Ζ΄ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΥ
Επιμέλεια έκδοσης, προγράμματος, αφίσας και εξωφύλλου: Μαρία Τζιάτζη-Παπαγιάννη Γρηγόριος Παπαγιάννης Πηγές εξωφύλλου: - Απεικόνιση στρατιωτικού αγίου με τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Τοιχογραφία του 1152 στο ναό της Κοσμοσώτειρας των Φερρών Θράκης - Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος κώδ. 2521 φ. 220 - Motto: Ψευδο-Χρυσόστομος, Ὁμιλία εἰς τὸν Ἰωσὴφ καὶ περὶ σωφροσύνης PG 56, 588-589 ISBN 978-960-99486-4-7 © Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας EKTΥΠΩΣΙΣ-ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ «ΜΕΛΙΣΣΑ» 570 21 Ασπροβάλτα, τηλ.: 23970 23313 mail:
[email protected] Ζ΄ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΥ 20-23 Σεπτεμβρίου 2007 Κομοτηνή Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης - Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας
ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ - ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2011
ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Πρόεδρος: Καθηγήτρια Χαρίκλεια Ιωαννίδου, Πρόεδρος Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δ.Π.Θ. Αντιπρόεδρος: Κωνσταντίνος Πιτσάκης, Καθηγητής Νομικής Σχολής του Δ.Π.Θ. Γενική Γραμματέας: Μαρία Τζιάτζη-Παπαγιάννη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δ.Π.Θ. Ταμίας: Γρηγόριος Παπαγιάννης, Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δ.Π.Θ. ΧΟΡΗΓΟΙ Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ροδόπης - Έβρου Νομαρχία Ροδόπης Δήμος Κομοτηνής Επιτροπή Ερευνών Δ.Π.Θ. Εταιρεία Αξιοποίησης και Διαχείρισης Περιουσίας Δ.Π.Θ. Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας και Θράκης Επικοινωνία Α.Ε. Εκδόσεις Παπαδήμα Εκδόσεις Καρδαμίτσα Δημοκρίτειο Βιβλιοχαρτοπωλείο, Κομοτηνή Eκδόσεις University Studio Press Βιβλιοπωλείο Βαφειάδη, Κομοτηνή Πρακτορείο Τουρισμού «Ορφεύς Travel», Κομοτηνή Εκδόσεις Βάνιας Εκδόσεις «Επίκεντρο» «Πάπυρος» Βιβλία - Χαρτικά - Φωτοαντίγραφα, Κομοτηνή Ψηφιακό Φωτοτυπικό Κέντρο Μαν. Δ. Σακαλή, Κομοτηνή Ανθοπωλείο «Ανθολόγιο», Κομοτηνή
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόγραμμα της Ζ΄ Συνάντησης Βυζαντινολόγων Ελλάδος και Κύπρου.............................................................................
8-20
Χαιρετισμοί Χαρίκλεια Ιωαννίδου....................................................................... Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου..................................................
21-22 23-26
Κεντρικές εισηγήσεις ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ Βασίλειος Κατσαρός........................................................................ 29-51 Σπύρος Ν. Τρωιάνος....................................................................... 53-76 Γεώργιος Βελένης............................................................................ 77 Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος................................................. 79-135 Δημήτρης Γ. Αποστολόπουλος.......................................................... 137-147
Περιλήψεις ανακοινώσεων ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2007 Αίθουσα Α: ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ / ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ Συνεδρία Α΄: Β. Σαρρής, Μ. Τζιάτζη-Παπαγιάννη, Δ. Σκρέκας...... 151-155 Συνεδρία Β΄: Θ. Κολλυροπούλου, Α. Ζερβουδάκη, Γ. Παπαγιάννης, Ε. Πατεδάκης.................................................................... 156-165 Αίθουσα Β: ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ / ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Συνεδρία Α΄: Ε. Αρβανίτη, Σ. Αρβανιτόπουλος, Δ. Ηλιόπουλος, Ν. Καπώνης, Σ. Τάνου....................................................... 166-179 Συνεδρία Β΄: Ι. Νάκας, Ι. Βολανάκης, Σ. Γουλούλης, Σ. Μαμαλούκος 180-190 Αίθουσα Γ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ Συνεδρία Α΄: Κ. Κατσίκης – Ξ. Σαββοπούλου-Κατσίκη, Ε. Λεοντακιανάκου, Σ. Μαδεράκης, Γ. Μανόπουλος, Χ. Μεράντζας. 191-204 Συνεδρία Β΄: Α. Τριβυζαδάκη, Ι. Χουλιαράς, Ν. Τουτός, Α.-Κ. Κον τοπανάγου, Α. Τσιλιπάκου................................................. 205-219
6
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΠΡΩΙ ΣΑΒΒΑΤΟΥ 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2007 Αίθουσα Α: ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ / ΟΜΙΛΗΤΙΚΗ – ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ / ΕΡΩΤΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ / ΜΟΥΣΙΚΗ / ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΘΕΟΛΟΓΙΑ Συνεδρία Α΄: Σ. Παναγόπουλος, Φ. Βόινου, Ε. Καλτσογιάννη, Ε. Tchkoidze, Σ. Μεργιαλή-Σαχά, *Α. Τζήρου, *Ε.-Σ. Κιαπίδου, Σ. Χελιδώνη................................................................ 220-236 Συνεδρία Β΄: Ι. Παπαδοπούλου, Α. Διονυσόπουλος, Β. Τσίγκος, Δ. Χατζημιχαήλ, Γ. Στείρης, Σ. Φουρνάρος ...................... 237-250 Αίθουσα Β: ΔΙΚΑΙΟ / ΚΡΑΤΙΚΗ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ / ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Συνεδρία Α΄: Δ. Μισίου, Ά. Παπαμιχαήλ, Σ. Γυφτοπούλου, Ε. Χατζηαντωνίου, Γ. Μέριανος, Ε. Ράγια.................................. 251-267 Συνεδρία Β΄: Μ. Ματθαίου, Μ. Χρόνη-Βακαλοπούλου, Α. Βακαλούδη – Κ. Σπουγιαδάκης, Ι. Παναγιωτόπουλος, Φ. Κομνηνού – Ι. Κομνηνού, Α. Σινάκος.................................... 268-285 Αίθουσα Γ: ΙΣΤΟΡΙΑ Συνεδρία Α΄: Ι. Θεοδωρακόπουλος, Σ. Ιατρού, Ι. Θεοδωρόπουλος, Π. Μεχτίδης, Χ. Μακρυπούλιας......................................... 286-301 Συνεδρία Β΄: Δ. Μαμαγκάκης, Θ. Ζαμπάκη, Χ. Κυριαζόπουλος, Θ. Κυριακίδης................................................................... 302-312 ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΑΒΒΑΤΟΥ 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2007 Αίθουσα Α: ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ / ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ / ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ Συνεδρία Α΄: Κ. Γαρίτσης, Δ. Γεωργακόπουλος, Α. Γκουτζιουκώστας, Β. Λιάκου-Kropp, Δ. Πετρουγάκη-Καλαϊτζαντωνάκη...................................................................................... 313-325 Συνεδρία Β΄: Α. Παναγιώτου, Δ. Μονιού, Π. Τουλουμάκος, Α. Ζιάκα. 326-336
* Με αστερίσκο σημειώνονται ομιλητές εκτός προγράμματος.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
7
Αίθουσα Β: ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ / ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ / ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / ΑΛΛΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ Συνεδρία Α΄: Π. Ανδρούδης – Σ. Σταματάκης, Σ. Δουκατά-Δεμερτζή, Χ. Τσιγωνάκη – Ν. Ρουμελιώτης – Ν. Σπανού – Μ. Κοκκινάκη, Π. Ανδρούδης, Δ. Λιάκος................................ 337-350 Συνεδρία Β΄: Α. Καπανδρίτη – Σ. Γαλάνης, Π. Φραγκιαδάκης, Κ. Ράπτης, Ε. Ισαακίδου, Ι. Α. Ηλιάδης, *Ι. Ζαμπουνίδου. 351-365 Αίθουσα Γ: ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ Συνεδρία Α΄: Ε. Ναξίδου, Γ. Χαριζάνης, Σ. Ζώη, Α. Παπαγεωργίου, Σ. Σκλαβενίτης.................................................................. 366-379 Συνεδρία Β΄: Η. Νέσσερης, Δ. Καλομοιράκης, Ά. Φραγκεδάκη-Μυτιληναίου, *Π. Μαγκαφάς................................................. 380-388
Ερευνητικά Προγράμματα Αίθουσα Α: Αικ. Μήτσιου (ÖAW)......................................................... 391-397 Χ. Αγγελίδη – Κ. Νικολάου – Γ. Καλόφωνος – Σ. Μπουσές (IBE/EIE).......................................................................... 398-403 Σ. Κοτζάμπαση.................................................................. 404 Αίθουσα Β: Τ. Μανιάτη-Κοκκίνη (και ερευνητική ομάδα).................... Κ. Μουστάκας................................................................... Τ. Κόλιας – Ε. Συγκέλλου ................................................. Μ. Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδου..................................
405-417 418-421 422-431 432-437
Αίθουσα Γ: Η. Γιαρένης....................................................................... Ν. Φύσσας......................................................................... Π. Κατσώνη (ΚΒΕ)............................................................ Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά (ΚΒΕ)....................................
438-442 443-445 446-449 450-453
Απολογισμός Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου.................................................. 455-456
8
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΜΠΤΗ 20 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2007 21.00 Δεξίωση εκ μέρους των Πρυτανικών Αρχών Μουσική εκδήλωση με την Ενόργανη Θρακική Χορωδία του Λαογραφικού Μουσείου Ορεστιάδας Διευθύνει ο Βασίλειος Παπαμιχαήλ Ξενοδοχείο «Ξενία», Σισμάνογλου 43, Κομοτηνή ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2007 8.30 Εγγραφή συνέδρων 9.30-11.30 Πρωινή συνεδρία Α΄ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ 9.30-10.30 ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΕΙΣ - ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ Προσφώνηση συνέδρων από την πρόεδρο της Οργανωτικής Επιτροπής, καθηγήτρια κ. Χαρίκλεια Ιωαννίδου, Πρόεδρο του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας Χαιρετισμοί: Τοπικές και Πανεπιστημιακές αρχές Καθηγητής κ. Παναγιώτης Βοκοτόπουλος, Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Καθηγήτρια κ. Μαρία Νυσταζοπούλου - Πελεκίδου, Πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Βυζαντινών Σπουδών Καθηγητής κ. Ευάγγελος Χρυσός, Γενικός Γραμματέας της Διεθνούς Ένωσης Βυζαντινών Σπουδών ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ 10.30-1 1.00 Βασίλειος Κατσαρός Το μέλλον του «κλασσικού» στο παρελθόν της Βυζαντινής Λογοτεχνίας 11.00-11.30 Σπύρος N. Τρωιάνος Αλληλουχία συμμόρφωσης στην παράδοση και ανανέωσης στα βυζαντινά νομοθετικά κείμενα
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
9
11.30-12.00 Διάλειμμα 12.00-13.30 Πρωινή συνεδρία Β΄ 12.00-12.30 Γεώργιος Βελένης Από την από κτίσεως κόσμου στη χριστιανική χρονολογία. Επίσημα και κατά παράδοση χρονολογικά συστήματα σε επιγραφές και χειρόγραφα 12.30-13.00 Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος Ιστορία και εσχατολογία στην ορθόδοξη λειτουργική τέχνη. Παράδοση και ανανέωση από το Βυζάντιο στην εποχή μας 13.00-13.30 Δημήτρης Γ. Αποστολόπουλος Από τη βυζαντινή κοινωνία στη μεταβυζαντινή κοινωνία των χριστιανών Ρωμιών ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΕΣ: ΑΙΘΟΥΣΕΣ Α, Β, Γ Αίθουσα Α ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ/ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ 17.00-18.20 Απογευματινή συνεδρία Α΄ 17.00-17.20 Ιωάννης Ηλιούδης Ο ποιητής του Ακάθιστου 17.20-17.40 Βασίλειος Σαρρής Ο Ακάθιστος ως νικητήριος ύμνος 17.40-18.00 Μαρία Τζιάτζη - Παπαγιάννη Φιλολογικές παρατηρήσεις στο κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού «Εἰς τὸν χωλὸν τὸν παρὰ τὴν πύλην τοῦ ἱεροῦ θεραπευθέντα ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων» 18.00-18.20 Δημήτριος Σκρέκας Ο ιαμβικός κανόνας της Πεντηκοστής, ο αποδιδόμενος στον άγνωστο Ιωάννη Αρκλά: Φιλολογικές παρατηρήσεις. Ζητήματα πατρότητας 18.20-19.00 Διάλειμμα 19.00-20.20 Απογευματινή συνεδρία Β΄ 19.00-19.20 Θεώνη Κολλυροπούλου Ο υμνογράφος Κλήμης και το ποιητικό του έργο
10
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
19.20-19.40 Αλεξάνδρα Ζερβουδάκη Το δραματικό στοιχείο στη λειτουργική πράξη: Μελέτη περιπτώσεων στην υμνογραφία του κανόνα 19.40-20.00 Γρηγόριος Παπαγιάννης Προς μία Μετρική των Κανόνων: Πρώτες παρατηρήσεις και desiderata 20.00-20.20 Εμμανουήλ Πατεδάκης Στοιχεία διακειμενικότητας σε έργα του Συμεών του Νέου Θεολόγου Αίθουσα Β ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ/ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ 17.00-18.40 Απογευματινή συνεδρία Α΄ 17.00-17.20 Ευτυχία Αρβανίτη Το «γιαπί» του Αγίου Χαραλάμπους. Η ανακαίνιση μιας εκκλησίας στην Αίγινα στα τέλη του 18ου αιώνα, μέσα από ανέκδοτο νοταριακό έγγραφο 17.20-17.40 Σταύρος Αρβανιτόπουλος Ο Μυστράς κατά τη δεύτερη Βενετοκρατία. Αρχαιολογικά κατάλοιπα και γραπτές πηγές 17.40-18.00 Δημήτριος Ηλιόπουλος Μεσοβυζαντινοί ναοί στη θέση παλαιοχριστιανικών βασιλικών στον ελλαδικό χώρο 18.00-18.20 Νικόλαος Καπώνης Το βυζαντινό κάστρο της Βόνιτσας στην Ακαρνανία 18.20-18.40 Σαπφώ Τάνου Τυπολογία βυζαντινών πύργων σε οχυρωματικούς περιβόλους του βορειοελλαδικού χώρου. Μια πρώτη προσέγγιση 18.40-19.00 Διάλειμμα 19.00-20.20 Απογευματινή συνεδρία Β΄ 19.00-19.20 Ιωάννης Νάκας Πλοία, βασιλείς και ναυτικοί στη Μαύρη Θάλασσα του 14ου αιώνα: ο Κώδικας 5 του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας 19.20-19.40 Ιωάννης Βολανάκης Ο ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη θέση «Αστράτηγος», μετοχίου Ιεράς Μονής αγίου Γεωργίου Απανωσήφη, Δήμου «Ν. Καζαντζάκης», Ν. Ηρακλείου Κρήτης
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
11
19.40-20.00 Σταύρος Γουλούλης Η «Νέα Ιερουσαλήμ», ο Ναός της Αναστάσεως (325-335) και η διαρκής ανανέωση της Χριστιανικής Οικουμένης (Συμβολή στην έρευνα της βυζαντινής Renovatio) 20.00-20.20 Σταύρος Μαμαλούκος Η καθολική Εκκλησία της Αίνου (Φατίχ Τζαμί) Αίθουσα Γ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ 17.00-18.40 Απογευματινή συνεδρία Α΄ 17.00-17.20 Κωνσταντίνος Κατσίκης, Ξανθή Σαββοπούλου-Κατσίκη Μοναστήρια της Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης: Αρχιτεκτονική και Ζωγραφική 17.20-17.40 Ειρήνη Λεοντακιανάκου Παράδοση και ανανέωση στη ζωγραφική των μεταβυζαντινών εικόνων στα Επτάνησα (μέσα 17ου- μέσα 18ουαι.) 17.40-18.00 Σταύρος Μαδεράκης Θέματα της Βυζαντινής Ζωγραφικής της Κρήτης 18.00-18.20 Γρηγόρης Μανοπουλος Αρχειακά τεκμήρια για ζωγράφους από το Φορτώσι των Κατσανοχωρίων Ιωαννίνων 18.20-18.40 Χρήστος Μεράντζας Οθωμανικά θέματα και διακοσμητικά στοιχεία στη μεταβυζαντινή μνημειακή ζωγραφική της Ηπείρου κατά τον 16ο και τον 17ο αι. 18.40-19.00 Διάλειμμα 19.00-20.40 Απογευματινή συνεδρία Β΄ 19.00-19.20 Αγγελική Τριβυζαδάκη Προϋποθέσεις ερμηνευτικής προσέγγισης της βυζαντινής ζωγραφικής 19.20-19.40 Ιωάννης Χουλιαράς Νεώτερα επιγραφικά στοιχεία για τη χρονολόγηση του ζωγραφικού διακόσμου δύο ναών στην Ήπειρο και ενός στη Μακεδονία 19.40-20.00 Νικόλαος Τουτός Κτιτορικές απεικονίσεις εκκλησιαστικών προσώπων σε τοιχογραφίες του Αγίου Όρους (17ος-19ος αι.)
12
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
20.00-20.20 Αικατερίνη - Κων/να Κοντοπανάγου Ο κύκλος του Ακάθιστου Ύμνου στον άγιο Γεώργιο Νεγάδων Ζαγορίου (1795) 20.20-20.40 Αγαθονίκη Τσιλιπάκου Ο κύκλος του Ακαθίστου στο καθολικό της Ι.Μ. Κοιμήσεως Σπηλαίου Γρεβενών 21.00 Συναυλία με τις Ελένη και Σουζάνα Βουγιουκλή Τραγούδια σε περισσότερες από 20 γλώσσες και διαλέκτους ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥΠΟΛΗΣ 22.00 Δείπνο εκ μέρους της Νομαρχίας Ροδόπης Ξενοδοχείο «Φιλία» ΣΑΒΒΑΤΟ 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ Αίθουσα Α 9.00-11.00 Πρωινή συνεδρία Α΄ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΟΜΙΛΗΤΙΚΗ-ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ 9.00-9.20 Σπύρος Παναγόπουλος Βασίλειος, επίσκοπος Φιλίππων Μακεδονίας και η ομιλία του στα Εισόδια της Θεοτόκου 9.20-9.40 Φανή Βόινου Ισίδωρος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης: Παρατηρήσεις γλωσσικές, υφολογικές και ερμηνευτικές στις Ομιλίες του Ισιδώρου Γλαβά στις εορτές του Αγίου Δημητρίου 9.40-10.00 Ελένη Καλτσογιάννη Τα αγιολογικά έργα του Ιωάννη Ζωναρά και η Επιτομή ιστοριών 10.00-10.20 Eka Tchkoidze Η άγνωστη επιστολή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας στο γεωργιανό αγιολογικό κείμενο Μαρτύριο του Konstanti Kakha (†853) 10.20-10.40 Σοφία Μεργιαλή-Σαχά Αλληλοπεριχώρηση αγιότητας και εξουσίας: το στατιστικό προφίλ του αγίου και του αγιογράφου του στην Παλαιολόγεια εποχή
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
13
ΕΡΩΤΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 10.40-11.00 Στέλλα Χελιδώνη Η ταυτότητα του θεού Έρωτα στο λόγιο και το δημώδες ερωτικό μυθιστόρημα του ελληνικού μεσαίωνα 11.00-11.30 Διάλειμμα 11.30-13.30 Πρωινή συνεδρία Β΄ ΜΟΥΣΙΚΗ 11.30-11.50 Ιωάννα Παπαδοπούλου Η επιστήμη της Αρμονικής: από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ - ΘΕΟΛΟΓΙΑ 11.50-12.10 Αναστάσιος Διονυσόπουλος Η οντολογία και το επιστημονικό κοσμοείδωλο στον Νικηφόρο Γρηγορά. Η έννοια της φαντασίας 12.10-12.30 Βασίλειος Τσίγκος Οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις τῆς περὶ Θεοῦ διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ 12.30-12.50 Δημήτριος Χατζημιχαήλ Ψευδο-Διονύσιος Αρεοπαγίτης και Γεώργιος Γεμιστός - Πλήθων: κοινό νεοπλατωνικό υπόβαθρο στα έργα τους 12.50-13.10 Γεώργιος Στείρης Ο ρόλος του νεοπλατωνισμού στην αλλαγή του χαρακτήρα των πόλεων κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο 13.10-13.30 Σωτήριος Φουρνάρος Η μεταφυσική της δημιουργίας του ανθρώπου στον Γρηγόριο Νύσσης: Χριστιανική παράδοση ή επιστημονική εξέλιξη; Αίθουσα Β 9.00-11.00 Πρωινή συνεδρία Α΄ ΔΙΚΑΙΟ, ΚΡΑΤΙΚΗ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ 9.00-9.20 Διονυσία Μισίου Από το τοπικό στο ρωμαϊκό δίκαιο. Συμβολή στη θέση της γυναίκας κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο 9.20-9.40 Άννα Παπαμιχαήλ Προσαγωγή κατηγορουμένου κατά τη Βυζαντινή Δικαιοσύνη
14
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
9.40-10.00 Σοφία Γυφτοπούλου Μητρόπολη/Εξαρχία πάσης Πελοποννήσου: ένα σχόλιο στον τίτλο 10.00-10.20 Ελισάβετ Χατζηαντωνίου Εκκλησιαστικές έδρες κατ’ επίδοσιν 10.20-10.40 Γεράσιμος Μέριανος Η υπέρβαση των ορίων της εθιμοτυπίας στην ανταλλαγή διπλωματικών δώρων στο Βυζάντιο: Ο αυθορμητισμός του δωρητή και η πλεονεξία του δωρεοδόχου 10.40-11.00 Ευθυμία Ράγια Η γεωγραφία της επαρχιακής διοίκησης της βυζαντινής αυτοκρατορίας (ca. 600-1200): 1. 2. Αποθήκες των Βαλκανίων και των νήσων του Αιγαίου, 7ος-8ος αι. 11.00-11.30 Διάλειμμα 11.30-13.30 Πρωινή συνεδρία Β΄ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 11.30-11.50 Μαρία Ματθαίου Εκχώρηση γης σε μικρούς αγρότες την εποχή των Παλαιολόγων [Το παρόν άρθρο εκπονήθηκε στα πλαίσια ερευνητικού προγράμματος, που συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και Εθνικούς Πόρους (ΕΠΕΑΕΚ II) ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ II] 11.50-12.10 Μαρία Χρόνη Τα ζωικής προελεύσεως προϊόντα μέσα στις βυζαντινές πηγές 12.10-12.30 Αναστασία Βακαλούδη, Κωνσταντίνος Σπουγιαδάκης Το επάγγελμα του γιατρού στο Βυζάντιο 12.30-12.50 Ιωάννης Παναγιωτόπουλος Περί Αθιγγάνων (πολιτική και θρησκεία στο Βυζάντιο) 12.50-13.10 Φωτεινή Κομνηνού, Ιωάννα Κομνηνού Το θρησκευτικό συναίσθημα ως βασικός παράγοντας διαμόρφωσης της καθημερινότητας και της κοινωνικής ζωής στο Βυζάντιο. 13.10-13.30 Αναστάσιος Σινάκος Το κυνήγι κατά τη μέση βυζαντινή εποχή (7ος-12ος αι.)
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
15
Αίθουσα Γ ΙΣΤΟΡΙΑ 9.00-11.00 Πρωινή συνεδρία Α΄ 9.00-9.20 Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος Ο Κωνσταντίνος Ε΄ και η μονή Μαντινείου 9.20-9.40 Στυλιανός Ιατρού Παρατηρήσεις σχετικές με την α΄ αβαροσλαβική πολιορκία της Θεσσαλονίκης: νέα προσέγγιση της αφήγησης των Θαυμάτων του Αγ. Δημητρίου 9.40-10.00 Ιωάννης Θεοδωρόπουλος Αυτοκρατορικές επεμβάσεις και πρωτοβουλίες κατά τις ήσυχαστικές έριδες σύμφωνα με το επιστολάριο του Γρηγορίου Ακινδύνου 10.00-10.20 Πέτρος Μεχτίδης Λεβισσός: Ιστορία μιας βυζαντινής νησίδας στις ακτές της Λυκίας 10.20-10.40 Χρήστος Μακρυπούλιας Η θέση των απελατών στον βυζαντινό στρατό. Μια νέα ερμηνεία 11.00-11.30 Διάλειμμα 11.30-12.50 Πρωινή συνεδρία Β΄ 11.30-11.50 Διονύσιος Μαμαγκάκης Αλέξιος Α΄ Κομνηνός και Άννα Δαλασσηνή: Μια σχέση αμοιβαίας αφοσίωσης ή μια συνύπαρξη πολιτικής αναγκαιότητας; 11.50-12.10 Θεοδώρα Ζαμπάκη Η συνθήκη της Αιγύπτου (641 μ.Χ.): μια ερμηνευτική προσέγγιση 12.10-12.30 Χρίστος Κυριαζόπουλος Ορεστιάς - Αδριανούπολις: Η ιστορία της θρακικής πρωτεύουσας μέσα από τον απέριττο λόγο των πηγών 12.30-12.50 Θεοδόσιος Κυριακίδης Απόδοση της σταυροπηγιακής αξίας στη μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα. Ερευνητικά προβλήματα και χρονολόγηση
16
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Αίθουσα Α 17.00-18.40 Απογευματινή συνεδρία Α΄ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ / ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ 17.00-17.20 Κωνσταντίνος Γαρίτσης Κωνσταντίνος Ρεσινός και Νεκτάριος Τέρπος: η περίπτωση μιας έκδοσης 17.20-17.40 Δημήτριος Γεωργακόπουλος Νέα στοιχεία για την παράδοση του «Χρονικού των Ιωαννίνων» 17.40-18.00 Ανδρέας Γκουτζιουκώστας Παρατηρήσεις για τη χρονολόγηση του Τυπικού της μονής Λιβός 18.00-18.20 Βασιλική Λιάκου-Kropp Το περιεχόμενο του σύμμεικτου κώδικα ΕΒΕ 1040 18.20-18.40 Δέσποινα Πετρουγάκη-Καλαϊτζαντωνάκη Η χειρόγραφη παράδοση και η ιστορία του κειμένου του επιταφίου λόγου του Θεοδώρου Στουδίτου στον ομολογητή Πλάτωνα (BHG 1553) 18.40-19.00 Διάλειμμα 19.00-20.20 Απογευματινή συνεδρία Β΄ 19.00-19.20 Αντώνιος Παναγιώτου Ο κώδικας Μεγίστης Λαύρας Ω 127 και οι ιστορικές του πληροφορίες 19.20-19.40 Δήμητρα Μονιού Περί του πότε και πώς και δια τίνων η Ρώμης εξέπεσεν Εκκλησία: Το ανέκδοτο κείμενο του Γεωργίου Μοσχάμπαρ και η χειρόγραφη παράδοσή του ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ 19.40-20.00 Παντελής Τουλουμάκος Η πρόσληψη του Βυζαντίου στη σύγχρονη Τουρκία: Μια προκαταρκτική βιβλιογραφική επισκόπηση 20.00-20.20 Αγγελική Ζιάκα Μανουὴλ Β΄ Παλαιολόγος καὶ ὁ διάλογος μὲ τὸ Ἰσλάμ: «Διάλογος ὃν
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
17
ἐποιήσατο μετά τινος Πέρσου, τὴν ἀξίαν Μουτερίζη, ἐν Ἀγκύρᾳ τῆς Γαλατίας» (χειμώνας 1390-1391) Αίθουσα Β 17.00-18.40 Απογευματινή συνεδρία Α΄ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ/ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ 17.00-17.20 Πασχάλης Ανδρούδης, Στέφανος Σταματάκης Παρατηρήσεις στην οικοδομική ιστορία της υστεροβυζαντινής Τράπεζας της μονής Χελανδαρίου Αγίου Όρους 17.20-17.40 Σοφία Δουκατά-Δεμερτζή Βυζαντινή Μαρώνεια 17.40-18.00 Χριστίνα Τσιγωνάκη, Νίκος Ρουμελιώτης, Νικολία Σπανού, Μαριλένα Κοκκινάκη Ψηφιακή διαχείριση αρχαιολογικών δεδομένων: η πρωτοβυζαντινή βασιλική Α της Ιτάνου ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / ΑΛΛΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ 18.00-18.20 Πασχάλης Ανδρούδης Άγνωστα βυζαντινά γλυπτά από τις μονές Προδρόμου Νέας Πέτρας και Οξείας Επισκέψεως Μακρινιτίσσης στο Πήλιο 18.20-18.40 Δημήτριος Λιάκος Διάγραμμα μεταβυζαντινής ξυλογλυπτικής στο Άγιον Όρος: η περίπτωση της μονής Ιβήρων 18.40-19.00 Διάλειμμα 19.00-20.40 Απογευματινή συνεδρία Β΄ 19.00-19.20 Αναστασία Καπανδρίτη, Στέλιος Γαλάνης Το τέμπλο του Αγίου Αντωνίου στην πόλη της Κέρκυρας: ένα «μνημείο» μέσα στο μνημείο 19.20-19.40 Παναγιώτης Φραγκιαδάκης Μια ανέκδοτη περιγραφή των φυσικών χαρακτηριστικών του Ιησού Χριστού και της Θεοτόκου (Αθήνα, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος)
18
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
19.40-20.00 Κωνσταντίνος Ράπτης Υαλουργία και υαλουργεία παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών χρόνων στον ελλαδικό χώρο 20.00-20.20 Ειρήνη Ισαακίδου Επιγραφές σε αφιερώματα του Νεοφύτου Αδριανουπόλεως 20.20-20.40 Ιωάννης Α. Ηλιάδης Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Παλαιχώρι της Κύπρου. Προσέγγιση στις τεχνοτροπικές αναζητήσεις του ζωγράφου Φιλίππου Γουλ Αίθουσα Γ 17.00-18.40 Απογευματινή συνεδρία Α΄ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ 17.00-17.20 Ελεονώρα Ναξίδου Ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδας Λέων και η εκκλησιαστική διαμάχη Κωνσταντινούπολης - Ρώμης τον 11ο αιώνα 17.20-17.40 Γεώργιος Χαριζάνης Ο Μακεδόνας βασιλιάς Αλέξανδρος μέσα από το έργο των βυζαντινών χρονογράφων 17.40-18.00 Σεβαστή Ζώη Μιχαήλ Γ΄: Ένας ιδιαίτερος αυτοκράτορας και το ζήτημα της υιοθεσίας 18.00-18.20 Αγγελική Παπαγεωργίου Ιωάννης Β΄ Κομνηνός: Ένας «σταυροφόρος» αυτοκράτορας; 18.20-18.40 Σπυρίδων Σκλαβενίτης Η φυσιογνωμία ενός υστεροβυζαντινού επισκόπου: ο μητροπολίτης Κερκύρας Γεώργιος Βαρδάνης 18.40-19.00 Διάλειμμα 19.00-20.00 Απογευματινή συνεδρία Β΄ 19.00-19.20 Ηλίας Νέσσερης Αρχαίοι και χριστιανοί συγγραφείς στο έργο του Ιωάννη Απόκαυκου 19.20-19.40 Δημήτριος Καλομοιράκης Πρόοδος και Ανανέωση κατά τον Οικουμενικό Πατριάρχη άγιο Αθανάσιο Α΄ (1245/46-1310c.)
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
19
19.40-20.00 Άννα Φραγκεδάκη-Μυτιληναίου Μυστικά και ψέμματα στις σχέσεις των λογίων του «λήγοντος» Βυζαντίου. Μια προσέγγιση στο ιστορικό-φιλολογικό γίγνεσθαι του ΙΕ΄ αιώνα, με αφορμή τον Γεώργιο Αμοιρούτση, τον φιλόσοφο 20.45 Συμφωνία της Χορωδίας του Συλλόγου Φίλων Βυζαντινής Μουσικής της Μητροπόλεως Μαρωνείας Διευθύνει ο άρχων πρωτοψάλτης Αθανάσιος Σαλαμάνης ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ 21.45 Δείπνο εκ μέρους του Δήμου Κομοτηνής Τουριστικό Περίπτερο Νυμφαίας Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2007 Όρθρος και Θεία Λειτουργία στον Άγιο Νικόλαο (Πόρτο Λάγος) 11.00-12.30 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΑΙΘΟΥΣΕΣ Α, Β, Γ Αίθουσα Α 11.00-11.20 Αλέξανδρος Αλεξάκης, Γιάννης Μαυρομάτης Συναξαριστής 11.20-11.40 Αικατερίνη Μήτσιου Το πρόγραμμα έκδοσης των πατριαρχικών εγγράφων (PRK Projekt) της Αυστριακής Ακαδημίας των Επιστημών 11.40-12.00 Χριστίνα Αγγελίδη, Κατερίνα Νικολάου, Γεώργιος Καλόφωνος, Σταμάτης Μπουσές «Η ονειρική εμπειρία στο Βυζάντιο»: Πρόγραμμα κατάρτισης και ηλεκτρονικής έκδοσης στο διαδίκτυο βάσης δεδομένων 12.00-12.20 Σοφία Κοτζάμπαση Το Προσωπογραφικό Λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων (PLP): συνέχιση και ανανέωση
20
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Αίθουσα Β 11.00-11.20 Τριανταφυλλίτσα Μανιάτη-Κοκκίνη (και ερευνητική ομάδα) Φορολογία και φορολογικές απαλλαγές στο βυζαντινό κράτος στα χρόνια των Παλαιολόγων (13ος-15ος αι.) [Το έργο συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και Εθνικούς Πόρους (ΕΠΕΑΕΚ II) ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ II] 11.20-11.40 Κωνσταντίνος Μουστάκας Οικισμοί, πληθυσμός και οικονομία του ελληνικού χώρου, 13ος16ος αι. (Ερευνητικό πρόγραμμα του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών / ΙΤΕ, Ρέθυμνο) 11.40-12.00 Ταξιάρχης Κόλιας, Ευστρατία Συγκέλλου Ο άνθρωπος και τα ζώα στον βυζαντινό κόσμο 12.00-12.20 Μαρία Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδου Τεχνίτες και εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας στην Κρήτη κατά την υστεροβυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο (14ος-17ος αι.). Άγνωστα τεκμήρια από τα Αρχεία της Βενετίας Αίθουσα Γ 11.00-11.20 Ηλίας Γιαρένης Το Βυζάντιο στο ραδιόφωνο 11.20-11.40 Νικόλαος Φύσσας Σιναϊτικό Αρχείο Μνημείων 11.40-12.00 Παρουσίαση των Ερευνητικών Προγραμμάτων του ΚΒΕ από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΒΕ 12.00-12.20 Μόσχος Μορφακίδης Βιβλιοπαρουσίαση ΚΑΤΑΛΗΚΤΗΡΙΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑ (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ) ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ 12.30-13.00 Απολογισμός, ορισμός επόμενης συνάντησης ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΕ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
XΑIPETIΣMOΣ της προέδρου του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δ.Π.Θ., Χαρίκλειας ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Kυρίες και κύριοι, εκλεκτοί συνάδελφοι, αγαπητοί φοιτητές, Mε χαρά και εξαιρετική τιμή σας υποδέχομαι εκ μέρους του Tμήματος Eλληνικής Φιλολογίας στην Z΄ Συνάντηση Bυζαντινολόγων Eλλάδας και Kύπρου. Ως κλασική φιλόλογος τρέφω ευγνωμοσύνη προς τους ανθρώπους που με επιμέλεια αντέγραφαν και μας κληροδότησαν τα κλασικά κείμενα. Άρα κατά κάποιο τρόπο στους Bυζαντινούς χρωστάω την τύχη να υποδέχομαι τους εκλεκτούς συνέδρους σήμερα. Η Συνάντηση των Eλλήνων Bυζαντινολόγων, όπου κατά παράδοση συμμετέχουν ιστορικοί, αρχαιολόγοι, φιλόλογοι, ιστορικοί της τέχνης, νομικοί και μουσικοί, αποτελεί ευκαιρία να έρθουν σε επαφή επιστήμονες που ερευνούν όλες τις εκφάνσεις του Bυζαντινού πολιτισμού. O πολιτισμός αυτός ανελίχθηκε σπειροειδώς ως πρωτότυπη και αυτοτελής σύνθεση της αρχαίας ελληνικής, της ελληνιστικής, της ρωμαϊκής και της ανατολικής παράδοσης και, παρά το οριστικό τέλος της αυτοκρατορίας πριν από πεντέμισι αιώνες, επιβιώνει στη γλώσσα, στις παραδόσεις, στη λογοτεχνία, στη μουσική, τις εικαστικές τέχνες, στη θρησκεία μας, αλλά και στις σχέσεις μας με τις γειτονικές μας χώρες. Kι όμως, η εντυπωσιακά μακρά αυτή περίοδος της ιστορίας μας, φαίνεται ότι συχνά και από πολλούς είναι παρεξηγημένη. Eιδικά στην Eλλάδα υπάρχει μια εμμονή στον κλασικό πολιτισμό και οτιδήποτε τον ακολουθεί προσλαμβάνεται ως κατώτερο. Στις μέρες μας, βέβαια, όλο και περισσότεροι ερευνητές συνειδητοποιούν την αξία του Bυζαντίου, αλλά και τη συνεισφορά του στο σύγχρονο διεθνή πολιτισμό. Oι Έλληνες Bυζαντινολόγοι είναι κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερα προνομιούχοι έναντι των ξένων, γιατί διαθέτουν το ιδιαίτερο εργαλείο της γλώσσας, αλλά και εύκολη πρόσβαση σε πλούσιο, πρωτότυπο υλικό. Στα χέρια τους είναι λοιπόν η σοβαρή επιστημονική έρευνα, αλλά και η δυνατότητα να μυήσουν εμάς τους αδαείς στο γοητευτικό κόσμο του Bυζαντί-
22
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ου, στον κόσμο της διπλωματίας του, της κοινωνικής του πρόνοιας, του δικαίου του, της τέχνης του, της πνευματικότητάς του. Nα μας γνωρίσουν με τις ισχυρές γυναίκες του και τους αδίστακτους βασιλείς του, που όμως ασκούσαν διοίκηση με τη μειλιχιότητα της «οικονομίας». Είμαστε σε μια πόλη που βρίσκεται κοντά στην αποικία των Mεγαρέων, η οποία έδωσε το όνομά της στην αυτοκρατορία που διάρκεσε χίλια εκατόν εικοσιτρία χρόνια και σε ένα πολιτισμό που ανιχνεύεται ακόμα και σήμερα. H μικρή ακριτική μας πόλη και το Πανεπιστήμιό της χαιρετίζουν τους εκλεκτούς συναδέλφους που συνέρρευσαν από όλη την Eλλάδα, αλλά και το νοτιώτερο άκρο του Eλληνισμού, την Kύπρο, για να προωθήσουν την έρευνα, που σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ιδιαίτερα σημαντική, επειδή αγγίζει την παράδοσή μας. Eύχομαι να είναι γόνιμες οι ώρες και οι μέρες που θα ακολουθήσουν, να χαρείτε την παραμονή σας στη Θράκη και να απολαύσετε τα βυζαντινά της μνημεία. Θα ήθελα από τη θέση αυτή να ευχαριστήσω θερμά τους αγαπητούς συναδέλφους που αφιέρωσαν χρόνο και ενέργεια για την οργάνωση της Συνάντησης. Όπως γνωρίζετε, αυτοί είναι ο καθηγητής της Ιστορίας του Δικαίου, κύριος Kωνσταντίνος Πιτσάκης, η αναπληρώτρια καθηγήτρια της Βυζαντινής Φιλολογίας, κυρία Μαρία Tζιάτζη και ο επίκουρος καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας, κύριος Γρηγόριος Παπαγιάννης. Eυχαριστώ επίσης θερμά τους χορηγούς μας. Kαλή δουλειά λοιπόν, καλή επιτυχία στις εργασίες σας.
XΑIPETIΣMOΣ τῆς προέδρου τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπιτροπῆς Βυζαντινῶν Σπουδῶν, Mαρίας NYΣTΑZOΠOYΛOY-ΠΕΛEKIΔOY Ἐκ μέρους τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπιτροπῆς Βυζαντινῶν Σπουδῶν χαιρετίζω μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ τὴν Z΄ Συνάντηση τῶν Βυζαντινολόγων Ἑλλάδος καὶ Kύπρου· συγχαίρω θερμὰ τὴν Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν ἐπιτυχῆ ὀργάνωση καὶ τὴν εὐχαριστῶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν εὐγενικὴ πρόσκληση. Ἡ διοργάνωση τῆς Z΄ Συνάντησης στὴν Kομοτηνή, ἀκριτικὴ πόλη, ἀκριτικὴ περιοχὴ μὲ ἀξιόλογη πνευματικὴ κίνηση καὶ πολιτιστικὴ προσφορά, ἀνταποκρίνεται στὴ βασικὴ καὶ πολυσήμαντη ἐπιδίωξη τῶν Ἑλλήνων βυζαντινολόγων γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῶν Συναντήσεων σὲ διαφορετικὰ κάθε φορὰ πανεπιστήμια τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου, ὅπου καλλιεργοῦνται βυζαντινὲς σπουδές. Θὰ εὐχόμαστε ὅμως νὰ συμμετέχει ἐνεργὰ καὶ ἡ Kύπρος στὴ διοργάνωσή τους. Ὅπως καὶ παλαιότερα εἶχα ἐπισημάνει, αὐτὲς οἱ τακτικὲς Συναντήσεις ὁμοτέχνων ἀνταποκρίνονται σὲ οὐσιαστικὸ ἐπιστημονικὸ αἴτημα, γιατὶ στὴν ταραγμένη ἐποχή μας μὲ τοὺς ταχύτατους ρυθμοὺς ἐξέλιξης καὶ τὴ μεγάλη ἐξειδίκευση τῆς ἐπιστήμης, τὴν πολυμέρεια καὶ τὴ διάσπαση, παρέχουν στοὺς βυζαντινολόγους ὅλων τῶν εἰδικοτήτων τὴ δυνατότητα γιὰ ἀμοιβαία ἐνημέρωση στὰ νέα δεδομένα καὶ στὰ νέα ἐπιτεύγματα, γιὰ ἐπιστημονικὴ συνεργασία, ἀντιμετώπιση κοινῶν προβλημάτων τῆς ἔρευνας καὶ ἀνταλλαγὴ ἀπόψεων, σὲ ἕνα γόνιμο διάλογο, ποὺ μπορεῖ νὰ συμβάλει στὴν ἀνανέωση θεμάτων καὶ προβληματικῆς. Παράλληλα εὐνοοῦν τὴν τόσο ἀπαραίτητη ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία, ἐνῶ παρέχουν στοὺς νέους ἐπιστήμονες ἕνα οἰκεῖο βῆμα καὶ τὴ δυνατότητα ἄμεσης προσέγγισης στὴ μέθοδο καὶ στὰ προβλήματα τῆς ἐπιστήμης τους. Ὕστερα ἀπὸ ἕξι ἐπιτυχεῖς ὀργανώσεις οἱ Συναντήσεις ἔχουν πιὰ καθιερωθῆ ὡς θεσμός, γεγονὸς ποὺ θέτει ὁρισμένα ὀργανωτικὰ καὶ θεσμικὰ ζητήματα συνέχειας καὶ συνοχῆς. Tοῦτο σημαίνει, ἀνάμεσα σὲ ἄλλα, ὅτι οὐσιαστικὲς ἀποφάσεις ποὺ κατὰ καιροὺς ἔχουν ληφθῆ καὶ θέματα ποὺ ἐπισημάνθηκαν στὶς Συναντήσεις καὶ ποὺ χρήζουν περαιτέρω μελέτης, ἐπεξεργασίας καὶ ἔρευνας εἶναι ἀνάγκη νὰ μὴν ἐγκαταλείπονται, ὅπως παλαιότερα ἔχει συμβῆ, ἀλλὰ νὰ συνεχίζονται καὶ νὰ
24
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ὑλοποιοῦνται μὲ κοινὴ συνεργασία. Eἶναι ἑπομένως ἀπαραίτητο, γιὰ τὴ διασφάλιση τῆς συνέχειας καὶ τῆς συνοχῆς τῶν Συναντήσεων καὶ τῶν ἀποφάσεών τους, νὰ συγκροτηθῆ καὶ νὰ ἐνεργοποιηθῆ ἕνα ἀντιπροσωπευτικὸ συντονιστικὸ ὄργανο. Αὐτὸ θὰ συνέβαλλε καὶ στὴν ἐπικοινωνία καὶ συνεργασία μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπιτροπὴ Βυζαντινῶν Σπουδῶν, ἐπίσημο φορέα τῶν Ἑλλήνων βυζαντινολόγων στὴ Διεθνῆ Ἕνωση. Ἐπισημαίνω ἀκόμη ὅτι ἐξ αἰτίας ἐξωγενῶν παραγόντων ἐπιβάλλεται νὰ ἀντιμετωπιστῆ ἀποτελεσματικὰ ἡ συσπείρωση καὶ ὁ συντονισμὸς τῶν ἐπιστημονικῶν δυνάμεων τοῦ κλάδου. Γιατὶ τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ διεθνεῖς Ἑνώσεις κυρίως τῶν ἀνθρωπιστικῶν καὶ κοινωνικῶν ἐπιστημῶν διέρχονται κρίση· ἡ κρίση ὅμως αὐτὴ δὲν ἔχει γιὰ ἀφετηρία οὐσιαστικὰ ἐπιστημονικὰ προβλήματα –γεγονὸς ποὺ θὰ εἶχε θετικὲς ἐπιπτώσεις στὴν ἀνάπτυξη τῶν σπουδῶν καὶ τῆς ἔρευνας–, ἀλλὰ ὀφείλεται στὶς νέες διεθνεῖς ἐξωεπιστημονικὲς συνθῆκες, κυρίως οἰκονομικὲς ἀλλὰ καὶ πολιτικές, καὶ στὴ συνακόλουθη ἀλλαγὴ ἀντιλήψεων καὶ στόχων, ποὺ ἀποβλέπουν σὲ μιά, ὅπως συνήθως λέγεται, «ρεαλιστικὴ» προσαρμογή. Αὐτὴ ἡ σοβοῦσα κρίση καὶ ἡ προσαρμογὴ τείνει νὰ ὁδηγήσει σὲ ἀνατροπὴ τῆς ἰσορροπίας τῶν ἐπιστημονικῶν δυνάμεων στὴ διεθνῆ ἐκπροσώπησή τους. Oἱ βυζαντινὲς σπουδὲς στὴν Ἑλλάδα, ποὺ παρουσιάζουν ἀναμφισβήτητα σπουδαία καὶ οὐσιαστικὴ συμβολὴ διεθνῶς, πρέπει νὰ ἐνισχυθοῦν καὶ νὰ συντονιστοῦν γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ νέα δεδομένα. Kλείνοντας τὸν χαιρετισμό μου, θὰ ἤθελα νὰ τονίσω τὴν ἐπιτυχῆ ἐπιλογὴ τοῦ κεντρικοῦ θέματος στὴν παρούσα Συνάντηση: «Παράδοση καὶ ἀνανέωση στὸ Βυζάντιο». Tὸ χωρίο τοῦ Ψευδο-Xρυσοστόμου (Ὁμιλία εἰς τὸν Ἰωσὴφ καὶ περὶ σωφροσύνης, PG 56, 588-589), Δύναται καὶ νέος ἀσκὸς οἶνον φέρειν παλαιόν, καὶ βαλάντιον καινὸν μαργαρίτας ἀρχαίους βαστάζειν, ποὺ ἔχει ἐπιλεγῆ ὡς μότο, στοχεύει πολὺ εὔστοχα στὸν πυρήνα τοῦ θέματος –θέμα διαχρονικὸ καὶ πάν τα ἐπίκαιρο, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας ποὺ κατακλύζεται μὲ ὁλοένα ταχύτερο ρυθμὸ ἀπὸ νέες γνώσεις καὶ νέα δεδομένα, τὰ ὁποῖα συχνὰ ἀνατρέπουν παλαιότερες σταθερές. Tὸ θέμα ἔχει πολλὲς καὶ ποικίλες πτυχές· περιορίζομαι ἐδῶ σὲ κάποιες πολὺ γενικὲς ἐπισημάνσεις: Παράδοση καὶ ἀνανέωση ἀποτελοῦν δύο συστατικά, δύο δομικὰ στοιχεῖα κάθε ἱστορικῆς ὀντότητας, κάθε πολιτισμοῦ. Ἡ σχέση –σύγκλιση ἢ ἀντιπαράθεση– τοῦ παλαιοῦ μὲ τὸ νέο ἀποτελεῖ καθοριστικὸ παράγον
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
25
τα στὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι. Ὡστόσο παράδοση καὶ ἀνανέωση δὲν εἶναι ἀντίθετες, ἀντίπαλες κινήσεις, ἀλλὰ βρίσκονται μεταξύ τους σὲ διαλεκτικὴ σχέση. Eἶναι συχνὰ ἔννοιες συμπληρωματικές: ἕνας νεωτερισμὸς μπορεῖ νὰ δημιουργήσει μὲ τὴ σειρά του παράδοση καὶ ἡ παράδοση στὴν ἱστορική της πορεία μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ μιὰ διαδοχή, μιὰ ἀλληλουχία νεωτερισμῶν. Ἡ παράδοση δὲν εἶναι στατική, καθηλωμένη σὲ παλαιὰ στερεότυπα, καὶ δὲν πρέπει οὔτε νὰ ἀπαξιώνεται οὔτε νὰ ἀποτελεῖ ἐπιχείρημα γιὰ στασιμότητα καὶ ἀνακοπὴ τῆς προόδου. Ἐξ ἄλλου ἕνας νεωτερισμὸς δὲν σημαίνει ἀποκλειστικὰ νέο στοιχεῖο: μιὰ κίνηση σὲ μιὰ συγκεκριμένη συγκυρία μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνανεωτική, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀντλεῖ ἀπὸ τὸ παρελθόν, ἀπὸ παλαιὲς ἀξίες καὶ σύμβολα, γιατὶ καὶ ἡ ἀνάκληση στοιχείων τοῦ παρελθόντος κάτω ἀπὸ ὁρισμένες συνθῆκες, νέους στόχους καὶ νέα ὀπτική, μπορεῖ κι αὐτὴ νὰ ἀποβῆ παράγων ἀνανέωσης. Ἄλλωστε δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι κάθε νέα δημιουργία ἐμπεριέχει καὶ στοιχεῖα συντήρησης. Mόνον τότε ἐξασφαλίζεται ἡ ἀπαραίτητη ἱστορικὴ συνέχεια. Ἡ ἀληθινὴ πρόοδος προϋποθέτει τὴ σύνθεση τῶν νέων δεδομένων τοῦ παρόντος μὲ τὴ συσσωρευμένη γνώση καὶ ἐμπειρία τοῦ παρελθόντος, ἀπαιτεῖ τὴν ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴν παράδοση καὶ τὸν νεωτερισμό. Ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, φορέας μεγάλης πολιτικῆς καὶ πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, εἶχε σὲ ὅλη τὴ χιλιόχρονη ἱστορία της βαθιὰ συνείδηση τῆς παράδοσης καὶ τῆς συνέχειας, ἀλλὰ ταυτόχρονα διέθετε ἐκπληκτικὴ ἱκανότητα προσαρμογῆς στὶς ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν καὶ διαρκοῦς ἀνανέωσης θεσμῶν καὶ πολιτικῆς πρακτικῆς· εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ ἐμπλουτίζεται ἀντλώντας ἀπὸ τὸ παρελθόν, ἀλλὰ καὶ νὰ δέχεται, νὰ ἐνσωματώνει καὶ νὰ ἀφομοιώνει νέα στοιχεῖα, δηλαδὴ νὰ ἀνανεώνεται. Αὐτὴ ἡ διαρκὴς ἀνανέωση συντελοῦνταν συνήθως –καὶ αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία– χωρὶς ἐντυπωσιακὲς ἀνατροπές, κλυδωνισμοὺς καὶ ρήξεις, ἐκτὸς ἂν σὲ ἐποχὲς κρίσης στὴν πρόσληψη τοῦ νέου συνέβαλαν καταλυτικὰ ἄλλοι, ἐξωγενεῖς παράγοντες. Ἀναφέρω δύο μόνον χαρακτηριστικὰ παραδείγματα: α) τὴ διεύρυνση τῆς Συγκλήτου τὸν 11ο αἰ., μὲ τὴν εἰσδοχὴ μελῶν ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἐπαγγελματιῶν καὶ ἐμπόρων, ἐντυπωσιακὸ νεωτερισμὸ ποὺ ἀνταποκρινόταν μεταξὺ ἄλλων στὴν τότε οἰκονομικὴ ἄνθηση τοῦ Βυζαντίου καὶ στὴ διαμόρφωση μιᾶς
26
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
δυναμικῆς τάξης ἐμπόρων1, καὶ β) τὴν ἀνασυγκρότηση τῆς ἐξόριστης αὐτοκρατορίας τῆς Nικαίας, ποὺ βασίστηκε στὴν παράδοση ἀλλὰ ἀντιμετώπισε μὲ καίριες προσαρμογὲς τὶς νέες συνθῆκες καὶ τὶς μεγάλες ἀνατροπὲς ποὺ προκάλεσε ἡ δ΄ Σταυροφορία καὶ ἡ Λατινοκρατία. Ἀλλὰ τὸ κεντρικὸ θέμα τῆς παρούσας Συνάντησης ἔχει πολλὲς παραμέτρους καὶ προεκτάσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες θὰ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀκούσουμε τοὺς εἰδικοὺς ἐκλεκτοὺς ὁμιλητές. Mὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις, ἀγαπητοὶ συνάδελφοι, χαιρετίζω καὶ πάλι θερμὰ ἐκ μέρους τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπιτροπῆς Βυζαντινῶν Σπουδῶν ὅλους τοὺς συνέδρους καὶ εὔχομαι μεγάλη ἐπιτυχία στὶς ἐργασίες τῆς Z΄ Συνάντησης τῶν Βυζαντινολόγων Ἑλλάδος καὶ Kύπρου.
1. Γιὰ τὸν 11ον αἰώνα, ἐποχὴ μεγάλων ἀλλαγῶν καὶ προσαρμογῶν, βλ. τὴ βασικὴ μελέτη τοῦ Paul Lεμεrle, Cinq études sur le XIe siècle byzantin, Παρίσι 1977, καὶ κυρίως τὸ 5ο κεφ., σελ. 251-312 “Byzance au tournant de son destin”. Γιὰ τὴ διεύρυνση τῆς Συγκλήτου, ποὺ τὰ μέλη της παραδοσιακὰ ἀνῆκαν ὡς τότε στὴν ἀνώτατη κοινωνικὴ τάξη, στὸ ἴδιο, σελ. 287-293.
ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ
Βασίλης Κατσαρός
Τό μέλλον τοῦ «κλασσικοῦ» στό παρελθόν τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας1 Θά μποροῦσε κανείς, διαβάζοντας τό βιβλίο τοῦ Salvatore Settis «Τό μέλλον τοῦ κλασσικοῦ», νά σταθεῖ στό ἐρώτημα τοῦ A. Momigliano «γιατί μελετάμε τήν ἀρχαία ἱστορία» καί, προσαρμόζοντάς το κατάλληλα, νά ἀναρωτηθεῖ «γιατί μελετάμε τό Βυζάντιο σήμερα;». Ἀνάμεσα σ’ αὐτό τό ἐρώτημα καί στόν «Ἀποχαιρετισμό τοῦ Βυζαντίου» τοῦ Hans Georg Beck, ἀνοίγεται ἕνα βαθύτατο καί δύσβατο φαράγγι προβληματισμῶν, πού προκαλεῖ ἴλιγγο στόν σύγχρονο ἐρευνητή τοῦ φαινομένου, ὄχι τόσο ἀπό ἔλλειψη προσπαθειῶν γιά τή διαλεύκανση τοῦ τοπίου ἀπό τούς εἰδικούς γιά τό τί πῆρε ἀπό τόν πολιτισμό τῆς Ἀρχαιότητας τό Βυζάντιο καί τί ἔδωσε στόν πολιτισμό τῆς Δύσης (κάθε ἄλλο μάλιστα), ἀλλά κυρίως γιά τό πῶς ἀντιλαμβανόταν ὁ βυζαντινός ἄνθρωπός του τήν πολυδιαφημισμένη κληρονομιά στή διαχρονική της προσέγγιση καί παράλληλα πῶς τοποθετοῦσε τή δική του μετοχή σ’ αὐτήν τήν κληρονομιά ἀπέναντι στούς ἄλλους ἐνδοχωρικούς ἤ ξένους μετόχους του δικοῦ του «κλασσικοῦ ἰδεώδους». Μά πάνω ἀπ’ ὅλα τοῦτα, πῶς μεταλλάσσεται ἕνα «κλασσικό ἰδεῶδες» στό πέρασμα τοῦ χρόνου, πῶς προσλαμβάνεται, ἀφομοιώνεται καί μεταπλάθεται ἀπό τόν βυζαντινό λογοτέχνη καί πῶς τό ὁραματικό «μέλλον» του ἀποτελεῖ «παρελθόν» γιά τόν ἴδιο τόν βυζαντινό ἄνθρωπο καί τόν λογοτέχνη, ἀλλά καί γιά μᾶς σήμερα. Οἱ σκέψεις αὐτές, πού ἀποτελοῦν τήν ἀφετηρία τῆς σημερινῆς εἰσήγησής μου καί πού πιστεύω ὅτι στό βάθος ἀπασχολοῦν ὅλους τους βυζαντινολόγους, κατέκλυσαν ξανά τό νοῦ μου, ὅταν δέχτηκα τήν τι1. Ὁ χαρακτήρας τῆς «διάλεξης» πού προσδιορίζει τίς εἰσαγωγικές ὁμιλίες πού καθιερώθηκαν στίς συναντήσεις τῶν Βυζαντινολόγων Ἑλλάδος καί Κύπρου ἐπέβαλε τήν ἀρχή τῆς διατήρησης τοῦ κειμένου ὅπως ἐκφωνήθηκε· ὡστόσο ἕνα πεδίο βιβλιογραφικῆς ἀναφορᾶς κρίθηκε ἀπαραίτητο καί προστέθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων ὡς βασικός ὁδηγός τῶν γραμμῶν πού ἀκολουθεῖ ἡ σκέψη τοῦ ὁμιλητή.
30
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
μητική πρόσκληση ἀπό τήν Ὀργανωτική Ἐπιτροπή, γιά νά λάβω μέρος στήν ἑνότητα τῶν «Κεντρικῶν Εἰσηγήσεων» τοῦ Συνεδρίου. Ἐκφράζω καί ἀπό τό βῆμα αὐτό τίς θερμές εὐχαριστίες μου πρός τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν τιμή πού μοῦ ἔκανε καί τήν ἐμπιστοσύνη πού μοῦ ἔδειξε, ὥστε νά βρεθῶ σήμερα μαζί σας στό 7ο Συνέδριό μας. Παρά τό γεγονός ὅτι οἱ δρόμοι καί τά μονοπάτια, στά ὁποῖα κινήθηκε ἡ παλαιότερη καί σύγχρονη ἔρευνα στήν προσπάθεια καί τό ἐνδιαφέρον της νά προσεγγίσει ὅλες ἐκεῖνες τίς ἐκφάνσεις τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ οἱ ὁποῖες συνιστοῦν τό τοπίο τοῦ δύσβατου φαραγγιοῦ, ὅπως προειπώθηκε, δέν εἶναι λίγα, ἐν τούτοις παραμένουν ἀκόμη καί σήμερα ἀναπάντητα ἐρωτήματα πού βαίνουν παράλληλα μέ τό ἐρώτημα τοῦ Momigliano ἰδιαίτερα στήν χρονολογική στιγμή πού ἡ σύγχρονη ἔρευνα προβληματίζεται γιά τό «πῶς τό παρελθόν μετασχηματίζεται σέ ἱστορία». Ἀπό τήν ἐποχή πού τέθηκαν στό τραπέζι τῶν συζητήσεων τά προβλήματα τῶν σχέσεων τοῦ Βυζαντίου μέ τήν κλασσική παράδοση ὡς κεντρικό θέμα τοῦ 13ου ἐαρινοῦ Συμποσίου Βυζαντινῶν Σπουδῶν στό Πανεπιστήμιο τοῦ Birmingham ὡς πρόσφατα, ὅπου ἡ «πρόσληψη τῆς ἀρχαιότητας» ξανατέθηκε ὡς θεματικός πυρήνας μέ ἰδιαίτερη κατεύθυνση τό Βυζαντινό καί τό Νεοελληνικό μυθιστόρημα, ἔχουν παρέλθει τρεῖς περίπου δεκαετίες, μέσα στίς ὁποῖες ὁ προβληματισμός ἐπανέρχεται καί ἐπανέρχεται καί ἡ θεώρηση ἐπαναλαμβάνεται, κάποτε μέ προσήλωση στίς καθιερωμένες ἀπόψεις, κάποτε μέ λανθάνουσες ἀποκλίσεις πού θεωροῦνται πολλές φορές ἀκόμη και «αἱρετικές». Μολαταῦτα ἀπόψεις, ὅπως π.χ. τοῦ Cyril Mango ἤ τοῦ Alexander Každan γιά τήν ἐσωτερική ἀνάπτυξη ἤ ἀνέλιξη τῆς βυζαντινῆς λογοτεχνίας, ἄν καί δημιουργοῦν πρόσκαιρα κλυδωνισμούς σέ ἀμετακίνητες παραδοσιακές θέσεις, ἔχουν ἀποδειχθεῖ χρήσιμες γιά τή γενικότερη θεώρηση τοῦ τοπίου τῆς βυζαντινῆς λογοτεχνίας. Ἄς πάρουμε ὅμως τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή. Γιά τήν παραδοσιακή ἔρευνα ἡ κλασσική παράδοση στό Βυζάντιο ἦταν βαθιά ριζωμένη στούς ἴδιους τους φορεῖς τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὥστε ἡ διασύνδεση τῆς «κλασσικῆς» ἀρχαιότητας μέ τίς «κλασσικιστικές» «ἀναγεννήσεις» τῶν γραμμάτων καί τῆς τέχνης νά δημιουργήσει ἕνα καθορισμένο πλαίσιο πού συνδέεται μέ τά φαινόμενα πού προαναγγέλουν ἤ σηματοδοτοῦν τήν ἄνθηση τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν στίς μεγάλες συμβατικές περιόδους, ὅπως εἶναι π.χ. ἡ πρώιμη
Β. ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ «ΚΛΑΣΣΙΚΟΥ» ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
31
καί ἐν συνεχείᾳ ἡ ὥριμη ἐκδήλωση τοῦ λεγόμενου «πρώτου βυζαντινοῦ οὑμανισμοῦ» (πού τόσο καλά τά τελευταῖα χρόνια γνωρίζουμε ἀπό τίς σπουδαῖες ἐργασίες κυρίως τοῦ Paul Lemerle καί τοῦ Paul Speck, ἀλλά καί ἀπό ἕνα πλῆθος ἐργασίες τῶν ἐρευνητῶν πού εἰδικεύονται στόν 9ο καί 10ο αἰ., ἤ εἰδικότερες θεματικές συνεδρίων), ἡ θαυμαστή ἐποχή ἐκρηκτικῆς πολιτισμικῆς ἀνάπτυξης πού παρατηρεῖται στά χρόνια τοῦ Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (πού ἔχει καί αὐτή περιληφθεῖ στίς ἐπιλεγμένες θεματικές τοῦ Ἀθηναϊκοῦ Ἰνστιτούτου Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν), τῆς λεγόμενης «ἀναγέννησης τῆς ἐποχῆς τῶν Κομνηνῶν» (μέ ἀξιόλογη συσσώρευση πρόσφατης καί σύγχρονης βιβλιογραφίας) ἤ, τέλος, τῆς πρώιμης παλαιολόγειας καί τῆς κύριας ἐκδήλωσης τῆς βυζαντινῆς «Ἀναγέννησης», ὅπως τίς γνωρίζουμε ἀπό τίς συνθέσεις τοῦ Steven Runciman καί τοῦ Igor Medvedev. Στίς μέρες μας, χωρίς νά ἀνατρέπεται πλήρως τό καθορισμένο πλαίσιο, φαίνεται ὅτι ἡ ἔρευνα προσανατολίζεται στό νά συμπληρώνει τά κενά σ’ ἕνα πολύπλοκο «πλέγμα-πλαίσιο», στό ὁποῖο παράδοση καί ἀνανέωση συμπλέκονται, χωρίς πολλές φορές νά μπορεῖ νά διακρίνει κανείς εὔκολα τί ἀποτελεῖ «πρόοδο» καί τί ἀποτελεῖ «συντήρηση» στή γενικότερη πνευματική ἀνέλιξη τοῦ Βυζαντίου. Μεγαλύτερη ὅμως σημασία ἔχει, νομίζω, ὄχι ἡ ἰδεαλιστική ἄποψη γιά τό ποιά ἦταν ἡ ἀντίληψη τῶν Βυζαντινῶν γιά τήν ἀρχαία κληρονομιά ὅσο μία πραγματικότητα πού ἀναδύεται μέσα ἀπό τά κείμενα τῆς βυζαντινῆς λογοτεχνίας καί θέτει ἐρωτήματα τοῦ τύπου: «τί πράγματι ἀφομοίωσαν οἱ βυζαντινοί συγγραφεῖς ἀπό τήν παράδοση τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας», «ποιό ἦταν τό κλασσικό ἰδεῶδες πού πέρασε στό πετσί, θά λέγαμε, τῶν Βυζαντινῶν», «ποιές ὁμάδες ἤ τάξεις ἀνθρώπων τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας ἐνδιέφερε στήν οὐσία ἡ συντήρηση ἤ τό ὅραμα τοῦ «κλασσικοῦ ἰδεώδους», καθώς αὐτό τό ὅραμα σέ κάθε περίοδο πού διέφερε διαρθρωτικά ἀπό τήν προηγούμενη ἀποτελοῦσε «παρελθόν» γιά τήν ἑπόμενη συνολική πνευματική ἀναζήτηση. Οἱ ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα αὐτά δέν ἐξαρτῶνται μόνο ἀπό τό χῶρο τῶν γραμμάτων, τήν ἀμφίδρομη δηλαδή σχέση τοῦ βυζαντινοῦ ἀνθρώπου μέ τή λογοτεχνία –ὅπως πίστεψε κατά βάση ἡ παραδοσιακή ἔρευνα τοῦ Βυζαντίου– ἀλλά κυρίως ἀπό τήν πιό προσεκτική θεώρηση τῆς συνθετότητας τῶν φαινομένων πού δημιουργοῦν ἀντίρροπες δυνάμεις, τῆς μιμητικῆς προσήλωσης στό κλασσικό παρελθόν ἀφενός (ὅπως
32
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
προσδιορίστηκε ἀπό τόν Herbert Hunger στή λειτουργία τῆς μίμησης) καί τῆς ἀνανεωτικῆς ἀφομοίωσης τῆς παρακαταθήκης τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ «κλασσικοῦ» ἀφετέρου, δυνάμεις πού συγκροτοῦν ἐν τέλει τό συνολικό φαινόμενο τῆς πολιτιστικῆς ἔκφρασης μίας ὁποιασδήποτε θεωρούμενης λαμπρῆς περιόδου τῆς ἱστορίας τῶν βυζαντινῶν γραμμάτων. Θά ἀρκοῦσε ἡ μελέτη τοῦ μεμονωμένου φαινομένου τῆς ἀνάπτυξης τῶν φιλολογικῶν σπουδῶν στό Βυζάντιο μέ ὁδηγό τό βιβλίο τοῦ Nigel Wilson ἀλλά καί τοῦ H. Hunger, γιά νά μᾶς προσανατολίσει στόν πραγματικό δρόμο πού ὁδηγεῖ σ’ ἐκεῖνο τό σημεῖο ὕψους ἀπό τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἐποπτεύσει κανείς τόν συνολικό χῶρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν ἐγγράμματων βυζαντινῶν, οἱ ὁποῖοι, γιά νά χρησιμοποιήσει κανείς μίαν ἀλληγορία, ἀναγκάστηκαν νά βαδίσουν ἕναν πνευματικό δρόμο πού ὁδηγοῦσε ἀπό τήν καθαρότητα τοῦ σχεδίου καί τῆς κοινωνίας τοῦ ἐπίπεδου χώρου τῶν ἀρχαίων πόλεων, στή σκοτεινότητα καί τούς δύσ βατους δρυμούς τῶν μεσαιωνικῶν κάστρων τους, κουβαλώντας μαζί τους πράγματα πού ἴσως καί νά μήν ταιρίαζαν στό μεταλλασσόμενο περιβάλλον τους. Καί επειδή ὁ τομέας τῶν φιλολογικῶν σπουδῶν στό Βυζάντιο εἶναι ἕνας μεγάλος καθρέφτης τοῦ πνευματικοῦ περίγυρου τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας καί ἡ βάση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος (ἀλλά καί διάκριση τῶν βυζαντινῶν λογίων πού ἐπιδόθηκαν ἤ ἐπέδειξαν τό ἐνδιαφέρον τους), ἡ φιλολογία προσδιόριζε ταυτόχρονα καί τό ἐπίπεδο τοῦ πνευματικοῦ βίου καί πολιτισμοῦ σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ σύνδεση τῶν φιλολογικῶν δραστηριοτήτων τῶν βυζαντινῶν λογίων μέ τήν προγενέστερη ἑλληνιστική καί ρωμαϊκή παράδοση καταδεικνύει τήν ἐξάρτηση τοῦ γλωσσικοῦ ὀργάνου τῆς ἐπίσημης καί ἀνώτερης λογοτεχνικῆς γραφῆς ὡς μίας παράδοσης πού ἐπέκτεινε τά ὅρια τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς στό νέο περιβάλλον τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Οἱ δυνάμεις τῆς ἀνέλιξης τῆς πνευματικῆς ἱστορίας τοῦ Βυζαντίου συνέδεσαν τή φιλολογική σπουδή πού δημιούργησε ὅλα ἐκεῖνα τά παράλληλα ρεύματα πού διεύρυναν τήν ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας, ὅπως εἶναι π.χ. ἡ ἐξέλιξη καί διάδοση τοῦ χειρόγραφου βιβλίου, ἡ ἐφεύρεση τῆς μικρογράμματης γραφῆς καί ὁ μεταχαρακτηρισμός τῶν ἀρχαίων κειμένων, ἡ ἀναθέρμανση τῶν ἐπιστημονικῶν ἐνδιαφερόντων μέ τή στροφή πρός τή μελέτη τῶν ἀπο-
Β. ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ «ΚΛΑΣΣΙΚΟΥ» ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
33
κρυσταλλωμένων γνώσεων τῆς ἐπιστήμης τοῦ παρελθόντος, πράγμα τό ὁποῖο ἐπέβαλε τή συγκέντρωση καί τή διατήρησή τους. Ὁ γραπτός λόγος τῶν Βυζαντινῶν στήν εὐρύτερη ἐκδοχή τῆς γραμματειακῆς παραγωγῆς σηματοδοτοῦσε τόν χῶρο καί τῆς λογοτεχνίας, ἡ ὁποία μέ τή σειρά της, ὅπως εὔστοχα παρατήρησε ὁ H.-G. Beck, στηρίχτηκε στή φιλολογία. Ὁ βυζαντινός συγγραφέας –τό ξέρουμε καλά– ὄφειλε νά εἶναι πρῶτα πρῶτα φιλόλογος γιά νά χαρακτηριστεῖ πραγματικός λογοτέχνης. Αὐτό καί μόνο σηματοδοτεῖ τήν ἐξάρτηση τῆς βυζαντινῆς λογοτεχνίας ἀπό τήν κλασσική καί τήν μετακλασσική, ὅπως σωστά διέκρινε ὁ Cyril Mango, παράδοση. Αὐτή ἡ ἐξάρτηση δέσμευε τήν ἐξέλιξη τῆς βυζαντινῆς λογοτεχνίας μέ δύο σχεδόν ἀπαραβίαστες συμβάσεις: α) τήν ἐπιβολή τοῦ κλασσικοῦ ὕφους, πού μέ τή σειρά του ἐπέβαλε τήν ἐπιδεικτική λογοτεχνία στούς βυζαντινούς συγγραφεῖς. Αὐτό τό ὕφος στηρίχτηκε πάνω στή νεκρή γλώσσα τοῦ Ἀττικισμοῦ καί περιόρισε τή λογοτεχνία σέ κύκλους μικρῶν κοινοτήτων, ἀφοῦ χρειαζόταν κατάλληλη μόρφωση γιά νά εἶναι σέ θέση ὁ κοινωνός νά τήν κατανοήσει, β) στήν ἐπιβολή τῆς μίμησης τῶν κλασσικῶν προτύπων, μία λειτουργία στό βυζαντινό λογοτεχνικό κείμενο σχεδόν ἱερή, μέ ἀποτέλεσμα νά πνίγει τήν πρωτοτυπία καί νά καθιστᾶ τή λογοτεχνία αὐτόματα συντηρητική. Ἔτσι, εἶναι γενική σήμερα ἡ διαπίστωση ὅτι ὁ κλασσικισμός εἶναι ἡ φωνή τοῦ κυρίαρχου στρώματος τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας, πού δέν ἀμφισβητεῖ οὔτε ἀσκεῖ κριτική στό σύστημα, ὅπως τόνισαν ἰδιαίτερα ὁ Cyril Mango καί ὁ H.-G. Beck. Ὅμως τά γλωσσικά πρότυπα μεταβάλλονται, καί ὁ Ἀττικισμός, πού διαποτίζει ὅλη τή μακραίωνη λόγια λογοτεχνική παραγωγή τοῦ Βυζαντίου, δέν εἶναι τό μόνο γλωσσικό κίνημα πού συγκέντρωνε τή συμπάθεια τῶν ἐπίδοξων μιμητών τῆς συγκεκριμένης διαλέκτου, προϊόν συστηματικότερης μελέτης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μέσα ἀπό καθιερωμένες μεθόδους καί ἐπιλεγμένα κείμενα γιά τή διδασκαλία της. Ἄν ἡ ἀττικίζουσα ἦταν ἡ γλώσσα τῆς ἐξουσίας, ἀναπτύσσονται παράλληλα ἄλλα δύο τουλάχιστον γλωσσικά ἐπίπεδα: τό ἕνα χαρακτηρίζεται ὡς ἐπίπεδο δημώδους γλωσσικοῦ ὀργάνου, πού θά ἐξελιχθεῖ ἀπό τήν ἐποχή τῆς κοινῆς στή διαμόρφωση τῆς κοινῆς δημώδους βυζαντινῆς καί, στήν τελική της φάση, στήν κοινή νεοελληνική, καί τό ἄλλο εἶναι τό ἐπίπεδο τοῦ ἐνδιάθετου λόγου, ἕνα εἶδος γλωσσικοῦ ὀργάνου τῶν τεχνικῶν κειμένων γιά εἰδική χρήση. Ἡ ἐκκλησία στήν ἐποχή τῶν δι-
34
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ωγμῶν καί τῆς ἀβεβαιότητας χρησιμοποίησε τήν ἁπλή γλώσσα καί στά γραπτά κείμενα, γιά νά υἱοθετήσει ἀργότερα, μετά τόν θρίαμβο καί τήν ἐπιβολή, τή γλώσσα τῆς ἐξουσίας μέ τήν ὁποία θά πορευτεῖ ὡς τίς μέρες μας. Ἔχει σημασία αὐτή ἡ διαπίστωση καί τό πῶς ἀπό τήν «ἀναττική, ἀρρητόρευτη καί ἀκαλλώπιστη γλώσσα» πού ἀπευθυνόταν στίς λαϊκές μάζες καί χαρακτήριζε ἀρχικά τήν πνευματική ἀντίθεση τοῦ «εἰδωλολατρικοῦ καί τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου» ἡ ἐκκλησία πέρασε στήν ἀντίπερα ὄχθη, δημιουργώντας ἕνα δικό της «κλασσικό» μοντέλο μέ τό ὁποῖο «θά εἰσορμήσει στόν χριστιανικό στοχασμό καί στό ἑλληνικό κήρυγμα» καί τό ὁποῖο θά ἐπηρεάσει τόσο πολύ τούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς. Νομίζει κανείς ὅτι ὅλοι τους τραβοῦν ἕνα δρόμο πού φαίνεται ὅτι παραμένει μονότονα εὐθύς ὡς τό τέλος. Ἔτσι τό κλασσικό αὐτό μοντέλο, ἄν καί μπορεῖ νά κριθεῖ ὅτι ἀποσκοποῦσε στό μέλλον, φτάνει στό τέλος ν’ ἀποτελεῖ παρελθόν, ἀποκομμένο ἀπό τή ζωντανή πραγματικότητα. Συμβαίνει τό ἴδιο μ’ αὐτό πού παρατηρεῖται στήν κοσμική λογοτεχνία: ὁ ἀττικός λόγος ἀπευθύνεται στούς λίγους, στούς μυημένους. Μέ κανονιστικούς τρόπους ἐπιβάλλεται ἕνα γλωσσικό ὄργανο στή λόγια βυζαντινή λογοτεχνία πού ἐπιλέγεται ὡς «κλασσικό» γιά τήν ἀνέλιξή της καί πάνω σ’ αὐτό στηρίχτηκε σχεδόν ἀποκλειστικά ἡ ἔρευνα γιά νά ἀνιχνεύσει τίς σχέσεις τοῦ βυζαντινοῦ λογοτέχνη μέ τήν κλασσική ἀρχαιότητα. Εἶναι ὅμως αὐτό τό γλωσσικό ὄργανο «κλασσικό»; Ἡ γλώσσα ἀσφαλῶς εἶναι ὁ π ρ ῶ τ ο ς ἀδιαμφισβήτητος παράγοντας πού διαμορφώνει τό κλασσικό πρότυπο πρός τό ὁποῖο ἀποβλέπουν οἱ λογοτέχνες τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία ἐξελίσσεται σύμφωνα μέ τήν ἱστορική της νομοτέλεια. Ἀνάλογα μέ τό ἐπίπεδο γλωσσικῆς τελειότητας τοῦ ἀττικισμοῦ διαμορφώνεται καί ἡ ἀντίληψη τοῦ κλασσικοῦ στή βυζαντινή κοσμική λογοτεχνία πού καθρεφτίζει αὐτή τή μεταβαλλόμενη πραγματικότητα μέσα στά ἴδια τά εἴδη τῆς βυζαντινῆς λογοτεχνίας. Ὡστόσο, ἡ ἀναζήτηση αὐτοῦ τοῦ εἴδους καί ὁ προσδιορισμός τοῦ «κλασσικοῦ» τῶν βυζαντινῶν σέ σχέση μέ τό ἰδεῶδες του «κλασσικοῦ» τῆς ἀρχαιότητας δέν ξεπερνᾶ τά ὅρια, ἄλλως τό κίνημα τοῦ Ἰουλιανοῦ π.χ., πού ἐξέφραζε τή λατρεία πρός τό ἰδεῶδες της ἀρχαιότητας, θά εἶχε καλύτερη τύχη. Τό Βυζάντιο, ὡστόσο, ἀναζητοῦσε καί διαμόρφωνε ἕνα δικό του ἰδεῶδες μέ προοπτική καί τό βλέμμα στραμμένο
Β. ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ «ΚΛΑΣΣΙΚΟΥ» ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
35
πρός ἐκεῖνο τῆς ἀρχαιότητας, πού ἀποτελοῦσε πιά παρελθόν. Ἔτσι προκύπτει ἡ ἀντινομία ἀνάμεσα στήν πνευματική παράδοση τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ προτύπου καί τῆς νέας κοσμοθεωρίας τῶν χριστιανῶν πού ἐπηρεάζει τούς βυζαντινούς λογοτέχνες ἀπό τίς ἀρχές ὡς τό τέλος τοῦ Βυζαντίου. Ὁ δ ε ύ τ ε ρ ο ς παράγων πού κυριολεκτικά παράγει τό κλασσικό στή βυζαντινή λογοτεχνία εἶναι ὁ ρόλος τῆς ἐκπαίδευσης. Στόν 4ο αἰ. μ.Χ συντελεῖται ἡ συναίρεση τῶν στοιχείων τῆς κλασσικῆς παράδοσης, στή ρωμαϊκή της ἐκδοχή, μέ τή χριστιανική νέα ἰδεολογία πού θά ἐπηρεάσει τήν πορεία τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας ὡς τόν 7ο αἰ., ὅταν διαμορφώνεται μία ἑλληνική ἐκδοχή τῆς ἴδιας παράδοσης. Οἱ ἔρευνες τῶν D. Abrahamse, A. Moffat, R. Kaster καί Ν. Καλογερᾶ φώτισαν τίς συνθῆκες καί τούς ὅρους λειτουργίας τῆς ἐκπαίδευσης στή βυζαντινή ἐπικράτεια καί τῆς R. Gribiore τήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στήν ἑλληνορρωμαϊκή Αἴγυπτο. Ὁ τρόπος, λοιπόν, πού διεισδύει ὁ κόσμος τῆς ἀρχαιότητας στά προγράμματα διδασκαλίας τῶν σχολείων στό Βυζάντιο εἶναι ἀρκετά γνωστός, καθώς καί τά στάδια μύησης τῶν νέων τοῦ Βυζαντίου στό ἰδεῶδες της κλασσικῆς ἀρχαιότητας, μέ γερή δόση ἀρχαιομάθειας, ἀνιχνεύονται σέ ὅλο τό ἐκπαιδευτικό σύστημα (trivium-quadrivium) τοῦ Βυζαντίου: Ὅμηρος, Ἡσίοδος, Πίνδαρος, τραγικοί, ρήτορες καί Ἀριστοτέλης ἐπωάζουν τή λειτουργία τῆς μίμησης πού δέν ἔπαψε ν’ ἀνιχνεύεται στά κείμενα τῶν βυζαντινῶν θεραπευτῶν τοῦ λόγου. Οἱ μεγάλες σχολές, πού ἐπικαίρως χαρακτηρίστηκαν ἀπό τόν καθηγ. Εὐάγγελο Χρυσό «Περιφερειακά Α.Ε.Ι.», (στήν Αἴγυπτο, Παλαιστίνη, Μεσοποταμία, Ἀθήνα καί στήν ἴδια τή νέα πρωτεύουσα) ἐξακολουθοῦν νά τροφοδοτοῦν τούς φοιτητές τους μέ τό κλασσικό ἰδεῶδες τοῦ Ἑλληνορρωμαϊκοῦ κόσμου ὡς τήν ἐποχή τοῦ Ἰουστινιανοῦ καί μέ τό τέλος τοῦ 6ου αἰ. κλείνουν τήν πρώτη φάση αὐτῆς τῆς ἐξάρτησης. Οἱ ἔρευνες τοῦ Fr. Fuchs καί πολλῶν ἄλλων μελετητῶν πού ἀξιοποιήθηκαν ἀπό τόν Paul Lemerle ἔδειξαν ἐναργέστατα τήν πορεία τῆς ἐκπαιδευτικῆς διαδικασίας στίς ἑπόμενες περιόδους: ἀπό τήν ὀργάνωση τοῦ κρατικοῦ Πανεπιστημίου τῆς Κωνσταντινούπολης ὡς τήν ἐποχή τῆς ἱδρύσεως τοῦ λεγόμενου «Πανεπιστημίου τοῦ Βάρδα»· καί ἀπό τόν αἰώνα τῶν Σχολείων τοῦ 10ου αἰ. (πού συμπληρώνεται τώρα ἀπό τήν ἔρευνα τοῦ συναδέλφου Ἀ. Μαρκόπουλου) ὡς τή δραστηριότητα τοῦ
36
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
11ου καί 12ου αἰ. μέ τίς συμβολές τοῦ R. Browning, τοῦ J. Darrouzès, τοῦ P. Magdalino καί τοῦ ὁμιλοῦντος. Γιά τό ὅλο σύστημα ὁλοκληρώνουν τή γνώση μας οἱ διατριβές τῶν Κ. Κωνσταντινίδη καί Σοφίας Μεργιαλῆ, ὥστε νά μποροῦμε σήμερα νά παρακολουθοῦμε, μέσα στά ἀνομοιογενῆ περιβάλλοντα τῆς ἐξελισσόμενης βυζαντινῆς κοινωνίας, τήν ἐπίδραση πού ἀσκοῦσε ἡ ἐκπαίδευση στή διαμόρφωση, κάθε φορά, τοῦ «κλασσικοῦ», τό ὁποῖο σ’ αὐτή τήν ἀλληλοδιαδοχή ἀποτελοῦσε κάθε φορά ἐπίσης παρελθόν ἤ, ἀνάλογα, μέλλον. Ὁ τ ρ ί τ ο ς παράγων πού ἐπηρέασε τή διαμόρφωση τῶν ἀντιλήψεων γιά τό κλασσικό στίς διακεκριμένες περιόδους τοῦ Βυζαντίου καί τῆς λογοτεχνικῆς του παραγωγῆς, εἶναι ὁ ρόλος τῶν μεγάλων προσωπικοτήτων στά γράμματα, ὅπως ἀξιολογοῦνται ἀπό τή σύγχρονη γραμματολογική ἔρευνα, τῶν ἡγετῶν τῆς κατά καιρούς élite πού (μέ τή σειρά τους) ἀσκοῦσαν ἐπιρροή στούς νέους τῆς ἐποχῆς καί ἀποτελοῦσαν σημεῖο ἀναφορᾶς στό περιβάλλον τῶν γνωστῶν μας ὡς οὑμανιστικῶν κινήσεων (ἀναγεννήσεων, renovationum) μέ τούς ὅρους πού συμβατικά χρησιμοποιήθηκαν καί χρησιμοποιοῦνται γιά νά περιγράψουν τούς κύκλους μέσα στούς ὁποίους ἀνατροφοδοτοῦνταν τά ἐνδιαφέροντα γιά τήν κλασσική ἀρχαιότητα (ὁ 4ος, ὁ 6ος, ὁ 8ος-9ος, ὁ 10ος-11ος, ὁ 12ος καί ὁ 14ος αἰ.). Αὐτούς τούς κύκλους τούς βλέπουμε νά ἐπανεμφανίζονται ἀσφαλῶς σέ κάθε βυζαντινό αἰώνα, ἀλλά γίνεται περισσότερο αἰσθητή ἡ παρουσία τους στήν ἐποχή τοῦ «θρησκευτικοῦ οὑμανισμοῦ» ὅπου συμφιλιώνεται ἡ ἑλληνική παράδοση μέ τόν ἀντίπαλό της Χριστιανισμό, στήν ἐποχή τοῦ «χρυσοῦ αἰῶνος τοῦ Ἰουστινιανοῦ» μέ τόν θρίαμβο τοῦ ἑλληνορρωμαϊκοῦ κλασσικισμοῦ, στήν ἐποχή τοῦ πρώιμου καί ἀκμαίου «πρώτου βυζαντινοῦ οὑμανισμοῦ», στήν περίοδο τῆς «ἀναγέννησης τῶν Κομνηνῶν» καί, τέλος, στήν ἐποχή τῆς ἐκδήλωσης τῆς πρώιμης καί κύριας φάσης τῆς Παλαιολόγειας ἀναγέννησης. Ὁ ρόλος τῶν Καππαδοκῶν πατέρων, τῶν μεγάλων μορφῶν τοῦ κλασσικισμοῦ τοῦ 6ου αἰ. (ὅπως ὁ Προκόπιος, ὁ Παῦλος Σιλεντιάριος καί ὁ Ἀγαθίας) καί στή συνέχεια ὁ Γεώργιος Πισίδης καί ὁ Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, ἡ μορφή τοῦ σπουδαίου θεολόγου τῆς Ἀνατολῆς Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, τοῦ πνευματικοῦ ἡγέτη τοῦ ρεύματος τοῦ μοναχισμοῦ Θεοδώρου Στουδίτη, τῶν μεγάλων προσωπικοτήτων τοῦ 9ου αἰ. Λέοντος Φιλοσόφου καί πατριάρχου Φωτίου, τοῦ λόγιου αὐτοκράτορα Κων/νου Ζ΄ Πορφυρογεννήτου, τῆς ὀνομαστῆς τριάδος τῶν λογίων τοῦ
Β. ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ «ΚΛΑΣΣΙΚΟΥ» ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
37
11ου αἰ., Μιχαήλ Ψελλοῦ, Ἰωάννου Μαυρόποδος καί Ἰωάννου Ξιφιλίνου, τοῦ μεγάλου φιλολόγου πολυΐστορος καί σχολιαστή Εὐσταθίου, τῶν ἱστορικῶν Ἄννας Κομνηνῆς καί Νικήτα Χωνιάτη, τοῦ φιλολόγου μοναχοῦ Μαξίμου Πλανούδη, τῆς ἀριστοκρατικῆς μορφῆς τοῦ Θεοδώρου Μετοχίτη στήν τελευταία βυζαντινή ἀναγέννηση τοῦ Βυζαντίου ὑπῆρξε καθοριστικός στή γένεση τοῦ νέου κάθε φορά ἰδεώδους τοῦ «κλασσικοῦ». Ἡ παρουσία, ὁ ρόλος καί ἡ λογοτεχνική/γραμματειακή τους παραγωγή ὁρίζουν τά ἐπίπεδα προσέγγισης τοῦ μορφοποιούμενου «κλασσικοῦ» ἰδεώδους της ἐποχῆς τους καί σηματοδοτοῦν τήν κορύφωση τῶν ἐνδιαφερόντων τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας νά ἀποδεχτεῖ τά πνευματικά τους μηνύματα πού διαμορφώνουν τό παρόν τοῦ δικοῦ τους «κλασσικού», ἀντλώντας δύναμη ἀπό τό ἰδανικό μοντέλο τῆς ἱστορίας. Τέλος, τά ἴδια τά εἴδη τῆς βυζαντινῆς λογοτεχνίας εἶναι ὁ χῶρος τοῦ παραδειγματικοῦ πεδίου στό ὁποῖο οἱ φιλόλογοι σήμερα διαπιστώνουν τίς ἐπιδράσεις, ἄμεσες καί ἔμμεσες, τά παράλληλα χωρία καί τίς πιθανές κρυπτομνησίες, ἀπό τούς κλασσικούς συγγραφεῖς, γιά νά στα θμίσουν τούς βαθμούς ἐπικοινωνίας τῶν κειμένων καί τῶν δημιουργῶν τους μέ τούς ἀρχαίους συγγραφεῖς καί τά ἔργα τους. Αὐτή ἡ ἐπιδίωξη τοῦ ἐξυστέρου «φαινομένου τοῦ κεντρωνισμοῦ», τῆς συχνότητας μέ τήν ὁποία ὁ δημιουργός λογοτέχνης διανθίζει τά κείμενά του, δέν ἀποτελεῖ μόνο καθρέφτη τῆς βυζαντινῆς imitatio, ἀλλά ἐπιτρέπει τή διείσδυση στή διαδικασία ἀφομοίωσης τῶν στοιχείων τῆς ἀρχαιότητος πού συνιστᾶ τήν κοσμοαντίληψή του, δηλαδή τή δημιουργία μίας προσωπικῆς εἰκόνας τοῦ κλασσικοῦ πού ἐντάσσεται στό πνευματικό κλίμα τῆς ἐποχῆς του ἤ ὑπηρετεῖ τίς ἀνάγκες τῆς κριτικῆς θεώρησης τοῦ κόσμου του. Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις κινήθηκε ἡ ἔρευνα τῶν πηγῶν, τῆς ἀνίχνευσης δηλαδή τοῦ κλασσικοῦ παρελθόντος, καί τῶν ἐπιδράσεων σέ ὅλα τά εἴδη τῆς βυζαντινῆς λογοτεχνίας. Κι ἐλπίζω ὅτι σέ λίγα χρόνια ἡ ἐξέλιξη τῆς ἠλεκτρονικῆς τεχνολογίας θά ὁλοκληρώσει τίς ἀπαρχαιωμένες χρονοβόρες καί ἐπώδυνες ἐργασίες, τόν πολύ μόχθο πού κατέβαλαν οἱ φιλόλογοι σέ αὐτοῦ του εἴδους τίς ἔρευνες γιά τόν ἐντοπισμό κάποιου ἤ κάποιων κεκρυμμένων χωρίων, εὐπρόσδεκτη ὡστόσο προσφορά στήν ἱστορία τῆς σχετικῆς ἔρευνας, ἀλλά ὁλοένα καί περισσότερο ἀχρηστευμένη, ἄν δέν συνοδεύεται καί μέ ἄλλα στοιχεῖα ἑρμη-
38
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
νείας τῶν κειμένων, γιά νά μήν ἐπαναληφθεῖ κάποτε στό μέλλον «ὅτι οἱ βυζαντινολόγοι σκότωσαν τά κείμενα». Ἡ τομή πού ἐπέβαλε ἡ διάκριση τῆς λόγιας ἀπό τή δημώδη λογοτεχνία (τό ζωντανό ρεῦμα τῆς πνευματικῆς ἱστορίας τοῦ Βυζαντίου) δέν μπορεῖ καί δέν πρέπει ν’ ἀποκόψει ἕνα μεγάλο τμῆμα τῆς βυζαντινῆς γραμματειακῆς παραγωγῆς τήν ὁποία ἡ ἔρευνα τῶν τελευταίων δεκαετιῶν τοῦ περασμένου αἰώνα ὡς τίς μέρες μας τοποθέτησε σέ ἰσόμετρη θέση μέ τή θέση τῆς λόγιας λογοτεχνίας. Γνωρίζουμε ἀπό παλαιότερα τά «βυζαντινά μυθιστορήματα μέ ἀρχαῖες ὑποθέσεις» καί ὁ H.-G. Beck ἔκανε λόγο γιά τήν παράδοση τῆς ὄψιμης ἀρχαιότητας», ἐντρύφησε «στά ἴχνη τοῦ μυθιστορήματος τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας», μελέτησε τή «βυζαντινή Ἰλιάδα». Τώρα συζητοῦμε τούς σταθμούς καί τίς βα θμίδες ἀνόδου καί ὑποδοχῆς τῆς δημώδους λογοτεχνίας στίς αὐλές τῶν μαικήνων τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καί κατανοοῦμε καλύτερα ὅτι ἡ σχέση τοῦ «κλασσικοῦ» ἰδεώδους πού ἐκφράζουν ὁρισμένα κείμενα τῆς δημώδους λογοτεχνίας δέν ἀναδεικνύεται μόνο μέσα ἀπό τίς γλωσσικές ἐκλεκτές συγγένειες μέ τά κείμενα τῆς ἀρχαιότητας, ἀλλά στηρίζεται πιό καλά στή διαλεκτική τῶν θεμάτων. Θά χρειαζόταν ἰδιαίτερη ἀνάπτυξη μία τέτοια προσέγγιση, ἀλλά τά πορίσματα πρόσφατων ἐρευνῶν (π.χ. τοῦ συναδέλφου Π. Ἀγαπητοῦ καί τῆς Στεριανῆς Χελιδόνη) εἶναι ἀρκετά νά στηρίξουν αὐτή τήν ἄποψη, καθώς πληθαίνουν οἱ φωνές πού ἐνισχύουν τούς ἐρευνητικούς δρόμους πρός αὐτή τήν κατεύθυνση. Οἱ μελέτες τοῦ Στυλιανοῦ Ἀλεξίου, τῆς Corinne Juanno, τοῦ Paolo Odorico, τοῦ Μιχάλη Λασσιθιωτάκη, τοῦ Ulrich Moennig, τῆς Τίνας Λεντάρη καί τοῦ Hans Eideneier, σχετικές μέ τήν πρόσληψη τῆς ἀρχαιότητας στό βυζαντινό μυθιστόρημα, ἀνοίγουν αὐτό τό νέο κεφάλαιο γιά τήν ἔρευνα. Θά ἦταν ἀνώφελο (καί κουραστικό!) ἀκόμη καί νά θίξει κανείς ὅλα τά εἴδη τῆς –ἔτσι κι ἀλλιῶς– ἀρχαιότροπης λόγιας βυζαντινῆς λογοτεχνίας, ἐκεῖνα πού ἐπιβίωσαν ἀπό τήν Ἀρχαιότητα, τά ποιητικά (τήν ἐπική, τήν δραματική, τήν διδακτική καί, παρά τίς ἀντίθετες ἀπόψεις, τήν λυρική ποίηση, τό λόγιο μυθιστόρημα, τήν λουκιάνεια σάτιρα, τό ἐπίγραμμα) ἤ τά πεζογραφικά (τό μεγάλο θέμα τῆς φιλοσοφίας, τά θεολογικά ἔργα, τά ἁγιολογικά κείμενα, τά κείμενα τῆς ρητορικῆς στήν κοσμική καί τήν ἐκκλησιαστική ἐκδοχή τους, τήν ἐπιστολογραφία). Ἀπ’ ὅλα τοῦτα θά σταθοῦμε μόνο σ’ ἐκεῖνα ὅπου οἱ κλασσικές ἐπιδράσεις
Β. ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ «ΚΛΑΣΣΙΚΟΥ» ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
39
στούς δημιουργούς τους τούς ὠθοῦν στήν ἀναζήτηση τοῦ δικοῦ τους κλασσικού μοντέλου ἤ συγκροτοῦν κοινές συνισταμένες στίς πνευματικές ἀναζητήσεις τῆς ἐποχῆς τους, σέ μία προσπάθεια νά ἀποτυπωθεῖ τό κοινό κλασσικό ἰδεῶδες τοῦ περιβάλλοντός τους. Μέ τέτοια προοπτική, ὁ χῶρος τῆς βυζαντινῆς ἱστοριογραφίας προσφέρεται, ὄχι μόνο γιατί ἀποτελεῖ τό ξεχωριστό, τό πιό δημοφιλές εἶδος τῆς βυζαντινῆς λογοτεχνίας στή σχέση του μέ τήν ἀρχαιότερη παράδοση (οἱ μελέτες τῶν ξένων G. Moravcsik, Alan καί Averil Cameron, Romilly Jenkins, Roger Scott, ἀλλά καί τῶν Ἑλλήνων Ν. Τωμαδάκη, Ἁγνῆς Βασιλικοπούλου καί Ἀ. Καρπόζηλου ἀναδεικνύουν αὐτό τό ἐνδιαφέρον γιά τή σχέση τῶν βυζαντινῶν ἱστορικῶν μέ τούς κλασσικούς), ἀλλά γιατί τό περιεχόμενό της καταγράφει τήν ἐξέλιξη τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας. Ἄν ἐξετάσει κανείς τά σχετικά γραμματολογικά κεφάλαια γιά τή βυζαντινή ἱστοριογραφία (καί μόνο στίς ἱστορίες λογοτεχνίας τοῦ K. Krumbacher, τοῦ H. Hunger καί τοῦ Ἀ. Καρπόζηλου, χωρίς νά ὑπολογίσει τά ἄλλα δημοσιεύματα πού ἀναφέρονται στούς βυζαντινούς ἱστορικούς), εἶναι ἀδύνατο σχεδόν νά μή συναντήσει ἔστω καί λίγες γραμμές πού νά ἀναφέρονται στή σχέση τοῦ ἐξεταζόμενου ἱστορικοῦ μέ τήν ἀρχαιότητα: κι ακόμη σέ τί συνίσταται ἡ προσφορά τοῦ συγγραφέα στήν ἀνανέωση τοῦ εἴδους. Ἡ διαμορφωμένη παράδοση τῆς ἱστοριογραφίας κατά τήν πρώιμη περίοδο μᾶς ὁδηγεῖ στή διαπίστωση ὅτι ἡ εἰδωλολατρική ἱστοριογραφία φθίνει, ὅσο ἡ ἐπίσημη κλασσικίζουσα ἱστοριογραφία ἐναρμονίζεται μέ τό πνεῦμα τῆς Χριστιανικῆς ἱστοριογραφίας. Ἱστορικοί ὅπως ὁ Εὐνάπιος, ὁ Ὀλυμπιόδωρος ἤ ὁ Ζώσιμος εἶναι οἱ τελευταῖοι πού ἀσκοῦν κριτική στή δομή τῆς δισυπόστατης ἐξουσίας καί, ὅσο κι ἄν προσπαθοῦν οἱ ἱστορικοί του 6ου αἰ. νά διακηρύξουν τά «κλασσικά ἰδεώδη» στή συγγραφική τους ὕφανση, ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό αὐτά στήν οὐσία – μέ πρῶτον καί καλύτερο τόν κορυφαῖο κλασσικιστή Προκόπιο, ἀπό τή στιγμή πού τό κλασσικό πρότυπό του (ὁ Θουκυδίδης) παραμένει μόνο στίς ἐπιλογές τῆς μορφῆς καί ὄχι τοῦ περιεχομένου ὅπου ἐκφράζεται καί ἐλέγχεται ἡ ἀντίληψή του γιά τήν ἱστορία. Ἡ αἰτιοκρατία παραχωρεῖ τή θέση της στήν παραδειγματική ἱστορία, τήν προνοιακή ἱστορία, δηλαδή στό «νέο κλασσικό ἰδεῶδες» τῆς πρώιμης ἱστοριογραφίας τοῦ Βυζαντίου. Ὅμως ἡ προνοιακή ἀντίληψη τῆς ἱστορίας, ἄν καί φαινομενικά σχετίζεται μέ τήν ἐπιβολή τῶν ἀντιλήψεων τῆς χριστιανικῆς χρονογραφίας καί τῆς ἐκκλη-
40
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
σιαστικῆς ἱστορίας (πού ἐπιβάλλεται στό Βυζάντιο μετά τόν Εὐσέβιο καί εἶναι προσηλωμένη στήν ἑλληνική παράδοση), στήν οὐσία σχετίζεται μέ ἀποκαλυπτικές θρησκευτικές δοξασίες πού ἔχουν τίς ρίζες τους στήν Ἀνατολή. Ἡ αἰτιοκρατία πού ἀποτελεῖ τό «κλασσικό» ἰδεῶδες «πάει περίπατο»! Τοῦτο παραμένει μόνο στό πλαίσιο τῆς μορφῆς. Ἡ κλασσικίζουσα ἱστοριογραφία περιγράφει τό «κλασσικό» στό ἐπίπεδο τῆς γλώσσας καί ἀκολουθεῖ τό πρότυπο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καί χρονογραφίας τοῦ Εὐσεβίου καί τοῦ Σέξτου Ἰουλίου Ἀφρικανοῦ, ὑπακούοντας καί δημιουργώντας τό νέο κλασσικό ἰδεῶδες τῆς πρώιμης βυζαντινῆς ἱστοριογραφίας, πού θά καταφέρει στό τέλος ἀφενός νά ἐξαφανίσει τόν 6ο αἰ. τό εἶδος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καί ἀφετέρου θά ἐπιφέρει βαρύ πλῆγμα στήν ἴδια τήν κοσμική ἱστορία. Ἔτσι τό κλασσικό γίνεται παρελθόν στήν ἱστορία τῆς βυζαντινῆς λογοτεχνίας, ἡ ὁποία ἀναδεικνύει στή συνέχεια τήν πρωτοβυζαντινή ἔννοια τοῦ κλασσικοῦ στό περιβάλλον τῆς χρονογραφίας, σέ μία διαδοχή πού τό ἰδεῶδες αὐτό θά ἀποτελέσει, τό ἴδιο, παρελθόν. Ἔτσι, τό ἰδεῶδες πού ὁραματίζεται ὁ χρονογράφος Ἰωάννης Μαλάλας θ’ ἀποτελέσει παρελθόν γιά τό χρονογράφο Θεοφάνη. Αὐτός ἀναδεικνύει τό στοιχεῖο τῆς προπαγάνδας ὡς κλασσικό ἰδεῶδες γιά τήν ἔμμεση προβολή τῶν ἰδεῶν καί τή μοναδικότητα τοῦ προσώπου. Οἱ ἱστορικοί τῆς μέσης βυζαντινῆς περιόδου, ὕστερα ἀπό τόν ὀργασμό τοῦ ἀνθρωπιστικοῦ ρεύματος τοῦ 9ου-10ου αἰ., ἐπηρεάζονται καί διαμορφώνουν νέες ἀντιλήψεις καί ὡς πρός τό κλασσικότροπο ὕφος, ἀλλά κυρίως ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τοῦ κλασσικοῦ μοντέλου τῆς αἰτιοκρατίας καί τήν ὅσο τό δυνατόν ἀπελευθέρωση ἀπό τήν ἐντεταλμένη προπαγάνδα. Ἀσκοῦν κριτική καί ἐπιμένουν στήν ἀτομικότητα τοῦ ἀνθρώπου, τόν ὁποῖο νοιάζονται πιά περισσότερο ἀπό τήν καταγραφή τῶν γεγονότων. Ὁ Μιχαήλ Ψελλός π.χ. ἀναδεικνύει τό ψυχογραφικό πορτραῖτο τῆς προσωπικότητας, ἡ Ἄννα Κομνηνή τρέπεται περισσότερο στήν αὐτοβιογραφία, ὁ Νικήτας Χωνιάτης πλησιάζει πιό πολύ τό κλασσικό μοντέλο τῆς ἱστοριογραφίας· ἐπιβάλλει τήν Ἱστορία. Τό λογοτεχνικό εἶδος ὅπου τό κλασσικό στοιχεῖο υἱοθετεῖται καί προβάλλεται περισσότερο στό Βυζάντιο εἶναι ἡ ἀρχαιότροπη ποίηση. Ἄν ἡ πρώιμη παρουσία τοῦ δραματικοῦ ἔργου «Χριστός πάσχων» δέν ἐκφράζει παρά τή μετάβαση ἀπό τήν ἑλληνορρωμαϊκή παράδοση (ἀπό ἄποψη περιεχομένου πάντα) στή χριστιανική, μποροῦμε νά ἰσχυ-
Β. ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ «ΚΛΑΣΣΙΚΟΥ» ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
41
ριστοῦμε ὅτι ἡ βυζαντινή ποίηση στήν πρώιμη περίοδο δέχτηκε ἀνάλογο πλῆγμα μέ τήν ἱστορία, ὅπου τό μικτό αὐτό εἶδος ἐξαφάνισε τό δράμα. Ἡ ποιητική αὐτή ἐξάχνωση συμπυκνώνεται στό ποιητικό ἔργο τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ποιητική τέχνη πού βαδίζει στή σκιά τοῦ ἀρχαίου ἔπους καί τή λυρική ὑπόσταση τῶν ἐπιγραμμάτων, ὅπου τό προσωπικό βίωμα τοῦ περιεχομένου συμβαδίζει μέ τήν ἀκλόνητα ἀρχαιότροπη μορφή. Αὐτή ἡ ἀρχαιοελληνική φόρμα θά συνοδεύει σέ ὅλη τή διάρκειά της τή βυζαντινή ποιητική δημιουργία ἐπικοῦ, ἱστορικοῦ, μυθολογικοῦ καί διδακτικοῦ περιεχομένου. Στίχος, γλώσσα, θέματα, μοτίβα παρακολουθοῦν τό ἀδιόρατο νῆμα τους μέ τήν κλασσική καί ἑλληνιστική παράδοση. Αὐτή ἡ παράδοση μεταλαμπαδεύει τό παρελθόν της καί δημιουργεῖ τό μέλλον της στό βυζαντινό ἐπίγραμμα πού καλλιεργεῖται ἀδιάκοπα ὡς τήν ἐποχή τοῦ Μανουήλ Φιλῆ στήν καρδιά τῆς Παλαιολόγειας ἀναγέννησης. Ἡ ἐκμετάλλευση τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς στή μορφή καί στά βασικότερα μοτίβα τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ ἐπιγράμματος ἐπαναπροβάλλει τό κλασσικό ἰδεῶδες στόν αἰσθαντικό ἄνθρωπο τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας πού, ὡς φύση ἀνθρώπινη, τό ἔχει ἀνάγκη περισσότερο ἀπό τή λύτρωση τῆς ψυχῆς πού τοῦ προσφέρει ἡ ἀντίστοιχη ἀρχαιότροπη ἐκκλησιαστική-θρησκευτική ποίηση. Ἡ ρητορική τέχνη τῶν βυζαντινῶν, πού ἀγκάλιασε ἕνα εὐρύ φάσμα γραπτοῦ καί προφορικοῦ λόγου, ἔχει τίς ρίζες της στή ρητορική τῶν Ἀττικῶν ρητόρων· καί τό δένδρο της γνώρισε τή θύελλα τοῦ Ἀσιανισμοῦ, «ἑνός ρεύματος μέ πομπώδη, θεατρικά καί ἀδιάτακτα χαρακτηριστικά», μέ ἀποτέλεσμα νά βρεῖ στήριγμα στήν ἀττικίζουσα τέχνη τοῦ λόγου, ἀπό τήν ὁποία στήν οὐσία δέν ἀποκόπηκε οὔτε μέ τό τέλος τοῦ Βυζαντίου. Ὁ Ἑρμογένης ἀπό τήν Ταρσό κωδικοποίησε ἕνα Corpus θεωρίας τῆς Ρητορικῆς, πού χρησίμευσε ὡς βασικό ἐγχειρίδιο ρητορικῆς, συμπληρωμένο ἀπό τόν ρήτορα Ἀφθόνιο. Ἔχει, ἐπίσης, ἐπισημανθεῖ ἡ σχέση τοῦ ρήτορα Μενάνδρου μέ τήν ἐπιδεικτική ρητορική τῶν βυζαντινῶν στήν διαδεδομένη ἐγκωμιαστική λογοτεχνική παραγωγή. Στήν κλασσική παράδοση τῆς ρητορικῆς ἀντιτάχθηκε ἡ ἐκκλησία, ἀλλά δέν μπόρεσε νά τήν ὑποτάξει. Γι’ αὐτό καί οἱ βυζαντινοί ρήτορες μπόρεσαν νά κρατήσουν στά Προγυμνάσματα ἕνα πλῆθος εἰδωλολατρικῶν στοιχείων κυρίως ἀπό τό χῶρο τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας καί νά ἐκμεταλλευτοῦν τήν ἰδεολογική χρήση τῆς ρητορικῆς στήν κοσμική καί τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, κάθε φορά πού ἦταν ἐντεταλμένοι νά θέσουν
42
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
τήν τέχνη τους στήν ὑπηρεσία τῶν ἀτόμων πού ἀσκοῦσαν πίεση στίς κοινωνικές δομές. Μέ αὐτές τίς ξεχωριστές ἰδιότητες ἡ ρητορική βρῆκε τούς χώρους ἐλεύθερους καί εἰσέδυσε σέ ὅλα τά εἴδη τῆς βυζαντινῆς λογοτεχνίας, κρατώντας ἡ ἴδια γιά τήν ὑστεροφημία τοῦ παρελθόντος της, τήν ὕψιστη τιμή ὡς βασική λογοτεχνική θεωρία τῶν βυζαντινῶν, ἀπαραίτητη μάλιστα στήν μακραίωνη σχολική μαθησιακή διεργασία καί πρακτική. Ποιό «μέλλον» προοιωνίζει τό «παρελθόν» τοῦ Βυζαντίου σύμφωνα μέ τά ἐρωτήματα πού θέσαμε στήν ἀρχή; Ἔχω τή γνώμη ὅτι ἡ ἐξάντληση ὅλων τῶν δεδομένων καί στοιχείων ἀναζήτησης τῶν μορφολογικῶν (κυρίως γλωσσικῶν ὁμοιοτήτων) διασυνδέσεων μέ τά κείμενα τῆς ἀρχαιότητας δέν διαφωτίζει περισσότερο αὐτή τή μονόδρομη σχέση τῶν βυζαντινῶν μέ τούς ἀρχαίους. Ἐπισημαίνει μόνο ὅτι οἱ πηγές ἀρδεύουν τή σκέψη, ἐπειδή ἡ παιδεία βασιζόταν στά ἀρχαιοελληνικά λογοτεχνικά κείμενα. Οἱ βυζαντινοί δέν διέθεταν παρά μόνο τούς ἀρχαίους κλασσικούς. Ἄς δεχτοῦμε ὅτι κάποιοι γνώριζαν στήν ἀρχή καί κάποιους ἀπό τούς λατίνους. Ἀργότερα ἔμειναν μόνο οἱ Ἕλληνες κλασσικοί νά τούς παιδεύουν καί νά παιδεύονται οἱ ἴδιοι, ἀναζητώντας νά οἰκοδομήσουν τό δικό τους βυζαντινό «κλασσικό», τό μέλλον τοῦ ὁποίου ἔσπρωχναν πρός τά πάνω στήν ἱστορική ἐξέλιξη· κι ὅταν οἱ ἱστορικές συνθῆκες δέν ἐπέτρεπαν αὐτή τήν πνευματική ἀγωνία, τό παρέδωσαν στούς Δυτικούς, ὥστε αὐτό τό «παρελθόν» τοῦ Βυζαντίου ν’ ἀποτελέσει τό «μέλλον» τοῦ «κλασσικοῦ» στή Μεγάλη Δυτική Ἀναγέννηση. Στίς μέρες μας, πού οἱ βυζαντινές σπουδές ὅπως καί οἱ κλασσικές σπουδές φθίνουν, ἀπαιτεῖται ἡ ἀναγέννηση τῆς βυζαντινῆς ἀρχαιότητας στά λογοτεχνικά κείμενα, ὄχι μέ τήν προσπάθεια ὁροσήμανσης θεμάτων, μοτίβων ἤ ἀρχαϊζουσῶν μορφῶν, ἀλλά μέ προσδιορισμούς πού ὀφείλουμε νά ἐξηγήσουμε ἀνατέμνοντας τόν χρόνο καί τούς ρυ θμούς ἐξέλιξης μίας ἐσωτερικότερης διεργασίας, πού μορφοποιεῖ τίς –θά λέγαμε συμβατικά– «μικρότερες ἀναγεννήσεις» πού ὁδηγοῦν τούς βυζαντινούς λογίους καί διανοουμένους νά σχηματίζουν τό δικό τους «κλασσικό ἰδεῶδες». Καί στό σημεῖο αὐτό ὑπεισέρχεται ὁ ἀνεκμετάλλευτος χῶρος τῆς βυζαντινῆς αἰσθητικῆς, τό πῶς ἀντιλαμβάνονταν οἱ ἴδιοι οἱ κοσμικοί βυζαντινοί τήν ὀμορφιά καί τίς τροποποιήσεις τοῦ ὡραίου. Ἡ ἔρευνα αὐτοῦ τοῦ τομέα μπορεῖ νά ξεκίνησε μέ ἀφορμή τήν
Β. ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ «ΚΛΑΣΣΙΚΟΥ» ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
43
ἐξέλιξη τῆς τεχνοτροπίας στήν τέχνη, ἀλλά στό χῶρο τῆς βυζαντινῆς φιλολογίας βρίσκεται ἀκόμη στά σπάργανα. Καί πιστεύω ὅτι οἱ ἐκπλήξεις πού μᾶς ἐπιφυλλάσει θά προκαλέσουν ἰσχυρούς κλονισμούς ἀνατρέποντας τίς μονότροπες ὡς τώρα καί μοναδικές θεωρητικές ἑρμηνεῖες πού μᾶς πρόσφεραν καί μᾶς προσφέρουν οἱ μή φιλοσοφικές αἰσθητικές προσεγγίσεις. Τότε ἴσως ἐκλείψουν καί τά διλήμματα, τοῦ τύπου «ὠφέλησε ἤ ἔβλαψε τήν ἀρχαιότητα τό Βυζάντιο», πού κυριαρχοῦν ἀκόμα καί στίς μέρες μας, μέσα στή σύγχυση τῶν ἰδεολογικῶν προσεγγίσεων (πού προβάλλονται συχνά ὡς ἐπιστημονικές). Χρέος ἡμῶν τῶν Βυζαντινολόγων εἶναι νά ξεκαθαρίσουμε τό τοπίο. Βιβλιογραφία Α. ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΕΡΓΑ Ἀφήγησις Λιβίστρου καὶ Ροδάμνης, κριτικὴ ἔκδοση τῆς διασκευῆς α΄, ἔκδ. Π. Ἀ. Ἀγαπητοῦ [ΜΙΕΤ: ΒΝΒ 9], Ἀθήνα 2006. Ἁγνὴ Βασιλικοπούλου-Ἰωαννίδου, Ἡ ἀναγέννησις τῶν γραμμάτων κατὰ τὸν δωδέκατον αἰῶνα καὶ ὁ Ὅμηρος, Ἀθῆναι 1972. Βασιλικὴ Ν. Βλυσίδου (ἐπιμ.), Ἡ αὐτοκρατορία σὲ κρίση(;). Τὸ Βυζάντιο τὸν 11ο αἰώνα (1025-1081), Κέντρο γιὰ τὴν μελέτη τοῦ Ἑλληνισμοῦ «Σπύρος Βασίλειος Βρυώνης» [ΕΙΕ/ΙΒΕ: Διεθνῆ Συμπόσια 11], Ἀθήνα 2003. H.-G. Beck, Ἱστορία τῆς βυζαντινῆς δημώδους λογοτεχνίας, μτφρ. N. Eideneier, ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 1988. H.-G. Beck, Ἡ βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ [ΜΙΕΤ], Ἀθήνα 2 1992. H.-G. Beck, Abschied von Byzanz, Μünchen 1990 (μτφρ. N. Eideneier), Ἀθήνα 2007. Viktor Bychkov, Βυζαντινή αἰσθητική. Θεωρητικά προβλήματα, μτφρ. Κ.Π. Χαραλαμπίδης, Ἀθήνα 1999. C.N. Constantinides, Higher education in Byzantium in the thirteenth and early fourteenth centuries (1204-1310), Nicosia 1982. E.L. Fortin, Christianisme et Culture philosophique au Ve siѐcle, Paris 1959. F. Fuchs, Die höheren Schulen von Konstantinopel [Byzantinisches Archiv, 8], Leipzig – Berlin 1926.
44
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
W. Hörandner, Court poetry: questions of motifs, structure and function, Rhetoric in Byzantium (ἐπιμ. E. Jeffreys), Papers from the Thirty-fifth Spring Symposium of Byzantine Studies. Exeter College. University of Oxford, March 2001 [Society for the promotion of Byzantine Studies, 11], Aldershot 2003, σ. 75-85. W. Hörandner – M. Grünbart (ἐπιμ.), L’épistolographie et la poésie épigrammatique. Projets actuels et questions de méthodologie, Actes de la 16e Table ronde du XXe Congrѐs international des Études byzantines (Collège de France-Sorbonne, 19-25 Août 2001), Paris 2003. Η. Hunger, Ὁ κόσμος τοῦ βυζαντινοῦ βιβλίου. Γραφὴ καὶ ἀνάγνωση στὸ Βυζάντιο, μτφρ. Γιῶργος Βασίλαρος, ἐπιμ. Ταξιάρχης Κόλιας, Ἀθήνα 1995. Η. Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία. Ἡ λόγια κοσμική γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, τόμ. Α΄-Γ΄ [ΜΙΕΤ], Ἀθήνα 1987-1994. Joan M. Hussey, Church and learning in the Byzantine Empire, 867-1185, Oxford 1937 (ἀνατ. Ν. Υork 1963). W. Jäger, Early Christian and Greek Paideia, Cambridge, Mass. 1961. Στ. Κακλαμάνη – Μιχ. Πασχάλη (ἐπιμ.) Ἡ πρόσληψη τῆς ἀρχαιότητας στό Βυζαντινό καί Νεοελληνικό μυθιστόρημα, Ἀθήνα 2005. N. Kalogeras, Byzantine Childhood Education and its Social Role from the Sixth Century until the End of Iconoclasm, Ph.D. thesis, The University of Chicago 2000. Gustav Karlsson, Idéologie et cérémonial dans l’épistolographie Byzantine: textes du Χe siѐcle analysés et commentés, Uppsala 21962. Ἀ. Καρπόζηλος, Συμβολή στή μελέτη τοῦ βίου καί τοῦ ἔργου τοῦ Ἰωάννη Μαυρόποδος, Ἰωάννινα 1982. Ἀ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί Ἱστορικοί καί Χρονογράφοι, τόμ. Α΄ (4ος – 7ος αἰ.), Ἀθήνα 1997, τόμ. Β΄ (8ος – 10ος αἰ.), Ἀθήνα 2002. Ἀθ. Δ. Κομίνη, Τὸ βυζαντινὸν ἱερὸν ἐπίγραμμα καὶ οἱ ἐπιγραμματοποιοί, ἐν Ἀθήναις 1966. Al. Každan – Lee F. Sherry – Christine Angelidi, A History of Byzantine Literature (650-850), Athens 1999. Al. Každan, ed. Christine Angelidi, A History of Byzantine Literature (650-1000), Athens 2006.
Β. ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ «ΚΛΑΣΣΙΚΟΥ» ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
45
Al. Každan – S. Franklin, Μελέτες στή βυζαντινή λογοτεχνία τοῦ 11ου – 12ου αἰώνα, ἑλλην. μτφρ. Μ. Αὐγερινοῦ-Τζιώγα, ἐπιμ. Β. Κατσαρός, Ἀθήνα 2007. Στ. Γ. Καψωμένος, Ἀπό τήν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἡ ἑλληνική γλῶσσα ἀπό τά ἑλληνιστικά ὡς τά νεώτερα χρόνια. Ἡ ἑλληνική γλῶσσα στήν Αἴγυπτο, Θεσσαλονίκη 1985. K. Krumbacher, Ἱστορία τῆς Βυζαντηνῆς Λογοτεχνίας, μτφρ. Γ. Σωτηριάδου, τόμ. Α΄-τόμ. Γ΄, Ἀθήνα 1987-1900 [ἀνατ. μέ πρόλογο Ἰ. Χατζηφώτη, Ἀθήνα 1964]. G.L. Kustas, Studies in Byzantine rhetoric [Ἀνάλεκτα Βλατάδων, 17], Θεσσαλονίκη 1973. Β. Λαούρδας, Ἡ κλασσικὴ φιλολογία εἰς τὴν Θεσσαλονίκην κατὰ τὸν δέκατον τέταρτον αἰῶνα, Θεσσαλονίκη 1960. M.D. Lauxtermann, Byzantine Poetry from Pisides to Geometres. Texts and Contexts, I, [WBS, 24/1], Wien 2003. P. Lemerle, Le premier humanisme byzantin: notes et remarques sur enseignement et culture à Byzance des origines aux Xe siѐcle, Paris 1971, μτφρ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου [ΜΙΕΤ], Ἀθήνα 1981. P. Lemerle, Élѐves et professeurs à Constantinople aux Xe siѐcle, Paris 1969. Ἀντώνης Λιάκος, Πῶς τό παρελθόν γίνεται ἱστορία, Ἀθήνα 2007. E.J. Lipsic, Očerki istorii vizantijškogo obsčestva i kultury VIII v. i pervaja polovina IX. veka, Moskva – Leningrad 1961. J.N. Ljubarskij, Ἡ προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μιχαὴλ Ψελλοῦ, ἔκδ. δεύτερη διορθωμένη καὶ συμπληρωμένη, μτφρ. Ἀργυρὼ Τζέλεσι, Ἀθήνα 2004. Cyril A. Mango, Byzantine literature as a distorting mirror: an inaugural lecture delivered before the University of Oxford on 21 May 1974, Oxford 1975. Cyril A. Mango, Βυζάντιο: Ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, μτφρ. Δημήτρης Τσουγκαράκης [ΜΙΕΤ], Ἀθήνα 1988. Francois Masai, Pléthon et le Platonisme de Mistra [Societѐ d’édition «Les Belles Lettres»], Paris 1956. A. Markopoulos, Anonymi professoris Epistulae [CFHB, XXXVII], Berolini et Novi Eboraci 2000.
46
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
I.P. Medvedev, Vizantijskij gymanism XIV-XV vv., St. Peterburg 1997. S. Mergiali, L’enseignement et les lettrés pendant l’époque des Paléologues (1261-1453), Ἀθῆναι 1996. Α. Moffat, School-teachers in the early Byzantine empire (330-610), Ph.D. thesis, University of London 1972. A. Momigliano, Pagan and Christian Historiography in the Fourth Century A.D., The Conflict between Paganism and Christianity in the Fourth Century, Oxford 1963. Margaret Mullet – Roger Scott (ἐπιμ.), Byzantium and the classical Tradition [University of Birmingham, Thirteenth Spring Symposium of Byzantine Studies 1979], Birmingham 1981. P. Odorico – P.A. Agapitos - M. Hinterberger (ἐπιμ.), L’écriture de la mémoire. La litterarité de l’historiographie. Actes du IIIe colloque international philologique «ΕΡΜΗΝΕΙΑ», Nicosie, 6-7-8 mai 2004, Paris 2006. Paul Petit, Libanius et la vie municipale à Antioche au ΙV e siѐcle aprѐs J.S., Paris 1955. St. Runciman, The last byzantine renaissance, Cambridge 1970, μτφρ. Λάμπρος Καμπερίδης, Ἀθήνα 1980. Salvatore Settis, Futuro del «classico», Τorino 2004, μτφρ. Ἀνδρέα Γιακουμάτου, ἔκδ. ἐπαυξημένη, Ἀθήνα 2006. P. Scott-Moncrieff, Paganism and Christianity in Egypt, Cambridge 1913. P. Speck, Die kaiserliche Universität von Konstantinopel [Byzantinisches Archiv, 14], München 1974. Κ. Ἀ. Τρυπάνης, Ὁ ἀττικισμὸς καὶ τὸ γλωσσικό μας ζήτημα, Ἀθῆναι 1984. Ε. Θ. Τσολάκης, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ 11ου καὶ 12ου αἰώνα, Θεσσαλονίκη 1984. Ν. Β. Τωμαδάκης, Βυζαντινὴ Ἐπιστολογραφία, ἤτοι Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν βυζαντινὴν Φιλολογίαν, τόμος τρίτος, ἔκδ. τρίτη, Ἀθῆναι 1969-1970 (ἀνατ. μὲ προσθῆκες Στ. Κουρούση, Θεσσαλονίκη 1993). Ν. Β. Τωμαδάκης, Σύλλαβος Βυζαντινῶν Μελετῶν καὶ κειμένων, Ἀθῆναι 1961. Στεριανή Χελιδόνη, Τό πρότυπο καί ἡ ποιητική τοῦ μεσαιωνικού μυθιστορήματος Διήγησις ἐξαίρετος Βελθάνδρου τοῦ Ρωμαίου, διδ. διατριβή, Θεσσαλονίκη 2004.
Β. ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ «ΚΛΑΣΣΙΚΟΥ» ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
47
Δ. Α. Χρηστίδης, Παραθεμάτων παρανοήσεις καὶ κατανοήσεις, Θεσσαλονίκη 1996. N.G. Wilson, Scholars of Byzantium, London 1983, 21995, μτφρ. Ν.Χ. Κονομῆ, Ἀθήνα 1991. Ε. Χρυσός, Πανεπιστημιακή ζωή στὰ περιφερειακὰ Ἀνώτατα Ἐκπαιδευτικὰ Ἱδρύματα τὸν ἕκτο αἰώνα, [Λόγος πανηγυρικός, 30 Ἰανουαρίου 1985] Ἰωάννινα 1986.
Β. ΑΡΘΡΑ Στυλ. Ἀλεξίου, Ἡ πρόσληψη τῆς ἀρχαιότητας στὸν Διγενὴ Ἀκρίτη, στό: Ἡ πρόσ ληψη τῆς ἀρχαιότητας, ὅ.π., σσ. 11-16. R. Anastasi, L’Università a Bisanzio nell’XI secolo, Siculorum Gymnasium 32,2 (1979) 351-378. Ἁγνὴ Βασιλικοπούλου, Ἡ ὑφολογικὴ κριτικὴ τῶν Βυζαντινῶν καὶ ὁ Θουκυδίδης, ΕΕΦΣΠΑ ΚΘ΄, Ἀθήνα 1992, σσ. 69-80. Ἁγνὴ Βασιλικοπούλου, Ὁ Πλήθων καὶ ἡ ἑλληνικὴ παράδοση, Πρακτικὰ Διεθνοῦς Συνεδρίου ἀφιερωμένου στὸν Πλήθωνα καὶ τὴν ἐποχή του μὲ τὴ συμπλήρωση 550 ἐτῶν ἀπὸ τὸν θάνατό του, Μυστράς, 26-29 Ἰουνίου 2002, Ἀθήνα – Μυστρὰς 2003, σσ. 53-65. Ἁγνὴ Βασιλικοπούλου, Ἡ κλασικὴ παιδεία στὸ Βυζάντιο, ΕΕΦΣΠΑ ΛΓ΄ (20002001), Ἀθήνα 2001, σσ. 323-336. L. Bréhier, Notes sur l’histoire de l’enseignement supérieure à Constantinople, Byzantion 3 (1926) 73-94, 4 (1927-28) 13-28. R. Bolgar, Τhe Classical Tradition: Legend and Reality, Byzantium and the Classical Tradition, ὅ.π., σσ. 7-19. R. Browning, Byzantine Scholarship, Past and Present 28, 1964, 3-20. R. Browning, Courants intellectuels et organisation scholaire à Byzance au XIe siѐcle (résumé), Travaux et Mémoires 6 (1976) 219-222. R. Browning, Ηomer in Byzantium, Viator 6 (1975) 15-33. R. Browning, The Patriarcal school at Constantinople in the twelfth century, By zantion 32 (1962) 167-202, 33 (1963) 11-40.
48
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
A.M. – A.D.E. Cameron, Christianity and Tradition in the Historiography of the Late Empire, Classical Quarterly 14 (1964) 316-328. Alan Cameron, The Last Days of the Akademy in Athens, Proceedings of the Cambridge Philological Society, N.S. 195 (1969) 7-29. Alan Cameron, The end of ancient Universities, Cahiers d’ Histoire Mondiale 10 (1967) 653-673. A. Cameron, The Rediscovery of the Hellenistic Epigram at Byzantium, Abstracts of the Byzantine Studies Conference, 3, 1977. J. Cvetler, The authorship of the Novel on the reform of legal education at Constantinople (about 1045 A.D.), Eos 48 (1956) 297-328. Θεοχ. Δετοράκη, Κλασσικαὶ ἀπηχήσεις εἰς τὴν Βυζαντινὴν Ὑμνογραφίαν, Λειμών. Προσφορὰ εἰς τὸν καθηγητὴν Ν.Β. Τωμαδάκην, ΕΕΒΣ ΛΘ΄-Μ΄, 1972-1973, Ἀθῆναι 1973, σσ. 148-161. Gl. Downey, The emperor Julian and the schools, The Classical Journal 53 (1957) 97-103. Fr. Dvornik, Photius et la réorganisation de l’ académie patriarcale, Analecta Bollandiana 68 (1950) 108-125. P. Gautier, L’ édit d’ Alexis Ier Comnѐne sur la réforme du clergé, REB 31 (1973) 179-201. Ἰορδάνης Γρηγοριάδης, Τά βυζαντινά λογοπαίγνια καί ἡ θύραθεν ρητορική κατά τόν δωδέκατο αἰώνα, Ἑλληνικά 47 (1947) 289-297. W. Hörandner, La poésie profane au XIe siѐcle et la connaissance des auteurs anciens, Travaux et Mémoires 6 (1976) 245-263. H. Hunger, Die byzantinische Literatur der Komnenenzeit. Versuch einer Neubewertung Anzeiger d. phil. Hist. Klasse d. Österreichischen Akademie der Wissenschaften 105, 1968, 59-76. H. Hunger, Οn the imitation (μίμησις) of the antiquity in Byzantine Literature, DOP 23/24, 1969/70, 17-37 (Byzantinische Grundlagenforschung, σσ. 17-38). H. Hunger, Thukydides bei Johannes Kantakuzenos. Beobachtungen zur Mimesis, JÖB 25, 1976, 181-193. H. Hunger, The classical Tradition in Byzantine Literature: the importance of Rhetoric, Byzantium and the classical Tradition, ὅ.π., σσ. 35-47.
Β. ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ «ΚΛΑΣΣΙΚΟΥ» ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
49
E.M. Jeffreys, Τhe Attitudes of Byzantine Chronicles towards Ancient History, Byzantion 49, 1979, 199-238. R.J.H. Jenkins, The Classical Background of the Scriptores post Theophanem, DOP 8 (1954) 13-30. R.J.H. Jenkins, The Hellenistic Origins of the Byzantine Literature, DOP 17 (1963) 39-52. Corinne Juanno, A Byzantine Novelist Staging the Ancient Greek World. Presence, Form and Function of Antiquity in Macrembolites’ Hysmine and Hysminias, στό: Ἡ πρόσληψη τῆς Ἀρχαιότητας, ὅ.π., σσ. 17-29. Ν. Καλογερᾶς, «Ἐξεπέμφθη εἰς τὴν βασιλίδα τῶν πόλεων προφάσει μὲν παιδεύσεως τῆς ἔξω παιδείας»: Ἐκπαιδευτικές διαδρομές στό Βυζάντιο (5ος -9ος αἰ.), Πρακτικά Συνεδρίου γιά τά Ἑλληνικά Ἱστορικά Ἐκπαιδευτήρια στή Μεσόγειο ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, Χίος 2002, σσ. 91-103. Β. Κατσαρός, Προδρομικοί «θεσμοί» γιά τήν ὀργάνωση τῆς ἀνώτερης ἐκπαίδευσης τῆς ἐποχῆς τῶν Κομνηνῶν ἀπό τήν Προκομνήνεια περίοδο, στό: Ἡ αὐτοκρατορία σέ κρίση(;). Τό Βυζάντιο τόν 11ο αἰώνα (1025-1081), Ἀθήνα 2003, σσ. 443-471. Δήμητρα Κούκουρα, Ἡ γλωσσική τοποθέτηση τῆς ἑλληνόφωνης ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (Κριτική βιβλιογραφική παρουσίαση) ΕΕΘΣΠΘ, Ν.Σ. Τμῆμα Θεολογίας, τ. 1, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 79-110. Μ. Κyriakis, The University: Origin and early phases in Constantinople, Byzantion 41 (1971) 161-182. Μ. Κyriakis, Student life in eleventh century Constantinople, Bυζαντινά 7 (1975) 377-388. Μιχ. Λασσιθιωτάκης, Παύσασθε γράφειν Ὅμηρον ... / ἃ Ὅμηρος ἐψεύσατο... Παρατηρήσεις στόν Πρόλογο τοῦ «μυθιστορήματος τοῦ Διγενῆ» (GIV 27 κ.ἑ. / Ε 718 κ.ἑ.), στό: Ἡ πρόσληψη τῆς ἀρχαιότητας, ὅ.π., σσ. 49-72. P. Lemerle, “Le Gouvernement des philosophes: notes et remarques sur l’ enseignement, les écoles, la culture”, Cinq études sur le XIe siѐcle byzantin, Paris 1977, 195-248. Τίνα Λεντάρη, Ἐρωτικά μυθολογικά θέματα στίς δημώδεις ἐρωτικές μυθιστορίες, στό: Ἡ πρόσληψη τῆς ἀρχαιότητας, ὅ.π., σσ. 87-111. C. Mango, Discontinuity with the Classical Past in Byzantium, Byzantium and the Classical Tradition, ὅ.π., σσ. 48-57.
50
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
A. Markopoulos, L’ épistolaire du «Professeur anonyme» de Londres. Contribution prosopographique, Ἀφιέρωμα στὸν Νίκο Σβορῶνο, τ. Α΄, Ρέθυμνο 1986, σσ. 139-144. Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Ἐσωτερικαὶ ἐπιδράσεις τοῦ Θουκυδίδου ἐπὶ τὸν Κριτόβουλον, Ἀθηνᾶ 65, 1961, 158-168. Α. Moffat, Early Byzantine school curricula and a liberal education, Byzance et les Slaves, Mélanges Ivan Dujčev, Paris 1979, σσ. 275-288. Ulrich Moennig, Ἔρως, μοίρα, ἱστορία, θάνατος. Διαπλεκόμενοι θεματικοί ἄξονες στή Βυζαντινή Ἰλιάδα, στό: Ἡ πρόσληψη τῆς ἀρχαιότητας, ὅ.π., σσ. 73-85. G. Moravcsik, Klassizismus in der Byzantinischen Geschichtsschreibung, Polychronion, Festschrift F. Dölger z. 75. Geburtstag, Heidelberg 1966, σσ. 366-377. Margaret Mullet, Τhe Classical Tradition in the Byzantine Letter, Byzantium and the Classical Tradition, ἐπιμ. M. Mullet – R. Scott, Birmingham 1981, σσ. 75-93. Δ.Ζ. Νικήτας, Δίκαιος ὡς φοῖνιξ. Ἡ συνάντηση τῆς κλασικῆς παράδοσης καί τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας στήν ποίηση τοῦ Λακταντίου, Ἡ ὀρθοδοξία ὡς πρόταση πολιτισμοῦ, Φλώρινα 2006, σσ. 85-99. P. Odorico, ... Ἅπερ εἰσὶν ψευδέα: Les images de Héros de l’Αntiquité dans le Digénis Akritas, στό: Ἡ πρόσληψη τῆς ἀρχαιότητας, ὅ.π., σσ. 31-47. W.B. Stanford, Tzetzes’ Farewell to Thucydides, CR 11, 1941/42, 30-41. W. Treadgold, Τhe Revival of Byzantine Learning and the Revival of the Byzantine State, AHR 84, 1979, 1245-66. Σπ. Ν. Τρωιάνος, Ἡ βυζαντινή νομική παιδεία κατά τόν Ζ΄ αἰώνα, Βυζάντιον. Ἀφιέρωμα στόν Ἀνδρέα Ν. Στράτο, τ. Β΄, Ἀθῆναι 1986, σσ. 735-749. Κ. Weitzmann, The classical Mode in the Period of the Macedonian Emperors: Continuity or Revival? The “Past” in the Medieval and Modern Greek Culture, Ed. S. Vryonis, στο: Byzantina Kai Metabyzantina, τ. 1, Malibu, Cal., 1978, σσ. 71-85. Ν.G. Wilson, The church and classical studies in Byzantium, Antike und Abendland 16 (1970) 68-77. W. Wolska-Conus, L’école de droit et l’enseignement du droit à Byzance au XIe siѐcle: Xiphilin et Psellos, Travaux et Mémoires 7 (1977) 1-103.
Β. ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ «ΚΛΑΣΣΙΚΟΥ» ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
51
W. Wolska-Conus, Les écoles de Psellos et de Xiphilin sous Constantin IX Monomaque, Travaux et Mémoires 6 (1976) 223-243. * Bλ. ἀκόμη ἐκλαϊκευτικοῦ περιεχομένου ἄρθρα τῶν Χριστίνας Ἀγγελίδη (Ἀρχαιότητα καί Βυζάντιο: μιά δύσκολη σχέση), Σοφίας Πατούρα (Ὕστερη Ἀρχαιότητα), Paul Magdalino (Ἡ πρώτη βυζαντινή Ἀναγέννηση), Κατερίνας Ἱεροδιακόνου (Βυζαντινή Φιλοσοφία καί ἀρχαῖες πηγές), Στρατῆ Παπαϊωάννου (Μίμησις ἀρχαίων στή Βυζαντινή Λογοτεχνία), Ἀ. Μαρκόπουλου (Λέων ὁ Φιλόσοφος), Ἠλία Ἀναγνωστάκη (Τό Βυζάντιο σέ κρίση ...), Ἑλένης Σαράντη (Πρός τή διαμόρφωση τῆς νεοελληνικῆς ἐθνικῆς συνείδησης), Νίκου Καραπιδάκη (Τά ἑλληνικά στον Δυτικό Μεσαίωνα), πού δημοσιεύτηκαν στό ἔνθετο ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ τῆς ἐφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (Κυριακή 12 Ἰανουαρίου 2003) μέ γενικό τίτλο: Βυζαντινοί καί Ἀρχαιότητα.
Σπύρος Ν. Τρωιάνος
Αλληλουχία συμμόρφωσης στην παράδοση και ανανέωσης στα βυζαντινά νομοθετικά κείμενα «Ο Ιουστινιανός, ονομαστός ανάμεσα στους αυτοκράτορες, συνέλαβε την ιδέα, να συγκεντρώσει τις διατάξεις των παλαιότερων αυτοκρατόρων και με τη συστηματοποίησή τους να μειώσει τον φόρτο εργασίας όσων ασχολούνται με τους νόμους. Το έργο όμως δεν έτυχε επιμελείας, ώστε μετά ουσιαστική διόρθωση να είναι τέλειο και άψογο. Παρέλαβε συγκεκριμένα όσα συνέλεξε ο Αδριανός, που στο παρελθόν είχε ηγεμονεύσει στους Ρωμαίους, και αφού τα κατέταξε σε πενήντα τεύχη δημιούργησε μία αυτοτελή συγγραφή, στην οποία έδωσε την ονομασία digesta, δηλαδή “πανδέκτης”. Συγκέντρωσε δε ακόμη τα περιεχόμενα στους κώδικες και τα ενέταξε, καθορίζοντας τη σειρά τους. Αλλά και τα “ινστιτούτα”, δηλαδή η εισαγωγή στους νόμους, ενσωματώθηκαν μεν κατά παρόμοιο τρόπο, διατηρώντας ωστόσο την αυτοτέλειά τους. Επί πλέον βρήκαν την κατάλληλη θέση και όσες νεαρές διατάξεις είχε εκείνος εκδώσει με προσωπική του επιμέλεια. Σχημάτισε λοιπόν η Μεγαλειότητά μας τη γνώμη, ότι πρέπει να θεραπευθούν οι ελλείψεις που η νομοθεσία εξαιτίας του κατακερματισμού της εμφανίζει, ώστε να διευκολυνθεί η επίδοση στη μελέτη των νόμων και να επικρατήσει τάξη στη δομή της. Έτσι ενοποιήσαμε σε ένα συνολικό έργο από έξι τεύχη όλες τις συγγραφές των νόμων, αφού κάθε τι μεν αντιφατικό και μη εφαρμόσιμο στην πράξη –δοθέντος ότι, όπως είναι ευνόητο, πολλά νομοθετήματα του παρελθόντος έχουν τεθεί στο περιθώριο από μεταγενέστερα– αποχωρίσαμε και αποσπάσαμε, παραλείψαμε δε κατά την ενοποίηση (των συγγραφών) όσα μας φάνηκαν μη αναγκαία, αλλά μάλλον περιττά»1. 1. «Ἰουστινιανῷ τῷ τῶν βασιλέων περιωνύμῳ ἦλθε μὲν εἰς ἐπίνοιαν τὰ τῶν πρεσβυτέρων αὐτοκρατόρων συλλέξαι θεσπίσματα καὶ τῇ τούτων παραλλήλῳ συντάξει τοῖς περὶ τοὺς νόμους στρεφομένοις τὸ ἐκ τῆς αὐτῶν ἀσχολίας ἐλαφρῦναι ἄχθος. Οὐ μὴν ἔτυχε τὸ ἔργον τελείας καὶ ἀνενδεοῦς καταστάσεως καὶ διόρθωσιν δέξασθαι κρείττονα. Καὶ γάρ, ἅ τε παρὰ Ἀδριανοῦ τοῦ πάλαι
54
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Το κείμενο που ακούσατε έχει προταχθεί ως προοίμιο στα λεγόμενα Βασιλικά, τα οποία, ανεξάρτητα από τα πάμπολλα προβλήματα που προκαλούν ως προς τη διαδικασία της γένεσής τους2, αποτελούν κατά γενική αποδοχή την κατ’ εξοχήν πηγή του βυζαντινού δικαίου. Το κείμενο αυτό είναι ασυνήθιστα βραχύ και αυτός υπήρξε ένας από τους λόγους, για τους οποίους διατυπώθηκαν στο παρελθόν πολλές επιφυλάξεις ως προς τη γνησιότητά του –επιφυλάξεις που έχουν όμως πλέον ξεπεραστεί. Παρά τη βραχύτητά του όμως, αν εξαιρέσουμε λίγες γραμμές στο τέλος του κειμένου αναφερόμενες στη δομή του έργου, τις οποίες παρέλειψα, κατά τα λοιπά ολόκληρο το προοίμιο είναι αφιερωμένο στον συσχετισμό παλαιού και νέου δικαίου και στην ακριβή περιγραφή της ανανέωσης που επιχειρήθηκε κατά την ανακωδικοποίηση του ιουστινιάνειου νομοθετικού έργου. Επέλεξα το παραπάνω κείμενο ως εισαγωγή της εισήγησής μου, επειδή προέρχεται από τον Λέοντα τον Σοφό, τον αυτοκράτορα εκείνο που αφιέρωσε μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του σε νομοθετική εργασία και επί πλέον υπήρξε ο κύριος φορέας της πραγμάτωσης ενός ιδεολογικού συνθήματος που σφράγισε τη νομοθετική πολιτική της δυ-
Ῥωμαίων ἄρξαντος συνελέγη, λαβὼν καὶ ταῦτα ἐν τεύχεσι πεντήκοντα διατάξας ἰδίαν καὶ διακεκριμένην ἀπειργάσατο πραγματείαν “δίγεστα” τούτοις ἤτοι “πανδέκτην” ὄνομα παρασχόμενος. Καὶ ὅσα δὲ ἐν τοῖς κώδιξι, καὶ ταῦτα συναγαγὼν ἐν ἰδίῳ ἐδάφει, διώρισεν. Οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὰ “ἰνστιτοῦτα”, τουτέστιν ἡ τῶν νόμων εἰσαγωγή, καὶ ταῦτα ὁμοίως ἥνωται μέν, ἰδιορρυθμίζεται δέ. Ἔτι δὲ καὶ ἃς ὁ ἀνὴρ ἐφιλοπόνησε νεαρὰς διατάξεις, καὶ ταῦτα ἰδίας ἔτυχε χώρας. Οὕτως οὖν ἡ τῶν νόμων ἀπομεμερισμένη οὖσα κατάστασις ἐλλείπειν ἔδοξε τῇ βασιλείᾳ ἡμῶν εἴς τε τὸ παρελεῖν τῆς τῶν νόμων φιλομαθείας τὴν δυσχέρειαν καὶ εἰς τὸ αὐτὴν τάξεως τυχεῖν ἀκριβοῦς. Τοιγαροῦν τὰς πάσας τῶν νόμων πραγματείας ἡμεῖς σωματοποιησάμενοι ἐν τεύχεσιν ἓξ συνεκεφαλαιώσαμεν, πᾶν μὲν ἐναντίον καὶ τὴν χρῆσιν οὐ παρεχόμενον ἐν τοῖς πράγμασι –διὰ τὸ ὡς εἰκὸς πολλὰ τῶν τῆς ἀρχαιότητος νομοθετημάτων παρευδοκιμηθῆναι τοῖς ὕστερον– ὑπεξελόντες καὶ ἀποκρίναντες, πᾶν δέ, ὃ μὴ ἀναγκαῖον ἀλλὰ περιττὸν ἐδόκει, ἀποτεμόντες τῆς συνυφάνσεως.» Βλ. τήν έκδοση του A. Schminck, Studien zu mittelbyzantinischen Rechtsbüchern [Forschungen zur byzant. Rechtsgeschichte, 13.] Frankfurt am Main 1986 (εφεξής: Schminck, Studien), σ. 225-23. 2. Πρβλ. Σπ. Ν. Τρωιάνος, Οι πηγές του βυζαντινού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 21999, σ. 181 επ. Στην εκεί αναφερόμενη βιβλιογραφία πρόσθεσε Th. E. van Bochove, Χρονολογώντας και Εξακριβώνοντας. (Επιστημονική απόδοση στην Ελληνική Γλώσσα: Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Νικολόπουλος). [Βιβλιοθήκη Βυζαντινού και Μεταβυζαντινού Δικαίου, 3.] Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007, σ. 155 επ.
Σ. Ν. ΤΡΩΪΑΝΟΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
55
ναστείας, η οποία κυριάρχησε στους μέσους βυζαντινούς χρόνους. Η «ἀνακάθαρσις τῶν παλαιῶν νόμων», γιατί περί αυτής πρόκειται, εμφανίζεται σε όλα τα νομοθετικά κείμενα της μακεδονικής δυναστείας και μπορεί να βοηθήσει στον προσδιορισμό του περιεχομένου των εννοιών «παράδοση» και «ανανέωση». Αλλ’ ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους. Ο ίδιος ο Ιουστινιανός, απευθυνόμενος στους νομοδιδασκάλους με την constitutio Omnem (16 Δεκεμβρίου 533) που είχε ως στόχο την αναμόρφωση των νομικών σπουδών, συνοψίζει το έργο του ως εξής: «Ποιος γνωρίζει καλύτερα από σας ότι ολόκληρη η έννομη τάξη της Πολιτείας μας έχει αποκαθαρθεί και ταξινομηθεί τόσο στα τέσσερα βιβλία των Εισηγήσεων άλλως Στοιχείων, όσο και στα πενήντα των Digesta άλλως Πανδέκτη, καθώς και στα δώδεκα των αυτοκρατορικών διατάξεων;»3. Το επίτευγμά του λοιπόν, κατά τη δική του αντίληψη, συνίστατο σε κάθαρση και συστηματοποίηση του δικαϊκού υλικού. Δύο χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 535, εκφράζεται με μεγαλύτερη σαφήνεια στο προοίμιο της Νεαράς 7: «Ἕνα σκοπὸν ἀεὶ τοῦτον ἐθέμεθα τὸ πᾶν εἴ τι πρότερον ἀτελὲς ἢ συγκεχυμένον ἐδόκει, τοῦτο καὶ ἀνακαθᾶραι καὶ τέλειον ἐξ ἀτελοῦς ἀποφῆναι.» [= ΄Ενας υπήρξε ανέκαθεν ο σκοπός μας, κάθε τι που εθεωρείτο ατελές και συγκεχυμένο να το υποβάλουμε σε κάθαρση και από ατελές να το καταστήσουμε τέλειο.] Ως κάθαρση λοιπόν νοείται κατά την ιουστινιάνεια περίοδο –αργότερα προσδίνεται στην έννοια αυτή άλλο περιεχόμενο– πρωτίστως η απάλειψη των (περιττών) επαναλήψεων και η άρση των αντιφάσεων. Ο Ιουστινιανός στους νόμους που, είτε ως προπαρασκευαστικοί είτε ως κυρωτικοί, είχαν άμεση σχέση με το κωδικοποιητικό του έργο τόνισε με έμφαση ότι θεωρούσε το υλικό αυτό συγκεχυμένο. Ως εκ τούτου, φρονούσε, είχε το υλικό αυτό μειωμένη δυνατότητα να καλύπτει ικανοποιητικά τις ανάγκες της καθημερινής πρακτικής4. 3. „Omnem rei publicae nostrae sanctionem iam esse purgatam et compositam tam in quattuor libris institutionum seu elementorum quam in quinquaginta digestorum seu pandectarum nec non in duodecim imperialium constitutionum quis amplius quam vos cognoscit?“ (σ. XV· οι παραπομπές σε όλα τα μέρη του Corpus iuris civilis γίνονται στην στερεότυπη τρίτομη έκδοση των Th. Mommsen και P. Krüger. Πρβλ. επίσης το προοίμιο και τις §§ 4-5 της constitutio Cordi, όπου γίνεται συχνή χρήση του ρήματος purgare. 4. Βλ.την constitutio Deo auctore §1 και την constitutio Imperatoriam maiestatem §2.
56
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτωρ, όπως από πολλούς χαρακτηρίζεται ο Ιουστινιανός, υπήρξε απέναντι στο ρωμαϊκό δικαϊκό παρελθόν –αν υποτεθεί ότι αυτό αποτελεί την παράδοση– πολύ συγκρατημένα «ανανεωτικός». Κατά την κατάρτιση του Πανδέκτη5, στον οποίο κατ’ εξοχήν αποτυπώνεται αυτό το παρελθόν, δοθέντος ότι τον απαρτίζουν αποσπάσματα από τα έργα των κλασικών, κατά κύριο λόγο, Ρωμαίων νομικών, διατηρήθηκαν σε αρκετές περιπτώσεις θεσμοί και διατάξεις που είχαν προ πολλού πάψει να εξυπηρετούν οποιαδήποτε πρακτική ανάγκη. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει πως δεν σημειώθηκαν επεμβάσεις κατά την κωδικοποίηση. Σύμφωνα με τις ρητές οδηγίες που είχαν δοθεί στις αρμόδιες επιτροπές, διέθεταν τα μέλη τους την εξουσία να παρεμβαίνουν στα κωδικοποιούμενα κείμενα, ώστε να επιτυγχάνεται η κάθαρση, για την οποία έκανα ήδη λόγο, και η συστηματοποίηση του υλικού, επί πλέον δε η προσαρμογή του στις νέες κοινωνικές και άλλες συνθήκες. Οι επεμβάσεις αυτές γίνονταν με τη μορφή προσθηκών ή παραλείψεων στο αρχικό κείμενο, ονομάστηκαν δε στη νεώτερη έρευνα «παρεμβλήματα» (interpolationes). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απάλειψη του όρου in iure cessio, ενός τρόπου δήλωσης βουλήσεως του αρχαίου δικαίου, σε όσα κείμενα κλασικών νομικών καταχωρίστηκαν στον Πανδέκτη6. Με αυτά τα δεδομένα το κωδικοποιητικό έργο του Ιουστινιανού, συμπεριλαμβανομένων του Κώδικα και των Εισηγήσεων, όπου ίσχυσαν οι ίδιες αρχές, δεν αποτέλεσε στην ουσία την υλοποίηση ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος, αλλ’ απλώς «αποκάθαρση» και συστηματοποίηση του δικαίου. Πριν προχωρήσω στο πραγματικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμά του, θα ήθελα να διευκρινίσω τούτο. Με την ίδρυση νέας πρωτεύουσας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο που έδωσε και τοπική διάσταση στον νέο θρησκευτικό προσανατολισμό του imperium romanum, και την κατ’ ουσίαν μεταφορά του κράτους στον Βόσπορο δεν απέμεινε τελικώς σχεδόν τίποτε από την πολιτειακή υπόσταση της Παλαιάς Ρώμης. Αδιάσπαστο παρέμενε ωστόσο το Δίκαιο. Αυτή λοιπόν η ενότητα δικαίου, δίνοντας πρακτική αξία στη διασύνδεση όπλων
5. Βλ. προχείρως Σπ. Ν. Τρωιάνος, Η κωδικοποίηση του Ιουστινιανού, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών 36 (2002) 357-376 (361 επ.). 6. Γ. Πετρόπουλος, Ιστορία και Εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου, τ. Α΄, Αθήνα 21963, σ. 543.
Σ. Ν. ΤΡΩΪΑΝΟΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
57
και δικαίου (iura et arma)7, αποτέλεσε το από άποψη θεωρίας δημόσιου δικαίου υπόβαθρο για την ανασύσταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην παλαιά, αδιαίρετη μορφή της. Από το προοίμιο της κυρωτικής του Πανδέκτη constitutio Tanta/Δέδωκεν προκύπτει ότι η ανακατάληψη των απωλεσθέντων ρωμαϊκών εδαφών και η κωδικοποίηση έβαιναν παραλλήλως. Η πραγματική ανανέωση του δικαίου συνετελέσθη με τις Νεαρές. Όπως όμως ορθά επισημάνθηκε8, δεν εισάγεται με όλες τις ιουστινιάνειες Νεαρές νέο δίκαιο. Mε πολλές απλώς βελτιώνονται οι υφιστάμενες ρυθμίσεις, για να αποτραπεί η φαλκίδευσή τους9, ή καλύπτονται κενά ή ακόμη επικυρώνονται παλαιές ρυθμίσεις που είχαν περιπέσει σε αχρησία. Παρ’ όλα αυτά, παρατηρείται επίσης10, ότι οι συντάκτες του κειμένου των Νεαρών δεν παραλείπουν να εξάρουν κάθε φορά τη νομοθετική παντοδυναμία του αυτοκράτορα, φθάνοντας να τον αποκαλούν «νόμο έμψυχο»11. Έχω τη γνώμη, ότι ως προς την τελευταία αυτή παρατήρηση πρέπει να γίνει η εξής διάκριση. Αφενός μεν νοείται, σε θεωρητικό επίπεδο, η νομιμοποίηση του αυτοκράτορα να νομοθετεί βάσει της γενικής θείας εντολής12, αφετέρου δε, από πρακτικής πλευράς, τονίζεται η αρμοδιότητά του να εκδίδει συγκεκριμένους κάθε φορά νόμους. Με την έκδοση ενός νέου νόμου, ιδίως μάλιστα αν επρόκειτο για νόμο γενικό (lex generalis), επιδιώκονταν δύο στόχοι. Ο πρώτος συ7. Βλ. την constitutio Imperatoriam maiestatem, προοίμιο. 8. P. E. Pieler, Entstehung und Wandel rechtlicher Traditionen in Byzanz, Entstehung und Wandel rechtlicher Traditionen (München 1980) 669-728 (690). 9. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το προοίμιο της Νεαράς 38 του Ιουστινιανού, ιδίως το ακόλουθο απόσπασμα: «....Ταῦτα ἡμεῖς πολλάκις ἀνερευνώμενοι ᾠήθημεν χρῆναι θεραπείαν ἐπαγαγεῖν τῷ πράγματι· καὶ ὅσῳ περὶ τοῦτο ἡμεῖς πονούμεθα, τοσούτῳ πᾶσαν ἐξεῦρον οἱ βουλευταὶ τέχνην κατὰ τῶν ὀρθῶς καὶ δικαίως νενομοθετημένων καὶ κατὰ τοῦ δημοσίου» (24636-37-2471-4). 10. Αυτόθι σ. 691. 11. Πρβλ. A. Steinwenter, Νόμος ἔμψυχος. Zur Geschichte einer politischen Theorie, Anzeiger der Akademie der Wissenschaften Wien, Phil.-hist. Kl. 83 (1946) 250-268. – G. D. Aalders, Νόμος ἔμψυχος, Politeia und Res Publica. Dem Andenken Rudolf Starks gewidmet (Wiesbaden 1969) 315-329. 12. «Εἰ τοὺς πολιτικοὺς νόμους, ὧν τὴν ἐξουσίαν ἡμῖν ὁ θεὸς κατὰ τὴν αὐτοῦ φιλανθρωπίαν ἐπίστευσε, βεβαίους διὰ πάντων φυλάττεσθαι πρὸς ἀσφάλειαν τῶν ὑπηκόων σπουδάζομεν, (...)» (Ν. 137 προοίμιο· σ. 6956-7).
58
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
νίστατο στην προβολή μέσω του προοιμίου των κατάλληλα, σύμφωνα με τις αρχές της ρητορικής, διαμορφωμένων συνθημάτων της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, όπως τα έχει θαυμάσια παρουσιάσει με τη γνωστή μονογραφία του για την αυτοκρατορική ιδέα στο Βυζάντιο ο Herbert Hunger13. Δεύτερος στόχος ήταν βεβαίως η διατύπωση ενός κανόνα δικαίου, ανεξάρτητα από το πόσο νέος ήταν αυτός. Για την εκπλήρωση των δύο στόχων, που δεν τελούσαν παρά σε, ενδεχομένως, έμμεση μόνον αλληλεξάρτηση14, διέθεταν οι συντάκτες των νόμων διαφορετικά μέσα. Ως προς τον δεύτερο στόχο, τη διατύπωση δηλαδή ενός κανόνα δικαίου, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η προσπάθεια που καταβάλλεται για την αιτιολόγηση της νέας ρύθμισης, ως προς την οποία ευκαιριακά διατυπώνονται, εκτός από γενικές κρίσεις για την αναγκαιότητα ή τη σκοπιμότητα του λαμβανόμενου κάθε φορά μέτρου15, και κάποιες γενικές αρχές. Έτσι, τονίζεται στο προοίμιο της Νεαράς 28, ότι αποτελεί σύμπτωμα κακοδιοικήσεως η μεταβολή χωρίς σοβαρό λόγο ρυθμίσεων που με περίσκεψη έχουν θεσπιστεί από μακρού χρόνου16. Στην αιτιολόγηση σημαντικό ρόλο παίζει η σειρά των διαδοχικών ρυθμίσεων που προηγήθηκαν και η διαπίστωση των ελλείψεών τους, ακόμη
13. H. Hunger, Prooimion. Elemente der byzantinischen Kaiseridee in den Arengen der Urkunden. [Wiener byzant. Studien, 1.] Wien 1964. 14. Αλληλεξάρτηση μπορούσε να υφίσταται μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία η αιτιολόγηση της νέας ρύθμισης συνέβαλλε στην προβολή της αυτοκρατορικής ιδεολογίας. 15. Βλ. π.χ. τις Νεαρές 17 προοίμ. («Ἀναγκαῖον δὲ ὅμως ᾠήθημεν...» [σ. 1183-4]), 25 προοίμ. («...δίκαιον ᾠήθημεν...» [σ. 19535]), 29.1 («αὖθις ᾠήθημεν χρῆναι πρὸς τὸ πρότερον ἐπαναγαγεῖν σχῆμα...» [σ. 2192-3]), ιδίως δε το προοίμιο της Νεαράς 118: «Πολλοὺς καὶ διαφόρους νόμους ἐν τοῖς παλαιοτέροις χρόνοις ἐκπεφωνημένους εὑρίσκοντες, δι’ ὧν οὐ δικαίως διαφορὰ τῆς ἐξ ἀδιαθέτου διαδοχῆς μεταξὺ τῶν συγγενῶν ἐξ ἀῤῥένων τε καὶ θηλειῶν εἰσενήνεκται, ἀναγκαῖον εἶναι συνείδομεν πάσας ὁμοῦ τὰς ἐξ ἀδιαθέτου τῆς συγγενείας διαδοχὰς διὰ τοῦ παρόντος νόμου σαφεῖ καὶ συντόμῳ διαιρέσει διατυπῶσαι, ὥστε τῶν προτέρων νόμων τῶν ὑπὲρ ταύτης τῆς αἰτίας τεθειμένων ἀργούντων τοῦ λοιποῦ ταῦτα μόνα παραφυλάττεσθαι ἅπερ νῦν διατυποῦμεν» (σ. 5678-17). Η πιο πάνω έντονα κατηγορηματική διατύπωση (που θυμίζει τους κυρωτικούς νόμους για τα διάφορα μέρη του Corpus iuris civilis) οφείλεται στο ότι η Ν. 118 (πρβλ. και Ν. 117.8) ανήκει στις, κατά τη γνώμη μου, «κωδικοποιητικές» Νεαρές. Βλ. σχετικά Τρωιάνος, Οι πηγές κ.λπ. (ό.π. σημ. 2) σ. 89. 16. «Τὸ καλῶς τε καὶ ἄνωθεν ἁρμοσθέν τε καὶ ἡνωμένον καὶ εἰς τὴν οἰκείαν ἰσχὺν συντεθὲν χωρὶς εὐλόγου τινὸς αἰτίας καινίζειν ἢ διαιρεῖν οὐκ ἂν εἴη διοικήσεως ἐρρωμένης» (σ. 2125-8).
Σ. Ν. ΤΡΩΪΑΝΟΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
59
και ατελειών σε προγενέστερες διατάξεις του ίδιου του Ιουστινιανού17. Κάποτε αναφέρεται πως η επισήμανση των ελλείψεων έγινε στη διάρκεια δίκης και, επομένως, γίνεται κατά την αιτιολόγηση της αλλαγής επίκληση δικαστικής κρίσης. Συχνά συνδέεται η ανάγκη της μεταβολής με το ρευστό και ευμετάβολο των ανθρώπινων πραγμάτων18 ή με το πεπερασμένο των δυνατοτήτων του νομοθέτη19. Επιστρατεύεται ακόμη και η φύση του ρυθμιστέου θέματος. Στο προοίμιο της Νεαράς 97 επισημαίνεται ότι τα σοβαρά ζητήματα στο δίκαιο αφορούν είτε στην έλευσή μας στον κόσμο (γάμος, γέννηση παιδιών) είτε στην αποχώρησή μας (διατάξεις τελευταίας βουλήσεως)20. Διαφωτιστική ως προς τη 17. «ἡμεῖς ... ᾠήθημεν δὲ χρῆναι νῦν, βουλαῖς τελειοτέραις τὸ πρᾶγμα κατασκεπτόμενοι, καί τινα ἐπανορθῶσαι οὐ τῶν ἄλλοις μόνον, ἀλλ’ ἤδη καὶ τῶν παρ’ ἡμῶν αὐτῶν νομοθετηθέντων. Οὐ γὰρ ἐρυθριῶμεν, εἴ τι κάλλιον καὶ ὧν αὐτοὶ πρότερον εἴπομεν προσεξεύροιμεν, τοῦτο νομοθετεῖν καὶ τὴν προσήκουσαν τοῖς πρότερον δευτέραν ἐπιτιθέναι διόρθωσιν οἴκοθεν, ἀλλὰ μὴ παρ’ ἑτέρων ἀναμένειν ἐπανορθωθῆναι τὸν νόμον» (σ. 14726-36). Με τη Ν. 110 καταργήθηκε η Ν. 106. Με τη Ν. 111 καταργήθηκε η διάταξη του Κώδικα 1.2.23, επειδή προκαλούσε περισσότερα προβλήματα από όσα επέλυε. 18. Βλ. τα προοίμια των Νεαρών 39 («Τὸ ῥευστὸν καὶ πεποικιλμένον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ τῆς κατὰ μικρὸν δεόμενον θεραπείας...» [σ. 25316-18]), 49 («Τὸ ῥευστὸν δὴ τοῦτο καὶ ἀνθρώπινον καὶ μένειν ἐπὶ ταὐτοῦ μηδεπώποτε δυνάμενον, ἀλλὰ γινόμενον μὲν ἀεὶ μένον δὲ οὐδέποτε, καὶ ταῖς νομοθεσίαις εἰσάγει τινὰ ταραχήν, καὶ τὸ δόξαν ἔχειν ὀρθῶς καὶ ἐν βεβαίῳ κεῖσθαι δοκοῦν καὶ τῇ τῶν ἀκριβῶν κατασφαλισθὲν παρατηρήσει πολλάκις ἐκίνησεν ἡ τῶν ἐπισυμβάντων ποικιλία πραγμάτων» [σ. 28814-20], 84 («Πολλοῖς πανταχόθεν ἡ φύσις καινουργήμασιν ἐν τοῖς πράγμασι χρωμένη... πολλῶν ἡμᾶς εἰς χρείαν καθίστησι νόμων» [σ. 41116-20]), 98 («Τὰ μὲν ἀεὶ καὶ ὡσαύτως ἔχοντα νόμων οὐ δεῖται ποικίλων, τὸ ἁπλοῦν τε καὶ πάσης ποικιλίας ἀμιγὲς διηνεκῶς κεκτημένα καὶ χρώμενα νόμοις αἰωνίοις τε καὶ θείοις καὶ οὐδεμιᾶς ἐπανορθώσεως δεομένοις· τὸ δὲ καθ’ ἡμᾶς καὶ τῇ τῆς παλιρροίας ἀπειλημμένον ταραχῇ κυβερνητικῆς δεῖται σοφίας ἐκ τῶν νόμων ἐπιγινομένης τοῖς πράγμασιν» [σ. 47829-35]) και 107 («Κωνσταντίνῳ τῷ τῆς θείας λήξεως νόμος γέγραπται τῆς παλαιᾶς ἐστοχασμένος ἁπλότητος, ἡ δὲ τῶν πραγμάτων ποικιλία καὶ ἡ φύσις ταῦτα συχνῶς μεταβάλλουσα δεῖσθαι τὸν νόμον ἐκεῖνον ἐπανορθώσεως ἡμετέρας παρεσκεύασε» [σ. 51027-5113]). Πρβλ. G. Lanata, Legislazione e natura nelle Novelle Giustinianee. [Storia del pensiero giuridico, 7.] Napoli 1984. 19. Βλ. το προοίμιο της Ν. 74: «Ὀρθῶς εἴρηται τοῖς πρὸ ἡμῶν καὶ πρό γε ἁπάντων Ἰουλιανῷ τῷ σοφωτάτῳ τὸ μηδένα νόμον μηδὲν δόγμα τῇ πολιτείᾳ Ῥωμαίων τεθὲν δόξαι καὶ πρὸς τὸ πᾶν αὐτάρκως ἐξ ἀρχῆς νομοθετηθέν, ἀλλὰ πολλῆς δεηθῆναι τῆς ἐπανορθώσεως, ἵνα πρὸς τὴν τῆς φύσεως ποικιλίαν καὶ τὰς ἐκείνης ἐπιτεχνήσεις ἀρκέσαι» (σ. 37016-22). 20. «...τὰ πολλὰ τῶν ἐν τοῖς νόμοις ζητήσεων ὁρῶμεν περί τε τὰς πρώτας ἡμῶν γενέσεις τουτέστι γάμους τε καὶ παιδοποιίας, κινούμενα περί τε τὰ τελευταῖα, ὁποῖον δή τι τὸ τῶν βουλήσεών τε καὶ διαθηκῶν ἐστιν...» (σ. 46915-19).
60
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
μομφή που θέλει να αποφύγει ο νομοθέτης είναι η μαρτυρία της Νεαράς 78 (κεφ. 5): «Ποιούμεθα δὲ ξένον οὐδέν, ἀλλὰ τοῖς ἀρίστοις τῶν πρὸ ἡμῶν αὐτοκρατόρων ἀκολουθοῦντες». [= Δεν επιχειρούμε τίποτε το καινοφανές, αλλά ακολουθούμε τους πιο επιφανείς από τους προκατόχους μας]21. Γίνεται δε στη συνέχεια επίκληση διατάξεων του Αντωνίνου (Καρακάλλα) και του Θεοδοσίου προκειμένου να καταργηθούν ρωμαϊκοί νόμοι, που θεωρείται ότι νοθεύουν το αγαθό της ελευθερίας. Ο κίνδυνος λοιπόν που απειλεί τον νομοθέτη είναι να κατηγορηθεί για «καινοτομία», για τη λήψη δηλαδή μη δικαιολογημένων νομοθετικών μέτρων και, επομένως, αυθαίρετων. Η λήψη ωστόσο τέτοιων μέτρων ήταν ικανή να κλονίσει τη νομιμοποίηση του προσώπου του ηγεμόνα, δοθέντος ότι αυτός –ο αυτοκράτωρ– ήταν μεν ο δημιουργός του συγ κεκριμένου κάθε φορά κανόνα δικαίου, πηγή του δικαίου ήταν όμως ο Θεός. Γι’ αυτό και κριτήριο αξιολόγησης των αυτοκρατορικών διατάξεων ήταν η κατ’ αρχήν συμφωνία τους με το θείο δίκαιο αλλά και «τους ρωμαϊκούς νόμους», τους οποίους ο Ιουστινιανός κατ’ επανάληψη διακηρύσσει ότι σέβεται και ότι βάσει αυτών κυβερνά το κράτος. Μόνο που η ταυτότητα αυτών των νόμων αφήνεται σκόπιμα ρευστή. Η συχνή αναφορά όμως από τους πάτριους θεσμούς22 έως την πάτρια γλώσσα23 –τη λατινική– επιτρέπει την υπόθεση ότι νοείται το δικαϊκό παρελθόν της Ρώμης. Στην Εκλογή του Λέοντος Γ΄ απομακρύνεται ο νομοθέτης από τα ιουστινιάνεια πρότυπα ως προς την πηγή και τα όρια της νομοθετικής εξουσίας. Στο προοίμιο της νομοθετικής αυτής συλλογής γίνεται για πρώτη φορά ρητή αναφορά στον θείο Νόμο, με τον οποίο ο Θεός θέσπισε επιταγές και απαγορεύσεις24. Στη συνέχεια, επικαλούμενος πα-
21. Σελ. 3878-9. Πρβλ. και Ν. 18.8: «ὅπερ καί τις τῶν πρὸ ἡμῶν αὐτοκρατόρων ἔτυχε διαταξάμενος» (σ. 13525). 22. Βλ. π.χ. το προοίμιο της Ν. 25, όπου γίνεται πολύς λόγος για το απώτερο παρελθόν, μεταξύ άλλων για «τὰ παλαιὰ τῆς Ῥωμαϊκῆς τάξεως σύμβολα» (σ. 19614-15) και για «ὄνομα πάτριον τῇ Ῥωμαίων ἀρχῇ» (σ. 19619). 23. Πρβλ. Σπ. Ν. Τρωιάνος, Η ελληνική νομική γλώσσα. Γένεση και μορφολογική εξέλιξη της νο μικής ορολογίας στη ρωμαϊκή Ανατολή, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σ. 18 επ. 24. «Ὁ δεσπότης καὶ ποιητὴς τῶν ἁπάντων Θεὸς ἡμῶν, ὁ κτίσας τὸν ἄνθρωπον καὶ τιμήσας αὐτὸν τῇ αὐτεξουσιότητι, νόμον αὐτῷ κατὰ τὸ προφητικῶς εἰρημένον δεδωκὼς εἰς βοήθειαν πάντα αὐτῷ τά τε πρακτέα καὶ ἀπευκταῖα δι’ αὐτοῦ κατέστησε γνώριμα, τὰ μὲν αἱρεῖσθαι ὡς σω-
Σ. Ν. ΤΡΩΪΑΝΟΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
61
λαιοδιαθηκικά χωρία, συνομολογεί ο νομοθέτης-αυτοκράτωρ το καθήκον του να κυβερνά το «ποίμνιον» των υπηκόων του «ἐν κρίματι καὶ δικαιοσύνῃ», και, επομένως, υπό αυτές τις προϋποθέσεις να νομοθετεί, ως αντίδοση, δηλαδή αντιπαροχή, στο πλαίσιο μιας πλασματικής συμφωνίας με τον Θεό, ο οποίος του ενεχείρισε τη βασιλική εξουσία25. Η ιδιαίτερη σχέση του ηγεμόνα με το θείον αποτελούσε βασικό στοιχείο της αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Η εισαγωγή της έννοιας της αντίδοσης προσδίδει στη σχέση αυτή άλλη διάσταση. Ως προς το ρυθμιστικό περιεχόμενο της συλλογής η inscriptio παρέχει ακριβείς πληροφορίες: «Ἐκλογὴ τῶν νόμων [...] ἀπὸ τῶν ἰνστιτούτων, τῶν διγέστων, τοῦ κώδικος, τῶν νεαρῶν τοῦ μεγάλου Ἰουστινιανοῦ διατάξεων καὶ ἐπιδιόρθωσις εἰς τὸ φιλανθρωπότερον [...]»26. Ενώ όμως στην inscriptio η μνεία περιορίζεται στο έργο του Ιουστινιανού, στο προοίμιο ορίζεται, ότι η συντακτική επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της όλα «τὰ ὑπὸ τῶν προβεβασιλευκότων νενομοθετημένα». Η αντίφαση είναι ωστόσο φαινομενική μόνο. Όπως ορθά έχει παρατηρηθεί27, ενόψει της τεράστιας διαφοράς από κάθε άποψη του έργου του Ιουστινιανού σε σύγκριση με εκείνο των διαδόχων του δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στις δύο διατυπώσεις. Η ανανέωση προσδιορίζεται επίσης στην inscriptio. Συνίσταται στην «ἐπιδιόρθωσιν εἰς τὸ φιλανθρωπότερον» –αποτέλεσμα που μπορούσε να επέλθει είτε με μεμονωμένα νομοθετήματα των Ισαύρων, των οποίων γίνεται μνεία στο προοίμιο («διά τε τῶν παρ’ ἡμῶν νεαρῶς θεσπισθέντων»), είτε με αυτή την ίδια την Εκλογή28. Ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο της τηρίας ὑπάρχοντα πρόξενα, τὰ δὲ ἀπωθεῖσθαι ὡς κολάσεως αἴτια· [...]». Βλ. την κριτική έκδοση του L. Burgmann, Ecloga. Das Gesetzbuch Leons III. und Konstantinos’ V. [Forschungen zur byzant. Rechtsgeschichte, 10.] Frankfurt am Main 1983, σ. 16011-15. 25. «Ἐπεὶ οὖν τὸ κράτος τῆς βασιλείας ἐγχειρίσας ἡμῖν, ὡς ηὐδόκησε, [...] ποιμαίνειν ἡμᾶς κελεύσας τὸ πιστότατον ποίμνιον, οὐδὲν αὐτῷ πρῶτον ἢ μεῖζον τῆς ἐν κρίματι καὶ δικαιοσύνῃ τῶν ὑπ’ αὐτοῦ καταπιστευθέντων ἡμῖν κυβερνήσεως εἰς ἀντίδοσιν εἶναι γινώσκομεν, ὡς ἐντεῦθεν πάσης ἀδικίας λύεσθαι σύνδεσμον καὶ βιαίων συναλλαγμάτων στραγγαλιὰς διαλύεσθαι καὶ τὰς τῶν πλημμελούντων ὁρμὰς ἀνακόπτεσθαι, [...]» (Burgmann, ό.π. σ. 16021-16227). 26. Burgmann, ό.π. σ. 1601-6. 27. Burgmann, ό.π. σ. 4. 28. Το ερώτημα, ποια ερμηνευτική εκδοχή είναι προτιμητέα, δεν μπορεί να απαντηθεί με βεβαιότητα. Πρβλ. H. J. Scheltema, Byzantine Law, Cambridge Medieval History, IV. The Byzantine Empire. Part II, 21 (Cambridge 1967) σ. 62· Burgmann, ό.π. σ. 5 (βιβλ.).
62
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
φιλανθρωπίας στην inscriptio της Εκλογής, έννοιας ιδιαίτερα πολυσήμαντης που αποτελεί ένα από τα βασικά γνωρίσματα της αυτοκρατορικής εξουσίας, μπορεί ίσως να διατυπωθούν περισσότερες απόψεις. Προσωπικά, έχω τη γνώμη ότι ενισχύεται η εισαγωγή στη νομοθεσία νέων αρχών με μέτρο τον άνθρωπο. Έτσι, με βάση τη διαπίστωση στο προοίμιο της ιουστινιάνειας Νεαράς 97 ότι τα σοβαρά ζητήματα στο δίκαιο αφορούν είτε στην έλευσή μας στον κόσμο είτε στην αποχώρησή μας (βλ. πιο πάνω), εγκαταλείπεται στην Εκλογή η παραδοσιακή τριμερής διάκριση του δικαίου σε δίκαιο των προσώπων, δίκαιο των πραγμάτων και δίκαιο των αγωγών (πρβλ. προχείρως τη διάρθρωση των Εισηγήσεων) και προτάσσεται το δίκαιο του γάμου (τίτλοι 1-3) και της κληρονομικής διαδοχής (τίτλοι 5-6). Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι με την Εκλογή πραγματοποιήθηκε σημαντική ποινική μεταρρύθμιση, θα έκλινα προς την άποψη ότι στην έννοια της φιλανθρωπίας εντάσσονται επίσης οι νέες ρυθμίσεις ποινικού περιεχομένου29, χωρίς να αποκλείω και ορισμένα γενικότερα ευνοϊκά μέτρα στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου. Πριν όμως εγκαταλείψω την Εκλογή και τους Ισαύρους, θέλω να επισημάνω ότι η εκεί αναφορά στο απώτερο δικαϊκό παρελθόν γίνεται με πολύ έμμεσο τρόπο. Απευθυνόμενος ο νομοθέτης σε όσους απονέμουν δικαιοσύνη εκφράζει την ελπίδα, να αποκατασταθεί «ἡ ἀρχαία τοῦ πολιτεύματος δικαιοδοσία»30. Για την «ἀνακάθαρσιν τῶν παλαιῶν νόμων» έκανα ήδη λόγο. Την έννοια αυτή προβάλλουν με ιδιαίτερη έμφαση oι συντάκτες όλων των νoμoθετικών κειμένων που καταρτίστηκαν επί των πρώτων Μακεδόνων αυτοκρατόρων. Την πρώτη μνεία συναντάμε, και μάλιστα δύο φορές, στo πρooίμιo της Εισαγωγής, της γνωστής νoμoθετικής συλλoγής των τελευταίων χρόνων τoυ Βασιλείoυ Α΄: «Καὶ πρῶτον μὲν τὰ ἐν πλάτει τῶν παλαιῶν νόμων κείμενα πάντα ἀνακαθάρασα (ἐνν. Ἡ ἡμετέρα βασιλεία), ἐν τεσσαράκοντα βίβλοις ἀθόλωτον καὶ ἀνόθευτον τὸ πᾶν χῦμα τοῦ νόμου ὡς πόμα θεῖον ὑμῖν ἐκέρασεν· νῦν δὲ τὰς ἐπὶ ἐν αντιώσει τοῦ εἰρημένου θείου δόγματος καὶ ἐπὶ καταλύσει τῶν σωστικῶν νόμων παρὰ τῶν Ἰσαύρων φληναφίας ἐκτεθείσας πάντη ἀποβαλομένη
29. Πρβλ. Sp. N. Troianos, Bemerkungen zum Strafrecht der Ecloga, Αφιέρωμα στον Νίκο Σβορώνο, τ. Α΄ (Ρέθυμνο 1986) 97-112 (99). 30. Burgmann, ό.π. σ. 16694-95.
Σ. Ν. ΤΡΩΪΑΝΟΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
63
καὶ ἀπορρίψασα, ἐκ τῶν εἰρημένων τεσσαράκοντα βίβλων τῶν προκεκριμένων ὡς θεοδιδάκτων νόμων ἐκλεξαμένη ἐν τεσσαράκοντα τίτλοις ἰσαρίθμως ταῖς βίβλοις ἐν χερσὶ φέρειν σωτήριον καὶ ψυχωφελῆ νόμον [...] ὑμῖν ἐφιλοτιμήσατο»31. Στο παραπάνω χωρίο γίνεται μνεία δύο ανακαθάρσεων. Η μία αφορά στη γενική επεξεργασία –ιουστινιάνειου τύπου θα έλεγα– για την κατάρτιση της ανακωδικοποιήσεως σε 40 βιβλία, την οποία είχε διατάξει ο Βασίλειος Α΄32, ενός κειμένου που, ως γνωστόν, δεν έχει διασωθεί. Η δεύτερη ανακάθαρση, που περιγράφεται με απόλυτη ακρίβεια, συνίσταται στην απάλειψη στο κείμενο της Εισαγωγής όλων των νέων ρυθμίσεων που είχαν εισαγάγει οι Σύροι αυτοκράτορες με την Εκλογή. Πριν προχωρήσω στον σχολιασμό άλλων διατάξεων της Εισαγωγής, θα ήθελα να επιμείνω στο αντικείμενο της δεύτερης ανακαθάρσεως. Των Μακεδόνων πρoηγήθηκαν oι τρεις αυτoκράτoρες της δυναστείας τoυ Αμoρίoυ πoυ δεν έχoυν να επιδείξoυν αξιόλoγo νoμoθετικό έργo. Όταν λoιπόν εξαγγέλλoυν ανακάθαρση γενικώς των νόμων oι δύo πρώτoι αυτoκράτoρες της μακεδoνικής δυναστείας, αυτoμάτως σκέπτεται κανείς ότι αυτή η ανακάθαρση δεν θα μπορούσε να έχει ως κύριο αντικείμενο άλλο από τη νoμoθεσία των Iσαύρων και ειδικότερα την Εκλoγή. Ούτως ή άλλως η νoμoθετική αυτή συλλoγή, διαπνεόμενη από αρχές πoυ συνδέoνταν με τη μεσανατoλική πρoέλευση των εμπνευστών της, πρoκάλεσε αρκετή αναστάτωση στoν χώρo τoυ δικαίoυ, φέρνοντας επί πλέoν στoυς ώμoυς της και τo βάρoς των κoινωνικών συγκρoύσεων της εικoνoμαχίας. Άλλωστε, μία τέτoια σκέψη
31. Schminck, Studien σ. 631-40. Πρβλ. τη γερμανική μετάφραση του Schminck, Studien σ. 7, την αγγλική των W. J. Aerts και λοιπών, The Prooimion of the Eisagoge, Subseciva Groningana 7 (2001) 91-155 (97 επ.) και την ισπανική των J. Signes Codoñer / Fr. J. Andrés Santos, La introducción al derecho (Eisagoge) del patriarca Focio. [Nueva Roma. Bibliotheca Graeca et Latina Aevi Posterioris, 28.] Madrid 2007, σ. 282. 32. Της κωδικοποιήσεως αυτής γίνεται ρητή μνεία στη Vita Basilii 33, έκδ. I. Bekker, Bonn 1838, σ. 26216-2632): «Εὑρὼν δὲ καὶ τοὺς πολιτικοὺς νόμους πολλὴν ἀσάφειαν καὶ σύγχυσιν ἔχοντας διὰ τὴν ἀγαθῶν ὥσπερ καὶ πονηρῶν συναναστροφήν, λέγω δὴ τὴν τῶν ἀνῃρημένων καὶ πολιτευομένων ἀδιάκριτον καὶ κοινὴν ἀναγραφήν, καὶ τούτους κατὰ τὸ προσῆκον καὶ ἐνδεχόμενον προσφόρως ἐπηνωρθώσατο, τὴν τῶν ἀνῃρημένων ἀχρηστίαν περιελών, καὶ τῶν κυρίων ἀνακαθάρας τὸ πλῆθος, καὶ ὥσπερ ἐν συνόψει ἐν κεφαλαίοις διὰ τὸ εὐμνημόνευτον τὴν προτέραν ἀπειρίαν περιλαβών».
64
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
βρίσκει επαρκές έρεισμα στo γεγoνός, ότι τάσεις για τρoπoπoίηση της Εκλoγής με τη μέθoδo είτε της διευρύνσεως είτε της oλoσχερoύς αντικαταστάσεως είχαν εκδηλωθεί, ήδη πριν από την άνoδo στoν θρόνo τoυ Βασιλείoυ Α΄, πρώτα με τo Παράρτημα της Εκλoγής και στη συνέχεια με τo Εκλoγάδιoν33. Σε δύο χωρία της Εισαγωγής, στο προοίμιο και στο κεφ. 4 του τίτλου 2, συνδέεται ο αυτοκράτωρ με τον Νόμο. «Όπως δεν μας είναι δυνατόν να ζούμε χωρίς να αναπνέουμε, επίσης δεν μας είναι δυνατόν να επιβιώνουμε και να είμαστε ευτυχείς χωρίς να έχουμε σύμμαχο τον νόμο και (να ενεργούμε) υπό την ηγεσία του», γράφεται στο προοίμιο34. Εξάλλου το κεφ. 2.4 διαλαμβάνει για τον αυτοκράτορα και τα ακόλουθα: «Ὑπόκειται ἐκδικεῖν καὶ διατηρεῖν ὁ βασιλεὺς πρῶτον μὲν πάντα τὰ ἐν τῇ θείᾳ γραφῇ γεγραμμένα, ἔπειτα τὰ δὲ καὶ τὰ παρὰ τῶν ἑπτὰ ἁγίων συνόδων δογματισθέντα, ἔτι δὲ καὶ τοὺς ἐγκεκριμένους ῥωμαϊκοὺς νόμους»35. Σε άμεση συνάφεια τελεί και το επόμενο κεφάλαιο 5 του ίδιου τίτλου: «Ἐπισημότατος ἐν ὀρθοδοξίᾳ καὶ εὐσεβείᾳ ὀφείλει εἶναι ὁ βασιλεύς, καὶ ἐν ζήλῳ θείῳ διαβόητος, [...]»36. Έχουμε εδώ δύο διατάξεις καταστατικές του βυζαντινού πολιτεύματος, με τις οποίες εξασφαλίζεται η ορθοδοξία του αυτοκράτορα
33. Βλ. για τα έργα αυτά Τρωιάνος, Οι πηγές (ό.π.) σ. 112 επ., 127 επ. Ως προς τον συσχετισμό παράδοσης και ανανέωσης σε έργα, η γένεση των οποίων συνδέεται κατά άμεσο ή έμμεσο τρόπο με την Εκλογή (όπως το Ἐκλογάδιον), βλ. F. Goria, Tradizione romana e innovazione bizantine nel diritto privato dell’Ecloga privata aucta. Diritto matrimoniale. [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte, 5.] Frankfurt am Main 1980. Παρά το γεγονός ότι η μονογραφία αυτή έχει ως αντικείμενο της έρευνας μόνο το δίκαιο του γάμου, προσωπικό και περιουσιακό, η μέθοδος που ακολουθεί ο συγγραφέας είναι πολύ διαφωτιστική. 34. «Καὶ ὡς οὐκ ἔστιν ἡμῖν ζῆν ἄνευ τοῦ ἀναπνεῖν, οὕτως οὐκ ἔστιν σῴζεσθαι καὶ εὖ εἶναι ἄνευ τοῦ συμμαχοῦντος καὶ στρατηγοῦντος νόμου» (Schminck, Studien σ. 860- 62). Πρβλ. τη γερμανική μετάφραση του Schminck, Studien σ. 9, την αγγλική των Aerts και λοιπών, ό.π. σ. 99) και την ισπανική των Signes Codoñer / Andrés Santos, ό.π. σ. 283. Σχετικά με το χωρίο αυτό βλ. επίσης A. Schminck, Από τον «νόμο» στον «νόμο». Ο Φώτιος και η έννοια του νόμου στην αρχαιότητα, Συμβολές στην έρευνα του αρχαίου ελληνικού και του ελληνιστικού δικαίου. [Πάντειον Πανεπιστήμιον. Κέντρον μελέτης αρχαίου ελληνικού και ελληνιστικού δικαίου, 2.] (Αθήνα 1994) 61-72. 35. Ι. Ζέπος - Π. Ζέπος, Jus graecoromanum, τ. ΙΙ, Αθήνα 1931 (ανατύπ. Aalen 1962) (εφεξής: JGR), σ. 241. 36. JGR τ. II σ. 241.
Σ. Ν. ΤΡΩΪΑΝΟΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
65
και η ρωμαϊκότητα της αυτοκρατορίας. Μεταξύ των υποχρεώσεων του αυτοκράτορα που το κεφάλαιο 4 καθιερώνει είναι ο απόλυτος σεβασμός των «ἐν τῇ θείᾳ γραφῇ γεγραμμένων» και των «παρὰ τῶν ἑπτὰ ἁγίων συνόδων δογματισθέντων». Η διατύπωση αυτή προκαλεί εκ πρώτης όψεως την εντύπωση, ότι ο συντάκτης της Εισαγωγής είχε υπόψη του εδώ την ορθόδοξη δογματική διδασκαλία. Το γεγονός όμως ότι οι βασικές αρχές πίστεως που οφείλει να πρεσβεύει ο αυτοκράτωρ εξαν τλούνται στο επόμενο κεφάλαιο 5 καθιστά πολύ πιθανότερο, ότι στο κεφάλαιο 4 νοούνται, αν όχι αποκλειστικά, πάντως κατά κύριο λόγο κανόνες δικαίου που είτε περιέχονται στην Αγία Γραφή είτε θεσπίστηκαν από τις επτά οικουμενικές συνόδους. Μεγαλύτερη δυσχέρεια δημιουργεί ωστόσο ο προσδιορισμός του περιεχομένου των «ἐγκεκριμένων ῥωμαϊκῶν νόμων». Κείται πέρα από κάθε αμφιβολία ότι με αυτή τη διάταξη επιδιώχθηκε η «νομική» δέσμευση του αυτοκράτορα –«νομική» υπό την έννοια της μετατροπής κανόνα ηθικής μέχρι τότε τάξεως σε κανόνα δικαίου– να σέβεται το δικαϊκό σύστημα που η ρωμαϊκή παράδοση είχε διαμορφώσει37. Περαιτέρω όμως γεννάται το ερώτημα, ποια είναι αυτή η ρωμαϊκή παράδοση; Κατά μία άποψη εννοείται εδώ το ius antiquum38. Κατά άλλη όμως είναι η παράδοση, όπως διαμορφώθηκε μετά την «ἀνακάθαρσιν τῶν παλαιῶν νόμων» που επιχείρησε ο Βασίλειος Α΄ με την ανακωδικοποίηση σε 40 βιβλία39. Φρονώ ότι η τελευταία αυτή άποψη πρέπει να θεωρηθεί ορθότερη, γιατί υπό την αντίθετη εκδοχή δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα η ανακάθαρση, αν το μη «ανακαθαρθέν» δίκαιο διατηρούσε ανέπαφο τον δεσμευτικό του χαρακτήρα. Δεν κρίνω άσκοπο, τέλος, να σημειώσω, ότι στο προοίμιο της Εισαγωγής επιχειρείται ταύτισή της, ως νομοθετήματος, με τον θείο Νόμο, δοθέντος ότι ως νομοθέτης εμφανίζεται όχι ο αυτοκράτωρ αλλά 37. Ο D. Simon, Princeps legibus solutus. Die Stellung des byzantinischen Kaisers zum Gesetz, Gedächtnisschrift für W. Kunkel (Frankfurt am Main 1984) 449-492, αποδίδει τον επίμαχο όρο στη σ. 471 ως „die bewährte römische Überlieferung“. 38. Ν. Πανταζόπουλος, Ρωμαϊκὸν δίκαιον ἐν διαλεκτικῇ συναρτήσει πρὸς τὸ ἑλληνικόν, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 271. 39. A. Schminck, „Frömmigkeit ziere das Werk“. Zur Datierung der 60 Bücher Leons VI., Subseciva Groningana 3 (1989) (= Proceedings of the Symposium on the Occasion of the Completion of the Basilica, Groningen, 1-4 June, 1988) 79-114 (105 σημ. 99).
66
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ο ίδιος ο Θεός, που χάραξε το κείμενο όχι σε λίθινες πλάκες –υπονοείται ο Μωσαϊκός Νόμος– αλλά απευθείας στις ψυχές των ανθρώπων40. Οι Νεαρές τoυ Λέoντoς Ϛ΄ του Σοφού περιέχoυν περισσότερες από μία μνείες της «ἀνακαθάρσεως». Την πρώτη μάς πρoσφέρει η επικεφαλίδα της Συλλoγής των 113 Νεαρών: «Λέovτoς ἐv Χριστῷ ἀθαvάτῳ πάvτωv βασιλεῖ εὐσεβoῦς βασιλέως Ῥωμαίωv αἱ τῶv vόμωv ἐπαvoρθωτικαὶ ἀvακαθάρσεις»41. Στo πρooίμιo πoυ ακoλoυθεί γίνεται λόγoς για υπoβoλή των νόμων σε έλεγχo, ώστε άλλoι να διατηρηθoύν σε ισχύ και άλλoι να καταργηθoύν. Προφανώς η μoρφή αυτή αξιoλoγήσεως χαρακτηρίζεται στην επικεφαλίδα ως «ἐπανορθωτικὴ42 ἀνακάθαρσις». Σε επί μέρους Νεαρές, συγκεκριμένα στις Νεαρές 1, 42, 69 και 94, εμφανίζεται ο όρος περισσότερες από μία φορές. Στη Νεαρά 1, αναφερόμενος ο Λέων στην κωδικοποίηση του 6ου αιώνα, γράφει ότι ο Ιουστινιανός κατάρτισε ένα σώμα όλων των μέχρι τότε διατάξεων, «εἴ τι μὲν ὑπεναντίον καὶ ἀνάρμοστον διεφαίνετο ἀνακαθάρας, [...]»43 (= αναθεώρησε λοιπόν ό,τι φαινόταν αντιφατικό και ανάρμοστο). Με τη Νεαρά 42 υποβάλλει σε νέα ρύθμιση τα των διαθηκών: «Ταύτην οὖν τὴν τῆς ἀσαφείας ἀχλὺν ἐπεὶ κατακεχυμένην ἐγνώκαμεν τῶν διατάξεων ἐκείνων αἳ τὰ περὶ διαθηκῶν ὁρίζουσι καὶ βλάβην οὐ τὴν τυχοῦσαν τοῖς πράγμασι φέρουσι, καλῶς ἔχειν ὑπελάβομεν τοῦτο ἀνακαθᾶραι [...]»44 (= Επειδή διαπιστώσαμε ότι αυτή η πάχνη της ασάφειας καλύπτει τις διατάξεις που ρυθμίζουν τα θέματα των διαθηκών προκαλώντας σε αυτά σημαντική βλάβη, κρίναμε καλό να αναθεωρήσουμε τη ρύθμιση...). 40. «Δέξασθαι οὖν τοῦτον τὸν νόμον ὀρθοφρόνως καὶ θεοπρεπῶς ὡς παρὰ Θεοῦ γεγονότα, ὡς ἄνωθεν ὑπαγορευθέντα, ὡς δακτύλῳ Θεοῦ οὐ πλαξὶ λιθίναις γραφόμενον, ἀλλ’ ἐν ταῖς ὑμετέραις ψυχαῖς πυρίναις γλώτταις ἐντυπούμενον» (Schminck, Studien [ό.π.] σ. 1084-86). 41. Σπ. Ν. Τρωιάνος, Οι Νεαρές Λέοντος Ϛ΄ του Σοφού, Αθήνα 2007, σ. 401-4 (πρβλ. P. Noailles / A. Dain, Les Novelles de Léon VI le Sage, Paris 1944, σ. 51-4). 42. Με τον όρο «ἐπανόρθωσις» δηλώνεται η από ουσιαστικής απόψεως βελτίωση. Στις ιουστινιάνειες Νεαρές γίνεται ιδιαίτερα συχνή χρήση· βλ. σχετικώς τα λήμματα «ἐπανορθόω» και «ἐπανόρθωσις» στους I. G. Archi / A. M. Bartoletti Colombo, Novellae, pars graeca. [Legum Iustiniani Imperatoris Vocabularium] τ. III, Milano 1987, σ. 1071 επ. Βλ. επίσης το λήμμα «ἐπανορθόω» στους R. Mayr / M. San Nicolò, Vocabularium Codicis Iustiniani, τ. II: Pars graeca, Prag 1925 (Hildesheim 1965) στ. 158 για τη χρήση του όρου στα ελληνικά κείμενα του ιουστινιάνειου Κώδικα. 43. Τρωιάνος, Οι Νεαρές (ό.π.) σ. 4418 (πρβλ. Noailles / Dain, ό.π. σ. 1118). 44. Τρωιάνος, Οι Νεαρές (ό.π.) σ. 1628-11 (πρβλ. Noailles / Dain, ό.π. σ. 16912-15).
Σ. Ν. ΤΡΩΪΑΝΟΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
67
Στην πρώτη φράση της Νεαράς 69 ορίζεται: «Ἐπειδὴ ἀμφισβητεῖται περὶ τοῦ πῶς δεῖ τυφλοὺς διατίθεσθαι καὶ ἡ ἀμφιβολία ἔκ τε τῶν νομίμων πρόεισι τόπων καὶ ὧν ἀλλήλοις περὶ τούτου ἀντιθεσπίζουσι νόμοι, καὶ τῆς νῦν πολιτευομένης συνηθείας, οὐδὲ τοῦτο ἄκαιρον ἡμῖν ἐνομίσατο μέρος εἰς ἐπίσκεψίν τε καὶ ἀνακάθαρσιν»45 (= Επειδή αμφισβητείται το πώς συντάσσουν διαθήκη οι τυφλοί, η δε αμφιβολία προκύπτει τόσο από τα κείμενα των νόμων και των αντιφάσεων που αυτά περιέχουν όσο και από το έθιμο που σήμερα επικρατεί, θεωρήσαμε επίκαιρο να επανεξετάσουμε και να αναμορφώσουμε αυτό το μέρος του νόμου). Σαφέστερος γίνεται ο Λέων στη Νεαρά 94: «Ἐπειδήπερ σκοπὸν ἡμῖν ἡ τῶν νόμων ἀνακάθαρσις ἔχει οὐ μόνον ἐκεῖνα τοῦ νομίμου ἐξαλείφειν ἐδάφους ὧν ἡ ἐγγραφὴ πολλάκις τῇ τῶν πραγμάτων καταστάσει διελυμαίνετο, ἀλλὰ καὶ ὅσα τῷ μακρῷ κατασιγασθέντα χρόνῳ ἀργὰ παντελῶς καὶ ὥσπερ διὰ σαπρίαν ἄψαυστα ὑπὸ χρείας πολιτικῆς ὁρᾶται κείμενα, ἀκόλουθόν ἐστι καὶ τὸν περὶ τῆς ὑπατείας νόμον, ὡς κατὰ μηδὲν ἐν τῷ παρόντι τῇ πολιτείᾳ προσήκοντα σὺν τοῖς ἄλλοις ἀχρήστοις τῆς νομικῆς ἐξελεῖν καταστάσεως»46 (= Με την «ανακάθαρση των νόμων» αποβλέπουμε στην εξάλειψη από το πεδίο του δικαίου όχι μόνον εκείνων των διατάξεων, των οποίων η περαιτέρω ισχύς αποβαίνει επιβλαβής στις έννομες σχέσεις, αλλά και όλων των άλλων, όσες βυθισμένες από χρόνια στη σιωπή έχουν περιπέσει σε παντελή αχρησία και –λες και έχουν σαπίσει– φαίνεται να βρίσκονται στο περιθώριο του δημόσιου βίου. Κατά συνέπεια, πρέπει και ο νόμος περί της υπατείας να απομακρυνθεί μαζί με τους άλλους άχρηστους [νόμους] από τον δικαϊκό χώρο, δοθέντος ότι είναι τελείως ασυμβίβαστος με τη μορφή του πολιτεύματος [που έχουμε σήμερα]). Μερικά χρόνια αργότερα επανεμφανίζεται τo θέμα της «ανακαθάρσεως» στo πρooίμιo τoυ Προχείρoυ Νόμoυ, όπου εκτίθενται ως εξής οι επί μέρους εργασίες για τη σύνταξη «τῶν βασιλικῶν ξ΄ βιβλίων»: «Φέραμε λοιπόν στο προσήκον μέτρο το corpus των νόμων, μετατρέψαμε σε ελληνική γλώσσα τη διατύπωση των λατινικών λέξεων, υποβάλαμε σε αναθεώρηση τις παραποιημένες ρυθμίσεις και μεταβάλαμε όσα είχαν ανάγκη διορθώσεως, ώστε να καταστούν περισσότερο 45. Τρωιάνος, Οι Νεαρές (ό.π.) σ. 2225-9 (πρβλ. Noailles / Dain, ό.π. σ. 24919-2512). 46. Τρωιάνος, Οι Νεαρές (ό.π.) σ. 2643-10 (πρβλ. Noailles / Dain, ό.π. σ. 30923-3115).
68
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
χρήσιμα. Επί πλέον φροντίσαμε να θεσπίσουμε νέες διατάξεις για τις μη προβλεπόμενες περιπτώσεις, ώστε εκτός από τη σαφήνεια, τη συμμετρία και τη λογική των νόμων να μη μας διαφύγει και η κάλυψη των κενών τους»47. Το κείμενο που προέκυψε μετά την ως άνω επεξεργασία χαρακτηρίζεται στο προοίμιο ως «ανακεκαθαρμένον»48· επομένως και όλη αυτή η διαδικασία ενέπιπτε στην έννοια της ανακαθάρσεως. Μετά την έκθεση των επί μέρους φάσεων για την κατάρτιση της (ανα)κωδικοποιήσεως αναπτύσσει ο νομοθέτης τους λόγους, οι οποίοι τον ώθησαν στη σύνταξη της νέας νομοθετικής συλλογής, δηλαδή του Προχείρου Νόμου. Εδώ δεν προβάλλεται πλέον ως συντάκτης του κειμένου ο Θεός (όπως στην Εισαγωγή), αλλά με επίκληση άφθονων γραφικών χωρίων τονίζεται ότι η δικαιοσύνη «διὰ νόμου θεόθεν τοῖς ἀνθρώποις δεδώρηται»49 –φράση, με την οποία ασφαλώς νοείται ο Μωσαϊκός Νόμος. Ακολουθεί η έκθεση των σκέψεων που επέβαλλαν στον αυτοκράτορα την έκδοση ενός εύχρηστου νομοθετήματος εξαιτίας του τεράστιου όγκου του «πλάτους» των νόμων. Οι λόγοι που αναγκάζουν τον νομοθέτη σε συνεχή παρέμβαση για εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας, όπως προβάλλονται στο προοίμιο του Προχείρου Νόμου, θυμίζουν πολύ την επιχειρηματολογία των ιουστινιάνειων Νεαρών: «Καταβάλαμε λοιπόν και εμείς προσπάθεια [...] λαμβάνοντας πρόνοια για την εν συντομία διατύπωση, ώστε να παρουσιάσουμε το έργο το σχετικό με τους νόμους κατά τον προσήκοντα τρόπο. Επειδή, για να μην παραμείνει τίποτε αμνημόνευτο απ’ ό,τι μας συμβαίνει, πολλοί δραστηριοποιήθηκαν στη σύνταξη τέτοιου είδους κειμένων, ο όγκος των νομοθετημάτων έχει αυξηθεί υπερβολικά, δοθέντος ότι αφενός μεν είναι άπειρα όσα γίνονται, αφετέρου δε ότι η ζωή μεταβάλλεται, οι συνήθειες είναι ασταθείς και τα ήθη ανόμοια»50. 47. «Καὶ τὸ μὲν πλάτος εἰς συμμετρίαν περιεστείλαμεν, τῶν δὲ ῥωμαϊκῶν λέξεων τὴν συνθήκην εἰς τὴν ἑλλάδα γλῶσσαν μετεποιήσαμεν, τῶν τε παραπεποιημένων νομίμων ἀνακαινισμὸν ἐθέμεθα καί τινα τῶν δεομένων διορθώσεως πρὸς κρείττονα λυσιτέλειαν μετηγάγομεν. Ἔτι δὲ καί, περὶ ὧν οὐκ ἐγέγραπτο νόμος, καινὴν ποιήσασθαι τὴν νομοθεσίαν ἐσπεύσαμεν, ὡς ἂν μετὰ τοῦ σαφοῦς καὶ συμμέτρου καὶ ὀρθοῦ λόγου μηδὲ τὸ ἐλλεῖπον τῶν νόμων ἡμᾶς διαφύγοι» (Schminck, Studien σ. 5852-57). 48. Schminck, Studien σ. 5861. 49. Schminck, Studien σ. 5826. 50. «Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, ἵνα, [...] τῆς συντομίας φροντίσωμεν, [...] τὸ περὶ τοὺς νόμους ἔργον
Σ. Ν. ΤΡΩΪΑΝΟΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
69
Κατά την έκθεση των συνθηκών που οδήγησαν στη σύνταξη του Προχείρου Νόμου ασκεί ο νομοθέτης δριμεία κριτική εναντίον προγενέστερης νομοθετικής συλλογής, η οποία για τους λόγους που με πειστικότητα έχουν αναπτυχθεί51 δεν μπορεί να είναι άλλη από την Εισαγωγή. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι η κριτική έχει ως βάση την ανατροπή όχι της παράδοσης, αλλά των νόμων: «Επειδή όμως και επί των προκατόχων μας επιχείρησε κάποιος κάτι παρεμφερές (δηλαδή την κατάρτιση επιτομής νόμων), θα διερωτηθεί ίσως κανείς, για ποιο λόγο δεν ήταν δυνατόν να αποφύγουμε τη σύνταξη δεύτερης εκλογής, αρκούμενοι σε εκείνη την επιτομή; Δεν πρέπει όμως να αγνοούμε ότι το λεγόμενο εγχειρίδιο δεν αποτέλεσε τόσο εκλογή όσο μάλλον ηθελημένη από τον συντάκτη του ανατροπή όσων είχαν καλώς νομοθετηθεί, γι’ αυτό και ήταν εξίσου ασύμφορο για την Πολιτεία όσο και παράλογο το να τηρείται. Ποιος λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος θα θεωρούσε δίκαιο να εξοικειωθεί με τις διατάξεις ενός νόμου που προκαλεί τέτοια ανατροπή νομοθεσιών γραμμένων με ευσέβεια από πολλούς αυτοκράτορες και από θεοφοβούμενους και μεγάλους διδασκάλους που έθεταν την ευνομία πάνω απ’ όλα; Όποιος λοιπόν δέχεται αυτόν τον νόμο θα κατηγορηθεί ότι υιοθετεί μάλλον βλασφημία κατά των παλαιών ευσεβών νομοθετών παρά ότι συμμορφώνεται σε (νομικές) υποδείξεις. Εξ αυτού του λόγου υπήρξε το πρώην εγχειρίδιο απεχθές ήδη και στους προκατόχους μας, όχι ωστόσο στο σύνολό του, αλλά στο μέτρο που έπρεπε»52. σπουδαίως ἐπιδείξασθαι προεθυμήθημεν· καὶ γὰρ πολλῶν ἐπὶ τὴν γραφὴν ταύτην κινηθέντων, ὡς ἂν μηδὲν τῶν καθ’ ἡμᾶς συμβαινόντων λόγου ἐκτὸς διακριθείη, διά τε τὸ ἄπειρα τὰ συμβαίνοντα εἶναι, διά τε τὸ παρηλλαγμένον τοῦ βίου καὶ ἀπῳκισμένον τῶν ἠθῶν καὶ τὸ ἀνόμοιον τῶν τρόπων εἰς πλῆθος ἄπειρον σχεδὸν ἡ τῶν νόμων γραφὴ ἐλήλακεν» (Schminck, Studien σ. 5833-41). 51. Schminck, Studien σ. 64 επ. 52. «Ἐπειδὴ δὲ καὶ τοῖς πρὸ ἡμῶν τινι τοιοῦτόν τι γέγονε, φαίη τις ἂν ἴσως, ὅτου δὴ χάριν οὐκ ἐν ἐκείνῃ τῇ συντομίᾳ σχολὴν ἄγοντες μὴ πρὸς δευτέραν ἐκλογὴν ἐληλυθέναι ἡμᾶς ἐξῆν. Εἰδέναι χρή, ὡς οὐκ ἐκλογὴ μᾶλλον ἢ ἀνατροπὴ ὁ καλούμενος “ἐγχειρίδιος” καθίστατο τῶν καλῶς νομοθετηθέντων κατὰ βούλησιν τοῦ συλλεξαμένου, ὅπερ τῇ τε πολιτείᾳ ἦν ἀλυσιτελές, καὶ τὸ φυλάττειν παράλογον. Τίς γὰρ ἂν τῶν εὖ φρονούντων δίκαιον κρίνοι μεμυῆσθαι νόμον τὸν ἀνατροπὴν τοιαύτην ἐργασάμενον νομοθεσιῶν εὐσεβῶς γραφεισῶν ὑπὸ πολλῶν βασιλέων τε καὶ διδασκάλων θεοσεβῶν καὶ μεγάλων καὶ ἐν μείζονι μοίρᾳ τὴν εὐνομίαν τιθεμένων; Καὶ γὰρ ὁ τὸν τοιοῦτον νόμον παραδεχόμενος ἐλεγχθήσεται ὕβριν κατὰ τῶν πρώην εὐσεβῶς νομοθετησάντων μᾶλλον ἢ διδασκαλίαν ἀποδεχόμενος. Διὰ τοῦτο ἀποτρόπαιος μὲν καὶ τοῖς πρὸ ἡμῶν γέγονεν ὁ πρώην ἐγχειρίδιος, οὐχ ὅλος μέντοιγε ὁλικῶς, ἀλλ’ ὅσον ὤφειλεν» (Schminck, Studien σ. 58-6063-74).
70
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Χαρακτηριστικές για τη στάση του Λέοντος απέναντι στον συσχετισμό παράδοσης και ανανέωσης είναι οι πρώτες φράσεις από το προοίμιο της Νεαράς 24: «Πολλοί άνθρωποι, εξυμνώντας το παρελθόν, του απονέμουν εύσημα για τον τρόπο, με τον οποίο έχει υποβάλει σε ρύθμιση τους θεσμούς. Εγώ γνωρίζω μεν καλά ότι σε πάμπολλα θέματα πλεονεκτεί απέναντι στο παρόν, από την άλλη πλευρά όμως βλέπω ότι σε μερικά υστερεί»53. Εκ πρώτης όψεως δημιουργεί η παραπάνω διατύπωση την εντύπωση αμφιθυμίας. Φρονώ ωστόσο ότι η συνδυασμένη ερμηνεία του συγκεκριμένου χωρίου με το σύνολο των Νεαρών οδηγεί σε άλλο συμπέρασμα. Με terminus ante quem της παράδοσης την κατάρτιση του corpus του ιουστινιάνειου νομοθετικού έργου ο Λέων, ανταγωνιζόμενος τον Ιουστινιανό, ενδιαφέρεται να νομιμοποιηθεί ως ανανεωτής τόσο στο πεδίο της κωδικοποιήσεως όσο και σε εκείνο της νέας νομοθεσίας. Κατά παρεμφερή τρόπο, όπως και σε όσα προέταξε στο προοίμιο του δικού του κωδικοποιητικού έργου (βλ. πιο πάνω), εξήρε ο Λέων στο προοίμιο της Νεαράς 1 το κωδικοποιητικό έργο του Ιουστινιανού –αλλά μόνον αυτό. Γράφει δηλαδή: «Πράγματι, αφού με επιτυχία συγκέντρωσε σε ένα σώμα τα κατεσπαρμένα κείμενα των νόμων και συμβίβασε μεταξύ τους όσα συχνά διατάρασσαν την αρμονία της έννομης τάξης, κατηύθυνε τους δικαστές, ώστε να εκφέρουν όλοι την κρίση τους σύμφωνα με αυτούς μόνο τους νόμους κατά τρόπο που να μην επιδέχεται αμφισβήτηση, έχοντας εισαγάγει την ειρήνη και ομόνοια στις διατάξεις των νόμων. Δεν σταμάτησε ωστόσο εκεί, παρά δε την πρόθεσή του να προσφέρει στο Κράτος κάτι ακόμη καλύτερο, δεν στέφθηκε το νεώτερο νομοθετικό του έργο από επιτυχία, δοθέντος ότι και το προγενέστερο έργο του έβλαψε και αυτού –του νεώτερου– δεν υπήρξε η επεξεργασία άμεμπτη, επειδή με το δεύτερο δημιουργήθηκε πλήθος αντιφάσεων και αμφισβητήσεων σε σχέση με το πρώτο. Έτσι ο Ιουστινιανός με δική του υπαιτιότητα μείωσε το ίδιο του το έργο. Από εκείνον τον καιρό μέχρι σήμερα έχουν γίνει πολλές αλλαγές, άλλοτε με
53. Ν. 243-6 (Τρωιάνος, Οι Νεαρές σ. 104· πρβλ. Noailles / Dain, ό.π. σ. 9317-952): «Πολλοὶ τὸν πρεσβύτερον χρόνον ἀποσεμνύνοντες βούλονται πρεσβεῖα νέμειν αὐτῷ τῆς τῶν πραγμάτων τάξεώς τε καὶ καταστάσεως· ἐγὼ δὲ οἶδα μὲν αὐτὸν τοῦ νεωτέρου χρόνου κρατεῖν ἐν πλείστοις, οὐ μὴν ἀλλὰ ἐλαττούμενον ἔν τισι καθορῶ».
Σ. Ν. ΤΡΩΪΑΝΟΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
71
νεώτερα νομοθετήματα, άλλοτε με μη νομοθετημένες συνήθειες, που αντλούν το κύρος τους από τις προτιμήσεις του πλήθους. Επικρατεί έτσι σύγχυση σχεδόν γύρω από τους νόμους, όλες δε οι έννομες σχέσεις βρίσκονται σε αναστάτωση και η έκβασή τους εξαρτάται από την τύχη»54. Μετά από αυτή την απαξιωτική για τις ιουστινιάνειες Νεαρές εισαγωγή συνεχίζει: «Γι’ αυτό, επειδή μας φάνηκε ότι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έπρεπε η κατάσταση αυτή να γίνει αντικείμενο της μέριμνάς μας, επανεξετάσαμε τη νομοθετική ύλη, καθώς και τις συνήθειες που έχουν παρεισφρήσει στη διαχείριση των υποθέσεων, και τους μεν νόμους απαλλάξαμε από τις αντιθέσεις τους, αφού στερήσαμε νομικής αξίας κάθε τι αντιφατικό και, κατά την ομαλή πορεία των πραγμάτων, παράνομο. Όσες δε συνήθειες μας έδωσαν την εντύπωση, ότι περιέχουν ρυθμίσεις των έννομων σχέσεων σωστές και όχι επιζήμιες, δεν τις αφήσαμε στο καθεστώς της άφωνης συνήθειας, αλλά τις περιβάλαμε με το κύρος θετού δικαίου και τις τιμήσαμε με τα προνόμια του νόμου. Σε όσες πάλι περιπτώσεις περιέχει ο νόμος διατάξεις ανεπιεικείς και αυστηρές που, κατά κάποιον τρόπο, απομακρύνονται από την έννοια του Δικαίου, εκεί περιορίσαμε τα νομοθετήματα στο φυσικό και το προσήκον πλαίσιο και τα κοσμήσαμε με τη δικαιοσύνη που αρμόζει στους νόμους»55.
54. «Καὶ γὰρ οὕτω καλῶς εἰς ἓν σῶμά τε ποιησάμενος τὴν καταμεμερισμένην τῶν νόμων ὑπόστασιν, καὶ τὰ ἐξ ὧν τὸ ἐναρμόνιον τῆς νομικῆς οἰκονομίας πολλάκις παρεκινεῖτο ἐξισωσάμενος, καὶ πρὸς μίαν συμφωνίαν ἐκ τοῦ πρὸς ἐκεῖνα μόνα τὴν πάντων ἀπευθύνεσθαι ψῆφον τοὺς δικάζοντας καταστήσας, καὶ ἀμάχως κρίνειν συμβιβάσας τῇ εἰρηναίᾳ καὶ ἀμάχῳ τῶν νομίμων κεφαλαίων καταστάσει, οὐ στέρξας ἐπὶ τούτοις, ἀλλὰ ἄμεινόν τι διανοηθεὶς τῇ πολιτείᾳ μετὰ ταῦτα χαρίζεσθαι, ἔλαθεν οἷς ὕστερον ἐνομοθέτησε καὶ τῷ πρώτῳ λυμηνάμενος ἔργῳ καὶ τὸ δεύτερον οὐκ ἐργασάμενος ἄμεμπτον, ἀντιλογίας καὶ ἔριδος ἐκ τῆς ὕστερον αὐτῷ πεπραγμένης ὑποθέσεως οὐκ ὀλίγης πρὸς τὴν προτέραν ἀνακεκινημένης. Τῷ μὲν οὖν οἰκείῳ καμάτῳ οὕτως αὐτὸς δι’ ἑαυτοῦ ὁ Ἰουστινιανὸς ἐλωβήσατο. Οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μέχρι τοῦ νῦν ἐξ ἐκείνου τοῦ καιροῦ, ἄρτι μὲν ὑπὸ νεωτέρων θεσπισμάτων, ἄρτι δὲ ὑπὸ συνηθειῶν ἀθεσπίστων καὶ μόνην προβαλλομένων ἰσχὺν τὴν τῶν ὄχλων ἀρέσκειαν, πολλῆς ἐπιγενομένης καινοτομίας, μικροῦ τὰ τῶν νόμων συγκέχυται καὶ ἄνω καὶ κάτω πεττευόμενα τὰ πράγματα φέρεται» (Τρωιάνος, Οι Νεαρές σ. 4422-39· πρβλ. Noailles / Dain, ό.π. σ. 1122-1315). 55. «Διὰ τοῦτο, εἴπερ τι ἄλλο, καὶ τούτου ἡμῖν τῶν ἀναγκαιοτάτων εἰς τὸ προνοίας ἀντιλαμβανούσης τυχεῖν ἀξίου πραγματείαν ἔτι δὲ καὶ τὰς εἰς τὴν τῶν πραγμάτων διοίκησιν παρελθούσας συνηθείας ἐπισκεψάμενοι, τῶν μὲν νόμων τὴν ἀντιλογίαν ἀπεσκευασάμεθα, πᾶν ἀντίπαλον καὶ πρὸς τὴν φαίνουσαν ἀγωγὴν τῶν πραγμάτων ἀθέμιτον τῆς νομικῆς ἀξίας
72
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ο Λέων ήθελε οπωσδήποτε να ξεπεράσει το πρότυπό του –τον Ιουστινιανό– από κάθε άποψη. Και ως προς μεν την κωδικοποίηση δεν έψαχνε να βρει ψεγάδια. Πρώτον, επρόκειτο για παλαιούς νομους καλυπτόμενους από την παράδοση. Δεύτερον, αυτήν ακριβώς την κωδικοποίηση είχε μόλις υποβάλει ο Λέων σε νέα επεξεργασία και, επομένως, είχε ήδη στο ενεργητικό του μία «βελτιωμένη» έκδοσή της ως «τὰ βασιλικὰ ξ΄ βιβλία». Εκτός από άλλους λόγους, τους οποίους έχει παραστατικά προβάλει ο Andreas Schminck56, κατά πάσαν πιθανότητα και εξ αυτού του λόγου δεν αρκέσθηκε ο Λέων στην κωδικοποίηση σε 40 βιβλία, που είχε καταρτιστεί κατ’ εντολήν του πατέρα του Βασιλείου Α΄, επειδή φρονούσε ότι αποτελούσε δική του υποχρέωση η «βελτιωμένη έκδοση» της ιουστινιάνειας κωδικοποιήσεως57. Ως προς τις Νεαρές όμως –ας σημειωθεί δε πως δεν είμαι καθόλου βέβαιος, ότι αναφερόμενος ο Λέων σε νόμους μεταγενέστερους της κωδικοποιήσεως εννοούσε μόνο τις Νεαρές και δεν έστρεφε ενδεχομένως τα βέλη του ακόμη και κατά των διατάξεων του Ιουστινιανού που είχαν περιληφθεί στον Κώδικα– άσκησε, αντιθέτως, δριμεία κριτική, θέλοντας να υπογραμμίσει την υπεροχή του ως νομοθέτη απέναντι σε εκείνον58. ἀποχειροτονήσαντες· τὰς δ’ ὅσαι συνήθειαι οὐ φαύλως ἐδόκουν οὐδ’ ἐπιβλαβῶς ῥυθμίζειν τὰ πράγματα, ταύτας μηκέτι συνηθείας ἀλόγους εἶναι καταλιπόντες, ἀλλ’ εἰς ἐξουσίαν θεσπίσματος καταστήσαντες · ἐστὶ δ’ ὅπου καὶ πρὸς τὸ ἀπηνὲς καὶ ἀποτομώτερον ὁρῶντα τὸν νόμον καὶ ὥσπερ ἐξιστάμενον τῆς δίκης, εἰς τὸ οἰκεῖον καὶ πρέπον συστείλαντες σχῆμα [καὶ] τῇ ὀφειλομένῃ τοῖς νόμοις δικαιοσύνῃ » (Τρωιάνος, Οι Νεαρές σ. 4439-4652· πρβλ. Noailles / Dain, ό.π. σ. 1316-152). 56. Schminck, „Frömmigkeit κ.λπ.“ (ό.π.) σ. 85 επ. 57. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο προοίμιο της Ἐπιτομῆς παρασιωπάται η κωδικοποίηση του Βασιλείου Α΄ σε 40 βιβλία και μνημονεύεται μόνον εκείνη σε 60 βιβλία του Λέοντος: «Ἐπὶ τούτῳ ζήλῳ θείῳ κινηθεὶς ὁ γαληνότατος καὶ πρᾳότατος ἡμῶν βασιλεύς –Λέοντα λέγω, (...)– ἐπισυλλέξας συλλήβδην σχεδὸν ἅπαντα τὸν νόμον ἀπό τε τοῦ δυοδεκαδέλτου, τῶν διγέστων Ἰουστινιανοῦ καὶ ἰνστιτούτων μετὰ τῶν καλουμένων “νεαρῶν” καὶ ἐν ἑξήκοντα βίβλοις ἐπεκτείνας...» (έκδοση Schminck, Studien σ. 11662-11866). Η παρασιώπηση αυτή συνεχίζεται και στους επόμενους αιώνες. Βλ. το εκδιδόμενο από τον A. Schminck, Ein rechtshistorischer „Traktat“ im Cod. Mosq. gr. 445, Fontes Minores IX. [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte, 19.] (Frankfurt am Main 1993) 81-96 κείμενο, όπου (σ. 86) μετά την περιγραφή του κωδικοποιητικού έργου του Ιουστινιανού και του ερμηνευτικού των αντικηνσόρων γίνεται λόγος μόνο για «τὰ ξ΄ βασιλικὰ βιβλία» και στη συνέχεια για τις Νεαρές του Λέοντος. Το κείμενο αυτό χρονολογείται μεταξύ 10ου και αρχών 14ου αιώνα (πιθανώς ανήκει στους 11ο-12ο). 58. Πρβλ. G. Prinzing, Das Bild Justinians I. in der Überlieferung der Byzantiner vom 7. bis
Σ. Ν. ΤΡΩΪΑΝΟΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
73
Στο σημείο αυτό θέλω να επιστήσω την προσοχή στο προοίμιο της Νεαράς 33, όπου ο Λέων τονίζει ότι, αν και στo ελάχιστo πίστευε πως όσoι στo παρελθόν συνέταξαν νόμoυς φρoνoύν ότι δεν πρέπει να γίνεται επέμβαση στα κείμενά τoυς, ακόμη και αν υπάρχoυν μέρη πoυ επιβάλλεται να διoρθωθoύν, δεν θα συνελάμβανε ίσως ποτέ τo σχέδιo να επιχειρήσει την εξυγίανση όσων νόμων νοσούν. Για να μη θεωρηθεί δε ότι ασεβεί απέναντι στoυς παλαιoύς νoμoθέτες, εκφράζει την πεπoίθηση ότι και εκείνoι όχι μόνο θα έπρατταν τo ίδιo, αν επέστρεφαν στη επίγεια ζωή, αλλά και θα έτρεφαν αισθήματα ευγνωμοσύνης απέναντι σε όσους επιχειρούν τη διόρθωση59. Με την τελευταία αυτή αποστροφή εξασφαλίζεται αφενός μεν το θεωρητικώς αναλλoίωτo τoυ πατρoπαράδoτoυ δικαίoυ, αφετέρου δε το ατράνταχτο άλλοθι του νομοθέτη. Με τον τρόπο αυτό παρέχει ο Λέων μία γενική αιτιολογία για όλες τις νέες ρυθμίσεις που εισάγονται με τις Νεαρές του. Αντιγράφοντας όμως τον Ιουστινιανό, αιτιολογεί σε κάθε περίπτωση την εισαγόμενη νομοθετική μεταβολή, έστω και αν, όπως και επί Ιουστινιανού, πολλές Νεαρές δεν περιέχουν νέους κανόνες δικαίου, αλλ’ απλώς επιβεβαιώνουν την ισχύ παλαιών ρυθμίσεων που είχαν στο μεταξύ ατονήσει λόγω αχρησίας. Σε αντίθεση ωστόσο προς τον Ιουστινιανό, δεν δίστασε ο Λέων, επικαλούμενος το δημόσιο συμφέρον, να καταργήσει ορισμένους απαρχαιωμένους θεσμούς που όχι μόνον είχαν στο μεταξύ καταστεί άχρηστοι, αλλ’ επί πλέον ήταν ασυμβίβαστοι με το βυζαντινό πολίτευμα. «Όπως σε όλες τις βιοτικές σχέσεις, η ανάγκη μας καθοδηγεί κατά την προσέγγιση καθενός πράγματος στη ζωή και όσα μεν είναι ωφέλιμα τα χρησιμοποιούμε, όσα δε σε τίποτε δεν συμβάλλουν τα αχρηστεύουμε. Στην ίδια αρχή επιβάλλεται να προσαρμοστούμε και κατά την κατάρτιση των κανόνων δικαίου. Οι νόμοι που είναι χρήσιμοι 15. Jahrhundert, Fontes Minores VII. [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte, 14.] (Frankfurt am Main 1986) 1-99 (57). 59. Ν. 335-15: «Εἰ μὲν τοὺς πάλαι περὶ νόμων διαλαβόντας τοῦτο φρονεῖν ὑπελάμβανον, μηδαμῶς βούλεσθαι τὰ οἰκεῖα ἐπανορθοῦσθαι, κἄν τι ἐν αὐτοῖς τοιοῦτον οἷον προσδεῖσθαι διορθώσεως, ἴσως οὐκ ἂν ἐπὶ ταύτην ἦλθον τὴν γνώμην, φημὶ δὴ τοῦ πειρᾶσθαι τοὺς μὴ τῶν νόμων ὑγιῶς ἔχοντας ἐπανορθοῦν· (...). Ἐπεὶ δὲ καὶ αὐτοῖς ἐκείνοις εἴπερ ἔτι ἐν ἀνθρώποις ἐστρέφοντο οὐκ ἂν οἶμαι τὴν προαίρεσιν ἀπαρέσκειν τῶν διορθοῦν ἐπιχειρούντων, ἀλλὰ καὶ χάριν ὁμολογῆσαι τοῖς οὕτω διεγνωκόσιν (...)». Βλ. Τρωιάνος, Οι Νεαρές (ό.π.) σ. 132 (πρβλ. Noailles / Dain, ό.π. σ. 1318-18).
74
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
στην Πολιτεία διατηρούνται και εφαρμόζονται, όσων όμως η προσφορά είναι αρνητική ή ασήμαντη, αυτοί όχι μόνο κρίνονται ανάξιοι λόγου, αλλά πρέπει να αποχωρίζονται από τη νομοθεσία και να αποβάλλονται»60. Αυτά γράφονται στο προοίμιο της Νεαράς 46, με την οποία καταργήθηκε η νομοθεσία περί βουλευτών και βουλευτηρίων. Ανάλογο περιεχόμενο έχουν τα προοίμια των Νεαρών 47 και 78 για την κατάργηση εξουσιών της συγκλήτου και 94 για την κατάργηση του υπατικού αξιώματος. Στο σημείο αυτό δεν μπορεί να παροραθεί και το γεγονός, ότι στην απομάκρυνση από την παράδοση συνέβαλλε –σε κυμαινόμενο ωστόσο κατά περιόδους βαθμό– και ο σταδιακός εκχριστιανισμός των πολιτειακών, κοινωνικών και οικονομικών δομών61. Ως προς την επίκληση όμως γραφικών χωρίων ή ιερών κανόνων για την αιτιολόγηση των εκκλησιαστικού περιεχομένου Νεαρών του Λέοντος θα ήταν σφάλμα να συνδεθεί αυτή με την παράδοση, δοθέντος ότι οι εν λόγω Νεαρές απέβλεπαν στην εναρμόνιση της κοσμικής προς την εκκλησιαστική νομοθεσία για τη συμπλήρωση ρυθμίσεως που είχε εισαγάγει ο Ιουστινιανός με τη Νεαρά 131.162. Επανερχόμενος όμως στην κριτική που ασκεί ο Λέων επί των ιουστινιάνειων Νεαρών θέλω να παρατηρήσω ότι η κριτική αυτή δεν είναι πάντοτε βάσιμη, επειδή παρασύρεται ο Λέων από την επιθυμία
60. Ν. 463-11: «Ὥσπερ τῶν ἄλλων ἁπάντων τῶν κατὰ τὸν βίον πραγμάτων ἑκάστου τὴν μεταχείρισιν ἡ χρεία παρέχεται, καὶ ἃ μὲν φέρει τινὰ εὐχρηστίαν, ταῦτα ἐν λόγῳ ποιούμεθα, ἃ δὲ μηδὲν συντελεῖ ἐν τῷ μηδενὶ τιθέμεθα, οὕτω πάντως καὶ πρὸς τὴν σύνταξιν τῶν νομίμων κεφαλαίων δεήσει ἁρμόζεσθαι. Ὧν μὲν οὖν ἐστί τις χρῆσις δεξιόν τι φέρουσα τῇ πολιτείᾳ, τούτων ἀναγκαίως καὶ κειμένων καὶ τιμωμένων, ὧν δὲ ἢ οὐδαμῶς ἢ φαύλη ἡ μεταχείρισις, τούτων οὐ μόνον μὴ ἀξιουμένων λόγου τινός, ἀλλὰ καὶ τῆς τῶν νόμων θέσεως διακρινομένων τε καὶ ἀποβλήτων γινομένων». Βλ. Τρωιάνος, Οι Νεαρές (ό.π.) σ. 172 (πρβλ. Noailles / Dain, ό.π. σ. 1838-16). Αυτή τη διαδικασία ενέταξε ο Λέων μάλιστα στην ανακάθαρση. Βλ. το προοίμιο της Νεαράς 94, πιο πάνω σημ. 45. 61. Πρβλ. την παρατήρηση της Λ. Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη, Ανεκπλήρωτες «επαγγελίαι» προς τις πόλεις. Συμβολή στη μελέτη της νομικής τους αντιμετώπισης κατά τη ρωμαιοβυζαντινή περίοδο, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών 40 (2007) 85-126 (124). 62. Πρβλ. Sp. N. Troianos, Die kirchenrechtlichen Novellen Leons VI. und ihre Quellen, Subseciva Groningana 4 (= Novella Constitutio. Studies in Honour of Nicolaas van der Wal) 233-247 και σε ελληνική μετάφραση: Οι «εκκλησιαστικές» Νεαρές του Λέοντος Ϛ΄ και οι πηγές τους, ως επίμετρο ΙΙΙ στο βιβλίο Τρωιάνος, Οι Νεαρές (ό.π.) σ. 445-467.
Σ. Ν. ΤΡΩΪΑΝΟΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
75
του να «διορθώσει» την ιουστινιάνεια νομοθεσία και κάποτε διαπιστώνει αντιφάσεις ανύπαρκτες στην έννομη τάξη. Έτσι, επισημαίνει στη Νεαρά 31 την αντίφαση δύο –υποτίθεται ισχυόντων– νόμων που αφορούν στη γυναίκα, η οποία κατεχόμενη από εχθρική διάθεση απέναντι στον άνδρα της εξαφανίζει με άμβλωση το κυοφορούμενο παιδί του. Από τους νόμους αυτούς που δεν προσδιορίζονται στο κείμενο της Νεαράς 31 ο ένας περιλαμβάνει την ενέργεια αυτή της συζύγου στους λόγους διαζυγίου, ενώ ο άλλος δεν παρέχει στον σύζυγο στην περίπτωση αυτή δικαίωμα διαζεύξεως. Προφανώς πρόκειται για τις ιουστινιάνειες Νεαρές 22.16.1, η οποία θέσπισε τον οικείο λόγο διαζυγίου, και 117 που τον καταργεί (δια παραλείψεως κατά την κωδικοποίηση των λόγων λύσεως του γάμου). Εν τούτοις η Εισαγωγή επανέλαβε στο κεφάλαιο 21.563 τη σχετική διάταξη της Νεαράς 22, ως μεταγενέστερη δε κατισχύει της Νεαράς 117 και κατά συνέπεια δεν υπήρχε καμία αντίφαση στο ισχύον δίκαιο εν προκειμένω. Επομένως και η έννοια της ανανεώσεως πρέπει να αντιμετωπίζεται κάποτε με επιφύλαξη. Ο γιος του Λέοντος, ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος, επέδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την παράδοση από τον πατέρα του, με την ανάπτυξη αξιόλογης δραστηριότητας που είχε άμεση επίδραση στη διαμόρφωση της νομικής γραμματείας στα χρόνια της βασιλείας του. Ειδικότερα στον χώρο του δημόσιου δικαίου μπορεί να τοποθετηθεί ανάμεσα στις μεγάλες μορφές του βυζαντινού δικαίου με την προσπάθειά του να δημιουργήσει ως προς αυτό τον κλάδο, δηλαδή το δημόσιο δίκαιο, μια κωδικοποίηση αντίστοιχη με το corpus iuris civilis στο ιδιωτικό δίκαιο. Από τα έργα που άμεσα ή έμμεσα ανάγονται στον αυτοκράτορα αυτόν στενότερη σχέση με την παράδοση έχει εκείνο που φέρει την ονομασία «Περί θεμάτων»64, γραμμένο στα νεανικά χρόνια του Κωνσταντίνου. Στο έργο αυτό δεν απεικονίζεται η πραγματική κατάσταση του 10ου αιώνα, γιατί τα πληροφοριακά στοιχεία γύρω από τα θέματα αναφέρονται στο παρελθόν λόγω του ιστορικού τους χαρακτή-
63. «(...) ἣ μηχανῆσαι τὸ (ορθώς: μηχανήσαιτο· πρβλ. Ιουστ. Ν. 22,16 σ. 1579-12) ἐξεπίτηδες ἀμβλῶναι καὶ τὸν ἄνδρα λυπῆσαι καὶ ἀφελέσθαι τῆς ἐπὶ τοῖς παισὶν ἐλπίδος,...» (JGR τ. II σ. 304). 64. Πρβλ. Τρωιάνος, Οι πηγές (ό.π. σημ. 2) σ. 224 (με βιβλιογραφία).
76
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ρα. Αν όμως, όπως υποστηρίζεται65, πηγές του «Περί θεμάτων» υπήρξαν τα έργα ιστορικών της ιουστινιάνειας εποχής, τότε ως προς την διασύνδεση με την παράδοση βρίσκεται ο Κωνσταντίνος Ζ΄ σε απόλυτη αρμονία με τις αρχές της μακεδονικής αναγέννησης που είχε το ιουστινιάνειο δίκαιο ως σημείο αναφοράς στο πλαίσιο της φιλολογίας του ιδιωτικού δικαίου και της «ἀνακαθάρσεως τῶν παλαιῶν νόμων». Το τελικό συμπέρασμα, ύστερα από όσα εξέθεσα πιο πάνω, είναι ότι το περιεχόμενο των εννοιών «παράδοση» και «ανανέωση» υπήρξε πολύ ελαστικό και μεταβαλλόταν από αυτοκράτορα σε αυτοκράτορα, προσαρμοζόμενο εκάστοτε στις ιδεολογικές επιδιώξεις του καθενός.
65. P. E. Pieler, Η συμβολή του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου στη νομική φιλολογία, Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος και η εποχή του. Β΄ Διεθνής Βυζαντινολογική Συνάντηση (Δελφοί, 22-26 Ιουλίου 1987) [Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών] (Αθήνα 1989) 79-86 (82).
Γεώργιος Βελένης
Χρονολογικά συστήματα σε επιγραφές και χειρόγραφα Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών χρόνων1
1. Βλ. το πλήρες κείμενο στο: Πρακτικά του Ϛ΄ Διεθνούς Συμποσίου Ελληνικής Παλαιογραφίας (Δράμα, 21-27 Σεπτεμβρίου 2003) [Βιβλιοαμφιάστης – Παράρτημα 1], Β. Άτσαλος – Ν. Τσιρώνη (επιμ.), τ. Β΄ 659-679, [Ελληνική Εταιρεία Βιβλιοδεσίας], Αθήνα 2008.
Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος
Ἱστορία καί ἐσχατoλoγία στήν ὀρθόδoξη λειτoυργική τέχνη. Παράδοση καί ἀνανέωση ἀπό τό Βυζάντιο στήν ἐποχή μας Eἰς μνημόσυνον Ἀρχιμανδρίτου Nικολάου Bαφείδου, Θρακός λογίου
Δομή 1. Eἰσαγωγικά 2. Mεσαιωνική τέχνη καί θεωρία της 2.1. Tέχνη καί κοσμολογία 2.2. Πρόοδος καί ἀνέλιξη, Παράδοση καί ἀνανέωση 3. Ἀπό τή θεοφάνεια στή θέωση 3.1. Ἄκτιστο καί κτιστό 3.2. Ἑνοείδεια φυσικοῦ καί ὑπερβατικοῦ 3.3. Ἀγαθό καί Kακό 4. Θεός καί ἄνθρωπος 4.1. Ἐκκλησία, Θεία Εὐχαριστία καί Κόσμος 4.2. Ἔσχατη Kρίση – Παράδεισος – Kόλαση 4.3. Tό ἀνθρώπινο σῶμα 5. Ἐσχατολογία καί Ἱστορία: Zωή καί βίος 5.1. Ἐκκοσμίκευση καί ἀθανατοποίηση 5.2. Mεταμόρφωση, Ἀνάσταση, Ἀνάληψη: Φῶς, Ἀλήθεια, Kάλλος καί Δόξα 6. Ἐπέκεινα «προόδου» καί «συντηρήσεως»: ἡ τέχνη ὡς Παράδοση, Παρόν καί Ὀγδόη ἡμέρα 7. Ἐπιλογικά Kυρίες καί κύριοι συνάδελφοι. 1. Eἰσαγωγικά. Ἐκπροσωπώντας, πιθανότατα γιά τελευταία φορά, τό Πανεπιστήμιο Kύπρου, αἰσθάνομαι βαθιά ὑπόχρεως σέ ὅσους, φανερούς καί ἀφανεῖς, μέ πρότειναν γιά τήν τιμητική αὐτή ὁμιλία. Θά ἀποπειραθῶ μία διασταύρωση τῶν βημάτων μου μέ ἐκεῖνα τῶν φίλων
80
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
συναδέλφων ἀπό μονοπάτια κάπως ἀπόμερα καί μισοξεχασμένα, σάν ἐκεῖνα τά χιλιόχρονα πού σβήνονται πιά στόν ταχύτατα ἀσφαλτοστρωνόμενο Ἄθωνα!1 Ἡ τέχνη ἐδῶ θά μᾶς ἀπασχολήσει λιγότερο ὡς καθαρά καλλιτεχνικό φαινόμενο2 καί περισσότερο ὡς προϊόν ἑνός συγκεκριμένου πολιτισμοῦ, μέ τούς δικούς του κανόνες καί συνιστῶσες· ὡς φανέρωμα μιᾶς κοσμολογίας, τῆς βυζαντινῆς καί ἐν συνεχείᾳ τῆς μεταβυζαντινῆς καί τῆς κατάληξής της στό πλαίσιο τῆς νεοελληνικῆς. Mιά ὑπόμνηση ἀναγκαία: Συστηματικά θεωρητικά κείμενα γιά τή βυζαντινή καί μεταβυζαντινή τέχνη, δηλαδή γιά τίς θεωρητικές καταβολές καί τούς στόχους των, ἀπουσιάζουν σέ μεγάλο βαθμό ἀπό τήν ἑλληνική βιβλιογραφία3· ἡ καθαρά αἰσθητική ἀντιμετώπιση μετράει μόνο τέσσερεις αὐτοτελεῖς μελέτες στή γλώσσα μας γιά τή βυζαντινή4 –τίς δύο μάλιστα ἀπό μεταφράσεις ξένων– καί καμία γιά τή μεταβυζαντινή. Ὑλικό ἀνεπαρκέστατο, ἄν μάλιστα λογαριάσει κανείς ὅτι ἡ ἄμοιρη θεολογίας μελέτη τοῦ ἀρχιτέκτονα-αἰσθητικοῦ Mιχελῆ ἀνήκει στό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 20οῦ αἰώνα· στή διδακτορική διατριβή τοῦ Kώ1. Πρβλ. Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, “Kτίση καί ὑλικά ἀγαθά. Mιά ματιά ἀπό τήν πλευρά τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ ἡσυχαστοῦ”, Ἱ. Mονή Bατοπαιδίου (ἐκδ.), “Γέροντας Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής. Ἅγιον Ὄρος - Φιλοκαλική ἐμπειρία. Πρακτικά διορθοδόξων ἐπιστημονικῶν συνεδρίων Ἀθηνῶν (22-24 Ὀκτωβρίου 2004) καί Λεμεσοῦ (21-23 Ὀκτωβρίου 2005), Ἱερά Mεγίστη Mονή Bατοπαιδίου / Ἅγιον Ὄρος 2007, 741-754. [Ἀπό τόν ἐκδότη ἀπαλείφθηκε ἡ βιβλιογραφία.] 2. Γιά τίς ἀπόψεις μας ἐπί τυπικῶς καλλιτεχνικῶν ζητημάτων βλ. Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, Mελέτες γιά τή μεταβυζαντινή ζωγραφική. Ἑνετοκρατούμενη καί τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα καί Kύπρος, Ἀθήνα 2002, καί σέ ἐκεῖ μνημονευόμενες παλαιότερες ἐργασίες μας. 3. Ὁ λόγος ἐδῶ γιά ὁλόκληρη τήν τέχνη καί τήν ἀρχιτεκτονική· ὑπάρχουν βέβαια ἀρκετές γιά τή βυζαντινή μόνο ζωγραφική, μέ δεσπόζουσες τίς μεταφράσεις μελετῶν τοῦ Λεωνίδα Οὐσπένσκυ, οἱ ὁποῖες ὡστόσο θέτουν εἰδικά προβλήματα λόγῳ τῆς ἔμφασης πού δίνεται στή ζωγραφική τῆς Pωσίας· πρβλ. Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, “Ἡ εἰκόνα: Ἀπό τό Bυζάντιο στή Mόσχα” [βιβλιοκρισία: Λ. Οὐσπένσκυ, Ἡ Θεολογία τῆς Eἰκόνας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μτφρ. Σπ. Mαρίνης, Ἀθήνα 1990], Σύναξη, τεῦχ. 51 (1994), 115-122. 4. Xρονολογικά: Π. Mιχελῆς, Aἰσθητική θεώρηση τῆς βυζαντινῆς τέχνης, Ἀθήνα 1946 (καί νεώτερη, συμπληρωμένη ἀπό τά κατάλοιπά του ἔκδοση, Ἀθήνα 51990), V. Bychkov, Bυζαν τινή Aἰσθητική. Θεωρητικά προβλήματα, μτφρ. K. Π. Xαραλαμπίδης, Ἀθήνα 1999, π. Π. Φλωρένσκυ, Ἡ ἀντίστροφη προοπτική. Tό εἰκονοστάσι, μτφρ. Σωτ. Γουνελᾶς, Ἀθήνα 2002 (τό πρωτότυπο δημοσιεύτηκε στόν Mεσοπόλεμο!), K. Mπαρούτας, Tό πρόβλημα τῆς ἐλευθερίας στή βυζαντινή τέχνη, Ἀθήνα 2002 (μετάφραση ἀπό τό γαλλικό πρωτότυπο τοῦ 1972-1973). Δέν συναριθμοῦνται μελέτες πού διερευνοῦν εἰδικές θεολογικές συνιστῶσες (λ.χ. Δ. Ἀγγελῆς, Xρυσ. A. Σταμούλης, Σ. Tριαντάρη-Mαρᾶ κ.ἄ.).
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
81
στα Mπαρούτα ἡ θέση του εἶναι εὐεξήγητη ὥς ἕνα βαθμό λόγῳ τῆς καταρράκωσης τότε τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης ἀπό τήν ἑλληνική χούντα, ἀλλά δέν ἐκσυγχρονίστηκε γιά τήν ἐποχή πού μεταφράζεται στή γλώσσα μας (2002). Στήν ἀρνητική συγκομιδή πρέπει νά συνυπολογιστεῖ ἡ στάση μερικῶν Νεοελλήνων ἱστορικῶν τῆς τέχνης: μέ ἐλλιπή ἕως ἀνύπαρκτο θεωρητικό ὁπλισμό γιά τό Bυζάντιο καί τό Mεταβυζάντιο ἀποφαίνονται ἀφ’ ὕψους γι’ αὐτά5. 2. Mεσαιωνική τέχνη καί θεωρία της. Δέν συναντᾶμε, ὡς γνωστόν, πραγματεῖες στό Bυζάντιο ἤ στόν δυτικό Mεσαίωνα γύρω ἀπό τήν τέχνη, σάν αὐτές πού θά δοῦν τό φῶς ἀπό τήν Ἀναγέννηση καί μετά6. Aἰτία δέν εἶναι ἡ ὑποτίμηση τῆς τέχνης ἀλλά ἡ ἑκάστοτε ἔνταξή της στήν κοσμολογία: στά ὅρια τῆς θεοκρατικότητας στή Δύση, θεανθρωποκεντρική στό Bυζάντιο, ἀνθρωποκεντρική ἀπό τήν Ἀναγέννηση καί 5. Nομίζω ὅτι ἡ κάποια ὑποτίμηση τῆς βυζαντινῆς καί, κυρίως, τῆς μεταβυζαντινῆς τέχνης στίς μέρες μας ἀπό ὁρισμένη μερίδα μελετητῶν, ἡ ὁποία ἀμφισβητεῖ ἀκόμη καί τά ὅρια τῆς μεταβυζαντινῆς (1453-1821) μέ προκάλυμμα τόν λεγόμενο Ἑλληνικό Διαφωτισμό (18ος αἰ.), ἐμφανίζεται μέ τίς μελέτες τοῦ ἱστορικοῦ τῆς Νεώτερης Τέχνης Kαθηγ. Nίκου Xατζηνικολάου, κυρίως ὅταν πρόκειται γιά τίς σχέσεις τοῦ Θεοτοκόπουλου μέ τό Bυζάντιο / Mεταβυζάντιο ἤ καί ἀνεξάρτητα· βλ. λ.χ. N. Xατζηνικολάου, Ἐθνική τέχνη καί πρωτοπορία, μτφρ. Σερ. Bελέν τζας, Ἀθήνα 1982. Γιά τίς θέσεις του ἀναφορικά μέ τόν Γκρέκο πρβλ. Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, ““Ἑλληνικότητα” καί “βυζαντινότητα” στό ἔργο τοῦ Θεοτοκόπουλου. (Παρεκβάσεις στήν ἑλληνική ἱστοριογραφία τῆς τέχνης)”, El Greco of Crete. Proceedings of the International Symposium held on the occasion of the 450th anniversary of the artist’s birth (Ἡράκλειον, 1-5 Σεπτεμβρίου 1990), Ἡράκλειον 1995, 447-462, ἐδῶ 459 ἑξ. – Εἰκόνα τῶν τάσεων ὑποτίμησης τῆς βυζαντινῆς / μεταβυζαντινῆς καλλιτεχνικῆς παράδοσης ἀπό Nεοέλληνες ἱστορικούς τῆς τέχνης δίνεται σέ μερικές μελέτες τοῦ συλλογικοῦ τόμου τῶν E. Δ. Mατθιόπουλου – N. Xατζηνικολάου (ἐπιμ.), Ἡ Ἱστορία τῆς Tέχνης στήν Ἑλλάδα, Ἡράκλειο (Πανεπ. Ἐκδόσεις Kρήτης) 2003. Σημειώνω ὅτι στό κείμενό μας τό Mεταβυζάντιο νοεῖται ὡς φυσικός, ἄμεσος διάδοχος τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ γενικά καί ὄχι κατά τό σχῆμα τοῦ διαπρεποῦς Pουμάνου Bυζαντινολόγου καί πρωθυπουργοῦ N. Ιorga (Byzance après Byzance, Bucarest 1935), ὅπου ἡ πατρίδα του ἐμμέσως νοεῖται ὡς ὁ κοσμικός διάδοχος τοῦ Bυζαντίου. 6. Ὅπως λ.χ. οἱ πραγματεῖες τῶν C. Cennini (14ος-ἀρχές 15ου αἰ.), L. B. Alberti (1404-1472), G. Vasari (1511-1574) κλπ. Γιά τό Βυζάντιο μία συναγωγή συγγενῶν κειμένων ὀφείλεται στόν Κ. Δ. Καλοκύρη, Αἱ πηγαί τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας, Θεσ/νίκη 1967 (ἀνατύπωση 1980), συμπληρωματικά κείμενα (σέ ἀγγλική μετάφραση μόνο) στόν C. Mango, The Art of the Byzantine Empire 312-1453, Eaglewood Cliffs, N. J. 1972· γιά τόν δυτικό Μεσαίωνα βλ. πρόσφατα A. Arnulf (ἐπιμ.), Kunstliteratur in Antike und Mittelalter. Eine kommentierte Anthologie, Darmstadt 2008.
82
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
μετά. Αὐτό τῆς προσέδωσε στόν Mεσαίωνα τούς βασικούς χαρακτῆρες: ἐπακριβή ἀπεικόνιση τῆς διδαχῆς τῆς Ἐκκλησίας (ancilla Ecclesiae), ἑνότητα ὕφους, λανθάνουσα ἤ φανερή σχέση μέ τήν ἀρχαία ἑλληνορωμαϊκή παράδοση, δηλαδή πάλη μέ τό “κλασικό”. Στό πλαίσιο αὐτό πρέπει νά ἐξετάσουμε τί σημαίνουν γιά τή βυζαντινή τέχνη ὅροι θεμελιώδεις, ὅπως Ἱστορία καί Ἐσχατολογία, πρόοδος καί συντήρηση. 2.1. Tέχνη καί κοσμολογία. Nιώθω τόν πειρασμό νά ξαναθυμίσω μερικούς στίχους τοῦ Zήσιμου Λορεντζάτου γιά τούς «μεταφυσικούς»7 πολιτισμούς, σάν τόν βυζαντινό, ἀπό τήν περιώνυμη Mικρά Σύρτι του8: Ἡ ἀπόφαση τοῦ Kωνσταντίνου νά χωρίσει Ἀνατολή καί Δύση ἤτανε ὑποσυνείδητη καί μεταφυσική [...] Πιάσανε νά ζωγραφίζουν [...] ἄν ξέρανε ἀνατομία καί προοπτική θά κάνανε καλύτερα καί φυσικότερα Ἐνῶ γιά τούς βυζαντινούς αὐτά ἤτανε ἄχρηστα ἐπειδή θέλανε νά ἀναπαραστήσουν μιά ὑπερφυσική ἀλήθεια ἤ ὅραμα Kαί ἡ φυσική ἀνατομία καί προοπτική τούς ἦταν ἐμπόδιο γιά νά ἀντιγράφουν τήν ὑπερβατική φαντασία τους [...] γιά νά κάνουν ἀληθινά θρησκευτική τέχνη [...] Kαί κάθε μεγάλη τέχνη πού ξέρουμε εἶναι θρησκευτική [...]. Αὐτά σέ μιά ἐποχή καί σέ μιά Ἑλλάδα πού εἶχε φτάσει νά συναινεῖ σέ μεγάλο βαθμό, σιωπηρά ἤ ρητά, στίς ἀπειρόκαλλες ἀκρισίες τοῦ Κ. Θ. Δημαρᾶ γιά τόν Παπαδιαμάντη καί τόν κόσμο του9. Σαφές ὡστόσο 7. Xρησιμοποιῶ τόν ὅρο σέ εἰσαγωγικά, διότι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν χρησιμοποιεῖ τέτοιες κατηγορίες, πού ἄλλωστε τίς ἀπέφευγε καί ὁ Λορεντζάτος στά ὕστερα γραπτά του, ὅταν εἶχε ἀπορρίψει τά πρῶτα του ποιήματα (Mικρά Σύρτις) καί ἄλλα γραπτά του. Γιά τή μεταφυσική ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη πρβλ. Xρ. Γιανναρᾶς, Mετα-νεωτερική Mετα-φυσική, Ἀθήνα 22004. 8. Z. Λορεντζάτος, Ποιήματα. Mικρά Σύρτις, Ἀλφαβητάρι, Συλλογή, Ἀθήνα 2006, 30 ἑξ. (α΄ ἔκδοση: 1955). 9. Κριτική τῶν ἀπόψεων τοῦ κύκλου Δημαρᾶ : Nικ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, Δαιμόνιο μεσημβρινό. Ἕντεκα κείμενα γιά τόν Παπαδιαμάντη, Ἀθήνα 1978, συχνάκις, Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, “Ἕνας τῶν “ἐκτός” μιλάει γιά τά βυζαντινά μνημεῖα. Ἀπό τόν ἱστορικισμό στήν
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
83
τό μήνυμα τοῦ Λορεντζάτου: ἡ τέχνη ἔχει μεταφυσική ἀρχή καί ἐσχατολογική κατάληξη· δέν ἀποδεικνύει τίποτε, μόνο (δι)αισθάνεται. Ὁ λόγος ἐδῶ γιά κοσμολογία ἤ πίστη, ὄχι γιά ἰδεολογία/ἰδεοληψία. Ποιά κοσμολογία βρίσκεται πίσω ἀπό τή βυζαντινή τέχνη καί τί θά σήμαινε ἐδῶ πρόοδος/ἐξέλιξη ἤ συντήρηση/στασιμότητα; 2.2. Πρόοδος καί ἀνέλιξη, Παράδοση καί ἀνανέωση. Ἀπέναντι στήν εἰκόνα τῆς εὐθύγραμμης ἀνθρωποκεντρικῆς προόδου τῆς κτίσης, πού μέλλει νά καταλήξει μέσῳ τῆς διαρκοῦς αὐτοβελτίωσης τῶν ἀνθρώπων στήν ἐνδοκοσμική εὐδαιμονία κατά τή νεωτερική ἀντίληψη, ἡ ὀρθόδοξη ἄποψη διαφοροποιεῖται: ἡ πορεία τῆς κτίσης ἀνελίσσεται σπειροειδῶς μέ ἄξονα τόν σαρκωθέντα Λόγο, καταλήγοντας στήν κατά χάριν θέωση, δηλαδή τή μετοχή στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα κατά διηνεκή, δυναμική φορά10. Ἡ ἔλευση τῶν ἐσχάτων (δηλαδή τοῦ τέλους τῆς Ἱστορίας) δέν προέρχεται ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀλλ’ ἀπό εἰσβολή τοῦ Ἀκτίστου (= Θεοῦ) στό κτιστό11, δηλαδή κύριος τῆς Ἱστορίας εἶναι ὁ Δημιουργός της καί ὄχι τό δημιούργημά Του, ὁ ἄνθρωπος. Ἐντεῦθεν μποροῦμε νά κατανοήσουμε καλύτερα τή συμπάγεια πού διατρέχει “ὑπερφυσικά” καί “φυσικά” γεγονότα στούς Bυζαντινούς χρονογράφους καί ἱστορικούς, δηλαδή τήν ἑνότητα τοῦ Ἐντεῦθεν καί τοῦ Ἐκεῖθεν ἤ τήν ἐσχατολογική πορεία τῆς Ἱστορίας κατά τή δική τους ἀντίληψη12, ἐάν δέν ὑπηρετοῦμε τυφλά στήν ἀποδόμηση καί τόν ὀρθολογισμό13. πραγματογνωσία”, Nέα Ἑστία, τεῦχ. 1786 (Φεβρουάριος 2006) [Ἀφιέρωμα στόν Zήσιμο Λορεντζάτο], 267-298, ἐδῶ 276. 10. Πρωτοπρεσβ. Ἰ. Pωμανίδης, Πατερική Θεολογία, Θεσ/νίκη 2004, 137, 223, N. Mατσούκας, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, B΄, Θεσ/νίκη 41996, 529, Γ΄, Θεσ/νίκη 1997, 104, 181, 265, 306, 314 (ὅπου καί ἡ διαφορά πρός τή διδασκαλία τοῦ Ἀκινάτη γιά αἰώνια εὐδαιμονία ἀντί τῆς δυναμικῆς τῆς θέωσης). 11. π. N. Λουδοβίκος, Ὀρθοδοξία καί ἐκσυγχρονισμός, Ἀθήνα 2006, 248. Γιά τά περί τοῦ χρόνου ἔλευσης τῶν Ἐσχάτων πρβλ. X. Tερέζης, Φιλοσοφική Ἀνθρωπολογία στό Bυζάντιο, Ἀθήνα 1993, 56 ἑξ. καί ἀναλυτικότερα Γ. Π. Πατρῶνος, Ἱστορία καί Ἐσχατολογία στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Ἀθήνα 22002. 12. Πρβλ. N. A. Mατσούκας, Ἱστορία τῆς βυζαντινῆς φιλοσοφίας, Θεσ/νίκη 1994, 161, ὁ αὐτός, Δογματική, B΄, 161 ἑξ. Αὐτή ἡ ἐσωτερική συνάφεια διατρέχει, ἄλλωστε, τά συναξάρια, τά γραπτά τοῦ Mακρυγιάννη, τοῦ Παπαδιαμάντη, τοῦ Πεντζίκη, τοῦ «ὑπερρεαλιστῆ» Ἐγγονόπουλου κ.ἄ. 13. «Oἱ ὑλακές καί οἱ εἰρωνεῖες τῆς ἀποδόμησης ἠχοῦν μέσα στή νύχτα, ἀλλά τό καραβά-
84
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ἡ ἔννοια τῆς ἀτελεύτητης ἐνδοκοσμικῆς προόδου, τόσο καθοριστική ἀπό τόν Διαφωτισμό καί δῶθε σέ ὅλες τίς μεσσιανικές ἰδεολογίες, τάφηκε στά Ἄουσβιτς, τά Γκουλάγκ καί τά Γκουαντάναμο καί ἔχει παύσει νά εἶναι πρόσημο προοδευτικῆς σκέψης, ἰδιαίτερα μετά τήν κριτική στόν Διαφωτισμό ἀπό τή Σχολή τῆς Φραγκφούρτης14. Ἀπό τήν πλευρά τῆς ἱστορικῆς μεθόδου εἶναι ἐπίσης χαρακτηρισμένη ἀκατάλληλη ὡς ὄργανο μεθοδολογικό15, ἀφοῦ δέν προσφέρει ἀπόδειξη γιά μιά ἀδιατάρακτη ἀνθρώπινη πορεία ἐπί τά βελτίω. Ἡ πρόοδος ταυτίστηκε, ἐσκεμμένα ἤ ὄχι, μέ τήν προοδευτικότητα· ταυτόχρονα εἴμαστε θεατές μιᾶς πολεμικῆς μέ κριτήρια “πολιτικῆς ὀρθότητας” ἐναντίον τῆς Παράδοσης, πού ὑστερόβουλα ἤ ἀπό ἄγνοια ταυτίζεται μέ στασιμότητα, συντηρητικότητα καί ἀνάλογα συμπαρομαρτοῦντα16. Ὡστόσο στήν Ἐκκλησία Παράδοση δέν εἶναι, ἁπλῶς, τό
νι τοῦ καλοῦ γούστου διαβαίνει ἀνενόχλητα», παρηγορεῖ ὁ G. Steiner, Ἀξόδευτα πάθη, μτφρ. Kατ. Σχινᾶ, Ἀθήνα 2001, 61, καί ὁ Λορεντζάτος προειδοποιεῖ σέ ἐξίσου δραστική γλώσσα, πώς “κοντεύει [ὁ ἄνθρωπος] ἀπό τήν ἀνάλυση πού κάνει τοῦ ζω/ντανοῦ αὐτοῦ κόσμου μέ τήν ἀφηρημένη σκέψη του/ νά ἐξανεμίσει ἀκόμα καί τό ΣKATO του” (Ποιήματα, ὅ.π., 53 – τά κεφαλαῖα στό πρωτότυπο). 14. Πρβλ. τήν κλασική μελέτη τῶν T. Adorno – M. Horckheimer, Διαλεκτική τοῦ Διαφωτισμοῦ, μτφρ. Λ. Ἀναγνώστου, Ἀθήνα 1996· ἀπό τήν ἑλληνική βιβλιογραφία κριτικές ἀποτιμήσεις σέ πολλές ἐργασίες τῶν Xρ. Γιανναρᾶ, Θ. Zιάκα, Π. Kονδύλη, Λ. Mπενάκη κ.π.ἄ. [Στήν ἔκδοση τοῦ περιβάλλοντος τοῦ K. Θ. Δημαρᾶ ἀπό τό Kέντρο Nεοελληνικῶν Ἐρευνῶν / Ἐθνικό Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, Nεοελληνικός Διαφωτισμός. Bιβλιογραφία 1945-1995, Ἀθήνα 1998, ἡ βιβλιογράφηση ὑστερεῖ σέ καταγραφή μελετῶν ἀρνητικῆς τοποθέτησης ἀπέναντι στήν ὀπτική τοῦ συγκεκριμένου περιβάλλοντος· πρβλ. ἐδῶ, ὑποσ. 9]. ― Γιά κριτική στάση ἀπέναντι στόν δυτικό ἄνθρωπο, πού κατά κανόνα ταύτισε τόν ἐν γένει πολιτισμό μέ τόν δικό του, παραπέμπεται ὁ ἀναγνώστης ἐνδεικτικά στίς μελέτες πού ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπό τή “Nεφέλη” (Ἀθήνα) στή σειρά Ὁ νεώτερος εὐρωπαϊκός πολιτισμός μέ ἐπιμέλεια τοῦ Παν. Kονδύλη (M. Adas, D. Bell, J. Burckhardt, H. Freyer, S. Moscovici, W. Mühlmann, E. Norbert, R. Sennett, W. Sombart, M. Vovelle). Kριτική στίς νεώτερες μεσσιανικές ἀντιλήψεις (Διαφωτισμοῦ, Pομαντισμοῦ) βλ. καί στόν Γ. Kαραμπελιά, Ἡ θεμελιώδης παρέκκλιση. Pομαντισμός καί Διαφωτισμός στόν εἰκοστό πρῶτο αἰώνα, Ἀθήνα 2004. 15. Ὁ διαπρεπής ἱστορικός τῆς Ὄψιμης Ἀρχαιότητας Peter Brown ἐπαναβεβαίωσε πρόσφατα τήν ἀνεπάρκεια τῶν ἐννοιῶν προόδου καί παρακμῆς γιά τήν κατανόηση καί αὐτῆς τῆς περιόδου (πρβλ. συνέντευξή του στήν ἐφημ. Kαθημερινή, Kυριακή 1.7.2007, 8). Ἀνάλογη ἀπομύθευση τῆς ψευδεπίγραφης προόδου καί στόν Z. Λορεντζάτο, Διόσκουροι (Σαραντάρης – Kαπετανάκης), Ἀθήνα 1997, 205 ἑξ. [ἀνατύπωση στίς Mελέτες, Γ΄, Ἀθήνα 2007, 205 ἑξ.]. 16. Ὑπενθυμίζεται ὀξυδερκής ἀφορισμός: «Στήν ὑβριστική λέξη «παρελθοντιστής» μποροῦμε
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
85
παραδεδομένο, κάτι πού ἐνδέχεται νά εἶναι νεκρό, ἀλλά τό παραδιδόμενο, πάντοτε ζωντανό καί ἐξελισσόμενο –ἡ ἱστορία τῶν Oἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι καλή ἀπόδειξη γιά τοῦτο. Διόλου λοιπόν δέν ταυτίζεται μέ μιάν ἀπονεκρώνουσα, παραδοσιοκρατική παρελθοντολογία, ἀλλά μέ τή διαρκή, γονιμοποιό ἀναβάπτιση τοῦ παρελθόντος στό παρόν17. “Ἡ προσκόλληση στό παρελθόν ὁδηγεῖ πάντα στήν εἰδωλολατρία”, βεβαιώνει μεγάλος θεολόγος τοῦ περασμένου αἰώνα, ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν18, ἐνῶ νεώτερος θεολόγος συμπληρώνει, πώς τυφλή λατρεία τῆς παράδοσης μέ ὀξεία ἀντιπαράθεση πρός τό σύνολο τοῦ ὑπόλοιπου πολιτισμοῦ εἶναι τό θεμελιῶδες γνώρισμα τοῦ φονταμενταλισμοῦ19. Ἀπό τήν ἄλλη, ὁ ἀπροϋπόθετος ἐκσυγχρονισμός καί ἡ ἐπ’ ὀνόματί του ρήξη μέ κάθε μορφή παράδοσης συνιστᾶ ἐπίσης, κατά τόν Herbert Marcuse, ὁλοκληρωτισμό20. 3. Ἀπό τή θεοφάνεια στή θέωση. Ἄς δοῦμε μερικές πλευρές, πού σχετίζονται ἄμεσα μέ τήν ἀνθρωπολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. 3.1. Ἄκτιστο καί κτιστό. Pιζική διαφορά χωρίζει τήν ἀρχαία ἀπό τήν ἑβραϊκή-χριστιανική ἀντίληψη γιά τή γένεση καί ἐξέλιξη τοῦ κόσμου: Γιά τούς ἀρχαίους αὐτός προέρχεται ἀπό τό χάος (κόσμος = κόσμημα, τάξη στό χάος) καί ἡ πορεία του εἶναι κυκλική καί ἐπαναλαμβανόμενη μέ τά γνωστά τρία στάδια· γιά τήν Παλαιά Διαθήκη καί τόν Xριστιανισμό ἡ Kτίση δημιουργεῖται ὑπό τοῦ Δημιουργοῦ ἐκ τοῦ μή ὄντος (καί ὄχι ἀπό τό μηδέν21) καί μεταβαλλόμενη διαρκῶς ἀκολουθεῖ νά προσθέσουμε μιά ἄλλη πιό βαριά: «προοδευτικός» (Γιάν. Tσαρούχης, Ἀγαθόν τό ἐξομολογεῖσθαι, Ἀθήνα 1986, 209)· ἀλλά καί ἀπό θεολογική ὀπτική, «ὑπερβολικός συντηρητισμός καί ὑπερβολικός φιλελευθερισμός δέν εἶναι παρά αἱ δύο ὄψεις ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ νομίσματος» (Δ. Kουτρουμπῆς, Ἡ Xάρις τῆς Θεολογίας, Ἀθήνα 1995, 166). 17. «Δέν ὑπάρχει διαχωριστική γραμμή ἀνάμεσα σέ πεθαμένους καί ζωντανούς: καί αὐτό εἶναι παράδοση» κατά τόν Z. Λορεντζάτο, Mελέτες, A΄, Ἀθήνα 1994, 328. 18. Πρωτοπρ. Ἀλέξ. Σμέμαν, Ἡμερολόγιο (1973-1983), μτφρ. Ἰωσ. Pοηλίδης, Ἀθήνα 2002, 43. Γιά τή φετιχοποίηση τῆς Παράδοσης πρβλ. καί Xρ. Γιανναρᾶς, Ἐνάντια στή θρησκεία, Ἀθήνα 2006, 167 ἑξ. 19. Λουδοβίκος, Ὀρθοδοξία (ὑποσ. 11), 18. 20. Ὅ.π., 16. 21. Πρβλ. εὐχή τῆς ἀναφορᾶς στή Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Xρυσοστόμου: ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παρήγαγες ἡμᾶς κλπ. Γιά τή διαφορά μεταξύ μή ὄντος καί μηδενός βλ. Mα-
86
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
πορεία ἀμετάτρεπτη πρός καθολική μεταμόρφωση, πρός τά Ἔσχατα, τή Bασιλεία τοῦ Θεοῦ22. Xρόνος καί τόπος/χῶρος εἶναι συναρτήσεις τῆς κτιστότητας τοῦ κόσμου23, συνδεόμενα κατά χάριν μέ τόν ἄκτιστο (δηλαδή τόν πέραν χρόνου καί χώρου) Θεό μέσῳ τῶν ἐνεργειῶν Tου καί τῆς Θείας Oἰκονομίας24. Φαινομενικά, ἡ θεώρηση τῆς κτίσης καί τῆς Ἱστορίας (δηλαδή τοῦ κατ’ ἀνθρώπινη ἀντίληψη χώρου καί χρόνου) ὡς μιᾶς ἀενάως ἐξελισσόμενης πορείας δέν διαφέρει ἀπό τό νεωτερικό, ἀνθρωποκεντρικό κοσμοείδωλο μιᾶς διαρκοῦς, εὐθύγραμμης πορείας, νοουμένης ὡς ἀτέρμονης προόδου καί κατευθυνόμενης πρός τή μακαριότητα μιᾶς ἐνδοκοσμικῆς Ἐδέμ· στήν πραγματικότητα, οἱ διαφορές εἶναι ριζικές καί καθοριστικές. Ἡ χριστιανική θεώρηση ὡστόσο δέν εἶναι ἑνιαία: ἡ δυτική κοσμολογία, ἤδη ἀπό τόν ἱερό Αὐγουστίνο (354-430) καί ἐντονώτερα μετά τό Σχίσμα (11ος αἰ.), κυρίως δέ μέ τή γένεση καί ἐπικράτηση τῆς σχολαστικῆς θεολογίας (12ος αἰ. καί ἑξῆς) ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ὀρθόδοξη, κυρίως ἐξαιτίας τῆς διαφορετικῆς ἑρμηνείας τῆς τριαδολογίας καί τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, καί βαθμιαῖα ἐκκοσμικεύεται ὥστε ν’ ἀποτελέσει ἐφαλτήριο γιά τό νεωτερικό, ἀνθρωποκεντρικό κοσμοείδωλο, ὅπως θά δοῦμε25. τσούκας, Δογματική, B΄, 144 ἑξ. 22. Mατσούκας, ὅ.π. 23. Ἡ Kτίση δημιουργεῖται cum tempore, ὅπως ὑπομνηματίζει ὁ ἱερός Αὐγουστίνος, ὄχι in tempore (πρβλ. Mατσούκας, Bυζαντινή φιλοσοφία -ὑποσ. 12-, 222), δηλαδή χῶρος καί χρόνος εἶναι ἰδιότητες ἐκ γενετῆς τοῦ κτιστοῦ, ὄχι τοῦ ἀκτίστου. 24. Xρ. Γιανναρᾶς, Σχεδίασμα εἰσαγωγῆς στή φιλοσοφία, B΄, Ἀθήνα 1981, 195, Mατσούκας, Bυζαντινή φιλοσοφία, 79, 195 ἑξ., 202 (ὅπου καί κριτική τῶν ἐσφαλμένων ἑρμηνειῶν τῆς Ἑξαημέρου τοῦ M. Bασιλείου ἀπό τόν H.-G. Beck καί τόν G. Podskalsky· πρβλ. καί τοῦ ἴδιου, Δο γματική, Γ΄, 171 ὑποσ. 23, ὅπου ἀναιρεῖται καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ C. Mango), 226 ἑξ., ὁ ἴδιος, Δο γματική, B΄, 46 ἑξ., 144 ἑξ., 204, 529, Γ΄, 50, 181, 265, 306, καί ἰδιαίτερα τό παράρτημα «Kτίση καί Ἱστορία», 319-380, Δ΄ (: Ὁ Σατανάς), Θεσ/νίκη 1999, 43, Πατρῶνος, Ἱστορία (ὑποσ. 11), συχνάκις, Pωμανίδης, Θεολογία (ὑποσ. 10), 268, Λουδοβίκος, Ὀρθοδοξία, 248. 25. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, θά ἔπρεπε νά διερευνηθοῦν συστηματικά οἱ ἀποκλίσεις τῆς μεσαιωνικῆς τέχνης Ἀνατολῆς καί Δύσης μετά τό τελικό Σχίσμα· νύξη κάνει ὁ V. Djurić, “Peinture murale byzantine”, XIVe Congr. Intern. d’Études Byzantines, (Athènes 1976), I, Athènes 1979, 162· πρβλ. καί Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, “Oἰκουμενικότητα καί βυζαντινή τέχνη: Mιά ἀνάγνωση”, E. Xρυσός (ἐπιμ.), Tό Bυζάντιο ὡς Oἰκουμένη [Πρακτικά διεθνοῦς συνεδρίου, Ἀθήνα, 29.11.-2.12.2001], (EIE/IBE, Διεθνῆ συμπόσια, 16), Ἀθήνα 2005, 233-255, N. Γκιολές, “Eἰκονογραφικά θέματα στή βυζαντινή τέχνη ἐμπνευσμένα ἀπό τήν ἀντιπαράθεση καί τά σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν”, Ὑπ. Πολιτισμοῦ (ἐκδ.), Θωράκιον. Mνήμη Παύλου Λαζαρίδη, Ἀθήνα
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
87
3.2. Ἑνοείδεια φυσικοῦ καί ὑπερβατικοῦ. Ἡ ὀρθή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀγνοεῖ τήν τόσο συνήθη, μανιχαϊστική καί σχιζοειδή ἐκδοχή περί τῶν ἐγκοσμίων ὡς βασιλείου τοῦ Kακοῦ/Σατανᾶ καί τῶν ὑπερκοσμίων ὡς τοῦ ἀποκλειστικοῦ “τόπου” τῆς Bασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῦ εἰδωλολατρικοῦ δηλαδή διαχωρισμοῦ ἀνάμεσα σέ ἱερό / ὑπεργήϊνο / θεϊκό καί ἀνίερο / κοσμικό / δαιμονικό, συχνή καί σέ χριστιανικά κείμενα, πού παρεισέφρησε καί στήν ὀρθόδοξη σκέψη, ἰδιαίτερα κατά τήν Tουρκοκρατία κάτω ἀπό δυτικές ἐπιρροές (αἰχμαλωσία τῆς Ἐκκλησίας)26. Ἔτσι ἀμαυρώθηκε καί πολεμήθηκε σφοδρά ἡ διδασκαλία τῆς 2004, 263 ἑξ. 26. Γιά τήν ὁμηρεία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ἀπό τή δυτική κατά τήν Tουρκοκρατία, τόν 19ο καί μέρος τοῦ 20οῦ αἰώνα βλ. ἐνδεικτικά Ἰωάν. Kαρμίρης, Ὀρθοδοξία καί Προτεσταν τισμός, I, Ἀθῆναι 1937, ὁ αὐτός, Ὀρθοδοξία καί Pωμαιοκαθολικισμός, I-II, Ἀθῆναι 19641965, Al. Schmemann, The Historical Road of Eastern Orthodoxy, New York 1963, Tim. Ware, Eustratios Argenti. A study of the Greek Church under Turkish Rule, Oxford 1964, St. Runciman The Great Church in captivity κλπ., Cambridge 1966 (ἡ ἑλληνική μετάφραση ὑπολείπεται τοῦ πρωτοτύπου), Γερ. Kονιδάρης, Ἐκκλησιαστική ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, B΄, Ἀθῆναι 2 1970, 184 ἑξ., π. Γ. Φλωρόφσκυ, Θέματα ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, μτφρ. Π. K. Πάλλης, Θεσ/νίκη 1979, 22 ἑξ., 183-244, ὁ αὐτός, Σταθμοί τῆς ρωσικῆς θεολογίας, μτφρ. Εὐτ. B. Γιούλτση, Θεσ/νίκη 1986, Πρωτοπρ. Γ. Δ. Mεταλληνός, Παράδοση καί ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα 1986, Ch. A. Frazee, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Ἑλληνική Ἀνεξαρτησία, 1821-1852, μτφρ. Ἰωσ. Pοηλίδης, Ἀθῆναι 1987, Xρ. Γιανναρᾶς, Ὀρθοδοξία καί Δύση στή Nεώτερη Ἑλλάδα, Ἀθήνα 1992, N. A. Mατσούκας, Ὁ Προτεσταντισμός, Θεσ/νίκη 21995, 79 ἑξ., Π. Nάσιουτζικ, Ἀμερικανικά ὁράματα στή Σμύρνη τόν 19ο αἰώνα κλπ., Ἀθήνα 2002, Π. Θαναηλάκη, Ἀμερική καί Προτεσταντισμός. Ἡ “Εὐαγγελική Αὐτοκρατορία” καί οἱ ὁραματισμοί τῶν Ἀμερικανῶν μισσιοναρίων γιά τήν Ἑλλάδα τόν 19ο αἰώνα, Ἀθήνα 2005, Ἀντ. Σμυρναῖος, Στά ἴχνη τῆς οὐτοπίας. Tό “Φιλελληνικόν Παιδαγωγεῖον Σμύρνης” καί ἡ προτεσταντική ὁμογενοποίηση τῆς Oἰκουμένης κατά τόν 19ο αἰώνα, Ἀθήνα 2006. Ἀπό τήν ὀπτική τοῦ δυτικοῦ μελετητῆ πρβλ. G. Hering, Oἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί εὐρωπαϊκή πολιτική 1620-1638, μτφρ. Δημ. Kούρτοβικ, Ἀθήνα 1992· ἀπό Pωμαιοκαθολική σκοπιά πρβλ. Y. Spiteris, La teologia ortodossa neo-greca, Bologna 1992, ἐπίσης τή θεμελιακή μελέτη τοῦ Ἰησουΐτη G. Podskalsky, Ἡ Ἑλληνική Θεολογία ἐπί Tουρκοκρατίας, 1453-1821 κλπ., μτφρ. Πρωτοπρ. Γ. Δ. Mεταλληνός, Ἀθήνα 2005 (γιά τήν ὀπτική του, ἐμφορούμενη ἀπό τόν Διαφωτισμό καί μέ σαφή ἀντιησυχαστικό χαρακτήρα, πρβλ. τρεῖς κριτικές στό περιοδ. Σύναξη, τεῦχ. 99 [2006], 79-89, ἀπό τίς ὁποῖες ἐκείνη τοῦ Πασχ. Kιτρομηλίδη διακρίνεται ἀπό ἄγνοια βασικῶν θεολογικῶν παραμέτρων, ἀποσιώπηση βιβλιογραφίας καί ἄκριτα ἐξυμνητικό τόνο). Γιά τόν ρόλο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου στή διάδοση τῆς μανιχαϊστικῆς ἄποψης περί ἱεροῦ/ ἀνίερου πρβλ. καί M. Mπέγζος, Ἀμφίσημη ἐκκοσμίκευση, B΄, Ἀθήνα 2002, 126 ἑξ., 139. Tέλος, εἰδικά γιά τή διάδοση τῆς δαιμονολογίας στήν Tουρκοκρατία ἀπό ἐπίδραση τῆς δυτικῆς (ἀντιμεταρρυθμιστικῆς) Kατήχησης τοῦ Ἰησουΐτη Πέτρου Kανισίου (1554, μέ συνεχεῖς ἀνατυπώ-
88
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ἐκκλησίας πού ἀφορᾶ ἄμεσα τόν ἄνθρωπο, τό Ἐδῶ καί Tώρα του, πού συνάπτεται ἀξεδιάλυτα μέ τό Ἐκεῖ καί Πάντοτε27. Mιά δεύτερη μεγάλη παρεξήγηση, πού ὄρθωσε ἐπί αἰῶνες τείχη ἀνάμεσα σέ Ἀνατολή καί Δύση μέ κορύφωση τόν ἡσυχασμό, ἀλλά καί σέ Ἐκκλησία καί ἐπιστήμη μέ τή ρήξη ἀνάμεσα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τόν κοραϊκό Διαφωτισμό, εἶναι ἡ λεγόμενη “διπλή μέθοδος”, ἐφαρμοζόμενη λαμπρά ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό: κατακτοῦμε μέ τό νοῦ τή γνώση τῶν αἰσθητῶν, ἀλλά τά ὑπεραισθητά προσεγγίζονται μέ τήν ἐμπειρία, τήν καρδιά· ἐντεῦθεν ἡ οὐσιώδης διάκριση ἀνάμεσα σέ καταφατισμό καί ἀποφατισμό, κομβικό σημεῖο σύγκρουσης Bαρλαάμ καί ἡσυχαστῶν28. 3.3. Tό βασικό πρόβλημα, θεολογικό καί φιλοσοφικό, τοῦ Ἀγαθοῦ καί τοῦ Kακοῦ, ἀντιμετωπίστηκε διαφορετικά στίς δύο χριστιανικές παραδόσεις. Tό Kακό κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία δέν εἶναι αὐθυπόστατο ἀλλά μὴ ὄν, παρυπόσταση, διαστροφή τοῦ ἀγαθοῦ, ὅπως ἐπαναλαμβάνεται συχνά ἀπό τήν πατερική θεολογία29. Ἡ διδασκαλία περί προπατορικοῦ ἁμαρτήματος παίρνει στή Δύση, ἤδη ἀπό τόν Αὐγουστίνο, ὁλοένα ἐντονώτερη δικανική χροιά καί καταλήγει σέ κεντρικό ἄξονα τῆς θεολογίας· βάσει αὐτοῦ διαμορφώθηκε ἡ ἀντίληψη γιά τή Σταύρωση, στό πλαίσιο τῆς Θείας Oἰκονομίας, ὡς ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης τοῦ Πατρός στό πρόσωπο τοῦ Yἱοῦ γιά τή διάπραξη τοῦ προπασεις· πρώτη μετάφραση στά ἑλληνικά τό 1595) βλ. π. Bασ. Kαλλιακμάνης, Ἀπό τό φόβο στήν ἀγάπη, Θεσ/νίκη 1993, 22 ἑξ. 27. Πρβλ. N. Mατσούκας, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, A΄, Θεσ/νίκη 41996, 179, B΄, 46 ἑξ., 179, Γ΄, 104, 178, 297 ἑξ., ὁ ἴδιος, Φιλοσοφία, 195 καί σποραδικά, Πατρῶνος, Ἱστορία, 383, 387. 28. B. Tατάκης, Ἡ βυζαντινή φιλοσοφία, μτφρ. Eἰρ. Kαλπουρτζῆ, Ἀθήνα 1977, 117, Mατσούκας, Δογματική, A΄, 50, 138, 149, Γ΄, 139 ἑξ., Xρ. Γιανναρᾶς, Tό ρητό καί τό ἄρρητο – Tά γλωσσικά ὅρια ρεαλισμοῦ τῆς μεταφυσικῆς, Ἀθήνα 1999· πρβλ. καί τήν ὑποσ. 26 γιά τά σχετικά μέ τόν Podskalsky, ἐπίμονα ἀρνητικό ἀπέναντι στόν ἡσυχασμό, καθώς καί τήν ἀναλυτική κριτική συναφοῦς, νεώτερου ἔργου του γιά τή βυζαντινή θεολογία ἀπό τόν B. N. Mακρίδη, Nέα Ἑστία, τεῦχ. 1791 (Ἰούλ-Aὔγ. 2006), 125-149. 29. Tατάκης, ὅ.π., 120 ἑξ., Mατσούκας, Bυζαντινή Φιλοσοφία, 195, 240 ἑξ., 247, ὁ ἴδιος, Δο γματική, B΄, 207 ἑξ., Γ΄, 216 ἑξ., Δ΄, συχνάκις, Γ. Ἰ. Mαντζαρίδης, Παγκοσμιοποίηση καί παγκοσμιότητα, χίμαιρα καί Ἀλήθεια, Θεσ/νίκη 2001, 108, Ἀναστάσιος, Ἀρχιεπ. Tιράνων καί πάσης Ἀλβανίας, Παγκοσμιότητα καί Ὀρθοδοξία, Ἀθήνα 22001, 129.
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
89
τορικοῦ ἁμαρτήματος (Ἄνσελμος Kαντερβουρίας, 11ος/12ος αἰ.)30. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στό κέντρο τῆς Ἱστορίας βρίσκεται ἡ Θεία Oἰκονομία, πέραν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, καί ἡ ἁμαρτία δέν σβήνει τό κατ’ εἰκόνα, ἁπλῶς τό ἀμαυρώνει. Δέν συνιστᾶ κληρονομική ἐνοχή ἀπό τό προπατορικό, ὅπως πίστευε ὁ Αὐγουστίνος καί ἡ Δύση, ἀλλά εἶναι ἀσθένεια δεόμενη θεραπείας καί ὄχι κολασμοῦ (κατά τόν ἅγιο Mάξιμο τόν Ὁμολογητή συγγνωστὸν γάρ, οὐ τιμωρητὸν ἡ ἀσθένεια31), πρόκειται δηλαδή γιά ἀστοχία καί ἀποτυχία, ὄχι γιά δικανικό παράπτωμα32. 4. Θεός καί ἄνθρωπος. Ἡ ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία μιλάει γιά τόν ἄνθρωπο στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ὡς ἀναφαίρετο μέλος συνόλου καί ὄχι ἁπλῶς ὡς ἄτομο, χωρίς νά καταργεῖ τή μοναδική, προσωπική του ὑπόσταση33. Ὁ ἁγιασμός καί ἡ σωτηρία δέν εἶναι ἀτομική ὑπόθεση, ἀλλά σκοπός τῆς ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας. 4.1. Ἐκκλησία, Θεία Eὐχαριστία καί Kόσμος. Ἡ περιώνυμη παύλεια εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀδιαίρετου σώματος μέ κεφαλή τόν Xριστό καί μέλη τούς πιστούς34 θέτει ταυτόχρονα τό ἀρνητικό ἐκτύπωμα: ὅποιος δέν λειτουργεῖ ὡς μέλος ἀλλά ὡς μέρος, αὐτός διαλέγει μέρος τῆς ἀδιαίρετης Ἀλήθειας, ἐπιλέγει τήν αἵρεση. Ἡ δυτική διάκριση ἀφε30. Πρωτοπρ. Ἰ. Pωμανίδης, Tό προπατορικόν ἁμάρτημα, Ἀθήνα 21989, συχνάκις, Xρ. Γιανναρᾶς, Ἡ μεταφυσική τοῦ σώματος, Ἀθήνα 1971, ὁ ἴδιος, Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, Ἀθήνα 32002, σποραδικά, ὁ αὐτός, Ἐνάντια στή θρησκεία (ὑποσ. 18), 224 ἑξ. (ὅπου γιά τόν ἐν γένει ρόλο τοῦ Αὐγουστίνου στήν ἐξέλιξη τῆς δυτικῆς θεολογίας), Mατσούκας, Bυζαντινή φιλοσοφία, 307 ἑξ., ὁ ἴδιος, Δογματική, B΄ 204, 207 ἑξ., Γ΄ 200 ἑξ., 214, Δ΄ συχνάκις. 31. PG 91, 716C. 32. Mατσούκας, Δογματική, B΄ 204, 207 ἑξ., 539, Γ΄ 200 ἑξ., 214, Δ΄ συχνάκις, Γιανναρᾶς, ὅ.π., σποραδικά. Γιά τό κατ’ εἰκόνα εὔγλωττη εἶναι ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία: Eἰκών εἰμι τῆς ἀρρήτου δόξης σου, εἰ καὶ στίγματα φέρω πταισμάτων κλπ. 33. Δέν εἶμαι ἁρμόδιος γιά νά ὑπεισέλθω στά περί οὐσίας, ὑποστάσεως, φύσεως καί προσώπου, ἐπίκεντρο τίς τελευταῖες δεκαετίες ζωηρῆς συζήτησης καί στόν χῶρο τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας (πρβλ. λ.χ. ἐργασίες τῶν Mητροπ. Περγάμου Ἰωάν. Zηζιούλα, Mητροπ. Nαυπάκτου Ἱεροθέου Bλάχου, π. Nικ. Λουδοβίκου, Xρ. Γιανναρᾶ, Θεοδ. Zιάκα, Λ. Mπενάκη, Στ. Pάμφου, B. Tατάκη, κ.ἄ.). 34. Kυρίως τονίζεται τοῦτο στήν πρός Pωμαίους, ιβ΄ 4-5, συχνότερα στήν A΄ πρός Kορινθίους, ς΄ 15, ιβ΄ 12, 14, 18-20 26-27, σποραδικά καί σέ ἄλλες ἐπιστολές.
90
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
τέρου ἀνάμεσα σέ ἐπίγεια/στρατευομένη καί οὐράνια/θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, μέ ρίζες στόν Ὠριγένη, δέν ἰσχύει γιά τούς Ὀρθοδόξους: ἀναφερθήκαμε ἤδη στή συμπάγεια αἰσθητοῦ καί νοητοῦ κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Kόσμος καί ὁ Kόσμος εἶναι ἡ Ἐκκλησία35. Ἡ Ἐκκλησία, οἰκουμενική καί καθολική ὡς ἐκφράζουσα παντοῦ τήν καθόλου Ἀλήθεια, ἐμπεριέχεται στή Bασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς ἡ “ἱστορική” της φανέρωση – ἀντίθετα μέ τή Pωμαιοκαθολική διδασκαλία, πού ὑπέταξε τή Bασιλεία τοῦ Θεοῦ στήν Ἐκκλησία, προκαλώντας θεοκρατίες, παπικό πρωτεῖο καί ἀλάθητο, ἀτελεύτητους ἀγῶνες μεταξύ Sacerdotium καί Imperium36. Ἡ Ἐκκλησία ὡς σύναξη εὐχαριστιακή ἐπίκεντρο ἔχει τή Θεία Eὐχαριστία, δηλαδή τή συγκεφαλαίωση τῆς Θείας Oἰκονομίας ἐντός καί ταυτόχρονα ἐκτός τῆς Ἱστορίας, σέ χρόνο ἄ-χρονο καί τόπο ἄ-τοπο. Ἡ ἀναίμακτη θυσία συντελεῖται μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος – διαφορά σημαντική πρός τή Δυτική Ἐκκλησία, ὅπου ἡ ἐπίκληση ἐξαφανίζεται μετά τό ὁριστικό Σχίσμα καί τήν ἐμφάνιση τοῦ Σχολαστικισμοῦ37. Λίγο θά ἀπασχολήσει τή βυζαντινή θεολογία ἡ φύση τῆς 35. Ἐδῶ θεμελιώνεται καί ἡ εἰκαστική παράσταση τοῦ ἐσωτερικοῦ/ἐξωτερικοῦ τοῦ ναοῦ ὡς μικρόκοσμου τοῦ σύμπαντος, λ.χ. στίς γνωστές μικρογραφίες τῶν ἔργων τοῦ Ἰακώβου Kοκκινοβάφου ἤ τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Nαζιανζηνοῦ· βλ. λ.χ. τόν Paris. gr. 1208 (Κοκκινόβαφος), φ. 3r (Γ. Γαλάβαρης, Ἑλληνική τέχνη. Ζωγραφική βυζαντινῶν χειρογράφων, Ἀθήνα 1995, πίν. 146) ἤ τόν σιναϊτικό κώδ. 339 (Ναζιανζηνός), φ. 341r (αὐτόθι, πίν. 147). Τέτοια μοντέλα βρῆκαν ἀπήχηση σέ ρωμανικές λειψανοθῆκες σέ σχῆμα τρουλλαίου ναοῦ: D. Kötzsche - L. Lambacher, Höhepunkte romanischer Schatzkunst. Die Κuppelreliquiare in London und Βerlin und ihr Umkreis, Berlin 2006 [κατάλογος ἔκθεσης]. 36. Ph. Sherrard, The Greek East and the Latin West. A study in the Christian Tradition, Limni / Evia 21992, ὁ ἴδιος, Ἡ Ἐκκλησία, ὁ Παπισμός καί τό Σχίσμα, μτφρ. Πολ. Τσαλίκη, Ἀθήνα 1992, Mατσούκας, Bυζαντινή φιλοσοφία, 259, 307 ἑξ., ὁ ἴδιος, Δογματική, B΄, 357, 364, 377, 438 ἑξ., Γ΄, 258 ἑξ., 316, Πατρῶνος, Ἱστορία, συχνάκις, Mαντζαρίδης, Παγκοσμιοποίηση, 56, 62, 84, Ἀναστάσιος, Παγκοσμιότητα, 54, 129, Λουδοβίκος, Ὀρθοδοξία, 214 ἑξ., Tριανταφυλλόπουλος, «Oἰκουμενικότητα» (ὑποσ. 25). 37. Tό πολύπλοκο ζήτημα τῆς ἐπίκλησης, πού εἶχε διαφοροποιήσει Kων/πολη καί Pώμη ἤδη ἐπί Φωτίου (α΄ πατριαρχία, 858-867), βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τῶν λειτουργιολογικῶν μελετῶν τά τελευταῖα χρόνια (βλ. μελέτες Mητροπ. Περγάμου Ἰ. Zηζιούλα, R. Taft, Γ. Φίλια, Ἰ. Φουντούλη κ.ἄ.). Ἀπό πλευρᾶς τέχνης ἡ ἔμφαση στήν ἐπίκληση δηλώνεται τοποθετώντας τήν Πεντηκοστή πάνω ἀπό τήν ἁγία τράπεζα, ὅπως στό ψηφιδωτό πρόγραμμα τῆς Mονῆς τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ στή Λεβάδεια. Tό μνημεῖο, ὡς σύνολο, προϋποθέτει ὑψηλή –πιθανότατα αὐτοκρατορική– καλλιτεχνική ἀλλά καί θεολογική ἐποπτεία ἀπό τήν Kων/πολη· βλ. πρόσφατη σύνοψη
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
91
μεταβολῆς τῶν θείων δώρων, δηλαδή ἡ δυτική θεωρία τῆς μετουσιώσεως (transsubstantiatio), πού βρῆκε πρόσφορο ἔδαφος συζήτησης στήν Tουρκοκρατία38: οἱ Ὀρθόδοξοι ἐμπιστεύονται περιςσότερο τήν ἐμπειρία καί δυσπιστοῦν στίς λογικές ἐξηγήσεις39. Ὁ ἀποκαλυπτικός-ἐσχατολογικός χαρακτήρας τῆς Θ. Λειτουργίας εἶναι κοινός τόπος γιά τή θεολογία40, ἀλλά τοῦτο δέν εἶναι πάντοτε ἐμφανές στόν πιστό λόγῳ τῶν εὐσεβιστικῶν ἐπικαλύψεων τούς αἰῶνες τῆς βαβυλώνειας αἰχμαλωσίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας41. Ἡ τελευταία παρατήρησή μας σχετικά μέ τή Θ. Εὐχαριστία ἔχει νά κάνει μέ τήν κατάφαση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος (μέσῳ τοῦ θεανθρώπινου τοῦ Xριστοῦ), ἰδιαίτερα μετά τίς θεολογικές ἔριδες τοῦ 12ου αἰώνα γιά τήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς καί τόν ἄμεσο ἀντίκτυπό τους στήν εὐχαριστιακή εἰκονογραφία (Mελισμός)42.
τῶν ζητημάτων χορηγιῶν τοῦ ὅλου συγκροτήματος καί συναφῶν χρονολογικῶν προβλημάτων στόν Π. M. Mυλωνᾶ, Mονή Ὁσίου Λουκᾶ τοῦ Στειριώτη, Ἀθῆναι 2005 (Πραγματεῖαι Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, 60), ὅπου καί ἡ βασική προγενέστερη βιβλιογραφία· πρόσθες N. Γκιολές, “Eἰκονογραφικά θέματα” (ὑποσ. 25), 269 ἑξ. 38. Διαπραγμάτευση τοῦ ζητήματος βλ. στή διδακτ. διατρ. τοῦ Ν. Τζιράκη, Ἡ περί μετουσιώσεως (Transsubstantiatio) εὐχαριστιακή ἔρις. Συμβολή εἰς τήν ὀρθόδοξον περί μεταβολῆς διδασκαλίαν τοῦ ΙΖ΄ αἰῶνος, Ἀθῆναι 1978, καί σύνοψη μέ νεώτερη βιβλιογραφία στόν Podskalsky, Ἑλληνική Θεολογία ἐπί Tουρκοκρατίας (ὑποσ. 26), συχνάκις, ἰδιαίτερα Παράρτημα Α΄, 487 ἑξ. 39. Πρβλ. Mατσούκας, Δογματική, B΄, 486. 40. Πρβλ. Ἰ. Zηζιούλας, Mητρ. Περγάμου, «Εὐχαριστία καί Bασιλεία τοῦ Θεοῦ», Σύναξη, τεῦχ. 49 (1994) 10, Πατρῶνος, Ἱστορία, 309 ἑξ., Π. Bασιλειάδης, Lex orandi. Λειτουργική θεολογία καί λειτουργική ἀναγέννηση, Ἀθήνα 2005, 213 ἑξ. 41. Bλ. ἐδῶ, ὑποσ. 26. 42. Bλ. γιά τίς ἔριδες H.-G. Beck, Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich, München 1959, 306 ἑξ., Βλ. Φειδάς, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Β΄, Ἀθῆναι 1994, 287 ἑξ., Ἀρ. Παπαδάκης – J. Meyendorff, Ἡ χριστιανική Ἀνατολή καί ἡ ἄνοδος τοῦ παπισμοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τό 1071 ὡς τό 1453, μτφρ. Στ. Εὐθυμιάδης, Ἀθήνα 2003, 290 ἑξ., 295 ἑξ. Γιά τίς ἐπιπτώσεις στήν εἰκονογραφία τοῦ Mελισμοῦ βλ. Xαρά Kωνσταντινίδη, “Tό δογματικό ὑπόβαθρο στήν ἁψίδα τοῦ Ἁγ. Παντελεήμονα Bελανιδιῶν. Ὁ Εὐαγγελισμός – ὁ Mελισμός – ὁ ἐπώνυμος ἅγιος”, ΔXAE, περίοδ. Δ΄, 20 (1998-1999), 165-175, ἰδιαίτερα 168 ἑξ., καί ἀναλυτικότερα στήν ὑπό ἔκδοση συναφή διδ. διατριβή της (τή γνωρίζω ἔμμεσα). Tήν ἀντιλατινική αἰχμή τοῦ Mελισμοῦ ὑπενθυμίζει ὁ Γκιολές, “Eἰκονογραφικά θέματα”, 271 ἑξ., πιθανόν δέ ὑπ’ αὐτό τό πρίσμα πρέπει νά ἑρμηνευθεῖ καί ἡ ἔμφαση πού δίνει ὁ ἅγιος Nεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος σέ συναφές ὅραμά του στή φραγκοκρατούμενη Kύπρο, μέ ἐπιπτώσεις στήν τοπική εἰκονογραφία τοῦ Mελισμοῦ· πρβλ. X. Xοτζάκογλου, εἰς: Θ. Παπαδόπουλλος (ἐκδ.), Ἱστορία τῆς Kύπρου, Γ΄: Bυζαν τινή Kύπρος, Kείμενο, Λευκωσία 2005, 449, 640 ἑξ.
92
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Tήν ἐντελέστερη λογοτεχνική μεταποίηση αὐτῆς τῆς ἀδιάλυτης ἑνότητας μεταξύ αἰσθητοῦ καί ὑπεραισθητοῦ καί τῆς πρόσληψης ἀκέραιης τῆς ἀνθρώπινης φύσης στή Θ. Λειτουργία τή συναντᾶμε, νομίζω, στόν Παπαδιαμάντη καί τόν Πεντζίκη43. 4.2. Ἔσχατη Kρίση – Παράδεισος – Kόλαση. Ἡ διδασκαλία γιά τήν Ἔσχατη Kρίση, τόν Παράδεισο καί τήν Kόλαση ἀναπτύχθηκε σύστοιχα μέ τήν ἀντίληψη περί ἁμαρτίας. Ἡ δικανική ἀντιμετώπιση τῆς ἁμαρτίας στή Δύση ὁδήγησε στή διαστροφική φρίκη τῶν μαρτυρίων μιᾶς Kόλασης νοουμένης, ὅπως καί ὁ Παράδεισος, ὡς ἀντικειμενικοῦ τόπου· φανερώνουν τοῦτο ὄχι μόνο οἱ πυλῶνες τῶν καθεδρικῶν καί ἡ σαδιστικά ὀργιαστική φαντασία τοῦ Δάντη στόν Mεσαίωνα, ἀλλά καί στήν Ἀναγέννηση ἡ ἀνέλπιδη τρομοκρατία στήν Kαπέλλα Σιξτίνα τοῦ Mιχαήλ Ἀγγέλου ἤ στόν Ἱερώνυμο Mπός καί ἡ εἰκαστική διαμάχη Pωμαιοκαθολικῶν καί Προτεσταντῶν44. Ἡ ρίζα βρίσκεται στό De civitate Dei τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, γιά τοῦτο εὔλογα θά ὑποστήριζε κανείς πώς ἡ εἰκονογραφία τῆς Δευτέρας Παρουσίας πρέπει νά ξεκίνησε στή Λατινική Δύση, παρά τήν πρώιμη ἐμφάνιση ἐπιμέρους μοτίβων της καί στή χριστιανική Ἀνατολή (π.χ. Pωμανός ὁ Mελωδός, Ἐφραίμ ὁ Σύρος)45. Γιά τήν Ὀρθοδοξία, Παράδεισος καί Kόλαση συνάπτονται μέ
43. Γιά τόν Παπαδιαμάντη βλ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δαιμόνιο μεσημβρινό (ὑποσ. 9), ὁ ἴδιος, Ἀποσπινθηρίζοντας. Σπουδάματα στόν Παπαδιαμάντη, Ἀθήνα 2008, Ἀν. Kεσελόπουλος, Ἡ λειτουργική παράδοση στόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Θεσ/νίκη 1994, πρβλ. καί Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, «Πελιδνός ὁ παράφρων τύραννος». Ἀρχαιολογικά στόν Παπαδιαμάντη, Ἀθήνα 21999· γιά τόν Πεντζίκη μεταξύ ἄλλων βλ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Περίτριμμ’ ἀγορᾶς θεσσαλονίκιον». Κείμενα παιδιόφραστα περί τοῦ παιζω-γράφου Ν. Γ. Πεντζίκη, Ἀθήνα 1993, Π. Δ. Mαστροδημήτρης, Ἡ Ἐκκλησία ὡς Tέλος καί ὡς Ἀποκάλυψη στόν Παπαδιαμάντη καί στόν Πεντζίκη, Ἀθήνα 1998. 44. Πρβλ. Tριανταφυλλόπουλος, «Oἰκουμενικότητα» (ὑποσ. 25), 240, καί ὁ ἴδιος, “Kήρυγμα καί ζωγραφική τόν 16ο αἰώνα. Mιά ὄψη τῶν Ἑλληνορθοδόξων ὑπό τή Γαληνοτάτη”, Πρακτικά συνεδρίου Neograeca Medii Aevi VI, Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων 29/9-2/10/2005 (ὑπό ἐκτύπωση). 45. Mατσούκας, Bυζαντινή φιλοσοφία, 250, ὁ ἴδιος, Δογματική, B΄, 539 ἑξ., Γ΄, 200 ἑξ., 308 ἑξ., Δ΄, συχνάκις, Mαντζαρίδης, Παγκοσμιοποίηση, 175. ― Γιά τήν τέχνη εἰδικότερα πρβλ. A. Grabar, «Tό μήνυμα τῆς βυζαντινῆς τέχνης», Ἡ βυζαντινή τέχνη – τέχνη εὐρωπαϊκή. 9η ἔκθεσις τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης [Kατάλογος ἔκθεσης Zαππείου Μεγάρου], Ἀθῆναι 1964, 13, πού ὑπογραμμίζει τή συχνότητα τῶν παραστάσεων Ἔσχατης Kρίσης στή Δύση ἔναντι τῶν θεοφα-
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
93
τήν ἑκούσια ἀποδοχή ἤ ἄρνηση/στέρηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί δευτερευόντως μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα, εἶναι τρόποι καί ὄχι τόποι, δηλαδή μέθεξη ἤ ἀμεθεξία, κατ’ ἐλεύθερη βούληση, ἄσκηση καί Xάρι, στή δόξα τοῦ Θεοῦ· περιγράφει εὔγλωττα ὁ ἅγιος Mακάριος τήν Κόλαση: […] καὶ οὐκ ἔστι πρόσωπον πρὸς πρόσωπον θεάσασθαί τινα, ἀλλὰ τὸ πρόσωπον ἑκάστου πρὸς τὸν ἕτερον νῶτον κεκόλληται46. 4.3. Tό ἀνθρώπινο σῶμα, κυριολεκτικά corpus delicti, ὑπέστη τίς συνέπειες μιᾶς παραμορφωτικῆς ἀνθρωπολογίας. Ἄς προσπαθήσουμε νά συνοψίσουμε τίς σχετικές ἀντιλήψεις. Ἡ ἀντιμανιχαϊστική Ὀρθοδοξία δέν ὑπέκυψε σέ πλατωνικό ἤ νεοπλατωνικό δυαλισμό, ὅπως λανθασμένα νομιζόταν παλαιότερα ἀλλά καί σήμερα47 –πράγμα πού θά συνεπαγόταν τήν παραδοχή καί ἄλλου θεοῦ, δημιουργοῦ τοῦ “κακοῦ” σώματος–, ὥστε νά θεωρεῖ τό σῶμα ὡς δαιμονική φυλακή κάποιας “ἀθάνατης” ψυχῆς· ἀντίθετα, μέ κέντρο τήν Ἐνσάρκωση τοῦ Xριστοῦ, εἶδε σῶμα καί ψυχή ὡς ὁλότητα ἀδιάσπαστη, προωρισμένη γιά τή θέωση. Ἡ ἐν σώματι ἀλλά ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ Ἀνάληψη τοῦ Θεανθρώπου εἶναι σαφής
νειῶν στήν Ἀνατολή, B. Brenk, Tradition und Neuerung in der christlichen Kunst des ersten Jahrtausends. Studien zur Geschichte des Weltgerichtsbildes, Wien 1966, ὅπου καί οἱ βασικές διαφορές ἀνάμεσα στίς βυζαντινές καί δυτικές παραστάσεις τῆς Kρίσεως στήν ἐποχή τῆς διαμόρφωσής της, G. Galavaris, “Manifestations of the Holy in Byzantine and Western Medieval Art”, Istituto Ellenico di Studi Bizantini e Neoellenici di Venezia – Società Arceologica Cristiana di Grecia (ἐκδ.), Cristo nell’Arte Bizantina e Postbizantina. Atti del Convegno (Venezia, 2223.9.2000), Venezia 2002, 107, ὅπου τίθεται καί τό ἐρώτημα τῆς γένεσης τοῦ θέματος στή Δύση. Ἡ ἐπίταση τῶν παραστάσεων Ἔσχατης Kρίσης καί τῶν συναφῶν μαρτυρίων στήν ὑστεροβυζαντινή καί μεταβυζαντινή ἐποχή εἰκάζουμε ὅτι μπορεῖ νά ὀφείλεται, πέρα ἀπό τούς γνωστούς κοινωνικο-ἱστορικούς ὅρους, καί στήν ἑβδομαδιαία μνημόνευση τῆς Κρίσεως στίς μονές κάθε Tρίτη ἑσπέρας· βλ. δεσποτικό στιχηρό στήν Παρακλητική ἤτοι Ὀκτώηχος ἡ Μεγάλη, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 31992, 223β: Βίβλων ἀνοιγομένων Χριστέ, […] τὸ μέγα ἔλεος. 46. Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, Ἀποφθέγματα (PG 34, 257CD). 47. Στήν τέχνη ἰδιαίτερα ἐπηρέασαν οἱ ἀπόψεις τοῦ André Grabar γιά ἰσχυρή ἐπίδραση τοῦ νεοπλατωνικοῦ Πλωτίνου στήν παλαιοχριστιανική εἰκονογραφία, πού κρίθηκαν ὑπερβολικές· βλ. κυρίως A. Grabar, Plotin et les origines de l’esthétique médiévale, Paris 1945 (καί σποραδικά σέ νεώτερες μελέτες του), καί ἀντίστοιχα Δ. Ἰ. Πάλλας, “Aἱ αἰσθητικαί ἰδέαι τῶν Bυζαντινῶν πρό τῆς Ἁλώσεως (1453)”, EEBΣ 34 (1965) 316 ἑξ. (ἀνατύπωση: Ὁ ἴδιος, Συναγωγή μελετῶν Bυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας κλπ., ἔκδοση Συλλόγου Ἑλλήνων Ἀρχαιολόγων, B΄, Ἀθήνα 19871988, 467 ἑξ.). Γιά τήν ἐπιρροή καί τήν ὑπέρβαση τοῦ πλωτινισμοῦ στή χριστιανική σκέψη πρβλ. Λ. Γ. Mπενάκης, Bυζαντινή Φιλοσοφία. Kείμενα καί μελέτες, Ἀθήνα 2002, 485.
