ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ
ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
HENRI MICHAUX
ME TO ΑΓΚΙΣΤΡΙ Σ Τ Η Ν ΚΑΡΔΙΑ ΜΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΜΕΤΑ...
44 downloads
526 Views
3MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ
ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
HENRI MICHAUX
ME TO ΑΓΚΙΣΤΡΙ Σ Τ Η Ν ΚΑΡΔΙΑ ΜΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΑΙΔΗΣ ΑΘΗΝΑ 2003
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ό Henri Michaux γεννήθηκε το 1899 στήν πόλη Namur του Βελγίου καΐ πέθανε τό 1984 στο Παρίσι. Μεταξύ του 1911 καΐ του 1914, ένώ φοίτα σ' ενα σχολείο Ίησουιτών στίς Βρυξέλλες, κάνει τΙς πρώτες άνακαλύψεις του καί, ιδίως, αύτή των λέξεων του λεξικού, «λέξεων πού δεν άνήκουν άκόμη σε φράσεις... και πού μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις δ ϊδιος με τον τρόπο σου». Θα περάσουν ωστόσο άρκετά άκόμη χρόνια ώσπου νά άφιερωθεϊ οριστικά στο γράψιμο. Μέχρι τό 1923, πού θα δημοσιεύσει τά πρώτα κείμενά του σε λογοτεχνικό περιοδικό, θά ζήσει τήν έμπειρία της γερμανικής κατοχής τών Βρυξελλών (1914-1918), θά έπιχειρήσει, δίχως ποτε να τις ολοκληρώσει, ιατρικές σπουδές, θά μπαρκάρει ώς ναύτης και θά κάνει ύπερωκεάνια ταξίδια. 'Από τότε, τά ταξίδια θά συνεχίσουν να άποτελοΰν άναπόσπαστο μέρος τής υπαρξής του* θά γνωρίσει δλον σχεδόν τόν κόσμο και θά τον κλείσει μέσα στο εργο του, άλλά, σάν να μην του φτάνει αύτό, θά προσθέσει στη γνωστή γεωγραφία και δικές του άγνωστες χώρες δπως, γιά παράδειγμα, τή Μεγάλη Γκα»9
HENRI M I C H A U X
ραβανία {Voyage en Grande Garabagne^). To 1924 έγκαταλειπει το Βέλγιο καΐ έγκαθίσταται στο Παρίσι. Έχει, θά γνωριστεί μέ τον Jules Supervielle πού θά του προσφέρει τή φιλία του και θά τον ένθαρρύνει να γράψει. Την επόμενη χρονιά, άνακαλύπτει τους Klee,Max Ernst και De Chirico. ((Τεράστια έκπληξη», θα πει άργότερα γι' αύτή τή ζωγραφική πού δεν περιοριζόταν στήν άναπαραγωγή της πραγματικότητας. Τό 1927 έκδίδεται τό πρώτο βιβλίο του {Quijefus^). Θα άκολουθήσει μακρά σειρά βιβλίων μέχρι δύο μόλις χρόνια πριν άπό τό θάνατό του* τό τελευταίο βιβλίο του έκδόθηκε τό 1982. Τό 1927 κάνει επίσης τις πρώτες ζωγραφικές του άπόπειρες. 'Έκτοτε, θά άσκεϊ τή ζωγραφική παράλληλα μέ τήν ποίηση. Τό Φεβρουάριο του 1948, λίγες μόλις έβδομάδες πριν άπό τα εγκαίνια σημαντικής έκθέσεώς του, πεθαίνει ή γυναίκα του, συνεπεία φρικτών έγκαυμάτων. Τό 1956 αρχίζουν οί έμπειρίες του μέ τα παραισθησιογόνα και κυρίως μέ τή μεσκαλίνη, έμπειρίες πού θά μεταφραστούν σέ ((μεσκαλινικά σχέδια και ποιήματα», δπως τά ονομάζει ό ί'διος. Τό 1965 του άπονέμεται τό Μεγάλο Εθνικό Λογοτεχνικό Βραβείο για τό σύνολο του έργου του, άλλα άρνεϊται νά τό δεχτεί. Μέ τήν ποίηση του Michaux πρωτοήρθα σέ 1. Ταξίδι στη Μεγάλη 2. Αυτός που ήμουν.
