερνήσεων – με την κατάρρευση της συμφωνίας του
699
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·700
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Μπρέτον Γουντς, την απεκβιομηχάνιση και τη διεθνή κινητικότητα του κεφαλαίου μέσω των πολυεθνικών εταιριών όσο και της αυξημένης αποδοτικότητας των επενδύσεων στις νέες βιομηχανικές χώρες. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αναδείκνυε αυτή την υπερεθνική λογική μέσα από την επέκταση της τότε ΕΟΚ: η Βρετανία, η Δανία και η Ιρλανδία έγιναν δεκτές το 1973, η Ελλάδα το 1981, η Ισπανία και η Πορτογαλία το 1986, η Αυστρία, η Σουηδία και η Φινλανδία το 1995, και κατόπιν οι πρώην λαϊκές δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης. Οι Πράξεις για την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση του 1986-92 και η Συμφωνία του Μάαστριχτ, με την οποία η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) μετεξελίχτηκε το 1994 σε Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), έκαναν πια αδύνατο τον κεϊνσιανισμό σε εθνικό επίπεδο. Η κυριαρχία μετατοπίστηκε αποφασιστικά προς το δυσκίνητο και αντιδημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο της Ευ3 ρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, τα εθνικά μοντέλα σοσιαλιστικής πολιτικής, με τα οποία είχαν ταυτιστεί τα ταξικά προσδιορισμένα πολιτικά κινήματα, οι λαϊκές μνήμες του πολέμου και της ανοικοδόμησης και η κυριαρχία των εδαφικών κρατών, σκόνταψαν. Οι βασικές προϋποθέσεις της πολιτικής αυτής παράδοσης είχαν εκλείψει. Καθώς ο σοβιετικός κομμουνισμός έπνεε τα λοίσθια τη δεκαετία του 1980, τα κομμουνιστικά κόμματα είτε ανασυγκροτήθηκαν ως πολιτικοί σχηματισμοί της ευρύτερης Αριστεράς είτε εξαφανίστηκαν. Τα εδραιωμένα σοσιαλιστικά κόμματα συνέχισαν να υπάρχουν, συνήθως ως οι ισχυρότεροι αριστεροί πολιτικοί σχηματισμοί των δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Μόνο που τώρα είχαν πάψει να στηρίζονται σε ένα πυκνό δίκτυο οργανώσεων, στον μεγάλο αριθμό των μελών τους, στην κινητοποίηση των κοινοτήτων τους και την πολιτική αφοσίωση της εργατικής τάξης. Τι θα μπορούσε να έρθει στη θέση τους ως κύρια οργανωτική έκφραση της ευρωπαϊκής Αριστεράς; Από την άποψη αυτή, οι συνέπειες των εκρήξεων του 1968 έμεναν απροσδιόριστες.
Ο ευρωκομμουνισμός, 1968-1980: ένας πόλεμος θέσεων
∏ σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968 ανάγκασε το διεθνές κομμου-
700
νιστικό κίνημα να διαλέξει ποιό δρόμο θα έπαιρνε. Από τη μια πλευρά, ο μεταρρυθμιστικός κομμουνισμός στην Ανατολική Ευρώπη χάθηκε για πάντα. Μετά την Άνοιξη της Πράγας, οι κυβερνήσεις των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας τήρησαν απαρέγκλιτα τα σοβιετικά θέσφατα: συνοχή του σοβιετικού μπλοκ, γραφειοκρατικές δομές μιας κρατικοποιημένης οικονομίας και πολιτικό μονοπώλιο του κομμουνιστικού κόμματος. Από την άλλη μεριά, οι κομμουνιστές της Δυτικής Ευρώπης οδηγήθηκαν σε μια πρωτοφανή κριτική της Σοβιετικής Ένωσης.
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·701
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
Σε διεθνές επίπεδο, τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν μια εποχή επικίνδυνη αλλά και συναρπαστική. Το 1974-75 οι τρεις δικτατορίες της Νότιας Ευρώπης κατέρρευσαν. Οι ριζοσπάστες αξιωματικοί του Κινήματος Ενόπλων Δυνάμεων ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 1974 την Πορτογαλική Επανάσταση, αποσπώντας την εξουσία από το δικτάτορα Μαρσέλου Καετάνου (Marcelo Caetano)· στην Ελλάδα η χούντα των συνταγματαρχών κατέρρευσε τον Ιούλιο του 1974, όταν προκάλεσε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο· τέλος, ο θάνατος του Φράνκο το Νοέμβριο του 4 1975 έδωσε το έναυσμα για την επάνοδο της δημοκρατίας στην Ισπανία. Και στις τρεις αυτές χώρες, οι κομμουνιστές, που αποτελούσαν τη μόνη συνεπή αντιπολίτευση, περίμεναν να ανταμειφθούν εκλογικά από τους ευγνώμονες πολίτες. Τα κομμουνιστικά κόμματα υιοθέτησαν στρατηγικές που δέχονταν το δημοκρατικό συνταγματικό πλαίσιο και προώθησαν πλατιές πολιτικές συμμαχίες· ενώ εξακολούθησαν να δίνουν έμφαση στις διαδηλώσεις, αντιτάχθηκαν σε κάθε εξεγερσιακό ή «μπολσεβίκικο» πειρασμό. Αυτό ίσχυε τόσο για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας του Σαντιάγκο Καρίλιο, απροκάλυπτου πολέμιου της σοβιετικής πολιτικής, όσο και για το στέρεα φιλοσοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας του παλαίμαχου σταλινικού Αλβάρο Κουνιάλ (Alvaro Cunhal). Και στις τρεις περιπτώσεις, η κατάσταση ήταν εξαιρετικά ασταθής και η πολιτική ισορροπία μπορούσε να ανατραπεί από τη μία στιγμή στην άλλη: οι κομμουνιστές προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν δημοκρατικά διαπιστευτήρια και να ενταχθούν ως δύναμη εξουσίας στο κοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά συνάμα ο κίνδυνος ενός δεξιού πραξικοπήματος παρέμενε μεγάλος. Στο μεταξύ στην Ιταλία η δημοκρατία κινδύνευε να καταρρεύσει. Μετά την έκρηξη τριών βομβών τον Δεκέμβριο του 1969 –μία στο Μιλάνο με δεκαέξι νεκρούς και δύο στη Ρώμη με δεκαοχτώ τραυματίες–, οι αναρχικοί βρέθηκαν στο στόχαστρο των αρχών αλλά, στην πραγματικότητα, ένοχοι για τις εγκληματικές αυτές ενέργειες ήταν οι νεοφασίστες σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες. Οι τελευταίες υιοθέτησαν τη «στρατηγική της έντασης» για την αντιμετώπιση της Αριστεράς: περιορισμός των πολιτικών ελευθεριών, επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης και σχεδιασμός πραξικοπημάτων. Η στρατηγική αυτή στηριζόταν σε ένα μυστικό πλέγμα κυβερνητικών στελεχών, στρατιωτικών, μυστικών υπηρεσιών και μεγαλοεπιχειρηματιών που συνδέονταν με το Βατικανό και βέβαια, με τη μαφία· φαίνεται πως στο επίκεντρό του βρισκόταν μια αντικομμουνιστική μασονική στοά, η Προπαγάνδα Δύο (Ρ-2), που είχε ιδρυθεί από τον Λίτσο Τζέλι (Licio Gelli), 5 παλιό στέλεχος του φασισμού. Ακολούθησαν οχτώ νεκροί από βόμβες σε μια αντιφασιστική συγκέντρωση στην Μπρέσα τον Μάιο του 1974, και άλλοι δώδεκα
701
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·702
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
702
τον επόμενο Αύγουστο από μια βομβιστική ενέργεια στο τρένο που συνέδεε τη Φλωρεντία με την Μπολόνια. Την ίδια εποχή κλιμακώθηκε η νεοφασιστική βία στα αστικά κέντρα του βορρά. Στις εκλογές του 1972 το νεοφασιστικό Κοινωνικό Κίνημα Ιταλίας (MSI) κέρδισε το 8,7% των ψήφων, το ψηλότερο ποσοστό που πήρε ποτέ. Παράλληλα και οι Ερυθρές Ταξιαρχίες πέρασαν από τη βίαιη «προπαγάνδα της πράξης» (απαγωγές, ξυλοδαρμοί διευθυντικών στελεχών και προϊσταμένων, επιθέσεις σε περιουσίες) σε δραματικά ένοπλα χτυπήματα, αρχίζοντας με την απαγωγή του δικαστή της Γένοβας Μάριο Σόσι (Mario Sossi), ο οποίος απελευθερώθηκε τον Απρίλιο του 1974 μετά από τριάντα πέντε ημέρες κράτησης. Από το 1974 έως το 1976, οι επιθέσεις της αστυνομίας και οι ανταλλαγές πυροβολισμών 6 κράτησαν την αριστερή τρομοκρατία στην επικαιρότητα. Όσο εκτυλίσσονταν αυτές οι πολιτικές εντάσεις στην Ιταλία και οι ευπαθείς μεταπολιτεύσεις στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία και την Ισπανία, οι κομμουνιστές τόνιζαν διαρκώς την απειλή της Δεξιάς. Η τελευταία εκδηλώθηκε δραματικά τον Σεπτέμβριο του 1973 στη Χιλή, με το στρατιωτικό πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας του προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε (Salvador Allende), που με τον κοινοβουλευτικό σοσιαλισμό του είχε αναπτερώσει τις ελπίδες της Αριστεράς. Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας (PCI), άντλησε το πολιτικό δίδαγμα. Ανακαλώντας την κληρονομιά του Τολιάτι, επιδίωξε την ευρύτερη δυνατή συναίνεση για την υπεράσπιση και τη διεύρυνση της δημοκρατίας. Η Χιλή έδειχνε «τον άμεσο κίνδυνο να διχαστεί το έθνος», αφού οι αντιδημοκρατικές δυνάμεις καταφεύγουν πάντοτε στη βία όταν τα λαϊκά κινήματα καταγράφουν σημαντικές νίκες. Το κομμουνιστικό κόμμα λοιπόν θα έπρεπε να αναβιώσει τον θεμελιωτικό συνασπισμό της ιταλικής δημοκρατίας, συσπειρώνοντας γύρω του όχι μόνο τους σοσιαλιστές αλλά και τον τρίτο πόλο του «λαϊκού κινήματος», δηλαδή τους καθολικούς. Το άνοιγμα της χριστιανοδημοκρατίας προς τα αριστερά θα διασφάλιζε τη δημοκρατία έναντι της Δεξιάς, θα απέτρεπε την πόλωση της κοινωνίας σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα και θα επέτρεπε να γίνουν έπειτα νέα 7 βήματα προόδου. Αυτό ήταν ο «ιστορικός συμβιβασμός» του Μπερλινγκουέρ: η συσπείρωση κάτω από την ίδια σημαία των τριών μεγάλων λαϊκών παραδόσεων της Ιταλίας –κομμουνισμός, σοσιαλισμός και καθολικισμός– με στόχο μια νέα δημοκρατική αλλαγή. Οι εκλογικοί συσχετισμοί ήταν με το μέρος του. Το 1972 το PCI είχε πάρει το 27,2% των ψήφων· μαζί με τους σοσιαλιστές είχαν συνολικό εκλογικό ποσοστό 36,8%, δηλαδή πολύ μικρό για να κυβερνήσουν. Το 1968 το συνολικό ποσοστό της Αριστεράς είχε αγγίξει για λίγο το επιβλητικό 45,8%, καθώς το αντικομμουνι-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·703
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
στικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα συνασπίστηκε περιστασιακά με το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Αλλά η συσπείρωση της Αριστεράς πάνω σε αυτή τη βάση προοιωνιζόταν ακριβώς την κοινωνιακή πόλωση που φοβόταν ο Μπερλινγκουέρ – από τη μια πλευρά ένα λαϊκό μπλοκ κομμουνιστών, σοσιαλιστών και σοσιαλδημοκρατών, και από την άλλη οι χριστιανοδημοκράτες, αναγκασμένοι να ζευγαρώσουν με τους νεοφασίστες. Ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που θα μπορούσε να συγκροτηθεί ένα τέτοιο μέτωπο της Αριστεράς, και έστω κι αν κέρδιζε την εκλογική πλειοψηφία, και πάλι δεν θα μπορούσε να κυβερνήσει τη χώρα ενάντια στους χριστιανοδημοκράτες που κατείχαν θέσεις-κλειδί στο κράτος, στην οικονομία και την κοινωνία. Με όλους τους αρνητικούς οιωνούς λοιπόν –ενίσχυση του νεοφασιστικού MSI, ακροδεξιά τρομοκρατία και «στρατηγική της έντασης» από την πλευρά της Δεξιάς–, ένα σοσιαλιστικό μπλοκ εξουσίας θα έπρεπε να περιμένει σαμποτάζ ανάλογα εκείνων της Χιλής. Για τον Μπερλινγκουέρ, το «κεντρικό πολιτικό πρόβλημα 8 της Ιταλίας» ήταν να αποφευχθεί αυτή η έκβαση. Προσπάθησε επομένως να προσεταιριστεί τους χριστιανοδημοκράτες. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, οι τελευταίοι βρίσκονταν σε αδιέξοδο μετά την ταπεινωτική τους ήττα στο δημοψήφισμα για τη νομιμοποίηση των διαζυγίων τον Μάιο του 1974, καταρρακωμένοι από μια σειρά σκανδάλων διαφθοράς στα οποία είχαν εμπλακεί πολλά στελέχη τους, και με μια ηγεσία που κατηγορούνταν ότι χρησιμοποιούσε τη «στρατηγική της έντασης» για να προετοιμάσει ένα γκολικού τύπου 9 πραξικόπημα. Η ιταλική πολιτική ζωή είχε αποτελματωθεί. Ούτε η Αριστερά ούτε η Δεξιά μπορούσαν να εδραιώσουν την ηγεμονία τους. Ήταν αδύνατο μάλιστα η Δεξιά να επιβληθεί με τη βία, καθώς οι κοινωνικές αντιδράσεις θα ήταν πανίσχυρες. «Η ασταθής αυτή ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στα δύο κύρια κόμματα», με τους κομμουνιστές «όχι αρκετά ισχυρούς για να κυβερνήσουν χωρίς το κέντρο, και τους χριστιανοδημοκράτες ανίκανους πια να κυβερνούν με τον παλιό γνωστό 10 τρόπο», απαιτούσε νέες πρωτοβουλίες. Ο Ότο Μπάουερ είχε υποστηρίξει κάτι ανάλογο τη δεκαετία του 1920, όταν το SPÖ κυριαρχούσε στη Βιένη αλλά έμενε αποκλεισμένο από τη διακυβέρνηση της χώρας, με συνέπεια να δημιουργηθεί μια παρόμοια κατάσταση που εγκυμονούσε μεγάλους κινδύνους αλλά και έδινε στην Αριστερά μια ανεπανάληπτη ευκαιρία. Στην Αυστρία είχε οδηγήσει στη συντριβή του εργατικού κινήματος και το θρίαμβο του κληρικοφασισμού το 1934. Για τον Μπερλινγκουέρ όμως, αυτό το παράδειγμα απλώς έδειχνε πόσο αναγκαίο ήταν να βρεθεί η σωστή στρατηγική. Αν αυτή πετύχαινε, το έπαθλο θα ήταν η θεμελιακή αναδιάταξη της ιταλικής κοινωνίας, έτσι όπως την είχαν κάποτε οραματιστεί ο Γκράμσι και ο Τολιάτι. Και
703
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·704
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
704
μάλιστα στην αρχή η στρατηγική του Μπερλινγκουέρ έδειχνε να πετυχαίνει. Στις τοπικές και περιφερειακές εκλογές τον Ιούνιο του 1975 το ποσοστό του PCI αυξήθηκε στο 33,4% (δηλαδή 7,6% περισσότερο από τις εκλογές του 1970), ενώ η χριστιανοδημοκρατία έπεσε ελαφρά στο 35,3%. Στα οχυρά της αριστερής συμμαχίας κομμουνιστών και σοσιαλιστών –Εμίλια Ρομάνια, Τοσκάνη και Ούμπρια– προστέθηκαν τώρα η Λομβαρδία, το Πεδεμόντιο, η Λιγουρία και όλες οι μεγάλες πόλεις εκτός από το Παλέρμο και το Μπάρι. Ένα χρόνο αργότερα, οι κοινοβουλευτικές εκλογές επιβεβαίωσαν την ίδια ανοδική τάση της Αριστεράς. Παρά τις απροκάλυπτες πιέσεις του τότε υπουργού των Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσιντζερ (Henry Kissinger), που θύμιζαν την αντικομμουνιστική επέμβαση του 1948, το κομμουνιστικό κόμμα συγκέντρωσε το 34,4% των ψήφων, ενώ η Αριστερά στο σύνολό της έφτασε το εντυπωσιακό 46,7%. Αυτό ήταν το πλαίσιο, μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ο ευρωκομμουνισμός. Ο όρος επινοήθηκε από φιλελευθέρους που κατήγγελλαν τον δήθεν μεταρρυθμισμένο κομμουνισμό ο οποίος όμως στην πραγματικότητα προωθούσε την ύπουλη σοβιε11 τοποίηση της Ευρώπης. Ο Μπερλινγκουέρ έσπευσε να τον υιοθετήσει, εκθειάζοντας τον διαφορετικό δρόμο για το σοσιαλισμό που ακολουθούσαν τα κόμματα της δυτικοευρωπαϊκής Αριστεράς. Ο Σαντιάγκο Καρίλιο πάλι, στην προσπάθειά του να μπει επικεφαλής της ισπανικής μεταπολίτευσης, χρησιμοποίησε τον όρο ακόμη πιο φιλόδοξα, μιλώντας για τον «ευρωκομμουνιστικό δρόμο προς την εξουσία». Το βιβλίο του Ο «ευρωκομμουνισμός» και το κράτος έδωσε το στίγμα στη συνάντηση κορυφής των κομμουνιστικών κομμάτων της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στη Μαδρίτη τον Μάρτιο του 1977, με σιωπηρό σημείο αναφοράς την Άνοιξη της Πράγας. Ο Μπερλινγκουέρ και οι άλλοι ηγέτες τόνισαν τις διαφωνίες τους με τη Μόσχα συνεχίζοντας να επικρίνουν τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, διεκδικώντας το δικαίωμα κάθε χώρας να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο προς το 12 σοσιαλισμό και υποστηρίζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Σοβιετική Ένωση. Ο ευρωκομμουνισμός ήταν αλληλένδετος με την κληρονομιά του φασισμού, καθώς ήταν ακριβώς οι μεσοπολεμικές ήττες της Αριστεράς στην Ιταλία και την Ισπανία εκείνες που ενέπνευσαν τη νέα αυτή αντιμαξιμαλιστική στρατηγική, της ευρείας συμμαχίας των δημοκρατικών δυνάμεων. Παρόμοια οι Ισπανοί κομμουνιστές έλπιζαν να επαναλάβουν μετά το θάνατο του Φράνκο την επιτυχία του ιταλικού PCI το 1944-47, που εξασφάλισε το μεγάλο λαϊκό του έρεισμα χάρη στον αντιφασιστικό του αγώνα. Οι αρχιτέκτονες του ευρωκομμουνισμού, ο Μπερλινγκουέρ και ο Καρίλιο, επικαλούνταν τον ηρωισμό των αντιφασιστών, ενώ συνάμα έστρεφαν τα κόμματά τους προς ένα διαφορετικό πολιτικό μέλλον, εγκαταλείπο-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·705
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
ντας τη μόνιμη αντιπολίτευση, τη «δικτατορία του προλεταριάτου» και την υπακοή στη Μόσχα. Σταθερός στόχος της στρατηγικής τους ήταν να αποτραπεί ο κίνδυνος της αντεπανάστασης, η οποία θα μπορούσε να προκύψει είτε από τη «στρατηγική της έντασης» που ακολουθούσε η Δεξιά στην Ιταλία είτε από νέα φρανκιστικά πραξικοπήματα στην Ισπανία. Ο αντιφασιστικός αγώνας αναζωογονήθηκε 13 ως «σύμβολο εθνικής ενότητας». Το Κομμουνιστικό Κόμμα έσπασε το πολιτικό αδιέξοδο στηρίζοντας από τη θέση της αντιπολίτευσης τη χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση και συζητώντας για κοινά προγράμματα. Ο Πιέτρο Ινγκράο (Pietro Ingrao), ηγέτης της αριστερής πτέρυγας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, έγινε ο πρώτος κομμουνιστής πρόεδρος της Βουλής. Ο Μπερλινγκουέρ δικαιολόγησε τη στάση του κόμματος: αναλάμβανε τις ευθύνες του απέναντι στο έθνος σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και κινδύνων για τη δημοκρατία. Η εποχή που «η παλιά πολιτική ελίτ» μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε «είχε περάσει για πάντα», υποστήριξε· τώρα πρέπει να «μας ρωτά» και όχι απλώς να «επιβάλλει θυσίες στην εργατική τάξη». Με την υπεύθυνη στάση του, το PCI αποκτούσε το δικαίωμα να κυβερνήσει τη χώρα. Θα προωθούσε τότε «μια βαθύτατη αλλαγή στις οικονομικές και κοινωνικές δομές της χώρας, στη λειτουργία του κράτους και ολόκληρου του δημόσιου τομέα, στις σχέσεις 14 εξουσίας, στον ίδιο τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες του κόσμου». Με το όραμα αυτό, που ένωσε ολόκληρο το κόμμα, ο ευρωκομμουνισμός έφτασε στο απόγειό του. Στις εκλογές του 1976 συσπείρωσε τις προοδευτικές δυνάμεις γύρω από το PCI και γέννησε μεγάλες ελπίδες στην Αριστερά πολλών άλλων χωρών. Ωστόσο η στρατηγική αυτή έπαθε εμπλοκή. Αντί να φέρει τις δομικές αλλαγές που υποσχόταν, ο Ιστορικός Συμβιβασμός απλώς άμβλυνε τη μαχητικότητα του ιταλικού κομμουνισμού. Βέβαια, σε αυτό συνέβαλαν ορισμένες απρόβλεπτες εξελίξεις. Μόλις φτιάχτηκε η Κυβέρνηση Εθνικής Αλληλεγγύης, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες απήγαγαν τον Άλντο Μόρο (Aldo Moro), τον κύριο σύμμαχο του Μπερλινγκουέρ στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, και τον Μάρτιο του 1978 η δημοκρατία βυθίστηκε σε κρίση. Το PCI ακολούθησε απόλυτα αδιάλλακτη γραμμή απέναντι στις Ερυθρές Ταξιαρχίες: διακυβευόταν η δημοκρατία, και κάθε τυχόν υποχώρηση απλώς θα ενθάρρυνε την τρομοκρατία. Αυτό ήταν σωστό: τελικά ο Μόρο εκτελέστηκε, αλλά η ένοπλη εξέγερση χρεοκόπησε και, μετά από μια περίοδο βίας και έντασης των κατα15 σταλτικών μέτρων από την αστυνομία, η τρομοκρατία έσβησε. Η πολιτική ζωή της χώρας είχε όμως στο μεταξύ εκτροχιαστεί. Το κομμουνιστικό κόμμα έγινε «το κόμμα της έννομης τάξης, προμαχώνας της δημοκρατικής νομιμότητας, ασπίδα του συντάγματος» – πράγματα που ακούγονταν εντελώς τολιατικά, αλλά στην πραγματικό-
705
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·706
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
706
τητα αναφέρονταν σε ένα κράτος διεφθαρμένο και διάτρητο από τους μηχανισμούς και τα επενδυμένα συμφέροντα της χριστιανοδημοκρατίας, σε μια καλολαδωμένη 16 μηχανή δωροδοκιών και αχαλίνωτου ιδιωτικού πλουτισμού. Περιορίζοντας τα δικαιώματα των πολιτών και ενισχύοντας την αστυνομοκρατία, η αντιτρομοκρατική πολιτική κατέλυσε ωμά κάθε εγγύηση των πολιτικών ελευθεριών από το PCI. Ακολουθώντας τόσο στενά τους χριστιανοδημοκράτες, οι κομμουνιστές κατέστρεψαν τους δεσμούς τους με την ευρύτερη Αριστερά. Όπως το έθεσε ο Λουτσάνο Λάμα (Luciano Lama), ηγέτης της φιλοκομμουνιστικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ιταλίας (CGIL): «Η μάχη [εναντίον της τρομοκρατίας] μας απορρόφησε σε τέ17 τοιο βαθμό ώστε δεν είδαμε όλα τα υπόλοιπα με την απαραίτητη διαύγεια». Στο πλαίσιο του Ιστορικού Συμβιβασμού, το PCI βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα παλιό σοσιαλιστικό δίλημμα, γνωστό από τον καιρό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της Κόκκινης Βιένης. Παύοντας να αμφισβητεί τα δεδομένα του συστήματος –ΝΑΤΟ και χριστιανοδημοκρατία, καθολικισμό και καπιταλισμό– δεχόταν να παίξει με σημαδεμένη τράπουλα. Το 1977-78 πρόβαλε μια εκδοχή του βρετανικού Κοινωνικού Συμβολαίου: μισθολογική λιτότητα και αύξηση της παραγωγικότητας, που θα μεταφραζόταν σε νέες θέσεις εργασίας και επενδύσεις, με αντάλλαγμα πολιτικές παραχωρήσεις και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Οι αναλογικές αυξήσεις της scala mobile (δηλαδή της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών που συμφωνήθηκε το 1975) ευνοούσαν τους χαμηλόμισθους, αλλά υπήρχε ο κίνδυνος να αποξενώσουν τους ειδικευμένους και πιο καλοπληρωμένους εργάτες αν δεν 18 εξασφάλιζαν τα πολιτικά ανταλλάγματα που προέβλεπε η συμφωνία. Ο Μπερλινγκουέρ στήριξε με ηθικά επιχειρήματα την πολιτική της λιτότητας –μια ευκαιρία αναδιανομής που θα περιόριζε «τη σπατάλη, την αδικία, τα προνόμια και τις υπερβολές της ιδιωτικής κατανάλωσης»– απαιτώντας αυτό ακριβώς το πολιτικό αντάλλαγμα. Με τις θυσίες τους, οι εργαζόμενοι όχι μόνο θα έσωζαν την οικονομία, αλλά και θα της επέτρεπαν να ανοικοδομηθεί σε πιο δίκαιες βάσεις, με κοινω19 νικές μεταρρυθμίσεις και διεύρυνση της δημοκρατίας. Έως το 1979 όμως ο συμβιβασμός αυτός δεν είχε αποδώσει και πολλά πράγματα. Ο πληθωρισμός είχε πέσει στο 12,4% και τα συνδικάτα είχαν κάνει μεγάλες παραχωρήσεις σε ζητήματα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, παραγωγικότητας και απολύσεων. Αλλά η ανεργία αυξανόταν, μαζί με τη δυσαρέσκεια των εργαζομένων. Όπως είπε ο Μπερλινγκουέρ στον Λάμα: «Αν μείνουμε στο τέλος χωρίς 20 στρατό, έτσι όπως πάμε, δεν θα μπορέσουμε να δώσουμε καμία μάχη». Επιπλέον δεν είχαν ανοίξει για το PCI οι πόρτες της κυβέρνησης, παρά τις ατέρμονες διαβουλεύσεις. Η χριστιανοδημοκρατία το παρέσυρε να μοιραστεί τις ευθύνες της και
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·707
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
να πάψει να ασκεί την παραδοσιακή αντιπολίτευσή του, αλλά κατέπνιγε τις πρωτοβουλίες του με εξαιρετική μαεστρία. Ο Μπερλινγκουέρ είχε χάσει το παιχνίδι. Το κομμουνιστικό κόμμα επέστρεψε στην αντιπολίτευση, κατηγορώντας το χριστιανοδημοκράτη πρωθυπουργό Τζούλιο Αντρεότι (Giulio Andreotti) ότι το είχε εξαπατήσει και δεν προχωρούσε στις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις. Αντί να ξαναρχίσει τις συνομιλίες, ο Αντρεότι προκήρυξε τότε εκλογές. Τον Ιούνιο του 1979, ο Ιστορικός Συμβιβασμός καταψηφίστηκε: οι κομμουνιστές έχασαν 1,5 εκατομμύρια ψήφους, πέφτοντας στο 30,4%, ενώ οι χριστιανοδημοκράτες έμειναν σταθεροί στο 38,3%. Το κομμουνιστικό κόμμα είχε χάσει την ορμή του, κυρίως μεταξύ των πιο μαχητικών εργατών, των φτωχών του νότου και της νεολαίας. Ο Μπερλινγκουέρ δεν άργησε να βγάλει τα συμπεράσματά του: παρότι αρχικά επέμεινε στη στρατηγική του Ιστορικού Συμβιβασμού, πολύ γρήγορα τον αντικατέστησε με τη «Δημοκρατική Εναλλαγή», δηλαδή μια επιστροφή στο μέτωπο με το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ο ευρωκομμουνισμός έχασε παντού την ευκαιρία και μετά το απόγειο του 1976 άρχισε να υποχωρεί. Οι Ισπανοί κομμουνιστές επίσης συντρίφτηκαν. Αφού κατάφερε να ελιχτεί με παραδειγματική αυτοπειθαρχία μέσα στο μεταφρανκικό ναρκοπέδιο, το Κομμουνιστικό Κόμμα ισπανικό (PCE) πήρε το 9,3% των ψήφων στις πρώτες εκλογές του 1977, αλλά δύο χρόνια αργότερα δεν κατόρθωσε να το ανεβάσει παρά μόνο στο 10,7%. Ο ευρωκομμουνισμός του Καρίλιο ήταν σαφής: κοινοβουλευτική δημοκρατία, πολυκομματικό σύστημα, ανεξάρτητα συνδικάτα, πλήρεις πολιτικές και πολιτισμικές ελευθερίες και απόλυτη ανεξαρτησία από τη Σοβιετική Ένωση. Σε όλα τα χρόνια της παρανομίας, ο Καρίλιο προτιμούσε πάντοτε τους όσο γινόταν ευρύτερους συνασπισμούς, από το Σύμφωνο της Ελευθερίας το 1969 και το κίνημα της Καταλανικής Εθνοσυνέλευσης το 1971 μέχρι τις διάφορες συμμαχίες που οδήγησαν τελικά στις συνομιλίες του 1975-77. Τα δημοκρατικά διαπιστευτήρια του PCE δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν. Υποστήριξε την κυριαρχία του κοινοβουλίου, χωρίς να πάψει πάντως να κινητοποιεί το λαό. Συμφωνώντας να παίξει δεύτερο βιολί, μολονότι το ίδιο είχε σηκώσει το κύριο βάρος της αντίστασης κατά του φρανκισμού, προστάτευσε τη νεογέννητη δημοκρατία από την αντίδραση της Δεξιάς. Οι φόβοι του Μπερλινγκουέρ για την ιταλική δημοκρατία ίσχυαν ακόμη περισσότερο στην περίπτωση της Ισπανίας, όπου η αποτυχημένη αντεπανάσταση του Φεβρουαρίου του 1981 δικαίωσε τις επιφυλάξεις του Καρίλιο απέναντι σε κα21 θετί που θα μπορούσε να προκαλέσει ένα φρανκιστικό πραξικόπημα. Ωστόσο η υπερβολική σύνεση του Καρίλιο άφησε έκθετο το ριζοσπαστισμό που είχε στηρίξει τους αγωνιστές του κόμματος τα τριάντα οκτώ χρόνια της δικτατορίας.
707
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·708
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
708
Για να πετύχει τη νομιμοποίηση του PCE αναγνώρισε τη μοναρχία, συγκατένευσε στο να μη γίνει συντακτική συνέλευση, δέχτηκε να μην εκκαθαριστούν το δικαστικό σώμα και οι δημόσιες υπηρεσίες και δεσμεύτηκε να συμφωνήσει αργότερα σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο. Αυτό ήταν το Σύμφωνο της Μονκλόα, που υπογράφηκε τον Οκτώβριο του 1977· ένα πρόγραμμα λιτότητας που στηρίχτηκε απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα και προέβλεπε συγκράτηση των μισθών με αντάλλαγμα υποσχέσεις για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και τη φορολόγηση των μεγάλων περιουσιών. Η συναίνεση ταίριαζε στο όραμα του Καρίλιο και αντιστάθμιζε την εκλογική ήττα του κόμματος, αλλά τελικά αποπροσανατόλισε τους οπαδούς του. Η μετριοπάθεια του Καρίλιο κατέστρεψε την «ιστορική ταυτότητα του κόμματος, που είχε πρωτοστατήσει στην αντίσταση στη φρανκική δικτατορία», καθώς αυτό εγκατέλειψε την αγωνιστι22 κή δράση χωρίς να γίνει σε αντάλλαγμα δεκτό στην κυβέρνηση. Το κόμμα άρχισε λοιπόν να φυλλορροεί – από 201.757 μέλη έπεσε μέσα σε ένα χρόνο στα 171.132. Στο μεταξύ αναστήθηκε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας (PSOE), που τον καιρό της δικτατορίας ήταν ανύπαρκτο πολιτικά, αλλά τώρα χρηματοδοτούνταν αδρά από τη Σοσιαλιστική Διεθνή και, με τον καιρό, υποσκέλιζε τους κομμουνιστές. Όσο ανέβαινε το σοσιαλιστικό κόμμα τόσο έπεφτε το κομμουνιστικό. Τον Δεκέμβριο του 1983 ο αριθμός των μελών του τελευταίου είχε πέσει στα 84.562, ενώ επιπλέον αντιμετώπιζε πολλά εσωτερικά προβλήματα, καθώς ο Καρίλιο διοικούσε εντελώς συγκεντρωτικά, κραδαίνοντας διαρκώς τη σταλινική ρομφαία κατά των επικριτών του. Το ηθικό δίδαγμα ήταν ότι, σε συνθήκες δημοκρατίας, σταλινικό κόμμα 23 και ευρωκομμουνιστική στρατηγική δεν συμβιβάζονταν. Το ίδιο επιβεβαιώθηκε και στη Γαλλία. Η γαλλική Αριστερά, με επικεφαλής τον Φρανσουά Μιτεράν στο νέο σοσιαλιστικό κόμμα (PS), τον Ζορζ Μαρσέ (Georges Marchais) των κομμουνιστών (PCF) και τον Ρομπέρ Φαμπρ (Robert Fabre) των Αριστερών Ριζοσπαστών, συμφώνησε τον Ιούλιο του 1972 το Κοινό Πρόγραμμα, που έκλινε προς την πλευρά των κομμουνιστών. Η πολιτική των τελευταίων επικράτησε σε μεγάλο βαθμό, ενώ οι σοσιαλιστές έμεναν πολιτικά ασχημάτιστοι, ένα απλό όχημα που χρησιμοποιούσε ο Μιτεράν για να κατακτήσει την προεδρία. Όταν το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSU) του Μισέλ Ροκάρ (Michel Rocard) συγχωνεύτηκε με το PS, η ιδέα της αυτοδιαχείρισης, που υιοθέτησαν από κοινού, τα διαφοροποίησε κά24 πως από το PCF, αλλά έκανε ακόμη πιο ασαφή την πολιτική ταυτότητά τους. Οι εκλογές του 1973 επιβεβαίωσαν την προηγούμενη ισορροπία δυνάμεων, με το 21,4% των ψήφων να πηγαίνει στους κομμουνιστές και το 17,7% στον άσπονδο φίλο και σύμμαχό τους, τους σοσιαλιστές. Ο Μαρσέ οδήγησε το PCF στην Ένωση της Αριστεράς, και στις εκλογές του 1974 δέχτηκε τον Μιτεράν για υποψήφιο πρόεδρο
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·709
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
της χώρας: έχασαν με μία μονάδα διαφορά από τον υποψήφιο της δεξιάς, Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν (Valéry Giscard d’Estaing). Στο 22ο Συνέδριό του, τον Φεβρουάριο του 1976, το κομμουνιστικό κόμμα στράφηκε και αυτό στον ευρωκομμουνισμό, εγκαταλείποντας την ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου, επικρίνοντας τη Σοβιετική Ένωση για την έλλειψη ελευθεριών και υποστηρίζοντας τον «γαλλικό δρόμο για το σοσιαλισμό». Επιπλέον, έπαψε να μάχεται την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων από τη Γαλλία. Ωστόσο όλες αυτές οι αλλαγές ήρθαν «από τα πάνω», με ελάχιστη συζήτηση στη βάση. Με τη νέα συνθηματολογία περί πλουραλισμού και τον ολοένα μεγαλύτερο αριθμό των μελών του PCF, τα οποία από 410.000 το 1974 έφτασαν τα 600.000 1977, το σταλινικό του ύφος έγινε δυσλειτουργικό. Καθώς οι γενιές του 1968 άρχισαν να εντάσσονται μαζικά στο κόμμα –μισθωτοί και τεχνίτες, γυναίκες και νέοι έως είκοσι πέντε χρονών– η πολιτική του κουλτούρα έπρεπε να αλλάξει. Τον Σεπτέμβριο του 1977, ο Μαρσέ αποσύρθηκε από το Κοινό Πρόγραμμα, εξίσου απότομα όσο είχε προσχωρήσει σε αυτό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δεξιοί σοσιαλιστές επιδίωκαν τη ρήξη, αλλά και οι κομμουνιστές δεν ήθελαν να χάσουν την πρωτοκαθεδρία. Οι δημοσκοπήσεις τούς έδειχναν να μένουν πίσω από τους σοσιαλιστές, πράγμα που με τη σειρά του ενίσχυσε τους εσωτερικούς αντιπάλους του ευρωκομμουνισμού. Η συμφωνία κατέρρευσε όταν οι Αριστεροί Ριζοσπάστες εξαπέλυσαν μια αντικομμουνιστική επίθεση, έχοντας την πρόθυμη υποστήριξη της δεξιάς πτέρυγας των σοσιαλιστών, και ο Μαρσέ διέλυσε τη συμμαχία. Στις εκλογές του 1978 το Κομμουνιστικό Κόμμα επανέκαμψε στον απομονωτισμό, κατηγορώντας τους πρώην συμμάχους του και διασφαλίζοντας έτσι την εκλογική του πελατεία. Στον πρώτο γύρο πήρε το 20,6% των ψήφων αλλά, για πρώτη φορά μετά το 1945, οι σοσιαλιστές το ξεπέρασαν κερδίζοντας το 22,6%. Στον δεύτερο γύρο, το 96% των ψηφοφόρων του PCF ακολούθησε την κομματική πειθαρχία και ψήφισε σοσιαλιστές υποψηφίους στις περιφέρειες όπου υπήρχαν, αλλά μόλις το 66% των ψηφοφόρων του σοσιαλιστικού PS ψήφισε κομμουνιστές. Καθώς η επιτυχία της Αριστεράς θα ήταν βέβαιη αν δεν είχε μεσολαβήσει η διάσπαση, για την ήττα κατηγορήθηκε το PCF. Ξέσπασε αληθινή εξέγερση στο εσωτερικό του, που καταπνίγηκε με τις γνωστές σταλινικές μεθόδους. Στις επόμενες εκλογές, του 1981, έχασε το ένα τέταρτο των ψηφοφόρων του και το ένα τρίτο των μελών του. Το ευρωκομμουνιστικό διάλειμμα έληξε και ο γαλλικός κομμουνισμός δεν συνήλθε ποτέ από αυτό.25 Τα μεγαλύτερα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης έφτασαν λοιπόν 26 στο κατώφλι της εξουσίας, αλλά δεν το διάβηκαν. Ο ευρωκομμουνισμός πρόσφερε ένα όραμα δημοκρατικής εξομάλυνσης, με το οποίο οι κομμουνιστές αποστασιοποιήθηκαν από τη Σοβιετική Ένωση, υπερασπίστηκαν τις δημοκρατικές παραδόσεις
709
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·710
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
710
των χωρών τους και έδειξαν πως μπορούσαν να κυβερνήσουν. Μένοντας επαναστατικά στη θεωρία, τα κόμματα αυτά προσπάθησαν να επανεξετάσουν το ρόλο τους στον καπιταλισμό και αναζήτησαν δομικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούσαν στο σοσιαλισμό. Η αποτυχία τους ωστόσο προκάλεσε αρχικά απογοήτευση και, στη συνέχεια, την παρακμή τους. Καθώς οι δικτατορίες κατέρρεαν και οι Ιταλοί κομμουνιστές ενισχύονταν διαρκώς, η νοτιοευρωπαϊκή Αριστερά έδειχνε έτοιμη να επικρατήσει και ο ευρωκομμουνισμός πρόβαλλε σαν μια τελική προσπάθεια να βρεθεί μια στρατηγική μετάβασης στο σοσιαλισμό στην καπιταλιστική Ευρώπη. Όσο ρητορικές ή αναβλητικές και αν ήταν οι αναφορές του ευρωκομμουνισμού στην «επανάσταση», σε αντιδιαστολή με το όραμα της «θεμελιακής» ή «δομικής» μεταρρύθμισης που πρόβαλλε άμεσα, η αποτυχία του τελικά περιθωριοποίησε τους τελευταίους οργανωμένους υποστηρικτές του επαναστατικού σοσιαλισμού στη Δυτική Ευρώπη. Από εδώ κι εμπρός έπαψαν να υπάρχουν μεγάλα κόμματα που οι αγωνιστές ή οι θεωρητικοί τους μπορούσαν ρεαλιστικά να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα αυτή. Από την άλλη πλευρά, ο ευρωκομμουνισμός έφερε ορισμένα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Αν οι Ιταλοί κομμουνιστές δεν επέμεναν στην τήρηση του Συντάγματος ή οι Ισπανοί δεν στήριζαν τις διαπραγματεύσεις για τη μετάβαση στη δημοκρατία, οι κίνδυνοι από τη Δεξιά θα ήταν πολύ χειρότεροι. Στην Ισπανία, η στάση αυτή έφερε το δημοκρατικό σύνταγμα που επικυρώθηκε με δημοψήφισμα τον Δεκέμβριο του 1978, αλλά και μια γενικότερη φιλελευθεροποίηση, στην οποία περιλαμβάνονταν ο εκδημοκρατισμός της αστυνομίας και η κατάργηση της θανατικής ποινής, η νομοθετική απαγόρευση των έμφυλων διακρίσεων, η νομιμοποίηση της αντισύλληψης και η αποποινικοποίηση πολλών σεξουαλικών επιλογών. Οι αλλαγές αυτές, σε συνδυασμό με την απελευθέρωση της δημόσιας σφαίρας, βελτίωσαν βαθιά την ποιότητα της ζωής. Στην Ιταλία, οι κομμουνιστές επίσης κατόρθωσαν να επιβάλουν μεταρρυθμίσεις το 1977-78: ενίσχυση των περιφερειών, πολεοδομικός σχεδιασμός, απαγόρευση της κερδοσκοπίας στα ενοίκια, δημόσια στέγαση, μεταρρύθμιση των ψυχιατρικών ασύλων, νομιμοποίηση των εκτρώσεων, παροχή υπηρεσιών υγείας επικεντρωμένη στην τοπική κοινότητα και βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών, λόγου χάρη με την κατασκευή αθλητικών εγκαταστάσεων και βρεφονηπιακών σταθμών. Η υπονόμευση πολλών από αυτά τα μέτρα από την ενδημική διαφθορά της ιταλικής δημόσιας διοίκησης δεν ακυρώνει το νόημά τους ούτε είναι σωστό να χρεωθεί στους κομμουνιστές. Ενώ τα μέτρα αυτά δεν συνιστούσαν μια «βαθιά αλλαγή των οικονομικών και πολιτικών δομών» (το κριτήριο με βάση το οποίο ο Μπερλινγκουέρ υποστήριξε τον Ιστορικό Συμβιβασμό), τουλάχιστον κι27 νούνταν προς μια επιθυμητή κατεύθυνση.
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·711
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
Ο ευρωκομμουνισμός οδήγησε τελικά τη Νότια Ευρώπη στην αγκαλιά της σοσιαλδημοκρατίας. Σε αντίθεση με τη Σκανδιναβία, τις Κάτω Χώρες και τις γερμανόφωνες περιοχές που είχαν αποτελέσει τον «σοσιαλδημοκρατικό πυρήνα» της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης από το 1900 ως το 1960, οι χώρες της Μεσογείου είχαν ένα διαφορετικό εργατικό κίνημα που διαμορφώθηκε αρχικά από τον αναρχοσυνδικαλισμό και στη συνέχεια, τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου, από τα ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα που κρατιούνταν στο περιθώριο από τα καθεστώτα της Δεξιάς. Μόνο μετά το 1960 οι Νοτιοευρωπαίοι αριστεροί κατόρθωσαν να ασκήσουν κάποια επιρροή στις κυβερνήσεις των χωρών τους, πρώτα χάρη στο οργανωμένο εργατικό κίνημα και κατόπιν με την αύξηση της εκλογικής τους δύναμης. Τα σοσιαλιστικά κόμματα αμφισβήτησαν την πρωτοκαθεδρία των κομμουνιστών, στη Γαλλία μέσα από τη διαλεκτική του Κοινού Προγράμματος, στην Ιταλία μετά την πτώση του ευρωκομμουνισμού και στις ιβηρικές χώρες με τη μαζική χρηματοδότησή τους από τα βορειοευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα, η οποία κατασκεύασε από την αρχή το Πορτογαλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSP) του Μάριου Σοάρες (Mário Soares) και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας (PSOE). Αλλά και οι ίδιοι οι κομμουνιστές υιοθέτησαν αντιλήψεις που δεν διέφεραν από τις πιο προωθημένες μορφές της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή τάσεων σαν το σουηδικό SAP, τον αυστρομαρξισμό ή τους αριστερούς σοσιαλιστές του Μεσοπολέμου. Στους λόγους του Μπερλινγκουέρ, και ακόμη περισσότερο του Καρίλιο, καθετί το καθαρά κομμουνιστικό είχε ξεθωριάσει. Οι ιταλικές μεταρρυθμίσεις του 1968-72 οφείλονταν στη δράση των συνδικά28 των όσο και κοινοβουλευτικής Αριστεράς. Η Χάρτα των Εργαζομένων τον Μάη του 1970 εξασφάλισε μέτρα προστασίας στους χώρους δουλειάς γνωστά στη Βόρεια Ευρώπη: δικαίωμα του συνέρχεσθαι, ελεύθερη συμμετοχή στα συνδικάτα, κανονισμοί ασφαλείας και περιορισμός των απολύσεων. Αλλά τα συνδικάτα οργάνωναν επίσης εκστρατείες για ζητήματα υγείας, στέγασης, δημόσιων συγκοινωνιών, πολεοδομίας, αναδιανεμητικής φορολογίας και προοδευτικής επενδυτικής στρατηγικής. Παρ’ όλες τις αντιδράσεις, βαθμιαία διαμορφώθηκε ένα κορπορατιστικό τριγωνικό σχήμα στο πρότυπο των βορειοευρωπαϊκών χωρών, αλλά στην αρχή μόνο οι πολύ μεγάλες εταιρείες, όπως η Fiat και η Pirelli, διέκριναν στα συνδικάτα ένα αντίβαρο στη μαχητικότητα των ίδιων των εργαζομένων. Η Confindustria, δηλαδή ο σύνδεσμος των βιομηχάνων, παρέμεινε εχθρική μέχρι το 1974, οπότε πρόεδρός της ανέλαβε ο Τζοβάνι Ανιέλι (Giovanni Agnelli) Καθώς και οι κομμουνιστές ξεπέρασαν επίσης τους δισταγμούς τους, ο Ιστορικός Συμβιβασμός επέτρεψε να αναδυθεί ένας ολοκληρωμένος κορπορατισμός ιταλικού τύπου, που τoν επέβαλε στην
711
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·712
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
CGIL ο Λουτσάνο Λάμα στο Συνέδριο του 1978. Ακόμη και μετά τη σύγκρουση του
712
PCΙ με την κυβέρνηση το 1979, και την κατάρρευση του κοινωνικού αυτού συμβολαίου, το νέο μοντέλο συνεργασίας συνδικάτων, κυβέρνησης και εργοδοτών διατηρήθηκε. Ο ευρωκομμουνισμός απέρριψε επίσης το λενινιστικό πρότυπο του κόμματος επαγγελματιών επαναστατών. Αν η αυστηρή πειθαρχία ήταν απαραίτητη για τον ισπανικό κομμουνισμό τα χρόνια του Φράνκο, αυτό άλλαξε απότομα με τη νομιμοποίησή του και τις εκλογές. Επιπλέον, η μαζική στροφή της ισπανικής οικονομίας προς το εμπόριο και τις υπηρεσίες τον ανάγκασε να αναθεωρήσει την πρωταρχική εστίασή του στους βιομηχανικούς εργάτες.29 Οι αλλαγές αυτές ανέτρεψαν τον παλιό τρόπο λειτουργίας του. Ο ευρωκομμουνισμός έβγαλε και τους Γάλλους κομμουνιστές από το προλεταριακό γκέτο που μόνοι τους είχαν χτίσει, εκτινάσσοντας τον αριθμό των μελών του κόμματος από τα 250.000 στα 650.000 μέλη. Αλλά η απομονωτιστική εχθρότητά του εναντίον των σοσιαλιστών υποχρέωσε το PCF σε αναδίπλωση μετά το 1978, με αποτέλεσμα να μειωθούν ραγδαία οι ψήφοι του και να επιστρέψει ο αριθμός των μελών του στα επίπεδα της δεκαετίας του 1960. Έχασε 3.000.000 ψηφοφόρους από το 1978 έως το 1988, αποσπώντας μόνο το 9% των ψήφων στους νέους από δεκαοχτώ έως είκοσι πέντε χρονών. Ακόμη και το σταθερά ευρωκομμουνιστικό κόμμα της Ιταλίας είδε τη βάση του να συρρικνώνεται κυρίως μεταξύ των νέων: το 1985, λιγότερο από το 10% των μελών του ήταν κάτω των 30 τριάντα χρονών, ενώ το 30% ήταν παραπάνω από εξήντα. Ο ευρωκομμουνισμός προσπάθησε να διευρύνει την κοινωνική του απήχηση προσελκύοντας νέους, από επαγγελματίες και υπαλλήλους γραφείου μέχρι πτυχιούχους και γυναίκες, κυρίως από τη γενιά του 1968. Αυτό όμως σήμαινε την οικοδόμηση ενός διαφορετικού τύπου κομματικής οργάνωσης, απομακρυσμένου από το λενινιστικό κόμμα αγωνιστών, που απαιτούσε από τα μέλη του χρόνο, ενέργεια και αφοσίωση στον κομμουνισμό, και πιο κοντά σε έναν ευρύτερο κομματικό σχηματισμό προσανατολισμένο στις εκλογικές εκστρατείες, με λιγότερο έντονη ταυτότητα, χαλαρότερες συμμαχίες και στηριγμένο σε ποικίλα κοινωνικά στρώματα. Η προσπάθεια των ευρωκομμουνιστών να εκδημοκρατίσουν το κόμμα σήμαινε όχι μόνο ξήλωμα του συγκεντρωτισμού αλλά και άνοιγμα σε διάφορα ρεύματα και ζητήματα. Η πρόκληση για τα κόμματα της Αριστεράς, με τα ισχυρά ταξικά αντανακλαστικά τους, ήταν μεγάλη. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτή η ατζέντα άνοιξε. Τέλος, ο ευρωκομμουνισμός άνοιξε μεγαλύτερο χώρο στην Αριστερά για την ανάπτυξη μιας ριζοσπαστικής δημοκρατίας, σηματοδοτώντας έναν «τρίτο δρόμο» ανάμεσα στη δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και στον επίσημο κομμουνι-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·713
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
σμό των ανατολικών χωρών.31 Αυτό είχε συμβεί και παλιότερα με την ανάδυση των ρευμάτων της Νέας Αριστεράς από το 1956 έως το 1968. Αλλά τώρα κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση και κόμματα που ήταν κυρίαρχα στο χώρο της Αριστεράς. Μετά τη σύγκρουσή τους με τη Σοβιετική Ένωση αυτά ασπάστηκαν τον πλουραλισμό, τον πολυκομματικό ανταγωνισμό, τις ελεύθερες εκλογές, την κοινοβουλευτική δημοκρατία και τα όλα τα συναφή δημοκρατικά δικαιώματα. Οι ευρωκομμουνιστές έδιναν προτεραιότητα σε κάθε λογής ζητήματα που δεν μπορούσαν να υπαχθούν εύκολα στην παραδοσιακή ταξική πολιτική της βιομηχανικής εργατικής τάξης: κάποια κινούνταν στους μεγάλους άξονες της ταυτότητας (φύλο, εθνοτική ταυτότητα, θρησκεία και ράτσα), ενώ άλλα αφορούσαν προβλήματα νεολαίας, σεξουαλικότητας, οικολογίας, διεθνών σχέσεων και μιας πολιτισμικής πολιτικής ικανής να συνδυάσει ψυχαγωγία και καλλιέργεια. Οι νέες αυτές αφετηρίες συνέκλιναν με τις κληρονομιές του 1968, οι οποίες διείσδυσαν στο κομματικό σύστημα κυρίως μέσω του ευρωκομμουνισμού. Με τη στενή έννοιά του –δηλαδή ως το θεωρητικό και πολιτικό σχέδιο των Ιταλών και των Ισπανών κομμουνιστών στα τέλη της δεκαετίας του 1970, για λίγο καιρό και των Γάλλων– ο τελευταίος απέτυχε. Ωστόσο σφράγισε ανεξίτηλα το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας και επίσης ενέπνευσε μικρότερα κομμουνιστικά κόμματα στην Ολλανδία και τις σκανδιναβικές χώρες. Όταν η ευρωπαϊκή Αριστερά άρχισε να ανασυγκροτείται το 1985-95, και βρέθηκε αντιμέτωπη με τη βαθιά αποριζοσπαστικοποίηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και τη χρεοκοπία του σοβιετικού κομμουνισμού, τα κομμουνιστικά κόμματα που είχαν δεχτεί την ισχυρή επιρροή του ευρωκομμουνισμού έκαναν την παρουσία τους αισθητή.
Δυτική Γερμανία: από την APO στους πράσινους
∏ Δυτική Γερμανία, αντίθετα από την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία, δεν είχε ποτέ ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα. Το KPD είχε συρρικνωθεί σε φορέα του ανατολικογερμανικού σταλινισμού. Οι Δυτικογερμανοί κομμουνιστές, που είχαν τεθεί εκτός νόμου του 1956, δεν έγιναν ποτέ ανταγωνιστές του SPD ούτε πρόσφεραν γόνιμες ιδέες από το περιθώριο, όπως έκαναν άλλα μικρά κομμουνιστικά κόμματα, λόγου χάρη της Βρετανίας και των σκανδιναβικών χωρών. Έτσι το SPD είχε όλο το πεδίο ελεύθερο να δράσει. Όντας μόνιμα στην αντιπολίτευση μέχρι το 1966 και αντιμετωπίζοντας το αυταρχικό «κράτος της CDU» του Κόνραντ Αντενάουερ και το «οικονομικό θαύμα», το SPD έγινε εμπροσθοφυλακή του δυτικοευρωπαϊκού ρεβιζιονισμού. Το Πρόγραμμα του Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, το 1959, προχώρησε στην αποκήρυξη της μαρ-
713
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·714
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
714
ξιστικής κληρονομιάς, δηλώνοντας την προσήλωση του κόμματος στη δυτική συναίνεση και την πολιτική της οικονομικής ανάπτυξης. Το SPD κατοχύρωσε το δικαίωμά του να κυβερνά αποκηρύσσοντας τους ριζοσπαστισμούς της υπόλοιπης Αριστε32 ράς. Το 1968, η Δυτική Γερμανία γνώρισε εξαιρετικά έντονη πόλωση ανάμεσα στο φοιτητικό κίνημα και στα κατεστημένα κόμματα της Αριστεράς. Το SPD είχε προηγουμένως συστηματικά περιθωριοποιήσει τους διαφωνούντες και αντιτάχθηκε στις εκστρατείες εναντίον του επανεξοπλισμού της Γερμανίας, των πυρηνικών όπλων και των νέων νόμων για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ακόμη και τις δικές του φοιτητικές οργανώσεις αντιμετώπισε ωμά και μυωπικά, διαλύοντας πρώτα τους Σοσιαλιστές Φοιτητές Γερμανίας (SDS) και, στη συνέχεια, τη διάδοχό τους, τη Σοσιαλδημοκρατική Φοιτητική Λίγκα, όταν η τελευταία τόλμησε να στραφεί Αριστερά το 1969-72. Η βίαιη φοιτητική αγωνιστικότητα των χρόνων 1967-68 τροφοδοτήθηκε από αυτή την αλαζονεία, καθώς ο ένας μετά τον άλλο οι σοσιαλδημοκράτες δήμαρχοι του Δυτικού Βερολίνου ενίσχυαν την υστερία εναντίον του SDS, υποστήριζαν τις παρανομίες της αστυνομίας και κατάγγελλαν περιφρονητικά το φοιτητικό κίνημα. Από την άλλη μεριά, αυτή η αντίδραση τρεφόταν από τις μαχητικές διαδηλώσεις στους δρόμους όσο και από τον προκλητικά αποχαλινωμένο σεξουαλικό ριζοσπαστισμό της Κομμούνας Ι (1967-69) του τέως σιτουασιονιστή Ντίτερ Κούντσελμαν (Dieter Kunzelmann). Τελικά η ίδια η πολιτική έκφραση του φοιτητικού κινήματος, δηλαδή η Εξωκοινοβουλευτική Αντιπολίτευση (APO) που συγκροτήθηκε τον Δεκέμβριο του 1966, αντιστρατευόταν την ταύτιση του SPD με τον κοινοβουλευτισμό και την «Ελεύθερη Δημοκρατική Βασική Ευτα33 ξία» του Συντάγματος του 1949. Αφορμή της σύγκρουσης ήταν οι συναισθηματικά φορτισμένες γλώσσες του αντιφασισμού, καθώς οι φοιτητές κατηγορούσαν τις παλιότερες γενιές του SPD όσο και της CDU ότι έκλειναν τα μάτια μπροστά στις ζωντανές ακόμη κληρονομιές του ναζισμού. Η ιστορική αυτή κριτική συνέχιζε το αντιαυταρχικό πνεύμα της Δυτικής Γερμανίας και τρεφόταν από τις επιθέσεις της κυβέρνησης Αντενάουερ ενάντια στις πολιτικές ελευθερίες, την άνοδο του νεοναζιστικού Νέου Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και τη σύγκρουση των φοιτητών με το κράτος στους δρόμους, η οποία αποτυπώθηκε δραματικά το 1967 στη δολοφονία από την αστυνομία του Μπένο Όνεζοργκ (Benno Ohnesorg) σε μια διαδήλωση εναντίον του σάχη της Περσίας. Η συγκρότηση του Μεγάλου Συνασπισμού από το SPD και τη CDU τον Δεκέμβριο του 1966, με επικεφαλής τον πρώην ναζιστή Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ (Kurt Georg Kiesinger), έδειχνε να επιβεβαιώνει όσους κατέκριναν το συμβιβα-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·715
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
σμό των σοσιαλδημοκρατών. Ο αντιφασισμός έγινε πάγιο σύνθημα της APO, συμπυκνώνοντας την οργή των παιδιών για την ένοχη σιωπή των γονιών τους. Αφηγείται ο Ντέτλεφ Κλάουσεν (Detlev Claussen) τι έγινε όταν άκουσε στο σχολείο το 1963, δεκαπέντε χρονών, για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης: γύρισα σπίτι αναστατωμένος και άρχισα να μιλάω γι’ αυτά. Εντελώς ανεξήγητα, ο πατέρας μου απάντησε αρχίζοντας να κατηγορεί τους κομμουνιστές γι’ αυτά που έκαναν μετά το 1945. Ήταν φανερό ότι αρνιόταν να ασχοληθεί με το ναζιστικό παρελθόν. Η Ανατολική Γερμανία είναι σήμερα το πρόβλημα, το παρελθόν δεν μας νοιάζει· αυτό έλεγε κατά βάση. Ποτέ δεν τον άκουσα να βρίσκει κάτι στραβό στο παρελθόν. Το πήρα πολύ προσωπικά, κάτι έσπασε ανάμεσά μας, πράγμα που αργότερα οδήγησε τόσο εμέ34 να όσο και τον αδερφό μου σε ρήξη με την υπόλοιπη οικογένειά μας.
Η «κουλτούρα της ανυπακοής» στο φοιτητικό κίνημα, που «αμφισβητούσε όλα σχεδόν τα ιδανικά της δυτικής κοινωνίας», σίγουρα έφερε τους Δυτικογερμανούς αντιμέτωπους με τις αυταρχικές συνήθειές τους, σπάζοντας τους φραγμούς στο τι μπορούσαν οι άνθρωποι να πουν ή να σκεφτούν. 35 Αλλά η κορύφωση της άμεσης δράσης τον Μάιο του 1968 κατέληξε σε συντριβή. Η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του ριζοσπάστη ηγέτη των φοιτητών Ρούντι Ντούτσκε τον προηγούμενο Απρίλιο είχε προκαλέσει ένα ξέσπασμα βίας σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ τον Μάιο η αποτυχία του πανεθνικού συλλαλητηρίου ενάντια στους νόμους έκτακτης ανάγκης, που δεν κατάφερε να οδηγήσει στη γενική απεργία, διέλυσε κάθε ελπίδα για το χτίσιμο μιας συμμαχίας ανάμεσα στους εργάτες και στους φοιτητές. Το SDS κινητοποιήθηκε ακόμη πιο έντονα στα πανεπιστήμια και ακόμη πιο βίαια στους δρόμους. Η πειθαρχία και το «χτίσιμο του κόμματος» έγιναν τα νέα συνθήματα. Αναρίθμητες μαοϊκές ομάδες εμφανίστηκαν δίπλα στους τροτσκιστές, τον Σπάρτακο (φοιτητική οργάνωση του νόμιμου ξανά κομμουνιστικού κόμματος) και τους κάθε λογής τοπικούς και εκλεκτικιστικά μαρξιστικούς ριζοσπαστισμούς, τους φεμινισμούς και τη λίγο-πολύ αναρχική αντικουλτούρα με την «εναλλακτική σκηνή» της. Ο κατακερματισμός αυτός αποδείχτηκε καταστροφικός, καθώς απομόνωσε τους ριζοσπάστες από την ευρύτερη μάζα των φοιτητών και των άλλων νέων συμπαθούντων που δεν ήταν όμως ιδιαίτερα πολιτικοποιημένοι. Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, το 1969 κέρδισε τις εκλογές ο συνασπισμός των σοσιαλδημοκρατών και του μικρού Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP) υπό 36 τον Βίλι Μπραντ (Willy Brandt). Το SPD μπόρεσε να μπει επικεφαλής της κυβέρνησης για πρώτη φορά μετά το 1930, ενώ έφτασε στην κορύφωση της εκλογικής του δύναμης το 1972, ξεπερνώντας επιτέλους τη CDU. Οι μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν και ιδίως η εξομάλυνση των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση, τις χώρες
715
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·716
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
716
της Ανατολικής Ευρώπης και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας έφεραν νέα μέλη στο κόμμα, που έφτασαν από τα 732.000 στα 991.000, αλλά και στους Νέους 37 Σοσιαλιστές, που από το 1968 έως το 1974 από 150.00 έγιναν 350.000. Οι «πρωτοβουλίες των πολιτών» (Burgerinitiativen) επίσης γνώρισαν μεγάλη άνθηση. Ακολούθησαν όμως η πετρελαϊκή κρίση και η αντικατάσταση του Μπραντ από τον άκαμπτα συντηρητικό Χέλμουτ Σμιτ (Helmut Schmidt), που περιόρισαν τη φαντασία και την ευρηματικότητα του κυβερνητικού συνασπισμού. Μετά το 1972-74, τα αντιτρομοκρατικά μέτρα και οι υποχρεωτικές δηλώσεις νομιμοφροσύνης των δημόσιων υπάλληλων, ακόμη και των δασκάλων και των καθηγητών πανεπιστημίου, έκλεισαν τη δημόσια σφαίρα απέναντι στις νέες κουλτούρες συμμετοχής. Έτσι το SPD έχασε την ευκαιρία να αξιοποιήσει την ενέργεια που απελευθερώθηκε το 1968. Αντί να «τολμήσει περισσότερη δημοκρατία», όπως εύγλωττα το έθεσε ο Μπραντ, ξανακλείστηκε στο καβούκι του και ξανάνοιξε το μέτωπο ενάντια στην Αριστερά. Εδώ όμως η Δυτική Γερμανία διαφοροποιήθηκε από τη Βρετανία, την Ιταλία και τη Γαλλία, όπου ο ριζοσπαστισμός των νέων πότισε τα υπάρχοντα αριστερά κόμματα. Στη Δημοκρατία της Βόννης δύο κυρίως παράγοντες εμπόδισαν να γίνει κάτι τέτοιο και αναζωπύρωσαν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και στο SPD, που η παραμονή του στην κυβέρνηση αντί να το ενι38 σχύσει το άφησε έκθετο. Ήταν η εκστρατεία εναντίον της τρομοκρατίας, η οποία πλήττοντας τις πολιτικές ελευθερίες αναζωπύρωσε το αντιαυταρχικό κίνημα, και ο αγώνας εναντίον των πυρηνικών. Οι μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στα πυρηνικά εργοστάσια, σε συνδυασμό με την απειλή ενάντια στις πολιτικές ελευθερίες, ενίσχυσαν την εξω39 κοινοβουλευτική δράση της Αριστεράς. Το SPD έχασε τη δημοκρατική αξιοπιστία του. Οι Πρωτοβουλίες Πολιτών είχαν γεννηθεί στις προεκλογικές εκστρατείες των ίδιων των σοσιαλδημοκρατών, αλλά τώρα καταγγέλλονταν σαν εξτρεμιστικές. Ενώ λοιπόν οι διαφωνούντες τόνωναν τη δημοκρατία της βάσης με την πρωτοφανή πολιτική τους κινητοποίηση, η κυβέρνηση απαντούσε με όλο και πιο αυταρχικά μέτρα. Το χάσμα θύμιζε ξανά τις αληθινές μάχες του 1968. Ωστόσο ο ρυθμός ήταν τώρα εντελώς διαφορετικός. Οι προηγούμενες συγκρούσεις είχαν απομονώσει το SDS, οδηγώντας γενικά τους προοδευτικούς εκλογείς στο SPD ενώ ταυτόχρονα, καθώς η APO άρχισε να κατακερματίζεται και να στρέφεται προς τη βία, γεννήθηκε η μιλιταριστική Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF). Τώρα η ποινικοποίηση της εξωκοινοβουλευτικής δράσης ως «αντισυνταγματικής», στο όνομα του αντιτρομοκρατικού αγώνα, έφερε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς οι διαμαρτυρίες οδήγησαν σε μια πανεθνική συσπείρωση στο όνομα της συμμετοχικής
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·717
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
δημοκρατίας. Καθώς εξαπλώθηκε η αντιπυρηνική κινητοποίηση οδήγησε σε ένα γενικό οικολογικό πρόγραμμα. Από το 1979 μάλιστα την ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το ειρηνιστικό κίνημα. «Το ειρηνιστικό κίνημα της δεκαετίας του 1980 υπήρξε το μεγαλύτερο κοινωνικό κίνημα που γνώρισε ποτέ η Δυτική Γερμανία, καθώς ευαισθητοποίησε ένα απί40 στευτα ευρύ φάσμα κοινωνικών ομάδων». Ενάντια στη «διπλή» απόφαση του ΝΑΤΟ να αναπτύξει πυραύλους Κρουζ και Πέρσινγκ 2 στη Δυτική Ευρώπη, απέκτησε τεράστια απήχηση σε ολόκληρο σχεδόν το πολιτικό φάσμα, περιλαμβάνοντας από διαφωνούντες σοσιαλδημοκράτες και Ελεύθερους Δημοκράτες, αριστερούς χριστιανούς και ομάδες που επηρεάζονταν από τους κομμουνιστές μέχρι τα κοινω41 νικά κινήματα που γεννήθηκαν από την κληρονομιά του 1968. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι το ποσοστό των συμπαθούντων αυξήθηκε από το 46% στο 61% του εκλογικού σώματος μέσα στη διετία 1981-83, όχι μόνο ανάμεσα στους νέους και στους πιο μορφωμένους αλλά και φτάνοντας το 65% των εργατών και το 59% των ηλικίας εξήντα χρονών και πάνω. Στη συντονιστική επιτροπή του κινήματος μετείχαν διαφωνούντες του SPD και του FDP, το κομμουνιστικό κόμμα και διάφορες φιλοσοβιετικές ομάδες, κάθε λογής ειρηνιστές, η Εθνική Ένωση Μαθητών Μέσης Εκπαίδευσης, χριστιανικές ομάδες, η Ένωση Πρωτοβουλιών Περιβαλλοντιστών Πολιτών, οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες της Ένωσης Γυναικών για την Ειρήνη, ανεξάρτητοι σοσιαλιστές του Σοσιαλιστικού Γραφείου (Sozialistisches Buro), λαϊκές οργανώσεις βάσης όπως η ελευθεριακή σοσιαλιστική Ομοσπονδία Ομάδων Μη Βίαιης Δράσης, η Συνδιάσκεψη Ανεξάρτητων Ειρηνιστικών Ομάδων και το Συντονιστικό Γραφείο Πολιτικής Ανυπακοής δίπλα στις χίλιες εκατό ομάδες αλληλεγγύης στον Τρίτο Κόσμο που συντονίζονταν από το Εθνικό Συνέδριο Οργανώσεων Ανα42 πτυξιακής Βοήθειας. Το ειρηνιστικό κίνημα αντανακλούσε τις πρακτικές του φεμινισμού και τα συμμετοχικά ιδανικά των ριζοσπαστών φοιτητών που είχαν διατυπωθεί δέκα χρόνια νωρίτερα. Κάπου 6.000 τοπικές ομάδες πρωτοβουλίας, με κατηγορηματικά αντιιεραρχική μορφή, συγκέντρωναν στις εβδομαδιαίες ή δεκαπενθήμερες συναντήσεις τους είκοσι έως πενήντα μέλη η καθεμιά. Μαζί με την οικολογία και το γυναικείο κίνημα, αποτύπωνε την αξιοσημείωτη πυκνότητα των επάλληλων λαϊκών κινητοποιήσεων. Διαχεόταν στο «εναλλακτικό κίνημα» που ζούσε σύμφωνα με τις αξίες της αντικουλτούρας του 1968 πολιτικοποιώντας την καθημερινή ζωή. Απορρίπτοντας τις νόρμες της πειθαρχίας, της παραγωγικότητας, του ανταγωνισμού και των εμπορευματοποιημένων κοινωνικών σχέσεων για να υιοθετήσουν τον πειραματισμό και τον αυθορμητισμό, οι εναλλακτικοί των μεγαλουπόλεων –Βερολίνο, Φρα-
717
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·718
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
718
γκφούρτη, Αμβούργο, Μόναχο, Κολωνία– καταλάμβαναν εγκαταλειμμένα σπίτια κι έχτιζαν εκεί τις κομμούνες τους, ομάδες αυτοβοήθειας και πληροφόρησης, ιατρικές κλινικές και εκπαιδευτικά κέντρα, καλλιτεχνικά και σχεδιαστικά εργαστήρια, αίθουσες τέχνης και κινηματογράφους, βιβλιοπωλεία και τυπογραφεία, εστιατόρια και καφενεία, ένα ουράνιο τόξο εναλλακτικών επιχειρήσεων και αναρίθμητες εναλλακτικές εφημερίδες, η πιο σημαντική από τις οποίες ήταν η περίφημη Tageszeitung (TAZ) του Δυτικού Βερολίνου. Υπολογίζεται ότι η Δυτική Γερμανία είχε γύρω στα 11.500 εναλλακτικά εγχειρήματα, με 80.000 ενεργά μέλη και συμπαθούντες, που κάλυπταν κάθε λογής δραστηριότητες, από τη «Φάμπρικα για τον Πολιτισμό, την Άθληση και τη Χειροτεχνία» του Δυτικού Βερολίνου μέχρι τις διάφορες συνεργατικές διακίνησης και παραγωγής τροφίμων στις μικρότερες κωμοπόλεις. Τον Φεβρουάριο του 1982, μόνο στο Δυτικό Βερολίνο 15.000 εθελοντές λειτουργούσαν 43 1.500 ομάδες αυτοβοήθειας, στις οποίες εμπλέκονταν 100.000 άνθρωποι. Όλος αυτός ο κόσμος στρεφόταν εναντίον των κομμάτων καθ’ εαυτά. Το πέρασμα από τον αντικοινοβουλευτισμό της APO στις αντιπυρηνικές διαμαρτυρίες, που διαμορφώθηκε μέσα την αντιτρομοκρατική στροφή της κυβέρνησης, σηματοδότησε μια βαθιά αποξένωση του κόσμου από τη συνηθισμένη πολιτική. Σε μια έρευνα του 1978, οι μισοί περίπου από τα 5,4 εκατομμύρια των Δυτικογερμανών ηλικίας από δεκαεφτά έως είκοσι τριών χρονών δήλωναν δυσαρεστημένοι από το 44 κράτος και την κοινωνία. Τον Ιανουάριο του 1978, το φεστιβάλ Tunix (παραφθορά του «Μην κάνεις τίποτα» στα γερμανικά) συγκέντρωσε 20.000 ρέβελερ στο Δυτικό Βερολίνο, καλώντας «ΝΑ ανοίξουμε πανιά για την παραλία Tunix» (μια εναλλακτική ουτοπία «κρυμμένη κάτω από τα καλντερίμια αυτής της χώρας») και «ΝΑ 45 αφήσουμε πίσω μας τη Γερμανία-Μοντέλο». Η κυβέρνηση και οι σπόντι («αυθορμητιστές») βρέθηκαν αντιμέτωποι, κάθε πλευρά ανήμπορη να καταλάβει την άλλη. Μιλώντας σε μια φοιτητική συγκέντρωση ένας υπουργός δήλωσε: «Όλοι εμείς μαζί είμαστε το κράτος». – «Πώς “όλοι μαζί”;», απάντησε ένας από τους έκπληκτους φοιτητές, «Εμάς μας έχετε αποκλείσει εντελώς από κάθε πραγματική συμμετοχή! Όλοι εμείς που ζούμε εναλλακτικά κάθε μέρα δεν συναντάμε τίποτε 46 άλλο εκτός από διακρίσεις σε βάρος μας και την καταστολή της αστυνομίας». Η ένταση κλιμακώθηκε το «Γερμανικό Φθινόπωρο» του 1977. Έχοντας ήδη οργανώσει δύο δραματικές εκτελέσεις, η RAF απήγαγε τον πρόεδρο της DaimlerBenz και επικεφαλής της ομοσπονδίας των εργοδοτών Χανς Μάρτιν Σλάγιερ (Hans Martin Sleyer), παλιό αξιωματικό των Ες-Ες. Η υπεραριστερή τρομοκρατία των εξτρεμιστών και οι νεομακαρθικές επιθέσεις ενάντια σε ολόκληρη την Αριστερά άνοιγαν τώρα έναν νέο κύκλο φόβου και οργής, ενισχύοντας ακόμη περισ-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·719
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
σότερο τη μαχητικότητα των οικολόγων που στρέφονταν πλέον στην άμεση δράση. Ο αριστερός ακτιβισμός ποινικοποιήθηκε, ενώ σε απάντηση η κυβέρνηση κατηγορήθηκε ως φασιστική. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ένα αεροπλάνο της Lufthansa κατελήφθη από αεροπειρατές οδηγήθηκε στο Μογκαντίσου της Σομαλίας, με το αίτημα να απελευθερωθεί η ηγεσία της RAF που ήταν φυλακισμένη από το 1972. Ενώ Δυτικογερμανοί καταδρομείς απελευθέρωναν τους ομήρους στη Σομαλία, την ίδια ώρα στη Στουτγάρδη, στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Σταμχάιμ, βρίσκονταν νεκρά μέσα στα κελιά τους τα ηγετικά στελέχη της RAF Αντρέας Μπάαντερ (Andreas Baader), Γκούντρουν Έσλιν (Gudrun Esslin) και Γιαν-Καρλ Ράσπε (Jan-Carl Raspe). Την άλλη μέρα, το άψυχο κορμί του Σλάγιερ ανακαλύφθηκε στην Αλσατία. Μετά το ωμό αυτό «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» ένα κλίμα απειλής απλώθηκε πάνω από τη δημόσια ζωή της Δυτικής Γερμανίας. Η «Ελεύθερη Δημοκρατική Βασική Ευταξία» κατακεραύνωνε αδιάκοπα κάθε αριστερή διαφωνία. Η επιβίωση της δημοκρατίας συνδέθηκε ρητορικά με την επέκτα47 ση των αρμοδιοτήτων της αστυνομίας. Η RAF συνέχισε τις επιθέσεις μέχρι το 1998, οπότε αυτοδιαλύθηκε. Αλλά τώρα πια η βία των αγωνιστών στους δρόμους δεν είχε τις πολιτικές συνέπειες που είχε στο παρελθόν, ενώ στην πολιτική ατζέντα τους κυριαρχούσε η προσπάθεια να δημιουργηθεί ένας πολιτικός φορέας εθνικού επιπέδου, καθώς η οικολογική δραστηριότητα άρχισε να στρέφεται όλο και περισσότερο προς τις εκλογές. Εδώ η αδιαλλαξία του SPD του Χέλμουτ Σμιτ –που προσκολλήθηκε στην πολιτική της ανάπτυξης, στην άκαμπτη επιλογή της πυρηνικής ενέργειας και στα ζητήματα νόμου και τάξης, καθώς και η τυφλή υποταγή του στα κελεύσματα του ΝΑΤΟ– άνοιξε χώρο για νέες πρωτοβουλίες. Το 1978-79 οικολογικοί συνδυασμοί κατέβηκαν στις εκλογές για τα τοπικά κοινοβούλια του Αμβούργου, της Κάτω Σαξονίας, της Έσης, της Βαυαρίας, της Ρηνανίας Παλατινάτου, του Δυτικού Βερολίνου και του Σλέσβιχ-Χολστάιν. Στις ευρωεκλογές τον Ιούνιο του 1979 εμφανίστηκε η «Γενική Πολιτική Ένωση – Πράσινοι». Τον Οκτώβριο οι εκπρόσωποί της συναντήθηκαν στο Όφενμπαχ για να συζητήσουν τι θα έκαναν στις ομοσπονδιακές εκλογές και κατέληξαν σε ένα οικολογικό και κοινωνικό πρόγραμμα δημοκρατίας της βάσης και μη βίας. Στις περιφερειακές εκλογές στα κρατίδια της Βρέμης και της Βάδης-Βιρτεμβέργης οι συνδυασμοί των οικολόγων ξεπέρασαν το όριο του 5% κι έγιναν έτσι ρυθμιστές του τοπικού κοινοβουλίου. Το 1980 το Συνέδριο της Καρλσρούης ίδρυσε τους «Πράσινους», με την κατηγορηματική δήλωση ότι δεν αποτελούσαν «κόμμα», αφήνοντας τα ζητήματα του προγράμματος και της δομής τους να κριθούν στα ερχόμενα συνέδρια του Ζα-
719
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·720
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
720
αρμπρίκεν και του Ντόρτμουντ. Στο μεταξύ, οι δεξιοί οικολόγοι είχαν αποχωρήσει και τον τόνο πλέον έδιναν οι αριστεροί ακτιβιστές από το Δυτικό Βερολίνο, το Αμβούργο, τη Φραγκφούρτη, τη Βρέμη και τα δυτικά κρατίδια. Η συμφωνία τους στα ζητήματα της οικολογίας και της ειρήνης επεκτάθηκε στα δικαιώματα των 48 ομοφυλοφίλων, το τριανταπεντάωρο, τους μετανάστες και τις αμβλώσεις. Οι Πράσινοι αποτέλεσαν μια σημαντική πολιτική αλλαγή στη Δυτική Γερμανία. Το μεταπολεμικό κομματικό της σύστημα ήταν εξαιρετικά σταθερό, καθώς μετά το 1953 κυριαρχούνταν από τρία κόμματα. Η εμφάνιση ενός τέταρτου κόμματος, έστω και μικρού αλλά με σταθερή παρουσία στη Βουλή, προκάλεσε μια γενικότερη αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων. Παρά την ήττα τους στις ομοσπονδιακές εκλογές του 1980, όπου πήραν μόλις 1,5% των ψήφων, την επόμενη τριετία οι Πράσινοι απογειώθηκαν. Μπήκαν στην τοπική Βουλή του Δυτικού Βερολίνου και του Αμβούργου με ποσοστά 7,9% κι 7,7% αντίστοιχα, ενώ λίγο αργότερα άλωσαν και τα κοινοβούλια της Έσης και της Κάτω Σαξονίας. Στις επόμενες ομοσπονδιακές εκλογές, το 1983, μπήκαν στην ομοσπονδιακή Βουλή, ξεπερνώντας μάλιστα το όριο του 5% σε έξι από τα έντεκα τοπικά κοινοβούλια, ενώ σε πολλές περιοχές συγκέντρωσαν ποσοστά από 10% ως 15%. Στο Αμβούργο και την Έση άρχισε να συζητιέται η δημιουργία «κοκκινοπράσινων» συνασπισμών με τους σοσιαλδημοκράτες. «Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια αυτός ο συρφετός οικολόγων, παιδιών του ’68, αριστεριστών και απογοητευμένων σοσιαλδημοκρατών σμίλεψε μια πολιτική συμμαχία που θα άλλαζε το τοπίο όχι μόνο της Αριστεράς αλλά 49 και όλης της γερμανικής πολιτικής». Συνεκτικός κρίκος των Πρασίνων, ανεξάρτητα από το επάγγελμα, την παιδεία και την ηλικία τους, ήταν το 1968. Εξίσου ζωτικός ήταν ο ρόλος του φεμινισμού: το 1987 οι γυναίκες πλειοψηφούσαν στην κοινοβουλευτική τους ομάδα, ενώ ένα χρόνο αργότερα η ηγεσία τους απαρτιζόταν αποκλειστικά από γυναίκες. Η πολιτική τους συμπύκνωνε πολλά από τα ιδεώδη της APO με τον αντιαυταρχισμό τους, την αμείλικτη κριτική τους στην εξουσία και την αλλοτρίωση, τη μαχητική υπεράσπιση των συμμετοχικών μορφών πολιτικής, την άμεση δράση και το ανατρεπτικό πολιτικό τους ύφος. Η αντικουλτούρα και η έμφαση στους εναλλακτικούς τρόπους ζωής διασφάλιζαν τη συνέχεια αυτή, καθώς και η ανάπτυξη της φεμινιστικής συνείδησης. Οι Πράσινοι δεν ήταν συγκεντρωτικού τύπου κόμμα, όπως τα υπόλοιπα, αλλά κίνημα. Από την άποψη αυτή, η APO αποδείχτηκε το πρώτο από τα «νέα κοινωνικά κινήματα». Οι Πράσινοι αναπτύχθηκαν στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ παλιάς και νέας Αριστεράς, ενώ η απογείωση της δύναμής τους συνέπεσε με την κορύφωση του ειρη-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·721
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
νιστικού κινήματος. Η συμμαχία οικολόγων και ειρηνιστών («Eco-Pax») αποτέλεσε φυσιολογική εξέλιξη. Το φόρουμ στο Κρέφελντ το 1980 διακήρυξε την αδιαπραγμάτευτη αντίθεση του κινήματος στην εγκατάσταση των αμερικανικών πυραύλων, συγκεντρώνοντας 800.000 υπογραφές μέσα σε έξι μήνες και 2.000.000 μετά από ένα χρόνο. Στην πρώτη πανεθνική διαδήλωση εναντίον των πυραύλων, στη Βόνη τον Οκτώβριο του 1981, πήραν μέρος 300.000, ενώ ακόμη περισσότεροι, γύρω στο μισό εκατομμύριο, ενώθηκαν στις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον της επίσκεψης του αμερικανού προέδρου Ρέιγκαν (Ronald Reagan). Στην κορύφωση του κινήματος, τον Οκτώβριο του 1983 ένα 1.000.000 διαδηλωτές πήραν μέρος στα συλλαλητήρια σε τέσσερις πόλεις, ενώ δύο έως τέσσερα εκατομμύρια παρακολούθησαν εκδηλώσεις που κράτησαν μια ολόκληρη εβδομάδα. Όταν η Μπούντεσταγκ ψήφισε την εγκατάσταση των πυραύλων το κίνημα υποχώρησε, αλλά οι Πασχαλινές Πορείες συγκέντρωσαν 450.000 άτομα, ενώ 400.000 περίπου σχημάτισαν αλυσίδες γύρω από τις αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις το φθινόπωρο του 1984. Οι εκπληκτικές αυτές κινητοποιήσεις τροφοδότησαν την εκλογική 50 επιτυχία των Πρασίνων και την είσοδό τους στη Βουλή. Η παλιά Αριστερά εξακολουθούσε πάντως να αντιμετωπίζει τους Πράσινους συγκαταβατικά, ενώ το SPD τους έβλεπε αλαζονικά και μειωτικά. Όταν το 1982 το κόμμα των Φιλελευθέρων Δημοκρατών αποσκίρτησε από τη συμμαχία με τους σοσιαλδημοκράτες, προκαλώντας την πτώση της κυβέρνησης Σμιτ, ο τελευταίος χωρίς συζήτηση απέκλεισε κάθε διάλογο με τους Πράσινους. Στα κρατίδια του Αμβούργου και της Έσης οι τοπικοί σοσιαλδημοκράτες πρωθυπουργοί Κλάους φον Ντονάνιι (Klaus von Dohnanyi) και Χόλγκερ Μπέρνερ (Holger Börner) υποχρεώθηκαν να ανοίξουν συνομιλίες, αλλά αφού πρώτα είχαν κάνει καταγγελίες που έδειχναν ότι η κίνησή τους αυτή ήταν οπορτουνιστική. Ο Μπέρνερ κινήθηκε καθαρά από κοινοβουλευτική αδυναμία και από τις πιέσεις της Αριστεράς του κόμματός του, ενώ ο μηχανισμός του SPD αναγκάστηκε προσωρινά να σωπάσει. Στην Έση, πάντως, ένας κοκκινοπράσινος συνασπισμός κυβέρνησε από το 1985 έως το 1987. Ο Ρίχαρντ Λέβενταλ (Richard Löwenthal), παλαίμαχο μέλος του προεδρείου της Επιτροπής του SPD για τις Βασικές Αξίες, έθεσε καθαρά το βασικό δίλημμα του κόμματος: είχε να διαλέξει ανάμεσα στην ταξική πολιτική και στην ταύτισή του με τους βιομηχανικούς εργάτες, και την επιλογή των νέων κοινωνικών κινημάτων. Δεν μπορούσε να κάνει και τα δύο μαζί. Οι αντιδράσεις στην πολιτική των Πρασίνων πάντως εκφράζονταν συνήθως πιο ωμά. Στη δεξιά πτέρυγα των σοσιαλδημοκρατών, ο Μπέρνερ περιφρονούσε ανοιχτά όσους διαδήλωναν εναντίον της επέκτασης του αεροδρομίου της Φραγκφούρτης, καταγγέλλοντάς τους σαν
721
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·722
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
«χαοτικούς», «βάνδαλους» και «εναλλακτικούς». «Κρίμα», χλεύαζε, «που είμαι στην κυβέρνηση και δεν μπορώ να τους ρίξω καμιά μπουνιά στα μούτρα. Στην οι51 κοδομή, κάτι τέτοιους τους τακτοποιούσαμε με μια σανίδα».
Ισπανία: σοσιαλισμός χωρίς τους εργάτες
∏ Ισπανία ήταν μια χώρα που είχε ιδιαίτερη σημασία για την ευρωπαϊκή Αριστε-
722
ρά, καθώς συμβόλιζε τον αγώνα εναντίον του φασισμού και την τραγική κατάληξη των επαναστατικών ελπίδων. Στα τριάντα έξι χρόνια της εξουσίας του Φρανθίσκο Φράνκο (1939-75) οι Ισπανοί ονειρεύονταν πως η δημοκρατία θα ερχόταν με ένα ηρωικό αντιστασιακό κίνημα που θα ξεσπούσε μετά το θάνατο του δικτάτορα. Μετά το 1964 οι Εργατικές Επιτροπές (Commissiones Obreras) έκαναν να φανεί πιθανό αυτό το ενδεχόμενο, οργανώνοντας μια σειρά μαζικών διαμαρτυριών που κορυφώθηκαν με τις μαχητικές εκδηλώσεις του 1974-76. Ωστόσο η μεταπολίτευση αποδείχτηκε πιο πεζή υπόθεση. Τη διαχειρίστηκαν με αξιοσημείωτα ήπιο τρόπο, αλλά κεκλεισμένων των θυρών, εκείνοι που ο ίδιος ο Φράνκο είχε ορίσει διαδόχους του – ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος (Juan Carlos) και ο τεχνοκράτης πρωθυπουργός Αντόλφο Σουάρεθ (Adolfo Suarez). Η παλιά τάξη πραγμάτων δεν ανατράπηκε επαναστατικά αλλά αποσυντέθηκε από τα μέσα. Η δημοκρατία πήρε κοινοβουλευτική μορφή με την προσεκτική διαχείριση της συναίνεσης. Οι εκλογές, οι συμβιβαστικές διαπραγματεύσεις –όπως του Σύμφωνου της Μονκλόα– και η θεσμική επικύρωση των μεταρρυθμίσεων με την ψήφιση του νέου συντάγματος σηματοδότησαν την εμπέδωση του νέου συστήματος. Η αντίθεση ανάμεσα στην ηρωική εικόνα και στην πεζή πραγματικότητα, στη λαϊκή κινητοποίηση και στους συμβιβασμούς, επηρέασε καίρια το νέο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας (PSOE) που αναδύθηκε μέσα από τη διαδικασία αυτή.52 Για την Αριστερά, η επιστροφή της δημοκρατίας ήταν διπλή απογοήτευση. Πρώτα πρώτα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας (PCE) απέτυχε. Πυρήνας των Εργατικών Επιτροπών και στυλοβάτης της παράνομης δράσης την εποχή του φρανκικού καθεστώτος, αλλά και πρωτοπόρος του ευρωκομμουνισμού, το PCE, με ηγέτη τον Σαντιάγκο Καρίλιο, περίμενε ότι θα έβγαινε νικητής από τη μεταπολίτευση. Υποστηρίζοντας όμως την «υπεύθυνη στρατηγική» του Σουάρεθ και του Χουάν Κάρλος, αντί να αναδείξουν τη μαχητικότητα της λαϊκής τους βάσης οι κομμουνιστές διασπάθισαν το σημαντικό πολιτικό τους κεφάλαιο. Καθώς αρνήθηκαν να διακινδυνεύσουν τη μεταπολίτευση ευνοώντας την απρόβλεπτη λαϊκή δράση, και αποφεύγοντας πάση θυσία πολώσεις που ίσως βοηθούσαν τη Δεξιά, βοή-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·723
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
θησαν μόνοι τους να διαμορφωθούν οι συνθήκες της ήττας τους. Στο μεταξύ ο Καρίλιο διέψευσε τις αρχές του ευρωκομμουνισμού επιβάλλοντας ένα αυταρχικό εσωκομματικό καθεστώς σταλινικού τύπου. Έτσι το κόμμα τσακίστηκε στις εκλογές του 1977 και του 1979, ενώ ο δυσλειτουργικός αυταρχισμός του ηγέτη του το 53 οδήγησε σε οργανωτική διάλυση. Δεύτερον, η πορεία του PSOE, που ευνοήθηκε ιδιαίτερα από τη μεταπολίτευση, αποδείχτηκε εξίσου απογοητευτική. Από ασήμαντη ομάδα τον καιρό της παρανομίας, οι σοσιαλιστές αναδύθηκαν σε κυρίαρχη εκλογική δύναμη της Αριστεράς μετά το Συνέδριο του 1976 και τη νομιμοποίησή τους, φτάνοντας στο θρίαμβο του 1982, οπότε πήραν το 48,4% των ψήφων. Στο πρόγραμμα του 1976 υπόσχονταν τη σοσιαλιστική μεταμόρφωση της κοινωνίας και όχι μια «απλή μεταρρύθμιση του συστήματος». Ωστόσο τέσσερα χρόνια αργότερα οι υποσχέσεις αυτές έμεναν κενό γράμμα και τελικά εγκαταλείφθηκαν. Η εξουσία μέσα στο κόμμα συγκεντρώθηκε αμείλικτα στα χέρια του Φελίπε Γκονθάλεθ (Felipe Gonzalez). Όταν μάλιστα το 1982 οι σοσιαλιστές πήραν την κυβέρνηση, παραμέρισαν κάθε απομεινάρι του ριζοσπαστικού τους παρελθόντος, όπως ήταν οι υποσχέσεις να μειώσουν στο μισό την ανεργία και να βγάλουν τη χώρα από το ΝΑΤΟ. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια, με μια θεαματική προδοσία του σοσιαλισμού, αυτό που προβαλλόταν σαν το πιο ριζο54 σπαστικό σοσιαλιστικό κόμμα της Ευρώπης έγινε το πιο τεχνοκρατικό. Πλαίσιο αυτής της μεταμόρφωσης του PSOE ήταν ο εκσυγχρονισμός της ισπανικής κοινωνίας. Καθώς έδυε ο φρανκισμός, η Ισπανία άλλαζε ριζικά. Μέσα σε τριάντα χρόνια (1950-80) η απασχόληση στην αγροτική οικονομία έπεσε από το 50% στο 14% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Οι πιο δραματικές αλλαγές σημειώθηκαν μετά το 1960, όταν 2.000.000 εργαζόμενοι αναζήτησαν δουλειά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ άλλα 3.000.000 μετανάστευσαν από τον αγροτικό νότο στον περισσότερο εκβιομηχανισμένο ισπανικό βορρά. Το 1960, το 19,1% του συνολικού πληθυσμού ζούσε σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από 100.000 κατοίκους, ενώ πέντε χρόνια αργότερα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 32,7%. Από το 1960 έως το 1965, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αυξανόταν 9,2% το χρόνο. Με εντυπωσιακή ταχύτητα η χώρα απέκτησε κοινωνικές δομές ανάλογες εκείνων της Γαλλίας και της Ιταλίας. Η Ισπανία του Εμφυλίου έπαψε να υπάρχει. Η περιοχή της Βαρκελώνης, η ατμομηχανή της ισπανικής βιομηχανίας από το 1900, γνώρισε τεράστιες αλλαγές. Μέσα σε είκοσι χρόνια ο πληθυσμός της πόλης σχεδόν διπλασιάστηκε (από ένα σε 1,75 εκατομμύρια κατοίκους), ενώ στην ευρύτερη περιοχή αυξανόταν με ρυθμό που «ήταν σαν να προστίθεται μια νέα πόλη 100.000 κατοίκων το χρόνο».35 Οι παλιές βιομηχανίες, όπως η υφαντουργία και οι μηχανοκατασκευές, επεκτάθηκαν δίπλα σε νέες, όπως τα χημικά και η επεξεργασία
723
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·724
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
724
τροφίμων. Η Σαμπαντέλ, παλιό υφαντουργικό κέντρο, από 60.000 κατοίκους έφτασε τους 160.000. Το νέο βιομηχανικό συγκρότημα της Κορνέγια, στο νοτιοδυτικό άκρο της πόλης, ήταν το 1970 μια ολόκληρη πόλη 76.000 κατοίκων, όταν είκοσι χρόνια νωρίτερα δεν είχε παραπάνω από 11.000. Πέρα από τα γενικά αυτά χαρακτηριστικά –μαζική αναδιοργάνωση της αγοράς εργασίας, αναδιάταξη των ταξικών σχέσεων και μετασχηματισμός του ανθρώπινου περιβάλλοντος– η εκβιομηχάνιση είχε άλλες δύο σημαντικές επιπτώσεις. Αφενός αποδιοργάνωσε την «παραδοσιακή» κουλτούρα των εργατικών κοινοτήτων διαμονής και εργασίας και τις μετέτρεψε σε άμορφα πολεοδομικά συγκροτήματα· αφετέρου πλημμύρισε την Καταλονία με μάζες αγροτικής προέλευσης μεταναστών, κυρίως από την Ανδαλουσία. Μέχρι το 1970, οι τέσσερις στους δέκα κατοίκους της Καταλονίας προερχόταν από άλλες περιοχές της Ισπανίας. Τη δεκαετία του 1970, η σύνθεση της εργατικής τάξης άλλαξε ριζικά. Από τις απόψεις του μεγέθους, της συγκέντρωσης, των μορφών απασχόλησης, της εθνοτικής ταυτότητας, της κατοικίας, της οργάνωσης και της συλλογικής ταυτότητας, η τάξη αυτή δεν είχε καμιά σχέση με εκείνη που πολέμησε στον Εμφύλιο. Επιπλέον, η μακρόχρονη καταπίεση είχε εξαφανίσει τις πολιτικές και συνδικαλιστικές παραδόσεις. Από το 1939 έως το 1950 έγιναν 22.000 εκτελέσεις σε ολόκληρη την Ισπανία (συν πολύ περισσότερες δολοφονίες που δεν καταγράφηκαν)· από τις επίσημες εκτελέσεις, οι 3.385 ήταν στην Καταλονία. Στη Σαμπαντέλ, με πληθυσμό 74.000 κατοίκους, η αστυνομία είχε 59.000 φακέλους αντιπάλων του καθεστώτος. Η συνδικαλιστική δράση έγινε αδύνατη: το καθεστώς συνέλαβε δεκαεπτά εθνικές εκτελεστικές επιτροπές της αναρχικής συνομοσπονδίας CNT τη μια μετά την άλλη, και άλλες επτά της σοσιαλιστικής συνδικαλιστικής ομοσπονδίας UGT. Αλλά ήδη από τον Εμφύλιο, με τον αποδεκατισμό των αγωνιστών, οι εργάτες είχαν αποκοπεί από τις επαναστατικές παραδόσεις τους. Σύμφωνα με το νόμο, οι εργασιακές σχέσεις ρυθμίζονταν στο εξής από το Υπουργείο Εργασίας, που απαγόρευε τις απεργίες και υποχρέωνε τους εργάτες να γράφονται στα είκοσι οκτώ «κάθετα» παραρτήματα της Κρατικής Συνδικαλιστικής Ένωσης (OSE), που περιλάμβαναν και τους εργοδότες. Έτσι, η ιστορική συνέχεια της εργατικής κουλτούρας, τόσο απαραίτητη για τη συλλογική πολιτική δράση, διακόπηκε. Βέβαια, απεργίες συνέχισαν να γίνονται. Αλλά το μποϊκοτάρισμα των τραμ και η γενική απεργία της Βαρκελώνης, τον Μάρτιο του 1951, αποτέλεσαν το τελευταίο ξέσπασμα της παλιάς επαναστατικής κουλτούρας. Η αναρχική και σοσιαλιστική συνδικαλιστική παράδοση, μαζί με την πολιτική τους κουλτούρα, σαρώθηκαν από την άγρια καταπίεση, την ποινικοποίηση των οργανώσεων και τις ρυθμίσεις του φρανκισμού.56
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·725
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
Όταν λοιπόν δημιουργήθηκε το νέο εργατικό κίνημα, πήρε διαφορετική μορφή. Το 1958, το Υπουργείο Εργασίας επέτρεψε να υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, σε επίπεδο βιομηχανικού κλάδου ή εργοστασίου, οι εργοδότες και οι εκπρόσωποι των σωματείων που βρίσκονταν υπό την αιγίδα της OSE. Όταν έληξε το πάγωμα των μισθών από το κράτος, το σύστημα αυτό άρχισε να λειτουργεί, αλλά αμέσως οδήγησε σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Τον Σεπτέμβριο του 1964 ακολούθησε μια σημαντική πρωτοβουλία: μια επιτροπή όλων των εργατικών εκπροσώπων των μηχανοκατασκευών της Μαδρίτης προσαρμόστηκε στη νέα δομή διαπραγμάτευσης του βιομηχανικού της κλάδου, μένοντας πάντοτε στο θεσμικό πλαί57 σιο της OSE. Οι επιτροπές αυτές λειτουργούσαν νόμιμα και, καθώς μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν επίσημα τους πόρους της OSE, αναδύθηκαν «οργανικά μέσα από την ίδια 58 τη διαπραγματευτική διαδικασία». Θύμιζαν τους εκπροσώπους των εργαζομένων του 1914-18 ή τους Βρετανούς εκπρόσωπους βάσης (shop stewards) της δεκαετίας του 1960. Η λειτουργία τους στηριζόταν σε νέους ακτιβιστές, που είχαν αφήσει πίσω τους τις διαχωριστικές γραμμές του Εμφυλίου. Άλλοτε κάλυπταν ένα βιομηχανικό κλάδο, όπως, για παράδειγμα, η μαδριλένικη μεταλλουργία, άλλοτε μια ολόκληρη πόλη η περιοχή, όπως η Βαρκελώνη, και άλλοτε ένα συγκεκριμένο εργοστασιακό συγκρότημα ή μια εταιρεία. «Ουσιαστικά αποτέλεσαν την πρώτη μορφή δημοκρατικής συνδικαλιστικής οργάνωσης, με ευρεία βάση, που εμφανίστηκε στη μετεμφυλιακή Ισπανία».59 Ο αναρχοσυνδικαλισμός είχε πλέον εκλείψει. Επιπλέον, οι επιτροπές αυτές δεν είχαν σχέσεις με τους σοσιαλιστές ή την UGT. Αντίθετα, ήταν ανοιχτές στη στρατηγική διείσδυσης του κομμουνιστικού κόμματος –να παρεμβαίνει όπου του άφηνε χώρο το φρανκικό σύστημα– κι επίσης προσείλκυσαν πολλούς νέους καθολικούς ακτιβιστές. Όταν το νέο αυτό εργατικό κίνημα άρχισε να συμμετέχει στις επίσημες εκλογικές διαδικασίες του κρατικού συνδικαλισμού, οι επιτροπές θεωρήθηκαν αμέσως ανατρεπτικές και απαγορεύτηκαν. Όμως ο ασκός του Αιόλου είχε ανοίξει. Οι διαμαρτυρίες και οι μαχητικές απεργίες συνέχισαν να αυξάνουν: από 8,7 εκατομμύρια το 1970 οι χαμένες ώρες εργασίας έφτασαν τα 28,4 εκατομμύρια το 1974-75 και κορυφώθηκαν το 1976 στα 106,5 εκατομμύρια. Αυτή η εξέγερση έκανε ακόμη πιο σημαντική τη συντριβή των προηγούμενων οργανωτικών δομών της ισπανικής Αριστεράς. Μετά τη βάναυση εκκαθάριση των προηγούμενων ηγεσιών, η δικτατορία εμπόδισε τις νέες να αποκτήσουν συνοχή. Η καταπίεση έκανε το νέο εργατικό κίνημα να ατροφήσει αντί να γίνει ισχυρή εθνική δύναμη. Η ευημερία της δεκαετίας του 1960 και οι νέες κουλτούρες του καταναλωτισμού έπαιξαν επίσης το ρόλο τους εδώ. Η παθητική συναίνεση, στηριγμένη
725
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·726
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
726
στην εξατομικευμένη κατανάλωση, ήταν ένας στόχος που υπερασπίζονταν ενεργά εκείνοι που προωθούσαν τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Η εργατική μαχητικότητα δεν οδηγούσε κατ’ ανάγκην στην αντιπολίτευση, αλλά μπορούσε να συμβαδίζει με μια πεζή αντίληψη ιδιοτέλειας. Ο επικεφαλής του καταλανικού τμήματος της OSE χαιρέτισε εύγλωττα τη νέα αυτή εποχή της ευημερίας: εγκωμίαζε «ένα νέο τύπο εργάτη, που ξέρει καλά ποιος του δίνει ψωμί και ποιός όχι, που βλέπει τι είναι σωστό και τι όχι. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της οργάνωσής μας ήταν ότι αλλάξαμε τη νοοτροπία των ανθρώπων, φτιάξαμε μια νέα συνδικαλιστική κουλτούρα που ευνοεί τη διαπραγμάτευση».60 Οι εργάτες πάντως στην Καταλονία, τη Μαδρίτη και τα άλλα βιομηχανικά κέντρα ήταν ολοφάνερα οργισμένοι και μαχητικοί. Η συλλογική δράση ήταν η απάντηση στην κτηνωδία και τον καταναγκασμό του καθεστώτος όποτε το τελευταίο έκανε ανοίγματα. Όπως στη Γερμανία και την Ιταλία, έτσι και στην Ισπανία ο φασισμός είχε αποδιοργανώσει ένα εξαιρετικά αναπτυγμένο εργατικό κίνημα, πρώτα τσακίζοντας με κτηνωδία τις οργανώσεις του, δολοφονώντας και εξορίζοντας τα ηγετικά στελέχη του και εξαφανίζοντας τη δυνατότητα αντίστασης και, στη συνέχεια, ελέγχοντας τη δημόσια σφαίρα που ήταν πάντοτε απαραίτητη για τη λαϊκή επιρροή της Αριστεράς. Γιατί όμως, μολονότι οι Εργατικές Επιτροπές έδειξαν τόσο μεγάλο δυναμικό και η μαχητικότητα εξαπλώθηκε σε τόσο εντυπωσιακή κλίμακα, όταν κατέρρευσε η δικτατορία ο νέος ριζοσπαστισμός της εργατικής τάξης απέτυχε να φέρει πιο ουσιαστικά αποτελέσματα σε εθνικό επίπεδο; Τον καιρό της δικτατορίας οι Ισπανοί σοσιαλιστές είχαν αμελητέα δύναμη, με εξαίρεση τις Αστούριας και κάποιες περιοχές του βορρά. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ισπανίας και η UGT ήταν εξαιρετικά αδύναμα στις περιοχές της Καταλονίας και της Μαδρίτης, καθώς και σε εκείνες που εκβιομηχανίστηκαν στο φρανκικό καθεστώς. Οι ηγέτες τους, εξόριστοι στη Βόρεια Αφρική, στο Μεξικό και τη Γαλλία, σπάνια ομονοούσαν, ενώ οι φατρίες του κόμματος δυσκόλευαν την ανάπτυξή του στο εσωτερικό της χώρας. Ωστόσο οι ίδιες διαμάχες επέτρεψαν την ανεμπόδιστη ανάδυση μιας αναθεωρητικής τάσης. Οι ανανεωτικές δυνάμεις συσπειρώθηκαν ιδίως στη Σεβίλλη γύρω από τον Φελίπε Γκονθάλεθ, ο οποίος μετά το 1972 κατόρθωσε να ελέγξει το κόμμα και το 1974 εκλέχτηκε γραμματέας του. Το PSOE του Γκονθάλεθ εσωτερίκευσε τη φατριαστική αυτή κληρονομιά. Δεν είχε καμιά κουλτούρα εσωκομματικής δημοκρατίας, ενώ ο ίδιος ο ηγέτης του κινούνταν ανεξέλεγκτα, φιμώνοντας τους εσωκομματικούς του αντιπάλους και περιθωριοποιώντας τις πιέσεις της βάσης. Για ένα κόμμα με τόσο μεγάλη εκλογική απήχηση, ο αριθμός των μελών του ήταν ελάχιστος: μόνο το 1,5% των ψηφοφό-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·727
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
ρων του ήταν και μέλη, έναντι του 49% για τους Σουηδούς και του 30% για τους Αυστριακούς σοσιαλιστές. Μολονότι τα μέλη του διπλασιάστηκαν από το 1981 έως το 1988 –από 107.000 έγιναν 210.000, ενώ το 1991 έφτασαν τα 309.000– το χάσμα ανάμεσα στην ηγεσία και στη βάση έμεινε τεράστιο. Η κυβέρνηση Γκονθάλεθ ήταν εντελώς τεχνοκρατική. Δεν περιλάμβανε γυναίκες, εργάτες ή στελέχη της περιθωριοποιημένης αριστερής πτέρυγας του κόμματος. Οι χειρωνακτικοί εργάτες αποτελούσαν την πλειοψηφία των μελών του PSOE αλλά είχαν τη μικρότερη εκπροσώπηση στα ηγετικά κλιμάκια. Το κόμμα έπαψε να στρατολογεί νέους και μεταμορφώθηκε σε έναν υδροκέφαλο οργανισμό, με τα μισά του μέλη να κατέχουν δημόσια αξιώματα χάρη στις πολιτικές τους διασυνδέσεις. Το 1988 οι κρατικοδίαιτοι είχαν φτάσει να αποτελούν το 70% των εκπροσώπων στο κομματικό συνέδριο. 62 Ο διορισμός στο δημόσιο έγινε αυτοσκοπός, η διαφθορά ανεξέλεγκτη. Ταυτόχρονα, οι πολιτικές που ακολουθούσε το κόμμα ήταν καθαρά τεχνοκρατικές: νεοκαπιταλιστικός εκσυγχρονισμός και βιομηχανική ανασυγκρότηση με γνώμονα την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση, διάλυση του δημόσιου τομέα και μαζική ανεργία. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν υπήρχε ίχνος σοσιαλισμού σε όλα αυτά. Η διαφθορά του PSOE ήταν δυστυχώς κολοσσιαία, αλλά αυτή η «προδοσία» των παραδόσεών του, της εργατικής μαχητικότητας καθώς και του προγράμματος που είχε ψηφιστεί το 1976 απαιτεί εξηγήσεις που να μην περιορίζονται στην ηθική καταγγελία της ηγεσίας του. Η ιδιαίτερη δυναμική της μετάβασης στη δημοκρατία μας δίνει εδώ μία πρώτη απάντηση: η απότομη άνοδος του PSOE ακολούθησε την απροσδόκητη κατάρρευση των κομμουνιστών και του συντηρητικού Δημοκρατικού Κέντρου, που επέτρεψε στη φράξια του Γκονθάλεθ, με την αμείλικτη διαχειριστική της λογική, να αποχαλινωθεί. Ελλείψει αντίπαλου πολιτικού δέους ή λαϊκής αντιπολίτευσης, ο Γκονθάλεθ αποσυνέδεσε το κόμμα από την εργατική τάξη. Ένας άλλος σοβαρός λόγος ήταν το υπόβαθρο της βίαιης εκβιομηχάνισης και το καταπιεστικό πλαίσιο του φρανκισμού. Η μακρόχρονη δικτατορία είχε αποσαθρώσει την κουλτούρα των εργαζομένων και την έστρεψε στον κορπορατισμό, το νέο εργατικό κίνημα ήταν κατακερματισμένο και τοπικιστικό, οι πολιτικές ελευθερίες και η δημόσια σφαίρα απουσίαζαν – όλα αυτά άφηναν ένα τεράστιο κενό εθνικής αντιπροσώπευσης, το οποίο έσπευσε να καλύψει ο Γκονθάλεθ. Το PSOE επέστρεψε στην πολιτική κονίστρα της Ισπανίας σε μια εποχή πρωτοφανούς πολιτικού αναβρασμού. Ωστόσο η πολιτική του ανάσταση έγινε μέσα από παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις και όχι τη λαϊκή διαμαρτυρία. Δεν προσπάθησε να ριζώσει στη μαχητικότητα της λαϊκής βάσης ή στις Εργατικές Επιτροπές, όπου κυριαρχούσαν ήδη οι κομμουνιστές, ούτε να σφυρηλατήσει δεσμούς με τις ευρύτε-
727
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·728
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
728
ρες κινητοποιήσεις γύρω από «κοινωνικά» ζητήματα όπως ήταν η στέγαση, η ακρίβεια, οι δημόσιες συγκοινωνίες και η εκπαίδευση, που κινητοποιούσαν ιδίως τις γυναίκες. Αντίθετα, μόλις έγινε κυβέρνηση αποστράτευσε την εργατική τάξη, αποκόπτοντας έτσι και τους αδύναμους, ούτως ή άλλως, συμβολικούς και συναισθηματικούς δεσμούς του με την ίδια την παράδοση του εργατικού κινήματος. Ο υπουργός Οικονομικών Μιγκέλ Μπουαγιέ (Miguel Boyer) ανερυθρίαστα πέταξε στα σκουπίδια το κεϊνσιανής έμπνευσης πρόγραμμα του 1982 και, αντιγράφοντας την ταυτόχρονη μεταστροφή του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γαλλίας, εφάρμοσε μια ανάλγητη νεοφιλελεύθερη οικονομική και κοινωνική πολιτική, ανάλογη εκείνης που ακολουθούσε τον ίδιο καιρό η δεξιά κυβέρνηση της Θάτσερ στη Βρετανία. Οι ιδιωτικοποιήσεις, η στήριξη του πολυεθνικού κεφαλαίου, η πτώση πολλών βιομηχανικών κλάδων, η περιοριστική νομισματική πολιτική και η λιτότητα, συν την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, έφεραν μια καταστροφική για 63 την εργατική τάξη απεκβιομηχάνιση. Οι παραδοσιακές βιομηχανίες της Ισπανίας –χαλυβουργία, ναυπηγεία, υφαντουργία και ηλεκτρικές μηχανές– ξηλώθηκαν. Η ανεργία, που ήταν ήδη 17% το 1982, έφτασε το 22% το 1986· για τους νέους όμως από δεκαέξι έως δεκαεννιά χρονών ήταν 50%, ενώ για τους είκοσι έως είκοσι τεσσάρων χρονών έφτανε το 40%. Η υπομονή των συνδικάτων τελικά εξαντλήθηκε. Μετά από γενικευμένες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας των εργαζομένων και μια μονοήμερη γενική απεργία τον Δεκέμβριο του 1988, ο Γκονθάλεθ δέχτηκε να παραχωρήσει ένα κοινωνικό πρόγραμμα που θα μεταρρύθμιζε το συνταξιοδοτικό σύστημα όπως ζητούσαν από δεκαετίες οι εργαζόμενοι, και θα διεύρυνε τις υγειονομικές παροχές και τις εκπαιδευτικές ευκαιρίες. Επαναλαμβάνοντας τις κοινωνικές και δημοκρατικές δεσμεύσεις των χρόνων της αντιπολίτευσης, από το 1976 έως το 1982, ξανακέρδισε τις εκλογές του 1989 και του 1993. Ωστόσο ο νεοφιλελευθερισμός του έμεινε όλο αυτό τον καιρό ακλόνητος. Όσο αυτός βασίλευε η πολιτική του σοσιαλισμού απομακρύνθηκε από το συνδικαλιστικό κίνημα, με αποτέλεσμα η UGT να χάσει τα μισά της μέλη μέσα σε τέσσερα χρόνια. Η συνδικαλιστική πυκνότητα των Ισπανών εργατών έγινε η μικρότερη σε ολόκληρη την Ευρώπη με εξαίρεση τη Γαλλία.64 Αυτό ήταν, με ευρωπαϊκούς όρους, το ισπανικό μάθημα. Σε συνθήκες ύφεσης, η μετάβαση στη μεταφορντική εποχή προκάλεσε τη μακροπρόθεσμη σύγκλιση των κρατικών πολιτικών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αριστερά και δεξιά κόμματα επικέντρωσαν την πολιτική τους στην ίδια ιστορία: άγριο ψαλίδισμα του κράτους πρόνοιας, ιδιωτικοποιήσεις, ηγεμονία της αγοράς και παρακμή της οργανωμένης εργασίας μέχρι την περιθωριοποίηση των συνδικάτων στην εθνική πολιτική διαδι-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·729
ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
κασία. Η νέα αυτή κυβερνητική λογική εξαφάνισε τις πολιτικές διαφορές σε σοσιαλιστές και συντηρητικούς. Μερικές φορές μάλιστα ήταν η Αριστερά και όχι η Δεξιά εκείνη που έδινε τον τόνο των εξελίξεων. Μετά το 1982 η Γαλλία του Μιτεράν και η Ισπανία του Γκονθάλεθ συναγωνίζονταν τη θατσερική Βρετανία στην επιβολή νεοφιλελεύθερων μέτρων. Στις χώρες όπου ο σοσιαλδημοκρατικός κορπορατισμός ήταν πιο ισχυρός –Σκανδιναβία, Αυστρία, Δυτική Γερμανία– ήταν πολύ μικρότερα τα πλήγματα εναντίον της εργατικής τάξης στην απασχόληση, στο εισόδημα, στα επιδόματα, στην πολιτική εκπροσώπηση, στη συνδικαλιστική οργάνωση, στις κοινωνικά οργανωμένες δυνατότητες των εργατικών κοινοτήτων ή στην κοινωνική αξία που αναγνωριζόταν στους εργάτες, στην κουλτούρα και τις παραδόσεις τους. Στις χώρες αυτές η οργανωμένη εργασία διέθετε, έστω και αν υποχωρούσε, περισσότερους πόρους και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στη δημόσια σφαίρα. Στις χώρες όμως που δεν είχαν την κορπορατιστική αυτή υποδομή, ως μήτρα διασυνδέσεων ανάμεσα στα συνδικάτα, στο σοσιαλιστικό κόμμα και στο κράτος, οι πολιτικές απώλειες των εργαζομένων ήταν τεράστιες. Η Ισπανία ήταν η πιο κραυγαλέα περίπτωση. Εδώ το PSOE πέτυχε μία από τις μεγαλύτερες εκλογικές νίκες της Αριστεράς μετά το 1945 (48,4% των ψήφων το 1982), ενώ κέρδισε άλλες τρεις εκλογές στη σειρά και κυβέρνησε δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ωστόσο η πολιτική του συμπεριφορά ελάχιστα συνδεόταν με τη θεωρία και την πρακτική του σοσιαλισμού, έστω και με βάση τα θλιβερά περιορισμένα πρότυπα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της δεκαετίας του 1970, και σίγουρα δεν συμβάδιζε με το πρόγραμμα που είχε δεχτεί το ίδιο το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ισπανίας των χρόνων 1976-82. Οι πιέσεις που ασκούνταν τώρα στις αριστερές κυβερνήσεις ήταν τεράστιες. Δεν ήταν μόνο το σοσιαλιστικό κόμμα του Γκονθάλεθ που απέτυχε, ζητώντας από τους εργαζομένους θυσίες για χάρη της «οικονομίας», του «εκσυγχρονισμού» και του «εθνικού συμφέροντος». Ωτσόσο στην Ισπανία τα τριάντα έξι χρόνια της δικτατορίας είχαν απομακρύνει εντελώς το σοσιαλιστικό κόμμα από τις ρίζες του στις κοινότητες και την οργάνωση της εργατικής τάξης, που αλλιώς θα έδιναν κάποιο έρμα στην πολιτική του. Το PSOE του Γκονθάλεθ πρωταγωνίστησε σε μια ακραία εκδοχή αποκοπής του σοσιαλισμού από τις ρίζες του στην εργατική τάξη. Το χάσμα ανάμεσα στην επιβλητική κινητοποίηση του λαού κατά τη μεταπολίτευση του 1975-76 και στην απονέκρωση της λαϊκής δημοκρατίας, που προκάλεσε η κυριαρχία αυτού του κόμματος, ήταν τεράστιο. Εμφανίστηκε λοιπόν το παράδοξο ενός φαινομενικά πετυχημένου εκλογικού σοσιαλισμού, ο οποίος δεν είχε σχέση με το ζωντανό κίνημα ούτε οργανωμένη λαϊκή στήριξη. Οι έξυπνοι και εξαιρετικά πετυχημένοι ελιγμοί
729
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·730
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
του 1976-79, που του έδωσαν πολιτικό πλεονέκτημα, διαμόρφωσαν μια αντίληψη του «πολιτικού» μυωπική σε σύγκριση με την ιδέα της δημοκρατίας που είχε κατακτηθεί με μεγάλες θυσίες τον καιρό του αντιδικτατορικού αγώνα. Ακόμη χειρότερα, στη συνέχεια το PSOE την περιόρισε σε ένα τεχνοκρατικά οριοθετημένο κοινοβουλευτικό πλαίσιο, εντελώς απομακρυσμένο από τις καθημερινές προσδοκίες των εργαζομένων. Τελικά, στην πολιτική του ισπανικού σοσιαλισμού ξαναβλέπουμε μια γνωστή ιστορία. Η φιλελεύθερη δημοκρατία αποσυνδέθηκε τραγικά από τις ριζοσπαστικές δυνατότητες που είχαν προηγηθεί. Με παρόμοιο τρόπο, η καταστροφή της πρόσφατα αποκτημένης βιομηχανικής βάσης συμπύκνωσε οικονομικές εξελίξεις αιώνων μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες, με το σοσιαλιστικό κόμμα να γίνεται πρόθυμος φορέας της εκσυγχρονιστικής ατζέντας του ισπανικού καπιταλισμού. Ωστόσο ο τρόπος που διαχειρίστηκε αυτή τη συγκυρία –ανάμεσα στη λαϊκή δυναμική της δημοκρατικής μεταπολίτευσης και στις τεχνοκρατικές επιταγές της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης– τσάκισε το ηθικό του εργατικού κινήματος. Ο ισπανικός σοσιαλισμός ακολούθησε το γνωστό σενάριο της μετάβασης από ένα αυταρχικό πολιτικό σύστημα σε ένα δημοκρατικό, αντιπαραθέτοντας στην ευφορία των μαζικών λαϊκών κινητοποιήσεων τον ωμό πραγματισμό της διαπραγματευθείσας μεταπολίτευσης, και πειθαρχώντας τις ελπίδες απελευθέρωσης με βάση τις αδήριτες ανάγκες της οικονομικής μεταρρύθμισης. Τελικά, το ισπανικό παράδειγμα επιβεβαίωσε πως δύσκολα θεσμοποιείται μια πολύμορφη, πλούσια και τοπικά επικεντρωμένη λαϊκή κινητοποίηση σε εθνικού επιπέδου αποτελεσματικά σχήματα, όταν μια δικτατορία έχει διαλύσει προηγουμένως τις διαθέσιμες δημοκρατικές παραδόσεις.
730
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·731
∫∂º∞§∞π√ 25
√ °∫√ƒª¶∞Δ™√º, Δ√ Δ∂§√™ Δ√À ∫√ªª√À¡π™ª√À ∫∞π √π ∂¶∞¡∞™Δ∞™∂π™ Δ√À 1989
Ο
ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ ΗΤΑΝ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ για την Αριστερά. Συμπυκνώνο-
ντας μετά το 1930 όλες τις ακαμψίες των κομμουνιστικών κομμάτων, υπονόμευσε καίρια την αξιοπιστία τους. Η μυστικότητα, οι κάθε λογής χειραγωγήσεις, η αναλγησία και η λήψη εντολών από ξένα κέντρα έγιναν οι βασικές κατηγορίες που εκτοξεύονταν όχι μόνο εναντίον των φιλοσοβιετικών κομμουνιστών αλλά και των αριστερών κάθε απόχρωσης. Όλοι έμπαιναν στο ίδιο τσουβάλι και στιγματίζονταν ως συνήθεις ύποπτοι, «εσωτερικοί εχθροί», τσιράκια της Μόσχας και πεμπτοφαλαγγίτες. Η αντικομμουνιστική αυτή υστερία αντλούσε όμως αξιοπιστία από την ίδια την πολιτική κουλτούρα του σταλινισμού, που υμνούσε την «ατσάλινη» πειθαρχία και την αφοσίωση στην «κομματική γραμμή». Στην κορύφωση του σταλινισμού, το 1948-53, οι κομμουνιστές εξαπέλυσαν τρομακτικές κατηγορίες εναντίον αντιπάλων τους, επιμένοντας συγχρόνως σε εσωκομματικές πρακτικές εντελώς αντιδημοκρατικές. Οι δυτικοί κομμουνιστές χρειάστηκαν μεταπολεμικά ένα μακρύ και επίμονο αγώνα, με σημαντικότερο σταθμό τον ευρωκομμουνισμό, για να βγουν από τα σκοτάδια του Ψυχρού Πολέμου και να ξαναβρούν τη δημοκρατική τους κληρονομιά. Στην Ανατολική Ευρώπη, ο σοβιετικού τύπου συγκεντρωτισμός αποδείχτηκε μοιραίος. Έως το 1947 τα κομμουνιστικά της κόμματα ήταν αρκετά ανεξάρτητα, καθώς αναδύθηκαν μέσα από τις στάχτες του πολέμου χωρίς τα βαρίδια της μπολσεβίκικης κληρονομιάς. Ο Ψυχρός Πόλεμος ωστόσο ανάγκασε τη Μόσχα να επιβάλει τον έλεγχό της στα κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής, χρησιμοποιώντας βίαιη καταστολή και φράζοντας τους εθνικούς δρόμους προς το σοσιαλισμό. Αλλεπάλληλες εκκαθαρίσεις κατέστρεψαν τη δημιουργικότητα των κομμουνιστικών κομμάτων, ενώ στήθηκαν μηχανισμοί στενής επιτήρησης, συλλήψεων, ανακρίσεων, φυλακίσεων, δικών και καταδικών που περιόρισαν ασφυκτικά τον πολιτικό ορίζοντά τους. Όπως έδειξαν οι κρίσεις του 1956 και του 1968, οι ανάγκες ασφάλειας της Σοβιετικής Ένωσης κρυσταλλώθηκαν στη δημιουργία μιας αυτοκρατορίας.
731
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·732
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
732
Μένοντας σταθερά μέσα στα άκαμπτα όρια του συστήματος –μονοκομματικό κράτος και διευθυνόμενη οικονομία–, οι Σοβιετικοί ηγέτες έδειχναν πιο αδιάλλακτοι από κάθε άλλη φορά. Το σοβιετικό σύστημα ήταν κάτι παραπάνω από την προσωπική εξουσία του Στάλιν. Ο σοβιετικός κομμουνισμός ήταν ένα πρόγραμμα αναγκαστικής εκβιομηχάνισης στηριγμένο στην κρατική ιδιοκτησία και τον κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό. Απαιτούσε συγκεντρωτικό έλεγχο των επενδύσεων, των πρώτων υλών, των παραγωγικών στόχων και της διανομής των αγαθών, δίνοντας προτεραιότητα στη βαριά βιομηχανία, στα κεφαλαιουχικά αγαθά, στις μεταφορές και την ενέργεια. Ήταν ουσιαστικά μια προσπάθεια οικονομικής επιτάχυνσης από τα πάνω, που επιβλήθηκε με τη βία σε μια κοινωνία αγκιστρωμένη στην καθυστέρηση. Με την τεράστια αναποτελεσματικότητά της χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο τη σκληρή μοίρα όσων βρέθηκαν στη δίνη των πελώριων κοινωνικών μετασχηματισμών. Ιδωμένη όμως ωμά ως αναπτυξιακή προσπάθεια ήταν εκπληκτικά πετυχημένη, και πολλοί σε όλο τον κόσμο τη θαύμαζαν ανάμεσα στο 1930 και στο 1960. Επέτρεψε στη Σοβιετική Ένωση όχι μόνο να αποκρούσει τη ναζιστική εισβολή αλλά και να κερδίσει τον πόλεμο. Έτσι έγινε παράδειγμα προς μίμηση για τις φτωχές και ρημαγμένες κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης μετά το 1945. Η σοβιετική εκβιομηχάνιση έγινε το φυσιολογικό μοντέλο ανάπτυξης για τις ανατολικές χώρες, από τις οποίες μόνο η Ανατολική Γερμανία και οι περιοχές της Τσεχίας και της Βουδαπέστης, μαζί με κάποια τμήματα της Πολωνίας, είχαν προηγουμένως αξιόλογη βιομηχανία. Ταυτόχρονα ενέπνευσε και τα αντιαποικιακά κινήματα, που βρέθηκαν και αυτά αντιμέτωπα με την οικονομική υπανάπτυξη των χωρών τους. Ωστόσο το σοβιετικό σύστημα είχε δομικά ψεγάδια που ήταν ολοφάνερα μετά το τέλος του πολέμου και γίνονταν ακόμη χειρότερα όσο περνούσαν τα χρόνια. Η σοβιετική γεωργία ήταν μια αποτυχία, ενώ η οικονομική γραφειοκρατία μόνιμος παράγοντας αναποτελεσματικότητας. Η επιλογή να παράγονται κεφαλαιουχικά κυρίως αγαθά συγκρουόταν με την ικανοποίηση των καταναλωτών, οι οποίοι έτσι και αλλιώς δεν μπορούσαν εκφράσουν τις επιθυμίες τους στην αγορά. Στην κάλυψη των βασικών αναγκών, το σύστημα τα πήγε πολύ καλά, ιδίως αν λάβουμε υπόψη μας τις τεράστιες καταστροφές του πολέμου και τις ανάγκες της ανασυγκρότησης. Πρόσφερε δουλειά, επιδοτούμενα τρόφιμα, ρουχισμό, στέγη, ικανοποιητικές μεταφορές, σχολεία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Απέτυχε όμως παταγωδώς στην οργάνωση των υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να υπονομευτούν ακόμη και οι σχετικές του επιτυχίες, όπως ήταν η παροχή των απαραίτητων και το κοινωνικό κράτος. Οι άνθρωποι σοφίζονταν απίθανους τρόπους για να αντιμετωπίσουν τις
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·733
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
ελλείψεις κι έτρεφαν μια ανθηρή παραοικονομία.1 Με την ανάπτυξη του εμπορίου και των τηλεπικοινωνιών, τον πολλαπλασιασμό των ταξιδιών και τη διεθνοποίηση του γούστου και του στιλ, το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» άρχισε να παραμερίζει. Τη δεκαετία του 1980, οι πολίτες των σοσιαλιστικών χωρών μπορούσαν επώδυνα να συγκρίνουν την προσωπική τους ζωή με εκείνη των αντίστοιχων στη Δύση. Ωστόσο ο σταλινισμός δεν ήταν μόνο ένα «πρόγραμμα για τη μεταμόρφωση καθυστερημένων οικονομιών σε προηγμένες» αλλά κι ένα ολόκληρο πολιτικό σύ2 στημα. Δεν ήταν απλώς η αναπτυξιακή στρατηγική του «σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα» που διακηρύχτηκε το 1926, αλλά και ο αγώνας ανάμεσα στις μπολσεβίκικες φράξιες μετά το θάνατο του Λένιν που κατέληξε στη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του Στάλιν, φίμωσε τους αντιπάλους του και έθαψε την εσωκομματική δημοκρατία. Ο Εμφύλιος Πόλεμος είχε ήδη νεκρώσει τη σοβιετική δημοκρατία και ο Λένιν επέτρεψε εξελίξεις που διευκόλυναν την άνοδο του σταλινισμού. Ωστόσο ο Στάλιν ήταν εκείνος που, παίρνοντας βαθμιαία και αθόρυβα την εξουσία, κατέστρεψε συστηματικά κάθε ελπίδα δημοκρατίας. Ο πολεμικός κομμουνισμός, η απομόνωση της Σοβιετικής Ένωσης και η κοινωνική δυναμική της Νέας Οικονομικής Πολιτικής οδηγούσαν το σύστημα προς αυτή την κατεύθυνση. Η απόφαση που απαγόρευε τις φράξιες, που περιόρισε την εσωκομματική δημοκρατία, χρονολογούνταν ήδη από την Εξέγερση της Κρονστάνδης το 1921. Αλλά ο Στάλιν έστησε μια προσωπική του δικτατορία, με κύρια χαρακτηριστικά την προσωπολατρία και τη θεσμοθετημένη πολιτική τρομοκρατία. Έτσι απομακρύνθηκε αποφασιστικά από την προπολεμική παράδοση των σοσιαλιστικών κινημάτων, τα οποία αν μη τι άλλο ήταν δημοκρατικά. Η φιλοδοξία του Στάλιν να ελέγξει τη ζωή και τη σκέψη των Σοβιετικών πολιτών ήταν εντελώς ξένη προς τη Δεύτερη Διεθνή. Το σταλινικό πολιτικό σύστημα περιλάμβανε τη μονοκρατορία του κομμουνιστικού κόμματος, τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας και το μονοπώλιο πάνω στη δημόσια ζωή και την κουλτούρα. Κόμμα και κράτος συγχωνεύτηκαν. Το κόμμα έλεγχε τους διορισμούς στο κράτος και στις επιχειρήσεις. Ρύθμιζε επίσης την πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση, στην πολιτισμική ζωή, στις τέχνες και τη δημόσια σφαίρα. Επέβαλλε τη συμμόρφωση του λαού με περίτεχνα συστήματα επίσημης ιδεολογίας, λογοκρισίας, επιτήρησης, αστυνομικού ελέγχου και ενίοτε καταναγκασμού και τρομοκρατίας. Υπό τον Στάλιν το σύστημα μεταβλήθηκε σε προσωπική απολυταρχία, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1940 επεκτάθηκε στις λαϊκές δημοκρατίες. Έτσι ο υπαρκτός σοσιαλισμός μετατράπηκε σε ένα καταπιεστικό καθεστώς για ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη και συνάμα σε ένα τεράστιο βά3 ρος για τους σοσιαλιστές της Δύσης.
733
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·734
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Αλληλεγγύη: δημοκρατία και εξέγερση της εργατικής τάξης στην Πολωνία
734
¶αρά την τεράστια κρίση του 1968, τα νεοσταλινικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης έμοιαζαν ασφαλή. Η εξομάλυνση της κατάστασης στην Τσεχοσλοβακία ακολούθησε το ουγγρικό μοντέλο, με την αντίσταση να παραχωρεί τη θέση της στην κόπωση και την παραίτηση. Οι οικονομικοί δείκτες έδειχναν καλοί. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της περιοχής το 1966-70 ήταν θετικοί, ενώ έγιναν ακόμη καλύτεροι τα επόμενα χρόνια (1971-75). Η διεθνής νομιμοποίηση ήταν εξασφαλισμένη. Η πολιτική προσέγγισης (Ostpolitik) της δυτικογερμανικής κυβέρνησης δεν επηρεάστηκε από την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, ενώ οι συνθήκες του 1972 εξομάλυναν τις σχέσεις ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση και αναγνώρισαν στους Σοβιετικούς ελευθερία κινήσεων στη σφαίρα επιρροής τους. Οι Συμφωνίες του Ελσίνκι, που υπογράφηκαν το 1975 από τις ΗΠΑ, την ΕΣΣΔ, τριάντα ευρωπαϊκές χώρες και τον Καναδά στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, κατοχύρωναν τις αρχές της κυριαρχίας, της μη επέμβασης και του απαραβίαστου των συνόρων, ενώ ταυτόχρονα υπόσχονταν συνεργασία Ανατολής και Δύσης. Η ύφεση εκτόνωσε τις πιέσεις του Ψυχρού Πολέμου, αλλά συνάμα θεσμοποίησε τα γεωπολιτικά του αποτελέσματα την περίοδο του «μπρεζνιεφισμού», από το 1968 4 μέχρι τις απαρχές της σοβιετικής κρίσης το 1986. Τα φαινόμενα ωστόσο απατούσαν. Η σταθερότητα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου είχε δεχτεί ένα σοβαρό πλήγμα στην Πολωνία. Μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις εκδηλώθηκαν εκεί όταν η κυβέρνηση Γκομούλκα ανάγγειλε απροειδοποίητα ανατιμήσεις των τροφίμων το 1970, και όταν ξαναέκανε το ίδιο ο νέος γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμαμτος Πολωνίας Έντβαρντ Γκιέρεκ (Edward Gierek), τις ημέρες της διεθνούς οικονομικής κρίσης, το 1976. Και τις δύο φορές η κυβέρνηση υποχώρησε μπροστά στις μαχητικές κινητοποιήσεις των εργατών – απεργίες, πορείες, εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και ενέργειες άμεσης δράσης που περιλάμβαναν καταστροφές κυβερνητικών κτιρίων, συγκρούσεις με την αστυνομία και καταλήψεις εργοστασίων. Το 1970-71 η αναταραχή ξεκίνησε από τα ναυπηγεία της Βαλτικής και επεκτάθηκε στο Κατοβίτσε, στο Πόζναν, στο Βρότσλαβ, στην Κρακοβία, στη Βαρσοβία και το Λοτζ. Στα λιμάνια της Βαλτικής εμφανίστηκαν τεθωρακισμένα, ενώ στην πρωτεύουσα ξέσπασε γενική απεργία. Ο Γκιέρεκ πήγε ο ίδιος να διαπραγματευτεί με τους καταληψίες των ναυπηγείων του Στετίνου, και τελικά ανάγγειλε πάγωμα των τιμών των τροφίμων για δύο χρόνια, χάρη σε ένα σοβιετικό δάνειο, στα επίπεδα του 1966. Το 1976 ο ίδιος κύκλος κινητοποιήσεων επαναλήφθηκε ακόμη πιο γρήγορα: ανατιμήσεις των τροφίμων, εξέ5 γερση των εργαζομένων και νέα υποχώρηση της κυβέρνησης.
