KURT VONNEGUT, JR.
01 ΣΕΙΡΗΝΕΣ TOY ΤΙΤΑΝΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΙΝΑ ΛΩΜΗ
ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ / ΜΕΔΟΥΣΑ
ΤΙΤΛΟΣ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ:
THE SI...
162 downloads
762 Views
12MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
KURT VONNEGUT, JR.
01 ΣΕΙΡΗΝΕΣ TOY ΤΙΤΑΝΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΙΝΑ ΛΩΜΗ
ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ / ΜΕΔΟΥΣΑ
ΤΙΤΛΟΣ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ:
THE SIRENS OF TITAN ΔΙΟΡΘΩΣΗ:
ΟΡΕΠΗΣ ΣΧίΝΑΣ
© 1959 KURT VONNEQUT, JR. © 1991 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΔΟΥΣΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
δυο λόγια για τον συγγραφέα Ο Κουρτ Βόνεγκατ γεννήθηκε το 1922 στην Ινδιανάπολη των ΗΠΑ, από οικογένεια αρχιτεκτόνων. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Τενεσή βιοχημεία και στο Σικάγο ανθρωπολογία, κι άρχισε να γράφει διηγήματα για περιοδικά από το 1950, ε.φ. και μη. Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν το δυστοπικό Ο Πιανίστας {1952, Κάκτος 1978), όπου μ£ ειρωνικό τρόπο και περιστασιακές δόσεις μαύρου χιούμορ περιγράφει το μαρασμό του ανθρώπινου σκοπού και την έκπτωση της ποιότητας ζωής λόγω της προοδευτικής ανάθεσης όλων των ενεργειών και των αποφάσεων στις μηχανές. Το επόμενο βιβλίο του ήταν Οι Σειρήνες τον Τιτάνα (1959), που, αν και επαινέθηκε ιδιαίτερα από τους κριτικούς και εξακολουθεί να κατέχει μια θέση ανάμεσα στα κλασικά μυθιστορήματα της ε.φ., δεν κατάφερε να κερδίσει το Χιούγκο εκείνη τη χρονιά. Από την εμπειρία του όταν ήταν αιχμάλωτος στη Δρέσδη, κατά το βομβαρδισμό της πόλης στο τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, έγραψε το Σφαγείο No 5 (1969, Κάκτος 1978). Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε και στον κινηματο- · γράφο το 1971 με τον ίδιο τίτλο, από τον Τζωρτζ Ρόυ Χιλ, χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία. Εδώ εμφανίζονται πάλι οι εξωγήινοι από τον Τραλφαμαδόρ, μια από τις ιδέες που χρησιμοποιεί σνχνά στα βιβλία του. Πολλοί από τους χαρακτήρες του επίσης κινούνται από το ένα βιβλίο στο άλλο, όπως ο Κίλγκορ Τράουτ, ένας φτωχός, κακόμοιρος επαρχιακός δημοσιογράφος που τις ελεύθερες ώρες του γράφει τόνους ε.φ., αλλά παραμένει άγνωστος, αφενός γιατί τα βιβλία του είναι απαίσια γραμμένα και αφετέρου γιατί διανέμονται μόνο σε πορνο-βιβλιοπωλεία. Ο Βόνεγκατ χρησιμοποιεί τη σάτιρα όχι για να επικρίνει συγκεκριμένα πρόσωπα ή θεσμούς που τον βρίσκουν αντί-
θετο, αλλά, αρνούμενος να ρίξει τις ευθύνες σε αποδιοπομπαίους τράγους, μεταδίδει μια συμπόνοια για τη δυσχερή θέση του ανθρώπου είδους* δεν φαίνεται να διακρίνει άλλη λύση από την υιοθέτηση τραγελαφικά ανορθόδοξων ενεργειών και πιστεύω. Έτσι, στη Φωλιά της Γάτας Γνώση 1982) περιγράφει την αντιπαράθεση δυο διαφορετικών φιλοσοφιών: από τη μια τη στενή επιστημονική αντίληψη του Φέλιξ Χένικερ, ενός από τους πατέρες της ατομικής βόμβας και εφευρέτη ενός νέου τελειωτικά καταστροφικού όπλου, και από την άλλη τη μυθολογία του Μπόκονον, ενός πολέμιου του ορθολογισμού, εφευρέτη μιας θρησκείας αποτελούμενης από ξεδιάντροπα ψέματα, που προστατεύουν τους πιστούς της από τη σκληρότητα της πραγματικότητας. Ένα από τα λίγα βιβλία όπου το τέλος του κόσμου δεν αποτρέπεται την τελευταία στιγμή. Ακολούθησαν τα Breakfast of Champions (1973) και το Slapstick; or, Lonesome No More! (1976) που μεταφέρθηκε το 1982 στον κινηματογράφο (στην Ελλάδα ήρθε με τον τίτλο Πρωταθλητές της Καρπαζιάς) από τον Στήβεν Πωλ, με τον Τζέρυ Λιούις, την Μαντλέν Καν και τον Μάρτιν Φέλντμαν. Άλλα του μυθιστορήματα είναι το Jailbird (1979), Deadeye Dick (1982) και Galapagos (1985) ενώ τα διηγήματά του υπάρχουν στη συλλογή Welcome to the Monkey House (1968). Έχει γράψει επίσης και μυθιστορήματα συμβατικής λογοτεχνίας, όπως το Μητέρα Νύχτα (1961, Γνώση 1984) και το God Bless You, Mr. Rosewater {1965), καθώς και το QzaxQiw Happy Birthday, Wanda June (1961), 0 ίδιος αρνείται να βάλει την ταμπέλα «Ε.Φ.» στα βιβλία του, που βρίσκονται πια στα ράφια της «σύγχρονης λογοτεχνίας» των βιβλιοπωλείων και διαβάζονται στα κολέγια των ΗΠΑ. Είναι πια ένας επιτυχημένος συγγραφέας, «ένας από τους καλύτερους εν ζωή συγγραφείς», κατά τον Γκράχαμ Γκρην, και παρ' όλο που οι κριτικοί δεν είναι πάντα τόσο καλοί με τα καινούρια του βιβλία, έχει εξασφαλισμένες πωλήσεις. Έχει σταματήσει να γράφει διηγήματα, και το εισόδημά του του παρέχει την άνεση να γράφει ένα μυθιστόρημα κάθε δυο χρόνια. Τελικά, ό,τι είδος λογοτεχνίας και να υποστηρίζει πως γράφει, το ενδιαφέρον του για την ανθρωπότητα και τα πιο ατελή της άτομα διατρέχει όλο του το έργο. Δ.Α.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΜΕΤΑΞΥ ΧΡΟΙΆΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΟΥ ... 9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΨΙΧΙΑ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΗΚΗ
