Ν Α Ζ ΙΣΜ Ο Σ ΚΑΙ Ε Ρ ΓΑ Τ ΙΚ Η ΤΑ Ξ Η
Τίτλος πρωτοτύπου: Nazismo e Classe Operaia 1933-1993, Ιούνιος 1993. Η επιμελη...
45 downloads
422 Views
7MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Ν Α Ζ ΙΣΜ Ο Σ ΚΑΙ Ε Ρ ΓΑ Τ ΙΚ Η ΤΑ Ξ Η
Τίτλος πρωτοτύπου: Nazismo e Classe Operaia 1933-1993, Ιούνιος 1993. Η επιμελημένη εκ νέου από τον Bologna έκδοση μεταφράστηκε στα αγγλικά υπό τον τίτλο Nazism and the Working Class τον Ιανουάριο του 1997.
φωτογραφία εξωφύλλου: Γερμανοί Κομμουνιστές αντιφασίστες, Σεπτέμβριος 1928, Βερολίνο. (Από το gettyimages, 1920s, εκδ. Könemann, 1998 Λονδίνο)
SERGIO BOLOGNA
ΝΑΖΙΣΜ ΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΤΙΚ Η ΤΑΞΗ Κ ΡΙΣΗ , ΚΡΑΤΟΣ Π ΡΟ Ν Ο ΙΑ Σ ΚΑΙ Α Ν ΤΙΦ Α Σ ΙΣΤ ΙΚ Η ΒΙΑ Σ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ Τ Ο Υ Μ ΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
Το κείμενο του Sergio Bologna Ναζισμός και Εργατική Τάξη κυκλοφόρησε από τις εκδό σεις antifa scripta σε 1.000 αντίτυπα τον Σεπτέμβριο του 2011. Πρόκειται για τη διάλεξη που έδωσε ο Sergio Bologna στο συνέδριο που διοργανώθηκε στο Εργατικό Κέντρο του Μιλάνο στις 3 Ιουνίου 1993, με αφορμή τα 60 χρό νια από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Η αναπαραγωγή του κειμένου για κινηματι κούς σκοπούς είναι ελεύθερη. Σε αυτή την περίπτωση θα εκτιμούσαμε την αναφορά σε τούτη την έκδοση. μετάφραση από τα αγγλικά: άλκης, βαγγέλης επιμέλεια, σελιδοποίηση: άγγελος, πόλυ εξώφυλλο: νεκτάριος
Ούτε ακόμη και οι νεκροί δεν θα ναι ασφαλείς από τον εχθρό, εάν αυτός νικήσει. Και ο εχθρός αυτός δεν έχει σταματήσει να νικά. Walter Benjamin, θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας, 1940
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Πρόλογος των εκδόσεων antifa scripta................................. 13 Εισαγωγή των Sergio Bologna και Primo Moroni.............. 27 Οι εργάτες που ψήφισαν τον Χίτλερ: ο νέος ιστορικός ρεβιζιονισμός............................................................................. 39 Η ιστορική έρευνα στη Γερμανία σήμερα............................42 Καταναγκαστική εργασία στη ναζιστική περίοδο: παραδείγματα έρευνας.............................................................45 Η δουλειά του Timothy Mason και η διαμάχη μεταξύ των Γερμανών ιστορικών................................................................. 47 Το κίνημα των ιστορικών της καθημερινότητας.................52 Η διαμάχη πάνω στον “εκσυγχρονισμό”..............................58 Η δομή του εργατικού δυναμικού στο τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.................................................... 62 Το παζλ των μικροεπιχειρήσεων........................................... 65 Το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι άνεργοι εργάτες............ 67
Ο κατακερματισμός των ανέργων και οι διασπάσεις του εργατικού κινήματος.....................................70 Η Πρόνοια ως σύστημα ελέγχου............................................ 76 Το στρώμα των “αντι-κοινωνικών”: από τα γραφεία της Πρόνοιας στα Lager...........................................................85 Τα χρόνια του ακήρυχτου εμφυλίου......................................94 Μαχητές του δρόμου και "wilde Cliquen ποιος πολέμησε στους δρόμους του Βερολίνου;................102 Kneipen Kampagne: η καμπάνια για τον έλεγχο των καπηλειών.................................................................................111 Από τη συνθηκολόγηση των συνδικάτων στα πρώτα μέτρα της χιτλερικής κυβέρνησης για τη βιομηχανία................................................................... 126 Βιβλιογραφικό σημείωμα...................................................... 161
ΠΡΟΛΟΓΟΣ τ ων εκδόσεω ν a n tifa scrip ta Τ ο κείμ ενο που κα τα λα μ β ά νει το μεγαλύτερ ο μ έρ ος α υτού του βιβλίου είναι το π ρ ο ϊό ν τη ς α π ο μ α γνη τοφ ώ ν η σ η ς μ ια ς δ ιά λεξη ς που π ρ α γμ α το π ο ίη σ ε ο Σ έρτζιο Μ πολόνια [Sergio B ologna] στο Ε ργατικ ό Κ έντρο του Μ ιλάνο σ τις 3 Ιουνίου του 1993. Ο υπό τιτλο ς (που, σημειω τέον, επ ιλ έχθη κ ε α π ό εμάς), είναι ενδεικτικός των περ ιεχο μένω ν. Ό ν τω ς , το θ έ μ α στα όσ α ακολουθουν ε ίναι η κ α τάσταση τη ς ε ρ γα τικ ή ς τά ξη ς, το κρ άτος π ρ ό ν ο ια ς κα ι η α ντιφ α σ ισ τική βία στη Γ ερ μ ανία κα τά τη δ ιά ρ κ ε ια τω ν χρόνω ν πο υ π ρ ο η γ ή θ η κ α ν τ η ς ανόδου του Χ ίτλερ σ την εξουσία. Ο Μ πολόνια θ α υ πο σ τη ρ ίξει κα ι θ α α π ο δ ε ίξ ε ι ότι ό χι μόνο δεν ισ χύει η θ έσ η σ ύμ φ ω να με την ο π ο ία ο βασικό ς υ πο σ τη ρ ικτή ς του Χ ί τλ ερ ήταν η γ ερ μ α ν ικ ή ερ γα τικ ή τά ξη , αλλά ότι η ο ρ γ ανω μένη ερ γα τικ ή τά ξη , στην π ρ α γμ α τικ ό τη τα , σ τά θ ηκ ε το τελ ευ ταίο ε μ π ό δ ιο σ την ά ν ο δο του Εθνικοσοσ ιαλιστικου Κ ό μμα το ς στην εξουσία, θ α ή ταν χ ρ ή σ ιμ ο εδώ να π ά ρ ει ο αναγνώ στης μ ια ι [ 13]
δέ α για το μ έγεθο ς κα ι τη δ ιά ρ κ ε ια τω ν επεισ οδίω ν στα ο π ο ία α ν α φ έ ρ ετ α ι ο Μ πολόνια. Ό π ω ς λ ο ιπόν δ ια βάζουμε σε μ ία α π ό τις β ασικές π η γές γ ια το θέμ α , κα θώ ς τα βασικά ριζο σ πα στικ ά κό μ μ α τα έμ πα ιναν σε φάση πλήρους δραστηριοποίησης, το Zusammenstoss [βία] ά ρ χισ ε να εξαπλώ νεται με ανησυχητικούς ρ υθμο ύς και να α π ο κ τά νέα χ α ρ ακ τηρ ισ τικά. Ο ι α ρ ιθ μ ο ί θυμάτω ν που π α ρ α δέχ ο ντα ι τα ίδ ια τα κόμ μ ατα γ ια την π ε ρ ίο δ ο 1924 - 1929 υποδηλώ νουν την ύ π α ρ ξη μ ια ς ε πίμ ο νη ς σύγκρουσης, η ο π ο ία ωστό σο κατά κανένα τρ ό π ο δεν θ α μ π ορούσ ε α κ ό μ η να χ α ρ α κ τη ρ ισ τεί καθολική. Σ ύμφ ω να λ οιπόν με το Εθ νικοσ οσιαλιστικό Κ όμμα (NSDAP), 30 α π ό τα μέ λη του κατέληξαν έπειτα α π ό σ υγκρούσεις με κομ μουνιστές κα τά τη δ ιά ρ κ εια τη ς περιόδου. Α ντίστοι χ α οι τρ α υ μ α τίες ήταν 1.241 μόνο για την περ ίο δ ο 1928-1929. Σ ύμφ ω να με τις πη γές του Κ ομμουνι σ τικού Κ όμμα τος Γ ερ μανίας (KPD) α π ό την άλλη, κατά τη διά ρ κ ε ια τη ς περ ιό δ ο υ α π ό το τέλος του 1923 έως τις α ρ χ ές του 1930, 92 ερ γά τες σ κοτώ θη καν και 239 τρ αυ μ ατίσ τηκ αν α π ό “φ ασ ίσ τες” (ξέ χω ρ α α π ό τις αντίσ τοιχες α π ώ λειες που α π ο δ ό θ η καν στην αστυνομία). Ό σ ο για τις υπό λ ο ιπες ο ρ γ α νώσεις, τα μέλη των Stalhelm που έπεσ αν στη μ ά χ η εναντίον του κομμουνισμού σ ύμφ ω να με μια πη γή υ πολογίζονται σε 26, ενώ η Reichsbanner έχασε 13 μέλη μεταξύ του 1924 και του 1928'. [ 14]
Κ ατά τ η δ ιά ρ κ ε ια τ η ς περ ιό δ ο υ που α κ ολούθησε όμω ς, ο α ρ ιθ μ ό ς τω ν θυ μάτω ν αυ ξά ν ετα ι δ ρ α μ α τι κά. Τ ο NSDAP α ν α φ έ ρ ει 17 ν εκ ρ ο ύς κα ι π ά νω α π ό 2 .500 τρ α υ μ α τίες το 1 9 3 0 ,4 2 ν εκ ρ ο ύς κα ι 6.300 τρ α υ μ α τίες το 1931· τα α ντίσ το ιχα ν ο ύμ ερ α για το τελ ευ ταίο έτος προ το ύ ο Χ ίτλερ κ α ταλά βει την ε ξου σ ία είν α ι 84 κα ι 9.7 1 5 . Η κο μ μ ο υν ισ τικ ή Ε ρ υθ ρά Β ο ήθεια, μ ια ο ρ γά νω σ η που ασ χολούνταν με τη ν ο μ ικ ή β ο ή θεια κα ι τη γενικ ή υ πο σ τή ρ ιξη τω ν θυ μάτω ν τη ς π ο λ ιτική ς β ία ς κα ι τω ν ο ικ ογε ν ειώ ν το υ ς, υπολόγιζε τ α θ ύ μ α τα τω ν Ν α ζί σ ε 44 το 1930, 52 το 1931 κα ι 75 μόνο στο π ρ ώ το μισ ό του 1932, ενώ ο ι τρ α υ μ α τίες γ ια τα έτη 1930 κα ι 1931 α ν έρ χο ν τα ι σε 18.000 (...).2 Η α ντιφ α σ ισ τική μ ά χ η στη Γ ερ μ ανία του μεσ οπολ έ μου δό θ η κ ε α π ό τη ν ε ρ γα τική τά ξη με σ υνείδη σ η τη ς σ η μ α σ ία ς της, υ π ή ρ ξε μα κ ρ ό χ ρ ο νη , π ικ ρ ή κα ι α ιμ α τη ρ ή , και χ ά θ η κ ε με τη ν κ α θο λικ ή στρ ατιω τική κα ι πολ ι τικ ή ήττα του 1933. Αυτή είναι η ισ το ρ ία που θέλ ει να α φ η γ η θ ε ί ο Μ πολόνια. Μ όνο που υ π ά ρ χ ε ι ένα ζήτη μα. Αντί να ξεκινήσ ει με αυτό που θ α ’λεγε κα νείς πω ς εί ν α ι “το ζο υ μ ί”, δ η λ α δ ή με τη σ υν α ρ πα σ τικ ή π α ρ ά θ ε σ η τω ν ε πεισ ο δίω ν τη ς αν τιφ α σ ισ τικ ή ς βίας, το κείμ ενο ξεκινάει με μ ια α π ρ ό σ μ ε ν η κρ ιτική α ν α δ ρ ο μ ή στην ισ το ρ ιο γ ρ α φ ία τ η ς π ερ ιό δ ο υ, έπ ε ιτα εκτιμ ά την “τε χν ι κή σ ύνθεσ η” τη ς γ ερ μ α ν ικ ή ς ερ γα τικ ή ς τά ξη ς του μ ε σοπο λέμ ο υ, ακ ολούθω ς συνεχίζει με μ ια π ερ ιή γ η σ η [ 15]
στο κρ άτο ς Π ρ ό ν ο ια ς κα ι τα ε π ιδ ό μ α τα α ν ε ρ γία ς στη δη μ ο κ ρ α τία τη ς Β α ϊμ ά ρ η ς κα ι μόνο κ α τό πιν κα ταλή γει να α σ χο λείτα ι με τις μ ά χ ε ς στο δρ ό μ ο . Α ρχικά αυτή η δο μ ή ξενίζει. Α φοΰ η “ισ το ρ ιο γ ρ α φ ία ” είναι η γ ρ α φ ή τω ν ισ τορικώ ν έργω ν, οι “α ν α δ ρ ο μές στην ισ το ρ ιο γ ρ α φ ία ” δεν μ π ο ρ εί π α ρ ά να είναι π α ρ α θ έ σ ε ις ονομάτω ν σ υγγρ αφ έω ν που δεν το υ ς ξέρ ει η μά ν α τους κα ι τίτλω ν βιβλίων που δεν θ α δ ια β ά σ ο υ με ποτέ. Μ α πόσ ο βαρετό! Άσε π ια τη γέννησ η του γ ερμ α νικο ύ “κράτους Π ρ ό ν ο ια ς ” και τη σ χέσ η τη ς με την α ν τιφ α σ ισ τικ ή βία. Μ α υ π ά ρ χ ε ι τέτο ια σ χέση; Α πό τη μ ε ρ ιά μ α ς θ α θέλ αμε να υπο σ τηρ ίξο υ μ ε ότι α υ τή η με τη ν π ρ ώ τη μ α τιά π α ρ ά ξε νη δο μ ή είν α ι ένα α π ό τ α β α σ ικ ά π ρ ο τ ε ρ ή μ α τ α το υ κ ειμ έν ο υ του Μ πολόνια. Ας μιλήσ ουμε π ρ ώ τα για τη “β α ρ ετή α ν α δ ρ ο μ ή στην ισ το ρ ιο γ ρ α φ ία ”. Τ ο ε γ χ είρ η μ α τη ς “α ν α θ ε ώ ρ η σ η ς” τη ς γ ερ μ α ν ικ ή ς ισ το ρ ία ς ξεκίνησε τη δε κ α ετία του ’80, απ έκ τη σ ε πολιτικό ν ό η μ α και μ α ζ ί ο ρ μ ή έ π ε ιτα α π ό την πτώ ση του Τ ε ίχ ο υ ς του Β ερολίνου και ε ίχε σ υνειδη τό σ τόχο το γκ ρ έμ ισ μ α τω ν ιδ εο λ ο γ η μ ά τω ν που είχ α ν σ υνοδεύσει το “γερ μ α ν ικ ό θ α ύ μ α ” (την αναγέννησ η του γ ερμ α νικο ύ κρ άτο υς μ ετά τον Δ εύτερο Π α γ κ ό σ μ ιο Π όλεμ ο) και την αντικ α τά σ τα σ ή του ς με καινο ύ ρ ια. Φ υσ ικά , εφ όσον αυ τό ς που έκανε το γκ ρ έ μ ισ μ α ή ταν οι ιδεο λό γο ι του κεφ αλαίου, τα κα ινού ρ ια ιδ εολ ο γή μ α τα ήταν για χ ρ ή σ η δική τους και τω ν α φ ε ντικώ ν τους. Ο ι “νέο ι ισ το ρ ικο ί” έβ αλα ν σ κο πό να π α [ 16]
λέψ ουν με τα γ ερ μ α ν ικ ά “ε νο χικά σ ύ ν δρ ο μ α ” που συ νόδευα ν κά θε ενα σχό ληση με την ισ το ρ ία του Δ ευτέ ρου Π α γκο σ μ ίο υ Π ολέμ ου, να α π ο κα τα σ τή σ ο υν την π ε ρ η φ ά ν ια του γερμ ανικο ύ έθνους, να ξεπλύνουν την α σ τική τά ξη κα ι να ενο χο π ο ιή σ ο υν τη ν ε ρ γα τική τά ξη γ ια τη ν ά ν ο δο του Χ ίτλερ στην εξουσ ία. Τ ο έρ γο τους λ οιπό ν δεν ήταν α σ ήμ αντο · ούτε λίγο ούτε πολύ, θέλ η σ αν (και α κ ό μ η θέλουν) να κατασκευάσουν μια νέα κυρίαρ χ η ιδεολογία κο μ μ ένη κα ι ρ α μ μ έν η γ ια τις α ν ά γκες του μ ετα ψ υχρ ο π ο λεμ ικ ο ύ γ ερμ α νικο ύ ιμπ ερ ια λ ισ μ ο ύ. Ό π ω ς ό μ ω ς ανα κα λύ πτο υ μ ε δια β ά ζο ν τα ς το “β α ρ ε τ ό ” π ρ ώ το μ έρ ο ς του κειμένου, οι ν έο ι ιδεο λ ό γοι του γερμ α νικο ύ ιμ π ερ ια λ ισ μ ο ύ ε ξα ρ χ ή ς β ρ ή κα ν α π έν α ν τί τους σ κληρο ύ ς α ντίπ α λο υ ς κα ι ο Μ πολόνια φ ιλ ο δο ξεί να είν α ι ένα ς α π ό αυτούς. Ο Μ πολόνια θέλ ει να δια σ ώ σει την ερ γα τικ ή τά ξη α π ό τις ευθύνες που τή ς α π ο δ ί δο ν τα ι γ ια τη ν ά ν ο δο του Ν αζισμο ύ , θέλει να α π ο δ ε ί ξει ότι η ε ρ γα τικ ή τά ξη ή ταν το τελ ευ ταίο κα ι ίσως το μ ο ν α δ ικ ό ε μ π ό δ ιο μεταξύ του Ν αζισμο ύ και τη ς εξου σ ίας. Ό χ ι α π λ ά γ ια λόγους υ σ τερ ο φ η μ ία ς και τα ξικ ή ς π ε ρ η φ ά ν ια ς, αλλά γ ια να δια σ ώ σ ει μ α ζ ί τις ση μερινές α ντιλή ψ εις γ ια το τι ήταν ο φ α σ ισ μ ό ς κα ι π ώ ς κ υ ρ ιά ρ χησ ε. Δ ιασ ώ ζοντας τη ν γε ρ μ α ν ικ ή ερ γα τικ ή τά ξ η του μ εσ ο π ο λ έμ ο υ α π ό τ η ρ ε τσ ιν ιά το υ Ν α ζισ τή , ο Μ πολόνια σ υνειδη τά π ρ ο σ π α θ εί να δ ια μ ο ρ φ ώ σ ει τις α ν τιλ ή ψ εις μ α ς γ ια τις κοινωνίες όπου ζούμε σή μερα, κα ι μ α ζ ί τις α ν τιλ ή ψ εις μ α ς γ ια τ ο ν φ ασ ισ μ ό , τις δυνα[ 17]
τότη τές μ α ς ν α αναγνω ρ ίζο υ με έγ κ α ιρ α τ ην ε π α ν ε μ φ ά νισή του, τις δυ νατό τητές μ α ς να το ν αντιπ α λέψ ουμ ε. Ο π ό τε το π ρ ώ το μ έρ ο ς του κειμ ένου δεν είναι ούτε ά τοπ ο , ούτε βαρετό. Γ ιατί εδώ ανα κα λύ πτο υ μ ε ότι ο ι ιδεολ ό γο ι του κεφ αλαίο υ έχουν πολλά να πουν γ ια το θ έ μ α του χιτλ ερ ικο ύ Ν αζισ μ ο ύ κα ι ότι ο ι σ τό χοι τους είν α ι σ τό χο ι πολ ιτικο ί, είν α ι σ τόχοι σ η μ ερ ινο ί. Εδώ κ α ταλα βα ίνο υ μ ε ότι η α ντίσ το ιχη σ υζήτηση που έχει ξεκινήσ ει σχετικά μ ε τ ψ ελ λ η ν ικ ή ιστορία α π ό τ ο 2000 κα ι μ ε τά 3, ό χι μό νο άντλησε τη μ εθο δ ο λο γικ ή τη ς έ μπ νευ ση α π ό τις α ν τίσ το ιχες γ ε ρ μ α ν ικ έ ς ε μ π ε ιρ ίες, αλ λά και ότι είχε ε ξα ρ χ ή ς αντίσ το ιχο υ ς πολ ιτικο ύ ς σ τό χου ς γ ια σ ή μ ερ α . Κ αταλ αβ αίνο υ με ότι η ενα σχόληση μ ε τη ν ισ το ρ ία του φ α σ ισ μ ο ύ κα ι τη ς αν τιφ α σ ισ τική ς β ία ς κα τά τη δ ιά ρ κ ε ια του μεσ ο πο λ έμ ο υ κα ι του Δ εύ τερ ου Π α γκο σ μ ίο υ Π ολέμ ου δεν είναι α π λ ά μ ια διασ κεδα σ τική αν α π ό λ η σ η πα λιώ ν κα το ρ θω μ ά τω ν (ή ηττημ ένω ν εγχειρη μ ά τω ν, αναλ ό γω ς τω ν πρ οτιμήσ εω ν). Α ντιθέτω ς, είναι μ ια συζήτη ση που έχει να κά νει με το π α ρ ό ν γ ι’ αυτό κα ι εκτός α π ό σ υν α ρ πα σ τικ ή , είν α ι και ε μ π ό λ εμ η κα ι πο λ ιτικά ζω τική4. Η ίδ ια , α ν ό χι μεγαλ ύτερ η, π ο λ ιτική σ η μ α σ ία χ α ρ α κ τηρίζει το επ ό μ εν ο μ έρ ο ς του κειμ ένου πο υ ασ χολείτ α ι με τη ν ε μ φ ά ν ισ η κα ι τις ε ιδικ ές μ ο ρ φ έ ς του κ ρ ά του ς Π ρ ό ν ο ια ς στη Γ ερ μ ανία του μ εσ ο πο λέμ ο υ. Η ε ι κόνα πο υ μ α ς π α ρ ο υ σ ιά ζετα ι εδώ είναι το λ ιγό τερο π α ρ άξενη. Π ο υ θεν ά δεν θ α β ρούμ ε τη ν εικό να του κ ρ ά [ 18]
