Η ΚΛΕΙΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
’Αφιερώνω τούτη την έργασία μου στά 150 χρόνια άπό τή γέννηση το...
33 downloads
286 Views
8MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Η ΚΛΕΙΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
’Αφιερώνω τούτη την έργασία μου στά 150 χρόνια άπό τή γέννηση τού ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ καί, στά 100 χρόνια άπί> τή γέννηση τού ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΙΛΙΤΣ ΛΕΝΙΝ των μεγαλύτερων τιτάνων τής έπαναστατικής σκέψης καί πράξης, πού γέννησε ή άνθρωπότητα. Ό συγγραφέας
Iribadzakov
Nikolai
Ή Κλειώ μπροστά στά δικαστήριο τής άστικής φιλοσοφίας· κριτική τής σύγχρονης Ιδεαλιστικής φιλοσοφώ τής Ιστορίας' μετ. Άχιλλέας Σάββας. Αθήνα, Δωδώνη, 1978. 552 σ. Τίτλος πρωτοτύπου : Klio pred sjda na burzoaznata filosofija. 1. Φιλοσοφία — Κριτική.
Copyright : ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Κ. ΛΑΖΟΣ 'Ασκληπιού 3 — ΆΘήνα (143)
ΝΙΚΟΛΑΙ
ΙΡΙΜΠΑΤΖΙΑΚΟΦ
Κ αθηγητή Π ανε-ιστημίου
Η ΚΛΕΙΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Μ ετάφραση,
σημειώσεις : Ά χ ιλ λ έ α
Σάββα
Γλωσσική φροντίδα : Εύθ. Παττασπύρου
ΤΟΜ ΟΣ
ΠΡΩΤΟΣ
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ «Δ Ω Δ Ω Ν Η » Ε .Κ . Λ Α Ζ Ο Σ - Α Σ Κ Λ Η Π ΙΟ Υ 3 Α Θ Η Ν Α 1978
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελίς Α Ν Τ Ι Γ ΙΑ Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο .............................................................. Η Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Α Σ Τ ΙΚ Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ - Κ Ο Ρ Η Τ Η Σ Κ Ρ ΙΣ Η Σ Τ Η Σ Α Σ Τ ΙΚ Η Σ Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Α Σ ........................................................................ Η Κ Ρ ΙΣ Η Τ Η Σ Α Σ Τ ΙΚ Η Σ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ Σ . . Η Σ Η Μ Α Σ ΙΑ Τ Η Σ Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΚ Ο ΐΣ Τ Ο Ρ ΙΚ Η Σ Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α Τ ΙΚ Η Σ Γ ΙΑ Τ Η Μ Α Ρ Ξ ΙΣ Τ ΙΚ Η ΙΔ Ε Ο Λ Ο Γ ΙΑ Κ Α Ι ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ .............................
9
17 26
36
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Τί> ζήτη μα γιά το άντικείμενο καί τά καθήκοντα τής κοινωνιολογίας στήν αστική κοινωνιολογική καί φιλοσοφικοϊστορική φιλολογία......................................................... 'Η κοινωνιολογία ώς φιλοσοφία τής ισ τ ο ρ ία ς ................... 'Η κοινωνιολογία ώς «έμπειρική» έ π ι σ τ ή μ η ................... *Η κοινωνιολογία ώς θεωρητική έ π ι σ τ ή μ η ........................ 1. Ή άναβίωση τής άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίας ώς άντίδραση κατά τοϋ «άθεωρητικοϋ έμπειρισμοϋ». . 2. 'Η θεωρητική κατεύθυνση στήν έμπειρική «κοινωνιολ ογία».......................................................................................... Η Σ Τ Α Σ Η Τ Η Σ Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Σ Α Σ Τ ΙΚ Η Σ Θ Ε Ω Ρ Η Τ Ι Κ Η Σ Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΟ Λ Ο Γ ΙΑ Σ Α Π Ε Ν Α Ν Τ Ι Σ Τ Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α Σ .................................. Η Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΟ Λ Ο Γ ΙΑ Α Π Ο Τ Η Μ Α Ρ Ξ ΙΣ Τ ΙΚ Η Σ Κ Ο Π ΙΑ ........................................................................................... Κ ριτική των ίδεαλιστικών δοξασιών γ ιά τήν κοινωνιολογ ία ώ ς «έμπειρική» γνώ ση καί τή φιλοσοφία τής ιστο ρίας ώς «άπριορίστικη» γνώ ση καί γ ιά τις άμοιβαΐες τους σχέσεις.............................................................................. ' Η μαρξιστική κοινωνιολογία - διαλεκτική ένότητα διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης καί «κοινωνιολογία τής Ιστορίας»............................................................................ Ε ΙΝ Α Ι Δ Υ Ν Α Τ Ο Ν Ν Α Υ Π Α Ρ Χ Ε Ι Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ Ι Σ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ Ω Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η 'Η φιλοσοφία τής Ιστορίας ώς θεωρία τής γνώ σης καί ώς μεταφυσική τής ιστορίας..................................................... Ό «άπόλυτος ιστορισμός» τοϋ Μ πενεντέτο Κρότσιε.
47 48 54 75 83 98
107 123
126
135 147 151 154
5
Σελίς 'Η δοξασία τοϋ Ρόμπιν Κόλινγουουντ γ ιά τή φιλοσοφία τής Ιστορίας ώ ς θεωρία τή ς ιστορικής γνώσης. . . . Ό μαρξισμός καί ή φιλοσοφία τή ς ι σ τ ο ρ ί α ς ................... Η
Κ Ρ Ι Σ Η Τ Η Σ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ Ι Α Σ Τ Η Σ Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α Σ .............................
Προοδευτικά σημεία στήν άστική φιλοσοφία τής ιστορίας, ώς τήν έμφάνιση τοϋ μαρξισμού...................................... 'Η άναθεώρηση τω ν «βασικών αιτημάτω ν τής παραδοσια κής ιστορικής νόησης» στή σύγχρονη άστική φιλο σοφία τής ιστορίας................................................................. «Κ ριτική του ΐστορικοΰ λόγου»- ή καταστροφή τοϋ λόγου . 'Η «άνακάλυψη πού άφησε έποχή» τοϋ Ν τίλταϊ στις έρμηνεΐες τοϋ X. Ράιμαν καί τής Σ . Σμ ίντα. Α πό π ειρ ες γ ιά τήν καθολικοποίηση τή ς «μεθόδου τής κατανόη σης» ...................................................................................... Ή άπόπειρα τοϋ Ρ . Κόλινγουουντ νά ξεπεράσει τις α ντι φάσεις καί τις άδυναμίες, στις φιλοσοφικοϊστορικές αντιλήψεις των νεοκαντιανών καί τοϋ Ν τίλταϊ. . . . 'Η θεωρία τοϋ Κ. Π όπερ γιά τήν «κατανόηση» «ώς καταστασιακή άνάλυση»................................................................
169 173
181 188
195 209
241
260 277
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ Φυσική καί κοινωνική ι σ τ ο ρ ί α ................................................
301
ΔΕ Υ Τ Ε ΡΟ Σ ΤΟΜ ΟΣ 'Η νομοτέλεια στήν ιστορία........................................................ Τ ί είναι ό νόμος ; ........................................................................ Κριτική τω ν «έπιχειρημάτων» των άστών φιλοσόφων καί κοινωνιολόγων, ενάντια στή μαρξιστική διδασκαλία γιά τόν άντικειμενικο χαρακτήρα των νόμων τής κοινωνικοιστορικής έξέλιξης...................................................... 1. Η Α Ν Τ ΙΚ Ε ΙΜ Ε Ν ΙΚ Η Π Ρ Α Γ Μ Α Τ ΙΚ Ο Τ Η Τ Α ΤΩ Ν Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΚ Ο ΐΣ Τ Ο Ρ ΙΚ Ω Ν Ν Ο Μ Ω Ν ........................ 2. Γ ΙΑ Τ Η Ν Ε Π Α Ν Α Λ Η Π Τ ΙΚ Ο Τ Η Τ Α Σ Τ Η Φ Τ Σ Η Κ Α Ι Σ Τ Η Ν Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α ..................................................... Κ ατά τοϋ ντετερμινισμοϋ στήν ιστορία. Ν τετερμινισμός καί φαταλισμός. Τ υχα ιότη τα καί αναγκαιότητα. . . .
6
341 344
347 348 362 370
Σελίς 'Ισ τορική άναγκαιότητα, συνειδητή δράση καί ιστορική εύθύνη.......................................................................................... Τό νόημα της ιστορίας.................................................................. Ή τελεολογική ε ίτε ή φιναλιστική άντίληψη της Ιστορίας . Ή ιστορία ώς «νοηματοδότηση τοϋ άνοηματικοΰ». . . Τό νόημα της ιστορίας άπό τή μαρξιστική σκοπιά. . . Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΚ Α Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α Τ Α Τ Η Σ Ι Σ Τ Ο Ρ ΙΚ Η Σ Γ Ν Ω Σ Η Σ ............................................................................. 'Ισ τορία καί φιλοσοφία, ιστορικό καί λ ο γ ι κ ό ................... 'Ισ τορία καί κοινωνιολογία ..................................................... ’Απόπειρες αναγωγής της Ιστορίας στήν κοινωνιολογία καί της κοινωνιολογίας στήν ι σ τ ο ρ ί α .................................. Ή σχέση μεταξύ Ιστορίας καί κοινωνιολογίας στήν έρμηνεία τω ν Μ. Γ κίνσμπεργκ καί Έ . Κ άρ....................... Τό ζήτημα της σχέσης μεταξύ ιστορίας καί κοινωνιολογίας στή μαρξιστική φιλολογία................................................... 'Η άποψη τοϋ Μ π. Μ. Κέντροφ ...................................... 'Ιστορικοί νόμοι δέν υπάρχουν. 'Η ιστορία είναι έπιστήμη γ ιά τή συγκεκριμένη έκδήλωση τη ς κοινωνικής έξέλιξης............................................................................................. Ή υλιστική θεωρία τής αντανάκλασης καί ή Ιστορική γ νώ ση.......................................................................................... 'Η ίδεαλιστική κριτική τής υλιστικής θεωρίας γ ιά τήν ιστορική γνώ ση ώς άντανάκλαση..................................... Ύ ποκειμενικοϊδεαλιστικές έρμηνεΐες τοϋ ιστορικού γ εγο νότος ώς γνωσιολογικοΰ προβλήματος — Κ. Μπέκερ, Τ . Πάρσονζ, Ά . Τ όινμπ ι, Μ. ’Ό ουκσιοτ, Τ ζ. Μ πάρακλαφ........................................................................................ Ά ντικειμενικοϊδεαλιστικές έρμηνεΐες τοϋ ιστορικού γ ε γονότος ώς γνωσιολογικοΰ προβλήματος — Μ π. Κρότσ ιε καί Ν. Μ περντιάεφ...................................................... Κριτική τω ν ίδεαλιστικών θεωριών τής ιστορικής γνώσης. . 'Η αντικειμενική πρα γμ ατικότη τα τω ν Ιστορικών γ ε γο νότων........................................................................................... Τ ί εϊναι ιστορικό γ ε γ ο ν ό ς .......................................................... 'Η μαρξιστικολενινιστική λύση τοϋ ζητήματος . . . . 'Ιστοριογραφία καί τ έ χ ν η .......................................................... 'Ισ τορία καί κομ ματικ ότητα........................................................ Κ ομματικότητα καί άποτίμηση — ή άξιολογική πλευρά τής κομ ματικότητας............................................................... Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α ........................................................................
386 408 409 422 427 441 444 463 464 465 471 476
481 482 489
492
500 503 509 514 517 522 525 528 545
7
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΠΡΟΛΟΓΟ
Ή Κ λειώ είναι ή μούσα τή ς Ιστορίας. "Αν έξαιρέσονμε τή λεγάμενη «σύγχρονη ιστορία)) ( « current history, Zeitgeschichte), τό Αντικείμενό τη ς είναι ή ζω ή και οΐ πράξεις τή ς άτέλειω της άράδας τώ ν περασμένω ν γενιώ ν — ή Ανθρώπινη ζω ή και οΐ άνθρώπινες πράξεις το ϋ χ τές. Μ ά ή Ιδια δεν άνηκει στο χ τές. ’Α ν τίθ ετα , άπό τή βαθιά Α ρχαιότητα ως τις μέρες μας β άδιζε πάν το τε χέρι - χέρι μ ε τή σύγχρονη έπ οχή, ήταν πά ντο τε έπίκαιρη, όνακατενόταν καί ανακατεύεται πάρα πολύ δραστήρια οτή ζω ή τή ς σύγχρονης έποχής, για νά τή βοηθήσει να καταλάβει καλύτερα τον έαυτό τη ς και τή ν πορεία τη ς πρός τό μέλλον. Ή σ τάση τώ ν άνθρώπων απέναντι τη ς ήταν και είναι διάφορη. *Ο ρισμένοι βλέπουν ο το πρόσω πό τη ς σοφή « M A G I S T R A V I T A E » , πο ύ μά ς απο καλύπτει τα μ υσ τικ ά το ν παρελθόντος, μά ς βοηθάει νά καταλάβουμε τό παρόν και άνοίγει μπ ρο σ τά σ τά μ ά τια μ α ς τή ν αυλαία το ϋ μέλλοντος, πο ύ ορισμένοι τό άτενίζουν μ ε κενό β λέμμ α καί φόβο, άλλοι μ ε έλπίδα ή αίσιόδοξη πεποί θηση, ό λλά δλοι συγκινοΰνται άπέναντι του. Μ ιά άλλη κα τη γο ρία τή ν άντ ικρύζουν ώς τή ν « α υ σ τ η ρ ό τ ε ρ η άπ ' δ λε ς τις μ ο ύ σ ε ς » , ώς άσυμβίβαστο στήν άντικειμενικότητά το υ κ ρ ι τ ή τώ ν κοινωνικών συστημάτω ν, τώ ν λαών, τώ ν τάξεω ν, τώ ν κομμάτω ν καί τώ ν Ιστορικών προσω πικοτήτω ν, πού μ π ο ρ εΐ νά ά ργεϊ, μ ά π ο τέ δεν ξεχνάει νά βάλει τον καθέ να στή θέση πο υ το ϋ άξίζει. Μ ιά τρ ίτη κατηγορία βλέπουν στό πρόσω πό τη ς καί τό ένα και τό άλλο. Μ ια τέτα ρ τη κατηγορία τ ή θεωροϋν ( ( κ ο ρ ί τ σ ι γ ι ά δ λ α » καί μ ά λισ τα π ό ρ ν η » πού δίνεται στόν καθένα πού κα τέχ ει οίκονομική καί πο λ ιτικ ή έξουσία. Μ ερικοί τ ή θεωροϋν ώς τή « μ ο ν α δ ι κ ή έ π ι σ τ ή μ η », άλλοι ώς « Ι δ ι α ί τ ε ρ η έ π ι σ τ ή μ η » , τρίτοι ώς έπ ιστήμη δ π ω ς δ λ ε ς οι έ π ι σ τ ή μ ε ς . Κ ι άλ λοι φρονούν πώ ς ο ϋ τ ε ή τ α ν , ο ύ τ ε ε ί ν α ι , ο ύ τ ε π ο -
τ έ θά γίνει έ π ι σ τ ή μ η , πώ ς άσχολεϊται μ ε άφηγή α εις, έρμηνεϊες και έκ τιμή σεις περασμένω ν γεγονότω ν, πού τή ν άντικειμενικότητά τους κανένας δεν μ π ο ρ εϊ νά π ιστοποι ήσει, γ ια τί τα «έν λό γω ν γεγο νό τα, άκόμη και άν ύπήρξαν κά πο τε, τώ ρα πιά δεν υπάρχουν. Ε ίναι έπίσης τό ίδιο νεκρά, δπω ς και οΐ άνθρωποι πού τά δημιούργησαν. Γ ι αυτό τό λόγο καί οΐ έκ τιμ ή σεις τη ς γ ια τό παρόν, και οί προβλέψεις τη ς γιά τό μέλλον δεν πρέπει να παίρνονταν σοβαρά νπόψη. ' Ακριβώ ς στους κόλπους τώ ν όπαδών αυτής τή ς άντίληψης όκονγετα ι ή Αναφώνηση : «Κ λειώ , ό καιρός οου πέρασε, ή γνώ οη σου δέν έχει άξια)).1 Κ α ι παρ’ δλ’ αυτά γ ι αυτήν (τή ν Κ λειώ —σημ. τ. Μ ε τ . ) ένδιαφέρονταν δλοι—και ό θεολόγος, και ό φιλόσοφος, καί ό έπιστήμοναι, και ό καλλιτέχνης, και ό συγγραφ έα ς, και ό πολι τικός, και ό κρατικός ή γέτη ς , και ό άπλός άνθρωπος,—ένδιαφέρονται δλοι οί σκεφτόμενοι κάθε ήλικίας και κοινωνικής κα τηγορίας, κάθε σχολής καχ κατεύθυνσης τή ς σκέψης. Σ τ ις διά φορες έποχές και ατούς διάφορους κοινωνικούς και πολιτισ τικούς κύκλους τό ένδιαφέρον γ ι ’ αυτήν παρουσιάζει διακυμάνσεις. Κ άπο τε είναι έξαιρετικά μεγάλο . "Α λλο τε πιο αδύνατο. Μ ά π ο τέ δεν έσβησε. Σ τή ν Ιστορία δμω ς δεν υπάρχει άλλη έποχή, δπου τό ένδιαφέρον γιά τήν ιστορία και γ ια τή ν ιστορική γνώ ση νά ήταν τόσο μ εγά λ ο και τόσο μαζικό, να έχουν τυ πω θεί τόσο πολλά δ ημοσιεύματα πάνω σε Ιστορική θεματική, δσο στήν έπ οχή μας. ' Ο μ εγά λο ς όλλανδός άστός ιστορικός Γιόχαν Χ ούιζινγκα είχ ε γράψει, κάπου γύρω σ τά 1934, πώ ς «σ' δλον τον κόσμο β γα ί νουν στο φως τή ς ημέρας περισσότερα ιστορικά β ιβλία άτι δσο οποτεδήποτε προηγούμενα».2 Ε ίκο σ ιπέντε χρόνια άργότερα ατό άρθρο το υ « Ή άπόπειρα νά ζήσει κανείς μ ε το παρελθόν» ό έπιφανής δυτικογερμανός Ιστορικός Χ έρμαν Χ ά ιμ π ε λ έγραψε μ ε απόλυτη βασιμ ό τητα, πώ ς π ο τε τόσο πολλοί συ γγρα φ είς δεν άσχολήθηκαν μ ε τή ν ιστορία, π ο τέ δεν γρ άφ τη καν και δημοσιεύ τηκαν τόσο πολλά σ υ γγρ ά μ μ α τα πάνω στήν Ιστορία και π ο τέ ή Ιστορική γρ α μ μ α τεία δε διαδίδονταν τόσο μ α ζικ ά δπω ς σήμερα.3 Μ αζι μ ’ αυτό στις τελ ευτα ίες δεκαετίες μ έσα στούς άστούς φιλοσόφους, κοινωνιολόγους και Ιστορικούς παρ ατη ρεϊται ένα άδιάκοπα αυξανόμενο ένδιαφέρον γιά τά θεω ρητικά και ειδικότε ρα γ ιά τά φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά προβλήματα τή ς Ιστο
ί. Johan Huizinga, Geschichlc und Kultur. Gesammelte Auf sàtze, Alfred Kroner Verlag, Stutlgarl, 1954, s. 89. 2. Johan Huizinga, op. cit., s. 86. 3. Frankfurte allgemcine Zeitung, 25 - 3 - 1959.
10
ρίας και τή ς Ιστορικής γνώ σης, πού καρπός τη ς είναι ή μ εγά λη κίνηση στό μ έτω πο τή ς ά σ τική ς φιλοσοφίας καί κοινωνιολογίας τή ς Ιστορίας. Το 1948 στό βιβλίο του « Ή Ιστορική κοινωνιολογία» δ γνω στός άμερικάνος άστός κοινωνιολόγος Χ άρι Έ . Μ πάρνς έγραφ ε, πώ ς «τό πιο ξόφθαλμο σημάδι σ τα χρονικά τή ς Ιστορι κή ς κοινωνιολογίας είναι ή μείω ση το ϋ ένδιαφέροντος πρός αυ τόν τον το μέα τή ς γνώ σης στα τελευτα ία σαράντα χρόνια».1 Ό ίδιος παραπονεΐται, πώ ς υστέρα άπό τη δημοσίευση τώ ν «’Α ρ χών τή ς Κ οινω νιολογίας» το ϋ Γ κίντινγκς, τό 1896 στΙς ' Η νω μέ νες Π ο λ ιτείες τή ς 'Α μ ερ ικ ή ς δεν έμφα νίστηκε «οϋτε ένα συστη μα τικό έργο πάνω στην Ιστορία τή ς άνθρώπινης κοινωνίας», πώ ς «κι ώς τά σήμερα σε καμιά γλώ σ σα δεν υπά ρχει ίνα βασικό και ολόπλευρο έργο πάνω στην Ιστορία τή ς άνθρώπινης κοινω νίας, μ ια σύνθεση τή ς κοινωνικής έξέλιξης».2 Κ ά τι περισσότερο, ό Μ πάρνς μιλάει για «χρεοκοπία τή ς Ιστορικής κοινωνιολογίας μ ε τά τό 1900»3 καί στό βαθμό πού σ' αυτό τό χρονικό διάστη μ α έμφανίατηκαν κοινω νιολογικοΐστορικά έργα, δ άριθμός τους ήταν πολύ περιορισμένος σε σύγκριση μ ε τη ν «τεράστια παρα γω γ ή ίργω ν στόν το μέα τή ς άναλντικής, τή ς βιολογικής, τή ς ψυχολογικής, τή ς σ τα τισ τικ ή ς και πριν άτι δλα τή ς έφαομοσμένης κοινωνιολογίας».* Σ τ άλήθεια, παρόμοιες ρήσεις αστώ ν κοινωνιολόγων έδω σαν αφορμή σε δρισμένους μ αρ ξισ τές συ γγρα φ είς να ισχυρίζον τα ι, πώ ς σ τη «διάρκεια τώ ν τελευταίω ν δεκαετιώ ν συντελέστηκε οριστική ρήξη άνάμεσα σ τη «δυτική κοινωνιολογία και στήν ιστορία. Γ ιά ίνα δ ιάστημ α υπή ρχε τό τε χν η τά δημιουργημένο μάθημα — ή ιστορική κοινω νιολογία· στερημένο δμω ς άπό πο λύτιμο υς δεσμούς μ ε τη ν ανάλυση τώ ν φαινομένων τή ς σύγχρο νης κοινωνίας, μ ε τ ή γένεσ η και τη ν τύ χη τους, τοϋτο τό μ ά θημα μαράθηκε και χάθηκε».6 Φρονούμε, δμω ς, πώ ς ή άληθινή κατάστα ση τώ ν π ρ α γμ ά τω ν δεν προσφέρει έρεισμα γ ια ένα τόσο κατηγορηματικά συμ
1. Harry Elmer Barnes, Soziologie dcr Geschichte, Humbold Verlag, Wien - S tuttgart, 1951, s. 154. 2. Harry Elmer Barns, op. cit., s. 154. 3. Ibid., s. 156. 4. Ibid., s. 155. 5. «'Ιστορία καί Κοινωνιολογία», Έκδ. Οίκος «Νάόυκα», (Ε πι στήμη) Μόσχα, 1964, σε).. 14. (στά ρωσικά).
11
πέρασμα, πώ ς τούτο το συμπέρασμα τουλάχιστο είναι υπερβο λικά παρατραβηγμένο. Π ρα γμ α τικά , κάτω άπό τη ν έπίδραση το ν θετικισμοϋ, το ϋ π ρα γμα τισμο ύ, το ϋ νεοκαντιανισμού καί έξαιτίας τή ς κρίσης τή ς θεω ρητικής άσ τική ς κοινωνιολογίας τοϋ δέκατου ένατον αΙώνα, πο υ ήταν κυρίως Ιστορική κοινωνιολογία ή κοινωνιολογία τή ς Ιστορίας, άνάμεσα στήν άσ τική ιστοριογρα φία, άπό τ ή μ ιά , και στήν άστική φιλοσοφία τή ς ιστορίας και τήν κοινωνιολογία τή ς Ιστορίας, άπό τήν άλλη, σημειώ θηκε βα θιά ρήξη, πο ύ πήρε τ'ις μεγα λύ τερ ες διαστάσεις οέ χώρες δπως οι 'Η νω μένες Π ο λ ιτείες τή ς ’Α μερική ς, και ή ’Α γ γ λ ία και ση μαντικές διαστάσεις σε χώ ρες δπως ή Γερμανία, Γ αλλία κ.ά. “Α ν και δχι στον ίδιο βαθμό και στις Ιδιες διαστάσεις, τούτη ή ρή ξη υπάρχει κι ώς τα σήμερα. "Ο μ ω ς , π ρ ώ τ ο , το ύτη ή ρήξη π ο τέ δεν ήταν ο ύ τ ε π λ ή ρ η ς , ο ύ τ ε ο ρ ι σ τ ι κ ή . ' Υ πογραμμίζοντας τ ή χρεο κοπία τή ς άσ τική ς Ιστορικής κοινωνιολογίας μ ε τά τό 1900 καί τή ν π τώ σ η το ϋ Ενδιαφέροντος τώ ν άστώ ν Ιδεολόγων για τήν Ιστορική κοινωνιολογία στις πρώ τες τέσσερις δεκαετίες το ϋ εικο στού αΙώνα, ό Μ πάρνς δεν παραλείπει νά τονίσει έπίοης, πώ ς σ τις Ιδιες τις ’Η νω μένες Π ο λ ιτείες τή ς ’Α μερική ς αυτή ή κατά σταση τώ ν πρα γμάτω ν άρχίζει νά άλλάζει άκόμη άπό τό 1913 1917 μ ε τα δημοσιεύματα το ϋ Φ. Σ τιο ύα ρτ Τσιέυιιν «Ε ισα γω γ ή στήν κοινωνική έξέλιξη» και « 'Ιστορική είσ αγω γή στήν κοι νωνική οίκονομία» και το ϋ Έ . Τα. Χ έ ιζ «’Ε γχειρίδιο Κοινωνιολογίας». Ό Ιδιος ( δ Μ πάρνς - Σ η μ . το ϋ Μ ε τ .) υποδεικνύει, πώ ς άκριβώς σ τήν έξεταζόμενη περίοδο δημοσιεύτηκαν ολάκερη σει ρά άπό κοινωνικοϊστορικά έργα δπω ς « Ή έξέλιξη το ϋ ήθους» τοϋ Χόμπχαο υς, «Τ ό Κ ράτος» το ϋ Ό π ε νχ ά ιμ ερ , « 'Η κ α τα γω γή και ή έξέλιξη τώ ν ηθικών Ιδεών» το ϋ Β έσ τερμακ, « Ή Ιστορία τοϋ καπιταλισμού» το ϋ Ζ ό μ π α ρτ, οί συ γκρ ιτικές μ ελ έτες το ϋ Μ άξ Β έμ π ερ πάνω σ τή θρησκεία και στήν οίκονομία, μ ιά σειρά έργα τώ ν Σ π ένγκ λερ, Τόινμπι, Σορόκιν κ.ά. ’Εκείνο που κάνει τον Μ πάρνς νά μ ή ν είναι Ικανοποιημένος είναι δ τι στο βαθμό που στήν έξεταζόμενη περίοδο έχουν δ ημ ο σιευτεί κοινωνιολογικοΖστορικά έργα, ό άριθμός τους είναι πολύ μικρός οε σύγκριση μ έ τον τεράστιο άριθμό έμπειρικώ ν κοινωνιολογικών έργω ν, δ τι έξακολουθεΐ νά λείπει ένα βασικό και ολόπλευρο έργο πάνω σ' ολάκερη τή ν άνθρώπινη ιστορία, δ τι κοινωνιολόγοι τή ς ιστορίας δπω ς ό Σ π ένγκ λερ, ό Τόινμπι και 6 Σορόκιν καθοδηγούνται «κυ ρίως άπό ύποκειμενικές καί συγκινησιακές πεποιθήσεις και δχι άπό τή ν έπιδίω ξη να έρευνηθεϊ ή κοινωνική έξέλιξη μ έ Επιστη μονικό και ρεαλιστικό τρόπο», δ τι τά έργα τους «βρίσκονται πιο
12
κοντά στήν παλιά φιλοσοφία τή ς ιστορίας, απ' δσο στήν κοινωνιολογία τή ς Ιστορίας».1 Δ ε ύ τ ε ρ ο , δπως φαίνεται àrto τή ν τελευταία παράθεση, ό Μ πάσνς κάνει διάκριση ανάμεσα σ τή φ ι λ ο σ ο φ ί α τή ς ιστορίας καί σ τήν κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ί α τή ς ιστορίας ( ή ιστο ρική κοινω νιολογία). Τ έτοια διάκριση κάνουν καί πολλοί άλλοι άστοι κοινωνιολόγοι καί φιλόσοφοι. Σ ε τ ί βλέπουν τούτη τή διάκριοη καί σε ποιό βαθμό υπάρχει, είναι ένα ζτμ ημ α πού θά τό έξετάσουμε παραπέρα. Μ ιά άλλη, δμω ς, ομάδα άστώ ν φιλο σόφων καί κοινωνιολόγων έξετάζουν τις έννοιες ((φιλοσοφία τή ς ιστορίας» καί ((κοινωνιολογία τή ς ιστορίας» ώς ταυτόσημες. Σ τ ή σημερινή άσ τική φιλολογία υπ ερτερεί ή άντίληψη, πώ ς πρέπει νά γίν ετα ι διάκριση άνάμεσα στήν κοινωνιολογία ώς έπιμέροονς έμπειρική, μ ή φιλοσοφική έπ ισ τή μ η , dut τή μιά, καί ο τή ν ((κοι νωνική φιλοσοφία» καί στή ((φιλοσοφία τή ς ιστορίας», ά π ' τήν άλλη. Μ ά τό ζή τη μ α είναι έπίμαχο καί περιπλέκετα ι άκόμη π ε ρισσότερο άπό τό περιστα τικό δ τι κι άν άκόμη ξεκινούμε άπό τα κριτήρια τω ν ίδιων τώ ν άστώ ν συγγραφέω ν γ ιά τό διαχωρι σμό τή ς κοινωνιολογίας τή ς Ιστορίας άπό τή φιλοσοφία τή ς ιστορίας, πολλά άπό τά έργα τώ ν άστώ ν κοινωνιολόγων τή ς ιστορίας, άν δέν είναι όλότελα φιλοσοφικοιστορικά, τό τε, τό λιγότερο, είναι ένα μ ε ίγ μ α κοινωνιολογίας τή ς Ιστορίας καί φιλο σοφίας τή ς Ιστορίας. Σ τ ή μαρ ξισ τική φ ιλολογία τό ζή τη μ α τή ς σχέσης άνάμεσα στήν κοινωνιολογία καί στή φιλοσοφία τή ς Ιστορίας είναι έπίσης έπίμαχο. “Ε να μέρος άπό τούς μα ρ ξισ τές σ υ γγρα φ είς φρονούν, δ τι ή κοινωνιολογία, άντίστοιχα καί ή κοινωνιολογία τή ς Ιστο ρίας, ά π ο τελ εϊ έ π ι μ έ ρ ο υ ς , μ ή φιλοσοφική έπισ τή μ η , πο ύ διαφέρει καί πρέπει νά διαφέρει άπό τή φιλοσοφία τή ς Ιστορίας ώς φ ι λ ο σ ο φ ι κ ή έπ ιστή μ η . “Α λλοι υπο σ τη ρίζουν τή ν άποψη, πώ ς ή κοινωνιολογία, άντίστοιχα ή κοινωνολο γία τή ς Ιστορίας, καί ή φιλοσοφία τή ς Ιστορίας άποτελοΰν ένα καί τό ίδιο, πώ ς είναι ταυτόσημες. Κ α ί δταν οί όπαδοί αυτής τή ς άποψης σ τή μαρ ξισ τική φ ιλολογία μά ς λένε, πώ ς στις τε λευ τα ίες δεκαετίες συντελέστη κε ((οριστική ρήξη άνάμεσα στή ((δυτική» κοινωνιολογία καί στήν ((Ιστορία», πώ ς ή άσ τική κοινωνιολογία τή ς Ιστορίας μαράθηκε καί χάθηκε, έχουν ύπόψη τους τόσον αυτό πο ύ στήν άστική φ ιλολογία άνομάζεται ((φιλο σοφία τή ς Ιστορίας», δσο καί έκεϊνο που άνομάζεται ((κοινωνιολο γία τή ς Ιστορίας». Μ ά ειτ ε θά κάνουμε διάκριση άνάμεσα στήν
1. Η. Ε. Barnes, Soziologie der Geschichte, s. 155.