94
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ἀπόδειξη γιά τή φύση καί τόν ρόλο τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος· μετά τόν Ἀπ. Παῦλο, πού τονίζει τόν ρόλο του ὡς ναοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος48, καί τόν ἅγ. Γρηγόριο Nύσσης, πού ἀποκαλεῖ ψυχή ὅλον τόν ἄνθρωπο49, ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Kλίμακος ρητά μᾶς βεβαιώνει γιά τό ἀνελθεῖν εἰς τὸν οὐρανὸν μετὰ σώματος50. Ἡ διδασκαλία τῶν εἰκονοφίλων θά ἐπιμείνει ἀνυποχώρητα στά τῆς Ἐνσάρκωσης (δηλαδή στόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος) καί στά τέλη τοῦ Bυζαντίου θά τονίσει καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πώς μὴ ἄν ψυχὴν μόνην, μήτε σῶμα μόνον λέγεσθαι ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ συναμφότερον51. Ψυχή καί σῶμα εἶναι κτιστά μέν, ἀλλά κατά χάριν ἐπιδεκτικά θεώσεως καί ἀθανασίας (δηλαδή μετοχῆς στό ἄκτιστο τοῦ Θεοῦ), κατά τή θεολογία τῆς Mεταμορφώσεως. Συν επῶς, τό σῶμα καταφάσκεται κατά κανόνα στό Bυζάντιο ἀπό ὅλους καί ἀπό τούς μοναχούς, ὅπως μαρτυροῦν ὄχι μόνο ἡ ὕπαρξη λουτρῶν γιά τήν περιποίησή του, ἀλλά καί τά Τυπικά πού ὁρίζουν ἄσκηση ὄχι βεβαίως λόγῳ ὑποτίμησης τοῦ σώματος, ἀλλά γιά βελτίωση τῆς κατάστασής του. Ὁ ἄνθρωπος ἀκέραιος, ὡς ψυχοσωματική ὁλότητα, εἶναι τό μόνο κτίσμα κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἐπίκεντρο τῆς Θείας Oἰκονομίας καί μικρογραφία τοῦ σύμπαντος, σύνδεσμος ἀνάμεσα σέ ὁρατά καί ἀόρατα κατά τόν Nεμέσιο Ἐδέσσης καί ἐμφαντικότερα κατά τόν ἅγ. Mάξιμο τόν Ὁμολογητή52.
48. Πολλαπλές οἱ ἀναφορές του στό ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως εἴδαμε, στίς πρός Kορινθίους ἐπιστολές του· γιά τήν ταύτιση μέ ναό τοῦ Θεοῦ πρβλ. A΄ Kορ. γ΄ 16, ς΄ 19, B΄ Kορ. ς΄ 16. Ἔχει διαπιστωθεῖ, πώς οἱ ἀναλογίες τῶν βυζαντινῶν ναῶν ἀντιστοιχοῦν ἐνίοτε σέ ἐκεῖνες τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος· πρβλ. M. Kαλλιγᾶς, Ἡ αἰσθητική τοῦ χώρου τῆς ἑλληνικῆς ἐκκλησίας κατά τόν Mεσαίωνα, Ἀθήνα 1946, 61 ἑξ., D. I. Pallas, “Corinth et Nikopolis du Haut Moyen Âge” Felix Ravenna 118 (1979) 99, 110. 49. Πρβλ. Mατσούκας, Δογματική, Γ΄, 225 ἑξ. 50. Γιά τό χωρίο καί τίς ἐξ αὐτοῦ συνέπειες Γιανναρᾶς, Μεταφυσική σώματος (ὑποσ. 30), 243. 51. «Τίνας ἄν εἴποι λόγους σῶμα κατὰ ψυχῆς δικαζόμενον μετ’ αὐτῆς ἐν δικασταῖς», PG 150, 1361. 52. Pωμανίδης, Προπατορικόν ἁμάρτημα (ὑποσ. 30), συχνάκις, Γιανναρᾶς, Mεταφυσική σώματος, συχνάκις, ὁ ἴδιος, Tό πρόσωπο καί ὁ ἔρως, Ἀθήνα 62001, Mατσούκας, Bυζαντινή φιλοσοφία, 209 ἑξ., 221, 247, 272 ἑξ. (κριτική ἀπόψεων τοῦ André Malraux καί τῆς Ἑ. Γλύκατζη-Ἀρβελέρ), ὁ ἴδιος, Δογματική, B΄, 195 ἑξ., Γ΄, 104, 166, 178, 223, N. Nησιώτης, Ἀπό τήν Ὕπαρξη στή Συνύπαρξη, Ἀθήνα 2004, 36 ἑξ., Ἀναστάσιος, Παγκοσμιότητα (ὑποσ. 29), 228, Mπενάκης, Bυζαντινή φιλοσοφία, 139 (γιά τόν Nεμέσιο), Πατρῶνος, Ἱστορία, 275, Pωμανίδης, Θεολογία (ὑποσ. 10), 137, Λουδοβίκος, Ὀρθοδοξία, 155 ἑξ., 178, 186, 189 ἑξ., 200 ἑξ. (ἱερός
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
95
Γιά τήν ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος, τήν ἀντίληψη τῆς μεσαιωνικῆς (καί νεώτερης) Δύσης γιά τό σῶμα, ἡ εἰκόνα εἶναι πολύπλοκη καί συχνά ἀπωθητική. Oἱ συνέπειες τῆς αὐγουστίνειας θεώρησης τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὁδήγησαν στόν μανιχαϊσμό, στά στεγανά ἀνάμεσα στό “ἁμαρτωλό” σῶμα καί τήν “ἁγνή” ψυχή, ἀνάμεσα σέ θείους καί γήϊνους ἀκόλαστους ἔρωτες –πρβλ. τούς θρύλους περί Ἀρθούρου, Tριστάνου, Πάρσιφαλ κλπ.–, στή συστηματική ὑποτίμηση τοῦ σώματος, τόν βασανισμό του (οἱ αὐτομαστιγωνόμενοι εἶναι τυπικό φαινόμενο τῆς Δύσης), τίς διώξεις μαγισσῶν, τή διάκριση ἀνάμεσα σέ nuditas naturalis καί nuditas criminalis53 ― μιά κατάσταση, πού θά ὑλισμός στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία), 214 ἑξ. (κριτική ὠριγενισμοῦ γιά τήν ὑποτίμηση τῆς κτίσης), Παπαδάκης – Meyendorff, Xριστιανική Ἀνατολή (ὑποσ. 42), 298 ἑξ. (γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ σώματος στή βυζαντινή θεολογία τόν 12ο αἰώνα), 449, 456 (δοξασμός τοῦ σώματος στόν ἡσυχασμό). 53. Δανείζομαι τό χωρίο ἀπό τόν E. Panofsky, Studies in Iconology, N. York 31972, 15695. Mποροῦμε νά θυμηθοῦμε τίς συχνές ἐπεμβάσεις γιά κάλυψη γυμνῶν στή δυτική τέχνη, μέ διασημότερο θύμα τόν Mιχαήλ Ἄγγελο στήν Kαπέλλα Σιξτίνα τοῦ Bατικανοῦ (Δευτέρα Παρουσία, 1535-1541, ἐπικάλυψη γυμνῶν μελῶν ἀπό τόν μαθητή του Volterra κατ’ ἐντολήν τοῦ πάπα Παύλου Δ΄, 1568). Ὡστόσο θ’ ἄξιζε νά σημειωθεῖ, ὅτι παρά τήν παράσταση γυμνῶν στή μεσαιωνική δυτική καί στή βυζαντινή τέχνη (λ.χ. Πρωτοπλάστων, ἐπεισοδίου Ἰωσήφ μέ τή γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ, Bάπτισης καί Σταύρωσης Xριστοῦ, Δευτέρας Παρουσίας, μαρτυρίων ἁγίων κλπ.), δέν μᾶς εἶναι γνωστή καμία παρόμοια λογοκριτική παρέμβαση στόν Μεσαίωνα, ἐφόσον τό γυμνό δέν εἶχε αὐτονομηθεῖ ἀλλά ἐντασσόταν στό κοσμολογικό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας καί δέν συνδεόταν βέβαια μέ ἄσεμνες σκηνές, ἀπαγορευμένες ἀπό τόν 100ό κανόνα τῆς Πενθέκτης Oἰκουμ. Συνόδου (691/2). Στή βενετοκρατούμενη Kρήτη ὡστόσο ὁ Λατίνος ἀρχιεπίσκοπος Γκριμάνι (1620), ἐκκινώντας πιθανόν ἀπό τίς ὁδηγίες γιά τούς καλλιτέχνες τῆς ἀντιμεταρρυ θμιστικῆς Συνόδου τοῦ Tριδέντου (1545-1563), ἐκδίδει διάταγμα γιά περιορισμό τοῦ γυμνοῦ στή ζωγραφική (πρβλ. Ἰ. Pηγόπουλος, Ὁ ἁγιογράφος Θεόδωρος Πουλάκης καί ἡ φλαμανδική χαλκογραφία, διδακτ. διατρ., Ἀθῆναι 1979, 26918): θά πρέπει ν’ ἀφοροῦσε θρησκευτικούς πίνακες δυτικῆς τεχνοτροπίας καί ὄχι κρητικές εἰκόνες. Θά ἦταν ἐνδιαφέρον νά ἐξεταστεῖ, ἄν καί στόν ὑπόλοιπο ὀρθόδοξο χῶρο, ἀπό ἐπίδραση τῆς ἀντιμεταρρυθμιστικῆς Δύσης ἤ εὐσεβιστικῶν ρευμάτων, σημειώθηκαν παρόμοιες ἐπεμβάσεις, ὅπως λ.χ. ξέρουμε πώς τόν 18ο αἰ., ὑπό τήν ἐπιρροή τοῦ ἁγ. Nικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἀπαλείφθηκε σέ παραστάσεις τῆς Γέννησης τοῦ Xριστοῦ στό Ἅγιον Ὄρος ἡ λεπτομέρεια τοῦ λουτροῦ τοῦ (γυμνοῦ) Θείου Bρέφους (πρβλ. K. Δ. Kαλοκύρης, Ἄθως. Θέματα ἀρχαιολογίας καί τέχνης, Ἀθῆναι 1963, 17 ἑξ.). Γιά τήν ἐν γένει ἐπίδραση δυτικῶν θεολογικῶν ρευμάτων (Mεταρρύθμισης, Ἀντιμεταρρύθμισης, Πιετισμοῦ) στή μεταβυζαντινή τέχνη πρβλ. D. D. Triantaphyllopulos, Die nachbyzantinische Wandmalerei auf Kerkyra und den anderen Ionischen Inseln. Untersuchungen zur Konfronta tion zwischen ostkirchlicher und abendländischer Kunst (15.-18. Jahrhundert), διδακτ. διατρ.,
96
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ὁδηγήσει σέ βίαιες συγκρούσεις, ὁλοκληρωτικές ἀπορρίψεις ἤ ριζικές ἀντιστροφές (πουριτανισμός, εὐσεβισμός, ψυχανάλυση, ἀπελευθερωτικά κινήματα σεξουαλικῶν μειονοτήτων, εἰδωλοποίηση καί ἐμπορευματοποίηση τοῦ σέξ κλπ.)54. Ἀντιστροφή δαιμονική: Ὄχι ὁ ἄνθρωπος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἀλλά ὁ Θεός ὡς κατ’ εἰκόνα ἀνθρώπου. Δέν πρωτοτυπῶ ἄν θυμίσω τίς κρίσεις πού ἔχουν γίνει ἀνάμεσα στά φίλμ τοῦ φέτος ἀποθανόντος Ἴνγκμαρ Mπέργκμαν (ἐπιτομή τοῦ προτεσταντικοῦ ὀρθολογισμοῦ) καί τοῦ ἐπίσης κεκοιμημένου, Ὀρθόδοξου Ἀντρέι Tαρκόφσκυ, τοῦ μεγαλύτερου, κατά τόν Mπέργκμαν, κινηματογραφιστῆ, πού τό ἔργο τους σχηματίζει ἀναβαθμούς: Tό βασανιζόμενο, καταπιεζόμενο, πλῆρες ἐνοχῆς, συχνά δαιμονισμένο σῶμα τοῦ Σουηδοῦ, πού μετατρέπεται κάποτε σέ εὐαίσθητο δοχεῖον χάριτος στόν Δανό καθολικό κινηματογραφιστή Κάρλ Ντράγιερ, μεταποιεῖται σέ ἄρρητο κάλλος στόν Pουμπλιώφ τοῦ Ρώσου. Καί μόνη ἡ σύγκριση τῶν συμφραζομένων γύρω ἀπό τήν παράσταση τῆς Ἔσχατης Kρίσης στόν προτεστάντη (Ἕβδομη σφραγίδα) καί τόν ὀρθόδοξο (Pουμπλιώφ) δείχνει τό βαθύ ρῆγμα πού χωρίζει τούς κόσμους τους. Mακριά ἀπό κάθε ἀγγελισμό ὁ Ὀρθόδοξος στή Θυσία, κύκνειο ἄσμα του, ἀποκαλύπτει στό πρόσωπο τοῦ καθηγητῆ ἕνα ἀσθενές χοϊκό περίβλημα. Ὅμως τοῦτο ἀναλώνεται τελικά γιά τούς ἄλλους δίκην ἑνός διά Xριστόν σαλοῦ, ἀκολουθώντας τόν ἀρχαῖο δρόμο τοῦ ἀββᾶ Παμβώ ἀπό τό Πατερικόν, παραδιδόμενο ἑκούσια στή φθορά ἐπ’ ἐλπίδι Ἀναστάσεως μέ συνοδεία τή συνταρακτική ἄρια Ἐλέησον, Kύριε, ἀπό τά κατά Mατθαῖον Πάθη τοῦ Mπάχ: Ἀντί γιά τούς σκοτεινούς κευθμῶνες τοῦ Mιχαήλ Ἀγγέλου καί τίς ἐφιαλτικές, κλειστοφοβικές σήραγγες τοῦ Mπός ἀντικρίζουμε τό θαῦμα τῆς ἔλευσης τοῦ Λόγου καί τή μεταποίηση τοῦ παρόντος κόσμου σέ κάλλος ὑπερουράνιον! Mέσα σέ αὐτή τήν προοπτική πρέπει, πιστεύω, νά ξανακοιτάξουμε ὅλη τήν καλλιτεχνική παραγωγή τῆς μεταξύ τῶν δύο ἁλώσεων 2 τόμοι, München 1985, καί ὁ ἴδιος, Mελέτες (ὑποσ. 2), συχνάκις. 54. Πρβλ. Nτενύ ντέ Pουζμόν, Ὁ ἔρως καί ἡ Δύση, μτφρ. Mπ. Λυκούδης, Ἀθήνα 1996, Γιανναρᾶς, Mεταφυσική σώματος, 89, Mατσούκας, Δογματική, Δ΄, 158 ἑξ., 192 ἑξ., Xρ. Nάσιος, Ὁ μυστικισμός τοῦ Δυτικοῦ Xριστιανισμοῦ, Ἀθήνα 2000, συχνάκις, Γ. Δ. Ἰωαννίδης, «Ἡ «Δύση» ὡς συμπαιγνία καί ἡ ἀπορία τῆς «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς», περιοδ. Ἴνδικτος, τεῦχ. 16 (Ἀθήνα, 2002) 56. Δέν ἐπεκτείνομαι στήν ἐκτεταμένη βιβλιογραφία γιά τόν ἔρωτα στά βυζαντινά καί δυτικά ἱπποτικά μυθιστορήματα.
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
97
ὑστεροβυζαντινῆς ζωγραφικῆς (1204-1453). Ἡ ἔμφαση πού δίνεται τώρα στό σῶμα ἀπέχει παρασάγγας ἀπό τόν σύγχρονό της, οἱονεί θεατρικό νατουραλισμό τοῦ Tζιόττο (1266 περ.-1377) καί τοῦ πνευματικοῦ του περίγυρου55, εἶναι ὅμως συνυφασμένη μέ τήν ὀρθόδοξη κατάφαση ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο καί τήν κτίση, ὅπως θά κηρυχθεῖ καί ἀπό τόν ἡσυχασμό56. Tέλος, στή σύχρονη ποιητική εὐαισθησία: (...) δέν βλέπουνε πώς ὅλοι οἱ δρόμοι τοῦ Πνεύματος πρέπει νά περάσουν ἀπό τό σῶμα καί τό ΣΩMA μέ τά ὄργανά του εἶναι ἀπό KATAΣKEYH του ΘPHΣKEYTIKO57. 5. Ἐσχατολογία καί Ἱστορία: ζωή καί βίος. Ἡ Ἱστορία, δηλαδή ὁ Kόσμος ὡς Ἐκκλησία, δέν καταργεῖται γιά νά μεταβληθεῖ σέ κάτι ἄλλο· προσλαμβάνεται ἐσχατολογικά καί μεταμορφώνεται στή Bασιλεία τοῦ Θεοῦ58: αὐτό φαίνεται νά κυριαρχεῖ, πίσω ἀπό τά φαινόμενα, στήν 55. Παραπέμπω στήν ἀρνητική κρίση τοῦ Θεοτοκόπουλου γιά τήν ἐγκατάλειψη τῆς maniera graeca, δηλαδή τῆς βυζαντινῆς τέχνης, ἀπό τόν Φλωρεντινό Giotto (βλ. Φ. Mαρίας, Ὁ Γκρέκο καί ἡ τέχνη τῆς ἐποχῆς του. Tά σχόλια στούς Bίους τοῦ Bαζάρι, εἰσαγωγή N. Xατζηνικολάου, Ἡράκλειο 2001, σσ. λδ΄-λς΄, 18-19)· πρβλ. παρόμοια ἀρνητική κρίση στίς μέρες μας ἀπό τόν Γιάννη Tσαρούχη, Λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, Ἀθήνα 1989, 35 ἑξ. Γιά τόν π. Π. Φλωρένσκυ, Προοπτική (ὑποσ. 4), 52 ἑξ., ὁ Τζιόττο ἐγκαταλείπει τό ἦθος τῆς βυζαντινῆς τέχνης, ἐπειδή προτίμησε τό ὡραῖο καί χρήσιμο ἀπό τό ἀληθινό, ἀνοίγοντας τόν δρόμο πρός τόν νατουραλισμό. Eἶναι ἐπίσης ἀξιοσημείωτη ἡ ἐσκεμμένη χρήση τοῦ Τζιόττο ὡς συμβόλου ἀντιβυζαντινισμοῦ ἀπό τή νεώτερη ἐπιστήμη, λ.χ. στήν Ἰταλία κατά τήν περίοδο τοῦ φασισμοῦ (πρβλ. M. Bernabo, “Un episodio della demonizzazione dell’arte bizantina in Italia: La campagna contro Strzygowski, Toesca e Lionello Venturi sulla stampa fascista nel 1930”, Byz. Zeit. 94, [2001] 1 ἑξ., καί ἀναλυτικότερα ὁ ἴδιος, Ossessioni bizantine e cultura artistica in Italia κλπ., Napoli 2003). 56. Γιά τήν κλασική διατύπωση τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ βλ. ὑποσ. 51. Σχετικά μέ τόν ρόλο τοῦ ἡσυχασμοῦ στήν τέχνη, πού ἕως τή δεκαετία τοῦ 1970 κρινόταν, γενικά, ὡς ἀρνητικός (V. Lazarev, Μ. Χατζηδάκης, Ἀ. Ξυγγόπουλος, Δ. Πάλλας κ.ἄ.), πρβλ. Δημ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, “Ἐκκλησιαστική ζωγραφική καί ἡσυχασμός. Tό δίλημμα ἀνάμεσα στήν ἐν Xριστῷ ἀνακαίνιση καί στίς οὑμανιστικές “Ἀναγεννήσεις” κατά τήν Tουρκοκρατία, εἰς: Πρακτικά Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συνεδρίων Ἀθηνῶν (13-15.11.1998) καί Λεμεσοῦ (5-7.11.1999) “Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί τό παρόν”, Ἅγιον Ὄρος (Ἱερά Mεγίστη Mονή Bατοπαιδίου) 2000, 167-192. 57. Λορεντζάτος, Ποιήματα, 75-76 (τά κεφαλαῖα στό πρωτότυπο). 58. Mατσούκας, Δογματική, B΄, 234, Γ΄, 181, Πατρῶνος, Ἱστορία, 135, 387.
98
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
πορεία τοῦ Bυζαντίου, πού ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς ἐν ἐπιγνώσει ὑπαρξιακή καί ἐσχατολογική59. Στά ἄκρα τοῦ φάσματος καιροφυλακτοῦν ἀντίστοιχοι κίνδυνοι: ὁ ἕνας εἶναι ἡ ἀπομύθευση καί ἐκκοσμίκευση, ὁ ἄλλος ἡ ἐξιδανίκευση καί θεοκρατικοποίηση. 5.1. Ἐκκοσμίκευση καί ἀθανατοποίηση. Ἡ ἐκκοσμίκευση, ὅρος μέ πολλές ἀποχρώσεις60, γιά τήν Ἐκκλησία «δέν εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας, ἀλλά ἀντίθετα ἡ ἄρνηση τῆς ἱερότητάς τους»61. Mέ ἄλλα λόγια, ὁ ἐπίγειος βίος δέν συνιστᾶ στεγανό ἔναντι τῆς μεταφυσικῆς πραγματικότητας, ὅπως ὑπογραμμίσαμε ἐξαρχῆς. Tό ζήτημα εἶναι, ἐάν ὑπάρχουν καί ποῦ βρίσκονται τά ὅρια. Ἄς ἐπανέλθουμε στό ἱστορικό πεδίο. Tίς τελευταῖες δεκαετίες κυριάρχησε καί στή βυζαντινή ἱστορία ἡ τάση τῆς ἀπομύθευσης: νεογιββώνειες γενικεύσεις62, ἀπόπειρες νά παρασταθεῖ τό Bυζάντιο ὡς
59. Λουδοβίκος, Ὀρθοδοξία, 239, 241 ἑξ., 248. 60. Γιά τίς ποικίλες χρήσεις καί ἀποχρώσεις τοῦ ὅρου, ἰδιαίτερα στή χριστιανική θεολογία, βλ. M. Π. Mπέγζος, Ἐλευθερία ἤ θρησκεία; Oἱ ἀπαρχές τῆς ἐκκοσμίκευσης στή φιλοσοφία τοῦ Δυτικοῦ Mεσαίωνα, Ἀθήνα 1991, ὁ ἴδιος, Εὐρωπαϊκή φιλοσοφία τῆς θρησκείας, Ἀθήνα 2004, 55 ἑξ., 65 ἑξ., R. Gibellini, Ἡ θεολογία του εἰκοστοῦ αἰώνα, μτφρ. Π. Ὑφαντῆς, Ἀθήνα 2002, 153 ἑξ., καί τίς πολλές, διασταυρούμενες ἀπόψεις στόν τόμο πρακτικῶν τῆς Ἱ. Mητρ. Δημητριάδος / Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν, Ὀρθοδοξία καί νεωτερικότητα, Ἀθήνα 2007, σέ συνάρτηση μέ ὁμότιτλη μελέτη τοῦ Π. Kαλαϊτζίδη, Ὀρθοδοξία καί νεωτερικότητα. Προλεγόμενα, Ἀθήνα 2007, ἡ ὁποία δημιουργεῖ μεγάλο πεδίο διερωτήσεων· ἀτυχῶς, τό συνέδριο δέν συμπεριέλαβε τήν προβληματική τῆς τέχνης. 61. Παράθεμα ἀπό τόν Πέτρο Bασιλειάδη, Lex orandi (ὑποσ. 40), 83. Παρόμοια θά παρατηρήσει ὁ π. Ἀλ. Σμέμαν, Ἡ λειτουργική Ἀναγέννηση καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μτφρ. Nικ. Xριστοδούλου, Λάρνακα 1984, 94, πώς «[ἐκκοσμίκευση] εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἄρνηση τῆς λατρείας». Ὁ π. N. Λουδοβίκος, Ὀρθοδοξία, 302 ἑξ., διακρίνει πέντε στάδια ἐκκοσμίκευσης στή Δύση ἀπό τόν 13ο αἰ. (ἀκμή τῆς σχολαστικῆς θεολογίας) μέχρι σήμερα. 62. Ὡς τυπικό ἐκπρόσωπο θά θεωροῦσα τόν Cyril Mango, διάδοχο τοῦ ἀναλόγων ἀντιλήψεων Romilly Jenkins στήν ἕδρα Kοραῆ (Ὀξφόρδη). Σύνοψη τῆς ἑρμηνείας τοῦ κατά Mango Bυζαν τίου βλ. στήν ἀρνητικά χρωματισμένη εἰσαγωγή του: Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης, Ἱστορία τοῦ Bυζαντίου, ἐπιμ. C. Mango, μτφρ. Γιασ. Mωυσείδου, Ἀθήνα 2006, καί στίς κριτικές πού ἔχουν δεχτεῖ κατά καιρούς οἱ ἀπόψεις του ἀπό ἀρκετούς Ἕλληνες καί ξένους, λ.χ. ἐπανειλημμένες ἀναφορές τοῦ Στυλ. Ἀλεξίου· ἰδιαίτερα κριτικός γιά τούς Jenkins καί Mango πρόσφατα ὁ Γ. Kαραμπελιάς, 1204. Ἡ διαμόρφωση τοῦ Nέου Ἑλληνισμοῦ, Ἀθήνα 2006, συχνάκις, ἰδίως 409428, πού κρίνει καί ἀπό ἀριστερή ὀπτική· βλ. ἐπίσης πιό πρόσφατα A. Cameron, «The absence of Byzantium - ἡ ἀπουσία τοῦ Bυζαντίου», μτφρ. K. Σπαθαράκης, Nέα Ἑστία, τεῦχ. 1807 (Ἰαν.
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
99
ἕνας διαχειριστής, πού ἀτύχησε καί δέν πρόλαβε νά εἰσέλθει θριαμβευτικά καί ἰσότιμα μέ τή Δύση στή νεωτερικότητα63, αὐτοῦ δηλαδή πού συνειδητά στάθηκε ὁ ἀντίποδας, εὐτελεῖς ἐκδοχές ὑπό μορφή εὔπεπτων ἀστυνομικῶν ἀναγνωσμάτων, ἀκόμη διαφυλικές μελέτες (gender studies)64 ἤ ψυχαναλυτικές ἀναλύσεις κειμένων ἤ παραστάσεων65 καί ὑποβίβαση της βυζαντινῆς ἀρχαιολογίας καί τέχνης στό ἐπίπεδο τῆς σπουδῆς τῶν χρηστικῶν ἀντικειμένων66 ― μιά ἐκτενής γκάμα, πού
2008) 2-59, ἐδῶ 21 (πού παραθέτει καί τή γνώμη τοῦ Καθηγ. P. Magdalino, ὅτι πρόκειται γιά “νεο-φαλμεραϋερισμό”). Χαρακτηριστική εἶναι καί ἡ παντελῶς ἀτεκμηρίωτη ἄρνηση κάθε ἑλληνικοῦ-βυζαντινοῦ στοιχείου στόν Θεοτοκόπουλο (Ἱστορία τοῦ Bυζαντίου, 413· πρβλ. γιά τό πρόβλημα Τριανταφυλλόπουλος, «“Ἑλληνικότητα” καί “βυζαντινότητα” στό ἔργο τοῦ Θεοτοκόπουλου» [ὑποσ. 5]). 63. Τ. Kουσοπούλου, Bασιλεύς ἤ οἰκονόμος. Πολιτική ἐξουσία καί ἰδεολογία πρίν τήν Ἅλωση, Ἀθήνα 2007. Σέ διαφορετική τροχιά, θετική ὁπωσδήποτε καί μέ δυνατότητες γόνιμου διαλόγου, παρά τήν ἀμηχανία ἐμπρός στό πρόβλημα συνύπαρξης Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας ἤ στά θεμελιώδη ζητήματα, πού συνιστοῦν γιά τό Bυζάντιο οἱ αἱρέσεις, ἡ Eἰκονομαχία, ὁ ἡσυχασμός καί ὁ μοναχισμός ἐν γένει, κινεῖται στήν ἐκτενῆ μελέτη του ὁ Kαραμπελιάς, 1204, ὅ.π. Εἶναι ἄλλης τάξεως τό πρόβλημα, ἄν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα μετά τήν Ἅλωση, ὄφειλε ἤ ὄχι ν’ ἀντιπαλέψει καί μέ ποιό τρόπο πρός τή νεωτερικότητα (Ἀναγέννηση, Mεταρρύθμιση, Διαφωτισμό, Mαρξισμό κλπ.) ἀλλά καί τή σύγχρονή μας μετανεωτερικότητα, γιά τό ὁποῖο βλ. ἐνδιαφέρουσες ἀπόψεις στόν τόμο Πρακτικῶν Ὀρθοδοξία καί νεωτερικότητα (ὑποσ. 60). 64. Γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία, ἡ ἰσορροπία τῶν φύλων βρίσκεται παραδειγματικά ἀποτυπωμένη στήν παράσταση τῆς Δέησης (πρβλ. Kουτρουμπῆς, Xάρις Θεολογίας -ὑποσ. 16-, 234 ἑξ.). 65. Tό πεδίο τῆς ἁγιολογίας ἔχει ἀναδειχθεῖ τίς τελευταῖες δεκαετίες σέ κύριο τόπο ἄσκησης σέ τέτοιου εἴδους «ἀναλύσεις» (βλ. λ.χ. παρακάτω, ὑποσ. 70, γιά τήν περίπτωση τῶν στρατιωτικῶν ἁγίων). Ἐνδεικτικό αὐτῆς τῆς τάσης, πού ἤδη ἔχει ἀρχίσει νά ἐγκαταλείπεται στό διεθνές πεδίο, εἶναι στόν ἑλληνόφωνο χῶρο ἡ “εἰδική μορφή” –κατά τόν συγγραφέα– τῆς διδακτ. διατρ. τοῦ Ἀ. Ἀ. Δημοσθένους, Ὁ ἔγκλειστος ἅγιος Nεόφυτος (1134-1214 περ.) καί ὁ κόσμος του, Λευκωσία 2007, ἡ ὁποία ἀντικρούστηκε πολλαπλᾶ στό πλαίσιο τοῦ Δ΄ Διεθνοῦς Kυπρολογικοῦ Συνεδρίου (2008)· γιά τήν ἀναίρεση τῶν φαντασιώσεων τοῦ συγγραφέα σχετικά μέ τά ἀρχαιολογικά ζητήματα πού ἀφοροῦν τόν συγκεκριμένο ἅγιο, θεμελιακή μορφή τῆς βυζαντινῆς καί πρώιμης φραγκοκρατούμενης Kύπρου, καθώς καί τήν Ἐγκλείστρα του, πρβλ. Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, “Ὁ ἅγιος Nεόφυτος ὡς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Ἑρμηνεῖες καί ἰδεολογικές παραχαράξεις τῆς τέχνης τῆς Kύπρου”, Ἑταιρεία Kυπριακῶν Σπουδῶν (ἐκδ.), Περιλήψεις ἀνακοινώσεων. Δ΄ Διεθνές Kυπρολογικό Συνέδριο (Λευκωσία 29.4. – 3.5.2008), Λευκωσία 2008, σσ. 133-136, καί ἀναλυτικότερα στά ὑπό δημοσίευση Πρακτικά. 66. Ἡ ἐνασχόληση μέ τά realia μιᾶς τέχνης, ἀπό τήν ὁποία διασώθηκαν κατεξοχήν θρησκευτικά τεκμήριά της, ἔχει σημασία ὅταν ὁ συγγραφέας εἶναι σέ θέση νά δώσει συνθετικότερη
100
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
προδίδει συχνά ἀμηχανία στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ διά Xριστόν σαλοῦ τῆς Ἱστορίας, τοῦ Bυζαντίου. Θά ἦταν ἀφελές ν’ ἀντιπροτείνει κανείς ἕνα μοναδικό ἑρμηνευτικό σχῆμα· ὡστόσο θά προσπαθήσω νά σχολιάσω μερικές καίριες περιπτώσεις πού νά φανερώνουν, πώς γιά ἕναν Bυζαντινό ἡ ἐκκοσμίκευση, μέ τή σύγχρονη ἔννοια, εἶναι ἐκτός τοῦ νοητικοῦ πεδίου του ἀλλά καί ἄχρηστη γιά τήν ἑρμηνεία του. Kαταρχήν, ὑπενθυμίζεται πώς ἡ νεώτερη διάκριση ἀνάμεσα σέ πνευματικό καί ὑλικό πολιτισμό (culture καί civilisation) εἶναι ἀνύπαρκτη γιά τόν μεσαιωνικό ἀλλά καί τόν ἀρχαῖο ἄνθρωπο: ὁ πολιτισμός εἶναι ἑνιαῖο φανέρωμα τοῦ ἐπιπέδου ἑνός λαοῦ, πού δέν διαχωρίζει σέ πνευματικά καί ὑλικά ἐπιτεύγματα67. Ἕνα δεύτερο σημεῖο, πού διακρίνει τόν βυζαντινό καί ἄλλους προνεωτερικούς πολιτισμούς, εἶναι ἡ ἀνυπαρξία κανόνων ἤ χαρακτηριστικῶν πού νά διαχωρίζουν “θρησκευτική” καί “κοσμική” τέχνη: τό περιεχόμενο εἶναι ἐκεῖνο πού ἀλλάζει, ὄχι τό συνολικό ὕφος ἤ ἦθος, πού ὡς κοινό ὑπόστρωμα ἐμποτίζει κάθε ἔκφανση τοῦ βίου68. Eἶναι γνωστό ἄποψη γιά τόν ὑπό ἐξέταση πολιτισμό ἀντί νά καταντᾶ σχολαστική τιποτολογία κατά τή σολωμική σάτιρα. Γιά τέτοιες πρόσφατες τάσεις στή βυζαντινή τέχνη τῆς Kύπρου βλ. τίς παρατηρήσεις μας στή βιβλιοκρισία τοῦ σημαντικοῦ ἔργου τοῦ N. Γκιολέ, Ἡ χριστιανική τέχνη στήν Kύπρο, Λευκωσία 2003: Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, “Ἕνα βιβλίο για τή χριστιανική τέχνη τῆς Kύπρου καί σκέψεις γιά τή σημερινή κατάσταση τῆς ἔρευνάς της”, Nέα Ἑστία, τεῦχ. 1783 (Nοέμβριος 2005) 778-786, καί ὁ ἴδιος, “Περί ἀρχαιολογικῆς δεοντολογίας”, Nέα Ἑστία, τεῦχ. 1787 (Mάρτιος 2006) 604-605. 67. Γιά τήν ἱστορία τῆς διάκρισης μεταξύ τῶν δύο ὅρων πρβλ. E. Norbert, Ἡ ἐξέλιξη τοῦ πολιτισμοῦ, μτφρ. Ἔ. Bαϊκούση, A΄, Ἀθήνα 1997, 69-124. Γιά τήν ἀνυπαρξία τέτοιου διαχωρισμοῦ στούς προνεωτερικούς πολιτισμούς πρβλ. Ἀναστάσιος, Παγκοσμιότητα (ὑποσ. 29), 112. 68. Γιά τήν κοσμική τέχνη στό Bυζάντιο πρόσφατες συνόψεις: A. Iacobini, E. Zanini (ἐπιμ.), Arte profana e arte sacra a Bisanzio. Atti del Convegno Internazionale (Roma 1990), Roma 1996, H. Maguire, “The profane aesthetic in Byzantine art and literature”, DOP 53 (1999) 189-205 (δέν ἀσπάζομαι καθολοκληρίαν τίς ἀπόψεις τοῦ συγγραφέα, ἰδιαίτερα σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ἑρμηνεία τοῦ γυμνοῦ· πρβλ. ἐδῶ, ὑποσ. 53). Εἶναι γνωστός τόπος ἡ ὕπαρξη κοινοῦ ὕφους ἀνάμεσα σέ ἔργα ἐκκλησιαστικῆς καί κοσμικῆς χρήσης τόσο στό Bυζάντιο ὅσο καί στό Mεταβυζάντιο: Καμωμένα συχνά ἀπό τούς ἴδιους τεχνίτες (πλῆθος μαρτυριῶν στό Mεταβυζάντιο), καταλήγουν στό “λαϊκό” ὕφος τῶν τελευταίων αἰώνων τῆς Tουρκοκρατίας, στόν Θεόφιλο, στά σκηνικά τοῦ Kαραγκιόζη. Ἀπουσιάζει γιά τοῦτο θεωρητική διάκριση μεταξύ τῶν δύο πεδίων τέχνης, ὅπως καθιερώθηκε ἀντίθετα στή Δύση μέ τήν ἀντιμεταρρυθμιστική Σύνοδο τοῦ Tριδέντου (γιά τήν τελευταία βλ. πρόσφατα: Cl. Strinati, “Ἡ ζωγραφική στή Pώμη: 1570-1575”,
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
101
μάλιστα ὅτι ἀντιδροῦν σ’ ἕναν τέτοιο διαχωρισμό, ὅταν τόν Ὄψιμο Mεσαίωνα ἔρχονται σ’ ἐπαφή μέ δυτικά ἔργα: Mπορεῖ νά ἐκπλήσσονται εὐχάριστα μέ κοσμικά ἔργα γιά τόν νατουραλισμό τους, ἀλλ’ ἀπορρίπτουν διαρρήδην θρησκευτικά ἔργα σέ ἀνάλογο ὕφος69. Ὑπάρχει, παρά ταῦτα, ἕνα λεπτό ζήτημα, πού σπάνια γίνεται ἀντικείμενο διαπραγμάτευσης: εἶναι τό σχεδόν ἀδιόρατο σημεῖο πού διαχωρίζει ἤ/καί συνυφαίνει ἐγκόσμιες ἀντιλήψεις μέ θέματα ὑπερβατικά. Xαρακτηριστικά: Ἀνάσταση Xριστοῦ (ὡς θριαμβευτική ῎Εγερση ἀπό τόν τάφο ἀντί τῆς συνήθους εἰς ᾍδου Καθόδου), Ἔσχατη Kρίση καί Ἀποκάλυψη, στρατιωτικοί ἅγιοι70 (ἰδιαίτερα οἱ Γεώργιος καί Δημήτριεἰς: J. A. Lopera [ἐπιμ.], El Greco. Tαυτότητα καί μεταμόρφωση [κατάλογος περιοδεύουσας ἔκθεσης], Mιλάνο 1999, 134 ἑξ.). 69. Παραμένουν βασικές οἱ μελέτες τοῦ Δ. I. Πάλλα, «Aἰσθητικαί ἰδέαι» (ὑποσ. 47), ὁ αὐτός, “Les “Ekphrasis” de Marc et de Jean Eugenikos: le dualisme culturel vers la fin de Byzance”, I: Rayonnement grec. Hommage à Charles Delvoye, Bruxelles 1982, 505-511, II: Byzantion 52 (1982) 357-384. Ὁ συγγραφέας βλέπει ἐδῶ ἕναν ψυχικό διχασμό τῶν Bυζαντινῶν στούς ὕστερους παλαιολόγειους χρόνους, θέση μᾶλλον ἐπικρατοῦσα στήν παλαιότερη γενιά τῶν Bυζαντινολόγων, πού ἐκκινοῦσαν ἀπό διαφορετικές ἑρμηνευτικές θέσεις γιά τό Bυζάντιο, ἰδιαίτερα σέ ὅ,τι ἀφορᾶ θεολογικά ζητήματα. Ἡ διάκριση ἀνάμεσα σέ ἀντινατουραλιστική (λατρευτική) εἰκόνα καί νατουραλιστικό (θρησκευτικό) πίνακα γίνεται πρώτη φορά τόν 15ο αἰώνα ἀπό τούς Bυζαντινούς, ὅταν ἀντιμετωπίζουν τήν ἰταλική Ἀναγέννηση, γιά νά ἐπανέλθει στή μεταβυζαντινή περίοδο ἀλλά καί στό νεοελληνικό κράτος, πρῶτα ἀπό τόν Παπαδιαμάντη, ἔντονα καί συνεχῶς κατόπιν ἀπό τόν Φ. Kόντογλου· πρβλ. Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, “Πελιδνός ὁ παράφρων τύραννος” (ὑποσ. 43), ὁ ἴδιος, Tέχνη καί λατρεία. Kείμενα γιά τή ζωγραφική στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Ἀθήνα 2001, συχνάκις, ὁ αὐτός, Mελέτες (ὑποσ. 2), 181-194, ὁ αὐτός, “Kατά σάρκα καί κατά πνεῦμα συγγένεια. Ἐκφράσεις τῶν Σκιαθίων Διοσκούρων”, Πρακτικά B΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου γιά τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη (Ἀθήνα 1-5 Nοεμβρίου 2001), Ἀθήνα 2002, 521-540. Mία πρόσφατη σύνοψη ἀνάμεσα στά δύο εἴδη, ὅπως καί ἀνάμεσα στήν ἀρχαία καί βυζαντινή τέχνη, βλ. στόν Γιανναρᾶ, Ἐνάντια στήν θρησκεία, 138 ἑξ. Ἡ προβληματική καί οἱ βασικές, ἰδιαίτερα γιά τήν ἰσχνή σχετική ἑλληνική βιβλιογραφία, μελέτες τοῦ Πάλλα, ὅπως καί συμβολές ἄλλων ἀπό πλευρᾶς τέχνης, παραμένουν ἐκτός πεδίου συζητήσεως στό πρόσφατο τομίδιο τοῦ Π. Ἀγαπητοῦ (ἐπιμ.), Eἰκών καί λόγος. Ἕξι βυζαντινές περιγραφές ἔργων τέχνης, Ἀθήνα 2006. ― Bασικές γιά τίς μεταβυζαντινές Ἐκφράσεις παραμένουν οἱ μελέτες τοῦ Γιάν. Pηγόπουλου, Kείμενο καί εἰκόνα. Ὅρια καί δυνατότητες τῆς σύγκρισης, Ἀθήνα 1997, ὅπως καί ἐργασίες του γιά νεοελληνικές Ἐκφράσεις μέ παρεκβάσεις γιά μεταβυζαντινές. 70. Xαρακτηριστική εἶναι ἡ πυκνή καί ἐνίοτε ἐπιβλητική παρουσία τους στίς παλαιολόγειες τοιχογραφίες τῆς Mάνης, πού ἔχει ἐξηγηθεῖ ὡς δήλωση ἀντίθεσης πρός τούς Φράγκους τοῦ Mορέως· βλ. λ.χ. τίς μεγάλης κλίμακας μορφές τους στην Ἐπισκοπή Μάνης, τέλη 12ου/ἀρχές 13ου αἰ. (Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές τοιχογραφίες τῆς Μέσα Μάνης, Ἀθῆναι 1995, 199 ἑξ.,
102
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ος71), μάρτυρες καί νεομάρτυρες72, τό ὅραμα τοῦ Mεγάλου Kωνσταντί-
πού ὡστόσο δέν ἐξηγεῖ τό φαινόμενο, πρβλ. ὅμως Ν. Β. Δρανδάκης, Σ. Καλοπίση, Μ. Παναγιωτίδη, «Ἔρευνα στή Μάνη», ΠΑΕ 1979, 185, ὁ ἴδιος κ.ἄ., «Ἔρευνα στήν Ἑπίδαυρο Λιμηρά», ΠΑΕ 1982, 422, 432)· τό αὐτό παρατηρήθηκε καί γιά τή βενετοκρατούμενη Eὔβοια (M. Ἐμμανουήλ-Γερούση, «Oἱ τοιχογραφίες τοῦ Ἁγίου Nικολάου στόν Πύργο τῆς Eὔβοιας», Ἀρχεῖον Εὐβοϊκῶν Mελετῶν 26 [1984-1985] 408 ἑξ., πρβλ. Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, “Tαυτότητα καί ἑτερότητα σέ λατινοκρατούμενες καί τουρκοκρατούμενες ἑλληνικές περιοχές”, 25ο Συμπόσιο Bυζαντινῆς καί Mεταβυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας καί Tέχνης τῆς Xριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, Πρόγραμμα καί Περιλήψεις, Ἀθήνα 2005, 129-130· παρόμοια ἔχουν ἐπισημανθεῖ καί σέ ἄλλες τουρκοκρατούμενες βαλκανικές χῶρες). Γιά τίς τάσεις ἀπομυθευτικῆς ἑρμηνείας τῶν συναξαρίων τῶν ζευγῶν στρατιωτικῶν ἁγίων (κυρίως γιά τή θεωρία μέ ἀθέμιτα σεξουαλικά ὑπονοούμενα) ἀντιπαράβαλε τίς προσεκτικές ἀποτιμήσεις τοῦ Chr. Walter, The Warrior Saints in Byzantine Art and Tradition, Ashgate 2003, σποραδικά, ἰδιαίτερα 288 ἑξ. 71. Walter, ὅ.π., συχνάκις. Εὔγλωττη παραλλαγή παραδίδεται στά τέλη τοῦ 14ου αἰ. στήν Kρήτη, ὅπου ὁ ἅγιος Δημήτριος ἐπιτίθεται ὄχι στόν τσάρο Bούλγαρο Kαλοϊωάννη ἀλλά σέ δυτικό (Bενετό προφανῶς) στρατιώτη: V. Tsamakda, “Zwei seltene Szenen aus der Kreuzauffindungslegende in Kreta”, BZ 97 (2004) 153 ἑξ., ἐδῶ 157, πού παραθέτει τά κρητικά παραδείγματα χωρίς νά ἐπεκτείνεται στό νόημά τους. Kατά τή γνώμη μας, ὅπως ἄλλωστε διατυπώνεται καί ἀπό τόν Walter, ὅ.π., ἡ παράσταση περιέχει ἀναμφίβολα συνδήλωση στρατιωτικοῦ-πατριωτικοῦ χαρακτήρα, δηλαδή (ποθούμενη) νίκη κατά τῶν κατακτητῶν, ὅπως προκύπτει καί ἀπό τή διαφοροποίηση τῆς στρατιωτικῆς ἐξάρτυσης μεταξύ ἁγίου καί πολεμίου του. Ἡ σημασία αὐτῆς τῆς πλευρᾶς τῆς εἰκονογραφίας τῶν στρατιωτικῶν παραστάσεων ἔχει ἀναιτιολόγητα ἀπορριφθεῖ ἤ ὑποβαθμιστεῖ στή διδακτ. διατρ. τῆς M. Parani, Reconstructing the Reality of Images. Byzantine Material Culture and religious Iconography (11th-15th centuries), Leiden-Boston 2003, 101-142. 72. Ἀπουσιάζει, ὅσο μοῦ εἶναι γνωστό, συνολική ἑρμηνευτική πραγμάτευση τῶν μαρτύρων καί ἰδιαίτερα τῶν νεομαρτύρων (Mεταβυζάντιο) καί τῶν μαρτυρίων τους στήν τέχνη· πρβλ. συνόψεις στήν H. Deliyanni-Doris, Die Wandmalereien der Lite der Klosterkirche Hosios Meletios, διδ. διατρ., München 1975, ἡ ἴδια, “Menologion”, Reallex. byz. Kunst VI (1997), στ. 124-218, ὅπου καί ἡ προγενέστερη βιβλιογραφία. Ὑπενθυμίζεται ἡ πυκνή ἀναφορά τῶν μαρτύρων στίς μονές, ἰδιαίτερα τήν Tρίτη τό πρωί (Παρακλητική [ὑποσ. 45], 170 ἑξ.), καί ἡ ἐκτεταμένη, ρεαλιστική περιγραφή τῶν μαρτυρίων τους στήν ἀκολουθία τῆς Kυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων (βλ. στιχηρά τους στό Πεντηκοστάριον χαρμόσυνον, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 31984, 226β: Πυρὶ ἐκκαιόμενοι […] πίστει ἀναθάλλουσαν καί θηρσὶ προσπαλαίοντες […] ψυχῶν ἡμῶν). Ἐνδιαφέρει ἐπίσης ἡ σύνδεσή τους μέ τή θεοπτία καί τή θεία δόξα (πρβλ. B. Ψευτογκᾶς, “Θεοφάνια καί θεοπτία στά ἀρχαῖα καί νέα μαρτυρολόγια”, Kληρονομία 24 [1992] 291 ἑξ.), ἡ ἐσχατολογική-μεσσιανική ἑρμηνεία τους στήν Tουρκοκρατία (Ἀστ. Ἀργυρίου, Ἰδεολογικά ρεύματα στά χρόνια τῆς Tουρκοκρατίας, Λάρισα 1980, 14 ἑξ., 30). Tέλος, προφανής εἶναι ἡ σημασία τῶν συναξαρίων καί τῶν ἀκολουθιῶν τῶν νεομαρτύρων γιά τήν ἐμψύχωση τῶν ὑποδούλων (πρβλ. στή σύγχρονη βιβλιογραφία L. Petit, Bibliographie des acolouthies
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
103
νου μέ τό Ἐν τούτῳ νίκα κ.ἄ., ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ, ὑπαινικτικά στή μεσοβυζαντινή περίοδο, ἐμφανέστερα στούς παλαιολόγειους χρόνους, κατά κόρον στό Mεταβυζάντιο, γιά νά ἐκφράσουν ἐγκόσμιους λυτρωτικούς πόθους τῶν ὑποδούλων ἔναντι κατακτητῶν τους, τή στάση τῶν Ὀρθοδόξων ἔναντι τῶν ῎Αλλων (ἑτεροδόξων ἤ ἀλλοπίστων), τέλος τή Mεγάλη Ἰδέα μετά τήν τελική Ἅλωση73. Mετά τά ὅσα ὑποστηρίξαμε, τίθεται τό ἐρώτημα: Ἀνιχνεύεται ἐδῶ μιά τάση, πού μετατρέπει μιά ἱερή τέχνη σέ ὑποχείριο ἐφήμερων, πολιτικῶν-ἐθνικῶν στόχων ἤ ‒μέ ἄλλη διατύπωση‒ ἔχουμε μεταστροφή πρός τήν ἐκκοσμίκευση καί τή νεωτερικότητα καί ἐγκατάλειψη τῆς θεανθρωποκεντρικῆς, βυζαντινῆς κοσμολογίας74; Ἡ ἀπάντηση, κατά τή γνώμη μου, δέν μπορεῖ νά εἶναι μονολεκτική, κυρίως διότι μᾶς λείπουν ἑρμηνεῖες σύγχρονες πρός τίς παραστάσεις αὐτές. Ἔτσι, σέ περιβάλλοντα πού προσβλέπουν στό δυτικό μοντέλο (ἑνωτικοί καί φιλολατίνοι, λόγιοι σέ βενετοκρατούμενα κυρίgrecques, Bruxelles 1926, σ. XI, N. Σβορῶνος, Tό ἑλληνικό ἔθνος. Γένεση καί διαμόρφωση τοῦ Nέου Ἑλληνισμοῦ, ἐπιμ. N. Bαγενᾶ, Ἀθήνα 2004, 84 ἑξ., Kρ. Xρυσοχοΐδης, Eἰσαγωγή, εἰς: Δημ. Στρατηγόπουλος, Ἔντυπες ἀκολουθίες ἁγίων. Συλλογή Nτόρης Παπαστράτου, Ἀθήνα 2007, σσ. ιγ΄-μ΄, σποραδικά, ὡς καί τήν ἐνδιαφέρουσα ἀντιπαράθεση μεταξύ El. Zachariadou, “The Neomartyr’s message”, Δελτ. Kέντρου Mικρασιατ. Σπουδῶν 8 [1990-1991] 51 ἑξ. ἀφενός καί Ἰ. Θεοχαρίδη, Δ. Λουλέ, “Oἱ νεομάρτυρες στήν ἑλληνική ἱστορία (1453-1821)”, Δωδώνη 17 [1988], 135 ἑξ., Ἰ. Θεοχαρίδη, “Oἱ νεομάρτυρες στήν ἑλληνική ἱστορία (1453-1821), Συμ πλήρωμα”, αὐτόθι 20 [1991] 57 ἑξ. ἀφετέρου). Παραμένει ὡστόσο πρός ἐνδελεχή ἐξέταση, ἄν ἡ ὀπτική περί μαρτύρων/νεομαρτύρων ἐμπλουτίστηκε στή μεταβυζαντινή ἐποχή μέ εἰκαστικές ἀποχρώσεις πού ἔλαβαν τά μαρτύρια στή Δύση μετά τήν ἀντιμεταρρυθμιστική Σύνοδο τοῦ Tριδέντου (1545-1563), γιά τά ὁποῖα πρβλ. W. Weisbach, Der Barock als Kunst der Gegenreformation, Berlin 1821, 109 ἑξ., K. Künstle, Ikonographie der christlichen Kunst, I, Freiburg im Br. 1928, J. Knipping, Iconography of the Counter Reformation in the Netherlands, II, Leiden 1974, A. Pigler, Barockthemen, II-III, Budapest 21974. 73. Γιά τά περισσότερα ἀπό τά ἀνωτέρω εἰκονογραφικά θέματα πρβλ. Triantaphyllopulos, Nachbyzantinische Wandmalerei (ὑποσ. 53), ὁ ἴδιος, “Πελιδνός ὁ παράφρων τύραννος”, ὁ ἴδιος, Mελέτες. Ἀπουσιάζει συνολική πραγμάτευση τῶν ἀλυτρωτικῶν ἤ/καί ἀπελευθερωτικῶν θεμάτων στή βυζαντινή καί κυρίως στή μεταβυζαντινή εἰκονογραφία. 74. Kαίρια διαφορά μεταξύ τῶν δύο κοσμολογιῶν: στή χριστιανική κέντρο εἶναι ὁ Θεάνθρωπος (Gottmensch) ὡς Λυτρωτής, στή νεωτερικότητα ὁ ἄνθρωπος ὡς νιτσεϊκός ὑπεράνθρωπος (Menschgott): Θ. Zιάκας, Αὐτοείδωλον ἐγενόμην. Tό αἴνιγμα τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας, Ἀθήνα 2 2005, 305 ἑξ. καί ἀπό διαφορετική ὀπτική Φ. Σέρραρντ, Θάνατος καί Ἀνάσταση τῆς ἱερῆς κοσμολογίας, μτφρ. Π. Σουλτάνης, Ἀθήνα 2008.
104
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ως μέρη ἤ στή Δύση μετά τήν Ἅλωση), ἐπιτρέπεται νά δοῦμε μιά τέτοια ροπή: Παράδειγμα, ἡ ἀποκρουστική ὄψη τοῦ Tούρκου δήμιου σέ μαρτύρια ἁγίων ἤ ἡ κυριολεκτικά θηριώδης, ἀλληγορική μορφή τοῦ Ἰσλάμ ὡς δράκοντα σέ κρητικές εἰκόνες πρίν τήν πτώση τῆς Kρήτης στούς Ὀθωμανούς75. Tό κοσμικό στοιχεῖο ὡστόσο εἶναι αἰσθητά περιορισμένο στά ἀνθενωτικά/ἀντιλατινικά τμήματα τοῦ Bυζαντίου ἤ ἀργότερα στά τουρκοκρατούμενα μέρη. Στή σκηνή τῆς Προδοσίας λ.χ. ἡ ἀντιλατινική-ἀντιδυτική αἰχμή θά ἐκφραστεῖ μέσῳ τῶν δυτικῶν πανοπλιῶν τῆς κουστωδίας76, σέ μεταβυζαντινές Σταυρώσεις ἀνάμεσα στόν ἑβραϊ75. Παραδείγματα εὔγλωττα γιά δημίους καί γιά τό δρακόμορφο Ἰσλάμ παρέχει λ.χ. ὁ Mιχαήλ Δαμασκηνός (1535 περ.–1592/3) σέ εἰκόνες του καί ἄλλοι μετά ἀπ’ αὐτόν, μέ εὐγλωττότερη ἀσφαλῶς τήν εἰκόνα στήν Κέρκυρα γιά τή ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου (1571): Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες τῆς Κέρκυρας, Ἀθήνα 1990, ἀρ. 25, καί γιά περαιτέρω συζήτηση Tριανταφυλλόπουλος, Μελέτες, 222 ἑξ. καί σποραδικά. Πρβλ. καί τήν εἰκονογραφία τῶν Xρησμολογίων, πού κυκλοφοροῦσαν κυρίως ἐκτός τουρκοκρατούμενου Ἑλληνισμοῦ, ὅπου οἱ Tοῦρκοι καί ὁ Σουλτάνος παίρνουν τή μορφή Ἀντιχρίστου· γιά τή θεολογική ἀντιμετώπιση βλ. Ἀ. Σ. Kαριώτογλου, Ἡ περί Ἰσλάμ καί τῆς πτώσεως αὐτοῦ «ἑλληνική χρησμολογική γραμματεία» ἀπό τῶν ἀρχῶν τοῦ 16ου μέχρι τοῦ τέλους τοῦ 18ου αἰῶνος, διδακτ. διατριβή, Ἀθήνα 1982· γιά τή στάση τοῦ λαοῦ πρβλ. Ἀγγ. Zιάκα, «Ἡ ἑλληνική λαϊκή μοῦσα καί τό Ἰσλάμ κατά τήν ὀθωμανική περίοδο», Γρηγ. Παλαμᾶς, τεῦχ. 802 (Θεσ/νίκη 2004) 253-288· γιά τήν εἰκαστική: Ἀθ. Παλιούρας, Ὁ ζωγράφος Γεώργιος Kλόντζας (1540περ.-1608) καί αἱ μικρογραφίαι τοῦ κώδικος αὐτοῦ, διδ. διατρ., Ἀθῆναι 1977, σποραδικά, καί ἀναλυτικά Kατ. Kυριακοῦ, Oἱ ἱστορημένοι χρησμοί τοῦ Λέοντος Ϛ΄ τοῦ Σοφοῦ. Xειρόγραφη παράδοση καί ἐκδόσεις κατά τούς IE΄-IΘ΄ αἰῶνες, διδ. διατρ., Ἀθῆναι 1995, J. Vereecken – L. Hadermann-Misguich, Les oracles de Léon le Sage illustrés par Georges Klontzas. La version Barozzi dans le code Bute, Venise 2000, W. G. Brokkaar κ.ἄ., The oracles of the most wise Emperor Leo κλπ., Amsterdam 2002. 76. Πέρα ἀπό τά παρεμφερῆ δείγματα πού μνημονεύτηκαν στήν ὑποσ. 70, χαρακτηριστικό εἶναι τό παράδειγμα στό ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ στόν Πεδουλᾶ Kύπρου (1474): ἀπό τίς σκηνές τῶν Παθῶν τονίζεται ἐπιδεικτικά ἡ Προδοσία μέ τούς κατάφρακτους Φράγκους στρατιῶτες, δηλαδή μία «στρατιωτικοποίηση» τῆς σκηνῆς (Ἀ. & Ἰ. Στυλιανοῦ, «Ἡ βυζαντινή τέχνη κατά τήν περίοδο τῆς Φραγκοκρατίας», Θ. Παπαδόπουλλος [ἐπιμ.], Ἱστορία τῆς Κύπρου, Ε΄, Μεσαιωνικόν βασίλειον - Ἑνετοκρατία, μέρ. Β΄, Λευκωσία 1996, 1326 καί Πίνακες, Λευκωσία 1996, εἰκ. 78, πρβλ. οἱ αὐτοί, «The Militarization of the Betrayal and its examples in the Painted Churches of Cyprus», Εὐφρόσυνον. Ἀφιέρωμα στόν Μανόλη Χατζηδάκη, 2, Ἀθήνα 1992, 570 ἑξ., ὅπου καί ἄλλα δείγματα). Παρόμοιο φαινόμενο ἔχει σημειωθεῖ καί σέ ἄλλα λατινοκρατούμενα μέρη, ὅπως στήν ἱπποτοκρατούμενη Pόδο τόν 15ο/16ο αἰ. (Ἠλ. Kόλλιας, Δύο ροδιακά ζωγραφικά σύνολα τῆς ἐποχῆς τῆς Ἱπποτοκρατίας. Ὁ Ἅγιος Nικόλαος στά Tριάντα καί ἡ Ἁγία Tριάδα (Nτολαπλί Mετζίντ) στή μεσαιωνική πόλη, δακτυλόγρ. διδακτ. διατρ., Ἀθήνα 1986, 181 ἑξ., 193 ἑξ.).
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
105
κό ὄχλο διακρίνουμε κάποτε μωαμεθανικά τουρμπάνια77, στίς Ἀναστάσεις/Ἐγέρσεις ἐκ τοῦ τάφου ἡ κουστωδία συχνά δύσκολα ξεχωρίζει ἄν εἶναι ἡ συνηθισμένη “βυζαντινή” ἤ δυτικότροπη. Ἀλλά τίποτε δέν μᾶς ἐπιτρέπει ν’ ἀμφισβητήσουμε τή συνοχή τοῦ κοσμολογικοῦ συμβόλου: ἡ ἀπελευθέρωση δέν νοεῖται σέ πολιτικό-ἐθνικό μόνο ἐπίπεδο, ἀλλά εἶναι ἀξεδιάλυτα ὑφασμένη μέ τήν ἀκώλυτη ἄσκηση τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν κατίσχυσή της ἔναντι τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν ἤ θρησκειῶν78. Συνεπῶς ἡ ὀπτική τοῦ Ὀρθοδόξου, ὅταν στό πρόσωπο τοῦ Mεγάλου Kωνσταντίνου, πού τόν ταυτίζει ὑποσυνείδητα μέ τόν Mεγαλέξανδρο, ἐναποθέτει τίς ἐλπίδες γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Γένους καί τῆς αὐτοκρατορίας79, διαφέρει πολύ ἀπό ἐκείνη τῶν δόγηδων πού ἀπεικονίζουν τή 77. Συχνά στά σχετικά παραδείγματα δύσκολα διαφοροποιεῖ κανείς μέ ἀσφάλεια ἀνάμεσα σέ ἑβραϊκό καί ὀθωμανικό κάλυμμα τῆς κεφαλῆς· χαρακτηριστικό δεῖγμα πάντως συνιστᾶ ἡ τοιχογραφία τῆς Σταύρωσης στή Σκήτη τῆς Mονῆς Ξενοφῶντος (β΄ ἥμισυ 18ου αἰ.), ὅπου ὁ Ἐσταυρωμένος λογχίζεται σαφῶς ἀπό Mουσουλμάνο (ἀπεικόνιση στόν G. Millet, Monuments de l’Athos, Paris 1927, πίν. 264/1· ὁ Γ. Xρ. Tσιγάρας, Oἱ ζωγράφοι Kωνσταντῖνος καί Ἀθανάσιος ἀπό τήν Kορυτσά. Tό ἔργο τους στό Ἅγιον Ὄρος (1752-178), διδακτ. διατρ., Ἀθήνα 2003, 146 ἑξ., δέν σχολιάζει τήν ἐνδιαφέρουσα λεπτομέρεια). 78. Xαρακτηριστική ἡ περίπτωση τῶν μεταβυζαντινῶν ἑρμηνειῶν καί ἀπεικονίσεων τῆς ἰωάννειας Ἀποκαλύψεως· γιά τά κείμενα βλ. A. Argyriou, Les exégèses grecques de l’Apocalypse à l’époque turque (1453-1821), Θεσ/νίκη 1982, 93 ἑξ., 98 ἑξ., καί σποραδικά, K. Mποζίνης, «Ἀνάμεσα σέ Ἀνατολή καί Δύση: Zαχαρίας ὁ Γεργάνος (καί ἡ ἑρμηνεία του στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη)», Nέα Ἑστία, τεῦχ. 1799 (Ἀπρίλιος 2007) 715-734· γιά τήν εἰκονογράφησή της πρβλ. Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, “Ἀποκαλύψεως ὁράματα στήν Kύπρο. Ἱστορική πραγματικότητα καί ἐσχατολογική προοπτική”, Kυπριακαί Σπουδαί 64/65 (2000-2001): Kυπρολογία. Ἀφιέρωμα εἰς Θεόδωρον Παπαδόπουλλον (Λευκωσία 2003), 385-428, Tσιγάρας, Zωγράφοι Kωνσταντῖνος καί Ἀθανάσιος, ὅ.π., 226 ἑξ., Γιάν. Pηγόπουλος, Φλαμανδικές ἐπιδράσεις στή μεταβυζαντινή ζωγραφική, B΄, Ἀθήνα 2006, 210 ἑξ. Ἐξακολουθεῖ νά εἶναι αἰσθητό τό κενό γιά μιά συνολική, εἰκονολογική πραγμάτευση τῆς εἰκονογράφησης τῆς Ἀποκάλυψης στήν Tουρκοκρατία (στό Bυζάντιο, ὡς γνωστόν, εἶναι παραπάνω ἀπό rara avis). 79. Γιά τήν ταύτιση τοῦ M. Kωνσταντίνου μέ τόν M. Ἀλέξανδρο στό Bυζάντιο στό πλαίσιο τῆς αὐτοκρατορικῆς ἰδεολογίας, βλ. πρόσφατα Chr. Walter, The iconography of Constantin the Great, Emperor and Saint κλπ., Leiden 2006, A. Demandt - J. Engemann (ἐπιμ.), Konstantin der Große, Ausstellungskatalog, Mainz 2007. Ἀοριστότερη πλήν μέ σαφεῖς ἀπελευθερωτικές ἀποχρώσεις ἡ ταύτισή τους στό ὑπόδουλο Mεταβυζάντιο: πρβλ. Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, “Παραμυθίας εἰκόνες στό ὑπόδουλο γένος. (Γιά τήν 550ή ἐπέτειο τῆς Mεγάλης Ἁλώσεως)”, 23ο Συμπόσιο Bυζαντινῆς καί Mεταβυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας καί Tέχνης τῆς Xριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, Πρόγραμμα καί Περιλήψεις, Ἀθήνα 2003, 105-106. Tόν ὑπογράφοντα ἀπασχολεῖ τό θέμα ἐξ ἀφορμῆς «κοσμικῆς» τοιχογραφίας στά Ἰωάννινα καί προτίθεται νά ἐπανέλθει.
106
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Δευτέρα Παρουσία στό Δουκικό ἀνάκτορο ὡς ἀλληγορία τῆς κατίσχυσης τῆς Γαληνοτάτης ἐπί τῶν ἐχθρῶν της80. Στήν τελευταία περίπτωση πρόκειται γιά μετατόπιση τοῦ κοσμοειδώλου ἀπό τή θεοκεντρικότητα στήν ἀνθρωποκεντρικότητα, δηλαδή γιά ἀπίσχνανση ἕως ἐξαφάνιση τῆς ἱερότητας, γιά ἐκκοσμίκευση81. Σημαντικό μέρος τῆς ἑλληνικῆς ἱστοριογραφίας κατά τίς πρόσ φατες δεκαετίες, ὑπακούοντας στή μόδα τῆς πολιτικῆς ὀρθότητας καί τοῦ μοντέλου τῆς παγκοσμιοποίησης82, προσπάθησε ν’ ἀποδομήσει τήν ἔννοια τοῦ ἔθνους, αὐθαίρετα περιορίζοντάς την στόν 19ο αἰώνα καί ταυτίζοντάς την μέ τόν ἐθνικισμό/ρατσισμό στό ὄνομα μιᾶς κατ’ ἐπίφαση ἀθώας πολυπολιτισμικότητας. Ἔτσι, ἀποσιωπῶνται ὅλα τά πολιτικοστρατιωτικά καί διπλωματικά γεγονότα, ἰδιαίτερα τά δυσάρεστα γιά τούς κατακτητές τοῦ Bυζαντίου (Bενετούς καί Φράγκους, Tούρκους) καί ὑπερτονίζονται φαντασιακές ἤ πραγματικές πολιτιστικές ὀσμώσεις, ὥστε τελικά, ὅπως προσφυῶς γράφτηκε πρόσφατα, “τό 1204 καί τό 1453 “ὑπεχώρησαν” ἀπέναντι στά “φραγκοχιώτικα” καί τά ντολμαδάκια γιαλαντζί”83! “Ἀνακαλύφθηκε” δηλαδή ὡς πολιτισμικό πρότυπο ἕνα 80. St. Sinding-Larsen, Christ in the Hall. Studies in the Religious Iconography of the Venetian Republic, Roma 1974. 81. Για τήν καταγγελία τῆς ἐκκοσμικευτικῆς πορείας τῆς δυτικῆς τέχνης, ἰδιαίτερα τῆς μοντέρνας, ρηξικέλευθα στάθηκαν τά βιβλία τοῦ Αὐστριακοῦ τεχνοϊστορικοῦ Hans Sedlmayr (18961984), ὅπως Verlust der Mitte. Die bildende Kunst des 19. und 20. Jahrhunderts als Symptom und Symbol der Zeit, 1946 (πρώτη ἔκδοση· ἔχω ὑπόψη μου τήν ἀνατύπωση Frankfurt/M. – Berlin – Wien 1973) καί Der Tod des Lichtes. Übergangene Perspektiven zur modernen Kunst, Salzburg 1964, ἄγνωστα ἀκόμη στό εὐρύτερο ἑλληνικό κοινό μισόν αἰώνα μετά τήν ἐμφάνισή τους. (Γιά μιά σημερινή ἀποτίμησή του πρβλ. H. Locher [ἐπιμ.], Kunstgeschichte im 20. Jahrhundert. Eine kommentierte Anthologie, Darmstadt 2007, 86-96). Mιά κριτική θεώρηση τῆς σύγχρονης τέχνης, πού προσεγγίζει τά κριτήρια τοῦ Sedlmayr ἀπό ὀρθόδοξη σκοπιά, εἶναι τοῦ Σωτ. Σόρογκα, Aἰσθητική γεωγραφία. Kριτικές παρεμβάσεις, Ἀθήνα 2006. 82. Kριτική τῆς παγκοσμιοποίησης ἀπό θεολογική πλευρά βλ. στή βιβλιογραφία πού παρέχεται στήν ὑποσ. 29 καί στόν Tριανταφυλλόπουλο, «Oἰκουμενικότητα». 83. Kαραμπελιάς, 1204, 448. Kριτική γιά τόν μύθο λ.χ. τῆς πολυπολιτισμικῆς κληρονομιᾶς τῶν σταυροφοριῶν ἀσκοῦν οἱ Παπαδάκης – Meyendorff, Xριστιανική Ἀνατολή (ὑποσ. 42), 162 ἑξ. Ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἰσλάμ μνημονεύεται ἡ κλασική ἀνάλυση ἀπό τόν Ed. W. Said, Ὀριενταλισμός, μτφρ. Φ. Tερζάκης, Ἀθήνα 1996· πρβλ. καί τήν ἀρνητική κρίση ἀπό τή σύγχρονη θρησκειολογία: Ἀναστάσιος, Παγκοσμιότητα, 134. Mιά ὀρθόδοξη ματιά στήν πολυπολιτισμικότητα βλ. στό ἀφιέρωμα τοῦ περιοδ. Ἴνδικτος, τεῦχ. 21 (Ἀθήνα 2006), στά πολλά κατά καιρούς ἄρθρα στό περιοδ. Σύναξη (Ἀθήνα) καί στόν τόμο Πρακτικῶν Ὀρθοδοξία καί νεωτερικό-
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
107
πλασματικό Bυζάντιο, στό ὁποῖο ὑποβαθμίστηκε μέχρις ἐξαφανίσεως κάθε ἑλληνικό στοιχεῖο, καί στή συνέχεια πλάστηκαν μία ἐξιδανικευτική “Ἑλληνοβενετική Ἀνατολή”84 ἤ μία στό ἔπακρον ἀπενοχοποιημένη, ἐξωραϊσμένη καί ἀγαθή Ὀθωμανική αὐτοκρατορία85. Παρότι ἡ ἀντιδικία ἐπιστημονικά ἔχει ἤδη καταστεῖ παρωχημένη καί ἄνευ οὐσιαστικοῦ ἀντικειμένου86, θά ἄξιζε νά θυμηθοῦμε ὅτι ὅπως στήν ἀρχαία Ἑλλάδα (Τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα μηκέτι τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας)87, καί στό Bυζάντιο ἔχουν συνείδηση πώς ἡ ἐθνικότητα δέν εἶναι θέμα τόπου ἤ αἵματος, ἀλλά ζήτημα τρόπου βίου, ἐννοεῖται ὀρθοδόξου. Σέ ἀπάν τηση τῆς πατριαρχικῆς συνόδου Kων/πόλεως πρός τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας τόν 12ο αἰώνα σημειώνεται χαρακτηριστικά, πώς Oἱ γὰρ αὐχοῦντες βίον ὀρθόδοξον κἂν ἐξ Ἀνατολῶν ὦσιν, κἂν ἐξ Ἀλεξανδρέων, κἂν ἑτέρωθεν, Ῥωμαῖοι λέγονται88. Ἡ συνείδηση τῆς ἑλληνικότη-
τητα (ὑποσ. 60). 84. Ὡστόσο ἡ λαϊκή παράδοση θά ἐπιμείνει σέ βαρεῖς χαρακτηρισμούς, ἀνάλογους μέ ἐκείνους τοῦ Σπυρ. Zαμπελίου (Κρητικοί Γάμοι) καί τοῦ Ἀλεξ. Παπαδιαμάντη (Ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν) γιά τούς Bενετούς· πρβλ. Tριανταφυλλόπουλος, Mελέτες, 178 ἑξ., ὁ ἴδιος, “Bενετία καί Kύπρος. Σχέσεις τους στήν τέχνη”, Πρακτικά Διεθνοῦς Συμποσίου «Kύπρος – Bενετία. Kοινές ἱστορικές τύχες» (Ἀθήνα, 1-3 Mαρτίου 2001), Mνήμη Kωνσταντίνου Λεβέντη hominis universalis, Ἑλληνικό Ἰνστιτοῦτο Bυζαντινῶν καί Mεταβυζαντινῶν Σπουδῶν Bενετίας – Σπίτι τῆς Kύπρου – Γεννάδειος Bιβλιοθήκη (ἐκδ.), Bενετία 2002, 315 ἑξ., 336. 85. Ἀρκεῖ μία ματιά στίς λαϊκές παραδόσεις ἤ στά Ἀπομνημονεύματα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821, γιά νά ἀποκαλύψει τή φαντασιωτική θεώρηση τῆς «μοντέρνας ἱστοριογραφίας»· πρβλ. κριτική της στόν Kαραμπελιά, 1204, 428-457. 86. Πρβλ. Kαραμπελιάς, ὅ.π., K. Σβολόπουλος, Ἡ γένεση τῆς ἱστορίας τοῦ Nέου Ἑλληνισμοῦ, Ἀθήνα 2006, ἐπίσης τίς σοβαρές ἐπισημάνσεις τοῦ N. Bαγενᾶ, Ἡ παραμόρφωση τοῦ Kαρυωτάκη, Ἀθήνα 2005, καί τίς ἐμβριθεῖς τοῦ M. Mερακλῆ, Ἡ συνηγορία τῆς Λαογραφίας, Ἀθήνα 2004, 69, κ.ἄ. 87. Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, 51. 88. Tό κείμενο ἐξετάζει ὁ K. Γ. Πιτσάκης, «Ἡ οἰκουμενικότητα τοῦ βυζαντινοῦ δικαίου», Xρυσός (ἐπιμ.), Bυζάντιο ὡς Oἰκουμένη (ὑποσ. 25), 142. Πρβλ. Δ.Δ.T., «Oἰκουμενικότητα», ὅ.π., σποραδικά. –Ἀπό τή μεγάλη βιβλιογραφία γιά τήν ταυτότητα καί ἑτερότητα στό Bυζάντιο περιορίζομαι στήν Ἁ. Bασιλικοπούλου, «Oἱ Bυζαντινοί καί οἱ «ἄλλοι». Αὐτοπροσδιορισμός καί ἑτεροπροσδιορισμός», Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης (ἐκδ.), Δ΄ Συνάντηση Bυζαν τινολόγων Ἑλλάδος – Kύπρου (Θεσ/νίκη 20-22.9.2003), Θεσ/νίκη 2003, 59-84, E. Chrysos, “Romans and foreigners”, A. Cameron (edit.), Fifty years of Prosopography. The Later Roman Empire, Byzantium and Beyond, Oxford Univ. Press 2003, 119-136, μέ περαιτέρω βιβλιογραφία.
108
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
τας στούς Ἕλληνες τῆς Αὐτοκρατορίας, πού ἀποτελοῦν τόν κορμό τοῦ πληθυσμοῦ, αὐξανόμενη ὁλοένα μετά τήν ἅλωση τοῦ 120489, δέν ἐμποδίζει τή θρησκευτική τους πίστη, ὅπως δέν κωλύει τή συναναστροφή τους μέ ὁμόδοξους λαούς τῶν Bαλκανίων. Διαφορές καί ἀντιπαλότητες ὑπάρχουν φυσικά στό κρατικό καί στό ἐκκλησιαστικό-διοικητικό πεδίο, ἀλλ’ αὐτές δέν ἐμποδίζουν τήν ἐκδίπλωση τῆς ἰδιοσυστασίας κάθε λαοῦ, τή γένεση καί διαμόρφωση ἐθνικῶν πολιτισμῶν χωρίς νά θίγονται οἱ ὅμοροί τους90, δηλαδή χωρίς νά ἀναιρεῖται ἡ πολυμορφία τῶν μορφῶν, κατά βασική ἀρχή τῆς Ὀρθοδοξίας91. Mεταφερμένο στήν τέχνη, τό δόγμα τοῦτο συνετέλεσε νά μή σημειωθεῖ ἰσοπεδωτική ὁμοιομορφία στίς χῶρες ὅπου ἀσκήθηκε ἡ βυζαντινή καί μεταβυζαντινή τέχνη καί ἀπό τίς ὁποῖες ἐκπήγασαν οἱ “λαϊκές/ἐθνικές τέχνες” τῶν λαῶν: ἡ ἄδικη ἐξίσωση τῆς “λαϊκῆς” τέχνης μέ θεωρούμενους ὡς ὕποπτους ἀλλά διόλου πειστικά ἀποδεικνυόμενους “ἐθνικισμούς”, περισσότερο συσκοτίζει παρά διαφωτίζει τίς συνθῆκες δημιουργίας τῆς τέχνης92. Συνοψίζοντας: Βρισκόμαστε ἐκτός ἐπιστημονικῆς δεοντολογίας, ὅταν ἑρμηνεύουμε μεσαιωνικά ἔργα μέ μεταμεσαιωνικούς ὅρους –καί ἡ ἐκκοσμίκευση δέν ἀνήκει στό βυζαντινό λεξιλόγιο, ἀφοῦ ἀπορρίπτεται ἐνσυνείδητα λίγο πρίν τήν Ἅλωση, ὅπως εἴδαμε. Ἐμφανίζεται σποραδικά ἀλλά μέ αὐξανόμενη ἔνταση καί ἔκταση στή μεταβυζαντινή ἐποχή στήν παραγωγή τῆς Kρητικῆς Σχολῆς, πού ἀπευθύνθηκε κυρίως σέ πελάτες ἐκτός ὀθωμανικοῦ πλαισίου, ἐπηρεαζόμενους ἀμεσότερα ἀπό τό μοντέλο τῆς δυτικῆς νεωτερικότητας93, γιά νά θριαμβεύσει στή 89. Tοῦτο σημειώνεται πρώτη φορά κατ’ ἄλλους στόν 13ο αἰ. (Γεώργιος Ἀκροπολίτης), κατ’ ἄλλους ἤδη νωρίτερα· βλ. ἐκτενή συζήτηση στόν Kαραμπελιά, 1204, συχνάκις, ἐπίσης Bασιλικοπούλου καί Xρυσός, ὅ.π. 90. Πρβλ. τή βασική μελέτη τοῦ D. Obolensky, The Byzantine Commonwealth. Eastern Empire 500-1453, London 22000 (ἀτυχής ἡ δίτομη ἑλληνική μετάφραση, Θεσ/νίκη 1991). 91. Bασικές ἐπ’ αὐτοῦ οἱ μελέτες τῶν Ἀναστασίου (Γιαννουλάτου), Γιανναρᾶ, Λουδοβίκου, Mαντζαρίδη, Mατσούκα, Mπέγζου, πού ἔχουν ἀναφερθεῖ ἐπανειλημμένα. 92. Παράδειγμα τέτοιας ἐξίσωσης ἡ συναγωγή ἄρθρων τοῦ Xατζηνικολάου, Ἐθνική τέχνη καί πρωτοπορία (ὑποσ. 5). 93. Ἡ «αἱρετική» ἄποψη γιά τήν ἐκκοσμικευτική πλευρά τῆς Kρητικῆς Σχολῆς ζωγραφικῆς, ἐκτιμώμενης συνήθως ὡς «προοδευτικῆς», ἔχει ὑπογραμμιστεῖ συχνά ἀπό τόν ὑπογράφοντα· πρβλ. Tριανταφυλλόπουλος, Mελέτες, συχνάκις, ἰδιαίτερα 165-179, ὁ ἴδιος, “Byzance après Byzance”. Post-Byzantine Art (1453-1830) in the Greek Orthodox World”, εἰσαγωγικό κεφάλαιο στόν κατάλογο ἔκθεσης Hellenic Ministry of Culture/Byzantine & Christian Museum –
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
109
λεγόμενη Ἑπτανησιακή Σχολή (18ος αἰ. καί ἑξῆς)94 καί μετά τήν ἀπελευθέρωση στήν ἐπίσημα εὐνοούμενη ζωγραφική τῶν ἐκ Mονάχου Nαζαρηνῶν95. Ἡ ἄλλη ὄψη εἶναι ἐκείνη, κατά τήν ὁποία ὁτιδήποτε ἀπεικονίζεται εἶναι ἀπείκασμα κάποιου ὑπερουράνιου, ἀθάνατου προτύπου, δηλαδή ἡ γνωστή πλατωνική θεωρία περί ἰδεῶν. Tά πράγματα δέν ἔχουν ἔτσι γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία, ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε τή ρητή
Alexander S. Onassis Public Benefit Foundation (USA) (ἐκδ.), Post-Byzantium: The Greek Renaissance. 15th-18th century Treasures from the Byzantine & Christian Museum, Athens, (New Yοrk, November 2002-February 2003), Athens 2002, 3-27, ἐδῶ 23 ἑξ. [τό ἴδιο καί εἰς: “Byzance après Byzance” o tra Oriente e Occidente. L’arte postbizantina (1453-1830) nel mondo greco orthodosso, εἰσαγωγικό κεφάλαιο στόν κατάλογο ἔκθεσης Hellenic Ministry of Culture/Byzantine & Christian Museum – Comune di Roma. Assessorato alle Politiche Culturali. Sovrintendenza ai Beni Culturali, Musei Capitolini (ἐκδ.), Riflessi di Bizancio. Capolavori d’arte dal XV al XVIII secolo dal Museo Bizantino e Cristiano di Atene (Roma, Musei Capitolini, Palazzo Caffarelli, 22 magio - 7 settembre 2003), Atene 2003, 3-27]· πληρέστερα τό αὐτό κείμενο μέ παραπομπές: Tριανταφυλλόπουλος, “Tό μεταβυζαντινό Bυζάντιο ἀνάμεσα σέ Ἀνατολή καί Δύση. Ἡ μεταβυζαντινή τέχνη (1453-1830) στόν ἑλληνορθόδοξο χῶρο”, Nέα Ἑστία, τεῦχ. 1763 (Ὀκτ. 2003) 371-405, ἰδιαίτερα 401 ἑξ. 94. Tά τῆς Ἑπτανησιακῆς Σχολῆς ζωγραφικῆς μᾶς ἀπασχολοῦν συνεχῶς τίς τελευταῖες δεκαετίες· βλ. πρόσφατη σύνοψη τῶν ἀπόψεών μας καί τῆς βιβλιογραφίας: Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, “Παράδοση, ἀμφιθαλότητα καί ἐκκοσμίκευση: Ἀπό τήν Ἀπόλπενα τῆς Λευκάδας (μέσα 15ου αἰ.) στήν Ἑπτανησιακή Σχολή ζωγραφικῆς (18ος αἰ.)”, Ἰόνιο Πανεπιστήμιο / Tμῆμα Ἱστορίας (ἐκδ.), E΄ Συνάντηση Bυζαντινολόγων Ἑλλάδος - Kύπρου (Kέρκυρα, 3-5.10.2003). Eἰσηγήσεις - Περιλήψεις, Kέρκυρα 2005, 45-85, καί ὁ αὐτός, “Mεταβυζαντινή ζωγραφική καί Ἑπτανησιακή Σχολή: Mεταξύ ἑρμηνείας καί ἐμμονῶν”, Δ΄ Tομέας Tμήματος Ἀρχιτεκτόνων τῆς Πολυτεχνικῆς Σχολῆς τοῦ A.Π.Θ. / 10η Ἐφορεία Bυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Xαλκιδικῆς καί Ἁγίου Ὄρους (ἐκδ.), Δῶρον. Tιμητικός τόμος στόν καθηγητή Nίκο Nικονάνο, Θεσσαλονίκη 2006, 383-393. Mετά τήν ἐκτύπωση τῶν ἀνωτέρω μελετῶν ἔλαβα γνώση στήν Kύπρο τῆς διδακτ. διατρ. (Πανεπ. Kρήτης) τῆς Nτενίζ Xλ. Ἀλεβίζου, Ὁ Παναγιώτης Δοξαράς, τό Περί ζωγραφίας κατά τό ˏαψκστ΄ καί οἱ ἄλλες μεταφράσεις. Tά τεκμήρια, Θεσ/νίκη 2005, ὅπου, μέ ἐλλιπή γνώση τῶν κειμένων μου, ἐπιχειρεῖται ἰδεολογική στρέβλωση τῶν ἀπόψεών μου καί βιάζονται τά πράγματα· ἴσως ἐπανέλθουμε ἀλλοῦ. 95. Tριανταφυλλόπουλος, Mελέτες, συχνάκις, ὁ αὐτός, «Mεταβυζαντινό Bυζάντιο» (ὑποσ. 93), 400· προσεκτικές καί γόνιμες βρίσκουμε τίς εἰσαγωγικές παρατηρήσεις στή μεταπτυχ. Διπλωματική ἐργασία (AΠΘ, Tμῆμα Ἱστορίας & Ἀρχαιολογίας) τοῦ N. Γραίκου, Ἡ «βελτιωμένη» βυζαντινή ζωγραφική στό 19ο αἰώνα. Ἡ περίπτωση τοῦ Σπυρίδωνος Xατζηγιαννόπουλου (τοιχογραφικό ἔργο), Θεσ/νίκη 2003.
110
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
καταδίκη τῶν ἰδεῶν στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας96. Ἀλλιῶς ἀντιλαμβάνεται ἡ Ἐκκλησία τήν “ἀθανατοποίηση” τοῦ κτιστοῦ, φθαρτοῦ κόσμου: Ὁ ἄνθρωπος μετέχει κατά χάριν στό Ἄκτιστο διά τῶν ἀκτίστων πλήν μεθεκτῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί μέσῳ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Xριστοῦ –μοναδικοῦ κρίκου ἕνωσης Ἀκτίστου καί κτιστοῦ–, πέρα ἀπό φθορά, χρόνο καί χῶρο, συμπαρασύροντας πρός αὐτή τήν ἀγαθή ἀλλοίωση καί τή λοιπή κτίση97. Kατά τήν ἐπιγραμματική ρήση τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Tὸ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὃ δὲ ἥνωται Θεῷ, τοῦτο καὶ σῴζεται98. Oἱ καίριες διαφορές ἀνάμεσα σέ προχριστιανική, ὀρθόδοξη καί νεωτερική ἰδέα περί ἀνθρώπου ἀντικατοπτρίζονται στίς ἀντίστοιχες ἀντιλήψεις γιά τόν θάνατο. Γιά τούς Ἀρχαίους, ἡ φύσει ἀθάνατη ψυχή ἀποχωρίζεται τό φθαρτό σῶμα γιά νά μεταβεῖ στόν Ἅδη ἤ τά Ἠλύσια99. Στήν Ὀρθοδοξία ἡ ψυχή εἶναι κτιστή, ὅπως τό σῶμα100, καί θά συναναστηθοῦν ὡς ἀδιαίρετη ἑνότητα κατά τήν Kρίση, ἀπερχόμενα, σύμφωνα μέ τή βιοτή τους στόν ἐπίγειο βίο, στόν Παράδεισο ἤ τήν Kόλαση101· ἡ τέλεση τῶν μνημοσύνων μαρτυρεῖ, ἀκριβῶς, γιά τήν ψυχοσωματική ἑνότητα ἀλλά καί τήν ἀδιάκοπη σύνδεση ὁρατοῦ καί ἀοράτου κόσμου102. Ἡ νεωτερικότητα θά καταλήξει στή σιωπηρά συμπεφωνημένη αὐταπάτη γιά “ἐξαφάνιση τοῦ θανάτου”, ἀδυνατώντας νά ὑπερβεῖ τό
96. Πρβλ. Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας: Τοῖς μετὰ τῶν ἄλλων μυθικῶν πλασμάτων […] καὶ τὰς πλατωνικὰς ἰδέας ὡς ἀληθεῖς δεχομένοις, […] ἀνάθεμα. (ἔκδ. J. Gouillard, Travaux et Mémoires 2 [1967] 59, στίχ. 219-224). Γιά τήν ἀπόρριψη αὐτῆς τῆς πλευρᾶς τοῦ πλατωνισμοῦ στό Βυζάντιο πρβλ. Tατάκης, Βυζαντινή φιλοσοφία (ὑποσ. 28), συχνάκις, Sherrard, Greek East (ὑποσ. 36), συχνάκις, Χρ. Γιανναρᾶς, Σχεδίασμα εἰσαγωγῆς στή Φιλοσοφία, Α΄, Ἀθήνα 1980, 65 ἑξ., Β΄, συχνάκις, Mατσούκας, Βυζαντινή Φιλοσοφία, σποραδικά, Mπενάκης, Βυζαντινή Φιλοσοφία (ὑποσ. 47), συχνάκις, ὅπου καί πλούσια βιβλιογραφία. 97. Mατσούκας, Bυζαντινή Φιλοσοφία, 212, 217, 247, ὁ ἴδιος, Δογματική, B΄, 46 ἑξ., 234, Πατρῶνος, Ἱστορία, 275, Pωμανίδης, Θεολογία, 137, 148, 165. 98. Ἐπιστολή 101 (PG 37, 181C ἑξ.). 99. Ἐνδεικτικά βλ. λῆμμα «Jenseitsvorstellungen», Der Neue Pauly, τόμ. 5 (Stuttgart – Weimar 1998), στ. 897-899, ὅπου καί ἡ νεώτερη βιβλιογραφία. 100. Πρβλ. Γένεσις β΄ 7 (ἡ ψυχή ὡς ἐμφύσηση Θεοῦ στόν ἄνθρωπο)· βλ. καί Mατσούκας, Bυζαντινή Φιλοσοφία, 209 ἑξ., 221, 247, 269. 101. Mατσούκας, Δογματική, Γ΄, 223. 102. Mατσούκας, Δογματική, B΄, 498, 546, Γ΄, 286.
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
111
σκάνδαλο τῆς διακοπῆς τῆς ὁρατῆς ζωῆς103. Ἐνῶ λοιπόν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁ θάνατος δέν μορφάζει ἀποκρουστικά, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά θεωθεῖ κατά χάριν καί νά συμπαρασύρει πρός θέωση καί τήν ὑπόλοιπη κτίση, νά “ἀθανατοποιηθεῖ”, στή Δύση, ἤδη ἔντονα ἀπό τόν Ὄψιμο Mεσαίωνα, ὁ θάνατος γίνεται ἀποτρόπαιο κέντρο ζωῆς, ἕως ὅτου, στή μεταβιομηχανική ἐποχή, μηχανευθοῦμε τήν πάσῃ θυσίᾳ κατάργησή του μέ τεχνητή “ἀπόκρυψή” του. Ὄχι τυχαῖα, ἡ Δυτική Xριστιανοσύνη κέντρο ἀναφορᾶς ἔχει τή Σταύρωση, ἡ Ἀνατολική τήν Ἀνάσταση104. 5.2. Mεταμόρφωση, Ἀνάσταση, Ἀνάληψη: Φῶς, Ἀλήθεια, Kάλλος καί Δόξα. Bρισκόμαστε στόν εὐρύτερο γεωγραφικό χῶρο, πού ἔδωσε ἱστορικά τό ἔναυσμα νά διατυπωθεῖ στήν Kαινή Διαθήκη ἐκτενῶς ἡ διδασκαλία γιά τά Ἔσχατα στήν πρὸς Θεσσαλονικεῖς B΄ ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἡ φύση τῶν Ἐσχάτων ἀποκαλύπτεται στόν πιστό δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι πρῶτα στόν μεταμορφωθέντα, κατόπιν στόν ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ ἀναστάντα καί τέλος στόν ἀναληφθέντα Xριστό. Ἡ Πεν τηκοστή μεταβάλλει δυναμικά-ἐσχατολογικά τήν Kτίση σέ Ἐκκλησία. Ἀλλά πῶς “μεταφράζονται” αὐτά σέ καθημερινή ἐμπειρία; Δέν εἶμαι ὁ κατάλληλος γιά νά ἐκθέσω τό τριαδολογικό δόγμα καί τίς διαφορές μέ τό δυτικό Filioque105. Oἱ διαφορές δέν ἦσαν λεκτικά 103. Λουδοβίκος, Ὀρθοδοξία, 144 ἑξ. Γιά τά τεχνάσματα «ἀπόκρυψης» τοῦ θανάτου διαφωτιστικές εἶναι πολλές σύγχρονες μελέτες, λ.χ. Ph. Aries, Ὁ ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ θανάτου, 2 τόμοι, μτφρ. Θ. Nικολαΐδης, Ἀθήνα 1997-1999, M. Vovelle, Ὁ θάνατος καί ἡ Δύση. Ἀπό τό 1300 ἕως τίς μέρες μας, 2 τόμοι, μτφρ. Ἰ. Kουρεμένος, Ἀθήνα 2000· λογοτεχνική ἀπεικόνιση τῆς σύγχρονης «ἐξαφάνισής» του στόν περιώνυμο Γενναῖο καινούργιο κόσμο (1932) τοῦ Ἄλντους Xάξλεϋ. 104. Ἠλ. Παπαγιαννόπουλος, Ἔξοδος θεάτρου. Δοκίμιο ὀντολογίας, Ἀθήνα 2000, συχνάκις, Tριανταφυλλόπουλος, «Oἰκουμενικότητα», 239. Ἀντίστοιχα καί στήν τέχνη: στή Δύση ἡ Σταύρωση, συχνά ἀποδοσμένη μέ ἀποκρουστικό νατουραλισμό, ὑπερτερεῖ καταθλιπτικά στή ζωγραφική, τό ἴδιο τά Πάθη στή μουσική της. 105. Γιά μιά σύνοψη παραπέμπω: Γ. Π. Θεοδωρούδης, Ἡ ἐκπόρευσις τοῦ ἁγίου Πνεύματος κατά τούς συγγραφεῖς τοῦ IΓ΄ αἰῶνος, Θεσ/νίκη 1990, Bασιλειάδης, Lex orandi (ὑποσ. 40), 24, 28 ἑξ., Παπαδάκης - Meyendorff, Xριστιανική Ἀνατολή, 243 ἑξ., 598 ἑξ. καί σποραδικά, Mατσούκας, Δογματική, Β΄, 128 ἑξ., π. Ἰ. Pωμανίδης, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Kαθολικῆς Ἐκκλησίας, A΄, Θεσ/νίκη 41999, 314-353, ὁ αὐτός, Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, Θεσ/νίκη 32002, συχνάκις, Φειδάς, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Β΄ (ὑποσ. 42), συχνάκις. ‒ Γιά τό
112
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
προσχήματα γιά πολιτικές σκοπιμότητες106, ὅπως θέλει ἡ συνήθης ἀγοραία ἐκδοχή, ἀλλ’ ἀντικαταπτρίζουν οὐσιώδεις, ζωτικές γιά τήν κοσμολογία καί τόν πολιτισμό διαφοροποιήσεις: Tό Bυζάντιο στηρίχτηκε σέ ἐσχατολογική, καλλοποιητική καί σχεσιακή κοσμολογία καί θεώρηση τῆς ἱστορίας, ἡ Δύση καλλιέργησε τή δικαιϊκή-αὐτοαναφορική ἀντίληψη107 – ἡ Xάρις στή μία, ὁ Nόμος στήν ἄλλη πλευρά. Φῶς ὑπερφυσικό, κάλλος ὑπέρθεο, δόξα ἀνέκφραστη, εὐφροσύνη ἀνεκλάλητη: εἶναι οἱ ὅροι πού συναντᾶμε διαρκῶς στά κείμενα τῶν Πατέρων πού ἀξιώθηκαν νά γευθοῦν ψυχῇ τε καί σώματι τήν ἐμπειρία τῆς θέωσης108. Ἀνάλογες ἐμπειρίες δέν εἶναι ἄγνωστες στή Δυτική Xριστιανοσύνη (λ.χ. ἅγ. Φραγκίσκος τῆς Ἀσσίζης, ἅγ. Ἰωάννης τοῦ Σταυροῦ), ἰδιαίτερα μετά τούς μυστικούς ὀνοματοκράτες (νομιναλιστές) τοῦ 14ου αἰ. πού ἐπέσπευσαν τήν κατάρρευση τοῦ Σχολαστικισμοῦ109, ἀλλά συναντᾶμε καί ψυχολογικοῦ τύπου ἐκστάσεις, πού θά ἐξάρει ἡ
Filioque σέ σχέση μέ τήν ὀρθόδοξη τέχνη πρβλ. Tριανταφυλλόπουλος, Mελέτες, 219 ἑξ., 237 ἑξ., 239 ἑξ. καί σποραδικά, Γκιολές, “Eἰκονογραφικά θέματα” (ὑποσ. 25), 273 ἑξ., 280. 106. Ὀξεία διάκριση ἀνάμεσα στόν δικανικό βερμπαλισμό καί τόν σωτηριώδη λόγο κάνει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Περὶ δογμάτων καὶ πραγμάτων τὸν ἀγῶνα ποιοῦμαι. Kἄν τις ἐπὶ τῶν πραγμάτων ὁμοφωνῇ, πρὸς τὰς λέξεις οὐ διαφέρομαι (Συνοδικός τόμος ἔτους 1351: Ἰ. Καρμίρης, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα της Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Α΄, Ἀθῆναι 2 1962, 379). 107. Mατσούκας, Bυζαντινή Φιλοσοφία, 307 ἑξ., Λουδοβίκος, Ὀρθοδοξία, 236, 239, πού κάνει τή χρήσιμη διάκριση πώς στήν Ἀνατολή ὁ χρόνος ἀνήκει στό εἶναι (ὅραση sub speciem aeternitatis, θά ἐπεξηγούσαμε), στή Δύση ἀντίστροφα (ἐγκλεισμός στήν ἐνθαδικότητα). 108. Ἀπό τήν ἐξαιρετικά ἐκτεταμένη βιβλιογραφία περί ἡσυχασμοῦ καί θεώσεως (πρόσφατη ρωσική βιβλιογραφία ἀριθμεῖ περί τούς 11.000 τίτλους!), παραπέμπω ἐνδεικτικά: Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἀθῆναι 1956, Ἱερόθεος (Bλάχος), Mητροπ. Nαυπακτίας καί Ἁγίου Bλασίου, Tό πρόσωπο στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, Ἱ. Mονή Γενεσίου Θεοτόκου (Πελαγίας) 31997, σποραδικά, ὁ αὐτός, «Οἶδα ἐγώ ἄνθρωπον», Ἱ. Mονή Γενεσίου Θεοτόκου (Πελαγίας) 22007, Πατρῶνος, Ἱστορία, σποραδικά, Mατσούκας, Δογματική, συχνάκις, ὁ αὐτός, Bυζαντινή Φιλοσοφία, σποραδικά, Mπενάκης, Βυζαντινή Φιλοσοφία, 31, Pωμανίδης, Θεολογία, σποραδικά, Παπαδάκης – Meyendorff, Xριστιανική Ἀνατολή, 298 ἑξ., κ.ἄ.π. 109. Eἶναι ἡ λεγόμενη devotio moderna: Nάσιος, Δυτικός μυστικισμός (ὑποσ. 54), 103 ἑξ., 125 (ρόλος τῆς φαντασίας στήν ἔκσταση κατά τόν ἱδρυτή τοῦ Ἰησουιτισμοῦ Ἰγνάτιο Λογιόλα). Γιά τήν εἰκαστική ἀπόδοση στή δυτική τέχνη βλ. τή σχετική βιβλιογραφία στήν ὑποσ. 72: Weisbach, Barock, 151 ἑξ., Künstle, Knipping, Pigler, σποραδικά.
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
113
Ἀντιμεταρρύθμιση (λ.χ. ἁγ. Θηρεσία, ἁγ. Tερέζα τῆς Αvila)110. Ἐκεῖνο πού διαφορίζεται σέ μεγάλο βαθμό μεταξύ τῶν δύο κόσμων εἶναι ἡ ἀντίληψη γιά τή συμμετοχή ἤ ἀμεθεξία τοῦ κτιστοῦ κόσμου στήν κατά χάρη θέωση: ὅπως εἴδαμε, πίστη ἀμετακίνητη γιά τούς Ὀρθοδόξους εἶναι ἡ συναλλοίωση τῆς κτίσης, ἐνῶ στήν παράδοση τοῦ Pωμαιοκαθολικισμοῦ ἐνδημεῖ (λανθάνων) μανιχαϊσμός γιά τόν κτιστό κόσμο ὡς regnum Diaboli. Ἔτσι γίνεται ἀντιληπτό, γιατί στή βυζαντινή τέχνη οἱ θεοφάνειες εἶναι τό κύριο συστατικό της, πού τῆς προσδίδει τόν ἰδιάζοντα τόνο ὑπερβατικότητας καί κάλλους, χωρίς νά θυσιάζονται τά ἐπίγεια ἀλλά καί χωρίς νά μεταπίπτει σέ νατουραλισμό. Ἀπό ἄνθρωπο πού ὁμολόγησε πώς ἀντελήφθη ἀργά τό πνευματικό βάρος τοῦ Bυζαντίου, εἰπώθηκε πώς τή βυζαντινή τέχνη τή σκιάζει ὁλόκληρη τό ἄκτιστο φῶς111 ‒ ἀκριβῶς ἐκεῖνο πού σκανδαλίζει, ἀπό τόν 14ο αἰ. μέχρι σήμερα, τή Δύση112. Ἀνάγκη νά ἐνδιατρίψουμε ἐλάχιστα σ’ αὐτό τό πνευματικό ἀλλά καί ἀπολύτως γήϊνο βυζαντινό “ἀλφαβητάριο”. Tί σημαίνει θεοφάνεια στή γλώσσα τῶν Πατέρων; Eἶναι ἡ φανέρωση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, πού ὁ ἄνθρωπος ἀξιώνεται καί καλεῖται κατά χάριν ὄχι μόνο νά τήν αἰσθανθεῖ ἀλλά καί νά συμμετάσχει σ’ αὐτήν·
110. Πρβλ. Mατσούκας, Δογματική, B΄, 516· βλ. καί Pωμανίδης, Θεολογία, 76 (διάκριση ἀπό τή νεοπλατωνική ἔκσταση). 111. Ὁ λόγος γιά τόν Παναγιώτη Kανελλόπουλο (μνεία στόν Λ. Mπενάκη, Mνήμη Θεοδωρακόπουλου, Kανελλόπουλου, Tσάτσου, Παπανούτσου, Tατάκη, Ἀθήνα 2006, 63). – Συναφῆ ἔργα Kανελλόπουλου: Ἱστορία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος, A΄ ἔκδοση μονότομη, Ἀθήνα 1937, Δ΄ ἔκδοση (ὁριστική), τόμοι 11, Ἀθήνα 1976-1988 (+ γενικό εὑρετήριο ὡς τόμος 12, Ἀθήνα 1999, + 1 μεταθανάτιος ἡμιτελής τόμος, Ἀθήνα 2000)· Ὁ Xριστιανισμός καί ἡ ἐποχή μας, Ἀθῆναι 1953· Mεταφυσικῆς προλεγόμενα, Ἀθῆναι 1956. Στροφή πρός μία βαθύτερη κατανόηση τοῦ Bυζαντίου συνιστᾶ τό μυθιστόρημά του Γεννήθηκα στό χίλια τετρακόσια δύο, Ἀθήνα 21967 καί ἡ ὁριστική ἔκδοση τῆς Ἱστορίας, ὅπου τό Bυζάντιο καταλαμβάνει πάνω ἀπό 200 σελίδες, ἔστω καί ἄν παραμένει ἀνισοβαρής ἡ στάθμισή του ἔναντι τῆς μεσαιωνικῆς καί ἀναγεννησιακῆς Εὐρώπης. 112. Ὑπενθυμίζεται ἡ σύγχρονη ἀντιπαράθεση μεταξύ Ὀρθοδόξων καί τοῦ Ἰησουΐτη Gerhardt Podskalsky (ὑποσ. 26, 28), ἄν καί διαφαίνεται πρόσφατα ἐκ μέρους Ὀρθοδόξων θεολόγων ἀποστασιοποίηση ἀπό ὑπερβολικό τονισμό τοῦ ἡσυχασμοῦ καί ὑπογράμμιση τοῦ ἐξωμοναχικοῦ-κοινωνικοῦ χαρακτῆρα τοῦ Xριστιανισμοῦ (βλ. λ.χ. σποραδικά στόν τόμο Πρακτικῶν Ὀρθοδοξία καί νεωτερικότητα, ὑποσ. 60).
114
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
σημεῖο λοιπόν συνάντησης τοῦ κτιστοῦ μέ τό Ἄκτιστο113. Oἱ πεπερασμένες αἰσθήσεις τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου ἀντιλαμβάνονται αὐτή τή δόξα ὡς ἄπλετο, ἄκτιστο φῶς114 καί ὅσους/ὅσα περιλαμβάνονται στή δόξα ὡς περιβεβλημένους/-να μέ κάλλος ἀνεκλάλητο. Ἀνάγκη ν’ ἀνοίξουμε ἐδῶ παρένθεση γιά τήν πολύπαθη αὐτή ἔννοια ὅσον ἀφορᾶ τό Bυζάντιο, ὅπου μοιραῖα συνδέεται μέ τήν ἀρχαία κληρονομιά, τόν ἀποκαλούμενο ‒ἴσως ὄχι ὀρθά‒ “κλασικισμό” του: διασταυρωνόμαστε ἔτσι ἀπό ἄλλο δρόμο μέ τό βασικό ἐρώτημα τῆς παράδοσης καί τῆς ἀνανέωσης στή βυζαντινή τέχνη. Ὁ κλασικισμός, ὡς προσπάθεια νά φθάσει κανείς στό ἐπίπεδο τῆς ἀρχαίας κλασικῆς παράδοσης, δέν ἀναφέρθηκε στό Bυζάντιο ὡς πρότυπο, πρός τό ὁποῖο ὄφειλε νά κατατείνει ἡ ἐκκλησιαστική καλλιτεχνική παραγωγή115. Σποραδικά ἀπαντῶνται λόγοι θαυμασμοῦ γιά καλλιτέχνες ἤ ἔργα τῆς ἀρχαίας τέχνης, ὅπως λ.χ. ἀπό τόν Ἀστέριο Ἀμασείας (4ος αἰ.) γιά τόν ζωγράφο Εὐφράνορα116 ἤ ἀπό τόν Θεόδωρο Β΄ Δούκα Λάσκαρι τῆς Nίκαιας γιά τά ἐπιβλητικά ἐρείπια τῆς Περγάμου117, ἀλλά δέν συναντᾶμε προτροπές νά ζωγραφίζουν ὅπως οἱ ἀρχαῖοι. Aἰτία δέν ἦταν μόνον ὁ φόβος τῆς εἰδωλολατρίας118, δηλαδή 113. Mατσούκας, Bυζαντινή Φιλοσοφία, 69, 269, 283, 304, ὁ ἴδιος, Δογματική, A΄, 164 (ἀρνεῖται θεοφάνειες γιά τούς Δυτικούς), B΄, 65 ἑξ., Γ΄, 78, 118 ἑξ., 188 (οἱ ἄγγελοι ὡς παράγωγα θεοφάνειας), Pωμανίδης, Θεολογία, σποραδικά. 114. Tὸ ἄσχετον [= ἀκατάσχετον] τῆς σῆς φωτοχυσίας ὑμνολογεῖται κατά τήν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τῆς Mεταμορφώσεως. Γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀντιληπτή ὡς φῶς ἄκτιστο, πρβλ. καί Mατσούκας, Bυζαντινή Φιλοσοφία, 276 ἑξ., 283, ὁ ἴδιος, Δογματική, B΄, 234, 420 ἑξ., 424, Γ΄, 104. Mέ ὅρους σχετιζόμενους πρός τό φῶς γίνονται συχνότατα καί οἱ ἀναφορές στό τριαδικό μυστήριο (πρβλ. πέραν τῆς πατερικῆς θεολογίας καί τήν ὑμνολογία, λ.χ. φωταγωγικά καί τριαδικά τροπάρια τῆς Παρακλητικῆς, ἀκολουθίες Mεταμορφώσεως, Ἀναστάσεως, Πεντηκοστῆς κλπ.). 115. Γιά τήν ἔννοια τοῦ κλασικοῦ ὡς συνέχειας ἤ μίμησης τῆς ἀρχαίας κλασικῆς τέχνης, ἀπό τήν ἐκτεταμένη βιβλιογραφία παραπέμπουμε ἐνδεικτικά στή Neue Pauly, λήμματα «Klassik als Klassizismus», τόμ. 14 (Stuttgart – Weimar 2000), στ. 887-901, καί «Κlassizismus», στ. 954978 (μέ πλούσια βιβλιογραφία), ὅπως καί στήν πρόσφατη πραγμάτευση ἀπό τόν S. Settis, Tό μέλλον τοῦ “κλασικοῦ”, μτφρ. Ἀ. Γιακουμακάτος, Ἀθήνα 2006. 116. Ἡ σύγκριση πρός τόν ἀρχαῖο ζωγράφο γίνεται ἐπ’ εὐκαιρίᾳ περιγραφῆς τοιχογραφιῶν στό μαρτύριο τῆς Ἁγίας Εὐφημίας στήν Kων/πολη (F. Halkin, Euphémie de Chalcédoine, Bryxelles 1965 [Subsidia hagiographica 41], 4 ἑξ.). 117. Ἐπιστολὴ ΛΓ΄πρὸς Γεώργιον Ἀκροπολίτην, ἔκδ. Ν. Festa, Firenze 1898 (ἀντλῶ ἀπό C. Mango, Art of the Byzantine Empire –ὑποσ. 6–, 245). 118. Ὅπως εἶναι γνωστό, αὐτός ἦταν ἰδιαίτερα ἔντονος στήν προκωνσταντίνεια περίοδο τῶν
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
115
μία ἀρνητική θέση, ἀλλά καί μία θετική: γιά τήν Ἐκκλησία, ὅπως εἴδαμε, δέν ὑπάρχει κυκλικός χρόνος μέ ἐπαναλαμβανόμενα στάδια ἀκμῆς καί παρακμῆς, ὅπως γιά τούς Ἀρχαίους, ἀλλά ἐσχατολογικός, ὅπου τό παρόν δέν ἐκμηδενίζεται ἤ ὑποτιμᾶται, ἀλλ’ ἀντίθετα παίζει δυναμικό ρόλο ὡς πρόγευση καί ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ μέλλοντος119. Kατά συνέπεια, τά εἰκαστικά πρότυπα γιά τήν τέχνη δέν νοοῦνται ὡς ἀμετακίνητα· ρητή δέσμευση μετά τήν Ἑβδόμη Oἰκουμενική Σύνοδο εἶναι μόνο ἐκείνη γιά δογματική ὀρθότητα καί γιά ἀναγνωρισιμότητα τῶν ἱερῶν προσώπων120. Στήν πράξη τά πράγματα διαφοροποιοῦνται. Kληρονομημένες πολυαίωνες ὀπτικές συμβάσεις, μορφοκρατικές καί μορφοπλαστικές συνήθειες αἰώνων, ἡ ἀποκτηθεῖσα μακραίωνη καλλιέργεια καί λεπταισθησία (subtililitas Graecorum121), τέλος ἡ ἐπαφή μέ τά σωζόμενα ἀρχαῖα ἔργα τέχνης λειτούργησαν πράγματι πρός τήν πλευρά ἑνός “κλασικισμοῦ”, πού ὁ καθορισμός του συναρτᾶται μέ τήν ἑκάστοτε ἐποχή: πρόκειται γιά τίς λεγόμενες “Ἀναγεννήσεις” τῆς βυζαντινῆς τέχνης, σημεῖο ἀντιλεγόμενο ἐδῶ καί δεκαετίες, στό ὁποῖο θά ἐπανέλθουμε. Θά ἤθελα νά σημειώσω ἐδῶ, παρεμπιπτόντως, μία τάση τῶν τελευταίων ἐτῶν: ἐνῶ οἱ κλασικοί ἀρχαιολόγοι τείνουν νά ἀποδεχθοῦν σέ ὁλοένα μεγαλύτερο βαθμό μιά συνέχεια μεταξύ ἀρχαίας καί βυζαντινῆς τέχνης122, ἀντίθετα οἱ μεσαιωνολόγοι καί ἱστορικοί τῆς νεώτερης τέπρώιμων ἀπολογητῶν τοῦ Xριστιανισμοῦ καί –ὑπό διαφορετική ὀπτική– στή θεολογία τῶν Eἰκονομάχων· εἶναι περιττό νά παραπέμψουμε στά πάμπολλα ἐγχειρίδια Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας καί Δογματικῆς. Γιά τήν ἀμφίσημη στάση κατά τούς πρώτους βυζαντινούς αἰῶνες ἀπέναντι στήν ἀρχαία τέχνη βλ. πρόσφατα H. Saradi-Mendelovici, “Christian Attitude toward Pagan Monuments in Late Antiquity”, DOP 44 (1990) 47 ἑξ., ἡ ἴδια, “Perceptions and literary interpretations of statues and the image of Constantinople”, Bυζαντιακά 20 (2002) 39-77. 119. Bλ. ἐδῶ, κεφ. 5. 120. Βλ. τόν Ὅρον τῆς Συνόδου στόν J. D. Μansi, Sacrorum conciliorum nova, et amplissima collectio, 13, 373-401. Γιά τήν ἐπίδραση ἰδεῶν τῆς Ἀντιμεταρρύθμισης καί τοῦ Διαφωτισμοῦ στίς σύγχρονες θεωρήσεις περί Eἰκονομαχίας, λ.χ. τοῦ A. Grabar, L’Iconoclasme byzantin, Paris 21984, πού μέ τή σειρά τους ἐπηρέασαν ἐπί δεκαετίες τή συναφή βιβλιογραφία, πρβλ. J. J. Yiannias, “A reexamination of the “art statute” in the Acts of Nicaea II”, Byz. Zeitschrift 80 (1987) 348 ἑξ., Ἰωάν. Mέγιεντορφ, Bυζάντιο καί Pωσία, μτφρ. N. Φωκᾶς, Ἀθήνα 1988, 359. 121. Πρβλ. γι’ αὐτήν O. Demus, Byzantine Art and the West, London 1970, 1 ἑξ. 122. Mία σύγκριση λ.χ. τῆς γνωστῆς ἀρχαιογνωστικῆς ἐγκυκλοπαίδειας Pauly – Wissowa (1893 ἑξ.) μέ τή Neue Pauly (1996 ἑξ.) εἶναι εὔγλωττη.
116
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
χνης τείνουν νά ὑποβαθμίσουν τόν ρόλο τῆς βυζαντινῆς στή μεταβίβαση αὐτῶν τῶν εἰκαστικῶν ἀξιῶν στή μεσαιωνική καί νεώτερη Δύση123. Mέ ἄλλα λόγια, φαίνεται νά πνέει τά λοίσθια ἡ byzantinische Frage μετά τήν ἔκλειψη τῆς μεσο- καί μεταπολεμικῆς εὐρωπαϊκῆς οὑμανιστικῆς γενιᾶς τῶν J. Beckwith, H. Buchthal, O. Demus, Ch. Diehl, A. Grabar, V. Lazarev, W. F. Volbach, K. Weitzmann, K. Wessel καί τόσων ἄλλων! Oἱ λεγόμενες βυζαντινές καλλιτεχνικές “Ἀναγεννήσεις” εἶναι ψευδεπίγραφες κατά διπλή ἔννοια: πρῶτον, γιατί ξεκινοῦν μέ μία ὁρολογία a posteriori, μέ κριτήρια δηλαδή ἀλλότρια· δεύτερον, διότι προϋποθέτουν μιά “νεκρανάσταση” τῶν ἀρχαίων μορφῶν καί κανόνων, χωρίς νά ἔχει ὁριστεῖ μέ καθολικῶς ἀποδεκτή σαφήνεια ἄν καί πότε ἐκλείπουν αὐτοί ὁριστικά124. Ἀντίθετα, οἱ ἐγκυρότεροι μελετητές ἀποδέχονται ἕνα σταθερό ὑπόβαθρο πού διήκει καθ’ ὅλη τή βυζαντινή περίοδο, μία διαρκή ἑλληνικότητα (perennial Hellenism125). Mέσα στά πράγματα εἶναι, νομίζω, ἡ γνώμη τοῦ ζωγράφου Γιάννη Tσαρούχη, πώς ἡ βυζαντινή τέχνη εἶναι τό ἑλληνικό ἔνδυμα τῆς χριστιανικῆς Ἀποκάλυψης126. Ἡ ρητή ἤ ὑπόρρητη σύγκριση τῆς βυζαντινῆς μέ τήν ἀρχαία καί μέ τή νεώτερη εὐρωπαϊκή τέχνη, ἰδιαίτερα τῆς ἰταλικῆς Ἀναγέννησης, καί ἡ κατ’ ἀκολουθίαν ὑποτίμηση τῆς βυζαντινῆς εἶναι ἀπόρροια τοῦ θεωρούμενου ὡς αὐτονόητου χαρακτηρισμοῦ τῶν δύο ἄλλων τεχνῶν
123. Παράδειγμα ὁ ἐλάσσων, σχετικά, ρόλος πού ἐπιφυλάχθηκε γιά τή βυζαντινή τέχνη στήν Enciclopedia dell’ arte medievale (Roma 1990 ἑξ.). 124. Γιά τή νομιμότητα καί τίς χρήσεις τοῦ ὅρου «Ἀναγέννηση» στή βυζαντινή τέχνη πρβλ. λῆμμα “Renaissance”, ODB 3, στ. 1783-1784. ― Ἐξακολουθεῖ νά παραμένει ἀνοιχτό πρόβλημα, ἰδιαίτερα ἀπό τήν πλευρά τῶν κλασικῶν ἀρχαιολόγων, ποῦ πρέπει νά τοποθετηθεῖ τό τέλος τῆς Ὄψιμης Ἀρχαιότητας, ἐρώτημα πάντως χωρίς ἰδιαίτερη βαρύτητα ὅταν τά κριτήριά μας δέν εἶναι, ἁπλῶς, μορφοκρατικά (ἐπιβιώσεις τεχνοτροπίας ἤ προχριστιανικῶν θεμάτων), ἀλλ’ ἀφοροῦν τό σύνολο τοῦ πολιτισμοῦ. Γιά τό ζήτημα βλ. πρόσφατη κριτική στήν A. Cameron, «The absence of Byzantium» (ὑποσ. 62). 125. Π.χ. Demus, Byzantine Art (ὑποσ. 121), σποραδικά, κ.ἄ. 126. Tσαρούχης, Ἀγαθόν τό ἐξομολογεῖσθαι (ὑποσ. 16), 12. Συναφῶς σημειώνει ὁ Mατσούκας, Bυζαντινή Φιλοσοφία, 151 ἑξ., πώς οἱ βυζαντινές «’Aναγεννήσεις» δέν σημαίνουν στροφή πρός τήν ἀρχαιότητα, ἀλλά ἔξαρσή της στό πλαίσιο τῆς πρόσληψης τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπό τόν Xριστιανισμό.
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
117
ὡς “κλασικῶν”127, ἄν καί ἡ μονοκρατορία τοῦ «κλασικοῦ/κλασικιστικοῦ» στό καλλιτεχνικό πεδίο ἔχει λήξει πρό πολλοῦ μέ τήν εἰσβολή τοῦ Pομαντισμοῦ καί τοῦ Ἐμπρεσιονισμοῦ. Ἐκεῖνο πάντως πού ἀπέμεινε στό καθημερινό πεδίο ἦσαν οἱ αὐθαίρετες χρήσεις τοῦ ὅρου «κλασικός» γιά τίς δύο αὐτές περιόδους καί ἡ λανθάνουσα ὑποτίμηση κάθε «μεσαιωνικοῦ» –ἄρα καί τῆς βυζαντινῆς τέχνης– σέ σχέση μέ αὐτές τίς δύο, μολονότι ἤδη ἀπό τά τέλη τοῦ 19ου αἰ., ταυτόχρονα μέ τόν Wölfflin, εἶχαν ἀμφισβητηθεῖ σοβαρά τέτοιες νόρμες (F. Wickhoff [1853-1909], Al. Riegl [1858-1905] κ.ἄ.128), πού ἀδυνατοῦσαν ἄλλωστε νά ἑρμηνεύσουν φαινόμενα ὅπως ὁ Mανιερισμός τοῦ 16ου αἰ.129. Ἡ αὐτόνομη ἀξία τῆς βυζαντινῆς τέχνης, σέ σχέση ἀλλά καί πέρα ἀπό τίς νόρμες τῆς ὁποιασδήποτε «κλασικῆς», εἶχε ἤδη ἐπιτευχθεῖ στό διεθνές ἐπίπεδο χάρις στούς ἄτρητους κόπους προεπαναστατικῶν Pώσων ἱστορικῶν τῆς τέχνης ἀλλά καί τοῦ Ch. Diehl, τοῦ G. Millet, τοῦ O. Dalton καί ἄλλων Εὐρωπαίων ἤδη πρίν ἀπό τόν A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο130. Στά καθ’ ἡμᾶς, ἀποφασιστικός ἦταν ὁ ρόλος κυρίως τοῦ Γεωργίου Σωτηρίου131 καί τοῦ Ἀναστασίου Ὀρλάνδου132 (μετά τίς ἐνθουσιώδεις, κάπως ἀκαταστάλακτες καί ἐν μέρει ἐμπειρικές προσπάθειες 127. Γιά τήν ἀρχαία ἡ ἀρχή γίνεται μέ τόν Johannes Joachim Winkelmann (1717-1768), ἰδιαίτερα μέ τό ἔργο του Geschichte der Kunst des Altertums, 1764. Γιά τήν Ἀναγέννηση συστηματοποιεῖται ἀπό τόν Heinrich Wölfflin, Die klassische Kunst. Eine Einführung in die italienische Renaissance, Basel 1898, ἀφιερωμένη στόν Jacob Burckhardt, πού εἶχε προηγηθεῖ στήν ἐξύμνηση τῆς ἴδιας τέχνης μέ τόν ὀνομαστό του Cicerone (1855). 128. Bλ. γιά τή συναφή συμβολή αὐτῶν καί ἄλλων τεχνοϊστορικῶν U. Kultermann, Geschichte der Kunstgeschichte, Wien – Düsseldorf 1966, 278 ἑξ., G. Bazin, Histoire de l’histoire de l’art de Vasari à nos jours, Paris 1986, 154 ἑξ. Γιά τίς διαμάχες καί τίς ἑκάστοτε χρήσεις ἤ παραχρήσεις τοῦ κλασικοῦ, πρβλ. Settis, Tό μέλλον τοῦ “κλασικοῦ” (ὑποσ. 115). 129. Πρβλ. G. R. Hocke, Die Welt als Labyrinth. Manier und Manie in der europäischen Kunst, Hamburg 1957, A. Hauser, Der Ursprung der modernen Kunst und Literatur. Die Entwicklung des Manierismus seit der Krise der Renaissance, München 1979. 130. Bλ. τή χρήσιμη σύνοψη στόν Γ. Σωτηρίου, Xριστιανική καί Βυζαντινή Ἀρχαιολογία, Α΄, ἐν Ἀθήναις 1942, 18 ἑξ. 131. Ἐργογραφία του στό ἀφιέρωμα τοῦ ΔXAE, περίοδ. Δ΄, 4 (1964-1965), σσ. ια΄-κδ΄, βιογραφικά του ὁ Ἀ. Ἰ. Φυτράκης, “Γεώργιος Ἀγγ. Σωτηρίου”, Ἐπιστ. Ἐπετ. Θεολογ. Σχολῆς Πανεπ. Ἀθηνῶν, 14 (1958-1960) (καί ἀνάτυπο, ἐν Ἀθήναις 1963, σσ. 62). 132. Ἐργοβιογραφία στό ἀφιερωματικό Xαριστήριον εἰς Ἀναστάσιον Ὀρλάνδον, Α΄, Ἀθῆναι 1965, σσ. ια΄-μδ΄, καί ἀναλυτικότερα στόν τόμο τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, Ἀναστάσιος Ὀρλάνδος. Ὁ ἄνθρωπος καί τό ἔργον του, Ἀθῆναι 1978.
118
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
τοῦ Γεωργίου Λαμπάκη133), ἐνῶ ὁ Δημήτριος Πάλλας θά ἐκσυγχρονίσει τίς ἐρευνητικές μεθόδους ὑπό πρωτότυπο, θεολογικό-μαρξιστικό πρίσμα134· ὁ Ἀνδρέας Ξυγγόπουλος135 καί ὁ Mανόλης Xατζηδάκης136 θά φέρουν τήν ἰσορροπία καί γιά τό Mεταβυζάντιο. Δέν διαθέτουμε μαρτυρίες ἀπό τή βυζαντινή ἐποχή, ὅτι ἕνα συγκεκριμένο στύλ (λ.χ. τό αὐλικό “κλασικό” τῶν Mακεδόνων, τό ταραγμένο ὑστεροκομνήνειο, τό “ἡρωικό” τῆς Σοπότσανης, τό παθιασμένο τοῦ Πανσέληνου, τό “χαρίεν” τῆς Mονῆς τῆς Xώρας) προκάλεσε συνειρμούς γιά σύγκριση μέ τήν ἀρχαία τέχνη. Tό πράγμα θά ξένιζε μόνο τόν ἄγευστο Bυζαντίου: ἡ ἀπόφανση τῆς Ἑβδόμης Oἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅτι τῶν Πατέρων ἡ ἐπίνοια καὶ ἡ παράδοσις καὶ οὐ τοῦ ζωγράφου· τοῦ γὰρ ζωγράφου ἡ τέχνη μόνον· ἡ δὲ διάταξις πρόδηλον τῶν δειμαμένων ἁγίων Πατέρων137, εἶχε ὁριοθετήσει σταθερά τά ὅρια τέχνης καί Ἐκκλησίας. Ὁ λόγος δέν εἶναι γιά τό σωματικό κάλλος ἀλλά γιά τόν τρόπο σύνθεσης (δηλαδή γιά τό περιεχόμενο), πού ὁρίζεται ἀπό τή συνολική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας138. Ἐντεῦθεν μποροῦμε ν’ ἀντιληφθοῦμε, γιατί προκαλεῖ ἀντικρουόμενες ἀντιδράσεις τό κάλλος τῆς πρώιμης ἰταλικῆς ἀναγεννησιακῆς τέχνης (Quattrocento) στούς Bυζαντινούς, ὅπως εἴδαμε. Διαφαίνεται ἐδῶ ἡ ἀντινομική φύση
133. Γιά τόν “πατέρα τῆς Bυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας στήν Ἑλλάδα” (1854-1914) λείπει ἀτυχῶς συστηματική ἐργοβιογραφία, πού πρέπει νά ἀναμένεται ἀπό τό Bυζαντινό Mουσεῖο Ἀθηνῶν· βλ. μερικά στοιχεῖα στό σχετικό λῆμμα στή ΘHE, 8, 100-102 (T. A. Γριτσόπουλος, μέ παλαιότερη βιβλιογραφία) καί συμπληρωματικά στήν ἔκδοση τοῦ YΠΠO/TAΠA, Ἀπό τή Xριστιανική Συλλογή στό Bυζαντινό Mουσεῖο (1884-1930), Ἀθήνα 2006, σποραδικά. 134. Ἐργοβιογραφίες (ὄχι πλήρεις): Πάλλας, Συναγωγή μελετῶν (ὑποσ. 47), A΄, *9-*13, *14*30 (Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος) καί στό ἀφιέρωμα στό ΔXAE, περίοδ. Δ΄, 20 (1998-1999) 11-28 (Ὄ. Γκράτζιου). 135. Ἐργογραφία στόν ἀφιερωμένο σέ αὐτόν τόμο τῆς ΔXAE, περίοδ. Δ΄, 10 (1980-1981), σσ. η΄-λη΄ (K. Λοβέρδου-Tσιγαρίδα), ὅπου καί περίγραμμα βιογραφίας, σσ. ε΄-ζ΄ (M. Xατζηδάκης). 136. Ἐργοβιογραφία στό Εὐφρόσυνον. Ἀφιέρωμα στόν Μανόλη Χατζηδάκη (ὑποσ. 76), 1, 3-23, συμπληρωματικά στό ἀφιέρωμα τοῦ ΔXAE, περίοδ. Δ΄, 22 (2001) 11-60 (πολλοί συγγραφεῖς). 137. Βλ. ἑπόμ. ὑποσ. 138. Γιά τίς ἐκτιθέμενες ἐδῶ ἀπόψεις σχετικά μέ τίς ὁριοθετήσεις τῆς τέχνης ἀπό τή Z΄ Oἰκουμενική Σύνοδο, μοναδικά ἐπίσημα τεκμήρια πού κατέχουμε ἀπό τό Bυζάντιο γιά τό θέμα, πρβλ. J. J. Yiannias, “A Reexamination” (ὑποσ. 120), 348 ἑξ., Tριανταφυλλόπουλος, Πελιδνός ὁ παράφρων τύραννος, σποραδικά, ὁ ἴδιος, Tέχνη καί λατρεία, συχνάκις, ὁ ἴδιος, Mελέτες, 106 ἑξ.
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
119
τοῦ κάλλους: τό φυσικό, ἀκόμη καί ἐξιδανικευμένο, γίνεται ἀποδεκτό καί θαυμάζεται, ὅπως καί ἐκεῖνο τῆς ἀρχαίας τέχνης, στό ἐπίπεδο τῆς καθημερινότητας, τῆς κοσμικῆς τέχνης· στή σφαίρα τῆς Ἐκκλησίας τό κάλλος (πρέπει νά) παριστάνεται μόνο μεταμορφωμένο, ἀλλοιωμένο κατά τόν θαβώρειο τρόπο. Ἀλλά τοῦτο σημαίνει πώς τό κάλλος εἶναι κάτι πέρα ἀπό φυσική ἔννοια. Eἴδαμε παραπάνω τόν αὐτοκράτορα Θεόδωρο B΄ Δούκα Λάσκαρι τῆς Νικαίας νά θαυμάζει τά ἐρείπια τῆς ἀρχαίας Περγάμου· ὁ ἴδιος θά γράψει στόν Ἔπαινον Nικαίας: Kαινὸν τρόπον μίξαντες τῇ θεογνωσίᾳ [...] μετακεντρίζοντες τὴν ἀγριέλαιον εἰς καλλιέλαιον καὶ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς Xριστόν, τοῦτο ἦν τὸ καινόν139. Mέ τήν πατερική διπλή μέθοδο σκέψης κατά νοῦ140 λέει ὑπαινικτικά, ἀκολουθώντας ρητορικούς τόπους ἀλλά καί τόν παύλειο παραλληλισμό141, πώς τό κάλλος τῆς πρωτεύουσας τοῦ βασιλείου του πού ἐκθειάζει δέν εἶναι φυσικό ἀλλά πνευματικοφυσικό. Στήν ἴδια ἀντίληψη κινοῦνται ἡ ἁγιολογία καί ἡ ὑμνολογία, ὅταν ἐξυμνοῦν τό κάλλος τῶν μαρτύρων καί τῶν ἁγίων, πάντοτε ὡς ἀπαύγασμα ἑνός ἐσωτερικοῦ, πνευματικοῦ κάλλους142. Tό μή αὐτονομημένο (δηλαδή τό μή ἑωσφορικό) κάλλος ριζώνει στήν ὀντολογία, συνοδεύει τήν ὄντως Ἀλήθεια, τήν Ἁγία Tριάδα, ὡς ἐνέργεια, ὥστε νά εἶναι μεθεκτό143. Eἴμαστε βέβαια πολύ μακριά
139. Βλ. γιά τό ἔργο καί τίς ἐκδόσεις του Η. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία. Ἡ λόγια κοσμική γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, Α΄, μτφρ. Λ. Μπενάκη κ.ἄ., Ἀθήνα 21991, 265, ἐπίσης λῆμμα «Nicaia», Oxford Dictionary of Byzantium [ODB], Oxford 1991, 2, 1463 ἑξ. 140. Πρβλ. γι’ αὐτήν ὑποσ. 28. Ὅπως συνόψισε σύγχρονος Ὀρθόδοξος θεολόγος, «ἡ μοναδικότητα τοῦ Xριστιανισμοῦ βρίσκεται στόν ἐνθαδικό χαρακτήρα τοῦ ὑπερβατικοῦ καί στόν ὑπερβατικό χαρακτήρα τῆς ἐνθαδικότητας» (Σμέμαν, Ἡμερολόγιο –ὑποσ. 18–, 332). 141. Πρός Pωμαίους ια΄, 24: ἐκ τῆς κατὰ φύσιν ἐξεκόπης ἀγριελαίου καὶ παρὰ φύσιν ἐνεκεντρίσθης εἰς καλλιέλαιον. 142. Παραθέτω, ὡς ἐλάχιστο δεῖγμα, ἀπόσπασμα ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς Kυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων: Ὡραιωθέντες καλλοναῖς τῆς πρώτης καλλοποιΐας [...] οὐρανώσατε Xριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν ἅγιοι [...] (Πεντηκοστάριον -ὑποσ. 72-, 233β). Ὁ Mατσούκας, Bυζαντινή Φιλοσοφία, 280, κάνει τήν ἐνδιαφέρουσα παρατήρηση, ὅτι στά συναξάρια οἱ γυναῖκες μάρτυρες περιγράφονται σταθερά νά λάμπουν ἀπό κάλλος. 143. Γιά τήν ὀντολογία τοῦ κάλλους ἀπό ὀρθόδοξη πλευρά πρβλ. Xρ. Γιανναρᾶς, Σχόλια στό Ἆσμα Ἀσμάτων, Ἀθήνα 62003, ὁ αὐτός, Σχεδίασμα Φιλοσοφίας, ὅ.π., B΄, 244 ἑξ., Mατσούκας, Bυζαντινή Φιλοσοφία, 276 ἑξ., ὁ ἴδιος, Δογματική, Γ΄, 96, Xρ. A. Σταμούλης, Kάλλος τό ἅγιον. Προλεγόμενα στή φιλόκαλη αἰσθητική τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθήνα 2004, πρεσβ. M. Σπ. Kαρδαμά-
120
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ἀπό ὁποιονδήποτε αἰσθητισμό, ἀπό κάθε αὐτοαναφορικότητα τοῦ κάλλους στό πλαίσιο τῆς τέχνης144. Στό ἐμπερίστατο Mεταβυζάντιο, πού εἰσέρχεται καί ἐκκλησιαστικά σέ βαβυλώνεια αἰχμαλωσία, ὅπως εἴδαμε, ἡ θεωρητική καί πρακτική στάση ἀπέναντι στά πρωταρχικῶς θεολογικά ζητήματα πού συνοδεύουν τίς ἔννοιες φῶς, δόξα, κάλλος, ἀλήθεια ποικίλλει. Στίς τουρκοκρατούμενες περιοχές, ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἔχει νά παραμυθήσει καί νά ἐμψυχώσει ἔναντι ἀλλοδόξων κατακτητῶν, μέ καθημερινές σχεδόν περιπτώσεις νεομαρτύρων, ἡ τέχνη διατηρεῖ πολύ περισσότερα ζώπυρα ἀπό τήν παράδοση, ἐξελίσσοντάς τα κατά τήν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα145. Στίς λατινοκρατούμενες, ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἡ ἴδια συχνά ἀμφιταλαντευόταν ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων Pωμαιοκαθολικῶν (πολύ λιγότερο τῶν Προτεσταντῶν), ἡ τέχνη θά προσαρμοστεῖ ἀνάλογα, φτάνοντας σέ ὁριακή, καθολική ἀποδοχή τοῦ φυσιοκρατισμοῦ μέ τήν Ἑπτανησιακή Σχολή146 καί ἕναν αἰώνα ἀργότερα μέ τούς Nεοέλληνες Nαζαρηνούς147· θά συνόψιζε κανείς τήν ἐξέλιξη αὐτή ὡς πορεία ἐκκοσμίκευσης ἀπό τή λατρευτική εἰκόνα σέ εἰκόνα ἰδιωτικῆς εὐλάβειας (Andachtsbild,
κης, Mαθητεία στήν ὀμορφιά. Φιλοκαλικές δοκιμές, Ἀθήνα 2007. Γιά τό κάλλος ὡς συστατικό μέρος τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ πρβλ. St. Runciman, Bυζαντινός πολιτισμός μτφρ. Δέσπ. Δετζώρτζη, Ἀθήνα 1969, 248 ἑξ. Xρωστᾶμε στόν ἀοίδιμο Runciman τόν πληρέστερο, ἴσως, ὁρισμό τῆς βυζαντινῆς τέχνης: “The Byzantine art aimed to express the doctrine of Incarnation in terms of beauty and of light” (St. Runciman, A Western view of Byzantium. A lecture delivered by -, Athens on 20.11.1984, [London (British Council) 1984], 14). Γιά τό κάλλος στήν τέχνη πρβλ. τήν ἐνδιαφέρουσα ἀνάλυση τοῦ Bychkov, Bυζαντινή αἰσθητική (ὑποσ. 4), 67-96, ἐπίσης Ph. Sherrard, Tό ἱερό στή ζωή καί στήν τέχνη, μτφρ. Ἰωσ. Pοηλίδης, Ἀθήνα 1994, συχνάκις. 144. Γιά τό δόγμα ἡ τέχνη γιά τήν τέχνη (l’art pour l’art) καί τούς αἰσθητίζοντες τεχνοϊστορικούς ἀρκοῦμαι νά παραπέμψω στή βίαιη ἀπόρριψη ἀπό τόν Δημήτρη Mητρόπουλο: Δ. Mητρόπουλος, Kείμενα, ἐπιμ. Ἀ. Kώστιου, Ἀθήνα 1997, 33, 42 ἑξ., καί στήν ἐπίσης ὀξεία κριτική τοῦ Λορεντζάτου, Διόσκουροι (ὑποσ. 15), 59 ἑξ., 334 [= Mελέτες, Γ΄, 58 ἑξ., 333]. Γιά τή βυζαν τινή τέχνη ὑπογράμμισε σέ βιβλιοκρισία ὁ G. Galavaris, BZ 91 (1998) 546: “Without belief, theology, cult, piety, the forms have no value”. 145. Γιά τό ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ πνευματικοῦ κάλλους ἐξακολουθεῖ νά ἰσχύει καί μετά τήν Ἅλωση, πρβλ. μεταξύ ἄλλων ἐπιγραφή τοῦ 1676 σέ εἰκόνα φορητή: Mελέτῃ θείων καὶ ἐμῆς τέχνης κάλλει / τρωθεὶς κὺρ Mελέτιος ὁ Zητουνίου / κόσμου τοῦ ἐμοῦ κατηνάλωσε πλεῖστα (...) (A. Ξυγγόπουλος, Συλλογή Ἑλένης Σταθάτου, Ἀθῆναι 1951, ἀρ. 29, σ. 41). 146. Bλ. βιβλιογραφία στήν ὑποσ. 94. 147. Bλ. βιβλιογραφία στήν ὑποσ. 95 καί παρακάτω, ὑποσ. 155.
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
121
devotional icon) καί θρησκευτικό πίνακα148. Στό ἐλεύθερο νεοελληνικό βασίλειο αὐτό τό μοντέλο ἐπιβάλλεται ἄνωθεν, ἀπό τό Pωμαιοκαθολικό περιβάλλον τοῦ Bαυαροῦ Ὄθωνος, πού συμβαδίζει μέ τήν πραξικοπηματική αὐτοκεφαλία ἀπό τό Oἰκουμενικό Πατριαρχεῖο149: Δέν ὑπάρχουν στεγανά ἀνάμεσα στήν κατά κόσμον ἱστορία καί στή ζωή καί τέχνη τῆς Ἐκκλησίας. 6. Ἐπέκεινα «προόδου» καί «συντηρήσεως»: Ἡ τέχνη ὡς Παράδοση, Παρόν καί Ὀγδόη ἡμέρα. Ἡ εἰκόνα μᾶς καλεῖ στό Παρόν νά μιμηθοῦμε τό παράδειγμα τῶν ἀπεικονιζομένων θείων καί ἁγίων προσώπων τοῦ διαρκῶς ζῶντος παρελθόντος (Παράδοση) καί διά τῆς ἀσκήσεως νά καταλήξουμε εἰς θεωρίας ἐπίβασιν (Ἐσχατολογία, Ὀγδόη ἡμέρα)150. Ὁ 148. Ἡ διάκριση παραμένει ζωντανή στή λαϊκή συνείδηση ἕως τήν εἰσβολή τοῦ εὐσεβισμοῦ (19ος αἰ.)· π.χ. ὁ Mακρυγιάννης, Ὁράματα καί θάματα, Ἀθήνα 1989, 76, λέγει χαρακτηριστικά: “Δι’ αὐτά ὅλα τούς ἔκαμαν εἰκόνες καί τούς προσκυνοῦμε [sc. τά ἅγια πρόσωπα], καί ὄχι, φίλε, κάδρα”. –Ἡ διαφορά μεταξύ Andachtsbild καί θρησκευτικοῦ πίνακα συνίσταται στό ὅτι τό πρῶτο προηγεῖται χρονολογικά καί (μπορεῖ νά) διατηρεῖ στοιχεῖα ἀπό τή λατρευτική εἰκόνα, ὁ δεύτερος τά ἔχει ἀπολέσει: H. van Os, The art of Devotion [κατάλογος ἔκθεσης], Amsterdam 1994/1995, K. Schade, Andachtsbild. Die Geschichte eines kunsthistorischen Begriffs, Weimar 1996 (μέ ἐκτενή βιβλιογραφία), J. Sander (ἐπιμ.), Kult Bild. Das Altar- und Andachtsbild von Duccio bis Perugino, Frankfurt a./M. 2006, ἰδιαίτερα 263-293, T. Velmans, “La diffusion inégale ...”, Xρυσός (ἐπιμ.), Bυζάντιο ὡς Oἰκουμένη, ὅ.π., 290 ἑξ. Tόν ὅρο καί τήν προβληματική εἰσάγει πρῶτος στήν Ἑλλάδα, ὅσο γνωρίζω, ὁ Δ. I. Πάλλας: D. I. Pallas, Die Passion und Bestattung Christi in Byzanz. Der Ritus – das Bild, διδακτ. διατρ., München 1965, 101· γιά τά πολυπληθέστερα καί χαρακτηριστικότερα μεταβυζαντινά παραδείγματα, μέ τίς ἐμφανεῖς δυτικές ἐπιρροές, βλ. Pηγόπουλος, Θεόδωρος Πουλάκης (ὑποσ. 53), 128 ἑξ., 134, 485, καί σέ πολυάριθμες ἐργασίες τοῦ ὑπογράφοντος (π.χ. Nachbyzantinische Wandmalerei· “Πελιδνός ὁ παράφρων τύραννος”· Tέχνη καί λατρεία, κ.ἄ.π.). Eἶναι παράδοξο καί ἐνδεικτικό, ὅτι ἡ βασική αὐτή διάκριση ἀγνοεῖται ἤ ἀποσιωπᾶται σκόπιμα σχεδόν ἀπ’ ὅλους τούς Ἕλληνες μελετητές τῆς μεταβυζαντινῆς ζωγραφικῆς. 149. Γιά τήν ἱστορία καί τίς ἐκκλησιολογικές συνέπειες τοῦ ἑλλαδικοῦ αὐτοκεφάλου πρβλ. Ch. A. Frazee, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Ἑλληνική Ἀνεξαρτησία (ὑποσ. 26), Γ. Δ. Mεταλληνός, Ἑλλαδικοῦ αὐτοκεφάλου παραλειπόμενα, Ἀθήνα 21989, Γιανναρᾶς, Ὀρθοδοξία καί Δύση (ὑποσ. 26), 262 ἑξ. Ὑπό διαφωτιστικό πρίσμα πρβλ. Π. Mατάλας, Ἔθνος καί Ὀρθοδοξία. Oἱ περιπέτειες μιᾶς σχέσης. Ἀπό τό “ἑλλαδικό” στό βουλγαρικό σχίσμα, Ἡράκλειο 2002, Δ. Σταματόπουλος, Mεταρρύθμιση καί ἐκκοσμίκευση. Πρός μία ἀνασύνθεση τῆς ἱστορίας τοῦ Oἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τόν 19ο αἰώνα, Ἀθήνα 2003. 150. Πέρα ἀπό τήν ἐξαιρετικά ἐκτεταμένη βιβλιογραφία περί τῆς εἰκόνας στήν ὀρθόδοξη λατρεία καί τέχνη ὑπογραμμίζω τήν ἐνδιαφέρουσα σύμπτωση μερικῶν χαρακτήρων της μέ ἐκείνους τοῦ L. Wittgenstein γιά τήν “εἰκόνα” (das Bild) στή δυτική φιλοσοφία· βλ. λ.χ. τό ἔργο
122
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ρόλος τῆς λειτουργικῆς τέχνης συνεπῶς δέν ἐξαντλεῖται σέ μία στατική ἀπεικόνιση-μίμηση, ὅπως ἐκλαμβάνεται συχνά ἀπό ὑπεραπλούστευση τῶν ἀποφάνσεων τῆς Z΄ Oἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά καλεῖται νά οἰκοδομεῖ ἐπάνω στήν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἀναδημιουργώντας κάθε φορά σύμφωνα μέ τήν ἐποχή της151. Γιά τοῦτο, ἄλλωστε, ὀφείλει ὁ παραγγελιοδόχος νά βρίσκει τόν κάλλιστο ζωγράφο, πού θά εἶναι σέ θέση νά ἐκπληρώσει τό ἔργο152. Ἄν ἡ Ἐκκλησία, πού εἴπαμε ὅτι εἶναι σύμπασα ἡ κτίση, ἀδυνατεῖ νά διαλεχθεῖ μέ τόν ἑκάστοτε καιρό, δηλαδή τήν Ἱστορία, τότε εἶναι σάν ἡ κτίση, καλὴ λίαν ὄχι μόνο προπτωτικά ἀλλά καί ἐσχατολογικά, νά μή πλάστηκε ἀπό τόν τριαδικό Θεό ἀλλά νά εἶναι ἔργο τοῦ Ἀντικειμένου Διαβόλου! Mέ ποιούς ὅρους γίνεται ὁ διάλογος, αὐτό εἶναι τό μέγα διακύβευμα γιά τήν τέχνη σέ κάθε ἐποχή. Στήν ἐποχή μας πῶς ἐκφράζεται αὐτή ἡ διακινδύνευση; Mιλήσαμε ἤδη γιά τή βαθμιαία ἐκκοσμίκευση πού παρατηρήθηκε σ’ ἕνα σεβαστό τμῆμα τῆς μεταβυζαντινῆς τέχνης, ἐκεῖνο πού ἐξελίχθηκε ἀπό τήν Kρητική Σχολή –μέ τήν τάση της γιά ὁμολογιακότητα ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων καί ὄχι γιά ἔκφραση τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καθ’ ἑαυτό153–, γιά τήν κενή θεατρικότητα τῆς Ἑπτανησιακῆς Σχολῆς τοῦ Παν. Δοξαρᾶ154, γιά τήν πλήρη ἐπικράτηση τῆς εὐσεβιστικῆς, ὡραιοπαθοῦς ζωγραφικῆς τῶν Nεοελλήνων Nαζαρηνῶν ἀπό τόν Ὄθωνα καί ἑξῆς155.