τους Π ρ ό ν ο ια ς ως μεγάλου π α τέ ρ α στην ο π ο ία μ α ς έ χει σ υνηθίσ ει η αρ ισ τερ ά , π ο υ θεν ά δεν θα βρούμ ε τη λα τρ εμ ένη “κα τάκτη σ η τω ν ερ γα τικώ ν αγώ νω ν” που π ρ έ π ει να φ υ λάσ σεται ως κόρη ο φ θαλ μο ύ . Α ντίθετα με αυτούς τους κοινούς τό π ο υς, η ζο φ ερ ή α φ ή γ η σ η του Μ πολόνια μ ά ς π ε ρ ιγ ρ ά φ ε ι ένα κρ άτο ς Π ρ ό ν ο ια ς που στα π ρ ώ τα του β ή μ α τα είχε για βασικό του σ τόχο τη δια ίρ ε σ η κα ι για βασική του λειτο υρ γία τη σ τρ α τιω τι κή δ ια χ ε ίρ ισ η του π ρ ο λ εταρ ιάτο υ. Ο Μ πολόνια φ τάνει να ανιχνεύ σ ει την ισ το ρ ική πρ ο έλευσ η τω ν γερμ ανικώ ν σ τρ α το πέδ ω ν σ υγκέντρω σ ης σ τις ερ γα τικές ν ο μ ο θ εσ ί ες τη ς δ ε κ α ετ ία ς του '20, ακ ριβ ώ ς δ η λ α δ ή σ τις ν ο μ ο θ ε σ ίες που έθεταν τις πρ ώ τες β ά σ εις τη ς γ ερμ α ν ικ ή ς π ρ ο ν ο ια κ ή ς πολιτικής. Ε δώ λ ο ιπόν, το γερ μ α ν ικ ό κρ ά το ς Π ρ ό ν ο ια ς του μ ε σ οπο λέμ ο υ μ α ς πα ρ ο υσ ιά ζετα ι, ό χι ως α γ α θ ό ς π α τέ ρ α ς, αλλά ως α π ερ ιό ρ ισ τα κα κόβουλο σύσ τημα δ ια χ ε ί ρ ισ η ς τη ς ερ γα τικ ή ς δύ να μ η ς, ω ς κ ρ α τικά ο ρ γ α ν ω μ έ νος α ν τίπ α λο ς τω ν αντιφ ασ ισ τώ ν εργατώ ν. Ε ίναι και α υτή μ ια γνώ ση γ ια σ ή μ ερ α , γνώ ση που λ είπει α π ό τις σ η μ ερ ινές σ χετικές συζητήσεις πο υ θέλουν το κράτος Π ρ ό ν ο ια ς τω ν πρ ο ηγο ύ μ ενω ν δεκ α ετιώ ν να είναι α ν τι κείμ ενο υ π ε ρ ά σ π ισ η ς με κά θε θυσία. Π ρ ά γ μ α τι, η συ νήθω ς ά ρ ρ η τη π α ρ α δ ο χ ή αυτώ ν τω ν σ υζητήσεω ν είναι ότι η κα τα σ τρο φ ή του κρ άτο υς π ρ ό ν ο ια ς που εξελίσσ ε τα ι γύρω μ ας, έχει σ αν α ιτία α π λ ά και μόνο τη θέληση τω ν αφ εντικώ ν για π ε ρ ισ σ ό τερ α κ έρ δη , τη δ ίψ α για [ 19]
“ιδ ιω τικ ο π ο ίη σ η ”, τη θέλ ηση να ανα λ ά β ει η ε ρ γα τική τά ξη το κόστος τη ς α ν α π α ρ α γω γή ς της. Κ ατά τη γνώ μη μ α ς όλα αυτά ενέχουν κ ά π ο ια αλή θεια . Α πό τ η ν ά λ λη όμω ς, το δ ίδ α γ μ α που κο μ ίζει ο Μ πολόνια α π ό το ναζισ τικ ό πα ρ ελ θό ν, έχει να μ α ς π ει κάτι επιπ λ έον. Ό τι τ ο λ εγόμενο κρ ά το ς Π ρ ό ν ο ια ς, με άλλα λό για η κ ρ α τικ ή ενα σχό ληση με την α ν α π α ρ α γω γή τη ς ερ γα τικ ή ς δύ ν α μ η ς, δεν ήταν π ά ντα κα ι α π α ρ α ιτή τω ς μ ια ενα σ χόλη σ η με την α ν α π α ρ α γω γή τω ν εργα τώ ν ω ς β ιολο γικώ ν όντων. Υ πή ρξα ν κ α ιρ ο ί και -μ ά λ ισ τα α υ το ί οι κ α ιρ ο ί ήταν οι κ α ιρ ο ί τω ν α π α ρ χ ώ ν του κρ άτο υς πρόν ο ια ς - που η κ ρ α τική ενα σχό ληση με τη ν α ν α π α ρ α γ ω γή τη ς ε ρ γα τικ ή ς δύ ν α μ η ς διέθ ετε μ ια σ κοτεινή α ν ά σ τρ οφ η ό ψ η , μ ια ό ψ η δια ίρ ε σ η ς, κα τα γ ρ α φ ή ς, κ α τα σ τολής κα ι τελ ικά εξόντω σ ης τω ν εργατώ ν. Με λ ίγα λό γ ια, έχο υμ ε εδώ μ ια ισ το ρ ική τεκμ η ρ ίω σ η τη ς θέσ ης που είχε δια τυ π ώ σ ει ο Τ ζω ρ τζ Κ αφ έντζις [G eorge C aflentzis] α π ό το 1980: Ο “πό λ εμ ο ς” κα ι η “ά μ υ ν α ” απ ο τελο υ ν β ασικό, αν και πα ρ α γν ω ρ ισ μ έν ο , μέρ ο ς τη ς α ν α π α ρ α γω γή ς τη ς ερ γα τικ ή ς δύ ν α μ η ς το ο π ο ίο μ π ο ρ εί ν α φ τάσ ει να επιβ ά λ λ ει το ν θά ν α το ε κα το μ μ υ ρίω ν εργατώ ν. Τ ο Ά ουσβιτς, το Ν ταχάο υ , το Μ πάλσεν ήταν ε ρ γο σ τάσια εξόντω σ ης τω ν ο πο ίω ν το π ρ ο ϊό ν - η θ α ν ά τω σ η με α σ φ υξία και η α π ο τέφ ρ ω σ η ε κ α το μ μ υ ρ ί ων σ ω μ ά τω ν- υ π ή ρ ξε θεμ ελ ιώ δη ς σ τιγμ ή τη ς ναζισ τικής “ερ γα τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς”. Η α ν α π α ρ α γω γή τ η ς ε ρ γα τικ ή ς δύ ν α μ η ς δεν π ρ έ π ει να θεω ρ είτα ι [ 20]
ταυ τό σ ημ η με την α ν α π α ρ α γω γή τω ν “ανθρ ώ π ινω ν σ ω μάτω ν” κα ι τω ν “α ν θρ ώ π ινω ν ό ντω ν”. Ε πιπλέον, οι κρα τικές δαπάνες για την Π ρόνοια μπορούν τα υ τόχρονα να είνα ι δαπάνες για την άμυνα (...)5 Αν λ ο ιπό ν σ ύμφ ω να με τον Κ αφ έντζις τα “ερ γο σ τάσ ια εξόντω σ η ς” έ φ τασ αν στο μέγισ το τη ς π α ρ α γω γή ς και τ η ς π α ρ α γω γικ ό τη τά ς τους κα τά τη δ ιά ρ κ ε ια του Δ ευ τέρου Π α γκο σ μ ίο υ Π ο λέμ ου, το κείμενο του Μπολόνια μ ά ς μ ε τα φ έρ ει στα π ρ ώ τα δια τα κ τικ ά π ε ιρ ά μ α τα γύρω α π ό τη ν “ο ρ γάνω σ η τη ς π α ρ α γω γή ς ” ως ο ρ γάνω σ η τη ς εξόντω σης. Κ αι μ α ς α π ο κ α λ ύπ τει ότι οι α π α ρ χ ές των ε ρ γο σ τα σ ίω ν ε ξό ντω σ ης δεν ήτα ν “σ τρ α τιω τ ικ έ ς ”, αλλά “π ο λ ιτικές”: θ α τις βρούμ ε στο “κρ άτο ς Π ρ ό ν ο ια ς” τη ς δ η μ ο κ ρ α τία ς τη ς Β α ϊμ ά ρ η ς, σ τις ν ο μ ο θε σ ίες που το κα τασκ εύασ αν κα ι στο ερ γα τικ ό δυ ναμ ικ ό που το λειτουργούσε. Τ ο δ ίδ α γ μ α είναι γ ια ε μ ά ς σ αφ ές, ίσω ς ό μω ς χ ρ ε ιά ζε τα ι ν α το ξε κ α θ α ρ ίσ ο υ μ ε λ ίγο π α ρ α π ά ν ω . Ο Μ πολόνια α π ο δεικ ν ύ ει ότι οι λειτο υρ γίες του κράτους Π ρ ό ν ο ια ς έχουν στο πα ρ ελ θό ν υ π ά ρ ξε ι π ε ιθ α ρ χ ικ έ ς και κα τασταλτικές, ότι το κρ άτο ς Π ρ ό ν ο ια ς σ τις α π α ρ χές του λειτουργούσε θα ν α τη φ ό ρ α , ότι ο ι λειτουργίες που ε κ φ ρ ά ζει είχ α ν στο πα ρ ελ θό ν μ ια αν ά σ τρ ο φ η ό ψ η. θ α μ π ο ρ ο ύσ ε λ οιπόν να υ π ο π τευ θ εί κα νείς ότι ε ί ναι αυ τή η α ν ά σ τρ ο φ η ό ψ η που ε μ φ α ν ίζετα ι και σ ή μ ε ρ α με τό σ ο π ά τα γ ο γύρω μας. 'Ο τι αυτό που εξελίσσ ε τ α ι σ ή μ ερ α δεν είν α ι α π λ ά κα ι μόνο η “ε γ κ α τά λ ειψ η ” [ 21]
του κ ρ ά το υς Π ρ ό ν ο ια ς στα χ έ ρ ια “τω ν ιδ ιω τώ ν”. Π ρ ά γ μ α τι β έβα ια, αυτή η δ ια δ ικ α σ ία β ρ ίσ κ εται σε ε ξέλιξη και α φ ο ρ ά τις λ ειτο υρ γίες που εμ είς έχουμ ε συ νη θίσ ει να ο νο μάζο υ με π ρ ο ν ο ια κ ές (την υ γεία, τη ν εκ πα ίδευ σ η , τη σύνταξη) και οι ο πο ίες, όντω ς, όλο και π ε ρ ισ σ ό τερ ο κα ταλή γουν στον κ ά λαθο τω ν αχρήσ τω ν. Ό σ ο ό μ ω ς α υ τό το π έ τα μ α στα σ κ ο υ π ίδια θ α εξελίσσ ε τα ι, το κα πιτα λ ισ τικ ό κρ άτο ς δεν θ α εγκα τα λ είψ ει την ενα σχό ληση με την α ν α π α ρ α γω γή τη ς ερ γα τικ ή ς δ ύ ν α μης. Μ όνο που όλο κα ι π ε ρ ισ σ ό τερ ο θ α εννο εί α υτή τη δια δ ικ α σ ία με τον αν ά σ τρ ο φ ο τρ ό π ο που θ α δο ύ μ ε να π ε ρ ιγ ρ ά φ ε τα ι π α ρ α κ ά τω γ ια την περ ίπ τω σ η τη ς “δ η μ ο κ ρ α τικ ή ς” Γ ερ μ ανίας του μ εσ οπολέμ ου. Ο ι πο λιτικές σ υνέπειες α υ τή ς τη ς θέσ η ς είναι σ η μ α ντικές. Γ ιατί αν τη ν υιο θετήσο υ με δεν μ π ο ρ ο ύ μ ε πια να ελπ ίζουμε σε αυτό που ελπίζουν οι δ ιά φ ο ρ ες ε κ φ ά ν σ εις τη ς α ρ ισ τε ρ ό ς, σ την ε π ισ τρ ο φ ή δ η λ α δ ή στο π α ρελθόν του κράτους Π ρ ό ν ο ια ς ως αγ α θο ύ πα τέρα . Αυ τές οι ε π ο χ ές έχουν π ερ ά σ ει α ν επ ισ τρ επ τί, οι α ντιλ ή ψ εις τω ν καπιταλισ τικ ώ ν κρατώ ν σ χετικά με τη ν α ν α πα ρ α γω γή τη ς ερ γα τικ ή ς δύ ν α μ η ς αλλάζουν δίχ ω ς γυ ρισ μό , ακ ριβ ώ ς γ ια τί στη βάση τους δεν β ρ ίσ κ ο νται α πλά τακ τικές εμ πνεύσ εις ό π ω ς η “δ ίψ α για α κ ό μ η π ε ρισ σό τερ ο κ έ ρ δ ο ς” ή η ανα ζή τη σ η τη ς “α π ο τελεσ μ ατικότη τα ς”, αλλά η ανάγκη για την αναπαραγω γή της ερ γα τικ ή ς δύναμ ης στους καιρούς της κα π ιτα λιστικής κρ ί σης κα ι αυ τή είναι μ ια στρα τη γικ ή ανά γκη , που δεν εκ [ 22]
π ορ εύ ετα ι α π ό το υ ς ε ιδικο ύ ς κα ι τις ιδ έες το υ ς, αλλά είναι σ υνυφ ασ μένη με την ισ το ρ ική π ε ρ ίο δ ο πο υ δ ια νύει το κα πιτα λ ισ τικ ό σ ύσ τημα κοινω νικής ο ρ γ ά ν ω σης. Τ α ό σ α εξελίσσ οντα ι γύρ ω μ α ς δεν έχουν γ υ ρ ι σμό, πό σ ο μάλλον όταν το μόνο ε ρ γα λείο που π α ρ έχ ε τα ι γ ια το ν γ υρ ισ μ ό είν α ι οι κα τά ρ ες, τα πα ρ α κ ά λ ια και η επίκ λη σ η τη ς “λ ο γικ ή ς”. Μ αθαίνουμε λ ο ιπό ν κάτι α π ό αυτό τ ο ισ τορικό β ιβλί ο: ότι ο δρ ό μ ο ς γ ια να πολεμήσ ουμ ε τη ν κα τάρ ρ ευ σ η του κράτους Π ρ ό ν ο ια ς δεν είν α ι η ανα ζή τη σ η τρ όπ ω ν επ ισ τρ ο φ ή ς στο κα πιταλ ισ τικ ό πα ρ ελ θό ν. Α πό την άλ λη, κα νένα ισ τορικό βιβλίο - κ ι εδώ που τα λέμε κα νέ να β ιβ λ ίο - δεν μ π ο ρ ε ί να μ α ς μ ά θ ει πο ιο ς είναι ο “σω στός” δ ρ ό μ ο ς τη ς τα ξικ ή ς πά λης. Αυτό είναι έρ γο για τους σ ημερ ινο ύ ς ανθρ ώ π ο υς, έ ρ γο γ ια το σ η μ ερ ινό πρ ολ εταρ ιάτο . Ο Μ πολόνια α π ό τη μ ε ρ ιά του, μ π ο ρ εί να μ α ς π ε ρ ιγ ρ ά φ ε ι ο ρ ισ μ ένα α π ό τα ε π ίτη δ ε ς ξ εχ α σ μ έ να ε π εισ ό δια τη ς πολ ύ χρο νης α ντιφ α σ ισ τική ς μ ά χ η ς που σ υντάρ αξε τη Γ ερμανία α π ό το 1925 έω ς τ ο 1933. Ό π ω ς α π ο δεικ ν ύ ετα ι, εκείνη η α ντιφ α σ ισ τική μ ά χη ήταν λυσ σασ μένη και σ υνειδητή. Δ όθηκε α π ό ε ρ γά τες κα ι α ν έρ γο υ ς που για να ηττηθ ο ύν χ ρ ειά σ τη κε η ε π ι στράτευσ η ολόκληρου του κρατικο ύ κα ι π α ρ α κ ρ α τι κού μη χανισ μο ύ . Σ ή μ ερ α δεν μ π ο ρ ε ί καν να ελπ ίζει κα νείς στην επ α ν ά λ η ψ η αυ τής τη ς χ α μ έ ν η ς μ ά χ η ς - η ισ τορ ία δεν επ α ν α λ α μ β ά ν ετα ι. Μ ας μ ένει μόνο η κλη ρ ο ν ο μ ιά τω ν ξεχασ μένω ν α δ ελ φ ώ ν που α ν τιμ έτω π ο ι με [ 23]
τη χ ε ιρ ό τε ρ η κ ρ α τική βία κρ ά τη σ α ν την α ξ ιο π ρ έ π ε ιά του ς κα ι το μίσ ος το υ ς μ έ χ ρ ι τέλους. Κ αι δεν υ π ά ρ χε ι σ υνταγή γ ια τη χ ρ ή σ η α υ τή ς τη ς κλ ηρ ο νο μ ιάς, εκτός α π ό εκείνη πο υ μ α ς υ π έδειξε ο Β άλτερ Μ πέντζα μιν στη δια θ ή κ η του: ότι δη λ α δ ή , όσο είναι α λ ή θεια ότι η ισ τορ ία δεν ε π α ν α λ α μ β ά ν ετα ι, άλλο τόσο· αλ ή θ ε ια ε ί ν α ι ότι το κά θε φ ο ρ ά π α ρ ό ν σ χη μ α τίζει ασ τερ ισμ ούς με τις επ ο χ έ ς που πα ρ ή λθα ν . Ε ίναι δικ ή μ α ς δουλειά ν α δια κ ρ ίν ο υ μ ε τους α σ τερ ισ μ ο ύς κα ι να κα τα λα β α ί νουμ ε τ ι μ α ς διδάσ κο υ ν. < Σε κά θε περ ίπ τω σ η , ό πω ς κα ι να να ι οι ερ μ η ν είες μ α ς, το βιβλίο του Μ πολόνια είναι γεμ ά το τέτοιου ς ασ τερ ισμ ο ύς. antifa scripta 9/2011 Σ η μ ε ιύ ο ε ις Ι.Ο ι Stalhelm [Χαλυβδόκρανοι] ήταν εθνικιστική παραστρα τιωτική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1918. Το 1934 ενσωμα τώθηκε στα SA. Η Reichsbanner ήταν οργάνωση αυτοάμυνας που συνδέθηκε με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Ιδρύθηκε το 1924 και διαλύθηκε το 1933. 2.Eve Rosenhaft, Beating the Fascists? The German Communists and Political Violence, 1929-1933, Cam bridge University Press, 1983 (2008), σελ. 6. Ευχαριστούμε τον σύντροφο Ν. που μας προμήθευσε αυτό το βιβλίο. 3. Δεν είναι εδώ ο τόπος να αναφερθούμε σε αυτή τη συζή τηση. θ α αρκεστούμε να αναφέρουμε ότι στους βασικούς [ 24]
Έλληνες “αναθεωρητές” συγκαταλέγονται ο Στάθης Καλύ βας, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Yale και ο Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας, αμφότεροι τακτικοί αρθρογράφοι του ελληνικού τύπου και ειδικά της φιλόξενης “Καθημερινής”, που με ορισμένες τιμητικές ε ξαιρέσεις αντιμετωπίζουν μάλλον χαμηλότερης ποιότητας α ντίλογο α π’ ό,τι οι Γερμανοί τους συνάδελφοι. Μια καλή α φετηρία για να πάρει κανείς μια ιδέα είναι το: Στάθης Καλύ βας, “Μεθοδολογικές Προϋποθέσεις της Μελέτης του Δωσιλογισμού” στο "Εχθρός” εντός των ταχών: Οψεις τον Δωσιλογισμού σ ιψ Ελλάδα της Κατοχής, Μιχαηλίδης, Νικολακόπουλος, Φλάισερ (επ.). Ελληνικά Γράμματα, 2006, σελ. 79 - 90. Τ ο κείμε νο υπάρχει και στο internet. 4. Ορισμένα δικά μας σχετικά κείμενα βρίσκονται στη διεύ θυνση antifascripta.net >προηγούμενα τεύχη, στις διάφορες συ νέχειες της μόνιμης στήλης “Σπουδές σιο Γαλανόμαυρο". Επί σης σχετική είναι και η εισήγηση για την εκδήλωση “Ο φασι σμός χωρίς Σβάστικα" της αντιφασιστικής συνέλευσης autonome antifa που έγινε το Νοέμβριο του 2010, η οποία κυκλοφορεί στα ίδια σημεία που κυκλοφορεί το βιβλίο αυτό. 5.· George Caffentzis, “T he Work/Energy Crisis and the Apocalypse”, στο Midnight Notes, Midnight Oil: Work, Energy, War, 1973 - 1992, Autonomedia, 1992, σελ. 227. Ο τονισμός στο πρωτότυπο.
[ 25]
Δ ιεν κ ρ ιν ή σ εις Το κυρίως κείμενο μεταφράστηκε από τα αγγλικά. Η εισα γωγή των Σέρτζιο Μπολόνια και Πρίμο Μορόνι [Primo Moroni] μεταφράστηκε από τα ιταλικά. Από τα ιταλικά με ταφράστηκε και το βιβλιογραφικό σημείωμα με το οποίο κλείνει το βιβλίο. Αυτό το βιβλιογραφικό σημ'είωμα είναι γραμμένο το 1993, οπότε θα μπορούσε να είναι πιο επίκαι ρο και βέβαια πάσχει από έλλειψη της πιο προσιτής για εμάς αγγλικής βιβλιογραφίας. Παρόλ' αυτά το συμπεριλάβαμε, για δυο λόγους. Πρώτον, γιατί απαριθμεί τα '“μη πανεπιστη μιακά ερευνητικά κέντρα” που βοήθησαν στην έρευνα, περιγράφοντας ένα φαινόμενο ενδιαφέρον και εντελώς άγνωστο στην Ελλάδα. Δεύτερον και κυριότερο, γιατί μας φαίνεται πως δείχνει τον τεράστιο βαθμό στον οποίο, ακόμη και ένα μικρό σχετικά βιβλίο, πρέπει να αντλεί και να βασίζεται στη δουλειά άλλων. Είναι κι αυτή με τον τρόπο της μια χρήσιμη γνώση, πόσο μάλλον που τώρα τελευταία το χαρακτηριστικά ελληνικό φαινόμενο του “μοναδικού συγγράμματος" έχει αρ χίσει να παρατηρείται και στα εγχώρια κινηματικά πράγμα τα με όλες τις ζοφερές συνδηλώσεις του. Μοναδικό ελαφρυντικό εδώ είναι ότι η προηγούμενη κατάσταση ήταν εκείνη του καθόλου συγγράμματος, η γνωστή και ως “κούτρα”...