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·735
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
Η πολωνική αντιπολίτευση είχε βγει από τα σπλάχνα της εργατικής τάξης. Εμφανίστηκε το 1970-76 έξω από το κόμμα, και με τους διανοουμένους και τους 6 φοιτητές να έχουν μικρή συμμετοχή. Ωστόσο δεν περιορίστηκε διόλου σε ένα στενό κίνημα οικονομικών διεκδικήσεων, αλλά ευθύς εξαρχής έθεσε μια σειρά πολιτικών αιτημάτων. Ακριβώς όπως η γενική απεργία στη Γαλλία το 1968, που ξεκίνησε από την εξέγερση των φοιτητών, έφερε την κρίση του γκολισμού, έτσι και οι κινητοποιήσεις των Πολωνών απεργών οδήγησαν αναπότρεπτα στην αμφισβήτη7 ση του μονοκομματικού κράτους. Παρά την ακραία μαχητικότητα των εργατών ο Γκιέρεκ απέφυγε να τους αντιμετωπίσει με την καταστολή, προτιμώντας να ακολουθήσει διαλλακτική τακτική. Από το 1971 έως το 1975 επισκέφθηκε δεκατρείς φορές για «διαβούλευση» τις συνελεύσεις των εργατών στα ναυπηγεία και άλλες δέκα τη βιομηχανική πόλη του Λοτζ. Μάλιστα ξεκίνησε μια διαδικασία βιομηχανικού εκσυγχρονισμού με δυτικές πιστώσεις, οι οποίες θα ξεχρεώνονταν με τα έσοδα από την προσδοκώμενη αύξηση των εξαγωγών. Ταυτόχρονα έδωσε κίνητρα στους ιδιώτες αγρότες και κτηνοτρόφους για να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους. Τα μέτρα αυτά σημείωσαν κάποια επιτυχία, αλλά η ζήτηση για καταναλωτικά προϊόντα δεν ικανοποιήθηκε, ενώ το εξωτερικό χρέος της χώρας το 1975 έφτανε σε ακραία επίπεδα. Οι τιμές των τροφίμων επιδοτούνταν με πόρους που άγγιζαν το 12% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Ο Γκιέρεκ προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο ακολουθώντας κατευναστική πολιτική. Η κομμουνιστική εξουσία στηριζόταν σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο: ισχυρό κράτος πρόνοιας, με παροχή ενός «κοινωνικού ελάχιστου» ψηλών μισθών, φτηνών τροφίμων και κοινωνικής αναγνώρισης για τους εργάτες. Ο αριθμός των κομματικών μελών που προέρχονταν από την εργατική τάξη αυξήθηκε, φτάνοντας το 46%, το υψηλότερο ποσοστό σε όλο το σοβιετικό μπλοκ. Ωστόσο αυτός ο προσεταιρισμός των εργατών αντισταθμιζόταν από την οχύρωση των γραφειοκρατών. Η ηγεσία «συμβουλευόταν» τους εργάτες, ενισχύοντας εντυπωσιακά τη νομιμοποίηση του κόμματος, αλλά οι αποφάσεις λαμβάνονταν πάντα με τον ίδιο συγκεντρωτικό τρόπο. Ο Γκιέρεκ χρησιμοποιούσε επίσης επιλεκτικά την καταστολή. Σιγά σιγά η αντιπολίτευση ενισχυόταν. Το 1976 διανοούμενοι έστησαν την Επιτροπή Άμυνας των Εργατών (KOR) που έκανε εράνους για τους φυλακισμένους εργάτες. Τελικά βοήθησαν στη διαμόρφωση μιας νέας συλλογικής ταυτότητας μέσα από τη Χάρτα των Εργατικών Δικαιωμάτων. Αλλά και η εκκλησία στήριξε τους διωκόμενους εργάτες. Ο κύριος κληρικός υπέρμαχος των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ο καρδινάλιος Βοϊτίλα (Wojtyla) της Κρακοβίας, εκλέχτηκε λίγο αργότερα πάπας – ο Ιωάννης Παύλος Β΄. Η επίσκεψή του στην Πολωνία τον Ιούνιο του 1979 ενίσχυσε τη δημόσια έκφραση και την κοινωνική οργάνωση των διαφωνούντων.
735
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·736
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
736
Τον Αύγουστο του 1980 ξέσπασε τρίτη εξέγερση. Είχε πάλι αφορμή τις ανατιμήσεις των τροφίμων, αλλά αυτή τη φορά εκδηλώθηκε με ένα πανεθνικό μη βίαιο κίνημα. Η κυβέρνηση εξαγόρασε τους πρώτους απεργούς με παραχωρήσεις, αλλά στο Γκντανσκ οι εργάτες, έχοντας επικεφαλής έναν ηλεκτρολόγο που είχε διωχτεί από το καθεστώς, τον Λεχ Βαλέσα (Lech Walesa), κατέλαβαν τα ναυπηγεία Λένιν. Ακολούθησε το Στετίνο και πολύ γρήγορα η εξέγερση επεκτάθηκε σε όλες τις πόλεις που είχαν συμμετάσχει στις κινητοποιήσεις του 1970-76, καθώς και στη Σιλεσία και το Πόζναν. Οι εργάτες κατέστρωσαν έναν κατάλογο με τα πολιτικά αιτήματά τους, από τα οποία το πιο σημαντικό ήταν η ίδρυση ανεξάρτητων συνδικάτων. Στις 31 Αυγούστου η κυβέρνηση δέχτηκε τους Είκοσι έναν Όρους της Χάρτας της Διεργοστασιακής Απεργιακής Επιτροπής, προσθέτοντας όμως τις αρχές της συλλογικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, του ηγετικού ρόλου του κόμματος και του σεβασμού των διεθνών συμμαχιών της χώρας. Στις 6 Σεπτεμβρίου, ο Κάνια (Kania) διαδέχτηκε τον Γκιέρεκ στη θέση του γενικού γραμματέα του κόμματος. Η συμφωνία επικυρώθηκε χωριστά σε κάθε περιοχή, μετά από απεργίες και συγκρούσεις με τις αρχές που χρονοτριβούσαν. Στις 17 Σεπτεμβρίου ιδρύθηκε το Ανεξάρτητο Αυτόνομο Συνδικάτο «Αλληλεγγύη» (Solidarno---). Απέκτησε πανεθνική υπόσταση με τη γενική απεργία της 3ης Οκτωβρίου, και στις 10 Νοεμβρίου αναγνωρίστηκε επίσημα από το κράτος. Στα τέλη Σεπτεμβρίου είχε 3 εκατομμύρια μέλη. Ένα μήνα αργότερα ο αριθμός τους διπλασιάστηκε, ενώ σε δύο μήνες έφτασε τα 8 εκατομμύρια. Μετά από ένα χρόνο είχε 9,5 εκατομμύρια μέλη σε σύνολο 8 12,5 εκατομμυρίων εργατών. Το κομμουνιστικό κόμμα και η Αλληλεγγύη βρίσκονταν σε συνεχή αντιπαράθεση. Και οι δυο πλευρές περιλάμβαναν αδιάλλακτες μερίδες οι οποίες θόλωναν το στρατηγικό τους όραμα· στο κόμμα κάποιοι απαιτούσαν επίμονα την επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, ενώ στην Αλληλεγγύη άλλοι ήταν αντίθετοι σε κάθε μορφή συνεργασίας. Η πρωθυπουργοποίηση του στρατηγού Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι (Wojciech Jaruzelski), αρχηγού του γενικού επιτελείου, τον Φεβρουάριο του 1981, έδειξε την αυξανόμενη νευρικότητα των Σοβιετικών για την αποτυχία του κόμματος να ελέγξει την κατάσταση. Στις 4 Μαρτίου η σοβιετική και η πολωνική ηγεσία συμφώνησαν στη Μόσχα να «αντιστρέψουν το ρου των εξελίξεων» και να «εξαλείψουν τον κίνδυνο που απειλεί τα σοσιαλιστικά επιτεύγματα του πο9 λωνικού έθνους». Η Αλληλεγγύη, πάλι, ήταν διχασμένη ανάμεσα στην προοπτική της συνύπαρξης με το κομμουνιστικό καθεστώς, η οποία θα συνεπαγόταν εγκατάλειψη των πολιτικών φιλοδοξιών της, και στη δυναμική της ανάπτυξής της που πολιτικοποιούσε
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·737
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
ολοένα πιο έντονα τη δράση της. Προσπάθησε λοιπόν να ταυτίσει την «πολιτική» με το διεφθαρμένο κομματικό κράτος, το οποίο θα έπρεπε να τεθεί υπό «κοινωνικό» έλεγχο. Αλλά αυτή η προσέγγιση ήταν μη ρεαλιστική, αφού τα μέλη της είχαν επενδύσει ηθικά τα πάντα στο δυναμικό του κινήματος: «Στα μάτια του λαού, τα νέα συνδικάτα θα έπρεπε να κάνουν τα πάντα: να ενεργούν ως συνδικάτα, να συμμετέχουν στη διοίκηση της χώρας, να είναι πολιτικό κόμμα και ακόμη να αντικαθιστούν την πολιτοφυλακή, συλλαμβάνοντας τους μεθυσμένους και τους κλέ10 φτες». Ο Βαλέσα και οι καθολικοί σύμβουλοί του φαντάζονταν ότι θα παρέκαμπταν το κομμουνιστικό κόμμα με ένα κορπορατιστικό σχήμα καταμερισμού εργασίας, ή υπογράφοντας ένα κοινωνικό σύμφωνο με μια μεταρρυθμισμένη κομμουνιστική κυβέρνηση. Το ίδιο προτιμούσε και ο Γιαρουζέλσκι, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1981 πρότεινε μια κορπορατιστικού τύπου συμφωνία ως εναλλακτική λύση στον στρατιωτικό νόμο. Αν όμως κάτι τέτοιο μπορούσε να πετύχει νωρίτερα, τώρα η εξέλιξη των πραγμάτων δεν επέτρεπε τον εύκολο συμβιβασμό. Στο πρώτο της Συνέδριο (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1981) η Αλληλεγγύη εγκατέλειψε επίσημα τον συνδικαλιστικό της χαρακτήρα και ζήτησε μια «αυτοκυβερνώμενη δημοκρατία», καταγγέλλοντας τον «ηγετικό ρόλο» του κομμουνιστικού κόμματος. Τάχθηκε κατά της σχεδιασμένης οικονομίας και υπέρ των αυτόνομων «αυτοδιαχειριζόμενων» επιχειρήσεων, εννοώντας ότι η οικονομία έπρεπε να εκδημοκρατιστεί και να απαλλαγεί από τον ασφυκτικό έλεγχο του κόμματος. Διακηρύσσοντας στο Πρόγραμμά της ότι «η δημόσια ζωή της Πολωνίας απαιτεί βαθιές και εκτεταμένες αλλαγές, που θα οδηγήσουν στην εισαγωγή και την εδραίωση των αρχών της αυτοδιακυβέρνησης, της δημοκρατίας και του πλουραλισμού», η Αλληλεγγύη άφηνε πίσω της τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και έμπαινε στην επικίνδυνη 11 ζώνη της Άνοιξης της Πράγας. Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Στις 12 Δεκεμβρίου ο Γιαρουζέλσκι επέβαλε στρατιωτικό νόμο, συνέλαβε τους ηγέτες της και συγκρότησε ένα Στρατιωτικό Συμβούλιο Εθνικής Σωτηρίας. Οι τρεις πυλώνες του σοβιετικού συστήματος –σοβιετική στρατιωτική ισχύς και δικαίωμα παρέμβασης της Μόσχας, κρατικά ελεγχόμενη σοσιαλιστική οικονομία και αποκλειστική εξουσία του κομμουνιστικού κόμματος– έκαναν τον στρατιωτικό νόμο αναπότρεπτο. Οι ηγέτες της Αλληλεγγύης ήξεραν πολύ καλά πως έπρεπε να κρατήσουν τον Κόκκινο Στρατό μακριά από τη χώρα, ήταν λοιπόν εκπληκτικό το πόσο μακριά έφτασαν οι Πολωνοί εργάτες. Είχαν αιτήματα εντυπωσιακά εκλεπτυσμένα. Η Χάρτα των Εργατών του Γκντανσκ ευαγγελιζόταν τη ριζοσπαστική δημοκρατία και τον κοινωνικό εξισωτισμό: μεγαλύτερες αυξήσεις για τους χαμηλόμισθους, κατάργηση των προνομίων για τους κομματικούς, έλεγχος
737
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·738
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
738
των τιμών και διανομή με το δελτίο, διεύρυνση του κράτους πρόνοιας και ελευθερία λόγου και τύπου. Η Χάρτα αποτύπωνε τα ευρύτερα αιτήματα των πολιτισμικών διαφωνούντων των τελών της δεκαετίας του 1970, οι οποίοι εμπνέονταν από τη δράση του KOR, τις ιδέες που κυκλοφορούσαν έξω από τους διαύλους του συστήματος και τις ημιπαράνομες αυτοσχέδιες εκδόσεις (σαμιζντάτ) που γίνονταν όλο και περισσότερες. Προϋπέθετε επίσης τις μαχητικές ιστορίες του παρελθόντος, που το κόμμα είχε αποδεχτεί οριακά. Όπως και τα πολιτικά κινήματα στη Δύση, οι ανατολικοευρωπαϊκές αντιπολιτεύσεις αναπτύχθηκαν πάνω σε ιζήματα μακρόχρονων παραδόσεων της πολιτικής κουλτούρας. Είχαν τις εθνικές τους γενεαλογίες όσο και τους διεθνείς τους προσδιορισμούς. Ιδωμένη εκ των υστέρων –καθώς γνωρίζουμε την πτώση του κομμουνισμού το 1989–, η ιστορία της Αλληλεγγύης είχε πολλαπλή σημασία: προκάλεσε την τελική πτώση του κομμουνιστικού κόμματος, απονομιμοποίησε καίρια τη γλώσσα του σοσιαλισμού, συνέβαλε στην άνοδο μιας μοναδικά ισχυρής και εθνικά οργανωμένης δημοκρατίας της εργατικής τάξης και ενσάρκωσε την ουτοπία μιας «πολιτικής κοινωνίας» που θα μπορούσε να οργανωθεί χωριστά και κατά κάποιον τρόπο να μείνει ανεπηρέαστη από το κράτος. Ο Πολωνικός Χειμώνας επιβεβαίωσε το μάθημα της Άνοιξης της Πράγας: η μεταρρύθμιση δεν θα μπορούσε ποτέ να έρθει από ένα κυβερνητικό κομμουνιστικό κόμμα όσο έμενε αλώβητη η σοβιετική επικυριαρχία. Για τους ηγέτες της ΕΣΣΔ κάθε χαλάρωση του κομμουνιστικού πολιτικού μονοπωλίου ήταν απαράδεκτη. Ωστόσο το πολωνικό κόμμα περιλάμβανε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, το οποίο μάλιστα επικαλυπτόταν με την Αλληλεγγύη σε ορισμένες περιοχές· κυρίως στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, τις λεγόμενες «ακροπόλεις του σοσιαλισμού», με τους καλύτερα αμειβόμενους εργάτες και τις μεγαλύτερες εργοστασιακές οργανώσεις, όπου το κόμμα είχε συγκεντρώσει τις προσπάθειες στρατολόγησης μελών τη δεκαετία του 1970. Οι κομμουνιστές διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο στις απεργίες του 1980, ενώ τον Δεκέμβριο της ιδίας χρονιάς οι μισοί τοπικοί ακτιβιστές της Αλληλεγγύης ήταν συγχρόνως και μέλη του κόμματος. Στις αρχές του 1981, το λεγόμενο κίνημα των Οριζοντίων Δομών συσπειρώθηκε γύρω από τον γραμματέα της περιοχής του Γκντανσκ, τον Ταντέους Φίστσμπαχ (Tadeusz Fiszbach), σε μια προσπάθεια συνασπισμού με την Αλληλεγγύη για να εκδημοκρατίσει το κόμμα. Στη συνδιάσκεψή του, τον επόμενο Απρίλιο, εκπροσωπήθηκαν 500.000 κομματικά μέλη που ζητούσαν το κόμμα να εκλέξει νέα ηγεσία και να ψηφίσει νέο πρόγραμμα.12 Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνταν οι συνθήκες για μια πολωνική Άνοιξη της Πράγας, μια χρυσή ευκαιρία να ενωθεί η ενέργεια της Αλληλεγγύης με τους με-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·739
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
ταρρυθμιστές της βάσης του κομμουνιστικού κόμματος. Ακριβώς αυτό τον εκδημοκρατισμό όμως απαγόρευσαν οι Σοβιετικοί. Μετά το ατελέσφορο συνέδριο του κόμματος τον Ιούνιο του 1981, οι κρατικές αρχές άρχισαν να επιτίθενται στην Αλληλεγγύη, ενώ ο Γιαρουζέλσκι και ο στρατός έσφιγγαν όλο και περισσότερο τον κλοιό γύρω από την κυβέρνηση. Οι κεντρώοι φιλελεύθεροι του Κάνια είχαν χάσει την ευκαιρία. Η επιθυμία των απλών μελών του κόμματος για μεταρρυθμίσεις και η σύνδεσή τους με την Αλληλεγγύη υπονόμευσαν την ικανότητα της κομματικής ηγεσίας να ελέγξει την κατάσταση. Ωστόσο κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης του καθεστώτος αυτόματα ερέθιζε τη Μόσχα. Αποτέλεσμα ήταν η παράλυση της κυβέρνησης Κάνια. Όταν οι υποσχέσεις για μεταρρύθμιση διαψεύστηκαν, οι υποστηρικτές της Αλληλεγγύης άρχισαν να εγκαταλείπουν το κόμμα μαζικά. Από την άλλη μεριά και η Αλληλεγγύη αγνόησε τις εσωτερικές συγκρούσεις του κόμματος. Οι σοσιαλδημοκράτες όπως ο Γιάτσεκ Κουρόν (Jacec Kuron) του KOR, καθώς και οι καθολικοί σύμμαχοί τους, προτίμησαν να παρακάμψουν το κόμμα ενισχύοντας τις κορπορατιστικές σχέσεις ανάμεσα στην Αλληλεγγύη και στην κυβέρνηση, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής που ο Άνταμ Μίχνικ (Adam Michnik) ονόμασε 13 14 «νέο εξελικτικισμό». Το κίνημα των Οριζοντίων Δομών τους είχε αιφνιδιάσει. Αλλά ούτε και η εκκλησία ήθελε να ανανεωθεί το κομμουνιστικό κόμμα. Οι πιο πολλοί από τους διανοουμένους της Αλληλεγγύης υποστήριζαν μια οικονομία της αγοράς με αυτοδιαχείριση των εργοστασίων, η οποία θα έβρισκε έρεισμα σε όλα εκείνα τα κρατικά στελέχη που υπερασπίζονταν τις μεταρρυθμίσεις. Τέλος, οι εργάτες ακτιβιστές ήθελαν να κρατήσουν το κόμμα σε απόσταση, ενώ ορισμένοι ριζοσπάστες το υπονόμευαν για λόγους αρχής. Το καλοκαίρι του 1981 οι αγωνιστές της Αλληλεγγύης ριζοσπαστικοποιήθηκαν ακόμη περισσότερο, δίνοντας στο Συνέδριο του Οκτωβρίου μια αναρχοσυνδικαλιστική κατεύθυνση. Για όλους αυτούς τους λόγους Αλληλεγγύη και κόμμα δεν μπορούσαν να βρουν κοινή βάση συνεννόησης. Ο στρατιωτικός νόμος της 12ης Δεκεμβρίου 1981 εξουδετέρωσε κυριολεκτικά τους κομμουνιστές. Δεν κατέστρεψε μόνο το όραμα μιας ειρηνικής και δημοκρατικής αλλαγής, αλλά και το πολωνικό κόμμα ως δρων υποκείμενο. Το κόμμα είχε παραλύσει από το τσεχοσλοβακικό προηγούμενο: δεν μπορούσε ούτε να προσχωρήσει στη μεταρρύθμιση ούτε να εγκαταλείψει όσους οπαδούς της το υποστήριζαν. Έτσι, όταν ήρθε η ώρα της καταστολής, αυτή επιβλήθηκε από το στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας και όχι από ένα εκκαθαρισμένο και ξανά σταλινοποιημένο κόμμα. Κανένας Κάνταρ ή Χούζακ δεν ανέλαβε δράση στην Πολωνία. Η κατάρρευση του κόμματος ως ενεργού παράγοντα –και η πλήρης υποκατάστασή του από 15 το στρατό– δεν είχαν προηγούμενο στην ιστορία των σοσιαλιστικών κρατών.
739
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·740
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
740
Η έκβαση της πολωνικής κρίσης είχε και μια άλλη κρίσιμη διάσταση. Στο διάστημα ανάμεσα στη Χάρτα του Γκντανσκ, τον Αύγουστο του 1980, και το Πρόγραμμα της 16ης Οκτωβρίου 1981, η Αλληλεγγύη εμφανιζόταν σαν ένα ριζοσπαστικό σοσιαλιστικό δημοκρατικό κίνημα, συγκρίσιμο με τις κεντροευρωπαϊκές εξεγέρσεις του 1918-19 ή με το γαλλικό Λαϊκό Μέτωπο του 1936. Στηριγμένα στην εξωκοινοβουλευτική μαχητικότητα και την άμεση δράση, τα κινήματα αυτά ζητούσαν κοινωνική μεταρρύθμιση και κοινοβουλευτική δημοκρατία. Παρόμοια και η Αλληλεγγύη περιλάμβανε κάθε λογής ριζοσπαστισμούς, ανάμεσά τους και νεοαναρχοσυνδικαλιστικές τάσεις που πίστευαν σε μια καθαρόαιμη δημοκρατία της εργατικής τάξης οργανωμένη με επίκεντρο την παραγωγή. Αυτές ακριβώς ενέπνευσαν τον μαχητικό πυρήνα του κινήματος το φθινόπωρο του 1981. Καθώς ένωνε την πολιτική μαχητικότητα της εργατικής τάξης, την εξισωτική κοινωνική αντίληψη, την πίστη στο κράτος πρόνοιας και στο δημόσιο αγαθό, και τη ριζοσπαστική δημοκρατική προσήλωση στην «αυτοκυβερνώμενη δημοκρατία», η Αλληλεγγύη εντασσόταν καθαρά στη σοσιαλιστική παράδοση. Πολλοί μαχητές της έδιναν επίσης πρακτική έκφραση στις σοσιαλιστικές αξίες. Ωστόσο η γλώσσα, οι παρακαταθήκες και οι συμβολισμοί του σοσιαλισμού απουσίαζαν από τις αυτοαναπαραστάσεις της Αλληλεγγύης, καθώς η κομμουνιστική εξουσία είχε στο μεταξύ απονομιμοποιήσει το σοσιαλισμό ως διαθέσιμη πολιτική γλώσσα. Η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία είχε φέρει την ταύτιση του «σοσιαλισμού» με την καταπίεση που βρισκόταν στον αντίποδα των δημοκρατικών και εξισωτικών ιδανικών της Αλληλεγγύης. Ο σταλινισμός –ως σύστημα διευθυνόμενης οικονομίας, ανεπάρκειας και σπατάλης, ως κοινωνικός μηχανισμός προνομίων και ανισοκατανομής των αγαθών, ως πολιτικό μονοπώλιο του κομμουνιστικού κόμματος και ως δημόσια κουλτούρα απλοϊκών παραινέσεων– είχε πλέον μια εκφυλισμένη εκδοχή: της σοσιαλιστικής δημόσιας έκφρασης. Η έννοια του σοσιαλισμού είχε σπιλωθεί από τον τρόπο που χρησιμοποιούνταν. Έχοντας γίνει ιδιοκτησία της επίσημης κομμουνιστικής κουλτούρας είχε αχρηστευτεί. Στο χώρο που κατείχε πρωτύτερα εισέβαλαν τώρα άλλες πολιτικές γλώσσες: του καθολικισμού, του εθνικισμού, του δημοκρατισμού, της ελεύθερης οικονομίας. Στην Ανατολική Ευρώπη έγινε εξαιρετικά δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς πολιτικά χρησιμοποιώντας τους όρους του σοσιαλισμού. Οι εξελίξεις της Πολωνίας το έκαναν αυτό αδύνατο, ακόμη και αν επικαλούνταν κανείς τη δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Μολαταύτα, από κοινωνιολογική άποψη η Αλληλεγγύη παρέμενε ένα κλασικό κίνημα της εργατικής τάξης. Έστω και αν συμμαχία της με το KOR είχε ζωτική σημασία, οι εργάτες αγωνιστές αντιδρούσαν ενάντια στις στρατηγικές και τις αντιλή-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·741
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
ψεις που τους έρχονταν απέξω. Η σχέση αυτή, στο πλαίσιο της οποίας οι διανοούμενοι του KOR λειτουργούσαν ως σύμβουλοι (ή αναλάμβαναν ειδικούς ρόλους, λόγου χάρη εκπρόσωποι τύπου) χωρίς να γίνονται οι ίδιοι ηγέτες διατηρήθηκε το 1980 και το 1981. Το πολιτικό ιδίωμα και το πνεύμα του κινήματος, με πλήρη αυτοσυνείδηση προλεταριακά, εκφράστηκαν εμβληματικά στο πρόσωπο του χαρισματικού ηγέτη του –του Λεχ Βαλέσα– με τις εντελώς κανονικές καταβολές του, ηλεκτρολόγος στα ναυπηγεία από το 1967 και πατέρας οκτώ παιδιών. Η Αλληλεγγύη εκπροσωπούσε όλο το περίπλοκο φάσμα της εργατικής τάξης· κινητοποίησε όλες τις περιοχές και τις βιομηχανίες της χώρας, καλύπτοντας όλες τις γενιές και τις κατηγορίες εργαζομένων, αντρών και γυναικών. Διαρκώς προσπαθούσε να διαχειριστεί όλες αυτές τις διαφορές, ιδίως εκείνες ανάμεσα στους χειρώνακτες εργάτες και στους τεχνικούς αφενός, και τους υπαλλήλους γραφείου αφετέρου, οι οποίοι έπαιζαν ιδιαίτερα δραστήριο ρόλο στα περιφερειακά συμβούλια της οργάνωσης. Κυρίως όμως επικέντρωσε την προσοχή της στα μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα κάθε περιοχής, στους γιγάντιους ογκόλιθους του φορντισμού –τα ναυπηγεία Λένιν στο Γκντανσκ και της Παρισινής Κομμούνας στην Γκντύνια, το εργοστάσιο Warski και τη χημική βιομηχανία της Αστυνομίας στο Στετίνο, το βιομηχανικό συγκρότημα Μαρσλέφσκι στο Λοτζ, τα ορυχεία της Χούτα Κατοβίτσε και του Ιουλιανού Μανιφέστου στην Άνω Σιλεσία, το σιδηροδρομικό εργοστάσιο Pafaweg στην Κάτω Σιλεσία και τις αυτοκινητοβιομηχανίες Zeran, Ursus και Huta στη Βαρσοβία. Η Αλληλεγγύη αποτέλεσε λοιπόν μια ιδιότυπη περίπτωση στην ιστορία της Αριστεράς. Ως κίνημα που συνδύαζε συνδικαλιστικούς και πολιτικούς στόχους θύμιζε το παλιότερο αναρχοσυνδικαλιστικό ιδανικό του «ενιαίου και μεγάλου συνδικάτου» της περιόδου 1900-21. Αλλά το τελευταίο βρισκόταν σε διαρκή αναμέτρηση με το σοσιαλδημοκρατικό και το κομμουνιστικό μοντέλο οργάνωσης των εθνικών εργατικών κινημάτων, ενώ η Αλληλεγγύη δεν είχε ανταγωνιστή. Ο ακραίος κίνδυνος της σοβιετικής εισβολής έδινε ένα πανίσχυρο κίνητρο για να δείξουν όλες οι συνιστώσες της πνεύμα συμβιβασμού μεταξύ τους και να μείνουν ενωμένες, όπως ακριβώς είχε συμβεί και το 1968 στην Τσεχοσλοβακία, όταν ο κίνδυνος της σοβιετικής επέμβασης είχε επιβάλει ενότητα στην Άνοιξη της Πράγας. Έτσι λοιπόν το νεοαναρχοσυνδικαλιστικό όραμα του «ενιαίου και μεγάλου συνδικάτου» έγινε πλαίσιο μιας πολιτικής συμμαχίας. Η εργατιστική λογική, που συνεπαγόταν την απόρριψη της αποξενωμένης «πολιτικής» του κομμουνιστικού μονοπωλίου, συγχωνεύτηκε με τη σοσιαλδημοκρατική, που προϋπέθετε μια πολιτική προσέγγιση του κράτους. Αν η Αλληλεγγύη ως κοινωνικό κίνημα διατηρούσε τη νεοαναρχοσυνδικαλιστική της αρετή, η Αλληλεγγύη ως πολιτικός συνασπισμός ανέ-
741
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·742
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
πτυξε μια στρατηγική κορπορατιστικής διανομής της εξουσίας, στο πλαίσιο της οποίας η κυβέρνηση θα της εκχωρούσε τον έλεγχο της κοινωνικής πολιτικής, αναθέτοντας συνάμα την οικονομία σε ένα σύστημα αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων, με τελικό αποτέλεσμα έναν ριζικά συρρικνωμένο ρόλο του κόμματος. Τούτη η ταλάντευση ανάμεσα στη νεοαναρχοσυνδικαλιστική και στη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη μέσα στο πλαίσιο ενός ενιαίου κι εθνικής εμβέλειας κινήματος ήταν μο16 ναδική στην ιστορία της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Τέλος, η Αλληλεγγύη έγινε επίσης φορέας ηθικής ανανέωσης της κοινωνίας, στο πλαίσιο της οποίας οι αρετές της πολιτειότητας θα καλλιεργούνταν σε μια 17 εξωκομματική δημόσια σφαίρα. Η πλευρά αυτή του κινήματος, το σχέδιο δηλαδή ηθικοπολιτικής αναμόρφωσης της κοινωνίας, είχε έντονες γκραμσιανές συνηχήσεις. Στους δεκαοκτώ μήνες της ύπαρξής της η Αλληλεγγύη λίγο έλειψε να οργανώσει το αντιηγεμονικό δυναμικό της πολωνικής κοινωνίας. Σίγουρα αποτέλεσε την πιο σημαντική εξέγερση της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης μετά το 1917-23. Υπήρξαν βέβαια συγκρίσιμες κινητοποιήσεις, όπως εκείνη της Ουγγαρίας το 1956 ή της Γαλλίας το 1936, αλλά μόνο η Αλληλεγγύη μπόρεσε να επιβιώσει για ένα αξιόλογο χρονικό διάστημα στηριγμένη σε θεσμικές μορφές που δημιούργησε η ίδια. Ωστόσο η γέννησή της σε ένα υποτιθέμενα σοσιαλιστικό κράτος αποτελούσε τραγική ειρωνεία για την Αριστερά. Ταιριαστά λοιπόν το κατεξοχήν γκραμσιανό κόμμα, των Ιταλών κομμουνιστών, διατύπωσε το ηθικό δίδαγμα. Σε μια σειρά συζητήσεων και αποφάσεών του, το PCI έκανε τον απολογισμό ολόκληρης της εποχής της μπολσεβίκικης επανάστασης: Πρέπει να δεχτούμε ότι η συγκεκριμένη φάση σοσιαλιστικής ανάπτυξης (που άρχισε με την Οκτωβριανή Επανάσταση) έχει εξαντλήσει πλέον τη δυναμική της, ακριβώς όπως είχε συμβεί νωρίτερα και με την ιστορική περίοδο που είδε τη γέννηση και την ανάπτυξη των σοσιαλιστικών κομμάτων και των συνδικαλιστικών κινημάτων γύρω από τη Δεύτερη Διεθνή. Από τότε ο κόσμος προχώρησε και, σε μεγάλο βαθμό, άλλαξε, ακριβώς χάρη στη στροφή αυτή της ιστορίας. Το ζήτημα είναι τώρα να ξεπεράσουμε το παρόν και να κοιτάξουμε το μέλλον.18
Γκορμπατσόφ
∞φότου ξεκίνησε ο Ψυχρός Πόλεμος, η Σοβιετική Ένωση προκάλεσε αλλεπάλλη-
742
λες διασπάσεις στη δυτικοευρωπαϊκή Αριστερά – ως καθεστώς βαθιά αντίθετο στον κοινοβουλευτικό σοσιαλισμό, ως δικτατορικό και αστυνομικό κράτος και ως πηγή μιας καταστροφικής κρίσης ηθικής αξιοπιστίας του σοσιαλισμού. Μετά το 1956, οι
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·743
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
Δυτικοί σοσιαλιστές αναγκάζονταν διαρκώς να απολογούνται για τις επιλογές των Σοβιετικών. Μετά τις εισβολές στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία, η αμηχανία έγινε οργή. Ενώ η ΕΣΣΔ στήριξε την κουβανέζικη και άλλες επαναστάσεις στον Τρίτο Κόσμο, ο τρόπος που μεταχειριζόταν τους διαφωνούντες και η καταπάτηση των πολιτικών δικαιωμάτων στο εσωτερικό της όσο και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ήταν όνειδος. Τσάκισε τη δημοκρατία και κατέστρεψε τα τρία ισχυρότερα μεταρρυθμιστικά κινήματα που αναπτύχθηκαν σε σοσιαλιστικές χώρες – την Ουγγρική Επανάσταση του 1956, την Άνοιξη της Πράγας του 1968 και την Αλληλεγγύη του 1980-81. Με κάθε της επέμβαση, η ακτινοβολία του κομμουνισμού αδυνάτιζε όλο και περισσότερο. Παρά την άνθηση του ευρωκομμουνισμού, η Σοβιετική Ένωση του Μπρέζνιεφ κατέστρεφε τον πολιτικό χώρο στον οποίο θα μπορούσαν να αναπτυχθούν τα Δυτικά κομμουνιστικά κόμματα. Το σοβιετικό παράδειγμα ήταν το ισχυρότερο όπλο της Δεξιάς εναντίον της Αριστεράς στη Δύση. Το 1985-86 όλα αυτά άλλαξαν δραματικά. Μετά από δεκαοκτώ χρόνια απονε19 κρωτικού συντηρητισμού, ο Μπρέζνιεφ πέθανε τον Νοέμβριο του 1982. Αντικαταστάθηκε από τον Γιούρι Αντρόποφ, ήδη από πολύ καιρό αρχηγού της KGB και γνωστού για την αποτελεσματικότητα και την ακεραιότητά του. Ο Αντρόποφ άρχισε να απομακρύνει την καταγέλαστη γεροντοκρατία που κυβερνούσε ώς τότε την ΕΣΣΔ – η μέση ηλικία των μελών του Πολιτικού Γραφείου ήταν πάνω από εβδομήντα χρονών, ενώ μόνο τρία μέλη του είχαν γεννηθεί μετά το 1917. Μετά τον απρόσμενο θάνατό του, το 1984, τα ηνία της χώρας ανέλαβε ο Κονσταντίν Τσερνιένκο, ο οποίος κυβέρνησε ελάχιστα και απέτυχε να ανακόψει την ανανέωση. Όταν πέθανε και αυτός, τον Μάρτιο του 1985, το νεότερο και πιο δυναμικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, που είχε επιλεγεί από τον ίδιο τον Αντρόποφ, διορίστηκε αμέσως γενικός γραμματέας του κόμματος.20 Κανένας δεν ήταν προετοιμασμένος για τη συνέχεια. Έξαφνα το βραδυκίνητο σοβιετικό σύστημα αφήνιασε. Ο Γκορμπατσόφ προώθησε ένα πρόγραμμα που ήθελε να στρέψει τον σοβιετικό κομμουνισμό προς ένα σύγχρονο μέλλον, αλλά τελικά τον οδήγησε στην εσωτερική κατάρρευση. Ήταν ο πρώτος γνήσιος μεταρρυθμιστής μετά τον Χρουστσόφ. Από άποψη ύφους, ήταν το ακριβώς αντίθετο όλων των προκατόχων του, συμπεριλαμβανομένου και του Στάλιν. Εκτός από την πανεπιστημιακή του παιδεία (αυτή ήταν ήδη μια διαφορά), είχε τη χαρακτηριστική κουλτούρα της δικής του γενιάς – μεγάλωμα στα δύσκολα χρόνια του πολέμου, εφηβεία μέσα στην ιδεολογική Θύελλα και Ορμή του πρώιμου Ψυχρού Πολέμου, ενηλικίωση τον καιρό της οικονομικής ανασυγκρότησης και της εκτόνωσης των διεθνών εντάσεων στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Εκλεπτυσμένος, καλλιεργημένος και αβρός, ο
743
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·744
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
744
Γκορμπατσόφ επανέφερε στο προσκήνιο τις μη σταλινικές μεταρρυθμιστικές παραδόσεις της Σοβιετικής Ένωσης που είχαν συνδεθεί παλιότερα με τη NEΠ, τον Μπουχάριν και τη χρουστσοφική περίοδο. Καθώς το πρόγραμμά του έπαιρνε σάρκα και οστά, θύμιζε την Άνοιξη της Πράγας.21 Πρώτη προτεραιότητα του Γκορμπατσόφ ήταν να φέρει νέο αίμα: ώς τον Μάρτιο του 1986 τα μισά μέλη του πολιτικού γραφείου, της γραμματείας και της κεντρι22 κής επιτροπής του κόμματος όφειλαν τις θέσεις τους σε αυτόν. Η πολιτική του ήταν αρχικά αρκετά διστακτική· απλώς συνέχισε τις εκστρατείες του Αντρόποφ για αύξηση της παραγωγικότητας και μείωση της διαφθοράς. Στο 27ο Συνέδριο του κόμματος, τον Μάρτιο του 1986, κύρια καινοτομία ήταν η ρητορική για τη διεύρυνση της «σοσιαλιστικής δημοκρατίας». Στην ομιλία του εκεί ο Γκορμπατσόφ παρουσίασε τα δυο κεντρικά του συνθήματα: περεστρόικα (ανασυγκρότηση ή ριζική μεταρρύθμιση) και γκλάσνοστ (διαφάνεια). Μετά από πολλά χρόνια κενής και αναξιόπιστης συνθηματολογίας ήταν δύσκολο να πάρει κανείς στα σοβαρά τη ρητορική αυτή. Όταν όμως έλεγε ο Γκορμπατσόφ «οι κομμουνιστές θέλουν την αλήθεια πά23 ντοτε και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες», το εννοούσε. Βασική ανάγκη ήταν να βγει η οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης από τη στασιμότητα, στην οποία είχε βυθιστεί από πολλά χρόνια. Η χρόνια δυσλειτουργία της διευθυνόμενης οικονομίας, σε συνδυασμό με τις άθλιες συνθήκες ζωής –ελλείψεις τροφίμων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης, κακές υπηρεσίες, χειροτέρευση της δημόσιας υγείας και άνοδος της θνησιμότητας– είχε κάνει φανερό ότι χρειάζονταν άμεσα μέτρα. Ωστόσο το κύριο πρόβλημα ήταν πολιτικό: να σπάσουν τα αλλεπάλληλα στρώματα ληθάργου και διαφθοράς πίσω από τα οποία είχε οχυρωθεί η οικονομική γραφειοκρατία. Η πυρηνική καταστροφή στο Τσερνομπίλ της Ουκρανίας, τον Απρίλιο του 1986, ανέδειξε δραματικά τα προβλήματα: επικίνδυνες κατασκευές, ακατάλληλα υλικά, κακός σχεδιασμός, αμελής συντήρηση, ανεπαρκείς κανόνες ασφαλείας, ανεύθυνη διοίκηση, απαράδεκτη εκπαίδευση και αλλεπάλληλα στρώματα γραφειοκρατικής συγκάλυψης. Το Τσερνομπίλ έφερε στην επιφάνεια όλα τα προβλήματα αναποτελεσματικότητας και παραπληροφόρησης που είχε να αντιμετωπίσει η γκλάσνοστ. Για να λειτουργήσουν όμως οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις, έπρεπε πρώτα να απελευθερωθεί η δημόσια σφαίρα. Φιλελεύθεροι εκδότες τοποθετήθηκαν στη διεύθυνση εφημερίδων και περιοδικών, η λογοκρισία καταργήθηκε, οι τέχνες απελευθερώθηκαν και η ιστορία ξεθάφτηκε. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα η δημόσια ζωή έγινε αγνώριστη. Ο Γκορμπατσόφ δεν έχανε ευκαιρία να συναντήσει συγγραφείς, κοινωνικούς επιστήμονες και διανοουμένους. Υποδεχόταν ο ίδιος τους
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·745
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
διαφωνούντες που έβγαιναν από τις φυλακές ή επέστρεφαν από το εξωτερικό. Τον Δεκέμβριο του 1986 τηλεφώνησε στον περίφημο αντικαθεστωτικό, τον φυσικό Αντρέι Ζαχάροφ, καλώντας τον να επιστρέψει από την εξορία του στο Γκόρκι. «Το παλιό δεν θα υποχωρήσει χωρίς μάχη», διακήρυξε. Παρακάμπτοντας το κόμμα, κάλεσε να κινητοποιηθεί ο λαός, «που θέλει την αλλαγή, που ονειρεύεται την αλλα24 γή!» Συνάμα ο Γκορμπατσόφ έκανε τολμηρές κινήσεις για να τερματιστεί ο Ψυχρός Πόλεμος, που είχε ξαναρχίσει πρόσφατα να κλιμακώνεται με την πολιτική του Αμερικανού προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν και την εγκατάσταση των νατοϊκών πυραύλων Κρουζ στην Ευρώπη. Για να αυξήσει τους πόρους που διοχετεύονταν στο εσωτερικό, η Σοβιετική Ένωση έπρεπε να εγκαταλείψει τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών. Έτσι ο Γκορμπατσόφ επέμεινε με συνέπεια στην πολιτική της ύφεσης και αρνήθηκε να κλιμακώσει τη σύγκρουση όταν ο Ρέιγκαν ανακοίνωσε τη Στρατηγική 25 Πρωτοβουλία Άμυνας (SDI, «Πόλεμος των Άστρων»). Το 1985, στη σύνοδο κορυφής της Γενεύης επέβαλε να γραφεί στο κοινό ανακοινωθέν ότι ένας πυρηνικός πόλεμος δεν θα είχε νικητή· στο Ρέικιαβικ το 1986 πρότεινε να περιοριστούν τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα των δύο υπερδυνάμεων στο μισό, και αυθόρμητα ο Ρέιγκαν συμφώνησε· στην Ουάσιγκτον το 1987 επιτεύχθηκε συμφωνία να καταστραφεί ένα μέρος των διηπειρωτικών πυραύλων εδάφους-εδάφους.26 Με τον Χρουστσόφ και τον Μπρέζνιεφ, η σοβιετική βοήθεια στα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου συνεχιζόταν. Ο Γκορμπατσόφ, αντίθετα, εγκατέλειψε αυτή τη συγκρουσιακή στάση και πρότεινε να δημιουργηθεί ένα «ολοκληρωμένο σύστημα διεθνούς ασφάλειας». Για πρώτη φορά το 27ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ δεν δεσμεύτηκε να υποστηρίξει τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, μετατοπίζοντας τους πόρους της εξωτερικής βοήθειας από τους εξοπλισμούς στην ανάπτυξη. Εγκαταλείποντας τη φρασεολογία των «δύο στρατοπέδων», ο Γκορμπατσόφ τόνιζε τις κοινές ανθρώπινες αξίες, τον αμοιβαίο σεβασμό και την κυριαρχία των ανεξάρτητων κρατών. Με βάση τη Συμφωνία της Γενεύης τα σοβιετικά στρατεύματα αποχώρησαν από το Αφγανιστάν τον Φεβρουάριο του 1989. Η πιο αξιοσημείωτη όμως εξέλιξη ήταν η απόφαση για απεμπλοκή από την Ανατολική Ευρώπη. Έχοντας αποκηρύξει το Δόγμα Μπρέζνιεφ από τον Μάρτιο του 1985, ο Γκορμπατσόφ στις 7 Δεκεμβρίου του 1988 απέσυρε μονομερώς 500.000 στρατιώτες από τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Το 1987 οι Δυτικοευρωπαίοι είχαν πειστεί πλέον για την ειλικρινή προσήλωσή του στην ειρήνη και τη δημοκρατία· το 1990 του δόθηκε το βραβείο 27 Νομπέλ ειρήνης. Το 1988-89 η ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είχε ξεκινήσει, με την Ουγγαρία και την Πολωνία να βρίσκονται στην
745
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·746
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
746
πρώτη γραμμή. Μόλις όμως τέθηκε εκεί το ζήτημα της δημοκρατίας, δεν μπορούσε να μην τεθεί και για τις ίδιες τις σοβιετικές δημοκρατίες. Η διεθνής στρατηγική του Γκορμπατσόφ περιλάμβανε λοιπόν και μια τρίτη λογική: τερματίζοντας τον Ψυχρό Πόλεμο και χειραφετώντας τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, άνοιγε επίσης το δρόμο για τη διάλυση της ίδιας της ΕΣΣΔ. Αυτή ήταν η μεγάλη αγωνία των ηγετών της ήδη από το 1968 – φοβούνταν ότι αν ακολουθούσε τον δικό της εθνικό δρόμο η Τσεχοσλοβακία, έπειτα θα έκαναν το ίδιο όχι μόνο οι άλλες σοσιαλιστικές χώρες αλλά και οι σοβιετικές εθνικότητες. Το 1988-89 αποδείχτηκε ότι ο φόβος αυτός ήταν βάσιμος. Το καλοκαίρι του 1987 οργανώθηκαν εκδηλώσεις διαμαρτυρίας στη Λιθουανία, στη Λετονία και την Εσθονία με αφορμή την επέτειο του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου του 1939, με το οποίο οι τρεις αυτές χώρες πέρασαν στον σοβιετικό έλεγχο τον Αύγουστο του 1940. Το φθινόπωρο του 1988 τα «Λαϊκά Μέτωπα» των βαλτικών χωρών ζήτησαν ανεξαρτησία. Το ανώτατο σοβιέτ κάθε χώρας ανακηρύχθηκε κυρίαρχο, τα Λαϊκά τους Μέτωπα υιοθέτησαν την πολιτική της απόσχισης και τελικά, το καλοκαίρι του 1989, τα κομμουνιστικά κόμματα των χωρών αυτών αποσύρθηκαν από το ΚΚΣΕ. Στην πεντηκοστή επέτειο του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου 2 εκατομμύρια διαδηλωτές σχημάτισαν μια ανθρώπινη αλυσίδα ανάμεσα στις τρεις αυτές χώρες. Ανάλογα κινήματα εμφανίστηκαν στη Λευκορωσία, στη Μολδαβία και την Ουκρανία. Στον Καύκασο όμως στράφηκαν στη βία. Τον Φεβρουάριο του 1988 ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στην Αρμενία και στο Αζερμπαϊτζάν για την ορεινή επαρχία του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, που είχε πληθυσμό αρμενικό κατά τα τρία τέταρτα αλλά αζερική διοίκηση από το 1923. Τον Φεβρουάριο του 1989 οργανώθηκαν μεγάλες συγκεντρώσεις υπέρ της ανεξαρτησίας στη Γεωργία, στην επέτειο της προσάρτησής της από την ΕΣΣΔ το 1921. Τον Απρίλιο του 1989 ακολούθησαν νέες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας με αφορμή την επίθεση σοβιετικών μονάδων σε μια συ28 γκέντρωση εθνικιστών στην Τιφλίδα που είχε δεκαέξι νεκρούς. Συγχρόνως οι Γεωργιανοί συγκρούστηκαν με τις τοπικές μειονότητες των Αμπχαζίων και των Οσετίων. Τον Ιούνιο του 1989 ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις στο ανατολικό Ουζμπεκιστάν, στην κοιλάδα Φεργκανά, ανάμεσα στους στους Ουζμπέκους και στους Τούρκους της Μεσκετίας, οι οποίοι είχαν σταλεί εκεί από τη Γεωργία το 1944. Αυτές οι συγκλονιστικές εξελίξεις στην περιφέρεια του σοβιετικού κράτους απαιτούσαν να ληφθούν αποφάσεις στο κέντρο, αλλά οι προθέσεις του Γκορμπατσόφ μεταβάλλονταν σπασμωδικά. Πίστευε ότι προωθώντας νέους ηγέτες, απελευθερώνοντας τη διακίνηση των ιδεών και αποκηρύσσοντας την ψυχροπολεμική νοοτροπία της περιχαράκωσης θα οδηγούσε το ΚΚΣΕ σε μια δική του Άνοιξη της
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·747
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
Πράγας, εμπνέοντας συνάμα πίστη και ελπίδα στο λαό. Αλλά η κινητοποίηση του κομματικού κράτους, μετά από δεκαετίες προσποίησης και συμβιβασμών, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Για να σπάσει η αδράνεια του κόμματος, έπρεπε να κινητοποιηθεί η κοινωνία. Αν οι κομμουνιστές δεν πήγαιναν στο βουνό, τότε το βουνό θα έπρεπε να έρθει στους κομμουνιστές. Εντούτοις ο Γκορμπατσόφ εξακολουθούσε να χρειάζεται το κόμμα. Η διαλεκτική αλληλεπίδραση κόμματος και κοινωνίας υποτίθεται ότι θα ανανέωνε το πρώτο, εστιάζοντας σε αυτό τις ελπίδες της κοινωνίας για αλλαγή. Τώρα όμως η κοινωνία ανακάλυπτε κάθε λογής δικές της ικανότητες και συμφέροντα. Με όλη αυτή την παρακίνηση –απελευθέρωση της διακίνησης των ιδεών, σπάσιμο των ταμπού, αποκάλυψη του παρελθόντος και ελεύθερη έκφραση– ήρθε αναπόδραστα ένας νέος πλουραλισμός. Ενώ ο Γκορμπατσόφ επιδίωκε να διοχετεύσει την απελευθερωμένη αυτή ενέργεια στο κόμμα, η κοινωνία έψαχνε να βρει δικές της μορφές. Ο Γκορμπατσόφ υποστήριξε με θάρρος τις απόψεις του: «Δεν πρέπει να κάνουμε πίσω. Δεν έχουμε πουθενά να πάμε αν κάνουμε πίσω!». Από την τηλεόραση συγκάλεσε μια κομματική συνδιάσκεψη «για να εκδημοκρατίσουμε ακόμη περισσότερο 29 τη ζωή του κόμματος και ολόκληρης της κοινωνίας». Όταν αυτή συνήλθε, στις 28 Ιουνίου του 1988, αποκάλυψε δημόσια τις διαφωνίες που υπήρχαν στο κόμμα, αλλά ότι δέχτηκε την πρόταση του Γκορμπατσόφ, στο εξής οι απεσταλμένοι στο Συνέδριο των Λαϊκών Αντιπροσώπων να εκλέγονται ελεύθερα. Οι εκλογές για το Συνέδριο αυτό, τον Μάρτιο του 1989, έγιναν το κομβικό σημείο της γκορμπατσοφικής περιόδου, θυμίζοντας τις Γενικές Τάξεις της Γαλλικής Επανάστασης. Ήταν μια στιγμή αυθεντικής, αν και διαδικαστικά βραδυκίνητης και νομικά απροετοίμαστης, λαϊκής δημοκρατίας. Οι εκλογές αυτές έδωσαν το έναυσμα για τη συγκρότηση κομμάτων, κάνοντας να συσπειρωθούν τα «άτυπα κινήματα» που είχαν κρυσταλλωθεί το 1986-87, και να πάρουν ορμή για όσα θα ακολουθούσαν το 1990-91. Το Συνέδριο εκλέχτηκε μέσα από μια ελεύθερη διαδικασία, και οι συζητήσεις σε αυτό ήταν επίσης ελεύθερες. Οι Σοβιετικοί πολίτες με ένα μεικτό σύστημα (το ένα τρίτο των 2.250 αντιπροσώπων ήταν διορισμένοι και τα δύο τρίτα εκλεγμένοι) διάλεξαν ελεύθερα αυτούς που προτιμούσαν από τους υποψηφίους που είχαν προτείνει το κόμμα και διάφορες οργανώσεις. Κύριο αντικείμενο της προεκλογικής εκστρατείας ήταν οι μεταρρυθμίσεις και ενώ το 87% όσων εκλέχτηκαν ήταν μέλη του ΚΚΣΕ, οι συζητήσεις ήταν απολύτως ελεύθερες από κάθε κομματική πειθαρχία. Οι εργασίες του Συνεδρίου ήταν ανοιχτές στα μέσα ενημέρωσης και για δώδεκα ολόκληρες ημέρες οι λαϊκοί αντιπρόσωποι συζητούσαν ελεύθερα, σε ζωντανή μετάδοση, για όποια θέματα ήθελαν. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα ήταν η νομι-
747
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·748
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
748
μοποίηση της δημόσιας διαφωνίας. Με τον τρόπο αυτό ο Γκορμπατσόφ «μετατόπισε την περεστρόικα από τη φιλελευθεροποίηση στον εκδημοκρατισμό του συστήματος». Ωστόσο, το 1989, η ορμητική αλλαγή ξέφυγε από τον έλεγχό του: «η δύναμη ξέφυγε από το κόμμα και τον ηγέτη του, και διαχύθηκε στους δρόμους, στις εθνικές δημοκρατίες και στις συνελεύσεις των ανεξάρτητων πολιτικών και 30 κοινωνικών οργανώσεων». Στο κλίμα πόλωσης που δημιουργήθηκε, το γκορμπατσοφικό όραμα της ελεγχόμενης μεταρρύθμισης («Θέλω μια διαδικασία βήμα προς βήμα, στάδιο προς στάδιο, η οποία δεν θα προκαλέσει αποσύνθεση και χάος») έπαψε να εμπνέει. Η ΕΣΣΔ άρχισε να διαλύεται. Η Λιθουανία (11 Μαρτίου 1990), η Εσθονία (30 Μαρτίου) και η Λετονία (4 Μαΐου) κήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Η βία των Αζέρων εναντίον των Αρμενίων γνώρισε νέα έξαρση τον Ιανουάριο του 1990. Ο Γκορμπατσόφ έστειλε στρατό, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να αναζωπυρώσει τον εθνικισμό και των δύο πλευρών, απομακρύνοντάς τες ακόμη περισσότερο από τη Μόσχα. Ενώ οι σοβιετικοί θεσμοί άρχιζαν να εκδημοκρατίζονται –από τη συνδιάσκεψη του κόμματος τον Ιούνιο του 1988 έως τις εκλογές για το Συνέδριο των Λαϊκών Αντιπροσώπων–, οι μη ρωσικές δημοκρατίες βρίσκονταν κιόλας σε αναβρασμό. Καθώς η περιφέρεια έμπαινε λοιπόν σε περίοδο κρίσης, το κέντρο δεν άντεξε. Ο χαρισματικός αντίπαλος του Γκορμπατσόφ, ο Μπαρίς Γέλτσιν, που εκλέχτηκε τον Μάιο του 1990 πρόεδρος της νεοεκλεγμένης Ρωσικής Συνέλευσης των Λαϊκών Αντιπροσώπων, ανακήρυξε τη Ρωσία κυρίαρχο κράτος. «Αν το κέντρο δεν μας ανατρέψει μέσα στις επόμενες εκατό μέρες», δήλωσε, «η Ρωσία στο μεταξύ θα έχει ανεξαρτητοποιηθεί σε 31 όλα». Τι σήμαινε πλέον η λέξη κέντρο, δεν ήταν σαφές. Το κομμουνιστικό κόμμα βρισκόταν τώρα αντιμέτωπο με έναν ολοένα ευρύτερο συνασπισμό δυνάμεων, από ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές μέχρι εθνικιστές των σοβιετικών δημοκρατιών. Στις 15 Μαρτίου 1990 το Συνέδριο των Λαϊκών Αντιπροσώπων εξέλεξε τον Γκορμπατσόφ πρόεδρό του, ένα νέο αξίωμα. Στο εξής θα ήταν υπόλογος στο Συνέδριο και θα περιβαλλόταν από ένα υπουργικό συμβούλιο – ένα κυβερνητικό σχήμα εντελώς διαφορετικό από το παλιό, στο οποίο κυριαρχούσε το πολιτικό γραφείο. Με προτροπή του Γκορμπατσόφ, η κεντρική επιτροπή είχε αποκηρύξει στο μεταξύ το Άρθρο 6 του σοβιετικού συντάγματος, που διασφάλιζε τον ηγετικό ρόλο του κομμουνιστικού κόμματος. Ασφαλώς κάποτε θα συνέβαινε αυτό, αλλά στις συγκεκριμένες συνθήκες το αποτέλεσμα ήταν αυτοκτονικό. Καθώς οι σοβιετικές δημοκρατίες δραπέτευαν η μία μετά την άλλη από την ΕΣΣΔ, και ο Γέλτσιν διεκδικούσε την αποσκίρτηση και της Ρωσίας από τους ομοσπονδιακούς θεσμούς, ο Γκορμπατσόφ έμοιαζε ναυαγός χωρίς σωσίβιο. Οι θεσμοί της
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·749
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
ένωσης είχαν μείνει τώρα χωρίς υπόσταση. Χωρίς την ενοποιητική ισχύ του κομμουνιστικού κόμματος, όσες εξουσίες είχαν απομείνει στον πρόεδρο άρχισαν αναπόφευκτα να συρρικνώνονται και αυτές. Ο Γκορμπατσόφ έχασε δύο σημαντικές ευκαιρίες. Η μία ήταν το μεγάλο χάσμα από τον Ιανουάριο του 1987, όταν εξάγγειλε τη Συνδιάσκεψη του κόμματος, έως τον Ιούνιο του 1988, οπότε τελικά αυτή πραγματοποιήθηκε. Ο λόγος του στην εβδομηκοστή επέτειο της επανάστασης, το 1987, ανέδειξε το πρόβλημα. «Ανακατεύοντας επικρίσεις και επαίνους» επιτέθηκε στις καταχρήσεις του Στάλιν, αλλά διατήρησε τις πολιτικές του επιλογές. Έτσι όμως θύμισε τις συνταγές που είχε χρησιμοποιήσει ο Χρουστσόφ το 1956 και έδειξε να ταλαντεύεται. Στην προσπάθειά του να συμβιβάσει παλιό και νέο, τους συντηρητικούς με τους μεταρρυθμιστές, δεν είχε στρατηγικό όραμα. «Ένα συγκεκριμένο ύφος ηγεσίας, γεμάτο αυτοπεποίθηση αλλά στηριγμένο σε μια ετοιμοθάνατη πολιτική κουλτούρα, αντιπαρατασσόταν τώρα σε ένα ασυνάρτητο και λίγο-πολύ αυθόρμητο κίνημα για μεγαλύτερη δη32 μοκρατία – που προοιωνιζόταν ένα αβέβαιο μέλλον». Η δεύτερη ευκαιρία παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 1990, όταν έπρεπε να αποφασιστούν οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Απέναντι στην κύρια πρόταση της κυβέρνησης για μια πεντάχρονη μεταβατική περίοδο προς ένα σύστημα ρυθμιζόμενης αγοράς (ένα «σοκ χωρίς θεραπεία», σύμφωνα με έναν από τους επικριτές του Γκορμπατσόφ), μια άλλη ομάδα μεταρρυθμιστών αντιπαρέταξε τη «μετάβαση των πεντακόσιων ημερών», με επίκεντρο τη ριζική ιδιωτικοποίηση και την εκποίηση των μέσων παραγωγής στους πολίτες. Ο Γκορμπατσόφ και άλλοι πολιτικοί, και ακόμη περισσότερο ο πολύς κόσμος, ανησυχούσαν για τη μεγάλη ανεργία και τα κάθε λογής σημαντικά προβλήματα που θα προκαλούσε κάτι τέτοιο, ενώ παρέμενε εντελώς άδηλο τι αποτελέσματα θα είχε η δημιουργία της αγοράς με ένα «μπιγκ μπανγκ». Αλλά τα ιδεώδη της δημοκρατίας και της αγοράς ήταν πια τόσο σφιχτοδεμένα μεταξύ τους, ώστε δεν άφηναν χώρο για ενδιάμεσες λύσεις. Ενώ ο Γκορμπατσόφ, διστάζοντας, υιοθέτησε μια μετριοπαθή μεταρρυθμιστική πολιτική, τον Σεπτέμβριο του 1990 ο Γέλτσιν έβαλε σε εφαρμογή το «πρόγραμμα των πεντακόσιων ημερών» στη Ρωσία. Ανεξάρτητα από το ποιος είχε δίκιο, το πολιτικό κόστος ήταν τεράστιο: ο Γκορμπατσόφ έμοιαζε ξανά να κατευνάζει τους συντηρητικούς, ενώ ο Γέλτσιν να υψώνει το λάβαρο της μεταρρύθμισης. Ο Γκορμπατσόφ προώθησε όσο μπορούσε τις μεταρρυθμίσεις χωρίς να διαλύσει το κόμμα. Αποκήρυξε την αξίωση για την απόλυτη αλήθεια του μαρξισμού, καταδίκασε την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, στήριξε τις αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη και μετατόπισε στρατηγικά την εξουσία από το κόμμα στο κράτος. Πιο
749
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·750
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
750
πέρα όμως δεν μπορούσε να προχωρήσει αν δεν εγκατέλειπε εντελώς το κόμμα. Οι δημοκράτες είχαν γίνει πλέον αντικομμουνιστές. Ακόμη χειρότερα, στη Ρωσία και στις χώρες της Βαλτικής ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους εθνικιστές. Στις εκλογές του 1990 για τα τοπικά σοβιέτ και για εκείνα των ομόσπονδων δημοκρατιών, το ΚΚΣΕ έχανε σταθερά έδαφος, γιατί ακόμη και όταν κέρδιζαν οι υποψήφιοί του τις εκλογές, το εγκατέλειπαν για να προσχωρήσουν στους νέους «δημοκρατικούς» συνασπισμούς. Ο Γέλτσιν ήταν ο άνθρωπος της ημέρας. Το 1990 οχυρώθηκε σε μια ολοένα ισχυρότερη Ρωσική Δημοκρατία. Στις προεδρικές εκλογές του Ιουνίου του 1991 θριάμβευσε κερδίζοντας το 57% των ψήφων. Ενώ λοιπόν ο Γέλτσιν έκανε την απόσχιση της Ρωσίας όχημα εκδημοκρατισμού, ο Γκορμπατσόφ παγιδεύτηκε στο ρόλο του χωροφύλακα της ομοσπονδίας – με πιο επώδυνη στιγμή την κρίση στη Βαλτική, τον Ιανουάριο του 1991, όταν τα ομοσπονδιακά στρατεύματα πυροβόλησαν τους Λιθουανούς και Λετονούς διαδηλωτές. Ο Γέλτσιν του είχε κλέψει την πρωτοβουλία των κινήσεων: «Η λεγόμενη επανάσταση από τα πάνω έχει λήξει. Το Κρεμλίνο δεν μπορεί να ανανεώσει τη χώρα. Η διαδικασία της ανανέωσης έχει ανασχεθεί στο κέντρο και τώρα πέρασε στις δημοκρατίες».33 Το 1991 ο Γκορμπατσόφ είχε δύο στόχους. Πρώτον, αναδιαπραγματεύτηκε τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της χώρας, εκχωρώντας με το νέο σύνταγμα περισσότερες αρμοδιότητες στις δημοκρατίες και περιορίζοντας την ένωση στο ρόλο ενός αδύναμου κεντρικού οργάνου. Και δεύτερον, μπήκε σε τροχιά ρήξης με την κομμουνιστική παράδοση. Τον Ιούνιο του 1991, η κεντρική επιτροπή υιοθέτησε ένα σε γενικές γραμμές σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, ενώ ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ τάχθηκε υπέρ της μεικτής οικονομίας και του σοσιαλισμού της αγοράς, προβάλλοντας καθαρά το πρότυπο των σκανδιναβικών σοσιαλδημοκρατιών. Αν πετύχαινε αυτά τα δύο –το νέο Σύμφωνο της Ένωσης και την επανίδρυση του ΚΚΣΕ– θα μπορούσε να είναι αισιόδοξος. Όμως, τόσο ο Γέλτσιν όσο και ο ηγέτης της Ουκρανίας Λεονίντ Κραφτσούκ αμφισβήτησαν αμέσως το Σύμφωνο της Ένωσης. Στις 18 Αυγούστου 1991, μια οκταμελής Κρατική Επιτροπή Έκτακτης Ανάγκης συνέλαβε τον Γκορμπατσόφ, που έκανε τις διακοπές του στην Κριμαία, και προσπάθησε να πάρει την εξουσία. Το πραξικόπημα κράτησε τρεις μέρες. Επικεφαλής του ήταν ανώτερα στελέχη του ΚΚΣΕ που είχαν σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Ανέστειλαν όλες τις δημοκρατικές ελευθερίες, κήρυξαν την οικονομία της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με κεντρικές πρωτοβουλίες –μειώσεις στις τιμές των προϊόντων, αυξήσεις στους μισθούς και διανομές τροφίμων στον πληθυσμό– και διακήρυξαν την επαναφορά του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού, επιστροφή στο
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·751
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
νόμο και την τάξη, και αποκατάσταση του διεθνούς κύρους της ΕΣΣΔ. Το πραξικόπημα όμως πραγματοποιήθηκε εξαιρετικά αδέξια, ενώ δεν στηρίχτηκε από το στρατό ούτε από τις επίλεκτες μονάδες της KGB. Ο Γκορμπατσόφ αρνήθηκε επίσης να το δεχτεί, ενώ ο Γέλτσιν, πιο δραματικά, σκαρφάλωσε σε ένα τεθωρακισμένο έξω από τη ρωσική βουλή, καταγγέλλοντας το κίνημα και καλώντας το λαό να υποστηρίξει τη δημοκρατία. Πλήθη λαού ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του. Την επόμενη μέρα το κίνημα κατέρρευσε και ο Γκορμπατσόφ επέστρεψε από την Κριμαία στη Μόσχα. Καταδίκασε τους πραξικοπηματίες και επαίνεσε την αντίσταση του Γέλτσιν. Ο ίδιος παραιτήθηκε από γενικός γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος και κάλεσε την κεντρική επιτροπή να διαλυθεί. Το ΚΚΣΕ τέθηκε εκτός νόμου και τα περιουσιακά του στοιχεία κατασχέθηκαν. Ωστόσο νικητές δεν βγήκαν ο Γκορμπατσόφ και η περεστρόικα –δηλαδή μια δημοκρατική ΕΣΣΔ κι ένα αναγεννημένο ΚΚΣΕ, μεταμορφωμένο σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και προσανατολισμένο στο σοσιαλισμό της αγοράς– αλλά ο Γέλτσιν και η Ρωσική Δημοκρατία. Ο Γκορμπατσόφ επέμεινε πεισματικά στο χιμαιρικό σχέδιό του για μια βιώσιμη ένωση, αλλά η βάση της δύναμής του είχε χαθεί. Ενώ εκτυλίσσονταν το πραξικόπημα και η καταστολή του, κηρύχτηκαν ανεξάρτητες και οι υπόλοιπες σοβιετικές δημοκρατίες –η Ουκρανία (24 Αυγούστου), η Λευκορωσία (25 Αυγούστου), η Μολδαβία (27 Αυγούστου), το Αζερμπαϊτζάν (30 Αυγούστου), το Ουζμπεκιστάν (31 Αυγούστου), η Κιργισία (1 Σεπτεμβρίου), το Τατζικιστάν (9 Σεπτεμβρίου), η Αρμενία (23 Σεπτεμβρίου), το Τουρκμενιστάν (27 Οκτωβρίου) και το Καζακστάν (16 Δεκεμβρίου). Στη Μόσχα συγκρούονταν τώρα δύο αντίπαλες εξουσίες – του Γκορμπατσόφ, που είχε χάσει πλέον το λόγο ύπαρξής της, και του Γέλτσιν που είχε γίνει «πανίσχυρος, αντλώντας διαρκώς νέες εξουσίες και αφαιρώντας κάθε νόη34 μα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση». Στις 8 Δεκεμβρίου, ο Γέλτσιν προσχώρησε μαζί με την Ουκρανία και τη Λευκορωσία στην Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών (CIS). Έντεκα συνολικά πρώην σοβιετικές δημοκρατίες (όλες εκτός από τη Γεωργία και τις τρεις χώρες της Βαλτικής) υπέγραψαν στην Άλμα-Άτα την ιδρυτική συνθήκη της νέας αυτής ένωσης. Στις 25 Δεκεμβρίου του 1991 ο Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε από την προεδρία της ΕΣΣΔ, η οποία είχε πάψει πλέον να υπάρχει.
Μετακομμουνισμός: οι επαναστάσεις του 1989
Δα γεγονότα του φθινοπώρου του 1989 ήταν ολότελα εξαιρετικής σημασίας.35 Από πολλές απόψεις θα μπορούσαν να συγκριθούν με τις επαναστάσεις του 1918 στην Ανατολική και την Κεντρική Ευρώπη: όπως κι εκείνες, οδήγησαν στη δημι-
751
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·752
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
752
ουργία εθνικών κρατών μέσα από τη διάλυση ενός παρακμασμένου αυτοκρατορικού συστήματος. Όπως και το 1918, επίσης, επισκιάστηκαν από τις εξελίξεις στη Γερμανία, που είχαν βαθύτατες επιπτώσεις στις νέες δημοκρατίες της ανατολής. Οι επαναστάσεις αυτές έμοιαζαν μεταξύ τους – αντικατάσταση των μονοκομματικών κομμουνιστικών κυβερνήσεων και των κεντρικά ελεγχόμενων οικονομιών από πολυκομματικές δημοκρατίες και καπιταλισμούς της αγοράς στηριγμένους στο κράτος δικαίου και την ιδιωτική ιδιοκτησία. Η επαναστατική μετάβαση με την οποία οι κομμουνιστές παρέδωσαν το μονοπώλιο της εξουσίας ήταν η ίδια· μια αλυσιδωτή αντίδραση, όπου η μια ενέργεια πυροδοτούσε και ενέπνεε την άλλη. Η σύνδεση αυτή οφειλόταν εν μέρει στο ότι όλες αυτές οι χώρες ανήκαν στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας και εν μέρει στα περιφερειακά κυκλώματα διαφωνούντων που είχαν δημιουργηθεί τη δεκαετία του 1980. Υπήρχε ωστόσο και ένας τρίτος λόγος: η επικοινωνιακή επανάσταση, που ήταν ήδη φανερή από το 1968. Όλες αυτές τις 36 επαναστάσεις τις έδειξε η τηλεόραση. Από το 1985 ο Γκορμπατσόφ είχε δώσει ενδείξεις ότι το Δόγμα Μπρέζνιεφ ήταν νεκρό. Μιλώντας στα Ηνωμένα Έθνη κατήγγειλε ρητά την «απειλή χρήσης βίας», περιγράφοντας την «ελευθερία επιλογής» ως μια «καθολική αρχή» που έπρεπε να 37 διέπει «τόσο το καπιταλιστικό όσο και το σοσιαλιστικό σύστημα». Οι διαπραγματεύσεις με την πολωνική και την ουγγρική αντιπολίτευση ξεκίνησαν στις 6 Φεβρουαρίου και τις 13 Ιουνίου του 1989 αντίστοιχα, καθώς οι κομμουνιστές ήθελαν να διατηρήσουν έναν ειδικό ρόλο στο πλαίσιο των πλουραλιστικών διευθετήσεων που ετοιμάζονταν. Ωστόσο τα γεγονότα τούς ξεπέρασαν. Στην Πολωνία συμφωνήθηκε να γίνουν ελεύθερες εκλογές για τη γερουσία και τη βουλή (Σέιμ), αλλά να δοθεί στους κομμουνιστές το 65% των εδρών· ωστόσο στις εκλογές του Ιουνίου η Αλληλεγγύη πήρε το 65% των ψήφων και τις ενενήντα δύο από τις εκατό έδρες στη γερουσία, συν τις εκατόν εξήντα από τις εκατόν εξήντα μία διαθέσιμες έδρες της βουλής. Η ηγεσία της Αλληλεγγύης απέρριψε την πρόταση για κυβέρνηση εθνικής ενότητας και στις 20 Αυγούστου προχώρησε στο σχηματισμό δικής της κυβέρνησης, με τον Γιαρουζέλσκι να μένει πρόεδρος της χώρας. Έτσι έληξε η κομμουνιστι38 κή εξουσία στην Πολωνία. Τις ίδιες ημέρες το Συνέδριο των Λαϊκών Αντιπροσώπων άνοιγε την πολιτική διαδικασία στη Σοβιετική Ένωση, ο νέος Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους (George Bush) κήρυσσε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τα σοβιετικά στρατεύματα εγκατέλειπαν την Ουγγαρία. Το ουγγρικό κομμουνιστικό κόμμα είχε δεχτεί την πολυκομματική δημοκρατία από τον Φεβρουάριο του 1989, ενώ τον Ιούνιο οι μεταρρυθμιστές κατάφεραν να πάρουν τον έλεγχό του υπερφαλαγγίζοντας τον γενικό του γραμματέα Κάρολι
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·753
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
Γκρος (Károly Grósz).39 Ο αγώνας για τις μεταρρυθμίσεις μαζικοποιήθηκε με άξονα τις εθνικές επετείους, καθώς η αντιπολίτευση αποφάσισε να καθιερώσει την Ουγγρική Επανάσταση του 1848 ως εθνική εορτή απέναντι σε εκείνη της μπολσεβίκικης επανάστασης του 1919. Η κυβέρνηση συμφώνησε για την επίσημη ανακομιδή των λειψάνων του Ίμρε Νάγκι στις 16 Ιουνίου, ημερομηνία της εκτέλεσής του το 1957, και 250.000 άνθρωποι παρακολούθησαν την τελετή. Στο μεταξύ όμως το διεθνές ενδιαφέρον είχε στραφεί στην Ανατολική Γερμανία. Από τις 2 Μαΐου η Ουγγαρία είχε αρχίσει να διαλύει τις περιφράξεις στα σύνορα με την Αυστρία κι έτσι οι Ανατολικογερμανοί βρήκαν δρόμο προς τη Δύση. Τον Ιούλιο γέμισαν τις πρεσβείες της Δυτικής Γερμανίας στη Βουδαπέστη, στην Πράγα και τη Βαρσοβία ζητώντας να αναγνωριστούν ως πολιτικοί πρόσφυγες. Η Ουγγαρία άνοιξε εντελώς τα σύνορά της με την Αυστρία στις 10 Σεπτεμβρίου και ώς τα τέλη Οκτωβρίου είχαν δραπετεύσει 50.000 Ανατολικογερμανοί. Στις 30 Σεπτεμβρίου η Ανατολική Γερμανία επέτρεψε στους πολιτικούς φυγάδες να εγκαταλείψουν την Πράγα και τη Βαρσοβία για να περάσουν στη Δυτική Γερμανία με σφραγισμένα τρένα, αλλά αυτό αύξησε ακόμη περισσότερο τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Όταν ένα από αυτά τα τρένα πέρασε μέσα από τη Δρέσδη, 10.000 διαδηλωτές συγκρούστηκαν με την αστυνομία προσπαθώντας να ανέβουν και αυτοί. Ο αριθμός των Ανατολικογερμανών που ήθελαν να φύγουν μεγάλωνε αδιάκοπα. Η ουγγρική έξοδος έγινε κατακλυσμός, που ήρθε τη χειρότερη ώρα και κανένας δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Καθώς πλησίαζε η τεσσαρακοστή επέτειος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οι σοσιαλιστικοί της πολίτες της έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την εγκατα40 λείψουν. Μέσα στο 1989 ψήφισαν με τα πόδια τους 343.854 από αυτούς. Τον Οκτώβριο του 1989, η Ανατολική Ευρώπη βρισκόταν στα πρόθυρα επανάστασης. Ο νέος διεθνισμός του Γκορμπατσόφ όχι μόνο είχε ενταφιάσει το Δόγμα Μπρέζνιεφ, αλλά τώρα άρχιζε να απομακρύνεται και από τη Συμφωνία της Γιάλτας. Κανείς δεν γνώριζε πόσο μακριά θα μπορούσε να φτάσει. Στο Ανατολικό Βερολίνο, μιλώντας στο πολιτικό γραφείο του Κόμματος Σοσιαλιστικής Ενότητας (SED) στην τεσσαρακοστή επέτειο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, είχε προειδο41 ποιήσει πως «η ζωή τιμωρεί όσους καθυστερούν πολύ». Ο Έριχ Χόνεκερ (Erich Honecker), γενικός γραμματέας του κόμματος από το 1971, αρνήθηκε να κάνει υποχωρήσεις. Το κόμμα όμως είχε χάσει το ηθικό του. Οι διαδηλώσεις που έγιναν στις 7 και 8 Οκτωβρίου σε ολόκληρη τη χώρα διαλύθηκαν βίαια από την αστυνομία. Κλειδί των εξελίξεων ήταν η συγκέντρωση που θα γινόταν την επόμενη μέρα στη Λιψία. Οι «δράσεις της Δευτέρας» είχαν ξεκινήσει από το 1982 σαν μικρές συναντήσεις του φιλειρηνικού κινήματος στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, αλλά
753
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·754
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
754
από τις 4 Σεπτεμβρίου έως τις 2 Οκτωβρίου ο αριθμός των διαδηλωτών είχε δεκαπλασιαστεί. Παρά τους φόβους μήπως επαναληφθούν τα πρόσφατα γεγονότα της πλατείας Τιεν-αν-μεν του Πεκίνου, συγκεντρώθηκαν πάνω από 70.000 άνθρωποι. Τοπικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Κουρτ Μαζούρ (Kurt Masur, διευθυντή της περίφημης Ορχήστρας Γκεβάντχαους της Λιψίας, δύο θεολόγους και τρεις τοπικούς γραμματείς του κόμματος απέτρεψαν την αστυνομική βία, και η συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε κανονικά· το ίδιο είχε συμβεί την προηγούμενη μέρα και στη Δρέσδη. Στο SED δεν εμφανίστηκαν μεταρρυθμιστές για να αμφισβητήσουν την ακαμψία του Χόνεκερ. Όταν τον αντικατέστησε στις 18 Οκτωβρίου ο Έγκον Κρεντς (Egon Krenz), η αντιπολίτευση είχε μαζικοποιηθεί και άρχισε να αποκρυσταλλώνεται σε νέα οργανωτικά σχήματα, από ένα Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα μέχρι διάφορα δίκτυα αριστερών, φεμινιστικών και δημοκρατικών ομάδων. Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση, αγγίζοντας ώς το τέλος Οκτωβρίου τις περισσότερες πόλεις της χώρας, μεγάλες και μικρότερες. Εξαπλώθηκαν στα πανεπιστήμια, στα εργοστάσια και σε όλους τους θεσμούς της χώρας κινητοποιήθηκαν στο πλευρό του λαού. Στη Λιψία, οι εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις φούντωσαν σε γιγάντιες διαδηλώσεις δημοκρατικής ελπίδας: από 110.000 στις 16 Οκτωβρίου έγιναν 225.000 μία εβδομάδα αργότερα και 500.000 στις 6 Νοεμβρίου. Δύο ημέρες νωρίτερα, 1.000.000 άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί στο Ανατολικό Βερολίνο με αιτήματα δημοκρατία, ελευθερία του λόγου, ανθρώπινα δικαιώματα, αλλαγή κυβέρνησης και σοσιαλιστική ανανέωση. Ενώ ο Κρεντς απεγνωσμένα ανασχημάτιζε την κυβέρνησή του, εκδημοκράτιζε τη δημόσια σφαίρα και προσπαθούσε να φτιάξει ένα νέο νόμο που να επιτρέπει τα ταξίδια στο εξωτερικό, οι τοπικοί κομματικοί μηχανισμοί κατέρρεαν. Στις 9 42 Νοεμβρίου, μέσα στη σύγχυση, το Τείχος του Βερολίνου άνοιξε. Οι εξελίξεις ήταν επαναστατικές: οι λαϊκές κινητοποιήσεις κλιμακώθηκαν αμφισβητώντας την ίδια την κυβέρνηση, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους γκρεμίστηκαν, το καθεστώς και οι υποστηρικτές του παρέλυσαν, και μια νέα κυβέρνηση δεσμεύτηκε να κάνει ελεύθερες εκλογές και να φέρει τη δημοκρατία. Η διαδικασία «εκδημοκρατισμού» της ΕΣΣΔ, όσο ακαθόριστη και αν ήταν, είχε επιτρέψει στους Πολωνούς και τους Ούγγρους να ανατρέψουν το κομμουνιστικό καθεστώς. Η σοβιετική περεστρόικα είχε επηρεάσει έντονα τις λαϊκές κινητοποιήσεις στις χώρες της Βαλτικής και του Καυκάσου. Μια οργανωμένη κοινωνία πολιτών αναδυόταν στην Ουγγαρία και υπήρχε ήδη στην Πολωνία. Αλλά η Ανατολική Γερμανία ήταν η πρώτη χώρα του υπαρκτού σοσιαλισμού που η κυβέρνησή της ανατράπηκε με λαϊκή εξέγερση. Το Νοέμβριο του 1989 οι πολιτικές διεργασίες πέ-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·755
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
ρασαν από τα γραφεία των κάθε λογής επιτροπών στους δρόμους. Τον ΝοέμβριοΔεκέμβριο του 1989 αλλεπάλληλες επαναστάσεις επέβαλαν τη δημοκρατία σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. Στις 10 Νοεμβρίου ένα πραξικόπημα του ίδιου του πολιτικού γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας ανέτρεψε τον Τοντόρ Ζίφκοφ, ηγέτη του από το 1954. Οι μεταρρυθμιστές εξήγγειλαν ένα ευρύ πρόγραμμα πλουραλισμού και δημοκρατίας. Οι διαφωνούντες αποκαταστάθηκαν, οι πολιτικές ελευθερίες επανέκαμψαν και η αντιπολίτευση νομιμοποιήθηκε. Το κομμουνιστικό κόμμα παραιτήθηκε από τον πρωταγωνιστικό του ρόλο. Οι εκστρατείες εκβουλγαρισμού της τουρκικής εθνοτικής ομάδας εγκαταλείφθηκαν. Η νέα ηγεσία υποσχέθηκε ελεύθερες εκλογές και άρχισε συζητήσεις με τη νεοϊδρυμένη Ένωση Δημοκρατι43 κών Δυνάμεων (UDF). Στην Τσεχοσλοβακία, η κρίση ξέσπασε στις 17 Νοεμβρίου με αφορμή την αστυνομική βία εναντίον των φοιτητών. Οι διανοούμενοι ίδρυσαν το τσεχικό Πολιτικό Φόρουμ και το σλοβακικό Κοινό Κατά της Βίας, και από τις 20 Νοεμβρίου άρχισαν καθημερινές συγκεντρώσεις στους δρόμους της Πράγας – τεράστια πλήθη, από 200.000 έως 350.000. Ένας από τους επιφανέστερους διαφωνούντες, ο Βάτσλαβ Χάβελ (Václav Havel), και ο ίδιος ο Αλεξάντρ Ντούμπτσεκ, μίλησαν στον συγκεντρωμένο λαό στις 23 Νοεμβρίου. Μια δίωρη γενική απεργία έδειξε τη λαϊκή απήχηση του κινήματος. Το Κομμουνιστικό Κόμμα υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση: το άρθρο του συντάγματος, που αναφερόταν στον ηγετικό του ρόλο καταργήθηκε, και διαλύθηκε η Λαϊκή Πολιτοφυλακή. Σχηματίστηκε μια νέα κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης, στην οποία κυριαρχούσε το Πολιτικό Φόρουμ. Ο πρόεδρος Χούζακ παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Χάβελ· ο Ντούμπτσεκ εκλέχτηκε πρόεδρος της εθνοσυνέλευσης και προκηρύχτηκαν ελεύθερες εκλογές, ενώ εξαγγέλθηκε 44 η μετάβαση στην οικονομία της αγοράς. Ο κύκλος των ανατολικοευρωπαϊκών επαναστάσεων έκλεισε στη Ρουμανία στις 22 Δεκεμβρίου, με τη βίαιη καθαίρεση του Νικολάε Τσαουσέσκου (Nicolae Ceausescu) από το Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας (NSF) που είχε επικεφαλής τον Ίον Ιλιέσκου (Ion Iliescu) και άλλους κομμουνιστές που στηρίζονταν στο στρατό. Το προσεκτικά οργανωμένο πραξικόπημα διασφαλίστηκε από μια λαϊκή εξέγερση. Σπινθήρας ήταν η σφαγή των διαδηλωτών στην Τιμισοάρα στις 17-18 Δεκεμβρίου, όταν ο λαός προσπάθησε να εμποδίσει την εκτόπιση του διαφωνούντα Ούγγρου κληρικού Λάζλο Τόκες (László Tökés). Οι διαμαρτυρίες για την κακομεταχείριση της ουγγρικής μειονότητας μεταβλήθηκαν σε εξέγερση κατά του καθεστώτος, που περιλάμβανε μια τοπική γενική απεργία. Έπειτα οι διαδηλώσεις επεκτάθηκαν στο
755
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·756
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Άραντ και το Κλουζ. Σε μια μαζική συγκέντρωση στο Βουκουρέστι, που μεταδόθηκε από την τηλεόραση, ο Τσαουσέσκου έδειξε πτοημένος από τις αποδοκιμασίες του πλήθους. Οι συγκρούσεις ξεκίνησαν στις 22 Δεκεμβρίου, με τους εξεγερμένους να εισβάλλουν στο κτίριο της κεντρικής επιτροπής και το ζεύγος Τσαουσέσκου να συλλαμβάνεται την ίδια νύχτα· δικάστηκαν επιτόπου και εκτελέστηκαν τα Χριστούγεννα. Μέσα στη σύγχυση το Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας ανακοίνωσε ότι η μισητή Σεκουριτάτε, η μυστική ασφάλεια, είχε τσακιστεί. Ο Ιλιέσκου έγινε πρόεδρος της χώρας και ο Πέτρε Ρομάν (Petre Roman) πρωθυπουργός, ενώ προκηρύχτηκαν 45 εκλογές για τον Απρίλιο του 1990. Τέλος, οι προσπάθειες πολλών δημοκρατικών ομάδων κορυφώθηκαν στη Σλοβενία, την οικονομικά ισχυρότερη ομόσπονδη δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Η Ένωση Σλοβένων Κομμουνιστών (LCS) είχε επιτρέψει εκεί ήδη από το φθινόπωρο του 1988 τη λειτουργία ανεξάρτητων κομμάτων και το «άνοιγμα του πολιτικού χώρου», ενώ ταυτόχρονα είχε προωθήσει δραστήρια τις οικονομικές μεταρρυθμί46 σεις, τον εσωτερικό εκδημοκρατισμό και την προσέγγιση στη Δύση. Το νομοθετικό σώμα ανακήρυξε τη Σλοβενία «κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος» και κατάργησε τη συνταγματική πρόβλεψη για τον ηγετικό ρόλο του κομμουνιστικού κόμματος. Τον Δεκέμβριο προκήρυξε δημοκρατικές εκλογές για τον Απρίλιο του 1990. Η LCS αντιτάχθηκε στην πορεία των Σέρβων κομμουνιστών υπό τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς (Slobodan Milosevic) προς τον ακραίο εθνοτικό εθνικισμό. Στο συνέδριο της Κομμουνιστικής Ένωσης Γιουγκοσλαβίας, στις 20 Ιανουαρίου 1990, πρότεινε τη δημιουργία πολυκομματικού πολιτικού συστήματος, την καθιέρωση της μυστικής ψηφοφορίας στις εκλογές και τη σύσταση μιας ομοσπονδιακής ένωσης ανεξάρτητων κομμουνιστικών κομμάτων. Όταν ο Μιλόσεβιτς κατάγγειλε τη στάση τους, οι Σλοβένοι κομμουνιστές αποχώρησαν από το συνέδριο. Μετά την επιστροφή τους στη Λιουμπλιάνα επανίδρυσαν το κόμμα τους ως σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Δημοκρατικής Ανανέωσης. Η Κομμουνιστική Ένωση Γιουγκο47 σλαβίας έπαψε να υπάρχει.
Η αριστερά ορθή
Δι πέτυχαν όμως οι επαναστάσεις του 1989; Ήταν πρώτα πρώτα δημοκρατικές
756
επαναστάσεις με την πιο αυστηρή έννοια του όρου, αφού κύρια αιτήματά τους ήταν οι ελεύθερες εκλογές, η κοινοβουλευτική διακυβέρνηση, οι πολιτικές ελευθερίες και ο πολυκομματισμός. Οι προϋποθέσεις του πλουραλισμού διασφαλίστηκαν όχι μόνο με τον κομματικό ανταγωνισμό και τις ελεύθερες εκλογές αλλά και με την
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·757
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
εφαρμογή του κράτους δικαίου και την κατοχύρωση μιας ελεύθερης δημόσιας σφαίρας. Κόμμα και κράτος χωρίστηκαν, όπως και το κράτος από την κοινωνία των πολιτών. Παρόμοια το κράτος χωρίστηκε από την οικονομία, αφού κύριο στοιχείο του προγράμματος των κινημάτων αυτών ήταν η επαναφορά της αγοράς. Τέλος, οι εξελίξεις αυτές ήταν παντού αναίμακτες – χωρίς τη χρήση συλλογικής βίας από την πλευρά των κατασταλτικών μηχανισμών είτε του εξεγερμένου πλήθους. Μόνη εξαίρεση ήταν η Ρουμανία όπου πάντως, παρά τις ένοπλες συγκρούσεις, τις οδομαχίες και την εκτέλεση των προηγούμενων ηγετών, υπήρξαν και οι μικρότερες δομι48 κές αλλαγές στο σύστημα. Οι επαναστάσεις του 1989 περιλάμβαναν λοιπόν αυθεντικούς δομικούς μετασχηματισμούς. Νέα συντάγματα ψηφίστηκαν, νέα θεσμικά τοπία διαμορφώθηκαν και το κράτος δικαίου εμπεδώθηκε με την ανεξαρτητοποίηση της δικαστικής εξουσίας, τον έλεγχο της αστυνομίας, την προστασία των πολιτικών ελευθεριών, τη διασφάλιση της ιδιοκτησίας και την επιβολή της τήρησης των συμφωνιών. Δημιουργήθηκαν νέες δημόσιες σφαίρες. Οι κανόνες της δημόσιας ζωής ξαναφτιάχτηκαν από την αρχή. Οι τεράστιες θεσμικές αλλαγές δημιούργησαν προϋποθέσεις για βαθιές πολιτισμικές αλλαγές, που επηρέασαν όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής – την υψηλή κουλτούρα όσο και τις τέχνες, τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία, τη λαϊκή κουλτούρα, τη συλλογική ζωή, τις μορφές της οικογένειας, τη σεξουαλικότητα, την εκπαίδευση, τις διανοητικές ανταλλαγές και γενικότερα την υφή της δημόσιας γλώσσας. Οι Ανατολικοευρωπαίοι μπορούσαν τώρα να μιλήσουν, να γράψουν, να πράξουν και να σκεφτούν διαφορετικά. Στη νεότερη Ευρώπη τρεις προηγούμενες κοινωνικές και πολιτικές συγκυρίες είχαν φέρει τις μεγάλες διευρύνσεις της δημοκρατίας: η δεκαετία του 1860, το 1917-23 και το 1944-49. Πολλές άλλες εποχές σημαδεύτηκαν από τεράστιες λαϊκές κινητοποιήσεις, αλλά χωρίς ανάλογα πολιτικά αποτελέσματα: το 1848 και το 1968, για παράδειγμα, οι δημοκρατικές ελπίδες γνώρισαν την ήττα. Αντίθετα, το 1989 αποτέλεσε σε διεθνές επίπεδο μια συνταγματική στιγμή. Αν το 1945 έφερε την ενίσχυση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη, κάνοντας για πρώτη φορά κανόνα την καθολική ψηφοφορία, το 1989 πρόσφερε κάτι ανάλογο στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ελεύθερες εκλογές έγιναν στην Ανατολική Γερμανία (Μάρτιο του 1990), την Ουγγαρία (Μάρτιο-Απρίλιο), τη Σλοβενία (Απρίλιο), τη Ρουμανία (Μάιο), την Τσεχοσλοβακία (Ιούνιο), τη Βουλγαρία (Ιούνιο) και την Πο49 λωνία (Οκτώβριο του 1991). Από νομική άποψη, οι δημοκρατικές κατακτήσεις παγιώθηκαν και οι δημοκρατικές διαδικασίες –εκλογικά αποτελέσματα, εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία και πολιτικά δικαιώματα– έγιναν σεβαστές. Η δημο-
757
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·758
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
758
κρατία βέβαια είναι κάτι παραπάνω απ’ όλα αυτά, αλλά, από την άποψη της πολιτικής κουλτούρας, ο κοινοβουλευτισμός αποτέλεσε την κύρια κατάκτηση των επαναστάσεων του 1989. Αν η μια διάσταση του 1989 ήταν η ανατροπή στην κορυφή της κοινωνίας, η άλλη ήταν η μετατόπιση στη βάση. Ο πλουραλισμός, αντίθετα από το κομματικό κράτος, προϋποθέτει την αυτοοργάνωση της «κοινωνίας». Η Αλληλεγγύη του 1980-81 ήταν η οργανωμένη έκφραση αυτής ακριβώς της κοινωνικής αυτονομίας, ώσπου αναδείχτηκε σε «αντιηγεμονική δύναμη» με την γκραμσιανή έννοια του όρου. Η συλλογική αγωνιστικότητα των Πολωνών εργατών επέτρεψε, με τη βοήθεια μιας νέας ηθικής της άρνησης, να συγκλίνουν ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Παλιότερα οι μεταρρυθμιστές δούλευαν μέσα στους ίδιους τους κομματικούς θεσμούς, κατεξοχήν σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, επιτροπές και εφημερίδες, προσπαθώντας να προσεγγίσουν την ηγεσία. Αυτό ήταν το μοντέλο του 1956 όσο και του 1968. Αλλά οι βίαιες ήττες αυτών των κινημάτων και η ωμή καταστολή του 1968-73 στην Πολωνία, στη Γιουγκοσλαβία, στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία εξάντλησαν την αξιοπιστία του κομμουνισμού. Στη συνέχεια η αντίσταση έγινε «αντιπολιτική», όπως τη χαρακτήρισε ο Γκιόργκι Κόνραντ (György 50 Konrad): όχι συνεργασία με τις αρχές και περιφρόνησή τους. Οι διαφωνούντες «έπαψαν να απευθύνονται στο κόμμα-κράτος και στράφηκαν απευθείας στην κοι51 νωνία». Βάση τους έγινε η «κοινωνία των πολιτών» που οργανωνόταν έξω από κάθε επίσημο πλαίσιο. Αυτός ήταν ο «νέος εξελικτικισμός» του Άνταμ Μίχνικ, που έβλεπε το σύστημα να καταρρέει μέσα από τη βαθμιαία απώλεια του κοινωνιακού ελέγχου. Ο Μίχνικ ονόμασε αυτήν τη στάση «ζώντας με αξιοπρέπεια», ο Χάβελ «ζώντας αληθινά».52 Το πολιτικό πρόγραμμα αυτής της στάσης στηριζόταν στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι του 1975. Στην Τσεχοσλοβακία, ειδικότερα, αναγόταν στη Χάρτα 77, μία από τις πιο σημαντικές πολιτικές πρωτοβουλίες στην Ευρώπη μετά το 1968. Η Χάρτα 77, που υπογράφηκε από διακόσιους σαράντα τρεις διανοουμένους, προτιμούσε τη γλώσσα των ανθρώπινων δικαιωμάτων από την «πολιτική» κριτική του 53 συστήματος. Τον ίδιο καιρό το KOR, ιδρυμένο το 1976, σιγά σιγά έστηνε τη δική του αντι-κοινωνία στην Πολωνία. Στην Ουγγαρία οι διανοούμενοι υπέγραψαν διακηρύξεις συμπαράστασης στη Χάρτα 77 και ίδρυσαν το Ουγγρικό Ιπτάμενο Πανεπιστήμιο, ενώ συγχρόνως ανθούσαν τα σαμιζντάτ και οι κάθε λογής ημιπαράνομες εκδόσεις. Τη δεκαετία του 1980 οι δραστηριότητες των Ανατολικοευρωπαίων κάλυπταν όλο το εύρος των δυτικοευρωπαϊκών νέων κοινωνικών κινημάτων, όπως το οικολογικό, το ειρηνιστικό και ακόμη, στη Σλοβενία, το φεμινιστικό και το κίνημα
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·759
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Αυτά τα αντιπολιτευτικά κινήματα αντανακλούσαν την πολιτική της κουλτούρας του 1968, εν μέρει χάρη στις ίδιες τις φοιτητικές κινητοποιήσεις εκείνης της εποχής –ο Μίχνικ και άλλοι είχαν συμμετάσχει ενεργά στα γεγονότα του 1968– και εν μέρει χάρη στις τέχνες και την αντικουλτούρα. Η τσεχοσλοβακική και η σλοβενική αντιπολίτευση είχαν γαλβανιστεί μέσα από τις επιθέσεις των αρχών ενάντια στις νεανικές υποκουλτούρες– η πρώτη όταν δικάστηκαν το 1976 το συγκρότημα Plastic People of the Universe και άλλοι ροκ μουσι54 κοί, η δεύτερη το 1980-81, όταν άρχισε να καταδιώκεται το πανκ. Το κοινό οργανωτικό σχήμα σε όλες αυτές τις επαναστάσεις, πλην της ρουμανικής, ήταν το «Φόρουμ» –ένα ευρύ, άτυπο και αυτοσχέδιο λαϊκό μέτωπο που περιλάμβανε κυρίως διανοουμένους, είχε ασαφή λαϊκή στήριξη και δεν ήταν δημοκρατικό ή αντιπροσωπευτικό με οποιαδήποτε διαδικαστικά ορθή έννοια του όρου. Όταν ξεκινούσαν οι συνομιλίες με τις αρχές, στις διαπραγματεύσεις παρουσιάζονταν αυτές οι αυτόκλητες επιτροπές και όχι κάποια οργανωμένα κόμματα με προγράμματα και μέλη. Ήταν συζητήσεις εξαιρετικά αμφίσημες. Από τη μια μεριά συγκρούονταν ασυμβίβαστα σε αυτές αντίθετοι πόλοι – τα βυθισμένα στη διαφθορά αντιδημοκρατικά μονοκομματικά κράτη με τις νεκραναστημένες κοινωνίες των πολιτών, τόπους μιας «παράλληλης πόλης» που πάνω τους θα μπορούσε να θεμε55 λιωθεί ξανά η δημοκρατία. Από αυτή την άποψη αμφισβητούνταν η ηθική της εξουσίας και συμφιλίωση δεν μπορούσε να υπάρξει. Ωστόσο οι συζητήσεις αυτές αποδείχτηκαν εξαιρετικά πετυχημένα οχήματα μετάβασης στη νέα κατάσταση πραγμάτων. Οι αντιπολιτευόμενοι αποδείχτηκαν συνετοί διαπραγματευτές, ενώ δεν ήταν λίγοι και οι κομμουνιστές που αναδείχτηκαν σε αξιόπιστους συνομιλητές και εταίρους της δημοκρατίας που ετοιμαζόταν να γεννηθεί. Πολλοί ήταν εκείνοι που δεν ήθελαν να μετεξελιχθεί η αντιπολίτευση σε κόμμα. Γι’ αυτούς, το κύριο ήταν να μιλήσουν ανοιχτά για λογαριασμό της κοινωνίας των πολιτών, ζητώντας από τους κυβερνώντες να απολογηθούν ηθικά για τις πράξεις τους: ο γενικά «κινηματικός» χαρακτήρας της αντιπολίτευσης έμοιαζε να είναι το μεγαλύτερο προτέρημά της, που θα χανόταν αν τα «φόρα» μεταμορφώνονταν σε κόμματα. Από την άποψη αυτή –την ανασυγκρότηση δηλαδή του πολιτικού στοιχείου της κοινωνίας μέσα από μια ηθική της ευθύνης, που έδινε συνέχεια σε κινήματα όπως το Πολιτικό Φόρουμ και η Αλληλεγγύη– οι ανατολικοευρωπαϊκές επαναστάσεις απέτυχαν. Το κίνημα πολιτών της Ανατολικής Γερμανίας υπερκεράστηκε από την προσφορά του καγκελάριου Χέλμουτ Κολ (Helmut Kohl) να ενωθούν οι δύο Γερμανίες, που έδωσε στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) μια συντριπτική νίκη στην Ανατολική Γερμανία, στις πρώτες εκλογές του Μαρτίου του 1990. Οι εκλογές
759
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·760
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
760
έγιναν δημοψήφισμα για τη γερμανική ενότητα, ιδιαίτερα όταν ο Κολ έριξε αμείλικτα το δόλωμα της νομισματικής ένωσης των δύο χωρών και ενός πακτωλού κεφαλαίων για την Ανατολική Γερμανία. Έτσι το όραμα που είχαν οι πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας, να ορίσουν μόνοι τους το μέλλον τους, τσακίστηκε. Οι υποστηρικτές της δημοκρατικής ανανέωσης δεν μπόρεσαν να κολυμπήσουν κόντρα στο ρεύμα. Η πολιτική υποδομή της χώρας διαλύθηκε εντελώς και οι Δυτικογερμανοί πολιτικοί κάλυψαν αμέσως το κενό. Στο μεταξύ, η μαζική μετανάστευση των νέων και των πιο ταλαντούχων προς τη Δύση συνεχιζόταν. Διαπιστωνόταν πως οι σπάταλες και γερασμένες βιομηχανικές μονάδες, με την ξεπερασμένη τους τεχνολογία και την τρομακτική ρύπανση που προκαλούσαν, δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις δυτικές. Οι αποκαλύψεις για εκτεταμένες παρακολουθήσεις από τη Στάζι, τη μυστική αστυνομία, προκαλούσαν οργή και απογοήτευση. Όταν στις 3 Οκτωβρίου 1990 τα δύο γερμανικά κράτη ενώθηκαν, δεν είχε μείνει τίποτε από την Ανατολική Γερ56 μανία για να ανανεωθεί. Σε άλλες χώρες τα πολιτικά φόρα διασπάστηκαν σε αντίπαλα κόμματα. Στις ουγγρικές εκλογές αντιπαρατάχθηκαν δύο μεγάλοι συνασπισμοί. Από τη μια πλευρά, στην ύπαιθρο, μια λαϊκιστική και εθνικιστική συμμαχία αρκετών κομμάτων μιλούσε τη γλώσσα του «τρίτου δρόμου» υποστηρίζοντας την επαναφορά της ελεύθερης αγοράς με τρόπο που να προστατεύονται τα ουγγρικά συμφέροντα και οι μικροεπιχειρηματίες· από την άλλη, στις πόλεις, ένα στρατόπεδο δυτικότροπων πολιτικών δυνάμεων ήθελε νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική και στηριζόταν στους κύκλους των αντιφρονούντων διανοούμενων της Βουδαπέστης της δεκαε57 τίας του 1980. Στην Τσεχοσλοβακία, στη Βουλγαρία και τη Σλοβενία τα δημοκρατικά μέτωπα πήραν μέρος ενωμένα στις πρώτες εκλογές, επικρατώντας εύκολα με εξαίρεση τη Βουλγαρία, όπου η UDF έγινε αξιωματική αντιπολίτευση. Στις επόμενες εκλογές όμως η ενότητά τους είχε χαθεί. Στην Τσεχία και τη Σλοβενία τα φιλελεύθερα κόμματα αναδείχτηκαν κυρίαρχα, όπως και στη Σλοβακία το Κίνημα για μια Δημοκρατική Σλοβακία του Βλαντίμιρ Μετσιάρ (Vladimir Meciar). Εντούτοις στην Πολωνία το μεγαλύτερο κόμμα, η νέα Δημοκρατική Ένωση του Ταντέους Μαζοβιέτσκι (Tadeusz Mazowiecki), πήρε μόνο 12,3% των ψήφων σε 58 ένα καταστροφικά κατακερματισμένο κομματικό τοπίο. Οι πρώτες μετακομμουνιστικές εκλογές ήταν εντέλει συναρπαστικά δημοψηφίσματα για την ίδια τη δημοκρατία, που σηματοδότησαν τη ρήξη με το παρελθόν. Αλλά οι ευρύτερες ελπίδες των φόρουμ –να ανανεώσουν την πολιτική, θεμελιώνοντάς την ξανά σε νέες ηθικές βάσεις και σβήνοντας το «ψέμα» του ολοκληρωτισμού με την «αλήθεια» της κοινωνίας των πολιτών– διαψεύστηκαν. Οι επαναστά-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·761
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
σεις του 1989 εξέφραζαν την αντίθεση ανάμεσα στην «επίσημη» και στην «εξωκοινοβουλευτική» πολιτική, που τόσο έντονα χαρακτήριζε την ευρωπαϊκή Αριστερά μετά το 1968. Τα φόρα επίσης ανακαλούσαν την ένταση ανάμεσα σε «κόμμα» και «κοινωνικό κίνημα», που έπαιζε ολοένα σημαντικότερο ρόλο στη δυτική Αριστερά μετά το 1970. Η επανάσταση, ως άμεσο δεδομένο και στιγμή συμπυκνωμένης έντασης, έγινε ένα εκπληκτικό εργαστήριο λαϊκών και δημοκρατικών πρωτοβουλιών ιδίως στις μαζικές εξεγέρσεις της Τσεχοσλοβακίας και της Ανατολικής Γερμανίας, αλλά και στον λαϊκό αναβρασμό που συνόδευσε τις διαπραγματεύσεις στις υπόλοιπες μεταπολιτεύσεις, και εντέλει σε κάθε μικρή και καθημερινή εκδήλωση εξέγερσης και αξιοπρέπειας σε ολόκληρη την περιοχή. Οι επαναστάσεις του 1989 επηρέασαν βαθύτατα τις δημοκρατικές αξίες των λαών αυτών τόσο υπαρξιακά σε προσωπικό επίπεδο, στα καθοριστικά δράματα της κάθε ατομικής ζωής χωριστά, όσο και μυθολογικά, στο επίπεδο της συλλογικής μνήμης κάθε λαού. Οι μετακομμουνιστικές πολιτείες θεμελιώθηκαν πάνω σε θαρραλέες πράξεις συλλογικής κινητοποίησης και σε γλώσσες συμπερίληψης, ορθού λόγου, μη βίας, πλουραλισμού και δημοκρατίας. Όλες αυτές τις αξίες μπορούσε να διεκδικήσει η Αριστερά.
Στήνοντας την αγορά
√ι μετακομμουνιστικές κυβερνήσεις συμμερίζονταν μια νεοφιλελεύθερη προσέγγιση της οικονομίας της αγοράς. Μετά από σαράντα χρόνια αποτυχημένων οικονομικών μεταρρυθμίσεων, ακόμη και πολλοί κομμουνιστές συμφωνούσαν μαζί 59 τους. Η Αριστερά βρέθηκε σε ένα οδυνηρό δίλημμα. Ο κρατικός έλεγχος της οικονομίας με τον κεντρικό σχεδιασμό και τη δημόσια ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και την πολιτική κατανομή του παραγόμενου προϊόντος ήταν αξιώματα του σοσιαλισμού. Η πολιτική οικονομία ήταν η βάση της σοσιαλιστικής σκέψης. Τα κομμουνιστικά κόμματα δύσκολα μπορούσαν να διαχωρίσουν την πολιτική από την οικονομία ή να παραδεχτούν ότι το δημοκρατικό συμφέρον ίσως συγκρούεται με την καλή οικονομία. Το χειρότερο όμως θα ήταν να παραδεχτούν ότι οι οικονομικές ανισότητες –η «αγορά» με τη νεοφιλελεύθερη έννοια του όρου– μπορούσαν να αποτελούν συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας. Η ιδιωτική ιδιοκτησία, η αγορά, ο καπιταλισμός – όλα αυτά ήταν ακριβώς εκείνα που οι σοσιαλιστές ήθελαν ανέκαθεν να ανατρέψουν. Ήταν λοιπόν μια τεράστια αλλαγή όταν εναγκαλίστηκαν την αγορά όχι στο πλαίσιο μιας κεϊνσιανής αντίληψης περί μεικτής οικονομίας αλλά με μια πιο απόλυτη έννοια. Αλλαγή που αποτέλεσε ακριβώς τον πυρήνα των μεταρρυθμίσεων σε όλες τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
761
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·762
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
762
Ειδική περίπτωση αποτελούσε η πρώην Ανατολική Γερμανία, όπου η ένωση με τη Δυτική εξάρθρωσε πλήρως την παλιά κρατικά διευθυνόμενη οικονομία. Μια ειδική υπηρεσία, η Treuhandanstalt, δημιουργήθηκε για να διαχειριστεί την ιδιωτικοποίηση των ανατολικογερμανικών επιχειρήσεων· οι μικρότερες εκποιήθηκαν μέσα σε ένα χρόνο, ενώ οι πιο μεγάλες μέχρι το 1995. Τεράστια ποσά επενδύθηκαν στην ανοικοδόμηση των υποδομών. Μολονότι μεταβιβάστηκαν επίσης τεράστια ποσά με τα επιδόματα ανεργίας και άλλες κοινωνικές παροχές, το κύριο αποτέλεσμα ήταν ότι η ανατολικογερμανική βιομηχανία καταστράφηκε. Το ανατολικό τμήμα της χώρας έγινε η καθυστερημένη ενδοχώρα της Γερμανίας, με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας αποικιοποιημένης περιοχής. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι διοικητές των επιχειρήσεων και οι ελεύθεροι επαγγελματίες έρχονταν από τα δυτικά, ενώ οι νέοι, οι μορφωμένοι και οι εξειδικευμένοι εγκατέλειψαν την Ανατολή μαζικά. Η δημόσια περιουσία ξεπουλήθηκε, ενώ εμφανίστηκαν κάθε λογής τυχάρπαστοι. Το κοινωνικό κράτος πρόνοιας της τέως Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας διαλύθηκε, με καταστροφικά αποτελέσματα κυρίως για τις γυναίκες. Το 1992, 1,2 εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί ήταν άνεργοι, ενώ άλλα 2 εκατομμύρια είχαν μερική απασχόληση. Τον Οκτώβριο του 1998, ο αριθμός των ανέργων έμενε στα 1,2 εκατομμύρια και το ποσοστό τους ήταν 16,3% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, διπλάσιο από εκείνο της τέως Δυτικής. Οι δύο περιπτώσεις όπου εφαρμόστηκε η «θεραπεία σοκ» ήταν η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία. Ο Πολωνός υπουργός Οικονομικών Λέτσιεκ Μπαλτσερόβιτς (Leszek Balcerowicz) επέβαλε την οικονομία της αγοράς, απελευθερώνοντας τις τιμές για να προωθήσει την άμεση ιδιωτικοποίηση. Έτσι εξασφάλισε πιστώσεις από τη Δύση, αλλά οι συνέπειες για την απασχόληση και το βιοτικό επίπεδο ήταν καταστροφικές. Επιπλέον, ενώ ο τραπεζικός τομέας, το εμπόριο και οι μικρές επιχειρήσεις ιδιωτικοποιήθηκαν σχετικά επιτυχημένα, και η κατανάλωση ενισχύθηκε επιδεικτικά, η βιομηχανία ελάχιστα άλλαξε. Έως το 1993 οι εργατικές οργανώσεις είχαν ανασχέσει τις ιδιωτικοποιήσεις: διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν με βάση ένα νέο τριμερές σύμφωνο ανάμεσα στην κυβέρνηση, στους εργοδότες και στα συνδικάτα, ενώ η νέα αριστερή κυβέρνηση έδωσε δύναμη στις Τριμερείς αυτές Επιτροπές. Στην Τσεχοσλοβακία, ο υπουργός Οικονομικών Βάτσλαβ Κλάους (Václav Klaus) ήταν κατηγορηματικός: «Θέλουμε να ανοίξουμε μια ιδεολογική λεωφόρο, 61 όχι να χαθούμε στα δρομάκια από το ένα σύστημα στο άλλο». Η οικονομία ανασυγκροτήθηκε βίαια. Ψηφίστηκαν νόμοι που ευνοούσαν το ξένο κεφάλαιο, την ιδιωτικοποίηση της βιομηχανίας και της γης, τη διάλυση του φορολογικού συστήματος, την περικοπή της κοινωνικής πρόνοιας και την ισοσκέλιση του προϋπολο-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·763
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
γισμού. Όπως και στην Πολωνία, υιοθετήθηκε ένα σύστημα με κουπόνια που έδινε στους πολίτες μετοχές των τέως κρατικών επιχειρήσεων, θέλοντας να αναδείξει την ιδεολογική ενότητα καπιταλισμού και δημοκρατίας. Η μετάβαση της Τσεχίας στον καπιταλισμό ήταν εκρηκτική, αλλά και οι κοινωνικές της επιπτώσεις άλλο τόσο τρομακτικές, και η ορμή της σύντομα ανακόπηκε. Το 1998 κέρδισε τις εκλογές ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Σε κατάσταση ευφορίας λόγω της δραπέτευσης από το σταλινισμό, η νεοφιλελεύθερη θριαμβολογία σάρωσε τα ιδανικά της δημοκρατίας. Το άνοιγμα του δρόμου στον καπιταλισμό έφερε την ίδια αναστάτωση που είχε φέρει η επιβολή νωρίτερα, το 1947-48, των σοβιετικού τύπου οικονομιών. Δεν «απομακρύνθηκε» τώρα το κράτος από την οικονομική ζωή, αλλά άρχισε να χρησιμοποιείται συστηματικά για τη ριζική μεταρρύθμιση της κοινωνίας. Μπήκε σε εφαρμογή ένα τεράστιο πρόγραμμα κοινωνικής μηχανικής, που αντικατέστησε τα «καθεστώτα ισχυρής οικονομικής και κοινωνικής προστασίας» με άλλα εκτεθειμένα στον ανταγωνισμό των ισχυρότερων δυτικών οικονομιών. Κυριάρχησε «μια ακραία πολιτική ανοιχτών θυρών για τα ξένα προϊόντα και κεφάλαια, ακόμη και για τις κερδοσκοπικές και 62 βραχυπρόθεσμες ροές κεφαλαίων». Επιπλέον, οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ενδιαφέρονταν για τη δημοκρατία αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά χρησιμοποίησαν κάθε διαθέσιμο οικονομικό μέσο για να αποκτήσουν προνομιακή πρόσβαση στις αγορές της Ανατολικής Ευρώπης. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Ένωση υπαγόρευσαν τη μορφή της μετάβασης: αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους, εκποίηση του δημόσιου τομέα και απορύθμιση της οικονο63 μίας. Έτσι, δημιουργήθηκε ένας νέος τύπος κράτους, με κοινωνική και οικονομική προστασία μικρότερη απ’ ό,τι στα καπιταλιστικά κράτη της Δύσης. Μετάβαση στη δημοκρατία; μάλλον βίαιη καθυπόταξη μιας ολόκληρης περιοχής στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Αυτή η εξέλιξη πήρε την πιο ολοκληρωμένη της μορφή στην πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Στην Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία ο Μπαλτσέροβιτς και ο Κλάους επιδίωξαν, χωρίς να το πετύχουν, το ίδιο αποτέλεσμα. Η ωμή παρέμβαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στη Βουλγαρία το 1996 είχε ανάλογες επιπτώσεις. Οι δυτικές πιέσεις υπονόμευσαν τα σχέδια για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο στηριγμένο στη διανεμητική δικαιοσύνη, την κοινωνική πολιτειότητα και το κράτος πρόνοιας. Οι εναλλακτικές λύσεις στη ριζική αγοραιοποίηση υπήρχαν, και παρέπεμπαν σε μοντέλα μικτής οικονομίας σαν εκείνα του Γκορμπατσόφ και άλλων κομμουνιστών μεταρρυθμιστών. Ανάλογες ιδέες εξακολουθούσαν να λειτουργούν τη δεκαετία του 1980 και σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης
763
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·764
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
764
παρά τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού· οι σκανδιναβικές χώρες, η Δυτική Γερμανία, η Ολλανδία, η Αυστρία, ακόμη και η Γαλλία ήταν τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Τις προοιωνιζόταν επίσης το Πρόγραμμα της Αλληλεγγύης του Οκτωβρίου του 1981 και επαναλήφθηκαν στις «Θέσεις» των εκπροσώπων της στις διαπραγματεύσεις με το καθεστώς. Επανεμφανίστηκαν στην Τσεχοσλοβακία το 1989-90, στην Πολωνία και την Ουγγαρία μετά την επιστροφή των αριστερών κυβερνήσεων (Σεπτέμβριο του 1993 και Μάιο του 1994) και ακόμη, με πιο περίπλοκο τρόπο, στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Ήταν στρατηγικές ενός εθνικά προστατευμένου καπιταλισμού, με ένα ανανεωμένο κράτος πρόνοιας και πρακτικά κορπορατιστικά σχήματα στηριγμένα στα μετακομμουνιστικά συνδικάτα. Οι μεταρρυθμιστές κομμουνιστές της Ουγγαρίας και της Πολωνίας προσέβλεπαν σε ένα παρόμοιο μέλλον, από τη στιγμή που θα ερχόταν στις χώρες τους η δημοκρατία, με την ελπίδα ότι οι ίδιοι θα αποτελούσαν την Αριστερά στα αναδυόμενα δημοκρατικά καπιταλιστικά πολιτικά συστήματα της περιοχής. Έτσι σκέφτονταν, λόγου χάρη, ο Ίμρε Ποζγκάι (Imre Poszgay) όπως και ο γραμματέας του πολωνικού κόμματος Μιέτσισλαβ Ρακόφσκι (Mieczyslaw Rakowski). Αυτή τη στρατηγική ακολούθησαν μετά το 1989 τα πρώην κομμουνιστικά κόμματα. Από τη στιγμή που απώλεσαν την ηγεμονική θέση τους και επικράτησε ο πλουραλισμός, μετεξελίχτηκαν σε σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπως άλλωστε έκαναν και το ιταλικό και τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης (βλ. πίνακα 25.1). Τι εκπροσωπούσαν αυτά τα νέα κόμματα; Υποστηρικτές τους ήταν κυρίως πρώην δημόσιοι υπάλληλοι, συνταξιούχοι και γενικά όσοι είδαν στην πτώση του κομμουνισμού ένα οικονομικό πλήγμα ή την κατάρρευση του κοινωνικού τους σύμπαντος. Ένας στους οκτώ Βουλγάρους –ή αλλιώς το ένα έκτο των ενηλίκων ή το ένα τέταρτο των νοικοκυριών– ήταν κομμουνιστές. Πολλοί άλλοι επλήγησαν από τη μετάβαση στην οικονομία της αγοράς, την παρεπόμενη απεκβιομηχάνιση και τη μαζική απώλεια θέσεων εργασίας. Επιπλέον, τα κυρίαρχα έως το 1989 κομμουνιστικά κόμματα είχαν σημαντική δημόσια αποδοχή, αφού οι δημοσκοπήσεις στην Πολωνία, στην Ουγγαρία και την Ανατολική Γερμανία έδειχναν ότι τα υποστήριζε το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού (25-30%). Οι ισχυρές εκλογικές επιδόσεις των κομμάτων αυτών αμέσως μετά το 1989 βρίσκονταν στα προεπαναστατικά επί64 πεδα της λαϊκής απήχησής τους. Αλλά και τα πρώην κομμουνιστικά συνδικάτα διατήρησαν τη δύναμή τους τη δεκαετία του 1990. Στην Πολωνία ξεπέρασαν κατά πολύ την Αλληλεγγύη, αφού το 1995 είχαν γύρω στα 4,5 εκατομμύρια μέλη έναντι 2,5 εκατομμυρίων της τελευταίας. Αντίστοιχη ήταν η κατάσταση σε όλες τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·765
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
ΠΙΝΑΚΑΣ 25.1. Μετακομμουνιστικά κόμματα, 1989-1998 Κ.Κ.
Επανίδρυση
Ουγγαρία (MSzMP)
Σεπτέμβριος 1989
Πολωνία (PZPR)
Φεβρουάριος 1990
ΛΔΓ (SED)
Φεβρουάριος 1990
Γιουγκοσλαβία (LCY) Βουλγαρία (BCP)
Φεβρουάριος 1990 Απρίλιος 1990
Σλοβακία (KSCˇ )
1990
Αλβανία (PLA)
Ιούνιος 1991
Ρουμανία (RCP, NSF)
Ιούλιος 1993
[Τσεχία] [KSCˇ ]
[––––––]
Τσεχία
Δεκέμβριος 1989
Σλοβακία
Δεκέμβριος 1989
Νέο κόμμα Σοσιαλιστικό Κόμμα Ουγγαρίας (HSP) Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Πολωνικής Δημοκρατίας (SDPR) Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS) [Διαλύθηκε] Σοσιαλιστικό Κόμμα Βουλγαρίας (BSP) Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (PDL) Σοσιαλιστικό Κόμμα Αλβανίας (SPA) Κόμμα των Ρουμάνων Σοσιαλδημοκρατών (PSDR) [Κομμουνιστικό Κόμμα (επιβίωσε)] Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (Cˇ SSD) Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SDSS)
Υψηλότερο ποσοστό 33,0 (5/1994) 20,0 (9/1993)
20,0 (10/1994)
47,0 (6/1990) 14,4 (6/1992) 26,0 (3/1992) 22,0 (11/1996) [14,3] [6/1992] 32,3 (6/1998) 6,0 (6/1992)
Τα δημοκρατικά διαπιστευτήρια των νέων αυτών κομμάτων ήταν βέβαια αμφίβολα, ενώ οι υποψίες των αντιπάλων τους για καιροσκοπισμό, κακοπιστία και σταλινικές βαθιές δομές ήταν κατανοητές. Κόμματα με τέτοιο παρελθόν, στελεχωμένα με καιροσκόπους και πρώην γραφειοκράτες, συν αμέτρητους καταδότες και ασφαλίτες, δύσκολα μπορούσαν να πείσουν πως άλλαξαν. Ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα ελάχιστες υποχωρήσεις έκαναν στη νέα εποχή. Μετά τη διάσπαση της Τσεχοσλοβακίας το Κομμουνιστικό Κόμμα Σλοβακίας μετεξελίχτηκε σε σοσιαλδημοκρατικό, αντίθετα από εκείνο της Βοημίας και της Μοραβίας που κατέβηκε στις εκλογές ως Συνασπισμός της Αριστεράς. Οι διαδοχικές μεταμορφώσεις του ρουμανικού κόμματος το έκαναν να αλλάξει διάφορες πολιτικές γραμμές αλλά όχι και πολιτική κουλτούρα. Πάντως όλα τα πρώην κομμουνιστικά κόμματα στο εξής ακο-
765
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·766
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
766
λουθούσαν τους κανόνες της δημοκρατίας. Με εξαίρεση το τσεχικό, όλα τα υπόλοιπα αναπροσδιορίστηκαν ως σοσιαλδημοκρατικά και δέχτηκαν τη διακήρυξη της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στη Στοκχόλμη, του Ιουλίου του 1989. Ορισμένες αλλαγές ήταν δραματικές. Στο Έκτακτο Συνέδριο του Δεκεμβρίου του 1989 το ανατολικογερμανικό κόμμα αποκήρυξε το παρελθόν του και αναδιοργανώθηκε υπό τον Γκρέγκορ Γκίζι (Gregor Gysi) ως Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού. Με αρχηγό τον Πέτερ Βάις (Peter Weiss), το Σλοβακικό Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (PDL) ακολούθησε καθαρά σοσιαλδημοκρατική τροχιά. Αυτή η «σοσιαλδημοκρατοποίηση» των κομμουνιστικών κομμάτων δεν άφησε χώρο για τη δημιουργία νέων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων – με εξαίρεση την Τσεχία, όπου οι Σοσιαλδημοκράτες ξεπέρασαν τους κομμουνιστές στις εκλογές του 1996, ενώ το 1998 έγιναν κυβέρνηση. Αλλά και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης τα πρώην κομμουνιστικά κόμματα κατάφεραν να επιστρέψουν στην κυβέρνηση, με την Πολωνία 65 (1993) και την Ουγγαρία (1994) να ακολουθούν τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Σε ποιο βαθμό τα κόμματα αυτά συνέκλιναν πολιτικά με την μετακομμουνιστική Αριστερά στη Δύση, σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ευρω-μετακομμουνισμό», δεν φάνηκε αμέσως. Το πολωνικό και το ουγγρικό κόμμα είχαν περισσότερες ομοιότητες με τα κεντρώα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης παρά με το πρώην Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας ή με τους αριστερούς σοσιαλιστές των σκανδιναβικών χωρών. Επιπλέον, οι ριζοσπάστες οικολόγοι και τα άλλα νέα κοινωνικά κινήματα της Ανατολικής Ευρώπης δεν δίσταζαν να συνασπιστούν με τις πιο αντικομμουνιστικές δημοκρατικές δυνάμεις των χωρών τους, όπως 66 συνέβη, για παράδειγμα, στην Ουγγαρία, στη Βουλγαρία και την Τσεχοσλοβακία. Το γερμανικό Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS), με εκλογική βάση κυρίως στα ανατολικά, ήταν ένα υβρίδιο που φιλοδοξούσε να ενώσει ό,τι μπορούσε να διασωθεί από την κληρονομιά του κομμουνισμού με τον αναδυόμενο προοδευτισμό της Δύσης. Το πρόγραμμά του θύμιζε πολύ εκείνα των Πρασίνων και των αριστερών σοσιαλιστών της Σκανδιναβίας, αλλά στην ίδια τη Γερμανία οι Πράσινοι και το 67 SPD δεν ήθελαν να συνεργαστούν μαζί του. Κατά τα λοιπά, τα περισσότερα ανατολικοευρωπαϊκά πρώην κομμουνιστικά κόμματα προσκολλήθηκαν σε μια εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας που είχε ήδη εγκαταλειφθεί στις χώρες της Δύσης, καθώς υποστήριζαν μορφές εθνικού κεϊνσιανισμού και αντιστέκονταν στη διάλυση του κοινωνικού κράτους. Αυτή η πολιτική ήταν όμως και η πιο ελπιδοφόρα. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, πολλοί πολίτες των νεότευκτων αυτών δημοκρατιών άρχισαν να εκφράζουν μεγαλύτερο σκεπτικισμό για τα υλικά οφέλη της οικονομίας της αγοράς.
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·767
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
Σίγουρα ο ουτοπικός οίστρος του πρώτου καιρού της μετάβασης είχε χαθεί. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού –αυτοί που παραμερίστηκαν ή έχασαν από τη νέα τάξη πραγμάτων– ήθελαν να εκπροσωπηθούν από ένα καλά οργανωμένο κόμμα διαμαρτυρίας, και τους ταίριαζε η σοσιαλιστική φορεσιά των μετακομμουνιστικών κομμάτων. Η δυσαρέσκεια ήταν ιδιαίτερα μεγάλη ανάμεσα στις γυναίκες, που επλήγησαν άμεσα από την εξάρθρωση των συστημάτων πρόνοιας και διώχτηκαν σε δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό από τις νέες αγορές εργασίας, ενώ επιπλέον αντιμετώπιζαν την αμφισβήτηση των αναπαραγωγικών τους δικαιωμάτων. Το κλίμα που διαμορφώθηκε μετά το 1989 ήταν εξαιρετικά αφιλόξενο για το φεμινισμό. Παλιότερα η κενή ρητορεία των κομμουνιστικών κομμάτων, σε συνδυασμό με την παρεμβατική οικογενειακή πολιτική τους, απονομιμοποιούσαν κάθε γυναικεία πολιτική και απέρριπταν περιφρονητικά τα «φεμινιστικά» αιτήματα σαν δυτική αυταρέσκεια άσχετη με τις πραγματικότητες της περιοχής. Ωστόσο πολλά ζητήματα που τώρα επηρέαζαν άμεσα τη ζωή των γυναικών –περιορισμός του δικαιώματος της άμβλωσης, υψηλή ανεργία και εξάπλωση της γυναικείας φτώχειας, έλλειψη πρόνοιας για τη μητέρα και το παιδί, οικιακή βία και έμφυλες διακρίσεις στην εργασιακή ζωή– μπορούσαν 68 κάλλιστα να ενταχθούν στο πρόγραμμα ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Με αυτή την έννοια, οι προοπτικές μιας σοσιαλδημοκρατικών τάσεων μετακομμουνιστικής Αριστεράς στην Ανατολική Ευρώπη στηρίζονταν λιγότερο σε οποιαδήποτε ενσυνείδητη επιβίωση ή προσαρμογή των παλιότερων κομμουνιστικών παραδόσεων και περισσότερο στη ζωντανή αποτελεσματικότητα των κοινωνικών πρακτικών και προσδοκιών που είχε διαμορφώσει η μακρόχρονη πολιτική κουλτούρα του κομμουνισμού. Κοινωνικών πρακτικών και προσδοκιών που συνδέονταν, έστω και έμμεσα, με τις αξίες που διακηρύσσονταν επίσημα έως το 1989, λόγου χάρη με τις διάφορες εκφάνσεις του κολεκτιβισμού και των αντιλήψεων για το δημόσιο αγαθό ή με την κεντρική κοινωνική σημασία του τόπου δουλειάς ή με τις μεθόδους πολιτικής κινητοποίησης. Συχνά ωστόσο συνδέονταν επίσης με λιγότερο συνειδητές ιστορίες που είχαν αναπτυχθεί πίσω από την πλάτη των παλιών μηχανισμών του κόμματος και του κράτους. Αυτό ίσχυε σε όλα τα επίπεδα, από το πιο πεζό των καθημερινών κοινωνικών συναλλαγών στην ανεπίσημη οικονομία –την εργασία ή την οικογενειακή ζωή– ώς το πιο μεταρσιωμένο των πολιτισμικών 69 αξιολογικών ορισμών και των απεικονίσεων του «έθνους». Άλλωστε, από μια πιο στενή και ιδιοτελή άποψη, οι εμφανείς συνέχειες ταυτότητας και πολιτικού προσωπικού πρόσφεραν στα μεταμορφωμένα κομμουνιστικά κόμματα μια έτοιμη θέση στο νέο πολιτικό σύστημα. Η αύξηση της εκλογικής τους απήχησης τη δεκαετία του 1990 έδειξε ότι δεν περιορίστηκαν στο να εισπράττουν τη γερασμένη δυ-
767
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·768
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
σαρέσκεια των συνταξιούχων, των απολυμένων γραφειοκρατών και των ιδεολογικά αμετανόητων. Τα πενήντα χρόνια του «υπαρκτού σοσιαλισμού» σημάδεψαν βαθιά τις κοινωνίες της περιοχής. Με δεδομένες τις προηγούμενες δικτατορικές και αυταρχικές παραδόσεις της Ανατολικής Ευρώπης, που περιλάμβαναν επίσης, για παράδειγμα, και πολλούς ισχυρούς αυτόχθονες φασισμούς, οι κοινωνικές αλλαγές μετά το 1945 εξάρθρωσαν πλήρως τις θεσμικές, πολιτισμικές και κοινωνικοοικονομικές βάσεις που θα επέτρεπαν μια απροκάλυπτη αναβίωση της παλιάς ριζοσπαστικής Δεξιάς. Παρά τους φόβους πολλών, τα εθνικιστικά ή θρησκευτικά κόμματα που δημιουργήθηκαν μετά το 1989 δεν απείλησαν ποτέ σοβαρά τη δημοκρατία, με εξαίρεση τη Σερβία και την Κροατία. Αν ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» άφησε κάτι μόνιμο στην πολιτική κουλτούρα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, αυτό ήταν ένα σύμπλεγμα ισχυρών λαϊκών προσδοκιών σχετικά με τις ευθύνες του κράτους απέναντι στην κοινωνία. Εγγυημένο βασικό εισόδημα, ελεύθερη και ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση, προσιτές και αποτελεσματικές δημόσιες υπηρεσίες, προστασία της εργασίας και ισχυρό κράτος πρόνοιας – αυτά τα ζητήματα όριζαν τον πολιτικό χώρο, μέ70 σα στον οποίο θα μπορούσαν να αναπτυχθούν οι μετακομμουνιστικές αριστερές.
Τερματισμοί και αφετηρίες
◊ταν στ’ αλήθεια καταδικασμένη να αποτύχει η μεταρρύθμιση του κομμουνι-
768
σμού; Το 1968 οι μπρεζνιεφικοί κατήγγειλαν σαν αντεπαναστατικό κάθε δημοκρατικό άνοιγμα – σαν απαρχή δεινών που θα οδηγούσαν στην κατάρρευση του σοσιαλισμού, μια σφήνα στο τείχος, μια υπονόμευση των θεμελίων. Πιθανότατα είχαν δίκιο, όπως δείχνουν η εμπειρία του Γκορμπατσόφ (1985-91), η μοίρα των Πολωνών και των Ούγγρων μεταρρυθμιστών κομμουνιστών και η περιθωριοποίηση της αντιπολίτευσης στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ήταν λοιπόν ο σταλινισμός –διευθυνόμενη οικονομία και μονοκομματικό κράτος– ο μόνος τρόπος για να μείνει σοσιαλιστική η Ανατολική Ευρώπη; Επαληθεύτηκαν οι συντηρητικοί κομμουνιστές που έλεγαν ότι ο πλουραλισμός και η δημοκρατία θα έφερναν αναπόδραστα την αποσταθεροποίηση του σοβιετικού συστήματος και την παλινόρθωση του καπιταλισμού; Μήπως τελικά είχαν δίκιο τόσο οι σταλινικοί όσο και οι αντικομμουνιστές που ταύτιζαν τη δημοκρατία με τον καπιταλισμό και το πολιτικό μονοπώλιο των κομμουνιστικών κομμάτων με τη διευθυνόμενη σοσιαλιστική οικονομία; Ακριβώς αυτοί δεν δικαιώθηκαν από την κατάρρευση του κομμουνισμού και την ξέφρενη φυγή προς την οικονομία της αγοράς;
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·769
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
Με μια χοντροκομμένη ρεαλιστική έννοια, η απάντηση εδώ θα ήταν «ναι». Τα καθεστώτα του κρατικού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση βέβαια χάθηκαν· η περίοδος της μπολσεβίκικης επανάστασης αποδείχτηκε ότι είχε λήξη. Ωστόσο ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» σημείωσε επίσης πραγματικά επιτεύγματα, αν λάβουμε υπόψη μας τις οικονομικές και πολιτικές καταστροφές που επισώρευσε στην περιοχή ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, καθώς και τις προηγούμενες ιστορίες οπισθοδρομικότητας και δικτατορίας. Μετά τα βαρύτατα πλήγματα που δέχτηκε η κοινωνία των πολιτών από το φασισμό, η εναλλακτική λύση στην κομμουνιστική κυριαρχία στην Ανατολική Ευρώπη δεν θα ήταν η δημοκρατία αλλά μια βίαιη και διχαστική αυταρχική εξουσία. Μετά τη φοβερή καταπίεση του ύστερου σταλινισμού (1948-53), η Ανατολική Ευρώπη γνώρισε επίσης περιόδους σταθερότητας και βελτίωσης, την ίδια εποχή που τη Σοβιετική Ένωση κυβερνούσε ο Χρουστσόφ. Ήταν ο τροποποιημένος σταλινισμός του Μπρέζνιεφ –τα «χρόνια της αποτελμάτωσης»– που κατέστρεψαν τη δυνατότητα μεταρρύθμισης. Οι Ιταλοί κομμουνιστές είπαν ότι η περίοδος του μπολσεβικισμού έληξε το 1981, με την επιβολή του στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία. Αλλά τότε η νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κυβερνήσεων είχε ήδη διαβρωθεί· σήμαινε απλώς κάποια ισχνά απομεινάρια του κοινωνικού συμβολαίου και συγκρατούνταν περισσότερο από τον λαϊκό κυνισμό και την πραγματιστική μέριμνα της επιβίωσης παρά από οποιαδήποτε θετική συναίνεση κοινής πίστης και πεποίθησης. Σημείο καμπής ήταν μάλλον το 1968. Ώς την Άνοιξη της Πράγας είχε ακόμη ελπίδες ένα δυναμικό πακέτο πλουραλισμού, εκδημοκρατισμού και μεικτής οικονομίας, με δεδομένη τη διεθνή κατάσταση και τη δυναμική που είχαν αποκτήσει οι ίδιες ιδέες στη Δυτική Ευρώπη σε εκείνη την τελευταία ορμητική φάση της μεταπολεμικής ευημερίας. Αντίθετα το 1985 το κλίμα ήταν ελάχιστα ευνοϊκό για κάθε μεικτή λύση ή «τρίτο δρόμο». Ο Γκορμπατσόφ πήγε να κάνει τη σοβιετική οικονομία μεικτή και το ΚΚΣΕ σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ακριβώς όταν οι ιδέες αυτές ήταν πια αδύναμες στη Δύση – ο καπιταλισμός είχε σκοντάψει και η σοσιαλδημοκρατία υποχωρούσε άτακτα. Η μεταπολεμική διευθέτηση διαλυόταν κάτω από τα πλήγματα του θατσερισμού και του ρεϊγκανισμού. Ο κεϊνσιανισμός εξορκιζόταν σαν πηγή κάθε προβλήματος και θεωρούνταν αυταπόδεικτα ξεπερασμένος. Το νέο ηγεμονικό σχήμα ήταν ο νεοφιλελευθερισμός, νέο γενικό πλαίσιο η απόλυτη πρωτοκαθεδρία της αγοράς, που θεωρούνταν πια γενικής χρήσης κοινωνικό αγαθό. Δεν υπήρχε πια χώρος για οικονομίες με ισχυρό δημόσιο τομέα ή και απλώς για κράτη πρόνοιας. Η ίδια η λέξη σοσιαλισμός, χάρη και στην προηγούμενη συμπεριφορά των Σοβιετικών, ήταν πια κακή.
769
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·770
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Είχε περάσει η ώρα για τη συγκρότηση μιας ευρείας μεταρρυθμιστικής συμμαχίας, ενός προοδευτικού μετώπου κόμματος και κοινωνίας. Αυτό θα μπορούσε να είχε συμβεί το 1968, όταν η Άνοιξη της Πράγας έδωσε στους ανθρώπους τέτοιες ελπίδες. Τη δεκαετία του 1960 καρποφορούσαν οι μετασταλινικές βελτιώσεις, η μεγάλη οικονομική άνθηση βρισκόταν στην παγκόσμια κορύφωσή της και τα σοσιαλδημοκρατικά ιδανικά της μεικτής οικονομίας ήταν σε άνοδο. Τη δεκαετία του 1980 ο Γκορμπατσόφ δεν μπόρεσε να πείσει να τον ακολουθήσει ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του ΚΚΣΕ. Άλλο τόσο δύσκολη υπόθεση αποδείχτηκε και η δημιουργία ευρύτερων συμμαχιών στη δημόσια σφαίρα που είχε πρόσφατα απελευθερωθεί, καθώς οι ριζοσπάστες επιδίωκαν ακάθεκτοι την πολιτική τους ανεξαρτησία, παρακινημένοι από τους καταστροφικούς κομπασμούς και την υστερόβουλη υπεράσπιση της δημοκρατίας από τον Γέλτσιν. Επιπλέον οι ΗΠΑ, μετά την αδυναμία της δεκαετίας του 1970, οπότε βρίσκονταν σε άμυνα, είχαν περάσει τώρα στην αντεπίθεση σε παγκόσμιο επίπεδο και προωθούσαν το νεοφιλελευθερισμό σαν εναλλακτική πρόταση ή, καλύτερα, ως τη μοναδική πρόταση για όποιον ήθελε να έχει τη στήριξη της Δύσης. Ο πήχης της μεταρρύθμισης μπήκε ευθύς εξαρχής τόσο ψηλά ώστε οι περισσότεροι να μην αντέξουν. Ωστόσο μεγάλες πλειονότητες στις μετακομμουνιστικές κοινωνίες δέχτηκαν τις ωμές προτάσεις που τους έγιναν – την ενοποίηση του Χέλμουτ Κολ οι Ανατολικογερμανοί, τις «θεραπείες σοκ» που τους πρόσφεραν οι νεοεκλεγείσες τους κυβερνήσεις οι Ανατολικοευρωπαίοι, και τα πολωτικά διλήμματα που επιβλήθηκαν το 1990-91 οι πολίτες της ΕΣΣΔ.