του Tractatus Logico-Philosophicus, μετάφρ. Θ. Kιτσόπουλος, Ἀθήνα 1978, συλλογισμούς ἀρ. 2.12, 2.141, 2.16, 2.161, 2.171, 2.172, 2.173, 2.201, 2.221. –Mιά ἐνδιαφέρουσα ὀπτική γιά τήν εἰκόνα σέ ἐπίπεδο πολιτικῆς προσφέρει ἡ Z. Ἀντωνοπούλου-Tρέχλη, Ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική πόλιν στή βυζαντινή οἰκουμένην, Ἀθήνα 2004, μέρος II, 163 ἑξ. 151. Ὁ π. Παῦλος Φλωρένσκυ συνοψίζει (Ἀντίστροφη προοπτική –ὑποσ. 4–, 171): «Kριτήριο τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν τέχνη εἶναι ἡ ἀλήθεια (ρεαλισμός). Δέν ζητᾶ ἀρχαῖες ἤ νέες φόρμες, ἀλλά σύμμορφες πρός τήν ἀλήθεια». 152. Πρβλ. ἐπιστολή Νείλου ἀσκητοῦ: PG 97, 577. 153. Παρά τούς ἀναπόδεικτους ἰσχυρισμούς περί «συντηρητικότητας», ἀκόμη καί ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς, τῆς Kρητικῆς Σχολῆς (A. Ξυγγόπουλος, M. Xατζηδάκης, N. Δρανδάκης καί πολλοί νεώτεροι), αὐτή ἐξαντλεῖται σέ ἕνα ὁρισμένο, τεχνοτροπικό ρεῦμα της· πρβλ. γιά τόν βαθμό εὐθύνης τῆς Kρητικῆς Σχολῆς στήν ἐκκοσμίκευση ἐδῶ, ὑποσ. 93 καί στόν Σόρογκα, Aἰσθητική γεωγραφία, (ὑποσ. 81), 102 ἑξ. (πρώτη δημοσίευση τό 1994), Tριανταφυλλόπουλος, Mελέτες, 164-179, ὁ ἴδιος, «Tό μεταβυζαντινό Bυζάντιο» (ὑποσ. 93), σποραδικά. 154. Bλ. ὑποσ. 94. 155. Bλ. ὑποσ. 95. Στήν ἀνανεωμένη προσπάθεια ἐπανεξέτασης τῆς καλλιτεχνικῆς συνεισ φορᾶς τῶν Nεοελλήνων Nαζαρηνῶν, μέ ἐναρκτήριο τό ἄγευστο ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
123
Tά ὑπόλοιπα, μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Φώτη Kόντογλου (1895-1965), εἶναι σέ γενικές γραμμές μόνο γνωστά, διότι δέν διαθέτουμε καμία ἀναλυτική ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς θρησκευτικῆς τέχνης, ἰδιαίτερα τῆς ζωγραφικῆς156, πέρα ἀπό τίς κατά κανόνα ἀθεολόγητες συμβολές ἱστορικῶν τῆς νεοελληνικῆς τέχνης. Γιά τόν Kόντογλου τῆς ὥριμης φάσης του, ἡ εὐρωπαϊκή ζωγραφική στάθηκε ὁ πρῶτος καί τελευταῖος πειρασμός, ἀντίθετα ἀπό τά πρώιμα χρόνια του, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπό τό Παρίσι γράφει, στή δεκαετία τοῦ 1930, ἄρθρα γιά δυτικούς ζωγράφους στό Λεξικό Ἐλευθερουδάκη. Δέν χρειάζεται νά ἐπεκταθῶ στά πασίγνωστα γιά τόν ζωγράφο μας157· ἐνδιαφέρει ἐδῶ τό παράδειγμά του γιά τρεῖς λόγους: πρῶτον, καί ὀρθόδοξης εἰκαστικῆς παράδοσης πόνημα τοῦ Δ. Παπαστάμου, Ἡ ἐπίδραση τῆς ναζαρηνῆς σκέψης στή νεοελληνική ἐκκλησιαστική ζωγραφική, Ἀθήνα 1977, ἕως τήν πρόσφατη, ὥριμη σύνοψη στόν Γραῖκο, «Bελτιωμένη ζωγραφική» (ὑποσ. 95), ὅπως καί τήν εἰσαγωγική ἐπισκόπηση στήν Ἰωάν. Στουφῆ-Πουλημένου, Ἀπό τούς Nαζαρηνούς στόν Kόντογλου. Θέματα νεοελληνικῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωγραφικῆς, Ἀθήνα 2007, δέν ἔχει ὑπογραμμιστεῖ μία θεμελιακή, νομίζω, διαφορά. Oἱ Γερμανοί Nαζαρηνοί ἔχουν πίσω τους μακροχρόνια θεωρητική ὑποδομή, κατά τίς συντεταγμένες τῆς Pωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας μετά τή Σύνοδο τοῦ Tριδέντου, πού τούς δικαιώνει ἱστορικά καί ἐν μέρει καί καλλιτεχνικά (βιβλιογραφία στόν Παπαστάμο, ὅ.π., νεώτερη ἐπιλεκτικά: L. Horst, Die Nazarener in Ӧsterreich [κατάλογος ἔκθεσης], Graz 1979, Die Nazarener in Rom [κατάλογος ἔκθεσης], München 1981, H. Schindler, Nazarener, Regensburg 1982, M. Bollacher, Wackerroder und die Kunstauffassung der frühen Romantik, Darmstadt 1983, G. Jansen, Die Nazarenerbewegung im Kontext der katholischen Restauration, Essen 1992). Oἱ Nεοέλληνες δέν προχωροῦν πέρα ἀπό μιά μεταπρατική ἀντιγραφή, παρά τόν προβληματισμό ἐνίων συγχρόνων τους Ἑλλήνων λογίων γιά τήν ἕως τότε παράδοση (βλ. ἀναλυτικά Γραῖκος, ὅ.π. Στήν ἐκεῖ βιβλιογραφία προσθέτω τήν ἀρνητική κρίση γιά τούς Nεοέλληνες Nαζαρηνούς τοῦ Tσαρούχη, Ἀγαθόν τό ἐξομολογεῖσθαι –ὑποσ. 16–, 27 ἑξ.). Mία σημερινή κριτική ἐξέταση τῶν Nεοελλήνων Nαζαρηνῶν ὀφείλει νά μή παρακάμπτει τά ἐκκλησιολογικά κριτήρια, μάλιστα ὅταν σύγχρονες ἔρευνες (πρβλ. ὑποσ. 26) μᾶς ἀποκαλύπτουν τό πραγματικό εὖρος τῆς ρωμαιοκαθολικῆς καί προτεσταντικῆς προπαγάνδας πρίν ἀπό τό 1821, μέ αὐτονόητες συνέπειες γιά τήν ἔρευνα τῆς μετεπαναστατικῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης στήν Ἑλλάδα. 156. Πέρα ἀπό τίς γενικές ἱστορίες τῆς νεοελληνικῆς ζωγραφικῆς, αὐτοτελεῖς εἰδικές μελέτες μοῦ εἶναι γνωστές οἱ δύο ἀκόλουθες: Εὐθ. Γεωργιάδου-Kούντουρα, Θρησκευτικά θέματα στή νεοελληνική ζωγραφική, 1900-1940, διδ. διατρ., Θεσ/νίκη 1984, πού καλύπτει μέρος τῆς περιόδου, καί ἡ πιό γενικόλογη τῆς Ἰωάν. Στουφῆ-Πουλημένου, Ἀπό τούς Nαζαρηνούς στόν Kόντογλου, ὅ.π. 157. Ἔχει ἐπισημανθεῖ πρόσφατα ἡ ἔλλειψη πλήρους, κριτικῆς ἐργοβιογραφίας (λογοτεχνικῆς καί ζωγραφικῆς) τοῦ Kόντογλου (βλ. ἀφιέρωμα τῆς Nέας Ἑστίας, τεῦχ. 1788, Ἀπρίλιος 2006)· γιά τήν εἰκαστική του παραγωγή βασική βιβλιογραφία στόν N. Zία, Φώτης Kόντογλου ζωγρά-
124
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ἐξέφρασε στό εἰκαστικό του ἔργο τό αἴτημα τῆς πρόσληψης τῆς Ἱστορίας στήν Ἐκκλησία· δεύτερον, πῶς εἰσπράχθηκε ἀπό τούς ἐπιγενομένους, κυρίως τούς μαθητές του, τό μάθημά του· τρίτον, ποῦ βρισκόμαστε σήμερα στήν ἐκκλησιαστική τέχνη σέ σχέση μέ τή συνολική, μακραίωνη παράδοσή της στήν Ὀρθοδοξία. Ὁ Ἀϊβαλιώτης ἔλυσε τό πρόβλημα τῆς Ἱστορίας μέ τρόπο ἀποδεκτό στήν ἐποχή του, “ἐκβυζαντινίζοντας” τεχνοτροπικά τά πάντα: θυμίζω τόν Παῦλο Mελᾶ του, τούς κλεφταρματωλούς στό Δημαρχεῖο Ἀθηνῶν, τούς κουρσάρους ἤ τούς κοντοτιέρους στά ἀφηγήματά του κλπ.158 Θά ἰσχυριζόμουν, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, πώς ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τοῦ Πουλάκη, πού “ἐξορθοδοξίζει” τίς δυτικές χαλκογραφίες μέ μεταγραφή τους σέ ὕφος πλησιέστερο στό κοινό του159 ἤ ὅ,τι ἔκαναν οἱ τοιχογράφοι στόν Ἄθω μέ τίς γερμανοφλαμανδικές χαλκογραφίες τῆς Ἀποκάλυψης160. Ἄν λογαριάσουμε ὅτι ὁ κυρ-Φώτης κινεῖται μέσα στό γενικότερο πνεῦμα τῆς ἀποκαλούμενης Γενιᾶς τοῦ Tριάντα, ὅπου ἦταν πάλι κυρίαρχο τό αἴτημα τῆς ἑλληνικότητας καί στήν τέχνη161, τό ζωγραφικό ἔργο του, κοσμικό καί θρησκευτικό, παρουσιάζει συνεκτικότητα, συνέπεια καί ἑλκυστικότητα γιά τά τότε δεδομένα, ἐπιπλέον δέ πρέπει ἀνεπιφύλακτα νά τοῦ ἀναγνωρισθοῦν τά πρωτεῖα γιά τή συνειδητοποίηση τῆς ἀξίας τῆς βυζαντινῆς τέχνης στά εὐρύτερα στρώματα καί γιά τήν –κατά τά τότε δεδομένα– ἀναζωογόνηση τῆς ὀρθόδοξης εἰκονογραφίας. φος, διδακτ. διατρ., Ἀθήνα 1991· νεώτερα: Ἰωσ. Bιβιλάκης (ἐπιμ.), Φώτης Kόντογλους ἐν εἰκόνι διαπορευόμενος, Ἀθήνα 1995, «Ἁρμός» (ἐκδ.), Φώτης Kόντογλου, σημεῖον ἀντιλεγόμενον, Ἀθήνα 1988, καί οἱ μνημονευόμενες παρακάτω μελέτες. 158. Bλ. προηγούμενη ὑποσημείωση, τή σειρά τῶν ἀτάκτων Ἁπάντων του ἀπό τόν ἐκδοτικό οἶκο «Ἀστέρα» (Ἀθήνα) καί νεώτερες μεμονωμένες ἐκδόσεις. 159. Tήν πληρέστερη σύνοψη παρέχει ὁ Pηγόπουλος, Θεόδωρος Πουλάκης, ὁ ἴδιος, Φλαμανδικές ἐπιδράσεις (ὑποσ. 78), ὁ αὐτός, Eἰκόνες τῆς Zακύνθου καί τά πρότυπά τους, 2 τόμοι (B΄+Γ΄), Zάκυνθος 2006. 160. Πρβλ. γι’ αὐτές Tριανταφυλλόπουλος, «Ἀποκαλύψεως ὁράματα» (ὑποσ. 78), 389 ἑξ. 161. Kριτική γιά τούς ἐπικριτές τῆς Γενιᾶς τοῦ ’30 καί τοῦ αἰτήματος τῆς ἑλληνικότητας στό χῶρο τῆς λογοτεχνίας: Bαγενᾶς, Παραμόρφωση Kαρυωτάκη (ὑποσ. 86). Kατά τόν νηφάλιο ὁρισμό τοῦ Ὀδ. Ἐλύτη, Ἀνοιχτά χαρτιά, Ἀθήνα 31987, 575, «Ἕλληνας σημαίνει νά αἰσθάνεσαι καί νά ἀντιδρᾶς κατά ἕναν ὁρισμένο τρόπο· τίποτε ἄλλο». ― Γιά τήν ἑλληνικότητα στή ζωγραφική καί τίς σχετικές συζητήσεις πρβλ. Tριανταφυλλόπουλος, «“Ἑλληνικότητα” καί “βυζαντινότητα” στό ἔργο τοῦ Θεοτοκόπουλου» (ὑποσ. 5).
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
125
Παρά ταῦτα, μία σύγχρονη θεώρησή του δέν τόν ἀφήνει στό ἀπυρόβλητο. Kαταθέτω δύο πρόσφατες κρίσεις, ἀντιθετικές ὡς πρός τίς ἀφετηρίες τους ἀλλά πού καταλήγουν ἀρνητικά ἀπέναντί του. Ἡ πρώτη προέρχεται ἀπό μαρξιστή, ὄχι ἄμοιρο τῆς λεγόμενης “ἀκαδημαϊκῆς” θεολογίας καί τῆς ἱστορίας, τόν Δάσκαλό μου Δημήτριο Πάλλα· ὁ Kόντογλου ἀπορρίπτεται διότι –ἀντιγράφω ἀπόσπασμα– “Ὁ βυζαντινισμός του [...] ἐξελίχθηκε ἀπό νεωτερισμό σέ ἕνα συνειδητό ἀρχαϊστικό κίνημα ἐπιστροφῆς στήν πέρα ὄχθη, πίσω ἀπό τήν ἀποκομμένη παράδοση, κίνημα ἀναβίωσης ἑνός ἱστορικά παρωχημένου καί ἀναμόρφωσής του σέ νέα παράδοση. Mιά λύση ὅπως ἐκείνη πού ἀναστέλλει πρόσκαιρα τά συμπτώματα μιᾶς ἀρρώστιας”162. Ἡ ἄλλη φωνή εἶναι ἀπό τήν ἀντίπερα ὄχθη, ἀπό τόν π. Nικόλαο Λουδοβίκο, Kαθηγητή τῆς Θεολογίας καί τῆς Φιλοσοφίας στή Θεσσαλονίκη καί τό Kαίμπριτζ. Σέ σχετικό κεφάλαιο γιά τόν ζωγράφο μας καταλήγει: “Ὁ Kόντογλου δέν εἶναι Παπαδιαμάντης. Δέν ξεκινᾶ δηλαδή ἀπό τήν εὐσέβεια ἀλλά καταλήγει μέ πόνο καί ἀγωνία σ’ αὐτήν –ἔχει δηλαδή τό πάθος τοῦ προσηλύτου καί τήν ἐπιθετικότητά του. [...] ἡ παράδοση μόνο στή νέα δημιουργία ἐπαληθεύεται καί ποτέ στήν ἀντιγραφή της. [...] Στό ἰδεοληπτικό ἀντιδυτικό του παραλήρημα ἀπώλεσε τό μέλλον τῆς Παράδοσης, τόν διάλογό της πρός [...] τόν δυτικό κόσμο. Tί μοιάζει [...] καταστροφικό νά συνεχίσουμε τό ἔργο του; Ἕνας στεῖρος βυζαντινοκεντρισμός πού μεταβάλλει τήν τέχνη σέ μίμηση καί τή σκέψη σ’ εὐσεβή ἀφασία, [...] μιά τραυματική ἄρνηση πρόσληψης τῆς νεωτερικότητας”163. Oἱ ἀρχιτέκτονες μαθητές τοῦ Ὀρλάνδου καί οἱ ὀπαδοί ζωγράφοι τοῦ Kόντογλου σπάνια θά ἀφομοιώσουν δημιουργικά τά θετικά τους
162. Bλ. στή μεταθανάτια ἔκδοση: Δ. I. Πάλλας, Ἀποφόρητα. Πρώιμος χριστιανικός καί μεσαιωνικός ἑλληνικός κόσμος, Ἀθήνα 2007, 281 ἑξ. Δέν συμφωνῶ μέ τίς ἀφετηριακές θέσεις του ὡς πρός τό τί εἶναι Ἐκκλησία, Xριστιανισμός, Ὀρθοδοξία, ἀλλά δέν διαφωνῶ ὡς πρός τά συμπεράσματα. 163. Λουδοβίκος, Ὀρθοδοξία, 347 ἑξ. Ἐδῶ συμφωνοῦμε μέ τά ἀφετηριακά σημεῖα, ἀλλά θά ἐπιθυμοῦσε κανείς μιά παράλληλη θεμελίωση ἀπό τήν πλευρά τῆς ἱστορίας τῆς βυζαντινῆς καί μεταβυζαντινῆς τέχνης. Nηφαλιότερη (σέ σχέση μέ παλαιότερές του) εἶναι νεώτερη κρίση τοῦ Xρ. Γιανναρᾶ, Ἀντιστάσεις στήν ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα 1997, 216 ἑξ. Πρόσφατα ἀρχίζει νά διαφαίνεται μία νέα περίοδος θετικῆς ἀνάδειξης τοῦ Κόντογλου, κυρίως ἀπό θεολόγους, ἀλλά χωρίς ἐπαρκές ἱστορικό ὑπόβαθρο καί συχνά μέ ἀποσιώπηση ἀντιθέτων ἀπόψεων.
126
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
σημεῖα, καταφεύγοντας συνήθως στήν τυφλή ἀντιγραφή. Στήν ἀρχιτεκτονική κακίζεται ἡ ἀτελεύτητη, ἀνέμπνευστη ἐπανάληψη δῆθεν βυζαντινῶν ναῶν μέ μπετόν164· ὁ ἀείμνηστος Γεώργιος Λάββας ἔδωσε ἕνα ὠφέλιμο θεωρητικό καί πρακτικό μάθημα ἀνανέωσης μέ τόν ναό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στό Διορθόδοξο Kέντρο τοῦ Σαμπεζύ Γενεύης165, θά μποροῦσα δέ νά φέρω ἀνάλογο παράδειγμα καθολικοῦ μονῆς στό Kλειδί Bοιωτίας ἀπό τόν Θεολόγο-Ἀρχιτέκτονα Ἰωσήφ Pοηλίδη166. Kαί στά δύο παραδείγματα ἡ λιτότητα στή χρήση τῶν ὑλικῶν καί τῶν μορφῶν παράγει ἕνα αἴσθημα ἀνάτασης καί ἐλευθερίας, παρασάγγας ἀπέχον ἀπό τά τετριμμένα δημοσιογραφικά κλισέ μιᾶς ψευδεπίγραφης “βυζαντινῆς μεγαλοπρέπειας”. Ὁ Tαρκόφσκι στή Θυσία μεμαρτύρηκεν, πώς “ὅ,τι δέν εἶναι ἀπαραίτητο καί ἀναγκαῖο, εἶναι ἁμαρτία”167 – ἡ πραγματικά ὑψηλή τέχνη ξαναϋποδεικνύει τόν δρόμο τῆς ἄσκησης. Ὡστόσο πρέπει νά θυμόμαστε, ὅτι ἡ ἀρχιτεκτονική δέν εἶναι ὑποχρεω-
164. Π.χ. Π. Mιχελῆς, Ἡ ἀρχιτεκτονική ὡς τέχνη, Ἀθήνα 31965, 346 ἑξ., K. Kαλοκύρης, Ἡ ναοδομία καί ἡ σύγχρονη τέχνη, Θεσ/νίκη 1978, ὁ αὐτός, Ἡ τέχνη στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος κατά τήν παλαιότερη καί τή σύγχρονη ἐποχή, Θεσ/νίκη 1988, Ἀ. Φωκᾶς, Ἡ χαμένη ἑνότητα τῶν πραγμάτων. Θέματα ζωγραφικῆς καί ἀρχιτεκτονικῆς στήν Ἑλλάδα, Ἀθήνα 2001, M. Kampouri-Vamvoukou, “Aperçu historique de l’architecture de style néo-byzantin a l’époque contemporaine (1830-1930)”, Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων / Tομέας Ἀρχαιολογίας (ἐκδ.), Mίλτος Γαρίδης (1926-1996), Ἀφιέρωμα, A΄, Ἰωάννινα 2003, 263 ἑξ., K. Mπαρούτας, Oἱ ναοί τῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν, Ἀθήνα 2006, Γρ. A. Πουλημένος, Ἡ ἑλληνική ναοδομία τήν περίοδο τοῦ νεοκλασσικισμοῦ (1830-1912), διδακτ. διατρ. στό Ἐθνικό Mετσόβιο Πολυτεχνεῖο, Ἀθήνα, 1997 (τό γνωρίζω ἔμμεσα), ὁ ἴδιος, Ἀπό τόν χριστιανικό Παρθενώνα στόν Λύσανδρο Kαυταντζόγλου, Ἀθήνα 2006, 133-234. Στήν Kύπρο ἐπίσης εἶναι ἐμφανές τό ἀδιέξοδο, ὅπου μία διαστρεβλωμένη μοντερνικότητα, συζευγμένη μέ φολκλορική παράθεση χαρακτηριστικῶν τῆς τοπικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, ἔχει παραγάγει ἀνοσιουργήματα. 165. Bλ. Ὀρθόδοξον Kέντρον τοῦ Oἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (ἐκδ.), Σαμπεζύ Γενεύης. 35 χρόνια προσφορᾶς στήν Ἐκκλησία καί τήν Oἰκουμενική Θεολογία, Ἀθήνα 2003, 181-231. Εἶμαι ὑπόχρεως στόν Πανοσιολογιώτατο π. Βενέδικτο Ἰωάννου (Σαμπεζύ) γιά τήν προμήθεια τοῦ βιβλίου. 166. Bλ. γιά τό ναό Ἰωσ. Pοηλίδης, «’Eκκλησία στό Kλειδί Bοιωτίας», Ἑλληνικές κατασκευές, τεῦχ. 39 (Ἰούνιος 1999)· πρβλ. καί τά ἐνδιαφέροντα θεωρητικά του ἄρθρα: «Παράγραφοι γιά τήν ἱερότητα τῆς κτίσεως καί τήν ὡραιότητα τοῦ κτίσματος», Ἐκκλησιαστικός Kήρυκας 3 (Λάρνακα 1991) 213-219, «Λόγος γιά τή ναοδομία», Σύναξη, τεῦχ. 81 (2002) 27-31, «Kτίζον τας βυζαντινές ἐκκλησίες σήμερα», Ἀναλόγιον, τεῦχ. 5 (Ἱ. Mητρ. Σερβίων καί Kοζάνης, 2003) 71-76, κ.ἄ. 167. Ἀ. Tαρκόφσκι, Θυσία, μτφρ. Mαρ. Ἀγγελίδου, Ἀθήνα 1990, 60.
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
127
τικά δεμένη μέ τήν ἔκφραση τοῦ δόγματος, ἀπόδειξη ὅτι δέν διαθέτομε μνεῖες συνόδων ἤ ἀπόψεις Πατέρων γιά προτιμώμενο –πολύ περισσότερο γιά ἐπιβαλλόμενο– τύπο ναοῦ· ἄλλωστε, κάθε τύπου ἐκκλησιαστικό οἰκοδόμημα μποροῦσε νά δεχτεῖ μιάν ἀνάλογα προσαρμοσμένη διακόσμηση168. Διόλου περίεργο λοιπόν, ὅτι δέν συναντᾶμε ἀπαξιωτική μνεία τῶν ρωμανικῶν, γοτθικῶν ἤ πρώιμων ἀναγεννησιακῶν ἐκκλησιῶν ἀπό τούς Bυζαντινούς, σέ ἀντίθεση, ὅπως εἴδαμε, πρός τή ζωγραφική καί τή γλυπτική. Ἀλλιῶς ἔχουν τά πράγματα μέ τή ζωγραφική. Πλεῖστοι μαθητές καί ἐπίγονοι τοῦ Kόντογλου (ἐξαιρώντας, μεταξύ ἄλλων, τόν Γιάννη Tσαρούχη, τόν τιμώμενο φέτος [2007] ὑπερρεαλιστή Nίκο Ἐγγονόπουλο, τόν Pάλλη Kοψίδη, τόν Γιῶργο Kόρδη, τόν π. Σταμάτη Σκλήρη, στήν Kύπρο τόν Ἀνδρέα Xρυσοχό καί εἴ τινα ἄλλον169) συνέχισαν μέ ζηλωτισμό μιά κατ’ ὄνομα Παράδοση, ἀπονεκρωτική καί ὄχι ζωοποιό, πού πιστεύει ὅτι ὅποιος σήμερα δέν ἀντιγράψει τό Πρωτάτο, τή Mονή τῆς Xώρας, τήν Περίβλεπτο τοῦ Mυστρᾶ, τόν Θεοφάνη τόν Kρητικό ἤ τόν Φράγκο Kατελάνο –στήν Kύπρο ἀντίστοιχα τήν Παναγία Ἀσίνου, τήν Παναγία τοῦ Ἄρακα ἤ τήν Ἐγκλείστρα τοῦ Ἁγίου Nεοφύτου– καί τέλος τόν ἴδιο τόν Kόντογλου, εἶναι ἀποσκορακιστέος, σχεδόν ὕποπτος ἐπί ... αἱρέσει! Πρόκειται γιά τό ἀποκληθέν «νεοβυζαντινό στύλ», πού
168. Ἀκόμη καί ὅταν ἐπικρατεῖ ὁ σταυροειδής ἐγγεγραμμένος μέ τροῦλλο ναός, κυρίως μετά τήν Eἰκονομαχία, ἐξακολουθοῦν νά συνυπάρχουν παλαιότεροι τύποι (βασιλική, σταυρόμορφοι, μονόχωροι καμαροσκεπεῖς κλπ.) ἤ νά δημιουργοῦνται νέοι (ὀκταγωνικοί, σταυρεπίστεγοι, τρίκογχοι ἀθωνικοῦ τύπου κ.ἄ.), χωρίς νά παραβλάπτεται τό εἰκονογραφικό πρόγραμμα, πού προσαρμόζεται κατά περίπτωση. Γενικά γιά τά εἰκονογραφικά προγράμματα τῶν ναῶν βλ. “Bildprogramm”, Reallex. byz. Kunst I (1966), στ. 662-690, “Church programs of decoration”, ODB 1, 459. 169. Bλ. γιά τούς ἀνωτέρω βασικά στοιχεῖα στή «Mέλισσα» (ἐκδ.), Λεξικό Ἑλλήνων καλλιτεχνῶν, 2η ἔκδοση, τόμοι 4, Ἀθήνα 1997-2000· γιά τόν Ἐγγονόπουλο βλ. καί τίς πολλές ἐπετειακές ἐκδόσεις (2007), λ.χ. Δ. Bλαχοδῆμος, Διαβάζοντας τό παρελθόν στόν Ἐγγονόπουλο, Ἀθήνα 2006, Ἐθνικό Kέντρο Bιβλίου (ἐκδ.), N. Ἐγγονόπουλος. 2007. Ἑκατό χρόνια ἀπό τή γέννησή του. «Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ μόνος τρόπος», Ἀθήνα 2007, καί ἰδιαίτερα Kατ. Περπινιώτη-Ἀγκαζίρ, Nίκος Ἐγγονόπουλος. Ὁ ζωγραφικός του κόσμος [κατάλογος ἔκθεσης], Ἀθήνα 2007. Γιά τόν Pάλλη Kοψίδη βλ. καί πρόσφατο ἀφιέρωμα τοῦ περιοδ. Σύναξη (τεῦχ. 99/2006). Δέν γνωρίζω εἰδική μελέτη γιά τόν Kύπριο Ἀνδρέα Xρυσοχό (πρβλ. Xρύσ. Xρήστου, Σύντομη ἱστορία τῆς νεώτερης καί σύγχρονης κυπριακῆς τέχνης, Λευκωσία 1983, 58 ἑξ., ὅπου μνεία μόνο τῆς μή θρησκευτικῆς του παραγωγῆς).
128
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ἔχει ὑποστεῖ ἐξαντλητική κριτική τίς τελευταῖες δεκαετίες, ἀλλά ἐξακολουθεῖ νά κρατεῖ τά σκῆπτρα170. Ἀκόμη χειρότερα, τοῦτο συνδυάζεται συχνά μ’ ἕναν ἄρρωστο ἐθνοκεντρισμό, τάχα ἀπό ἀντίδραση στή λοιμική τῶν θεωριῶν περί πολυπολιτισμικότητας καί παγκοσμιοποίησης, πού ὡστόσο καταλήγουν πάλι σέ ἄρνηση διαλόγου. Ἔτσι ὁ ἴδιος ὁ Kόντογλου, πού ὑπογράμμιζε στόν Πέδρο Kαζά του, πώς “τίποτε δέν μοῦ πειράζει τά νεῦρα ὅσο ὁ σωβινισμός σ’ ἕναν ἄνθρωπο τῆς τέχνης”171 καί προέτρεπε πολύ ἀργότερα τόν ζωγράφο Mαυρικάκη σέ δημιουργική ἀντιγραφή172, ἔχει μεταβληθεῖ σέ ἀπαραβίαστο πρότυπο, πού 170. Συστηματική παρακολούθηση τῆς τάσης αὐτῆς σέ διεθνές ἐπίπεδο γίνεται ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Mητροπ. Ἡλιουπόλεως (τοῦ Oἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου) Ἀθανάσιο Παπᾶ σέ πολυάριθμα δημοσιεύματά του σέ ἑλληνικά καί γερμανικά περιοδικά, ὅπου καί τοποθέτηση γιά τά ἄλλα σύγχρονα ρεύματα ἐκκλησιαστικῆς ζωγραφικῆς (μερική συγκέντρωσή τους στόν ἴδιο, Pινήματα ἀπό τόν Bόσπορο, 2 τόμοι, Θεσ/νίκη 2004-2006). Πολλά κριτικά ἄρθρα γιά τό σοβαρό ζήτημα τοῦ «νεοβυζαντινισμοῦ» βρίσκει ὁ ἀναγνώστης στό περιοδικό Σύναξη (Ἀθήνα). Tίς προσωπικές μας ἀπόψεις συζητᾶμε σέ ἀρκετά δημοσιεύματα: Tριανταφυλλόπουλος, «Πελιδνός ὁ παράφρων τύραννος» καί ὁ ἴδιος, Tέχνη καί λατρεία, ὁ ἴδιος, “Ὑπάρχουν κανόνες στήν τέχνη τῆς Ὀρθοδοξίας; Ἀπό τίς κατακόμβες στήν παγκοσμιοποίηση”, Σύναξη, τεῦχ. 85 (2003) 6-20, ὁ αὐτός, “Παράδοση καί παραχαράξεις στή λατρεία καί τήν τέχνη τῆς Ἐκκλησίας” περιοδ. Ἀναλόγιον Ἱ. Mητροπ. Σερβίων καί Kοζάνης, τεῦχ. 5 (2003) 14-26, ὁ ἴδιος, “Ἁγιογραφία, Ἐκκλησία καί ἱστορία σήμερα. Προβλήματα καί προβληματισμός στόν 21ο αἰώνα”, ἐφημ. Ἀκρόπολις, Ἀθήνα, 15.2.2007, 10 [ἀναδημοσίευση: ἔνθετο ἀντarte, ἐφημ. Mακεδονία, Θεσσαλονίκη, 24.3.2007, σσ. 16/56-17/57, ἀπάντηση Γ. Xατζῆ καί ἀνταπάντησή μας στό φύλλο τῆς ἴδιας ἐφημερίδας, 29.4.2007]. Ἀπό τή σύγχρονη βιβλιογραφία σημειώνουμε ἐπίσης ἐπιλεκτικά: Mητροπ. Περγάμου Ἰ. Zηζιούλας, «Τί ἐλπίζει ἡ Ἐκκλησία ἀπό τή θεολογία», Ἐκκλ. Kήρυκας 7 (Ἱ. Mητρ. Kιτίου, 1995) 171-184, N. Mατσούκας, εἰς: Xρ. Σταμούλης (ἐκδ.), Θεολογία καί τέχνη. Πρακτικά Συμποσίου (Θεσ/νίκη 1996), Θεσ/νίκη 1998, 81 ἑξ., Ἰ. Σ. Πέτρου, αὐτόθι, 90 ἑξ., M. Kαρκαζῆς, «Ἀπό τόν Δημήτριο Πελεκάση στόν Φώτη Kόντογλου: Δύο ὄψεις τῆς νεοβυζαντινῆς ζωγραφικῆς », Nέα Ἑστία, τεῦχ. 1778 (2005) 931 ἑξ., Δ. Mπεκριδάκης, «Eἰκόνα. «Ἀνοιχτό παράθυρο στήν Ὀγδόη ἡμέρα» ἤ τό τέλος τῆς τέχνης;», Ἱ. Mητρ. Δημητριάδος / Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν (ἐκδ.), Ἐκκλησία καί Ἐσχατολογία, Ἀθήνα 2003, 223 ἑξ. (οἱ ἀπόψεις τοῦ συγγραφέα προκαλοῦν σκεπτικισμό, τουλάχιστον ἀπό τήν ἄποψη ὅτι στεροῦνται ἱστορικοαρχαιολογικῆς θεμελίωσης). Παραμένουν, πάντως, ἀνοιχτό θέμα οἱ ρίζες τοῦ νεοβυζαντινισμοῦ πού εἰσάγεται ἀπό τόν Kόντογλου καί προηγουμένους του, δηλαδή ἐάν συνιστᾶ καί αὐτός εἶδος μεταπρατικό στή σύγχρονη Ἑλλάδα. 171. Φ. Kόντογλου, Πέδρο Kαζᾶς, α΄ ἔκδοση 1920 (πρόλογος). 172. Φ. Kόντογλου, Πρός ἁγιογράφον Εὐάγγελον Mαυρικάκην, ἐπιμ. Γ. Kόρδης, Ἀθήνα 1997, σποραδικά. Πρέπει νά ἐπισημανθοῦν καί οἱ ἐσωτερικές ἀντιφάσεις τοῦ Kόντογλου σέ σχέση μέ τήν εὐρωπαϊκή ζωγραφική, ὅπως λ.χ. τίς διακρίνουμε σέ ποικίλα ἄρθρα του· βλ. μία δει
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
129
ὁποιαδήποτε ἀμφισβήτηση τοῦ ἔργου του ἰσοῦται μέ ... βλασφημία! Ἡ σύγχρονη ζωή τῆς Ἐκκλησίας (λ.χ. ἡ ἱεραποστολή στήν Ἀφρική, ἡ σοβιετική καί μετασοβιετική Ὀρθοδοξία, σύγχρονες μορφές ἁγίων κλπ.) ἀλλά καί τά σύγχρονα τεχνικά ὑλικά καί μέσα μοιάζουν νά μήν ἐγγίζουν τό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι στή σύγχρονη Ἑλλάδα, ἐν ὀνόματι δῆθεν μιᾶς Ὀρθοδοξίας, πού παραμένει ἀνιστορικά προσκολλημένη σέ αὐθαιρέτως ὁριζόμενα “πρότυπα” καί μόνιμα ἀγκυροβολημένη ἀνάμεσα στούς Παλαιολόγους, τόν 16ο αἰώνα καί τό ἔργο τοῦ Kόντογλου, ὡσάν νά σταμάτησε ποτέ ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας! Tό μεγάλο μάθημα τῆς ἴδιας τῆς βυζαντινῆς τέχνης, πώς ἡ τέχνη ἀκολουθεῖ κατά πόδας τή σύγχρονή της ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἔμεινε στά ἀζήτητα. Εἴδαμε τί καταστροφική εἶναι γιά τήν Ἐκκλησία ἡ πεισματική, τυφλή προσκόλληση στό παρελθόν173· τήν Ἐκκλησία ἐνδιαφέρει ἀπόλυτα ἡ Ἀλήθεια, συνεπῶς καί ἡ φόρμα πρέπει νά συμμαρτυρεῖ γιά αὐτή τήν Ἀλήθεια174. Xωρίς ἀναζήτηση, πού δέν θά πηγάζει ἀπό τή μανία τῆς πρωτοτυπίας ἀλλ’ ἀπό ἐσωτερική ἀνάγκη ἔκφρασης τῆς σημερινῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας διά πνευματικῆς ἀσκήσεως, καταλήγουμε ἀναπόφευκτα σέ μουμιοποίηση καί νέκρωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης175. Πῶς λύνει σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό (ψευδο)πρόβλημα τῆς ἐλευθερίας τοῦ καλλιτέχνη; Ἀσφαλῶς δέν θά ἔπρεπε νά ὑποκύπτει σέ ἔλεγχο ζηλωτῶν πάνω σέ ὅ,τι ζείδωρο πάει νά πνεύσει μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅπως πρό ὀλίγων μηνῶν εἴδαμε νά γίνεται τέτοια προσπάθεια, πού εὐτυχῶς δέν εὐοδώθηκε, στήν περίπτωση τοῦ συναδέλφου μας Kώστα Bαφειάδη καί τῶν ἀξιομνημόνευτων τοιχογραφιῶν του στήν Ἀξιούπολη τοῦ Kιλκίς. Μέ ἀνανεωμένα μέσα ἀλλά στά ὅρια τῆς Παράδοσης, προσπάθησε νά μᾶς θυμίσει τήν πάλλουσα ἱστορική πραγματικότητα, τή διηνεκή ἀλληλοπεριχώρηση Ἱστορίας καί Ἐκκλησίας, ἐντάσσοντας στίς ἀπόλυτα ὀρθόδοξες συνθέσεις του ἀνθρώπους σάν τόν Mακρυγιάννη καί τόν Παπαδιαμάντη, ἀλλά καί τόν Bάρναλη ὡς ὑμνητή τῆς Θεοτόκου, προτιθέμενος ν’ ἀφιερώσει συγκινητική σύν-
γματοληψία: Φ. Kόντογλου, Γιά νά πάρουμε μιά ἰδέα περί ζωγραφικῆς, ἐπιμ. Γ. Kόρδης, Ἀθήνα 2002. 173. Πρβλ. Σμέμαν, Ἡμερολόγιο (ὑποσ. 18). 174. Πρβλ. στόν Φλωρένσκυ, Ἀντίστροφη προοπτική (ὑποσ. 151). 175. Πρβλ. Σμέμαν, ὅ.π., 167.
130
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
θεση στόν μαρτυρικό ἰατρό καί πανεπιστημιακό Λουκά (1877-1961), Ἀρχιεπίσκοπο Συμφερουπόλεως καί Kριμαίας, μαρτυρικῶς ὁσιωθέντα κατά τό σοβιετικό καθεστώς, πού ἐντούτοις θεωρήθηκε ἀπό μερικούς ὡς ... προσβλητική176! Δέν ἐννοῶ λοιπόν ἀποπνικτική ζηλωτική θεολογία, ἀλλά ἕναν ζωντανό διάλογο, ὡσεὶ αὔραν λεπτήν, τῆς Παράδοσης μέ τό Παρόν μέσα στό ἀναστάσιμο, παροντικό καί ἐσχατολογικό φῶς τῆς Πεντηκοστῆς177. 7. Ἐπιλογικά. Kατά τήν Ἐκκλησία, μετά τήν ὑπόλοιπη κτίση, πλασμένη κατά τρόπο καλὸν λίαν178, πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν: τό κατ’ εἰκόνα, ἀνεξάλειπτο παρά τήν ἁμαρτία, ἀναφέρεται κατά τούς Πατέρες στήν ἀπό τῆς δημιουργίας σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τό καθ’ ὁμοίωσιν στή δυναμική τῆς κατά χάριν μεταμορφώσεως καί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, τῆς μετοχῆς του δηλαδή στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ179. Ὡς ἱερέας, προφήτης καί βασιλιάς τῆς κτίσης180, ὁ ἄνθρωπος ὑμνεῖ ἐκφαντορικαῖς θεολογίαις181, δοξολογεῖ μέ Aἴνους182 καί δέεται παρακλητικῶς ὑπέρ σύμπαντος τοῦ κόσμου, ἀλλά 176. Πρβλ. Tριανταφυλλόπουλος, «Ἁγιογραφία, Ἐκκλησία καί ἱστορία» (ὑποσ. 170). 177. Πρβλ. Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, «Πρόοδος» καί «συντήρηση» στό πεδίο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί θρησκευτικῆς ζωγραφικῆς. Ἡ περίπτωση τοῦ 18ου αἰώνα Ἀθήνα 22000, Γ. Kόρδης, Πρόοδος καί Παράδοση στήν ὀρθόδοξη εἰκονογραφική τέχνη, Xαλκίδα 2003. 178. Oἱ ἐκφράσεις καλόν, καλά, καλὰ λίαν τῆς Γενέσεως, α΄ 1-31, πρέπει νά νοοῦνται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς μετοχῆς τοῦ κόσμου/κτίσης στή θεία δόξα: Mατσούκας, Δογματική, Γ΄, 196. 179. Ἱερόθεος Mητρ. Nαυπάκτου, Πρόσωπο (ὑποσ. 108), 81, Mατσούκας, Δογματική, B΄, 195 ἑξ., 539, Γ΄, 192 ἑξ., 194. 180. Γιά τήν ἔννοια τῆς τριπλῆς του ἰδιότητας πρβλ. Mατσούκας, Δογματική, B΄, 301. 181. Πρβλ. δοξαστικό δ΄ ἤχου Ἑσπερινοῦ Kοιμήσεως Θεοτόκου: Ὅτε ἐξεδήμησας [...] ἐκφαν τορικαῖς θεολογίαις ὑμνολογοῦντες [...]. 182. Ἐντεῦθεν καί ἡ ἀπεικόνιση τῶν Aἴνων (Ψαλμῶν 149-151) στά καθολικά πρῶτα τῶν μονῶν (παλαιολόγεια ἐποχή) καί γενικευμένα ἔπειτα· πρβλ. Deliyanni-Doris, Wandmalereien (ὑποσ. 72), 10 ἑξ., M. Παρχαρίδου, Oἱ Aἶνοι στή μνημειακή ζωγραφική τοῦ 16ου αἰώνα, δακτυλ. διδ. Διατρ. (Παν/μιο Θεσ/νίκης 2000· τό γνωρίζω ἔμμεσα). Ὁ Xρ. Δ. Mεράντζας, “Eἶναι καί γίγνεσθαι στή μεταβυζαντινή εἰκονογραφία”, Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων / Tομέας Ἀρχαιολογίας (ἐκδ.), Mίλτος Γαρίδης (1926-1996), Ἀφιέρωμα, B΄, Ἰωάννινα 2003, 427 ἑξ., καί ὁ ἴδιος, Ἡ εἰκονογράφηση τῶν Aἴνων στή μεταβυζαντινή μνημειακή ζωγραφική τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου (16ος-18ος αἰ). Ἡ συμβολική θεώρηση τῆς ἔννοιας τοῦ χρόνου στήν Oἰκουμένη καί στό Σύμπαν, διδακτ. διατρ., Ἰωάννινα 2005, ἐπιχειρεῖ νά ἐξηγήσει τή χριστιανική κοσμολογία σέ συγκρητιστικό-νεοπαγανιστικό πλαίσιο, κατά τή γνώμη μας λανθασμένα, ὑποβαθμίζοντας ἤ παραμε-
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
131
καί ἀσκούμενος ὁ ἴδιος καί σταυρώνοντας τά πάθη του, ὅπως οἱ μοναχοί183, μέ τό νοῦ στραμμένο στά Ἔσχατα ὡς ἤδη παρόντα184. Ἡ κοσμολογία αὐτή, ἰδιαίτερα ὅπως ἐκφράζεται στή Θεία Λειτουργία185, στόν ρίζοντας τή θεολογικο-λειτουργική πλευρά (λ.χ. Ὕμνο τριῶν παίδων κατά τήν ἀκολουθία τῆς πρώτης Ἀνάστασης, εὐχή τῆς ἀναφορᾶς στίς διάφορες Λειτουργίες κλπ.)· πρβλ. Tριανταφυλλόπουλος, “Zωγραφική καί ἡσυχασμός” (ὑποσ. 56), 644. Συμπληρωματική βιβλιογραφία: Tr. Kanari, Les peintures du Catholikon du Monastère de Galataki en Eubée, 1586. Le Narthex et la Chapelle de Saint-Jean-le-Précurseur, Athènes 2003, 119 ἑξ., Xαρ. Γ. Xοτζάκογλου, Σκιάποδες, Στερνόφθαλμοι, Kυνοκέφαλοι. Προέλευση καί πρόσληψη τριῶν ἀρχαιοελληνικῶν τεράτων στή βυζαντινή τέχνη καί ἡ “Σχολή τῶν Θηβῶν”, Λευκωσία 2003 (ἐπισημαίνονται ἰδιορρυθμίες, τυπικές γιά τή λεγόμενη Σχολή τῶν Θηβῶν), G. P. Schiemenz, “Paintings of the Laud Psalms in Roumania”, EEBΣ 51 (2003) 49-84, ὁ ἴδιος, “Τhe role of the Church in the Laud Psalms Paintings in St. John’s Cathedral in Nicosia”, Ἐπετ. Kέντρου Mελετ. Ἱ. M. Kύκκου 8 (2008) 141-170 (μέ τά μνημονευόμενα ἐκεῖ συναφῆ ἄρθρα του· ὁ συγραφέας δέν εἶναι ἐπαρκῶς ἐνημερωμένος στήν ἑλληνική βιλιογραφία). 183. Eἶναι χαρακτηριστική τῆς μοναστικῆς εὐσέβειας στούς νεώτερους χρόνους ἡ παράσταση μοναχοῦ σταυρωμένου γιά τά πάθη του, πιθανόν ἀπό ἀνάλογες ἀρετολογικές παραστάσεις τῆς Δύσης· πρβλ. τοιχογραφίες 18ου καί 19ου αἰ. στόν Ἄθω: Θ. Προβατάκης, Ὁ διάβολος εἰς τήν βυζαντινήν τέχνην, Θεσ/νίκη 1970, πίν. 241, 246, Tσιγάρας, Zωγράφοι Kωνσταντῖνος καί Ἀθανάσιος (ὑποσ. 77), 274, F. Dölger, Mönchsland Athos, München 1943, πίν. 163 (σύγχρονο ἁγιορείτικο ἔργο)· ἐπίσης ἐκτός Ἁγ. Ὄρους, λ.χ. τοιχογραφία (1823) τοῦ Δευτερεύοντος Σίφνου στήν Παναγία στά Γουρνιά Σίφνου (Ἰ. Pάμφος, “Ὁ Δευτερεύων Σίφνου”, Kιμωλιακά 3 [1973] 280 ἑξ., Γ. Δημητροκάλλης, “Bυζαντινοί καί μεταβυζαντινοί ναοί στή Σίφνο”, Πρακτικά B΄ Διεθνοῦς Σιφναϊκοῦ Συμποσίου, [Σίφνος, 27.-30.6. 2002], Β΄, Ἀθήνα 2005, 47), κ.ἄ. Γιά τήν πιθανή δυτική καταγωγή τοῦ θέματος πρβλ. L. Kretzenbacher, Bilder und Legenden κλπ., Klagenfurt 1971, 129 ἑξ., H. Kraft, Die Bildallegorie der Kreuzigung Christi durch die Tugenden, Frankfurt a./M. 1976, σποραδικά. 184. Γιά τόν μοναχισμό ὡς κλήση καί ἄσκηση ἐσχατολογική πρβλ. Διονύσιος, Mητροπ. Tρίκκης καί Σταγῶν, Ἀνατολικός ὀρθόδοξος μοναχισμός κατά τά πατερικά κείμενα, Ἀθῆναι 1969, Pl. Deseille, Ὁ παχωμιακός μοναχισμός, μτφρ. ἱερομ. Nικόδ. Mπαρούσης, Ἀθήνα 1992, ὁ αὐτός, Tό εὐαγγέλιο στήν ἔρημο. Συνοπτική θεώρηση τῆς ἱστορίας τοῦ μοναχισμοῦ, μτφρ. ἱερομ. Nικόδ. Mπαρούσης, Ἀθήνα ἄ.ἔ., ὁ αὐτός, Φιλοκαλία. Νηπτική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας κλπ., μτφρ. Ἄ. Κωστάκου-Μαρίνη, Ἀθήνα 1999, Th. Nikolaou, Askese, Mönchtum und Mystik in der orthodoxen Kirche, St. Ottilien 1994, EIE/IBE (ἐκδ.), Tάσεις τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ (9ος-20ός αἰ.), Ἀθήνα 1996, Ἱερόθεος, Mητροπ. Nαυπάκτου, Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός καί ἡ ἐκκοσμίκευσή του, ἄ.τ. καί ἔ. [περ. 2000], Πατρῶνος, Ἱστορία, 323 ἑξ., κ.ἄ.π. 185. Παραπέμπω χάριν δείγματος στή λιγότερο γνωστή εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς ἀπό τή λεγόμενη «Λειτουργία τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν», κείμενο τοῦ Δ΄ αἰώνα, ὅπου ἡ ποιητική περιγραφή τῆς φύσεως ἁμιλλᾶται ἐκείνη τοῦ προοιμιακοῦ ψαλμοῦ τοῦ Ἑσπερινοῦ (βλ. ἑπόμ. ὑποσ.) καί τῶν Aἴνων τοῦ Ὄρθρου (βλ. ὑποσ. 182): Ἰ. M. Φουντούλης, Kείμενα Λειτουργικῆς, Γ΄, Θείαι
132
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ἑσπερινό186, στήν Ἑξαήμερον τοῦ Mεγάλου Bασιλείου187, στήν ἐπίμονη κατάφαση τῆς ὕλης ἐκ μέρους τῶν εἰκονοφίλων188 καί ἀργότερα τῶν ἡσυχαστῶν189, ἀλλά καί στήν πράξη τῶν ἀσκητῶν μοναχῶν σέ σχέση μέ τή φύση190, συγκροτεῖ ἐπιβλητικό «ἐγχειρίδιο θεολογίας τῆς οἰκολογίας», ὅπου ὁ παρών κόσμος καταξιώνεται καί θεωρεῖται δυναμικά, ὡς φερόμενος πρός ἀέναη τελείωση191. Αὐτός ὁ ἐσχατολογικός κόσμος, δηλαδή ὁ παρών ἀλλά μεταμορφωμένος, ἀποκατεστημένος στό ἐκθαμβωτικό κάλλος του, εἶναι ἐκεῖνος πού ἀπεικονίζεται στίς εἰκόνες: ὁ νατουραλισμός τοῦ (θρησκευτικοῦ) πίνακα, μένοντας στό Ἐνθάδε, ἀδυνατεῖ νά μιλήσει γι’ αὐτό τό ἁπτό Ἐκεῖθεν, στό ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ (λατρευτική) εἰκόνα. Bεβαίως αὐτή ἡ μεταμόρφωση, ἡ καλή ἀλλοίωσις, δέν συντελεῖται μέ τρόπο μαγικό: ἀπαιτεῖ συνεχή ἄσκηση καί παραίτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά ἐπουσιώδη, ὥστε μέ τή θεία Xάρι νά διαβεῖ τά ἀπαραίτητα στάδια καθαρμοῦ, φωτισμοῦ καί θέωσης192. Mέ ἄλλα λόγια, ἡ μεταμόρφωση τοῦ [sic] Λειτουργίαι, Θεσ/νίκη (2)2005, 334 ἑξ. 186. Ἰδιαίτερα στόν προοιμιακό ψαλμό (103ο)· πρβλ. Φουντούλης, ὅ.π., A΄, Ἀκολουθίαι τοῦ νυχθημέρου, Θεσ/νίκη (2)1994, 85 ἑξ. καί τό κείμενο 93 ἑξ. 187. Τό κείμενο πρόχειρα στήν PG 29, 4-208· 30, 9-70. 188. Περιορίζομαι σέ κλασικό χωρίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: Προσκυνῶ τὸν τῆς ὕλης δημιουργὸν τὸν ὕλην δι’ ἐμὲ γενόμενον καὶ ἐν ὕλῃ τὴν ἐνοίκησιν θέμενον καὶ δι’ ὕλης τὴν σωτηρίαν μου ἐργασάμενον. Σέβω οὖν τὴν ὕλην (...) δι’ ἧς ἡ σωτηρία μου γέγονεν. Σέβω δὲ οὐχ ὡς Θεόν, ἀλλ’ ὡς θείας ἐνεργείας καὶ χάριτος ἔμπλεων (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, I. Kατὰ Mανιχαίων διάλογος, II. Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας λόγοι τρεῖς, Kείμενο-μετάφρασηεἰσαγωγή-σχόλια N. Mατσούκα, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 276). 189. Γιά τίς ἀπόψεις λ.χ. τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ βλ. συχνές ἀναφορές στόν τόμο Πρακτικά Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συνεδρίων Ἀθηνῶν (13-15.11.1998) καί Λεμεσοῦ (5-7.11.1999) «Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ὑποσ. 56). 190. Ὅλα τά ἀσκητικά κείμενα (Γεροντικόν, Φιλοκαλία κλπ.) καί τά συναξάρια βρίθουν ἀναφορῶν εἰρηνικῆς συμβίωσης ἁγίων ἀσκητῶν μέ ἄγρια θηρία, θέμα ἀνεξέταστο στό σύνολό του στήν εἰκονογραφία. 191. Γιά τήν οἰκολογία ἀπό εἰκαστική-θεολογική σκοπιά πρβλ. Δημ. Δ. Tριανταφυλλόπουλος, “Ἄνθρωπος καί περιβάλλον στή βυζαντινή τέχνη. Ἡ Ἐκκλησία ὡς ἔμπρακτη οἰκολογία”, Ὀρθοδοξία καί Oἰκουμένη. (Xαριστήριος τόμος εἰς τήν A. Θ. Παναγιότητα τόν Oἰκουμενικόν Πατριάρχην Bαρθολομαῖον A΄), Ἀθήνα 2000, 641-668, ὁ ἴδιος, «Zωγραφική καί ἡσυχασμός», ὁ ἴδιος, «Kτίση καί ὑλικά ἀγαθά» (ὑποσ. 1). 192. Στά τρία αὐτά στάδια ἀναφέρεται συνεχῶς ἡ λατρεία καί ἡ φιλοκαλική-νηπτική παράδοση· πρβλ. Mατσούκας, Bυζαντινή Φιλοσοφία, 269, ὁ αὐτός, Δογματική, συχνάκις, Πατρῶνος,
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
133
κόσμου δέν ἐπιτυγχάνεται δίχως τήν ἐλεύθερη βούληση καί σύμπραξη τοῦ ἀνθρώπου: ἄλλη μιά ἀπόδειξη γιά τήν ἀέναη κίνηση καί πρόοδο στή χριστιανική θεωρία καί πράξη. Ἡ Πάρνηθα καί τό Πήλιο λαμπάδιαζαν στά τέλη τοῦ Ἰουνίου φέτος, ἀπό κοντά σέ λίγο ἡ Πεντέλη, ἡ Eὔβοια καί προπαντός ὁ κατακαημένος ὁ Mορηάς σάν τόν καιρό τοῦ Ἰμπραήμ, ἴδια Kόλαση σέ πίνακα τοῦ Mπός – καί στή Mεγαλόνησο ἀναφλέχθηκε τό Tρόοδος. Kανείς δέν μοιάζει ν’ ἀμφιβάλλει πιά, Xριστιανός ἤ μή: ἡ Φύση, ἕρμαιο ἕως τώρα στόν βουλιμικό καταναλωτισμό τοῦ ἀνθρώπου τῆς νεωτερικότητας καί τῶν οὐτοπιῶν γιά τήν ἀτέρμονη εὐτυχία μέσα ἀπό τήν καθυπόταξη τῆς Φύσης, τώρα, ἀνήμπορη, ἀργοπεθαίνει ἀπό τά πλήγματά μας καί μᾶς συμπαρασύρει στόν ἀφανισμό. Bεβαίως χειροκροτοῦμε τά καλά καί ἐπαινετά οἰκολογικά κινήματα, ἀλλά μοιάζει νά ἔχουμε τελείως ξεχάσει πῶς νά συμπεριφερόμαστε ἀπέναντι στήν Kτίση καί στόν Kτίστη – ἕνα ἀλφαβητάριο, πού τό συλλάβιζαν ἀψεγάδιαστα οἱ παπποῦδες μας: «Δέν εἶχαν χαλάσει ἀκόμα τά ἔργα τοῦ Θεοῦ», σχολιάζει στά 1899 ὁ Παπαδιαμάντης –πολύ πρίν ἀπό τήν εἰσβολή τοῦ μπετόν–, υἱοθετώντας τά λόγια γηραιοῦ λεμβούχου, πρίν οἱ ἐργολάβοι ρημάξουν τά βράχια τοῦ νησιοῦ του γιά ἕνα λιμενοβραχίονα193. Τότε ἐμπαιζόταν καθολικά γιά τήν «ὀπισθοδρομικότητά» του ὁ Σκιαθίτης, σήμερα θά γινόταν φλάμπουρο τῶν ἀκτιβιστῶν οἰκολόγων μας, ἄν δέν ἐμπόδιζε ἐκεῖνο τό τοῦ Θεοῦ – καί ὄχι κάποιας ἀπρόσωπης Φύσης! Γιατί ἡ Παράδοση, ἀεί παροῦσα καί παραδιδομένη ζωντανή μέχρις ἐσχάτων αἰώνων, διδάσκει ὅτι οὐκ ἐλάτρευσαν τὴν κτίσιν οἱ θεόφρονες παρὰ τὸν κτίσαντα194. Περιφρονώντας ὑπεροπτικά αὐτή τή συσσωρευμένη σοφία ζωῆς, φτάσαμε ἐκεῖ πού προέβλεπε, μισόν αἰώνα πρίν, ὁ καθολικός T. S. Eliot στή βιομηχανική Ἀγγλία: «Δέν πρέπει νά γίνεται διαχωρισμός ἀνάμεσα στή χρήση τῶν φυσικῶν πόρων καί τήν ἐκμετάλλευσή τους. (...). Mιά λάθος στάση ἀπέναντι στή φύση συνεπάγεται μιά λάθος στάση ἀπέναντι Ἱστορία, σποραδικά, Pωμανίδης, Θεολογία, σποραδικά, κ.ἄ.π. 193. Ἀλ. Παπαδιαμάντης, «Γιά τήν περηφάνια», Ἅπαντα, κριτική ἔκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, 3, Ἀθήνα 1984, 208. 194. Τροπάριο ἀκολουθίας Ἀκαθίστου Ὕμνου. – Γιά τίς σοβαρές παρεκκλίσεις τῶν οἰκολογικῶν κινημάτων πρός ἕνα νεοπαγανισμό, κατά τά θέσφατα τοῦ New Age, βλ. ἐνδιαφέρουσα ὕλη στό σχετικό ἀφιέρωμα τοῦ περιοδ. Σύναξη, τεῦχ. 69 (1999).
134
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
στό Θεό καί ἡ συνέπεια εἶναι μιά ἀναπόφευκτη καταστροφή»195 – καί αἰῶνες πιό πίσω, ὅταν ὁ Ἀπ. Παῦλος βεβαίωνε (Πρὸς Ῥωμαίους η΄ 22) πώς ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας πᾶσα ἡ κτίσις στενάζει καὶ συνωδίνει. Ἡ θέση ἑνός Ὀρθοδόξου σήμερα ἀπέναντι στό σοβαρότερο παγκόσμιο πρόβλημα, πού καί μόνο αὐτό μᾶς δείχνει πόση στρέβλωση ἔχουν ὑποστεῖ οἱ ἔννοιες τῆς προόδου καί τῆς συντήρησης, δέν εἶναι, βέβαια, ἡ τυφλή ἄρνηση ἤ καί ἐναντίωση ἀπέναντι στά οἰκολογικά κινήματα – τουναντίον! Ἀρκεῖ νά θυμᾶται πώς ἡ νέα θεά, ἡ Oἰκολογία, δέν εἶναι παρά μιά «ἐκκοσμικευμένη» θεολογία, κατά κανόνα χωρίς Θεό, δηλαδή αὐτοαναφορική. Ἀλλά ἄγονος γὰρ ὡς ἀληθῶς ἡ ἔξωθεν παίδευσις ἀεὶ ὠδίνουσα καὶ μηδέποτε ζωογονοῦσα τῷ τόκῳ, διδάσκει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Nύσσης196. Mιά ἔνθεη οἰκολογία θά μᾶς θύμιζε διαρκῶς τόν συνταρακτικό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου: Kαρδία ἐλεήμων ἐστὶν ἡ καῦσις ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ἤγουν ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων, καὶ τῶν ὀρνέων, καὶ τῶν ζώων, καὶ τῶν δαιμόνων καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος197. Ἡ σύγχρονη θεολογία ξανανακάλυψε τόν hominem adorantem ὡς τόν κατεξοχήν τύπο τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας198, αὐτόν πού περιέγραψε ὁ Σύρος ἀσκητής. Kαί στήν τέχνη δέν εἶναι ἄγνωστος αὐτός ὁ δρόμος τῆς ἄσκησης, τῆς κένωσης, τῆς ταπείνωσης. Ἴσως θεωρεῖται αὐτονόητος καί περνάει ἀμνημόνευτος στό Bυζάντιο, μπορεῖ στήν Tουρκοκρατία νά μνημονεύουν αὐτή τήν πρακτική τοπικές σύνοδοι ἀπό ἐπίδραση τῶν ἀποφάσεων τῆς ἀντιμεταρρυθμιστικῆς Συνόδου τοῦ Tριδέντου199, ἀλλά ὁ συνδυασμός πράξης καί θεωρίας, κατά παράδοση
195. T. Σ. Ἔλιοτ, Ἡ ἰδέα μιᾶς χριστιανικῆς κοινωνίας, μτφρ. Λ. Παπαθεμελῆ, Θεσ/νίκη 1991, 51 καί 87 ἀντίστοιχα. 196. Παραθέτω κατά Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καί Δύση, 3055. 197. Λόγος ΠA΄ (Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Τά σωζόμενα ἀσκητικά, Θεσ/νίκη 1995 [ἀνατύπωση τῆς ἔκδοσης 1871], 381)· ἡ ὑπογράμμιση δική μας. Ὁ Ἄλλος στό Γεροντικόν, ἀντίθετα πρός τήν ἀντίληψη τοῦ Ζάν Πώλ Σάρτρ ὅτι εἶναι ἡ κόλαση, εἶναι παρουσία Θεοῦ: Εἶδες τόν ἀδελφόν σου; Εἶδες τόν Θεόν σου. (Πρβλ. Ἀρχιμ. Βασίλειος Ἰβηρίτης, Λειτουργικός τρόπος, Ἱ. Μονή Ἰβήρων 2000, 74). 198. Bλ. τήν ὡραία ἀνάλυση στόν Bασιλειάδη, Lex orandi (ὑποσ. 40). 199. Γιά τήν πνευματική ἄσκηση πού συνιστᾶ ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ καί τά συναφῆ ζητήματα πρβλ. Tριανταφυλλόπουλος, Tέχνη καί λατρεία, 24, 33, ὁ ἴδιος, «Zωγραφική καί ἡσυχασμός», 179 ἑξ., ἀλλ’ ἀπαιτεῖται συστηματική διερεύνηση.
Δ. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία καί Εσχατoλoγία στήν τέχνη
135
αἰώνων, ἀσφαλῶς δέν ἐξαιρεῖ τήν ἐκκλησιαστική τέχνη, ἀκόμη μέχρι τήν ἐποχή μας200, ἀρκεῖ νά συντρέχει καί τό ταλέντο201. Φίλες καί φίλοι. Στόν θάνατο ἀστράφτει ἡ Ἀνάσταση202, μᾶς βεβαιώνει ἡ πασχαλινή ἐμπειρία. Kόσμος δέν εἶναι μόνο ὁ μεταπτωτικός τῆς φθορᾶς ἀλλά καί ὁ ἐσχατολογικός τοῦ ἀφθίτου κάλλους. Ἀλλά μπροστά στά ἀπ’ αἰώνων σεσιγημένα μυστήρια ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά σιωπᾶ, ὅπως συμβουλεύει καί ὁ τυπικά ἐκτός Ὀρθοδοξίας Wittgenstein203. Πολλά δέν εἰπώθηκαν, ἀλλά ὁ Θεός νά μέ φυλάει ἀπό τοῦ νά ἀποτελειώσω ποτέ τίποτε, ὅπως εὐχόταν ὁ Xέρμαν Mέλβιλλ στόν Mόμπυ Nτίκ, αὐτή τήν ἐποποιΐα τοῦ ἐπαναστατημένου ἐνάντια στόν Θεό ἀνθρώπου τῆς Δύσης204. Ὥρα καί γιά τή δική μου σιωπή ἀπό στόμα ἁρμοδιότερο: «Δέν ὑπάρχει ἄλλο τίποτα ὕστερα ἀπό μιά προσευχή ἤ μιά ἀκροτελεύτια συγχορδία τοῦ Γιόχαν Σεμπάστιαν Mπάχ, παιγμένη στό πιάνο ἀπό τόν Γκλέν Γκούλντ»205. Πανεπιστήμιο Kύπρου Ἀρχή Ἰνδίκτου – Ἀθήνα 2008
200. Ἔτσι συμβούλευε λ.χ. ὁ N. Ἐγγονόπουλος τόν ζωγράφο Σωτήρη Σόρογκα: Ἐθνικό Kέν τρο Bιβλίου (ἐκδ.), N. Ἐγγονόπουλος (ὑποσ. 169), 75. 201. Πρβλ. τίς πέντε μελέτες μας στήν ὑποσ. 170 καί τήν προτροπή, ἀκόμη καί στούς μοναστικούς κύκλους, νά ἐπιλέγεται ὁ κάλλιστος μεταξύ τῶν ζωγράφων (ὑποσ. 152). 202. Ἀλ. Kατσιάρας – M. Bαμβουνάκη, Ὅταν ὁ θεός πεθαίνει. Mιά συζήτηση, Ἀθήνα 2003, 235. 203. «Xωρίς ἄλλο ὑπάρχει αὐτό πού δέ λέγεται μέ λόγια. Αὐτό δείχνεται, εἶναι τό μυστικό στοιχεῖο» (Wittgenstein, Tractatus –ὑποσ. 150–, πρόταση 6.522). Kαί παρακάτω: “Γιά ὅσα δέν μπορεῖ νά μιλάει κανείς, γιά αὐτά πρέπει νά σωπαίνει” (ἀκροτελεύτια πρόταση 7). 204. Δανείζομαι τό χωρίο ἀπό τόν Λορεντζάτο, Συλλογή, Ἀθήνα 1991, προμετωπίδα μέ τό πρωτότυπο (ἐπανέκδοση: Ζ. Λορεντζάτος, Ποιήματα, Ἀθήνα 2006, 137). Γιά τή σημασία τοῦ Mόμπυ Nτίκ στή δυτική σκέψη πρβλ. τό ἔξοχο δοκίμιο τοῦ Παπαγιαννόπουλου, Ἔξοδος θεάτρου (ὑποσ. 104). 205. Z. Λορεντζάτος, Ἕνας ποιητικός περίπατος, Ἀθήνα 1999, 17 [= ὁ ἴδιος, Μελέτες, Γ΄, 394].
Δημήτρης Γ. Ἀποστολόπουλος
Ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ κοινωνία στὴ μεταβυζαντινὴ κοινωνία τῶν Pωμιῶν χριστιανῶν Kατὰ παράδοση οἱ βυζαντινολόγοι δείχνουν ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τὶς «μεταβυζαντινὲς» τύχες τοῦ κόσμου στὸν ὁποῖο ἔχουν ἀφιερώσει τὶς μελέτες τους, γιὰ τὶς τύχες τῆς πάλαι ποτὲ κραταιᾶς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς πρωτεύουσάς της ἀλλὰ καὶ τῶν τελευταίων, βυζαντινῆς ἐμπνεύσεως καὶ ἰδεολογίας, κρατικῶν μορφωμάτων, ἐννοῶ τὸ Δεσποτάτο τοῦ Mορέως καὶ τὴν Αὐτοκρατορία τῆς Tραπεζούντας. Προφανῶς σὲ αὐτὴν τὴν παράδοση θέλησαν νὰ μείνουν πιστοὶ οἱ διοργανωτὲς τῆς φετινῆς, ἕβδομης, Συνάντησης βυζαντινολόγων Ἑλλάδος καὶ Kύπρου, ἀφοῦ ἀποφάσισαν νὰ ἐνσωματώσουν στὴ θεματική της ἀνακοινώσεις ποὺ ἀναφέρονται στὴ λεγόμενη μεταβυζαντινὴ περίοδο· καὶ ἡ βούληση αὐτὴ τῶν διοργανωτῶν ἦταν ποὺ μὲ ἔφερε σὲ αὐτὸ τὸ βῆμα, μὲ σκοπὸ νὰ σᾶς ἀναπτύξω ἕνα θέμα ποὺ δὲν ἀναφέρεται βέβαια στὸ ζήτημα «Παράδοση καὶ ἀνανέωση στὸ Βυζάντιο» –τὴ φετινὴ γενικὴ θεματικὴ τῆς Συνάντησης–, ἀλλὰ ἕνα θέμα ποὺ σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴν τύχη τοῦ μεταβυζαντινοῦ Ἑλληνισμοῦ, καὶ εἰδικότερα ἐκείνου ποὺ συν έχισε τὴ ζωή του στὸ πλαίσιο τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Ι Ἡ κοινωνία τοῦ βυζαντινοῦ Ἑλληνισμοῦ ἦταν μιὰ πολιτικὴ κοινωνία· διαφοροποιημένη, μὲ διαφορετικὴ κατανομὴ ἐργασίας, μὲ διαφορετικὴ οἰκονομικὴ ζωή, μὲ μιὰ πολιτικὴ ἰδεολογία ποὺ τὸ «κοινὸ ἀγαθό» της τὸ ἑστίαζε στὸν βυζαντινὸ βασιλέα, χριστιανὸ στὸ θρήσκευμα, καὶ σὲ ὅ,τι αὐτὸς συμβόλιζε. Kανεὶς νομίζω δὲν ἀμφιβάλλει γιὰ τὸν πολιτικὸ χαρακτήρα αὐτῆς τῆς κοινωνίας. Θέμα ὅμως τίθεται στὴν ἐπιστήμη γιὰ τὸ χαρακτηρισμὸ τοῦ μορφώματος –καὶ χρησιμοποιῶ συνειδητὰ ἄχρωμο ὅρο– μέσα στὸ ὁποῖο ἔζησαν οἱ χριστιανοὶ Pωμιοὶ μετὰ τὴν ὀθωμανικὴ κατάκτηση. Tὸ ζήτημα τέθηκε ρητὰ τὸ 1974, ὅταν ὑποστηρίχθηκε ἡ ἄποψη,
138
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
πὼς τὸ μόρφωμα αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ χαρακτηριστεῖ «ἀπολιτικὴ κοινωνία»· στὴν πραγματικότητα τὸ θέμα ὑπέβοσκε ἀπὸ παλαιά. Ἂς περιγράψουμε πρῶτα, μὲ τρόπο συνοπτικό, ὅ,τι εἶχε προηγηθεῖ τοῦ 1974. Kαθὼς ἡ ἐξουσία τῶν Ὀθωμανῶν ἀναγνώρισε «προνόμια» στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ὁ ἡγέτης της ἀναγνωρίστηκε, σύμφωνα μὲ μία ἄποψη, ἀπὸ τὸν 15ο αἰώνα σὰν «μιλλέτμπαση», ἀρχηγὸς τοῦ γένους τῶν χριστιανῶν1, εὔκολο ἦταν νὰ γίνει τὸ ἑπόμενο βῆμα, νὰ ἐμπεδωθεῖ δηλαδὴ ἡ ἄποψη πὼς τὸ μόρφωμα μέσα στὸ ὁποῖο ἔζησαν οἱ χριστιανοὶ ποὺ συνέχισαν τὴ ζωή τους στὸ πλαίσιο τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν μιὰ θρησκευτικὴ κοινότητα· μιὰ κοινότητα ἡ ὁποία διατήρησε τὴν ἱστορική της μνήμη μὲ τοὺς θρήνους γιὰ ὅ,τι εἶχε χαθεῖ ἀλλὰ καὶ ἄσβεστη τὴν προσδοκία γιὰ τὴν ἀποτίναξη τοῦ ζυγοῦ. Oἱ συνθῆκες γιὰ τὴ διεκδίκηση τῆς ἐλευθερίας ὡρίμασαν ἀρκετοὺς αἰῶνες ἀργότερα· ὣς τότε ὅμως παρέμεναν ἰσόδουλοι στὸ πλαίσιο ἑνὸς ἀπολυταρχικοῦ κράτους, μέλη μιᾶς θρησκευτικῆς κοινότητας. Ὅσοι θέλησαν νὰ ἔχουν καλύτερη τύχη μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κρατικὸ πλαίσιο, θεωρήθηκαν ἀρνητὲς τῆς πίστης τους, ἐξωμότες. Στὸ ἄλλο ἄκρο, ἡ μαρξιστικὴ ἱστοριογραφία δὲν δέχτηκε ποτὲ τὴν ὕπαρξη μιᾶς ἀδιαφοροποίητης κοινότητας· θεώρησε πὼς καὶ ἡ μεταβυζαντινὴ κοινωνία εἶχε ταξικὴ δομή· μάλιστα, ἐντόπισε στὴν ἀστικὴ τάξη τοὺς ἐξωμότες ποὺ πρόδωσαν τὸ λαό. Θυμίζω τὴ διατύπωση τοῦ Γιάνη Kορδάτου, στὴν τέταρτη ἐπεξεργασμένη ἔκδοση τοῦ ἔργου του Ἡ κοινωνικὴ σημασία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, Ἀθήνα 1946: «Oἱ Φαναριῶται, λόγῳ τῆς κοινωνικῆς των θέσεως, ὑπῆρξαν τουρκόφιλοι»2. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ἐδῶ ὁ ὅρος «Φαναριῶτες» δὲν ἔχει τὴν εἰδικὴ σημασία ποὺ θὰ τοῦ δώσει ἡ σύγχρονη ἱστοριογραφία, μιᾶς κοινωνικῆς ὁμάδας ποὺ διεκδίκησε καὶ πῆρε τὴν ἐξουσία στὰ τέλη τοῦ 17ου – ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰώνα3, ἀλλὰ εἶναι συνώνυμος μὲ τὴν ἔννοια 1. Ἡ ἄποψη πὼς ὁ θρησκευτικὸς ἡγέτης τῶν ὀρθόδοξων χριστιανῶν ἀναγνωριζόταν καὶ ὡς «ἐθνάρχης» ἔχει τὶς ρίζες βαθειὰ μέσα στὴν ἱστοριογραφία μας· βλ. ἐνδεικτικὰ Kωνστ. Παπαρρηγόπουλος, Ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους (5η ἔκδ.), τ. 5.2, Ἀθήνα 1925, σ. 48–49. 2. Σ. 100· στὴν πρώτη (Ἀθήνα 1926) καὶ στὶς ἑπόμενες ἐκδόσεις τοῦ ἔργου, μολονότι ὑπάρχει σφοδρὸ κατηγορητήριο ἐναντίον τῶν Φαναριωτῶν, ἡ φράση μὲ αὐτὴ τὴ διατύπωση δὲν ὑπάρχει. 3. Bλ. περισσότερα στοιχεῖα γιὰ τὸ θέμα Δ. Γ. Ἀποστολόπουλος, Γιὰ τοὺς Φαναριῶτες. Δοκιμὲς ἑρμηνείας καὶ Mικρὰ ἀναλυτικά, Ἀθήνα 2003, σ. 15 ἑπ.
Δ. Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΠΟ τΗ βυζαντινΗ στΗ μεταβυζαντινΗ κοινωνία 139
τῆς ἄρχουσας, ἀστικῆς, κατὰ τὴν ἱστοριογραφικὴ αὐτὴ σχολή, τάξης. Mέσα στὴν ἴδια ὀπτικὴ ὁ Γιῶργος Βαλέτας, στὸ ἔργο του Tὸ προδομένο Εἰκοσιένα, ἀποφαίνεται γιὰ τὰ ἔργα καὶ τὶς ἡμέρες αὐτῆς τῆς ἄρχουσας τάξης: «Ὁ ἀγώνας, καὶ τότε καὶ τώρα» –τὸ ἔργο του δημοσιεύεται τὸ 1946– «ἀπ’ τοὺς Kλέφτες καὶ τοὺς Ἀντάρτες, ἀπὸ τὴν ἐπαναστατημένη καὶ φευγάτη στὰ βουνὰ ἔνοπλη ἀγροτιά, ποὺ τὴν πολεμοῦσαν καὶ τὴν πρόδιδαν μαζὶ μὲ τοὺς καταχτητὲς καὶ οἱ συνεργάτες τους Ἕλληνες – προεστοί, μεγαλοχτηματίες, γενίτσαροι καὶ κεφαλαιοῦχοι»4. Δυὸ χρόνια ἀργότερα, τὸ 1948, ὁ K. Θ. Δημαρὰς δημοσιεύει τὸν πρῶτο τόμο τοῦ ἔργου ποὺ ἐπέγραψε Ἱστορία τῆς Nεοελληνικῆς Λογοτεχνίας, ἀλλὰ τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ στὴν πραγματικότητα μιὰ ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς παιδείας. Ἐκεῖ ὑφαίνει σὲ ἕναν κάναβο ποὺ τὸν εἶχαν συγκροτήσει ἀπόψεις του γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας τὶς ἀποτιμήσεις του γιὰ τὰ μνημεῖα τοῦ λόγου, τὰ ὁποῖα συντάχθηκαν σὲ γλώσσα νεοελληνική. Ὅσο γνωρίζω δὲν παίρνει θέση γιὰ τὸ ἐπίθετο ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ στὴ νεοελληνικὴ κοινωνία, πολιτικὴ ἢ ἀπολιτική, διακρίνει ὅμως τρεῖς ἀντίπαλες δυνάμεις ποὺ συναγωνίζονται μέσα στὴν προοπτικὴ τῶν τεσσάρων αἰώνων τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας γιὰ τὸν ἔλεγχο αὐτῆς τῆς κοινωνίας. Ὁ ἀναγνώστης του πληροφορεῖται πὼς ἀνάμεσα στὸ 1453 καὶ τὸ 1669 «τὸν τόνο στὰ πράγματα τῆς παιδείας τὸν δίνει τὸ φιλοπρόοδο καὶ γενναῖο πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας: θρησκευτικὸς οὑμανισμός». Tὸ ἀνέβασμα μιᾶς νέας ἡγετικῆς τάξης μέσα στὸν Ἑλληνισμὸ ὁρίζεται στὰ 1669: «οἱ Φαναριῶτες θὰ πάρουν τὸν λόγο». Θὰ τὸν κρατήσουν γιὰ ἕναν αἰώνα, θὰ εἶναι «ὁ αἰώνας τῶν Φαναριωτῶν». «Tελικό [τους] ὅριο τὸ 1774, ὅταν ἀρχίζει νὰ ἀνεβαίνει σταθερὰ ἡ ἀστικὴ τάξη»5. Ὁ ἑπόμενος νομίζω σταθμὸς εἶναι τὸ 1974. Tὸ ἔτος αὐτὸ δὲν εἶναι σημαντικὴ χρονολογία μόνο γιὰ τὴν πολιτικὴ ἱστορία τῆς νεότερης Ἑλλάδας, ἀφοῦ τότε ἔγινε ἡ ἀποκατάσταση τῆς Δημοκρατίας· ἀποτελεῖ ἕνα ὁρόσημο καὶ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ἱστορικὴ ἐπιστήμη, ἀφοῦ τότε δημοσιεύεται ὁ δέκατος τόμος τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τῆς Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν. Εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς δύο τόμους ποὺ
4. Γιῶργος Bαλέτας, Tὸ προδομένο Εἰκοσιένα, Ἀθήνα 1946, σ. 12. 5. K. Θ. Δημαράς, Ἱστορία τῆς Nεοελληνικῆς Λογοτεχνίας, τ. 1, Ἀθήνα 1948, σ. 48, 98 καὶ 140.
140
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
πραγματεύονται τὴ μετάβαση τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία σὲ ξένες κυριαρχίες. Ὁ ὑπότιτλος ἄλλωστε καὶ τῶν δύο τόμων εἶναι: Ὁ Ἑλληνισμὸς ὑπὸ ξένη κυριαρχία. Tουρκοκρατία – Λατινοκρατία. Ἔργο συλλογικό, στὸ ὁποῖο συνεργάστηκαν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς κορυφαίους Ἕλληνες ἱστορικούς: ὁ Διονύσιος Zακυθηνός, συντονιστὴς γιὰ τοὺς τόμους ποὺ ἀναφέρονταν στὸ Βυζάντιο· ὁ Ἀπόστολος Βακαλόπουλος, μέλος τῆς ἐκδοτικῆς ἐπιτροπῆς τοῦ ἔργου καὶ προφανῶς συντονιστὴς τῶν τόμων ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὑπὸ ξένη κυριαρχία. Ἐκεῖ, στὸν Πρόλογο τοῦ δέκατου τόμου διαβάζουμε, γιὰ πρώτη ὅσο γνωρίζω φορὰ ρητὰ ἐκφρασμένη, τὴν ἄποψη πὼς ὁ ὑπὸ ξένη κυριαρχία Ἑλληνισμὸς συγκροτοῦσε μιὰ «ἀπολιτικὴ κοινωνία». Ἂς διαβάσουμε τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα: «Ὁ Ἑλληνισμὸς… ποὺ ἔζησε ὑπὸ ξένη κυριαρχία, εἶναι μιὰ κοινωνία χ ω ρ ὶ ς π ρ ω τ ο γ ε ν ῆ ἐ ξ ο υ σ ί α , ποὺ ἔχει ὅμως, καὶ μάλιστα ἐξαιρετικὰ ἔντονα, τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς συντεταγμένης κοινωνίας· εἶναι δηλαδὴ μιὰ κοινωνία ἱστορική, μιὰ κοινωνία, πού, ἂν καὶ διασπασμένη στὸν χῶρο, ἔχει συνείδηση τῆς αὐτονομίας της καὶ τῆς ἑνότητός της. Tὰ στοιχεῖα ποὺ συνέβαλαν σ’ αὐτὸ ἦταν ἡ θρησκεία καὶ ἡ λατρεία, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ τεράστιο δίκτυό της, τὶς ἐπεκτατικὲς καὶ ἡγεμονικές της ἐπιδιώξεις καὶ τὸ ἑλληνικὸ γλωσσικό της ὄργανο. Tὰ στοιχεῖα αὐτὰ παρεῖχαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴν ἀ π ο λ ι τ ι κ ὴ κ ο ι ν ω ν ί α τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ τὴν προνομιακὴ ὀργανωτικὴ κυψέλη μ ι ᾶ ς π ο λ ι τ ε ί α ς χ ω ρ ὶ ς ἐ ξ ο υ σ ί α . Tὸ σύστημα αὐτὸ θὰ ἐνισχυθῆ σημαντικά, μὲ τὴ συγκρότηση καὶ τὴν ἐπέκταση τοῦ θεσμοῦ τῶν κοινοτήτων, ἰδίως ἀπὸ τὸν 18ο αἰ.»6. Ἂς σημειωθεῖ καταρχὰς πὼς σὲ ὅλες τὶς ἀπόψεις ποὺ ἔχουν διατυπωθεῖ καὶ τὶς ὁποῖες ἐδῶ παρουσιάσαμε συνοπτικά, ὑπάρχουν στοιχεῖα ποὺ ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα: ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὸν μεγάλο ρόλο ποὺ ἔπαιζε ἡ θρησκεία στὴ μεταβυζαντινὴ πολιτικὴ πραγματικότητα; Ὅμως εἶναι δύσκολο νὰ μὴν ἀποδεχθοῦμε πὼς κάποια κοινωνικὴ διαφοροποίηση ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ὑπηκόων τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, πὼς κάποιες κοινωνικὲς 6. τ. 10, Ἀθήνα 1974, σ. 3.
Δ. Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΠΟ τΗ βυζαντινΗ στΗ μεταβυζαντινΗ κοινωνία 141
δυνάμεις διεκδικοῦσαν τὴν ὅποια ἐξουσία ὑπῆρχε στὸ πλαίσιο τῆς κοινωνίας τῶν χριστιανῶν Pωμιῶν. Tέλος, ἡ ἄποψη πὼς ἡ κοινωνία τῶν χριστιανῶν Pωμιῶν ἡ ὁποία ἔζησε στὸ πλαίσιο τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας δὲν εἶχε «πρωτογενῆ ἐξουσία» ἔχει, ἀπὸ μία ὀπτικὴ γωνία, τὴ θεωρητική της ἀξία. Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτὰ τὰ θετικὰ στοιχεῖα, τὸ ἐρώτημα ἐπανέρχεται: πῶς τελικὰ μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ τὸ μόρφωμα μέσα στὸ ὁποῖο ἔζησαν οἱ ὑπὸ ξένη κυριαρχία Ἕλληνες, οἱ χριστιανοὶ Pωμιοὶ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας; Ἦταν μιὰ θρησκευτικὴ κοινότητα· μιὰ ταξικὰ διχασμένη κοινωνία· μιὰ κοινωνία στὴν ὁποία τρεῖς τουλάχιστον κοινωνικὲς δυνάμεις ἀντιπαρατέθηκαν γιὰ τὴ διεκδίκηση τῆς ἐξουσίας; ἢ πρόκειται τελικὰ γιὰ μιὰ ἀπολιτικὴ κοινωνία, γιὰ τὴν ὁποία, καθὼς δὲν διέθετε πρωτογενὴ ἐξουσία, κάθε συζήτηση γιὰ Πολιτικὴ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 εἶναι μάταιη; Ἂς δοῦμε ὅμως τὰ θέματα αὐτὰ μὲ τρόπο πιὸ συστηματικό, ἐκκινώντας ἀπὸ τὴν ἀνάλυση τῆς τελευταίας χρονικὰ διατυπωμένης ἄποψης, ἐκείνης ποὺ χαρακτηρίζει τὸ μόρφωμα στὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ ὑπὸ τὴν ὀθωμανικὴ κυριαρχία Ἑλληνισμὸς ἀπολιτικὴ κοινωνία. ΙΙ Ἡ τελευταία αὐτὴ ἄποψη ἐκκινεῖ προφανῶς ἀπὸ τὴ θεωρητικὴ κατασκευή, πὼς ἡ Πολιτικὴ πηγάζει ἀπὸ τὸ Kράτος. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὁ συλλογισμὸς κυλάει εὔκολα: οἱ ὑπὸ ξένη κυριαρχία Ἕλληνες δὲν εἶχαν κρατικὴ ἐξουσία, ἑπομένως ἡ κοινωνία τους δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ πολιτική. Ἡ σύγχρονη ὡστόσο πολιτικὴ θεωρία ἔχει, ἐδῶ καὶ χρόνια, ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτὸν τὸν θανάσιμο ἐναγκαλισμὸ Kράτους καὶ Πολιτικῆς7. Δίχως νὰ ἀμφισβητεῖται ἡ σημασία τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἐκδηλώσεις τοῦ πολιτικοῦ φαινομένου ἀναζητοῦνται καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες ἐκφάνσεις τοῦ κοινωνικοῦ βίου, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ἐμπειρία ποὺ ἔχει συσσωρευτεῖ νὰ εἶναι πολύτιμη, ἰδιαίτερα στὴ μελέτη κοινωνιῶν ποὺ ζοῦν στοὺς κόλπους αὐτοκρατοριῶν, κοινωνιῶν ποὺ δὲν ἔχουν «κρατικὴ ἐξουσία», ἀλλὰ ποὺ μετέχουν μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο 7. Bλ. ἀναλυτικὰ γιὰ τὸ θέμα Γ. K. Bλάχος, Πολιτική. Γενικὴ εἰσαγωγὴ τοῦ πολιτικοῦ φαινομένου, τ. 2, Ἀθήνα 1978, σ. 41 ἑπ.
142
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
στὴν πολιτικὴ ζωὴ τῆς αὐτοκρατορίας. Ἂς ἔρθουμε ὅμως τώρα στὰ δικά μας, ἀναζητώντας τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ μποροῦν νὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν κοινωνία τῶν Pωμιῶν χριστιανῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας πολιτική. Ὁ ἑλληνικὸς βυζαντινὸς κόσμος βρέθηκε μέσα στὸν κλοιὸ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας σταδιακά, μέσα σὲ ἕνα μεγάλο ἀνάπτυ γμα χρόνου καὶ μὲ ποικίλους τρόπους. Mέσα στὸ διάστημα πολλῶν δεκαετιῶν εἴχαμε προσχώρηση προσώπων ἢ ὁμάδων προσώπων, παράδοση πόλεων ποὺ προτίμησαν, ὕστερα ἀπὸ πολιτικὴ ἐκτίμηση, αὐτὸν τὸν τρόπο, προκειμένου νὰ ἀποφύγουν τὰ δεινὰ ποὺ ἔφερνε μιὰ κατάκτηση ὕστερα ἀπὸ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις· τὸ μεγαλύτερο ὅμως μέρος τοῦ βυζαντινοῦ Ἑλληνισμοῦ ὑποτάχθηκε στοὺς Ὀθωμανοὺς ὕστερα ἀπὸ νικηφόρες γιὰ τοὺς τελευταίους πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις. Δὲν πρέπει ὅμως παράλληλα νὰ ξεχνοῦμε, πὼς μιὰ κατάκτηση δὲν εἶναι –ἢ δὲν εἶναι μόνο– ἕνα στρατιωτικὸ φαινόμενο· εἶναι καὶ ἕνα πολιτικό, ἀκραῖο ἀλλὰ καὶ πολιτικό, φαινόμενο, ἀφοῦ ὁ τελικὸς σκοπὸς μιᾶς κατάκτησης δὲν εἶναι νὰ καταληφθοῦν ἐδάφη καὶ νὰ ἀφανιστοῦν ἐκεῖνοι ποὺ τὰ κατοικοῦν. Xρησιμοποιεῖται βία, ἀπειλοῦνται μὲ βία οἱ κατακτημένοι, στόχος ὅμως τοῦ κατακτητῆ εἶναι νὰ καταλάβει τὰ ἐδάφη καὶ νὰ ὑποτάξει, ἐνσωματώνοντας στὸ σύστημά του, τοὺς πληθυσμοὺς ποὺ τὰ κατοικοῦν –ὄχι ἀπὸ φιλανθρωπία ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐκμεταλλεύσιμα εἶναι ὄχι μόνο τὰ ἐδάφη ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὰ κατοικοῦν καὶ τὰ καλλιεργοῦν. Ὁ πολιτικὸς χαρακτήρας τῆς κατάκτησης ἀναδεικνύεται ἀπὸ τοὺς τρόπους, τὶς μεθόδους ποὺ ὁ κατακτητὴς ἐπιλέγει γιὰ νὰ ἐνσωματώσει τοὺς κατακτημένους, καὶ ἀπὸ τὶς ἐπιλογές του διαφαίνεται, καταρχήν, καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ μορφώματος μέσα στὸ ὁποῖο καλοῦνται οἱ κατακτημένοι νὰ συνεχίσουν τὴ ζωή τους, στὸ πλαίσιο βέβαια τοῦ κράτους τῶν Ὀθωμανῶν. Γιὰ τὸ πῶς ὁ πολιτικὰ φιλόδοξος Πορθητὴς τῆς Kωνσταντινούπολης θέλησε νὰ λύσει τὸ ζήτημα αὐτὸ στὸ χῶρο τῆς ὑπὸ κατασκευὴ αὐτοκρατορίας του μοῦ ἔχει δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ μιλήσω καὶ ἄλλοτε8.
8. Ὅποιος ἐνδιαφέρεται ἂς δεῖ τὴν εἰσήγησή μου στὸ Δεύτερο Διεθνὲς Συνέδριο Ἱστορίας, ποὺ διοργάνωσε τὸ Kέντρο Nεοελληνικῶν Ἐρευνῶν τοῦ Ἐθνικοῦ Ἱδρύματος Ἐρευνῶν τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1983: Dimitris Αpostolopoulos, «Les mécanismes d’une Conquête : adaptations
Δ. Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΠΟ τΗ βυζαντινΗ στΗ μεταβυζαντινΗ κοινωνία 143
Δὲν ἔχω τὸ χρόνο νὰ τὰ ἐπαναλάβω, γιὰ τὴν οἰκονομία ὅμως αὐτῆς τῆς εἰσήγησης πρέπει νὰ πῶ μόνο τοῦτο: ὁ Mεχμὲτ ὁ Β΄ ὄχι ἁπλῶς ἐπέτρεψε τὴν ἄσκηση τῆς λατρείας ἀλλὰ ζήτησε νὰ ἐνσωματώσει στὸ σύστημά του τὸν δεύτερο σὲ πολιτικὴ σημασία βυζαντινὸ θεσμό, τὸ Πατριαρχεῖο Kωνσταντινουπόλεως, ἀναζητώντας μέσα ἀπὸ αὐτὸν τὸ δίαυλο τὴν ἔμμεση πολιτική του νομιμοποίηση στὶς συνειδήσεις τῶν ὀρθόδοξων χριστιανῶν ὑπηκόων του ‒καὶ ἐλπίζοντας παράλληλα πὼς ἡ λύση αὐτὴ θὰ ἐνίσχυε τὶς αὐτοκρατορικές του φιλοδοξίες. Ὅσο ὅμως καὶ ἂν χαρακτηριστοῦν οἱ ἐνέργειες αὐτὲς ἐκ μέρους τοῦ κατακτητῆ πολιτικές, δὲν προσδίδουν ἀπὸ μόνες τους τὸ χαρακτηρισμὸ «πολιτικὴ» στὴν κοινωνία τῶν χριστιανῶν ὑπηκόων τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας· πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε ἀνάλογα τεκμήρια καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν κατακτημένων. Δύο ἑλληνικὲς πηγὲς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν πρώτη περίοδο μετὰ τὴν Ἅλωση, πηγὲς ποὺ ἐντοπίστηκαν καὶ δημοσιεύτηκαν στὴν ἐποχή μας, δίνουν τὰ πρῶτα στοιχεῖα γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε μὲ ποιὸ τρόπο μιὰ μερίδα χριστιανῶν πού, χωρὶς νὰ ἀλλάξουν τὸ θρήσκευμά τους, εἶχαν ἐνσωματωθεῖ στὴν ὀθωμανικὴ κυριαρχία πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση θέλησαν νὰ ἐπωφεληθοῦν πολιτικὰ ἀπὸ τὶς πρωτοβουλίες αὐτὲς τοῦ Πορθητῆ. Πηγὴ πρώτη, οἱ ἀπολογητικοὶ «Λόγοι» ποὺ ἔγραψε τὸ 1467 ὁ Θεόδωρος Ἀγαλλιανός, ὀφφικιάλιος τοῦ Πατριαρχείου Kωνσταντινουπόλεως καὶ τὸ alter ego τοῦ πρώτου μετὰ τὴν Ἅλωση πατριάρχη, τοῦ Γεννάδιου Σχολάριου. Oἱ γραμμένοι τὸ 1467 «Λόγοι» δημοσιεύτηκαν μόλις τὸ 19649. Ἐκεῖ περιέχεται ἡ πληροφορία πὼς οἱ χριστιανοὶ σύμβουλοι τοῦ Πορθητῆ, ἐνταγμένοι στὸ ὀθωμανικὸ πολιτικὸ σύστημα πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση τῆς Βασιλεύουσας, ὑποστήριζαν ὅτι μὲ δικές τους ἐνέργειες καὶ εἰσηγήσεις ὁ Mεχμὲτ ἀποφάσισε νὰ προχωρήσει στὴν ἀνασύσταση καὶ ἐπαναλειτουργία τοῦ Πατριαρχείου Kωνσταντινουπόλεως τὸ 1454· γιὰ αὐτὸ τὸ ρόλο τους μάλιστα ζητοῦσαν ἀπὸ τὸ politiques et statut économique des conquis dans le cadre de l’Empire Ottoman», économies méditerranéennes; équilibres et intercommunications, XIIIe–XIXe siècles, τ. 3, Ἀθήνα 1986, σ. 191–204. 9. Tοὺς δημοσίευσε ὁ X. Γ. Πατρινέλης, «Θεοδώρου Ἀγαλλιανοῦ ἀνέκδοτοι Λόγοι», Ἐπετηρὶς τοῦ Mεσαιωνικοῦ Ἀρχείου, 14 (1964), 193–264 [= Ὁ Θεόδωρος Ἀγαλλιανὸς ταυτιζόμενος πρὸς τὸν Θεοφάνη Mηδείας καὶ οἱ ἀνέκδοτοι Λόγοι του, Ἀθήνα 1966, σ. 87–160].
144
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Πατριαρχεῖο, τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ τῶν ὀρθόδοξων χριστιανῶν τῆς αὐτοκρατορίας, νὰ τοὺς ἀναγνωρίζει ὡς εὐεργέτες της. Πηγὴ δεύτερη, ἡ ἰδιωτικὴ ἀλληλογραφία ἑνὸς Pωμιοῦ χριστιανοῦ ποὺ εἶχε ἐνταχθεῖ καὶ αὐτὸς στὴν ὀθωμανικὴ κυριαρχία πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση, ἀλληλογραφία ποὺ χρονολογεῖται στοὺς πρώτους μῆνες μετὰ τὸν Mάιο τοῦ 1453. Ἡ ἀλληλογραφία αὐτὴ ποὺ λάνθανε στὴ στάχωση ἑνὸς χειρογράφου δημοσιεύτηκε, καὶ αὐτή, τὸ 196410. Ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς ἀναδεικνύεται πανηγυρικὰ ἡ ἔγνοια ἑνὸς ἀκόμα χριστιανοῦ, ποὺ εἶχε ἐνταχθεῖ στὸ Ὀθωμανικὸ κράτος πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση, νὰ κάνει γνωστὲς στὴν κοινωνία τῶν ὀρθόδοξων χριστιανῶν πράξεις ποὺ τὸν ἀναδείκνυαν εὐεργέτη καὶ δωρητή· στέλνει, γιὰ παράδειγμα, χρήματα προκειμένου νὰ τελεστεῖ μιὰ πανηγυρικὴ λειτουργία στὴ Θεσσαλονίκη κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ τονίζει φορτικὰ στὸν μητροπολίτη νὰ μὴ λησμονήσει νὰ τὸν ἀναφέρει ὡς δωρητή. Ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς πηγὲς ‒σύγχρονες, θυμίζω, μὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ μελετοῦμε‒ ἔχουμε τὶς πρῶτες καὶ ἔγκυρες ἐνδείξεις πὼς ἡ πολιτικὴ λύση ποὺ προέκρινε ὁ Πορθητὴς γιὰ τὰ δικά του συμφέροντα ἔτυχε περαιτέρω ἀξιοποίησης ἀπὸ χριστιανοὺς ὑπηκόους τοῦ κατακτητῆ. Ἀναζήτησαν νὰ νομιμοποιήσουν μέσω τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν τὴ διαφορετικὴ κοινωνικὴ θέση ποὺ εἶχαν μέσα στὴν ὑπὸ διαμόρφωση αὐτοκρατορία, προβάλλοντας πράξεις τους ποὺ ἦταν ὄχι μόνο ἀποδεκτὲς ἀλλὰ καὶ ἀξιομνημόνευτες ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν χριστιανῶν. Mὲ ἄλλα λόγια, θεώρησαν τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμούς, ἀποδεκτοὺς πλέον καὶ νόμιμους γιὰ τὸ νέο πολιτικὸ καθεστώς, πρόσφορα ἐφαλτήρια, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν τὴ νομιμοποίηση τῶν φιλοδοξιῶν τους στὸ πλαίσιο μιᾶς διαφοροποιημένης, ἄρα πολιτικῆς, κοινωνίας. Ὑπῆρχε ὅμως καὶ μιὰ ἀντίπαλη τάση, τῆς ὁποίας τὸ ὅραμα ἦταν ἡ δημιουργία μιᾶς θρησκευτικῆς κοινότητας στὴν ὁποία ὁ πατριάρχης νὰ εἶναι γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ὁ ἐπὶ γῆς ἐκπρόσωπος καὶ μεσίτης πρὸς τὸν Θεό. Tὸ ὅραμα αὐτό, ποὺ τὸ ἐκπροσωποῦσε ὁ πρῶτος μετὰ τὴν Ἅλωση πατριάρχης, ὁ λόγιος Γεννάδιος Σχολάριος, δὲν κατόρθωσε νὰ ἐπιβληθεῖ καὶ ἡ ἀποτυχία αὐτὴ ἦταν φαίνεται ἡ κύρια αἰτία ποὺ τὸν
10. Tὴν ἐντόπισε ὁ Jean Darrouzès καὶ τὴ δημοσίευσε, μὲ τὴ συνεργασία τοῦ Nίκου Σβορώνου καὶ τοῦ M. Ἰ. Mανούσακα, τὸ 1964: «Lettres de 1453», Revue des études byzantines 21 (1964), 72–127.
Δ. Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΠΟ τΗ βυζαντινΗ στΗ μεταβυζαντινΗ κοινωνία 145
ὁδήγησε στὴν ἀπόφαση νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴ θέση του, ὄχι διαμαρτυρόμενος ἐναντίον τοῦ Πορθητῆ, τὸν ὁποῖο ἄλλωστε φαίνεται νὰ τιμοῦσε, ἀλλὰ πιθανότατα ἐναντίον τῶν χριστιανῶν συμβούλων του ποὺ εἶχαν διαφορετικὸ πολιτικὸ ὅραμα γιὰ τὸ ρόλο τοῦ Πατριαρχείου καὶ τοῦ ἡγέτη του στὴ μεταβυζαντινὴ κοινωνία τῶν χριστιανῶν. Ἂν ὅμως τὰ στοιχεῖα ποὺ σᾶς παρουσίασα, ἀντλημένα ἀπὸ πηγὲς ποὺ ἀνατρέχουν στὴν πρώτη περίοδο μετὰ τὴν Ἅλωση, στοιχεῖα ποὺ κατὰ τὴ γνώμη μου δείχνουν καθαρὰ τὸν πολιτικὸ χαρακτήρα τῆς κοινωνίας τῶν χριστιανῶν Pωμιῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας δὲν σᾶς ἔπεισαν, ἔχω, γιὰ τοὺς δύσπιστους, νὰ παρουσιάσω καὶ μιὰ ἄλλη πηγή, προερχόμενη ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας καὶ αὐτή, πηγὴ στὴν ὁποία τὰ πράγματα λέγονται μὲ τὸ ὄνομά τους. Ὁ Δημήτριος λοιπὸν Kαταρτζής, Pωμιὸς χριστιανὸς ποὺ ἔζησε τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα μέσα στὸν κλοιὸ τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας καὶ αὐτός, καταγράφει τὴν ἄποψή του γιὰ τὸ θέμα ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει σὲ ἕνα δοκίμιό του γραμμένο περὶ τὸ 1783: ἐμεῖς οἱ Pωμιοὶ χριστιανοὶ ποὺ ζοῦμε στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, γράφει, μολονότι δὲν μετέχουμε «κατὰ πάντα» στὴν ἐξουσία τῶν κυριάρχων μας, συγκροτοῦμε μιὰ «πολιτικὴ κοινωνία» –ὁ ὅρος εἶναι δικός του11. Kαὶ ἐκθέτει ἐκτενῶς τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ θεμελιώνουν τὴν ἐκτίμησή του αὐτή. Θὰ ἄξιζε βέβαια νὰ ἀφιερώσουμε πολὺ χρόνο γιὰ νὰ παρουσιάσουμε καὶ νὰ ἀναλύσουμε διεξοδικὰ τὴν προβαλλόμενη ἐπιχειρηματολογία τοῦ Kαταρτζῆ· γιὰ τὴν οἰκονομία ὅμως τῆς εἰσήγησής μου ὀφείλω νὰ θέσω ἕνα καὶ μόνο ζήτημα. Mήπως τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀναφέρει ὁ Kαταρτζὴς γιὰ νὰ χαρακτηρίσει «πολιτικὴ» τὴν κοινωνία τῶν Pωμιῶν χριστιανῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, τὰ ἀντλεῖ ἀπὸ ἐπιτεύγματα, ἀπὸ κατακτήσεις τῶν ὕστερων αἰώνων, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν μποροῦν νὰ ἀποτελέσουν ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα καὶ γιὰ τὰ πρῶτα χρόνια μετὰ τὴν Ἅλωση; Nομίζω πὼς ἡ ἀπάντηση πρέπει νὰ εἶναι ἀρνητικὴ γιὰ τοὺς ἀκόλουθους λόγους. Ἡ πολιτικὴ κοινωνία τοῦ ἔθνους τῶν Pωμιῶν χριστιανῶν ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ Kαταρτζής, μολονότι κατὰ τὴν ἄποψή του
11. Πρόκειται γιὰ σκέψεις ποὺ ἐκφράζει στὸ δοκίμιό του «Συμβουλὴ στοὺς νέους», τὸ ὁποῖο πρωτοδημοσιεύτηκε τὸ 1970: K. Θ. Δημαράς, Δημήτριος Kαταρτζής, Tὰ Εὑρισκόμενα, Ἀθήνα 1970, σ. 42–71.
146
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
δὲν μετέχει «στὴ διοίκηση τῆς πολιτείας τῶν κρατούντων μας κ α τ ὰ π ά ν τ α», δὲν εἶναι «σ’ αὐτήνα [στὴ διοίκηση τῆς πολιτείας τῶν κρατούντων] μὲ τὴν ὁλότη ἀμέτοχ[η]». Kαὶ γιὰ νὰ στηρίξει τὴ θέση του, κοντὰ στὰ ἄλλα ἐπιχειρήματα ποὺ ἀντλεῖ ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς πολιτικῆς, τοῦ δικαίου καὶ τῆς οἰκονομίας, ἀναφέρει καὶ τοὺς Pωμιοὺς ἐκείνους χριστιανοὺς ποὺ ἀναγνωρίζονται μὲ τὸν πιὸ ἐπίσημο τρόπο ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ ἀρχή: «αὐτοὶ ὅλοι λοιπὸν πολλὰ καλὰ συμμετέχουν στὸ πολίτευμα... καὶ μετ’ αὐτουνοὺς ἀναγκαίως ὅλ’ ὅσ’ εἶν’ ἀπουκάτου τους, τόσ’ ἱερωμένοι καὶ τόσοι ἄρχοντες, κ’ ὅλ’ ὅσοι ἔχουν δίκῃο κ’ ἀράδα νὰ γένουν τέτοιοι, δηλαδὴ ὅλ’ οἱ ‘Pωμῃοί». Εἶναι, νομίζω, ἔκδηλο ὅτι δὲν ἀναφέρει ὅλους αὐτοὺς σὰν νὰ πρόκειται γιὰ περιπτώσεις ποὺ ὑπερέβησαν τὰ δεσμὰ τῆς «αἰχμαλωσίας», ἀλλὰ ὡς μέλη τῆς ἴδιας πολιτικῆς κοινωνίας πού, μέσα στὰ δεδομένα τῆς ὀθωμανικῆς κατάκτησης, μετέχουν «στὴ διοίκηση τῆς πολιτείας τῶν κρατούντων» ἀποτελώντας κατὰ κάποιον τρόπο ἕναν ἀπὸ τοὺς πνεύμονες τῆς κοινωνίας αὐτῆς ποὺ τῆς ἐπιτρέπουν νὰ ἀναπνέει καὶ πολιτικά. Ἂς σημειώσουμε τέλος, γιὰ νὰ ἀποσαφηνίσουμε ἀπολύτως τὶς ἀπόψεις του, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ σχῆμα ποὺ παρουσιάζει ὁ Kαταρτζής, στὸ πολίτευμα μετέχουν καὶ κληρικοὶ καὶ λαϊκοί· ἀναγνωρίζει ὅμως στοὺς θρησκευτικοὺς ἀξιωματούχους, τοὺς ἐφοδιασμένους «μὲ μπαράτια βασιλικά», ἕναν ἰδιαίτερο, διπλὸ καὶ δημιουργικὸ ρόλο ποὺ ἐπιτελοῦν στὴν κοινωνία τῶν χριστιανῶν: ἀποτελοῦν, λέει, τὸ ἑνοποιητικὸ σύμβολο γιὰ τοὺς Pωμιοὺς χριστιανοὺς καὶ τὸ δίαυλο ἐπικοινωνίας τους μὲ τὴν ἐπικυρίαρχη κοινωνία. «Συνιστοῦμ’ ἕνα ἔθνος», γράφει, «ποὺ ἐν ταὐτῷ μᾶς δένουν οἱ ἐκκλησιαστικοί μας ἄρχοντες μὲ τὴ διοίκηση τὴν ἀνωτάτη κ’ ἀναμεταξύ μας· αὐτοὶ καὶ σὲ πολλὰ εἶναι κ’ ἄρχοντές μας πολιτικοί». Ἡ ἑρμηνεία εἶναι ἁπλή· σύμφωνα μὲ τοὺς ὅρους ποὺ ἔθεσε ἡ ὀθωμανικὴ κατάκτηση, ἡ θρησκευτικὴ ἰδιότητα ἦταν τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ ἔχουν οἱ κατακτημένοι χριστιανοὶ μιὰ νομιμοποίηση ἀπέναντι στὴν κυρίαρχη μουσουλμανικὴ θρησκεία· κατὰ συνέπεια, ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς θρησκείας τους, μιᾶς ἀπὸ τὶς θρησκεῖες τῶν λαῶν τῆς Βίβλου, ποὺ γινόταν ὑπὸ τὴν ἰδιότητά του αὐτὴ ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὴ μουσουλμανικὴ κοινωνία, μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει καὶ τὸ ἑνοποιητικὸ σύμβολο τῆς κοινωνίας τῶν χριστιανῶν. Tὰ ὑπόλοιπα, τὰ πραγματικὰ ὅρια τῆς ἐξουσίας στὸ πλαίσιο τῆς κοινωνίας του ἦταν ἐσωτερικὴ ὑπόθεση τῆς κοινωνίας αὐτῆς. Mέσα σὲ αὐτὴ τὴν
Δ. Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΠΟ τΗ βυζαντινΗ στΗ μεταβυζαντινΗ κοινωνία 147
ὀπτική, τὴν ὁποία ὁ νομικὸς Δημήτριος Kαταρτζὴς ἦταν σὲ θέση νὰ κατανοήσει ἀπολύτως, ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἄρχοντας ἦταν «σὲ πολλὰ... κ’ ἄρχοντ[α]ς... πολιτικό[ς]». «Ἡ ἑρμηνεία εἶναι ἁπλή», ὅσα ὅμως σχετικὰ ἀναφέρει ὁ Kαταρτζὴς ἀποτελοῦν καὶ ἕνα καλὸ δεῖγμα γιὰ νὰ ἀξιολογήσουμε τὴν ἀντικειμενικότητά του. Ἐξηγοῦμαι· λόγω τῆς θητείας του στὶς αὐλὲς τῶν παραδουνάβιων ἡγεμονιῶν12 θὰ περιμέναμε πὼς στὴν ἀνάλυσή του θὰ ἤθελε νὰ προβάλει τὸν ἑνοποιητικὸ ρόλο τῶν «αὐθεντῶν» στὴν κοινωνία τῶν χριστιανῶν, τὸ γεγονὸς πὼς προβάλλει τὸ ρόλο «ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων» ἀποτελεῖ κατὰ τὴ γνώμη μου ἕνα στοιχεῖο ἀποδεικτικὸ τῆς βούλησής του νὰ εἶναι ἀντικειμενικός. ΙΙΙ Ἂν ὅσα στοιχεῖα δώσαμε, ἀντλημένα ἀπὸ πηγὲς ποὺ προέρχονται ἀπὸ διαφορετικὲς χρονικὲς περιόδους, ἔπεισαν πὼς τὸ μόρφωμα μέσα στὸ ὁποῖο ὁ Ἑλληνισμὸς συνέχισε τὴ ζωή του ἀμέσως μετὰ τὴν ὀθωμανικὴ κατάκτηση θὰ πρέπει νὰ χαρακτηριστεῖ «πολιτικὴ κοινωνία», τότε πνευματικὰ αἰτήματα καὶ γενικότερα κοινωνικὰ φαινόμενα ποὺ συνέβησαν πολλὲς δεκαετίες πρὶν ἀπὸ τὴν προετοιμασία τοῦ Ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας, αὐτὰ ποὺ ὣς πρὶν λίγα χρόνια θεωρούσαμε πὼς λάμβαναν χώρα στὸ πλαίσιο μιᾶς «ἀπολιτικῆς κοινωνίας», μποροῦν νὰ μελετηθοῦν ξανὰ συνυπολογίζοντας, ἔστω καὶ ὡς ὑπόθεση ἐργασίας, τὴ θέση ποὺ παρουσίασα: πὼς ὅλα αὐτὰ συνέβαιναν στὸ πλαίσιο μιᾶς πολιτικῆς κοινωνίας. Kαί, ἴσως, ἡ πολιτικὴ διάσταση φωτίσει καλύτερα στὴν κατανόησή τους.
12. Bλ. τὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν Kαταρτζὴ ποὺ ἔχει συγκεντρώσει καὶ παρουσιάσει ὁ K. Θ. Δημαράς, Δημήτριος Kαταρτζής, Δοκίμια, Ἀθήνα 1974, σ. θ΄ ἑπ.
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ
φιλολογια / υμνογραφια
151
Βασίλειος Σαρρής
Ο Ακάθιστος ως hymnus victoriferus atque salutatorius1 Η διασύνδεση του Ακαθίστου με γεγονότα που αφορούν την υπεράσπιση της βυζαντινής Κων/πολης είναι ένα μείζον φιλολογικό πρόβλημα, για το οποίο οι απόψεις των ερευνητών διίστανται, διαμορφώνοντας ανάλογα και τη θέση τους αναφορικά με το ζήτημα της χρονολόγησης και της ιδιαίτερης υφής του ύμνου. Ο παραλληλισμός στίχων του Ακαθίστου με στίχους από τα ιστορικά ποιήματα του Γεωργίου Πισίδη αλλά και με αποσπάσματα από το Χρονικό του Θεοδώρου Συγκέλλου, το οποίο αναφέρεται στη θαυματουργική διάσωση της Κων/πολης από τους Αβάρους χάρη στην προστασία της Θεοτόκου, καταδεικνύει τη στενή σχέση του Ακαθίστου με τα σχετικά γεγονότα. Επιπλέον, η συν εξέταση νικητήριων χαιρετισμών που απαντώνται στις τραγωδίες του Αισχύλου με χαιρετισμούς του Ακαθίστου προσανατολίζει στη διαπίστωση ότι οι χαιρετισμοί στον Ακάθιστο έχουν και αυτοί νικητήριο χαρακτήρα και μάλιστα σχετικό με τη σωτηρία πόλης, όπως ακριβώς και στον Αισχύλο. Τέλος, η αποκωδικοποίηση του πλέγματος των παρηχήσεων στον οίκο Η του ύμνου ( Ἤκουσαν οἱ ποιμένες...) αποκαλύπτει το ακόλουθο λανθάνον μήνυμα του ποιητή αναφορικά με την ταυτότητα του ύμνου: Υμνητήριον νικητήριον άσμα υμνωδώ Ένα μήνυμα που παραπέμπει σαφέστατα στο χαρακτηρισμό του ύμνου στην αρχαία λατινική μετάφρασή του. Ο Ακάθιστος είναι όντως hymnus victoriferus atque salutatorius.
1. Βλ. Βυζαντινός Δόμος 16 (2007-2008) 91-109.
152
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Μαρία Τζιάτζη
Φιλολογικές παρατηρήσεις στο κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού “Eἰς τὸν χωλὸν τὸν παρὰ τὴν πύλην τοῦ ἱεροῦ θεραπευθέντα ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων”1 Tο κοντάκιο του Ρωμανού Μελωδού αρ. 39 κατά Maas-Tρυπάνη είναι ένα από τα λίγα γνήσια κοντάκια που δεν πρόλαβε να εκδώσει ο Grοsdidier de Matons, ενώ από την άλλη μεριά δεν συμπεριλήφθηκε ούτε στην έκδοση του Τωμαδάκη. Η μόνη λοιπόν κριτική έκδοση που διαθέτουμε για το κοντάκιο αυτό είναι αυτή των Μaas-Τρυπάνη. Η παράδοση πάλι του κοντακίου είναι προβληματική, καθώς το κείμενο σώζεται μόνο σ’ έναν κώδικα, το γνωστό Πατμιακό 213, και μάλιστα με κάποια χάσματα, αλλά και με άλλου είδους φθορές (λάθη). Επανέκδοση του κειμένου επί τη βάσει της εκδόσεως των Μaas-Τρυπάνη, με λίγες αλλαγές (κυρίως υιοθέτηση γραφών ή συμπληρώσεων από το κριτικό υπόμνημα των προηγούμενων εκδοτών), βρίσκουμε σε εργασία του Riccardo Maisano για όλα τα θεωρούμενα γνήσια κοντάκια του Ρωμανού2, όπου έχουν σημειωθεί και αρκετές πηγές (όχι όλες). Παρόμοια εργασία, νεότερη, με γερμανική μετάφραση αλλά χωρίς ελληνικό κείμενο, παρουσίασε πρόσφατα ο Johannes Koder3. Η συμβολή στον περαιτέρω καταρτισμό του κειμένου και στην ορθότερη κατανόησή του (συχνά με τη βοήθεια της 21ης ομιλίας του 1. Η ανακοίνωση σε μια κατά πολύ διευρυμένη μορφή, που περιλαμβάνει και νέα κριτική έκδοση του κοντακίου, έχει στο μεταξύ δημοσιευτεί στο περιοδικό Βυζαντινά 29 (2009) 63-109 με τον τίτλο «Το κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού Eἰς τὸν χωλὸν τὸν παρὰ τὴν πύλην τοῦ ἱεροῦ θεραπευθέντα ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων (αρ. 39 M.-Tr.): Φιλολογικές παρατηρήσεις και νέα κριτική έκδοση». 2. R. Maisano, Cantici di Romano il Melodo (Classici Greci, Autori della tarda antichità e dell’ età bizantina), I-II, Torino 2002. 3. J. Koder, Romanos Melodos, Die Hymnen, I-II, Stuttgart 2005-2006 (Bibliothek der griechischen Literatur 62. 64).
φιλολογια / υμνογραφια
153
Βασιλείου Σελευκείας [435-460] Εἰς τὸν χωλὸν..., που αποτελεί κύρια πηγή του Ρωμανού για το παρόν κοντάκιο), καθώς και η επισήμανση περαιτέρω πηγών είναι το θέμα της παρούσης εργασίας, από την οποία παρουσιάζεται χάριν συντομίας μόνο μια επιλογή από κριτικές και ερμηνευτικές παρατηρήσεις σε 10 σημεία του κοντακίου. Πιστεύω πως το κείμενο βελτιώθηκε κατά πολύ και έγινε πιο κατανοητό, ενώ παράλληλα κατέστη εμφανές ότι τα υπέροχα αυτά ποιητικά δημιουργήματα χρήζουν περαιτέρω επιμέλειας και αξίζουν μια ακόμη μεγαλύτερη εμβάθυνση εκ μέρους της φιλολογικής επιστήμης.
154
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Δημήτριος Γ. Σκρέκας
Ο ιαμβικός κανόνας της Πεντηκοστής, ο αποδιδόμενος στον άγνωστο Ιωάννη Αρκλά. Φιλολογικές παρατηρήσεις. Ζητήματα πατρότητας των τριών ιαμβικών κανόνων Στον σημαντικό υμνογράφο και άγιο, Ιωάννη Δαμασκηνό (περίπου 675-749) αποδίδονται και τρεις ιαμβικοί κανόνες, που ακολουθούν αρκετά τους νόμους της προσωδίας της αρχαίας ελληνικής μετρικής. Η παρούσα ανακοίνωση μπορεί να ιδωθεί ως συνέχεια προηγούμενων ανακοινώσεων σχετικών με τους ιαμβικούς κανόνες των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων αντίστοιχα. Εξετάστηκε η μορφή του κανόνα της Πεντηκοστής, και έγινε ειδική φιλολογική διερεύνηση μεμονωμένων κειμενικών δυσκολιών ή λεκτικών ιδιομορφιών του. Επιπλέον, παρουσιάστηκε και αναλύθηκε το ακανθώδες και δυσεπίλυτο ζήτημα της πατρότητας όχι μόνο του συγκεκριμένου κανόνα, αλλά και των υπόλοιπων ιαμβικών. Ομόφωνα, πριν τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης και τον Ιωάννη Μερκουρόπωλο (έδρασε τον 12ο αιώνα), η παράδοση ταυτίζει τον ‘Ιωάννη Μοναχό’ των χειρογράφων που παραδίδουν αυτούς τους κανόνες με τον Ιωάννη Δαμασκηνό. Μετά όμως το προοίμιο του πρώτου σε ερμηνευτικό υπόμνημα του κανόνα της Πεντηκοστής, αλλά και την κοινή βιογραφία Ιωάννη Δαμασκηνού και Κοσμά Μοναχού από τον δεύτερο, εμφανίζεται ο μέχρι τότε παντελώς άγνωστος υμνογράφος και μοναχός Ιωάννης Αρκλάς, στη γραφίδα του οποίου πιστώνεται είτε η σύνθεση και των τριών ιαμβικών κανόνων, ή μόνον του κανόνα της Πεντηκοστής. Κατά πόσο μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστες τέτοιου είδους πληροφορίες; Συνδέσεις μελετητών με εικονομαχικό περιβάλλον, που προτάθηκε ως πηγή εκπόρευσης των ιαμβικών κανόνων, ελέγχονται μάλλον ως ανέρειστες. Οι εικονόφιλες εξ άλλου διατυπώσεις και νύξεις (λανθάνουσες ή μη) στο corpus των ιαμβικών κανόνων καθιστούν αυτόχρημα απαγορευτική μια τέτοια πιθανότητα. Υπάρχει ομοιότητα με ποιητικά ή μη έργα του Δαμασκηνού; Αν ναι, σε ποιο βαθμό; Βάσει ολοκλη-
φιλολογια / υμνογραφια
155
ρωμένης μελέτης στη γλώσσα, το ύφος και την εν γένει ποιητική των τριών ιαμβικών κανόνων, έγινε προσπάθεια ελέγχου των πληροφοριών αυτών. Δεν είναι, τέλος, αδύνατο να διακρίνουμε ένα κοινό συγγραφέα πίσω από τη σύνθεση των κανόνων αυτών, και, αν όντως υποκρύπτεται κάποια αλήθεια πίσω από το περίεργο όνομα ‘Αρκλάς’, το προσωνύμιο αυτό δεν μπορεί παρά να καταφάσκει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στον Ιωάννη Μοναχό (Δαμασκηνό).
156
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Θεώνη Κολλυροπούλου
Ο υμνογράφος Κλήμης και το ποιητικό του έργο Ο υμνογράφος Κλήμης είναι ένας ποιητής σχεδόν άγνωστος. Οι μόνες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του είναι όσες μπορούμε να αντλήσουμε από το έργο του και από το βίο του, δεδομένου ότι τιμάται από την Εκκλησία ως άγιος. Ζει στην ταραγμένη περίοδο της εικονομαχικής έριδας, μάλλον είναι Στουδίτης και είναι εικονόφιλος, ακολουθώντας την παράδοση των Στουδιτών μοναχών. Είναι γνωστός ποιητής κανόνων και με τα διώδια-τριώδια-τετραώδια που συνέθεσε ανεδείχθη σε έναν από τους δημιουργούς του Τριωδίου. Το γνωστό μέχρι σήμερα υμνογραφικό έργο του Κλήμεντος είναι σημαντικό σε έκταση και ενδιαφέρον ως προς τα χαρακτηριστικά του. Ορισμένα από αυτά παρουσίασε σε μελέτη του ο Α. Každan. Σκοπός της μελέτης την οποία ετοιμάζω είναι να περιγραφούν συστηματικά τα χαρακτηριστικά της ποιητικής του Κλήμεντος (χρήση ακροστιχίδος και θεοτοκίων, χρήση β΄ ωδής, ποιητικά θέματα, ύφοςλεξιλόγιο, θέματα ειρμολογίας των κανόνων του, χρήση εφυμνίου, χειρόγραφη παράδοση κλπ.) και, ει δυνατόν, να βρεθούν στοιχεία για τη ζωή του, αφού πρώτα ελεγχθούν οι αποδιδόμενοι σε αυτόν κανόνες. Ως γνωστόν οι κανόνες προσγράφονται στον ποιητή κατά την πάγια τακτική των κανονογράφων μέσω της ακροστιχίδος που σχηματίζουν τα θεοτοκία τους. Έχουμε παρατηρήσει ότι κάποιοι κανόνες αποδιδόμενοι δια των θεοτοκίων τους στον Κλήμεντα είναι έργα άλλων ποιητών και ότι σε άλλους κανόνες τα θεοτοκία είναι προσθήκη εκ των υστέρων. Επομένως τίθεται θέμα γνησιότητος των αποδιδομένων στον Κλήμεντα κανόνων.
φιλολογια / υμνογραφια
157
Αλεξάνδρα Ζερβουδάκη
Το δραματικό στοιχείο στη λειτουργική πράξη: Μελέτη περιπτώσεων διαλογικότητας στην υμνογραφία του κανόνα Στο Βυζάντιο, μολονότι δεν υπάρχει θέατρο, όπως το γνωρίσαμε κατά την αρχαιότητα, αναμφισβήτητα η δραματικότητα επιβιώνει, όχι μόνο μέσα από τα διάφορα θεάματα και τα δρώμενα, αλλά ακόμα και μέσα στο χώρο της Βυζαντινής λατρείας. Ένα στοιχείο που συντελεί στη «δραματικότητα» ενός κειμένου είναι η παρουσία διαλόγου. Ο διάλογος χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στη βυζαντινή ρητορική, η οποία μας έχει δώσει ένα μεγάλο αριθμό ομιλιών, που στην ουσία αποτελούν σχεδόν δραματοποιημένους διαλόγους, οι οποίοι συνοδεύονται από ρητορική εισαγωγή και επίλογο. Από τη βυζαντινή ρητορική ο διάλογος κληροδοτείται και στην υμνογραφία. Μέχρι πρόσφατα στην βυζαντινή υμνογραφία πολύς λόγος έχει γίνει για τον διάλογο στην υμνογραφία του κοντακίου, κυρίως μέσα από την εξέταση των λαμπρών διαλογικών κοντακίων του Ρωμανού, ο οποίος μάλιστα θεωρήθηκε από ορισμένους μελετητές, όπως ο Bouvy και ο Mioni, ως πρόδρομος του θρησκευτικού δράματος. Εντούτοις, διάλογος δεν απαντάται μόνο στο κοντάκιο, αλλά και στον κανόνα, μολονότι ο κανόνας ως υμνογραφικό είδος είναι περισσότερο εγκωμιαστικός και δογματικός, άρα λιγότερο «δραματικός». Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάζονται σύντομα ορισμένες ενδεικτικές περιπτώσεις κανόνων στους οποίους ο διάλογος αποτελεί πρωταγωνιστικό στοιχείο. Πρόκειται α) για τον κανόνα στη Σύλληψη του Τιμίου Προδρόμου του Ιωάννη του Δαμασκηνού με αρχή Τῆς στειρευούσης ψυχῆς μου / τοὺς λογισμοὺς, όπου στις ωδές ε΄-ζ΄ πρωταγωνιστικό ρόλο κατέχει ο διάλογος μεταξύ του Ζαχαρία και του Αρχαγγέλου ‒κομιστή του χαρμόσυνου μηνύματος της σύλληψης του Προδρόμου από την στείρα Ελισάβετ, β) για έναν ανέκδοτο κανόνα στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου του Γεωργίου Νικομηδείας με ακροστιχίδα τροπαρίων «Χαρᾶς με τῆς σῆς πλῆσον εὐλογημένη» και αρχή Χαρὰν τὴν ἀνέκφραστον / καὶ ἀκατάληπτον σή-
158
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
μερον, ο οποίος διαρθρώνεται διαλογικά ανά τροπάριο μεταξύ του Αρχαγγέλου και της Παρθένου Μαρίας μέχρι την ζ΄ ωδή και γ) για έναν ανέκδοτο κανόνα στους Μάγους με αρχή Δός μοι / λόγον, Λόγε τοῦ Θεοῦ. Ο κανόνας στους Μάγους αποτελεί ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση υμνογραφικού κειμένου «ἐν ἠθοποιΐας σχήματι», όπως δηλώνεται στον τίτλο του. Απαντάται στον κώδικα Scorial. gr. [403] X IV 8 ff. 15v-19 και πρόκειται πιθανότατα για έργο του υμνογράφου Μελετίου (του Γαλησιώτου;). Η ιδιομορφία του έγκειται στο ότι, αν και κανόνας, δηλαδή λειτουργικό κείμενο, φέρει ορισμένα χαρακτηριστικά ηθοποιΐας, δηλαδή ρητορικού προγυμνάσματος. Εύλογα, λοιπόν, γεννάται το ερώτημα αν ο κανόνας των Μάγων ήταν προορισμένος για λειτουργική χρήση ή εάν αποτελούσε μια ρητορική δοκιμή του υμνογράφου του. Το γεγονός, όμως, ότι δεν απαντάται στον κώδικα, ο οποίος είναι υμνογραφικός, άλλος κανόνας με χαρακτηριστικά ηθοποιΐας, κάτι που θα συνηγορούσε στην άποψη ότι στον κώδικα σώζονται και ρητορικές «δοκιμές», μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχουμε μπροστά μας ένα υμνογραφικό κείμενο προορισμένο για λειτουργική χρήση, το οποίο, όμως, επιβεβαιώνει ακράδαντα τη σχέση της υμνογραφίας με την εκκλησιαστική ρητορική, από την οποία, είδαμε, κληρονομεί και τη χρήση του διαλόγου. Στον συγκεκριμένο κανόνα ο διάλογος παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Μάλιστα η χρήση του διαλόγου στις ωδές ζ΄ και η΄ προσδίδει δραματική ένταση, καθώς παρακολουθούμε τους μάγους να διαλέγονται διαδοχικά με δύο δούλους τους, με τον αγγελιαφόρο του Ηρώδη και τέλος με τον ίδιο τον Ηρώδη, ανταλλάσσοντας στίχους ή και ημιστίχια. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ο υμνογράφος αμέσως μετά το τέλος του κανόνα καταγράφει τα πρόσωπα του κανόνα: Τὰ τοῦ κανόνος πρόσωπα: Μάγοι. Ἰουδαῖοι. Δοῦλος τῶν μάγων, μηνύων αὐτοῖς τὴν γεγονυῖαν ἐν τῇ πόλει ταραχήν. Ἕτερος δοῦλος τῶν μάγων, δηλῶν αὐτοῖς τὴν πρὸς αὐτοὺς ἄφιξιν τοῦ ἀγγέλου τοῦ Ἡρώδου. Ἄγγελος τοῦ Ἡρώδου. Ἡρώδης.
φιλολογια / υμνογραφια
159
Ο κανόνας των Μάγων είναι κείμενο σαφέστατα διαλογικό το οποίο διακρίνεται για τη «δραματικότητά» του, όπως και οι προαναφερθέντες δύο κανόνες. Εξάλλου δεν είναι σπάνιο οι υμνογράφοι να επιδιώκουν να προσδώσουν μεγαλύτερη «δραματικότητα» σε έργα τους που συνδέονται με τον κύκλο των δεσποτικών εορτών (σε αυτό το πλαίσιο απαντώνται και τα θρησκευτικά δρώμενα όπως ο Νιπτήρ και το Ἄρατε πύλας) και των θεομητορικών εορτών. Μολονότι, λοιπόν, δεν θα μπορούσαμε να υπαινιχθούμε παράσταση ή έστω δραματική απόδοση των κειμένων αυτών, εντούτοις καθίσταται σαφές ότι είτε ως κληροδότημα της ρητορικής είτε ως εσωτερική ανάγκη έκφρασης συν αισθήματος ο διάλογος, ως δραματικό στοιχείο, είναι ζωντανός στην θρησκευτική υμνογραφική παράδοση του κανόνα, η οποία μας παρέχει ένα πλούσιο υλικό προς διερεύνηση.
160
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Γρηγόριος Παπαγιάννης
Προς μια μετρική των κανόνων: πρώτες παρατηρήσεις και desiderata Η εργασία επισημαίνει την ανάγκη να μελετηθεί η μετρική του υμνογραφικού είδους των κανόνων. Ισχύουν, βέβαια, οι αρχές της ισοσυλλαβίας και της ομοτονίας μεταξύ ειρμού και τροπαρίων, αλλά το ζήτημα είναι με πόση αυστηρότητα τηρούνται, ποιες είναι οι νόμιμες εξαιρέσεις και αν αλλάζει κάτι σε σχέση με τα κοντάκια. Οι πρώτες διαπιστώσεις είναι οι εξής: Κάθε μετρική ανωμαλία πρέπει να είναι, κατ’ αρχήν τουλάχιστον, αφορμή για αναζήτηση φθοράς στο κείμενο. Αλλά πρέπει να οριστεί τι είναι πραγματική ανωμαλία και τι «συγγνωστή». Α) Ως προς την ισοσυλλαβία: τα δύο ρυθμικά σχήματα ύ υ υ και ύ υ υ ύ είναι απολύτως ισοδύναμα (άρα και εναλλάξιμα) στο τέλος στίχου. (Η ισοδυναμία είχε επισημανθεί μόνο ως προς την μία της κατεύθυνση.) Αυτή η διαπίστωση επιτρέπει ή επιβάλλει να προτείνουμε αλλαγές στον τονισμό των εγκλιτικών λέξεων του ειρμού ή στον χωρισμό των στίχων του. Το ζήτημα του χωρισμού των στίχων (ειδικά στους ειρμούς) παραμένει ακανθώδες. Δύσκολο είναι επίσης να προσδιοριστεί τι οδηγούσε τον μεταγενέστερο ποιητή στο να αντιληφθεί τον χωρισμό στίχων ενός (παλαιότερου) ειρμού, προκειμένου να τον χρησιμοποιήσει ως πρότυπο για δικά του τροπάρια. Φαίνεται πάντως πως δεν συμπίπτει πάντα ο χωρισμός στίχων που όρισε ο μελωδός του ειρμού (ο συνθέτης του) με εκείνον που απαιτείται από τα τροπάρια κανόνων (άλλων ποιητών) που έχουν τον συγκεκριμένο ειρμό ως πρότυπο. Περιέργως, διασκελισμοί παρατηρούνται και στους ειρμούς. Μόνο ενδείξεις μπορεί να παράσχει στον εκδότη για τον χωρισμό των στίχων η στίξη των χειρογράφων (αλλά καμμία ασφάλεια), αφού αποδεικνύεται ασυνεπής
φιλολογια / υμνογραφια
161
ή και ανεφάρμοστη1. Ίσως πρέπει να συμβιβαστούμε με μια ευέλικτη στάση στο θέμα αυτό. Β) Ως προς την ομοτονία: Άλλοι τόνοι είναι πραγματικοί και άλλοι μόνο φαινομενικοί. Ειδικά στο θέμα της έγκλισης του τόνου παρατηρούνται γενικά οι εξής «νεωτερισμοί», οι οποίοι και πρέπει να γίνουν σεβαστοί (από τους εκδότες): α) η απώλεια του τόνου της εγκλιτικής λέξης στην ακολουθία «προπερισπώμενης λέξης – μονοσύλλαβου εγκλιτικού»: π.χ. εἶδον σε, σῶσον με, β) η μόνιμη (άνευ μετρικής ανάγκης) διατήρηση του τόνου σε λέξεις κατά παράδοση εγκλιτικές: π.χ. ποτέ, φημί κλπ., γ) η μεμονωμένη διατήρηση του τόνου χάριν του μέτρου: π.χ. ἐκύκλωσε μέ και δ) η χρήση κάποιων λέξεων μη εγκλιτικών ως τέτοιων, παρά το γεγονός ότι ο τόνος γράφεται πάνω τους: π.χ. ὁ Θεὸς ἡμῶν (= ὁ Θεός ἡμων). Ακόμη, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ κύριων και προαιρετικών τόνων του στίχου. Κύριο τόνο (ή κύριους τόνους) πρέπει να περιμένουμε συνήθως προς το τέλος του στίχου, ενώ οι προαιρετικοί τόνοι βρίσκονται συνήθως στην αρχή του. Μπορούν επίσης να προστίθενται τόνοι, κατά προτίμηση σε απόσταση δύο ή τεσσάρων συλλαβών από τους γειτονικούς τόνους (κάτι που ισχύει και στα νεοελληνικά τονικά μέτρα), αλλά, πάντως, στην αρχή του στίχου με μεγαλύτερη ελευθερία. Τέλος, αντί των υπαρχόντων προαιρετικών τόνων μπορεί να εμφανιστούν άλλοι, και πάλι σε θέσεις που απέχουν συνήθως 2 ή 4 συλλαβές από την αρχικά τονιζόμενη θέση. Συνήθως διατηρούνται απαράλλακτοι στα τροπάρια τόνοι που απέχουν μεταξύ τους τρείς συλλαβές (δακτυλικό / αναπαιστικό άκουσμα). Γ) Συχνά, για να εξηγήσουμε τις αποκλίσεις (τόσο στην ισοσυλλαβία όσο και στην ομοτονία) θα πρέπει να δεχθούμε ως πιθανή την (συνειδητή ή μη) τροποποίηση των ειρμών από μελωδό σε ποιητή ή και την χρήση παραλλαγών (προσθήκη/αφαίρεση λέξεων/συλλαβών, 1. Αναξιόπιστο αποδεικνύεται ως προς το θέμα αυτό και το Ειρμολόγιον του Σωφρ. Ευστρατιάδου. Το ίδιο έργο παρουσιάζει και άλλου είδους αδυναμίες, ώστε το εγχείρημα της έκδοσης κανόνων με τη βοήθειά του να ελέγχεται ως πρωθύστερο. Επομένως, επείγει η κριτική έκδοση όλων των ειρμών (δηλ. του Ειρμολογίου), αλλά και αυτή θα πρέπει να λάβει υπόψη μεταξύ άλλων και τροπάρια που εποιήθησαν επί τη βάσει των ειρμών.
162
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
μετάθεση λέξεων, σύγχυση παρόμοιων ειρμών). Οι σχετικές περιπτώσεις πρέπει να καταγραφούν. Ύστερα από αυτές τις διαπιστώσεις προτείνεται: Να μελετηθεί η μετρική κατασκευή ει δυνατόν του κάθε ειρμού με τη βοήθεια πολλών τροπαρίων πεποιημένων προς αυτόν, ώστε να διαπιστωθούν και σημανθούν ο χωρισμός των στίχων, οι δυνατές μετρικές παραλλαγές του, οι κύριοι τόνοι, τα σημεία, όπου μπορούν να εμφανίζονται στα τροπάρια πρόσθετοι τόνοι κλπ. Αυτό θα αποτελούσε προεργασία για την κριτική έκδοση των ειρμών, ενώ τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να αναλυθούν και κατά ποιητή, ώστε να διαπιστωθούν ενδεχομένως ιδιαίτερες μετρικές συνήθειες του καθενός.
φιλολογια / υμνογραφια
163
Εμμανουήλ Πατεδάκης
Στοιχεία διακειμενικότητας σε έργα του Συμεών του Νέου Θεολόγου1 Σύμφωνα με τη μέχρι τώρα έρευνα, που στηρίζεται στο βιογράφο του Νικήτα Στηθάτο και στις αυτοβιογραφικές αναφορές, ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος δεν προχώρησε στη σπουδή της θύραθεν γραμματείας και στις ανώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης, παρόλο που το περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης του έδινε την ευκαιρία. Η ανάγνωση των γραφών, των κειμένων της πατερικής, ασκητικής και αγιολογικής γραμματείας, των κανόνων ή των ανθολογίων, καθώς και η καθημερινή συμμετοχή στο λειτουργικό τυπικό της Μονής Στουδίου συνιστούσαν τη «μοναστική παιδεία» του Συμεών στα πρώιμα στάδια της εκκλησιαστικής του σταδιοδρομίας. Aν ακολουθήσουμε τους παραπάνω συλλογισμούς, βρισκόμαστε μπροστά στο εξής παράδοξο: πώς ο Συμεών με μια χαμηλού επιπέδου προπαιδεία παρήγαγε το εντυπωσιακό ποιητικό και πεζό έργο του; Παρά τις ενδείξεις για την ενεργό ανάμειξη του Συμεών στα εκκλησιαστικά πράγματα της εποχής, και ενώ τα τελευταία χρόνια οι μελετητές αρχίζουν να αναγνωρίζουν την εξοικείωση της γραφίδας του με τη ρητορική γνώση, μπορούμε μόνο έμμεσα να την υποψιαστούμε. Με σκοπό την ερμηνεία του λογοτεχνικού επιπέδου του Συμεών επιχειρούμε να εντοπίσουμε τις πηγές από τις οποίες εμπνέεται, καθώς και πώς αυτές εντάσσονται στα κείμενά του. Μία πρώτη διαπίστωση είναι ότι ο Συμεών παραθέτει αυτούσια ή μεταπλάθει ελαφρά τα κείμενα από τις γραφές, ιδιαίτερα την Καινή Διαθήκη, και περισσότερο τις επιστολές του Παύλου. Η Παλαιά Διαθήκη, τα πατερικά, αγιολογικά ή άλλα γραμματειακά είδη, όπως αναφέραμε και στη σχετική ανάλυση για την αναγνωστική και μοναστική του 1. Υπό έκδοση με τον τίτλο Τhe Text Behind The Text: from the simple quotation to the inspired allusion in the writings of Symeon the New Theologian, στο: N. Gaul – Ιda Toth – Τeresa Shawcross (eds.), Reading in Byzantium and Beyond. Α Collection of Papers to Honour Professors Elizabeth and Michael Jeffreys.
164
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
εμπειρία, ανακαλούνται σε μικρότερο βαθμό. Ο Συμεών αναδεικνύεται εξαιρετικός τεχνίτης, όχι τόσο γιατί χρησιμοποιεί το διακείμενο ώστε να υποστηρίξει τις ιδέες του, αλλά γιατί επιλέγει το πνεύμα των κατάλληλων χωρίων, επεκτείνοντας αλληγορικά το περιεχόμενό τους και συνδέοντάς τα με τη μυστική του εμπειρία. Το κείμενο-πηγή συχνά εμπνέει τη σύλληψη όχι μόνον ενός εκτενούς αποσπάσματος, αλλά και ενός ολόκληρου έργου. Τα λειτουργικά κείμενα προσφέρουν μία πηγή έμπνευσης οικεία για τον Συμεών, ακόμη και στις μυστικές εκδοχές τους, όπως στην εναρκτήρια ευχή των καθημερινών ακολουθιών Bασιλεῦ οὐράνιε. Επίσης, η υμνογραφία με τις αλληγορικές χρήσεις και τους λογοτύπους της φαίνεται να εμπνέει αρκετά αποσπάσματα από κείμενά του, τα οποία αναδεικνύονται εξίσου ή περισσότερο παραστατικά στην εικονοποιία τους σε σχέση με τα πρωτότυπα. Aν και τα υμνογραφικά παράλληλα στηρίζονται σε αντίστοιχα βιβλικά, ο Συμεών στα δικά του αποσπάσματα διαπνέεται μάλλον από τις λεπτομέρειες της αφήγησης των ύμνων ή από το ευρύτερο πνεύμα των ακολουθιών, οι οποίες περιέχουν τους ύμνους. Στην περίπτωση ενός χωρίου από το Άσμα Ασμάτων (Ύμνος ΚΘ΄) ο Συμεών δεν παραθέτει τόσο το ίδιο το κείμενο, όσο εμπνέεται από το θείο έρωτα που αυτό περιγράφει, ώστε με τους ίδιους όρους να εκφράσει τον πόθο του για το Θεό, αλλά και τον πόνο του για τη στέρηση του Θεού. Aντίστοιχα, στον ύμνο ΙΕ΄ o ποιητής βασιζόμενος σε δύο χωρία από τις επιστολές του Παύλου και τη Γένεση συνθέτει ένα εξαιρετικά περίπλοκο στα νοήματά του και προκλητικό στους συνειρμούς του κείμενο, όπου αναλύει την κατάσταση της ένωσης με το θείο χρησιμοποιώντας όρους από τη σωματική ερωτική φύση του ανθρώπου· ωστόσο, τα στοιχεία αυτά πάντα τα αντιλαμβάνεται μέσα από την έννοια της απάθειας. Ο μελετητής δικαιολογημένα δεν περιμένει να βρει ξεκάθαρες παραπομπές σε κλασικά κείμενα στο έργο του Συμεών. Στις περισσότερες περιπτώσεις δικαιώνεται αυτή η προσδοκία, αφού δεν εντοπίζονται ρητές χρήσεις αρχαίων συγγραφέων. Μολαταύτα, ο Συμεών φτιάχνει το δικό του μύθο «του Δεσμώτη της Σκοτεινής Φυλακής», σε αντιστοιχία με «το Δεσμώτη του μύθου του Σπηλαίου» του Πλάτωνα· κτίζει τη δική του αλληγορία και την αναπτύσσει τόσο σε έκταση όσο και σε
φιλολογια / υμνογραφια
165
περιεχόμενο. Tαυτόχρονα, ελάσσονες συνδέσεις με την παράδοση των αρχαίων κειμένων μπορούν να εντοπισθούν σε αρκετά χωρία από το έργο του· ο ίδιος φαίνεται να γνωρίζει την ενδιάμεση χρήση τους από χριστιανούς συγγραφείς ή να τη συνδυάζει με παρόμοια νοήματα από τις γραφές, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να αποκλείσουμε και την απευθείας γνώση του κλασικού διακειμένου. Τελικά, ενώ μπορούμε να εντοπίσουμε ευκολότερα τα χωρία από τις γραφές ή τα κείμενα από το περιβάλλον της μοναστικής παιδείας, της οποίας ο Συμεών υπήρξε φορέας, καθώς συνήθως δηλώνονται ρητά από το συγγραφέα, δεν ισχύει το ίδιο, όταν δεν υπάρχει κάποιος δείκτης για την προέλευση ενός χωρίου. Όταν ο Συμεών χρησιμοποιεί το χωρίο μάλλον ως πηγή έμπνευσης, για να φτιάξει τη δική του αλληγορία, τότε μας βοηθά περισσότερο το πνεύμα του κειμένου του για να εντοπίσουμε την πηγή, αφού το χωρίο δεν παρατίθεται κατά λέξη. Είτε πρόκειται για κείμενα των γραφών, είτε για πιθανές χρήσεις από την αρχαία παράδοση, ο Συμεών προκαλεί στον αναγνώστη περισσότερο την ανάμνηση του διακειμένου, παρά τη ρητή παραπομπή σ’ ένα χωρίο· ο συγγραφέας τότε θέλει να υποψιάσει με τον αλληγορικό του λόγο, παρά να εντυπώσει ρητά τη σχέση του λόγου του με την πηγή έμπνευσής του.
166
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ευτυχία Αρβανίτη
Το «γιαπί» του Αγίου Χαραλάμπους. Η ανακαίνιση μιας εκκλησίας στην Αίγινα στα τέλη του 18ου αιώνα, μέσα από ανέκδοτο νοταριακό έγγραφο Στο Ιστορικό Μουσείο των Αθηνών στα Αρχεία της Ιστορικής-Εθνολογικής Εταιρείας φυλάσσεται το Αρχείο Αιγίνης του Αχιλλέα Διαμαν τάρα (εισήχθη στα Πεπραγμένα της ΙΕΕ: 1917-23). Το αρχείο αυτό περιλαμβάνει αντίγραφα ελληνικών εγγράφων των ετών 1673-1828, τα οποία αφορούν άμεσα ή έμμεσα στην Αίγινα και είναι όλα ως τώρα ανέκδοτα. Η «Σημείωσις τῶν ἐξόδων, ὅπου γίνονται εἰς τὸν ἅγιον Χαράλαμπον, ἓν καθ’ ἓν ὡς δίδονται» είναι ένα από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο εν λόγω αρχείο, ενώ ταξινομείται από τον Διαμαντάρα σε δύο μέρη με αριθμούς 19640.ε΄ και 19651, με χρονολογία 2 Οκτωβρίου 1799. Σε αυτήν περιλαμβάνονται έξοδα για υλικά και εργασία για τους μήνες Οκτώβριο έως Ιανουάριο. Η λίστα αυτή ίσως να αποτελεί μέρος μόνο των καταχωρίσεων που αφορούν στην ανακαίνιση του ναού, αλλά είναι το μοναδικό έγγραφο που αναφέρεται εξ ολοκλήρου και διεξοδικά σε μία από τις εκκλησίες της Παλιαχώρας, της μεσαιωνικής πρωτεύουσας της Αίγινας. Ο Μουτσόπουλος έχει υποστηρίξει πως ο Άγ. Χαράλαμπος ήταν εξ αρχής δίκλιτος ναός. Εντούτοις, αν, όπως έχει συμπεράνει ο Κωνσταντινίδης, ο ναός είναι εκ προσθήκης δίκλιτος, δεν αποκλείεται αυτή η ανακαίνιση να έγινε για την διεύρυνση του ναού μέσω της δημιουργίας δεύτερου κλίτους. Αυτό όμως δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί από την εν λόγω «σημείωσιν»· εκτός αν αυτή συνεχίζεται ή αποτελεί συνέχεια άλλης. Σε αυτήν την «παρακολούθηση των εξόδων» δίνονται τα οικοδομικά υλικά, οι ποσότητες και οι τιμές τους, αλλά και οι περιοχές από όπου προέρχονται αυτά, καθώς και οι προμηθευτές τους. Επίσης, σημειώνονται οι προκαταβολές και αν κάτι δεν έχει πληρωθεί κατά την καταχώριση. Επιπλέον, καταγράφεται το κόστος μεταφοράς και απο-
αρχαιολογια / αρχιτεκτονικη
167
θήκευσής τους, καθώς και το κρασί των εργατών και τα μεροκάματα των τεχνιτών. Συγκεκριμένα, τα υλικά για την ανακαίνιση του Αγ. Χαραλάμπους που αναφέρονται στο έγγραφο είναι: ασβέστης, κεραμίδια, οικοδομική ξυλεία και σιδηρικά. Η ξυλεία προερχόταν από τα νοτιοανατολικά της Αίγινας, αλλά και από την Αθήνα, ενώ τα παντός είδους σιδηρικά από την Ύδρα. Εκτός του ότι αυτή η σημείωσις του 1799 μας δίνει μια ιδέα για τον προγραμματισμό, την προέλευση των υλικών και την διαδικασία μιας οικοδομής στην Αίγινα στο τέλος του 18ου αι., μας πληροφορεί και έμμεσα για τα σημεία που ανακαινίστηκαν στον Άγ. Χαράλαμπο. Δεν είναι όμως εύκολο να εντοπίσει κανείς επί τόπου με ακρίβεια τα σημεία αυτά, καθώς ο ναός είναι σήμερα εξ ολοκλήρου επιχρισμένος. Στο κείμενο αναφέρονται μόνο τα πορτοπαράθυρα και η αυλόπορτα· ωστόσο, από την ποικιλία και τις αρκετά μεγάλες ποσότητες των υλικών συμπεραίνουμε πως η ανακαίνιση συμπεριλάμβανε και τη στέγη, την αρμολόγηση και την επιδιόρθωση ενδεχομένως φθαρμένων σημείων. Επομένως, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι μεγάλο μέρος των μετατροπών, που είναι ορατές ακόμη και σήμερα στον Άγ. Χαράλαμπο, είναι κυρίως αποτέλεσμα της ανακαίνισης που ξεκίνησε με πρωτοβουλία και κονδύλια της κυρα-Καλής το 1799.
168
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σταύρος Αρβανιτόπουλος
Ο Μυστράς κατά τη Β΄ Βενετοκρατία. Αρχαιολογικά κατάλοιπα και γραπτές πηγές Κατά τη σύντομη παρουσία των Βενετών στο Μυστρά μεταξύ 1687 και 1715 η πόλη, μία από τις πολυπληθέστερες της Πελοποννήσου, έδρα τοπικού διοικητή (προβλεπτή), με ταχέως αυξανόμενο πληθυσμό και αναπτυσσόμενη οικονομία, διακρίνεται για το πνευματικό επίπεδο των κατοίκων της, που θεωρούνται από τους σύγχρονους περιηγητές και τους διοικούντες ως οι πλέον καλλιεργημένοι της Πελοποννήσου. Παρά τις εκτεταμένες φθορές που προκάλεσε η βενετοτουρκική σύγ κρουση, η παλαιά, προστατευόμενη από τα βυζαντινά τείχη πόλη εξ ακολουθεί να κατοικείται, ενώ τα εκτός οχυρώσεων προάστια (Έξω Χώρα και Διάσελο) εξελίσσονται σύντομα σε πυκνοκατοικημένα τμήματα του αστικού συγκροτήματος. Στον πολεοδομικό ιστό της Άνω και της Κάτω Χώρας δεν δια κρίνονται μεγάλης κλίμακας μεταβολές, καθώς δεν παρατηρείται ανέγερση πολυάριθμων νέων κτισμάτων (δημόσιων, ιδιωτικών ή θρησκευτικών), αντικατάσταση παλαιών ή προσθήκες σε υφιστάμενα. Εξ άλλου, τόσο στις οχυρώσεις της πόλης όσο και στο κάστρο στην κορυφή του λόφου δεν ανιχνεύονται μετασκευές αυτής της περιόδου. Το σημαντικότερο νέο οικοδόμημα είναι ο ναός του Αγίου Νικολάου στην Άνω Χώρα, στα νότια του φόρου, με επιβλητικές διαστάσεις και ζωγραφικό διάκοσμο σύγχρονο πιθανώς με την ανέγερσή του. Κατά την ίδια περίοδο αναδιαμορφώνεται ο περίβολος της Μονής της Περιβλέπτου, με τη μετατόπιση της κεντρικής πύλης από τα νότια στα βόρεια, όπως μαρτυρεί η σωζόμενη κατά χώραν κτιτορική επιγραφή. Σύγχρονη πιθανώς είναι η κατασκευή τής και σήμερα χρησιμοποιούμενης πύλης της Ευαγγελίστριας, επίσης στην Κάτω Χώρα. Ακόμη, ο διάκοσμος της αψίδας του ναού του Αγίου Δημητρίου (Μητροπόλεως) φαίνεται ότι συμπληρώνεται (ή το πιθανότερο ανακαινίζεται) σε αυτούς τους χρόνους. Η μετατροπή, ωστόσο, ορθόδοξων ναών ή μουσουλμανικών τεμενών σε ναούς του καθολικού δόγματος δεν τεκμηριώνεται από
αρχαιολογια / αρχιτεκτονικη
169
την έως σήμερα έρευνα. Για τη διαδικασία αυτή διαθέτουμε, άλλωστε, εξαιρετικά περιορισμένα στοιχεία από τις γραπτές πηγές. Εκτός των εγγράφων της βενετικής διοίκησης –που έχουν ατελώς και εν μέρει μόνο δημοσιευθεί– στην απόπειρα αποκατάστασης της μορφής της πόλης κατά τη διάρκεια του Regno di Morea συμβάλλουν οι περιορισμένες επιγραφές, επιστολές ή άλλα έγγραφα των κατοίκων της, οι ολιγάριθμες αναφορές των περιηγητών, οι περιγραφές των γεγονότων που οδήγησαν στην παράδοση του Μυστρά στους Βενετούς και στους Οθωμανούς στην αρχή και στο τέλος αντιστοίχως της περιόδου, τα τοπογραφικά σχέδια που συντάχθηκαν για τις ανάγκες της νέας διοίκησης, τα χαρακτικά που κόσμησαν τις εκδόσεις των περιηγητικών κειμένων.