[ 26]
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η τω ν S ergio B ologna κα ι P rim o M o ro n i Στα τέλη του Γ ενάρη με α ρ χ έ ς Φ λεβ ά ρ η του 1993, εφ η μ ερ ίδ ες, π ε ρ ιο δ ικ ά και τη λ εο πτικ ές ε κ π ο μ π έ ς β ρ ήκαν την ε υκ α ιρ ία ν α πα ρ α θέσ ο υ ν β ιασ τικά τις α π ό ψ ε ις τους γυρω α π ό την ά ν ο δο του Χ ίτλερ στην εξουσία. Ή τ α ν η εξηκοσ τή ε πέτειο ς α π ό αυτό το σ η μ α ντικό γεγονός και στην κοινή γνώ μη δεν είχε α κ ό μ η κ α ταλα γιάσει η τ ρ ο μ ερ ή εντύπω ση που είχε πρ ο κ αλέσ ει το κύμα νεοναζισ τική ς κα ι ξενο φ ο βική ς β ία ς το ο π ο ίο είχε συνταρ άξει την επανενω μένη Γ ερ μανία στο δεύ τερ ο μισ ό του 1992 και είχε επ ισ η μ α ν θ ε ί με τον π ιο εμ φ α τικ ό τρ ό π ο α π ό τα ίδ ια μέσα. Ο Ν αζισμό ς ξαναγυρνοΰσε στ’ α λ ήθεια, σ τα σ αλόνια τ η ς μεγάλ η ς πο λ ιτικής αλλά και στα πεζο δ ρ ό μ ια · οι α γκυλω τοί σ τα υ ρ ο ί πολλαπλασ ιάζονταν, σ τα κρ άνη τω ν π α ρ ασ τρ ατιω τικ ώ ν τη ς ν έα ς α ν ε ξά ρ τη της Κ ρ ο ατία ς, αλλά και στα μ π ο υφ ά ν νεα ρώ ν Ρώσων, Γερμανών, Ο ύγγρω ν, Α μερικανώ ν και π ά ει λέγοντας. Ή δ η α π ό τ ο Φ θ ιν ό π ω ρ ο του 1992 είχ α μ ε οργανώ σει μία εκδήλω σ η με θέ μ α τον γ ερ μ α ν ικ ό νεο ναζισμ ό σε [ 27]
συνεργα σ ία με το Κ οινω νικό Κ έντρο τη ς οδού Κονκέτα [C onchetta]. Η α φ ο ρ μ ή ή ταν οι ε π ιθ έσ ε ις που είχαν δ ε χ θ ε ί τα π α ιδ ιά του κέντρου α π ό ακ ρο δ εξιο υ ς τη ς μιλανέζικης ε π α ρ χ ία ς. Σε εκείνη την εκδήλω σ η, β α σ ι σ τήκαμ ε σε σ το ιχεία γύρω α π ό το φ α ιν ό μ εν ο του νεο ναζισ μού σ την πρ ώ ην α νατο λ ική Γ ερ μανία, γ ια να επιση μ ά νο υμ ε ότι το φ α ιν ό μ εν ο είχε β α θ ιές ρ ίζες εκεί, ό τι το κομ μουνισ τικ ό κα θεσ τώ ς το είχε υ πο τιμ ή σ ει και υ πό μ ία έννοια αν εχθεί, κ α θώ ς κα ι ότι η κα τάσταση στη Γ ερ μ ανία δεν ήταν σ ο β α ρ ό τερ η α π ό εκείνη τω ν α μέσ ω ς πρ ο ηγο υ μένω ν ετών, μόνο που τότε ο τύ π ο ς ε ί χε επιλ έξει να τη ν αγνο ήσει. Κ ατ’ αυτόν τον τρ ό π ο , ο κίνδυνος μ ια ς α να β ίω σ η ς του νεο ναζισμ ο ύ στη Γ ερ μ α νία μ π ο ρ ο ύσ ε να γίνει αν τιλ η π τό ς εντός ενός ευρ ύ τε ρου πλ αισ ίου· δεν υ π ή ρ χ α ν π ε ρ ισ σ ό τερ ο ι λόγοι α νησ υ χία ς α π ό όσ ους υ π ή ρ χ α ν τα π ρ ο η γ ο ύ μ ενα χρ ό νια . Ο ι έρ ευ νες που είχ α μ ε χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ε ι σε εκείνη την εκδή λω σ η , ε π εσ ή μ α ιν α ν ένα κο ινω νιολογικό γεγονός που α ξίζει τη ν π ρ ο σ ο χ ή μας: το 50% τω ν νέω ν που σ υμ μ ετείχα ν σε ε π ε ισ ό δ ια ν εο ναζισ τικής κα ι ξενοφ οβικής β ία ς ή ταν ε ρ γά τες ή μ α θ η τευό μ εν ο ι ερ γά τες. Δεν ήταν δυ νατόν λ ο ιπό ν να μιλ ήσ ει κα νείς γ ια τον α κ ρ ο δεξιό ε ξτρ εμ ισ μ ό δίχ ω ς να μιλ ήσ ει γ ια την κρ ίσ η τη ς β ιο μ η χ α ν ικ ή ς ερ γα σ ία ς, για την κρ ίσ η τη ς ερ γα τικ ή ς ταυ τό τητα ς κα ι πά νω α π ’ όλα για τα π ρ ο β λ ή μ α τα τη ς νεολαία ς, είτε επρ ό κ ειτο για το Λος Ά ντζελες, είτε για τη Μ όσχα, είτε για τ ο Β ερολίνο π ρ ιν κα ι μ ετά τη ν πτώ [ 28]
ση του Τ είχ ο υ ς, είτε τέλος για το Μ ιλάνο. Αλλά ο ι κοινω νικο π ο λιτισμ ικές αναλ ύσ εις πο υ α φ ο ρ ο ύ ν το σ ή μ ε ρ α δεν επαρ κ ο ύν. Ε ξίσου (ή μ ή π ω ς κυρίως;) αν α γ κ α ίο είναι να α ν α μ ετρ η θο ύ μ ε γ ια άλλη μ ια φ ο ρ ά με την ι σ τορ ία κα ι τα ειδ ικ ά χ α ρ α κ τη ρ ισ τικ ά του χιτλερικού Ε θνικο σ ο σιαλισμο ύ . Π ρ έ π ε ι να σ η μειώ σ ουμε ότι μεταξύ τω ν π ο λ ιτισ μ ι κών ρευμ άτω ν που πρ ο ετο ίμ α σ α ν την ε π α ν εμ φ ά ν ισ η ενός δεξιο ύ εξτρ εμισ μο ύ που χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί τη χιτλ ερ ι κή σ ημειο λο γία , κεντρική θέσ η κα τέχει ο λ εγόμενος “α ρ ν η τισ μ ό ς”, το ψ ευ δο ϊσ το ρ ιο γ ρ α φ ικ ό ρ εύμ α που ασ χολείται με τη ν ά ρ ν η σ η του εβ ρα ϊκο ύ ολοκαυτώ μα τος και άλλες π α ρ ο μ ο ίο υ ε π ιπ έ δο υ α νο ησίες. Αλλά ο “α ρ ν η τισ μ ό ς” είναι μόνο μ ία ό ψ η (και για να λέμ ε την α λ ήθεια, η λιγό τερο π ερ ίπ λ ο κ η ό ψ η) ενός ευρύτερου ρ εύμ α το ς που είν α ι γνω στό ω ς “ισ το ρ ικό ς α ν α θ ε ω ρ η τι σ μ ό ς”. Ο πρ ω ταγω νιστές του ισ τορικού α ν α θ ε ω ρ η τι σμού δεν είν α ι δηλ ω μ ένο ι νεο ναζιστές ιδ εολόγοι, αλλά ισ τορ ικο ί με α ν α φ ο ρ έ ς στη φ ιλ ελεύ θερ η και δ η μ ο κ ρ α τικ ή, α κ ό μ η κα ι στη σο σιαλισ τική π α ρ ά δ ο σ η , οι ο π ο ί οι δηλώ νουν α ν ο ιχ τά τη ν α π ο σ τρ ο φ ή τους, τό σ ο α π έ ναντι στο δε ξιό εξτρ εμ ισ μ ό , όσο κα ι α π έν α ν τι σ τις δ ιά φ ο ρ ες μ ο ρ φ έ ς ολο κλ ηρ ω τικ ή ς διακυ βέρ νη σ η ς. Αυτοί ο ι μελετητές, ό λοι το υ ς α ξιο σ έβ α σ τες μ ο ρ φ ές του δυτικού α κ α δη μ α ϊκ ο ύ κόσμου, α π ο δο μ ο ύ ν το σύ σ τημα κανόνω ν πο υ μ έ χ ρ ι πρ ό τινο ς δ ιείπ ε τη ν ισ τορ ι κή μ ν ή μ η του Ε θνικοσ οσιαλισμού. Ε ίναι β έβα ια α λ ή [ 29]
θε ια ότι αυ τή η ισ το ρ ική μ ν ή μ η είχε μ εν δ ια μ ο ρ φ ω θ ε ί κα τά τη δ ιά ρ κ ε ια τη ς α ν τιφ α σ ισ τικ ή ς πά λης, αλλά ε ί χε μ ετέπειτα τα ρ ιχ ε υ θ ε ί γ ια να π α ρ ά ξε ι μ ια σ ειρ ά κοι νών τό π ω ν ενα ντίον τω ν ο π ο ίω ν α ρ κ ε το ί μελετητές ε ί χα ν υψ ώ σ ει δικ α ίω ς τη φ ω νή τους. Π α ρ ά όλ’ αυ τά, ε ί ναι α δ ια μ φ ισ β ή τη το ότι ο “ισ τ ο ρ ικ ό ς 'α ν α θ ε ω ρ η τ ι σ μ ό ς” για τον ο π ο ίο μ ιλάμ ε έχ ει σ υνεισφ έρ ει σ την επαν α ν ο μ ιμ ο π ο ίη σ η τη ς χιτλ ερ ικ ή ς ε μ π ε ιρ ία ς στη συλλο γική σ υνείδησ η κα ι έχει δη μ ιο υ ρ γ ή σ ει μ ια σ ειρ ά νέων πα ρ α δ ε ιγ μ ά τω ν που β ρ ίσ κ ο νται στο κέντρο τω ν π ο λ ι τισ μικ ώ ν απ ο σκευ ώ ν τη ς ν έα ς ευρ ω π α ϊκ ή ς μ εσ α ία ς τ ά ξης. Η ά ρ ρ η τη πρ ο ϋ π ό θεσ η που β ρ ίσκ εται στη βάση αυ τή ς τη ς δ ια δ ικ α σ ία ς είναι ακ ριβ ώ ς η ά ρ ν η σ η των πα λιώ ν πα ρ α δ ε ιγ μ ά τω ν πά νω στα ο π ο ία είχε δ ια μ ο ρ φ ω θ ε ί η ισ το ρ ική μν ή μ η κα τά τη δ ιά ρ κ ε ια τ η ς α ν τιφ α σιστικής πά λης. Έ ν α βασικό σ χετικό ζή τη μ α είν α ι η σχέσ η μεταξύ ε θνικο σ ο σιαλισμο ύ κα ι ερ γα τικ ή ς τά ξη ς. Κ ατά τη γνώ μ η τω ν νέω ν “αν α θεω ρ η τώ ν ”, η π α ρ α δ ο σ ια κ ή ιδ έα σ ύμφ ω να με την ο π ο ία ο Ε θνικο σ ο σιαλισμό ς ήταν ένα κ ίνη μ α τω ν μ εσ αίω ν σ τρ ω μάτω ν που α ν δρ ώ θ η κ ε με τη ν υ π ο σ τή ρ ιξη του μεγάλου κεφ αλαίου, δεν είν α ι π α ρ ά μ ια μ ετα γ ρ α φ ή με ισ το ρ ιο γ ρ α φ ικ ο ύ ς όρ ο υς ενός ι δεολογικού σ χή μ α το ς που κατασκ ευ άσ τη κε α π ό τον σ ταλινισμό, για να γίνει έ π ειτα σ ιω π η ρ ά απ ο δεκ τό , αν όχι α π ό τ ο σύνολο τ η ς ισ το ρ ιο γ ρ α φ ία ς, τουλά χιστον α π ό ένα σ η μ α ν τικ ό κ ο μ μ ά τι τη ς φ ιλ ελεύ θερ η ς πολιτειο[ 30]
λογίσς. Α ντιθέτω ς, εδώ κα ι κ ά π ο ια χρ ό ν ια , οι ισ τορ ικοί “α ν α θ ε ω ρ η τέ ς” πρ ο σ π α θ ο ύ ν να απ ο δείξο υ ν ότι ο Ε θνι κοσ ο σιαλισμό ς ήταν ένα φ α ιν ό μ εν ο π ε ρ ισ σ ό τερ ο ε ρ γ ατικ ό π α ρ ά μικ ρ ο αστικό . Σ υνεπώ ς, ο ι ν εα ρ ο ί ερ γά τες που β ρ ίσ κ ο νται σ ή μ ερ α μεταξύ τω ν νεοναζιστώ ν δεν απ οτελο ύ ν π α ρ ά γο ν τα ρ ή ξη ς, αλλά π α ρ ά γο ν τα συνέ χ εια ς με το πα ρ ελθό ν. Αυτού του είδο υ ς η ανάγνω ση του ναζισ τικού φ α ιν ό μενου δεν α π έ χ ε ι πολύ α π ό την ιδ έα ότι το “ερ γα τικό κ ρ ά το ς” τη ς πρ ώ η ν α να το λ ική ς Γ ερ μ ανίας θ α π ρ έ π ει να θ ε ω ρ είτα ι ο π ρ α γμ α τικ ό ς κληρ ο νό μο ς του χ ιτλ ερ ι κού καθεσ τώ τος, εν π ά σ η π ε ρ ιπ τώ σ ει πολύ π ερ ισ σ ότε ρο α π ’ ό,τι η Δ υτική Γ ερ μανία. Κι έτσι, η θέσ η π ε ρ ί “σ υνέχεια ς” μεταξύ π ρ ο π ο λ ε μ ικ ή ς κα ι μετα π ο λεμ ικ ή ς Γερ μανίας, μ ια θέσ η που υ πο σ τη ρ ίχ θη κ ε σ χετικά με τη Γ ερ μ ανία του Α ντενάουερ α π ό τη ν κομ μουνισ τικ ής έμ πνευ σ η ς ισ το ρ ιο γ ρ α φ ία κα ι ό χ ι μόνο, σ ή μ ερ α , μετά την πτώ ση του Τ ε ίχ ο υ ς, σ τρ έφ ετα ι ενά ντια στους εμπνευ στές της. Π ρ ο κειμ έν ο υ να υπο σ τηρ ίξο υ ν τη θέσ η ότι ο Ε θνικο σ οσ ιαλ ισ μ ό ς β ρ ήκε σ τή ρ ιγ μ α π ρ ώ τα α π ’ όλα στην ε ρ γ ατικ ή τά ξη , ο ι ισ το ρ ικ ο ί “α ν α θ ε ω ρ η τέ ς” π α ρ α θέτο υν ένα ν εντυπ ω σιακό όγκο σ τοιχείω ν, κυρίω ς εκλογικού τύπου. Ε ίναι πα σίγνω σ το ότι τα νο ύ μ ερ α δεν μ π ο ρ εί κα νείς να τ α α μ φ ισ β η τή σ ει εύκολα· πα ρ ό λ α αυτά, η α νάγνω ση κ α ι η ε ρ μ η ν εία το υ ς είναι π ερ ίπ λ ο κ ο π ρ ό β λ η μα. Δεν είν α ι π ά ντα α λ ή θ ε ια ότι ο ι α ρ ιθ μ ο ί μιλούν α π ό [ 31]
μ όνοι τους. Χ ώ ρια πο υ η ίδ ια η έννοια τη ς ε ρ γα τική ς τά ξη ς δεν είναι πά ντα μονοσή μαντη. Π ρ έ π ε ι λ ο ιπό ν να ξετυλίξουμε το κ ο υ β ά ρ ι' δεν π ρ έ π ει ό μ ω ς να α π ο ρ ρ ίψ ο υ μ ε αυ τές τις νέες έρ ευ νες εκ τω ν πρ ο τέρ ω ν, α ντιθέτω ς π ρ έ π ει να τις δια β ά σ ου μ ε πρ οσ εκτικ ά , να τις φ έρ ο υ μ ε σε α ν τιπ α ρ ά θ ε σ η με άλλες έρ ευ νες που πολύ σ υχνά αγνοούνται. Με λίγα λόγια, αν θέλουμε να α ν α μ ετρ η θ ο ύ μ ε με τη ν ανάλυσ η του σ η μ ε ρινού νεο ναζισμ ο ύ δίχ ω ς να κα ταφ εύγο υμ ε σε β εβ ια σ μένες α να λ ο γίες με το πα ρ ελ θό ν , είτε αυτές π ρ ο έ ρ χ ο ντα ι α π ό το υ ς ιστο ρ ικο ύ ς “α ν α θ ε ω ρ η τέ ς”, είτε α π ό την τα ρ ιχ ευ μ ένη ισ το ρ ική μν ή μ η , θ α π ρ έ π ει να ξανανοίξουμε τ η δ ια μ ά χ η γύρω α π ό τη ν ισ το ρ ία του Ε θνικοσ ο σιαλισμ ού. Θ α π ρ έ π ει όμω ς να το κάνουμε με “π ά θο ς πολιτικό”, με εκείνο το ε ίδο ς δ ια νο η τική ς έντασης που χ α ρ α κ τη ρ ί ζει όσ ους γνω ρίζουν ότι διεξάγουν μ ια μ ά χ η πρ ώ τα και κύρια πολιτική. Κ αι εδώ β ρίσκ εται τ ο ζήτη μα. Η σ η μ ε ρινή ισ το ρ ιο γρ α φ ική κουλτούρα είναι μ ια κουλτούρα α κ α δη μ α ϊκ ή . Μ πο ρ εί λο ιπό ν “π ά θο ς πολιτικό ” να χ α ρ α κτη ρ ίζει τον πρ α γμ α τικ ό κόσμο, αλλά η λεγάμενη π α νεπ ισ τη μ ια κ ή έρευνα είναι το μακ ρ ινό τερο πρ ά γμ α α π ό αυτό το π ά θο ς που μ π ο ρ εί να φ αντασ τεί κανείς. Για να κ α ταλά βο υ με κα λύτερα αυ τό το σ η μ είο μ π ο ρούμ ε να σ κεφ τούμ ε το π α ρ ά δ ε ιγ μ α του Μ ιλάνο, μ ια ς πόλ ης ό π ο υ β ρ ίσκουμ ε την έ δ ρ α ούτε λίγο ούτε πολύ πέντε ξεχω ρισ τώ ν πα νεπ ισ τη μ ίω ν , κα ι μ α ζ ί να σκε[ 32]
φτούμε τη δ ε κ α ετία πο υ μό λις τελειώ νει, τη δ εκ α ετία του σ κανδάλου Τ αντζεντόπολι*, τη δ ε κ α ετία τ η ς “α ν τι π ρ οσ ω π ευ τικ ή ς δ η μ ο κ ρ α τία ς ” πο υ τώ ρ α επ ιδ εικ ν ύει ό λη τη μ ιζέρ ια τη ς μέσ α και έξω α π ό τις α ίθο υ σ ες τω ν δικασ τηρ ίω ν. Γ ιατί ά ρ α γ ε ο υ δέπ ο τε ο α κ α δ η μ α ϊκ ό ς κόσ μος του Μ ιλάνο δεν κ α τέδειξε το γεγο νό ς ότι το κομ μ α τικ ό σ ύσ τημα α φ ά ν ιζε α ρ γ ά α ρ γ ά τ όσ ο τη δ η μ ο κρ α τία όσο κα ι τη ν ο ικ ο νο μ ία; Κ αλ ο πλ η ρ ω μένες υ π η ρεσ ίες σ υμβούλου, ένταξη στο μισ θο λ ό γιο δ ιε φ θ α ρ μ έ νων πολιτικώ ν κα ι επ ιχ ειρ ή σ εω ν σε α π ο σ ύ νθεσ η -αυτό είναι όλο κι όλο πο υ έχουμ ε να θ υ μ ό μ α σ τε α π ό τον μιλανέζικο α κ α δ η μ α ϊκ ό κόσ μο τη ς δ ε κ α ετία ς του ’80. Στη π ρ ο σ π ά θ ειά μ α ς να ξανανο ίξο υ με τη δ ια μ ά χ η γύρω α π ό τη ν ισ το ρ ία του Ε θνικοσ οσιαλισμού στη Γ ερ μανία κα ι ειδ ικ ά γύρω α π ό τ η σ χέσ η του Ν αζισμού με τα ερ γα τικ ά σ τρ ώ ματα , χ ρ εια σ τή κ α μ ε βο ή θεια , σ υμβουλές, υλικό πο υ π ρ ο έ ρ χ ε τα ι α π ό τη σ κέψ η άλ λων. Για να τα β ρούμ ε όλα αυτά, δεν απ ευ θυ νθή κ α μ ε σε κ ά π ο ιο π α νεπ ισ τη μ ια κ ό ίδ ρ υ μ α , αλλά σε τέσσ ερ α •Α να φέρετα ι στην κα τα ιγίδα σκανδάλω ν που ξέσπασε μεταξύ 1992 και 1996 στην Ιτα λία . Στο επίκεν τρ ο β ρέθηκε η δ ια φ θ ο ρ ά του Χ ρ ιστια νοδη μ ο κρ α τικ ο ύ Κ όμ μ ατος, αλλά οι α πο κ α λύ ψ εις έφ τα να ν μ έχ ρ ι το ρόλο των μυστικών υπηρεσιώ ν στις β ομ βιστικές ε π ιθ έσ εις του τέλους τη ς δ εκ α ετία ς του '60. Η ό λη δ ια δ ικ α σ ία κατέληξε στην κα τά ρ ρ ευση του ιταλικού πο λ ι τικού συστή μ α τος, στη δ ικ ασ τικ ή δίω ξη και κ α τα δίκη πρώ ην π ρ ω θυπουργώ ν και στην ε μφ ά νιση του Μ περλουσκόνι. Η λέ ξη “Tangentopoli” μ π ο ρ ε ί να μ ετα φ ρ α σ τεί κατά λέξη ως “ Μιζούπολη" (tangente στα ιτα λικά σ η μ α ίνει, μεταξύ άλλων, και μίζα). (σ.τ.μ) [ 33]
μη π α νε π ισ τη μ ια κ ά ερ ευ νητικ ά κέντρα, τ ρ ία γ ε ρ μ α ν ι κά κα ι ένα ιταλικό. Για να ο ρ γανώ σο υ με τη σ υζήτηση δεν α π ευ θ υ νθ ή κ α μ ε σε κ ά π ο ια α π ό τ ις φ ρ ά ξ ιε ς τ η ς μιλα νέζικη ς π ο λ ιτισ μ ική ς ζω ής, σε κά π ο ιο ν εκδ ό τη, σε κ ά π ο ιο ό ρ γ α ν ο τη ς δ η μ ό σ ια ς διο ίκη σ η ς. Για να μ ιλ ή σουμε σε ένα π ρ ο σ εκτικ ό κοινό π ρ ο σ π α θ ή σ α μ ε να α ποφ ύ γο υμ ε τό σ ο το υ ς ειδικο ύ ς, όσο κα ι το υ ς κα τα ν α λ ω τές πολιτισμού. Ο ι π ρ ώ το ι δεν θ α μ α ς ά κ ο υγαν, τους ενδ ια φ έ ρ ε ι μόνο η συζήτη ση α ν α μ ετα ξύ τους. Ό σ ο για του ς δεύ τερ ο υς, α ς συνεχίσουν να συχνάζουν σ τις κο σ μ ικές εκδηλώ σ εις τους κι ο θεό ς να μ α ς φ υ λά ει α π ό δαύτους! Σε αυτό το σ η μ είο λο ιπό ν, έχο υμ ε πολλούς να ευχα ρ ισ τή σουμε. Τ ο ν Κ αρλ Χ άινς Ροθ [K arl H ein z Roth] κ α ι τ ην Α νγκέλικα Έ μ π ιν χ α ο υ ς [A ngelika E b binghaus] του “Ιδ ρ ύ μ α το ς γ ια τη ν Κ οινω νική Ισ το ρ ία του 20ου Α ιώνα" του Α μβούργου, το υ ς Ί ν γ κ ε Μ άρσ ολεκ [Inge M arßolek] κ α ι Τ ιλ Σ ελ τζ Μ π ρ ά ν τε ν μ π ο υ ρ γ κ [Till S chelz -B ra n d e n b u rg ] του “Ε ρ ευνητικού Κ έντρου για τη ν Ισ το ρ ία του Ε ργατικού Κ ινήματο ς σ την ε π α ρ χ ία τ η ς Β ρ έ μ η ς”, τον Μ ίκαελ Βιλντ [M ichael W ildt], εκ δ ό τ η τη ς ε π ιθ ε ώ ρ η σ η ς τω ν ισ το ρ ικ ώ ν τη ς β ά σ η ς "Werkstatt Geschichte” κα ι σ υνεργάτη του “Ε ρευνητικού Κέντρου γ ια τη ν Ισ το ρ ία του Ε ργατικού Κ ινήματος στην ε π α ρ χ ία του Α μβ ο ύ ρ γο υ ”, το ν κα θη γη τή Τ ό μ α ς Κ ρ έμερ Μ πα ντό νι [T h o m as C räm er-B ad o n i], δ ιδ ά σ κοντα ασ τικ ή ς κοινω νιολογίας στο π α νε π ισ τή μ ιο τη ς [ 3 4]