770
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·771
∫∂º∞§∞π√ 26
¡∂∞ ∫√π¡ø¡π∫∞ ∫π¡∏ª∞Δ∞ Η πολιτική του δρόμου
Σ
ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, Ο ΕΞΕΓΕΡΣΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ επαναστατικής πολιτικής ήταν περιορι-
σμένος χρονικά. Πριν από το 1914, με την Παρισινή Κομμούνα στο μυαλό, οι επαναστάτες φαντάζονταν μια γενικευμένη λαϊκή εξέγερση που θα οδηγούσε, μέσα στην ξαφνική κατάρρευση του συστήματος, σε μια κατά μέτωπο μάχη για την κατάληψη του κράτους. Την ώρα της κρίσης τα οδοφράγματα θα στήνονταν ξανά. Η επαναστατική αναταραχή του 1917-23 έδειχνε να δικαιώνει την πίστη αυτή, κάνοντας εμβληματικό γεγονός της επανάστασης των μπολσεβίκων την επίθεση στα Χειμερινά Ανάκτορα. Στη συνέχεια όμως οι εξεγέρσεις έγιναν σπάνιες. Έχουμε μόνο μια περίπτωση εξέγερσης στον ύστερο καπιταλισμό, στη Γαλλία του 1968, όπου η φιλελεύθερη δημοκρατία έπαθε εμπλοκή. Επιπλέον οι επαναστάσεις του 1989 προκάλεσαν συστημική αλλαγή σε διεθνές επίπεδο. Κατά τα λοιπά όμως το εξεγερσιακό όραμα –μαζική εξέγερση, παράλυση της κυβέρνησης και βίαιη κατάληψη της εξουσίας– σε μεγάλο βαθμό εξέλιπε. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε διάφορες ομάδες να ονειρεύονται τη βίαιη ανατροπή. Μετά την απογοήτευση που ακολούθησε τον Μάιο του 1968, υπήρξαν ριζοσπάστες φοιτητές που επέστρεψαν στο λενινιστικό μοντέλο συγκροτώντας μικρές και εξαιρετικά πειθαρχημένες επαναστατικές σέκτες, απορρίπτοντας τις συμμετοχικές ιδέες στο όνομα της νέας αυτής κομματικής πανάκειας. Για μια δεκαετία περίπου ο υπεραριστερός σεκταρισμός ανάλωσε πολλούς αγωνιστές, ιδίως στις μεγάλες χώρες όπως τη Γαλλία, τη Δυτική Γερμανία και τη Βρετανία, όπου η κατεστημένη Αριστερά αρνήθηκε δογματικά να νομιμοποιήσει τους νέους ριζοσπαστισμούς. Στη Δυτική Γερμανία, λόγου χάρη, το 1968-74 πολλοί ακτιβιστές προσχώρησαν στο SPD, με αποτέλεσμα να διπλασιαστεί ο αριθμός των μελών της νεολαίας του, των Νέων Σοσιαλιστών, που έφτασαν τις, και το συνέδριό τους το 1969 να υιοθετήσει ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα κινητοποίησης της λαϊκής βάσης. Μέχρι το 1974 όμως η ηγεσία του κόμματος κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο της νεολαίας και να αποτρέψει τη στροφή του κόμματος προς αριστερά. Κατά τα
771
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·772
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
772
λοιπά, η εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση (APO) κατακερματίστηκε παράλογα σε ένα μωσαϊκό κυρίως μαοϊκών ομάδων που όλες μαζί δεν ξεπερνούσαν τις μερι1 κές χιλιάδες μέλη. Αυτός ο υπεραριστερός χώρος συνέχισε να υπάρχει ως το 1978-79, οπότε απορροφήθηκε στον ευρύτερο συνασπισμό των Πρασίνων. Επομένως η σεκταριστική αυτή μαχητικότητα δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια θορυβώδης παράσταση χωρίς ευρύτερη σημασία, μολονότι μερικές φορές προσείλκυσε πλατιά υποστήριξη μέσα από συνδικαλιστικούς αγώνες ή εκστρατείες για συγκεκριμένα ζητήματα. Στη Βρετανία και τη Γαλλία, οι πιο δραστήριες 2 ομάδες ήταν οι τροτσκιστικές. Η μεγαλύτερη βρετανική ομάδα, ο Διεθνής Σοσιαλισμός (International Socialism), έστησε ένα ισχυρό Εθνικό Λαϊκό Μέτωπο Βάσης (National Rank-and-File Movement) που το 1974 διέθετε δεκαπέντε συνδικαλιστικές εφημερίδες. Η ομάδα αυτή πρωτοστάτησε στην καμπάνια «Δικαίωμα στην Εργασία» (Right to Work), ενώ το 1976 ίδρυσε την Αντιναζιστική Λίγκα (AntiNazi League) ενάντια στο ρατσιστικό Εθνικό Μέτωπο. Άλλοι τροτσκιστές προτίμησαν να ακολουθήσουν την πολιτική του «εισοδισμού». Η στρατηγική τους ήταν να επηρεάσουν το Εργατικό Κόμμα με κάλυμμα την έκδοση μιας εφημερίδας: η τάση του Militant (Αγωνιστή) κατόρθωσε να ελέγξει τη νεολαία των Εργατικών (Labour Young Socialists) και κάποιες τοπικές κομματικές οργανώσεις, κυρίως σε πόλεις όπου το κόμμα είχε προηγουμένως μισοδιαλυθεί και στο Λίβερπουλ, όπου οι Εργατικοί ξαναπήραν το 1983 τη δημαρχία της πόλης έπειτα από έντεκα ολό3 κληρα χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν να εξαπολύσουν εναντίον της μια διαρκή επίθεση ο κομματικός μηχανισμός των Εργατικών και άλλοι, ώσπου τελικά την έδιωξαν από το κόμμα. Ο ίδιος ο ηγέτης των Εργατικών, Νιλ Κίνοκ (Neil Kinnock), χα4 ρακτήρισε τον Militant «σκουλήκι μέσα στο σώμα του Εργατικού Κόμματος». Και στις δύο αυτές χώρες, οι αγωνιστές του 1968 επέστρεψαν σιγά σιγά στα μεγάλα αριστερά κόμματα. Το 1974-78 αυτό διευκολύνθηκε στη Γαλλία από την ευρωκομμουνιστική στροφή των κομμουνιστών και τη μεγάλη αισιοδοξία που συνόδευσε την αναγέννηση των Σοσιαλιστών υπό τον Μιτεράν. Ο Μιτεράν κατάφερε να ενσωματώσει στο κόμμα του το μη λενινιστικό Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSU), που υποστήριζε την αυτοδιαχείριση, μία από τις κεντρικές ιδέες του 1968, και έκα5 νε τον εκπρόσωπό του, Μισέλ Ροκάρ, ηγετική προσωπικότητα της Αριστεράς. Στη Βρετανία, οι νεαροί ριζοσπάστες επίσης προσχώρησαν στους Εργατικούς τη δεκαετία του 1970 και προσπάθησαν να τους στρέψουν αριστερά, παρά την πεισματική αντίσταση του κομματικού μηχανισμού, με τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις του 1970-74 αρχικά, και μετά την εκλογική ήττα του 1979 από τη Θάτσερ. Άλλοι αγωνιστές του 1968 προσχώρησαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα (CPGB) και ενίσχυσαν 6 την ευρωκομμουνιστική γραμμή του.
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·773
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
Το χάσμα των γενεών πήρε πιο ακραίες μορφές στην Ιταλία, όπου οι απειράριθμες λενινιστικές μικροομάδες που δημιουργήθηκαν μετά το 1968 δημιούργησαν μια υβριδική πολιτική σκηνή, εναλλακτική και ακροαριστερή μαζί, ανάλογη εκείνης της Δυτικής Γερμανίας. Η μεγαλύτερη επαναστατική ομάδα, η Διαρκής Πάλη (Lotta Continua), που ιδρύθηκε το 1968-69, είχε το 1971 μέλη· το 1976 κατέβηκε στις εκλογές συνασπισμένη με άλλες ριζοσπαστικές ομάδες, αλλά πήρε μόνο το 1,5% των ψήφων και διαλύθηκε. Η Άκρα Αριστερά συσπειρώθηκε έπειτα γύρω από την Προλεταριακή Δημοκρατία (Democrazia Proletaria), αλλά και αυτή δεν κατάφερε να ξεπεράσει το 2% των ψήφων στις εκλογές από το 1979 έως το 1987. Παρά την ευρύτερη αίγλη της ιταλικής Ακροαριστεράς –η Lotta Continua και η Democrazia Proletaria ήταν πολύ πιο ισχυρές απ’ όλα τα άλλα κόμματα που γεννήθηκαν το 1968 στη Δυτική Γερμανία, στη Γαλλία ή τη Βρετανία– δεν υπήρχε πολιτικός χώρος για την ανάπτυξη ενός άλλου πόλου στα αριστερά του κομμουνιστικού κόμματος. Συμβολικά, η ομάδα Μανιφέστο (Il Manifesto) των Ροσάνα Ροσάντα (Rossana Rossanda), Λούτσιο Μάγκρι (Lucio Magri) και Λουτσάνα Καστελίνα (Luciana Castellina), που είχε αποχωρήσει από το PCI το 1969 προβάλλοντας το ζήτημα της 7 δημοκρατίας και άλλα συνθήματα της Νέας Αριστεράς, επέστρεψε το 1984. Τέλος, διάφορες παραμορφωμένες εκδοχές της επαναστατικής πολιτικής σημάδεψαν τη δεκαετία του 1970 με τη μορφή της παράνομης ένοπλης πάλης ή «τρομοκρατίας», όπως την ονόμασαν άλλοι. Οι ιταλικές Κόκκινες Ταξιαρχίες (Brigatte Rosse) και η δυτικογερμανική Φράξια Κόκκινος Στρατός (Rote Armee Fraktion) αντιλαμβάνονταν την ένοπλη βία –βομβιστικές ενέργειες, δολοφονίες, απαγωγές και αεροπειρατείες– ως παραδειγματική πρακτική στο πλαίσιο μιας προσπάθειας πόλωσης των κοινωνικών αντιθέσεων, η οποία θα οδηγούσε στη γενικευμένη εξέγερση της εργατικής τάξης. Η στρατηγική αυτή αποδείχτηκε εντελώς καταστροφική, καθώς δεν είχε άλλο αποτέλεσμα από την ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους και την όξυνση της αντεπαναστατικής αντίδρασης. Μετά τη διπλή της κορύφωση στις εκτελέσεις του Σλάγιερ στο «Γερμανικό Φθινόπωρο» του 1977 και του Άλντο Μόρο, μετά την απαγωγή του, την άνοιξη του 1978 τα δύο αυτά κινήματα 8 οδηγήθηκαν σε μαρασμό. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες η τρομοκρατία διαδραμάτισε πολύ μικρότερο ρόλο, με εξαίρεση τον IRA στη Βόρεια Ιρλανδία και τον βασκικό εθνικισμό στην Ισπανία. Η βρετανική Οργισμένη Ταξιαρχία (Angry Brigade), για παράδειγμα, που έβαλε μερικές βόμβες το 1970-71 προτού εξαρθρωθεί, ήταν απο9 μονωμένη και είχε αναρχική και σιτουασιονιστική έμπνευση. 773
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·774
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Αυτόνομοι και εναλλακτική σκηνή
774
∏ τρομοκρατία προϋπέθετε μια ακραία αποξένωση από το σύστημα, για το οποίο οι άνθρωποι είχαν χάσει κάθε σεβασμό. Ήταν εντονότερη στις μεγαλουπόλεις, όπου μάζες νεολαίας οδηγούνταν στο περιθώριο της κοινωνίας. Με επαγγελματική σταδιοδρομία αβέβαιη παρά το πτυχίο, ζώντας σε συνθήκες επισφάλειας, καλλιεργώντας εξεγερσιακό ύφος, άλλοι κατοικώντας και δουλεύοντας σε χωριστές συλλογικότητες, συχνά με μποέμικους ή πολυπολιτισμικούς δεσμούς, οι νέοι αυτοί συγκεντρώνονταν σε γειτονιές όπως της Χαφενστράσε του Αμβούργου ή του Κρόιτσμπεργκ του Δυτικού Βερολίνου, στο οποίο το 1989 ζούσαν 40.000 εναλλακτικοί, 40.000 Τούρκοι και 50.000 «κανονικοί» κάτοικοι. Η εναλλακτική σκηνή και τα κοινόβια συμβάδιζαν με τις καταλήψεις, που ήταν βεβαίως παράνομες. Αυτές οι «απελευθερωμένες ζώνες» περιφρονούσαν τα πρότυπα του κοινωνικού καθωσπρεπισμού με τον τρόπο ζωής τους, τη μουσική, τα ναρκωτικά, το σεξ και την 10 αδιαφορία τους για τους κανόνες της ιδιοκτησίας. Όλες αυτές οι υποκουλτούρες προϋπέθεταν τη μαχητική αντικουλτούρα του 1968. Προτιμούσαν την ανατροπή της πολιτικής από την εποικοδομητική ανανέωσή της. Στην Ιταλία το μανιφέστο των Μητροπολιτικών Ινδιάνων (Indiani Metropolitani), της 1ης Μαρτίου 1977, απαιτούσε να καταληφθούν όλα τα άδεια κτίρια για να δημιουργηθούν εναλλακτικοί τρόποι συμβίωσης, να νομιμοποιηθούν τα ναρκωτικά, να καταργηθούν οι ζωολογικοί κήποι, να καταστραφούν τα ηρώα και τα αναμορφωτήρια, και να «επαναξιολογηθεί ιστορικά και ηθικά ο δεινόσαυ11 ρος Αρχαιοπτέρυξ, που άδικα τον παριστάνουν όλοι σαν τέρας». Η στάση αυτή, με όλη την ειρωνική διάθεσή της, ενθάρρυνε μηδενιστικές επιδείξεις δημόσιας αυθάδειας που τσαλάκωναν τις δημοκρατικές αξίες. Γεννούσε βία όχι μόνο εναντίον της αστυνομίας, αλλά κι εναντίον των συνδικάτων και των άλλων αριστερών οργανώσεων. Οι άγριες συγκρούσεις στην Μπολόνια, ένα δήμο που έλεγχαν οι κομμουνιστές, και η φυλάκιση του Λουτσάνο Λάμα στο κατειλημμένο πανεπιστήμιο της Ρώμης έδειξαν το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στους κομμουνιστές και στην εξε12 γερμένη νεολαία. Ανάλογες καταστάσεις δημιουργήθηκαν στο Δυτικό Βερολίνο και το Αμβούργο κατά του SPD. Παρ’ όλα αυτά και αλλού, οι προοδευτικές πόλεις δεν τα πήγαν καλύτερα. Τη δεκαετία του 1980 οι Ολλανδοί κράακερς (kraakers), που είχαν αρχίσει τις καταλήψεις από το 1968, αντιστάθηκαν για πολλά χρόνια στην πολιορκία τους από την αστυνομία του Άμστερνταμ προτού υποκύψουν τελικά στη θέληση των ιδιοκτητών. Στην Κοπεγχάγη η Χριστιανία, μια νησιωτική κομμούνα με δική της κυβέρνηση, απέσπασε την ανοχή των αρχών, ενώ στην υπόλοιπη πόλη δρούσε
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·775
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
από το 1981 η Ταξιαρχία Καταλήψεων, καταλαμβάνοντας κενά κτίρια και εγκαταλείποντάς τα λίγο πριν επιτεθεί η αστυνομία. Η πιο θεαματική ενέργειά της ήταν η κατάληψη μιας ολόκληρης γειτονιάς, της Ρίεσγκαντε, τον Σεπτέμβριο του 1986: οργανώθηκαν υπηρεσίες υποστήριξης των «κανονικών» κατοίκων, στήθηκαν οδοφράγματα όπου δόθηκαν αληθινές μάχες, ένα δίκτυο ελεύθερων ραδιοσταθμών κινητοποιούσε τον κόσμο και οργανώθηκε η ενίσχυση των μαχητών με κουβέρτες, τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Εννέα μέρες αργότερα, και ενώ ετοιμαζόταν να επέμβει ο στρατός, έφτασαν οι δημοσιογράφοι για μια προγραμματισμένη συνέντευξη τύπου και διαπίστωσαν ότι η Ταξιαρχία Καταλήψεων είχε γίνει καπνός. Η πολιτική αιχμή των ενεργειών αυτών ήταν σαφής: τα κτίρια που είχαν καταληφθεί ανήκαν σε πολυεθνικές εταιρείες που έκαναν εμπόριο όπλων και επέν13 δυαν στη Νότια Αφρική. Οι ομάδες αυτές είχαν δράση εξαιρετικά καλά οργανωμένη, αλλά πάνω στις αντισυγκεντρωτικές και συμμετοχικές γραμμές του 1968. Οι καταληψίες του Κρόιτσμπεργκ εκπροσωπούνταν στο Συμβούλιο Καταλήψεων, που συνδεόταν με την Ολομέλεια των Αυτόνομων, που είχε στηθεί και αυτή με πρότυπο τις καταλήψεις του Αμβούργου. Το κίνημα ήταν διεθνές. Ξεκίνησε το 1977 από την Ιταλία και ταξίδεψε βόρεια· περνώντας από τη Ζυρίχη, όπου η απαίτηση για τη δημιουργία ενός κέντρου της αυτόνομης νεολαίας κορυφώθηκε εκρηκτικά το 1980-82, έφτασε στο Άμστερνταμ, σε διάφορες δυτικογερμανικές πόλεις, στην Κοπεγχάγη και τη Βρετανία. Παράλληλα αναπτύχθηκαν το αντιπυρηνικό και το αντιπολεμικό κίνημα, μαζί με διάφορες οικολογικές παρεμβάσεις. Οι πολιτικές μορφές όλων αυτών των κινημάτων προέρχονταν από την κληρονομιά του 1968: μαχητική άμεση 14 δράση, απουσία γραφειοκρατίας, άμεση δημοκρατία με γενικές συνελεύσεις.
Κόμματα και κινήματα: δύο διαφορετικοί πολιτικοί χώροι
¶οιος μίτος, αλήθεια, ένωσε όλον αυτό τον κόσμο – καταληψίες, εναλλακτικούς, αυτόνομους, Μητροπολιτικούς Ινδιάνους, μαρξιστές και κάθε λογής άλλους που συσπειρώθηκαν γύρω τους Πράσινους της Δυτικής Γερμανίας, οικολόγους, ειρηνιστές, αγωνιστές ενάντια στα πυρηνικά και μαζί και τις φεμινίστριες, που υπήρχαν μέσα σε όλους αυτούς τους χώρους; Όλοι τους προέρχονταν από κινητοποιήσεις της βάσης, ενώ ανέπτυξαν μια πολιτική της άρνησης και αντιμετώπιζαν αμφίσημα, στην καλύτερη περίπτωση, το κοινοβουλευτικό σύστημα. Απέναντί τους είχαν μια κατεστημένη Αριστερά που, παρά τις εκλογικές της επιτυχίες, έδειχνε εξαντλημένη – αλλού έναν ευρωκομμουνισμό που είχε αποτύχει στον βασικό του στό-
775
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·776
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
776
χο (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία), αλλού μια αρτηριοσκληρωτική σοσιαλδημοκρατία που είχε συμβιβαστεί με τον καπιταλισμό απορρίπτοντας δογματικά τη Νέα Αριστερά (Δυτική Γερμανία, Κάτω Χώρες, Βρετανία) και αλλού έναν τεχνοκρατικό σοσιαλισμό που είχε απεμπολήσει κάθε σχέση με το συνδικαλισμό και την κινηματική κουλτούρα της εργατικής τάξης (Γαλλία, Ισπανία). Τα καθιερωμένα κόμματα είχαν αρχίσει να αποσυντίθενται, και ακόμη και εκεί όπου τα σοσιαλιστικά κόμματα διατηρούσαν την παλιά τους δύναμη, τώρα μεταλλάσσονταν χάνοντας μεγάλο ποσοστό των ενεργών μελών τους και αδυνατώντας πια να στηριχτούν στις παραδοσιακές «κοινότητες αλληλεγγύης» μιας ολοένα και μικρότερης εργατικής τάξης. Αντίθετα, προσπαθούσαν συστηματικά να μεταμορ15 φωθούν σιγά σιγά σε αποκλειστικά εκλογικούς μηχανισμούς. Πέρα από αυτά τα κόμματα όμως αναπτύσσονταν τα «νέα κοινωνικά κινήματα» –φεμινισμοί, οικολογία, ειρηνισμός, αντιρατσισμός, ομοφυλόφιλοι, αλληλεγγύη στον Τρίτο Κόσμο, καταλήψεις και εναλλακτικές σκηνές. Μολονότι τα περισσότερα σοσιαλιστικά κόμματα αδιαφορούσαν για όλους αυτούς τους εξωκοινοβουλευτικούς, οι τελευταίοι κάλυπταν έναν πολιτικό χώρο που διευρυνόταν καθημερινά. Τα ειρηνιστικά κινήματα είχαν τη μεγαλύτερη απήχηση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο· συντονίζονταν χαλαρά από τον Ευρωπαϊκό Πυρηνικό Αφοπλισμό (END), που ιδρύθηκε στις 28 Απριλίου του 1980 στο Λονδίνο και πρωτοστάτησε επίσης στον συντονισμό «από τα κάτω» των ειρηνιστών των δύο αντίπαλων στρατοπέδων. Στην κορύφωση των κινητοποιήσεων ενάντια στην εγκατάσταση των νέων νατοϊκών πυρηνικών πυραύλων, στις 22-23 Οκτωβρίου 1983, διαδήλωσαν 1.000.000 Δυτικογερμανοί, 500.000 με 1.000.000 στη Ρώμη, 250.000 στο Λονδίνο, 400.000 στις Βριξέλες, 100.000 στη Μαδρίτη, 550.000 χιλιάδες στη Χάγη και 40.000 στη Βέρνη. Η εκλογική επιτυχία των Πρασίνων στη Δυτική Γερμανία οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο κίνημα αυτό.16 Σε άλλες χώρες, η ένταξη των κινημάτων στις κεντρικές πολιτικές σκηνές πήρε διαφορετικές μορφές. Τρεις Βρετανίδες φεμινίστριες, η Σίλα Ρόουμποθαμ (Sheila Rowbotham), η Λιν Σίγκαλ (Lynne Segal) και η Χίλαρι Γουεϊνράιτ (Hilary Wainwright), δημοσίευσαν το Πέρα από τα συντρίμμια (Beyond the Fragments, 1978), στηριγμένο στις συζητήσεις σε ένα Συμπόσιο για τη Σοσιαλιστική Ενότητα και σε διάφορα σοσιαλιστικά κέντρα στο Νιούκασλ και το Ίσλινγκτον. Παρουσίασαν «το γυναικείο κίνημα ως παράδειγμα νέων τρόπων οργάνωσης, ανεξάρτητων από το Εργατικό Κόμμα και υποψιασμένων απέναντι στις αυτόκλητες πρωτοπορίες».17 Κατόπιν οργάνωσαν μια σειρά συναντήσεων σε άλλες πόλεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχώρισε η συνδιάσκεψη του Λιντς, και τελικά εντάχθηκαν στους Εργατι-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·777
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
κούς, όπως έκαναν και πολλοί άλλοι αγωνιστές και αγωνίστριες του 1968. Όταν το 1981 οι Εργατικοί κατάκτησαν με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα το Συμβούλιο Μείζονος Λονδίνου (GLC), η Γουεϊνράιτ εντάχθηκε στην Ομάδα Οικονομικής Πολιτικής (Economic Policy Group) και τη Μονάδα Λαϊκού Σχεδιασμού (Popular 18 Planning Unit), στην οποία μετείχε επίσης η Ρόουμποθαμ. Με τους Εργατικούς βουλευτές στην αντιπολίτευση, η τοπική αυτοδιοίκηση είχε αποκτήσει τώρα ιδιαίτερη σημασία. Αν το Εργατικό Κόμμα είχε χάσει 400.000 μέλη το 1975-81, τώρα στρατολογούσε μια ολόκληρη γενιά ακτιβιστών που έμοιαζε παλιότερα χαμένη – απογοητευμένους υποστηρικτές του από τη δεκαετία του 1960, που είχαν μετακινηθεί προς επιμέρους κινητοποιήσεις ή τις ακροαριστερές ομάδες, αλλά τώρα επέστρεφαν σε αυτό.19 Οι αγωνιστές αυτοί είχαν απήχηση που ξεπερνούσε το παραδοσιακό πλαίσιο της ταξικής πολιτικής. Για τον Κεν Λίβινγκστον (Ken Livingstone), επικεφαλής του Συμβουλίου του Μείζονος Λονδίνου, οι Εργατικοί έπρεπε να «πάνε πέρα από την οργανωμένη εργατική τάξη» και να «αρθρώσουν επίσης τις ανάγκες των μειονοτήτων και των απόκληρων», καθώς και «των ομάδων που εστιάζουν σε ένα αποκλειστικά κοινωνικό θέμα», επειδή οι άνθρωποι δεν έβλεπαν πλέον τον εαυτό τους με βάση «τις ευρύτερες ταξικές έννοιες» όπως έκαναν «πριν από τριάντα χρόνια». Το London Labour Briefing, που άρχισε να εκδίδει ο κύκλος του Λίβινγκστον το 1980, θύμιζε πώς το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών της δεκαετίας του 1970 είχε κατορθώσει να συνδέσει το φεμινισμό με τοπικές κινήσεις για προβλήματα στέγασης και ενοικίων, για τις δημόσιες συγκοινωνίες, τα δικαιώματα στην κοινωνική πρόνοια, τα πολιτιστικά κέντρα, τους βρεφονηπιακούς σταθμούς και τη φροντίδα για το παιδί, τα σχολεία για εργαζομένους και τα προγράμματα λαϊκής επιμόρφωσης, τις πολιτισμικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες και μια πληθώρα εκστρατειών – για τη Βόρεια Ιρλανδία, το Βιετνάμ, το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική και την αλληλεγγύη στον Τρίτο Κόσμο. Το πρόγραμμα του Συμβούλιου Μείζονος Λονδίνου το 1981-86 είχε πολλά κοινά στοιχεία με εκείνο των Πρασίνων στη Γερμανία, αλλά διαθέτοντας τα μέσα κι επίσης αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα μιας τεράστιας μητρόπολης. Οι πολιτικές του –φτηνά εισιτήρια στις δημόσιες συγκοινωνίες και δημιουργικές στρατηγικές οικονομικής ανάπτυξης για την καταπολέμηση της μαζικής ανεργίας– το έκαναν εξαιρετικά δημοφιλείς στο λαό, αλλά δρομολόγησαν μια πορεία σύγκρουσης με τη Συντηρητική κυβέρνηση της Θάτσερ. Επιπλέον υποστήριξε εμπρηστικά ζητήματα, όπως τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και την απόσχιση της Βόρειας Ιρλανδίας, ενώ προώθησε ένα συνασπισμό της Νέας Αριστεράς στηριγμένο «στους εργάτες, ειδικευμένους
777
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·778
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
και ανειδίκευτους, τους άνεργους, νέους και μεγαλύτερους, τις γυναίκες, τους μαύ20 ρους και τις καταπιεσμένες σεξουαλικές μειονότητες». Αυτή η Αριστερά των αστικών κέντρων επανασυνδέθηκε με τη λαϊκή βάση, κατευθύνοντας πόρους προς «μικρές κοινοτικές ομάδες, σχετικά άτυπες, οι οποίες μπορούσαν να αναπτύξουν προγράμματα πολύ αμφιλεγόμενα πολιτικά για να ανα21 ληφθούν από τα ίδια τα δημοτικά συμβούλια». Αυτή ήταν μια αποφασιστική στιγμή ρήξης. Διευκολύνθηκε από τις συντριπτικές ήττες των Εργατικών στις δημοτικές εκλογές το 1967-68 κι έπειτα από διάφορα σκάνδαλα διαφθοράς, που έφεραν την εξάρθρωση πολλών αυτοαναπαραγόμενων ψυχροπολεμικών ολιγαρχιών οι οποίες έλεγχαν ώς τότε τα συνδικάτα και ήταν άσπονδοι εχθροί των ακτιβι22 στών. Όταν το 1971 οι Εργατικοί ξανάρχισαν να κερδίζουν τους δήμους, το πολιτικό τους προφίλ ήταν διαφορετικό. Το 1983 είκοσι από τους είκοσι δύο αριστερούς δημοτικούς συμβούλους του Μάντσεστερ ήταν από τριάντα έως σαράντα πέντε χρονών, και είχαν ενταχθεί στο κόμμα στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Όταν διώχθηκαν από τους Εργατικούς το 1980, επειδή αρνήθηκαν να συγκατανεύσουν στις περικοπές των δημόσιων δαπανών, έχτισαν πολιτικές συμμαχίες με φεμινίστριες, γκέι, αντιρατσιστές, πρωτοβουλίες για φτηνή στέγαση, συνδικάτα του δημόσιου τομέα και κοινοτικά κέντρα. Με τον τρόπο αυτό κατάφεραν να ξαναπά23 ρουν το 1984 την πλειοψηφία του δημοτικού συμβούλιου. Η πολιτισμική μετάλλαξη ήταν ακραία: «Οι νέοι δημοτικοί σύμβουλοι φορούσαν φόρμες γυμναστικής και μπλουτζίν, χαιρετούσαν με σφιγμένη γροθιά μέσα στην αίθουσα του δημοτικού συμβούλιου, τραγουδούσαν τη Διεθνή και ύψωναν κόκκινες σημαίες, οι υπάλληλοι φορούσαν κονκάρδες με το σήμα της CND, οι τοίχοι των γραφείων στολίζονταν με πολιτικές αφίσες και γελοιογραφίες, ενώ οι καθιερωμένες πρακτικές και 24 διαδικασίες χλευάζονταν». «Στην πρώτη συνάντηση της ομάδας των Εργατικών δημοτικών συμβούλων», θυμάται ο διαχειριστής του Συμβούλιου Μείζονος Λονδίνου, «μια γυναίκα είχε έρθει με το μωρό της και άλλοι έπιναν κόκα κόλα από το 25 μπουκάλι. Οι παλιότεροι σύμβουλοι δεν πίστευαν στα μάτια τους».
Οι εργατικοί κλίνουν επ’αριστερά
∞λλά αν η Αριστερά των πόλεων και το Συμβούλιο Μείζονος Λονδίνου μπόρεσαν
778
να αδράξουν τις ευκαιρίες, το Εργατικό Κόμμα έδειχνε να τις χάνει τη μία μετά την άλλη. Η Αριστερά των Εργατικών βρήκε τον δημόσιο εκπρόσωπό της στο πρόσωπο 26 του Τόνι Μπεν (Tony Benn). Στο βιβλίο του Νέα πολιτική: μια σοσιαλιστική ανίχνευση (New Politics: A Socialist Reconnaissance, 1970), ο Μπεν διακήρυξε ότι η
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·779
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
πολιτική ήταν κάτι παραπάνω από το «να σταυρώνουμε ένα ψηφοδέλτιο κάθε πέντε χρόνια». Απέναντι στο κυβερνητικό φιάσκο των Εργατικών πρόβαλε τον ολοένα ισχυρότερο εξωκοινοβουλευτικό ακτιβισμό: «κοινοτικές ενώσεις, ομάδες διεκδίκησης δημόσιων παροχών, πολιτισμικοί όμιλοι, συνδικαλιστικές ομάδες εκπροσώπων βάσης, ενώσεις καταναλωτών, μορφωτικές εκστρατείες, οργανώσεις βοήθειας στους ηλικιωμένους, τους άστεγους και τους άρρωστους, εταιρείες αλληλεγγύης στις φτωχές και υπανάπτυκτες κοινωνίες, μαχητικές κοινοτικές οργανώσεις, φοιτητικοί σύνδεσμοι και ομάδες κατά της ηχορύπανσης». Εντείνοντας τις προσπάθειές του μετά το 1970, ο Μπεν προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο κοινο27 βούλιο και στις εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις. Συνολικά, ο Μπεν «ήλπιζε να ξεκινήσει μια μεγάλη νέα συζήτηση μέσα στο ίδιο 28 το κίνημά μας». Αξιοποίησε τη μαχητικότητα του 1970-74 αποφασισμένος να εμποδίσει νέες προδοσίες από την πλευρά των εργατικών κυβερνήσεων, που αδιαφορούσαν για τις επιθυμίες των μελών του κόμματος. Οι υποστηρικτές του πίεζαν να αλλάξει το καταστατικό των Εργατικών, κυρίως μέσα από την Εκστρατεία για τη Δημοκρατία στο Εργατικό Κόμμα (CLPD) και τη Συντονιστική Επιτροπή Εργατικών (LCC). Η πρώτη κινητοποιούνταν στο εσωτερικό του κόμματος, ενώ η δεύτερη απευθυνόταν ευρύτερα στις αριστερές οργανώσεις, από το Εθνικό Συμβούλιο για τις Πολιτικές Ελευθερίες, τη Διεθνή Αμνηστία, τη Δράση για την Καταπολέμηση της Παιδικής Φτώχειας και το Καταφύγιο Αστέγων μέχρι τη Σοσιαλιστική Εκπαιδευτική Ένωση, την Αντιπληροφόρηση (Counter Information Services) και τους Φίλους της Γης. Μετά την εκλογική ήττα του 1979 πέτυχαν να καταργήσουν οι Εργατικοί την αυτόματη επανεπιλογή ως υποψήφιων των ήδη βουλευτών, καθιερώνοντας την αρχή της λογοδοσίας. Επιπλέον, η Ειδική Κομματική Συνδιάσκεψη στο Γουέμπλεϊ, τον Ιανουάριο του 1981, ψήφισε νέους κανόνες για την εκλογή της ηγεσίας. Στο εξής, ο αρχηγός του κόμματος θα εκλεγόταν από τα μέλη, τους εκπροσώπους των συνδικάτων και τους βουλευτές, και όχι μόνο από τους τελευταίους, όπως ίσχυε μέχρι τότε. Ο παλαίμαχος Μάικλ Φουτ (Michael Foot), η ριζοσπαστική φωνή των Εργατικών στο κοινοβούλιο, διαδέχτηκε τον Νοέμβριο του 1980 τον Τζέιμς Κάλαχαν (James Callaghan) στην ηγεσία. Η Αριστερά φαινόταν πιο ισχυρή 29 από ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, το 1982 είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί, ενώ πέντε χρόνια αργότερα είχε τσακιστεί. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις αποφάσεις του Γουέμπλεϊ, η «Συμμορία των Τεσσάρων» –Σίρλεϊ Γουίλιαμς (Shirley Williams), Γουίλιαμ Ρότζερς (William Rodgers), Ντέιβιντ Όουεν (David Owen) και Ρόι Τζένκινς (Roy Jenkins)– ίδρυσαν στις 25 Ιανουαρίου 1981 το νέο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα
779
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·780
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
780
(SDP), και τους ακολούθησαν είκοσι εννέα Εργατικοί βουλευτές.30 Δεξιά και Αριστερά αλληλοκατηγορούνταν ότι προσπαθούσαν να διαλύσουν το κόμμα. Η Δεξιά συγκέντρωσε τα πυρά της κατά του Μπεν, που έβαλε υποψηφιότητα για τη θέση του υπαρχηγού τον Οκτώβριο του 1983, ενώ μετά την ήττα του, με διαφορά ούτε ένα τοις εκατό, το νέο ηγετικό δίδυμο του Μάικλ Φουτ και του Ντένις Χίλι (Dennis Healy) πέρασε αμείλικτα στην αντεπίθεση, απομακρύνοντας τον Μπεν και τους συμμάχους του απ’ όλες τις κομματικές επιτροπές. Οι εκλογές του 1983, μέσα στην πατριωτική έξαρση του Πολέμου στα Φόκλαντ, αποδείχτηκαν εφιάλτης, οδηγώ32 ντας τους Εργατικούς στη χειρότερη εκλογική τους ήττα από το 1935. Το εκλογικό φιάσκο επιτάχυνε τις εξελίξεις. Με νέο ηγέτη τον Νιλ Κίνοκ, το κόμμα ανασυγκροτήθηκε δραστικά. Καταργήθηκε ο έλεγχος της πολιτικής του από το Εθνικό Εκτελεστικό Γραφείο και πέρασε στο Διευθυντήριο Εκστρατειών και Επικοινωνίας (Campaigns and Communications Directorate), το οποίο αντικατέστησε τη δημοκρατία με την έρευνα αγοράς. Μετά τη νέα εκλογική ήττα του 1987, ο Κίνοκ προχώρησε ξανά σε αναθεώρηση των πολιτικών γραμμών του κόμματος κι έτσι, όταν η Συνδιάσκεψη του 1989 ενέκρινε το νέο πρόγραμμα, όλες οι αριστερές πολιτικές του κόμματος είχαν εξαφανιστεί – από τις εθνικοποιήσεις, τον ισχυρό δημόσιο τομέα και τον συνδικαλιστικό κορπορατισμό μέχρι τον μονομερή πυρηνικό αφοπλισμό, τον εκδημοκρατισμό του κόμματος και την αντίθεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Κίνοκ κληροδότησε στους διαδόχους του ένα κόμμα πιο ενωμένο, πιο κεντρώο, λιγότερο σοσιαλιστικό και με τα μέλη και τα στελέχη του αποστρατευμένα από κάθε κινητοποίηση. Όλη αυτή η ιστορία δείχνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την πεισματική αντίσταση των δεξιών και των κεντρώων σοσιαλδημοκρατών στην αλλαγή. Για τον Μπεν, η δημοκρατία χρειαζόταν πολύ περισσότερα πράγματα από την απλή αλλαγή του καταστατικού του κόμματος: «Αν η δημοκρατία βασίζεται στην ηθική αξίωση για ισότητα των ανθρώπων, τότε τα ζητήματα με τα οποία πρέπει να ασχοληθούμε είναι ανοιχτά όσο και η ίδια η ζωή», υποστήριξε, περιλαμβάνοντας σε αυτά την ισότητα των γυναικών, την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, την απελευθέρωση των γκέι, τις φυλετικές διακρίσεις, τη μετανάστευση, τις νεανικές 33 κουλτούρες, τα δικαιώματα των συνταξιούχων και άλλα. Αλλά ακόμη και την εποχή που κυριαρχούσε η επιρροή της Αριστεράς, το Μανιφέστο των Εργατικών του 1983 ελάχιστα είχε ενσωματώσει τα ζητήματα αυτά στην Εναλλακτική Οικονομική Στρατηγική. Η τελευταία επικαλούνταν έναν κεϊνσιανισμό σε εθνικό επίπεδο, ο οποίος είχε δεχτεί ήδη θανάσιμα πλήγματα και ενώ το πλαίσιο της εθνικής οικονομίας είχε καταλυθεί από την παγκόσμια αλληλεξάρτηση και τις ευρωπαϊκές
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·781
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
δομές. Αναφερόταν ελάχιστα στη μεταβαλλόμενη φύση της εργασίας και αγνοούσε μακάρια τις φεμινιστικές ιδέες για την άνιση αμοιβή των γυναικών, τη μερική απασχόληση και την εργασία στο σπίτι. Το Μανιφέστο του 1983 υιοθέτησε τα νέα κοινωνικά ζητήματα αποκληρώνοντας συνάμα τα νέα κοινωνικά κινήματα. Αντίθετα, έκανε μια συρραφή των στόχων της παλιάς Αριστεράς που ήταν πιο απωθητικοί για το ευρύτερο εκλογικό σώμα –εθνικοποιήσεις, εξουσία των συνδικάτων, αντιευρωπαϊσμός και μονομερής αφοπλισμός– με ένα ετερόκλητο μείγμα νέων ζητημάτων που ξυπνούσε τους χειρότερους εφιάλτες της αξιοσέβαστης Αγγλίας, από την απόσχιση της Βόρειας Ιρλανδίας και τα δικαιώματα των μέχρι την κατάργηση της Βουλής των Λόρδων και την απαγόρευση του κυνηγιού. Τα ζητήματα που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν ευρύτερη υποστήριξη, όπως ο φεμινισμός, η ειρήνη και το περιβάλλον, χαραμίστηκαν. Δεν έγινε καμιά σκέψη για πώς θα μπορούσαν να συνδυαστούν η κοινοβουλευτική και η εξωκοινοβουλευτική δράση σε ένα ενιαίο κίνημα. Και αυτή ακριβώς ήταν η δύναμη του Συμβούλιου Μείζονος Λονδίνου του Λίβινγκστον και των άλλων Εργατικών δημοτικών συμβουλίων – η ικανότητά τους να σβήνουν τα όρια ανάμεσα στον κομματικό έλεγχο και στον ευρύτερο ακτιβισμό. Η πραγματική δημοτικότητα του Συμβουλίου Μείζονος Λονδίνου μετά την αποτυχία της εκστρατείας του για χαμηλό εισιτήριο στις δημόσιες συγκοινωνίες το 1982 ήταν ίσως άδη34 λη. Οι σχέσεις του με τους ακτιβιστές των διαφόρων κοινοτήτων, ιδίως στα ζητήματα ρατσισμού, ήταν συχνά δύσκολες. Οι τοπικοί σοσιαλισμοί –σε διάφορες περιοχές του Λονδίνου και ιδίως στο Λίβερπουλ, όπου κυριαρχούσε ο Militant– μερικές φορές εστίαζαν δογματικά στην ταξική προσέγγιση, παραμερίζοντας άλλα ζητήματα όπως σεξουαλικότητας, ρατσισμού και φύλου. Οι δυνατότητες υπήρχαν, αλλά η εθνική στρατηγική της Αριστεράς των Εργατικών δεν τις αξιοποίησε.
Μια αριστερά για το μέλλον;
Œτσι, ο χώρος για την ανάπτυξη μιας νέας πολιτικής σε εθνικό επίπεδο έμεινε ανεκμετάλλευτος. Από τη μια μεριά οι Εργατικοί, όπως τα περισσότερα σοσιαλιστικά κόμματα, έμειναν προσκολλημένοι στην κοινοβουλευτική δράση, ενώ από την άλλη τα νέα κινήματα, που έδιναν προτεραιότητα στην άμεση δράση και σε συμμετοχικές πρακτικές στηριγμένες στις κοινότητες, δεν κατάφεραν να ενταχθούν στον κεντρικό κορμό της Αριστεράς και πολλές φορές έμειναν εντελώς αποκλεισμένα. Η ένταση ανάμεσα στις διαφορετικές αυτές πολιτικές προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό το δυναμικό ανανέωσης της Αριστεράς τη δεκαετία του 1980, και
781
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·782
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
αυτό το έδειξε αρκετά καλά η σύνθεση διαφόρων ζητημάτων «κοινωνικής τάξης» με ζητήματα «ταυτότητας» από την Αριστερά των πόλεων, ιδίως τον καιρό της κυριαρχίας του Λίβινγκστον στο Συμβούλιο Μείζονος Λονδίνου, με την ειλικρίνεια και τον ενθουσιασμό που κυριάρχησαν εκεί. Δύο άλλα παραδείγματα από τη Βρετανία έδειξαν ακόμη πιο δραματικά τα νέα μέτωπα των συγκρούσεων: η σύμπλευση του φεμινισμού με το μαζικό ειρηνιστικό κίνημα και η μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων. Το Γυναικείο Στρατόπεδο Ειρήνης στήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1981 έξω από την αμερικανική αεροπορική βάση του Γκρίναμ Κόμον, από τη Γυναικεία Πορεία Ειρήνης για τη Ζωή στη Γη, που ξεκίνησε από το Κάρντιφ σε διαμαρτυρία για την εγκατάσταση των νέων αμερικανικών πυραύλων. Τον Φεβρουάριο του 1982, το Στρατόπεδο έγινε αποκλειστικά γυναικείο και διατηρήθηκε έως το 1994, οπότε οι 35 πύραυλοι αποσύρθηκαν. Οι μεγαλύτερες εκδηλώσεις στο Γκρίναμ γίνονταν κάθε χρόνο στην επέτειο της απόφασης του ΝΑΤΟ να εγκαταστήσει τους πυραύλους εκεί. Τον Δεκέμβριο του 1982, 35.000 διαδηλώτριες και διαδηλωτές περικύκλωσαν τη βάση, ενώ ένα χρόνο αργότερα ο αριθμός τους έφτασε τις 50.000. Πολλές φορές επίσης οργάνωσαν αποκλεισμούς της και άλλες συμβολικές ενέργειες. Άλλες φορές προσπάθησαν να εισβάλουν στο στρατόπεδο ή να κάνουν μικροσαμποτάζ, ξεκινούσαν δικαστικούς αγώνες ή συμπαραστέκονταν σε όσες συλλαμβάνονταν, και κατέγραφαν ή παρενοχλούσαν που οχήματα που μετέφεραν τους πυραύλους. Πάνω απ’ όλα όμως, καθώς το Στρατόπεδο ήταν μόνιμο, χρειαζόταν να επινοούν διαρκώς νέους τύπους παρέμβασης. Αξιοποίησαν την κληρονομιά του 1968 διακηρύσσοντας συνάμα τη νέα φεμινιστική διάσταση του αγώνα: Οι γυναίκες στο Γκρίναμ, άλλοτε φτιάχνοντας μια αλυσίδα τριάντα χιλιάδων ανθρώπων που «αγκάλιαζε τη Βάση», άλλοτε περνώντας ξανά και ξανά τον δήθεν φοβερό και τρομερό φράχτη για να φυτέψουν χιονονιφάδες μέσα στη βάση, να κάνουν εκεί πικνίκ, να χορέψουν πάνω στα σιλό των πυραύλων, να καταλάβουν ένα φυλάκιο ή έναν πύργο ελέγχου, ή και να ζωγραφίσουν το σύμβολο της ειρήνης πάνω σε κατασκοπευτικά αεροπλάνα των ΗΠΑ, άλλοτε καταστρέφοντας το φράχτη χιλιόμετρο προς χιλιόμετρο ή κλειδώνοντας τις πύλες της βάσης, άλλοτε ντυμένες μάγισσες ή κάνοντας δύο ώρες για να περπατήσουν ελάχιστα μέτρα και εμποδίζοντας έτσι τη διάβαση, κατάφεραν για δώδεκα χρόνια να χλευάζουν τους Αμερικανούς και να προκαλούν προβλήματα στη λειτουργία, την ασφάλεια και την καθημερινότητα μιας σημαντικής στρατιωτικής εγκατάστασης της πιο ισχυρής χώρας στον κόσμο.36
782
Ο αποκλεισμός των αντρών από το στρατόπεδο προκάλεσε εντάσεις στο ειρηνιστικό κίνημα, ενώ η οικολογική και πνευματιστική διάσταση της φιλοσοφίας του
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·783
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
κινήματος αυτού εκνεύριζε πολλά μέλη της Εκστρατείας για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό, που ανησυχούσαν για τις δημόσιες αντιδράσεις στις περιστασιακές εκτροπές του Στρατοπέδου Ειρήνης. Το θέαμα μιας απείθαρχης κολεκτίβας γυναικών που συμπεριφέρονταν με ελάχιστα «γυναικείο» τρόπο, απέκλειαν τους άντρες και, συχνά, παρατούσαν και τους συζύγους τους, ζούσαν σε σπαρτιατικές συνθήκες, υμνούσαν τον λεσβιακό έρωτα και γενικά αγνοούσαν τους κανόνες καλής συμπεριφοράς ήταν προσβολή για την «κανονική» κοινωνία. Αλλά αυτή η παραβατικότητα –η απόφαση τόσο πολλών γυναικών, από γιαγιάδες μέχρι μαθήτριες, λεσβίες και «κανονικές», άνεργες και εργαζόμενες, να κάνουν κάτι βγαίνοντας έξω από την κοινωνία– ήταν η ουσία του ζητήματος. Οι γυναίκες του Γκρίναμ δεν ήταν αφομοιώσιμες. Το δεύτερο εμβληματικό γεγονός της περιόδου, η μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων, ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1984 με αφορμή την ωμή προσπάθεια της κυβέρνησης Θάτσερ να διαλύσει την ανθρακοβιομηχανία κλείνοντας μεγάλο αριθμό ανθρακωρυχείων. Ήταν η πιο μακρόχρονη και βίαιη εργατική κινητοποίηση στη Βρετανία από τη γενική απεργία του 1926. Στην κορύφωση των συγκρούσεων, 10.000 εργάτες που περιφρουρούσαν την απεργία ήρθαν αντιμέτωποι με 4.000 πάνοπλους αστυνομικούς, ένοπλους και την έφιππη αστυνομία. Σε μια τεράστια παραστρατιωτική επιχείρηση, 8.000 αστυνομικοί σχημάτισαν κλοιό γύρω από τα ανθρακωρυχεία του Νότιγχαμ για να εμποδίσουν τις ομάδες περιφρούρησης, ενώ μπλόκα στους δρόμους εμπόδισαν τους ανθρακωρύχους του Κεντ να πάνε στο βόρειο μέτωπο. Η εχθρότητα ανάμεσα στους μαχητικούς ανθρακωρύχους των περιοχών που τα ορυχεία τους απειλούνταν με κλείσιμο (Γιόρκσερ, Σκοτία, Κεντ, Νότια Ουαλία) και σε όσους εργάζονταν σε αποδοτικότερα ορυχεία που συνέχιζαν τη λειτουργία τους, όπως στο Νότιγχαμσερ, ερχόταν σε θλιβερή αντίθεση με την ενότητα των απεργιακών κινητοποιήσεων του 1972-74. Η επιθετικότητα της αστυνομίας έκανε χειρότερη τη βία, με συνέπεια μεγάλο μέρος του Γιόρκσερ να βρεθεί ουσιαστικά σε καθεστώς στρατιωτικού νόμου: 9.750 ανθρακωρύχοι συλνεήφθησαν στη διάρκεια της απεργίας, ενώ σε 7.874 από αυτούς απαγγέλθηκαν κατηγορίες. Η Εθνική Ένωση Ανθρακωρύχων (NUM) δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των κρατικών αρχών, την αποδοκιμασία των ηγετών του Εργατικού Κόμματος και του TUC και τις δικές της εσωτερικές διαφωνίες. Η απεργία κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο και έληξε χωρίς συμφωνία με την κυβέρνηση, αλλά στο μεταξύ 71. 000 από τους 187.000 απεργούς είχαν επιστρέψει στη δουλειά τους. Για τον χαρισματικό πρόεδρο της NUM, τον Άρθουρ Σκάργκιλ (Arthur Scargill), ο αγώνας των ανθρακωρύχων τόνιζε τη αμετάβλητη σημασία της παραδοσιακής εργατικής τάξης για το σοσιαλισμό, καθώς αποτύπωνε τις μαχητικές παραδόσεις του ερ-
783
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·784
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
784
γατικού κινήματος. Οι ανθρακωρύχοι ήταν η ενσάρκωση της ταξικής συνείδησης: ήρωες του ταξικού αγώνα, θαρραλέοι εκφραστές της εργατικής αρρενωπότητας, που γονάτιζαν τους αντιπάλους με την πυγμή της συλλογικότητάς τους. Η απεργία ανακαλούσε τις εξίσου κλασικές εκείνες εικόνες των χωριών των ανθρακωρύχων, με την ομοιογενή αλληλεγγύη των κοινοτήτων τους. Ήταν μια διαμαρτυρία ενάντια στην ίδια την απεκβιομηχάνιση, που υπερασπιζόταν έναν ολόκληρο τρόπο ζωής ενάντια στο βανδαλισμό. Συμπύκνωνε μια πανίσχυρη δήλωση ταξικής πολιτικής. Από αυτή την άποψη, συμπύκνωνε και τις ελπίδες των παραδοσιακών σοσιαλιστών. Ο θατσερισμός έπρεπε να ανατραπεί: «Θέλουμε να ανοίξουμε το δρόμο στην οικονομική ανάκαμψη, τη διενέργεια εκλογών και την επιστροφή των Εργα38 τικών στην κυβέρνηση». Από την άλλη πλευρά, σκοπός της Θάτσερ ήταν να τσακίσει τη NUM. Ο Ίαν ΜακΓκρέγκορ (Ian MacGregor), ο νέος διευθυντής της κρατικής Επιτροπής Γαιανθράκων, που ήταν ιδιοκτήτρια των ανθρακωρυχείων, είχε εντολή να κλείσει πολλά από αυτά και να αποδυναμώσει τη NUM. Για τον Μικ ΜακΓκάχεϊ (Mic McGahey), τον κομμουνιστή αντιπρόεδρο της NUM, το πολιτικό διακύβευμα ήταν επίσης ξεκάθαρο: «Για να διαλύσουν το κράτος πρόνοιας, έπρεπε πρώτα να τσακίσουν τον συνδικαλισμό, και για να το κάνουν αυτό, έπρεπε πρώτα να τσακίσουν τους ανθρακωρύχους». Γι’ αυτό και τα συνδικάτα έπρεπε να δαιμονοποιηθούν. Στην αρχή κιόλας της απεργίας, η Θάτσερ δήλωσε: «Στα Φόκλαντ, έπρεπε να αντιμετωπίσουμε τον εξωτερικό εχθρό. Εδώ, ο εχθρός είναι μέσα στο σπίτι μας, γι’ αυτό και είναι πιο δύσκολο να τον πολεμήσουμε, και είναι πιο επικίν39 δυνος για την ελευθερία». Με τέτοιους όρους, οι ριζοσπάστες της Αριστεράς δεν είχαν άλλη επιλογή από το να υποστηρίξουν την απεργία. Ωστόσο οι απεργοί δεν είχαν την αμέριστη στήριξη των άλλων εργαζομένων. Η κινητοποίηση των ανθρακωρύχων έγινε σε μια εποχή γενικής υποχώρησης του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς τα περισσότερα συνδικάτα στρέφονταν προς τα δεξιά, η ανεργία αύξανε και το νομικό πλαίσιο των απεργιών γινόταν όλο και πιο ασφυκτικό. Η χαλυβουργία είχε ήδη δεχτεί ισχυρά πλήγματα, πάλι από τον Ίαν ΜακΓκρέγκορ, μετά την απεργιακή κινητοποίηση του 1980. Το 1984, η «Τριπλή Συμμαχία» των ανθρακωρύχων, των εργατών μετάλλου και των σιδηροδρομικών δεν κατάφερε να στερεωθεί, όπως και οι συμμαχίες των υπόλοιπων κατηγοριών εργαζομένων που χρειάζονταν για τη μαζική περιφρούρηση των απεργιών. Ακόμη χειρότερα, η ίδια η NUM ήταν διασπασμένη: ένας στους πέντε ανθρακωρύχους συνέχιζε να εργάζεται, κι έτσι στο Νότιγχαμσερ στήθηκε η αντίπαλη Ένωση Δημοκρατικών Ανθρακωρύχων, με απόφαση του 72% των τοπικών συνδικαλισμένων, και συγκέντρωσε 30.000 μέλη. Ούτε οι Εργατικοί ούτε το TUC υποστήριξαν επίση-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·785
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
μα την απεργία. Γενικά, όλα τα προηγούμενα χρόνια το εύρος του εργατικού κινήματος διαβρωνόταν. Την περίοδο 1979-83 η εκλογική δύναμη των Εργατικών μεταξύ των συνδικαλισμένων συρρικνώθηκε από το 51% στο 39%, ενώ και η δημο40 τικότητα των συνδικάτων στον ευρύτερο πληθυσμό μειωνόταν. Από την άλλη πλευρά, την απεργία στήριξαν ενεργά με την αλληλεγγύη τους τα αριστερά δίκτυα των αστικών κέντρων. Τα αριστερά δημοτικά συμβούλια τής πρόσφεραν ηθική ενίσχυση. Ομάδες υποστηρικτών αδελφοποιήθηκαν με περιοχές ορυχείων ή και με συγκεκριμένα ανθρακωρυχεία, όπως η Ομάδα Στήριξης Ανθρακωρύχων στο Ντάραμ και τα Ντόκλαντς ή η Ομάδα Υποστήριξης του Κέμπριτζ, που έστελνε εξακόσιες λίρες την εβδομάδα στο Μπλάιντγουορθ και το Ρέινγουορθ, δυο χωριά ανθρακωρύχων του Νότιγχαμ. Βασικός σύνδεσμος ανάμεσα στα ανθρακωρυχεία και στις πόλεις ήταν η οργάνωση Γυναίκες Ενάντια στο Κλείσιμο των Ορυχείων (Women Against Pit Closures), που ξεκίνησε από το Σέφιλντ και το Μπάρνσλι. Με διάφορους τρόπους, από την οργάνωση συντροφικής κουζίνας μέχρι τη συμμετοχή στην περιφρούρηση της απεργίας, τα μέλη του γυναικείου κινήματος έστησαν μια παράλληλη οργάνωση, η οποία συνδεόταν με ομάδες γυναικών που δεν είχαν άμεση σχέση με τα ανθρακωρυχεία, όπως, για παράδειγμα, με τις Γυναίκες του Γκρίναμ. Η ομάδα του Σέφιλντ συγκέντρωνε τρόφιμα για τα τοπικά ανθρακωρυχεία, κυκλοφορούσε ένα φυλλάδιο και έκανε προπαγάνδα στο Συμβούλιο των Σωματείων· αποτελούνταν από «εργαζομένους στις τοπικές δημόσιες υπηρεσίες, ανέργους, νοσοκόμες, μηχανικούς, νοικοκυρές, συνταξιούχους, φοιτητές, οδηγούς λεωφορείων και τις συζύγους των ίδιων των ανθρακωρύχων».41 Στη Νότια Ουαλία τέτοιες δραστηριότητες έφτιαξαν ένα «εναλλακτικό κράτος πρόνοιας» και βοήθησαν να προχωρήσει μια ευρύτερη πολιτική πρωτοβουλία, η Ουαλική Συνέλευση Ενίσχυσης Κοινοτήτων Ανθρακωρύχων (Wales Congress in Support of Mining 42 Communities)». Επομένως η απεργία πράγματι παρήγαγε πολιτική. Η ομάδα «Ανθρακωρυχεία, όχι Πύραυλοι» έγινε σύνδεσμος με τις αντιπολεμικές εκστρατείες. Η Αν Σάντικ (Anne Suddick), υπάλληλος που μετείχε στην Ομάδα Στήριξης Γυναικών του Ντάραμ, συνέδεσε το κλείσιμο των ορυχείων με το πυρηνικό εργοστάσιο ηλεκτρισμού του Μπλάιθ, με τον αγώνα των Γυναικών του Γκρίναμ και, τελικά, με το παγκόσμιο πλαίσιο της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας. Οργάνωσε το 1986 τη διάσκεψη «Κάνε τη Σύνδεση – Σπάσε την Αλυσίδα» (Make the Links - Break the Chain), στην οποία συμμετείχαν επίσης αντιπολεμικές ομάδες και άλλες εναντίον του απαρτχάι43 ντ. Η απεργία στηρίχτηκε επίσης με μια πολιτική της κουλτούρας – θεατρικές παραστάσεις, προπαγάνδα δρόμου και περιφερειακά εργαστήρια κινηματογράφου και
785
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·786
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
βίντεο.44 Οι συναντήσεις της Ομάδας Υποστήριξης του Κέμπριτζ συγκέντρωναν κάθε εβδομάδα από δεκαπέντε έως πενήντα ανθρώπους, κυρίως «διανοουμένους και υπαλλήλους, αλλά και πρόσωπα ενεργά σε εκστρατείες για συγκεκριμένα ζητήματα, όπως το φεμινιστικό και τα πυρηνικά». Οργάνωναν συναυλίες, συγκεντρώσεις υποστήριξης, δημοπρασίες έργων τέχνης, παζάρια και εράνους στα κολέγια αλλά και στους κεντρικούς δρόμους κάθε Σάββατο. Η Ομάδα Στήριξης στο Μίλτον Κέινς, με εκατόν πενήντα έως διακόσια μέλη, είχε την έδρα της στο Κέντρο Άνεργων Εργατών και συνδεόταν με την Εταιρεία των Σιχ, τη Λέσχη των Αφροκα45 ραΐβων, την Ομάδα Ειρήνης και το Οικολογικό Κόμμα. Η πολυπολιτισμική στήριξη των απεργών στις πόλεις ήταν ιδιαίτερα σημαντική μεταξύ των Αφροκαραΐβων, των Κυπρίων, των Ασιατών και των Τούρκων. Στο Λονδίνο, στο Σαουθάμπτον, στο Κάρντιφ, στο Μάντσεστερ, στο Γιορκ, στο Εδιμβούργο και τη Γλασκόβη εμφανίστηκαν Γκέι Ομάδες Υποστηρικτών των Ανθρακωρύχων. Τον Δεκέμβριο του 1984, μια πανεθνική συνδιάσκεψη περίπου χιλίων πεντακοσίων ομάδων στήριξης οργανώθηκε στο δημαρχείο του Κάμντεν, στο Λονδίνο.
Δυο αριστερές: κοινοβούλιο και λαός
∏ απεργία των Βρετανών ανθρακωρύχων απεικόνισε πιο παραστατικά από κάθε
786
άλλη εξέλιξη τα διλήμματα ολόκληρης της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Επικαλέστηκε ακριβώς εκείνες τις παραδόσεις ταξικής πολιτικής μαχητικότητας που τώρα σιγά σιγά έσβηναν. Οι γλώσσες του σοσιαλισμού προϋπέθεταν ανέκαθεν μια συλλογική δράση των βιομηχανικών εργατών, στηριγμένη στην αλληλεγγύη της ευρύτερης κοινότητας, ακριβώς με τους τρόπους που είχαν χρησιμοποιήσει τώρα οι ανθρακωρύχοι. Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ένα παράδειγμα παραδοσιακής ταξικής συνείδησης πιο δυνατό από αυτό, αλλά τώρα η σοσιαλιστική πολιτική απομακρυνόταν ολοένα περισσότερο από αυτήν τη συνείδηση, ή και την αποκήρυσσε. Ανέκαθεν τα σοσιαλιστικά κόμματα αισθάνονταν υπόλογα στην εργατική τάξη, είτε την έβλεπαν ως το εργατικό κίνημα είτε ως ένα σύνολο συμφερόντων ή απλώς ως κοινωνική αφαίρεση. Ως δημοκρατικό σχέδιο, επίσης, η προοπτική της Αριστεράς ήταν πάντοτε ευρύτερη από κάθε απλώς ταξικά προσδιορισμένο όραμα του σοσιαλισμού. Από τη στιγμή που τα σοσιαλιστικά κόμματα άρχισαν να αποδέχονται τις κυβερνητικές ευθύνες, και σίγουρα από τότε που κλήθηκαν να κυβερνήσουν, προβάλλοντας στα κοινοβούλια και στις εκλογές ως εκφραστές της ολότητας του έθνους, η σχέση τους με την εργατική τάξη αλλοιώθηκε. Με τις βαθιές αλλαγές που σημειώθηκαν μετά το 1968-73 –αναδόμηση του καπιταλισμού με απεκβιομηχάνι-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·787
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
ση και μαζική ανασύνθεση των τάξεων–, η σοσιαλιστική πολιτική αποσυνδέθηκε ακόμη περισσότερο από τις παραδοσιακές εικόνες του βιομηχανικού προλεταριάτου. Ο κύριος άξονας της προοδευτικής πολιτικής μετατοπίστηκε, μειώνοντας την κεντρικότητα των εργατικών κινημάτων και υποχρεώνοντας την Αριστερά να ξανασκεφτεί τις βασικές εγκλήσεις της. Τη δεκαετία του 1980 τα σοσιαλιστικά όσο και τα κομμουνιστικά κόμματα άρχισαν να αποδεσμεύονται ακόμη πιο απροκάλυπτα από την ταξική πολιτική. Η απεργία των Βρετανών ανθρακωρύχων δεν ήταν παρά το πιο δραματικό σχόλιο στη διαδικασία αυτή. Το δρόμο έδειχναν οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες. Μια ομάδα νεαρών γύρω από τον γενικό τους γραμματέα Πίτερ Γκλοτς (Peter Glotz) και τον πρωθυπουργό του κρατιδίου της Ζάαρλαντ Όσκαρ Λαφοντέν (Oskar Lafontaine) παρουσίασε τον Δεκέμβριο του 1989, έπειτα από μια πεντάχρονη προσπάθεια αναθεώρησης της πολιτικής του κόμματος, το Πρόγραμμα του Βερολίνου. Στα διεθνή ζητήματα, το πρόγραμμα υποστήριζε την πολιτική της «κοινής ασφάλειας» και την «ομόσπονδη και κοινωνική Ευρώπη». Η ποιοτική οικονομική ανάπτυξης θα διασφαλιζόταν με την εξοικονόμηση της κατανάλωσης ενέργειας, την προστασία του περιβάλλοντος, τις «καθαρές» βιομηχανίες, τον εξανθρωπισμό του τόπου εργασίας και τη μικρότερη εργάσιμη εβδομάδα. Τα επιχειρήματα για ισότητα των φύλων, ευέλικτη απασχόληση και μοίρασμα των οικογενειακών ρόλων έδειχναν την έλευση του φεμινισμού, μολονότι τα συνδικάτα συνέχιζαν να δημιουργούν προβλήματα. Ο Γκλοτς μάλιστα πρότεινε το σύνθημα, «Θάνατος στην πατριαρχία!». Ωστόσο η ρητορική ανάδειξη όλων αυτών των ζητημάτων δεν αρκούσε για να αλλάξει πολιτική το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Η προσπάθεια του Γκλοτς να διευρύνει την ατζέντα του κόμματος παρουσιάζοντας κείμενα προς συζήτηση, προσεγγίζοντας τα νέα κοινωνικά κινήματα, μεταφράζοντας τις απόψεις των Ιταλών κομμουνιστών και ακόμη και μιλώντας στις φεμινίστριες ήταν πράγμα πολύ πιο απλό από το να αλλάξει η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι σοσιαλδημοκράτες. Η προεκλογική τους εκστρατεία το 1987 ήταν το ίδιο βαρετή και γκρίζα όπως πάντα, καθώς συνέχιζαν να αντιμετωπίζουν τους Πράσινους μάλλον σαν μπελά παρά ως συμμάχους. Τα νέα ζητήματα αντιμετωπίζονταν εντελώς συνθηματολογικά – η πολιτική της «κοινής ασφάλειας», η οικονομική δικαιοσύνη σε διεθνές επίπεδο, η ισότητα των φύλων στην εργασία, η ορθολογική τεχνολογία, η ποιοτική ανάπτυξη, η ποιότητα ζωής και οι νέες μορφές δημοκρατίας που θα βασίζονταν στη ζωντάνια της κοινωνίας πολιτών έμειναν απλές ατάκες. Το SPD θα μπορούσε πράγματι να βγάλει από τα συνθήματα αυτά μια νικηφόρα στρατηγική. Αλλά τώρα διακυβευόταν επίσης η ίδια η ποιότητα της πολιτικής πράξης – η συμμετοχή που θα έδινε δύ-
787
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·788
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
788
ναμη στο λαό, οι προσδοκίες που είχε θρέψει το 1968. Αυτά ακριβώς βρίσκονταν 47 πίσω από την κινητοποίηση των πολιτών τη δεκαετία του 1980. Αυτή ήταν η διαφορά: από τη μια μεριά μια «προσθετική» προσέγγιση των νέων ταυτοτήτων και συμφερόντων που προσπαθούσε να τα ενοφθαλμίσει στις καθιερωμένες πολιτικές και τις δεδομένες ομάδες υποστηρικτών, σε μια προσπάθεια να ανακαινίσει την πολιτική του Μπαντ Γκόντεσμπεργκ και να προσαρμόσει την εικόνα του «κόμματος του λαού» στα δεδομένα του 1990· από την άλλη, μια πρόσδεση του κόμματος σε μια νέα φιλοσοφία για το μέλλον, με φαντασία, που θα έζευε τα νέα κοινωνικά κινήματα σε ό,τι απέμενε από τη σοσιαλιστική κουλτούρα και την αλληλεγγύη της εργατικής τάξης που κρατούσε ακόμη η παλιά Αριστερά, φτιάχνοντας έτσι ένα νέο ριζοσπαστικό όραμα. Τα νέα κοινωνικά κινήματα είχαν διαφορετική δυναμική. Δεν στηρίζονταν σε μαζικά κόμματα έντονης στράτευσης, με πολλά και στενά δεμένα μεταξύ τους μέλη, που εξασφάλιζαν τις σοσιαλιστικές υποκουλτούρες και τις κοινότητες αλληλεγγύης της Αριστεράς. Αυτού του είδους τα παραδοσιακά κόμματα βρίσκονταν σε παρακμή. Αντίθετα, οι νέοι ακτιβισμοί έφτιαχναν χαλαρές ομοσπονδίες ομοφρονούντων, με τις οποίες αυτόνομοι πολίτες και τοπικές ομάδες ένωναν τις εκλογικές τους προσδοκίες. Τι σήμαινε όμως αυτός ο διχασμός ανάμεσα σε κόμμα και κινήματα; Τα κόμματα της Αριστεράς είχαν χάσει την ικανότητα να εξασφαλίζουν την ταύτιση των αγωνιστών μαζί τους, δένοντας από κοινού τα μέλη τους σε προοδευτικά κοινωνικά δίκτυα. Είχαν μετατραπεί σε απλούς εκλογικούς μηχανισμούς. Στον κόσμο έξω από τη Βουλή, αντίθετα, πολλά και ρωμαλέα κοινωνικά κινήματα αναπτύσσονταν σε τοπικό επίπεδο, χωρίς να συνδέονται με τα εθνικά κόμματα, γιατί στην πραγματικότητα τα σοσιαλιστικά κόμματα φοβούνταν την ενέργεια που γεννιόταν έξω από τη Βουλή. Ευρύτατα κοινωνικά κινήματα στήθηκαν στην Ευρώπη χωρίς τη στήριξη των σοσιαλιστών βουλευτών – αντιπολεμικά κινήματα, εκστρατείες για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, αντιπυρηνικές διαμαρτυρίες στη Δυτική Γερμανία, εκστρατείες κατά της μαφίας στη Σικελία, καταλήψεις κτιρίων στο Άμστερνταμ, στην Κοπεγχάγη και τη Δυτική Γερμανία, το κίνημα υποστήριξης των Βρετανών ανθρακωρύχων και τόσα άλλα. Ελάχιστοι πολιτικοί εθνικής εμβέλειας, με πιο χαρακτηριστική εξαίρεση τον Τόνι Μπεν, υποστήριξαν τέτοιες κινητοποιήσεις. Οι κομμουνιστές ήταν πιο ανοιχτοί, μολονότι μόνο το PCI είχε ειδικό βάρος ανάλογο των σοσιαλιστικών κομμάτων, δεδομένου ότι το PCF έπεσε σε παρακμή αφότου επέστρεψε στο σταλινισμό. Οι απειράριθμες πολιτικές κινητοποιήσεις στις γειτονιές και τις πόλεις όλα αυτά τα χρόνια αλληλεπικαλύπτονταν με τις τοπικές οργανώσεις των σοσιαλιστικών κομμάτων, αλλά σπάνια κατάφεραν να βγάλουν από το λήθαργό τους τις κοινοβουλευτικές ομάδες των τελευταίων.
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·789
Ο ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1989
Το μοντέλο του εθνικά οργανωμένου σοσιαλιστικού κόμματος και του συνδικαλιστικού του βραχίονα, που είχε αποδειχτεί τόσο αποτελεσματικό από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τη δεκαετία του 1960, έπνεε τα λοίσθια. Για πρώτη φορά από την εποχή της γέννησης των εργατικών κινημάτων, η κύρια δημοκρατική ώθηση ήλθε από αλλού – όχι μόνο από το εξωτερικό των σοσιαλιστικών κομμάτων αλλά, συχνά, και εναντίον τους. Αν πράγματι όμως τα νέα κοινωνικά κινήματα κυοφορούσαν το νέο, πώς θα μπορούσε αυτό, στην πράξη, να έρθει στο φως;
789
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·790
∫∂º∞§∞π√ 27
Δ√ ∫∂¡Δƒ√ ∫∞π Δ∞ ¶∂ƒπ£øƒπ∞
Παρακμή ή ανανέωση; Α ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ από τις ευρύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγών της μετάβασης στη μεταφορντική περίοδο. Από το 1960 έως το 1985 οι κατηγορίες των εργαζομένων που κατατάσσονταν στα ελεύθερα επαγγέλματα, τους τεχνικούς και τη διοίκηση τουλάχιστον διπλασιάστηκαν στο εργατικό δυναμικό της Δυτικής Ευρώπης, φτάνοντας στις περισσότερες χώρες το 13% έως το 18% του συνόλου και μερικές φορές ξεπερνώντας το· αυτές ακριβώς οι νέες ειδικότητες σε τομείς όπως η εκπαίδευση, οι επικοινωνίες, η υγεία και οι κοινωνικές υπηρεσίες έκαναν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους στα νέα αυτά κινήματα. Η βρετανική CND, για παράδειγμα, αντιπροσωπευόταν δυσανάλογα πολύ στα «ελεύθερα επαγγέλματα της κοινωνικής πρόνοιας και του δημιουργικού τομέα», όπως και το εξαιρετικά ευρύ ειρηνιστικό κίνημα της Ολλανδίας, όπου 3,8 εκατομμύρια άνθρωποι –το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας– υπέγραψαν το 1985 το Λαϊκό Αίτημα ενάντια στην εγκατάσταση των νέων αμερικανικών πυραύλων.1 Η «μεταβιομηχανική» οικονομία στηρίχτηκε στη συσσώρευση και τη διαχείριση της πληροφορίας. Επομένως οι κοινωνικές συγκρούσεις επικεντρώνονταν ολοένα περισσότερο στον έλεγχο και την επεξεργασία της γνώσης, στην πρόσβαση 2 στην εκπαίδευση και την ελεγξιμότητα των γραφειοκρατών. Στις μεταφορντικές οικονομίες σίγουρα συνέχιζαν να υπάρχουν μεγάλες συγκρούσεις γύρω από τις κοινωνικές ανισότητες, τη μερική απασχόληση, τις χαμηλές αμοιβές, τους κανονισμοί ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων και οι πρόσθετες αμοιβές αποτελούσαν τα πιο σημαντικά προβλήματα. Ωστόσο υπήρχαν και άλλα ζητήματα που ζητούσαν την προσοχή του κοινού, και τα οποία συνδέονταν με την αυτοεκτίμηση και τη δυνατότητα αυτοέκφρασης των ανθρώπων, την αισθητική και διανοητική ικανοποίηση, την ποιότητα ζωής, την ταυτότητα και την αίσθηση του ανήκειν. Οι «μεταϋλιστικές» αυτές αξίες συγκινούσαν ιδιαίτερα όσους ανήκαν στις γενιές που ενηλικιώθηκαν μετά το 1960. Ενέπνευσαν εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στα
Τ
790
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·791
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
ρίσκα και τις ανασφάλειες της δημόσιας ζωής, όπως η απειλή του πυρηνικού πολέμου και η καταστροφή του περιβάλλοντος. Ενθάρρυναν τις επιθυμίες της συντήρησης των πόρων, της καθαρής ενέργειας, της ισότητας των φύλων, της πληθυντικής σεξουαλικότητας, της πολυπολιτισμικότητας, της διεθνούς κατανόησης και της ελεύθερης καλλιτεχνικής και υφολογικής έκφρασης. Η κριτική της αλλοτρίωσης αποτέλεσε βασικό στοιχείο της νέας αυτής στάσης, καθώς στήριζε τις αξίες του αυτοέλεγχου και της ενδυνάμωσης, της αυτονομίας και της ατομικότητας, της 3 αυτοπραγμάτωσης και της δυνατότητας επιλογών. «Οι μεταϋλιστικές αξίες» αποτύπωναν τη μεταπολεμική άνοδο του βιοτικού επιπέδου που περιλάμβανε τη μεγαλύτερη ασφάλεια του κράτους πρόνοιας. Οι μνήμες της αμέσως προηγούμενης γενιάς, που είχε ζήσει τη Μεγάλη Κρίση του 1929, τα βάσανα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και τις ελλείψεις της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, δεν άγγιζαν τους νεότερους που ανέπτυξαν διαφορετικές εικόνες της καλής κουλτούρας. Με αυτή τη δημογραφική μετάβαση δεν συνδεόταν απλώς το πολιτικό ενδιαφέρον τους για τον πυρηνικό αφοπλισμό και την οικολογία, αλλά και η αλλαγή των αντιλήψεων για την εργασία και τη σχόλη, το γάμο και την ανατροφή των παιδιών, τη σεξουαλικότητα και τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Βεβαίως και οι συγκρούσεις ανάμεσα στις γενιές άρχισαν να αντιμετωπίζονται υπό το ίδιο πρίσμα, καθώς τα επιτεύγματα των γονιών παραμερίζονταν από την αχάριστη εξέγερση των παιδιών. Επιπλέον, μετά το 1980 οι παλιότερες γενιές άρχισαν να αποχωρούν από την πολιτική ζωή. Ο Τζακ Τζόουνς, για παράδειγμα, γεννημένος το 1913, γιος λιμενεργάτη από το Λίβερπουλ και με δύο αδέρφια σιδηροδρομικούς, μεγάλωσε ανάμεσα σε συνδικαλιστές. Ήταν αγγελιοφόρος στη Γενική Απεργία του 1926, σπούδασε στα κολέγια του Εργατικού Κόμματος και, σε ηλικία μόλις δεκαέξι χρονών έγινε γραμματέας μιας τοπικής κομματικής οργάνωσης. Μεγάλωσε μέσα σε κουλτούρες σοσιαλισμού και αλληλεγγύης. Πήγε εθελοντής στον Εμφύλιο της Ισπανίας, στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου εργάστηκε στην αυτοκινητοβιομηχανία του Κόβεντρι και κατέληξε γενικός γραμματέας του TGWU και ένας από τους στυλοβάτες της ευρύτερης συνδικαλιστικής Αριστεράς της Βρετανίας. Τη δεκαετία του 1970 ενσάρκωνε την καλύτερη εκδοχή του εργατοκεντρικού προοδευτισμού της καθιερωμένης Αριστεράς, συμπυκνώνοντας τις λιγοστές πια ελπίδες της στο Κοινωνικό Συμβόλαιο. Όταν αποσύρθηκε το 1977, μια ολόκληρη κουλτούρα έδυε – κάτι πολύ παραπάνω από τις συνέχειες της ταξικής ταυτότητας και τις μνήμες της φτώχει4 ας όσο και των αγώνων. Αυτές ήταν οι περιστάσεις που είχαν να αντιμετωπίσουν οι ευρωπαϊκές αριστε-
791
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·792
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ρές στα τέλη του 20ού αιώνα. Δύο χωριστοί αστερισμοί αριστερής πολιτικής συνυπήρχαν και συχνά συγκρούονταν με μανία. Από τη μια πλευρά ήταν οι εδραιωμένες κουλτούρες των εργατικών κινημάτων, με θεσμούς και αξίες διαμορφωμένες από ανάγκες ολοένα λιγότερο επίκαιρες στις νέες μεταφορντικές καπιταλιστικές κοινωνίες που άρχισαν να διαμορφώνονται μετά το 1960. Από την άλλη, οι πολιτικές κουλτούρες αυτών των αναδυόμενων ακόμη ποικιλόμορφων κινημάτων που περιγράψαμε παραπάνω, για τα οποία ο βιομηχανικός κολεκτιβισμός δεν μπορούσε πια να είναι κεντρική οργανωτική αρχή αλλά μόνο ένα δευτερεύον στοιχείο πολύ ευρύτερων συνασπισμών συμφερόντων και πόθων. Δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση να πλεχτούν μαζί οι δύο αυτές παραδόσεις σε ένα κοινό πολιτικό πρόγραμμα, ιδιαίτερα όταν τα καθιερωμένα κόμματα ήταν τόσο υπεροπτικά προσκολλημένα στις παλιές πρακτικές και τα προγράμματά τους. Για τις παλιότερες γενιές, η νέα πολιτική της Αριστεράς ήταν ακατανόητη και αντιστρόφως. Αλλά η πολιτική αποτελεσματικότητα της Αριστεράς, και επομένως η μελλοντική ανθεκτικότητα της δημοκρατίας, εξαρτιόταν καίρια από τη συνάντησή τους.
Η νέα πολιτική της ταυτότητα
ªέσα στη δεκαετία του 1980 τα ριζοσπαστικά κινήματα των αστικών κέντρων εί-
792
χαν καταλαγιάσει σε ένα συγκεκριμένο ρεπερτόριο κοινωνικών αιτημάτων που προβάλλονταν από τη βάση: κυρίως κινητοποιήσεις ενάντια «στην ανεπαρκή στέγαση και τις δημόσιες υπηρεσίες, την αχαλίνωτη κερδοσκοπία στα ακίνητα, την έλλειψη κέντρων υγείας και βρεφονηπιακών σταθμών, τα απαρχαιωμένα νοσοκομεία και τις απάνθρωπες συνθήκες στις φυλακές».5 Ο φεμινισμός του Δεύτερου Κύματος ήταν επίσης ενεργός σε ένα δάσος τοπικών εκστρατειών, ενώ οι πολιτικοποιημένες υποκουλτούρες των εναλλακτικών σκηνών έδεναν ακόμη περισσότερο αυτή την εξωκοινοβουλευτική δημόσια σφαίρα. Σε γενικές γραμμές, όλα αυτά τα τοπικά πλαισιωμένα ριζοσπαστικά κινήματα δεν έμοιαζαν και τόσο διαφορετικά από τις συμμαχίες που είχε στήσει στις αρχές του 20ού αιώνα το εργατικό κίνημα σε τοπικό επίπεδο με στόχο διάφορες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο οι σύγχρονες τοπικές κινητοποιήσεις δεν συντονίζονταν από κανένα εθνικά οργανωμένο κόμμα, ενώ συχνά βρίσκονταν αντιμέτωπες με τους τοπικούς πυρήνες των παλιών σοσιαλιστικών κομμάτων, που με τις πολιτικές και τις πρακτικές τους είχαν ενσωματωθεί πια στα εδραιωμένα συμφέροντα που μπλόκαραν τις προοδευτικές αλλαγές. Επιπλέον, οι μέθοδοι και οι τόποι της δράσης τώρα είχαν αλλάξει: η καταναλωτική ευημερία, οι νέες επικοινωνιακές τεχνολογίες και οι μαζικά διαμεσολαβημένες δημό-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·793
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
σιες σφαίρες πρόσφεραν στο πολιτικό σώμα νέους πόρους, εκδημοκρατίζοντας δυνητικά την πρόσβαση στην πολιτική. Ανέκαθεν υπήρχαν ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα που, μολονότι δεν ήταν αφομοιώσιμα στην ταξική πολιτική με τη στενή έννοια του όρου, ήταν ζωτικής σημασίας για τη σοσιαλιστική πάλη. Μετά το 1970 ομάδες που έως τότε έμεναν φιμωμένες ή περιθωριοποιημένες άρχισαν να διεκδικούν αναγνώριση, αξιώνοντας να ασκήσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα είτε να γίνει δημόσια αποδεκτός ο αυθεντικός τους εαυτός. Πρώτα το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών, έπειτα το κίνημα των γκέι και ομάδες που διακρίνονταν με κριτήρια φυλής ή εθνοτικότητας, αποδύθηκαν σε μια κοινή προσπάθεια να «βρουν τι σημαίνει το σύνθημα “το 6 προσωπικό είναι πολιτικό” για την καθημερινή πρακτική». Αυτού του είδους οι πρωτοβουλίες ξεκίνησαν έξω από το χώρο των καθιερωμένων κομμάτων της Αριστεράς. Ωστόσο, μετά τις αρχικές εκρήξεις αυτοαναγνώρισης, ανεξάρτητα άτομα ή μέλη τέτοιων κινήσεων άρχισαν να στρέφονται προς τα σοσιαλιστικά κόμματα, κυρίως μέσω τοπικών διαύλων πολιτικής στα αστικά κέντρα τη δεκαετία του 1980. Η αντίληψή τους εύκολα πανηγύριζε το αυτεξούσιο της ιδιαιτερότητάς τους, έτσι ώστε το να είσαι γυναίκα ή μαύρος έγινε καταστατική αρχή της πολιτικής οργάνωσης, με αποκλειστικές αξιώσεις για αναγνώριση. Οι ριζοσπαστικοί φεμινισμοί υποστήριξαν τη δημιουργία μιας ιδιαίτερης γυναικείας κουλτούρας, χτίζοντας αποσχιστικούς θυλάκους όπου οι γυναίκες θα μπορούσαν να ζήσουν αυθεντικά. Ο πολιτικός λεσβιασμός ριζοσπαστικοποίησε ακόμη περισσότερο τις αποσχιστικές αυτές τάσεις, περιπλέκοντας τη συνεργασία όχι μόνο με τους αριστερούς άντρες αλλά και με τις υπόλοιπες γυναίκες. Καθώς η ενέργεια του φεμινιστικού ριζοσπαστισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1970 εστιάστηκε στην κριτική της έμφυλης βίας των αντρών, και με βάση αυτούς τους όρους οι γυναίκες καλούνταν να συμμετάσχουν στις ριζοσπαστικές φεμινιστικές εκστρατείες, η διασπαστικότητα αυτή αύξανε. Στη Βρετανία, οι Εθνικές Συνδιασκέψεις του Κινήματος για την Απελευθέρωση των Γυναικών διακόπηκαν το 1978. Η πρώτη συνδιάσκεψη των μαύρων γυναικών οργανώθηκε στο Λονδίνο το 1979, θέτοντας μια νέα σειρά ειδικότερων αιτημάτων. Ενώ καλούσαν όλες τις γυναίκες να ενωθούν, οι φεμινίστριες άρχισαν να βιώνουν έναν άγριο πολλαπλασιασμό των δικών τους επιμέρους ταυτοτήτων. Στο επίκεντρο των πιο άγριων συγκρούσεων βρέθηκε η ράτσα. Τη δεκαετία του 1980 άνοιξαν πολιτικό χώρο στο κίνημα των μαύρων γυναικών στη Βρετανία κυρίως το GLC και οι τοπικοί δήμοι του Λονδίνου, αλλά μέσα από επώδυνες διαδικασίες. Τα διαφέροντα των μαύρων γυναικών προωθήθηκαν μέσα από τη διάσπαση του κινήματος για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, με μια νέα Εκστρατεία για τα
793
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·794
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
794
Αναπαραγωγικά Δικαιώματα τον Οκτώβριο του 1983. Η ίδια η μαυρότητα βίωνε τη διαλεκτική της ενότητας και του κατακερματισμού. Στη Βρετανία της δεκαετίας του 1970 η αντιρατσιστική πολιτική επινόησε μια κοινή μαύρη ταυτότητα για όλους τους έγχρωμους λαούς των πρώην αποικιών από την Καραϊβική, τη Δυτική και την Ανατολική Αφρική, την Ινδία, το Πακιστάν και το Μπάνγκλαντες. Έτσι διευκολύνθηκε η αντιμετώπιση του ρατσισμού, καθώς και η θεσμική αναγνώριση της ταυτότητας αυτής από τις τοπικές οργανώσεις των Εργατικών και τους δήμους που ελέγχονταν από αυτές. Ωστόσο η ίδια στάση παγίωσε τις διαφορές γύρω από την κομβικής σημασίας αξίωση ταυτότητας, την κοινή τους περίσταση ότι δεν ήταν λευκοί. Η μαυρότητα επικύρωνε μόνο μια ταυτότητα, συνήθως αντρική, και παραμέριζε τις άλλες. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 όμως οι γυναίκες που κατάγονταν από χώρες της Ασίας πρόβαλαν τις δικές τους αξιώσεις, και οι χωρικά εντοπισμένες κατασκευές της εθνοτικής ταυτότητας έγιναν πιο ισχυρές, κινητοποιώντας τώρα τις διαφορές όχι μόνο των φύλων αλλά και εκείνες της γεωγραφίας, της θρησκείας, της γενιάς και της τάξης. Η μαυρότητα άρχισε να γράφεται στον πληθυντι7 κό. Ο πλουραλισμός αυτός διέφερε από τη χαμηλών τόνων παρασκηνιακή πίεση που ασκούσαν τη δεκαετία του 1960 διάφορες ομάδες, και η οποία είχε φέρει τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1960 με την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας και των εκτρώσεων, τη χαλάρωση της λογοκρισίας και την κατάργηση της θανατικής ποινής. Τώρα η πίεση ερχόταν από τη βάση, από νέους πολιτικούς παράγοντες –γυναίκες, μαύρους, εθνοτικές μειονότητες και γκέι– που πύκνωσαν την κοινωνία των πολιτών με νέες συλλογικές οργανώσεις. Απέναντι στις νέες αυτές αξιώσεις ήταν άσκοπο να επικαλείται κανείς τις βασικές διανοητικές κατηγορίες του παρελθόντος: «τις μεγάλες εκείνες και σταθερές συλλογικότητες της τάξης, της ράτσας, του φύλου και του έθνους», στις οποίες επικεντρώνονταν παλιότερα οι πολιτικές ταυτότητες. Τώρα η ταυτότητα είχε γίνει κάτι «πιο ατελές και κατακερματισμένο, καθώς συγκροτούνταν από πολλαπλούς “εαυτούς” […], με ιστορία, που ‘παραγόταν, διαδικασία που βρισκόταν σε διαρκή εξέλιξη». Η πολιτική τώρα έπρεπε «να απευθύνεται στους ανθρώπους μέσα από τις πολλαπλές τους ταυτότη8 τες». Ορισμένες από τις αξιώσεις αυτές προκάλεσαν έντονο φόβο και αποστροφή στους φορείς της κυρίαρχης κουλτούρας, ιδίως εκείνες των ταυτοτήτων που επικυρώνονταν από τη νέα σεξουαλική πολιτική. Οι σεξουαλικότητες του Ψυχρού Πολέμου ήταν επικίνδυνο έδαφος, αχαρτογράφητη περιοχή για την Αριστερά, ενώ οι ομόφυλες σχέσεις ήταν η πιο σχολαστικά αστυνομευμένη μεθόριος. Η Βρετανία
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·795
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
αποποινικοποίησε μερικώς την ομοφυλοφιλία το 1967, πράγμα που είχαν κάνει νωρίτερα η Ολλανδία, η Σουηδία και η Δανία, και λίγο αργότερα η Δυτική Γερμανία (1969), η Αυστρία (1970), η Φινλανδία (1971) και η Νορβηγία (1973). Αλλά η νομική φιλελευθεροποίηση ελάχιστα επηρέασε την πανταχού παρούσα ομοφοβία, που την αντιμετώπιζαν ιδιαίτερα προσεκτικά ακόμη και οι ομάδες για την υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων, όπως η Βρετανική Εκστρατεία για την Ισότητα των Ομοφυλοφίλων (British Campaign for Homosexual Equality) που ιδρύθηκε το 1969. Επιπλέον, όταν το 1968 άνοιξε ρήγματα στο ασφυκτικό συνεχές κομφορμισμού και καταπίεσης, οι νέοι ακτιβιστές γρήγορα πόλωσαν τις δημόσιες ευαισθησίες. Οι παλιότεροι υποστηρικτές των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων τρόμαξαν από «την ξετσιπωσιά αυτών των δαιμονισμένων κίναιδων, που χαριεντίζονταν στους δρόμους περιφρονώντας τις ευαισθησίες όλων των άλλων και προκαλώντας 9 με την κακογουστιά, την επιτήδευση και τη χυδαιότητά τους». Παίρνοντας θάρρος από τις πολιτισμικές υπερβάσεις του 1968 και έμπνευση από την εξέγερση στο Στόουνγουολ της Νέας Υόρκης το καλοκαίρι του 1969, δεκαεννέα φοιτητές ίδρυσαν στις 13 Οκτωβρίου 1970, στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου, το Μέτωπο για την Απελευθέρωση των Γκέι (GLF), και εξασφάλισαν δημοσιότητα με το αντάρτικο που εξαπέλυσαν ενάντια στην καθημερινή ομοφοβία του κόσμου («ζάπινγκ»). Το παράδειγμά τους ενέπνευσε το γαλλικό Επαναστατικό Μέτωπο Δράσης Ομοφυλόφιλων (Front Homosexuel Action Revolutionnaire), που ιδρύθηκε το 1971, και το Ενιαίο Ιταλικό Επαναστατικό Μέτωπο Ομοφυλοφίλων (Frente Unitario Omosessuale Rivoluzionario Italiano), το οποίο συγκροτήθηκε το 1971-72. Ομάδες ομοφυλοφίλων δημιουργήθηκαν επίσης στη Δυτική Γερμανία, ενώ οι Ολλανδοί και οι Σκανδιναβοί ακτιβιστές προσχώρησαν στις ομοφυλοφιλικές ομοσπονδίες που ήδη υπήρχαν στις χώρες τους. Όλα αυτά ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του 1968. Το μανιφέστο του λονδρέζικου GLF κυκλοφόρησε έναν κατάλογο των καταπιεστικών θεσμών, με πρώτη πρώτη την «οικογένεια» κι έπειτα το σχολείο, την εκκλησία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τις ίδιες τις λέξεις, την εργασία, το νομικό πλαίσιο, τη φυσική βία, τα ψυχιατρεία και την αυτοκαταπίεση. Αξίωνε «την κατάργηση της οικογένειας, έτσι ώστε το κυρίαρχο σεξιστικό σύστημα της αρσενικής κυριαρχίας να μην μπορεί πια να αναπαράγεται στους κόλπους της». Απορρίπτοντας το ισχύον «σύστημα των έμφυλων ρόλων» και την «καταναγκαστική μονογαμία», ζητούσε να εξαπλωθούν οι ομάδες συνειδητοποίησης και τα γκέι κοινόβια, και κατακεραύνωνε τους «ομοφυλόφιλους από πλαστικό, που δεν βλέπουν τίποτε πέρα από την εικόνα και την εμφάνισή τους». Η στρατηγική του GLF ήταν «να αλλάξουμε την κοινωνία αντί να προσαρμοστούμε σε αυτήν. Έχουμε καταλάβει πια
795
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·796
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
796
πως χρειάζεται μια πολιτισμική επανάσταση».10 Ή, όπως το έθεσε ένας Γάλλος 11 ομόλογός τους: «Ο κώλος μας είναι επαναστατικός». Το GLF απέκτησε παραρτήματα στο Μπέρμιγχαμ, το Μάντσεστερ, το Λιντς, το Εδιμβούργο, το Μπρίστολ και το Κάρντιφ, αλλά το 1974 «διασπάστηκε από τις εντάσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες, τραβεστί και μάτσο, 12 σοσιαλισμό και αντικουλτούρα». Από το Φεβρουάριο του 1972 οι γυναίκες είχαν αποχωρήσει, έχοντας υποστεί το γνωστό « πατρονάρισμα· έπρεπε να δίνουμε μάχη 13 για να κατακτήσουμε τον παραμικρό χώρο». Αλλά το GLF είχε ανοίξει ήδη το δρόμο για το μέλλον δημιουργώντας μια ολοένα πυκνότερη υποκουλτούρα οργανώσεων –το Κέντρο Λεσβιών και Γκέι Λονδίνου (London Lesbian and Gay Switchboard), τα Γκέι Νέα (Gay News), έναν εκδοτικό οίκο (Gay Men’s Press), ένα βιβλιοπωλείο (Gay’s the Word Bookshop), το κολεκτιβιστικό καφενείο First Out, τους θεατρικούς θιάσους Gay Sweatshop και Bloolips, του Παγοθραύστες, μια πολιτικοποιημένη υπηρεσία συμβουλών και γνωριμιών (Icebreakers), που ήταν εν μέρει παρακλάδι της Αντιψυχιατρικής Ομάδας (Counter-Psychiatry Group), τη Μαρξιστική Ομάδα Γκέι (Gay Marxist Group), την κολεκτίβα Γκέι Αριστερά (Gay Left) και πολλές άλλες πρωτοβουλίες. Η κληρονομιά όλων αυτών ξανάρθε στην επιφάνεια τη δεκαετία του 1980 μέσα από την Εργατική Αριστερά των αστικών κέντρων. Παρά την υποστήριξη όμως του Μπεν και του Λίβινγκστον, η Εκστρατεία Εργατικών για τα Δικαιώματα των Λεσβιών και των Γκέι (Labour Campaign for Lesbian and Gay Rights) το 1982 αντιμετώπισε τη λυσσαλέα ομοφοβία που είχε συμβάλει επίσης στην αποτυχία του Πίτερ Τάτσελ στην αναπληρωματική εκλογή του 1983 στο Μπέρμοντσι. Μολονότι οι γκέι οργανώσεις που υποστήριξαν τον αγώνα των ανθρακωρύχων έστησαν γέφυρες, οι οποίες έκαναν το 1985 και το 1986 τις Συνδιασκέψεις του Εργατικού Κόμματος να ψηφίσουν αποφάσεις για τα ίσα δικαιώματα των γκέι, η αριστερή πτέρυγα των Εργατικών, που 14 αποκρίθηκε, βρισκόταν την ίδια εποχή σε άτακτη υποχώρηση. Καθώς την ίδια εποχή τα μαζικά μέσα δαιμονοποιούσαν την «τρελοαριστερά» των Εργατικών, η ηγετική ομάδα φοβήθηκε: «Αυτό που λείπει από τους Εργατικούς σήμερα είναι το κοινωνικό πρόγραμμα που είχε το κοινωνικό κίνημα τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 – αυτό φαίνεται να αφήνει εντελώς αδιάφορη την ηγεσία του κόμματος».15 Μια συνδιάσκεψη που συγκλήθηκε τον Νοέμβριο του 1987 για να γεφυρώσει το χάσμα αυτό συγκέντρωσε πεντακόσιους αντιπροσώπους, αλλά κατέληξε σε αντιπαράθεση φατριών. Η εκστρατεία μάλιστα για την εξίσωση της νόμιμης ηλικίας σεξουαλικής συναίνεσης, που ώς τότε ήταν είκοσι ένα χρόνια για τους γκέι έναντι δεκαέξι για τους λοιπούς, χωρίστηκε στα δύο: η Ομάδα Στόουν-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·797
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
γουολ (Stonewall Group) προσπαθούσε να επηρεάσει το κοινοβούλιο, ενώ η OutRage εστίασε στην άμεση δράση. Και στις δύο ομάδες συμμετείχαν ακτιβιστές από την εποχή του GLF – η Άντζελα Μέισον (Angela Mason) βρέθηκε επικεφαλής του Stonewall, ενώ ο Σάιμον Γουότνεϊ (Simon Watney), ο Πίτερ Τάτσελ και άλλοι 16 εντάχθηκαν στην OutRage. Τη δεκαετία μετά το 1968, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γκέι εντάχθηκε στο πρόγραμμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Στη Δανία (1989), στη Νορβηγία (1993), στη Σουηδία (1994) και την Ολλανδία (1998) ψηφίστηκαν νόμοι εναντίον των διακρίσεων σε βάρος τους, που συμπλήρωναν την προηγούμενη νομοθεσία και περιλάμβαναν διατάξεις κατά της εξύβρισής τους. Στην Ολλανδία, όπου οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι η μεγάλη πλειονότητα του κόσμου δεχόταν πως οι γκέι και οι λεσβίες είναι καλοί γονείς, προτάθηκε το 1998 να τους επιτραπεί να υιοθετούν παιδιά. Στη Βρετανία, στη Δυτική Γερμανία και την Αυστρία σημειώθηκε μια μερική φιλελευθεροποίηση της σχετικής νομοθεσίας, αλλά οι διακρίσεις συνέχισαν να υπάρχουν. Στη Νότια Ευρώπη, τα δικαιώματα των γκέι και των λεσβιών μπήκαν στα προγράμματα των αριστερών κομμάτων, ενώ οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ισπανίας προχώρησαν στην αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας και πέρασαν εξισωτικούς νόμους. Στο Μιλάνο και την Μπολόνια εκλέχτηκαν με τη σημαία του PCI γκέι δήμαρχοι, ενώ από το 1980 το ίδιο κόμμα διέθετε μια οργάνωση γκέι που το 1989 είχε 13.000 μέλη. Τη δεκαετία του 1980, τέλος, ιδρύθηκαν πολλές ημιπαράνομες οργανώσεις ομόφυλοι σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη, ενώ μετά το 1989-91 η ομοφυλοφιλία αποποινικοποιήθηκε στη Ρωσία, στην Ουκρανία, στην Εσθονία, στη Λετονία, στη Λιθουανία και σε 17 όλες τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες εκτός από τη Ρουμανία. Τη δεκαετία του 1980, οι κινητοποιήσεις των γκέι διαμορφώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την κρίσης του HIV/AIDS. Στη Βρετανία, το Κέντρο Λεσβιών και Γκέι Λονδίνου πρωτοστάτησε στην προσπάθεια δημόσιας συνειδητοποίησης, ενώ πολλοί ακτιβιστές της γενιάς του 1970 συμμετείχαν σε διάφορες πρωτοβουλίες όπως το Ίδρυμα Τέρενς Χίγκινς (Terrence Higgins Trust) και η Εθνική Γραμμή Βοήθειας AIDS (Νational AIDS Helpline), καθώς και σε οργανώσεις αυτοβοήθειας όπως οι Body Positive και Positive Theatre. Ακριβώς όπως στη Stonewall και την OutRage, και στον ακτιβισμό για το AIDS πρωτοστάτησαν παλιοί αγωνιστές του GLF. Η επιδημία του AIDS δραματοποίησε ακριβώς τη διαλεκτική δαιμονοποίησης και αλληλεγγύης, καθώς από τη μια μεριά ενίσχυσε τις ομοφοβικές επιθέσεις και από την άλλη διεύρυνε το πεδίο δράσης των φιλογκέι. Η επιδημία έκανε πιο ορατή την παρουσία 18 των γκέι και συνάμα δυσκόλεψε τις προσπάθειες της Αριστεράς να υπεκφεύγει.
797
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·798
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Το κίνημα των γκέι, μολονότι συνδεόταν άμεσα με τον κόσμο της εργασίας, τα συνδικάτα και την καθημερινότητα της ζωής των εργατών, αποτέλεσε ένα κίνημα «ταυτότητας» χωριστό από την ταξεοκεντρική πολιτική της παλιάς Αριστεράς, που εστιαζόταν στα οικονομικά ζητήματα. Το νέο αυτό κίνημα είχε πάνω του τη σφραγίδα του 1968. Μια όψη του ήταν ο διεθνισμός του, με τον οποίο εξαπλώθηκε από τα Μέτωπα Απελευθέρωσης των Γκέι στις ΗΠΑ και τη Βρετανία στη Δυτική Ευρώπη, και κατόπιν εκφράστηκε θεσμικά με τη Διεθνή Ένωση Λεσβιών και Γκέι (International Lesbian and Gay Association) που ιδρύθηκε το 1979 με έδρα το Βέλγιο και ώς το 1995 είχε αποκτήσει τριακόσιες οργανώσεις σε πενήντα χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο. Αλλά και οι μέθοδοι του GLF προέρχονταν από το 1968 – συμμετοχικότητα, άμεση δράση, μικρή κλίμακα, κίνημα αντί για κόμμα. Ανάλογα στοιχεία είχε και η πολιτική του υφολογία – θεατρικότητα και θεαματικότητα, αμφισβήτηση της καθημερινότητας και του προσωπικού πεδίου. Το GLF αναπροσδιόρισε την ίδια την έννοια του πολιτικού, ασκώντας κριτική στην οικογένεια και το σεξισμό, αναπτύσσοντας μια άλλη πολιτική για το σώμα και πολιτικοποιώντας την ίδια τη σεξουαλικότητα. Όπως και το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών, το GLF συνύφανε το πολιτικό με το προσωπικό, μετατρέποντας τη σεξουαλικότητα σε γλώσσα του ριζοσπαστισμού αντί να την αφήνει στο σκοτάδι σαν την ακατονόμαστη άλλη πλευρά του. Κι αυτό δεν ίσχυε μόνο για τους νεότερους. Ο παλαίμαχος αναρχοσοσιαλιστής και φιλόσοφος σεξουαλικότητας Ντανιέλ Γκερέν (Daniel Guérin) δεν έδεσε την πολιτική του δράση με την ομοφυλοφιλία του παρά μόνο μέσα στο καμίνι του Παρισινού Μάη του 1968.19 Η πολιτική του κινήματος των γκέι και των λεσβιών διατήρησε ζωντανή τη ριζοσπαστική αιχμή του 1968, με όλες τις παρεκτροπές του, μολονότι ακόμη και εδώ οι κριτικές της οικογένειας σιγά σιγά υποχώρησαν μπροστά στο αίτημα για διεύρυνσή της ώστε να περιλάβει και τις ομόφυλες σχέσεις.20 Όπως και οι φεμινισμοί, έτσι και τα κινήματα των γκέι και των λεσβιών προκαλούσαν αμηχανία στην κατεστημένη Αριστερά, αμφισβητώντας τις πιο βαθιά ριζωμένες στην εθνική κουλτούρα αντιλήψεις περί πολιτειότητας θέτοντας ερωτήματα για το κατά πόσο είναι φυσική η ίδια η μορφή της οικογένειας. Η νέα γκέι πολιτική (queer politics) της δεκαετίας του 1990, με τις επιθέσεις της ενάντια στις ετεροκανονιστικές αξίες ως διάστασης των κοινωνικών σχέσεων εν γένει, ξανάπιασε τα νήματα του ριζοσπαστισμού που είχε υφάνει νωρίτερα το GLF.21
Η πολιτική του «καν’το μόνος σου» 798
∏ εξωκοινοβουλευτική δράση στη Δυτική Γερμανία, ριζωμένη στις φοιτητικές
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·799
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
εξεγέρσεις και τον ακτιβισμό των Πρασίνων, κορυφώθηκε το 1979-83 στο ειρηνιστικό κίνημα, στις διαμαρτυρίες ενάντια στα πυρηνικά και τους αγώνες των καταληψιών. Ανάλογος ρυθμός δόθηκε στη Βρετανία με την κλιμάκωση της άμεσης δράσης στην απεργία των ανθρακωρύχων, το ειρηνιστικό κίνημα και τις εκτεταμένες ταραχές στις πόλεις, αρχές της δεκαετίας του 1980, που συνδέονταν με την προηγούμενη πολιτική της αντικουλτούρας, των καρναβαλιών «Ροκ Εναντίον Ρατσισμού» του 1977-78, του πανκ ροκ και των Ελεύθερων Φεστιβάλ που είχαν ξε23 κινήσει το 1971-74. Η βρετανική άμεση δράση αναζωογονήθηκε τη δεκαετία του 1990 με τον ξεσηκωμό ενάντια στον κεφαλικό φόρο της κυβέρνησης Θάτσερ και 23 την αυστηρή ποινική νομοθεσία του 1994. Περιλάμβανε διαμαρτυρίες ενάντια στην κατασκευή νέων αυτοκινητοδρόμων, μπλόκα σε εταιρείες και ερευνητικά κέντρα από ομάδες για τα δικαιώματα των ζώων, την πολιτική της κουλτούρας του άσιντ, του χάουζ και των ρέιβ, τα ανοιχτά πάρτι και τους χορούς στις εγκαταλειμμένες αποθήκες που καθιερώθηκαν στις πόλεις του βορρά. Μετά την ήττα της Αριστεράς των Εργατικών, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αυτή η πολιτική του «Κάν’ το μόνος σου» (DiY) πήρε έναν εντελώς ανεξάρτητο δρόμο, πράγμα που το προτιμούσαν άλλωστε και οι ηγετικές ομάδες των Εργατικών. Η μαζική κουλτούρα του χορού, με τις αυτοσχέδιες καταλήψεις σε εγκαταλειμμένες αποθήκες, με τα περίτεχνα κινητά ηχητικά συστήματα και τις εξελιγμένες επικοινωνίες ξεκίνησε στα περίχωρα του Λονδίνου το 1986-87, και ήταν ακριβώς το αντίθετο από τα είδη πολιτικής έκφρασης που τα κόμματα της κατεστημένης Αριστεράς μπορούσαν να κατανοήσουν. Ωστόσο το «Δεύτερο Καλοκαίρι του Έρωτα», που κήρυξαν οι ρέιβερ το 1988, εγκαινίασε έναν κύκλο πολιτισμικού ριζοσπαστισμού που μπορούσε να συγκριθεί μόνο με την εξέγερση της ιταλικής νεολαίας στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ή με τη δράση των Δυτικογερμανών, των Δανών και των Ολλανδών αυτόνομων τη δεκαετία του 1980. Η κρατική καταστολή, με επιστέγασμα την ψήφιση του Ποινικού Νόμου του 1994, γέννησε 24 νέες μορφές αντίστασης, που συνδέθηκαν επίσης με άλλα είδη άμεσης δράσης. Κλαμπ όπως η Χασιέντα, του Μάντσεστερ, και τα εμπορικά παράνομα ρέιβ πάρτι συνδέθηκαν με τις αυτοσχέδιες σκηνές της κοινωνίας των πολιτών στις επαρχιακές πόλεις. Το Μπλάκμπερν, στο απεκβιομηχανισμένο Λάνκασερ, είχε χορευτές που ξεφάντωναν στα κλαμπ και στις κατειλημμένες αποθήκες όταν η ουτοπική παραφορά της συλλογικής απόλαυσης και των αλλεπάλληλων συγκρούσεων με την αστυνομία έφτασε στο αποκορύφωμά της. Οι ρέιβερ έκαναν αγώνες δρόμου με την αστυνομία στους αυτοκινητοδρόμους για να προλάβουν να πάνε πρώτοι στα πάρτι που κηρύσσονταν παράνομα. Στις 22 Ιουλίου 1990 η αστυνομική βία κλιμακώθηκε
799
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·800
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
800
στην κωμόπολη Γκίλντερσομ, κοντά στο Λιντς, με 836 συλλήψεις ρέιβερ, καταστροφές ηχοσυστημάτων και κατασχέσεις δίσκων. Ενώ η καταστολή εξημέρωνε τη σκηνή των «αποθηκών», ο Άλαν Ντιβς (Allan Deaves), ένας πρώην πανκ που μόλις είχε επιστρέψει από την καλλιτεχνική σκηνή και τα κλαμπ της Νέας Υόρκης, ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1994 στο Πρέστον την καλλιτεχνική και χορευτική κολεκτίβα ART LAB. Το LAB δεν άργησε να μεταμορφωθεί σε «εκτροφείο της καλλιτεχνικής 25 αποστασίας, εφαλτήριο για την ανάπτυξη αυτόνομης δράσης». Οι ηδονιστικές παρορμήσεις της χορευτικής κουλτούρας περιλάμβαναν την προσήλωση στην καλλιτεχνική πρωτοπορία, την οργή για την κοινωνικά καταστροφική απεκβιομηχάνιση του Λάνκασερ και την αποξένωση από την κατεστημένη πολιτική. Η αποξένωση αυτή πολιτικοποιήθηκε από τον υπερβάλλοντα ζήλο της αστυνομίας, που είχε κρυσταλλωθεί στο κατασταλτικό εργαστήριο που τσάκισε την απεργία των ανθρακωρύχων. Ένα άλλο είδος πολιτικής κινητοποίησης τύπου «Κάν’ το μόνος σου» ήταν οι εκστρατείες κατά της κατασκευής νέων αυτοκινητοδρόμων, που συγκέντρωναν ευρείες όσο και εύθραυστες συμμαχίες από κατοίκους των απειλούμενων περιοχών, ταξιδιώτες της Νέας Εποχής (New Age) και ριζοσπάστες 26 οικολόγους του κινήματος Η Γη Πρώτα! (Earth First!). Οι αγωνιστές τους επινόησαν νέες τεχνικές αντίστασης: άνοιγαν τάφρους στους δρόμους, καταλάμβαναν τα χωράφια που θα μετατρέπονταν σε αυτοκινητοδρόμους και δένονταν πάνω στα μηχανήματα των εργολάβων, χρησιμοποιούσαν την παθητική αντίσταση και κάθε λογής συλλογικές τελετουργίες και συμβολισμούς. Οι κινητοποιήσεις αυτές τελικά γέννησαν τη μυστικιστική αίγλη του «οικομαχητή», ένα πιστεύω μη βίαιης άμεσης δράσης, και τη Φυλή των Ντόνγκα. Οι Ντόνγκα, μία από τις πιο εξωτικές εκφράσεις της νέας αυτής κουλτούρας διαμαρτυρίας, ήταν «ένα εκπληκτικό μίγμα αποχαλινωμένης Νέας Εποχής […] και απόλυτης και πεισματικής πρακτικότητας», ένα είδος «πολιτικού παγανισμού» που συνδύαζε συνειδητά ιστορία και μύ27 θο μέσα από την επινόηση τελετουργιών και μιας νέας γλώσσας. Οι διαμαρτυρίες ενάντια στον αυτοκινητόδρομο Μ11 του Ανατολικού Λονδίνου έφεραν τους οικομαχητές μέσα στην ίδια τη μητρόπολη: έστησαν εκεί το στρατόπεδό τους, απ’ όπου μπλόκαραν τα εργοτάξια και παγίδευαν τα οχήματα των εργολάβων σε «μια παράσταση δίχως τέλος». Από εδώ γεννήθηκε το κίνημα Ανακτήστε τους Δρόμους (RTS), που οργάνωσε θεαματικά μπλοκαρίσματα της κυκλοφορίας σε κεντρικούς δρόμους του Λονδίνου –στο Κάμντεν τον Μάιο του 1995 και στο Ίσλινγκτον τον επόμενο Αύγουστο– με λάβαρα, χορούς, συμπόσια, μαζική προπαγάνδα, καλλιτε28 χνικές εκδηλώσεις κι ένα ξεκαρδιστικό μαχητικό θέατρο. Οι κατοπινές διαμαρτυρίες εμπλούτισαν ακόμη περισσότερο αυτό το ρεπερτόριο: άλλοι σκαρφάλωναν
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·801
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
στα δέντρα που απειλούνταν ή έστηναν καλύβες επάνω τους, άλλοι κρύβονταν σε λαγούμια που έσκαβαν στα μέρη από όπου θα περνούσαν οι νέοι δρόμοι, άλλοι ξήλωναν την άσφαλτο και φύτευαν δέντρα, άλλοι έστηναν οχυρά στους λόφους και άλλοι οργανώνονταν στις λεγόμενες ελεύθερες πολιτείες. Τι σχέση είχαν όλα αυτά με την Αριστερά; Πρώτα πρώτα εμπνέονταν άμεσα από τις Γυναίκες του Γκρίναμ και τα άλλα εκατόν δύο στρατόπεδα ειρήνης που είχαν στηθεί έξω από τις αμερικανικές βάσεις στη Βρετανία από τις 9 Νοεμβρίου 1983 και μετά. Οι οικοριζοσπάστες ανακαλούσαν τις αντιπυρηνικές διαμαρτυρίες της Δυτικής Γερμανίας και τις καταλήψεις σπιτιών στο Δυτικό Βερολίνο, στο Αμβούργο, στην Κοπεγχάγη και το Άμστερνταμ. Εξέφραζαν ακόμη ένα άλλο νήμα του 1968, τη μαζική προπαγάνδα της αντικουλτούρας και την κριτική στην πολιτική του θεάματος, αντλώντας επίσης από το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών και το Γκέι Απελευθερωτικό Μέτωπο. Οι οικομαχητές, οι βίαιες αντιπαραθέσεις του «Ξαναπαίρνουμε τους Δρόμους» στο κέντρο της πόλης, τα πάρτι στις αποθήκες και οι μαζικές διαμαρτυρίες σαν τις ταραχές του Μαρτίου του 1990 στην κεντρική Πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου, κατά του κεφαλικού φόρου της Θάτσερ, συνέχιζαν το άλλο νήμα, των ασυμβίβαστων οδομαχιών. Τέλος, η πολιτική του «Κάν’ το μόνος σου» ήταν έντονα επηρεασμένη από την κληρονομιά του σιτουασιονισμού, της πιο αυτοσυνείδητης προσπάθειας των μεταπολεμικών δεκαετιών να συνδεθεί η αντικαπιταλιστική πολιτική με μια αισθητική πρωτοπορία που θα προχωρούσε σε δημόσιες ρήξεις.29 Οι σιτουασιονιστικές επιρροές ακολούθησαν πολλούς δρόμους. Μία από τις πιο εκπληκτικές ήταν η Aufheben (Άρση), ετήσια επιθεώρηση που άρχισε να εκδίδεται από μια κολεκτίβα που είχε τις καταβολές της σε μια ομάδα ανάγνωσης του Μαρξ, τον καιρό της εκστρατείας εναντίον του κεφαλικού φόρου. Η Aufheben κάλυψε διάφορα θέματα, από την εξέγερση στο Λος Άντζελες το 1992 και την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση μέχρι τον αγώνα του Τουάιφορντ Ντάουν (Twyford 30 Down). Κύριες επιρροές της ήταν ο σιτουασιονισμός και η ιταλική αυτονομία. Παρόμοια ήταν η ομάδα Δικαιοσύνη; (Justice?), του Μπράιτον, που δημιουργήθηκε το 1994 και μοίραζε δωρεάν τα εβδομαδιαία schNews. Το Ξαναπαίρνουμε τους Δρόμους χρησιμοποιούσε επιδεικτικά τη σφραγίδα του σιτουασιονισμού. Το 1995, στο πάρτι δρόμου του Ίσλινγκτον έριξε έναν τόνο άμμου στην κεντρική Άπερ Στριτ, ενώ 3.000 διαδηλωτές, που είχαν κλείσει την περιοχή στα αυτοκίνητα, χό31 ρευαν στο ρυθμό της εκκωφαντικής μουσικής των κινητών ηχοσυστημάτων. Στο τρίτο πάρτι δρόμου, στις 13 Ιουλίου του 1996, Κυριακή απόγευμα, 10.000 διαδηλωτές, χορεύοντας και διασκεδάζοντας, κατέλαβαν την κεντρική ανισόπεδη διά-
801
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·802
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
802
βαση του Σέφερντ Μπους στο Λονδίνο, και έστησαν επάνω της ένα ολόκληρο καφενείο και παγκάκια στην άκρη του δρόμου και έκαναν την κεντρική λωρίδα χώρο πικνίκ και θεατρική σκηνή, και τη λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας σκάμμα με άμμο· 32 οι χώροι αυτοί ορίζονταν ως «προσωρινή αυτόνομη ζώνη» (ΠΑΖ). Οι νέες αυτές μορφές αγωνιστικότητας άνθησαν ακριβώς την εποχή που η κοινοβουλευτική Αριστερά ξαναέπαιρνε την πιο επιφυλακτική της στάση, ενώ τα συνδικάτα προσπαθούσαν να ανακάμψουν από μια δεκαετία καταστολής. Στο πλαίσιο αυτό, οι πρώτες πρόσφεραν νέες διεξόδους στη δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης, η οποία παραμεριζόταν ολοένα περισσότερο από το επίσημο κόμμα της Αριστεράς. Τα πάρτι στους δρόμους του Ξαναπαίρνουμε τους Δρόμους συνέδεαν ζητήματα δημόσιων συγκοινωνιών και περιβάλλοντος με τους συνδικαλιστικούς αγώνες των λιμενεργατών του Λίβερπουλ και των εργαζομένων στον υπόγειο σιδηρόδρομο του Λονδίνου, ενώ οι αγώνες ενάντια στους νέους αυτοκινητοδρόμους στην «Ελεύθερη Πολιτεία του Πόλοκ» (Pollock Free State) το 1994-95 ένωσε οικοριζοσπάστες και εργατικές κοινότητες σε μια πόλη με ισχυρές αριστερές παραδόσεις, που ήταν άλλωστε κι έδρα της Ομοσπονδίας Αντίπαλων του Κεφαλικού Φόρου (Anti-Poll Tax Federation). Η μεγάλη Πορεία για την Κοινωνική Δικαιοσύνη, που οργάνωσε το Ξαναπαίρνουμε τους Δρόμους στις 12 Απριλίου του 1997, τρεις εβδομάδες πριν από τη σαρωτική νίκη των Εργατικών στις εκλογές, συνέδεσε τη ριζοσπαστική οικολογία με τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και με την προάσπιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Η πορεία κατέληξε σε ένα παράνομο πάρτι στην κεντρική πλατεία Τραφάλγκαρ, γεμάτη από κινητά ηχοσυστήματα που έπαιζαν στη διαπασών, ενώ η αστυνομία έδινε βίαιη μάχη για να ανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης. Το κεντρικό πανό έγραφε: «Δεν μας νοιάζουν οι ψήφοι, εμείς ξαναπαίρνουμε τους δρόμους!». Το σύνθημα αυτό, που ανακαλούσε έναν εμβληματικό δίσκο του πανκ, ηλικίας ήδη είκοσι χρονών, τον Never Mind the Bollocks, Here’s the Sex Pistols, έδειχνε τους δεσμούς με τις προηγούμενες ιστορίες της αντικουλτούρας. Οι Crass, «μια ριζοσπαστική αναρχοειρηνιστική και αναρχοφεμινιστική κολεκτίβα χορτοφάγων» («εννιά άντρες και γυναίκες μουσικοί, καλλιτέχνες, κινηματογραφιστές και ακτιβιστές που ζουν σε ένα κοινόβιο στο Έσεξ»), παρουσιάστηκαν το 1978 με το άλμπουμ τους The Feeding of the Five Thousand. Μαχητικά αντιεμπορικοί, δούλευαν κυρίως στα εναλλακτικά κυκλώματα της επαρχίας μαζί με συγκροτήματα όπως οι Poison Girls, συγκεντρώνοντας ένα κοινό από «απροσάρμοστους κατά δική τους ομολογία» σε «παλιά θέατρα, κινηματογράφους χωριών, αντίσκηνα, ελεύθερα φεστιβάλ» και συνδυάζοντας τη μουσική με την ελεύθερη παράσταση «θέλο-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·803
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
ντας να προκαλέσουμε αμηχανία». Έκαναν εράνους για «περιθωριακές πολιτικές εκστρατείες (ψυχική υγεία και δικαιώματα των ζώων)» και κήρυσσαν την ειρήνη, εξοργίζοντας τη δεξιά με επιθέσεις εναντίον του Πολέμου στα Φόκλαντ με τραγούδια, όπως το «Sheep farming in the Falklands» και το «How Does it Feel (To be the Mother of a Thousand Dead)?» που έγινε η μεγαλύτερη πανκ εμπορική επιτυχία του 1983. Η πρώτη τους μεγάλη παράσταση δόθηκε στο Λονδίνο το 1977, στο φεστιβάλ καταληψιών της οδού Χάντλεϊ, ενώ η τελευταία το 1984 για την ενίσχυση της μεγάλης απεργίας των ανθρακωρύχων. Πολιτική τους ήταν να προκαλούν αναταραχή από το περιθώριο – ταραξίες που έβαζαν στο στόχαστρο «την εκκλησία, την ανεργία, την πατριαρχία, τις αξίες της οικογένειας, το κράτος, τον πόλεμο, τα πυρηνικά, την εκμετάλλευση του Τρίτου Κόσμου, τη μόλυνση του περιβάλλοντος και το εμπόριο του σεξ». Όπως είχε πει η ντράμερ τους, Πένι Ρεμπό (Penny Rimbaud), σκοπός τους ήταν να παραγάγουν την αντίφαση, να προκαλέσουν «σάστισμα που σε βάζει στη μέση και σου λέει, βάλε το καταραμένο σου το μυαλό ν’ 33 αποφασίσει επιτέλους». Μακριά από τον κεντρικό κορμό της Αριστεράς και βοηθώντας μέχρις εσχάτων την αντίσταση των ανθρακωρύχων, οι Crass έρχονταν από το 1968. Αναδείκνυαν τα ίδια κοινωνικά μοτίβα, από το φεμινισμό και την ειρήνη μέχρι την οικολογία και την αλληλεγγύη στον Τρίτο Κόσμο, μέσα από μια σιτουασιονιστική αισθητική της ανατροπής. Οι δεσμοί ήταν κάθε λογής. Η Πένι Ρεμπό ήταν παλιότερα χίπισσα, από τις οργανώτριες των Ελεύθερων Φεστιβάλ του Στόουνχεντζ, τα οποία αναζωογονήθηκαν από την απήχηση των Σεξ Πίστολς. Οι γυναίκες του Γκρίναμ έμαθαν πολλές τεχνικές στρατοπέδευσης από ταξιδιώτισσες της Νέας Εποχής. Η Φάλαγγα της Ειρήνης (Peace Convoy) έκλωθε νήματα που ένωναν ειρηνιστικά στρατόπεδα και διαμαρτυρίες. Η αστυνομία έπλεξε όλα αυτά τα νήματα μαζί όταν οργάνωσε τη βίαιη απομάκρυνση του Χωριού του Ουράνιου Τόξου (Rainbow Fields Village) από την πρώην αεροπορική βάση του Μόλσγουορθ τον Φεβρουάριο του 1985 και τσάκισε τη Φάλαγγα της Ειρήνης στο Μπίνφιλντ τον επόμενο Ιούνιο. Είχε αναπτύξει προηγουμένως αυτού του τύπου την αστυνόμευση στις αληθινές μάχες της απεργίας των ανθρακωρύχων. Η πολιτική του «Κάν’ το μόνος σου» έφτιαξε τη δική της δημόσια σφαίρα, με αποκεντρωμένα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης που έδεναν κάθε λογής τοπικά κυκλώματα. Το διαδίκτυο και άλλες τεχνολογίες ενίσχυσαν τα έντυπα μέσα – περιοδικά και εφημερίδες. Ο Τόμας Χάρντινγκ (Thomas Harding) και ο Πολ Ο’Κόνορ (Paul O’Connor) ίδρυσαν το 1993 τα Υπόγεια Ρεύματα (Undercurrents), ένα εναλλακτικό πρακτορείο ειδήσεων που έως το 1997 είχε εκπαιδεύσει πεντακόσιους ακτιβιστές
803
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·804
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
804
στην τεχνολογία του βίντεο και άλλους πενήντα δημοσιογράφους συνεργάτες του. Στο Λονδίνο η ομάδα Εxploding Cinema οργάνωνε προβολές ερασιτεχνικών βίντεο σε καταλήψεις και εγκαταλειμμένα κτίρια· ανάλογα κινήματα αναπτύχθηκαν στο Μπράιτον γύρω από το Conscious Cinema και στο Κόβεντρι με την Headcleaner Collective. Μέχρι το 1996 μεσολαβούσε ανάμεσα στα τοπικά δίκτυα των Υπόγειων Ρευμάτων, μεταξύ άλλων, το Ίδρυμα Κοινοτικής Οργάνωσης (Community Organizing Foundation). Άλλες ανάλογες πρωτοβουλίες ενίσχυσαν την πάλη ενάντια στον νέο ποινικό νόμο του 1994· μεταξύ τους η ομάδα Σχωρέστε Τις Υπερβάσεις Μας (Forgive Our Trespasses), του Λιντς, που κρατούσε κατάλογο των εκδηλώσεων αντίστασης σε ολόκληρη τη χώρα: μόνο τον Μάιο του 1994 κατέγραψε πενήντα δύο τέτοιες ενέργειες. Υπήρχαν επίσης Η Βίβλος (The Book), ένας κατάλογος διευθύνσεων της ίδιας εκστρατείας που δημοσίευε η Δικαιοσύνη;, και τα Ενωμένα Συστήματα (United Systems), μια κολεκτίβα κινητών ηχοσυστημάτων. Αυτά τα αλληλένδετα δίκτυα πύκνωναν ακόμη περισσότερο μια ήδη πολύπλευρη εναλλακτική δημόσια σφαίρα, στην οποία έβρισκαν τώρα τη θέση τους ο φεμινισμός, οι γκέι και οι λεσβίες, η οικολογία, το αντιπολεμικό κίνημα, τα δικαιώματα των ζώων και όσοι δραστηριοποιούνταν στον τομέα ενημέρωσης των ανθρώπων για τους κινδύνους 34 του AIDS αλλά και η μουσική, ο χορός και οι τέχνες γενικότερα. Η πολιτική του «Κάν’ το μόνος σου», όπως και οι δυτικογερμανικές εναλλακτικές σκηνές ή τα κινήματα των καταλήψεων στο Άμστερνταμ και την Κοπεγχάγη, δημιούργησαν τις δικές τους οικονομικές ζώνες και τους δικούς τους θυλάκους αντιστασιακής ζωής, αμφισβητώντας έτσι την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στη νέα μετακεϊνσιανή εποχή. Η Δικαιοσύνη; κατέλαβε το ετοιμόρροπο δικαστικό μέγαρο του Μπράιτον, μετατρέποντάς το ειρωνικά σε κέντρο της εκστρατείας της κατά του νέου ποινικού νόμου, σε «ένα ολοζώντανο κοινοτικό κέντρο με το δικό του καφενείο, χώρους για διαλογισμό, βρεφονηπιακό σταθμό και ελεύθερη δωρεάν διασκέδαση για ελεύθερους ανθρώπους»: «Οι ανοιχτά πολιτικές δραστηριότητες –εργαστήρια για το πανευρωπαϊκό κίνημα των καταλήψεων, για την υποστήριξη των φυλακισμένων και τις αντιφάσεις στο κίνημα εναντίον των αυτοκινητοδρόμων, ή συζητήσεις για τον προσανατολισμό και τη δράση της οργάνωσης– εναλλάσσονταν με απογεύματα ποίησης, τάι τσι, μασάζ, κινηματογραφικές προβολές, 35 μουσικά εργαστήρια, εκθέσεις και τα λοιπά». Η Κολεκτίβα Έξοδος, του Λούτον, έξω από το Λονδίνο, προχώρησε ακόμη περισσότερο. Μεταπολεμικά το Λούτον ήταν υπόδειγμα ευημερίας, όπου οι εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας αμείβονταν καλά, ζούσαν με ανέσεις και απολάμβα36 ναν την καταναλωτική αφθονία. Ώς το 1980 όμως το όνειρο αυτό είχε καταρρεύ-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·805
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
σει, μέσα στην οικονομική ύφεση και την ανεργία. Γεννημένη μέσα από τα κοινωνικά ερείπια της φορντικής οικονομίας, η Έξοδος ξεκίνησε τη δράση της τον Ιούνιο του 1992 με ένα μεγάλο υπαίθριο πάρτι έξω από το Ντανστέιμπλ, με αυτοσχέδιες μεγαφωνικές εγκαταστάσεις. Ώς την επόμενη πρωτοχρονιά αυτές είχαν μεταμορφωθεί σε μια τεράστια ζώνη από μεγάφωνα, δέκα μέτρα επί τέσσερα, που έδιναν το ρυθμό σε αρκετές χιλιάδες χορευτές. Η κολεκτίβα θεμελίωσε αυτή την κουλτούρα του χορού στις πολιτικές της φιλοδοξίες για να δημιουργήσει ένα κοινωνικό κίνημα. «Να ξανακάνουμε κοινότητα την πόλη, την πόλη που την έχασε 37 εντελώς», έλεγε ένα από τα ποιήματά της. Η Έξοδος στήριξε επίσης τη δημιουργία μιας κατάληψης για άστεγους στο χώρο ενός εγκαταλειμμένου ξενοδοχείου. Όταν διώχτηκε από εκεί δύο μήνες αργότερα, κατέλαβε έναν ετοιμόρροπο βρεφονηπιακό σταθμό και τον βάφτισε Έπαυλη 38 ΖΣΔ (HAZ Manor, Housing Action Zone / Ζώνη Στεγαστικής Δράσης). Eξασφάλισαν εκεί κατοικία σαράντα άνθρωποι, με πολλούς κοινόχρηστους χώρους (κουζίνα, γυμναστήριο, αίθριο, αίθουσα κοινότητας, κήποι), εργαστήρια χειροτεχνίας κι ένα κατάστημα επισκευής μεγαφώνων. Στη συνέχεια, η κολεκτίβα κατέλαβε μια εγκαταλειμένη φάρμα και σύντομα απέκτησε ένα αξιόλογο κοπάδι από ζώα.39 Η ευρηματικότητά της κατήγγελλε το κοινωνικό χάος που είχαν φέρει η απεκβιομηχάνιση, η ανεργία των νέων και η έλλειψη στέγης. Οι συστηματικές διώξεις από την αστυνομία, που κορυφώθηκαν σε μια στημένη κατηγορία για ναρκωτικά εναντίον του Πολ Τέιλορ (Paul Taylor), του μαύρου ηγέτη της κολεκτίβας, που τελικά 40 αθωώθηκε, απέτυχαν ν’ αδρανοποιήσουν την οργάνωση. Η κολεκτίβα επιβίωνε χάρη στη συνεργατική ηθική των μελών της και την καλή διαχείριση των περιορισμένων πόρων της: «Έτσι λοιπόν, το να είσαι μέλος της κολεκτίβας έξαφνα σε κάνει να δεις διαφορετικά τη ζωή σου. Αλλάζει το πώς βλέπεις την καλυτέρευση, την ιδέα σου για την πρόοδο. Βλέπεις μπροστά σου ένα καλύτερο μέλλον, χωρίς, ας πούμε, να πας να κλέψεις καμιά πιστωτική κάρτα ή κάτι παρόμοιο, για να περάσεις δήθεν καλύτερα. Αυτό κάναμε λοιπόν κι εμείς. Δώσαμε το παράδειγμα, πώς μπορούν να βελτιώσουν οι άνθρωποι την ζωή τους με διαφορετικό τρόπο, με μια άλλη 41 μορφή αυτοβοήθειας. Με αυτό τον τρόπο, όλοι μαζί γινόμαστε καλύτεροι». Η Έξοδος κατόρθωσε να κινητοποιήσει πλήθος κόσμο, κυρίως νέους – «άλλους εργαζομένους και άλλους άνεργους, άλλους πολιτικά συνειδητοποιημένους και άλλους που απλώς ήθελαν να διασκεδάσουν, μαύρους και λευκούς, άντρες και γυναίκες, νέους της πόλης και της επαρχίας, παλιούς χίπηδες, πανκ και άγγελους της κόλασης, ταξιδιώτες κάθε λογής, απλούς και της Νέας Εποχής, καταληψίες και ακτιβιστές εναντίον των αυτοκινητοδρόμων».42 Το καλοκαίρι του 1995, στην κο-
805
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·806
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ρύφωση της έντασης με την αστυνομία, η Έξοδος αποφάσισε να τερματίσει τη βίαιη σύγκρουση στο Αγρόκτημα Μαρς, η οποία είχε κρατήσει ήδη κάμποσες μέρες, εγκαταλείποντάς το για να οργανώσει ένα πάρτι. Στα μέρη όπου η νεολαία της εργατικής τάξης δεν είχε καμιά προοπτική, και τα μόνα που της έμεναν ήταν το αλκοόλ και η περιστασιακή μικροεγκληματικότητα, η ικανότητα να οργανωθεί η τοπική δυσαρέσκεια, με άξονα ένα συλλογικό πρόγραμμα, σε μια νέα αρχιτεκτονική καθημερινών απολαύσεων, αποδείχτηκε εξαιρετικά σημαντική. Αλλά για να φτιάξεις έναν καλύτερο κόσμο, όση φαντασία και αν έχουν οι τοπικές κινητοποιήσεις, χρειάζεσαι πολιτικό χώρο. Μετά την αθώωση του Τέιλορ και τη γελοιοποίηση της αστυνομίας, το εκλεγμένο επαρχιακό συμβούλιο ψήφισε ομόφωνα να αναθέσει μια επίσημη έρευνα στον Μάικλ Μάνσφιλντ (Michael Mansfield), περίφημο δικηγόρο και υπερασπιστή των πολιτικών δικαιωμάτων. Με τον καιρό, η κοινή γνώμη άρχισε να συμπαθεί την Έξοδο. Της προσφέρθηκαν υπαίθριοι χώροι για να οργανώνει νόμιμα τα θερινά της φεστιβάλ. Το 1997 ο τοπικός βουλευτής των Συντηρητικών, και λυσσαλέος αντίπαλος της κολεκτίβας, έχασε τις εκλογές από τους Εργατικούς. H Έξοδος άνοιξε σε μια παλιά αποθήκη το Κοινοτικό Κέντρο Κιβωτός (Ark Community Centre), με στούντιο ηχογραφήσεων, κυλικεία με φαγητό σε τιμή κόστους, το μπαρ Μπομπ Μάρλεϊ, κάθε λογής χειροτεχνικά και άλλα εργαστήρια, έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό και τυπογραφείο, όλα αυτά διαθέσιμα σε όλους με μια πολύ μικρή συνδρομή. Ήταν μια κλασική οργάνωση κοινότητας, μολονότι έμενε μακριά από κάθε πολιτική επιρροή των Εργατικών ή συνδικαλιστική δράση. Ο Γκλεν Τζένκινς (Glenn Jenkins), τριανταπεντάρης το 1997, τέως μηχανοδηγός και συνδικαλιστικός εκπρόσωπος βάσης, είπε σταράτα ποια ήταν η νέα πολιτική πρόκληση: Καιρός πια να πάψουν οι πολιτικοί […] να λένε τις γνωστές μαλακίες για άνοιξη στην οικονομία, και να πούνε στον κόσμο την αλήθεια για τη ανεργία. Δεν είμαστε εμείς εκείνοι που τα παράτησαν· από τη δουλειά μας διώξανε γιατί δεν μας θέλανε πια. Όπως είναι σήμερα τα πράγματα, για πολλούς ανθρώπους δεν υπάρχει μέλλον, δεν έχουν ευκαιρία για αξιοπρεπή δουλειά. Ο κόσμος χρειάζεται λοιπόν κάτι άλλο, μια νέα ζωή. Το σύστημα πρέπει να μας βοηθήσει να στραφούμε αλλού. Οι πολιτικοί πρέπει να βοηθήσουν τη διαφοροποίηση αυτή, γιατί θα είναι καλή και για τον δικό τους κόσμο. Έχουμε αποστολή. Βρισκόμαστε στο πιο κρίσιμο σημείο του δρόμου, πρέπει να δώσουμε απάντηση.43
Ο σοσιαλισμός σε νεοφιλελεύθερους καιρούς
∏ επινοητικότητα της Κολεκτίβας Έξοδος, όπως και οι μικροοικονομίες που γέν806
νησε η εναλλακτική σκηνή της Δυτικής Γερμανίας, δείχνουν με ποιους τρόπους θα
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·807
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
μπορούσε να αναζωογονηθεί η ιδέα του κολεκτιβισμού. Ο κεϊνσιανισμός σε εθνικό επίπεδο, οι γραφειοκρατικού τύπου εθνικοποιήσεις και ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας είχαν απαξιωθεί από την προέλαση του νεοφιλελευθερισμού μετά το 1973. Η Έξοδος, αντίθετα, επικαλούνταν άλλες παραδόσεις σοσιαλιστικής οικονομίας, που βασίζονταν στην ιδέα της συνεργασίας και εστίαζαν στις τοπικές πρωτοβουλίες μάλλον παρά στον έλεγχο των στρατηγικών υψωμάτων της οικονο44 μίας. Αποκεντρωμένα πρότυπα οικονομικού σχεδιασμού στηριγμένου στην κοινότητα δημιουργούσαν νέες θέσεις εργασίας, αναζωογονούσαν τις τοπικές κοινότητες και κρυστάλλωναν νέους δεσμούς ανάμεσα στην εργασία και στην καθημερινή ζωή. Ο δημοκρατικός οικονομικός σχεδιασμός πρόσφερε κάποιες ευκαιρίες στην Αριστερά όταν αυτή άρχισε να επιστρέφει στην κυβέρνηση στις ευρωπαϊκές χώρες. Όσο περιορισμένα περιθώρια χειρισμών και αν είχαν οι κυβερνήσεις στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας τη δεκαετία του 1990, μπορούσαν πάντως να αναπτύξουν δημιουργικές στρατηγικές δημόσιων επενδύσεων. Ενισχύοντας τοπικές πρωτοβουλίες μπορούσαν να επιστρέψουν πόρους στις περιφέρειες και τις πόλεις που είχαν πληγεί από την απεκβιομηχάνιση· πόρους που δεν περιλάμβαναν μόνο κεφάλαια αλλά και οργανωτική υποστήριξη, πληροφόρηση και τεχνολογίες πληροφορικής, και ηθικοπολιτική ενίσχυση. Με όλους αυτούς τους τρόπους μπορούσε να αποκατασταθεί το ιδανικό του δημόσιου αγαθού. Ο κεϊνσιανισμός, με κάποιες τροποποιήσεις, ήταν εφικτός. Αποκεντρωτικά οργανωμένες δημόσιες επιχειρήσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις και δημόσιες επιχορηγήσεις των τοπικών πρωτοβουλιών, αξιοποίηση της γης και άλλων δημόσιων πόρων, χορήγηση αδειών για την υλοποίηση μικρής κλίμακας προγραμμάτων και σχεδιασμός με βάση την τοπική κοινότητα – όλα αυτά δεν σήμαιναν απαραίτητα την αντιστροφή των ιδιωτικοποιήσεων ή τη νομιμοποίηση ξανά των εθνικοποιήσεων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Μονάδα Λαϊκού Σχεδιασμού του GLC αναδείχτηκε σε «κέντρο εκπαίδευσης, έρευνας και διοχέτευσης πόρων που διασφάλιζε ότι το GLC θα μοιραζόταν τα διαθέσιμα μέσα του, υλικά και πολιτικά, με τα συνδικάτα, τις κοινοτικές οργανώσεις και τη λαϊκή βάση σε ολόκληρο το Λονδίνο».45 Βέβαια, το GLC προκάλεσε πολλές διαμάχες στη σύντομη διάρκεια της ζωής του. Η κυβέρνηση έβαλε στο δρόμο του κάθε λογής εμπόδια (χρηματοδοτικά, οργανωτικά, πολιτικά) και τελικά κατέστρεψε την ίδια τη δημοκρατική τοπική αυτοδιοίκηση. Ωστόσο το GLC πρόλαβε να πετύχει πολλά: ολοκληρωμένη στρατηγική για τους βιομηχανικούς τομείς που απασχολούσαν χαμηλόμισθους και ανειδίκευτους εργάτες· έξι Τεχνολογικά Δίκτυα για την ενίσχυση της καινοτομίας· το Λαϊκό Σχέδιο για τα Ντόκλαντς, μια υποβαθμισμένη περιοχή του ανατολικού Λονδίνου, ενάντια στο πρό-
807
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·808
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
808
γραμμα εμπορικής αξιοποίησής τους που ευνοούσε η Θάτσερ, της Εταιρείας για την Ανάπτυξη των Ντόκλαντς· εκστρατείες στις γειτονιές, όπως η Ομάδα Δράσης της Κόιν Στριτ· ευρείες συμμαχίες για τη διαφύλαξη της δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης όπως το Κέντρο Άμεσης Υγειονομικής Βοήθειας (London Health Emergency) που ιδρύθηκε το 1982-83, και άλλα.46 Όλα αυτά αψηφούσαν το άγρια αντίθετο κλίμα που κυριαρχούσε σε εθνικό επίπεδο, με την κυβέρνηση να ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική πορεία, προωθώντας την κερδοσκοπία στα ακίνητα και παραμερίζοντας την ιδέα της κοινότητας. Το GLC καλωσόρισε τα νέα κοινωνικά κινήματα, προώθησε τη συνεργασία συνδικάτων, εργοδοτών και καταναλωτών, και οργάνωσε εκστρατείες με φαντασία για χαμηλά κόμιστρα στις δημόσιες συγκοινωνίες το 1982, για το Έτος Ειρήνης το 1983, για το Έτος Ενάντια στο Ρατσισμό το 1984– και τα δύο πολύ πετυχημένα φεστιβάλ «Δουλεύοντας για την Αλλαγή» το 1984 και το 1985 που συγκέντρωσαν πλήθος επισκέπτες, 100.000 το πρώτο και 500.000 το δεύτερο. Σε άλλα μέρη της Ευρώπης εμφανίστηκαν οι συνεταιρισμοί του Μοντραγκόν στην ισπανική χώρα των Βάσκων, με 19.500 εργαζομένους σε περισσότερες από επιχειρήσεις· στην «κόκκινη» Εμίλια Ρομάνια, την οποία κυβερνούσαν οι κομμουνιστές, οι υφαντουργοί της συντόνιζαν το σχεδιασμό, την εμπορία και τη χρηματοδότηση των προϊόντων τους συνεργατικά, με μια κεντρική οργάνωση. Οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ισπανίας προώθησαν ανάλογες δράσεις με την έρευνα και την ανάπτυξη, υποστηρίζοντας γυναικείες και κοινοτικές πρωτοβουλίες, όπως περίπου είχαν κάνει νωρίτερα οι σκανδιναβικές χώρες. Ωστόσο, στη μετακεϊνσιανή εποχή, οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις δεν είχαν τα μέσα να μετατρέψουν τις επιμέρους αυτές εμπειρίες σε ένα εθνικό οικονομικό πρόγραμμα.47 Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η κατάσταση ήταν θολή. Οι σοσιαλιστές κυβερνούσαν σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης. Το γερμανικό SPD θριάμβευσε στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1998, όπως και οι Εργατικοί στη Βρετανία τον Μάιο του 1997. Μοναδική εξαίρεση, η ήττα των ισπανών σοσιαλιστών το 1995. Στη μετακομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη, η νίκη των σοσιαλδημοκρατών στην Τσεχία τον Ιούνιο του 1998 αντιστάθμισε την ήττα των σοσιαλιστών στην Ουγγαρία. Όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν τώρα σοσιαλιστικές, για πρώτη φορά από τις αντιφασιστικές συμμαχίες του 1945. Ωστόσο ο σοσιαλισμός αυτός ήταν επιφυλακτικός και εξουθενωμένος. Τα ιδανικά του 1945 είχαν λυγίσει. Οι Σοσιαλιστές επέστρεφαν στην κυβέρνηση χωρίς κανένα οικονομικό σχέδιο. Αποδέχτηκαν τις νεοφιλελεύθερες επιλογές, στις οποίες δεν περιλαμβανόταν μόνο η διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος αλλά και, ξαναζεσταμένες, οι επιθετικές
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·809
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
ιδεολογίες της οικονομικής ελευθερίας με πρωτοπόρο το θατσερισμό της δεκαετίας του 1980, για τις οποίες οι σοσιαλιστές δεν είχαν απάντηση. Δεν είχαν κανένα 48 όραμα ενός διαφορετικού, σοσιαλιστικού μέλλοντος. Η Αριστερά βρισκόταν ξανά στην κυβέρνηση, αλλά στην πραγματικότητα βρισκόταν σε πλήρη υποχώρηση. Όπως έδειξαν οι διεθνείς πανηγυρισμοί για τη σύλληψη του πρώην δικτάτορα της Χιλής Αουγκούστο Πινοτσέτ (Augusto Pinochet) στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 1998, οι παλιότεροι ριζοσπαστισμοί μπορούσαν ακόμη 49 να μνημειοποιούνται. Αλλά τα μεγάλα σχέδια, που εμψύχωναν την Αριστερά τη δεκαετία του 1970, ήταν νεκρά – η Εναλλακτική Οικονομική Στρατηγική στη Βρετανία, ο ευρωκομμουνισμός και οι διάφορες παραλλαγές του σουηδικού μοντέλου. Χωρίς ανάπτυξη και ευημερία, ακόμη και οι μετριοπαθείς στόχοι του Άντονι Κρόσλαντ και του συνεδρίου του Μπαντ Γκόντεσμπεργκ εγκαταλείφθηκαν. Για τον Πίτερ Γκλοτς, τον επίσημο διανοούμενο του SPD, οι στόχοι αυτοί δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια «μεγαλομανία συγκεντρωτισμού». Η «ιδεοληψία ότι το κράτος μπορεί δήθεν να διαχειριστεί αποτελεσματικά ολόκληρη την οικονομία» δεν ήταν παρά ένα παρωχημένο δόγμα που έδιωχνε ψήφους. Αντίθετα, έπρεπε «η Αριστερά, ορθώνοντας το ανάστημά της, να υποστηρίξει τα δικαιώματα των καταναλωτών, τις ελεύθερες επενδυτικές αποφάσεις, την ελεύθερη διάθεση των πόρων καθενός και την αποκεντρωμένη λήψη αποφάσεων». Πώς θα προωθούσαν όλα αυτά τον δηλω50 μένο στόχο «να ελεγχθεί η οικονομία της αγοράς» ήταν ολότελα ασαφές. Η στάση αυτή συνιστούσε έναν «νεοαναθεωρητισμό», που καθοδηγούνταν από τον εκλογικό πραγματισμό, πασπαλισμένο με λίγη ηθική κοινωνικής δικαιοσύνης και μια ρητορεία περί «εκσυγχρονισμού». Οι σοσιαλιστές απέρριψαν τον οικονομικό σχεδιασμό, τις εθνικοποιήσεις, την αναδιανεμητική φορολογία και την αύξηση των δημοσίων δαπανών. Η πανταχού παρούσα γλώσσα του «νέου» σήμαινε ακριβώς την απόρριψη όλων αυτών των «παλιών» και «παραδοσιακών» ιδεών – εγκατάλειψη της σοσιαλιστικής παράδοσης, υποταγή στις νέες μορφές του καπιταλισμού που αναδύονταν και αποδοχή της κυριαρχίας της «αγοράς». Οι σοσιαλιστές είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους στο κράτος. Χωρίς το αρχιμήδειο αυτό σημείο, η ικανότητά τους να φανταστούν αντικαπιταλιστικές εναλλακτικές λύσεις χάθηκε. Ο «νεοαναθεωρητισμός» ήταν το σωρευτικό αποτέλεσμα της απώλειας αυτής.