43
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
01 ΠΡΟΝΟΜΙΟΎΧΕς ΤΗΓΑΝΊΤΕς
61
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΠΑΝΤΟΥ ΠΑΡΑΒΑΝ
90
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΗΡΩΑ
98
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΛΙΠΟΤΆΚΤΗς ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΠΟΛΕΜΟΥ .... 123 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Η ΝΙΚΗ
151
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Σ' ΕΝΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΧΟΛΥΓΟΥΝΤ
168
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Η ΛΥΣΗ ΕΝΟΣ ΑΙΝΙΓΜΑΤΟΣ
179
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 10
ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
196
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 11
ΜΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΛΑΧΙΑ ΚΟΝΣΤΑΝΤ ΓΙΑΤΙ
228
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 12
Ο ΚΑΛΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΑΠ' ΤΟΝ ΤΡΑΛΦΑΜΑΔΟΡ ....,
238
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΟΝΥ
271
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΜΕΤΑΞΥ ΧΡΟΙΆΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΟΥ
«Φαντάζομαι ότι κάποιος εκεί ψηλά με συμπαθεί». - ΜΑΑΑΧΙΑΣ ΚΟΝΣΤΑΝΤ
Τώρα ο καθένας ξέρει πώς να βρίσκει το νόημα της ζωής μέσα του. Η ανθρωπότητα όμως δεν ήταν πάντα τόσο τυχερή. Εδώ και λιγότερο από ϊναν αιώνα οι άνθρωποι δεν είχαν τόσο εύκολη πρόσβαση στα εσωτερικά τους σταυρόλεξα. Δεν ήξεραν να ονομάσουν ούτε μία από τις πενήντα τρεις πύλες της ψυχής. Οι ψευτοθρησκείες έκαναν χρυσές δουλειές. Η ανθρωπότητα, αγνοώντας τις αλήθειες που κρύβονται μέσα στον κάθε άνθρωπο, κοίταζε προς τα έξω - όλο και πιο έξω. Αυτό που ήλπιζε να μάθει η ανθρωπότητα σ' αυτή την εξωτερική της προώθηση ήταν ποιος πραγματικά ήταν υπεύθυνος για όλη την πλάση και γενικά τι νόημα είχε η όλη υπόθεση. Η ανθρωπότητα έστειλε τους πιο προωθημένους πράκτορές της όσο μπορούσε πιο μακριά. Κάποια στιγμή τους εκτόξευσε και στο διάστημα, σ' αυτή την άχρωμη, άγευστη και χωρίς βαρύτητα θάλασσα της αχανούς εσωτερικότητας. Τους εκτόξευσε σαν λιθάρια. Αυτοί οι ατυχείς πράκτορες βρήκαν κάτι που είχε βρεθεί ήδη εν αφθονία στη Γη - ένα εφιαλτικό και αχανές κενό νοήματος. Τα χαρακτηριστικά του διαστήματος.
της άπειρης εξωτερικότητας, ήταν τρία: ψεύτικος ηρωισμός, φτηνή κωμωδία και άχρηστος θάνατος. Η εξωτερικότητα έχασε επιτέλους τα φανταστικά θέλγητράτης. Μόνον η εσωτερικότητα παρέμενε ανεξερεύνητη. Μόνον η ανθρώπινη ψυχή παρέμενε terra incognita. Αυτή ήταν η αρχή της καλοσύνης και της σοφίας. Πώς ήταν άραγε οι άνθρωποι την παλιότερη εποχή, τότε που οι ψυχές τους δεν είχαν ακόμη εξερευνηθεί; Η παρακάτω ιστορία είναι αληθινή και προέρχεται από την Εφιαλτική Εποχή, που πέφτει περίπου ανάμεσα στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στο τρίτο Κραχ. Υπήρχε ένα πλήθος. Αυτό το πλήθος είχε μαζευτεί γιατί θα γινόταν μια υλοποίηση. Ένας άντρας με το σκύλο του θα υλοποιούνταν, θα εμφανίζονταν έτσι εκ του μηδενός μέσα στο χώρο - στην αρχή σαν ομίχλη και μετά τόσο στέρεοι όσο κι οποιοσδήποτε άλλος ζωντανός άνθρωπος και σκύλος. Το πλήθος δεν θα έβλεπε την υλοποίηση. Η υλοποίηση ήταν μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση σε ιδιωτικό χώρο, και το πλήθος δεν είχε κατά κανένα τρόπο προσκληθεί να την απολαύσει. Η υλοποίηση θα γινόταν σαν ένας σύγχρονος και πολιτισμένος απαγχονισμός, μέσα σ' ένα χώρο περιτριγυρισμένο από ψηλούς, απρόσιτους και φρουρούμενους τοίχους. Και το πλήθος έξω από τους τοίχους ήταν πολύ παρόμοιο με οποιοδήποτε πλήθος που περιμένει να. δει έναν απαγχονισμό. Το πλήθος ήξερε ότι δεν θα έβλεπε τίποτε κι ωστόσο έβρισκε κάποια ευχαρίστηση να βρίσκεται κοντά, να κοιτάζει το λευκό τοίχο και να φαντάζεται το τι γινόταν μέσα. Το μυστήριο της υλοποίησης, όπως και το μυστήριο Χον απαγχονισμού, τονιζόταν ακόμη πιο πολύ από τον τοίχο. Γινόταν πορνογραφικό χάρη στα σλάιντς της αρρωστημένης φαντασίας - αυτά που το πλήθος προβάλλει πάνω στους λευκούς πέτρινους τοίχους. Αυτά συνέβαιναν στο Νιούπορτ, Ροντ Άιλαντ, ΗΠΑ, Γη, Ηλιακό Σύστημα, Γαλαξίας. Οι τοίχοι ανήκαν στο κτήμα Ράμφουρντ. 10