Γκαραβανία.
α» ΙΟ «»
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
έπαφή μέσω του Γιώργου Σεφέρη. 'Αναφέρομαι στο ποίημα «Σας γράφω άπο εναν τόπο μακρινό»^ πού περιέχεται στις "Αντίγραφες. Το κείμενο αύτο μέ τον γυμνό λυρισμό και τήν άπαξίωση οιασδήποτε ώραιολογίας μέ ένθουσίασε. 'Αρκετά άργότερα, το 1981, δταν το Ελληνικό Αογοτεχνικό και Ιστορικό 'Αρχείο άνατύπωσε, σε δύο τόμους, τά τεύχη του περιοδικού Τετράδιο^ άνακάλυψα, στόν τόμο β {Τετράδια 1-3^ 1947) και, συγκεκριμένα, στό τεύχος 3, Μάης 1947^ άκόμη κάποια κείμενα του Michaux, μεταφρασμένα άνωνύμως, καθώς και ενα σχετικό μέ τό εργο του σημείωμα, επίσης άνυπόγραφο. Πρόκειται για τα ποιήματα «Μώλος», «Ξεφωνητό» (είναι ή «Κραυγή» πού μεταφράζω και έγώ, παρακάτω), «Επέμβαση», « Ή φυλή των Ούρδων», από τή συλλογή Τα κτηματά μου (MesPropriétés)^ 1929, «Κεφάλι μέσ' άπ' τόν τοίχο», άπό τή συλλογή Μακρινό εσωτερικός και τρία άποσπάσματα άπό τό φανταστικό ταξίδι Στη χώρα της μαγείας {Au pays de la magie)ς 1941. Μολονότι οί μεταφράσεις δεν μέ ένθουσίασαν και τό σημείωμα ήταν κάπως άμήχανο, μου άποκαλύφθηκε, έντοΰτοις, ένας άλλος Michaux, αύτός του μαύρου χιούμορ, του αύτοσαρκασμου και του παραδόξου. Τό εργο του Michaux άρχισα νά τό προσεγγίζω συστηματικότερα τό 1982, δταν έγκατα3. ((Je vous écris d'un pays lointain», άπό τή συλλογή Μακρινό εσωτερικό {Lointain Intérieur)^ 1938. α» II
HENRI M I C H A U X
στάθηκα στις Βρυξέλλες και, τότε, συνειδητοποίησα πώς, παρά τό γεγονός δτι πολιτογραφήθηκε Γάλλος, παρέμεινε στην ούσία Βέλγος. Τό είδος του χιούμορ του, του αύτοσαρκασμου του, της αϊσθησής του γιά τό παράδοξο, δεν έχουν προηγούμενο στη γαλλική παράδοση. Οί παράδοξες, κωμικοτραγικές εικόνες του και οί μεταφυσικές άνησυχίες του θυμίζουν 'Ολλανδούς, Φλαμανδούς και Βαλόνους ζωγράφους: Bosch, Bruegel, Magritte, Delvaux. Θυμίζουν έπίσης άγγλοσαξωνικές ή κεντροευρωπαϊκές άγωνίες, άλλά, οπωσδήποτε, οχι γαλλικές. Φυσικά, δέν μιλώ γιά έπιδράσεις, άλλα γιά συμπτώσεις. 'Άς δούμε, γιά παράδειγμα, πώς συμπίπτουν ή παραβολή ((Πρό του Νόμου», πού παρατίθεται λίγο πριν άπό τό τέλος της Δίκης του Franz Kafka και συνοψίζει, κατά κάποιον τρόπο, δλο τό βιβλίο, τό θεατρικό εργο του Samuel Beckett Περιμένοντας τον Γκοντό και τό περιλαμβανόμενο στήν παρούσα έπιλογή ποίημα «Ό Βασιλιάς μου». Κατ αρχάς, πρέπει νά ειπωθεί δτι πρόκειται γιά τρία ποιητικά κείμενα, παρά τό γεγονός δτι τό πρώτο είναι ένσωματωμένο σ ενα μυθιστόρημα και τό δεύτερο έχει τή μορφή θεατρικού έργου, και δτι και τά τρία χαρακτηρίζονται άπό τήν ιδια στεγνή, άψιμύθιαστη γλώσσα. Στό πρώτο, λοιπόν, ενας άνθρωπος επιθυμεί νά εισδύσει στόν Νόμο, άλλά, καίτοι ή πύλη του Νόμου είναι άνοιχτή, ό φύλακας του άπαγορεύει τήν είσοδο, δίνοντάς του ωστόσο να καταλάβει » 12 -
