/
. /
.-'
"
.I
,
i
--'
/"
r
--
~
.., .
.
.,/
"
~
=
"_I
•
J
QJ\
.,. 1
~
.i
....
..~
....
" •F...
52 downloads
674 Views
10MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
/
. /
.-'
"
.I
,
i
--'
/"
r
--
~
.., .
.
.,/
"
~
=
"_I
•
J
QJ\
.,. 1
~
.i
....
..~
....
" •F
"
'
... ",
\..I)
=.if
"...... e0
J '
"
;
,.
.J'
\..I)
~
~ e;
c:5 r= r=
0
"
.-
'\p
~r
~
...... '9
~
,/'.
e.. = ~
J
=- =-
...... , ......
X
' 0 ' ",
μόνιμη, αλλά δεν JtρQλαβε), αλλά και τους επηρέασε βαθύτατα,
σε βαθμό ώστε ένα ωι:6 τα έργα του μελλοντικού κριτικού (και
αυτής εδώ της ερμηνευτικής εργασίας επίσης) να είναι ακριβώς η επισήμανση του ποιες από τις ιδέες που ορίζουν σήμερα τη φιλοσοφική ταυτότητα της Σχολής της Φρανκφούρτης είναι συστηματικές αναπτύξεις ορισμένων πυρηνικών ενοράσεων του Βάλτερ Μπένγιαμιν,
Υπάρχουν όμως και διαφορές, τις οποίες έστω και με σχη
ματικό τρόπο αξίζει να έχει κανείς εκ των προτέρων υπόψιν
19
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
του,
Οι πρωτεργάτες του Ινστιτούτου της Φρανκφούρτης,
κυριότερα οι Μαξ Χορκχάιμερ και Τέοντορ Αντόρνο, εκφρά ζουν έναν μαρξισμό διαθλασμένο μέσα από το πρίσμα πολλα
πλών μορφωτικών παραδόσεων, ανεξάρτητων εν πολλοίς ή και αντιφατικών προς ό,ΤΙ εθεωρείτο ως παραδοσιακός μαρξισμός: τον γερμανικό ιδεαλισμό ειδικά στις εκδοχές του Καντ και του
Χέγκελ, την πεσιμιστική κοινωνιολογία της νεοτερικότητας του Μαξ Βέμπερ και, προπαντός, τη φροϋδική ψυχανάλυση, Η ρι ζοσπαστική κριτική της αναπτυγμένης αστικής κοινωνίας την
επιχειρούν ερείδεται πάντοτε σε ένα υψηλό αστικό στο, προσκολλημένο επίμονα σε ορισμένες ιδέες και αισθητικά κριτήρια του κλασικού αστικού πολιτισμού, του οποίου μία
προέκταση διαβλέπουν βεβαίως στις ερμητικές μορφές της μο ντέρνας τέχνης, Κατά συνέπεια ο μοντερνισμός τους αρνείται
να κάνει την παραμικρή παραχώρηση απέναντι τόσο στις προ αστικές μορφές, τις οποίες αισθάνονται ως προσβλητική για το πνεύμα υπαναχώρηση σε έναν αρχα'ίσμό τον οποίον υποψιάζο
νται πάντοτε ως βαρβαρικό, όσο και -προπάντων- στις μορ φές της
λεγόμενης «μαζικής κουλτούρας», τα πολιτιστικά
προ'ίόντα δηλαδή της μαζικής κοινωνίας, στα οποία βλέπουν, αδιακρίτως, την ανελέητη υλοποίηση μιας επιτελικά σχεδιασμέ νης πρόθεσης χειραγώγησης των ανθρώπινων συμπεριφορών σε μαζική κλίμακα, Έτσι λοιπόν, παρότι είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν ένα κομμουνιστικό όραμα ως υπόρρητη κανονι
στική αρχή της σκέψης τους, τείνουν υπερβολικά να περιχαρα κωθούν σε μιαν αμυντική έννοια της ατομικότητας και να χρε ώνουν κάθε μορφή συλλογικότητας (εκτός από την ουτοπική
εκείνη η οποία μόνο θεωρητικά !1ι"tορεί να συλληφθεί) στην πλευρά του καταναγκασμού και της βίας, Η στάση τους είναι Ι1έβαια δικαιωμένη, όσο είναι δικαιωμένη, από τις συγκεκριμέ νες ιστορικές πραγματικότητες μέσα στις οποίες -και ενάντια στις οποίες- έζησαν και στοχάστηκαν, Ο Μπένγιαμιν όμως
20
WALTER BENJAMIN
ρέπει (εξ ιδιοσυγκρασίας, θα έλεγε κανείς) σε ένα λα'ίκότερο αισθητήριο, Επειδή γι' αυτόν η νοσταλγία παίζει μεγαλύτερο ρόλο ως κίνητρο απ' ό,τι η επαναστατική ελπίδα, ο μοντερνι σμός του είναι στραμμένος -όπως εκείνος ο άγγελος του Κlee, για τον οποίογ μιλάει σε μία από τις Θέσεις του για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας- αποφασιστικά προς τα πίσω: θέλει να διασώσει εκείνο που η ανάπτυξη και η πρόοδος καταπάτη σαν μέσα στον ορυμαγδό των σιδερένιων ερπυστριών τους, και το επαναστατικό όραμα έχει γι' αυτόν περισσότερο απ' ό,τι για
τους άλλους τη θεολογική χροιά της λύτρωσης, Σε ένα επίπεδο, αυτό σημαίνει μια παραδείσια εικόνα της συμφιλιωμένης αν θρωπότητας μέσα σ' έναν ειρηνευμένο κόσμο, ένα όραμα εκ πλήρωσης του οποίου η καταγωγή δεν μπορεί να συγκαλυφθεί
ότι είναι η παραδοσιακή λα'ίκή κοινότητα. Ο «χυδαίος μαρξι σμός» του Μπένγιαμιν, αν υπάρχει, είναι στην πραγματικότη τα ένας ρομαντικός κοινοτισμός.
Δεν είναι συμπτωματικό λοιπόν ότι ο Μπένγιαμιν αφενός
αποτιμά θετικότερα την προαστική παράδοση (κι ένα αντιπρο σωπευτικό παράδειγμα είναι αυτό που εκφράζεται στο δοκί μιο Ο Αφηγητής), αφετέρου μπόρεσε να διαβλέψει μέσα από ορισμένες μορφές της ίδιας της μαζικής κουλτούρας (παρα
δείγματος χάριν, ο κινηματογράφος
και θα μπορούσαμε σή
μερα να προσθέσουμε: η τζαζ και η ροκ μουσική, κ.λπ.) κά
ποιες κρυφές απελευθερωσιακές δυνατότητες που μπορούσε αυτή, ως λα'ίκή με τη σύγχρονη έννοια του όρου δημιουργία,
ν'
αποδεσμεύει,
Αντίστοιχα
λοιπόν
το
φιλοσοφικό
μάτι
σ,,~λαμβάνει διαφορετικούς ιριδισμούς του ίδιου φαινομένου:
εκείπ()'\λΡΙ Χορκχάιμερ και Αντόρνο αισθάνονται υποχρεωμέ νοι να υπερασπιστούν μια κάπως παραδοσιακη για τον γερ μανικό ιδεαλισμό έννοια της υποκειμενικότητας (μια ιδέα που κατάγεται από τον Καντ, η μόνη ουσιαστικη διάνοιξη στην
οποία την υποβάλλουν είναι αυτη που προέρχεται από την
ΕIΣΑΓΩl'Η
21
ψυχαναλυτική θεωρία των ενορμησεων), αυτός διαβλέπει (με την όραση του μυστικού, και χωρίς να το δηλώνει με αυτά
ακριβώς τα λόγια) ένα κρυφό ανθρωποκοσμικό περιεχόμενο που η απελευθέρωσή του χρειάζεται την αποδόμηση της ουμα
νιστικά εννοημένης ταυτότητας όπου εκείνοι αναδιw"tλώνονται
σε μια -σε τελευταία ανάλυση- υπεράσπιση της φιλοσοφι κής έννοιας (εξίσου παραδοσιακή για την ευρωπα'ίκή φιλοσο
φία, καταγόμενη ειδικά από τον Χέγκελ), αυτός λύνει τα εν νοιακά κρυσταλλώματα σε μιαν αρχέγονη ζωική και μιμητική
διαδρομή της σημασίας, μέσ' από την οποία οδηγούμαστε σε μιαν αντίλη'ψη της γλώσσας ως μη αποκλειστικά ανθρώπινου
μέσου αλλά ως θεμελιώδους έκφρασης όλων των μορφών της φύσης, στις οοοίες ενσωματώνεται (οικοσυστημικά, θα λέγαμε σήμερα) και ο άνθρωπος.
ΑΥΤΗ Η ΙΔΙΟΣΥΓΚΡΑΣΙΑΚΗ οπτικη βασίζεται σε μια ευγε
νώς διαφορετικη σχέση με τη γλώσσα, και με το γραπτό κείμε νο. Ο Μπένγιαμιν ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του φιλόσοφο,
αλλά συγγραφέα, και παρ' όλο που συχνά μέσα στα κείμενά του θα συναντήσουμε γνήσια φιλοσοφικές διατυπώσεις -βρί
(}ουν,' θα έλεγε κανείς, από τέτοιες διατυΠώσεις-, έτεινε, ρητο ρικά τουλάχιστον, να περιφρονεί τη φιλοσοφική γλώσσα απο καλώντας την «ιδίωμα των μαστροπών». Με αυτό ήθελε να πει \)τι ο φιλοσοφικός λόγος, υπερβολικά εμποτισμένος από την πρόθεση να νομοθετήσει ή να κυριαρχήσει πάνω στα πράγμα
τα, ξεχνούσε τη θεμελιώδη ανάγκη του να τα συναισθανθεί (θα μπορούσαμε ακόμη να πούμε, να τα συμπονέσει), κι έτσι τα οδηγούσε στην εκπόρνευση, τα υποχρέωνε δηλαδή να σημάνουν κάτι το οποίο από μόνα τους δεν σημαίνουν (με αυτόν τον
τρ6πο ερμηνεύει άλλωστε, όπως θα δούμε, και την ίδια την αλ
ληγορία). Θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πόσο έμ μονη είναι αυτή η ιδέα σε όλη τη γλωσσοφιλοσοφία του Μπέν
WAιTER
22
BENJAMIN
γιαμιν. Η διαφορά η οποία υποκρύπτεται στον τρόπο που αντιλαμβάνονται αυτό ακριβώς το σημείο συνιστά τον πραγμα τικό πυρήνα των διαφωνιών ανάμεσα στον Μπένγιαμιν και τό σο τον Χορκχάιμερ όσο και τον Αντόρνο, όπως μας φανερώ νεται μέσ' από την αλληλογραφία τους.