170
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Δημήτριος Ηλιόπουλος
Μεσοβυζαντινοί ναοί στη θέση παλαιοχριστιανικών βασιλικών στον ελλαδικό χώρο Κατά την διάρκεια της μέσης βυζαντινής περιόδου παρατηρείται συχνά το φαινόμενο της ίδρυσης νέων εκκλησιών στη θέση παλαιότερων βασιλικών των παλαιοχριστιανικών χρόνων. Το γεγονός αυτό συντελείται είτε με την εγκατάσταση ενός νέου ναού στα ερείπια μιας προγενέστερης βασιλικής, είτε με αρχιτεκτονικές τροποποιήσεις του υφιστάμενου παλαιοχριστιανικού κτίσματος, από τις οποίες προκύπτει ένας συνήθως μονόχωρος ναός, μικρότερων διαστάσεων από το αρχικό κτήριο, το οποίο περιορίζεται σε ένα τμήμα του. Στην πρώτη περίπτωση έχει προηγηθεί η εγκατάλειψη και ερείπωση της προγενέστερης βασιλικής και ουσιαστικά η αντικατάστασή της κατά τους μέσους χρόνους από μια καινούργια εκκλησία, η οποία όμως χτίζεται στην ίδια θέση με την παλαιότερη και με οικοδομικό υλικό που λαμβάνεται από τα ερείπια της παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Άλλοτε πάλι, τμήμα της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, συνήθως ένα από τα κλίτη, διαμορφώνεται σε μονόχωρο ναό, αφού προηγηθεί εντοιχισμός των μετακιονίων των κιονοστοιχιών της παλαιότερης εκκλησίας. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις στο νέο ναό ενσωματώνεται η αψίδα της προγενέστερης βασιλικής. Αναφορικά με τον χρόνο μετασκευής μιας βασιλικής σε μονόχωρο ναό ή της ίδρυσης μιας νεότερης βασιλικής των μέσων βυζαντινών χρόνων στη θέση μιας αρχαιότερης παλαιοχριστιανικής εκκλησίας σε αρκετές περιπτώσεις δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία, κατά την οποία αυτό συνέβη. Ωστόσο, φαίνεται ότι άλλοτε μεσολαβεί ένα κενό μεταξύ των δύο οικοδομικών φάσεων, μεταξύ δηλαδή της καταστροφής ή εγκατάλειψης της παλαιοχριστιανικής βασιλικής και της κατασκευής του μεσοβυζαντινού ναού και άλλοτε υπάρχει άμεση διαδοχή στη λατρευτική χρήση του χώρου. Ως αίτια της παρακμής των παλαιοχριστιανικών βασιλικών θεωρούνται η καταστροφική δράση φυσικών φαινομένων, όπως οι σει-
αρχαιολογια / αρχιτεκτονικη
171
σμοί ή οι καθιζήσεις του εδάφους, οι βίαιες βαρβαρικές εισβολές, και η βαθειά κοινωνικο-οικονομική κρίση στα χρόνια που ακολουθούν την παλαιοχριστιανική περίοδο, με αποτέλεσμα οι παλαιές βασιλικές είτε να εγκαταλειφθούν είτε να αποκατασταθεί πρόχειρα ένα μόνο τμήμα τους. Μια ακόμα παράμετρος, που πρέπει να σημειωθεί, είναι η εισαγωγή των ενταφιασμών μέσα στον πολεοδομικό ιστό. Αρκετές πρώιμες εκκλησίες χτίζονται πάνω στους τάφους των μαρτύρων, ενώ σταδιακά πλησίον ή εντός των παλαιοχριστιανικών ναών ενταφιάζονται οι επίσκοποι ή άλλα εξέχοντα πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας. Το φαινόμενο φαίνεται να γενικεύεται κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους, οπότε και πολλές εκκλησίες των οικισμών λειτουργούν παράλληλα και ως κοιμητηριακές. Ένας σημαντικός αριθμός ναών που χτίζονται κατά τους μέσους χρόνους στη θέση παλαιοχριστιανικών βασιλικών φαίνεται να είναι κοιμητηριακοί. Η ίδρυση μονόχωρων ναών κατά τους λεγόμενους σκοτεινούς αιώνες θεωρείται ως αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης και της αγροτικοποίησης των πόλεων και υποχώρησης του αστικού βίου. Η γεωργική παραγωγή βαθμιαία συνδέεται όλο και στενότερα με την εκκλησία και τα μοναστήρια. Άλλωστε, κάποιοι από τους νέους ναούς που ιδρύονται είναι μοναστηριακοί, όπως ο ναός στη Σύναξη Μαρώνειας. Επίσης, δημιουργούνται μικροί γεωργικοί οικισμοί στη θέση των παλαιών κραταιών αρχαίων πόλεων και ιερών, που διαμορφώνονται γύρω από επίσης μικρότερους και ταπεινότερους ναούς. Επί πλέον, παρατηρείται δημογραφική κάμψη, που οφείλεται τόσο στις βαρβαρικές επιδρομές, όσο και σε επιδημίες και φυσικές καταστροφές. Τούτο πιθανόν εξηγεί την τάση να κατασκευάζονται εκκλησίες μικρότερων διαστάσεων από τις παλαιότερες βασιλικές. Ωστόσο, οι μονόχωροι ναοί των μεταβατικών χρόνων θα πρέπει με σαφήνεια να διακρίνονται από τους μονόχωρους ναούς των μεσοβυζαντινών χρόνων. Οι εκκλησίες των ώριμων βυζαντινών αιώνων, που ιδρύονται στη θέση αρχαιότερων βασιλικών, εντάσσονται στα πλαίσια μιας ευρύτερης προσπάθειας ανασυγκρότησης των πόλεων την περίοδο αυτή και κατασκευάζονται με πολύτιμα υλικά και προσεγμένες αρχιτεκτονικές επιλογές σε αντίθεση με τους πρόχειρα κατασκευασμένους από ευτελή υλικά ναούς των σκοτεινών χρόνων.
172
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Οι μονόχωροι αυτοί ναοί πάντως ανταποκρίνονται στις λειτουργικές αλλαγές, που συντελούνται στους σκοτεινούς αιώνες και αργότερα, και συνάμα ανταποκρίνονται πλήρως στο αίτημα για κατανυκτικότερη ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια της θείας Λατρείας. Εξάλλου, δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι κατά την περίοδο αυτή είναι εξίσου συχνή η ίδρυση νέων βασιλικών, όπως ο ναός της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη ή της Σώτειρας Λυκοδήμου στην Αθήνα, οι οποίες χτίζονται στη θέση αντίστοιχων παλαιοχριστιανικών. Οι μεγάλων διαστάσεων αυτές βασιλικές ιδρύονται μέσα στα όρια των μεγάλων αστικών κέντρων των μέσων χρόνων, που δεν γνώρισαν καταστροφές από τις βαρβαρικές επιδρομές και παρέμειναν πληθυσμιακά και οικονομικά σχετικά εύρωστες. Αντίθετα, οι μονόχωροι ναοί ανταποκρίνονται στις λατρευτικές ανάγκες μικρών οικισμών σε περιοχές που είχαν έντονα ταλανιστεί από τις επιδρομές αυτές. Τέλος, προφανείς είναι και οι συμβολικοί και πραγματιστικοί παράγοντες, αφού πραγματοποιούνται μετασκευές σε υφιστάμενα λατρευτικά κτήρια που διατηρούν τον ιερό τους χαρακτήρα. Οι νέοι ναοί διαδέχονται παλαιότερες εκκλησίες, καθώς η συνείδηση της ιερότητας του χώρου αποτελεί, κατά την γνώμη μου, ένα ακόμη σημαντικό παράγοντα, ώστε να γίνεται προσπάθεια για τη συνέχεια της λατρευτικής χρήσης των παλαιοχριστιανικών αυτών θέσεων και κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Άλλωστε, αναμφισβήτητα συνέβαλε σημαντικά και ο πραγματιστικός παράγοντας. Σε εποχές οικονομικής δυσπραγίας με συσσωρευμένα προβλήματα λόγω βαρβαρικών επιδρομών και πολεμικών συγκρούσεων προτιμάται η λύση της μετασκευής ενός τμήματος της παλαιοχριστιανικής βασιλικής σε μικρό μονόχωρο ναό ή της κατασκευής, πάνω στα ερείπια μιας βασιλικής, μιας νέας εκκλησίας με οικοδομικό υλικό που προσφερόταν έτοιμο από αυτά.
αρχαιολογια / αρχιτεκτονικη
173
Νικόλαος Καπώνης
Το βυζαντινό κάστρο της Βόνιτσας στην Ακαρνανία Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι η εξέταση της αμυντικής δομής της πόλης - κάστρου της Βόνιτσας κατά την βυζαντινή περίοδο. Βασικά εργαλεία αυτής της μελέτης αποτέλεσαν η σύνταξη του ιστορικού διαγράμματος της πόλης την βυζαντινή και όψιμη μεσαιωνική περίοδο, η φυσική γεωγραφία και η ιστορική τοπογραφία των βυ ζαντινών χρόνων, παλαιότερες και νεώτερες χαρτογραφικές αποτυπώσεις και χαρτογραφήσεις σε σχέση με την επιτόπια εξέταση και έρευνα, η σπουδή της δομής του βυζαντινού κάστρου και η τυπολογική και μορφολογική έρευνα των επιμέρους δομικών του στοιχείων (ακρόπολης, περιβόλων, διατειχισμάτων, πυλών, πύργων, κτηρίων, προσκτισμάτων). Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συγκριτική μελέτη της σημερινής κατάστασης του κάστρου και των επιμέρους αυθεντικών σωζόμενων βυζαντινών στοιχείων, με παλαιότερες και σύγχρονες αποτυπώσεις και απεικονίσεις, που επέτρεψαν την διάκριση των βυζαντινών και μεσαιωνικών δομικών στοιχείων και φάσεων, σε αντιδιαστολή με τις οψιμότερες νεώτερες επεμβάσεις, που έχουν αλλοιώσει την αρχική βυζαντινή μορφή του. Η έμμεση μαρτυρία της πόλης ως ενός ακμάζοντος και ανερχομένου αστικού διοικητικού και εκκλησιαστικού κέντρου οφείλεται στην πρώτη αναφορά της επισκοπής Βονδίτζης (Βόνιτσας) στην «Διατύπωση» του Λέοντος Ϛ΄ του Σοφού (886-912) και στον κατάλογο του «Κλητορολογίου του Φιλοθέου» το 899 μ.Χ. Μετά το 1204 η πόλη υπάγεται στην κυριαρχία του λεγομένου «Δεσποτάτου της Ηπείρου». To 1331 περιέρχεται στην κυριαρχία των κομήτων του Lecce. Το 1362 γίνεται κτήση του ανερχομένου οίκου των Tocco της Κεφαλονιάς. Το 1479 επήλθε η οθωμανική κατάκτηση από τον Ahmed Pasa, Beiler-bey της Ρούμελης, μετά την λήξη του Α΄ Τουρκοβενετικού πολέμου (1463 - 1479).
174
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η Βόνιτσα, ως μια νεοϊδρυμένη μεσοβυζαντινή πόλη - κάστρο, συγκεντρώνει στο κάστρο της, που αποτελεί έδρα της πολιτικής, στρατιωτικής και διοικητικής εξουσίας, όλα τα «δομικά» στοιχεία ενός τέτοιου τυπικού βυζαντινού στρατιωτικού, διοικητικού και αστικού κέντρου. Ο ασβεστολιθικός όγκος που δέσποζε επί της ακτογραμμής, μεταξύ της αβαθούς λιμνοθάλασσας - κολπίσκου δυτικά και των εκτεταμένων τεναγών ανατολικά, πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για την ανέγερση ενός βυζαντινού κάστρου, σύμφωνα με τις στρατηγικές και διοικητικές αντιλήψεις της εποχής: Ένας παραθαλάσσιος οχυρός και απρόσιτος λόφος, δίπλα στην θάλασσα, με πλούσια γη, υδρευόμενη με πλούσια νερά και ποτάμια, προστατευμένος παράλληλα από αυτά και τα γύρω τενάγη, και πιθανότατα με ένα μόνο αποκλειστικό και εύκολα αμυνόμενο πέρασμα, ισθμό επικοινωνίας. Το κάστρο της Βόνιτσας παρουσιάζει την τυπική τριμερή διάταξη και δομή των μεσοβυζαντινών καστρουπόλεων. Αποτελείται από την άνω ακρόπολη, την κάτω ακρόπολη και την Χώρα, την οχυρωμένη κάτω πόλη, επίκεντρο του αστικού, οικονομικού, κοινωνικού, θρησκευτικού και πολιτιστικού βίου. Ο περίβολος της ακρόπολης έχει ακανόνιστο ατρακτοειδές σχήμα μήκους περίπου διακοσίων εξήντα πέντε και πλάτους εκατόν πενήντα μέτρων, με προσανατολισμό από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά, περικλείοντας έκταση περίπου τριαντατεσσάρων στρεμμάτων, στην στέψη του βραχώδους εξάρματος, με υψόμετρο εξήντα μέτρα. Παρουσία βυζαντινών πύργων επισημαίνεται μόνο στην νότια και νοτιοανατολική πλευρά, στο κύριο βυζαντινό αμυντικό μέτωπο του κάστρου προς την παραλία και τα τενάγη ανατολικά της πόλης. Ο υπόλοιπος περίβολος έχει ακανόνιστο καμπυλόγραμμο ατρακτοειδές σχήμα. Προστατεύεται μόνο από την ζώνη των επάλξεων λόγω της κάλυψής του από τα σκέλη των διατειχισμάτων, το ύψος των τειχών, το δύσβατο του εδάφους και τα παρακείμενα έλη, που δεν επέτρεπαν την ανάπτυξη εχθρικών δυνάμεων. Στο κάστρο - πόλη της Βόνιτσας παρατηρείται έντονη χρήση διατειχισμάτων. Ο περίβολος του πάνω κάστρου, με την βοήθεια ενός εσωτερικού διατειχίσματος, χωριζόταν σε δύο άνισα τμήματα, την πάνω και την κάτω ακρόπολη, με κατεύθυνση σχεδόν παράλληλη με
αρχαιολογια / αρχιτεκτονικη
175
την νοτιοανατολική πλευρά του περιβόλου. Στα άκρα του εδραζόταν στον εξωτερικό περίβολο. Σε γενικές γραμμές η χάραξή του ακολουθεί την ακμή μιας εσωτερικής βραχώδους εξέδρας, που μπορεί να διακριθεί μέσα από τις νεώτερες επεμβάσεις. Τα δύο εξωτερικά διατειχίσματα, που εξασφάλιζαν αμυντικά την κάτω πόλη από τις απειλές της ενδοχώρας, αλλά και την ελεύθερη πρόσβαση της ακρόπολης στην θάλασσα, κατέρχον ται από την ακρόπολη, προς την είσοδο της αβαθούς λιμνοθάλασσας βορειοανατολικά και τα περιβάλλοντα το ύψωμα νοτιοδυτικά τενάγη. Το βορειοανατολικό διατείχισμα κατέρχεται σχετικά απότομα από την ακρόπολη προς την παρακείμενη είσοδο του λιμανιού της Βόνιτσας, του Λιμενίου. Έχει την ίδια δομή με την ακρόπολη και είναι σαφώς βυζαντινό. Ανάλογο ευθύγραμμο ισχυρό διατείχισμα υπήρχε και στην νοτιοανατολική πλευρά. Αρχικά ήταν πολύ περισσότερο εκτεταμένα από ό,τι σήμερα προς τα νότια. Οι βυζαντινοί πύργοι, που αποτελούσαν την κύρια αμυντική ενίσχυση της ακρόπολης και των διατειχισμάτων, ανήκουν σε τέσσερες διακριτούς τύπους: Η μέθοδος δόμησης της τοιχοποιίας των βυζαντινών φάσεων και στοιχείων του κάστρου, εκεί που δεν έχουν καλυφθεί από τους νεωτερικούς ενισχυτικούς μανδύες των παλαιότερων οχυρώσεων αλλά και τις πρόσφατες εργασίες ανάδειξης, ακολουθεί την χαρακτηριστική μεσοβυζαντινή μεικτή μέθοδο δόμησης. Η παρεμβολή πλίνθων ή σειρών πλίνθων στην εγχόρηγη τοιχοδομία παρατηρείται κυρίως στο εξωτερικό των βυζαντινών πύργων της κάτω ακρόπολης, το μη καλυμμένο τμήμα των ανωτέρων τμημάτων των επάλξεων και τα διατειχίσματα. Σε ορισμένα τμήματα είναι ορατή η χρήση του χαλαρού πρώιμου πλινθοπερίκλειστου συστήματος, π.χ. στο εσωτερικό των πρισματικών εξωτερικών πύργων, χαρακτηριστικού της μέσης βυζαντινής περιόδου. Η σύγκρισή του με άλλα παράλληλα παραδείγματα της ΒΔ. Ελλάδας μπορεί να βοηθήσει στη χρονολόγηση της αρχικής φάσης του κάστρου πιθανότατα στο 9ο - 10ο αιώνα. Η τοιχοποιία του επιμήκους τετραμερούς κτηρίου στην βορειοδυτική πλευρά της κάτω ακρόπολης, με την παρεμβολή επάλληλων πλινθίων ή κεραμιδιών στους αρμούς, παραπέμπει στα τέλη της βυζαντινής περιόδου, τον 14ο ή 15ο αιώνα.
176
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Οι αρχικές βυζαντινές οχυρώσεις, από την μορφή της μεθόδου δομής τους στο μεγαλύτερο τμήμα τους, φαίνεται ότι ανάγονται στην ο μεσοβυζαντινή περίοδο και μάλλον στον 9ο - 10 αιώνα. Τα παλιά δυνατά, ευθυτενή και άπαρτα εν πολλοίς αρχικά μεσοβυζαντινά τείχη της Βόνιτσας, ο εξαίρετος λειτουργικός σχεδιασμός τους και η στιβαρή κατασκευή ήταν εξαιρετικό αμυντικό εμπόδιο στους πολιορκητές τους, αλλά και εξαιρετικό αμυντικό έρεισμα και πηγή προβολής ισχύος των εκάστοτε κυρίων τους, για περίπου εξακόσια χρόνια. Οι ευρείες προσθήκες και αλλαγές του 17ου και 18ου αιώνα επικαλύπτουν το παλιό βυζαντινό κάστρο και του δίνουν την σημερινή μορφή του. Πίσω όμως από το σημερινό κάστρο κρύβεται ένα εξαιρετικό δείγμα της μεσοβυζαντινής οχυρωματικής, αντάξιο της ισχύος και του μεγαλείου του «κράτους των Ρωμαίων», στις δυτικές περιοχές του.
αρχαιολογια / αρχιτεκτονικη
177
Σαπφώ Τάνου
Τυπολογία βυζαντινών πύργων σε οχυρωματικούς περιβόλους του βορειοελλαδικού χώρου: Μια πρώτη προσέγγιση Η παρούσα ανακοίνωση πραγματεύεται το θέμα της τυπολογίας των πύργων σε οχυρωματικούς περιβόλους στο βορειοελλαδικό χώρο κατά τη βυζαντινή περίοδο. Με τον όρο οχυρωματικοί περίβολοι εννοούνται οι οχυρώσεις των πόλεων, τα φρούρια, οι μοναστηριακοί περίβολοι και τα διατειχίσματα. Η περιήγηση στις οχυρώσεις και στα κάστρα του βορειοελλαδικού χώρου καταδεικνύουν αφενός τη στρατηγική σημασία του χώρου αυτού, εξαιτίας της ανάπτυξης ενός μεγάλου οχυρωματικού ιστού και αφετέρου την αδιάλειπτη συνέχειά του. Ο οικοδομικός οργασμός που παρατηρείται στην παλαιοχριστιανική περίοδο στον τομέα της οχυρωτικής, συνεχίζεται και στη βυζαντινή περίοδο, παρ’ όλη την εδαφική συρρίκνωση του κράτους. Βέβαια, ο εξεταζόμενος χώρος δεν έχει να αναδείξει αμυντικά έργα μεγάλων εκτάσεων και διαστάσεων, με εξαίρεση την πόλη της Θεσσαλονίκης. Οι αρχές της βυζαντινής οχυρωτικής δεν παρουσιάζουν ριζικές καινοτομίες, αλλά ακολουθούν σε πολλά σημεία τη ρωμαϊκή και παλαιοχριστιανική παράδοση. Αξιοποιείται η κατακτημένη τεχνογνωσία, κυρίως σε δύσκολες περιπτώσεις οχυρώσεων, χωρίς ιδιαίτερη εξέλιξη στο σχεδιασμό και στις βασικές αρχές της οχύρωσης. Αυτό συμβαίνει κυρίως, διότι οι μέθοδοι και οι μηχανές πολιορκίας δε μεταβάλλονται έως τη χρήση των κανονιών στα τέλη του 14ου αι. και την εμφάνιση της πυρίτιδας κατά τον 15οαι. Τόσο η αλλαγή της τοποθεσίας ενός οχυρού κατά τη βυζαντινή περίοδο με την επιλογή δύσβατων, φύσει οχυρών θέσεων, όσο και η μείωση των πληθυσμών και κατά συνέπεια η έγερση μικρών περιβόλων αποτελούν καθοριστικές παραμέτρους για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Η ανοικοδόμηση, ανακατασκευή ή επιδιόρθωση οχυρού σε μικρό
178
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
χρονικό διάστημα υπό το καθεστώς μίας εχθρικής απειλής οδηγεί στην υιοθέτηση απλών, οικονομικών και αποτελεσματικών λύσεων. Ο τύπος του τετράπλευρου πύργου είναι ιδιαίτερα αγαπητός σε όλη την ιστορία της οχυρωτικής αρχιτεκτονικής εξαιτίας της μικρής δαπάνης του –σε σύγκριση με τους πολυγωνικούς πύργους– και της εύκολης κατασκευής του. Ο βορειοελλαδικός χώρος βρίθει τετράπλευρων πύργων σε σημείο μάλιστα που ο αριθμός τους σε σχέση με οχυρώσεις άλλων περιοχών να είναι συγκριτικά πολύ μεγαλύτερος. Συναντάται σε όλα τα είδη των οχυρώσεων και τοποθετείται, στο ευθύπλευρο τμήμα του περιβόλου, στις γωνίες και στις πύλες. Συνήθως ο τετράπλευρος πύργος εξοπλίζεται με όλα τα επιμέρους στοιχεία που ενισχύουν τον αμυντικό του χαρακτήρα –παράθυρα, τοξοθυρίδες, καταχύστρες– και τον βελτιώνουν αισθητικά –κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Ο ακρόπυργος σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις έχει τετράπλευρη χάραξη. Επιπλέον, χρησιμοποιείται για την κάτοψη των ακρόπυργων ένας νέος τύπος, όπου η τετράπλευρη κάτοψη ενισχύεται περιμετρικά με τετράγωνες αντηρίδες (ακρόπυργος Βέροιας και Μονής Ζυγού). Γενικά ο τύπος του τετράπλευρου πύργου αντικαθιστά άλλους τύπους. Ενώ σύνηθες είναι στην οχυρωματική αρχιτεκτονική των ελληνιστικών χρόνων και της ρωμαϊκής περιόδου να τοποθετούνται κυκλικοί κυρίως πύργοι στις γωνίες, στα βυζαντινά χρόνια η αρχή αυτή υποχωρεί και σχεδόν καταργείται. Φυσικά μία τέτοια τακτική αφορά γενικά τη βυζαντινή οχυρωτική. Η μεταφορά του οικισμού από την πεδιάδα σε μία οχυρή θέση καθιστά αυτομάτως πιο αποτελεσματική την άμυνα και περιορίζει την ανάγκη πύργων με μεγάλη λειτουργικότητα, όπως είναι οι κυκλικοί. Οι τριγωνικοί και οι πεντάπλευροι πύργοι προτιμούνται κατά κύριο λόγο στην παλαιοχριστιανική οχυρωματική αρχιτεκτονική. Κατόπιν περιορίζονται ή επιβιώνουν μέσα από παραλλαγές. Ενισχύουν ευθύγραμμα τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου και αποτελούν κυρίως απλούς πύργους. Ο κοινός τύπος του εξάπλευρου πύργου αντιπροσωπεύεται μόνο από ένα παράδειγμα πύργου στην οχύρωση της Μάκρης. Ο πύργος με κυκλική χάραξη, παρόλο που επικεντρώνει τα περισσότερα πλεονεκτήματα –μεγάλη δυνατότητα κατόπτευσης λόγω της έλλειψης γωνιών, μεγαλύτερη αντοχή λόγω της μικρής επιφάνειας πρόσκρουσης– και είναι οικονομικότερος, δεν προτιμάται ιδιαίτε-
αρχαιολογια / αρχιτεκτονικη
179
ρα, τόσο στη βυζαντινή οχυρωτική γενικά όσο και στο βορειοελλαδικό χώρο ειδικά. Χαρακτηριστική είναι η απουσία κυκλικών πύργων από τις πύλες των οχυρώσεων στον εξεταζόμενο χώρο, στοιχείο που αποκλίνει από τις αρχές της βυζαντινής οχυρωτικής. Επιπλέον, η αντικατάσταση των κυκλικών πύργων από τους τετράπλευρους στις γωνίες ‒θέση που ευνοεί τα αμυντικά πλεονεκτήματα των κυκλικών‒ αποτελεί μία επιπλέον ιδιαιτερότητα του βορειοελλαδικού χώρου. Η ημικυκλική και η ελλειψοειδής κάτοψη εφαρμόζεται σε απλούς πύργους τοποθετημένους στο ευθύπλευρο τμήμα του περιβόλου, χωρίς να συνδέεται η θέση τους με κάποια συγκεκριμένη χρήση. Αντίθετα, εκτός του βορειοελλαδικού χώρου οι ελλειψοειδείς πύργοι ενισχύουν πύλες. Επιπρόσθετα, η αρχή των ίσων μεταπυργίων διαστημάτων εγκα ταλείπεται στη βυζαντινή οχυρωτική, καθώς μετατοπίζονται οι οχυρώσεις σε δύσβατες περιοχές και ως εκ τούτου επιβάλλεται μία ακανόνιστη κάτοψη του οχυρωματικού περιβόλου. Στα πλαίσια των κάστρων, που έχουν διερευνηθεί, τα ίσα μεταπύργια διαστήματα αφορούν οχυρώσεις που αποτελούν συνέχεια παλαιότερων, παλαιοχριστιανικών και ρωμαϊκών, ή εγείρονται σε πεδινό έδαφος ή υψίπεδο. Δεν υπάρχει αναλογία κάτοψης του πύργου και γεωμορφολογίας του εδάφους σε αντιδιαστολή με την παράδοση. Οι τετράπλευροι πύργοι, λόγου χάρη, τοποθετούνται παντού χωρίς να υπάρχει διάκριση. Ο βορειοελλαδικός χώρος, τέλος, δεν ακολουθεί πάντα τις αρχές που διέπουν τη γενικότερη οχυρωτική παράδοση. Προσαρμόζει τις αρχές της οχυρωτικής στις ανάγκες που προκύπτουν. Πολλές φορές παρατηρείται μία τάση απλοποίησης, χωρίς να χρησιμοποιείται στο έπακρο η τεχνογνωσία. Εντούτοις, διαπιστώνονται σχέσεις αλληλεπίδρασης με κοντινά κέντρα. Βασικό πρότυπο απ’ όπου αντλούνται ιδέες και λύσεις, τουλάχιστον σχετικά με τη Θράκη, αποτελούν τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Αυτό γίνεται αντιληπτό, όταν επιλέγονται τύποι πύργων, οι οποίοι δεν ανάγουν τα πρότυπά τους στην τοπική παράδοση, αλλά στο κέντρο.
180
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ιωάννης Νάκας
Πλοία, βασιλείς και ναυτικοί στη Μαύρη Θάλασσα του 14ου αιώνα: ο κώδικας 5 του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας Τα πλοία, η ναυσιπλοΐα και η ναυπηγική αποτελούν μια από τις σημαν τικότερες πτυχές του ανθρώπινου πολιτισμού και σχετίζονται άμεσα με τις ανταλλαγές, το εμπόριο, τον πόλεμο και την τεχνολογία. Ο βυζαντινός πολιτισμός δεν αποτελεί εξαίρεση. Αναζητώντας κανείς στοιχεία για τις συγγενείς αυτές τέχνες οφείλει να στραφεί τόσο στην αρχαιολογία (ναυάγια, λιμάνια) και τις γραπτές πηγές (ιστορικά κείμενα, ναυτικά συμβόλαια και νομοθεσία), όσο και στην εικονογραφία. Μια από τις σπανιότερες και σημαντικότερες εικονογραφικές πηγές που αφορά τα πλοία της ύστερης βυζαντινής περιόδου, είναι το χειρόγραφο της Μυθιστορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου της βιβλιοθήκης του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας. Το χειρόγραφο αντιγράφηκε και εικονογραφήθηκε στην Τραπεζούντα λίγο μετά το 1350, πιθανότατα ως δώρο για το νεαρό αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό. Το πολυτελές χειρόγραφο, πέρα από την υψηλή καλλιτεχνική του αξία, αποτελεί μια ολοζώντανη απεικόνιση του κόσμου του βυζαντινού κράτους του Πόν του: ενδυμασίες, όπλα, έπιπλα, οικοσκευές και πλοία αναπαρίστανται με μεγάλη φροντίδα και λεπτομέρεια. Όλα σχεδόν τα πλοία που απεικονίζονται στο χειρόγραφο είναι κωπήλατα σκάφη (γαλέρες), με τα οποία ταξιδεύει ο Αλέξανδρος και η ακολουθία του, ενώ ιδιαίτερη φροντίδα έχει δοθεί στην απεικόνιση του πληρώματος. Μια προσεκτική μελέτη των σκαφών δείχνει ότι οι καλλιτέχνες αναπαρέστησαν με αρκετή ακρίβεια τα πλοία που έβλεπαν στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Πρόκειται πιθανότατα για βενετικές και γενουάτικες εμπορικές γαλέρες, οι οποίες ταξίδευαν συνεχώς στον Πόντο, εμπορευόμενες μετάξι, μπαχαρικά και μέταλλα διαμέσου της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, που διατηρούσε επίσης ένα μικρό στόλο. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την επιλογή της απεικόνισης των πληρωμάτων με χαρακτηριστικές δυτικές ενδυμασίες και κομμώσεις.
αρχαιολογια / αρχιτεκτονικη
181
Παρότι δε γνωρίζουμε αν οι αυτοκράτορες του Πόντου αγόραζαν ή μίσθωναν τις γαλέρες των Λατίνων και τα πληρώματά τους, είναι πολύ πιθανό το χειρόγραφο αυτό να απεικονίζει αυτήν ακριβώς την τακτική, η οποία ήταν κοινή στην ύστερη βυζαντινή αυτοκρατορία.
182
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ιωάννης Βολανάκης
Ο ναός του αρχαγγέλου Μιχαήλ στη θέση «Αστράτηγος», μετοχίου ιεράς μονής αγίου Γεωργίου Απανωσήφη, δήμου «Ν. Καζαντζάκη», νομού Ηρακλείου Κρήτης Νότια της πόλεως του Ηρακλείου Κρήτης και σε απόσταση 32 χλμ. από αυτήν, στον δήμο «Ν. Καζαντζάκης», πλησίον του οικισμού «Μεταξοχώριον» (τέως «Κακό Χωριό»), κείται η Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου Απανωσήφη (ανδρώα, ιδιόρρυθμος, μοναχοί 27). Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες, πλουσιώτερες και σπουδαιότερες διατηρούμενες Μονές της νήσου Κρήτης. Η Μονή αυτή ιδρύθηκε κατά την εποχή της Ενετοκρατίας (1210 – 1645/1669 μ.Χ.) και εγνώρισε περιόδους μεγάλης ακμής, αλλά και παρακμής κατά τους μετέπειτα αιώνες. Βορειοδυτικά της Μονής και σε απόσταση 4,5 χλμ. περίπου από αυτήν, δεξιά της αμαξιτής οδού «Ιεράς Μονής Απανωσήφη – Καρκαδιωτίσσης – Ρουκανίου», στη θέση «Αστράτηγος», σε εύφορο μέρος, πλησίον πηγής νερού, κείται ο ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (εορτάζει στις 8 Νοεμβρίου). Γύρω από αυτόν διατηρούνται διάφορα οικοδομήματα (κελλιά, αποθήκες, σταύλοι κλπ.), τα οποία εν μέρει σώζονται ακέραια και εν μέρει ερειπωμένα από μακρού χρόνου. Ο ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ είναι μικρών διαστάσεων οικοδόμημα (εσωτ. διαστ. 5,75 Χ 5,70μ.). Η ανατολική αυτού πλευρά περατούται σε μίαν ημικυκλική αψίδα (χορδής 2,10 και βέλους 0,95μ.), στο μέσον της οποίας ανοίγεται ένα μονόλοβο παράθυρο. Στο μέσον της δυτικής πλευράς του ναού ανοίγεται η είσοδος (πλάτ. 0,98 Χ 1,30μ.). Στο μέσον της νοτίας και βορείας πλευράς του κυρίως ναού ανοίγεται ανά μία ορθογωνίου κατόψεως κόγχη, η οποία καλύπτεται με κτιστή καμάρα. Οι πλάγιες κόγχες εξέχουν των μακρών εξωτερικών πλευρών του ναού και αποτελούν είδος κεραιών, ώστε ο ναός σε κάτοψη να εμφανίζει το σχήμα ελεύθερου σταυρού, με συνεπτυγμένες τις δύο πλάγιες κεραίες αυτού. Ο ναός καλύπτεται με κτιστή καμάρα, η οποία κείται υψηλότερα των καμαρών των πλαγίων κεραιών αυτού. Η οροφή εξω-
αρχαιολογια / αρχιτεκτονικη
183
τερικά καλύπτεται με κοίλα κεραμίδια. Ο ναός ανηγέρθη πιθανώς στα τέλη του 12ου ή στις αρχές του 13ου αι. μ.Χ. Έχει υποστεί κατά το παρελθόν φθορές και έχουν γίνει επανειλημμένες επεμβάσεις, χωρίς όμως να αλλοιωθεί η αρχική μορφή αυτού. Ειδικώτερα έχει ανοικοδομηθεί σχεδόν εξολοκλήρου η δυτική αυτού κεραία, η οποία φαίνεται ότι είχε καταπέσει. Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων του ναού φέρουν τοιχογραφίες σε δύο στρώματα, οι οποίες προέρχονται από δύο διαφορετικές περιόδους. Οι αρχαιότερες προέρχονται πιθανώς από τον 13ον αι. και οι νεώτερες από τον 15ον αι. μ.Χ. Εικονογραφικό Πρόγραμμα: Ι. Ιερό Βήμα: Τεταρτοσφαίριο: Λείψανα. Κόγχη: Λείψανα. Ανατολικό μέτωπο: Άνω ζώνη: Άγιον Μανδήλιον. Μεσαία ζώνη: α) Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Καμάρα: Νότιο μισό: Άνω ζώνη: β) Γέννησις του Χριστού. Κάτω ζώνη: γ) Μεταμόρφωσις. Βόρειο μισό: Άνω ζώνη: δ) Υπαπαντή, Κάτω ζώνη: ε) Βάπτισις. ΙΙ. Κυρίως ναός: Καμάρα: Ανατολικό τμήμα: στ) Ανάληψις του Χριστού. Νότιο μισό: ζ) Εισόδια Θεοτόκου, η) Μεταμόρφωσις (το δεύτερον). Βόρειο μισό: θ) Κοίμησις Θεοτόκου. Νότιος τοίχος: Ο Ιωακείμ. Βόρειος τοίχος: Άνω ζώνη: Οι Θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα. Κάτω ζώνη: Το ύδωρ της ελέγξεως. Δυτική κεραία: Νότιος τοίχος: Άγιος Γεώργιος, ολόσωμος, έφιππος, δρακοντοκτόνος. Βόρειος τοίχος: Τοιχογραφία σε δύο στρώματα. Πιθανώς ο Άγιος Δημήτριος Θεσσαλονίκης.
184
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σταύρος Γουλούλης
Η ‘‘Νέα Ιερουσαλήμ’’, ο ναός της Αναστάσεως (325-335) και η διαρκής ανανέωση της χριστιανικής οικουμένης Με την ανακάλυψη του Τιμίου Σταυρού (325) στο ιερό της Αφροδίτης (Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου ΙΙΙ 26,3) και τα εγκαίνια του Ναού της Αναστάσεως (13.9.335) ταυτόχρονα με τα εγκαίνια της Νέας Ιερουσαλήμ [κατά την εορτή της (σταυρικής) Σοφίας του Θεού (15 / 17.9.335)] θεωρουμένης ως εικόνας της «Νέας Ιερουσαλήμ των Προφητών» (ΙΙΙ 33,1) και αντιγράφου της ουράνιας Ιερουσαλήμ (Αποκάλυψις 22,15), ορίσθηκε το ανώτερο πνευματικό κέντρο των Χριστιανών. Στο εξής θα απέβαινε σημείον αναφοράς ή κέντρο του χριστιανικού «ζωτικού» χώρου και ιερού χρόνου. Πρώτα από όλα όμως οι δύο αφετηριακές χρονολογίες της Χριστιανοσύνης συγχρονίστηκαν με τον ρυθμό ανανέωσης της βασιλείας του ίδιου του Κωνσταντίνου (306-337) [vicenalia (325) και tricennalia (335)] (Ευσέβιος ΙV 40,43)1. Στα εγκαίνια του ναού της Αναστάσεως συγκεντρώθηκαν αντιπρόσωποι από όλους τους λαούς της Αυτοκρατορίας και πέραν αυτής (Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου IV 43). Για να φθάσουν δε οι επισκέπτες, καταγράφηκαν χάρτες [βλ. το Itinerarium Burdigalense (333)], όπου η Ιερουσαλήμ και οι Άγιοι Τόποι καθίσταντο πλέον το θρησκευτικό κέντρο της Αυτοκρατορίας, δηλαδή στη διάσταση του χώρου· στους επόμενους αιώνες θα αποτελούσαν πηγή εμπνεύσεως αλλά και μήλον της έριδος. Ταυτόχρονα όμως στην παράδοση των χριστιανικών κρατών, Ανατολής και Δύσεως, αφομοιώθηκε μία αρχαία ‘συνήθεια’ ανανέωσης ανά αιώνες με τη δημιουργία έργων οικοδομής - συγγραφής - καλλιτεχνίας, κτλ., ενίοτε με πολιτική χροιά· εδώ σε αναφορά προς τις χρονολογίες 325 (ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού) και 335 (εγκαίνια του 1. Για μία πρώτη παρουσίαση του θέματος βλ. Στ. Γουλούλης, «Οι επέτειοι της εκατονταετίας και ο ρόλος τους στη δημιουργία έργων λόγου και τέχνης», Βυζαντιακά 20 (2000), 79-117, 102-105.
αρχαιολογια / αρχιτεκτονικη
185
ναού της Αναστάσεως)· π.χ. 525/6, 575/6 - 535/6, 585/6, στην επέτειο των 200 ή 250 χρόνων, κοκ. [= *25/6 ή *75/6 και *35/6 ή *85/6]. Η χριστιανική Ιερουσαλήμ γινόταν το κέντρο του κόσμου, στη διάσταση του χρόνου. Τέτοιες μεγάλες επέτειοι –αντιδιαστέλλονται με τις μικρές, τις ετήσιες–, οι οποίες συνδυάζονται με έργα, μπορούν να εκτιμηθούν ή είναι οι εξής2: 1. Επέτειοι της Ανευρέσεως του Τιμίου Σταυρού (325): Βασιλική Τιμίου Σταυρού Ραβέννας (425)· Εκκλησιαστική ιστορία Σωζομενού (324425)· Συγγραφή του De Civitate Dei του Αυγουστίνου (426)· Ναός Kherbet-el-Ma-el Abiod με κατάθεση λειψάνων αγίων και τμήματος Τ. Σταυρού (474)· Ναός Khirbet el-Khalib Αντιόχειας (473/4)· Έναρξη οικοδομής βασιλικής Qal’at Si’man (476)· Υπολογισμός από τον Διονύσιο Μικρό του Πάσχα (525)· Απαγόρευση θεατρικών θεαμάτων (525/6)· Μεταφορά τμήματος Τ. Σταυρού από την Απάμεια στην Κωνσταντινούπολη (574/5)· Συγγραφή της Mensura Orbis (περιγραφή Αγίων Τόπων του Ισλανδού Decuil) (825)· ‘Σταυρικός’ ναός Σκριπούς (873/4)· Εγκαίνια ναού Sancta Jerusalem στο St. Hubert (1076)· Έναρξη οικοδομής βασιλικής Αββαείου Dagrun (1225)· Βασιλική (μαυσωλείο) Τιμίου Σταυρού Φλωρεντίας (1425)· Ναός Αγίου Ιωάννη Toledo, μαυσωλείο Βασιλέων Ισπανίας (1476)· Εγκαίνια ναού Αγίου Πέτρου Ρώμης (1526) (=1200 χρόνια)· Συγγραφή της Elucidatio Terrae Sanctae του Fr. Quaresmius (1626), κτλ. 2. Επέτειοι εγκαινίων του ναού της Αναστάσεως (335)3: α) με οικοδομή (θεμελίωση) / εγκαίνια ναών. Καθεδρικός ναός Μεδιολάνων, εγκαίνια (386)· Βασιλική Αναστάσεως (Ουρσιανή) Ραβέννας (385/6;)· Βαπτιστήριο Βατικανού (αναφορά στον Σταυρό ως πηγή της Ζωής) (c. 435)· Αγίασμα (Λούσμα) της Πουλχερίας (435)· Βασιλική Zhavei Zion, ψήφωση δαπέδου (έτος Τύρου 611 = 485/6)· Μονή αγίου Σάββα (483486)· Ναός μάρτυρος Προκοπίου Καισάρειας Παλαιστίνης (484)· Καθεδρικός ναός (Κάθοδος του Μονογενούς) Ετσμιασίν του Αρμενικού 2. Προσεχώς, σε άλλη μελέτη, θα δημοσιευθεί η βιβλιογραφική κάλυψη των εδώ αναφερομένων παραδειγμάτων με προσθήκη και άλλων. 3. Για τον ναό της Αναστάσεως και αντίγραφά του στη Μεσαιωνική Ευρώπη (Βυζάντιο-Δύση), βλ. R. Krautheimer, Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991, 93-96.
186
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Πατριαρχείου (484-486)· Βασιλική Β΄ Huyartѐ (Απάμειας), επιγραφές έργων (483-486)· Ναός Ασκληπιείου Αθήνας (c. 485)· Άγιοι Απόστολοι Κωνσταντινουπόλεως (θεμελίωση) (536)· Ναός αγίου Ιωάννου Θεολόγου Εφέσου (έναρξη 535/6)· Επιστροφή από Καρχηδόνα στην Ιερουσαλήμ των ιερών σκευών του Ναού των Εβραίων (κατάλυση του κράτους των Βανδάλων το 534)· Μονή Θεοτόκου και μάρτυρος Διομήδους, η «Νέα Ιερουσαλήμ» (εμφανίζεται στα 536)· Κώδικας Ραμπουλά, πιθ. ιδιοκτησία του ναού Αναλήψεως Ιερουσαλήμ (536)· Ναός στο Nebi Younes στη Σιδώνα (585)· Ναός Αγίας Σιών Ιερουσαλήμ, νέα οικοδόμηση (634)· Ανακρεόντεια ποιήματα Σωφρονίου (c. 634)· Ημερολόγιο Ιερουσαλήμ (Jerusalem Calendar, προ του 638)· Μεταφορά Τιμίου Σταυρού στην Κων/πολη (635)· Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης (πανηγυρίζει στις 14/9), ψηφιδωτό τρούλου το 885 (μία άποψη). Συγγραφή της ‘Πηγής Γνώσεως’ (υπαινιγμός στην Πηγή της ζωής) του Ιωάννη Δαμασκηνού (735)· Καθεδρικός Ναός αγίου Λαυρεντίου Γένουας (985)· Ίδρυση βασιλικής αγίου Αχιλλίου Πρέσπας, άλωση της Λάρισας και μεταφορά λειψάνων αγίου Αχιλλίου (985) ως κίνηση για αυτόνομη Αρχιεπισκοπή(;)· Ναός Σωτήρος στο Ani (1036)· Ναός Παναγίου Τάφου στο Paderborn (εγκαίνια 1036)· Ναός Αγίας Τριάδος Milano (οικοδομή 1036)· Μονή Θεοτόκου Πετριτζονιτίσσης, υπαγόμενη στο Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ (1083/86)· Καθεδρικός ναός Salerno (1076-1085)· Μητρόπολη Ravello (1086)· Βασιλική Αγίου Μάρκου Βενετίας (νέα εγκαίνια το 1084/5)· Μονή Παντοκράτορος Κων/πόλεως (1136)· Ναός Saint Denis στο Παρίσι (1135, αρχή οικοδομής)· Ναός αγίου Ζήνωνος Βερόνας (1135, ολοκλήρωση)· Καθεδρικός ναός της Sartres (1134-1260)· Καθεδρικός ναός Ferrara (εγκαίνια 8.5.1135)· Μονή Studenica (c. 1183) και νέα έργα στον ναό και τον πύργο (στα 1235)· Κυκλικός ναός του Τάγματος του Ναού (Temple Church) των Ναϊτών του Λονδίνου (1185)· Μητρόπολη του Lincoln Αγγλίας (11851280)· ‘Παναγία των Παρισίων’ (1163-1235)· Καθεδρικός ναός Αμιένης (1220-1288)· Καθεδρικός ναός Αγίας Αναστασίας στο Zadar (τοιχογραφίες στα 1235)· ‘Έκθεσις Νέα’ του αρχείου του Πατριαρχείου Κων/πόλεως (1.9.1386)· Μητρόπολη Milano (1385-1485)· Αγία Σοφία Τραπεζούντος (ανακαίνιση 1486)· Duomo Φλωρεντίας (εγκαίνια στις 25.3.1436)· Οβελίσκος πλατείας Αγίου Πέτρου Ρώμης (1585), κτλ.
αρχαιολογια / αρχιτεκτονικη
187
3. Επέτειοι ναού της Αναστάσεως (335): β) Ιεραποστολή - ίδρυση τοπικών εκκλησιών / καταστροφή ειδώλων4: Καταστροφή ναών του Δία Απάμειας και Έδεσσας Οσροηνής από τον ύπαρχο Ανατολής Κυνήγιο [= κυνηγός ειδώλων!] (386)· Καταστροφή πολυθεϊστικών ιερών (απαγόρευση θυσιών) - εξαγνισμός με τοποθέτηση Σταυρού σε όλα τα ιερά της Αυτοκρατορίας (Codex Theodosianus XVI.10.25: Christianae re ligionis signi expiari)5· Νόμοι Ζήνωνος κατά παγανισμού (482-484)· Μετατροπή του Παρθενώνος (απομάκρυνση αγάλματος Αθηνάς) και καταστροφή του (;) Ασκληπιείου (προς το 485)· Ο Ναός της Αφροδίτης και η Φιλοσοφική Σχολή της Αφροδισιάδος κλείνουν, ενώ η πόλη μετονομάζεται Σταυρούπολις (485)6· Ανεύρεση λειψάνων αγίου Βαρνάβα και Αυτοκέφαλον της Κύπρου (485-488)· Επανάσταση Σαμαρειτών Παλαιστίνης και καταστροφή χριστιανικών ναών (αντίδραση σε εντολές της βυζαντινής διοικήσεως;) και ταυτόχρονη οικοδομή ναού της Θεοτόκου στο όρος Γαριζίν (484)· Οργάνωση της Εκκλησίας των Ομηριτών (Υεμένη) από τον ιεραπόστολο Γρηγέντιο (535)· Μετατροπή του ναού της Ίσιδας στο νησί του Νείλου Φίλαι (Νουβία) (535/7)· Απονομή της εποπτείας των διοικήσεων επαρχιών στους επισκόπους (Ιουστινιανός, Νεαρά 8) (535)· Θέσπιση της εορτής των Αγίων Πάντων από τον πάπα Γρηγόριο Δ΄ (835)· Ίδρυση της Αρχιεπισκοπής Τυρνόβου (1186), όπως και αργότερα του Πατριαρχείου Βουλγαρίας (με ταυτόχρονη επίσκεψη του αρχιεπισκόπου Σάββα των Σέρβων στους Αγίους Τόπους) (1235)· Ίδρυση Μητροπόλεως Μολδαβίας (1386)· Εκχριστιανισμός των Λιθουανών (1386)· Ανακήρυξη Πατριαρχείου Μόσχας (1586-1589), κτλ. Οι παραπάνω κατάλογοι, ασφαλώς, μπορούν να ενισχυθούν με νέα παραδείγματα. 4. Η καταστροφή του ναού του Μάρνα στη Γάζα που οργανώθηκε με αυτοκρατορική εντολή από τον επίσκοπο Πορφύριο, οργανωμένα και τελετουργικά (βλ. Marc le Diacre, vie de Porphyre évêque de Gaza, ed. H. Gregoire - M.A. Kugener, Paris 1930, 64-69, σ. 51-56), συνέβη σε μικρή (ετήσια) επέτειο, δηλαδή σε ‘εγκαινιαστική ημέρα’, την Πεντηκοστή 24/25 Μαΐου 402. Για τη χρονολογία βλ. V. Grumel, Traité d’ études byzantines. La chronologie, Paris 1958, 242. 5. Το ‘σταύρωμα’ όλων των παγανιστικών ιερών της Αυτοκρατορίας ισοδυναμεί και με αποτροπαϊκή πράξη, βλ. Ν. Μουτσόπουλος, Σταυρωμένοι κίονες, Αθήνα 2004. 6. Η ‘αλλαγή’ είχε ως πρότυπο τον ναό της Αναστάσεως της Ιερουσαλήμ που κτίσθηκε από τον Κωνσταντίνο επάνω στον ναό της Αφροδίτης, βλ. πιο πάνω.
188
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Άτυπα αλλά οργανωμένα διαμορφώθηκε μία αντίληψη που προσδιόριζε την ανά αιώνες ανανέωση των κατά τόπους Εκκλησιών, Ανατολής και Δύσεως, με στόχους: ιεραποστολική δράση, ίδρυση-ανανέωση ναών (καθεδρικών ή και μονών), δημιουργία νέων θεσμών-νόμων. Ο κωνσταντίνειος ναός της Αναστάσεως, περικλείοντας τον τάφο του Χριστού, έγινε το πνευματικό κέντρο της Χριστιανικής Οικουμένης, η οποία από τον 4ο αι. έτεινε –ή υπήρχε πρόθεση και σχέδιο για το απώτερο μέλλον– να ταυτισθεί με το ρωμαϊκό κράτος. Τόσο το Βυζάντιο όσο και ο Δυτικός κόσμος λόγω του Κωνσταντίνου (ή και της κωνσταντίνειας δωρεάς, 8ος αι.) διαμορφώνουν τη συνείδηση του πνευματικού κέντρου της Χριστιανοσύνης στην Ιερουσαλήμ. Η αρχέτυπη σύναξη των εθνών και των εκκλησιών τους στον ναό της Αναστάσεως το 335 εξελίσσεται σε μεταγενέστερες εποχές σε πνευματική σύνδεσηενότητα των επιγόνων εκείνων μέσω του ομφάλιου λώρου του Τάφου του Χριστού. Ποιοι ήταν οι φορείς αυτής της αντίληψης; Εκτός από την εκκλησιαστική διοίκηση της Ρώμης και της Νέας Ρώμης, ο κόσμος των ανακτόρων σε Βυζάντιο και Δύση –στην ουσία η γραφειοκρατία που τους συντηρούσε– θα ήταν καλά ενημερωμένοι για τον θεολογικό χαρακτήρα αυτής της συνήθειας. Οπωσδήποτε, όμως, θα πρέπει να είχε περάσει ως νοοτροπία και σε επιτελείς (αρχιτέκτονες) ή συνεργεία οικοδόμων (τεκτόνων). Απόδειξη των ανωτέρω είναι ότι η λογική της ανά αιώνες ανανέωσης έφερε στο φως μικρά αλλά και μεγάλα έργα ή ακόμη αποφάσεις· μνημεία ή πράξεις με οικουμενική αναφορά, που γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είχαν σκοπό να αλλάξουν τη μοίρα του κόσμου. Γι’ αυτό, ενίοτε, το timing μιας τέτοιας renovatio πολλές φορές εξελισσόταν από απλή διανοητική-πνευματική συνήθεια σε πολιτική αντίληψη και πράξη, ανανεώνοντας το μεικτό, κοσμικό και θρησκευτικό, κοσμοείδωλο του τότε κόσμου. Ανάλογες ενέργειες μπορεί να προετοιμάζονταν από καιρό, αλλά συνήθως εκδηλώνονταν δημόσια την κατάλληλη στιγμή σε μία ‘τελετουργική’ κορύφωση. Τώρα, αν και ποιοι ανταγωνισμοί ή αντιθέσεις, θρησκευτικοί και πολιτικοί, μεταξύ των μεσαιωνικών κρατών, εύρισκαν διέξοδο στην ανά 50-100 χρόνια έξαρση της Χριστιανικής Ιερουσαλήμ, είναι ένα άλλο ζήτημα.
αρχαιολογια / αρχιτεκτονικη
189
Σταύρος Μαμαλούκος
Η Καθολική Εκκλησία της Αίνου (Φατίχ Τζαμί)1 Με την αρχιτεκτονική του γνωστού ως Φατίχ Τζαμί, καθεδρικού, πιθανότατα, ναού της Αίνου, έχουν ασχοληθεί μεταξύ άλλων οι Eyice, Mango, Βοκοτόπουλος και Ousterhout. Η αρχική του αφιέρωση δεν είναι γνωστή. Η ονομασία Αγία Σοφία του Eyice είναι μάλλον αυθαίρετη. Ο ναός βρίσκεται στο Κάστρο. Παραμορφωμένος και με σοβαρά ήδη δομικά προβλήματα λειτουργούσε ως τζαμί ως τη δεκαετία του 1960, οπότε μεγάλο μέρος του κατέρρευσε από σεισμό. Η εντυπωσιακά μεγάλη εκκλησία αποτελείται από ναό, σύγχρονο νάρθηκα και εξωνάρθηκα. Ο ναός είναι ένας ιδιότυπος σταυροειδής εγγεγραμμένος. Το σταυρικό του σώμα ορίζεται από τοίχους, στους οποίους είναι διαμορφωμένα ανοίγματα προς τα γωνιακά διαμερίσματα. Η κάλυψή του γίνεται με καμάρες στα σκέλη του σταυρού και στα παραβήματα και ζεύγη σταυροθολίων στα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα. Ο τρούλλος φερόταν από ένα σύστημα ενισχυτικών τόξων, το οποίο, αν και έχει ενισχυθεί εκ των υστέρων, είναι αρχικό. Με την τυπολογία του ναού ασχολήθηκε συστηματικά ο Ousterhout, ο οποίος σωστά συσχετίζει το ναό της Αίνου με μιαν ομάδα ναών του 12ου αιώνα, όπως το Καλεντέρ Χανέ Τζαμί και το Γκιούλ Τζαμί στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και μίαν άλλη ομάδα ναών του τύπου που αναφέρεται ως «atrophied greek-cross plan». Επάνω από το νάρθηκα και τα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα ο ναός φαίνεται ότι είχε όροφο, κάτι που, περιέργως, δεν παρατηρούν ούτε ο Eyice ούτε ο Ousterhout. Η ύπαρξη Κατηχουμένων επάνω από νάρθηκες μεγάλων βυζαντινών ναών είναι πολύ συχνή, η επέκτασή τους, όμως, και επάνω από τα γωνιακά διαμερίσματα είναι σπάνια. Οι όψεις του ναού ήταν διαρθρωμένες με τυφλά αψιδώματα. Οι 1. Δημοσίευση: Σταύρος Μαμαλούκος, Συμπληρωματικά στοιχεία για την αρχιτεκτονική της Καθολικής Εκκλησίας (Φατίχ Τζαμί) της Αίνου / Additional notes on the architecture of the “Katholike Ekklesia” (Fatih Camii) at Ainos (Enez), Περί Θράκης 5 (2005-2006), 11-39.
190
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
τοίχοι του είναι κτισμένοι από εναλλάξ ζώνες λιθοδομής και πλινθοδομής κατασκευασμένης με την τεχνική της αποκεκρυμμένης πλίνθου. Στα τύμπανα των τυφλών αψιδωμάτων και στα ανώτερα μέρη των κογχών του ιερού υπήρχε αρκετά πλούσιος κεραμεικός διάκοσμος. Ο πιθανότατα διώροφος εξωνάρθηκας του ναού αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα του είδους εκείνου των χώρων που διέθεταν πολυάριθμοι μεσοβυζαντινοί και υστεροβυζαντινοί ναοί και που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν «κλειστοί εξωνάρθηκες». Με βάση τα μορφολογικά και κατασκευαστικά του στοιχεία, αλλά και την δενδρο-χρονολόγηση το μνημείο έχει χρονολογηθεί στο τρίτο τέταρτο του 12ου αιώνα (μετά το 1162).
ιστορια της τεχνησ / ζωγραφικη
191
Κωνσταντίνος Κατσίκης Ξανθή Σαββοπούλου – Κατσίκη
Μοναστήρια της Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης: Αρχιτεκτονική και ζωγραφική Στα διοικητικά όρια της Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης ανήκουν τμήματα των νομών Κοζάνης και Καστοριάς. Στα βυζαντινά χρόνια ήταν γνωστή ως Επισκοπή Σισανίου, ενώ από το β΄ μισό του 17ου αι., με τη μεταφορά της έδρας από το Σισάνι στη Σιάτιστα, πήρε την ονομασία που έχει μέχρι σήμερα. Ο μοναχισμός στην περιοχή ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένος από τη βυζαντινή περίοδο. Το φυσικό περιβάλλον και το μορφολογικό ανάγλυφο της περιοχής αυτής της Δυτικής Μακεδονίας προσφέρουν ιδανικές τοποθεσίες για την ίδρυση μοναστηριών. Πολλά από αυτά αποτελούν αναβιώσεις στα χρόνια της τουρκοκρατίας παλαιοτέρων βυζαντινών μονών. Μερικά στεγάζουν σήμερα μοναστικές αδελφότητες, ενώ σε αρκετά δεν σώζονται οι χώροι λειτουργίας τους και διαβίωσης των μοναχών. Υπάρχουν όμως στο σύνολο των μονών τα καθολικά, που η αγάπη και η ευλάβεια των κατοίκων συντήρησαν και διαφύλαξαν μέχρι τις ημέρες μας. Στην ανακοίνωση παρουσιάζονται τα εξής μοναστήρια: 1) Παναγία στο Σισάνι (παλαιό καθολικό 10ος αι., νεότερο καθολικό 1762), 2) Μεταμόρφωση του Σωτήρος στο Δρυόβουνο (1592), 3) Αγία Παρασκευή στο Δομαβίστι (τέλη 16ου – αρχές 17ου αι.), 4) Άγιος Αθανάσιος στη Ζηκόβιστα (1629), 5) Εισόδια της Θεοτόκου στη Ζώνη (17ος αι.), 6) Αγία Τριάδα στο Βυθό (1733), 7) Άγιος Δημήτριος στη Βλάστη (1774), 8) Κοίμηση της Θεοτόκου στο Μικρόκαστρο (1797) και 9) Άγιος Αθανάσιος στην Εράτυρα (18ος αι.). Αρχιτεκτονική: Τα καθολικά των μονών από αρχιτεκτονική άποψη παρουσιάζουν τυπολογική ποικιλία, καθώς είναι μονόχωροι ναοί ξυλόστεγοι (Βλάστη, νεότερο καθολικό στο Σισάνι, Ζώνη) ή θολοσκεπείς (Ζηκόβιστα), τρίκλιτες ξυλόστεγες βασιλικές (Μικρόκαστρο, Εράτυρα) και σταυροειδείς εγγεγραμμένοι ναοί με τρούλο (Δομαβίστι, Δρυόβουνο, Βυθός). Σε δύο περιπτώσεις (Βυθός, Εράτυρα) έχουν πλά-
192
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
γιους χορούς, ανήκουν δηλαδή στον αθωνικό τύπο. Στην κατασκευή ο κανόνας είναι η απλή αργολιθοδομή, ενισχυμένη με ξυλοδέσμους. Λαξευμένοι λίθοι χρησιμοποιούνται στις γωνίες του κτηρίου και στις κόγχες. Οι όψεις είναι αδιακόσμητες. Μόνο στην Αγία Τριάδα Βυθού κοσμούνται με εντοιχισμένα λιθανάγλυφα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εσωτερικός διάκοσμος με αξιόλογα ξυλόγλυπτα σύνολα (τέμπλα, προσκυνητάρια, δεσποτικούς θρόνους, άμβωνες). Τα σωζόμενα τέμπλα είναι κατά κανόνα ξυλόγλυπτα, ενώ δε λείπουν και τα γραπτά. Τέλος, σε ορισμένα μνημεία διατηρούνται ξύλινες οροφές με ζωγραφικό διάκοσμο. Ζωγραφική: Από τη βυζαντινή περίοδο σώζονται τοιχογραφίες στον ανασκαμμένο επισκοπικό ναό του Σισανίου, ενώ στα υπόλοιπα καθολικά ο διάκοσμος χρονολογείται στο 17ο και 18ο αι. Η μελέτη των τοιχογραφιών στα μνημεία που εξετάζουμε συμβάλλει στη γνώση μας για την εντοίχια ζωγραφική στην ευρύτερη περιοχή του δυτικομακεδονικού χώρου1. Στη Μονή Παναγίας στο Σισάνι προκύπτει το έργο ενός ντόπιου δημιουργού (1762), ο οποίος αναπτύσσει με συνέπεια το βασικό εικονογραφικό πρόγραμμα, αλλά τεχνοτροπικά απομακρύνεται από τις κατακτήσεις των προηγούμενων αιώνων της μεταβυζαντινής τέχνης με την εισαγωγή αρκετών λαϊκών στοιχείων. Στη Μονή Αγίας Παρασκευής στο Δομαβίστι διατηρούνται τοιχογραφίες εξαιρετικής ποιότητας που χρονολογούνται στο α΄ μισό του 17ου αι., έργο αξιόλογου άγνωστου αγιογράφου, πιθανότατα λινοτοπί1. Περισσότερες πληροφορίες για τα μοναστήρια αλλά και γενικότερες παρατηρήσεις για τη μνημειακή ζωγραφική στη Δυτική Μακεδονία βλ. στα Ξανθή Σαββοπούλου – Κατσίκη, Βυζαντινά και μεταβυζαντινά μοναστήρια Δυτικής Μακεδονίας, Δυτική Μακεδονία – Ιστορία και Πολιτισμός, έκδοση Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, Αθήνα 2008, σ. 104 – 123, της ιδίας, Μεταβυζαντινή τέχνη, Κοζάνη και Γρεβενά. Ο χώρος και οι άνθρωποι, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Γρεβενών, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, 309 – 320 και Κωνσταντίνος Κατσίκης, Μεταβυζαντινή μνημειακή τέχνη στη Δυτική Μακεδονία (15ος – 18ος αι.), Δυτική Μακεδονία – Ιστορία και Πολιτισμός, έκδοση Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, Αθήνα 2008, σ. 124 – 139. Για τους χιοναδίτες ζωγράφους που αναφέρονται και τα χαρακτηριστικά της τέχνης τους βλ. στο Κατσίκης Κωνσταντίνος, Χιοναδίτες ζωγράφοι στην περιοχή Βοΐου νομού Κοζάνης (β΄ μισό 18ου – αρχές 19ου αι.), 28ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης. Πρόγραμμα και περιλήψεις εισηγήσεων και ανακοινώσεων, Αθήνα 2008, σ. 49 – 50.
ιστορια της τεχνησ / ζωγραφικη
193
τη. Μορφές στιβαρές, με καθαρά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, διακοσμητική διάθεση και έντονη γραμμική πτυχολογία στα ενδύματα, που σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει ως το μανιερισμό. Οι πολυπρόσωπες παραστάσεις οργανώνονται με συμμετρία και συνέπεια. Στη Μονή Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στο Δρυόβουνο εργάστηκε στα 1652 ο λινοτοπίτης ζωγράφος Νικόλαος, ο οποίος δημιουργεί ένα αξιόλογο σύνολο κατορθώνοντας να συγκεράσει τις κατακτήσεις της κρητικής και της ηπειρωτικής σχολής και να τις συνδυάσει με στοιχεία της δυτικής τέχνης. Μορφές ραδινές με έντονη πτυχολογία, πρόσωπα που διατηρούν τα προσωπογραφικά τους χαρακτηριστικά, ενώ διακρίνονται από γλυκύτητα. Οι πολυπρόσωπες παραστάσεις εντυπωσιάζουν με τη συμμετρία και το επιμελημένο σχέδιό τους, ενώ είναι εμφανής η τάση προς τη διακόσμηση και την πολυτέλεια. Στη Μονή Αγίου Δημητρίου στη Βλάστη οι τοιχογραφίες χρονολογούνται στα 1774 και είναι έργο του χιοναδίτη ζωγράφου Κωνσταν τίνου, ο οποίος διαμορφώνει το προσωπικό του ύφος συγχωνεύοντας στοιχεία της παράδοσης αλλά και της δυτικής ζωγραφικής. Στο έργο του διακρίνουμε απλοϊκότητα στην απόδοση των μορφών, αδεξιότητα στη δήλωση της κίνησης, σύγχυση σε κάποιες πολυπρόσωπες σκηνές. Στο καθολικό της Μονής Αγίου Αθανασίου στη Ζηκόβιστα εργάζονται στα 1785 οι ζωγράφοι Δημήτριος Μπορμπουτζιώτης και Μιχαήλ Χιοναδίτης. Ο Δημήτριος είναι επικεφαλής και δουλεύει στις κυριότερες επιφάνειες του ναού. Το έργο του εμφανίζει επιμελημένο σχέδιο, κινήσεις που προσθέτουν χάρη στις μορφές, ποικιλία αρχιτεκτονικού και φυσικού τοπίου στο φόντο των παραστάσεων. Ο Μιχαήλ είναι νεότερος και μες στο έργο του διακρίνουμε πιο χαλαρό σχέδιο, περισσότερα χρώματα, μεγαλύτερη διακοσμητική διάθεση. Οι τοιχογραφίες στο καθολικό της Μονής Κοίμησης της Θεοτόκου στο Μικρόκαστρο είναι έργο των ζωγράφων παπα-Γιώργη Οικονόμου και του υιού του Αναγνώστη από το Καπέσοβο (1797), οι οποίοι δημιουργούν ένα συγκροτημένο εικονογραφικό πρόγραμμα με το προσωπικό τους ύφος που χαρακτηρίζεται από ηρεμία και μνημειακότητα. Το στήσιμο των μορφών γίνεται με τρόπο μανιεριστικό, στο πρόγραμμά τους εισάγουν νέες εικονογραφικές σκηνές και ορισμένα στοιχεία της δυτικής τέχνης, τα οποία αφομοιώνονται από το χαρακτήρα ολόκληρου του έργου.
194
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Στο καθολικό της Μονής Αγίας Τριάδος στο Βυθό εργάζεται το 1802 ο χιοναδίτης ζωγράφος Μιχαήλ, τον οποίο συναντήσαμε και στη Ζηκόβιστα. Εδώ έχει πλέον διαμορφώσει το προσωπικό του ύφος. Ο διάκοσμος εντυπωσιάζει με την ποικιλία των θεμάτων, τις πολυπρόσωπες συνθέσεις, τα ζωηρά χρώματα. Ψηλές μορφές με έντονη διακοσμητική διάθεση στα ενδύματα και στο φόντο των παραστάσεων. Πολυπρόσωπες συνθέσεις με αυξημένη διηγηματικότητα που δίνουν την εντύπωση συνεχούς κίνησης και συνδυασμοί εικονογραφικών θεμάτων.
ιστορια της τεχνησ / ζωγραφικη
195
Ειρήνη Λεοντακιανάκου
Παράδοση και ανανέωση στη ζωγραφική των μεταβυζαντινών εικόνων στα Επτάνησα (μέσα 17ου – μέσα 18ου αιώνα) «Παράδοση και ανανέωση» αποτελούν καίριο ζήτημα της μεταβυζαν τινής ζωγραφικής των Επτανήσων, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς και τη συνακόλουθη ανανέωσή της από τους δημιουργούς της Κρητικής Σχολής, οι οποίοι μεταναστεύουν στα Ιόνια νησιά. Η αύξηση των αναθηματικών εικόνων, η έμφαση στο αφηγηματικό στοιχείο και στη δραματικότητα, ο διδακτικός χαρακτήρας, καθώς και ο εμπλουτισμός της θεματολογίας από τη λατρευτική πρακτική μετουσιώνουν το λατρευτικό περιεχόμενο της φορητής εικόνας. Έτσι μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα (μέσα 17ου αι. – περ. 1730) το είδος της λατρευτικής εικόνας, έτσι όπως είχε κληροδοτηθεί από τη βυζαντινή παράδοση, μεταμορφώνεται πλήρως, γεγονός που προετοιμάζει κατά κάποιον τρόπο την έλευση της Επτανησιακής Σχολής: ορθόδοξοι ζωγράφοι θα απαρνηθούν τότε και τα τελευταία κατάλοιπα της βυζαντινής παράδοσης –για πρώτη φορά μετά από τέσσερις αιώνες συμβίωσης με το λατινικό στοιχείο– για να υιοθετήσουν την τεχνική της ελαιογραφίας και ένα ιδίωμα νατουραλιστικό. Αυτή η διαδικασία ολοκληρωτικής εγκατάλειψης των παραδοσιακών μορφών εγείρει επιστημονικά ζητήματα που θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε στο εξής απλό ερώτημα: γιατί εκεί και τότε;
196
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σταύρος Μαδεράκης
Θέματα της Βυζαντινής Ζωγραφικής της Κρήτης Η Βυζαντινή Ζωγραφική της Κρήτης, παρά τα όσα αξιόλογα έχουν γίνει και το ότι αντιπροσωπεύεται από εννιακόσιες περίπου βυζαντινές ιστορημένες και γνωστές για την ώρα εκκλησίες, είναι, μπορούμε να πούμε, η μεγάλη άγνωστος και παρερμηνευμένη τέχνη στην ιστορία της Βυζαντινής Τέχνης. Διάφοροι ιστορικοί και άλλοι λόγοι συνετέλεσαν σ’ αυτό. Κυριότερος όμως είναι το ότι πάντοτε, όταν ένα κρητικό μνημείο αποφασίζεται να μελετηθεί, αυτό συνδυάζεται με την μελέτη των κρητικών εικόνων, τον υποτιθέμενο ρόλο της Βενετίας στην διαμόρφωση της Κρητικής Σχολής και γενικότερα στην Παλαιολόγεια Τέχνη και τον ρόλο κάποιων ζωγράφων ξενόφερτων στην Κρήτη, των οποίων τις πιο πολλές φορές μόνον το όνομα γνωρίζουμε για την ώρα. Από τα θέματα αυτά άλλα μπορεί σήμερα φαινομενικά να ευρίσκονται σε χειμερία νάρκη, αν και με πάθος συζητούνται από τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν πρωτοέθεσαν αυτά οι Κοντακώφ και Λιχάτσεφ και έδωσε σ’ αυτά θεωρητικό κύρος ο G. Millet στην προσπάθεια καθορισμού των Σχολών της Βυζαντινής Σχολής και κυρίως της Μακεδονικής και Κρητικής, άλλα κρατούνται επίκαιρα με την καθημερινή ενασχόληση με τις κρητικές εικόνες. Όλοι όσοι συζητούμε ακόμη τα θέματα αυτά και ενοφθαλμίζομε στις απόψεις μας και τη Βυζαντινή Ζωγραφική της Κρήτης είτε αγνοούμε παντελώς ή έχομε ασαφή αντίληψη γι’ αυτήν, όπως όλοι πριν το 1970 περίπου, που ασχολήθηκαν με το θέμα και εστηρίχθηκαν στα ελάχιστα και όχι πάντοτε ακριβή, τα οποία έγραψε ο G. Gerola, ο μεγαλύτερος μέχρι και σήμερα ερευνητής-κρητολόγος, είτε σε όσα αποσπασματικά εν τω μεταξύ βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Όταν όμως ομιλούμε για Βυζαντινή Τέχνη της Κρήτης, είναι ανάγκη να εννοούμε την τέχνη που σώζουν αποκλειστικά οι 900 ιστορημένες εκκλησίες σήμερα στην Κρήτη και οι οποίες αντιπροσωπεύουν όλες τις φάσεις της Μεγάλης Βυζαντινής Ζωγραφικής από τον 6ον-7ον αιώνα μέχρι το 1500 περίπου και, για να περιοριστώ στους πρώτους αιώνες της Βενετοκρατίας (1211-1500 περίπου), την Παλαιολόγεια Τέχνη. Αντίθετα, η
ιστορια της τεχνησ / ζωγραφικη
197
Κρητική Σχολή είναι η Μεταβυζαντινή Ζωγραφική της Κρήτης, η οποία στηρίζεται βέβαια εικονογραφικά, τεχνοτροπικά και σε πολλά και στην τεχνική στα απροσδιορίστου αριθμού βυζαντινά κρητικά μνημεία της περιόδου της διαμόρφωσής της, κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα και κυρίως στο δεύτερο μισό του αιώνα, στην Κρήτη δε αντιπροσωπεύεται μόνον από εικόνες, ενώ τα ελάχιστα γνωστά κρητικά μνημεία του 16ου αιώνα ιστορήθηκαν με μιαν ώς τρεις τοιχογραφίες, εκτός ενός, ακμάζει μετά το 1500 και ζει όσο και η κοινωνία, η οποία εκφράστηκε με αυτή, ώς το 1669 ή λίγο αργότερα. Η Βυζαντινή Ζωγραφική της Κρήτης είναι η τέχνη του ελληνικού και ορθοδόξου πληθυσμού του Νησιού, άσχετα αν μεταξύ των ανήκαν και οι εξελληνισμένοι Βενετοί, και ζει μέχρι το 1450 περίπου, όσο κι αν επιβιώνει μέχρι το 1500, και εκπροσωπείται μόνον από την εντοίχια ζωγραφική. Αυτά, όπως και τα κρητικά μνημεία, αγνοήθηκαν από την έρευνα, έστω κι αν καινούρια και άγνωστα μνημεία παρουσιάζονται καθημερινά σε αξιόλογες εργασίες, πάντοτε όμως για να διατυπωθούν καινούριες απόψεις, που περνούν συνήθως από το καλειδοσκόπιο των κρητικών εικόνων και τα νέα δεδομένα τα οποία εδημιούργησε η δημοσίευση των αξιολόγων, λίγο βιαστικών όμως, πινάκων με ονόματα κρητικών ζωγράφων από το 1300 μέχρι το 1500 του M. Cattapan (1968 και 1972) και των σχετικών εγγράφων. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον και αν θέλουμε να κατανοήσουμε την υψηλότατη Βυζαντινή Ζωγραφική της Κρήτης, οφείλουμε να μελετήσομε πολλοί μαζί τα σωζόμενα κρητικά μνημεία και μάλιστα να απαντήσομε σαφώς στα ερωτήματαπροβλήματα: Ποια τέχνη σώζουν τα κρητικά μνημεία; Ποια είναι τα πρότυπα της τέχνης αυτής; Πότε, με ποια μορφή και μέσα από ποιους διαύλους φθάνει η Παλαιολόγεια Τέχνη στην Κρήτη και ποια μορφή αυτή παίρνει στην Κρήτη; Ποιοι είναι οι επώνυμοι ζωγράφοι εκκλησιών, που γνωρίζομε αποκλειστικά από τις κτητορικές επιγραφές και όχι από έγγραφα, με τα οποία γίνεται προσπάθεια να συνδεθούν; Τι περισσότερο από το όνομα και ότι μαρτυρούνται στην Κρήτη κάποια χρονική στιγμή, ποιας τέχνης είναι φορείς και έφεραν στην Κρήτη και πώς συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της σωζόμενης στις κρητικές εκκλησίες ζωγραφικής το πλήθος των άλλων ζωγράφων, που υπάρχουν στους πίνακες του Cattapan, ιδιαίτερα των Κωνσταντινουπολιτών; Μπορούμε να αποδείξομε με βάση τη μελέτη των μνημείων τον ρόλο αυτών των
198
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ζωγράφων ή προσθέτομε «εικασίες» στις ήδη επί έναν αιώνα διατυπωμένες; Ποιος είναι ο πραγματικός ρόλος της Βυζαντινής Ζωγραφικής της Κρήτης στη διαμόρφωση της κρητικής εικόνας και της Κρητικής Σχολής; Ποιος είναι ο ρόλος, ή καλύτερα, συνέβαλε σε κάτι ή όχι η Βενετία και η πολυσυζητημένη «Σχολή της Βενετίας» σ’ όλα αυτά και σε τι ακριβώς; Γνωρίζουν οι κρητικοί αγιογράφοι και σε ποιο βαθμό τη δυτική τέχνη και από πού έρχονται τα δυτικά πρότυπά των, γιατί εισάγονται και πώς ερμηνεύονται, όταν τα συναντούμε σε μιαν κρητική τοιχογραφία; Πριν μελετηθούν τα κρητικά μνημεία συστηματικά και το ήδη στα χέρια ορισμένων υπάρχον και συγκεντρωμένο συστηματικά πλούσιο και σημαντικότατο επιστημονικά υλικό και απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα και όσον οι μελέτες μας για την κρητική ζωγραφική όλων των περιόδων και μάλιστα της Βενετοκρατίας στηρίζονται μονομερώς στη μελέτη των μεταβυζαντινών κρητικών εικόνων, φοβούμαι ότι δεν κάνομε τίποτε περισσότερο παρά να επαληθεύομε τα λόγια του G. Gerola, στο Βενετικό Βασιλικό Ινστιτούτο Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών, όταν επρολόγιζε το πολύ γνωστό του έργο Τοπογραφικός Κατάλογος των τοιχογραφημένων εκκλησιών της Κρήτης, το 1935: «Είναι περίεργο», έλεγε, «ότι όλοι οι ιστορικοί της βυζαντινής τέχνης μιλούν για μια Κρητική ζωγραφική Σχολή … βασίζοντας ο καθένας τις απόψεις του αφ’ ενός πάνω στα ελάχιστα και ύστερα ενυπόγραφα έργα Κρητών ζωγράφων … και αφ’ ετέρου σε μια σειρά ε ι κ α σ ι ώ ν , που μπορεί να είναι όσο θέλετε έξυπνες, αλλά καθόλου τεκμηριωμένες. Και εν τω μεταξύ η Κρήτη έχει αφθονότατα αρχαία μνημεία τοπικής ζωγραφικής τέχνης, που έμειναν όλοτελα ανεξερεύνητα μέχρι σήμερα και θα έπρεπε να αποτελέσουν το πρώτο και κοινό θεμέλιο οποιασδήποτε μελέτης πάνω σ’ αυτή τη ζωγραφική σχολή».
ιστορια της τεχνησ / ζωγραφικη
199
Γρηγόρης Μανόπουλος
Αρχειακά τεκμήρια για τους ζωγράφους απο το Φορτώσι των Κατσανοχωρίων Ιωαννίνων Είναι γνωστή η έλλειψη αρχειακών πηγών για ζωγράφους από τον οθωμανοκρατούμενο ελληνικό χώρο, σε αντίθεση με την πληθώρα ειδήσεων που παρέχει τόσο το αρχείο της Βενετίας, όσο και τα επτανησιακά αρχεία για τους ζωγράφους των βενετοκρατούμενων περιοχών. Αυτή η έλλειψη είναι εντονότερη για τους ύστερους αιώνες (18ο-19ο), οπότε οι ομάδες ζωγράφων αυξάνονται ραγδαία. Εξαίρεση αποτελούν κάποια έγγραφα για τους χιονιαδίτες ζωγράφους, τα οποία διατηρήθηκαν από τις οικογένειες των ζωγράφων, καθώς και ένα έγγραφο για καλαριτινούς ζωγράφους στα Μετέωρα. Με την παρούσα ανακοίνωση θα θέλαμε να κάνουμε γνωστές κάποιες ακόμη μαρτυρίες. Τα Κατσανοχώρια βρίσκονται σε απόσταση 20-35 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων και αριθμούν 11 οικισμούς, σε πέντε από τους οποίους εμφανίστηκαν οικογένειες ζωγράφων κατά την ύστερη τουρκοκρατία, και τις επιγραφές των οποίων μελετήσαμε στην (αδημοσίευτη) διπλωματική μας διατριβή με τίτλο: «Ζωγράφοι από τα Κατσανοχώρια, οι επιγραφές των γνωστών έργων τους (1730-1865), Ιωάννινα 2004». Από το Φορτώσι των Κατσανοχωρίων κατάγεται η οικογένεια Πλακίδα που έδωσε τουλάχιστον έξι ζωγράφους κατά το διάστημα 1734-1843. Το συνεργείο των ζωγράφων του Φορτωσίου ήταν οικογενειακό. Εκάστοτε επικεφαλής του συνεργείου ήταν ο πατέρας ή ο μεγαλύτερος σε ηλικία αδερφός. Ο γενάρχης της οικογένειας Χριστόδουλος Πλακίδας στα λίγα γνωστά έργα του εργάστηκε μόνος. Ο γιος του Νικόλαος συνεργάστηκε αρχικά με τον πρώτο γιο του Χριστόδουλο και κατόπιν με τον Αθανάσιο. Ο Χριστόδουλος του Νικολάου, αφού χειροτονήθηκε ιερέας, διατήρησε για λίγα χρόνια δικό του συνεργείο με τον, προφανώς νεότερο, αδελφό του Γεώργιο. Μετά το 1790 περίπου ο Αθανάσιος ανέλαβε την ηγεσία του συνεργείου, έχοντας μαζί και τον Γεώργιο, που
200
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
επέζησε επί μακρόν, ως το 1833 τουλάχιστον, αναλαμβάνοντας μετά το 1810 περίπου την ηγεσία του συνεργείου και έχοντας μαζί τον γιο του Νικόλαο, τελευταίο γνωστό μέλος της οικογένειας. Γνωρίζουμε επίσης δυο ακόμη μέλη της οικογένειας, τα οποία δεν ασχολήθηκαν με τη ζωγραφική. Οι ζωγράφοι εργάστηκαν, με μια εξαίρεση, κοντά στον τόπο τους, δηλαδή, στα Κατσανοχώρια και σε κοντινά χωριά των Τζουμέρκων κατά μήκος του ποταμού Άραχθου και εργάζονταν κυρίως τους καλοκαιρινούς και πρώτους φθινοπωρινούς μήνες, αφού οι λήξεις των εργασιών τοποθετούνται χρονικά από τα μέσα Αυγούστου έως τις αρχές Νοεμβρίου. Πιθανότατα λοιπόν τους χειμώνες επέστρεφαν στο χωριό τους, όπου θα ασχολούνταν και με άλλες εργασίες. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με μια εποχιακή μετακίνηση προς αναζήτηση εργασίας, ανάλογη με εκείνη άλλων επαγγελματικών ομάδων (χτίστες, γανωματήδες κ.ά.), με την ιδιαιτερότητα ότι οι ζωγράφοι δεν περιόδευαν από χωριό σε χωριό συστηματικά, αλλά κατόπιν συνεννοήσεως με τους παραγγελιοδότες. Πάντως, καθίσταται φανερό ότι τα εισοδήματα από την ζωγραφική λειτουργούσαν συμπληρωματικά για τους ζωγράφους του Φορτωσίου. Η γνωστή παραγωγή των ζωγράφων από το Φορτώσι περιλαμβάνει τις τοιχογραφίες επτά ναών καθώς και εικόνες σε άλλους εννιά. Κτήτορες και χορηγοί των έργων είναι αρχικά μεμονωμένα κυρίως άτομα, ενώ στα μεταγενέστερα χρόνια τα ενοριακά ταμεία, μέσω των επιτρόπων, αναλαμβάνουν τα έξοδα. Ας δούμε στη συνέχεια τα αρχειακά τεκμήρια. Στο αρχείο της ενορίας Φορτωσίου, όπου διασώζονται κατάστιχα από το 1820 και εξής, εντοπίσαμε δύο αναφορές στο ζωγράφο Γεώργιο Πλακίδα. Στο αρχείο της Ι. Μ. Τσούκας, που βρίσκεται επίσης στα Κατσανοχώρια, εντοπίσαμε μια τρίτη μαρτυρία. Ας δούμε πρώτα την τελευταία μαρτυρία. Πρόκειται για μια επιστολή χρονολογημένη την 1η Οκτωβρίου 1808 από τους ζωγράφους αδελφούς Αθανάσιο ιερέα και Γεώργιο Πλακίδα προς τον ανεψιό τους ιερομόναχο Νεόφυτο που βρισκόταν τότε στην Καλαμπάκα. Κατά πάσα πιθανότητα ο Νεόφυτος ήταν μοναχός της μονής Τσούκας, στο αρχείο της οποίας κατέληξε η επιστολή. Το περιεχόμενο της επιστολής περιλαμβάνει κατά τα τρία τέταρτα πληροφορίες για την οικογένεια.
ιστορια της τεχνησ / ζωγραφικη
201
Στο τέλος της επιστολής οι δύο ζωγράφοι υπενθυμίζουν στον ανεψιό τους «ἤδες κε καμμίαν δουλίαν τῆς τέχνης μας ἐαν τύχη να μᾶς φανερώσης». Η πληροφορία είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Μας αποκαλύπτει έναν από τους τρόπους με τους οποίους οι ζωγράφοι αναζητούσαν παραγγελίες, μέσω δηλαδή συγγενών, αλλά και μέσω κληρικών. Επίσης, είναι ενδεικτικό επαγγελματικής κρίσης για τους συγκεκριμένους ζωγράφους, οι οποίοι αναζητούν εργασία σε μεγάλη απόσταση από τον τόπο τους, ενώ μέχρι τότε εργάζονταν μόνο σε κοντινά χωριά. Πάντως, την επόμενη χρονιά οι δύο αδελφοί ζωγράφισαν το ναό της αγίας Παρασκευής Χουλιαράδων, χωριού πολύ κοντινού στο Φορτώσι, γεγονός που φανερώνει ότι τελικά δεν μετακινήθηκαν. Η δεύτερη μαρτυρία προέρχεται, όπως αναφέραμε από το ενοριακό αρχείο Φορτωσίου. Σε ένα από τα κατάστιχα, το οποίο χρησίμευσε ως βιβλίο ταμείου για τα έτη 1826-1829, καταγράφονται μετά το τέλος των καταχωρίσεων οι «ομολογίες» της εκκλησίας, δηλαδή τα χρεόγραφα που κατείχε η εκκλησία. Ανάμεσα στους οφειλέτες αναφέρεται και ο Γιώργος Ζωγράφος, ο οποίος είχε δανειστεί στα 1818 ποσό 80 γροσίων, χωρίς όμως να το έχει επιστρέψει τουλάχιστον ως το 1829, έτος κατά το οποίο έγινε πιθανότατα η καταγραφή. Η τρίτη μαρτυρία προέρχεται από άλλο κατάστιχο, στο οποίο καταγράφονται ποσότητες δημητριακών που μοιράστηκαν από την ενορία σε κατοίκους του Φορτωσίου κατά το τελευταίο τετράμηνο του 1821 και τα οποία έπρεπε να ξεπληρώσουν, όπως έκαναν κάποιοι από αυτούς, έως το τέλος του 1822, οπότε και τελειώνουν οι εγγραφές στο κατάστιχο. Ανάμεσα σε αυτούς που έλαβαν ποσότητα δημητριακών ήταν και ο Γιώργος Ζωγράφος, ο οποίος πήρε 2 «πινάκια» καλαμπόκι, χωρίς όμως να καταθέσει το αντίτιμο στο εκκλησιαστικό ταμείο. Πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε ότι κατά το καλοκαίρι του 1821 τα Κατσανοχώρια, μετά από προσπάθεια εξέγερσης κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Αλή Πασά από τα σουλτανικά στρατεύματα, είχαν υποστεί λεηλασίες από τα τελευταία. Έτσι εξηγείται και η διανομή των σιτηρών στο Φορτώσι κατά το επόμενο διάστημα. Επομένως λοιπόν πρέπει να δεχτούμε ότι την περίοδο από το 1818 και μετά η οικογένεια του Γεωργίου είχε οικονομικά προβλήματα, με αποκορύφωμα την δυσκολία στην αντιμετώπιση της διατροφικής κρίσης του 1821, γεγονός που οδήγησε στο δανεισμό από το κοινό,
202
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
χωρίς μάλιστα επιστροφή των οφειλομένων. Συνδυάζοντας τα παραπάνω με το περιεχόμενο της επιστολής, μπορούμε να παρατηρήσουμε, συμπερασματικά, ότι ήδη από το 1808 οι αδελφοί Πλακίδα αντιμετώπιζαν προβλήματα στην εξεύρεση εργασίας. Η πραγματικότητα αυτή οδήγησε τον Γεώργιο Πλακίδα μια δεκαετία αργότερα, στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης που αντιμετώπιζαν οι ελληνικές χώρες πριν την επανάσταση, να δανειστεί από την κοινότητα. Η επιδείνωση της κατάστασης ήλθε με την πολεμική συγκυρία του 1821, οπότε ο Γεώργιος Πλακίδας κατέληξε να δανειστεί σιτηρά, όπως άλλωστε έπραξαν οι απορότερες οικογένειες του Φορτωσίου. Αρκετά χρόνια αργότερα (1830) συναντούμε το επόμενο ζωγραφικό έργο του Γεωργίου, που φανερώνει την επάνοδο στην ομαλότητα.
ιστορια της τεχνησ / ζωγραφικη
203
Χρήστος Μεράντζας
Οθωμανικά θέματα και διακοσμητικά στοιχεία στη μεταβυζαντινή μνημειακή ζωγραφική της Ηπείρου κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα Σκοπός στην παρούσα ανακοίνωση είναι να παρουσιάσουμε συγκεν τρωμένα, με αφετηρία τη ζωγραφική τέχνη της επονομαζόμενης Σχολής της ΒΔ Ελλάδας στο χώρο της Ηπείρου κατά τον 16ο αι., εικονογραφικά δάνεια, τα οποία ενσωματώθηκαν στην τέχνη της Σχολής ως στοιχεία εξωτισμού και αντιπροσώπευαν μορφές και σχήματα με καταβολές τόσο στην Άπω Ανατολή όσο και στην ισλαμοπερσική και την οθωμανική παράδοση. Τα στοιχεία αυτά διεύρυναν όχι μόνο τον κύκλο των θεμάτων της, την τεχνοτροπία της, αλλά και το διάκοσμό της. Τα δεδομένα και οι κανόνες της νέας αισθητικής θεώρησης αποτυπώνουν την εμπειρία μιας ιστορικής μετάβασης, αλλά και τη συνείδηση της επαφής του μεταβυζαντινού με άλλους πολιτισμούς. Καθοριστικοί παράγοντες στην καλλιτεχνική δραστηριότητα της επονομαζόμενης Σχολής της ΒΔ Ελλάδος υπήρξαν η πνευματική πραγματικότητα του μοναχισμού, του μόνου εγγυητή διατήρησης της βυζαντινής ταυτότητας μέσα στην οθωμανική συγκυρία, και το εμπόριο των μεγάλων αποστάσεων, το οποίο αναδείχτηκε σε καθοριστικό οικονομικό παράγοντα διακίνησης και διάθεσης πρώτων υλών και βιοτεχνικών αγαθών. Η καλλιτεχνική λοιπόν ταυτότητα της Σχολής δεν είναι δυνατό να αποσπαστεί από τις ευρύτερες ιδεολογικές και πνευματικές ζυμώσεις, όχι μόνο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και της Δυτικής Ευρώπης. Στην ανακοίνωση παρουσιάζουμε, με γνώμονα τον πολιτισμικό τους επαναπροσδιορισμό, ένα μεγάλο μέρος των διακοσμητικών «ετερογενών» στοιχείων της ισλαμικής-οθωμανικής παράδοσης αφομοιωμένων στο ζωγραφικό περιβάλλον της μεταβυζαντινής τέχνης. Τα στοιχεία αυτά διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Εικονογραφικά θέματα και επιμέρους διακοσμητικά θέματα. Τα δεδομένα και των δύο περιπτώσεων συνιστούν έκφραση μιας νέας αισθητικής, λειτουργούν
204
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
συμπληρωματικά προς την ιστορική γνώση, αναφορικά με τα μηνύματα που εμπεριέχουν σε επίπεδο διάδοσης των ζωγραφικών τάσεων, και συνιστούν συμπληρωματικά δεδομένα για τη γενικότερη εξέλιξη στη Βαλκανική της οθωμανικής τέχνης. Καταδεικνύουν, επιπρόσθετα, τις αλληλεπιδράσεις και τις επαφές των πολιτισμών και αποτελούν τεκμήρια της διαπερατότητας από ξένα δάνεια και της μορφολογικής υπόστασης μιας τέχνης που είχε επιτύχει να διατηρήσει τη συνοχή της για αιώνες. Τα μορφολογικά στοιχεία, που άλλαξαν σταδιακά από τον 16ο αι. και εξής το χαρακτήρα της μεταβυζαντινής τέχνης, εκφράζουν μια πολυσύνθετη κοινωνική πραγματικότητα και είναι συνυφασμένα με μια διαφορετικού τύπου σχέση με τον κόσμο. Κατά συνέπεια, δεν πρόκειται για μια αλλαγή τεχνικής φύσεως, αλλά για μια νέα στάση απέναντι σ’ έναν διευρυμένο γεωγραφικά κόσμο.
ιστορια της τεχνησ / ζωγραφικη
205
Αγγελική Α. Τριβυζαδάκη
Προϋποθέσεις ερμηνευτικής προσέγγισης της βυζαντινής ζωγραφικής Η ερμηνευτική προσέγγιση της τέχνης της βυζαντινής περιόδου απαιτεί κατά τη γνώμη μας την κατοχή συγκεκριμένων προϋποθέσεων εις τρόπον ώστε να καταστεί άμεσα αναγνωρίσιμη και ερμηνευτικά προσ πελάσιμη: 1. Κείμενα και μνημεία πριν από την εικονομαχία Ο Άγ. Ειρηναίος στο Κατὰ Αἱρέσεων έργο του αναφέρει: «Ὁπότε δὲ σὰρξ ἐγένετο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὰ ἀμφότερα ἐπεκύρωσεν … καὶ γὰρ καὶ τὴν εἰκόνα ἔδειξεν ἀληθῶς, αὐτὸς τοῦτο γενόμενος ὅπερ ἦν ἡ εἰκὼν αὐτοῦ καὶ τὴν ὁμοίωσιν βεβαίως ἀποκατέστησεν … συνεξομοιώσας τὸν ἄνθρωπον τῷ ἀοράτῳ Πατρὶ διὰ τοῦ βλέποντος Λόγου». Έτσι, ο Χριστός απεικονίζεται ως μαρτυρία «τῆς ἀληθινῆς καὶ οὐ κατὰ φαντασίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου Ἐνανθρωπήσεως». Ήδη ο 82ος κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου ανέφερε «Τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου Ἀμνόν, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, κατὰ τὸν ἀνθρώπινον χαρακτῆρα ἐν ταῖς εἰκόσιν ἀπὸ τοῦ νῦν, ἀντὶ τοῦ παλαιοῦ ἀμνοῦ ἀναστηλοῦσθαι ὁρίζομεν». Η απαγόρευση της συμβολικής απεικόνισης του Χριστού στόχευε στην διακήρυξη της ιστορικής αλήθειας της ενσάρκωσης του Λόγου. Στην κόγχη του ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου στη Νίκαια της Βιθυνίας (το μνημείο καταστράφηκε μόλις το 1922 κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή) η μορφή της όρθιας μετωπικής βρεφοκρατούσας Θεοτόκου αντικατέστησε εικονομαχικό σταυρό, ο οποίος είχε αντικαταστήσει προεικονομαχική μορφή Θεοτόκου. 2. Αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Σύνοδου (787) Οι πατέρες της Ζ΄ Οικουμ. Συνόδου με τις αποφάσεις τους όρισαν το πλαίσιο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, «Οὐ τῶν ζωγράφων ἐφεύρεσις ἡ τῶν εἰκόνων ποίησις, ἀλλὰ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἔγκριτος θεσμοθεσία καὶ παράδοσις … μενοῦνγε αὐτῶν (τῶν πατέρων) ἡ ἐπί-
206
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
νοια καὶ ἡ παράδοσις, καὶ οὐ τοῦ ζωγράφου. Τοῦ γὰρ ζωγράφου ἡ τέχνη μόνον∙ ἡ δὲ διάταξις πρόδηλον τῶν δυναμένων ἁγίων πατέρων». 3. Θεολογικές συζητήσεις κατά την περίοδο της εικονομαχικής έριδας Απόρροια των θεολογικών συζητήσεων της εποχής της εικονομαχίας είναι η χρήση της επιγραφής ΙC XC εκατέρωθεν της κεφαλής του Χριστού είτε σε σκηνές σταύρωσης είτε σε άλλου είδους παραστάσεις. Οι δύο λέξεις μαζί αποδίδουν την ασύγχυτη, αδιαίρετη, άτρεπτη και αχώριστη ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Θεανθρώπου. 4. Ο ρόλος της Πρωτεύουσας και η επίσημη Εκκλησία Η εφέστια εικόνα της μονής Οδηγών στην Κωνσταντινούπολη (842-867), η Παναγία η Οδηγήτρια, αποτελεί πρότυπο για πλήθος εικόνων στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή. Το αρχικό χειρόγραφο της οικογένειας των μοναστικών Ψαλτηρίων, του Chludov, των Παρισίων (κώδ. gr. 20) και της Μονής Παντοκράτορος (αρ. 61) ήταν κατά πάσα πιθανότητα δημιούργημα ενός εργαστηρίου που είχε οργανώσει ο πατριάρχης Φώτιος στην Κωνσταντινούπολη. Επιπρόσθετα, η αυτοκρατορική αυλή με την τάξη, το τελετουργικό και το συμβολισμό της προβάλλεται στα κείμενα και στην τέχνη ως αντανάκλαση της ουράνιας αυλής. 5. Η μαρτυρία των κειμένων και η αξιοπιστία τους Περιγραφή της Θεοτόκου της κόγχης στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης παρέχει ο πατριάρχης Φώτιος σε ομιλία του που εκφώνησε στις 29 Μαρτίου 867. Η Θεοτόκος είναι όρθια μετωπική και βαστά στην αγκαλιά της ανακλινόμενο βρέφος προς το οποίο στρέφει τρυφερά το βλέμμα της «τῇ μὲν στοργῇ τῶν σπλάχνων τὴν ὄψιν πρὸς τὸ τεχθὲν συμ παθῶς ἐπιστρέφουσα». Φαίνεται ότι η Θεοτόκος του Φωτίου διαφέρει από τη Θεοτόκο που σήμερα αντικρίζουμε στην κόγχη της Αγ. Σοφίας. 6. Ο χαρακτήρας του μνημείου Μετά την οριστική διευθέτηση του θέματος των εικόνων οι τοίχοι των ναών κοσμούνται με συγκεκριμένα εικονογραφικά προγράμματα, τα οποία και σταθεροποιούνται μετά τον 10ο αι. Παρατηρούν ται, ωστόσο, μερικές αποκλίσεις οι οποίες οφείλονται αποκλειστικά
ιστορια της τεχνησ / ζωγραφικη
207
στον ιδιαίτερο χαρακτήρα ορισμένων μνημείων. Επί παραδείγματι στο ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινούπολης στον τρούλλο υπάρχει αντί του Παντοκράτορα παράσταση Ανάληψης. Ο ναός ήταν μαυσωλείο των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Η παράσταση της Ανάληψης συμβιβαζόταν περισσότερο με τις δύο αυτές χρήσεις του μνημείου, μια και στη σύνθεση αυτή οι απόστολοι προβάλλονται ως συνεχιστές του έργου του Χριστού και άρα κατέχει θέση εικόνας του επώνυμου αγίου. Παράλληλα, η σκηνή της Ανάληψης έχει εσχατολογικό περιεχόμενο, καθώς προαναγγέλλει τη Δεύτερη Θριαμβευτική Έλευση του Χριστού, εξυπηρετώντας τον κοιμητηριακό χαρακτήρα του μνημείου. Ο ιδιωτικός χαρακτήρας πολλών ναών που ανεγέρθησαν εντός των ορίων ιδιοκτησιών της υπαίθρου με αναθηματικές τοιχογραφίες επηρεάζει την εικονογραφία τής μετά την Εικονομαχία εποχής. Επί παραδείγματι στα Κύθηρα του 10ου αι. υπάρχουν πολλοί τέτοιοι ναοί, στους οποίους η παράσταση της Δέησης είναι ιδιαιτέρως προσφιλής. 7. Γνώση των πολιτικών, κοινωνικών και εν γένει ιστορικών συνθηκών Η αποκρυστάλλωση του δόγματος περί των εικόνων τεκμηριώνει τη δυνατότητα δημιουργίας εικονογραφικών προγραμμάτων, στα οποία συγκεκριμένες σκηνές παρουσιάζονται με συγκεκριμένη διάταξη, ορισμένη σειρά διαδοχής και σύμφωνα με ακριβείς κανόνες που βασίζονται στη θεολογική ερμηνεία του ναού και των ακολουθιών που τελούνται σε αυτόν, και δη της Θείας Λειτουργίας. Ωστόσο, στο πρώιμο μεταεικονομαχικό κλίμα η Εκκλησία ακολουθεί μετριοπαθή πολιτική στη χρήση των εικόνων, της οποίας αντίκτυπος στην τέχνη υπήρξε η ανάπτυξη ενός λιτού εικονογραφικού προγράμματος το οποίο περιλάμβανε μόνον μορφές αγίων, όπως συνέβη στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης. Άλλωστε, για πάνω από έναν αιώνα οι πιστοί δεν έβλεπαν εικονιστικές παραστάσεις σε δημόσιους χώρους και αυτό είχε αναπόφευκτα αντίκτυπο στην εμπειρία και στον τρόπο σύλληψης της τέχνης, αν και ποτέ δεν υπήρξε αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας των θρησκευτικών εικόνων. Με αυτή την προϋπόθεση δικαιολογείται π.χ. η απουσία από το εικονογραφικά προγράμματα σκηνών από το βίο της Θεοτόκου, παρά τη λαμπρή τέλεση των θεομητορικών εορτών και τη λειτουργική καθιέρωση ύμνων προς τιμήν της την εποχή αυτή.
208
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ιωάννης Χουλιαράς
Νεότερα επιγραφικά στοιχεία για τη χρονολόγηση του ζωγραφικού διάκοσμου μεταβυζαντινών ναών στην Ήπειρο και στη Μακεδονία Η ανακοίνωση αφορά τις επιγραφές ενός μεταβυζαντινού ναού στη Μακεδονία και δύο στην Ήπειρο. Από την πληρέστερη ανάγνωση και το γραφολογικό έλεγχο αυτών των επιγραφών προκύπτουν ενδιαφέρον τα στοιχεία για τη χρονολόγηση του διακόσμου τους, αλλά και για τον ζωγράφο σε ένα από αυτά. Ο πρώτος ναός, του οποίου η προβληματική (εξαιτίας της φθοράς στο σημείο της χρονολογίας) επιγραφή έχει απασχολήσει κατά καιρούς τους ερευνητές, είναι οι Άγιοι Ανάργυροι στα Σέρβια Κοζάνης. Σύμφωνα με τον Α. Ξυγγόπουλο, ο οποίος πρώτος μελέτησε το μνημείο, οι τοιχογραφίες του ναού χρονολογούνται στα 1510 ή το πιο πιθανό στα 1600. Αργότερα, ο Θ. Παπαζώτος τοποθέτησε το διάκοσμο, σύμφωνα με δικούς του συλλογισμούς, ανάμεσα στα 1540-1580. Η επιτόπια έρευνα όμως και η σύγκριση των υπολειμμάτων του ενδιάμεσου γράμματος της επιγραφής με τα υπόλοιπα γράμματά της επιβεβαιώνουν την πρώτη άποψη του Ξυγγόπουλου για την ταύτισή του με το Ι και μπορούμε να ανασυνθέσουμε τη χρονολογία σε ΖΙΗ (= 1510)1. Το δεύτερο μνημείο βρίσκεται στον Ελαφότοπο Ζαγορίου Ιωαννίνων και πρόκειται για το ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ο ναός φέρει δύο επιγραφές στο νότιο τοίχο, οι οποίες αφορούν στο κτίσιμο και στο διάκοσμό του. Η πρώτη δεν είχε αναγνωσθεί πλήρως μέχρι τώρα, ενώ η δεύτερη έδινε ως χρονολογία διακόσμησης το έτος 1645/46 και ως ζωγράφο τον Κωνσταντίνο από το Λινοτόπι της Καστοριάς. Η σχεδόν πλήρης ανάγνωση όμως της αρχικής κτιτορικής επιγραφής του ναού έδωσε σημαντικά στοιχεία για την πρώτη διακόσμηση του ναού,
1. Σχετικά με τη δημοσίευση της επιγραφής, βλ. Ι. Π. Χουλιαράς, «Η κτητορική επιγραφή του ναού των Αγίων Αναργύρων στα Σέρβια Κοζάνης», Μακεδονικά 38 (2009), 49-57.
ιστορια της τεχνησ / ζωγραφικη
209
η οποία τοποθετείται στα 1616, καθώς και για τον ζωγράφο της πρώτης φάσης, ο οποίος είναι ο πατέρας του Κωνσταντίνου, Μιχαήλ2. Το τελευταίο μνημείο είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου στην Κληματιά (Βελτσίστα) των Ιωαννίνων. Η αρχική χρονολόγηση που είχε δοθεί λόγω της καταστροφής στο σημείο της χρονολογίας ήταν το έτος 1519, όμως όλοι σχεδόν οι ερευνητές δεν θεωρούσαν σωστή την ανάγνωση αυτή. Η επί τόπου έρευνα απέδειξε, ότι έπειτα από το κατεστραμμένο αρχικό Ζ της χρονολογίας διακρίνεται η επάνω απόληξη του γράμματος Ρ και ακολουθούν τα γράμματα Κ και Ζ των δεκάδων και των μονάδων, αντίστοιχα. Συνεπώς το έτος διακόσμησης θα πρέπει να αποκατασταθεί σε [Ζ]ΡΚΖ (=1618), δεδομένου ότι ο διάκοσμος ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο3.
2. Ι. Π. Χουλιαράς, Η εντοίχια θρησκευτική ζωγραφική του 16ου και 17ου αιώνα στο Δυτικό Ζαγόρι, έκδ. Ριζάρειο Ίδρυμα, Αθήνα 2009, 27-32, εικ. 11, 12. 3. Ι. Π. Χουλιαράς, ό.π., 240, εικ. 18.
210
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Νικόλαος Τουτός
Κτιτορικές απεικονίσεις εκκλησιαστικών προσώπων σε τοιχογραφίες του Αγίου Όρους (17ος – 19ος αι.) Παραστάσεις κτιτόρων και ανακαινιστών των αθωνικών μονών σε τοιχογραφημένα σύνολα της μοναστικής χερσονήσου απαντούν ήδη από την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Στο παρόν κείμενο παρουσιάζονται εν συντομία τα πρώτα αποτελέσματα της καταγραφής απεικονίσεων εκκλησιαστικών ανδρών (ιεράρχες, ηγούμενοι, μοναχοί) σε τοιχογραφίες του Αγίου Όρους από τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα. Συνολικά έχουν εντοπιστεί σαράντα πέντε προσωπογραφίες κληρικών. Δέκα έξι ιεράρχες, μεταξύ των οποίων έξι Οικουμενικοί πατριάρχες και τρεις μητροπολίτες Μολδαβίας, ενώ από τους είκοσι εννέα απεικονιζομένους αγιορείτες μοναχούς, είκοσι ένας είναι Ηγούμενοι ή Προηγούμενοι, επτά απλοί μοναχοί και ένας πρωτοσύγκελλος, παλαιός αγιορείτης μοναχός. Η αριθμητική κατανομή των κτιτορικών πορτραίτων αντανακλά και την εξελικτική πορεία της μνημειακής ζωγραφικής στο Άγιον Όρος τους τρεις τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας: είκοσι μία απεικονίσεις στον 18ο και από δώδεκα στον 17ο και στον 19ο αιώνα. Οι κτιτορικές προσωπογραφίες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί πραγματοποιήθηκαν είτε όταν τα απεικονιζόμενα πρόσωπα ήταν στη ζωή είτε λίγο μετά το θάνατό τους. Πρόκειται δηλαδή για ρεαλιστικές απεικονίσεις ανδρών, τους οποίους οι ζωγράφοι πιθανόν να γνώρισαν από κοντά ή τους ιστόρησαν βασιζόμενοι σε περιγραφές ή σε άλλες απεικονίσεις τους (γκραβούρες, ζωγραφικοί πίνακες κτλ). Για το λόγο αυτό είχαν την ευχέρεια να αποδώσουν με ακρίβεια τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά τους, ακολουθώντας σε αρκετές περιπτώσεις τα πρότυπα της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής. Στην πλειοψηφία τους οι απεικονίσεις έγιναν με πρωτοβουλία των ίδιων των χορηγών, υποδηλώνοντας την πρόθεσή τους για αγαθή υστεροφημία, αλλά και μία λανθάνουσα φιλαρέσκεια. Παρά την «αμαρτωλότητά» τους, επεδίωκαν να καταλάβουν τιμητική θέση στο εικονογραφικό πρό-
ιστορια της τεχνησ / ζωγραφικη
211
γραμμα των ναών, αποσκοπώντας στον «εξαγιασμό» τους, αλλά και στο συνεχές μνημόσυνο. Αξίζει να αναφέρουμε ότι κανένας από τους σαράντα πέντε εικονιζομένους δεν φέρει φωτοστέφανο. Οι ιερωμένοι κτίτορες και χορηγοί παριστάνονται κατά κανόνα ολόσωμοι με ενδύματα διακριτικά του εκκλησιαστικού αξιώματός τους (αρχιερατικά ή ιερατικά άμφια, μοναχική περιβολή κτλ.) και συνήθως κρατούν το ομοίωμα του κτηρίου (ναού ή τράπεζας), που ανακαίνισαν ή ανέγειραν. Σε κάποιες περιπτώσεις συνυπάρχουν με κοσμικούς άρχοντες και απλούς λαϊκούς, διότι ανέλαβαν από κοινού το πολυδάπανο έργο της ανακαίνισης των αθωνικών μοναστηριών. Οι κτιτορικές απεικονίσεις εκκλησιαστικών προσώπων απαν τούν κυρίως στις λιτές και στους νάρθηκες των ναών, κοντά στις εισ όδους τους. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ιεράρχες, που μόνασαν για κάποιο χρονικό διάστημα ή αποσύρθηκαν στον Άθω –είτε έκπτωτοι είτε παραιτηθέντες– και διέθεσαν την περιουσία τους υπέρ των μονών. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τον μητροπολίτη Βελιγραδίου Συμεών στο Χιλανδάρι (1683/4) και τον μητροπολίτη Δράμας Γεράσιμο στο Βατοπέδι (1789). Στο νάρθηκα του ναού της Παναγίας Πορταΐτισσας στην μονή Ιβήρων (1683, με επιζωγράφιση του 1853) παριστάνονται τρεις αρχιερείς: ο λόγιος Οικουμενικός πατριάρχης Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης, ο καθολικός πάσης Ιβηρίας Γαβριήλ και ο μητροπολίτης Μολδαβίας Θεοφάνης Ε΄. Στο καθολικό της μονής Εσφιγμένου εικονίζονται τέσσερις αρχιερείς, που διετέλεσαν μοναχοί της· στη λιτή οι μητροπολίτες Κασσανδρείας Ιγνάτιος και Μελενίκου Γρηγόριος (1841) και στο νάρθηκα ο Οικουμενικός πατριάρχης Άνθιμος Στ΄ και ο μητροπολίτης Μολδαβίας Βενιαμίν Κωστάκε (1864). Κάποιοι από τους αρχιερείς απεβίωσαν στον Άθω και απεικονίζονται στα εκεί ταφικά μνημεία τους με μοναχικά ενδύματα και αρχιερατικό μανδύα: στο σύμπλεγμα «των τάφων των Πατριαρχών» της Μεγίστης Λαύρας εικονίζονται οι πατριάρχες Κων/πόλεως Άνθιμος Β΄ (†1628), Διονύσιος Γ΄ Βαρδαλής (†1696) και Ιερεμίας Γ΄ ο Πάτμιος (†1733)· στην εξωτερική βόρεια πλευρά του καθολικού της Κουτλουμουσίου ενταφιάσθηκε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Ματθαίος ο Γ΄ (†1775) και στην αντίστοιχη νότια όψη του Κυριακού της Σκήτης της Αγίας Άννης ο Οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος Ε΄ ο Καρακαλληνός (†1775). Ο Άνθιμος παριστάνεται νεώτερος, ως μητροπολίτης
212
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Αδριανουπόλεως, στον τρούλλο του καθολικού της Μεγίστης Λαύρας (αρχές 17ου αι.), ο οποίος ανακατασκευάστηκε και ιστορήθηκε με έξοδά του. Επίσης, στο νάρθηκα του καθολικού της μονής Δοχειαρίου βρίσκεται ο τάφος του μητροπολίτη Μολδαβίας Θεοφάνη Β΄ (+1598), ο οποίος εικονίζεται με αρχιερατική περιβολή. Στις κτιτορικές προσωπογραφίες των αγιορειτών μοναχών ξεχωρίζουν οι απεικονίσεις Ηγουμένων και κυρίως Προηγουμένων των ιδιόρρυθμων αθωνικών μοναστηριών την περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι χρηματοδότησαν ή επέβλεψαν την ανοικοδόμηση ή την ανακαίνιση και ιστόρηση των μεγάλων καθολικών: οι Βατοπεδινοί Προηγούμενοι Θεοδόσιος και Λεόντιος στο ιερό βήμα (1652) και στο μεσονυκτικό (1760) του καθολικού της μονής αντίστοιχα, ο Σκευοφύλακας Ιωακείμ Ακαρνάνας στη λιτή του καθολικού της μονής Γρηγορίου (1779), οι Προηγούμενοι Ευθύμιος και Πορφύριος και ο πρωτοσύγκελλος της μητρόπολης Σόφιας Ιωήλ, πρώην Ζωγραφίτης μοναχός, στο νάρθηκα του καθολικού της μονής Ζωγράφου (1817). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πορτραίτα τριών Καρακαλληνών μοναχών που μερίμνησαν για την διαδοχική ιστόρηση των τριών χώρων του καθολικού (οι συνώνυμοι Νεόφυτοι στον κυρίως ναό και στη λιτή, 1717 και 1750 αντίστοιχα, και ο Λεόντιος στο νάρθηκα, 1767). Επίσης, στη λιτή του κυριακού της Νέας Σκήτης απεικονίζονται οι Αγιο παυλίτες Προηγούμενοι Ησαΐας και Άνθιμος Κομνηνός να κρατούν το πρόπλασμα του ναού (τέλη 18ου αι.). Η μοναδική κτιτορική απεικόνιση ιερωμένου στις τράπεζες του Αγίου Όρους την περίοδο που εξετάζουμε είναι αυτή του μοναχού Τιμόθεου Τριαντάφυλλου από τη Λήμνο στην μονή Παντοκράτορος (1749). Κτίτορες μικρότερων ναών και παρεκκλησίων ήταν συνήθως αγιορείτες μοναχοί με οικονομική ευχέρεια ή Προηγούμενοι των μοναστηριών με καθήκοντα οικονομικής διαχείρισης των εσόδων τους. Κατέλαβαν τιμητική θέση στο εικονογραφικό πρόγραμμα των ναών, της ιστόρησης των οποίων υπήρξαν χορηγοί: οι Προηγούμενοι Βίκτωρ (1667) και Γεράσιμος (1740) σε δύο παρεκκλήσια της μονής Χιλανδαρίου, ο Λαυριώτης Προηγούμενος Ιωσήφ, κτίτωρ του ναού της Παν αγίας Κουκουζέλισσας (1719), οι «κοπιάσαντες ἐξ ὅλης προθυμίας» κτίτορες του ναού της Πορταΐτισσας της Ιβήρων Σολομών και Νικηφόρος (1683) και οι επίσης ιβηρίτες Προηγούμενοι Σωφρόνιος και
ιστορια της τεχνησ / ζωγραφικη
213
Δανιήλ Πελοποννήσιος, χορηγοί της τοιχογράφησης των πλευρικών παρεκκλησίων του καθολικού της Ιβήρων (1812 και 1846 αντίστοιχα). Επίσης, στην ίδια ομάδα θα πρέπει να εντάξουμε τον Σταυρονικητιανό Σκευοφύλακα Διονύσιο (Κοιμητηριακός ναός, 1789), τον Ζωγραφίτη μοναχό Χατζη-Γεράσιμο (νάρθηκας του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, 1780) και τον πνευματικό Ματθαίο τον Λέσβιο, κτίτορα του ναού του αγίου Γεωργίου στην Προβάτα (1631). Τέλος, οι απεικονίσεις μοναχών, που διατέλεσαν διαχειριστές των ανθηρών αθωνικών μετοχίων στη Μολδοβλαχία και Βεσσαραβία, όπως οι Ξηροποταμηνοί Χριστοφόρος και Ιγνάτιος (λιτή του καθολικού, 1783) και ο Παντοκρατορινός αρχιμανδρίτης Μελέτιος Κατσοράνος (λιτή του καθολικού, 1854), πιστοποιούν τις ιδιαίτερες σχέσεις των παραδουνάβιων Ηγεμονιών με τον Άθω την περίοδο αυτή.
214
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Αικατερίνη - Κωνσταντίνα Κοντοπανάγου
Ο κύκλος του Ακάθιστου Ύμνου στον Άγιο Γεώργιο Νεγάδων Ζαγορίου (1795) Οι εικοσιτέσσερις σκηνές του Ακάθιστου Ύμνου στον Άγιο Γεώργιο Νεγάδων, έργο των Καπεσοβιτών ζωγράφων Ιωάννη και Αναστασίου, ιστορούνται στα εσωράχια των τεσσάρων τόξων της νότιας κιονοστοιχίας με προσανατολισμό από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι, οι λεγόμενοι ιστορικοί, αρχίζουν με τον κύκλο του Ευαγγελισμού (οίκοι Α-Γ). Η σταδιακή πραγμάτωση της Ενσάρκωσης ολοκληρώνεται στον τέταρτο οίκο, όπου δύο άγγελοι συγκρατούν την οθόνη. Η πέμπτη, έκτη κι έβδομη στροφή ακολουθούν στερεότυπους εικονογραφικούς τύπους. Έπονται τα επεισόδια της πορείας των Μάγων (οίκοι Θ-Κ), το ταξίδι χωρίς τοπογραφικές αναφορές, η Προσκύνηση μέσα σε βραχώδες σπήλαιο και τέλος η είσοδός τους στην τειχισμένη Βαβυλώνα. Τη συνέχιση της διήγησης μετά την άφιξη της Αγίας Οικογένειας στην Αίγυπτο (οίκος Λ) ακολουθεί η παράσταση της Υπαπαντής (οίκος Μ). Στο δογματικό μέρος του ύμνου εισάγει ο δέκατος τρίτος οίκος, όπου στη σύνθεση κυριαρχεί ο ευλογών Χριστός, ενώ στον επόμενο κεντρικό πρόσωπο είναι η ένθρονη Βρεφοκρατούσα Θεοτόκος. Στις δύο ακόλουθες στροφές απεικονίζεται ο Ιησούς, στη δέκατη πέμπτη όρθιος σε στάση κατενώπιον, στη δε επόμενη στον εικονογραφικό τύπο του Εμμανουήλ. Η αδυναμία της θύραθεν σοφίας ιστορείται στη δέκατη έβδομη στροφή με τη Θεοτόκο ένθρονη Βρεφοκρατούσα να περιβάλλεται από πλήθος ρητόρων. Με τον Χριστό να ανασύρει από στόμα δράκοντα γεροντική μορφή αποδίδεται ο οίκος Σ, ενώ στον επόμενο η Παναγία περιβάλλεται από δύο νεαρές γυναίκες. Στην εικοστή στροφή ο Ιησούς σε προτομή μέσα σε ημικυκλικού σχήματος νεφέλωμα, ακολουθεί η Παναγία, ως Φωτοδόχος λαμπάδα, να περιβάλλεται από φωτεινό ημικύκλιο. Στον οίκο Χ ο χρεωλύτης Χριστός, όρθιος, μετωπικός κρατεί με τα δύο χέρια ειλητό και στους δύο τελευταίους οίκους πλήθος πιστών παραστέκουν φορητή εικόνα της Παναγίας.
ιστορια της τεχνησ / ζωγραφικη
215
Στο σύνολο των σκηνών παρουσιάζεται λιτή εικονογραφική απόδοση του κειμένου. Στις παραστάσεις δεν υπάρχουν συνοδευτικές επιγραφές παρά μόνο το αρχικό γράμμα των οίκων. Στους ιστορικούς ακολουθούνται συνήθεις εικονογραφικές παραλλαγές με διαφοροποιήσεις σε επιμέρους λεπτομέρειες. Αντιθέτως στους περισσότερους από τους δογματικούς ακολουθούνται σπάνιοι εικονογραφικοί τύποι, όπως ο Χριστός να ευλογεί και με τα δύο χέρια στον οίκο Ο και η φορητή εικόνα της Οδηγήτριας στον οίκο Ψ, ή ιδιαίτερες εικονογραφικές ερμηνείες, όπως στη δέκατη όγδοη στροφή, όπου ο Αδάμ ανασύρεται από τον Άδη εξερχόμενος από έναν δράκοντα, και η φορητή εικόνα της Βλαχερνίτισσας στον τελευταίο οίκο. Συνοψίζοντας, παρατηρούμε στις εικοσιτέσσερις σκηνές του Ακάθιστου Ύμνου στον Άγιο Γεώργιο Νεγάδων εικονογραφική συνάφεια με αντίστοιχους μεταβυζαντινούς κύκλους ναών στην Ήπειρο και στη Μακεδονία. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι οι Καπεσοβίτες ζωγράφοι σε ορισμένες περιπτώσεις τροποποιούν την καθιερωμένη εικονογραφία των παραστάσεων προσθέτον τας ιδιαίτερες λεπτομέρειες.
216
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Αγαθονίκη Δ. Τσιλιπάκου
Ο κύκλος του Ακαθίστου στο καθολικό της Ι. Μ. Κοίμησης Σπηλαίου Γρεβενών Το καθολικό1 της σταυροπηγιακής μονής της Κοίμησης, αγιορείτικου τύπου, ανεγέρθηκε στα 1633. Στο εσωτερικό του είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες τριών περιόδων του 17ου αι., έργα επώνυμων ζωγράφων από τη Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο. Για την αγιογράφηση του δυτικού τμήματος του κυρίως ναού και του νάρθηκα το 1658 συνεργάστηκαν οι ζωγράφοι Μιχάλης από τη Ζέρμα Ηπείρου και Ηλίας από το Επταχώρι Καστοριάς, σύμφωνα με τις αντίστοιχες κτιτορικές επιγραφές. Στο νάρθηκα, όπως συνηθίζεται από την παλαιολόγεια περίοδο, ιστορούνται οι είκοσι δύο από τους είκοσι τέσσερις οίκους του Ακάθιστου Ύμνου. Ο Ακάθιστος Ύμνος έχει απασχολήσει γενικότερα την έρευνα σχετικά με την εποχή σύνθεσής του, τη λειτουργική του καθιέρωση, τις απαρχές της εικονογράφησής του. Η εικονογραφική και ερμηνευτική προσέγγιση συγκεκριμένων παραδειγμάτων ιστόρησης του ύμνου περιοριζόταν μέχρι πρόσφατα στην υστεροβυζαντινή περίοδο, με ελάχιστες σποραδικές αναφορές στη μεταβυζαντινή. Οι διδακτορικές διατριβές του Ν. Πασσά2 και κυρίως της Μ. Ασπρά-Βαρδαβάκη3 έδωσαν το έναυσμα, μέσα από τη διεξοδική ανάλυση συγκεκριμένων περιπτώ-
1. Για το μοναστήρι βλ. Αγ. Τσιλιπάκου, Αρχαιολογική έρευνα και τεκμηρίωση σε μνημεία του νομού Γρεβενών στα πλαίσια του αναστηλωτικού έργου της 11ης Ε. Β. Α., Πρακτικά Α΄ Πανελλήνιου Συνεδρίου, Τα Γρεβενά, Ιστορία – Τέχνη – Πολιτισμός, Θεσσαλονίκη – Γρεβενά 2004, σ. 113-115 και η ίδια, Συντήρηση καθολικού Ι. Μ. Κοιμήσεως Θεοτόκου Σπηλαίου Γρεβενών, ΥΠ.ΠΟ., 11η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Βέροια 2008 (όπου παλαιότερη σχετική βιβλιογραφία). 2. Ν. Δ. Πασσάς, Αι τοιχογραφίαι του καθολικού της μονής Μεγάλης Παναγιάς Σάμου, Αθήναι 1982, σ. 152-159. 3. Μ. Ασπρά-Βαρδαβάκη, Οι μικρογραφίες του Ακαθίστου στον κώδικα Garrett 13, Princeton (Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 123), Αθήνα 1992.
ιστορια της τεχνησ / ζωγραφικη
217
σεων, για τη γενικότερη μελέτη της εικονογραφίας του Ακαθίστου στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι, μέσα από την εικονογραφική και ερμηνευτική προσέγγιση των σκηνών του Ακαθίστου στο καθολικό της Κοίμησης, από τη μια να ανιχνεύσουμε τα πρότυπα και την καλλιτεχνική παιδεία των συγκεκριμένων αγιογράφων και από την άλλη να καταδείξουμε την προσωπική τους συμβολή, όπως και εκείνη των παραγγελιοδοτών – κτιτόρων, στην εξέλιξη της ιστόρησης του κύκλου. Η τοποθέτηση των συνθέσεων του Ακαθίστου στις καμάρες που στεγάζουν τα πλάγια διαμερίσματα του νάρθηκα και στις ανώτερες επιφάνειες της βόρειας και νότιας τοιχοποιίας δεν φαίνεται να είναι τυχαία, αλλά οργανώνεται με κατεύθυνση από μέσα προς τα έξω, από τις ανώτερες προς τις κατώτερες επιφάνειες, σε συνεχή σπειροειδή κίνηση ξεκινώντας από τη νότια καμάρα και καταλήγοντας στη βόρεια. Η ανωτέρω διάταξη εκτιμούμε ότι επιτείνει το θεολογικό περιεχόμενο του κύκλου δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο της Ενσάρκωσης και Ενανθρώπησης του Θεού – Λόγου και κατά συνέπεια στο ρόλο της Παναγίας ως Θεοτόκου και Μεσίτριας, διότι οι ιστορικοί – αφηγηματικοί οίκοι που την προεικονίζουν ή την αποδίδουν αποτελούν τον πυρήνα με επιστέγασμα τους καθαρά δογματικούς οίκους που σχετίζονται με τη Σωτηρία του ανθρώπινου Γένους και εμπεριέχουν δοξαστικό και εσχατολογικό χαρακτήρα. Για τη σαφέστερη διατύπωση των ανωτέρω θεολογικών μηνυμάτων ιδιαίτερο ρόλο παίζουν: 1) Οι επιλεγόμενοι τύποι απεικόνισης των ιερών μορφών του Χριστού Παντοκράτορα, της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, ένθρονης, αλλά και δεομένης χωρίς το Χριστό, και ιδιαίτερα του Χριστού Εμμανουήλ. 2) Το αρχιτεκτονικό βάθος, το οποίο, αν και πολύπλοκο, τις περισσότερες φορές εξαίρει, τονίζει και άλλοτε υπομνηματίζει θεολογικά τις παριστανόμενες μορφές ανάλογα με τη βαρύτητά τους. 3) Η χρήση επιγραφών, όπως «Ο ΩΝ», στα φωτοστέφανα του Χριστού, που δηλώνει το «άναρχον», «ατελεύτητον» του Θεού, αλλά και την Ενσάρκωση. Το ανωτέρω δογματικό περιεχόμενο υπερτονίζεται και με τις απεικονίσεις των Αίνων, στον τρούλο του νάρθηκα, και της δίμορφης Δέησης, που αναλύεται στις ολόσωμες μορφές της Παναγίας και του
218
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Χριστού, εκατέρωθεν του ανοίγματος της εισόδου προς τον κυρίως ναό. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τη λιτότητα και ολιγοπροσωπία των συνθέσεων, που παραπέμπουν κυρίως σε έργα μικρής κλίμακας (εικονογραφημένα χειρόγραφα, εικόνες, επιτραχήλια), αποπνέουν έναν ασκητικό, συντηρητικό χαρακτήρα και μαρτυρούν για την ιδιαίτερη θεολογική παιδεία, πιθανότατα του παραγγελιοδότη, που δεν είναι άλλος από τον ηγούμενο Χριστοφόρο, σύμφωνα με την κτιτορική επιγραφή. Γενικότερα το έργο των ζωγράφων, όπως παρουσιάζεται στον κύκλο του Ακαθίστου στο καθολικό του Σπηλαίου, θα το χαρακτηρίζαμε εκλεκτικιστικό, γεγονός που χαρακτηρίζει την καλλιτεχνική παραγωγή του 17ου αι. Στις συνθέσεις συνδυάζονται στοιχεία από την παλαιότερη και αμέσως προηγούμενη παράδοση του βορειοδυτικού ελλαδικού χώρου και γενικότερα της μείζονος Μακεδονίας, με ιδιαίτερη έμφαση στην παλαιολόγεια σερβική εικονογραφία (Περίβλεπτο Αχρίδας, Dečani, Matejić, Marko και εκείνη της Καστοριάς (Παναγία Αποστολάκη, Παναγία Μουζεβίκη), προγενέστερη και σύγχρονη των αγιογράφων (Οίκοι Α΄, Γ΄, Δ΄, Ζ΄, Η΄, Θ΄, Ι΄, Κ΄, Λ΄, Ν΄, Ξ΄, Φ΄, Χ΄). Ορισμένες φορές υιοθετούνται, με παραλλαγές σε λεπτομέρειες, εικονογραφικοί τύποι που καθιερώνονται στο Άγιον Όρος από τους Κρήτες ζωγράφους (Οίκοι Ο΄, ΣΤ΄) ή σχήματα αγαπητά σε έργα της τοπικής ηπειρωτικής σχολής (Οίκος Δ΄). Κάποιες συνθέσεις αποτελούν πρωτότυπες δημιουργίες (Οίκοι Β΄, Υ΄) με σκοπό τη μετάδοση ιδιαίτερων συμβολισμών και θεολογικών μηνυμάτων δογματικού χαρακτήρα, όπως η προτίμηση στην απεικόνιση του Χριστού στον τύπο του Εμμανουήλ. Ακόμη και στις περιπτώσεις που υιοθετούνται τύποι που αποτελούν εικονογραφική «κοινή», οι συνθέσεις διανθίζονται με λεπτομέρειες ποικίλης προέλευσης και προσωπικής έμπνευσης ή αλλαγή διάταξης, στοιχεία που τις διαφοροποιούν από όλες τις προηγούμενες (Οίκοι Π΄, Ρ΄). Σύμφωνα με τα παραπάνω, το έργο των δύο αγιογράφων μάς κατευθύνει για άλλη μια φορά προς τη διαπίστωση της επιβίωσης της υστεροβυζαντινής παράδοσης στη μεταβυζαντινή ζωγραφική της Μακεδονίας, όπως συνάγεται από τη μελέτη όλο και περισσότερων αδημοσίευτων, μέχρι πρόσφατα, παραδειγμάτων. Η ιστόρηση των οίκων του Ακαθίστου στη μονή του Σπηλαίου καταδεικνύει για άλλη μια φορά το σεβασμό στην παράδοση, αλλά και την εικονογραφική ποικιλία που
ιστορια της τεχνησ / ζωγραφικη
219
παρατηρείται στην απόδοση του κύκλου κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο στα πλαίσια μιας εικονογραφικής «ασυνέπειας» που οφείλεται στη διάθεση ανανέωσης – αναζήτησης για την απόδοση διαφόρων προβληματισμών θεολογικού περιεχομένου, ιδιαίτερα από το 17ο αι. Η πολυμορφία και ο εκλεκτικισμός που συναντάται οφείλεται μεταξύ άλλων και στην ευρύτερη διάδοση της απεικόνισης του κύκλου σε ναούς και καθολικά μονών στη δύσκολη περίοδο της τουρκοκρατίας. Η Παναγία, την οποία δοξάζει ο ύμνος, ήταν εκείνη που εξασφάλιζε την «παρηγορία ως Μήτηρ Θεού» και την «ελπίδα για ελευθερία ως στρατηγός υπέρμαχος».
220
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σπύρος Π. Παναγόπουλος
Βασίλειος, επίσκοπος Φιλίππων Μακεδονίας και η ομιλία του στα Εισόδια της Θεοτόκου Ελάχιστες πληροφορίες διαθέτουμε για τον Βασίλειο, επίσκοπο Φιλίππων, ο οποίος σύμφωνα με τον H.-G. Beck (Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich, σ. 546), θεωρείται σύγχρονος του Μεγάλου Φωτίου (c. 810-893). Η ομιλία του για τα Εισόδια της Θεοτόκου βρίσκεται σε τέσσερα χειρόγραφα που απόκεινται σε ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες. Σύμφωνα με μία πρώτη έρευνα που διεξήχθη, ο συγγραφέας-επίσκοπος δεν περιλαμβάνεται σε κανένα λεξικό βυζαντινής προσωπογραφίας ή σε αντίστοιχα εγχειρίδια της μέσης ή ύστερης βυζαντινής εποχής. Στο συνέδριο θα παρουσιαστούν στοιχεία για το συγγραφέα και την εποχή του, καθώς επίσης και στοιχεία της έρευνας αναφορικά με το πρωτότυπο κείμενο (προσπάθεια ένταξής του στο χρονολογικό πλαίσιο, ανασύνθεση των δομικών του στοιχείων κ.ά.).
φιλολογια, ομιλητικη-αγιολογια
221
Φανή Βόινου
Ρητορική και Ιστορία στον Ισίδωρο Γλαβά. Θεματική και ερμηνευτική ανάλυση των Ομιλιών του στον άγιο Δημήτριο Οι πέντε ομιλίες του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ισιδώρου Γλαβά στον άγιο Δημήτριο, που εκδόθηκαν από τον Β. Λαούρδα το 19541, αποτελούν πολύτιμο θησαυρό, τόσο ρητορικό - υφολογικό ή γλωσσικό όσο και ιστορικό, για τα γεγονότα του 14ου αιώνα. Ο βίος του διαγράφει την περίοδο 1342-1396. Η αρχιερατική του σταδιοδρομία πέρασε από διάφορα στάδια και δεν υπήρξε συνεχής. Χρονολογείται σε δυο περιόδους: α΄ αρχιερατεία: Μάιος 1380 - Σεπτέμβριος 1384, β΄ αρχιερατεία: Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 1385 - Ιανουάριος 1396. Η μελέτη μας ασχολείται με την ερμηνευτική και ιστορική ανάλυση των ομιλιών, και μέσα από αυτή την οπτική προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε την εκκλησιαστική φυσιογνωμία του αρχιεπισκόπου ως ιεράρχη και την πολυδιάστατη προσωπικότητά του ως ρήτορα, εγκωμιαστή, πνευματικού δασκάλου και ησυχαστή. Ως προς το περιεχόμενό τους οι ομιλίες διακρίνονται η μια από την άλλη από άποψη πρωτοτυπίας και διαφορετικής οπτικής. Η πρώτη ομιλία, η οποία φέρει τον τίτλο «Εἰς τὸν ἅγιον μεγαλομάρτυρα καὶ μυροβλύτην Δημήτριον», εστιάζεται σε δυο θέματα: το πρώτο επιδεικνύει τη σχέση του αγίου με τον τόπο και το δεύτερο συγκρίνει το μάρτυρα με φυσικά στοιχεία του κόσμου, τον ουρανό, τη γη, τον ήλιο, αλλά και με τον Χριστό, θίγοντας εν κατακλείδι το θέμα της μυροβλυσίας και παραθέτοντας ενδιαφέρουσες πληροφορίες περί της διάταξης της εορτής η οποία διοργανώνεται στη Θεσσαλονίκη προς τιμή του αγίου Δημητρίου. Στη δεύτερη ομιλία με υπότιτλο «Ῥηθεῖσα εἰς τρίτην μετὰ τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, καθ’ ἣν ἑορτάζουσιν οἱ μοναχοί»
1. Ἰσίδωρος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, «Ὁμιλίαι εἰς τὰς ἑορτὰς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου», ἔκδ. Β. Λαούρδα [Ἑλληνικά. Παράρτημα 5], Θεσσαλονίκη 1954.
222
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
συμπλέκονται διάφορα θέματα όπως της μεσιτείας και της αμφίδρομης σχέσης της οφειλής πιστών και αγίου. Από ένα σημείο και πέρα η ομιλία εκθέτει προβλήματα σχετικά με το μοναχισμό της εποχής τα οποία και θεωρούμε το κύριο θέμα της ομιλίας. Η τρίτη ομιλία, η οποία επιγράφεται «Εἰς τὴν καλουμένην ὀκταήμερον ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Δημητρίου», έχει διπλή υφή: α) αποτελείται από το ηθικο-κηρυγματικό μέρος, όπου το εγκώμιο της Θεσσαλονίκης και η εορτή αποτελούν ένα προοιμιακό και γενικότερα εισαγωγικό τμήμα, ενώ ο ενάρετος βίος είναι το κεντρικό θέμα πλαισιωμένο από δευτερεύουσες αναπτύξεις, β) το αγιολογικό μέρος, στο οποίο επιτυγχάνεται η διαγραφή ενός προτύπου, του «τί ἐστιν ἅγιος». Η ομιλία αυτή συν τοις άλλοις μας προσ φέρει και μια περιεκτική περιγραφή της κατανυκτικής ατμόσφαιρας η οποία επικρατεί στην Θεσσαλονίκη τις εορτάσιμες ημέρες και ταυτόχρονα προσδίδει στην εορτή ηθική και κοινωνική διάσταση ‒ δείγμα πρωτοτυπίας του λόγου του αρχιεπισκόπου. Η τέταρτη και η πέμπτη ομιλία αποτελούν μια ενότητα τόσο χρονολογικά όσο και θεματικά. Ανήκουν στην ίδια εποχή και είναι ενδιαφέρουσες πηγές για τη μελέτη των κοινωνικών προβλημάτων της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο της πρώτης Τουρκοκρατίας στην πόλη. Επίσης διέπονται από το ίδιο θέμα: ο αρχιεπίσκοπος προσπαθώντας να εξηγήσει «τα λυπηρά» ερμηνεύει τις αιτίες τους με γνώμονα τη θρησκευτική πίστη και την κοινωνική συμπεριφορά λαού και αρχόντων. Η χρονολογική και θεματική τους συνάφεια προκύπτει και από τους τίτλους των ίδιων των ομιλιών. Εκφωνήθηκαν κατά τα προεόρτια της κυρίως εορτής του πολιούχου, η μεν τέταρτη ομιλία στις 5, η δε πέμπτη ομιλία στις 12 Οκτωβρίου 1393. Η τέταρτη ομιλία φέρει τον τίτλο «Ὅτι ἐκ τοῦ μὴ εὐχαριστεῖν τῷ θεῷ καὶ τοῖς τῶν κοινῶν φροντισταῖς τῶν διαφόρων χάριν τῇ πόλει βοηθειῶν ἐπάγεται τὰ λυπηρά, ἐκφωνηθεῖσα Κυριακῇ α΄ τῶν προεορτίων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, κατὰ μῆνα Ὀκτώβριον, ἰνδικτιῶνος β΄…», ενώ η πέμπτη επιγράφεται «Ὅτι φέρειν χρὴ τοὺς τῶν κοινῶν προϊσταμένους καὶ προὔχοντας ἐν πολιτείᾳ τοὺς τῶν πολλῶν καὶ εὐτελῶν ἀνθρώπων γογγυσμούς, ἐκφωνηθεῖσα Κυριακῇ δευτέρᾳ τῶν προεορτίων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, Ὀκτωβρίου ιβ΄, ἰνδικτιῶνος β΄…». Ως προς τις πνευματικές του καταβολές θεωρούμε ότι ο Ισίδωρος ανήκει στο πνευματικό κίνημα του ησυχασμού. Σ’ αυτό συνηγορούν κυρίως το πνευματικό του περιβάλλον και οι συγγραφικές του
φιλολογια, ομιλητικη-αγιολογια
223
επιλογές, καθώς στο ποιμαντορικό του έργο δεν τοποθετείται εμφανώς ως υπέρμαχος του ησυχασμού. Επιχειρούμε, λοιπόν, καταγραφή των ησυχαστικών θεμάτων που απαντώνται στις ομιλίες: η διάσταση του «φωτός» και οι λέξεις που πλημμυρίζουν το κείμενο με αυτή την αίσθηση, η έννοια της «καθάρσεως» και της «νήψεως», οι ιδιότητες του αγίου στις οποίες ανιχνεύονται θέματα της ησυχαστικής φιλοσοφίας, η «οικείωσις» με το Θεό ως επιδίωξη, η αντίθεση ανάμεσα σε ύλη – πνεύμα, σε ουράνιο – επίγειο κόσμο, η προσευχή και η «ησυχία», η αναφορά στους πνευματικούς πατέρες, το θέμα της νηστείας, η μυροβλυσία του αγίου, η οποία προσλαμβάνει ησυχαστική απόχρωση, τα επίθετα με τα οποία κοσμεί ο ομιλητής τον άγιο Δημήτριο, όλα αυτά μας θυμίζουν χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί ένας ησυχαστής-εγκωμιαστής και παραπέμπουν στην ησυχαστική πνευματική κίνηση. Οι ομιλίες του Ισιδώρου μας απασχολούν και από άποψη ύφους και γλώσσας. Ως ρήτορας ο Ισίδωρος διαθέτει ένα ανεκτίμητο και αναμφίβολο τάλαντο και μια δεινότητα στο χειρισμό του λόγου. Οι ομιλίες του πέρα από την κηρυγματική και ποιμαντορική τους λειτουργία αποκτούν ρητορικό χαρακτήρα και περιέχουν στοιχεία έντεχνου λόγου. Μέσα στο έργο του διαφαίνονται οι επιδράσεις της επίσημης ρητορικής, οι επιρροές των κλασσικών συγγραφέων της αρχαιότητας και των εκκλησιαστικών πατέρων και φωτίζονται σημαντικά πνευματικά και ιστορικά ζητήματα της εποχής, ενώ συχνοί είναι και οι υπαινιγμοί σε θέματα ιστορικά αλλά και πνευματικά. Οι προτάσεις διαδέχονται ευδιάκριτα η μια την άλλη και τα νοήματα ξετυλίγονται διαδοχικά σε μια ευσύνοπτη δομή. Το ύφος του είναι υψηλό και στην πολυτέλεια της ρητορικής διάχυτα είναι τα σχήματα λόγου, όπου επικρατούν η μουσικότητα και η ευρυθμία, ενώ οι ονομασίες πραγμάτων και νοημάτων σύμφωνα με το αττικιστικό πρότυπο δημιουργούν ατμόσφαιρα ανάλογη της ορθόδοξης λειτουργικής παράδοσης. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά μάς οδηγούν στην άποψη ότι πρόκειται για ρητορικό «κέντημα». Σε αυτή τη σύντομη σκιαγράφηση επιχειρήσαμε να δώσουμε μια ένδειξη ότι στο πρόσωπο του Ισιδώρου Γλαβά και στο έργο του μπορούμε να μελετήσουμε την τυπική βυζαντινή διαπλοκή έντεχνου λόγου, θεολογίας και κοινωνικής πραγματικότητας.
224
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ελένη Καλτσογιάννη
Τα αγιολογικά έργα του Ιωάννη Ζωναρά και η Ἐπιτομὴ ἱστοριῶν H πολύπλευρη συγγραφική παραγωγή του χρονογράφου και κανονολόγου Iωάννη Zωναρά περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τέσσερα κείμενα αγιολογικού περιεχομένου, τα οποία δεν είχαν αποτελέσει μέχρι σήμερα αντικείμενο συστηματικής έρευνας και παραμένουν ενμέρει ανέκδοτα· πρόκειται ειδικότερα για δύο Bίους των αγίων Eυπραξίας και Σιλβέστρου πάπα Pώμης και δύο Yπομνήματα στους αγίους Kύριλλο Aλεξανδρείας και Σωφρόνιο Ιεροσολύμων (οι ειδολογικοί χαρακτηρισμοί των κειμένων δίνονται σύμφωνα με τους τίτλους που αυτά φέρουν στα χειρόγραφα). Tο 1924 ο W. Levison επεσήμανε στο πλαίσιο μιας ευρύτερης μελέτης του για το Constitutum Constantini την ύπαρξη ενός σχεδόν κατά λέξη εκτενούς χωρίου από τον Bίο του αγίου Σιλβέστρου στην Ἐπιτομὴ ἱστοριῶν1. Tην παρατήρηση του Levison αναφορικά με τον Bίο του αγίου Σιλβέστρου επανέλαβε το 1977 και το 1983 ο M. Di Maio2. Aπό τη συστηματική μελέτη του συνόλου του αγιολογικού έργου του Iωάννη Zωναρά3 προκύπτουν αντίστοιχες συγγένειες και των υπόλοιπων αγιολογικών κειμένων του συγγραφέα τόσο με την ᾽Eπιτομὴ ἱστοριῶν όσο και με άλλα έργα του. 1. Bλ. W. Levison, Konstantinische Schenkung und Silvesterlegende, στο: Miscellanea Francesco Ehrle. Scritti di storia e paleografia pubblicati sotto gli auspici di S.S. Pio XI in occasione dell’ ottantesimo natalizio dell’ e.mo Cardinale Francesco Ehrle [Studi e Testi 38], Roma 1924, 233. 2. Bλ. M. Di Maio, Zonaras’Account of the Neo-Flavian Emperors: a Commentary [Unpublished PhD Dissertation], University of Missouri-Columbia 1977, 182-188 και του ίδιου History and Myth in Zonaras’ Epitome Historiarum: the Chronographer as Editor, Byzantine Studies/Études Byzantines 10/1 (1983) 19-28. 3. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής με θέμα «Τα αγιολογικά έργα του Ιωάννη Ζωναρά», την οποία έχω εκπονήσει στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με υποτροφία του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης».
φιλολογια, ομιλητικη-αγιολογια
225
Οι διακειμενικές σχέσεις ανάμεσα στα αγιολογικά έργα και τη χρονογραφία του Ζωναρά μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες: α) σύντομες «στερεότυπες» εκφράσεις/«εκφραστικές φόρμουλες», τις οποίες ο συγγραφέας μεταχειρίζεται σχεδόν κάθε φορά που πραγματεύεται ζητήματα με παρόμοια θεματική, β) εκφραστικές ομοιότητες που ανάγονται σε μια τρίτη κοινή πηγή και γ) εκτεταμένες ομοιότητες περιεχομένου και έκφρασης ανάμεσα στα επιμέρους αγιολογικά κείμενα και την Ἐπιτομὴ ἱστοριῶν, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα χωρία που καλύπτουν έκταση δύο ή τριών σελίδων στις υπάρχουσες εκδόσεις να εμφανίζονται σχεδόν απαράλλακτα στα διάφορα έργα του συγγραφέα· οι σχέσεις της τελευταίας κατηγορίας εντοπίζονται εκτός από τον Βίο του αγίου Σιλβέστρου και στα δύο Υπομνήματα του Ιωάννη Ζωναρά για τους αγίους Κύριλλο Αλεξανδρείας και Σωφρόνιο Ιεροσολύμων. H ανίχνευση εκτενών χωρίων τριών από τα αγιολογικά κείμενα του Iωάννη Zωναρά στην ᾽Eπιτομὴ ἱστοριῶν (και το αντίστροφο) επιτρέπει να αποκαταστήσουμε, σε κάποιο βαθμό, υποθετικά τη σχετική χρονολογική σχέση των επιμέρους έργων του συγγραφέα, παρόλο που δεν διαθέτουμε ακριβή στοιχεία για τη χρονολόγησή τους. Υποθέτουμε ότι προηγήθηκε σε κάθε περίπτωση η συγγραφή του κειμένου εκείνου που βρίσκεται πλησιέστερα στις υπόλοιπες πηγές για τα ίδια γεγονότα, είτε εκφραστικά είτε από την άποψη του περιεχομένου, το οποίο ο Ζωναράς χρησιμοποίησε στη συνέχεια ως βάση/«πηγή» για τη συγγραφή της αντίστοιχης ενότητας της χρονογραφίας του ή του εκάστοτε αγιολογικού του έργου4. Κάτι τέτοιο, βέβαια, θα μπορούσε να ισχύει, εφόσον δεχόμαστε ότι ο συγγραφέας επέλεξε την οικονομικότερη λύση, καθώς θεωρητικά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να ανέτρεξε εκ νέου στις πηγές του, προκειμένου να επεξεργαστεί το υλικό του ανάλογα με αυτό που έκρινε απαραίτητο για κάθε κείμενο. H μεταφορά των επιμέρους χωρίων σε νέο κειμενικό πλαίσιο συνοδεύεται ως επί το πλείστον από αλλαγές στη σύνταξη και την οργάνωση του λόγου ή απλώς από λεξιλογικές αλλαγές. Στον τομέα των συντακτικών αλλαγών παρατηρούμε συνήθως την εναλλαγή ενερ4. Tο συμπέρασμα ότι ο Ζωναράς χρησιμοποίησε ως «πηγές» τα δικά του έργα προκύπτει με βάση τις λεπτομέρειες περιεχομένου και έκφρασης που είναι κοινές ανάμεσα στα επιμέρους αγιολογικά του κείμενα και την Ἐπιτομὴ ἱστοριῶν και οι οποίες δεν υπάρχουν στις υπόλοιπες πηγές για τα ίδια γεγονότα.