Ανοικοδομώντας την αριστερά; Σοσιαλισμός με κάθε δυνατό ψευδώνυμο
Ãωρίς τα παραδοσιακά εργατικά κινήματα και τις ταξικές πολιτικές τους ταυτότητες, τα ιδανικά της συλλογικότητας δύσκολα μπορούσαν να διατηρηθούν. Ο σο-
809
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·810
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
810
σιαλισμός ξεκίνησε φιλοδοξώντας να καταργήσει τον καπιταλισμό και να χτίσει μια εξισωτική δημοκρατία πάνω στον πλούτο που είχε δημιουργήσει ο καπιταλισμός. Οι ελπίδες αυτές έμειναν ζωντανές για χρόνια και χρόνια. Μολονότι οι δραματικές εξεγέρσεις του 1917-23 δεν επαναλήφθηκαν, η πίστη στο σοσιαλισμό ως εφικτό προορισμό, ως ένα ιστορικό στάδιο εντελώς διαφορετικό από το καπιταλιστικό παρόν, συνέχισε να εμπνέει τους σοσιαλιστές στοχαστές. Αλλά μετά από πολλές ήττες και απογοητεύσεις, οι σοσιαλιστές άρχισαν να συμβιβάζονται με μετριοπαθέστερους στόχους: εξημέρωση του καπιταλισμού, με έμφαση στη δημοκρατία, την κοινωνική πολιτειότητα και τα εργασιακά δικαιώματα. Ώς τη δεκαετία του 1990 ο σοσιαλισμός είχε μεταμορφωθεί σε ένα ακόμη πιο ασαφές ιδανικό, σε μια αφηρημένη πολιτική ηθική βασισμένη στην κοινωνική δικαιοσύνη. Ακόμη και οι ισχυρές σοσιαλδημοκρατίες των σκανδιναβικών χωρών αναγκάστηκαν να αναθεωρήσουν το πολιτικό τους ιδίωμα. Τα ιδανικά των Νορβηγών Εργατικών μετατοπίστηκαν από την οικοδόμηση μιας «σοσιαλιστικής κοινωνίας» το 1969 στον ατομικισμό του 1989, περνώντας από «τις γενικές αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της ισότητας» το 1981. Τα σκανδιναβικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα γλίστρησαν αναπότρεπτα προς τη δυσάρεστη θέση που και όλα τα άλλα αντιμετώπιζαν: «μαζική ανεργία, αντιπληθωριστικές πιέσεις, τέλος των εθνικών συλλογικών διαπραγματεύσεων, ελαστική αγορά εργασίας, κατάρρευση του βιομηχανικού 51 τομέα και απώλεια του εθνικού ελέγχου πάνω στην οικονομία». Οι κύριες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές στην καπιταλιστική Ευρώπη μετά το 1960 –η μεταφορντική μετάβαση– υπονόμευαν σταθερά τη σοσιαλιστική Αριστερά. Τα αποκαρδιωτικά τους αποτελέσματα ξεπερνούσαν πολύ εκείνα της κατάρρευσης του κομμουνισμού. Η Σοβιετική Ένωση είχε πάψει από καιρό να εμπνέει, εκτός από κάποιες ολοένα μικρότερες μειονότητες πιστών στη Μόσχα. Ο Γκορμπατσόφ πράγματι αναθέρμανε τις ελπίδες της Αριστεράς, αλλά η διάψευσή τους το 1991 ήταν ασύγκριτα χειρότερη από τους προηγούμενους κλονισμούς του 1956 και του 1968. Οι Δυτικοί σοσιαλιστές βρίσκονταν ήδη σε υποχώρηση. Η επέλαση της ελεύθερης αγοράς επιβεβαίωσε την αμυντική απομόνωσή τους. Ακόμη και οι ίδιοι άρχισαν να αμφισβητούν την εμβέλεια των καθαρά σοσιαλιστικών πολιτικών. Ωστόσο το τέλος του Ψυχρού Πολέμου συνάμα τους άνοιξε ζωτικό χώρο, καθώς το «τέλος του κομμουνισμού» σήμανε και τέλος του αντικομμουνισμού με έναν δυνητικά απελευθερωτικό τρόπο. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο αντικομμουνισμός ασκούσε ανυπόφορη πίεση στην πολιτική ζωή των δυτικών χωρών – διαμορφώνοντας τα πολιτικά προγράμματα και τους όρους της δημόσιας ζωής, αποκλείοντας ή επιβάλλοντας συμμαχίες, αστυνομεύοντας τις μορφές της
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·811
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
διαφωνίας και, γενικά, ορίζοντας τι μπορούσε ή δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς. Αν οι κομμουνιστές αυτολογοκρίνονταν με την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης και οι σοσιαλδημοκράτες είχαν εσωτερικεύσει τον αντικομμουνισμό, οι μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ χαλάρωναν τώρα τη λαβή αυτών των συνηθειών επάνω στην πολιτική φαντασία της Δύσης. Οι πληθυσμοί της επίσης εκτίμησαν ιδιαίτερα το ότι ο ψυχροπολεμικός μιλιταρισμός εξαρθρώθηκε κυρίως με πρωτοβουλία του Γκορμπατσόφ. Όταν κατέρρευσε η σοβιετική αυτοκρατορία, οι αντικομμουνιστικοί μηχανισμοί είχαν πάψει πια να λειτουργούν όπως προηγουμένως. Άνοιξε καταρχήν ένας «τρίτος χώρος» ανάμεσα στις παλιότερες πολωμένες εναλλακτικές λύσεις του σταλινισμού και της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας – όχι κανένας έτοιμος «τρίτος δρόμος» αλλά ένα νέο σύνολο παραμέτρων, πάνω στις οποίες μπορούσαν να στηθούν νέες πρωτοβουλίες της Αριστεράς. Εδώ ακριβώς είχαν εξαιρετικά μεγάλο αποτέλεσμα τα νέα κοινωνικά κινήματα δεν είχαν την ίδια απήχηση σε όλες τις χώρες. Όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές χώρες απέκτησαν νέα κόμματα που αυτοαποκαλούνταν πράσινα, από τους Πράσινους της Δυτικής Γερμανίας και τους Βέλγους Εκολό το 1980 μέχρι τα πράσινα κόμματα της 52 Ανατολικής Ευρώπης το 1988-90 (βλ. πίνακα 27.1). Η επιτυχία τους ήταν εκπληκτική, καθώς είναι πολύ δύσκολο να εδραιωθεί ένα νέο κόμμα σε υπερφορτωμένα ήδη πολιτικά συστήματα. Στις ευρωεκλογές του 1984, επτά πράσινα κόμματα υπέγραψαν κοινές διακηρύξεις στις Βριξέλες, συγκεντρώνοντας από το 1% των ψήφων στη Βρετανία και την Ιρλανδία ώς το 8,2% στη Δυτική Γερμανία. Στις επόμενες ευρωεκλογές του 1989, τα ποσοστά των οικολόγων ήταν ακόμη μεγαλύτερα: σε τρεις χώρες έφτασαν διψήφιο αριθμό· σε τρεις άλλες ήταν μεταξύ 6% και 8%, και μόνο στη Δανία, την Ελλάδα και την Ιρλανδία πήγαν άσχημα· στην Ιταλία, η Πράσινη Λίστα κατέβηκε στις εκλογές για πρώτη φορά. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τα κόμματα αυτά μπόρεσαν να εδραιωθούν στην πολιτική σκηνή. Πετύχαιναν τα καλύτερα αποτελέσματα σε εθνικές εκλογές στις βόρειες χώρες του «σοσιαλδημοκρατικού πυρήνα». Στο Βέλγιο επίσης πήγαιναν πολύ καλά, συγκεντρώνοντας 5,1% οι Εκολό (φλαμανδόφωνοι) και 4,9% το Αγκαλέβ (γαλλόφωνοι) στις εκλογές του 1991. Στις υπόλοιπες χώρες, τα ποσοστά κυμαίνονταν μεταξύ 4% και 9%. Ώς το 1990, οι Ανατολικοευρωπαίοι πράσινοι τα πήγαιναν πολύ καλά στη Σλοβενία και τη Βουλγαρία.
811
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·812
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Πίνακας 27.1. Ευρωπαϊκά πράσινα κόμματα, 1980-1998: επιδόσεις στις εθνικές εκλογές και τις ευρωεκλογές Έτος ίδρυσης Βρετανία (Πράσινο Κόμμα) Δυτική Γερμανία (οι Πράσινοι) Βέλγιο (Εκολό) Ιρλανδία (Πράσινη Συμμαχία) Σουηδία (Κόμμα Περιβάλλοντος) Βέλγιο (Αγκαλέβ) Δανία (Πράσινοι) Ολλανδία (Πράσινοι) Ελβετία (Πράσινο Κόμμα) Γαλλία (Πράσινοι) Λουξεμβούργο (Πράσινη Αλτερνατίβα) Ισπανία (Πράσινοι) Αυστρία (Πράσινη Συμμαχία) Φινλανδία (Πράσινη Ένωση) Ιταλία (Πράσινη Λίστα) Εσθονία (Πράσινο Κίνημα) Πολωνία (Κόμμα Πρασίνων) Λιθουανία (Πράσινο Κόμμα) Ουγγαρία (Πράσινο Κόμμα) Σλοβενία (Πράσινοι) Σλοβακία (Κόμμα Πρασίνων) Λετονία (Πράσινο Κόμμα) Βουλγαρία (Πράσινο Κόμμα, Εκογκλάσνοστ) Κροατία (Πράσινη Δράση)
812
1973 1980 1980 1981 1981 1982 1983 1983 1983 1984 1984 1985 1986 1987 1987 1988 1988 1989 1989 1989 1990 1990 1990
Εθνικές Ευρωεκλογές Ευρωεκλογές 1984 1989 1,3 (1992) 6,7 (1998) 13,9 (1991) 1,5 (1989) 5,0 (1994) 7,9 (1991) 0,8 (1990) 4,1 (1989) 6,3 (1987) 6,8 (1992) 4,1 (1989) 0,7 (1989) 4,8 (1990) 6,8 (1991) 3,0 (1992)
2,7 8,2 9,8
14,9 8,4 16,5
7,1
12,2
5,6
7,0
10,6 6,0 0,9
6,1
3,8
8,8 (1990) 3,5 (1990) 7,2 (1990)
1990
Ώς τη δεκαετία του 1990, τα κόμματα αυτά είχαν αναδειχτεί σε αξιόπιστους πολιτικούς συμμάχους και αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στη διοίκηση των δήμων. Το πολιτικό βάρος τους μάλιστα ξεπερνούσε τη μάλλον μέτρια εκλογική τους απήχηση. Έκαναν ορατή την ευρύτερη αποσύνδεση ανάμεσα στο κοινοβουλευτικό και στο εξωκοινοβουλευτικό πεδίο, καθώς πέρα από τους πράσινους απλωνόταν ένα
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·813
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
ολόκληρο σύμπαν νέων κοινωνικών κινημάτων και άμορφων εναλλακτικών σκηνών. Μάλιστα αυτά τα οικολογικά κόμματα δεν ήταν κόμματα μελών με την παραδοσιακή έννοια της σοσιαλιστικής Αριστεράς· αντίθετα, είχαν πολύ χαμηλή αναλογία μελών προς ψηφοφόρους. Αυτό ήταν το κεντρικό παράδοξο: ενώ ο πολιτικός ακτιβισμός αναπτυσσόταν συνεχώς μετά το 1968, με όλο και περισσότερο κόσμο να συμμετέχει σε κάθε λογής εκστρατείες και να συγκεντρώνει υπογραφές για κάθε λογής ζητήματα, ο αριθμός των κομματικών μελών έπεφτε διαρκώς, ιδιαίτερα, με53 ταξύ των νέων. Το νόημα της κομματικής στράτευσης χανόταν, όμως αυτό δεν έφερνε μείωση του ακτιβισμού αλλά μάλλον ένα διαφορετικό προσανατολισμό του. Η ενέργεια της Αριστεράς γεννιόταν ολοένα περισσότερο εκτός των κομματικών τειχών, και ο απόηχός της εξασθενούσε διαρκώς στο εσωτερικό των κοινοβουλευτικών σοσιαλιστικών ομάδων. Αυτό εξηγούσε το χάσμα ανάμεσα στην τεράστια δημοτικότητα που εξασφάλισε το ειρηνιστικό κίνημα των αρχών της δεκαετίας του 1980 και τον σκυθρωπό συντηρητισμό των σοσιαλιστικών ηγεσιών στο ίδιο ζήτημα, ή τη ζωτικότητα της νέας βρετανικής Αριστεράς των πόλεων απέναντι στο κεντριστικό πείσμα των Εργατικών ηγετών. Ακόμη και οι ίδιοι οι πράσινοι ζευγάρωναν αμήχανα με τους εξωκοινοβουλευτικούς οπαδούς τους, που δένονταν μαζί τους όχι με οποιουσδήποτε μηχανισμούς κομματικής πειθαρχίας αλλά μέσω μιας πιο 54 ρευστής διαδικασίας ταύτισης. Τα πράσινα κόμματα δεν ήταν η μόνη νέα οργανωτική μορφή της Αριστεράς. Στην Ισλανδία, το λειτουργικό τους ισοδύναμο ήταν η Kvennalistinn, η Συμμαχία των Γυναικών, που στήθηκε τον Μάρτιο του 1983 και πήρε ποσοστό 5,5% στις εκλογές του ιδίου έτους και το διπλάσιο, 10,1%, το 1987. Στην Ολλανδία υπήρχαν δεξιοί και περιθωριακοί πράσινοι που δεν είχαν καμιά σχέση με την Πράσινη Προοδευτική Συμφωνία, στην οποία συμμετείχαν πολλά μικρά κόμματα της Αριστεράς. Η τελευταία πήρε το 5,6% των ψήφων στις ευρωεκλογές του 1984, και περιλάμβανε τους Ριζοσπάστες, πρωτοπόρους στην ανάδειξη των πράσινων ζητημάτων από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, τους Ειρηνιστές Σοσιαλιστές και το ευρωκομμουνιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ολλανδίας, ενώ στις ευρωεκλογές του 1989 έφτασε το 7,0%, έχοντας ενσωματώσει και το Ευαγγελικό Λαϊκό Κόμμα, και μετονομάστηκε σε Ολλανδική Πράσινη Αριστερά. Στη Δανία το Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα, το ευρωκομμουνιστικό διάδοχο σχήμα του μικροσκοπικού σταλινικού Κομμουνιστικού Κόμματος, καλλιέργησε τον οικολογικό και τον ειρηνιστικό ακτιβισμό τη δεκαετία του 1970, επιδιώκοντας την αμοιβαία συνεργασία με τα κινήματα της βάσης και δίνοντας σε γυναίκες το 40% των θέσεων στις επιτροπές του. Το 1987 έφτασε το 14,6% των ψήφων, ενώ ώς τη δεκαετία του 1990 είτε συγκυβερνούσε με τους σο-
813
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·814
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
814
σιαλδημοκράτες είτε με τους δημοτικούς του σύμβουλους ρύθμιζε την πλειοψηφία στα δυο τρίτα περίπου των δήμων της χώρας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα πράσινα κόμματα υπερφαλαγγίστηκαν από εναλλακτικές αριστερές κινήσεις που υιοθέτησαν οικολογικές θέσεις. Αντίστροφα, οι πράσινοι μετά τις εκλογικές τους επιτυχίες γενίκευσαν τη ριζοσπαστική τους στάση. Η Διακήρυξη του Παρισιού, Σκέψου Παγκόσμια – Δράσε Τοπικά!, ζητούσε τον Απρίλιο του 1984 «μια Ευρώπη διαφορετική, αδέσμευτη και αποκεντρωμένη». Πέρα από τον ίδιο τον οικολογικό της ριζοσπαστισμό, αντιτασσόταν στην εγκατάσταση πυρηνικών πυραύλων σε Δύση και Ανατολή, οργάνωνε κινητοποιήσεις εναντίον της ανεργίας και των περικοπών του κοινωνικού κράτους, απαιτούσε ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες και υποστήριζε τις πολιτικές ελευθερίες ως προϋ56 πόθεση μιας χειραφετικής κοινωνίας. Οι πράσινοι ανήκαν σε μια ευρύτερη υβριδική κατηγορία ριζοσπαστικών κομμάτων που μετά το 1960 συσπείρωναν γύρω στο 5-10% των ψήφων στα αριστερά των κύριων σοσιαλιστικών ομάδων. Περιλάμβαναν τα παλιότερα αριστερά σοσιαλιστικά κόμματα των σκανδιναβικών χωρών που χρονολογούνταν από την εποχή της κρίσης του σταλινισμού το 1956-68, τις απροκάλυπτα πρασινοκόκκινες πρωτοβουλίες όπως την Ολλανδική Πράσινη Αριστερά και την Αριστερή Συμμαχία της Φινλανδίας, το ευρύ εκλογικό μέτωπο των Ισπανών κομμουνιστών Ενωμένη Αριστερά (Izquierda Unida), την ισλανδική Συμμαχία των Γυναικών, το Σκοτικό Εθνικό Κόμμα (Scottish National Party – SNP) και το ουαλικό εθνικιστικό κόμμα (Plaid Cymru) της Βρετανίας.57 Μέσα στην ευρύτερη αυτή κατηγορία, τα «πραγματικά» πράσινα κόμματα –ανεξάρτητες οργανώσεις που κατέλαβαν τον ριζοσπαστικό χώρο– αναδύθηκαν κυρίως στο Βέλγιο, στη Σουηδία, στη Φινλανδία και τη γερμανόφωνη Ευρώπη. Αυτό αποτέλεσε και τον προάγγελο μιας μακροπρόθεσμης αναδιάταξης των ευ58 ρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων. Τη δεκαετία του 1950, τα δύο μεγάλα κόμματα της Βρετανίας έπαιρναν μαζί το 94% του συνόλου των ψήφων, αλλά τη δεκαετία του 1980 μόνο το 71,6%. Στο Βέλγιο, το αυστηρά δικομματικό σύστημα της δεκαετίας του 1950 είχε κατακερματιστεί πλήρως μέχρι το 1995, ιδίως μετά το 1980, οπότε όλα τα κόμματα χωρίστηκαν σε ένα για τους Βαλόνους και άλλο για τους Φλαμανδούς. Βέβαια, οι περιπτώσεις αυτές ήταν ακραίες. Ωστόσο από το 1950 έως το 1990 ανάλογα μεγάλες πτώσεις των βασικών κομμάτων σημειώθηκαν σε χώρες όπως η Δανία, η Ισλανδία και το Λουξεμβούργο. Στη (Δυτική) Γερμανία, το δικομματικό σύστημα έφτασε στο αποκορύφωμά του τη δεκαετία του 1970, αλλά το 1998 η συνολική δύναμη των δύο μεγάλων κομμάτων (χριστιανοδημοκρατικό και
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·815
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
σοσιαλδημοκρατικό) είχε επιστρέψει στα χαμηλά επίπεδα της δεκαετίας του 59 1950. Όλων των ειδών οι συμμαχίες χαλάρωναν με διάφορους τρόπους. Προηγουμένως ακόμη και τα πιο ανεξάρτητα κομμουνιστικά κόμματα στιγματίζονταν ως σταλινικά, και μόνο η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 τα έκανε θεμιτούς εταίρους. Έτσι, το 1998 οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούσαν πια να αντιμετωπίζουν το πρώην κομμουνιστικό Κόμμα της Αριστεράς (VP) σαν περιθωριακό, ιδιαίτερα αφότου αυτό συμμάχησε με τους Πράσινους. Την ίδια χρονιά, οι Πράσινοι στη Γερμανία σχημάτισαν κυβέρνηση μαζί με το SPD, και ακόμη και το πρώην κομμουνιστικό PDS έπαψε να μένει στην άκρη, καθώς κλήθηκε να στηρίξει τη μειοψηφική κυβέρνηση του SPD στο κρατίδιο της Σαξονίας-Άνχαλτ κι έγινε δεκτό σε έναν πολιτικό συνασπισμό της Αριστεράς στο Μέκλενμπουργκ-Φορπόμερν. Η νέα αυτή πολιτική ρευστότητα ήταν πιο εντυπωσιακή σε δύο χώρες, όπου ο αντικομμουνισμός συνείχε τα κυβερνητικά μπλοκ από το 1947, τη Γαλλία και την Ιταλία. Στις χώρες αυτές, ο μόνιμος αποκλεισμός των κομμουνιστικών κομμάτων από την κυβέρνηση σταθεροποιούσε πολιτικά συστήματα κατά τα λοιπά εντελώς πολυδιασπασμένα. Στη Γαλλία, ο κατακερματισμός των κομμάτων ξεπεράστηκε εν μέρει μετά το 1958 από τον ντε Γκολ, που ένωσε τη δεξιά, ενώ τη δεκαετία του 1960 τα δύο μεγάλα κόμματα συγκέντρωναν το 56,4% του εκλογικού σώματος. Η άνοδος των σοσιαλιστών προοιωνιζόταν τη διαμόρφωση ενός δικομματικού συστήματος, με πόλους την γκολική δεξιά και το σοσιαλιστικό κόμμα. Ωστόσο το 1990 το εκλογικό σώμα χαρακτηριζόταν από ρευστότητα και σύγχυση. Η διάσπαση της Δεξιάς χειροτέρεψε από το ξενοφοβικό Εθνικό Μέτωπο, που από το 1986 ως το 1997 ανέβηκε από το 9,8% στο 14,9%. Το κομμουνιστικό κόμμα, αντίθετα, από το 2023% που διέθετε το 1962-78 καταβαραθρώθηκε στο 9-11% μετά το 1986. Αλλά οι σοσιαλιστές ανεβοκατέβαιναν: από το αποκορύφωμα της δύναμής τους τη δεκαετία του 1980, με μέσο όρο 35,8%, έπεσαν στο καταστροφικό 20,3% το 1993 για να τα πάνε κάπως καλύτερα το 1997, με 25,6% των ψήφων. Έχοντας εκπληρώσει την αντικομμουνιστική τους αποστολή, οι σοσιαλιστές ψηφοφόροι, που συσπειρώθηκαν γύρω από τον Μιτεράν γύρω στο 1980, διασπάστηκαν. Παραμονές των εκλογών του 1993 ο Μισέλ Ροκάρ εξέφρασε τον ευσεβή πόθο για μια «μεγάλη έκρηξη», μια νέα ενότητα της Αριστεράς, «όλων όσοι πιστεύουν στην αλληλεγγύη και τον κοινωνικό μετασχηματισμό, από τους οικολόγους και τους κοινωνικά ευαισθητοποιημένους κεντρώους ως τους μεταρρυθμι60 σμένους κομμουνιστές ». Αλλά μέχρι τις ευρωεκλογές του 1994 η έκρηξη αυτή δεν είχε πετύχει τίποτα περισσότερο από τον κατακερματισμό του συγκεκριμένου 61 πολιτικού χώρου και την ανάπτυξη πλήθους ετερόκλητων πρωτοβουλιών. Στις
815
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·816
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
816
προεδρικές εκλογές του 1995 η αναπάντεχη επιτυχία του Λιονέλ Ζοσπέν (Lionel Jospin) προμήνυσε την αναγέννηση του σοσιαλιστικού κόμματος, πράγμα που επιβεβαιώθηκε και από την επάνοδό του στην κυβέρνηση το 1997. Ωστόσο στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 1995, 11 εκατομμύρια ψηφοφόροι υποστήριξαν έξι υποψηφίους μικρών κομμάτων που συγκέντρωσαν το 37,3% του συνόλου των ψήφων. Στον δεύτερο γύρο, υπήρχαν 6% άκυρα. Η νίκη των σοσιαλιστών το 1997 ελάχιστα μεταφράστηκε σε σταθερή κοινωνική τους υποστήριξη. Το 1992-94, η ιταλική δημοκρατία εξαρθρώθηκε. Η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια», μια πρωτοφανής εκστρατεία κατά της διαφθοράς που ξεκίνησε από το Μιλάνο, οδήγησε στην ανατροπή ολόκληρου του πολιτικού συστήματος, από τον Μπετίνο Κράξι και τους μεσίτες του σοσιαλιστικού κόμματός του μέχρι τον Τζούλιο 62 Αντρεότι και το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. Η λαϊκή οργή διέλυσε την εκλογική κυριαρχία των χριστιανοδημοκρατών. Το 1992, το ποσοστό τους έπεσε από το 34,3% στο 29,7%, αλλά το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας κλονίστηκε ελαφρά πέφτοντας στο 13,6% από το 14,3%. Καθώς τα σκάνδαλα έρχονταν στο φως το ένα μετά το άλλο, τα δύο αυτά κόμματα άρχισαν να αποσυντίθενται. Στις εκλογές του 1994, ο διάδοχος της χριστιανοδημοκρατίας, το Λαϊκό Κόμμα Ιταλίας (Partito Popolare Italiano), μετά βίας συγκέντρωσε το 11,1% των ψήφων, ενώ το σοσιαλιστικό κόμμα εξαφανίστηκε εντελώς. Αντίθετα, η τοπικιστική Λέγκα του Βορρά, ένα κράμα νεοφιλελευθερισμού και ξενοφοβίας, ήρθε στο πολιτικό προσκήνιο. Αλλά ο μεγάλος νικητής εκείνων των εκλογών ήταν η Ιταλία, Εμπρός! (Forza Italia), το ριζικά νέο κόμμα του Μιλανέζου μεγιστάνα των μέσων επικοινωνίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi). Με τις λαϊκιστικές του επιθέσεις εναντίον της «υπερπολιτικοποιημένης, κρατικιστικής, διεφθαρμένης και υπερρυθμισμένης Ιταλίας» κέρδισε το 21% των ψήφων και σχημάτισε κυβέρνηση μαζί με τη 63 Λέγκα του Βορρά και τη νεοφασιστική Εθνική Συμμαχία. Ο Μπερλουσκόνι έπαιξε τον αντικομμουνισμό στη διαπασών: η επιλογή ήταν «ελευθερία» εναντίον «σκλαβιάς», ενώ αν η Αριστερά κέρδιζε τις εκλογές ακολουθούσαν «λαϊκά δικαστήρια και φυλακίσεις». Η κυβέρνησή του κατέρρευσε μετά από εφτά μήνες πα64 ραμονής στην εξουσία, μέσα σε έναν ορυμαγδό κατηγοριών για διαφθορά. Κλειδί των πολιτικών εξελίξεων ήταν το πρώην κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο το 1989-91 επανεμφανίστηκε ως Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (PDS) 65 με νέο γραμματέα τον Ακίλε Οκέτο (Achille Occhetto). Από μια άποψη, αυτό ήταν η όψιμη καρποφορία του Ιστορικού Συμβιβασμού του Μπερλινγκουέρ. Ωστόσο το κόμμα παρέμενε φορέας μιας μεγάλης και περήφανης επαναστατικής παράδοσης θυσιών και αγώνων –ένα αληθινό κομμουνιστικό κόμμα από αυτή την
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·817
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
άποψη– και όλοι οι ηγέτες του, από τον Τολιάτι μέχρι τον Οκέτο, είχαν πάντοτε να εξισορροπήσουν τις στρατηγικές ανάγκες με την επαναστατική ορμή των μελών του. Το να εγκαταλείψει αυτό το πλαίσιο το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Ευρώπης, και μάλιστα με φόντο τις μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ, δεν ήταν απλό πράγμα. Ήδη ο εσωτερικός σταλινισμός είχε μεταμορφωθεί σε απλή γραφειοκρατική αδράνεια, και από τον καιρό του Μπερλινγκουέρ το κόμμα υπερασπιζόταν τις δημοκρατικές ελευθερίες, τη μη βία και τον κοινοβουλευτικό δρόμο προς το σοσιαλισμό. Αλλά οι νέες αλλαγές θα μπορούσαν να γίνουν ιδιαίτερα διαιρετικές, καθώς συνεπάγονταν την ακόμη μεγαλύτερη μείωση του ριζοσπαστισμού του κόμματος, την αποδοχή της παρακμής της παραδοσιακής εργατικής τάξης, και ακόμη την αναγνώριση πως και η δική του κοινωνιολογία άλλαζε προς το γκρίζο, πως προσείλκυε όλο και πιο δύσκολα τη νεολαία, πως ο ρόλος των υπαλλήλων και των ελεύθερων επαγγελματιών μεγάλωνε, πως έπρεπε να προσχωρήσει στη Σο66 σιαλιστική Διεθνή και εν γένει να συμφιλιωθεί με την ιστορία του. Αυτό ακριβώς ήταν το δίλημμα του PCI: προσχωρούσε στο σοσιαλδημοκρατικό στρατόπεδο ακριβώς την ώρα που οι σοσιαλδημοκρατίες αλλού διαλύονταν. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, ήταν δεκτικό στα νέα κοινωνικά κινήματα, ενώ κόμματα σαν το SPD τα απέκρουαν. Όταν το 1979-80 απέτυχε ο Ιστορικός Συμβιβασμός, ο Μπερλινγκουέρ τα καλωσόρισε, ιδίως το φεμινιστικό και το ειρηνιστικό κίνημα. Ο Οκέτο ανανέωσε την πρόσκληση, κάνοντας την οικολογία και το γυναικείο κίνημα κεντρικά στοιχεία της σύγχρονης αντικαπιταλιστικής κριτικής. Ο Οκέτο προτίμησε να απομακρύνει το κόμμα από το κομμουνιστικό του παρελθόν αντί να το εξιδανικεύσει κατά το πρότυπο του Μπερλινγκουέρ. Ωστόσο το Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς αυτοαναγορευόταν σε πόλο της Αριστεράς ακριβώς όταν άρχιζε να κλονίζεται η κυριαρχία του. Πρώτα πρώτα τη διεκδίκησε για τον εαυτό του το Σοσιαλιστικό Κόμμα, όταν τον Ιανουάριο του 1991 ανακοινώθηκε η ίδρυση του PDS, ενώ οι Πράσινοι δεν δέχτηκαν την πρόσκληση και μια μεγάλη μειοψηφία μελών του PCI, η Κομμουνιστική Επανίδρυση (RC), που διακήρυξε την αφοσίωσή της στην κομμουνιστική παράδοση, συγκέντρωσε 150.000 δηλωμένους υποστηρικτές. Εκτός από τους σκληροπυρηνικούς σταλινικούς, η Κομμουνιστική Επανίδρυση προσείλκυσε το Μανιφέστο, πολλούς αριστερούς κομμουνιστές και τις ομάδες της Νέας Αριστεράς, όπως η Προλεταριακή Δημοκρατία, που είχαν καταφέρει να επιβιώσουν. Στις εκλογές του 1992, το Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς πήρε μόνο το 16,1% των ψήφων: ακόμη και μαζί με το 5,6% της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης υπολειπόταν κατά 4,9% του ποσοστού των κομμουνιστών το 1987, που ήταν η χειρότερη επίδοσή τους από το 1963. Το εκλογικό σώμα ήταν κα-
817
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·818
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
818
τακερματισμένο όπως και το γαλλικό. Τα «κόμματα διαμαρτυρίας» –η Κομμουνιστική Επανίδρυση, η Λέγκα του Βορρά, οι νεοφασίστες, οι Πράσινοι, οι Ριζοσπάστες, το Δίκτυο (Rete) και οι αηδιασμένοι από τις διασυνδέσεις των χριστιανοδημοκρατών με τη μαφία αριστεροί καθολικοί της Σικελίας– συγκέντρωσαν όλοι μα67 ζί το 25,3% των ψήφων. Η χώρα κυβερνήθηκε για ένα έτος από τον τεχνοκράτη πρωθυπουργό Λαμπέρτο Ντίνι (Lamberto Dini), έναν τέως χριστιανοδημοκράτη τραπεζίτη. Όταν το πολιτικό τοπίο κάπως ξεκαθάρισε, αποφασίστηκε να γίνουν νέες εκλογές τον Απρίλιο του 1996. Το Κόμμα Δημοκρατικής Αριστεράς έστησε μια κεντροαριστερή συμμαχία δώδεκα κομμάτων, την Ελιά (Ulivo) υπό την ηγεσία ενός άλλου τεχνοκράτη, του οικονομολόγου Ρομάνο Πρόντι (Romano Prodi). Με τη συμμαχία αυτή συνδέθηκε και η Κομμουνιστική Επανίδρυση με μια ειδική συμφωνία. Από την άλλη πλευρά, το κόμμα του Μπερλουσκόνι συνασπίστηκε με τους νεοφασίστες στον Πόλο (Polo, Πόλος της Ελευθερίας), ενώ η Λέγκα του Βορρά κατέβασε δικούς της συνδυασμούς. Η Ελιά κέρδισε τις εκλογές με ποσοστό 43,7%, ενώ ο Πόλος ήρθε δεύτερος, παίρνοντας το 42,1% των ψήφων. Ήταν μια ιστορική στιγμή, καθώς η Αριστερά σχημάτισε την πρώτη κυβέρνησή της στην Ιταλία, ενώ οι πρώην κομμουνιστές ανέλαβαν υπουργεία για πρώτη φορά μετά το 1947. Ήταν επίσης μια δομική αλλαγή. Τα δύο πολιτικά μπλοκ συγκροτήθηκαν με άξονα τα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Το δικομματικό σύστημα, που είχαν οραματιστεί οι μεταρρυθμιστές του PCI/PDS, ήταν πλέον πολύ κοντά, ενώ η εναλλαγή των δύο μεγάλων συνασπισμών στην εξουσία δεν θα επέτρεπε την επανάληψη φαινομένων, όπως αυτά που συνέβησαν μεταπολεμικά, όπως της μονοπώλησης της εξουσίας από τη χριστιανοδημοκρατία και της μόνιμης περιθωριοποίησης των κομμουνιστών εκλογέων. Ώς το 1996, το Κόμμα Δημοκρατικής Αριστεράς μαζί με την Κομμουνιστική Επανίδρυση είχαν ξαναφτάσει το επίπεδο της εκλογικής δύναμης των κομμουνιστών το 1968-83. Η κατάσταση θύμιζε μάλλον τις σκανδιναβικές χώρες παρά το εξιδανικευμένο βρετανικό μοντέλο που είχαν στο νου τους οι Ιταλοί μεταρρυθμιστές: ένα ισχυρό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (το PDS) με επίκουρους τους αριστερούς σοσιαλιστές (RC) και τους αντίστοιχους των οικολόγων, απέναντι σε ένα διασπασμένο μέτωπο της Δεξιάς. Αν μάλιστα το σοσιαλιστικό κόμμα κατόρθωνε να σταθεροποιήσει τις δυνάμεις του, η κατάσταση θα μπορούσε να θυμίζει κι εκείνη της Γαλλίας. Η διάλυση της χριστιανοδημοκρατίας μέσα από τον αγώνα κατά της διαφθοράς συνέβαλε τελικά στην πραγματοποίηση του παλιού στόχου του Τολιάτι και του Μπερλινγκουέρ, να ανασυγκροτήσουν μια κυβέρνηση ευρείας συναίνεσης σαν και
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·819
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
αυτή που είχε διαφανεί το 1943-47 σπάζοντας την ενότητα του πολιτικού καθολικισμού και αποσπώντας τα δημοκρατικά του στοιχεία. Σε εθνικό επίπεδο, λιγότερο από το ένα τέταρτο των πιστών καθολικών ψήφισαν το 1996 τους διαδόχους της χριστιανοδημοκρατίας. Το Βατικανό επίσης έμεινε ουδέτερο, δείχνοντας έτσι πως αναγνώριζε το τέλος μιας εποχής. Αντίθετα από την αφόρητη κυριαρχία της χριστιανοδημοκρατίας στο κράτος ώς το 1992, το 1996 έφερε διάφορα θραύσματα του κεντροαριστερού καθολικισμού στην Αριστερά και οδήγησαν ένα μικρό διάδοχο κόμμα στο χώρο της δεξιάς. Η στρατηγική του Τολιάτι είχε επιτέλους πετύχει. Η νίκη της Ελιάς ήταν τυπική της ευρωπαϊκής Αριστεράς στη μεταφορντική εποχή, ιδίως καθώς ανέδειξε την αποσύνδεση των κομματικών προτιμήσεων από την ταξική ταυτότητα. Η Ελιά υποστηρίχτηκε περισσότερο από την εργατική τάξη παρά από τη Δεξιά, αλλά η διαφορά ήταν σχετικά μικρή και η απόλυτη σημασία της πολύ μικρότερη απ’ ό,τι το 1976. Ενώ η τελευταία προεκλογική συγκέντρωση της Ελιάς στην Πλατεία του Λαού, στη Ρώμη, την 18η Απριλίου 1996, που συγκέντρωσε οπαδούς της, θύμιζε τις μαζικές κινητοποιήσεις του παρελθόντος, ενώ η Κομμουνιστική Επανίδρυση χρησιμοποιούσε στην εκστρατεία της τις δοκιμασμένες μεθόδους των μαζικών συγκεντρώσεων και της διανομής προκηρύξεων, το παλιό μαζικό κόμμα, «η σπουδαία αυτή πολιτική επινόηση του ύστερου 19ου αιώνα», είχε 68 εκμετρήσει το ζην. Το Κόμμα Δημοκρατικής Αριστεράς πρωτοστάτησε στη συγκρότηση ενός νέου είδους εκλογικού μετώπου που συνδεόταν με τους οπαδούς του πιο χαλαρά. Η Ελιά θύμιζε τις περίπλοκες σχέσεις που περιγράψαμε παραπάνω ανάμεσα στους κοινοβουλευτικούς ηγέτες και στα εξωκοινοβουλευτικά κοινωνικά κινήματα. Έγινε έτσι πρότυπο μιας από τις νέες μορφές που θα μπορούσε τώρα να πάρει η Αριστερά.
Συμπέρασμα
Δον Οκτώβριο του 1998, ο Μάσιμο Ντ’Αλέμα (Massimo D’Alema), ο νέος μετά τον Οκέτο γραμματέας του PDS, σχημάτισε την πρώτη στη δυτικοευρωπαϊκή ιστο69 ρία κυβέρνηση με κομμουνιστή πρωθυπουργό. Ήταν η τρίτη σημαντική κυβερνητική αλλαγή στην Ευρώπη του 1998, μετά το άνοιγμα των Σουηδών και των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών προς συμμαχίες με κόμματα της Αριστεράς, ενώ ένα χρόνο νωρίτερα είχαν κερδίσει τις εκλογές και οι Γάλλοι Σοσιαλιστές και οι Βρετανοί Εργατικοί. Οι νεοφιλελεύθερες ηγεμονίες στην Ευρώπη και η γενικευμένη ρητορεία περί οικονομίας της αγοράς δέχτηκαν πλήγμα. Στις τέσσερις μεγάλες χώρες –Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Βρετανία– η Αριστερά σχημάτισε κυβερνήσεις το
819
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·820
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
820
1997-98, ενώ και η σκανδιναβική σοσιαλδημοκρατία σταθεροποιήθηκε ξανά στην εξουσία. Με το μετασχηματισμό του PCI σε PDS και την ανακύκλωση των πρώην κυβερνητικών κομμάτων της Ανατολικής Ευρώπης σε σοσιαλδημοκρατικά, η κυρίαρχη φωνή της Αριστεράς σε όλες τις χώρες της Ευρώπης απέκτησε συνοχή. Ωστόσο τώρα μιλούσε μια αποριζοσπαστικοποιημένη κεντριστική διάλεκτο της σοσιαλδημοκρατίας. Δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για την επανάσταση, δεχόταν τον καπιταλισμό, έμοιαζε ενθουσιασμένη με την αγορά και αποστασιοποιούνταν από τις παλιότερες εικόνες της αρρενωπής και μπρατσωμένης εργατικής τάξης. Ο σοσιαλισμός της έδειχνε όλο και πιο υπολειμματικός, εστιάζοντας σε επιμέρους προγράμματα κοινωνικής δικαιοσύνης και στην υπεράσπιση των στοιχείων που 70 απέμεναν από το κοινωνικό κράτος. Ωστόσο η ουσία του σοσιαλισμού εξακολουθούσε να σημαίνει πολύ περισσότερα από αυτό. Οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις υποστήριζαν τώρα πιο σθεναρά τη δημοκρατία, και ακόμη υπερασπίζονταν συνήθως εντονότερα τα πολιτικά δικαιώματα και περιφρουρούσαν πιο γενναιόδωρα την πολιτειότητα. Έστω και λιγάκι, είχαν καλύτερες θέσεις σε ζητήματα ράτσας και μετανάστευσης. Μολονότι το έλλειμμα δημοκρατίας ποίκιλλε από χώρα σε χώρα (σε αυτό τον τομέα, η μεταρρύθμιση στη Βρετανία ήταν πιο δύσκολη από παντού), τα συνταγματικά ζητήματα επηρέαζαν την Ευρώπη ως ολότητα, και εδώ η παρουσία των σοσιαλιστών στις κυβερνήσεις σίγουρα μπορούσε να κάνει τη διαφορά. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αναδείχτηκε τώρα στο πιο σημαντικό θέμα της πολιτικής ατζέντας. Αν κεντρικό ζήτημα τη δεκαετία του 1860 ήταν ο κοινοβουλευτικός συνταγματισμός, το 1918 η δημοκρατία και το 1945 ο κορπορατισμός και το κράτος πρόνοιας, η συνταγματική προτεραιότητα του 2000 ήταν η Ευρώπη. Τα σοσιαλιστικά κόμματα είχαν ένα κρίσιμο έργο μπροστά τους – από την ενίσχυση του ευρωκοινοβουλίου και τη ρύθμιση των αγορών κεφαλαίου και εργασίας ως την υλοποίηση της Κοινωνικής Χάρτας. Η σημασία του σοσιαλισμού αφορούσε τώρα λιγότερο την προηγούμενη κληρονομιά του κινήματος –από τη Δεύτερη Διεθνή μέχρι τις μεταπολεμικές διευθετήσεις– και περισσότερο τη νέα πολιτική που είχαν να ορίσουν οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις για την Ευ71 ρώπη και την παγκοσμιοποίηση μάλλον παρά για το εθνικό κράτος. Το πραγματικό δυναμικό του ριζοσπαστισμού κινήματος εντοπιζόταν τώρα λιγότερο στα ίδια τα σοσιαλιστικά κόμματα και περισσότερο σε δύο νέα είδη πολιτικού χώρου. Το πρώτο συνέδεε τα κυρίαρχα σοσιαλιστικά κόμματα με τα μικρότερα πράσινα κόμματα και τους αριστερούς σοσιαλιστές που τα περιστοίχιζαν· το δεύτερο αφορούσε την ευρύτερη σύνδεση ανάμεσα στο κοινοβούλιο και στα εξωκοινοβουλευτικά κοινωνικά κινήματα. Ένας νέος πολιτικός χώρος θα μπορούσε
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·821
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
ενδεχομένως να γεννηθεί εδώ συνδέοντας τη διάχυτη επίδραση του 1968 σε ζητήματα γενιάς και αντικουλτούρας με τους αισθητικούς ριζοσπαστισμούς των σιτουασιονιστών και των επιγόνων τους, την αδιάκοπη αμφισβήτηση που πρόβαλλαν οι κάθε λογής φεμινισμοί, την παρεκτροπή της πολιτικής από φεμινίστριες, λεσβίες και γκέι, τις κουλτούρες των ρέιβ και των εναλλακτικών σκηνών, τις διαμαρτυρίες ενάντια στην κατασκευή νέων αυτοκινητοδρόμων, την ολοένα ευρύτερη πολιτική του «Κάν’ το μόνος σου», τα ζητήματα που έθεταν η μετανάστευση και η αυξανόμενη πολυπολιτισμικότητα της Ευρώπης, την πολιτική αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής καταστροφής και τη λαϊκή αντίθεση στο μιλιταρισμό, στην κρατική βία και τον πόλεμο. Όλα αυτά τα ζητήματα βρίσκονταν έξω όμως από τον πυρήνα του παραδοσιακού σοσιαλισμού, και ανάμεσα στο 1960 και στο 2000 σοσιαλδημοκράτες και κομμουνιστές τα αντιμετώπισαν χωρίς γενναιοψυχία ή φαντασία· απεναντίας, πολύ συχνότερα τα έβλεπαν αδιάφορα ή εχθρικά. Εντούτοις ακριβώς οι σοσιαλιστικές αξίες –κολεκτιβισμός, κοινωνική δικαιοσύνη, εξισωτισμός, αμοιβαιότητα και δημοκρατία– ήταν εκείνες που μπορούσαν κατεξοχήν να βοηθήσουν στην ευδοκίμησή τους.
821
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·822
™Àª¶∂ƒ∞™ª∞
«Κοίτα τα πράγματα κατάματα, όπως πραγματικά είναι σήμερα», έλεγε ο Γκράμσι. Όχι όπως θα ήθελες να είναι, ούτε όπως νομίζεις ότι ήταν πριν από δέκα χρόνια, ούτε όπως τα περιγράφουν τα ιερά κείμενα, αλλά όπως είναι στ’ αλήθεια, με όλες τους τις αντιφάσεις, όπως πατούν εδώ και τώρα πάνω στο σκληρό έδαφος της συγκυρίας. Στιούαρτ Χολ, Τότε και τώρα
Δ∂ƒª∞Δπ™ª√π
Τ
822
ΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 2000, Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ του πρώην Κομμουνιστικού Κόμ-
ματος Ιταλίας (PCI), η εφημερίδα L’Unità, έκλεισε. Έχοντας πρωτοκυκλοφορήσει το 1924, είχε φτάσει στο απόγειο τη δεκαετία του 1970, όταν πουλούσε 250.000 φύλλα τις καθημερινές και πάνω από 1.000.000 την Κυριακή. Όταν όμως το κομμουνιστικό κόμμα μεταλλάχθηκε σε Κόμμα Δημοκρατικής Αριστεράς (PDS), και η εφημερίδα προσαρμόστηκε στον νέο πλουραλισμό, έχασε την ταυτότητά της. Η κυκλοφορία της έπεσε στα 50.000 φύλλα. Για να αποφύγει τη χρεοκοπία, οδηγήθηκε σε αναγκαστική διαχείριση. Στο μεταξύ, το νέο κόμμα ετοιμαζόταν να μετακομίσει σε λιγότερο δαπανηρά γραφεία, εγκαταλείποντας το ιστορικό αρχηγείο του στη Ρώμη, ενώ, για πρώτη φορά μετά το 1945, έχανε τον έλεγχο του βόρειου οχυ1 ρού του, του δήμου της Μπολόνιας, που ήταν το καύχημά του από μισό αιώνα. Όλα αυτά έδειχναν ένα τέλος εποχής. Η γενιά που είχε πλαισιώσει τις ιστορίες που παρουσιάσαμε σε αυτό εδώ το βιβλίο αποσυρόταν τώρα από το προσκήνιο. Είχε γεννηθεί σε άλλους καιρούς, όπου έδιναν τον τόνο τα ώριμα σοσιαλιστικά κόμματα, φτιαγμένα ανάμεσα στα 1860 και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, κινήματα που πρόσφεραν στον κόσμο μια αρχιτεκτονική αλληλεγγύης και ελπίδας. Τα παιδιά των παλιότερων σοσιαλιστών που μεγάλωσαν στο Μεσοπόλεμο ήρθαν έπειτα σε έναν κόσμο ανταριασμένο από το σοκ του Μεγάλου Πολέμου, εξεγερμένο κι έπειτα βαμμένο στο κόκκινο από τη Ρωσική Επανάσταση. Ωστόσο, μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια, και ύστερα από ένα σύντομο δημοκρατικό άνοιγμα, δικτατορίες εξαπλώνονταν σε ολόκληρη τη Νότια και την Ανατολική Ευρώπη· στη συνέχεια, η Μεγάλη Ύφεση του 1929 και η άνοδος του φασισμού φόρτισαν το μέλλον με κινδύ-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·823
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
νους που ξεπερνούσαν την ανθρώπινη φαντασία. Όχι μόνο η δημοκρατία και η κοινωνική πρόοδος, αλλά και οι πιο στοιχειώδεις αξίες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κινδύνευσαν να χαθούν. Για όλους εκείνους που ενηλικιώθηκαν τη δεκαετία του 1930, οι πολιτικές επιλογές διαγράφονταν ολοκάθαρα. Σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης –μια ζώνη σκοταδιού που κάθε χρόνο γινόταν όλο και πιο ζοφερή– τα μέσα για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και των ανθρώπινων αξιών γίνονταν απελπιστικά ανήμπορα. Το 1940, καθώς η ναζιστική θηριωδία εξαπέλυε τις ωμότητές της σε ολόκληρη την υποταγμένη ήπειρο, ελάχιστες ασφαλείς ζώνες απέμεναν. Στις συνθήκες αυτές, τα σοσιαλιστικά και τα κομμουνιστικά κόμματα πρόσφεραν μια ορισμένη πολιτική σχέση με το μέλλον. Ο ναζισμός, σίγουρα, χρειαζόταν να νικηθεί στρατιωτικά, αλλά τον καιρό του πολέμου στήθηκαν ξανά τα θεμέλια της δημοκρατικής ανανέωσης από σοσιαλιστές, κομμουνιστές, ριζοσπάστες φιλελεύθερους και χριστιανοδημοκράτες, που όλοι μαζί συνέκλιναν σε μια ευρύτερη έννοια της Αριστεράς. Οι προσπάθειές τους αυτές επηρέασαν βαθιά το χαρακτήρα της νίκης. Χάρη σε αυτές τις προσπάθειες, και παρ’ όλες τις απογοητεύσεις και τις νέες συμφορές που έφερε ο σταλινισμός στην Ανατολή, οι άνθρωποι φαντάστηκαν και έφτιαξαν μια καλύτερη ζωή – τις μεταπολεμικές διευθετήσεις. Οι σοσιαλιστές που είχαν γεννηθεί το 1917 δεν ήταν καν τριάντα χρονών όταν μπήκαν στον μεταπολεμικό κόσμο. Έχοντας περάσει μέσα από το καμίνι του πολέμου, έχοντας υποφέρει κάθε λογής στερήσεις και κινδύνους, αλλά τώρα χαρούμενοι που είχαν κατορθώσει πρώτα πρώτα να επιβιώσουν, ζητούσαν ένα μέλλον πολιτειότητας και ασφάλειας, που θα στηνόταν μέσα από το κοινωνικό κράτος. Η ανοικοδόμηση θα τιμούσε όπως έπρεπε την εργατική τάξη, που είχε διασφαλίσει την επιβίωση και την προκοπή του έθνους, και θα την τιμούσε όχι μόνο ρητορικά αλλά μέσα από μια νέα ηθική αντίληψη για το δημόσιο αγαθό. Οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις αντιφασιστικής ενότητας θα οργάνωναν το πέρασμα στον νέο αυτό κόσμο, καλωσορίζοντας τα συνδικάτα ως άξιους και νόμιμους εταίρους. Τέλος, για πρώτη φορά η δημοκρατία θα αγκάλιαζε στ’ αλήθεια ολόκληρο τον πληθυσμό, αφού θα δινόταν τώρα και στις γυναίκες το δικαίωμα της ψήφου. Οι ελπίδες αυτές ψαλιδίστηκαν στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και οι μεταπολεμικές κοινωνίες πήραν πιο συντηρητικό δρόμο, αλλά η εμπέδωση της δημοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη αποδείχτηκε στέρεη. Βοηθήθηκε καίρια από την πρωτόγνωρη ευημερία που έφερε τώρα ο καπιταλισμός, καθώς οι μεταπολεμικές διευθετήσεις σιγά σιγά βελτίωναν τις υλικές συνθήκες της ζωής και έδιναν κοινωνική ασφάλεια, και μάλιστα μέσα σε ένα διασφαλισμένο πολιτικό πλαίσιο δημοκρατικών αξιών που ενισχυόταν ακόμη περισσότερο από μια λαϊκή κουλτούρα
823
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·824
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
824
διεκδίκησης δικαιωμάτων. Αλλά η εποχή αυτή δημιούργησε με τον καιρό και τις συνθήκες της υπέρβασής της. Η δεκαετία του 1960 έφερε στο προσκήνιο νέες γενιές με ανάγκες και επιθυμίες διαφορετικές από των προηγούμενων· γενιές που έφτιαχναν τις δικές τους αντιλήψεις για την προσωπικότητα και την πολιτειότητά τους και ολόκληρο το μέλλον τους, και σιγά σιγά απομακρύνονταν απ’ όλα όσα σήμαινε το 1945. Οι νέες προσωπικές και υλικές τους περιστάσεις συνέπεσαν με την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και τις τεράστιες κοινωνικές αλλαγές του τελευταίου τρίτου του 20ού αιώνα. Η νέα αυτή συγκυρία διέλυσε το περιβάλλον μέσα στο οποίο είχε αναπτυχθεί, και το οποίο εξακολουθούσε να χρειάζεται, η σοσιαλιστική παράδοση. Η ανατολικοευρωπαϊκή εκδοχή αυτής της ιστορίας ήταν ιδιαίτερα ζοφερή. Η Απελευθέρωση διαμόρφωσε και εκεί το 1943-47 πολιτικές καταστάσεις ανάλογες εκείνων της Δύσης, παρά την αξιοσημείωτη καθυστέρηση της περιοχής, τις προπολεμικές της δικτατορίες και τις τεράστιες καταστροφές που έφερε ο ναζισμός. Ωστόσο μόνο η καταστροφική αντεπανάσταση της σταλινοποίησης το 1948-53 απομάκρυνε τη δημοκρατία από την ημερήσια διάταξη. Ακόμη κι έτσι, οι προσδοκίες του 1945 είχαν χαραχτεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη και κάθε τόσο αναζωπυρώνονταν όποτε ξεκινούσαν μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες μετά το θάνατο του Στάλιν. Ώς τη δεκαετία του 1960, ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» οδηγούσε τις ανατολικοευρωπαϊκές κοινωνίες στο χείλος μιας παρόμοιας ανανέωσης. Με δεδομένη τη σταδιακή χαλάρωση των αστυνομικών ελέγχων άρχιζαν να μπαίνουν τα θεμέλια μιας δημοκρατικής αναγέννησης των χωρών αυτών –μέσα από τις αξιόλογες βελτιώσεις των οικονομικών συνθηκών, τον αδρό εξισωτισμό που επέτρεπε την κοινωνική άνοδο στους γιους και τις κόρες των εργατών, το εγγυημένο στοιχειώδες κοινωνικό κράτος, την περιορισμένη αποκατάσταση των πολιτισμικών ελευθεριών, την απελευθέρωση των δημόσιων συζητήσεων και την επιστροφή σε ιδέες που κυκλοφορούσαν παλιότερα. Βέβαια οι δυνατότητες αυτές ποίκιλλαν από χώρα σε χώρα. Η Άνοιξη της Πράγας ήταν η τελευταία εμπνευσμένη, αλλά τραγική, προσπάθεια να καρποφορήσουν όλα αυτά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι ιστορίες της γενιάς που περιέγραψα παραπάνω μπορούσαν να ανιχνευθούν στις νεκρολογίες των εφημερίδων: μια ολόκληρη συλλογική βιογραφία έμοιαζε να φτάνει στο τέλος της. Τον Ιούνιο του 1999, για παράδειγμα, πεθαίνει στη Ρώμη ο Γίρζι Πέλικαν (Jirˇi Pelikan), διευθυντής της τσεχοσλοβακικής κρατικής τηλεόρασης στην Άνοιξη της Πράγας και ηγέτης της κομμουνιστικής μεταρρύθμισης. Είχε προσχωρήσει στο κομμουνιστικό κόμμα το 1939, μόλις δεκαέξι χρονών, ενώ οι ναζί έπαιρναν την Τσεχοσλοβακία. Μετά από πέντε μή-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·825
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
νες στις φυλακές της Γκεστάπο προσχωρεί στην αντίσταση και αγωνίζεται στις τάξεις της ώς το τέλος του πολέμου· με την Απελευθέρωση αναδεικνύεται σε σημαντικό κομματικό στέλεχος, ένας από τους νέους που ετοιμάζονται να χτίσουν τη νέα κοινωνική τάξη. Έχει πληρώσει ακριβά τον αγώνα εναντίον του ναζισμού: ο αδερφός του έχει περάσει στη φυλακή σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, οι γονείς του συλλαμβάνονται όμηροι και τελικά η μητέρα του σκοτώνεται. Τη δεκαετία του 1950, ο Γίρζι Πέλικαν βρίσκεται επικεφαλής της φιλοσοβιετικής Διεθνούς Ένωσης Φοιτητών (International Union of Students) ώσπου διορίζεται διευθυντής της τσεχοσλοβακικής τηλεόρασης το 1963. Το 1968 τη θέτει στη διάθεση του μεταρρυθμιστικού κινήματος. Μετά τη σοβιετική εισβολή προτιμά να αυτοεξοριστεί στην Ιταλία, όπου εκδίδει το Listy, ένα περιοδικό για τους εξορίστους που αργότερα συνδέεται με τη Χάρτα 77. Καθώς η τσεχοσλοβακική ιθαγένεια του αφαιρείται το 1970, πολιτογραφείται Ιταλός και εκλέγεται ευρωβουλευτής, με τους σοσιαλιστές, από το 1977 έως το 1989, και από αυτή τη θέση αγωνίζεται με πάθος για κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα. Μετά το 1989 μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στη Ρώμη και στην Πράγα. Παρά τις δυσφημιστικές εκστρατείες που εξαπολύουν εναντίον του οι αντικομμουνιστές, και τους ισχυρισμούς τους ότι στον πόλεμο είχε συνεργαστεί με την Γκεστάπο, τελικά παρασημοφορείται για τις υπηρεσίες που πρόσφερε 2 στην τσεχική δημοκρατία. Ένας άλλος Τσέχος μεταρρυθμιστής κομμουνιστής, ο Λάντισλαβ Λις (Ladislav Lis), πεθαίνει τον Μάρτιο του 2000. Γιος λιθοξόου και κλειδαράς το επάγγελμα, μπαίνει στην κομμουνιστική αντίσταση εναντίον των ναζί το 1943, μόλις δεκαεφτά χρονών. Ανεβαίνει γρήγορα στην κομματική ιεραρχία μετά την επανάσταση του 1948 και γίνεται πρόεδρος της κομματικής νεολαίας. Το 1961 αποπέμπεται ως διαφωνών και πηγαίνει να εργαστεί οικοδόμος μέχρι το 1968, οπότε ανακαλείται για να συμμετάσχει στην ηγεσία της κομματικής οργάνωσης της Πράγας. Μετά τη σοβιετική εισβολή αποπέμπεται ξανά και το 1969 πηγαίνει να δουλέψει ξυλοκόπος, μεταμορφώνοντας το μικρό αγρόκτημά του σε παράδεισο για τους διαφωνούντες. Υπογράφει την ιδρυτική διακήρυξη της Χάρτας 77 και το 1978 συμμετέχει στη συγκρότηση της Επιτροπής για την Υπεράσπιση των Αδίκως Διωχθέντων Αγωνιστών. Περνά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1980 στη φυλακή ή σε εκτόπιση. Στην επανάσταση του 1989 δραστηριοποιείται στις τάξεις του Πολιτικού Φόρουμ, και μέχρι το 1992 είναι από τους βουλευτές που αντιπολιτεύονται την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική του Βάτσλαβ Κλάους. Μετά το 1994 προσχωρεί στους σοσιαλδημοκράτες, παλεύοντας ακούραστα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αναλαμβάνοντας την υπεράσπιση των Τσέχων Ρομά και οργανώνοντας την περίθαλψη
825
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·826
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
826
προσφύγων στο Κόσοβο. Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, που εκλέγεται το 3 1998, τον διορίζει στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τον Δεκέμβριο του 1999 πεθαίνει, εβδομήντα εννιά χρονών, η παλαίμαχη κομμουνίστρια Νίλντε Ιότι (Nilde Iotti), η μακροβιότερη πρόεδρος της ιταλικής Βουλής, από το 1979 έως το 1992. Είχε γεννηθεί το 1920 στην κομμουνιστική καρδιά της Ιταλίας, το Ρέτζιο Εμίλια, κόρη ενός σιδηροδρομικού και μιας πλύστρας. Καταφέρνει όμως με μια υποτροφία να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο του Μιλάνου· αμέσως μόλις παίρνει πτυχίο, το 1943, προσχωρεί στην Αντίσταση. Μετά την Απελευθέρωση εκλέγεται στη συντακτική εθνοσυνέλευση του 1946 και συμμετέχει στην επεξεργασία του μεταπολεμικού συντάγματος: νέα, κομμουνίστρια, εργατικής προέλευσης και μορφωμένη –συνάμα και ερωμένη και σύντροφος του πολύ μεγαλύτερού της Παλμίρο Τολιάτι–, βρίσκει απέναντί της την έντονα ανδροκρατική κουλτούρα του PCI. Περιορίζεται λοιπόν στην προεδρία της Ένωσης Γυναικών Ιταλίας, παρότι έχει εκλεγεί από το 1956 στην κεντρική επιτροπή του κόμματος. Μετά το θάνατο του Τολιάτι, το 1964, χτίζει τη δική της πολιτική ταυτότητα. Ταγμένη στο πλευρό του Μπερλινγκουέρ υποστηρίζει την ευρωκομμουνιστική του πορεία, καταδικάζει την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968, τη σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν το 1979 και το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1981 στην Πολωνία. Άθεη από την αρχή ώς το τέλος της ζωής της, οργανώνει εκστρατείες για να αναγνωριστούν τα δικαιώματα του διαζυγίου και της άμβλωσης, χωρίς ωστόσο να πάψει να σέβεται τις απόψεις των καθολικών γυναικών. Το 1979 εκλέγεται πρόεδρος της ιταλικής Βουλής, θέση την οποία κρατά για τρεις ολόκληρες θητείες. Στο τέλος της σταδιοδρομίας της έχει καταλήξει να ενσαρκώνει όλες τις αρετές του σοσιαλιστικού κοινοβουλευτισμού, σαν να ήθελε να ειρωνευτεί τη βαθιά ριζωμένη αρρενωπότητα της σοσιαλιστικής παράδοσης. «Πριν από την κηδεία της, με όλες τις επίσημες τιμές, μια τιμητική φρουρά μόνο από γυναίκες παραστάθηκε στο φέρετρό της στον προθάλαμο της Βουλής, όπου είχε περάσει τη ζωή της».4 Σε έναν εντελώς διαφορετικό χώρο της Αριστεράς, ο Γκολιάρντο Φιάσκι (Goliardo Fiaschi), ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς αναρχικούς, πέθανε από καρκίνο το 2000. Γιος λατόμου από τη Μάσα ντι Καράρα της Τοσκάνης, το «λίκνο του ιταλικού αναρχισμού», ο Φιάσκι πλαστογραφεί το πιστοποιητικό γέννησής του το 1943 για να τον δεχτούν στους παρτιζάνους σε ηλικία μόλις δεκατριών χρονών. Στο τέλος του πολέμου μπαίνει στην απελευθερωμένη Μόντενα τον Απρίλιο του 1945, μασκότ και σημαιοφόρος της Ταξιαρχίας Κοστρινιάνο. Τη δεκαετία του 1950 συνεργάζεται με τους Ισπανούς αναρχικούς πρόσφυγες και τον Αύγουστο του 1957 πηγαίνει στην Ισπανία για να πάρει μέρος στο αντάρτικο ενα-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·827
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
ντίον του Φράνκο, αλλά συλλαμβάνεται αμέσως. Αμνηστεύεται το 1966, αλλά μόλις επιστρέφει στην Ιταλία τον κλείνουν ξανά φυλακή έως το 1974, οπότε απελευθερώνεται έπειτα από μια διεθνή εκστρατεία συμπαράστασης. Επιστρέφοντας στην Καράρα οργανώνει ένα πολιτισμικό κέντρο και βιβλιοπωλείο στο πιο περίφημο μέγαρο της κεντρικής πλατείας της πόλης, που το είχαν πρωτοκαταλάβει το 5 1945 οι αναρχικοί παρτιζάνοι. Βλέπουμε στις βιογραφίες αυτές τι τεράστιο ρίσκο χρειάστηκε να πάρουν όλοι όσοι συμμετείχαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο χτίσιμο της δημοκρατίας τον 20ό αιώνα. Αυτό ίσχυε ακόμη και για χώρες όπως η Βρετανία, που γλίτωσαν τη βαρβαρότητα της ναζιστικής κατοχής ή μιας ντόπιας δικτατορίας. Ο Μπιλ Αλεξάντερ (Bill Alexander), για παράδειγμα, γεννιέται το 1910 στη νότια Αγγλία, από πατέρα ξυλουργό και μητέρα με ελεύθερη σκέψη. Όταν παίρνει το πτυχίο του χημικού βιομηχανίας προσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα (CPGB) έχοντας ευαισθητοποιηθεί τον καιρό της ύφεσης από τις Πορείες Πείνας. Δραστηριοποιείται στο συνδικάτο των τυπογράφων και συμμετέχει στον αγώνα εναντίον της Βρετανικής Φασιστικής Ένωσης το 1935, στην περίφημη Μάχη της Κέιμπλ Στριτ. Έπειτα πηγαίνει εθελοντής στον ισπανικό Εμφύλιο, υπηρετώντας στις Διεθνείς Ταξιαρχίες, αρχικά πολιτικός επίτροπος στην αντιαρματική πυροβολαρχία και στη συνέχεια διοικητής του βρετανικού τάγματος, ώσπου τραυματίζεται τον Ιούνιο του 1938. Στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο διακρίνεται ως αξιωματικός στις επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική, στην Ιταλία και τη Γερμανία. Μετά την επιστροφή του από το μέτωπο αναλαμβάνει διάφορα κομματικά αξιώματα, φτάνοντας μέχρι αναπληρωτής γενικός γραμματέας του CPGB από το 1959 έως το 1967. Ζει διδάσκοντας χημεία στο νοτιοανατολικό Λονδίνο, αφιερώνοντας συνάμα τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Ένωση Βετεράνων της Διεθνούς Ταξιαρχίας, και απαθανατίζοντας 6 την κληρονομιά της στα κείμενα και στις αφηγήσεις του. Η ζωή όλων αυτών των ανθρώπων σημαδεύτηκαν ανεξίτηλα από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Αντλούσαν νόημα από τον αγώνα εναντίον του φασισμού και από μια πανίσχυρη αίσθηση ευθύνης για το πώς θα φτιαχνόταν η ζωή στο μέλλον, ενώ συνάμα τρέφονταν από τις σοσιαλιστικές κουλτούρες των αρχών του 20ού αιώνα. Η Ντόρα Κοξ (Dora Cox), που πέθανε το 2000, ήταν άλλη μια κομμουνίστρια από τα γεννοφάσκια της. Γεννημένη το 1904 από πατέρα βρετανορωσικής καταγωγής και Λιθουανή εβραία μητέρα, μορφώνεται σε ένα σοσιαλιστικό κυριακάτικο σχολείο και η εφηβεία της συμπίπτει με τον πολιτικό πυρετό του 1917-23. Στο λεύκωμά της έχει κολλήσει τις «δέκα εντολές του σοσιαλιστή». Αργότερα θυμόταν «τον πατέρα να μπαίνει ορμητικά στο σπίτι φέρνοντας τα νέα για την Οκτωβριανή Επανάσταση,
827
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·828
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
828
να αρπάζει στην αγκαλιά τη μητέρα και να στροβιλίζονται μαζί χορεύοντας ολόγυρα στο καθιστικό». Η Ντόρα μετέχει στην ίδρυση της Ένωσης Νέων Κομμουνιστών, επισκέπτεται τη Σοβιετική Ένωση στη δέκατη επέτειο της Επανάστασης και σπουδάζει εκεί τρία χρόνια σε ένα κολέγιο για συνδικαλιστές. Επιστρέφοντας στη Βρετανία εργάζεται για το κόμμα, αρχικά στο Λάνκασερ ανάμεσα στους εργάτες της βαμβακουργίας και κατόπιν στα ανθρακωρυχεία της Νότιας Ουαλίας, όπου οργανώνει μαζί με άλλους το ουαλικό κομμάτι της Πανεθνικής Πορείας Πείνας του 1934. Έπειτα δουλεύει στο συντονισμό της βοήθειας στη δημοκρατική Ισπανία και επιστρέφει στο Λονδίνο μαζί με τον άντρα της, τον κομμουνιστή ηγέτη Άιντρις Κοξ (Idris Cox), που γίνεται αρχισυντάκτης της εφημερίδας Daily Worker. Μετά τον πόλεμο το ζευγάρι συνεχίζει να δουλεύει για το κόμμα, ώσπου παίρνει τη σύνταξή του και πηγαίνει να περάσει τα γερατειά του στη Νότια Ουαλία. Αλλά ακόμη κι εκεί η Κοξ, ογδόντα χρονών στη μεγάλη απεργία του 1984-85, δεν χάνει την ευκαιρία να 7 μπει σε μια ομάδα στήριξης των γυναικών των ανθρακωρύχων. Άλλη μια ηρωίδα του σοσιαλιστικού και εργατικού κινήματος, που δούλεψε όλη της τη ζωή στην αφάνεια για το Εργατικό Κόμμα, ήταν η Τζόαν Μπορν (Joan Bourne), που πέθανε τον Ιούνιο του 2000. Γεννημένη το 1909, δραστηριοποιείται στη φοιτητική ομοσπονδία των Εργατικών. Μόλις παίρνει το πτυχίο των μαθηματικών στο Ρίντινγκ το 1930 πηγαίνει να διδάξει για δύο χρόνια στο γυμνάσιο προτού γίνει επαγγελματικό στέλεχος των Εργατικών στο Λονδίνο. Το 1939 αναλαμβάνει να οργανώσει τις γυναίκες του Λονδίνου και εστιάζει την προσοχή της σε ζητήματα πρόνοιας, ιδίως στα επιδόματα μητρότητας. Το 1949 έχει μια περιπέτεια με τον παντρεμένο οργανωτή των Σκοτσέζων Εργατικών Τζον Τέιλορ (John Taylor), από τον οποίο αποκτά μια κόρη. Ακολουθεί μια προσπάθεια συγκάλυψης, και η Μπορν εξαφανίζεται σε μια θέση ερευνήτριας, στην οποία μένει ώς τη δεκαετία του 1960. Ασχολείται με κάθε λογής ζητήματα, από την πολιτική του κόμματος για τις τέχνες μέχρι τη μεταρρύθμιση των φυλακών και την αντιεγκληματική πολιτική. Κλίνει προς την Αριστερά των Εργατικών, απορρίπτοντας τον αντικομμουνισμό της ηγεσίας τους και στηρίζοντας ολόψυχα την Εκστρατεία για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό (CND). Το εντυπωσιακό είναι ότι η προσωπική της ζωή εναρμονίζεται με την πολιτική στάση της. Αψηφώντας μεγάλες πιέσεις μεγαλώνει την κόρη της μονάχη, συνοδεύοντας την πολιτική της δουλειά με μια μαχητική εκστρατεία για τα δικαιώματα της άγαμης μητέρας: ιδιαίτερα σημαντικό είναι το Έγκυος και μόνη, 8 ένα βιβλίο με πρακτικές συμβουλές που εκδίδει το 1971. Πολλές φορές οι στόχοι και οι αξίες της δημοκρατίας προωθήθηκαν στο περιθώριο της επίσημης πολιτικής γραμμής των κομμάτων της Αριστεράς, κυρίως από γυ-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·829
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
ναίκες που ο πολιτικός ρόλος τους περιοριζόταν ασφυκτικά από τη στάση των αντρών. Η Μπάρμπαρα Κέιχαν (Barbara Kahan), η οποία πέθανε τον Αύγουστο του 2000, επηρέασε καίρια τη μεταπολεμική κοινωνική πολιτική της Βρετανίας σε ζητήματα παιδικής μέριμνας, προωθώντας πρωτοποριακές πρακτικές στην Υπηρεσία Παιδιών του Όξφορντσερ, την οποία διηύθυνε από το 1950 έως το 1970. Ανώτερη διοικητική υπάλληλος από τη δεκαετία του 1970, το 1985-94 αναλαμβάνει πρόεδρος του Εθνικού Γραφείου για τα Παιδιά. Έχοντας γίνει ειδική σε ζητήματα σχετικά με τη φροντίδα των παιδιών στο σπίτι, έγραψε το 1991 μια έκθεση για την κακοποίησή τους (The Pindown Experience and the Protection of Children), στην οποία στηρίχτηκε μια ολόκληρη σειρά μεταρρυθμίσεων. Κλασικό γέννημα του χώρου των αριστερών διαφωνούντων, η Κέιχαν, γεννημένη στη νότια Αγγλία το 1920, μεγάλωσε σε μια οικογένεια «μεθοδιστών και Εργατικών, που σεβόταν τα βιβλία». Ο πατέρας της ήταν σιδηροδρομικός, όπως και ο παππούς της, που «μου διάβαζε κάθε λογής βιβλία, από παραμύθια με νεράιδες μέχρι την Πορεία του προσκυνητή (Pilgrim’s Progress) και τη Βίβλο», ενώ η μητέρα της τη δίδαξε να κάνει πάντα το σωστό. Αξέχαστή της εμπειρία ήταν η Γενική Απεργία του 1926, όπως και η φροντίδα μιας Εβραίας προσφυγοπούλας τη δεκαετία του 1930. Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος έπαιξε και γι’ αυτήν καθοριστικό ρόλο. Η Κέιχαν σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και την Οικονομική Σχολή του Λονδίνου, όπου τότε ανθούσαν οι αριστερές ιδέες, και εκείνο τον καιρό εργάστηκε στο Εργατικό Κόμμα όσο και στο Κόμμα της Κοινοπολιτείας (Commonwealth Party) του Ρίτσαρντ Άκλαντ (Richard Acland), που τον καιρό του πολέμου είχε εμπνεύσει πρόσκαιρα ελπίδες στους ριζο9 σπάστες. Συχνά η διεύρυνση της δημοκρατίας προχωρούσε πέρα από τις οργανωμένες προσπάθειες εκείνων που μετείχαν στις σοσιαλιστικές και τις κομμουνιστικές παραδόσεις. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τις γυναίκες, που ο ουσιαστικός αποκλεισμός τους από την πολιτική ζωή, ακόμη και μετά το 1945, σε συνδυασμό με τον κυρίαρχο ματερναλισμό του δημόσιου λόγου και με τις διακρίσεις που επέβαλλε η ίδια η κουλτούρα των εργατικών κινημάτων, τις υποχρέωνε να στρέψουν αλλού τις πρωτοβουλίες τους. Η Άλιξ Μεϊνέλ (Alix Meynell), λόγου χάρη, που πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1999, είχε μια λαμπρή σταδιοδρομία στο Υπουργείο Εμπορίου και έφτασε στην κορυφή της ιεραρχίας του προτού συνταξιοδοτηθεί το 1955. Το 1922 αποφοίτησε από την Οξφόρδη κι έγινε μία από τις πρώτες γυναίκες που πήραν θέσεις στη διοίκηση. Στα τριάντα και πλέον χρόνια της καριέρας της κατόρθωσε, με τον επαγγελματισμό που γενικά τη διέκρινε όσο και με τις αποφασιστικές της εκστρατείες για συγκεκριμένα ζητήματα, να χαμηλώσει τους έμφυλους φραγμούς: το
829
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·830
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
830
1946 οι γυναίκες απέκτησαν για πρώτη φορά δικαίωμα να διεκδικούν με ίσους όρους προαγωγές σε κάθε βαθμίδα της διοίκησης, ενώ καταργήθηκε και η απαγόρευση να διορίζονται στο δημόσιο παντρεμένες γυναίκες· το 1961 εξισώθηκαν στον δημόσιο τομέα οι αμοιβές αντρών και γυναικών. Η σταδιοδρομία της Μεϊνέλ διαμορφώθηκε, όπως και των άλλων, από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τότε ακριβώς πρωτοστάτησε στο σχεδιασμό των οικονομικών ελέγχων που περιλάμβαναν τη διαχείριση της εμπορικής ροής, τον έλεγχο των πρώτων υλών και τη σχεδίαση προϊόντων οικιακής χρήσης. Μετά τον Ιανουάριο του 1943, οπότε ανέλαβε διευθύντρια της Υπηρεσίας Ανασυγκρότησης, πρωτοστάτησε στην προώθηση νέων φθηνών και λειτουργικών επίπλων και σε άλλες πρωτοβουλίες για να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις της πολεμικής περιόδου, συχνά αυτοσχεδιάζοντας λαμπρά και εφαρμόζοντας τις μοντερνιστικές αρχές που ενέπνεαν τους προοδευτικούς διανοουμένους του Μεσοπολέμου – «απλό, λειτουργικό και μοντέρνο, προσαρμοσμένο στα ιδανικά του ορθολογικού τρόπου ζωής». Στη ζωή της Μεϊνέλ αναδείχτηκαν παραγνωρισμένες πλευρές της ιστορίας της Αριστεράς, οι οποίες προέρχονταν από τα μοντερνιστικά ιδανικά που είχαν οι προπολεμικές σουφραζέτες και τα οράματα για μια «άλλη ζωή», ενώ ασπάζονταν τις ιδέες της δεκαετίας του 1920 για την προσωπική ελευθερία, τον σεξουαλικό πειραματισμό και την ανεξαρτησία των γυναικών. Η δεύτερη από τέσσερις αδερφές, σε μια οικογένεια ουσιαστικά χωρίς πατέρα και με μητέρα νοσοκόμα, φεμινίστρια και οπαδό του ουνιταρισμού, στο Νότιγχαμ, η Μεϊνέλ ενηλικιώθηκε με τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου, όταν οι Βρετανίδες αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα, και αποφοιτώντας από την Οξφόρδη αφοσιώθηκε στις ιδέες της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, της ανεξαρτησίας, της σοβαρής διανόησης και του να μένεις πιστή στον αληθινό εαυτό σου. «Είχε δυο ευαγγέλια: τις Οικονομικές συνέπειες της ειρήνης (The Economic Consequences of the Peace), του Μέιναρντ Κέινς (Maynard Keynes), και το Δικό σου δωμάτιο (A Room of One’s Own) της Βιρτζίνια Γουλφ». Το 1929 συνάντησε τον ποιητή και τυπογράφο Φράνσις Μεϊνέλ (Francis Meynell), ιδρυτή των εκδόσεων Nonesuch Press, και πέρασαν όλη τους τη ζωή έχοντας μια σχέση απολαυστική και ελεύθερη, μολονότι παντρεύτηκαν το 1946. Ο Μεϊνέλ, για λίγο καιρό κομμουνιστής, είχε αναδειχθεί σε «διαβόητο δημεγέρτη, θαρραλέο υποστηρικτή της σουφραζέτας, αντιρρησία συνείδησης στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και συνιδρυτή, μαζί με τον Μπέρτραντ Ράσελ (Bertrand Russell), της Εταιρείας κατά της Επιστράτευσης· υποστήριξε ενεργά τη Γενική Απεργία του 1926». Στο πλαίσιο της σχέσης τους, «και οι δικές της πολιτικές θέσεις μετατοπίστηκαν πιο Αριστερά». Τη δεκαετία του 1930 εγκατέλειψε τον ειρηνισμό για να προσχωρήσει στον αντιφα-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·831
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
σιστικό αγώνα. Συνταξιούχα πια, «πήρε μέρος στις διαμαρτυρίες κατά της επέμβασης στο Σουέζ το 1956 και συμμετείχε ενεργά στην Εκστρατεία για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό (CND)». Ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το 1981, κατέβηκε το 1986 υποψήφια στις δημοτικές εκλογές αλλά δεν κατόρθωσε να εκλε10 γεί. Οι προοδευτικές εκστρατείες που διαμόρφωσαν τη βιογραφία της Μεϊνέλ τη δεκαετία του 1920 ενισχύθηκαν από τη ζωτική στήριξη των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων, αλλά ήταν μάλλον ανεξάρτητες από την οργανωμένη παρουσία των τελευταίων. Διαφορετική ήταν η περίπτωση της πρώτης Αυστριακής που έγινε αρχιτέκτονας, της Μαργκαρέτε Σούτε-Λιχότσκι (Margarete SchutteLihotsky), που η ζωή της κάλυψε ολόκληρο τον 20ό αιώνα, από το 1897 έως τον Ιανουάριο του 2000. Είχε σπουδάσει στην Αυτοκρατορική Σχολή Καλών Τεχνών το 1915-19, σε μια εποχή που «κανείς –ούτε εγώ η ίδια– δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα επιτρεπόταν ποτέ να χτίζει σπίτια μια γυναίκα». Αμέσως εντάχθηκε στο στεγαστικό κίνημα της Βιένης, και συνεργάστηκε στενά με τον πρωτοπόρο μοντερνιστή Άλφρεντ Λόος (Adolf Loos) στη σχεδίαση φτηνών μονοκατοικιών, αντίθετα από τα ολοκληρωμένα συγκροτήματα πολυκατοικιών που προτιμούσαν οι δημοτικοί σοσιαλιστές της Κόκκινης Βιένης. Το 1926 προσλήφθηκε από τον προοδευτικό Γερμανό αρχιτέκτονα Ερνστ Μέι (Ernst May) στη δημοτική υπηρεσία στέγασης της Φρανκφούρτης, όπου επινόησε τη λεγόμενη Κουζίνα της Φραγκφούρτης, που χρησιμοποιούσε τις αρχές της εργονομικής αποτελεσματικότητας και λειτουργικότητας, από τη σκοπιά της νοικοκυράς, για να απλοποιήσει τις ηλεκτρικές συνδέσεις που μπορούσες να κάνεις μόνος σου. Το 1930 επισκέφθηκε μαζί με τον Μέι και τον άντρα της, τον αρχιτέκτονα Βίλχελμ Σούτε (Wilhelm Schutte), τη Σοβιετική Ένωση, όπου έμεινε επτά ολόκληρα χρόνια, «αναπτύσσοντας τυποποιημένα σχέδια για νηπιαγωγεία, βρεφονηπιακούς σταθμούς και παιδικά έπιπλα για τις καινούριες σοβιετικές πόλεις της βαριάς βιομηχανίας». Κομμουνίστρια από τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του 1920, η Σούτε-Λιχότσκι επέστρεψε από τη Σοβιετική Ένωση στη Βιένη, αφού εργάστηκε για λίγο καιρό στην Κωνσταντινούπολη, και εντάχθηκε αμέσως στην αντιναζιστική αντίσταση. Την συνέλαβαν σχεδόν αμέσως και πέρασε ολόκληρο τον πόλεμο σε μια φυλακή της Βαυαρίας. Μετά το 1945 επέστρεψε στην αυστριακή πρωτεύουσα, αλλά ελάχιστες ελπίδες είχε μέσα στο κυρίαρχο ψυχροπολεμικό περιβάλλον. Μόνο τη δεκαετία του 1980 αναγνωρίστηκε δημόσια, όταν της δόθηκε το Βραβείο Αρχιτεκτονικής της Πόλης της Βιένης, και οργανώθηκε πολύ καθυστερημένα, το 1993, μια έκθεση για το έργο της. Το 1998 της ανατέθηκε η επίβλεψη ενός προγράμμα-
831
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·832
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
τος «για τη δημιουργία ενός οικιστικού συγκροτήματος στη βορειοανατολική Βιένη σχεδιασμένου από γυναίκες για γυναίκες· του μεγαλύτερου στο είδος του σε 11 ολόκληρη την Ευρώπη».
Αφετηρίες
832
™ε όλες αυτές τις ζωές, ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος ξεχωρίζει ως η καθοριστική τους εμπειρία. Είτε σήμανε το πέρασμά τους στην ενηλικίωση, με την προσχώρησή τους στην Αντίσταση, ή τη συμμετοχή στον αντιφασιστικό πόλεμο, είτε γνώρισε την κορύφωση μιας σταδιοδρομίας που είχε ήδη πάρει το δρόμο της. Ήταν μια εποχή μεστή από σημασία, όπου η ένταξη στην Αριστερά είχε εντελώς χειροπιαστό νόημα και συνδεόταν με την επίτευξη ενός μεγάλου και ενοποιητικού κοινού στόχου. Όλα τότε έδεναν μεταξύ τους. Η Αριστερά είχε βγει από το περιθώριο της πολιτικής ζωής και ήταν πια ευπρόσδεκτη στο ίδιο το κέντρο της νέας εθνικής συναίνεσης που είχε διαμορφωθεί. Ώς το 1945 είχε μεταμορφωθεί σε μια κατηγορία πολύ πιο ευρεία και περιεκτική, και επιπλέον προσείλκυε τώρα υποστήριξη καταγγέλλοντας πιο έντιμα τις έμφυλες διακρίσεις, καθώς επέμενε να αναγνωριστούν τα εκλογικά δικαιώματα των γυναικών και η πολιτειότητά τους, έστω και η τελευταία εξακολουθούσε να συγκροτείται με άξονα τις γνωστές έμφυλες προκαταλήψεις. Οι μεταπολεμικές διευθετήσεις έφεραν την εκπλήρωση πολλών από τις προσδοκίες που είχε θρέψει ο αντιφασιστικός αγώνας. Πάνω απ’ όλα θεσμοθετήθηκε μόνιμα η δημοκρατική πολιτειότητα στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες. Βέβαια, υπήρξαν και περιορισμοί: οι συμμετοχικές μορφές δημοκρατίας, που είχαν επίσης τραφεί από την Αντίσταση και τη συσπείρωση των πολιτικών δυνάμεων, γρήγορα παραγκωνίστηκαν ή εγκαταλείφθηκαν. Έπειτα η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου το 1947 τις τερμάτισε απότομα, αλλάζοντας την πολιτική ατζέντα και δημιουργώντας ξανά βαθύ ρήγμα ανάμεσα στη Δεξιά και στην Αριστερά. Αυτή η άκαμπτη ισοπέδωση των μεταπολεμικών δυνατοτήτων οδήγησε ξανά κομμουνιστές, αριστερούς σοσιαλιστές και άλλους διαφωνούντες στο περιθώριο της πολιτικής ζωής στη Δύση, ενώ τους έθεσε υπό αυστηρή αστυνομική επιτήρηση στην Ανατολή. Αλλά όσο φευγαλέα και αν ήταν η ενότητα των αντιφασιστικών δυνάμεων με τις ισχυρότερες μορφές της, τα νοήματα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου εξακολούθησαν να αποτελούν τις επόμενες δύο δεκαετίες τη βάση της πολιτικής κουλτούρας και το περίγραμμα των λαϊκών προσδοκιών στην Ευρώπη.12 Αντίθετα, η προηγούμενη στιγμή γενικής αλλαγής στην Ευρώπη, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και οι επαναστατικές κρίσεις που τον ακολούθησαν, σήμαιναν μια
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·833
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
σχάση. Το πρώτο αυτό κύμα δημοκρατικών αλλαγών είχε κιόλας τσακιστεί, και οι δημοκρατικές κατακτήσεις, από τα εκλογικά δικαιώματα και την αναγνώριση των συνδικάτων μέχρι το οκτάωρο, δεν άντεξαν πολύ. Αντίθετα, η κοινωνιακή πόλωση και ο πολιτικός εξτρεμισμός είχαν γίνει ο κανόνας, φέρνοντας την άνοδο του φασισμού και τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Έφεραν βέβαια επίσης τη μοιραία διάσπαση του σοσιαλισμού. Η αμοιβαία εχθρότητα ανάμεσα σε κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες συνέβαλε καταστροφικά στους πρώτους θριάμβους του φασισμού και παρά τη συνεργασία τους στη διάρκεια του πολέμου, η διαίρεση αυτή ξεπεράστηκε εντελώς μόνο μετά το 1989. Μια ανάλογη στιγμή σχάσης ήταν το 1968. Εκείνη την εποχή, οι παραδειγματικές ζωές στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω βρίσκονταν στη μέση τους. Από τη δική τους σκοπιά, πολλοί από τους προηγούμενους στόχους έμοιαζαν να έχουν επιτευχθεί: σταθερές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες και εγγυημένα πολιτικά δικαιώματα, ρυθμισμένες αγορές εργασίας χάρη σε ισχυρά συστήματα συνδικαλιστικής αναγνώρισης, πολιτικές πλήρους απασχόλησης και δημόσιος σχεδιασμός, κοινωνικές ασφαλίσεις χάρη στο κράτος πρόνοιας, πιο δίκαια φορολογικά συστήματα και δημόσιες αξίες που έδιναν έμφαση στην κοινωνική δικαιοσύνη και τα συλλογικό αγαθό. Μέχρι τη δεκαετία του 1960, οι περισσότεροι Δυτικοευρωπαίοι κομμουνιστές είχαν επίσης δεχτεί αυτές τις κατακτήσεις ως τις καλύτερες δυνατές στις δεδομένες συνθήκες. «Μετά το 1956, η πολιτική μου δραστηριότητα μεταμορφώθηκε σε κάτι διαφορετικό και πιο αποστασιοποιημένο», γράφει ένας από τους παλιούς 13 αυτούς κομμουνιστές, «Από τότε είδα καθαρά ότι τα όνειρά μας είχαν σβήσει». Ωστόσο το 1968 γεννήθηκαν νέα όνειρα. Στην Ανατολική Ευρώπη πήραν μια ιδιαίτερη μορφή. Στην Τσεχοσλοβακία, όπως και στη Γιουγκοσλαβία και την Πολωνία, το αίτημα της πολιτισμικής ελευθερίας και το άνοιγμα της δημόσιας συζήτησης επέτρεψε να εμφανιστούν ξανά οι δυνατότητες που είχαν σβηστεί αμέσως μετά τον πόλεμο. Η εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968 όμως, τσακίζοντας την Άνοιξη της Πράγας, κατέστρεψε οριστικά τις προοπτικές μεταρρύθμισης του κομμουνισμού. Στις επόμενες εκρήξεις αντιπολίτευσης –τις πολωνικές εξεγέρσεις του 1970, του 1976 και του 1980-81–, οι μεταρρυθμιστικές ομάδες που υπήρχαν μέσα στα κυβερνώντα κομμουνιστικά κόμματα δεν μπορούσαν πλέον να παίξουν κανένα ρόλο. Βέβαια, τα οράματα της Άνοιξης της Πράγας δεν έπαψαν να υπάρχουν: πλουραλισμός και ελεύθερες εκλογές, μεικτή οικονομία, πολιτισμικές ελευθερίες και γενικός εκδημοκρατισμός της κοινωνίας. Ο αντικομμουνισμός όμως έγινε τώρα σταθερό χαρακτηριστικό των ανατολικοευρωπαίων μεταρρυθμιστών και, από αυτή την άποψη, η ρήξη ήταν οριστική.
833
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·834
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
834
Από την άλλη πλευρά, αυτή η απονομιμοποίηση του κομμουνισμού στην Ανατολή κέντρισε την ανανέωσή του στη Δύση, καθώς η σύγκρουση με τη Μόσχα για την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία έθεσε τις βάσεις για την ανεξαρτητοποίηση του ευρωκομμουνισμού. Από την αρχή του Ψυχρού Πολέμου ώς τα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι κομμουνιστές ήταν πάντοτε οι πιο ακλόνητοι φρουροί του ριζοσπαστισμού στη Δυτική Ευρώπη, μολονότι ολοένα και περισσότερο έμοιαζαν με πιο μαχητικές εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας παρά με αυθεντικά επαναστατικές κινήσεις εναντίον του καπιταλισμού. Ωστόσο τα νέα ριζοσπαστικά κινήματα του 1968, τα οποία αναδύθηκαν πρώτα στα πανεπιστήμια και κατόπιν σε ολόκληρη τη νεολαία, δεν σέβονταν την επετηρίδα. Τα πυρά τους δεν στρέφονταν μόνο εναντίον της Δεξιάς και των συντηρητικών αλλά και εναντίον της παλιάς Αριστεράς. Έτσι άνοιξαν μεγάλα ρήγματα ανάμεσα στην παλιά και στη νέα γενιά. Η ενέργεια που απελευθερώθηκε το 1968 οδήγησε στην αναβίωση της συμμετοχικής δημοκρατίας και της άμεσης δράσης, ενώ η δημοκρατική πρόκληση εισέβαλε τώρα σε νέες περιοχές της προσωπικής ζωής. Μέσα από την αταξία που επακολούθησε γεννήθηκαν κάθε λογής νέοι ακτιβισμοί, που το ύφος τους φάνταζε εξωτικό και ασήμαντο στην παλιότερη γενιά σοσιαλιστών και κομμουνιστών: φεμινισμοί, κινήματα γκέι και λεσβιών, σεξουαλική πολιτική, κινήματα υγιεινής και γενικά τρόπου ζωής, ριζοσπαστική οικολογία, καταλήψεις κτιρίων και άλλες πλευρές της εναλλακτικής σκηνής, ειρηνιστικά κινήματα, αντιρατσισμός και πολυπολιτισμικότητα, ελεύθερα φεστιβάλ, ταξιδιώτες και τα λοιπά. Όλα αυτά τα κινήματα καταρράκωσαν τις προηγούμενες πολιτικές ατζέντες. Ξαναχάραξαν τα όρια ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό, το προσωπικό και το πολιτικό, ανανεώνοντας τα νοήματα της πολιτικής πράξης και ανασυνθέτοντας την ίδια την κατηγορία του πολιτικού. Αυτό είχε αποτέλεσμα να μετατοπιστούν ριζικά τα ίδια τα κύρια πεδία της πολιτι14 κής. Επιπλέον, η εστίαση των νέων αυτών κινημάτων ήταν εξωκοινοβουλευτική, αφού η δράση τους αναπτύχθηκε εκτός των τειχών της κομματικής επιτροπής και άφησε πίσω της την ιστορική θεσμική κουλτούρα του εργατικού κινήματος. Τη δεκαετία του 1980, με αρκετή καθυστέρηση, οι κομμουνιστές άρχισαν να ανταποκρίνονται στις εξελίξεις αυτές – από το μεγάλο ιταλικό κόμμα και τα μεσαίου μεγέθους σκανδιναβικά μέχρι τα μικρότερα της Βρετανίας, της Ολλανδίας και άλλων χωρών. Τα σοσιαλιστικά κόμματα ακολούθησαν με ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση: το SPD έμεινε σταθερά εχθρικό απέναντι στη Νέα Αριστερά και τις ιδέες της, ενώ οι Εργατικοί τη δεκαετία του 1980 προτίμησαν να διασπαστούν παρά να ανταποκριθούν σε αυτή την πρόκληση. Στις περισσότερες χώρες δημιουργή-
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·835
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
θηκε μεγάλο χάσμα ανάμεσα στην εκλογική βάση της Αριστεράς και στα εξωκοινοβουλευτικά κοινωνικά κινήματα, τα οποία οι κοινοβουλευτικοί σοσιαλιστές είτε κατάγγελλαν είτε ελάχιστα ενδιαφέρονταν να προσελκύσουν. Αντί γι’ αυτούς τη δεκαετία του 1990 οι πράσινοι, τα ανασυγκροτημένα αριστερά σοσιαλιστικά κόμματα και διάφορες άλλες εκλογικές συσσωματώσεις άρχισαν να μιλούν για λογαριασμό των νέων αυτών κινημάτων, διαμορφώνοντας μικρούς αλλά σημαντικούς θυλάκους στα αριστερά των κύριων σοσιαλιστικών κομμάτων και συμμαχώντας περιστασιακά μαζί τους. Στις εκλογές ωστόσο μεγάλο μέρος της νέας ενέργειας αυτής έμενε ανεκμετάλλευτο. Κρίσιμη σημασία είχε ότι αυτές οι ρήξεις ανάμεσα στις γενιές εγγράφηκαν σε ένα πλαίσιο καίριων δομικών αλλαγών. Από τη μια πλευρά, οι δύο βασικές τάσεις της Αριστεράς από το 1917-23, η σοσιαλδημοκρατική και η κομμουνιστική, είχαν εξαντληθεί πολιτικά. Η κομμουνιστική παράδοση περνούσε βαθιά κρίση από το 1968, με τη λαϊκή νομιμοποίησή της να έχει δεχτεί σοβαρά πλήγματα σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη και τις τολμηρές πρωτοβουλίες του Γκορμπατσόφ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 να αποτυγχάνουν στη μεταρρύθμιση του σοβιετικού καθεστώτος. Στο μεταξύ και η σοσιαλδημοκρατία είχε εισέλθει στη δική της κρίση. Από τη δεκαετία του 1960 είχε χάσει την ορμή της, καθώς είχε πραγματώσει τις κύριες επαγγελίες της, αλλά απέρριψε το 1968 ως πηγή ανανέωσης. Το πιο καθοριστικό όμως ήταν το τέλος της μεταπολεμικής ανάπτυξης το 1973, που αφαίρεσε το βασικό στήριγμα της σοσιαλδημοκρατικής επιτυχίας, αφού οι μεταπολεμικοί κορπορατισμοί δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν χωρίς τη συνεχή άνοδο της ευημερίας. Η ειρωνεία ήταν ότι ακριβώς τη στιγμή που τα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα επιχείρησαν να απαλλαγούν από το σοβιετικό βάρος και να οικειοποιηθούν την εικόνα της σοσιαλδημοκρατίας, κυρίως με τον ευρωκομμουνισμό, η κατεστημένη σοσιαλδημοκρατία είχε βρεθεί πια σε πολιτικό αδιέξοδο. Από την άλλη πλευρά, η οικονομική ύφεση μετά το 1973 έφερε δραστικές αλλαγές στις καπιταλιστικές οικονομίες και τις κοινωνικές τους δομές, με συνέπεια να πληγεί καίρια η αποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων στο εθνικό κράτος. Το τελευταίο μέρος αυτού του βιβλίου διερεύνησε αρκετά αναλυτικά τις συνέπειες των μετατοπίσεων αυτών. Οι αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία υπονόμευσαν την κεϊνσιανή σκέψη που στήριζε τη σοσιαλδημοκρατική πολιτική από τη δεκαετία του 1940 και μετά. Άλλοτε με τρόπο δραματικό, όπως με τη μεταστροφή της εργατικής κυβέρνησης της Βρετανίας το 1975 ή εκείνης των Γάλλων σοσιαλιστών το 1981-82, και άλλοτε μέσα από τη συνεχή τους διάβρωση, οι σοσιαλδημοκράτες άρχισαν σιγά σιγά να εγκαταλείπουν τις παλιές τους αντιλήψεις για τις δημόσιες
835
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·836
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
δαπάνες. Τη δεκαετία του 1980, με την ολομέτωπη επίθεση που δέχτηκε το κεϊνσιανό κράτος πρόνοιας από το νεοφιλελευθερισμό, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχασαν το έρμα τους. Παράλληλα η ιστορική βαριά βιομηχανία των ευρωπαϊκών χωρών, καθώς και μεγάλα τμήματα των νεότερων βιομηχανικών τομέων, κατακρεουργήθηκαν. Αν η παγκοσμιοποίηση στέρησε από τους σοσιαλδημοκράτες τη δυνατότητα να διαχειρίζονται τον εθνικό καπιταλισμό προς το συμφέρον των εργαζομένων, η απεκβιομηχάνιση περιέκοπτε δραστικά το μέγεθος της ίδιας της εργατικής τάξης. Στο τελευταίο τρίτο του 20ού αιώνα, η καπιταλιστική ανασυγκρότηση μεταμόρφωσε τα ώς τότε γνωστά νοήματα της κοινωνικής τάξης. Τέλος, αποσυντέθηκε επίσης ο ίδιος ο χωριστός οργανωτικός κόσμος του σοσιαλισμού. Το σύγχρονο μαζικό κόμμα, με την αδιάκοπη και πολυσχιδή παρουσία του στη ζωή των υποστηρικτών του, το οποίο δεν συντηρείται μόνο μέσα από τις εκλογικές εκστρατείες αλλά και με την κοινωνικότητα και την καθημερινή ταύτιση των οπαδών του με αυτό, και το οποίο είχε επινοηθεί από τους σοσιαλιστές στα τέλη του 19ου αιώνα, είχε χαθεί. Ακόμη και τα πιο επιβλητικά κινήματα του προηγούμενου αιώνα, όπως η αντικουλτούρα που δημιούργησαν μεταπολεμικά οι Ιταλοί κομμουνιστές, έπαψαν να υπάρχουν με τον τρόπο που υπήρχαν παλιά. Μεταξύ 1880 και 1940 οι σοσιαλιστικές αυτές κουλτούρες, οι οποίες συνδέονταν με τις ριζωμένες σε συγκεκριμένους τόπους κοινότητες της εργατικής τάξης, με τον συνδικαλισμό και τα ευέλικτα μέσα που διέθετε η τοπική αυτοδιοίκηση, έδιναν τα στέρεα θεμέλια της επιτυχίας των σοσιαλιστικών κομμάτων, και η επιρροή τους συντηρήθηκε έως και τη δεκαετία του 1960. Αφότου όμως χάθηκαν οι κουλτούρες αυτές, οι σοσιαλιστές έπρεπε να σχεδιάσουν άλλες στρατηγικές για να χτίσουν και να αυξήσουν την πολιτική τους βάση. Στο φως των δομικών αλλαγών που αναφέραμε παραπάνω –καπιταλιστική ανασυγκρότηση και παγκοσμιοποίηση, απεκβιομηχάνιση και ανασύνθεση της εργατικής τάξης–, ο θάνατος αυτού του τύπου κόμματος σήμανε και το τέλος της σοσιαλιστικής παράδοσης που είχε κυριαρχήσει στην Αριστερά από το 1860 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Αναμνήσεις από το μέλλον
Δα ζητήματα που δεν συζητήθηκαν στο βιβλίο αυτό είναι πολλά. Ιδιαίτερα, οι αδια-
836
μόρφωτες ακόμη πολιτικές διευθετήσεις που διαφάνηκαν αμυδρά στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και οδήγησαν στην επιστροφή των σοσιαλιστικών κομμάτων στην κυβέρνηση, χρειάζεται να οριστούν. Μια λεπτομερέστερη εξέταση του ζητήματος θα επικεντρωνόταν στις αβέβαιες συμμαχίες των κομμάτων αυτών με τους
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·837
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
πράσινους και με άλλες μικρότερες ριζοσπαστικές ομάδες, καθώς και στη διερεύνηση της σχέσης των δύο τελευταίων με τους οπαδούς τους, που διαφέρει ριζικά από τους δεσμούς πού έδεναν προηγουμένως τα σοσιαλιστικά κόμματα με την εργατική τάξη. Αυτές τις αναδυόμενες τροπικότητες πολιτικής δράσης εξακολουθούμε να μην τις κατανοούμε παρά μόνο αμυδρά. Η αποπολιτικοποίηση της εθνικής πολιτικής –καθώς αυτή συρρικνώνεται αμείλικτα με άξονα εκλογικές εκστρατείες που τις διαχειρίζονται τα μέσα ενημέρωσης, υποκαθιστώντας την πολιτική στρατηγική με δημοσκοπήσεις, τις εκλογικές συγκεντρώσεις με ομάδες εστίασης (focus groups) και τους πολίτες με τους καταναλωτές– αντισταθμίζεται από τον ολοζώντανο ακτιβισμό της βάσης που, περιφρονώντας την παλιότερη συγκεντρωτική προσέγγιση της Αριστεράς, επιδιώκει αντίθετα να φτιάξει εύκαμπτες συμμαχίες και στρέφεται προς άτυπες μορφές τοπικής δράσης. Οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις τάσεις αυτές, σε καιρούς ολοένα μεγαλύτερης αποχής από τις εκλογές και σταθερά αυξανόμενης απάθειας, παραμένει ασαφής. Η αλληλεπίδραση μεταξύ εκλογικής συμπεριφοράς και μονιμότερων πολιτικών ταυτοτήτων, καθώς και μεταξύ ψήφου και τάξης, είναι κομβικής σημασίας για να αναλυθεί το όλο ζήτημα. Με δεδομένες τις επιπτώσεις της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης στις αγορές εργασίας και τη διανομή του εισοδήματος, την παρακμή των ιστορικών βιομηχανιών και τις μεταμορφώσεις της εργατικής τάξης, είναι ανάγκη να μπορέσουμε να καταλάβουμε μέσα από ποιες λογικές σχηματίζεται σήμερα η κοινωνική τάξη. Με παρόμοιο τρόπο, η διεθνής διάσταση της ιστορίας της ευρωπαϊκής Αριστεράς γίνεται όλο και πιο σημαντική. Προσπάθησα εδώ να προσεγγίσω το θέμα χρησιμοποιώντας αυθεντικά πανευρωπαϊκούς όρους. Αντί να εστιάσω την προσοχή μου σε λίγες μεγάλες χώρες και να κάνω έτσι την ευρωπαϊκή ιστορία κατά βάση γαλλική και γερμανική, προσπάθησα να αναδείξω τις γενικότερες τάσεις και να διακρίνω κοινά μοτίβα –για παράδειγμα, τη μακροπρόθεσμη σημασία του σοσιαλδημοκρατικού πυρήνα της Βόρειας και της Κεντρικής Ευρώπης– επιχειρώντας συγχρόνως συγκεκριμένες συγκρίσεις και αντιπαραθέσεις. Πρέπει ωστόσο να τονίσω ότι, πέρα από τις αναφορές μου στην ιστορία των Διεθνών, δεν ασχολήθηκα με τις άλλες μορφές υπερεθνικής συνεργασίας ανάμεσα στα διάφορα κομμάτια της Αριστεράς, ούτε με τους τρόπους που αυτές τα επηρέασαν. Καθώς η ευρωπαϊκή ενοποίηση προχωρεί διαρκώς, από τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957 έως τη νομοθεσία του 1992 και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, το πεδίο αυτό πρέπει να αναλυθεί πιο ενδελεχώς. Η δράση μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει καταστεί βασική προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικής εθνικής διακυβέρνησης. Μια πρόκληση για την Αριστερά του αύριο θα είναι η προσαρμογή της πολιτικής της για τη δη-
837
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·838
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
838
μοκρατική διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δεδομένα αυτής της πανευρωπαϊκής σκηνής, είτε μέσα από τον εκδημοκρατισμό των κεντρικών θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την υποχρεωτική λογοδοσία των εκτελεστικών της οργάνων στο ευρωκοινοβούλιο, είτε με την εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού προγράμματος. Αν ο κεϊνσιανισμός σε εθνικό επίπεδο αποκλείεται ολοένα και καθαρότερα από τις συνέπειες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, παραμένει διαθέσιμο το ευρωπαϊκό πλαίσιο για την άσκηση ρυθμιστικών παρεμβάσεων· το 15 ζήτημα είναι ποιός θα κυριαρχήσει σε αυτό. Η παγκοσμιοποίηση απαιτεί δημιουργική πολιτική προσοχή – δηλαδή στρατηγικές με πρακτική στόχευση που θα υπερβαίνουν τόσο τις φλυαρίες περί οικουμενικών αξιών και πρακτικών παντός καιρού, όσο και τη μοιρολατρική αποδοχή της αποδυνάμωσης από τις παγκόσμιες ροές κεφαλαίων της οικονομικής εθνικής κυριαρχίας και της κυβερνητικής πρωτοβουλίας. Τέτοιες στάσεις ματαιώνουν κάθε 16 κριτική ανάλυση του καπιταλισμού. Πρέπει συνάμα να θέσουμε και κάποια άλλα ερωτήματα: Ποιες είναι οι χαρακτηριστικές κοινωνικές μορφές της παγκοσμιοποίησης; Τι λογής κουλτούρες και αντιλήψεις γεννιούνται από αυτή, και τι είδους πολιτικές επιλογές επάγονται οι τελευταίες; Ή, για να το πω πιο ριζοσπαστικά, ποια είναι επιτέλους η ουτοπία της παγκοσμιοποίησης; Αν η κλασική ουτοπία του σοσιαλισμού χάθηκε σιγά σιγά μαζί με τον εκφυλισμό της Ρωσικής Επανάστασης, ποια είναι εκείνα τα οράματα, έστω και πεζά μεταμφιεσμένα σε εφικτούς κοινωνικούς στόχους, που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν αυτό το χαμένο ιδανικό; Τη δεκαετία του 1990, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είχε να προτείνει τίποτε παραπάνω από τη θολή και κενή γλώσσα της «νεωτερικότητας» για να καλύψει αυτό το ορθάνοιχτο κενό, παρ’ όλα αυτά, όσα σοσιαλιστικά κόμματα επιβίωσαν, έσπευσαν και 17 αυτά να υιοθετήσουν την ίδια γλώσσα. Αλλά οι ανούσιες και νεφελώδεις έννοιες του «Νέου Κέντρου» και του «Τρίτου Δρόμου», που έχουν στρογγυλοκαθίσει στο νέο πραγματιστικό τοπίο, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την οραματική ανάλυ18 ση της εφικτής δημοκρατικής αλλαγής. Αυτό το βιβλίο βέβαια δεν μπορεί να επεκταθεί στην προγραμματική και λεπτομερειακή συζήτηση των καθηκόντων που επιφορτίζεται η ευρωπαϊκή Αριστερά στο άνοιγμα του 21ου αιώνα. Σε τελευταία ανάλυση, έγραψα ιστορία και όχι οδηγό μαγειρικής. Επισκοπώντας μια πολιτική παράδοση, πώς εξελίχτηκε αυτή και πώς κατόρθωσε κάποια στιγμή να εδραιωθεί, αποτιμώ τα ισχυρά σημεία και τις αδυναμίες της, και διερευνώ αυτό που μοιάζει για τέλος της. Αλλά κυρίως προσπαθώ να τοποθετήσω την παράδοση αυτή –το σοσιαλισμό, με τις κάθε λογής μορφές που πήρε από το 1860 ώς τις ημέρες μας– στο ευρύτερο πλαίσιο των αγώνων για
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·839
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
τη δημοκρατία, γιατί αυτό ακριβώς το πλαίσιο αναδεικνύει καλύτερα τόσο τα λαμπρά επιτεύγματα όσο και τους οδυνηρούς περιορισμούς της. Μάλιστα, αν ταυτίσουμε την «Αριστερά» όχι με τον σοσιαλισμό καθ’ εαυτόν αλλά με το πιο ευρύχωρο και απαιτητικό πλαίσιο της δημοκρατίας, μαζί με όλες τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές και προσωπικές διαστάσεις που του αρμόζουν, τότε θα μπορούσαμε ενδεχομένως να ελέγξουμε κάπως τις αποκαρδιωτικές συνέπειες της κρίσης του σοσιαλισμού στο τελευταίο τρίτο του 20ού αιώνα. Αν, επιμένω, ο σοσιαλισμός ήταν απαραίτητος για τα πιο λαμπρά επιτεύγματα της δημοκρατίας, πάντως οι δυνατότητες της τελευταίας απαρέγκλιτα ξεπερνούσαν το εύρος του σοσιαλισμού. Πράγμα που φάνηκε ακόμη πιο καθαρά στα χρόνια μετά το 1968. Το βιβλίο μου λοιπόν σίγουρα δεν είναι επιτάφιος. Αν στο τελευταίο μέρος του αφηγείται μια σειρά τερματισμούς, καθώς οι κομμουνισμοί Ανατολής και Δύσης έχαναν το σχέδιό τους, οι σοσιαλδημοκρατίες συρρίκνωναν τις φιλοδοξίες τους και η Σοβιετική Ένωση έσβηνε από το χάρτη, από την άλλη μεριά εξερευνά και μέσα από ποιους χώρους μπορεί να αναδυθούν νέα πολιτικά οράματα. Μπορεί ο σοσιαλισμός σε κάποιες πραγμοποιημένες και απαξιωμένες μορφές του να είναι πια «νεκρός», ή να έχει μεταβληθεί σε αντικείμενο αρχειακής έρευνας, αλλά η σοσιαλιστική παράδοση εξακολουθεί να διαθέτει πλούσιους πόρους. Όσο τα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης δεν εξορίζονται οριστικά από την πολιτική ατζέντα, και όσο ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ανοσοποιηθεί εντελώς απέναντι σε κάθε ηθική και ισονομική κριτική –δυο κίνδυνοι μεγάλοι σήμερα, είναι αλήθεια– τα σοσιαλιστικά επιχειρήματα θα εξακολουθούν να έχουν ζωτική σημασία για τις ριζοσπαστικές δημοκρατικές ελπίδες. Σε όλη την ιστορία τους, οι σοσιαλιστές υπερασπίστηκαν τη δημοκρατία, αλλά σε μια σειρά ζωτικά ζητήματα, με πρώτα ανάμεσά τους το φύλο και τη ράτσα, απέτυχαν οικτρά. Παρ’ όλα αυτά, οι σοσιαλιστικές αξίες αποτελούν πάντοτε την καλύτερη δυνατή αφετηρία για να τεθούν και αυτά ακριβώς τα ζητήματα. Παρόμοια, όσο αγκυλωμένες και μαραμένες και αν είναι οι κεντριστικές εκδοχές του σοσιαλισμού που κυριαρχούν σήμερα στην Ευρώπη, εξακολουθούν πάντως να αφήνουν χώρο για μια δημοκρατική πολιτική πιο γενναιόδωρη. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ένα πολιτικό περιβάλλον λιγότερο φιλόξενο για καθέναν που εξακολουθεί να υποστηρίζει ριζοσπαστικά οράματα μιας πιο δίκαιης κοινωνικής τάξης 19 πραγμάτων – δηλαδή για τους σοσιαλιστές. Είναι πια εξαιρετικά βαρύ, ανάμεσα στις θριαμβολογίες του νεοφιλελεύθερου κλίματος που γενικεύτηκαν τη δεκαετία του 1980, να υποστηρίξει κανείς σοσιαλιστικές πολιτικές. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, οι σοσιαλιστές και οι άλλοι ριζοσπάστες δημοκράτες προωθούν μια πολιτι-
839
04-ELEY
08-03-2010
10:49
™ÂÏ›‰·840
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
κή εξαιρετικά μακροπρόθεσμη και επομένως εξαιρετικά αποθαρρυντική. Ωστόσο, καθώς αρχίζουμε να οραματιζόμαστε ξανά νέες και εφικτές μορφές διεύρυνσης της δημοκρατίας, τα σημερινά σοσιαλιστικά κόμματα όσο και οι πλούσιες ιστορικές ρίζες τους θα συνεχίσουν να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι ζωές που αναφέραμε λίγο παραπάνω ήταν χαρακτηριστικές μιας ιστορικής γενιάς. Μιας γενιάς που βοήθησε να καρποφορήσουν οι δημοκρατικοί αγώνες ενός ολόκληρου αιώνα, που περιγράφηκαν αδρά στο βιβλίο αυτό. Είχαν τη χαρά, οι άνθρωποι της γενιάς αυτής, κάνοντας τρομερές θυσίες και συχνά δίνοντας και τη ζωή τους ακόμη, να διαμορφώσουν, με όλες τους τις ατέλειες, νέους θεσμούς και πολιτικές επιλογές που οι προηγούμενες γενιές μπορούσαν μόνο να ονειρευτούν. Καθώς χάνονται μία προς μία οι ζωές αυτές, αγωνιστές και αγωνίστριες που έζησαν παθιασμένα και ανυποχώρητα, υπηρετώντας με ανιδιοτέλεια και πείσμα την υπόθεση του σοσιαλισμού, υπάρχει ο φόβος μήπως μείνει η κληρονομιά τους κηλιδωμένη. Στο βαθύτατα συντηρητικό πλαίσιο της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς, λέξεις όπως σοσιαλισμός, δημοκρατία και ελευθερία αποσπώνται βίαια από την ιστορία τους και γίνονται αγνώριστες. Ωστόσο, καθώς εμείς ονειρευόμαστε πώς μπορεί αύριο να καρποφορήσει μια εντελώς εκδημοκρατισμένη Ευρώπη, παρ’ όλες τις ατέλειες και τους αποκλεισμούς που δεν παύουν να υπάρχουν, ζούμε ένα κομμάτι από το μέλλον για το οποίο είχε παλέψει η Αριστερά του 20ού αιώνα. Θα προχωρήσουμε και εμείς με τη σειρά μας τη δημοκρατική αλλαγή; για να ανταποκριθούμε σε μια τέτοια πρόκληση, πρέπει πάντοτε να θυμόμαστε και το υπόλοιπο κομμάτι από αυτό το μέλλον.
840
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·841
Σ η με ι ώ σ ε ι ς Μέρος Τρίτο: Η σταθεροποίηση και ο «πόλεμος θέσεων» Εισαγωγή (σ. ) 1. Η δική μου περιγραφή της υπόθεσης Βίτενμπεργκ και της FPO βασίζεται στο Arad, Ghetto, σ. 387-395, 234262. Υπάρχουν συντομότερες αναφορές στο Dawidowicz, War, σ. 441-443· Hilberg, Perpetrators, σ. 180181. 2. Το Εβραϊκό Συμβούλιο αποτελούσε μια μορφή αυτοδιοίκησης του γκέτο, η οποία είχε επιβληθεί στους Εβραίους από το Τρίτο Ράιχ. Η σημασία του αυξήθηκε ακόμη περισσότερο όταν το φθινόπωρο του 1939 άρχισαν οι εκτοπίσεις των εβραϊκών πληθυσμών και η μεταφορά τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Βλ. Trunk, Judenrat· Hilberg, Perpetrators, σ. 105-117. 3. Lévy-Hass, «Interview», σ. 80-81. Η Λέβι-Χας γεννήθηκε στο Σαράγεβο. Το 1945 επέστρεψε στη Γιουγκοσλαβία και το 1948 μετανάστευσε στο Ισραήλ, όπου παρέμεινε δραστήρια ως κομμουνίστρια έως το 1968 και κατόπιν φεμινίστρια της Αριστεράς. 4. Thompson και Thompson (επιμ.), There Is. 5. Τον Αύγουστο του 1943, η κομμουνιστική αντίσταση στη Βίλνα συνεχίστηκε μέσω μιας Παράνομης Επιτροπής, στην οποία συμμετείχε η Μαντέισκερ ως αντιπρόσωπος της FPO. Όταν τον Σεπτέμβριο του 1943 διαλύθηκε το γκέτο της Βίλνα, η Μαντέισκερ ζούσε στην πόλη και συντόνιζε τη διαφυγή των μελών της FPO στα δάση, όπου αγωνίζονταν οι παρτιζάνοι. Παρέμεινε στην κομμουνιστική ηγεσία της πόλης ώς τις παραμονές της Απελευθέρωσης, τον Ιούλιο του 1944, οπότε συνελήφθη από την Γκεστάπο και πέθανε στο νοσοκομείο μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας. Βλ. Arad, Ghetto, σ. 190, 409-410, 433, 456-457.
Κεφάλαιο 15: Οι σταθερές του καπιταλισμού: Το μέλλον αναβάλλεται: επιστρέφοντας στα νοήματα της επανάστασης (σ. ) 1. 2. 3. 4.
5. 6. 7.
8.
Βλ. κεφ. 1 στο Lukács, Lenin, σ. 9-13. Βλ. Rabinbach, Crisis, ιδ. σ. 26-30 Βλ., Lewis, Fascism· Jeffery, «Beyond». Για τον Χίλφερντινγκ, βλ. Breitman, German Socialism, σ. 114-130· Smaldone, Rudolf Hilferding. Για τη γενικότερη στρατηγική του SPD, βλ. Heimann και Meyer (επιμ.), Reformsozialismus· Luthardt (επιμ.), Sozialdemokratische Arbeiterbewegung. Naphtali κ.ά., Wirtschaftsdemokratie. Βλ. Abraham, «Labor’s way», σ. 8. Βλ. γενικότερα Harsch, German Social, σ. 32-37· Winkler, Schein, σ. 606-613. Esping-Anderson, Social Class, σ. 36. Το Σχέδιο WTB πήρε το όνομά του από τα αρχικά των ονομάτων των τριών εμπνευστών του, του Βλαντίμιρ Βοϊτίνσκι (Wladimir Woytinsky, υπεύθυνου του τμήματος στατιστικής των συνδικάτων), του Φριτς Τάρνοβ (Fritz Tarnow) και του Φριτς Μπάαντε (Fritz Baade). Βλ. Schneider, Brief History, σ. 194-196· Moses, Trade Unionism, 2: 385-396· James, German Slump, σ. 223-245, και «SPD»· Winkler, Weg, σ. 494-506. Η πρότυπη μονογραφία είναι το Schneider, Arbeitsbeschaffungsprogramm. Βλ. ιδίως Harsch, German Social, σ. 203-246· Winkler, Weg, σ. 646-680, 693-697, 746-754, 802-809, 858859, 867-875.
841
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·842
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
9. Για τον Χέντρικ ντε Μαν (Hendrick de Man, 1885-1953): Dodge, Beyond Marxism· Dodge (επιμ.) Documentary Study· White, Lost Comrades, σ. 117-139. 10. Βλ. Horn, European Socialists, σ. 74-95. 11. Hall, «Rise», σ. 41. 12. Για μια εξαιρετική παρουσίαση της ελληνικής περίπτωσης, βλ. Mavrogordatos, Stillborn Republic. 13. Αυτό συνέβη πράγματι στην Ουγγαρία υπό τον Ίστβαν Μπέτλεν (Istvan Bethlen), το καθεστώς του οποίου (1921-31) αμνήστευσε τους σοσιαλιστές βάσει του συμφώνου του Δεκεμβρίου του 1921· τα συνδικάτα νομιμοποιήθηκαν εκ νέου με τον όρο ότι θα απείχαν από την οργάνωση των κατοίκων της υπαίθρου και των δημοσίων υπαλλήλων ή των απασχολουμένων στα ταχυδρομεία και τους σιδηροδρόμους. Ανάλογες ρυθμίσεις κορπορατιστικού χαρακτήρα έγιναν στην Ισπανία υπό τον Πρίμο ντε Ριβέρα (1923-31), στην Πολωνία υπό τον Πιλσούντσκι μετά το 1926 και στις χώρες της Βαλτικής. Για την περίπτωση της Ισπανίας, βλ. BenAmi, Fascism, σ. 282-318, 372-377· Winston, Workers, σ. 171-292. 14. Luebbert, Liberalism, σ. 265. Βλ. επίσης, Eley, «What produces». 15. Maier, Recasting, σ. 580. 16. Στο ίδιο, σ. 580, 594. 17. Hall, «Rise», σ. 43· Ramsden, Age, σ. 265. 18. Για τον βρετανικό κορπορατισμό, βλ. Middlemas, Politics· Fox, History, σ. 280-372· Hall και Schwarz, «State»· Schwartz, «Corporate economy»· Schwarz και Durham, «Safe». 19. Hall, «Rise», σ. 8. 20. Για τη γενικότερη αυτή επιχειρηματολογία, βλ. Hall, «Rise»· Cronin και Weiler, «Working-class interests»· Cronin, «Coping»· Price, Labour, σ. 135-207· Wrigley, Lloyd George· Howell, Lost Left, σ. 229-280· Βλ. επίσης Ryan, «Poplarism»· Gillespie, «Poplarism»· Branson, Poplarism· Marriott, Culture, σ. 94-274. 21. Ταυτόχρονα, τα μέσα του κατασταλτικού μηχανισμού του βρετανικού κράτους ήταν πολύ σημαντικά. Βλ. Ewing και Gearty, Struggle, σ. 94-274. 22. Luebbert, Liberalism, σ. 193. 23. Η φράση «εξωσυστημική λύση» είναι από τον τίτλο του προτελευταίου τμήματος του τελευταίου κεφαλαίου του Abraham, Collapse. Βλ. επίσης Kershaw, Weimar. 24. Luebbert, Liberalism, σ. 272.
Κεφάλαιο 16: Σταλινισμός και δυτικός μαρξισμός: Ο σοσιαλισμός σε μια χώρα (σ. )
842
1. Stalin, Leninism, σ. 156, παρατίθεται στο McLellan, Marxism, σ. 122. Η πρώτη αναφορά του Στάλιν στην άποψη για το σοσιαλισμό σε μια χώρα απαντά σε μια εφημερίδα της 20ής Δεκεμβρίου 1924, αναφορά που ανατυπώθηκε τον Ιανουάριο του 1925 ως εισαγωγή σε μια συλλογή ομιλιών και κειμένων του. 2. Στάλιν, Ιούλιος 1924, παρατίθεται στο Carr, Socialism, 3: 12 3. Βλ. Jacobson, When, ιδ. σ. 81-151. 4. Η μελέτη της Κομιντέρν τροποποιήθηκε μετά το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων, το οποίο ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Βλ. McDermott και Agnew, Comintern· Rees και Thorpe (επιμ.), International Communism· Saarelo και Rentola (επιμ.), Communism· Narinsky και Rojahn (επιμ.), Center· McDermott, «Rethinking». Στα παλιά έργα συμπεριλαμβάνονται: McKenzie, Comintern· Gruber (επιμ.), Soviet Russia· Jackson, Comintern· Drachkovitch και Lazitch (επιμ.), Comintern. 5. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και των αρχών του φθινοπώρου του 1923, όταν ο ριζοσπαστισμός των λαϊκών στρωμάτων ήταν ιδιαίτερα αυξημένος, το KPD άρχισε να προετοιμάζεται για ένοπλη εξέγερση. Τον Οκτώβριο, το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε, αλλά οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν στο Αμβούργο με καταστροφικά για το κίνημα αποτελέσματα. Ο Μπράντλερ, που ηγούνταν της «δεξιάς» πτέρυγας του κόμματος, θεωρήθηκε υπεύθυνος για το φιάσκο αυτό, αν και η εξέγερση ήταν ιδέα των «αριστερών», οι οποίοι ενήργησαν κόντρα στις συμβουλές του, έχοντας τη βοήθεια του Ζινόβιεφ και της Κομιντέρν. Η καλύτερη ανάλυση των γεγονότων αυτών παραμένει το Angress, Stillborn Revolution, ιδ. σ. 426-474. Πιο γενικά,
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·843
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
6.
7.
8. 9. 10.
11. 12. 13. 14. 15.
16. 17.
18. 19.
20. 21.