Τα κείμενα του Μπένγιαμιν ξεχειλίζουν από τον έρωτα των πραγμάτων. Εκείνο που σε κάθε περίπτωση δίνει τη μο ναδική της ποιότητα στη γραφή του είναι ό,τι θα μπορούσαμε ν' αποκαλέσουμε η χάρις των ίδιων των πραγμάτων: πραγμά των τα οποία δίνονται όχι ως αναπαραστάσεις και έννοιες, αλλά με ολόκληρο θα έλεγε κανείς το είναι τους, σε μια γλώσ
σα η οποία τους έχει αφιερωθεί με όλες της τις δυνάμεις. Μία πλευρά της προσωπικότητας του Μπένγιαμιν ήταν αυτή του
συλλέκτη (ένα πάθος που κληρονόμησε από τον πατέρα του)' η ανάγκη του να εργάζεται με παραθέματα, πολλές φορές μά
λιστα να τα βλέπει ω.ς το πραγματικό περιεχόμενο των δικών του γραπτών, είναι ενδεικτική αυτής της ανιδιοτελούς του αγάπης και του θαυμασμού προς το εντελές, κάτι που η δική του παρέμβαση θα έπρεπε μόλις που ν' αγγίζει για να μην το καταστρέψει. Αγαπούσε με πάθος τα μικροαντικείμενα' όσο πιο
μικρό ήταν ένα πράγμα, τόσο
πιο ακέραιες και πιο
ισχνρές του φαινόταν ότι διατηρούσε τις σπερματικές του
δυνάμεις
-
και φύλακας αυτών των δυνάμεων ήθελε να γίνει
η δική του γλώσσα. Έγραψε κάποτε (σ' ένα από τα κείμενά
του για το χασίς) την εκπληκτική πρόταση: «Θέλω να γράψω κάτι που να βγαίνει από τα πράγματα όπως το κρασί από τα
σταφύλια». Στο χασίς, που το συνάντησε στα ταξίδια του στη Μασσαλία (και οπωσδήποτε και στη φανταστική γεωγραφία της συνάντησής του με τον Μπωντλαίρ), ο Μπένγιαμιν ξανα
βρήκε εκείνο το προνομιακό είδος συνείδησης -που ορισμέ νοι χαρισματικοί άνθρωποι, όπως ο ίδιος, ίσως δεν έχουν χά σει ποτέ- κάτω από την επιπολιτισμένη συνείδηση, συνείδηση
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
23
που μοιάζει με αυτή του μικρού παιδιού ή του ζώου, όπου οι βαθύτεροι στοχασμοί αναπηδούν αβίαστα από τα πιο αρχέγο να στρώματα, μέσ' από το ελεύθερο παιχνίδι της ταύτισης και του αποχωρισμού με τα πράγματα, με τα πλάσματα, με τις μορφές: συνείδηση η οποία συνιστά την πίσω όψη του στοχα σμού, εκεί που η συναναστροφή με τα πράγματα, η ζωώδης
κληρονομιά και η ανθρώπινη σοφία μας κάνουν ένα. Από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου του, ο Μπένγιαμιν συνομιλεί προπάντων με ποιητές, όχι με φιλοσόφους. Ανδρώ θηκε πνευματικά μέσα στην ιδεαλιστική-ρομαντική ατμόσφαι ρα πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και οι πρώτες
και ανεκρίζωτες έκτοτε- επιρροές του είναι από τους Γερμα νούς Ρομαντικρύς. Καθοριστική ανάμεσα σε αυτές τις επιρρο
ές είναι βεβαίως εκείνη του Γκαίτε (στον οποίον θα αφιερώσει, αργότερα, ένα από τα πρώτα σημαντικά του δοκίμια). Εν
συνεχεία θα γνωριστεί με τους Γάλλους Συμβολιστές, των οποίων η κρυπτική, σχεδόν ιερατική προσέγγιση στη γλώσσα (του
Mallanne,
για παράδειγμα, τον οποίον παραθέτει συχνά)
συγγενεύει εκλεκτικά με τη δική του αντίληψη για τη γλώσσα, όχι τόσο ως όργανο της ανθρώπινης επικοινωνίας υπόλογο στους κοινωνικούς κώδικες, όσο ως μέσο εσωτερικής καταβύ
Οισης (ή ανόδου) σε διαφορετικά επίπεδα του είναι' και είναι γνωστή βέβαια η έμμονη ενασχόλησή του με τον Μπωντλαίρ, που κάποιο ποσοστό καλής τύχης είναι απαραίτητο για να\ οιασώσει εντέλει την πιο ακραία περίσκεψη και προσοχή. Ήταν ωστόσο απαραίτητη, για τους λόγους που είπαμε κιό λας. Το έργο του Μπένγιαμιν είναι κρυπτικό και δυσπρόσβατο, κι εντέλει απρόσιτο για όποιον δεν έχει ακολουθήσει κοπιαστι κά τη διαδρομή που έκανε και ο ίδιος. Μόνο αν Κγου δεν είναι ακριβώς ό,τι περιέχεται μέσα σε αυτό πέ
ρα απ6 την πληροφορία -όπως ακόμη και ο ανεπαρκής με ταφραστής καταλαβαίνει-, το αβυσσαλέο, το μυστηριώδες, το «ποιητικ6», κάτι που ο μεταφραστής μπορεί ν' αναπαρα γάγει μόνο αν είναι και ο ίδιος ποιητής; Αυτ6 είναι στην ικότητα και η αιτία ενός ακόμη χαρακτηριστικού της
κακής μετάφρασης, το οποίο μπορούμε να ορίσουμε ως μη
ακριβή μετάδοση εν6ς μη ουσιαστικού περιεχομένου. Αυτό συμβαίνει όταν μια μετάφραση αναλαμβάνει να υπηρετήσει τον αναγνώστη. Αν προοριζ6ταν 6μως για τον αναγνώστη, το
ίδιο θα ίσχυε και γιά το πρωτότυπο. Αν 6μως το πρωτ6τυπο δεν υπάρχει γι' αυτόν το Μγο, τότε πώς είναι δυνατόν να κατανοηθεί η μετάφραση στη βάση αυτής της σχέσης; Η μεταφραση είναι προπάντων μορφή. Για να συλλάβουμε
της τη φύση πρέπει να επιστρέψουμε στο πρωτότυπο, σε αυτό βρίσκεται η αρχή που κυβερνά τη μετάφραση: η
ίδια η μεταφρασιμ6τητα. Το πρ6βλημα της μεταφρασιμ6τητας ενός έργου έχει δύο σημασίες. Είναι δυνατό να σημαίνει: μπο
ρεί να υπάρξει ανάμεσα σε 6λους τους αναγνώστες του ένας ικαν6ς να το μεταφράσει; ΤΙ, και κυρίως: μήπως η ίδια η
ουσία του οδηγεί προς τη μετάφραση και επομένως -λαμβά νοντας υπ6ψιν τη σημαντικ6τητα αυτής της μορφής- ακόμη
και την αποζητά;2 Κατά βάσιν, το πρώτο πρέπει να θεωρηθεί απλό ενδεχόμενο, ενώ το δεύτερο έχει αποδεικτική ισχύ. Μ6 νο η επιφανειακή σκέψη μπορεί, αρνούμενη το αυτοτελές
μα του δεύτερου ερωτήμετη;ος, να θεωρήσει ότι και τα δύο
ΤΟ ΕΡΙΌ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Ι,.!.
έχουν την ίδια σημασία. Θα πρέπει αντιθέτως να δείξουμε ότι ορισμένες έννοιες σχέσεων διατηρούν το νόημά τους, και μά λιστα την απώτατη σημασία τους, 6ταν δεν αναφέρονται απο
κλειστικά στον άνθρωπο. Κατ' αυτ6ν τον τρ6πο θα μπορού σαμε να μιλήσουμε για μία αξέχαστη ζωή είτε μιαν αξέχαστη στιγμή ακόμη και αν όλοι οι άνθρωποι την είχαν ξεχάσει. Αν δηλαδή η ουσία της απαιτοίJσε το να μην ξεχαστεί, τότε αυτό
το κατηγόρημα δεν θα ήταν άτοπο αλλά θα σήμαινε ένα αίτη μα που δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν οι άνθρωποι, και πι θανώς επίσης μιαν αναφορά σε μία περιοχή 6που θα μπορού
σε να εκπληρωθεί: στην ανάμνησή της εκ μέρους του Θεού. 3 Αντίστοιχα, η μεταφρασιμότητα των γλωσσικ(ον δημιουργη
μάτων παραμ6.νει ως δυνατότητα ακ6μη κι εκεί όπου οι άν θρωποι αδυνατούν να τα μεταφράσουν. Με βάση την αυστηρή έννοια της μετάφρασης, δεν θα έπρεπε να είναι πράγματι σε
κάποιο βαθμ6 μεταφράσιμα; Στα πλαίσια μιας τέτοιας διά κρισης πρέπει να τεθεί το ερώτημα μήπως η μετάφραση ορι
σμένων γλωσσικών δημιουργημάτων είναι επιτακτική. Διότι εδώ ισχύει η ακόλουθη πρ6ταση: αν η μετάφραση είναι μορ
φή, τότε η μεταφρασιμότητα ορισμένων έργων πρέπει να εί ναι ουσιώδες χαρακτηριστικό τους.
Η μεταφρασιμότητα είναι ουσιώδης σε ορισμένα έργα' και αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ουσιώδες γι' αυτά τα ίδια να μετα φράζονται, αλλά μάλλον ότι μια σημασία εγγενiις στο πρωΤό τυπο εκδηλώνεται μέσα στη μεταφράσιμότητά τους. Είναι εύ
λογο να υποθέσουμε ότι ποτέ μια 'μετάφραση, όσο καλή και αν είναι, δεν μπορεί να έχει κάποια σημασία για το πρωτότυπο. Και όμως, χάρη ακριβώς στη μεταφρασιμ6τητά του, το πρωτό τυπο συνδέεται στενότατα με τη μετάφραση' και, στην πραγμα
τικότητα, η σχέση αυτή είναι ακόμη στενότερη όταν δεν έχει πια καμιά σημασία για το πρωτότυπο. Μπορούμε να ονομά
σουμε αυτή τη σχέση φυσική, και μάλιστα, ακριβέστερα,
Ιοί',
WALTER BENJAMIN
ζ,ωτική σχέση. '()πως ακριβώς οι εκδηλώσεις της ζωής συνδέο νται στενότατα με το φαινόμενο της ζωής χωρίς να είναι ση μαντικές γι' αυτό, έτσι και μια μετάφραση πηγάζει από το
πρωτότυπο, και μάλιστα όχι τόσο από τη ζωή του την ίδια, αλ λά από τη «μετά θάνατον ζωή» του. Διότι μια μετάφραση ακο λουθεί χρονικά το πρωτότυπο, και δεδομένου ότι τα σημαντι κ6τερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας δεν βρίσκουν ποτέ την εποχή της δημιουργίας τους τούς χαρισματικούς μεταφρα
στές τους, η μετάφραση σημαδεύει το βαθμό διαιώνισης της ζωής τους. Η ιδέα της ζωής και της μετά θάνατον ζωής των έρ γων τέχνης πρέπει να εκληφθεί ως μια μη μεταφορική αντικει μενικότητα. Ακόμα και σ' εποχές ρηχής και προκατειλημμένης σκέψης υπήρχε μια τάση να πιστεύεται πως η ζωή δεν περιορί ζεται στην οργανική υλικότητα. Το ζήτημα δεν είναι βέβαια να
επεκτείνουμε την κυριαρχία της μέχρι την αβέβαιη επικράτεια της ψυχής, όπως ΠρΡσπάθησε να κάνει ο
Fechner,
πόσο μάλλον
να βασίσουμε τον ορισμό της στους ακόμα λιγότερο διαφωτι στικούς παράγοντες της ζωικότητας, όπως η αίσθηση, η οποία περιστασιακά και μόνο χαρακτηρίζει τη ζωή' η έννοια της ζω
ής δικαιολογείται μόνον όταν οτιδήποτε που έχει το ίδιο ιστο ρία, και δεν αποτελεί απλώς ένα φόντο για την ιστορία, θεω ρείται ως προικισμένο με ζωή. Σε τελευταία ανάλυση, το φά
σμα της ζωής πρέπει να προσδιορίζεται μάλλον από την ιστο ρία παρά από τη φύση
σε καμία περίπτωση πάντως από
παράγοντες τόσο αβέβαιους όσο η αίσθηση ή η
'IruxiJ. Το καθή
κον του φι).οσόφου συνίσταται, έτσι, στο να κατανοεί ολόκλη
ρη τη φυσική ζωή μέσα από την πολύ πιο περιεκτική ζωή της ιστορίας.5 Και πράγματι, δεν είναι ασύγκριτα ευκολότερο ν' αναγνωρίσουμε τη διαιωνιζόμενη ζωή των έργων τέχνης απ' ό,τι τη συνεχόμενη ζωή των φυσικών ειΟΟ)ν; Η ιστορία των με γάλων έργων τέχνης μας πληροφορεί για την καταγωγή τους, για την πραγμάτωσή τoυ~ την εποχή του καλλιτέχνη και την
ω
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
περίοδο της απόλυτα αιώνιας μετά θάνατον ζωής τους στις επόμενες γενιές. Όπου η τελευταία εκδηλά)νεται, έχει το χαρα κτηριστικό της φήμης. Οι μεταφράσεις εκείνες οι οποίες συνι
στούν κάτι παραπάνω από απλές αναμεταδόσεις του υλικού τους, γεννιούνται όταν ένα έργο έχει φτάσει, στην πορεία διαι ώνισης της ζωής του, στην εποχή της φήμης. Σε αντίθεση με
όσα διατείνονται οι κακοί μεταφραστές για τη δουλειά τους, τέτοιες μεταφράσεις δεν υπηρετούν τόσο το ίδιο το έργο όσο χρωστούν την "παρξή τους σε αυτό. Η ζωή του πρωτοτύπου κατακτά μέσα σε αυτές τη διαρκώς ανανεούμενη, ωριμότερη και πληρέστερη ανάπτυξή της.