13
κοινωνιολογία καί στην φιλοσοφία τή ς ιστορίας, ανάμεσα σ' έκείνο πο ύ στην ασ τική φ ύ ο λ ο γ ία όνομάζονν «κοινωνιολογία τή ς ιστορίας» καί «φιλοσοφία τή ς Ιστορίας» ή θά τις έξετάζονμε ώς ταυτό ση μες, καί στη μιά, καί στην άλλη περίπτω οη, κατά τή γνώ μη μας, δεν υπάρχουν κανενός είδους βάσιμοι λόγοι να ισχυ ρ ισ τεί κανείς, δ τι στις τελ ευτα ίες δεκαετίες έχει ϋυ ντελεοτεϊ οριστική ρήξη άνάμεσα σ τη «δυτική» κοινωνιολογία καί στην ιστορία, δ τι ή λεγάμενη «Ιστορική κοινωνιολογία» Ιχ ει χα θεί. 'Α ν τίθ ετα , ακριβώς σ τα τελευτα ία πενή ντα χρόνια, στην περίοδο μ ε τά τή Μ εγάλη ’Ο κτω βριανή Σ οσιαλιστική ’Ε πανάσ τα ση καί Ιδιαίτερα στις δεκαετίες νστερ' άπό τό Δ εύτερο Π α γκό σμιο Π ό λεμο, έμφανίστηκαν καί έξακολουθοϋν νά έμφανίζονται ολοένα καί μεγαλύτερο ς αριθμός φιλοσοφικοϊστορικες καί κοινωνιολογικοίστορικες Θεωρίες καί ίρ γ α αστών συγγραφ έω ν δπως οΐ Μ . Β έμ περ, Ό . Σ π ένγκ λερ, Τ. Λ έσ ιν γκ , Ά . Β έμ περ, X . Φράγερ, Τ. Λ ίτ , Κ . Γ ιάσπερς, Κ . Λ ιό β ιτ, Φ. Μ άινεκε, ’Ε . Ρότχακερ, Β . Σ ιο ύμπαρτ, Γ κ. Ρ ίτερ, Ί . Φ ό γη τ, Β. Χόφερ, Ρ. Β ίτρα μ, Ρ . Μ Λούλτμαν, Ά . Σ β ά ιτσερ, Τ. Σ ίντερ, Ν . Μ περνιάεφ, Μ π. Κ ρότσιε, Χ ο ζε Ό ρ τ έ γ κ α - ί - Γ κα σέτ, Ρ . Ά ρ ο ν , 77. Ρ ικτόρ, Ζ . Μ αριτέν, Έ . Ν ταρντέλ. Μ . Μ πλόχ, Λ . Φέβαρ, Λ . Ά λ φάν, Β . I. Μάρου, Π . Σορόκιν, X . Έ . Μ πάρνς, Φ. Σ . Τα. Νόρτρο π, Ά . Κ ριόμπερ, Π . Γ κάρντερ, Λ . Μ άμφερντ, Ου. Ρόστοου κ.ά. ’Α κ ό μ η καί στην ’Α γ γ λ ία , δπου, σύμφωνα μ ε τα λόγια το ϋ Ob. Ονόλς, «σε διάστημ α πάνω άπό δυο δεκαετίες, οΐ Ιστο ρικές έρευνες άκμάζανε, μ ά ή φιλοσοφία τή ς ιστορίας στην πρα γμ α τικ ό τη τα δεν υπή ρχε» ,1 άκριβώς μ ε τά τό Δ εύ τερο Π α γ κόσμιο Π όλεμο έμφανίστηκαν μ ιά σειρά φιλοσοφικοίστορικά Ιργ α δπω ς « 'Η Ιδέα γ ια τή ν Ιστορία» το ϋ Ρ . Κ όλινγουουντ, «“Ε ρευνα τή ς Ιστορίας» καί ((’Α λ λ α γ ή καί συνήθεια» το ϋ Α . Τόινμ π ι, « 'Η Ιστορία σάν τέχνη » το ϋ Μ π. Ρ άσελ, « Ή άνοιχτή κοι νωνία καί οι έχθροί τη ς» καί « Ή άθλιότητα το ϋ ίστοριομοϋ» το ϋ Κ . Π όπερ, « 'Η Ιοτορία σ’ ένα μεταβαλλόμενο κόσμο» τοϋ Τζ. Μ πάρακλαφ, «Ε ισ α γω γή σ τη φιλοσοφία τή ς ιστορίας» τοϋ Ου. Ο υόλς, « Τ ι είναι Ιστορία ;» το ϋ Έ . Κ άρ, « Τό Ιστορικό άναπόφ ευχτο » το ϋ Ά . Μ πάρλιν κ.ά. ’Ε κ τό ς ά π αυτό, α τά τελευτα ία χρόνια άρχισε σ τή Δ ύσ η νά έκδίδεται καί τό ειδικό φιλοσοφικοίστορικό περιοδικό «'Ιστορία και θεωρία». ’Α κ ό μ η κι αυτός ο έντελώ ς άσυμπλήρω τος πίνακας όνομάτω ν δείχνει κιόλας, δ τι τό αυξανόμενο ένδιαφέρον γ ια τή φιλο
1. W. Η. Walsh, An Introduction to Philosophy of History, Sixth Impression, Hutchinson Uninersity Library London 1961. p. 9.
14
σοφία και τή ν κοινωνιολογία τή ς Ιστορίας προέρχεται άπό τή ν πλευρά διαφόρων κύκλων το ν άστικοϋ έπιστημονικοϋ κόσμον καί βέ π ρώ τη θέση άπό τήν πλευρά τώ ν άστώ ν φιλοσόφων. Σ τή ν περίοδο άπό τή ν ’Ο κτω βριανή Σοσιαλιστική ’Ε πανάσταση ως τα σήμερα οί τιερισοότεροι άπό τούς άδρότερονς έκπροσώ πονς τή ς άσ τική ς φιλοσοφικής σκέψης — Μ περγκοόν, Κ ρότσιε, Τ ζιέντιλε, Ράσελ, Ν τιο υ ΐ, Χ οΰσερλ, Γ ιάσπερς, Χ ά ιντεγκ ερ, ’Ο ρτέγκ α - ί Γ κα σ έτ, Χ ο νκ, Μ αριτέν, Σά ρτρ κ.ά — έκδηλώνουν ζωηρό Ενδια φέρον γ ιά τή ν ιστορική προβληματική και τή ς αφιέρωσαν περισ σότερα ή λιγό τερα φιλοσοφικά τονς έργα. Σ ε δεύτερη θέση τοϋτο τό Ενδιαφέρον προέρχεται άπό τήν πλευρά τώ ν πιο άξιόλογω ν άστώ ν κοινωνιολόγων. Ο ί Μ άξ Βέμ π ερ, “Α λφ ρεντ Β έμ περ, Λ εοπόλντ φόν Β ίζε, Χ άνς Φ ράγερ, Π ιτιρ'ιμ Σορόκιν, X . Έ . Μ πάρνς, Ρέιμον Ά ρ ο ν και άλλοι π ο τέ δεν επαψαν νά άναπτνσσονν τήν κοινωνιολογία και τή φιλοσοφία τή ς ιστορίας. ’Α κ ό μ η και στις Η Π Α , δπον ή έμπειρική κοινωνιολογία ά να π τύχτηκ ε πάρα πολύ Ισχυρά καί σ τά τελευτα ία π ε νήντα χρόνια διαδραμάτισε κυριαρχικό ρό?.ο, μ ιά άπό τις β ασι κές κατευθύνσεις στήν άνάπτυξη τή ς άσ τική ς κοινωνιολογίας ε ί ναι ή «θεωρία τή ς ιστορίας».1 'Ο X . Έ . Μ πάρνς, γ ιά νά μ ή μ ι λήσουμε γ ιά τον Π . Σορόκιν, είναι Ενας άπό τούς ή γέ τες τή ς σύγχρονης άσ τική ς «Ιστορικής κοινωνιολογίας». ’Α κ ό μ η τό 1925 τύ πω σ ε το βιβλίο το ν « Ή νέα ιστορία και οί κοινωνικές έρευ νες», δπου άγω νίζετα ι γ ιά μ ιά κοινωνιολογική έρμηνεία τή ς ιστορίας. ’Α ργό τερ α στό βιβλίο το υ « Ή ιστορική κοινωνιολογία» έγραφ ε, δ τι σκοπός αντοϋ το ν βιβλίου είναι νά άναβιώσει τήν «ιστορική κοινω νιολογία».2 Κ α ί σύμφωνα μ ε τό μ εγά λο άμερικάνο άστό κοινωνιολόγο Ρ ά ιτ Μ ιλλ «κάθε κοινωνιολογία πού άξίζει αντόν τον τίτλ ο , είναι ιστορική κοινωνιολογία».3 Σ ε τρ ίτη , μ ά καθόλον σε τελευταία, θέση τοϋτο τό Ενδιαφέρον προέρχεται άπό τή ν πλευρά τώ ν άστώ ν ιστορικών. Μ ερικοί φρονούν, δ τι ή ά σ τι κή φιλοσοφία και κοινωνιολογία τή ς Ιστορίας άποτελοϋν Εργο φιλοσόφων και κοινωνιολόγων, δχι δμω ς καί Ιστορικών. Μ έ αυτό δεν μπορούμε νά συμφωνήσουμε. ’Α κ ό μ η στό παρελθόν άξιόλογοι άστοί Ιστορικοί δπω ς οί Λ εο πό λντ φόν Ράνκε, Γ ιά κ ομπ Μ πούρκχα ρνττ, Κ άρλ Λ ά μ π ρ ε χ τ, Κ ο ύρτ Μ πρά ιζιγκ , "Εντουαρτ Μ άγιερ, Ρ ό στο βετς καί άλλοι άσχολοϋνταν περισσότερο ή λιγό-
1. C. Wright Mills, The Sociological Imagination. Seventh Prin ting, Grove Press, INC. N. T., 1961, p. 22. 2. H. E. Barns, Soziologie der Geschichte, s. 5. 3. C. Wright Mills, The Sociological Imagination, p. 144.
15
τερο μ ε φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα και συμβάλανε πολύ σ τήν άνάπτνξη x a i στήν διαμόρφωση τή ς ά σ τιχή ς φιλοσοφιχοϊστοριχής σκέψης. Γ ιά νά μη ν άναφέρονμε δ τι διακεκριμένοι έκπρόσωποι τή ς άστικής φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας τή ς Ιστο ρίας δπω ς οί Ν τίλ τα ΐ, Β ίντελμπα ντ, Κ ρό τσ ιε και Μ άξ Β έμ περ ήταν ταυτόχρονα και ιστορικοί. Σήμερα, νομίζουμε, τό ένδια φέρον τώ ν ιστορικών γιά τά φιλοσοφικοϊστορικά προβ λή ματα και ή ο ν μμετο χή τους στήν άνάπτνξη τή ς άσ τική ς φιλοσοφίας τή ς ιστορίας είναι μ εγα λύ τερ α άπό κάθε άλλη φορά. 01 Φ. Μ άινεκε, Ί . Φ ό γκτ, X . Χ ά ιμ π ελ , Μ . Μ πλόχ, Λ . Φέβαρ, Ά . ’/. Μάρου, Ί . Χ ούζινγκα , Σ . Κ όλινγουουντ, Ά . Τόινμπι Τζ. Μ παρακλάφ, Έ . Κ άρ και άλλοι σ υ γγρα φ είς φιλοσοφικοΐστορικών έργοχ» και θεω ριών οτήν περίοδο μ ε τά τό Δ εύτερο Π α γκέσ μ ιο Π όλεμο είναι ιστορικοί. Τό μεγά λο ενδιαφέρον τώ ν σύγχρονων άστώ ν φιλοσόφων, κοινωνιολόγων και ιστορικώ ν γιά τά φιλοσοφικοϊστορικά προ β λή μ α τα καί ή άδιάκοπα αυξανόμενη δραστηριότητά τους σ’ αυτόν τον το μέα τή ς γνώ σης δεν άποτελονν τυ χα ίο φαινόμενο, οδτε π ύ λ ι γεννηθηχαν άπό κάποια καθαρή φιλομάθεια. Π ροκλήθηχαν άπό ολάκερο σ ύ μ π λ εγμ α έξαιρετικά σπουδαίων αίτιω ν, που συνδέονται, άπό τ ή μ ιά , μ ε τις είδικες Ιδιαιτερότητες τή ς σύγχρονης ιστορικής έποχής, μ ε τά πρα κτικά και τ ά Ιδεολογικά συμφέροντα τή ς σύγχρονης ά σ τική ς τάξης καί, ά π ' τή ν άλλη, μ ε τή ν έξέλιξη τή ς άσ τική ς φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας καί ιστοριο γραφίας.
16
Η Σ Τ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Α Σ Τ ΙΚ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ — Κ Ο Ρ Η Τ Η Σ Κ Ρ ΙΣ Η Σ Τ Η Σ Α Σ Τ ΙΚ Η Σ Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΑ Σ
Έ έξήγηηη γ ιά τό αύξανόμενο ένδιαφέρον τών άστών φιλοσό φων· κο:νωνιολόγων, Ιστορικών, οικονομολόγων καί άλλων πρ ίς τήν Ιστορική καί φιλοσοφικο'ίστορική γνώση πρέπει νά άναζητηθεΐ πριν άπ’ δλο στήν άντικειμενική καί νομοτελειακή συνάφεια πού ύπάρχει ανάμεσα στό παρελθόν, στό παρόν καί στό μέλλον τής κοινωνικοϊστορικής ζω ής τών άνθρώπων άπ’ τή μιά, καί στόν έπαναστατικό χαρακτήρα τής σύγχρονης έποχής, άπ’ τήν άλλη. Ε ί ναι γνωστό, πώς σ’ έ π ο χ έ ς όξυμένων κοινωνικών σ.>γκρούσεων καί άγώνων, κοινωνικοϊστορικών καταστροφών καί κοινωνικών έπαναστάσεων, οί Ιδεολόγοι τών άγωνιζόμενων κοινω νικών τάξεων καί συστημάτων, καταφεύγουν πάντοτε στήν Ιστο ρική καί στήν φιλοσοφικοϊστορική γνώση καί μέ τή βοήθειά της προσπαθούν, στόν άλφα ή β ήτα βαθμό, νά έξηγήσουν τό παρόν, νά τό δικαιολογήσουν ή νά τό άρνηθοδν, νά θεμελιώσουν τούς ιστορικούς τους σκοπούς, τά κοινονικοπολιτικά τους προγράμματα γ ιά τό μέλ λον κ.ά. Δεν είναι τυχαίο, πώ ς ή φιλοσοφία τής ιστορίας έμφανίστηκε καί διαμορφώθηκε ώς ι δ ι α ί τ ε ρ ο ς τ ο μ έ α ς τής φιλοσοφι κής νόησης στις συνθήκες τής προετοιμασίας καί. τής διεξαγω γής τών αστικών έπαναστάσεων στή Δυτική Εύρώπη, ένώ ή άστικοκοινωνιολογία έμφανΰττηκε καί διαμορφώθηκε ώς ιδιαίτερος έπιστημονικός κλάδος στούς σπαστούς τής άστικής κοινωνίας, πού προηγήθηκαν άπό τις πρώτες της οικονομικές κρίσεις καί άπό τήν άγωνία τής άστικής τάξης μπροστά στ··ς πρώτες αύτόνομες έπαναστατικές ένέργειες τής έργατικής τάξης. Ή σύγχρονη έποχή, δπως είναι γνωστό, είναι έποχή τής έπαναστατικής μετάβασης άπό τόν κα πιταλισμό στό σοσιαλισμό — έποχή πρωτόφαντη ώς πρός τή δύνα μη καί τήν άπλα τής ταξικής πάλης άνάμεσα στό προλεταριάτο καί στήν άστική τάξη, άνάμεσα στό σοσιαλιστικό καί στό καπιταλιστι
17
κό σύστημα. Τό Ισχυρό ρεύμα τών σοσιαλιστικών έπαναστάσεων, πού άρχισε μέ τή νίκη τής Μ εγάλης ’Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Ε πανάστασης, σάρωσε τό καπιταλιστικό σύστημα σέ μιά σειρά άπό χώρες τής Εύρώπης καί τής Ά σ ίας. Ν ίκησε ή πρώτη σοσιαλιστική έπανάσταση στην άμερικανική ήπειρο. Τό Ινα τρίτο τής ανθρωπό τητας κίνησε πάνω στό δρόμο τοϋ σοσιαλισμού. Εμφανίστηκε τό ισχυρό παγκόσμιο σύστημα τού σοσιαλισμού ώς άντίποδας καί άρ νηση τού καπιταλιστικού συστήματος. Ό άγώνας άνάμεσα σ’ αύτά τα δυό παγκόσμια συστήματα άποτελεΐ τόν πυρήνα τής διαλεκτικής τής σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας, πού στό μεγαλύτερο βαθμό καθορίζει τή βασική κατεύθυνση καί τό δυναμισμό τής έξέλιξής της. Οί έθνικοαπελευθερωτικές καί οί άντιϊμπεριαλιστικές έπαναστάσεις άποτελούν τό άλλο ισχυρό έπαναστατικό ρεύμα τής σύγχρο νης έποχής μας. Στενά συνδεμένο μέ τή σοσιαλιστική έπανάσταση, έμπνευσμένο άπό τό παράδειγμά της, στηριγμένο στήν ήθικολογική, οικονομική καί Ινοπλη ύποστήριξή της, τούτο τό ρεΟμα τσάκισε Ιναν άπό τούς βασικούς στόχους τού Ιμπεριαλισμού — τό άποικιοκρατικό του σύστημα, καί δημιούργησε στή θέση του Ινα νέο κόσμο κρατών, δπου άναπτύσσονται Ισχυρές άντιϊμπεριαλιστικές δυνάμεις, καί σέ μερικά άπ’ αύτά σοσιαλιστικές τάσεις. Μέσα στόν καπιταλι στικό ·κόσμο, στά μεγαλύτερα δχυρά του, μεγαλώνει ή δύναμη τού έπαναστατικοϋ έργατικοϋ κινήματος, τών δημοκρατικών καί τών άντιΐμπεριαλιστικών δυνάμεων. Σέ όρισμένες προηγμένες καπιτατ λιστικές χώρες, δπως ή ’Ιταλία καί ή Γαλλία, τά κομμουνιστικά κόμματα μετατράπηκαν σέ πολιτικές δυνάμεις πρώτης γραμμής. Ό λ α αύτά βάθαιναν καί δξυναν τή γενική κρίση τής άστικής κοι νωνίας. Τ ό πνεϋμα τής άρνησης τού τωρινού καπιταλιστικού συστή ματος, ή έπιδίωξη πρός Ινα νέο, άνώτερο, σοσιαλιστικό σύστημα άγκαλΐάζει όλοένα πιό πλατιές μάζες άπό τήν έργατική τάξη ώς τά άριστερά φοιτητικά κινήματα, πού στά τελευταία χρόνια κατα κλύζουν τόν καπιταλιστικό κόσμο καί σέ δρισμένες χώρες, δπως ή Γαλλία* τόν συγκλονίζουν συθέμελα. Μέσα σ’ αυτήν τήν άτμόσφαιρα ή ιστορική καί ή φιλοσοφικοϊστορική γνώση άκοκτήσανε, καί *Τό βιβλίο γράφτη kc τό 1969 καί κυκλοφόρησε στά βουλγάρικα tô 1970. (Σημ. τ. Μετ.).
18
δέν μπορούσε νά μην άποκτήσουν , έξαιρετικά μεγάλη έπικαιρότητα καί σημασία γ ιά τους άστούς Ιδεολόγους. Ή φιλοσοφία τής ιστορίας καί ή κοινωνιολογία τής Ιστορίας άποτελοϋν τό χώρο, πού πάνω του συναντιούνται σήμερα τά γ ενι κά γνωσιολογικά, μεθοδολογικά καί πρίν άπ’ 5λα τα ταξικά καί τά ιδεολογικά ενδιαφέροντα τών άστών φιλοσόφων, κοινωνιολόγων, οίκονομολόγων καί πολιτικών.1 ’Ακριβώς τά ταξικά καί τά Ιδε ολογικά ένδιαφέροντα τής σύγχρονης άστικής τάξης άποτελοϋν τήν κύρια αιτία, πού όπαγορεύει τώρα τήν έπιτακτική άνάγκη μιας δλοένα στενότερης προσέγγισης, πλοκής καί. άλληλοδιείσδυσης άνά μεσα στήν άστική φιλοσοφία, κοινωνιολογία, Ιστορία, πολιτική οίκονομία καί πολιτική. Αύτή είναι πού ύ π ο χ ρ ε ώ ν ε ι τούς άστούς ιστορικούς νά ένδιαφέρονται δλοένα καί περισσότερο γ ιά τά φιλοσοφικά καί τά κοινωνιολογικά προβλήματα τής ιστορίας καί νά καταπιαστούν μέ τήν έπεξεργασία τους, καί τούς άστούς «ριλόσοφους καί κοινωνιολόγους νά έκδηλώνουν αύξανόμενο ένδιαφέ ρον γ ιά τήν Ιστορία καί νά δημιουργούν δλοένα νέες καί νέες φΛοσοφικοϊστορικές καί κοινωνιολογικοϊστορικές θεωρίες καί άντιλήψεις. Ή άμεση καί βαθύτερη κοινωνικοϊστορική αιτία, πού καθο ρίζει αύτήν τήν διαδικασία, είναι ή βαθιά κρίση τής σύγχρονης άστικής κοινωνίας, ή άσυγκράτητη άνάπτυξη τής σοσιαλιστικής Iπανάστασης καί τοΰ σοσιαλιστικού συστήματος, γενικά τής πα γκό σμιας έπαναστατικής διαδικασίας, πού προξενεί καί βαθαίνει στήν ά στική τάξη καί στούς Ιδεολόγους της τό αίσθημα τής ιστορικής κα ταδίκης τους, άπαισιοδοξίας, άνασφάλειας καί φόβου μπροστά στδ μέλλον .Ταυτόχρονα τό ταξικό Ενστικτο τής άστικής τάξης καί τών Εδεολόγων της γ ιά τήν αυτοσυντήρησή των τούς προτρέπει σέ άπεγνωσμένες προσπάθειες στήν άναζήτηση διεξόδου άπδ τήν κρί ση, μέσων γ ιά τήν άποτροπή τοϋ άναπόφευκτου. 'Ο λ α αύτά καθο ρίζουν τόν ιδιαίτερο ί σ τ ο ρ ι κ ο π ρ α κ τ ι κ ό χαρακτή1. Βλέπε έπίσης : Ο. Μ. Μεντουσσιέφσκαγια, «Μερικά προβλή ματα μεθοδολογίας στή σύγχρονη γαλλική Ιστοριογραφία», περιοδι κό «Βαπρόσι Φιλοσόφιΐ» (Ζητήματα Φιλοσοφία;) άριθ. 1, 1965, σελ. 107 (στα ρβσικά).
19
p α τοΰ αύξανό|ΐενου ένδιαφέροντος τών άστών φιλοσόφων καί κοι νωνιολόγων γ ι ά τή ν Ι σ τ ο ρ ί α καί τών άστών Ιστορικών γ ιά τή ν ' κ ο ιν ω νι ο λ ο γ ία καί τή φ ιλ ο σο φ ία τής
ιστορίας. Αυτόν τόν χαρακτήρα τοϋ αυξανόμενου ένδιαφέροντος τών ά στών φιλοσόφων, κοινωνιολόγων καί Ιστορικών γ ιά τήν Ιστορική καί τή φιλοσαρικοϊστορική γνώση καί τόν καθορισμό του άπό τήν σύγχρονη κοσμοϊστορική κατάσταση, μάς άποκαλύπτουν πολύ συ χνά οί ίδιοι οί αστοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι καί Ιστορικοί. ’Ιδια ί τερα ένδιαφέρουσες καί ειλικρινείς, ά π ’ αύτήν τήν άποψη, είναι οί σκέψεις φιλοσόφων δπως δ Ν ικολάϊ Μπερντιάεφ, κοινωνιολόγων δπως δ "Αλφρεντ Βέμπερ καί δ Π ιτιρΙμ Σορόκιν καί ιστορικών δ πως δ Χέρμαν Χάϊμπελ. Ό Ν ικολάϊ Μπερντιάεφ ήταν ένας άπό τούς πρώτους άνάμεσα στους άστούς φιλόσοφους πού κατάλαβαν άπό τΙς ταξικές τους θέ σεις τί σημαίνει ή νίκη τής Μ εγάλης ’Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής ’Επανάστασης γ ιά τήν παγκόσμια ιστορία, γ ιά τήν τύχη δλου τοϋ αστικού κόσμου καί πού πρώτοι νιώσανε καί έκφράσανε μέ Ιδιαίτε ρη όξύτητα τήν άνάγκη τής φιλοσοφίας τής ιστορίας. Στό βιβλίο του «Τό νόημα τής ιστορίας», πού έκδόθηκε τό 1923, δ Μπερντιάτ εφ ύποδεικνύει πώ ς οί ιστορικές καταστροφές καί καμπές, προδια θέτανε πάντοτε σέ συλλογισμούς πάνω σέ φιλοσοφικοϊστορικά προ βλήματα, σέ άπόπειρες νά σημασιολογηθεΐ ή ιστορική διαδικασία καί να δημιουργηθεΐ μια άλλη φιλοσοφία τής ιστορίας. ’Αλλά κα μιά ιστορική καταστροφή στό παρελθόν, κατά τή γνώμη του, δέν μπορεΐ νά συγκριθεΐ μέ τήν καταστροφική περίοδο, πού άνοιγε στήν παγκόσμια ιστορία ή ’Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. «Φρονώ — Ιγραφε— πώ ς δέν μπορεΐ νά ύπάρχουν Ιδιαίτερες διατ φωνίες γ ιά τό δτι δ χ ι μ ονάχα ή Ρωσία, μά καί δλη ή Εύρώπη, καί δλος δ κόσμος μπαίνουν σέ καταστροφική περίοδο τής έξέλιξής τους. Ζοΰμε σέ καιρούς μιδς μεγάλης Ιστορικής καμπής. Έ χ ε ι άρχίσει κάποια νέα Ιστορική έποχή. Ό λ ο ς δ ρυθμός τής ιστορικής έξέλιξής άλλάζει ούσιαστικά...’Ανακαλύφτηκαν ήφαιστειακές π η γ έ ς στό Ιστορικό ύπέδαφος. Ό λ α κλονίστηκαν καί μάς δημιουργεί ται ή έντύπωση γ ιά τό Ιδιαίτερα έντατικό, γ ιά τήν Ιδιαίτερα όξυμένη κίνηση τοΟ «ιστορικού». Φρονώ πώ ς αΰτό τό δξύ αίσθημα είναι
Ιδιαίτερα σπουδαίο γ ιά τό δτι ή Ανθρώπινη σκέψη καί ή άνθρώπινη συνείδηση στράφηκαν στήν έπανεξέταση τών βασικών ζη τη μάτων τής φιλοσοφίας τής ιστορίας, σέ άπόπειρες νά οίκοδομηθεϊ ή φιλοσοφία τής Ιστορίας μέ νέο τρόπο. Μπαίνουμε σ’ έποχή πού ή άνθρώπινη συνείδηση θά στραφεί πρός αύτά τά προβλήματα περισ σότερο ά π’ δσο ήταν στραμμένη δ ς τώρα».1 Ή έξέλιξη τής άστικής φιλοσοφικοϊστορικής, κοινωνιολογικής καί Ιστορικής σκέψης έπιβεβαίωσε αύτήν τήν πρόβλεψη τοΟ Μπερντιάεφ. Κάπου τρεις δεκαετίες άργότερα ό μεγάλος γερμανός άστός κοινωνιολόγος Ά λ φ ρ ε ν τ Βέμπερ σημειώνει δχι μόνο τό αύξημένο ένδιαφέρον τών άστών φιλοσόφων, κοινωνιολόγων καί ιστορικών πρός «τήν ιστορία ώς παγκόσμια ιστορία», μά καί τό γεγονός δτι τοΰτο τό ένδιαφέρον διαφέρει ουσιαστικά άπό τό ένδιαφέρον τοϋ Λεοπόλντ φόν Ράνκε ή τοΟ Γιάκομπ Μπούρκχαρντ καί άλλων Ιστο ρικών τοϋ δέκατου Ινατου αιώνα. Έ ν ώ δ Ράνκε καί οί πολυ άριθμοι δπαδοί του Ιβλεπαν τό καθήκον τοϋ ίστορικοϋ στό νά διαπιστο'ισει «πώς στήν πραγματικότητα ή τ α ν » , καί δ Μπούρκχαρντ Ιβλεπε τό νόημα τής ιστορικής γνώσης στό ν ά τ ο ύ ς κ ά ν ε ι ά π λ ώ ς « σ ο φ ό τ ε ρ ο υ ς » , τώρα, κατά τόν Βέμπερ, ή Ιστορι κή γνώση καί ειδικότερα ή φιλοσοφικοϊστορική καί ή κοινωνιολογικοϊστορική γνώση καλείται νά δώσει άπάντηση σέ ζητήματα πού άναφέρονται στή σ ύ γ χ ρ ο ν η ισ τορική κατάστασ τ ά σ η καί στό ι σ τ ο ρ ι κ ό μ έ λ λ ο ν — ζητήματα πού o jv δέονται μ έ τή ν ι σ τ ο ρ ι κ ή μοίρα τής άστικής κοινωνίας. « Ή ούσία τοϋ ζητήματος — μάς γράφει — είναι μάλλον: ποϋ βρισκόμαστε, λοιπόν, έμεϊς στό ρεϋμα τής Ιστορίας, δχι ώς τωρινός λαός, άλλά ώς προωθούμενοι άπ’ αύτό τό ρεϋμα άνθρωπότητα. Τ ί κάνει αύτό τό ρεϋμα μ’ έμάς; — Έ χ ο υ μ ε τήν αί σθηση πώς μάς κουβαλάει μέ όλοένα μεγαλύτερη ταχύτητα πρός Ινα νέο είναι, δπου γ ιά πολλά άπ’ αύτά πού τά θεωρούσαμε μεγάλα, είναι ζήτημα iv θά ύπάρχει θέση... Α τενίζουμε τήν ιστορία μέ περιέργεια, άναφτερωμένη ϊτΛ Ιλπίδα, κάνουν μέ άγωνία, γιατί νιώθουμε σέ §να σημείο στροφής, χωρίς άκόμη νά μποροϋμε νά άντιληφθοϋμε άπόλυτα πόσο βαθιά εΐ1. Nikolai Berdjaew. Der Sinn der Gerchichte, Versuch einer Phillotophie des Menschengeschickes, Tiibingen 1950, S. 18.
21
ναι ή άλλαγή, πόσο πολύ άπό τήν ούσία τού παλιού μας είναι θά έξαφανιστεΐ τελικά, γ ιά νά κάνει σταθερή θέαη στό νέο — καί ιέ ποιό νέο. Νιώθουμε άνάγκη να έξηγήσουμε τή σύγχρονη πρωτά κουστα μπερδεμένη κατάσταση, να προσανατολιζόμαστε στή ση,ιασία της, κάνοντας έπισκόπηση τών κινητήριων δυνάμεων τοΟ ιστο ρικού ρεύματος, τής πορείας του, τών μορφών καί τού δυναμισμού του. μέ τήν έλπίδα να άντιληφθούμε κατ’ αύτόν τόν τρόπο κάτι άπό τήν ϊδια μας τή μοίρα. Σέ τέτοιον καιρό —συμπεραίνει δ Βέμ,περ— έμφανίζεται συ νήθως ή φιλοσοφία τής ιστορίας ή, ΐ ν θέλουμε νά περιοριστούμε στό έμπειρικά αντιληπτό καί στήν άμοιβαία του συνάφεια, ή κοινωνιολογία τής ιστορίας.»1 Ό ΠιτιρΙμ Σορόκιν παρατηρεί πώ ς σέ «δμαλούς καιρούς» άσχολοΰνται μέ φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα μόνον §νας άσήμαντος άριθμός στοχαστές καί έπιστήμονες. ’Αλλά «σέ καιρό σοβαρής κρίσης τοΰτα τά προβλήματα αποκτούν μεμιάς έξαιρετικά μεγάλη θεωρητική καί πρακτική σημασία». Ό Σορόκιν ύποστηρίζει αύτό του τό συμπέρασμα μέ μιά σειρά παραδείγματα άπό τήν παγκόσμια ιστορία, άρχίζοντας μέ τήν ιστορία τής άρχαίας Αίγύπτου καί τελειώντας μέ τή σύγχρονη Ιστορία. Τονίζοντας δτι, στή διάρκεια του εικοστού αιώνα, «ιδιαίτερα μετά τόν πρώτο παγκόσμιο πόλε μο". τά φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα έγιναν έξαιρετικά έπίκαιρα, δ ϊδιος γράφει: «...δντας περίοδος τής δυνατόν μεγαλύτερης κρίσης σ’ δλη τήν ιστορία τής ανθρωπότητας, δ εικοστός αιώνας Iβγαλε κιόλας εναν τεράστιο άριθμό φιλοσοφίες τής Ιστορίας», ένώ τά φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα «παθητικά ή ένεργητικά... πάλ λουν στή συνείδηση εκατομμυρίων άνθρώπων», Ιχουν περιληφθεΐ «στήν ήαερήσια διάταξη τής ιστορίας».2 "Τστερα πού διαπιστώνει, πώ ς στις άστικές χώρες «Ασχολούν ται τώρα μέ τήν ιστορία σέ πρωτόγνωρες διαστάσεις», δ Χάϊμπελ 1. Alfred Weber, Kulturgeschichte als Kultursoziologie, Piper, München, 1950, S. 17. 2. Pitirim Sorokin, Modern Historical and Social Philosophies (form erly titled: Social Philosophies of ao Afe of crisis), Dover Pu blications, INC, N X , 1963, P.P. 3 -6 .
22
έξηγεΐ τούτο τό γεγονός σχεδόν μέ τις ίδιες αιτίες,πού ύποδεικνύουν ό Βέμπερ καί ό Σορόκιν, καί φτάνει έπίσης στήν άνάγκη «φιλοσο φικής έρμηνείας τής ιστορίας». « Ό κόσμος μας — γράφει στό προαναρερμένο π ια άρθρο του— είναι κόσμος διαδοχικής κοινωνικής Ιπανάττασης» — κόσμος γεμάτος Ενταση καί άνασφάλεια, πού άναζητάει ασφάλεια. Καί ακριβώς «ή άνάγκη τοϋ σύγχρονου άνθρώπου (δηλαδή τοϋ άστοΰ άνθρώπου— Σημ. δική μας Ν .Ί .) γ ιά άσφάλεια» καθορίζει καί τή «σημερινή μας στάση Απέναντι στήν Ιστο ρία». Κ ι’ αύτή ή στάση, σύμφωνα μέ τό Χάϊμπελ, είναι πια άσυμβίβαστη μέ «έκεΐνον τοϋ Ιστορισμού, πού... άρνιοϋνταν τή φιλοσοφική Ιρμηνεία τής ιστορίας». Κατ’ αύτόν τόν τρόπο καί δ φιλόσοφος Ν. Μπερντιάεφ, καί οί κοινωνιολόγοι Ά . Βέμπερ καί Π . Σορόκιν, καί δ ιστορικός X. Χ άϊμπΐλ συνειδητοποιοΰν καθαρά, πώ ς ή άστική φιλοσοφία τής ι στορίας. δνομάστε την, άν λέγετε, κοινωνιολογία τής Ιστορίας, εί ναι «κόρη» τής κρίσης τής άστικής κοινωνας, δπως κάποτε Ικφράστηκε δ ’Λ. Βέμπερ — τής μεγαλύτερης κρίσης, πού πέρασε ποτέ. Είναι ζω τικά άναγκαία στή σύγχρονη άστική τάξη, γ ιά νά μπορεΐ μέ τή βοήθειά της νά προσανατολίζεται στή σύγχρονη «μπεδρεμένη», έπαναστατική καί «άγωνιώδικη» ιστορική κατάσταση, νά έπανακτήσει τό αίσθημα άσφάλειας καί βεβαιότητας. Μά αύτή δέν είναι ή μοναδική κοινωνικοϊστορική αίτία, -ού κάνει έπίκαιρη τήν άστική φιλοσοφία τής Ιστορίας καί καλεΐ στή ζω ή δλοίνα νέες -καί νέες φιλοσοφικοϊστορικές θεωρίες. Ή άστική φιλοσοφία τής Ιστορίας καλείται δ χ ι μ ο ν ά χ α νά «προσανα τολίζει» τήν άστική τάξη στή σύγχρονη ιστορική έποχή, νά τής έπιστρέφει τό χαμένο αίσθημα άσφάλειας καί βεβαιότητας, μαζί μ ’ αύτό καλείται νά τήν ύπηρετήσει ώς ι δ ε ο λ ο γ ι κ ό δπλο άγώνα ένάντια στή μαρξιστικολενινιστική Ιδεολογία, Ιδεολογικής έπίδρασης πάνω στις μάζες, πάνω στά ίδια τά έπαναστατικά κι νήματα, μ αζί καί πάνω στό έπαναστατικό έργατικό κίνημα καί στίς σοσιαλιστικές χώρες, γ ιά νά τΙς άποκλίνει άπό τό δρόμο τής έπαναστατικής πάλης ένάντια στό άστικό σύστημα. Ή νικηφόρα πορεία τής σοσιαλιστικής Ιπανάστασης, οί κοσμοϊστορικές έπιτυχίες τών σοσιαλιστικών χωρών, ή μετατροπή τοΟ δι εθνούς κομμουνιστικού κινήματος σέ Ισχυρή ιστορική δύναμη καί ή
αυξανόμενη έπιρροή τών μαρξιτακολενινιστικών Ιδεών στήν οίκουμένη — δλες αύτές οί διαδικασίες ένεργοΟν ώς Ιδιόμορφος καί παραπολύ Ιο υ δ α ίο ς καταλύτης γ ιά τήν έπικαιροποίηση καί τήν άνάπτυξη τής άστικής φιλοσοφικοϊστορικής καί κοινωνιολογικής στκέψης. Ή Αντικειμενική καί άδυσώπητη διαλεκτική τής ταξικής πάλης άνάμεσα στό προλεταριάτο καί στήν άστική τάξη, άνάμεσα στό σο σιαλιστικό καί στό καπιταλιστικό σύστημα είναι τέτοια, άστε οί έπιτυχίες τοϋ σοσιαλισμού, τοΟ μαρξισμοϋ — λενινισμοΟ ύποχρεώνουν τούς άστούς ίδεολόγους ν’ άσχολοϋνται όλοένα καί πιό δραστήρια μέ τά φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα. Ό Λένιν είχε γράψει, πώ ς «ό Ι σ τ ο ρ ι κ ό ς υλισ μός τοϋ Μάρξ είναι μεγαλύτερη κατάκτηση τής έπιστημονικής σκέ ψης», πού Ιδωσε στήν άνθρωπότητα καί ιδιαίτερα στήν έργατική τάξη Ισχυρά μέσα γ ιά τή γνώση καί τήν έπαναστατική άλλαγή τοϋ κόσμου.1 Χωρίς τόν Ιστορικό ύλιαμό δέν ύπάρχει μαρξισμός, δέν ύπάρχει έπαναστατική προλεταριακή καί σοσιαλιστική Ιδεολογία. Καί δ ί σ τ ο ρ ι κ ό ς ύλισμός είναι φ ι λ ο σ ο φ ί α— ή μαρξιστική φ ιλοσοφία τ ή ς Ιστορίας. Έ τ σ ι είναι αύτονόητο, πώ ς γ ια νά διεξάγουν άγώνα ένάντια στό μαρξισμό, οί άστοί ίδεολόγοι είναι ύποχρεωμένοι νά άντιτάξουν στή μαρξιστική φιλοσοφία τής ιστορίας τή δική τους φιλοσοφία τή ; ι στορίας. Μόνον ίτσι μπορεΐ νά έξηγηθεΐ τό γεγονός, δτι στά τελευταία πενήντα χρόνια καί ιδιαίτερα στήν περίοδο μετά τό Δεύτερο Π αγκό σμιο Πόλεμο δέν μπορεΐ νά βρεθεί οδτε μιά κάπως σημαντική άστική φιλοσοφικοΐστορική ή κοινωνιολογικοϊστορική θεωρία, πού νά είναι περισσόΌερο ή λιγότερο — άς τό ποϋμε Ετσι— π ρ ο σ α ν ατ ο λ ι ζ ο μ έ ν η πρός τόν Ι σ τ ο ρ ι κ ό ύ λ ι σ μ ό . Μερικές άπ’ αύτές,δπως οί φιλοσοφικοϊστορικές καί οί κοινωνιολογικοί στορικές θεωρίες τών Μ. Β έμπερ, Ά . Β έμπερ, X . Φ ράγερ, Κ. Γιάαπερς, Ν. Μπερντιάεφ, Π. Σορόκιν, Ά . Τόϊνμπι, Κ . Πόπερ, Ρ . Ά ρόν, Ού. Ρόστοου καί άλλων, δχουν ϊντονο άντιμαρξιστικό χαρακτή ρα. Ά λ λ ε ς , δπως αύτή τοΟ Σάρτρ, πασχίζουν, στόν άλφα ή βήτα
1.