βλ. Weber, Wandlung· Fowkes, Communism, σ. 74-144· Weber (επιμ.), Unabhängige Kommunisten· Deutscher, «Record». Στα παραδείγματα περιλαμβάνονται: ο Ερνστ Τέλμαν στο KPD (από το 1925 μέχρι τη σύλληψή του το 1933 και τη δολοφονία του από τους ναζί το 1944)· ο Μορίς Τορέζ στο PCF (1930-64)· ο Χάρι Πόλιτ στο CPGB (1928-56)· ο Κλέμεντ Γκότβαλντ στο KSCˇ (1929-53)· και ο Παλμίρο Τολιάτι στο PCI (1928-64). Carr, Foundations, 3/2: 392· Morton και Macintyre, T.A. Jackson, σ. 22. Το Inprecorr ήταν η βραχυγραφία του International Press Correspondence που ήταν το επίσημο όργανο της Κομιντέρν και εκδιδόταν σε διάφορες γλώσσες. Ο Τζάκσον σάρκαζε το ύπουλο ιδίωμα και την τυποποιημένη πολεμική της επίσημης γλώσσας της Κομιντέρν. Η ανάλυση αυτή βασίζεται στα εξής έργα: Davidson, Theory, σ. 206-213· Andreucci και Sylvers, «Italian communists», σ. 29· Ignazio Silone, στο Crossman (επιμ.), God, σ. 106-112· Urban, Moscow, σ. 52-79. Hobsbawm, Revolutionaries, σ. 50· Davidson, Theory, σ. 209. Ο Ιμπέρ-Ντροζ εντάχθηκε στο κίνημα του Τσίμερβαλντ-Κίνταλ ως χριστιανός σοσιαλιστής και ειρηνιστής, υπερασπίστηκε την ένταξη των Ελβετών Σοσιαλιστών στην Τρίτη Διεθνή και, κατόπιν πρόσκλησης του Λένιν, έγινε μέλος της γραμματείας της. Μετά το 1928 στράφηκε εναντίον του Στάλιν, επέστρεψε στην Ελβετία (1931) και ανέλαβε την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελβετίας μετά το 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν (1935) μέχρι το 1942, οπότε αποπέμφθηκε με εντολή του ίδιου του Σοβιετικού ηγέτη. Την περίοδο 1946-59 έπαιξε σημαντικό ρόλο στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελβετίας. Ο Μούντσενμπεργκ ήταν Γερμανός Σπαρτακιστής και υποστηρικτής του Τσίμερβαλντ, αφοσιωμένος αγωνιστής της Τρίτης Διεθνούς, που δραστηριοποιήθηκε στο πλαίσιο της IAH (ιδρύθηκε το 1921), στη διεύθυνση της οποίας επέδειξε εξαίρετες διοικητικές και διπλωματικές ικανότητες. Έχοντας αυτονομηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον εγκαθιδρυμένο στη Μόσχα μηχανισμό της Κομιντέρν, κατάφερε να στρατολογήσει πολλούς μη κομμουνιστές διανοουμένους, που έβλεπαν με συμπάθεια το κομμουνιστικό κίνημα. Ο Μούντσενμπεργκ συνέδεσε το όνομά του με τη μεγάλη επιτυχία της Διεθνούς να προσελκύει «συνοδοιπόρους». Βλ. Rupnik, «Roots», σ. 304-307, 309 και Histoire· Wheaton, Radical Socialism· McDermott, Red Unions. Rupnik, «Roots», σ. 319, σημ. 30. Για κάποιες γενικότερες σκέψεις, βλ. Anderson, «Communist Party History». Spriano, Stalin, σ. 79, 82, 86. MacIntyre, Little Moscows, σ. 44. Για κάθε γερμανική «Μικρή Μόσχα», βλ. Tenfelde, Proletarische Provinz· Althaus κ.ά., Da ist· και για τις δημοτικές αρχές, που ελέγχονταν από το KPD: Herlemann, Kommunalpolitik· Wünderich, Arbeiterbewegung. Για άλλα παραδείγματα: Boswell, Rural Communism· Downs, «Municipal Communism»· Alapuro, «Artisans». Για μια γενικότερη επιχειρηματολογία σχετικά με το κοινοτιστικό περιβάλλον της κομμουνιστικής πολιτικής κουλτούρας: Mallmann, «Milieu»· Rosenhaft, «Communists». MacIntyre, Proletarian Science, σ. 239, 238. Βλ. επίσης Ree, Proletarian Philosophers. Βλ. Howkins, «Class»· Bodek, Proletarian Performance, σ. 80-158· Samuel, McColl και Cosgrove, Theatres, σ. 33-73, 77-146, 149-163, 207-255· Hogenkamp, Deadly Parallels, σ. 29-135· Lewis, Politics, σ. 55-118. Βλ. επίσης Bruley, «Women». Για την πολιτική των Γερμανών κομμουνιστών αναφορικά με τις γειτονιές, τη συγκρουσιακή αντίληψη, το μιλιταριστικό στιλ και τον επιθετικό ανδρισμό, βλ. ιδίως Eve Rosenhaft, Beating, «Working-class life», και «Organizing»· επίσης, Wickham, «Social fascism»· McElligott, «Mobilizing» και «Street politics»· Weitz, Creating, σ. 132-179. Grossmann, Reforming Sex. Τα έργα για το βρετανικό κόμμα προσφέρουν μια κλασική ερμηνεία: Samuel, «Lost world», «Staying power» και «Class Politics»· Croft (επιμ.), Weapon· Fishman, British Communist Party· Morgan, Harry
843
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·844
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
22.
23. 24.
25
Pollitt· Saville, «May Day 1937»· Andrews, Fishman και Morgan (επιμ.), Opening· Kingsford, Hunger Marchers· Srebnik, London Jews. Στα έργα για το Κομμουνιστικό Κόμμα Βρετανίας, τα οποία αναδεικνύουν και τις δύο διαστάσεις της κομμουνιστικής κουλτούρας, την εθνική ιδιαιτερότητα και το διεθνισμό της Μόσχας, περιλαμβάνονται: Samuel, «Lost world» και «Staying power»· και Macintyre, Proletarian Science και Little Moscows. Για την αποθέωση του σταλινικού διεθνισμού, βλ. Callaghan, Palme Dutt. Για ένα γαλλικό παράδειγμα: McMeekin, «From Moscow». Για τη γενικότερη αυτή επιχειρηματολογία, βλ. Anderson, Considerations. Βλ. New Left Review (επιμ.), Western Marxism· Howard και Klare (επιμ.) Unknown Dimension· Löwy, Georg Lukács, σ. 145-213· Arato και Breines, Young Lukács, σ. 75-209· Lukács, Political writings· Goode, Karl Korsch. Βλ. Jay, Dialectical Imagination· Dubiel, Theory· Roberts, Walter Benjamin.
Κεφάλαιο 17: Ο φασισμός και το Λαϊκό Μέτωπο: Η πολιτική της οπισθοχώρησης, 1930-38 (σ. )
844
1. Το άρθρο 48 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919) αποτελούσε μια δικλίδα ασφαλείας για την περίπτωση απόπειρας πραξικοπήματος, αφού επέτρεπε τη συγκρότηση κυβέρνησης με διάταγμα, η οποία υπαγόταν απευθείας στον πρόεδρο της χώρας εάν διαλυόταν το κοινοβούλιο. Από τον Μάρτιο του 1930 μέχρι τον Ιανουάριο του 1933, αποτέλεσε τον βασικό πολιτικό μοχλό της δεξιάς κλίκας που κυβερνούσε γύρω από τον πρόεδρο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ (Paul von Hindenburg). Επικεφαλής της κλίκας αυτής ήταν ο καγκελάριος Χάινριχ Μπρίνινγκ (Heinrich Brüning, 1930-32). Η ειρωνεία λοιπόν είναι ότι κατέστη ένας μηχανισμός για την υπονόμευση παρά για την επιβίωση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. 2. Τα στοιχεία έχουν ληφθεί από τους Eichengreen και Hatton, «Interwar unemployment», σ. 6-7. Βλ. Horn, European Socialists, σ. 6. 3. Για το SPD κατά τη διάρκεια της παρανομίας και της εξορίας, βλ. Edinger, German Exile Politics· Barclay, «Rethinking»· Horn, «Social origins»· Winkler, Weg, σ. 867-949. Για το KPD: Peukert, KPD· Merson, Communist Resistance· Weitz, Creating, σ. 280-310· Herlemann, «Communist Resistance». 4. Βλ. ιδ. Horn, European Socialists, σ. 53-73. Για την αυστριακή εξέγερση: Rabinbach, Crisis, σ. 181-215· Lewis, Fascism, σ. 122-201· Duczynska, Workers. Για τις Αστουρίες: Schubert, Road και «Revolution». Για την αντίδραση ενός νεαρού Βρετανού σοσιαλιστή στα γεγονότα της Βιένης, βλ. Williams, Hugh Gaitskell. 5. Horn, European Socialists, σ. 127. 6. Βλ. Jackson, Popular Front, σ. 17-51. 7. Adereth, French Communist Party, σ. 49. 8. Στις 22 Απριλίου 1934, σε μια καθοριστική φάση των εσωτερικών αλλαγών της Κομιντέρν, ο Δημητρόφ έγινε διευθυντής του Κεντροευρωπαϊκού Τμήματος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς. 9. Στις 18-19 Φεβρουαρίου 1933, το Εκτελεστικό Γραφείο της Εργατικής και Σοσιαλιστικής Διεθνούς συνεδρίασε στη Ζυρίχη και αποφάσισε να συμφωνήσει σε μια σειρά ζητημάτων με την Κομιντέρν, αλλά το μικρότερο Γραφείο της (αποτελούμενο από εννέα μέλη έναντι 35 του οργάνου που συνεδρίασε στη Ζυρίχη) έλαβε την απόφαση να μην προβεί σε κανενός είδους συμφωνία με την Κομμουνιστική Διεθνή (Παρίσι, 27 Μαρτίου). Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον γραφειοκρατικό αυτό ελιγμό, μια ομάδα στο εσωτερικό της Σοσιαλιστικής Διεθνούς έκανε ένα είδος αριστερής συμμαχίας. Βλ. Horn, European Socialists, σ. 40-45. 10. Μεταξύ Σεπτεμβρίου 1931 και Ιουλίου 1932, τρεις αριστερές ομάδες αποπέμφθηκαν ή αποχώρησαν από τα εθνικά κόμματά τους –το ILP στη Βρετανία, το Σοσιαλιστικό και Εργατικό Κόμμα στη Γερμανία και το Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Κόμμα στην Ολλανδία. Βλ. Buschak, Londoner Büro, σ. 1-60. Οι εξελίξεις μέσα στο LSI αναλύονται με τον καλύτερο τρόπο από τον Horn, European Socialists, σ. 17-52. 11. Βλ. Santore, «Comintern’s»· Haslam, «Comintern».
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·845
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
12. Horn, European Socialists, σ. 33. 13. Στη 13η Ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς στις 28 Νοεμβρίου 1933, μόνο 16 κομμουνιστικά κόμματα ήταν «λίγο-πολύ» νόμιμα, 7 «ημινόμιμα» και 38 «παντελώς παράνομα»· η επισκόπηση της κατάστασης του παγκόσμιου κινήματος έδειξε ότι οι απώλειες και οι ήττες ήταν πολλές. Carr, Twilight, σ. 106. 14. Hobsbawm, «Fifty Years», σ. 240. 15. Carr, Twilight, σ. 407. 16. Βλ. Heineman, «People’s Front»· Rickaby, «Artists’ International»· Morgan, Against Fascism, σ. 254-277· Stanton, «French intellectual»· Clark κ.ά. (επιμ.), Culture· Gloversmith (επιμ.), Class· Lukas (επιμ.), 1930s· Heineman, «Left Review»· Thompson, «Left Review»· Barket κ.ά. (επιμ.), 1936· Hogenkamp, Deadly Parallels, σ. 136-175· Buchsbaum, Cinema Engagé· Sandy Holguín, «Taming». Για τις συζητήσεις μεταξύ των εξόριστων μαρξιστών διανοητών σε ό,τι αφορά θέματα αισθητικής και πολιτικής, βλ. Lunn, Marxism· Bloch κ.ά., Aesthetics. 17. Carr, Twilight, σ. 10. Βλ., επίσης, Bauer, «Fascism»· Beetham (επιμ.), Marxists. 18. Hobsbawm, «Fifty years», σ. 245. 19. Στις παραμονές της Αριστερής Στροφής του 1928, όπως ονομάστηκε, που αποτέλεσε το απόγειο της επαναστατικής σκέψης των κομμουνιστών στη μετά το 1917 εποχή, η Κομιντέρν δημοσίευσε ένα σημαντικό εγχειρίδιο με αναφορές σε διάφορες περιπτώσεις από τη δεκαετία του 1920, προκειμένου να κατευθύνει τα κομμουνιστικά κόμματα στο πώς θα οργανώσουν καλύτερα την επαναστατική τους δράση. «Α. Νόιμπεργκ» (A. Neuberg) ήταν το ψευδώνυμο της συγγραφικής ομάδας. Βλ. Neuberg, Armed Insurrection. 20. Ο Πιέρο Γκομπέτι (1901-26) πέθανε εξόριστος στο Παρίσι· ο Κάρλο Ροσέλι (1899-1937), που ήταν επίσης εξόριστος στη Γαλλία, δολοφονήθηκε από φασίστες πράκτορες. Βλ. Gobetti, Liberal Revolution· Rosselli, Liberal Socialism· Pugliese, Carlo Rosselli. 21. Στο νέο νομοθετικό σώμα, η Αριστερά είχε 376 βουλευτές και η Δεξιά, 220. Οι Ριζοσπάστες έπεσαν από τις 159 στις 106, ενώ το SFIO ανέβηκε από τις 97 στις 147, και το PCF από τις 10 στις 72. Για το γενικότερο πλαίσιο, βλ. Jackson, Popular Front, σ. 1-13, 52-81· Colton, Léon Blum, σ. 92-197· Graham, Choice, σ. 7-76· Levy, «French Popular». 22. Οι καλύτερες γενικές μελέτες είναιq Jackson, Popular Front, και Gruber, Léon Blum. 23. Στο κίνημα συμμετείχαν 1.830.938 απεργοί σε 12.142 μεμονωμένες κινητοποιήσεις έναντι 1.316.559 που ήταν ο μεγαλύτερος συνολικός αριθμός για ένα έτος και είχε σημειωθεί το 1920. Βλ. Jackson, Popular Front, σ. 85-112· Chapman, State Capitalism, σ. 75-100· Seidman, Workers. 24. Alexander Werth, The Destiny of France (Λονδίνο 1937), σ. 305, παρατίθεται στο Jackson, Popular Front, σ. 86. 25. Jackson, Popular Front, σ. 264-268· Rossiter, «Blum government». 26. Η Δεξιά τον βάφτισε πικρόχολα «Υπουργό Οκνηρίας». Βλ. Jackson, «Le Temps». 27. Levy, «French Popular», σ. 76. 28. Βλ. Rossiter, «Blum Government»· Jackson, Popular Front, σ. 159-188. 29. Jackson, Popular Front, σ. 271-287· Graham, Choice, σ. 77-223. 30. Levy, «French Popular», σ. 70. 31. Ακόμη και κατά τη διάρκεια του Λαϊκού Μετώπου, οι Ριζοσπάστες υπό τον αντιπρόεδρο Εντουάρ Νταλαντιέ (Edouard Daladier) άσκησαν δημοσίως κριτική στους Σοσιαλιστές. Μετά τον Ιούνιο του 1937, οι ελεγχόμενες από τους Ριζοσπάστες κυβερνήσεις επέτρεψαν στους εργοδότες να αντιταχθούν στις αποφάσεις του Ματινιόν και να πάρουν πίσω τα δικαιώματα που είχαν εκχωρήσει στους εργαζομένους κατά το πρόσφατο παρελθόν. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1938, οι αστυνομικές δυνάμεις υποχρέωσαν τους ηττημένους απεργούς της Renault να απομακρυνθούν από το εργοστάσιο χαιρετώντας φασιστικά και κραυγάζοντας «Ζήτω η Αστυνομία!» Βλ. Jackson, Popular Front, σ. 112. 32. Βλ. Jackson, Popular Front, σ. 190-212. Σε ό,τι αφορά τη Βρετανία, όπου το Εργατικό Κόμμα (τότε στην αντιπολίτευση) αντιστάθηκε στις πιέσεις των ίδιων των οπαδών του να βοηθήσουν το δημοκρατικό κίνημα
845
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·846
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
33.
34. 35. 36. 37.
38. 39. 40.
41.
846
της Ισπανίας, το οποίο υποστηριζόταν από το CPGB και άλλες αριστερές ομάδες, βλ. Buchanan, Spanish, και τη συζήτηση ανάμεσα στον Buchanan, «Britain’s Popular Front», και Fyrth, «Aid Spain». Μεταξύ του Συμφώνου ανάμεσα στους Ρεπουμπλικάνους και στους Σοσιαλιστές, το οποίο υπογράφηκε στο Σαν Σεμπαστιάν στις 17 Αυγούστου 1930 και διασφάλισε το πέρασμα στη δημοκρατία, πετυχαίνοντας σαρωτική νίκη στις εκλογές του Ιουνίου του 1931 από τη μια, και την κατάρρευση της Αριστεράς στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1933 από την άλλη, υπήρξε μεγάλη πόλωση των πολιτικών δυνάμεων γύρω από το Σύνταγμα της 9ης Δεκεμβρίου 1931 και το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Αθάνια. Το αρχικό μέτωπο περιλάμβανε «το PSOE, τα διάφορα αριστερά ρεπουμπλικανικά κόμματα και ένα αμάλγαμα κεντρώων και δεξιών Ρεπουμπλικανών, στους οποίους περιλαμβανόταν και το Ριζοσπαστικό Κόμμα του Αλεχάντρο Λερού» (Alejandro Lerroux). Στα τέλη όμως του 1931 η Κεντροδεξιά εγκατέλειψε την κυβέρνηση. Τον Μάρτιο του 1933, ο Χοσέ Μαρία Ζιλ Ρόμπλες (José María Gil Robles) κατάφερε να ενώσει την Καθολική Δεξιά, συγκροτώντας την Ισπανική Συνομοσπονδία των Αυτόνομων Δεξιών (Confederación Española de Derechas Autónomas – CEDA), ενώ, μετά τον Νοέμβριο του 1933, η κυβέρνηση ποδηγετήθηκε από το συνασπισμό των Ριζοσπαστών και της CEDA υπό την ηγεσία του Λερού που έγινε και πρωθυπουργός. Η αριστερή πτέρυγα του PSOE έγινε ακόμη πιο ριζοσπαστική και ήρθε σε ρήξη με τους Ρεπουμπλικάνους ενόψει των εκλογών του 1933. Στην ήττα που ακολούθησε, ο αριθμός των βουλευτών του PSOE μειώθηκε από 116 σε 58, ενώ εκείνος των αριστερών ρεπουμπλικάνων από 139 σε 40. Το εκλογικό σύστημα βέβαια ήταν εξαιρετικά άδικο για την Αριστερά: οι Σοσιαλιστές, λόγου χάρη, πήραν 1.627.472 ψήφους και 58 έδρες στο κοινοβούλιο, ενώ οι Ριζοσπάστες πήραν σχεδόν τις διπλάσιες έδρες (104) με τις μισές περίπου ψήφους (806.340). Βλ. Preston, «Creation». Βλ. Preston, Coming· Preston (επιμ.), Revolution· Blinkhorn (επιμ.), Spain· Preston, «Creation»· Graham, «Spanish Popular». Βλ. Preston, «Struggle»· Graham, Socialism· Heywood, Marxism και «Development»· Radcliff, From Mobilization. Βλ. ειδικότερα Graham, «Spanish Popular». Μετά τη σοβιετική βοήθεια, οι Διεθνείς Ταξιαρχίες αποτέλεσαν τη βασική έκφραση της διεθνούς αρωγής προς τη Δημοκρατία. Στρατολογημένοι από τα διάφορα εθνικά κομμουνιστικά κόμματα και μεταφερμένοι από τις υπηρεσίες της Κομιντέρν στο Παρίσι, οι πρώτοι εθελοντές ήταν κυρίως Γερμανοί και Ιταλοί αντιφασίστες που είχαν εξοριστεί από την πατρίδα τους. Υπήρχαν ωστόσο και ορισμένοι αγωνιστές από τη Γαλλία, την Πολωνία και τη Βρετανία. Στις 8 Νοεμβρίου 1936, οι άνθρωποι αυτοί αναπτύχθηκαν στη Μαδρίτη. Η 11η Διεθνής Ταξιαρχία, διοικητής της οποίας ήταν ο Σοβιετικός στρατηγός Εμίλιο Κλέμπερ, και το 5ο Σύνταγμα του PCE, που, σύμφωνα με τις φήμες, ήταν η πιο πειθαρχημένη μονάδα του δημοκρατικού στρατού, συνέβαλαν αποφασιστικά στην προάσπιση της Μαδρίτης. Την ίδια εποχή άρχισε να φτάνει η σοβιετική βοήθεια, πληρωμένη από τα αποθέματα χρυσού της Δημοκρατίας, τα οποία εστάλησαν στη Μόσχα με πλοίο στις 25 Οκτωβρίου. Βλ. Carr, Comintern. Βλ. Kelsey, «Anarchism»· Seidman, Workers. Fraser, «Popular experience», σ. 226. Για την επαναστατική ατμόσφαιρα γενικότερα, βλ. Horn, «Language». «Η FAI ήθελε να πραγματοποιήσει μια ελευθεριακή επανάσταση και να οικοδομήσει μια κοινωνία χωρίς Θεό και Αφεντικά, χωρίς νόμους και αστυνομία, με ανθρώπους όμως που δεν ήταν προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο… H FAI δρούσε ως μια πολιτική ομάδα μέσα στην CNT, λαμβάνοντας αποφάσεις αυτόνομα και προσπαθώντας να τις επιβάλει στη δεύτερη, μιλώντας για ελευθερία και ενεργώντας αυταρχικά». Τα λόγια αυτά του Χοσέπ Ρομπούστε (Josep Robuste), λογιστή της CNT, παρατίθενται στο Fraser, Blood, σ. 546. Βλ. επίσης Seidman, Workers. To PSUC ιδρύθηκε από τους Σοσιαλιστές και τους Κομμουνιστές μετά την έναρξη του πολέμου. Στην ουσία, το κόμμα αυτό αποτέλεσε τον πυρήνα του Κομμουνιστικού Κόμματος Καταλονίας και εντάχθηκε στην Κομιντέρν· το Εσκουέρα ήταν το αριστερό ρεπουμπλικανικό κόμμα της Καταλονίας, το οποίο ιδρύθηκε το 1931.
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·847
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
42 Ο Χοσέ Σαντοβάλ (José Sandoval) ήταν οργανωτής της 11ης Ταξιαρχίας του Ενρίκε Λίστερ (Enrique Líster), παρατίθεται στο Fraser, «Popular experience», σ. 231. 43. Σε ένα γράμμα στον Λάργκο Καμπαγιέρο (Largo Caballero) (21.12.1936) παρατίθεται στο ίδιο, σ. 233. 44. Timoteo Ruiz, παρατίθεται στο ίδιο· βλ., επίσης, Graham, «Spain 1936», σ. 77-79. 45. Βλ. Haslam, Soviet Union· Hochman, Soviet Union. 46. Η Ισπανία ήταν η πρώτη χώρα, στην οποία οι Σοβιετικοί σύμβουλοι κατηύθυναν ένα ξένο Κομμουνιστικό Κόμμα που είχε πρόσβαση στο κράτος και την εξουσία, πρώτα μέσω του αντιπροσώπου του PCE στην Κομιντέρν, του Ιταλοαργεντίνου Βιτόριο Κοντοβίγια (Vittorio Condovilla – γνωστού και ως «Λουίς») το 1932-37 και, στη συνέχεια, μέσω των Σοβιετικών στρατιωτικών και πολιτικών συμβούλων, όταν η Δημοκρατία άρχισε να εξαρτάται όλο και περισσότερο από τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης. Κάποιες επιρροές ήταν εποικοδομητικές και κυρίως εκείνη του Τολιάτι, ο οποίος υπήρξε αντιπρόσωπος της Κομιντέρν από τον Ιούλιο του 1937 μέχρι τον Απρίλιο του 1939. Οι χειρότερες ήταν εκείνες της μυστικής αστυνομίας, που συγκροτήθηκε τον Οκτώβριο του 1936 και προχώρησε σε διώξεις τόσο του POUM όσο και των άλλων αντιπάλων του PCE μετά τις Εργατικές Πρωτομαγιές του 1937. Ο ρόλος των αστυνομικών μεθόδων στη διασφάλιση της πολιτικής ηγεμονίας του Κομμουνιστικού Κόμματος και του σοβιετικού ελέγχου υπήρξε μια πολύ κακή πρώτη γεύση των γεγονότων που έλαβαν χώρα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά το 1947. Carr, Comintern, σ. 27-36, 60, 85, 89-101. 47. Preston, Spanish Civil War, σ. 104, 58-61 48. Βλ. ιδίως Richards, Time. 49. Παρατίθεται στο Preston, Spanish Civil War, σ. 86. 50. Ο 37χρονος Τομ Χάουελ Τζόουνς (Tom Howell Jones), ανθρακωρύχος και συνδικαλιστής από το Έιμπερντερ, που σκοτώθηκε στο μέτωπο στις 25 Αυγούστου 1938, ήταν ένας από τους χιλιάδες συνειδητοποιημένους αγωνιστές της εργατικής τάξης που πήγαν να πολεμήσουν στην Ισπανία. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ενθουσιώδης κηπουρός και ορειβάτης, φανατικός αναγνώστης πολιτικών και λογοτεχνικών κειμένων, που μάθαινε γερμανικά για να μπορεί να διαβάζει τον Γκέτε, τον Χέγκελ και τον Μαρξ στο πρωτότυπο, και ένα άτομο ενσωματωμένο κυριολεκτικά στην κοινωνική και πολιτισμική ζωή της τάξης του (μέλος της Αριστερής Λέσχης Βιβλίου της πόλης του, του YMCA και της Εκπαιδευτικής Ένωσης Εργατών, καθώς και σπουδαστής που παρακολουθούσε μαθήματα Εσπεράντο, όπως και το πρόγραμμα οικονομικών σπουδών του Εθνικού Συμβουλίου των Εργατικών Κολεγίων). Επιπλέον, ως μέλος του CPGB, δεν ήταν τόσο αυτοδίδακτος εργάτης όσο εσαεί φοιτητής στην κουλτούρα αυτοβελτίωσης του εργατικού κινήματος. Βλ. Francis, Miners, σ. 27, και «‘Say Nothing’»· επίσης (σε ό,τι αφορά τη βόρεια Αγγλία), Watson και Corcoran, Inspiring example. Για τις Διεθνείς Ταξιαρχίες, με λεπτομέρειες για τις απώλειες, τους διοικητές και τις ταξιαρχίες, βλ. Richardson, Comintern Army· Brome, International Brigades. 51. «Spain, 1937», στο Robin Skelton (επιμ.), Poetry of the Thirties, σ. 133-136. Κεφάλαιο 18: Πόλεμος του λαού και λαϊκή ειρήνη: Ανασυνθέτοντας το έθνος, 1939-47 (σ. ) 1. Βλ. Haslam, Soviet Union. 2. Ο Τζούλιο Τσερέτι (Giulio Ceretti), παρατίθεται στο Aderet, French Communist, σ. 92. Ο Τσερέτι ήταν Ιταλός Κομμουνιστής, που εξορίστηκε στη Γαλλία από το 1927 έως το 1939. Εκεί, έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του PCF και στενός φίλος του Τορέζ. Στη χώρα του επέστρεψε μετά το τέλος του πολέμου. 3. Morgan, Against Fascism, σ. 87. 4. Kettle, «Goodbye», σ. 20. Βλ. King και Matthews (επιμ.), About Turn· Attfield και Williams (επιμ.), 1939· Morgan, Harry Pollitt και Against Fascism, σ. 85-104· Johnstone, «CPGB». 5. Αν η Κομιντέρν είχε πάψει τώρα να μιλά εναντίον του φασισμού, η LSI δεν τα πήγαινε καλύτερα. Στην τελευταία του συνεδρίαση (Βριξέλες, 3.4.1940), το Εκτελεστικό Γραφείο εξέδωσε ένα μανιφέστο ενόψει της Πρωτομαγιάς, στο οποίο δεν μνημονεύονταν ούτε ο Χίτλερ ούτε ο Στάλιν. Βλ. Spriano, Stalin, σ. 133: «Εν τω μεταξύ, η διαβόητη Δεύτερη Διεθνής έδειχνε μια απίστευτη απροθυμία και επιφυλακτικότητα. Ήταν πα-
847
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·848
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
6. 7. 8. 9. 10. 11. 12.
13. 14.
15. 16. 17. 18.
19.
20. 21. 22. 23. 24. 25. 26. 27. 28.
848
ντελώς ακίνητη, σιωπηλή και εσωτερικά διαιρεμένη… ο σοσιαλδημοκρατικός διεθνισμός είχε εξαντλήσει όλα του τα καύσιμα». Για τους Γάλλους Σοσιαλιστές, βλ. Graham, Choice, σ. 224-253. Fischer, Opposing Man, σ. 358. Getty, Origins, σ. 177. Για περισσότερες λεπτομέρειες: Getty και Manning (επιμ.), Stalinist Terror· Fitzpatrick, Everyday Stalinism· Suny, «Stalin». Getty, Rittersporn και Zemskov, «Victims», σ. 1020-1025. Kettle, «Goodbye», σ. 20 Στο ίδιο, βλ. Callaghan, Palme Dutt. L’Humanité (έκδοση του νότου) (12.12.1940), παρατίθεται στο Kedward, «Behind», σ. 107. Βλ. επιπλέον Kedward, Resistance και In Search. Βλ. Adereth, French Communist, σ. 91-116· Simmonds, «French Communist»· Pike, «Between». Για το CPGB αυτής της περιόδου: Morgan, Against Fascism, σ. 105-253, 254-277· Croucher, Engineers, σ. 73139. Για το PCI: Davidson, Theory, σ. 223-270. Spriano, Stalin, σ. 167. Churchill, Second World, σ. 227. Ο Τσόρτσιλ πρότεινε τα ποσοστά επιρροής των δύο συνασπισμών στη Βουλγαρία να είναι 75-25 και στην Ουγγαρία 50-50. Εκείνη την εποχή, η Πολωνία θεωρούνταν ότι βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Για την Ανατολική Ευρώπη το 1943-47, βλ. Rothschild, Return, σ. 25-123· McCauley (επιμ.), Communist Power. Spriano, Stalin, σ. 179. Adereth, French Communist, σ. 116-130· Sweets, Politics· Farmer, «Communist Resistance»· Taylor, «Collective Action». Corni, «Italy»· Ellwood, Italy· Delzell, Mussolini’s Enemies· Urban, Moscow, σ. 148-179· Sassoon, Strategy, σ. 8-28· Gundle, Between Hollywood, σ. 11-41· Wilson, «Saints»· de Grazia, How Fascism, σ. 272-288· Slaughter, Women· Absalom, Strange Alliance. Βλ., επίσης, Spriano, Antonio Gramsci. Η Γαλλία, η Ιταλία και η Τσεχοσλοβακία είχαν τα πιο ισχυρά κομμουνιστικά κινήματα στην Ευρώπη. Τα κινήματα αυτά είχαν αναδυθεί μέσα από το καμίνι της Αντίστασης στο φασισμό και το ναζισμό. Τη δεκαετία του 1920, η Τσεχοσλοβακία είχε το πιο ισχυρό Κομμουνιστικό Κόμμα της Ευρώπης μετά τη Γερμανία, ενώ πριν από το 1914 ένα από τα σημαντικότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης. Bloomfield, Passive Revolution, σ. 29-105· επίσης Mastny, Czechs. Βλ. Iazhborovskaia, «Gomulka Alternative»· Coutouvidis και Reynolds, Poland· Polonsky και Drukier (επιμ.), The Beginnings, σ. 1-139· Kersten, Establishment· Toranska, Them. Βλ. Banac, With Stalin, σ. 3-44· Clissold, Djilas, σ. 43-176· Volkov, «Soviet Leadership»· Djilas, Wartime· Shoup, Communism· Palmer και King, Yugoslav Communism· Bokovoy, «Peasants». Fowkes, «Wartime national», σ. 173. Βλ. Hondros, Occupation και «Greek Resistance»· Clogg, «Pearls»· Iatrides, Revolt· Stavrakis, Moscow, σ. 1-126· Mazower, Inside. Βλ., για παράδειγμα, Gjelsvik, Norwegian Resistance· Grimnes, «Beginningς»· Kirchoff, «Denmark»· Moland, «Norway»· Haestrup, Secret Alliance. Βλ. Valeva, «CPSU»· Oren, Road· Thompson, Beyond. Για μια γενικότερη πραγμάτευση του ζητήματος, βλ. Anderson, «Communist Party»· Sassoon, «Rise». Βλ., επίσης, Thompson, Beyond. Παρότι οι συζητήσεις για την ομοσπονδία υποσκελίστηκαν το 1945 από εκείνες για την εθνική πολιτική, αντανακλούσαν την ισχυρή επιθυμία των Ευρωπαίων για συνεργασία μετά τον πόλεμο. Το σημαντικό είναι ότι στη συνδιάσκεψη της Γενεύης εκπροσωπούνταν διάφορα αντιστασιακά κινήματα από την Ανατολική και τη Δυτική Ευρώπη, τόσο τα ελεγχόμενα από τα κομμουνιστικά κόμματα όσο και εκείνα που επηρεάζονταν από άλλες πολιτικές δυνάμεις. Τα κινήματα αυτά προέρχονταν από χώρες, όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Τσεχοσλοβακία, η Γιουγκοσλαβία, η Πολωνία, η Νορβηγία και η Δα-
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·849
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
29.
30.
31 32.
33.
34.
35. 36. 37.
38. 39. 40. 41. 42.
43.
44.
νία. Για το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο, βλ. Lipgens, History and Documents. Βλ., επίσης, Bess, Realism, σ. 94-100· Thompson και Thompson, There Is. Το ιδεώδες της ηθικής ανανέωσης των κοινωνιών μετατράπηκε γρήγορα σε μια πολιτική αναδιανομής, η οποία σημαδεύτηκε τόσο από βία, εκδικητικότητα και καιροσκοπισμό όσο και από μια ξεκάθαρη πολιτική ηθική στάση. Βλ. Déak κ.ά. (επιμ.), Politics· Dunnage (επιμ.), After· Henke και Woller (επιμ.), Politische Säuberung· Kedward και Wood (επιμ.), Liberation· Novick, Resistance. Για μια γενική επισκόπηση της Αντίστασης, βλ. Moore (επιμ.), Resistance· Haestrup, Europe Ablaze· Semelin, Unarmed· Robertson (επιμ.), War· Judt (επιμ.) Resistance· McLoughlin, «Proletarian cadres». Οι ιστορικοί επικεντρώνουν ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον τους στις πολυπλοκότητες και τις αμφισημίες του αντιστασιακού κινήματος, αποδομώντας τα νοήματα τόσο της συνεργασίας με τους κατακτητές όσο και της αντίστασης σε αυτούς, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη σχέση τους με τον μεταπολεμικό πολιτικό πολιτισμό. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και των κοινωνικών διαιρέσεων, που προέκυψαν από την κατάρρευση των προπολεμικών εθνικών κρατών, και των συνεπειών τους, οι οποίες συνέχισαν να υπάρχουν και μετά την Απελευθέρωση. Βλ. ειδικότερα Lagrou, Legacy· Moore (επιμ.), Resistance· Mazower (επιμ.), After· Kedward και Wood (επιμ.), Liberation. Anderson, «Communist Party», σ. 153. Η πιο χρήσιμη πηγή για να συγκρίνουμε τους αριθμούς των μελών των διαφόρων κομμουνιστικών κομμάτων το 1945-46 είναι το Lazitch, Les partis communistes· καθώς και Tannahill, Communist Parties, σ. 249-264. Βλ. Mazower, Dark Continent, σ. 185-214, κεφ. 6: «Blueprints for a Golden Age»· Smith και Stirk (επιμ.), Making· Lipgens, History and Documents· Shennan, Rethinking· Gundle, Between Hollywood, σ. 11-41. Για ένα ευρύτατα διαδεδομένο σύγχρονο κείμενο: Carr, Conditions· και Haslam, Vices, σ. 81-118. Για την άνοδο της χριστιανοδημοκρατίας, βλ. Burgess, «Political Catholicism»· Irving, Christian Democratic· Fogarty, Christian Democracy· Hanley (επιμ.), Christian Democracy· van Kersbergen, Social Capitalism· Buchanan και Conway (επιμ.), Political Catholicism· Vinen, Bourgeois Politics, σ. 137-172. Shennan, Rethinking, σ. 188-201, 224-286· Lagrou, «Belgium», σ. 53-58· Henau, «Shaping». Η ανάλυση βασίζεται στο Hamrin, Between Bolshevism· Sassoon, Strategy, σ. 8-97· Urban, Moscow, σ. 179-224· Harper, America· Filippelli, American Labor. Sassoon, εισαγωγή στο Togliatti, On Gramsci, σ. 12. Βλ. επίσης στον ίδιο τόμο την ομιλία του Τολιάτι στα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας στις 11.4.1944, «The Communist Policy of National Unity», σ. 40, 61. Adereth, French Communist, σ. 135. Sassoon, Strategy, σ. 37. Παρατίθεται στο Ginsborg, History, σ. 43. Macciocchi, Letters, σ. 130. Η νέα ανοιχτή στρατολόγηση είχε ως αφετηρία τη μεγάλη παράδοση του πυρήνα του κόμματος. Οι κανονισμοί, που υιοθετήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1945 από το 5ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, επέτρεπαν την ένταξη σε αυτό «όλων των έντιμων εργατών, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, θρησκευτικού δόγματος και φιλοσοφικών πεποιθήσεων, που έχουν υπερβεί το 18ο έτος της ηλικίας τους». Βλ. Urban, Moscow, σ. 213. Ginsborg, History, σ. 46. Η Unità ήταν η επίσημη καθημερινή εφημερίδα του PCI. Τα ετήσια φεστιβάλ της ήταν ευκαιρίες όχι μόνο για τη συγκέντρωση των οπαδών του κόμματος αλλά και για μεγαλύτερες λαϊκές γιορτές. Ένας όχι και τόσο ανεδαφικός στόχος ήταν η συγχώνευση με τους σοσιαλιστές: η CGIL συνένωσε τις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές συνδικαλιστικές ενώσεις, ενώ τόσο η UDI όσο και η ANPI είχαν κοινές βάσεις. Ωστόσο η διάσπαση του PSIUP τον Ιανουάριο του 1947, όταν ο Τζουζέπε Σάραγκατ (Giuseppe Saragat) οδήγησε τους μισούς βουλευτές της στο δεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το οποίο αναπλήρω-
849
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·850
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
σε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. Ο Πιέτρο Νένι (Pietro Nenni) και ο Λέλιο Μπάσο κράτησαν σταθερά το PSIUP στη σκιά του PCI, χωρίς όμως το πρώτο να απολέσει την ανεξαρτησία του. Στη Γαλλία, συνέβη κάτι διαφορετικό. Το PCF πρότεινε τον Ιούνιο του 1947 ένα σχέδιο ενοποίησής του με τους σοσιαλιστές, αλλά οι τελευταίοι το απέρριψαν. Μεταξύ του Οκτωβρίου 1945 και του Νοεμβρίου 1946, το PCF πρότεινε τέσσερις φορές στο SFIO να συγκροτήσουν μια κυβέρνηση συνασπισμού, αλλά εκείνο δεν συμφώνησε ποτέ, με συνέπεια να μη γίνουν ευρύτερες μεταρρυθμίσεις στη χώρα. Αυτό απομόνωσε το PCF, που ήταν το ισχυρότερο κόμμα της Αριστεράς, ενώ κατέστησε το SFIO λιγότερο αξιόπιστο. 45. Ginsborg, History, σ. 46. 46. Urban, Moscow, σ. 180. 47. Βλ. Behan, «‘Going Further’». 48. Βλ. Shenann, Rethinking, σ. 287-296, 106-286· Graham, French Socialists και Choice, σ. 267-365· Vinen, Bourgeois Politics. 49. Για τη διαμόρφωση του προγράμματος του Εργατικού Κόμματος στη διάρκεια του πολέμου, βλ. Brooke, Labour’s War· και Addison, Road. Για τις κυβερνήσεις Άτλι της περιόδου 1945-51: Morgan, Labour· Hennessy, Never Again· Fyrth (επιμ.), High Noon· Fyrth (επιμ.), Promised Land?· Tiratsoo (επιμ.), Attlee Years· Brett κ.ά., «Planned trade». 50. Elliott, Labourism, σ. 58. Βλ. επίσης Millward και Singelton (επιμ.), Political Economy. 51. Hinton, «Self-Help», σ. 102. Βλ. επίσης την ανάλυση του Χίντον για το ρόλο του CPGB κατά τη διάρκεια του πολέμου, «Coventry Communism» και Hinton, Shop Floor· επίσης, Croucher, Engineers, σ. 197-362. Για την αναταραχή στη Βασιλική Αεροπορία λόγω της βραδύτητας της αποστράτευσης το 1945-46, βλ. Dunkan, Mutiny. 52. Για την ποιότητα των συζητήσεων μέσα στο Εργατικό Κόμμα σχετικά με τον «ενεργό πολίτη», βλ. Brooke, Labour’s War και «Problems»· Francis, Ideas και «Economics»· Beach, «Forging». 53. Hinton, «Self-Help», σ. 101. 54. Στο ίδιο, σ. 120. 55. Shennan, Rethinking, σ. 292. 56. Για το τόσο παραμελημένο αυτό ζήτημα, βλ. Niethammer κ.ά., Arbeiterinitiative 1945· Naimark, Russians, σ. 251-271. 57. Shennan, Rethinking, σ. 37.
850
Κεφάλαιο 19: Κλείσιμο: Ο σταλινισμός, το καπιταλιστικό κράτος πρόνοιας και ο Ψυχρός Πόλεμος, 1945-46 (σ. ) 1. Για την πολιτική των συμμάχων στη μεταπολεμική Γερμανία, βλ. Eisenberg, Drawing· Deighton, Impossible Peace· Turner (επιμ.), Reconstruction· Naimark, Russians· Sandford, From Hitler· Nettl, Eastern Zone· Weitz, Creating, σ. 311-356· Naimark, «Soviets». 2 Lane, Europe, σ. 77. 3. Στο ίδιο, σ. 60, 59. 4. Οι 16 αυτές χώρες ήταν: Βρετανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Ιταλία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Δανία, Νορβηγία, Σουηδία, Ισλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Ελλάδα και Τουρκία, καθώς και η Δυτική Γερμανία μέσω των συμμαχικών στρατιωτικών διοικητών. Το σχέδιο ανακοινώθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Τζορτζ Μάρσαλ στις 5 Ιουνίου 1947. 5. Truman, Memoirs, 2: 121, παρατίθεται στο Spriano, Stalin, σ. 283. Η πολιτική κατάσταση επηρεάστηκε έντονα από τον καταστροφικό χειμώνα του 1946-47. Βλ. την έκθεση του εκδότη του περιοδικού Foreign Affairs Χάμιλτον Φις Άρμστρονγκ (Hamilton Fish Armstrong), ο οποίος επισκέφθηκε την Ευρώπη την άνοιξη του 1947: «Τα μέσα, που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τώρα για να μας υπολήπτεται ο κόσμος είναι κατά βάση υλικά, [που σημαίνει ότι] το πλεονέκτημα το έχουμε εμείς αν επιλέξουμε να το χρησιμοποιήσουμε… μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις μηχανές και τα τρόφιμά μας για να αποκαλύψουμε τις αδυναμίες του κομμουνιστικού μηχανισμού παραγωγής και διανομής». Παρατίθεται στο Ellwood, Rebuilding Europe, σ. 76.
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·851
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
6. Για μια γενικότερη πραγμάτευση του Ψυχρού Πολέμου, βλ. Cronin, World· Hunter (επιμ.), Re-Thinking· Reynolds (επιμ.), Origins· Kennedy-Pipe, Stalin’s Cold War. 7. Βλ. Hogan, Marshall Plan· Ellwood, Rebuilding Europe· Milward, Reconstruction και European Rescue· Young, Britain και France· Becker και Knipping (επιμ.), Power· Ellwood (επιμ.), Marshall Plan· Stirk και Willis (επιμ.), Shaping· Maier, «Politics». 8. Τον Μάιο του 1950, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ρομπέρ Σουμάν (Robert Schuman) πρότεινε τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (European Coal and Steel Community), η οποία συγκέντρωσε την παραγωγή άνθρακα και χάλυβα της Γαλλίας και της Δυτικής Γερμανίας. Η Ένωση αυτή αποτέλεσε το πρότυπο για τη Συνθήκη της Ρώμης, η οποία υπογράφηκε τον Μάρτιο του 1957 από τη Γαλλία, τη Δυτική Γερμανία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο, και οδήγησε στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ). Στον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (Ατλαντική Συμμαχία – ΝΑΤΟ) συμμετείχαν οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ο Καναδάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η συνθήκη αυτή υπογράφηκε τον Απρίλιο του 1949. 9. Hogan, Marshall Plan, σ. 428. 10. Βλ. Kofas, Intervention. 11. Αλτσίντε ντε Γκάσπερι (Alcide de Gasperi), ο ηγέτης του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος είπε στις 27 Μαΐου 1947 στον Αμερικανό πρεσβευτή στην Ιταλία ότι «αυτό που χρειαζόταν για την επιβίωση της μονοκομματικής του κυβέρνησης, αν την αναλάμβανε, ήταν νέες και ουσιαστικές αποδείξεις οικονομικής βοήθειας, η οποία ήταν εντελώς απαραίτητη για τη στήριξη της λιρέτας και της οικονομικής κατάστασης γενικότερα». Εξασφαλίζοντας τη βοήθεια αυτή, ο ντε Γκάσπερι ένιωθε ικανός να αντιμετωπίσει την Αριστερά. Αυτό που είχε στο μυαλό του ήταν ένα είδος άμεσης βοήθειας στην Ιταλία. Και, πράγματι, το Σχέδιο Μάρσαλ βοήθησε σημαντικά τη χώρα αλλά και τα σχέδιά του. Βλ. Harper, America, σ. 133. 12. Filipelli, American Labor, σ. 212. 13. Στο ίδιο, σ. 213. Για ανάλογα επιχειρήματα σχετικά με τη θεμελίωση του ισπανικού εκσυγχρονισμού στο πλαίσιο μιας «κουλτούρας καταστολής» μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, βασικό στοιχείο της οποίας ήταν η συστηματική εκκαθάριση των «Μαρξιστών» από την ισπανική κοινωνία, βλ. Richards, Time. 14. Βλ. Weiler, Ernest Bevin. 15. Weiler, British Labour, σ. 9. Για το ρόλο του Σχεδίου Μάρσαλ στην προστασία της κυβέρνησης Άτλι από τις συνέπειες της «οικονομίας των ελλείψεων», βλ. Tomlinson, «Marshall Aid»· και Chick, Industrial Policy. Για την κυβέρνηση Άτλι, βλ. Morgan, Labour· Hennessy, Never Again· Fyrth (επιμ.), High Noon· Fyrth (επιμ.), Promised Land· Tiratsoo (επιμ.), Attlee Years· Brett κ.ά., «Planned trade». 16. Βλ. επίσης Saville, Politics. 17. Weiler, British Labour, σ. 124. 18. Βλ. Wyman, DPs· Proudfoot, European Refugees· Schechtman, Postwar Population. 19. Στο σημείο αυτό ακολουθώ το αναλυτικό πλαίσιο του Jones, «Days», σ. 71-73. Γενικότερα, βλ. Naimark και Gibianskii (επιμ.), Establishment· McCauley (επιμ.), Communist Power· Rothschild, Return, σ. 125146. 20. Ο Στάλιν συμφώνησε με την ιδέα να επισκεφθεί ο Γκότβαλντ τη Μόσχα τον Ιούλιο του 1946. Μετά την επίσκεψη αυτή, ο Ράκοζι στην Ουγγαρία, ο Δημητρόφ στη Βουλγαρία και ο Γκομούλκα στην Πολωνία άρχισαν να διαφοροποιούνται από τη Μόσχα. Για τον πολωνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό, ο Γκομούλκα υποστήριζε ότι «η δικτατορία του προλεταριάτου και, ακόμη περισσότερο, ενός κόμματος δεν ήταν ούτε χρήσιμη ούτε αναγκαία». Βλ. Spriano, Stalin, σ. 276. 21. Στις τσεχοσλοβακικές εκλογές της 26ης Μαΐου 1946, οι κομμουνιστές πήραν το 38% των ψήφων, ενώ οι σύμμαχοί τους το 31% –οι σοσιαλδημοκράτες 13% και το Εθνικό Κόμμα των Σοσιαλιστών το 18%. Στις ουγγρικές εκλογές της 4ης Νοεμβρίου 1945, οι κομμουνιστές πήραν μόλις το 17% των ψήφων, ενώ οι σύμμαχοί τους το 81,3% – οι σοσιαλδημοκράτες το 17,4%, το Κόμμα των Μικροϊδιοκτητών το 57% και το Εθνικό Κόμμα Αγροτών το 6,9%.
851
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·852
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
852
22. Η ένταση των εκκαθαρίσεων ποίκιλλε. Μετά τον Σεπτέμβριο του 1944, όταν το Βουλγαρικό Πατριωτικό Μέτωπο κατέλαβε την εξουσία, τα λαϊκά δικαστήρια δίκασαν 11.667 «συνεργάτες» και «εγκληματίες πολέμου» βάσει του σχετικού διατάγματος της 6ης Οκτωβρίου, καταδικάζοντας επισήμως 2.138 από αυτούς σε θάνατο. Αναμφίβολα, επρόκειτο για την πιο άγρια επιχείρηση εκκαθάρισης σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. Για την Πολωνία, βλ. Micgiel, «Bandits»· και για την Ουγγαρία, Karsai, «People’s Courts». Για τις σχετικές εξελίξεις στη Δυτική Ευρώπη: Déak κ.ά. (επιμ.), Politics· Laurens, «‘La Femme’». 23. Βλ. Zhelitski, «Postwar Hungary». 24. Swain, Hungary, σ. 46. 25. Charlton, Eagle, σ. 68. Ο Ζατς (Szasz), που γεννήθηκε το 1910, εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ουγγαρίας (KMP) το 1932 και μετανάστευσε στην Αργεντινή το 1939, όπου εξέδιδε μια εβδομαδιαία αντιφασιστική εφημερίδα και διηύθυνε το Ελεύθερο Ουγγρικό Κίνημα της Νότιας Αμερικής. Το 1946 επέστρεψε στην Ουγγαρία, αναλαμβάνοντας μια κυβερνητική θέση στο χώρο του τύπου. 26. Βλ. Lukes, «Czech Road», σ. 250-252, 246-248· Parish, «Marshall Plan», σ. 274-287· Bloomfield, Passive Revolution, σ. 181-188. 27. Spriano, Stalin, σ. 292-306. 28. Για τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας, βλ. Lukes, «Czech Road», σ. 252-259· Myant, Socialism, σ. 131242· Bloomfield, Passive Revolution, σ. 177-240· Kaplan, Short March. 29. Η υποταγή της εργατικής τάξης στις επιταγές της παραγωγικότητας ήταν μια άλλη διάσταση της διαδικασίας αυτής που δεν έχει αναλυθεί όσο θα έπρεπε από τους ιστορικούς. Παρ’ όλα αυτά, βλ. Kenney, Rebuilding Poland και «Working-Class Community». 30. Βλ. επίσης Gibianskii, «Soviet-Yugoslav Split». 31. Η επιδείνωση των σχέσεων αυτών, έστω και σε λεκτικό επίπεδο, σημαδεύτηκε από την Απόφαση της Δεύτερης Κομινφόρμ εναντίον του τιτοϊσμού (27.11.1949) μετά την έκθεση του Ρουμάνου γενικού γραμματέα Γκεοργκίου Ντεζ (Gheorghiu-Dej) «Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας υπό την εξουσία δολοφόνων και κατασκόπων». Βλ. Banac, With Stalin, σ. 123-132. 32. Wood, Communism, σ. 222. 33. Βλ. Hodos, Show Trials· Swain και Swain, Eastern Europe, σ. 65-72. 34. Rothschild, Return, σ. 137. Ο ναύαρχος Μίκλος Χόρτι (Miklós Horthy) ήταν επικεφαλής της ουγγρικής αντεπανάστασης το καλοκαίρι του 1919 και κυβέρνησε μέχρι το 1944. 35. Η ανάλυση αυτή βασίζεται στο Pelikán, Czechoslovak Political, ιδ. σ. 69-114. 36. Westoby, Communism, σ. 71. 37. Loebl, Stalinism, σ. 46. Από τους συγκατηγορούμενους του Σλάνσκι (Slansky), ο Άρτουρ Λόντον (Artur London) φυλακίστηκε από τους ναζί στο Μαουτχάουζεν, ο Κάρελ Σβαμπ (Karel Svab) στο Ζάξενχαουζεν και ο Γιόζεφ Φρανκ (Josef Frank) στο Μπούχενβαλντ. Βλ. London, Confession. 38. Loebl, Stalinism, σ. 23. Βλ. επίσης Goldstücker, «Kafka returns», σ. 60-75. 39. Rupnik, «Roots», σ. 312. 40. Ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (ΟΕΟΣ / OEEC), ο οποίος συγκροτήθηκε τον Απρίλιο του 1948, υπήρξε μακροβιότερος του Σχεδίου Μάρσαλ, ενώ το 1960 μετατράπηκε σε Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ / OECD), όταν στα ευρωπαϊκά μέλη του προστέθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς και τέσσερα χρόνια αργότερα, η Ιαπωνία. Το Συμβούλιο της Ευρώπης (Council Europe) δημιουργήθηκε τον Μάιο του 1949 από 10 κράτη (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Γαλλία, Βρετανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Δανία, Νορβηγία και Σουηδία), στα οποία προστέθηκαν η Ελλάδα και η Τουρκία (1949), η Ισλανδία (1950), η Δυτική Γερμανία (1954), η Αυστρία (1954), η Κύπρος (1961), η Ελβετία (1963) και η Μάλτα (1965). Το συμβούλιο περιλάμβανε μια επιτροπή υπουργών και ένα δημόσιο συμβουλευτικό σώμα με μόνιμα γραφεία στο Στρασβούργο. Παρά τη φιλοδοξία των εμπνευστών του να συμβάλει στην προώθηση της ευρωπαϊκής ενότητας, η αποτελεσματικότητά του ήταν εξαιρετικά περιορισμένη.
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·853
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
41. Για τη σημαντική βρετανική εκδοχή, βλ. Marshall, Citizenship· Titmuss, Essays. Γενικότερα: Sassoon, One Hundred, σ. 137-166. 42. Βλ. Wilson, Women και Only Halfway· Moeller, Protecting και «Reconstructing»· Heineman, «Complete families»· Schissler, «Social Democratic» και «Normalization»· Carter, How German. 43. Moeller, Protecting, σ. 214. 44. Στο ίδιο, σ. 208. Εκπρόσωπος του SPD ήταν η Ελίζαμπετ Ζέλμπερτ (Elisabeth Selbert). 45. Για την πολυσημία του κοινωνικού κράτους, βλ. Harris, «Enterprise»· Tomlinson, «Welfare»· McIntosh, «The family»· Baldwin, Politics· Esping-Anderson, Three Worlds· de Swaan, In Care. 46. Οι κομμουνιστές κέρδισαν στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές στη Σουηδία το 10,3% των ψήφων (1944), στη Δανία το 12,5% (1945), στη Νορβηγία το 11,9% (1945), διπλασιάζοντας τα προηγούμενα ποσοστά τους. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τα κόμματα αυτά περιθωριοποιήθηκαν και πάλι για να αναγεννηθούν ως αριστερά σοσιαλιστικά κόμματα τη δεκαετία του 1970. 47. Ο Γκι Μολέ (1905-75), δάσκαλος και γιος υφαντή, υπήρξε γενικός γραμματέας του SFIO το 1946-69 και το οδήγησε κυριολεκτικά στην εξαφάνιση. Συμμετείχε σε πέντε κυβερνήσεις (1946-58), ενώ έγινε και πρωθυπουργός σε μια από τις πολλές κακές στιγμές της μεταπολεμικής πολιτικής ζωής της Γαλλίας (1956-57). 48. Τα κόμματα αυτά αποτέλεσαν τον «βορειοκεντρικό ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό πυρήνα», ο οποίος υπήρξε η καρδιά της Αριστεράς πριν από το 1914, ενώ αργότερα αναδύθηκε ως ξεχωριστό πολιτικό μπλοκ. Για μια λεπτομερή επισκόπηση της σοσιαλδημοκρατίας τη δεκαετία του 1950, βλ. Sassoon, One Hundred, σ. 189-273. 49. Ο κεϊνσιανισμός πήρε το όνομά του από τις ιδέες του Τζον Μέιναρντ Κέινς (1883-1946), οι οποίες κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες στους βρετανικούς κυβερνητικούς κύκλους και σε πολλές εξόριστες δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Οι ιδέες αυτές αποτελούσαν τον κύριο κορμό μιας καινοτόμας μακροοικονομικής πολιτικής, που αποσκοπούσε στη δημιουργία ελεγχόμενης οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής σταθερότητας στη βάση της πλήρους απασχόλησης. Πολλές από τις ιδέες αυτές, όπως εκείνες στη Σουηδία, είχαν εφαρμοστεί ήδη σε ορισμένες χώρες ανεξάρτητα από τη θεωρητική τους ανάπτυξη από τον Άγγλο οικονομολόγο. Η ευκολία του γενικού αυτού όρου αντισταθμίζει την έλλειψη πολυπλοκότητας που χρειαζόταν για μια πλήρη πραγμάτευση της μεταπολεμικής πολιτικής ζωής. Για μια παρόμοια ανάλυση, βλ. Harris, «State»· Thompson, «Economic intervention»· Booth και Pack, Employment. 50. Για τον κορπορατισμό, βλ. Jessop, State Theory, σ. 107-143· Maier, «Fictitious bonds» και «Preconditions». Για την ανάπτυξη της έννοιας στη Βρετανία: Middlemas, Politics, ιδ. σ. 371-385· Jessop, «Transformation». 51. Crosland, Future, σ. 517. O Άντονι Κρόσλαντ (Anthony Crosland, 1919-77) υπήρξε ηγετικό στέλεχος των Εργατικών και μαθητής του Χιου Γκέιτσκελ (1907-63), ηγέτη του κόμματος το 1955-63. Το βιβλίο του The Future of Socialism (1956) επηρέασε σημαντικά τη σοσιαλδημοκρατική σκέψη: αντί για το μαρξισμό και τις άλλες θεωρίες περί ταξικής σύγκρουσης, πρότεινε τον κεϊνσιανισμό, το κοινωνικό κράτος και την αναδιανεμητική φορολογία. Βλ. Sassoon, Hundred Years, σ. 244-249· Harris, «Labour’s political», σ. 33-36. 52. Βλ. Sassoon, Hundred Years, σ. 249-254· Klotzbach, Weg, σ. 356-494. 53. Για τη σουηδική σοσιαλδημοκρατία, βλ. γενικώς Esping-Andersen, Politics, σ. 71-113· Pontusson, Limits, σ. 37-96· Korpi, Working Class· Misgeld κ.ά. (επιμ.), Creating· Tilton, Political Theory· Tingsten, Swedish· Therborn, «‘Pillarization’»· Esping-Andersen και Korpi, «Social Policy». 54. Tilton, «Role», σ. 411. 55. Therborn, «Unique», σ. 4. 56. Βλ. επίσης Elder κ.ά., Consensual Democracies· Logue, Socialism. 57. Middlemas, Politics, σ. 275. 58. Ackelsberg, «Women», σ. 8. Η ΑΜΑ είχε 50.000 μέλη σε 255 σημεία τον Ιούλιο του 1936. 59. Ackelsberg, Free Women, σ. 1. Βλ. επίσης Mangini, Memories· Nash, Defying· Cabezali κ.ά., «Myth». 60. Οι τρεις υφυπουργοί –η Σεσίλ Μπρουνσβίγκ (Cécile Brunschvig, κοινωνικό κράτος), η Ιρέν Ζολιό-Κιουρί (Irène Joliot-Curie, επιστήμη) και η Σουζάν Λακόρ (Suzanne Lacore, παιδεία)– ήταν διακοσμητικές και δεν είχαν καμιά απολύτως στήριξη. Βλ. Gruber, «French women», σ. 199.
853
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·854
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
854
61. Reynolds, «Women», σ. 199. 62. Catherine Rhein, «Jeunes femmes au travail dans le Paris de l’entre-deux-guerres» (Διδακτορικό 3ου κύκλου, Πανεπιστήμιο Paris-VII, 1977), παρατίθεται στο Reynolds, «Women», σ. 199. 63. Βλ. Weitz, «Heroic man», σ. 340· Bard και Robert, «French communist», σ. 339-344. 64. Προδρομικές οργανώσεις, οι Ομάδες για την Υπεράσπιση των Γυναικών και για την Παροχή Αρωγής στους Εθελοντές της Ελευθερίας ιδρύθηκαν στον κατεχόμενο από τους ναζί βορρά (Νοέμβριος 1943) και συνδέθηκαν με τη CLN (Ιούλιος 1944), προτού συγχωνευτούν με την UDI (Σεπτέμβριος 1944). Μια πρώιμη μορφή της UDI συγκροτήθηκε από μέλη του PCI και του PSI που είχαν εξοριστεί τη δεκαετία του 1930 στη Γαλλία. 65. Ginsborg, History, σ. 85. 66. Hellman, Journeys, σ. 35. 67. Ginsborg, History, σ. 196. 68. Segal, «‘Most important’», σ. 19. 69. Grossmann, Reforming Sex, σ. 209. Η φράση αυτή αποτέλεσε τον τίτλο των πρακτικών της συνάντησης της Ευρωπαϊκής και Διεθνούς Ομοσπονδίας για την Προγραμματισμένη Πατρότητα, που έγινε στο Βερολίνο το 1957. Τα πρακτικά αυτά εκδόθηκαν από τον Χάρμσεν. Προτού υιοθετηθεί ο τίτλος Pro Familia, είχε χρησιμοποιηθεί η φράση «Συνειδητή Μητρότητα». Ο Χανς Χάρμσεν ήταν ο μόνος σημαντικός μεταρρυθμιστής της σεξουαλικής πολιτικής, που συμπαρατάχθηκε με τους ναζί μετά το 1933, αλλά παρά την εμπλοκή του στην πληθυσμιακή πολιτική τους κατάφερε να κάνει μια λαμπρή καριέρα στη Δυτική Γερμανία μετά το τέλος του πολέμου, ωστόσο του αφαιρέθηκε ο τίτλος του τιμητικού προέδρου του Pro Familia. 70. Keyworth, «Invisible struggles», σ. 137, 135. 71. Bruzzone, «Women», σ. 282. Υπολογίζεται ότι περίπου 623 γυναίκες εκτελέστηκαν ή σκοτώθηκαν στο πεδίο της μάχης, ενώ 7.403 συνελήφθησαν ή εξορίστηκαν στη Γερμανία. 72. Τα παραδείγματα αυτά, τα οποία στηρίζονται σε προφορικές αφηγήσεις, έχουν ληφθεί από το Slaughter, Women, σ. 65, 55-56, 80. Στο Weitz, «Heroic Man», σ. 344-348, η πολιτική του PCI σε ζητήματα που αφορούν τη σχέση των δύο φύλων κατά τη διάρκεια της Αντίστασης ήταν πιο ευέλικτη από τη γερμανική ή εκείνη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας κατά την αντιφασιστική περίοδο. 73. Keyworth, «Invisible struggles», σ. 139. 74. Τα στοιχεία αυτά έχουν ληφθεί από ελαφρά διαφορετικές ημερομηνίες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. 75. Einhorn, «Socialist emancipation», σ. 292. Τα στατιστικά στοιχεία της παραγράφου αυτής έχουν ληφθεί εν μέρει από εδώ και εν μέρει από το Einhorn, Cinderella, σ. 262-274. Βλ. επίσης Ansorg και Hürtgen, «Myth»· Langenhan και Roß, «Socialist glass»· Lampland, «Biographies». 76. Ο Νόμος του 1950 παρείχε προστασία στις εργαζόμενες μητέρες, αφού προέβλεπε πέντε εβδομάδες πληρωμένης άδειας κατά την περίοδο πριν και μετά τον τοκετό, καθώς και άλλες διευκολύνσεις μέχρι το παιδί να γίνει ενός έτους. Η Σύμβαση για την Εξίσωση των Αμοιβών εκδόθηκε το 1954 από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας και επικυρώθηκε από την Ιταλία πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης. Πιο μακροπρόθεσμα, επέτρεψε στον «ταξικό συνδικαλισμό» της CGIL (συλλογικές διαπραγματεύσεις συνδεδεμένες με διάφορες κοινωνικές πολιτικές και σχεδιασμένες έτσι ώστε να ευνοούν τους χαμηλόμισθους) να ωφελεί τις εργαζόμενες γυναίκες. Οι μισθολογικές διαφορές μεταξύ αντρών και γυναικών στην Ιταλία ήταν σχετικά μικρές, με αποτέλεσμα οι μισθοί των τελευταίων να φτάσουν το 1969 στο 70% των μισθών των αντρών και το 1981 στο 85%. Το αντίστοιχο ποσοστό για τη Βρετανία το 1980 ήταν 53%. Βλ. Beccalli, «Modern women», σ. 91. 77. Hobson, «Feminist strategies», σ. 403. Η Σοσιαλδημοκρατική Ένωση Γυναικών αύξησε τον αριθμό των μελών της από 7.302 σε 26.882 το 1930-40. Ο αριθμός των μελών της Εθνικής Ένωσης Οικοκυρών, η πιο συντηρητική οργάνωση του συνασπισμού αυτού, αυξήθηκε από 10.000 σε 23.550. 78. Στο ίδιο, σ. 412.
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·855
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
79. Βλ. Liddington, Road, σ. 130-194· Eglin, «Women and peace»· Bruley, «Women». 80. Για μια σύνθετη πραγμάτευση του ιδεολογικού πλαισίου, βλ. ιδίως Riley, «Free mothers» και War. 81. Βλ. τη δήλωση του Γάλλου ειδικού Αντρέ Μοραλί-Ντανινό (André Morali-Daninos) στο Copley, Sexual Moralities, σ. 218: «Αν η ομοφυλοφιλία γινόταν αποδεκτή έστω και ενδιαθέτως, αν, έστω και μερικώς, έβγαινε από τα όρια της παθολογίας, τότε θα βλέπαμε όχι μόνο το τέλος του ετεροφυλόφιλου ζευγαριού αλλά και της οικογένειας που αποτελούν τα βάθρα της δυτικής κοινωνίας στην οποία ζούμε». 82. Βλ. ιδίως Sinfield, Literature, σ. 60-85· Warner (επιμ.), Fear. 83. Pauline Long, «Speaking out on age», Spare Rib, τεύχ. 82 (Μάιος 1979), παρατίθεται στο Babylon και Summerfield, Out, σ. 280.
Κεφάλαιο 20: 1956 (σ. ) 1. 2. 3. 4.
5. 6.
7. 8. 9. 10.
11. 12. 13.
14. 15.
Παρατίθεται στο Childs, «Changing face», σ. 22. Βλ. Suny, Soviet Experiment, σ. 387-403. Βλ. Fulbrook, Anatomy, σ. 177-187· Diedrich, 17. Juni· επίσης, Port, «When workers». Vidali, Diary, σ. 35. O Αναστάς Μικογιάν (1895-1978), που υπήρξε ένα από τα μακροβιότερα στελέχη της σοβιετικής ηγεσίας υπό τον Στάλιν, εξαπέλυσε ήδη από τις 16 Φεβρουαρίου μια επίθεση εναντίον των λαθών μιας «κάποιας προσωπικότητας». Στο ίδιο, σ. 97. O Πάολο Ρομπότι (Paolo Robotti), ο οποίος επιβίωσε από τα βασανιστήρια που υπέστη το 1937, ήταν γαμπρός του Τολιάτι. Για το πλήρες κείμενο της ομιλίας, βλ. «Ειδική έκθεση του Νικίτα Χρουστσόφ, πρώτου γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης, η οποία εκφωνήθηκε στην Κλειστή Σύνοδο του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ (24-25 Φεβρουαρίου 1956) στο Ali (επιμ.), Stalinist Legacy, σ. 221-272. Swain και Swain, Eastern Europe, σ. 92-96· Zinner (επιμ.), National Communism. Felkay, Hungary, σ. 53. Swain και Swain, Eastern Europe, σ. 84-96· Lomax, Hungary 1956· Lomax (επιμ.), Eye-Witness· Kopacsi, In the Name. «Μέσα από τους καπνούς της Βουδαπέστης» λεγόταν το άρθρο του Έντουαρντ Τόμσον για την τρίτη και τελευταία έκδοση του Reasoner, ενός παράνομα εκδιδόμενου περιοδικού από τους Thompson και John Saville κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1956, το οποίο στρεφόταν εναντίον της Εκτελεστικής Επιτροπής του CPGB. Διαμαρτυρόμενοι για τα γεγονότα στην Ουγγαρία, ο Σάβιλ, ο Τόμσον και πολλοί άλλοι προτίμησαν να παραιτηθούν αμέσως από το κόμμα παρά να παλέψουν για την εσωτερική μεταρρύθμισή του. Το καλοκαίρι του 1957, μάλιστα, εξέδωσαν εκ νέου το περιοδικό με τον ενδεικτικό τίτλο New Reasoner, που συγχωνεύτηκε με ένα άλλο περιοδικό, το Universities and Left Review, το οποίο είχε εκδοθεί την προηγούμενη άνοιξη από αγωνιστές της νεότερης γενιάς, για να αποτελέσουν τον Ιανουάριο του 1960 το γνωστό σε όλους ιστορικό περιοδικό New Left Review. Βλ. Kenny, «Communism» και First, σ. 10-53· Archer κ.ά. (επιμ.), Out. Τελικά, το KPD Δυτικής Γερμανίας τέθηκε εκτός νόμου το 1956 μετά από μακρά δικαστική διαμάχη· το Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας ήταν παράνομο από τη δεκαετία του 1930. Βλ. Major, Death. Adereth, French Communist, σ. 161-163· Urban, Moscow, σ. 227-260· Sassoon, Strategy, σ. 98-139. Μια έκθεση της μειοψηφίας εκδόθηκε από τρία μέλη της Επιτροπής –τον Μάλκομ ΜακΓιούαν (Malcom McEwan, δημοσιογράφο της εφημερίδας Daily Worker και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής το 1941-43, τον Κρίστοφερ Χιλ (Christopher Hill, ιστορικό) και τον Πίτερ Κάντογκαν (Peter Cadogan, δάσκαλο)–, ενώ δύο ακόμη επικριτές της ηγετικής ομάδας του κόμματος, ο Κέβιν Χάλπιν (Kevin Halpin, βιομηχανικός εργάτης) και ο Τζο Τσικ (Joe Cheek, δάσκαλος) μετακινήθηκαν επιτυχώς από αυτή. Και οι τρεις παραιτήθηκαν από μέλη του κόμματος. Βλ. McEwan, «Day»· Thompson, Good Old, σ. 91-133. Το παράθεμα αυτό προέρχεται από το Childs, «Changing face», σ. 25. Μετά την επιστροφή του από την παγκόσμια συνδιάσκεψη του 1957 (στην οποία παρέστησαν αντιπρό-
855
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·856
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
16.
17.
18.
19.
20. 21. 22.
σωποι από 12 κυβερνώντα και 57 αντιπολιτευόμενα κομμουνιστικά κόμματα), ο Ιταλός αντιπρόσωπος δήλωσε: «Δεν τίθεται ζήτημα επιστροφής στην Κομιντέρν ή στην Κομινφόρμ. Τέτοιου είδους οργανώσεις… δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες του κινήματος». Βλ. Leonhard, Eurocommunism, σ. 89. Η σοβιετική ηγεσία προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το ορθόδοξο και νομιμόφρον PCF για να συγκληθεί το 1963 άλλη μία παγκόσμια συνδιάσκεψη, κυρίως για να πετύχει τη δημόσια καταδίκη της Κίνας, αλλά το PCI μπλόκαρε τον ελιγμό αυτό. Τελικά, η επόμενη παγκόσμια συνδιάσκεψη συγκλήθηκε το 1969. Το Κεντρικό Εργατικό Συμβούλιο στηρίχτηκε στη μαχητικότητα και την πολιτική εμπειρία των ακτιβιστών της εργατικής τάξης από το παλιό Σοσιαλδημοκρατικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα, ιδιαίτερα στο προπολεμικό Συνδικάτο Μετάλλου και σε νεότερους εργάτες μεταξύ είκοσι και τριάντα ετών. Ως συνήθως, οι ειδικευμένοι εργάτες (μηχανικοί, εργάτες μετάλλου, ηλεκτρολόγοι, κατασκευαστές εργαλείων) κυριαρχούσαν, ενώ υπήρχε και μια μικρή ομάδα φοιτητών και διανοουμένων που συμμετείχαν ως παρατηρητές. Όλοι τους ήταν άντρες. Βλ. Lomax, «Workers’ Councils», σ. 94. Milch, «Eurocommunism», σ. 230-231. Το πρώτο μέρος των φυλλαδίων Hungaricus μεταφράστηκε ως: Hungaricus: On a few Lessons of the Hungarian National-Democratic Revolution (Βριξέλες 1959)· το δεύτερο είναι διαθέσιμο μόνο στα ουγγρικά. Περιγράφονται στο Lomax, Hungary 1956, σ. 182-192. Βλ. επίσης Nagy, On Communism. Οι κύριες περιπτώσεις αποικιοκρατικής βίας πριν από το Σουέζ ήταν η Εξέγερση της Μαδαγασκάρης το 1947, ο Ινδονησιακός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας το 1945-49, η διαίρεση του Βιετνάμ το 1945-54, η αντεπανάσταση στη Μαλαισία, η οποία ξεκίνησε το 1947, η Εξέγερση των Μάου Μάου στην Κένια το 1952 και ο Πόλεμος της Αλγερίας που άρχισε το 1954. Η αντίθεση αυτή μπορεί να καταστεί υπερβολική. Ο εξαιρετικά άγριος πόλεμος στην Αλγερία (1954-62) κάλυψε ολόκληρο το 1956, ενώ οι αποικιοκρατικές βιαιότητες προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές στο Κονγκό και τη Νότια Αφρική τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, για να μην αναφερθούμε στον πόλεμο ανάμεσα στην Ινδία και στην Κίνα. Αλλά όλοι αυτοί οι πόλεμοι διεξήχθησαν είτε από τις τοπικές κοινωνίες των αποίκων είτε από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Η Βρετανία και η Γαλλία εγκατέλειψαν σταδιακά τον πρωταγωνιστικό ρόλο τους. Hall, «‘First’», σ. 23. Για μια λεπτομερή απεικόνιση της απάθειας και της αποσύνθεσης, που χαρακτήριζαν το Εργατικό Κόμμα στα μέσα της δεκαετίας του 1950, βλ. Black, «Still». Hall, «‘First’», σ. 16-17, 13. Για μια γεύση της πόλωσης, που κυριαρχούσε το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1950 και περιόρισε τόσο βίαια το χώρο, τον οποίο επιθυμούσε να δημιουργήσει ο Χολ, βλ. την επιτηδευμένη, αλλά και τόσο προκλητική, πραγμάτευση των πνευματικών συγκρούσεων στη Γαλλία στο Judt, Past Imperfect, σ. 101-319.
Μέρος Τέταρτο: Μη τετελεσμένος μέλλων Εισαγωγή (σ. )
856
1. Το SDP αποσχίστηκε από το Εργατικό Κόμμα τον Ιανουάριο του 1981, έχοντας κοινοβουλευτική δύναμη 29 βουλευτών. Στις εθνικές εκλογές του 1983 συγκρότησε μια πολιτική συμμαχία με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, η οποία έφερε τον τίτλο Συνασπισμός. Δαιμονοποιημένος από τη δεξιά πτέρυγα των Εργατικών, ο Αγωνιστής κυριάρχησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε ορισμένες τοπικές οργανώσεις του Εργατικού Κόμματος, κυρίως, του Λίβερπουλ. 2. Βλ. Panitch και Leys, End, σ. 201-201, 206-207· Tatchell, Battle. Η διοίκηση του Λίβινγκστον στον Μητροπολιτικό Δήμο του Λονδίνου (1981-86) δημιούργησε ένα νέο πρότυπο δημοτικής πολιτικής, έχοντας τη στήριξη της Νέας Αριστεράς από τη μια, και προκαλώντας την εχθρότητα της Δεξιάς από την άλλη. Το GLC καταργήθηκε το 1986 από τη συντηρητική κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία είχε εκλεγεί για πρώτη φορά το 1979. Η εφημερίδα London Labour Briefing ήταν το επίσημο όργανο της αριστεράς πτέρυγας της ομάδας των Εργατικών στο GLC. Βλ. Mackintosh και Wainwright (επιμ.), Taste· Carzel, Citizen Ken.
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·857
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
3. Hall, Hard Road, σ. 263. 4. Smith, New Right, σ. 67. Εκείνη την εποχή, ηγέτης των Εργατικών ήταν ο Νιλ Κίνοκ, ο οποίος αντικατέστησε τον Φουτ μετά την ατιμωτική ήττα τους το 1983. Ο Κίνοκ οδήγησε το κόμμα του στην τρίτη διαδοχική ήττα του στις εκλογές του 1987.
Κεφάλαιο 21: 1968: Και όμως κινείται (σ. ) 1. Ο Φιντέλ Κάστρο (1927-) ανήλθε στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1959 μετά το τέλος του ανταρτοπολέμου εναντίον του Φουλγκένσιο Μπατίστα (Fulgencio Batista). Μετά από μια μάλλον διστακτική αρχή, ασπάστηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες, ευθυγραμμιζόμενος διεθνώς με τη Σοβιετική Ένωση. Ο Τσε Γκεβάρα (1928-67), ο στενός σύντροφος του Κάστρο και υπουργός στην επαναστατική κυβέρνησή του, εγκατέλειψε την Κούβα το 1965 για να οργανώσει το αντάρτικο άλλων λατινοαμερικανικών χωρών. Συνελήφθη όμως στη Βολιβία στις 8 Οκτωβρίου 1967 και δολοφονήθηκε την επόμενη μέρα. 2. Η Κούβα έγινε το υπόδειγμα κάθε επαναστατικού κινήματος στη Λατινική Αμερική, προσελκύοντας τους αριστεριστές των ευρωπαϊκών χωρών, ενώ ο Γκεβάρα το ίνδαλμα του φοιτητικού κινήματος του 1968. 3. Το Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1966 και αντιμετωπίστηκε περιφρονητικά από τη Βρετανία και τη Γαλλία, όταν συγκλήθηκε στη Στοκχόλμη τον Μάιο του 1967. Αποτελούνταν από τρεις δικαστές και 23 μέλη από τη Βρετανία, την Κούβα, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, το Μεξικό, το Πακιστάν, τις Φιλιππίνες, τη Σουηδία, την Τουρκία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Δυτική Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Μετά από μία εβδομάδα εργασιών, το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν ένοχη για εγκλήματα πολέμου στον πόλεμο στο Βιετνάμ. 4. Hobsbawm, Age of Extremes, σ. 446. 5. Η αφήγηση, που ακολουθεί, βασίζεται στις εξής αναλύσεις: Caute, Year· Fraser κ.ά., 1968· Daniels, Year· Katsiaficas, Imagination· Ali και Watkins, 1968. 6. Βλ. Eisler, «March 1968». 7. Βλ. Maravall, Dictatorship. 8. O Πιέρο Μπερνόκι (Piero Bernocchi), ο ηγέτης των φοιτητών που σπούδαζε μηχανικός, στο Fraser κ.ά., 1968, σ. 182. Σχετικά με την Ιταλία: Lumley, States, σ. 63-76· Portelli, Battle, σ. 183-198· Kurz, «Italienische Studentenbewegung»· Tarrow, Democracy, σ. 143-167. 9. Βλ. Marwick, Sixties, σ. 632-642· Fraser κ.ά., 1968, σ. 272-284· Halloran κ.ά., Demonstrations· Students and Staff, of Hornsey College of Art, Hornsey Affair. 10. Ali και Watkins, 1968, σ. 64. 11. Ο κοκκινομάλλης και στομφώδης Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, τότε φοιτητής της κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ, έγινε γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο με το παρατσούκλι «Κόκκινος Ντάνι». Γιος Γερμανοεβραίων προσφύγων, μεγάλωσε και από τις δύο πλευρές του Ρήνου, επιλέγοντας τελικά τη γερμανική υπηκοότητα για να αποφύγει να στρατευτεί. Λόγω της μαχητικότητάς του στη Ναντέρ, οι γαλλικές αρχές αποφάσισαν να τον εξορίσουν. Κατηγορήθηκε τόσο από τη Δεξιά όσο και από το PCF ως αλλοεθνής ταραξίας, με συνέπεια η Αριστερά να υιοθετήσει το αντισύνθημα «Είμαστε όλοι Γερμανοί Εβραίοι». 12. Fraser κ.ά., 1968, σ. 189. 13. Οι βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στις αριστερές φοιτητικές οργανώσεις και στη ριζοσπαστική Δεξιά ήταν συνεχείς στις αρχές του 1968. Οι συγκρούσεις αυτές δεν αποφεύχθηκαν και στη Γενική Συνέλευση της Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης στις 21 Απριλίου. Τα φυλλάδια των ακροδεξιών οργανώσεων της 2ας Μαΐου καλούσαν τους οπαδούς τους να συγκρουστούν με τους συναδέλφους τους της Αριστεράς στη Ναντέρ. Στο ίδιο, σ. 203. 14. Caute, Year, σ. 88. 15. Βλ. Gilcher-Holtey, «Phantasie» και «May 1968»· Schnapp και Vidal-Naquet, French Student· Bourges (επιμ.), Student Revolt· Fisˇera (επιμ.) Writing· Touraine, May Movement· Fraser κ.ά., 1968, σ. 203-230. 16. Το φυλλάδιο εκδόθηκε από τη γενική φοιτητική οργάνωση του Κλερμόν-Φεράν (5 Μαΐου), αποδεικνύο-
857
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·858
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
17. 18.
19. 20.
21. 22.
23.
24. 25.
26.
27. 28. 29.
858
30. 31.
ντας την ταχύτητα με την οποία επεκτάθηκαν τα γεγονότα σε ολόκληρη τη Γαλλία. Βλ. Schnapp και VidalNaquet, French Student, σ. 157. Οι Compagnies Républicaines de Sécurité (CRS) ήταν ειδικές αστυνομικές δυνάμεις του Υπουργείου Εσωτερικών για την καταστολή των διαδηλώσεων μετά το 1945. Εναντίον των φοιτητών χρησιμοποιήθηκαν διάφοροι τύποι αστυνομικών δυνάμεων, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν οι ένοπλες gardes-mobiles του στρατού, αλλά το ακρωνύμιο CRS κατέληξε ένας γενικός όρος που οι εξεγερμένοι φοιτητές τον μετέτρεψαν σε «CRS-SS». Fraser κ.ά., 1968, σ. 204, επίσης και για το προηγούμενο παράθεμα. Οι κύριες αριστερίστικες οργανώσεις ήταν οι τροτσκιστικές: Jeunesse communiste révolutionnaire (JCR) και Fédération des étudiants révolutionnaires (FER), καθώς επίσης και η Union des jeunesses communistes, marxistes-léninistes UJC-ml. Η κομμουνιστική φοιτητική οργάνωση ήταν η Union des étudiants communistes (UEC). Το Κίνημα της 22 Μάρτη ήταν η νέα μη σεκταριστική συμμαχία που προέκυψε από τα γεγονότα της Ναντέρ. Fraser κ.ά., 1968, σ. 212. Βλ. Fraser κ.ά., 1968, σ. 211. Ο Κον-Μπεντίτ είχε προτείνει την κατάληψη του Καρτιέ Λατέν σαν μια προσπάθεια να αναπτερωθεί το ηθικό του κόσμου. Καθώς έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα οδοφράγματα, την τελευταία στιγμή έγιναν κάποιες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Ζεσμάρ και τον αντιπρύτανη. Στο ίδιο, σ. 213. Το γαλλικό συνδικαλιστικό κίνημα διασπάστηκε σε τρία μέρη: την κομμουνιστική Confédération Générale des Travailleurs (CGT), με 1,5 εκατομμύρια μέλη και βασικά προπύργια τα ανθρακωρυχεία, τη βιομηχανία μηχανολογικού εξοπλισμού, τους σιδηροδρόμους, την αυτοκινητοβιομηχανία, τα λιμάνια και την αεροναυπηγική· την καθολική και φιλοσοσιαλιστική Confédération Française Démocratique du Travail (CFDT), τα 750.000 μέλη της οποίας προέρχονταν από τον ηλεκτρολογικό κυρίως τομέα· και η αντικομμουνιστική Force Ouvrière (FO), με 600.000 μέλη. Η FO και η CFDT ανταποκρίθηκαν θετικά στο κάλεσμα του φοιτητικού κινήματος, παρασύροντας τελικά και τη CGT στην απεργία της 13ης Μαΐου. Για το πώς ανταποκρίθηκε το PCF στις φοιτητικές εκδηλώσεις, βλ. Johnson, French Communist. Fraser κ.ά., 1968, σ. 216. Τα γεγονότα στη Νάντη είχαν παρόμοια εξέλιξη. Όταν ο νομάρχης αρνήθηκε να ικανοποιήσει τα αιτήματα του κινήματος, ο αντιπρόσωπος της CGT ψιθύρισε στον πρόεδρο της φοιτητικής ένωσης: «Τώρα, πες τους να πάνε σπίτι τους». Εκείνος αρνήθηκε και οι μάχες ξαναφούντωσαν. Οι εργάτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές της συνδικαλιστικής ηγεσίας τους, συμμετέχοντας ενεργά στον αγώνα των φοιτητών, πράγμα που οδήγησε στη δραματική κατάληψη ενός εργοστασίου την επόμενη μέρα. Ολόκληρο το modus operandi του κομμουνιστικού συνδικαλιστικού κινήματος εγκαταλείφθηκε. Στην πόλη Μπιγιανκούρ (35.000 εργάτες), οι φοιτητές της Σορβόνης βρήκαν τις πύλες του εργοστασίου κλειδωμένες από τη CGT, ενώ προκηρύξεις προειδοποιούσαν τους εργάτες να μη μιλάνε στους φοιτητές. Η πλήρης εκδοχή ενός τέτοιου συνθήματος –«Παίρνω τις επιθυμίες μου για πραγματικότητα, διότι πιστεύω στην πραγματικότητα των επιθυμιών μου– είχε γραφτεί πάνω από την είσοδο του μεγάλου αμφιθεάτρου της Σορβόνης. Βλ. Caute, Year, σ. 225-231. Μετά την κατάληψη του Οντεόν στις 15 Μαΐου, οι φοιτητές διακήρυξαν: «Το μόνο θέατρο είναι το αντάρτικο. Η τέχνη της Επανάστασης γίνεται στους δρόμους». Ο Ζαν-Λουί Μπαρό (Jean-Louis Barrault), διευθυντής του Théâtre de France, υποστήριξε την κατάληψη των φοιτητών. Μετά την ανακατάληψη του θεάτρου μάλιστα από την αστυνομία, αποπέμφθηκε. Για παραδείγματα, βλ. στο ίδιο, σ. 220. Schnapp και Vidal-Naquet, French Student, σ. 41. Η γαλλική λέξη chienlit σημαίνει στην κυριολεξία «αυτόν που τα κάνει στο κρεβάτι» και με μια ευρύτερη έννοια «περιττώματα σκύλου». Μία από τις πιο διάσημες αφίσες του Atelier Populaire έγραφε σε μια γελοιογραφία, «La chienlit c’est lui». Τα παραθέματα προέρχονται από το Fraser κ.ά., 1968, σ. 226-227, και Caute, Year, σ. 247-248. Στα χειρότερα επεισόδια της 10ης Ιουνίου, η αστυνομία απώθησε τους φοιτητές προς τον Σηκουάνα, όπου
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·859
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
32. 33. 34. 35. 36. 37. 38. 39.
40. 41. 42. 43. 44. 45.
46.
47. 48. 49. 50. 51. 52.
53.
ο Ζιλ Τοτέν (Gilles Tautin), ένας 18χρονος μαθητής λυκείου και αγωνιστής της μαοϊκής οργάνωσης UJCml, πνίγηκε. Τόσο τα εργοστάσια όσο και οι μικρότερες πόλεις βρίσκονταν ουσιαστικά υπό αστυνομική κατοχή, ενώ οι επιθέσεις εναντίον των απεργών και των διαδηλωτών ήταν συχνές και οργανωμένες, στις οποίες επιθέσεις περιλαμβανόταν και το γνωστό «κυνήγι του ποντικιού». Για την περιγραφή τέτοιων περιστατικών, βλ. την Ανοιχτή Επιστολή του αγωνιστή Ζαν Τερέλ (Jean Terrel), τέως προέδρου της Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης, καθώς και την έκθεση από το Mouvement du 22 mars, με ημερομηνία 8 Ιουνίου 1968, στο Schnapps και Vidal-Naquet, French Student, σ. 387-388. Caute, Year, σ. 252. Nelly Finkielsztejn στο Fraser κ.ά., 1968, σ. 209. Βλ. Λιλί Μετρό (Lily Métreaux, μαθήτρια λυκείου), στο Fraser κ.ά., 1968, σ. 209. Βλ. Brown, Socialism· Khilnani, Arguing Revolution, σ. 140, 182-183. Αντρέ Λιμπέρ (André Liber, μαθητής λυκείου, αγωνιστής της μαοϊκής UJC-ml και αργότερα καθηγητής λυκείου), στο Fraser κ.ά., 1968, σ. 86. Jupp, «Discontents», σ. 73. Caute, «Cohn-Bendit», σ.xxx. Touraine, May Movement, σ. 58-59. «Η κοινωνικοποίηση σήμερα –δηλαδή η διάδοση των κοινωνικών αξιών και κανόνων– δεν περιορίζεται σε εξειδικευμένα περιβάλλοντα, στο σπίτι ή στο σχολείο· αποτελεί τμήμα της καθημερινότητας των ανθρώπων. Διαδίδεται μέσω της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, των εφημερίδων και των αφισών, των οπτικοακουστικών σημάτων, τα οποία ερεθίζουν και κατευθύνουν». Nairn, «Why», σ. 147. Daniel Cohn-Bendit, στο Vuliamy, «Dany Le», σ. Xxxi. Caute, «Cohn-Bendit», σ. xxx. Βλ. επίσης Shieds, Lefebvre, σ. 81-108. Για τα μεταπολεμικά καταναλωτικά μοντέλα, βλ. Foot, «Mass cultures» και «Family»· Forgacs, «Cultural consumption»· Wildt, Am Beginn και «Plurality»· Obelkevich, «Consumption». Ginsborg, History, σ. 248. Για την αντίδραση του PCI στον καταναλωτισμό και τον λαϊκό πολιτισμό, βλ. ιδ. Gundle, Between Hollywood. Για την ανάλυση του «εξαμερικανισμού» και τη διαφθορά του εμπορευματοποιημένου λαϊκού πολιτισμού, βλ. Ellwood, «Comparative anti-Americanism»· Wagnleitner, Coca-Colonization· Strinati, «Taste»· Kuisel, Seducing· Lüdtke κ.ά. (επιμ.), Amerikanisierung· Sywottek, «Amerikanization»· Maase, «Establishing»· Poiger, Jazz και «Rebels». Βλ. επίσης Stella, «Rebels Without». Τα παραθέματα προέρχονται από το Fraser κ.ά., 1968, σ. 76-77. Τα δημόσια σχόλια για τους νεαρούς ήταν πολύ συγκαταβατικά και σκλήρυναν ως αντίδραση στην εξέγερση των φοιτητών. Βλ. Laurie, Teenage Revolution· Wilson, «Trouble», σ. 23-24. Ένα εμβληματικό κυριολεκτικά κείμενο ήταν του Abrams, Teenage Consumer. To 1960, όταν το Εργατικό Κόμμα έχασε για τρίτη συνεχόμενη φορά (1959), ο Abrams συνέγραψε με τον Richard Rose το Must Labour Lose? (Χάρμοντσγουορθ 1960), προτείνοντας μια ταξική εκλογική στρατηγική που θα βασιζόταν στον εκσυγχρονισμό των κοινωνικών αλλαγών. Στη συνέχεια, ανέλαβε το σχεδιασμό της εκστρατείας των Εργατικών για τις εκλογές του 1964. Fraser κ.ά., 1968, σ. 78· επίσης, Waite, «Sex ’n’ Drugs». Portelli, «Luigi’s socks», σ. 241. Στο ίδιο, σ. 243-244. Βλ., επίσης, Marwick, Sixties, σ. 624-632. Έντουαρντ Σορτ (Edward Short), γραμματέας εκπαίδευσης στην κυβέρνηση των Εργατικών το 1968, παρατίθεται στο Hoch και Schoenbach, LSE, σ. 240. Fiorella Farinelli, στο Passerini, Autobiography, σ. 29. Τη δεκαετία του 1960, ο αριθμός των φοιτητών αυξήθηκε ραγδαία, με αποτέλεσμα το 1969 να φτάσει τους 615.000 στη Γαλλία, τους 488.000 στην Ιταλία και τους 376.000 στη Δυτική Γερμανία. Για πληρέστερα στοιχεία σχετικά με τον φοιτητικό πληθυσμό στη Δυτική Ευρώπη, βλ. Sassoon, Hundred Years, σ. 393-397. Η καλύτερη ανάλυση του αντεργκράουντ κινήματος περιλαμβάνεται στο Green, Days, καθώς και στο Fountain, Underground· βλ. επίσης, Stansil και Mairowitz (επιμ.), Bamn.
859
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·860
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
860
54. Βλ. Taylor, Against· Minnion και Bolsover (επιμ.), CND Story· Taylor και Young (επιμ.), Campaigns· Liddington, Road, σ. 172-199· Taylor και Pritchard (επιμ.), Protest Makers· Hinton, Protests, σ. 153-181· επίσης Wittner, «Transnational movement», «Nuclear threat», και Resisting· Carter, Peace Movements, σ. 40-84. 55. Taylor, Against, σ. 134. Την περίοδο 1959-60, μια ομάδα της DAC συνεργάστηκε με τον πρόεδρο Κβάμε Νκρούμα της άρτι ανεξαρτητοποιηθείσας Γκάνας, σε μια προσπάθεια να αντιταχθούν στις πυρηνικές δοκιμές της Γαλλίας. 56. Οι διαφωνούντες με την επέμβαση των Σοβιετικών στην Ουγγαρία το 1956 εγκατέλειψαν το CPGB, ιδρύοντας το καλοκαίρι του 1957 το περιοδικό New Reasoner, εκδότες του οποίου ήταν οι ιστορικοί Έντουαρντ Τόμσον και Τζον Σάβιλ· εν τω μεταξύ, νεότεροι σοσιαλιστές διανοούμενοι από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης είχαν ιδρύσει την άνοιξη του ιδίου έτους ένα άλλο περιοδικό, το Universities and Left Review, εκδότες του οποίου ήταν ο Στιούαρτ Χολ, ο Γκάμπριελ Πίρσον (Gabriel Pearson), ο Ράφαελ Σάμιουελ (Raphael Samuel) και ο Τσαρλς Τέιλορ (Charles Taylor). Τον Ιανουάριο του 1960, τα δύο περιοδικά συγχωνεύτηκαν, δημιουργώντας το περιοδικό New Left Review. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, το περιοδικό αυτό επιχορηγούσε τις τοπικές Λέσχες της Νέας Αριστεράς, ο αριθμός των οποίων ήταν περίπου 40 το 1962. Βλ. Kenny, First· Chun, British, σ. 1-64· Archer κ.ά. (επιμ.), Out. 57. Stuart Hall, στο Fraser κ.ά., 1968, σ. 30. 58. Fraser κ.ά., 1968, σ. 35. 59. Η φράση ανήκει στον Ντέιβιντ Γουάιτζρι και περιλαμβάνεται στο Green, Days, σ. 41. Βλ., επίσης, Fountain, Underground, σ. 18. Ο Γουάιτζρι (1947-93) πέρασε απ’όλα όσα μνημονεύονται εδώ. Αποβλήθηκε από το γυμνάσιο σε ηλικία 16 ετών, επειδή έγραψε ένα κείμενο σεξουαλικού περιεχομένου σε κάποιο ανεπίσημο σχολικό περιοδικό, ασχολήθηκε με την τζαζ, τα μπλουζ, την ποίηση των Μπίτνικ, τον Μπρεχτ και τον Μαγιακόφσκι, ενώ αναμίχτηκε με τους Νέους Κομμουνιστές και τους Νέους Σοσιαλιστές του Εργατικού Κόμματος, που είχαν δεχτεί έντονες επιρροές από τον τροτσκισμό, προτού επισκεφθεί τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κούβα το 1966, υποστηρίζοντας το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα στο Νότο και την οργάνωση Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία στο Σικάγο. Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, εντάχθηκε στην οργάνωση Διεθνής Σοσιαλισμός, που αργότερα μετεξελίχτηκε στο Κόμμα των Σοσιαλιστών Εργατών, παρακολούθησε κάποια μαθήματα στην LSE και έγραφε τακτικά άρθρα για το περιοδικό Oz. Επιπλέον, γράφτηκε και στην ιατρική σχολή και έγινε ένας Σοσιαλιστής GP. 60. Miles, στο Green, Days, σ. 72. Ο Μάιλς άλλαξε το 1961 το πατρικό του όνομα, που ήταν Μπάρι (Barry), όταν σπούδαζε στη σχολή Καλών Τεχνών του Τσέλτενχαμ. Στη συνέχεια εξελίχτηκε σε μία από τις σημαντικότερες μορφές του αντεργκράουντ κινήματος, διοργανώνοντας το Φεστιβάλ Ποίησης και ιδρύοντας μαζί με άλλους τους International Times. Το 1964 πήγε στο Λονδίνο και από τον Ιανουάριο του 1965 άρχισε να διευθύνει το τμήμα χαρτόδετων βιβλίων του εκδοτικού οίκου Better Books. Πειραματίστηκε με μικρά περιοδικά, το Bomb (1959) και το Tree (1960), μέχρι το Love Books (1964-65) και το Long Hair (1965), καθώς και το αποτυχημένο East Village Other (1965). Όπως και ο φίλος και συνεργάτης του Τζον Χόπκινς, μπήκε στο χώρο αυτό εν μέρει μέσω της Εκστρατείας για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό (CND). Συναντήθηκε με τη μέλλουσα γυναίκα του Σου Μάιλς (Sue Miles) σε ένα πάρτι της CND. «Για πολλούς από μας, το πιο σπουδαίο με τη CND ήταν το ότι μας έβγαλε από τις μικρές μας πόλεις». Βλ. Green, Days, σ. 25. 61. Robin Blackburn στο Fraser κ.ά., 1968, σ. 169. Για περισσότερα στοιχεία, βλ. Cooper (επιμ.), Dialectics· Frith και Horne, Art into Pop· Paget, True Stories? σ. 59-76· Laing, «Banging in»· Crisell, «Filth»· Itzin, Stages· Hewison, Too Much· Hall και Whannel, Popular Arts. Υπάρχουν πολλές και σημαντικές λεπτομέρειες στο Marwick, Sixties, το οποίο, κατά τα λοιπά, είναι ένα μονόπλευρο και όχι τόσο καλά ενημερωμένο βιβλίο. 62. Η ανάλυση βασίζεται στο Skilling, Czechoslovakia’s Interrupted· Williams, Prague Spring· Remington (επιμ.), Winter· Golan, Reform Rule· Kramer, «Czechoslovak Crisis»· Mylnar, Night Frost· Smrkovsky´, «How». 63. Ο Γιόζεφ Σμρκόφσκι (1911-74) εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας το 1932, έγινε αρ-
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·861
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
64.
65.
66. 67.
68. 69.
70. 71. 72.
χηγός του αντιστασιακού κινήματος κατά των ναζί και οργάνωσε την Εξέγερση της Πράγας το 1945. Φυλακίστηκε κατά τη διάρκεια των Εκκαθαρίσεων (1951-55), ενώ τη δεκαετία του 1960 έγινε και πάλι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Πρόεδρος της Εθνικής Συνέλευσης από τις 8 Απριλίου 1968, υποστήριξε με θέρμη τις μεταρρυθμίσεις και ταυτόχρονα υπερασπίστηκε τον ηγετικό ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος, αποτελώντας ένα σημαντικό κρίκο ανάμεσα στο τελευταίο και στον κόσμο μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου. Επιπλέον, συμμετείχε στην τετραμελή ομάδα διαπραγματευτών που συνομιλούσε με τη σοβιετική ηγεσία μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου. Ο Ζντένεκ Μλινάρ (1930-) ήταν επικεφαλής μιας ομάδας σοφών, που συγκροτήθηκε ειδικά το φθινόπωρο του 1966 για να μελετήσει το πολιτικό σύστημα του σοσιαλισμού. Η ομάδα αυτή επηρέασε σημαντικά τους πρωταγωνιστές της Άνοιξης της Πράγας, ιδιαίτερα μέσω της κριτικής που άσκησε στην προσωπολατρία και των προτάσεών της σχετικά με το καθεστώς της ομοσπονδίας. Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής από το 1964, ο Μλινάρ έγινε μέλος της Γραμματείας του KSCˇ κατά τη διάρκεια των αλλαγών του Απριλίου του 1968, υποστηρίζοντας τη ριζική μεταρρύθμιση του συστήματος μέσω ενός ρεαλιστικού modus operandi. Το προεδρείο του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας και η σοβιετική ηγεσία βρίσκονταν σε συνεχείς διαπραγματεύσεις από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούλιο, μέσω του Σοβιετικού πρεσβευτή Στεπάν Τσερβονένκο, απευθείας με τον ίδιο τον Μπρέζνιεφ, και μέσα από μια σειρά συναντήσεων ανωτάτου επιπέδου που κορυφώθηκαν στις 29 Ιουλίου σε μια σύνοδο στην πόλη Τσιερνά ναντ Τισού στα ουκρανικά σύνορα. Το Literární listy ιδίως με την κριτική που ασκούσε κάθε εβδομάδα στην κυβέρνηση, με τα άρθρα των Αντονίν Λιμ (Antonín Liehm), Γιάροσλαβ Σεντίβι (Yaroslav Sedivy y´) και Βάτσλαβ Κλάους με το συλλογικό ψευδώνυμο Νταλιμίλ (Dalimil), έγινε κόκκινο πανί για τον Μπρέζνιεφ και τη σοβιετική ηγεσία. Στους κόλπους της κυβέρνησης, ο Τσέστμιρ Τσίζαρ, ως γραμματέας για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την επιστήμη, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, και ο Γίρζι Πέλικαν, ως επικεφαλής της τηλεόρασης, συνέβαλαν αποφασιστικά στον εκδημοκρατισμό της χώρας. Williams, Prague Spring, σ. 78. Στο ίδιο, σ. 100. Ο Κοσίγκιν συνέχισε: «Τα μόνα σύνορά μας είναι τα σύνορα με τη Δύση… Είναι τα σύνορα που χαράχτηκαν μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, είναι τα σύνορα από τα οποία δεν θα υποχωρήσουμε ποτέ. Σας το λέω ανοιχτά». Smrkovsky´, «How», σ. 100-103. ˇ ήταν ο Βαζίλ Μπίλακ (Vasil Bilak), o Ντράχονιρ Κόλντερ Τα συντηρητικά μέλη του προεδρείο του KSC (Drahonir Kolder), o Γιαν Πίλερ (Jan Piller), o Φράντισεκ Μπάρμπιρεκ (Frantisˇek Barbirek), ο Όλντριτς Σβέστκα (Oldrˇich Svestka) και ο Εμίλ Ρίγκο (Emil Rigo), καθώς και οι γραμματείς Αλόις Ίντρα (Alois Indra), Γιόζεφ Λέναρτ (Josef Lenárt), ο Αντονίν Κάπεκ (Antonin Kapek) και ο Στεφάν Σαντόφσκι (Stefan Sádovsky´). Η ομάδα αυτή έδινε μεγάλη σημασία στην πίεση από τα κάτω προκειμένου να υποχρεώσουν τους μεταρρυθμιστές να υποχωρήσουν. Στην προσπάθειά του να επιβάλει στο KSCˇ μια πιο πειθαρχημένη ηγεσία απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, ο Μπρέζνιεφ είχε προτείνει νωρίτερα στον Σμρκόφσκι να συνεργαστεί, αλλά εκείνος αρνήθηκε, υποστηρίζοντας τον Ντούμπτσεκ και τους άλλους μεταρρυθμιστές. Βλ. Smrkovsky´, «How», σ. 403. Skilling, Czechoslovakia’s Interrupted, σ. 217-221. Στο ίδιο, σ. 613. Στην Τσιέρνα, στις 29 Ιουλίου, ο Μπρέζνιεφ έλαβε μυστικά αίτημα από τον Κάπεκ για σοβιετική επέμβαση. Όταν θα ξεκινούσε η επέμβαση, οι αντιμεταρρυθμιστές θα έπρεπε να καταλάβουν το προεδρείο στο όνομα των «Επαναστατών Εργατών και της Κυβέρνησης των Αγροτών», έχοντας ως πρότυπο το καθεστώς που επιβλήθηκε στην Ουγγαρία μετά τον Νοέμβριο του 1956. Όταν έφτασε η κρίσιμη στιγμή, η συνωμοσία κατέρρευσε: ο Μπίλακ και ο Ίντρα βρήκαν καταφύγιο στη σοβιετική πρεσβεία, ο Κάπεκ αποσύρθηκε στην ντάτσα του, ο Πίλερ έφυγε από την Πράγα για το Κλάντνο και ο Κόλντερ κλειδώθηκε μ’ ένα μπουκάλι. Η ομάδα του Μπίλακ είχε αποτύχει να πάρει τον έλεγχο στην ή στην Μπρατισλάβα.
861
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·862
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
862
73. Ο Γκούσταβ Χούζακ (1913-91) έγινε μέλος του KSCˇ το 1929, συμμετείχε στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Σλοβακίας το 1945-49. Το 1951 συνελήφθη ως εθνικιστής για να αναδυθεί και πάλι το 1960 επί εποχής Νορότνι (Norotny), οπότε υπήρξε μια περιορισμένη αποκατάσταση των διαφωνούντων. Τον Δεκέμβριο του 1967 συντάχθηκε με τον Ντούμπτσεκ, συμβάλλοντας αποφασιστικά στις δημοκρατικές πολιτικές εξελίξεις της Σλοβακίας. Ήταν ο πρώτος που «σάλπισε το μήνυμα του εκδημοκρατισμού της χώρας το 1968» μέσα από το εβδομαδιαίο περιοδικό των Σλοβάκων συγγραφέων Kultúrny zivot στις 12 Ιανουαρίου. Τον Απρίλιο συμμετείχε στη νέα κυβέρνηση του Τσέρνικ ως η τρίτη πιο δημοφιλής προσωπικότητα της Σλοβακίας μετά τον Ντούμπτσεκ και τον Σβόμποντα. Παρότι αρχικά ήταν πολέμιος της σοβιετικής εισβολής, ανέλαβε την εξουσία και επέβλεψε τη διαδικασία εξομάλυνσης του καθεστώτος. Ήταν επικεφαλής του KSCˇ (1969-87) και πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας (1975-89). Βλ. Williams, Prague Spring, σ. 48-49. 74. Μεταξύ των 5.469 κομματικών πυρήνων, που είχαν ταχθεί ανοιχτά υπέρ των μεταρρυθμίσεων, 220.000 μέλη του κόμματος αποπέμφθηκαν. Βλ. Williams, Prague Spring, σ. 226-236. 75. Στο ίδιο, σ. 241. 76. Waterman, «Hopeful Traveller», σ. 180. Γεννημένος το 1936, ο Γουότερμαν, γιος Λονδρέζων Εβραίων κομμουνιστών (η μητέρα του καταγόταν από μια οικογένεια καταστηματαρχών του Ιστ Εντ και ο πατέρας του ήταν παράνομος Πολωνός μετανάστης), εργάστηκε για τη Διεθνή Φοιτητική Ένωση, η οποία έδρευε στην Πράγα (1955-58) και στη συνέχεια, για το Εκπαιδευτικό Τμήμα της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Συνδικαλιστικών Ενώσεων (επίσης στην Πράγα, 1966-69), προτού αποχωρήσει από το CPGB το 1970. 77. Οι φιλομεταρρυθμιστικές αντιπροσωπείες του PCI, ο γενικός γραμματέας του οποίου, ο Λουίτζι Λόνγκο, βρισκόταν στη Μόσχα κατά τη διάρκεια της επέμβασης, και του PCE αγνοήθηκαν. Ο βασικός Σοβιετικός ινστρούχτορας, ο Μιχαήλ Σουσλόφ, μίλησε περιφρονητικά για το ισπανικό κόμμα, λέγοντας ότι πρόκειται για «ένα μικρό κόμμα που δεν έχει καμία απολύτως δύναμη», Middlemas, Power, σ. 250. Πολύ λίγα κομμουνιστικά κόμματα υποστήριξαν τη σοβιετική εισβολή. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν αυτά του Λουξεμβούργου, της Κύπρου, της Πορτογαλίας και της Δυτικής Γερμανίας. Αντίθετα, τα κομμουνιστικά κόμματα της Ολλανδίας, της Βρετανίας, της Σουηδίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας καταδίκασαν ανοιχτά την εισβολή. 78. Triska, «Eurocommunism», σ. 73-75. 79. Αυτή ήταν η περίφημη θέση που υποστήριξε ο Σαρτρ, Communists, η οποία αρχικά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Les Temps Mοdernes, τεύχ. 81 (Ιούλιος 1952), τεύχ. 84-85 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1952), τεύχ. 101 (Απρίλιος 1954) και 89 (Απρίλιος 1953). Βλ., επίσης, Rossanda, «Revolutionary intellectuals». 80. Rossanda, «Power», σ. 5. 81. Στην Πολωνία, το περιοδικό Pro prostu, που εξέδιδε το 1955-57 ο Κολακόφσκι, σηματοδότησε ένα μεγαλύτερο πολιτισμικό πλουραλισμό· η φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος διακόπηκε απότομα τον Μάρτιο του 1968 με τη λήψη κατασταλτικών μέτρων στα πανεπιστήμια, τα οποία τελικά οδήγησαν στην παραίτηση και την εξορία του Κολακόφσκι. Στη Γιουγκοσλαβία, ο κύκλος των διανοουμένων περί το περιοδικό Praxis (ιδρύθηκε το 1963-64), δέχτηκε μεγάλες πιέσεις μετά τη λήψη σκληρότερων μέτρων εναντίον των φοιτητικών διαδηλώσεων το καλοκαίρι του 1968. Οι «Οκτώ του Βελιγραδίου» αποπέμφθηκαν από το πανεπιστήμιο, ενώ το περιοδικό έκλεισε οριστικά το 1975. Στην Τσεχοσλοβακία, οι συνθήκες, που ευνοούσαν την καλλιέργεια μιας κριτικής μαρξιστικής σκέψης, έπαψαν να υφίστανται τον Αύγουστο του 1968. Για το έργο του Καστοριάδη και του Λεφόρ, βλ. van der Linden, «Socialisme». Για μια γενικότερη άποψη: Anderson, Considerations, Arguments και In the Tracks· Khilnani, Arguing Revolution, σ. 49-117. 82. Βλ. ιδίως Cockburn και Blackburn (επιμ.), Student Power. 83. Τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ήταν η Φράξια Κόκκινος Στρατός και οι Επαναστατικοί Πυρήνες (ιδρύθηκαν το 1968 και το 1973 αντίστοιχα) στη Δυτική Γερμανία, και οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και η Πρώτη Γραμμή (το 1969 και το 1976) στην Ιταλία. Κατά τα άλλα, η τρομοκρατία απέκτησε λαϊκό έρεισμα μόνο στην περιοχή των Βάσκων μέσω της οργάνωσης Euskadi Ta Askatasuna ή Βασκική Πατρίδα και Ελευ-
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·863
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
θερία (ΕΤΑ)· στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου η καταπίεση του κινήματος Πολιτικά Δικαιώματα των Καθολικών το 1968-69 οδήγησε στην αναβίωση του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA). 84. Βλ. Dutschke, Mein langer Marsch. 85. Βλ. Williams (επιμ.), May Day Manifesto· Chun, British, σ. 86-87· Kenny, First, σ. 158-162. Το Manifesto (το οποίο δεν έκανε καμία αναφορά στις γυναίκες) ξεπεράστηκε από το νέο γυναικείο κίνημα που αναπτύχθηκε το 1969-71. Βλ. Swindells και Jardine, What’s Left?
Κεφάλαιο 22: Ο φεμινισμός: Ξαναδίνοντας το φύλο στην Αριστερά (σ. ) 1. Rowbotham, «Beginnings», σ. 36. 2. Μια Γαλλίδα αγωνίστρια, που γράφει τις απόψεις της στην πρώτη γαλλική φεμινιστική εφημερίδα Le Torchon brûle (Το φλεγόμενο ξεσκονόπανο), τεύχ. 2 (1971), παρατίθεται στο Duchen, Feminism, σ. 7. Το αποκαλυπτικό δυναμικό των εμπειριών αυτών που σχετίζονται με το σεξισμό (σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία), περιγράφεται καλά στο Marwick, Sixties, σ. 679-700. 3. Για μια έντυπη έκδοση του λόγου της Χέλκε Ζάντερς, βλ. Altbach κ.ά. (επιμ.), German Feminism, σ. 307310. Έχω τροποποιήσει κάπως τη μετάφραση. 4. Ανατυπώθηκε στο Miermeister και Staadt (επιμ.), Provokationen, σ. 223. Το όνομα Weiberrat μεταφράστηκε προσεγγιστικά ως «Επιτροπή Γκόμενας». 5. Βλ. Duchen, Women’s Rights και Feminism· Jensen, «Representations»· Duchen (επιμ.), French Connections· Moi (επιμ.), French Feminist· Marks και de Courtivron (επιμ.), New French. 6. Βλ. Bono και Kent (επιμ.), Italian Feminist· Beccalli, «Modern women’s». Η ιταλική περίπτωση περιπλεκόταν ακόμη περισσότερο από την ύπαρξη της UDI, η οποία ήταν πολιτικά ευθυγραμμισμένη με το PCI. Επρόκειτο για μια μαζικότατη οργάνωση, η οποία το 1963 διέθετε γύρω στα 200.000 μέλη και, με εξαίρεση τις σκανδιναβικές χώρες, ήταν η πιο μεγάλη από τις παλιότερες οργανώσεις για την ισότητα των δύο φύλων. 7. Για μια γενικότερη ανάλυση της καταγωγής του κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών, βλ. Fraser κ.ά., 1968, σ. 340-347· Sassoon, Hundred Years, σ. 427-440· Jensen, «Representations», σ. 73-91· Maleck-Levy και Maleck, «Women’s Movement», σ. 374-385 (με κάποιες ανακρίβειες). 8. Ali, Street Fighting, σ. 232-234· Rowbotham, «Beginnings», σ. 35. 9. Coote και Campbell, Sweet Freedom, σ. 7. 10. Christianson, «Making choices». Η οργάνωση για την Υπεράσπιση της Λογοτεχνικής και Καλλιτεχνικής Εταιρείας (Defence of Literature and the Arts Society)συγκροτήθηκε το 1968 από τον Τζον Κάλντερ (John Calder), Βρετανό εκδότη και πρωτοποριακό συγγραφέα. Ο Κάλντερ οργάνωσε τη συνδιάσκεψη των συγγραφέων στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου (Αύγουστος 1962) και αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη διεθνή πρωτοπορία και στο λονδρέζικο αντεργκράουντ κίνημα. Η «υπόθεση των φακέλων» αναπτύχθηκε το 1969-70, όταν ήρθαν στο φως στοιχεία για την πολιτική επιτήρηση των φοιτητών κατά τη διάρκεια καταλήψεων διαμαρτυρίας στο Γουόρικ και σε άλλα πανεπιστήμια, προκαλώντας μια σειρά άμεσων δράσεων. Βλ. Thompson (επιμ.), Warwick. 11. Η Τζούλιετ Μίτσελ ήταν μέλος του Συμβουλίου του περιοδικού New Left Review και συγγραφέας των έργων Women: The Longest Revolution, που αρχικά δημοσιεύτηκε στο τεύχος 40 του NLR (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1966), και Women’s Estate, δύο πρώιμα κείμενα του νέου βρετανικού φεμινισμού. Ο τίτλος του πρώτου ήταν ένα παιχνίδι πάνω σε ένα βασικό έργο της βρετανικής Νέας Αριστεράς, «μικρός φόρος τιμής σε μια κληρονομιά». Βλ. Williams, Long Revolution, και το σχόλιο της Mitchell στο Wador (επιμ.), Once, σ. 111. 12. Βλ. το κείμενο της Ομάδας Γυναικών του Μπελσάιζ Λέιν «Nine Years», σ. 566· Audrey Battersby, στο Wandor, Once, σ. 115. 114. 13. Wandor (επιμ.), Once, σ. 90· τα πρώτα παραθέματα που δεν αποδίδονται σε κάποιον είναι της Κάθριν Χολ (Catherine Hall) και της Τζάνετ Χέιντλι (Janet Hadley) (σ. 174, 177). Λίγες ήταν οι μεγαλύτερες σε ηλικία
863
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·864
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
14.
15. 16.
17. 18.
19.
20.
21. 864
γυναίκες που παρευρίσκονταν, όπως η δικηγόρος Ράγια Λέβιν (Raya Levin, γενν. 1915, Ρωσία), κομμουνίστρια που συμμετείχε ενεργά στη CND. Είχε έρθει στη Βρετανία το 1936 μετά από σύντομη παραμονή στην Ελβετία, στην Αυστρία, στην Παλαιστίνη, στη Χαϊδελβέργη και το Παρίσι. Χαρακτηριστικοί τύποι της Αριστεράς, της οποίας την παράδοση είχαν ασπαστεί μέσα από τα διάφορα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής και το ριζοσπαστισμό των φοιτητικών οργανώσεων. Η Βαλ Τσάρλτον (Val Charlton, γενν. 1942) προερχόταν από την ύπαιθρο του Γιόρκσερ· μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου και τελείωσε το σχολείο. Το 1965 γνώρισε έναν άντρα που καταγόταν από οικογένεια κομμουνιστών· το 1968 συνελήφθη από την αστυνομία σε μία διαδήλωση κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και στη συνέχεια εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Η Κάθριν Χολ (γενν. 1945) ήταν στο πτυχίο όταν συμμετείχε στο φοιτητικό κίνημα του Μπέρμιγχαμ, όπου το 1969 ίδρυσε μια γυναικεία οργάνωση. Εργαζόμενη ως υπάλληλος τραπέζης και με εξαιρετικές επιδόσεις σε ένα κολέγιο κοντά στην LSE, η Τζάνετ Χέιντλι (γενν. 1950) στα φοιτητικά της χρόνια ήταν ακτιβίστρια και είχε στενή σχέση με τα ριζοσπαστικά πολιτικά κινήματα των μαύρων. Η Σάλι Αλεξάντερ (Sally Alexander, γενν. 1943) σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης και συμμετείχε σε ένα αριστερό καλλιτεχνικό δίκτυο, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην ίδρυση του Black Dwarf το 1968· την επόμενη χρονιά πήγε στο Κολέγιο Ράσκιν (μία από τις δύο γυναίκες ανάμεσα σε εκατό άντρες συνδικαλιστές) και συμμετείχε στη διοργάνωση της Συνδιάσκεψης του 1970. Η Τσάρλτον, η Χολ και η Αλεξάντερ ήταν όλες τους μητέρες. Η Δεύτερη Συνδιάσκεψη, που έγινε τον Σεπτέμβριο του 1971 στο Σκέγκνες, σημαδεύτηκε από τις έντονες φατριαστικές κινήσεις –οι μαοϊστές κατάφεραν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την ατζέντα της συνάντησης–, με συνέπεια να διαλυθεί η Εθνική Συντονιστική Επιτροπή (National Coordinating Committee). Η Δέκατη Εθνική Συνδιάσκεψη για την Απελευθέρωση των Γυναικών (Tenth National Women’s Liberation Conference), που διοργανώθηκε στο Μπέρμιγχαμ το 1978, ήταν η τελευταία, μια και οι διαμάχες για τη σεξουαλικότητα αποδείχτηκαν ανυπέρβλητες. Ο σεκταρισμός αποτέλεσε την κύρια αιτία για την αποτυχία των Γυναικείων και Σοσιαλιστικών Συνδιασκέψεων που έγιναν το 1972-79. Ομάδα Γυναικών του Μπελσάιζ Λέιν, «Nine Years Together», σ. 562. Στο ίδιο, σ. 565. Οι καταβολές των αγωνιστριών της οργάνωσης για την Απελευθέρωση των Γυναικών στο Παρίσι ήταν παρόμοιες: γεννημένες τη δεκαετία του 1940, προερχόμενες από διάφορες κοινωνικές τάξεις, με υψηλή μόρφωση και πολιτικά ενεργούς σε διάφορες οργανώσεις της εναλλακτικής Αριστεράς, το φοιτητικό κίνημα και τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά του Πολέμου στην Αλγερία. Τα 3/4 προέρχονταν από οικογένειες, όπου η μητέρα εργαζόταν. Ήταν ελαφρά νεότερες από τις γυναίκες που συμμετείχαν στην οργάνωση του Μπελσάιζ Λέιν, ενώ πολύ λίγες είχαν παιδιά. Βλ. Duchen, Women’s Rights, σ. 207. Sheila Rowbotham, στο Wandor (επιμ.), Once, σ. 36. Μια ανάλογη σειρά γεγονότων σε άλλες χώρες συνέβαλε στη συγκρότηση της «παράδοσης δημιουργίας ταυτοτήτων του κινήματος». Στη Γαλλία, η παράδοση αυτή περιλάμβανε τις «φεμινιστικές επιθέσεις στην Arc de Triomphe, στη φυλακή Petite Roquette την εποχή της δίκης του Αλέν Zεσμάρ και τη θεαματική επίθεση εναντίον των Etats Généraux του περιοδικού Elle· όλες αυτές οι δράσεις πραγματοποιήθηκαν το φθινόπωρο του 1970». Βλ. Jensen, «Representations», σ. 78. Οι γυναίκες εργαζόμενες στην αυτοκινητοβιομηχανία Ford δεν εξομοιώθηκαν πλήρως με τους άντρες και συνέχισαν να θεωρούνται ανειδίκευτες. 17 χρόνια αργότερα, το χειμώνα του 1984, διεκδίκησαν εκ νέου «ίση αμοιβή για ίση εργασία» στη βαθμίδα των ημιειδικευμένων εργατών, πετυχαίνοντας να δικαιωθούν στις 25 Απριλίου 1985. O’Sullivan, «Passionate beginnings», σ. 55. Η Σου Ο’Σάλιβαν (Sue O’Sullivan, γενν. 1941, Ηνωμένες Πολιτείες) ήρθε στη Βρετανία το 1961, συμμετείχε στη CND, συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Εταιρείας της LSE και επέστρεψε στη Νέα Υόρκη το 1965-67 χωρίς να πάψει να κινείται στους κύκλους της επαναστατικής Αριστεράς και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού· το 1968 απέκτησε ένα παιδί, ενώ το 1969 βοήθησε στην ίδρυση της ομάδας του Τάφνελ Παρκ. Στο ίδιο, σ. 56, όπου παρατίθεται το αναδρομικό φυλλάδιο των διαδηλωτών Why Miss World? Βλ. επίσης Coote και Campbell, Sweet Freedom, σ. 15.
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·865
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
22. Το γιγαντιαίο παπούτσι κατασκευάστηκε από παπιέ μασέ από τη Βαλ Τσάρλτον (βλ. σημ. 13). Βλ. επίσης Rowbotham, Century, σ. 399. 23. Rowbotham, «Making tracks», σ. 80. Μία από τις καλύτερες αναλύσεις είναι το Segal, «Local experience», στο Ίσλινγκτον· Rowbotham, «Women», στο Ίσλινγκτον-Χάκνι· και η Ομάδα Γυναικών του Μπελσάιζ Λέιν, «Nine Years». 24. Duchen, Feminism, σ. 120. 25. Στο ίδιο, σ. 9. 26. Rowbotham, Century, σ. 408. Βλ. επίσης Itzin, Stages· Wandor, Carry on και Look Back. 27. Lumley, States, σ. 326. 28. H Χέιζελ Γκαλμπρέιθ (Hazel Galbraith) περιγράφει την ομάδα Πέκαμ Ράι (Peckham Rye), μία από τις πρώτες οργανώσεις για την Απελευθέρωση των Γυναικών. Παρατίθεται στο Coote και Campbell, Sweet Freedom, σ. 25. 29. Το Εργαστήρι για την Απελευθέρωση των Γυναικών του Λονδίνου ήταν μια ομοσπονδία, στην οποία συμμετείχαν πολλές οργανώσεις. Το Εργαστήρι έστελνε αντιπροσώπους απ’ όλες τις πόλεις στις συναντήσεις των οργανώσεων αυτών. 30. Rowbotham, Century, σ. 431. 31. Στο ίδιο, σ. 426, 429. 32. Coote και Campbell, Sweet Freedom, σ. 250. 33. Στο ίδιο, σ. 224. 34. Στο ίδιο. 35. Το Δικαστήριο των Βριξελών συστήθηκε έχοντας ως πρότυπο το Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου του Ειρηνιστικού Ιδρύματος Μπέρτραντ Ράσελ, με σκοπό να αποτελέσει μια απάντηση στη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τη Δεκαετία των Γυναικών που διοργανώθηκε στην Πόλη του Μεξικού. Το Δικαστήριο αντιπαρέθεσε την Απελευθέρωση των Γυναικών στις επίσημες αντιπροσωπείες των κομμάτων και των κυβερνήσεων που συμμετείχαν στη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών. Στη βασική της ομιλία προς τις συνέδρους, η Σιμόν ντε Μποβουάρ (Simone de Beauvoir) αντιτάχθηκε στους στόχους ενσωμάτωσης της «Γυναίκας στην κοινωνία των αντρών» και χαιρέτησε την έναρξη μιας προσπάθειας για τη «ριζική αποαποικιοποίησή της». Πάνω από 2.000 γυναίκες από 40 χώρες συζήτησαν διάφορα ζητήματα, από την υποχρεωτική μητρότητα, την υποχρεωτική ετεροφυλοφιλία και την κλειτοριδεκτομή μέχρι την κακοποίηση των παιδιών, την αιμομιξία και το βιασμό». Το Δικαστήριο μίλησε χωρίς περιστροφές για θέματα σχετικά με την άσκηση σεξουαλικής βίας. Βλ. Anderson και Zinser, History, 2: 422. 36. Markovits και Gorski, German Left, σ. 92. Από την άλλη πλευρά, με το να ζητάει την άσκηση λογοκρισίας και να υπαινίσσεται την ενίσχυση των εξουσιών της αστυνομίας, η εκστρατεία κατά της πορνογραφίας έκανε περισσότερο προβληματικές τις συμμαχίες με τις δυνάμεις της ευρύτερης Αριστεράς. 37. Βλ. ιδίως το φυλλάδιο Maria Rosa Dalla Costa, The Power of Women and the Subversion of the Community (1972). 38. Kaplan, Contemporary Western, σ. 156. 39. Βλ. γενικώς Lovenduski και Outshoorn (επιμ.), New Politics. 40. Η ίδια τακτική επαναλήφθηκε το 1979 στην Ισπανία, όταν 1.200 γυναίκες δημοσίευσαν την κοινή δήλωση «Έκανα κι εγώ άμβλωση», εις ένδειξη αλληλεγγύης σε εννέα γυναίκες που δικάζονταν στο Μπιλμπάο. Για την περίπτωση του Μπομπινί, βλ. Marwick, Sixties, σ. 702-712. 41. Lumley, States, σ. 321-325· Caldwell, «Church» και «Abortion»· Tarrow, Democracy, σ. 326-330. 42. Boston Women’s Health Book Collective, Our Bodies, Ourselves (Νέα Υόρκη 1970). 43. Lumley, States, σ. 223. 44. Βλ. τις αναλύσεις στην Υποομάδα Επιστήμης και Τεχνολογίας, «In the Wake». 45. Για το γυναικείο κίνημα στις ΗΠΑ, βλ. Evans, Personal Politics· Echols, Daring· Rosen, World. 46. Βλ. Bennett και Nichols, «We are». Το Barreno, Horta και da Costa, New Portuguese Letters (Λονδίνο 1975· 1η έκδ., Λισαβόνα 1973) αποτέλεσε το ιδρυτικό κείμενο του πορτογαλικού φεμινισμού. Το κείμενο αυτό δεν θα είχε γραφτεί αν δεν είχε προηγηθεί η πενταετής εμπειρία της υπόλοιπης Ευρώπης.
865
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·866
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
47. 48. 49. 50.
51. 52.
53. 54. 55. 56.
57. 58. 59. 60. 61. 62.
63. 64. 65.
Για την Ολλανδία, βλ. Vries, «Feminism». Βλ. Morken και Selle, «Alternative movement», σ. 180. Βλ. van der Ros, «State»· Karvonen και Selle, Women· Skjeie, «Uneven advance». Βλ., επίσης, Tarrow, Democracy, σ. 327-328, και Beccalli, «Modern women’s», σ. 164, για το μικρόκοσμο αυτών των συγκρούσεων στην Ιταλία, στις οποίες περιλαμβάνεται και μια βίαιη διαμάχη ανάμεσα στους άντρες αγωνιστές της Lotta Continua και στους πρώτους διαδηλωτές κατά της απαγόρευσης των αμβλώσεων τον Δεκέμβριο του 1975. Hellman, Journeys, σ. 216· επίσης, Beccalli, «Modern women’s», σ. 164-165. Μέσα από τη στρατηγική συμμαχιών του Τολιάτι και του PCI, η UDI κατάφερε να έχει σημαντική παρουσία στην ιταλική πολιτική σκηνή, με ένα δίκτυο 1.253 τοπικών ομάδων και 84 επαρχιακών γραφείων, καθώς και κεντρικά γραφεία στη Ρώμη για τον καλύτερο έλεγχο των οικονομικών και των ενοικίων της οργάνωσης. Hellman, Journeys, σ. 198. Βλ. Caldwell, «Courses»· Lumley, States, σ. 325-329· βλ. επίσης Beccalli, «Modern women’s», σ. 177-182. Wainwright, Labour, σ. 179. Την περίοδο 1976-78, το PCF πίεζε έντονα τους σοσιαλιστές του Μιτεράν να συνεργαστούν εκλογικά στο πλαίσιο της Ένωσης για την Αριστερά, έχοντας κατά νου τις επόμενες εθνικές εκλογές, αλλά στη διάρκεια του 1978 η στρατηγική αυτή έχασε τη δυναμική της. Βλ. Hellmann, Journeys, σ. 47· Jensen, «French communism»· Jensen και Ross, View, σ. 63-70, 84-89, 199-205, 243-253. Jenson, «Representations», σ. 74· Coquillat, «Achievements»· Kaplan, Contemporary Western, σ. 171-173. Threlfall, «Feminist politics», σ. 125 και «Social policy»· Kaplan, Contemporary Western, σ. 200-210. Το ποσοστό αντιπροσώπευσης των γυναικών στο ολλανδικό Κοινοβούλιο από 9,3% το 1975 έφτασε στο 27,3% το 1989, στο αυστριακό από 7,6% στο 21,9% και στο δυτικογερμανικό από 5,6% στο 16%. Kaplan, Contemporary Western, σ. 41-47, 58, 64, 75, 127, 160, 227, 256· Lovenduski, Women· Karvonen και Selle (επιμ.), Women· Skjeie, «Uneven advance»· Haavio-Mannila (επιμ.), Unfinished Democracy. Kaplan, Contemporary Western, σ. 88-89· Dominelli και Jonsdottir, «Feminist political». Στις 4 Ιανουαρίου 1969, φανατικοί προτεστάντες και βοηθητικοί αστυνομικοί επιτέθηκαν βίαια εναντίον της πορείας υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων που πραγματοποίησε από το Μπέλφαστ στο Ντέρι η κυρίως φοιτητική οργάνωση Λαϊκή Δημοκρατία (People’s Democracy – PD). Έχοντας ως πρότυπο την πορεία Σέλμα στο Μοντγκόμερι που είχε γίνει το 1965, η PD ήλπιζε να επιταχύνει την παρέμβαση της βρετανικής κυβέρνησης εναντίον του προτεσταντικού κράτους της Βόρειας Ιρλανδίας. Μετά την επιδείνωση της κατάστασης, καθώς κλιμακώθηκαν οι επιθέσεις των προτεσταντών εναντίον των καθολικών σε περιοχές του Μπέλφαστ και του Ντέρι, και του υποσκελισμού της PD από τον IRA, τα βρετανικά στρατεύματα επενέβησαν τελικά τον Αύγουστο του 1969. Mullan, «1968». Rowbotham, «Mapping», σ. 15. Για μια ανάλογη επιχειρηματολογία στην περίπτωση των ΗΠΑ, βλ. Rosen, World. Rowbotham, Century, σ. 576.
Κεφάλαιο 23: Κοινωνική τάξη και εργασιακή πολιτική (σ. )
866
1. Στο σημείο αυτό στηρίχτηκα στον Kitschelt, Transformation, σ. 42-43, που βασίζεται στο Στατιστικό Γραφείο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Yearbook of Labour Statistics: Retrospective Edition (Γενεύη 1990). Βλ., επίσης, Ambrosius και Hubbard, Social, σ. 59. Η ανάλυσή μου σε αυτό το κεφάλαιο περιορίζεται στην καπιταλιστική Ευρώπη, αν και η επιχειρηματολογία ισχύει καταρχήν και για τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού πριν από το 1989. 2. Βλ. Sassoon, One Hundred, σ. 652. 3. Βλ. Coriat και Petit, «Deindustrialization»· Elger, «Flexibility»· Amin και Dietrich (επιμ.), Towards· Henry, «New Industrial».
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·867
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
4. Βλ. Jensen κ.ά. (επιμ.), Feminization· Gubbels, «Female labor»· Bakker, «Women’s employment»· Schmidt και Weitzel (επιμ.), Sex Discrimination· Hakim, «Explaining trends» και «Myth». Το 1928-36 χάθηκαν στη Γαλλία 130.000 θέσεις πλήρους απασχόλησης, τις οποίες κατείχαν γυναίκες, αλλά δημιουργήθηκαν 450.000 θέσεις μερικής απασχόλησης. Βλ. Jensen, «Representations», σ. 96. 5. Η βασική κατηγορία των κοινωνικών, προσωπικών και κοινοτικών υπηρεσιών περιλαμβάνει τις οικιακές υπηρεσίες, τη δημόσια διοίκηση, τις υπηρεσίες υγείας, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία. Στην κατηγορία αυτή δεν περιλαμβάνονται όλες οι οικονομικές και επιχειρηματικές υπηρεσίες. 6. Βλ. Allen και Massey (επιμ.), Economy· Massey και Meegan, Anatomy· Hudson, Wrecking και «Rewriting history»· Cooke (επιμ.), Localities· Martin, «Deindustrialization»· Beynon κ.ά., Tale· Foster και Woolfson, «Corporate reconstruction»· Jessop, «Thatcherism». 7. Για τη φύση της αναδιάρθρωσης αυτής, η οποία αποτέλεσε τη μεταφορντική μετάβαση, βλ. Murray, «Fordism»· Lipietz, Towards· Harvey, Condition· Lash και Urry, End και Economics· Amin (επιμ.), PostFordism· Amin και Dietrich (επιμ.), Towards· Hirsch, «From»· Hirst και Zeitlin, «Flexible specialization». 8. Βλ. Panitch, Social Democracy· Taylor, Trade Union· Hall, Governing· Krieger, Reagan και British Politics· Gamble, Britain και Free Economy· Gamble και Walkland, British Party· Fox, History, σ. 373431· Currie, Industrial Politics· Crouch, Politics. 9. Επικεφαλής του νεοϊδρυθέντος Τμήματος Ερευνών του Συντηρητικού Κόμματος μετά το 1945, το οποίο σχεδίασε εκ νέου την πολιτική του κόμματος για τη νέα κεϊνσιανή εποχή, ο Μπάτλερ ήταν ο πιο σημαντικός συντηρητικός πολιτικός της δεκαετίας του 1950. Ο Εργατικός αντίπαλός του ήταν ο Χιου Γκέιτσκελ που διετέλεσε αρχηγός του κόμματός του από το 1955 μέχρι το θάνατό του το 1963. Το 1954, το περιοδικό Economist επινόησε τον όρο μπατσκελισμό (Butskellism), από το επώνυμό τους. Υπήρχαν σαφείς διαφορές μεταξύ των δύο πολιτικών –αν και στη δεξιά πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος, ο Γκέιτσκελ ήταν η προσωποποίηση του συμπαγούς κεϊνσιανισμού της εποχής, ενώ ο Μπάτλερ δεν αποδέχτηκε ποτέ τον βασικό ρόλο του οικονομικού σχεδιασμού που συνεπαγόταν ο τελευταίος–, αλλά ο «μπατσκελισμός» απέδιδε καίρια την πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής. Για την παρουσίαση της προσωπικότητας του Μπάτλερ, βλ. Canadine, «R.A. Butler». 10. Morgan, People’s Peace, σ. 298-305, 324-332, 375-381, 411-420· Taylor, Trade Union, σ. 134-144· Panitch, Social Democracy, σ. 63-165· Middlemas, Politics, σ. 430-463· Fox, History, σ. 387-414· Ludlam, «Norms», σ. 220-229· Regini, «Conditions». 11. Το 1971, ως τμήμα μιας ολομέτωπης επίθεσης εναντίον του συνδικαλιστικού κινήματος, η συντηρητική κυβέρνηση του Έντουαρντ Χιθ ψήφισε το Νόμο περί Εργασιακών Σχέσεων, περιορίζοντας το δικαίωμα της απεργίας μόνο για την περίπτωση μισθολογικών διευθετήσεων-αντίμετρων στον δημόσιο τομέα, με αποτέλεσμα να προκαλέσει μια αλυσίδα επιτυχών βιομηχανικών κινητοποιήσεων από λιμενεργάτες, δημόσιους υπαλλήλους, ταχυδρομικούς, ηλεκτρολόγους, εργάτες ναυπηγείων, ανθρακωρύχους και σιδηροδρομικούς. Στα τέλη του 1972, η κυβέρνηση προσπάθησε να ακολουθήσει μια εισοδηματική πολιτική στο ήδη γνωστό πλαίσιο των αποτυχημένων διαπραγματεύσεων και των θεσμοθετημένων περιορισμών, αλλά 12 μήνες αργότερα οι πολιτικές της είχαν χρεοκοπήσει. Μετά από μια σειρά απεργιακών κινητοποιήσεων στον δημόσιο τομέα από εργαζομένους στο φωταέριο και τα νοσοκομεία, δημοσίους υπαλλήλους και, κυρίως, ανθρακωρύχους, που το χειμώνα του 1973 εργάζονταν μόνο τρεις μέρες την εβδομάδα, ο Χιθ προχώρησε τον Φεβρουάριο του 1974 σε πρόωρες εκλογές με το ερώτημα «Ποιος κυβερνά τη Βρετανία;» και έχασε. 12. Currie, Industrial Politics, σ. 210. 13. Χρονολογούμενη από το 1973, η Εναλλακτική Οικονομική Στρατηγική κατέστη το αντι-πρόγραμμα της Αριστεράς, βασικά στοιχεία του οποίου ήταν ο σχεδιασμός της οικονομίας στο πρότυπο ενός ακραίου κεϊνσιανισμού, οι εθνικοποιήσεις, η αύξηση των δημοσίων δαπανών, οι επενδύσεις στρατηγικού χαρακτήρα και ο περιορισμός των εισαγωγών, που συνδέονταν με την απόρριψη της Κοινής Αγοράς (EEC), την εχθρότητα προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και έναν μερικώς αναγνωρισμένο οικονομικό εθνικισμό. Η πιο έντονη πνευματική κατάθεση μπορεί να βρεθεί στο Holland, Socialist Challenge.