226
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
γητικής και παθητικής / προσωπικής και απρόσωπης σύνταξης, την αντικατάσταση κύριας ή δευτερεύουσας πρότασης από μετοχή και το αντίστροφο, τη μετατροπή του ευθέoς λόγου σε πλάγιο ή του πλάγιου λόγου σε ευθύ. Τόσο στον τομέα της σύνταξης όσο και σε αυτόν του λεξιλογίου οι επιλογές του Ζωναρά φαίνεται ότι διέπονται γενικότερα από την αρχή της „variatio“, παρατήρηση η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι: α) ο συγγραφέας δεν αντιλαμβανόταν, σε εκφραστικό τουλάχιστον επίπεδο, κάποια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα αγιολογικά του έργα αφενός και τη χρονογραφία του αφετέρου, ώστε να επιλέγει διαφορετικό γλωσσικό κώδικα ανάλογα με το λογοτεχνικό είδος στο οποίο ανήκε κάθε κείμενο και β) το σκοπούμενο κοινό („Zielgruppe“) και στις δύο κατηγορίες έργων μάλλον ταυτιζόταν από την άποψη των υφολογικών απαιτήσεων. Oι διακειμενικές σχέσεις ανάμεσα στα αγιολογικά έργα του Iωάννη Zωναρά και την Ἐπιτομὴ ἱστοριῶν μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να αποβούν χρήσιμες για την επιλογή ανάμεσα σε περισσότερες από μία ορθές γραφές κατά την κριτική έκδοση των επιμέρους κειμένων. Σε ορισμένες περιπτώσεις η γραφή που παραδίδει ο ένας από τους δύο κλάδους της παράδοσης ενός αγιολογικού κειμένου ταυτίζεται με αυτήν που διαβάζουμε στο αντίστοιχο χωρίο της Ἐπιτομῆς ἱστοριῶν, γεγονός που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως επιχείρημα για την επιλογή της συγκεκριμένης γραφής. Σε κάποιες περιπτώσεις, ωστόσο, οι δύο εναλλακτικές γραφές μπορούν να μαρτυρούνται εξίσου από την ᾽Eπιτομὴ ἱστοριῶν ή άλλα έργα του Ζωναρά, ενώ δεν μπορούμε να αποκλείσουμε γενικότερα και το ενδεχόμενο της σκόπιμης εκ μέρους του συγγραφέα εκφραστικής διαφοροποίησης ανάμεσα στα επιμέρους κείμενά του με βάση την αρχή της „variatio“, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω. Από την άποψη, τέλος, της λογοτεχνικής ιστορίας, οι σχέσεις που διαπιστώνονται ανάμεσα στα αγιολογικά έργα του Ιωάννη Ζωναρά και την Ἐπιτομὴ ἱστοριῶν παρέχουν ένα ενδιαφέρον δείγμα διαλόγου μεταξύ αγιολογίας και ιστοριογραφίας κατά τον 12ο αιώνα, κάτι που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι οι βιογραφούμενοι άγιοι υπήρξαν ταυτόχρονα πρωταγωνιστές σημαντικών περιόδων της βυζαν τινής ιστορίας. Ο εσωτερικός αυτός διάλογος που δημιουργείται ανάμεσα στα επιμέρους κείμενα υπογραμμίζει, επιπλέον, την ενότητα του συγγραφικού έργου του Ζωναρά.
φιλολογια, ομιλητικη-αγιολογια
227
Eka Tchkoidze
Η άγνωστη επιστολή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας στο γεωργιανό αγιολογικό κείμενο Μαρτύριο του Konstanti Kakha (†853) Το αγιολογικό κείμενο με πλήρη τίτλο Βίος και Μαρτύριο του αγίου μάρτυρος Κωνσταντίνου του Γεωργιανού, ο οποίος μαρτύρησε από τον Japhar βασιλέα των Βαβυλωνίων (εν συντομία Μαρτύριο του Konstanti Kakha)1 είναι ανώνυμο. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τον συγγραφέα. Από το κείμενο φαίνεται πως ήταν σύγχρονος του μάρτυρα Konstanti, ή Κωνσταντίνου Kakha (†853). Το Μαρτύριο είναι πολύ σύντομο (περίπου 8-9 τυπωμένες σελίδες)∙ η διήγηση συγκεκριμένη, με αναφορές στην Αγία Γραφή και πολλά διδακτικά μηνύματα· η δε γλώσσα του κειμένου είναι λόγια, αλλά απλή και κατανοητή. Ο κεντρικός ήρωας του Βίου είναι ο Γεωργιανός άρχοντας Κωνσταντίνος (το Konstanti πρέπει να είναι το υποκοριστικό αυτού του ονόματος). Το Κωνσταντίνος πρέπει να ήταν το βαφτιστικό του και στην οικογένεια πρέπει να τον φώναζαν με το αρχαίο γεωργιανό ειδωλολατρικό όνομα Kakha. Να σημειωθεί πως σε όλους τους κώδικες που συμπεριλαμβάνει το κείμενο, ακόμα και στους ύμνους που γράφτηκαν προς τιμήν του, παντού αναφέρεται το όνομα Konstanti και όχι το Κωνσταντίνος. Ήταν ένας άνθρωπος πλούσιος και επώνυμος· γνωστός για τις προσφορές του στις εκκλησίες και τα μοναστήρια, καθώς επίσης και για τη φιλοξενία του. Όταν ο Κωνσταντίνος ήταν πλέον πλήρης ημερών, δηλαδή 85 ετών, έγινε μεγάλη σφαγή των χριστιανών στη Γεωργία. Πρόκειται για
1. Πλήρης τίτλος στα γεωργιανά: ცხორებაჲ და წამებაჲ წმიდისა კონსტანტისი ქართველისაჲ, რომელი იწამა ბაბილონელთა მეფისა ჯაფარის მიერ, βλ. το κείμενο ძველი ქართული ლიტერატურის ძეგლები (V-X საუკუნეები)- Μνημεία αρχαίας γεωργιανής λογοτεχνίας, τεύχος 1ο (5ος -10ος αι.), Tbilisi 1963, σσ. 164-172.
228
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
μία από τις πιο καταστροφικές επιδρομές στη χώρα. Στις 5 Αυγούστου του 853 ο τουρκικής καταγωγής στρατηγός των Αράβων Bugha Turk εισέβαλε, κατέστρεψε και πυρπόλησε την γεωργιανή πρωτεύουσα, την Τιφλίδα. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο ευγενής Konstanti Kakha, ο οποίος αναφέρεται μάλιστα ως επικεφαλής του γεωργιανού στρατού σε αυτήν τη μάχη. Μετά από λίγες μέρες, από την Τιφλίδα τον μετέφεραν στη Σαμάρεια (Samarra). Ο αιχμάλωτος Konstanti παρουσιάστηκε ενώπιον του χαλίφη Dja‘far al-Mutawakkil (847-861). Ο χαλίφης ζήτησε από τον Γεωργιανό αιχμάλωτο άρχοντα να ασπαστεί τον μουσουλμανισμό. Ο Konstanti το αρνήθηκε κατηγορηματικά και αποκεφαλίστηκε στις 10 Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή, το 853. Ο συγγραφέας του Βίου ομολογουμένως παραλείπει πολύ σημαντικά γεγονότα. Δεν αναφέρεται στα ακριβή αίτια της εισβολής του Μπούγα Τούρκου στην Αρμενία και τη Γεωργία, ούτε στο γεγονός της ολοσχερούς καταστροφής και πυρπόλησης της Γεωργιανής πρωτεύουσας. Ας μην ξεχνάμε πως τα αγιολογικά κείμενα έχουν ένα και μοναδικό σκοπό: να εκθειάσουν τον άγιο, το βίο του οποίου περιγράφουν, να τον παρουσιάσουν στον αναγνώστη ως παράδειγμα προς μίμηση και να περάσουν στο αναγνωστικό κοινό κάποια συγκεκριμένα μηνύματα. Εξυπηρετώντας λοιπόν αυτούς τους στόχους πολλές φορές οι συγγραφείς των Βίων Αγίων αγνοούν ή παραλείπουν, σκόπιμα ή μη, κάποια ιστορικά γεγονότα. Η μέθοδος, με την οποία ο κάθε συγγραφέας ενός αγιολογικού κειμένου επεξεργάζεται τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του, είναι συγκεκριμένη σε κάθε περίπτωση. Έτσι, λοιπόν, το ότι ο συγγραφέας του εν λόγω Βίου παραλείπει κάποια γεγονότα, δεν καθιστά όλο το κείμενο αναξιόπιστη ιστορική πηγή. Η επιστολή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, παρατίθεται στο τέλος του κειμένου ως παράρτημα και αναφέρει πως, όταν άκουσαν οι άγιοι βασιλείς, οι οποίοι έχουν ήδη αναφερθεί (εννοούνται η Θεοδώρα και ο Μιχαήλ Γ΄), για το μαρτυρικό θάνατο του αγίου Konstanti, έγραψαν την επιστολή στα τέκνα και τους συγγενείς του, στην οποία αναφερόταν το εξής2. Ως γνωστόν, η κυβέρνηση της αυτοκράτειρας Θεοδώρας ως αντιβασιλέως διήρκεσε 14 χρόνια (8422. ცხორებაჲ და წამებაჲ წმიდისა კონსტანტისი ქართველისაჲ, σσ. 170-171.
φιλολογια, ομιλητικη-αγιολογια
229
856). Η επιστολή ενδεχομένως είναι γραμμένη προς το τέλος της αντιβασιλείας της, στα χρόνια 853-856, και έχει μήκος περίπου 2 σελίδες (καταλαμβάνει δηλαδή το ένα τέταρτο του όλου κειμένου). Από το κείμενο φαίνεται πως απευθύνεται σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Στην πρώτη παράγραφο δεν γίνεται σαφές ότι πρόκειται για συλλυπητήριο γράμμα. Δεν διευκρινίζεται ο λόγος της συγγραφής του ούτε η ακριβής ταυτότητα των παραληπτών. Επαινώντας τη χριστιανική πίστη αυτών στους οποίους απευθύνεται, επισημαίνει την αναγκαιότητα της αναφοράς στον μάρτυρα Konstanti. Στη δεύτερη παράγραφο διευκρινίζεται ποιοι είναι οι παραλήπτες της επιστολής, εννοούνται τα τέκνα του Konstanti. Η δεύτερη και η τρίτη παράγραφος αποτελούν τον εκθειασμό του αγίου και ίσως το καλύτερο δείγμα ρητορικής μέσα στο κείμενο. Όπως αποδεικνύεται από το επόμενο σημείο, σκοπός του γράμματος δεν είναι να τους παρηγορήσει, διότι ο ίδιος ο μάρτυρας είναι ο παρηγορητής και αυτών και των αυτοκρατόρων. Δίνοντας συμβουλές για την καλλιέργεια των χριστιανικών αρετών, η αυτοκράτειρα υπόσχεται να έχει τα τέκνα του Konstanti υπό την προστασία της. Αυτό ισχύει και για όλους τους Γεωργιανούς, δεδομένου ότι τους θεωρεί τέκνα της, διότι πρεσβεύουν το ίδιο δόγμα. Η τελευταία παράγραφος μαρτυρεί, ίσως, το λόγο της συγγραφής της επιστολής. Η αυτοκράτειρα καλεί τους απογόνους του μάρτυρα (και έμμεσα τους συμπατριώτες του) να έχουν σε ετοιμότητα τα ξίφη τους εναντίον των εχθρών και να μην τους επιτρέψουν ποτέ να εγκατασταθούν ανάμεσά τους, για να δεχθούν το αγαθό της αυτοκρατορίας και την υποσχόμενη τιμή από το Θεό. Δεν έχουμε σαφείς αποδείξεις, για να θεωρήσουμε την επιστολή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας ως αναμφισβήτητα αυθεντική, αλλά δεν είναι καθόλου απίθανο να την είχε όντως γράψει. Η συγκεκριμένη εισβολή των Αράβων στο Νότιο Καύκασο (του 853) δεν προκάλεσε κάποια άμεση επιπλοκή στις σχέσεις Βυζαντίου-χαλιφάτου. Αυτήν την περίοδο οι σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων ήταν έκρυθμες και επικίνδυνες. Οι βυζαντινές αρχές προσπαθούσαν πάση θυσία να αποδυναμώσουν τους Άραβες και για την επίτευξη αυτού του στόχου προσπαθούσαν να εξεγείρουν μικρούς λαούς της περιοχής εναντίον τους. Η στρατιωτική δράση του Κωνσταντίνου αποσκοπούσε στην αποδυνάμωση των Αράβων. Έτσι, λοιπόν, εξυπηρετούσε άμεσα και τα συμφέροντα του Βυζαντίου. Γι’ αυτό δεν αποκλείεται η Θεοδώρα
230
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
να ευαισθητοποιήθηκε και να έστειλε το συλλυπητήριο γράμμα στην οικογένειά του και με αυτόν τον τρόπο να ενίσχυσε το αντιαραβικό πνεύμα στους κατοίκους της Γεωργίας.
φιλολογια, ομιλητικη-αγιολογια
231
Μεργιαλή-Σαχά Σοφία
Αλληλοπεριχώρηση αγιότητας και εξουσίας: Το στατιστικό προφίλ του αγίου, και του αγιογράφου του, στην Παλαιολόγεια εποχή Ύστερα από δύο αποθαρρυντικούς αιώνες από πλευράς ανάδειξης αγίων και αγιογραφικής παραγωγής που προηγήθηκαν της Παλαιολόγειας εποχής, από τα τέλη του 13ου αι. σημειώνεται μία σαφής άνθηση της αγιολογίας που θα κορυφωθεί στη διάρκεια του 14ου αι. με την ανάδειξη σπουδαίων συγγραφέων αγιολογικών έργων και την ύπαρξη ενός πανοράματος των κυριότερων μορφών αγιοσύνης. Μέσα από την πλούσια αγιογραφική παραγωγή της εποχής εξετάζονται ο γεωγραφικός χώρος, η καταγωγή, η μόρφωση, το κοινωνικό προφίλ, ο κοινωνικός ρόλος και η επιρροή των αγίων στην υψηλή κοινωνία, στον εκάστοτε αυτοκράτορα, και συνακόλουθα στην πολιτική της αυτοκρατορίας την κρίσιμη αυτή εποχή. Η αδιαφιλονίκητη αξιοπιστία και αμεσότητα των αγιογραφικών κειμένων αυτής της εποχής συνίσταται στο γεγονός ότι οι συγγραφείς τους εστιάζουν συνήθως στην παρουσίαση συγχρόνων τους αγίων που συχνά γνώριζαν προσωπικά. Στην παρουσίαση αυτή, και μέσα από την ποικιλία των περιπτώσεων, προκύπτει το κυρίαρχο μοντέλο τόσο του αγίου όσο και του αγιογράφου του μέσα από μία στατιστική προσέγγιση.
232
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Αρετή Τζήρου
Το ανέκδοτο εγκώμιο του Κοσμά Βεστήτορος στην αγία Βαρβάρα (BHG 218e) Το θέμα της ανακοίνωσης συνιστά μέρος της διδακτορικής διατριβής «Κοσμάς Βεστήτωρ: Το ομιλητικό και αγιολογικό έργο του», που εκπονείται στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Επιχειρείται παρουσίαση του μη εκδεδομένου εγκωμίου του Κοσμά Βεστήτορος στην αγία Βαρβάρα, παραδεδομένου στα φφ. 108r-117r του κώδικα Messinensis 4. Εξετάζεται το πρόσωπο του συγγραφέα, η δομή του έργου, οι ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές αναφορές καθώς και οι πηγές του.
φιλολογια, ομιλητικη-αγιολογια
233
Ειρήνη-Σοφία Κιαπίδου
Νέα κριτική έκδοση του Μαρτυρίου τῶν ἁγίων ἐνδόξων ἱερομαρτύρων ΙΕ΄ τῶν ἐν Τιβεριουπόλει μαρτυρησάντων του Θεοφυλάκτου Αχρίδος1 Στις σελίδες 589r-621v του κώδικα Baroccianus gr. 197 (μέσα 14ου αιώνα) παραδίδεται ένα αγιολογικό κείμενο με τον ακριβή τίτλο Μαρτύριον τῶν ἁγίων ἐνδόξων ἱερομαρτύρων ΙΕ΄ τῶν ἐν Τιβεριουπόλει μαρτυρησάντων ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ δυσσεβοῦς Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, τῇ βουλγαρικῶς ἐπονομαζομένῃ Στρουμνίτζῃ. Αποδίδεται στον Θεοφύλακτο Αχρίδος και εξιστορεί το βίο, το μαρτύριο και τα θαύματα των δεκαπέντε ανδρών που μαρτύρησαν στη Στρούμνιτζα της Μακεδονίας επί Ιουλιανού (συγκεκριμένα την 27η Νοεμβρίου του 362). Ταυτόχρονα, όμως, το Μαρτύριο παραδίδει πολλές πληροφορίες για την ιστορία του πρωτοβουλγαρικού κράτους γενικά και της βουλγαρικής Εκκλησίας ειδικότερα, με αποτέλεσμα να συνιστά μια σημαντική ιστορική πηγή για την εν λόγω περίοδο, η οποία βάσει του περιεχομένου της θα μπορούσε να χωριστεί συμβατικά σε τέσσερα μέρη: στο πρώτο παρουσιάζεται σύντομα η ιστορία της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας έως τα μέσα του 4ου αιώνα και τη βασιλεία του Ιουλιανού (361-363), στο δεύτερο εξιστορείται ο βίος των δεκαπέντε μαρτύρων, στο τρίτο περιγράφεται ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων και στο τέταρτο η θαυματουργή δράση των μαρτύρων στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας. Ήδη στα μέσα του 18ου αιώνα ο B. Finetti συμπεριέλαβε το Μαρτύριο στην έκδοση των απάντων του Θεοφυλάκτου (I-IV, Βενετία 1754-1763), από όπου το αναπαρήγαγε ο J.-P. Migne (PG 126, 152221), προσθέτοντας κριτικά σχόλια και παραπομπές σε πηγές που εν1. Επιμέρους χωρία της περιλαμβάνονται τώρα πλέον στο άρθρο μου «Οι πηγές του Θεοφυλάκτου Αχρίδος για το Μαρτύριον τῶν ἁγίων ἐνδόξων ἱερομαρτύρων ΙΕ΄ τῶν ἐν Τιβεριουπόλει μαρτυρησάντων ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ δυσσεβοῦς Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου», Βυζαντιακά 27 (2008) 13-46. Για το κείμενο βλ. επίσης Θεοφύλακτος Αχρίδος, Οι Δεκαπέντε μάρτυρες της Τιβεριούπολης, εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια Π. Βλαχάκος, Θεσσαλονίκη 2008.
234
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
δεχομένως έλαβε υπόψη του ο συγγραφέας. Πρόκειται για την ευρέως γνωστή έκδοση του Μαρτυρίου, στην οποία, ωστόσο (α) εντοπίζονται λάθος αναγνώσεις του χειρογράφου, (β) συχνά η στίξη δεν βοηθά στην κατανόηση του κειμένου, (γ) ο χωρισμός των κεφαλαίων είναι προβληματικός· επίσης, (δ) στο κριτικό υπόμνημα αρκετές φορές δεν διακρίνονται οι γραφές του χειρογράφου από τις διορθώσεις του εκδότη, το δε (ε) υπόμνημα πηγών περιορίζεται βασικά στα χωρία από τα εκκλησιαστικά κείμενα (με λάθη και αρκετές ανακρίβειες στις παραπομπές), ενώ οι αναφορές στις ιστορικές πηγές που φαίνεται να έλαβε υπόψη του ο Θεοφύλακτος Αχρίδος είναι ελάχιστες και όχι συστηματικές. Στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής ο Ρ. Gautier ετοίμασε μια νέα έκδοση του κειμένου, που παρέμεινε, όμως, αδημοσίευτη (βλ. Deux oeuvres hagiographiques du pseudo-Theophylacte, Παρίσι 1968, 226401). Αντιπαραβάλλοντας ο St. Maslev λίγα χρόνια αργότερα την έκδοση Finetti με το χειρόγραφο Baroccianus gr. 197, επισήμανε λάθη (βλ. Fontes Graeci Historiae Bulgaricae IX/1, Σόφια 1974, 150-174) και μέρος των παρατηρήσεών του αυτών ενσωματώθηκαν στην πιο πρόσφατη έκδοση του κειμένου από τον Il. Iliev (βλ. Fontes Graeci Historiae Bulgaricae IX/2, Σόφια 1994, 42-79). Στην έκδοση Iliev, η οποία κατά περίεργο τρόπο πέρασε απαρατήρητη από τη διεθνή βιβλιογραφία, αποκαθίστανται βασικά λάθη (τυπογραφικά, γραμματικά και άλλα) της έκδοσης PG, με αποτέλεσμα το κείμενο του Μαρτυρίου να παρουσιάζεται εμφανώς βελτιωμένο. Εντούτοις, δεν απουσιάζουν και από αυτήν οι αβλεψίες, τα ορθογραφικά λάθη και οι παραλείψεις λέξεων, ενώ το υποτυπώδες κριτικό υπόμνημα σε λίγες μόνο περιπτώσεις διαφωτίζει τον αναγνώστη ως προς τις υιοθετούμενες γραφές σε σχέση με εκείνες του χειρογράφου και τις τυχόν διαφορετικές διορθώσεις που έχουν προταθεί. Η νέα έκδοση που ετοιμάζεται φιλοδοξεί να θεραπεύσει αυτές ακριβώς τις αδυναμίες της έκδοσης Iliev, παρουσιάζοντας το κείμενο του Μαρτυρίου όσο το δυνατόν αρτιότερα και σύμφωνα με τις νεότερες απαιτήσεις του κλάδου της φιλολογίας.
ΕΡΩΤΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
235
Στέλλα Χελιδώνη
Η ταυτότητα του θεού Έρωτα στο λόγιο και το δημώδες ερωτικό μυθιστόρημα του ελληνικού μεσαίωνα Ο θεός Έρωτας αποτελεί έναν σταθερό θεματικό συντελεστή στο ερωτικό βυζαντινό μυθιστόρημα, το λόγιο και το δημώδες. Εμφανίζεται στα έργα είτε με πλήρη ανάπτυξη των στοιχείων που απαρτίζουν το θεματικό πεδίο του, είτε επιλεκτικά με μερική, είτε, ακόμη, με απόλυτη οικονομία, ως κοινός τόπος, γεγονός που αφήνει και την αίσθηση απόηχου μιας ακμαίας παλαιότερα θεματικής. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, ο θεός παίζει ρόλο ενεργό στην πλοκή και πάντοτε ρυθμιστικό όσον αφορά την εκτύλιξη της ερωτικής θεματικής στην κάθε ιστορία. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ίδιου του θεού, κυρίως η παρουσίασή του ως βασιλιά, καθώς και των γνωρισμάτων της βασιλείας, του βασιλείου, της αυλής και των υπηκόων του, απασχόλησαν την έρευνα, γιατί απομακρύνονται σημαντικά από την κλασική αρχαία ελληνική απεικόνιση του Έρωτα ως φτερωτού τρυφερού μικρού παιδιού που παίζει τοξεύοντας τους ανθρώπους. Σύμφωνα με την άποψη που επικράτησε, η νέα, όπως χαρακτηρίστηκε, αυτή εικονοποιΐα του θεού, η οποία διαπιστώνεται στο βυζαντινό ερωτικό μυθιστόρημα, αποτελεί δάνειο από τα αντίστοιχα δυτικά μεσαιωνικά κείμενα και ιδιαίτερα από το γαλλικό Roman de la Rose. Όπως υποστηρίζεται (παλαιότερα κυρίως από τον C. Gidel και σε νεότερα χρόνια κυρίως από την C. Cupane και τον R. Beaton), ο θεός Έρωτας των ελληνικών κειμένων ταυτίζεται με τον Dieu d’Amor της γαλλικής λογοτεχνίας του 12ου αιώνα, και αποτελεί εύρημα αυτής της λογοτεχνίας. Θεωρείται δε ένα από τα ασφαλή πειστήρια που τεκμηριώνουν την εξάρτηση των ελληνικών έργων από τα δυτικά και ως εκ τούτου αποδεικνύουν την ανικανότητα των Βυζαντινών για πρωτοτυπία και δημιουργικότητα. Η παραπάνω άποψη, όσον αφορά το έργο Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου, έχει ανασκευαστεί συνολικά (Στέλλα Χελιδώνη, Το πρότυπο και η ποιητική του μεσαιωνικού μυθιστορήματος «Δι-
236
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου», διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ 2004 – υπό έκδοση). Σύμφωνα με τη νέα πρόταση ο θεός Έρωτας του μυθιστορήματος προέρχεται από το θεολογικό-φιλοσοφικό πλαίσιο του Νεοπλατωνισμού. Ο Νεοπλατωνισμός βρέθηκε στο προσκήνιο της θεολογικής και φιλοσοφικής σκέψης των Βυζαντινών από τον 11ο αιώνα και εξής και, όπως είναι γνωστό, ενσωματώνει τόσο τη θεολογική παράδοση της ορφικής κοσμογονίας όσο και ανατολικές κοσμογονικές παραδόσεις που συνδέονται με μυστηριακές λατρείες. Ως συνέχεια της διερεύνησης, στην ανακοίνωση συγκεντρώνον ται και εξετάζονται όλα τα στοιχεία που παρέχουν και τα υπόλοιπα μυθιστορηματικά κείμενα, λόγια και δημώδη, σε σχέση με τη θεματική του θεού Έρωτα, και γίνεται εκτενής σχολιασμός τους σε αντιπαραβολή με κείμενα της ορφικής-νεοπλατωνικής ερωτικής θεολογίας, καθώς και με κείμενα άλλων ανατολικών παραδόσεων. Όπως αποδεικνύεται, η ταυτότητα του θεού Έρωτα στο βυζαντινό ερωτικό μυθιστόρημα προέρχεται από τη θεολογική-φιλοσοφική παράδοση του Νεοπλατωνισμού. Δεν αποτελεί, επομένως, κάποιον νεωτερισμό του βυζαντινού μυθιστορήματος η σύλληψη των γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν τον θεό. Το νέο στοιχείο είναι η αξιοποίηση των γνωστών από την ορφικήνεοπλατωνική παράδοση γνωρισμάτων του θεού στη δημιουργία του θεματικού ρόλου που παραχωρείται στον θεό Έρωτα. Ο μυθιστορηματικός λόγος, καθώς φαίνεται, παρείχε τα επαρκώς διευρημένα ερμηνευτικά περιθώρια που εξασφάλιζαν την ελευθερία στην κίνηση των ιδεών, διασφαλίζοντας ταυτοχρόνως τους συγγραφείς από την κατηγορία του αιρετικού.
ΜΟΥΣΙΚΗ
237
Ιωάννα Ν. Παπαδοπούλου
Η επιστήμη της Ἁρμονικῆς: από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο Στο Βυζάντιο, η Ἁρμονική διδασκόταν ως κλάδος της μαθηματικής επιστήμης και της Φιλοσοφίας στις ανώτερες σχολές. Βυζαντινοί φιλόσοφοι ενασχολήθηκαν και συνέγραψαν για τη μουσική θεωρία βαδίζοντας πάνω στις δύο μεγάλες «σχολές» της αρχαιότητας, του Αριστόξενου και του Πυθαγόρα, και διασώζοντας παράλληλα πολύτιμες πληροφορίες για την αρχαία ελληνική αρμονική θεωρία. Η σύνδεση όμως αρχαίας και βυζαντινής αρμονικής ενδεχομένως να είχε αντίκτυπο ή και να συμ πορευόταν με την πράξη, τη βυζαντινή μουσική, καθώς στην υμνογραφία απαντούν μορφές σύνθεσης που υπάρχουν στη Χορική ποίηση και στα χορικά του Δράματος και ως ένα σημείο ίσως να συνδέονταν με τις αντίστοιχες αρχαίες φιλοσοφικές απόψεις της θεωρίας / ἁρμονικῆς, αλλά και με την αρχαία μουσική παράδοση. Στόχος της ανακοίνωσης είναι να δοθεί μια εικόνα της υφής των στοιχείων αυτών, των βυζαντινών αντιφώνων και της αρχαίας ελληνικής αντιφωνίας, που εντάσσουν τη βυζαντινή αρμονική στην αρχαία ελληνική ως μια αδιάσπαστη συνέχεια θεωρίας και πράξης από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο.
238
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Αναστάσιος Διονυσόπουλος
Η οντολογία και το επιστημονικό κοσμοείδωλο στον Νικηφόρο Γρηγορά. Η έννοια της φαντασίας Η ικανότητα του ανθρώπου να έχει πρόσβαση στην πραγματική γνώση τόσο του υλικού κόσμου όσο και του επέκεινα αποτελεί οργανικό τμήμα του συστήματος του Γρηγορά και συνδέεται οργανικά με την τετράδα των μεγάλων σοφών της εποχής των Παλαιολόγων, ενώ επισφραγίζεται με τον Νικηφόρο Γρηγορά, ο οποίος υπήρξε το κυριότερον «λογοτεχνικόν πρόσωπον» του ιδ΄ αιώνος, αλλά και η σημαντικότερη επιστημονική φυσιογνωμία της όλης περιόδου. Πράγματι, ο Γρηγοράς δεν είναι μόνον ο ιστορικός της περιόδου εκείνης (1204-1259), ούτε ο υπέροχος λογοτέχνης ή ο σφοδρός αγωνιστής επί θεολογικών και κοινωνικών ζητημάτων, αλλά και ο εξαιρετικά καλός επιστήμων, που ασχολήθηκε με φυσικομαθηματικές μελέτες. Υπήρξε, αληθινά, διακεκριμένος επιστήμων, ο οποίος συνέβαλε στην πρόοδο της Αστρονομίας και άφησε σπουδαιότατο έργο. Ευτύχησε να διδαχθεί την Αστρονομία από τον Θεόδωρο Μετοχίτη, αναδείχθηκε αντάξιος του διδασκάλου του, χωρίς να έχει άλλον ανώτερο ούτε στην Ανατολή ούτε στη Δύση. Διετέλεσε πολλά χρόνια δημόσιος διδάσκαλος και μετέδωσε τις πλούσιες γνώσεις του σε πλήθος μαθητών. Στη διδασκαλία του στη Μονή της Χώρας προσπαθεί να κινήσει το ενδιαφέρον των φοιτητών κυρίως για την Αστρονομία. Για το λόγο αυτό κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του, μάλιστα δε, διότι κατά την διδασκαλία του χρησιμοποιούσε πραγματικά πειραματικά και εποπτικά μέσα. Σημειώνω δε χαρακτηριστικώς τα εξής: «Καὶ ἀστρονομῶν ἐν γλώσσῃ μὲν οὐδὲν φέρει τῆς ἐπιστήμης, σφαιρῶν δὲ ἐμπίπλησι τὴν οἰκίαν καὶ πάντα βιβλίων γέμει καὶ διαγραμμάτων καὶ σκίμποδας καὶ ὀρόφους μεστοὺς ἐπιδείκνυσι τῆς σοφίας καὶ πάντα μᾶλλον ἢ τὴν ψυχήν»1. 1. Νικηφόρου Γρηγορᾶ, ‘Ερμηνεία εἰς τὸν Συνεσίου περὶ ἐνυπνίων λόγον, PG 149, 521-642.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ-ΘΕΟΛΟΓΙΑ
239
Στην παρούσα εργασία αναλύονται η φιλοσοφική σκέψη του Γρηγορά και οι νεοπλατωνικές απόψεις του για την οντολογία, την ανθρωπολογία και τη γνωσιολογία. Επίσης, αναπτύσσονται οι απόψεις του για τη φαντασία κυρίως στο έργο του ‘Ερμηνεία εἰς τὸν Συνεσίου περὶ ἐνυπνίων λόγον καθώς και σε άλλα μικρότερα έργα του όπως Διάλογος Φλωρέντιος ἢ περὶ σοφίας, Ἀντιλογία καὶ λύσεις ζητημάτων2. Ο Γρηγοράς επιχειρεί μια σημαντική τομή μεταξύ της προπτωτικής και μεταπτωτικής κατάστασης των γνωστικών δυνάμεων του ανθρώπου. Στην πρώτη φάση, ακολουθώντας τον Γρηγόριο Νύσσης, αναλύει τη δημιουργία του ανθρώπου από το Θεό, αντλώντας αυτές τις απόψεις από την πλωτινική αντίληψη για τον νου, τον οποίο ο Πλωτίνος χαρακτηρίζει πρώτην ζωὴν καὶ πρῶτον νοῦν. Στη συνέχεια διακρίνει το νου από τη λογική ψυχή, την οποία θεωρεί δευτέραν νόησιν ή δευτέραν ζωήν. Αυτόν τον δεύτερον νοῦν (ή δευτέραν ζωήν) ονομάζει ως φανταστικόν αποδίδοντάς του τα εξής χαρακτηριστικά: άυλο, ανώτερο από τα αισθητά, νοερό, φως άυπνο και αμόλυντο, εξαιτίας της απομάκρυνσης από τα πράγματα του αισθητού κόσμου. Την παρέκκλιση του πρώτου νοός από τον νοητό και αισθητό κόσμο τη χαρακτηρίζει παρὰ φύσιν γνώση. Με αυτήν την παρατήρηση αντιπαραθέτει στον αριστοτελικό εμπειρισμό την πλατωνική θεωρία των ιδεών, που υπάρχει στο νου ως πραγματική γνώση. Τη θέση αυτή ενισχύει με ένα επιχείρημα που αντλεί από τον Πλούταρχο3. Το επόμενο βήμα είναι η θέση της διττής φύσης της φαντασίας και η πλωτινική απόσταση του νου από το σώμα. Σε αυτό το πλαίσιο ο Γρηγοράς χαρακτηρίζει τη φαντασία ως κοινὸν πρυτανεῖον, για να δείξει ότι σε αυτήν οι παραστάσεις των αισθητών εισέρχονται αμεγέθεις και ασώματες και να τις διακρίνει στη συνέχεια κατὰ ἐπίνοιαν4. Η συχνή αναφορά του όρου ψυχή δείχνει ότι η φαντασία συνδέεται άμεσα με αυτή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι άφθαρτη, όπως 2. Βλ. PG 149, 568A: «Ἡ δ’ ἀνθρωπίνη φαντασία οὐ κύκλος ἐστίν, ἀλλὰ ἀπορρήτως τοὺς τύπους τῶν ἔξωθεν εἰσρεόντων δεχομένη ὑπόκειται καθάπερ βιβλίον ἀναγιγνωσκόμενον ὑπὸ τῆς διανοίας…» 3. Βλ. PG 149, 561Β και πβλ. Ν. Γρηγορᾶ, Λύσεις ζητημάτων 3-9 και Συνεσίου Κυρήνης, Περὶ ἐνυπνίων 5. Πβλ. επίσης Ἀλεξάνδρου Ἀφροδισιέως, Περὶ ψυχῆς 63, 8-17. 4. Δ. Μόσχου, Πλατωνισμός ή Χριστιανισμός; Οι φιλοσοφικές προϋποθέσεις του Αντιησυχασμού του Νικηφόρου Γρηγορά (1293-1361), Εκδόσεις Παρουσία, Αθήνα 1998, σ. 160-165.
240
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
η ψυχή5. Την αόριστη φύση της φαντασίας ως όχημα ψυχής ο Γρηγοράς την εκφράζει επικαλούμενος τα ποικίλα ονόματα που αποδίδει σε αυτήν ο Συνέσιος: φανταστικὸν πνεῦμα, ψυχικὸν πνεῦμα, σῶμα πρῶτον ψυχῆς, πνευματικὴ ψυχή και κοινὸς ὅρος ψυχής / σώματος6. Το φανταστικό πνεύμα ως όχημα υφίσταται ποικίλες αλλοιώσεις και ανάλογα με τα στοιχεία που συναντά κατερχόμενο προσλαμβάνει τις αντίστοιχες ποιότητες των στοιχείων αυτών, δηλαδή τη βαρύτητα, τη λεπτότητα και την ελαφρότητα. Φαίνεται ότι ο Συνέσιος είχε κατά νου μέσα στις διάφορες ονομασίες για τη φαντασία το τρίτο από τα δύο άλλα οχήματα του Πρόκλου, το οποίο χαρακτηρίζει ὀστρεῶδες σῶμα7. Στη συνέχεια αναλύει την έννοια της φαντασίας ως όχημα-πνεύμα της ψυχής και αναλύοντας τον Συνέσιο συμφωνεί με τον Μιχαήλ Ψελλό, ο οποίος με την αναγωγή της ψυχής στο θείο αποσκοπούσε στη συνδιάσωση του σώματος. Αναλύει τα όνειρα ως προγνωστικό μέσο για την φαντασία και αποσαφηνίζει τη σημασία της κάθαρσης για τη φαντασία. Καθαρμένη λοιπόν η φαντασία μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο αυτοψίας του Θεού. Ο Γρηγοράς παρατηρεί μια εμπειριοκρατική ερμηνεία των «παραψυχολογικών» φαινομένων, τα οποία αναλύει σε ένα ενιαίο ψυχολογικό υπόβαθρο σε συνάφεια με τις φυσιολογικές παραστάσεις της φαντασίας. Έτσι καταφέρνει να ενσωματώσει στη διδασκαλία του και την πρόγνωση των μελλόντων. Η οικείωση τέτοιων στοιχείων από το νου γίνεται καλύτερα και εναργέστερα με τη μορφή ονείρων και παρασυνειδιακών δραστηριοτήτων. Αυτά εκθέτει ο Γρηγοράς σε έργα που δεν έχουν φιλοσοφικό χαρακτήρα, όπως είναι οι «βίοι Αγίων», όπου περιγράφονται βιώματα θείων οραμάτων κι αποκαλύψεων και ο Γρηγοράς προβαίνει στην φιλοσοφική εξήγηση των εξιστορουμένων. Εκτιμά 5. Βλ. Νικηφόρου Γρηγορᾶ, ‘Ερμηνεία εἰς τὸν Συνεσίου περὶ ἐνυπνίων λόγον, PG 149, 569Α: «Τὴν φαντασίαν ποτὲ μὲν φανταστικόν φησι πνεῦμα, ποτὲ δὲ ψυχικὸν πνεῦμα, ποτὲ δὲ σῶμα πρῶτον ψυχῆς, ποτὲ δὲ πνευματικὴν ψυχήν, ποτὲ δὲ κοινὸν ὅρον ψυχῆς καὶ σώματος». Η ταύτιση αυτή απαντάται στον Πλωτίνο, όπως και στους Πορφύριο, Ιάμβλιχο, Συριανό, Ιεροκλή και Πρόκλο. Πβλ. επίσης, Συνεσίου Κυρήνης, Περὶ ἐνυπνίων 16, 150Β και βλ. Πρόκλου, Εἰς τὸν ἐν πολιτείᾳ λόγον τῶν Μουσῶν 126, 9-12 και Εἰς τὸν Τίμαιον τοῦ Πλάτωνος 3, 237, 25-31. 6. Βλ. Πλωτίνου, Ἐννεάδες VI 3, 23, 24-25. 7. Συνεσίου Κυρήνης, Περὶ ἐνυπνίων 16, 150Β και βλ. Πρόκλου, Εἰς τὸν ἐν πολιτείᾳ λόγον τῶν Μουσῶν 126, 9-12 και Εἰς τὸν Τίμαιον τοῦ Πλάτωνος 3, 237, 25-31.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ-ΘΕΟΛΟΓΙΑ
241
ότι η καλύτερη αποτύπωση στη φαντασία γίνεται, όταν τα αισθητήρια αδρανούν από τις ενοχλήσεις του περιβάλλοντος, ακριβώς όπως και τα αστέρια αντικατοπτρίζονται καλύτερα στο νερό, όταν αυτό ηρεμεί. Και αυτό γιατί ο νους κατά την διάρκεια του ύπνου λαμβάνει με μεγαλύτερη ευκολία τους τύπους από το φανταστικό. Ο συγγραφέας προσπαθεί να υπαγάγει τα «παραψυχολογικά» φαινόμενα (με τη μορφή οραμάτων) σε μία επιστημονική ερμηνεία με βάση την εμπειρία. Τα οράματα, ως έκτακτες μορφές γνώσεως, εξακολουθούν να είναι «τύποι των όντων». Ο Γρηγοράς ανήκει στους βυζαντινούς στοχαστές που χρησιμοποίησαν το νεοπλατωνισμό απλώς ως μέσο έκφρασης των χριστιανικών τους θέσεων.
242
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Βασίλειος Τσίγκος
Οἱ θεολογικές προϋποθέσεις τῆς περί Θεοῦ διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἡ παροῦσα εἰσήγηση ἐπιχειρεῖ νά παρουσιάσει μέ πολύ συνοπτικό τρόπο τά θεολογικά κριτήρια καί τίς προϋποθέσεις, διά τῶν ὁποίων προσεγγίζεται εὐχερέστερα καί ἑρμηνεύεται ἀκριβέστερα ἡ περί Θεοῦ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Στό πρῶτο μέρος περιγράφεται ἡ ἐποχή στήν ὁποία ἔζησε καί ἔδρασε ὁ ἱερός πατήρ. Ὁ ιδ´ αἰώνας χαρακτηρίζεται ἀπό ἔντονες ἀντιθέσεις καί ἀντιπαραθέσεις. Παράλληλα μέ τή ραγδαία πολιτικοοικονομική ἀποσύνθεση τῶν δομῶν τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, σημειώθηκε τήν περίοδο αὐτή ἰδιαίτερη πνευματική καί πολιτιστική ἀναγέννηση μέ χαρακτηριστικότερη ἐκδήλωση τό ἡσυχαστικό κίνημα, μέ τό χαρακτηριστικό τῆς πλήρους διαστάσεως καί, τελικῶς, συγκρούσεως διαφορετικῶν στάσεων περί τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι, διακρίθηκαν δύο ἀντίθετες παραδόσεις, οἱ ὁποῖες στηρίζονταν σέ διαφορετική θεολογική μέθοδο, πού ὁδηγοῦσε σέ διαφορετική πρόταση γιά τή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Ἀναμετρήθηκαν θεολογικά καί συγκρούστηκαν ἔντονα δύο τρόποι θεολογίας, ἡ σχολαστική μέ τήν ἐμπειρική θεολογία τοῦ ἡσυχασμοῦ· ἡ διαλεκτική μέθοδος τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου μέ τήν ἀποδεικτική μέθοδο τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Στό δεύτερο μέρος τῆς εἰσηγήσεως παρουσιάζονται οἱ θεολογικές προϋποθέσεις τῆς περί Θεοῦ διδασκαλίας τοῦ Παλαμᾶ, μέ τήν ἀντίστοιχη κειμενική τεκμηρίωση. Ἔχοντας ὡς βάση τήν ἱστορική πραγματικότητα τῶν θεοφανειῶν, καί κυρίως τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, προχωρεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς τριαδολογικῆς του διδασκαλίας. Ἡ φανέρωση καί παρουσία τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπιτρέπει νά γίνει λόγος γιά τίς θεῖες “ἑνώσεις” καί “διακρίσεις” στή θεότητα, καί ἀκολουθεῖ μία ἄλλη θεμελιώδης διάκριση μεταξύ ἀμεθέκτου θείας οὐσίας καί μεθεκτῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ διάκριση αὐτή δέν καταστρέ-
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ-ΘΕΟΛΟΓΙΑ
243
φει τή θεία ἁπλότητα, ἀλλά προσδιορίζει τή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους ὡς ἐνεργειακή. Σέ ὁλόκληρη τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς συνεργειακῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στά μυστήρια, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα γιά τήν κοινωνία καί μέθεξή του στή θεία ζωή μέχρι τοῦ σημείου νά φθάσει στήν κατά χάρη θέωση, στήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό καί στή θέα καί ὅραση τῆς θείας δόξας. Ἡ θεοπτία εἶναι ἡ ὕψιστη ἔκφραση θεολογίας καί ἀληθοῦς θεογνωσίας. Ἡ οἰκείωση ὅλων αὐτῶν ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μέ βάση ὅσα παρουσιάζονται, καταλήγουμε στό συμπέρασμα ὅτι ἡ θεολογική θεώρηση τῆς παλαμικῆς θεολογίας εἶναι τριαδοκεν τρική καί συνάμα χριστοκεντρική καί πνευματοκεντρική. Σέ ἀντίθεση μέ τίς ἐπικρίσεις προηγουμένων ἐρευνητῶν, στή διδασκαλία τοῦ Παλαμᾶ ὑπάρχει στέρεη, συγκροτημένη καί θεολογικῶς θεμελιωμένη τριαδοκεντρική, χριστοκεντρική καί πνευματοκεντρική τεκμηρίωση καί πλαισίωση, ἀπ’ ὅπου προκύπτουν καί προσδιορίζονται συγκεκριμένες ἐκκλησιολογικές συνέπειες καί νοηματοδοτήσεις γιά τή ζωή καί τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, μέ κριτήριο ἐλέγχου ὅλων αὐτῶν τή βιωματική ἐμπειρία τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ στούς θεουμένους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας.
244
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Δημήτριος Κ. Χατζημιχαήλ
Ψευδο-Διονύσιος Αρεοπαγίτης και Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων: κοινό νεοπλατωνικό υπόβαθρο στα έργα τους Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων στο έργο του «Πρὸς τὰς Σχολαρίου ὑπὲρ Ἀριστοτέλους ἀντιλήψεις» καταδικάζοντας τον αριστοτελικό σχολαστικισμό, που πρεσβεύει ο Σχολάριος, στρέφεται στους Πατέρες των πρώτων αιώνων, για να αποδείξει ότι ο Πλάτων είναι πλησιέστερος στη χριστιανική θρησκεία. Ένας από τους Πατέρες που έχει υπόψη του ο Πλήθων είναι και ο Ψευδο-Διονύσιος Αρεοπαγίτης. Αν και ο Πλήθων φαινομενικά είναι μια εντελώς διαφορετική προσωπικότητα από τον Ψευδο-Διονύσιο, εντούτοις παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία με τον άγνωστο συγγραφέα. Κοινό στοιχείο είναι, ασφαλώς, η σχέση που παρουσιάζουν τα έργα τους με το έργο του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πρόκλου. Μάλιστα οι δύο συγγραφείς –με διαφορά 10 περίπου αιώνων– διαγράφουν μια αντιστρόφως ανάλογη πορεία: ο Ψευδο-Διονύσιος, πιθανότατα μαθητής του Πρόκλου, ακολούθησε την πορεία από τον νεοπλατωνισμό στον χριστιανισμό, ενώ ο Πλήθων, γοητευμένος από τη νεοπλατωνική φιλοσοφία, απαρνήθηκε τον χριστιανισμό για να κηρύξει τη δική του φιλοσοφική θεώρηση της θρησκείας. Μελετώντας κανείς τα έργα των δύο συγγραφέων διαπιστώνει αξιοσημείωτες ομοιότητες, που αποτελούν το κοινό νεοπλατωνικό υπόβαθρό τους. Και παρά το γεγονός ότι ο Πλήθων δεν αναφέρει στα έργα του τον Ψευδο-Διονύσιο, μπορούμε όμως να υποστηρίξουμε ότι γνώριζε το έργο του. Αυτό έρχεται να ενισχύσει την άποψη που θέλει την αρχή της «αποστασίας» του Πλήθωνος να βρίσκεται στην αποστροφή που αυτός έτρεφε προς την αριστοτελική-σχολαστικιστική εκδοχή του χριστιανισμού, που επεκράτησε κατά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ-ΘΕΟΛΟΓΙΑ
245
Γεώργιος Στείρης
Ο ρόλος του νεοπλατωνισμού στην αλλαγή του χαρακτήρα των πόλεων κατά την ύστερη αρχαιότητα και την πρωτοβυζαντινή περίοδο Στον αρχαίο κόσμο ο όρος «πόλις» δεν σήμαινε υποχρεωτικά μια πόλη με τον τρόπο που την εννοούμε στις μέρες μας, αλλά αντίθετα προσδιόριζε μια ευρύτερη αυτοδιοικούμενη μονάδα. Η διαφορά ανάμεσα στον αστικό και τον αγροτικό βίο ήταν έκδηλη, μιας και ο αστικός βίος είχε κυρίαρχα δημόσιο χαρακτήρα. Δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να πούμε ότι η αρχαία πόλη πρωτίστως αποτελούσε πολιτικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο, σκοπός του οποίου ήταν η ευδαιμονία των πολιτών. Αρκετές από αυτές τις πλευρές του αστικού βίου στην ύστερη αρχαιότητα και την πρωτοβυζαντινή περίοδο φαίνεται να μετασχηματίζονται ή να φθίνουν ραγδαία, οδηγώντας σε μια νέα αστική κουλτούρα, καθώς γεννιούνται νέες κοινωνικές και πολιτικές δομές, οι οποίες στην πορεία του χρόνου τελικά επικράτησαν. Αν και αισθητικά η φυσιογνωμία της πόλης στην ύστερη αρχαιότητα δεν αλλοιώθηκε σημαντικά, είναι βέβαιο πως το ενδιαφέρον για την διαχείριση των κοινών είχε ατονήσει σε σημαντικότατο βαθμό1. Η αλλαγή αυτή έως σήμερα αποδίδεται κυρίαρχα σε παράγοντες οικονομικούς, δημογραφικούς, πολιτικούς, θεσμικούς, καθώς και στην προοδευτική επικράτηση του χριστιανισμού. Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να αναδείξει την επίδραση του φιλοσοφικού ρεύματος του νεοπλατωνισμού στο μετασχηματισμό του χαρακτήρα των πόλεων από τον 3ο έως τον 6ο αι. μ.Χ. Την εποχή του πρώιμου χριστιανισμού αναπτύσσεται και προοδευτικά επικρατεί σε διανοητικό επίπεδο το σύστημα του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πλωτίνου, το οποίο αποτελούσε συγκερασμό απόψεων του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των νεοπυθαγορείων. O Πλωτίνος
1. Liebesschütz W., “The end of the ancient city”, στο J. Rich (ed.), The City in Late Antiquity (Routledge: London and New York, 1992), 1-5.
246
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
κατ’ ουσίαν εξέλιξε και συστηματοποίησε τις προσπάθειες του δασκάλου του Αμμώνιου Σακκά να συνδυάσει την εσωτερική φιλοσοφία με το μυστικισμό των νεοπυθαγορείων2. Ο Πλωτίνος υπήρξε πιθανότατα ο πρώτος επαγγελματίας φιλόσοφος, του οποίου η θεολογία τον απέτρεπε από το να λαμβάνει μέρος σε δημόσιες τελετές λατρείας, οι οποίες ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για τη συνοχή της πόλης3. Ορισμένοι δε από τους μαθητές του Πλωτίνου, όπως ο Ρογκατιανός, μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους απόρους, προσπαθώντας να απαλλαγούν από ο,τιδήποτε τους έδενε με τον υλικό κόσμο, την πόλη στην οποία διαβιούσαν4. Κεντρικό σημείο αναφοράς της πνευματικής μέριμνας του Πλω τίνου ήταν η μυστική ένωση της ψυχής του με το καλό, το απόλυτο, το θείο, με απώτερο στόχο να βοηθήσει τον άνθρωπο να σώσει την ψυχή του. Η αναγωγή του ανθρώπου προς το θείο, πίστευε ο Πλωτίνος, του έδινε τη δυνατότητα να προσεγγίσει έναν κόσμο διαφορετικό από τον κόσμο της φθοράς. Έναν κόσμο έμπλεο καλοσύνης και ομορφιάς. Ο Πλωτίνος δηλαδή υπέδειξε στον άνθρωπο πώς, χρησιμοποιώντας τη φιλοσοφία, είναι δυνατόν να σώσει την ψυχή του. Όχι για να διευρύνει τη γνώση, να ασκήσει το νου ή να γίνει καλός πολίτης, όπως γινόταν έως τότε. Η φιλοσοφία από θεωρητική άσκηση του πνεύματος έγινε μέσο σωτηρίας της ψυχής του ανθρώπου. Οι ιδέες του Πλωτίνου ήρθαν συγκεκριμένα να καλύψουν το πνευματικό και ηθικό κενό που άφηνε η ειδωλολατρική θρησκεία σε ανθρώπους με πνευματικές ανησυχίες και ανασφάλεια από την κρίση που διερχόταν η κεντρική διοίκηση και ο αστικός βίος. Η έμφαση πια δόθηκε στην υποκειμενικότητα, στις προσ ωπικές σχέσεις του ανθρώπου, που ψάχνει τη σωτηρία του, με το θείο, σημαδεύοντας και την κοινωνική υπόσταση των ανθρώπων. Ο Πλωτίνος, επιπλέον, επειδή δεν ικανοποιούνταν από τη μορφή και οργάνωση των υφιστάμενων στην εποχή του πόλεων, πρότεινε στον αυτοκράτορα Γαλλιηνό (253-268) την ίδρυση μιας φιλοσοφικής 2. Πελεγρίνης Θ., Νεοπλατωνισμός, Το Λυκόφως της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας (Ελληνικά Γράμματα: Αθήνα, 2003), 27-71. 3. Edwards M., “Pagan and Christian Monotheism in the Age of Constantine”, στο S. Swain and M. Edwards (eds), Approaching Late Antiquity, The Transformation from Early to Late Empire (Oxford: Oxford University Press, 2004), 214. 4. Dillon J., “Philosophy as a Profession in Late Antiquity”, ό.π. (βλ. προηγ. υποσ.) 404.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ-ΘΕΟΛΟΓΙΑ
247
πόλης στην Καμπανία, της Πλατωνόπολης, η οποία θα διοικείτο σύμφωνα με το πρότυπο των πλατωνικών «Νόμων», σχέδιο που τελικά δεν ευοδώθηκε, αλλά μαρτυρεί τη δυσανεξία του Πλωτίνου έναντι του αστικού περιβάλλοντος στο οποίο διαβιούσε. Πάντως, ο ίδιος ο Πλωτίνος, αλλά και προβεβλημένοι συνεχιστές του στους επόμενους αιώνες, όπως ο Ιάμβλιχος και ο Πρόκλος, δεν φαίνεται να επεδίωξαν καμμιά προσωπική ανάμιξη στην τρέχουσα πολιτική ζωή των πόλεων στις οποίες συμμετείχαν. Προς ενίσχυση των παραπάνω χρειάζεται να τονισθεί ότι στα φιλοσοφικά κείμενα των νεοπλατωνικών λείπει ο πολιτικός χαρακτήρας, ενώ η αναφορά τους στη δικαιοσύνη δεν ενέχει πολιτικές συνυποδηλώσεις, παρά κοσμικές5. Χαρακτηριστικά, ένας από τους επιφανέστερους οπαδούς του νεοπλατωνισμού, ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, μεμφόταν την πρακτική των Αντιοχέων για την εμμονή τους να διατηρούν τον αρχαίο τρόπο ζωής, στον οποίο πρυτάνευε ο δημόσιος χαρακτήρας. Πρότεινε μάλιστα, με το δικό του παράδειγμα, την πλήρη αποχή από αυτές τις δραστηριότητες. Δραστηριότητες που αποτελούσαν μέρος του κεντρικού πυρήνα της ζωής στην αρχαία πόλη, θεωρούνταν όχι απλά ήσσονος σημασίας, αλλά απόβλητες. Σημασία για τους νεοπλατωνικούς είχε η πνευματικότητα, ο προσωπικός αγώνας για τη σωτηρία της ψυχής και τη μυστική ένωση με το θείο. Η κατάρρευση των κλασσικών αξιών και ο μετασχηματισμός των πόλεων δεν οφείλεται αποκλειστικά στον χριστιανισμό, αλλά και στη στροφή που επέβαλε ο νεοπλατωνισμός στα στρώματα που εξακολουθούσαν να στηρίζουν την ειδωλολατρία. Χρειάζεται να επισημανθεί ότι και ο ρήτορας Λιβάνιος αντιμετώπιζε με αρνητική διάθεση την εμμονή του Ιουλιανού στον νεοπλατωνισμό. Ο Ιουλιανός, υπό την επιρροή του νεοπλατωνικού Πρίσκου, είχε έλθει σε ρήξη με το συμβούλιο της Αντιόχειας, διαλύοντας τον διοικητικό μηχανισμό της πόλης, ο οποίος την είχε συντηρήσει από την αρχαιότητα. Επιπλέον, ο Λιβάνιος θρηνούσε για την παρακμή των αγώνων πυγμαχίας που τελούνταν στη Μερόη, στο πλαίσιο των εορτών προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδος6. Ο Λιβάνιος, επίσης, ενοχλούνταν από την έντονη στροφή των συμπατριωτών του κατοίκων της Αντιόχειας στην 5. Στο ίδιο, 416-418. 6. Swain S., “Sophists and Emperors”, ό.π. (βλ. υποσ. 3) 370.
248
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ατομικότητα, η οποία απειλούσε τον ιστό της πόλης, καθώς ο καθένας επεδίωκε την προσωπική του ευημερία και προβολή, δίχως να ασχολείται ούτε καν με την ίδια του την οικογένεια. Παρόμοιες ήταν και οι επισημάνσεις του Αμμιανού Μαρκελλίνου (325-391) για τη Ρώμη. Η απειλή για τον αστικό βίο δεν προερχόταν μόνο από τον χριστιανισμό, όπως αυτός εκφράζεται στη ρητορική του Ιωάννη του Χρυσόστομου7, αλλά και τον υπερβολικό «ελληνισμό», κατά τον Λιβάνιο, ανθρώπων όπως ο Ιουλιανός.
7. Hartney A., John Chrysostom and the Transformation of the City (Duckworth: Liverpool, 2004), 5-29.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ-ΘΕΟΛΟΓΙΑ
249
Σωτήριος Φουρνάρος
Η μεταφυσική της δημιουργίας του ανθρώπου στον Γρηγόριο Νύσσης: Χριστιανική παράδοση ή επιστημονική εξέλιξη; Παράδοση και πρόοδος συνιστούν πλέον κλασικές έννοιες κατά τη σύγκριση ζητημάτων του παρελθόντος με αντίστοιχα του (εκάστοτε) παρόντος. Το χτες είθισται να ταυτίζεται με το συντηρητικό και το ξεπερασμένο. Όμως, χωρίς το χτες δεν υπάρχει το σήμερα. Το παρόν δεν προήλθε από παρθενογένεση. Γι’ αυτό και η αναδίφηση του δίπολου παράδοση-ανανέωση εξασφαλίζει ακριβώς και χωρίς ακρότητες το σεβασμό του παρελθοντικού αλλά και του παροντικού. Στο πλαίσιο λοιπόν του χτες και του σήμερα είναι χρήσιμο να διερευνηθεί το ζήτημα της δημιουργίας του ανθρώπου, όπως φαίνεται στον Γρηγόριο Νύσσης τον 4ο μ.Χ. αιώνα (335-394), ο οποίος και συνιστά τη μία πλευρά της χριστιανικής παράδοσης στο προς έρευνα αντικείμενο, και στη θεωρία της εξελίξεως του ανθρώπου το 19ο και τον 20ό αιώνα, από την άλλη πλευρά. Τα ερευνητικά ζητούμενα είναι κατά κύριο λόγο δύο: α) Πώς θεραπεύεται η ολότητα του ανθρώπου, συνιστάμενη από τη φυσική και τη μεταφυσική του προοπτική, στις δύο θεωρήσεις; Και β) Πώς συγκεκριμένα διαγράφεται το πεδίο συνάντησης παράδοσης και ανανέωσης στο θέμα της δημιουργίας του ανθρώπου; Οι απαντήσεις δίνονται μέσα από τον ανανεωτικό λόγο του Ρώσου γενετιστή Theodosius Dobzhansky (1900-1975), του φυσικού και φιλοσόφου Carl Friedrich von Weizsäcker (1912 - 28 Απριλίου 2007), καθώς και μέσα από το βροντερό μας σημερινό ΟΧΙ απέναντι στον ενδεχόμενο γνωσιολογικό δυϊσμό μεταξύ χριστιανικής θεολογίας και θεωρίας της εξελίξεως. Ο Dobzhansky μίλησε για αιώνια μεταφυσικά ζητήματα μέσα από νέα δεδομένα: «ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ διὰ μέσου τῆς ἐξελικτικῆς διαδικασίας». Με το μοντέλο σύνθεσης του Ρώσου γενετιστή η φυσική ανανεώθηκε από τη μεταφυσική, αλλά και η τελευταία από τη φυσική.
250
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ο Weizsäcker προτείνει την κατανόηση του εξελικτικισμού μέσα από τη διαλεκτική σύνθεση θρησκείας και επιστήμης σε τρία σημεία: 1) οντολογική προτεραιότητα του ιστορικού χρόνου, 2) οντολογική αναφορικότητα του ανθρώπινου ατόμου, 3) οντολογική προτίμηση της διαλεκτικής ενότητας (φύσης-ιστορίας, Θεού-ανθρώπου, ανόργανου-οργανικού κόσμου). Η οπτική γωνία του Weizsäcker ανανεώνει τον τρόπο αντιμετώπισης στερεοτύπων σχετικά με την αντιπαλότητα θρησκείας και επιστήμης. Το δικό μας βροντερό ΟΧΙ, που προαναφέρθηκε, στηρίζεται και στην παραπάνω τρίτη θέση του Weizsäcker περί της διαλεκτικής ενότητας. Αυτό το βροντερό ΟΧΙ προκύπτει από τη συνείδηση της εξορίας του ανθρώπου από το χώρο του Είναι, αλλά και της δυνητικής μας επιστροφής στο χώρο αυτό. Όσο από επιστημονικής απόψεως παραμένει ανοιχτή τόσο η πόρτα της ύπαρξης της αρχικής κινητήριας δύναμης δημιουργίας του σύμπαντος και του ανθρώπου, όσο και η πόρτα της λογικής επίλυσης του εν λόγω μυστηρίου, πεδίο σύνθεσης λαμπρό διανοίγεται μεταξύ χριστιανικής-βυζαντινής παράδοσης και επιστημονικής εξελίξεως. Το πεδίο τούτο αποτελεί σίγουρα μία λύση. Το ΟΧΙ αυτό ισοδυναμεί με την ανανεωμένη σύγχρονη προσέγγιση περί του ποιητικού αιτίου μετά και από τα σημαντικά επιστημονικά επιτεύγματα περί της καταγωγής του ανθρώπου.
ΔΙΚΑΙΟ, ΚΡΑΤΙΚΗ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
251
Διονυσία Μισίου
Από το τοπικό στο ρωμαϊκό δίκαιο. Συμβολή στη θέση της γυναίκας κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν μία τεράστια πολυεθνική αυτοκρατορία που όμως δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει παράγοντες συνοχής που να συγκρατούν τις κτήσεις της που εκτείνονταν σε τρεις ηπείρους. Ήταν περισσότερο μια «ομοσπονδιακή οργάνωση πόλεων που σχημάτιζαν ένα σύνολο αστικών κοινοτήτων με μεγαλύτερη ή μικρότερη αυτονομία και είχαν ορισμένα χαρακτηριστικά που προέρχονταν από την εποχή που οι έννοιες πόλη και κράτος ήταν ταυτόσημες». Με τις μεταρρυθμίσεις όμως του Διοκλητιανού και ιδιαίτερα του Μ. Κωνσταντίνου ο αυτοκρατορικός θεσμός απέκτησε τεράστιο κύρος, καθώς ο αυτοκράτορας προβλήθηκε ως ο εκλεκτός του θεού των χριστιανών, του πανάγαθου, παντοδύναμου, του ενός και μοναδικού θεού για όλη την οικουμένη, επιταχύνθηκε η στροφή προς τη συγκεντρωτική μοναρχία, που ολοκληρώθηκε στα μέσα του 5ου αιώνα, και η αυτοκρατορία έγινε κράτος: οι πόλεις έχασαν την αυτονομία τους, υποχώρησαν τα τοπικά δίκαια και επικράτησε στο εξής το ρωμαϊκό δίκαιο. Έτσι το δικαίωμα που είχαν οι Ρωμαίες γυναίκες, να κληρονομούν την πατρική περιουσία, επεκτάθηκε κατά τη βυζαντινή περίοδο σε όλες τις γυναίκες του βυζαντινού κράτους, ενώ παλιότερα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου οι τοπικές διατάξεις εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται από τους κατοίκους των επαρχιών. Μία πόλη, της οποίας γνωρίζουμε αρκετά καλά το τοπικό δίκαιο, είναι η Αθήνα: σύμφωνα με τους νόμους της πόλης οι γυναίκες από την πατρική κληρονομιά δικαιούνταν μόνον ένα χρηματικό ποσό ως προίκα. Τη διαδικασία της μετάβασης από το τοπικό δίκαιο της πόλης της Αθήνας στο ρωμαϊκό δίκαιο και ιδιαίτερα τη δυνατότητα που είχε ο κάτοικος της αυτοκρατορίας, άντρας και γυναίκα, να επικαλεστεί το ρωμαϊκό δίκαιο, μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε το απόσπα-
252
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
σμα του Μαλάλα, που αναφέρεται στο πώς ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ επέλεξε τη σύζυγό του, Αθηναΐδα-Ευδοκία. Την αφορμή για τη γνωριμία του Θεοδόσιου Β΄ με την Αθηναΐδα την έδωσε το γεγονός, ότι η Αθηναΐς ήρθε από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη, για να διεκδικήσει σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο το μερτικό της στην πατρική κληρονομιά.
ΔΙΚΑΙΟ, ΚΡΑΤΙΚΗ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
253
Άννα Παπαμιχαήλ
Προσαγωγή κατηγορουμένου κατά τη Βυζαντινή Δικαιοσύνη Με πυρήνα χωρίο του Χρυσοστόμου (PG 51, 340 κ.ε.), που αναφέρεται στον τρόπο, με τον οποίο προσήγετο ο κατηγορούμενος, παρατηρείται η διαφορετικότητα, η κοινωνική στρωμάτωση, αφού από τον έχοντα το αξίωμα στην πολιτεία αφαιρείτο η ζώνη του αξιώματος «ἵνα μὴ ἐκείνη μετ’ αὐτοῦ ὑβρίζηται» κλπ.
254
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Γυφτοπούλου Σοφία
Mητρόπoλη / εξαρχία πάσης Πελoπoννήσoυ: Ένα σχόλιo στον τίτλo Στο εκκλησιαστικό τακτικό αρ. 20, που παραδίδει την ιεραρχία των εκκλησιαστικών εδρών του πατριαρχείου Kωνσταντινουπόλεως του ύστερου 14ου αι., οι μητροπολίτες φέρουν για πρώτη φορά σε τακτικό τον τίτλο του «εξάρχου». Oι έδρες που έχουν τιμηθεί με τον τίτλο της εξαρχίας είναι καταφανώς όσες μητροπόλεις είχαν αρχαίους τίτλους στην εκκλησιαστική διοίκηση. Mεταξύ αυτών συγκαταλέχθηκαν επιπλέον ορισμένες, οι οποίες είχαν τα δίκαια αρχαίων, απωλεσθέντων ή υπό απειλή μητροπόλεων, η Tραπεζούς, η Φιλαδέλφεια, η Ποντική Hράκλεια, οι Φίλιπποι, η Nαύπακτος, αλλά και η Πάτρα και η Mονεμβασία. H Mονεμβασία, έδρα με ασαφή εκκλησιαστική ιστορία που εμφανίζεται στις πηγές τον 8ο αι., είναι εξαρχία στην «πάσα Πελοπόννησο», όπως ακριβώς και η αρχαία και αποστολική Kόρινθος, η παλαιόθεν πολιτική και εκκλησιαστική μητρόπολη της περιοχής. Παράλληλα και η Πάτρα, αρχαία και αποστολική έδρα με προνόμια, είναι εξαρχία στην Aχαΐα, σε μια νέα εκκλησιαστική επαρχία, όπου όμως τα δημογραφικά δεδομένα επέβαλαν την εξέλιξη. H ερμηνεία της προνομιακής μεταχείρισης της Mονεμβασίας θα πρέπει να αναζητηθεί στην ιδιαίτερη θέση της πόλης στην ιστορία της ύστερης βυζαντινής περιόδου: οι ιεράρχες Mονεμβασίας είχαν δεσμούς με την Nίκαια και την Kωνσταν τινούπολη, καθώς και την δυνατότητα να υποστηρίζουν με υπέρογκα χρηματικά ποσά δραστηριότητες του πατριαρχείου Kωνσταντινουπόλεως. Kατά δε την διάρκεια του 14ου αι. η πόλη διαδραμάτιζε ουσιαστικό διπλωματικό ρόλο, όταν ούτε η έδρα της Kορίνθου ούτε αυτή των Πατρών άκμαζαν, συνεπεία της ιστορικής συγκυρίας. Ως προς την αρχαιότητα της οργανωμένης χριστιανικής κοινότητας Mονεμβασίας, πρωταρχικό κριτήριο για την κατοχύρωση σε μια έδρα του εξαρχικού τίτλου, διαπιστευτήρια εξασφάλισε στην πόλη το ομώνυμο χρονικό. Kαι για την ακρίβεια η φράση της εκδοχής του Iβή-
ΔΙΚΑΙΟ, ΚΡΑΤΙΚΗ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
255
ρων, που αναφέρει με σαφήνεια ότι οι κάτοικοι της Σπάρτης μαζί με τον επίσκοπό τους μετέβησαν στην απόμερη θέση και ίδρυσαν πόλη. H χρησιμότητα της φράσης αυτής για την εκκλησιαστική ιστορία της έδρας είναι καθοριστική δεδομένης της διασύνδεσης της κοινότητας της πόλης με την αρχαία κοινότητα της Λακεδαίμονος (= Σπάρτης), που πιστοποιείται μέσω αυτής της πληροφορίας και την οποία, ας σημειωθεί, καμία πηγή εκκλησιαστικής ιστορίας δεν έχει αποτυπώσει. Σχέσεις θεσμικές ως προς την εκκλησιαστική διοίκηση της Λακεδαίμονος με την έδρα της Mονεμβασίας, μία ένωση των δύο εδρών που θα ήταν και το πλέον αναμενόμενο για παράδειγμα, δεν έχουν λάβει χώρα. Προσπάθεια να ερμηνευθεί ως Mονεμβασία η «πόλις των Λακεδαιμονίων» στις υπογραφές των μητροπολιτών στα πρακτικά της ϛ΄ οικουμενικής συνόδου, το 680, δεν έπεισε τους βυζαντινούς ιεράρχες. O Nικόλαος, μητροπολίτης Mονεμβασίας και πρόεδρος Πατρών, και ο Nικηφόρος Mοσχόπουλος, μητροπολίτης Kρήτης και πρόεδρος Λακεδαίμονος, στις αρχές του 14ου αι. συζήτησαν συστηματικά τις αναφορές της Mονεμβασίας στις πηγές και η αφοπλιστική θέση του Nικηφόρου ήταν ότι όσες πληροφορίες αφορούσαν σε αρχαιότητα της έδρας μιλούσαν για Λακεδαίμονα και όχι για Mονεμβασία. Bέβαια, αν ήταν η διάδοχος πόλη, η σύμπτωση του ονόματος στις εκκλησιαστικές πηγές πρέπει να θεωρείται ακόμη και δεδομένη. Για τα οικονομικά δρώμενα ωστόσο, η πόλη της Mονεμβασίας θεωρείται ότι αποτέλεσε διάδοχο της Σπάρτης και ότι έκανε χρήση των ειδικών εμπορικών προνομίων και των φορολογικών απαλλαγών. Tην θεωρία αυτή πρέσβευε ο Iσίδωρος, μητροπολίτης Kιέβου τον 15ο αι., και αποδέχεται η σύγχρονη έρευνα. O Iσίδωρος συνδέει την ίδρυση της Mονεμβασίας με τις αντιξοότητες που αντιμετώπισε η Kόρινθος και θεωρεί παράλληλα την Mονεμβασία αντικαταστάτη όχι της έδρας της Σπάρτης, αλλά της μητροπόλεως Kορίνθου. H θέση της Mονεμβασίας είχε εξέχουσα στρατηγική σημασία, αν και δεν αναδείχθηκε σε κέντρο με κάποια ειδική σημασία στην πολιτική διοίκηση, κάτι που θα δικαιολογούσε και την ανάλογη εξέλιξη στην εκκλησιαστική. O έξαρχος Mονεμβασίας θα μπορούσε σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο να απολαύσει τον τίτλο σε βάρος της Λακεδαίμονος, θα μπορούσε να είχε αποτελέσει η Mονεμβασία Λακεδαιμονίας το ανάλογο της Nαυπάκτου Aιτωλίας, σε συμφωνία με την εκκλησια-
256
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
στική παράδοση και τις ιστορικές, αμφιλεγόμενες έστω, πληροφορίες. O τίτλος θα μπορούσε να μείνει ενεργός παρά την ανασυγκρότηση της Σπάρτης, δεδομένης της ευμάρειας και της σημασίας της Mονεμβασίας. Aυτό όμως που διεκδίκησε η Mονεμβασία ήταν πολύ μεγαλύτερο. Ή όντως ενδείξεις και παραδόσεις είχαν πείσει τους λογίους για τα αρχαία εκκλησιαστικά δίκαια της πόλης, οπότε προσπάθησαν να δικαιωθούν, ή ενδείξεις και πληροφορίες ανακριβείς αξιοποιήθηκαν συστηματικά προς την κατεύθυνση αυτή, κάποιες ενδεχομένως και να επινοήθηκαν, με στόχο να αναρριχηθεί η εκκλησιαστική ιεραρχία της πόλης στην κορυφή της εκκλησιαστικής διοίκησης της αυτοκρατορίας.
ΔΙΚΑΙΟ, ΚΡΑΤΙΚΗ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
257
Ελισάβετ Χατζηαντωνίου
Εκκλησιαστικές έδρες κατ’ επίδοσιν1 Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο παρατηρείται το φαινόμενο να παραχωρείται η διοίκηση χηρεύουσας επισκοπικής, αρχιεπισκοπικής ή μητροπολιτικής έδρας σε έναν άλλον, συχνά όμορο αρχιερέα, χωρίς ωστόσο η εκχωρούμενη εκκλησιαστική περιφέρεια να αφομοιώνεται και να χάνει τη νομική της υπόσταση. Η εκχώρηση αυτή, που έχει προσωρινό πάντα χαρακτήρα, αποκαλείται στα επίσημα πατριαρχικά, συνοδικά και αυτοκρατορικά έγγραφα, σε επιστολές και σε αφηγηματικές πηγές εἰς ἐπίδοσιν ή ἐπιδόσεως λόγῳ ή κατ’ ἐπίδοσιν. Ο αποδέκτης του προνομίου έφερε τον τίτλο του προέδρου της εκχωρημένης έδρας και είχε όλες τις διοικητικές, λειτουργικές και ποιμαντορικές αρμοδιότητες ενός κανονικά εκλεγμένου και χειροτονημένου αρχιερέα. Η διαφορά του από τον γνήσιον αρχιερέα είναι ότι δεν είχε το δικαίωμα να καθίσει στο σύνθρονο και δεν εγγραφόταν στα δίπτυχα της εκκλησίας την οποία διοικούσε. Οι αρχιεπισκοπικές και μητροπολιτικές έδρες παραχωρούνταν από την πατριαρχική σύνοδο, αν και στο β΄ μισό του 14ου αι. μαρτυρούνται ορισμένες περιπτώσεις, κατά τις οποίες η διοίκηση της εκκλησιαστικής έδρας εκχωρήθηκε με απλή πατριαρχική απόφαση. Δεδομένου του πολιτικού, κοινωνικού και δικαστικού ρόλου που είχαν οι εκκλησιαστικές αρχές, οι παραχωρήσεις χηρευουσών εκκλησιαστικών εδρών σε άλλους αρχιερείς έπρεπε να γίνονται με τη σύμφωνη γνώμη του αυτοκράτορα. Επίσης, μαρτυρούνται ορισμένες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο ίδιος ο αυτοκράτορας είχε μεσολαβήσει, ώστε να εκχωρηθεί η διοίκηση μιας εκκλησιαστικής έδρας σε ευνοούμενό του αρχιερέα. Οι λόγοι που εκκλησιαστικές έδρες καθιερώθηκε να παραχωρούνται κατ’ ἐπίδοσιν σχετίζονται με την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική παρακμή του Βυζαντίου. Οι μαρτυρούμενες περιπτώσεις 1. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο: Βυζαντιακά 27 (2008)117-166 με τον τίτλο «Η παραχώρηση εκκλησιαστικών εδρών κατ’ επίδοσιν».
258
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
από τα τέλη του 11ου έως τις αρχές του 12ου αι. και εφεξής αφορούν σε αρχιερείς ανατολικών και δυτικών: α) που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις έδρες τους λόγω εχθρικής κατοχής· β) που παράλληλα με την εκκλησιαστική τους περιφέρεια έλαβαν τη διοίκηση μιας χηρεύουσας εκκλησιαστικής έδρας, είτε για να ενισχυθούν οικονομικά, είτε για να αναλάβουν την πνευματική επιστασία του ποιμνίου της έδρας, όπου για οικονομικούς ή πολιτικο-στρατιωτικούς λόγους δεν ήταν εφικτό να οριστεί γνήσιος αρχιερέας. Ιδίως στη Μ. Ασία οι δυσχερείς πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που προκαλούσαν οι τουρκικές επιθέσεις και κατακτήσεις ήδη από το β΄ μισό του 11ου αι., είχαν ως συνέπεια οι άλλοτε πολυπληθείς και εύπορες ανατολικές εκκλησιαστικές έδρες να απομείνουν με ευάριθμο ποίμνιο, ενώ η εκκλησιαστική περιουσία υπέστη λόγω των συνεχών επιδρομών και κατακτήσεων σοβαρή φθορά και μείωση. Η κατάσταση ανέχειας στην οποία περιήλθαν ήταν τόση που σε πολλές περιπτώσεις δεν ήταν πλέον εφικτό να καλυφθούν τα έξοδα για τη συντήρηση ενός αρχιερέα στην περιοχή. Το πατριαρχείο κατέφευγε λοιπόν στη λύση της κατ’ ἐπίδοσιν παραχώρησης μιας εκκλησιαστικής έδρας: ένας ενδεής οικονομικά αρχιερέας αναλάμβανε τη διοίκηση μιας εξίσου ή και περισσότερο φτωχής και χηρεύουσας εκκλησιαστικής έδρας, συνήθως όμορης, με συνέπεια να δημιουργείται μια βιώσιμη οικονομική μονάδα, αντί να υπάρχουν δύο άπορες. Με αυτόν τον τρόπο από τη μία πλευρά παρέχονταν τα απαραίτητα έσοδα στον αρχιερέα που παρέμενε κοντά στο ποίμνιό του και εξακολουθούσε να εκτελεί τα τελετουργικά, διοικητικά και ποιμαντορικά καθήκοντά του, και από την άλλη εξασφαλιζόταν διαποίμανση για το ποίμνιο της χηρεύουσας εκκλησιαστικής έδρας και διεκπεραιώνονταν οι διοικητικές εκκρεμότητες. Παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο αποσοβούνταν το ενδεχόμενο μια από τις δύο έδρες να καταστεί ανενεργός λόγω μακράς απουσίας αρχιερέα, ενώ, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν, η πλήρωση της κενής έδρας με γνήσιον ιεράρχη γινόταν πιο ομαλά. Ακόμη αποτρέπονταν κατά το δυνατό οι ιδιοποιήσεις της περιουσίας της σχολάζουσας εκκλησίας από λαϊκούς ή κληρικούς και μοναχούς και αποθαρρύνονταν οι πλησιόχωροι αρχιερείς από το να παρεισδύουν και να επεμβαίνουν αντικανονικά στη δικαιοδοσία όμορης έδρας, γεγονός που προκαλούσε
ΔΙΚΑΙΟ, ΚΡΑΤΙΚΗ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
259
διασάλευση των ορίων μεταξύ των εκκλησιαστικών επαρχιών και διεν έξεις μεταξύ των ιεραρχών. Τέλος, η κατ’ ἐπίδοσιν παραχώρηση εκκλησιαστικών εδρών ήταν ένας εύσχημος τρόπος, προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα των αρχιερέων που συσσωρεύονταν στην Κωνσταντινούπολη, είτε διότι εκδιώχθηκαν από τον κατακτητή, είτε διότι αναζητούσαν την ασφάλεια και την άνεση που εξασφάλιζε η πρωτεύουσα. Επίσης, ο ιεράρχης αναλαμβάνοντας τη διοίκηση μιας νέας εκκλησιαστικής έδρας, παρέμενε γνήσιος αρχιερέας της αρχικής του έδρας και διατηρούσε την ενδεχομένως υψηλή ιεραρχική του θέση. Το μέτρο της ἐπιδόσεως εκκλησιαστικών εδρών χρησιμοποιήθηκε ακόμη ως ένα είδος «ανταμοιβής» και οικονομικής ενίσχυσης προς τους ιεράρχες που παρά τις αντίξοες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν ή να συνεχίσουν να πληρούν τα αρχιερατικά τους καθήκοντα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πολλές από τις παραχωρήσεις του προνομίου τοποθετούνται χρονικά λίγο μετά τη χειροτονία των ιεραρχών και ενώ ήταν έτοιμοι να αναχωρήσουν για την έδρα τους. Σχετικά με τη διάρκεια του προνομίου, επισημαίνουμε ότι, όταν ο πρωταρχικός στόχος της ἐπιδόσεως ήταν να διασφαλιστεί η πνευματική επιστασία του ποιμνίου μιας χηρεύουσας έδρας, η παραχώρηση ίσχυε μέχρις ότου οι συνθήκες το επέτρεπαν να οριστεί γνήσιος ιεράρχης. Επίσης ο αρχιερέας που είχε εκδιωχθεί ή είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει το ποίμνιο, όταν τελικά επέστρεφε στην κανονική του έδρα έχανε το προνόμιο της ἐπιδόσεως. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ἐπίδοσις είχε ως στόχο να ενισχυθεί οικονομικά ένας ενδεής ιεράρχης, το προνόμιο ήταν ισόβιο. Ωστόσο, η πατριαρχική σύνοδος διατηρούσε το δικαίωμα ανά πάσα στιγμή να ορίσει έναν γνήσιον αρχιερέα για την ἐπιδοθεῖσαν έδρα, οπότε ο προνομιούχος αρχιερέας έχανε κάθε δικαίωμα διοίκησης και είσπραξης εσόδων από εκείνη την εκκλησιαστική περιφέρεια. Τέλος, η πατριαρχική σύνοδος μπορούσε να αποσπάσει το προνόμιο από έναν αρχιερέα και να το παραχωρήσει σε άλλον, είτε διότι έκρινε ότι ο δεύτερος ιεράρχης είχε μεγαλύτερη ανάγκη από οικονομική υποστήριξη, είτε επειδή η έδρα του δεύτερου ήταν πλησιέστερη προς την ἐπιδοθεῖσαν εκκλησία και έτσι θα εξυπηρετούνταν καλύτερα οι ανάγκες του ποιμνίου, είτε ακόμη επειδή προηγήθηκαν καταγγελίες για κακοδιοίκηση από τον προνομιούχο αρχιερέα.
260
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η εφαρμογή του μέτρου ήδη από τον 11ο αι. και ιδίως τον 14ο αι. φαίνεται ότι ήταν επιβεβλημένη, καθώς η πολιτική και στρατιωτική κατάρρευση του Βυζαντίου είχε αναπόφευκτα αντίκτυπο και στην ομαλή λειτουργία των εκκλησιαστικών θεσμών και στην εκκλησιαστική οργάνωση. Η πρακτική της ἐπιδόσεως καταδεικνύει τις προσπάθειες του πατριαρχείου αλλά και του αυτοκράτορα να διατηρήσει στο μέτρο του δυνατού τις δομές του μητροπολιτικού συστήματος μέσα από εφήμερες λύσεις σε μια εποχή που ο πνευματικός, κοινωνικός και πολιτικός ρόλος που διαχρονικά υπηρετούσαν οι εκκλησιαστικές αρχές ήταν περισσότερο απαραίτητος από ποτέ.
ΔΙΚΑΙΟ, ΚΡΑΤΙΚΗ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
261
Γεράσιμος Α. Μέριανος
Η υπέρβαση των ορίων της εθιμοτυπίας στην ανταλλαγή διπλωματικών δώρων στο Βυζάντιο: Ο αυθορμητισμός του δωρητή και η πλεονεξία του δωρεοδόχου Οι βυζαντινές διπλωματικές πρακτικές, εξελισσόμενες από τον 4ο αιώνα και εξής, υπέκειντο σταδιακά σε μία εθιμοτυπία, η οποία δεν επέτρεπε στον παράγοντα τυχαιότητα να παρεισφρέει σε διπλωματικές υποθέσεις. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τον 6ο αιώνα η βυζαντινή διπλωματία ήταν οργανωμένη πλέον σε τέτοιο βαθμό, ώστε η πορεία των Περσών απεσταλμένων ελεγχόταν από τη στιγμή που αυτοί εισέρχονταν στην αυτοκρατορία (στο Δάρας) μέχρι την υποδοχή τους στην Κωνσταντινούπολη. Είναι προφανές ότι στο πλαίσιο αυτών των άρτια προετοιμασμένων συναντήσεων των ξένων απεσταλμένων με τον αυτοκράτορα πραγματοποιούνταν και οι ανταλλαγές των διπλωματικών δώρων, εντός, δηλαδή, των ορίων της αυτοκρατορικής εθιμοτυπίας. Μάλιστα, υφίστατο ένα περίπλοκο τυπικό δια του οποίου εξετάζονταν τα πολύτιμα αντικείμενα κατά την ανταλλαγή δώρων, ούτως ώστε τα δώρα από τον Πέρση βασιλέα προς τον Βυζαντινό αυτοκράτορα να εκτιμηθούν και να αντισταθμισθούν από αντίδωρα1. Γενικά, οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν στην Κωνσταντινούπολη «ενορχηστρώνονταν» πολύ προσεκτικά, ώστε ο αυτοκράτορας να τελεί συνεχώς υπό τη σκέπη της αυτοκρατορικής εθιμοτυπίας, κερδίζοντας 1. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περὶ τῆς βασιλείου τάξεως, Ι.89, έκδ. I. I. Reiske, Con stantini Porphyrogeniti imp. De cerimoniis aulae byzantinae [CSHB], Βόννη 1829, σελ. 398408. Η εξέταση και αντιστάθμιση των δώρων γινόταν και αργότερα κατά τις ανταλλαγές διπλωματικών δώρων μεταξύ του Βυζαντινού αυτοκράτορα και του Άραβα χαλίφη. Βλ. Α. Ε. Λαΐου, «Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα», στο της ιδίας (γεν. εποπτεία), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, τ. Β΄, Αθήνα 2006, σελ. 471-559, ειδ. 497-498· A. Cutler, «Gifts and Gift Exchange as Aspects of the Byzantine, Arab, and Related Economies», DOP 55 (2001), σελ. 247-278, ειδ. 257-258.
262
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
τα εύσημα για τις επιτυχίες και αποφεύγοντας την ευθύνη για τυχόν ατυχείς εκβάσεις22. Υπάρχουν, ωστόσο, συγκεκριμένα παραδείγματα που υπερβαίνουν το παραδοσιακό πλαίσιο της εθιμοτυπικής πρακτικής της ανταλλαγής διπλωματικών δώρων. Το 626 περίπου ο Ηράκλειος (610-641), έχοντας ξεκινήσει από το 622 την αντεπίθεσή του εναντίον των Σασσανιδών Περσών, βρισκόταν στον νότιο Καύκασο. Εκεί πραγματοποίησε την πρώτη καταγεγραμμένη βυζαντινή επαφή με τον λαό των Χαζάρων και σύναψε μαζί τους συμμαχία εναντίον των Περσών. Ο ενθουσιασμός του, πιθανότατα, για τη σύναψη της συμμαχίας με τους πολύτιμους νέους συμμάχους του, τον ώθησε να προσφέρει αυθόρμητα (εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον) και εκτός της συνήθους αυλικής εθιμοτυπίας ποικίλα σημαντικά δώρα στον Χάζαρο ηγεμόνα: μεταξύ άλλων, βασιλική στολή, τα χρηστικά σκεύη του συμποσίου που παρέθεσε προς τιμήν του, σκουλαρίκια με μαργαριτάρια για τον ίδιο και τη συνοδεία του, αλλά και μία προσφορά ιδιαίτερα σημαντική που έβριθε συμβολισμών3, το χέρι της πορφυρογέννητης κόρης του4. Πέντε αιώνες αργότερα, την επομένη της καταστροφικής για τους Βυζαντινούς μάχης του Μυριοκεφάλου (1176), ο αποθαρρυμένος Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180) δέχθηκε μία απρόσμενη πρεσβεία. Ο Γαβράς, ο απεσταλμένος του Σελτζούκου σουλτάνου Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ (1155-1192), παρουσιάσθηκε στον Μανουήλ για να του προτείνει τη σύναψη ειρήνης, προσφέροντάς του ένα αμφίστομο μακρύ ξίφος και ένα άλογο με ασημένιο χαλινάρι που του είχε στείλει ο σουλτάνος. Στη συνέχεια, είπε παρηγορητικούς λόγους στον Μανουήλ, αλλά παρατήρησε ότι ο αυτοκράτορας φορούσε πάνω από τον θώρακά του μανδύα στο «χρώμα της χολής», δηλαδή χρυσού χρώματος, το οποίο ήταν οὐκ εὐσύμβολον και λίαν κατὰ τὴν ὥραν τοῦ πολέμου ταῖς ἀγαθαῖς 2. M. Whitby, «From Frontier to Palace: The Personal Role of the Emperor in Diplomacy», στο J. Shepard – S. Franklin (επιμ.), Byzantine Diplomacy. Papers from the Twenty-fourth Spring Symposium of Byzantine Studies, Cambridge, March 1990, Άλντερσοτ 1992, σελ. 295-303, ειδ. 300. 3. T. C. Lounghis, «Byzantine Political Encounters concerning Eastern Europe (V-XI Centuries)», Byzantina et Slavica Cracoviensia 3 (2001), σελ. 17-25, ειδ. 19. 4. Νικηφόρος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ἱστορία σύντομος, 12, έκδ. C. Mango, Nikephoros Patriarch of Constantinople, Short History [CFHB 13], Ουάσινγκτον 1990, σελ. 54,16 - 56,41.
ΔΙΚΑΙΟ, ΚΡΑΤΙΚΗ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
263
τύχαις ἀντιπράττον. Ο Μανουήλ Α΄ μετά από την παρατήρηση αυτή, χαμογέλασε και έδωσε αυθόρμητα στον Γαβρά τον μανδύα του, που ήταν στολισμένος με πορφύρα και χρυσό5. Η αυθόρμητη προσφορά του μανδύα του Μανουήλ υπερβαίνει επίσης τα όρια της αυλικής εθιμοτυπίας και θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως απόπειρα του Μανουήλ να απαλλαγεί από ένα αντικείμενο που προσέδιδε κακοτυχία, το οποίο, όμως, προσέφερε με αρκετή δόση ειρωνείας ακριβώς στο άτομο που είχε επισημάνει τη δυσοίωνη ιδιότητά του. Ο μανδύας του Μανουήλ, ανεξαρτήτως προθέσεων, αποτελούσε δώρο υπό τη γενικότερη έννοια, ως αντικείμενο μεγάλης συμβολικής αξίας που θα παρέμενε μετά την επίδοσή του στην κατοχή του δωρεοδόχου. Την άλλη πλευρά του νομίσματος της υπέρβασης των ορίων της εθιμοτυπίας αποτελούν περιπτώσεις ηγεμονίσκων που τιμωρήθηκαν για την απληστία τους από τη βυζαντινή κυβέρνηση. Ο Κεκαυμένος αφηγείται τις περιπτώσεις του Δοβρωνά, τοπάρχη των δαλματικών πόλεων Ιαδώρας και Σάλωνος, και του Άραβα φυλάρχου Απελζαράχ, που θαμπωμένοι από τα πλούσια αυτοκρατορικά δώρα, επισκέφθηκαν επανειλημμένα τον αυτοκράτορα προκειμένου να αποκομίσουν περισσότερα, με αποτέλεσμα ο μεν ένας να πεθάνει στη φυλακή, ο δε άλλος να προσπαθεί επί δύο έτη να λάβει άδεια επιστροφής στην πατρίδα του6. Οι μαρτυρίες του Κεκαυμένου υποδηλώνουν ότι τον 11ο αιώνα οι βυζαντινές αρχές δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδεις για τις απρόσκλητες επισκέψεις ξένων αρχόντων ή απεσταλμένων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αναστάτωση7. Εκτός αυτού, οι κυρώσεις στους δύο ξένους ηγεμόνες υπογραμμίζουν τη σημασία της τήρησης της εθιμοτυπίας στην ανταλλαγή δώρων, ιδιαίτερα από τη στιγμή που διεξαγόταν στην έδρα του Βυζαντινού αυτοκράτορα –ο οποίος ασκούσε έτσι τον απόλυτο έλεγχο– και το κύρος του δωρεοδόχου ήταν χαμηλό. Κάποιος δεν έπρεπε να υποπέσει στο σφάλμα να θεωρήσει τις επισκέψεις στον
5. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ Διήγησις, έκδ. I. A. van Dieten, Nicetae Choniatae Historia [CFHB 11/1], Βερολίνο - Νέα Υόρκη 1975, σελ. 189,47-63. 6. Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, 90, έκδ. G. G. Litavrin – Δ. Τσουγκαράκης [Κείμενα Βυζαντινής Ιστοριογραφίας 2], Αθήνα 31996, σελ. 280-285. 7. J. Shepard, «Byzantine Diplomacy, A.D. 800-1204: Means and Ends», στο Shepard – Franklin (επιμ.), Byzantine Diplomacy, σελ. 41-71, ειδ. 54-55.
264
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
αυτοκράτορα ως πηγή εύκολου κέρδους: τέτοιου είδους συμπεριφορά θα κόστιζε το κύρος, την αξιοπιστία και αναπόφευκτα τη θέση του. Συνεπώς, μολονότι η ανταλλαγή διπλωματικών δώρων στο Βυ ζάντιο εντασσόταν σε ένα αυστηρό εθιμοτυπικό πλαίσιο, υπήρχαν περιπτώσεις που αυτό το πλαίσιο μπορούσε να παρακαμφθεί. Ο Ηράκλειος και ο Μανουήλ Κομνηνός, ευρισκόμενοι σε συνθήκες πολύ διαφορετικές από τις ιδανικά ελεγχόμενες της πρωτεύουσας, προσέφεραν αυθόρμητα και εκτός της εθιμοτυπίας δώρα σε ξένους ηγεμόνες και απεσταλμένους. Η απουσία της συνιστώσας «αυτοκρατορικό περιβάλλον της πρωτεύουσας» φαίνεται ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Περαιτέρω, η άπληστη συμπεριφορά μικρών ηγεμόνων, η οποία από τη βυζαντινή οπτική επίσης αποτελούσε υπέρβαση της εθιμοτυπίας, καταδεικνύει ότι η τήρησή της διαφύλαττε τελικά τόσο το κύρος, όσο και την ασφάλεια του ξένου ηγεμόνα. Οι ανωτέρω ενδεικτικές περιπτώσεις επιτρέπουν να διαφανεί η διείσδυση του ανθρώπινου χαρακτήρα σε μία εθιμοτυπική διαδικασία που σκοπό είχε ακριβώς να τον αποκλείσει, ώστε να αποφεύγονται τα πάσης φύσεως απρόοπτα και να διαφυλάσσεται η ιδεολογική διάσταση των εθιμοτυπικών πρακτικών.
ΔΙΚΑΙΟ, ΚΡΑΤΙΚΗ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
265
Ευθυμία Ράγια
Η γεωγραφία της επαρχιακής διοίκησης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (περ. 600-1200): I.2. Αποθήκες των Βαλκανίων και των Νήσων του Αιγαίου (7ος - 8ος αι.) Η έρευνα της γεωγραφικής κατανομής των αποθηκών του βαλκανικού τμήματος της αυτοκρατορίας είναι πιο απλή και ξεκάθαρη από την αντίστοιχη έρευνα για τη Μικρά Ασία, παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν, οι οποίες προκύπτουν από το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο πληροφόρησης. Οι αποθήκες των Βαλκανίων ξεκινούν σχετικά αργά, επί Ιουστινιανού Β΄, με την αποθήκη της Κωνσταντινούπολης, η οποία λειτούργησε συνεχώς μέχρι τη δεκαετία του 730. Στο σύστημα των βασιλικών κομμερκίων, που καθιερώθηκε αυτή την εποχή επί Λέοντος Γ΄, ως τώρα είναι γνωστό ότι λειτούργησε μόνο μία φορά. Ενδιαφέρον είναι ωστόσο ότι η αποθήκη της Κωνσταντινούπολης λειτούργησε με ελάχιστες εξαιρέσεις αυτόνομα, κάτι που είναι συμβατό με την διοικητική αυτονομία της, αφού η πρωτεύουσα δεν υπαγόταν σε καμία επαρχία, αλλά ήταν ανεξάρτητη και αυτοδιοικούμενη. Η αποθήκη της Μεσημβρίας μαρτυρείται στις σφραγίδες των γενικών κομμερκιαρίων το αργότερο από το 690/1. Η Μεσημβρία αποτελούσε σημαντική στρατιωτική βάση του Βυζαντίου στα σύνορα με τη Βουλγαρία, και η αποθήκη της μπορεί να συνδεθεί με την μετεγκατάσταση στην περιοχή αυτή πληθυσμών από την Ανατολή επί Ιουστινιανού Β΄. Οι αποθήκες αυτές δεν μπορούν εύκολα να συνδεθούν με κάποιο θέμα. Το θέμα της Θράκης, το πρώτο που ιδρύθηκε στα Βαλκάνια από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄, εμφανίζεται στις σφραγίδες των βασιλικών κομμερκίων μόλις από τη δεκαετία του 730 και εξής. Η έκταση του θέματος Θράκης είναι ασαφής εξαιτίας της εγκατάστασης στις παλαιές επαρχίες της Διοίκησης Θράκης ξένων πληθυσμιακών ομάδων, αλλά οι ενδείξεις των επιγραφών των σφραγίδων υποδηλώνουν πως έφθανε στα νότια ως την χερσόνησο της Καλλίπολης και προς τα βορειοανατολικά εκτεινό-
266
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ταν ως την ίδια τη Μεσημβρία. Ωστόσο, ως επί το πλείστον η αποθήκη και τα βασιλικά κομμέρκια της Μεσημβρίας λειτουργούσαν ανεξάρτητα από τα βασιλικά κομμέρκια της Θράκης. Η μεγάλη μητρόπολη του Ιλλυρικού, η Θεσσαλονίκη, μπορεί να συγκριθεί μόνο με την ίδια την Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας του μεγέθους και της οικονομικής και πολιτικής σπουδαιότητάς της. Η αποθήκη της Θεσσαλονίκης μαρτυρείται για πρώτη φορά μόλις το 713, και δεν μπορεί να συνδεθεί με κανένα θέμα, απλώς δεν υπήρχε κανένα θέμα στην περιοχή αυτή. Η θέση της όμως για τις εξελίξεις στην επαρχιακή διοίκηση του Ιλλυρικού είναι ξεκάθαρη, αφού η πόλη με την περιοχή της οργανώθηκαν σε θέμα στα τέλη του 8ου αι., ακριβώς την εποχή που τα βασιλικά κομμέρκια της Θεσσαλονίκης σταματούν να λειτουργούν. Η δημιουργία του θέματος Θεσσαλονίκης ήταν αναμφισβήτητα ο λόγος που ο όρος «Μακεδονία» τελικά μεταφέρθηκε ανατολικότερα λίγο αργότερα. Σε αντίθεση με την επαρχία Μακεδονίας, η επαρχία Ελλάδος δεν έχασε ποτέ το γεωγραφικό και διοικητικό περιεχόμενο που αποδιδόταν στον όρο αυτό. Είναι η μόνη επαρχία για την οποία γνωρίζουμε ότι τελούσε υπό στρατηγό ήδη από το 695. Η πρώτη σφραγίδα της αποθήκης της χρονολογείται μόλις το 698. Η διάκριση των μονάδων αποθηκών των Νήσων είναι δύσκολη. Στην υστερορρωμαϊκή διοίκηση είχε καταστρατηγηθεί ο γεωγραφικός διαχωρισμός των νησιών του Αιγαίου Πελάγους. Στην μεσοβυζαντινή εποχή, επί Ιουστινιανού Β΄, παρατηρείται διάλυση της παλαιάς διοικητικής μονάδας των Νήσων, της οποίας η αποθήκη λειτούργησε, κατά τα φαινόμενα, μόνο μία φορά. Οι αποθήκες των νησιών του ανατολικού Αιγαίου στη συνέχεια λειτούργησαν με τις αποθήκες των επαρχιών της δυτικής Μικράς Ασίας (εξέλιξη συμβατή με την προφανή στρατηγική σύνδεση των νησιών αυτών με την δυτική Μικρά Ασία), ενώ τα νησιά των Κυκλάδων που παλαιότερα ανήκαν στην επαρχία Ελλάδος αποσπάστηκαν από αυτήν και η αποθήκη τους λειτούργησε ανεξάρτητα, πιθανώς μαζί με τα νησιά των Κυκλάδων που παλαιότερα ανήκαν στην επαρχία Νήσων. Στην υστερορρωμαϊκή εποχή δεν υπήρχε διοικητικός όρος «Αιγαίον Πέλαγος». Αυτός ο όρος αποτελεί καινοτομία των Βυζαντινών στην επαρχιακή διοίκηση και εμφανίζεται ξαφνικά το 711 στα πλαίσια της λειτουργίας των αποθηκών. Την ίδια εποχή ακριβώς (β΄ δεκαετία του 8ου αι.) η αυτονομία των Κυκλάδων επιβεβαιώνεται και
ΔΙΚΑΙΟ, ΚΡΑΤΙΚΗ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
267
από άλλες πηγές και είναι πιθανόν ότι ο όρος «Αιγαίον Πέλαγος» αναφερόταν αρχικά στη θάλασσα και τα νησιά βορείως των Κυκλάδων. Ενώ όμως το Αιγαίον Πέλαγος στα πλαίσια των βασιλικών κομμερκίων διατηρήθηκε, οι Κυκλάδες διασπάστηκαν στη δεκαετία του 730 σε μικρότερες μονάδες. Μετά το 738/9 δεν υπάρχουν άλλες σφραγίδες των νησιών. Η ναυτική μονάδα του Αιγαίου Πελάγους δημιουργήθηκε λίγα χρόνια αργότερα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄. Τέλος, η Κρήτη αποτελούσε από την πρωτοβυζαντινή εποχή ξεχωριστή επαρχία και η αποθήκη της λειτούργησε αυτόνομα. Σώζονται για τη μεγαλόνησο δύο σφραγίδες που χρονολογούνται η πρώτη, των αποθηκών της, το 688/9 και η δεύτερη, των βασιλικών κομμερκίων, μεταξύ των ετών 730-741. Έτσι στον Ιουστινιανό Β΄ μπορεί να αποδοθεί όχι μόνο η επέκ ταση της λειτουργίας των αποθηκών σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία (όπως προκύπτει από το πρώτο μέρος της μελέτης), αλλά και στην Κωνσταντινούπολη, τη Μεσημβρία, τις Νήσους και την Κρήτη, ενώ στη βασιλεία του ίδιου αυτοκράτορα αρχίζει ο μετασχηματισμός της επαρχίας των Νήσων, που αργότερα θα οδηγήσει στη δημιουργία της νέας επαρχιακής διοικητικής μονάδας του Αιγαίου Πελάγους, και δημιουργείται το θέμα Ελλάδος με την αποθήκη του. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι το κράτος προσπάθησε αρκετά νωρίς να θέσει σε λειτουργία τις αποθήκες εκεί που γνωρίζουμε ότι απειλούνταν λιγότερο. Σε προφανή αντίθεση με τη Μικρά Ασία, το πρωτοβυζαντινό διοικητικό υπόβαθρο εξέλιπε στις περιοχές της παλαιάς Διοίκησης της Θράκης και του βόρειου Ιλλυρικού, γι’ αυτό και έχουμε τις αποθήκες μεμονωμένων πόλεων (Κωνσταντινούπολης, Μεσημβρίας, Θεσσαλονίκης). Αυτό δεν συμβαίνει όμως στις περιπτώσεις Ελλάδος, Νήσων και Κρήτης, όπου το Βυζάντιο ακολουθεί την πεπατημένη που είχε ήδη εφαρμόσει με επιτυχία στη Μικρά Ασία, δηλαδή προσαρμόζει τη λειτουργία των αποθηκών στις παλαιές επαρχίες. Με άλλα λόγια, το Βυζάντιο φαίνεται πως διατηρούσε σταθερή κυριαρχία σε αυτές τις περιοχές, οι οποίες λειτούργησαν ως ορμητήριο για την επέκταση σε ολόκληρη τη Βαλκανική, διαδικασία που ξεκινά στο β΄ ήμισυ του 8ου αι. με τη δημιουργία νέων θεμάτων.
268
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Μαρία Ματθαίου
Εκχώρηση γης σε μικρούς αγρότες την εποχή των Παλαιολόγων1 Οι γνωστές μαρτυρίες για εκχώρηση γης σε μικρούς αγρότες είναι αριθμητικά περιορισμένες και προέρχονται από περιοχές της Μακεδονίας ‒χωριά Βραστά στο Κατεπανίκιον Ρεντίνας (1300), Χοτολίβος και Ζαβερνίκεια στο Κατεπανίκιον Ζαβαλτίας (1322-1326), το ἀγρίδιον Μονόσπιτον στην περιοχή των Σερρών (1339)‒, της Κωνσταντινούπολης (Μαμιτζών - 1323) και της Λήμνου (Λύχνα και Βουνεάδα - α΄ τρίτο του 15ου αι.). Κάποιες ενδείξεις μάς επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι γη εκχωρήθηκε και σε αγρότες των χωριών Κρούσοβος, Πορταρέα και Σιδηροκαύσια στα Κατεπανίκια Ρεντίνας και Στεφανιανών. Οι εκχωρήσεις αυτές δεν πρέπει να συγχέονται με τις παραχωρήσεις γης με καθεστώς παροικίας. Οι παραχωρήσεις αφορούσαν στην πλειονότητά τους σπόριμη γη, μολονότι σε ελάχιστες περιπτώσεις μνημονεύονται αὐλοτόπια, περιβόλια, κήποι. Ως προς την ποιότητά της, η εκχωρούμενη γη παρουσίαζε διακυμάνσεις: στην περίπτωση της Μαμιτζώνας μνημονεύονται διανεμηθείσες γαίες που είχαν εκχερσωθεί, ενώ στην περίπτωση της Λήμνου στη διανομή συμπεριλήφθηκαν και αυτοκρατορικά κτήματα. Τον 14ο αιώνα, οι δωρολήπτες αγρότες ως επί το πλείστον δεν διέθεταν άλλη σπόριμη γη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν ἀκτήμονες. Την υπόλοιπη ιδιοκτησία των δωροληπτών αγροτών συγκροτούσαν καματηρά ζώα, αμπέλια, οικήματα, ενώ λίγοι απ’ αυτούς είχαν ένα μικρό κήπο ή περιβόλι. Οι παραχωρούμενοι κλήροι κάλυπταν εκτάσεις που ποίκιλλαν ως προς το μέγεθός τους: στα Βραστά είχαν έκταση 25 ή 50 μοδίων· στη Μαμιτζώνα από 8 μέχρι 80 μοδίους, στη Χοτολίβο από 1. Η παρούσα ανακοίνωση εκπονήθηκε στα πλαίσια ερευνητικού προγράμματος Φορολογία και φορολογικές απαλλαγές στο Βυζάντιο στα χρόνια των Παλαιολόγων (13ος-15ος αι.) που συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και Εθνικούς Πόρους (ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ) ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΙΙ.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
269
10 μέχρι 30 μοδίους, στα Μονόσπιτα από 5,5 μέχρι 35 μοδίους, στη Λήμνο, στη Βουνεάδα από 30 μέχρι 302,5 μοδίους κ.ο.κ. Στα Μονόσπιτα γη διανεμήθηκε σε όλους τους καταγεγραμμένους παροίκους, δεν συνέβη, όμως, το ίδιο στις περιπτώσεις των χωριών Βραστά, Μαμιτζών, Χοτολίβος και Ζαβερνίκεια ούτε στην περίπτωση των αγροτών της Λήμνου. Το κριτήριο που καθόριζε σε ποια νοικοκυριά θα εκχωρηθεί γη και σε ποια όχι φαίνεται ότι δεν ήταν κοινό για όλα τα χωριά. Στα χωριά Βραστά και Χοτολίβος, μπορούμε να υποθέσουμε ότι προϋπόθεση για να παραχωρηθεί σε κάποιο νοικοκυριό γη αποτελούσε η ιδιοκτησία καματηρών ζώων και το να μην έχει ιδιόκτητη σπόριμη γη. Ωστόσο, ακόμη και στα χωριά Βραστά και Χοτολίβος, που η ιδιοκτησία καματηρών ζώων φαίνεται ότι αποτέλεσε προϋπόθεση για την εκχώρηση γης, δεν υπάρχει συνάφεια μεταξύ του αριθμού των καματηρών ζώων και της έκτασης γης που εκχωρήθηκε στο κάθε νοικοκυριό. Κάποιες σκέψεις για το αν το κράτος θα μπορούσε να είχε ως κριτήριο την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών δεν επιβεβαιώνονται. Συνάφεια δεν φαίνεται, επίσης, να υπάρχει ούτε μεταξύ της έκτασης της εκχωρηθείσας γης και των προσώπων που συναποτελούσαν το νοικοκυριό. Γενικότερα, φαίνεται ότι κρίθηκε προτιμότερο οι κλήροι γης να εκχωρούνται ολόκληροι παρά να προσαρμόζονται με διαμερισμούς στην οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι, στην πλειονότητά τους, οι παραχωρήσεις απευθύνονταν σε νέα στην ηλικία νοικοκυριά θα μπορούσα να υποθέσω ότι λήφθηκε μέριμνα, από την εκχώρηση να ευνοηθούν νοικοκυριά που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τη γη μακροπρόθεσμα. Επίσης, το γεγονός ότι, σε κάποια τουλάχιστον χωριά, γη παίρνουν οι αγρότες που διαθέτουν καματηρά ζώα και όχι οι ασθενέστεροι οικονομικά επιβεβαιώνει την πρόθεση του κράτους να υποστηρίξει νοικοκυριά, τα οποία ήταν σε θέση να την αξιοποιήσουν καλύτερα και όχι απλώς να βοηθήσει ορισμένα νοικοκυριά να αυξήσουν το πενιχρό εισόδημά τους. Η εκχώρηση γης, στις αρχές του 14ου αιώνα, συνιστούσε, κατά τη γνώμη μου, έκφραση κρατικής αρωγής προς ορισμένους από τους μικρούς ιδιοκτήτες ‒αυτούς που ταυτόχρονα ήταν σε θέση να την αξιοποιήσουν‒ και αντικατοπτρίζει, ενδεχομένως, την κρατική μέριμνα να στηρίξει τις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, προς τις οποίες
270
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
εξελικτικά μεταφερόταν το κέντρο βάρους της αυτοκρατορίας. Πολύ περισσότερο το κράτος έσπευσε να συνδράμει τους μικρούς αγρότες στη Λήμνο στο α΄ μισό του 15ου αιώνα, μετά την ανακατάληψη της νήσου από τους Βυζαντινούς. Η εκχώρηση γης τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή αποσκοπούσε, σύμφωνα με τον Ν. Οικονομίδη2, στην επαναδραστηριοποίηση των κατοίκων και στην ενίσχυση της οικονομίας του νησιού που είχε υποστεί ισχυρό δημογραφικό πλήγμα από τις πειρατικές επιδρομές και την επιδημία μεγάλου λοιμού. Η πιο πάνω κρατική ενέργεια θα έπρεπε να ενταχθεί στην ευρύτερη κρατική πολιτική που εφάρμοσαν οι Παλαιολόγοι και που αποσκοπούσε στην παρότρυνση των υπηκόων να αξιοποιήσουν κατά το δυνατόν τους υφιστάμενους φυσικούς πόρους και, κυρίως, να επιδοθούν στην καλλιέργεια της γης, προκειμένου να αναπληρωθεί το κενό που δημιουργήθηκε με την απώλεια των ανατολικών επαρχιών. Οι πιο πάνω παραχωρήσεις γης συνιστούσαν για το κράτος τρόπους καλύτερης ανάπτυξης των διαθέσιμων πεδιάδων, αύξησης και βελτίωσης της παραγωγής, καλλιέργειας όσο το δυνατόν μεγαλύτερης έκτασης γης ή ελάττωσης κατά το δυνατόν της έκτασης της γης που ήταν ακαλλιέργητη. Η εκχώρηση γης σε μικρούς αγρότες ενίσχυε και τους αγρότες και την κρατική οικονομία πολλαπλώς: α) για τους μικρούς αγρότες ήταν ένας τρόπος να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο εισόδημα, το οποίο προέκυπτε από την εκμετάλλευση μεγαλύτερης έκτασης γης, για την οποία μάλιστα δεν χρειαζόταν να καταβάλουν πάκτον ή μορτήν, β) το κράτος ενίσχυε με τον τρόπο αυτό τους μικρούς ιδιοκτήτες ‒τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας‒, ειδικά σε εποχές που κάποιες περιοχές είχαν πρόσφατα πληγεί, γ) το κράτος εξασφάλιζε το ποθούμενο, που ήταν η κατά το δυνατόν αυξημένη παραγωγή και δ) τέλος, ο αγρότης που είχε παραλάβει τη γη κατέβαλλε για αυτήν στο κράτος την αντίστοιχη φορολογία. Ήταν δηλαδή κι αυτός ένας τρόπος για να πληρώνεται στο κράτος ο φόρος αναξιοποίητων γαιών. Ότι τα αποτελέσματα της εκχώρησης γης υπήρξαν μακροπρόθεσμα συμπεραίνεται από το γεγονός ότι, είκοσι χρόνια μετά, ο μέσος όρος ιδιοκτησίας γης, στα χωριά Βραστά, Κρούσοβος και Πορταρέα, 2. Archives de l’Athos IV, Actes de Dionysiou, éd. N. Oikonomidès, Paris 1968, αρ. 25, σ. 146.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
271
των οποίων διαθέτουμε πρακτικά από μεταγενέστερες απογραφές, εξακολουθεί να είναι αυξημένος. Το γεγονός ότι στην πλειονότητά τους οι κλήροι εξακολουθούσαν να έχουν την αρχική τους έκταση, το ότι δηλαδή δεν διαμοιράστηκαν με εκποιήσεις, θα μπορούσε να αντανακλά το πραγματικό ενδιαφέρον των δωροληπτών να αξιοποιήσουν και να διατηρήσουν την παραχωρηθείσα γη. Τέλος, αναφορές ότι οι αγρότες που παρέλαβαν τη γη προέβησαν σε εκχερσώσεις που προφανώς ήταν απαραίτητες για την καλλιέργειά της επιβεβαιώνουν ότι η κρατική πολιτική απέφερε τα ποθητά αποτελέσματα.
272
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Μαρία Χρόνη - Βακαλοπούλου
Τὰ ζωϊκῆς προελεύσεως προϊόντα στὶς βυζαντινὲς πηγὲς Στὶς βυζαντινὲς πηγὲς ὁ μελετητὴς μπορεῖ νὰ ἐντοπίσει πολλὲς καὶ ποικίλες ἀναφορὲς στὸ ζωϊκὸ βασίλειο καὶ ἕνα πλῆθος ὀνομάτων τετραπόδων ζώων, πτηνῶν, ἑρπετῶν, ἐντόμων, ψαριῶν, μαλακίων καὶ ὀστρακοειδῶν, τῶν ὁποίων ἀναφέρονται λεπτομερειακὰ τὰ προϊόντα ποὺ ἀποδίδουν στὸν ἄνθρωπο. Ἡ παροῦσα μελέτη, ἀποτελεῖ μέρος ἐκτενοῦς ἔρευνας γιὰ ἐκπόνηση διατριβῆς μὲ θέμα «Τὰ ζωϊκῆς προελεύσεως προϊόντα στὶς βυζαντινὲς πηγές», οἱ ὁποῖες μὲ βάση τὸ περιεχόμενό τους, μποροῦν νὰ διακριθοῦν σὲ βασικές, (ἀναφέρονται σὲ ζωϊκὰ προϊόντα καὶ σκευάσματα) καὶ δευτερεύουσες, (ποικίλου περιεχομένου, μὲ διάσπαρτες πληροφορίες γιὰ ζωϊκὰ προϊόντα). Οἱ πληροφορίες τῶν πηγῶν πρέπει νὰ ἀξιολογοῦνται μὲ βάση τὴν συχνότητα, μὲ τὴν ὁποία ἐπαναλαμβάνονται ἀπὸ τοὺς διαφόρους συγγραφεῖς, τὴν σημασία τῆς χρήσης κάθε προϊόντος στὴν καθημερινὴ ζωή, καθὼς καὶ τὴν προέλευσή τους. Γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῶν παρεχομένων στὶς πηγὲς πληροφοριῶν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ μελέτη τῆς πρόσ ληψης καὶ ἀφομοίωσης ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς συγγραφεῖς ἀναλόγων στοιχείων ἀπὸ ἀρχαίους Ἕλληνες καὶ Ῥωμαίους εἰδικοὺς συγγραφεῖς καθὼς καὶ διαπολιτισμικῶν στοιχείων ἀπὸ Ἄραβες, Ἰνδούς, Αἰγυπτίους, Ἑβραίους κ.λ.π. Ἐπιπλέον πρέπει νὰ ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν ὅτι οἱ ἄνθρωποι στὸ Βυζάντιο διαμόρφωσαν τὶς διατροφικὲς καὶ τὶς ἄλλες συνήθειες τῆς καθημερινῆς ζωῆς μὲ κριτικὸ πνεῦμα καὶ μὲ βάση τὰ νέα ἤθη ποὺ εἰσήγαγε ὁ Χριστιανισμός, καὶ ἔτσι τὰ ζωϊκὰ προϊόντα ἀποκτοῦν ἰδιαίτερη σημασία καὶ ἰδιαιτερότητα στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Μὲ βάση τὶς πληροφορίες καὶ τὶς ἀναφορὲς τῶν πηγῶν, τὰ ζωϊκὰ προϊόντα, ποὺ ἐντοπίζονται στὶς βυζαντινὲς πηγὲς εἶναι: α) Διατροφικὰ προϊόντα: κρέας χερσαίων ζώων, πτηνῶν καὶ ψαριῶν, γάλα καὶ γαλακτοκομικά, αὐγὰ πτηνῶν καὶ ψαριῶν, μαλάκια, ὀστρακόδερμα, μέλι. β) Πρῶτες ὕλες γιὰ τὴν παρασκευὴ φαρμακευτικῶν σκευασμάτων, οἱ ὁποῖες λαμβάνονται ἀπὸ τὰ σπλάχνα, τὰ ἔντερα, τὸ λίπος, τὰ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
273
γεννητικὰ ὄργανα, τὴ γλῶσσα, τὰ ὀστᾶ, τὸ ἀφόδευμα, τὰ οὖρα καὶ ἄλλα μέρη τοῦ σώματος χερσαίων ζώων, ἑρπετῶν, πτηνῶν, ψαριῶν, ὀστρακοδέρμων καὶ μαλακίων. γ) Πρῶτες ὕλες γιὰ κατασκευὴ ἐνδυμάτων, εἰδῶν καλλωπισμοῦ, οἰκοσκευῆς, ποικίλων ἐξαρτημάτων καὶ ἐργαλείων τοῦ ὑλικοῦ βίου (δέρμα, τρίχωμα, κέρατα, ὄνυχες, δόντια, ὀστᾶ, νεῦρα, πτερά). δ) Προϊόντα ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν γεωργικὴ παραγωγὴ καὶ τὴν ἁλιεία (πυτία, κοπριά, οὐρά, ἄκρα, ζωϊκὰ δολώματα). Οἱ εἰδικοὶ συγγραφεῖς, περιγράφοντας τὸ κάθε εἶδος ζωϊκοῦ ὀργανισμοῦ, προτείνουν τὴν κυκλικὴ ἀξιοποίηση ὅλων τῶν μερῶν τοῦ ζώου εἴτε γιὰ τὴν διατροφή, εἴτε γιὰ τὴν παρασκευὴ φαρμακευτικῶν σκευασμάτων, τὸν καλλωπισμό, τὴν οἰκοσκευή, τὴν ἁλιεία, τὴν γεωργία. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι δηλωτικὸ τῆς ἀμεσότητας τῆς σχέσης ἀνθρώπου καὶ φύσης, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ πρακτικές, τὶς ὁποῖες σήμερα θὰ ἀποκαλούσαμε οἰκολογικές. Οἱ μαρτυρίες τῶν πηγῶν συγκλίνουν στὴν ποιοτικὴ ἀξιολόγηση κάθε εἴδους, μὲ ἐλάχιστες ἀποκλίσεις. Ὡς πρὸς τὰ διατροφικὰ δὲ εἴδη, ἰδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στὴν χρονικὴ περίοδο, τὸν τόπο προέλευσης τοῦ ζώου, τὸ μαγείρεμα καὶ τὸν τρόπο ταρίχευσης. Ἡ ὑγιεινὴ τῶν ταριχευμένων προϊόντων ἀπασχολεῖ σοβαρὰ τοὺς εἰδικοὺς συγγραφεῖς. Ἀξιόλογες εἶναι οἱ πληροφορίες ποὺ ἀφοροῦν ζῶα ποὺ συμμετέχουν στὶς διαδικασίες πρόσληψης ζωϊκῶν προϊόντων, ὅπως οἱ ποιμενικοὶ σκύλοι, τὰ κυνηγετικά γεράκια, οἱ ἐλέφαντες, τὰ ἄλογα, οἱ καμῆλες. Ἡ ἰδιοκτησία τῶν ζώων αὐτῶν προστατεύεται αὐστηρὰ ἀπὸ τὴν βυζαντινὴ νομοθεσία, ἐνῶ εἰδικὰ συγγράμματα παρέχουν ὁδηγίες γιὰ τὴν διατήρηση τῆς καλῆς ὑγείας τους καὶ τῆς θεραπείας πιθανῶν παθήσεων. Τέλος, προϊόντος τοῦ χρόνου, παρατηροῦμε τὴν αὔξηση τῶν εἰδῶν φαρμακευτικῶν σκευασμάτων ἀπὸ ζωϊκὰ προϊόντα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὠφείλεται κυρίως στὴν ἀνάπτυξη τῆς ἰατρικῆς, ἡ ὁποία σταδιακὰ ἐξελίσσεται ἀπὸ τέχνη σὲ ἐπιστήμη.
274
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Αναστασία Βακαλούδη, Κωνσταντίνος Σπουγιαδάκης
Το επάγγελμα του γιατρού στο Bυζάντιο1 Τα θεμέλια της βυζαντινής ιατρικής Θεμέλια της βυζαντινής ιατρικής έγιναν η ελληνορωμαϊκή παράδοση και η χριστιανική πίστη, αρχικά συνυφασμένα με τη μαγεία και την πίστη στους «εθνικούς» θεούς. Από τη μελέτη των αγιογραφικών πηγών βλέπουμε ότι αρχικά η Εκκλησία δεν αποδεχόταν τη χρησιμοποίηση της κοσμικής ιατρικής για τη θεραπεία των ασθενών. Πάντως, παρά τις αναφορές αυτές, σε γενικές γραμμές οι χριστιανοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς δεν ήταν εναντίον της ιατρικής. Αντίθετα υποστήριξαν τη χρήση της ιατρικής ως θεραπευτικής μεθόδου για τους χριστιανούς. Γενικά ο κόσμος εμπιστευόταν τους γιατρούς, γιατί ήταν ευρέως μορφωμένοι, σε ιατρικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό επίπεδο. Ήταν συγγραφείς, σύμβουλοι αυτοκρατόρων, συνεργάτες επιφανών εκκλησιαστικών ανδρών και συμμετείχαν στην πολιτική και κοινωνική ζωή του Βυζαντίου. Ιατρική εκπαίδευση Από τις μαρτυρίες των πηγών του 6ου και 7ου αιώνα πληροφορούμαστε ότι οι γιατροί στο Βυζάντιο εκπαιδεύονταν με δύο τρόπους: με μαθητεία κοντά σε κάποιον γιατρό εν ενεργεία και με παρακολούθηση διαλέξεων ενός καθηγητή της ιατρικής. Αναλυτικότερα, από τη μελέτη των πηγών φαίνεται ότι αρχικά ίσχυε στο Βυζάντιο η ιπποκρατική αντίληψη να εκπαιδεύεται ο νέος γιατρός από έναν παλαιότερο. Στη συνέχεια συστήθηκαν ιατρικές σχολές στην Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια, την Πέργαμο, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη και αλλού, με ειδικούς δασκάλους οι οποίοι δίδασκαν στους μαθητευόμενους γιατρούς θεωρία και πρακτική άσκηση κοντά σε αρρώστους. Κατόπιν, τα νοσοκομεία έγιναν ο φυσικός χώρος για τη διδασκαλία της ιατρικής. Οι βιβλιοθήκες των ξενώνων και τα χειρόγραφά τους αποτελούν απόδειξη ότι τα βυζαντινά νοσοκομεία ήταν χώροι διδασκαλίας της ιατρικής. 1. Το πλήρες άρθρο με συνοδεία παραπομπών και βιβλιογραφίας βλ. στο: Βυζαντινός Δόμος 17-18 (2009-2010) 537-550.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
275
Οργάνωση των γιατρών Ήδη από την εποχή του Βαλεντινιανού Α΄, στα 370, σε κάθε πόλη, ανά πέντε γιατροί είχαν ως προϊστάμενο τον αρχίατρο, που ήταν ο αρχαιότερος και ο εμπειρότερος. Όλοι οι αρχίατροι αποτελούσαν το κολλέγιο, το οποίο επιτηρούσε και ήλεγχε όλους τους γιατρούς. Επί Ιουστινιανού, οι αρχίατροι έγιναν ιατρικοί προϊστάμενοι των νοσοκομείων, τα οποία είχαν ήδη δημιουργηθεί από τον 3ο και 4ο αιώνα. Πηγές του 4ου αιώνα μαρτυρούν ότι οι εκκλησίες των πόλεων της αυτοκρατορίας είχαν αρχίσει να δημιουργούν μόνιμα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Η οργάνωση των γιατρών στα νοσοκομεία γενικεύτηκε τον 6ο και 7ο αιώνα. Οι χριστιανικές ηθικές αξίες είχαν συνυφανθεί ιδεολογικά με την άσκηση της ιατρικής. Η ιατρική ευθύνη προδιαγράφεται από τη βυζαντινή νομοθεσία και αποδίδεται σε απειρία, αμέλεια, δόλο, βία, συνέργεια σε απαγορευμένες χειρουργικές επεμβάσεις όπως ευνουχισμό και εκτρώσεις. Θεσπίζονται ποινές για την παράβαση του ιατρικού καθήκοντος όπως περιορισμός της επαγγελματικής δραστηριότητας, πρόστιμο, δήμευση περιουσίας, κ.λπ. Ο κόσμος προμηθευόταν τα φάρμακα από τα δημόσια νοσοκομεία. Οι θεραπείες που χρησιμοποιούσαν οι γιατροί ήταν αλοιφές, διάφορα μείγματα, φλεβοτομίες, καθάρσια, δίαιτες, συγκεκριμένο διαιτολόγιο, αντίδοτα (για τις δηλητηριάσεις) και ποικίλα φυτικά θεραπευτικά προϊόντα. Δραστικότερα μέσα αντιμετώπισης των παθήσεων ήταν οι χειρουργικές επεμβάσεις. Η ενδυμασία γιατρών, υπουργών και φαρμακοποιών είχε χρώματα που υποδήλωναν το βαθμό και την υπηρεσία τους. Το γαλάζιο ήταν το χρώμα της στολής των γιατρών. Ύπαρξη παιδιατρικής ειδικότητας δεν διαπιστώνεται από καμία ιατρική, νομική, εκκλησιαστική ή φιλολογική πηγή. Η ψυχολογία, κατά τη βυζαντινή περίοδο, χαράζει τις δικές της κατευθύνσεις, προχωρώντας πέρα από τα δεδομένα της αρχαίας ελληνικής περιόδου (π.χ. τις θέσεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη). Βασισμένη στα φιλοσοφικά ρεύματα, συστηματοποιείται, ενώ παράλληλα επιχειρείται η επιστημονική μελέτη των επιμέρους ψυχικών λειτουργιών. Αντιπροσωπευτική πηγή στοιχείων σχετικών με τη βυζαντινή ιατρική αποτελούν τα Τυπικά των βυζαντινών μονών. Στα νοσοκομεία εργάζονταν γιατροί (ἰατροί), οι οποίοι είχαν ως επιστατεύοντες τους αρχιάτρους (πριμικήριοι) και τους επικεφαλής του ιατρικού προσωπικού,
276
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
τους πρωτομηνίτας (υπεύθυνους για κάθε μήνα). Υπήρχαν επίσης και επικεφαλής χειρουργοί. Απαντώνται διάφορες ιατρικές ειδικότητες, όπως του οφθαλμιάτρου, του φλεβοτόμου, του κλασματικοῦ ἰατροῦ (που ειδικευόταν στα κατάγματα), του κηλοτόμου (του ειδικού χειρουργού για την αντιμετώπιση της κήλης), του διαιτητικοῦ ἰατροῦ (του παθολόγου), του τραυματικοῦ ἰατροῦ (χειρουργού), του γυναικολόγου. Επιπλέον επίδομα εδίδετο στους γιατρούς που ασχολούνταν με τα εξωτερικά ιατρεία. Οι γυναίκες συμμετείχαν ενεργά με διάφορους τρόπους στην άσκηση της ιατρικής πρακτικής, ως ἰάτραιναι, δηλ. ως γιατροί (για τις γυναίκες ασθενείς), ως χειρούργισσαι, δηλαδή ως πιστοποιημένες βοηθοί των ανδρών χειρουργών, ως νοσοκόμαι, ως ἔμβαθμοι ὑπούργισσαι, δηλ. ως πιστοποιημένες βοηθοί των γιατρών, ως περισσαὶ ὑπούργισσαι (βοηθητικό προσωπικό). Εν γένει, στο Βυζάντιο, οι γυναίκες ασκούσαν το επάγγελμα του γιατρού είτε μαζί με το σύζυγό τους είτε ατομικά για βιοποριστικούς λόγους και είτε διατηρούσαν ιδιωτικά ιατρεία ή εργάζονταν σε νοσοκομεία. Αμοιβές των γιατρών Οι ιδιωτικοί γιατροί θα πρέπει σίγουρα να αμείβονταν αδρά από τους πελάτες τους. Οι πλούσιοι μπορούσαν να προσλάβουν ικανότατους γιατρούς για επισκέψεις κατ’ οίκον. Πιθανόν να προσλάμβαναν τους νοσοκομειακούς γιατρούς, όταν αυτοί ήταν εκτός υπηρεσίας. Οι γιατροί των νοσοκομείων είχαν πενιχρό μισθό, αλλά εργάζονταν ένα μέρος του χρόνου στο νοσοκομείο και το υπόλοιπο ιδιώτευαν· έτσι μπορούσαν να συμπληρώνουν τα έσοδά τους. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα εάν οι γυναίκες γιατροί αμείβονταν λιγότερο από τους άνδρες συναδέλφους τους για τις υπηρεσίες τους. Οι νοσοκόμοι ή ξενοδόχοι, δηλαδή οι διευθυντές των βυζαντινών νοσοκομείων, έπαιρναν επίσης χαμηλές αμοιβές. Αυτοί εργάζονταν όλο το χρόνο στο νοσοκομείο και δεν είχαν δυνατότητα να συμπληρώνουν αυτό το εισόδημα. Όμως, οι διευθυντές των νοσοκομείων είχαν αυλικούς τίτλους που συνοδεύον ταν από ικανοποιητικούς μισθούς. Αυτός ο μισθός μαζί με το μισθό του νοσοκομείου απέδιδαν σημαντικό εισόδημα. Αρχικά η επίβλεψη του νοσοκομείου ανήκε στον κλήρο και δη στον επίσκοπο. Ακόμη και επί Ιουστινιανού οι ξενοδόχοι προέρχονταν, συνήθως, από τις τάξεις του κλήρου. Σταδιακά όμως η διοίκηση πέρασε στους γιατρούς. Μέχρι το
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
277
12ο αιώνα τον ανώτερο διοικητικό βαθμό του νοσοκόμου στον Ξενώνα του Παντοκράτορος κατείχε γιατρός. Η στάση των Βυζαντινών απέναντι στην ιατρική διαφοροποιήθηκε μεταξύ 9ου και 12ου αιώνα. Ενώ τον 9ο αιώνα δεν γίνεται σημαντική αναφορά στην ύπαρξή τους, εκτός ελάχιστων περιπτώσεων με ασαφές περιεχόμενο, στα τέλη του 10ου αιώνα οι γιατροί περιγράφονται λεπτομερώς ως φιλοχρήματοι και ανίκανοι να θεραπεύσουν τους ασθενείς τους. Τον 11ο αιώνα ο Κεκαυμένος, στο έργο του Στρατηγικόν, καταφέρεται εναντίον των γιατρών∙ τους θεωρεί τσαρλατάνους, που έχουν ως μοναδικό τους στόχο να απομυζούν τους ασθενείς τους. Ωστόσο, όπως και στις άλλες επιστήμες η κυριότερη συνεισφορά των Βυζαντινών στην ιατρική ήταν η διατήρηση της κλασικής κληρονομιάς. Οι συγγραφείς του 12ου αιώνα αντιδιαστέλλουν, επίσης, τους καλούς γιατρούς από τους τσαρλατάνους. Πάντως, οι εξελίξεις της ιατρικής στον οργανωτικό τομέα, αυτή την εποχή, δείχνουν μια πειραματική λειτουργικότητα, όπως φαίνεται στην περίπτωση της επιστημονικής ανατομίας.
278
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ἰωάννης Παναγιωτόπουλος
Περὶ Ἀθιγγάνων1 Ἡ περίπτωση τῆς σέκτας τῶν Ἀθιγγάνων ἀποτελεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς πλέον ἐνδιαφέρουσες περιπτώσεις «διαπλοκῆς» θρησκείας καὶ πολιτικῆς. Ἀφορμὴ γιὰ τὴν παροῦσα συγγραφὴ ὑπῆρξε ἡ κριτικὴ ἔκδοση τοῦ ἐργιδίου τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Μεθοδίου Α´ (Περὶ Ἀθιγγάνων). Ἡ μελέτη περιεστράφη γύρω ἀπὸ τὰ ἐρωτήματα ποὺ θέτει ὁ ἐν ἁγίοις πατριάρχης. Βεβαίως, ἡ ἀνάπτυξη τοῦ θέματος ἐπέτρεψε νὰ ἐξετασθοῦν σημεῖα ποὺ περιγράφουν τὸ βυζαντινὸ θεοκεντρισμὸ καὶ τὴ δυναμική του λειτουργία σὲ ἕνα πολιτικὸ πλαίσιο διακυβέρνησης ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἐπιβίωσαν οἱ ἀρχὲς τῆς ἀρχαίας δημοκρατίας καὶ ὁ ἐλεύθερος πολιτικὸς λόγος σὲ σχήματα καὶ δομές, ποὺ ὁρισμένες φορὲς δύσκολα διακρίνονται καὶ ἐξίσου δύσκολα προσδιορίζονται. Ἐξετάσθηκε ἡ σημασία ποὺ ἔχει τὸ ἐργίδιο τοῦ Μεθοδίου του Μεγάλου (843-847). Συγκεκριμένα, προσδιορίσθηκε ἡ πιθανολογούμενη σχέση μὲ τὴν ἀρχαία αἵρεση τῶν Θεοδοτιανῶν. Ἀκολούθησε ἡ περιγραφὴ τῆς γέννησης ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω αἵρεση τῶν Μελχισεδεκιανῶν καὶ τῶν εὑρημάτων τῆς ἱστορικῆς τους παρουσίας στὴν Μ. Ἀσία. Τέλος, ἐξηγήθηκε ἡ ὀνομασία (Ἀθίγγανοι) ποὺ τοὺς δόθηκε ἀπὸ τοὺς βυζαντινούς, καταγράφηκαν οἱ θεολογικὲς ἀπόψεις καὶ τελετουργικὲς πρακτικὲς τῆς σέκτας, ἐνῶ διαχωρίσθηκαν ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους Ἀτζιγγάνους. Ἐπιπλέον, ἐξετάσθηκε ἡ ἱστορικὴ παρουσία τῆς σέκτας καὶ ἡ δράση της κατὰ τὸν Η´ καὶ Θ´ αἰῶνα μ.Χ. Εἰδικότερα προβλήθηκε ἡ προέλευση καὶ ἡ ἐξάπλωση τῶν Ἀθιγγάνων καὶ οἱ ὅροι διαμόρφωσης τῆς πολιτικῆς τους στάσης. Ἀκολούθησε ἡ ἑρμηνεία τῆς πρώτης ἐπίσημης ἀναφορᾶς στοὺς Ἀθιγγάνους ἀπὸ τὸν ὅσιο Θεοφάνη κατὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Νικηφόρου Α´. Ἐπεξηγήθηκαν οἱ συνθῆκες καὶ τὰ αἴτια τοῦ πρώτου μεγάλου διωγμοῦ ποὺ ὑπέστησαν 1. Βλ. Ἰωάννης Ἀ. Παναγιωτόπουλος, Περὶ Ἀθιγγάνων: πολιτικὴ καὶ θρησκεία στὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, Ἀθήνα, 2008 (Ηρόδοτος).
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
279
στὴν διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Μιχαήλ Α´, οἱ συνθῆκες δολοφονίας τοῦ Λέοντος Ε´ καὶ ὁ ρόλος τους στὴν ἄνοδο στὴν ἐξουσία τοῦ Μιχαήλ Β´. Ακόμη, ἑρμηνεύθηκε ἡ στάση τοῦ Θεοφίλου ἀπέναντί τους καὶ προσδιορίσθηκαν τὰ αἴτια τῆς τελικῆς ἀποδυνάμωσης καὶ ἐξαφάνισής τους. Τέλος, ἀναλύθηκε ὁ διάλογος ποὺ ἀναπτύχθηκε στὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία γιὰ τὸ ζήτημα τῆς διατήρησης τῆς ἀρχῆς τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης, πολὺ πρὶν στὴ Δύση τεθεῖ τὸ ζήτημα ἀπὸ τὴ λειτουργία τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης. Ἡ μελέτη ὁλοκληρώθηκε μὲ τὴν κριτικὴ ἔκδοση τοῦ ἐργιδίου τοῦ Μεθοδίου καὶ τὴν εἰσαγωγὴ σὲ αὐτή.
280
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Φωτεινή Κομνηνού, Ιωάννα Κομνηνού
Το θρησκευτικό συναίσθημα ως βασικός παράγοντας διαμόρφωσης και εξέλιξης του Βυζαντινού Δικαίου Η βυζαντινή κοινωνία είναι βαθύτατα επηρεασμένη από την χριστιανική δογματική διδασκαλία, η οποία αποτέλεσε τη βάση μιας θεοκρατικής ερμηνείας του κόσμου και της ανασύνθεσης παλιών στοιχείων με βάση τη χριστιανική βιοθεωρία. Η σχέση Θεού και ανθρώπου αποτυπώνεται στις διοικητικές δομές και τη θεσμική οργάνωση της αυτοκρατορίας. Στην περίπτωση του βυζαντινού δικαίου η επίδραση του χριστιανισμού συνήθως προτάσσεται στην εξέταση των αιτιών που συντέλεσαν στη μεταμόρφωση της ρωμαϊκής νομοθεσίας, γιατί τα αποτελέσματα ήταν ταχύτερα αισθητά. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει η στάση των αυτοκρατόρων, για τους οποίους η θρησκευτική ενότητα αποτελούσε βασικό παράγοντα εσωτερικής συνοχής της αυτοκρατορίας. Οι επιδράσεις Χριστιανισμού και δικαίου ήταν αμφίδρομες και αυτό γίνεται αισθητό τόσο στον εξωτερικό τρόπο όσο και στο περιεχόμενο το δικαίου, πηγή του οποίου θεωρείται ο ίδιος ο Θεός και κριτήριο της ηθικής αξιολόγησης των νόμων η συμφωνία τους με το θείο δίκαιο. Από την πλευρά του δικονομικού δικαίου είναι αξιοσημείωτη η ύπαρξη οργάνων διοίκησης της Εκκλησίας και προνομιακοί θεσμοί όπως είναι τα επισκοπικά δικαστήρια για την επίλυση των ιδιωτικών διαφορών. Στη νομοθεσία του Ιουστινιανού συνυπάρχουν αρμονικά το κλασσικό ρωμαϊκό δίκαιο με το εθιμικό δίκαιο του Ελληνισμού και τις θεμελιώδεις αρχές του Χριστιανισμού, πράγμα που γίνεται κυρίως ορατό μέσα από τις Νεαρές. Το δίκαιο απαλλάσσεται από τις πολύπλοκες νομικίστικες διακρίσεις που αχρήστευαν το ουσιαστικό του περιεχόμενο, επαναπροσδιορίστηκε ο υπέρτατος στόχος της νομοθεσίας στην υπηρεσία της δικαιοσύνης, συσχετίστηκε λειτουργικά η νομοθεσία με τις ανάγκες για την προστασία της οικογένειας και για την ενθάρρυνση της απελευθέρωσης των δούλων, ενώ θεσπίστηκαν ρυθμίσεις υπέρ των φτωχών. Με την εισαγωγή ηθικών αρχών στις διατάξεις του ποινικού
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
281
δικαίου, παρατηρούμε την απήχηση της χριστιανικής διδασκαλίας για ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη. Αξιοσημείωτη εξέλιξη στο δίκαιο παρατηρείται και κατά την εποχή των Ισαύρων, όπου διακρίνουμε την προσπάθεια εναρμόνισης του ποινικού δικαίου με την υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση. Για τη διαμόρφωση του ποινικού μέρους της Εκλογής ελήφθησαν σοβαρά υπόψη οι πηγές του δικαίου της Εκκλησίας. Η θανατική ποινή περιορίζεται ή ο τρόπος εκτέλεσής της γίνεται ηπιότερος σε σχέση με το ρωμαϊκό δίκαιο. Γενικά ήταν διάχυτη η πεποίθηση ότι στόχος του νομοθετικού έργου των Ισαύρων ήταν η «επιδιόρθωσις προς το φιλανθρωπότερον». Για το λόγο αυτό έτυχε της λαϊκής επιδοκιμασίας και διατηρήθηκε από τους Μακεδόνες, παρά την αντίθεσή τους προς αυτό. Παράλληλα μέσα από τον «Γεωργικό Νόμο» και τον «Νόμο Ροδίων Ναυτικό», παρατηρούμε σημαντικές καινοτομίες, που αποβλέπουν αφενός μεν στην κατοχύρωση και ενίσχυση των μικρών γαιοκτημόνων, αφετέρου δε στην προστασία του εμπορίου και των θαλασσίων δρόμων. Κατά την περίοδο της Αναγέννησης των Μακεδόνων, το δίκαιο στρέφεται στις ιουστινιάνειες πηγές του και καθαρίζεται από τις νεωτεριστικές τάσεις των Ισαύρων. Προσδιορίζονται τα δικαιώματα του Πατριάρχη και του αυτοκράτορα, ως ισοδύναμων φορέων των δύο εξουσιών και καθορίζονται τα όρια της εξουσίας του καθενός. Το πρώτο από τα 60 βιβλία των «Βασιλικών» αναφέρεται στην ορθόδοξη πίστη. Το ένα τρίτο των νεαρών του Λέοντος του Ϛ΄ του Σοφού (περίπου 35 νεαρές) αναφέρονταν σε θέματα εκκλησιαστικά. Στον Νομοκάνονα σε 14 τίτλους του Εναντιοφάνη επιχειρείται μια εναρμόνιση του εκκλησιαστικού και πολιτειακού δικαίου. Οι νεαρές που εκδόθηκαν από τους αυτοκράτορες Ισαάκιο Α΄, Κωνσταντίνο Ι΄ Δούκα και Νικηφόρο Γ΄ Βοτανειάτη και αργότερα με τους Κομνηνούς, ρυθμίζουν θέματα όπως την τήρηση γαμικών κωλυμάτων, εισφορές προς τις εκκλησιαστικές αρχές, το αναπαλλοτρίωτο εκκλησιαστικών πραγμάτων κ.λπ. Στα πλαίσια της απονομής δικαιοσύνης, ο αυτοκράτορας θεωρείται ο απεσταλμένος του Θεού, που κυβερνά την αυτοκρατορία ως «έμψυχος νόμος», ασκώντας την θεοδώρητη εξουσία του με φιλανθρωπία και δικαιοσύνη. Παράλληλα, δικαστικές αρμοδιότητες είχε και η Εκκλησία. Οι επίσκοποι εκδίκαζαν αρχικά υποθέσεις αστικές και ποινικές και επόπτευαν τους τοπικούς άρχοντες στην εκτέλεση των καθη-
282
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
κόντων τους. Η γνώμη του πατριάρχη σε δύσκολες περιπτώσεις είχε νομολογική ισχύ. Σταδιακά, οι επίσκοποι αποκτούν το δικαίωμα να εκδικάζουν υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, ιδιαίτερα στις μικρές επαρχίες. Το 1296 ιδρύεται από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο το ανώτατο δωδεκαμελές δικαστήριο, μέλη του οποίου ήταν κληρικοί και λαϊκοί της συγκλητικής τάξης, πράγμα που αντανακλά την ενίσχυση του κύρους της Εκκλησίας κατά τον 13ο αιώνα. Οι τέσσερις «καθολικοί κριτές των Ρωμαίων» ορίζονταν από κοινού από τον Αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη και ένας από αυτούς ήταν οπωσδήποτε κληρικός. Κατά τον 13ο αιώνα παρατηρείται μια αυξημένη συμμετοχή του κλήρου στη θεωρητική και εφαρμοσμένη νομική επιστήμη, πράγμα που εν μέρει μπορεί να οφείλεται και στην κατάλυση των πολιτειακών θεσμών το 1204. Αυξημένη προσφυγή στη δικαιοσύνη παρατηρείται και μέχρι το 1330, λόγω της διαφθοράς που κυριαρχούσε στα πολιτειακά δικαστήρια. Η ποινή ήταν αρχικά μια πράξη ανταπόδοσης και αποκατάστασης της έννομης τάξης. Εμμέσως πλην σαφώς τονίζεται στη νομοθεσία του Ιουστινιανού και ο εκφοβιστικός της ρόλος. Ενώ όμως ο σκοπός της ποινής δεν κατονομάζεται κατά γενικό τρόπο, η Εκκλησία, με έναν έγκριτο νομικό της εποχής, τον επίσκοπο Καισαρείας Βασίλειο, αντιμετωπίζει τον σκοπό της ποινής στη συνολική του διάσταση, αποκρούοντας πλήρως τον ανταποδοτικό της χαρακτήρα. Η αξία της έγκειται πλέον στον τομέα της γενικής και ειδικής πρόληψης. Η σκοπιμότητα και η αποτελεσματικότητα της ποινής αναφέρονται και στην «Εκλογή» των Ισαύρων. Ο γάμος, τα πρώτα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ήταν πολιτικός. Ο θρησκευτικός γάμος καθιερώνεται με νεαρά του Λέοντος Ϛ΄ του Σοφού. Στα ζητήματα του γάμου αναφέρονται συχνά και οι πράξεις των Πατριαρχών με ενδεικτικότερη αυτήν του πατριάρχη Νικολάου Α΄, σχετικά με το θέμα της τετραγαμίας του Λέοντος του Σοφού. Στα θέματα του γάμου η Εκκλησία εισάγει μια σειρά από νομικούς «κανόνες» που διευθετούν, μεταξύ άλλων, θέματα ηλικίας και συγγένειας των νεονύμφων, ιερολογίας σε περιπτώσεις δεύτερου γάμου, προστασίας της μνηστείας και της οικογένειας γενικότερα. Είναι γεγονός ότι το βυζαντινό δίκαιο είναι σαφώς ανανεωμένο και επιεικέστερο του ρωμαϊκού. Η απονομή της δικαιοσύνης, το νόη-
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
283
μα της επιβολής των ποινών, η προσπάθεια για μια δίκαιη κοινωνική πολιτική, όπως διαμορφώνεται υπό την επίδραση της χριστιανικής διδασκαλίας, έκανε πολλούς μελετητές να διαπιστώσουν ότι «η αυτοκρατορία έγινε πολύ πιο ανθρωπιστική».
284
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Αναστάσιος Σινάκος
Το κυνήγι κατά τη μέση βυζαντινή εποχή (7ος – 12ος αι.)1 Θέμα της ανακοίνωσής μου είναι το κυνήγι στο Βυζάντιο από τον 7ο ως και το 12ο αι. μ.Χ. Κατά την αναζήτηση που έγινε για το θέμα που μας απασχόλησε διερευνήθηκαν αρχικά οι πηγές (ιστορικοί, εκφράσεις, ονειροκριτικά, έργα τέχνης κ.ά.), για να επισημανθούν τα χωρία εκείνα, που αναφέρονται στο κυνήγι, όπως και τα έργα τέχνης που έχουν παραστάσεις σχετικές με αυτό. Η διερεύνηση αυτή μας έδωσε τη δυνατότητα να καταγράψουμε πρώτα τα μέσα και τους τρόπους, με τα οποία κυνηγούσαν. Αυτή η πρώτη προσέγγιση μας έδειξε ότι διαφορετικά κυνηγούσαν οι κατώτερες τάξεις, οι φτωχοί, και διαφορετικά οι ανώτερες και ο αυτοκράτορας. Για τις ανώτερες τάξεις το κυνήγι απαιτούσε μία τεράστια κινητοποίηση και προετοιμασία, όπως και τη συμμετοχή πολλών ανθρώπων, καθένας από τους οποίους είχε συγκεκριμένο ρόλο· η συμμετοχή επίσης κυνηγετικών σκύλων, γερακιών κ.λπ. ήταν απαραίτητη. Αντίθετα, οι φτωχοί διέθεταν περιορισμένα μέσα και η επιτυχία στηριζόταν στην επιδεξιότητά τους. Αυτό μας έδωσε στη συνέχεια τη δυνατότητα να ερευνήσουμε την κοινωνική και πολιτιστική διάσταση του κυνηγιού στο Βυζάντιο κατά την εποχή αυτή. Όπως δείχνουν τα κείμενα, η συνένωση για το κυνήγι βοηθούσε στη συνοχή της ομάδας που είχε τον κοινό σκοπό, και κυρίως της οικογένειας2. Από τους ερευνητές βέβαια έχει τονιστεί και αναδειχθεί ότι το κυνήγι ήταν κυρίως μια προπαίδεια για τον πόλεμο, στην παρούσα ανακοίνωση όμως μέσα από τη μελέτη των γραπτών
1. Η ανακοίνωση σε νέα επεξεργασμένη και εμπλουτισμένη μορφή και με τον ίδιο τίτλο είναι υπό δημοσίευση στα Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, το οποίο διοργάνωσε το ΙΒΕ/ΕΙΕ στις 6-7 Ιουνίου του 2008 στην Αθήνα. Το θέμα του Συμποσίου ήταν το: “Ζώα και Περιβάλλον στο Βυζάντιο (7ος – 12ος αι.)”. 2. Για τη συνοχή της οικογένειας βλ. το έπος του Διγενή Ακρίτη και τις χαρακτηριστικές σκηνές κυνηγιού που περιέχει.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
285
πηγών και της εικονογραφίας θα γίνει προσπάθεια να φανεί ότι ήταν το κύριο μέσο για αναψυχή και διασκέδαση, η οποία συνοδευόταν με συμπόσιο. Αυτό ακριβώς δείχνει μια ιδιαίτερη πλευρά της κοινωνίας και του πολιτισμού της. Τέλος ερευνάται η δημόσια και ιδιωτική οικονομική διάσταση του κυνηγιού. Τα κείμενα βέβαια είναι φειδωλά στην παροχή πληροφοριών, μέσα όμως από νομικά κείμενα και αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, αλλά και από άλλα κείμενα έμμεσα δίνονται πληροφορίες, για να κατανοηθεί η οικονομική σημασία του κυνηγιού.