Βρέμης. Ό λ ο ι τους έθεσ α ν στη δ ιά θ ε σ ή μ α ς τόσ ο τις β ιβ λιο θήκες τω ν ιδ ρ υμ άτω ν τους, όσο και τις δικές τους, επέλ εξαν κα ι φ ω το τύπ η σ α ν υλικό κα ι π α ρ είχα ν σ υμβ ο υ λές κ α ι π α ρ α τη ρ ή σ ε ις . Π ρ ο φ α ν ώ ς β έβ α ια , στην ανάγνω ση κα ι την επεξε ρ γ α σ ία του υλικού α κ ο λ ουθή σ αμε τη δικ ή μ α ς ε ρ μ η ν ε ία η ο π ο ία ε νδ εχο μ έ νω ς δεν σ υμ φ ω νεί με τις α ν τίσ το ιχες τω ν ερευνητώ ν που μ α ς β ο ήθησ αν. Είμα στε ε π ίσ η ς ευγνώ μονες στον Δ ρα Χ ανς Π έτερ Χ έμπελ [H a n s P e te r H ebel], διευ θυ ντή του Ινστιτούτου Γκέτε του Μ ιλάνο, στον Ρικ άρ ντο Τ έ ρ τσ ι [R iccardo Terzi], γ ρ α μ μ α τ έα τη ς C G IL τη ς Λ ο μ βα ρ δ ία ς, στον Αλντο Μ πο νό μι [Aldo B onom i], διευ θυ ντή του ερ ευ νη τικού ινστιτούτου A aster κα ι τη ς ε π ιθ εώ ρ η σ η ς “ Ite r”, στα μέλη του πολιτιστικού συλλόγου του C alusco και το υ ς ν έο υ ς το υ Κ ο ινω νικο ύ Κ έντρ ο υ τη ς ο δο ύ C o n c h e tta 18 πο υ μ α ς βο ή θη σ α ν να ο ρ γανώ σο υ με την εκδήλω σ η πο υ έλαβε χ ώ ρ α σ την α ίθο υ σ α B uozzi του Ε ρ γατικού Κ έντρου του Μ ιλάνο σ τις 3 Ιουνίου του 1993. Ε ίμα στε ε ιδικ ά υ π ο χρ εω μ έν ο ι στον Τ σ έζα ρ ε Μ περ μ ά νι [C esare B erm an i] που μαγνητο φ ώ νησ ε κα ι κα τέγρ α ψ ε τ ο κείμ ενο τ η ς εκδή λω σ ης. Τ ο α π ο τέλεσ μ α τη ς α π ο μ α γ νη το φ ώ ν η σ η ς έγινε α ντικ είμ ενο νέα ς ε π ε ξερ γ α σ ία ς κα τά τη δ ιά ρ κ ε ια τη ς ο π ο ία ς ενσ ω μ α τώ θη καν κα ι ο ι π ιο σ η μ α ν τικές α π ό τις π α ρ α τη ρ ή σ ε ις που εκφ ρ ά σ τη κα ν στη σ υζήτηση πο υ ακολούθη σε. Στο κείμ ενο πο υ π ρ ο έκυ ψ ε, π ρ ο σ θέσ α μ ε ένα μάλλον [ 35]
ογκώ δ ες “β ιβ λιο γρ α φ ικ ό σ η μ είω μ α ", το ο π ο ίο πά ντω ς δεν φ ιλ ο δ ο ξε ί να είν α ι εξαντλητικό. Ε λπίζουμε να α π ο τελέσ ει β ο η θη τικ ό ε ρ γα λείο γ ια όσ ους θ α ήθελ αν να εμβ αθυ νο υ ν στο ζή τη μ α , είτε είν α ι μελετητές, είτε ε ρ ευνητές, είτε α π λ ά ε ν δ ια φ ερ ό μ εν ο ι. Η β ασ ικότερ η σ υν εισ φ ο ρ ά εδώ π ρ ο έ ρ χ ε τα ι α π ό τ ο ν 'Π ιε ρ Π άολ ο Π ότζιο [P ier Paolo Poggio] τη ς “ Β ιβ λ ιο θήκης κα ι Α ρ χείου L uigi M icheletti” τη ς Μ πρ έσ ια, ενός άλλου μη π α νεπ ισ τη μ ια κ ο ύ ερευνητικ ού κέντρου πο υ επ ίσ η ς π ρ έ π ει να πα λ έ ψ ε ι γ ια τη ν επιβ ίω σ η με δε δ ο μ έ νη τη σ π ά ν η τω ν πό ρ ω ν, π α ρ ό λ ’ αυ τά δεν π α ύ ει να α π ο τελεί π η γή πρω τοβουλιώ ν, με τελ ευ τα ία ένα σ εμ ινά ρ ιο για τον “α ρ ν η τισ μ ό ” κα ι τη ν εο ναζιστική δ ε ξ ιά πο υ έλαβε χώ ρ α στη Μ πρ έσ ια σ τις 9 Δ εκεμβ ρ ίο υ του 1993 με πλ η θ ώ ρ α συμμ ετεχόντω ν. Τ έλο ς, ο φ είλο υμε ειδικές ε υ χ α ρ ισ τίε ς σ το ν Δ ρ α Μ ά ν φ ρ ε ντ Σ τ ά ιν κ ιο υ λ ε ρ [M an fred Stein k ü h ler], γενικ ό π ρ ό ξεν ο τη ς R F T στο Μ ιλάνο, που π ά ντα α κ ο λο υ θεί κ α ι υ πο σ τη ρ ίζει τις πρω το β ο υλ ίες που θε ω ρ ε ί πω ς ασ χο λο ύ νται κρ ιτικά κα ι α δ ιά λ λα κ τα με το ναζισ τικ ό πα ρ ελ θό ν. Sergio Bologna, Primo Moroni Μιλάνο, 31 Δεκεμβρίου 1993
[ 36]
ΝΑΖΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ
Οι ερ γ ά τ ε ς η ο υ ψ ή φ ισ α ν τον Χ ίτλ ε ρ : ο νέο ς ιστορικός ρε β ιζ ιο ν ισ μ ό ς Τ α εκλο γικά α π ο τελέσ μ α τα τη ς δ ε κ α ετία ς του ’30 ά ρ χισ αν να γ ίνο νται αν τικ είμ ενο α νάλυσ ης ή δ η α π ό τις α ρ χέ ς τη ς δ ε κ α ετία ς του ’80. Η α νάλυσ η αυ τή α ν α β α θ μ ιζόταν κα ι εμπλο υ τιζό τα ν δια ρ κ ώ ς, έχο ντα ς πλέον κ α ταλή ξει στο ακ ό λο υ θο σ υ μ π έρα σ μ α : τα εκλογικά π οσ οστά του Ν αζιστικου Κ ό μμα το ς πο υ π ρ ο έρ χον τα ν α π ό τη ν ερ γα τικ ή τά ξ η αυ ξάνο νταν συνεχώ ς κα τά την π ε ρ ίο δ ο πο υ πρ ο η γ ή θ η κ ε τ η ς κα τά λη ψ η ς τη ς εξουσ ίας α π ό τους Ν αζί. Ο Γ ιουργκεν Φ ά λ τερ (Jü rg en F alter], έ ν ας α π ό το υ ς ισ τορικούς πο υ ερ εύ νη σαν το φ α ιν όμ εν ο σε β άθο ς, π α ρ ο υσ ία σ ε τα α ρ χ ικ ά α π ο τελέσ μ α τα τη ς έρ ευνάς του το 1986 στο π ερ ιο δ ικ ό του Ιδρ ύ μ α το ς F rie d ric h E b e rt -ο ρ γ α ν ισ μ ο ύ που π ρ ό σ κειτα ι στο Σ ο σ ια λ δη μ ο κ ρ α τικ ό Κ ό μμα. Στο π ιο π ρ ό σ φ α το ά ρ θ ρ ο του, πο υ δη μ ο σ ιεύ τη κε σ τις α ρ χ έ ς του χρ ό ν ο υ 1 στο π ε ρ ιο δ ικ ό Geschichte und Gesellschaft2, ο Φ άλ τερ π α ρ ο υ σ ί [ 39]
ασε τα τελικά α π ο τελέσ μ α τα τη ς έρ ευ νάς του σε 42.00 0 κά ρτες μελών του Ν αζιστικού Κ ό μμα το ς, α π ό τις ο π ο ίες πρ ο έκυ πτε πω ς πά νω α π ό το 40% τω ν μελών ήταν εργά τες. Αυτό που βλέπουμε να ξεδιπλώ νεται εδώ είναι μια ερ μηνεία του Ν αζισμού ω ς φ αινό μενο εντός του οποίου το συστατικό τη ς ερ γα τικής τ ά ξη ς είναι εξαιρ ετικ ά ισχυρό -α ν ό χι καθοριστικό. Π ρ ό κειτα ι γ ια ένα σ υμ π έρα σ μ α που φ ιλ ο δο ξεί να κάτσει στη μύτη τη ς π α ρ α δο σ ια κ ή ς ερμηνείας, η ο π ο ία αντιλαμβ άνεται τ® ναζιστικό Κ όμ μα ω ς το Κ όμμα τη ς Mittelstand, τω ν μεσοστρωμάτων. Αυτή, λοιπόν, είναι η μία εκδο χή του προβλήματος. Κ ατά τ η γνώ μη μου υ π ά ρ χ ε ι α κ ό μ α ένα β ασικό ζήτη μα. Α πό τη ν πτώ ση του Τ είχ ο υ ς κι έπειτα , στη Γ ερμα νία έκανε τη ν εμ φ ά νισ η τη ς με αξιο σ ημείω τη εκδοτική δυ ναμ ικ ή μ ια πλ η θώ ρ α ά ρ θρ ω ν και βιβλίων που σ τό χευαν ν’ α π ο δείξο υ ν πω ς το ερ γα τικό σ τοιχείο ήταν κα θορ ισ τική ς σ η μ α σ ία ς για το Ν αζισμό, τόσ ο κατά την περ ίο δ ο που πρ ο η γή θη κ ε τη ς ανόδου του στην εξου σία, όσο και κα τό πιν αυτής. Κ αι πω ς οι πολιτικές του ναζιστικού καθεστώ τος ήταν ευνοϊκές για την ερ γα τική τάξη , κα θώ ς έ τειναν σ την ά μβλυνσ η τω ν διαχω ρισ τικώ ν γρ α μ μ ώ ν με τους μεσοαστούς. Π ρ ό κειτα ι, δηλ α δ ή , για μ ια ά π ο ψ η που -κ ινο ύ μ εν η πά νω σ’ αυτή τη ν υ ποτιθέ μενη γ ρ α μ μ ή του εξισ ω τισ μ ο ύ - μ ετα τρέπ ει τον Χίτλερ σε α υθεντικό “σ ο σ ια λ επα να σ τά τη ” του 20ου αιώ να. Κ ο μβ ικ ή ς σ η μ α σ ία ς γ ια το εν λόγω ρ εύμ α του ρεβι[ 40]
ζιονισμού α π ο τε λ ε ί το βιβλίο του Ρ άινερ Τ σ ίτελμ αν [R a in e r Z ite lm a n ] “Hitler, Selbstverständnis eines Revolutionärs”s στο ο π ο ίο κα ι θ α αν α φ ερ θο ύμ ε. Π ρ ιν ό μ ω ς α σ χ ο λ η θ ο ύ μ ε με τις θ έ σ ε ις του Τ σ ίτελμ αν, α ξίζει να κα τα δείξο υ μ ε το γεγο νό ς πω ς σ χεδόν τ ο 90% τη ς β ιβ λιο γρ α φ ία ς που α φ ο ρ ά στη σ χέ ση ερ γα τικ ή ς τά ξη ς κα ι Ν αζισμο ύ στη Γ ερ μανία δεν α π ο δ έχ ετα ι τη ν ε ρ μ η ν εία πο υ π ρ ο α να φ έ ρ α μ ε . Εντού τοις, η εκδ ο τική μ α ς β ιο μ η χ α ν ία ε πιλ έγει να α γ ν ο εί α υ τό το γεγο νό ς κα ι π ρ ο ω θ εί με ζέση, μέσ ω τω ν μήντια , όσα βιβ λία α μ φ ισ β η το ύ ν τις α π ο δ ε κ τέ ς ισ το ρ ικές ε ρ μηνείες. Η ιτα λικ ή Α ρισ τερά επίσ η ς, κ α θώ ς αρ έσ κ ετα ι να α κ ο λο υ θεί τις πο λιτιστικές μ ό δ ες, έχει κι αυτή με τη σ ειρά τη ς μ ε τα τ ρ α π ε ί σε π α π α γ α λ ά κ ι του εν λόγω ι σ το ρ ιο γρα φ ικ ο ύ ρ εβιζιονισ μού. Σ το κείμ ενο του Τ σ ίτελμ αν, λ ο ιπόν, έχουμ ε να κά νουμε με μ ια α τεκμ η ρ ίω τη δουλειά, α π ο τελο ύ μενη α π ό α π ο σ π ά σ μ α τα λόγων και κειμένω ν του Χ ίτλερ δίχω ς την π α ρ α μ ικ ρ ή έρευνα αρ χ εια κ ώ ν πηγώ ν. Η βασική του θέση είν α ι πω ς ο Χ ίτλερ υ π ή ρ ξε ένα ς α λ ηθινός η γέτης τη ς ερ γα τικ ή ς τά ξη ς που ενδ ια φ ερ ό τα ν ειλικρινά για τ η ν κοινω νική α να β ά θ μ ισ ή της. 'Ο τι εγκαινίασ ε κάποιες εξα ιρ ετικ ά πρ ο χ ω ρη μ ένες πο λιτικές άμβλυνσ ης των κοινω νικώ ν αντιθέσ εω ν μέσ ω του έμμεσ ου μισθού. Ξ αναλέω πω ς όλα αυτά δεν β ασ ίζο νται σε μ ια π ρ ο σ εκτική εξέτασ η τω ν ισ τορικώ ν δεδ ο μ ένω ν, αλλά στα γ ρ α π τά κα ι τους λόγους του Χ ίτλερ. Ε πιπλέον, θ α έλε [ 41 ]
γα πω ς έχουμ ε να κά νουμε με ένα νέο ε ίδο ς ισ τορ ιο γ ρ α φ ία ς σε σ χέσ η με την ισ το ρ ιο γ ρ α φ ία γύρω α π ό την ο π ο ία α ν α π τ ύ χ θ η κ ε το ζή τη μ α το υ λ εγά μ εν ου Historikerstreil4. Τ ο ζή τη μ α αυ τό αφ ο ρ ο ύ σ ε στη δ ια μ ά χη γυρω α π ό τη φ ύση του Ν αζισμο ύ κα ι τ η ν ενο χή του γ ερμ α νικο ύ λαού, ό π ω ς π ε ρ ιγ ρ α φ ό τα ν κατά β άση στη δουλειά του Ε ρνστ Ν όλτε [E rn st N olte]. Η α ν τιπ α ρ ά θεσ η ξεκίνησ ε το 1986 και έω ς τ ο 1989 είχε ή δη κάνει τον κύκλο τη ς, αφ εν ό ς ε π ε ιδ ή είχε ξεθυ μάνει, α φ ε τέ ρου ε π ε ιδ ή το 1989 σ η μ α δεύ τη κε α π ό τη ν πτώ ση του Τ ε ίχ ο υ ς του Βερολίνου. Τ ο γεγονός αυ τό εγκαινίασ ε μ ια νέα ο λόκληρη σ ειρ ά α ν τιπ α ρ α θ έ σ ε ω ν πο υ α ν α π ό φ ευκ τα αντανακλ ό νταν στην ιστοριογραφία. Η νέα πο λ εμ ικ ή στην ο π ο ία α ν α φ έ ρ ο μ α ι δεν έχει φ τά σ ει α κ ό μ α σ την Ιτα λ ία , μ α πιστεύω πω ς θ α το κ ά νει σ ύντομα. Κ αι οφ είλ ο υμ ε να μ ην β ρ εθ ο ύμ ε π ρ ο εκπλήξεω ς. Π ρ ο κειμ ένο υ , λ ο ιπόν, να α π ο φ ύγο υμ ε τη ν α μυντική σ τάση σ την ο π ο ία θ α π ρ ο σ π α θ ή σ ε ι να μ α ς ω θή σ ει αυ τό ς ο ρ εβιζιο ν ισ μ ό ς, χρ ε ιά ζε τα ι να α ν τιδ ρ ά σουμε πρ ο κ α τα β ο λ ικ ά ώστε να α π ο σ α φ η ν ίσ ο υμ ε δ η μοσ ίω ς το υ ς ό ρ ο υς τη ς ν έα ς δ ια μ ά χ η ς. Η ισ το ρ ικ ή έρ ευ ν α στη Γ ε ρ μ α ν ία σ ή μ ε ρ α Η πτώ ση του Τ ε ίχ ο υ ς π έ ρ α α π ό το ότι δ η μ ιο ύρ γη σ ε νέες α ν τιπ α ρ α θ έ σ ε ις, κα τέσ τησ ε πρ ο σ β ά σ ιμ ο ένα ν τε ρ ά σ τιο όγκο νέου ισ τορικού υλικού -απ οτελούμενου α π ό τ α α ρ χ ε ία τ η ς πρ ώ η ν Λ αϊκής Δ η μ ο κ ρ α τία ς τ η ς Γερ [ 4 2]
μ α ν ία ς που αφ ο ρ ο ύ σ α ν β ιο μ η χ α ν ικ ά και ο ικ ο νομ ικά σ τοιχεία τη ς να ζισ τικ ή ς π ερ ιό δ ο υ. Τ ο υλικό αυτό είναι α νεκτίμ η το για την α π ο κ α τά σ τα σ η τ η ς π ρ ο λ ετα ρ ια κ ή ς ζω ής κ α ι ερ γα σ ία ς ε π ί Ν αζισμού. Ε πίσης, ή δη α π ό τις α ρ χέ ς τη ς δ ε κ α ετία ς του ’80 μ ια σ ειρ ά α π ό μεγάλες β ιο μ η χ α ν ίες στη Δ υτική Γ ερ μ ανία ά νο ιξα ν τα α ρ χ ε ία τους ό χ ι μόνο γ ια το υ ς μελετητές τη ς β ιο μ η χ α ν ικ ή ς ι σ τορ ία ς, αλλά κα ι γ ια το υ ς ισ το ρ ικο ύ ς γενικ ό τερ α. Η ε τ α ιρ ε ία Daimler Benz α π ο τε λ ε ί ενδ εικτικό πα ρ ά δ ε ιγ μ α : το 1987 δ η μ ο σ ιεύ τη κα ν σ χεδ ό ν ταυ τό χ ρ ο ν α δυο ερ ευ ν ητικά π ρ ό τζεκτ που αφ ο ρ ο ύ σ α ν τη σ υγκεκρ ιμ ένη ε τα ιρ εία . Τ ο π ρ ώ το υ λο π ο ιή θη κε α π ό μ ια ο μ ά δ α ερ ευ νητώ ν πο υ η β ασική τους έγνο ια ή ταν να π α ρ ο υ σ ιά σουν μ ια εξω ρ α ϊσ μ ένη εικόνα τη ς ετα ιρ εία ς. Τ ο δεύ τε ρ ο, αντιθέτω ς, κ α τά φ ερε να κ α τα δε ίξε ι τις β α ρ ιές ευ θύνες τη ς Daimler Benz κα ι τ η σ υμ μ ετο χή τη ς στην π ρ ο ετο ιμ α σ ία τη ς ναζισ τικ ής π ο λ εμ ικ ή ς μ η χ α ν ή ς μέσω τη ς κα τα να γκ α σ τική ς ερ γα σ ία ς. Τ ο δεύ τερ ο αυ τό έ ρ γο, "The Daimler Benz-Buch” 5, υ λο π ο ιή θη κε α π ό το Ί δρ υ μ ά μ α ς (κυρίω ς α π ό το ν Κ αρλ Χ άινς Ροθ [K arl H ein z R oth]) κα ι απ έκ τη σ ε ευρ εία α π ή χ η σ η . Α π ο δ εί χτηκε σ η μ α ν τικ ό γ ια τί επ έ φ ε ρ ε το α ν α γ κ α ίο ρ ή γ μ α στον το ίχ ο σ ιω π ή ς που περ ιέβ αλ λε το ζή τη μ α τη ς κ α τα ν α γκα σ τικ ή ς ερ γα σ ία ς ε π ί Ν αζισμού - κ α ι σ το ο ποίο θ α επ α ν έ λ θ ω α ρ γ ό τε ρ α . Ε πιπ λ έο ν , α ν ά γ κ α σ ε την Daimler Benz να α π ο λ ο γ η θ ε ί δη μ ο σ ίω ς γ ια τη σ ιω πή κα ι τους α ν τιφ α τικο ύ ς ισ χυρ ισ μ ο ύ ς τω ν “επ ίσ η μ ω ν ” [ 43]
ισ τορικώ ν τ η ς, ό πω ς ε π ίσ η ς κ α ι να δ α π α ν ή σ ε ι - γ ια λό γους δ η μ ό σ ιο υ π ρ ο φ ίλ - τ ο διόλου ευκ α τα φ ρ ό ν η το π ο σό τω ν 20 ε κα το μ μ υ ρίω ν μ άρ κ ω ν ως απ ο ζη μ ίω σ η στους ε πιβ ιώ σ α ντες ε ρ γά τες κα ι τις οικογένειας τους. Η πτώ ση του Τ ε ίχ ο υ ς κα ι τ α π ε ρ ιρ ρ έ ο ν τα γεγονότα τα ρ α κ ο ΰνη σ α ν τις δ ο μ ές τη ς ισ το ρ ική ς έρ ευ νας στην πρ ώ ην Α νατολική Γ ερ μ ανία κα ι ώ θη σ αν σε α υ το κ ρ ιτι κή πολλούς Α νατο λικο γερ μανο ύς ισ τορικούς. Α υτοκρι τικ ή που είχε κυρίω ς να κά νει με τ ο πώ ς α ντιμ ετώ πιζαν τη σ χέσ η μεταξύ Ν αζισμού κ α ι ε ρ γα τικ ή ς τάξη ς. Κ οντολογίς, α π ό το 1989 κι έ π ειτα , τέθη κ α ν ο ι β ά σ εις γ ια τη σ υνέχιση τη ς ενδελεχο ύ ς έρ ευ νας τω ν α ρ χείω ν κα ι τω ν ντοκουμέντω ν τη ς να ζισ τικ ή ς περ ιόδ ου. Κ άτι πο υ με τη σ ειρ ά του ο δή γη σ ε σε μ ια α ν θ η ρ ή εκ δ οτική δρ α σ τη ρ ιό τη τα . Η ε ρ ευ νητικ ή δο υ λ ειά τω ν δύο αυτώ ν δεκ αετιώ ν έχει π α ρ ά ξ ε ι σ υ μ π ε ρ ά σ μ α τα τ α ο π ο ία πολύ δύσκ ολα θ α κα το ρ θώ σ ει να ξερ ιζώ σει ο ρεβ ιζιονισ τικ ός μ ηχανισ μ ό ς. Η πρ ό θ ε σ ή μου, εφ ιστώ ντας τη ν π ρ ο σ ο χ ή σ ας σε όλη αυτή τη ν έρευνα, είναι η εξής: να σ ας κα ταστήσω ικ ανούς να κρίνετε οι ίδ ιο ι τη ν α β α σ ιμ ό τη τα κα ι την αν ειλικρ ίν εια πο υ χα ρ α κ τη ρ ίζο υ ν τις νέες φ ω νές του ισ τορικού α να θεω ρ η τισ μ ο ύ , ό πω ς κ α ι τ η β α θ ιά άγνοια όσων επιλέγο υν να εκδώ σουν τ α βιβ λία του.