Β. I. Λένιν, Ά καντα, τόμος 19, σελ, 5. (στά ρωσικά).
βαΑμό. να «δλοκληρώαουν» μέσα τους τόν Ιστορικό ύλισμό. Ό λ ες,, δμως, αύτές οί θεωρίες άποτελοΟν μιάν άπάντηση στήν Ιοχαρή «πρό κληση» τοΟ μαρξισμοί}, μιάν έναλλακτική λύση στόν Ιστορικό ύλισμό. Έ τ σ ι, λογουχάρη, δ Ρόστοου τό βιβλίο του «Τά στάδια τής ol·κονομικής άνάπτυξης» τό όνομάζει άπευθείας «Μή κομμουνιστικόμανιφέστο».1 Ό Ά λ φ ρ ε ν τ Β έμπερ δμολογεΐ, πώ ς ά π ’ δλες τΙς κοινωνιολογικοϊστορικές θεωρίες, που δημιουργήθηκαν στήν περίοδο· άπό τό 4 10, δταν δ Αυγουστίνος ϊγραψε τό ίργο του «DE C IV IΤ Α Τ Ε D EI», ώς τά σήμερα, μονάχα ή μαρξιστική θεωρία ίχει. «πραγματική Ιστορική σημασία» καί «στ’ άλήθεια Εχει κάνει παγκό σμια ιστορία».2 Μ αζί μ ’ αύτό άναγνωρίζει έπίσης, δτι ή κοινωνιολογικοϊστορική του θεωρία είναι μιά άντιμαρξιστική άπάντηση στήν «πρόκληση... αύτής τής μεγάλης, άν καί μονόπλευρης... θεωρίας»,* δτι 6 σκοπός τής δημιουργημένης άπ’ τόν Ιδιο «κοινωνιολογίας τής κουλτούρας» είναι να άγωνίζεται ένάντια στήν «όλιστική άντίληψη τ ή ; ιστορίας», που σήμερα Ιχ ε ι τεράστια έπιρροή.4
1. W. W Rostow, The Stage of Economic Growth. A non-commumist Manifesto, Cambridge, 1960. 2. Alfred Wever, Kulturgeschichte als Kultursoziologie, S. 19. 3. Alfred Weber, Kulturgeschichte als Kultursoriologie, S. 19. 4. Alfted Weder, Prinzipien des Gerchichts - und Kultursoziolo gie, Piper und Co. Verlag Miinchen, 1931. S. 39.
26·
Η Κ Ρ ΙΣ Η Τ Η Σ Α Σ Τ ΙΚ Η Σ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ Σ
Παράλληλα μέ τις κοινωνικοϊστορικές καί χΐς Ιδεολογικές αι τίες τό Ιδαφος πού παροτρύνει Ιδιαίτερα πολύ τήν έπικαιροποίηση καί τήν άνάπτυξη τής άστικής φιλοσοφικοϊστορικής καί κοινωνιολογικοϊστορικής σκέψης είναι ή βαθιά κρίση τής άστικής ίστοοιογραφίας καί τοϋ ])^θοίολογ:κοϋ της δπλοστάσιου. Ή κρίση τής άστικής Ιστοριογραφίας άποτελεΐ πολύπλοκο φαι νόμενο. Είναι y.ap-iç τόσο κοινωνικοϊστορικών αιτιών, δσο και α ι τιών πού έχουν τις ρίζες τους στήν ίδια τήν έξέλιξη τής άστικής ιστοριογραφίας, καί έκδηλώνεται σέ διάφορες, συχνά άντιφατικές, τάσεις. Ή κρίση τής άστικής ιστοριογραφίας είναι κρίση πριν ά π’ •δλα τής μεθοδολογίας της, καί δχι τής γεγονοτογραφίας της. Ό πως τονίσαμε κιόλας, άπό τό πρώτο μισό τού δέκατου Ινατου αιώ να ώς τΙς μέρες μας ή άστική ιστοριογραφία άναπτυσσόταν πρώ τι στα πάνω στή μεθοδολογική βάση τού θετικισμού καί τοϋ νεοκαν-τιανισμοΟ, πού, παρά τΙς άμοιβαΐες τους διαφορές, άνάγανε καί άνάγουν τήν Ιστορική έπιστήμη άπλώς σέ γεγονοτογραφία — σέ περιγραφή ξεχωριστών καί άσύνδετων μεταξύ τους ιστορικών γ ε γονότων. Ό δέκατος ένατος αΙώνας — γράφει ό άγγλος ιστορικός Έντουαρντ Κάρ-— ήταν μιά μεγάλη έποχή γεγονότων. «’Εκείνο πού θέλω — λέει ό Γκράντγκριντ στό « H a rd Tim es» — είναι τά γεγονότα... στή ζωή είναι άπαραίτητα μόνο τά γεγονότα». Οί ι στορικοί τοϋ δέκατου ένατου αιώνα σά σύνολο συμφωνούν μαζί του. "Οταν στή δεκαετία 1 8 3 0 - 1 8 4 0 δ Ράνκε... παρατηρεί, -ιώς τό καθήκον τής Ιστορίας είναι άπλώς νά δείξει «πώς στήν πραγμα τικότητα ήταν» (wil es eigentlich gew esen), αυτός ό πολύ βαθύς άφορισμός είχε μια καταπληκτική έπιτυχία. Τρεις γενιές γερμανοί, βρεταννοί, ώς καί. γάλλοι Ιστορικοί πορεύονταν στή μ άχη, φωνάζοντας τις μαγικές λέξεις (wil es eigentlich gew esen) σάν êva ξόρκι, προορισμένο, δμοια μέ τά περισσότερα ξόρκια, νά τούς λυ τρώσει άπό τή δυσάρεστη ύπαχρέωση νά σκέφτονται γ ιά τόν έαυ-
τό τους. Οί θετικιστές... συμβάλλανε μέ τήν έπιρροή τους σ’ αύτήν τή λατρεία τών γεγονότων. Π ρώτα νά έξακριβωθοΟν τά γεγονότα, ϊλεγα ν οί θετικιστές, υστέρα’ ά π ’ αύτό βγάλτε τά συμπερά/σματά σας απ' αυτά».1 Ή άστική Ιστοριογραφία βάδισε πολύ καιρό κάτω άπό τή σημαία τού χυδαίου έμπειρισμοϋ τών θετικιστών καί τής ίδιογραφικής ή έξατομικευμένης μεθόδου τών νεοκαντιανών. Ή πλειονό τητα τών άστών Ιστορικών Εβλεπαν τό μοναδικό τους καθήκον στήν έξακρίβϋ)ση καί στήν περιγραφή νέων καί νέων γεγονότων, στήν «έξατομικευμένη» περιγραφή τών ιστορικών γεγονότων καί στ’ 5νομα - ή ; αυστηρής «έπιστημονικότητας» καί «άντικειμενικότητας» άπορρίπτανε τήν άνάγκη γ ιά Θεωρητικές γενικεύσεις, γ ιά έξέταση τή ; ιστορίας ώς ένιαίας καί άλληλένδετης διαδικασίας, δπου τά χωριστά γεγονότα καί περιστατικά άποτελοΰν μονάχα ξεχωριστούς κρίκους καί μπορούν νά κατανοηθοϋν καί έξηγηθούν μονάχα στήν άλληλοσχέση καί άλληλοεξάρτησή τους. Τ ή ν άρνητική τους στάση άπένα/τι στή θεωρητική σημασιολόγηση τών Ιστορικών γ ε γονότων καί περιστατικών τήν καλύπτανε καί δικαιολογούσανε μέ τήν άρνητική τους στάση άπέναντι στή χρεωκοπημένη καί δυσφη μισμένη θεωρητική Ιδεαλιστική φιλοσοφία* καί κοινωνιολογία τή ; ιστορία:. "Ολα αυτά προσδίνανε στήν Ιστοριογραφία τους μιά φαινομενική «έπιστημονική άντικειμενικότητα», πού τή χρησιμο ποιούσαν και γ ιά ιδεολογικούς σκοπούς — γ ιά άγώνα ένάντια στή μαρξιστική ιστοριογραφία καί στόν Ιστορικό ύλισμό, πού ύπογραμμίζουνε καί θεμελιώνουνε πάντα τήν άνάγκη νά έξετάζεται ή ι στορία ώς άντικειμενική άλληλένδετη καί νομοτελειακή διαδικα σία. Μά ή νίκη τής Μ εγάλης ’Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής ’Ε πα νάστασης, πού έγκαινίασε τή νέα έποχή στήν Ιστορία τής άνθρω-
J. Ε. Η. Cars, What is History?, Pelican, Books, London, 1964, Pi 9. • Ή θεωρητική φιλοσοφία άκοτελεΐ Ιδεαλιστική τάση στή φιλο σοφία, πού έξετάζει τήν πραγματικότητα δχι μέ τά δεδομένα τής έμπειρίας άλλά άπό τή σκοπιά γενικΑν καί άφηρημέναν άρχΑν, δηλα δή θεωρητικά. (Σημ. τ. Μετ.).
27
πότητχς, καί τό βάθεμ,α τής γενικής κρίσης τοΟ καπιταλισμού δρθωσαν τήν άστική Ιστοριογραφία μπροστά σέ νέα καθήκοντα. Μπρο στά της μπήκε τό έπιτακτικό καθήκον νά δώσει άπάντηση στα ζη τήματα σχετικά μέ τΙς αίτιες, τόν δγκο καί. τό βάθος τών διαδικα σιών πού συντελοΟνταν στή σύγχρονη έποχή, καί τή σημασία τους γ ιά τό παρόν καί τό μέλλον τής άστικής κοινωνίας. Ή Ό χτω βριανή Σοσιαλιστική ’Επανάσταση καί ot άλλες σοσιαλιστικές έπαναστάσεις, δ Πρώτος καί ό Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, καθώς καί ή κρίση τής άστικής κοινωνίας άποτελοδν διαδικασίες, πού έ χουν δχι μονάχα τοπική, έθνική ή περιφερειακή, άλλα καί διεθνή, κοσμοϊστορική σημασία. "Εχουν πάρα πολύ βαθιά καί Λμεση σχέ ση μέ τήν ιστορική μοίρα δλου τοΟ άστικοΒ κόσμου, όλόκληρης τής άνθρωπότητας. Νά γ ια τί μπροστά στήν άστική Ιστοριογραφία μπαίνει δπως ποτέ προηγούμενα μέ δλη του τή βαρύτητα τό ζή τη μα γ ια τ ή ν π α γ κ ό σ μ ι α Ι σ τ ο ρ ί α , γ ιά τΙς κινη τήριες δυνάμεις καί τις τάσεις τής έξέλιξής της, γ ιά τό «νόημά» της. Γ ιατί, δπως έκφράζεται ό Γιάσπερς, «μονάχα δλη ή Ανθρώ πινη ιστορία μπορεΐ νά μάς δώσει τ!ς διαστάσεις γ ιά τό νόημα τών σύγχρονων γεγονότων».1 Κ αί άκριβώς αύτό τό καθήκον προκάλεσε τή βαθιά κρίση, δπου βρίσκεται σήμερα όλάκερη ή άστική Ιστοριογραφία. Τό 1896, δταν σχεδίαζε τήν πολύτομη «Κεμπριτζιανή Σύγχρονη Ιστορία», 6 γνωστός άγγλος ιστορικός Ά κ τ ο ν είχε γράψει, πώ ς ή τωρινή γ ε νιά δέν μπορεί νά έχει μιά τελική, όλσκληρωμένη Ιστορία. «Ε μείς — έγρα ψ ε— μπορούμε νά διαθέτουμε τή συμβατική ιστορία καί νά δείξουμε τό σημείο πού φτάσαμε στό δρόμο άπό τή μ ιά στήν 4λλη, πώς τώρα βρισκόμαστε στό δρόμο νά πετύχουμε δλάκερη τήν άπαραίτητη πληροφόρηση καί ή έπίλυση κάθε προβλήματος Ιγινε μπορετή».2 Συνάμα δ "Ακτον είχε ύπόψη του τή συγγραφή παγκόσμιας Ιστορίας. Ε ξ ή ν τα χρόνια άργότερα, άκριβέστερα τό 1957, στή «Γενι κή ΕΙσαγωγή» του στή «Ν έα Κ εμπριτζιανή Σύγχρονη 'Ιστορία», 1. Karl Iaspers, Vom Ursprung und Ziel der Geschichte, R. Pi per und Co Verlag, München, 1950, S. 15= 2. E. H. Carr, What is History?, p. 7.
σχολιάζοντας αύτήν τήν αισιόδοξη βεβαιότητα τοϋ Ά κ τ ο ν καί καί τών συνεργατών του, δ Τ ζιόρτζ Κ λάρκ έγραψε: «Οί Ιστορικοί μιας ύστερότερης γενιάς δέ βλέπουν καμιά παρόμοια προοπτική. Π ερι μένουν τή δουλειά τους νά μετατοπίζεται διαρκώς. ΦρονοΟν, δτι ή γνώση γ ιά τό παρελθόν μεταδίδεται διαμέσου μιας ή περισσότε ρων άνθρώπινων συνειδήσεων, δτι έχει «διανυθεΐ» ά π’ αύτούς καί γ ι’ αύτό τό λόγο δέν μπορεΐ νά άπαρτιστεί άπό στοιχειώδικα καί άπρόσωπα άτομα, πού τίποτε δέν μπορεΐ νά τα άλλάξει... Ή Ιρευνα φαίνεται να είναι Ατέλειωτη καί μερικοί άνυπόμονοι έπιστήμονες αναζητούν καταφύγιο στό σκεπτικισμό ή τό λιγότερο στό δόγαα, πώς μιά καί δλες .αχωρισμοΰ τών δυό έπιστημονικών κλάδων τοϋ ένός άπό τόν 4>λο, χωρισμού τής κοινωνιολογίας άπό τή φιλοσοφία τής Ιστορίας καί 1. W erner Sombart, ΝΟΟ—Soziologie, Duncker Humboldtt, Ber lin, 19S6 s. 2 2. Ibid., S. 2, 3. Ibid., SS. 2 - 3 .
63
-f)- διαμόρφωση; της σέ α ύ τ ο τ ε λ ο ϋ ς , έ π ι μ έ ρ ο υ ς μή φ ι λ ο σ ο φ ι κ ο ύ Επιστημονικού κλάδου — διαδικασία, πού δχει τήν άρχή τη ; άκόμη στόν Κόντ, άλλα άναπτύχτηκε μέ πάρα πολύ μεγάλη δύναμη στόν είκοστδν αίώνα καί ιδιαίτερα στί; δεκαετίε; μΐτά τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σ τή σύγχρονη άστική φιλοσοφία τής ιστορίας καί τής κοινωνιολογίας δεσπόζει ή άποψη, πώ ς ή φιλοσοφία τής ιστορίας καί ή κοινωνιολογία άποτελοϋνε δυό διαφορετικούς καί αυτοτελείς έπιστημονικούς κλάδους. Οί άπόψεις γ ια τή σχέση, δπου βρίσκονται μετα ξύ τους αύτο: ci δυό έπιστημονικοί κλάδοι, είναι διαφορετικές. Μά ή τεράστια πλειονότητα τών σύγχρονων άστών κοινωνιολόγων κρα τούν άρνητική στάση άπέναντι στή φιλοσοφία τής ιστορίας. Στό βι βλίο του «Εισαγωγή στί; κοινωνικές έπιστήμες» ό ΜορΙ; Ντουβε^ζέ παρατηρεί, πώ ς οί σύγχρονοι άστοί κοινωνιολόγοι άποκρούουν άποφασιστικά τίς φιλοσοφικοϊστορικές θεωρίες, γιατί, τις έξετάζουν "ώς έργο τή ; φαντασίας», βασισμένο μάλλον πάνω σέ «μεταφυσικά καί πολιτικά αιτήματα», άπ’ δσο πάνω σέ «έπιστημονικές έρευνες».1 Αυτός δ Ισχυρισμός τοΟ Ντουβεργιέ ύπερβάλει τά πράγματα. Μά άντικαθρεφτίζει πιστά τις διαθέσεις τής τεράστιας πλειονότη τας τών σύγχρονων άστών κοινωνιολόγων.
Ή κοινωνιολογία ώς «έμπειρική» έπιστήμη. Ή άποψη γ ιά τήν κοινωνιολογία ώς έπιμέρους, μή φιλοσοφικής έπιστήμης, ύποστηρίζεται άπό μιά σειρά κοινωνιολόγους, πού έξακολουθοϋν νά κινούνται στήν κοίτη τής παραδοσιακής άστικής κοινωνιολογία; ή είναι στενότερα δεμένοι μ’ αύτήν. ’Ιδιαίτερα καθχοά διατύπωσε τούτη τήν άποψη δ μεγάλος γερμανός άστδς κοινωνιολό γος Λέοπολντ φόν Β ίζε. «Κάθε έπιστήμη έχει τά δικά της β α σ ι1. Maurice Dnverger, Iuntoduction to the Social Sciences, Deo»ge Allen and Unwin LTD, London, 1967, p. 65.
54
κ à ζ η τ ή μ a τ a ,... Τ ά δυό βασικά ζητήματα τής κοινωνιολογίας είναι : 1) ΙΙώς έξηγεϊται τό φαινόμενο πού όνομάζουμε κοινωνι κό; 2) Τ ί βρίσκεται κάτω άπό τήν έπιρροή τοϋ κοινωνικού στήν άνθρώπινη σφαίρα; Μέ αύτό είναι κιόλας διατυπωμένη ή σκέψη, πώς δέν άντιλαμβανόμαστε τήν κοινωνιολογία ώς έναν κλάδο τής φιλοσοφίας (ώς κοινωνική φιλοσοφία), οδτε ώς μιά καθολική ε!τε Ιγκυκλοπαιδική έπιστήμη».' Μ έτόνδρο κοινωνιολογία ή διδασκα λία γ ιά τήν κοινωνία... κατανοούμε μιάν α ύ τ ο τ ε λ ή έπιμέρ ο υ ς έ π ι σ τ ή μ η » . 2 Μά στή σύγχρονη άστική κοινωνιολογία ή άποψη γ ιά τήν κοινωνιολογία σάν αύτοτελή, έπιμέρους, μή φιλοσοφική έπιστήμη καί γ ιά τήν άσκησή της ώς τέτοια έχει διτυπωθει μέ τόν πιό λαμπρό τρόπο, άπό τή λεγόμενη «έμπειρική κοινωνιελογία». Ή «έμπειρκή κοινωνιολογία» είναι άδιάρρηκτα συνδεδεμένη μέ τή διενέργεια συγκεκριμένων κοινωνιολογικών έρευνών, μέ τήν έπεξεργασία καί τήν έφαρμογή ειδικής μεθόδου a αύτές τΙς έρευνες καί μέ τήν πλατιά τους χρησιμοποίηση γ ιά τήν πρακτική έπίλυΓη καί συμπλήρωση συγκεκριμένων κοινωνικών προβλημάτων καί καθηκόντων δπως ό άγώνας ένάντια στήν έγκληματικότητχ, στήν πορνεία, στήν άλητεία, στόν άλκοολισμό, στίς άπεργίες, γ ιά τή ρύθμιση τής Κοινής Γνώμης, τών οικογενειακών, σεξουαλικών, έπαγγελματικών, φυλετικών καί άλλων σχέσεων κλπ. θ ά ήταν, δμως, λαθεμένο δλη αύτή ή δράση νά ταυτίζεται μέ τήν «έμπειρική κοινωνιολογία». 'Εμπειρικές κοινωνιολογικές έρευνες διεξάγοντχι τώρα άπό έκπροσώπους σχεδόν δλων τών ρευμάτων τής σύγχρονης άστικής κοινωνιολογίας — τού νεοθετικιστικοΰ, τού νεοφροϊντιστικού, τού διαρθρωτικολειτουργικοΰ καί. τού νεοθωμιστικοΰ άκόχη. Πολυάριθμες καί σέ πλατιές διαστάσεις συγκεκριμένες κοινωνιολο γικές έρευνες διεξάγονται καί άπό μαρξιστές κοινωνιολόγους, Ιδι αίτερα στίς σοσιαλιστικές χώρες. Μά αύτές καθαυτές οί συγκεκρι μένες κοινωνιολογικές έρευνες δέν άποτελοΰν «έμπειρική κοινωνιολογία». Ή «έμπειρική κοινωνιολογία» είναι Ιδιαίτερη κατεύθυνση, πού διαδραματίζει κυριαρχικό ρόλο στή σύγχρονη άστική κοινω1. Leopold von Wiese, Soziologie. Geschichte und Hanptprobleme, Fiinfte Anflage, Walter de Gruyter uud Co, Berlin, 1954, S. 5-6 2. Ibid., S. 5.
65
νιολογία, άρνιέται τή δυνατότητα καί τήν άνάγκη θεωρητικών γ ε νικεύσεων, που Αποκαλύπτουν τούς νόμους τής κοινωνικής ζωής καί τής άνάπτυξής της, μετατρέπει τήν κοινωνιολογία σέ κοινωνιογραφία καί τις συγκεκριμένες κοινωνιολογικές ίρευνες σέ αύτοσκοπικές έμπειρικές 2ρευνες ή σέ μέσο γ ιά τήν έπίλυση πρακτικών κοινωνικών προβλημάτων. Ώ ς ιδιαίτερη κατεύθυνση ή «έμπειρική κοινωνιολογία» έμφανίστηκε καί διαμορφώθηκε στίς αρχές τής τρίτης δεκοετίας τοϋ αιώνα μας στίς Η Π Α. Ή γέννησή της είναι συνδεδεμένη μέ τή δη μοσίευση δυδ Ιργων άμερικάνων κοινωνιολόγων: €*0 πολωνός έργάτης στήν Εύρώπη καί στήν ’Αμερική» τών Ού. Ί . Τόμος καί Φ. Ζνάνετσκι, πού κυκλοφόρησε τό 1918 -1 9 2 1 , καί «ΕΙσαγωγή στήν έπιστήμη τής κοινωνιολογίας» τών P . Ε . Πάρκ καί Έ . Ού. Μπάρτζιες, πού κυκλοφόρησε τό 1921, Ινώ τά πρώτα κέντρα γ ιά έμπειρικές κοινωνιολογικές Ιρευνες δημιουργήθηκαν στό Πανεπιστή μιο τοϋ Σικάγου καί στό Πανεπιστήμιο τής Κολούμπια. Ή νέα κατεύθυνση Αναπτυσσόταν μέ Εξαιρετικά μεγάλη έπιτυχία καί όλκή. Ή τρίτη καί ή τέταρτη δεκαετία, δπως παρατηρεί ή Γ κ. Μ. Ά ντρέεβα, είναι «περίοδος τής γοργής καί θυελλώδικης έμπέδωσης τής έμπειρικής κατεύθυνσης στήν κοινωνιολογία», τής «θριαμβικής πορείας» τοϋ έμπειρισμοΰ στήν άμερικάνικη κο'.νωνιολογία, πού στή οιάρκειά της οί παραδοσιακές σχολές τής Αμερι κάνικης άστικής κοινωνιολογίας βαθμιαία έμφανίζονται f) προσαρ μόζονται στή νέα κατεύθυνση. Ή «έμπειρική κοινωνιολογία» μετατρέπεται σέ δεσπόζουσα κατεύθυνση τής Αμερικάνικης άστικής κοινωνιολογίας, δπου μεταξύ τών Αστών Αμερικάνων κοινωνιολό γων, έξόν Από τούς προαναφερμένους πιά, συγκαταλέγονται οί Ρόμπερτ καί Χέλιν Α ίντ, Σέμιουελ Στάουφερ, Τ ζιόρτζ Λάντμπεργκ, Στιούαρτ Ν τόντ, Π άουλ Λάζαρσφελντ, Έ λ τα ν Μέτς, Ε . Χιούζ, Λ. Ούόρνερ, Μπ. Μποϋρμπερ, Μ. Γιάνοβιτς, Μπ. Μπέρελσον κ.ά. Γ ιά δλ’ αύτά ή «έμπειρική κοινωνιολογία» έξετάζεται συνή θως ώς τυπικό Αμερικάνικο φαινόμενο, πού τό συνταυτίζουνε μέ δλη τήν άμερικάνικη άστική κοινωνιολογία. Κ άτι παραπάνω, πριν άπό μ ιά -δ υ ό δεκαετίες μέσα στούς άστούς συγγραφείς ήταν σχε δόν γενικά παραδεχτό νά άντιπαραθέτεται ή άμερικάνικη κοινω-
66
νιολογια ώς «έμπειρική» στήν εύρωπαϊκή ώς «θεωρητική». Ή «εύ· ρωπαϊκή κοινωνιολογία» γράφει 6 Χέλμουτ Σιόκ — πα σχίζει διαρ κ ή ς νά δώσει μιά έπιστημονική διάγνωση στή σύγχρονη έποχή. Σ τήν εύρωπαϊκή διατύπωση τών κοινωνιολογικών προβλημάτων άντηχεϊ διαρκώ; τό άνησυχητικό πρόβλημα γ ιά τό μέλλον. IV αύτόν τόν λόγο ό εύρωπαίος κοινωνιολόγος πάντα έπιδίωκε νά πετύ χε·. μιάν «όλοκληρωτική προοπτική». ’Α λλιώς είναι στήν ’Αμερι κή. Έ κ ε ϊ ή κοινωνιολογική δουλειά σημαίνει τήν έπίλυαη άμεοων τεχνικών προ6λημάτι»ν τής καθημερινής κοινωνικής ζωής. Έ κ ε ϊ δ κοινωνιολόγος θέτει τό ζήτη μα: πώ ς μπορώ νά λύσω αύτό τό συγκεκριμένο άστικό πρόβλημα; ...Ό άμερικάνος κοινωνιολόγος δέν άπειλεΐται άπό τήν κληρονομιά τής χεγκελιανής φιλοσοφίας, πού στήν Εύρώπη άπαιτεΐ τόσον άνελέητα άπό τούς διαγνωστικούς τής κοινωνικής σφαίρας μια καθαρή θέση σχετικά μέ τό σύνορο ά νάμεσα στό παρελθόν καί στό μέλλον».1 ’Ακόμη πιό κατηγορημα τική άντιπαράθεση άνάμεσα στήν άμερικάνικη καί στήν εύρωπαϊκή κοινωνιολογία βρίσκουμε στή σύγκριση, πού κάνει 6 γνωστός άμερικάνος κοινωνιολόγος Ρόμπερτ Μακάϊβερ, μεταξύ τής άμερικάν.κης καί τής γερμανικής κοινωνιολογίας. Ή άντίθεση άνάμεσα στήν άμερικάνικη κα'ι στή γερμανική κοινωνιολογία — γράφει— φανερώνεται όρισμένως όλοένα καί. πιό Εντονα, ά π’ δσο ή δμοιότητά τους... τό κοινό άνάμεσα στους Ά μερικάνους καί ατούς Γερμανούς κοινωνιολόγους είναι ή προτίμηση τής μεθόδου. Μά γ ι’ αύτούς ή λέξη «μέθοδος» σημαίνει κάτι έντελώς διαφορετικό. Γ ιά τούς Ά μ ε ρικάνσυς είναι πρίν ά π ’ δλα μ ιά τεχνική Ερευνας, τρόπου συλλογής* άναφοράς, ταξινόμησης, άξιολόγησης τών γεγονότων, ή Εκθεσή τους σέ πίνακες καί άριθμούς. Γ ιά τούς Γερμανούς αύτή σημαίνει όρισμένες άρχές. πού σύμφωνα μ’ αύτές ταχτοποιούν τά γεγονότα σέ κατη γορίες, όρίζουν τή σχέση τών κατηγοριών τή μιά άπέναντι στήν άλλη, άναλύουν Ενα κοινωνικό φαινόμενο ή πλατύ κοινωνικό κίνημα στούς κύριους παράγοντές του καί προτείνουν μιά συνθετική Εξήγη ση... Ό Ά μερικάνος άναζητεΐ νέα γεγονότα και νέες μαρτυρίες, έ-
1. Helmut Schoeck, Soziologie. Geschichte {ihrer Problème, Verlag Karl Alber, Freiburg —München. 1932, SS. 331 - 332.
57
VÜ) ό Γερμανός αναζητεί νέες διατυπώσεις καί νέες ίδεϊκές κατα σκευές».1 Αύτοί οί ισχυρισμοί δέν είναι χωρίς σοβαρούς βάσιμους λόγους. Ό Τ . Πάρσονζ, δ μεγαλύτερος έκπρόσωπος τής σύγχρονης άστικής Αεωρητικής κοινωνιολογίας, δμολογεΐ πώ ς, καθένας πού παρατηρεί τήν έξέλιξη τής Αμερικάνικης κοινωνιολογίας στά τελευταία πενήν τα χρόνια, δέν μπορεΐ νά μή διαπιστώσει πώ ς αύτή σημειωνόταν κυρίως στή διεξαγω γή συγκεκριμένων κοινωνιολογικών έρευνών, στήν έξέλιξη και στήν τελειοποίηση τής τεχνικής γ ια τή διεξαγω γ ή αύτών τών έρευνών καί τής στατιστικής Ανάλυσης τών έμπειρικών στοιχείων. Ά λ λ α στόν τομέα τής θεωρίας οί Αμερικανοί Αστοί κοινωνιολόγοι είναι έντελώς Αδύνατοι καί καθυστερημένοι. «Έμεΐς — γράφει δ ΙΙάρσονζ— κατέχουμε Αναμφισβήτητα δλα τα προσόν τα για τήν άνάπτυξη τής τεχνικής γνώσης — τδ πώ ς νά κάνουμε τΙς Ιρευνες. Είμαστε καλοί στήν δργάνωση, πού πρόκειται νά διαδρα ματίσει αυξανόμενο ρόλο στήν έρευνα... Γενικά, ώς έπιστήμονες, οί Α μερικανοί ήταν έξαιρετικά δυνατοί στήν πειραματική έργασία καί στίς έμπειρικές έρευνες... Ά λ λ α ώς θ ε ω ρ η τ ι κ ο ί οί Ά μερικάνοι, σέ σύγκριση μέ τούς Εύρωπαίους, δέν ήταν τόσο δυνα τοί)-.2 Μά παρ’ δλ’ αύτά οί Απόπειρες να παρουσιαστεί ή «έμπειο.κή κοινωνιολογία» ώς καθαρά Αμερικάνικο φαινόμενο καί νά χαραχτεί ριζική Αντίθεση άνάμεσα στήν άμερικάνικη κοινωνιολογία ώς «έμπειρική» καί στήν ευρωπαϊκή ώς «θεωρητική» είναι άβάσιιες. Πραγματικά οί βαθύτερες ρίζες τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» κείτονται στήν εύρωπαϊκή θετ,κιστική, νεοθετικιστική καί νεοκαντιανή κοινωνιολογία— Λ. Ά . Κέτλε, Γκ. Τάρντ, Έ . Ντιούρκχαϊμ, Μ. Βέμπερ, Ο. Ν όϊρατκ.ά. Ή έμπειρική τάση άρχιζει να έπιβεβαιώνεται στήν άγγλική άστική κοινωνιολογία άκόμη άπδ τα τέλη τοϋ περασμένου καί τίς άρχές τοϋ αιώνα μας μέ τήν έαφάνιση τοϋ βι βλίου τοϋ Τσιάρλς Μπδντ «Ζωή καί δουλειά τών Λονδρέζων». Ά π δ 1. Παράδ. Η. Schoeck, Soziologie, S. 335. 2. Talcott Parsons. Essays in Sociological Theory. Revised edi tion. The Free Press of Glaneoe, Collier —Macmillan LTD. London, 1964, pp. 368 - 369.