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
οτι ένδέχεται, κάποτε, νά τον άφήσει να περάσει. Ό άνθρωπος περιμένει έκεΐ μέρες άτέλειωτες και χρόνια, και, λίγο πριν άπο τό τέλος του, άκούει τον φύλακα νά του λέει δτι ή πύλη του Νόμου, τήν δποια τώρα θά κλείσει, προοριζόταν άποκλειστικά γι' αύτόν. Στο δεύτερο, δύο άνθρωποι πού μπορεί νά είναι και ενας (τόσο οί διάλογοί τους μοιάζουν με μονόλογο μοιρασμένο σέ δύο στόματα) περιμένουν κάποιον Γκοντό πού δεν ξέρουν ούτε ποιος είναι ούτε πώς είναι, άλλά φαίνεται δτι ή ζωή τους χωρίς αύτόν δεν εχει κανένα νόημα. Και τον περιμένουν μέρες, χρόνια, αιώνες ϊσως. 'Όμως αύτός άδιάκοπα άναβάλλει τήν άφιξή του καί, ως έκ τούτου, τή δικαίωση της ύπαρξής τους. Τέλος, στο τρίτο, ενας άνθρωπος φιλοξενεί στο σκοτεινό δωμάτιό του (μήπως μέσα του;) εναν Βασιλιά τον όποιο μισεϊ, περιφρονεί, βασανίζει, γελοιοποιεί. Ωστόσο ό Βασιλιάς παραμένει Βασιλιάς και ό βασανιστής ύπήκοός του, ό μοναδικός ύττήκοός του. 'Άτρωτος άπό τά βασανιστήρια, άθάνατος ίσως, δ Βασιλιάς τινάζει άπό πάνω του κάθε ύβρη, κάθε έξευτελισμό καί, άπό θυμα, γίνεται θύτης, θύτης άνηλεής, άφοΰ σώζει τον βασανιστή του, μόνο και μόνο γιά νά μπορεί νά τόν βασανίζει έπ' άπειρον, νά του άφανίζει, άργά άργά και συστηματικά, δ,τι άγαπά, δ,τι πιστεύει, δ,τι τόν καταξιώνει ώς άνθρωπο. Ό τρόπος μέ τόν όποιο τά τρία αύτά κείμενα προσεγγίζουν τό παράλογο της ύπαρξης μπορεί «ι3
HENRI M I C H A U X
và διαφέρει, άλλα κοινή και στα τρία είναι ή πεποίθηση δτι δ άνθρωπος στέκεται άβοήθητος, χαμένος, μπροστά σ' ενα κουφό, βουβό, άναίσθητο Σύμπαν, πού ματαίως προσπαθεί νά κατανοήσει. Είναι αύτό πού, σε ενα άλλο ποίημα, ό Michaux ονομάζει παγωνιά της ύπαρξης: Τί μου προσφέρετε; Τι μου δίνετε; Ποίος θα με πληρώσει γιά την παγωνιά της ύπαρξης; Στο ψάρι δίνουνε τ'
αγκίστρι.
Και σ* εμένα; Τί δίνετε σ εμένα γιά τη δίψα μου; Τι μου
ετοιμάζετε;,..
Πρόκειται γιά μια σπαραχτική κραυγή πού, έπειδή άπευθύνεται στο Κενό, γίνεται άκόμη σπαραχτικότερη. Έκτος δμως άπό αύτή τή φρίκη του κενοΰ Σύμπαντος, υπάρχει και ή άλλη, ή καθημερινή φρίκη πού πρέπει δ ποιητής νά καλύψει μέ ((τοπία»: ...Τοπία κουρελιών^ ξεσκισμένων διών
νεύρων,
τραγου-
νοσταλγικών.
Τοπία για να καλυφθούν οι πληγές, το άτσάλι, 6 κρότος, το κακό, η εποχή, η θηλιά στο λαιμό, ή επιστράτευση. Τοπία γιά την κατάργηση τών
κραυγών.