Δέκα λεπτά πριν λάβει χώρα η υλοποίηση, η αστυνομία διέδωσε τη φήμη ότι η υλοποίηση είχε συμβεί πρόωρα, έξω από τον περίβολο, και ότι κάποιος είχε δει καθαρά τον άνθρωπο και το σκύλο του δυο τετράγωνα πιο κάτω. Το πλήθος απομακρύνθηκε τρέχοντας για να δει το θαύμα στη διασταύρωση. Το πλήθος τρελαινόταν για θαύματα. Πίσω-πίσω, στην ουρά του πλήθους, πήγαινε μια γυναίκα που ζύγιζε εκατόν πενήντα κιλά. Είχε βρογχοκήλη, ένα καραμελωμένο μήλο στο ένα χέρι και ένα γκρίζο εξάχρονο κοριτσάκι στο άλλο. Κρατούσε το κοριτσάκι από το χέρι και το κουνούσε πέρα-δώθε σαν γιο-γιο. «Γουάντα Τζουν», της είπε, «αν συνεχίσεις να φέρεσαι έτσι δεν θα σε ξαναπάρω ποτέ σε υλοποίηση». Οι υλοποιήσεις συνέβαιναν κάθε πενήντα εννέα μέρες επί εννέα χρόνια. Οι πιο μορφωμένοι και αξιόπιστοι άνθρωποι του κόσμου είχαν εκλιπαρήσει γονατιστοί να τους δοθεί το προνόμιο να παρακολουθήσουν μια υλοποίηση. Όπως και να διατύπωναν το αίτημά τους οι επιφανείς αυτοί άντρες, η απάντηση που έπαιρναν ήταν αρνητική. Η αρνητική αυτή απάντηση ήταν πάντα η ίδια, γραμμένη από το χέρι της ιδιαιτέρας της κας Ράμφουρντ. Η χα Γονινστον Νάιλς Ράμφονρντ με επιφόρτισε να σας πληροφορήσω ότι δεν είναι σε θέση να σας παραχωρήσει την πρόσκληση που ζητάτε. Είναι βέβαιη ότι θα κατανοήσετε τα αισθήματα της σχετικά με την υπόθεση αυτή και το γεγονός ότι το φαινόμενο που επιθυμείτε να εξερευνήσετε είναι ένα τραγικό οικογενειακό γεγονός και ως εκ τούτου δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας για ξένα πρόσωπα, όσο υψηλά κίνητρα και αν έχει η περιέργειά τους. Η κα Ράμφουρντ και το προσωπικό της δεν απαντούσαν σε κανένα από τις δεκάδες χιλιάδες ερωτήματα που τους έθεταν σχετικά με τις υλοποιήσεις. Η κα Ράμφουρντ δεν θεωρούσε ότι όφειλε πολλά στον κόσμο, από την άποψη της πληροφόρησης. Εκτελούσε την ανυπολόγιστα μικρή υποχρέωσή της αυτή συντάσσοντας μία αναφορά είκοσι τέσσερις ώρες μετά από κάθε υλοποίη11
ση. Η αναφορά της δεν ξεπερνούσε ποτέ τις εκατό λέξεις. Ο μπάτλερ της την τοιχοκολλούσε σε μια γυάλινη θήκη, στερεωμένη στον τοίχο, δίπλα στη μοναδική είσοδο της ιδιοκτησίας. Η μοναδική είσοδος της ιδιοκτησίας ήταν μια μικρή πόρτα στο δυτικό μανδρότοιχο, μια πόρτα που θύμιζε την Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων. Το ύψος της ήταν μόλις ένα κάι σαράντα. Ήταν φτιαγμένη από σίδερο κι έκλεινε με μια τεράστια κλειδαριά Γέηλ. Οι μεγάλες πύλες της ιδιοκτησίας ήταν χτισμένες με τούβλα. Οι αναφορές που έκαναν την εμφάνιση τους μέσα στη γυάλινη θήκη δίπλα στο σιδερένιο πορτάκι ήταν κατά κανόνα ψυχρές και οργισμένες. Οι πληροφορίες που περιείχαν απογοήτευαν οποιονδήποτε διέθετε και την παραμικρή ρανίδα περιέργειας. Έλεγαν την ακριβή ώρα που είχε υλοποιηθεί ο σύζυγος της κας Ράμφουρντ, ο Γουίνστον, μαζί με το σκύλο του τον Καζάκ, καθώς και την ακριβή ώρα της εξαΰλωσης τους. Η κατάσταση της υγείας του άντρα και του σκύλου του χαρακτηριζόταν μονίμως σαν καλή. Οι αναφορές ^ άφηναν να εννοηθεί ότι ο σύζυγος της κας Ράμφουρντ ήταν σε θέση να βλέπει καθαρά το παρελθόν και το μ^λον, παρέλειπαν όμως να δίνουν παραδείγματα των θεαμάτων που έβλεπε και προς τις δύο κατευθύνσεις. Τώρα το πλήθος είχε σκόπιμα παραπλανηθεί προκειμένου να απομακρυνθεί από το κτήμα και να διευκολύνει έτσι την άφιξη μιας νοικιασμένης λιμουζίνας στη μικρή σιδερένια πόρτα του δυτικού τοίχου. Ένας λεπτός άντρας με ντύσιμο Εδουαρδιανού δανδή βγήκε από τη λιμουζίνα και έδειξε ένα χαρτί στον αστυνομικό που φύλαγε την πόρτα. Το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο πίσω από σκούρα γυαλιά και μια ψεύτικη γενειάδα. Ο αστυνομικός έγνεψε καταφατικά και ο άνδρας ξεκλείδωσε μόνος του την πόρτα με ένα κλειδί που έβγαλε από την τσέπη του. Χώθηκε βιαστικά μέσα κι έκλεισε πίσω του την πόρτα με πάταγο. Η λιμουζίνα απομακρύνθηκε. Προσοχή στο σκύλο! έλεγε μια πινακίδα πάνω από τη 12
μικρή σιδερένια πόρτα. Οι φλόγες του καλοκαιριάτικου ηλιοβασιλέματος τρεμόπαιξαν ανάμεσα στις κοφτερές μύτες των σπασμένων γυαλιών που ήταν χτισμένα μέσα σε τσιμέντο στην κορυφή του τοίχου. Ο άντρας που ξεκλείδωσε μόνος του την πόρτα ήταν ο πρώτος άνθρωπος που προσκλήθηκε ποτέ από την κα Ράμφουρντ σε μια υλοποίηση. Δεν ήταν κανένας μεγάλος επιστήμονας. Ούτε καν μέτρια μόρφωση δεν είχε. Το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια τον είχε διώξει στη μέση του πρώτου του έτους. Ήταν ο Μαλαχίας Κόνσταντ από το Χόλυγουντ, Καλιφόρνια, ο πιο πλούσιος Αμερικανός - διάσημος για τις ασωτείες του. Προσοχή στο σκύλοί έλεγε η πινακίδα στη μικρή σιδερένια πόρτα. Μέσα όμως από τον τοίχο δεν υπήρχε παρά ένας σκελετός σκύλου. Φορούσε ένα σαδιστικό περιλαίμιο με αιχμές που ήταν στερεωμένο με αλυσίδα στον τοίχο. Ήταν ο σκελετός ενός πολύ μεγάλου σκύλου - ενός μάστιφ. Τα μακριά του δόντια έκλειναν απειλητικά. Το κρανίο και τα σαγόνια του σχημάτιζαν ένα έξυπνα μονταρισμένο και