58
τότε καί ϋστερα — γράφει ό άγγλος κοινωνιολόγος Ού. Τ ζ. Σπρότ — «ή μέθοδος τής άγγλικής κοινωνιολογίας είναι ή αναζήτηση γ ε γονότων».1 Σ τήν Γαλλία ή έμπειρική κατεύϋυνση τής άστικής κοινων.ολογίας άρχιζε'· καθαρά νά διαγράφεται άκόμη άπό τό 1930 καί άπό τότε καί μετά διευρύνει άδιάκοπα τήν έπιρροή της. Τό 1931 ο αυστριακός φιλόσοφος καί κοινωνιολόγος, όπαδός τοϋ αύστρομαρξισμοϋ καί μέλος τοϋ «Βιεννέζικου Όμίλου», δ "Οτο Νόιρατ, δημοσίευε·, τό Ιργο του «Ή έμπειρική κοινωνιολογία» δπου άναπτύσσει τήν άποψη, πώς ή έπιστημονική κοινωνιολογία μπορεΐ νά υπάρχει μονάχα ώς έμπειρική κοινωνιολογία. Κ άτι περισσότερο, ό Νόιρατ ύποστηρίζει τή θέση, πώ ς «ό μαρξισμός είναι στό μεγα λύτερο βαθμό Ινα σύστημα έμπειρικής κοινωνιολογίας, άπ’ δσο κάθε άλλη σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία».2 "Ομως ώς τό Δεύτερο Π αγκόσμιο Πόλεμο, ίσως μέ έξαίρεση τήν ’Α γγλία , στίς εύρωπαϊκές άστικές χώρες κυριαρχεί ή «θεωρη τική», ή «φιλοσοφική» κοινωνιολογία. Ή άποφασιστική στροφή •τής εύρωπαϊκής άστικής κοινωνιολογίας πρός τόν Ιμπειρισμό γ ί νεται μετά τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καί μάλιστα κυρίως κάρίως κάτω άπό τήν έπίδραση τής άμερικάνικης «έμπειρικής κοινωνιολογίας». «Μόλις ΰστερ’ άπό τό Δεύτερο Παγκόσμιο Π ί/εμ ο— γράφει 6 Χάϊντς Μάουλ— οί έπιτεύξεις τής άμερικάνικης κ^νω νιολογίας καί κοινωνικής έρευνας ίγιναν κτήμα τών πλατιών κύκ'/ «>ν τής Ευρώπης. Ταυτόχρονα μ ’ αύτό άρχισε Ινα νέο κεφάλαιο α-ήν ιστορία τής ήπειρωτικής, καθώς έπίσης καί τής γερμανικής χοίνωνιολογίας».3 Στήν ’Α γγλία ή θεωρητική κοινωνιολογία φυτοζωεί. «Ή θε 1. Γκόβαρντ Μπέκερ καί Ά λ β ιν Μπόσκοφ, «Σύγχρονη κοινω νιολογική θεωρία. Στίς διαδοχές καί άλλαγές της», Έκδ. Ξένης Φι λολογίας, Μόσχα, 1961, σελ. 688. 2. Otto Neurath, Sociology and Physicalism. In: Logical Positivi sm, Edited by A. I. Ayer. George Allen and Unwin LTD. London, 1959, p. 309. 3. Heiuz Mans. Zur Vorgeschichte der empirischen Sozialforsc* hung. In: Handbuch dler empiricchen Sozialforchung. Heransgegeben von Rene Kônig. Erster Bands Ferdinond Enke Verlag, Sfuttgart, 1962, s. 33.
59
ωρία καί 6 έγκυκλοπαιδισμός — γράφει ό Σπρότ— τώρα δέν είναι μόδα. Ε ξαίρεση πρέπει νά γίνει γ ιά τόν Ά ρ ν ο λν τ Τ ζ . Τόινμπι. Μονάχα λίγοι δέ θά συμφωνούσανε νά έφαρμόσουν τά έπίθετα «θεω ρητική» καί «Εγκυκλοπαιδική» στό Αξιοσημείωτο έργο του «'Ε ρευ να τής 'Ιστορίας». Ά π ό τούς κοινωνιολόγους αύτό τό βιβλίο ίγ ιν ε δεχτό χωρίς ιδιαίτερο ένθουσιασμό»1 Ή τεράστια πλειονότητα τών άλλων κοινωνιολόγων είναι «ειδικοί στήν έφαρμοσμένη κοινωνιολογία». «Ή Κοινωνιολογία στήν Α γ γ λ ία είναι έφαρμοσμένη έπιστήμη, συνδεομένη μέ τρεχούμενα γεγονότα»,2 δηλαδή «έμπειρική κοινωνιολογία». Ό γνωστός γάλλος κοινωνιολόγος Ζιάν Στετσέλ δρίΤει τήν άνάπτυξη τής γαλλικής άστικής κοινωνιολογίας δστερ’ άπό τό 1945 ώς περίοδος τής «κυριαρχίας τοϋ έμπειρισμοΟ». Ή «φιλοσο φική παράδοση» στή γαλλική άστική κοινωνιολογία δέν Ιχει έξαφανιστεΐ. ’Εμφανίζεται στή «γενική κοινωνιολογία» δπου ώς πιό άξιόλογα θεωρούνται τά έργα τοϋ Ζιόρζ Γκούρβιτς. Μά ή χαρα κτηριστική ιδιομορφία τής γαλλικής άστικής κοινωνιολογίας σ’ αύτ η τήν περίοδο είναι ή «έμπειρική παρέκκλιση, ή έξαιρετική προ σοχή πρός τά γεγονότα».3 Παρόμοια είναι ή κατάσταση στήν ’Ιταλία καί στίς άλλες ευ ρωπαϊκές άστικές χώρες. Ή «έμπειρική κοινωνιολογία» κατάχτησε γερές θέσεις άκόμη καί στή Δυτική Γερμανία, δπου ή «φιλοσοφική» καί γενικά ή «θεωρητική» κοινωνιολογία ϊχ ε ι τήν πιό βαθιά κ χΐ τήν πιό γερή παράδοση. Ό δυτικογερμανός άστός κοινωνιολόγος Β. Ε . Μίλμαν φρονεί, πώ ς ή βασική κατεύθυνση τής άστικής κο> νωνιολογίας στή Δυτική Γερμανία μετά τό 1945 μπορεΤ νά όριστεΤ ώς «έμπειρική κοινωνιολογία» ή «κοινωνιογραφία», μέ φανερή τά ση πρός τήν «έφαρμοσμένη κοινωνιολογία».4 Τ ήν ϊδια γνώ μη ίχ ε ι καί ό γνωστός δυτικογερμανός έμπειρικός κοινωνιολόγος Ρενέ Κιόνιγκ. 'Ορίζοντας τήν κοινωνιολογία ώς «έμπειρική έπιμέρους έπι-
1. ωρία», 2. 3. ωρία», 4·
60
Γκ. σελ. Στό Γκ. σελ. Στό
Μπέκερ καί Α, Μπόσκοφ, «Σύγχρονη κοινωνιολογική θε 690. Ιδιο, Βλ. 705. Μπέκερ καί Α. Μπόσκοφ, «Σύγχρονη κοινωνιολογική θε 732. Ιδιο, σελ. 777.
στήμη»,' συνεχίζει: μ’ αύτό έρχόμαστε σέ άντίφαση μέ τήν πλατιά διαδομένη πού σύμφωνη μ’ αύτήν ή γερμανική κοινωνιολογία πρέ πει νά χαρακτηριστεί ώς θεωρητική, Ινώ ή γαλλική, ή άγγλική καί ιδιαίτερα ή άμερικάνκκη κοινωνιολογία χαρακτηρίζονται ώς «άπλά έμπειρικές». 2 "Ολ* αύτά δείχνουν, δτι τουλάχιστο στίς τελευταίες δεκαετίες δέν ύπάρχουν πραγματικές δικαιολογίες νά άντιπαρατάσσεται ή άμερικάνικη άστική κοινωνιολογία ώς «έμπειρική» στήν εύρωπαϊκή ώς «θεωρητική». Ή «έμπειρική κοινωνιολογία» είναι ή δεσπόζουσα κατεύθυνση σ’ δλη τή σύγχρονη άστική κοινωνιολογία. Δέν έχουμε πρόθεση νά ύποβάλουμε σέ λεπτομερειακή καί όλό,τλευρη ανάλυση τήν «έμπειρική κοινωνιολογία», γ ια τί αύτό θά μάς άπόκλινε άπό τόν άμεσο στόχο μας. Στόν άναγνώστη, που ένδιαφέρεται γ ιά παρόμοια άνάλυση, θά συστήναμε τό « Ό θετικισμός στήν κοινωνιολογία» τού Ί . Σ . Κόν καί τό « Ή σύγχρονη άστική έαπειρική κοινωνιολογία» τής Γ κ. Μ. Ά ντρέεβα. Καί οί δυό είναι γνω στό! σοβιετικοί συγγραφείς, πού τά Ιργα τους άποτελοδν τό καλύτε ρο πού ύπάρχει πάνω σ’ αύτό τό ζήτημα στή μαρξιστική φιλολογ.χ.3 θ ά σταθούμε μονάχα σέ μερικά άπό τά πιό χαρακτηριστικά γνω ρί σματα τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας», πού θά μάς βοηθήσουνε νά ξεκαθαρίσουμε τή σχέση τής σύγχρονης άστικής κοινωνιολογίας πρός τή φιλοσοφία καί είδικότερα πρός τή φιλοσοφία τής Ιστορίας. 'II μεθολογική βάση, πού πάνω της έμφανίστηκε καί άναπτύσσεται ή «έμπειρική κοινωνιολογία», είναι ή φιλοσοφία τοΰ νεοκαντι ανισμού, τού πραγματισμού καί κυρίως τοΰ νεοθετικισμού. Οί Ούίλιχμ Τόμας καί Φλόριαν Ζνάνετσκι βρίσκονται κάτω άπό τήν έπιρροή τοΰ Μάξ Βέμπερ. ’Αντιπρόσωποι τής «έμπεφικής κοινωνιολογίας» καί θεωρητικοί τών μεθοδολογικών της προβλημάτων δπως 1. Soziologie. Herausgeben von René Kônig, Fischer Bürherei, Frankfurt am Mein, 1958, S, 7. 2. Ibid., S. 13. 3. Ί . Σ. Κόν, «Ό.νεοθετικισμός στή» κοινωνιολογία», Έκδ. τοΟ Πανεπιστημίου toO Λένινγκραντ. 1964* Γκ. Μ. Άντρέββα, « Ή Σύγϊρονη άστική ίμκειρική κοινωνιολογία», Έ κδ. «Μίσλ» (Ή σκέψη) Μόσχα 1965,
61
οί Ό το Νόϊρατ, Τ ζιόρτζ Α άντμπεργκ, Πάουλ Αάζαρσφελντ, Στιούαρτ Ντόντ, Σέμιουϊλ Στάουφορ, Χάνς "Αλμπερτ, Χάνς Τσέτερμπεργκ είναι νεοθετικιστές. ’ Αλλοι, δπως ό Ρ ενέ Κ ιόνιγκ, πασχίζουν νά συνδυάσουν τό νεοθετικισμό μέ τό νεοκαντιανισμό κ.ά. Μά ή Γδια ή «έμπειρική κοινωνιολογία» δέν είναι οδτε φιλοσοφικοϊστορ:κή, οδτε γενικοκοινωνιολογική καί. Ιστορική θεωρία. ’Αντίθετα, τό πιό σπουδαίο διακριτικό γνώρισμα αύτής τή ς κοινωνιολογίας εί'/ν. άκριβώς ό Ιντονα άντιφιλοσοφικός, άντιθεωρητικός, γεγονοτο γραφ ικός της χαρακτήρας καί γ ι’ αύτό τό λόγο όνομάζεται «Εμπει ρική». Ό άντιφιλοσοφικός καί άντιθεωρητικός χαρακτήρας τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» φανερώνεται πριν άπ’ δλα στήν έντονα άρνητική στάση της τόσο άπέναντι στή φιλοσοφία τής Ιστορίας, δσο καί απέναντι σ’ δλες τις «παραδοσιακές» γενικοκοινωνιολογικές θεωρίες άπό τόν Κόντ ώς τήν έποχή μας, πού θέτουν γ ια στόχο τους να ζώσουν Ολοκληρωμένη έρμηνεία τής άνθρώπινης κοινωνίας καί τής ιστορίας της. Στήν εισήγησή του μέ θέμα «Ή τάση στήν κοινωνιολογική έπιστημονικοερευνητική έργασία», πού Ιγινε στό “Εκτο Παγκόσμιο Συνέδριο Κοινωνιολογίας τό 1966, δ άμερικάνος κοινωνιολόγος ’Εντουαρτ Σ ίλ τ παρατηρεί, πώ ς «για τήν πρώτη γενιά Ιμπειρικών Επιστημονικών έρευνητών οί μεγάλοι θεωρητικοί άπό τόν Μοντεσκιό καί τόν Κόντ ώς τόν Γκούμπλοβιτς, τόν Χόμπχαους καί τόν Ντιούρκχαϊμ σιωπούν ή είναι άδιάφοροι. 01 άναγνωρισμένοι προκάτοχοι τής πρώϊμης γενιάς έμπειρικών κοινωνιολό γων είναι δ Κέτλε, Έ γ κ ε λ ς , Μπούτ, “Ιντεν φόν ΤιοΟνεν καί δχι οί Μάρξ, Χέγκελ, Μοντεσκιό, Τοκβίλ ή Κόντ». Σ τίς Η Π Α οί κοι νωνιολογικές θεωρεΐες τών «μεγάλων θεωρητικών» άφορίστηκαν ώς «πρωτοκοινωνιολογία»— ένας μισοπεριφρονητικός δρος, πού μ’ αύτόν οί έμπειριστές σημειώνουν δλες τις «Εγκυκλοπαιδικές», «άνώριμες», «θεωρητικές» κοινωνιολογικές θεωρίες, πού χαρακτηρίζουν τήν «προεπιστημονική» κατάσταση τής κοινωνιολογίας. Στή Δυτ.κή Γερμανία οί Εκπρόσωποι τής έμπειρικής κοινωνιολογίας είναι πιό έπιεικεΐς πρός τούς προκατόχους των. ’Ε κεί κοινωνιολόγοι δπως οί Μάξ Βέμπερ, Φέρντινατν Τιόνιες, "Αλφρεντ Φίρκανττ, Μάξ Σιέλεφ, Αέοπολντ φόν Β ίζ ε, Φράντς ’ Ο πενχαϊμερ, Ρ ίχαρντ Τούρνβαλντ, Κάρλ Μ άνχαϊμ, Χάνς Φράγερ, ’Αλφρεντ Βέμπερ καί άλλοι, πού σ’ αύτούς κυριαρχεί ή θεωρητική νόηση καί ή τάση πρός τήν
62
κατασκευή δλόπλευρων κοινωνιολογικών συστημάτων όνομάστηκαν άπλώς οί «μεγάλοι γέροι». Μά καί έκεΐ, δπως καί στις ΗΠ Α , οί άντιπρόσωποι τής έμπειρικής κοινωνιολογίας» διακηρύττουν τή «ρή ξη» τους μέ τούς «μεγάλους γέρους» καί δέ θέλουν νά Ιχουν καμιά συγγένεια μ’ αυτούς. Καί δ χ ι μόνον οί έκπρόσωποι τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας», άλλα καί οί θεωρητικοί τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης, πού σέ διάκριση άπό τούς έμπειριστές θέλουνε νά άναβιώσουν τήν άστική κοινωνιολογική θεωρία γ ιά νέα ζω ή, έπίσης έπιδιώκουν νά διαχωρίσουν έντονα τήν κοινωνιολογική τους θεωρία άπό τΙς «έγκυκλοπαιδικές» καί τις «δλόπλευρες» θεωρίες τόσο τών άστών κοινωνιολόγων τοΟ δέκατου ένατου αιώνα, δσο καί τών περισσότε ρων άστών κοινωνιολόγων τοΟ είκοστοΟ αΙώνα. 'Τπογραμμίζουν, 5τι άνάμεσα σ’ αύτές τις θεωρίες καί τή θεωρία τους δέν ύπάρχει καί οέν μπορεΐ νά ύπάρχει διαδοχή. • · Ό Πάρσονζ συγκαταλέγει δλες τις δημιουργημένες στό δέκα- 0-J ένατον αιώνα κοινωνιολογικές θεωρίες, πού πασχίζουνε νά έρμηνεύσουν τήν κοινωνία ώς σύνολο καί νά παρουσιάσουν τήν έξέλιξή της εϊτε ώς εύθύγραμμη έξελικτική διαδικασία, εϊτε ώς κυκλική εί τε διαλεκτική διαδικασία, σέ Ινα «προεπιστημονικό στάδιο» στήν έξέλιξη τής θεωρητικής κοινωνιολογικής σκέψης. «Δέ θά ταλαντευ τώ — γράφει δ ίδιος— νά χαρακτηρίσω δ λ ε ς τις θεωρητικές προσπάθειες πριν άπό τή γενιά τών Ν τιούρκχαϊμ καί Μάξ Βέμπερ ώς π ρ ω τ ο κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ί ο».1 Σ ’ αύτόν τόν τύπο κοινω νιολογικών θεωριών δ Πάρσονζ συγκαταλέγει τις κοινωνιολογικές θεωρίες τών Κόντ, Σπένσερ, Τέϊλορ, Μ όργκαν, Βέμπλεν καί άλλων, μαζί καί τήν κοινωνιολογική θεωρία τοΟ Μάρξ. Κ ατά τή γνώμη του δλες αύτές οί θεωρίες άποτελοΟν Ινα περασμένο καί ξεπερασμένο στάδιο στήν έξέλιξη τής κοινωνιολογίας καί δ σύγχρονος άρμόδιος κοινωνιολόγος «δέν μπορεΐ νά είναι κοντιανός, σπενσεριανός οδτε καί. μαρξιστής».2 Τ ήν ίδια, άν δχι καί πιό κατηγορηματική, καταδίκη πάνο> στήν «πρώϊμη ίστορία τής κοινωνιολογίας, δπως παρουσιάζεται, λο1. Τ. Parsons, Essays in Sociological Theory, p. 349, 2. Ibid., pp. 219 - 220.
63
γοοχάρη, στίς θεωρητικολογίες των Κόντ καί Σπένσερ, τών Χόμπλαους καί Ράττσενχοφερ», τή βρίσκουμε καί στό Ρόμπερτ Μάρ■τον. «Λίγα Απ’ δσα τοϋτοι οί πρώιμοι προκάτοχοι έγραψαν — παρα τηρεί δ ίδιος,— έχουν σημασία γ ιά τή σημερινή κοινωνιολογία. 01 Εργασίες τους τεκμηριώνουν τίς μεγάλες Αρετές τών ταλαντούχων άνδρών, τοϋτες δμως προσφέρουν σπάνιες ήθικολογικές κατευθύν σεις γ ιά τήν τωρινή άνάλυση τών κοινωνιολογικών προβλημάτων. Ή τ α ν μεγάλες έπιτεύξεις γ ιά τήν έποχή τους, μά έκείνες ot μέρες οέν είναι οί δικές μας. Ε μ ε ίς , οί σημερινοί κοινωνιολόγοι, μποροΟμε ν ά είμαστε διανοητικά πυγμαίοι, μά έμείς δέν είμαστε πυγμαίοι, πού στέκονται πάνω στους ώμους γιγάντω ν. Ή συσσωρευτική παράδοση έςακολουθεί νά είναι τόσον άδύνατη, ώστε οί ώμοι τών γιγάντω ν τή ς κοινωνιολογικής έπιστήμης δέν άποτελοϋν άρκετά γερή βάση. πού πάνω της νά σταθεί κανείς».1 Παραθέτοντας τή σκέψη τοϋ Ούάτχεντ, δτι «μιά έπιστήμη, πού ταλαντεύεται νά ξεχώσει τούς Ιδρυ τές της, είναι χαμένη, δ Μέρτον ύπογραμμίζει, πώ ς αύτή ή σκέψη Ϊ3χύει μέ πολύ μεγαλύτερη δύναμη γ ιά τήν κοινωνιολογία, άπ’ δσο •γιά τίς φυσικές έπιστήμες».2 Φυσικά προβάλλει τδ έρώτημα: για τί οί έκπρόσωποι τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» καί τής διαρθρωτικολειτουργικής Ανάλυ σης θέλουνε νά κόψουν κάθε είδος συγγενικές σχέσεις μέ τούς προ-κατόχους των καί νά τούς ξεχάσουν ; Ή έξήγηση γ ι’ αύτό πρέπει νά άναζητηθεΐ σέ μιά σειρά λόγους, μά δ κύριος είναι ή κρίση τής άστ:κής θεωρητικής κανωνιολογίας καί- τή ς Ιδιας τής άστικής κοι νωνίας. ‘ Οπως κιόλας άναφέρουμε, άκόμη δ γενάρχης τής Αστι κής κοινωνιολογίας Κόντ άπόρριψε τήν ύπάρχουσα ώς τότε φιλο σοφία τής ιστορίας έξαιτίας τοϋ θεωρητικοϋ, «μεταφυσικοΰ» καί Ανεικστημονικοΰ της χαρακτήρα. Σ τήν πα λιά φιλοσοφία τής ιστο ρίας άντιπαραθέτει τήν κοινωνιολογία του, πού Ιπρεπε νά είναι άκριβολογημένη, βασισμένη πάνω στά Αντικειμενικά γεγονότα, έ πιστήμη. Μά τοΰτος δ σωστός αύτός καθαυτός προγραμματικός I. Robert Κ. Merton, Social Theory and Social Structure. Re vised and Enlarged Edition. The Free Press, Glancoe Illinois, 1955 p. 5. 2. Ibid., p. 5.
64
στόχος δέν πραγματοποιήθηκε οδτε άπό τόν Κόντ, οδτε άπό τούς άλλου; έκπροσώπους τής άστικής Θεωρητικής κοινωνιολογίας. ’Α κόμη κι’ δταν άπορρίπτανε καί κοροϊδεύανε τή φιλοσοφία τής Ι στορία;, (αυτοί) συνεχίζανε νά βαδίζουν πάνω στόν έλαττωματικό της δρόμο. “Ολοι αύτοί δημιουργούσαν περισσότερο ή λιγότερο 6λοκληρωμένα Θεωρητικά συστήματα γ ιά τήν άνθρώπινη κοινωνία καί τήν ιστορία της. ’Αλλά δσο καί νά φροντίζανε νά τούς προσδώσουν έπιστημονικοειδή μορφή, οί θεωρίες τους φέρνανε βαθιά μέσα τους τά βασικά έλαττώματα τής παλιάς φιλοσοφίας τής Ιστο ρίας — ιδεαλισμό, μεταφυσική, μηχανιστικισμό, θεωρητικολογία. Α ύτέ; οί θεωρίες δέ δημιουργοΰνταν καί δέ δημιουργοϋνται πάνω στή βάση άντικειμενικής, έπιστημονικής Ερευνας τής συγκεκριμέ νης κοινωνικοϊστορικής πραγματικότητας, άλλά πάνω στή βάση προμελετημένων Ιδεών. 01 πομπώδικες φράσεις γ ιά «αύστηρή έπιστημονικότητχ», «Αντικειμενικότητα» καί «άμεροληψία» χρησί μευαν καί χρησιμεύουνε μονάχα ώς κάλυμμα τοϋ βαθιά ταξικού — κομματικού χαρακτήρα καί τής μεροληψίας τους. "Ολες αύτές, άπό τήν κοινωνιολογία τών Κόντ καί. Σπένσερ ώς τΙς σύγχρονες κοινωνιολογικές θεωρίες τών Μ. Βεμπερ, Π . Σορόκιν, Α. Τόινμπι, Α. Β έμπερ, Ρ . Ά ρόν κ.ά., άποτελούν ιδεολογικά δπλα γ ιά τήν ύπεράσπιση τού άσκκού συστήματος, γ ιά άγώνα ένάντια στό έπανα» στατικό έργατικό κίνημα, ένάντια στό σοσιαλισμό καί στόν κομμου νισμό, ένάντια στό μαρξισμό. Γ ι’ αύτό τό λόγο ή άνάπτυξη καί οί έπιτυχίες τού έπαναστατικού έργατικοϋ κινήματος καί τοϋ μαρξισμού, τό βάθεμα τής κρί σης τής άστικής κοινωνίας, τών έσωτερικών του άντιθέσεων καί άνταγωνισμών, πού βρίσκουν έκφραση στήν δξυνση τής ταξικής πά λης άνάμεσα στό προλεταριάτο καί στήν άστική τάξη, άνάμεσα στίς μητροπόλεις τοϋ ιμπεριαλισμού καί τούς άπακιοκρατούμενους λαούς, άνάμεσα στά Γδία τά ιμπεριαλιστικά κράτη, στούς Ιμπεριαλι στικούς πολέμους μέ δλες τους τΙς καταστροφικές συνέπειες καί ι διαίτερα ή νίκη τής ’Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής ’Επανάστασης καί τών άλλων Σοσιαλιστικών ’Επαναστάσεων — δλες αύτές ot Αν τικειμενικές κανωνικοίστορικές διαδικασίες άναπόφευχτα κατα στρέφουνε, κάνανε καί κάνουν άνυπόφορες δλες καί. τΙς κάθε λογής φιλοσοφικ Μά ό Ά ρόν άποδείχτηκε άπίθανα κοντό φθαλμος και Επιπόλαιο; άκόμη καί στί; Εκτιμήσει; του σχετικά μέ τίς τάσεις τής άνάπτυξη; τής σύγχρονης άστικής κοινωνιολογίας. Γιατί άκριβώς στήν τελευταία δεκαετία σηκώθηκε στόν άστικό κό σμο Ινα Ισχυρό κύμα φιλοσοφικοϊστορική; καί κοινωνιολογικής δράσης, πού στό κέντρο της βρίσκονται τά προβλήματα τής σύγ χρονης Εποχής καί τοϋ μέλλοντος. Ά κόμ η πιό άξιοσημείωτο είναι τό γεγονός δτι τό Επίκεντρο αύτοϋ τοϋ κύματος βρίσκεται στις Η νωμένες Πολιτείες τή ; Α μ ε ρική;. Ή ύπεροπτική καί περιφρονητική στάση τών άμερικάνων άστών κοινωνιολόγων πρδ; τή φιλοσοφία τής ιστορίας καί πρός τή θεωρητική κοινωνιολογία, πρός πιό δλοκληρωμένες διαγνώσεις γ ιά τή σύγχρονη Εποχή καί πιό μακρινές προγνώσεις γ ια τό μέλλον δρ-
1. Παράδ. κατά Η. Kahn and A. Wiener, The Year 2.000. A. Framework for Speculation on the Next Thirty — There Years. N. Y., London. 1967, p. XXV.
80
χισε γρήγορα νά παραχωρεί τή θέση της σέ κάθε λογής φιλοσοφικοϊστορικές καί κοινωνιολογικές θεωρητικολογίες σχετικά μέ τό παρελθό/, τή σύγχρονη έποχή καί τό μέλλον, ένώ ή μελλοντολογία Ιγινε ή μόδα τής ήμέρας. Σ τά 1960 ό Ούόλτ Ρόστοου άνάγγειλε τή νέα του άντιμαρξιστική θεωρία γ ια «τά στάδια τής οίκονομικής άνάπτυξης», πού άποτελεΐ άθροισμα, μείγμα φιλοσοφικοϊστορικών, κοινωνιολογικών, οικονομικών καί πολιτικών θεωρητικολογιών πάνω στήν περασμένη, τήν παρούσα καί τή μελλοντική άνάπτυξη τών άνθρώπινων κοινωνιών καί μια παραλλαγή τής μοντέρνας (δη λαδή τής μόδας καί δχι σύγχρονης — Σημ. τ. Μετ.) άστικής κοι νωνιολογικής θεωρίας γ ια τήν «ένιαία βιομηχανική κοινωνία». Σ τά 1964 ί παλαίμαχος τής άμερικάνικης άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίας Π ιτιρίμ Σορόκιν τύπωσε τό βιβλίο του «Οί βασικές τά σεις τής σύγχρονης έποχής».1 Τό Σεπτέμβρη τοϋ 1966 στό φρού ριο τοϋ' σύγχρονου μονοπωλιακού κεφαλαίου — στήν πόλη τής Νέας 'Τ όρκης — 2γινε ενα Διεθνές Συμπόσιο μέ θέμα «Τό ;ιέλλον τοϋ καπιταλισμού». Σ ’ αύτό πήραν μέρος οί πιό άξιόλογα έκπρόσωποι τών Επιχειρηματικών κύκλων, κρατικοί παράγοντες, πολι τικοί καί ίδεολόγοι τής ιμπεριαλιστικής άστικής τάξης δπως οί Ντέϊβιντ Ροκφέλερ, Ν. Α. Ροκφέλερ, X. Μπ. Πάλμερ, X. X. Χέλμ, Ντίν Ράσκ, Τ ζ. Σ . Μούρ, Ρ . Μ. Μπλόουφ, Λόρντ Φράνξ κ ϊ . πού είναι όμόθυμοι μέ τόν Μπλόουφ, δτι «σ’ αύτές τίς μέρες, δταν ή παγκόξαϊον ■έμπειρισμό,— συνενώνοντας 1. Γκ. Μπέκερ καί ’A. Μκόσκοφν « Ή σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία», σελ. 296. 2. Στό Ιδιο, σελ. 296.
7
97
τήν κοινωνιολογική θεωρία μέ τΙς έμπειρικές έρευνες έτσι, ώστε ή κοινωνιολογική θεωρία νά άποκτήσει έπιβλητική έμπειρική βάση, ένώ ή ίδια νά χρησιμεύσει ώς καθοδήγηση γ ιά τή διεξαγω γή νέων έμπειρικών έρευνών. Ή θεωρία, του έξακολουθεΐ νά πλανιέται στή σφαίρα νών στερημένων άπό έμπειρικό ίδαφος αύθαιρέτων λογι κών καί γλωσσικών κατασκευών, τής θεωρητικής ίδεαλιστικής φι λοσοφίας καί άποδείχνεται έντελώς άδύναμη νά άσκήσει δποιαδήποτε καρποφόρα έπίδραση πάνω στίς έμπειρικές έρευνες. Ό ϊδιος δ Πάρσονζ δμολογεΐ, πώ ς έκαμε «μόνο λίγες άληθινά έμπειρικές έ ρευνες».1 Π ραγματικά αυτός έκανε μιά καί μοναδική έρευνα, πού είχε ώς άντικείμενο τή συμπεριφορά τών ψυχοπαθών καί. τ’ άποτελέσματα αύτής τής έρευνας ήταν έντελώς Ασήμαντα. 'Οσον άφορά τήν τεράστια πλειονότητα τών άμερικάνων έμπειρικών κοινωνιολό γων, δηλώνει σταράτα, πώ ς ή θεωρία τού Πάρσονζ δέν μπορεΐ νά χρησιμεύσει ώς καθοδήγηση γ ιά τή διεξαγω γή κανενδς είδους συγ κεκριμένων κοινωνιολογικών έρευνών.2 Έ αποτυχία, πού σημείωσε δ Πάρσονζ στή προσπάθεια του νά συνενώσει τήν κοινωνιολογική θεωρία μέ τις συγκεκριμένες κοινω νιολογικές έρευνες τής κοινωνικής πραγματικότητας, άποτελεΐ άλ λη μ;à πειστική απόδειξη, πώ ς τούτο τό καθήκον δέν μπορεΐ νά έκπληρωθεΐ πάνω στή βάση τής ίδεαλιστικής φιλοσοφίας καί μεθοδο λογίας. Οί αιτίες γ ι ’ αύτήν τήν άποτυχία δείχνουν δτι τό προαναφερμένο καθήκον μπορεΐ νά έκπληρωθεΐ μοναδικά πάνω στή βάση τής διαλεκτικσϋλιστικής θεωρίας τής γνώσης, πάνω στή δάση τοϋ ιστορικού ύλισμοϋ.
2.
Ή θεωρητική κατεύθυνση
στή έμπειρική «κοινωνιολογία». Σ τίς τελευταίες δεκαετίες ή πρω ταρχική άντιθεωρητική ύπεραυστηρότητα τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» άρχισε φανερά ν ζ 1. Τ. Parsons, Essays in Sociolagical Theory, p. 354. 2. T. Parsons, Esays in Sociological Theory, p. 354.
άδυνατίζει καί νά παραχωρεί δλοένα καί περισσότερο θέση σε Ινα αυξανόμενο ένδιαφέρον πρός τα θεωρητικά προβλήματα καί Από μέρος τών έμπειρικών κοινωνιολόγων. Ο ί αιτίες γ ι’ αύτό τό φαινό μενο είναι σύνθετες: ή κρίση τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» καί ή έπιστημονική της στειρότητα, ή κριτική άπό μέρος τών μαρξιστών κοινωνιολόγων καί τών έκπροσώπων τής άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίας καί καθόλου σέ τελευταία θέση ή έπιτακτική άνάγκη, που ή άστική τάξη νιώθει γ ιά θεωρητικά δπλα άγώνα ένάντια στό μαρξισμό - λενινισμό. Οί φορείς τής θεωρητικής κατεύθυνσης στήν Αμερικάνικη «έμπειρική κοινωνιολογία» είναι πριν άπ’ δλα Ιδεολο γικοί Αρχηγοί τού κοινωνιολογικού νεοθετικισμού — Τ ζ. Λάντμπεργκ, Σ. Πόντ, Π. Λάζαρσφελντ, Ν. Ράσιεφσκι κ.ά. Ό σκοπός τής θεωρητικής τους δραστηριότητας, δμως, δέν είναι νά δημιουργήσουν κοινωνιολογική θεωρία τής ίδιας τής κοινωνίας καί τής ίστορίας της, παρά νά δώσουν θεωρητική έπεξεργασία τών μεθοδολογικών προβλημάτων τής ίδιας τής κοινωνιολογίας. Γι αυτόν τό λόγο άπόκτησαν καί τό παρατσούκλι «μεθοδολόγοι». Διαφορετικά Ιχει τό ζήτημα τής κοινωνιολογικής θεωρίας στούς γερμανούς έμπειρικούς κοινωνιολόγους — Ρ . Κιόνιγκ, Λ. Ά λ μ π ε ρ τ, X. Τσέτερμπεργκ χΛ ., πού όρισμένοι τους συνενώνουν τήν «έμπειρική κοινωνιολογία» δχι μονάχα μέ νεοθετικιστικές, άλ λα καί μέ νεοκαντιανές άντιλήψεις. Σ έ διάκριση άπό τούς άμερικάνους «μεθοδολόγους», άναγνωρίζουν τήν άνάγκη τόσο τής θεωρητι κής έπεξεργασίας τών μεθοδολογικών προβλημάτων τής κοινωνιολογίας, δσο καί τής δημιουργίας «άληθινών κοινωνιολογικών θεω ριών».’ Τό σύνθημα γ ια τήν άνάγκη νά συνενωθεί ή «έμπειρική κο:νωνιολογία» μέ τή θεωρητική κοινωνιολογία τό δψωσε μέ τή μεγα λύτερη δύναμη 6 ήγέτης τών δυτικογερμανών έμπειρικών κοινωνιο λόγων Ρενέ Κ ιόνιγκ. Ό Κ ιόνιγκ σημειώνει μέ ανησυχία, πώ ς «ιιια σύντομη έπισκόπηση τής πραγματικής κατάστασης στή Γερμανία» Ιδειχνε, πώς σήμερα ή γερμανική κοινωνιολογία (δηλαδή ή κοινωνιαλογία στή Δυτική Κερμανία — Ν . Ί . ) κινείται έν μέρει σ’ ξναν 1. Handbuch der empirischen Sozial forschung, Herausgegeben. v. René Kônig, Erster Band, s. 5.