Αυτή η ανάπτυξη, ως ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης και υψη λής μορφής ζω.ής, χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη και υψη
λή σκοπιμότητα. Η σχέση μεταξ" ζωής και σκοπιμότητας, που
αν και φαίνεται προφανής είναι ασύλληπτη από τη διάνοια,
αποκαλύπτεται μόνον όταν ο σκοπός εκείνος, προς τον οποί ον τείνουν όλες οι μεμονωμένες σκοπιμότητες, αναζητείται
όχι στη δι!κή του σφαίρα, αλλά σε μιαν ανώτερη.6 Όλες οι έν σκοπες εκδηλώσεις της ζωής, όπως και η ίδια η σκοπιμότητα
εν γένει, είναι σε τελική ανάλυση σκόπιμες όχι για την ίδια τη ζωή, αλλά για την έκφραση της ουσίας της, την εκδήλωση της σημασίας της. Κατ' αυτόν τον τρόπο η σκοπιμότητα της με
τάφρ~σης έγκειται στην έκφραση της εσωτερικής σχέσης των γλωσσών μεταξύ τους. Η μετάφραση πιθανότατα δεν αποκα λύπτει ή εδραιώνει η ίδια αυτή την κρυμμένη σχέση, μπορεί να την αναπαραστήσει στο βαθμό που την πραγματώνει σε εμβρυ'ίκή ή εντατική
μορφή. Αυτή η παρουσίαση της
κρυμμένης σημασίας μέσω μιας εμβρυ'ίκής προσπάθειας να καταστεί ορατή έχει μια τόσο μοναδική φύση, ώστε σπανίως
συναντάται στη σφαίρα της μη γλωσσικής ζωής. Αυτη, με τις αναλογίες και με τα σύμβολά της, βρίσκει άλλους τρόπους να υποβάλλει το νόημα από την εντατική -που σημαίνει, προ
Μ
WALTER BENJAMIN
καταl10λική, δηλωτική- πραγμάτωσή του. Κι εκείνη η προ \lποτιΟέμενη βαθύτερη σχέση μεταξύ των γλωσσών είναι η
υχέση μιας ιδιαίτερης σύγκλισης.7 Αυτή εδράζεται στο ότι Οί\ γλ(;)σσ~',ς δεν είναι ξένες μεταξύ τους, αλλά είναι,
a
ρήοή και
π{~ρ' απ6 κάθε ιστορικό συσχετισμό, εσωτερικά αλληλοδια
πλι,γμένες μέσα σε αυτό που θέλουν να εκφράσουν. Μέσω αυτής της προσπάθειας εξήγησης, η εξέτασή μας μοι
άζει να απολήγει και πάλι μέσα από άκαρπες παρακαμπτήριες οδούς στην παραδοσιακή θεωρία της μετάφρασης. Αν η συγγέ νεια των γλωσσών πρέπει ν' αποδεικνύεται από τις μεταφρά σεις, τότε με ποιον άλλον τρόπο θα μπορούσε να γίνει αυτό από το ν' αποδίδεται η μορφή και το νόημα του πρωτοτύπου τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια; Οπωσδήποτε η θεωρία εί
ναι δύσκολο να προσδιορίσει το χαρακτήρα αυτής της ακρί βειας, επομένως, εντέλει, δεν θα μπορούσε να φωτίσει τι είναι ουσιαστικό για μια μετάφραση. Στην πραγματικότητα, εντού
τοις, η συγγένεια των γλωσσών φαίνεται καθαρότερα και πιο βαθιά στη μετάφραση απ' ό,ΤΙ στην επιφανειακή και αόριστη ομοιότητα μεταξύ δύο λογοτεχνικών έργων. Για να συλλά βουμε την αυθεντική σχέση μεταξύ πρωτοτύπου και μετάφρα σης απαιτείται μια διερεύνηση ανάλογη προς την επιχειρημα τολογία με την οποία η κριτική της γνώσης οφείλει ν' αποδεί ξει το αδύνατο μιας θεωρίας της αντανάκλασης. Όπως εκεί
πρέπει να δειχθεί ότι στη γνώση δεν υπάρχει καμιά αντικειμε νικότητα, και μάλιστα δεν θα μπορούσε καν να υπάρξει η αξίωση γιg~άΤΙ,τέτοιο αν η γνώση συνίστατο στην αντιγραφή
του πραγματικού:\.έτσι κι εδώ μπορεί να δειχτεί ότι καμία με τάφραση δεν θα ήταν δυνατή αν ο τελικός της σκοπός ήταν η
απόλυτη ομοιότητα με το πρωτότυπο. Διότι στη μετά θάνατον
του -και αυτό δεν θα μπορούσε να ειπωθεί αν δεν επρό κειτο για τη μεταμόρφωση και την αναβίωση ενός πράγματος
:::::'.1;ω:ντανού- το πρωτότυπο υφίσταται μιαν αλλοίωση. Υπάρ t ,; ,ι'
~,ι'"
'"
'
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
65
χει μια συνεχιζόμενη ωρίμανση ακόμα και του τελειωμένου λόγου. Ό,τι στον καιρό του δημιουργού φαινόταν σαν ένα
προσωπικό ύφος μπορεί με τον καιρό να βρει την πλήρωσή του' εγγενείς τάσεις μπορούν να αναδυθούν εκ νέου μέσα από το ήδη διαμορφωμένο. Ό,τι κάποτε υπήρξε νέο μπορεί αργότε
ρα να γίνει τετριμμένο, ό,τι υπήρξε κοινό θα γίνει αργότερα αρχα·ίκό. Το ν' αναζητά κανείς την ουσία τέτοιων αλλοιώσεων -όπως και αυτών του νοήματος, που είναι εξίσου συνεχείς-,
στην υποκειμενικότητα των επιγόνων μάλλον παρά στην ίδια τη ζωή της γλώσσας και των δημιουργημάτων της, θα σήμαινε -ακόμη και αν δεχόμαστε τον χονδροειδέστερο ψυχολογι σμό- μια σύγχυση ανάμεσα στη γενεσιουργό αιτία ι;νός πράγ
ματος και στην 'Θυσία του. Πολύ περισσότερο θα σήμαινε ότι αρνούμαστε, λόγω κάποιας αδυναμίας της σκέψης, μία από τις πιο δυναμικές και γόνιμες ιστορικές διαδικασίες. Και αν
ακόμα θέλαμε ν' αναγάγουμε την τελευταία κονδυλιά ενός
συγγραφέα σε
coup de grace*
του έργου του, κάτι τέτοιο δεν
θα μπορούσε και πάλι να σώσει αυτή τη νεκρή θεωρία της με
τάφρασης. Γιατί όπως ο τόνος και η σημασία των μεγάλων έρ γων της λογοτεχνίας αλλάζουν' ολοκληρωτικά με το πέρασμα
των αιώνων, έτσι αλλάζει καί η μητρική γλώσσα του μεταφρα στή. Καθώς μάλιστα η λέξη του συγγραφέα διαρκεί στη γλώσ σα του, ακόμη και η μεγαλοφυέστερη μετάφραση υφίσταται την αλλοίωση της δικής της γλώσσας και χάνει τη δραστικότη τα όσο περνάει ο χρόνος. Τόσο πολύ απέχει από το ν' αποτε
λεί την κενή εξίσωση δύο νεκρών γλωσσών, ώστε είναι απ' όλες τις φιλολογικές μορφές η πιο χαρακτηριστικά επιφoρτι~
σμέVΗ με το ειδικό έργο να επιβλέπει τις διαδικασίες ωρίμαν
σης της γλώσσας του πρωτοτύπου και τις ωδίνες του τοκετού της δικής της.8
* Χαριστική βολή (Σ,τ.Μ.).