ακίνδυνο μοντέλο μηχανήματος για το αποτελεσματικό ξέσχισμα της σάρκας. Τα σαγόνια κλείνουν έτσι - κλακ. Εδώ ήταν τα ζωηρά μάτια, εκεί τα ευαίσθητα αυτιά, εκεί τα καχύποπτα ρουθούνια, εκεί ο σαρκοφάγος εγκέφαλος. Οι δέσμες των μυών που άλλοτε στερεώνονταν εδώ κι εδώ, ένωναν έτσι τα δόντια πάνω στη σάρκα και - κλακ. Ο σκελετός ήταν συμβολικός - μια απομίμηση, μια παρομοίωση, τοποθετημένη εδώ από μια γυναίκα που δεν μιλούσε σχεδόν σε κανέναν. Ποτέ δεν είχε υπάρξει κανένας σκύλος που να είχε πεθάνει στο πόστο του, δίπλα στον τοίχο. Η κα Ράμφουρντ είχε αγοράσει τα κόκαλα από έναν κτηνίατρο, τα είχε δώσει να τα ασπρίσουν, να τα βερνικώσουν και να τα συναρμολογήσουν. Ο σκελετός αυτός ήταν ένας από τα πολλά πικρά και κρυπτικά σχόλια της κας Ράμφουρντ πάνω στα άσχημα παιχνίδια που της είχε παίξει ο χρόνος και ο άντρας της. Η κα Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ διέθετε δεκαεπτά εκατομμύρια δολάρια. Η κα Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ διέθετε την υψη^τερη κοινωνική θέση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η κα Γουίνστον Νάιλς Ράμ1:3
φουρντ ήταν υγιής, όμορφη και ταλαντούχος. Το ταλέντο της ήταν ποιητικό. Είχε δημοσιεύσει ανωνύμως μια μικρή ποιητική συλλογή με τίτλο Μεταξύ Χροιάς και Χρυσανθέμου, η οποία και έτυχε ευνοϊκής υποδοχής. Ο τίτλος όφειλε την ύπαρξή του στο γεγονός ότι στα πολύ μικρά λεξικά όλες οι λέξεις μεταξύ χροιάς mi χρυσανθέμου έχουν να κάνουν με το χρόνο. Όσο προικισμένη κι αν ήταν όμως, από πάσης απόψεως, η κα Ράμφουρντ εξακολουθούσε να κάνει αλλόκοτα πράγματα, όπως να δένει το σκελετό του σκύλου στον τοίχο, να χτίζει τις πύλες του κτήματος και να αφήνει τους φημισμένους και καλοσχεδιασμένους κήπους του να μεταβάλλονται σε μια ζούγκλα της Νέας Αγγλίας. Ηθικό δίδαγμα: τα λεφτά, η κοινωνική θέση, η υγεία, η ομορφιά και το ταλέντο δεν είναι το παν. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ, ο πλουσιότερος Αμερικανός, κλείδωσε πίσω του την πόρτα της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Κρέμασε τα σκούρα γυαλιά του και την ψεύτικη γενειάδα του πάνω στον κισσό του τοίχου. Προσπέρασε με γρήγορο βήμα το σκυλίσιο σκελετό κοιτάζοντας το ηλιακό χρονόμετρό του. Σε επτά λεπτά ένα ζωντανό μάστιφ με το όνομα Καζάκ θα υλοποιόταν και θα διέτρεχε τα πέριξ. «Ο Καζάκ δαγκώνει», είχε γράψει η κα Ράμφουρντ στην πρόσκληση της, «γι' αυτό σας παρακαλώ να είστε ακριβής». Ο Κόνσταντ χαμογέλασε μ' αυτό - με την προειδοποίηση να είναι ακριβής. Ακριβής σημαίνει να έχεις ακριβή όρια όσο και το να φτάνεις κάπου στην ώρα σου. Ο Κόνσταντ είχε ακριβή όρια - δεν μπορούσε καν να φανταστεί τι σήμαινε να υπάρχει κανείς με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που θα μάθαινε επιτέλους - πώς ήταν το να υπάρχεις με κάποιον άλλο τρόπο. Ο σύζυγος της κας Ράμφουρντ υπήρχε με κάποιον άλλο τρόπο. Ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ είχε πέσει με το ιδιωτικό του διαστημόπλοιο κατευθείαν στην καρδιά ενός χρονοσυνκλαστικού ινφουντίμπουλου που δεν αναφε14
ρόταν σε κανένα χάρτη, δυο μέρες έξω από τον Άρη. Μαζί του ήταν μόνον ο σκύλος του. Τώρα ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ και ο σκύλος του ο Καζάκ υπήρχαν μόνον σαν κυματικά φαινόμενα, που κατά πάσα πιθανότητα πάλλονταν ακολουθώντας μια παραμορφωμένη ελικοειδή πορεία που ξεκινούσε από τον Ήλιο και τερμάτιζε στον Μπετελγέζ. Η τροχιά της Γης ετοιμαζόταν να συναντήσει αυτή την ελικοειδή τροχιά. Οποιαδήποτε απόπειρα σύντομης εξήγησης των χρονοσυνκλαστικών ινφουντίμπουλων είναι σίγουρο ότι θα εξαγριώσει τους ειδικούς του τομέα αυτού. Όπως και να 'ναι πάντως, η καλύτερη σύντομη εξήγηση είναι κατά πάσα πιθανότητα αυτή του δρα Σύριλ Χωλ που δημοσιεύεται στη δέκατη τέταρτη έκδοση της Παιδικής Εγκυκλοπαίδειας Θαυμάτων και Πραγμάτων. Παραθέτουμε το άρθρο στην ολότητά του με την ευγενική άδεια των εκδοτών: ΧΡΟΝΟΣΥΝΚΛΑΣΤΙΚΑ ΙΝΦΟΥΝΤΙΜΠΟΥΛΑ Φανταστείτε ότι ο μπαμπάς σας είναι ο πιο έξυπνος άνθρωπος που έζησε ποτέ στη Γη και ότι ξέρει απολύτως τα πάντα, ότι έχει δίκιο σε όλα όσα ξέρει και ότι μπορεί να το αποδείξει αυτό ανά πάσα στιγμή. Μετά φανταστείτε ένα άλλο παιδάκι σε κάποιο συμπαθητικό κόσμο που απέχει από δω εκατομμύρια έτη φωτός και φανταστείτε ότι ο μπαμπάς αυτού του άλλου παιδιού είναι ο πιο έξυπνος άνθρωπος που έζησε ποτέ πάνω σ' αυτόν το συμπαθητικό και μακρινό κόσμο. Φανταστείτε πως είναι τόσο έξυπνος και τόσο σωστός όσο και ο δικός σας μπαμπάς. Και οι δυο μπαμπάδες είναι έξυπνοι και οι δυο τους είναι σωστοί. Μόνο που αν κάποτε συναντούσαν ο ένας τον άλλον θα άναβε τρομερός καβγάς μεταξύ τους, γιατί δεν θα συμφωνούσαν σε τίποτε. Βέβαια μπορείτε πάντα να πείτε πως ο δικός σας μπαμπάς έχει δίκιο ενώ ο μπαμπάς του άλλου παιδιού έχει άδικο, αλλά το Σύμπαν είναι τρομερά μεγάλο μέρος. Υπάρχει άνετα ο χώρος για πολλούς ανθρώπους που θα έχουν απολύτως δίκιο και δεν θα συμφωνούν σε τίποτε. 15