99
άπόλυτα άνήμπορο έμπειρισμό, πού, άπό τήν άλλη, τοΟ άί/τιστοιχεΐ όλοκληρωτική έλλειψη θεωρίας. 01 πολιτιστικσκριτικίς, φιλοσοφικοϊστορικές καί φιλοσοφικοκοινωνικές πρωτοβουλίες, πού πάρα πολύ συχνά τελειώνουνε μέ σκάνδαλα, καθώς καί ot πιό διαφορετικές άπόπειρες νά καταλήξουν σέ μιά θεωρία γ ιά τήν κοινωνία, δέν μπο ρούν να καλύψουν τήν άνυπέρθετη άνάγκη γ ιά κοινωνιολογική θε ωρία. Γ ι’ αυτόν τόν λόγο μπαίνει τό καθήκον νά έπαναληφβοϋν δχι μόνον οί πρωτοβουλίες πού πάρθηκαν πρηγούμενα στή Γερμανία γ ιά τή δημιουργία κοινωνιολογικής θεωρίας, άλλά πρίν ά π’ δλα νά άφομοιωθοΰν έπιτέλους οί παγκόσμιες Επιτεύξεις, πού |iâç διέφυγαν στά χρόνια του έθνικοσοσιαλισμοΰ.' Ταυτόχρονα, κατά τή γνώμη τοϋ Κ ιόνιγκ, μ χ ζΐ μέ τήν άποδοχή τής «γενικής κοινωνιολογικής θεωρία» είναι άπαραίτητη καί μιά άνοιχτή άντιμετώπιση δλων τών κύριων κοινωνιολογικών θεωριών τοϋ πχρελθόντος. Σ χετικά μέ δλχ αύτά θέλουμε νά σημειώσουμε στά πεταχτά ίνα -χράδοξο γεγονός. Δέν υπάρχει άλλη χώρα, δπου ή άστική κοινωνιολογίχ νά ϊχ ε ι τόσο βαθιά καί Ισχυρή θεωρητική παράδοση, πού νά Αρχίζει άκόμη μέ τόν Χ έγκελ. Ο ί πιό διακεκριμένοι έκπρόσωποι τής σύγχρονης άμερικάνικης άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίχς δπως οί Σορόκιν, Πάρσονζ, Μπέκερ, Μακάιβερ καί άλλοι, άναγνωοίζουν μόνοι, πώς σπούδασαν καί σπουδάζουν κοινωνιολογι κή θεωρία άπό τΙς μεγάλες μορφές τής γερμανικής άστικής θεωρη τικής κοινωνιολογίας. Τό κωμικοτραγικό, δμως, είναι πώ ς τώρχ 6 Ρενέ Κ ιόνιγκ ύποδεικνύει τό «άμερικάνικο παράδειγμα» ώς «όδοδείχτη> γιά τήν άνάπτυξη καί τής γερμανικής άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίας. Καλεϊ τούς γερμανούς άστούς κοινωνιολόγους νά αντλούν κίνητρα κχΐ νχ σπουδάζουν κοινωνιολογική θεωρία άπό τούς άμερικάνους άστούς κοινωνιολόγους καί λυπάται πού τά Εργα τών Πάρσονζ, Μάρτον, Χόμανς καί άλλων δέν είναι άρκετά γνω στά στή Δυτική Γερμανία.2 Μά νά έπιστρέψουμε στό ζήτημα πού έξετάζουμε. Κατά τή γνώμη τοΰ Κιόνιγκ ή «έμπειρική κοινωνιολογία» δέν πρέπει νά είνχι ! έννοιες «χώρος», «χρόνος», «πραγματικότητα», «ούσία», «αιτιότητα» δέν είναι έμπειρικές, άπριοριστικές, καί παρ’ δλ’ αύτά μπορούν νά έφαρμοστούν στό πεί ραμα, έτσι καί οί πιό πάνω κοινωνιολογικές έννοιες δέν έχουν έμπειρικό χαρακτήρα, μά μπορούν νά έφαρμοστούν στό κοινωνικό πείραμα. «Ή άληθινή διαδικασία τής γνώσης — γράφει δ Κιόνιγκ — άρχιζε', μόλις τότε που τούτες οί έννοιες, συνδεδεμένες μέ ειδικές υποθέσεις, προσεγγίζουν στήν πραγματικότητα, πού τά γεγονότα της έπιτρέπουν νά όργανωθούν σύμφωνα μέ ένιαΐες άρ χ έ ς, έτσι πού προβάλλει αύτό πού όνομάζουμε κοινωνιολογική θε ωρία».1 Κ ατά τή γνώμη τοϋ Κ ιόνιγκ οί θεωρητικές γενικεύσεις στήν κοινωνιολογία μπορούν νά είναι σέ διαφορετικά έπίπεδα. Μπορού νε νά άναφέρονται σέ «έμπειρικές νομοτέλειες», σέ Ιδιαίτερες πε ριπτώσεις, νά είναι «θεωρίες μέσης δλκής» ή μεγαλύτερης πολυπλοκότητας. «Οί κοινωνικές έπιστήμες — γράφει δ X . 'Αλμ/περτ γενικά δέν πρέπει νά ικανοποιούνται μέ τήν περιγραφή άτομικΰν φαινομένων. ’Αναζητούν, γενικές ύποθέσεις (νόμους), πού μέ τήν βοήθειά τους μποροϋν νά έξηγοΟν ή νά προλέγουν τά κοινωνικά φαι νόμενα, καί τείνουν νά συνενώσου διάφορες ύποθέσεις σέ πλατιά συστήματα (θεωρίες), πού κάνουν δυνατή τήν έρμηνεία μεγάλων συνόλων άπό κοινωνικά γεγονότα».2 Στό Ιδιο πνεϋμα άποφάνθηκε καί δ X. Τσέτερμπεργκ. Ό σύγχρονος θεωρητικός, δπως έμεΐς τόν κατανοούμε, πρέπει νά γνω ρίζει περισσότερα άποτίλέσματα άπό τίς έμπειρικές έρευνες, άπ’ δσο δ έμπειρι/ός έρευνητής. Γιατί δ θεωρητικός άσχολεϊται μέ τή συστηματοποίηση
1. Handbuch der empirischen Sozialforschung, Heransgegehen v. René Kônig. Erster Band, s. 4. 2. Hans Albert, Probleme der Wissenschaffslehre in der Sozi alforschung. In : Handbuch der empirischen Sozialforschung, erseter Band, s. 50-
101
τής όλοκληρωμένης γνώσης' τό Αποτέλεσμα τής δουλειάς του έκφράζετα: στή γενίκευση τών προγενέστερων Ανακαλύψεων καί προβλέψεων τών μελλοντικών Ανακαλύψεων καί γεγονότων».1 "Οπως βλέπουμε, παρόμοια μέ τούς Εκπροσώπους τής διαρθρωτικολειτουργικής Ανάλυσης μιά σειρά έκπρόσωποι τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» έπίσης έπιδιώκουν να στήσουν γέφυρα π ά νω άπό τήν κοινωνιολογική θεωρία καί τις έμπειρικές κοινωνιολο γικές Ιρευνες. Έ δ ώ οί δυό κύριες κατευθύνσεις τής σύγχρονης Α στικής κοινωνιολογίας -συναντιούνται καί δίνουν τά χέρια. Συνά μα τό κοινό, πού τις ένώνει, δέν είναι μονάχα ή έπιδίωξή τους νά συνενώσουν τή θεωρία καί τήν έμπεφ ία , μά καί ή σχέση τους μέ τήν παραδοσιακή άστική θεωρητική κοιωνιολογία, μέ τις φιλοσο φικές της βάσεις. Γεννιέται, δμως, τό έρώτημα: πέτυχαν Αραγε στ’ Αλήθεια οί σύγχρονοι Αστοί θεωρητικοί κοινωνιολόγοι νά ξεπεράσουν τό θεωρητικό χαρακτήρα τής παραδοσιακής Αστικής θεω ρητικής κοινωνιολογίας καί νά διαχωρι-στοΟν πραγματικά Απ’ αδτήν, πέτυχαν άραγε καί είναι
άραγε σέ θέση νά
συνενώσουν σέ
τέτοιο βαθμό καί μέ τέτοιον τρόπο τή θεωρία καί τήν έμπειρία, ώστε νά άνεβάσουνε τήν κοινωνιολογία τους στό έπίπεδο Αληθινής έπιστήμης ; Είδαμε κιόλας, δτι αύτό δέν τά κατάφεραν ό Πάρσονζ καί οί άλλοι θεωρητικοί τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης. Δέν τό κατάφεραν καί οί θεωρητικοί τοϋ στρατοπέδου τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας». Γ ι’ αύτόν τόν λόγο, κάνοντας είδολογισμό τών προ σπαθειών τών άστών κοινωνιολόγων στίς τελευταίες δεκαετίες νά δημιουργήσουν κοινωνιολογική θεωρία, στήν είσήγησή του, στό Έ κ τ ο Διεθνές Συνέδριο Κοινωνιολογίας, μέ θέμα « Ή τάση τής κοινωνιολογικής έπιστημονικοερευνητικής έργασίας» δ Έ . Σ ίλ ζ όμολογεΐ. πώς οί σύγχρονες γενικές κοινωνιολογικές θεωρίες στήν Αστική κοινωνιολογία δέν έχουν τήν Αξίωση έκείνης τής κατηγο ρηματικότητας καί καθολικότητας, πού τις Αξίωναν στό παρελθόν. Είναι Ακόμη πάρα πολύ γενικές, θολές καί πάρα πολύ άδιαφόριστες 1. Hans L. Zetterberg, Theorie, Forschung und Praxis in der Soziologie. In : Handbuch der empirischen Sozialforschung, erster Band, s. 64.
102
καί γ ι’ αυτόν τόν λόγο πέρα γ ιά πέρα δβολες γ ια Ιφαρμογή
στά
συγκεκριμένα φαινόμενα, πού άποτελοΰν άντικείμενο τής κοινωνι κ ή ; έρευνας. Ή γενική συστηματική κοινωνιολογική θεωρία — σημειώνει £ ίδιος — Εξακολουθεί να μήν άνταποκρίνεται σ τί; άπαιτήσεις τ ή ; έμπειρική; Ερευνας καί «στ’ άλήθεια... δέ θά ίπρενα έπιδιώκει νά δώσει περισσότερο άπό ένα «γενικό προσανα τολισμό». Ή θεωρία πά λι, πού άναπτυσσόταν άπό τίς έμπειρικές έρευνες, έφερνε συχνά τή σημασία τής γέννας τών ένικών φαινομέ νων, πού γ ι’ αύτόν έχει δημιουργηθεΐ, καί έφαρμοσμένη σέ άλλα Επιμέρους φαινόμενα τής ίδιας τάξης, φέρνει κάποτε διαστρεβλώ σεις τών στοιχείων, άποτυχία στή διαπίστωση τών μοναδικών στό είδος τους χαρακτηριστικών τών φαινομένων πού μελετιούνται κ.ά. "Υπογραμμίζοντας, δτι «ή μεγαλύτερη άμοιβαία διείσδυση με ταξύ θεωρίας καί έρευνας είναι δυνατή καί έπιθυμητή», ό Σ ίλ ζ διαπιστώνει, ~ως «έξακολουθεΐ νά λείπει άρκετή έπαφή σέ πλα τύ μέτωπο άνάμεσα στή γενική συστηματική θεωρία καί στή συγκε κριμένη έρευνα». Σέ διάκριση άπό τόν Σ ίλζ ό Σορόκιν φρονεί, πώ ς δχι μονάχα λείπει άρκετή έπαφή άνάμεσα στήν κοινωνιολογική θεωρία καί στ!ς συγκεκριμένες κοινωνιολογικές έρευνες σέ πλατύ μέτωπο, άλλα γενικά μεταξύ τους σχεδόν λείπει ή έπαφή. Ό ίδιος όποδεικνΰει, πώς οί περισσότερες άπό τις σύγχρονες άστικές κοινωνιολογι κές θεωρίες είναι «άφηρημένα σχήματα», Ιδιαίτερο μείγμα άπό «φαντασματικά» μοντέλα κοινωνικών συστημάτων, «πού δέν έχουν έμπειρικό περιεχόμενο καί συχνά είναι άλατισμένα μέ μηχανικές άναλογίες γ ιά «ισορροπία», «άδράνεια», «θερμοδυ νομικού; νόμου;», καί θεωρητικέ; προϋποθέσει; γ ια τήν αύτοδιαφύλαξη τοΰ συστήματος». «Οί τρύπες στά άφαιρετικά δίχτυα — καταλήγει ό Σορόκιν— είναι τόσο μεγάλες, ώστε ούσιαστικά κάθε έμπειρικό ψάρι ξεγλιστράει ά π’ αύτά χωρίς ν’ άφήνει τίποτε στά χέρια τοΰ ψαρά έρευνητή... Έ ξ αιτίας τοΰ άσκητικοΰ τους ξεχωρισμοΰ άπό τά έμπειρικά κοινωνικοπολιτιστικά γεγονότα είναι άνίσχυρες στή γνώση τών έμπειρικών πραγματικοτήτων».1 1. P. A. Sorokin, Diversity and Unity in Sociology. In sactions of the Sixth World Congress of Sociology, p. 61.
Tran
103
Ό Σορόκιν είναι, βμως, αισιόδοξος. "Οπως πολλοί άλλοι δυτικοί κοινωνιολόγοι, φρονεί πώ ς ή σύγχρονη άστική κοινωνιολογία ίφτασε σέ σιανρ&δρήμι.., Ό ένας-δρόμος_εί.ναι δ δρόμος τής «έμπειρικής_κοινωνιολογίας». Στήν ·*66ίοίο_άπό τό 1925 ώς τό 1966 ή «δυτική» κοινωνιολογία άναπτυσσότα,κ,'κυρίως πάνω σ' αυτόν τό δρόμο, πού.όδηγεΐ σέ «δογμα τικά συστήματα άπό κοινοτυπίες καί στάμπες, στερημένες άπό δη μιουργική καί γνωστική άνάπτυξη».' Μ ά τούτος ό δρόμος δέ διανύθηκε μάταια. Ό Σορόκιν όρίζει τήν περίοδο άπό τό 1925 ώς τό 1966 ώς «άνχλυτική» καί «προπαρασκευαστική» περίοδο στήν άνάπτυξη -ής «δυτικής* κοινωνιολογίας, πού στή διάρκειά της Ιχ ε ι τελειοποι ηθεί ή τεχνική τών κοινωνιολογικών έρευνών, άνευρέθηκε καί άναλύθηκε τεράστιο ουσιαστικό ύλικό καί μ ’ αύτό τόν τρόπο έτοιμάστηκε τό :δαφο; γ ιά θεωρητικές κοινωνιολογικές συνθέσεις. Μ άή «παραπέ ρα. ερευνά πάνω σ' αύτόν τό δρόμο δέ θά δώσει μεγαλύτερες καί καλύτερ ^ σοδειές, jW - i προοδευτικά μειωνόμενες εισπράξεις. Δέ θά φέρει νέες έπιτυχίες, άλλα αύξανόμενη στασιμότητα καί τυποποίηση τής κοινωνιολογίας».2 Ό άλλος δρίμος, πού μπροστά του όρθώνεται σήμερα ή «δυτι κ ή ' κοινωνιολογία, .κατά τή γνώμη τοΰ Σορόκιν, όδηγεΐ «πρός τή νέα κορυφή τής μεγάλης-σύνθεσης καί πιό Ομόλογα κοινωνιολογικά συστήματα», πρός «περίοδο .μεγάλων κοινωνιολογικών συνθέσεων, μεγάλων όλοκληρωμένων κοινωνιολογικώχ συστημάτων».3 Ό Σορόκιν υποθέτει, π ώ ; ή άστική κοινωνιολογία θά διαλέξει τό δεύτερο δρόμο. Γεννιέται, δμως, τό έρώτημα: ποια είναι ή έγγύηαη, πώ ς οί νέες κοινωνιολογικές συνθέσεις κδαία
αίτια, πού
κατά
τόν Πάρσονζ, καθορίζει
τήν σχέση άνάμεσα στή φιλοσοφία καί στήν έπιστήμη, είναι ό κο σμοθεωρητικός χαρακτήρας τής φιλοσοφίας. "Αν οί περισσότεροι άπό τούς απλούς άνθρώπους Ιχουν τή μια ή τήν άλλη κοσμοαντί ληψη, καί μαζί μ’ αύτό τίς άλφα ή βήτα φιλοσοφικές Ιδέες, είναι έντελώς φυσικό οί έπιστήμονες, πού άσχολοΰνται μέ τή θεωρητική νόηση, νά Ιχουν έπίσης τή φιλοσοφική τους κοσμοαντίληψη. Κ ά τι περισσότερο, ή φιλοσοφική κοσμοαντίληψη προσιδιάζει σέ με γαλύτερο βαθμό τούς έπιστήμονες, άπ’ δσο τούς άπλούς άνθρώπους. «W eltenschaunug ( = κοσμοαντίληψη — Σημ. τ. Μετ.) » καί οί επιστημονικές θεωρίες ένός διακεκριμένου έπισήμονα — γράφει ό Πάρσονζ — δέν μποροϋν νά είναι χωρισμένες ριζικά».3 ’Α1. Τ. Parsons, Tpe Structure of Social Action. A Study in Soci al Theory with Special Reference to a Group of Recent European Writers. Fifth Printing, The Free Press, Η. Y. Macmillan LTD, Lon don, 1967, pp. 21, 24. 2. T. Parsons, The Structure of Social Action, p. 23. 3. T Parsons, The Structure of Social Action, 27.
I ll
νάμεσά τους άναπόφευχτα ύπάρχει άλληλοεπίδραση καί άλληλοδιείσδυση. Νά γιατί, γ ιά νά κατανοήσουμε τίς έπιστημονικές άντιλήψεις ένός δοσμένου έπιστήμονα Ιχ ε ι ούσιαστική σημασία νά γνω ρί ζουμε τΙς φιλοσοφικές του άντιλήψεις. Ό Πάρσονζ βάσιμα ύποδεικνύει πώ ς άν ή φιλοσοφία είναι άπαραίτητη σέ κάθε έπιστήμη, τότε σέ άκόμη μεγαλύτερο βαθμό εί ναι άπαραίτητη στις κοινωνικές έπιστήμες καί είδικότερα στήν κοινωνιολογία. Αύτή ή ιδιομορφία τών κοινωνικών έπισημών καθορί ζεται άπό τις ιδιομορφίες τοΰ άντικειμένου τους. Σ έ διάκριση άπό — Ις φυσικές έπιστήμες, νά πούμε, άπό τή φυσική καί τή χημεία, ή κοινωνιολογία, καθώς καί οί άλλες κοινωνικές έπιστήμες, ίχ ε ι ώς αντικείμενο τών έρευνών της τήν άνθρώπινη δράση. Καί κάθε άνθρο>πινη δράση Ιχ ει τήν ύποκειμενική της πλευρά, τήν «όποκειμενική άποψή» της. «Οί άνθρωποι προσδίδουν ύποκειμενικά αίτια στίς ένέργειές τους — γράφει δ Πάρσονζ. "Αν ρωτηθούν γ ια τί κάνουν κάτι τό δοσμένο, θά άπαντήσουν μέ τήν έπίκληση μιδς «αΙτίας»,1 παναπεί ένός ή άλλου ύποκειμενικοΰ αισθήματος ή ιδέας. Τ ά αίσθήματα καί τίς Ιδέες τους ot άνθρωποι τά έκφράζουν μέ τή βοήθεια γλωσσικών συμβόλων, πού Ιχουν άντίστοιχες σημασίες κ.ά. "Ολες αύτές οί ιδιομορφίες τής κοινωνικής δράσης τών άνθρώπων θέτουν μπροστά στίς κοινωνικές έπιστήμες μια σειρά νέα φιλο σοφικά προβλήματα: για τό ρόλο τών Ιδεών στήν κοινωνική ζωή, γ ια τή σχέοη ανάμεσα στά αίσθήματα καί στίς ιδέες, άπό τή μιά, καί στή γλωσσική μορφή, δπου τά έκφράζουμε, άπ’ τήν άλλη, γ ιά τή σημασία τών λέξεων κ.ά. Έ τ σ ι πού οί κοινωνικές έπισ τήιες, καί ειδικότερα ή κοινωνιολογία, χρειάζονται σ’ άκόμα μεγαλύτερο βαθ;ιό φιλοσοφικές προϋποθέσεις, φιλοσοφική μεθοδολογία. Αύτοί καθαυτοί τούτοι οί συλλογισμοί χοϋ Πάρσονζ είναι γενικά σωστοί. Κ αμιά κάπως σημαντική κοινωνιολογική θεωρία δέ στάθη κε καί δέν μπορεΐ νά σταθεί, χω ρίς νά στηριχτεί πάνω σέ άλφα ή βήτα φιλοσοφικές ΐδέες. Ά κό μ η λιγότερο μπορεΐ νά σταθεί χω ρίς τή βοήθεια τής φιλοσοφίας μιά όλόπλευρη καί «μεγάλη» κοινωνιολογι κή θεωρία, δπως ίχ ε ι τήν άξίωση νά είναι ή κοινωνιολογική θεωρία 1.
112
Ibid.. ρ. 26. (βλ. σημ. 3 σελ. III).
τού ΙΙάρσονζ. “Ολο τό ζήτημα βρίσκεται στόποιά θά είναι αύτή ή φιλοσοφία — Ολιστική εϊτε Ιδεαλιστική, διαλεκτική είτε μεταφυσική, έπιστημονική είτε άν επιστημονική. Τό άν μια δοσμένη κοινωνιολογική θεωρία θά είναι έπιστημο νική εϊτε άνεπιστημονική, αύτό σέ Αποφασιστικό βαθμό έξαρτιέται άπό τό χαρακτήρα τής φιλοσοφίας, που πάνω της θά στηριχτεί, παναπει άπό τή φιλοσοφική της μεθοδολογία. Έ ξυπονοείται, πώ ς αύ τή καθαυτή ή έκλογή τής φιλοσοφικής θέσης δέν είναι άκόμη άρκετή εγγύηση γ ιά τή δημιουργία άληθινά έπιστημονικής, συνε πούς, βαθιάς καί όλόπλευρης κοινωνιολογικής θεωρίας. "Ολα έξαρτ:όντα: άπό ~.b πώς καί σέ ποιό βαθμό ό έπιστήμονας θά χρησΐ;ΐοποιήσε: καί θα έφαρμόσει τή φιλοσοφική του μεθοδολογία γ ιά νχ πραγματοποιήσει συγκεκριμένες, βχθιές καί όλόπλευρες κοινωνιο λογικές έρευνες τής κοινωνικής πραγματικότητας καί γ ιά νά γενικεύσει θεωρητικά τά άπστελέσματα αύτών τών έρευνών. ’Αλλά σ’ όλες χύτες τις περιπτώσεις ή φιλοσοφική θέση τοΟ κοινωνιολόγου καθορίζει τή βασική κατεύθυνση τής έρευνητικής καί θεωρητικής του δράσης. Γ ι’ αύτό ή έκλογή μιας ίδεαλιστικής ή μεταφυσικής φιλοσοφίας καί ή συνεπής έφαρμογή αύτής τής φιλοσοφίας προκα θορίζει άνχπόφευκτα τόν άνεπιστημονικό χαρακτήρα τΐ)ς θεωρη τικής δράσης τού κοινωνιολόγου καί τήν καταδικάζει προκαταβο λικά σέ έπιστημονική στειρότητα. Αύτό μάς τό άποδείχνει άλλη μια φορά ή θεωρία τής «κοινωνικής ένέργειας» τοΰ Πάρσονζ. Για φιλοσοφική βάση τής κοινωνιολογικής του θεωρίας δ Π άρ σονζ ύποδεικνύει τό λεγόμενο «άναλυτικό ρεαλισμό». "Ομοια μέ τούς νεοκαντιανούς καί τούς νεοθετικιστές δ Πάρσονζ, στά λόγια τάσσε ται τόσον ενάντ-.χ στόν ύλισμό, δσο κχί ένάντιχ στόν ιδεαλισμό. ’Ι σχυρίζεται, πώ ς έξ αιτίας τής «μονομέρειας» καί τής «στενότητάς» τους καμιά ά π ’ αύτές τις δυό βασικές κατευθύνσεις τής φιλοσοφίας δέν μπορεΐ νά χρησιμεύσει ώς φιλοσοφική βάση τής θεωρίας τής «κοινωνικής ένέργειας» καί πώς ό «άναλυτικός ρεαλισμός» του δέν είναι οδτε ύλισμός, ούτε Ιδεχλισμός, άλλά κάτι έντελώς άλλο, πού τά χ χ ξεπερνάει κ χί τόν ύλισμό κ χί τόν Ιδεαλισμό. Έ ανάλυση τών φιλοσοφικών άντιλήψεων τοΰ Πάρσονζ, δμως, δείχνει πώς, δημιουργώντας Ινα νέο «-ισμό», πλούτισε τό φιλοσο φικό λεξικό μέ άλλη μιά νέα όνομασία., μά δέ δημιούργησε κάποια
113
νέα φιλοσοφική διδασκαλία, πού να διαφέρει καταρχικά άπδ τις ύπάρχουσες φιλοσοφικές διδασκαλίες. Στήν πραγματικότητα δ «άναλυτικός ρεαλισμός» είναι Ινα Ικλεκτικδ μείγμα άπό φιλοσο φικές ιδέες, παρμένο άπό διάφορες άστικές φιλοσοφικές διδασκα λίες δπως ό νεοθετικισμός, δ πραγματισμός, ή φαινομενολογία, δ φροϊντισμός, οί άντιλήψεις τών άγγλω ν κριτικών ρεαλιστών για τήν έμεργκεντικότητα* καί κυρίως οί νεοκαντιανές άντιλήψεις τοϋ Μ. Βέμπερ. "Οπως κάθε έκλεκτική διδασκαλία, δ «άναλυτ.κός ρεαλισμός» τοϋ Πάρσονζ είναι άσυνεπής. Π άνω σέ δρισμένα ζη τή ματα ταλαντεύεται άνάμεσα στόν ύλισμδ καί τδν Ιδεαλισμό, άνάμε σα στή διαλεκτική καί στή μεταφυσική, μά γενικά κινείται στήν κοίτη τοϋ ίδεαλισμοϋ, κυρίως τοΰ ύποκειμενικοϋ Ιδεαλισμοΰ, τής βουλησιαρχίας** καί τής μεταφυσικής. Ή συγγένεια τών φιλοσοφικών ιδεών τοΰ Πάρσονζ μέ τό νεο θετικισμό καί τό νεοκαντιανισμό φανερώνεται άκόμη στήν άντίληψή του γ ιά τό τί είναι φιλοσοφία, τί είναι έπιστήμη καί ποιά εί ναι ή σχέση άνάμεσά τους. Ε ίναι γνωστό, πώς άκόμη δ Κάντ άντιπαράθετε τις πρώτες στίς δεύτερες ώς καταρχικά διαφορετικές, άπό τή μιά, τις θέσεις τής έπιστήμης, πού έκφράζουν έκεΐνο πού ε ί ν α ι , καί, άπδ τήν άλλη, τις θέσεις τής ήθικής, πού έκφράζουν έκεΐνο πού π ρ έ π ε ι ν ά ε ί ν α ι . Αύτή ή δυαρχία*** μπήκε στή βάση τών νεοκαντιανικών καί τών νεοθετικιστικών άντιλήψεων. Ξεκινώντας άπ’ αύτήν τήν άντίληψη τοϋ Κάντ, δ γενάρχης τής λεγάμενης νεοκαντιανής «Σχολής τοϋ Μπάντεν» Β ίλχελμ Βίντελμπαντ διαίρεσε δλες τις προτάσεις, πού μέ αύτές έκφράζουμε τις άντιλήψεις μας, σέ δυό ριζικά διαφορετικές δμ άίες: σέ «κρίσεις» καί «άποτιμήσεις». Ή πρόταση «Αύτό τό πράγμα είναι άσπρο» καί ή πρόταση «Αύτό τό πράγμα είναι καλό» έχουνε μιά καί τήν ϊδια γραμματική μορφή. Καί στίς δυό περιπτώσεις σέ ?• Ά πό τό emergens = άνάδυση, ίπαρμα. Πρόκειται γιά μετα φυσική δοξασία, πού ύποστηρίζει τήν έμφάνιση τοΟ πράγματος χω ρίς καμιά σχέση μέ τήν προηγούμενη κατάσταση. (Σημ. τ. Μετ.). ·* Βολουνταρισμός, άπό τό λατ, voluntas = βούληση. (Σημ. τ. Μετ.). **· Dualismus (Σημ. τ. Met.).
114
να γραμματικό υποκείμενο προσδίδεται ενα κατηγόρημα. Μά παρ’ 3λ’ αύτά άνάμεσα τους ύπάρχει θεμελιακή διαφορά. Έ ν ώ στήν πρώτη περίπτωση τό προσδινόμενο κατηγόρημα άνήκει στό ίδιο τό περιεχόμενο τοϋ «αντικειμενικά παρουσιαζόμενου», δηλαδή στό άντικείμενο, στή δεύτερη περίπτωση έκφράζεται μια σχέση, πού άναφέρεται σέ μιά σκοποθέτουσα συνείδηση.1 Αύτή ή διαφορά άνάμεσα στήν κρίση καί στήν άποτίμηση, γράφει ό Βίντελμπαντ, άποκαλύπτει «τή μοναδική δυνατότητα νά όριστεϊ ή φιλοσοφία ώς Ιδιαίτερη έπιστήμη, που διαφέρει όλοφάνερα ώς πρός τό ίδιο της τό άντικείμενο άπό τις άλλες έπιστήμες>'.2 ’Αντικείμενο τών ειδικών έπιστημών είναι αύτό πού ύπάρχει καί καθήκον τους είναι νά διατυπώσουν θεωρητικές κρίσεις σχετι κά μέ τά γεγονότα τής πραγματικότητας, νά διαπιστώσουν τήν άληθινότητα ή άναληθινότητά τους. Σέ διάκριση άπό τις άλλες Iπιστήμες ή στάση τής φιλοσοφίας άπέναντι στό άντικείμενό της δέν είναι οδτε περιγραφική, ούτε έρμηνευτική, παρά «κριτική». Ε ρευνά τις συντελούμενες πραγματικά στό άτομο καί στήν κοινω νία έκτιμήσεις, γ ιά νά διαπιστώσει τις άπόλυτες, τις γεν;κά Ιγκυρες άρχές, νόρμες (= κα ν ό ν ες— Σημ. τ. Μ ετ.), πού σ’ άντιστοιχία τους συντελοϋνται. Συνάμα οί άπόλυτες άξίες, δηλαδή οί νόρμες, δέν άνήκουνε στόν κόσμο τών άληθινών πραγμάτων, άλλά σ’ Ιναν άλλον, ύπερβατικό κόσμο. Δέν ύπάρχουν καί δέν έκφράζουν αύτό πού ύπάρχει, μά ισχύουν, καί. έκφράζουν έκεΐνο, π ο ύ π ρ έ π ε ι /ά ε ί ν α ι . Γ ι’ αύτό τό λόγο ένώ , » » » V. B., s. 273.
221
ση σύμφωνα μέ τήν άποψη τοΰ Ντίλταϊ, ύπάρχει κάτι τί τό άνορθολογικό, γιατί ή ίδια ή ζωή είναι τέτοια· δέν μπορεΐ νά έκφραστεΐ μέ κανένα είδος φόρμουλες τής λογικής νόησης. «Ή ζωή δέν μπο ρεΐ νά στηθεί μπορστά στό δικαστήριο τοϋ λόγου».1 Ή γνώση πού πετυχαίνουμε διαμέσου τής «κατανόησης», εί ναι άμεση. Δέν είναι άντίληψη κάτι τΐ έξωτερικοϋ, παρά άμεσο έσωτερικό β ί ω μ α . Συνειδητοποιώντας αίσθητηριακχ μιά δοσμένη έξωτερική έκφραση —χειρονομία, καλλιτεχνική μορ φή, γραφτό ντοκουμέντο κ.ά.,— παράλληλα μ’ αύτό βιώνουμε ά μεσα έκείνη τήν ψυχική κατάσταση τοϋ «ξένου είναι», πού ot άντίστοιχες αισθητηριακά δοσμένες έξωτερικές έκφράσεις έκφράζουν. Τό γεγονός δτι ή έξωτερική έκφραση, πού μοναδικά μάς ίχει δο θεί, δέν είναι τό ίδιο πρωτότυπο τής άντίστοιχης «έσωτερικής πεί ρας», άλλά μονάχα άντιπροσώπευσή του, δέν άποτελεΐ έμπόδιο, κατά τή γνώμη τοΰ Ντίλταϊ, νά ίχουμε δμόλογη γνώση γιά τό πρωτότυ πο. Ξεκινώντας άπό τήν προΟπόθεση πώς ή «έσωτερική πείοα» μας και οί έξωτερικές της έκφράσεις είναι άνάλογες τής «έσωτερικής σθητηριακά άντιληπτών έξωτερικών Εκφράσεων τών άλλων προ σωπικοτήτων, ό Ντίλταϊ Ισχυρίζεται πώς πάνω στή βάση τών αίσθητηριακά άντιληπτώσ έξωτερικών έκφράσεων τών άλλων προ σωπικοτήτων «μεταφέρουμε», «έγκατασταίνουμε» σ’ αύτές Ινα «άνάλογο» τών δικών μας Ιδιαίτερων ψυχικών βιωμάτων. «Άπό τήν αφθονία τοϋ Ιδιωτικού βιώματος διά μέσου μιας μετάθεσης τό βίωμώ. άντιγράφεται Ιξω άπό έμάς καί κατανοεΐται».2 Βλέποντας τδ παραμορφωμένο άπό τόν πόνο πρόσωπο ένός άνθρώπου πού πάσχει, «άναπαράγω» ή «δευτεροβιώνω» τό ϊδιο αίσθημα τοΟ πόνου. Κα τανοώ τό βίωμά του, «μεταφέροντας σ’ αότόν τό δικό μου ιδιαίτερο δευτεροβίωμα τοΟ πόνου του. Διαβάζοντας Ινα χειρόγραφο, βιώνω τίς ίδιες σκέψεις, πού βίωσε ό συγγραφέας του, καί Ιτσι τόν κατα νοώ. Τ έ τ α ρ τ ο , ή «κατανόηση» δέν έπιδιώκει νά συλλάβει τή λογική τών «πνευματικών φανομένων», άλλά τή «συγκινησιακή ζω τικότητά» τους. Πραγματώνεται μέ δλες τίς συγκινησιακές δυνά 1- W. Dilthey, Gesammelte Schriften, VII. Β , s. 359. 2. » » » » V. Β., s. 263.