Τοπία όπως σκεπάζουμε μ' ενα σεντόνι το κεφάλι.
'Όπως σκεπάζουμε μ' ενα σεντόνι τδ κεφάλι α» ΐ 4 «»
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
για νά μήν άντικρίζουμε τή φρίκη, γι,ά να βρούμε έπιτέλους τή γαλήνη, γιατί ...ό άνεμος δεν θέλει να φυσά... δχι, δεν θέλει νά φυσά, ακόμη κι δταν γίνεται μπουρίνι ή θύελλα, καθόλου δεν το θέλει. Τραβάει στα τυφλά, σαν νά 'τανε τρελός, μανιακός,
προς εναν τόπο τέλειας γαλήνης
απανεμιας, δπου θά ηρεμήσει, επιτέλους,.θα
και
ηρεμήσει.
ΚαΙ δ μοναχικός άνθρωπος, χο)ρΙς ποτέ του ενα χέρι νά κρατά μέσα στα χέρια του, ονειρεύεται, με τ αγκίστρι στην καρδιά, την ειρήνη, την καταραμένη, την ξεσκίστρα ειρήνη, τή δική του, και την ειρήνη πού λένε δτι είναι πάνω άπο τούτη την ειρήνη.
Βαθύτατα μεταφυσικός ποιητής δ Michaux, άλλα ή μεταφυσική του δεν εχει καμιά σχέση με δόγματα, θεολογίες κι έκκλησίες, γιατί, δπως λέει: ...Βλέπω επίσης τον Χρίστο -και γιατί
δχι;-
^Έτσι δπως ήταν πριν άπο σχεδόν 1940 χρόνια. 7/ ομορφιά του ήδη ν
αφανίζεται.
Το πρόσωπό του φαγωμένο άπ τά φιλιά των μελλοντικών
χριστιανών...
Επιχειρεί, λοιπόν, δπως θά έλεγε και δ Roberto Juarroz, τήν άνακαθίέρωση του κόσμου με τρόπο λαϊκό (κοσμικό). Τδ ϊδιο κάνει και με τή γλώσσα* χρησιμοποιώντας λιτά, ώς άσκητής, μια γλώσσα καθημερινή και τετριμμένη, τήν κα«»ι5
HENRI M I C H A U X
θιστα, μέ τρόπο μαγικό, έκ νέου Ιερή, φορέα άξιο της μακραίωνης, αιματηρής προσπάθειας του άνθρώπου νά καταλάβει ποιος εΐναι, άπο που ερχεται, που πάει. Και, τώρα, γράφοντας αύτή τήν τελευταία φράση, συνειδητοποίησα, ξαφνικά, δτι δ Michaux εχει, επιτέλους, σχέση και μέ κάποιον Γάλλο· μέ τον Gauguin.
>ι6
ΕΠΙΛΟΓΗ
HENRI M I C H A U X MES PROPRIÉTÉS,
1929
MES OCCUPATIONS
Je peux rarement voir quelqu'un sans le battre. D'autres préfèrent le monologue intérieur. Moi, non. J'aime mieux battre. Il y a des gens qui s'assoient en face de moi au restaurant et ne disent rien, ils restent un certain temps, car ils ont décidé de manger. En voici un. Je te l'agrippe, toc. Je te le ragrippe, toc. Je le pends au porte-manteau. Je le décroche. Je le repends. Je le redécroche. Je le mets sur la table, je le tasse et l'étouffé. Je le salis, je l'inonde. Il revit. Je le rince, je l'étiré (je commence à m'énerver, il faut en finir), je le masse, j e le serre, j e le résume et l'introduis dans mon verre, et jette ostensiblement le contenu par terre, et dis au garçon: «Mettez-moi donc un verre plus propre.» Mais je me sens mal, je règle promptement l'addition et je m'en vais.