ο λό'^ος που μπορεί να έχουν δίχίο χαι οι δυο Μπαμπάδες και παρ' όλα αυτά να καβγαδίζονν τρομερά είναι ότι υπάρχουν τόσο πολλοί τρόποι να έχει κανείς δίκιο. Παρ'όλα αυτά υπάρχουν ορισμένα σημεία του Σύμπαντος>όπου ο κάθε Μπαμπάς μπορεί να πιάσει τι λέει ο άλλος Μπαμπάς. Σ'αυτά τα σημεία όλες οι διαφορετικές αλήθειες έρχονται και δένουν μαζί αρμονικά σαν τα εξαρτήματα στο ηλιακό χρονόμετρο του Μπαμπά σας. Αυτά τα μέρη τα ονομάζουμε χρονοσυνκλαστικά ινφουντίμπουλα. Το Ηλιακό Σύστημα φαίνεται να είναι γεμάτο από χρονοσυνκλαστικά ινφουντίμπουλα. Ένα πολύ μεγάλο τέτοιο ξέρουμε με βεβαιότητα ότι βρίσκεται ανάμεσα στη Γη και τον Άρη. Το ξέρουμε γιατί ένας Γήινος άνθρωπος μαζί με το Γήινο σκύλο του πήγε και έπεσε μέσα του. Εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται ωραία ιδέα να πάει κανείς & ένα χρονοσυνκλαστικά ινφουντίμπουλο και να δει όλες τις διαφορετικές απόψεις να έχουν δίκιο ταυτόχρονα, στην πραγματικότητα όμως είναι πολύ επικίνδυνο πράγμα. Λυτός ο δύστυχος άνθρωπος με το δύστυχο σκύλο του είναι στην ουσία χαμένοι, όχι μόνο μέσα στο χώρο αλλά και μέσα στο χρόνο. Το πρώτο συνθετικό της λέξης, «χρόνο», σημαίνει φυσικά το χρόνο. Το δεύτερο, «συνκλαστικό», σημαίνει ότι κυρτώνεται προς την ίδια πλευρά προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν το φλούδι του καθαρισμένου πορτοκαλιού. Ινφουντίμπουλο (λατ. Infundibulum), είναι η λέξη που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι σαν τον Ιούλιο Καίσαρα και τον Νέρωνα για να ονομάσουν το χωνί. Αν δεν ξέρετε τι είναι το χωνί ζητήστε από τη Μαμά να σας το δείξει. Το κλειδί για την πόρτα της Αλίκης στη Χώρα των θαυμάτων είχε έρθει μαζί με την πρόσκληση. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ ξανάβαλε το κλειδί στη φοδραρισμένη με γούνα τσέπη του παντελονιού του και ακολούθησε το μοναδικό μονοπάτι που ανοιγόταν μπροστά του. Ήταν βυθισμένο σε βαθιά σκιά, αλλά οι πλάγιες ακτίνες του ηλιοβασιλέματος φώτιζαν τις κορφές των δέντρων μ* ένα φως Μάξφηλντ Πάρις. 16
ο Κόνσταντ έκανε μικρές χειρονομίες με την πρόσκλησή του καθώς προχωρούσε πέρι^^ένοντας να τον σταματήσουν σε κάθε στροφή. Το μελάνι της πρόσκλησης ήταν βιολετί. Η κα Ράμφουρντ ήταν μόνο τριάντα τεσσάρων χρόνων, αλλά έγραφε σαν γριά - με πλαγιαστό, γωνιώδες γράψιμο. Ήταν φανερό ότι αντιπαθούσε τον Κόνσταντ, χωρίς να τον έχει συναντήσει ποτέ. Το πνεύμα της πρόσκλησης ήταν απρόθυμο, για να μιλήσουμε επιεικώς, λες και είχε γραφτεί πάνω σε λερωμένο χαρτομάντιλο. «Στην τελευταία υλοποίηση του, ο σύζυγος μου», του έλεγε στην πρόσκληση, «επέμεινε να είσαστε κι εσείς παρών στην επόμενη. Στάθηκε αδύνατον να τον μεταπείσω, παρά τα πολλά και φανερά προβλήματα που δημιουργεί κάτι τέτοιο. Επιμένει ότι σας γνωρίζει καλά και ότι έχετε συναντηθεί στον Τιτάνα, ο οποίος απ' ό,τι γνωρίζω είναι ένα από τα φεγγάρια του πλανήτη Κρόνου». Δεν ήταν σίγουρο ότι υπήρχε στην πρόσκληση ιαυτή έστω και μια πρόταση που να μην περιλαμβάνει το ρήμα επιμένω. Ο σύζυγος της κας Ράμφουρντ είχε επιμείνει να κάνει η γυναίκα του κάτι με το οποίο εκείνη διαφωνούσε απολύτως κι εκείνη με τη σειρά της επέμενε να φερθεί ο Μαλαχίας Κόνσταντ, στο μέτρο του δυνατού, σαν τέλειος τζέντλεμαν, κάτι που δεν ήταν. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ δεν είχε πάει ποτέ στον Τιτάνα. Απ' όσο ήξερε δεν είχε βγει ποτέ από το ατμοσφαιρικό περίβλημα του πλανήτη του, δηλαδή της Γης. Φαίνεται ότι τώρα θα μάθαινε κάτι διαφορετικό. Οι στροφές ήταν πολλές και η ορατότητα ήταν κακή. Ο Κόνσταντ ακολουθούσε ένα υγρό πράσινο μονοπάτι στο πλάτος περίπου του δρόμου που ανοίγει η μηχανή του γρασιδιού, και που στην πραγματικότητα ήταν ο δρόμος που είχε ανοίξει η μηχανή του γρασιδιού. Στις δύο πλευρές του μονοπατιού υψώνονταν οι πράσινοι τοίχοι της ζούγκλας στην οποία είχε πλέον εκφυλιστεί ο κήπος. Ο δρόμος της μηχανής του γρασιδιού έφτασε σ' ένα ξεραμένο σιντριβάνι. Ο χειριστής της μηχανής είχε πά17