[ 44]
Κ α τα ν α γ κ α σ τικ ή ε ρ γ α σ ία π α ρ α δ ε ίγ μ α τα έρ ευν α ς
σ τη
ν α ζ ισ τικ ή
περίοδ ο:
Π ρ ώ ιμ ο π α ρ ά δ ε ιγ μ α τη ς έρ ευ να ς α υ τή ς α π ο τε λ ε ί ένα ά ρ θ ρ ο του Ο ύ λρ ιχ Χ έρ μ π ερ τ [U lrich H e rb e rt], διευ θυ ντή του Κ έντρου Σπ ουδώ ν τη ς Ν αζιστική ς Π ερ ιό δο υ στο Α μβούργο. Τ ο ά ρ θ ρ ο αυ τό είχε δ η μ ο σ ιευ τεί στο π ερ ιο δ ικ ό “Geschicte u nd Gesellschaft" το 1979, με τον τ ί τλο "Εργάτες και εθνικοσοσιαλισμός. Μ ια ιστορική αποτίμηση και κάπσια ανερεννψα ζητήματα". Ο Ο υ λρ ιχ Χ έρ μ π ερ τ ε ί ναι δ ιά σ η μ ο ς ισ το ρ ικό ς (ειδικά στην Ιταλία), γνω στός για τη δο υ λ ειά του στο πα ρ α γν ω ρ ισ μ έν ο ζή τη μ α τω ν ξένων ερ γα τώ ν στη γερ μ α ν ικ ή ο ικ ο νο μ ία α π ό το 1938 κι έπειτα . Επίσης, ό π ω ς ε ίπ α και π α ρ α π ά ν ω , το ζή τη μ α τη ς κα τα να γκ α σ τική ς ερ γα σ ία ς ήταν α π ό τα β ασικά σ η μ εί α τη ς έρ ευ να ς του Κ αρλ Χ άινς Ροθ πά νω στην ισ τορ ία τη ς Daimler Benz. Π ρ ο σ φ ά τω ς, α π ο τε λ ε ί κα ι το α ν τικ εί μενο τη ς έρ ευ νας πολλών Ιταλώ ν ιστορικώ ν. Δυστυχώς, όμω ς, ελάχιστοι α π ό α υτούς έχουν α σ χολη θ ε ί με την έρευνα τη ς κοινω νικής ισ τορίας του Ν αζι σμού. Γι’ αυτό τ ο λ όγο χρήζουν α ν α φ ο ρ ά ς δυο π ρ ό σ φ α τες δουλειές α π ό Ιταλούς ερευνητές. Η μελέτη του Γ κουσιάβο Κ όρνι [G ustavo C orni] με τίτλο “Η αγροτική πολιτική του Εθνικοσοσιαλισμού, 1930-1939", καθώ ς και το έ ρ γο του Μ προυνέλο Μ αντέλι [B ru n e llo M antelli] “Camerati del Lavoro”6 σ χετικά με τη χ ρ ή σ η καταναγκασ τικής ερ γα σ ία ς α π ό τη γ ερμ ανική πολεμική ο ικονομ ία. [ 45]
Α υτές οι μελέτες του Μ αντέλι εξελίσσ οντα ν π α ρ ά λ ληλα με μ ια άλλη μελέτη του Ιδρ ύ μ α τό ς μ α ς πά νω στη μ ε τα φ ο ρ ά Ιταλώ ν ερ γα τώ ν στη ν α ζισ ιικ ή Γ ερ μ ανία -επρ ό κ ειτο για ένα πρ ο τζεκτ π ρ ο φ ο ρ ικ ή ς ισ το ρ ία ς κυρί ως υ πό τη ν ευθύνη του Τ σ έ ζ α ρ ε Μ π ερ μ ά νι [Cesare Berm an i]. Η δουλειά του Μ π ερ μ ά νι ά νο ιξε νέους ο ρ ί ζοντες στην κα τανό ησ η τη ς κα θ η μ ε ρ ιν ή ς ζω ής στη ναζισ τικ ή Γ ερ μανία, β ασ ιζό μ ενη σε ένα πα ρ α γν ω ρ ισ μ έν ο ε π ε ισ ό δ ιο τω ν σ χέσεω ν μεταξύ του Τ ρ ίτο υ Ρ ά ιχ και τη ς φ α σ ισ τική ς Ιταλ ίας: τη ν π α ρ ά δ ο σ η κά πο υ μισού εκ α τ ο μ μ υρ ίο υ Ιταλώ ν εργα τώ ν με α ντάλ λα γμ α π ρ ο μ ή θ ειες καυσίμων. Π ρ ό κ ειτα ι για ένα ε ξ α ιρ ετικ ά α ν ώ μ α λο ε π εισ ό διο στη ισ το ρ ία τη ς Ιτα λ ική ς μετανάσ τευσ ης, μ ια ς κα ι π ρ ιν το ν Β’ Π α γκό σ μ ιο Π ό λ εμ ο η μ ετα ν ά στευση ήταν α υ θ ό ρ μ η τη και μ η ελέγξιμ η. Α ντιθέτως, σ την π ε ρ ίπ τω σ η που εξετάζο υ ν οι Μ π ε ρ μ ά νι κα ι Μ αντέλι, η ανταλλα γή εργα τικού δυναμικού έγινε μέσω επ ίσ η μ η ς δια κ ρ α τικ ή ς συμφω νίας. Ό π ω ς έλεγα, η π ρ ο ο δ ευτικ ή γ ε ρ μ α ν ικ ή ισ το ρ ιο γ ρ α φ ία μ ά ς έδω σε μ ια χ ρ ή σ ιμ η ο π τικ ή τω ν χρ ό νω ν τη ς πολ εμ ικ ή ς ο ικ ο νο μ ία ς -κ υ ρ ίω ς σε ό,τι α φ ο ρ ά τη ν π ο λυεθνική σύνθεση τη ς ερ γα τικ ή ς τά ξη ς, την ανελαστικ ότητα που χ α ρ α κ τή ρ ιζε τ ην εθνική τ η ς δ ια σ τρ ω μ ά τω ση κα ι το γεγονός ότι το 80% τω ν ερ γα τώ ν δούλευαν υ πό κα τα να γκ α σ τικό καθεστώ ς. Αυτό ακ ριβ ώ ς το σ το ιχείο τη ς κα τα να γκ α σ τική ς ε ρ γ α σ ία ς έχει π α ρ ά ξ ε ι ένα νέο π ε δ ίο έρευνας, με το [ 46]
ο π ο ίο κα τα πιά σ τη κ ε ό χι μόνο το Ί δ ρ υ μ ά μ α ς αλλά και άλλοι ερ ευ νητές, π α ρ έχ ο ν τα ς μ ια θεμ ελ ιώ δη β άση για τη ν κ α τανό η σ η τω ν σχέσεω ν μεταξύ του Ν αζισμού και τ η ς ερ γα τικ ή ς τά ξη ς. Η δ ο υ λ ε ιά το ν T im o th y M a s o n κα ι η δ ια μ ά χ η μ ε τα ξ ύ των Γ ερμα νώ ν ιστορικώ ν Κ ομβική δο υ λ ειά πά νω στη σ χέσ η του Ν αζισμού και τη ς ερ γα τικ ή ς τά ξη ς α π ο τε λ ε ί το βιβλίο του Τ ίμ ο θ υ Μ έισον [T im o th y W. M ason] με τίτλο “Η εργατική τάξη και η 'εθνική κοινότητα”*7, το ο π ο ίο ρ ιζο σ πα σ τικ ο ποίη σ ε τη ν αν τίλ η ψ ή μ α ς γ ια τη σ υ μ π ε ρ ιφ ο ρ ά τη ς ε ρ γα τική ς τά ξη ς κα τά τη ναζισ τικ ή π ερ ίο δ ο . Κ άπου στα μέσ α τη ς δ ε κ α ετία ς του ’70, ο σ υγγρ α φ έα ς χρ η σ ιμ ο π ο ίη σ ε α δ η μ οσ ίευτα ντοκουμέντα για να α π ο δ ε ίξ ε ι - σ ε α ντίθεσ η με κά θε πρ ο η γ ο ύ μ ενη θ έ σ η - πω ς στη ναζισ τικ ή Γερ μ α ν ία κα τά τη ν π ε ρ ίο δ ο α π ό το 1936-37 κι έπ ε ιτα (ει δικ ά σ τις γ ρ α μ μ έ ς τ η ς ερ γα τικ ή ς τά ξη ς κα ι μάλ ισ τα ό χι μό νο στα ερ γο σ τάσ ια) υ π ή ρ ξε πα θ η τικ ή αντίσ τασ η. Αυτή η αντίσ τασ η έ π α ιρ νε συχνά κα ι π ιο δυ να μ ικ ές μ ο ρ φ ές, ό πω ς ο ι α π ερ γ ίε ς, σ τις ο π ο ίες το καθεσ τώ ς α να γκα ζό τα ν να α π α ντή σ ε ι με κ α τασταλτικά μέτρ α . Με αυτό τον τ ρ ό π ο ο Μ έισον αν έτρ εψ ε ο λοκληρω τικά την κ υ ρ ία ρ χ η ά π ο ψ η ότι δεν υ π ή ρ ξε αντίσ τασ η στους Ν α ζί π α ρ ά μόνο στους πρ ώ το υς μή νες τη ς ανόδου τους στην εξουσία. Η θ έσ η του Μ έισον υ πο σ τη ρ ίζετα ι α π ό μ ια ε ξα ιρ ε τι [ 47]
κά πλούσια τεκ μ η ρ ίω σ η που κα λύ πτει τ α τ ρ ία τέτα ρ τα του βιβλίου του -τω ν 1.300 σ ελ ίδ ω ν- που κυ κλ οφ όρ η σε το 1975. Δυστυχώς το μ ο να δ ικό κο μ μ άτι του που μετα φ ρ ά σ τη κ ε στα ιτα λικά ήταν η εισ αγω γή του. Η μ ετά φ ρ α σ η έγινε το 1980 α π ό τον εκδο τικό οίκ ο De D onato , υπό το ν τίτλο "La politica sociale del leruo reich”®, μ ια έκδοση πο υ δυστυχώ ς α π ο σ ύ ρ θη κ ε α π ό την κυκλο φ ο ρ ία μ ετά τη χρ ε ο κ ο π ία του εκδό τη της. Α πό εκείνη τη σ τιγμ ή κι έ π ειτα κά θε ισ το ρ ική έρ ευ να α να γκα ζό τα ν να α ν α μ ε τρ η θ ε ί με τη δουλειά του Μ έισον, η ο π ο ία αφ εν ό ς εγκαινίασ ε την έ να ρ ξη π ε ρ α ι τέρ ω σ χετικώ ν ερευνώ ν, α φ ετέρ ο υ γέννησε μ ια σ κληρή α ντιπολίτευσ η. Τ ο νέο ρ εύμ α του ρεβιζιονισ μού α π ο ρ ρ ίπ τε ι εξ ολο κλήρου το έρ γο του Μέισον. Η α ξία ωστόσο τη ς δου λ ειάς του - π έ ρ α α π ό τη μελέτη τη ς υ ποκειμ ενικ ής συ μ π ερ ιφ ο ρ ά ς τω ν Γερμανών ερ γα τώ ν - έγκειται στον ε π α να π ρ ο σ δ ιο ρ ισ μ ό τη ς ισ το ρ ιο γρ α φ ία ς του Ν αζισμού. Κ άτι αντίσ τοιχο στη Γερμανία -το υ λάχιστο ν μ έχρ ι τα μέσ α τη ς δεκ α ετία ς του ’7 0 - εμφ ανίσ τηκε μόνο μία φ ο ρ ά , μέσ α α π ό το διάλογο που πυροδότη σε ο σ που δα ίο ς ισ τορικός α π ό το Α μβούργο, Φ ρ ιτζ Φ ίσ ερ [Fritz Fischer]. Έ κ το τε, η δυτική ισ το ρ ιο γρ α φ ία συνέχιζε α πλά να ξεφ ουρνίζει βιβλία για το Ν αζισμό ως ολοκλη ρω τικό μοντέλο, ακολουθώ ντας τους κανόνες τη ς -τ υ φ λής σε κοινω νικά φ α ινό μ ενα ευρ είας κ λ ίμ α κ α ς- α κ α δη μ α ϊκ ή ς ιστο ρ ιο γρ αφ ίας. [ 48]
Π α ρ ά το γεγονός πω ς α κ ό μ α και ο ίδ ιο ς ο Φ ίσ ερ α ν ή κε σε αυτή τη σ χολή, η σ υνεισφ ο ρ ά του έγκειται στο ό τι έθεσε το ζήτη μα τη ς “σ υνεχούς τω ν ελίτ” στη γ ε ρ μ α νική ισ τορία, μια ς συνεχούς που α ν α π α ρ α γό τα ν ανενό χλητη κατά τη μ ετάβ ασ η α π ό τη β ιλχελμια νή στη βαϊμ α ρ ινή κι α π ό εκεί στη ναζισ τικ ή περ ίο δ ο . Τ ο συνεχές τω ν μπ λο κ εξουσ ίας (και ειδικά στο π εδ ίο τη ς ο ικονο μικ ής εξουσίας) είχε ω ς απ ο τέλεσ μ α τη ν ακύρω σ η τη ς σ η μ α σ ία ς τη ς εκάστοτε θεσ μ ική ς αλλαγής. Γενικά μ ι λώντας, οι μεταβ άσ εις α π ό τη μ ο ν α ρ χ ία στη δη μ ο κ ρ α τία κι α π ό κει στη δικ τα το ρ ία απο τελο ύ σαν αλλαγές πρ οσ ω π είο υ κα ι μόνο, κα θώ ς η πρ α γμ α τικ ή δύ ναμ η πα ρ έμ ενε στα χ έρ ια τω ν ίδιω ν μπ λοκ εξουσίας. Κ ατά σ υνέπεια, πολ λ ο ί ήταν οι ισ το ρ ικο ί που έσπευσαν να εξαπολύσουν τ η ν πο λ εμ ικ ή τους ενά ντια σε μ ια τέτοια ε ρ μ η ν ε ία τη ς ισ τορίας. Έ ν α ς α π ό το υ ς πρ ω ταγω νιστές τη ς πο λ εμ ικ ή ς αυ τής - κ ι αυτό είναι κάτι που μ α ς φ έ ρ νε ι στο π ε δ ίο τω ν εν δια φ ερό ν τω ν μ α ς - ήταν ο ισ το ρ ικό ς Γιούργκεν Κ όκα IJürg en Kocka] που θ ε ω ρ είτα ι εκ τω ν ιδρυτώ ν τη ς κοι νω νικής ισ το ρ ία ς στη Γ ερ μανία. Ο ι ισ το ρ ικ ο ί α υ τοί αντέτασ σαν στα επ ιχ ε ιρ ή μ α τα του Φ ίσ ερ την αντίλ η ψ η ότι η κοινω νική δυ να μ ικ ή π ρ έ π ει να α ναλύεται εξετάζο ντας τ ις τ α ξικ ές σ χέσ εις και τ η ν εμ φ ά ν ισ η σ χη ματισμ ώ ν, ό πω ς τα μ α ζικ ά σ οσιαλ ισ τικά κό μ μ ατα. Επρ ό κ ειτο γ ια μ ια αν τίλ η ψ η που ερ χό τα ν σε α ν τιπ α ρ ά θεσ η με τη “σ τα τικ ή ” ά π ο ψ η του Φ ίσ ερ , η ο π ο ία κατά [ 49]
τη γνώ μη το υ ς π α ρ έμ εν ε εγκλω βισμ ένη στην ανάλυση π ε ρ ί ηγεμο νικώ ν ελίτ. Τ η ν ίδ ια σ τιγμή, ωστόσο, γ ια τον Κ αρλ Χ άινς Ροθ κα ι τ η δο υ λ ειά του Ιδρ ύ μ α το ς του Α μβούργου, οι θ έσ εις του Φ ίσ ερ απ ο τέλεσ α ν βασικό ερ μ η νευτικ ό εργα λείο. Ο ι δ ια μ ά χ ε ς που α κ ο λο ύ θησα ν δεν είχα ν να κάνουν ε ιδικ ά με το Ν αζισ μ ό , επ έ φ ε ρ α ν ω σ τόσο σ ημ αντικές ε π ιπτώ σ εις στην ισ το ρ ιο γ ρ α φ ία τη ς ν α ζισ τικ ή ς π ε ρ ιό δου κα ι ε ιδικ ό τερ α στην α ν τιπ α ρ ά θ ε σ η α ν ά μ ε σ α στους ίδ ιους το υ ς ισ τορικούς. Π ιο σ υγκεκρ ιμ ένα, δη μ ιο ύ ρ γ η σαν ένα ρ ή γ μ α μεταξύ του κ υ ρ ίαρ χο υ ρ εύμ α το ς του Γιούργκεν Κ όκα α π ό τη μ ία κα ι τω ν “νέω ν” ισ τορικώ ν α π ό τη ν άλλη, πο υ , κ α θώ ς ξεπ ή δ η σ α ν α π ό τα κινή μ α τα του ’68, α π έ δ ιδ α ν μ εγαλύτερ η α ξία σ την “ισ τορ ία τη ς κ α θ η μ ε ρ ιν ό τη τα ς”9, κ α ταρ γώ ντας τους δ ια χ ω ρ ι σ μούς μεταξύ π ρ ο σ ω π ικο ύ κα ι πολιτικού. Ε πρ όκ ειτο, ο υσιασ τικ ά, γ ια μ ία τά σ η που α π ο μ α κ ρ υ ν ό τα ν α π ό την κλασ ική ισ το ρ ία πο υ λειτουργούσε μέσ α α π ό τ ο σ χή μ α ε ρ γα τικ ή τά ξ η = σ υ ν δ ικ ά τα . Κ αθώ ς η δ ια μ ά χ η εξελισσ όταν α ν α δύ θη κ α ν νέες, δ ια φ ο ρ ετικ έ ς α ν τιλ ή ψ εις για τη ν “ερ γα τικ ή τά ξ η ”. Για τον Κ όκα κα ι τ η σ χο λή του, ερ γα τικ ή τά ξη σ ή μ α ιν ε νέτα-σ κέτα “μ ισ θω το ί ερ γά τε ς”· γ ια το υ ς ισ τορικούς τη ς κα θη μ ερ ιν ό τη τα ς η αν τίλ η ψ η αυ τή ήταν σ τείρ α και μονο λ ιθική , κ α θώ ς, σ ύμφ ω να με τη ν π ρ ο σ έγγισ ή τους, ο ισ το ρ ικό ς ο φ είλ ει να αναλύει όλες τις δια ιρ έ σ ε ις και τις ανισ ό τητες μέσ α στην κοινω νία, ειδικ ό τερ α δε να [ 50]
αναλύει όλες τις πτυχές τη ς κ α θη μ ερ ιν ή ς ζω ής, α κ όμ α και ό ταν αυτές δεν είναι π ρ ω τα ρ χ ικ ά κ α θο ρ ισ μ ένες α πό τη μ ισ θω τή εργα σ ία . Αυτή η δ ια μ ά χ η , λο ιπό ν, έχει σ ημ αντικές σ υνέπειες πά νω στο ζή τη μ α τη ς σ χέσης μεταξύ ε ρ γα τικ ή ς τά ξη ς και Ν αζισμού. Γιατί σ υμβαίνει αυτό; Αν υιοθετήσουμε τη μονολιθική έννοια τη ς εργα τικής τάξη ς, θα καταλήξουμε α ν α π ό φ ευκτα σε μια σχη ματικ ή κριτική για τη σ χέση τη ς με το ναζιστικό καθεστώ ς -το σ τήριξε/δεν το στήριξε, του αντιστάθηκε/δεν του α νιισ τάθηκ ε. Α πεναντίας, αν χρ η σιμοποιήσουμε την εξαιρετικά δια φ ο ρ ο π ο ιη μ έν η οπτι κή τη ς π ο λ υ επ ίπ εδ η ς ταξικής σ ύνθεσης και αναλύσουμε τις κ α θημερ ινές σ υμ π εριφ ο ρ ές ως πολιτικές σ υμ π ερι φ ορ ές, τότε προ κ ύπ τει ένα εντελώς διαφ ο ρ ο πο ιημ ένο πεδίο για να αξιολογήσουμε τη στάση του γερμανικού πληθυσμού γενικότερα και του πρ ολεταριάτου ειδικότε ρα. Έ ν α πεδ ίο που θα μ α ς ε πιτρ έψ ει να εξάγουμε πιο σ υμπ αγή και γειω μένα σ υμπ ερά σμα τα. Ε πιπλέον, η α ντίληψη του Κ όκα (κοντινή με αυτήν πολλών Ιταλών ιστορικώ ν φ ίλα προσκείμενω ν στο πρ ώ ην Κ ομμουνιστι κό Κ όμμα Ιταλίας) α π ο δίδ ει κεντρικό ρόλο στις π α ρ α δοσ ιακές εργα τικές οργανώ σεις, ό πω ς τ ο Κ όμμα και το συνδικάτο στην ισ τορία τη ς εργα τικής τάξη ς. Ο ι ισ τορι κοί αυ τής τη ς τάσ η ς τείνουν να ταυτίζουν την τάξη με το Κ όμμα. Α ντιθέιω ς, οι ισ τορικοί τη ς κα θημερ ινό τητας ε πιδιώ κουν να δώ σουν έμφ ασ η στην “αυ το νο μία” τ η ς ερ γατικής τά ξη ς α π ό το Κ όμμα και την ιδεολογία του και [ 51]
στην “α π ό σ τα σ η ” που χω ρίζει την κουλτούρα (ή καλύτε ρ α τις κουλτούρες) των δια φ ό ρ ω ν εργατικώ ν και προλε ταρια κώ ν ομάδω ν α π ό την κουλτούρα του Κ όμματος και του σ υνδικ άτου10. Το κ ίν η μ α των ιστορικώ ν τη ς κ α θ η μ ε ρ ιν ό τη τα ς 11 Ο ι ισ το ρ ικο ί τ η ς τά σ η ς του Κ όκα που ασ χολούνταν με το Ν αζισμό, σε γενικ ές γ ρ α μ μ έ ς αξιολογούσ αν α ρ ν η τι κά τ η στάση τ η ς ερ γα τικ ή ς τά ξη ς και έκρ ινα ν κα τ’ ε π έ κτα σ η τη δ ο υ λ ειά το υ Μ έισ ον υ π ε ρ β ο λ ικ ή . Ο ι Alltagshistoriker12 α π ό τη ν άλλη, α ν α κ ά λυ ψ α ν στον Μ έισον ένα πολύ ε ν δ ια φ έρ ο ν σ η μ είο α ν α φ ο ρ ά ς. Κι έτσι, στα τέλη τη ς δ ε κ α ετία ς του ’70, η Γ ερ μανία είδε τη ν α ν ά δ υ σ η ε νό ς νέου κ ιν ή μ α το ς -α υ τ ό τω ν Geschichtswerkstatten ή τω ν “Ε ρ γαστη ρίω ν Ισ τ ο ρ ία ς”. Ό π ω ς κα ι αλ λο ύ , ε π ρ ό κ ε ιτο γ ια ένα κ ίν η μ α μηεπα γγελμ α τιώ ν ισ τορικώ ν τη ς κα θη μ ερ ιν ό τη τα ς, το ο π ο ίο κάλλιστα μ π ο ρ εί να θ ε ω ρ η θ ε ί κ ο μ μ ά τι του κινή μ α το ς τω ν Bürgerinitiativen (λαϊκώ ν συνελεύσεων) και του κ ινήμ ατο ς γ ια τα πο λ ιτικά δ ικ α ιώ μ α τα , στο β α θμ ό που υ π ερ α σ π ίσ τη κ ε το δικ α ίω μ α τω ν το π ικώ ν κοινω νιών να γνω ρίζουν και να κα τανοούν το ίδ ιο τους το πα ρ ελ θό ν. Π άνω α π ’ όλα όμω ς, ήταν ένα σ π ο υ δα ίο κί νη μ α γ ια τί α π έτ ρ ε ψ ε την α π ο μ ά κ ρ υ ν σ η κα ι τη δ α ιμ ο νοπο ίη σ η του γ ερμ α νικο ύ ναζισ τικού πα ρ ελ θόντος, κα θιστώ ντας έτσι εφ ικτή την α π ο κ α τά σ τα σ η τη ς π ρ ο λ ετα ρ ια κ ή ς ισ το ρ ία ς, κ α θώ ς το β ασικό ε ν δ ια φ έρ ο ν του [52]
κινήματος δεν ήταν η Ιστορία των Μεγάλων Πρωτα γωνιστών, μα αυτή των “λησμονημένων”. Αυτή, λοιπόν, ήταν η μία εκδοχή των neue soziale Bewegungen (των “νέων κοινωνικών κινημάτων”) στη δεκαετία του ’80. Έφτασε στην ακμή της την περίοδο ’83-’84 και σήμερα βρίσκει την έκφρασή της σε δύο έντυπα: το Geschichtswerkstatt και το Werkstatt Geschichte13. Μία από τις αιχμές της αντιπαράθεσης ανάμεσα στους κλασικούς ιστορικούς και αυτούς της “καθημε ρινότητας” είχε να κάνει με τον ορισμό της “κουλτού ρας”. Οι πρώτοι κατηγορούσαν τους δεύτερους πως α ντικαθιστούν την έννοια της “τάξης” (δηλαδή έναν κοι νωνικό σχηματισμό που ορίζεται από ένα σύνολο υλι κών συνθηκών ποσοτικά επαληθεύσιμων) με την έν νοια της “κουλτούρας", που αποτελεί ένα συνονθύλευ μα υποκειμενικών και “μη υλικών” στοιχείων που τεί νουν να διαλύσουν την “ταξική” ταυτότητα. Την ίδια στιγμή, οι ιστορικοί της καθημερινότητας επέστρεφαν τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας πως οι κλασικοί ιστο ρικοί επιθυμούν να περιορίσουν τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής τάξης στα αυστηρώς ποσοτικά, ανα βαθμίζοντας με τον τρόπο αυτό την κομματική και συνδικαλιστική ιδεολογία, αναγορεύοντάς τις, συνεπώς, σε αποκλειστικό στοιχείο της συλλογικής εργατικής κουλτούρας. Παράλληλα με τη διαμάχη αυτή, εξελισσόταν κι άλ λη μία σχετικά με τη χρήση των προφορικών πηγών [ 53]