222
μεις τής ψυχής, τής «καρδιάς» μας. Π έ μ π τ ο , ή «κατανόηση» καί ή συνδεμένη μ’ αύτήν «έρμηνεία» είναι «τέχνη», πού έξαρτιέται άπδ τή «μεγαλοφυΐα τού έρμηνευτή*. «'Ως καλλιτεχνικά δημιουργική κατανόηση» ή έρμηνεία πρέπει πάντα να Ιχει μέσα της «κάτι τδ μεγαλοφυές»,1 καί. ή Ικα νότητα γιά «μεγαλοφυή έρμηνεία» άποτελεΐ σπάνιο φαινόμενο. Προ σιδιάζει σέ λίγες προικισμένες προσωπικότητες». Άπδ δλα δσα έκθέσαμε ώς έδώ φαίνεται πώς ή φιλοσοφία τοϋ Ντίλταϊ, ή δική του «θεωρία τής γνώσης τών έπιστημών γιά τδ πνεϋμα», συνοψίζει στδν έαυτό της τά βασικά χαρακτηριστικά τής σύγχρονης άστικής ίδεαλιστικής φιλοσοφίας τής Ιστορίας, τήν ά'τιΟλιστιική της κατεύθυνση. Τδ «λάϊτμοτιβ» δλάκερης τής φιλο σοφίας τοϋ Ντίλταϊ καί Ιδιαίτερα τής δικής του «θεωρίας τής γνώ σης τών έπιστημών γιά τδ πνεϋμα» είναι δ άγώνας ένάντια στδν ύλισμό, μαζί καί ένάντια στδν ιστορικό ύλισμό. ’Ομοια μέ τούς νεοααντιανούς καί άλλους έκπροσώπους τής άτίΐκής φιλοσοφικοϊστορικής σκέψης, Ινα άπό τά κύρια καθήκοντα τοΰ Ντίλταϊ ήταν νά θεμελιώσει τις ειδικές Ιδιαιτερότητες τών κοινοίν.κοϊστορικών έπιστημών, πού τις ξεχωρίζουν άπό τις φυσικές έ πιστήμες, καί μαζί μ’ αύτό νά Αποδείξει πώς ή άναμεταξύ τους διαφορά είναι «θεμελιακή» τόσο άπό τή σκοπιά τοΰ Αντικειμένου τους, δσο καί άπό τή σκοπιά τών μεθόδων τους γνώσης. Αύτό τό κα θήκον δέν είναι χωρίς πραγματικούς καί σοβαρούς λόγους. Άλλά άκριβώς δ μαχητικός άντιΟλισμός τοΰ Ντίλταϊ, δ μεταφυσικός τρό πος τής σκέψης του, δ ύπ&κειμενικός ιδεαλισμός καί Ανορθολογισμός του τόν δδήγησαν σέ τόσο Αντιεπιστημονικά συμπεράσματα καί σέ τό σο Ανυπέρβλητα έμπόδια, πού γκρεμίζουν τούς βασικούς στύλους τοΰ ίδεαλιστικοΰ του συστήματος, καί μαζί μ’ αύτό Αποκαλύπτουν τή στειρότητα καί τήν έσωτερική Αδυναμία δλάκερης τής σύγχρονης Αστικής ίδεαλιστικής φιλοσοφίας τής ιστορίας. Ό Ντίλταϊ ήθελε νά θεμελιώσει τή διαφορά μεταξύ τών φυσι κών καί τών κοινωνικοϊστορικών έπιστημών, πριν Απ’ δλα, Αποκα λύπτοντας τή διαφορά Ανάμεσα στά άντικείμενα τής γνώσης τους. Αύτός καθαυτός τούτος δ τρόπος γιά τήν έπίλυση τοΰ προβλήματος I. W. Dilthey, Gesammelte Schriften, V. Β., ss. 332 - 336.
223
πού τέθηκε είναι σωστός. Ό Ντίλταϊ έχει δίκιο, δταν ύποδεικνύει -πώς οί διαφορές άνάμεσα στίς χωριστές έπιστήμες διακαθορίζονται πρό πάντων άπό τΙς διαφορές άνάμεσα ατά άντικείμενα τής γνώ σης τους καί για νά κατανοηθοΟν οί διαφορές άνάμεσα στά χωρι στές έπιστήμες είναι άπαραίτητο πριν άπ’ δλα νά άποκαλυφτοϋν οί διαφορές άνάμεσα στά άντικείμενά τους. Έ χ ε ι έπίσης δίκιο, δ ταν, πολεμώντας ένάντια στό μηχανικισμό καί τόν άναγωγισμό τών θετικιστών, ύποστηρίζει πώς άνάμεσα στά φυσικά άντικείμενα καί στα κοινωνικοϊστορικά άντικείμενα ύπάρχουν ποιοτικές, ούσιαστικές διαφορές, καί γι’ αύτό τά κοινωνικοϊστορικά φαινόμενα δέν μποροϋν να έξηγοΟντα- μέ τις έννοιες καί τούς νόμους τής φυσι κής, τής χημείας, τής βιολογίας καί τών άλλων φυσικών έπιστη μών. ’Αλλά, πρώτο, δ Ντίλταϊ ή άναζητάει τις διαφορές άνάμεσα στά φυσικά καί στά κοινωνικοϊστορικά άντικείμενα έκεΐ δπου δέν ύτάρχουν ή τΙς ύπερβάλλει καί άπολυτοποιεϊ σέ τέτοιο βοοθμό, ώ στε έξαλείφει κάβε σχέση καί άνοίγει άγεφύρωτ© χάσμα άνάμεσα σ’ αύτές τις δυό σφαίρες τις πραγματικότητας καί άνάμεσα στίς έ πιστήμες, πού τις μελετοϋν. Ό Ντίλταϊ ύποδεικνύει ώς μιά άπό τίς ούσιαστικότερες Ιδιαι τερότητες τής ψυχικής ζωής, πού τήν ξεχωρίζει «δλοκληοωτικά» άπό τά φυσικά γεγονότα τό περιστατικό δτι τούτη ή ζωή δέν δγινε άπό τά μέρη, δέν σχηματίστηκε άπό στοιχεία, δέν είναι σύνθε μα, μά καταρχή είναι όλοκληρωμένη ένότητα. Μά οί Ολοκληρωμέ νες ένότητες δέν άποτελοϋν προνόμιο τής ψυχικής ζωής. Αύτές ύ πάρχουν τόσο στή νεκρή, δσο καί στή ζωντανή δλη. Τό άτομο, τό μόριο, τό κύτταρο, 6 όργανισμός δέν άποτελοϋν μηχανικά συνον θυλεύματα, παρά όλοκληρωμένες ένότητες —όλοκληρωμένα συ στήματα. Καθένα άπ’ αύτά έχει τά συστατικά του, τή διάρθρωση καί τις συστηματικές του Ιδιότητες, πού δέν μποροϋν νά άνακτοϋν στίς ιδιότητες τών χωριστών συστατικών ή στό άθροισμα τών ιδιο τήτων τών συστατικών, παρμένων ξεχωριστά. ’Ανάμεσα στό σύ στημα ώς δλο καί στα συστατικά του ύπάρχει αύστηρή διαλεκτι κή άλληλοεξάρτηση. Τό σύστημα έξαρτιέται άπό τά συστατικά του καί άπό τόν τρόπο τής όργάνωσής τους. Μέ τή σειρά του τό χω ριστό συστατικό, οί ιδιότητες καί οί λειτουργίες του έξαρτιοϋνται
224
άπό τή συνάφειά του μέ τό σύστημα ώς δλο, άπό τή θέση πού κατέ χει σ’ αύτό. Έ μή κατανόηση τής διαλεκτικής φύσης τών συστη ματικών Αντικειμένων άποτελεΐ χαρακτηριστικό τοΟ μεταφυσικού τρόπου Αντιμετώπισης αύτών τών Αντικειμένων, πού έμφανίζεται σέ δυό κατευθύνσεις: άπό τή μιά, στήν άναγωγή τών συστηματικών άντικειμένων σέ μηχανικό, ποσοτικό άθροισμα τών συστατικών καί τών ιδιοτήτων τους, στήν άρνηση τών συστηματικών τους Ι διοτήτων καί άπό τήν άλλη, στό ξέκομματών όλοκληρωμένων, τών συστηματικών Ιδιοτήτων άπό τα συστατικά τοΰ συστηματικού άντικειμένου, τής μορφής άπό τό περιεχόμενο. Άκριβώς τήν τελευταία παραλλαγή τής μεταφυσικής πάνω στό δοσμένο ζήτημα τή βρίσκου με στό Ντίλταϊ. Ή θέση του πώςήένότητα τής ψυχικής ζωής δέν γίνεται άπό τά μέρη, δέν σχηματίζεται άπό τά στοιχεία, δέν σημαίνει τίποτε άλλο έκτός άπό τό δτι ή ένότητα είναι άπόλυτα Ανε ξάρτητη άπό τά συστατικά τής ψυχικής ζωής—οί αίσθήσεις, οί άντιλήψεις, οί παραστάσεις, τά αίσθήματα, τά Ινστικτα, ή βούληση, ή νόηση,— πώς ή ένότητα πλανιέται πάνω τους σάν κάποια άπόλυτα αύτόνομη καί ύπάρχουσα αύτή καθαυτή αρχή, δπως ή «μορφή»* στόν Αριστοτέλη καί ή «Εντελέχεια» στόν Ντρίζ πλανιοΰνται πά νω άπό τήν δλη καί κυριαρχοϋν έπάνω της. Αύτή ή μεταφυσική καί ή μυστικιστική δοξασία τοϋ Ντίλταϊ γιά τήν ένότητα τής ψυ χικής ζωής, τόν όρθώνει μπροστά σέ καθαρές άνοησίες, γιατί ή έννοια «ένότητα» δχει νόημα μονάχα σέ σχέση μέ πολύπλοκα Αν τικείμενα—μονάχα έκεϊ δπου ύπάρχει ή συνάφεια «μέρη καί δλο». 'Εξω άπ’ αύτήν τή συνάφεια ή Ιννοια «ένότητα» δέν ίχει κανένα νόημα. Ό μεταφυσικός τρόπος τοΟ Ντίλταϊ Απέναντι στά φυσικά καί στά κοινωνικοϊστορικά Αντικείμενα, ό ύπερτροφισμός τών διαφο ρών τους, ή έξάλειψη κάθε λογής δεσμοΟ καί διαδοχικότητας άνά μεσα στά πρώτα καί στά δεύτερα δδήγησε τό Ντίλταϊ στόν κατηγορηματικόν ισχυρισμό, πώς οί κοινωνικές καί Ιστορικές διαδικα σίες γενικά δέν είναι τάχα προσιτές γιά τήν παρατήρηση, τό πεί ραμα, τήν έπαγωγή καί τΙς μαθηματκές μεθόδους, πού Ιχουν πλα τιά έφαρμογή στίς φυσικές έπιστήμες. Ά λλά τοΟτος δ Ισχυρισμός τοΟ Ντίλταϊ Αντηχεί σήμερα σάν Ινας παράξενος καί άπλοΐκός Α* 'Α κ ριβ έσ τερ α τό « ε ίδ ο ς» (Σημ. τ. Μ ετ,).
15
225
ναχρονισαός. Είναι γνωστά πώς Ιδιαίτερα στίς τελευταίες δεκαε τίες ή παρατήρηση, τό πείραμα, ή έπαγωγή, οι μαθηματικές καί ot κυβερνητικές μέθοδοι βρίσκουν όλοένα μεγαλύτερη καί πιό πε τυχημένη έφαρμογή στήν ψυχολογία, στήν κοινωνική ψυχολογία, στήν πολιτική οικονομία, στήν κοινωνιολογία καί σ’ άλλες κοινωνι κές έπιστήμες. Χάρη σέ τούτο δλοένα καί περισσότερο άνεβαίνοΰν ως τήν άκριβολογία τών φυσικών έπιστημών. Κι’ αύτό άποτελεΐ άλλη μιά νέα άπόδειξη, πώς τά άντιχέίμενα τών φυσικών έπιστη μών δέν είναι χωρισμένα μέ τέτοιο θεμελιακό καί άδιάβατο χά σμα άπό τά άντικείμενα τών κοινωνικοϊστορικών έπιστημών δπως ισχυρίζεται ό Ντίλταϊ. Δεύτερο, άνάμεσα στήν έπιίίωξη τοΰ Ντίλταϊ νά θεμελιώσει τήν άπόλυτη αύτονομία τών κοινωνικοϊστορικών έπιστημών καί τα ουσιαστικά συμπεράσματα πού βγάζει γιά τό άντικείμενο τών κοινωνικοϊατορικών καί τών φυσικών έπιστημών, ύπάρχει τέτοια βαθιά άντίφαση. ώστε ή θέση του γιά τήν άπόλυτη αύτονομία τών κοινωνικοϊστορικών έπιστημών δχι μόνον κρέμεται στόν άέρα, μά έξαλείφεται κάθε λογής κάποια ούσιαστική διαφορά άνάμεσα στίς φυσικές καί στίς κοινωνικοϊστορικές έπιστήμες. Γιά ποιά ούσιαστική διαφορά μεταξύ τών φυσικών καί τών κοινωνικοϊστορικών έπιστημών μπορεΐ νά γίνε λόγος, δταν ό Ντίλταϊ μάς δηλώνει πώς κάθε έπιστήμη είναι στό κάτω τής γραφής έπι στήμη γιά τήν «πείρα», καί κάθε πείρα περικλείνεται στήν Ατομική συνείδηση, δταν ό ίδιος δηλώνει πώς άνάμεσα στά άντικείμενα τών πρώτων καί τών δεύτερων έπιστημών δέ ύπάρχει ούσιαστική διαφο ρά. Μέ τό νά όνομάσουμε τις φυσικές έπιστήμες, έπιστήμες γιά τήν «Ιξωτερική πείρα», καί τις κοινωνικοϊστορικές —έπιστήμες γιά τήν «έσωτερική πείρα», ή κατάσταση δέν άλλάζει. Καί στή μιά, καί στήν άλλη περίπτωση άντικείμενο τής έπιστημονικής γνώσης είναι κάτι ύποκειμενικό, πνευματικό — ή «;πείρα» τής συνείδησής μας, τής βούλησής μας. Παραπέρα δ Ντίλταϊ μάς λέει πώς «ή διάρθρωση τής ψυχικής ζωής γεννάει τή γνώση γιά τή Φύση, τήν κυριαρχία πάνω στή Φύση, τήν οίκονομική ζωή, τό δίκαιο, τήν τέχνη καί τή θρησκευτικότητα».' Ταυτόχρονα μάς λέει πώς ή διάρθρωση τής 1. W. D ilth e y , G esam m elte S ch riften , V III. B‘, s. 183.
226
ψυχικής ζωής είναι τάχα «μια καί ή Γδια» «σ’ δλες τίς ζωϊκές ύπάρξεις πάνω στή Γή μας καί διαμορφώνει τό βασικό ψυχικό νό μο αύτών τών ζωντανών ύπάρξεων».* Σέ άλλο μέρος ό ϊδιος γρά φει: «Είμαστε ύποχρεωμένοι νά έγκαταστήσουμε στούς ζωΐκοϋ; καί στούς άνθρώπινους όργανισμούς 2να ψυχικό φαινόμενο. Ξεκι νώντας άπό αύτό πού μάς είναι δοσμένο στήν έσωτερική μας άντί ληψη, πάνω στη βάση τών ζωτι/κών τους φανερωμάτων μεταφέ ρουμε σ’ αύτόν Ινα άνάλογο. Τό δριο, άπό δπου πρέπει νά έγκα ταστήσουμε στούς δργανιαμούς ένα τέτοιο ψυχικό φανέρωμα, είναι άμφιλεγόμενο».2 Μά άκόμη καί μέ αύτή τήν έπιφύλαξη δέν άπομένει καμιά άμφιβολία, πώς σύμφωνα μέ τό Ντίλταϊ ή διάρθρω ση τής ψυχικής ζωής τόσο στόν άνθρωπο δσο καί στά ζώα είναι ;uà καί ή ίδια. Καί άφοΟ αύτό είναι έτσι, τότε αύτή ή διάρθρωση τής ψυχικής ζωής πρέπει νά γεννάει καί μέσα στά ζώα γνώση γιά τή Φύση, κυριαρχία πάνω στή Φύση, οίκονομική ζωή, δίκαιο, τέχνη καί θρησκεία. Κατ’ αύτό τόν τρόπο ή διαφορά άνάμεσα στήν άθρώπινη κοινωνία καί στό κοπάδι τών ζώων, άνάμεσα στίς πρα γματικές κοινωνικές έπιστήμες καί στίς φυσικές έπιστήμες έξαφανίζεται, ένώ ή κοινωνιολογία, ή πολιτική οικονομία, ή Ιστορία, ή γλωσσολογία καί οί άλλες κοινωνικές έπιστήμες μετατρέπονται σέ έπιστήμες τόσο γιά τήν άνθρώπινη κοινωνία, δσο καί γιά τό κο πάδι τών ζώων. Μά μήπως αύτό δέν ύποστηρίζσυν οί διάφορες νατουραλιστικές, θετικιστικές καί άλλες μηχανιστικές θεωρίες, πού ένάντιά τους ό Ντίλταϊ διεξάγει τάχα άνειρήνεοτον άγώνα. Ή φιλοσοφία τοΟ Ντίλταϊ είναι μιά παραστατική άπόδειξη, πώς ή αύτονομία τών κοινωνικοϊστορικών έπιστημών, ή πραγματι κά ποιοτική τους διαφορά άπό τις φυσικές έπιστήμες δέν μπορεΐ νά άποκαλυφθεϊ καί θεμελιωθεί πάνω στή βάση τοΟ ίδεαλισμοΟ καί τοΰ άγώνα ένάντια στόν ιστορικό ύλισμό. Πάνω σ’ αύτή τή βάση άναπόφευχτα φτάνουμε σέ μιάν άντινομία άνάμεσα στό άπόλυτο ξέκομμα καί άντιπαράθεση τών φυσικών καί τών κοινωνικο&πορικών έπιστημών, άπό τή μιά, καί στή μηχανιστική άναγωγή καί έξάλειψη κάθε λογής διαφοράς άναμεταξύ τους, άπό τήν άλλη. Ή μοναδική διέξοδος άπ’ αύτή τήν άντινομία, πού βρίσκουμε στό 1. W. D ilthey , G esam m elte S c h riften , V . Β „ s. 95. 2. » » » » V. B ., s. 249.
227
Ντίλταϊ, είναι ή άναγωγή τών φυσικών έπιστημών στίς κοινωνικοϊστορικές έπιστήμες. Ή Απόπειρα τοϋ Ντίλταϊ νά θεμελιώσει τήν «αυτονομία» καί τήν καταρχική διαφορά τών κοινωνικοϊστορικών έπιστημών άπό τίς φυσικές έπιστήμες άπό τή σκοπιά τής μεθόδου των γνώσης έπίσης Ιπαθε χρεοκοπία. Ή «θεωρία» του γιά τή λεγόμενη «μέθο δο τής κατανόησης» είναι χτισμένη πάνω στήν άμμο — πάνω σ’ έντελώς άναπόδειχτες, Αντιφατικές καί άνεπιστημονικές προϋπο θέσεις. Πρώτο, ή σπουδαιότερη προϋπόθεση, πού πάνω της είναι χτι σμένη ή «μέθοδος τής κατανόησης» τοΟ Ντίλταϊ είναι ή προϋπόθε ση πώς ή διάρθρωση τής ψυχικής ζωής σέ δλες τΙς ζωντανές ύπάρξεις είναι μιά καί ή Γδια, πώς ή προσωπική μας «έσωτερική πείρα» καί δ τρόπος τής έκφρασής της είναι έντελώς άνάλογες μέ τήν «έσωτερική πείρα» καί τόν τρόπο έκφρασης τοϋ «ξένου είναι». ’Αλλά, πρώτο, σύμφωνοι μέ τήν «άρχή τοϋ φαινομεναλισμοϋ», πού ό Ντίλταϊ θέτει στή βάση τής φιλοσοφίας του, Εξω άπό τήν ίδια τή δική μας συνείδηση, έξω άπό τή βούλησή μας δέν μποροΟν νά ύπάρχουν κανένα είδος άλλες ζωντανές ύπάρξεις, κανένα είδος άλλες συνειδήσεις, κανένα είδος «ξένη συνείδηση». "Η Εξω άπό τό ίδιο τό δικό μας «είναι» ύπάρχει καί τό «ξένο είναι», άλλες ύπάρξεις καί τότε τήν «άρχή τοϋ φαινομεναλισμοϋ» πρέπει νά τήν άπορρίψουμε, ή τούτη ή άρχή Ισχύει, μά τότε πρέπει νά άπορρίψουμε κάθε λογής «ξένο είναι» έξω καί άνεξάρτητα άπό τήν Ιδια τή δική μας συνείδηση. Ή «άρχή τοϋ φαινομεναλισμοϋ», δηλαδή ό ύποκειμενικός Ιδεαλισμός, άρνεΐται τόσο τή δυνατότητα γιά τήν ΰπαρξη τοΰ «ξένου είναι», δσο καί τή δυνατότητα γιά δποιαδήποτε γνώση τοΰ «ξένου είναι». Τούτη ή «άρχή» δέν άφήνει κανένα εί δος διέξοδο άπό τά δρια τής ύποκειμενικύτητας. Έ τσι πού δ Ντίλταϊ δέν Εχει κανένα είδος λογικό Ερεισμα νά μιλάει γιά τήν 3παρξη «ξένου είναι», άλλων ζωντανών ύπάρξεων Εξω καί άνεξάρτητα άπό τήν ίδια τή δική μας συνείδηση καί γιά κάπαα γνώση τοϋ «ξένου είναι».
Δεύτερο, 6 Ντίλταϊ Ισχυρίζεται πώς τό «ξένο είναι» ποτέ δέ είναι δοσμένο άμεσα. Γι’ αύτό (τό «ξένο είναι») ξέρουμε δια μέσου τών έξωτερικοϋ του φανερωμάτων — χειρονομίες, γλωσσι κές έκφράαεις, έξωτερικές ένέργειες, — καθώς έπίσης διαμέσου τών ίδιων μας τών ψυχικών βιωμάτων, πού σέ άναλογία μεταφέ ρουμε στό «ξένο είναι». Μά έφ’ δσον οί αίσθήσεις (άκριβέστερα: τα αισθητήρια δργανα — Σημ. τ. Μετ.) δέν μπορούν νά μάς δώσου; γνώση γιά τήν ούσία τοΟ «ξένου είναι», έφόσον ποτέ δέν κατέχαμε τό «ξένο είναι» στό πρωτότυπό του καί ποτέ δέν μποροΟμε νά συγ κρίνουμε τοΟτο τό πρωτότυπο μέ τό ίδιο μας τό είναι, μέ τήν ίδια μας τήν ψυχική ζωή, τότε άπό ποϋ ξέρει ό Ντίλταϊ, πώς ή ψυχι κή μας ζωή καί δ τρόπος τής έκφρασής της είναι ϊδιες, δπως καί στούς άλλους άνθρώπους; Κατ’ αύτό τόν τρόπο ή θέση τοΰ Ντίλταΐ, πώς ή ψυχική ζωή δλων τών άνθρώπων Ιχει μια καί τήν ίδια διάρθρωση καί Ιναν καί τόν ίδιο τρόπο Ικφραοης, κρεμιέται στόν άέρα σαν έντελώς άνεδαφική καί άναπόδειχτη, καί μαζί μ’ αύτήν γκρεμίζεται καί δλάκερη ή θεωρία του γιά τή λεγάμενη «μέθοδο τής κατανόησης». Τρίτο, γιά τόν συνεπή ύποκειμενικό Ιδεαλιστή πού άρνιέται τήν άντικειμενική πραγματικότητα τοΰ έξωτερικοϋ κόσμου, απο μένει μιά δυνατότητα —νά άναγνωρίσει τή δυνατότητα τής γνώ σης τής ϊδιας του τής συνείδησης. Ό Ντίλταϊ, δμως, ρίχνεται άδιάκοπα πότε στόν ύποκειμενικόν Ιδεαλισμό, πότε στόν άντικ£ΐμενικόν ιδεαλισμό. Άπό τή μιά, δηλώνει πώς δλάκερη ή πραγματι κότητα είναι μέσα στή συνείδησή μου, στή βούλησή μου. Άπό τήν άλλη, Ισχυρίζεται πώς Ικτός άπό τήν ψυχική μου ζωή καί τών άλλων άνθρώπων, έκτός άπό τό «είναι» μου ύπάρχει καί τό «ξέ νο είναι». Κάτι περισσότερο, πρέπει νά τό συγκρίνω μέ τό «ξένο είναι». Μά πώς μπορώ νά συγκρίνω τό ϊδιο μου τό «είναι» μέ τό «ξένο είναι», δταν, σύμφωνα μέ τδν ϊδιο τό Ντίλταϊ, ποτέ δέν κα τέχω τό τελευταίο στό πρωτότυπο, δταν γενικά δέν τδ κατέχω ά μεσα; ’Εκτός άπ’ αύτό, έφ’ δσον δλη ή πραγματικότητα είναι μέ σα στήν συνείδησή μου, τότε Ιξω άπό τό «είναι» μου δέν ύπάρχε: κανένα «ξένο είναι», πού μ’ αύτό θά μπορούσα νά συγκρίνω τό ί διο μου τό είναι, γιά νά τδ γνωρίσω. Κατ’ αύτόν τδν τρόπο δ Ντίλχής τής σχολής —γράφει δ ίδιος— άκολουθεΐ πώς ή διαφορά άνάμε σα στή Φύση καί στήν Ιστορία μπορεΐ νά κατανοηθεΐ σωστά μόνον δταν αύτή Εξετάζεται άπδ τήν ύποκειμενική πλευρά, δηλαδή πώς πρέπει νά γίνεται διαφορά άνάμεσα στή φυσικοεπιστημονική καί στήν ιστορική μέθοδο νόησης».1 Ό Κόλινγουουντ, δμως, φρονεί πώς κανένας άπδ τούς τρεις μεγάλους θεωρητικούς τοΰ νεο καντιανισμού δέν κατόρθωσε νά τά βγάλει πέρα μέ τδ καθήκον νά θεμελιώσει τήν ιδιαιτερότητα τής Ιστορικής γνώσης, τήν αύτονομία τής ιστορίας καί τή διαφορά άνάμεσα στήν Ιστορία καί στή φυ σιογνωσία. "Ας πάρουμε τδν Βίντελμπαντ. Ή βασική του θέση, δπως ξέρουμε, λέει πώς οί φυσικές έπιστήμες είναι «μή νομοθετικές», γιατί άναζητοΰν νά διαπιστώσουν τδ γενικό, τδ νομοτελεακό, οί έπιστήμες γιά τήν κουλτούρα, μαζί καί τήν ιστορία, είναι «Ιδιογραφικές», γιατί ή γνώση τους είναι γνώση γιά τδ ιδιαίτερο, τδ ένικό. Κατά τή γνώμη τοΰ Κόλινγουουντ αύτή ή δοξασία τοϋ Βίντελμπαντ Ιχει «μικρήν άξία». Ό τελευταίος δέν μπόρεσε πο τέ νά συλλάβει άκριβώς τή συζητούμενη διαφορά καί νά τή θεμε λιώσει. Γιατί δ συλλογισμός «Αύτή είναι μιά περίπτωση τύφου» διαπιστώνει άτομικδ γεγονός, άλλά αύτδ δέν άνήκει στήν Ιστορία, παρά στή φυσιογνωσία. Ταυτόχρονα δ συλλογισμός «Κάθε ρωμαϊ κό άσημένιο νόμισμα τοΰ τρίτου αΙώνα είναι κάλπικο» άνήκει βχι στή φυσιογνωσία, παρά στήν ιστορία, παρ’ δλο πού διαπιστώνει κάτι γενικό. Ό Κόλινγουουντ έκτιμάει πάρα πολύ τήν έπιδίωξη τοΰ Βίν τελμπαντ νά θεμελιώσει τή θέση, πώς ή ιστορία είναι αύτόνομη έ πιστήμη, πού Ιχει τις ίδιες της μεθόδους Ερευνας καί δέν μ,πορεΐ 1. R. G . Col ling w ood, op. c it., p. 165.
262
νά άνάγεται σέ άλλες έπιστήμες, Αντίστοιχα στή φυσιογνωσία. Σ ’ αύτή του τήν έπιδίωξη διακρίνει τό τεκμήριο γιά τήν έπιδίωξη τών ιστορικών νά άπαλλαχτο&ν άπό τήν έξάρτησή τους άπό μιά κουλτούρα, πού βρίσκεται κάτω άπό τήν έξουσία τής φυσιογνωσί ας.1 Τό δυστύχημα, δμως, είναι πώς ό Βίντελμπαντ δέν μπορεΐ νά πει ποιά είναι ή έρευνητική έργασία τού ιστορικού, μέ ποιόν τρόπο μπορεΐ καί πρέπει νά γίνεται καί τό άκόμη π ϊΪ χειρότερο είναι, πώς δ ϊ5:ο; δέ συνειδητοποιεί αύτή του τήν άνικανότητα. 'Οταν μιλάει γιά τήν ίστορία ώς «ίδιογραφική έπιστήμη», ξεκινάει άπό τήν προϋπόθεση πώς ή γνώση τοΰ άτομικοΰ είναι μπορετή διαμέ σου τής γνώσης, καί δχι διαμέσου τής «πείρας», δηλαδή διαμέσου τοΟ «6 ι ώ μ α τ ο ς». ’Αλλά τούτη ή προϋπόθεση — δηλώνει δ Κόλινγουουντ— είναι λαθεμένη. 'Ολάκερη ή ευρωπαϊκή φιλοσοφία άπό τούς Αρχαίους Έλληνες μέχρι τΙς μέρες μας δέχεται ώς Αδια φιλονίκητα διαπιστωμένο γεγονός δτι τό άτομικό ποτέ δέν μπορεΐ νά άποτελέσει άντικείμενο «έκείνου τού γερά καί λογικά χτισμένου ίργου πού όνομάζεται έπιστημονική γνώση», άπ’ δπου άκολουθεΐ πώς ή Ιστορία ώς γνώση γιά τό Ατομικό, τό Ανεπανάληπτο δέν μπο ρεΐ νά είναι έπιστήμη. Κατά τή γνώμη τού Κόλινγουουντ αύτή ή «Αδιαμφισβήτητη Αλήθεια» έκφράστηκε μέ τόν καλύτερο τρόπο στόν ισχυρισμό τού Σόπενχαουερ, δτι τής Ιστορίας «τής λείπει 6 βασικός χαρακτήρας τής έπιστήμης —ή ίεραρχική ύποταγή στό συνειδητο ποιούμενο. ’ΑντΙς αύτό είναι καθαρός συντονισμός τοΰ συνειδητοποι ούμενου. Γι’ αύτόν τό λόγο δέν ύπάρχει κανένα σύστημα τής ιστορί ας, δπως έχει κάθε έπιστήμη... Μιά καί είναι συστήματα άπό Εννοι ες, οί έπιστήμες διαρκώς μιλοΰν γιά γένη, ή Ιστορία μιλάει γιά ά τομα. Συνεπώς αύτή θά μπορούσε νά είναι έπιστήμη γιά άτομα· μά τί Αντίφαση θά άποτελοΰσε αύτό».2 Ό Κόλινγουουντ φρονεί πώς 6 Βίντελμπαντ ϊδειξε πάρα πολύ μεγάλη τυφλότητα άκριβώς γι’ αύτήν τήν Αντίφαση πού πραγματεύε ται δ Σόπενχαουερ. Βλέπει τό καθήκον τής Ιστορίας στήν δρευνα τοΰ Ατομικού καί ταυτόχρονα τήν δρίζει ώς έ π ι σ τ ή μ η . Πε ι . R. G. C ollingw ood, op. c it., p. 167.
2. » »
»
»
»
» 167.
263
ρηφανεύεται γιά τό πώς κατόρθωσε νά Αντικαταστήσει «τήν παλιω μένη λέξη «Ιστορία» μέ νέα καί καλύτερη δνομασία « έ π ι σ τ ή μ η γ ι ά τ ή ν κ ο υ λ τ ο ύ ρ α » , καί δέν καταλαβαίνει μάλιστα, πώς μέ αύτόν τόν τρόπο κόβει τό κλωνάρι πού πάνω του κάθεται. «Στήν πραγματικότητα —γράφει δ Κόλινγουουντ— ή μοναδική άλλαγή, πού έχει προκαλέσει μέ τήν είσαγωγή αύτής τής δνομασίας, βρίσκεται ρίχ καί στή φυσιογνωσία, δπως τδ θέτουν οί Βίντελμπαντ καί Ρ.'κερτ, νά μήν ύπάρχει πιά. Τά γεγονότα τής Φύσης δέν άποτελοϋν γεγονότα στό νόημα πού είναι αύτά στήν ίστορία».2 Στηρι γμένος πάνω στίς πηγές του, δ ιστορικός κατασκευάζει στή συνεί δησή του μιά εικόνα τοΰ παρελθόντος, πού είναι έντελώς ύποκειαενική καί δέν ύπάρχει πουθενά άλλοΰ έκτός άπό τή συνείδησή του. Ώ ς έδώ, κατά τή γνώμη τοϋ Κόλινγουουντ, δλα στή δοξασία τοΰ Ζίμελ, γενικά είναι καλά. Ή τραγωδία Αρχίζει άπδ έδώ καί πέρα, δταν δ Ζίμελ δηλώνει, πώς αύτή ή ύποκειμενική κατασκευή κατέχει Αντικειμενική άλήθεια. Μά «πώς είναι δυνατδν αύτό; Πώς απορεί ή καθαρά ύποκειμενική εικόνα, πού Ιχει κατασκευαστεί στή συνείδηση τοΰ Εστορικοϋ, νάπροεκταθεΐ στό παρελθόν καί νά παρου σιάζεται càv κάτι πού πραγματικά Ιγινε;»3— ρωτάει δ Κόλινγουουντ. Ή μοναδική Απάντηση, πού δ Ζίμελ δίνει σ’ αύτό τό έρώτημα, είναι πώς δ ιστορικός είναι πεπεισμένος γιά τήν Αντικειμενική πρα γματικότητα τής ύποκειμενικής του κατασκευής καί τήν έξετάζει σάν κάτι πραγματικό, Ανεξάρτητο Από τή συνείδησή του. Ό Κόλιν γουουντ Ιχει άπόλυτο δίκιο δταν άντιλέγει, πώς «αύτό δέν είναι κα βόλου λύση», γιατί τό «ζήτημα δέ βρίσκεται στό άν δ Ιστορικός Iχει τούτη τήν πεποίθηση γιά τήν πραγματικότητα τοϋ άντικειμένου του, Αλλά στό μέ ποιό δικαίωμα τήν Ιχει. Είναι αύτή μιά παραί 1. Ibid , 170. (βλ σημ. 2). 2. R. G . C ollingw ood, op c it., 3. Ibid., p. 171.
p. 180.