~~. --------------------------------------~~~~~~~~ 'Ωταν στη μετάφραση φανέρώνεται η συγγένεια των δύο γλOl(J(J(ίlν. δεν εκδηλώνεται βέβαια μέσω μιας ασαφούς ομοιό τητας ανάμεσα στο πρωτότυπο και το αντίγραφό του. Χρειά ζεται ν' αναλογιστούμε αν και κατά πόσον η συγγένεια συνε πάγεται κατ' ανάγκη την ομοιότητα. Η έννοια της συγγένειας όπως τη χρησιμοποιούμε εδώ ταιριάζει περισσότερο με την
περιορισμένη και κοινή χρήση της: σε καμία από τις δύο πε ριπτώσεις δεν μπορεί να οριστεί επαρκώς μέσω της ταυτότη τας της καταγωγής, παρ' όλο που για την πιο στενή αυτή χρή ση η έννοια της καταγωγής είναι οπωσδήποτε απαραίτητη. Πού άραγε στηρίζεται ο αλληλοσυσχετισμός μεταξύ των δύο γλωσσών, αν παραβλέψουμε προς στιγμήν την ιστορική τους σχέση; Οπωσδήποτε όχι στην ομοιότητα των ποιητικών έργων ή των λέξεών τους. Η υπεριστορική συγγένεια των γλωσσών Ι
βρίσκεται μάλλον στο εννοούμενο που υπάρχει σε κάθε γλώσ- ' σα ως όλον -- π@όθεση ωστόσο την οποία καμία τους δεν
πραγματώνει από μόνη της αλλά εκπληρώνεται απ' όλες μαζί μέσ' από την ολότητα των προθέσεών τους που συμπληρώ- \
νουν η μία την άλλη: ττινκαθαρή γλώσσα. 9 Ενώ δηλαδή όλα
τα ατομικά στοιχεία, οι λέξεις, οι προτάσεις, αποκλείουν τον οιονδήποτε συσχετισμό ανάμεσα σε γλώσσες ξένες μεταξύ τους, οι γλώσσες αυτές αλληλοσυμπληρώνονται μέσα στις ίδιες τους τις προθέσεις. Για να συλλάβει κανείς αυτόν το νό μο που είναι από τους πιο θεμελιώδεις της φιλοσοφίας της γλώσσας, θα πρέπει να διαχωρίσει μέσα στην πρόθεση τον τρόπο εννοησης από το εννοούμενο. ΙΟ Οι λέξεις «brot» και «pain» σκοπεύουν το ίδιο αντικείμενο, η μορφή όμως με την οποία το εννοούν δεν είναι η ίδια. Χάρη σε αυτή τη μορφή η λέξη «brot» σημαίνει για έναν Γερμανό κάτι διαφορετικό απ' ό,τι η λέξη «pain» για έναν Γάλλο, και αυτό τις κάνει μη ανταλλάξιμες μεταξύ τους σε τελική ανάΚυση, αγωνίζονται να αποκλείσουν η μία -ίην άλλη. Όσον αφορά όμως την πρό
(,7
το ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΙ
θεσή τους, οι δύο λέξεις επιζητούν το ίδιο ακριβώς πράγμα. Ενώ, δηλαδή, η μορφή της πρόθεσης και στις δύο γλώσσες εί
ναι αμοιβαία αποκλειστική, εντός των γλωσσών από τις οποί ες προέρχονται αυτές οι λέξεις η μορφή της εννόησης βρίσκει το συμπλήρωμά της μέσα στο εννοούμενο. Στις ξεχωριστές, στις ανολοκλήρωτες γλώσσες το εννοούμενό τους ποτέ δεν
μπορεί να βρεθεί σχετικά ανεξάρτητο όπως στις ατομικές λέ ξεις ή προτάσεις, αλλά εμφανίζεται μάλλον σε μια κατάσταση συνεχούς ροής μέχρις ότου μπορέσει να αναδυθεί ως καθαρή γλώσσα από την αρμονία όλων εκείνων των διαφορετικών μορφών εννόησης. Ως τότε θα παραμένει κρυμμένο' μέσα στις
γλώσσες. Ι ι Όταν όμως αυτές αναπτύσσονται ως το μεσσιανι κό πλήρωμά Τθ-υς, τότε η μετάφραση αναφλέγεται στην αιώ νια ζωή των έργων και στην ατέρμονη ανακαίνιση της γλώσ σας. Η μετάφραση θέτει πάντα εκ νέου σε δοκιμασία την ιερή
ανάπτυξη
των γλωσσών:
πόσο
απομακρυσμένο
είναι
το
κρυμμένο τους νόημα από την Αποκάλυψη, πόσο κοντά είναι δυνατό να έρθει μέσ' από τη γνώση αυτής της απόστασης; Αυτό οπωσδήποτε αποτελεί ομολογία ότι κάθε μετάφραση
είναι μόνον ένας κάπως προσωρινός τρόπος να συμφιλιωθεί κανείς με την αλλοτριότητα των γλωσσών. Η ανθρωπότητα i δεν μπορεί.να ελπίζει ότι θα φτάσει ποτέ σε μια στιγμιαία και
, οριστική λύση αυτής της αλλοτριότητας, παρά μόνο σε μια • προσωρινή. Έμμεσα όμως, η ανάπτυξη των θρησκειών κάνει να ωριμάσει μέσα στις γλώσσες, ο κρυμμένος σπόρος μιας γλώσσας ανώτερης. Παρ' όλο που η μετάφραση, σε αντίθεση με την τέχνη, δεν μπορεί να εγείρει την απαίτηση τα προ'ίόντα
της να διαρκούν, ο στόχος της είναι αναφίβολα ένα τελικό, οριστικό
και
αποφασιστικό
στάδιο
της
γλωσσικής
δημι
ουργίας, Στη ,μετάφραση το πρωτότυπο ανυψώνεται σ' ένα υψηλότερσκαι καθαρότερο γλωσσικό επίπεδο. Δεν μπορεί να
ζήσει μονίμως εκεί, βέβαια, και άλλωστε δεν το φτάνει ποτέ
Ι,Κ
WALTER BENJAMIN
ολοκλήροιι. Μ' έναν εξαιρετικά διεισδυτικό τρόπο, δείχνει' τουλάχιστον το δρόμο που οδηγεί σε αυτή την περιοχή: τον
προκα()ορισμένο, άφθαστο μέχρι στιγμής τόπο της συμφιλίω
σης και της απαρτίωσης όλων των γλωσσών. Η μεταφορά δεν μπορεί να είναι ποτέ ολική, αλλά ό,τι φτάνει σε αυτή την πε
ριοχή είναι εκείνο ακριβώς το στοιχείο της μετάφρασης που
υπερβαίνει την απλή μεταβίβαση του περιεχομένου. Ακριβέ
στερα, μπορούμε να προσδιορίσουμε αυτόν τον ουσιώδη πυρήνα ως εκείνο που παραμένει μέσα σε αυτήν αμετάφρα
στο. 12 Ακόμη και όταν το επιφανειακό περιεχόμενο έχει απο
σταχθεί και μεταφραστεί στον μέγιστο βαθμό, το βαθύτερο αντικείμενο του ενδιαφέροντος του αληθινού μεταφραστή πα
ραμένει φευγαλέο, ασύλληπτο. Και δεν μπορεί να μεταδοθεί όπως ο ποιητικός λόγος του πρωτοτύπου γιατί η σχέση του περιεχομένου με τη γλώσσα είναι στο πρωτότυπο και στη με
τάφραση εντελώς .διαφορετική. Ενώ γλώσσα και περιεχόμενο αποτελούν μια ορισμένη ενότητα στο πρωτότυπο όπως το φρούτο και η φλούδα, η γλώσσα της μετάφρασης τυλίγει το
περιεχόμενό της όπως μια βασιλική χλαμύδα τις πτυχές της. Γιατί δηλώνει μια γλώσσα υψηλότερη απ' ό,τι είναι, και πα
ραμένει εξαιτίας αυτού, σε ασυμφωνία προς το ίδιο της το πε ριεχόμενο, επιβλητική και ξένη. Αυτή η διάζευξη εμποδίζει τη
μετάφραση, και ταυτοχρόνως την καθιστά περιττή. Γιατί κάθε μετάφραση ενός έργου που προέρχεται από μια ορισμένη επο χή της ιστορίας μιας γλώσσας αντιπροσωπεύει, ως προς μια
oρισμξνηπλ~ά του περιεχομένου του, τη μετάφραση σε όλες
τις άλλες γλώσσες. Έτσι η μετάφραση κατά τρόπο ειρωνικό μεταφυτεύει το πρωτότυπο, έστω και προσωρινά, σ' ένα πιο οριστικό γλωσσικό έδαφος, αφού δεν μπορεί πλέον να μετα τεθεί από καμιά δευτερεύουσα απόδοση. Το πρωτότυπο μπο ρεί να υψωθεί έως εκεί μόνο εξαρχής και σε διαφορετικά του
μέρη. Δεν είναι καθόλδυ σύμπτωση που η λέξη «ειρωνεία»
το ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
69
εδώ ανακαλεί στη μνήμη τους συλλογισμούς των Ρομαντικ(ί>ν. Αυτοί, πριν από κάθε άλλον, ήταν προικισμένοι με μια ενό ραση σχετικά με τη ζωή των έργων που έβρισκε την υψηλότε ρή της εκδήλωση στη μετάφραση. Βέβαια δεν την αναγνώριζαν
καθόλου ως τέτοια και μάλλον έστρεφαν όλη τους την προσο χή στην κριτική, έναν άλλον, αν και μικρότερο, παράγοντα για τη διαιώνιση της ζωής των έργων. Αλλά παρ' όλο που οι
Ρομαντικοί αγνοούσαν στην πράξη τη μετάφραση μέσα στα
θεωρητικά τους κείμενα, οι ίδιες τους οι θαυμάσιες μεταφριt' σεις μαρτυρούν την αίσθηση που είχαν της ουσίας και της
αξίας αυτής της φιλολογικής μορφής. Η αίσθηση ~υτή της με τάφρασης δεν φαίνεται κατ' ανάγκην ισχυρότερη στους ποιη
τές ίσως μά~ιστα αυτοί να είναι λιγότερο ανοιχτοί σε αυτήν. Ούτε η ιστορία της λογοτεχνίας μοιάζει να επιβεβαιώνει τη
συμβατική προκατάληψη σύμφωνα με την οποία οι μεγάλοι
ποιητές είναι και οι καλύτεροι μεταφραστές, ενώ οι ελάσσο νες ποιητές είναι δήθεν κακοί μεταφραστές. Μερικοί από τους
πιο ονομαστούς, όπως ο Λούθηρος, ο
Voss
και ο
Schlegel,
εί
ναι ασυγκρίτως σημαντικότεροι ως μεταφραστές απ' ό,τι ως δημιουργικοί
Holderlin
και
συγγραφείς
ο
Stefaπ
. μερικοί από αυτούς, όπως ο George, δεν μπορούν απλώς να
συνυπολογίζονται στους ποιητές λόγω ακριβώς του ότι υπήρ
ξαν μεταφραστές. Επειδή η μετάφραση είναι μια ιδιαίτερη μορφή, το έργο του μεταφραστή πρέπει να θεωρείται ξεχωρι
στό και σαφώς διακριτό από εκείνο του ποιητή. ΤΟ έργο του μεταφραστή έγκειται στην ανακάλυψη εκείνης ακριβώς της πρόθεσης σε σχέση με τη γλώσσα στην οποία γί
νεται η μετάφραση, η οποία θ' ανακαλέσει μέσα στη γλώσσα της μετάφρασης την ηχώ. του πρωτοτύπου. Εδώ βρίσκεται ένα βασικότατο χαρακτηριστικό της μετάφρασης το οποΙο τη δια
φοροποιεί από το ποιητικό έργο, γιατί η πρόθεση του τε λευταίου δεν σκοπεύει τη γλώσσα ως τέτοια, στην ολότητά
WALTER BENJAMJN
10
της. αλΜ
την πλάκα του ρολογιού μπροστά από την οποία πορεύεται η των πλασμάτων, όπου ο Θάνατος, ανάλογα με τις είτε ο Aλιn'\ιΛι"'" ~{IT'''' r.. IY'r-'} r>"I,vrrν{A,.. ΝΛ'ΙΛ"""r't.r..Ν!