στα πλαίσια της ιστορικής έρευνας. Επρόκειτο για μια σημαντική μεθοδολογική διαμάχη με την έννοια πως εγκαινίασε μια νέα περίοδο μελετών για τη σχέση της εργατικής τάξης με το Ναζισμό. Αυτό όμως που ήταν το πραγματικά ενδιαφέρον με την περίπτωσή της, είχε να κάνει με τα συμπεράσματα που κατέκτησε πατώ ντας στο στέρεο έδαφος της έρευνας πάνω σε ντοκου μέντα και μνήμες. Σε αυτά τα πλαίσια ήταν που πραγματοποιήθηκαν και τα δυο μεγάλα πρότζεκτ προφορι κής ιστορίας (σε επιμέρους περιοχές) ως προσπάθειες καλύτερης κατανόησης της στάσης του γερμανικού λα ού υπό το Ναζισμό: η έρευνα του Λουτζ Νιιτχάμερ [Lutz Niethammer] για τη βιομηχανική επικράτεια της Ρουρ και η μελέτη του Μάρτιν Μπρόσζατ [Martin Broszat] για την (βασικά αγροτική) περιοχή της Βαυα ρίας στην οποία ο Ναζισμός γνώρισε τις πρώτες του ε πιτυχίες. Φυσικά, οι δύο αυτές μελέτες δεν ήταν και οι μοναδικές. Αντιθέτως, ακολούθησαν πολλές αντίστοι χες δουλειές, που εστίαζαν σε μια συγκεκριμένη περι φέρεια, πόλη, χωριό, γειτονιά, εργοστάσιο ή ακόμα και παρέα. Οπότε, βρισκόμαστε σε μια ιστορική στιγμή όπου αναδύεται ένα πρότζεκτ διάχυτης, αλλά ταυτόχρο να τοπικά εστιασμένης έρευνας, που αφενός δικαιώνει τις θέσεις του Μέισον, αφετέρου αναδεικνύει την αμφι θυμία της εργατικής στάσης και συμπεριφοράς. Ό πω ς είπα και προηγουμένως, ένα μέρος της διαμά χης είχε να κάνει με την αντίθεση ανάμεσα στην προ [ 54]
λεταριακή κουλτούρα και την κουλτούρα των κομμά των και των συνδικάτων. Η τάση των “ιστορικών της καθημερινότητας” υποστήριζε πως η προλεταριακή κουλτούρα γεννιέται σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα (σε γειτονιές, εργοστάσια, τοπικές κοινότητες) αποτελώντας μια gruppenspezifisch1* κουλτούρα. Είναι, αν θέ λετε, μια υποκουλτούρα, πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει πως την ιστορία της εργατικής τάξης θα πρέ πει να την αντιλαμβανόμαστε εξίσου ως ιστορία από αλληλένδετες υποκουλτούρες. Παράλληλα, οι εν λόγω ιστορικοί υποστήριζαν πως η ιστορία της εργατικής τάξης θα πρέπει να αναλυθεί σε όλο το εύρος του κατακερματισμού που έχει υποστεί η τάξη. θ α ήταν λάθος για τον εκάστοτε μελετη τή -κ ι αυτό είναι κάτι που συναντάται πολύ συχνά στη δουλειά των ερευνητών της εργατικής ιστορίας- να πε ριορίσει την έρευνά του μόνο στο βιομηχανικό προλε ταριάτο που πολιτιστικά ήταν δεμένο με το σοσιαλδη μοκρατικό κόμμα και το συνδικάτο. Η ιστοριογραφι κή αυτή καινοτομία θεμελιώνει μια ριζοσπαστική κρι τική στην έννοια της κουλτούρας με τον τρόπο που την εννοεί η σοσιαλδημοκρατία. Κάποιες από τις έρευνες υποστήριξαν πως η κουλτούρα του Κόμματος ήταν ξέ νη στη βάση του. Μάλιστα για να την περιγράφουν εισήγαγαν το νεολογισμό Wissensozialismus (σοσιαλισμός της αφηρημένης γνώσης). Οι ιστορικοί, σε αυτή την περίπτωση, θεωρούσαν πως η ιστορία της κουλτούρας [ 55]
πρέπει να ερευνάται στις νοοτροπίες της εργατικής τά ξης στο μαζικό επίπεδο, με τη λογική πως σε συγκεκρι μένες ιστορικές περιόδους το χάσμα ανάμεσα στην κουλτούρα της βάσης και σε αυτή των κομματικών στελεχών γίνεται τεράστιο. Κάποιος, φυσικά, θα μπορούσε να διαφωνήσει με τις προαναφερθείσες θέσεις. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως υπήρξαν εξαιρετικά πρωτοποριακές κι έθεσαν σε κίνηση μια σειρά από καρποφόρες ερευνητικές δου λειές που αποσκοπούσαν στην εδραίωση της σχέσης α νάμεσα στην ιστορική μνήμη και τις νέες γενιές των Γερμανών, χωρίς τη μεσολάβηση της αποστειρωμένης ακαδημαϊκής αυθεντίας ή των κομματικών στελεχών. Έτσι λοιπόν έχουμε στη διάθεσή μας μια ιστοριογρα φία που αποκαλύπτει την αληθινή ιστορία των περιο χών όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, φέρνοντας στην επιφάνεια τα ιστορικά τους απομεινάρια και αποκαθιστώντας σε συγκεκριμένους τόπους (σε πόλεις ισοπεδωμένες από τον πόλεμο και χτισμένες από την αρχή) τη μνήμη του παρελθόντος τους, και ειδικότερα τη μνήμη του παρελθόντος τους υπό το Ναζισμό. Μπορούμε ενδεικτικά να αναφέρουμε τις πρωτο βουλίες που αποκάλυψαν τα ίχνη στρατοπέδων συγκέ ντρωσης ή άλλων μικρότερων στρατοπέδων εργασίας, όπως και τις πρωτοβουλίες συλλογής και ανασυγκρό τησης της μνήμης κοινοτήτων που είχαν διασπαρεί στα χρόνια του πολέμου, είτε αυτές ήταν γειτονιές, εί [ 56]
τε εργοστάσια, είτε χωριά. Ας σημειωθεί δε, άτι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαμε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών λόγω της (ε ξωτερικής και εσωτερικής) μετανάστευσης και της επι στροφής περιοχών -που άλλοτε ανήκαν στην επικρά τεια του Τρίτου Ράιχ- σε γειτονικά κράτη, όπως η Πο λωνία, η Ρωσία και η Τσεχοσλοβακία. Επιπλέον, ο χω ρισμός της Γερμανίας σε δύο κράτη και τα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα εργατών από τη Νότια Ευρώπη, τα Βαλκάνια και την Τουρκία είχαν κι αυτά σαν απο τέλεσμα τη διαρκή πληθυσμιακή ανακατανομή πολ λών περιοχών. Οπότε καταλαβαίνουμε πως η ανάδειξη του παρελθόντος και η ιστορική μνήμη είναι ουσιώδη στοιχεία για την πολιτική νοηματοδότηση και δράση. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως είτε το θέλουμε είτε όχι, η ιστορία έχει πολιτική λειτουργία. Ή , όπως αναφέρεται και στον τίτλο της πρόσφατα δημοσιευμένης συλλογής “Geschichte als demokratische Auftrag" (Η ιστο ρία ως δημοκρατικό διακύβευμα), η διατήρηση και η επεξεργασία της μνήμης θα πρέπει να είναι μία από τις βασικές δεσμεύσεις της δημοκρατίας. Φυσικά αναφερόμαστε σε έναν ορισμό της ιστορίας σε πλήρη αντί θεση με τον ακαδημαϊκό, τόσο όσον αφορά στη μέθο δο και τις προθέσεις, όσο και στον τόνο και τη γλώσσα. Ας σημειωθεί ότι δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που αυτές οι πρωτοβουλίες βάσης βρήκαν στήριξη από το πικά σωματεία και δημοτικές αρχές, κάτι το οποίο α[ 57]
ποτέλεσε πρόκληση για το ακαδημαϊκό κατεστημένο. Είδαμε, επίσης, αρκετούς επαγγελματίες ιστορικούς να εγκαταλείπουν την απομόνωση και να εμπλέκονται σε τέτοιου είδους πρωτοβουλίες· εργοστασιακά συμ βούλια να οργανώνουν συγκεντρώσεις και ηχογραφή σεις προσωπικών αφηγήσεων, αλλά και- να προτρέ πουν τις εταιρείες ν’ ανοίξουν τα αρχεία τους. Είδαμε, ακόμη, ιερείς να συνεργάζονται στα πλαίσια τέτοιων ε ρευνών ώστε να γίνουν προσβάσιμα τα αρχεία της Εκ κλησίας. Είδαμε, επιπλέον, δασκάλους και κοινωνι κούς λειτουργούς να συμμετέχουν ενεργά σε τέτοιες προσπάθειες. Ό πω ς και να ’χει, το σημείο στο οποίο θέλουμε να καταλήξουμε είναι το εξής: μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80 υπήρξε στη Γερμανία ένα κίνημα βάσης ικανό να ελέγχει και να επηρεάζει την πανεπι στημιακή ιστορική έρευνα. Έ να κίνημα που κατάφερε να προσθέσει πολλά κομμάτια στο ιστορικό παζλ της προλεταριακής ζωής τόσο επί Βαϊμάρης όσο και επί Ναζισμού. Η δια μά χη πάνω στον “εκ σ υγχρ ο νισ μ ό ”
Έ να από τα ζητήματα που έχει κινητοποιήσει τους ι στορικούς τα τελευταία δέκα χρόνια είναι η διαμάχη γύρω από το λεγόμενο ζήτημα του “εκσυγχρονισμού”. Με άλλα λόγια, ο Εθνικοσοσιαλισμός μακριά από το να θεωρείται ιστορική οπισθοδρόμηση -όπω ς τον α[58]
ντιμετώπιζαν παλαιότερες ερμηνείες- γίνεται εδώ α ντιληπτός ως μια περίοδος ριζικών καινοτομιών σε ό λα τα επίπεδα, όχι μόνο από τεχνολογική και οικονο μική σκοπιά αλλά και με όρους κοινωνικής και βιομη χανικής πολιτικής, διαχείρισης των μήντια και πάει λέγοντας. Είναι περιττό, φυσικά, να πούμε πως μια τέ τοια θεώρηση ψαρεύει στα θολά (φασιστικά) νερά, κα θώς αν κάποιος παραδέχεται πως το ναζιστικό καθε στώς υπήρξε όντως πρωτοποριακό και εκσυγχρονιστι κό, τότε είναι πιθανό να καταλήξει έχοντας μια ευνοϊ κή άποψη γι’ αυτό. Το πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση έχει να κάνει με την ασάφεια όρων όπως “σύγχρονο” και “εκ συγχρονισμός” και με τις αξίες που τους έχουν προσδώσει διάφοροι ιστορικοί, αναλόγως των απόψεών τους γύρω απο την ιδέα της ιστορικής προόδου. Πρό κειται όμως για ένα πρόβλημα που μας αφορά άμεσα μιας και το τελευταίο διάστημα έχει σχετιστεί με το ζή τημα της κοινωνικής πολιτικής και πιο συγκεκριμένα με τον τρόπο που η ναζιστική πολιτική στόχευε στην “ενσωμάτωση” της εργατικής τάξης. Ο Καρλ Χάινς Ροθ, στην πιο πρόσφατη δουλειά του που πρόκειται να εκδοθεί από το Ίδρυμά μας, έχει επιδοθεί στη συλλογή ντοκουμέντων από το Ινστιτούτο Επιστήμης της Εργασίας του DAF15. Σε αυτή του τη δουλειά, μας δίνει μια λεπτομερή περιγραφή των φά σεων και των απόψεων γύρω από τη συγκεκριμένη δια [ 59]
μάχη, υιοθετώντας παράλληλα μια θέση κατηγορημα τικά αντίθετη με αυτήν του εκσυγχρονισμού. Με άλλα λόγια, ο Ροθ αντί να βλέπει στο ναζιστικό καθεστώς πολιτικές “ενσωμάτωσης” του προλεταριάτου, εντοπί ζει απεναντίας πολιτικές ελέγχου, καταπίεσης και κα ταστροφής της εργατικής τάξης. Ό π ω ς καταλαβαίνουμε φυσικά, η διαμάχη δεν λαμ βάνει χώρα μόνο σε σχέση με τη ναζιστική περίοδο, αλλά επεκτείνεται και στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Αξίζει να αναφέρουμε μία από τις σημάντικότερες συ νεισφορές στο θέμα, αυτή του νεαρού ιστορικού (που δυστυχώς μας άφησε πρόσφατα) Ντέτλεφ Πόυκερτ [Detlev Peukert], ο οποίος επινόησε τη φράση “η πα θολογία του Μοντέρνου” για να περιγράφει τις οπισθοδρομικές διαστάσεις του βαϊμαρινού και χιτλερι κού καθεστώτος. Ο Πόυκερτ ασχολήθηκε, ανάμεσα σε άλλα, με την αντιναζιστική δράση της νεολαίας και των εργατών. Το βιβλίο του με τίτλο "Η κοινωνική Ιστο ρία τον Τρίτον Ράιχ" εκδόθηκε στα ιταλικά το ’89 και οι συνάδελφοί του δημοσίευσαν στη μνήμη του μια σειρά άρθρων πάνω στην έννοια του “εκσυγχρονισμού” και τη χρήση του από τους ιστορικούς16. Ό λες αυτές οι αντιπαλότητες, και οι πολυεπίπεδες έ ρευνες που τις τροφοδότησαν, ήταν το πρώτο βήμα για να απαντηθούν τα θεμελιώδη ερωτήματα του Μέισον: γιατί η παθητική αντιναζιστική αντίσταση δεν μετατράπηκε σε ενεργητική, σε μια ανοιχτή εκδήλωση α [ 6 0]
νταγωνισμού και γιατί δεν υπήρξε ένας αγώνας αυτο θυσίας εκ μέρους της εργατικής τάξης, τέτοιος ώστε να επιβιώσει ως κομμάτι της συλλογικής της μνήμης; Γιατί οι όποιες αντιστάσεις στο καθεστώς ηττήθηκαν ολοσχερώς; Και πώς είναι δυνατόν “αριστεροί” ιστορι κοί, κοντινοί στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (όπως ο Γκούντερ Μάι [Günther Mai] σε άρθρο του που δημο σιεύτηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80) να γράφουν πως: “Η μπουρζουαζία έφερε τον Χίτλερ στην εξουσία, η εργατική τάξη τον κράτησε εκεί”. Πρόκειται για ιστορικό ρεβιζιονισμό; Για υπερβολές της πολεμικής; Είναι αποτέλεσμα της τάσης υποβιβα σμού του ρόλου της εργατικής τάξης σήμερα; Είναι ιδε ολογική στάση; Ή μήπως αποτελεί το λογικό συμπέρα σμα που προκύπτει από την ανάγνωση των ντοκουμέ ντων; Είναι πια ο Μέισον παρελθόν; Μήπως παρερμήνευσε τα ντοκουμέντα; Είναι ο διαχωρισμός που θέτει μεταξύ “αντίθεσης” και “αντίστασης” τεχνητός; Ή μή πως έχει να κάνει με αυτό που θα έλεγαν οι περισσότε ροι, ότι δηλαδή η αντίσταση υπήρξε τόσο ασήμαντη και μειοψηφική που δεν μπορούσε παρά να αποτελεί ένα περιφερειακό και ασήμαντο επεισόδιο; θ α ήθελα να επιχειρήσω να απαντήσω σε αυτά τα ε ρωτήματα, βασιζόμενος στη δουλειά που έχει γίνει από άλλους ιστορικούς στη Γερμανία και αλλού, θ α περιο ριστώ, ωστόσο, σε δυο βασικά στοιχεία της περιόδου που καλύπτει τη μετάβαση από τη Βαϊμάρη στο Ναζι
σμό: τη διαχείριση της ανεργίας από το καθεστώς και τη βίαιη σύγκρουση με τις ναζιστικές συμμορίες. Καλύτερα όμως από το να δώσω απαντήσεις, θα προσπαθήσω να αναδιατυπώσω τα ερωτήματα, με την ελπίδα να αναδείξω πτυχές της ιστορίας του γερμανικού προλετα ριάτου που είναι, ίσως, άγνωστες στο ευρύ Λοινό. Η δομή τον εργα τικ ο ύ δυνα μ ικού στο τέλος της Δημοκρα τίας της Β α ϊμά ρης
Μετά το μακροσκελή αυτό πρόλογο θα περάσω στο προκείμενο. Έχω χωρίσει το κυρίως σώμα του κειμέ νου σε τρία μέρη: το πρώτο μιλάει για την ταξική σύν θεση και τη δομή του εργατικού δυναμικού την περίο δο της Κρίσης, προτού ο Χίτλερ πάρει την εξουσία. Το δεύτερο αφορά την οργάνωση της αυτοάμυνας και τις ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στις ναζιστικές συμμο ρίες και το γερμανικό προλεταριάτο, στο παράδειγμα του Βερολίνου. Το τρίτο θίγει τις πολιτικές απασχόλη σης, τη βιομηχανική ανάκαμψη και την πολιτική συ μπεριφορά της εργατικής τάξης τα πρώτα χρόνια του ναζισιικού καθεστώτος. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με την τεχνική σύνθεση της τάξης. Ποια ήταν η εργατική τάξη στο τέλος της Δημο κρατίας της Βαϊμάρης; Αν εξετάσουμε τις στατιστικές που συγκεντρώθηκαν από τον Χάινριχ Βίνκλερ [Heinrich A. Winkler] στον τρίτο τόμο της μνημειώ δους δουλειάς του πάνω στο εργατικό κίνημα της Βαϊ[ 62]
μάρης17, λίγα στοιχεία επαρκούν για να περιγράφουν την κατάσταση: στο τέλος της Δημοκρατίας, ο αριθμός των εργατών που δούλευαν σε βιοτεχνίες με λιγότερους από 10 υπαλλήλους ανερχόταν στα 7.000.000 από ένα συνολικό αριθμό 14,5 εκατομμυρίων, περίπου δηλαδή το 50% του εργατικού δυναμικού. Το 1925, ο αντίστοι χος αριθμός ήταν 6,8 εκατομμύρια από ένα συνολικό 18,5 εκατομμυρίων (δηλαδή 34%). Οπότε, όταν μιλάμε για την εργατική τάξη στην τελευταία περιόδο της Βαϊμάρης, μιλάμε για μια ιδιαίτερα κονιορτοποιημένη εργατική τάξη που εργαζόταν σ’ ένα κατακερματισμέ νο εργοστασιακό περιβάλλον, υποταγμένη σε μια -πρώ ιμη για την εποχή τη ς- αποκέντρωση της παρα γωγής. Σε αυτά τα πλαίσια, αν η Δημοκρατία της Βαϊμάρης υπήρξε ένα εντυπωσιακό εργαστήρι του εκσυγ χρονισμού, ήταν σε κάποιο βαθμό εξαιτίας αυτού του είδους της παραγωγής: σε αντίθεση με το πνεύμα των καιρών και τη συγκεντροποίηση του μεγάλου φορντικού εργοστασίου, ακολούθησε το δρόμο της αποκέ ντρωσης ώστε να πετύχει ένα στιβαρότερο πολιτικό και συνδικαλιστικό έλεγχο του εργατικού δυναμικού. Την ίδια στιγμή πρέπει να συνυπολογίσουμε και τη μαζική παρουσία αυτοαπασχολούμενων εργατών, το ποσοστό των οποίων αυξήθηκε από 15,9% του εργατι κού δυναμικού το 1925 σε 16,4% το 1933, με το συνο λικό ποσοστό των εργατών να παραμένει σταθερό στο 46%. Σύμφωνα με τον Χάχτμαν [Hachtmann], συγγρα [ 63]