»i8 '
ME Τ Ο Α Γ Κ Ι Σ Τ Ρ Ι ΣΤΗΝ Κ Α Ρ Δ Ι Α ΤΑ ΚΤΗΜΑΤΑ
ΜΟΥ
ΟΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΜΟΥ
Πολύ σπάνιο να δώ κάποιον χωρίς να τον χτυπήσω. "Αλλοι προτιμούν τον έσωτερικο μονόλογο. Έγώ, δχι. Προτιμώ να δέρνω. 'Τπάρχουν άνθρωποι πού κάθονται άπέναντί μου στο έστιατόριο και δέ λένε τίποτε, κάθονται κάμποσο έκεΐ, γιατί άποφασίσανε να φάνε. Κι ορίστε ένας. Σ' τον άρπάζω, χράπ. Σ' τον ξαναρπάζω, χράπ. Τον κρεμάω στον καλόγερο. Τον ξεκρεμάω. Τον ξανακρεμάω. Τον ξαναξεκρεμάω. Τον βάζω πάνω στο τραπέζι, τον πατικώνω και τον πνίγω. Τον βρομίζω, τον καταβρέχω. Συνέρχεται. Τον ξεπλένω, τον τεντώνω (άρχίζω να έκνευρίζομαι, πρέπει να τελειώνω), τον μαλάζω, τον συνθλίβω, τον συνοψίζω, τον χώνω μέσα στο ποτήρι μου, ρίχνω έπιδεικτικά το περιεχόμενο στο πάτωμα και λέω στο γκαρσόνι: «Φέρε μου ενα πιο καθαρό ποτήρι». Νιώθω ωστόσο άσχημα, πληρώνω άμέσως τό λογαριασμό και φεύγω.
»ΐ9'
HENRI M I C H A U X
DORMIR
Il est bien difficile de dormir. D'abord les couvertures ont toujours un poids formidable et, pour ne parler que des draps de lit, c'est comme de la tôle. Si on se découvre entièrement, tout le monde sait ce qui se passe. Après quelques minutes d'un repos d'ailleurs indéniable, on est projeté dans l'espace. Ensuite, pour redescendre, ce sont toujours des descentes brusques qui vous coupent la respiration. Ou bien, couché sur le dos, on soulève les genoux. Ce n'est pas préférable, car l'eau que l'on a dans le ventre se met à tourner, à tourner de plus en plus vite; avec une pareille toupie, on ne peut dormir. C'est pourquoi plusieurs, résolument, se couchent sur le ventre -mais, aussitôt- ils le savent, mais tant pis, disent-ils - ils tombent, ils tombent dans quelque abîme profond, et si bas qu'ils soient, il y a toujours quelqu'un qui leur tape du pied dans le derrière pour les enfoncer, encore plus bas... plus bas. Aussi, l'heure d'aller dormir est pour tant de personnes un supplice sans pareil.
«» 20 a»
ME ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Ο ΥΠΝΟΣ
Είναι πολύ δύσκολο να κοιμηθείς. Οί κουβέρτες, κατ άρχάς, εχουνε πάντα βάρος τρομερό. 'Όσο για τά σεντόνια, είναι σά λαμαρίνες. 'Άν εντελώς ξεσκεπαστείς, δλος ό κόσμος ξέρει τι συμβαίνει. Μετά άπδ μια ολιγόλεπτη κι άναμφισβήτητη άνάπαυση, έξακοντίζεσαι στο διάστημα. Στή συνέχεια, γιά νά ξανακατέβεις, άκολουθεϊς άπότομες καθόδους πού σου κόβουν την άνάσα. 'Ή πάλι, ξαπλωμένος άνάσκελα, τά γόνατά σου άνασηκώνεις. Δεν είναι δ,τι καλύτερο, καθότι τό νερό πού εχεις μέσα στην κοιλιά άρχίζει νά γυρίζει, νά γυρίζει δλο καΐ πιο γρήγορα* με τέτοια περιδίνηση, άδύνατο νά κοιμηθεΤς. Γι* αύτο καί, δίχως άλλο, πολλοί ξαπλώνουν μπρούμυτα -ωστόσο, άμέσως- τό ξέρουν, άλλά τι νά γίνει, λένε - πέφτουνε, πέφτουνε σέ βάραθρο βαθύ καί, δσο βαθιά κι αν βρίσκονται, πάντα υπάρχει κάποιος πού τούς πατά στον πισινό για νά τούς χώσει πιο βαθιά... άκόμη πιο βαθιά. Έτσι, ή ώρα του υπνου είναι για πολλούς μαρτύριο δίχως δμοιο.
56