μένος συνοδοιπόρος. ΧΙΙΙ
Ελάχιστες φορές έχει αναγνωριστεί ότι η απλο'ίκή σχέση του ακροατή με τον αφηγητή κυριαρχείται από το ενδιαφέρον του να κρατήσει αυτό που λέγεται. Το κύριο ζήτημα για τον ανε πιτήδευτο ακροατή είναι να διασφαλίσει τη δυνατότητα ανα παραγωγής της αφήγησης. Η μνήμη είναι η κατ' εξοχήν επική ικανότητα. Μόνο χάρη σε μια περιεκτική μνήμη μπορεί το
έπος αφενός να οικειοποιηθεί το γίγνεσθαι των πραγμάτων, αφετέρου να συμφιλιωθεί με την απώλειά τους, με τη βία του θανάτου. Δεν μας εκπλήσσει το ότι για έναν απλό άνθρωπο του λαού, όπως τον έπλασε κάποτε ο Λεσκώφ, ο Τσάρος, η κεφαλή του κόσμου μέσα στον οποίον διαδραματίζονται οι
ιστορίες του, διαθέτει την πιο θαυμαστή μνήμη. «ο αυτοκρά τοράς μας», λέει, «και όλη η οικογένειά του έχουν πραγματι
κά μια εκπληκτική μνήμη». Η Μνημοσύνη, αυτή που θυμάται, ήταν για τους Έλληνες
η μούσα του έπους. 11 Αυτό το όνομα μεταφέρει τον παρατη ρητή πίσω, σ' ένα κοσμο'ίστορικό σταυροδρόμι. Γιατί αν για ό,τι έχει καταγραφεί από τη μνήμη η ιστοριογραφία συνιστά τη δημιουργική μήτρα των διαφόρων επικών μορφών (όπως η πρόζα συνιστά τη δημιουργική μήτρα των διαφόρων ορφών), η αρχαιό
κλείει, δυνάμει αυτού που μπορεί να θεωρηθεί κοινός παρο νομαστής τους, τα σπέρματα του διηγήματος και του
στορήματος. Όταν με το πέρασμα των αιώνων το μυθιστόρη
μα άρχισε ν' αναδ'ί,εται από τη μήτρα του έπους, φάνηκε ότι
()
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
115
στο μυθιστόρημα το στοιχείο του επικού πνεύματος που προ ί:ρχεται από τη μούσα, δηλαδή η ανάμνηση, εκδηλώνεται με μια εντελώς διαφοοεη Η
την αΑυσιοα της παραόοσης που
ωμΨUl"t~ ένα γεγονός από γενιά σε γενιά. Είναι το στοιχείο της επικής τέχνης που έρχεται από τη Μούσα με την ευρύτερη
έννοια και αγκαλιάζει όλες τις ποικιλίες του επικού. Την πρώ τη θέση ανάμεσά τους κατέχει το είδος εκείνο που ασκεί ο αφηγητής. Αυτός πλέκει το δίχτυ μέσα στο οποίο υφαίνονται
μαζί στο τέλος όλες οι ιστορίες. Η μία συνάπτεται με την άλ λη, όπως το έδειξαν πάντα οι μεγάλοι αφηγητές και κυρίως οι Ανατολίτες. Μέσα σε καθέναν από αυτούς ζει μια Σεχραζάτ που επινοεί διαρκώς μια καινούργια ιστορία κάθε που η προηγούμενη αφήγηση φτάνει στο τέλος της. Αυτή είναι η επι
κή μνήμη και το στοιχείο που η αφήγηση χρωστάει στη Μού σα. Σε αυτήν όμως πρέπει να αντιτεθεί μια άλλη αρχή, ένα
στοιχείο που επίσης έρχεται από τη Μούσα με μια στενότερη έννοια, το οποίο ως συστατικό του μυθιστορήματος στις πρω ιμότερες μορφές του -δηλαδή στο έπος- παραμένει κα λυμμένο, αδιαχώριστο ακόμη από το στοιχείο της αφήγησης
που έχει την ίδια καταγωγή. Μπορούμε πάντως κάποιες φορές να το προαισθανθούμε μέσα στο έπος, για παράδειγμα στις επίσημες στιγμές των ομηρικών επών, όπως η επίκληση της Μούσας στην αρχή τους. Εκείνο που αναγγέλλεται σε τέτοια
χωρία είναι η διαιωνίζουσα μνήμη του μυθιστοριογράφου σε
αντίθεση με τη βραχύχρονη του αφηγητή. Η πρώτη είναι αφιε ?ωμένη σε έναν ήρωα, μια περιπλάνηση, μια μάχη- η δεύτερη,
σε πολλά διάσπαρτα συμβάντα. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την ανάμνηση η οποία, ως το καταγ()μενο από τη Μούσα στοι χείο του μυθιστορήματος, προστίθεται στη μνήμη, το αντίστοι χο στοιχείο της αφήγησης, αφότου η ενότητα της καταγ'-" τους απ() την ανάμνηση χάθηκε με τη διάλυση του έπους.
116
\VALTER RENJAMIN
ΧΙν
«Κανείς», λέει ο
Pascal,
«δεν πεθαίνει τόσο φτωχός ώστε να
μην αφήνει τίποτα πίσω του». Ασφαλώς το ίδιο συμβαίνει και με τις αναμνήσεις
-
αν και αυτές δεν βρίσκουν πάντοτε
κληρονόμο. Ο μυθιστοριογράφος επιφορτίζεται με αυτήν την
κληρονομιά, και σπάνια δίχως μια βαθιά μελαγχολία. Γιατί αυτό που ο
Arnold Bennett
λέει σ' ένα από τα μυθιστορήμα
τά του για μια νεκρή -ότι δεν γνώρισε σχεδόν τίποτε από πραγματική ζωή- ισχύει συνήθως για ολόκληρη την κληρο
νομιά που διαχειρίζεται ο μυθιστοριογράφος. Τον πιο σημα ντικό φωτισμό αυτής της πλευράς του ζητήματος τον χρω
στάμε στον
Georg Lukacs,
ο οποίος διέβλεψε μέσα στο μυθι
στόρημα «τη μορφή της υπερβατικής ανεστιότητας»
losigkeit).
Σύμφωνα με τον
Lukacs,
(Heimat
το μυθιστόρημα είναι την
ίδια στιγμή η μοναδική μορφή τέχνης που συμπεριλαμβάνει
στις καταστατικές της αρχές το χρόνο. «ο χρόνος», λέει στη Θεωρία του μυθιστορήματος, «μπορεί να γίνει συστατικός μόνο όταν ο δεσμός με την υπερβατική πατρίδα έχει κοπεί. ..
Μόνο στο μυθιστόρημα χωρίζονται νόημα
(Leben),
(Sinn) και ζωή
και με αυτόν τον τρόπο το ουσιώδες από το έγχρο
νο. Σχεδόν μπορεί να πει κανείς: ολόκληρη η εσωτερική δρά
ση του μυθιστορήματος δεν είναι τίποτε άλλο από έναν αγώ να ενάντια στην ισχύ του χρόνου ... Και από αυτό ... πηγάζει
κάθε γνήσια επικό βίωμα του χρόνου: η ανάμνηση και η ελπί δα. Μόνο στο μυθιστόρημα... εμφανίζεται μια δημιουργική ανάμνηση, που συναντά το αντικείμενο και το μεταμορφώ νει... Εδώ η δυαδικότητα της εσωτερικότητας και του εξωτε ρικού κόσμου μπορεί να αίρεται για το υποκείμενο "μόνο" όταν αυτό αντικρίζει την... ενότητα ολόκληρης της ζωής του ...
να προβάλλει από το παρελθοντικό, συμπυκνωμένο μέσα στην ανάμνηση ρεύμα της ζωής ... Η ενόραση που συλλαμβάνει
Ο ΑΦΗΙΉΤΗΣ
117
αυτήν την ενότητα ... γίνεται η διαισθητική ενορατική σύλληψη του ανέφικτου και ως εκ τούτου και ανέκφραστου νοήματος της ζωής». 12
Το «νόημα της ζωής» είναι πράγματι το κέντρο γύρω από
το οποίο κινείται το μυθιστόρημα. Η αναζήτησή του όμως δεν είναι παρά η εναρκτήρια έκφραση της αμηχανίας με την
οποία ο αναγνώστης βλέπει τον εαυτό του να έχει τοποθετη θεί μέσα σε αυτήν την καταγραμμένη ζωή. Εδώ «νόημα της ζωής»
-
εκεί «ηθικό δίδαγμα της ιστορίας»: με αυτές τις εμ
βληματικές λέξεις αντιπαρατίθενται μυθιστόρημα και αφήγη ση, και με βάση αυτές μί'tορούμε να διακρίνουμε τις εξ ολο κλήρου διαφορετικές
ιστορικές συντεταγμένες
αυτών των
μορφών τέχνηs. Αν ο Δον Κιχώτης είναι το πρώτο τέλειο δείγμα μυθιστορήματος, τότε η Αισθηματική Αγωγή είναι
ίσως το τελευταίο. Στα λόγια με τα οποία κλείνει αυτό το τε λευταίο μυθιστόρημα, το νόημα το οποίο έβρισκε η αστική εποχή στη συμί'tεριφορά της τη στιγμή που άρχιζε η παρακμή της, έχει κατακαθίσει σαν κατακάθι στο κύπελλο της ζωής. Ο Φρεντερίκ και ο Ντελωριέ, δύο φίλοι από τα παιδικά τους χρόνια, αναθυμούνται τη φιλία της νιότης τους. Κι εδώ ανα φέρεται μια
μικρή
ιστορία: πώς
εμφανίστηκαν
μια μέρα
έντρομοι και στα κρυφά στον οίκο ανοχής της γενέθλιας πό
λης τους, δίχως να κάνουν τίποτε άλλο από το να προσφέ ρουν στην πατρώνα μιαν ανθοδέσμη που είχαν μαζέψει από τον κήπο τους. Γι' αυτήν την ιστορία μιλούσαν ακόμα τρία
χρόνια αργότερα. Και τώρα τη διηγούνταν διεξοδικά συμπλη ρώνοντας ο ένας τις αναμνήσεις του άλλου. «Αυτό ήταν ίσως», είπε ο Φρεντερίκ όταν τελείωσαν, «το πιο ωραίο πράγ μα της ζωής μας». «Ναι, μπορεί να 'χεις δίκιο», είπε ο Ντε λωριέ, «ήταν ίσως το πιο ωραίο πράγμα της ζωής μας». Με τέτοιες αναμνήσεις φτάνει το μυθιστόρημα στο τέλος που, με
μιαν αυστηρή έννοια, ταιριάζει σε αυτό περισσότερο απ' ό,τι
W AιTRR BRNJAMIN
118
σε οποιαδήποτε άλλη αφήγηση. Πραγματικά, δεν υπάρχει αφήγηση όπου το ερώτημα «τι έγινε παρακάτω;» να χάνει τα
δικαιώματά του. Απεναντίας, το μυθιστόρημα δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα κάνει το παραμικρό βήμα πέρα από εκείνο το όριο στο οποίο προσκαλεί τον αναγνώστη: τον διαισθητικό αναλογισμό του νοήματος της ζωής, γράφοντας
τη λέξη «τέ
λος» στο κάτω μέρος της σελίδας. 13 χv
Ο ακροατής μιας ιστορίας ανήκει στη συντροφιά του αφηγη
τή' ακόμα κι εκείνος που τη διαβάζει μετέχει σε αυτήν τη συντροφιά. Όμως ο αναγνώστης ενός μυθιστορήματος είναι μόνος, περισσότερο από κάθε άλλον αναγνώστη (γιατί ακόμη και αυτός που διαβάζει ένα ποίημα είναι έτοιμος να ξεστομί σει τις λέξεις χάριν του ακροατή). Μέσα σε αυτήν τη μοναξιά,
ο αναγνώστης' του μυθιστορήματος ιδιοποιείται το υλικό του πιο ζηλότυπα από τον καθένα. θέλει να το κάνει ολότελα δι κό του, να το καταβροχθίσει κατά κάποιον τρόπο. Πράγματι,
αναλώνει το υλικό του όπως η φωτιά αναλώνει τα κούτσουρα στο τζάκι. Η ένταση που διαπερνά το μυθιστόρημα μοιάζει
πολύ με το ρεύμα του αέρα που αναζωπυρώνει τη ωλόνα και ζωηρεύει το παιχνίδι της. Είναι ένα ξερό υλικό που τροφοδοτεί το φλεγόμενο ενδια
φέρον του αναγνώστη. «Ένας άνθρωπος που πεθαίνει στα τριάντα πέντε του», είπε κάποτε ο ΜοήtΖ
Heimann,
«είναι σε
κάθε σημείο της ζωής του ένας άνθρωπος που πεθαίνει στα
τριάντα πέντε του». Τίποτα δεν είναι πιο αμφίβολο από αυτήν τη φράση
-
για τον μοναδικό λόγο ότι σφάλλει uτo
χρόνο. Ένας άνθρωπος -αυτή είναι η αλήθεια που εννοείται ο οποίος πέθανε στα τριάντα πέντε του θα εμφανιστεί στην ενθύμηση σε κάθε σημείο της ζωής του ως ένας άνθρω
119
ο ΑΦΗΓΗΊΉΣ
πος που πεθαίνει στα τριάντα πέντε του. Με άλλα λόγια, μια πρόταση που δεν έχει καμιά σημασία για την αληθινή ζωή, γί νεται αδιαμφισβήτητη για τη ζωή ως αντικείμενο της ανάμνη σης. Πουθενά δεν μπορεί να παρουσιαστεί καλύτερα η φύση
ενός μυθιστορηματικού χαρακτήρα απ' όσο στην πρόταση που λέει ότι το «νόημα» της ζωής της αποκαλύπτεται μόνο στο φως του θανάτου της. Όμως ο αναγνώστης ενός μυθιστο ρήματος στην πραγματικότητα ζητάει ανθρώπους από τους οποίους να αντλήσει κάποιο «νόημα ζωής». Ως εκ τούτου
πρέπει με τον ένα ή με τον άλλο να γνωρίζει εκ των προτέ το θάνατό τους: εν
κό -το τέλος του μυθιστορήματος-, αλλά
τον πραγματικg. Πώς οι χαρακτήρες του δίνουν να καταλάβει 6τι ο θάνατος ήδη τους περιμένει
ένας πολύ συγκεκριμέ
νος θάνατος σε μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή; Αυτό είναι το ερώτημα που τροφοδοτεί το αδηφάγο ενδιαφέρον του ανα γνώστη για την εξέλιξη του μυθιστορήματος.