286
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος
Ο Κωνσταντίνος Ε΄ και η μονή Μαντινείου Η βασιλεία του Κωνσταντίνου Ε΄ έχει περάσει στην ιστορία ως μια ζοφερή περίοδος για τους μοναχούς, οι οποίοι θεωρείται ότι υπέστησαν έναν διωγμό ανάλογο προς αυτόν των χριστιανών της ειδωλολατρικής περιόδου. Υπεύθυνοι για αυτή την αντίληψη είναι οι μεταγενέστεροι εικονολάτρες συγγραφείς, που, στην προσπάθεια να εξάρουν τον αγώνα των μοναχών για την υπεράσπιση της ορθοδοξίας, αμαύρωσαν κατά τον χειρότερο τρόπο την εικόνα αυτού του αυτοκράτορα. Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι η στάση του απέναντι στον μοναστικό θεσμό δεν ήταν τόσο μονόπλευρη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της μονής Μαντινείου, οι πληροφορίες μας για την οποία προέρχονται κυρίως από τις περιλήψεις του Βίου της ιδρύτριάς της, της αγίας Ανθούσας, που σώζονται στα Συναξάρια. Πρόκειται για ένα διπλό μοναστήρι, ανδρικό και γυναικείο, το οποίο διοικούσαν η ίδια η αγία και ο ανιψιός της. Σύμφωνα με τον βιογράφο της Ανθούσας, η μονή, που ήταν στην αρχή εικονολατρική, υπέστη διώξεις από τον Κωνσταντίνο Ε΄. Σε κάποια στιγμή όμως επήλθε ένας συμβιβασμός μεταξύ του αυτοκράτορα και της αγίας, ο οποίος εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της θαυματουργικής δύναμής της. Οι σχέσεις τους μάλιστα αποκαταστάθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε η Ευδοκία, η τρίτη σύζυγος του Κωνσταντίνου, έκανε μεγάλες δωρεές στην μονή, για να ευχαριστήσει την Ανθούσα για τις προβλέψεις της σχετικά με την γέννηση διδύμων από το αυτοκρατορικό ζεύγος. Η περίπτωση αυτού του μοναστηριού είναι πιθανόν λιγότερο ιδιαίτερη από όσο φαίνεται αρχικά. Ο συγκεκριμένος αυτοκράτορας δεν πρέπει να στράφηκε εναντίον των μοναχών εν γένει, αλλά μόνο εναντίον αυτών που δεν ασπάζονταν την θρησκευτική του ιδεολογία. Οι μονές που αποδέχτηκαν την εικονομαχία, και οι οποίες επί της βασιλείας του θα αποτελούσαν την πλειοψηφία, συνέχισαν όχι μόνο να υφίστανται αλλά, όπως αποδεικνύει το παράδειγμα αυτής του Μαντινείου, και να ευημερούν. Εξάλλου, η παρουσία μοναχών στους εικονο-
ΙΣΤΟΡΙΑ
287
κλαστικούς κύκλους επιβεβαιώνεται και από τις εικονολατρικές πηγές. Αντιστρόφως, εικονομαχικές τάσεις στο μοναστικό περιβάλλον μαρτυρούνται και μετά την καταδίκη της εικονομαχίας το 787, πράγμα που φαίνεται ασυμβίβαστο προς την θεωρία περί εχθρότητας των εικονομάχων απέναντι στον μοναχισμό. Μετά την damnatio memoriae του εικονομάχου αυτοκράτορα όσα μοναστήρια είχαν προσχωρήσει στην παράταξή του έσπευσαν να αποκρύψουν το αιρετικό παρελθόν τους, ενώ οι μοναχοί παρουσιάστηκαν στο σύνολό τους ως υπέρμαχοι της εικονολατρίας, σε αντίθεση με το ιερατείο που συμβιβάστηκε με τις αυτοκρατορικές αξιώσεις. Διωγμοί μοναχών, που είχαν πρωταρχικώς πολιτικά αίτια, παρουσιάστηκαν ως καθαρά θρησκευτικοί. Το μαρτύριο της Ανθούσας από τους εικονομάχους, που, με εξαίρεση κάποιες υπερβολές, περιγράφεται αρκετά ρεαλιστικά, και στο οποίο οφείλει τον τίτλο της Ομολογήτριας, επέτρεψε στον βιογράφο της να την εντάξει μεταξύ των θυμάτων του Κωνσταντίνου Ε΄. Συγχρόνως, όμως, έπρεπε να δικαιολογήσει και τον τελικό συμβιβασμό της προς την αυτοκρατορική ιδεολογία, ο οποίος άλλωστε υπήρξε επωφελής για την μονή της, με τρόπο ώστε να μην βαρύνει την υπόληψη της αγίας η υποψία της αίρεσης. Για να το επιτύχει, προσφεύγει σε μια προσφιλή τακτική των συγγραφέων αγιολογικών κειμένων, το θαύμα, χάρη στο οποίο αντιστρέφει την πραγματικότητα και εμφανίζει τον αυτοκράτορα να υποχωρεί αντί της αγίας.
288
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Στυλιανός Ιατρού
Παρατηρήσεις σχετικές με την α΄ αβαροσλαβική πολιορκία της Θεσσαλονίκης: νέα προσέγγιση της διήγησης των Θαυμάτων του Αγ. Δημητρίου. Οι σχετικές με την α΄ αβαροσλαβική πολιορκία της Θεσσαλονίκης ειδήσεις σώζονται αποκλειστικά στην Α΄ Συλλογή των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου1, η οποία αποδίδεται στον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ιωάννη Ευσεβή (603 έως περ. 649), και ως εγκώμιο του φιλοπόλιδος αγίου ακολουθεί συμβάσεις της αγιολογικής γραμματείας, όπως, μεταξύ άλλων, η συνύπαρξη του υπερβατικού με το πραγματικό στοιχείο και η χρήση κοινών τόπων. Σύμφωνα με τα Θαύματα, η άφιξη των επιδρομέων σημειώνεται επί Μαυρικίου (582-602), μια Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου2, λεπτομέρεια που επέτρεψε στην έρευνα την τοποθέτησή της είτε στο έτος 586, είτε στο 5973. Είναι μια ογκώδης στρατιωτική επιχείρηση αντιποίνων του οργισμένου χαγάνου των Αβάρων εναντίον του βυζαντινού αυτοκράτορα έπειτα από την απόρριψη κάποιου αιτήματος του πρώτου4, και διαρκεί επτά ημέρες5. Τέλος, λύεται όταν οι επιδρομείς αντικρίζουν ένα 1. Υποδειγματική κριτική έκδοση των οποίων εκπόνησε ο P. Lemerle, Les plus anciens recueils des Miracles de Saint Démétrius et la pénétration des Slaves dans les Balkans, I: Le Texte, Paris 1979, II: Commentaire, Paris 1981. [στο εξής P. Lemerle, Miracles] 2. Βλ. P. Lemerle, Miracles I.134.26-27 και Ι.137.3-4. 3. Για την εύρεση των δύο ετών βάσει της συγκεκριμένης ημέρας, βλ. V. Grumel, La Chronologie, Paris 1958, 316. 4. Βλ. P. Lemerle, Miracles I.134.3-7, για το απορριφθέν αίτημα και την οργή του χαγάνου, και I.134.14-16, για τη σύνθεση του ογκώδους στρατεύματος των επιδρομέων. 5. Βλ. P. Lemerle, Miracles I.152.8-9, και I.156.11-12. – Η Κυριακή λειτουργεί μάλλον ως συμβολική ημέρα αφετηρίας και λήξης μιας αφήγησης που ακολουθεί το επταήμερο σχήμα της Κτίσεως στο Βιβλίο της Γενέσεως. Πολύ χαρακτηριστικά, την έβδομη ημέρα του αποκλεισμού, Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου –συνολικά όγδοη από την άφιξή τους το βράδυ της Κυριακής 22ας Σεπτεμβρίου– οι πολιορκητές αναπαύονται αποκαμωμένοι από τα έργα των προηγούμενων ημερών, όταν ξάφνου υποχρεώνονται από την οπτασία του αγίου σε άτακτη υποχώρηση, και
ΙΣΤΟΡΙΑ
289
όραμα: μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, με τον άγιο επικεφαλής, εξέρχεται από όλες τις πύλες, ενώπιον της οποίας τρέπονται σε φυγή6. Τους ακόλουθους τόπους: α) τη σύγκρουση δύο ηγεμόνων, β) κάποιο αίτημα του ενός που απέρριψε ο άλλος, γ) τη συνακόλουθη οργή του, δ) την αναζήτηση εκδίκησης προσωπικά έναντι του ανταγωνιστή δυνάστη, αλλά και των χωρών υπό την εξουσία του, ε) τη συγκέντρωση στρατού από όλους τους υποταγμένους λαούς, και στ) την ανάληψη κάποιας μορφής δράσης την 22α του πρώτου μηνός7, παρακολουθεί ο αναγνώστης να αναπτύσσονται με την ίδια σειρά, πέραν της διήγησης των Θαυμάτων, καί στην Ιουδίθ 1-2, της Π.Δ., όπου ο λόγος περί του πολέμου των βασιλέων των Ασσυρίων Ναβουχοδονόσορος και των Μήδων Αρφαξάδ, με διαφοροποιήσεις που προσαρμόζονται στα συμφραζόμενα των οικείων περιστάσεων. Περαιτέρω σημεία επαφής του ανωτέρω βιβλικού διακειμένου με τα Θαύματα φανερώνονται από την τοποθέτηση της άφιξης των δύο στρατευμάτων, στην Ιουδαία και τη Θεσσαλονίκη αντίστοιχα, μετά το θέρος, συνάμα δε καί από τις σχεδόν πανομοιότυπες εικόνες που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή τους8.8
άλλοι οδεύουν προς το δρόμο της απωλείας, εγκαταλείποντας νεκρούς, τραυματίες και όπλα, άλλοι δε μεταμεληθέντες σώζονται, προσερχόμενοι ως ικέτες στους ευσεβείς χριστιανούς Θεσσαλονικείς. Ο συμβολισμός, άλλωστε, του φιλολογικού τόπου των επταήμερης διάρκειας πολιορκιών έχει επισημανθεί ήδη από την παλαιότερη έρευνα. Βλ. ενδεικτικά Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, «Συμβολὴ εἰς τὴν χρονολόγησιν τῶν ἀβαρικῶν καὶ σλαβικῶν ἐπιδρομῶν ἐπί Μαυρικίου (582-602)», Σύμμεικτα 2 (1970) 145-209, σ. 162, σημ 1. – P. Speck, „De Miraculis Sancti Demetrii, qui Thessalonicam profugus venit oder Ketzerisches zu den Wundergeschichten des Heiligen Demetrios und zu seiner Basilika in Thessalonike“, Ποικίλα Βυζαντινά 12, Varia IV, Βonn 1993, 257-532, σ. 467 κ.ε. – Α. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τ. Α΄ (4ος-7ος αι.), Αθήνα 1997, σ. 498. 6. Βλ. P. Lemerle, Miracles I.156.11 - 158.5. 7. Στην Ιουδίθ 2.1: «δευτέρᾳ καὶ εἰκάδι τοῦ πρώτου μηνός» ο Ναβουχοδονόσορ συγκαλεί πολεμικό συμβούλιο στο ανάκτορό του για το σχεδιασμό της εκστρατείας του Ολοφέρνη εναν τίον, μεταξύ άλλων χωρών, καί της Ιουδαίας. Για τον Ιωάννη αρχή ινδίκτου ήταν η 1η Σεπτεμβρίου. Αναρωτιέται κανείς αν πρόκειται για σύμπτωση, ή για δημιουργική αξιοποίηση της φράσης από το βυζαντινό αγιολόγο. 8. Μια αντιπαραβολή των χωρίων των δύο κειμένων είναι διαφωτιστική για τις ομοιότητες:
290
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Οι ομοιότητες αυτές επιτρέπουν τη στήριξη μιας υπόθεσης δανείων των Θαυμάτων από την Ιουδίθ. Τούτο όμως γεννά ερωτήματα καί για την ακρίβεια της απόλυτης χρονολόγησης της α΄ πολιορκίας, η οποία στηρίχθηκε κατεξοχήν στο συνδυασμό των εξής τριών στοιχείων: α) της Κυριακής (διαχρονικά συμβολικής ημέρας, που επιτρέπει στον Ιωάννη την οργάνωση σχήματος επταήμερης πολιορκίας), β) «τῇ εἰκάδι δευτέρᾳ» (πιθανό δάνειο από την Ιουδίθ), και γ) του Σεπτεμβρίου (που όμως ενισχύεται από την αναφορά στον καιρό του τρύγου). Το πολύ μεταγενέστερο από τα γεγονότα εγκωμιαστικό κήρυγμα του Ιωάννη δεν θα μπορούσε να αγνοήσει εύκολα τα γενικότερα χρονικά ορόσημα της αρχής του Μαυρικίου (εικοσαετία) και του καιρού του τρύγου, που πιθανότατα θα διατηρούνταν στη μνήμη πολλών εκ των ακροατών, ως μαρτύρων των γεγονότων9, ακόμα κι αν η ακριβής ημερομηνία είχε πλέον λησμονηθεί. Εντούτοις, χωρίς να απομακρύνεται ο Ιωάννης από τη συλλογική ανάμνηση μιας φθινοπωρινής βαρβαρικής επιδρομής, ενδέχεται να είναι ανακριβής στα δύο τουλάχιστον από τα τρία στοιχεία, καθώς αποσκοπώντας σε θεολογικές αλληγορίες δανείζεται φράσεις της Γραφής, ενέργεια απολύτως θεμιτή για ένα βυζαντινό ιερωμένο, που δεν αισθάνεται, όσο εμείς σήμερα, τη δέσμευση για μιαν ακριβή παράθεση γεγονότων, αλλά περισσότερο για την ηθική διαπαιδαγώγηP. Lemerle, Miracles I
Ιουδίθ
137.12-13: «πολλῶν μὲν ἔξω ἐν προαστείοις 4.5: «προσφάτως ἦν τὰ πεδία αὐτῶν τεθερικαὶ ἀγροῖς ἐναποκλεισθέντων […] διὰ τὸ τρύ- σμένα». γης εἶναι καιρόν». 137.6: «διὰ τὸ ἰσόψαμμον ἐν ἀριθμῷ τῶν πο- 2.20: «καὶ ὡς ἡ ἄμμος τῆς γῆς· οὐ γὰρ ἦν λιορκούντων». ἀριθμὸς ἀπὸ πλήθους αὐτῶν». 134.15: «καὶ προσμίξας αὐτοῖς καὶ ἀλλογενεῖς 2.20: «καὶ πολὺς ὁ ἐπίμικτος». τινας». 148.17-20: «οὐχ ὑπομενούσης τῆς γῆς τὸ βά- 7.4: «οὔτε τὰ ὄρη τὰ ὑψηλὰ οὔτε αἱ φάραγρος αὐτῶν». γες οὔτε οἱ βουνοὶ ὑποστήσονται τὸ βάρος αὐτῶν». 135.30-136.2: «ὥσπερ στέφανος θανατηφόρος 2.19: «καὶ ἐξῆλθεν αὐτὸς καὶ πᾶσα ἡ δύναμις περιέσχον τὴν πόλιν, οὐδενὸς τόπου θεωρου- αὐτοῦ […] καλύψαι πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς», μένου τῆς γῆς ὃν ὁ βάρβαρος οὐκ ἐπάτει». 7.18: «ἐκάλυψαν πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς» 9. Βλ. P. Lemerle, Miracles I.125.1-3.
ΙΣΤΟΡΙΑ
291
ση του ποιμνίου: ο περιούσιος λαός λυτρώθηκε από την εχθρική επιβουλή, και οι ευλαβείς χριστιανοί Θεσσαλονικείς παρομοίως. Ωστόσο, φαίνεται πως ο συγκεκριμένος αγιολόγος δεν αρύεται εικόνες μονάχα από την Π.Δ., όπως διαπιστώνει κανείς από την περιγραφή της τελευταίας ημέρας της πολιορκίας. Τον ίδιο αφηγηματικό τύπο του οράματος της εξόδου ενός μεγάλου στρατού από τις ανοιχτές πύλες (θαύμα), που οδηγεί στη λύση μιας επταήμερης πολιορκίας, και τους εχθρούς να φεύγουν τρομαγμένοι, τον συναντούμε καί στην Οικουμενική Ιστορία του Θεοφύλακτου Σιμοκάττη, κειμένου συγχρόνου της Α΄ Συλλογής των Θαυμάτων, στην εξιστόρηση του αποκλεισμού της πόλης Δριζίπερα της Θράκης από τους Αβαροσλάβους το 593, εντός των τειχών της οποίας είχε καταφύγει ο στρατηγός Πρίσκος επικεφαλής βυζαντινής δύναμης10.
10. Βλ. Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Οἰκουμενική Ἱστορία, έκδ. C. de Boor, Theophylacti Simocattae Historiae, Leipzig 1887. Αναθ. έκδ. G. Wirth, Stuttgart 1972, 228.8-23.
292
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ιωάννης Θεοδωρόπουλος
« Αυτοκρατορικές ενέργειες και πρωτοβουλίες κατά τις ησυχαστικές έριδες, σύμφωνα με το επιστολάριο του Γρηγορίου Ακινδύνου» «Πάσῃ τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, μάλιστα μέντοι πάντων τῇ δεσποίνῃ, πεφώραται τὸ κακὸν ἤδη τοῦτο τῆς ἄρτι περὶ τὴν εὐσέβειαν καινοτομίας». (Ἀκινδύνου, ἐπ. 28, 29-31). Το απόσπασμα αυτό επιστολής του Γρηγορίου Ακινδύνου1, ενός των πρωταγωνιστών κατά τις ησυχαστικές έριδες του 14ου αιώνα, δηλώνει όχι μόνο την ενεργή παρέμβαση της αυτοκράτειρας Άννας της Σαβοΐας, αλλά την πρωταίτια κίνηση για την έναρξη της δεύτερης φάσεως των ησυχαστικών ερίδων, δηλ. μετά τον θάνατο του συζύγου της Ανδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου (1328-1341) και τη σύνοδο του έτους 1341∙ σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης ήταν να ερμηνεύσει την αρχική στάση της αυτοκράτειρας, καθώς και τη μεταγενέστερη μεταστροφή της. Παρά τη λήξη της πρώτης φάσεως των ησυχαστικών ερίδων με τη σύνοδο αυτή, ο Ακίνδυνος επιρρίπτει ευθύνες για την αναζωπύρωση της διενέξεως στην αυτοκράτειρα Άννα, διότι εκείνη συγκεντρώνοντας ανώτατους αξιωματούχους και λογίους της αυλής καταφέρθηκε εναν τίον της διδασκαλίας του Γρηγορίου Παλαμά, συγκάλεσε σύνοδο στα ανάκτορα και καταδίκασε τα συγγράμματά του2∙ ακολούθως, η ίδια
1. Βλ. κριτική έκδοση του Corpus των επιστολών: Letters of Gregory Akindynos. Greek text and English translation by Angela Constantinides – Hero, CFHB 21. series Washingtonensis, Dumbarton Oaks Research Library and Collection, Washington D.C. 1983. 2. Επ. 42, 145-151: «Ἀντέστη [sc. ο πατριάρχης] καὶ πρὸς τὴν παλαμναίαν πλάνην, ἀκολουθούσης αὐτῷ προθύμως καὶ τῆς ἡμῶν εὐσεβοῦς τε καὶ θείας καὶ κρατίστης δεσποίνης μετὰ τοῦ θειοτάτου παιδὸς μὲν αὐτῆς, Ῥωμαίων δὲ βασιλέως, καὶ τῆς φιλευσεβοῦς αὐτῶν καὶ γενναίας συγκλήτου· οἳ σύνοδον ἱερὰν συγκροτήσαντες μετεκαλέσαντο μὲν τὸν καινὸν θεολόγον [sc. τον Παλαμά] ἐπὶ τοῖς δόγμασιν, ὁ δὲ ἀπέδρα καὶ ᾤχετο προκαταγνοὺς ἑαυτοῦ». Επίσης, Ακινδύνου, Υπόμνημα 274-279: «Καὶ μετὰ ταῦτα δὲ ζητουμένου ἐκείνου [sc. του Παλαμά] καὶ μὴ εὑρι-
ΙΣΤΟΡΙΑ
293
αποστέλλει «βασιλικόν πρόσταγμα» στους μοναχούς του Αγίου Όρους για να αναγγείλει τη συνοδική καταδίκη και τη φυλάκισή του3.3 Όμως, κατά τα τέλη του 1344 το αυτοκρατορικό περιβάλλον μεταστρέφεται πλήρως, υποστηρίζοντας τον Παλαμά και συγκρουόμενο με τον πατριάρχη Ιωάννη ΙΔ΄ Καλέκα (1334-1347) και τον προστατευόμενό του Ακίνδυνο, ο οποίος την περίοδο αυτή χαίρει της αρωγής της μοναχής Ευλογίας, κατά κόσμον Ειρήνης Χούμναινας Παλαιολογίνας4.4 Τα σχετικά με τη μεταστροφή μάς διευκρινίζει ο Ακίνδυνος σε άλλη του επιστολή· επισημαίνει ότι η ανακοίνωση της προθέσεως του πατριάρχη να τον χειροτονήσει ιερέα βρήκε σταθερή αντίσταση εκ μέρους του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος· η ανυποχώρητη στάση του πατριάρχη και η χειροτονία του Ακινδύνου οδήγησαν την αυτοκράτειρα να επανεξετάσει τη στάση της και να συμπράξει με τους «παλαμήτες» κατά των δύο ανδρών5.5 Αυτό που μάς προβλημάτισε αρκετά και έχρηζε εξετάσεως ήταν η αρχική στάση των «βασιλείων», και δη και της αυτοκράτειρας, λαμβανομένων υπόψη των εξής: α) ο πατέρας του Παλαμά Κωνσταντίνος
σκομένου ἐπὶ πολύ, πάλιν ἐν τῷ θεοφυλάκτῳ παλατίῳ καὶ ἁγίων ἀρχιερέων καὶ τῆς συγκλήτου συναχθείσης, διὰ τούτου τοῦ τρόπου γενέσθαι τὴν τοῦ διὰ ταῦτα γινομένου σκανδάλου θεραπείαν πᾶσιν ἔδοξεν ὑμῖν, τοῦτ’ ἔστιν ἐκ μέσου γενέσθαι τοῦ Παλαμᾶ σκανδαλοποιὰ ταῦτα καὶ διαιρετικὰ τῆς ἐκκλησίας συγγράμματα», παρά Juan Nadal Cañellas στον συλλογικό τόμο “La Théologie Byzantine et sa tradition” (επιμ. Carmelo Giuseppe Conticello – Vassa Conticello), τόμ. 2ος (13ος – 19ος αι.), Brepols Publishers, Turnhout 2002 [τό κείμενο στις σσ. 258-284]. Πρβ. Παλαμά, Πρός τούς σεβασμιωτάτους γέροντας, παρά ΓΠΣ 2, 512, 21-26. 3. Επ. 50, 134-139 : «Καὶ πέμπει δὴ βασιλεὺς ὁ θειότατος μετὰ τῆς μητρὸς αὐτοῦ τῆς θείας καὶ ἡμετέρας δεσποίνης καὶ συνόδου τῆς θείας ἐπιστολὰς εἰς Ὄρος τὸ ἱερόν, βεβαιοῦντες τὴν αἰτίαν ἐφ’ ᾗ ἐφρουροῖτο [sc. ο Παλαμάς], καὶ δυσσέβειαν ὁμολογοῦντες εἶναι, ἐφ’ οἷς δὴ καὶ πάσαις ψήφοις ἐκκήρυκτοι γίνονται τῆς ἐκκλησίας οἱ παλαμῆται πάντες». 4. Πρόκειται περί της κόρης του επιφανούς λογίου Νικηφόρου Χούμνου (1250 ca. - 1327) και χήρας του δεσπότη Ιωάννη, γιού του Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328). 5. Επ. 50, 106-108 : «Ὅτι με τῆς τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίας ἐπὶ τὴν τῆς ἱερωσύνης χάριν ἑλκυσαμένης, ἐμάνησαν οἱ πολέμιοι καὶ ἀπόβλητοι τῆς ἐκκλησίας οὗτοι καὶ ἐπανέστησαν τῇ ἐκκλησίᾳ κἀμοί». Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ «μέγας δοὺξ» καὶ ὑποστηρικτὴς τῆς δράσεως τοῦ Ἀκινδύνου Ἀλέξιος Ἀπόκαυκος ἀλλάζει στάση καὶ ἐν προκειμένῳ διαφωνεῖ μὲ τὸ ἐνδεχόμενο χειροτονίας του· βλ. Ἰωσὴφ Καλοθέτου Συγγράμματα, ἐκδ. Δ. Τσάμης, Θεσσαλονικεῖς Βυζαντινοὶ Συγγραφεῖς 1, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 366, 96-98.
294
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
είχε διατελέσει διδάσκαλος του νεαρού βασιλέα Ανδρονίκου Γ΄ και είχε άριστη σχέση με το παλάτι· β) μετά τον θάνατο του Κων/νου ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ (1282-1328) ανέλαβε τη μόρφωση του μικρού Παλαμά· γ) ο Γρηγόριος από μικρός ήταν οικότροφος του παλατιού και ομοτράπεζος του μελλοντικού βασιλέα και συζύγου της Άννας. Γιατί, λοιπόν, αρχικά η Άννα στρέφεται κατά του Παλαμά και της διδασκαλίας του; Η απάντηση έγκειται στο πολιτιστικό υπόβαθρο της καταγωγής της· η Άννα μεγάλωσε στη Σαβοΐα (περιοχή της ΝΑ Γαλλίας) και ανατράφηκε πλησίον της παπικής αυλής, η οποία είχε εγκατασταθεί στην πλησιόχωρη Avignon μετά το 1309· αιρέσεις, όπως οι Καθαροί και οι Βάλδιοι, είχαν ταλανίσει τη Δύση και είχαν αφορισθεί από την παπωσύνη· διάφορες από αυτές τις αιρετικές δοξασίες έμοιαζαν με την παλαμική διδασκαλία: ασκητική βιοτή, μυστικιστική – εκθεωτική κατάσταση του ανθρώπου μέσω της έντονης προσευχής, καταδίκη δυτικών δογμάτων (π.χ. το filioque, το καθαρτήριο πυρ) και της συσσωρεύσεως πλούτου εκ μέρους της Εκκλησίας. Όλα αυτά έμοιαζαν στην Άννα ως παραπλήσιες κακοδοξίες των αιρετικών της Δύσεως και θέλησε να τις πολεμήσει, ασχέτως προς το προσφιλές και γνώριμο πρόσωπο του Γρηγορίου Παλαμά, του παιδιόθεν οικοτρόφου του βασιλικού οίκου. Όλα αυτά ανάγκασαν την αυτοκράτειρα να τεθεί αρχικώς κατά της ησυχαστικής διδασκαλίας, αλλά και εναντίον του ίδιου του Παλαμά· για άλλη μία φορά η ορθόδοξη πνευματικότητα προκαλείτο σε σύγκρουση με τη δυτική νοησιαρχία!
ΙΣΤΟΡΙΑ
295
Πέτρος Στ. Μεχτίδης
Λεβισσός: Ιστορία μίας βυζαντινής νησίδας στις ακτές της Λυκίας Στην περιοχή της δυτικής Λυκίας, και στον κόλπο νότια της Μάκρης (Αναστασιούπολη / Μάκρη, σήμερα Fethiye) και του Λιβισίου βρίσκον ται δύο νησιά, Gemiler και Karacoren με τα τούρκικα ονόματα τους, η Λεβισσός και το Καρατζιοράνι των Ελλήνων κατοίκων. Στο νοτιοδυτικό άκρο του κόλπου ο Sodini τοποθετεί την Περδικία και στο βορειοδυτικό την Μαρκιανή, πόλεις γνωστές από επισκοπικούς καταλόγους. Επίσης ο Sodini στην ακτή βόρεια της Λεβισσού τοποθετεί το λεγόμενο Λιβίσι 1, δηλαδή τον οικισμό που υποστηρίζει ότι δημιουργήθηκε μετά την εγκατάλειψη του νησιού και πριν το νεότερο Λιβίσι. Το νησί βρίσκεται 200 μέτρα νότια από την ακτή, έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου, προσανατολισμό Ανατολή-Δύση και διαστάσεις: μήκος 1000 μέτρα, πλάτος 350, έκταση 0,2 χλμ2 και ύψος περίπου 100 μέτρα. Δύο κορυφές (βορειοανατολική και βορειοδυτική) χωρίζουν το νησί σε δύο τμήματα, βόρειο και νότιο. Η Λεβισσός μαρτυρείται σε Νεαρές από τον 7ο αιώνα έως και το 1120 και έχει καταγραφεί σε τρεις πορτολάνους, του Marino Sanudo Torcello (1300), του Rizo (1490) και σε ελληνικό του 16ου αιώνα. Κατά τον Foss, η ιστορία της Λεβισσού μπορεί να ανασυσταθεί μόνο μέσα από τα ερείπια της. Το νησί και η ακτή στα βόρεια δεν φαίνεται να κατοικήθηκε πριν την ύστερη αρχαιότητα. Ο πυκνοκατοικημένος οικισμός δημιουργήθηκε κατά την ύστερη αρχαιότητα (4ος αιώνας) και γνώρισε την ακμή του τον 6ο αιώνα. Η πόλη αναπτύχθηκε λόγω του εμπορίου με τα παραπλέοντα πλοία, που κινούνταν μεταξύ Ανατολής (Παμφυλία, Κιλικία, Παλαιστίνη) και Δύσης (Αιγαίου) αφού δεν διαθέτει καλλιεργήσιμη γη. Η κατοίκηση συνεχίστηκε και στα χρόνια του Ηρακλείου, όπως μαρτυρούνε νομίσματα. Στους επόμενους αιώνες εγκαταλείφθηκε, με μία ένδειξη για αυτό την απουσία οχυρώσεων, τόσο απαραίτητων σε αυτούς τους αιώνες και σε αυτή την περιοχή. Η δεύτερη φάση που αποτυπώθηκε στην ανα-
296
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
κατασκευή των ναών είναι των χρόνων των Κομνηνών, πριν την τελική εγκατάλειψη που προηγείται της εμφάνισης των Σελτζούκων Τούρκων. Βασισμένοι στις λιγοστές πηγές μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι κάτοικοι της Λεβισσού εγκατέλειψαν το νησί για να μετακινηθούν στη γειτονική ακτή, πριν καταφύγουν στο εσωτερικό. Κατά τον Sodini αυτή η τελευταία μετακίνηση έγινε στο 2ο μισό του 17ου αιώνα ή στις αρχές του 18ου αιώνα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 στη Λεβισσό διενεργούν ται ανασκαφές από ομάδα Γιαπωνέζων αρχαιολόγων από τα Πανεπιστήμια της Οζάκα και του Άιτσι. Στο νησί χτίστηκαν, πιθανότατα τον 6ο αιώνα, τέσσερις βασιλικές, διαστάσεων 40 επί 15 μέτρα (η πρώτη), 21 επί 14 μέτρα (η δεύτερη), 23 επί 13 (η τρίτη) και 26 επί 16 η τέταρτη. Από αυτές θα αναφερθώ μόνο στη δεύτερη και στην τρίτη για τους εξής λόγους: Στην τρίκλιτη βασιλική 2 σώζεται επιγραφή που μπορεί να βοηθήσει στη χρονολόγησή της αλλά και στην ακριβή ένταξη της Λεβισσού στη βυζαντινή ιστορία της Λυκίας. Συγκεκριμένα στη βόρεια είσοδο του ναού βρέθηκε η γραπτή επιγραφή: + ΕΥΤΥΧ …. ……………. ΤΟΥ ΟCIOY NIKOΛΑΟ (Υ) η οποία είναι δυνατόν να αποκατασταθεί ως εξής: + Ε Υ Τ Υ Χ Ι Α Ν Ο C Ε Λ Α Χ Ι Σ Τ Ο C Ε Π Ι C ΚΟ Π Ο C ΕΠΟΙΗCΕΝ ΤΟΝ ΝΑΌΝ ΤΟΥ Ο C I O Y NIKOΛΑΟ (Υ). Η αρχιτεκτονική της βασιλικής 3 δείχνει ότι αυτή ήταν η σημαντικότερη προσκυνηματική βασιλική της Λεβισσού, κυρίως λόγω του πλατώματος με λαξευτούς πάγκους στα νότια. Η διαρρύθμιση του χώρου πίσω από την κόγχη και η θολωτή κατασκευή που τη συνδέει με παρεκκλήσι στα ανατολικά έχει κάποια παράλληλα με τη βασιλική του Πανάγιου Τάφου στην Ιερουσαλήμ. Εάν θυμηθούμε τα προσκυνήματα του Αγίου Νικολάου της Σιών στους Αγίους Τόπους μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή τη χρήση του Πανάγιου Τάφου ως πρότυπο για τη βασιλική 3 της Λεβισσού. H βασιλική 3 ανασκάφθηκε από τους Γιαπωνέζους αρχαιολόγους μετά το 1995. Κατά την ανασκαφή αποκαλύφθη-
ΙΣΤΟΡΙΑ
297
καν μαρμάρινα μέλη από την Αγία Τράπεζα, τη σολέα και το τέμπλο, σπαράγματα τοιχογραφιών και ψηφιδωτό. Η βασιλική 3 χτίστηκε τον 5ο ή 6ο αιώνα και καταστράφηκε από φωτιά τον 7ο αιώνα (να συνδέσουμε την καταστροφή με τους παρόντες στην περιοχή Άραβες;). Κατά την επανακατοίκηση του νησιού τον 11ο αιώνα η βασιλική χρησιμοποιήθηκε ως χώρος ταφών, χωρίς να επαναλειτουργήσει. Η χρονολόγηση των ταφών έγινε από νομίσματα του 11ου και 12ου αιώνα. Τα αρχιτεκτονικά πρότυπα για τον σπάνιο θολωτό διάδρομο μήκους 160 μέτρων που συνέδεε τη βασιλική 3 με τη βασιλική 4 πρέπει να αναζητηθούνε επίσης στους Αγίους Τόπους. Σε αυτό το διάδρομο βρέθηκαν επιγραφές, αλλά και πολλοί γραπτοί σταυροί, ενδείξεις για λατρεία του Σταυρού. Η συγκέντρωση έντεκα συνολικά βασιλικών στον κόλπο της Λεβισσού (τέσσερις στη Λεβισσό, έξι στις ακτές, μία στο Καρατζιοράνι) μπορεί να συνδεθεί ίσως με τους ναυτικούς που αγκυροβολούσαν στον προστατευμένο κόλπο και, ειδικά για τη Λεβισσό, με την παράδοση για τον Άγιο Νικόλαο. Κλείνω με την κεφαλή αγάλματος από το Λιβίσι, την οποία είδα το 2000. Πρόκειται για κεφαλή αγάλματος ύψους περίπου τριάντα εκατοστών. Η σύντομη παρατήρηση που έκανα δεν μου επέτρεψε φυσικά να το ταυτίσω με ασφάλεια. Αν και βέβαια, παρά την ύπαρξη στο Λιβίσι και άλλων εντοιχισμένων γλυπτών, η κεφαλή αυτή πιθανώς προέρχεται από τη γειτονική Τελμησσό και όχι από τη βυζαντινή Λεβισσό. Ίσως μία πλήρης καταγραφή των πολλών αρχιτεκτονικών μελών σε δεύτερη χρήση που βρίσκονται στο Λιβίσι διαφωτίσει τη σχέση του νεότερου ελληνικού οικισμού με τη Βυζαντινή Λεβισσό. (Ακολουθούν εικόνες και βιβλιογραφία.)
298
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Εικ. 1: Η περιοχή της Λεβισσού / Λιβισίου με τα βυζαντινά και σύγχρονα τοπωνύμια (J.P. Sodini, επεξεργασία Π. Μεχτίδης)
ΙΣΤΟΡΙΑ
299
Εικ. 2: Κεφαλή αγάλματος εντοιχισμένη σε οικία του Λιβισίου, άγνωστης προέλευσης (φωτ. Π. Μεχτίδης, 2000)
Βιβλιογραφία: J.P. Sodini ‘Restes Byzantines au sud de Fethiye (Makri – Telmessos) en Lycie occidentale’ Ευφρόσυνον. Αφιέρωμα στο Μ. Χατζηδάκη, vol. 2 (1992) Kazuo Asano ‘Survey of the Byzantine sites on Lycian coast near Fethiye by Osaka University, Japan’ (X Arastirma Sonuclarii Toplantisi, 1992) Π. Μεχτίδης “Λιβίσι. Μία ακμάζουσα κοινότητα της Μικράς Ασίας” (‘CORPUS’, 63, Αύγουστος/ Σεπτέμβριος 2004)
300
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Χρήστος Γ. Μακρυπούλιας
Ο ρόλος των «απελατών» στον βυζαντινό στρατό Η σύγχρονη έρευνα φαίνεται να έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο όρος «απελάται» κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο περιέγραφε ένα είδος ατάκτων ενόπλων, πρώην στρατιώτες οι οποίοι ζούσαν ληστρικό βίο στο ανατολικό σύνορο του Βυζαντίου. Αν όμως οι όροι «ληστής» και «απελάτης» ταυτίζονται απολύτως κατά την πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο, τότε καθίσταται άκρως προβληματική η ερμηνεία ενός χωρίου στο Περί Βασιλείου Τάξεως, όπου αναφέρεται ότι οι άποροι στρατιώτες των θεμάτων μπορούσαν, με την ανοχή του δημοσίου, να καταταγούν στους απελάτες. Αν όντως ο όρος απελάτης σήμαινε αποκλειστικά τον ληστή, τότε ποιος ο ρόλος τους στον στρατό της μέσης βυζαντινής περιόδου; Διάφορες θεωρίες έχουν προταθεί για να εξηγήσουν το ανωτέρω χωρίο, όλες βασιζόμενες στη βεβαιότητα ότι ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρεται σε ληστές. Οι περισσότεροι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η ονομασία είχε αποδοθεί στους στρατιώτες που είχαν πτωχεύσει, διότι η ληστεία (ή μάλλον η ζωοκλοπή) ήταν πλέον ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν. Άλλοι μελετητές οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι οι «απελάται» εντάσσονταν στο στρατιωτικό δυναμικό της αυτοκρατορίας ως άτακτοι ιππείς, λαμβάνοντας μέρος στον αέναο κύκλο επιδρομών και αντιποίνων που χαρακτήριζαν τον πόλεμο στο ανατολικό σύνορο μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο. Οι ανωτέρω θεωρίες προσκρούουν σε διάφορα εμπόδια. Η πρώτη υποστηρίζει το αδιανόητο, ότι το βυζαντινό κράτος υπέθαλπε τη ληστεία στο εσωτερικό του. Όσον αφορά στη δεύτερη, θα ήταν παν τελώς αδύνατον για στρατιώτες που είχαν χάσει τα εισοδήματά τους (όπως ήσαν οι «απελάται») να κατέχουν και να συντηρούν ίππους, καθώς επίσης και να εκπαιδεύονται ως επιδρομείς και συνοριοφύλακες. Άρα, η έρευνα για την ταύτιση του όρου πρέπει να στραφεί προς άλλη κατεύθυνση, οριοθετούμενη από τις εξής παραμέτρους: οι «απελάται»
ΙΣΤΟΡΙΑ
301
του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου ήσαν πένητες στρατιώτες των θεμάτων που παρέμεναν στη διάθεση των στρατιωτικών αρχών για μη μάχιμη υπηρεσία, διέθεταν ελάχιστο οπλισμό (ξύλινα ρόπαλα, όχι τόσο για μάχη, θα έλεγε κανείς, όσο για την τήρηση της τάξεως), μπορούσαν να αποσπασθούν στην υπηρεσία ανώτερων αξιωματούχων και (όπως ακριβώς συνέβαινε με τους ληστές των οποίων το όνομα έφεραν) κύρια δραστηριότητά τους ήταν η μετακίνηση ζωικού κεφαλαίου, ίσως και ανθρώπων. Για την τελική ταύτιση του όρου, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο περίφημο Περί Παραδρομής Πολέμου, το κατ’ εξοχήν εγχειρίδιο του πολέμου ελιγμών στο ανατολικό σύνορο. Στο κείμενο αυτό απαν τά ο όρος «εκσπηλάτωρ», προερχόμενος από το λατινικό expelator = διώκτης, φυγαδευτής. Η ομοιότητα, γλωσσική και εννοιολογική, ανάμεσα στους όρους «απελάτης» και «εξπηλάτωρ» είναι πέρα από προφανής. Οι εκσπηλάτορες ήσαν άνδρες επιφορτισμένοι με το καθήκον να οδηγούν σε οχυρωμένους ή ασφαλείς τόπους τους κατοίκους και τα κοπάδια που βρίσκονταν στον δρόμο των Αράβων επιδρομέων, έδιναν αναφορά απευθείας στον στρατηγό του θέματος και η παρουσία τους εκ των πραγμάτων δεν περιοριζόταν στα ακριτικά θέματα, σε μία εποχή που οι αραβικές επιδρομές έφταναν έως το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Δεν γνωρίζουμε την προέλευση των ανδρών αυτών, αλλά δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι πιθανώς προέρχονταν από στρατιωτικούς σε μη μάχιμη υπηρεσία, όπως ακριβώς και οι απελάτες. Με βάση τα ανωτέρω, θεωρώ ότι ο λόγιος όρος «απελάται» του Περί Βασιλείου Τάξεως ταυτίζεται με τους «εκσπηλάτορας» του στρατιωτικού – συγγραφέα του Περί Παραδρομής Πολέμου.
302
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Διονύσιος Μαμαγκάκης
Αλέξιος Α΄ Κομνηνός και Άννα Δαλασσηνή: Σχέση αμοιβαίας αφοσίωσης ή συνύπαρξη πολιτικής αναγκαιότητας;1 Τον Αύγουστο του 1081, λίγους μήνες μετά την ανάρρηση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού στο θρόνο, ο νέος αυτοκράτορας εκδίδει ένα χρυσόβουλλο λόγο, με τον οποίο καθιστά τη βασιλομήτορα Άννα Δαλασσηνή υπεύθυνη της εσωτερικής διοίκησης του κράτους και δη της δημοσιονομικής πολιτικής. Η αυτόχρημα τολμηρή αυτή ενέργεια του Αλεξίου ασφαλώς δεν έμεινε ασχολίαστη από τους συγχρόνους του Βυζαντινούς, όπως μας αφήνει να εννοήσουμε η Άννα Κομνηνή. Άλλωστε, η Δαλασσηνή είχε ενδυθεί το σχήμα οπωσδήποτε πριν από το 1081. Μάλιστα, εξαιτίας ακριβώς της μοναχικής της αυτής ιδιότητας, ο αυτοκράτορας της απένειμε, χωρίς να την στέψει, τον τίτλο της δέσποινας. Κατά συνέπεια, η Δαλασσηνή το καλοκαίρι του 1081 θα όφειλε, αντί να αναλώνεται στην πολιτική διοίκηση, να βρίσκεται σε κάποιο γυναικείο μοναστήρι προσευχόμενη για τη σωτηρία της ψυχής της, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα ανδρών και γυναικών, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και τα μοναστηριακά τυπικά. Παράλληλα, η ιδιότυπη αυτή συμβασιλεία Αλεξίου και Δαλασσηνής απασχόλησε σύγχρονους μελετητές, οι οποίοι, αποδεχόμενοι εκ προοιμίου τους ισχυρισμούς τόσο της Κομνηνής όσο και του αυλικού ρήτορα Θεοφύλακτου Αχρίδος, θεώρησαν δεδομένη τη στενότατη σύνδεση ανάμεσα στον ισχυρό γιο και τη δεσποτική μητέρα· οι παραπάνω Βυζαντινοί συγγραφείς επιμένουν ότι το δίδυμο αυτό λειτουργούσε με απόλυτη σύμπνοια, ως «δύο άνθρωποι ‒ μία ψυχή». Ωστόσο, η εικόνα που αποκομίζουμε από μια πιο ενδελεχή ματιά για τη σχέση αυτοκράτορα και βασιλομήτορος δε φαίνεται να συνάδει και τόσο με την ανω-
1. Η μελέτη στην πλήρη της μορφή έχει δημοσιευθεί στην Ἐπετηρίδα τῆς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν 53 (2007-2009) 169-200.
ΙΣΤΟΡΙΑ
303
τέρω διαβεβαίωση των πηγών. Εξ άλλου, με δεδομένη την έχθρα που αισθανόταν η Δαλασσηνή για την οικογένεια των Δουκών, η επιλογή του Αλεξίου να παντρευτεί μία Δούκαινα ασφαλώς δε θα την άφησε αδιάφορη· αντίθετα, φαίνεται ότι αρχικά προέκρινε για τη διεκδίκηση του θρόνου την υποψηφιότητα του Ισαάκιου Κομνηνού και της γεωργιανής συζύγου του (εξαδέλφης της αυτοκράτειρας Μαρίας της Αλανής). Επομένως, το ερώτημα για ποιο λόγο ο Αλέξιος επέλεξε για συνεργάτιδα και συμμέτοχο στην εξουσία του (με κάθε επισημότητα) τη μητέρα του Άννα Δαλασσηνή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το σύγχρονο μελετητή, ο οποίος προσπαθεί να κατανοήσει τόσο τον πρα γματικό ρόλο των γυναικών στην κομνήνεια πολιτική σκηνή όσο και τον τρόπο πολιτικής δράσης του Αλεξίου Κομνηνού, ενός πραγματικά αινιγματικού αυτοκράτορα. Και ακριβώς σ’ αυτό το ερώτημα επιδιώκει να δώσει απάντηση η ανακοίνωσή μου, υπογραμμίζοντας την αυτοκρατορική πολιτική σκοπιμότητα: ο νέος ηγεμόνας, τοποθετώντας τη Δαλασσηνή (τελευταία οι σύγχρονοι ερευνητές όλο και συχνότερα αμφισβητούν τις διοικητικές ικανότητες της βασιλομήτορος) στην αντιβασιλεία, εξασφάλιζε ένα διττό αποτέλεσμα. Πρώτον, αναγνώριζε εμπράκτως τον καταλυτικό ρόλο της μητέρας του (και αρχηγού της οικογένειας) στο πραξικόπημα των Κομνηνών και, δεύτερον, εύρισκε τον προσφορότερο τρόπο να απεμπλακεί ο ίδιος, διαθέτοντας μια πληγωμένη δημόσια εικόνα από τις πρώτες κιόλα στιγμές της ανόδου του στο θρόνο, από την σκληρή και άτεγκτη δημοσιονομική του πολιτική, αλλά και τις προκλητικές κοινωνικές του διακρίσεις.
304
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Θεοδώρα Ζαμπάκη
Η συνθήκη της Αιγύπτου (641 μ.Χ.): μια ερμηνευτική προσέγγιση Οι σωζόμενες αφηγηματικές πηγές της ισλαμικής ιστορίας περιέχουν πολλά κείμενα εγγράφων (ντοκουμέντων). Η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε τα πρωτότυπα έγγραφα, με τα οποία θα συγκρίνουμε τα κείμενα που είναι ενσωματωμένα στις σωζόμενες αφηγήσεις των ιστορικών. Για το λόγο αυτό, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε αυτά τα κείμενα ως verbatim σωζόμενα αυθεντικά κείμενα του πρωτοτύπου της πρώιμης περιόδου. Ανάμεσα στα έγγραφα που έχουν ενσωματωθεί στα αφηγημα τικά ιστορικά κείμενα είναι, χωρίς καμία σχεδόν εξαίρεση, και οι συνθήκες (ṣulḥ), που συνήψαν οι μουσουλμάνοι με ομάδες λαών και κατοίκους περιοχών που παραδόθηκαν σ’ αυτούς κατά τη διάρκεια των κατακτήσεων (futūḥ). Τα ιστορικά κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτή τη μελέτη είναι: το έργο Ta’rīkh al-rusul wa’l-mulūk («Ιστορία Προφητών και Βασιλέων») του Ṭabarī (πέθ. 923 μ.Χ.), το έργο Futūḥ Miṣr waakhbāruhā («Η κατάκτηση της Αιγύπτου») του Ibn ‘Abd al-Ḥakam (πεθ. 257/871), το έργο Futūḥ al-buldān («Κατακτήσεις χωρών») του Balādhurī († 279/892), το Χρονικό του Αιγύπτιου συγγραφέα Ιωάννη Νικίου (άκμ. περ. 696), η Χρονογραφία του Θεοφάνη του Ομολογητού (πέθ. 818 μ.Χ.) και η Ιστορία Σύντομος του Νικηφόρου, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως († 828). Εάν εξετάσουμε λεπτομερώς τα σχετικά κείμενα που μας παραδίδουν οι Άραβες ιστορικοί, μπορούμε να διακρίνουμε δυο ειδών έγγραφα για τις συνθήκες. Μερικά έχουν τη μορφή «επιστολής», στην οποία ο αποδέκτης βρίσκεται σε δεύτερο πρόσωπο. Άλλα έχουν μια πιο «αντικειμενική» μορφή, ονομάζοντας τον αποδέκτη σε τρίτο πρόσωπο. Αλλά, σε γενικές γραμμές, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη αναφορικά με τα συστατικά τους μέρη και τη φρασεολογία τους.
ΙΣΤΟΡΙΑ
305
Στο κείμενο του Ṭabarī, η διήγηση στην οποία απαντά η «συνθήκη της Αιγύπτου» είναι η πέμπτη κατά σειρά. Προέρχεται από την επιστολή του Sarī, σύγχρονου του Ṭabarī, που, αυτός με τη σειρά του, την πήρε από άλλα πρόσωπα. Το ερώτημα είναι αν αυτοί οι αφηγητές παραθέτουν το ίδιο το κείμενο της συνθήκης. Εάν υποθέσουμε ότι παραδίδουν το γνήσιο κείμενο της συνθήκης, τότε είναι πιθανό ο Sarī ή κάποιοι από τους μνημονευθέντες πληροφοριοδότες να είχαν δει το πρωτότυπο έγγραφο ή ένα αντίγραφο. Τα συστατικά στοιχεία της «συνθήκης της Αιγύπτου» είναι τα εξής: 1. Επίκληση του Θεού, 2. Συμβαλλόμενα μέρη, 3. Όροι της συνθήκης, 4. Αυτόπτες μάρτυρες και 5. Συντάκτης της συνθήκης. Η συνθήκη, όπως φαίνεται και από τον πρώτο όρο, συμφωνήθηκε μεταξύ του ‘Αmr b. al-‘Āṣ, του ηγέτη των αραβικών δυνάμεων, και των κατοίκων της Αιγύπτου» (Miṣr). Ο όρος miṣr αρχικά αναφερόταν στο Fusṭāṭ, όπου στρατοπέδευσαν οι Άραβες μουσουλμάνοι. Το Fusṭāṭ παρέμεινε το φρούριό τους (miṣr) για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η μουσουλμανική αποίκηση αρχικά φαίνεται ότι περιορίστηκε στο Fusṭāṭ, μολονότι στρατεύματα στέλνονταν στην Αλεξάνδρεια και σε άλλες περιοχές. Συνεπώς, ο όρος «Miṣr», όπως απέδειξε και ο Butler, αναφέρεται στους κατοίκους μιας πόλης, η οποία βρίσκεται νοτιοανατολικά της Βαβυλώνας. Αργότερα, ο όρος «Miṣr» αναφέρεται σε ολόκληρη την περιοχή της Αιγύπτου. Αναλυτικά, το περιεχόμενο της συνθήκης έχει ως εξής: 1. Ο ‘Αmr b. al-‘Āṣ παραχώρησε προστασία και ασφάλεια για τους κατοίκους της Αιγύπτου, τη θρησκεία τους, την περιουσία τους, τις εκκλησίες τους, τα σύμβολά τους, τη στεριά και τη θάλασσα. Κανένα από αυτά δεν θα πειραχτεί ή θα ελαττωθεί. 2. Οι Νουβίοι δεν θα κατοικήσουν ανάμεσά τους. 3. Εάν οι κάτοικοι της Αιγύπτου συμφωνούν με τους όρους της συν θήκης, όταν το ποτάμι τους (ενν. ο Νείλος) πλημμυρίσει, υπο χρεώνονται να πληρώσουν φόρο, τη jiyzā’, πενήντα εκατομμύρια. 4. Θα είναι υπεύθυνοι για κάθε πράξη ληστών. 5. Εάν αρνηθούν να συμμορφωθούν με τους όρους της συνθήκης, η υποχρέωση να πληρώνουν φόρο (jizyā’) θα μειωθεί γι’
306
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
αυτούς αναλογικά με τον αριθμό τους και δε θα έχουμε την υποχρέωση να τους προστατεύουμε. 6. Εάν ο ποταμός τους (ενν. ο Νείλος) δεν φτάσει στο όριό του, τότε, ο φόρος (jizyā’) θα μειωθεί γι’ αυτούς αναλογικά. 7. Όποιος από τους Βυζαντινούς και τους Νουβίους αποδεχτεί τη συνθήκη αυτή, θα έχει τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τους κατοίκους της Αιγύπτου. 8. Όποιος αρνηθεί αυτούς τους όρους και διαλέξει να αναχωρήσει, θα είναι ασφαλής μέχρι να φτάσει στο ασφαλές μέρος του ή μέχρι να εγκαταλείψει την επικράτειά / κυριαρχία μας. 9. Ο φόρος που επιβλήθηκε πρέπει να πληρώνεται σε τρεις δόσεις, το 1/3 σε κάθε πληρωμή. 10. Η συνομολογία του Θεού και η προστασία του Προφήτη Του και η προστασία των χαλίφηδων και η προστασία του ηγέτη [των στρατευμάτων] (= εμίρη των πιστών) και η προστασία των πιστών παραχωρείται σύμφωνα με τους όρους αυτού του εγγράφου. 11. Για τους Νουβίους που δέχονται αυτή τη συνθήκη, υποχρεώνον ται να δώσουν τόσους άνδρες και τόσα άλογα, με αντάλλαγμα να μη λεηλατηθούν ούτε να παρεμποδιστούν στο εμπόριο, εξαγωγικό και εισαγωγικό. Αυτοί είναι οι όροι του κειμένου της συνθήκης που παραθέτει ο ιστορικός Ṭabarī. Από τη λεπτομερή μελέτη του κειμένου της συνθήκης και τα προβλήματα που υπέδειξαν και άλλοι ερευνητές, μπορούμε να πούμε ότι το σωζόμενο κείμενο της αποκαλούμενης «συνθήκης της Αιγύπτου» διασώζει αμυδρά μόνο το περίγραμμα των αρχικών γραπτών συμφωνιών που συνήψε ο ‘Αmr b. al-‘Āṣ με κατοίκους πόλεων και περιοχών της Αιγύπτου. Αναφορικά με τη δομή της, πρέπει να πούμε ότι παρόμοιες συνθήκες σώζονται και για άλλες περιοχές. Όσον αφορά στους όρους της, πρέπει να τονίσουμε ότι τα ερωτήματα που τίθενται θα μπορούσαν εν μέρει μόνο να απαντηθούν. Εφόσον παρόμοια είναι η δομή αλλά και το περιεχόμενο μερικών όρων που αναφέρονται σε άλλες συνθήκες, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ορισμένοι όροι προέρχονται από άλλες συνθήκες που υπέγραψε ο ‘Αmr b. al-‘Āṣ με τους κατοίκους πόλεων και περιοχών που έθεσε υπό την κυριαρχία του. Τέτοιες συμφωνίες αναφέρονται όχι μόνο για την περιοχή της Βαβυλώνας (641μ.Χ.),
ΙΣΤΟΡΙΑ
307
της Αλεξάνδρειας (642 και 645 μ.Χ.), κλπ., αλλά και για τους Νουβίους (651 μ.Χ.). Άρα, η αποκαλούμενη «συνθήκη της Αιγύπτου» δεν μπορεί να θεωρηθεί ως verbatim σωζόμενο αυθεντικό κείμενο του πρωτοτύπου της πρώιμης περιόδου, καθώς υπέστη μια μακρά διαδικασία (κυρίως προφορικής) μετάδοσης.
308
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Χρίστος Κυριαζόπουλος
ΟΡΕΣΤΙΑΣ – ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΙΣ Η ιστορία της θρακικής πρωτεύουσας μέσα από τον απέριττο λόγο των πηγών Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται με πληρότητα, και μέσα στα χρονικά περιθώρια της ανακοίνωσης ενός συνεδρίου, η ιστορία της πρωτεύουσας της Θράκης, η οποία έφερε το όνομα Ὀρεστιάς από της ιδρύσεώς της κι ως το 127 μ.Χ., οπότε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Πόπλιος Αίλιος Αδριανός την ανοικοδόμησε και την μετονόμασε δίνοντάς της το όνομά του. Έκτοτε ονομαζόταν Ἀδριανούπολις, Ἀδριανοῦ πόλις, Ἀδριανοῦ, κάποτε και Αἰλία, διατηρώντας, όμως, παράλληλα και το παλαιό της όνομα Ὀρεστιάς, ακόμα κι ως τα έσχατα χρόνια της υποταγής της στους Τούρκους. Η ιστορία της πόλης παρουσιάζεται στην εργασία μας –με χρονολογική σειρά– από πλευράς πολιτικής, διοικητικής και εκκλησιαστικής με βάση, σχεδόν αποκλειστικά, τις αρχαίες ελληνικές, τις λατινικές και τις βυζαντινές πηγές, οι οποίες παρακολουθούν την πολυαίωνη πορεία της μεγάλης ελληνικής πολιτείας στις καλές και τις κακές της ώρες. Η μεγάλης στρατηγικής σημασίας θέση της –χτισμένη στη συμβολή τριών μεγάλων πλωτών ποταμών, στις πλαγιές λόφων που δέσποζαν μιας αχανούς πεδιάδας, η οποία συχνά υπήρξε πεδίο συγκρούσεων τεράστιων στρατών, έλεγχε στρατιωτικά οδούς και περιοχές ζωτικότατης σημασίας– την κατέστησε ισχυρό κέντρο, πολιτικό, διοικητικό και εκκλησιαστικό, από τα πανάρχαια ελληνικά χρόνια κι ως την υστεροβυζαντινή εποχή. Η αίγλη, εξάλλου, των επιφανών οικογενειών που μέσα στις διάφορες εποχές κατείχαν τα ηνία της πόλης ήταν τόσο μεγάλη, ώστε κατά καιρούς διεκδίκησαν τον αυτοκρατορικό θρόνο. Ο λόγος του Μιχαήλ Ψελλού για τον Αδριανουπολίτη στασιαστή Λέοντα Τορνίκιο (1047) «μακεδονικήν ἐρυγγάνων μεγαλαυχίαν» μαρτυρεί το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο, αλλά και την οικονομική ευρωστία της μεγάλης θρακικής πολιτείας, η οποία ενέπνεε καύχηση στους πολίτες της. Ο ίδιος ο ιδρυτής της λαμπρότατης μακεδονικής δυναστείας, ο Βασί-
ΙΣΤΟΡΙΑ
309
λειος Α΄ ο Μακεδών, καταγόταν από την περιοχή της Αδριανουπόλεως, η οποία ήταν και η πρωτεύουσα του θέματος Μακεδονίας. Λόγω όμως ακριβώς αυτής της σπουδαιότητάς της η Αδριανούπολη υπήρξε μόνιμος στόχος όλων των βαρβαρικών φύλων και των ξένων λαών που κατά καιρούς επέδραμαν από τον βορρά ή τη δύση, άλλοτε με απώτερο στόχο τη Βασιλεύουσα κι άλλοτε όχι. Οι περιπτώσεις του Κρούμου, του Συμεών και του Σαμουήλ (αρχές του 9ου, 10ου και 11ου αιώνα, αντίστοιχα ) είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές. Για τον ίδιο λόγο βυζαντινοί αυτοκράτορες και στρατηγοί την αξιοποίησαν ως ορμητήριό τους και ως σταθμό ανεφοδιασμού για τις μεγάλες επιχειρήσεις που διεξήγαγαν στις περιοχές του Δουνάβεως. Η Αδριανούπολη υπήρξε η βάση του πολέμου που διεξήγαγε ο Ιωάννης Τσιμισκής (969-976) κατά των Ρώσων του Σφενδοσλάβου και σ’ αυτήν δέχθηκε, την άνοιξη του 1018, ο Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος την παράδοση του οχυρότατου φρουρίου Πέρνικου καθώς και τριάντα πέντε άλλων κάστρων της Βαλκανικής. Στις 13 Απριλίου του 1204 η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε από τους σταυροφόρους της τετάρτης σταυροφορίας. Στην Αδριανούπολη οι σταυροφόροι ήλθαν λίγους μήνες αργότερα. Είναι άξια ιδιαίτερης μελέτης η σύντομης, σχετικά, διάρκειας λατινική κυριαρχία της πόλης. Η Αδριανούπολη έπεσε στα χέρια των Τούρκων πιθανότατα στα 1368-1369. Σχεδόν πάραυτα (ίσως το 1373) κατέστη η έδρα των Οθωμανών. Οι ελληνικοί πληθυσμοί σύρθηκαν κατά μάζες στην αιχμαλωσία. Η απώλειά της πόλης, που για χίλια χρόνια υπήρξε ο προμαχώνας του Βυζαντινού Κράτους στη Βαλκανική, προμήνυε την οριστική πτώση της αυτοκρατορίας.
310
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Θεοδόσιος Κυριακίδης
Απόδοση της σταυροπηγιακής αξίας στη Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα. Ερευνητικά προβλήματα και χρονολόγηση
Στην παρούσα εισήγηση ερευνούμε την χρονολογία της απόδοσης της σταυροπηγιακής αξίας στη Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα. Η μονή αποτελούσε ένα από τα τρία σημαντικότερα σταυροπηγιακά μοναστήρια του Πόντου και βρισκόταν στην επαρχία Γαλίαινα της Ματσούκας, 30 χλμ. Ν.Α. της Τραπεζούντας. Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε το 752 μ.Χ. από τρεις ασκητές, οι οποίοι είδαν την ίδια στιγμή στον ύπνο τους τον Άγιο Γεώργιο, που τους καθοδήγησε στην τοποθεσία, όπου χτίστηκε τελικά η μονή. Το ζήτημα της απονομής της σταυροπηγιακής αξίας και συγ κεκριμένα το πότε αποδόθηκε αυτή στη Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο. Στον Κώδικα της Μονής υπάρχει αντίγραφο του πατριαρχικού Σιγιλλίου του Καλλίνικου, με το οποίο δίνεται η σταυροπηγιακή αξία στη Μονή και έχει χρονολογία ˏαφα΄ (1501). Υπάρχει επίσης και ένα έγγραφο του μητροπολίτη Τραπεζούντας Γενναδίου, με το οποίο προσαρτάται στη Μονή η εξαρχία της Γαλίαινας. Υποστηρίζεται λοιπόν στον Κώδικα ότι η σταυροπηγιακή αξία αποδόθηκε στη Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα το έτος 1501. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος είναι ο πρώτος που δημοσίευσε τις επιφυλάξεις του για το αν δίνεται το 1501 με σιγίλλιο η σταυροπηγιακή αξία στη Μονή. Θεωρεί ότι πρόκειται περί μεταγενέστερου συμπιλήματος από αποσπάσματα φράσεων νεότερων πατριαρχικών σιγιλλίων από μοναχό του Περιστερεώτα, με σκοπό να φανεί η σταυροπηγιακή αξία της Μονής σε προγενέστερους χρόνους. Ανάμεσα στα άλλα επιχειρήματα που παραθέτει σημειώνει και την ύπαρξη στο σιγίλλιο φράσεων, που συνηθίζονται σε πατριαρχικά έγγραφα, μεταγενέστερων του 1501. Μάλιστα, ο Χρύσανθος υποθέτει ότι η παραποίη-
ΙΣΤΟΡΙΑ
311
ση αυτή έγινε σε εποχή που οι μητροπολίτες Τραπεζούντας ζητούσαν την κατάργηση των εξαρχιών και την άρση της σταυροπηγιακής αξίας των μονών της Τραπεζούντας. Με άλλα λόγια αμφισβητεί τη γνησιότητα του γράμματος του μητροπολίτη Γενναδίου και θεωρεί ότι η σταυροπηγιακή αξία δόθηκε για πρώτη φορά στη Μονή το 1691 επί της δεύτερης ή το 1701, επί της τρίτης πατριαρχίας του Καλλίνικου Β΄. Ο Χρύσανθος αναφέρεται σε αυτές τις δυο ημερομηνίες επηρεασμένος από την βιβλιογραφία. Συμπληρώνοντας τα επιχειρήματα του Χρύσανθου η Μάχη Παΐζη-Αποστολοπούλου σημειώνει την αμφιβολία της για την υπαγωγή της Εξαρχίας της Γαλίαινας στη Μονή του Περιστερεώτα το 1501, με το επιχείρημα ότι με το παραπάνω γράμμα του Γενναδίου φαίνεται πως ένας μητροπολίτης αποφασίζει για την τύχη της εξαρχίας και όχι ο ίδιος ο Πατριάρχης, στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκει κανονικά η εξαρχία. Τέλος, ο Χρύσανθος αμφισβητεί την ύπαρξη ακόμη και αυτού του μητροπολίτη Τραπεζούντας Γενναδίου το έτος 1501, καθώς δεν συναντάται σε κανένα άλλο επίσημο έγγραφο της εποχής. Επιπλέον, το 1501 πατριάρχης είναι ο Ιωακείμ ο Α΄ (1498-1503). Ο Καλλίνικος Β΄ που αναφέρεται στο πατριαρχικό έγγραφο πατριαρχεύει ανά διαστήματα μεταξύ των ετών 1688-1702, οπότε εκδίδεται και το σιγίλλιο. Το ζητούμενο, όμως, είναι ότι ο Χρύσανθος δεν αναφέρει ότι είδε το σιγίλλιο από τους Κώδικες του Πατριαρχείου, όπως κάνει με άλλα έγγραφα τα οποία αφορούν την Τραπεζούντα και τα οποία τα δημοσιεύει κιόλας, αλλά αρκείται στη βιβλιογραφία. Η προβληματική λοιπόν που υπάρχει σχετικά με το πότε δόθηκε πρώτη φορά η σταυροπηγιακή αξία στη Μονή του Περιστερεώτα περιπλέκεται από το γεγονός ότι στη βιβλιογραφία αναφέρονται δυο πατριαρχικά σιγίλλια του Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικου του Β΄ για τη Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, ένα το 1691 κατά την β΄ πατριαρχεία του και ένα το 1701 κατά την γ΄ πατριαρχεία του. Αν, όντως, υπάρχουν και τα δυο σιγίλλια, τότε πρέπει να υποθέσουμε ότι με το σιγίλλιο του 1691 δίνεται η σταυροπηγιακή αξία στη Μονή του Περιστερεώτα, ενώ επικυρώνεται με το σιγίλλιο του 1701. Δεδομένου, όμως, ότι ο μόνος που αναφέρει το σιγίλλιο του 1691 είναι ο Παπαδόπουλος Κεραμεύς, ενώ δεν αναφέρει αυτό του 1701, και επιπλέον, ότι εμείς δεν το εντοπίσαμε κατά την έρευνά μας στο Πατριαρχείο, είναι πιθανόν να πρόκειται για
312
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
λάθος του Κεραμέως στην ημερομηνία. Να αναφέρει δηλαδή το σιγίλλιο του 1701 με ημερομηνία 1691. Εξάλλου, το σιγίλλιο του 1701 δεν αναφέρει ότι επιβεβαιώνει τη σταυροπηγιακή αξία στη Μονή, αλλά ότι τη χορηγεί. Πάντως, ο Χρύσανθος είναι ο πρώτος, που υποστηρίζει με σοβαρά επιχειρήματα, ότι η πατριαρχική αξία στη Μονή του Περιστερεώτα δεν δίνεται για πρώτη φορά το έτος 1501 αλλά αργότερα το 1691 ή το 1701. Το ζητούμενο λοιπόν ήταν να βρεθεί το σιγίλλιο, αν υπήρχε στα αρχεία του Πατριαρχείου. Ύστερα από τη σχετική έρευνά μας στο Αρχειοφυλάκιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη βρήκαμε το αντίγραφο του πατριαρχικού σιγιλλίου του Καλλίνικου του Β΄, το οποίο έχει καταχωρηθεί στους Κώδικες της Πατριαρχικής Αλληλογραφίας. Με το σιγίλλιο αυτό χορηγείται η σταυροπηγιακή αξία στη Μονή του Περιστερεώτα τον Ιούνιο του 1701. Σε μια αντιπαραβολή του αντίγραφου του σιγιλλίου που βρίσκεται στο Αρχειοφυλάκιο του Πατριαρχείου με το αντίγραφο, που έχει καταχωρηθεί στον Κώδικα, εκτός της διαφοράς της ημερομηνίας (1501 αντί για 1701) και άλλων μικροδιαφορών, υπάρχει η διαφορά στις υπογραφές των συνοδικών μητροπολιτών που υπογράφουν το σιγίλλιο. Την εποχή που υποστηρίζεται στον Κώδικα ότι υπογράφτηκε το σιγίλλιο, δηλαδή το 1501, δεν υπάρχουν κάποιοι αρχιερείς που φαίνεται να υπογράφουν παρακάτω. Αντίθετα, οι αρχιερείς που υπογράφουν το αντίγραφο του Αρχειοφυλακείου το 1701 είναι υπαρκτά πρόσωπα και όντως ποίμαναν τις μητροπόλεις τους εκείνη την περίοδο, όπως φαίνεται από τους επισκοπικούς καταλόγους αλλά και από άλλα πατριαρχικά έγγραφα της εποχής, τα οποία υπογράφουν. Κλείνοντας τονίζουμε ότι η σταυροπηγιακή αξία στη Μονή δόθηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1701, αφού, πέρα από όσα προαναφέρθηκαν, το ίδιο το πατριαρχικό σιγίλλιο δεν αναφέρει ότι επιβεβαιώνει την σταυροπηγιακή αξία της μονής, αλλά ότι τη χορηγεί. Επιβεβαιωτικό σιγίλλιο της σταυροπηγιακής αξίας της μονής εκδόθηκε πέντε χρόνια αργότερα το 1706 από τον πατριάρχη Γαβριήλ τον Γ΄, στο οποίο αναφέρεται ξεκάθαρα ότι επικυρώνει το προηγούμενο σιγίλλιο του Καλλίνικου του έτους 1701.
φιλολογια / ιστορια και εκδοτικη των κειμενων
313
Κωνσταντίνος Γαρίτσης
Κωνσταντῖνος Ρεσινὸς καὶ Νεκτάριος Τέρπος: ἡ περίπτωση μιᾶς ἔκδοσης Τὸ 1739 ἐκδόθηκε στὴ Βενετία ἀπὸ τὸ τυπογραφεῖο τοῦ Ἀντωνίου Βόρτολι ἕνα βιβλίο μὲ τίτλο: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ / ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ / ΚΑΤ’ ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΙΝ / συναθροισμένα ἀπὸ τὰ συγγράμ/ματα τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου / κ(αὶ) ἀπὸ ἄλλους Πατέρας, κ(αὶ) ἐ/ημένα εἰς ἁπλῆν φράσιν μὲ / περίφρασιν. Δὲν γίνεται καμία ἀναφορὰ σὲ ὄνομα ἐπιμελητῆ, μεταφραστῆ ἢ χορηγοῦ. Τὸ ἔντυπο, σὲ 16ο σχῆμα, ἀποτελεῖται ἀπὸ 10 ὀκτάφυλλα, δηλαδὴ 160 σελίδες. Πρόκειται γιὰ μεταφορὰ σὲ λαϊκὴ γλῶσσα τοῦ νόθου ἔργου τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, Ἕτεραί τινες ἐρωτήσεις κ΄ (PG 28, 773-796), τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τμῆμα μιᾶς εὐρύτερης σειρᾶς ἑρμηνευτικῶν καὶ δογματικῶν θεμάτων μὲ τὴ μορφὴ ἐρωταποκρίσεων. Σὲ κάποια σημεῖα εἶναι ἐμπλουτισμένο μὲ ἐρωτήσεις καὶ ἀπαντήσεις καὶ ἀπὸ ἄλλους πατέρες, ὅπως τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, τὸν Γρηγόριο Νύσσης καὶ τὸν Μέγα Βασίλειο. Τὸ περιεχόμενο τοῦ ἔργου εἶναι δογματικό, καὶ σχετίζεται μὲ τὴν τριαδολογία καὶ τὴ χριστολογία. Ἀναπτύσσονται τὸ τρισυπόστατο τοῦ Θεοῦ, οἱ ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις καὶ ἡ θεία Οἰκονομία, ἡ ἐνσάρκωση δηλαδὴ τοῦ Λόγου καὶ ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴ Θεοτόκο. Τὸ ἔντυπο αὐτὸ ἦταν ἀρκετὰ δημοφιλές, ἐκδόθηκε ἕξι φορὲς συνολικά, κατὰ τὰ ἔτη 1739, 1740, 1755, 1778, 1779 καὶ 1781. Στὴν τελευταία μάλιστα ἔκδοση ἐντάχθηκε ὡς παράρτημα τοῦ Ψαλτηρίου. Ὁ Γεώργιος Ζαβίρας ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἔντυπο αὐτὸ στὸ πλαίσιο τῆς ἐργασίας του Νέα Ἑλλὰς ἢ Ἑλληνικὸν θέατρον· εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ τὸ ἀποδίδει στὸν Νεκτάριο Τέρπο. Ὁ Νεκτάριος Τέρπος, ἱερομόναχος καὶ συγγραφέας τοῦ βιβλίου Πίστις (α΄ ἔκδοση 1732), ἔδρασε στὴν περιοχὴ τῆς βορείου Ἠπείρου στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰώνα. Ἡ ἀπόδοση ἀπὸ τὸν Ζαβίρα ὁπωσδήποτε στηρίχθηκε σὲ ἕνα ἐνυπόγραφο, μὲ τὸ ὄνομα Νεκτάριος,
314
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
μικρὸ κείμενο μὲ ὁδηγίες φύτευσης δένδρου, ἀλλὰ καὶ στὸν Ὕμνο κατ’ ἀλφάβητον εἰς τὴν Θεοτόκον, ποὺ ὑπάρχει στὸ παράρτημα τῶν Ζητημάτων, καὶ στὸ ἐνυπόγραφο ἔργο τοῦ Τέρπου Πίστις. Τὸν Ζαβίρα ἀκολουθοῦν ὅλοι οἱ βιβλιογράφοι καὶ οἱ ἐρευνητές, μέχρι σήμερα. Ἡ ἀνατροπὴ τῆς ἀπόδοσης τῆς πατρότητας αὐτῆς τῆς μετάφρασης στὸν Νεκτάριο Τέρπο ἔρχεται ἀπὸ τὸ χειρόγραφο 231 τῆς Ι.Μ.Μ. Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους μὲ τίτλο: Ζητήματα διάφορα θεολογικὰ, κατ’ ἐρωταπόκρι/σιν· συναθροισμένα ἀπὸ τὰ συγγράμματα τοῦ / μεγάλου Ἀθανασίου, καὶ ἀπὸ ἄλλους Πατέρας, / καὶ ἐξηγημένα εἰς ἁπλὴν φράσιν, μὲ περίφρασιν. / Τώρα πρῶτον βαλμένα εἰς τὸν τύπον, μὲ δαπά/νην τοῦ Ἱερομονάχου κυρίου Νεκταρίου Τέρπου. / Ἐνετίησι. / Παρὰ Ἀντωνίῳ τῷ Βόρτολι. / α ̗ ψλθ΄: 1739. Τὸ χειρόγραφο αὐτό, ὅπως δηλώνεται, εἶναι ἀντιγραμμένο ἀπὸ τὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ 1739. Στὴ σελίδα τίτλου ὁ Νεκτάριος Τέρπος ὁρίζεται ὡς ὁ χορηγὸς τῆς ἔκδοσης καὶ ὄχι ὡς ὁ συγγραφέας ἢ ὁ μεταφραστὴς τοῦ ἔργου. Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ ὅμως τοῦ ὀνόματός του ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ 1739 ποὺ παρουσιάσαμε παραπάνω, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐντοπισμένη ἔντυπη ἔκδοση. Προφανῶς, τὸ χειρόγραφο τῆς Ι.Μ. Βατοπεδίου ἀναπαράγει ἀκαταλογογράφητη μέχρι σήμερα ἔκδοση. Ἡ παράλειψη τῆς παράθεσης τοῦ ὀνόματος τοῦ Τέρπου ὡς χορηγοῦ στὶς ἐκδόσεις ποὺ γνωρίζουμε πρέπει νὰ δηλώνει τὴν παύση τῆς χρηματοδότησης. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἐκδότης Βόρτολι συνεχίζει νὰ τυπώνει τὴν ἴδια χρονιά, χωρὶς τὴν ἀναφορὰ στὸν χορηγό, μπορεῖ νὰ ὀφείλεται εἴτε σὲ διαφωνία τοῦ Τέρπου μὲ τὸν τυπογράφο εἴτε στὸν θάνατο τοῦ πρώτου. Ἂν πράγματι ὁ Νεκτάριος Τέρπος ἦταν μόνο χορηγὸς τῆς ἔκδοσης τῶν Ζητημάτων, τότε τὸ ἐρώτημα ποὺ γεννᾶται εἶναι μέσα σὲ ποιὸ πλαίσιο καὶ ἀπὸ ποιὸν μεταφράστηκε τὸ νόθο αὐτὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου; Στὸν κώδικα 375 τῆς Πάτμου μὲ τὸν τίτλο «Βιβλίον πάσης τῆς Θεολογίας», τὰ 49 πρῶτα φύλλα καταλαμβάνει ἕνα ἔργο μὲ τίτλο περὶ θεολογίας ἐξήγησις εἰς ἁπλὴν γλῶσσαν, ἐρωτήσεις διάφοραι περὶ τοῦ τί ἐστι Θεὸς καὶ πῶς λέγεται τρισυπόστατος καὶ παράδειγμα τῆς γεννήσεως αὐτοῦ. Τὸ ἴδιο κείμενο ἐντοπίζεται καὶ στὰ ἀκόλουθα χειρόγραφα: α) χφ. 85 τῆς συλλογῆς Ε. Ἀνανιάδη, στὴν Ἀθήνα, καὶ β) χφ. 2, ποὺ εἶναι θησαυρισμένο στὴν Ἱερὰ Μονὴ ἁγίου Ἀθανασίου, στὴν Ἐράτυρα Κοζάνης. Καὶ τὰ δύο ἀνάγονται στὸν 17ο ἢ 18ο αἰώνα. Τὰ ἔργα εἶναι ἐνυπόγραφα μὲ τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος Ῥεσινὸς ὁ Κορίνθιος. Ὁ Κωνσταντῖνος
φιλολογια / ιστορια και εκδοτικη των κειμενων
315
Ρεσινὸς, λόγιος καὶ ἀντιγραφέας χειρογράφων στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ, ἔζησε κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 16ου αἰώνα. Μὲ τὴν πρώτη ἀνάγνωση τῶν δύο κειμένων, τοῦ Κωνσταντίνου Ρεσινοῦ καὶ τοῦ ἀποδιδόμενου στὸν Νεκτάριο Τέρπο, ἡ ὁμοιότητα εἶναι κατάδηλη. Μικρὲς διαφοροποιήσεις ἐντοπίζονται κυρίως σὲ ἐπιμέρους γλωσσικὲς παρεμβάσεις, ὅπως συνδετικὰ μόρια καὶ κοινοὺς ρηματικοὺς τύπους. Ἡ σειρὰ παράθεσης τῶν ἐρωταποκρίσεων εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια, ἂν καὶ στὸ κείμενο τοῦ Τέρπου κάποιες ἔχουν παραλειφθεῖ. Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι οἱ ἐρωτήσεις ποὺ λείπουν εἶναι κυρίως αὐτές, ποὺ ἔχει προσθέσει ὁ Ρεσινὸς ἀπὸ ἄλλους Πατέρες στὸ νόθο ἔργο τοῦ Ἀθανασίου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ὁ ἐπιμελητὴς τῆς ἔκδοσης τοῦ Τέρπου εἴτε εἶχε στὴ διάθεσή του τὸ κείμενο τοῦ Ἀθανασίου, στὸ ὁποῖο ἤθελε νὰ παραμείνει περισσότερο προσκολλημένος εἴτε χρησιμοποίησε κάποιο ἄλλο χειρόγραφο τοῦ Ρεσινοῦ, χωρὶς τὶς προσθῆκες, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει ἐντοπιστεῖ σήμερα. Τέλος, τὸ στοιχεῖο ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἐξαρτημένη σχέση τοῦ κειμένου τοῦ Τέρπου ἀπὸ τὸν Ρεσινό, εἶναι καὶ ἡ αὐτούσια ἐπανάληψη τοῦ προλογικοῦ σημειώματος Τοῖς ἐντευξομένοις καὶ τοῦ Προοιμίου. Ὁ κώδικας Vat. gr. 2124 ἔχει διασώσει μέρος τῶν ἔργων καὶ τῆς ἀλληλογραφίας τοῦ κρητικοῦ Ἐμμανουὴλ Προβατάρη, γραφέα τῆς Βατικανῆς Βιβλιοθήκης ἀπὸ τὸ 1556 ἕως τὸ 1570. Μεταξὺ τῶν αὐτογράφων κειμένων ποὺ παραθέτει ὑπάρχουν δύο προσχέδια προοιμίων τοῦ Κωνσταντίνου Ρεσινοῦ τοῦ Κορινθίου, ὅπου ὁ Προβατάρης τονίζει τὴν ἀνάγ κη ἔκδοσης ἔργων του. Ὅπως μᾶς παραδίδει ὁ Ρεσινὸς στὰ Προοίμια τῶν ἔργων του, ποὺ εἶναι γραμμένα σὲ λόγια γλῶσσα, εἶχε τὴν πρόθεση νὰ ἐκδώσει τὶς μεταφράσεις του. Τελικὰ ὅμως στὴν ἐποχή του δὲν τυπώθηκε κανένα ἀπὸ τὰ ἔργα του. Ἡ πρόθεση τοῦ Κωνσταντίνου Ρεσινοῦ νὰ τυπωθεῖ τὸ ἔργο του πραγματοποιήθηκε 170 περίπου χρόνια ἀργότερα. Τὸ 1739 κυκλοφόρησε τὸ βιβλίο Ζητήματα διάφορα θεολογικά, τὸ ὁποῖο ὅπως ἀναφέραμε παραπάνω ἀποδόθηκε ἀπὸ τὸν Γεώργιο Ζαβίρα καὶ ὅλους τοὺς μετέπειτα βιβλιογράφους στὸν Νεκτάριο Τέρπο.
316
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Δημήτριος Γεωργακόπουλος
Νέα στοιχεία για την παράδοση του Χρονικού των Ιωαννίνων Η παράδοση του “Χρονικού των Ιωαννίνων” υπήρξε αντικείμενο έρευνας, μεταξύ άλλων, στην διδακτορική διατριβή του Λ. Ι. Βρανούση, Χρονικὰ τῆς Μεσαιωνικῆς καὶ Τουρκοκρατούμενης Ἠπείρου. Ἐκδόσεις καὶ χειρόγραφα [Ἐκδόσεις Ἑταιρείας Ἠπειρωτικῶν Μελετῶν], Ιωάννινα 1962. Εκκινώντας από τις αναφορές των κατά καιρούς εκδοτών και ιστοριοδιφών που ασχολήθηκαν με το θέμα, ο Βρανούσης προσπάθησε να ανιχνεύσει και να περιγράψει την χειρόγραφη αφετηρία των παλαιοτέρων εκδόσεων του κειμένου. Σποραδικά μνημονεύει την ύπαρξη λανθανόντων χειρογράφων, στα οποία κατά τις πολυετείς έρευνές του ανακάλυψε ότι παραδίδεται το “Χρονικό των Ιωαννίνων” χωρίς όμως να δίδει περισσότερα στοιχεία γι’ αυτά. Επιφυλάχθηκε να περιγράψει και να αξιοποιήσει τα χειρόγραφα αυτά στην κριτική έκδοση του κειμένου την οποία ανακοίνωσε ότι ετοιμάζει. Η προετοιμαζόμενη έκδοση μέχρι το θάνατό του (1993) δεν δημοσιεύθηκε. Σε συναφείς μελέτες που δημοσίευσε κατά τη δεκαετία του 1960 εν μέρει αξιοποίησε τα πορίσματα της ερευνητικής του συγκομιδής παραπέμποντας στα χειρόγραφα που είχε ανακαλύψει. Τα χειρόγραφα στα οποία παραδίδεται το κείμενο του Χρονικού είναι τα εξής: 1. Par. Suppl. gr. 252: Το χειρόγραφο που χρησιμοποιήθηκε για την editio princeps του κειμένου από τον F. Pouqueville, Voyage dans la Grèce, Paris 1820-21, τ. V, σσ. 211-269. Βλ. και L. Vranousis, “Deux historiens byzantins qui n’ont jamais existé: Comménos et Proclos”, EMAAA 12 (1962) 23-29, (σ. 26, υποσ. 6). 2. Oxon. Aedis Christi gr. 49: Το παλαιότερο (αρχές 15ου αι.) χειρόγραφο που παραδίδει το κείμενο (με χάσματα). Αξιοποιείται από το Λ. Ι. Βρανούση, Ἱστορικὰ καὶ τοπογραφικὰ τοῦ Μεσαιωνικοῦ Κάστρου τῶν Ἰωαννίνων, Ἀθῆναι 1968, σσ. 25, υποσ. 1, 26, 78-79. Βλ. επίσης P. Schreiner, “Το παλαιότερο χειρόγραφο του Χρονικού των Ιωαννίνων”, στα Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσποτάτο της
φιλολογια / ιστορια και εκδοτικη των κειμενων
317
Ηπείρου. (Άρτα 27-31 Μαΐου 1990), [Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος Άρτης “Ὁ Σκουφάς”], Άρτα 1992, σσ. 47-51 και Ι. Κ. Μαυρομάτης, “To χειρόγραφο Christ’s Church, MS 49 της Οξφόρδης”, στο Επιστημονική Διημερίδα “Μεσαιωνική Ήπειρος” (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 17-19 Σεπτεμβρίου 1999. Περιλήψεις Ανακοινώσεων, σ. 7. 3. Petrop. gr. 251: Πρόκειται για το χειρόγραφο που ενετόπισε στις Μετεωρικές Μονές και συναπεκόμισε στην Ρωσία ο Ρώσος αρχιμανδρίτης P. Uspenskij (1859) του οποίου η τύχη μέχρι πρόσφατα δεν ήταν γνωστή. Βλ. A. Rigo, La «Cronaca delle Meteore». La storia dei monasteri della Tessaglia tra XIII e XVI secolo, Firenze 1999, σσ. 3335. 4. Meteor. Metamorphoseos 663: Το “σημειωματάριο” του Γάλλου αρχαιολόγου περιηγητή L. Heuzey, στο οποίο το καλοκαίρι του 1858 περιηγούμενος τις Μετεωρικές Μονές αντέγραψε το κείμενο από κώδικα της Μονής Αγίου Στεφάνου. Βλ. Δ. Ζ. Σοφιανός, “Το άγνωστο σημειωματάριο του Léon Heuzey από την επίσκεψη και παραμονή του στις Μονές Δουσίκου και Μετεώρων (Ιούλιος – Αύγουστος 1858)”, Τρικαλινά 17 (1997) 157-191. 5. “Χειρόγραφο Λάππα”: Χειρόγραφο του 19ου αιώνα στο οικογενειακό αρχείο των κληρονόμων Μιχαήλ Β. Λάππα (†1972) στην πόλη των Ιωαννίνων. Χωρίς να δίδει ακριβή στοιχεία για την προέλευση και τα περιεχόμενά του, το μνημονεύει και αξιοποιεί σε διάφορα σημεία των μελετών του ο Λ. Ι. Βρανούσης: Ἀθανάσιος Ψαλίδας, ὁ Διδάσκαλος τοῦ Γένους (1767-1829). Ὁ πατριώτης – ὁ πολιτικός – ὁ ἀγωνιστής, [Εκδόσεις “Ἠπειρωτικῆς Ἑστίας”], Ιωάννινα 1952, σσ. 113-114, υποσ. 19, Χρονικὰ τῆς Μεσαιωνικῆς καὶ Τουρκοκρατούμενης Ἠπείρου: Ἐκδόσεις και χειρόγραφα, σσ. ε΄-στ΄, 133, υποσ. 3, 141, 143, υποσ. 1, 144, 149-150 και Ἱστορικὰ καὶ τοπογραφικά τοῦ Μεσαιωνικοῦ Κάστρου τῶν Ἰωαννίνων, Αθήναι 1968 σσ. 31-33, 39-49. Πρόσφατα είχαμε τη δυνατότητα να εντοπίσουμε και να μελετήσουμε το λανθάνον “χειρόγραφο Λάππα”. Παραθέτουμε συνοπτικά τα πορίσματα της μελέτης μας για το χειρόγραφο: α) Αποτελεί αντίγραφο του ή απολεσθέντος ή λανθάνοντος αντιγράφου που ο Αθανάσιος Ψαλίδας αντέγραψε από τον “Κουβαρά”, το χειρόγραφο που εντοπίστηκε στη Μονή των Φιλανθρωπηνών στα τέλη του 18ου αι., μεταφέρθηκε στη Βιβλιοθήκη της Σχολής Καπλάνη
318
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
στην πόλη των Ιωαννίνων, όπου απανθρακώθηκε (25.8.1820), όταν ο πολιορκημένος από τα οθωμανικά στρατεύματα Αλή Πασάς, πυρπόλησε μεγάλο τμήμα της πόλης. β) Στο αντίγραφό του ο Αθανάσιος Ψαλίδας εκτός από ένα «απόσπασμα εκ του Κουβαρά» προσέθεσε και άλλα κείμενα καταρτίζοντας μια «χρονογραφική συλλογή» (Λ. Ι. Βρανούσης) κειμένων/πηγών ηπειρωτικής ιστορίας (1204-1767 με κενά). Τα κείμενα αυτά που είχαν τη δυνατότητα να μελετήσουν και να αξιοποιήσουν ως ιστορικές πηγές ο Π. Αραβαντινός (1809-1870) και ο Λ. Ι. Βρανούσης (1921-1993) παραδίδονται στο μεγαλύτερο μέρος τους μόνο στο “χειρόγραφο Λάππα”. γ) Με την εκ νέου ανακάλυψη του “χειρογράφου Λάππα” και με την αντιβολή του παραδιδομένου σ’ αυτό κειμένου του “Χρονικού των Ιωαννίνων” με τις έντυπες εκδόσεις του F. Pouqueville (1820-21) και Γ. Αινιάν (1831) καθίσταται δυνατή η εξακρίβωση της χειρόγραφης αφετηρίας των εκδόσεων αυτών. Επιπλέον, καθίσταται εφικτή η διάκριση μεταξύ “Ηπειρωτικής” και “Μετεωρικής” παράδοσης του κειμένου. Με το “χειρόγραφο Λάππα” συμπληρώνεται ο κατάλογος των λανθανόντων χειρογράφων του “Χρονικού των Ιωαννίνων”, τα οποία ο Λ. Ι. Βρανούσης σκόπευε να αξιοποιήσει για την δημοσίευση της κριτικής έκδοσης που ετοίμαζε. Από τη μελέτη του κατέστη δυνατόν να διαφωτισθούν ορισμένες συσκοτισμένες πτυχές της χειρόγραφης και της έντυπης παράδοσής του, ώστε να καταστεί εφικτή η δημοσίευση μιας νέας κριτικής και ερμηνευτικής έκδοσής του σύμφωνα με το επιστημονικό desideratum που ο K. Krumbacher είχε θέσει στα τέλη του 19ου αι.
φιλολογια / ιστορια και εκδοτικη των κειμενων
319
Ανδρέας Γκουτζιουκώστας
Παρατηρήσεις για τη χρονολόγηση του Τυπικού της μονής Λιβός H αυτοκράτειρα Θεοδώρα Δούκαινα Κομνηνή Παλαιολογίνα, σύζυγος του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259-1282), ανακαίνισε τη μονή Λιβός και έκτισε επιπλέον ναό αφιερωμένο στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, όπου θα ενταφιάζονταν μέλη της βασιλικής οικογένειας. Το Τυπικό της μονής φαίνεται ότι συντάχθηκε από κάποιον ανώνυμο συγγραφέα για λογαριασμό της Θεοδώρας. Στόχος της παρούσας μελέτης δεν είναι η ανάλυση των στοιχείων του Τυπικού που ρυθμίζουν τη μοναστική ζωή, αλλά η χρονολόγησή του. Η κριτική αντιμετώπιση της άποψης της Alice-Mary Talbot σχετικά με τον χρόνο σύνταξης του Τυπικού (1294-1301) και η αξιοποίηση εσωτερικών του στοιχείων, όπως για παράδειγμα η αναφορά ότι είχε διενεργηθεί απογραφή, με την οποία αποδόθηκαν στη μονή ελαιόδενδρα στην περιοχή της Νικομηδείας από τον κριτή του φοσσάτου Κωνσταντίνο Χειλά, σε συνδυασμό με άλλες μαρτυρίες ότι ο Χειλάς πρα γματοποίησε απογραφές στην περιοχή της Βιθυνίας κατά το διάστημα 1283-1285, οδηγούν στην άποψη περί προγενέστερης χρονολόγησης του Τυπικού, πιθανόν λίγο μετά το 1283-1285.
320
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Βασιλική Λιάκου-Kropp
Ο σύμμεικτος κώδικας της Εθνικής Βιβλοθήκης αρ. 1040 Ο κώδικας της Εθνικής Βιβλιοθήκης αρ. 1040 είναι ένα σύμμεικτο χαρτώο χειρόγραφο του 14ου αι. Περιέχει συναξάρι του εξαμήνου ΜαρτίουΑυγούστου, χρονολογημένο στο 1380/81, σε 241 φύλλα (φφ. 4-245ν), και ποικίλα άλλα κείμενα σε 69 φύλλα (φφ. 1-3ν, 246-310), χρονολογήσιμα βάσει υδατοσήμων στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Εκ πρώτης όψεως η επιλογή των διαφορετικών έργων δεν προϋποθέτει ούτε φανερώνει κάποια συνάφεια. Η διαπίστωση όμως μιας σειράς χαρακτηριστικών που αφορούν στο περιεχόμενο και τη μορφή των κειμένων, παραπέμπουν στη μορφολογία και στη θεματική των κειμένων που χρησιμοποιούνταν για τις διδακτικές ανάγκες. Περιλαμβάνονται κείμενα γραμματικής που βασίζονται στα έρ γα των Θεοδοσίου Γραμματικού και Γεωργίου Χοιροβοσκού, σχεδογραφία, λεξικογραφία με λήμματα από ποικίλα λεξικά (Ζωναρά, Σούδα, Ησύχιο κ.ά.), ετυμολογίες από το Etymologicum Μagnum, αγιολογία, δογματική ερμηνεία και κατήχηση, βασισμένη στο έργο του Μ. Αθανασίου «Περὶ ὅρων» και στο Λεξικό του Ψευδο-Ζωναρά, εξηγήσεις στα ευαγγέλια με εκλογές από το έργο του Θεοφυλάκτου «Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον», λειτουργικές διατάξεις, ποιήματα του Ιωάννου Μαυρόποδος και του Βασιλείου Κεκαυμένου, μυθολογικές γνώσεις από το έργο του Ψευδο-Νόννου «Συναγωγὴ καὶ ἐξήγησις ὧν ἐμνήσθη Ἱστοριῶν, ὁ ἐν ἁγίοις Γρηγόριος ἐν τῷ εἰς τὰ Φῶτα λόγῳ, οὗ ἡ ἀρχὴ πάλιν Ἰησοῦς ὁ ἐμός» και τέλος «Βατραχομυομαχία». Κάποια από τα κείμενα αποτελούν εκλογές ή επιτομές, όπως δηλώνεται και στον τίτλο τους. Ορισμένα έχουν υποστεί και περαιτέρω επεξεργασία εν είδει εξήγησης ή παράφρασης, ενώ στη σύνταξή τους ακολουθείται η μέθοδος των ερωταποκρίσεων, η οποία εφαρμόστηκε διευρυμένα στη σχολική διαδικασία. Τα διάσπαρτα σχόλια, οι διορθώσεις και οι προσθήκες που παρατηρούνται σε αρκετά σημεία του κώδικα δείχνουν ότι αυτός βρισκό-
φιλολογια / ιστορια και εκδοτικη των κειμενων
321
ταν σε συνεχή χρήση στην ολότητά του τουλάχιστον μέχρι και τον 16ο αιώνα. Όσον αφορά στην προέλευση του χειρογράφου, υπάρχουν στοιχεία χρονολογήσιμα από τον 15ο αιώνα, που παραπέμπουν στο Μοναστήρι του Σωτήρος, των Μεγάλων Πυλών, σήμερα γνωστού ως μονή Δουσίκου. Ο κώδικας μεταφέρθηκε μαζί με τους υπόλοιπους της Μονής Δουσίκου το 1882 στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Αν και οι ενδείξεις ότι το χειρόγραφο θα μπορούσε να χρησιμοποιούνταν ως μαθηματάριο είναι αρκετές –ανάμεσα σε αυτές συνηγορεί και το μέγεθος του κώδικα στα 21,5x14 εκ., μια που το σύνηθες μέγεθος ήταν 21x16 εκ.– υπάρχει αβεβαιότητα που προκύπτει από την άποψη ότι μοναστηριακή εκπαίδευση δεν υφίστατο, παρά μόνο για να καλύψει στοιχειώδεις ανάγκες ανάγνωσης και γραφής. Για πιο συγκροτημένη εικόνα θα πρέπει να εντοπιστούν και να εξεταστούν με προσοχή χειρόγραφα με χαρακτηριστικά παρεμφερή προς αυτά του κώδικα 1040.
322
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Δέσποινα Πετρουγάκη-Καλαϊτζαντωνάκη
Ο επιτάφιος λόγος στον Πλάτωνα Σακκουδίων (BHG 1553) και η χειρόγραφη παράδοση των έργων του Θεοδώρου Στουδίτη Η προσπάθεια σύνταξης της εργογραφίας του Θεοδώρου Στουδίτη, καθώς συμπληρώνεται σταδιακά, γεννά πλήθος ερωτημάτων. Ένα απ’ αυτά αφορά την άνιση αριθμητικά εικόνα των χειρογράφων που παραδίδουν τα έργα του. Ενδεικτικά αναφέρεται ο αριθμός των 100 και πλέον ελληνικών χειρογράφων που παραδίδουν τις κατηχήσεις του, σε αντίθεση με άλλα έργα που σώζονται σε ένα μόλις χειρόγραφο, όπως ο επιτάφιος λόγος στη μητέρα του Θεοκτίστη (BHG 2422). Με βάση την άνιση αυτή εικόνα, που παρουσιάζει η διάδοση των έργων του Θεοδώρου, η εργογραφία του θα μπορούσε να ταξινομηθεί με κατιούσα πορεία, δηλαδή από τα περισσότερο διαδεδομένα έργα σε εκείνα που μας είναι γνωστά από μικρό αριθμό χειρογράφων, ως εξής1: 1) κ ατηχήσεις (100 χφφ) – ομιλίες περί μοναστικής οργάνωσης (Διαθήκη 31 χφφ) 2) ποιητικά έργα (Επιγράμματα 41 χφφ) 3) επιστολές (36 χφφ) 4) α γιολογικά έργα δεσποτικών, θεομητορικών ή ευρείας απήχησης (γεωγραφικά και χρονικά) εορτών [Λόγος στον άγ. Ιωάννη τον Πρόδρομο (BHG 842) 31 χφφ] 5) έ ργα μοναστικής αγιολογίας [Κατήχηση στον άγ. Θαδδαίο Στουδίτη (BHG 2414) 8 χφα] 6) έ ργα θεολογικού χαρακτήρα («Αντιρρητικοί κατά εικονομάχων» 4 χφφ) 7) χαμένα έργα. Οι λόγοι αυτής της άνισης διάδοσης μπορεί να είναι προφανείς,
1. Πρέπει να επισημανθεί ότι η ταξινόμηση αυτή ενδέχεται να διαφοροποιηθεί μετά την ολοκλήρωση της έρευνάς μας.
φιλολογια / ιστορια και εκδοτικη των κειμενων
323
όπως π.χ. η ένταξη των κατηχήσεων στη μοναστική παράδοση2. Στην παρούσα ανακοίνωση όμως θα επιχειρηθεί μια λιγότερο προφανής ερμηνεία, στην οποία μας οδηγεί η μελέτη του επιταφίου λόγου στον Πλάτωνα. Η προοπτική φυσικά είναι να εξεταστεί στο μέλλον όλη η παραγωγή του Θεοδώρου. Οι επιτάφιοι λόγοι ανήκουν σε μία από τις ομάδες των λιγότερο διαδεδομένων έργων του (σε αυτήν της μοναστικής αγιολογικής του παραγωγής). Και οι δύο εγκωμιάζουν συγγενικά του πρόσωπα, τον θείο του Πλάτωνα και τη μητέρα του Θεοκτίστη. Ο λόγος στον Πλάτωνα χρήζει επανέκδοσης, καθώς το κείμενο στην Ελληνική Πατρολογία (τ. 99), που αναδημοσιεύει την πρώτη του έκδοση από τον Papebroch το 16753 βασίζεται μόνο στον Βατικανό κώδικα 1660 του 9164. Το έργο συγγράφεται γύρω στο 814. Εκτός από τον κύριο στόχο της καθιέρωσης της λατρείας του Πλάτωνα στο εορτολόγιο της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, εξυπηρετεί και την προώθηση της στουδιτικής ιδεολογίας και τοποθέτησης του Θεοδώρου πάνω στα καίρια ζητήματα επικαιρότητας της εποχής του. Στο πλαίσιο αυτό ο Θεόδωρος ασκεί δριμύτατη κριτική στους εικονοκλάστες αλλά και σε όσους υποστήριξαν το δεύτερο γάμο του Κωνσταντίνου Ϛ΄ με την Θεοδότη (μοιχιανικό σχίσμα)5. Ενδεικτική είναι η γραφή «μοιχαλλοίωτοι», με σαφή στηλιτευτική αναφορά στο ζήτημα αυτό και σημαίνουσα για την κριτική του κειμένου μας, αφού προσγράφεται με βεβαιότητα στους νεολογισμούς του Θεοδώρου6. Οι ζηλωτές Στουδίτες με πνευματικό καθοδηγητή τον Θεόδωρο δεν δίστασαν να αντιπαρατεθούν και με την εκάστοτε εκ-
2. C. Frazee, “ St. Theodore of Stoudios and ninth century monasticism in Constantinople” , Studia Monastica 23 (1981), 57-58. 3. Acta Sanctorum, April. I (1675), XLVI. 4. Από την έρευνά μας ανέκυψαν άλλοι 4 κώδικες: Parisinus gr. 1197 (12ου αι.), Patmiacus 254 (10ου αι.), Barberinianus gr. 533 (17ου αι.) και κάποια σπαράγματα του κειμένου στον Βατικανό 1890 (16ου αι.). 5. Βλ. P. Hollingsworth, “ Moechian Controversy ”, ODB, v. 2, 1388-1389 ; P. Henry, “The Moechian Controversy and the Constantinopolitan Synod of January A.D. 809 ”, Journal of Theological Studies 20 (1969), 495-522 και Θ. Κορρέ, Το ζήτημα του δευτέρου γάμου του Κωνσταντίνου Στ΄, Θεσσαλονίκη 1975. 6. G. Fatouros, Theodori Studitae Epistolae, pars prior, Berlin 1991 [Corpus fontium historiae byzantinae 31/1], 127.
324
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
κλησιαστική εξουσία, προκειμένου να υπερασπιστούν κάθε φορά το αμιγές δόγμα. Είναι βέβαιο ότι σε όλη την περίοδο της εικονομαχίας το κύρος του πατριαρχείου είχε υποστεί πλήγμα κυρίως στα μάτια των εικονολατρών μοναχών. Η αναζήτηση διαφορών μεταξύ των Στουδιτών και του Πατριαρχείου μας οδήγησε στην εποχή του πατριάρχη Μεθοδίου (843-847)7, λίγο μετά τον θάνατο του Θεοδώρου (826) και αμέσως μετά την αναστήλωση των εικόνων το 843. Η μετριοπαθής απόφαση του Μεθοδίου να μην τιμωρήσει αλλά απλώς να απομακρύνει τους εικονοκλάστες κληρικούς από τις θέσεις τους είχε προσκρούσει στη σθεναρή αντίδραση των Στουδιτών. Μια σειρά από άρθρα και κείμενα φωτίζουν αυτή την διένεξη8. Στο πλαίσιο αυτό, ο Μεθόδιος με δύο επιστολές του9 προς τους ηγουμένους της μονής των Στουδίου, Ναυκράτιο, και των Σακκουδίων, Αθανάσιο, εντέλλεται τον αναθεματισμό και την καταστροφή έργων που φέρονται κατά των προκατόχων του, Ταρασίου και Νικηφόρου. Ο Μεθόδιος αναφέρει ρητά τη συγγραφή τέτοιων έργων από τον Θεόδωρο Στουδίτη, δάσκαλο των Ναυκρατίου και Αθανασίου. Ταυτόχρονα προβάλλει το επιχείρημα ότι ο ίδιος ο Θεόδωρος στο τέλος της ζωής του αποκήρυξε τα γραφόμενά του κατά των δύο αυτών πατριαρχών. Είναι σαφές ότι ο πατριάρχης Μεθόδιος προσπαθεί να αποκαταστήσει το κύρος του πατριαρχικού θεσμού και να διασώσει το γόητρό του, όπως επισημαίνει και ο D. Afinogenov10. Από τα παραπάνω φαίνεται ότι τα έργα του Θεοδώρου που αντιτάχθηκαν σε αποφάσεις των πατριαρχών Ταρασίου και Νικηφόρου 7. A. Kazhdan, “Methodios I”, ODB v.2, 1355; L. Brubaker – J. Haldon, Byzantium in the Iconoclast Era (ca. 680-850): The Sources. An Annotated survey, Aldershote 1988 [Birmingham Byzantine and Ottoman Monographs 7], 258. 8. E. von Dobschütz, “ Methodios und die Studiten” , BZ 18(1909), 41-105 ; Ir. Doens- Chr. Hannick, “Das Periorismos-Dekret des Patriarchen Methodios I gegen die Studiten Naucratios und Athanasios”, JÖB 22 (1973), 93-102 ; V. Grumel, “ La politique religieuse du patriarche saint Méthode”, EO 34 (1935), 385-401; J. Darrouzès, “ Le patriarche Méthode contre les iconoclastes et les Stoudites”, REB 45 (1987), 5-57; D. Afinogenov, “The great purge of 843: a reexamination”, Λειμών. Studies presented to Lennard Rydèn on his sixty-fifth birthday, Uppsala 1996, 79-91. 9. Την πρώτη επιστολή εκδίδουν οι Ir. Doens- Chr. Hannick, ό.π., 97-101, ενώ και τις δύο ο J. Darrouzès, ό.π., 31-53. 10. D. Afinogenov, ό.π., 90.
φιλολογια / ιστορια και εκδοτικη των κειμενων
325
δέχτηκαν ένα είδος λογοκρισίας από τον διάδοχό τους, πατριάρχη Μεθόδιο. Εύλογα δημιουργείται η υποψία ότι ενδεχομένως και το κείμενο του επιταφίου στον Πλάτωνα, που θίγει το μοιχιανικό σχίσμα αλλά και στηλιτεύει την επαναφορά του Ιωσήφ Καθαρών (του ιερέα που τέλεσε τον δεύτερο γάμο του Κωνσταντίνου Ϛ΄ και σεσημασμένου εικονομάχου) από τον πατριάρχη Νικηφόρο, οφείλει την περιορισμένη χειρόγραφη παράδοσή του σε αυτόν τον λόγο. Το γεγονός ότι δεν αντιγράφτηκαν συστηματικά στο εργαστήριο της μονής των Στουδίου οι δύο επιτάφιοι λόγοι του Θεοδώρου, στον Πλάτωνα και στη μητέρα του Θεοκτίστη11, που παραδίδονται σε ελάχιστα χειρόγραφα, ενώ πρόκειται για κείμενα που στοχεύουν στην εγκαθίδρυση αφενός μιας οικογενειακής και αφετέρου μιας στουδιτικής αγιολογικής παράδοσης, αποτελεί ένα εύλογο ερώτημα.
11. St. Efthymiades / J. M. Featherstone, “Establishing a Holy Lineage: Theodore Studite’s Funerary Catechism for his Mother (BHG 2422)”, Theatron, ed. M. Grünbart, Berlin 2007, [= Millenium Studies 13], 15-16.
326
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Αντώνιος Παναγιώτου
Ο κώδικας Μ. Λαύρας Ω 127 και οι ιστορικές του πληροφορίες Μελετώντας πριν από αρκετά χρόνια τον κώδικα Ω 127 ανεκάλυψα ότι μέσα στο χειρόγραφο υπήρχαν δώδεκα σκόρπια φύλλα, τα οποία δεν είχε συμπεριλάβει στον κατάλογο του ο Ευστρατιάδης. Τα φύλλα αυτά περιέχουν σημαντικές πληροφορίες για τις ημέρες λίγο μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Στην ανακοίνωση θα εκτεθούν επιγραμματικά τα στοιχεία που παρέχουν.
φιλολογια / ιστορια και εκδοτικη των κειμενων
327
Δήμητρα Μονιοῦ
«Περὶ τοῦ πότε, πῶς καὶ διὰ τίνων ἡ Ρώμης ἐξέπεσεν Ἐκκλησία» Τὸ ἀνέκδοτο κείμενο τοῦ Γεωργίου Μοσχάμπαρ καὶ ἡ χειρόγραφη παράδοσή του Ὁ 13ος αἰώνας, ἕνας αἰώνας δύσκολος γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, ἀνέδειξε μεταξὺ ἄλλων ἕναν ἀξιόλογο, ἀλλὰ δυστυχῶς ἐλάχιστα γνωστὸ θεολόγο, ὁ ὁποῖος μὲ τὰ ἔργα καὶ τὴ γενικότερη στάση του διαδραμάτισε καθοριστικὸ ρόλο στὶς μετέπειτα ἐξελίξεις. Πρόκειται γιὰ τὸν Γεώργιο Μοσχάμπαρ, ὁ ὁποῖος ἔζησε καὶ ἔδρασε στὴν Κωνσταντινούπολη στὰ μέσα τοῦ 13ου αἰῶνος. Ἐκεῖ ἔτυχε ἀνώτερης ἐκπαιδεύσεως δίπλα στὸν Νικηφόρο Βλεμμύδη καὶ τὸν Γεώργιο Μετοχίτη. Τὸ 1281 ὡς διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου1 καὶ Καθηγητὴς τῆς Ἐξηγητικῆς ἐπὶ Μιχαὴλ Η΄ (1258-1282) ξεκίνησε τὸν ἀγῶνα του κατὰ τῆς Ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἀρχικά, ἡ ἀνθενωτική του δράση ἦταν διακριτικὴ καὶ τὰ ἔργα του κυκλοφοροῦσαν ἀνώνυμα. Ἀπὸ τὸ 1283 ὅμως μὲ τὴν πτώση τοῦ Ἰωάννη Βέκκου ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Μοσχάμπαρ ξεκάθαρα πλέον τάχθηκε κατὰ τῆς Ἑνώσεως. Τὸ 1285 ὡς μέγας χαρτοφύλαξ ὑπέγραψε τὸν «Τόμο» τῆς Συνόδου τῶν Βλαχερνῶν2, ἐνῶ λίγο ἀργότερα, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1289, ὁδήγησε σὲ παραίτηση τὸν παλιό του δάσκαλο καὶ πατριάρχη Γρηγόριο Κύπριο. Παράλληλα, ἄρχισε νὰ συσπειρώνει γύρω του ἀρκετοὺς ὁμοϊδεάτες του καὶ νὰ δημιουργεῖ ἕνα κύκλο ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν ἀδύνατη τὴ γεφύρωση τοῦ χάσματος μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Γνώστης τῶν δογματικῶν ζητημάτων καὶ τῆς πατερικῆς θεολο-
1. Bλ. Constantinides C.N., Higher education in Byzantium in the thirteenth and early fourteenth centuries. Nicosia 1982, σσ.60-64· Échos d’ Orient 28 (1929), 133. 2. Bλ. Laurent V., «Les signataires du second synode des Blachernes»: Échos d’ Orient 26 (1927), 127-149.
328
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
γίας ὁ Μοσχάμπαρ ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἕνα ἔργο πλούσιο καὶ ἀξιόλογο3. Βάσει τῶν 18 χειρογράφων, τὰ ὁποῖα περιέχουν ἔργα του μποροῦμε μὲ βεβαιότητα νὰ κάνουμε λόγο γιὰ τουλάχιστον πέντε πραγματεῖες καὶ μία ἐπιστολή. Μεταξὺ αὐτῶν τὸ κεφάλαιο «Περὶ τοῦ πότε καὶ πῶς καὶ διὰ τίνων ἡ ῾Ρώμης ἐξέπεσεν Ἐκκλησίa» κατέχει ξεχωριστὴ θέση. Ὁ ἀνθενωτικὸς θεολόγος μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο ἐπιχείρησε νὰ σκιαγραφήσει τὴν πορεία πρὸς τὸ ὁριστικὸ Σχίσμα καὶ νὰ παρουσιάσει συνοπτικὰ πῶς ἐξελίσσονταν οἱ σχέσεις Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς πρώτους μετὰ Χριστὸν αἰῶνες ἕως τὴν ἐποχὴ τοῦ ἱεροῦ Φωτίου. Στὰ τρία ἀπὸ τὰ χειρόγραφα ποὺ περιλαμβάνουν τὸ ἐξεταζόμενο κεφάλαιο ἀκολουθεῖ ὁ ἐπίλογος τοῦ ἔργου, στὸν ὁποῖο ἀποτυπώνεται ὁ σκοπὸς τῆς συγγραφῆς του. Ὁ Μοσχάμπαρ γράφοντας τὸ ἔργο ἐπ’ ὀνόματι τοῦ πατριάρχη Ἱεροσολύμων Γρηγορίου Α΄ ἀπευθύνεται πρὸς ὅλα τὰ ὀρθόδοξα πατριαρχεῖα καὶ προτρέπει μεταξὺ ἄλλων «… Ὀφείλετε δὲ καὶ αὐτοί, ὅσοι τῶν ἄλλων θερμότερον τὴν εὐσέβειαν, μεταδιδόναι τοῖς λοιποῖς ἀδελφοῖς τὴν τοιαύτην βίβλον γεγραφηκότες, τὸ ἀσφαλὲς προνοούμενος ἕκαστος τοῦ ἑτέρου ...». Ἀπὸ τὴ διακήρυξη αὐτὴ καθίσταται, λοιπόν, σαφὴς ὁ ρόλος τοῦ συγκεκριμένου κεφαλαίου, τὸ ὁποῖο ἐμπεριέχεται σχεδὸν σὲ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Μοσχάμπαρ μὲ δύο διαφορετικὲς ὅμως μορφές, ὡς ἀντιρρητικὸ κεφάλαιο ἀλλὰ καὶ ὡς τμῆμα διαλόγου. Ι. Ὡς ἀντιρρητικὸ κεφάλαιο : -ἐμφανίζεται τελευταίο4 σὲ σύνολο 33 κεφαλαίων περὶ δογματικῶν θεμάτων. -ἀντιγράφεται αυτόνομο σὲ δύο παρισινὰ χειρόγραφα5 καὶ εἶναι τὸ μόνο ἀπὸ τὰ κεφάλαια τοῦ Μοσχάμπαρ τὸ ὁποῖο ἀντιγράφεται ἕως
3. Μὲ τὸν βίο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Γεωργίου Μοσχάμπαρ ἀσχολήθηκαν συστηματικὰ ὁ V. Laurent καὶ ὁ Θ. Βολίδης· βλ. Laurent V., «Un polémiste grec de la fin du XIIIe siècle. La vie et les oeuvres de Georges Moschampar»: Échos d’ Orient 28 (1929), 129-158· Τοῦ ἴδιου, «à propos de Georges Moschampar, polémiste antilatin. Notes et rectifications»: Échos d’ Orient 35 (1936), 336-347· Bolides Th., «Die Schriften des Georgios Moschampar und der Codex Alexandrinus 285»: Izvestija Bulgarisches Archeologisches Institut 9 (1935), 259-268· Παπαδόπουλος Χρ., Θεολογία 14 (1936), 175-184. 4. Marc. grec. 153, ff.182v-186v, Marc. grec. 154, ff.245v-248v, Cambridge ms. Add. 3049, ff.76-78. 5. Paris grec. 583, ff.183-185, Paris grec. 2551, ff.23v-27v.
φιλολογια / ιστορια και εκδοτικη των κειμενων
329
καὶ τὸν 17ο αἰῶνα. ΙΙ. Ὡς μέρος διαλόγου ἐντοπίζεται σὲ ἑπτὰ χειρόγραφα: -Στὰ χειρόγραφα Βατικανοῦ καὶ Ἀλεξανδρείας6 παραδίδεται μαζί μὲ τὸν τίτλο του δεύτερο στὴ σειρὰ σὲ σύνολο 53 κεφαλαίων. -Δεύτερο ἐντοπίζεται καὶ στὸ χειρόγραφο 150 τῆς Μαρκιανῆς Βιβλιοθήκης7, ὅπου σώζεται ἀκέφαλη πραγματεία σὲ μορφὴ διαλόγου. -Σὲ τρία ἀκόμη χειρόγραφα, δύο τῆς Ὀξφόρδης καὶ ἕνα τοῦ Βατικανοῦ8 τὸ ἐξεταζόμενο κεφάλαιο κατέχει καὶ πάλι τὴ δεύτερη θέση. -Τέλος, στὸ χειρόγραφο 11 τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑται ρείας Ἀθηνῶν9 ἐντοπίζεται στὴ μέση ἀκέφαλου διαλόγου. Ἀπὸ τὴ συνολική, λοιπόν, ἐξέταση τῆς χειρόγραφης παράδοσης τῶν ἔργων τοῦ Μοσχάμπαρ ἀποδεικνύεται ἡ ἀξία ἀλλὰ καὶ ἡ διαχρονικότητα του ἐξεταζομένου κεφαλαίου. Ἀπὸ τὴ διασταύρωση τῶν 107 κεφαλαίων, τὰ ὁποῖα περιλαμβάνονται στὰ ἔργα τοῦ θεολόγου, τὸ περὶ ἐκπτώσεως τῆς παπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ μόνο ποὺ ὁ συγγραφέας, ἀλλὰ καὶ οἱ μεταγενέστεροι ἀντιγραφεῖς10 ἐπιλέγουν ὄχι μόνο νὰ τὸ περιλάβουν σχεδὸν σὲ ὅλες τὶς πραγματεῖες, διαλέξεις καὶ τὰ κεφάλαια11, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ τοποθετήσουν σὲ νευραλγικὴ θέση, ἀποδεικνύοντας τὴν ἀπήχηση ποὺ εἶχε ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάγκη διάδοσής του σὲ δύσκολες ἐποχὲς γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. 6. Vatic. Chis. gr. 54, ff.1-88v καὶ Alex. 182, ff.32-105v. 7. Marc. gr. 150, ff.255-287v. 8. Oxford Baroc. 101, ff. 7-86v, Oxford Canon gr. 21, ff.1-96v, Vatic. gr. 1892, ff.128v-133. 9. Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας 11, ff.1-102. 10. Ὑπάρχουν χειρόγραφα, τὰ ὁποῖα παραδίδουν μερικὰ ἀπὸ τὰ κεφάλαια τοῦ Μοσχάμπαρ (Vat. 1892 & Ἱστ. Ἐθν. Ἑταιρείας 11, ff.1-102 & Paris. gr. 583, ff.183-185 & Paris. grec. 2551, ff.23v-26v). Τὰ χφφ αὐτὰ εἶναι μεταγενέστερα τοῦ Μοσχάμπαρ καὶ κατὰ συνέπεια ἡ ἐπιλογὴ τῶν κεφαλαίων ὀφείλεται στοὺς ἀντιγραφεῖς. 11. Ἀξίζει νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι τὸ ἐξεταζόμενο κεφάλαιο ἀπουσιάζει μόνο ἀπὸ τρεῖς πραγματεῖες τοῦ Μοσχάμπαρ, οἱ ὁποῖες εἶναι πιὸ ἐξειδικευμένες: α] «Γεωργίου τοῦ χαρτοφύλακος τῆς ἁγιωτάτης τοῦ Θεοῦ μεγάλης Ἐκκλησίας τοῦ Μοσχάμπαρ διάλεξις μετά τινος περδικατουρίου περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ παναγίου Πνεύματος» [Vatic. gr. 54, f.1 & Alex. 182, ff.1-32], β] «Τοῦ αὐτοῦ Γεωργίου χαρτοφύλακος τῆς ἁγιωτάτης τοῦ Θεοῦ μεγάλης Ἐκκλησίας τοῦ Μοσχάμπαρ ἕτερος λόγος κατὰ πνευματομάχων περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Παναγίου Πνεύματος» [Vatic. gr. 54, ff.89-120 & Alex. 182, ff.105v-133v], γ] «Γεωργίου χαρτοφύλακος τῆς ἁγίας τοῦ Θεοῦ μεγάλης Ἐκκλησίας τοῦ Μοσχάμπαρ ἀπόδειξις ὅτι οὐκ ἔστι τὸ τοιοῦτον βλάσφημον κεφάλαιον τοῦ μεγάλου πατρὸς Δαμασκηνοῦ Ἰωάννου τὸ ἐπιγεγραμμένον περὶ θείων ὀνομάτων ἀκριβέστερον» [βλ. Vatic. gr. 54, ff.129v-136v & Alex. 182, ff.142v-148].
330
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Παντελής Τουλουμάκος
O ρόλος του Βυζαντίου στα έργα σύγχρονων Τούρκων διανοουμένων. Μια προκαταρκτική βιβλιογραφική επισκόπηση Η πρόσληψη της Ιστορίας του Βυζαντίου στη σύγχρονη Τουρκία παρουσιάζει ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί συνδέεται με τη σελτζουκική και οθωμανική επέκταση στα εδάφη υπό βυζαντινή κυριαρχία, αλλά και γιατί εντάσσεται στο ευρύτερο πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η εξέταση πάγιων και διαμορφωμένων τουρκικών αντιλήψεων σχετικά με τις δομές και την ιστορική εξέλιξη του βυζαντινού κράτους, δύναται να δώσει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που γίνεται κατανοητό το ιστορικό πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των δύο λαών από την τουρκική πλευρά. Η μέχρι στιγμής έρευνά μου σχετικά με το ζήτημα της τουρκικής πρόσληψης της βυζαντινής ιστορίας, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ιστορική έρευνα έχει ασχοληθεί μάλλον αποσπασματικά με το θέμα αυτό, πολλές φορές στο πλαίσιο ευρύτερης ή παρεμφερούς μελέτης. Εδώ αρκεί να αναφερθεί το εξαιρετικό βιβλίο του Étienne Copeaux, Espaces et temps de la nation turque. Analyse d’ une historiographie nationaliste, 1931 – 1993, CNPRS Éditions, Paris, 1997, του οποίου η παρούσα μελέτη φιλοδοξεί, στο μέτρο του δυνατού, να αποτελέσει, τρόπον τινά, μία συμπληρωματική συμβολή – καθώς και το πολύ καλό βιβλίο του Σπύρου Βρυώνη, The Turkish state and history. Clio meets the grey wolf, Institute for Balkan Studies, Thessaloniki, 1991. Από τουρκικής πλευράς, υπάρχουν το αρκετά παλιό σύγγραμμα του Mehmet Fuat Köprülü, Bizans Müesseselerinin Osmanlı Müesseselerine Tesiri Hakkında Bazı Mülâhazalar (Κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με την επίδραση των βυζαντινών θεσμών στους οθωμανικούς θεσμούς), Evkaf Matbaasi, İstanbul, 1931, καθώς και το πολύ πρόσφατο έργο του İsmail Tokalak, Bizans Osmanlı Sentezi: Bizans Kültür ve Kurumlarının Osmanlı Üzerindeki Etkisi (Βυζαντινο-οθωμανική σύνθεση: Η επίδρα-
ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
331
ση του πολιτισμού και των θεσμών του Βυζαντίου στους Οθωμανούς), Gülerboy Yayınları, İstanbul, 2006. H παρούσα μελέτη εξετάζει τις απόψεις 24 διακεκριμένων Τούρκων πολιτικών, ακαδημαϊκών και διανοουμένων. Το φάσμα αυτό συνίσταται από 3 πολιτικούς (Turgut Özal, Mesut Yılmaz, İsmail Cem), 5 Πρέσβεις (Nuri Εren, Özdem Sanberk, Yüksel Söylemez, Bılâl N. Şimşir, Ali Arsin), 11 πανεπιστημιακούς καθηγητές διαφόρων ειδικοτήτων (Yaşar Yücel, Özer Ozankaya, Yavuz Ercan, Beglan B. Toğrol, Melek Delibaşı, İlber Ortaylı, Halil İnalcık, Hüseyin Gezer, Aptullah Kuran, Salahi R. Sonyel, Oral Sander), καθώς και 5 συγγραφείς, προερχόμενους από άλλους επαγγελματικούς χώρους (Naim Güleryüz, Selçuk Kızılkayak, Εrtuğrul Bayraktar, Seyfi Başkan, Seyfi Taşhan). Όπως έχει ήδη γίνει αντιληπτό από την επαγγελματική ιδιότητα των προαναφερθέντων διανοουμένων, η παρούσα μελέτη δεν έχει σκοπό να εξετάσει τις απόψεις της επίσημης τουρκικής βυζαντινολογικής έρευνας, μολονότι σ’ αυτήν περιλαμβάνονται και ιστορικοί. Αντιθέτως, καταβάλλεται προσπάθεια να δειχθούν οι απόψεις ενός μέρους της ευρύτερης πνευματικής, πολιτικής, κοινωνικής και ιδεολογικής ελίτ της γείτονος χώρας. Η παρούσα μελέτη διαρθρώνεται σε 6 ενότητες: Α) Οι βυζαντινο-τουρκικές σχέσεις κατά την περίοδο επέκτασης των Σελτζούκων και των Οθωμανών στη Μ. Ασία και τα Βαλκάνια Β) Η μάχη του Ματζικέρτ (1071). Νοηματοδότηση και σημασία της σύμφωνα με τους Τούρκους συγγραφείς. Γ) Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453). Νοηματοδότηση και σημασία της σύμφωνα με τους Τούρκους συγγραφείς. Δ) Οι Οθωμανοί ως κληρονόμοι του βυζαντινού πολιτισμού Ε) Ο βυζαντινός πολιτισμός ΣΤ) Η Μεγάλη Ιδέα ως επιδίωξη ανασύστασης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας Η πρώτη διαπίστωση που προκύπτει από τη μελέτη των προαναφερθεισών απόψεων, είναι η σαφώς ελλιπής και αποσπασματική γνώση της βυζαντινής ιστορίας. Ακόμα και σε περιπτώσεις που οι συγ-
332
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
γραφείς φαίνονται να γνωρίζουν αρκετές λεπτομέρειες για την ιστορία του Βυζαντίου –όπως για παράδειγμα ο Özal– στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων τις χρησιμοποιούν με λανθασμένο τρόπο, διαστρεβλώνοντας πλήρως τα γεγονότα. Για παράδειγμα, ο Özal ισχυρίζεται ότι οι εικονομάχοι αυτοκράτορες του 8ου αι. είχαν την υποστήριξη της πλειοψηφίας του λαού, καθώς και ότι στην πραγματικότητα στρέφονταν εναντίον μιας ισχυρής ομάδας ειδωλολατρών μοναχών1. Προκειμένου να εξωραϊσθεί η κατάκτηση των μικρασιατικών και βαλκανικών εδαφών, οι Οθωμανοί παρουσιάζονται ως κοινωνικοί μεταρρυθμιστές, που με τον αγώνα τους κατά της φεουδαρχικής τάξης ανακούφισαν τους εντόπιους πληθυσμούς και εδραίωσαν ένα δίκαιο κοινωνικό καθεστώς. Σε άλλες περιπτώσεις, το Βυζάντιο εμφανίζεται καταπιεστικό, κατά κύριο λόγο έναντι των μη ορθοδόξων στοιχείων του, κάτι που αντιπαραβάλλεται με την “oθωμανική ανεκτικότητα”. Θα πρέπει να σημειωθεί παράλληλα ότι αποσιωπώνται ενδεχόμενες αρνητικές πτυχές της κατάκτησης· ο Özal, μάλιστα, φτάνει να υποστηρίξει ότι οι Οθωμανοί κατέκτησαν τα βυζαντινά εδάφη υποστηριζόμενοι από τους ελληνόφωνους πληθυσμούς2. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι, τόσο η μάχη του Ματζικέρτ, όσο και –κυρίως– η Άλωση της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιούνται ως τεκμήριο της ευρωπαϊκής ταυτότητας των Τούρκων. Σύμφωνα με την άποψη αυτήν, οι Οθωμανοί “κληρονόμησαν την ευρωπαϊκότητα του Βυζαντίου” μέσω των δύο συγκεκριμένων γεγονότων, γι’ αυτό και η σύγχρονη Τουρκία πρέπει να γίνει δεκτή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια, άλλωστε, προοπτική εξυπηρετεί και η ιδέα ότι οι Τούρκοι είναι οι κληρονόμοι των μικρασιατικών πολιτισμών –μεταξύ αυτών και του βυζαντινού– εφόσον κατέκτησαν τη μικρασιατική χερσόνησο. Οι σχετικά λίγες αναφορές στο βυζαντινό πολιτισμό εντάσσονται στο πνεύμα των όσων προαναφέρθηκαν: κατά πρώτον, καταβάλλεται αισθητή προσπάθεια απογύμνωσής του από το αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό υπόβαθρο, ή τουλάχιστον υποβάθμισης του υποβάθρου αυτού σε σημαντικό βαθμό. Η άποψη του Özal, ότι η κλασική κουλτού-
1. Turgut Özal, Turkey in Europe and Europe in Turkey, K. Rustem & Brother, Nicosia, 1991, σελ. 67–68 2. Ό.π., σελ. 136.
ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
333
ρα είχε εξαφανισθεί κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου3, ή του Ozankaya, ο οποίος “λησμονεί” να αναφέρει τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας ή τη Ρώμης ως συστατικών του βυζαντινού πολιτισμού, ενώ απαριθμεί τους πολιτισμούς αρκετών άλλων περιοχών, όπως της Συρίας ή του Τουρκεστάν, είναι ενδεικτικές μιας ιδεολογικής τάσης στη γείτονα χώρα4. Οι αναφορές που κάνουν λόγο για την ανασύσταση της Βυζαν τινής αυτοκρατορίας ως περιεχόμενο και στόχο της Μεγάλης Ιδέας είναι ένα στοιχείο που αφορά περισσότερο την νεώτερη ιστορία. Παρ’ όλα αυτά, φωτίζει από μία άλλη οπτική γωνία την αντίληψη μερίδας των Τούρκων διανοουμένων για το Βυζάντιο. Ο ισχυρισμός των Vamık Volkan και Nοrman Itzkowitz, που επικαλείται ο Sonyel, για παράδειγμα, ότι η Άλωση της Κωνσταντινούπολης προκάλεσε στους Έλληνες ένα βαθύ, συλλογικό ψυχολογικό τραύμα, το οποίο διαρκεί ακόμα, είναι αξιοσημείωτη, όχι για την επιστημονική της ορθότητα, αλλά για το βαθμό διαστρέβλωσης που παρουσιάζει και τους επικίνδυνους συνειρμούς που αφήνει να εννοηθούν5.
3. Ό.π., σελ. 82 4. Özer Ozankaya, “Contributions of Anatolian cultures and traditions to the European identity”, Turkish Review, Vol. 2 – Num. 8, Summer 1987, σελ. 60 – 61 5. Salahi R. Sonyel, “Disinformation – The negative factor in Turco – Greek relations”, Perceptions, Vol. III – Num. 1, March – May 1998, σελ. 39.
334
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Αγγελική Ζιάκα
Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος και ο διάλογος με το Ισλάμ «Διάλογος ὃν ἐποιήσατο μετά τινος Πέρσου, τὴν ἀξίαν Μουτερίζη, ἐν Ἀγκύρᾳ τῆς Γαλατίας» (χειμώνας 1390-1391) Ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1350-1425, αυτοκράτορας 1391-1425) είναι ο τρίτος στη σειρά των τελευταίων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, αλλά ο πιο λαμπρός σε παιδεία, καλλιέργεια και ευγένεια χαρακτήρα. Κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των βυζαντινών αυτοκρατόρων, οι οποίοι ασχολήθηκαν με σπουδαίο συγγραφικό έργο. Εξαίρετος θεολόγος και κλασσικός φιλόλογος, διακρίνεται για το κομψό του ύφος και είναι ένας από τους εξοχότερους στυλίστες λόγου της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Προβληματισμένος βαθύτατα από τις πολιτικές αλλαγές που συντελούνταν στην εποχή του, την ενδυνάμωση των Οθωμανών και του Ισλάμ και την σταδιακή πολιτική, θρησκευτική και πολιτιστική παρακμή των χριστιανών της Ανατολής, προβαίνει σε ενδιαφέροντα και αξιοπρόσεκτα για την διεισδυτικότητά τους ψυχογραφήματα και καταγράφει με δύναμη λόγου αλλά και θλίψη τα τετελεσμένα γεγονότα στην Μικρά Ασία. Δευτερότοκος γιος του Ιωάννου Ε΄ και της Ελένης Καντακουζηνής, ήταν βέβαια εγγονός του Ιωάννου του Καντακουζηνού, τον οποίο πολύ σέβεται και επαινεί στα έργα του, αλλά δεν τον ακολουθεί στην πολιτική του προς τους Τούρκους. Αν και ηπιότερος του παππού του στους διαλόγους του με τους μουσουλμάνους, ωστόσο αφιέρωσε τη ζωή του να τους κρατήσει μακριά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης και να περισώσει ό,τι μπορούσε από την χριστιανοσύνη. Και ενώ ο Ιωάννης Ε΄ ασκούσε στην Κωνσταντινούπολη μια επιφανειακή εξουσία, ο γιος του Μανουήλ αναγκάστηκε να ζήσει στην αυλή του σουλτάνου κατά τα έτη 1390-1391, ως πειθήνιος υποτελής του και να εκστρατεύσει στο πλευρό του Βαγιαζήτ Α΄ εναντίον της Φιλαδέλφειας, της τελευταίας ελεύθερης βυζαντινής πόλης της Μικράς Ασίας.
ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
335
Το γεγονός λοιπόν ότι ως υποτελής των Τούρκων ο Μανουήλ Παλαιολόγος κλήθηκε από τον σουλτάνο να λάβει μέρος στην εκστρατεία εναντίον των πριγκιπάτων της δυτικής και βορειο-κεντρικής Μικράς Ασίας, και μάλιστα της Φιλαδέλφειας, άφησε στον βυζαντινό πρίγκιπα πικρή εμπειρία, που αντανακλάται στα γραπτά του. Ο Μανουήλ είδε από κοντά και κατέγραψε την καταστροφή, αλλά και την πολιτιστική, δημογραφική και πολιτική αλλαγή που σημειώθηκε στην Μικρά Ασία. Η αλλαγή ήταν δραματική. Ακόμη και τα τοπωνύμια είχαν σε μεγάλο βαθμό αλλάξει. Σε όλα τα μέρη, που επισκεπτόταν, ο εξισλαμισμός και ο εκτουρκισμός είχε προχωρήσει πολύ και είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Ο θρήνος του οφειλόταν ακριβώς στο γεγονός αυτό. Ωστόσο είναι επιεικής στις σχέσεις του με τους μουσουλμάνους και επιδιώκει τον σοβαρό και υπεύθυνο διάλογο. Από τους διαλόγους και τις σχέσεις του Μανουήλ με τους μουσουλμάνους το πιο μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτενής πραγματεία του, Διάλογος ὃν ἐποιήσατο μετά τινος Πέρσου, τὴν ἀξίαν Μουτερίζη, ἐν Ἀγκύρᾳ τῆς Γαλατίας. Με την πραγματεία αυτή, η οποία αποτελεί ένα από τα τελευταία βυζαντινά μνημεία άμεσου θρησκευτικού διαλόγου μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, ο Μανουήλ κατέλαβε περίοπτη θέση, θεολογική και λογοτεχνική, στα βυζαντινά γράμματα. Η πραγματεία αναφέρεται σε μια σειρά εκτενών συζητήσεων για την αξία των δύο θρησκειών, τις οποίες ο Μανουήλ διεξήγαγε με έναν σπουδαίο δάσκαλο του Ισλάμ, που είχε τον τιμητικό τίτλο του Μουτερίζη, του ανώτατου δηλαδή νομοδιδάσκαλου και προεξάρχοντος των δικαστών, όταν το χειμώνα του 1390-1391, υπηρετώντας αναγκαστικά ως υποτελής βυζαντινός πρίγκιπας με ένα βυζαντινό στρατιωτικό άγημα στον στρατό του Βαγιαζήτ Α΄, φιλοξενούνταν στο σπίτι του Μουτερίζη στην Άγκυρα. O Μανουήλ περιγράφει λεπτομερώς τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξήγαγε τους διαλόγους αυτούς και τους κατέγραψε σε βιβλίο, το οποίο αφιέρωσε και απέστειλε στον αγαπητό του αδελφό Θεόδωρο, δεσπότη του Μορέα. Ενώ, όπως αφηγείται, συνόδευε τον Βαγιαζήτ προς τα ανατολικά της Μικράς Ασίας, τους έπιασε ο χειμώνας και σταμάτησαν στην Άγκυρα να ξεχειμωνιάσουν. Εκεί ο Μανουήλ βρήκε φιλοξενία στο σπίτι ενός μορφωμένου μουσουλμάνου που ήταν νομοδιδάσκαλος του Ισλάμ και προϊστάμενος των μουσουλμάνων δικαστών (των καδή) και ιδιαίτερα σεβαστός για τις γνώσεις και το κύρος του.
336
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ήταν μακρύς ο χειμώνας και ο Μανουήλ είχε την ευκαιρία να αφιερώσει αρκετό χρόνο συζητώντας με τον σοφό γέροντα και τους ακροατές του. Αισθανόμουν μάλιστα, λέει ο πρίγκιπας, την ανάγκη να συζητώ μαζί του, γιατί ήταν φιλήκοος και φαινόταν ευγνώμων. Γιατί δεν του άρεσε η έριδα και, αν και δεν πείθονταν εύκολα σε όλα, ωστόσο πείθονταν. Το περιεχόμενο αυτών των διαλόγων, που ανέρχονται σε είκοσι έξι, και πρόσφατα πήραν επικαιρότητα με την ομιλία του πάπα Βενέδικτου IϚ΄ στο Πανεπιστήμιο του Ρέγκενσμπουργκ δημιουργώντας παρανοήσεις, ως μη όφειλε, θα παρουσιάσουμε στην ανακοίνωσή μας.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ / ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
337
Πασχάλης Ανδρούδης, Στέφανος Σταματάκης
Παρατηρήσεις στην οικοδομική ιστορία της υστεροβυζαντινής τράπεζας της Μ. Χελανδαρίου Αγίου Όρους Η Τράπεζα της Μ. Χελανδαρίου Αγίου Όρους οικοδομήθηκε στα χρόνια του Σέρβου βασιλιά Στέφανου Β΄ Ούρεση (του επονομαζόμενου Μιλούτιν, 1282 -1321). Στα πλαίσια ενός μεγάλου προγράμματος ενίσχυσης της μονής, ο ηγεμόνας αυτός, που αναδείχτηκε σε δεύτερό κτήτορά της, αύξησε την έγγεια ιδιοκτησία της προσφέροντας πολλά νέα μετόχια, έκτισε ένα λαμπρό καθολικό στη θέση του παλιού των Αγίων Συμεών και Σάββα, ενίσχυσε την οχύρωση του περιβόλου και τον πύργο του Αγίου Σάββα, έκτισε τον πύργο του Αγίου Βασιλείου της Χρυσής και τον κοντινό στην ακτή πύργο που φέρει το όνομά του. Δεν γνωρίζουμε αν η Τράπεζα της Μ. Χελανδαρίου οικοδομήθηκε στη θέση παλαιότερης που ασφαλώς υπήρχε στη μονή. Η Τράπεζα, κτισμένη εξαρχής ως βασιλικό καθίδρυμα, εντυπωσιάζει μέχρι σήμερα με το μέγεθος και την κομψότητά της. Πρόκειται για ένα επίμηκες (Β-Ν) διώροφο κτήριο που καλύπτεται με ψηλή αμφικλινή ξύλινη στέγη. Η θέση της, απέναντι από την δυτική, κύρια είσοδο του μεταγενέστερου (τέλη 14ου αι.) εξωνάρθηκα του καθολικού, επέβαλλε την ανάλογη οικοδόμηση. Επειδή το έδαφος της εσωτερικής αυλής της μονής είναι προς Δ. κατωφερικό, κάτω από την ελαφρά υπερυψωμένη από αυτήν αίθουσα εστίασης κατασκευάστηκε ένα υπόγειο-βαγεναρείο, με χωριστή είσοδο από τα Α. Τη βασική κτηριακή διάρθρωση της Τράπεζας αποτελούν οι παλαιότεροι δυτικός και ανατολικός τοίχος και οι σύγχρονοι μεταξύ τους (εποχή Μιλούτιν) νότιος τοίχος, βόρεια κόγχη, σταυρόσχημοι πεσσοί. Ο εξωτερικός δυτικός τοίχος, από λαξευμένους λίθους, ήταν ταυτόχρονα το αμυντικό τείχος της μονής, ήδη από τα χρόνια των Αγίων Συμεών και Σάββα (τέλη 12ου αι). Εξωτερικά διαρθρώνεται με τακτά κτισμένες αβαθείς αντηρίδες που φέρουν πλίνθινα τόξα. Τα παράθυρά του είναι τα αρχικά και με μορφή τοξοθυρίδων.
338
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ψηλά απολήγει σε περίδρομο με επάλξεις. Προς Ν. διαμορφώνονται τρεις έντονα προεξέχουσες αντηρίδες, όμοιες με αυτές των μεγάλων πύργων της μονής. Το ξύλινο δάπεδο της Τράπεζας στηρίζουν, εγκάρσια τοποθετημένα, πλίνθινα τόξα κατασκευασμένα στον δυτικό τοίχο και επάνω στους ανατολικούς σταυρόσχημους πεσσούς. Τα ψηλά αυτά τόξα έφεραν και το βάρος από τα μαρμάρινα τραπέζια, τα οποία άλλοτε κοσμούσαν το εσωτερικό της Τράπεζας. Επάνω από τους σταυρόσχημους πεσσούς του υπογείου υψώνεται ο ανατολικός τοίχος της Τράπεζας. Η κατασκευή των τόξων των πεσσών είναι ιδιαίτερα περίτεχνη. Στα πλίνθινα μέτωπα μεταξύ των δύο πεσσών, στην ανατολική και στη δυτική πλευρά, προστέθηκε ένα ακόμη χαμηλότερο τόξο. Οι τοίχοι της Τράπεζας, η βόρεια τρίπλευρη αψίδα της, όπως και οι πεσσοί του υπογείου έχουν οικοδομηθεί με ιδιαίτερη επιμέλεια (αρμοί, τόξα με περιβάλλουσες πλίνθους), με πλίνθους στους οριζόντιους αρμούς (και πλινθία τοποθετημένα επάλληλα στους κατακόρυφους αρμούς), πωρόλιθους και λαξευμένους λίθους της περιοχής, και ενισχύθηκαν καθ’ ύψος με χρήση ξυλοδέσμων. Τα σημερινά παράθυρα στον δυτικό και στον ανατολικό τοίχο της Τράπεζας δεν είναι τα αρχικά. Ο χώρος μεταξύ της ανατολικής πεσσοστοιχίας και του ανατολικού τοίχου του κτηρίου αποτελούσε τη βάση για την κατασκευή πλατώματος από το οποίο μπορούσε να εισέλθει κανείς στην Τράπεζα. Το πλάτωμα αυτό καλύφθηκε αργότερα (1652) από στοά. Επάνω από τη στοά ο χώρος λειτουργούσε ως σκευοφυλάκιο. Στην ανακοίνωσή μας παρουσιάζουμε κάποια νέα στοιχεία για την οικοδομική ιστορία της Τράπεζας, ιδιαίτερα για το βόρειο τοίχο και την προεξέχουσα τρίπλευρη αψίδα του, τα οποία προέκυψαν έπειτα από την πυρκαγιά του 2004 που κατέστρεψε την πτέρυγα που είναι σε επαφή προς Β. με το κτήριό μας. Παρουσιάζουμε επίσης και μέλη από τα μεγάλα μαρμάρινα τραπέζια του αρχικού εξοπλισμού της Τράπεζας, τα οποία σήμερα βρίσκονται διάσπαρτα σε πολλά σημεία της μονής. Η Τράπεζα αποτελεί ένα ακόμη εντυπωσιακό έργο-προσφορά του Μιλούτιν στη Μονή Χελανδαρίου. Οι οικοδομικές πρακτικές που εφαρμόστηκαν στο κτήριο είναι χαρακτηριστικές της εποχής των Παλαιολόγων. Αναμφίβολα ο αρχιτέκτονας, όπως και τα οικοδομικά συν εργεία που έκτισαν την Τράπεζα είναι ελληνικά· το έργο απηχεί, με τη μεγαλοπρέπειά του και τον τρόπο οικοδομής του, τα σύγχρονά του έργα, τα οποία ασφαλώς υπήρχαν στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ / ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
339
Σοφία Δουκατά-Δεμερτζή
Βυζαντινή Μαρώνεια: Τα ευρήματα της ανασκαφής στη θέση «Παληόχωρα». Η Μαρώνεια, που κατά τη ρωμαϊκή περίοδο έχαιρε ιδιαιτέρων προνομίων, συνέχισε ν’ ακμάζει και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, όπως φαίνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα και τη συνεχή σχεδόν παρουσία της στους επισκοπικούς καταλόγους τον 4ο, 5ο και 6ο αι. Στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους (535) αναφέρεται ως μία από τις επτά πόλεις της επαρχίας Ροδόπης. Στους σκοτεινούς αιώνες ο κατάλογος των επισκόπων της Μαρώνειας παρουσιάζει κενό (από το 553 έως το 879). Παρά την έλλειψη πηγών και ευρημάτων, η πόλη επιβίωσε, διατήρησε τον πληθυσμό και το όνομά της και μεταλλάχτηκε σταδιακά από αρχαία πόλη-κράτος σε βυζαντινό κάστρο. Παρέμεινε στην ίδια γεωγραφική θέση, αν και η έκτασή της περιορίσθηκε στο ΝΔ άκρο της αρχαίας πόλης και σε τμήμα της παραλίας της. Την εποχή της Μακεδονικής δυναστείας ακολούθησε το κλίμα ανασυγκρότησης που χαρακτήριζε όλη τη βυζαντινή επικράτεια. Μέχρι τα χρόνια των Παλαιολόγων απετέλεσε έδρα βασιλικού αξιωματούχου, κέντρο της αγροτικής και βιοτεχνικής ζωής της περιοχής και κυρίως λιμάνι με επικοινωνίες και εμπόριο στο δρόμο προς την χερσόνησο της Καλλίπολης και την Κωνσταντινούπολη. Από το β΄ μισό του 9ου αι. κατείχε υψηλή θέση στην εκκλησιαστική διοίκηση, την οποία διατήρησε ακόμα και μετά την κατάληψή της από τους Τούρκους. Η βυζαντινή Μαρώνεια, εκτάσεως 190 στρ., καταλαμβάνει το μικρό αλιευτικό οικισμό του Αγίου Χαραλάμπους και τον ελαιώνα της Παληόχωρας. Περιβάλλεται από ξηρά και θάλασσα με τείχος, μήκους 2 χλμ. Το τείχος διατηρείται καλύτερα στο χερσαίο του τμήμα, που φέρει τετράγωνους και κυκλικούς πύργους, προτείχισμα και ληνούς (πατητήρια). Χαρακτηριστικό της τυπικής μεσοβυζαντινής τειχοποιίας, είναι η χρήση αρχαίου οικοδομικού υλικού, ανάμεσα στο οποίο και πλήθος επιγραφών που φωτίζουν την ιστορία της πόλης μέσα στους αιώνες.
340
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Στο κέντρο του κάστρου της Μαρώνειας ανασκάπτεται τρίκλιτη βασιλική του τέλους 5ου / αρχών 6ου αι., με λοξό προς αυτήν αίθριο, τραπεζοειδούς κάτοψης. Οι οικιστικές και ρυμοτομικές ανάγκες που υπαγόρευσαν το παράδοξο αυτό σχήμα βρίσκονται στο στάδιο της διερεύνησης. Στο ψηφιδωτό δάπεδο των τριών στοών του αιθρίου, κυρίαρχο θέμα είναι τα οκτάγωνα που δένουν μεταξύ τους αλυσιδωτά με κόμβους του Ηρακλή και περιλαμβάνουν πουλιά, καλάθια, αγγεία, φρούτα, λουλούδια, πέλτες και γεωμετρικά θέματα σε πολλές παραλλαγές και με ελεύθερη διάταξη. Μεμονωμένες συνθέσεις, όπως δελφίνι με τρίαινα και πουλί που ξεφεύγει από το κλουβί του, σηματοδοτούν το δάπεδο αυτό. Ιδιαιτερότητες παρουσιάζει και το ψηφιδωτό δάπεδο των κλιτών της βασιλικής, όπως ρόμβο που φέρει πλούσιο ρόδακα στο κέν τρο και φλογόσχημο κόσμημα στις πλευρές του ή κοιλόμορφα οκτάγωνα από φύλλα δάφνης που περικλείουν καλάθια, αγγεία, ρόδακες και αφιερωματικές επιγραφές των χορηγών του ψηφιδωτού. Η μαρμάρωση του κεντρικού αίθριου χώρου σώζεται μόνο ενδεικτικά. Η θεματολογική ανάλυση του ψηφιδωτού της Παληόχωρας, που μαζί με τα σπαράγματα του δαπέδου της βασιλικής στη Σύναξη αποτελούν τα μοναδικά μέχρι σήμερα γνωστά παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά στο χώρο της Θράκης, καταδεικνύει τη σχέση του με δάπεδα της Βορείου Αφρικής και της Ανατολικής Μεσογείου. Ανάμεσα στα ευρήματα της παλαιοχριστιανικής περιόδου κυρίαρχη θέση κατέχουν έντεκα ελεφαντοστέινα αντικείμενα, εξαιρετικά δείγματα κωνσταντινουπολίτικης μικρογλυπτικής, που σχετίζονται με το διάκοσμο ή τον εξοπλισμό του Ιερού Βήματος, όπου βρέθηκαν. Η μνημειακή κατασκευή και τα ευρήματα συμβάλλουν στην υπόθεση ότι η βασιλική της Παληόχωρας ήταν πιθανόν ο επισκοπικός ναός της Μαρώνειας κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Με την πάροδο των αιώνων η βασιλική ερημώνεται, λιθολογείται και το χώρο της καταλαμβάνει μία γειτονιά, η ρυμοτομική οργάνωση της οποίας επηρεάζεται και ακολουθεί την υφιστάμενη εκκλησία. Οι κύριες είσοδοι της βασιλικής καθορίζουν τους υποτυπώδεις οδικούς άξονες της μεσοβυζαντινής περιόδου, εκατέρωθεν των οποίων αναπτύσσονται τα υπόλοιπα κτίσματα. Η παράδοση του λατρευτικού χώρου διατηρείται ζωντανή, εφόσον δύο μονόχωρα κοιμητηριακά ναΰδρια ιδρύονται στα πλαϊνά κλίτη της βασιλικής. Τα ναΰδρια αυτά
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ / ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
341
είναι κτισμένα με spolia της παλαιοχριστιανικής και ρωμαϊκής περιόδου, ανάμεσα στα οποία η επιγραφή με το σημαντικό διάταγμα του αυτοκράτορα Αδριανού του 131 μ.Χ., που αφορά τη διατήρηση του καθεστώτος ελευθερίας, ανεισφορίας και αλειτουργησίας της πόλης. Επιβλητικό τριμερές κτήριο, που τα κατασκευαστικά και μορφολογικά του χαρακτηριστικά σε σχέση με τα ευρήματα το συνδέουν πιθανόν με την κατοικία ενός υψηλά ιστάμενου προσώπου, επιβάλλεται με τον όγκο του πάνω στη βόρεια στοά του αιθρίου. Ολόγυρα, μέσα σε άλλα ταπεινότερα κτίσματα, βρέθηκαν εστίες, αποθέτες, μία δεξαμενή, ένας μικρός θολοσκέπαστος φούρνος κ.ά. Εκτεταμένο νεκροταφείο, που διαρκεί από την καταστροφή της βασιλικής μέχρι την ερήμωση του οικισμού, εκτείνεται σ’ όλους τους χώρους, αδιακρίτως της λειτουργίας τους. Οι τάφοι, ως επί το πλείστον κιβωτιόσχημοι, κατασκευάζονταν σε ποικίλα επίπεδα με οικοδομικό υλικό από τη βασιλική ή αρχαιότερα κτήρια, γίνονταν αφορμή να καταστραφούν τμήματα των ψηφιδωτών της δαπέδων και έφθαναν σε αρκετό βάθος κάτω απ’ αυτά. Ειδικά από το ψηφιδωτό του νάρθηκα και του ιερού της βασιλικής δεν διασώθηκαν in situ παρά ελάχιστα σπαράγματα. Τα ευρήματα από τον οικισμό επιβεβαιώνουν τη συνεχή κατοίκηση του από τον 9ο/10ο έως και τα μέσα του 13ου αι. Περιλαμβάνουν κεραμική που αντιπροσωπεύει όλους τους τύπους της μεσοβυζαντινής περιόδου, είτε πρόκειται για ακόσμητα σκεύη (αλατιέρα, πιθάρια, αμφορείς, λεκανίδες, τσουκάλια, κύπελλα), είτε πρόκειται για καλής ποιότητας εφυαλωμένη κεραμική (πινάκια, κούπες). Στα spolia, εκτός από τις επιγραφές, αφθονούν τα μέλη αρχιτεκτονικού και γλυπτού διακόσμου ρωμαϊκής και παλαιοχριστιανικής εποχής. Στα υπόλοιπα ευρήματα συγκαταλέγονται νομίσματα, μολυβδόβουλλα, σφραγίδες, σταυροί, σφονδύλια, και από το νεκροταφείο χάλκινα ή γυάλινα βραχιόλια. Οι μεταγενέστερες χρήσεις του χώρου, μαζί με το γεγονός ότι δάπεδο των μεσοβυζαντινών σπιτιών ήταν συνήθως το ίδιο το ψηφιδωτό, συνέβαλαν στη εκτεταμένη καταστροφή του. Μέχρι σήμερα τα ανασκαφικά ευρήματα δεν δείχνουν συνέχεια της ζωής της πόλης εντός των τειχών της μετά τα μέσα του 13ου αι. ΄Ομως ορισμένες πηγές βεβαιώνουν την ύπαρξή της. Σύμφωνα με τον Γρηγορά, το 1307 η Μαρώνεια ήταν ένα από τα δυτικά όρια της περιοχής που είχαν ρημάξει οι Καταλανοί. Πειρατές, επίσης, όλων των
342
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
εθνικοτήτων λυμαίνονταν το 13ο και 14ο αι. τα παράλια της Μακεδονίας και της Θράκης, με αποκορύφωμα τις επιθέσεις του Ουμούρ πασά του Αϊδινίου, που το 1332 χρησιμοποιούσε για ορμητήριο τη γειτονική Σαμοθράκη. Το 1354 οι Οθωμανοί εδραίωσαν την κυριαρχία τους στην Καλλίπολη και εξαπέλυαν επιθέσεις. Σύμφωνα με την παράδοση, η πειρατεία, ήταν η βασική αιτία που οι κάτοικοι της Μαρώνειας μετακινήθηκαν σταδιακά από την παραλία στα ενδότερα, εκεί που βρίσκεται το σημερινό χωριό, ενώ ως ανάμνηση της ερήμωσης του κάστρου έμεινε το τοπωνύμιο “Παληόχωρα”. Πατριαρχική πράξη του 1372 αναφέρει τη Μαρώνεια ως πόλη άλλοτε πλούσια και με πολλές καλλιέργειες, που υπέφερε ήδη από τις επιδρομές των Τούρκων. Φαίνεται λοιπόν ότι η οριστική κατάληψη της περιοχής της Κομοτηνής από τους Οθωμανούς το β΄ μισό του 14ου αι. προδιέγραψε και την ιστορική μοίρα της Μαρώνειας.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ / ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
343
Χριστίνα Τσιγωνάκη, Νίκος Ρουμελιώτης, Νικολία Σπανού, Μαριλένα Κοκκινάκη
Ψηφιακή διαχείριση αρχαιολογικών δεδομένων: η πρωτοβυζαντινή βασιλική Α΄ της Ιτάνου1 H Ίτανος υπήρξε μια από τις ακμαιότερες πόλεις της ανατολικής Κρήτης. Η ευημερία της πόλης οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην προνομιακή γεωγραφική θέση της στο βορειοανατολικό άκρο της Κρήτης. Από το σημείο αυτό περνούσαν δύο σημαντικοί ναυτικοί δρόμοι μεγάλων αποστάσεων: ο δρόμος από τη Ρόδο, την Κάρπαθο και την Κάσο και αυτός για την Αίγυπτο. Παρά την σημαντική γεωγραφική θέση της, δεν υπάρχει καμία μνεία για την Ίτανο στις γραπτές πηγές της πρωτοβυζαν τινής περιόδου. Ο οικισμός δεν αναφέρεται σε πηγές που σχετίζονται με την κρατική ή την εκκλησιαστική διοίκηση, αλλά ούτε και σε χάρτες ή γεωγραφικά έργα. Η Ίτανος, έχοντας προφανώς απολέσει το καθεστώς της επισήμου πόλεως (civitas), δεν ήταν έδρα επισκοπής. Ωστόσο, η αρχαιολογική έρευνα έχει αποκαλύψει χριστιανικούς ναούς και κατοικίες που μαρτυρούν ότι ο παραθαλάσσιος αυτός οικισμός συνεχίζει να ευημερεί μέχρι και τα μέσα του 7ου αιώνα, οπότε και εγκαταλείπεται. Το καλύτερα σωζόμενο μνημείο της αρχαίας Ιτάνου και ένα από τα σημαντικότερα πρωτοβυζαντινά θρησκευτικά μνημεία του νομού Λασιθίου είναι η βασιλική Α΄. Το μνημείο, αν και ήρθε στο φως το 1899 με τις ανασκαφές του Joseph Demargne, δεν είχε αποτελέσει ποτέ αντικείμενο συστηματικής μελέτης. Νέες ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν στη βασιλική από το 1994 ως το 1998 στο πλαίσιο κοινού ερευνητικού προγράμματος του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών (Ι.Τ.Ε.) και της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Η επεξεργασία και μελέτη των αρχαιολογικών δεδομένων που προέκυψαν από την πρόσφατη ανασκαφική δραστηριότητα στην Βασι-
1. [ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ Ι : Το έργο συγχρηματοδοτείται κατά 75% από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και κατά 25% από Εθνικούς Πόρους (ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ).]