267
σθηση (Illusion), είτε είναι χτισμένη πάνω σέ κΑποια γερό θεμέλιο; Ό Ζίμελ δέν μπορεΐ νά δώσει Απάντηση σ’ αύτδ τό έρώτημα».* Ή αίτία γι’ αύτδ βρίσκεται στά δτι πάνω στό έδαφος τοΰ ύποκειμενικοΟ ΙδεαλισμοΟ δέν μπορεΐ νά Αποδειχτεί οδτε ή Αντικει μενική πραγματικότητα τοϋ Αντικειμένου τ))ς Ιστορικής γνώσης οδτε ή δυνατότητα τής Αντικειμενικής άλήθειας στήν ϊδια τήν ιστο ρική γνώση. Αύτό είναι δυνατό μονάχα άπό τΙς θέσεις τής ύλιστ·.κής θεωρίας τής γνώσης —τήν ύλιστική θεωρία τής ΑντανΑκλασης. Αλλά μιά τέτοια λύση τοΟ ζητήματος γιά τόν Κόλινγουουντ είναι άπαράδεκτη. Γι’ αύτόν τόν λόγο άναζητάει τήν κύρια αΙτία, πού έξαιτϊας της άπότυχε ό Ζίμελ στήν άπόπειρά του νά χτίσει μιά φιλοσο φία τής ίστορίας, ξανά στό περιστατικό πώς ό Ζίμελ δέν Απαλλάχτηκε έντελώς άπό τή θετικιστική άντίληψη.2 «Τό καλύτερο έπίτευγμα» τής γερμανικής άστικής φιλοσοφίας τής ίστορίας, άπό τά τέλη τοϋ δέκατου ένατου αΙώνα, ό Κόλινγου ουντ τό βλέπει στό σύγγραμμα τοϋ «μοναχικοϋ καί παραγκωνισμέ νου μεγαλοφυοΟς Ντίλταϊ»: «Εισαγωγή ς, είναι έφαρμόσιμη δχι μονά χα στα ζώα, μά καί στά φυτά, γιατί αύτά είναι Ανώτεροι δργανιομοί άπό τά μονοκύτταρα. Ό Πόπερ Αναγνωρίζει πώς ύπάρχει κάποια διαφορά άνάμε σα στήν «κατανόηση» τών «έπιστημών γιά τό πνεϋμα» καί στήν «κατανόηση» τών φυσικών έπιστημών. ’Αλλά τούτη ή διαφορά δέν είναι καταρχική. Ή «κατανόηση» τών φυσικών έπιστημών Ιχει «έλαφρά διαφορετικό νόημα» άπδ τήν «κατανόηση» τών «Ε πιστημών γιά τό πνεϋμα», μά ή διαφορά τούτων τών δυό είδών ‘κατανόησης», κατά τή γνώμη τοΰ Πόπερ, φαίνεται δχι μικρότε ρη άπό τΙς πολλές διαφορές, πού ύπάρχουν άνάμεσα στήν κατα νόηση τών άνθρώπων καί τών ένεργειών τους.2 Γι’ αύτό, σ’ άντίθεση μέ τό Ντίλταϊ καί τόν Κόλινγουουντ, δ Πόπερ έπιμένει δ χ ι πάνω στή διαφορά, μά πάνω στό κ ο ι ν ό άνάμεσα στήν «κατανόηση» τών έπιστημών γιά τό πνεϋμα» καί στήν «κατανόηση» τών φυσικών έπιστημών, πράγμα πού διατυ πώνει σέ τέσσερα βασικά σημεία. Ό πω ς ξέρουμε, δ Ντίλταϊ θεμελίωνε τή δυνατόητα τής «κα τανόησης» άνάμεσα στούς άνθρώπους μέ τήν κοινότητα τής φύ σης τους, τής «ψυχικής διάρθρωσής» τους. Τήν ίδια λογική χρη σιμοποιεί καί δ Πόπερ. ’Αλλά ένώ δ Ντίλταϊ χρησιμοποιεί τούτη τή λογική, γιά νά θεμελιώσει τήν άντίθεση άνάμεσα στίς «έπιστή μες γιά τό πνεϋμα» καί τΙς φυσικές έπιστήμες, δ Πόπερ τή χρησι μοποιεί, γιά νά Αποδείξει, πώς άπό τή σκοπιά τής «κατανόησης» άνάμεσα στ'ις «έπιστήμες γιά τό πνεϋμα» καί στίς φυσικές έπιστή μες δέν υπάρχει καμιά ούσιαστική διαφορά. Πρώτο, «Ιτσι δπως καταλαβαίνουμε τούς άλλους άνθρώπους χάρη στήν κοινή μας άν θρώπινη φύση —γράφει δ Πόπερ,— κατά τόν ϊδιο τρόπο μποροϋμε νά καταλάβουμε καί τή Φύση, γιατί εϊμαστε μέρος αύτής». Δεύτερο, «έτσι δπως καταλαβαίνουμε τούς άνθρώπους, έξαιτίας δρισμένης δρθολογικότητας τών σκέψεων καί τών ένεργειών τους, έτσι μποροϋμε νά καταλάβουμε καί τούς νόμους τής Φύσης, έξαιτί-
1. Κ . Popper, op, c it,, 2. Ibid., s. 43.
s.
43.
279
ας κάποιου είδους όρθολογικότητας ή κατανοητές Αναγκαιότητας, πού τούς προσιδιάζει έ-σωτερικά». Τρίτο, μποροΟμε νά καταλα βαίνουμε «τόν κόσμο τής Φύσης κατά τόν ϊδιο τρόπο, πού καταλα βαίνουμε Ινα δοσμένο Ιργο τής τέχνης: ώς δημιούργημα». Τέταρ το, «στίς φυσικές έπιστήμες ύπάρχει ή συνείδηση γιά τήν δριστική Αποτυχία δλων τών Αποπειρών μας νά καταλάβουμε, πράγμα πού συζητήθηκε πολύ άπό τούς Εκπροσώπους τών Ανθρωπιστικών έπιστημών καί πού είχε έξηγηθει μέ τήν «άλλότητα» τών άλλων Ανθρώπων, μέ τήν άδυνατότητα δποιασδήποττε πραγματικής αύτοχατανόησης καί μέ τό Αναπόφευχτο τής ύπεραπλούστευσης, πού προσιδιάζει σέ κάθε Απόπειρα νά κατανοηθεΐ κάτι μοναδικό καί πραγματικό». Μά, προσθέτει δ Πόπερ, στή δοσμένη περίπτωση Ε χει μικρή σημασία «τό άν τούτη ή πραγματικότητα είναι κοσιική ή μικρσκοσμική», δηλαδή αύτό ισχύει τόσο γιά τόν Κόσμο, γιά τή Φύση, δσοκαί γιά τόν άνθρωπο.1 Ταυτόχρονα ό Πόπερ έπιδιώκει νά Απαλλάξει τή «μέθοδο τής κατανόησης» άπό έκεϊνον τόν Αδιέξοδο ύποκειμενισμό καί σολιψισμό* πού μέ αύτόν είναι συνδεμένη ή «μέθοδος τής κατανόη σης» στό Ντίλταϊ καί στόν Κόλινγουουντ, δίνοντάς της μιά πλα τύτερη έρμηνεία. Γιά νά ξεκαθαρίσει τή διαφορά άνάμεσα στήν ϊδια του τή δοξασία γιά τήν «κατανόηση» καί τή δοξασία τοΰ Ντίλταϊ καί τοϋ Κόλινγουουντ, δ Πόπερ παίρνει Ινα τυπικό παράδει γμα, πού μ’ αύτό δ Κόλινγουουντ Απεικονίζει τήν ούσία τής «με θόδου τής κατανόησης». «Υποθέστε — γράφει δ Κόλινγουουντ, —πώς δ Ιστορικός «διαβάζει τόν Κώδικα τοΰ Θεοδόσιου καί Ιχει μπραττά του κάποιο διάταγμα ένός αύτοκράτορα. Ή άπλή άνάγνωση τών λέξεων καί ή Ικανότητά του νά τΙς μεταφράσει δέν είναι αρκετές, γιά νά Ιχει γνώση γιά τήν Ιστορική τους σημασία. Γιά νά τό πετύχει τοΰτο πρέπει νά φανταστεί τ ή ν κ α τ ά σ τ α 1: Κ . Popper, op. c it., s. 43. * Γνα>σιοθεα>ρητικάς έ γω ΐσμ ό ς. Ά π ό τό λατ. so lu s = μ ονοδικός κ α ί ipse = μ όνος. Ύ κ ο κ ειμ β νικ ο ΐδ εα λ ισ τικ ή θ ε β ρ ία σύμφωνα μ* α ύ τή ν ύ πά ρ χει μόνον ό άνθρω πος μέ τή συνείδησή του, ένΑ ό ά ντικ β ιμ ενικός κόσμ ος, μαζί κ α ί ο( άνθρω ποι, ύ πά ρχει μ ο νά χα σ τή συ ν· ■(δηση τοΟ Ατόμου. (Σ η μ . τ. M et.).
280
σ η, πού άντιμετώπιζε καί έκαμνε άπόπειρα νά τά βγάλει πέ ρα δ αύτοκράτορας καί νά τά φανταστεί έτσι, δπως τή φανταζόταν 6 αύτοκράτορας. "Τστερ’ άπ’ αύτό πρέπει νά φανταστεί, πώς ή κ α τά σ τα σ η τοϋ αύτοκράτορα είναι θαρρείς δική του καί πώς θά μπορούσε νά τά βγάλει πέρα μέ μιά τέτοια κ α τ ά σ τ αα η· πρέπει νά φανταστεί τίς ένδεχόμενες διαζευκτικές λύσεις καί -ίς αίτιες γιά τήν έκλογή τής μιας άντί τής άλλης· πρέπει νά περάαει μέσ’ άπό τήν Γδια διαδικασία, άπ’ δπου πέρασε δ αύτοκρά τορας, δταν έπαιρνε άπόφαση σ’ αύτή τήν Ιδιαίτερη κατεύθυνση. Κατ’ αύτόν τόν τρόπο άναπλάθει στό πνεϋμα του (mind) τό βίω μα (τήν πείρα — Ν. Ί.) τοΰ αύτοκράτορα· καί μόνο στό βαθμό πού τό κάνει αύτό, στόν ίδιο βαθμό Ιχει δποιαδήποφε Ιστορική γνώση, διαφορετική άπό τήν άπλή φιλολογική γνώση, γιά τή ση μασία τοϋ διατάγματος».1 Ό Πόπερ ύπογραμμίζει, πώς παραθέτει τοϋτο τό κομμάτι άπό τόν Κόλινγουουντ, γιατί μ’ αύτό μπορεί νά προχωρεί πολύν καιρό στό δρόμο, άν καί δχι σ’ δλόκληρο τό δρόμο. «Χωρίζουμε— γράφει δ Πόπερ— πάνω στό ζήτημα σχετικά μέ τόν δεύτερο καί τόν τρίτο κόσμο: πάνω στό ζήτημα γιά τήν έκλογή τής ύπσκειμενικής ή τής άντικειμενικής μεθόδου».2 Τί σημαίνουν οί δροι «τοϋ δεύτερου καί τοϋ τρίτου κόαμου» καί τί άκριβώς θέλει νά πει μ’ αύτούς δ Πόπερ, θά τό δοϋμε πιό πέρα. Μά άπό δσα εΓπαμε είναι άρκετά καθαρό, πώς ή πρόθεση τοϋ Πόπερ είναι νά άποτινάξει τήν ύπσκειμενι/κή μέθοδο τοϋ Κόλινγουουντ καί νά τήν άντικαταστήση μέ μιά άντικειμενική μέθοδο γνώσης. ’Αναλύοντας τό προαναφερμένο άπόσπααμα άπό τό βιβλίο τοϋ Κόλινγουουντ, δ Πόπερ παρατηρεί πώς δ Κόλινγουουντ βάζει τόν μεγάλο τόνο πάνω στήν «κατάσταση», πού άντιστοιχεΐ πάρα πολύ σέ έκεϊνο πού αύτός όνομάζει «κατάσταση τοΟ προβλήματος». ’Αλ λά παρ’ δλ’ αύτά δ Πόπερ τονίζει μιά ούσιαστική διαφορά άνάμεσα στήν ίδια του τή δοξασία γιά τήν «κατανόηση» καί στή δοξασία τοϋ Κόλινγουουντ. «Ό Κόλινγουουντ —γράφει δ Πόπερ— έξηγεί πώς 1. Κ. Popper, op., cit., s, 45. 2. Ibid., s. 45.
281
στήν κατανόηση τής Ιστορίας τό ούσιαστικό δέν είναι ή άνάλυση τής Γδιας τή; κατάστασης, άλλά ή νοητική (mental) διαδικασία τοϋ Ι στορικού, που διαμέσου της άναπλάθει, έπαναλαβαίνει μέ συμπάθεια τό προπαρχικό βίωμα. Γιά τόν Κόλινγουουντ ή άνάλυση τής κατά στασης χρησιμεύει μονάχα ώς βοηθητικό μέσο — ώς Απαραίτητο βοηθητικό μέσο— γι’ αύτήν τήν άνάπλαση. Ή άποψή μου είναι διαμετρικά άντίθετη. Εξετάζω τήν ψυχολογική διαδικασία τής Ανάπλασης ώς ούσιαστική, ίστω κι’ άν παραδέχομαι, πώς άπό κά ποτε θά μπορούσε νά χρησιμεύσει στόν ιστορικό ώς βοηθητικό μέσο, ώς ενα είδος ένορατικοΰ έλέγχου τής έπιτυχίας τής καταστασιακής του άνάλυσης. Έκεΐνο πού έξ^τάζω ώς ούσιαστικό δέν είναι ή ανάπλαση, άλλά ή καταστασιακή άνάλυση. Ή άνάλυση τής κα τάστασης, πού δ ιστορικός κάνει, είναι ή Ιστορική του ύπόθεση, πού σ' αύτή τήν περίπτωση είναι μεταθεωρία σχετικά μέ τό συλλογι σμό τοΰ αύτοκράτορα. Μια καί είναι σέ Επίπεδο διαφορετικό άπό τό συλλογισμό τοΰ αύτοκράτορα, δέν τόν άναπλάθει, μά προσπα θεί να παράγει μιά ίδανικευμένη (idealized), καί λογική κα τασκευή του, άφήνοντας νά τοΰ διαφύγουν έπουσιώδικα στοιχεία καί άαφαλώς μεγαλώνοντάς τον. Κατ’ αύτόν τόν τρόπο τό κεντρι κό μεταπρόβλημα τοΰ ίστορικοΰ είναι: ποια ήταν τά Αποφασιστικά στοιχεία στήν προβληματική κατάσταση τοΰ αύτοκράτορα; Στό βαθμό πού δ ιστορικός κατορθώνει νά έπιλύσει τοΰτο τό μεταπρό βλημα, στόν ϊδιο βαθμό κ α τ α ν ο ε ί τήν Ιστορική κατάσταση. “Ωστε έκεΐνο, πού πρέπιει νά κάνει ώς ιστορικός δέν είναι νά άναπλάθει περασμένα βιώματα, μά νά χρησιμοποιεί άντικειμενικά έπιχειρήματα ύπέρ καί κατά τής καταστασιακής του άνάλυσης, βα σισμένης πάνω σέ υποθέσεις (his conjectural situational ana lysis)».1 "Οπως φαίνεται, δ Πόπερ άρνιέται έκεϊνον τόν πρωτοβάθμιο καί βασικό ρόλο, πού δ Ντίλταϊ καί δ Κόλινγουουντ Αποδίδουν στή μέθοδό τους τής «κατανόησης». Τήν Ανάγει σέ ένθουσιώδικο, δευτεροβάθμιο καί τριτοβάθμιο «βοηθητικό μέσο», που μονάχα άπό κάποτε μπορεΐ νά χρησιμεύσει στόν ιστορικό καί άντί γι’ αύτήν προτείνει τή δική του μέθοδο τής καταστασιακής άνάλυσης». 1. Κ, Popper, op. cit., ss. 45 - 46.
282
Πρίπει να σημειώσουμε, πώς στίς προσπάθειές του να τονί σε·. τήν ύπεροχή τής δικής του μεθόδου τής «καταστασιακής άνά λυσης» ώς «Αντικειμενικής» μεθόδου γνώσης Απέναντι στή μέθοδο τον Ντίλταϊ καί τοϋ Κόλινγουουντ, δ Πόπερ χρησιμοποιεί δρισμένα πάρα πολύ έπίκαιρα, αύτά καθαυτά σωστά καί πειστικά έπιχειρήματα, πού Αποδείχνουν άλλη μιά φορά τήν άχρηστία τής ύποκειμενικοϊδεαλιστικής μεθόδου τής «κατανόησης». Πρώτο, δ Πόπερ τονίζει, πώς ή μέθοδος τής «κατανόησης», θεωρημένη ώς μέθοδος άμεσης ένορατικής γνώσης, δέν μπορεΐ νά μάς δώσει δμόλογη άληθινή γνώση. «Ή ένορατική μας κατανόη ση —γράφει ί ίδιος— άκόμη καί τών φίλων μας Απέχει Απδ τδ νά είναι τέλεια»,1 καί τί νά πούμε για τήν ένορατική κατανόηση άνθρώπων Απομακρυσμένων Απδ μάς, μέ δλάκερες Ιστορικές έπο'/Μ ·
Δεύτερο, δ Πόπερ βάσιμα ύποδεικνύει, πώς στήν ιστορία ύπάρ χουν έξαιρετικά πολλές καί διαφορετικότατες «Ενέργειες», «βιώμα τα», πού πάνω τους «ή μέθοδος τής κατανόησης», δπως τήν άντιλαμβάνονται δ Ντίλταϊ καί δ Κόλινγουουντ, είναι Απόλυτα Ανε φάρμοστη, μιά καί δ ιστορικός δέν είναι σέ θέση νά Αναπαράγει καί νά δευτεροζήσει σάν δικές του δλες τίς «ένέργειες», τά «βιώ ματα» τοϋ παρελθόντος καί γενικά τών άλλων άνθρώπων. «Ή ένέργεια, πού πρέπει νά έπαναθεσπισθεΐ (to be re - enacted), γράφει δ Πόπερ,— μπορεΐ νά είναι ένέργεια Ανυπόφορης σκληρό τητας, δψιστου ήρωϊσμο0 ή θλιβερού φόβου, καλλιτεχνικού, λογο τεχνικού, Επιστημονικού ή φιλοσοφικού έπιτεύγματος ένδς ταλέν του, πού ξεπερνάει κατά πολύ τΙς ίκανότητές του. Βέβαια, άν οί ίκανότητές του, στδν τομέα πού προσπαθεί νά Αναλύσει, είναι Ανε παρκείς, ή Ανάλυσή του θά είναι χωρίς ένδιαφέρον. ’Αλλά δέν μπο ρούμε (δπως τδ κάνει αύτό δ Κόλινγουουντ) νά περψ^ουμε Από τόν Ιστορικό νά συνδυάζει στόν έαυτό του τΙς ικανότητες τοΟ Καίσαρα, τού Κικέρωνα, τού Κάτουλλου* καί τοϋ Θεοδοσίου. Οδτε Ινας Ιστο
ί. Κ. Popper, op. cit., s. 43. * Γάίος Γαλέριος Κάτουλλος, 84 - 54 π.Χ., ρωμαίος λυρικός ποιητής καί έπιγραμματοποιός (Σημ. τ. Μετ.).
283
ρικός τής τέχνης δέν μπορεΐ νά είναι Ρόμπραντ καί μάλιστα λί γοι ΘΑ μπορο&σαν νά Αντιγράψουν Ινα Αριστούργημα».1 Καί πραγματικά, Αν δ ιστορικός ϊπρεπε νά γνωρίζει τΑ Ιστο ρικά γεγονότα Αποκλειστικά ή κυρίως διαμέσου τής Ανακλασμέ νης καί δμεσης βίωσης τών βιωμάτων τών περασμένων γενεών καί γενικά τών ιστορικών παραγόντων σάν ϊδια δικΑ του βιώματα, θά ϊπρεπε νά κατέχει τήν Απίθανη καλλιτεχνική Ικανότητα νΑ με τενσαρκώνεται στό ρόλο σκληροϋ, Ανελέητου τύραννου καί χρηστοϋ, γεμΑτου Αγάπη χριστιανού, Απαράμιλλου ήρωα καί θλιβεροΟ φοβητσιάρη, πατριώτη καί προδότη, φλογεροΟ έπαναστάτη καί Αντεπαναστάτη, σκλάβου καί δουλοκτήτη, δουλοπάροικου χωρικοΟ καί φεουδάρχη, προλετάριου καί ΑστοΟ, Ανθρώπου τής χειρωνα κτικής έργασίας καί μεγαλοφυούς καλλιτέχνη, λογοτέχνη, έπιστήμονα καί φιλοσόφου. Κατ’ αύτό τόν τρόπο, καταλήγει δ Πόπερ «στίς πιό ένδιαφέρουσες περιζώσεις τό Α να/πλασμένο βίωμα γιΑ τόν ιστορικό ΘΑ εί ναι Απραγματοποιήσιμο». Σέ Αλλες περιπτώσεις πάλι, δταν ΘΑ εί ναι δυνατό νά γίνει, ΘΑ Αποδειχνόταν περιττό.2 Τό καθήκον τσϋ ίστορικοϋ —συνεχίζει δ ίδιος— είναι ή Ανασυγκρότηση τής «προ βληματικής κατάστασης», Ακολουθώντας τόν δρόμο τής ύπόθεσης, «Ιτσι δπως φαινόταν στόν παράγοντα, καθόσον et ένέργειες τοϋ παράγοντα γίνονται δ μ ό λ ο γ ε ς τής κατάστασης».3 Αύτή ή μέθοδος, κατά τή γνώμη τοΟ Πόπερ, «είναι πολύ δμοια μέ τή μέθο δο τοϋ Κόλινγουουντ, άλλ’ αύτός ΑποβΑλλει Από τή θεωρία τής κατανόησης καί Από τήν ιστορική μέθοδο άκριβώς τό ύποκειμενικό ή τό δευτεροβΑθμιο στοιχείο, πού γιΑ τόν Κόλινγουουντ καί γιά τήν πλειοψηφία Αλλων θεωρητικών τΐ)ς κατανόησης Αποτελεΐ τό χαρακτηριστικό της σημείο».4 Είναι πέρα γιά πέρα ξόφθαλμο, πώς τό καθήκον τοϋ Πόπερ δέν είναι νΑ Απορρίψει γενικά τή μέθοδο τής «κατανόησης» τοϋ Ντίλταϊ καί τοϋ Κόλινγουουντ, ΑλλΑ νΑ τήν ΑπαλλΑξει Από τόν ύ1. 2. 3. 4.
284
Κ. Pobpe, op. c it, s. 46. K. Popper, op. cit., s. 46. Ibid., s. 46. Ibid.. s. 46.
ποκειμενισμό, νά τήν μετατρέψει σέ άντικειμενική μέθοδο τής γνώ σης τοποθετώντας την πάνω σέ νέα θεωρητική βάση. Κι’ είναι πε πεισμένος, δτι ή δημιουργημένη άπ’ αύτόν νέα «μέθοδος τής κα τανόησης», όνομαζόμενη «μέθοδος τής καταστασιακής άνάλυσης», μπορεΐ νά έφαρμοστεϊ μέ έπιτυχία «άκόμη καί σ’ έκεΐνες τΙς περι πτώσεις Ζπου κάθε άπόπειρα γιά έπαναθέσπισμα (re - enactment) συνήθως άποτυχαίνει*.1 Μιά προσεκτική άνάλυση τής δοξασίας τοϋ Πόπερ γιά τήν «κατανόηση» καί τής δικής του μεθόδου τής «καταστασιακής άνάλυσης» δείχνει, δμως, πώς οί άξιώσεις του είναι πέρα γιά πέρα άβάσιμες. Είναι έπίσης άνεπιστημονικές, μεταφυσικές καί ίδεαλιστικές, δπως καί οί δοξασίες καί οί μέθοδοι τοΟ Ντίλταϊ καί τοΟ Κόλινγουουντ. ΠρΙν άπ’ δλα ή δ ο ξ α σ ί α καί ή μ έ θ ο δ ο ς τοϋ Πό περ είναι βαθιά μ ε τ α φ υ σ ι κ έ ς . Ένώ δ Ντίλταϊ καί δ Κόλινγουουντ άντιπαραθέτουν μεταφυσικά τή Φύση στήν ίστορία, τή φυσιογνωσία στήν Ιστορική γνώση, τΙς μεθόδους τών φυσικών έ πιστημών στή μέθοδο τής Ιστορίας, δ Πόπερ έφαρμόζει 6ναν μετα φυσικό τρόπο προσπέλασης πρός αύτά τά προβλήματα, μά σ’ άντίθετη κατεύθυνση. ’Ακολουθώντας τόν παραδοσιακό άναγωγισμό τοϋ θετικισμού, έξαλείφει μεταφυσικά κάθε ποιοτική διαφορά ά· νάμεσα στά φυσικά καί στά κοινωνικοϊστορικά άντικείμενα, άνά μεσα στή φυσιογνωσία καί στήν Ιστορική γνώση. Τοϋτος δ άναγωγισμός φανερώνεται στόν Ισχυρισμό τού Πόπερ, δτι ή «κατανόηση» είναι τάχα σκοπός τόσο τών φυσικών, δσο καί τών άνθρωπιστικώ,ν έπιστημών, δτι άνάμεσα στήν «κατανόηση» τής φυσιογνωσίας καΖ στήν «κατανόηση» τών άνθρωπιστικών έπιστημών δέν ύπάρχει τάχα καμιά ούσιαστική διαφορά. Σύμφωνα μ’ αύτόν μποροϋμε νά «κατανοήσουμε» τΙς έκφραστικές κινήσεις δχι μονάχα τών άνώτερων ζώων, άλλά άκόμη καί τών μονοκυττάρων μέ τό νόημα, πο λύ δμοιο σέ έκεΐνο τό νόημα, πού καταλαβαίνουμε τούς άνθρώπους. ΤοΟτοι οί Ισχυρισμοί τοϋ Πόπερ είναι έντελώς έπιπόλαιοι, άφελεΐς καί άστήρικτοι, γιατί βρίσκονται σ’ άντίφαση μέ τά πιό ξό1. Ibid., s. 46. (βλ. σημ. 1., σελ. 284).
285
φθαλμα γεγονότα καί μέ τή σύγχρονη έπιστήμη. Είναι αυτονόητο πώς μποροΟμε νά κ α τ α ν ο ή σ ο υ μ ε , δηλαδή νά άντιληφθοΟμε καί νά Ιξηγήσουμε μέ δρθολογικό, έπιστημονικό τρόπο τή «συμ περιφορά» τόσο τών ήλεκτρονίων καί τών άτόμων, τών κυττάρων καί τών όργανισμών δσο καί τών κοινωνικών φαινομένων. Γιατί δλα τοΰτα τά πράγματα καί φαινόμενα, θεωρημένα ώς άντικείμενα τής γνώσης καί ό ϊδιος δ άνθρωπος, θεωρημένος ώς γνωστικό ύποκείμενο, άνήκουν σέ μιά καί τήν ϊδια Αντικειμενικά ύπαρκτή ύλική πραγματικότητα. Μά ένα πράγμα είναι νά καταλάβουμε 2να άτομο (όλης — Σημ. τ. Μετ.), ενα κύτταρο, άκόμη καί Ινα άνώτερο ζώο, ένώ έντελώς άλλο πράγμα είναι νά καταλάβουμε ίναν άνθρωπο ή ενα κοινωνικοϊστορικά γεγονός. ’Εδώ θά έπαναλάβουμε τις άντιρρήσεις, πού έκφράσαμε κατά τής Σμίντα. Τά ά τομα, τά κύτταρα καί τά ζώα δέν τά καταλαβαίνουμε καί δέν μποροϋμε νά τά καταλάβουμε, δπως καταλαβαίνουμε τούς άνθρώπους καί τίς κοινωνικοϊστορικές τους ένέργειες, γιατί άνάμεσα στήν κοι νωνία καί στή Φύση, άνάμεσα στόν άνθρωπο καί στά ζώα, άς μή μιλήσουμε γιά τά μονοκύτταρα, άνάμεσα στούς ζωντανούς όργανισμούς γενικά καί στα μή ζωντανά σώματα ύπάρχουν ούσιαστικές, ποιοτικές διαφορές. Ό άνθρωπος εϊναι κοινωνικό δν. Είναι προϊόν ορισμένης κοινωνικοϊστορικής έξέλιξής, ζεϊ καί ένεργεϊ μέσα σέ όρ-.σμένες κοινωνικοϊστορικές συνθήκες. Σέ διάκριση άπό τα ζώα, εχε: αισθήματα, βούληση, σκέψη, ιδέες, αντιλήψεις, κοντολογίς συνείδηση μέ κοινωνικοϊστορικό χαρακτήρα, πού διαδραματίζει τε ράστιο ρόλο σ’ δλη τήν προσωπική καί κοινωνικοϊστορική του ζωή. Νά καταλάβουμε τή δράση ένός δοσμένου άνθρώπου ή δοσμένου κοινωνικοϊστορικοΰ γεγονότος, θά πει νά καταλάβουμε έπίσης καί τά αισθήματα, τή βούληση, τΙς σκέψεις, τις ίδέες ένός δοσμένου àv0ptircoj ή τών άνθρώπων, πού πραγματοποίησαν τό δοσμένο κοινωνικοϊστορικό γεγονός. Ό μονοκύτταρος δργανισμός, άς μή μι λήσουμε γιά τό άτομο ή τό ήλεκτρόνιο, δέν Ιχει οδτε αίσθήματα. οδτε βούληση, οδτε σκέψεις. Άκόμη καί δ ψυχισμός τών άνιοτέρων ζώων είναι δχι άνθρώπινος ψυχισμός, άλλά ζωώδικος ψυχι σμός, δπου κύριο ρόλο παίζουν τά Ινστικτα. Τά ζώα δέν Εχουν συνείδηση, μέ τό πραγματικό νόημα τής λέξης. Δέν έχουν οδτε θρησκεία, οδτε τέχνη, οδτε φιλοσοφία, οδτε έπιστήμη. Στίς ένέρ-
286
γειές τους δέν καθοδηγούνται άπό Ιδέες, άπό συνειδητά βαλμένους σκοπούς καί. σχέδια. Ot ένέργειές τους Ιχουν πρώτιστα άνακλαστικό κα'ι ένστιγματικό χαρακτήρα. Νά κατανοήσουμε τά άτομα, τά πράγματα, τα φυτά και τά ζώα Θά πει νά τά κατανοήσουμε ώς ά τομα, πράγματα, φυτά καί ζώα, καί δχι ώς άνθρώπους. Κανένας δέν μπορεΐ νά καταλάβει τό άνθρώπινο σ’ αύτά, γιατί αύτό δέν ύπάρχει. Καί δταν ό Πόπερ μάς λέγει, πώς άνάμεσα στήν κατανό ηση τών φυσιν.ών έπιστημών καί στήν κατανόηση τών άνθρωπιστικών έπιστημών δέν ύπάρχει τάχα ούσιαστική διαφορά, πώς μπορούμε τάχα να κατανοήσουμε τά άνώτερα ζώα, άκόμη καί τά μονοκύτταρα, μέ έκεϊνο τό νόημα πού κατανοούμε τούς άνθρώπους, λέγει μιάν αύθαίρετη έπινόηση, πού ξεκινάει άπό τή μηχανιστι κή προϋπόθεση, πώς άνάμεσα στόν άνθρωπο, στό πτηνό καί στήν πέτρα δέν ύπάρχει ούσιαστική διαφορά. Ή μεταφυσική δοξασία τού Πόπερ γιά τήν «κατανόηση» βα δίζει χέρι - χέρι μέ Ιναν Ιδεαλισμό, πού ώς πρός τόν ύποκειμενισμό καί τό μυστικισμό του δέν ύστερεΐ άπό έκεΐνον τού Ντίλταϊ καί τού Κόλινγουουντ. "Οταν αύτός μάς λέγει, πώς δ Τζιένινγν.ς Ιμαθε σέ τέτοιο βαθμό νά «καταλαβαίνει» άκόμη καί τούς μονοκύτ ταρους όργανισμούς, ώστε να τούς ά π ο δ ί δ ε ι σκοπούς καί προθέσεις, δύσκολα μπορεΐ νά καταλάβει κανείς πού τελειώνει έΒώ ό -Υποκειμενισμός καί πού άρχίζουν οί άντικειμενικοϊδεαλιστικές θεωρητικολογίες τοΰ βιταλισμού* Μά Ινα πράγμα είναι να άπο* V italism us ή ζω τικ ο κρ α τία , άπό τό λαχ. vita = ζω ή, vita lis— ζω τικ ός, στή στενότερη Εννοια ε ίν α ι ή δ ο ξα σ ία , πώς σέ κάθε άτομο υπά ρ χει μιά «ζωϊκή α ρχή » ε ίτ ε μ ιά δύναμη πού ρυθμίζει τή ζωή. Σέ πλα τύ τερ η Εννοια β ιτα λ ισ μ ό ς είνα ι ή δ οξασία, πώς τά φα ινόμ ενα τή ς ζω ής δέ μποροΟν νά έξηγηθοΰν μέ τούς ίδιο υ ς φ υ σικ ο χη μ ικο ύς νό μους, πού ρυθμίζουν τή ν ύλη . τών άνό ρ γα νο κόσμο. Π ρ όκειτα ι γιά Ιδεα λιστική δ ιδα σκα λ ία στή β ιο λ ο γία , πού Εξη γεί δ λ ε ς τίς ζω τικ ές δ ια δ ικ α σ ίες μέ τή δράση Ιδια ίτερω ν άθλω ν πα ραγόντων, πού β ρ ίσ κ ο ντα ι τά χα στούς ζω ντανούς ό ρ γο νισμ ο ύ ς (Εντε λ έχ εια , «δημιουργική δύναμη», «όρμή πρ ό ς τή φόρμα» κ.ά.). ΟΙ ρί ζες τοϋ βιτιλισμοΟ φ τάνουν ώς τή δ ιδ α σ κ α λ ία τοΟ Π λάτωνα γιά τήν ψυχή καί ώ ς τή δ ιδ α σ κα λ ία τοΟ ’Α ρ ισ το τέλ η γ ιά τ ή ν Ε ντελέχεια . Ώ ς δοξα σία ό β ιτα λ ισ μ ό ς διαμορφώ θηκε κατά τό 17ο — 18ο αίώνα. (Σημ. τ. Μ ετ.).