θει εδώ μια κρίση δημιουργικότητας κι έκανε το μονοπάτι να χωρίζεται. Ο Κόνσταντ μπορούσε να διαλέξει από ποια πλευρά του σιντριβανιού προτιμούσε να περάσει. Ο Κόνσταντ σταμάτησε στη διχάλα και σήκωσε τα μάτια. Το ίδιο το σιντριβάνι ήταν προϊόν υψηλής δημιουργικότητας. Ήταν ένας κώνος που σχηματιζόταν από πολλές πέτρινες γούρνες με όλο και μικρότερη διάμετρο. Οι γούρνες αυτές σχημάτιζαν ένα κολάρο πάνω σ' έναν κυλινδρινό άξονα είκοσι μέτρα ψηλό. Αυθόρμητα ο Κόνσταντ αποφάσισε να μην ακολουθήσει καμιά από τις δύο κατευθύνσεις, αλλά να περάσει πάνω από το ίδιο το σιντριβάνι. Σκαρφάλωσε από γούρνα σε γούρνα, σκοπεύοντας ν' αποφασίσει όταν θα έφτανε στην κορυφή από πού είχε έρθει και προς τα πού πήγαινε. Όρθιος τώρα πάνω στην πιο ψηλή και πιο μικρή από τις μπαρόκ γούρνες του σιντριβανιού, πατώντας τα πόδια του πάνω σε χαλασμένες φωλιές πουλιών, ο Μαλαχίας Κόνσταντ κοίταξε ολόκληρο το κτήμα και ένα σημαντικό μέρος του Νιούπορτ και του Κόλπου Ναραγκάνσετ. Σήκωσε το ρολόι του στο φως δίνοντάς του να πιει αυτό που για τα ηλιακά ρολόγια ήταν ό,τι είναι τα χρήματα για τους Γήινους ανθρώπους. Η δροσερή θαλάσσια αύρα ανακάτεψε τα κορακίσια μαλλιά του Κόνσταντ. Ήταν ένας καλοφτιαγμένος άντρας - γεροδεμένος, με σκούρο δέρμα, ποιητικά χείλη και γλυκά καστανά μάτια χωμένα μέσα στις σκιερές σπηλιές που σχημάτιζαν τα Κρο-Μανιόν φρύδια του. Ήταν τριάντα ενός χρόνων. Άξιζε τρία δισεκατομμύρια δολάρια, κληρονομημένα τα περισσότερα. Το όνομά του σήμαινε πιστός αγγελιοφόρος. Ήταν χρηματιστής και ασχολιόταν κυρίως με μετοχές μεγάλων εταιρειών. Μέσα στην κατάθλιψη που ακολουθούσε πάντα η χρήση αλκοόλ, ναρκωτικών και γυναικών, ο Κόνσταντ λαχταρούσε ένα και μόνο πράγμα - να λάβει ένα μήνυμα που να είναι αρκετά αξιοπρεπές και σημαντικό ώστε να αξίζει να το μεταφέρει ταπεινά ανάμεσα σε δύο σημεία. Το σύνθημα κάτω από το θυρεό που είχε σχεδιάσει ο 18
ίδιος ο Κόνσταντ για τον εαυτό του, έλεγε απλά OAyyeλίοφόρος Περιμένει. Αυτό που εννοούσε βέβαια ο Κόνσταντ ήταν ένα υψίστης προτεραιότητας μήνυμα από τον Θεό, με παραλήπτη κάποιον εξίσου επιφανή. Ο Κόνσταντ κοίταξε πάλι το ηλιακό ρολόι του. Του έμεναν ακόμη δύο λεπτά για να κατέβει και να φτάσει στο σπίτι - δυο λεπτά πριν υλοποιηθεί ο Καζάκ κι αρχίσει να ψάχνει ποιον θα δαγκώσει. Ο Κόνσταντ γέλασε μόνος του, σκεπτόμενος πόσο θα το γλεντούσε η κα Ράμφουρντ αν ο χυδαίος και τυχάρπαστος κος Κόνσταντ από το Χόλυγουντ περνούσε όλο το χρόνο της επίσκεψής του ακινητοποιημένος στην κορυφή ενός σιντριβανιού από έναν αριστοκρατικό σκύλο. Η κα Ράμφουρντ μπορεί να αποφάσιζε ακόμη και ν' ανοίξει το νερό. Ήταν πολύ πιθανόν να παρακολουθεί τον Κόνσταντ. Το σπίτι δεν απείχε ούτε ένα λεπτό από το σιντριβάνι και χωριζόταν από τη ζούγκλα από ένα κουρεμένο ξέφωτο, τρεις φορές πιο πλατύ από το μονοπάτι. Το μέγαρο Ράμφουρντ ήταν μαρμάρινο, μια επαυξημένη απομίμηση του μεγάρου των συμποσίων στα Ανάκτορα Γουάιτχωλ του Λονδίνου. Το μέγαρο αυτό, όπως και τα περισσότερα μεγαλόπρεπα κτίρια του Νιούπορτ, ήταν μακρινός συγγενής των ταχυδρομείων και των ομοσπονδιακών δικαστηρίων ολόκληρης της χώρας. Το μέγαρο Ράμφουρντ ήταν μια κωμικά εντυπωσιακή έκφραση της έννοιας «ακίνητη περιουσία». Σίγουρα αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα παραδείγματα ακινησίας από την εποχή της Μεγάλης Πυραμίδας του Χέοπος. Από μιαν άποψη ήταν καλύτερο δείγμα ακινησίας και από τη Μεγάλη Πυραμίδα, δεδομένου ότι η Μεγάλη Πυραμίδα λέπταινε φτάνοντας στην ανυπαρξία καθώς πλησίαζε στα ουράνια. Στο μέγαρο Ράμφουρντ όμως τίποτε δεν χανόταν καθώς πλησίαζε στον ουρανό. Ακόμη κι αν το γύριζες ανάποδα θα ήταν ακριβώς το ίδιο. Η στερεότητα και η ακινησία αυτού του μεγάρου φυσικά έρχονταν σε ειρωνική αντίθεση με το γεγονός ότι ο άλλοτε οικοδεσπότης, εκτός από μια ώρα κάθε πενήντα εννέα ώρες, είχε τόση υλικότητα όση και μια αχτίδα του φεγγαριού. 19
ο Κόνσταντ κατέβηκε από το σιντριβάνι πατώντας σε γούρνες αυξανόμενου μεγέθους. Όταν έφτασε κάτω ένιωσε την έντονη επιθυμία να δει το σιντριβάνι να δουλεύει. Σκέφτηκε το πλήθος έξω από τον κήπο και πόσο θα χαιρόταν να έβλεπε το σιντριβάνι να δουλεύει. Θα στέκονταν όλοι μαγεμένοι και θα κοίταζαν την τόσο δα μικρή γούρνα στην κορυφή να ξεχειλίζει στην επομένη μικρή γούρνα... και την επόμενη μικρή γούρνα να ξεχειλίζει στην επόμενη μικρή γούρνα... και την επόμενη μικρή γούρνα να ξεχειλίζει στην επόμενη γούρνα... κι από τη μια ως την άλλη θα ηχούσε μια ραψωδία ξεχειλίσματος όπου η κάθε γούρνα θα τραγουδάει το δικό της χαρούμενο τραγούδι του νερού. Και κάΐω απ' όλες αυτές τις γούρνες περίμενε ορθάνοιχτο το αναποδογυρισμένο στόμα της πιο μεγάλης γούρνας... το στόμα του Βελζεβούλ κατάξερο και διψασμένο... που περίμενε, περίμενε, περίμενε με λαχτάρα την πρώτη γλυκιά σταγόνα. Ο Κόνσταντ ήταν παραδομένος ολόκληρος στη φαντασία του νερού που έτρεχε. Το σιντριβάνι έμοιαζε πολύ με παραίσθηση - και οι παραισθήσεις, προκαλούμενες συνήθως από ναρκωτικά, ήταν το μόνο που μπορούσε πια να ξαφνιάσει και να διασκεδάσει τον Κόνσταντ. Ο χρόνος περνούσε γρήγορα. Ο Κόνσταντ δεν κουνιόταν. ^ Κάπου μέσα στο κτήμα ένα μάστιφ γάβγισε. Το γάβγισμα αντήχησε σαν το χτύπημα ενός σφυριού πάνω σ' ένα