Το μυθιστόρημα δεν είναι λοιπόν σημαντικό επειδή μας
παρουσιάζει μια ξένη μοίρα, με διδακτικό ίσως τρόπο, αλλά επειδή αυτή η ξένη μοίρα μάς δίνει, χάρη στη φλόγα που την
αναλώνει, τη ζεστασιά την οποία ποτέ δεν θα αντλούσαμε τη δική μας. Εκείνο που έλκει τον αναγνώστη στο η ελπίδα να ζεστάνει την ξυλιασμένη ζωή του μ' έναν θάνατο για τον οποίον ΧVΙ
«ο Λεσκώφ», γράφει ο Γκόργκι, «είναι ο συγγραφέας ... με τις
πιο βαθιές ρίζες στο λαό και είναι εντελώς ανέπαφος από κά Οε ξένη επιρροή». Ο μεγάλος αφηγητής έχει πάντα τις ρίζες του στο λαό, και προπάντων στα στρώματα των χειροτεχν(ί)ν.
Αλλά καθώς αυτά περιλαμβάνουν το αγροτικό, το ναυτικό
120
WALTER BENJAMIN
και το αστυακό στοιχείο στα ποικίλα στάδια της οικονομικής και τεχνικής τους εξέλιξης, υπάρχουν πολλές διαβαθμίσεις στις έννοιες μέσ' από τις οποίες φτάνει ως εμάς ο πλούτος
της εμπειρίας του. (Για την καθόλου ευκαταφρόνητη συμβολή που είχαν οι εμπορευόμενοι στην τέχνη της αφήγηση ς δεν
χρειάζεται να μιλήσουμε' εκείνο που προσέφεραν ήταν όχι τό σο το να πλουτίσουν το διδακτικό της περιεχόμενο, όσο το
να εκλεπτύνουν τα τεχνάσματα με τα οποία αιχμαλωτίζεται η προσοχή του ακροατή. Έχουν αφήσει βαθιά τα ίχνη τους στον
αφηγηματικό κύκλο Χίλιες και μία Νύχτες). Με λίγα λόγια, παρ' όλο τον θεμελιώδη ρόλο που κατέχει η αφήγηση στην οι κοσκευή της ανθρωπότητας, οι έννοιες μέσα στις οποίες δια
φυλάσσεται η σοδειά της αφήγηση ς είναι πολλαπλές. Ό,ΤΙ στον Λεσκώφ συλλαμβάνεται καλύτερα με θρησκευτικούς όρους, στον
Hebel
φαίνεται να εντάσσεται αυθόρμητα στις
παιδαγωγικές προοπτικές του Διαφωτισμού, στον
νίζεται ως ερμητίκή παράδοση και στον
Poe εμφα Kipling βρίσκει ένα
έσχατο άσυλο στη ζωή των Βρετανών θαλασσοπόρων και των στρατιωτικών των αποικιών. Κοινή σε όλους τους μεγάλους
αφηγητές είναι η ευχέρεια ν' ανεβοκατεβαίνουν τις βαθμίδες της εμπειρίας τους όπως μια σκάλα. Μια σκάλα που εκτείνε ται κάτω μέχρι τα βάθη της γης και χάνεται ψηλά μέσα στα σύννεφα, εικόνα μιας συλλογικής εμπειρίας για την οποία
ακόμη και ο βαθύτερος κλονισμός κάθε ατομικής εμίτειρίας, ο θάνατος, δεν συνιστά κανενός είδους εμπόδιο ή όριο. «Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», λέει το παρα μύθι. Το παραμύθι, που ακόμη και σήμερα παραμένει ο πρώτος
δάσκαλος των παιδιών επειδή υπήρξε ο πρώτος δάσκαλος της ανθρωπότητας, εξακολουθεί να ζει κρυφά στην αφήγηση. Ο πρώτος αληθινός αφηγητής υπήρξε, και παραμένει, ο αφηγητής των παραμυθιών. Όπου η κατάσταση ήταν δύσκολη το παρα
μύθι ήξερε να συμβουλεύει, όπου η ανάγκη ήταν μεγάλη η βοή
ο ΑΦΗΠΠΗΣ
121
θειά του ήταν άμεση. Αυτήν την ανάγκη τη γέννησε ο μύθος. Το
παραμύθι μάς μιλάει για τα πρώτα μέτρα που πήρε η ανθρω πότητα προκειμένου ν' αποτινάξει από το στήθος το βάρος που της έθεσε ο μύθος.14 Μας δείχνει με τη μορφή του χαζού πώς η ανθρωπότητα «κάνει τη χαζή>. απέναντι στο μύθο' μας δείχνει με τη μορφή του μικρού αδελφού πώς οι ευκαιρίες της μεγαλώνουν καθώς απομακρύνεται από τον μυθικό προ'ίστορι κό χρόνο' μας δείχνει στη μορφή εκείνου που ξενιτεύεται για να μάθει τι είναι φόβος ότι τα πράγματα που μας τρομάζουν είναι διαπερατά' στη φιγούρα του έξυπνου μας δείχνει ότι τα ερωτήματα που μας θέτει ο μύθος είναι απλοΥκά όπως το αί νιγμα της Σφίγγας στη μορφή των ζώων που προστρέχουν για
να βοηθήσουν ;ο παιδί του παραμυθιού μας δείχνει ότι η φύση
μ.ιϊορεί όχι μόνο να υπηρετεί το μύθο, αλλά πολύ περισσότερο
να συμμαχεί με τον άνθρωπο. Το πιο φρόνιμο -έτσι δίδαξε το παραμύθι πριν από αιώνες την ανθρωπότητα, κι έτσι διδάσκει ακόμα και σήμερα τα παιδιά- είναι να αντιμετωπίσουμε τις
δυνάμεις του μυθικού κόσμου με δόλο και με υψηλοφροσύνη (έτσι το παραμύθι πολώνει το λεκτικό σε κατώτερο
Ubermut,
Mut, το θάρρος, με τρόπο δια Untermut, δηλαδή δόλο, και ανώτερο
δηλαδή υψηλοφροσύνη). Η απελευθερωτική μαγεία
που διαθέτει το παραμύθι δεν εισάγει με μυθικό τρόπο τη φύ ση μέσα στο παιχνίδι, αλλά υπαινίσσεται τη συμμαχία της με τον ελευθερωμένο άνθρωπο. Αυτήν τη συμμαχία ένας ώριμος άνθρωπος τη νιώθει μόνο κάποιες φορές, δηλαδή στην ευτυχία'
αλλά το παιδί τη συναντάει για πρώτη φορά στα παραμύθια, και το κάνει να νιώθει ευτυχισμένο. ΧVΙΙ
Λίγοι αφηγητές φανερώνουν τόσο βαθιά συγγένεια με το πνεύμα του παραμυθιού όσο ο Λεσκώφ. Πρόκειται για κάποι
WALTER
122
ΒΗΝΙΑΜΙΝ
ες τάσεις τις οποίες ευνόησε η δογματική της Ελληνορθόδο ξης Εκκλησίας. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν κατέχει, όπως είναι
γνωστό, η θεωρία του Ωριγένους περί αποκαταστάσεως, δη λαδή η είσοδος όλων των ψυχών στον παράδεισο, την οποίαν
απέρριψε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ο Λεσκώφ είχε πολύ επηρεαστεί από τον Ωριγένη και σχεδίαζε να μεταφράσει το έργο του Περί Πρώτων Αρχών. Ο Λεσκώφ ερμήνευε την Ανά σταση στο πνεύμα της ρωσικής λα'ίκής πίστης όχι τόσο ως
εκλάμπρυνση όσο ως απομάγευση, με μια έννοια συγγενική προς εκείνη του παραμυθιού. Μια τέτοια ερμηνεία του Ωριγέ νους βρίσκεται στο βάθος του «Μαγεμένου Προσκυνητή». Εδώ, όπως και σε πολλές άλλες ιστορίες του Λεσκώφ, έχουμε να κάνουμε με μια υβριδική μορφή, κάτι ανάμεσα στο παρα
και το θρύλο, παρόμοια μ' εκείνο το μεικτό είδος που
αναφέρει ο
Emst Bloch,
σε σχέση με το οποίο αξιοποιεί για
δικό του λογαριασμό τη διάκριση που κάναμε εδώ ανάμεσα
σε μύθο και παράμύθι. «Ένα υβρίδιο ανάμεσα στο παραμύθι και το θρύλο», λέει αυτός, «περιέχει μεταφορικά μυθικά στοι
χεία, στοιχεία των οποίων η επίδραση είναι οπωσδήποτε αιχ μαλωτιστική και στατική, κι ωστόσο στοιχεία όχι εξωτερικά προς τον άνθρωπο. Στο θρύλο υπάρχουν υπάρχουν ταο'ίστι
κές φιγούρες, ειδικά οι πιο αρχαίες, που είναι "μυθικές" με
αυτήν την έννοια: για παράδειγμα το ζευγάρι του Φιλήμονα και της Βαυκίδας, που έχει ξεγλιστρήσει με τον τρόπο του
παραμυθιού κι εντούτοις διατηρεί την ακινησία της φύσης.