867
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·868
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
868
14. Οι Εργατικοί ήταν αντίθετοι στην EEC, στην οποία είχε ενταχθεί η Βρετανία το 1973 επί κυβερνήσεως Χιθ. Παρότι το Εργατικό Κόμμα είχε υποσχεθεί να αναδιαπραγματευτεί την ένταξη της χώρας στην EEC, η ηγεσία των Γουίλσον και Κάλαχαν ανέκρουσε πρύμναν, ενώ στο δημοψήφισμα που ακολούθησε, οι Βρετανοί υποστήριξαν μαζικά τις φιλοευρωπαϊκές θέσεις, με συνέπεια να περιθωριοποιηθεί η αριστερή πτέρυγα του κόμματος στην κυβέρνηση. Την επόμενη χρονιά, οι όροι του ΔΝΤ προς την κυβέρνηση, βασικό στοιχείο των οποίων ήταν ένα αντιπληθωριστικό πακέτο μέτρων περιορισμού των δημοσίων δαπανών, αποτέλεσαν την αφετηρία εγκατάλειψης του κεϊνσιανισμού. Μετά τις κρίσιμες αποφάσεις του υπουργικού συμβουλίου τον Δεκέμβριο του 1976, οι υποστηρικτές του δεν ανέκαμψαν ποτέ. Για τις συζητήσεις στους κόλπους της βρετανικής Αριστεράς σχετικά με την Ευρώπη, βλ. Newman, Socialism· Nairn, Left. 15. Δήλωση του Φρανκ Κάζενς στο Συνέδριο των Συνδικαλιστικών Ενώσεων (Trades Union Congress) του 1963, στην ίδια ομιλία που παρατέθηκε νωρίτερα. Βλ. Currie, Industrial Politics, σ. 210. 16. Παραθέματα από ομιλίες συνδικαλιστών ηγετών στις ετήσιες συνδιασκέψεις του Εργατικού Κόμματος: Κλάιβ Τζένκινς (Clive Jenkins) (Επιστημονικό, Τεχνικό και Διευθυντικό Προσωπικό, 1965)· Ντάνι ΜακΓκάρβεϊ (Danny McGarvey) (Λεβητοποιοί, 1965)· Φρανκ Κάζενς (1966) και Ντάνι ΜακΓκάρβεϊ (1968). Στο ίδιο, σ. 212. 17. Στο ίδιο, σ. 211. 18. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, η «Ευρεία Αριστερά» κυριάρχησε στο χώρο των βρετανικών συνδικάτων μέσα από πολλούς και ποικίλους συνασπισμούς, κύριος εμπνευστής των οποίων ήταν το CPGB. Καθώς οι συμβάσεις του Ψυχρού Πολέμου άρχισαν να καταρρέουν, τα μεγάλα συνδικάτα μετακινήθηκαν προς την Αριστερά. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν η TGWU και οι συνδικαλιστικές ενώσεις των μηχανικών, των ανθρακωρύχων, των οικοδόμων, των δασκάλων, καθώς επίσης και το αναδυόμενο μέτωπο των συνδικάτων των δημοσίων και των ιδιωτικών υπαλλήλων. Το οργανωτικό κέντρο της Ευρείας Αριστεράς ήταν μια Συντονιστική Επιτροπή, που συγκροτήθηκε το 1967 για να αντιταχθεί στην εισοδηματική πολιτική και τις προτάσεις για τον κρατικό έλεγχο των απεργιών, όπως ήταν ο Νόμος περί Εργασιακών Σχέσεων. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ηγέτες της ήταν ο Χιου Σκάνλον (Hugh Scanlon, πρόεδρος του συνδικάτου των Μηχανικών από το 1967) και ο Τζακ Τζόουνς (γενικός γραμματέας του TGWU, 19681977). Το μαύρο πρόβατο ήταν η EETPU υπό τη σκληρή αντικομμουνιστική ηγεσία των πρώην κομμουνιστών Λες Κάνον (Les Cannon) και Φρανκ Τσαπλ (Frank Chapple), η οποία ήταν ένα συνδικάτο-«παρίας» που ακολουθούσε δεξιές πολιτικές για την επίτευξη καθαρά οικονομικών στόχων. 19. Ludlam, «Norms», σ. 237. 20. Τα στοιχεία μου προέρχονται από τις εξής πηγές: για την ανεργία: Fothergill και Vincent, State, σ. 50-51· Sassoon, One Hundred, σ. 450· Therborn, Why Some, σ. 41, 49, 79. Για τον αριθμό των μελών των συνδικάτων: Bain και Price, Profiles, σ. 38· Berger και Broughton (επιμ.), Force, σ. 272, 107· Sassoon, One Hundred, σ. 655· Wainwright, Labour, σ. 242. 21. Wainwright, Labour, σ. 227. 22. Βλ. στο ίδιο, σ. 206-251· Foster και Woolfson, «Corporate reconstruction». 23. Η πλειονότητα της NALGO και της NUPE, καθώς επίσης και το 1/4 ή και το 1/3 των μελών του GMB ήταν γυναίκες. Σε άλλα μεγάλα συνδικάτα ήταν οργανωμένοι εργαζόμενοι στον τριτογενή ιδιωτικό τομέα: οι Εργάτες Καταστημάτων (USDAW, 438.000 μέλη) και το Επιστημονικό, Τεχνικό και Διευθυντικό Προσωπικό (ASTMS, 432.000). Εξίσου σημαντικές ήταν και οι τέσσερις βιομηχανικές συνδικαλιστικές ενώσεις των ηλεκτρολόγων και υδραυλικών, των οικοδόμων, των ανθρακωρύχων και των απασχολουμένων στις γραφικές τέχνες. Επιπλέον, υπήρχαν και τέσσερα συνδικάτα στο χώρο των υπηρεσιών: των εργαζομένων στα νοσοκομεία, των δασκάλων, των δημοσίων υπαλλήλων και των εργαζομένων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τα στοιχεία (1981-82) προέρχονται από το Fothergill και Vincent, State, σ. 53. Η επιχειρηματολογία σχετικά με τη δυαρχία («η ύπαρξη δύο διαφορετικών συστημάτων βιομηχανικών σχέσεων στη Βρετανία») αναπτύσσεται τεκμηριωμένα στο Lash και Urry, End, σ. 274-279. 24. Οι ισχυρισμοί για μεγαλύτερη δημοκρατία στους κόλπους της EETPU ήταν παραπειστικοί. Το εν λόγω
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·869
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
25. 26.
27.
28.
29. 30. 31. 32. 33.
34.
35.
36. 37. 38.
συνδικάτο ήταν το πιο συγκεντρωτικό σε ολόκληρη τη Βρετανία, αφού αδιαφορούσε καταφανώς για τα κυριαρχικά δικαιώματα των μελών του και δεν ένιωθε την παραμικρή ανάγκη να απολογηθεί στη λαϊκή βάση του. Για μια σύντομη αλλά περιεκτική ανάλυση της ιστορίας και της δομής του συνδικάτου, βλ. Wainwright, Labour, σ. 213-219. το ίδιο, σ. 210. «Ο Έρικ Χάμοντ [Eric Hammond, γενικός γραμματέας της EETPU] αντιμετώπισε τη συζήτηση για τον ελάχιστο μισθό ως ένα είδος δοκιμασίας της συνδικαλιστικής αρρενωπότητας, υποδηλώνοντας ότι οι υπερασπιστές του… κάλυπταν με αυτό τον τρόπο τη δική τους ανικανότητα». Στο ίδιο, σ. 227. Το 1964, για παράδειγμα, το Εργατικό Κόμμα επανήλθε στην κυβέρνηση με σκοπό να εκσυγχρονίσει την οικονομία, δημιουργώντας ένα νέο Τμήμα Οικονομικών Υποθέσεων και αναγγέλλοντας τον Σεπτέμβριο του 1965 το Εθνικό Σχέδιο. Παρότι ο Φρανκ Κάζενς, γενικός γραμματέας του TGWU, διορίστηκε υπουργός Τεχνολογίας, δεν υπήρξε καμία ανάμειξη του TUC στο σχεδιασμό, σε αντίθεση με «τη μεγάλη λεγεώνα των οικονομολόγων και των στατιστικών του Κέμπριτζ και της Οξφόρδης», στην οποία βασίστηκε η κυβέρνηση Γουίλσον. Τον Ιούλιο του 1966, το Εθνικό Σχέδιο εγκαταλείφθηκε και ο Κάζενς υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. Βλ. Morgan, People’s Peace, σ. 245. Πράγματι, υπό τις παρούσες συνθήκες (στους τόπους δουλειάς, στη γειτονιά και στην ατομική ζωή), τα «κοινωνικά γεγονότα» και οι «κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις» συνδέονταν αξεδιάλυτα. Μπορεί η διάκριση ανάμεσα στο «κοινωνικό είναι» και στην «κοινωνική συνείδηση» να προκαλούσε, τουλάχιστον από τυπική άποψη, μια διχοτόμηση των επιλογών σε ό,τι αφορά το πρωτείο του ενός ή του άλλου, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υπήρχε πρόθεση για έναν τόσο αυστηρό ή ιεραρχικό διαχωρισμό. Για μια θεωρητική προσέγγιση της συγκρότησης της εργατικής τάξης και των συναφών συζητήσεων, βλ. Katznelson και Zolberg (επιμ.), Working-Class Formation· Somers, «Workers» και «Narrativity»· Berlanstein (επιμ.), Rethinking· Frader και Rose (επιμ.), Gender· Canning, «Gender» και «Feminist Theory»· Eley και Nield, «Farewell». Η ανάλυση εδώ παρακολουθεί την εξαιρετικά περιεκτική ερμηνεία του Anderson, «Introduction». Βλ., για παράδειγμα, Therborn, «Two-thirds»· Hutton, «Three thirds». Βλ. Jensen κ.ά. (επιμ.), Feminization· del Boca, «Women»· Jensen, «Limits»· Ruggie, «Gender»· Erler, «German paradox»· McDowell, «Women». Βλ. Massey και Meegan, Anatomy· Hudson, Wrecking και «Rewriting History»· Cooke (επιμ.), Localities. Οι εθνικές διαιρέσεις εντοπίζονται νωρίτερα, όπως στην περιοχή του Ρουρ πριν από το 1914 ανάμεσα στους Πολωνούς και στους Γερμανούς εργάτες ή στον μαζικό καταναγκασμό των ξένων εργατών από τους ναζί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Αλλά και η προσκόλληση στο έθνος δεν λείπει, όπως στην περίπτωση των Σκοτσέζων, των Ουαλών, ακόμη και των Ιρλανδών, εργατών που δείχνουν αφοσίωση στη Βρετανία μέσω της ένταξής τους στο Εργατικό Κόμμα. Βλ. Smith, «Politics»· Miles, Migration· Tabili, «We Ask»· Paul, Whitewashing Britain· James και Harris (επιμ.), Inside Babylon· Solomos, Race· Rattansi και Westwood (επιμ.), Racism· Noiriel, French Melting· Wihtol de Wenden κ.ά., «Post-1945 migration»· Herbert, History, σ. 193-254· Bommes κ.ά., «Structural conditions». Για τα παραδείγματα που αναφέρονται, βλ. Fink, «Forward March»· Rosenhaft, Beating και «Communists»· Bell, Sesto San· Balfour, Dictatorship. Για περισσότερα παραδείγματα από τη Βρετανία, βλ. Macintyre, Little Moscows· Wyncoll, Nottingham Labour· Whiting, View· Savage, Dynamics· Marriott, Culture. Για παρόμοια παραδείγματα, βλ. Cronin, «Labor insurgency»· Mallmann, «Milieu». Για μια περίπτωση συγκρότησης της εργατικής τάξης χωρίς τη συμβολή του δημοτικού σοσιαλισμού και των άλλων θεσμών του εργατικού κινήματος, βλ. Waler, Dukeries Transformed. Thompson, «Town», σ. 79-80. Στο ίδιο. Ο Χόμπσμπομ αναφέρει το παράδειγμα του προγράμματος μαζικής στέγασης του Συμβουλίου της Κομητείας του Λονδίνου στην ημιαγροτική περιοχή του Μπέκοντρι κατά το Μεσοπόλεμο, όταν ένας ολόκλη-
869
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·870
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
39. 40. 41. 42.
43. 44. 45. 46.
47.
48. 49.
ρος πληθυσμός 100.000 ανθρώπων εντάχθηκε στην αγορά εργασίας προκειμένου να λειτουργήσει το νέο εργοστάσιο της Ford στο Ντάγκενχαμ. Βλ. Hobsbawm, «Labour», σ. 48. Βλ. Goodwin και Duncan, «Crisis». Στο Kitschelt, Transformation, σ. 40-66, παρουσιάζονται στοιχεία για τη Δυτική Ευρώπη. Βλ., επίσης, Sassoon, One Hundred, σ. 651-657. Kitschelt, Transformation, σ. 45. Η αλλαγή μεγέθους της εργατικής τάξης από μόνη της δεν μπορεί να εξηγήσει τη μεταβολή της δύναμης της Αριστεράς. Η τύχη της Αριστεράς εξαρτιόταν αφενός από μια σειρά πολύπλοκων σχέσεων ανάμεσα στην οικονομία και στις κοινωνικές, πολιτισμικές και θεσμικές ιστορίες συγκρότησης των τάξεων και αφετέρου από τις πολιτικές στρατηγικές των αριστερών κομμάτων. Hobsbawm, Politics, σ. 64. Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από τις σ. 23, 64, 203-205. Crewe, «Disturbing truth»· επίσης, Crewe, «Labour Party» και «Labor Force». Sassoon, One Hundred, σ. 654. Touraine, L’après socialisme· Gorz, Farewell. Για την αντίστοιχη συζήτηση στη Δυτική Γερμανία: Ebbighausen και Tiemann (επιμ.), Ende· και για τη Βρετανία: Hobsbawm κ.ά., Forward March. Για το γενικότερο πλαίσιο: Gerry, «Small enterprises»· Schneider, «In Search»· Merkel, «After». Η συζήτηση στη Βρετανία διεξήχθη μέσα από τις σελίδες της βραχύβιας εφημερίδας του Εργατικού Κόμματος New Socialist από το 1981 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οπότε η εφημερίδα απώλεσε την ανεξαρτησία της. Συνεχίστηκε από το CPGB στο περιοδικό Marxism Today μέχρι το 1991, οπότε και έπαυσε οριστικά. Βλ. Curran (επιμ.), Future· Hall και Jacques (επιμ.), New Times· Hobsbawm, Politics· Hall, Hard Road. Hall και Jacques, εισαγωγή στο New Times, σ. 11. Hobsbawm, Age of Extremes, σ. 303.
Κεφάλαιο 24: Νέα πολιτική, νέοι καιροί: Ξαναφτιάχνοντας το σοσιαλισμό και τη δημοκρατία (σ. )
870
1. Στην προσπάθεια να θεωρητικοποιήσω το χαρακτήρα της μεταφορντικής περιόδου, με βοήθησαν ιδιαιτέρως τα εξής: Lipietz, Towards· Lash και Urry, End και Economics· Harvey, Condition· Murray, «Fordism»· Amin, «Post-Fordism»· Elam, «Puzzling Out»· Hirst και Zeitlin, «Flexible specialization»· Hirsch, «From the Fordist». Για τη διερεύνηση της νέας εποχής που άρχισε το 1968-73, βλ. Hobsbawm, Age of Extremes, σ. 403-432 («The crisis decades»)· και Mazower, Dark Continent, σ. 332-366 («The Social Contract in crisis»). 2. Για τις δύο εκδοχές της επιχειρηματολογίας αυτής: Lösche, «Is the SPD»· και Benton, «Decline». 3. Βλ. Amin και Dietrich (επιμ.), Towards· Gowan και Anderson (επιμ.), Question· Ross, «Confronting»· Marquand, «Reinventing». 4. Ο διάδοχος του Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ (Antonio de Oliveira Salazar), ηγέτη της Πορτογαλίας από το 1932 μέχρι το 1968, ο Καετάνου, ανατράπηκε εξαιτίας των αποτυχημένων αποικιακών πολέμων στην Αγκόλα, τη Γουινέα-Μπισάου και τη Μοζαμβίκη. Μετά την απόφαση του συντηρητικού στρατηγού Αντόνιο Σπινόλα (António Spinola) να δηλώσει (Portugal and the Future) ότι η Πορτογαλία δεν μπορούσε να κερδίσει τους πολέμους αυτούς, ορισμένοι κατώτεροι αξιωματικοί αποκατέστησαν τη δημοκρατία, νομιμοποίησαν τα κόμματα και διόρισαν μια προσωρινή πολιτική κυβέρνηση. Οι Έλληνες συνταγματάρχες επιχείρησαν να ανατρέψουν τη νόμιμη κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Κύπρο και να ενώσουν το νησί με την Ελλάδα αλλά, αντί να διασώσουν την αξιοπιστία τους, όπως πίστευαν, κατέρρευσαν, όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο με πρόσχημα την προστασία των δικαιωμάτων της τουρκικής μειονότητας. Γι’ αυτό και προσκάλεσαν τον εξόριστο στο Παρίσι συντηρητικό πολιτικό Κωνσταντίνο Καραμανλή προκειμένου να εγκαινιάσει μια μορφή περιορισμένης δημοκρατίας, αλλά εκείνος αποκατέστησε πλήρως τις πολιτικές ελευθερίες του ελληνικού λαού. Στην Ισπανία, ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος, ως επίσημος διάδοχος του Φράνκο, εγκατέλειψε τη διαδικασία της περιορισμένης φιλελευθεροποίησης και τον Ιού-
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·871
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
5.
6. 7. 8.
9. 10. 11.
12.
13. 14. 15.
16. 17. 18.
19. 20.
λιο του 1976 διόρισε στη θέση του πρωθυπουργού τον εκσυγχρονιστή συντηρητικό πολιτικό Αντόλφο Σουάρεθ, ο οποίος κατάφερε να διαχειριστεί τη δημοκρατική μετάβαση. Abse, «Italy», σ. 108. Μεταξύ των 953 ονομάτων που αναφέρονταν στη λίστα της P-2, συμπεριλαμβάνονταν 30 στρατηγοί, 8 ναύαρχοι, όλοι οι τέως και οι νυν αρχηγοί των μυστικών υπηρεσιών, διάφοροι ανώτατοι αστυνομικοί, οι δήμαρχοι της Μπρέσα και της Πάρμας, πολλοί και σημαντικοί εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου, ο εκδότης της Corriere della Sera, και 43 βουλευτές. Η ύπαρξη της P-2 αποκαλύφθηκε το 1981. Βλ. Bufacchi και Burgess, Italy, σ. 23. Βλ. Drake, Revolutionary Mystique, σ. 1-17. Για τα τρία άρθρα του Μπερλινγκουέρ στη Rinascita, βλ. Ginsborg, History, σ. 1-17· Sassoon, One Hundred, σ. 574. Amyot, Italian Communist, σ. 203. Τον Ιούλιο του 1970, ο Μπερλινγκουέρ εξήγησε τον αμυντικό σκοπό της στάσης αυτής: «Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι υπάρχουν δυνάμεις που αποβλέπουν συνειδητά στην επιδείνωση της παρούσας κατάστασης, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τις οικονομικές δυσκολίες και την κοινωνική αναστάτωση ως πρόσχημα για να προβούν σε αντιδραστικές, τυχοδιωκτικές και δεξιόστροφες πολιτικές ενέργειες»· σ. 200. Βλ. επίσης Sassoon, Strategy, σ. 209-234· Amyot, Italian Communist, σ. 195-231· Hobsbawm και Napolitano, Italian Road· Hellman, Italian Communism· Middlemas, Power, σ. 147-187· Urban, Moscow, σ. 261-303· Lange, «Crisis». Το πρότυπο ήταν η συνταγματική κρίση του 1958 που έφερε τον Ντε Γκολ στην εξουσία. Βλ. SetonWatson, «Terrorism», σ. 92-95. Sassoon, Hundred Years, σ. 577. Ο όρος επινοήθηκε στις 26 Ιουνίου 1975 από τον Κροάτη δημοσιογράφο Φράνε Μπαρμπιέρι (Frane Barbieri) στην αντικομμουνιστική καθημερινή εφημερίδα Il Giornale Nuovo που ιδρύθηκε από κορυφαίους Ιταλούς δημοσιογράφους για να περιορίσουν την επιρροή της Αριστεράς. Ο Μπερλινγκουέρ τη χρησιμοποίησε σε μια συνάντησή του με τον Ζορζ Μαρσέ στο Παρίσι στις 3.1.1976. Βλ. Levi, «Eurocommunism», σ. 9, 31. Για μια τυπική παρουσίαση της αντικομμουνιστικής απορριψιμότητας, βλ. Johnson, «Myth». Βλ. Ranney και Sartori (επιμ.), Eurocommunism· Aspaturian κ.ά. (επιμ.), Eurocommunism· Leonhard, Eurocommunism· Boggs και Plotke (επιμ.), Politics· Marzani, Promise· Tökes (επιμ.), Eurocommunism· Kindersley (επιμ.), In Search. Sassoon, Hundred Years, σ. 577. Ginsborg, History, σ. 379. Η τρομοκρατία στην Ιταλία –τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς– κατά τη δεκαετία του 1970 ήταν η αγριότερη σε ολόκληρη την Ευρώπη· η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο από τις μεθοδεύσεις των δυνάμεων ασφαλείας. Την περίοδο αυτή καταγράφηκαν 7.866 περιστατικά βίας, στα οποία περιλαμβάνονταν και 362 δολοφονίες (1969-80). Το διάστημα 1976-80, η δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών έφτασε στο αποκορύφωμά της, στηριζόμενη κυρίως στην αλλοτρίωση όχι μόνο των νέων αλλά και πολλών διανοουμένων. Στόχοι τους ήταν μάλλον οι προοδευτικοί άνθρωποι (δικαστές, δημοσιογράφοι και άλλα δημόσια πρόσωπα, πολλά από τα οποία ανήκαν στο PCI) παρά οι επιφανείς εκπρόσωποι της Δεξιάς. Βλ. Sassoon, Hundred Years, σ. 587· Ginsborg, History, σ. 379-387· Lumley, States, σ. 279-293· Silj, Never Again· Wagner-Pacifici, Moro· Drake, Revolutionary Mystique και «Why». Sassoon, Hundred Years, σ. 585. Ginsborg, History, σ. 379. Η scale mobile (μηχανισμός αυτόματης τιμαριθμοποίησης) απέβλεπε στην προστασία των μισθών από τον πληθωρισμό (που τότε ήταν γύρω στο 20%) μέσω αυξήσεων που παρακολουθούσαν το ποσοστό ανόδου του. Sassoon, Hundred Years, σ. 590. Ginsborg, History, σ. 402.
871
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·872
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
872
21. Ο αντισυνταγματάρχης Αντόνιο Τεχέρο Μολίνα (Antonio Tejero Molina) και 200 άντρες της πολιτοφυλακής εισέβαλαν στο Κοινοβούλιο την 23η Φεβρουαρίου 1981, τη μέρα της εγκατάστασης του νέου Ισπανού πρωθυπουργού Λεοπόλδο Κάλβο-Σοτέλο (Leopoldo Calvo-Sotelo). Έχοντας την υποστήριξη ορισμένων στρατηγών και άλλων οπαδών του Φράνκο, το πραξικόπημα δεν πέτυχε την υποστήριξη του βασιλιά Χουάν Κάρλος, η αποφασιστικότητα του οποίου συνέβαλε στο να συσπειρωθεί ο στρατός γύρω από τις δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας. Ο Τεχέρο παραδόθηκε την άλλη μέρα. Για τη μετάβαση της Ισπανίας στη δημοκρατία, βλ. Preston, Triumph· Carr και Fusi, Spain, σ. 206-258. Για το PCE: Middlemas, Power, σ. 214243· Mujal-León, Communism· Carrillo, Dialogue. 22. Camiller, «Spain», σ. 246. 23. Για τον εσωκομματικό σταλινισμό επί Καρίλιο, βλ. ιδιαίτερα Semprun, Communism. 24. Βλ. Johnson, Long March· Ross και Jenson, «France»· Bell και Griddle, French Socialist. 25. Βλ. Middlemas, Power, σ. 111-146· Ross, Workers, σ. 215-335· Jensen και Ross, View· Adereth, French Communist, σ. 238-279· Brown, Socialism· Khilnani, Arguing Revolution, σ. 121-154, 179-186. 26. Η κατάσταση στην Ευρώπη ήταν πιο σύνθετη. Το PCP έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην Πορτογαλική Επανάσταση του 1975-76, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σταθεροποίησε την εκλογική δύναμή του περίπου 15-18%. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Φινλανδίας συμμετείχε σε συμμαχικές κυβερνήσεις μέσω του εκλογικού μετώπου που κατάφερε να συγκροτήσει (1966-70, 1970-71, 1975-76, 1977-82), παίρνοντας εκλογικά ποσοστά, τα οποία κυμαίνονταν από 20% έως 23% σε εφτά εκλογικές αναμετρήσεις (1945-66) και από 16% έως 19% στις επόμενες τέσσερις (1970-79). Σε μικρές χώρες, όπως η Κύπρος και η Ισλανδία, τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν πολύ ισχυρά και συμμετείχαν σε κυβερνήσεις συνασπισμού, με το ΑΚΕΛ να συγκεντρώνει το 32,8% των ψήφων (1981) και το ισλανδικό σε πέντε εκλογές (1971-83) το 17-23%. Το φινλανδικό και το ισλανδικό ήταν μεταξύ των πρώτων και πλέον ισχυρών ευρωκομμουνιστικών κομμάτων. Η στροφή τους μάλιστα στον ευρωκομμουνισμό χρονολογείται από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και τη σοβιετική εισβολή της Τσεχοσλοβακίας. Αντίθετα, το πορτογαλικό και το κυπριακό ήταν σταλινικά. 27. Ginsborg, History, σ. 387-401. 28. Βλ. Golden, Labor Divided· Salvati, «Muddling through»· Regini, «Labour unions». 29. Heywood, «Spanish Left», σ. 67. 30. Daniels και Bull, «Voluntary euthanasia», σ. 4. 31. Για τις υπερεθνικές ζυμώσεις στο στρατόπεδο του ευρωκομμουνισμού και των αριστερών σοσιαλιστών στα τέλη της δεκαετίας του 1970, βλ. Liebich (επιμ.), Future· Nicolic (επιμ.), Socialism· Curran (επιμ.), Future· Il Manifesto (επιμ.), Power· Medvedev, Leninism. 32. Sassoon, Hundred Years, σ. 307-319· Cioc, Pax Atomica, σ. 147-183. 33. Βλ. Markovits και Gorski, German Left, σ. 33-58· Cioc, Pax Anatomica, σ. 116-150· Fichter, SDS· Schneider, Demokratie· Tent, Free University, σ. 277-444. 34. Fraser κ.ά., 1968, σ. 87. 35. Στο ίδιο, σ. 354. 36. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κυριαρχίας, ο Βίλι Μπραντ (1913-92) έζησε στις σκανδιναβικές χώρες, ενώ τη δεκαετία του 1950 ηγήθηκε του SPD στο Δυτικό Βερολίνο. Δήμαρχος του Δυτικού Βερολίνου το 1957-66, αναδείχτηκε σε αντικαγκελάριο και υπουργό Εξωτερικών στον Μεγάλο Συνασπισμό (1966-69) και σε καγκελάριο στο συνασπισμό SPD και FDP (1969-74). Βλ. Braunthal, West Germany· Peterson, «German Social Democrfatic», σ. 187-203. 37. Braunthal, West German, σ. 37-105· Markovits και Gorski, German Left. 38. Βλ. ιδίως Brand et κ.ά., Aufbruch, και Markovits και Gorski, German Left. 39. Οι διαδηλώσεις εναντίον των μεγαλεπήβολων σχεδίων για τη δημιουργία πυρηνικών εργοστασίων στο Βιλ της Βάδης-Βιρτεμβέργης (1973-75), στο Μπρόκντορφ του Κάτω Έλβα (1973-76) και στο Γκορλέμπεν της Κάτω Σαξονίας (1979-80) οδήγησαν στη ριζοσπαστικοποίηση των Πρωτοβουλιών Πολιτών. Το 1977, η Ένωση των Περιβαλλοντικών Πρωτοβουλιών Πολιτών (BBU· ιδρύθηκε το 1972) είχε 950 ομάδες και πάνω από 300.000 μέλη, ενώ η Γερμανική Εταιρεία για την Προστασία της Φύσης και του Περιβάλ-
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·873
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
40. 41.
42. 43. 44. 45.
46. 47. 48.
49. 50. 51. 52. 53. 54. 55. 56. 57.
λοντος (1975) γύρω στα 100.000 μέλη. Το τεράστιο αυτό λαϊκό κίνημα στρεφόταν εναντίον της έλλειψης δημοκρατικών διαδικασιών –γραφειοκρατική λήψη αποφάσεων, διαπλοκή κυβέρνησης και επιχειρήσεων, περιφρόνηση των κομμάτων των αξιόλογων δράσεων της κοινωνίας πολιτών και μαζική χρήση των κατασταλτικών δυνάμεων της αστυνομίας. Νέες συμμαχίες συγκροτήθηκαν όχι μόνο σε τοπικό αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Στο Ανόβερο, 100.000 άνθρωποι διαδήλωσαν εναντίον της κατασκευής ενός πυρηνικού εργοστασίου στο Γκορλέμπεν (Μάρτιος 1979), ενώ 150.000 συγκεντρώθηκαν τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς στη Βόνη. Το 1980, γύρω στα πέντε εκατομμύρια άνθρωποι ήταν γραμμένοι σε 1.138 τοπικές και 130 υπερτοπικές περιβαλλοντικές οργανώσεις. Βλ. Papadakis, Green Movement, σ. 64-70, 77-81· Markovits και Gorski, German Left, σ. 99-106· Hager, Technological Democracy. Cooper, Paradoxes, σ. 151. Μετά από μια συνάντηση του Γάλλου προέδρου, του Δυτικογερμανού καγκελαρίου και του Βρετανού πρωθυπουργού με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ (Jimmy Carter) στη Γουαδελούπη (στις 6.1.1979), το ΝΑΤΟ αποφάσισε να εγκαταστήσει 108 πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς Πέρσινγκ ΙΙ στη Δυτική Γερμανία και 464 πυραύλους εδάφους Κρουζ στη Βρετανία και τις Κάτω Χώρες. Ως απάντηση στην εγκατάσταση των σοβιετικών πυραύλων SS-20 στην Ανατολική Ευρώπη, η κίνηση των Δυτικών αποσκοπούσε στο να υποχρεώσει τη Σοβιετική Ένωση να προσέλθει στις συνομιλίες για τον έλεγχο των εξοπλισμών. Το αποτέλεσμα όμως ήταν να κλιμακωθεί ο Ψυχρός Πόλεμος στην Ευρώπη· η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο από τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν (Δεκέμβριο του 1979) και την εκλογή του αντικομμουνιστή Ρόναλντ Ρέιγκαν στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών τον Νοέμβριο του 1980. Βασικός υποστηρικτής της απόφασης του NATO ήταν ο καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Χέλμουτ Σμιτ (1974-82). Ξεσηκώθηκε ένα τεράστιο ειρηνιστικό κίνημα σε πολλές χώρες του κόσμου και, ιδιαίτερα, στη Δυτική Γερμανία, στην Ολλανδία, στην Ιταλία και τη Βρετανία. Τελικά, οι πύραυλοι αναπτύχθηκαν τον Νοέμβριο του 1983, με άμεσο αποτέλεσμα η ΕΣΣΔ να εγκαταλείψει τις συνομιλίες για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων και να επιστρέψει σε αυτές δύο χρόνια αργότερα (Μάρτιος 1985). Βλ. Herf, War, ιδ. σ. 45-66. Cooper, Paradoxes, σ. 117-210· Markovits και Gorski, German Left, σ. 106-112· Papadakis, Green Movement, σ. 132-156· Herf, War, σ. 67-97. Markovits και Gorski. German Left, σ. 80-87. Katsiaficas, Subversion, σ. 59-110· Papadakis, Green Movement, σ. 113-131· Lyons, «Grassroots» Network. Kolinsky, Parties, σ. 170. Markovits και Gorski, German Left, σ. 86. Η φράση Modell Deutschland (Πρότυπη Γερμανία) αποτελούσε τον κύριο επιθετικό προσδιορισμό της χώρας κατά τη δεκαετία του 1970, όταν αναδείχτηκε σε μοντέλο φιλελεύθερης δημοκρατίας και σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης. Kolinsky, Parties, σ. 170. Markovits και Gorsky, German Left, σ. 71-78· Braunthal, Political Loyalty. Sassoon, Hundred Years, σ. 674-679· Markovits και Gorski, German Left, σ. 189-208· Kolinsky, Parties, σ. 292-338· Hülsberg, German Greens, σ. 77-139· Scharf, German Greens, σ. 64-124· Papadakis, Green Movement, σ. 157-186. Markovits και Gorski, German Left, σ. 189. Στο ίδιο, σ. 107-112. Στο ίδιο, σ. 199, 203. Preston, Triumph· Carr και Fusi, Spain, σ. 206-258. Βλ. Sassoon, Hundred Years, σ. 617-627· Preston, «PCE»· Camiller, «Eclipse». Gillespie, Spanish Socialist, σ. 299-419· επίσης, Share, Dilemmas· Camiller, «Spain», σ. 247-255. Balfour, Dictatorship, σ. 43. Στο ίδιο, σ. 1-14· ιδ. Richards, Time. Balfour, Dictatorship, σ. 62-109.
873
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·874
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
58. 59. 60. 61. 62.
Στο ίδιο, σ. 69. Στο ίδιο, σ. 69. Στο ίδιο, σ. 83. Βλ. Gillespie, Spanish Socialist, σ. 264-298. Για το κοινωνικό προφίλ του PSOE και για στοιχεία σχετικά με τα μέλη και τους εκλογείς του, βλ. Gillespie, «Spanish Socialist», σ. 63-70· επίσης, Camiller, «Spain», σ. 254. 63. Το 1987, η ισπανική οικονομία αναπτυσσόταν ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και το ποσοστό ανεργίας ήταν το ψηλότερο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Βλ. Sassoon, Hundred Years, σ. 627: «Η επιτυχία του Γκονθάλεθ να “εκσυγχρονίσει” την οικονομία της χώρας του ήταν εντυπωσιακή, αν με τον όρο εκσυγχρονισμός εννοούμε την οικονομική αναδιάρθρωση, την αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και τη διαμόρφωση μιας πιο ευέλικτης αγοράς εργασίας. Μεταξύ των συνεπειών του ισπανικού «εκσυγχρονισμού» ήταν ιδίως η μαζική ανεργία των νέων, τα μεγάλα ελλείμματα του δημόσιου τομέα, η μεγάλη διαφθορά και η συχνή υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, της πεσέτας». 64. Camiller, «Spain», σ. 255-262.
Κεφάλαιο 25: Ο Γκορμπατσόφ, το τέλος του κομμουνισμού και οι επαναστάσεις του 1989 (σ. )
874
1. «[…] στα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχε υπολογιστεί ότι ο σοβιετικός αστικός πληθυσμός δαπανούσε 20 δισεκατομμύρια ρούβλια περίπου στην ιδιωτική κατανάλωση και σε ιατρικές και νομικές υπηρεσίες, καθώς επίσης και 7 δισεκατομμύρια σε «φιλοδωρήματα» για να εξασφαλίσει μια ικανοποιητική παροχή υπηρεσιών. Εκείνη την εποχή, το ποσό αυτό αντιστοιχούσε στο σύνολο των εισαγωγών της χώρας», Hobsbawm, Age of Extremes, σ. 385. 2. Στο ίδιο, σ. 376. 3. Για το χαρακτήρα των πολιτικών συστημάτων σοβιετικού τύπου, βλ. Holmes, Politics· Harding (επιμ.), State. 4. Swain και Swain, Eastern Europe, σ. 159. Για την περίοδο της ύφεσης 1962-63 και την έλευση του νέου Ψυχρού Πολέμου το 1978-79, βλ. Edmonds, Soviet Foreign· Gelman, Brezhnev Politburo· Dyson (επιμ.), European Détente· Banchoff, German Problem, σ. 61-96· Hanrieder, Germany, σ. 195-219· Newhouse, Cold Dawn· Haslam, Soviet Union· Prins (επιμ.), Defended· Holloway, Soviet Union. 5. Για όλα αυτά, βλ. Kolankiewicz και Lewis, Poland, σ. 66-82· 101-108, 141-147, 159-162· Green, «Third Round»· Woodall (επιμ.), Policy. 6. Οι μαχητικές εκδηλώσεις της πολωνικής εργατικής τάξης αποτελούσαν συνέχεια της γενικότερης απεργιακής αναταραχής που είχε ξεσπάσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο το 1968-74, καθώς ήταν ανάλογες εκείνων στη Γαλλία το 1968-69 και εκείνων στη Βρετανία το 1969-74. Ωστόσο από την άποψη του μεγέθους και των άλλων βασικών χαρακτηριστικών τους, καθώς επίσης και του γεγονότος ότι σημειώθηκαν σε παρόμοιες πολιτικές συνθήκες καταπίεσης ήταν πιο κοντά στους ισπανικούς εργατικούς αγώνες της περιόδου 196676. Εκτός αυτού, οι κοινωνικές αλλαγές στην Πολωνία έμοιαζαν με εκείνες της Ισπανίας: ο πληθυσμός είχε αυξηθεί περίπου 50% μέσα σε 30 χρόνια (1950-80), με το ποσοστό του αστικού πληθυσμού να αυξάνεται από 24% σε 41%· τον αγροτικό πληθυσμό να μειώνεται από το 54% στο 31%, τη βιομηχανία να απασχολεί το 39% του οικονομικώς ενεργού πληθυσμού από το 26%, που ήταν τρεις δεκαετίες πριν και τις υπηρεσίες να φτάνουν από το 20% στο 30%. Κατά τη δεκαετία του 1960, η οικονομία της Πολωνίας εισήλθε σε φάση έντονου καταναλωτισμού: το 1960-80, για παράδειγμα, ο αριθμός των τηλεοράσεων αυξήθηκε από 10 σε 230 ανά χιλίους κατοίκους, αριθμός ανάλογος εκείνου της Ισπανίας. 7. Τη δεκαετία του 1960, το 40% των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος Πολωνίας ήταν εργάτες (930.000 το 1970), ενώ άλλοι 450.000 εργάτες αποπέμφθηκαν την ίδια περίοδο περίπου, με αποτέλεσμα τα απλά κομματικά μέλη να συμμετάσχουν ενεργά στους εργατικούς αγώνες και συχνά να διαδραματίσουν και ηγετικό ρόλο. Έτσι, τα εφτά από τα 38 μέλη της απεργιακής επιτροπής του Στετίνου κατά τη δεκαετία του 1970 ήταν τέως ή και νυν κομματικά μέλη, ενώ στο Γκντανσκ οι αριθμοί ήταν ακόμη πιο μεγάλοι. Βλ. Green, «Third Round», σ. 75.
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·875
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
8. Για την άνοδο του συνδικάτου «Αλληλεγγύη», βλ. Lipsky, KOR· MacDonald, «Polish vortex»· Laba, Roots· Kubik, Power· Ost, Solidarity. 9. MacDonald, «Polish vortex», σ. 34. Στις 19 Μαρτίου, όταν η αστυνομία επιτέθηκε σε μια συνάντηση μελών της Αλληλεγγύης στο Μπίντγκοστς, μόνο οι έντονες προσπάθειες του Βαλέσα και του Γιαρουζέλσκι απέτρεψαν την εκδήλωση μιας γενικής απεργίας. Ωστόσο καμιά από τις δύο εθνικές ηγεσίες δεν ήταν αρκετά ενωμένη για να ελέγξει τις εξελίξεις, με αποτέλεσμα να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων ο Μπρέζνιεφ με έναν τρόπο που θύμιζε πολύ την κρίση του 1968 στην Τσεχοσλοβακία. Η παράλυση συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, οπότε ο Κάνια αντικαταστάθηκε από τον Γιαρουζέλσκι. Οι δυνάμεις ασφαλείας υποκαθιστούσαν όλο και περισσότερο το κόμμα, το οποίο είχαν εγκαταλείψει περίπου μισό εκατομμύριο μέλη στο διάστημα Ιουνίου-Δεκεμβρίου 1981· σ. 38. 10. O Μπογκντάν Μπορούσεβιτς (Bogdan Borusewicz) ήταν σύμβουλος της Αλληλεγγύης στο Γκντανσκ, παρατίθεται στο ίδιο, σ. 31. 11. «Solidarity’s Programm, 16 October 1981», στο Stokes (επιμ.), From Stalinism, σ. 212. 12. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός των σταλινικών κομμουνιστικών κομμάτων απέκλειε τις οριζόντιες σχέσεις μεταξύ των κατώτερων κομματικών οργάνων, αφού όλα έπρεπε να περνούν από την κεντρική επιτροπή· ο ίδιος κανόνας απέκλειε τις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα εθνικά κομμουνιστικά κόμματα χωρίς τη συγκατάθεση της Μόσχας. Στόχος ήταν να μη δημιουργηθούν εναλλακτικά κέντρα εξουσίας. Βλ. Kolankiewicz και Lewis, Poland, σ. 147, 150-151· Myant, Poland, σ. 140-175· Hahn, Democracy· Woodall (επιμ.), Policy. 13. Βλ. Michnik, «New evolutionism»· και την κριτική του Walicki, «From Stalinism». Κατά τον Μίχνικ, το σύστημα ήταν ανίκανο να αναμορφωθεί εκ των ένδον. Έτσι, η κοινωνία έπρεπε να οργανωθεί ανεξάρτητα από τον έλεγχο του κόμματος-κράτους, αναγκάζοντάς το να προβεί σε παραχωρήσεις και υποχωρήσεις. Βαθμιαία, η κοινωνία θα απαλλασσόταν από τον έλεγχο του συστήματος και έτσι, το τελευταίο θα κατέρρεε. Βλ., επίσης, Staniszkis, Poland’s Self-Limiting. 14. Στις 2.5.1981, ο Κουρόν παραδέχτηκε: «Ολόκληρο το πρόγραμμα (του αυτοπεριορισμού) είχε αποτύχει, γιατί η επανάσταση είχε ξεκινήσει από το κόμμα… Η επανάσταση αυτή έφτασε στο κόμμα και τώρα προχωρεί μέσα στο κόμμα. Και δεν ξέρω τι πρέπει να γίνει σε αυτή την κατάσταση». Συνέντευξη στον Intercontinental Press (1.6.1981) παρατίθεται στο MacDonald, «Polish vortex», σ. 37. 15. Βλ. Kolankiewicz και Lewis, Poland, σ. 148-152· Malcher, Poland’s Politicized· Sanford, Military Rule. 16. Βλ. Bakuniak και Nowak, «Creation». 17. Βλ. Kennedy και Stukuls, «Narrative». 18. Η απόφαση του PCI για την Πολωνία, «The struggle for socialism – A new start in a new way», στο Berlinguer, After Poland. 19. Βλ. Suny, Soviet Experiment, σ. 449-506· White, Gorbachev· Lewin, Gorbachev Phenomenon· Bloomfield (επιμ.), Soviet Revolution· Dawisha, Eastern Europe. 20. Ο Γιούρι Αντρόποφ (1914-84), γιος σιδηροδρομικού υπαλλήλου, αναδείχτηκε σε υψηλόβαθμο κομματικό στέλεχος μετά τις εκκαθαρίσεις και έγινε πρεσβευτής της χώρας του στην Ουγγαρία αμέσως μετά το θάνατο του Στάλιν (1954-57). Το 1961 εκλέχτηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, ενώ το 1967 τέθηκε επικεφαλής της KGB. Ο Κονσταντίν Τσερνιένκο (1911-85) ήταν αφοσιωμένος μπρεζνιεφικός και άχρωμος γραφειοκράτης που εκλέχτηκε για πρώτη φορά στην Κεντρική Επιτροπή το 1971 και στο Πολιτικό Γραφείο το 1978. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (γενν. 1931) μεγάλωσε σε μια αγροτική κολεκτίβα και παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας. Το 1952 εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης. Αναδείχτηκε σε διάφορα κομματικά αξιώματα και το 1971 έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Το 1978, ο Αντρόποφ τον κάλεσε στη Μόσχα, τοποθετώντας τον στο Υπουργείο Γεωργίας. Το 1980 εκλέχτηκε μέλος του Πολιτικού Γραφείου. 21. Ένας από τους αρχιτέκτονες της Άνοιξης της Πράγας, ο Ζντένεκ Μλινάρ υπήρξε στενός φίλος του Γκορμπατσόφ στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας το 1952-55.
875
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·876
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
876
22. Το 28ο Συνέδριο του Κόμματος, που διοργανώθηκε το 1990, οδήγησε στη ριζική ανανέωση της ηγετικής ομάδας: τα 28 από τα 35 μέλη του Πολιτικού Γραφείου και της Γραμματείας εκλέχτηκαν για πρώτη φορά στα ανώτατα αυτά καθοδηγητικά όργανα, ενώ μόνο δύο είχαν κομματικές ταυτότητες την εποχή του Στάλιν, και από αυτά ο ένας ήταν ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ. Την περίοδο 1986-89, οι πρώτοι γραμματείς και των 14 σοσιαλιστικών δημοκρατιών, καθώς επίσης και τα 2/3 των γραμματέων όλων των επιπέδων αντικαταστάθηκαν. Μόνο 22 από τα 115 μέλη του πανίσχυρου Υπουργικού Συμβουλίου παρέμειναν στις θέσεις τους το 1984-89· στο νέο Συμβούλιο του Ιουνίου του 1989, ο αριθμός τους περιορίστηκε σε 10, ενώ σε εκείνο του Δεκεμβρίου του 1990 δεν απέμεινε κανένας. Τα 2/3 των διευθυντών βιομηχανικών μονάδων και αγροκτημάτων αντικαταστάθηκαν. Το 1991, ο μέσος όρος ηλικίας των μελών του Πολιτικού Γραφείου ήταν 55· σχεδόν οι μισοί είχαν υψηλότερους βαθμούς. Μόνο 3 από τους 15 προέδρους των σοσιαλιστικών δημοκρατιών βρίσκονταν στην ίδια θέση και πριν από το 1990. 23. Suny, Soviet Experiment, σ. 452. 24. Στο ίδιο, σ. 454. 25. Ο «Πόλεμος των Άστρων», γνωστός και ως SDI, που ανακοινώθηκε τον Μάρτιο του 1983, προέβλεπε τη δημιουργία μιας προστατευτικής ασπίδας στο διάστημα, η οποία θα αναχαίτιζε τους σοβιετικούς πυραύλους, χρησιμοποιώντας τις πιο προηγμένες (και δαπανηρές) τεχνολογίες. Διαφημισμένο ως ένα είδος αμυντικής πανάκειας, θα επέτρεπε στις Ηνωμένες Πολιτείες να πλήξουν πρώτες την αντίπαλό τους παραμένοντας στο απυρόβλητο. Με τον τρόπο αυτό, το φόβητρο των πυρηνικών αντιποίνων και της «αμοιβαία διασφαλισμένης καταστροφής» έπαυε να υφίσταται για τις ΗΠΑ. 26. Βλ. White, Gorbachev, σ. 194-212· Haslam, Soviet Union. 27. White, Gorbachev, σ. 212-219· Dawisha, Eastern Europe· Gati, «Gorbachev». Για την προϊστορία του νέου Ψυχρού Πολέμου στις αρχές της δεκαετίας του 1980, βλ. Halliday, Making και From Kabul. 28. Η επίθεση στο πλήθος των συγκεντρωμένων, η οποία διατάχθηκε μάλλον από το Υπουργείο Εσωτερικών παρά από τους Γεωργιανούς επισήμους, ήταν ενδεχομένως μια προβοκάτσια των συντηρητικών του Κρεμλίνου που επιδίωκαν να αποσταθεροποιήσουν τον Γκορμπατσόφ. Η συγκεχυμένη αυτή πολιτική πρόδιδε τη ρευστότητα που είχε προκαλέσει η περεστρόικα. 29. Suny, Soviet Experiment, σ. 456. 30. Στο ίδιο, σ. 461, 462, 467. 31. Στο ίδιο, σ. 476. Ο Μπαρίς Ν. Γέλτσιν (1931-2007) υπήρξε για μια σύντομη περίοδο (1985-86) σύμμαχος του Γκορμπατσόφ, αλλά τον Ιούλιο του 1985 εκλέχτηκε στην Κεντρική Επιτροπή και τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς τέθηκε επικεφαλής της κομματικής οργάνωσης της Μόσχας. Τον Οκτώβριο του 1987 επιτέθηκε στην ηγεσία του κόμματος, κατηγορώντας τη για καθυστερήσεις. Η παραίτησή του από το Πολιτικό Γραφείο συνοδεύτηκε από τη γενική καταδίκη και απόρριψη. Στη συνέχεια χρησιμοποίησε τη Σύνοδο του Κόμματος, που έγινε τον Ιούνιο του 1988, και το Συνέδριο των Αντιπροσώπων του Λαού ως βήμα για να επιτεθεί στον Γκορμπατσόφ. Το καλοκαίρι του 1990 προχώρησε στην ίδρυση της Ρωσικής Δημοκρατίας ως εναλλακτική δομή εξουσίας προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του Γκορμπατσόφ. 32. Suny, Soviet Experiment, σ. 457. 33. Γέλτσιν, παρατίθεται στο ίδιο, σ. 478. 34. Στο ίδιο, σ. 483. 35. Βλ. γενικότερα Banac (επιμ.), Eastern Europe· Prins (επιμ.), Spring· Batt, East Central· Stokes, Walls· Wolchic, «Crisis». 36. Η κρίση στην Κίνα προηγήθηκε των γεγονότων αυτών· η βίαιη κατάπνιξη του δημοκρατικού αυτού κινήματος έγινε γνωστή στην Ευρώπη από την τηλεόραση. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης του 1989, οι φοιτητικές διαδηλώσεις βρίσκονταν σε στενή αλληλεπίδραση με τις εσωτερικές διαιρέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ), με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί μια κατάσταση παρατεταμένης εκκρεμότητας και να ιδρυθεί η Αυτόνομη Φοιτητική Ομοσπονδία, ενώ σημάδια για την ανάληψη παρόμοιων πρωτοβουλιών υπήρχαν και ανάμεσα στους εργάτες. Τελικά, στις 3-4 Ιουνίου επενέβη ο στρατός, ο οποίος απομάκρυνε βίαια τους διαδηλωτές από την Πλατεία Τιεν-αν-μεν. Η επέμβαση αυτή προκάλεσε το θάνατο και τον τραυ-
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·877
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
37. 38. 39.
40. 41. 42. 43. 44. 45. 46. 47.
48.
49.
50.
ματισμό πολλών ανθρώπων, κυρίως μεταξύ των διαδηλωτών. Για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν έμπνευση και ταυτόχρονα προειδοποίηση. Ομιλία στα Ηνωμένα Έθνη, στις 7 Δεκεμβρίου 1988. Βλ. Stokes, Walls, σ. 99. Βλ. Kolankiewicz και Lewis, Poland, σ. 82-96, 108-133, 165-173· Hahn, Democracy· Sanford, Military Rule· Stanizskis, Dynamics· Walicki, «Paradoxes». Τον Μάιο του 1988, ο Γκρος διαδέχτηκε τον Γιάνος Κάνταρ και, όντας σύμφωνος με τη σοβιετική περεστρόικα, ενθάρρυνε ακόμη περισσότερο τις μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο ο Γκρος προσπάθησε να συνδυάσει τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις με τη διαφύλαξη του ηγετικού ρόλου του κομμουνιστικού κόμματος, πράγμα που απέκλειε την εξομάλυνση των σχέσεων της κυβέρνησης με την αντιπολίτευση. Αντίθετα, ο Ίμρε Ποζγκάι βρισκόταν πιο κοντά στις θέσεις της αντιπολίτευσης και την κληρονομιά του Ίμρε Νάγκι. Ο Γκρος υποστήριζε το «μοίρασμα της εξουσίας» με σκοπό να απορροφήσει την πραγματική αντιπολίτευση, ενώ ο Ποζγκάι επιδίωκε την πραγματική φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Τον Ιούνιο του 1989, οι μεταρρυθμιστές του τελευταίου νίκησαν την ομάδα του Γκρος, η οποία είχε πιο «σκληρές» θέσεις, ανοίγοντας το δρόμο για μια σειρά συσκέψεων. Βλ. Bruszt και Stark, «Remaking»· Swain, Hungary, σ. 7-32. Jarausch, Rush, σ. 15-32. Maier, Dissolution, σ. 155. Jarausch, Rush, σ. 33-72· Maier, Dissolution, σ. 108-167· Joppke, East German, σ. 133-182· Torpey, Intellectuals, σ. 118-183· Sandford, Sword· Fhilipsen, We Were· James και Stone (επιμ.), When. Stokes, Walls, σ. 141-148· Todorova, «Improbable maverick». Judt, «Metamorphosis»· Stokes, Walls, σ. 148-157. Στο ίδιο, 158-167. Stokes, Walls, σ. 237. Η κατάρρευση της πολυεθνικής γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας ξεκίνησε με την προσπάθεια των Σέρβων να ενισχύσουν την κυριαρχία τους στην αυτόνομη περιοχή του Κοσόβου, όπου ο περιορισμός της αυτοδιάθεσης των Αλβανών σηματοδοτούσε ένα ευρύτερο πανσερβικό σχέδιο, στο πλαίσιο του οποίου προσαρτήθηκε η Βοϊβοντίνα, τέθηκε υπό κηδεμονία το Μαυροβούνιο και εξαπολύθηκαν επιθέσεις εναντίον της Κροατίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Όλες αυτές οι ενέργειες αποσταθεροποίησαν τον ευαίσθητο μηχανισμό λειτουργίας του γιουγκοσλαβικού κράτους, υποχρεώνοντας τις άλλες εθνότητες να αμυνθούν. Παρότι η Ρουμανική Επανάσταση οδήγησε στην εγκαθίδρυση συνταγματικής δημοκρατίας, το νέο Εθνικό Μέτωπο Σωτηρίας δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα μεταμφιεσμένο κομμουνιστικό κόμμα. Ο Τσαουσέσκου καθαιρέθηκε από μια ομάδα ανώτατων κομμουνιστικών στελεχών, τα οποία διατήρησαν μεγάλο μέρος της θεσμικής εξουσίας του καθεστώτος. Στην Πολωνία, οι γενικές εκλογές που έγιναν τον Ιούνιο του 1989 εξασφάλισαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο τα 2/3 των εδρών στο κοινοβούλιο της χώρας (Sejm). Μεγάλο μέρος της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας δεν ακολούθησε τις εξελίξεις αυτές, καθώς ο πόλεμος δεν επέτρεπε να εμπεδωθούν οι δημοκρατικοί θεσμοί. Παρ’ όλα αυτά, η τυπική έστω δημοκρατία σημείωσε κάποια πρόοδο, αφού έγιναν εκλογές στην Κροατία (Απρίλιο-Μάιο 1990), στη Μακεδονία (Νοέμβριο-Δεκέμβριο), στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (Νοέμβριο-Δεκέμβριο), στη Σερβία (Δεκέμβριο) και το Μαυροβούνιο (Δεκέμβριο). Στην Αλβανία, οι εκλογές έγιναν τον Μάρτιο-Απρίλιο του 1991. Βλ. Konrad, Anti-Politics. Ο Κόνραντ έγινε γνωστός από το βιβλίο που έγραψε μαζί με τον Ιβάν Ζελένιι (Iván Szelényi) στις αρχές της δεκαετίας του 1970 λίγο προτού ληφθούν μέτρα εναντίον των διανοουμένων, The Intellectuals on the Road to Class Power. Εκείνη την εποχή, όσοι ανήκαν στη Σχολή του Λούκατς έχασαν τη δουλειά τους στο πανεπιστήμιο: τα παλιότερα μέλη της (ο Φέρεντς Φεχέρ (Ferenc Fehér), η Άγκνες Χέλερ (Agnes Heller), ο Γκιόργκι Μάρκους (György Márkus), η Μαρία Μάρκους (Mária Márkus) προτίμησαν να αυτοεξοριστούν, ενώ οι νεότεροι συνάδελφοί τους προτίμησαν να παραμείνουν στη χώρα (Γκιόργκι Μπέντσε (György Bence), Γιάνος Κις (János Kis) και Μιχάλι Βάιντα (Mihály Vajdá). Ο Αντράς Χεγκέντους (András Hegedüs), που ήταν σημαντικός κοινωνιολόγος και είχε χρηματίσει πρωθυπουργός
877
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·878
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
51. 52. 53.
54. 55.
56. 57.
58.
59. 60. 61.
62. 63. 878
της χώρας το 1956, αποπέμφθηκε από το κόμμα. Το 1973, ο Μίκλος Χαράστι (Miklós Haraszti) καταδικάστηκε σε φυλάκιση οκτώ μηνών γιατί έγραψε για τις εμπειρίες των βιομηχανικών εργατών, A Worker in a Worker’s State. Ο Ζελένιι αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί. Rupnik, Other Europe, σ. 245. Michnik, «New evolutionism»· Havel, Living. Βλ. επίσης Michnik, Church, Prison και Freedom. Οι υπογράφοντες ανήκαν σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, από τον πρώην ανώτατο αξιωματούχο του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας Ζντένεκ Μλινάρ, τον κομμουνιστή συγγραφέα Πάβελ Κόχουτ και τον τροτσκιστή Πετρ Ουλ (Petr Uhl) μέχρι τον καθολικό συγγραφέα Βάτσλαβ Μπέντα (Václav Benda) και το φιλόσοφο και θεατρικό συγγραφέα Βάτσλαβ Χάβελ. Βλ. Skilling, Charter 77· Semecka, Restoration· Deutscher κ.ά. (επιμ.), Voices· Skilling, Samizdat· Tökes (επιμ.), Opposition· Johnston, «What Is»· Kaldor (επιμ.), Europe. Βλ., επίσης, Bahro, Alternative. Βλ. Ryback, Rock, σ. 141-148· Kovac, «Slovene Spring», σ. 116. Στη Σλοβενία, η πολιτισμική αυτή πολιτική προωθήθηκε μέσω της επίσημης Σοσιαλιστικής Ένωσης Νέων. Η φράση ανήκει στον Βάτσλαβ Μπέντα, καθολικό συγγραφέα που ανήκε στη Χάρτα 77. Το 1979, ο Μπέντα φυλακίστηκε μαζί με τον Χάβελ, τον Ουλ και τρεις άλλους αγωνιστές. Ο Χάβελ απελευθερώθηκε τον Μάρτιο του 1983, ενώ ο Μπέντα και ο Ουλ τον Μάιο. Stokes, Walls, σ. 151. Βλ. Maier, Dissolution, σ. 169-214· Jarausch, Rush, σ. 33-134· Joppke, East German, σ. 133-182· Torpey, Intellectuals, σ. 118-183· Rucht, «German unification»· Osmond, «Yet another». Η λαϊκιστική συμμαχία συγκρότησε την πρώτη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ουγγαρίας –πρώην κομμουνιστές–, που είχε αποκλειστεί και από τα δύο κύρια πολιτικά στρατόπεδα, κέρδισε το 10,9% των ψήφων. Ο Μαζοβιέτσκι υπήρξε πρωθυπουργός της πρώτης κυβέρνησης της Αλληλεγγύης. Στη Βουλγαρία, η Ένωση Δημοκρατικών Δυνάμεων έμεινε ενωμένη, κέρδισε τις επόμενες εκλογές (Οκτώβριος 1991) με ποσοστό 34,4% και σχημάτισε κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για ένα συνασπισμό ετερόκλητων πολιτικών ομάδων. Στη Ρουμανία, το NSF θριάμβευσε στις εκλογές με το εντυπωσιακό 66%, αλλά στις επόμενες εκλογές (1992) διασπάστηκε στο κυβερνών Δημοκρατικό NSF (28%), επικεφαλής του οποίου ήταν ο Ιλιέσκου και στο κόμμα της αντιπολίτευσης NSF του τέως πρωθυπουργού Ρομάν. Τον Ιούλιο του 1993, το κόμμα του Ιλιέσκου μετονομάστηκε σε Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ρουμανίας. Για τις δυσκολίες των οικονομικών μεταρρυθμίσεων της ύστερης κομμουνιστικής περιόδου, βλ. Kornai, «Hungarian Reform»· Szelenyi, «Eastern Europe»· Brus, «Evolution». Βλ. Baylis, «Transforming»· Jarausch, Rusch, σ. 137-156· Maier, Dissolution, σ. 22-44, 290-303· Smith (επιμ.), After· Pohl, «Macroeconomic». Stokes, Walls, σ. 191. Το σχέδιο του Κλάους για την Οικονομική Μεταρρύθμιση (Σεπτέμβριος 1990) υπερίσχυσε εκείνου της μεικτής οικονομίας, που υπερασπιζόταν ο διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικών Προβλέψεων (πριν από το 1989) και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του Πολιτικού Φόρουμ Βαλτρ Κόμαρεκ (Valtr Komárek). Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 1990, ο Κλάους απέπεμψε τον Κόμαρεκ από την κυβέρνηση, προκαλώντας τη διάσπαση του Πολιτικού Φόρουμ (αρχές του 1991) και κερδίζοντας τις προκηρυχθείσες εκ νέου εκλογές επικεφαλής του νεοφιλελεύθερου κόμματος του με τίτλο Πολιτικό Δημοκρατικό Κόμμα (Ιούνιος 1992). Ως βουλευτής του Κόμαρεκ πριν από το 1989, ο Κλάους υποστήριζε ακραίες νεοφιλελεύθερες απόψεις ήδη από τη δεκαετία του 1960 λόγω των επιρροών που είχε δεχτεί από τον Φρίντριχ φον Χάγεκ (Friedrich von Hayek) και τον κυριότερο εκπρόσωπο της Σχολής του Σικάγου Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman). Ο Κόμαρεκ ανέλαβε την ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Βλ. Gowan, «Neo-liberal economic»· Amsden κ.ά., Market Meets. Gowan, «Post-communist socialists», σ. 156. Επικαλούμενοι την κλασική πλέον ανάλυση του Καρλ Πολάνιι (Karl Polanyi) για τη βιομηχανική επανάσταση, πολλοί μελετητές έχουν παρομοιάσει τη μετακομμουνιστική περίοδο με μια νέα «μεγάλη μεταμόρφωση», στο πλαίσιο της οποίας η κρατική παρέμβαση δημιούργησε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·879
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
64.
65.
66. 67. 68.
69.
70.
ανάπτυξη του laissez faire. Βλ. Glasman, «Great deformation»· Bryant και Mokrzycki (επιμ.), New Great· Polanyi, Great Transformation. Η προσέλευση του κόσμου στις ουγγρικές εκλογές του 1990 ήταν περίπου 65%, ενώ στην Πολωνία το 1991 ήταν 43% και το 1993, 52%. Αυτό δηλώνει ότι πολλοί υποστηρικτές του παλιού καθεστώτος προτίμησαν την αποχή. Βλ. Gowan, «Post-communist socialists» και «Passages»· Waller κ.ά. (επιμ.), Social Democracy· Waller (επιμ.), Parties· Ekiert και Kubik, Rebellious. Για την πολιτική δυναμική του εκδημοκρατισμού με τη γενικότερη έννοια του όρου, βλ. Ekiert, The State· Dawisha και Parrott (επιμ.), Consolidation· Nagle και Mahr, Democracy· Fowkes, Post-Communist Era. Βλ. Dawson, Eco-Nationalism. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 υπήρξαν κάποια σημάδια μεγαλύτερου ανοίγματος από την πλευρά του SPD. Βλ. Olsen, «PDS» και «Seeing Red». Η καλύτερη αφετηρία είναι τα βιβλία Gal και Kligman, Politics και Gal και Kligman (επιμ.), Reproducing Gender, η προγενέστερη επισκόπηση στο Einhorn, Cindarella, και η λεπτομερειακή αφήγηση του Young στο Triumph· επίσης Funk και Müller (επιμ.), Gender Politics και Berry (επιμ.), Post-Communism. Βλ. επίσης Verdery, «From parent-state», ιδ. σ. 81-82. Δυστυχώς, η σχέση των νέων μετακομμουνιστικών κομμάτων με τα ιδιαίτερα «συμφέροντα των γυναικών» δεν αναλύεται στις πηγές αυτές. Το ερώτημα αυτό έχει απαντηθεί καλύτερα από τους εθνογράφους. Βλ. Verdery, What Was, σ. 1-16, 1938· Lampland, Object· Verdery, National Ideology· Burawoy και Lukács, Radiant Past· Burawoy και Verdery (επιμ.), Uncertain Transitions. Για τη συνεχή επαναδιαπραγμάτευση του ανατολικοευρωπαϊκού κοινωνικού συμβολαίου, βλ. Cook κ.ά. (επιμ.), Left Parties· Millar και Wolchik (επιμ.), Social Legacy· Adam, Social Costs· Gowan, «Neo-liberal»· Glasman, «Great deformation»· Bryant και Mokrzycki (επιμ.), New Great· Ekiert και Kubik, «Contentious politics»· Ekiert, State. Βλ., επίσης, Swain, Hungary, σ. 185-244· Jarausch, «Care».
Κεφάλαιο 26: Νέα κοινωνικά κινήματα: Η άλλη πολιτική (σ. ) 1. Η μεγαλύτερη απ’όλες ήταν η Κομμουνιστική Λίγκα της Δυτικής Γερμανίας (ιδρύθηκε το 1973) με μέγιστο αριθμό μελών 2800 άτομα· αμέσως μετά, ακολουθούσαν η Κομμουνιστική Λίγκα (1971), με 800-1500, και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, Μαρξιστικό-Λενινιστικό (1968) με 800. Το 1971 ιδρύθηκε το KPD, διεκδικώντας την κληρονομιά του προγενέστερου Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD) που είχε τεθεί εκτός νόμου το 1956. Το κόμμα αυτό ανταγωνιζόταν το επισήμως επανιδρυθέν Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (DKP)· το 1977 μάλιστα υποστήριζε ότι είχε 800 μέλη. Η Τροτσκιστική Διεθνιστική Μαρξιστική Ομάδα (ιδρύθηκε το 1969) είχε 400-600 μέλη. Βλ. Markovits και Gorski, German Left, σ. 59-65. 2. Οι τροτσκιστικές οργανώσεις προέρχονταν από αλλεπάλληλες διασπάσεις στο εσωτερικό της Τέταρτης Διεθνούς, η οποία είχε ιδρυθεί το 1938 από τους οπαδούς του Τρότσκι. Στις γαλλικές οργανώσεις περιλαμβάνονταν η Διεθνής Κομμουνιστική Οργάνωση και η Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα, που χρονολογούνταν από το 1952, και η Εργατική Πάλη (ιδρύθηκε το 1939), καθεμιά από τις οποίες υποστήριζε ότι τη δεκαετία του 1970 είχε 5.000 μέλη. Το βρετανικό παράρτημα της Τέταρτης Διεθνούς –το Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα– διασπάστηκε το 1949: ένα τμήμα του αποτέλεσε την οργάνωση Διεθνής Σοσιαλισμός, ένα άλλο τη Σοσιαλιστική Εργατική Λίγκα και ένα τρίτο τη μυστική Επαναστατική Σοσιαλιστική Λίγκα, η οποία λειτουργούσε ως φράξια στο εσωτερικό του Εργατικού Κόμματος, εκδίδοντας την εφημερίδα Militant. Τη δεκαετία του 1970, καθεμιά από τις οργανώσεις αυτές είχε μερικές χιλιάδες οπαδούς. Η μικρότερη Διεθνιστική Μαρξιστική ομάδα, με 750 περίπου μέλη το 1978, που συγκροτήθηκε το 1956 κατά την περίοδο των έντονων διαφωνιών στο εσωτερικό του CPGB, άσκησε μια γενικότερη πολιτική επιρροή μέσα από τις εφημερίδες Black Dwarf (1968-70) και New Left Review. Για περισσότερες λεπτομέρειες: Alexander, International Trotskyism· και Callaghan, British Trotskyism. 3. Σύμφωνα με την τροτσκιστική θεωρία, το κόμμα πρέπει να ιδρύεται μόνο όταν μια κοινωνία είναι ώριμη
879
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·880
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
4 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12.
13. 14.
15.
16.
17. 18. 19.
880
για επανάσταση, διαφορετικά οι επαναστάτες θα πρέπει να οργανώνονται σε ευρύτερα κινήματα, έχοντας ως προκάλυμμα μια εφημερίδα. Εκφράζοντας τους ευσεβείς πόθους τους, οι οργανώσεις Σοσιαλιστική Εργατική Λίγκα και Διεθνής Σοσιαλισμός διακήρυξαν ότι η Βρετανία βρισκόταν στο κατώφλι της επανάστασης, με αποτέλεσμα να ιδρύσουν το Επαναστατικό Εργατικό Κόμμα (1973) και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (1976) αντιστοίχως, καθένα από τα οποία είχε μερικές χιλιάδες μέλη. Alexander, International Trotskyism, σ. 490. Βλ. Ross και Jensen, «France», σ. 166-170· Lewis και Sferza, «French socialists», σ. 101-107. Seyd, Rise, σ. 37-75· Koelble, Left Unraveled, σ. 85-89· Thompson, Good Old, σ. 161-190· Andrews, «Young Turks». Tarrow, Democracy, σ. 219-290· Lumley, States, σ. 116. Για την Ιταλία: Lumley, States, σ. 279-293· Drake, Revolutionary Mystique και «Why». Για τη Γερμανία: Markovits και Gorski, German Left, σ. 65-78. Βλ. Patterson, Politics· Clark, Basque Insurgents· Sullivan, ETA· Vague, Anarchy. Katsiaficas, Subversion, σ. 87-88, 99-100, 128-131. Στο ίδιο, σ. 39. Ο Λάμα, που ήταν ο ηγέτης της CGIL, δέχτηκε επίθεση ενώ προσπαθούσε να δώσει τέλος στην κατάληψη του Πανεπιστημίου της Ρώμης τον Φεβρουάριο του 1977. Όταν οι Μητροπολιτικοί Ινδιάνοι, «οπλισμένοι με πλαστικά τσεκούρια, μπαλόνια γεμάτα νερό και σερπαντίνες», πέταξαν έξω τον Λάμα και το σωματοφύλακά του, παρενέβη η αστυνομία υπό τις επευφημίες των Κομμουνιστών, οι οποίοι παρακολουθούσαν, καταγγέλλοντας τους φοιτητές ως Φασίστες. Το σύνθημα των Ινδιάνων ήταν: «Στη Χιλή τα τανκς· στην Ιταλία οι Κομμουνιστές!» Στο ίδιο, σ. 42-50. Στο ίδιο, σ. 115-127. Η έκταση της βίας ήταν ανάλογη με εκείνη του 1968 – στις οδομαχίες της 12ης Δεκεμβρίου 1980 και της 13ης Μαρτίου 1981 («Μαύρη Παρασκευή») στο Δυτικό Βερολίνο ή στις μάχες των Ολλανδών κράακερ στις διαδηλώσεις για την Ενθρόνιση τον Απρίλιο του 1980, κατά την επίσκεψη του πάπα τον Μάιο του 1985 και τις επιθέσεις της αστυνομίας στο Νέιμεχεν και το Άμστερνταμ το 1988. Ο αριθμός των μελών ορισμένων σοσιαλιστικών κομμάτων στις βορειοευρωπαϊκές χώρες μειώθηκε απότομα: το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας είχε 830.000 μέλη το 1964 και μόνο 277.000 το 1981· το 1965-76, ο αριθμός των μελών του Εργατικού Κόμματος Ολλανδίας μειώθηκε από τις 140.000 σε 98.000· κάτι ανάλογο συνέβη και με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Δανίας, που στην εικοσαετία 1960-80 απώλεσε το ήμισυ των μελών του. Άλλα κόμματα, όπως το αυστριακό, το βελγικό, το σουηδικό και το δυτικογερμανικό, μπορεί να αύξησαν τον αριθμό των μελών τους αλλά έχασαν την υποστήριξη των πολιτιστικών και κοινωνικών ομάδων που διέθεταν μέχρι τότε. Άλλα κόμματα, πάλι, δεν είχαν ποτέ τη στήριξη παρόμοιων ομάδων: τα σοσιαλιστικά κόμματα της Γαλλίας και της Ισπανίας, για παράδειγμα, ήταν απλοί εκλογικοί μηχανισμοί που κινητοποιούνταν μόνο στις εκλογές. Βλ. Johnstone, Politics· Bess, Realism, σ. 124-154· Coates, Most Dangerous· Howarth, France. Για την «Έκκληση» σχετικά με την ίδρυση του END, βλ. Thompson και Smith (επιμ.), Protest, σ. 163-165. Για τη συνεργασία ανάμεσα στα ειρηνιστικά κινήματα στην Ανατολή και στη Δύση: Baldwin κ.ά. (επιμ.), Documents· Kavan και Tomin (επιμ.), Voices· Köszegi και Thompson, New Hungarian· Sandford, Sword· Kaldor (επιμ.), Europe. Βλ. επίσης New Left Review (επιμ.), Extremism. Wainwright, Labour, σ. 4· Rowbotham κ.ά., Beyond. Palmer, «Bread», σ. 134-135. Το 1981, η νέα αυτή Αριστερά των αστικών κέντρων πρόσθεσε το GLC και το Μητροπολιτικό Συμβούλιο του Μέρσισαϊντ στα ήδη υπάρχοντα οχυρά του Γουόλσολ, του Στέλνινγκ, του Σέφιλντ και του Νότιου Γιόρκσερ. Οι λονδρέζικοι δήμοι του Κάμντεν, του Γκρίνουιτς, του Χάκνι, του Χάρινγκεϊ, του Ίσλινγκτον και του Σάουθγουορκ ακολούθησαν το 1982, όπως συνέβη και με το Λίβερπουλ το 1983, το Μάντσεστερ το 1984 και άλλες μικρότερες πόλεις. Ο εχθρός πλέον ήταν ο παλιός πατερναλισμός που συνδύαζε τις δη-
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·881
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
20. 21. 22.
23. 24. 25.
26.
27.
28
29. 30.
31.
μόσιες δαπάνες με τον πολιτικό αυταρχισμό και την ενδημική διαφθορά πολλών τοπικών βαρονιών του Εργατικού Κόμματος. Livingstone και Ali, Who’s Afraid, παρατίθεται στην κουβερτούρα. Για το GLC, βλ. Mackintosh και Wainwright (επιμ.), Taste· Carzel, Citizen Ken. Cooper, «Engaged state», σ. 197. Αυτή ήταν η χειρότερη επίδοση των Εργατικών σε τοπικές εκλογές από το 1945, με συνέπεια να δεχτούν σοβαρό πλήγμα τα τοπικά κόμματα. Το 1967, το κόμμα έχασε το Λονδίνο, 10 δημοτικά συμβούλια και αρκετές μεγάλες πόλεις. Σε συμβούλους, οι απώλειες των Εργατικών έφτασαν τους 1.500, τους οποίους κέρδισαν οι συντηρητικοί. Το 1968, το Εργατικό Κόμμα κέρδισε μόνο το 17% των συμβούλων του Λονδίνου έναντι του 63% των Συντηρητικών, με συνέπεια να χάσει 1602 συμβούλους. Στο Σέφιλντ, οι Συντηρητικοί απέκτησαν τον έλεγχο της πόλης για δεύτερη μόλις φορά σε 41 χρόνια. Wainwright, Labour, σ. 116-120. Gyford, Politics, σ. 43. Μορίς Στόουνφροστ (Maurice Stonefrost), γενικός διευθυντής του GLC, Sunday Times (16.9.1984), παρατίθεται στο Gyford, Politics, σ. 43. Βλ. επίσης Seyd, Rise, σ. 137-158· Clarke, Rise· Lansley κ.ά., Councils· Panitch και Leys, End, σ. 160-161. Μετά την κληρονομιά ενός τίτλου ευγενείας το 1961, ο Άντονι Γουέτζγουντ Μπεν (Anthony Wedgwood Benn) κλήθηκε βάσει του συντάγματος να παραιτηθεί από το κοινοβούλιο. Εκείνος όμως αγωνίστηκε για να χάσει τον τίτλο, πράγμα που κατάφερε το 1963. Υπουργός τηλεπικοινωνιών το 1964-66 και τεχνολογίας το 1966-70 στην κυβέρνηση Γουίλσον, μετά το 1968 έγινε η φωνή της «λαϊκής δημοκρατίας», μεταβαλλόμενος στον γνωστό σε όλους «Τόνι Μπεν». Ως υπουργός βιομηχανίας το 1974-75 και ενεργείας το 1975-79 στις κυβερνήσεις Γουίλσον και Κάλαχαν, αναδείχτηκε σε εκφραστή της Αριστεράς. Μετά την ήττα των Εργατικών το 1979, επιτέθηκε με σφοδρότητα στην κυβέρνηση των Συντηρητικών, ενώ παράλληλα αγωνίστηκε σθεναρά για τη μεταρρύθμιση του κόμματός του και παραλίγο να εκλεγεί αντιπρόεδρός του το 1981. Βλ. Benn, Parliament. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Μπεν συμμετείχε σε μια σειρά πολύ σημαντικών πολιτικών γεγονότων – τον Ιούνιο του 1971, σε μια συγκέντρωση Γυναικών του Εργατικού Κόμματος στο Γιόρκσερ, όπου αγκάλιασε το φεμινισμό· το 1972, στο Συνέδριο του TUC· τον Απρίλιο του 1973, στο Ινστιτούτο της Συνδιάσκεψης Εργατικού Ελέγχου (Institute of Workers’ Control Conference)· και τον Ιούνιο του 1973, σε μια Εθνική Συνδιάσκεψη Κοινοτικής Δράσης (National Community Action Conference). Βλ. Panitch και Leys, End, σ. 56. Τα παραθέματα προέρχονται από τις σ. 47, 49-51. Ομιλία στην ετήσια συνάντηση αντιπροσώπων της Ένωσης Μηχανικών Χυτών Μετάλλων τον Μάιο του 1971. Στο ίδιο, σ. 57. Μετά την κυβερνητική αλλαγή του 1970, ο Μπεν μίλησε σε εκατοντάδες συναντήσεις. Βλ. Panitch και Leys, End, σ. 134-191· Seyd, Rise, σ. 76-136· Koelble, Left Unraveled. Ο Τζένκινς, ο Ρότζερς και ο Γουίλιαμς ήταν οι κυριότεροι υποστηρικτές του Γκέιτσκελ· ο Όουεν ήταν νεότερο στέλεχος των Εργατικών με πραγματιστικές αντιλήψεις, τον οποίο εντελώς αναπάντεχα ο Κάλαχαν διόρισε το 1977 στη θέση του υπουργού Εξωτερικών. Παρότι η ίδρυση του SDP υπήρξε πανηγυρική, επειδή υποτίθεται ότι θα «θρυμμάτιζε το καλούπι» της βρετανικής πολιτικής, δεν έφερε τίποτε νέο στην πολιτική ζωή της Βρετανίας, εκτός από την πίστη σε ένα τρίτο κόμμα, καθώς επίσης και τη δέσμευση στη μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου και την επιλογή ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος για να μην υπάρχει απόκλιση μεταξύ του εκλογικού ποσοστού ενός κόμματος και των εδρών του στη βουλή. Στις εκλογές του 1983, το SDP συνασπίστηκε με τους Φιλελεύθερους, συγκροτώντας τη Συμμαχία. Νικώντας με δυσκολία τον Ντένις Χίλι στη μάχη για την ηγεσία του κόμματος (με την εκλογική διαδικασία να περιορίζεται στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος, όπως προέβλεπε το παλιό καταστατικό), ο Μάικλ Φουτ διόρισε αμέσως τον Χίλι αντιπρόεδρο και συνήψε μια μυστική συμφωνία με τους ηγέτες του συνδικαλιστικού κινήματος για να αποτρέψει την αμφισβήτηση της ηγεσίας του. Αυτό που τον ενδιέ-
881
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·882
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
32.
33. 34.
35.
36. 37.
38. 39. 40. 41.
42.
882
43. 44. 45.
φερε κυρίως ήταν να εδραιώσει τη θέση του ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της επικείμενης Συνδιάσκεψης του Γουέμπλεϊ. Στις εκλογές του 1983, ο Χίλι και διάφοροι άλλοι εναντιώθηκαν ανοιχτά στο Μανιφέστο του Εργατικού Κόμματος, αλλά και στις θέσεις του Μάικλ Φουτ για τα πυρηνικά όπλα. Οι Εργατικοί κέρδισαν μόνο το 27,6% των ψήφων, ξεπερνώντας ελάχιστα τη Συμμαχία, η οποία πήρε το 25,5%. Βλ. Panitch και Leys, End, σ. 192-213· Seyd, Rise, σ. 159-171· Hobsbawm, Politics, σ. 43-99· Hall, «Crisis», σ. 196-210. Panitch και Leys, End, σ. 172. Οι Εργατικοί μέσω του GLC προσπάθησαν να αναστρέψουν εξελίξεις 30 και πλέον ετών, οι οποίες είχαν οδηγήσει στην άνοδο των τιμών και στην επιδείνωση των υπηρεσιών στο χώρο των μαζικών μεταφορών. Το 1981 μείωσαν τις τιμές των εισιτηρίων κατά 30%, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς από το κοινό. Οι συντηρητικοί προσέφυγαν στα δικαστήρια για να ακυρώσουν αυτή την απόφαση. Αυτό οδήγησε στο διπλασιασμό της τιμής των εισιτηρίων και τον περιορισμό της χρήσης των μέσων. Τον Μάιο του 1983, το GLC πρότεινε ένα ολοκληρωμένο σύστημα μαζικής μεταφοράς με τιμές μειωμένες κατά 25%, το οποίο κρίθηκε νόμιμο από τα αγγλικά δικαστήρια. Ως εκ τούτου, τον Ιούλιο του 1984 η κυβέρνηση των Συντηρητικών αφαίρεσε την αρμοδιότητα τις Μεταφορές του Λονδίνου από το GLC. Βλ. Livingstone, If Voting. Roseneil, Disarming Patriarchy, σ. 165. Την περίοδο 1983-84, η Ρόουζνεϊλ συμμετείχε στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις του Γκρίναμ. Στις 31 Δεκεμβρίου 1983 κατελήφθησαν και οι εννέα πύλες της βάσης. Βλ. Harford και Hopkins (επιμ.), Greenham Common, σ. iii-vi. Μετά τη διάλυση και του τελευταίου καταυλισμού στην Μπλε Πύλη τον Φεβρουάριο του 1994, λίγες γυναίκες παρέμειναν στη θέση τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι είχαν περάσει ήδη δεκαεφτά χρόνια αφότου ξεκίνησε η οργάνωση των καταυλισμών γύρω από τη βάση. Βλ. Suzanna Chambers, «Last Greenham women demand memorial garden», Independent on Sunday (19.7.1998). Βλ. επίσης Thompson (επιμ.), Over Our· Liddington, Road, σ. 197-286· Kanter κ.ά. (επιμ.), Sweeping Statements, σ. 103-112. Segal, Is the Future, σ. 167. Η πιο καλή και ολοκληρωμένη ανάλυση είναι το Richards, Miners. Για πιο ειδικές μελέτες: Samuel κ.ά. (επιμ.), Enemy within· Gibbon και Steyne (επιμ.), Thurcroft· Welsh Campaign for Civil and Political Liberties and National Union of Miners South Wales Area (επιμ.), Striking Back. Για την αστυνόμευση της απεργίας: Geary, Policing· Ewing και Gearty, Freedom, σ. 103-112. Scargill, ομιλία στο Mansfield (14.5.1984), Crick, Scargill, σ. 152. Beckett, Enemy Within, σ. 207· Richards, Miners, σ. 117. Βλ. Fielding, Labour, σ. 50-53· και γενικότερα, Taylor, Trade Union. Mackey, «Women», σ. 52. Η Καθ Μάκκεϊ μεγάλωσε στο Σέφιλντ «ανάμεσα στους εργάτες μετάλλου» και δούλεψε πολύ με τους ανέργους. Παντρεύτηκε το συνδικαλιστή Πολ Μάκκεϊ (Paul Mackey) που το 1983 ηγήθηκε μιας πετυχημένης κατάληψης διάρκειας δέκα εβδομάδων στη χαλυβουργία Firth Derihon. Βλ. επίσης Miller, You Can’t, μια ανάλυση της Ομάδας Υποστήριξης των Γυναικών του Αμπερτίλερι. Γεννημένη το 1945, η Τζιλ Μίλερ (Jill Miller) έφυγε από τη Νότια Ουαλία το 1970 και εγκαταστάθηκε στο Σόμερσετ. Εκεί εξέδωσε το 1983 το πρώτο της μυθιστόρημα Happy as a Dead Cat. Η τοπική Γυναικεία Ομάδα Ειρήνης (Women’s Peace Group), στην οποία ανήκε, ήρθε σε επαφή με τους ανθρακωρύχους που περιφρουρούσαν μια τσιμεντοβιομηχανία λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά. Βλ. επίσης Massey και Wainwright, «Beyond»· Seddon (επιμ.), The Cutting Edge· Samuel κ.ά. (επιμ.), Enemy Within, σ. 154-165. Howells, «Stopping out», σ. 145. Τον Ιούλιο του 1984, η κυβέρνηση ψήφισε νέους νόμους που περιόριζαν την περιφρούρηση των απεργών, για να αποσύρει τα κεφάλαια της NUM της Νότιας Ουαλίας, ακόμη και αυτά που προορίζονταν για διατροφή. Για να διασφαλιστεί η επιβίωση των 20.000 οικογενειών των ανθρακωρύχων, υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Suddick, «Making», σ. 26. Βλ. James, «Working-class television». Massey και Wainwright, «Beyond», σ. 154-157.
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·883
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
46. Sassoon, One Hundred, σ. 724. 47. Στο ίδιο, σ. 713-729· Padgett, «German»· Meyer, «Transformation».
Κεφάλαιο 27: Κέντρο και περιθώρια: Παρακμή ή ανανέωση; (σ. ) 1. Βλ. Kriesi, «New Social Movements»· Parkin, Middle Class. 2. Βλ. Touraine, Post-Industrial και Self-Production· Amin (επιμ.), Post-Fordism· Castells, Rise· Leadbetter, Living. 3. Βλ. Inglehart, Silent Revolution και Culture Shift· Beck, Risk Society· Beck κ.ά. (επιμ.), Reflexive Modernization· Franklin (επιμ.), Politics. 4. Jones, «Liverpool socialist», σ. 92-101. Το 2000, σε ηλικία 87 ετών, ο Τζόουνς ήταν ακόμη ενεργός ως εκπρόσωπος του εθνικού κινήματος των ηλικιωμένων συνταξιούχων. 5. Tarrow, Democracy, σ. 227. 6. Brunt, «Politics», σ. 151. 7. Βλ. ιδίως Housee και Sharma, «Too black»· επίσης, Sharma κ.ά. (επιμ.), Dis-Orienting Rhythms· James και Harris (επιμ.), Inside Baylon. 8. Hall, «Ethnicity», σ. 342· Hall, «Meaning», σ. 120· Hall, «Old and new», σ. 59. 9. O Χιου Κόρμπετ (Hugh Corbett), γράφοντας τo 1972 στο περιοδικό Lunch, που εκδιδόταν από την Εκστρατεία για την Ισότητα των Ομοφυλοφίλων (Campaign for Homosexual Equality’s), παρατίθεται στο Power, No Bath, σ. 89. 10. Peter Tatchell, στο Power, No Bath, σ. 101. Το Gay Liberation Front Manifesto ανατυπώθηκε, σ. 316-330. 11. Adam, Rise, σ. 94. 12. Στο ίδιο, σ. 90. 13. Tim Clark, στο Power, No Bath, σ. 240. Η απόσχιση αυτή των γυναικών συνέβη παράλληλα με ανάλογες αποσκιρτήσεις στο Παρίσι, στο Δυτικό Βερολίνο και το Άμστερνταμ. 14. Η προηγούμενη ανάλυση βασίζεται στα εξής έργα: Power, No Bath· Cant και Hemmings (επιμ.), Radical Records· Healey και Mason (επιμ.), Stonewall 25· Rayside, On the Fringe· Adam, Rise. 15. O Τζέφρι Γουίκς (Jeffrey Weeks), ιστορικός και ομοφυλόφιλος ακτιβιστής, μέλος του Μετώπου για την Απελευθέρωση των Γκέι (GMF), έδωσε συνέντευξη στις 22 Ιουνίου 1992, στο Rayside, On the Fringe, σ. 31. 16. Στο ίδιο, σ. 19-101· Cooper, «Engaged state»· Thomson, «Unholy alliances». 17. Οι λεπτομέρειες αυτές προέρχονται από διάφορες πηγές, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι εξής: Kriesi κ.ά., «Gay subcultures»· New York Times (13.9.2000)· Adam, Rise· Hendrik κ.ά. (επιμ.), Third Pink· International Lesbian and Gay Association, ILGA Bulletin. 18. Βλ. Watney, Practices, ιδ. σ. xi-xxii, 148-159, 231-243· Carter και Watney (επιμ.), Taking Liberties. 19. Για τον Γκερέν, βλ. Copley, Sexual Moralities, σ. 181-197. 20. Βλ. σχόλιο του Jeffrey Weeks στο Power, No Bath, σ. 285: «Οι ριζοσπάστες ήταν αντίθετοι στην οικογένεια και αυτό αποτυπωνόταν στο Μανιφέστο του GLF… Σε ασυνείδητο επίπεδο, το κοινοτιστικό κίνημα αποτελούσε έναν εναλλακτικό τρόπο οικογενειακής ζωής. Αυτό που νομίζω ότι συνέβη τις τελευταίες δύο δεκαετίες είναι ότι εξέλιπε η εχθρότητα προς την οικογένεια και ότι αυτό για το οποίο μιλούν τώρα οι άνθρωποι είναι οι εναλλακτικές οικογένειες». 21. Βλ. Storr, «New sexual»· Mort, «Essentialism revisited?» Warner (επιμ.), Fear. 22. Για τα προηγούμενα, βλ. McKay, Senseless Acts, σ. 11-44· Clarke, Politics· Rigby, Communes· Hind και Mosco, Rebel Radio. 23. Την περίοδο 1989-90, μετά από μακρά προπαρασκευή, το παραδοσιακό σύστημα της τοπικής φορολογίας (ένα είδος φόρου ιδιοκτησίας) αντικαταστάθηκε από μια μορφή κεφαλικού φόρου που επιβαλλόταν από τις τοπικές κοινότητες. Αυτό προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, όπως η γενικευμένη άρνηση πληρωμής του φόρου αυτού και οι ταραχές στην Πλατεία Τραφάλγκαρ στις 31 Μαρτίου 1990. Βλ. Burns και Simmons,
883
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·884
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
24. 25. 26.
27.
28. 29. 30. 31.
32.
33.
884
34.
Poll Tax· Bagguley, «Protest». Ο νέος Ποινικός Νόμος του 1994 ήταν ο τελευταίος κρίκος σε μια αλυσίδα νομοθετικών παρεμβάσεων για τον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών και την ενίσχυση της αστυνομίας στην προσπάθειά της να καταπολεμήσει τους ρέιβερ, τους ταξιδιώτες, τους καταπατητές εγκαταλειμμένων κτιρίων και τους κάθε είδους διαφωνούντες. Βλ. McKay, Senseless Acts, σ. 169-181· Redhead, Unpopular Cultures. Βλ. Hemment, «Dangerous dancing»· Collin, Altered State· Reynolds, Generation Ecstasy· Huq, «The Right». Hemment, «Dangerous dancing», σ. 209, 218, 226. Οι διαδηλώσεις στον αυτοκινητόδρομο Μ3 άρχισαν στο Τουάιφορντ Ντάουν το 1991-92, συνεχίστηκαν στον Μ11 στο Γουόνστεντ του Ανατολικού Λονδίνου (1993-95)· στον Μ65 στο Λάνκασερ (1994-95)· στον Μ77 στο Πόλοκ και τη Γλασκόβη (1994-95)· στην παρακαμπτήριο του Νιούμπερι (1995-96)· στο Φερμάιλ του Ντέβον (1996)· και στη Βόρεια Οδό Έκτακτης Ανάγκης του Μπέρμιγχαμ (1998). Η οργάνωση Earth First! (Η Γη Πρώτα!) ιδρύθηκε το 1990 ως αντίπαλο δέος στην οργάνωση Friends of the Earth (Οι Φίλοι της Γης). Βλ. Plows, «Earth First!». H οργάνωση των Ντόνγκα (Dongas) συγκροτήθηκε από τους πρώτους διαδηλωτές του Τουάιφορντ Ντάουν (νεαρούς «υποστηρικτές του περιβάλλοντος, βοτανολόγους και τεχνίτες») κατά τη διάρκεια των αγωνιστικών εκείνων κινητοποιήσεων που κράτησαν έναν ολόκληρο χρόνο και κατόπιν διασκορπίστηκαν, ταξιδεύοντας στο αποκαλούμενο Μονοπάτι της Ελευθερίας στη Δυτική Αγγλία, «απαιτώντας την “κλεμμένη” ύπαιθρο». Σύμφωνα με τον Ντόνγκα Άλεξ, «τα πιο κοντινά σ’ εμάς ιδεολογικά κινήματα είναι τα οικολογικά του τέλους της δεκαετίας του 1960 και των δεκαετιών του 1970 και του 1980, όπως η CND, η Greenpeace και το Γυναικείο Κίνημα του Γκρίναμ… Επίσης, η τακτική μας επηρεάστηκε από την οργάνωση “Η Γη Πρώτα!”· η εγκατάστασή μας στα δέντρα και το σκαρφάλωμα σε μηχανήματα για να τα σταματήσουμε κτλ.». Βλ. McKay, Senseless Acts, σ. 138, 146, 137. Jordan, «Art», σ. 132· επίσης Field, «Anti-Roads Movement». Η οργάνωση Ξαναπαίρνουμε τους Δρόμους ιδρύθηκε το 1991 και, στη συνέχεια, επανιδρύθηκε το 1994. Βλ. Wollen, «Situationist International»· Plant, Most Radical. Aufheben, «Politics», σ. 100-102. Όπως έλεγε ένα σύνθημα του Παρισινού Μάη: «Κάτω από τα πλακόστρωτα – η παραλία». Για όσους συμμετείχαν στο φεστιβάλ Tunix του Δυτικού Βερολίνου τον Ιανουάριο του 1978, η «Παραλία Tunix» ήταν μια εναλλακτική ουτοπική κατάσταση «κάτω από τα πλακόστρωτα αυτής της χώρας». Βλ. Jordan, «Art», σ. 287· Markovits και Gorski, German Left, σ. 86. Βλ. Bey, TAZ, σ. 106. Οι TAZ αποτελούσαν ένα είδος «“πειρατικής οικονομίας” που λειτουργούσε πέρα από οποιοδήποτε πλεόνασμα κοινωνικής υπερπαραγωγής –ακόμη και της δημοτικότητας των πολύχρωμων στρατιωτικών στολών– και της έννοιας της μουσικής ως επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής –και τελικά, της κοινής αίσθησης παροδικότητας, της ετοιμότητάς τους να μετακινηθούν ανά πάσα στιγμή, να αλλάξουν σχήμα, να εγκατασταθούν σε άλλα πανεπιστήμια, σε κορυφές βουνών, σε γκέτο, σε εργοστάσια, σε ασφαλή σπίτια, σε εγκαταλειμμένα αγροκτήματα–, ακόμη και σε άλλα επίπεδα της πραγματικότητας». Ένα άλλο παράδειγμα ήταν το κλαμπ Χασιέντα του Μάντσεστερ που άνοιξε ο Άντονι Γουίλσον (Anthony Wilson), παρουσιαστής της Τηλεόρασης Γρανάδα και ιδρυτής της εταιρείας Factory Records. Ο Γουίλσον είχε ανακαλύψει τους σιτουασιονιστές όταν σπούδαζε στο Κέμπριτζ. Τον τίτλο τον δανείστηκε από την μπροσούρα του Ivan Chtcheglov Formulary for a New Urbanism (1953): «Η χασιέντα πρέπει να χτιστεί». Βλ. Schlosser, «Saturday night», σ. 26. Η παράγραφος αυτή βασίζεται στο McKay, Senseless Acts, σ. 73-90, αλλά και σε επιστολές και συνεντεύξεις με μέλη του γκρουπ. Οι Poison Girls ήταν μεταξύ των αρχικών χορηγών της Ειρηνιστικής Πορείας Ειρήνης που οδήγησε στο Γκρίναμ Κόμον. Βλ. Rimbaud, Last και My Revolting· επίσης Savage, England’s Dreaming. Βλ. επίσης Jordan, «New space» και Cyberpower· Lee, Labour Movement.
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·885
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
35. Η πρώτη περιγραφή προέρχεται από το schNEWS, τεύχ. 38 (1.9.1995), η δεύτερη από το Aufheben. Βλ. McKay, Senseless Acts, σ. 175. 36. Οι εργαζόμενοι στην αυτοκινητοβιομηχανία του Λούτον αποτέλεσαν αντικείμενο μιας κλασικής κοινωνιολογικής μελέτης στη Βρετανία, που ανέλυσε τις συνέπειες της ανόδου του βιοτικού επιπέδου των εργατών κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 πάνω στις αξίες τους. Βλ. Goldthorpe και Lockwood, Affluent Worker. 37. Από ένα ποίημα απευθυνόμενο «Στον Ενοικιαστή του Ντις Πλέις» που γράφτηκε στους τοίχους μιας αποθήκης («ένα μνημείο στο όνειδος που είναι έρημη χώρα») μετά από ένα ολονύχτιο πάρτι. Malyon, «Tossed», σ. 206. 38. Το όνομα αποτέλεσε μια παραλλαγή του αυτονομιστικού και σιτουασιονιστικού ιδεώδους της TAZ ή Προσωρινής Αυτόνομης Ζώνης. 39. Η αγορά του αγροκτήματος εκ μέρους της κυβέρνησης για τη διαπλάτυνση του αυτοκινητοδρόμου Μ1 ανέδειξε τη σχέση ανάμεσα στην περιβαλλοντικά ανεύθυνη κυβερνητική πολιτική, στην οικονομική σπατάλη και στην απουσία τοπικών παραγωγικών επενδύσεων, που εμψύχωσε τα ευρύτερα κοινωνικά κινήματα, τα οποία απαιτούσαν από τους φορείς της εξουσίας να δείχνουν υπευθυνότητα. 40. Αρχικά, ο γενικός επιθεωρητής Μικ Μπράουν (Mick Brown) διαπραγματεύτηκε με την Κολεκτίβα και έκανε έκκληση να υποστηριχτεί η προσπάθεια νομιμοποίησης των πάρτι, αλλά η πίεση των Συντηρητικών ανέτρεψε τα σχέδιά του. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1993, ο εξοπλισμός κατασχέθηκε και 36 άνθρωποι συνελήφθησαν. 4.000 περίπου διαδηλωτές πολιόρκησαν τον αστυνομικό σταθμό του Λούτον και άρχισαν να χορεύουν υπό τους ισχυρούς ήχους της μουσικής. Οι συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι και ο εξοπλισμός επιστράφηκε. Οι επιθέσεις που ακολούθησαν οδήγησαν στη διακοπή των πάρτι, μέχρι που ο Πολ Τέιλορ αθωώθηκε εν μέσω μιας ευρείας εθνικής διαμάχης και μιας γενικότερης απαξίωσης της αστυνομίας. 41. Γκλεν Τζένκινς, εκπρόσωπος της Κολεκτίβας Έξοδος, παρατίθεται στο Malyon, «Tossed», σ. 200. 42. Στο ίδιο, σ. 193. 43. Στο ίδιο, σ. 206. 44. Βλ. Bowring, «LETS»· Fitzpatrick, «New Welfare»· Douthwaite, Short Circuit· Croall, LETS Act· Amin και Thomas, «Negotiated Economy». 45. Wainwright, Arguments, σ. 286, σημ. 3. 46. Τα Τεχνολογικά Δίκτυα διευκόλυναν τις επαφές ανάμεσα στους παραγωγούς, στους καταναλωτές και στους επιστήμονες: Ενέργεια Λονδίνου (London Energy) και Περιβαλλοντικό Δίκτυο (Enviroment Network)· Δίκτυο Μεταφορών του Λονδίνου (London Transport Network)· Δίκτυο Καινοτομιών του Λονδίνου (London Innovation Network)· και τρία για το Βόρειο, Νότιο και Ανατολικό Λονδίνο. Η Κόιν Στριτ ήταν μια συνοικία, που αποτελούνταν από μονοκατοικίες, καταστήματα και εργαστήρια κοντά στο Σταθμό Γουότερλου, «ένα μικροδίκτυο συνεταιρισμών και κοινοτικών οργανώσεων υποστηριζόμενων από το Κοινοτικό Ταμείο της Κόιν Στριτ». Το GLC χρησιμοποίησε τις δυνατότητες σχεδιασμού για να κρατήσει μακριά τους εκμεταλλευτές της οικιστικής ανάπτυξης και συγχρόνως πρόσφερε οικονομική και τεχνική βοήθεια στις κοινοτικές οργανώσεις. Βλ. Wainwright, Arguments, σ. 164-168, 178-182. Σε ό,τι αφορά το GLC, βλ. Mackintosh και Wainwright (επιμ.), Taste. 47. Wainwright, Arguments, σ. 143-189. 48. Βλ. γενικότερα, Sassoon, Hundred Years, σ. 730-777. 49. Οι Δυτικοευρωπαίοι σοσιαλιστές, που βρίσκονταν στην κυβέρνηση το 1998 –ο Μπλερ στη Βρετανία, ο Ζοσπέν στη Γαλλία και ο Σρέντερ (Gerhard Schröder) στη Γερμανία–, είχαν τελειώσει τις σπουδές τους το 1973, όταν ο Πινοτσέτ ανέτρεψε πραξικοπηματικά την κυβέρνηση Λαϊκής Ενότητας του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή. 50. Peter Glotz, «What is to be done?», Socialist Affairs, τεύχ. 1-2 (1988), σ. 25, παρατίθεται στο Sassoon, Hundred Years, σ. 735. 51. Sassoon, Hundred Years, σ. 736, 746 και βλ. σ. 706-713· Pontusson, Limits, «Radicalization» και «Sweden»· Jenson και Mahon, «Representing solidarity»· Mjoset κ.ά., «Norway»· Christiansen, «Denmark».
885
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·886
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
886
52. Το Πράσινο Κόμμα της Βρετανίας, που ιδρύθηκε το 1973, ήταν μια ομάδα πίεσης χωρίς ιδιαίτερες εκλογικές προοπτικές, δεδομένου ότι στη Βρετανία δεν ίσχυε η απλή αναλογική, η οποία σε άλλες χώρες αποδείχτηκε ζωτικής σημασίας για την αύξηση της δύναμης τέτοιων κομμάτων. 53 Wainwright, Argument, σ. 193. 54. Βλ. Rüdig, Green Wave· Richardson και Rootes (επιμ.), Green Challenge· Parkin, Green Parties· Parkin (επιμ.) Green Light· Feinstein, Sixteen Weeks· Philip, Swedish Green. 55 Wainwright, Argument, σ. 190-236· επίσης Anderson, «Fundamental values». 56. Grünen, Think Globally, σ. 40. 57. Μετά την αποτυχία της πρότασης για αυτονομία στα δημοψηφίσματα του 1979 (με μεγάλη διαφορά στην Ουαλία και ελάχιστη στη Σκοτία), τα δέκα χρόνια αποβιομηχάνισης υπό το θατσερικό καθεστώς δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη του εθνικισμού, με αποτέλεσμα οι Συντηρητικοί να μην καταφέρουν το 1997 να εκλέξουν στις χώρες αυτές ούτε ένα βουλευτή. Τη δεκαετία του 1980, οι Σκοτσέζοι και οι Ουαλοί εθνικιστές κινήθηκαν προς το αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος. Βλ. Fevre και Thompson (επιμ.), Nation· Griffiths, Thatcherism· Andrews, Wales Says· Denver, Scotland Decides· Sillars, Scotland. 58. Βλ. Markovits και Silvia, «Green trumps»· Markovits και Gorski, German Left, σ. 265-290. 59. Στην Αυστρία, στην Ελβετία, στην Ολλανδία, στη Νορβηγία, στη Σουηδία, στη Φινλανδία και την Ιρλανδία, τα συστήματα ήταν πιο σταθερά. 60. Bowd, «C’est la lutte», σ. 73. 61. Το Κίνημα Πολιτών του Ζαν-Πιερ Σεβενεμάν (Jean-Pierre Chevénement) προσείλκυσε πρώην σοσιαλιστές, πρώην κομμουνιστές, φεμινιστές και πολλούς ανεξάρτητους σοσιαλιστές. Το PCF ξεκίνησε καθυστερημένα την ανανέωσή του, αντικαθιστώντας το 1993 τον γενικό γραμματέα του Ζορζ Μαρσέ με τον Ρομπέρ Ι (Rober Hue). Οι Πράσινοι ανασυντάχθηκαν μετά την πτώση τους από το 10,6% των Ευρωεκλογών (1989) και το 14,4% των περιφερειακών εκλογών (1992) στο 7,6% το 1993. Ο ανεξάρτητος πολιτικά επιχειρηματίας Μπερνάρ Ταπί (Bernard Tapie) και οι Ριζοσπάστες κατάφεραν να συσπειρώσουν «οικολόγους, πρώην σοσιαλιστές, έναν τέως κομμουνιστή συνδικαλιστή, διάφορες φεμινίστριες, όπως η Αντουανέτ Φουκέ, και πολλούς αντιρατσιστές». Στο ίδιο, σ. 82. 62. Στους 4.000 κατηγορουμένους συμπεριλαμβάνονταν 130 βουλευτές σε τραπεζικά δίκτυα, βιομήχανοι, διοικητικά στελέχη και κομματικοί αξιωματούχοι συνδεόμενοι με τη μαφία και το Βατικανό. Η τεράστια αυτή διαφθορά ήταν η συνεισφορά του Κράξι στην ιστορία του ιταλικού σοσιαλισμού. Τα ίχνη οδηγούσαν πίσω στη «στρατηγική της έντασης» και στην P-2 του Λίτσο Τζέλι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Βλ. McCarthy, Crisis, σ. 61-102· επίσης, Bufacchi και Burgess, Italy, σ. 83-106. Για το PSI του Κράξι, βλ. Hine, «Social Democracy» και «Italian Socialist». 63. Η Εθνική Συμμαχία (Allianza Nationale) αποτέλεσε το εκλογικό μέτωπο του νεοφασιστικού MSI, που ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 1993 από τον Τζανφράνκο Φίνι (Gianfranco Fini). Τον Ιανουάριο του 1995, το κόμμα επανήλθε στο προσκήνιο ως Συμμαχία (Allianza). 64. Ο Μπερλουσκόνι πλούτισε στο Μιλάνο ασχολούμενος αρχικά με την κτηματαγορά και, στη συνέχεια, με την τηλεόραση και το ποδόσφαιρο –έχτισε μια ολόκληρη αυτοκρατορία στο χώρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης και αγόρασε τη διάσημη ποδοσφαιρική ομάδα της Μίλαν–, χρησιμοποιώντας τις διασυνδέσεις του με τον Κράξι και τον Αντρεότι. Βλ. McCarthy, Crisis, σ. 82· Bufacchi και Burgess, Italy, σ. 191-217. 65. Γεννημένος το 1936, ο Οκέτο υπήρξε γραμματέας της Κομμουνιστικής Νεολαίας από το 1963 μέχρι το 1966, βουλευτής του PCI το 1976, και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής το 1979, ενώ το 1988 διαδέχτηκε τον Αλεσάντρο Νάτα (Alessandro Natta) στην αρχηγία του κόμματος. Τέσσερις μέρες μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου τον Νοέμβριο του 1989, ανήγγειλε την επανίδρυση, αλλά και τη μετονομασία, του PCI. Για να γίνει αυτό, χρειάστηκαν δεκατέσσερις μήνες συζήτησης και δύο συνέδρια (Μάρτιος 1990 και Ιανουάριος 1991), τα οποία ενέκριναν τις αλλαγές αυτές με 65 και 69% αντιστοίχως. 66. Βλ. Gundle, «Italian», σ. 21-23. 67. Βλ. τη συζήτηση ανάμεσα στον Abse, «Leopard» και τον Salvati, «Travail».
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·887
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
68. Salvati, «Crisis», σ. 80. 69. Ο Οκέτο παραιτήθηκε μετά τις εκλογές του 1994. Ο Μάσιμο ντ’Αλέμα (γενν. 1949) ήταν επικεφαλής της Κομμουνιστικής Νεολαίας και εξέδιδε την εφημερίδα L’Unità. Μετά τον πρόσφατο σάλο, «θεωρήθηκε ως ο καταλληλότερος εκφραστής της κομμουνιστικής παράδοσης». «Υπερασπίστηκε το μηχανισμό του ιταλικού PDS, κυρίως μέσω μιας πολιτικής που εξασφάλιζε την ανεξαρτησία του τελευταίου. Ενώ ο Οκέτο απαιτούσε την καθημερινή μεταμόρφωση του κόμματος, ο Ντ’Αλέμα υποστήριξε την άποψη ότι το PDS πρέπει “να γίνει αυτό που είναι”, δηλαδή ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα με ισχυρή οργάνωση. Το δεύτερο μέρος αυτής της στρατηγικής αποτέλεσε η προσπάθεια σύναψης συμμαχίας του PDS με το κέντρο». Βλ. McCarthy, Crisis, σ. 186-187. Με τον τρόπο αυτό, ο Ντ’Αλέμα ακολούθησε τα βήματα του Τολιάτι και του Μπερλινγκουέρ. 70. Βλ. Therborn, «Life». 71. Βλ. Ross, Jacques Delors, «Fin de Siècle» και «Confronting»· Marquand, «Reinventing federalism»· Gowan και Anderson (επιμ.), Question· Grahl και Teague, «Cost»· Camiller, «Beyond 1992».
Συμπέρασμα 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12.
13. 14.
15. 16.
Carroll, «Struggle»· Stanley, «L’Unità»· Lloyd, «Socialism», σ. 23. Βλ. Connolly, «Jirˇi Pelikan»· επίσης, Pelikan, «Struggle». artos, «Ladislav Lis». Sassoon, «Nillde Iotti». Christie, «Goliardo Fiaschi». Baxell, «Bill Alexander». Βλ. την επίσημη ιστορία του για τις Διεθνείς Ταξιαρχίες από τη Βρετανία και την Ιρλανδία, Alexander, British Volunteers. Bowyer, «Dora Cox». Pimlott, «Joan Bourne». Philpot, «Barbara Kahan». MacCarthy, «Alix Meynell». Βλ. επίσης Meynell, Private Servant. Connolly, «Margarette Schütte-Lihotsky». Βλ. επίσης Schütte-Lihotsky, Memories. «Αν δεις τους τις σημαντικές υποθέσεις, με τις οποίες ασχολήθηκαν οι άνθρωποι της ηλικίας μου, όπως ο πόλεμος κατά των ναζί, είναι αδύνατο να πεις ότι το τίμημα που κληθήκαμε να πληρώσουμε ήταν μεγαλύτερο από τα αποτελέσματα που είχαμε. Θα ήταν ο κόσμος καλύτερος αν δεν είχαμε αντισταθεί; Δεν πιστεύω ότι υπάρχει έστω και ένας άνθρωπος που συμμετείχε στον αγώνα αυτό, ο οποίος θα έλεγε σήμερα ότι ο αγώνας αυτός δεν άξιζε το κόπο». Hobsbawm, On the Edge, σ. 161. Hobsbawm, On the Edge, σ. 159. Η επέκταση της πολιτικής σε περιοχές που παλιότερα ανήκαν στην προσωπική ζωή των ανθρώπων ή βρίσκονταν πέραν της πολιτικής σφαίρας με την καθιερωμένη έννοια του όρου, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την οικογένεια και τη σεξουαλικότητα, αποδείχτηκε δίκοπο μαχαίρι. Οι προσπάθειες της Δεξιάς να μετατρέψει τις «οικογενειακές αξίες» και τα συναφή κοινωνικά θέματα σε πολιτικές προτεραιότητες αποτέλεσαν στοιχείο του νέου πολιτικού αυτού χώρου. Το νέο ενδιαφέρον για την υποκειμενικότητα, το λαϊφστάιλ και η προσωπική καλλιέργεια του ατόμου θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποπολιτικοποίηση μεγάλου τμήματος της πολιτικής συζήτησης, καθώς μάλλον τα αποσπούσε όλα αυτά από την περιοχή των δημοκρατικών αιτημάτων παρά τα εισήγαγε στη δημόσια σφαίρα. Βλ. Ross, Jacques Delors, «Fin de Siècle», και «Confronting»· Marquand, «Reinventing federalism»· Gowan και Anderson (επιμ.), Question· Grahl και Teague, «Cost»· Camiller, «Beyond 1992». Για ένα παράδειγμα της προσεκτικά θεωρητικοποιημένης και συγκεκριμένα προσδιορισμένης στρατηγικής, βλ. ιδιαίτερα Held, Democracy· και για μια ευρύτερη ανάλυση, Held κ.ά., Global Transformations. Για μια περίπτωση ευγλωττίας, βλ. Giddens και Pierson, Conversations, σ. 151-193.
887
SHMEIOSH 2
08-03-2010
10:51
™ÂÏ›‰·888
ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
17. Βλ. ιδιαίτερα Jameson, «Globalization», σ. 49-68. 18. Για τις τρέχουσες χρήσεις του «Τρίτου Δρόμου», βλ. ιδίως Giddens, Third Way και Third Way and Its Critics· Merkel, Third Ways. Η βασική επιχειρηματολογία επαναλήφθηκε πολλές φορές. Για παράδειγμα: «The Third Way goes global», New Democrat 3 (Μάιος-Ιούνιος 1999), για μια αποτίμηση της συνάντησης του Μπιλ Κλίντον (Ηνωμένες Πολιτείες), του Τόνι Μπλερ (Μεγάλη Βρετανία), του Γκέρχαρντ Σρέντερ (Γερμανία), του Μάσιμο Ντ’Αλέμα (Ιταλία) και του Βιμ Κοκ (Wim Kock / Ολλανδία). Βλ., επίσης, Zuege, «Chimera». 19. Όσο θα θυμόμαστε βέβαια τα πανίσχυρα δικτατορικά καθεστώτα των αρχών του 20ού αιώνα, η ανατροπή των οποίων αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της Αριστεράς.
888
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·889
μÈ‚ÏÈÔÁÚ·Ê›· Abraham, David, The Collapse of the Weimar Republic: Political Economy and Crisis, 2η έκδ., Holmes and Meier, Νέα Υόρκη 1986. ―, «Labor’s way: On the successes and limits of socialist politics in interwar and post-World War II Germany», International Labor and Working-Class History, τεύχ. 28 (Φθινόπωρο 1985), σ. 124. Abrams, Mark, The Teenage Consumer, London Press Exchange, Λονδίνο 1959. Abrams, Philip, «The failure of social reform: 1918-1920», Past and Present, τεύχ. 24 (Απρίλιος 1963), σ. 43-64. Absalom, Roger, A Strange Alliance: Aspects of Escape and Survival in Italy 1943-1945, Olschki, Φλωρεντία 1991. Abse, Tobias, «Italy: A new agenda», στο Perry Anderson και Patrick Camiller (επιμ.), Mapping the West European Left, Verso, Λονδίνο 1994. ––, «The left’s advance in Italy», New Left Review, τεύχ. 217 (Μάιος-Ιούνιος 1996), σ. 123-130. ––, «The rise of fascism in an industrial city: The case of Livorno 1918-1922», στο David Forgacs (επιμ.), Rethinking Italian Fascism: Capitalism, Populism and Culture, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1986. ––, «The triumph of the leopard», New Left Review, τεύχ. 199 (Μάιος-Ιούνιος 1993), σ. 3-28. Accampo, Elinor A., Industrialization, Family Life, and Class Relations in Saint-Chamond, 18151914, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1989. Ackelsberg, Martha A., Free Women of Spain. Anarchism and the Struggle for the Emancipation of Women, University of Indiana Press, Μπλούμινγκτον 1989. ––, «Women and the politics of the Spanish Popular Front: Political mobilization or social revolution?», International Labor and Working-Class History, τεύχ. 30 (Φθινόπωρο 1986), σ. 112. Adam, Barry D., The Rise of a Gay and Lesbian Movement, 2η έκδ., Twayne, Νέα Υόρκη 1995. Adam, Jan, Social Costs of Transformation to a Market Economy in Post-Communist Countries: The Cases of Poland, the Czech Republic, and Hungary, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1999. Adams, Mark B. (επιμ.), The Wellborn Science: Eugenics in Germany, France, Brazil, and Russia, Oxford University Press, Οξφόρδη 1990. Adamson, Walter L., Avant-Garde Florence: From Modernism to Fascism, Harvard University Pres, Κέμπριτζ 1993. ––, «The impact of World War I on Italian political culture», στο Aviel Roshwald και Richard Stites (επιμ.), European Culture in the Great War: The Arts, Entertainment, and Propaganda, 19141918, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1999.
863
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·890
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
890
––, «Modernism and fascism: The politics of culture in Italy, 1903-1922», American Historical Review, τεύχ. 95 (1990), σ. 359-390. Adereth, Mazwell, The French Communist Party: A Critical History (1920-1984): From Comintern to «the Colours of France», Manchester University Press, Μάντσεστερ 1984. Addison, Paul, The Road to 1945: British Politics and the Second World War, Cape, Λονδίνο 1977. Adler, Friedrich (επιμ.), Victor Adler: Briefwechsel mit August Bebel und Karl Kautsky, Wiener Volksbuchhandlung, Βιένη 1954. Agulhon, Maurice, The Republic of the Village: The People of the Var from the French Revolution to the Second Republic, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1982. Alapuro, Risto, «Artisans and revolution in a Finnish country town», στο Michael Hanagan, Leslie Page Moch, and Wayne Te Brake (επιμ.), Challenging Authority: The Historical Study of Contentious Politics, University of Minnesota, Μινεάπολις 1998. ––, State and Revolution in Finland, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1988. Alexander, Bill, British Volunteers for Liberty, Spain 1936-1939, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1982. Alexander, Martin, και Graham, Helen (επιμ.), The French and Spanish Popular Fronts: Comparative Perspectives, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1989. Alexander, Robert J., International Trotskyism 1929-1985: A Documented Analysis of the Movement, Duke University Press, Ντάραμ, Β.Καρ., 1991. Alexander, Sally, «Becoming a woman in London in the 1920s and 1930s», στο βιβλίο των David Feldman και Gareth Stedman Jones (επιμ.), Metropolis – London, Histories and Representations since 1800, Routledge, Λονδίνο 1989. ––, «Women, class and sexual differences in the 1830s and 1840s: Some reflections on the writing of a feminist history», στο Nicholas B. Dirks, Geoff Eley και Sherry B. Ortner (επιμ.), Culture/Power/History: A Reader in Contemporary Social Theory, Princeton University Press, Πρίνστον 1995. Ali, Tariq, Street Fighting Years: An Autobiography of the Sixties, Citadel Press, Νέα Υόρκη 1987. –– (επιμ.), The Stalinist Legacy. Its Impact on Twentieth-Century World Politics, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1984. ––, και Susan Watkins, 1968:Marching in the Streets, Free Press, Νέα Υόρκη 1998. Allen, J., και Massey, Doreen (επιμ.), The Economy in Question: Restructuring Britain, Sage, Λονδίνο 1988. Altbach, Edith Hoshino, Clausen, Jeanette, Schultz, Dagmar, και Stephen, Naomi (επιμ.), German Feminism: Readings in Politics and Literature, State University of New York Press, Όλμπανι 1984. Althaus, Hans-Joachim κ.ά., Da ist nirgends nichts gewesen außer hier. Das «rote Mössingen» im Generalstreik gegen Hitler. Geschichte eines schwäbischen Arbeiterdorfes, Rotbuch Verlag, Βερολίνο 1982. Ambrosius, Gerold, και Hubbard, William H., A Social and Economic History of Twentieth-Century Europe, Rotbuch Verlag, Κέμπριτζ 1982.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·891
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Amdur, Kathryn E., Syndicalist Legacy: Trade Unions and Politics in Two French Cities in the Era of World War I, University of Illinois Press, Ουρμπάνα 1986. Amin, Ash, «Post-Fordism: Models, fantasies and phantoms of transition», στο Ash Amin (επιμ.), Post-Fordism: A Reader, Blackwell, Οξφόρδη 1994. –– (επιμ.), Post-Fordism: A Reader, Blackwell, Οξφόρδη 1994. ––, και Dietrich, M. (επιμ.), Towards a New Europe? Structural Change in the European Economy, Elgar, Άλντερσοτ 1991. Aminzade, Ronald, Ballots and Barricades: Class Formation and Republican Politics in France, 1830-1871, Princeton University Press, Πρίνστον 1993. Amsden, Alice, Kochanowicz, Jacek, και Taylor, Lance, The Market Meets its Match: Restructuring the Economies of Eastern Europe, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1994. Amyot, Grant, The Italian Communist Party: The Crisis of Popular Front Strategy, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1981. Anderson, Bonnie S., και Zinsser, Judith P., A History of Their Own: Women in Europe from Prehistory to the Present, τόμ. 2, 2η έκδ., Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1988. Anderson Harriet, Utopian Feminism: Women’s Movement in Fin-de-siecle Vienna, Yale University Press, Νιου Χέιβεν 1992. Anderson Perry, Arguments within English Marxism, Verso, Λονδίνο 1980. ––, «Communist Party history», στο Raphael Samuel (επιμ.), People’s History and Socialist Theory, Routledge, Λονδίνο 1981. ––, Considerations on Western Marxism, Verso, Λονδίνο, 1976 [ελλ. έκδ.: Πέρρυ Άντερσον, Ο Δυτικός Μαρξισμός, μτφρ. Α.Π. Ζάννας, Κέδρος, Αθήνα 2005]. ––, In the Tracks of Historical Materialism, Verso, Λονδίνο 1983. ––, Εισαγωγή στο Perry Anderson και Patrick Camiller (επιμ.), Mapping the West European Left, Verso, Λονδίνο 1994. ––, και Camiller, Patrick (επιμ.), Mapping the West European Left, Verso, Λονδίνο 1994. Andersson, Jan Otto, «Fundamental values for a Third Left», New Left Review, τεύχ. 216 (ΜάρτιοςΑπρίλιος 1996), σ. 66-78. Andrae, C.G., «The Swedish labor movement and the 1917-1918 revolution», στο S. Koblik (επιμ.), Sweden’s Development from Poverty to Affluence, 1750-1970, University of Minnesota Press, Μινεάπολις 1975. Andréas, Bert, Le Manifeste Communiste de Marx et Engels. Histoire et Bibliographie 1848-1918, Feltrinelli, Μιλάνο 1963. Andreucci, Franco, «The diffusion of Marxism in Italy during the late nineteenth century», στο Raphael Samuel και Gareth Stedman Jones (επιμ.), Culture, Ideology and Politics, Essays for Eric Hobsbawm, Routledge, Λονδίνο 1983. ––, Il marxismo collettivo. Socialismo, marxismo e circolzione delle idee dalla seconda alla terza internazionale, Franco Angeli, Μιλάνο 1986. ––, «Italy», στο Marcel van der Linden και Jürgen Rojahn (επιμ.), The Formation of Labour Movements 1870-1914: An International Perspective, τόμ. 1, Brill, Λάιντεν 1990.
891
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·892
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
892
––, και Sylvers, Malcom, «The Italian communists write their history», Science and Society, τεύχ. 50, 1 (1976), σ. 28-56. Andrews, Geoff, «Young Turks and old guard: Intellectuals and the Communist Party leadership in the 1970s», στο Geoff Andrews, Nina Fishman και Kevin Morgan (επιμ.), Opening the Books: Essays on the Social and Cultural History of the British Communist Party, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1995. ––, Fishman, Nina, και Morgan, Kevin (επιμ.), Opening the Books: Essays on the Social and Cultural History of the British Communist Party, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1995. Andrews, Leighton, Wales says Yes: The Inside Story of the Yes for Wales Referendum Campaign, Seren, Μπρίτζεντ 1999. Angress, Werner T., Stillborn Revolution: The Communist Bid for Power in Germany, 1921-1923, Princeton University Press, Πρίνστον 1963. Ansorg, Leonore, και Hürtgen, Renate, «The myth of female emancipation: Contradictions in women’s lives», στο Konrad H. Jarausch (επιμ.), Dictatorship as Experience: Towards a SocioCultural History of the GDR, Berghahn, Νέα Υόρκη 1999. Arad, Yitzhak, Ghetto in Flames: The Struggle and Destruction of the Jews in Vilna in the Holocaust, Yad Vashem, Martyrs’ and Heroes· Remembrance Authority, Ιερουσαλήμ 1980. Arato, Andrew, και Breines, Paul, The Young Luk_cs and the Origins of Western Marxism, Seabury, Νέα Υόρκη 1979. Arblaster, Anthony, The Rise and Decline of Western Liberalism, Blackwell, Οξφόρδη 1984. Archer, Robin κ.ά. (επιμ.), Out of Apathy: Voices of the New Left Thirty Years On, Verso, Λονδίνο 1989. Ascari, Rosalia Colombo, «Feminism and socialism in Anna Kuliscioff’s writings», στο Robin Pickering-Iazzi (επιμ.), Mothers of Invention: Women, Italian Fascism, and Culture, University of Minnesota Press, Μινεάπολις 1995. Aslund, Anders, Private Enterprise in Eastern Europe: The Non-Agricultural Private Sector in Poland and the GDR, Macmillan, Λονδίνο 1985. Aspaturian Vernon V., Jiri Valenta και David P. Burke (επιμ.), Eurocommunism between East and West, University of Indiana Press, Μπλούμινγκτον 1980. Attfield, John, και Williams, Stephen (επιμ.), 1939: The Communist Party of Great Britain and the War, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1984. Aufheben, «The politics of anti-road struggle and the struggles of anti-road politics: The case of the no M11 link road campaign», στο George McKay (επιμ.), DiY Culture: Party and Protest in Nineties Britain, Verso, Λονδίνο 1998. Azergailis, Andrew, The 1917 Revolution in Latvia, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1974. Bagguley, P., «Protest, power and poverty: A case study of the anti-poll tax movement», Sociological Review, τεύχ. 43 (1995), σ. 693-719. Bahro, Rudolf, The Alternative in Eastern Europe, Verso, Λονδίνο 1978. Bailey, Stephen, «The Berlin strike of 1918», Central European History, τεύχ. 13 (1980), σ. 158174.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·893
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Bain, George Sayers και Price, Robert, Profiles of Union Growth: A Comparative Statistical Portrait of Eight Countries, Oxford University Press, Οξφόρδη 1980. Baker, Robert, «Socialism in the Nord 1880-1914», International Review of Social History, τεύχ. 12 (1967), σ. 357-389. Bakker, Isabella, «Women’s employment in comparative perspective», στο Jane Jensen, Elizabeth Hangen και Ceallaigh Reddy (επιμ.), The Feminization of the Labor Force: Paradoxes and Promises, Routledge, Λονδίνο 1988. Bakuniak, G., και Nowak, K., «The creation of a collective identity in a social movement: The case of Solidarno__ in Poland», Theory and Society, τεύχ. 16 (1987), σ. 401-429. Baldwin, Hugh, και END Hungary Working Group (επιμ.), Documents on the Peace Movement in Hungary, Merlin, Λονδίνο 1986. Baldwin, Peter, The Politics of Social Solidarity: Class Bases of the European Welfare State, 18751975, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1990. Balfour, Sebastian, Dictatorship, Workers, and the City: Labour in Greater Barcelona since 1939, Oxford University Press, Οξφόρδη 1989. Balibar, Etienne, On the Dictatorship of the Proletariat, Verso, Λονδίνο 1977. Banac, Ivo, «The Communist Party of Yugoslavia during the period of legality (1919-1921)», στο Ivo Banac (επιμ.), The Effects of World War I. The Class War after the Great War: The Rise of Communist Parties in East Central Europe, 1919-1921, Columbia University Press, Μπρούκλιν 1983. ––, The National Question in Yugoslavia: Origins, History, Politics, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1984. ––, With Stalin against Tito: Cominformist Splits in Yugoslav Communism, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1988. –– (επιμ.), Eastern Europe in Revolution, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1999. Banchoff, Thomas, The German Problem Transformed: Institutions, Politics, and Foreign Policy, 1945-1995, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 1999. Barclay, David E., «Rethinking social democracy, the state, and Europe: Rudolf Hilferding in exile, 1933 to 1941», στο David E. Barclay και Eric D. Weitz (επιμ.), Between Reform and Revolution: German Socialism and Communism from 1840 to 1990, Berghahn, Νέα Υόρκη 1988. Bard, Christine, «Proletarians of the proletariat: Women’s citizenship in France», International Labor and Working-Class History, τεύχ. 48 (Φθινόπωρο 1995), σ. 49-67. ––, «Marianne and the mother rabbits: Feminism and natality under the Third Republic», στο Maire Cross και Sheila Perry (επιμ.), Population and Social Policy in France, Pinter, Λονδίνο 1997. ––, και Robert, Jean-Louis, «The French Communist Party and women: From ‘feminism’ to familialism», στο Helmut Gruber και Pamela Graves (επιμ.), Women and Socialism / Socialism and Women: Europe between the Two World Wars, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. Barker, Francis κ.ά. (επιμ.), 1936: The Sociology of Literature, τόμ. 2: Practices of Literature and Politics, University of Essex Press, Κόλτσεστερ 1979. Barnett, Anthony, This Time: Our Constitutional Revolution, Vintage, Λονδίνο 1997. Barnsley Women against Pit Closures, Women against Pit Closures, Μπάρνσλεϊ, Η.Β., 1984.
893
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·894
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
894
Baron, Samuel H., Plekhanov: The Father of Russian Marxism, Stanford University Press, Στάνφορντ 1963. Barreno, Maria Isabel, Horta, Maria Teresa, και da Costa, Maria Velho, New Portuguese Letters, Readers International, Λονδίνο 1994. Barrow, Logie, «Determinism and environmentalism in socialist thought», στο Raphael Samuel και Gareth Stedman Jones (επιμ.), Culture, Ideology, and Politics, Routledge, Βοστόνη 1982. ––, «Socialism and eternity: Plebeian spiritualists 1853-1913», History Workshop Journal, τεύχ. 9 (Άνοιξη 1980), σ. 37-69. –– και Bullock, Ian, Democratic Ideas in the British Labour Movement, 1880-1914, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1996. Batt, Judy, East Central Europe from Reform to Revolution, Council on Foreign Relations Press, Νέα Υόρκη 1991. Bauer, Otto, «Fascism», στο Tom Bottomore και Patrick Goode (επιμ.), Austro-Marxism, Oxford University Press, Οξφόρδη 1978. Baxell, Richard, «Bill Alexander: British commander in the International Brigades whose concern for his fellow veterans outlived the Spanish civil war», Guardian (14.7.2000). Baylis, Thomas A., «Transforming the East German economy: Shock without therapy», στο Michael G. Huelshoff, Andrei S. Markovits και Simon Reich (επιμ.), From Bundesrepublik to Deutschland: German Politics after Unification, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 1993. Beach, Abigail, «Forging a ‘nation of participants’: Political and economic planning in labour’s Britain», στο Richard Weight και Abigail Beach (επιμ.), The Right to Belong: Citizenship and National Identity in Britain, 1930-1960, Tauris, Λονδίνο 1998. Bebel, August, Women and Socialism, Socialist Literature, Νέα Υόρκη 1917. Beccalli, Bianca, «The modern women’s movement in Italy», στο Monika Threlfall (επιμ.), Mapping the Women’s Movement: Feminist Politics and Social Transformation in the North, Verso, Λονδίνο 1996. ––, «The modern women’s movement in Italy», New Left Review, τεύχ. 204 (Μάρτιος-Απρίλιος 1994), σ. 86-112. Beck, Ulrich, Risk Society: Towards a New Modernity, Sage, Λονδίνο 1992. ––, Lash, Scott, και Giddens, Anthony (επιμ.), Reflexive Modernization: Politics, Tradition, and Aesthetics in the Modern Social Order, Polity Press, Κέμπριτζ 1994. Becker, Jean Jacques, The Great War and the French People, Berg, Λίμινγκτον Σπα 1986. Becker, Josef, και Franz Knipping (επιμ.), Power in Europe? Great Britain, France, Italy and Germany in a Postwar World, 1945-1950, de Gruyter, Βερολίνο 1986. Beckett, Francis, Enemy Within: The Rise and Fall of the British Communist Party, Murray, Λονδίνο 1995. Beecher, Jonathan, Charles Fourier: The Visionary and His World, University of California Press, Μπέρκλεϊ 2001. Beetham, David (επιμ.), Marxists in Face of Fascism, Manchester University Press, Λονδίνο 1983.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·895
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Behagg, Clive, «Custom, class and change: The trade societies of Birmingham», Social History, τεύχ. 4 (Οκτώβριος 1979), σ. 455-480. Behan, Tom, «‘‘Going further’’: The aborted Italian insurrection of July 1948», Left History, τεύχ. 3-4 (Φθινόπωρο 1995 - Άνοιξη 1996), σ. 168-203. Bell, David S., και Criddle, Byron, The French Socialist Party: The Emergence of a Party of Government, Oxford University Press, Οξφόρδη 1988. Bell, H. Donald, Sesto San Giovanni: Workers, Culture, and Politics in an Italian Industrial Town 1880-1922, Rutgers University Press, Νιου Μπράνσγουικ, Ν.Τζ., 1986. ––, «Working-class culture and fascism in an Italian industrial town, 1918-1922», Social History, τεύχ. 9 (1984), σ. 1-24. Bell, John D., Peasants in Power: Alexander Stamboliski and the Bulgarian Agrarian National Union, 1899-1923, Princeton University Press, Πρίνστον 1977. Belsize Lane Women’s Group, «Nine years together», στο Marsha Rowe (επιμ.), Spare Rib Reader, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1982. Ben-Ami, Shlomo, Fascism from Above: The Dictatorship of Primo de Rivera in Spain 1923-1930, Oxford University Press, Οξφόρδη 1983. Benjamin, Walter, Illuminations, Fontana, Λονδίνο 1973. ––, «Paris – The capital of the nineteenth century», στο Charles Baudelaire: A Lyric Poet in the Era of High Capitalism, Verso, Λονδίνο 1973. Benn, Tony, Parliament, People and Power: Agenda for a free Society, Verso, Λονδίνο 1991. Bennett, Anita, και Nicholls, Jill, «We are all criminals: Women’s liberation in Spain», στο Marsha Rowe (επιμ.), Spare Rib Reader, Penguin, Νέα Υόρκη 1982. Benton, Sarah, «The decline of the party», στο Stuart Hall και Martin Jacques (επιμ.), New Times: The Changing Face of Politics in the 1990s, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1991. Berenson, Edward, Populist Religion and Left-Wing Politics in France, 1830-1852, Princeton University Press, Πρίνστον 1984. Berezin, Mabel, Making the Fascist Self: The Political Culture of Interwar Italy, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1997. Berg, Maxine, The Age of Manufactures, 1700-1820, 2η έκδ., Blackwell, Λονδίνο 1994. Berger, Stefan, και Broughton, David (επιμ.), The Force of Labour: The Western European Labour Movement and the Working Class in the Twentieth Century, Berg, Οξφόρδη 1995. Berlanstein, Leonard R. (επιμ.), Rethinking Labor History: Essays on Discourse and Class Analysis, University of Illinois Press, Ουρμπάνα 1993. Berlinguer, Enrico, After Poland: Towards a New Internationalism, Spokesman Books, Νότιγχαμ 1982. Bernard, Philippe, και Dubief, Henri, The Decline of the Third Republic 1914-1938, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1985. Bernstein, Samuel, Auguste Blanqui and the Art of Insurrection, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1971. Berry, Ellen E. (επιμ.), Post-Communism and the Body Politic, New York University Press, Νέα Υόρκη 1995.