287
δίδεις «σκοπούς» καί «προθέσει» στο1'ς μονοκύτταρους δργανισμούς, καί έντελώς άλλο είναι νά δ ι α π ι σ τ ώ σ ε ι ς σ’ αύτές τήν Ι κανότητα νά θέτουν σκοπούς καί προθέσεις. ’Αλλωστε, σ’ αύτήν τήν περίπτωση δ Πόπερ δέν πρωτοτυπεί. Συνειδητά ή άσυνείδητα άπλώς έπαναλαβαίνει τό Ντίλταϊ. Γιατί άκριβώς δ Ντίλταϊ Ισχυ ρίζεται, άπδ τή μιά, πώς κατά τήν «κατανόηση» έμεΐς, νά τό ποΰμε Ιτσι μ ε τ α φ έ ρ ο υ μ ε , δηλαδή ά π ο δ ί δ ο υ μ ε τά ϊδια μας τά ψυχικά βιώματα στούς άλλους άνθρώπους, ένώ, άπό τήν άλλη, μηχανιστικά συνταυτίζει τήν ψυχική ζωή τοϋ άνθρώπου μέ αύτή τών ζώων. Καιί μιά καί δ Ντίλταϊ έξάγει τή δυνατότητα τής «κατανόησης» άπό τήν κοινότητα τής ψυχικής διάρθρωσης, άπό έδώ λογικά ακολουθεί, πώς ή μέθοδός του τής «κατανόησης» πρέ πει νά Ιχει έφχρμογή δχι μόνον άναφορικά μέ τούς άνθρώπους, άλλά καί άναφορικά μέ δλες τΙς ζωντανές ύπάρξεις. Άλλά πώς Ιχει τό ζήτημα μέ τή μέθοδο τής «καιτασταοιακής άνάλυσης» ; Ό Πόπερ μάς λέγει, πώς ή άποψη του γιά τή «μέ θοδο τής κατανόησης» είναι «διαμετρικά άντίθετη» στήν ύποκειμενικοϊδεαλιστική άποψη τού Κόλινγουουντ, δτι ξεχωρίζει άπό τόν Κόλινγουουντ πάνω στό ζήτημα τοΰ ποιά μέθοδο νά έπιλέξουμε: τήν υποκειμενική ή τήν άντικειμενική. Ή μέθοδος τοΟ Κόλινγου ουντ είναι ύποοοειμενική εϊτε άκριβέστερα ύπσκειμενιστική, γιατί άνάγει τήν ιστορική γνώση στό δευτεροβίωμα, άπό τή μεριά τοΰ ίστορικοΰ, τών βιωμάτων τών Ιστορικών παραγόντων. Ή μέθοδο; τοΰ Πόπερ είναι «άντικειμενική», γιατί «άποβάλλει άπό τή θεωρία γιά τήν κατανόηση καί άπό τήν Ιστορική μέθοδο άκριβώς τό 6ποκειμενικό ή τό δευτεροβάθμιο στοιχείο» καί φρονεί, πώς τό καθή κον τοΰ ίστορικοΰ δέν είναι νά άναιπαράγει στόν έαυτό του περα σμένα βιώματα, μά νά άναλύει τήν άντίσοοιχη Ιστορική κατάστα ση, νά παρουσιάσει «άντικειμενικά έπιχειρήματα» ύπέρ τής καταστασιακής του άνάλυσης καί, διαμέσου αύτής τής άνάλυσης τή; κατάστασης, νά κατανοήσει τις άντίιστοιχες ιστορικές ένέργειες. Σέ μιά πρώτη ματιά δλα τοΰτα δείχνουν πώς θαρρείς κι’ δ Πόπερ ύποστηρίζει μιά πραγματικά άντικειμενική μέθοδο τής Ιστο ρική γνώσης, πού άναζητάει τήν έξήγηση τών ιστορικών γεγονό των, τών ένεργειών τών Ιστορικών παραγόντων δχι στά ύποκειμενικά βιώματα, μά στήν άντίστοιχη Ιστορική πραγματικότητα, δη
λαδή γιά μιά ύλιστική μέβοδο τής Ιστορικής γνώσης. Στήν πρα γματικότητα, δμως, ή μέθοδος τής «κατασυασιακής άνάλυσης» τοΰ Πόπερ δέν Εχει οδτε γραμμάριο ύλισμοΰ. Είναι έπίσης ίδεαλισακή, δπως καί ή μέθοδος τοϋ Ντίλταϊ καί τοΟ Κόλινγουουντ. Γιά νά καταλάβουμε τήν πραγματική ούσία τής μεθόδου τής «καταστασιαοιής άνάλυσης», πρέπει νά καταλάβουμε πρώτα-πρώ τα τή θεωρητική της, άκριβέστερα τή φιλοσοφία της, βάση —τή θεωρία τοϋ Πόπερ γιά τό «άντίΛ&ειμενικό πνεΰμα», πού άνάπτυξε ό ϊδιος στήν εισήγησή του στό 14ο Διεθνές Συνέδριο Φιλοσοφίας στή Βιέννη τό 1968 μέ θέμα «Σχετικά μέ τή θεωρία γιά τό άντικειαενικό πνεύμα». Τό χαρακτηριστικό τούτης τής εισήγησης είναι πώς σ’ αυ τήν δ Πόπερ περνάει άπό τό θετικιστικό ύποκειμενικό Ιδεαλισμό σ’ Εναν άντικειμενικόν Ιδεαλισμό πλατωνικού τύπου. Κατά τή γνώ μη τοϋ Πόπερ ή δυτική φιλοσοφία άποτελεΐται πρώτιστα άπό «πα ραλλαγές στό θέμα ντουαλισμός* άνάμεσα στό σώμα καί στήν ψυ χή».1 Οί κύριες -παρεκκλίσεις άπό τοΟτο τό δυαρχικό σύστημα ήταν τάχα οί άπόπειρες νά άντικατασταθοΰν οί δυαρχικές δοξα σίες μέ κάποιο είδος μονισμό. Μά παράλληλα μέ τις μονιστικές πχρεκκλήσεις ύπήρχαν καί πλουραλιστικές** παρεκκλίσεις. Στούς γενάρχες τοϋ φιλοσοφικού πλουραλισμού 6 Πόπερ συγκαταλέγει τόν Πλάτωνα, τούς στωϊκούς, τόν Λάϊμπνιτς, τόν Μπολτσάνο καί τόν Φρέγκε, πού παραδέχονταν τήν ύπαρξη δχι μιας, δχι δυό, μά τριών βασικών πραγματικοτήτων. Σ’ αύτόν τόν τύπο φιλοσοφικού πλουραλισμού προσχωρεί καί ό Πόπερ. Δηλώνει πώς άκολουθεΐ «έκείνους τούς έρευνητές τής πλατωνικής φιλοσοφίας πού ύποστηρίζσυν, δτι οί Πλατωνικές μορ φές εϊτε Ιδέες είναι όντολογικά διαφορετικές, δχι μονάχα άπό τά σώματα καί τά πνεύματα (minds), άλλά έπίσης καί άπό τΙς «Ιδέ ες στό πνεΰμα», δηλαδή άπό τά συνειδητά ή άοδνειδα βιώματα: οί πλατωνικές μορφές εϊτε Ιδέες δημιουργούν Ιναν τρίτο κόσμο sui 1. Κ. Popper, op. cit., s. 25. * Δυαρχία, άπό τό λατ. duo — δυό. (Σημ. τ. Μβτ.). · · Πολυαρχικές, άπό τό λατ. plural - πληθυντικός· καί pluralsmus =■ πολυαρχία. (Σημ. τ. Μβτ.).
19
289
generis ( = Ιδιόμορφο —Σημ. τ. Μετ.). Φυσικά, είναι πραγμα τικά ή δυνατά ά ν τ ι κ ε ί μ ε ν α τής σκέψης — intelligibii a. Τά intelligibilia είναι έπίσης άντικειμενικά δπως τά visibilia, πού είναι φυσικά σώματα, πραγματικά ή δυνατά άντικείμενα της βρασηο (sight»).1 Ό Πόπερ άναγνωρίζει, πώς τούτη ή έρμηνεία τής πλατωνι κής φιλοσοφίας είναι έπίμαχη. Μά άνεξάρτητα άπό τδ άν ύπάρχει αύτή στήν πραγματική φιλοσοφία τού Πλάτωνα, δ Πόπερ παίρνει άκριβώς αύτήν ώς άφετηρία του. «Σ’ αύτή τή φιλοσοφία —γράφει b Πόπερ— δ κόσμος άποτελεϊται τό λιγότερο άπό τρεις όντολογικές κατηγορίες, ή δπως έγώ θά έκφράζομαι, ύπάρχουν τρεΐς κόσμοι: δ πρώτος είναι δ φυσικός κόσμος, ή δ κόσμος τών φυσικών καταστάσε ων δ δεύτερος είναι δ ψυχικός (mental) κόσμος, ή δ κόσμος τών ψυ χικών καταστάσεων δ τρίτος κόσμος είναι δ κόσμος τών intelligi bilia, ή τ ώ ν ι δ ε ώ ν , σ τ ό ά ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ό νό η μ α τ ή ς λ έ ξ η ς ; αύτός είναι δ κόσμος τών δυνατών άντικειμένων τής νόησης».2 ΕΙπωμένο άκόμη καθαρότερα: Ό «πρώτος κόσμος» είναι δ κόσμος τών φυσικών, δηλαδή τών ύλικών πραγμάτων καί φαινομένων. Ό «δεύτερος κόσμος» είναι δ κόσμος τής «ύποκειμενικής, ή τής προσωπικής πείρας» τοΟ «ύποκειμενικοϋ ψυχικού κόσμου τών προσωπικών βιωμάτων».3 Ό «τρίτος κόσμος» είναι δ κόσμος τών Ιδεών, άλλά θεωρημέ νων ώς «ύποκειμενικών Κεών» δχι ώς ψυχικών, νοητικών διαδι κασιών, άλλά ώς «άντικειμενικών περιεχομένων τής σκέψης», δ πως έκφράζεται δ Φρέγκε. Αύτός είναι δ κόσμος τών «προτάσεων ή τών Ισχυρισμών», τών «μαθηματικών καί τών Επιστημονικών θε ωριών»,4 πού έκφράζουμε μέ τή γλώσσα —τό λογικό περιεχόμενο τών Ισχυρισμών μας, τής γλώσσας μας. “Υπάρχουν φιλόσοφοι —λέγει δ Πόπερ— δπως δ Πλάτων, πού έξετάζουν τόν «τρίτο κόσμο» σάν «αύτόνομο» καί μάλιστα oiv 2. 2. 3. 4.
290
Ibid.,s. 25· (βλ. σημ. 1, σελ. 289). Κ. Popper, op. c i t , s. 26. Ibid., s. 26. Ibid., ». 27.
«ύπεράνθρωπο» καί θεϊκό. ’Αλλοι πάλι δπως δ Αόκ, δ Μίλ, ό Ντίλταϊ καί δ Κόλινγουουντ έξετάζουν τή γλώσσα καί έκεΐνο πού αύτή έκφράζει, δηλαδή τδν «τρίτο κόσμο», ώς άνθρώπινη πράξη. Άρνιοϋνται δμως, τήν «αύτόνομη», άντικίίμενική του δπαρξη καί τήν έξετάζουν ώς μέρος τοΟ «πρώτου κόσμου» καί τοΟ «δεύτερου κό σμου». Ό Πόπερ κατέχει ένδιάμεση θέση. Ή γνώμη του είναι, πώς δ «τρίτος κόσμος» άποτελεΐ προϊόν τής άνθρώπινης δραστηριότη τας, άλλά ταυτόχρονα εΐνα* «αυτόνομος» καί «Αντικειμενικά. πρα γματικός^. Οί «τρεις κόσμοι» — δ φυσικός κόσμος, ό κόσμος τών ύποκειμενικών βιωμάτων καί δ κόσμος τών Ιδεών— Ισχυρίζεται δ Πόπερ— άποτελοϋν «άντιοοειμενική πραγματικότητα» καί βρί σκονται άναμεταξύ τους σέ διακαθορισμένες σχέσεις καί άλληλοεπίδραση. Αυτές οί σχέσεις είναι τέτοιες, ώστε δ «πρώτος κόσμος» καί δ «τρίτος κόσμος άλληλοεπιδροϋν μέ τόν «δεύτερο κόσμο» άλ λά δέν μποροΟν νά άλληλοεπιδράσουν άνάμεσά τους. Ή άλληλοεπίδρασή τους πραγματοποιείται διαμέσου τοΟ «δεύτερου κόσιου», πού παίζει τόν ρόλο μεσολαβητή μεταξύ τοϋ πρώτου καί τοΰ τρίτου. Ό Πόπερ ύπογραμμίζει, πώς δ κύριος σκοπός tîjç είσήγησής του είναι, μέ τή βοήθεια τής θεωρίας για τήν «αύτονομία» τών τριών κόσμων» καί είδικότερα γιά τήν «αύτονομία» καί τήν «Αντικειμενι κή πραγματικότητα» τοϋ «τρίτου κόσμου», νά παράσχει «συμβολή στή θεωρία γιά τήν κατανόηση (hermeneutics*)».1 Αύτή ή θε ωρία, δηλώνει δ Ιδιος, έχει συζητηθεί πολύ άπό τούς έκπροσώπους τών «άνθρωπιστικών έπιστημών («Geistes wissenschaften», «mo ral and mental sciences») καί κυρίως άπό τόν Ντίλταϊ καί τόν Κόλινγουουντ. ’Αλλά τό βασικό λάθος τοϋ Ντίλταϊ καί τοϋ Κόλιν γουουντ, κατά τόν Πόπερ, βρίσκεται στό δτι αύτοί δέν κατάλαβαν καί δέν Αναγνωρίζουν τήν άντικειμενική καί τήν αύτόνομη ύπαρξη τοϋ «τρίτου κόσμου» καί ξεκινοΟσαν άπό τήν προΟπόθεση, «πώς τά άντικείμενα τής κατανόησής μας άνήκουν στό δεύτερο κόσμο κι’ δτι δπως καί νά ’ναι πρέπει νά έξηγοϋνται ψυχολογικά».2 Άκριβώς άπό έδώ προέρχεται, κατά τή γνώμη του, καί δ ύποκειμενιστικός • ’Αγγλικά 6 δρος «έρμηνβυτική*. (Σημ. τ. Μετ.). 1. Κ. Popper, op. cit., s. 30. 2. Ibid., si. 30 . 31.
291
χαρακτήρας τής δοξασίας τους για τήν «κατανόηση» καί τΐ)ς μεθό δου τους τής «κατανόησης», γιατί δ «δεύτερος κόσμος» είναι δ κό σμος τών ύπσκειμενικών ψυχικών βιωμάτων. Σέ διάκριση μέ τόν Ντίλταϊ καί τδν Κόλινγουουντ δ Πόπερ ξε κινάει άπδ τήν «προϋπόθεση, πώς ή κ α τ α ν ό η σ η τ ώ ν Αν τ ι κ ε ι μ έ ν ω ν , π ο ύ ά ν ή κ ο υ ν σ τ δ ν τ ρ ί τ ο κό σ μ ο , είναι δ,τι άποτελεΐ τδ κεντρικό μας πρόβλημα».1 Καί αύ τό, κατά τή γνώμη του, είναι «μιά ριζική άπόκλιση άπό τή βασική προϋπόθεση»2 τών Ντίλταϊ καί Κόλινγουουντ. Ό Πόπερ δέν άρνιέται, πώς ή δράση είτε ή διαδικασία, πού όνομάζεται «κατανόηση», άποτελεΐ «Υποκειμενική, προσωπική είτε ψυχολογική δράση· τούτη ή διαδικασία πρέπει νά ξεχωρίζεται (περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένα) άπό τό άποτέλεσμα αύτής τής δράσης ή άπό τήν δκβαοή της: τήν έρμηνεία. Μά παρά τό δτι αύτό μπορεΐ νά είναι μιά Υποκειμενική κατάσταση τής κατανόησης μπορεΐ νά είναι έπίσης άντικείμενο τοϋ τρίτου κόσμου».3 Άκριβώς ή τελευταία περίπτωση, κατά τή γνώμη του, είναι σπουδαιότερη. «Έξεταζόμενη ώς άντικείμενο τοϋ τρίτου κόσμου, ή έρμηνεία θά είναι θεωρία, λόγου χάρη, Ιστορική έξήγηση, ύποστηριγμένη άπό μιά σειρά έπιχειρήματα καί άσφαλώς άπό ντοκουμενταρισμένες άποδείξεις*.4 Κι’ Ετσι, ή θέση τοϋ Πόπερ είναι, πώς «ούσιαστικά ή δράση τής κατανόησης είναι ή έπεξεργασία άντικειμένων τοϋ τρίτου κό σμου».5 Τώρα πού καταλαβαίνουμε τί σημαίνουν τά λόγια τοϋ Πό περ, δη ξεχωρίζει άπό τόν Κόλινγουουντ «πάνω στό ζήτημα σχε τικά μέ τδ δεύτερο καί τόν τρίτο κόσμο: πάνω στό ζήτημα γιά τήν έκλογή τής Υποκειμενικής ή τής άνακειμενικής μεθόδου». Τώρα γίνεται δλοφάνερο, πώς ή άποβολή τοϋ δποκειμενισμοΟ άπό τή μέθοδο τής «κατανόησης» καί ή μετατροπή της σέ «άντικειμενιχή μέθοδο» γίνεται μέ τό δτι τό άντικείμενο τής «κατανόησης» καί ή ίδια ή «κατανόηση» μεταφέρονται άπό τόν «δεύτερον κόσμο», δηλα δή άπό τόν κόσμο τών Υποκειμενικών μας ψυχολογικών βιωμάτων, I: 2. 3. 4. 5.
292
Κ. Popper, op. cit., s. 30. Ibid., s. 71. Ibid., ». 31. Ibid., s. 32. Ibid., ». 32.
στόν κόαμο τών Ιδεών, τής λογικής, δηλαδή τής θεωρητικής νόη σης. Αύτό θά πει, πώς τό άντικείμενο τής ιστορικής γνώσης, δη λαδή τής «κατανόηση» δέν είναι τά αισθήματα οί έπιθυμίες καί οί σκέψεις τών Ιστορικών παραγόντων, παρμένα ώς ύποκειμενικίς ψυχολογικές διαδικασίες, άλλά σκέψεις καί συλλογισμοί, παρμέ να ώς λογικές Ιδέες, άντιλήψεις καί θεωρίες. Ή ϊδια ή «κατανόη ση» πάλι δέν εϊναι δευτερωμένο ύπόκειμενικό βίωμα άπό μέρος το0 γνωστικοί} ύποκειμένου, δηλαδή άπό μέρος τοϋ ιστορικού, περασμέ νων, ξένων ψυχολογικών διαδικασιών, άλλά έξήγηση, θεωρία γιά περασμένους συλλογισμούς, σκέψεις, Ιδέες, θεωρίες. Δέν εϊναι θεω ρία γιά Αντικειμενικές διαδικασίες, άλλά μ ε τ α θ ε ω ρ ί α . Κοιτά τόν Ιδιον τρόπο ύπάρχει τό ζήτημα καί -rijç «καταστασιακής άνάλυσης». 'Οταν μιλάει για «άνάλυση τής κατάστασης», δ Πόπερ δέν έννοεΐ άνάλυση τής κατάστασης ώς άντικειμενικής πραγματικότητας, μά Εχει ύπ’ βψη του άνάλυση τών παραστάσεων, τών άντιλήψεων τών Ιστορικών παραγόντων γιά τήν ϊδια τους τήν κατάσταση. *Ετσι πού καί ή «καταστασιακή άνάλυση» δέν εϊναι άνάλυση Αντικειμενικών διαδικασιών, άλλά άνάλυση παραστάσε ων, άντιλήψεων, δηλαδή μ ε τ α α ν ά λ υ σ η . Κατά τή γνώμη του ή ιστορική έξήγηση, ή ιστορική γνώση, δέν εϊναι τίποτε άλλο παρά έξήγηση τής νόησης τών ιστορικών παραγόντων. Ό Πόπερ τή δική του μέθοδο τής «καταστασιακής άνάλυσης» καί τή δική του θεωρία τής «κατανόησης» ώς «καταστασιακή άνάλυση» τΙς όνομάζει «άντικειμενικές» καί τΙς χαρακτηρίζει ώς διαμετρικά άντίθετες πρός τή μέθοδο καί τή θεωρία τοϋ Ντίλταϊ καί τοϋ Κόλινγουουντ, βασιζόμενος στό πώς άνακήρυξε τή λογική νόηση, τίς λογικές Ι δέες καί θεωρίες «αύτόνομο» καί «άντικειμενικά» ύπαρκτό κόσμο. Αύτή εϊναι μιά άντικειμενιικοϊδεαλιστική δοξασία, πού μέ τή βοήθειά της ό Πόπερ πασχίζει νά βγάλει τή μέβοδο τής «κατανόησης» άπό τδν βάλτο τού ύπσκειμενικοΰ Ιδεαλισμού καί νά τήν τοποθετήση πάνω στό Εδαφος τής άντικειμενικότητας. Ταυτόχρονα αύτό εί ναι μιά άπόποειρα νά μεταφερθεϊ ή Ιστορική γνώση άπό τό Ιδαφος τοϋ ψυχολογικού Ιδεαλισμού πού ψυχολογικοποιεΐ τήν Ιστορική γνώση, πάνω στό Εδαφος τού λογικού Ιδεαλισμού. Μά καί ή άντί ληψη τοΰ Πόπερ εϊναι βαθιά λαθεμένη καί άβάσιμη. Εϊνα. άλήθεια, πώς ή νόηση, οί Ιδέες, οί θεωρίες, παρμένες
293
ώς λογικές κατηγορίες, δέν είναι ταυτόσημες μέ τΙς Αντίστοιχες ψυχολογικές διαδικασίες. "Εχουν, νά ποΰμε, δικό τους αύτόνομο είναι, πού δέν καλύπτεται μέ τό «είναι» τών άνίστοιχων ψυχολογι κών διαδικασιών, πού ώς Αποτέλεσμά τους έμφανίστηκαν. Ό Μάρξ άπό καιρό δέν ύπάρχει. Άπό καιρό δέν ύπάρχουν έκεΐνες ot πολύ πλοκες νοητικές διαδικασίες πού συντελοΟ·/ταν στό κεφάλι του καί πού ώς Αποτέλεσμά τους δημιουργήθηκε έκεΐνο τό μεγαλοφυές σύ στημα Ιδεών, πού τό όνομάζουμε μαρξισμό. Μά οί ιδέες τοϋ Μάρξ, τό θεωρητικό του σύστημα, ύπάρχουν καί μέχρι σήμερα. Συνεχί ζουν τή ζωή τους καί δστερ’ Από τό θάνατο τοΰ δημιουργοΟ τους. Είναι Αλήθεια έπίσης, δτι οί λογικές ιδέες, Αντιλήψεις, θεωρίες έ χουν άντί/κειμενικδ περιεχόμενο, δηλαδή μποροΰν νά Αντιπροσω πεύουν άντικειμενικές Αλήθειες, πού γι’ αύτές δ Λένιν Ιλεγε, πώς δέν έξαρτιοϋνται Από τόν άνθρωπο καί άπό τήν Ανθρωπότητα. Άκριβώς αύτά τά Αναμφισβήτητα γεγονότα Κίναν καί δί νουν βΑσιμο λόγο σέ φιλοσόφους δπως δ Πόπερ νά άνακηρύξουν τΙς λογικές ιδέες, άντιλήψεις καί θεωρίες ώς κάποια αύτόνομη, άπόλυτα αύτοτελή καί άντικειμενική ύπαρκτή πραγματικότητα. AÔτός δ ύπερτροφισμός τής άντικειμενικότητας τών λογικών Ιδεών καί τής σχετικής τους αύτοτέλεις, δμως, είναι άποτέλεαμα τής με ταφυσικής καί έντελώς άβάσιμης Απόσπασης τών λογικών Ιδεών τόσον άπό τις ψυχολογικές διαδικασίες, δσο καί άπό τόν ύλικό κό σμο. Όσο μεγάλη νά είναι ή «αύτονομία» τών λογικών Ιδεών Α ναφορικά μέ τις ψυχολογικές διαδικασίες καί τήν ύλική πραγματι κότητα, είναι πάντα σχετική καί σέ καμιά περίπτωση δέν είναι τόσο μεγάλη, ώστε να διαμορφωθούν σέ κάποιον αύτοτελή κόσμο, πού έχει τήν ίδιαν άντικειμενικότητα δπως καί δ ύλικός κόσμος. Πρώτο, χωρίς τήν αίσθηση, τήν άντίληψη, τήν παράσταση, τή νόηση, παρμένα ώς ψυχικές διαδικασίες, δέν ύπήρχαν, δέν ΰπάρχουν καί δέν μπορεΐ νά ύπάρχουν, κανένα είδος λογικές Ιδέες, άντιλήψεις καί θεωρίες. Ή έμφάνιαη κάθε ιδέας καί κάθε συστή ματος ιδεών προϋποθέτει πάντα μιά Ατέλειωτη άλυσίδα Από ψυχι κές διαδικασίες, πού χωρίς αύτήν ποτέ δέν μποροΰν νά έμφανιστοϋν. Δεύτερο, τόσον οί ψυχικές διαδικασίες, δσο καί οι λογικές Ιδέ ες, Αντιλήψεις καί θεωρίες άποτελοϋν μονάχα βαθμίδες, συστατικά
294
καί πλευρές τής άνθρώπινης συνείδησης καί ώς τέτοια δέν Ιχουν καί δέν μπορούν νά Ιχουν αύτοτελή, άνακειμενική, άνεξάρτητη άπδ τδν ύλικδ κόσμο δπαρξη —δέν μπορούν νά σχηματίσουν άπόλυτα αυτόνομους καί Αντικειμενικούς κόσμους, πού νά ύπάρχουν παράλ ληλα μέ τδν ύλικό κόσμο. Οί αίσθήσεις, ot παραστάσεις, ή νόη ση, παρμένα ώς ψυχικές διαδικασίες, είναι διαδικασίες ζωντανών ύλ'.κών συστημάτων —ζωντανών καί μέ δμαλή λειτουργία άνθρώπινων όργανισμών, άκριβέστερα τοΟ άνθρώπινου έγκεφάλου. ’Αποτελοΰν ιδιότητα τής άνώτερα δργανωμένης δλης. Ώ ς λογικές κα τηγορίες ot αισθήσεις, ot παραστάσεις, ot Ιννοιες, ot άντιλήψεις καί ot θεωρίες είναι άντανακλάσεις τής άντικειμενικής φυσικής καί κοινωνικής πραγματικότητας στήν άνθρώπινη συνείδηση. Τδ άντικείμενικδ περιεχόμενο τών Ιδεών, πού τούς προσδίδει τόσο ζωτική δύναμη, ώστε συχνά έπιζοΟν δχι μόνο περισσότερο ά πδ τούς δημιουργούς των, άλλά καί άπδ τούς αιώνες, δέν τούς προ σιδιάζει ένυπαρξια/κά (immanent), άλλά τδ παίρνουν άπδ τδν ύλικδ κόομο, άπδ τήν άντικειμενικά ύπάρχουσα φυσική καί κοινωνι κή πραγματικότητα. Συνάμα δσο καί νά είναι άντικειμενικές, ot ιδέες, ot άντιλήψεις καί ot θεωρίες δέν εϊναι ή ίδια ή άντικειμενική πραγματικότητα, πού σ’ αύτήν άναφέρονται, παρά μονάχα περισ σότερο ή λιγότερο δμόλογες άντανακλάσεις της. Γι’ αύτδν τδν λό γο ή έξέλιξή τους καθορίζεται στδ κάτω τής γραφής άπδ τήν έξέλι ξη τής Αντικειμενικής πραγματικότητας καί τής άνθρώπινης πρά ξης, ένώ ή άληθινότητα είτε ή άναληθινότητά τους είναι ζήτημα τής άντιστοιχίας ή τής άναντιστοιχίας τους πρδς τήν Αντικειμενι κή πραγματικότητα, πού Αποδείχνεται σέ τελευταία άνάλυση, πά λι άπδ τήν πράξη. Τρίτο τδ γεγονδς δτι ot Ιδέες, ot άντιλήψεις καί. ot θεωρίες έξακολουθοϋν νά ύπάρχουν δστερ’ άπδ τούς σκεφτόμενους άνθρώ πους, πού τΙς δημιούργησαν, καί άνεξάρτητα άπ’ αύίυούς, δέ ση μαίνει σέ καμιά περίπτωση, πώς σχηματίζουν κάποιαν άπόλυτα αύτοτελή καί άντικειμενική πραγματικότητα παράλληλα πρδς τόν ύλι/κδ κόσμο καί άνεξάρτητα άπ’ αύτόν. Αύτή ή άντίληψη, πού μδς προτείνει σήμερα δ Πόπερ σχεδόν σάν κάποια νέα του άνακάλυψη, άναπτύχτηοιε στή Γερμανία άκόμη στό πρώτο μισό τοϋ δέκα του Ινατου αΙώνα άπό τδν Μάξ Στίρνερ καί άλλους νεοχεγκελια-
295
νους καί ξεκαθαρίσαροε καί κριτικαρίστηκε Εμπεριστατωμένα στόν καιρό του άπό τό Μάρξ στό βιβλίο «Ή γερμανική Ιδεολογία». Ά κόμη στά «ΟΙκονομικοφιλοσοφικά χειρόγραφά» του (1844) ό Μάρξ παρατηρεί, πώς ή συνείδηση, οί Ιιδέες ποτέ δέν ύπάρχουν καί δέν μποροϋν να ύπάρχουν σέ καθαρή γυμνή μορφή. Ύπάρχουν πάντα στή γλώσσα καί διαμέσου τής γλώσσας, ένώ «τό στοιχείο, δπου φα νερώνεται ή ζωή τής νόησης —ή γ λ ώ σ σ α— Εχει αίσθητηριακή φύση».1 «Πάνω στό πνεΟμα» —Εγραψε ό Μάρξ στό Εργο του «Ή γερμανική ιδεολογία»— άπαρχής βαραίνει ή κατάρα νά είναι «φορ τωμένο» άπό τήν δλη, πούέδώ Εμφανίζεται μέ τή μορφή κινούμενων στρωμάτων άέρα, ήχων —μέ μιά λέξη, μέ τή μορφή τής γλώσσας. Ή γλώσσα είναι έπίσης τόσον άρχαία, δσο καί ή συνείδηση- ή γλώσ σα είναι πρακτική, ύπαρκ,τή καί γιά τούς άλλους άνθρώπους καί μονάχα μέ αύτή τήν ύπαρκτή καί γιά τόν Ιδιον Εμένα πραγματική συνείδηση, καί παρόμοια μέ τή συνείδηση, ή γλώσσα Εμφανίζεται μονάχα άπό τήν άναγκαιότητα, άπό τήν άπόλυτην άναγκαιότητχ γιά Επικοινωνία μέ τούς άλλους άνθρώπους.2 Πολλές άπό τΙς σκέψεις, άπό τΙς Ιδέες τών ΑΙγυπτίων, τών Άσυροβαβυλωνίων, τών Ελλήνων, τών Εβραίων, τών Ρωμαίων καί άλλων άρχαίων λαών, πού Εζησαν χιλιετηρίδες πρίν άπό μδς, Ε ξακολουθούν νά ύπάρχουν καί μέχρι σήμερα. Μά ύπάρχουν Απο κλειστικά στά ιερογλυφικά, στά σφηνοειδή καί σ’ άλλα γραφτά ση μάδια καί διαμέσου τους, γραμμένα πάνω σέ πάπυρους, πάνώ σέ πέτρινα, μετάλλινα καί άλλα ύλικά άντικείμενα. Ά ν αύτά τά γραφτά ντοκουμέντα καί μνημεία τΐ)ς άρχαιότητας είχαν Εξαφα νιστεί καί δέν ύπήρχαν, δέ θά ύπήρχαν καί οί γραμμένες σ’ αύτά ίδέες, Ετσι δπως Εξαφανίστηκε καί δέν ύπάρχει τό μεγάλο μέρος άπό τόν τεράστιο φιλοσοφικό Ιδεΐκό πλοϋτο τοϋ Ηράκλειτου, τοϋ Δημόκριτου, τοϋ Επίκουρου καί τών άλλων μεγάλων στοχαστών τΐ)ς Αρχαιότητας. "Οπως είναι γνωστό, άπό τΙς Ιδέες τους ώς έμδς φτάσανε μονάχα άποσπάσματα, στό βαθμό πού άπόμειναν καί 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Ά πό τά πρώιμα Εργα, Μόσχα, 1956, σελ. 596. (Ιτά ρωσικά). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος, σελ. 31 (στά βουλγάρικα).
296
ύλικά άποσπάσματα τής άρχαίας γραμματείας, δπου χωριστές Κέ ες του έξακολούθησαν νά ύπάρχουν. Ό Μάρξ δχι μονάχα Αποδείχνει, πώς «ή γ λ ώ σ α είναι ή άμεση πραγματικότητα τής σκέψης»,1 άλλά άποκάλυψε καί τούς λόγους, τ.ού έξαιτίας τους οI Ιδεαλιστές φιλόσοφοι, πού τούς όνόματ ζε μέ τδ περιφρονητικό παρατσούκλι «γερμανοί ΐδεολόγοι», Ιφτασαν στή θεμελίωση τής «καθαρής» συνείδησης, τών «καθαρών» Ι δεών σέ κάποιο αύτοτελές καί άνεξάρτητο άπό τόν ύλικό κόσμο βασίλειο. «Δείξαμε —γράφει δ Ιδιος,— δτι ή διαμόρφωση τών σκέ ψεων καί τών ιδεών σέ αύτοτελεΐς δυνάμεις είναι συνέπεια τής δια μόρφωσης τών προσωπικών σχέσεων καί δεσμών άνάμεσα στά ά τομα. Δείξαμε πώς ή έξαιρετικά συστηματική άπασχόληση μέ τοϋτες τΙς σκέψεις, πού κάνουν οί Ιδεολόγοι καί οί φιλόσοφοι παναπεϊ καί ή συστηματοποίηση αύτών τών σκέψεων, είναι συνέπεια τής διαίρεσης τής έργασίας κι’ δτι ειδικά ή γερμανική φιλοσοφία εί ναι συνέπεια τών γερμανικών μικροαστικών σχέσεων. Οί φιλόσο φοι θά Ιπρεπε μονάχα νά άνάγουν τή γλώσσα τους στή συνηθισμέ νη γλώσσα, άπ’ δπου αύτή είναι άφηρημένη (μέ τό νόημα τής έπιστημονιχής άφαίρεσης— abstractio — Σημ. τ. Μέτ.), γιά νά γνωρίσουν σ’ αύτή τήν παραμορφωμένη γλώσσα τοϋ πραγματικοΟ κόσμου καί νά καταλάβουν, πώς οδτε οί σκέψεις οδτε ή γλώσσα, σχηματίζουν αύτές καθαυτές Ιδιαίτερο βασίλειο, πώς άποτελοϋν μο νάχα φ α ν ε ρ ώ μ α τ α τοΟ πραγματικού κόσμου» Παρ’ δλο πού είναι γραμμένη πρίν άπό Ικατόν τόσα χρόνια, στίς κύριες γραμμές της αύτή ή κριτική ισχύει δλότελα καί γιά τή θεωρία τοϋ Πόπερ γιά τήν «άντικειμενική πραγματικότητα» τοϋ «τρίτου κάαμου». Ά π ’ δποια πλευρά κι’ iv έξετάσουμε τΙς ιδέες, τΙς θεωρίες τοϋ λεγόμενου «τρίτου κόσμου» τοϋ Πόπερ, άποδεικνύονται πάντα δχι αύτοτελής, δχι άντικειμενική καί άνεξάρτητη άπό τόν ύλικό κόσμο πραγματικότητα, παρά μονάχα μορφές τής άνθρώ πινης συνεήδησης καί μ’ αύτό τό νόημα, τής άνθρώπινης «ύποκειμενικότητας». Γι’ αύτό τό λόγο ή μέθοδος τοϋ Πόπερ είναι έπίσης ύ1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Άπαντα, τόμος 3ος, σελ. 436. (στά βουλγάρικα). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, op. cit., σ. 437.
297
ποκειμενική, δπως καί ή μέθοδος τοΟ Ντίλταϊ καί τοΟ Κόλινγουουντ. Καί δ Πόπερ σάν αύτούς άναζητάει τδ άντικείμενο τής Ιστορικής γνώσης δχι στίς Αντικειμενικές ιστορικές διαδικασίες, άλλά