Και οπωσδήποτε μια παρόμοια σχέση παραμυθιο'ι) και θρύ λου υπάρχει στο πολύ πιο περιορισμένο ταο'ίστικό κλίμα του
Gotthelf:
αφαιρεί εδώ κι εκεί από το θρύλο τον τόπο της γοη
τείας, διασώζει τη φλόγα της ζωής, την ιδιάζουσα στον άν
θρωπο φλόγα της ζωής, που καίει ήσυχα μέσα όσο και έξω». «Έχοντας ξεγλιστρήσει με τον τρόπο του παραμυθιοί,» έτσι είναι τα πλάσματα που φέρουν τα χαρακτηριστικά των
Ο ΑΦΗΙΉΤΗΣ
123
λεσκωφικών δημιουργημάτων: οι δίκαιοι. Ο Παβλίν, η Φιγού ρα, ο περουκιέρης, ο φύλακας των αρκούδων, ο φιλάνθρωπος φρουρός
όλοι αυτοί που αντιπροσωπεύουν τη σοφία, την
αγαθότητα, την παρηγοριά του κόσμου, συνωστίζονται γύρω από τον αφηγητή. Το βέβαιο είναι ότι αυτές τις μορφές τις διαπερνά η
imago
της μητέρας του. «Είχε», όπως την περι
γράφει ο Λεσκώφ, «μια τόσο αγαθή ψυχή, που δεν μπορούσε
να βλάψει κανέναν άνθρωπο, αλλά οίιτε και ζιl)o. Δεν έτρωγε κρέας, ούτε ψάρι, γιατί λυπόταν όλα τα ζωντανά πλάσματα. Ο παΤέρας μου συνήθιζε να τη μαλώνει πότε πότε γι' αυτό. Εκείνη όμως του απαντούσε: "Εγώ η ίδια τα μεγάλωσα αυτά
τα ζωάκια' είναι για μένα σαν παιδιά μου. Μπορώ να φάω τα παιδιά μου;" Qύτε και στα σπίτια των γειτόνων έτρωγε κρέ
ας. "Τα έχω δει ζωντανά", έλεγε. "Είναι γνωστοί μου. Μπορώ να φάω τους γνωστούς μου;"».
Ο δίκαιος l5 είναι ο συνήγορος της πλάσης και ταυτόχρονα η ανώτερη ενσάρκωσή της. Στον Λεσκώφ έχει μια μητρική
χροιά που μερικές φορές εντείνεται ως το μυθικό (κι έτσι δια κυβεύεται βέβαια η καθαρότητα του παραμυθιού). Τυπική σε σχέση με αυτό είναι η μορφή του πρωταγωνιστή στο διήγημα
«Κοτίν ο προμηθευτής και η Πλατωνίδα». Αυτή η φιγούρα ένας χωρικός ονόματι Πισόνσκι, είναι ερμαφρόδιτη. Δώ δεκα χρόνια τον μεγάλωνε η μητέρα του σαν κορίτσι. Τα αρ σενικά και τα θηλυκά του όργανα ωριμάζουν παράλληλα, και
η διττότητα του φί,λου του «γίνεται το σύμβολο του Θεαν Ορώπου». Ο Λεσκώφ θεωρεί ότι με αυτόν τον τρόπο έφτασε στο ιινώτατο σημείο της δημιουργίας, και ταυτόχρονα φαίνεται να τον βλέπει σαν μια γέφυρα ανάμεσα στον γήινο και τον ουράνιο κόσμο. Γιατί αυτές οι μητρικές αρσενικές φιγούρες,
οι φορτισμένες με τη δύναμη της γης, που κάθε τόσο κυριεύ ουν τη μυθοπλαστική τέχνη του Λεσκμος «l1το" του ακατον6μαστου, αινιγματικού, τρομακτικού (')σο ΚΗΙ αφ6ρητα γοητευτικού θρι)(σματος ταυ απείρου που κάποτε ι'!ιαφυλασα()ταν πι'ριδειος μέσα στη σφαίρα του ιερού. «Ι'ια 6,ΤΙ ι'!εν μΠΟQούμε να μιλήσουμε, πρέπει να σιωπάμε» έλεγε ο Wlttgen~teln. Ο Μπένγιαμιν, και μαζί του ο εξοχότερος φιλοσοφι κός του κληρονόμος, ο Αντόρνο, μοιάζουν να λένε: η μοίρα της
γλώσσας είναι να μιλάει ακατάπαυστα για εκείνο για το οποίο δεν μπορεί να μιλήσει.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
157
Το έργο του μεταφραστή
1.
Το
1923
η κύρια βιοποριστική δραστηριότητα του Μπένγιαμιν
ήταν η μετάφραση. Οι μεταφράσεις του από τα γαλλικά, μεταξύ των οποίων και μερικοί τόμοι του βώς την εποχή παραδίδει το
Proust,
είναι περίφημες. Αυτήν ακρι
Tablcau parίsicn του Μπωντλαίρ, στο
οποίο θεώρησε σκόπιμο να προτάξει μια εισαγωγή για την ίδια τη μετάφραση: είναι το κείμενο που ακολουθεί,
Ubersetzers»,
«Die Aufgabe des
η ολοκληρωμένη θεωρία για τη μετάφραση του Μπέν
γιαμιν κι ένα αποφασιστικό βήμα στην εξέλιξη της γλωσσοθεωρίας του. Υφολογικά μιλώντας το κείμενο ανήκει στην πρώιμη, «ιδεαλι στική» περίοδο του Μπένγιαμιν, της οποίας θα πρέπει να θεωρείται και το οριακό έργο (μαζί ίσως με τις Πηγές του Γερμανικού Δ.ράμα
τος, την άτυχη διατριβή του, που ολοκληρώθηκε μέσα στα επόμενα
δύο χρόνια). Παρότι από καιρό οι πολΙΤΙΚές του ιδέες επηρεάζονται από την αναρχική θεωρία, ιδίως από τον
Georges Sorel,
η φιλοσο
φική του γλώσσα παραμένει πολύ κοντά σ' εκείνη του πρώτου του γλωσσοφιλοσοφικού δοκιμίου. Ο προσεκτικός αναγνώστης όμως μπορεί ήδη να παρατηρήσει μια ποσοτική μεταβολή των συστατικών της σκέψης του: μειώνεται σταθερά ο πλατωνισμός του, ενώ ενι σχύεται το μυστικιστικό (με κοινοτιστικές συνδηλώσεις) στοιχείο. Εν πάση περιπτώσει, η προμαρξιστική περίοδος του Μπένγιαμιν φτάνει στο τέλος της καθώς αυτήν ακριβώς την εποχή
(1913-24)
κά
νει δύο γνωριμίες που πρόκειται να χαράξουν βαθιά τη ζωή του: του νεαρού φιλοσόφου Τέοντορ Αντόρνο και της λεττονής ηθοποι ού, συνεργάτιδo~ του Μπρεχτ,
2.
Aja Lacis.
Από την πρώτη κιόλας πρόταση του δοκιμίου ο Μπένγιαμιν
διαλύει κάθε υπόνοια ότι θ' ασχοληθεί με ζητήματα τεχνικά της με τάφρασης. Η μετάφραση τον ενδιαφέρει ως πράξη με μοναδικό οντολογικό βάρος -αντίστοιχο με το οντολογικό βάρος που είδαμε να αποδίδει στο προηγούμενο δοκίμιό του στην ίδια τη γλώσσα-, ως γλωσσική ουσία, και ως τέτοια κατοπτρίζεται στην έννοια της μεταφρασιμότητας ως εγγενούς ποιότητας ενός κειμένου. Όχι λοι πόν τη «μετάφραση» ως τυχαία επιτέλεση, αλλά τη «μεταφρασιμότη
τα» ως κατηγόρημα ουσίας ενός κειμένου, κι εντέλει της ίδιας της
Ι'Κ
_._.__ ._.____,.______________________________
~~~~~~=
γλιί)Ησιις. ι~Ιναι ι'κείνο που υπόσχεται από τις πρώτες νοαιιιιέι:: του δοκιμΙΟ" του να ερευνήσει ο Μπένγιαμιν.
Αίγες γραμμές πιο πάνω μιλάει να «είναι και ο ίδιος ποιητής». Ας ότι όταν ο Μπένγιαμιν μιλάει εδώ στικά την «ποιητική», δηλαδή τη
για το μεταφραστή, που πρέπει έχουμε από την αρχή κατά νου για μετάφραση, εννοεί αποκλει λογοτεχνική μετάφραση. Είναι
προφανές ότι οι λεπτές εννοιολογικές διακρίσεις και οι συσχετισμοί που πασχίζει εδώ να κάνει χάνουν τη δύναμή τους όσο περισσότερο πραγματευτικό είναι το ύφος του κειμένου, όσο περισσότερο δηλα δή η μετάφραση καθοδηγείται από το νόημα και όχι από την καθα ρή γλώσσα και τους ιριδισμούς της. 3. Μια ολόκληρη φιλοσοφική πραγματεία θα μπορούσε να γρα
φτεί σε αυτό το σημείο, γιατί οι όροι αυτού του συλλογισμού αντι
προσωπεύουν μια μακρά συζήτηση στην ιστορία της σκέψης. Με τη χρήση της μεταφοράς του Θεού --η οποία έρχεται κατά τρόπο κα
ντιανό να σφραγίσει με μια ρυθμιστική έννοια την άπειρη δυνατό τητα της γνώσης-- έναντι της απλά «υποκειμενικής», δηλαδή της συμπτωματικής ανθρώπινης γνώσης, ο Μπένγιαμιν αναζωπυρώνει
εδώ την κλασική αντίθεση αναμέσα σε ό,ΤΙ εκπροσωπούσε το δίπολο ουσία-συμβεβηκός στον Αριστοτέλη, ειδικότερα όμως με τους όρους που το διαβάζει μ.έσ' από το δίπολο δυνατότητα-πραγματικότητα ο Χέγκελ.
4. Μπαίνουμε πλέον στα βαθιά νερά του κειμένου. Ο Μπένγια μιν επιστρατεύει μια πανίσχυρη οργανιστική μεταφορά που θα είναι στο εξής κυρίαρχη κάθε που μιλάμε για τη γλώσσα. Η δραστικότητά της είναι αμφίδρομη: όχι μόνο η γλώσσα πρέπει να εκλαμβάνεται σαν ένας ζωντανός οργανισμός (που οπωσδήποτε είναι), αλλά και η ίδια η ζωή αποτελεί (το είδαμε και αλλού) μια μορφή γλώσσας
- η μεταφορά της γλώσσας είναι η κυρίαρχη μεταφορά προκειμένου να μιλήσουμε για οποιοδήποτε επίπεδο της ζωής ή του Ειναι. «Όπως ακριβώς οι εκδηλώσεις της ζωής συνδέονται στενότατα με το φαινόμενο της ζωής χωρίς να είναι σημαντικές γι' αυτό»: ιδού η κυρίαρχη μεταφορά, και πρέπει αποφασιστικά ν' αντιληφθούμε ." .• .ποια σχέση συνδέει το φαινόμενο της ζωής με της εκδηλώσεις της. Η ,~QTI αυτή είναι, ακριβώς, ή σχέση της πρωταρχικής διαφοράς: το
. ""'\, "'.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
159
φαινόμενο της ζωης είναι αόρατο, κατ~ ουσίαν ασύλληπτο, και αν κάτι μας επιτρέπει να μιλάμε γι' αυτό, είναι μόνο και μόνο οι ορα τές t:κδηλώσεις του. Μέσω αυτών και μέσ' από τις συγκεκριμένες του τροπικότητες τις οποίες αυτές ονομάζουν, αγκυροβολεί και το ίδιο στην ύπαρξη, όπως το μυθικό εκείνο Είναι της μεταφυσικής
σω των κατηγορημάτων του. Η μετάφραση λοιπόν, ή, για να το πού με με μια γενικότερη έννοια, η εκπεφρασμένη λέξη, είναι το αγκυρο
βόλημα στην ύπαρξη ενός πρωτοτύπου, ή νοήμάτος εν γένει, το οποίο χωρίς αυτή δεν θα μπορούσε να συλληφθεί πουθενά, αλλά ακριβώς μέσ' από τη συγκεκριμένη του σύλληψη χάνει τη λάμψη της καθαρής του ουσίας. Η μετάφραση είναι η εμπειρική γλα)σσα. Η με ταφρασιμότητα είναι η επιδεκτικότητα του πρώτου κειμέ'10υ του κό σμου, τσυ καθαρού νοήματος, να συλληφθεί από την ανθρώπινη γλώσσα.