895
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·896
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
896
Bess, Michael, Realism, Utopia, and the Mushroom Cloud. Four Activist Intellectuals and Their Strategies for Peace, 1945-1989: Louise Weiss (France), Leo Szilard (USA), E.P. Thompson (England), Danilo Dolci (Italy), University of Chicago Press, Σικάγο 1993. Bessel, Richard, Germany after the First World War, Oxford University Press, Οξφόρδη 1993. Bey, Hakim, ΤΑΖ: The Temporary Autonomous Zone, Ontological Anarchy, Poetic Terrorism, Autonomedia, Μπρούκλιν 1991. Beynon, Huw, Hudson, Ray, και Sadler, David, A Tale of Two Industries: The Contraction of Coal and Steel in the North East of England, Open University Press, Μίλτον Κέινς, Η.Β., 1991. Bezucha, Robert J., The Lyon Uprising of 1834: Social and Political Conflict in the Early July Monarchy, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1974. Bezza, Bruno, «Social characteristics, attitudes, and patterns of strike behavior of the metalworkers in Italy during the First World War», στο Leopold Haimson και Charles Tilly (επιμ.), Strikes, Wars, and Revolutions in an International Perspective: Strike Waves in the Late Nineteenth and Early Twentieth Centuries, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1989. Biagini, Eugenio F., Liberty, Retrenchment and Reform: Popular Liberalism in the Age of Gladstone, 1860-1880, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1992. ––, και Reid, Alastair J. (επιμ.), Currents of Radicalism: Popular Radicalism, Organized Labour and Party Politics in Britain 1850-1914, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1991. Bird, Tessa, και Jordan, Tim, «Sounding out the new social movements and the Left: Interview with Stuart Hall, Doreen Massey, and Michael Rustin», στο Tim Jordan και Adam Lent (επιμ.), Storming the Millennium: The New Politics of Change, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1999. Black Lawrence, «‘‘Still at the penny-farthing stage in a jet-propelled era’’: Branch life in 1950s socialism», Labour History Review, τεύχ. 65 (2000), σ. 202-226. Blackburn, Robin (επιμ.), After the Fall: The Failure of Communism and the Future of Socialism, Verso, Λονδίνο 1991. Blackburn, Sheila C., «Ideology and social policy: The origins of the trade boards act», Historical Journal, τεύχ. 34 (1992), σ. 43-64. ––, «‘‘No necessary connection with homework’’: Gender and sweated labour, 1840-1909», Social History, τεύχ. 22 (1997), σ. 269-285. Blackmer, Donald L.M., και Tarrow, Sidney (επιμ.), Communism in Italy and France, Princeton University Press, Πρίνστον 1975. Bland, Lucy, «In the name of production: The policing of women in the First World War», στο Julia Brophy και Carol Smart (επιμ.), Women-in-Law: Explorations in Law, Family, and Sexuality, Routledge, Λονδίνο 1985. Blänsdorf, Agnes, Die Zweite Internationale und der Krieg. Die Diskussion über die internationale Zusammenarbeit der sozialistischen Parteien 1914-1917, Klett-Cotta, Στουτγάρδη 1979. Blinkhorn, Martin (επιμ.), Spain in Conflict 1931-1939: Democracy and Ist Enemies, Sage, Λονδίνο 1986. Blobaum, Robert E., Feliks Dzierzynski and the SDKPiL: A Study in the Origins of Polish Communism, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1984.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·897
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
––, Rewolucja: Russian Poland, 1904-1907, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ.,1995. Bloch, Ernst, Luk_cs, Georg, Brecht, Bertolt, Benjamin, Walter και Adorno, Theodor, Aesthetics and Politics, Verso, Λονδίνο 1977. Blom, Ida, «A double responsibility: Women, men, and socialism in Norway», στο Helmut Gruber και Pamela Graves (επιμ.), Women and Socialism / Socialism and Women: Europe between the Two World Wars, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. ––, «The struggle for women’s suffrage in Norway, 1885-1913», Scandinavian Journal of History, τεύχ. 5 (1980), σ. 3-22. ––, «Voluntary motherhood 1900-1930: Theories and politics of a Norwegian feminist in an international perspective», στο Gisela Bock και Pat Thane (επιμ.), Maternity and Gender Policies: Women and the Rise of the European Welfare States 1880-1950s, Routledge, Λονδίνο 1991. Bloomfield, Jon, Passive Revolution: Politics and the Czechoslovak Working Class, 1945-1948, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1979. –– (επιμ.), The Soviet Revolution: Perestroika and the Remaking of Socialism, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1989. del Boca, Daniela, «Women in a changing workplace: The case of Italy», στο Jane Jensen, Elizabeth Hangen και Ceallaigh Reddy (επιμ.), The Feminization of the Labor Force: Paradoxes and Promises, Routledge, Λονδίνο 1988. Boch, Rudolph, Handwerker-Sozialisten gegen Fabrikgesellschaft. Lokale Fachvereine, Massengewerkschaft und industrielle Rationalisierung in Solingen 1870 bis 1914, Vandenhoeck und Ruprecht, Γκέτινγκεν 1985. ––, «Lokale Fachvereine im Bergischen Land – eine vergessene Phase in der Geschichte der Gewerkschaftsbewegung», στο Kurt Düwell και Wolfgang Köllmann (επιμ.), RheinlandWestfalen im Industriezeitalter, τόμ. 2: Von der Reichsgründung bis zum Weimarer Republik, Hammer, Βούπερταλ 1983. Bock, Gisela, «Antinatalism, maternity and paternity in national socialist racism», στο Gisela Bock και Pat Thane (επιμ.), Maternity and Gender Policies: Women and the Rise of the European Welfare States 1880-1950s, Routledge, Λονδίνο 1991. Bock, Manfred, Geschichte des «linken Radikalismus» in Deutschland. Ein Versuch, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1976. ––, Syndikalismus und Linkskommunismus 1918-1923, Hain, Μάισενχαϊμ 1969. Bodek, Richard, Proletarian Performance in Weimar Berlin: Agitprop, Chorus, and Brecht, Camden House, Κολούμπια, Ν.Καρ., 1997. Boersner, D., The Bolsheviks and the National and Colonial Question, 1917-1928, Hyperion Press, Γουέστπορτ, Κον., 1981. Boggs, Carl, και Plotke, David (επιμ.), The Politics of Eurocommunism: Socialism in Transition, South End Press, Βοστόνη 1980. Bokovoy, Melissa, «Peasants and partisans: A dubious alliance», στο Norman M. Naimark και Leonid Gibianskii (επιμ.), The Establishment of Communist Regimes in Eastern Europe, 19441949, Westview Press, Μπούλντερ, Κολ., 1997.
897
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·898
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
898
Boll, Friedhelm, Frieden ohne Revolution? Friedensstrategien der deutschen Sozialdemokratie vom Erfurter Programm 1891 zur Revolution 1918, Dietz, Βόνη 1980. ––, «International strike waves: A critical assessment», στο Wolfgang J. Mommsen και HansGerhard Husung (επιμ.), The Development of Trade Unionism in Great Britain and Germany, 1880-1914, Allen and Unwin, Λονδίνο 1985. ––, Massenbewegungen in Niedersachsen, 1906-1920: Eine sozialgeschichtliche Untersuchung zu den unterschiedlichen Entwicklungstypen Braunschweig und Hannover, Dietz, Βόνη 1981. Bommes, Michael κ.ά., «Structural conditions, historical contexts and social effects of post-1945 migration to Germany», στο Michael Bommes, Stephen Castles και Catherine Wihtol de Wenden (επιμ.), Migration and Social Change in Australia, France and Germany, IMISBeiträge, Τετράδιο 13, University of Osnabruck, Όσναμπρικ 1999. Bonnell, Victoria, Roots of Rebellion: Workers, Politics, and Organizations in St. Petersburg and Moscow 1900-1914, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1983. Bono, Paolo, και Kent, Sandra (επιμ.), Italian Feminist Thought: A Reader, Blackwell, Οξφόρδη 1991. Booth, Alan, και Pack, Melvyn, Employment, Capital and Economic Policy: Great Britain 19181939, Blackwell, Οξφόρδη 1985. Bor_n, Atilio, «Latin America: Between Hobbes and Friedman», New Left Review, τεύχ. 130 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1981), σ. 45-66. Borowsky, Peter, Deutsche Ukrainepolitik 1918, Matthiesen, Λίμπεκ, Γερμανία 1970. Boston Women’s Health Book Collective, Our Bodies, Ourselves, Simon and Schuster, Νέα Υόρκη 1970. Boswell, Laird, Rural Communism in France, 1920-1939, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1998. Bottomore, Tom, «Social democracy», στο Tom Bottomore, Lawrence Harris, Victor Kiernan και Ralph Milliband (επιμ.), A Dictionary of Marxist Thought, Blackwell, Οξφόρδη 1983. Boulton, Marjorie, Zamenhof, Creator of Esperanto, Routledge, Λονδίνο 1960. Bourges, Hervé (επιμ.), The Student Revolt: The Activists Speak, Cape, Λονδίνο 1968. Bowd, Gavin, «‘‘C’est la lutte initiale’’: Steps in the realignment of the French Left», New Left Review, τεύχ. 206 (Ιούλιος-Αύγουστος 1994), σ. 71-85. Bowring, Finn, «LETS: An eco-socialist initiative», New Left Review, τεύχ. 232 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1998), σ. 91-111. Bowyer, Fran, «Dora Cox: Communist campaigner for the workers and women of Wales», Guardian (2.2.2000). Boxer, Marilyn, «When radical and socialist feminism were joined: The extraordinary failure of Madeleine Pelletier», στο Jane Slaughter και Robert Kern (επιμ.), European Women of the Left: Socialism, Feminism, and the Problems Faced by Political Women, 1880 to the Present, Greenwood Press, Γουέστπορτ, Κον., 1981. Brand, Karl-Werner, Detlef, Büsser, και Dieter Rucht, Aufbruch in eine andere Gesellschaft: Neue Soziale Bewegungen in der Bundesrepublik, Campus, Φραγκφούρτη 1983. Branson, Noreen, Poplarism, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1979.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·899
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Braunthal, Gerard, Political Loyalty and Public Service in West Germany: The 1972 Decree against Radicals and Its Consequences, University of Massachusetts Press, Άμχερστ 1990. ––, The West German Social Democrats, 1969-1982: Profile of a Party in Power, Westview Press, Μπούλντερ, Κολ., 1983. Braunthal, Julius, History of the International, τόμ. 1, Gollancz, Λονδίνο 1966. Braybon, Gail, και Summerfield, Penny, Out of the Cage: Women’s Experiences in Two World Wars, Pandora, Λονδίνο 1987. Breitman, Richard, German Socialism and Weimar Democracy, University of North Carolina Press, Τσάπελ Χιλ 1981. Brett, Teddy, Gilliatt, Steve, και Pople, Andrew, «Planned trade, Labour Party policy, and US intervention: The successes and failures of postwar reconstruction», History Workshop Journal, τεύχ. 13 (Άνοιξη 1982), σ. 130-142. Briggs, Asa, «The language of ‘class’ in early nineteenth-century England», στο Asa Briggs και John Saville (επιμ.), Essays in Labour History, Macmillan, Λονδίνο 1967. ––, «The language of ‘mass’ and ‘masses’ in nineteenth-century England», στο David E. Martin και David Rubinstein (επιμ.), Ideology and the Labour Movement, Groom Helm, Λονδίνο 1979. Broberg, Gunnar, και Roll-Hansen, Nills (επιμ.), Eugenics and the Welfare State: Sterilization Policy in Denmark, Sweden, Norway, and Finland, Michigan State University Press, Ιστ Λάνσινγκ 1996. Brome, Vincent, The International Brigades. Spain 1936-1939, Λονδίνο, 1965. Brooke, Stephen, Labour’s War: The Labour Party and the Second World War, Oxford University Press, Οξφόρδη 1992. ––, «Problems of ‘socialist planning’: Evan Durbin and the labour government of 1945», Historical Journal, τεύχ. 34 (1991), σ. 687-702. Brose, Eric Dorn, Christian Labor and the Politics of Frustration in Imperial Germany, Catholic University Press, Ουάσινγκτον 1985. Brown, Bernard E., Socialism of a Different Kind: Reshaping the Left in France, Greenwood Press, Γουέστπορτ, Κον., 1982. Brüggermeier, Franz Josef, Leben vor Ort: Ruhrbergleute und Ruhrbergbau 1889-1919, Beck, Μόναχο 1984. ––, και Niethammer, Lutz, «Lodgers, schnapps-casinos and working-class colonies in a heavyindustrial region», στο Georg Iggers (επιμ.), The Social History of Politics. Critical Perspectives in West German Historical Writing since 1945, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1985. Bruley, Sue. Leninism, Stalinism, and the Women’s Movement in Britain, 1920-1939, Garland, Νέα Υόρκη 1986. ––, «Women against war and fascism: Communism, feminism, and the people’s front», στο Jim Fyrth (επιμ.), Britain, Fascism, and the Popular Front, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1985. ––, «Women and communism: A case study of the Lancashire weavers in the depression», στο Geoff Andrews, Nina Fishman και Kevin Morgan (επιμ.), Opening the Books: Essays on the Social and Cultural History of the British Communist Party, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1995.
899
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·900
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
900
Brunt, Rosalind, «The politics of identity», στο Stuart Hall και Martin Jacques (επιμ.), New Times: The Changing Face of Politics in the 1990s, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1991. Brus, Wlodzimierz, «Evolution of the communist economic system: Scope and limits», στο Victor Nee και David Stark (επιμ.), Remaking the Economic Institutions of Socialism: China and Eastern Europe, Stanford University Press, Στάνφορντ 1989. Bruszt, L_szl_, και Stark, David, «Remaking the political field in Hungary: From the politics of confrontation to the politics of competition», στο Ivo Banac (επιμ.), Eastern Europe in Revolution, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1992. Bruzzone, Anna Maria, «Women in the Italian Resistance», στο Paul Thompson (επιμ.), Our Common History. The Transformation of Europe, Routledge, Λονδίνο 1982. Bryant, Christopher G.A., και Mokrzycki, Edmund (επιμ.), The New Great Transformation? Change and Continuity in East-Central Europe, Routledge, Λονδίνο 1994. Buchanan, Tom, «Britain’s Popular Front? Aid Spain and the British labour movement», History Workshop Movement, τεύχ. 31 (Άνοιξη 1991), σ. 60-72. ––, The Spanish Civil War and the British Labour Movement, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1991. ––, και Conway, Martin (επιμ.), Political Catholicism in Europe, 1918-1965, Clarendon Press, Οξφόρδη 1996. Buchsbaum, Jonathan, Cinema Engagé: Film in the Popular Front, University of Illinois Press, Ουρμπάνα 1988. Bufacchi, Vittorio, και Burgess, Simon, Italy since 1989: Events and Interpretations, 2η έκδ., St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 2001. Bull, Ann Cento, «The Lombard silk spinners in the nineteenth century: An industrial workforce in a rural setting», Italianist, τεύχ. 7 (1987), σ. 99-121. Burawoy, Michael και Luk_cs, J_nos, The Radiant Past: Ideology and Reality in Hungary’s Road to Capitalism, University of Chicago Press, Σικάγο 1992. ––, και Verdery, Katherine (επιμ.), Uncertain Transitions: Ethnographies of Change in the Postsocialist World, Rowman and Littlefield, Λάνχαμ, Μέριλαντ, 1999. Burges, Keith, «The political economy of British engineering workers during the First World War», στο Leopold Haimson και Charles Tilly (επιμ.), Strikes, Wars, and Revolutions in an International Perspective: Strike Waves in the Late Nineteenth and Early Twentieth Centuries, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1989. Burges, Michael, «Political Catholicism, European unity and the rise of Christian democracy», στο Michael L. Smith και Peter M.R. Stirk (επιμ.), Making the New Europe. European Unity and the Second World War, Longman, Λονδίνο 1990. Burns, Danny, και Simmons, Mark, Poll Tax Rebellion, AK Press, Εδιμβούργο 1992. Burton, Antoinette, Burdens of History: British Feminists, Indian Women, and Imperial Culture, 1865-1915, University of North Carolina Press, Τσάπελ Χιλ 1994. ––, «The feminist quest for identity: British imperial suffragism and ‘global sisterhood’, 19001915», Journal of Women’s History, τεύχ. 3 (1991), σ. 46-81. Buschak, Willy, Das Londoner Büro, International Institute of Social History, Άμστερνταμ 1985.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·901
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Bush, Julia, Behind the Lines: East London Labour 1914-1919, Merlin, Λονδίνο 1984. Cabezali, Elena, Cuevas, Matilde και Chicote, Maria Teresa, «Myth as suppression: Motherhood and the historical consciousness of the women of Madrid, 1936-1939», στο Raphael Samuel και Paul Thompson (επιμ.), The Myths We Live By, Routledge, Λονδίνο 1990. Cahm, Caroline, Kropotkin and the Rise of Revolutionary Anarchism, 1872-1886, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1989. Caldwell, Lesley, «Abortion in Italy», Feminist Review , τεύχ. 7 (1981), σ. 49-63. ––, «Church, state, and family: The women’s movement in Italy», στο Annette Kuhn και AnnMarie Wolpe (επιμ.), Feminism and Materialism: Women and Modes of Production, Routledge, Λονδίνο 1978. ––, «Courses for women: The example of the 150 hours movement in Italy», Feminist Review, τεύχ. 27 (1983), σ. 71-83. ––, «Reproducers of the nation: Women and the family in fascist policy», στο David Forgacs (επιμ.), Rethinking Italian Fascism, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1986. Calhoun, Daniel C., The United Front: The TUC and the Russians, 1923-1928, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1976. Callaghan, John, British Trotskyism: Theory and Practice, Blackwell, Οξφόρδη 1984. ––, Rajani Palme Dutt: A Study in British Stalinism, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1993. Camiller, Patrick, «Beyond 1992: The Left and Europe», New Left Review, τεύχ. 175 (Μάιος-Ιούνιος 1989), σ. 5-17. ––, «The eclipse of Spanish communism», New Left Review, τεύχ. 147 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1984), σ. 122-128. ––, «Spain: The survival of socialism?», στο Perry Anderson και Patrick Camiller (επιμ.), Mapping the West European Left, Verso, Λονδίνο 1994. Cammett, John M., Antonio Gramsci and the Origins of Italian Communism, Stanford University Press, Στάνφορντ 1967. Campbell, Beatrix, Wigan Pier Revisited: Poverty and Politics in the Eighties, Virago, Λονδίνο 1984. Cannadine, David, «R.A. Butler», στο The Pleasures of the Past, Penguin Λονδίνο 1989. Canning, Kathleen, «Feminist theory after the linguistic turn: Historicizing discourse and experience», Signs, τεύχ. 19 (1994), σ. 368-404. ––, «Gender and the politics of class formation: Rethinking German labor history», στο Geoff Eley (επιμ.), Society, Culture, and the State in Germany, 1870-1930, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 1996. ––, Languages of Labor and Gender: Female Factory Work in Germany, 1850-1914, Cornell University Press, Ίθακα 1996. Cant, Bob, και Hemmings, Susan (επιμ.), Radical Records: Thirty Years of Lesbian and Gay History, Routledge, Λονδίνο 1988. Cardoza, Anthony L., Agrarian Elites and Italian Fascism: The Province of Bologna, 1901-1926, Princeton University Press, Πρίνστον 1982.
901
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·902
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
902
Carlisle, Robert B., The Proffered Crown: St. Simonianism and the Doctrine of Hope, Johns Hopkins University Press, Βαλτιμόρη 1987. Carlson, Andrew R., Anarchism in Germany. Τόμος Ι. The Early Movement, Scarecrow Press, Μέτουσεν, Ν.Τζ., 1972. Carol, Anne, Histoire de l’eugénisme en France : Les médecins et la procréation, XIXe-Xxe siècle, Παρίσι 1995. Carr, Edward Hallett, The Bolshevik Revolution 1917-1923, τόμ. 1, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1966. ––, The Bolshevik Revolution 1917-1923, τόμ. 3, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1966. ––, The Comintern and the Spanish Civil War, Pantheon, Νέα Υόρκη 1984. ––, Conditions of Peace, Macmillan, Λονδίνο 1942. ––, Foundations of a Planned Economy 1926-1929, τόμ. 3, Μέρος 2, Penguin, Λονδίνο 1976. ––, Socialism in One Country, 1924-1926, τόμ. 3, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1972. ––, The Twilight of the Comintern, 1930-1935, Pantheon, Νέα Υόρκη 1982. Carr, Raymond, Spain 1808-1975, 2η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη 1982. ––, και Aizpurua, Juan Pablo Fusi, Spain: Dictatorship to Democracy, 2η έκδ., Allen and Unwin, Λονδίνο 1981. Carrillo, Santiago, με της Régis Debray και Max Gallo, Dialogue on Spain, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1977. Carroll, Rory, «Struggle over for Italy’s radical daily», Guardian (17.7.2000). Carsten, Francis L., The Reichswehr and Politics 1918-1933, Oxford University Press, Οξφόρδη 1966. ––, Revolution in Central Europe 1918-1919, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1972. ––, War against War: British and German Radical Movements in the First World War, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1982. Carter, April, Peace Movements, Longman, Λονδίνο 1992. Carter, Erica, How German is She? Postwar West German Reconstruction and the Consuming Woman, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 1997. ––, και Watney, Simon (επιμ.), Taking Liberties: AIDS and Cultural Politics, Λονδίνο 1989. Carzel, John, Citizen Ken, Hogarth Press, Λονδίνο 1984. Castells, Manuel, The Rise of the Network Society: The Information Age, τόμ. Ι, Blackwell, Οξφόρδη 1996. Castillo, Santiago, «Spain», στο Marcel van der Linden και Jürgen Rojahn (επιμ.), The Formation of Labour Movements 1870-1914: An International Perspective, τόμ. 1, Brill, Λάιντεν 1990. Caute, David, «Cohn-Bendit: the Greening of the Red», στο 1968: I Love You!!! Oh, Say It with Cobblestones!!!, Παράρτημα στο New Statesman (Δεκέμβριος 1987), σ. xxviii-xxx. ––, The Left in Europe since 1789, Weidenfeld and Nicolson, Λονδίνο 1966. ––, The Year of the Barricades: A Journey through 1968, Harper and Row, Νέα Υόρκη 1988. Cecil, Lamar, Wilhelm II: Emperor and Exile, 1900-1941, University of North Carolina Press, Τσάπελ Χιλ 1996.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·903
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Cerny, Philip G., και Schain, Mart_n A. (επιμ.), Socialism, the State and Public Policy in France, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1985. Chambers, Suzanna, «Last greenham women demand memorial garden», Independent on Sunday (19.7.1998). Chapman, Herrick, State Capitalism and Working-Class Radicalism in the French Aircraft Industry, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1991. Charlton, Michael, The Eagle and the Small Birds. Crisis in the Soviet Empire: From Yalta to Solidarity, University of Chicago Press, Σικάγο 1984. Charney, Leo, και Schwartz, Vanessa R. (επιμ.), Cinema and the Invention of Modern Life, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1995. Chick, Martin, Industrial Policy in Britain 1945-1951: Economic Planning, Nationalization, and the Labour Governments, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1998. Chickering, Roger, Imperial Germany and the Great War, 1914-1918, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1998. Childs, David, «The changing face of western communism», στο Childs, D. (επιμ.), The Changing Face of Western Communism, Croom Helm, Λονδίνο 1980. Christensen, Hilda Romer, «Socialist feminists and feminist socialists in Denmark 1920-1940», στο Helmut Gruber και Pamela Graves (επιμ.), Women and Socialism / Socialism and Women: Europe between the Two World Wars, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. Christiansen, Niels Finn, «Denmark: End of an idyll?», στο Perry Anderson και Patrick Camiller (επιμ.), Mapping the West European Left, Verso, Λονδίνο 1994. Christianson, Aileen, «Making choices – Scotland and the women’s movement», στο Amanda Sebestyen (επιμ.), ’68, ’78, ’88: From Women’s Liberation to Feminism, Prism Press, Μπρίντπορτ, Η.Β., 1988. Christie, Stuart, «Goliardo Fiaschi: Anarchist loyal to his cause against fascist Italy and Franco’s Spain», Guardian (15.8.2000). Chun, Lin, The British New Left, Edinburgh University Press, Εδιμβούργο 1993. Churchill, Winston, The Second World War, τόμ. 6: Triumph and Tragedy, Education Book, Λονδίνο 1953. Cioc, Mark, Pax Atomica: The Nuclear Defense Debate in West Germany during the Adenauer Era, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1988. Claeys, Gregory, Citizens and Saints: Politics and Anti-Politics in Early British Socialism, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1989. Clark, Anna, «Gender, class, and the nation: Franchise reform in England, 1832-1928», στο James Vernon (επιμ.), Re-Reading the Constitution: New Narratives in the Political History of England’s Long Nineteenth Century, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1996. ––, The Struggle for the Breeches: Gender and the Making of the British Working Class, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1995. Clark, Jon, Bruno Schönlank und die Arbeitersprechchorbewegung der Weimarer Republik, Prometh, Κολονία 1984.
903
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·904
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
904
––, Heineman, Margot, Margolies, David, και Snee, Carole (επιμ.), Culture and Crisis in Britain in the Thirties, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1979. Clark, Katerina, Petersburg: Crucible of Cultural Revolution, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1995. Clark, Martin, Antonio Gramsci and the Revolution That Failed, Yale University Press, Λονδίνο 1977. Clark, R., The Basque Insurgents: ETA, 1952-1980, University of Wisconsin, Μάντισον 1980. Clarke, Alan, The Rise and Fall of the Socialist Republik: A History of the South Yorkshire County Council, Nichols, Σέφιλντ 1986. Clarke, Michael, The Politics of Pop Festivals, Junction Books, Λονδίνο 1982. Clarke, Peter F., Lancashire and the New Liberalism, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1971. ––, Liberals and Social Democrats, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1978 Claudin, Fernando, Eurocommunism and Socialism, Verso, Λονδίνο 1978. Cleminson, Richard, «Eugenics by name or nature? The Spanish anarchist sex reform of the 1930s», History of European Ideas, τεύχ. 18 (1994), σ. 729-740. Clissold, Stephen, Djilas: The Progress of a Revolutionary, Universe Books, Νέα Υόρκη 1983. Clogg, Richard, «Pearls from Swine»: The Foreign Office papers, SOE and the Greek Resistance», στο Phyllis Auty και Richard Clogg (επιμ.), British Policy towards Wartime Resistance in Yugoslavia and Greece, Macmillan, Λονδίνο 1975. Close, David H., The Origins of the Greek Civil War, Longman, Λονδίνο 1995 [ελλ. έκδ.: Ντέιβιντ Κλόουζ, Οι ρίζες του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, μτφρ. Ρ. Χρυσοχόου, 1η έκδ., Φιλίστωρ, Αθήνα 2003]. Coates, Ken, The Most Dangerous Decade, Spokesman, Νότιγχαμ 1984. Cockburn, Alexander, και Blackburn, Robin (επιμ.), Student Power: Problems, Diagnosis, Action, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1969. Coddington, Ann, και Perryman, Mark (επιμ.), The Moderniser’s Dilemma: Radical Politics in the Age of Blair, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1998. Coffin, Judith, The Politics of Women’s Work: The Paris Garment Trades, 1750-1915, Princeton University Press, Πρίνστον 1996. Cohen, Gary B., Education and Middle-Class Society in Imperial Austria 1848-1918, Purdue University Press, Γουέστ Λαφαγέτ, Ιντ., 1996. Cole G.D.H., και Filson, A.W. (επιμ.), British Working-Class Movements: Select Documents 17891875, Allen and Unwin, Λονδίνο 1951. Collette, Christine, «Socialism and scandal: The sexual politics of the early labour movement», History Workshop Journal, τεύχ. 23 (Άνοιξη 1987), σ. 102-111. Collier, Peter, «Dreams of a revolutionary culture: Gramsci, Trotsky and Breton», στο Edward Timms και Peter Collier (επιμ.), Visions and Blueprints: Avant-Garde Culture and Radical Politics in Early Twentieth Century Europe, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1988. Collin, Matthew, με τη συμβολή του John Godfrey, Altered State: The Story of Ecstasy Culture and Acid House, Serpent’s Tail, Λονδίνο 1997.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·905
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Collins, Henry, και Abramsky, Chimen, Karl Marx and the British Labour Movement: Years of the First International, Macmillan, Λονδίνο 1965. Colton, Joel, Léon Blum: Humanist in Politics, 2η έκδ., Duke University Press, Ντάραμ, Β.Καρ., 1987. Communist Party, The, Manifesto for New Times: A Strategy for the 1990s, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1990. Connolly, Kate, «Ji__ Pelikan: A reform communist of Czechoslovakia’s Prague Spring, he fought on from Italy and became a socialist MEP», Guardian (30.6.1999). ––, «Margarete Schütte-Lihotsky: Socialist beliefs were central to the life of Austria’s first female architect, from designing mass-production kitchens to defying the Nazis», Guardian (31.1.2000). Conze, Werner, «From ‘Pöbel’ to ‘Proletariat’. The socio-historical preconditions of socialism in Germany», στο Georg Iggers (επιμ.), The Social History of Politics: Critical Perspectives in West German Historical Writing since 1945, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1985. Cook, Chris, και Paxton, John, European Political Facts 1848-1918, Macmillan, Λονδίνο 1978. Cook, Linda J., Orenstein, Mitchell A., και Rueschemeyer, Marilyn (επιμ.), Left Parties and Social Policy in Post-Communist Europe, Westview Press, Μπούλντερ, Κολ., 1999. Cooke, Philip (επιμ.), Localities, Hutchinson, Λονδίνο 1989. ––, «Radical regions? Space, time and gender relations in Emilia, Provence, and South Wales», στο Gareth Rees, Janet Bujra, Paul Littlewood, Howard Newby και Teresa L. Rees (επιμ.), Political Action and Social Identity: Class, Locality, and Ideology, Macmillan, Λονδίνο 1985. Cooper, Alice Holmes, Paradoxes of Peace: German Peace Movements since 1945, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 1996. Cooper, Davida, «An engaged state: Sexuality, governance, and the potential for change», στο Joseph Bristow και Angelia R. Wilson (επιμ.), Activating Theory: Lesbian, Gay, Bisexual Politics, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1993. –– (επιμ.), The Dialectics of Liberation, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1968. Coote, Anna, και Campbell, Beatrix, Sweet Freedom: The Struggle for Women’s Liberation, Blackwell, Οξφόρδη 1987. Copley, Anthony, Sexual Moralities in France 1780-1980: New Ideas on the Family, Divorce, and Homosexuality, Routledge, Λονδίνο 1989. Coquillat, Michelle, «The achievements of the French Ministry of women’s rights, 1981-1986», στο Mary Buckley και Malcom Anderson (επιμ.), Women, Equality and Europe, Macmillan, Λονδίνο 1988. Coriat, B. και P. Petit, «Deindustrialization and tertiariazation: Towards a new economy regime?», στο Ash Amin και M. Dietrich (επιμ.), Towards a New Europe? Structural Change in the European Economy, Elgar, Άλντερσοτ 1991. Cornell, Richard, Revolutionary Vanguard: The Early Years of the Communist Youth International 1914-1924, University of Toronto Press, Τορόντο 1982. Corner, Paul, Fascism in Ferrara 1915-1925, Oxford University Press, Οξφόρδη 1975.
905
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·906
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
906
Corni, Gustavo, «Italy», στο Bob Moore (επιμ.), Resistance in Western Europe, Berg, Οξφόρδη 2000. Cottam, Kazimiera Janina, Boleslaw Limanowski (1835-1935), Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1978. Coutouvidis, John, και Reynolds, Jaime, Poland 1939-1947, Leicester University Press, Λέστερ 1986. Crew, David F., «German socialism, the state, family policy, 1918-1933», Continuity and Change, τεύχ. 1 (1986), σ. 235-263. ––, Germans on Welfare: From Weimar to Hitler, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1998. ––, Town in the Ruhr: A Social History of Bochum 1870-1914, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1979. Crewe, Ivor, «The distributing truth behind labour’s rout», Guardian (13.6.1983). ––, «Labor force changes, working-class decline, and the labour vote: Social and electoral trends in postwar Britain», στο Frances Fox Piven (επιμ.), The Politics of the Labour Party, Allen and Unwin, Λονδίνο 1982. Crick, Martin, The History of the Social-Democratic Federation, Keele University Press, Κίλι, Η.Β., 1994. Crick, Michael, Scargill and the Miners, 2η έκδ., Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1985. Crisell, Andrew, «Filth, sedition, and blasphemy: The rise and fall of television satire», στο John Corner (επιμ.), Popular Television in Britain: Studies in Cultural History, British Film Institute, Λονδίνο 1991. Croall, Jonathan, LETS Act Locally, Calouste Gulbenkian Foundation, Λονδίνο 1997. Croft, Andy (επιμ.), A Weapon in the Struggle: The Cultural History of the Communist Party in Britain, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1998. Cronin, James E., «Coping with labour, 1918-1926», στο James E. Cronin και Jonathan Schneer (επιμ.), Social Conflict and Political Order in Modern Britain, Rutgers University Press, Νιου Μπράνσγουικ, Ν.Τζ., 1982. ––, Industrial Conflict in Modern Britain, Croom Helm, Λονδίνο 1979. ––, «Labor insurgency and class formation: Comparative perspectives on the crisis of 1917-1920 in Europe», στο James E. Cronin και Carmen Sirianni (επιμ.), Work, Community, and Power: The Experience of Labor in Europe and America, 1900-1925, Temple University Press, Φιλαδέλφεια 1983. ––, Labour and Society in Britain 1918-1979, Croom Helm, Λονδίνο 1984. ––, «Strikes and the struggle for union organization: Britain and Europe», στο Wolfgang J. Mommsen και Hans-Gerhard Husung (επιμ.), The Development of Trade Unionism in Great Britain and Germany, 1880-1914, Allen and Unwin, Λονδίνο 1985. ––, The World the Cold War Made: Order, Chaos, and the Return of History, Routledge, Νέα Υόρκη 1996. ––, και Peter Weiler, «Working-class interests and the politics of social democratic reform in Britain, 1900-1950», International Labor and Working-Class History, τεύχ. 40 (Φθινόπωρο 1991), σ. 47-66.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·907
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Crossland, Anthony, The Future of Socialism, Cape, Λονδίνο 1956. Crossman, Richard H. (επιμ.), The God that Failed, Books for Libraries Press, Φρίπορτ, Ν.Υ., 1972. Crouch, Colin, The Politics of Industrial Relations, Fontana, Λονδίνο 1979. Croucher, Richard, Engineers at War 1939-1945, Merlin, Λονδίνο 1982. Crowder, George, Classical Anarchism: The Political Thought of Godwin, Proudhon, Bakunin, and Kropotkin, Oxford University Press, Οξφόρδη 1991. Crump, Jeremy, «Recreation in Coventry between the wars», στο Bill Lancaster και Tony Mason (επιμ.), Life and Labour in a Twentieth Century City: The Experience of Coventry, Cryfield Press, Κόβεντρι 1986. Cummins, Ian, Marx, Engels and National Movements, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1980. Curran, James (επιμ.), The Future of the Left, Polity, Λονδίνο 1984. Currie, Robert, Industrial Politics, Oxford University Press, Οξφόρδη 1979. Czarnowski, Gabriele, «Hereditary and racial welfare (Erb – un Rassenpflege): The politics of sexuality and reproduction in Nazi Germany», Social Politics: International Studies in Gender, State, and Society, τεύχ. 4 (1997), σ. 114-135. Dalla Costa, Maria Rosa, The Power of Women and the Subversion of the Community, Falling Wall Press, Μπρίστολ 1972. Dallas, Gloden, και Gill, Douglas, The Unknown Army: Mutinies in the British Army in World War I, Verso, Λονδίνο 1985. Dalotel, Alain, και Freiermuth, Jean-Claude, «Socialism and revolution», στο Adrian Rifkin και Roger Thomas (επιμ.), Voices of the People: The Politics and Life of «La Sociale» at the End of the Second Empire, Routledge, Λονδίνο 1988. Daniel, Ute, Arbeitenfrauen in der Kriegsgesellschaft. Beruf, Familie und Politik im ersten Weltkrieg, Vandenhoeck und Ruprecht, Γκέτινγκεν 1989. Daniels, Philip, και Bull, Martin J., «Voluntary euthanasia: From the Italian Communist Party to the Democratic Party of the Left», στο Martin J. Bull και Paul Heywood (επιμ.), West European Communist Parties after the Revolutions of 1989, Macmillan, Λονδίνο 1994. Daniels, Robert V., Year of the Heroic Guerilla: World Revolution and Counter-Revolution in 1968, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1989. David-Fox, Katherine, «Czech feminists and nationalism in the late Habsburg monarchy: “The first in Austria”», Journal of Women’s History, τεύχ. 3 (1991), σ. 26-45. Davidson, Alastair, Antonio Gramsci: Towards an Intellectual Biography, Merlin, Λονδίνο 1977. ––, The Theory and Practice of Italian Communism. τόμ. Ι, Merlin, Λονδίνο 1982. Davies, Andrew, Leisure, Gender and Poverty: Working-Class Culture in Salford and Manchester: Manchester University Press, 1900-1939, Open University Press, Μπάκιγχαμ 1992. ––, και Fielding, Steven (επιμ.), Worker’s Worlds: Cultures and Communities in Manchester and Salford, 1880-1939, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1992. Davies, Judy, «The future’s market: Marinetti and the fascists of Milan», στο Edward Timms και Peter Collier (επιμ.), Visions and Blueprints: Avant-Garde Culture and Radical Politics in Early Twentieth-Century Europe, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1988. Davies, Norman, White Eagle, Red Star: The Polish-Soviet War, 1919-1920, Orbis, Λονδίνο 1972.
907
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·908
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
908
Davis, Belinda J., Home Fires Burning: Food, Politics, and Everyday Life in World War I Berlin, University of North Carolina Press, Τσάπελ Χιλ 2000. Davis, John A., «Socialism and the working classes in Italy before 1914», στο Dick Geary (επιμ.), Labour and Socialist Movements in Europe before 1914, Berg, Οξφόρδη 1989. Dawidowicz, Lucy S., The War Against the Jews 1933-1945, Holt, Rinehart, and Winston, Νέα Υόρκη 1975. Dawisha, Karen, Eastern Europe, Gorbachev and Reform: The Great Challenge, 2 η έκδ., Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1997. ––, και Parrott, Bruce (επιμ.), The Consolidation of Democracy in East-Central Europe, Cambridge University Press, Νέα Υόρκη 1997. Dawson, Jane I., Eco-Nationalism: Anti-Nuclear Activism and National Identity in Russia, Lithuania, and Ukraine, Duke University Press, Ντάραμ, Β.Καρ., 1996. Déak, Istv_n, Gross, Jan T., και Judt, Tony (επιμ.), The Politics of Retribution in Europe: World War II and Its Aftermath, Princeton University Press, Πρίνστον 2000. De Grand, Alexander J., In Stalin’s Shadow: Angelo Tasca and the Crisis of the Left in Italy and France, 1910-1945, University of Northern Illinois Press, ΝτεΚαλμπ 1986. Deighton, Anne, The Impossible Peace: Britain, the Division of Germany, and the Origins of the Cold War, Oxford University Press, Οξφόρδη 1990. Delzell, Charles, Mussolini’s Enemies: The Italian Anti-Fascist Resistance, Princeton University Press, Πρίνστον 1990. Denver, David, Scotland Decides: The Devolution Issue and the 1997 Referendum, Frank Cass, Λονδίνο 2000. Derfler, Leslie, Alexandre Millerand: The Socialist Years, Mouton, Χάγη 1977. ––, Paul Lafargue and the Founding of French Marxism, 1842-1882, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1991. Deutscher, Isaac, «Record of a discussion with Heinrich Brandler», New Left Review, τεύχ. 105 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1977), σ. 47-55. Deutscher, Tamara κ.ά., για την Επιτροπή Υπεράσπισης των Τσεχοσλοβάκων Σοσιαλιστών (επιμ.), Voices of Czechoslovak Socialists, Merlin, Λονδίνο 1977. Dietrich, Torsten, Die 17. Juni 1953 in der DDR. Bewaffnete Gewalt gegen das Volk, Ch. Links, Βερολίνο 1991. Dikötter, Frank, «Race culture: Recent perspectives on the history of eugenics», American Historical Review, τεύχ. 103 (1998), σ. 467-478. Djilas, Milovan, Wartime: With Tito and the Partisans, Secker and Warburg, Λονδίνο 1977. Dobson, Sean, Authority and Upheaval in Leipzig, 1910-1920: The Story of a Relationship, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 2001. Dodge, Peter, Beyond Marxism: The Faith and Works of Hendrik de Man, Mouton, Χάγη 1966. –– (επιμ.), A Documentary Study of Hendrik de Man, Socialist Critic of Marxism, Princeton University Press, Πρίνστον 2001. Domansky, Elisabeth, «The rationalization of the class struggle: Strikes and strike strategy of the German Metalworkers’ Union, 1891-1922», στο Leopold Haimson και Charles Tilly (επιμ.),
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·909
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Strikes, Wars, and Revolutions in an International Perspective: Strike Waves in the Late Nineteenth and Early Twentieth Centuries, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1989. Dominelli, Lena, και Jonsdottir, Gudrun, «Feminist political organization in Iceland: Some reflections on the experience of Kvenna Frambothid», Feminist Review, τεύχ. 30 (1988), σ. 3660. Dominick III, Raymond H., Wilhelm Liebknecht and the Founding of the Social Democratic Party, University of North Carolina Press, Τσάπελ Χιλ 1982. Douthwaite, Richard, Short Circuit: Strengthening Local Economies in an Unstable World, Lilliput Press, Δουβλίνο 1996. Downs, Laura Lee, Manufacturing Inequality: Gender Division in the French and British Metalworking Industries, 1914-1939, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1995. ––, «Municipal communism and the politics of childhood: Ivry-sur-Seine 1925-1960», Past and Present, τεύχ. 166 (2000), σ. 205-241. Drachkovitch, Milorad M., και Lazitch, Branko (επιμ.), The Comintern: Historical Highlights: Essays, Recollections, Documents, Praeger Νέα Υόρκη 1966. Drake, Richard, The Revolutionary Mystique and Terrorism in Contemporary Italy, University of Indiana Press, Μπλούμινγκτον 1989. ––, «Why the Moro trials have not settled the Moro Murder case: A problem in political and intellectual history», Journal of Modern History, τεύχ. 73 (2001), σ. 259-278. Dubiel, Helmut, Theory and Politics: Studies in the Development of Critical Theory, MIT Press, Κέμπριτζ 1985. Duchen, Claire, Feminism in France: From May ’68 to Mitterrand, Routledge, Λονδίνο 1986. ––, Women’s Rights and Women’s Lives in France 1944-1968, Routledge, Λονδίνο 1994. –– (επιμ.), French Connections: Voices from the Women’s Movement in France, University Press of New England, Άμχερστ, Της., 1987. Duczynska, Ilona, Workers in Arms: The Austrian Schutzbund and the CIVIL War of 1934, Monthly Review Press, Νέα Υόρκη 1978. Duncan, David, Mutiny in the RAF: The Air Force Strikes of 1946, Socialist History Society, Λονδίνο 1999. Dunnage, Jonathan (επιμ.), After the War: Violence, Justice, Continuity and Renewal in Italian Society, Troubador, Χαλ 1999. Dutschke, Rudi, Mein Langer Marsch: Reden, Schriften und Tagebucher aus 20 Jahren, επιμ. Gretchen Dutschke-Klotz, Helmut Gollwitzer και Jürgen Miermeister, Αμβούργο 1980. Dyson, Kenneth (επιμ.), European Détente: Case Studies of the Politics of East-West Relations, Pinter, Λονδίνο 1986. Ebbighausen, Rolf, και Tiemann, Friedrich (επιμ.), Das Ende der Arbeiterbewegung in Deutschland? Ein Diskussionsband zum sechzigsten Geburtstag von Theo Pirker, Westdeutscher Verlag, Οπλάντεν 1984. Echols, Alice, Daring to be bad: Radical Feminism in America, 1968-1975, University of Minnesota Press, Μινεάπολις 1988.
909
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·910
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
910
Edinger, Lewis J., German While Politics: The Social Democratic Executive Committee in the Nazi Era, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1956. Edmonds, Robin, Soviet Foreign Policy: The Brezhnev Years, Oxford University Press, Οξφόρδη 1983. Eglin, Josephine, «Women and peace: From the suffragists to the Greenham women», στο Richard Taylor και Nigel Young (επιμ.), Campaigns for Peace: British Peace Movements in the Twentieth Century, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1987. Ehrenberg, John, Proudhon and his Age, Humanities Press, Ατλάντικ Χάιλαντς, Ν.Τζ., 1996. Eichengreen, Barry, και Hatton, T.J., «Interwar unemployment in international perspective: An overview», στο Barry Eichengreen και T.J. Hatton (επιμ.), Interwar Unemployment in International Perspective, Kluwer, Ντόρντρεχτ, Ολλανδία, 1988. Eifert, Christiane, «Coming to terms with the state: Maternalist politics and the development of the Welfare State in Weimar Germany», Central European History, τεύχ. 30 (1997), σ. 25-47. ––, Frauenpolitik und Wohlfahrtspflege: Zur Geschichte der sozialdemokratischen «Arbeiterwohlfahrt», Campus, Φραγκφούρτη 1993. Einhorn, Barbara, Cinderella Goes to Market: Citizenship, Gender and Women’s Movements in East Central Europe, Verso, Λονδίνο 1993. ––, «Socialist emancipation: The women’s movement in the German Democratic Republic», στο Sonia Kruks, Rayna Rapp και Marilyn B. Young (επιμ.), Promissory Notes. Women in the Transition to Socialism, Monthly Review Press, Νέα Υόρκη 1989. Eisenberg, Caroline, Drawing the Line: The American Decision to Divide Germany, Νέα Υόρκη 1996. Eisenstein, Elizabeth, The First Professional Revolutionary: Filippo Michele Buonarroti, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1958. Eisler, Jerzy, «March 1968 in Poland», στο Carole Fink, Philipp Gassert και Detlef Junker (επιμ.), 1968: The World Transformed, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1988. Ekiert, Grzegorz, The State against Society: Political Crises and Their Aftermath in East Central Europe, Princeton University Press, Πρίνστον 1999. ––, και Kubik, Jan, «Contentious politics in new democracies: East Germany, Hungary, Poland, and Slovakia, 1989-1993», World Politics, τεύχ. 50 (1998), σ. 547-581. ––, Rebellious Civil Society: Popular Protest and Democratic Consolidation in Poland, 1989-1993, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 1999. Eksteins, Modris, Rites of Spring. The Great War and the Birth of the Modern Age, Houghton Mifflin, Βοστόνη 1989. Elam, Mark, «Puzzling out the post-Fordist debate: Technology, markets and institutions», στο Ash Amin (επιμ.), Post-Fordism: A Reader, Blackwell, Οξφόρδη 1994. Elder, Neil, Thomas, Alastair H., και Arter, David, The Consensual Democracies? The Government and Politics of Scandinavian States, Blackwell, Οξφόρδη 1982. Eley, Geoff, «Cultural socialism, the public sphere, and the mass form: Popular culture and the democratic project, 1900 to 1934», στο David E. Barclay και Eric D. Weitz (επιμ.), Between
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·911
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Reform and Revolution: German Socialism and Communism from 1840 to 1990, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. ––, «Remapping the nation: War, revolutionary upheaval, and state formation in Eastern Europe, 1914-1923», στο Peter J. Potichnyj και Howard Aster (επιμ.), Ukrainian-Jewish Relations in Historical Perspective, Canadian Institute of Ukrainian Studies, Έντμοντον 1988. ––, «What produces fascism: Pre-industrial traditions or a crisis of the capitalist state?», στο Geoff Eley, From Unification to Nazism: Reinterpreting the German Past, Unwin Hyman, Λονδίνο 1986. Eley, Geoff, και Nield, Keith, «Farewell to the working class?», International Labor and WorkingClass History, τεύχ. 57 (Άνοιξη 2000), σ. 1-30. Elger, Tony, «Flexibility and the intensification of labour in UK manufacturing in the 1980s», στο Anna Pollert (επιμ.), Farewell to Flexibility, Oxford University Press, 1991. Eliasberg, Georg, Der Ruhrkrieg von 1920, Dietz, Βόνη 1974. Elliott, Gregory, Althusser: The Detour of Theory, Verso, Λονδίνο 1987. ––, Labourism and the English Genius. The Strange Death of Labour England?, Verso, Λονδίνο 1993. Ellwood, David W., «Comparative anti-Americanism in Western Europe», στο Heide Fehrenbach και Uta G. Poiger (επιμ.), Transactions, Transgressions, Transformations: American Culture in Western Europe and Japan, Berghahn, Νέα Υόρκη 2000. ––, Italy 1943-1945, Leicester University Press, Λέστερ 1985. ––, Rebuilding Europe, Western Europe, America, and Postwar Reconstruction, Longman, Λονδίνο 1992. –– (επιμ.), The Marshall Plan Forty Years After: Lessons for the International System Today, Μπολόνια 1989. Engels, Friedrich, Η κατάσταση της εργατικής τάξης το 1844, στο Karl Marx και Friedrich Engels, On Britain, Progress, Μόσχα 1962. Epstein, James, «Some organizational and cultural aspects of the Chartist movement in Nottingham», στο James Epstein και Dorothy Thompson (επιμ.), The Chartist Experience: Studies in Working-Class Radicalism and Culture, 1830-1860, Macmillan, Λονδίνο 1982. Ergas, Yasmine, «1968-1979 – Feminism and the Italian party system: Women’s politics in a decade of turmoil», Comparative Politics, τεύχ. 14 (1982), σ. 253-280. Erger, Johannes, Der Kapp-Lüttwitz Putsch: Ein Beitrag zur deutschen Innerpolitik, 1919/1920, Draste, Ντίσελντορφ 1967. Erler, Gisela, «The German paradox: Non-feminization of the labor force and post-industrial social policies», στο Jane Jensen, Elizabeth Hangen και Ceallaigh Reddy (επιμ.), The Feminization of the Labor Force: Paradoxes and Promises, Routledge, Λονδίνο 1988. Esenwein, George, Anarchist Ideology and the Working-Class Movement in Spain, 1868-1898, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1989. Esping-Andersen, Gosta, Politics against Markets: The Social Democratic Road to Power, Princeton University Press, Πρίνστον 1985 [ελλ. έκδ.: Gosta Esping-Andersen, Οι τρεις κόσμοι
911
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·912
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
912
του καπιταλισμού της ευημερίας, μτφρ. Α. Γολέμη, επιμ. Μ. Μενδρινού, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006]. ––, Social Class, Social Democracy and State Policy: Party Policy and Party Decomposition in Denmark and Sweden, New Social Science Monographs, Κοπεγχάγη 1980. ––, The Three Worlds of Welfare Capitalism, Polity Press, Κέμπριτζ 1990. ––, και Korpi, Walter, «Social politics in post-war capitalism: Scandinavia, Austria, and Germany», στο John H. Goldthorpe (επιμ.), Order and Conflict in Contemporary Capitalism: Studies in the Political Economy of Western European Nations, Oxford University Press, Οξφόρδη 1984. Evans, David Owen, Social Romanticism in France, 1830-1848, Oxford University Press, Οξφόρδη 1951. Evans, Richard J., «Politics and the family: Social democracy and the working-class family in theory and practice before 1914», στο Richard J. Evans (επιμ.), The German Family: Essays on the Social History of the Family in Nineteenth and Twentieth-Century Germany, Croom Helm, Λονδίνο 1981. ––, Sozialdemokratie und Frauenemanzipation in deutschen Kaiserreich, Dietz, Βερολίνο 1979. Evans, Sara, Personal Politics: The Roots of Women’s Liberation in the Civil Rights Movement and the New Left, Pantheon, Νέα Υόρκη 1979. Ewing, Keith D., και Gearty, C.A., Freedom under Thatcher: Civil Liberties in Modern Britain, Oxford University Press, Οξφόρδη 1990. ––, The Struggle for Civil Liberties: Political Freedom and the Rule of Law in Britain, 1914-1945, Oxford University Press, Οξφόρδη 2000. Farmer, Sarah, «The communist resistance in the Haute-Vienne», French Historical Studies, τεύχ. 14 (1989), σ. 89-116. Faure, Alain, «The public meeting movement in Paris from 1866 to 1870», στο Adrian Rifkin και Roger Thomas (επιμ.), Voices of the People: The Politics and Life of «La Sociale» at the End of the Second Empire, Routledge, 1988 Λονδίνο. Feinstein, Mike, Sixteen Weeks with European Greens: Interviews, Impressions, Platforms, and Personalities, Miles, Σαν Πέντρο, Καλ., 1992. Feldman, Gerald D., Army, Industry and Labor in Germany, 1914-1918, νέα έκδ., Berg, Πρόβιντενς, 1992. ––, «German Business between War and Inflation: On the Origins of the Stinnes-Legien Agreement», στο Gerhard A. Ritter (επιμ.), Entstehung und Wandel der modernen Gesellschaft: Festschrift für Hans Rosenberg zum 65. Geburtstag, De Gruyter, Βερολίνο 1970. ––, «Socio-economic structures in the industrial sector and revolutionary potentialities, 19171922», στο Charles L. Bertrand (επιμ.), Revolutionary Situations in Europe, 1917-1922: Germany, Italy, Austria-Hungary, Centre interuniversitaire d’études européennes, Μόντρεαλ 1977. ––, «The origins of the Stinnes-Legien agreement: A documentation», Internationale wissenschaftliche Korrespondenz zur Geschichte der deutschen Arbeiterbewegung, τεύχ. 19-20 (1973), σ. 45-103. ––, The Great Disorder: Politics, Economics, and Society in the German Inflation 1914-1924, Oxford University Press, Οξφόρδη 1993.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·913
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Felkay, Andrew, Hungary and the USSR, 1956-1988. Kadar’s Political Leadership, Greenwood Press, Γουέστπορτ, Κον., 1989. Fevre, Ralph, και Thompson, Andrew (επιμ.), Nation, Identity and Social Theory: Perspectives from Wales, University of Wales Press, Κάρντιφ 1999. Fichter, Tilman, SDS und SPD: Parteilichkeit jenseits der Partei, Westdeutscher Verlag, Οπλάντεν 1988. Field, Patrick, «The anti-roads movement: The struggle of memory against forgetting», στο Tim Jordan και Adam Lent (επιμ.), Storming the Millennium: The New Politics of Change, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1999. Fielding, Steven, Class and Ethnicity: Irish Catholics in England, 1880-1939, Open University Press, Μπάκιγχαμ 1993. ––, Labour: Decline and Renewal, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1995. Figes, Orlando, Peasant Russia, Civil War: The Volga Countryside in Revolution, 1917-1921, Oxford University Press, Οξφόρδη 1989. Filippelli, Ronald L., American Labor And Postwar Italy, 1943-1953: A Study of Cold War Politics, Stanford University Press, Στάνφορντ 1989. Fink, Carole, Gassert, Philipp, και Junker, Detlef (επιμ.), 1968: The World Transformed, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1988. Fink, Leon, «The forward March of labour started? Building a politicized class culture in West Ham, 1898-1900», στο John Rule και Robert Malcomson (επιμ.), Protest and Survival: The Historical Experience. Essays for E.P. Thompson, Merlin, Λονδίνο 1993. Finn, Margot, After Chartism: Class and Nation in English Radical Politics, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1993. Fischer, Ernst, An Opposing Man: The Autobiography of a Romantic Revolutionary, Liveright, Νέα Υόρκη 1974. Fischer, Fritz, Germany’s Aims in the First World War, Chatto and Windus, Λονδίνο 1967. Fisera, Vladimir (επιμ.), Writing on the Wall. France, May 1968: A Documentary Anthology, Allison und Busby, Λονδίνο 1978. Fishman, Nina, The British Communist Party and the Trade Unions 1933-1945, Elgar, Άλντερσοτ 1995. Fishman, Robert M., Working-Class Organization and the Return to Democracy in Spain. Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1990. Fishwick Nicholas, English Football and Society, 1910-1950, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1989. Fitzpatrick, Sheila, The Commissariat of Enlightenment: Soviet Organization of Education and the Arts under Lunacharsky, Οκτώβριος 1917-1921, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1970. ––, Everyday Stalinism, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1999. Fitzpatrick, Tony, «New welfare associations: An alternative model of well-being», στο Tim Jordan και Adam Lent (επιμ.), Storming the Millennium: The New Politics of Change, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1999.
913
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·914
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
914
Fletcher, Ian Christopher, «‘Prosecutions… are always risky business’: Labor, liberals, and the 1912 ‘Don’t Shoot’ Prosecutions», Albion, τεύχ. 28 (1996), σ. 251-278. ––, «‘A star chamber of the twentieth century’: Suffragettes, liberals, and the 1908 ‘Rush the commons’ case», Journal of British Studies, τεύχ. 35 (1996), σ. 504-531. Fletcher, Roger, Revisionism and Empire: Imperialism in Germany 1897-1914, Unwin Hyman, Λονδίνο 1984. Fogarty, Michael Patrick, Christian Democracy in Western Europe, 1820-1953, Routledge, Λονδίνο 1957. Foot, John M., «Analysis of a defeat: Revolution and worker-peasant alliances in Italy, 1919-1920», Labour History Review, τεύχ. 64 (1999), σ. 159-178. ––, «The family and the ‘economic miracle’: Social transformation, work, leisure, and development at Bosnia and Comasina (Milan), 1950-1970», Contemporary European History, τεύχ. 4 (1995), σ. 315-338. ––, «Mass cultures, popular cultures and the working class in Milan, 1950-1970», Social History, τεύχ. 24 (1999), σ. 134-157. ––, «Socialist-Catholic alliances and gender. Work, war, and family in Milan and Lombardy, 19141921», Social History, τεύχ. 21 (1996), σ. 37-53. Forgacs, David, «Cultural consumption, 1940s to 1990s», στο David Forgacs και Robert Lumley (επιμ.), Italian Cultural Studies: An Introduction, Oxford University Press, Οξφόρδη 1996. ––, «Fascism, violence and modernity», στο Jane Howlett και Rod Mengham (επιμ.), Violence and the Artistic Imagination in Europe, 1910-1939, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1994. –– (επιμ.), A Gramsci Reader, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1999. ––, και Nowell-Smith, Geoffrey (επιμ.), Antonio Gramsci: Selections from Cultural Writings, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1985. Forster, Peter G., The Esperanto Movement, Mouton, Χάγη 1982. Foster, John, «Working-class mobilization on the Clyde 1917-1920», στο Chris Wrigley (επιμ.), Challenges of Labour: Central and Western Europe 1917-1920, Routledge, Λονδίνο 1993. ––, και Woolfson, Charles, «Corporate reconstruction and business unionism: The lessons of Caterpillar and Ford», New Left Review, τεύχ. 174 (Μάρτιος-Απρίλιος 1989), σ. 51-66. Fothergill, Steven, και Vincent, Jill, The State of the Nation, Penguin, Λονδίνο 1985. Fountain, Nigel, Underground: The London Alternative Press 1966-1974, Comedia, Λονδίνο 1988. Fowkes, Ben, Communism in Germany under the Weimar Republic, Macmillan, Λονδίνο 1984. ––, The Post-Communist Era: Change and Continuity in Eastern Europe, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1999. ––, The Rise and Fall of Communism in Eastern Europe, Macmillan, Λονδίνο 1993. ––, «The wartime national fronts in Eastern Europe: Ideal and reality», στο Michael L. Smith και Peter M.R. Stirk (επιμ.), Making the New Europe. European Unity and the Second World War, Longman, Λονδίνο 1990. Fox, Alan, History and Heritage: The Social Origins of the British Industrial Relations System, Unwin Hyman, Λονδίνο 1985.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·915
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Frader, Laura L., και Rose, Sonya O. (επιμ.), Gender and Class in Modern Europe, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1996. Francis, Hywel, Miners against Fascism. Wales and the Spanish Civil War, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1984. ––, «The origins of the South Wales miners’ library», History Workshop, τεύχ. 2 (Φθινόπωρο 1976), σ. 183-205. ––, «‘Say nothing and leave in the middle of the night’. The Spanish civil war revisited», History Workshop Journal, τεύχ. 32 (Φθινόπωρο 1991), σ. 69-76. Francis, Martin, «Economics and ethics: The nature of labour’s socialism, 1945-1951», TwentiethCentury British History, τεύχ. 6 (1995), σ. 220-243. ––, Ideas and Policies under Labour, 1945-1951, Manchester University Press, Μάντσεστερ 2000. ––, «Labour and gender», στο Duncan Tanner, Pat Thane και Nick Tiratsoo (επιμ.), Labour’s First Century, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 2000. Frangeur, Renée, «Social Democrats and the woman question in Sweden: A history of contradiction», στο Helmut Gruber και Pamela Graves (επιμ.), Women and Socialism / Socialism and Women: Europe between the Two World Wars, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. Franklin, Jane (επιμ.), The Politics of Risk Society, Polity Press, Κέμπριτζ 1997. Fraser, Ronald, Blood of Spain. The Experience of Civil War, 1936-1939, Penguin, Λονδίνο 1979. ––, «The popular experience of war and revolution, 1936-1939», στο Paul Preston (επιμ.), Revolution and War in Spain 1931-1939, Methuen, Λονδίνο 1984. Fraser, Ronald κ.ά., 1968: A Student Generation in Revolt, Pantheon, Νέα Υόρκη 1988. Frevert, Ute, Women in German History. From Bourgeois Emancipation to Sexual Liberation, Berg, Οξφόρδη 1989. Fricke, Dieter, Handbuch zur Geschichte der deutschen Arbeiterbewegung 1869 bis 1917, 2 τόμοι, Dietz, Ανατολικό Βερολίνο 1987. Fridenson, Patrick, «The impact of the war on French workers», στο Richard Wall και Jay M. Winter (επιμ.), The Upheaval of War: Family, Work and Welfare in Europe, 1914-1918, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1988. Frith, Simon, και Howard Horne, Art into Pop, Routledge, Λονδίνο 1987. Fulbrook, Mary, Anatomy of a Dictatorship: Inside the GDR 1949-1989, Oxford University Press, Οξφόρδη 1995. Funk, Nanette, και Mueller, Magda (επιμ.), Gender Politics and the Post-Communism: Reflections from Eastern Europe and the Former Soviet Union, Routledge, Νέα Υόρκη 1993. Furlough, Ellen, Consumer Cooperation in France: The Politics of Consumption 1834-1930, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ./Λονδίνο 1991. ––, και Strikwerda, Carl (επιμ.), Consumers against Capitalism? Consumer Cooperation in Europe and North America, 1840-1990, Roman and Littlefield, Λάνχαμ, Μέριλαντ, 1998. Fyrths, Jim, «The aid Spain movement in Britain, 1936-1939», History Workshop Journal, τεύχ. 35 (Άνοιξη 1993), σ. 152-164. –– (επιμ.), Labour’s High Noon: The Government and the Economy 1945-1951, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1993.
915
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·916
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
916
–– (επιμ.), Labour’s Promised Land? Culture and Society in Labour Britain 1945-1951, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1995. Gal, Susan, και Kligman, Gail, The Politics of Gender after Socialism, Princeton University Press, Πρίνστον 2000. –– (επιμ.), Reproducing Gender: Politics, Publics, and Everyday Life after Socialism, Princeton University Press, Πρίνστον 2000. Galenson, Walter, The Danish System of Labor Relations, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1952. Gallagher, Tom, και Williams, Allan M. (επιμ.), Southern European Socialism: Parties, Elections and the Challenge of Government, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1989. Gallili, Ziva, The Menshevik Leaders in the Russian Revolution: Social Realities and Political Strategies, Princeton University Press, Πρίνστον 1989. Gamble, Andrew, Britain in Decline: Economic Policy, Political Strategy and the British State, 4η έκδ., Macmillan, Λονδίνο 1994. ––, The Free Economy and the Strong State: The Politics of Thatcherism, 2η έκδ., Macmillan, Λονδίνο 1994. ––, και Walkland, S.A., The British Party System and Economic Policy 1945-1983: Studies in Adversary Politics, Oxford University Press, Οξφόρδη 1984. Gankin, Olga, και Fisher, H.H. (επιμ.), The Bolsheviks and the World War, The Origin of the Third International, Stanford University Press, Στάνφορντ 1940. Garnett, Ronald G., Cooperation and the Owenite Socialist Communities in Britain 1825-1845, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1972. Gati, Charles, «Gorbachev and Eastern Europe», Foreign Affairs, τεύχ. 65 (1987), σ. 958-975. Gay, Peter, The Dilemma of Democratic Socialism: Eduard Bernstein’s Challenge to Marx, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1952. Geary, Dick, Karl Kautsky, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1987. ––, «Karl Kautsky and ‘scientific Marxism’», Radical Science Journal, τεύχ. 11 (1981), σ. 130-135. ––, «Radicalism and the Worker: Metalworkers and Revolution 1914-23», στο Richard J. Evans (επιμ.), Society and Politics in Wilhelmine Germany, Croom Helm, Λονδίνο 1978. ––, «Revolutionary Berlin 1917-1920», στο Chris Wrigley (επιμ.), Challenges of Labour: Central and Western Europe 1917-1920, Methuen, Λονδίνο 1985. Gelman, Harry, The Brezhnev Politburo and the Decline of Détente, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1984. Gerber, John, Anton Pannekoek and the Socialism of Workers’ Self-Emancipation, 1873-1960, International Institute of Social History, Ντόρντρεχτ 1989. Gerry, Chris, «Small enterprises, the recession and the ‘‘disappearing working class’’», στο Gareth Rees, Janet Bujra, Paul Littlewood, Howard Newby και Teresa L. Rees (επιμ.), Political Action and Social Identity: Class, Locality, and Ideology, Macmillan, Λονδίνο 1985. Getty, J. Arch, The Origins of the Great Purges: The Soviet Communist Party Reconsidered, 19331938, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1985.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·917
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
––, και Manning, Roberta T. (επιμ.), Stalinist Terror: New Perspectives, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1993. ––, Rittersporn, Gabor T., και Zemskov, Viktor N., «Victims of the Soviet penal system in the prewar years: A first approach on the basis of archival evidence», American Historical Review, τόμ. 19, τεύχ. 4 (Οκτώβριος 1993), σ. 1020-1025. Geyer, Martin H., Verkehrte Welt. Revolution, Inflation und Monderne: München 1914-1924, Vandenhoeck und Ruprecht, Γκέτινγκεν 1998. Gibbon, Peter, και Steyne, David (επιμ.), Thurcroft. A Village and the Miners’ Strike: An Oral History, Spokesman, Νότιγχαμ 1986. Gibianskii, Leonid, «The Soviet-Yugoslav split and the Cominform», στο Norman M. Naimark και Leonid Gibianskii (επιμ.), The Establishment of Communist Regimes in Eastern Europe, 19441949, Westview Press, Μπούλντερ, Κολ., 1997. Giddens, Anthony, The Third Way and Its Critics, Polity Press, Κέμπριτζ 2000. ––, The Third Way: The Renewal of Social Democracy, Polity Press, Κέμπριτζ 1998 [ελλ. έκδ.: Άντονυ Γκίντενς, Ο τρίτος δρόμος: Η ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας, μτφρ. Α. Τάκης, Πόλις, Αθήνα 1998]. ––, και Pierson, Christopher, Conversations with Anthony Giddens: Making Sense of Modernity, Stanford University Press, Στάνφορντ 1998. Gidlund, Gullan, «From popular movement to political party: Development of the Social Democratic Labor Party Organization», στο Klaus Misgeld, Karl Molin και Klas Amark (επιμ.), Creating Social Democracy: A Century of the Social Democratic Labor Party in Sweden, Penn State University Press, Γιουνιβέρσιτι Παρκ 1992. Gilcher-Holtey, Ingrid, «Die Phantasie der Macht»: Mai 1968 in Frankreich, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1995. ––, «May 1968 in France: The rise and fall of a new social movement», στο Carole Fink, Philipp Gassert και Detlef Junker (επιμ.), 1968: The World Transformed, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1988. –– (επιμ.), 1968: Vom Ereignis zum Gegenstand der Geschichtswissenschaft, Vandenhoeck und Ruprecht, Γκέτινγκεν 1998. Gildea, Robert, Barricades and Borders: Europe 1800-1914, Oxford University Press, Οξφόρδη 1987. Gillespie, James, «Poplarism and proletarianism: Unemployment and labour politics in London, 1918-1934», στο David Feldman και Gareth Stedman Jones (επιμ.), Metropolis – London. Histories and Representations since 1800, Routledge, Λονδίνο 1989. Gillespie, Richard, «Spanish socialism in the 1980s», στο Tom Gallagher και Allan M. Williams (επιμ.), Southern European Socialism: Parties, Elections and the Challenge of Government, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1989. ––, The Spanish Socialist Party: A History of Functionalism, Oxford University Press, Οξφόρδη 1989. Ginsborg, Paul, A History of Contemporary Italy: Society and Politics 1943-1988, Penguin, Λονδίνο 1990.
917
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·918
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
918
Gjelsvik, Tore, Norwegian Resistance 1940-1945, McGill-Queen’s University Press, Μόντρεαλ 1979. Glasman, Maurice, «The great deformation: Polanyi, Poland, and the terrors of planned spontaneity», New Left Review, τεύχ. 205 (Μάιος-Ιούνιος 1994), σ. 59-86. Gleason, Abbott, Kenez, Peter, και Stites, Richard (επιμ.), Bolshevik Culture: Experiment and Order in the Russian Revolution, University of Indiana Press, Μπλούμινγκτον 1985. Gleason, William, «The all-Russian union of zemstvos and World War I», στο Terrence Emmons και Wayne Vucinich (επιμ.), The Zemstvo in Russia: An Experiment in Local Self-Government, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1982. Gloversmith, Frank (επιμ.), Class, Culture and Social Change: A New View of the 1930s, Harvester, Μπράιτον 1980. Gobetti, Piero, On Liberal Revolution, επιμ. Nadia Urbinati, Yale University Press, Νιου Χέιβεν 2000. Godfrey, John, Capitalism as War: Industrial Policy and Bureaucracy in France, 1914-1918, Berg, Λίμινγκτον Σπα 1989. Golan, Galia, Reform Rule in Czechoslovakia: The Dubcek Era, 1968-1969, Cambridge University Press, Νέα Υόρκη 1973. Goldberg, Harvey, The Life of Jean Jaurès, University of Wisconsin Press, Μάντισον 1964. Golden Miriam, Labor Divided: Austerity and Working-Class Politics in Contemporary Italy, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ.,1988. Goldman, Wendy Z., «Women, the family, and the new revolutionary order in the Soviet Union», στο Sonia Kruks, Rayna Rapp και Marilyn B. Young (επιμ.), Promissory Notes. Women in the Transition to Socialism, Monthly Review Press, Νέα Υόρκη 1989. ––, Women, the State and Revolution: Soviet Family Policy and Social Life, 1917-1936, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1993. Goldstücker, Eduard, «Kafka Returns to Prague», στο G.R. Urban (επιμ.), Communist Reformation: Nationalism, Internationalism and Change in the World Communist Movement, Temple Smith, Λονδίνο 1979. Goldthorpe, John H., και Lockwood, David, The Affluent Worker, 3 τόμοι, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1968-1969. Goode, Patrick, Karl Korsch: A Study in Western Marxism, Macmillan, Λονδίνο 1979. Goodwin, Mark και Duncan, Simon, «The crisis of local government: Uneven development and the Thatcher administration», στο John Mohan (επιμ.), The Political Geography of Contemporary Britain, Macmillan, Λονδίνο 1989. Gordon, Eleanor, Women and the Labour Movement in Scotland, 1850-1914, Oxford University Press, Οξφόρδη 1991. Gordon, Felicia, The Integral Feminist: Madeleine Pelletier, 1874-1939, University of Minnesota Press, Μινεάπολις 1990. Gorman, John, Banner Bright, Pluto Press, Λονδίνο 1982. Gotthardt, Christian, Industrialisierung, bürgerliche Politik und proletarische Autonomie,
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·919
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Voraussetzungen und Varianten sozialistischer Klassenorganisationen in Nordwestdeutschland 1863 bis 1875, Dietz, Βόνη 1992. Gowan, Peter, «Neo-liberal economic theory and practice in Eastern Europe», New Left Review, τεύχ. 213 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1995), σ. 3-60. ––, «Passages of the Russian and Eastern European Left», στο Leo Panitch και Colin Leys (επιμ.), Socialist Register 1998, Merlin, Λονδίνο 1998. ––, «The post-communist socialists in Eastern and Central Europe», στο Donald Sassoon (επιμ.), Looking Left: Socialism in Europe after the Cold War, New Press, Νέα Υόρκη 1997. ––, και Anderson, Perry (επιμ.), The Question of Europe, Verso, Λονδίνο 1997. Graham, Bruce D., Choice and Democratic Order: The French Socialist Party, 1937-1950, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1994. ––, The French Socialists and Tripartisme 1944-1947, University of Toronto Press, Τορόντο 1965. Graham, Helen και Preston, Paul (επιμ.), The Popular Front in Europe, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1987. ––, Socialism and War: The Spanish Socialist Party in Power and Crisis, 1936-1939, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1991. ––, «Spain 1936: Resistance and revolution: The flaws in the front», στο Tim Kirk και Anthony McElligott (επιμ.), Opposing Fascism: Community, Authority and Resistance in Europe, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1999. ––, «The Spanish Popular Front and the Civil War», στο Helen Graham και Paul Preston (επιμ.), Popular Front in Europe, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1987. Grahl, John, και Teague, Paul, «The cost of neo-liberal Europe», New Left Review, τεύχ. 174 (Μάρτιος-Απρίλιος 1989), σ. 33-50. Gramsci, Antonio, «Americanism and Fordism», στο Selections from the Prison Notebooks, επιμ. Quintin Hoare και Geoffrey Nowell Smith, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1971. ––, Selections from Political Writings 1910-1920, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1977. ––, The Modern Prince, and Other Writings, International Publishers, Νέα Υόρκη 1957. ––, Selections from the Prison Notebooks, επιμ. Quintin Hoare και Geoffrey Nowell Smith, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1971 [ελλ. έκδ.: Αντόνιο Γκράμσι, Γράμματα από τη φυλακή, μτφρ. Δ. Ραυτόπουλος και Φ. Χατζιδάκη, Ηριδανός, Αθήνα 2005]. Graves, Pamela, «An experiment in women-centered socialism: Labour women in Britain», στο Helmut Gruber και Pamela Graves (επιμ.), Women and Socialism / Socialism and Women: Europe between the Two World Wars, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. ––, Labour Women: Women in British Working-Class Politics, 1918-1939, Cambridge University Press, Νέα Υόρκη 1993. Gray, John, «After social democracy», στο Geoff Mulgan (επιμ.), Life after Politics: New Thinking for the Twenty-First Century, Fontana, Λονδίνο 1997. Grazia, Victoria de, The Culture of Consent: Mass Organization of Leisure in Fascist Italy, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1981. ––, How Fascism Ruled Women: Italy, 1922-1945 , University of California Press, Μπέρκλεϊ 1992.
919
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·920
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
920
Green, Jonathan, Days in the Life: Voices from the English Underground, 1961-1971, Heineman Minerva, Λονδίνο 1988. Green, Peter, «The Third Round in Poland», New Left Review, τεύχ. 101-102 (Φεβρουάριος-Απρίλιος 1977), σ. 69-108. Griffith, Gwilym O., Mazzini: Prophet of Modern Europe, Fertig, Νέα Υόρκη 1970. Griffiths, Dylan, Thatcherism and Territorial Politics: A Welsh Case Study, Elgar, Άλντερσοτ 1996. Grimnes, Ole Kristian, «The beginnings of the resistance movement», στο Henrik S. Nissen (επιμ.), Scandinavia during the Second World War, University of Minnesota Press, Μινεάπολις 1983. Grossman, Atina, «Gender and rationalization: Questions about the German/American comparison», Social Politics: International Studies in Gender, State, and Society, τεύχ. 4 (1997), σ. 6-18. ––, «German communism and new women: Dilemmas and contradictions», στο Helmut Gruber και Pamela Graves (επιμ.), Women and Socialism / Socialism and Women: Europe between the Two World Wars, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. ––, «The new woman and the rationalization of sexuality in Weimar Germany», στο Ann Snitow, Christine Stansell και Sharon Thompson (επιμ.), Powers of Desire: The Politics of Sexuality, Monthly Review Press, Νέα Υόρκη 1983. ––, Reforming Sex: The German Movement for Birth Control and Abortion Reform, 1920-1950, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1995. ––, «‘‘Satisfaction is domestic happiness’’: Mass working-class sex reform organizations in the Weimar Republic», στο Michael N. Dobkowski και Isidor Wallimann (επιμ.), Towards the Holocaust. The Social and Economic Collapse of the Weimar Republic, Greenwood Press, Γουέστπορτ, Κον., 1983. Gruber, Helmut, «French women in the crossfire of class, sex, maternity, and citizenship», στο Helmut Gruber και Pamela Graves (επιμ.), Women and Socialism / Socialism and Women: Europe between the Two World Wars, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. ––, «History of the Austrian working class: Unity of scholarship and practice», International Labor and Working-Class History, τεύχ. 24 (Φθινόπωρο 1983), σ. 43-60. ––, Léon Blum, French Socialism, and the Popular Front: A Case if Internal Contradictions, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1986. ––, Red Vienna: Experiment in Working-Class Culture, 1919-1934, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1991. –– (επιμ.), International Communism in the Era of Lenin: A Documentary History, Doubleday, Γκάρντεν Σίτι, Ν.Υ., 1972. ––, Soviet Russia Masters the Comintern, Anchor Press, Νέα Υόρκη 1974. Grünen, Die, Think Globally-Act Locally!, Statement for the European Elections of 17 June 1984, Die Grünen, Βόνη 1984. Gubbels, Robert, «The female labor in Western Europe», στο Lynn B. Iglitzin και Ruth Ross (επιμ.), Women in the World: A Comparative Study, Clio Books, Σάντα Μπάρμπαρα, Καλ., 1976. Gullickson, Gay L., Spinners and Weavers of Auffay: Rural Industry and the Sexual Division of Labor in a French Village, 1750-1850, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1986.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·921
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Gundle, Stephen, Between Hollywood and Moscow: The Italian Communists and the Challenge of Mass Culture, 1943-1991, Duke University Press, Ντάραμ, Β.Καρ., 2000. ––, «The Italian Communist Party: Gorbachev and the end of ‘really existing socialism’», στο David S. Bell (επιμ.), Western European Communists and the Collapse of Communism, Berg, Οξφόρδη 1993. Gupta, Partha Sarathi, Imperialism and the British Labour Movement 1914-1964, Macmillan, Λονδίνο 1975. Guratzsch, Dankwart, Macht durch Organisation: Die Grundlegung des Hugenbergschen Pressimperiums, Bertelsmann, Ντίσελντορφ 1974. Guttsman, W.L., The German Social Democratic Party 1875-1933. From Ghetto to Government, Allen and Unwin, Λονδίνο 1981. Gyford, John, The Politics of Local Socialism, Unwin Hyman, Λονδίνο 1985. Haavio-Mannila, Elinia (επιμ.), Unfinished Democracy: Women in Nordic Politics, Pergamon Press, Οξφόρδη 1985. Haestrup, Jorgen, Secret Alliance: A Study of the Danish Resistance Movement 1940-1945, 3 τόμοι, Odense University Press, Odense Denmark, 1976-1977. ––, Europe Ablaze: An Analysis of the History of the European Resistance Movement, Odense University Press, Odense Denmark 1979. Hagemann, Karen, «Rationalizing family work: Municipal family welfare and urban working class mothers in Germany», Social Politics: International Studies in Gender, State, and Society, τεύχ. 4 (1997), σ. 19-48. Hager, Carol J., Technological Democracy: Bureaucracy and Citizenry in the German Energy Debate, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 1995. Hahn, W.G., Democracy in a Communist Party: Poland’s Experience since 1980, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1987. Haimson, Leopold, «The problem of social stability in urban Russia, 1905-1917», Slavic Review, τεύχ. 23 (1964), σ. 619-642, και 24 (1965), σ. 1-22. Hajdu, Tibor, The Hungarian Soviet Republic, Hoover Institution Press, Στάνφορντ, Καλ., 1970. ––, «Socialist revolution in Central Europe, 1917-1921», στο Roy Porter και Mikulas Teich (επιμ.), Revolution in History, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1986. Hakim, Catherine, «Explaining trends in occupational segregation: The measurement, causes, and consequences of the sexual division of labour», European Sociological Review, τεύχ. 8 (1992), σ. 127-152. ––, «The myth of rising female employment», Work, Employment and Society, τεύχ. 7 (1993), σ. 97120. Hall, Lesley A., «Impotent ghosts from no man’s land, flappers boyfriends, or cryptopatriarchs? Men, sex and social change in 1920s Britain», Social History, τεύχ. 21 (1996), σ. 55-70. Hall, Peter, Governing the Economy: The Politics of State Intervention in Britain and France, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1986. Hall, Stuart, «Blue election, election blues», στο Peter Hall, The Hard Road to Renewal: Thatcherism and the Crisis of the Left, Verso, Λονδίνο 1988.
921
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·922
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
922
––, «The crisis of labourism», στο The Hard Road to Renewal: Thatcherism and the Crisis of the Left, Verso, Λονδίνο 1988. ––, «Ethnicity: Identity and difference», στο Geoff Eley και Ronald, Grigor Suny (επιμ.), Becoming National: A Reader, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1996. ––, «The ‘first’ New Left: Life and times», στο Robin Archer κ.ά. (επιμ.), Out of Apathy: Voices of the New Left Thirty Years On, Verso, Λονδίνο 1989. ––, The Hard Road to Renewal: Thatcherism and the Crisis of the Left, Verso, Λονδίνο 1988. ––, «The meaning of new times», στο Stuart Hall και Martin Jacques (επιμ.), New Times: The Changing Face of Politics in the 1990s, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1991. ––, «Old and new identities, old and new ethnicities», στο Anthony D. King (επιμ.), Culture, Globalization, and the World-System: Contemporary Conditions for the Representation of Identity, University of Minnesota Press, Μινεσότα 1997. ––, «The ‘political’ and the ‘economic’ in Marx’s theory of classes», στο Alan Hunt (επιμ.), Class and Class Structure, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1977. ––, «The rise of the representative/interventionist state 1880s-1920s», στο Gregor McLennan, David Held και Stuart Hall (επιμ.), State and Society in Contemporary Britain. A Critical Introduction, Polity, Λονδίνο 1984. ––, «Then and now: A reevaluation of the New Left», στο Robin Archer κ.ά. (επιμ.), Out of Apathy. Voices of the New Left Thirty Years On, Verso, Λονδίνο 1989. ––, και Jacques, Martin (επιμ.), New Times: The Changing Face of Politics in the 1990s, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1991. ––, και Bill Schwarz, «State and society, 1880-1930», στο Mary Langan και Bill Schwarz (επιμ.), Crises in the British State 1880-1930, Hutchinson, Λονδίνο 1985. ––, και Paddy Whannel, The Popular Arts, Pantheon, Λονδίνο 1964. Halliday, Fred, From Kabul to Managua: Soviet-American Relations in the 1980s, Monthly Review Press, Νέα Υόρκη 1989. ––, The Making of the Second Cold War, 2η έκδ., Verso, Λονδίνο 1986. Halloran, James D., Elliott, Philip, και Murdock, Graham, Demonstrations and Communication: A Case Study, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1970. Hamrin, Harald, Between Bolshevism and Revisionism: The Italian Communist Party, 1944-1947, Esselte ntrave, Στοκχόλμη 1975. Hanagan, Michael, The Logic of Solidarity: Artisans and Industrial Workers in Three French Towns, University of Illinois Press, Ουρμπάνα 1980. Hanisch, Ernst, «Neuere Studien zur Marxismus-Rezeption in der deutschen und osterreichischen Arbeiterbewegung», στο Klaus Tenfelde (επιμ.), Arbeiter und Arbeiterbewegung im Vergleich: Berichte zur internationalen historischen Forschung, Oldenbourg, Μόναχο 1986. Hanley, D.L. (επιμ.), Christian Democracy in Europe, St. Martin’s Press, Λονδίνο 1996. Hanrieder, Wolfram F., Germany, America, Europe: Forty Years of German Foreign Policy, Yale University Press, Νιου Χέιβεν 1989. Hansen, Erik, «Between reform and revolution: Social democracy and Dutch Society, 1917-1921»,
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·923
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
στο Hans A. Schmitt (επιμ.), Neutral Europe between War and Revolution 1917-1923, University of Virginia Press, Σάρλοτσβιλ 1988. Haraszti, Mikl_s, A Worker in a Worker’s State, Universe Books, Νέα Υόρκη 1978. Harding, Neil, Leninism, Macmillan, Λονδίνο 1996. ––, Lenin’s Political Thought: Theory and Practice in the Democratic and Socialist Revolutions, Macmillan, Λονδίνο 1983. –– (επιμ.), The State in Socialist Society, Macmillan, Λονδίνο 1984. Hardy, Dennis, και Davidson, Lorna (επιμ.), Utopian Thought and Communal Experience, Middlesex Polytechnic, School of Geography and Planning, Ένφιλντ, Η.Β., 1989. Harford, Barbara, και Hopkins, Sarah (επιμ.), Greenham Common: Women at the Wire, Women’s Press, Λονδίνο 1984. Harper, John Lamberton, America and the Reconstruction of Italy, 1945-1948, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1986. Harris, Jose, «Enterprise and Welfare States: A comparative perspective», Transactions of the Royal Historical Society, 5η σειρά, τεύχ. 40 (1990), σ. 175-196. ––, «Labour’s political and social thought», στο Duncam Tanner, Pat Thane και Nick Tiratsoo (επιμ.), Labour’s First Century, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 2000. ––, William Beveridge: A Biography, Oxford University Press, Οξφόρδη 1977. Harris, Lawrence, «State and economy in the Second World War», στο Gregor McLennan, David Held και Stuart Hall (επιμ.), State and Society in Contemporary Britain. A Critical Introduction, Polity, Λονδίνο 1984. Harrison, Brian, Prudent Revolutionaries: Portraits of British Feminists between the Wars, Oxford University Press, Οξφόρδη 1987. Harrison, John F.C., Robert Owen and the Owenites in Britain and America: The Quest for the New Moral World, Routledge, Λονδίνο 1969. Harrison, Royden, «The War Emergency Workers’ National Committee, 1914-1920», στο Asa Briggs και John Saville (επιμ.), Essays in Labour History, 1886-1923, Croom Helm, Λονδίνο 1971. Harsch, Donna, «Codes of comradeship: Class, leadership, and tradition in Munich Social Democracy», Central European History, τεύχ. 31 (1998), σ. 385-412. ––, German Social Democracy and the Rise of Nazism, University of North Carolina Press, Τσάπελ Χιλ 1993. Harvey, David, The Condition of Postmondernity, Blackwell, Οξφόρδη 1989. Hasegawa, Tsuyoshi, The February Revolution: Petrograd 1917, University of Washington Press, Σιάτλ 1981. Haslam, Jonathan, «The Comintern and the origins of the Popular Front», Historical Journal, τεύχ. 22 (1979), σ. 673-691. ––, The Soviet Union and the Politics of Nuclear Weapons in Europe 1969-1987, Macmillan, Μπέιζινγκστοουκ, Η.Β., 1989. ––, The Soviet Union and the Struggle for Collective Security in Europe, 1933-1939, Macmillan, Λονδίνο 1984.
923
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·924
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
924
––, The Vices of Integrity: E.H. Carr, 1892-1982, Verso, Λονδίνο 1999. Hatry, Gilbert, «Shop Stewards at Renault», στο Patrick Fridenson (επιμ.), The French Home Front, Berg, Πρόβιντενς 1992. Haupt, Georges, Aspects of International Socialism 1871-1914, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1986. ––, «Lenin, the Bolsheviks, and the Second International», στο Aspects of International Socialism 1871-1914, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1986. ––, «Marx and Marxism», στο Hobsbawm (επιμ.), History of Marxism, τόμ. Ι: Marxism in Marx’s Day, Indiana University Press, Μπλούμινγκτον 1982. ––, «Model party: The role and influence of German Social Democracy in South-East Europe», στο Aspects of International Socialism 1871-1914, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1986. ––, Socialism and the Great War: The Collapse of the Second International, Oxford University Press, Οξφόρδη 1972. ––, και Rebérioux, Madeleine (επιμ.), La deuxiéme Internationale et L’Orient, Mouton, Παρίσι 1967. Hautmann, Hans, και Kropf, Rudolf, Die österreichische Arbeiterbewegung vom Vormärz bis 1945, Sozialökonomische Ursprünge ihrer Ideologie und Politik, Europaverlag, Βιένη 1978. Havel, V_clav, Living in Truth, Faber, Λονδίνο 1986. Healey, Emma, και Mason, Angela (επιμ.), Stoenwall 25: The Making of the Lesbian and Gay Community in Britain, Virago Press, Λονδίνο 1994. Heimann, Horst, και Meyer, Thomas (επιμ.), Reformsozialismus und Sozialdemokratie: Zur Theoriediskussion des Demokratischen Sozialismus in der Weimarer Republik, Dietz, Βόνη 1982. Heineman, Elizabeth, «Complete families, half families, no families at all: Female-headed households and the reconstruction of the family in the early federal republic», Central European History, τεύχ. 29 (1996), σ. 29-60. Heineman, Margot, «Left Review, New Writing and the Broad Alliance against fascism», στο Edward Timms και Peter Collier (επιμ.), Visions and Blueprints: Avant-Garde Culture and Radical Politics in Early Twentieth Century Europe, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1988. ––, «The people’s front and the intellectuals», στο Jim Fyrth (επιμ.), Britain, Fascism and the Popular Front, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1985. Heinen, Jacqueline, «Kollontai and the history of women’s oppression», New Left Review, τεύχ. 110 (Ιούλιος-Αύγουστος 1978), σ. 43-63. Held, David, Democracy and Global Order, Polity Press, Κέμπριτζ 1995. ––, MacGrew, Anthony, Goldblatt, David, και Perraton, Jonathan, Global Transformations: Politics, Economics and Culture, Polity Press, Κέμπριτζ 1999. Held, Joseph, «Culture in Hungary during World War I», στο Aviel Roshwald και Richard Stites (επιμ.), European Culture in the Great War: The Arts, Entertainment, and Propaganda, 19141918, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1999.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·925
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Hellman, Judith Adler, Journeys among Women: Feminism in Five Italian Cities, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1987. Hellman, Stephen, Italian Communism in Transition: The Rise and Fall of the Historic Compromise in Turin, 1975-1980, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1988. Hemment, Drew, «Dangerous dancing and disco riots: The northern warehouse parties», στο George McKay (επιμ.), DiY Culture: Party and Protest in Nineties Britain, Verso, Λονδίνο 1998. Henau, Brigitte, «Shaping a new Belgium: The CEPAG – the Belgian Committee for the study of postwar problems, 1941-44», στο Michael L. Smith και Peter M.R. Stirk (επιμ.), Making the New Europe: European Unity and the Second World War, Pinter, Λονδίνο 1990. Henderson, Arthur, The Aims of Labour, British W. Husbeck, Λονδίνο 1917. Henderson, William Ο., The Life of Friedrich Engels, 2 τόμοι, Cass, Λονδίνο 1976. Hendrik, Aart, Tielman, Rob και va der Veen, Evert (επιμ.), The Third Pink Book: A Global View of Lesbian and Gay Liberation and Oppression, Prometheus Books, Μπάφαλο 1993. Henke, Klaus-Dietmar, και Woller, Hans (επιμ.), Politische Säuberung in Europa. Die Abrechnung mit Fashcismus und Kollaboration nach dem Zweiten Weltkrieg, Deutscher Taschenbuch Verlag, Μόναχο 1991. Hennessey, Peter, Never Again: Britain 1945-1951, Cape, Λονδίνο 1992. Henry, N., «The new industrial spaces: Locational logic of a new production era?», International Journal of Urban and Regional Research, τεύχ. 16 (1992), σ. 376-396. Herbert, Ulrich, A History of Foreign Labor in Germany, 1880-1980: Seasonal Workers/Forced Workers/Guest Workers, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 1990. Herf, Jeffrey, War by Other Means: Soviet Power, West German Resistance, and the Battle of the Euromissiles, Free Press, Νέα Υόρκη 1991. Herlemann, Beatrix, «Communist resistance between Comintern directives and Nazi terror», στο David Barclay και Eric D. Weitz (επιμ.), Between Reform and Revolution: German Socialism and Communism from 1840 to 1990, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. ––, Kommunalpolitik der KPD im Ruhrgebiet 1924-1933, Hammer, Βούπερταλ 1977. Hewison, Robert, Too Much: Art and Society in the Sixties, 1960-75, Oxford University Press, Οξφόρδη 1987. Heywood, Paul, «The development of Marxist theory in Spain and the Frente Popular», στο Martin Alexander και Helen Graham (επιμ.), The French and Spanish Popular Fronts: Comparative Perspectives, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1989. ––, «The labour movement in Spain before 1914», στο Dick Geary (επιμ.), Labour and Socialist Movements in Europe before 1914, Berg, Οξφόρδη 1989. ––, Marxism and the Failure of Organized Socialism in Spain, 1879-1936, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1900. ––, «The Spanish Left: Towards a ‘Common Home?», στο Martin J. Bull και Paul Heywood (επιμ.), West European Communist Parties after the Revolutions of 1989, Macmillan, Λονδίνο 1994. Hickey, Stephen H., Workers in Imperial Germany: The Miners of the Ruhr, Oxford University Press, Οξφόρδη 1985.
925
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·926
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
926
Hilberg, Raul, Perpetrators, Victims, Bystanders: The Jewish Catastrophe 1933-1945, Aaron Asher Books, Νέα Υόρκη 1992. Hilden, Patricia Penn, Women, Work, and Politics: Belgium, 1830-1914, Oxford University Press, Οξφόρδη 1993. ––, Working Women and Socialist Politics in France, 1880-1914: A Regional Study, Oxford University Press, Οξφόρδη 1986. Hill, Jeffrey, «Requiem for a party? Writing the history of social-democracy», Labour History Review, τεύχ. 61 (1996), σ. 102-109. Himka, John-Paul, Socialism in Galicia: The Emergence of Polish Social Democracy and Ukrainian Radicalism 1860-1890, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1983. Hind, John, και Mosco, Stephen, Rebel Radio: The Full Story of British Pirate Radio, Pluto Press, Λονδίνο 1985. Hine, David, «The Italian Socialist Party», στο Tom Gallagher και Allan M. Williams (επιμ.), Southern European Socialism: Parties, Elections and the Challenge of Government, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1989. ––, «Social democracy in Italy», στο William E. Paterson και Alasdair H. Thomas (επιμ.), Social Democratic Parties in Western Europe, Croom Helm, Λονδίνο 1977. Hinton, James, «Coventry communism: A study of factory politics in the Second World War», History Workshop Journal, τεύχ. 10 (Φθινόπωρο 1980), σ. 90-118. ––, The First Shop Stewards’Movement, Allen and Unwin, Λονδίνο 1973. ––, Labour and Socialism: A History of the British Labour Movement 1867-1914, Harvester, Μπράιτον, Η.Β., 1983. ––, Protests and Visions: Peace Politics in Twentieth-Century Britain, Hutchinson, Λονδίνο 1989. ––, «Self-help and socialism. The Squatters’ Movement of 1946», History Workshop Journal, τεύχ. 25 (Άνοιξη 1988), σ. 111-120. ––, Shop Floor Citizens: Engineering Democracy in 1940s Britain, Elgar, Άλντερσοτ 1994. Hirsch, Helmut (επιμ.), Eduard Bernstein: Briefwechsel mit Friedrich Engels, Van Gorcum, Άσεν, Ολλανδία 1970. Hirsch, Joachim, «From the Fordist to the post-Fordist state», στο Bob Jessop, H. Kastendiek, K. Nielsen και O. Pedersen (επιμ.), The Politics of Flexibility, Elgar, Άλντερσοτ, Η.Β., 1991. Hirsch, Pam, Barbara Leigh Smith Bodichon: Feminist, Artist and Rebel, Chatto and Windus, Λονδίνο 1998. Hirst, Paul Q., και Zeitlin, Jonathan, «Flexible specialization versus post-Fordism: Theory, evidence, and policy implications», Economy and Society, τεύχ. 20 (1991), σ. 1-156. Hitchens, Keith, «The Romanian socialists and the Hungarian Soviet Republic», στο Andrew C. Janos και William B. Slottman (επιμ.), Revolution in Perspective: Essays on the Hungarian Soviet Republic of 1919, Berkeley University of California Press, 1971. Hobsbawm, Eric, και Napolitano, Giorgio, The Italian Road to Socialism, Journeyman Press, Λονδίνο 1977. Hobsbawm, Eric J., The Age of Empire 1875-1914, Pantheon, Νέα Υόρκη 1987 [ελλ. έκδ.: Eric J.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·927
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Hobsbawm, Η εποχή των αυτοκρατοριών 1875-1914, μτφρ. Κ. Σκλαβενίτη, 1η έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000]. ––, The Age of Extremes: A History of the World, 1914-1991, Pantheon, Νέα Υόρκη 1994 [ελλ. έκδ.: Eric J. Hobsbawm, Η εποχή των άκρων: Ο σύντομος 20ός αιώνας 1914-1991, μτφρ. Β. Καπετανγιάννης, 5η έκδ., Θεμέλιο, Αθήνα 2002]. ––, «Artisans and labour aristocrats», στο Workers: Worlds of Labour, Pantheon, Νέα Υόρκη 1987. ––, «Fifty years of people’s fronts», στο Jim Fyrth (επιμ.), Britain, Fascism and the Popular Front, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1985. ––, «The fortunes of Marx’s and Engels’ writings», στο Hobsbawm (επιμ.), History of Marxism, τόμ. 1: Marxism in Marx’s Day, Indiana University Press, Μπλούμινγκτον 1982. ––, «Labour in the great city», Politics for a Rational Left: Political Writing 1977-1988, Verso, Λονδίνο 1989. ––, Labouring Men: Studies in the History of Labour, Weidenfeld and Nicholson, Λονδίνο 1964. ––, «The making of the working class 1870-1914», στο Workers: Worlds of Labor, Pantheon, Νέα Υόρκη 1984. ––, «Marx, Engels, and politics», στο Hobsbawm (επιμ.), The History of Marxism, τόμ. 1: Marxism in Marx’s Day, Indiana University Press, Μπλούμινγκτον 1982. ––, «Marx, Engels and pre-Marxian socialism», στο Hobsbawm (επιμ.), The History of Marxism, τόμ. 1: Marxism in Marx’s Day, Indiana University Press, Μπλούμινγκτον, 1982, σ. 1-28. ––, «Mass-producing traditions: Europe, 1870-1914», στο Hobsbawm και Terence Ranger (επιμ.), The Invention of Tradition, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1983. ––, «The ‘New Unionism’ reconsidered», στο Wolfgang J. Mommsen και Hans-Gerhard Husung (επιμ.), The Development of Trade Unionism in Great Britain and Germany, 1880-1914, Allen and Unwin, Λονδίνο 1985. ––, «The 1970s: Syndicalism without syndicalists?», στο Workers: Worlds of Labor, Pantheon, Νέα Υόρκη 1984. ––, On the Edge of the New Germany, New Press, Νέα Υόρκη 2000. ––, Politics for a Rational Left: Political Writing 1977-1988, Verso, Λονδίνο 1989. ––, Revolutionaries, Pantheon, Νέα Υόρκη 1973. ––, «Socialism and the avant-garde, 1880-1914», στο Uncommon People: Resistance, Rebellion, and Jazz, New Press, Νέα Υόρκη 1998. ––, Workers: Worlds of Labor, Pantheon, Νέα Υόρκη 1984. –– κ.ά., The Forward March of Labour Halted?, Verso, Λονδίνο 1981. Hobson, Barbara, «Feminist strategies and gendered discourses in Welfare States: Married women’s right to work in the United States and Sweden», στο Seth Koven και Sonya Michel (επιμ.), Mothers of a New World. Materialist Politics and the Origins of Welfare States, Routledge, Νέα Υόρκη 1993. Hoch, Paul, και Schoenbach, Vic, LSE: The Natives Are Restless: A Report on Student Power in Action, Sheed and Ward, Λονδίνο 1969. Hochman, Jiri, The Soviet Union and the Failure of Collective Security, 1934-1938, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1984.
927
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·928
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
928
Hodos, George H., Show Trials: Stalinist Purges in Eastern Europe, 1948-54, Praeger, Νέα Υόρκη 1987. Hogan, Michael, J., The Marshall Plan: America, Britain, and the Reconstruction of Western Europe, 1947-1952, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1987. Hogenkamp, Bert, Deadly Parallels: Film and the Left in Britain 1929-1939, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1986. Hohorst, Gerd, Kocka, Jürgen, και Ritter, Gerhard A., Sozialgeschichtliches Arbeitsbuch. Materialen zur Statistik des Kaiserreichs 1870-1914, Beck, Μόναχο 1975. Holgu_n, Sandy, «Taming the seventh art: The battle for cultural unity on the cinematographic front during Spain’s Second Republic, 1931-1936», Journal of Modern History, τεύχ. 71 (1999), σ. 352-381. Holland, Stuart, The Socialist Challenge, Quarter Books, Λονδίνο 1975. Holloway, David, The Soviet Union and the Arms Race, Yale University Press, Νιoυ Χέιβεν 1983. Holmes, Leslie, Politics in the Communist World, Oxford University Press, Οξφόρδη 1986. Holton, Bob, British Syndicalism 1900-1914: Myths and Realities, Pluto Press, Λονδίνο 1976. Holton, Sandra Stanley, Feminism and Democracy: Women’s Suffrage and Reform Politics in Britain 1900-1918, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1986. ––, «The suffragist and the ‘average woman’», Women’s History Review, τόμ. 1, τεύχ. 1 (1992), σ. 9-24. ––, Suffrage Days, Routledge, Λονδίνο 1996. Hölz, Max, From White Cross to Red Flag: The Autobiography of Max Hoeltz: Waiter, Soldier, Revolutionary Leader, Routledge, Λονδίνο 1930. Hondros, John L., «The Greek Resistance, 1941-1944: A reevaluation», στο John O. Iatrides (επιμ.), Greece in the 1940s: A Nation in Crisis, N.H. University Press of New England, Ανόβερο 1981 [ελλ. έκδ.: Νίκος Γ. Σβορώνος, Γιάννης Ο. Ιατρίδης, Ιωάννης Α. Πετρόπουλος, Ιωάννης Λ. Χόνδρος, Hagen Fleischer, Σταύρος Β. Θωμαδάκης, Chris Woodhouse, Richard Clogg, Προκόπης Παπαστράτης, Lars Baerentzen, George M. Alexander, Heinz Richter, Γ.Θ. Μαυρογορδάτος, Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Lawrence S. Wittner, Αδαμαντία Πόλλις, Αργύρης Α. Φατούρος, Βαγγέλης Κουφουδάκης, Κώστας Βεργόπουλος, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950: Ένα έθνος σε κρίση, μτφρ. Μ. Δρίτσα και Α. Λυκιαρδοπούλου, επιμ. Γ.Ο. Ιατρίδης, 1η έκδ., Θεμέλιο, Αθήνα 1984]. ––, Occupation and Resistance: The Greek Agony, 1941-1944, Pella, Νέα Υόρκη 1983. Hong, Young-Sun, «World War I and the German Welfare State: Gender, religion, and the paradoxes of modernity», στο Geoff Eley (επιμ.), Society, Culture, and the State in Germany, 1870-1930, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 1996. Hopwood, Nick, «Producing a socialist popular science in the Weimar Republic», History Workshop Journal, τεύχ. 41 (Άνοιξη 1996), σ. 117-153. Horn, Daniel, The German Naval Mutinies of World War I, Rutgers University Press, Νιου Μπράνσγουικ, Ν.Τζ., 1969. Horn, Gerd-Rainer, European Socialists Respond to Fascism: Ideology, Activism and Contingency in the 1930s, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1996.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·929
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
––, «The language of symbols and the barriers of language: Foreigners’ perceptions of Social Revolution (Barcelona 1936-1937)», History Workshop Journal, τεύχ. 29 (Άνοιξη 1990), σ. 4364. ––, «The social origins of unity sentiments in the German Socialist Underground, 1933 to 1936», στο David E. Barclay και Eric D. Weitz (επιμ.), Between Reform and Revolution: German Socialism and Communism from 1840 to 1990, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. Horne, John, Labour at War: France and Britain, 1914-1918, Oxford University Press, Οξφόρδη 1991. ––, «L’Impot du Sang: Republican rhetoric and industrial welfare in France, 1914-1918», Social History, τεύχ. 14 (1989), σ. 201-223. Housee, Shirin, και Sanjay, Sharma, «‘‘Too black too strong’’? Anti-racism and the making of South Asian political identities in Britain», στο Tim Jordan και Adam Lent (επιμ.), Storming the Millennium: The New Politics of Change, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1999. Howard, Dick, και Klare, Karl E. (επιμ.), The Unknown Dimension: European Marxism since Lenin, Basic Books, Νέα Υόρκη 1972. Howarth, Jolyon, Edouard Vaillant. La création de l’unité socialiste en France, Syros, Παρίσι 1982. ––, France: The Politics of Peace, Merlin, Λονδίνο 1984. ––, «French workers and German workers: The impossibility of internationalism, 1900-1914», European History Quarterly, τεύχ. 15 (1985), σ. 71-97. Howell, Chris, Regulating Labor: The State and Industrial Relations Reform in Postwar France, Princeton University Press, Πρίνστον 1992. Howell, David, British Workers and the Independent Labour Party 1888-1906, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1983. ––, A Lost Left: Three Studies in Socialism and Nationalism, University of Chicago Press, Σικάγο 1986. Howells, Kim, «Stopping out: The birth of a new kind of politics», στο Huw Beynon (επιμ.), Digging Deeper: Issues in the Miners’Strike, Verso, Λονδίνο 1985. Howkins, Alun, «Class against class: The political culture of the Communist Party of Great Britain, 1930-1935», στο Frank Gloversmith (επιμ.), Class, Culture and Social Change: A New View of the 1930s, Harvester, Μπράιτον, Η.Β., 1980. Hudson, Ray, «Rewriting history and reshaping geography: The nationalized industries and the political economy of Thatcherism», στο John Mohan (επιμ.), The Political Geography of Contemporary Britain, Macmillan, Λονδίνο 1989. ––, Wrecking a Region, Pion, Λονδίνο 1989. Hülsberg, Werner, The German Greens: A Social and Political Profile, Verso, Λονδίνο 1988. Hunecke, Volker, Arbeiterschaft und industrielle Revolution in Mailand 1859-1892. Zur Entstehungsgeschichte der italienischen Industrie und Arbeiterbewegung, Vandenhoeck und Ruprecht, Γκέτινγκεν 1978. Hunt, Karen, Equivocal Feminists: The Social Democratic Federation and the Woman Question, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1996. Hunt, Richard N., The Political Ideas of Marx and Engels, τόμ. 1: Marxism and Totalitarian
929
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·930
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
930
Democracy, 1818-1850, Macmillan, Λονδίνο 1975· τόμ. 2: Classical Marxism, 1850-1895, University of Pittsburgh Press, Πίτσμπουργκ 1984. Hunter, Allen (επιμ.), Re-Thinking the Cold War, Temple University Press, Φιλαδέλφεια 1998. Huq, Rupa, «The right to rave: Opposition to the criminal justice and public order act 1994», στο Tim Jordan και Adam Lent (επιμ.), Storming the Millennium: The New Politics of Change, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1999. Hurd, Madeline, Public Spheres, Public Mores, and Democracy: Hamburg and Stockholm, 18701914, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 2000. Huss, Marie-Monique, «Pro-natalism in the interwar period in France», Journal of Contemporary History, τεύχ. 25 (1990), σ. 39-68. Hussain, Athar, και Tribe, Keith, Marxism and the Agrarian Question, τόμ. 1: German Social Democracy and the Peasantry 1890-1907, Macmillan, Λονδίνο 1981. Hutton, John, «Camille Pissaro’s Turpitudes Sociales and late nineteenth-century French anarchist anti-feminism», History Workshop Journal, τεύχ. 24 (Φθινόπωρο 1987), σ. 32-61. Hutton, Patrick, The Cult of Revolutionary Tradition: The Blanquists in French Politics, 1864-1893, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1981. Hutton, Will, συνέντευξη στον Mike Power, «Three thirds Britain», στο Stuart Wilks (επιμ.), Talking about Tomorrow: A New Radical Politics, Pluto Press, Λονδίνο 1993. Hyman, Richard, «Mass organization and militancy in Britain: Contrasts and continuities», στο Wolfgang J. Mommsen και Hans-Gerhard Husung (επιμ.), The Development of Trade Unionism in Great Britain and Germany, 1880-1914, Allen and Unwin, Λονδίνο 1985. ––, The Workers’Union, Oxford University Press, Οξφόρδη 1971. Iatrides, John O., Revolt in Athens: The Greek Communist “Second Round”, 1944-1945, Princeton University Press, Πρίνστον 1972. Iazhborovskaia, Inessa, «The Gomulka alternative: The untravelled road», στο Norman M. Naimark και Leonid Gibianskii (επιμ.), The Establishment of Communist Regimes in Eastern Europe, 1944-1949, Westview Press, Μπούλντερ, Κολ., 1997. Il Manifesto (επιμ.), Power and Opposition in Post-Revolutionary Societies, Ink Links, Λονδίνο 1979. Inglehart, Ronald, Culture Shift in Advanced Industrial Society, Princeton University Press, Πρίνστον 1990. ––, The Silent Revolution: Changing Values and Political Styles among Western Publics, Princeton University Press, Πρίνστον 1977. Institut für Marxismus-Leninismus (επιμ.), Dokumente und Materialen zur Geschichte der deutschen Arbeiterbewegung, τόμ. 4, Akademie Verlag, Ανατολικό Βερολίνο 1967. International Lesbian and Gay Association, ILGA Bulletin, Association, Στοκχόλμη 1989-2000. Internationaler Sozialisten-Kongress zu Amsterdam, 14. bis 20. August 1904, Buchhandlung Vorwärts, Βερολίνο 1904. Irving, R.E.M., The Christian Democratic Parties of Western Europe, Allen and Unwin, Λονδίνο 1975. Isherwood, Christopher, Goodbye to Berlin, Hogarth, Λονδίνο 1939.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·931
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
––, Mr. Norris Changes Trains, Hogarth, Λονδίνο 1935. Itzin, Katherine, Stages in the Revolution: Political Theatre in Britain since 1968, Eyre Methuen, Λονδίνο 1980. Jackson, George D., The Comintern and the Peasant in Eastern Europe, 1919-1930, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1966. Jackson, Julian, The Popular Front in France: Defending Democracy, 1934-1938, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1988. ––, «Le temps des loisirs»: Popular tourism and mass leisure in the vision of the Front Populaire, στο Martin Alexander και Helen Graham (επιμ.), The French and Spanish Popular Fronts: Comparative Perspectives, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1989. Jacobson, Jon, When the Soviet Union Entered World Politics, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1994. Jacques, Kergoat, «France», στο Marcel van der Linden και Jürgen Rojahn (επιμ.), The Formation of Labour Movements 1870-1914: An International Perspective, τόμ. 1, Brill, Λάιντεν 1990. Jallinoja, Riitta, «The women’s liberation movement in Finland: The social and political mobilization οf women in Finland, 1880-1910», Scandinavian Journal of History, τεύχ. 5 (1980), σ. 37-49. James, David E., «For a working-class television: The miners’ campaign tape project», στο Power Misses: Essays across (Un)Popular Culture, Verso, Λονδίνο 1996. James, Harold, The German Slump: Politics and Economics 1924-1936, Oxford University Press, Οξφόρδη 1986. ––, «The SPD and the economic depression, 1930-1933», στο Roger Fletcher (επιμ.), Bernstein to Brandt: A Short History of German Social Democracy, Arnold, Λονδίνο 1987. ––, και Stone, Marla (επιμ.), When the Wall Came Down: Reactions to German Unification, Routledge, Νέα Υόρκη 1992. James, Winston, και Harris, Clive (επιμ.), Inside Babylon: The Caribbean Diaspora in Britain, Verso Λονδίνο 1993. Jameson, Fredric, «Globalization and strategy», New Left Review, τεύχ. 4 (Ιούλιος-Αύγουστος 2000), σ. 49-68. Jarausch, Konrad H., «Care and coercion: The GDR as a welfare dictatorship», στο Jarausch (επιμ.), Dictatorship as Experience: Towards a Socio-Cultural History of the GDR, Berghahn, Νέα Υόρκη 1999. ––, The Rush to German Unity, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1994. ––, Students, Society, and Politics in Imperial Germany, Princeton University Press, Πρίνστον 1982. Jay, Martin, The Dialectical Imagination: A History of the Frankfurt School and the Institute of Social Research 1923-1950, Heinemam, Λονδίνο 1973. Jeffery, Charlie, «Beyond red Vienna: New perspectives on social democracy in the Austrian First Republic», German History, τεύχ. 11 (1993), σ. 81-92. Jenkins, Mark, Bevanism, Labour’s High Tide: The Cold War and the Democratic Mass Movement, Spokesman, Νότιγχαμ 1979.
931
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·932
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
932
Jennings, J.R., Georges Sorel: The Character and Development of his Thought, Macmillan, Λονδίνο 1985. Jensen, Jane, «The limits of ‘and the’ discourse: French women as marginal workers», στο Jane Jensen, Elizabeth Hangen και Ceallaigh Reddy (επιμ.), The Feminization of the Labor Force: Paradoxes and Promises, Routledge, Λονδίνο 1988. ––, «Representations of difference: The varieties of French feminism», στο Monika Threlfall (επιμ.), Mapping the Women’s Movement: Feminist Politics and Social Transformation in the North, Verso, Λονδίνο 1996. ––, «The French Communist Party and feminism», στο Ralph Miliband και John Saville (επιμ.), The Socialist Register 1980, Verso, Λονδίνο 1996. ––, «The French Left: A tale of three beginnings», στο James F. Holifield και George Ross (επιμ.), Searching for a New France, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1991. ––, Hangen, Elizabeth, και Reddy, Ceallaigh (επιμ.), The Feminization of the Labor Force: Paradoxes and Promises, Routledge, Λονδίνο 1988. ––, και Rianne Mahon, «Representing solidarity: Class, gender and the crisis in social democratic Sweden», New Left Review, τεύχ. 201 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1993), σ. 76-100. ––, και George Ross, The View from Inside: A French Communist Cell in Crisis, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1994. Jensen, Robert, Marketing Modernism in Fin-de-Siècle Europe, Princeton University Press, Πρίνστον 1994. Jessop, Bob, «Capitalism and democracy: The best possible political shell?», στο Barry Littlejohn, Barry Smart, John Wakeford και Nira Yuval-Davis (επιμ.), Power and the State, Croom Helm, Λονδίνο 1978. ––, State Theory: Putting Capitalist States in Their Place, Penn State University Press, Γιουνιβέρσιτι Παρκ 1990. ––, «Thatcherism and flexibility: The white heat of a post-fordist Revolution», στο Bob Jessop, H. Kastendiek, K. Nielsen και O. Pendersen (επιμ.), The Politics of Flexibility, Elgar, Άλντερσοτ, Η.Β., 1991. ––, «The transformation of the state in post-war Britain», στο Richard Scase (επιμ.), The State in Western Europe, Croom Helm, Λονδίνο 1980. Johnson, Christopher H., Utopian Communism in France: Cabet and the Icarians, 1839-1851, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1974. Johnson, Martin Philip, The Paradise of Association: Political Culture and Popular Organizations in the Paris Commune of 1871, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 1996. Johnson, Paul, «The myth of Euro-communism», στο Ferdinand Mount (επιμ.), Communism: A TLS Companion, University of Chicago, Σικάγο 1993. Johnson, Richard W., The French Communist Party versus the Students, Yale University Press, Νιου Χέιβεν 1972. ––, The Long March of the French Left, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1981. Johnston, Gordon, «What is the history of Samizdat?», Social History, τεύχ. 24 (1999), σ. 115-133.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·933
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Johnstone, Diana, The Politics of Euromissiles: Europe’s Role in America’s World, Verso, Λονδίνο 1984. Johnstone, Monty, «The CPGB, the Comintern, and the War, 1939-1941: Filling in the blank spots», Science and Society, τεύχ. 61 (1997), σ. 27-45. ––, «Marx, Blanqui and majority rule», στο Ralph Miliband και John Saville (επιμ.), The Socialist Register 1983, Merlin, Λονδίνο 1983. ––, «Marx, Engels and the Concept of the Party», στο Ralph Miliband και John Saville (επιμ.), The Socialist Register 1967, Merlin, Λονδίνο 1967. Joll, James, «Anarchism – A living tradition», στο David E. Apter και James Joll (επιμ.), Anarchism Today, Macmillan, Λονδίνο 1971. ––, The Anarchists, Methuen, Λονδίνο 1964 [ελλ. έκδ.: Τζέημς Τζολ, Οι αναρχικοί, μτφρ. Ν. Μπαλής, Επίκουρος, Αθήνα 1975]. ––, Europe since 1870: An International History, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1976 [ελλ. έκδ.: James Joll, Η Ευρώπη 1870-1970, μτφρ. Ε.Κ. Βόγλη, επιμ. Λ.Ι. Χασιώτης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006]. ––, The Second International 1889-1914, Routledge, Νέα Υόρκη 1966. Jones, Gareth Stedman, «Engels and the end of classical German philosophy», New Left Review, τεύχ. 79 (Μάιος-Ιούνιος 1973), σ. 17-36. ––, «Rethinking Chartism», στο Languages of Class: Studies in English Working-Class History 1832-1982, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1983. ––, Outcast London: A Study in the Relationship between Classes in Victorian Society, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1976. ––, «Utopian socialism reconsidered», στο Raphael Samuel (επιμ.), People’s History and Socialist Theory, Routledge, Λονδίνο 1981. Jones, Jack, «A Liverpool socialist education», History Workshop Journal, τεύχ. 18 (Φθινόπωρο 1984), σ. 92-101. Jones, Mervyn, «Days of tragedy and farce», στο Ralph Miliband και John Saville (επιμ.), The Socialist Register 1976, Merlin, Λονδίνο 1976. Jones, Stephen G., The British Labour Movement and Film 1918-1939, Routledge, Λονδίνο 1987. ––, Sport, Politics and the Working Class: Organized Labour and Sport in Interwar Britain, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1989. Joppke, Christian, The East German Dissidents and the Revolution of 1989: Social Movement in a Leninist Regime, New York University Press, Νέα Υόρκη 1995. Jordan, John, «The art of necessity: The subversive imagination of anti-road protest and reclaim the streets», στο George MacKay (επιμ.), DiY Culture: Party and Protest in Nineties Britain, Verso, Λονδίνο 1998. Jordan, Tim, και Lent, Adam (επιμ.), Storming the Millennium: The New Politics of Change, Verso, Λονδίνο 1999. ––, Cyberpower: The Culture and Politics of Cyberspace and the Internet, Routledge, Λονδίνο 1999. ––, «New space, new politics: The electronic frontier foundation and the definition of cyberpolitics»,
933
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·934
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
934
στο Tim Jordan και Adam Lent (επιμ.), Storming the Millennium: The New Politics of Change, Verso, Λονδίνο 1999. ––, Reinventing Revolution: Value and Difference in New Social Movements and the Left, Elgar, Άλντερσοτ, Η.Β., 1994. Judt, Tony, Past Imperfect: French Intellectuals, 1944-1956, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1992. ––, Socialism in Provence 1871-1914: A Study in the Origins of the Modern French Left, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1979. –– (επιμ.), Resistance and Revolution in Mediterranean Europe, 1939-1948, Λονδίνο 1989. Jupp, James, «The discontents of youth», στο Bernard Crick και William A. Robson (επιμ.), Protest and Discontent, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1970. Kaiser, Jochen-Christoph, Arbeiterbewegung und organisierte Religionskritik. Proletarische Freidenkerverbände in Kaiserreich und Weimarer Republik, Klett-Cotta, Στουτγάρδη 1981. Kaldor, Mary (επιμ.), Europe from Below: An East-West Dialogue, Verso, Λονδίνο 1991. Kanter, Hannah, Lefanu, Sarah, Shah, Shaila και Spedding, Carole (επιμ.), Sweeping Statements: Writings from the Women’s Liberation Movement 1981-83, Women’s Press, Λονδίνο 1984. Kaplan, E. Ann, και Sprinker, Michael (επιμ.), The Althusserian Legacy, Verso, Λονδίνο 1993. Kaplan, Gisela, Contemporary Western European Feminism, New York University Press, Νέα Υόρκη 1992. Kaplan, Karel, The Short March: The Communist Takeover in Czechoslovakia, 1945-1948, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1987. Kaplan, Temma, Anarchists of Andalusia, 1868-1903, Princeton University Press, Πρίνστον 1977. ––, Red City, Blue Period: Social Movements in Picasso’s Barcelona, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1992. Karrsholm, Preben, «The South African war and the response of the international socialist community to imperialism between 1896 and 1908», στο Fritz van Holthoon και Marcel van der Linten) (επιμ.), Internationalism in the Labour Movement 1830-1940, τόμ. 1, Brill, Λάιντεν 1988. Karsai, L_szlo, «The people’s courts and revolutionary justice in Hungary, 1945-56», στο Istv_n Déak, Jan T. Gross, Tony Judt (επιμ.), The Politics of Retribution in Europe: World War II and its Aftermath, Princeton University Press, Πρίνστον 2000. Karvonen, Lauri, και Selle, Per (επιμ.), Women in Nordic Politics: Closing the Gap, Dartmouth, Μπρούκφιλντ, Βιρτζίνια, 1995. Katsiaficas, George, The Imagination of the New Left: A Global Analysis of 1968, South End Press, Βοστόνη 1987. ––, The Subversion of Politics: European Autonomous Social Movements and the Decolonization of Everyday Life, Humanities Press, Ατλάντικ Χάιλαντς, Ν.Τζ., 1997 [ελλ. έκδ.: George Katsiaficas, Η ανατροπή της πολιτικής: Ευρωπαϊκά αυτόνομα κοινωνικά κινήματα και η αποαποικιοποίηση της καθημερινής Ζωής, μτφρ. Π. Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2007]. Katznelson, Ira, και Zollberg, Aristide R. (επιμ.), Working-Class Formation: Nineteenth-Century Patterns in Western Europe and the United States, Princeton University Press, Πρίνστον 1986.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·935
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Kautsky, Karl, The Class Struggle (Erfurt Program), Norton, Νέα Υόρκη 1971. ––, Georgia, International Bookshops, Λονδίνο 1921. Kavan, Jan, και Tomin, Zdena (επιμ.), Voices from Prague: Documents on Czechoslovakia and the Peace Movement, Merlin, Λονδίνο 1983. Kean, Hilda, «The feminist and socialist response to vivisection», History Workshop Journal, τεύχ. 40 (Φθινόπωρο 1995), σ. 16-38. Keane, John, Democracy and Civil Society, Verso, Λονδίνο 1988. Kedward, H. Roderick, «Behind the polemics: French communists and Resistance 1939-41», στο Stephen Haws και Ralph White (επιμ.), Resistance in Europe 1939-1945, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1976. ––, In Search of the Maquis: Rural Resistance in Southern France, 1942-1944, Oxford University Press, Οξφόρδη 1993. ––, Resistance in Vichy France: A Study of Ideas and Motivation in the Southern Zone 1940-1942, Oxford University Press, Οξφόρδη 1978. ––, και Wood, Nancy (επιμ.), The Liberation of France: Image and Event, Berg, Οξφόρδη 1995. Kelly, Aileen, Mikhail Bakunin: A Study in the Psychology and Politics of Utopianism, Oxford University Press, Οξφόρδη 1982. Kelly, Michael, Modern French Marxism, Johns Hopkins University Press, Βαλτιμόρη 1982. Kelsey, Graham, «Anarchism in Aragon during the Second Republic: The emergence of a mass movement», στο Martin Blinkhorn (επιμ.), Spain in Conflict 1931-1939: Democracy and its Enemies, Sage, Λονδίνο 1986. Kenez, Peter, «Coalition politics and the Hungarian Soviet Republic», στο Andrew C. Janos και William B. Slottman (επιμ.), Revolution in Perspective: Essays on the Hungarian Soviet Republic of 1919, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1971. Kennedy, Michael, και Stukuls, Daina, «The narrative of civil society in communism’s collapse and postcommunism’s alternatives: Emancipation, polish protest, and Baltic nationalisms», Constellations, τεύχ. 5 (1998), σ. 541-571. Kennedy-Pipe, Caroline, Stalin’s Cold War: Soviet Strategies in Europe, 1943-1956, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1997. Kenney, Padraic, Rebuilding Poland: Workers and Communists, 1945-1950, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1997. ––, «Working-class community and resistance in pre-Stalinist Poland: The Poznanski textile strike, L_dz, September 1947», Social History, τεύχ. 18 (1993), σ. 31-52. Kenny, Michael, «Communism and the New Left», στο Geoff Andrews, Nina Fishman και Kevin Morgan (επιμ.), Opening the Books: Essays on the Social and Cultural History of the British Communist Party, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1995. ––, The First New Left: British Intellectuals after Stalin, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1995. Kent, Susan Kingsley, Making Peace: The Reconstruction of Gender in Interwar Britain, Princeton University Press, Πρίνστον 1993. ––, «The politics of sexual difference: World War I and the demise of British feminism», Journal of British Studies, τεύχ. 27 (1988), σ. 232-253.
935
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·936
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
936
––, Sex and Suffrage in Britain, 1860-1914, Princeton University Press, Πρίνστον 1987. Kerbs, Diethart (επιμ.), … Gegen Kind und Kunst. Eine Dokumenation aus dem Jahr 1927, mit Kinderzeichnungen und Fotos der zerstörten Barkenhoff-Fresken von Heinrich Vogeler, Anabas-Verlag, Βίσμαρ, Γερμανία, 1974. Kergoat, Jacques, «France», στο Marcel van der Linden και Jürgen Rojahn (επιμ.), The Formation of Labour Movements 1870-1914: An International Perspective, τόμ. 1, Brill, Λάιντεν 1990. van Kersbergen, K., Social Capitalism: A Study of Christian Democracy and the Welfare State, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1995. Kershaw, Ian (επιμ.), Weimar: Why Did German Democracy Fail?, Weidenfeld and Nicolson, Λονδίνο 1990. Kersten, Krystyna, The Establishment of Communist Rule in Poland, 1943-1948, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1991. Kertzer, David I., Comrades and Christians: Religion and Political Struggle in Communist Italy, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1980. Kettle, Martin, «Goodbye to the Comintern», London Review of Books (21.2.1991), σ. 20. Keyworth, Florence, «Invisible struggles: The politics of ageing», στο Rosalind Brunt και Caroline Rowan (επιμ.), Feminism, Culture, and Politics, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1982. Khlnani, Sunil, Arguing Revolution: The Intellectual Left in Postwar France, Lawrence and Wishart, Νιου Χέιβεν 1982. Kindersley, Richard (επιμ.), In Search of Eurocommunism, Macmillan, Λονδίνο 1981. King, Francis, και Matthews, George (επιμ.), About Turn, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1990. King, Robert R., History of the Romanian Communist Party, Stanford University Press, Στάνφορντ 1980. Kingsford, Peter, The Hunger Marchers in Britain 1920-1939, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1982. Kingston, Mann, Esther, Lenin and the Problem of the Marxist Peasant Revolution, Oxford University Press, Οξφόρδη 1983. Kirby, David, War, Peace, and Revolution: International Socialism at the Crossroads 1914-1918, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1986. ––, «‘‘The workers’ cause’’: Rank-and-file attitudes in the Finish Social Democratic Party 19051918», Past and Present, τεύχ. III (1986), σ. 130-164. Kirchoff, Hans, «Denmark», στο Bob Moore (επιμ.), Resistance in Western Europe, Berg, Οξφόρδη 2000. Kitschelt, Herbert, The Transformation of European Social Democracy, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1994. Klenke, Dietmar, Die SPD-Linke in der Weimarer Republik. Eine Untersuchung zu den regionalen organisatorischen Grundlagen und zur politischen Praxis und Theoriebildung des linken Flügels der SPD in den Jahren 1922-1932, 2 τόμοι, Lit, Μίνστερ 1983. Klotzbach, Kurt, Der Weg zur Staatsparte: Programmatik, praktische Politik und Organisation der deutschen Sozialdemokratie 1945 bis 1965, Dietz, Βερολίνο 1982.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·937
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Kluge, Ulrich, Die deutsche Revolution 1918/19: Staat, Politik und Gesellschaft zwischen Weltkrieg und Kapp-Putsch, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1985. ––, Soldatenräte und Revolution: Studien zur Militärpolitik in Deutschland 1918/19, Vandenhoeck und Ruprecht, Γκέτινγκεν 1975. Kocka, Jürgen, Klassengesellschaft im Krieg: deutsche Sozialgeschichte 1914-1918, Vandenhoeck und Ruprecht, Γκέτινγκεν 1973. Koelble, Thomas A., The Left Unraveled: Social Democracy and the New Left Challenge, Duke University Press, Ντάραμ, Β.Καρ., 1991. Koenker, Diane P., Moscow Workers and the 1917 Revolution, Princeton University Press, 1981 Πρίνστον. ––, και Rosenberg, William G., Strikes and Revolution in Russia, 1917, Princeton University Press, Πρίνστον 1989. Kofas, Jon V., Intervention and Underdevelopment: Greece During the Cold War, Penn State University Press, Γιουνιβέρσιτι Παρκ 1989. Kolankiewicz, George, και Lewis, Paul G., Poland: Politics, Economics and Society, Pinter, Λονδίνο 1988. Kolb, Eberhard, Die Arbeiterräte in der deutschen Innenpolitik, Droste, Ντίσελντορφ 1962. Kolinsky, Eva, Parties, Opposition, and Society in West Germany, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1984. Kriesi, Hanspeter, «New social movements and the new class in the Netherlands», American Journal of Sociology, τόμ. 94, τεύχ. 5 (Μάρτιος 1989), σ. 1078-1116. ––, Koopmans, Ruud, Dyvendak, Ian Willem, και Giugni, Marco G., New Social Movements in Western Europe: A Comparative Analysis, University of Minnesota Press, Μινεάπολις 1995. Kruse Wolfgang, Krieg und nationale Integration: Eine Neuinterpretation des sozialdemokratischen Burgfriedensschlusses 1914/15, Klartext, Έσεν, Γερμανία, 1993. Kubik, Jan, The Power of Symbols against the Symbol of Power: The Rise of Solidarity and the Fall of State Socialism in Poland, Penn State University Press, Γιουνιβέρσιτι Παρκ 1994. Kuczynski, Jürgen, Der Ausbruch des Ersten Weltkrieges und die deutsche Sozialdemokratie. Chronik und Analyse, Akademie Verlag, Ανατολικό Βερολίνο 1957. ––, Die Geschichte der Lage der Arbeiter unter dem Kapitalismus, τόμ. 4: Darstellung der Lage der Arbeiter in Deutscland von 1900 bis 1917/18, Akademie Verlag, Ανατολικό Βερολίνο 1967. Kuisel, Richard, Seducing the French: The Dilemma of Americanization, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1993. Kulczycki, John J., The Foreign Worker and the German Labor Movement: Xenophobia and Solidarity in the Coal Fields of the Ruhr, 1871-1914, Berg, Οξφόρδη 1994. ––, The Polish Coal Miners’ Union and the German Labor Movement in the Ruhr, 1902-1934: National and Social Solidarity, Berg, Οξφόρδη 1997. Kurz, Jan, «Die Italienische Stundentenbewegung 1966-1968», στο Ingrid Gilcher-Holtey (επιμ.), 1968: Vom Ereignis zum Gegnstand der Geschichtswissenschaft, Vandenhoeck und Ruprecht, Γκέτινγκεν 1998. Laba, Roman, The Roots of Solidarity, Princeton University Press, Πρίνστον 1991.
937
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·938
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
938
Lagrange, Hugues, «Strikes and the war», στο Leopold Haimson και Charles Tilly (επιμ.), Strikes, Wars, and Revolutions in an International Perspective: Strike Waves in the Late Nineteenth and Early Twentieth Centuries, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1989. Lagrou, Pieter, «Belgium», στο Bob Moore (επιμ.), Resistance in Western Europe, Berg, Οξφόρδη 2000. ––, The Legacy of Nazi Occupation: Patriotic Memory and National recovery in Western Europe, 1945-1965, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 2000. Laing, Stuart, «Banging in some reality: The original ‘Z cars’», στο John Corner (επιμ.), Popular Television in Britain: Studies in Cultural History, British Film Institute, Λονδίνο 1991. Lambertz, Jan, «Sexual harassment in the nineteenth-century English cotton industry», History Workshop Journal, τεύχ. 19 (Άνοιξη 1985), σ. 29-61. Lampland, Martha, «Biographies of liberation: Testimonials to labor in socialist Hungary», στο Sonia Kruks, Rayna Rapp και Marilyn B. Young (επιμ.), Promissory Notes. Women in the Transition to Socialism, Monthly Review Press, Νέα Υόρκη 1989. ––, The Object of Labor: Commodification in Socialist Hungary, University of Chicago Press, Σικάγο 1995. Lancaster, Bill, «The rise of labour», Labour History Review, τεύχ. 57 (1992), σ. 97-100 Lanchester, Elsa, Lanchester Herself, Michael Joseph, Λονδίνο 1983. Lane, David, The Rise and Fall of State Socialism, Blackwell, Οξφόρδη 1996. Lane, Peter, Europe since 1945: An Introduction, Barnes and Noble, Τοτόβα, Ν.Τζ., 1985. Lange, Peter, «Crisis and consent, change and compromise: Dilemmas of Italian communism in the 1970s», στο Peter Lange και Sidney Tarrow (επιμ.), Italy in Transition: Conflict and Consensus, Cassell, Λονδίνο 1980. ––, και Vannicelli, Mauricio (επιμ.), The Communist Parties of Italy, France, and Spain: Postwar Change and Continuity. A Casebook, Allen and Unwin, Λονδίνο 1981. Langenhan, Dagmar, και Ro, Sabine, «The socialist glass ceiling: Limits to female careers», στο Konrad H. Jarausch (επιμ.), Dictatorship as Experience: Towards a Socio-Cultural History of the GDR, Berghahn, Νέα Υόρκη 1999. Langewiesche, Dieter, «Das neue Massenmedium Film unf die deutsche Arbeiterbewegung in der Weimarer Republik», στο Jürgen Kocka, Hans-Jürgen Puhle και Klaus Tenfelde (επιμ.), Von der Arbeiterbewegung zum modernen Sozialstaat: Festschrift für Gerhard A. Ritter zum 65. Geburtstag, Oldenbourg, Μόναχο 1994. ––, «Working-class culture and working-class politics in the Weimar Republic», στο Roger Fletcher (επιμ.), Bernstein to Brandt: A Short History of German Social Democracy, Arnold, Λονδίνο 1987. Langewiesche, Dieter, και Schönhoven, Klaus, «Arbeiterbibliotheken und Arbeiterlektüre im wilelminische in Deutscland», Archiv für Sozialgeschichte, τεύχ. 16 (1976), σ. 135-204. Lansley, S., Goss, S., και Wolmar, C., Councils in Conflict: The Rise and Fall of the Municipal Left, Macmillan, Λονδίνο 1989. Lapidus, Gail Warshafsky, Women in Soviet Society: Equality, Development, and Social Change, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1978.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·939
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Lah, Scott, και Urry, John, Economics of Signs and Space: After Organized Capitalism, Sage, Λονδίνο 1993. ––, The End of Organized Capitalism, University of Wisconsin Press, Μάντισον 1987. Laubier, Claire (επιμ.), The Condition of Women in France 1945 to the Present, Routledge, Λονδίνο 1990. Laurens, Corran, «“La femme au turban”: Les femmes tondues», στο H. Roderick Kedward και Nancy Wood (επιμ.), The Liberation of France: Image and Event, Berg, Οξφόρδη 1995. Laurie, Peter, The Teenage Revolution, Fontanella, Βαρκελώνη 1969. Law, Cheryl, Suffrage and Power: The Women’s Movement, 1918-1928, Routledge, Λονδίνο 1999. Lawrence, Jon, Speaking for the People: Party, Language and Popular Politics in England, 18671914, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1998. Laybourn, Keith, «The failure of socialist unity in Britain c. 1893-1914», Transactions of the Royal Historical Society, 6η σειρά, τεύχ. 4 (1994): 153-175. ––, «The rise of the Labour Party and the decline of liberalism: The state of the debate», History, τεύχ. 80 (1995), σ. 207-226. –– (επιμ.), A. Centennial History of the Independent Labour Party: A Collection of Essays, Sutton, Χάλιφαξ, Η.Β., 1992. Lazitch, Branko, Les parties communists d’Europe 1919-1955, Iles d’or, Παρίσι 1956. Leadbetter, Charles, Living on the Thin Air: The New Economy, Viking, Λονδίνο 1999. Lebas, Elizabeth, «‘‘When every street became a cinema’: The film work of Bermondsey Borough Council, 1923-1953», History Workshop Journal, τεύχ. 39 (Άνοιξη 1995), σ. 42-66. Le Bras, Hervé, Marianne et les lapins: L’obsession demographique, Hachette, Παρίσι 1991. Lee, Eric, The Labour Movement and the Internet: The New Internationalism, Pluto Press, Λονδίνο 1997. Lehning, Arthur, From Buonarrotti to Bakunin: Studies in International Socialism, Brill, Λάιντεν 1970. Leighten, Patricia, Re-Ordering the Universe: Picasso and Anarchism, 1897-1914: Princeton University Press, Πρίνστον 1989. LeMahieu, D.L., A Culture for Democracy. Mass Communication and the Cultivated Mind in Britain between the Wars, Oxford University Press, Οξφόρδη 1988. Lenin, Vladimir I., Collected Works, τόμ. 24, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1964 [ελλ. έκδ.: Βλαντίμιρ Ι. Λένιν, Άπαντα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987]. ––, Imperialism, the Highest Stage of Capitalism, International Publishers, Νέα Υόρκη 1939 [ελλ. έκδ.: Vladimir I. Lenin, Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2001]. ––, The State and Revolution (1917), στο Lenin, Selected Works, τόμ. 1, Progress, Μόσχα 1963 [ελλ. έκδ.: Βλαντίμιρ Ι. Λένιν, Κράτος και επανάσταση: Η διδασκαλία του μαρξισμού για το κράτος και τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάσταση, Σύγρονη Εποχή, Αθήνα 1996]. ––, Selected Works, τόμ. 1, Progress, Μόσχα 1963 [ελλ. έκδ.: Βλαντίμιρ Ι. Λένιν, Διαλεχτά έργα, Αλφειός, Αθήνα 1990].