τεράστιο μπρούτζινο γκονγκ. Ο Κόνσταντ ξύπνησε από το ονειρικό κοίταγμα του σιντριβανιού. Το γάβγισμα δεν μπορεί να προερχόταν παρά από τον Καζάκ, το διαπλανητικό σκύλο. Ο Καζάκ είχε υλοποιηθεί. Ο Καζάκ διψούσε για αίμα τυχάρπαστου. Ο Κόνσταντ έτρεξε σαν δρομέας την απόσταcai μετά θα απομακρυνόταν από το δάπεδο με την εντύπωση ότι ήταν το ταβάνι. Μετά θα άρχιζε να ανεβαίνει από το σύστημα των διαδρόμων, με την εντύπωση ότι κατέβαινε. Στο τέλος θα έβρισκε την έξοδο, με την εντύπωση ότι αναζητούσε την πιο βαθιά τρύπα. Η τρύπα μέσα στην οποία θα βρισκόταν θα ήταν το αχανές και χωρίς τοιχώματα πηγάδι του άπειρου διαστήματος. Ο Βοόζ μπήκε στο αναποδογυρισμένο πλοίο φορτωμένος με νεκρά αρμόνια. Κουβαλούσε πάνω από τέσσε192
ρα κιλά ξερά βερίκοκα. Μερικά του έπεσαν. Καθώς έσκυψε να τα μαζέψει με σεβασμό, του έπεσαν κι άλλα. Δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπο του. «Βλέπεις;» είπε ο Βοόζ. Ήταν σπαρακτικά θυμωμένος με τον εαυτό του. «Βλέπεις, Ουνκ;» ξανάπε. «Βλέπεις τι συμβαίνει όταν κάποιος φεύγει και ξεχνάει;» Ο Βοόζ κούνησε το κεφάλι του. «Κι αυτά δεν είναι όλα», είπε, «ούτε κατ' ιδέαν». Βρήκε μια αδειανή κούτα που πριν είχε γκοφρέτες και έβαλε μέσα τα πτώματα των αρμονίων. Μετά σηκώθηκε όρθιος, με τα χέρια στη μέση του. Ο Ουνκ, που πριν είχε εντυπωσιαστεί με τη σωματική ευρωστία του Βοόζ, τώρα εντυπωσιάστηκε από την επιβλητικότητά του. Ο Βοόζ, όταν ανασήκωσε το σώμα του, έμοιαζε μ' ένα σοφό, σεμνό, δακρυσμένο και σκουρόχρωμο Ηρακλή. Συγκριτικά ο Ουνκ αισθάνθηκε κοκαλιάρης, άπατρις και σπαστικός. «Θέλεις να κάνεις τη μοιρασιά, Ουνκ;» ρώτησε ο Βοόζ. «Ποια μοιρασιά;» ρώτησε ο Ουνκ. «Να μοιράσεις τα σκονάκια, τις γκαζόζες και τα γλυκά», είπε ο Βοόζ. «Να τα μοιράσω όλα;» ρώτησε ο Ουνκ. «Θεέ και κύριε - έχουμε αρκετά από το κάθε είδος για πεντακόσια χρόνια». Ποτέ πριν δεν είχε γίνει λόγος για μοιρασιά. Δεν υπήρχε καμιά έλλειψη, ούτε κίνδυνος ότι θα υπάρξει. «Τα μισά θα τα πάρεις εσύ», είπε ο Βοόζ, «και τα άλλα μισά θα τα αφήσεις εδώ για μένα». «Να τ' αφήσω εδώ;» είπε ο Ουνκ μην πιστεύοντας στ' αυτιά του. «Μα θα 'ρθεις, θα 'ρθεις μαζί μου, δεν είναι έτσι;» Ο Βοόζ σήκωσε το μεγάλο δεξί του χέρι, σε μια τρυφερή χειρονομία που επέβαλλε τη σιωπή, τη χειρονομία ενός πραγματικά ωραίου ανθρώπου. «Μη με αληθειάζεις, Ουνκ», είπε ο Βοόζ, «για να μη σε αληθειάσω κι εγώ». Σκούπισε τα δάκρυά του με τη γροθιά του. Ο Ουνκ πατέ δεν είχε μπορέσει να παραβεί αυτή την απαίτηση σχετικά με την αλήθεια. Τον τρόμαζε. Κάποιο 193
κομμάτι του μυαλού του τον προειδοποιούσε ότι ο Βοόζ δεν έλεγε ψέματα, ότι ο Βοόζ ήξερε κάποια αλήθεια για τον Ουνκ που θα τον έκανε κομματάκια. Ο Ουνκ άνοιξε το στόμα του και το ξανάκλεισε. «Έρχεσαι και μου αναγγέλλεις το μεγάλο νέο», είπε ο Βοόζ. «"Βοόζ", μου λες, "επιτέλους θα ελευθερωθούμε!" Κι εγώ ανακατώνομαι και παρατάω αυτό που έκανα και ξεκινάω να ελευθερωθώ. »Κι αρχίζω να λέω ξανά και ξανά μέσα μου ότι επιτέλους θα ελευθερωθώ», λέει ο Βοόζ, «και μετά προσπιαθώ να σκεφτώ πώς θα είναι, και το μόνο που βλέπω μπροστά μου είναι ανθρώπους. Με σπρώχνουν από δω, με σπρώχνουν από κει - τίποτε δεν τους ευχαριστεί και θυμώνουν όλο και πιο πολύ γιατί δεν νιώθουν ευτυχία με τίποτε. Και μου φωνάζουν γιατί δεν τους έκανα ευτυχισμένους και σπρωχνόμαστε όλοι και τραβιόμαστε από δω κι από κει. »Και ξαφνικά», είπε ο Βοόζ, «θυμάμαι όλα αυτά τα τρελιάρικα πλασματάκια που γίνονται τόσο εύκολα ευτυχισμένα με λίγη μουσική. Και πάω και βρίσκω χιλιάδες από δαύτα να κείτονται νεκρά, επειδή ο Βοόζ μέσα στον ενθουσιασμό του που θα ελευθερωνόταν τα ξέχασε εντελώς. Κι όλες αυτές τις ζωές θα τις είχα σώσει αν δεν αποσπούσα την προσοχή μου απ' αυτό που έκανα. »Κάθομαι λοιπόν και σκέφτομαι», είπε ο Βοόζ. «Δεν στάθηκα ποτέ χρήσιμος σε τίποτε για τους άλλους, ούτε κι αυτοί σε μένα. Τι δουλειά έχω λοιπόν ν' απελευθερωθώ και να γυρίζω μέσα στον κόσμο; »Και μετά κατάλαβα τι θα σου έλεγα, Ουνκ, όταν γύριζα εδώ», είπε ο Βοόζ. Μετά ο Βοόζ το είπε: «Βρήκα ένα μέρος όπου μπορώ να κάνω το καλό χωρίς να βλάπτω κανέναν. Το βλέπω με βεβαιότητα ότι κάνω καλό κι αυτοί που τους κάνω καλό το ξέρουν, και με αγαπούν, Ουνκ, όσο περισσότερο μπορούν. Βρήκα μια πατρίδα. »Κι όταν πεθάνω κάποια μέρα εδώ κάτω», είπε ο Βοόζ, «θα μπορώ να πω στον εαυτό μου: "Βοόζ - έδωσες νόημα σε χιλιάδες ζωές. Κανείς δεν σκόρπισε ποτέ περισσότερη χαρά. Δεν έχεις ούτε έναν εχθρό σ' ολόκληρο 194
το Σύμ;ταν"». Ο Βοόζ έγινε για τον εαυτό του η στοργική μαμά κι ο μπαμπάς που δεν γνώρισε ποτέ. «Κοιμήσου τώρα», είπε στον εαυτό του καθώς τον φαντάστηκε ξαπλωμένο πάνω σ' ένα πέτρινο νεκρικό κρεβάτι μέσα στις σπηλιές. «Είσαι καλό παιδί, Βοόζ», είπε. «Καληνύχτα».