φέα ενός βιβλίου για το βιομηχανικό προλεταριάτο στο Τρίτο Ράιχ (1989), οι αυτοαπασχολούμενοι αντι προσώπευαν το 17,1% των ειδικευμένων εργατών (μά στορες, τεχνίτες) και το 25,1% όσων εργάζονταν στις μεταφορές. Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε μια κα τακερματισμένη εργατική τάξη που κινείται σε ένα σχετικά ασταθές περιβάλλον απασχόλησης. Τα στοιχεία που αφορούν την ανεργία ανά κλάδο έ χουν στην κορυφή της λίστας τους -ακριβώς πιο πάνω από τους εργαζόμενους στα επαγγέλματα μετάλλουμια περίεργη εργατική φιγούρα, η οποία αναφέρεται ως Lohnarbeiter wechselnder Art· ο όρος αυτός περιγράφει τον κινητικό μισθωτό εργάτη που μετακινείται από τον έναν τομέα στον άλλο -α πό την κλωστοϋφαντουργία στις κατασκευές, από τη βιομηχανία στις μεταφορές και από τις αγροτοκαλλιέργειες στις υπηρεσίες- χωρίς σταθερή απασχόληση σε κανέναν από τους κλάδους αυτούς. Οι ιστορικοί έχουν δώσει ελάχιστη προσοχή σε αυτή τη φιγούρα. Αντιθέτως, οι στατιστικολόγοι της εποχής, όντας εξαιρετικά προχωρημένοι ερευνητές και με βαθιά κατανόηση του κόσμου της εργασίας, εί χαν εντυπωσιαστεί από την εμφάνιση αυτής της φιγού ρας του χειρώνακτα εργάτη (δεν επρόκειτο μόνο για α νειδίκευτους εργάτες αλλά και για ειδικευμένους που πουλούσαν την εργατική τους δύναμη εδώ κι εκεί, α κριβότερα α π’ ό,τι θα μπορούσαν να κάνουν αν παρέ μεναν σε έναν συγκεκριμένο τόπο εργασίας). Οπότε οι [ 64]
στατιστικολόγοι εισήγαγαν τον όρο Lohnarbeiter wech selnder Art, για να περιγράφουν αυτή την ασταθή, περιπλανώμενη μάζα, η ανεργία της οποίας υπολογιζό ταν το 1931 σε 900.000, το 1933 σε 1.296.000, ενώ στο Βερολίνο ή σε περιοχές σαν το Κρόυτσμπεργκ -στην ακμή της Κρίσης- άγγιξε το 45% και 48% αντίστοιχα. Το ηαζλ των μ ικ ροεηιχειρήσεω ν
Υπάρχει, λοιπόν, ένα πολύ συγκεκριμένο πρόβλημα που προκύπτει από τις παραπάνω στατιστικές: τι πά τημα θα μπορούσαν να έχουν οι οργανώσεις του εργα τικού κινήματος, και συγκεκριμένα οι Σοσιαλδημο κράτες αλλά και τα Καθολικά και σοσιαλιστικά συνδι κάτα, σ’ ένα εργατικό δυναμικό τόσο κατακερματισμέ νο, διάσπαρτο και κινητικό; Το σοσιαλδημοκρατικό συνδικάτο είχε εστιάσει τις προσπάθειές του στο κομ μάτι της εργατικής τάξης που δούλευε στα μεγάλα ερ γοστάσια ή στο δημόσιο τομέα όπου οι συμβάσεις γί νονταν λίγο ως πολύ σεβαστές. Από την άλλη όμως, ό λη εκείνη η τεράστια περιοχή του μικρο-εργοστασίου ήταν μια περιοχή όπου κυριαρχούσαν άγραφοι κανό νες και σχέσεις οικογενειακού τύπου. Επρόκειτο, ου σιαστικά, για εργασιακές συνθήκες που χαρακτηρίζο νταν είτε από την απομόνωση, είτε στην καλύτερή τους φάση από στιγμές μιας ανοργάνωτης συνοχής. Αυτή η περιοχή λοιπόν δεν ερευνήθηκε παρά ελάχι στα από τους ιστορικούς εξαιτίας της πίστης τους στην [ 65]
παλιά εκείνη αντίληψη πως οι μικροεπιχειρήσεις αποτελούσαν προκαπιταλιστικού, κυρίως, τύπου βιοτεχνί ες και πως οι μικροεπιχειρηματίες και οι μάστορες α νήκαν στη Mittelstand, στη μεσαία τάξη, και άρα ήταν όλοι αντιδραστικοί. Το πρόβλημα είναι πως ακόμα και σήμερα, η ιστοριογραφία κουβαλά τις ίδιες προκαταλήψεις των ιστορικών του σοσιαλδημοκρατι κού εργατικού κινήματος, οι οποίοι θεωρούσαν ως ερ γατική τάξη μόνο όσους δούλευαν στα μεγάλα εργο στάσια και είχαν αφιερώσει την έρευνά τους στον αντί στοιχο τομέα. Η πεποίθηση αυτή βασιζόταν σε μια απόλυτη αντί ληψη περί προόδου, σύμφωνα με την οποία μόνο το μεγάλο εργοστάσιο είναι σε θέση να εισαγάγει διαδι κασίες εκσυγχρονισμού, δημιουργώντας μια παραγω γική αστική τάξη από τη μια, και μια συνδικαλισμένη εργατική τάξη από την άλλη. Με αυτόν τον τρόπο, η προκατάληψη αυτή τύφλωσε κυριολεκτικά τους ιστο ρικούς πάνω στην αληθινή φύση της αποκεντρωμένης παραγωγής μέσω της οποίας ο καπιταλισμός χτύπησε από πολύ νωρίς τη συνοχή και τη συνδικαλιστική ενό τητα της εργατικής τάξης18. Το αποτέλεσμα είναι πως οι ιστορικοί έλαβαν υπόψη τους μόνο τα “μικροαφεντικά” και όχι τους υπαλλήλους τους, επιμένοντας να βλέπουν το βιοτεχνικό τομέα σαν προκαπιταλιστικό απομεινάρι και όχι σαν αποτέλεσμα της αποκέντρωσης της παραγωγής του μεγάλου εργοστασίου και του ε[ 66]
σκεμμένου κατακερματισμού της εργατικής τάξης. Α πόδειξη πως έχουμε να κάνουμε με ένα “μοντέρνο” φαινόμενο (ή με μια “παθολογία του μοντέρνου” όπως θα το έθετε ο Πόυκερτ) και όχι με κάποιο προκαπιταλιστικό απομεινάρι, είναι το γεγονός ότι στην περίοδο της αποκαλούμενης “ορθολογικοποίησης” της παρα γωγής (μετά το 1925 δηλαδή), όταν σι τεϋλορικές μέ θοδοι άρχισαν να εισάγονται μαζικά στη Γερμανία -και άρα υπήρχε όντως μια διαδικασία εκσυγχρονισμού του κεφαλαίου-, ο αριθμός των εργαζομένων σε μικρές επι χειρήσεις με λιγότερους από δέκα εργάτες παρέμεινε σταθερός. Το Κ ομμ ο υνισ τικό Κ ό μ μ α και οι ά νεργο ι εργά τες Θ α επιστρέφω τώρα στο ερώτημα της κοινωνικής βά
σης του Κομμουνιστικού Κόμματος. Και θα το κάνω αρχίζοντας από τη φάση της ορθολογικοποίησης της παραγωγής που ξεκίνησε το 1924, όταν ο τεράστιος πληθωρισμός είχε μόλις αντιμετωπιστεί μέσω μιας νο μισματικής μεταρρύθμισης και ειδικότερα με τη βοή θεια των Αμερικάνων. Η παραγωγικότητα στη βαριά βιομηχανία αυξήθηκε κατά 30% την περίοδο 1925-1928 και κατά 25% στον τομέα των καταναλωτικών αγαθών. Πρόκειται για τη “χρυσή εποχή” της Βαϊμάρης η οποία όσο κι αν ήταν τέτοια για μερικά τμήματα της “νέας αστικής τάξης” δεν υπήρξε καθόλου “χρυσή” για την εργατική τάξη. [ 67]
Οι μισθοί (εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις) παρέμειναν κατά μέσο όρο κάτω από τους αντίστοιχους του 1913, για να μην αναφέρουμε το πλήθος των μισθολογικών βαθμίδων. Σε αυτή την περίοδο λοιπόν, όχι μό νο δεν βελτιώθηκαν οι συνθήκες για την εργατική τά ξη, αλλά αντιθέτως ξεκίνησε ο συστηματικός διωγμός από τα εργοστάσια των πιο μαχητικών στελεχών του Κομμουνιστικού και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμμα τος. Κατάσταση, που σε συνδυασμό με την επόμενη περίοδο της Κρίσης προκάλεσε σημαντικές αυξομειώ σεις στη βάση του Κ.Κ. με πολλά από τα μέλη του ν’ α ποχωρούν, αλλά και πολλά νεαρά άτομα να πυκνώνουν ξανά τις γραμμές του. Ενδεικτικό είναι πως το 1931, δεύτερο χρόνο της Κρίσης, το γερμανικό Κ.Κ. αποτελούνταν κατά 80% από ανέργους, όπως επίσης και το ότι στο οργανωτικό συνέδριο του Βερολίνου (προπύρ γιο του Κόμματος) οι 878 από τους 940 αντιπροσώ πους ήταν κι αυτοί άνεργοι. Την ίδια στιγμή, τα χρό νια της Κρίσης αποτέλεσαν για το Κόμμα χρόνια εντυ πωσιακής εκλογικής ανόδου. Καθώς κάθε εκλογική νί κη ή αποτυχία τείνει πάντα να μεταφράζεται σε ποσο στό “κοινωνικής δύναμης” του Κόμματος, χρειάζεται να εξετάσουμε το εξής: ποια ήταν βάσει της κοινωνι κής θέσης των μελών και των υποστηρικτών του η αλη θινή δύναμη του Κομμουνιστικού Κόμματος, με την έννοια της επιρροής του επί των μηχανισμών εξουσίας. Μιας και αποτελούνταν στη μεγάλη του πλειοψηφία [ 68]
από ανέργους (εργάτες που απολύθηκαν, αλλά και νέ ους που αναζητούσαν για πρώτη φορά δουλειά), το Κ.Κ. δεν ήταν σε θέση να έχει συνδικαλιστική δύναμη. Και γι’ αυτό αναγκαζόταν να περιοριστεί στην προπα γάνδα με την ελπίδα πως όσα από τα στελέχη του επι βίωναν ακόμα σε εργασιακούς χώρους θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν κινητήριοι μοχλοί συγκρούσεων. Είναι προφανές πως για ένα Κόμμα που ήταν βαθιά προσκολημμένο στην “εργατίστικη” αντίληψη (σύμ φωνα με την οποία ο αντικαπιταλιστικός αγώνας θα κερδιζόταν στους εργασιακούς χώρους, εντός των πα ραγωγικών σχέσεων) μια τέτοια κατάσταση ήταν πε ρισσότερο από ανησυχητική. Το Κ. Κ. ένιωθε αναγκασμένο να στραφεί σε “ευρύτερα” κοινωνικά πεδία, σε μαζικές καμπάνιες που ήταν τόσο θορυβώ δεις όσο και αφηρημένες, δίνοντας κατά συνέπεια με γαλύτερη βαρύτητα στην “προπαγανδιστική”, “πολιτι στική”, “ιδεολογική” και βασικά εκλογοκεντρική πλευ ρά της δράσης του. Αυτή η παράδοξη θέση ενός εργα τικού Κόμματος χωρίς συνδικαλιστική δύναμη ήταν έ νας από τους λόγους της αυξανόμενης “ιδεολογικοποίησής” του σε μια περίοδο που η συλλογική οργάνωση -κ αι σαν αποτέλεσμα της Κρίσης- θα όφειλε να στρέφεται σε πιο απτές και χειροπιαστές λύσεις: την ικανοποίηση των πιο βασικών ανθρώπινων αναγκών. Την ίδια βέβαια στιγμή, η ανεργία δεν ήταν απο κλειστικό πρόβλημα του Κόμματος, αλλά αποτελούσε
καθολική συνθήκη, με τους άνεργους να μην είναι πια περιθωριακό κομμάτι της κοινωνίας, αλλά να αγγίζουν το 30% του συνολικού πληθυσμού. Το Κ. Κ. ήταν με αυ τή την έννοια η πιο δυνατή οργάνωση ενός νέου κοινω νικού στρώματος, των “μακροχρόνια ανέργων”. Εκρη κτικός προοπτικά συνδυασμός αν το σκεφτεί κανείς, πράγμα που σήμαινε πως το Κόμμα διέθετε κοινωνική δύναμη και δυνατότητες για κινητοποίηση, οι οποίες μεγάλωναν ακόμα περισσότερο λαμβάνοντας υπόψη την επιρροή του στη νεολαία των μεγάλων πόλεων. Ο κατακερματισμ ός των ανέργω ν και σι διασπάσεις του εργα τικ ο ύ κινήματος
Μερικά στατιστικά στοιχεία θα επαρκούσαν γιά να δώσουμε μια ιδέα της έκτασης που είχε πάρει η ανερ γία και της δραματικότητας που χαρακτήριζε τα χρό νια της Μεγάλης Κρίσης, όταν τόσο το Κομμουνιστικό όσο και το Ναζιστικό Κόμμα κέρδιζαν τα μεγαλύτερα εκλογικά ποσοστά τους. Έχουμε και λέμε, λοιπόν: το τελευταίο τετράμηνο του 1930 οι άνεργοι έφταναν τους 3.699.000, την αντίστοιχη περίοδο του 1931 ο α ριθμός τους άγγιζε τους 5.060.000, ένα χρόνο μετά εί χε ανέβει στους 5.353.000 ενώ το πρώτο τετράμηνο του ’33 -κ ι ενώ ο Χίτλερ ήταν ήδη στην εξουσία- είχε φτάσει στο υψηλότερο σημείο, δηλαδή στους 6.100.000. Και φυσικά, σε κάθε περίπτωση μιλάμε μό νο για τους “επίσημους” ανέργους, όσους δηλαδή εί[70]
χαν κσταγραφεί στα γραφεία ανεργίας. Οι ιστορικοί ε ρευνούσαν αυτά τα νούμερα μέχρι πριν από δέκα πε ρίπου χρόνια. Τότε, χάρη στη μελέτη της ερευνήτριας Χάιντρουν Χόμπουργκ [H eidrun Homburg], η προσο χή στράφηκε σε στοιχεία της περιόδου που συνηγο ρούσαν υπέρ της ύπαρξης ενός “κρυμμένου" στρώμα τος ανέργων. Η δουλειά δε της Χόμπουργκ έθεσε τη βάση για την ανακατασκευή της θέσης του Βίνκλερ19. Η εξατομικευμένη διάρθρωση του εργατικού δυναμι κού στις μικροεπιχειρήσεις και η παρουσία μιας περι φερόμενης μάζας από επισφαλείς εργάτες σήμαινε πως υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που δεν είχε δουλέψει αρκετά ώστε να δικαιούται το επίδομα α νεργίας. Ταυτόχρονα, και όπως θα δούμε παρακάτω, υ πήρχαν επιπρόσθετοι λόγοι που συνέβαλαν στο να κρα τούνται οι άνεργοι μακριά από τα Γραφεία Εργασίας. Παίρνοντας, λοιπόν, υπόψη την κρυμμένη αυτή α νεργία φτάνουμε στα ακόλουθα στοιχεία: 4.115.000 ά νεργοι στο τελευταίο τετράμηνο του 1930, εκ των οποί ων το 32,5% ζούσε χωρίς το επίδομα, 5.943.000 το 1931 (33,5% χωρίς επίδομα), 6.704.000 το τρίτο τετρά μηνο του 1932 (37,6 % χωρίς επίδομα) και 7.781.000 το πρώτο τετράμηνο του 1933 (το 31,6% των οποίων χωρίς επίδομα). Χωρίς πολλά-πολλά δηλαδή, αν προ σθέσουμε την “κρυμμένη” ανεργία στην επίσημη τότε έχουμε μια αύξηση των ανέργων της τάξης του ενός με ενάμισι εκατομμυρίου ανθρώπων. Κι όπως ήταν ανα [ 71]
μενόμενο, μια ανεργία τέτοιας κλίμακας προκάλεσε βαθιά ρήγματα στην τεχνική σύνθεση της εργατικής τάξης και επηρέασε εξίσου βαθιά τις ιδέες και την πο λιτική συμπεριφορά της. Το πρώτο ρήγμα ήταν μετα ξύ εργαζομένων και ανέργων, και κατά συνέπεια ανά μεσα στη βάση του Σοσιαλδημοκρατικού και του Κομ μουνιστικού Κόμματος, ενώ το δεύτερο ήταν μεταξύ α νέργων που έπαιρναν το επίδομα, ανέργων που δεν έ παιρναν το επίδομα, αλλά είχαν κάποιου είδους προ σωπική στήριξη και ανέργων που δεν είχαν καμία στή ριξη. Η ανεργία εξασθένησε το θεσμό του συνδικάτου και το ρόλο του επί του κοινωνικού ελέγχου, μέσω του οποίου δημιουργούσε ένα συνεκτικό κοινωνικό ιστό, μία μεσολάβηση ανάμεσα στα σχετικά εξασφαλισμένα κοινωνικά στρώματα και τα αντίστοιχα περιθωριακά. Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε μια κατάσταση κατά την οποία τόσο το Κομμουνιστικό όσο και το Σο σιαλδημοκρατικό Κόμμα είχαν βαθύτατα χτυπηθεί α πό τη μαζική ανεργία, γεγονός που επηρέαζε την ικα νότητα παρέμβασής τους μέσα στην κοινωνία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα άρχισε να στρέφεται όλο και περισσότερο σε προπαγανδιστικές δράσεις, την ίδια στιγμή που οι Σοσιαλδημοκράτες έστιαζαν στην τοπι κή αυτοδιοίκηση και κυρίως στους τομείς της υγείας και της Πρόνοιας -με άλλα λόγια σ’ εκείνους τους το μείς που εξακολουθούσε να υπάρχει (έστω και μικρή) δυνατότητα παρέμβασης, με την έννοια της υπεράσπι [ 72]
σης των θέσεων εργασίας των μελών τους σε αυτούςαλλά και στους τομείς διαχείρισης δημόσιων πόρων. Και όλα αυτά, φυσικά, εξαιτίας της παράλυσης που εί χε προκαλέσει η Κρίση στη συνδικαλιστική δραστη ριότητα στο εργοστάσιο. Εντωμεταξύ βέβαια, υπήρχε τεράστια απόσταση ανάμεσα στη νοοτροπία ενός μέ σου στελέχους του Σοσιαλιστικού Κόμματος που ταυτι ζόταν (και όχι μόνο ιδεολογικά) με τη γραφειοκρατία της Βαϊμάρης και σε αυτή ενός μέσου μέλους του Κομ μουνιστικού. Κάτι το οποίο δεν ήταν τυχαίο, γιατί αν το Κ.Κ. είχε να προσφέρει κάτι στους (νεαρούς, άνερ γους, περιφερόμενους, εξαθλιωμένους, αόρατους) α γωνιστές του, αυτό ήταν η Ουτοπία της κατάληψης της εξουσίας ή με άλλα λόγια η καταστροφή της Δημοκρα τίας της Βαϊμάρης και η εγκαθίδρυση μιας σοβιετικού τύπου δημοκρατίας. 'Οταν, λοιπόν, οι άνθρωποι σήμε ρα μιλάνε για τα “δύο κόμματα του εργατικού κινήμα τος, το Κ.Κ. και το Σ.Κ.” αναπαράγουν τη σύγχυση, διαπράττουν ένα ιστορικό σφάλμα. Πρόκειται, όμως, για ένα ιστορικό σφάλμα στο οποίο είναι εύκολο να υποπέσει κανείς. Το Κ.Κ. και το Σ.Κ. είχαν τόσο διαφορετικές θέσεις, που μας είναι δύσκολο να τα δούμε ως κομμάτια ενός ενιαίου “εργατικού κινήματος”. Η γενεαλογία της ρήξης τους βρίσκεται πίσω στην επανάσταση του Νο εμβρίου του 1918 και τα συνακόλουθα γεγονότα: τη ρήξη μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Σπαρτακιστών. [ 73]