939
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·940
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
940
––, «Left-Wing Communism» – An Infantile Disorder (Απρίλιος-Μάιος 1920), στο Lenin, Collected Works, τόμ. 31, Progress, Μόσχα 1970 [ελλ. έκδ.: Βλαντίμιρ Ι. Λένιν, Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2001]. Leonhard, Wolfgang, Child of the Revolution, University of Chicago Press, Σικάγο 1958. ––, Eurocommunism: Challenge for East and West, Holt, Rinehart, and Winston, Νέα Υόρκη 1978. Leslie, R.F. (επιμ.), The History of Poland since 1863, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1980. Levi, Arigo, «Eurocommunism: Myth or reality?», στο Paolo Filo della Torre, Edward Mortimer και Jonathan Story (επιμ.), Eurocommunism: Myth or Reality?, Penguin Press, Χάρμομτσγουορθ 1979. Levine, David, Family Formation in the Age of Nascent Capitalism, Academic Press, Νέα Υόρκη 1977. Levy, Carl, «Education and self-education: Staffing the early ILP», στο Carl Levy (επιμ.), Socialism and the Intelligentsia 1880-1914, Routledge, Λονδίνο 1987. ––, «Italian anarchism 1870-1926», στο David Goodway (επιμ.), Anarchism: History, Theory and Practice, Routledge, Λονδίνο 1989. Levy, David A.L., «The French Popular Front, 1936-37», στο Helen Graham και Paul Preston (επιμ.), The Popular Front in Europe, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1987. Lévy-Hass, Hanna, «Interview between Hanna Lévy-Hass και Eike Geisel, στο Lévy-Hass, Inside Belsen, Τοτόβα 1982. Lewin, Moshe, The Gorbachev Phenomenon, Pantheon, Νέα Υόρκη 1988. Lewis, Helena, «The Politics of Surrealism, Paragon, Νέα Υόρκη 1988. Lewis, Jane, «Gender, the family and women’s agency in the building of ‘Welfare States’: The British case», Social History, τεύχ. 19 (1994), σ. 37-55. Lewis, Jill, Fascism and the Working Class in Austria 1918-1934, Berg, Πρόβιντενς 1991. Lewis, Steven C., και Serenella Sferza, «French socialists between state and society: From partybuilding to power», στο George Ross, Stanley Hoffamnn και Sylvia Malzacher (επιμ.), The Mitterand Experiment: Continuity and Change in Modern France, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1987. Lichtheim, George, Marxism: A Historical and Critical Study, Routledge, Λονδίνο 1961. ––, The Origins of Socialism, Praeger, Νέα Υόρκη 1969. ––, A Short History of Socialism, Fontana, Λονδίνο 1975. Liddington, Jill, The Life and Times of a Respectable Rebel: Selina Cooper (1864-1946), Virago, Λονδίνο 1984. ––, The Road to Greenham Common: Feminism and Anti-Militarism in Britain since 1820, Syracuse University Press, Σίρακιουζ, Ν.Υ., 1991. Lidtke, Vernon, The Alternative Culture: Socialist Labor in Imperial Germany, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1985. ––, The Outlawed Party: Social Democracy in Germany, 1878-1890, Princeton University Press, Πρίνστον 1966. Liebich, André (επιμ.), The Future of Socialism in Europe?, Centre interuniversitaire d’études européennes, Μόντρεαλ 1979.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·941
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Liepitz, Alain, «Governing the economy in the face of international challenge: From national developmentalism to national crisis», στο James F. Holifield και George Ross (επιμ.), Searching for a New France, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1991. Lindenberger, Thomas, Straßenpolitik: Zur Sozialgeschichte der öffentlichen Ordnung in Berlin 1900 bis 1914, Dietz, Βόνη 1995. van der Linden, Marcel, «Second thoughts on revolutionary syndicalism», Labour History Review, τεύχ. 63 (1998), σ. 182-196. ––, «Socialism ou Barbarie: A French Revolutionary Group (1949-1965)», Left History, τεύχ. 5 (1997), σ. 7-37. ––, και Rojahn, Jürgen (επιμ.), The Formation of Labour Movements 1870-1914: An International Perspective, τόμ. 1, Brill, Λάιντεν 1990. Lipgens, Walter, Documents on the History of European Integration, τόμ. 1: Continental Plans on European Union, 1939-1945, de Gruyter, Νέα Υόρκη 1985. ––, A History of European Integration, τόμ. 1: 1945-1947, Oxford University Press, Οξφόρδη 1982. Lipietz, Alain, Towards a New Economic Order: Post-Fordism, Ecology and Democracy, Oxford University Press, Οξφόρδη 1992. Lipski, Jan Jozef, KOR: A History of the Workers’ Defense Committee in Poland, 1976-1981, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1985. Liu. Tessie P., The Weaver’s Knot: The Contradictions of Class Struggle and Family Solidarity in Western France, 1750-1914, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1994. ––, «What price a weaver’s dignity? Gender inequality and the survival of home-based production in industrial France», στο Laura L. Frader και Sonya O. Rose (επιμ.), Gender and Class in modern Europe, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1996. Liulevicius, Vejas Gabriel, War Land on the Eastern Front: Culture, National Identity and German Occupation in World War I, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 2000. Livingstone, Ken, If Voting Changed Anything, They’d Abolish It, Collins, Λονδίνο 1987. ––, συζήτηση με τον Tariq Ali, Who’s Afraid of Margaret Thatcher? In Praise of Socialism, Verso, Λονδίνο 1984. Loyd, John, «Socialism loses another old star», New Statesman (7.8.2000). Loebl, Eugen, Stalinism in Prague: The Loebl Story, Grove Press, Νέα Υόρκη 1969. Logue, John, Socialism and Abundance: Radical Socialism in the Danish Welfare State, University of Minnesota Press, Μινεάπολις 1982. Lomax, Bill, Hungary 1956, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1976. ––, «The workers’ councils of greater Budapest», στο Ralph Miliband και John Saville (επιμ.), Socialist Register 1976, Merlin, Λονδίνο 1976. –– (επιμ.), Eye-Witness in Hungary: The Soviet Invasion of 1956, Spokesman, Νότιγχαμ 1980. London, Artur, The Confession, Morrow, Νέα Υόρκη 1970. Lorreck, Jochen, Wie man fruher Sozialdemokrat wurde. Das Kommunikationsverhalten in der deutschen Arbeiterbewegung und die Konzeption der sozialistischen Parteipublizistik durch August Bebel, Dietz, Βόνη 1977.
941
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·942
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
942
Lösche, Peter, «Is the SPD still a labor party? From ‘community of solidarity’ to ‘loosely coupled anarchy’», στο David E. Barclay και Eric D. Weitz (επιμ.), Between Reform and Revolution: German Socialism and Communism from 1840 to 1990, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. –– (επιμ.), Solidargemeinschaft und Milieu: Sozialistische Kultur- und Freizeitorganisationen in der Weimarer Republik, τόμ. 1: Franz Walter, Sozialistische Akademiker- und Intellektuellenorganizationen in der Weimarer Republik, Dietz, Βόνη 1990· τόμ. 2: Franz Walter, Viola Denecke και Cornelia Regin, Sozialistische Gesundheits- und Lebensreformverbände, Dietz, Βόνη 1991· τόμ. 3: Dietmar Klenke, Peter Lilje και Franz Walter, Arbeitersänger und Volksbühnen in der Weimarer Republik, Dietz, Βόνη 1992· τόμ. 4: Siegfried Heimann και Franz Walter, Religiöse Sozialisten und Freidenker in der Weimarer Republik, Dietz, Βόνη 1993. ––, και Franz Walter, «Zur Organisationskultur der sozialdemokratischen Arbeiterbewegung in der Weimarer Republik», Geschichte und Gesellschaft, τεύχ. 15 (1989), σ. 511-536. Loubère, Leo O., Louis Blanc: His Life and His Contributions to the Rise of French Jacobin Socialism, Northwestern University Press, Έβανστον, Ιλ., 1961. Lovenduski, Joni, Women and European Politics: Contemporary Feminism and Public Policy, Harvester, Μπράιτον, Η.Β., 1986. –– και Outshoorn, Joyce (επιμ.), The New Politics of Abortion, Sage, Λονδίνο 1986. Löw, Raimund, Der Zerfall der «Kleinen Internationale». Nationalitätenkonflikte in der Arbeiterbewegung des alten Österreich (1889-1914), Junius, Βιένη 1984. Löwy, Michael, George Luk_cs – From Romanticism to Bolshevism, Verso, Λονδίνο 1979. ––, The Politics of Combined and Uneven Development: The Theory of Permanent Revolution, Verso, Λονδίνο 1981. Lucas, Erhard, Märzrevolution März/April 1920, 3 τόμοι, Verlag Roter Stern, Φραγκφούρτη 19701978. ––, Zwei Formen von Radikalismus in der deutschen Arbeiterbewegung, Verlag Roter Stern, Φραγκφούρτη 1976. Lucas, John (επιμ.), The 1930s: A Challenge to Orthodoxy, Harvester, Μπράιτον, Η.Β., 1978. Ludlam, Steve, «Norms and blocks: Trade unions and the Labour Party since 1964», στο Brian Brivati και Richard Hefferman (επιμ.), The Labour Party: A Centenary History, Macmillan, Λονδίνο 2000. Lüdtke, Alf, Eigen-Sinn: Fabrikalltag, Arbeitererfahrungen und Politik vom Kaiserreich bis in den Faschismus, Ergebnisse, Αμβούργο 1993. ––, «Organizational order or Eigensinn? Workers’ privacy and workers’ politics in imperial Germany», στο Sean Wilentz (επιμ.), Rites of Power: Symbolism, Ritual, and Politics since the Middle Ages, University of Pennsylvania Press, Φιλαδέλφεια 1985. ––, Marßolek, Inge, και von Saldern, Adelheid (επιμ.), Amerikanisierung: Traum und Alptraum in Deutschland des 20. Jahrhunderts, Steiner, Στουτγάρδη 1996. Luebbert, Gregory M., Liberalism, Fascism, or Social Democracy: Social Classes and the Political Origins of Regimes in Interwar Europe, Oxford University Press, Οξφόρδη 1991. Luk_cs, Georg, Lenin: A Study in the Unity of His Thought, New Left Books, Λονδίνο 1970 [ελλ.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·943
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
έκδ.: Γκέοργκ Λούκατς, Η σκέψη του Λένιν: Η επικαιρότητα της επανάστασης, μτφρ. Α. Σφακιανούδης, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1990]. ––, Political Writings, 1919-1929: The Question of Parliamentarianism and Other Essays, επιμ. Rodney Livingstone, New Left Books, Λονδίνο 1972. ––, Record of a Life: An Autobiographical Sketch, επιμ. Istvan Eorsi, Verso, Λονδίνο 1983. Lukes, Igor, «The Czech road to communism», στο Norman M. Naimark και Leonid Gibianskii (επιμ.), The Establishment of Communist Regimes in Eastern Europe, 1944-1949, Westview Press, Μπούλντερ, Κολ., 1997. Lumley, Robert, States of Emergency: Cultures of Revolt in Italy from 1968 to 1978, Verso, Λονδίνο 1990. Lunn, Eugene, Marxism and Modernism: A Historical Study of Luk_cs, Brecht, Benjamin, and Adorno, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1982. Luthardt, Wolfgang (επιμ.), Sozialdemokratische Arbeiterbewegung und Weimarer Republik: Materialen zur gesellschaftlichen Entwicklung 1927-1933, 2 τόμοι, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1978. Luxemburg, Rosa, Gesammelte Werke, τόμ. 4, Dietz, Βερολίνο 1974. Lyons, Matthew Nemiroff, The «Grassroots network»: Radical Nonviolence in the Federal Republic of Germany, 1972-1985, Center for International Studies, Cornell University, Ίθακα, Ν.Υ., 1988. Lyttleton, Adrian, «Revolution and counter-revolution in Italy, 1918-1922», στο Charles L. Bertrand (επιμ.), Revolutionary Situations in Europe, 1917-1922: Germany, Italy, Austria-Hungary, Centre interuniversitaire d’études européennes, Μόντρεαλ 1977. Maase, Kaspar, «Establishing cultural democracy: Youth, ‘Americanization’, and the irresistible rise of popular culture», στο Hanna Schissler (επιμ.), The Miracle Years: A Cultural History of West Germany, 1949-1968, Princeton University Press, Πρίνστον 2001. MacCarthy, Fiona, «Dame Alix Meynell: A towering pioneer for women in the civil service and an unconventional figure in British Society», Guardian (2.9.1999). Macciocchi, Maria Antonietta, Letters from Inside the Italian Communist Party to Louis Althusser, New Left Books, Λονδίνο 1973. MacDonald, Oliver, «The polish vortex: Solidarity and socialism», New Left Review, τεύχ. 139 (Μάιος-Ιούνιος 1983), σ. 5-48. Machin, Howard (επιμ.), National Communism in Western Europe, Methuen, Λονδίνο 1983. Macintyre, Stuart, «Joseph Dietzgen and British working-class education», Bulletin of the Society for the Study of Labour History, τεύχ. 31 (Φθινόπωρο 1974), σ. 50-54. ––, Little Moscows: Communism and Working-Class Militancy in Inter-War Britain, Croom Helm, Λονδίνο 1980. ––, A Proletarian Science: Marxism in Britain, 1900-1933, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1980. Mack Smith, Denis, Mussolini, Knopf, Νέα Υόρκη 1983. Mackey, Kath, «Women against Pit Closures: From local groups to national organization», στο
943
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·944
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
944
Vicky Seddon (επιμ.), The Cutting Edge: Women and the Pit Strike, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1986. Mackintosh, Maureen και Wainwright, Hilary (επιμ.), A Taste of Power: The Politics of Local Economics, Verso, Λονδίνο 1987. MacMillan, James F., Housewife or Harlot: The Place of Women in French Society, 1870-1940, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1981. Magnusson, Lars, The Contest for Control: Metal Industries in Sheffield, Solingen, Remscheid and Eskilstuna during Industrialization, Berg, Οξφόρδη 1994. Magraw, Roger, France 1815-1914: The Bourgeois Century, Fontana, Λονδίνο 1983. ––, «Paris 1917-20: Labour protest and popular politics», στο Chris Wrigley (επιμ.), Challenges of Labour: Central and Western Europe 1917-1920, Routledge, Λονδίνο 1993. ––, «Socialism, syndicalism and French labour before 1914», στο Dick Geary (επιμ.), Labour and Socialist Movements in Europe before 1914, Berg, Οξφόρδη 1989. Maier, Charles S., «Between Taylorism and technocracy», στο In Search of Stability: Explorations in Historical Political Economy, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1987. ––, Dissolution: The Crisis of Communism and the End of East Germany, Princeton University Press, Πρίνστον 1997. ––, «‘Fictitious bonds… of wealth and law’: On the theory and practice of interest representation», στο Suzanne Berger (επιμ.), Organizing Interests in Western Europe: Pluralism, Corporatism, and the Transformation of Politics, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1981. ––, «Preconditions for corporatism», στο John H. Goldthorpe (επιμ.), Order and Conflict in Contemporary Capitalism: Studies in the Political Economy of Western European Nations, Oxford University Press, Οξφόρδη 1984. ––, Recasting Bourgeois Europe: Stabilization in France, Germany, and Italy in the Decade after World War I, Princeton University Press, Πρίνστον 1975. ––, «The politics of productivity: Foundations of American international economic policy after World War II», στο In Search Of Stability: Explorations in Historical Political Economy, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1987. Maitland, Sarah (επιμ.), Very Heaven: Women’s Voices from the 1960s, Virago, Λονδίνο 1988. Major, Patrick, The Death of the KPD: Communism and Anti-Communism in West Germany, 19451956, Oxford University Press, Οξφόρδη 1997. Malcher, G.C., Poland’s Politicized Army: Communists in Uniform, Praeger, Νέα Υόρκη 1984. Maleck-Levy, Eva, και Maleck, Bernhard, «The women’s movement in East and West Germany», στο Carole Fink, Philipp Gassert και Detlef Junker (επιμ.), 1968: The World Transformed, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1988. Maleckova, Jitka, «The emancipation of women for the benefit of the nation: The Czech women’s movement», στο Bianca Pietrow-Ennker και Sylvia Paletschek (επιμ.), Women’s Movements in Europe in the Nineteenth Century: A Comparative Perspective, Stanford University Press, Στάνφορντ 2004. Mallmann, Klaus-Michael, «Milieu, Radikalismus und lokale Gesellchaft: Zur Sozialgeschichte
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·945
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
des Kommunismus in der Weimarer Republik», Geschichte und Gesellschaft, τεύχ. 21 (1995), σ. 5-31. Mally, Lynn, Culture of the Future: The Proletkult Movement in Revolutionary Russia, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1990. Malyon, Tim, «Tossed in the fire and they never got burned: The exodus collective», στο George MacKay (επιμ.), DiY Culture: Party and Protest in Nineties Britain, Verso, Λονδίνο 1998. Mandel, David, The Petrograd Workers and the Fall of the Old Regime: From the February Revolution to the July Days, 1917, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1983. ––, The Petrograd Workers and the Soviet Seizure of Power: From the July Days 1917 to July 1918, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1984. Mandel, Ernest, From Stalinism to Eurocommunism: The Bitter Fruits of «Socialism in One Country», Verso, Λονδίνο 1978. Mangini, Shirley, Memories of Resistance: Women’s Voices from the Spanish Civil War, Yale University Press, Νιου Χέιβεν 1963. Manuel, Frank E., The New World of Henri Saint-Simon, Notre Dame University Press, Νοτρ Νταμ, Ιντ., 1963. Maravall, José, Dictatorship and Political Dissent: Workers and Students in Franco’s Spain, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1978. Markoff, John, «Really existing democracy: Learning from Latin America in the 1990s», New Left Review, τεύχ. 223 (Μάιος-Ιούνιος 1997), σ. 48-68. ––, Waves of Democracy: Social Movements and Political Change, Pine Forge & Press, Θάουζαντ Όουκς, Καλ., 1996. Markovits, Andrei S., και Gorski, Philip S., The German Left: Red, Green, and Beyond, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1993. ––, και Silvia, Steven, «Green trumps red? Political identity and left-wing politics in United Germany», στο Christopher S. Allen (επιμ.), Transformation of the German Political Party System: Institutional Crisis or Democratic Renewal?, Berghahn, Νέα Υόρκη 1999. Marks, Elaine, και de Courtivron, Isabelle (επιμ.), New French Feminism: An Anthology, University of Massachusetts Press, Άμχερστ 1980. Marquand, David, «Reinventing federalism: Europe and the Left», New Left Review, τεύχ. 203 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1994), σ. 17-26. Marriott, John, The Culture of Labourism: The East End between the Wars, Edinburgh University Press, Εδιμβούργο 1991. Marshall, T.H., Citizenship and Social Class, and Other Essays, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1950 [ελλ. έκδ.: T.H. Marshall και T. Bottomore, Ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη, μτφρ. Ο. Στασινοπούλου, Gutenberg, Αθήνα 2001]. Marßolek, Inge, και von Saldern, Adelheid (επιμ.), Zuhören und Gehörtwerden I: Radio im Nationalsozialismus. Zwischen Lenkung und Ablenkung, Edition Diskord, Τίμπινγκεν 1998. Martin, Ron, «Deindustrialization and state intervention: Keynesianism, Thatcherism and the regions», στο John Mohan (επιμ.), The Political Geography of Contemporary Britain, Macmillan, Λονδίνο 1989.
945
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·946
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
946
Marwick, Arthur, The Sixties: Cultural Revolution in Britain, France, Italy, and the United States, c.1958-c.1974, Oxford University Press, Οξφόρδη 1998. ––, Women at War 1914-1918, Croom Helm, Λονδίνο 1977. Marx, Karl, Capital. A Critique of Political Economy, τόμ. 1, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1975 [ελλ. έκδ.: Καρλ Μαρξ, Το κεφάλαιο, μτφρ. Π. Μαυρομμάτης, τόμ. 1, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1996]. ––, Early Writings, επιμ. Lucio Colletti, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1975. ––, The First International and After: Political Writings, τόμ. 3, επιμ. David Fernbach, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1973. ––, The Revolutions of 1848: Political Writings, τόμ. 1, επιμ. David Fernbach, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1973. ––, Surveys from Exile: Political Writings, τόμ. 2, επιμ. David Fernbach, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1973. ––, Selected Correspondence, Progress, Μόσχα 1965. Marzani, Carl, The Promise of Euro-communism, Greenwood, Γουέστπορτ, Κον., 1980. Mason, Tim, «The workers’ opposition in Nazi Germany», History Workshop Journal, τεύχ. 11 (1981), σ. 120-137. Massell, Gregory, The Surrogate Proletariat: Moslem Women and Revolutionary Strategies in Soviet Central Asia, 1919-1929, Princeton University Press, Πρίνστον 1974. Massey, Doreen και Wainwright, Hilary, «Beyond the coalfields: The work of the miners’ support groups», στο Huw Beynon (επιμ.), Digging Deeper: Issues in the Miners’Strike, Verso, Λονδίνο 1985. ––, και Meegan, Richard, The Anatomy of Job Loss: The How, Why and Where of Employment Decline, Routledge, Λονδίνο 1982. Mastny, Vojtech, The Czechs under Nazi Rule: The Failure of National Resistance, 1939-1942, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1971. Mathews, William Carl, «The economic origins of the Noskepolitk», Central European History, τεύχ. 27 (1994), σ. 65-85. Matthews, Jill Julius, «They had such a lot of fun: The women’s league of health and beauty between the wars», History Workshop Journal, τεύχ. 30 (Φθινόπωρο 1990), σ. 22-54. Mattl, Siegfried, «Austria», στο Marcel van der Linden και Jürgen Rojahn (επιμ.), The Formation of Labour Movements 1870-1914: An International Perspective, τόμ. 1, Brill, Λάιντεν 1990. Mavrogordatos, George T., Stillborn Republic: Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1983. Mayer, Arno J., Wilson vs. Lenin: Political Origins of the New Diplomacy, 1917-1918, World, Νέα Υόρκη 1964. Mayhall, Laura E. Nym, «Reclaiming the political: Women and the social history of suffrage in Great Britain, France, and the United States», Journal of Women’s History, τεύχ. 12 (2000), σ. 172-181. Mazower, Mark, Dark Continent: Europe’s Twentieth Century, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1999 [ελλ. έκδ.: Mark Mazower, Σκοτεινή ήπειρος: Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2001].
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·947
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
––, Inside Hitler’s Greece: The Experienced of Occupation, 1941-1944, Yale University Press, Λονδίνο 1993 [ελλ. έκδ.: Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ: Η εμπειρία της κατοχής, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994]. –– (επιμ.), After the War Was Over: Reconstructing the Family, Nation, and the State in Greece, 1943-1960, Princeton University Press, Πρίνστον 2000 [ελλ. έκδ.: Μετά τον πόλεμο: Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, επιμ. M. Mazower, μτφρ. Ε. Θεοφυλακτοπούλου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2003]. McCarthy, Patrick, The Crisis of the Italian State: From the Origins of the Cold War to the Fall of Berlusconi and Beyond, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1997. McCauley, Martin (επιμ.), Communist Power in Europe 1944-1949, Macmillan, Λονδίνο 1977. McClelland, James C., «The utopian and the heroic: Divergent paths to the communist educational ideas», στο Abbott Gleason, Peter Kenez και Richard Stites (επιμ.), Bolshevic Culture: Experiment and Order in the Russian Revolution, University of Indiana Press, Μπλούμινγκτον 1985. McDermid, Jane, και Hillyar, Anna, Midwives of the Revolution: Female Bolsheviks and Women Workers in 1917, UCL Press, Λονδίνο 1999. McDermott, Kevin, και Agnew, Jeremy, The Comintern: A History of International Communism from Lenin to Stalin, Macmillan, Μπέιζινγκστοουκ, 1996. ––, The Czech Red Unions, 1918-1929. A Study of their Relations with the Communist Party and the Moscow Internationals, Routledge, Νέα Υόρκη 1988. ––, «Rethinking the Comintern: Soviet historiography, 1987-1991», Labour History Review, τεύχ. 57 (1992), σ. 37-58. McDowell, Linda, «Women in Thatcher’s Britain», στο John Mohan (επιμ.), The Political Geography of Contemporary Britain, Macmillan, Λονδίνο 1989. McElligott, Anthony, «Mobilizing the unemployed: The KPD and the unemployed worker’s movement in Hamburg-Altona during the Weimar Republic», στο Richard J. Evans και Dick Geary (επιμ.), The German Unemployed: Experiences and Consequences of Mass Unemployment from the Weimar Republic to the Third Reich, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1987. ––, «Street politics in Hamburg, 1932-1933», History Workshop Journal, τεύχ. 16 (1983), σ. 83-90. McEwan, Malcom, «The day the party had to stop», στο Ralph Miliband και John Saville (επιμ.), Socialist Register 1976, Merlin, Λονδίνο 1976. McIntosh, Mary, «The family, regulation, and the public sphere», στο Gregor McLennan, David Held και Stuart Hall (επιμ.), State and Society in Contemporary Britain: A Critical Introduction, Blackwell, Οξφόρδη 1984. McKay, George, Senseless Acts of Beauty: Cultures of Resistance since the Sixties, Verso Λονδίνο 1996. McKenzie, Kermit E., Comintern and World Revolution 1928-1943: The Shaping of a Doctrine, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1964. McKibbin, Ross, The Evolution of the Labour Party 1910-1924, Oxford University Press, Οξφόρδη 1974.
947
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·948
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
948
McLellan, David, Marxism after Marx, Macmillan, Λονδίνο 1979 [υπό έκδοση, Σαββάλας]. McLeod, Hugh, Piety and Poverty: Working-Class Religion in Berlin, London, and New York 18701914, Holmes and Meier, Νέα Υόρκη 1996. ––, Religion and the People of Western Europe, 1789-1970, Oxford University Press, Οξφόρδη 1981. –– (επιμ.), European Religion in the Age of Great Cities, 1830-1930, Λονδίνο 1995. McLoughlin, Barry, «Proletarian cadres en route: Austrian NKVD agents in Britain 1941-1943», Labour History Review, τεύχ. 62 (1997), σ. 296-317. McMeekin, Sean, «From Moscow to Vichy: Three working-class militants and the French Communist Party, 1920-1940», Contemporary European History, τεύχ. 9 (2000), σ. 1-38. McPhee, Peter, The Politics of Rural Life: Political Mobilization in the French Countryside, 18461852, Oxford University Press, Οξφόρδη 1992. Meaker, Gerald H., The Revolutionary Left in Spain, 1914-1923, Stanford University Press, Στάνφορντ 1974. Medvedev, Roy, Leninism and Western Socialism, Verso, Λονδίνο 1981. Melling, Joseph, Rent Strikes: People’s Struggle for Housing in West Scotland 1890-1916, Polygon Books, Εδιμβούργο 1983. ––, «Welfare capitalism and the origins of Welfare States: British Industry, workplace welfare and social reform, c. 1870-1914», Social History, τεύχ. 17 (1992), σ. 453-478. Merkel, Wolfgang, «After the golden age: Is social democracy doomed to decline?», στο Christiane Lemke και Garry Marks (επιμ.), The Crisis of Socialism in Europe, Duke University Press, Ντάραμ, Ν.Υ., 1992. ––, The Third Ways of European Social Democracy at the End of the Twentieth Century, University of Heidelberg, Χαϊδελβέργη 1999. Merriman, John M., The Margins of City Life: Explorations on the French Urban Frontier, 18151851, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1991. ––, The Red City: Limoges and the French Nineteenth Century, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1985. Merson, Allan, Communist Resistance in Nazi Germany, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1985. Meyer, Thomas, «The transformation of German Social Democracy», στο Donald Sassoon (επιμ.), Looking Left: Socialism in Europe after the Cold War, New Press, Νέα Υόρκη 1997. Meynell, Alix, Private Servant, Public Woman: An Autobiography, Gollancz, Λονδίνο 1988. Micgiel, John, « ‘Bandits and reactionaries’: The suppression of the opposition in Poland, 19441946», στο Norman M. Naimark και Leonid Gibianskii (επιμ.), The Establishment of Communist Regimes in Eastern Europe, 1944-1949, Westview Press, Μπούλντερ, Κολ., 1997. Michnik, Adam, The Church and the Left, University of Chicago Press, Σικάγο 1993. ––, Letters from Freedom, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1998. ––, Letters from Prison and Other Essays, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1985. ––, «A new evolutionism», Survey, τεύχ. 22 (1976), σ. 267-277. Middlemas, Keith, Politics in Industrial Society: The Experience of the British System since 1911, Deutsch, Λονδίνο 1979.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·949
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
––, Power and the Party: Changing Faces of Communism in Western Europe, Λονδίνο 1980. Midgely, David, «Communism and the avant-garde: The case of George Luk_cs», στο Edward Timms και Peter Collier (επιμ.), Visions and Blueprints: Avant-Garde Culture and Radical Politics in Early Twentieth Century Europe, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1988. Mielke, Siegfried (επιμ.), Internationales Gewekschafts-Handbuch, Westdeutcher Verlag, Οπλάντεν 1983. Miermeister Jürgen, και Staadt, Jochen (επιμ.), Provokationen: Die Studenten und Jugendrevolte in ihren Flugblättern 1965-1971, Luchterhand, Ντάρμστατ/Νόιβιντ 1980. Milch, Paul R., «Eurocommunism and Hungary», στο Vernon V. Aspaturian, Jiri Valenta και David P. Burke (επιμ.), Eurocommunism Between East and West, University of Indiana Press, Μπλούμινγκτον 1980. Miles, Peter, και Smith, Malcolm, Cinema, Literature and Society. Elite and Mass Culture in Interwar Britain, Croom Helm Λονδίνο 1987. Miles, Robert, Migration and European Integration: The Dynamics of Inclusion and Exclusion, Routledge, Λονδίνο 1995. Miliband, David (επιμ.), Reinventing the Left, Polity, Κέμπριτζ 1994. Millar, James R., και Wolchik, Sharon (επιμ.), The Social Legacy of Communism, Cambridge, England University Press, Κέμπριτζ 1994. Miller, James Edward, From Elite to Mass Politics: Italian Socialism in the Giolittian Era, 19001914, Kent State University Press, Κεντ, Οχάιο 1990. James, Jill, You Can’t Kill the Spirit: Women in a Welsh Mining Valley, Women’s Press, Λονδίνο 1986. James, Martin A., Kropotkin, University of Chicago Press, Σικάγο 1976. James, Suzanne, Die Bürde der Macht. Die deutsche Sozialdemokratie 1918-1920, Droste, Ντίσελντορφ 1978. ––, Burgfrieden und Klassenkampf. Die deutsche Sozialdemokratie im Ersten Weltkrieg, Droste, Ντίσελντορφ 1974. Millward, Robert, και Singleton, John (επιμ.), The political Economy of Nationalisation in Britain 1920-1950, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1995. Milner, Susan, The Dilemmas of Internationalism: French Syndicalism and the International Labor Movement, Berg, Οξφόρδη 1990. Milward, Alan S., The European Rescue of the Nation-State, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1992. ––, The Reconstruction of Western Europe 1945-1951, Methuen Λονδίνο 1984. Minnion, John, και Philip Bolsover (επιμ.), The CND Story, Allison and Busby, Λονδίνο 1983. Misgeld Klaus, Molin, Karl, και Amark, Klaus (επιμ.), Creating Social Democracy. A Century of the Social Democratic Labor Party in Sweden, Penn State University Press, Γιουνιβέρσιτι Παρκ 1992. Mitchell, Juliet, Women: The Longest Revolution, Pantheon, Νέα Υόρκη 1984. ––, Women’s Estate, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1973. Mjoset, Lars, Cappelen, Adne, Fagerberg, Jan, και Tranoy, Bent Sofus, «Norway: Changing the
949
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·950
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
950
model», στο Perry Anderson και Patrick Camiller (επιμ.), Mapping the West European Left, Verso, Λονδίνο 1994. Mlynar, Zdenek, Night Frost in Prague, Karz, Νέα Υόρκη 1980. Moeller, Robert G., Protecting Motherhood: Women and the Family in the Politics of Postwar West Germany, University of California, Μπέρκλεϊ 1993. ––, «Reconstructing the family in reconstruction Germany: Women and social policy in the Federal Republic, 1949-1955», στο Moeller (επιμ.), West Germany under Construction: Politics, Society, and Culture in the Adenauer Era, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 1997. Moi, Toril (επιμ.), French Feminist Thought: A Reader, Blackwell, Οξφόρδη 1987. Moland, Arnfinn, «Norway», στο Bob Moore (επιμ.), Resistance in Western Europe, Berg, Οξφόρδη 2000. Mommsen, Hans, «Otto Bauer, Karl Renner und die sozilademokratische Nationalitätenpolitik in Österreich 1905-1914», στο Mommsen, Arbeiterbewegung und Nationale Frage: Ausgewählte Aufsätze, Vandenhoeck und Ruprecht, Γκέτινγκεν 1979. ––, Die Sozialdemokratie und die Nationalitätenfrage im habsburgischen Vielvölkerstaat, EuropaVerlag, Βιένη 1963. Moore, Bob (επιμ.), Resistance in Western Europe, Berg, Οξφόρδη 2000. Morgan, David, The Socialist Left and the German Revolution: A History of the German Independent Social Democratic Party, 1917-1922, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1975. Morgan, Kenneth O., Labour in Power 1945-1951, Oxford University Press, Οξφόρδη 1984. ––, The People’s Peace: British History 1945-1989, Oxford University Press, Οξφόρδη 1990. ––, «Socialism and syndicalism: The Welsh miners’ debate, 1912». Bulletin of the Society for the Study of Labour History, τεύχ. 30 (Άνοιξη 1975), σ. 22-37. Morgan, Kevin, Against Fascism and War: Ruptures and Continuities in British Communist Politics, 1935-41, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1989. ––, Harry Pollitt, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1994. Morken, Kristin, και Selle, Per, «An alternative movement in a ‘state-friendly’ society: The women’s shelter movement», στο Lauri Karvonen και Per Selle (επιμ.), Women in Nordic Politics: Closing the Gap, Dartmouth, Μπρούκφιλντ, Βιρτζίνια, 1995. Morland, David, Demanding the Impossible: Human Nature and Politics in Nineteenth-Century Social Anarchism, Cassell, Λονδίνο 1997. Mort, Frank, «Essentialism revisited? Identity politics and late twentieth-century discourses of homosexuality», στο Jeffrey Weeks (επιμ.), The Lesser Evil and the Greater Good: The Theory and Politics of Social Diversity, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1994. Morton, Vivien, και Macintyre, Stuart, T.A. Jackson. A Centenary Appreciation, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1979. Moses, Claire Goldberg, French Feminism in the Nineteenth Century, State University Press, Όλμπανι 1984. ––, «Saint-Simonian men/Saint-Simonian women: The transformation of feminist thought in 1830s France», Journal of Modern History, τεύχ. 54 (1982), σ. 240-267.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·951
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Moses, John A., Trade Unionism in Germany from Bismarck to Hitler 1869-1933, τόμ. 2: 19191933, Barnes and Noble, Τοτόβα, Ν.Τζ., 1982. Moss, Bernhard H., The Origins of the French Labor Movement 1830-1914: The Socialism of Skilled Workers, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1976. Mujal-Le_n, Eusebio, Communism and Political Change in Spain, Indiana University Press, Μπλούμινγκτον 1983. Mulgan, Geoff (επιμ.), Life after Politics: New Thinking for the Twenty First Century, Fontana, Λονδίνο 1997. ––, Politics in an Antipolitical Age, Polity, Κέμπριτζ 1994. Mullan, Mary Kay, «1968: Burntollet Bridge», στο Amanda Sebestyen (επιμ.), ’67, ’68, ’88: From Women’s Liberation to Feminism, Prism Press, Μπρίντπορτ, Η.Β., 1988. Müller, Detlef K., Ringer, Fritz, και Simon, Brian (επιμ.), The Rise of the Modern Educational System, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1987. Müller, Dirk H., Gewerkschaftliche Versammlungsdemokratie und Arbeiterdelegierte von 1918. Ein Beitrag zur Geschichte des Lokalismus, des Syndikalismus und der entstehenden Rätebewegung, Colloquium Verlag, Βερολίνο 1985. ––, «Syndikalism and localism in the German trade union movement», στο Wolfgang J. Mommsen και Hans-Gerhard Husung (επιμ.), The Development of Trade Unionism in Great Britain and Germany, 1880-1914, Allen and Unwin, Λονδίνο 1985. Murray, Robin, «Fordism and post-Fordism», στο Stuart Hall και Martin Jacques (επιμ.), New Times: The Changing Face of Politics in the 1990s, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1991. Myant, Martin, Poland: A Crisis for Socialism, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1982. ––, Socialism and Democracy in Czechoslovakia, 1945-1948, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1981. Nagle, John D., και Mahr, Alison, Democracy and Democratization: Post-Communist Europe in Comparative Perspective, Routledge, Λονδίνο 1999. Nagy, Imre, On Communism in Defense of the New Course, Praeger, Νέα Υόρκη 1957. Nagy, Zsuzsa L., «Budapest and the revolutions of 1918 and 1919», στο Chris Wrigley (επιμ.), Challenges of Labour: Central and Western Europe 1917-1920, Routledge, Λονδίνο 1993. Naiman, Eric, Sex in Public: The Incarnation of Early Soviet Ideology, Princeton University Press, Πρίνστον 1997. Naimark, Norman M., The History of the «Proletariat»: The Emergence of Marxism in the Kingdom of Poland, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1979. ––, The Russians in Germany: A History of the Soviet Zone of Occupation, 1945-1949, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1995. ––, «The Soviets, the German Left, and the problem of ‘sectarianism’ in the Eastern Zone, 1945 to 1949», στο David E. Barclay και Eric D. Weitz (επιμ.), Between Reform and Revolution: German Socialism and Communism from 1840 to 1990, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. ––, και Gibianskii, Leonid (επιμ.), The Establishment of Communist Regimes in Eastern Europe, 1944-1949, Westview, Μπούλντερ, Κολ., 1997. Nairn, Tom, The Left against Europe?, Penguin, Χάρμομντσγουορθ 1973.
951
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·952
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
952
––, «Why it happened», στο Angelo Quattrocchi και Tom Nairn, The Beginning of the End: France, May 1968, Panther, Λονδίνο 1968· νέα έκδ., Verso, Λονδίνο 1988. Najdus, Walentyna, «The relation of the polish social democrats in Galicia to the Habsburg empire and the Austrian social democratic workers party», στο Keith Hitchens (επιμ.), Studies in East European History, τόμ. 1, Brill, Λάιντεν 1977. Naphtali, Fritz κ.ά., Wirtschaftsdemokratie: ihr Wesen, Weg und Ziel, Diet, Βερολίνο 1928. Narinsky, Mikhail, και Jürgen Rojahn (επιμ.), Centre and Periphery: The History of the Comintern in the Light of New Documents, International Institute Of Social History, Άμστερνταμ 1996. Nash, Mary, Defying Male Civiliazation: Women in the Spanish Civil War, Arden Press, Ντένβερ, Κολ., 1995. ––, «Pronatalism and motherhood in Franco’s Spain», στο Gisela Bock και Pat Thane (επιμ.), Maternity and Gender Policies: Women and the Rise of the European Welfare States 18801950s, Routledge, Λονδίνο 1991. Nation, R. Craig, War on War: Lenin, the Zimmerwald Left, and the Origins of Communist Internationalism, Duke University Press, Ντάραμ, Β.Καρ., 1989. Nava, Mica, «Modernity’s disavowal: Women, the city and the department store», στο Mica Nava και Alan O’Shea (επιμ.), Modern Times: Reflections on a Century of English Modernity, Routledge, Λονδίνο 1996. Nelkin, Dorothy, και Pollak, Michael, The Atom Besieged: Antinuclear Movements in France and Germany, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1981. Nelson, Styen Sparre, «Labour insurgency in Norway: The crisis of 1917-1920», Social Science History, τεύχ. 5 (1981), σ. 393-416. Nettl, J.P., The Eastern Zone and Soviet Policy in Germany, 1945-50, Routledge, Λονδίνο 1951. ––, Rosa Luxemburg, 2 τόμοι, Oxford University Press, Οξφόρδη 1996. Neuberg, A., Armed Insurrection, μτφρ. Quintin Hoare, New Left Books, Λονδίνο 1970. Newhouse, John, Cold Dawn: The Story of SALT, Pergamon-Brassey’s, Ουάσιγκτον 1989. New Left Review (επιμ.), Extremism and Cold War, Verso, Λονδίνο 1982. ––, Western Marxism: A Critical Reader, Verso, Λονδίνο 1977. Newman, Michael, Socialism and European Unity: The Dilemma of the Left in Britain and France, Junction Books, Λονδίνο 1983. Newton, Douglas J., British Labour, European Socialism and the Struggle for Peace 1889-1914, Oxford University Press, Οξφόρδη 1985. Nicolic, Milo (επιμ.), Socialism on the Threshold of the Twenty First Century, Verso, Λονδίνο 1985. Nield, Keith, «Edward Carpenter: The uses of utopia», Prose Studies, τεύχ. 13 (Μάιος 1990), σ. 1832. Niethammer, Lutz κ.ά., Arbeiterinitiative 1945: Antifaschistische Ausschüsse und Reorganisation der Arbeiterbewegung in Deutschland, Hammer, Βούπερταλ, Γερμανία, 1976. Noiriel, Gérard, The French Melting Pot: Immigration, Citizenship, and National Identity, University of Minnesota Press, Μινεάπολις 1996. Nolan, Mary, «‘Housework made easy’: The Taylorized housewife in Weimar Germany’s rationalized economy», Feminist Studies, τεύχ. 16 (1990), σ. 549-577.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·953
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
––, Social Democracy and Society: Working-Class Radicalism in Düsseldorf, 1890-1920, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1981. ––, Visions of Modernity: American Business and the Modernization of Germany, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1994. ––, «Workers and revolution in Germany, 1918-1919: The urban dimension», στο James E. Cronin και Carmen Siriani (επιμ.), Work, Community, and Power: The Experience of Labor in Europe and America, 1900-1925, Temple University Press, Φιλαδέλφεια 1983. Nolte, Claire E., «Every Czech a Sokol! Feminism and nationalism in the Czech Sokol movement». Austrian History Yearbook, τεύχ. 24 (1993), σ. 79-100. Novick, Peter, The Resistance versus Vichy: The Prague of Collaborators in Liberated France, Chatto and Windus, Λονδίνο 1968. Nye, Robert, «The rise and fall of the eugenics empire: Recent perspectives on the impact of biomedical thought in modern society», Historical Journal, τεύχ. 36 (1993), σ. 687-700. Obelkevich, James, «Consumption», στο James Obelkevich και Peter Catterall (επιμ.), Understanding Post-War British Society, Routledge, Λονδίνο 1994. von Oertzen, Peter, Betriebsräte in der Novemberrevolution: Eine politikwissenschaftliche Untersuchung über Ideengehalt und Struktur der betrieblichen und wirtschaftlichen Arbeiterräte in der deutschen Revolution 1918/19, Droste, Ντίσελντορφ 1963. Offen, Karen, «Body politics: Women, work, and the politics of motherhood in France, 1920-1950», στο Gisela Bock και Pat Thane (επιμ.), Maternity and Gender Policies: Women and the Rise of the European Welfare States 1880-1950s, Routledge, Λονδίνο 1991. ––, «Depopulation, nationalism, and feminism in fin-de-siècle France», American Historical Review, τεύχ. 89 (1984), σ. 648-676. Offenmann, Toni, Arbeiterbewegung und liberals Bürgertum in Deutscland 1850-1863, Dietz, Βόνη 1979. ––, «The Lassallean labor movement in Germany: Organization, social structure, and associational life in the 1860s», στο David E. Barclay και Eric D. Weitz (επιμ.), Between Reform and Revolution: German Socialism and Communism from 1840 to 1990, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. Oliver, Hermia, The International Anarchist Movement in Late Victorian London, Croom Helm, Λονδίνο 1983. Olsen, Jonathan, «The PDS after Gysi: A report from the PDS congress in Cottbus», German Politics and Society, τεύχ. 19 (2001), σ. 61-79. ––, «Seeing Red: The SPD-PDS coalition government in Mecklenburg-West Pomerania», German Studies Review, τεύχ. 23 (2000), σ. 557-580. Orban, Clara, «Women, futurism, and fascism», στο Robin Pickering-Iazzi (επιμ.), Mothers of Invention: Women, Italian Fassism, and Culture, University of Minnesota Press, Μινεάπολις 1995. Oren, Nissan, Bulgarian Communism: The Road to Power 1934-1944, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1971. Orwell, George, The Road to Wigan Pier, Gollancz, Λονδίνο 1937 [ελλ. έκδ.: Τζωρτζ Όργουελ, Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν, μτφρ. Α. Σοκοδήμος, Αθήνα 2004].
953
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·954
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
954
Orwell, Sonya, και Angus, I. (επιμ.), The Collected Essays, Journalism and Letters of George Orwell, τόμ. 1, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1970. Osmond, Jonathan, «Yet another failed German Revolution? The German democratic republic 1989-90», στο Moira Donald και Tim Rees (επιμ.), Reinterpreting Revolution in TwentiethCentury Europe, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 2001. Ost, David, Solidarity and the Politics of Anti-Politics, Temple University Press, Φιλαδέλφεια 1990. O’Sullivan, Sue, «Passionate beginnings: Ideological politics 1969-72», στο Feminist Review (επιμ.), Sexuality: A Reader, Virago, Λονδίνο 1987. Padget, Steven, «The German social democrats: A redefinition of social democracy or bad godesberg mark II», West European Politics, τεύχ. 16 (1993), σ. 20-38. Paget, Derek, True Stories? Documentary Drama on Radio, Screen and Stage, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1990. Pakulski, J., «Social movements and class: The decline of the Marxist paradigm», στο L. Maheu (επιμ.), Social Movements and Social Classes, Routledge, Λονδίνο 1995. Palmer, Bryan D., «Bread and roses: Sheila Rowbotham, an introduction, an appreciation, and an interview», Left History, τεύχ. 2 (Άνοιξη 1994), σ. 119-138. Palmer, Stephen E., και King, Robert R., Yugoslav Communism and the Macedonian Question, Archon Books, Χάμντεν, Κον., 1971. Panitch, Leo, Social Democracy and Industrial Militancy: The Labour Party, Trade Unions and Incomes Policy, 1945-74, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1976. ––, και Leys, Colin, The End of Parliamentary Socialism: From New Left to New Labour, Verso, Λονδίνο 1997. Papadakis, Elim, The Green Movement in West Germany, Croom Helm, Λονδίνο 1984. Parkin, Frank, Middle Class Radicalism, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1968. Parkin, Sara (επιμ.), Green Light on Europe, Heretic Books, Λονδίνο 1991. ––, Green Parties: An International Guide, Heretic Books, Λονδίνο 1989. Parrish, Scott, «The Marshall Plan, Soviet-American relations, and the division of Europe», στο Norman M. Naimark και Leonid Gibianskii (επιμ.), The Establishment of Communist Regimes in Eastern Europe, 1944-1949, Westview Press, Μπούλντερ, Κολ., 1997. Partos, Gabriel, «Ladislav Lis: Charter 77 reformer who survived persecution after Prague Spring to witness Czech democracy», Guardian (25.3.2000). Passerini, Luisa, Autobiography of a Generation: Italy, 1968, University Press of New England, Ανόβερο, 1996. ––, Fascism in Popular Memory: The Cultural Experience of the Turin Working Class, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1987. Paterson, William E., «The German Social Democratic Party», στο Paterson και Alastair H. Thomas (επιμ.), Social Democratic Parties in Western Europe, Croom Helm, Λονδίνο 1977. Patterson, Henry, The Politics of Illusion: A Political History of the IRA, Hutchinson Radius, Λονδίνο 1997. Paul, Kathleen, Whitewashing Britain: Race and Citizenship in the Postwar Era, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1997.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·955
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Pedersen, Susan, «The failure of feminism in the making of the British Welfare State», Radical History Review, τεύχ. 43 (1989), σ. 86-110. ––, «Gender, welfare, and citizenship in Britain during the Great War», American Historical Review, τεύχ. 95 (1990), σ. 983-1006. Pelik_n, Jir_, «The struggle for socialism in Czechoslovakia», συνέντευξη, New Left Review, τεύχ. 71 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1972), σ. 3-35. –– (επιμ.), The Czechoslovak Political Trials 1950-1954. The Suppressed Report of the Dubcek Government’s Commission of Inquiry, 1968, Stanford University Press, Στάνφορντ 1965. Pelling, Henry, The Origin s of the Labour Party, Oxford University Press, Οξφόρδη 1965. Pennybacker, Suzan D., A Vision for London 1889-1914: Labour, Everyday Life and the LCC Experiment, Routledge, Λονδίνο 1995. Pepper, Hugo, «Die frühe österreichische Sozialdemokratie und die Anfänge der Arbeiterkultur», στο Wolfgang Maderthaner (επιμ.), Sozialdemokratie und Habsburgerstaat, Löcker Verlag, Βιένη 1988. Pérez-D_az, V_ctor M., The Return of Civil Society: The Emergence of Democratic Spain, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1993. Pernicone, Nunzio, Italian Anarchism 1864-1892, Princeton University Press, Πρίνστον 1993. Perryman, Mark (επιμ.), The Blair Agenda, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1996. Péteri, György, Effects of World War I: War Communism in Hungary, τόμ. 16, από το War and Society in East Central Europe, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1984. Peterson, Bo, Media, Minds and Men: A History of Media in Sweden, Alniquist and Wileseli International, Ουψάλα 1988. Peukert, Detlev, Die KPD im Widerstand: Verforgung und Untergrundarbeit an Rhein und Ruhr 1933 bis 1945, Hammer, Βούπερταλ, Γερμανία, 1980. Philip, John Gaiter, The Swedish Green Party: Responses to Parliamentary Challenge 1988-1990, Norstedt, Στοκχόλμη 1991. Philipsen, Dirk, We Were the People: Voices from East Germany’s Revolutionary Autumn of 1989, Duke University Press, Ντάραμ, Β.Καρ., 1993. Philpot, Terry, «Barbara Kahan: Childcare pioneer whose ‘pindown’ scandal report prompted residential care reform», Guardian (8.8.2000). Piccone, Paul, Italian Marxism, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1983. Pierson Stanley, Marxism and the Origins of British Socialism: The Struggle for a New Consciousness, Cornell University Press, Ίθακα 1973. Pike, David Wingeate, «Between the Junes: The French communists from the collapse of France to the invasion of Russia», Journal of Contemporary History, τεύχ. 28 (1993), σ. 465-485. Pimlott, Ben, «Joan Bourne: Labour stalwart who made policy and suffered prejudice», Gurdian (9.6.2000). Pinder, John, The European Community and Eastern Europe, Council on Foreign Relations Press, Νέα Υόρκη 1991. Pipa, Arshi, «The political culture of Hoxha’s Albania», στο Ali, Tariq (επιμ.), The Stalinist Legacy. Its Impact on Twentieth-Century World Politics, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1984.
955
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·956
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
956
Plant, Sadie, The Most Radical Gesture: The Situationist International in a Postmodern Age, Routledge, Λονδίνο 1992. Plows, Alex, «Earth first! Defending mother earth, direct-style», στο George MacKay (επιμ.), DiY Culture: Party and Protest in Nineties Britain, Verso, Λονδίνο 1998. Pohl, Rüdiger, «The macroeconomics of tranformation: The case of Eastern Germany», German Politics and Society, τεύχ. 18 (2000), σ. 48-93. Poiger, Uta G., Jazz, Rock, and Rebels: Cold War Politics and American Culture in a Dividend Germany, University of California Press, Μπέρκλεϊ 2000. ––, «Rebels with a cause? American popular culture, the 1956 youth riots, and new conceptions of masculinity in East and West Germany», στο Reiner Pommerin (επιμ.), The American Impact on Postwar Germany, Berghahn, Πρόβιντενς 1995. Polanyi, Karl, The Great Transformation, Farrar and Rinehart, Νέα Υόρκη 1944 [ελλ. έκδ.: Καρλ Πολάυνι, Ο μεγάλος μετασχηματισμός: Οι πολιτικές και κοινωνικές απαρχές του καιρού μας, μτφρ. Κ. Γαγανάκης, επιμ. Β. Τομανάς, Νησίδες, Σκόπελος 2001]. Polasky, Janet, The Democratic Socialism of Emil Vandervelde: Between Reform and Revolution, Berg, Οξφόρδη 1995. Pollard, Sidney, A History of Labour in Sheffield, Liverpool University Press, Λίβερπουλ 1959. Polonsky, Antony, και Drukier, Boleslaw (επιμ.), The Beginnings of Communist Rule in Poland, December 1943-June 1945, Routledge, Λονδίνο 1980. Pontusson, Jonas, The Limits of Social Democracy: Investment Politics in Sweden, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1992. ––, «Radicalization and retreat in Swedish social democracy», New Left Review, τεύχ. 165 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1987), σ. 5-33. ––, «Sweden: After the Golden Age», στο Perry Anderson και Patrick Camiller (επιμ.), Mapping the West European Left, Verso, Λονδίνο 1994. Port, Andrew, «When workers rumbled: The Wismut upheaval of August 1951 in East Germany». Social History, τεύχ. 22 (1997), σ. 145-173. della Porta, Donatella, Social Movements, Political Violence, and the State: A Comparative Analysis of Italy and Germany, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1995. Portelli, Alessandro, The Battle of Valle Giulia: Oral History and the Art of Dialogue, University of Wisconsin Press, Μάντισον 1997. ––, «Luigi’s socks and Rita’s makeup: Youth culture, the politics of private life, and the culture of the working classes», στο The Battle of Valle Giulia: Oral History and the Art of Dialogue, University of Wisconsin Press, Μάντισον 1997. Power, Lisa, No Bath but Plenty of Bubbles: An Oral History of the Gay Liberation Front, 1970-73, Cassell, Λονδίνο 1995. Preston, Paul, The Coming of the Spanish Civil War: Reform, Reaction and Revolution in the Second Republic 1931-1936, Macmillan, Λονδίνο 1978. ––, «The creation of the Popular Front in Spain», στο Graham και Preston (επιμ.), Popular Front in Europe, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1987.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·957
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
––, «The PCE in the struggle for democracy in Spain», στο Howard Machin (επιμ.), National Communism in Western Europe, Methuen, Λονδίνο 1983. ––, The Spanish Civil War 1936-39, Harper Collins, Σικάγο 1986. ––, «The struggle against fascism in Spain: Leviat_n and the contradictions of the socialist Left», στο Martin Blinkhorn (επιμ.), Spain in Conflict 1931-1939: Democracy and its Enemies, Sage, Λονδίνο 1986. ––, The Triumph of Democracy in Spain, Methuen, Λονδίνο 1986. –– (επιμ.), Revolution and War in Spain 1931-1939, Methuen, Λονδίνο 1984. Price, Richard, An Imperial War and the British Working Class: Working Class Attitudes and Reactions to the Boer War 1899-1902, Routledge, Λονδίνο 1972. ––, Labour in British Society: An Interpretative History, Routledge, Λονδίνο 1986. Prins, Gwyn (επιμ.), Defended to Death: A Study of the Nuclear Arms Race by the Cambridge University Disarmament Seminar, Penguin. Χάρμοντσγουορθ 1983. ––, Spring in Winter: The 1989 Revolutions, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1990. Procacci, Giovanna, «Popular protest and labour conflict in Italy, 1915-18», Social History, τεύχ. 14 (1989), σ. 31-58. Prothero, Iorwerth J., Artisans and Politics in Early Nineteenth-Century London: John Gast and his Times, Φόλκστοουν, Η.Β.,: 1979. Proudfoot, Malcolm J., European Refugees, 1939-1952: A Study in Forced Population Movement, Northwestern University Press, Έβανστον Ιλ., 1956. Pugh, Martin, «The rise of European feminism», στο Pugh (επιμ.), A Companion to European History 1871-1945, Blackwell, Οξφόρδη 1997. Pugliese, Stanislao, Carlo Rosselli: Socialist: Socialist Heretic and Antifascist Exile, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1999. Pumphrey, Martin, «The flapper, the housewife, and the making of modernity», Cultural Studies, τεύχ. 1 (1987), σ. 179-194. Quataert, Jean H., «The shaping of women’s work in manufacturing: Guilds, households, and the state in Central Europe, 1648-1870», American Historical Review, τεύχ. 90 (1985), σ. 11221148. Quist, Gunnar, «Policy towards women and women’s struggle in Sweden», Scandinavian Journal of History, τεύχ. 5 (1980), σ. 51-74. Rabinbach, Anson, The Crisis of Austrian Socialism: From Red Vienna to Civil War 1927-1934, Chicago University Press, Σικάγο 1983. ––, The Human Motor: Energy, Fatigue, and the Origins of Modernity, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1992. Rabinowitch, Alexander, The Bolsheviks Come to Power: The Revolution in 1917 in Petrograd, Norton, Νέα Υόρκη 1976. Radcliff, Pamela Beth, «The emerging challenge of mass politics», στο José Alvarez Junco και Adrian Shubert (επιμ.), Spanish History since 1808, Arnold, Λονδίνο 2000. ––, From Mobilization to Civil War: The Politics of Polarization in the Spanish City of Gij_n, 19001937, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1997.
957
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·958
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
958
Radkey, Oliver H., The Election to the Russian Constituent Assembly of 1917, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1950. Radziejowsky, Janusz, The Communist Party of the Western Ukraine 1919-1929, Canadian Institute of Ukrainian Studies, Έντμοντον 1983. Ramsden, John, The Age of Balfour and Baldwin, Longman, Λονδίνο 1978. Ranney, Austin, και Sartori, Giovanni (επιμ.), Eurocommunism: The Italian Case, American Enterprise Institute, Ουάσιγκτον 1978. Rappaport, Erika Diane, Shopping for Pleasure: Women in the Making of London’s West End, Princeton University Press, Πρίνστον 2000. Rattansi, Ali, και Westwood, Sallie (επιμ.), Racism, Modernity, Identity on the Western Front, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1994. von Rauch, Georg, The Baltic States. The Years of Independence: Estonia, Latvia, Lithuania 19171940, Hurst, Λονδίνο 1974. Ravindranathan, T.R., Bakunin and the Italians, McGill-Queen’s University Press, Κίνγκστον, Οντάριο, 1988. Rayside, David, On the Fringe: Gays and Lesbians in Politics, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1998. Redhead, S., Unpopular Cultures, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1995. Redzic, Enver, «Die österreichische Sozialdemokratie und die Frage Bosniens und der Herzegowina», στο Keith Hitchens (επιμ.), Studies in East European History, τόμ. 1, Brill, Λάιντεν 1977. Rée, Jonathan, Proletarian Philosophers: Problems in Socialist Culture in Britain, 1900-1940, Oxford University Press, Οξφόρδη 1984. Rees, Tim, και Thorpe, Andrew (επιμ.), International Communism and the Communist International 1919-1943, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1998. Reese, Dagmar, Rosenhaft, Eve, Sachse, Carola, και Siegel, Tilla (επιμ.), Rationale Beziehungen? Geschlechterverhältnisse im Rationalisierungsprozeß, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1993. Regini, Marino, «The conditions for political exchange: How concertation emerged and collapsed in Italy and Great Britain», στο John H. Goldthorpe (επιμ.), Order and Conflict in Contemporary Capitalism: Studies in the Political Economy of Western European Nations, Oxford University Press, Οξφόρδη 1984. ––, «Labour unions, industrial action, and politics», στο Peter Lange και Sidney Tarrow (επιμ.), Italy in Transition: Conflict and Consensus, Cassell, Λονδίνο 1980. Reid, Alastair, «Dilution, trade unionism and the state in Britain during the First World War», στο Steven Tolliday και Jonathan Zeitlin (επιμ.), Shop Floor Bargaining and the State, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1985. Reid, Donald, The Miners of Decazeville: A Genealogy of Deindustrialization, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1985. Remington, Robin Alison (επιμ.), Winter in Prague: Documents in Czechoslovak Communism in Crisis, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1969.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·959
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Reshetar, J.S., The Ukrainian Revolution, 1917-1920: A Study in Nationalism, Princeton University Press, Πρίνστον 1952. Reynolds, David (επιμ.), The Origins of the Cold War in Europe: International Perspectives, Yale University Press, Νιου Χέιβεν 1994. Reynolds, Siân, «Women, men and the 1936 strikes in France», στο Martin S. Alexander και Helen Graham (επιμ.), The French and Spanish Popular Fronts. Comparative Perspectives, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1994. Reynolds, Simon, Generation Ecstasy: Into the World of Techno and Rave Culture, Routledge, Νέα Υόρκη 1999. Riasonofsky, Nicholas V., The Teaching of Charles Fourier, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1969. Richards, Andrew J., Miners on Strike: Class Solidarity and Division in Britain, Berg, Οξφόρδη 1996. Richards, Michael, A Time of Silence: Civil War and the Culture of Repression in Franco’s Spain, 1936-1945, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1998. Richardson, Dick, και Rootes, Chris (επιμ.), The Green Challenge: The Development of Green Parties in Europe, Routledge, Λονδίνο 1995. Richardson, R. Dan, Comintern Army: The International Brigades and the Spanish Civil War, University Press of Kentucky, Λέξινγκτον 1982. Rickaby, Tony, «The artists’ international», History Workshop Journal, τεύχ. 6 (Φθινόπωρο 1978), σ. 154-168. Riddell, John (επιμ.), The Communist International in Lenin’s Time. Lenin’s Struggle for a Revolutionary International. Documents 1907-1916. The Preparatory Years, Monad Press, Νέα Υόρκη 1984. ––, Founding the Communist International: Proceedings and Documents of the First Congress, March 1919, Monad Press, Νέα Υόρκη 1987. ––, The German Revolution and the Debate on Soviet Power. Documents 1918-1919: Preparing the Founding Congress, Monad Press, Νέα Υόρκη 1986. Rigby, Andrew, Communes in Britain, Routledge, Λονδίνο 1974. Rigby, T.H., Communist Party Membership in the USSR, 1917-1967, Princeton University Press, Πρίνστον 1968. Riley, Denise, «The free mothers: Pronatalism and working mothers in industry at the end of the last war in Britain», History Workshop Journal, τεύχ. 11 (Άνοιξη 1981), σ. 59-118. ––, War in the Nursery. Theories of the Child and the Mother, Virago, Λονδίνο 1983. Rimbaud, Penny, The Last of the Hippies: A Hysterical Romance, Anok and Peace Press, Κολόμπους, Οχάιο 1982. ––, Shibboleth: My Revolving Life, AK Press, Εδιμβούργο 1999. Ringer, Fritz, Education and Society in Modern Europe, Indiana University Press, Μπλούμινγκτον 1979. Ritter, Gerhard A., «The Second International 1918-1920: Attempts to recreate the Socialist
959
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·960
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
960
International and to influence the peace treaties», Europa: Revue d’études interdisciplinaires, τεύχ. 2 (1978), σ. 11-33. –– (επιμ.), Die Zweite Internationale 1918/19: Protokolle, Memoranden, Berichte und Korrespondenzen, 2 τόμοι, Dietz, Βερολίνο 1980. ––, και Tenfelde, Klaus, «Der Durchbruch der Freien Gewerkschaften Deutschlands zur Massenbewegung im letzten Viertel des 19. Jahrhunderts», στο Heinz O. Vetter (επιμ.), Vom Sozialistengesetz zur Mitbestimmung, Bund-Verlag, Ντίσελντορφ 1975. ––, Arbeiter in Deutschen Kaiserreich 1871 bis 1914, Dietz, Βόνη 1992. Rizzi, Franco, «Socialist propaganda in the Italian countryside», στο Jim Obelkovich, Lyndal Roper και Raphael Samuel (επιμ.), Disciplines of Faith: Studies in Religion, Politics and Patriarchy, Routledge, Λονδίνο 1987. Robert, Jean-Louis, «Mobilizing labour and socialist militants in Paris during the Great War», στο John Horne (επιμ.), State, Society and Mobilization during the First World War, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1997. Roberts, Julian, Walter Benjamin, Humanities, Ατλάντικ Χάιλαντς, Ν.Τζ., 1983. Roberts, Mary Louise, Civilization without Sexes: Reconstructing Gender in Postwar France 19171927, Chicago University Press, Σικάγο 1994. Robertson, K.G. (επιμ.), War, Resistance and Intelligence: Essays in Honour of M.R.D. Foot, Pen and Sword Books, Μπάρνσλεϊ, Η.Β., 1999. Rojahn, Jürgen, «Poland», στο Marcel van der Linden και Jürgen Rojahn (επιμ.), The Formation of Labour Movements 1870-1914: An International Perspective, τόμ. 1, Brill, Λάιντεν 1990. Romera Maura, Joaqu_n, «Terrorism in Barcelona and its impact on Spanish politics 1904-1909», Past and Present,τεύχ. 41 (1968), σ. 130-183. Romsics, Ign_c, «The Hungarian peasantry and the Revolution of 1918-19», στο Chris Wrigley (επιμ.), Challenges of Labour: Central and Western Europe 1917-1920, Routledge, Λονδίνο 1993. van der Ross, J., «The state and women: A troubled relationship in Norway», στο Barbara Nelson και Najma Chowdury (επιμ.), Women and Politics Worldwide, Yale University Press, Νιου Χέιβεν 1978. Rose, R.B., Gracchus Babeuf: The First Revolutionary Communist, Stanford University Press, Στάνφορντ 1978. Rose, Sonya O., «‘‘Gender at work’’: Sex, class and industrial capitalism», History, Workshop Journal, τεύχ. 21 (Άνοιξη 1986), σ. 113-131. ––, Limited Livelihoods: Gender and Class in Nineteenth-Century England, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1992. Rosen, Ruth, The World Split Open: How the Modern Women’s Movement Changed America, Penguin, Νέα Υόρκη 2000. Rosenberg, William G., Liberals in the Russian Revolution. The Constitutional Democratic Party, 1917-1921, Princeton University Press, Πρίνστον 1974. ––, «The zemstvo in 1917 and its fate under Bolshevik rule», στο Terrence Emmons και Wayne
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·961
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Vucinich (επιμ.), The Zemstvo in Russia: An Experiment in Local Self-Government, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1982. –– (επιμ.), Bolshevik Visions: First Phase of the Cultural Revolution in Soviet Russia, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 1984. Rosenberg, William G., και Koenker, Diane P., «The limits of formal protest: Worker activism and social polarization in Petrograd and Moscow, March to October 1917», American Historical Review, τόμ. 92, τεύχ. 2 (Απρίλιος 1987), σ. 296-326. Roseneil, Sasha, Disarming Patriarchy: Feminism and Political Action at Greenham, Open University Press, Μπάκιγχαμ 1995. Rosenhaft, Eve, Beating the Fascists? The German Communists and Political Violence, 1920-1933, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1983. ––, «Communists and communities: Britain and Germany between the wars», Historical Journal, τεύχ., 26 (1983), σ. 221-236. ––, «Organizing the ‘Lumpenproletariat’: Cliques and communists in Berlin during the Weimar Republic», στο Richard J. Evans (επιμ.), The German Working Class 1888-1933: The Politics of Everyday Life, Croom Helm, Λονδίνο 1982. ––, «Working-class life and working-class politics: Communists, Nazis and the state in the battle for the streets, Berlin 1928-1932», στο Richard Bessel και Edgar J. Feuchtwanger (επιμ.), Social Change and Political Development in Weimar Germany, Croom Helm, Λονδίνο 1981. Ross, Ellen, Love and Toil: Motherhood in Outcast London, 1870-1918, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1993. Ross, George, «Confronting the New Europe», New Left Review, τεύχ. 191 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1992), σ. 49-68. ––, «Fin de siècle globalization, demokratization, and the Moore theses: A European case study», στο Theda Skopcol (επιμ.), Democracy, Revolution, and History, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1998. ––, Jacques Delors and European Integration, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1995. ––, Workers and Unionists in France: From Popular Front to Eurocommunism, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1982. ––, Hoffmann, Stanley, και Malzacher, Sylvia (επιμ.), The Mitterand Experiment: Continuity and Change in Modern France, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1987. ––, και Jensen Jane, «France: Triumph and tragedy», στο Perry Anderson και Patrick Camiller (επιμ.), Mapping the West European Left, Verso, Λονδίνο 1994. Rossanda, Rossana, «Power and opposition in post-revolutionary societies», στο Il Manifesto (επιμ.), Power and Opposition in Post-Revolutionary Societies, Ink Links, Λονδίνο 1979. ––, «Revolutionary intellectuals and the Soviet Union», στο Ralph Miliband και John Saville (επιμ.), The Socialist Register 1974, Merlin, Λονδίνο 1974. Rosselli, Carlo, Liberal Socialism, επιμ. Nadia Urbinati, Princeton University Press, Πρίνστον 1994. Rossiter, Adrian, «The Blum government, the Conseil National Economique and economic policy»,
961
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·962
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
962
στο Martin Alexander και Helen Graham (επιμ.), The French and Spanish Popular Fronts: Comparative Perspectives, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1989. Roth, Roland, και Rucht, Dieter (επιμ.), Neue soziale Bewegungen in der Bundesrepublik Deutschland, Campus, Φραγκφούρτη 1987. Rothschild, Joseph, Return to Diversity: A Political History of East Central Europe since World War ΙΙ, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1989. Rouette, Susanne, «Mothers and citizens: Gender and social policy in Germany after the First World War», Central European History, τεύχ. 30 (1997), σ. 48. Rowan, Caroline, «“Mothers, vote labour!” The state, the labour movement, and working-class mothers, 1900-1918», στο Rosalind Brunt και Caroline Rowan (επιμ.), Feminism, Culture and Politics, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1982. Rowbotham, Sheila, «The beginnings of women’s liberation in Britain», στο Dreams and Dilemmas: Collected Writings, Virago, Λονδίνο 1983. ––, A Century of Women: The History of Women in Britain and the United States, Penguin, Λονδίνο 1997. ––, Friends of Alice Wheeldon, Pluto Press, Λονδίνο 1986. ––, «In Search of Carpenter», History Workshop Journal, τεύχ. 3 (Άνοιξη 1977), σ. 121-133. ––, «Making tracks: Women’s liberation 1972-82», στο Dreams and Dilemmas: Collected Writings, Virago, Λονδίνο 1983. ––, «Mapping the women’s movement», στο Monika Threlfall (επιμ.), Mapping the Women’s Movement: Feminist Politics and Social Transformation in the North, Verso, Λονδίνο 1996. ––, A New World for Women: Stella Browne – Socialist Feminist, Pluto Press, Λονδίνο 1977. ––, «Our party is the people: Edward Carpenter and radicalism in Sheffield», στο Threads through Time, Penguin, Λονδίνο 1999. ––, «Storefront day care centers, the radical Berlin experiment», στο Dreams and Dilemmas: Collected Writings, Virago, Λονδίνο 1983. ––, «Strategies against sweated work in Britain, 1820-1920», στο Threads through Time: Writings on History and Autobiography, Penguin, Λονδίνο 1999. ––, «Travellers in a strange country: Responses of working-class students to the university extension movement, 1873-1910», στο Threads through Time, Penguin, Λονδίνο 1999. ––, «Women… How far have we come?», στο Dreams and Dilemmas: Collected Writings, Virago, Λονδίνο 1983. ––, Segal, Lynne, και Wainwright, Hilary, Beyond the Fragments: Feminism and the Making οf Socialism, Merlin, Λονδίνο 1979. ––, και Weeks, Jeffrey, Socialism and the New Life: The Personal and Sexual Politics of Edward Carpenter and Havelock Ellis, Pluto Press, Λονδίνο 1977. Royle, Edward, Robert Owen and the Commencement of the Millennium: A Study of the Harmony Community, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1998. Rucht, Dieter, «German unification, democratization, and the role of social movements: A missed opportunity», Mobilization, τεύχ. 1 (1996), σ. 36-62.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·963
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Rudig, Wolfgang, The Green Wave: A Comparative Analysis of Ecological Parties, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1991. Ruggie, Mary, «Gender, work and social progress: Some consequences of interest aggression in Sweden», στο Jane Jensen, Elizabeth Hangen και Ceallaigh Reddy (επιμ.), The Feminization of the Labor Force: Paradoxes and Promises, Routledge, Λονδίνο 1988. ––, The State and Working Women: A Comparative Study of Britain and Sweden, Princeton University Press, Πρίνστον 1984. Rupnik, Jacques, «The Czech socialists and the nation (1848-1918)», στο Eric Cahm και Vladimir Fi_era (επιμ.), Socialism and Nationalism in Contemporary Europe (1848-1945), τόμ. 2, Spokesman, Νότιγχαμ 1979. ––, Histoire du Parti communiste tchecoslovaque, Fondation nationale des sciences politiques, Παρίσι 1981. ––, The Other Europe: The Rise and Fall of Communism in East-Central Europe, Weidenfeld and Nicolson, Λονδίνο 1988. ––, «The roots of Czech Stalinism», στο Raphael Samuel και Gareth Stedman Jones (επιμ.), Culture, Ideology and Politics: Essays for Eric Hobsbawm, Routledge, Λονδίνο 1983. Rupp, Leila J., Worlds of Women: The Making of an International Women’s Movement, Princeton University Press, Πρίνστον 1997. Rürup, Reinhard, «Demokratische Revolution and ‘dritter Weg’: Die deutsche Revolution von 1918/19 in den neueren wissenschaftlichen Diskussion», Geschichte und Gesellschaft, τεύχ. 9 (1983), σ. 278-301. ––, «Problems of the German Revolution 1918-19», Journal of Contemporary History, τεύχ. 3 (1968), σ. 109-135. Ryan, P.A., «‘‘Poplarism’’ 1894-1930», στο Pat Thane (επιμ.), The Origins of British Social Policy, Croom Helm, Λονδίνο 1978. Ryback, Timothy W., Rock around the Bloc: A History of Rock Music in Eastern Europe and the Soviet Union, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1990. Saarelo, Tauno, και Rentola, Kimmo (επιμ.), Communism: National and International, Suomen Historiallinen Seura, Ελσίνκι 1998. Sabel, Charles, και Zeitlin, Jonathan, «Historical alternatives to mass production: Politics, markets, and technology in nineteenth-century industrialization», Past and Present, τεύχ. 108 (Αύγουστος 1985), σ. 133-176. Sachse, Carola, Siemens, der Nationalsozialismus und die moderne Familie. Eine Untersuchung zur sozialen Rationalisierung in Deutschland in 20. Jahrhundert, Rausch and Riohring Verlag, Αμβούργο 1990. Sachße, Christoph, «Social mothers: The bourgeois women’s movement and German Welfare State formation, 1890-1929», στο Seth Koven και Sonya Michel (επιμ.), Mothers of a New World: Maternalist Politics and the Origins of Welfare States, Routledge, Νέα Υόρκη 1993. von Saldern, Adelheid, «Arbeiterkulturbewegung in Deutschland in der Zwischenkriegszeit», στο Friedhelm Boll (επιμ.), Arbeiterkulturen zwischen Alltag und Politik. Beiträge zum europäischen Vergleich in der Zwischenkriegszeit, Europaverlag, Βιένη 1986.
963
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·964
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
964
––, Auf dem Wege Zum Arbeiter-Reformismus, Parteialltag in sozialdemokratischer Provinz Göttingen: Vandenhoeck und Ruprecht, 1870-1920, Materialis, Φραγκφούρτη 1984. ––, Häuserleben: Zur Geschichte städtischen Arbeiterwohnens vom Kaiserreich bis heute, Dietz, Βόνη 1995. ––, «Modernization as challenge: Perceptions and reactions of German social democratic women», στο Helmut Gruber και Pamela Graves (επιμ.), Women and Socialism / Socialism and Women: Europe between the Two World Wars, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. ––, «Sozialdemokratie und kommunale Wohnungsbaupolitik in den 20er Jahren – am Beispiel von Hamburg and Wien», Archiv für Sozialgeschichte, τεύχ. 25 (1985), σ. 182-237. ––, «The workers’ movement and cultural patterns on urban housing estates and in rural settlements in Germany and Austria during the 1920s», Social History, τεύχ. 15 (1990), σ. 233-255. Salvadori, Massimo, Karl Kautsky and the Socialist Revolution, Verso, Λονδίνο 1979. Salvati, Michele, «The crisis of government in Italy», New Left Review, τεύχ. 213 (ΣεπτέμβριοςΟκτώβριος 1995), σ. 76-95. ––, «Muddling through: Economics and politics in Italy 1969-1979», στο Peter Lange και Sidney Tarrow (επιμ.), Italy in Transition: Conflict and Consensus, Cassell, Λονδίνο 1980. ––, «The travail of Italian communism», New Left Review, τεύχ. 202 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1993), σ. 117-124. Samuel, Raphael, «Class politics: The lost world of British communism», Μέρος 3, New Left Review, τεύχ. 165 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1986), σ. 52-91. ––, «The lost world of British communism», New Left Review, τεύχ. 154 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1985), σ. 3-53. ––, «Staying power: The lost world of British communism», Μέρος 2, New Left Review, τεύχ. 156 (Μάρτιος-Απρίλιος 1987), σ. 63-113. ––, «The workshop of the world: Steam power and hand technology in mid-Victorian Britain», History Workshop Journal, τεύχ. 3 (1977), σ. 6-72. ––, Bloomfield, Barbara, και Guy Boanas (επιμ.), The Enemy Within: Pit Villages and the Miners’ Strike of 1984-1985, Routledge, Λονδίνο 1986. ––, McColl, Ewan, και Cosgrove, Stuart, Theatres of the Left 1880-1935: Workers’ Theatre Movements in Britain and America, Routledge, Λονδίνο 1985. Sandford, Gregory W., From Hitler to Ulbricht: The Communist Reconstruction of East Germany, Princeton University Press, Πρίνστον 1974. Sandford, John, The Sword and the Ploughshare: Autonomous Peace Initiatives in East Germany, Spokesman, Νότιγχαμ 1983. Sanford, G., Military Rule in Poland; The Rebuilding of Communist Power, 1981-1983, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1986. Santore, J., «The Comintern’s United Front initiative of May 1934: French of Soviet inspiration?», Canadian Journal of History, τεύχ. 16 (1981), σ. 405-421. Saraceno, Chiara, «Redefining maternity and paternity: Gender, pronatalism and social policies in fascist Italy», στο Gisela Bock και Pat Thane (επιμ.), Maternity and Gender Policies: Women and the Rise of the European Welfare States 1880-1950s, Routledge, Λονδίνο 1991.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·965
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
––, «Shifts in public and private boundaries: Women as mothers and service workers in Italian daycare», Feminist Studies, τεύχ. 10 (1984), σ. 7-29. Sarti, Roland, Mazzini: A Life for the Religion of Politics, Greenwood, Γουέστπορτ, Κον., 1997. Sartre, Jean-Paul, The Communists and Peace. With an Answer to Claude Lefort, Hamilton, Λονδίνο 1969. Sassoon, Donald, «Nilde Iotti: Italy’s leading postwar woman politician and a founding mother of the republic», Guardian (9.12.1999). ––, «The rise and fall of West European communism 1939-48», Contemporary European History, τεύχ. 1 (1992), σ. 139-169. ––, One Hundred Years of Socialism: The West European Left in the Twentieth Century, Tauris, Λονδίνο 1996 [ελλ. έκδ.: Ντόναλντ Σασούν, Εκατό χρόνια σοσιαλισμού: Η δυτικοευρωπαϊκή αριστερά στον 20ό αιώνα, μτφρ. Ε. Αστερίου, Καστανιώτης, Αθήνα 2001, 2 τόμ.]. ––, The Strategy of the Italian Communist Party: From the Resistance to the Historic Compromise, St. Martin’s Press, Λονδίνο 1981. Savage, Jon, England’s Dreaming: Sex Pistols and Punk Rock, Faber, Λονδίνο 1991. Savage, Mike, The Dynamics of Working-Class Politics: The Labour Movement in Preston, 18801940, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1987. ––, και Miles, Andrew, The Remaking of the British Working Class 1840-1940, Routledge, Λονδίνο 1994. Saville, John, «May Day 1937», στο Asa Briggs και John Saville (επιμ.), Essays in Labour History 1918-1939, Croom Helm, Λονδίνο 1977. ––, The Politics of Community: British Foreign Policy and the Labour Government 1945-46, Verso, Λονδίνο 1993. Scharf, Thomas, The German Greens: Challenging the Consensus, Berg, Πρόβιντενς 1994. Schechtman, Joseph B., Postwar Population Transfers in Europe, 1945-1955, Temple University Press, Φιλαδέλφεια 1962. Schissler, Hanna, «“Normalization” as project; Some thoughts on gender relations in West Germany during the 1950s», στο Schissler (επιμ.), The Miracle Years: A Cultural History of West Germany, 1949-1968, Princeton University Press, Πρίνστον 2001. ––, «Social democratic gender policies, the working-class milieu, and the culture of domesticity in West Germany in the 1950s and 1960s», στο David E. Barclay και Eric D. Weitz (επιμ.), Between Reform and Revolution: German Socialism and Communism from 1840 to 1990, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. Schlesinger, Rudolf, Central European Democracy and Its Background, Λονδίνο 1953. Schlosser, Erc, «Saturday night at the hacienda», Atlantic Monthly, τόμ. 282, τεύχ. 4 (Οκτώβριος 1988), σ. 22-34. Schmidt, Günther, και Weitzel, Renate (επιμ.), Sex Discrimination and Equal Opportunity. The Labour Market and Employment Policy, Elgar, Άλντερσοτ 1984. Schmitt, Hans A. (επιμ.), Neutral Europe between War and Revolution 1917-1923, University of Virginia Press, Σάρλοτσβιλ 1988.
965
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·966
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
966
Schnapp, Alain, και Vidal-Naquet, Pierre, The French Student Uprising, November 1967-June 1968: An Analytical Record, Beacon Press, Βοστόνη 1971. Schneede, Uwe M., George Grosz: His Life and Work, Macmillan, Νέα Υόρκη 1979. Schneer, Jonathan, «The war, the state and the workplace: British dockers during 1914-1918», στο James E. Cronin και Jonathan Schneer (επιμ.), Social Conflict and Political Order in Modern Britain, Rutgers University Press, Νιου Μπράνσγουικ, Ν.Τζ., 1982. Schneider, Mickael, Das Arbeitsbeschaffungsprogramm des ADGB. Zur gewerkschaftlichen Politik in der Endphase der Weimarer Republik, Βόνη Dietz, 1975. ––, A Brief History of the German Trade Unions, Dietz, Βόνη 1991. ––, Die Christlichen Gewerkschaften 1894-1933, Βόνη 1982. ––, Demokratie in Gefahr? Der Konflikt um die Notstandsgesetze: Sozialdemokratie, Gewerkschaften und intellektueller Protest (1958-1968), Dietz, Βόνη 1986. ––, «In search of a ‘new’ historical subject: The end of working-class culture, the labor movement, and the proletariat», International Labor and Working-Class History, τεύχ. 32 (Φθινόπωρο 1987), σ. 46-58. ––, «Religion and labor organization: The Christian trade unions in the Wilhelmine Empire», European Studies Review, τεύχ. 12 (1982), σ. 345-369. Schneider, William H., Quality and Quantity: The Quest for Biological Regeneration in TwentiethCentury France, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1990. Scholliers, Peter, «The social-democratic world of consumption: The path-breaking case of the Ghent Cooperative Vooruit prior to 1914», International Labor and Working-Class History, τεύχ. 55 (Άνοιξη 199), σ. 71-91. Schönhoven, Klaus, Expansion und Konzentration. Studien zur Entwicklung der Freien Gewerkschaften im Wilhelminischen Deutschland 1890 bis 1914, Klett-Cotta, Στουτγάρδη 1980. ––, «Localism - Craft Union - Industrial Union: Organizational patterns in German trade unions», στο Wolfgang J. Mommsen και Hans-Gerhard Husung (επιμ.), The Development of Trade Unionism in Great Britain and Germany, 1880-1914, Allen and Unwin, Λονδίνο 1985. Schorske, Carl E., Fin de Siècle Vienna: Politics and Culture, Vintage Books, Νέα Υόρκη 1980. ––, German Social Democracy 1905-1917: The Development of the Great Schism, Wiley, Νέα Υόρκη 1955. Schöttler, Peter, Die Entstehung der «Bourses du Travail». Sozialpolitik und französicher Syndikalismus am Ende des 19. Jahrhunderts, Campus, Φραγκφούρτη 1982. ––, «Syndikalismus in der europäischen Arbeiterbewegung. Neuere Forschungen in Frankreich, England und Deutschland», στο Klaus Tenfelde (επιμ.), Arbeiter und Arbeiterbewegung im Vergleich: Berichte zur internationalen historischen Forschung, Oldenbourg, Μόναχο 1986. Schröder, Hans-Christoph, Gustav Noske und die Kolonialpolitik des Deutschen Kaiserreiches, Dietz, Βερολίνο 1979. ––, Sozialistische Imperialismusdeutung: Studien zu ihrer Geschichte, Vandenhoeck und Ruprecht, Γκέτινγκεν 1973. ––, Sozialismus und Imperialismus. Die Auseinandersetzungen der deutschen Sozialdemokratie mit
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·967
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
dem Imperialismusproblem und der «Weltpolitik» vor 1914, Verlag für Literatur und Zeitgeschehen, Ανόβερο, Γερμανία 1968. Schulze, Hagen, Freikorps und Republik 1918-1920, Bundesarchiv, Μπόπαρντ, Γερμανία 1969. Schütte-Lihotsky, Margarete, Memories from the Resistance: The Aggressive Life of an Architect between 1938 and 1945, Weidenfeld and Nicolson, Λονδίνο 1985. Schwarz, Bill, «The corporate economy, 1890-1929», στο Mary Langan και Bill Schwarz (επιμ.), Crises in the British State 1880-1930, Hutchinson, Λονδίνο 1985. ––, και Durham, Martin, «‘‘A safe and sane labourism’’: Socialism and the state, 1910-24», στο Mary Langan και Bill Schwarz (επιμ.), Crises in the British State 1880-1930, Hutchinson, Λονδίνο 1985. Schwarzkopf, Jutta, Women in the Chartist Movement, Macmillan Λονδίνο 1991. Science and Technology Subgroup, The (Maureen McNeil, Wendy Fyfe και Deborah Lynn Steinberg, Sarah Franklin, Tessa Randles), «In the wake of the Alton Bill: Science, technology and reproductive politics», στο Sarah Franklin, Celia Lury και Jackie Stacey (επιμ.), Off-Centre: Feminism and Cultural Studies, Hutchinson, Λονδίνο 1991. Scott, Joan Wallach, The Glassworkers of Carmaux: French Craftsmen and Political Action in a Nineteenth-Century City, Harvard University Press, Κέμπριτζ 1974. ––, «Men and women in the Parisian garment trades: Discussions of family and work in the 1830s and 1840s», στο Pat Thane, Geoffrey Crossick και Roderick Floud (επιμ.), The Power of the Past: Essays for Eric Hobsbawm, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1984. ––, Only Paradoxes to Offer: French Feminists and the Rights of Man, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1996. ––, «Social history and the history of socialism: French socialist municipalities in the 1890s», Movement Social, τεύχ. 111 (1980), σ. 145-153. Scuto, Denis, Sous le signe de la grande grève de mars 1921: Les années sans pareilles du mouvement ouvrier luxembourgeois 1918-1923, Edit press, Ες-σιρ-Αλζέτ 1990. Searle, Geoffrey R., Eugenics and Politics in Britain, Brill, Λάιντεν 1976. Seddon, Vicky (επιμ.), The Cutting Edge: Women and the Pit Strike, Routledge, Λονδίνο 1986. Segal, Lynne, Is the Future Female? Troubled Thoughts on Contemporary Feminism, Peter Bedrick Books, Νέα Υόρκη 1987. ––, «A local experience», στο Sheila Rowbotham, Lynne Segal και Hilary Wainwright, Beyond the Fragments: Feminism and the Making οf Socialism, Merlin, Λονδίνο 1979. ––, «‘‘The most important thing of all’’ – Rethinking the family: An overview», στο Segal (επιμ.), What Is To Be Done about the Family?, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1983. Seidman, Michael, Workers against Work: Labor in Paris and Barcelona during the Popular Fronts, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1991. Semelin, Jacques, Unarmed against Hitler: Civilian Resistance in Europe, 1939-1943, Praeger, Νέα Υόρκη 1993. Semprun, Jorge, Communism in Spain in the Franco Era: The Autobiography of Federico Sanchez, Harvester, Μπράιτον, Η.Β., 1980. Service, Robert, The Bolshevik Party in Revolution 1917-1923, Macmillan, Λονδίνο 1979.
967
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·968
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
968
Seton-Watson, Christopher, Italy from Liberalism to Fascism 1870-1925, Methuen, Λονδίνο 1967. ––, «Terrorism in Italy», στο Juliet Lodge (επιμ.), The Threat of Terrorism, Harvester, Μπράιτον, Η.Β., 1988. Sewell, Jr, William J., Work and Revolution in France: The Language of Labor from the Old Regime to 1848, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1980. Seyd, Patrick, The Rise and Fall of the Labour Left, Macmillan, Λονδίνο 1987. Shunin, Theodor, The Roots of Otherness: Russia’s Turn of the Century, τόμ. 2: Russia 1905-07. Revolution as a Moment of Truth, Yale University Press, Νιου Χέιβεν 1986. –– (επιμ.), Late Marx and the Russian Road: Marx and «the Peripheries of Capitalism», Routledge, Λονδίνο 1983. Share, Donald, Dilemmas of Social Democracy. The Spanish Socialist Workers Party in the 1980s, Greenwood Press, Γουέστπορτ, Κον., 1989. Sharma, Sanjay, Hutnyk, John και Sharma, Ashwani (επιμ.), Dis-Orienting Rhythms: The Politics of the New Asian Dance Music, Zed Books, Λονδίνο 1996. Shennan, Andrew, Rethinking France: Plans for Renewal 1940-1946, Oxford University Press, Οξφόρδη 1989. Sields, Rob, Lefebvre, Love and Struggle: Spatial Dialectics, Routledge, Λονδίνο 1999. Shoup, Paul, Communism and the Yugoslav National Question, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1968. Shubert, Adrian, «Revolution in self-defense: The radicalization of the Austrian coal miners, 192134», Social History, τεύχ. 7 (1982), σ. 265-282. ––, The Road to Revolution in Spain, University of Illinois Press, Ουρμπάνα 1987. Siegelbaum, Lewis, The Politics of Industrial Mobilization: A Study of the War Industries Committees in Russia, 1914-1917, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1983. Siegenthaler, Jürg, «“Producers” cooperatives in Switzerland», International Labor and WorkingClass History, τεύχ. 11 (Μάιος 1977), σ. 19-25. Silj, Alessandro, Never Again without a Rifle: The Origins of Italian Terrorism, Karz, Νέα Υόρκη 1979. Sillars, Jim, Scotland: The Case for Optimism, Polygon, Εδιμβούργο 1986. Simecka, Milan, The Restoration of Order: The Normalization of Czechoslovakia 1969-1976, Verso, Λονδίνο 1984. Simmonds, J.C. Don, «The French Communist Party and the beginnings of resistance», European Studies Review, τεύχ. 11 (1981), σ. 517-542. Simonson, Birger, «Sweden», στο Marcel van der Linden και Jürgen Rojahn (επιμ.), The Formation of Labour Movements 1870-1914: An International Perspective, τόμ. 1, Brill, Λάιντεν 1990. Sinfield, Alan, Literature, Politics, and Culture in Postwar Britain, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1989. Skilling, H. Gordon, Charter 77 and Human Rights in Czechoslovakia, Macmillan, Λονδίνο 1981. ––, Czechoslovakia’s Interrupted Revolution, Princeton University Press, Πρίνστον 1976. ––, Samizdat and Independent Society in Central and Eastern Europe, Macmillan, Λονδίνο 1989.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·969
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
––, T.G. Masaryk : Against the Current, 1882-1914. University Park: Penn State University Press, 1994. Skjeie, Hege, «The uneven advance of Norwegian women», New Left Review, τεύχ. 187 (ΜάιοςΙούνιος 1991), σ. 79-102. Skelton, Robin (επιμ.), Poetry of the Thirties, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1964. Slatter, John, «Learning from Russia: The history of Soviets in Britain», Labour History Review, τεύχ. 61 (1996), σ. 5-29. Slaughter, Jane, Women and the Italian Resistance 1943-1945, Arden Press, Ντένβερ 1997. Smaldone, William, Rudolf Hilferding: The Tragedy of a German Social Democrat, University of Northern Illinois Press, ΝτεΚαλμπ 1998. Smith, Angel, «Anarchism, the general strike, and the Barcelona labour movement 1899-1914», European History Quarterly, τεύχ. 27 (1997), σ. 5-40. Smith, Anna Marie, New Right Discourse on Race and Sexuality: Britain, 1968-1990, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1994. Smith, Bonnie G., Changing Lives: Women in European History since 1700, Λέξινγκτον, Μασ., Heath, 1989. Smith, Dennis, Conflict and Compromise: Class Formation in English Society 1830-1914, Routledge, Λονδίνο 1982. Smith, Harold L., «British feminism in the 1920s», στο Smith (επιμ.), British Feminism in the Twentieth Century, Elgar, Άλντερσοτ, Η.Β., 1990. Smith, Joan, «Labour traditions in Glasgow and Liverpool», History Workshop Journal, τεύχ. 17 (Άνοιξη 1984), σ. 32-54. Smith, Michael L., και Stirk, Peter M.R. (επιμ.), Making the New Europe: European Unity and tha Second World, Pinter Publishers, Λονδίνο 1990. Smith, Patricia J. (επιμ.), After the Wall: Eastern Germany since 1989, Westview, Μπούλντερ, Κολ., 1998. Smith, Steve A., Red Petrograd: Revolution in the Factories 1917-1918, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1983. Smith, Susan J., «The politics of ‘race’and a new segregationism», στο John Mohan (επιμ.), The Political Geography of Contemporary Britain, Macmillan, Λονδίνο 1989. Smrkovsk, Josef, «How they crushed the Prague Spring», στο Ali, Tariq (επιμ.), The Stalinist Legacy. Its Impact on Twentieth-Century World Politics, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1984. Snowden, Frank M., «From sharecropper to proletarian: The background to fascism in rural Tuscany, 1880-1920», στο John A. Davis (επιμ.), Gransci and Italy’s Passive Revolution, Croom Helm, Λονδίνο 1979. Soboul, Albert, The Sans-Culottes: The Popular Movement and Revolutionary Government 17931794, Princeton University Press, Πρίνστον 1980. Sochor, Zenovia A., Revolution and Culture: The Bogdanov-Lenin Controversy, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1988. _olle, Zden_k, «Die tschetchische Sozialdemokratie zwischwen Nationalismus und Internationalismus», Archiv für Sozialgeschichte, τεύχ. 9 (1969), σ. 181-266.
969
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·970
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
970
Solomos, John, Race and Racism in Britain, 2η έκδ., St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1993. Soloway, Richard A., Demography and Degeneration: Eugenics and the Declining Birthrate in Twentieth-Century Britain, 2η έκδ., University of North Carolina Press, Τσάπελ Χιλ 1995. Somers, Margaret R., «Narrativity, narrative identity, and social action: Rethinking English working-class formation», Social Science History, τεύχ. 26 (1992), σ. 591-630. ––, «Workers of the world, compare!» Contemporary Sociology, τεύχ. 18 (1989), σ. 325-330. Sommestad, Lena, «Gendering work, interpreting gender: The masculinization of dairy work in Sweden, 1880-1950», History Workshop Journal, τεύχ. 37 (Άνοιξη 1994), σ. 57-75. Sonn, Richard D., Anarchism and Cultural Politics in Fin de Siècle France, University of Nebraska Press, Λίνκολν 1989. Sowerwine, Charles, Sisters or Citizens? Women and Socialism in France since 1876, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1982. Spencer, Michael Clifford, Charles Fourier, Twayne, Βοστόνη 1991. Spitzer, Alan B., The Revolutionary Theories of Louis Auguste Blanqui, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1957. Spriano, Paolo, Antonio Gramsci and the Party: The Prison Years, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1979. ––, The Occupation of the Factories: Italy 1920, Pluto Press, Λονδίνο 1975. ––, Stalin and the European Communists, Verso, Λονδίνο 1985. Srebnik, Henry, London Jews and British Communism, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1995. Stafford, David, From Anarchism to Reformism: A Study of the Political Activities of Paul Brousse 1870-90, University of Toronto Press, Τορόντο 1971. Stalin, Joseph, Leninism, Allen and Unwin, Λονδίνο 1940 [ελλ. έκδ.: Ι.B. Στάλιν, Ζητήματα λενινισμού, Αλφειός, Αθήνα 1990]. Stanizskis, Jadwiga, The Dynamics of Breakthrough in Eastern Europe: The Case of Poland, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1991. ––, Poland’s Self-Limiting Revolution, Princeton University Press, Πρίνστον 1986. Stanley, Alessandra, «L’Unità, Leftist Italian Paper, Halts Publication», New York Times (29.7.2000). Stansil, Peter, και Mairowitz, Savid Zane (επιμ.), Bamn: Outlaw Manifestos and Ephimera 196570, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1971. Stanton, Martin, «French intellectual groups and the Popular Front: Traditional and innovative uses of the media», στο Martin Alexander και Helen Graham (επιμ.), The French and Spanish Popular Fronts: Comparative Perspectives, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1989. Stavrakis, Peter J., Moscow and Greek Communism, 1944-1949, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1989. Steedman, Carolyn, Childhood, Culture and Class in Britain: Margaret McMillan, 1860-1931, Rutgers University Press, Νιου Μπράνσγουικ, Ν.Τζ., 1990. Steenson, Gary, Karl Kautsky 1854-1938: Marxism in the Classical Years, University of Pittsburgh Press, Πίτσμπουργκ 1978.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·971
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Steinberg, Hans-Josef, «Workers’ libraries in Germany before 1914», History Workshop Journal, τεύχ. 1 (Άνοιξη 1976), σ. 166-184. Steiner, Herbert, «Die Internationale Arbeitsgemeinschaft Sozialistischer Parteien (2½ Internationale)», στο Enzo Collotti (επιμ.), L’Internationale Operaia e Socialista tra le due guerre, Feltrinelli, Μιλάνο 1985. Stella, Simonetta Piccone, «‘‘Rebels without a cause’’: Male youth in Italy around 1960», History Workshop Journal, τεύχ. 38 (Φθινόπωρο 1994), σ. 157-178. Stirk, Peter M.R., και Willis, David (επιμ.), Shaping Postwar Europe: European Unity and Disunity 1945-1957, Pinter, Λονδίνο 1991. Stites, Richard, Revolutionary Dreams: Utopian Vision and Experimental Life in the Russian Revolution, Oxford University Press, Οξφόρδη 1989. Stoehr, Irene, «Housework and motherhood: Debates and policies in the women’s movement in imperial Germany and the Weimar Republic», στο Gisela Bock και Pat Thane (επιμ.), Maternity and Gender Policies: Women and the Rise of the European Welfare States 1880-1950s, Routledge, Λονδίνο 1991. Stokes, Gale, The Walls Came Tumbling Down: The Collapse of Communism in Eastern Europe, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1993. –– (επιμ.), From Stalinism to Pluralism: A Documentary History of Eastern Europe since 1945, 2η έκδ., Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1996. Stone, Norman, Europe Transformed: 1878-1919, 2η έκδ., Blackwell, Οξφόρδη 1999. Storr, Merl, «New sexual minorities, opposition and power: Bisexual politics in the UK», στο Tim Jordan και Adam Lent (επιμ.), Storming the Millennium: The New Politics of Change, Verso, Λονδίνο 1999. Strikwerda, Carl, A House Divided: Catholics, Socialists, and Flemish Nationalists in NineteenthCentury Belgium, Roman and Littlefield, Λάνχαμ, Μέριλαντ, 1997. Strinati, Dominic, «The taste of America: Americanization and popular culture in Britain», στο Dominic Strinati και Stephen Wagg (επιμ.), Come On Down? Popular Media Culture in PostWar Britain, Routledge, Λονδίνο 1992. Stuart, Robert, Marxism at Work: Ideology, Class and French Socialism during the Third Republic, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1992. Students and Staff of Hornsey College of Art, The Hornsey Affair, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1969. Sturmthal, Adolph, Left of Center: European Labor since World War II, University of Illinois Press, Ουρμπάνα 1983. Suddick, Anna, «Making the links: Women against pit closures», στο Raphael Samuel και Hilary Wainwright (επιμ.), A Nuclear Future?, Merlin, Λονδίνο 1986. Sukiennicki, Wiktor, «An abortive attempt at international unity of the workers’ movement: The Berlin conference of the Third Internationals, 1922», στο Alexander Raboniwitch, Janet Raboniwitch και K.D. Kristof Ladis (επιμ.), Revolution and Politics in Russia: Essays in Memory of B.I. Nicolaevsky, University of Indiana Press, Μπλούμινγκτον 1972. Sullivan, J., ETA and Basque Nationalism: The Fight for Euskadi 1890-1986, Λονδίνο 1988.
971
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·972
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
972
Suny, Ronald Grigor, The Baku Commune 1917-1918: Class and Nationality in the Russian Revolution, Princeton University Press, Πρίνστον 1973. ––, The Making of the Georgian Nation, 2η έκδ., University of Indiana Press, Μπλούμινγκτον 1994. ––, «National revolutions and civil war in Russia», στο The Revenge of the Past: Nationalism, Revolution, and the Collapse of the Soviet Union, Stanford University Press, Στάνφορντ 1993. ––, The Soviet Experiment: Russia, the USSR, and the Successor States, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1998. ––, «Stalin and his Stalinism: Power and Authority in the Soviet Union, 1930-1953», στο Ian Kershaw και Moshe Lewin (επιμ.), Stalinism and Nazism: Dictatorships in Comparison, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1997. ––, «Toward a Social History of the October Revolution», American Historical Review 88, I (Φεβρουάριος 1983), σ. 31-52. Swaan, Abram de, In Care of the State: Heath Care, Education and Welfare in Europe in the Modern Era, Polity, Κέμπριτζ, Η.Β., 1988. Swain, Geoffrey, και Swain, Nigel, Eastern Europe since 1945, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1993. Swain, Nigel, Hungary. The Rise and Fall of Feasible Socialism, Verso, Λονδίνο 1992. Sweets, John F., The Politics of Resistance in France (1940-1944), A History of the Movements Unis de la Résistance, University of Northern Illinois Press, ΝτεΚαλμπ 1976. Swindells, Julia, και Jardine, Lisa, What’s Left? Women in Culture and the Labour Movement, Routledge, Λονδίνο 1990. Sywottek, Arnold, «The Americanization of everyday life? Early trends in consumer and leisure time behavior», στο Michael Ermarth (επιμ.), America and the Shaping of German Society 1945-1955, Berghahn, Πρόβιντενς 1993. Szelenyi, Ivan, «Eastern Europe in an epoch of transition: Toward a socialist mixed economy?», στο Victor Nee και David Stark (επιμ.), Remaking the Economic Institutions of Socialism: China and Eastern Europe, Stanford University Press, Στάνφορντ 1989. Tabili, Laura, «We Ask for British Justice»: Workers and Racial Difference in Late Imperial Britain, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1994. Tampke, Jürgen, The Ruhr and Revolution: The Revolutionary Movement in the RheinischWestphalian Industrial Region, 1912-1919, Croom Helm, Λονδίνο 1979. Tannahill, R. Neal, The Communist Parties of Western Parties of Western Europe, Greenwood, Γουέστπορτ, Κον., 1978. Tanner, Duncan, Political Change and the Labour Party 1900-1918, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1990. Tarrow, Sidney, Center and Periphery: Grassroots Politicians in Italy and France, Yale University Press, Νιου Χέιβεν 1977. ––, Democracy and Disorder: Protest and Politics in Italy 1965-1975, Oxford University Press, Οξφόρδη 1989. ––, Power in Movement: Social Movements, Collective Action and Politics, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1994.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·973
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Tatchell, Peter, The Battle for Bermondsey, Heretic Books, Λονδίνο 1983. Taylor, Anne, Visions of Harmony: A Study in Nineteenth-Century Millenarianism, Oxford University Press, Οξφόρδη 1987. Taylor, Barbara, Eve and the New Jerusalem: Socialism and Feminism in the Nineteenth Century, Pantheon, Νέα Υόρκη 1983. ––, «Socialist feminism: Utopian or scientific?», στο Raphael Samuel, People’s History and Socialist Theory, Routledge, Λονδίνο 1981. Taylor, Lynn, «Collective action in Northern France, 1940-1944», French History, τεύχ. 11 (1997), σ. 120-214. Taylor, Richard, Against the Bomb: The British Peace Movement 1958-1965, Oxford University Press, Οξφόρδη 1988. ––, και Pritchard, Colin (επιμ.), The Protest Makers: The British Nuclear Disarmament Movement of 1958-1965, Twenty Years On, Oxford University Press, Οξφόρδη 1980. –– και Young, Nigel (επιμ.), Campaigns for Peace: British Peace Movements in the Twentieth Century, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1987. Taylor, Robert, The Trade Union Question in British Politics: Government and Unions since 1945, Oxford University Press, Οξφόρδη 1993. Teitelbaum, Michael, και Winter, Jay M., The Fear of Population Decline, Academic Press, Νέα Υόρκη 1985. Tenfelde, Klaus, Proletarische Provinz. Radikalisierung und Widerstand in Penzberg/Oberbayern 1900-1945, Oldenbourg, Μόναχο 1982. Tent, James F., The Free University of Berlin: A Political History, University of Indiana Press, Μπλούμινγκτον 1988. Thane, Pat, «The women of the British Labour Party and feminism, 1906-1945», στο Harold L Smith (επιμ.), British Feminism in the Twentieth Century, Elgar, Άλντερσοτ 1990. Thébaud, Françoise, «Work, gender, and identity in peace and war: France 1890-1930», στο Billie Melman (επιμ.), Borderlines: Genders and Identities in War and Peace, 1870-1930, Routledge, Νέα Υόρκη 1998. Therborn, Göran, «The life and times of socialism», New Left Review, τεύχ. 194 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1992), σ. 17-32. ––, «‘Pillarization’ and ‘Popular Movements’. Two variants of Welfare State capitalism: The Netherlands and Sweden», στο Francis G. Castels (επιμ.), The Comparative History of Public Policy. Οξφόρδη: Oxford University Press, 1989. ––, «The rule of capital and the rise of democracy», New Left Review, τεύχ. 103 (Μάιος-Ιούνιος 1977), σ. 3-41. ––, «The two-thirds, one-third society», στο Stuart Hall και Martin Jacques (επιμ.), New Times: The Changing Face of Politics in the 1990s, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1991. ––, «A unique chapter in the history of democracy: The social democrats in Sweden», στο Klaus Misgeld, Karl Molin και Klas Amark (επιμ.), Creating Social Democracy: A Century of the Social Democratic Labor Party in Sweden, Penn State University Press, Γιουνιβέρσιτι Παρκ 1992.
973
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·974
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
974
––, Why Some Peoples Are More Employed Than Others: The Strange Paradox of Growth and Unemployment, Verso, Λονδίνο 1986. Thom, Deborah, Nice Girls and Rude Girls: Women Workers in World War I, Routledge, Λονδίνο 1998. Thompson, Dorothy, The Chartists: Popular Politics in the Industrial Revolution, Pantheon, Νέα Υόρκη 1984. Thompson, Edward P., «Homage to Tom Maguire», στο Asa Briggs και John Saville (επιμ.), Essays in Labour History, Macmillan, Λονδίνο 1967. ––, Beyond the Frontier. The Politics of a Failed Mission: Bulgaria 1944, Stanford University Press, Στάνφορντ 1997. ––, «Left Review», στο Making History: Writings on History and Culture, New Press, Νέα Υόρκη 1994. ––, The Making of the English Working Class, Gollancz, Λονδίνο 1963. ––, William Morris: Romantic to Revolutionary, 2η έκδ., Merlin, Λονδίνο 1977. –– (επιμ.), Warwick University Ltd., Industry, Management, and the Universities, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1970. ––, και Thompson, T.J., There Is a Spirit in Europe: A Memoir of Frank Thompson, Gollancz, Λονδίνο 1947. Thompson, F.L.M., «Town and city», στο F.M.L. Thompson (επιμ.), The Cambridge Social History of Britain 1750-1950, τόμ. Ι: Regions and Communities, Cambridge University Press, Κέμπριτζ, Η.Β., 1990. Thompson, Grahame, «Economic intervention in the postwar economy», στο Gregor Mc Lennan, David Held και Stuart Hall (επιμ.), State and Society in Contemporary Britain. A Critical Introduction, Blackwell, Οξφόρδη 1984. Thompson, Willie, The Good Old Cause: British Communism 1920-1991, Pluto Press, Λονδίνο 1992. Thomson, Rachel, «Unholy alliances: The recent politics of sex education», στο Joseph Bristow και Angelia R. Wilson (επιμ.), Activating Theory: Lesbian, Gay, Bisexual Politics, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1993. Thorp, Wayne, «Keeping the faith: The German syndikalists in the First World War», Central European History, τεύχ. 33 (2000), σ. 195-216. ––, «The Workers Themselves:» Revolutionary Syndikalism and International Labour, 1913-1923. Ντόρντρεχτ, Ολλανδία: Kluwer, 1989. Threlfall, Monika, «Feminist politics and social change in Spain», στο Monika Threlfall (επιμ.), Mapping the Women’s Movement: Feminist Politics and Social Transformation in the North, Verso, Λονδίνο 1996. ––, «Social policy towards women in Spain, Greece and Portugal», στο Tom Gallagher και Allan M. Williams (επιμ.), Southern European Socialism: Parties, Elections and the Challenge of Government, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1989. Tichelman, Frijtof, «Socialist ‘Internationalism’ and the colonial world: Practical colonial policies of social democracy in Western Europe before 1940 with particular reference to the Dutch
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·975
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
SDAP», στο Fritz van Holthoon και Marcel van der Linden (επιμ.), Internationalism in the
Labour Movement 1830-1940, τόμ. 1, Brill, Λάιντεν 1988. Tickner, Lisa, The Spectacle of Women: Imagery of the Suffrage Campaign 1907-14, University of Chicago Press, Σικάγο 1988. Tierskey, Ronald, Ordinary Socialism: Democratic Centralism and the Question of Communist Political Development, Unwin Hyman, Βοστόνη 1985. Tilly, Charles, «Britain creates the social movement», στο James E. Cronin και Jonathan Schneer (επιμ.), Social Conflict and Political Order in Modern Britain, Rutgers University Press, Νιου Μπράνσγουικ, Ν.Τζ., 1982. ––, «Contentious repertoires in Britain, 1754-1834», Social Science History, τεύχ. 17 (1993), σ. 253-280. ––, «Demographic origins of the European proletariat», στο David Levine (επιμ.), Proletarianization and Family History, Humanities, Ορλάντο, Φλ., 1984. ––, «Social movements and national politics», στο Charles Bright και Susan Harding (επιμ.), Statemaking and Social Movements: Essays in History and Theory, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 1984. Tilly, Louise A., Politics and Class in Milan 1881-1901, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1992. Tilton, Tim, The Political Theory of Swedish Social Democracy: Through Welfare State to Socialism, Oxford University Press, Οξφόρδη 1990. ––, «The role of ideology in social democratic politics», στο Klaus Misgeld, Karl Molin και Klas Amark (επιμ.), Creating Social Democracy: A Century of the Social Democratic Labor Party in Sweden, Penn State University Press, Γιουνιβέρσιτι Παρκ 1992. Tingsten, Herbert, The Swedish Social Democrats, Barnes and Noble, Τοτόβα, Ν.Τζ., 1973. Tiratsoo, Nick (επιμ.),. The Attlee Years, Pinter, Λονδίνο 1991. Titmuss, Richard, Essays on the Welfare State, Routledge, Λονδίνο 1963. Tobin, Elizabeth, «War and the working class: The case of Düsseldorf, 1914-1918», Central European History, τεύχ. 13 (1985), σ. 257-298. Todorova, Maria, «Improbable maverick or typical conformist? Seven thoughts on the new Bulgaria», στο Ivo Banac (επιμ.), Eastern Europe in Revolution, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1992. Togliatti, Palmiro, On Gramsci and Otger Writings, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1979. Tökes, Rudolf L., Béla Kun and the Hungarian Soviet Republic: The Origins and Role of the Communist Party of Hungary in the Revolutions of 1918-1919, Praeger, Νέα Υόρκη 1967. –– (επιμ.), Eurocommunism and Détente, New York University Press, Νέα Υόρκη 1978. ––, Opposition in Eastern Europe, Macmillan, Λονδίνο 1979. Tomac, Elza, «Die sozialdemokratische Partei in Kroatien und die Krise des Dualismus ÖsterreichUngarns vom Jahre 1903 bis zum I. Weltkrieg», στο Keith Hitchens (επιμ.), Studies in East European History, τόμ. 1, Brill, Λάιντεν 1977. Tomassini, Luigi, «Industrial mobilization and the labour market in Italy during the First World War», Social History, τεύχ. 16 (1991), σ. 59-87.
975
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·976
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
976
Tomlinson, Jim, «Marshall aid and the ‘shortage economy’ in Britain in the 1940s», Contemporary European History, τεύχ. 9 (2000), σ. 127-155. ––, «Welfare and the economy: The economic impact of the Welfare State, 1945-1951», TwentiethCentury British History, τεύχ. 6 (1995), σ. 194-219. Tomlinson, Richard, «The disappearance of France, 1896-1940: French politics and the birth rate», Historical Journal, τεύχ. 28 (1985), σ. 405-416. Toranska, Teresa, Them: Stalin’s Polish Puppets, Pantheon, Νέα Υόρκη 1987. Torpey, John C., Intellectuals, Socialism, and Dissent: The East German Opposition and its Legacy, University of Minnesota Press, Μινεάπολις 1995. della Torre, Paolo Filo, Mortimer, Edward, και Story, Jonathan (επιμ.), Eurocommunism: Myth or Reality?, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1979. Touraine, Alain, Hegedus, Zsuzsa, Dubet, François, και Wiervorka, Michel, Anti-Nuclear Protest: The Opposition to Nuclear Energy in France, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1983. ––, L’apres socialism, Grasset, Παρίσι 1983. ––, The May Movement: Revolt and Reform, Random House, Νέα Υόρκη 1971. ––, Post-Industrial Society: Tomorrow’s Social History: Classes, Conflicts, and Culture in Programmed Society, Random House, Νέα Υόρκη 1971. ––, The Self- Production of Society, University of Chicago Press, Σικάγο 1977. Trotsky, Leon, The Permanent Revolution and Results and Prospects, Merit Publishers, Νέα Υόρκη 1969 [ελλ. έκδ.: Λέον Τρότσκι, Η διαρκής επανάσταση, μτφρ. Κ. Πίττας, Εργατική Δημοκρατία, Αθήνα 1998]. Truman, Harry S., Memoirs, τόμ. 2: Years of Trial and Hope, 1946-1953, Hodder and Stoughton, Λονδίνο 1956. Trunk, Isaiah, Judenrat: The Jewish Councils in Eastern Europe under Nazi Occupation, Macmillan, Νέα Υόρκη 1972. Tudor, Henry, και Tudor J.M. (επιμ.), Marxism and Social Democracy. The Revisionist Debate 1896-1898, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1988. von Tunzelman, Nicholas, Steam Power and Industrialization to 1860, Oxford University Press, Οξφόρδη 1978. Turner H.A., Trade Union Growth, Structure, and Policy, Allen and Unwin, Λονδίνο 1962. Turner, Ian D. (επιμ.), Reconstruction in Post-War Germany: British Occupation Policy and the Western Zones 1945-1955, Berg, Οξφόρδη 1989. Ueberhorst, Horst, Frisch, Frei, Stark and Treu. Die Arbeitersportbewegung in Deutschland 18931933, Droste, Ντίσελντορφ 1973. Ulrich, Volker, Die Hamburger Arbeiterbewegung vom Vorabend des Ersten Weltkrieges bis zur Revolution 1918/19, Αμβούργο, 1976. Umansky, Lauri, Motherhood Reconceived: Feminism and the Legacies of the Sixties, New York University Press, Νέα Υόρκη 1996. Upton, Anthony F., The Finnish Revolution 1917-1918, University of Minnesota Press, Μινεάπολις 1980.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·977
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Urban, Joan Barth, Moscow and the Italian Communist Party: From Togliatti to Berlinguer, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1986. Vague, Tom, Anarchy n the UK: The Angry Brigade, AK Press, Εδιμβούργο 1997. Valeva, Yelena, «The CPSU, the Comintern, and the Bulgarians», στο Norman M. Naimark και Leonid Gibianskii (επιμ.), The Establishment of Communist Regimes in Eastern Europe, 19441949, Westview Press, Μπούλντερ, Κολ., 1997. Vandervort, Bruce, Victor Griffuelhes and French Syndicalism 1895-1922, Louisiana State University Press, Μπάτον Ρουζ, Λουιζιάνα, 1996. Vacernik, Jiri, Markets and People: The Czech Reform Experience in a Comparative Perspective, Elgar, Άλντερσοτ, Η.Β., 1996. ––, και Petr Matejn (επιμ.), Ten Years of Rebuilding Capitalism: Czech Society after 1989, Academia, Πράγα 1999. Verdery, Katherine, «From parent-state to family patriarchs: Gender and nation in contemporary Eastern Europe», στο What Was Socialism and What Comes Next?, Princeton University Press, Πρίνστον 1996. ––, National Ideology under Socialism: Identity and Cultural Politics in Ceau_esku’s Romania, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1991. ––, What Was Socialism and What Comes Next?, Princeton University Press, Πρίνστον 1996. Verhey, Jeffrey, The Spirit of 1914: Militarism, Myth and Mobilization in Germany, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 2000. Vernon, Richard, Commitment and Change: George Sorel and the Idea of Revolution, University of Toronto Press, Τορόντο 1978. Vidali, Vittorio, Diary of the Twentieth Congress of the Communist Party of the Soviet Union. Greenwood Press, Γουέστπορτ, Κον., 1974. Vincent, John R., The Formation of the British Liberal Party, 1857-68, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1972. Vincent, K. Steven, Between Marxism and Anarchism: Benoît Malon and French Reformist Socialism, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1992. ––, Pierre-Joseph Proudhon and the Rise of French Republican Socialism, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1984. Vinen, Richard, Bourgeois Politics in France, 1945-1951, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1995. Vivarelli, Roberto, «Revolution and reaction in Italy, 1918-1922», Journal of Italian History, τεύχ. I (1978), σ. 253-263. Volkov, Vladimir, «The Soviet leadership and Southeast Europe», στο Norman M. Naimark και Leonid Gibianskii (επιμ.), The Establishment of Communist Regimes in Eastern Europe, 19441949, Westview Press, Μπούλντερ, Κολ., 1997. von Ankum, Katherina (επιμ.), Women in the Metropolis: Gender and Modernity in Weimar Culture, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1997. Voss, Lex Heerma van, «The Netherlands», στο Stefan Berger και David Broughton (επιμ.), The
977
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·978
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
978
Force of Labour: The Western European Labour Movement and the Working Class in the Twentieth Century, Berg, Οξφόρδη 1995. Vries, Petra de, «Feminism in the Netherlands», Women’s Studies International Quarterly, τεύχ. 4 (1981), σ. 389-407. Vuliamy, Ed. (επιμ.), «Dany Le Vert», στο 1968: I Love You!!! Oh, Say It With Cobblestones!!!, Παράρτημα στο New Statesman (Δεκέμβριος 1987), σ. xxi. Wagner-Pacifici, Robin Erica, The Moro Morality Play: Terrorism as Social Drama, University of Chicago Press, Σικάγο 1986. Wagnleitner, Reinhold, Coca-Colonization and Cold War: The Cultural Mission of the United States in Austria after the Second World War, University of North Carolina Press, Τσάπελ Χιλ 1994. Wainwright, Hilary, Arguments for a New Left: Answering the Free Market Right, Blackwell, Οξφόρδη 1994. ––, Labour: A Tale of Two Parties, Hogarth Press, Λονδίνο 1987. Waite, Mike, «Sex ’n’ drugs ’n’ rock ’n’ roll (and communism) in the 1960s», στο Geoff Andrews, Nina Fishman και Kevin Morgan (επιμ.), Opening the Books: Essays on the Social and Cultural History of the British Communist Party, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1995. Waite, Robert G.L., Vanguard of Nazism: The Free Corps Movement in Postwar Germany 19181923, University Press, Κέμπριτζ Χάρβαρντ 1952. Walicki, Andrzej, «From Stalinism to post-communist pluralism: The case of Poland», New Left Review, τεύχ. 185 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1991), σ. 92-121. ––, «The paradoxes of Jaruzelski’s Poland», Archives Européens de Sociologie, τεύχ. , τεύχ. (1985), σ. 125-151. Walkowitz, Judith, «Science, feminism and romance: The men’s and women’s club 1885-1889», History Workshop Journal, τεύχ. 21 (Άνοιξη 1986), σ. 37-59. Waller, Michael (επιμ.), Parties, Trade Unions and Society in East Central Europe, Ίλφορντ. Η.Β., 1994. ––, Coppieters, Bruno, και Deschouwer, Kris (επιμ.), Social Democracy in a Post-Communist Europe, Ίλφορντ, Η.Β., 1994. Waller, Robert J., The Dukeries Transformed: The Social and Political Development of a TwentiethCentury Coalfield, Oxford University Press, Οξφόρδη 1983. Wandor, Michelene, Carry On, Understudies: Theatre and Sexual Politics, Routledge, Λονδίνο 1986. ––, Look Back in Gender: Sexuality and the Family in Post-War British Drama, Routledge, Λονδίνο 1987. –– (επιμ.), Once a Feminist: Stories of a Generation, Virago, Λονδίνο 1990. Ward, J.T., Chartism, Batsford, Λονδίνο 1973. Warner, Michael (επιμ.), Fear of a Queer Planet: Queer Politics and Social Theory, University of Minnesota Press, Μινεάπολις 1993. Waterman, Peter, «Hopeful traveler: The itinerary of an internationalist», History Workshop Journal, τεύχ. 35 (Άνοιξη 1993), σ. 165-183.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·979
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Waters, Chris, British Socialists and the Politics of Popular Culture, 1884-1914, Stanford University Press, Στάνφορντ 1990. Waters, Elizabeth, «In the shadow of the Comintern: The communist women’s movement, 192043», στο Sonia Kruks, Rayna Rapp και Marilyn B. Young (επιμ.), Promissory Notes. Women in the Transition to Socialism, Monthly Review Press, Νέα Υόρκη 1989. Watney, Simon, Practices of Freedom: Selected Writings on HIV/AIDS, Duke University Press, Ντάραμ, Β.Καρ., 1994. Watson, Don, και Corcoran, John, An Inspiring Example: The North East of England and the Spanish Civil War 1936-1939, McGufin, Νιούκασλ, Η.Β., 1996. WCCPL και NUM South Wales Area (επιμ.), Striking Back, Welsh Campaign for Civil and Political Liberties, Κάρντιφ 1985. Weber, Hermann, Die Wandlung des deutschen Kommunismus. Die Stalinisierung der KPD in der Weimarer Republik, 2 τόμοι, Campus, Φραγκφούρτη 1969. –– (επιμ.), Die Gründungsparteitag der KPD: Protokoll and Materialen, Campus, Φραγκφούρτη 1969. ––, Unabhängige Kommunisten. Der Briefwechsel zwischen Heinrich Brandler und Isaak Deutscher 1949 bis 1967, Dietz, Βερολίνο 1981. Weeks, Jeffrey, «Havelock Ellis and the politics of sex reform», στο Sheila Rowbotham και Jeffrey Weeks, Socialism and the New Life: The Personal and Sexual Politics of Edward Carpenter and Havelock Ellis, Pluto Press, Λονδίνο 1977. Wehler, Hans-Ulrich, Sozialdemokratie und Nationalstaat. Nationalitätenfragen in Deutschland 1840-1914, Vandenhoeck und Ruprecht, Γκέτινγκεν 1971. Weil, Kari, «Feminocentric utopia and male desire: The New Paris of the Saint Simonians», στο Libby Falls Jones και Sarah Webster Goodwin (επιμ.), Feminism, Utopia, and Narrative, University of Tennessee Press, Νόξβιλ 1990. Weiler, Peter, British Labour and the Cold War, Stanford University Press, Στάνφορντ 1988. ––, Ernest Bevin, Manchester University Press, Μάντσεστερ 1993. Weitz, Eric D., «Communism and the public spheres of Weimar Germany», στο David E. Barclay και Eric D. Weitz (επιμ.), Between Reform and Revolution: German Socialism and Communism from 1840 to 1990, Berghahn, Νέα Υόρκη 1998. ––, Creating German Communism, 1890-1990: From Popular Protests to Socialist State, Princeton University Press, Πρίνστον 1997. ––, «The heroic man and the ever-changing woman: Gender and politics in European communism, 1917-1950», στο Laura L. Frader και Sonya O. Rose (επιμ.), Gender and Class in Modern Europe, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1996. Weller, Ken, «Don’t be a Soldier!» The Radical Anti-War Movement in North London 1914-1918, Journeyman Press, Λονδίνο 1985. Wenger, Beth S., «Radical politics in a reactionary age: The unmaking of Rosika Schwimmer, 19141930», Journal of Women’s History, τόμ. 2, τεύχ. 2 (Φθινόπωρο 1990), σ. 66-99. Westoby, Adam, Communism since World War II, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1981. Wette, Wolfram, Gustav Noske. Eine politische Biographie, Droste, Ντίσελντορφ 1987.
979
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·980
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
980
Wheaton, Bernard, Radical Socialism in Czechoslovakia: Bohum_r _meral, the Czech Road to Socialism and the Origins of the Czechoslovak Communist Party, 1917-1921, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1986. Wheeler, Robert F., «The failure of ‘truth and clarity’ at Berne: Kurt Eisner, the opposition and the reconstruction of the international», International Review of Social History, τεύχ. 18 (1973), σ. 173-201. ––, USPD und Internationale. Sozialistischer Internationalismus in der Zeit der Revolution, Ullstein, Φραγκφούρτη 1975. White, Alan, «‘‘… We never knew what price we were going to have till we got to the warehouse’’: Nineteenth-century Sheffield and the industrial district debate», Social History, τεύχ. 22 (1997), σ. 306-317. White, Dan S., Lost Comrades: Socialists of the Front Generation 1918-1945, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1992. White, Joe, «1910-1914 reconsidered», στο James E. Cronin και Jonathan Schneer (επιμ.), Social Conflict and Political Order in Modern Britain, Rutgers University Press, Νιου Μπράνσγουικ, Ν.Τζ., 1982. White, Stephen Gorbachev and After, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1982. Whiting, R.C., The View from Cowley: The Impact of Industrialization upon Oxford 1918-1939, Oxford University Press, Οξφόρδη 1992. Whyte, Iain Boyd, Bruno Taut and the Architecture of Activism, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1982. Wickham, James, «Social fascism and the division of working-class movement: Workers and parties in the Frankfurt Area 1928-30», Capital and Class, τεύχ. 7 (1979), σ. 1-34. ––, «Working-class movement and working-class life: Frankfurt am Main during the Weimar Republic», Social History, τεύχ. 8 (Οκτώβριος 1983), σ. 325-343. Wildt, Michael, Am Beginn der «Konsumgesellschaft»: Mangelerfahrung, Lebenshaltung, Wohlstandshoffnung in Westdeutschland in den fünfiziger Jahren, Ergebnisse, Αμβούργο 1994. ––, «Plurality of taste: Food and consumption in West Germany during the 1950s», History Workshop Journal, τεύχ. 39 (Άνοιξη 1995), σ. 23-41. Wilks, Stuart (επιμ.), Talking About Tomorrow: A New Radical Politics, Pluto Press, Λονδίνο 1987. Willett, John, The New Sobriety: Art and Politics in the Weimar Period, 1917-1933, Thames and Hudson, Λονδίνο 1978. Williams, Beryl, The Russian Revolution 1917-1921, Oxford University Press, Οξφόρδη 1987. Williams, Gwyn A., Artisans and Sans-Culottes: Popular Movements in France and Britain during the French Revolution, Arnold, Λονδίνο 1968. ––, «Eighteenth Brumaire: Karl Marx and defeat», στο Betty Matthews (επιμ.), Marx: A Hundred Years On, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1983. ––, Proletarian Order: Antonio Gramsci, Factory Councils and the Origins of Communism in Italy 1911-1921, Pluto Press, Λονδίνο 1975. Williams, Kieran, The Prague Spring and Its Aftermath: Czechoslovak Politics 1968-1970, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1997.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·981
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Williams, Philip M., Hugh Gaitskell, Oxford University Press, Οξφόρδη 1982. Williams, Raymond, Culture and Society, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1961 [ελλ. έκδ.: Raymond Williams, Κουλτούρα και ιστορία, μτφρ. Β. Αποστολίδου, Γνώση, Αθήνα 1994]. ––, «Culture is ordinary», στο Resources of Hope: Culture, Democracy, Socialism, Verso, Λονδίνο 1989. ––, Keywords, αναθ. έκδ., Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1985. ––, The Long Revolution, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1961. ––, May Day Manifesto, Penguin, Χάρμοντσγουορθ 1968. ––, «The politics of the avant-garde», στο The Politics of Modernism: Against the New Conformist, Verso, Λονδίνο 1989. Wilson, Bryan, «The trouble with teenagers», στο The Youth Culture and the Universities, Faber, Λονδίνο 1970. Wilson, Elizabeth, Only Halfway to Paradise: Women in Postwar Britain 1945-1968, Methuen, Λονδίνο 1980. ––, Women and the Welfare State, Methuen, Λονδίνο 1977. Wilson, Perry R., «Saints and heroines: Rewriting the history of Italian women in the Resistance», στο Tim Kirk και Anthony McElligott (επιμ.), Opposing Fascism: Community, Authority and Resistance in Europe, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1999. Winkler, Heinrich August, Der Schein der Normalität. Arbeiter und Arbeiterbewegung in der Weimarer Republik 1930 bis 1933, Dietz, Βόνη 1985. ––, Der Weg in die Katastrophe: Arbeiter und Arbeiterbewegung in der Weimarer Republik 1930 bis 1933, Dietz, Βόνη 1987. ––, Von der Revolution zur Stabilisierung. Arbeiter und Arbeiterbewegung in der Weimarer Republik 1918-1924, Dietz, Βόνη 1984. Winston, Colin M., Workers and the Right in Spain, 1900-1936, Princeton University Press, Πρίνστον 1985. Winter, Jay M., Socialism and the Challenge of War: Ideas and Politics in Britain 1912-18, Routledge, Λονδίνο 1974. ––, «The webbs and the non-white world: A case of socialist racialism», Journal of Contemporary History, τεύχ. 9 (1974), σ. 181-192. Wintle, Michael J., Pillars of Piety: Religion in the Netherlands in the Nineteenth Century, 18131901, Hull University Press, Χαλ, Η.Β.,1987. Wittner, Laurence S., «The nuclear threat ignored: How and why the campaign against the bomb disintegrated in the late 1960s», στο Carole Fink, Philipp Gassert και Detlef Junker (επιμ.), 1968: The World Transformed, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1988. ––, Resisting the Bomb: A History of the World Nuclear Disarmament Movement, 1954-1970, Stanford University Press, Στάνφορντ 1998. ––, «The transnational movement against nuclear weapons, 1945-1986: A preliminary survey», στο Charles Chatfield και Peter von Dungen (επιμ.), Peace Movements and Political Cultures, University of Tennessee Press, Νόξβιλ 1988.
981
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·982
™ºÀƒ∏§∞Δø¡Δ∞™ Δ∏ ¢∏ª√∫ƒ∞Δπ∞
982
Wohl, Robert, French Communism in the Making 1914-1924, Stanford University Press, Στάνφορντ 1966. Wolchik, Sharon L., «The crisis of socialism in central and Eastern Europe and socialism’s future», στο Christiane Lemke και Garry Marks (επιμ.), The Crisis of Socialism in Europe, Duke University Press, Ντάραμ, Ν.Υ., 1992. Wollen, Peter, «Modern times: Cinema/Americanism/the Robot», στο Raiding the Icebox: Reflections on Twentieth-Century Culture, University of Indiana Press, Μπλούμιγκτον 1993. ––, «The situationist international: On the passage of a few people through a rather brief period of time», στο Raiding the Icebox: Reflections on Twentieth-Century Culture, University of Indiana Press, Μπλούμινγκτον 1993. Wood, Elizabeth A., The Baba and the Comrade: Gender and Politics in Revolutionary Russia, University of Indiana Press, Μπλούμινγκτον 1997. ––, «Prostitution unbound: Representations of political and sexual anxieties in post-revolutionary Russia», στο Jane Costlow, Stephanie Sandler και Judith Vowles (επιμ.), Sexuality and the Body in Russian Culture, Stanford University Press, Στάνφορντ 1993. Wood, Neal, Communism and British Intellectuals, Gollancz, Λονδίνο 1959. Woodall, Jean (επιμ.), Policy and Politics in Contemporary Poland: Reform, Failure and Crisis, Pinter, Λονδίνο 1982. Woodcock, George, Anarchism: A History of Libertarian Ideas and Movements, Meridian Books, Κλίβελαντ 1962. Woollacott, Angela, On Her Their Lives Depend: Munitions Workers in the Great War, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1994. Wrigley, Chris, Lloyd George and the Challenge of Labour: The Post-War Condition 1918-1922, Wheatsheaf, Χέμελ Χέμπστεντ, Η.Β., 1990. ––, «The state and the challenge of labour in Britain 1917-1920», στο Chris Wrigley (επιμ.), Challenges of Labour: Central and Western Europe 1917-1920, Routledge, Λονδίνο 1993. Wünderich, Volker, Arbeiterbewegung und Selbstverwaltung, Hammer, Βούπερταλ 1980. Wyman, Mark, DPs: Europe’s Displaced Persons, 1945-1951, Cornell University Press, Ίθακα, Ν.Υ., 1998. Wyncoll, Peter, The Nottingham Labour Movement 1880-1939, Lawrence and Wishart, Λονδίνο 1985. Yeo, Eileen, «Culture and constraint in working-class movements, 1830-1855», στο Eileen Yeo και Stephen Yeo (επιμ.), Popular Culture and Class Conflict 1590-1914: Explorations in the History of Labour and Leisure, Harvester, Μπράιτον, Η.Β.,1981. ––, «Some practices and problems of Chartist democracy», στο James Epstein και Dorothy Thompson (επιμ.), The Chartist Experience: Studies in Working-Class Radicalism and Culture, 1830-1860, Macmillan, Λονδίνο 1982. Yeo, Stephen, «A new life: The religion of socialism in Britain, 1883-1896», History Workshop Journal, τεύχ. 4 (Φθινόπωρο 1977), σ. 5-56. Young, Brigitte, Triumph of the Fatherland: German Unification and the Marginalization of Women, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 1999.
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·983
μπμ§π√°ƒ∞ºπ∞
Young, John W., Britain, France and the Unity of Europe 1945-51, Leicester University Press, Λέστερ 1984. ––, France, the Cold War and the Western Alliance, 1944-1949, Leicester University Press, Λέστερ 1990. Zappi, Elda Gentili, If Eight Hours Seem Too Few: Mobilization of Women Workers in the Italian Rice Fields, State University of New York Press, Όλμπανι 1991. Zarnowska, Anna, «Religion and politics: Polish workers c. 1900», Social History, τεύχ. 16 (1991), σ. 299-316. Zhelitski, Bela, «Postwar Hungary, 1944-1946», στο Norman M. Naimark και Leonid Gibianskii (επιμ.), The Establishment of Communist Regimes in Eastern Europe, 1944-1949, Westview Press, Μπούλντερ, Κολ., 1997. Zinner, Paul (επιμ.), National Communism and Popular Revolt in Eastern Europe, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1986. Zsuffa, Joseph, Béla Bal_sz: The Man and the Artist,University of California Press, Μπέρκλεϊ 1987. Zuege, Alan, «The chimera of the Third Way», στο Leo Panitch και Colin Leys (επιμ.), Socialist Register 2000: Necessary and Unnecessary Utopias, Monthly Review Press, Νέα Υόρκη 1999.
983
BIBLIOGRAFIA
08-03-2010
10:53
™ÂÏ›‰·984