195
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 MIA ΕΠΟΧΗ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
«Ω Ύψιστε Κύριε, Πλάστη του Σύμπαντος, Στροβιλιστή των Γαλαξιών, Ψυχή των Ηλεκτρομαγνητικών Κυμάτων, Εσύ που εισπνέεις και εκπνέεις Ασύλληπτους Όγκους Κενού, που Φτύνεις Φωτιά και Βράχους, που Παίζεις με τις Χιλιετίες - τι θα μπορούσαμε να κάνουμε για Σένα που να μην μπορείς να το κάνεις μόνος Σου οκτώ εκατομμύρια φορές καλύτερα; Τίποτε. Τι θα , μπορούσαμε να κάνουμε ή να πούμε που να κινήσει το ενδιαφέρον Σου; Τίποτε. Ω, Άνθρωπε, εφραίνου με την απάθεια του Πλάστη σου, γιατί αυτή σε κάνει επιτέλους ελεύθερο και αληθινό και αξιοπρεπή. Δεν μπορεί πια ένας ηλίθιος σαν τον Μαλαχία Κόνσταντ να δείχνει μια γελοία συγκυρία καλής τύχης και να λέει: "Κάποιος εκεί ψηλά με συμπαθεί". Ούτε μπορεί πια ένας τύραννος να λέει: "Ο Θεός θέλει να γίνει τούτο ή εκείνο κι όποιος δεν βοηθάει να γίνει τούτο ή εκείνο είναι αντίθετος στη θέληση του Θεού". Ω, Ύψιστε Κύριε, η Απάθειά Σου είναι ένα υπέρλαμπρο όπλο γιατί το βγάλαμε από το θηκάρι του, θερίσαμε μ' αυτό δεξιά κι αριστερά και τα παραμύθια που τόσο συχνά μας υποδούλωσαν ή μας έστειλαν στο τρελοκομείο κείτονται τώρα σφαγμένα!» - ΑΙΔΕΣΙΜΟΤΑΤΟΣ Κ. ΧΟΡΝΕΡ ΡΕΝΤΓΟΥΑΪΝ
Ήταν Τρίτη απόγευμα^ Στο βόρειο ημισφαίριο της Γης ήταν άνοιξη. Η Γη ήταν πράσινη και υγρή. Ο αέρας της Γης ήταν δροσερός στην ανάσα, ορεκτικός σαν κρέμα, 196
Η καθαρότητα της βροχής που έπεφτε στη Γη ήταν κάτι που μπορούσες να το γευτείς. Η γεύση της καθαρότητας ήταν ελαφρά υπόξινη. Η Γη ήταν ζεστή. Η επιφάνεια της Γης φούσκωνε και συνταραζόταν μέσα σ' ένα γόνιμο αναβρασμό. Η Γη ήταν πιο εύφορη εκεί που υπήρχε ο περισσότερος θάνατος. Η ελαφρά υπόξινη βροχή έπεφτε σ' ένα πράσινο μέρος όπου υπήρχε πολύς θάνατος. Έπεφτε στο νεκροταφείο μιας χώρας του Νέου Κόσμου. Το νεκροταφείο βρισκόταν στο Δυτικό Μπάρνσταμπλ του Κέηπ Κοντ, στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ. Το νεκροταφείο ήταν γεμάτο και τα διαστήματα ανάμεσα στους τάφους των νεκρών από φυσικό θάνατο ήταν παραχωμένα με τα πτώματα των τιμημένων θυμάτων του πολέμου. Αρειανοί και Γήινοι κείτονταν δίπλα-δίπλα. Δεν υπήρχε ούτε μια χώρα στον κόσμο που να μην έχει κοιμητήρια με Γήινους και Αρειανούς θαμμένους δίπλαδίπλα. Δεν υπήρχε ούτε μια χώρα στον κόσμο που να μην έχει λάβει μέρος στον πόλεμο ολόκληρης τηςΤης κατά των εισβολέων από τον Άρη. Τώρα όλα είχαν συγχωρεθεί. Όλοι ήταν αδέρφια, και οι νεκροί ακόμη περισσότερο. Η εκκλησία που φάνταζε ανάμεσα στις ταφόπετρες σαν βρεγμένο θηλυκό ντόντο, είχε διατελέσει κατά καιρούς Πρεσβυτεριανή, Κογκρεγκασιοναλιστική, Ενωτική, και Συμπαντικό-Αποκαλυπτική. Τώρα ανήκε στον Απολύτως Αδιάφορο Θεό. Ένας φαινομενικά μισότρελος άντρας στεκόταν στη μέση του νεκροταφείου κι έδειχνε να αναρωτιέται για τον σαν κρέμα αέρα, την πρασινάδα και την υγρασία. Ήταν σχεδόν γυμνός και τα μαυρογάλαζα γένια του και τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, μακριά, με γκρίζες ραβδώσεις. Το μόνο που φορούσε ήταν μια κουδουνιστή ζώνη φτιαγμένη από γαλλικά κλειδιά και χάλκινο σύρμα. Το αυτοσχέδιο αυτό ρούχο αντικαθιστούσε το φύλλο συκής. 197
Οι στραγόνες της βροχής έτρεχαν πάνω στα αγριεμένα μαγουλά του. Έγειρε πίσω το κεφάλι του για να τις καταπιεί. Ακούμπησε το χέρι του σε μια ταφόπετρα, πιο πολύ για να να,ώσει την αφή της παρά για να στηριχτεί. Είχε συνηθίσει την αφή της πέτρας - ήταν θανάσιμα συνηθισμένος ν' αγγίζει άγριες, στεγνές πέτρες. Αλλά πέτρες υγρές, σκεπασμένες με βρύα, πέτρες λεια