Τη δολοφονία των Ρόζα Λουξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ. Τη διάσπαση ανάμεσα στα σοσιαλδημοκρα τικά συνδικάτα και τους εργοστασιακούς πυρήνες του Κομμουνιστικού Κόμματος κατά την περίοδο του “εξορθολογισμού” (κατά τη διάρκεια αυτής της περιό δου, τα συνδικάτα αποπειράθηκαν να στήσουν με την εργοδοσία δομές συνδιαχείρισης, την ίδια στιγμή που οι κομμουνιστικοί πυρήνες είχαν κηρύξει πόλεμο στον εξορθολογισμό. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ξεριζώ νονται οι κομμουνιστές από τα εργοστάσια μέσω συ στηματικών απολύσεων που προωθούσε αυτή ακριβώς η συνεργασία συνδικάτων-αφεντικών). Υπήρχαν, λοι πόν, βαθιές πληγές οι οποίες όχι μόνο δεν επουλώνο νταν, μα αντίθετα βάθαιναν με τα χρόνια. Πληγές στο σώμα της εργατικής τάξης που επιδείνωναν τους υπό λοιπους διαχωρισμούς, όπως αυτός μεταξύ εργαζομέ νων και ανέργων. Δεν επρόκειτο απλά για ζήτημα δύο διαφορετικών στρατηγικών από ηγεσίες που βρίσκο νταν στα μαχαίρια, αλλά για ζήτημα δύο διαφορετι κών πολιτισμών, δύο εχθρικών μεταξύ τους αντιλήψε ων, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που η “ενότητα στη βάση”, ή με άλλα λόγια η ενότητα που μπορεί να γεννηθεί πάνω σε ζητήματα επιβίωσης, ήταν εξίσου (αν όχι περισσότερο) δύσκολο να επιτευχθεί με την ε νότητα σε επίπεδο ηγεσίας. Ο Έ ριχ Φρομ [Erich Fromm], όταν δούλευε στο πε ρίφημο “Ινστιτούτο της Φρανκφούρτης για την Κοινω [ 74]
νική Έρευνα", υπό τη διεύθυνση του Μαξ Χορκχάιμερ [Max Horkheimer], είχε το 1929 την ιδέα να οργανώ σει μια εργατική έρευνα με σκοπό να εξετάσει τις από ψεις συνηθισμένων ανθρώπων της εργατικής τάξης, ώ στε να εντοπίσει πιθανές παρεκκλίσεις προς τον αυταρχισμό. Για να το κάνει αυτό εφάρμοσε μια ψυχανα λυτική μεθοδολογία βασισμένη στην ανάλυση της οι κογένειας. Ωστόσο οι μέθοδοί του δεν έγιναν αποδε κτές από τους κοινωνιολόγους του Ινστιτούτου, οπότε τα αποτελέσματα της έρευνας (η οποία τερματίστηκε το 1931 με ένα περιορισμένο δείγμα των μόλις 700 συ μπληρωμένων ερωτηματολογίων) δεν κατάφεραν να εκδοθούν. Μόλις το 1939 ήταν που ο Φρομ και η συνεργάτιδά του Χίλντε Βάις [Hilde Weiss] -η οποία έκα νε την περισσότερη δουλειά και γι’ αυτό θα πρέπει να θεωρείται η πραγματική συγγραφέας της έρευνας- κα τάφεραν να εκδώσουν τη δουλειά τους κατά τη διάρ κεια της εξορίας τους στις ΗΠΑ. Υπήρχε για καιρό η υποψία ότι η Βάις και ο Φρομ υπήρξαν διατακτικοί στο να προχωρήσουν στην έκδοση το 1931, εξαιτίας της απολυταρχικής χροιάς που είχαν οι απαντήσεις των ερωτώμενων, οι οποίοι ήταν κυρίως μέλη ή συνο δοιπόροι του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Και η αλήθεια είναι πως η ανάγνωση των αποτελεσμάτων της έρευνας (που επανεκδόθηκε το 1983) επιβεβαίωσε την αρχική αυτή υποψία. Παρά το γεγονός πως η δειγματοληψία υπήρξε πε [ 75]
ριορισμένη, μπορεί κανείς να διακρίνει ξεκάθαρα τις διαφορές ανάμεσα στην νοοτροπία ενάς μέσου στελέ χους του Σ.Κ. και ενός αγωνιστή του Κ.Κ. Είναι επίσης εντυπωσιακό πως οι απαντήσεις που δίνονταν σε δυο κατηγορίες ερωτήσεων (η πρώτη είχε να κάνει με ζη τήματα που αφορούσαν στη γυναικεία απελευθέρωση, ένδυση και σεξουαλική συμπεριφορά και η άλλη στην ανατροφή των παιδιών) ήταν πολύ πιο λεπτομερείς α πό εκείνες που δίνονταν σε ερωτήσεις πάνω στον “εξορθολογισμό” και τις εργασιακές συνθήκες στα εργο στάσια, στις οποίες ένα 50% απαντούσε “δεν ξέρω/δεν απαντώ”. Η Π ρόνοια ως σύστημα ελ έ γχ ο υ
Ας επιστρέφουμε, όμως, στο Κ.Κ. για να εξετάσουμε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ακόμα και τη στιγμή της μεγαλύτερης εκλογικής του νίκης. Ό πω ς προαναφέραμε, η εν δυνάμει ισχύς του Κόμματος προέκυπτε από το γεγονός ότι αποτελούσε την οργάνωση με τη μαζικότερη παρουσία εντός του άνεργου πληθυσμού. Κάτι που με τη σειρά του σήμαινε πως ο θεσμικός φο ρέας με τον οποίο το Κόμμα έπρεπε να διαπραγμα τεύεται ήταν το διοικητικό τμήμα του Υπουργείου Ερ γασίας που οργάνωνε τη διανομή του επιδόματος α νεργίας. Επρόκειτο για έναν δαιδαλώδη μηχανισμό που αποτελούσε παράλληλα έναν από τους πυλώνες του κράτους της Βαϊμάρης. Το Κ.Κ. έπρεπε να απο [ 76]
δείξει την αξία του, λοιπόν, όχι στην οργάνωση και την καθοδήγηση των αγώνων στους εργασιακούς χώρους, αλλά στην αρένα της κοινωνικής Πρόνοιας. Την ίδια στιγμή, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την κρίση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και τη μετάβα ση στο Ναζισμό είναι θεμελιώδες να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς ελέγχου και πειθάρχησης που η Πρόνοια είχε στη διάθεσή της. Η σπειροειδής άνοδος της ανεργίας έδωσε κατά την τελευταία περίοδο της Βαϊμάρης τεράστιες εξουσίες στο μηχανισμό της Πρόνοιας. Και δεν θα αποτελοΰσε υπερβολή να πούμε πως στα μάτια του απλοΰ πολίτη το μοναδικό αναγνωρίσιμο πρόσωπο του Κράτους υ πήρξε αυτός ακριβώς ο μηχανισμός. Μέσω της σταθε ρής επέκτασης των (κάποτε διακριτικών) εξουσιών του, το σύστημα της Πρόνοιας μετατράπηκε από “υπηρεσί α επιδομάτων” σε “υπηρεσία πληροφοριών”. Οι τελευ ταίες κυβερνήσεις της Βαϊμάρης (του Μπρούνινγκ [Brüning], του Φον Πάπεν [Von Papen] και του Φον Σλάιχερ [Von Schleicher]) είχαν πλήρη επίγνωση των ελεγκτικών δυνατοτήτων του μηχανισμού Πρόνοιας. Χρησιμοποίησαν μάλιστα το σύστημα ασφάλισης των ανέργων με χυδαίο κυνισμό και καλοζυγισμένη αποτελεσματικότητα ώστε να παράξουν το μέγιστο δυνατό κατακερματισμό του άνεργου πληθυσμού. Η πολιτική αυτή τέθηκε σε λειτουργία μέσω μιας σειράς διαταγμάτων (και μιας διαδικασίας που ουσια [ 77]
στικά παρέκαμπτε το κοινοβούλιο) με τα οποία οι προ ϋποθέσεις για την απόκτηση του επιδόματος ανεργίας άρχισαν σταδιακά να αλλάζουν. Οι αλλαγές αυτές εί χαν ως αποτέλεσμα πολλές κοινωνικές ομάδες είτε να υποστούν περικοπές στο επίδομα είτε να αποκλει στούν. Σε πολλές περιπτώσεις τα διατάγματα αυτά (που μεταξύ άλλων δημιούργησαν τεράστια γραφειο κρατική σύγχυση αλλά και μια απέραντη αίσθηση α νασφάλειας) εφαρμόστηκαν με σκοπό να χαρτογρα φηθούν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες που προορί ζονταν για αποκλεισμό από το επίδομα ή την κοινωνι κή ασφάλιση και για περιόδους που μπορεί να ήταν προσωρινές, ή για πάντα, ή έστω μέχρι το επόμενο διάταγμα. Τέτοιες ομάδες υπήρξαν, για παράδειγμα, οι νεαρές γυναίκες που δεν είχαν παιδιά, ®ι νέοι κάτω των 21, αλλά και συγκεκριμένες κατηγορίες εργατών, όπως οι πιο ασθενικοί αλλά και οι πιο απείθαρχοι. Σε κάθε πε ρίπτωση, μιλάμε για περικοπές (ή αποκλεισμούς) που σχεδόν πάντα δικαιολογούνταν από την “αναγκαιότη τα για τη μείωση του δημόσιου ελλείμματος”. Ταυτό χρονα, βέβαια, αυτές οι περικοπές συνοδεύονταν από “δωράκια” σε άλλες κοινωνικές ομάδες, με σκοπό το βάθεμα των κοινωνικών διαχωρισμών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκατομμύρια ανέργων έφτασαν να ζουν υπό ένα καθεστώς διαρκούς απειλής, ακό μα και σε εκείνη την περιοχή των κοινωνικών δικαιω [ 78]
μάτων που είχε χτιστεί με τη συμβολή τους. Εκατομμύ ρια απλών ανθρώπων που είχαν απελπιστεί από τη μα κροχρόνια περίοδο ανεργίας ένιωθαν πως η κυβέρνη ση παίζει ρουλέτα με τη φτώχεια τους. Και παρόλο που η ανασφάλεια και η οργή ενάντια στο καθεστώς μεγάλωναν, ο κατακερματισμός των ανέργων απέτρε πε την κοινωνική τους ανασύνταξη προς την Αριστερά. Η Αριστερά ήταν αποδυναμωμένη: το Σ.Κ. υπερα σπιζόταν το Βαϊμαρινό καθεστώς ως το “δημοκρατικό καθεστώς που είχε κερδηθεί μέσα από εργατικούς α γώνες”, την ίδια στιγμή που το Κ.Κ. ήθελε την κατα στροφή και την αντικατάστασή του. Οι αδιάκοπες επιπλέον αλλαγές στους κανονισμούς της Πρόνοιας συνέβαλαν τα μέγιστα στην άνοδο του ποσοστού της “κρυμμένης” ανεργίας, με ολοένα αυξα νόμενο αριθμό ανθρώπων να αποκλείεται από οποιουδήποτε τύπου κοινωνική ασφάλιση, την ίδια στιγμή που άλλοι αναγκάζονταν να καταθέτουν διαρκώς αιτή σεις για επιδόματα τα οποία δεν ήταν ποτέ σίγουρο ότι θα πάρουν. Το σύστημα της Πρόνοιας είχε δομηθεί σε τρεις βαθμίδες. Η πρώτη ήταν το Arbeitslosenunterstvtzung (ALU), το επίδομα ανεργίας που δινόταν κατόπιν νό μου που είχε ψηφιστεί το 1927 σχετικά με την “υπο χρεωτική ασφάλιση ανεργίας”. Επρόκειτο για ένα επί δομα που αφορούσε μόνο όσους είχαν καταβάλει τις αναγκαίες εισφορές για ένα συγκεκριμένο χρονικό [ 79]
διάστημα, ή με άλλα λόγια όσους βρίσκονταν υπό κα θεστώς διαρκούς απασχόλησης για έναν ορισμένο α ριθμό ετών. Η δεύτερη βαθμίδα ήταν το Krisenunterstvtzung (KRU), επίδομα που δινόταν σε ει δικές περιπτώσεις οικονομικών προβλημάτων που α ντιμετώπιζαν συγκεκριμένες βιομηχανικές περιφέ ρειες ή εργοστάσια ως αποζημίωση απόλυσης. Ή ταν μια παροχή διαθέσιμη κυρίως στους εργάτες που δεν είχαν συμπληρώσει τις απαραίτητες εισφορές για να πάρουν το ALU, ή αλλιώς σε επισφαλείς εργάτες που δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν σταθερή εργασία και ζούσαν με εναλλασσόμενες περιόδους ανεργίας-εργασίας. Επρόκειτο για ένα επίδομα που θεσπίστηκε, επί σης, με το νόμο του 1927. Το τρίτο επίδομα ήταν το πιο παλιό, μιας και κατοχυρώθηκε από νόμο του 1924 που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί £αι ως “νόμος για τους φτωχούς”. Ενόσω οι άλλες επιχορηγήσεις διανέ μονταν από τα γραφεία ανεργίας και αποτελούσαν τμήμα του κρατικού συστήματος ασφάλισης, το τρίτο αυτό επίδομα ( Wohlfartsunterstvtzung, WU) καταβαλλό ταν από τους Δήμους. Η διαφορά του με τα άλλα επι δόματα, έγκειτο στο ότι όσοι δεν είχαν την απαραίτη τη προϋπηρεσία που απαιτούσε ο νόμος του ’27 έπε φταν πάνω σε αυτή τη μορφή επιχορήγησης. Ωστόσο επρόκειτο για μια επιχορήγηση που δεν ήταν κομμάτι του συστήματος ασφάλισης, αλλά αποτελούσε περισ σότερο μια κίνηση φιλανθρωπίας των Δήμων που δινό [ 80]
ταν στη βάση της διακριτικής τους ευχέρειας. Ανάλο γα με την προσωπική κατάσταση του αιτοΰμενου, το εκάστοτε δημοτικό συμβούλιο αποφάσιζε για το αν θα δώσει το επίδομα ή όχι, το οποίο συν τοις άλλοις είχε και τη μορφή δανείου και συνεπώς θα έπρεπε κάποια στιγμή να αποπληρωθεί από τον επιχορηγούμενο. Προσέξτε λοιπόν το εξής: κατά τη διάρκεια της Κρίσης η ανεργία εξελίχθηκε σε μαζικό φαινόμενο μακράς διαρκείας. Και δεδομένου ότι το σύστημα Πρόνοιας είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε να αποτελείται από τρεις βαθμίδες, όλο και πιο πολλοί εργάτες είτε εξέπιπταν των προϋποθέσεων που απαιτούσαν τα δύο πρώτα επιδόματα και συνωστίζονταν για την απόκτη ση του τρίτου, είτε ύστερα από παρατεταμένα διαστήματα ανεργίας έχαναν εντελώς αυτό το δικαίωμα. Τ α τοπικά συμβούλια βρέθηκαν μπροστά σε μια κα τάσταση στην οποία είχαν να διαχειριστούν μια πρωτοφανή πληθώρα αιτήσεων. Με λίγα λόγια, στην περίοδο της Κρίσης οι εργάτες μετατρέπονταν από ά νεργοι σε “φτωχούς-που-έχρηζαν-βοηθείας” και την α πόφαση για το αν, και σε ποιο βαθμό χρειάζονταν ό ντως αυτή τη βοήθεια δεν την έπαιρνε πια η υπουργι κή γραφειοκρατία, αλλά η δημοτική, η οποία συν τοις άλλοις ήταν απροετοίμαστη να διαχειριστεί τον τερά στιο όγκο αιτήσεων που την κατέκλυζαν καθημερινά. Φυσικά, για τις ύστερες κυβερνήσεις της Βαϊμάρης η [ 81]
κατάσταση αυτή ήταν πλεονεκτική, γιατί μεταβίβασε το πρόβλημα των κοινωνικών παροχών από τον κεντρι κό κρατικό σχεδιασμό στο τοπικό δημοτικό επίπεδο. Και τι θα μπορούσε να σημαίνει κάτι τέτοιο για τους άνεργους, και ειδικά για εκείνον τον πυρήνα της εργα τικής τάξης που μέσω του προνοιακοΰ συστήματος υποβιβάστηκε στο επίπεδο των φτωχότερων και πιο περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων; Σήμαινε πως σι εργάτες μετατράπηκαν σε “φτωχούς” όχι απλά με υλικούς αλλά και με νομικούς όρους. Η ύπαρξη του “κράτους Πρόνοιας” υπήρξε πολύ ση μαντική για τη σοσιαλδημοκρατία και τα συνδικάτα, με την έννοια πως έδινε μια αίσθηση πολιτικών δι καιωμάτων στην εργατική τάξη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ενσταλάζοντας παράλληλα την πίστη στους θεσμούς της. Ό μω ς, ο δεσμός αυτός άρχισε να θρυμ ματίζεται και το αποτέλεσμα ήταν μια περαιτέρω αί σθηση αποξένωσης των ανέργων στη σχέση τους με το κράτος. Οπότε, κάθε φορά που το προλεταριάτο κατηγορείται πως δεν υπερασπίστηκε τη Δημοκρατία, θα πρέπει κανείς να αναλογίζεται πως, μέχρι το σημείο που έχουμε εξετάσει, η Δημοκρατία δεν αντιπροσώ πευε παρά ελάχιστα στα μάτια του βασικού πυρήνα της εργατικής τάξης. Η ένταξη των άνεργων σε ένα σύ στημα δημοτικής Πρόνοιας δημιούργησε μια στρατιά ανθρώπων υποχρεωμένων να ζητιανεύουν ελεημοσύνη από κάποιον γραφειοκράτη, ο οποίος συχνά έκρινε τις [ 82]
ανάγκες τους στη βάση των υποκειμενικών του εντυ πώσεων. Οι άνεργοι μπορούσαν να αποκτήσουν κοι νωνική ασφάλιση μόνο εφόσον κατάφερναν να πείσουν τον αρμόδιο σε μια πρόσωπο-με-πρόσωπο συνέ ντευξη, με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να γίνουν πρόσφοροι σε κάθε είδους εκβιασμό. Επιπλέον, η προσωπική ζωή όλων αυτών των ανθρώπων καταγρα φόταν λεπτομερώς (κάτι που υπήρξε εξαιρετικά σημα ντικό για το μεταγενέστερο ναζιστικό καθεστώς). Ωστόσο, το πρόβλημα δεν σταματούσε εκεί. Ό πω ς προαναφέραμε, τα επιδόματα που δίνονταν από τα δημοτικά συμβούλια θα έπρεπε κάποια στιγμή να α ποπληρωθούν. Με άλλα λόγια, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων βρέθηκε δεσμευμένος με μακροχρόνια δά νεια απέναντι στις αρμόδιες αρχές (σημειωτέο ότι ο Χίτλερ σε μια επιτήδεια κίνησή του κατήργησε όλα αυτά τα χρέη το 1935 με σχετικό διάταγμα). Οι συνθή κες αυτές εξηγούν και το γιατί, καθώς η Κρίση οξυνόταν, ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός ατόμων επέλεγε να μην πάρει κανένα επίδομα και κατά συνέπεια να μην καταχωρείται στις επίσημες λίστες ανεργίας. Αυ τές είναι εξάλλου και οι ρίζες του πολιτικού, οικονομι κού, κοινωνικού και στατιστικού προβλήματος της αποκαλούμενης “κρυμμένης ανεργίας” κατά τη διάρ κεια της Μεγάλης Κρίσης. Πιο συγκεκριμένα: στις αρ χές της Κρίσης, η συντριπτική πλειοψηφία των ανέρ γων διατηρούσε το δικαίωμά της στην είσπραξη του [ 83]
ALU. Αντιθέτως, μέχρι το Μάρτη του 1933, με τον Χί τλερ να βρίσκεται ήδη στην εξουσία και την ανεργία να καλπάζει, το ALU δεν δινόταν παρά μόνο σε μια μειοψηφία ανέργων. Η συντριπτική πλειοψηφία κατέ ληξε στον τρίτο λάκκο κι εξαρτιόταν από το έλεος της τοπικής αυτοδιοίκησης. Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε και εκείνη την κατηγορία ανέργων που αρνήθηκε να υποβληθεί σε τέ τοιες διαδικασίες διακρίσεων και κατά συνέπεια να καταγραφεί, κουβαλώντας ταυτόχρονα και την υπο χρέωση αποπληρωμής του πενιχρού επιδόματος-δανείου. Αυτή η κατηγορία είναι που στελέχωσε με αυξη τικούς ρυθμούς την “κρυμμένη ανεργία”, θ α έλεγ