Τώρα κατανοούμε την αινιγματική έκφραση που διατύπωσε πα ραπάνω ο συγγραφέας, και την οποία σκοπίμως αφησαμε προς στιγ μήν ασχολίαστη: «Η μετάφραση είναι μορφή». Η σχέση μετάφρασης πρωτοτύπου είναι, στην πιο γενική της μορφή, η σχέση μορφής-πε ριεχομένου' και αυτό το τελευταίο εννοείται με τους όρους μιας
αποφατικής οντολογίας όπου τα κατηγορήματα είναι οι πρώτες μορφές, αντικατοπτρισμοί ενός πάντα διαφεύγοντος περιεχομένου, το οποίο τα εμποτίζει. EδQ) όμως αναλαμβάνει το λόγο μια πανάρ χαιη σοφία, εκείνη που υπενθυμίζει ότι η μορφή είναι ο θάνατος αυτού το οποίο κατοπτρίζεται μέσα της. Αναμφίβολα αυτού είναι
αντανάκλαση η περίφημη πλατωνική μεταφορά του σώματος ως μνήματος (σfίμ.α) της ψυχής αυτού μία σύγχρονη έννοια είναι εκείνη της πραγμοποίησης, ως απολίθωση μέσα στη μορφή εκείνσυ που μό
νο η ερμηνεία μπορεί, σαν τον ερωτευμένο πρίγκιπα του παραμυθι ού, να φέρει και πάλι στη ζωή. Κάθε ζωή την οποία προσφέρει με αυτόν τον τρόπο η ερμηνεία (και η μετάφραση είναι λοιπόν μια μορφη ερμηνείας) είναι μια μετά θάνατον
5.
Και φτάνουμε στο κρίσιμο σημείο των σχέσεων μεταξύ ζωής
και ιστορΙας. Υπάρχει ένα «κακός» Ρομαντισμός του οποίου αντη χήσεις θα βρούμε σε όλες σχεδόν τις λεγόμενες βιταλιστικές φιλοσο
φίες και του οποίου κληρονόμος επρόκειτο να είναι εντέλει ο ~9:D\~
ιι.ο
WALTER BENJAMIN ο οποίος [ξαίρη τη «φί,ση» και τη «ζωή» εις βάρος του «πνεύ
ματος» και του «πολιτισμού», Ο βαθμός στον οποίον είναι ριζωμένος μέσα στο γενικό πνεύμα του δέκατου ένατου αιώνα
νεται στον ακαδημαΊ:κό διαχωρισμό, που ήταν τόσο εδραιωμένος στη Γερμανία και για τον οποίον ήδη μιλήσαμε, ανάμεσα σε ΕπισΤή μες της Φύσης και Επιστήμες του Πνεύματος. Αυτή η παράδοση μοι
άζει να είναι ο υπόρρητος πολεμικός στόχος μιας τόσο εμφατικής δήλωσης όσο αυτή εδώ του Μπένγιαμιν: η ζωή είναι η ιστορία. Αυτό το μοτίβο θα το παραλάβει ολόκληρη η σχολή της Φρανκφούρτης, η oπoLα θα δώσει έναν αληθινό αγώνα για ν' αποκαταστήσει τα δι του πνεύματος. δηλαδή μιας ορισμένης έννοιας του λό γου, όχι εις βάρος της υλικής φύσεως σύμφωνα με μια παρωχημένη
μεταφυσική παράδοση, αλλά ως ακριβώς της φωνής της πιο ευαί σθητης από την καρδιά της φύσης. Το πρόβλημα ειδικότερα μιας διαλεκτικής διασταύρωσης μεταξύ ζωής και ιστορίας, επηρεασμένο εμφανώς από αυτήν την περίοδο του Μπένγιαμιν, θα το αναπτύξει
ο νεαρός Αντόρνο στο περίφημο νεανικό του δοκίμιο «Η ιδέα της φυσικής
ιστορίας»
(
Το γλωσσοφιλοσοφικό όραμα του
τι, συγκεκριμένη κοινωνική ταυτότητα. 10. Πράγματι, πρέπει να διαχωρίσουμε δραστικά τον τρόπο εν
ν6ηστις (την ε,μπειρική γλώσσα) από το νοούμενο (το νόημα που τη
διαπερνάει) για να μπορέσ9υμε να διακρίνουμε τη συμπληρωματι
Ι::ΡΜIΙΝΕγTlΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
11>.\
κότητα των γλωσσών μέσα στο έσχατο νόημά τους. Για μΙα ακ()μη
φορά βρισκόμαστε μπροστά στην πρωταρχική διαφορ(Χ,
11.
Εκείνο το οποίο παραμένει «κρυμμένο μέσα στις γλώσσες»,
εκείνο που, όντας σε κατάσταση συνεχούς ροής, πρέπει να αναδυθεί ως «καθαρή γλώσσα», είναι λοιπόν το έσχατο νόημα όλων των γλωσ σ, αποκαλύπτεται λιγότερο δαπα-' και απαιτεΙ λιγότερη ενέργεια από το ίδιο το σωματικό κίνημα
(, ακόμα και το χειρικό, επιτυγχάνει σιγά σιγά να κυριαρχήσει. Το σωματικό-χειρικό κίνημα, καθώς γίνεται όλο και λιγότερο απαραίτη το, μειώνεται προοδευτικά. Το λαρυγγοστοματικό κίνημα το απομα κρύνει όλο και περισσότερο και αρχίζει να
από τη δική του και
ανεξάρτητη ζωή. Τότε οι ρόλοι του σωματισμού και της γλώσρnς αντιστρέφονται» (σ.
530).
Ωστόσο η προέκταση αυτής της διαδικασίας ως το «βαθμό αλγέ
βρωσης» της γλώσσας δεν μπορεί να ερμηνευθεί δίχως το στοιχείο" της εργαλειοτεχνικής κυριαρχίας, και το ευρύτερο πρόταγμα της κυριαρχίας που στάθηκε το φαντασιακό του κίνητρο. Προς αυτήν
ακριβς την κατεύθυνση θ' αναπτύξουν αργότερα οι Χορκχάιμερ και Αντό,ρνο το θέμα.
6. Ο Μπένγιαμιν υπονοεί εδώ ότι, παρ' όλο τον εκφυλισμό της, η μιμητική παρόρμηση φαίνεται να επανεμφανίζεται σήμερα μέσα στις πιο άλογες και τις πιο αντανακλαστικές συμπεριφορές των μαζών
(στον ίδιο τον ναζισμό, θα φτάσουν να υποστηρίξουν οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο). Ένα παράδειγμα αυτού του πράγματος είναι η αστρο
λογία. Παρόλη την επιπολαιότητα που σημαδεύει τη σημερινή ανάλη ψή της από τη μαζική κουλτούρα, η αστρολογία είναι βαθιά υφασμέ νη με το συλλογικό ασυνείδητο της ανθρωπότητας. Ο αστρόσπαρτος ουρανός είναι ένα από το πρώτα μεγάλα κείμενα που δόθηκαν στον
άνθρωπο προς αποκρυπτογράφηση. Η ερμηνεία των ακατανόητων του έμοιαζε να έχει να του αποκαλύψει ένα βαθύ μυστικό του ίδιου του σύμπαντος κρίσιμο για τη ζωή του, και η ιδέα ότι εκεί νο που συμβαίνει στον ουρανό έχει το ομοιότυπό του κάτω στη γη
και σε όσα διαδραματίζονται μεταξύ των ανθρώπων (το ερμητικό
αξίωμα Όπως πάΥω. έτσι και κάτω), είναι ένα αδιάψευστο δείγμα των μιμητικών αντιστοιχιών που ανέκαθεν ο άνθρωπος είχε την τά ση να κατασκευάζει ανάμεσα στον κόσμο του και τη φύση.
7.
Η προνομιακότητα του χοροί' ανάμεσα σε όλες τις μιμητικές
δραστηριότητες έχει ήδη δειχτεί. Μέσα στο ιερό-τελετουργικό του πλαίσιο, στο χορό του σαμάνρυ ή της γονιμικής τελετής, ο χορός
ΕΡΜΗΝΕΥΤιΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
175
κράτησε τις απαρχές εκείνου του γίγνεσθαι-ζώο, του γίγνεσθαι-φύση και του γίγνεσθαι-κόσμος που σημάδεψε την πρώτη πρώτη σχέση
του ανθρ(ί>που με τα πράγματα. Ο
Mallarme
γράφει κάπου, και ο
Μπένγιαμιν το παραθέτει αλλού (στο δοκίμιό του για την κοινωνιο
λογία της γλώσσας): «Η χορεύτρια δεν είναι μια γυναίκα, αλλά μια μεταφορά, που φέρνει σε έκφραση μια όψη των στοιχειωδών μορ φών της ί,παρξή μας: το σπαθί, το κύπελλο, το λουλούδι, κ.λπ.». Η
ίδια η γλώσσα δεν είναι παρά ένας χορός: χορός των λαρυγγοστο ματικών μυών που συμπυκνώνουν και συνοψίζουν το χορό, εκούσιο και ακούσιο, όλων των μυώνων του ανθρώπινου σώματος, αντίγρα φο του μεγάλου χορού του σύμπαντος, από τους πλανήτες μέχρι το ηλεκτρόνιο, που θέτει σε κίνηση τη μία μετά την άλλη όλες τις ζωι
κές μορφές και τα όντα.
8..
Η
έννοια
Ahnlichkeit)
της
μη
. αισθητηριακής
ομοιότητας
(unsinnlίche
είναι·κρίσιμη για την κατανόηση αυτού που προσπαθεί
να πει ο Μπένγιαμιν εδώ. Τι σημαίνει όμως αυτό; Το πνεύμα, όπως είπαμε, είναι ασκημένο να παρατηρεί και να καταγράφει ομοιότητες μέσα στη φύση. Σε αυτή του την ικανότητα στηρίζονται όλες οι μορ φές πρωτόγονης ταξινόμησης. Έχει όμως μια επιπλέον ικανότητα:
να παράγει το ίδιο την ομοιότητα εκεί που αυτή δεν είναι αισθητη ριακά (οπτικά, ακουστικά, κ.λπ.) προφανής
και αυτή είναι η έν
νοια της μίμησης ως ενεργητικής δραστηριότητας. Ένα καλό παρά
δειγμα για να το καταλάβουμε αυτό είναι η αστρολογία. Τι είναι εκείνο που συνδέει μεταξύ τους, ας πούμε, το ζώο που στα ελληνι
κά ονομάζουμε σκορπιό, τον ομώνυμο αστερισμό, καθώς και το πρόσωπο που έχει γεννηθεί την περίοδο της μετάβασης του ηλίου από τον συγκεκριμένο αστερισμό (το μήνα Νοέμβριο); Ολοφάνερα, μεταξύ των όρων αυτής της αλυσίδ~ς δεν υπάρχει σαφής αισθητή ομοιότητα, ωστόσο μια σχέση ε~αθιδρύεται ανάμεσά τους η
dnola
μέσα σ' ένα σύστημα παρόμοιων σχέσεων μπορεί να παράγει νόημα. Η σχέση σ' ένα ορισμένο επίπεδο μοιάζει αυθαίρετη, είναι σε θέση ωστόσο να υποκινήσει πραγματικές σχέσεις συμπάθειας και βιωμα
τικής ταύτισης ανάμεσα στον άνθρωπο και σε συγκεκριμένες όψεις του κόσμου.
9.
Η ονοματοποιητική θεωρία για την προέλευση της γλώσσας
.IJ!_'__.
WALTER BENJAMIN
Ί'ιταν η πιο hημοφιλΊ'lς Ο!'