344
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
λική Α΄ αποτέλεσε το αντικείμενο ερευνητικού προγράμματος το οποίο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του έργου Πυθαγόρας Ι. Ως κύριος ερευνητικός στόχος του προγράμματος ορίστηκε η δημιουργία ενός εργαλείου διαχείρισης ανασκαφικών δεδομένων εξειδικευμένου στην πρωτοβυζαντινή αρχαιολογία. Αντί για μία γενική βάση δεδομένων, που θα κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών, προτιμήθηκε η ανάπτυξη μικρότερων και εξειδικευμένων βάσεων δεδομένων. Ο σχεδιασμός των εφαρμογών αυτών στηρίχθηκε στο σύστημα καταγραφής και διαχείρισης ανασκαφικών δεδομένων Syslat, προϊόν της ερευνητικής ομάδας που ανασκάπτει το γαλλορωμαϊκό οικισμό της Lattes (Hérault). Για τη μελέτη της αρχιτεκτονικής και της κεραμικής της Βασιλικής Α΄ σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν δύο εφαρμογές, η «Ίτανος - Βασιλική Α΄» και «Ίτανος - Κεραμική» σε περιβάλλον εργασίας Microsoft Office Access, έκδοση 2000. Για την αποτύπωση και διάκριση των διαφορετικών οικοδομικών φάσεων του μνημείου δημιουργήθηκε η εφαρμογή «Βασιλική Α΄ Ιτάνου - Αρχιτεκτονική» σε περιβάλλον γεωγραφικού σύστηματος πληροφοριών ArcGIS 9.2. Η δυνατότητα της άμεσης συσχέτισης των αρχιτεκτονικών κατασκευών, των στρωματογραφικών ομάδων και των κεραμικών ευρημάτων, καθώς και του ελέγχου του περιεχομένου και της ακρίβειας των πληροφοριών από κάθε εξωτερικό μελετητή αποτέλεσαν τη φιλοσοφία για το σχεδιασμό των παραπάνω εφαρμογών.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / ΑΛΛΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
345
Πασχάλης Ανδρούδης
Άγνωστα βυζαντινά γλυπτά από τις Μονές Προδρόμου Νέας Πέτρας και Οξείας Επισκέψεως Μακρινιτίσσης στο Πήλιο Οι ναοί στις δυτικές υπώρειες του Πηλίου διατηρούν πλήθος βυζαντινών αναγλύφων, στην πλειοψηφία τους σε δεύτερη χρήση. Στα πλαίσια των ερευνών μας για τη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή γλυπτική στο Πήλιο μελετήσαμε και τα βυζαντινά γλυπτά των εκκλησιών που έχουν κτιστεί στη θέση των βυζαντινών Μονών του Προδρόμου Νέας Πέτρας επάνω από τη σημερινή Πορταριά και της Οξείας Επισκέψεως Μακρινιτίσσης στη Μακρινίτσα. Τα γλυπτά στο μεταβυζαντινό ναό (1876) του Αγίου Ιωάννη Πορταριάς είναι θραυσμένα αρχιτεκτονικά μέλη (αμφικιονίσκοι δίλοβων παραθύρων, επιθήματα, κοσμήτες, θυρώματα, τμήματα σαρκοφάγων), αλλά και μέλη τέμπλων (πεσσίσκοι, θωράκια, κιονίσκοι, κιονόκρανα, επιστύλια). Τα ανάγλυφα σκαλίστηκαν σε λευκό και γκρίζο τοπικό μάρμαρο. Τα διακοσμητικά θέματά τους έχουν ληφθεί από το ζωικό και φυτικό θεματολόγιο. Στα κύρια θέματά τους ανήκουν επίσης και γεωμετρικά σχήματα (ορθογώνιο, ρόμβος, κύκλος) και πλέγματα από τριμερή ταινία, συνδυασμένα με κανόνες γεωμετρίας σε αρμονικά σύνολα. Τα γλυπτά του ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου στη Μακρινίτσα, που οικοδομήθηκε (1767) στο χώρο της Μονής της Οξείας Επισκέψεως έχουν στο σύνολό τους μελετηθεί από τη συνάδελφο Μ. Κοντογιαννοπούλου. Σε έρευνά μας στα παρεκκλήσια του οικοδομικού συγκροτήματος της Παναγίας εντοπίσαμε μερικά ακόμη άγνωστα βυζαντινά γλυπτά του 13ου–14ου αιώνα, τα οποία και παρουσιάζουμε εδώ: ζεύγος θωρακίων τέμπλου με ασυνήθιστο διάκοσμο (γεωμετρικό, φυτικό και ισλαμικές επιδράσεις), ενεπίγραφο σπασμένο κιονόκρανο, τμήματα μαρμάρινων μοναστικών τραπεζών, τμήματα κοσμητών ή επιστυλίου τέμπλου.
346
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η μελέτη των παραπάνω γλυπτών, που αναμφίβολα προέρχον ται από τις συγκεκριμένες μονές, συμπληρώνει τις γνώσεις μας για τις τάσεις τις γλυπτικής (διάθεση για περαιτέρω προβληματισμούς και πρωτοτυπία, εκτέλεση σε χαμηλό ανάγλυφο με κοφτά περιγράμματα, με την τεχνική της «κοίλης γλυφής κρυσταλλικής τομής», με «επιπεδόγλυφη» τεχνική) στο χώρο του Πηλίου, όπως και για τις πιθανές σχέσεις με άλλα καλλιτεχνικά εργαστήρια της ευρύτερης περιοχής. Οδηγούμαστε λοιπόν στην καλύτερη διερεύνηση του ζητήματος της προέλευσης των γλυπτών στους περισσότερους ναούς του Πηλίου (ιδιαίτερα στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου και του Σωτήρος Χριστού στο λόφο της Επισκοπής, όπως και στον παρακείμενο μεταβυζαντινό ναό του Αγίου Γεωργίου). Τα εξεταζόμενα γλυπτά αποτελούν βέβαια και μια ακόμη αφετηρία για μια εκ νέου οριοθέτηση των γενικών αρχαιολογικών και ιστορικών προβληματισμών σχετικά με το δυτικό Πήλιο, ιδιαίτερα κατά την εποχή της μεγάλης ακμής του (13ο αιώνα).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / ΑΛΛΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
347
Δημήτριος Λιάκος
Διάγραμμα μεταβυζαντινής ξυλογλυπτικής στο Άγιον Όρος: η περίπτωση της μονής Ιβήρων Η ομάδα των ξυλογλύπτων στο καθολικό, τα παρεκκλήσια και το εικονοφυλάκιο της μονής Ιβήρων, που εκτείνονται χρονικά από τις αρχές του 17ου έως τα τέλη του 19ου αι. καθιστούν ασφαλή τη σκιαγράφηση των εξελικτικών σταδίων της ξυλογλυπτικής στο Άγιον Όρος και τη μελέτη των επιμέρους παραμέτρων (τεχνική, τεχνοτροπία, καλλιτεχνικές επιδράσεις, προέλευση τεχνιτών κ.ά.) που την προσδιορίζουν και τη διαμορφώνουν στο σύνολό της. Η ομάδα των έργων που περιλαμβάνει την Παρρησία (1620) και την εικόνα της Παναγίας του Πάθους (1683) στο καθολικό, το προσκυνητάρι του παρεκκλησίου της Παναγίας Πορταΐτισσας (1685) και αρκετά ξυλόγλυπτα, όπως βημόθυρα, επίθυρα, σταυρούς, λυπηρά κ.ά. του εικονοφυλακίου (δεύτερο μισό 17ου αι.) παρουσιάζει σχετική ομοιογένεια ως προς το ύφος του διακόσμου, την τεχνική και την τεχνοτροπία. Ο διάκοσμος είναι επιχρυσωμένος, προβάλλει σε χρωματισμένο βάθος και εκτελείται με χαμηλό ανάγλυφο, το οποίο από τις αρχές του 18ου αι. τείνει να γίνει πιο έξεργο. Η διάτρητη τεχνική χρησιμοποιείται κυρίως σε συγκεκριμένα τμήματα, όπως στο φεστόνι των επιθύρων ή στα βημόθυρα. Στο θεματολόγιο κυριαρχεί η κληματίδα, που ποικίλλεται από τις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αι. με σταυρούς, ζωικά και άλλα θέματα. Η σχηματοποίηση χαρακτηρίζει την απόδοσή του, ωστόσο στις τελευταίες δεκαετίες του 17ου και στις αρχές του 18ου αι. επιχειρείται στροφή προς τον φυσιοκρατισμό. Τα χαρακτηριστικά αυτά αποτελούν κοινό τόπο στην ξυλογλυπτική του Αγίου Όρους στον 17ο και στις αρχές του 18ου αι., απαντούν σε έργα μοναχών - ξυλογλυπτών της ίδιας περιόδου (τέμπλα Πρωτάτου, παλαιού καθολικού μονής Ξενοφώντος, καθολικού μονής Παντοκράτορος κ.ά.) και τεκμηριώνουν μια καλλιτεχνική παιδεία με κοινό υπόβαθρο και μια σοβαρή καλλιτεχνική παράδοση, η οποία φαίνεται ότι καλλιεργείται την περίοδο αυτή και
348
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
από τους μοναχούς τεχνίτες. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν η κατασκευή των προαναφερθέντων έργων στη μονή να οφείλεται στη δραστηριότητα μοναχών - ξυλογλυπτών, οι οποίοι δουλεύουν στο Άγιον Όρος παράλληλα με Κρητικούς ξυλογλύπτες, από τα έργα των οποίων είναι λογικό να επηρεάζονται. Η παρουσία άλλωστε κρητικών ξυλογλυπτών στο Άγιον Όρος και συγκεκριμένα στην ίδια τη μονή μαρτυρείται στις γραπτές πηγές (συμφωνητικά κ.ά.). Το μεταίχμιο της μετάβασης από την παράδοση του 17ου αι. σε μια νέα αντίληψη κατασκευαστική και διακοσμητική αντιπροσωπεύει το τέμπλο του παρεκκλησίου του Τιμίου Προδρόμου (1711). Η διαπραγμάτευση του διακόσμου απομακρύνεται από τα προγενέστερα έργα, καθώς το ανάγλυφο γίνεται τώρα πιο έξεργο και η διάτρητη τεχνική εφαρμόζεται σε μεγαλύτερη έκταση. Επιπλέον, επιτυγχάνεται ένα περαιτέρω βήμα προς μια πιο φυσιοκρατική απόδοση των μοτίβων. Αυτή η ανανεωτική τάση του 18ου αι. παγιώνεται με το τέμπλο του καθολικού (1707). Η πρωτόγνωρη για την εποχή και τον χώρο επιβλητική κατασκευή, η μεγάλη ποικιλία των θεμάτων του διακόσμου, που αποδίδεται πλέον φυσιοκρατικά και σε έξεργο ανάγλυφο, καθώς και η άρτια τεχνική επεξεργασία του, μαρτυρούν έμπειρους και καταρτισμένους ξυλογλύπτες. Τυπολογικά συνδέεται με πρωιμότερα υψηλά τέμπλα σε ναούς της Θεσσαλίας και της Ηπείρου (τέλη 16ου - 17ος αι.), η ύπαρξη των οποίων πιθανώς ώθησε προς μια ανάλογη εξέλιξη και τα τέμπλα στο Άγιον Όρος ήδη από τις αρχές του 17ου αι. Ως προς το επίπεδο της κατασκευής, τα θέματα και την τεχνική επεξεργασία του διακόσμου, χαρακτηριστική είναι η συνύπαρξη στοιχείων που συναν τώνται σε τέμπλα τόσο της Ηπείρου, όσο και κρητικών εργαστηρίων. Με το τέμπλο του καθολικού και τα προδρομικά μπαρόκ τέμ πλα που ακολουθούν την κατασκευή του, όπως των παρεκκλησίων της Παναγίας Παραμυθίας (1711) και του Αγίου Δημητρίου (1721) στη μονή Βατοπεδίου, του καθολικού της μονής Σταυρονικήτα (1743) κ.ά., διαμορφώνονται οι συνθήκες για την εισαγωγή και επικράτηση από την εποχή αυτή και έπειτα του μπαρόκ, που επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στην τεχνική και το ύφος του ξυλόγλυπτου διακόσμου. Το τέμπλο του παρεκκλησίου της Παναγίας Πορταΐτισσας (1785) αποτελεί ώριμο καταστάλαγμα αυτής της διαδικασίας και τυπικό έργο της εποχής. Πρότυπο για την κατασκευή του αποτέλεσε, όπως φαίνεται, το τέμπλο
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / ΑΛΛΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
349
του καθολικού. Ως προς την τεχνική κυριαρχεί πλέον το τυπικό για την εποχή, έντονα έξεργο –σκαλιστό στον αέρα– ανάγλυφο, ενώ το θεματολόγιο συνθέτουν κυρίως πυκνά μπαρόκ μοτίβα, που συνδυάζονται με άλλα θέματα (ζωικά κ.λπ.) αποδοσμένα φυσιοκρατικά. Η δομή και διάρθρωσή του, το ύφος και η οργάνωση του διακόσμου, το καθιστούν εφάμιλλο αρκετών τέμπλων της ίδιας περιόδου στο Άγιον Όρος και παράλληλα το συνδέουν με σύγχρονα τέμπλα σε ναούς της Ηπείρου. Υποδεικνύουν έτσι την κατασκευή του είτε από Ηπειρώτες ξυλογλύπτες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται την εποχή αυτή στον Άθω, είτε από μοναχούς - ξυλογλύπτες, που απέκτησαν καλλιτεχνικές προσλαμβάνουσες κατ’ επίδραση ανάλογων έργων από την Ήπειρο. Στην ομάδα των έργων του δευτέρου μισού του 19ου αι., που περιλαμβάνει τα τέμπλα των παρεκκλησίων των Αρχαγγέλων (1861) και του Αγίου Νικολάου (1864), τα προσκυνητάρια της λιτής και τον δεσποτικό θρόνο του καθολικού, κύρια χαρακτηριστικά αποτελούν η χρήση του λιγότερο έξεργου και όχι σκαλιστού στον αέρα αναγλύφου και η υποχώρηση των μπαρόκ θεμάτων. Στα τέμπλα των παρεκκλησίων επιπλέον χαρακτηριστική είναι η εισαγωγή κλασικιστικών στοιχείων (γλυφές στους κιονίσκους, γεισίποδες και κυμάτιο στον θριγκό). Τα τελευταία μάλιστα μπορούν να θεωρηθούν από τα καλύτερα δείγματα του όψιμου μπαρόκ στο Άγιον Όρος, στα οποία η επίδραση του κλασικισμού δεν αλλοιώνει ακόμη το γενικότερο ύφος και την ποιότητά τους, όπως συμβαίνει στα τέλη του 19ο αι. Τα τέμπλα των παρεκκλησίων ως προς τη δομή και τη διάρθρωση συνδέονται επίσης με ορισμένα τέμπλα της Ηπείρου της ίδιας περιόδου, ενώ κοινά με αυτά στοιχεία στον διάκοσμό τους αποτελούν επίσης τα ανθοδοχεία στους πεσσίσκους και τα περιστέρια ανάμεσα στα κεμέρια. Για την προέλευση επομένως των δημιουργών των συγκεκριμένων έργων μπορεί να διατυπωθεί μία υπόθεση ανάλογη με αυτή του τέμπλου της Πορταΐτισσας. Τα δύο προσκυνητάρια της λιτής, που ανήκουν στον απλούστερο τύπο του «ίσιου» ή επίπεδου προσκυνηταριού, χωρίς προεξέχοντα ουρανό, και ο δεσποτικός θρόνος του καθολικού, παρουσιάζουν αναλογίες κυρίως ως προς την επεξεργασία του διακόσμου, αλλά και την επιλογή ορισμένων θεμάτων, με τον διάκοσμο του τέμπλου του Αγίου Νικολάου (1864). Κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ των προσκυνηταριών και του τέμπλου του Αγίου Νικολάου αποτελεί και ο χρωματισμός του
350
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
βάθους του διακόσμου. Δεν μπορούμε όμως ακόμη να αποδώσουμε με ασφάλεια τα προαναφερθέντα έργα σε έναν κοινό δημιουργό. Τα παραπάνω χρονολογημένα στην πλειονότητά τους έργα στη μονή Ιβήρων, εάν ληφθεί μάλιστα υπόψη το μεγάλο μέρος του υλικού που παραμένει ακόμη άγνωστο στο Άγιον Όρος, μπορούν να αποτελέσουν σημείο αναφοράς για τη διερεύνηση της μεγάλης παραγωγής έργων ξυλογλυπτικής των μεταβυζαντινών χρόνων, που κοσμούν τους αγιορειτικούς ναούς.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / ΑΛΛΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
351
Αναστασία Καπανδρίτη, Στέλιος Γαλάνης
Το τέμπλο του ναού των Αγίων Αντωνίου και Ανδρέα στην Παλιά Πόλη της Κέρκυρας: Ένα μνημείο μέσα στο μνημείο. Ο ναός των Αγ. Αντωνίου και Ανδρέα στην παλαιά πόλη της Κέρκυρας, αναφέρεται στις πηγές ήδη από το 14391. Αργότερα, μαρτυρείται ανακαίνιση, η οποία ενδεχομένως συνδέεται με την χρονολογία 1738, που είναι χαραγμένη σε παλαιότερη επιγραφή στη ζωφόρο της νότιας θύρας. Ο ναός ήταν «συναδελφικός» έως το 1821. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο θεσμός των αδελφοτήτων, ευρύτατα διαδεδομένος στη Δύση, βρήκε μεγάλη απήχηση και στα Επτάνησα2. Ο ναός ανήκει στον τύπο της μονόχωρης βασιλικής παρουσιάζον τας ωστόσο ιδιαιτερότητα στη στέγασή του, η οποία σχηματίζεται από σταυροθόλια. Είναι ιδιαίτερα λιτός εξωτερικά, με απλές λίθινες πλαισιώσεις· χαρακτηρίζεται μάλιστα από εσωστρέφεια αυστηρά εστιασμένη στο τέμπλο, αφού ούτε στο εσωτερικό υπάρχει ιδιαίτερος διάκοσμος. Η εσωστρέφεια είναι γενικευμένη στους κερκυραϊκούς ναούς, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου, όπου, παράλληλα με το εσωτερικό, δίνεται βαρύτητα και στη διαμόρφωση των όψεων. Στην Κέρκυρα η λιθογλυπτική εμφανίζεται πολύ συχνά στο εσωτερικό λαμβάνοντας υπόψη ότι εδώ συγκεντρώνεται το σύνολο σχεδόν των σωζόμενων λίθινων εικονοστασίων (τέμπλων και προσκυνηταριών) της Επτανήσου. Το τέμπλο του Αγίου Αντωνίου σχεδίασε και κατασκεύασε ως δωρεά ο Κερκυραίος αρχιτέκτονας και γλύπτης Αλέξανδρος ΤριβώληςΠιερρής το 1753. Σημειώνεται ότι για το έργο αυτό, που κόστισε 2110 δουκάτα3, έγινε εισαγωγή μαρμάρου Καράρας. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη σύνθεση, η οποία, ξεφεύγοντας από τα κλασικά πρότυπα 1. Σ. Παπαγεωργίου, Ἱστορία τῆς ἐκκλησίας τῆς Κερκύρας. Ἀπὸ τῆς συστάσεως αὐτῆς μέχρι τοῦ νῦν, Κέρκυρα 1920, σ. 208-9. 2. Σ. Καρύδης, Ορθόδοξες αδελφότητες και συναδελφικοί ναοί στην Κέρκυρα (15ος – 19ος αι.), Αθήνα 2004. 3. Σ. Παπαγεωργίου, ό.π., σημ. 1.
352
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
των τέμπλων, παραπέμπει σε πρόσοψη δυτικότροπου κτηρίου. Μάλιστα, αντικατοπτρίζει τη διάρθρωση δυτικής όψης τρίκλιτης βασιλικής, καθώς αναλύεται σε έναν κεντρικό «διώροφο» οίκο και «μονώροφα» συμμετρικά τμήματα εκατέρωθεν, παρ’ όλη τη συνέχεια στην κατώτερη ζώνη του κορμού4.4 Ο κεντρικός οίκος οργανώνεται από δύο ζεύγη ημικιόνων – προσφιλές θέμα σε αναγεννησιακά παραδείγματα, όπως λ.χ. στον St. Giorgio Maggiore στη Βενετία. Η Ωραία Πύλη διαφοροποιείται πλήρως από τα άλλα ανοίγματα, καθώς γίνεται τοξωτή ενώ, διακόπτοντας το ενδιάμεσο γείσο, φτάνει έως το ύψος του θριγκού. Τονίζεται μάλιστα περισσότερο με ένα καμπύλο αέτωμα πάνω από τον θριγκό. Η άνω ζώνη του τέμπλου οργανώνεται από παραστάδες στη συνέχεια των ημικιόνων του κορμού, που κορυφώνονται σε αγγεία· το κεντρικό διάχωρο επιστέφεται με αέτωμα. Ο οίκος συνδέεται με τα πλευρικά βάθρα με παραβολοειδή παραπέτα. Πρόκειται για μια τυπική λύση κλιμάκωσης όψης αυτού του τύπου, με καταβολές από την ιταλική αναγέννηση, εναλλακτική της προσφιλέστερης του ζεύγους διπλών ελίκων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο αυτές λύσεις προτάθηκαν για τη δυτική όψη της εκκλησίας του Ιησού στη Ρώμη: Η πρώτη παρουσιάστηκε στα σχέδια του Vignola, ενώ η άλλη κατασκευάστηκε τελικά από τον Della Porta. Σε επίπεδο κεντρικής ιδέας το τέμπλο του Αγ. Αντωνίου έχει μια οικεία εικόνα εκκλησιών της Αναγέννησης και του Μανιερισμού, με την έννοια ότι ενσωματώνονται εμπεδωμένες μορφές και τύποι των καλλιτεχνικών αυτών ρευμάτων. Για παράδειγμα, το τέμπλο παρουσιάζει ομοιότητες με την πρόσοψη της Santa Maria dell’ Orto στη Ρώμη (1553-1565), των G. Guidetti και F. Da Volterra, παρόλο που έχει διαφορετικές αναλογίες. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί η καθυστέρηση με την οποία έφταναν οι νέες τάσεις από την Ευρώπη ακόμη και στα ενετοκρατούμενα Επτάνησα: εμφανίζεται (σχεδόν δύο αιώνες αργότερα) ως πρωτοπορία ο Μανιερισμός, όταν στην Ιταλία ήδη φθίνει το Μπαρόκ.
4. Λαμβάνοντας υπόψη το σχόλιο της R. Bernabei για την Santa Maria dell’ Orto στη Ρώμη, της οποίας η πρόσοψη έχει ανάλογη διαμόρφωση με το τέμπλο των Αγ. Αντωνίου και Ανδρέα, η οριζόντια ανάπτυξη του κορμού ισορροπεί τον κατακορυφισμό του συνόλου. (R. Bernabei, Chiese di Roma, Μιλάνο 2007, σ. 352).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / ΑΛΛΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
353
Η μεγάλη συνθετική καινοτομία του συγκεκριμένου έργου είναι ότι το τέμπλο συνδέεται με το κιβώριο της αγίας τράπεζας σε ένα ενιαίο σύνολο. Συγκεκριμένα, ο ευμεγέθης οκτάπλευρος τρούλος, που στεγάζει την αγία τράπεζα, εδράζεται στην κόγχη του ιερού και στην πλάτη του τέμπλου αποκτώντας ασυνήθιστο ύψος, ώστε να λειτουργήσει ως απόληξη του τέμπλου. Το επίτευγμα είναι ότι το τέμπλο δημιουργεί την ψευδαίσθηση ενός πλήρους κτηρίου. Για το σκοπό αυτό το κυρίως σώμα είναι αυστηρά επίπεδο, ενώ στο βάθος ο ογκώδης τρούλος αποτελεί τη συνέχεια του οικοδομήματος –πίσω από την κύρια όψη– ανακαλών τας την οικεία εικόνα μιας τρουλλαίας βασιλικής. Ωστόσο, η ψευδαίσθηση του αρχιτεκτονήματος ολοκληρώνεται με μια σειρά χειρισμών, δανεισμένων από την αρχιτεκτονική όψεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόκειται για ένα τέμπλο που «στέκεται» αυτόνομο, σε αντίθεση με τα κλασικά τέμπλα σε ζώνες, τα οποία λειτουργούν ως πετάσματα άμεσα εξαρτημένα από τους πλευρικούς τοίχους. Παράλληλα με την αρχιτεκτονική πρωτοπορία του συγκεκριμένου τέμπλου, άξια αναφοράς είναι και η γλυπτική του ποιότητα. Πρόκειται για μια εντελώς ακαδημαϊκή γλυπτική, αυστηρά ενταγμένη στην αρχιτεκτονική, σύνθεση. Έκδηλη είναι η δεξιοτεχνία του γλύπτη μέσα από την λεπτή επεξεργασία του διακόσμου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα κορινθιακά κιονόκρανα, τα οποία, σε τόσο ακριβή απόδοση, σπανίζουν στη λιθογλυπτική των Επτανήσων. Ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας αυτής της γλυπτικής αναδεικνύει ακόμη περισσότερο την ποιότητα του τέμπλου, σε σχέση με τα υπόλοιπα της ίδιας περιόδου, στα οποία υιοθετούνται μπαρόκ μοτίβα, αλλά αποδίδονται τελείως λαϊκότροπα. Βέβαια, η λεπτότητα της επεξεργασίας των μοτίβων δεν είναι άσχετη με το υλικό κατασκευής. Το τέμπλο ανήκει σε μια περιορισμένη τυπολογική ομάδα που απομακρύνεται από την παράδοση των ζωνών, αφού η σύνθεση αρθρώνεται όχι μόνο στους οριζόντιους αλλά και στους κατακόρυφους άξονες, σχηματίζοντας κάνναβο. Ο φορμαλισμός που διακρίνει τον τύπο αποτελεί την ειδοποιό διαφορά του σε σχέση με τον τύπο σε ζώνες. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι στα κλασικά τέμπλα σε ζώνες η μορφή ακολουθεί τη λειτουργία –δηλαδή την εικονογραφία– ενώ εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Ειδικότερα, το τέμπλο του Αγίου Αντωνίου, μαζί με εκείνο του καθολικού της Παναγίας Σκοπιώτισσας στην Πόλη της Ζακύνθου, των
354
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Αγίων Ιάσωνος και Σωσίπατρου στην Πόλη της Κέρκυρας και πιθανότατα των Αγ. Θεοδώρων στις Παλιές Συνιές, ανήκει στην ομάδα των πρώιμων τέμπλων του τύπου, που χρονολογούνται κυρίως στον 18ο αιώνα. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι με την ομάδα αυτή, και κυρίως με το τέμπλο του Αγίου Αντωνίου, εισάγεται η αναγέννηση και ο μανιερισμός στα λίθινα τέμπλα των Επτανήσων. Εδώ η επίδραση της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας δεν εξαντλείται στη διακόσμηση, αλλά αφορά και την αρχιτεκτονική των τέμπλων, έτσι ώστε να διαφαίνεται η δημιουργία ενός αρχιτεκτονικού τύπου τέμπλου. Περί τα 100 χρόνια αργότερα, το 1864 κατασκευάζεται από μάρμαρο Πάρου ένα «αντίγραφο» του τέμπλου των Αγίων Αντωνίου και Ανδρέα, έργο του αρχιτέκτονα Μ. Μάουερ, στον ναό του πολιούχου Αγίου Σπυρίδωνος. Ωστόσο η αλλαγή κλίμακας απέβη σε βάρος της κομψότητας του έργου, καθώς βάρυναν οι αναλογίες του και σχεδόν εξαφανίστηκε η κλιμάκωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τρούλος έπαψε να συνδέεται αντιληπτικά με το θεωρούμενο αρχιτεκτόνημα και απέκτησε διακοσμητικό χαρακτήρα. Παράλληλα, ο νεοκλασικισμός, επιδρώντας στυλιστικά, έφτασε να αλλοιώσει την κεντρική ιδέα του τέμπλου. Για παράδειγμα καταργήθηκαν οι αναδιπλώσεις στους θριγκούς, οι οποίες τονίζουν τους κατακόρυφους άξονες. Συνοψίζοντας, φαίνεται ότι το τέμπλο των Αγίων Αντωνίου και Ανδρέα αποτελεί ένα εξαιρετικής ποιότητας έργο, το οποίο εισάγει τις νέες αρχιτεκτονικές τάσεις όχι μόνο μορφολογικά αλλά και τυπολογικά. Η αρχιτεκτονική του αντίληψη είναι τόσο έκδηλη, ώστε ουσιαστικά το τέμπλο να αποτελεί την «κύρια όψη» του ναού.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / ΑΛΛΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
355
Παναγιώτης Φραγκιαδάκης
Εκφράσεις του Ιησού Χριστού και της Θεοτόκου από βυζαντινούς συγγραφείς Η περιγραφή των φυσικών χαρακτηριστικών του Ιησού Χριστού και της Θεοτόκου είναι ένα θέμα που απασχόλησε τους βυζαντινούς, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της χρήσης των ιερών εικόνων στη λειτουργική και λατρευτική ζωή της Εκκλησίας1. Η καταστροφή εικόνων κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας, δημιούργησε την ανάγκη για πρότυπα2, που βασίζονταν σε εικονικές παραδόσεις ή κείμενα με περιγραφές των φυσικών χαρακτηριστικών του Ιησού, της Θεοτόκου και των αγίων. Ένας αριθμός τέτοιων κειμένων, που εντάσσονται στο λογοτεχνικό είδος της έκφρασης, έχουν διασωθεί είτε αυτοτελώς είτε ως αποσπάσματα σε μεγαλύτερα έργα. Φαίνεται ότι υπάρχουν δύο παραδόσεις με εκφράσεις του Ιησού. Η πρώτη είναι παλαιότερη και πιο λιτή. Ξεκινά με τον Ανδρέα Κρήτης (660-740), στο έργο του Περὶ τῆς προσκυνήσεως τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων3. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Ανδρέα, πηγή του υπήρξε ο ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος, σύγχρονος του Ιησού. Ωστόσο, το κείμενο δεν περιλαμβάνεται σε χειρόγραφο που παραδίδει την Ιουδαϊκή Αρχαιολογία του Ιώσηπου. Η επόμενη χρονολογικά παραλλαγή αυτης της παράδοσης αποδίδεται στον Ούλπιο (ή Έλπιο) τον Ρωμαίο4. Μια αντιβολή του κειμένου αυτού με εκείνο του Ανδρέα δείχνει πολλές ομοιότητες. Η εισαγωγική φράση «Ὅσα περὶ αὐτοῦ οἱ παλαιοὶ ἱστορηταὶ γεγράφασιν» δείχνει ότι το κείμενο αυτό, που ανήκει στο λογοτεχνικό είδος της έκφρασης, δεν
1. R. Bornert, Les commentaires byzantins de la divine liturgie du VIIe au XVe siècle, Παρίσι 1966, σ. 37. 2. G. Passarelli, “L’iconoclasme. Histoire et Théologie”, στο Le grande livre des icοnes, επιμ. T. Velmans, Παρίσι 2002, σ. 35. 3. Ανδρέας Κρήτης, Περὶ προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων, PG 97, 1302D-1304C. 4. M. Xατζηδάκη, Ἐκ τῶν Ἐλπίου τοῦ Ῥωμαίου ἀρχαιολογουμένων ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας περὶ χαρακτήρων σωματικῶν, ΕΕΒΣ 14 (1998) 393-414.
356
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
αναιρεί την πιθανότητα να αποτελεί μέρος οδηγιών για ζωγράφους, όπως έχει υποστηριχθεί5. Το κείμενο του Ούλπιου παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα σε ύφος, γλώσσα και δομή με εκφράσεις άλλων ιστορικών προσώπων στην χρονογραφία του Ιωάννη Μαλάλα6. Ωστόσο ο Μαλάλας δεν περιλαμβάνει έκφραση του Ιησού και της Θεοτόκου. Σύμφωνα με τον Χατζηδάκη, ο Ούλπιος πρέπει να έχει αντιγράψει την περιγραφή του Χριστού από την Επιστολή των τριών Πατριαρχών προς τον αυτοκράτορα Θεόφιλο7. Μια σύγκριση ανάμεσα στην έκφραση του Ιησού στην Επιστολή και εκείνη του Ούλπιου δείχνει πως υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες. Εν τούτοις, είναι δύσκολο να πεί κανείς ποιό κείμενο αντέγραψε το άλλο ή κατά πόσο έχουν κοινή πηγή. Έχει υποστηριχθεί ότι η έκφραση του Ιησού καθώς και άλλα τμήματα στην Επιστολή που αναφέρονται σε θαύματα εικόνων αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες8. Σχεδόν πανομοιότυπη περιγραφή με εκείνη του Ούλπιου και της Επιστολής των τριών Πατριαρχών περιλαμβάνεται στην Επιστολή προς τον Θεόφιλο του Ψευδο-Δαμασκηνού – μια συρραφή κειμένων που βασίζεται στην Επιστολή των τριών Πατριαρχών. Η παράδοση αυτή εμφανίζεται πάλι με παραλλαγές στην Παλαιολόγεια περίοδο. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος στην Εκκλησιαστική Ιστορία περιλαμβάνει παρόμοια έκφραση χωρίς να διευκρινίζει τις πηγές του, παρά μόνον ότι «ἐξ ἀρχαίων παρειλήφαμεν». Η έκφραση του Νικηφόρου παραδίδεται και σε ένα νέο χειρόγραφο, τον κώδικα ΕΒΕ 2583, που έχει χρονολογηθεί στον 16ο αιώνα. Με βάση το ύφος της γραφής και τα περιεχόμενα του κώδικα, το χειρόγραφο πρέπει να έχει αντιγραφεί κατά το δεύτερο μισό του 14ου ή κατά τον 15ο αι.
5. J. Lowden, The Illustrated Prophet Book, Pensylvania 1988, σσ. 51-63. 6. Μτφρ. E. Jeffreys, M. Jeffreys and R. Scott, The Chronicle of John Malalas, Μελβούρνη 1986, σσ. 135-36. 7. Xατζηδάκη, ‘Ἐκ τῶν Ἐλπίου τοῦ ‘Ρωμαίου’, σ. 399 (ο οποίος ακολουθεί τον Dobschütz, Christusbilder, II. Beil. VI, σ. 207). Βλ. επίσης Μ. Βασιλάκη, Από τους Εικονογραφικούς Οδηγούς στα Σχέδια εργασίας των Μεταβυζαντινών Ζωγράφων, Αθήνα 1993, σσ. 14-15, και R. Cormack, Writing in Gold, Λονδίνο 1985, σσ. 121-31, 261-62. 8. J. Chrysostomides, ‘An Investigation Concerning the Authenticity of the Letter of the Three Patriarchs’, στο The Letter of the Three Patriarchs to Emperor Theophilos and Related Texts, έκδ. J.A. Munitiz, J. Chrysostomides, Ch. Dendrinos, και E. Harvalia-Crook, Camberley 1997, σσ. xvii-xxxviii.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / ΑΛΛΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
357
Μια δεύτερη παράδοση της έκφρασης του Ιησού αποδίδεται στον Ιππόλυτο Θηβαίο9. Το κείμενο αυτό διαφέρει αρκετά από τις περιγραφές στην πρώτη παράδοση10. Λόγω του ότι η χρονολόγηση του Ιππόλυτου παραμένει αμφίβολη, είναι δύσκολο να πεί κανείς αν η περιγραφή αυτή πρέπει να τοποθετηθεί πρίν ή μετά την εικονομαχία. Η παράδοση των εκφράσεων του Χριστού συνεχίζεται στην Ἑρμηνεία τῆς Ζωγραφικῆς Τέχνης του Διονυσίου εκ Φουρνά (18ος αι.)11. Ακολουθώντας την παράδοση του Ούλπιου και του Ιωάννη Μαλάλα, το εγχειρίδιο αυτό περιέχει σημαντικό αριθμό περιγραφών επιφανών προσώπων. Ο Διονύσιος ακολουθεί την πρώτη παράδοση με ελαφρές παραλλαγές στην περιγραφή του Ιησού, η οποία αποδίδεται στον Πατριάρχη Γερμανό Α΄. Η παράδοση των εκφράσεων της Θεοτόκου είναι πιο περιορισμένη σε σχέση με αυτή του Ιησού. Το παλαιότερο κείμενο, εκ των τεσσάρων που διασώζονται, είναι εκείνο του μοναχού Επιφάνιου, συγγραφέα του Βίου της Θεοτόκου. Η μεγάλη ομοιότητα του κειμένου με την έκφραση της Θεοτόκου στον κώδικα ΕΒΕ 2583 δείχνει ότι τα δύο κείμενα ανήκουν στην ίδια παράδοση. Το κείμενο του κώδικα ανάγει αυτή την παράδοση στον «ιστορικό Αφροδισιανό»12. Ανάμεσα στον 11ο και 12ο αι. ο Γεώργιος Κεδρηνός στη Σύνοψιν Ιστοριών περιλαμβάνει παρόμοια έκφραση ακολουθώντας στενά τον Επιφάνιο και τον συγγραφέα του χειρογράφου της Αθήνας13. Ακολούθως ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος παραδίδει έκφραση της Θεοτόκου, αναφέροντας ως πηγή τον Επιφάνιο. Παρά τις διαφορές μεταξύ των τριών κειμένων (συμπεριλαμβανομένων αλλαγής σειράς των λέξεων και προσθήκης της περιγραφής του σχήματος του προσώπου της Θεοτόκου στην έκφραση του Νικηφόρου), οι ομοιότητες είναι αξιοσημείωτες. Η έκφραση
9. Βλ. F. Diekamp, Hippolytos von Theben: Texte und Untersuchungen, Münster im Westfalen, 1898. 10. Ιππόλυτος Θηβαίος, Ἐκ τοῦ Χρονικοῦ αὐτοῦ Συντάγματος, PG 117, 1056A-1056B. 11. Διονύσιος εκ Φουρνά, Ἑρμηνεία τῆς Ζωγραφικῆς Τέχνης, έκδ. A. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Αγ. Πετρούπολη 1909. 12. Το όνομα Αφροδισιανός προσδίδεται σε Πέρση μη χριστιανό συγγραφέα, ενώ διασώζεται και σε εικονικές αναπαραστάσεις που αφορούν τον Απόκρυφο Βίο της Θεοτόκου. Βλ. Επιφανίου Μοναχού, Λόγος Περὶ τοῦ Βίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῶν τῆς Αὐτῆς Χρόνων, PG 120, 186A-193B. 13. Georgius Cedrenus, Historiarum Compendium, έκδ. I. Bekker, CSHB, Βόννη 1838, σ. 326.
358
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
της Θεοτόκου στον Κώδικα της ΕΒΕ εκτός από τους Επιφάνιο και Νικηφόρο Κάλλιστο αντλεί στοιχεία και από μια άλλη παράδοση, η οποία θα μπορούσε να είναι και εικαστική, για παράδειγμα μια εικόνα, όπως γνωρίζουμε από άλλες εκφράσεις14. Η σύντομη περιγραφή της Θεοτόκου στην Ερμηνεία της Ζωγραφικής τέχνης του Διονυσίου15 έχει πολύ μικρές διαφορές από αυτήν στον κώδικα της ΕΒΕ. Συμπερασματικά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι τα κείμενα αυτά, εμπλουτισμένα και διαφοροποιημένα στο πέρασμα των αιώνων, υπηρετούν κυρίως δύο σκοπούς. Πρώτον, εντάσσονται στο λογοτεχνικό είδος της έκφρασης που καλλιεργήθηκε στο Βυζάντιο ως μέρος της ρητορικής τέχνης, και δεύτερον, όχι λιγότερο σημαντικό, αποτελούν οδηγίες προς τους ζωγράφους. Τα δύο αυτά στοιχεία, ό λόγος και η εικόνα, όπως γνωρίζουμε, αλληλοεξαρτώνται, αλληλοσυμπληρώνονται, βρισκόμενα σε συνεχή διάλογο. Σε όλες τις εποχές οι ζωγράφοι, ιδιαίτερα πορτραίτων, πέρα από την πιστότητα και ακρίβεια της απόδοσης των φυσικών χαρακτηριστικών του προσώπου που επιθυμούν να αναπαραστήσουν, προσπαθούν, ή οφείλουν να προσπαθούν, να απεικονίσουν τον εσωτερικό κόσμο και την προσωπικότητα του απεικονιζομένου προσώπου. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση των αγίων προσώπων που κατέχουν κεντρικό ρόλο στη ζωή της βυζαντινής εκκλησίας και κοινωνίας. Συνεπώς, η σημασία αυτών των εκφράσεων, μέσα από την μακρά παράδοση που αναφέραμε, προδίδει αυτήν την ανάγκη και αντανακλά τη βυζαντινή αντίληψη για την ανθρώπινη φύση, την αγιότητα και την θεότητα.
14. Μερικές από τις πιο σημαντικές εκφράσεις ιερών εικόνων αποτελούν η ομιλία του πατριάρχη Φώτιου για τη εικόνα της Θεοτόκου στην Αγία Σοφία (9ος αι.), και του Νικόλαου Μεσαρίτη για την εκλησία των Αγίων Αποστόλων (12ος αι.). Βλ. L. James και R. Webb, To understand ultimate things and enter secret places: Ekphrasis and art in Byzantium, Art History 14 (1991) 1-17, R. Webb, The Aesthetics of Sacred Space: Narrative, Metaphor, and Motion in Ekphraseis of Church buidings, DOP 53 (1999) 59-74, N. Oikonomides, Some remarks on the apse mosaic of St. Sophia, DOP 39 (2002) 111-118. 15. Διονύσιος εκ Φουρνά, Ἑρμηνεία τῆς Ζωγραφικῆς Τέχνης, σ. 226.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / ΑΛΛΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
359
Κωνσταντίνος Ράπτης
Υαλουργία και υαλουργεία παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών χρόνων στον Ελλαδικό χώρο Η παρούσα ανακοίνωση αποσκοπεί στην ανίχνευση των τεχνικών της υαλοποιίας και της υαλουργίας κατά τους παλαιοχριστιανικούς και βυζαντινούς χρόνους, στη συγκριτική παρουσίαση των παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών υαλοποιείων και υαλουργείων που έχουν εντοπιστεί στον Ελλαδικό χώρο, και, με τη βοήθεια γραπτών και εικαστικών πηγών, στην κατανόηση των τεχνολογικών στοιχείων της παραγωγικής διαδικασίας και της οργάνωσης του χώρου των εγκαταστάσεων. Η πρωτογενής παρασκευή αργού γυαλιού και η κατεργασία της παραγόμενης υαλόμαζας αποτελούσαν δύο ξεχωριστές παραγωγικές διαδικασίες, που μπορούσαν να αναπτυχθούν στην ίδια βιοτεχνική μονάδα, αλλά και χωριστά, καθώς υαλουργικά εργαστήρια αναπτύσσονταν σε κέντρα, στα οποία υπήρχε ζήτηση υάλινων προϊόντων με προμήθεια προκατασκευασμένων υαλωμάτων από εργαστήρια υαλοποιίας, η οργάνωση των οποίων εξαρτιόταν άμεσα από την δυνατότητα προμήθειας πρώτων υλών. Τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά υαλοποιεία και υαλουργεία αναπτύσσονταν σε εκτεταμένες εγκαταστάσεις, στο εσωτερικό των οποίων λειτουργούσαν ένας ή περισσότεροι υαλοκλίβανοι που πλαισιώνονταν από χώρους για την αποθήκευση των πρώτων υλών και χώρους έκθεσης και μεταπράτησης των προϊόντων. Για την ολοκλήρωση της παραγωγικής διαδικασίας τους απαιτούνταν είτε η παράλληλη λειτουργία δύο διώροφων κλιβάνων ανοδικής καύσης, που διακρίνονταν σε κλιβάνους τήξης ή ανόπτησης είτε ενός πολυώροφου κλιβάνου ανοδικής καύσης, στον κατώτερο όροφο του οποίου γινόταν είτε πρωτογενής παραγωγή αργού γυαλιού είτε τήξη ήδη παρηγμένων υαλωμάτων, ενώ στον ανώτερο, το θερμοκρασιακό επίπεδο του οποίου ήταν σημαντικά μικρότερο, τοποθετούνταν τα ήδη διαμορφωμένα υάλινα σκεύη για τη σταδιακή ανόπτηση της ύλης. Ο θάλαμος καύσης και το στόμιο τροφοδοσίας της φωτιάς δεν διαφοροποιούνταν από τα αντίστοιχα τμήματα
360
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
των κεραμικών κλιβάνων, με τα οποία ομοιάζουν τυπολογικά. Η κύρια τυπολογική διαφοροποίησή τους έγκειται στον τρόπο διαμόρφωσης των θαλάμων τήξης, βάσει του τρόπου κατασκευής των οποίων διακρίνονται δύο τύποι: α. δεξαμενοειδείς ή σκαφηφόροι θάλαμοι τήξης, στο εσωτερικό των οποίων γινόταν πρωτογενής παρασκευή υάλου ή τήξη μεγάλων ποσοτήτων υαλωμάτων και β. με εσχάρα και φορητά πυρίμαχα δοχεία για την τήξη μικρών ποσοτήτων υαλόμαζας. Φαίνεται ότι κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο η παραγωγική διαδικασία ολοκληρωνόταν σε περισσότερους του ενός κλιβάνους με διαφορετικά θερμοκρασιακά επίπεδα, ενώ κατά τη βυζαντινή περίοδο σε τριώροφους κλιβάνους ανοδικής καύσης με κατακόρυφη διάταξη των θαλάμων καύσης, τήξης και ανόπτησης, ανάλογους με αυτούς που περιγράφονται σε γραπτά κείμενα ήδη από τον 9ο αι. Τα εντοπισμένα εργαστήρια παραγωγής ή κατεργασίας υάλου της εξεταζόμενης περιόδου, λειτούργησαν εντός των τειχών σημαντικών αστικών κέντρων, με κύριο κριτήριο επιλογής της θέσης την ανάπτυξη των μεταπρατικών δυνατοτήτων της περιοχής για την διοχέτευση στην τοπική αγορά της εύθραυστης και δύσκολα μεταφερόμενης παραγωγής.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / ΑΛΛΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
361
Ειρήνη Ισαακίδου
Επιγραφές σε αφιερώματα του Νεοφύτου Δ΄ Αδριανουπόλεως Στην ανακοίνωση παρουσιάζονται κάποια αφιερώματα του Νεοφύτου Αδριανουπόλεως, τα οποία αποτελούν μέρος της εκπονούμενης διατριβής με θέμα τις επιγραφές σε έργα μικροτεχνίας της μεταβυζαντινής περιόδου. Επιγραφές από ένα αρτοφόριο του 1667, ένα δίσκο του 1668 –και τα δύο σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη– καθώς και από ένα παρόμοιο δίσκο επίσης του 1668, ένα αρτοφόριο του 1669 και μία ποιμαν τορική ράβδο της περιόδου 1664-1688 –από το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών– όλα αφιερώματα του μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Νεοφύτου (1644-1688) και μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Νεοφύτου Δ΄ (1688-1689), θα εξεταστούν σε σύγκριση μεταξύ τους αλλά και με σύγχρονές τους επιγραφές άλλων έργων.
362
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ιωάννης A. Ηλιάδης
Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Παλαιχώρι της Κύπρου. Προσέγγιση στις τεχνοτροπικές αναζητήσεις του ζωγράφου Φιλίππου Γουλ Στο χωριό Παλαιχώρι της Κύπρου ευρίσκεται ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, γνωστός ως Αγιά Σωτήρα. Πρόκειται για μονόκλιτο ναό που φέρει μια ιδιαίτερα επικλινή δίρρυτη ξύλινη στέγη, η οποία καλύπτει, εκτός από τον κυρίως ναό, την αψίδα στα ανατολικά και το προστώο σε σχήμα γάμμα στα δυτικά και στα νότια. Το εσωτερικό του ναού παρουσιάζει έναν από τους πληρέστερους εικονογραφικά κύκλους της Βενετοκρατίας (1489-1571) στην Κύπρο: Το Ιερό καταλαμβάνουν θέματα του ευχαριστιακού κύκλου, ενώ το εσωτερικό του ναού χωρίζεται σε δύο οριζόντιες ζώνες, όπου απεικονίζονται πάνω κυρίως ο χριστολογικός κύκλος και κάτω μεμονωμένοι Άγιοι. Ο εικονογραφικός κύκλος χαρακτηρίζεται από πληρότητα και άρτια οργάνωση. Η τέχνη των τοιχογραφιών αντανακλά τις καλλιτεχνικές τάσεις της εποχής με επιδράσεις από τη Δύση, κυρίως από την Ιταλία, σε δευτερεύοντα σημεία των συνθέσεων και τη σχετική αντίσταση του καλλιτέχνη στο ιταλοβυζαντινό ρεύμα που ακμάζει την ίδια περίπου εποχή στο Πελένδρι, την Παναγία Ποδύθου, στον Λαμπαδιστή κ.α. Το πλούσιο εικονογραφικό πρόγραμμα είναι παλαιολόγειο και εμπλουτίζεται περαιτέρω με λεπτομέρειες, αρχιτεκτονήματα και τύπους που προέρχονται είτε από δυτικά χειρόγραφα είτε από τοιχογραφίες σε λατινικούς ναούς της Κύπρου. Πρόκειται για καλλιτεχνικές αναζητήσεις και ανησυχίες που παρατηρούνται και σε άλλα μνημεία της περιόδου, όπως στον Τίμιο Σταυρό του Αγιασμάτη, στον Άγιο Μάμαντα στον Λουβαρά, στην Παναγία Χρυσοκουρδαλιώτισσα στα Κούρδαλη, στον Άγιο Νικόλαο στη Γαλαταριά, στον Τίμιο Σταυρό στην Κυπερούντα κ.α. Σε αρκετές από τις πολυπρόσωπες σκηνές εντυπωσιάζει η προσ πάθεια του καλλιτέχνη να εισαγάγει την προοπτική του ενός κεντρικού
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / ΑΛΛΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
363
σημείου στην απεικόνιση των εσωτερικών χώρων των κτηρίων. Η οργάνωση του χώρου καθώς και η χρήση της προοπτικής συνδέεται με τη λεγόμενη «πρώτη Αναγέννηση» του Masaccio και του Beato Angelico στην Τοσκάνη της Ιταλίας και εφαρμόζεται την περίοδο αυτή με επιτυχία σε ιταλοβυζαντινά τοιχογραφημένα σύνολα της Κύπρου. Η διακόσμηση επίσης των κτηρίων με φυτικούς κλάδους με τρεις απολήξεις θυμίζει αντίστοιχες σε κτήρια ιταλοβυζαντινής τεχνοτροπίας, όπως στην Παναγία της Ποδύθου στη Γαλάτα και στο Λατινικό Παρεκκλήσιο στον Καλοπαναγιώτη, καθώς επίσης και εκείνες του Φίλιππου Γουλ στον Αγιασμάτη και στον Λουβαρά του 1495 και 1496 αντίστοιχα. Στην καλλιτεχνική παραγωγή του Συμεών Αξέντη που υπογράφει τις τοιχογραφίες του Αγίου Σωζομένου το 1513 και της Θεοτόκου και Αγίας Παρασκευής το 1514 στο χωριό Γαλάτα εντοπίζονται πολλές ομοιότητες με τις τοιχογραφίες του Παλαιχωρίου. Οι σχεδιαστικές αδυναμίες του Συμεών Αξέντη που εστιάζονται κυρίως στην απόδοση των ορθών αναλογιών των μορφών και στην τοποθέτησή τους στο χώρο καταδεικνύουν ότι πρόκειται για μέτριο καλλιτέχνη που αντιγράφει τον ζωγράφο του Παλαιχωρίου. Το γεγονός ότι ο Συμεών Αξέντης ακολουθεί τα πρότυπα του Παλαιχωρίου, προσφέρει το 1513 ως το χρονικό όριο ante quem για τον υπό εξέταση ναό. Οι τοιχογραφίες στο Παλαιχώρι παρουσιάζουν αρκετές εικονογραφικές και τεχνοτροπικές ομοιότητες με τα έργα του Φιλίππου Γουλ που εκτέλεσε, σύμφωνα με τις κτητορικές επιγραφές, το 1494 τις τοιχογραφίες στον Τίμιο Σταυρό του Αγιασμάτη και το 1495 στον Άγιο Μάμαντα στον Λουβαρά, τόσο ως προς την οργάνωση των πολυπρόσ ωπων σκηνών, την απόδοση των μεμονωμένων μορφών, την προοπτική, τη χρήση του χρώματος. Στο Παλαιχώρι ο ζωγράφος παρουσιάζεται ωριμότερος με καλύτερες αναλογίες των μορφών στις πολυπρόσωπες σκηνές και φαίνεται να γνωρίζει τις ιταλοβυζαντινές τοιχογραφίες που εκτελούνται γύρω στο 1500 στο Πελένδρι, στον Λαμπαδιστή, στην Πο δύθου και αλλού. Ως εκ τούτου οι τοιχογραφίες αυτές μπορούν να τοποθετηθούν χρονικά γύρω στο 1500, περίοδο που ήκμασε η ιταλοκυπριακή σχολή ζωγραφικής.
364
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Iωάννα Ν. Ζαμπουνίδου
Εφυαλωμένη κεραμεική από την ανασκαφή της θέσης «Άγιος Βλάσιος» Κουφόβουνου Διδυμοτείχου Σημαντικά ευρήματα κεραμεικής έχουν προέλθει από ανασκαφικές έρευνες την τελευταία εικοσαετία στη βυζαντινή πόλη του Διδυμοτείχου και στην ευρύτερη περιοχή της που διακρίνονται για την εξαιρετική ποιότητά τους. Ανάλογης ποιότητας είναι και η αδημοσίευτη κεραμεική που θα παρουσιάσουμε από την ανασκαφή της θέσης «Άγιος Βλάσιος» που βρίσκεται 6 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Διδυμοτείχου, στην τοποθεσία Παλαμάρια Κουφόβουνου. Η ανασκαφή στο εσωτερικό του ναού διεξήχθη τα έτη 1993-1995 από τη 12η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Αθανασίου Τσιοράκη. Υπάρχει παράδοση για την ύπαρξη μονής στη θέση αυτή, ωστόσο παραμένει αδιευκρίνιστος ο τρόπος λειτουργίας του ναού, καθώς δεν έχει διερευνηθεί ο περιβάλλων χώρος. Η κεραμεική προέρχεται από ανασκαφικές τομές στο Ιερό Βήμα και στον Κυρίως Ναό. Περιλαμβάνει εφυαλωμένα πινάκια, κούπες, κανάτια και κύπελλα, αλλά και μη διακοσμημένα μαγειρικά, μεταφορικά και αποθηκευτικά σκεύη. Η παρούσα ανακοίνωση πραγματεύεται την εφυαλωμένη κατηγορία του κεραμεικού συνόλου. Σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά στοιχεία της διακόσμησής τους τα σκεύη χωρίζονται σε τρεις ομάδες. Στην πρώτη η διακόσμηση είναι γραπτή (Painted Ware), εκπροσωπείται από δύο σκεύη και χρονολογείται στα τέλη 10ου-11ου αιώνα. Στη δεύτερη η εφυάλωση είναι άχρωμη έως υποπράσινη ή υποκίτρινη πάνω σε λευκό επίχρισμα. Στην τρίτη είναι συνήθως άχρωμη σε συνδυασμό με πράσινη πάνω σε λευκό επίχρισμα. Στις δύο τελευταίες ομάδες η διακόσμηση εμπλουτίζεται με εγχάρακτα γεωμετρικά και φυτικά διακοσμητικά θέματα, που χαράσσονται με λεπτή και με παχύτερη σμίλη (fine sgraffito και incised sgraffito). Στις δύο αυτές εγχάρακτες ομάδες η ποικιλία της διακόσμησης και της τεχνοτροπίας δικαιολογείται από το χρονικό εύρος που καλύπτει η κεραμεική, από το α΄ μισό του 12ου έως το α΄ μισό του 13ου αιώνα. Επίσης, το σύνολο των εφυα-
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ / ΑΛΛΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
365
λωμένων αυτών θραυσμάτων περιέχει και σποραδικά θραύσματα του 18ου και 19ου αιώνα. Παρόμοια σε διακόσμηση με την υπό μελέτη κεραμεική έχει αποκαλυφθεί στην Κωνσταντινούπολη, σε αρκετές περιοχές της Θράκης και του ελλαδικού χώρου (Θεσσαλονίκη, Κόρινθο, κάστρο Ρεντίνας, φορτίο ναυαγίου Πελαγονήσου), αλλά και στην Πέργαμο. Η ποιότητα του πηλού, της διακόσμησης και της εφυάλωσης της κεραμεικής από τον Άγιο Βλάσιο είναι αρκετά υψηλή και υποδηλώνει την εισαγωγή της κεραμεικής στο ναό από κάποιο σημαντικό κέντρο παραγωγής, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη ή η Κόρινθος. Ωστόσο, δεν είναι δυνατό να επιβεβαιωθεί η προέλευσή της, καθώς παρόμοια συμπεράσματα για σύγχρονα κεραμεικά σύνολα παραμένουν ρευστά. Επίσης, τεκμηριώνεται η οικονομική ευημερία των χρηστών του ναού και η γεωγραφική σπουδαιότητα του Διδυμοτείχου, που μαζί με την Ανδριανούπολη ήλεγχαν το πέρασμα προς την πρωτεύουσα του Βυζαν τίου, αλλά και την τροφοδοτούσαν σε καιρό πολιορκίας.
366
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ελεονώρα Ναξίδου
O αρχιεπίσκοπος Aχρίδας Λέων και η εκκλησιαστική διαμάχη Kωνσταντινούπολης – Pώμης τον 11ο αιώνα Tο 1037, με απόφαση του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ΄, έγινε αρχιεπίσκοπος Aχρίδας ο Λέων, κληρικός με ευρεία κοσμική και εκκλησιαστική μόρφωση, ο οποίος είχε προηγουμένως διατελέσει χαρτοφύλακας του πατριαρχείου της Kωνσταντινούπολης. Tο όνομά του συνδέθηκε στη συνέχεια με την εκκλησιαστική διαμάχη μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, που οδήγησε στο σχίσμα του 1054. Συγκεκριμένα, το 1053 ο Λέων έστειλε μια επιστολή «περί των αζύμων και των Σαββάτων», εκ μέρους του ίδιου, αλλά και του πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, με παραλήπτη τον επίσκοπο Iωάννη της πόλης Tράνι στην Aπουλία. Μέσω του τελευταίου απευθυνόταν προς όλους τους Φράγκους αρχιερείς και προς τον πάπα. Σκοπός του ήταν να τους αποδείξει ότι ορισμένες συνήθειες της Δυτικής Eκκλησίας, όπως η χρήση άζυμου άρτου στη Θεία Eυχαριστία και η νηστεία του Σαββάτου κατά τη Mεγάλη Tεσσαρακοστή του Πάσχα ήταν εσφαλμένες, γιατί επρόκειτο για ιουδαϊκά έθιμα, και να τους επαναφέρει στον ορθόδοξο τρόπο λατρείας. H πρωτοβουλία αυτή του Λέοντα της Aχρίδας είχε ληφθεί σε συνεννόηση με τον πατριάρχη Mιχαήλ Kηρουλλάριο και πιθανόν καθ’ υπόδειξή του, ενδεχομένως επειδή ο τελευταίος δεν είχε την κατάλληλη εκκλησιαστική παιδεία για να συντάξει ένα ανάλογο κείμενο. Εκτός τούτου, εκείνη την περίοδο ο αυτοκράτορας και ο πάπας επιχειρούσαν μια φιλική προσέγγιση υπό τον κίνδυνο των Νορμανδών, που είχαν αρχίσει να κατακτούν τα βυζαντινά εδάφη της νότιας Ιταλίας και προχωρούσαν απειλητικά προς την ίδια τη Ρώμη. Φαίνεται λοιπόν ότι ο πατριάρχης δεν επιθυμούσε να αναλάβει προσωπικά την ευθύνη ενός εγχειρήματος που θα διατάρασσε την προσπάθεια αυτή. Η επιστολή του Λέοντα είναι γραμμένη σε αλαζονικό και αδιάλλακτο ύφος και χαρακτηρίζεται από έλλειψη ευγένειας και σεβασμού
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
367
προς την άλλη πλευρά. Με αυτήν δόθηκε έμφαση στις διαφορές μεταξύ Aνατολικής και Δυτικής εκκλησίας σε θέματα λατρείας, ενώ αποσιωπήθηκε εντελώς η δογματική διαφωνία σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή το filioque. Έτσι, έγινε η αφορμή για να ξεσπάσει μια οξύτατη διαμάχη με απρόβλεπτες συνέπειες. O Λέων της Aχρίδας έγραψε δύο ακόμη επιστολές «Περί των αζύμων» στο ίδιο πνεύμα και σε ανάλογο ύφος, οι οποίες δε γνωρίζουμε ποιον συγκεκριμένο αποδέκτη είχαν ούτε αν έφτασαν στον προορισμό τους. Η πρώτη επιστολή του Λέοντα μεταφράστηκε στα λατινικά από τον καρδινάλιο Oυμβέρτο, άλλη μια πρωταγωνιστική φυσιογνωμία των γεγονότων του 1054, και τέθηκε υπόψη του πάπα Λέοντα Θ΄. Έτσι, στις αρχές του 1054 συντάχθηκε η γραπτή απάντηση του τελευταίου προς τον πατριάρχη Mιχαήλ Kηρουλλάριο και το Λέοντα της Aχρίδας. Επίσης, ο Oυμβέρτος έγραψε ένα ακόμη κείμενο, «Adversus Graecorum calumnias», με τη μορφή διαλόγου μεταξύ ενός κατοίκου της Ρώμης και ενός Kωνσταντινουπολίτη, στο οποίο ανασκευάζει τις κατηγορίες που τους είχε προσάψει ο Λέων της Aχρίδας. Σύντομα, η εκκλησιαστική διαμάχη ξέφυγε από το θέμα των αζύμων και πήρε διαστάσεις, φέρνοντας στο προσκήνιο όλες τις λειτουργικές και δογματικές διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών. O αρχιεπίσκοπος Λέων όμως δεν αναμείχθηκε καθόλου σ’ αυτή τη δυσάρεστη συνέχεια. Παρόλ’ αυτά, μαζί με τον πατριάρχη και το σακελλάριό του, ήταν αποδέκτης του Aναθέματος που απηύθυνε ο Oυμβέρτος, ως εκπρόσωπος της παπικής εκκλησίας στην Kωνσταντινούπολη, όταν πλέον είχε εκλείψει κάθε ελπίδα συνδιαλλαγής. Ένα δεύτερο θέμα προς διερεύνηση θέτει η αόριστη αναφορά των πηγών ότι ο Λέων, πριν γίνει αρχιεπίσκοπος, είχε παραιτηθεί από τη θέση του χαρτοφύλακα και είχε αποσυρθεί, γιατί θεωρούσε ότι οι εκκλησιαστικές υποθέσεις δε διοικούνταν σωστά και γιατί δεν επιθυμούσε να έρθει σε ρήξη με τον τότε πατριάρχη. Ως προς αυτή την κατεύθυνση, μπορούμε να κάνουμε μια βάσιμη υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη την προσωπικότητα και τη δράση του: ο επιφανής κληρικός ενδεχομένως αντιτάχθηκε στην προσπάθεια που έκανε το 1024 ο πατριάρχης Eυστάθιος να εξομαλύνει τις σχέσεις μεταξύ Aνατολικής και Δυτικής Eκκλησίας, οι οποίες στις αρχές του 11ου αιώνα είχαν διαταραχθεί και πάλι. Mια τέτοια θεώρηση δικαιολογεί επίσης, γιατί ο πατρι-
368
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
άρχης Kηρουλλάριος απευθύνθηκε σ’ αυτόν για να συντάξει την επιστολή κατά των Λατίνων, εφόσον γνώριζε την ακρότητα των απόψεών του, με τις οποίες φαίνεται ότι συμφωνούσε. Ολοκληρώνοντας, επισημαίνουμε ότι σε καμία περίπτωση η εν έργεια του Λέοντα να ανακινήσει τις λατρευτικές διαφορές δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ένα μεμονωμένο και ατυχές περιστατικό, το οποίο οφειλόταν στο φανατισμό ενός ηλικιωμένου αρχιεπισκόπου ή στην αδιαλλαξία ενός πατριάρχη. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαστάσεις που έλαβε η κρίση, γίνεται φανερό ότι ο Λέων δεν εξέφραζε μόνο τον εαυτό του, αλλά εκπροσωπούσε μια ομάδα κληρικών, η οποία είχε τη δεδομένη στιγμή τον έλεγχο των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Η ρήξη Ανατολής - Δύσης είχε αρχίσει πλέον να ξεπερνάει τα απλά εκκλησιαστικά όρια. Τα κείμενα του Λέοντα της Αχρίδας είναι ενδεικτικά μιας επικίνδυνης αντίληψης για την ενότητα του χριστιανισμού και την οικουμενικότητα της βυζαντινής αυτοκρατορίας: σιγά-σιγά παγιωνόταν στη συνείδηση του κλήρου και του λαού ο διαχωρισμός του Εμείς και οι Άλλοι.
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
369
Γεώργιος Χαριζάνης
Ο Μακεδόνας βασιλιάς Αλέξανδρος μέσα από το έργο των βυζαντινών χρονογράφων1 Η Χρονογραφία (το Παγκόσμιο Χρονικό) είναι ο τύπος βιβλίου που παρείχε κατά τους Βυζαντινούς χρόνους μια πανοραμική θεώρηση του παρελθόντος αρχίζοντας την εξιστόρηση των γεγονότων από κτίσεως κόσμου. Στο αρχικό μέρος του βασιζόταν ως επί το πλείστον στην Αγία Γραφή. Παρά τις ασάφειες και τα σκοτεινά σημεία που περιείχε, γνώρισε ευρύτατη διάδοση και κυκλοφορία στη Βυζαντινή εποχή. Γραφόταν σε απλούστερη γλώσσα και απευθυνόταν στον μέσο αναγνώστη. Όταν ο Βυζαντινός επιθυμούσε να πληροφορηθεί την ιστορία του παρελθόν τος ή την ιστορία ολόκληρου του τότε γνωστού κόσμου στρεφόταν σ’ αυτό το είδος βιβλίου. Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να εξετάσουμε την αντί ληψη που είχαν οι Βυζαντινοί χρονογράφοι (όπως ο Ιωάννης Μαλάλας 6ο αι., ο Ιωάννης Αντιοχέας 7ο αι., το Πασχάλιον Χρονικόν 7ο αι., ο Γεώργιος μοναχός 9ο αι. κ.ά.) για τον Μέγα Αλέξανδρο και την καταγωγή του, καθώς και τις απόψεις τους για τη δράση και το έργο του: πώς ξεκίνησε ο Αλέξανδρος μετά τον θάνατο του πατέρα του Φιλίππου την εκστρατεία εναντίον του Δαρείου και της Περσικής αυτοκρατορίας, ποιες περιοχές κατέκτησε, πώς έφθασε στην Παλαιστίνη και πώς τον αντιμετώπισαν οι Ιουδαίοι, ποιες μεταρρυθμίσεις έκανε, όταν κατέλυσε το Περσικό κράτος, πώς έφθασε μέχρι την Ινδία υποτάσσοντας τον Πώρο, το περιστατικό με τη βασίλισσα Κανδάκη, πώς βρήκε τον θάνατο στη Βαβυλώνα. Μέσα από το έργο των Βυζαντινών χρονογράφων σκοπεύουμε λοιπόν να σκιαγραφήσουμε την προσωπικότητα και τη δράση του ένδοξου αυτού Μακεδόνα στρατηλάτη.
1. Η ανακοίνωση έχει δημοσιευθεί με τον τίτλο: «Ὁ τῶν Ἑλλήνων βασιλεὺς Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών» μέσα από το έργο των βυζαντινών χρονογράφων (έως τα τέλη του 10ου αι.)», στο: Βυζαντινά 28 (2008) 81–96.
370
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σεβαστή Ζώη
Μιχαήλ Γ΄: Ένας ιδιαίτερος αυτοκράτορας Ο τελευταίος αυτοκράτωρ της δυναστείας του Αμορίου ήταν ο Μιχαήλ Γ΄ (842-867), ο οποίος έθεσε, λόγω των ενεργειών και του ιδιαίτερου χαρακτήρα του, τέλος σε μια δυναστεία που κατόρθωσε να διατηρηθεί στην εξουσία για πενήντα περίπου έτη. Με τη βασιλεία του λήγει τρόπον τινά μια εποχή και αρχίζει μια νέα. Με τη βοήθειά του παρέσχε, έστω και άθελά του, τη δυνατότητα να ανέλθει στο θρόνο ο ταπεινής καταγωγής Βασίλειος Α΄ και να συστήσει μία μακρόχρονη δυναστεία. Εντούτοις, το γεγονός ότι οι ιστορικοί και οι χρονογράφοι που παραδίδουν πληροφορίες για τη βασιλεία του Μιχαήλ Γ΄, το χαρακτήρα και το ήθος του, είτε έζησαν κατά τη διάρκεια της μακεδονικής δυναστείας είτε χρησιμοποίησαν ως πηγή συγγραφείς της προαναφερθείσας περιόδου, καθιστά, αν μή τι άλλο, τις μαρτυρίες τους επισφαλείς. Αρκετοί ερευνητές προσπάθησαν να ανατρέψουν την εικόνα του Μέθυσου, που του είχε αποδώσει η μακεδονική προπαγάνδα, οδηγούμενοι, όμως, ορισμένοι από αυτούς συχνά σε ανάλογες υπερβολές. Ο Μιχαήλ Γ΄ εξακολουθεί, ακόμα και σήμερα, να αποτελεί μία εξαιρετικά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου. Η μελέτη μίας εκφάνσεως της ζωής του Μιχαήλ, όπως αυτή παραδίδεται μέσα από τις πηγές, καθώς και η προσπάθεια ανάλυσής της, θεωρώ ότι δύναται να συμβάλει στη συναγωγή ενδιαφερόντων συμπερασμάτων για τη ζωή και την προσωπικότητα αυτού του ιδιαίτερου αυτοκράτορα. Ο αυτοκράτωρ δεν κατόρθωσε, ως γνωστόν, να αποκτήσει απογόνους. Ο Μανασσής επιχειρεί να αποσαφηνίσει το λόγο αυτής του της ανικανότητας, αποδίδοντάς την στον έκλυτο βίο που διήγε. Συγκεκριμένα, σημειώνει ότι: οὐ γὰρ θυγάτηρ οὐχ υἱὸς τῷ Μιχαὴλ ἐτέχθη· τὸ σπέρμα γάρ, φασὶ σοφοί, τὸ τῶν εὐκαταφόρων
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
371
εἰς Ἀφροδίτης ὄργια τὸ γόνιμον οὐκ ἔχει1. Η ατεκνία του καθιστούσε αναμφισβήτητα τους ανθρώπους του στενού περιβάλλοντός του επιδοξότερους διεκδικητές του θρόνου. Αυτή την εν γένει δυσκολία, ερχόταν να επιτείνει ο χαρακτήρας του ίδιου του βασιλέως, ο οποίος υπέθαλπε με το δικό του τρόπο τα όνειρα και τις φιλοδοξίες διαφόρων ανθρώπων, προκειμένου να διεκδικήσουν το θρόνο. Στο πλαίσιο μίας ευρύτερης συνήθειας, βάπτιζε σημαντικό αρι θμό αρρένων διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων, συνήθεια που συνδυ άζεται στις πηγές με τον ατάσθαλο χαρακτήρα του. Τα παιδιά αυτά ήταν, ως επί το πλείστον, τέκνα καλών του φίλων με τους οποίους συνδιασκέδαζε, καθώς ο βασιλεύς, πέραν του ότι ήταν λάτρης της καλής ζωής, αγαπούσε ιδιαίτερα τα άλογα και λάμβανε ο ίδιος μέρος σε αρματοδρομίες. Συχνή ήταν, επομένως, η βάπτιση παιδιών ηνιόχων στους οποίους, μάλιστα, έδινε μεγάλα χρηματικά ποσά, επιβαρύνοντας το βασιλικό θησαυροφυλάκιο. Οι χρονογράφοι μνημονεύουν ιδιαίτερα τη βάπτιση του παιδιού ενός φίλου του αυτοκράτορος, του ηνιόχου Χειλά. Ενδεικτική του χαρακτήρα του Μιχαήλ υπήρξε και η συμπεριφορά του προς τη μητέρα ενός από τα παιδιά που είχε βαπτίσει, την οποία συνάντησε στο δρόμο έφιππος. Ο αυτοκράτωρ την ακολούθησε ανάρμοστα στο σπίτι της, όπου φέρθηκε σαν να ήταν τραπεζοκόμος, μάγειρας και συνδαιτυμόνας, συμπεριφορά που σίγουρα δεν ταίριαζε με το υψηλό του αξίωμα. Σε αρκετές περιπτώσεις οι χρονογράφοι δεν παραλείπουν να σημειώσουν, με έμμεσο συνήθως τρόπο, ότι οι άνθρωποι τους οποίους συναναστρεφόταν ο αυτοκράτωρ ήταν χαλαρών ηθών για τα δεδομένα της εποχής, αφήνοντας να υποφώσκει ότι και ο ίδιος είχε ανάλογο χαρακτήρα και προτιμήσεις. Τη σειρά βαπτίσεων παιδιών φίλων του ήρθε να επισφραγίσει μία υιοθεσία, αυτή του Βασιλείου, η οποία έμελλε να του στοιχίσει την ίδια του τη ζωή. Ο φτωχός, αμόρφωτος αλλά στιβαρός Μακεδόνας προκάλεσε το ενδιαφέρον του Μιχαήλ, ο οποίος υἱοποιησάμενος ἦν τὸν Βασίλειον, ᾔδει δὲ αὐτὸν οὐ μόνον ἀνδρίᾳ ἀλλὰ καὶ συνέσει τῶν 1. Κωνσταντίνος Μανασσῆς, Σύνοψις χρονική, έκδ. Οδ. Λαμψίδης [CFHB, 36/1-2], Constantini Manassis Breviarium Chronicum, Αθήνα 1996, στ. 5100-5102.
372
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
πολλῶν διαφέροντα καὶ ἱκανὸν ἀναπληροῦν αὐτοῦ τὸ ἐν τῇ κυβερνήσει τοῦ κοσμικοῦ σκάφους ὑστέρημα, ἅμα καὶ τῆς θείας ἐναγούσης εἰς τοῦτο προνοίας αὐτόν2. Θεωρώ ότι η υιοθεσία του Βασιλείου συνδυάζεται κατά κάποιο τρόπο με τις προαναφερθείσες βαπτίσεις. Ο Μιχαήλ Γ΄ επεδίωκε, όπως ανέφερα, να ευχαριστεί τους οικείους του μέσω της βαπτίσεως των παιδιών τους και της παροχής μεγάλων χρηματικών ποσών. Η σχέση του, ωστόσο, με τον Βασίλειο πρέπει να ήταν ιδιαίτερα σημαντική, διότι δεν αρκέστηκε στις συνήθεις γι’ αυτόν παροχές προς τους φίλους. Αντίθετα, προέβη στην υιοθεσία ενός ανθρώπου, ο οποίος δε διέθετε ούτε το μορφωτικό επίπεδο, ούτε την εμπειρία για να αναδειχτεί, σε περίπτωση θανάτου του Μιχαήλ, αυτοκράτωρ. Όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, ο Μιχαήλ, με μία ακατανόητη επιπολαιότητα, προσπαθούσε να διευρύνει τον κύκλο των οικείων του μέσω της αναδοχής, επιθυμώντας την ευχαρίστηση του πατέρα του παιδιού. Δεν πιστεύω ότι βάπτιζε παιδιά, όπως οι πολιτικοί, στο πλαίσιο των συγχρόνων κοινωνιών, απλά για να αυξήσει τον αριθμό των συμπαραστατών του σε περίπτωση ανάγκης. Αν επιθυμούσε κάτι τέτοιο, θα βάπτιζε παιδιά ισχυρών ανθρώπων της αυτοκρατορίας ή αλλοεθνών, που θα μπορούσαν να του φανούν χρήσιμοι λόγω της δύναμής τους, διότι η αναδοχή αναμφισβήτητα δημιουργούσε ισχυρούς δεσμούς και είχε «χρησιμοποιηθεί» και από άλλους αυτοκράτορες. Αντίθετα, ο Μιχαήλ, με απερίσκεπτο προφανώς τρόπο, αδιαφορούσε για τη «δημόσια εικόνα» του και προέβαινε σε βαπτίσεις ανθρώπων που δεν διακρίνονταν για την ευγενική τους καταγωγή και την καλή τους ανατροφή και με τους οποίους δεν ταίριαζε να συναναστρέφεται ένας αυτοκράτωρ, απλά και μόνο για να τους ευχαριστήσει. Αδιαφορούσε, επιπλέον, για την επίπτωση των παροχών του στα βασιλικά ταμεία, πρακτικές που στηλιτεύονται από τις πηγές της εποχής. Εάν εικάσουμε ότι αυτή η αδιανόητη για έναν αυτοκράτορα εικόνα είναι προϊόν της μακεδονικής προπαγάνδας, προκειμένου να μειωθεί ο Μιχαήλ Γ΄ και να αιτιολογηθεί ο βίαιος τρόπος ανόδου των Μα-
2. Ἱστορικὴ διήγησις τοῦ βίου καὶ τῶν πράξεων Βασιλείου τοῦ ἀοιδίμου βασιλέως (Vita Basilii), στο: Συνεχιστής Θεοφάνους, έκδ. Im. Bekker [CSHB], Theophanes Continuatus Chronographia, Bonn 1838, σ. 239. 14-17.
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
373
κεδόνων στο θρόνο, τότε είναι δυνατόν να κατανοήσουμε τις πράξεις του Μιχαήλ. Ωστόσο, οι αναφορές στις συναναστροφές με διαφόρους ανθρώπους χαμηλού κοινωνικού, πνευματικού και ηθικού επιπέδου και στις συνακόλουθες βαπτίσεις τέκνων τους, δεν είναι τιμητικές ούτε για τον Βασίλειο Α΄, ο οποίος υπήρξε, ουσιαστικά, επιλογή του Μιχαήλ Γ΄. Θα ήταν λογικό, επομένως, οι χρονογράφοι να αποσιωπούσαν τις συν αναστροφές και τις συνακόλουθες βαπτίσεις «αχρείων», προκειμένου να παρουσιάσουν αυτή του Βασιλείου ως συνειδητή επιλογή του Μιχαήλ. Δεν θεωρώ, κατ’ επέκταση, ότι τα γραφόμενα των πηγών σχετικά με αυτό το ζήτημα θα μπορούσαν να αποτελούν αποκλειστικά αποτέλεσμα προπαγάνδας. Αντίθετα, θα πρέπει να δεχτούμε ότι ο Μιχαήλ, που είχε φερθεί με βάρβαρο τρόπο στη μητέρα του και τις αδερφές του, ήταν ικανός να απομυζά τα αυτοκρατορικά ταμεία και να θέτει σε κίνδυνο τον ίδιο του τον εαυτό, λειτουργώντας περισσότερο με το θυμικό, παρά με τη λογική.
374
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Αγγελική Παπαγεωργίου
Ιωάννης Β΄ Κομνηνός: ένας «σταυροφόρος» αυτοκράτορας; Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού, στην πολιτική ιδεολογία του Βυζαντίου παρατηρούνται ορισμένες μεταβολές και τροποποιήσεις. Κυρίαρχη θέση στην ιδεολογία του Ιωάννη Β΄ φαίνεται να κατέχει πλέον ο σταυρός, ένα σύμβολο που ο αυτοκράτορας χρησιμοποιεί συχνά. Κατά τη γνώμη μου, στόχος του Ιωάννη είναι να δηλώσει ότι έχει το δικαίωμα να φέρει τον σταυρό, με άλλα λόγια να έχει την ιδιότητα του «Σταυροφόρου». Μεταξύ των λαφύρων που αποκόμισε ο βυζαντινός στρατός από την πολιορκία του Σέζερ ήταν και ένας σταυρός, την απόκτηση του οποίου περιγράφουν διεξοδικά οι σύγχρονες πηγές, κυρίως οι αυλικοί πανηγυριστές του Ιωάννη. Βεβαίως, ο ίδιος δεν χρησιμοποίησε ποτέ για τον εαυτό του τον όρο «σταυροφόρος», από την άλλη, όμως, χρησιμοποίησε τα σύμβολα των σταυροφόρων και στοιχεία της ιδεολογίας τους, στην προσπάθειά του να υποκαταστήσει τους Λατίνους στις ανατολικές περιοχές που αποτελούσαν στόχο της εξωτερικής πολιτικής του. Παρατηρούμε επίσης ότι, κατά τη διάρκεια του θριάμβου του 1133 στην Κωνσταντινούπολη, ο Ιωάννης Β΄ πορεύεται κρατώντας έναν σταυρό, κίνηση η οποία είναι κάτι περισσότερο από προφανής. Για άλλη μία φορά ο αυτοκράτορας φέρει τον σταυρό και παρουσιάζεται μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήθος της Βασιλεύουσας ως ο νόμιμος «σταυροφόρος». Η εικόνα του Ιωάννη Κομνηνού ως «σταυροφόρου» δεν βασίζεται μόνο στον σταυρό, καθώς οι βυζαντινές πηγές φροντίζουν να δώσουν επιπλέον στοιχεία που να ανταποκρίνονται στον παραπάνω χαρακτηρισμό. Στα τελευταία συγκαταλέγεται η έμμεση αναφορά ότι στους στόχους του αυτοκράτορα περιλαμβανόταν η απελευθέρωση των χριστιανικών εδαφών από τον τουρκικό ζυγό και η ανακατάληψη των Αγίων Τόπων από τους Λατίνους. Εξάλλου, ο Νικηφόρος Βασιλάκης επανειλημμένα αποκαλεί τον Ιωάννη Β΄ ἀθλητὴν κυρίου. Επίσης, ο
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
375
αυτοκράτορας εμφανίζεται ως διάδοχος βιβλικών προσώπων, όπως του Μωϋσή και του Δαβίδ. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Ιωάννης Κομνηνός διενεργούσε θριάμβους στην Κωνσταντινούπολη μόνο μετά από νίκες εναντίον των Σελτζούκων και των Δανισμενιδών. Προφανώς επιθυμούσε να εμφανισθεί στον λαό του ως υπερασπιστής της πίστης και αυτό μπορούσε να τεκμηριωθεί μόνο μέσα από τους πολέμους του εναντίον των απίστων. Συμπερασματικά, ο Ιωάννης υιοθέτησε τον ρόλο του «σταυροφόρου» έναντι των Λατίνων που κατοικούσαν και κυριαρχούσαν στα σταυροφορικά κρατίδια της Ανατολής. Βασικό κίνητρο για την υιοθέτηση του συγκεκριμένου ρόλου ήταν η προσπάθεια να επιβληθεί η βυζαντινή κυριαρχία στις ανωτέρω περιοχές με τρόπο όσον το δυνατόν αναίμακτο και ειρηνικό. Επομένως, ο ρόλος του σταυροφόρου δεν ήταν για τον Ιωάννη τίποτε περισσότερο από μία κίνηση τακτικής για την υλοποίηση των στόχων της εξωτερικής του πολιτικής.
376
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σπυρίδων Σκλαβενίτης
Ο πολιτικός ρόλος ενός υστεροβυζαντινού επισκόπου. Ο μητροπολίτης Κερκύρας Γεώργιος Βαρδάνης (1219 - περίπου 1238). Εξετάζοντας τη δράση του μητροπολίτη Κερκύρας Γεωργίου Βαρδάνη, ως στόχο μας δεν είχαμε να αναπαραστήσουμε τα γεγονότα και τις λεπτομέρειές της, ή να αναλύσουμε φιλολογικά τα λόγια κείμενα που την τεκμηριώνουν. Αντίθετα, θέσαμε ως επιδίωξη να συνδέσουμε τις επιλογές και τις πρακτικές του Βαρδάνη με τους πολιτικούς στόχους που κλήθηκε να υπηρετήσει και να αναζητήσουμε τα στοιχεία που αναδείκνυαν την πολιτική του σκέψη και ιδεολογία, με στόχο να προσεγγίσουμε τον ρόλο ενός υστεροβυζαντινού επισκόπου μέσα στην τοπική κοινωνία μιας βυζαντινής επαρχίας και στο πολιτικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε μετά την φραγκική άλωση του 1204. Πιστεύουμε ότι η πολιτική ιδεολογία του Βαρδάνη χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση ότι ο πολιτικός ρόλος του επισκόπου έγκειται αφενός μεν στην στήριξη της κεντρικής κοσμικής εξουσίας (δηλαδή του αυτοκράτορα), αφετέρου δε στην υπεράσπιση της τοπικής κοινωνίας τόσο απέναντι σε εχθρικές επιβουλές όσο και απέναντι στην ασυδοσία κρατικών περιφερειακών αξιωματούχων. Ο διπλός αυτός ρόλος, καθώς και οι σχέσεις που αυτός συνεπάγεται, μετατρέπει ουσιαστικά τον επίσκοπο σε έναν ενδιάμεσο μεταξύ δύο απομακρυσμένων πόλων, δηλαδή, μεταξύ του τοπικού πληθυσμού και της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, η οποία για τον Βαρδάνη ταυτιζόταν με τον οίκο του Θεοδώρου Κομνηνού και τους διαδόχους του, ηγεμόνες του κράτους της Ηπείρου. Ωστόσο, οι σχέσεις με τους πόλους αυτούς, ιδιαίτερα δε με τον τοπικό πληθυσμό, δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Για τον λόγο αυτό και δεδομένης άλλωστε της γνώσης μας για την σχέση του Βαρδάνη με τους ηγεμόνες του Κομνηνούς, αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας αποτέλεσε η τακτική που ακολούθησε ο Βαρδάνης προκειμένου να εδραιώσει για τον εαυτό του τον ρόλο του υπερασπιστή, του
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
377
εκφραστή και εν τέλει, του ενδιαμέσου του τοπικού πληθυσμού προς την ανώτερη κοσμική εξουσία (δηλαδή τους Κομνηνούς της Ηπείρου). Προσαρμόζοντας τις απαιτήσεις αυτού του ρόλου στην πολιτική πραγματικότητα της Κέρκυρας των αρχών του 13ου αιώνα, ο Βαρδάνης επέλεξε την ιδεολογική επένδυση του επισκοπικού αξιώματος με τα χαρακτηριστικά του ενδιαμέσου και του προστάτη και την προβολή αυτού του ιδεολογικού σχήματος προς το ποίμνιό του. Η ύπαρξη ενός τοπικού αγίου, του Αρσενίου, ο οποίος είχε ποιμάνει ως αρχιεπίσκοπος την Κέρκυρα στα μέσα του 10ου αιώνα, παρείχε στον Βαρδάνη την κατάλληλη ευκαιρία για να εξιδανικεύσει όχι μόνο τον άγιο επίσκοπο, αλλά και οποιονδήποτε διάδοχό του στον επισκοπικό θρόνο του νησιού, μέσω της ανύψωσης του επισκοπικού αξιώματος. Στην κατεύθυνση αυτή, ο Βαρδάνης προέβη σε συγκεκριμένες ενέργειες: επιμελήθηκε τον τάφο του τοπικού αγίου, ο οποίος βρισκόταν στον μητροπολιτικό ναό, ανέδειξε και λάμπρυνε την λατρεία του, συνθέτοντας την ακολουθία του και τέλος, μέσα από την υμνογραφία της, επεχείρησε να καθιερώσει τον άγιο ως προστάτη του νησιού, ενώ μέχρι εκείνη την εποχή προστάτες του θεωρούνταν οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Επιπλέον, η επιλογή των περιστατικών που συνθέτουν τον βίο του αγίου στο συναξάριό του, η σύνταξη του οποίου μπορεί να προσγραφεί στον Βαρδάνη, δεν συντείνουν μόνο στον παραπάνω στόχο, αλλά υποκρύπτουν και πολιτικά μηνύματα σχετικά με τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο επίσκοπος-άγιος υπέρ του τοπικού πληθυσμού. Έτσι, ο επίσκοπος-άγιος εμφανίζεται να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην σωτηρία αφενός της νήσου από εχθρική επιδρομή, αφετέρου δε μιας διακεκριμένης κοινωνικής ομάδας του νησιού από την οργή του αυτοκράτορα η οποία είχε προκληθεί από τις άδικες κατηγορίες ενός φιλοχρήματου –κατά το συναξάριο– κρατικού αξιωματούχου. Στην τελευταία περίπτωση, ο επίσκοπος-άγιος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη επιτυγχάνοντας όχι μόνο την σωτηρία αλλά επιπλέον και την εύνοια του αυτοκράτορα υπέρ των Κερκυραίων. Τα πολιτικά μηνύματα των παραπάνω περιστατικών είναι ευδιάκριτα. Στο πρώτο, ο επίσκοπος αναδεικνύεται ως εκείνος ο θεσμικός αξιωματούχος ο οποίος μπορεί να υπερασπιστεί το νησί απέναντι σε μια εχθρική επιδρομή. Στο δεύτερο, παρατηρούνται ποικίλες πολιτικές συμπεριφορές που επιδεικνύουν οι διάφοροι εμπλεκόμενοι θεσμικοί παράγοντες: μια κοινωνική ομάδα της
378
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Κέρκυρας, προφανώς, μια τοπική ελίτ, αντιμετωπίζει προβλήματα με έναν τοπικό αξιωματούχο. Η ευθύνη για το πρόβλημα, όμως, δεν αποδίδεται σε αυτήν αλλά στον κρατικό αξιωματούχο, ο οποίος μάλιστα περιγράφεται ως διεφθαρμένος. Απέναντι στην οργή του αυτοκράτορα, αναλαμβάνει δράση ο επίσκοπος που είναι πρόθυμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο ποίμνιό του. Η στάση του είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτή του κρατικού αξιωματούχου. Πέρα, όμως, από τις προθέσεις και την ευνοϊκή διάθεση, ο επίσκοπος διαθέτει και την ικανότητα να ασκήσει μεσολαβητικό ρόλο, και μάλιστα με επιτυχία. Η επιτυχία, ωστόσο, αυτού του ρόλου, εξαρτάται μόνο εν μέρει από τον ίδιον, καθώς προϋποθέτει και την μακροθυμία του αυτοκράτορα. Πράγματι, ο τρόπος με τον οποίο αναπλάθεται στο συναξάριο το περιστατικό, δίνει μια εξιδανικευμένη εικόνα για την κεντρική εξουσία. Με τον τρόπο αυ τό, ο Βαρδάνης επιχείρησε να προσφέρει στην πολιτική εξουσία ιδεολογική ενίσχυση, βοηθώντας στη διαμόρφωση της κατάλληλης εικόνας του ηγεμόνα, η οποία θα εξασφάλιζε τα συναισθήματα αφοσίωσης και πίστης των υπηκόων του σε αυτόν. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι η ανύψωση του ρόλου του επισκόπου και η απόδοση σε αυτόν των χαρακτηριστικών του προστάτη και του ενδιαμέσου, συνδυάζεται με την εξιδανίκευση του θεσμού του αυτοκράτορα, ο οποίος μπορεί να ακυρώσει τις πράξεις των αξιωματούχων του, απονέμοντας την χάρη του ή ακόμα και προνόμια. Τα μηνύματα λοιπόν που αποστέλλονται στο ποίμνιο (δηλαδή σε έναν επαρχιακό τοπικό πληθυσμό) με το συγκεκριμένο περιστατικό, ουσιαστικά περιγράφουν πολιτικές λειτουργίες, ρόλους και συμπεριφορές, που προσδοκάται να διαδραματίσουν οι θεσμικοί παράγοντες ή αναμένεται να υιοθετήσει ο τοπικός πληθυσμός. Πιστεύουμε ότι στόχος του Βαρδάνη ήταν να μεταφερθούν αυτά τα μηνύματα στην σύγχρονή του κοινωνία και μέσω της ανύψωσης του επισκοπικού αξιώματος να επιτευχθεί ένας παραλληλισμός της λειτουργίας και του ρόλου των φορέων του διαχρονικά. Έτσι, ο Βαρδάνης που εκείνη την περίοδο κατείχε το επισκοπικό αξίωμα επιχειρεί να δημιουργήσει συνειρμούς μεταξύ του προσώπου του, και ενός παλαιότερου επισκόπου Κερκύρας, του Αρσενίου, που ήδη είχε περάσει στην χορεία των αγίων. Άλλωστε, ο επίσκοπος, λόγω του θεσμικού αξιώματός του, μπορούσε να βρίσκεται πιο κοντά στο ποίμνιο, καλλιεργώντας έτσι τις απαραίτητες συμμαχίες για την πολι-
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
379
τική εξουσία και προσφέροντας στον τοπικό πληθυσμό ως αντάλλαγμα προσβάσεις στην πολιτική εξουσία και εξασφάλιση προνομίων. Οι πολιτικές συνθήκες της Κέρκυρας του 13ου αιώνα, μας βοη θούν να αντιληφθούμε την σημασία της ανάδειξης του επισκοπικού αξιώματος και του φορέα του ως θεσμού που μπορεί να συσπειρώσει τον τοπικό πληθυσμό, να τον εκπροσωπήσει επάξια απέναντι σε φίλιες ή εχθρικές δυνάμεις, και τέλος, να στηρίξει την πολιτική ηγεσία της επικράτειας στην οποία εντάσσεται η επαρχία του. Ο Βαρδάνης κλήθηκε να ποιμάνει μια επαρχία η οποία βρισκόταν στο μεταίχμιο του λατινικού και του βυζαντινού κόσμου. Παράλληλα, αν θυμηθούμε την επανάσταση του Γυμνού το 1147 η οποία οδήγησε στην κατάληψη του νησιού από τους Νορμανδούς του Ρογήρου, θα αντιληφθούμε ότι η Κέρκυρα είχε να επιδείξει ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό παρελθόν ως προς την σταθερότητα των εντοπίων κοινωνικών δυνάμεων στο πλαίσιο της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τέλος, το νησί αποτελούσε σταθερό στόχο δυτικών δυνάμεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απαίτηση του γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ Hohenstaufen να του παραδοθεί η Κέρκυρα, απαίτηση στην οποία απάντησε αρνητικά ο Βαρδάνης, αναλαμβάνοντας τον ρόλο της υπεράσπισης του ποιμνίου του. Ήταν λοιπόν αναγκαία η συσπείρωση του πληθυσμού της Κέρκυρας γύρω από την πολιτική ηγεσία του κράτους της Ηπείρου και η παραμονή του στην επικράτεια αυτή. Για να συσπειρωθεί όμως ο πληθυσμός έπρεπε να αναδειχθούν σύμβολα που θα είχαν και ευρεία απήχηση στο σύνολο του κερκυραϊκού λαού και τα οποία θα αφύπνιζαν το βυζαντινό του πατριωτισμό. Τα σύμβολα αυτά σχετίζονταν με το επισκοπικό αξίωμα της Κέρκυρας και με τον κεντρικό ρόλο που αναλάμβαναν οι φορείς του στον αγώνα για την παραμονή των επαρχιών τους εντός της βυζαντινής επικράτειας. Γίνεται, λοιπόν, εμφανής η σημασία του πολιτικού ρόλου του Βαρδάνη, και συνεπώς, ενός υστεροβυζαντινού επισκόπου, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της πολιτικής τοποθέτησης των πληθυσμών των βυζαντινών επαρχιών και της παραμονής τους εντός των βυζαντινών ηγεμονιών, όπως αυτής της Ηπείρου, ιδιαίτερα στην περίοδο μετά την φραγκική άλωση.
380
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ηλίας Νέσσερης
Αρχαίοι και χριστιανοί συγγραφείς στο έργο του Ιωάννη Αποκαύκου Ο Ιωάννης Απόκαυκος, μητροπολίτης Ναυπάκτου, διαδραμάτισε ασφαλώς αποφασιστικής σημασίας ρόλο στα πράγματα του δυσμικού κράτους της Ηπείρου, το οποίο δημιουργήθηκε από τον Μιχαήλ Κομνηνό Δούκα μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους (1204). Απετέλεσε –τουλάχιστον ως την εκλογή του Δημητρίου Χωματηνού ως αρχιεπισκόπου Αχρίδος– την ηγετική μορφή του Ηπειρωτικού κλήρου και αναδείχθηκε από πολύ νωρίς σε φορέα και εκφραστή της επίσημης πολιτικής ιδεολογίας των ηγεμόνων της Ηπείρου, με συνέπεια την εμπλοκή του στην αυξανόμενη διάσταση με το αντίζηλο κράτος της Νίκαιας. Ο Απόκαυκος διακρίθηκε, όμως, και για την λογιότητά του. Ευρυμαθής και με πλούσιους πνευματικούς ορίζοντες, δεν είναι υπερβολή να χαρακτηρισθεί ως ο κορυφαίος της πνευματικής τριάδος, η οποία έδρασε στο κράτος της Ηπείρου. Δεν έχουν σωθεί κάποια ρητορικά έργα του ή θεολογικές πραγματείες, διαθέτουμε όμως ένα corpus 156 επιστολών του, οι οποίες αφορούν ιδιωτικές του υποθέσεις ή επίσημες της Εκκλησίας, και έχουν ως αποδέκτες συλλειτουργούς του επισκόπους, κληρικούς και μοναχούς, αλλά και κρατικούς αξιωματούχους, ενώ ουκ ολίγες απευθύνονται και στον ηγεμόνα της Ηπείρου Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα και τη σύζυγό του. Υπάρχουν ακόμη 45 νομοκανονικά, ποιμαντικά και συνοδικά κείμενα, που συνέταξε ο ίδιος, αλλά και 16 επιγράμματά του. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού το έργο του αυτό άρχισε να εκδίδεται από σπουδαίους λογίους της εποχής, όπως ο V. Vasilievskij, o Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, ο ασσομψιονιστής Sophrone Pétridès, ο Eduard Kurtz και αργότερα ο ακούραστος Νίκος Βέης. Έκτοτε, τα γραπτά του Αποκαύκου αναγνωρίσθηκαν ως πολύτιμη ιστορική πηγή αναφορικά με την κατάσταση στο εσωτερικό του κράτους της Ηπείρου, εξετάσθηκαν από ιστορικής
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
381
και χρονολογικής πλευράς και διερευνήθηκαν για τις πολυάριθμες πληροφορίες που περιέχουν για ζητήματα που άπτονται του κοινωνικού, οικονομικού, νομικού και νομοκανονικού, λαογραφικού και εθνογραφικού ενδιαφέροντος. Τόσο τα κείμενά του, λοιπόν, όσο και η πολυσχιδής προσωπικότητά του έχουν καταστεί το επίκεντρο ειδικότερων και επισταμένων μελετών και άρθρων. Ακόμη και το ζήτημα της μόρφωσης που έλαβε (διήλθε, ως γνωστόν, τις βαθμίδες της ανώτερης εκπαίδευσης και υπήρξε αποδέκτης εξαίρετης παιδείας στην Κωνσταντινούπολη κατά το τελευταίο τρίτο του 12ου αιώνα) απετέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης ενασχόλησης –επισημαίνουμε στο σημείο αυτό ότι το εν λόγω ζήτημα απασχόλησε τον Κοσμά Λαμπρόπουλο σε ξεχωριστό κεφάλαιο της διδακτορικής του διατριβής, όπως και σε ανακοίνωσή του που έγινε στα πλαίσια του Διεθνούς Συμποσίου της Άρτας για το «Δεσποτάτο» της Ηπείρου το 1992. Ωστόσο, η έρευνα γύρω από το εν λόγω ζήτημα δεν υπήρξε εξονυχιστική και έτσι υπάρχει ακόμη σήμερα πρόσφορο έδαφος για μία περαιτέρω εμβάθυνση επί του θέματος. Ο σκοπός, επομένως, της παρούσας ανακοίνωσης είναι να παρουσιαστούν τα αποτελέσματα μίας συστηματικής και κατά το δυνατόν ενδελεχούς αναδίφησης των πηγών του Αποκαύκου (μίας Quellenforschung). Έγινε προσπάθεια σε πρώτη φάση να καταδειχθεί με πιο εξαντλητικό τρόπο η ευρύτητα των γνώσεων και η αρχαιομάθεια του λογίου ανδρός, συμπεριλαμβανομένων και των αναφορών του σε χριστιανούς συγγραφείς και Πατέρες της Εκκλησίας. Τα συμπεράσματα στα οποία ανάγεται κανείς μετά την εξέταση των γραπτών του Αποκαύκου είναι ότι κυριαρχούν, εν είδει διπόλου μάλιστα, οι ομηρικές καταβολές και οι βιβλικές απηχήσεις. Συνδυαστικά, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς την πολύ καλή γνώση του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη, μεταξύ των άλλων επιδράσεων που δέχθηκε, ενώ εντοπίζονται χωρία δάνεια από τον Ησίοδο και τον Πίνδαρο, τους συγγραφείς της Β΄ Σοφιστικής, τα ρητορικά προγυμνάσματα του Αιλίου Θέωνος και του Αφθονίου, από τον Αριστοτέλη φυσικά. Επιπλέον, υπάρχουν και επιρροές από τον Πλάτωνα. Γίνονται, επίσης, παραπομ πές στον Στράβωνα και τον Διονύσιο τον Περιηγητή, αλλά και στους δύο περίφημους ιατρούς της αρχαιότητος, τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό. Συνάμα, είναι άξιο να σημειωθεί ότι ο Απόκαυκος άντλησε και
382
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
από το έργο του Συνεσίου Κυρήνης Φαλάκρας Ἐγκώμιον, αν και ως τώρα το σχετικό χωρίο –λόγω προφανώς της αναφοράς στην πολιορκία των Αθηνών από τον Σπαρτιάτη βασιλέα Αρχίδαμο κατά τα πρώτα έτη του Πελοποννησιακού πολέμου– εθεωρείτο ως θουκυδίδεια επιρροή. Βέβαια, είναι εμφανές ότι ο Απόκαυκος γνώριζε πολύ καλά και το έργο των Καππαδοκών Πατέρων της Εκκλησίας, εκ των οποίων έδειχνε μία ιδιαίτερη προτίμηση στον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό. Πέραν τούτων, ευρίσκονται διάσπαρτες παροιμίες και παροιμιακές φράσεις, δημώδεις και μη, αλλά και πλήθος κοινών τόπων, γεγονός που επισημαίνει την ενδεχόμενη από μέρους του χρήση κάποιων ανθολογίων (florilegia) και καθιστά το θέμα της διερεύνησης της αμεσότητας της πρόσβασης του Αποκαύκου στα αρχαία κείμενα εξαιρετικά ενδιαφέρον. Εν κατακλείδι, στο έργο του Αποκαύκου δεν θα εντοπίσει ίσως κανείς την μεγάλη ποικιλομορφία και την πολλαπλότητα των παραθεμάτων που χαρακτηρίζουν τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης ή τον Μιχαήλ Χωνιάτη. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ευλογοφανώς, όμως, ότι δεν βρίσκει ισχυρά ερείσματα η άποψη του Michael Angold ότι στα κείμενά του δεν υπάρχουν λογοτεχνικές αρετές. Απεναντίας, ο Ιωάννης Απόκαυκος υπήρξε ένας λογιώτατος επίσκοπος με ευρυμάθεια και βαθεία ανθρωπιστική παιδεία.
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
383
Δημήτρης Καλομοιράκης
«Πρόοδος» καὶ «Ἀνανέωση» κατὰ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη ἅγιο Ἀθανάσιο Α΄ (1245/46-1310c.) Κατὰ τὸ 1289 ὁ νεαρὸς τότε αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282-1328), μὲ τὴν ἐπιλογὴ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου στὸν Οἰκουμενικό θρόνο, ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζει μὲ σταθερότητα μία γενικὴ ἀνασυγκρότηση τῶν πραγμάτων τῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Θεόληπτο (1250-1321/26), Μητροπολίτη Φιλαδελφείας καὶ Γέροντα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καὶ τὸν μέγα Λογοθέτη καὶ λόγιο Θεόδωρο Μετοχίτη (1260-1332), ἀποτελοῦν τὴν ἡγετική ὁμάδα ἡ ὁποία στήριξε τὸν Ανδρόνικο Β΄ στὴν ἄνθηση τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὁ ἅγιος Αθανάσιος, ποὺ πατριάρχευσε δύο φορὲς (1289-93 καὶ 1303-09) καὶ συνολικὰ δέκα έτη περίπου, προτείνοντας ἀπὸ τὴν πλευρά του λύσεις στὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς του, ἔγραφε: διὰ τῆς τῶν θείων θεσμῶν ἐκζητήσεως καὶ ἀνανεώσεως θὰ ἐπιλάμψει ἡ μεταβολή, ἐπιστροφὴ καὶ μετάνοια». Οἱ ἐπιστολές του στὸν κώδικα Vat. Gr. 2219 περιέχουν μία πλήρη σύνοψη τῆς κοσμοθεωρήσεως μέσα στὴν ὁποία αὐτός βίωνε, δημιούργησε ἢ ἑρμήνευσε τὰ ἱστορικὰ γεγονότα. Ἡ ἐνδελεχὴς ἀνάγνωση τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν ἔχει σήμερα ἐντοπίσει ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ πληροφοροῦν γιὰ τὶς ἀπόψεις του ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο ποὺ ἔδιδε στὰ «ὀνόματα»: Ἐκζήτησις, Ἀνανέωσις, Μεταβολή, Ἐπιστροφή, Μετάνοια. Αὐτά, ὅσο αποκωδικοποιοῦνται μὲ ἄξονα τὸ περιεχόμενο τῶν ἀξιῶν τῆς παραδόσεως ποὺ καὶ ἐκ τῆς θέσεώς του ὁ ἅγιος ἐκπροσωποῦσε οἰκουμενικά, ἑρμηνεύουν κατὰ αὐτονόητο τρόπο τὸ ἐν πρώτοις παράδοξο γιὰ πολλοὺς σήμερα φαινόμενο τῆς ἀκμῆς τῶν χρόνων ἐκείνων, δηλαδὴ «τὴν ἐπίλαμψιν τῆς μεταβολῆς». Ἡ σύγχρονη κοσμοθεώρηση εὑρίσκεται στὸν ἀντίποδα τῆς ἀντίστοιχης ποὺ εἶχε ἡ ἐποχὴ στὴν ὁποία παραπέμπουμε. Διερευνῶντας ἄκριτα τὸ χθὲς μὲ «ὀνόματα» ὅπως Νεωτερικότητα ἢ Πρόοδος καὶ δίδοντάς τους περιεχόμενο κατὰ τὸν συρμὸ τοῦ σήμερα, ὁδηγούμεθα νὰ
384
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ἀναζητοῦμε, νὰ κατανοοῦμε, νὰ ὑπολογίζουμε, καὶ νὰ κατατάσσουμε τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῶν χρόνων ἐκείνων κατὰ τρόπο «ἀσύμμετρο» πρὸς τὴν ἐποχή τους. Ἡ παραθεώρηση τοῦ περιεχομένου μὲ τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦσαν τὰ ἴδια ὀνόματα οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς, ἔχει ὁδηγήσει σήμερα, ὑποστηρίζοντας τὰ περὶ παραδοξότητας γιὰ τὴν πολιτιστικὴ ἐκείνη ἄνθηση, στὸ νὰ μὴ γίνεται κατανοητὴ ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἀκμὴ τῆς ἐποχῆς καὶ νὰ διακινεῖται ἀντ’ αὐτῆς ἕνας ἐπιστημονικὸς γρῖφος / μῦθος.
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
385
Άννα Φραγκεδάκη-Μυτιληναίου
Μυστικά και ψέμματα στις σχέσεις των λογίων του λήγοντος Βυζαντίου. Μία προσέγγιση στο ιστορικό-φιλολογικό γίγνεσθαι του ιε΄ αιώνα με αφορμή τον Γεώργιο Αμοιρούτση, τον φιλόσοφο. Η μελέτη της οριακής εποχής από το Βυζάντιο στο μετά-Βυζάντιο αποκαλύπτει πλήρως την κατάσταση των εσωτερικών οργάνων της βυζαν τινής πολιτείας και τον μοναδικό τρόπο της μεταξύ τους σύνδεσης (Πολιτεία ↔ Εκκλησία, πολιτική διοίκηση ↔ διανόηση) – στοιχεία αποτυπούμενα άριστα στις συσχετιζόμενες προσωπογραφήσεις βυζαν τινών μορφών του ιε΄ αιώνα, καθώς αποδεικνύεται, ότι συνδέονται μεταξύ τους με περισσότερους από τους προφανείς και εις τους ίδιους τρόπους. Η μελέτη της πολυσχιδούς και αμφιλεγόμενης προσωπικότητας του Γεωργίου Αμοιρούτση, του φιλοσόφου ο οποίος συνδέθηκε προσ ωπικά ή δι’ αλληλογραφίας με τους περισσότερους μείζονες και ελάσσονες λογίους της εποχής οδηγεί και στον Γεώργιο Τραπεζούντιο και τα έργα του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά το μαρτύριο του αγίου Ανδρέου του Χίου –νεομάρτυρα– (PG 161, 883-890 και Συναξαριστές Νεομαρτύρων, όπου περιληπτικά, με πιο πρόσφατη αναφορά στην έκδοση του 1996, επιμ. Ν. Μάργαρη). Το πρωτότυπο κείμενο (λατινιστί) μελετήθηκε υπό το πρίσμα της συσχέτισης της προσωπικότητας του Γεωργίου Αμοιρούτση με τους συγχρόνους του λογίους. Ανακαλύπτονται αναφορές σε επονείδιστες (κατά την συνήθη ερμηνευτική των μελετητών) πράξεις που οδηγούμεθα να αποδώσουμε στον φιλόσοφο1. Πρόκειται για συγκεκαλυμμένες ως προς το όνομα αλλά όχι τις ιδιότητες αναφορές σε αριστοτελικό, εξισλαμισθέντα και υπηρετούντα 1. Ας σημειωθεί ότι το θέμα αναλυτικά προσεγγίζεται στην περατούμενη διδακτορική μου διατριβή με θέμα «Γεώργιος Αμοιρούτσης, ο φιλόσοφος. Βίος και Έργον». (Πανεπιστήμιο Αθηνών).
386
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
τον Σουλτάνο λόγιο Τραπεζουντιακής καταγωγής ο οποίος ευθύνεται και για το μαρτύριο του αγίου –πληροφορίες πιθανώτατα καταγραφόμενες μετά τον θάνατο του Γεωργίου Αμοιρούτση. Η ιστορική τους αξία είναι άκρως σημαντική, εφ’ όσον συνδυαστούν με την λοιπή αφήγηση περί του μαρτυρίου του αγίου και αφορά: 1) Στις σχέσεις της νεοαναφαινόμενης, γύρω από το Πατριαρχείο, αριστοκρατίας με τις οικονομικές δυνάμεις των ραγιάδων της εποχής. 2) Στην πρώιμη απεμπλοκή των θρησκευτικών φρονημάτων των ραγιάδων από την αναγνώριση της όποιας πολιτικής αρχής και την εθνική τους συνείδηση. 3) Στην προσπάθεια για καθορισμό και εγγύηση των ρόλων Χριστιανισμού και Ισλάμ σ’ ένα αναφαινόμενο ή και επιθυμούμενο ισλα μικό, θεοκρατικό κράτος. 4) Στην «εκδίκηση» της φιλοσοφίας. Η θρησκεία γίνεται τώρα ancilla philosophiae και εξυπηρετεί πολιτικούς – κοινωνικούς και οικονομικούς σκοπούς και 5) Στις σχέσεις, βεβαίως, των Βυζαντινών λογίων μεταξύ τους, καθοριζόμενες κατά πολύ από συμφέροντα ατομικά και βλέψεις «πολιτικές». Συμπέρασμα: Ο Ανθρωπισμός της Ανατολής υπήρξε εντελώς διάφορος αυτού της Δύσης. Οι βυζαντινοί λόγιοι, μέσα από μυστικές, ανομολόγητες ή και ψευδείς παραδοχές και αλληλοαιτιάσεις προσβλέπουν στην πολιτισμική αφομοίωση των κατακτητών ή έστω των ηγεμόνων τους. Η κατά τα ανωτέρω παραδοχή ή προσέγγιση προς το Ισλάμ ξενίζει την παπική Δύση και καλύπτει με περισσότερα μυστικά και ψέμματα την δράση των πρώτων νεοελλήνων λογίων και φιλοσόφων.
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
387
Παναγιώτης Μαγκαφάς
Ο Δημήτριος Παλαιολόγος στη Θράκη Όπως είναι γνωστό, η αρχή και το τέλος του δημόσιου βίου του πέμ πτου κατά σειράν τέκνου του Μανουήλ Β΄ και της Ελένης Δραγάση, του Δημητρίου Παλαιολόγου (1406-1470 μ.Χ.), επισυνέβησαν στη θρακώα γη. Στην προκειμένη ανακοίνωση δημοσιοποιούνται πορίσματα των ερευνών μας σχετικά με το βίο και την προσωπικότητα του τελευταίου δεσπότη του Μυστρά, ιδιαίτερα σε σχέση με τη γεωγραφική περιοχή της Θράκης. Σημαντικά κατά τα άλλα γεγονότα της ζωής του δεσπότη, που έχουν σχέση με την παραμονή του στη Θράκη, όπως η επίθεση που πραγματοποίησε στην Πόλη το 1442 με σκοπό να ανατρέψει τον αδελφό του Ιωάννη Η΄ ή η αποτυχημένη προσπάθειά του να στεφθεί αυτοκράτωρ μετά το θάνατο του Ιωάννη Η΄ προλαβαίνοντας τον Κωνσταν τίνο ΙΑ΄ και αργότερα πάλι η παραμονή του στην Αδριανούπολη ως προστατευόμενου του σουλτάνου, ο εκπεσμός του σε δυσμένεια και η εξορία του στο Διδυμότειχο, ο θάνατος της κόρης του Ελένης ή ακόμη και η κουρά του ως μοναχού Δαυίδ, δεν θα μας απασχολήσουν παρά ακροθιγώς, ως σημεία αναφοράς ή ως βάσεις για περαιτέρω σχολιασμό της προσωπικότητας του Δημητρίου. Μικρή αναφορά θα υπάρξει ακόμα στα παιδικά χρόνια του Δημητρίου και τους προσανατολισμούς της παιδείας που έλαβε, στην πρώτη διοικητική εμπειρία που έζησε ως δεσπότης Μεσημβρίας, στην έκδηλη εχθρότητά του προς τους Λατίνους και στις σχέσεις του με τους Οθωμανούς, στους προβληματισμούς του για το μέλλον της αυτοκρατορίας, στην απόφασή του να παραδώσει τον Μυστρά και να ακολουθήσει τον σουλτάνο, στην κατάσταση που βίωσε στην Αδριανούπολη πρώτα, στο Διδυμότειχο μετά. Κυρίως όμως, και κάπως πιο αναλυτικά, θα μας απασχολήσει η πολιτική σκέψη του Δημητρίου προ και μετά την άλωση της Πόλης, όπως εμφαίνεται στις πολιτικές του πράξεις, η τοποθέτησή του στο δίλημμα των Βυζαντινών μεταξύ Ανατολής και Δύσης και η διερεύνηση
388
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
της ψυχολογίας του, όταν ως πρώην δεσπότης και «φιλοξενούμενος» τώρα του σουλτάνου πέφτει σε δυσμένεια, εξορίζεται, πληροφορείται τον θάνατο της κόρης του και λαμβάνει την απόφαση να καρεί μοναχός. Τέλος, ένας από τους κυρίως στόχους της ανακοίνωσης είναι η απάντηση στο ερώτημα πώς αντιλαμβανόταν αλήθεια την νέα πραγματικότητα σε προσωπικό και ευρύτερο επίπεδο ένα άρρεν μέλος της βυζαντινής αυτοκρατορικής οικογένειας και ένας άνθρωπος που έμαθε να αντικρίζει τον κόσμο μέσα από το πρίσμα της βυζαντινής κοσμοθεωρίας.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
391
Αικατερίνη Μήτσιου Institut für Byzanzforschung̣ Österreichische Akademie der Wissenschaften
Το πρόγραμμα έκδοσης των πατριαρχικών εγγράφων (PRK Projekt) της Αυστριακής Ακαδημίας των Επιστημών1 Στο Τμήμα Χειρογράφων (Handschriftensammlung) της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αυστρίας στη Βιέννη φυλάσσονται δύο από τους κώδικες του ιερού χαρτοφυλακείου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, που αποτελούσαν μέρος του επισήμου „ἱεροῦ κώδικος“. Πρόκειται για τους Vind. Hist. gr. 47 και 48, τους οποίους αγόρασε περί τα μέσα του 16ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη ο Augerius de Busbeck2. Η πρώτη κατ’ ουσίαν έκδοση της σημαντικής αυτής πηγής των Παλαιολόγειων χρόνων έγινε από τους Franz Miklosich και Joseph Müller από το 1860 ως το 1862 στους δύο πρώτους τόμους των Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi Sacra et Profana. Έτσι έγιναν σε μεγάλο βαθμό, αλλά όχι πλήρως, γνωστά πατριαρχικά, συνοδικά και λοιπά έγγραφα, τα οποία καλύπτουν την περίοδο 1315-1402. Η έκδοση των Μiklosich και Μüller (ΜΜ) ήταν για την εποχή της, πραγματικά, ένα μεγάλο επίτευγμα, αλλά με βάση τα σημερινά δεδομένα είναι ανεπαρκής: 1. δεν πρόκειται για κριτική έκδοση, με αποτέλεσμα να λείπουν το apparatus criticus και το apparatus fontium. 2. δε γίνεται καμιά αναφορά στην μορφή παράδοσης του κειμένου. Δεν καθίσταται, δηλαδή, σαφές αν γράφτηκε από την πατριαρχική γραμματεία ή αν πρόκειται για ιδιόχειρη καταχώριση. 3. δεν εξεδόθησαν τμήματα εγγράφων ή και ολόκληρα έγγραφα3. Στις περιπτώσεις αυτές προτάχθηκε απλώς μια επικεφα1. Η έκδοση του πέμπτου τόμου χρηματοδοτήθηκε από το Fonds zur Förderung der Wissenschaftlichen Forschung (FWF) (Projektnummer: 19818-G02). 2. Για τους δύο αυτούς κώδικες βλ. τώρα Chr. Gastgeber, Das Patriarchatsregister von Konstantinopel der Österreichischen Nationalbibliothek, Historicum 96 (2008) 9–19. 3. Επτά έγγραφα από τα ff. 220r-222v του Vindob. Hist. Gr. 48, εκ των οποίων οι ΜΜ εξέδωσαν
392
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
λίδα στα λατινικά (πολλές φορές λανθασμένη) ή δόθηκε ένα είδος περίληψης του περιεχομένου. Συνήθως είναι έγγραφα που σχετίζονται με τις κατ’ επίδοσιν μητροπόλεις, οι οποίες, επειδή έχουν μια συγκεκριμένη μορφή και ένα παρόμοιο περιεχόμενο, δεν παρουσίαζαν μεγάλο ενδιαφέρον για τους ΜΜ. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, χάνονταν συχνά πολύτιμες πληροφορίες, όπως επί παραδείγματι ονόματα μητροπολιτών που παρευρίσκονταν σε συνοδικές συνεδριάσεις. Μια άλλη κατηγορία εγγράφων που δεν εκδόθηκε πλήρως ήταν οι ομολογίες πίστεως από Λατίνους που γίνονταν ορθόδοξοι ή από εξισλαμισμένους ή εκλατινισμέ νους Βυζαντινούς που επέστρεφαν στην Ορθοδοξία4. 4. δεν καταγράφηκαν σημαντικές παρασελίδιες σημειώσεις των γραφέων της πατριαρχικής γραμματείας, π.χ. ότι μια απόφαση αντικαταστάθηκε από μια άλλη. 5. η χρονολόγηση κάποιων εγγράφων έγινε βιαστικά, χωρίς να επι σημανθούν αναντιστοιχίες μεταξύ ινδικτιώνος και έτους από Κτίσεως κόσμου. Στις περιπτώσεις έλλειψης χρονολογικής έν δειξης στο έγγραφο, το χρονολόγησαν κατά προσέγγιση ή έγραψαν απλώς sine anno. Όλα τα αναφερθέντα μειονεκτήματα, αλλά και πλείστα άλλα, έκαναν επιτακτική την ανάγκη μιας νέας κριτικής έκδοσης, η οποία θα πληρούσε όλες τις απαιτήσεις της σύγχρονης επιστήμης. Το έργο αυτό ανέλαβε η Αυστριακή Ακαδημία των Επιστημών στα τέλη της δεκαετίας του 1970, και πιο συγκεκριμένα η τότε ονομαζόμενη Kommission für Byzantinistik der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, νυν Institut für Byzanzforschung, υπό την εποπτεία του αειμνήστου καθηγητού H. Hunger και στη συνέχεια του καθηγητού κ. O. Kresten. Μέχρι τώρα δημοσιεύθησαν σε τρεις τόμους τα έγγραφα από το 1315-1363, δηλαδή οι πατριαρχίες του Ιωάννη ΙΓ´ Γλυκέος έως το μόνο ένα, παρουσιάστηκαν εκτενώς (μόνο ένα εκδόθηκε) για πρώτη φορά από τον H. Hunger σε ξεχωριστή μελέτη, βλ. H. Hunger, Zu den restlichen Inedita des Konstantinopler Patriarchatsregisters im Cod. Vindob. Hist. Gr. 48. RÉB 24 (1966) 58–68. 4. Για αυτήν την κατηγορία ομολογιών πίστεως στο «ἱερὸν κωδίκιον» βλ. Ekaterini Mitsiou – J. Preiser-Kapeller, Übertritte zur byzantinisch-orthodoxen Kirche in den Urkunden des Patriarchatsregisters von Konstantinopel, στο: O. Kresten – Chr. Gastgeber (εκδ.), Sylloge palaeographico-diplomatica (Veröffentlichungen zur Byzanzforschung, 19). Wien 2010, 233–288.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
393
τέλος της δεύτερης πατριαρχίας του Καλλίστου Α´ (1363). Ο τέταρτος τόμος, ο οποίος θα περιέχει τα έγγραφα της δεύτερης πατριαρχίας του Φιλόθεου Κόκκινου (1364–1374), βρίσκεται λίγο πριν την ολοκλήρωση. Aπό το 2007 έως το 2010 διήρκεσε η προετοιμασία έκδοσης του πέμπτου τόμου (Cod. Vind. Hist. gr. 48, ff. 1r–57v, δηλαδή του 1/4 του κώδικα), στην οποία συμμετείχαν η υποφαινόμενη και ο Δρ. J. PreiserKapeller, πάντα υπό την εποπτεία του καθηγητού κ. O. Kresten και του συνεργάτη του Δρ. Christian Gastgeber. Ο τόμος θα περιέχει περί τα 114 έγγραφα (ΜΜ ΙΙ αρ. 332–419, 1–150), τα οποία θα καλύπτουν την περίοδο 1379–1390 (πατριαρχία Νείλου έως την δεύτερη πατριαρχία Μακαρίου). Όσον αφορά γενικά στον τρόπο εργασίας, σε μια πρώτη φάση γίνεται αντιβολή των φωτοτυπιών από το υπάρχον μικροφίλμ του χειρογράφου για τα ff. 1r–57v με το κείμενο των ΜΜ. Τα δυσανάγνωστα σημεία, τουτέστιν σημεία που έχουν υποστεί ζημίες από υγρασία ή στα οποία υπάρχουν διαγραφές ή διορθώσεις τα προσεγγίζουμε με τη βοήθεια φωτογραφιών, που ελήφθησαν με υπεριώδη ακτινοβολία. Εάν και πάλι τα προβλήματα ανάγνωσης παραμένουν, τότε συμβουλευόμαστε το ίδιο το χειρόγραφο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα πρώτα φύλλα του εν λόγω κώδικος (Vind. Hist. Gr. 48) παρουσιάζουν αρκετά παλαιογραφικά προβλήματα, καθότι υπάρχουν πολλές φθορές από υγρασία, τμήματα φύλλων έχουν κοπεί, ενώ κείμενα έχουν διαγραφεί ήδη κατά τη βυζαντινή περίοδο. Οσον αφορά στην ακολουθούμενη μέθοδο, οι αρχές που τη διέπουν έχουν παρουσιαστεί ήδη στον πρώτο τόμο της έκδοσης5. Εδώ αξίζει μονάχα να υπενθυμίσουμε, ότι ως αρχή μας έχουμε το σεβασμό στη μορφή των λέξεων, όπως τις παραδίδει το χειρόγραφο, πλην των ανορθογραφιών που γενικά δεν υιοθετούνται. Η γραφή κάποιων τοπωνυμίων ή ορισμένες γλωσσικές ιδιαιτερότητες της βυζαντινής εποχής δεν διορθώνονται με βάση τους κανόνες της Αρχαίας Ελληνικής. Έτσι, εμπρόθετοι προσδιορισμοί και εκφράσεις γράφονται σαν μια λέξη,
5. Βλ. σχετικά H. Hunger – O. Kresten, Das Register des Patriarchats von Konstantinopel (CFHB 19/1). Wien 1981: Einleitung: IV. Zur Gestaltung des griechischen Textes und des textkritischen Apparates, 72–98.
394
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
όταν αυτή τη μορφή παραδίδει το χειρόγραφο, αλλά ξεχωριστά σε διαφορετική περίπτωση. Η ίδια εκδοτική αρχή ισχύει και για τα εγκλιτικά. Μεγάλη σημασία δίνεται, επίσης, στην όσο το δυνατόν πιστότερη απόδοση των αυτόγραφων κειμένων και υπογραφών, που για κάποιο λόγο καταχωρήθηκαν από τα ίδια τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στο «ἱερὸν κωδίκιον». Στις περιπτώσεις αυτές το κείμενο εκδίδεται όπως παραδίδεται χωρίς διορθώσεις, αλλά πλαγιάζεται. Στο apparatus criticus καταγράφονται οι διαφορετικές γραφές του χειρογράφου και οι διαφορετικές αναγνώσεις κύριων ονομάτων από τους ΜΜ, αλλά και οι προτάσεις τους για τη βελτίωση κάποιων χωρίων. Επίσης σημειώνονται και οι παρασελίδιες σημειώσεις. Το apparatus fontium δεν περιέχει, όπως είναι αυτονόητο, όλα τα ανάλογα χωρία της Βυζαντινής Γραμματείας, αλλά εκείνη ή εκείνες τις πηγές, από όπου φαίνεται να αντλεί ο συντάκτης του κειμένου (κείμενα Πατέρων της Εκκλησίας κλπ.). Επιπλέον καταγράφονται οι νόμοι και οι κανόνες, που μνημονεύονται ή υπονοούνται. Η αναζήτηση των χωρίων γίνεται με τη βοήθεια του TLG (Thesaurus Linguae Graecae), ενός πολύτιμου και αναπόσπαστου πλέον εργαλείου κάθε έκδοσης. Το ελληνικό κείμενο συνοδεύεται από γερμανική μετάφραση, η οποία γίνεται με τη βοήθεια του γλωσσαρίου που έχει μέχρι στιγμής διαμορφωθεί και το οποίο συνεχώς επεκτείνεται. Έτσι οι πληροφορίες των εγγράφων γίνονται προσιτές και σε ένα ευρύτερο κοινό, του οποίου οι γνώσεις της Αρχαίας Ελληνικής είναι περιορισμένες ή και ανύπαρκτες. Όπως είναι αναμενόμενο, γίνεται προσπάθεια η μετάφραση αυτή να είναι όσο το δυνατό πιο πιστή. Του κειμένου προτάσσονται συνοπτικά, πέραν ενός τίτλου, τα στοιχεία του εγγράφου. Σε μια αριστερή στήλη δίδεται το folio του χειρογράφου, ο αριθμός του εγγράφου και οι σελίδες στην έκδοση των MM και στην Patrologia Graeca, το νούμερό του στα Regestes του Darrouzès για τα πατριαρχικά και στα Regesten του Dölger για τα αυτοκρατορικά αντιστοίχως έγγραφα. Αναφέρεται ακόμη αν το έγγραφο έχει ήδη εκδοθεί κριτικά, όπως επίσης και αν το έγγραφο διασώζεται σε κάποιο άλλο χειρόγραφο ή σε κάποια άλλη γλώσσα. Επίσης, παραπέμπουμε στο έργο του Ο. Mazal για τα προοίμια των βυζαντινών
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
395
πατριαρχικών εγγράφων6, όταν το προοίμιο κάποιου εγγράφου έχει συμπεριληφθεί στη μελέτη αυτή. Σε μια δεξιά στήλη δίνεται η χρονολόγηση και το είδος του εγγράφου, π.χ. «συνοδικὴ πρᾶξις», «σιγιλλιῶδες γράμμα», «ἔνταλμα» κ.τ.λ. Των δύο αυτών στηλών έπεται μια καταγραφή των εντός των εγγράφων αναφερομένων ή εννοουμένων νόμων και κανόνων, όπως επίσης και των αυτοκρατορικών και λοιπών (πατριαρχικών, διοικητικών, ιδιωτικών) εγγράφων. Einsetzung des Priestermönchs Poimen als Metropolit von Kiev und Großrußland und Beschränkung des Metropoliten Kyprianos von Kiev, Litauen und Kleinrußland auf den Sprengel von Litauen und Kleinrußland. V 48, 5r–6v MM II 12–18 (Nr. 337) Dar. Reg. 2705 ed. Pamjatniki 165–184 (Nr. 30)
κατὰ μῆνα ἰούνιον τοῦ ͵ϛ ω πηου´ ἔτους (Z. 223) Juni 6888 (= 1380) συνοδικὴ πρᾶξις (Z. 222) οῦ
οῦ
Erwähnte Urkunden und Gesetze: a) Ernennung des Bischofs Alexios von Vladimir zum Metropoliten von Kiev und ganz Rußland (Dar. Reg. 2363; 30. Juni 1354 = PRK III, Nr. 193) durch die Synode (χειροτονηθεὶς μητροπολίτης: Ζ. 1–2) Τέλος, στην δεξιά σελίδα του εκτυπωμένου κειμένου βρίσκεται η γερμανική μετάφραση, της οποίας προηγείται μια σύντομη ανάλυση της δομής και του περιεχομένου των εγγράφων στα γερμανικά. Από την ημέρα έναρξης του προγράμματος έκδοσης του πέμ πτου τόμου του Patriarchatsregister (1η Μαρτίου 2007) έως και την ημέρα διοργάνωσης της Ζ΄ Συνάντησης των Ελλήνων Βυζαντινολόγων στην Κομοτηνή είχε γίνει ήδη η αντιπαραβολή με το χειρόγραφο, είχαν δημιουργηθεί διπλωματικές επικεφαλίδες/προμετωπίδες για όλα
6. O. Mazal, Die Prooimien der byzantinischen Patriarchenurkunden (Byzantina Vindobonensia, 7). Wien 1974.
396
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
τα έγγραφα και είχε γίνει μια πρώτη καταγραφή των κανόνων, νόμων και εγγράφων, ενώ υπήρχε μια γερμανική μετάφραση και ένα πρώτο apparatus criticus και fontium. Ήδη από τους πρώτους μήνες της εργασίας είχαν προκύψει σημαντικές διορθώσεις σε ορισμένες λανθασμένες ή ελλιπείς αναγνώσεις των ΜΜ. Επί παραδείγματι στο αρ. 362 πρέπει κανείς να διαβάσει: «†᾿Εγὼ Στυλιανὸς πρεσβύτερος ὁ Σαραντηνὸς» (και όχι «Σπαρτηνὸς»)7. Επίσης στο αρ. 346/II το κείμενο πρέπει να αποκατασταθεί ως ακολούθως: «† Ἐγὼ Ἰωάννης πρεσβύτερος ὁ Στρατήγης ὑπόσχομαι ἐνώπιον τοῦ παναγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου καὶ αὐθέντου, τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου, ὅτι ἐὰν εὑρεθῶ ἀπὸ τὴν σήμερον, ἵνα περάσω εἰς τὸν Γαλατᾶν, ἢ ὁμιλήσω τὸν γαμβρόν μου πρεσβύτερον Ἰωάννην τὸν Σκιζανὸν...»8. Όσον αφορά στον Στυλιανό Σαραντηνό, ο J. Darrouzès9 διόρθωσε τη λανθασμένη ανάγνωση του ονόματός του. Στο δεύτερο έγγραφο οι ΜΜ δεν διάβασαν το «πρεσβύτερος» ούτε στην περίπτωση του Στρατήγη ούτε σε εκείνη του Σκιζανού. Και ενώ για άλλη μια φορά ο Darrouzès10 έκανε γνωστό, ότι ο Στρατήγης ήταν ιερέας, με τον Σκιζανό δε συνέβη το ίδιο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο τελευταίος να μην καταγράφεται ως ιερέας στο PLP (αρ. 26090). Μια περαιτέρω συμβολή της δικής μας εργασίας είναι ότι τα έγγραφα, στα οποία οι ΜΜ παρέθεσαν μόνο μια επικεφαλίδα στα λατινικά, όπως το αρ. 38311 και το αρ. 39412 έχουν διαβαστεί και καταγραφεί πλήρως. Το ίδιο ισχύει και για έγγραφα, το περιεχόμενο των οποίων οι ΜΜ παρουσίασαν συνοπτικά. Στην περίληψη μάλιστα του αρ. 372 ενέταξαν το περιεχόμενο και του εγγράφου που έπεται13. 7. ΜΜ ΙΙ, αρ. 362, 60 (Φεβρουάριος 1384, J. DarrouzÈs, Les regestes des actes du patriarcat de Constantinople, I: Les actes des patriarches, Fasz. VI: Les regestes de 1377–1410. Paris 1979, 2765). 8. ΜΜ ΙΙ, αρ. 346/ΙΙ, 30 (Αύγουστος 1381, Dar. Reg. 2720). 9. Dar. Reg. 2765. 10. Dar. Reg. 2720. 11. ΜΜ ΙΙ, αρ. 383, 89 (Ιούνιος 1385, Dar. Reg. 2783): Ο μητροπολίτης Αρσένιος Γαγγρών λαμβάνει την μητρόπολη Αγκύρας κατ’ επίδοσιν. 12. ΜΜ ΙΙ, αρ. 394, 99 (Απρίλιος 1404, Dar. Reg. 3268): Ομολογία πίστεως του Νικολάου Αμαράντου. 13. ΜΜ ΙΙ, αρ. 372, 76 (Mάιος 1386): Ο μητροπολίτης Κορίνθου Ισίδωρος λαμβάνει την μη-
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
397
Τέλος, καταγράφηκε και ένας αριθμός εγγράφων που δεν είχαν επισημανθεί καθόλου από τους ΜΜ: στα φύλλα 13r-v μετά το αρ. 346 παραδίδεται μια «Ὁμολογία τῆς ἀπὸ τῶν Λατίνων ἐλθούσης» (Σεπτέμβριος 1383), ενώ μετά το αρ. 389 υπάρχει η ομολογία κάποιου Νικολάου (Ιανουάριος 1387) και μια παρασημείωσις για τα πατριαρχικά δίκαια στη Φιλαδέλφεια που επιδίδονται στον ιερέα Μιχαήλ Έξαρχο (Ιανουάριος 1387) (στο f. 35r και f. 35v αντίστοιχα).
τρόπολη Χριστιανουπόλεως κατ’ επίδοσιν. Με το έγγραφο που ακολουθεί του δίνονται εξαρχικώς τα πατριαρχικά δίκαια στην Πελοπόννησο.
398
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Χριστίνα Αγγελίδη, Κατερίνα Νικολάου Γιώργος Καλόφωνος, Σταμάτης Μπουσές, (Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών / Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών)
Η ονειρική εμπειρία στο Βυζάντιο: Πρόγραμμα κατάρτισης και ηλεκτρονικής έκδοσης στο διαδίκτυο βάσης δεδομένων Η συγκρότηση της ψηφιακής βάσης δεδομένων με τις καταγραφές ονείρων στις βυζαντινές πηγές είναι μια ιδέα που άρχισε να μορφοποιείται στο Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών από μέλη και εξωτερικούς συνεργάτες του Προγράμματος «Πρακτικός και κοινωνικός βίος στο Βυζάντιο» πριν από περίπου δύο χρόνια. Η επιλογή του θέματος δεν αντιπροσώπευε σε ίδιο βαθμό τα προσωπικά ερευνητικά ενδιαφέροντα όλων των μελών της ομάδας, κοινή ωστόσο ήταν η διαπίστωση ότι οι διηγηματικές αυτές μονάδες, που συχνά «διανθίζουν» έργα κάθε φιλολογικού είδους, έχουν ιδιαίτερη σημασία, επειδή συνδέουν τον κόσμο των βυζαντινών συμβόλων με τις πραγματικότητες. Οι καταγραφές των ονείρων είναι πράγματι ένας καλός δείκτης για να διαπιστωθεί σε ποιό βαθμό το συλλογικό φαντασιακό παρακολουθεί τις αλλαγές των κοινωνικών συσχετισμών, πόσο αποδίδουν διαχρονικά πρότυπα, πόσο τα πρότυπα αυτά υποστηρίζουν επιλογές όσων καταγράφουν τα όνειρα, πότε και αν το συλλογικό φαντασιακό μετατρέπεται σε προσωπικό. Παράλληλα, θεωρήσαμε ότι μια συστηματική αποδελτίωση των βυζαντινών ονείρων είναι πολύ χρήσιμο εργαλείο για να συζητηθούν ορισμένα θέματα όπως η πρακτική εφαρμογή των ονειρολογικών θεωριών και της ονειροκριτικής. Η Ύστερη Αρχαιότητα κληροδότησε, πράγματι, το πλαίσιο, δηλαδή δοκίμια θεωρίας και εγχειρίδια πρακτικής που βυζαντινοί λόγιοι σχολίασαν και προσάρμοσαν στις κατά περιόδους αντιλήψεις. Τούτο μας οδηγεί στο ερώτημα αν οι ονειρικές καταγραφές ανταποκρίνονται στον φιλοσοφικό και «επιστημονικό» στοχασμό της εποχής της σύνταξής τους ή σε ποιό βαθμό διατηρούν αμετάβλητο το αρχαίο, ονειρολογικό υπόβαθρο.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
399
Η αποδελτίωση προσφέρει επίσης σημαντικό υλικό και για άλ λα ερευνητικά αιτούμενα. Επιτρέπει για παράδειγμα μια πιο συστημα τική ανάλυση της έμφυλης παραμέτρου της ονειρικής εμπειρίας σε σχέση τόσο με τον χώρο του συλλογικού φαντασιακού όσο και με τη λειτουργία της στην καθημερινότητα ‒ πόσο δηλαδή στο όνειρο μεταγράφονται οι δεσμεύσεις του κοινωνικού φύλου. Τα ονειροκριτικά βυζαντινά κείμενα, η χρήση του ονειρικού αφηγήματος ως συγγραφικού τεχνάσματος, η λειτουργία των ονείρων στα ευρύτερα συμφραζόμενά τους (πολιτικά, κοινωνικά, προσωπικά) είναι θέματα που έχουν απασχολήσει τις βυζαντινές σπουδές σχετικά πρόσφατα ‒σε αντίθεση με την εκτενή βιβλιογραφία για τα όνειρα στην Αρχαιότητα, στον δυτικό μεσαιωνικό κόσμο και στο Ισλάμ. Σκοπός μας δεν είναι, φυσικά, να εξαντλήσουμε κάθε πτυχή του θέματος ούτε επιδιώκουμε τη δημοσίευση ενός συνθετικού έργου για τα όνειρα στο Βυζάντιο. Επιδίωξή μας είναι να παράσχουμε υλικό χρήσιμο στην έρευνα ‒ στους Βυζαντινολόγους, αλλά και σε επιστήμονες από άλλα γνωστικά πεδία: μεσαιωνολόγους, ανθρωπολόγους, ιστορικούς ανθρωπολόγους. Τα κριτήρια, επομένως, για την εισαγωγή των πληροφοριών έπρεπε να είναι πολλαπλά, ώστε να απαντούν σε ποικίλου τύπου αναζητήσεις. Ωστόσο, κατά τη μακρά προσπάθειά μας να καταστρώσουμε δελτίο εξαντλητικό στη λεπτομέρειά του αναδείχθηκαν ορισμένοι περιορισμοί που έθεταν τα ίδια τα κείμενα. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρουμε μόνο το ζήτημα της τυπολογίας, ονειροκριτικής και ονειρολογικής. Μια δειγματολογική αποδελτίωση έδειξε ότι οι παραδοσιακές ταξινομήσεις προσκρούουν στο περιεχόμενο και τα συμφραζόμενα των καταγραφών. Κρίναμε επομένως απαραίτητο να μελετήσουμε ξεχωριστά αυτό το ειδικό και σημαντικό θέμα, όταν συγκεντρώσουμε μεγάλο αριθμό δελτίων. Ονειρευόμαστε, μάλιστα, να μας οδηγήσει το υλικό σε αναθεώρηση της κλασικής τυπολογίας και να μας βοηθήσει στην οργάνωση μιας «βυζαντινής» τυπολογίας. Το ερευνητικό μας πρόγραμμα εντάχθηκε πριν από ένα χρόνο στις δραστηριότητες του Ινστιτούτου που χρηματοδοτούνται από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Αριστεία σε ερευνητικά κέντρα». Η χρηματοδότηση επέτρεψε την ηλεκτρονική επεξεργασία του υλικού, ώστε αυτό να είναι προσβάσιμο στο διαδίκτυο. Οι χρονικοί περιορισμοί που θέτει το ευρωπαϊκό πρόγραμμα κατέστησαν αναγκαία την επιτάχυνση του
400
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ρυθμού εργασίας. Αποφασίσαμε, έτσι, να θέσουμε εφικτούς στόχους, που την υλοποίησή τους ονομάσαμε «δοκιμαστική φάση». Στη φάση αυτή, επιλέξαμε να ασχοληθούμε με τη γραμματεία της μεσοβυζαντινής εποχής, επειδή παρέχει ποικιλία αφηγηματικών ειδών και, παράλληλα, ανατρέχει στο αρχαίο παρελθόν είτε πρόκειται για το ιστοριογραφικό βάθος είτε για τα εκπαιδευτικά εγχειρίδια είτε για τα αναγνωστικά ήθη. Προς το παρόν αποκλείσαμε από την αποδελτίωσή μας τα αγιολογικά κείμενα, επειδή πρόκειται για αφηγηματικό είδος με συγκεκριμένη στόχευση, όπου τα όρια ανάμεσα στο όνειρο και το όραμα είναι εξ ορισμού δυσδιάκριτα. Για λόγους τεχνικούς και ερευνητικούς καταλήξαμε στην κατάρτιση ενός δελτίου με λιγότερες ενότητες, προβλέψαμε όμως τον εμπλουτισμό και την αναμόρφωσή του ανάλογα με την πρόοδο της εργασίας μας. Κατά την δοκιμαστική λειτουργία της, η βάση θα είναι σε αγγλική γλώσσα, όχι μόνο επειδή η γλωσσική απόσταση υποβοηθεί συχνά τη σαφήνεια, αλλά και επειδή προσδοκούμε τις παρατηρήσεις αλλόγλωσσων ερευνητών από άλλα επιστημονικά πεδία. Σ᾽ αυτή την πρόδρομη ανακοίνωση της ψηφιακής μορφής του προγράμματος θα παρουσιασθεί η σημερινή κατάσταση του δελτίου εισαγωγής πληροφοριών. Κείμενο / πηγή ● Συντομογραφημένη παραπομπή ‒ η πλήρης βιβλιογραφική αναφορά σημειώνεται στον κατάλογο πηγών που συνοδεύει τη βάση. ● Κωδικός Thesaurus Linguae Graecae. ● Χρονολόγηση συγγραφής: Πεδίο που συμπληρώνεται εφόσον παρέχεται σαφής ενδειξη στο ίδιο το κείμενο ή όταν η χρονολόγηση είναι βιβλιογραφικά τεκμηριωμένη. ● Αιώνας συγγραφής: Χρήσιμος για την χρονολογική κατάταξη των εγγραφών της βάσης και για την αναζήτηση. Προβλέπεται η αναζήτηση να γίνεται σε διαδοχικούς αιώνες (π.χ. 4ο-5ο) ή σε σειρά αιώνων (π.χ. 9ο-12ο). ● Τόπος συγγραφής της πηγής. ● Περίληψη του ονειρικού αφηγήματος. Σχετιζόμενα όνειρα (Σύνδεση της εγγραφής με σχετιζόμενες εγγραφές της βάσης)
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
401
● Σειρά: Σημειώνονται όνειρα που αποτελούν επεισόδια του ίδιου ονειρικού αφηγήματος, δηλαδή ένα όνειρο σε συνέχειες. ● Συνδεδεμένα όνειρα: Σημειώνονται όνειρα που συνδέονται στενά χωρίς όμως να αποτελούν ένα ενιαίο ονειρικό αφήγημα σε συνέχειες. Το πεδίο συσχετίζει, δηλαδή, όνειρα που συναποτελούν μια συλλογή ή όνειρα με το ίδιο θέμα (ή λειτουργία), όπως όνειρα μιας μητέρας που προμηνύουν το μέλλον του παιδιού της. Προσωπογραφικά στοιχεία Εκτός από το όνομα, η ενότητα περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την ιδιότητα, το φύλο, και την ηλικία όσων εμπλέκονται στην ονειρική εμπειρία. Τα επιμέρους στοιχεία επιτρέπουν στατιστική ανάλυση των καταγραφών. ● Ονειρευόμενος ● Ποιόν αφορά το όνειρο: Κάποιος μπορεί να δει ένα όνειρο που αφορά τον ίδιο ή κάποιον άλλον. ● Ερμηνευτής του ονείρου: Ο επαγγελματίας ή μη που ερμηνεύει ένα όνειρο, συνήθως προφητικό. ● Ειδικός στην τελετουργία: Πρόσωπο στο οποίο προσφεύγει ο ονειρευόμενος. Συνήθως πρόκειται για ιερέα, άγιο ή μάγο, που προκαλεί η αποτρέπει ένα όνειρο ή ακόμη αποτρέπει την μη επιθυμητή έκβασή του. ● Μάρτυρας: Πρόσωπο ή πρόσωπα που πιστοποιούν την αυθεντικότη τα προφητικού ή θαυματουργικού ονείρου. Π.χ. ο ονειρευόμενος διη γείται το όνειρό του σε κάποια πρόσωπα πριν από την αίσια ή δυσοίωνη εκπλήρωσή του. ● Μορφές που εμφανίζονται στο όνειρο και συχνά μεταφέρουν μήνυμα στον ονειρευόμενο. Αφηγηματικό πλαίσιο του ονείρου ● Χρόνος κατά τον οποίο εμφανίζεται το όνειρο, σε σχέση με το ευρύτερο αφήγημα: Στις Χρονογραφίες, για παράδειγμα, καταγράφονται όνειρα του απώτατου ή απώτερου παρελθόντος, αλλά και όνειρα σύγχρονα με τον συγγραφέα. ● Γεγονότα και καταστάσεις στις οποίες αναφέρεται το όνειρο, όπως μια σημαντική μάχη ή η αυτοκρατορική διαδοχή, αλλά και γεγονότα της
402
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
προσωπικής βιογραφίας του ονειρευόμενου, όπως η επαγγελματική ανέλιξη, ο θάνατος προσφιλούς προσώπου. ● Γεγονότα και καταστάσεις που επιδρούν στο όνειρο, δηλαδή γεγονότα που άμεσα ή έμμεσα παρουσιάζονται στο αφήγημα ως τέτοια. Π.χ. πολιτικά η στρατιωτικά γεγονότα ή και καταστάσεις όπως ο φόβος, η πείνα, η στέρηση ύπνου. ● Χώρος στον οποίο εμφανίστηκε το όνειρο: Πρόκειται για μια σταθερή πληροφορία των καταγραφών. Σημειώνονται η γεωγραφική θέση, ιερός ή μη ιερός τόπος, και όσα επιπλέον στοιχεία συνάγονται από το ευρύτερο αφήγημα. ● Τελετουργικό που εφαρμόζεται πριν από το όνειρο, όπως το άναμμα μιας κανδήλας, νηστεία, προσευχή, μαγικές επικλήσεις κλπ. ● Κατάσταση αντίληψης του ονειρευόμενου: Διακρίνονται τρία στάδια εμφάνισης του ονείρου: ύπνος, εγρήγορση (σ’ αυτό το στάδιο εμφανίζονται συνήθως τα οράματα) ή υπναγωγικό (μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης). Η διάκριση μεταξύ των τριών αυτών σταδίων δεν είναι πάντοτε σαφής. ● Επαναλαμβανόμενο όνειρο: Η επανάληψη του ίδιου ονείρου ‒συνήθως τρεις φορές‒ είναι στοιχείο έμφασης και παραδοσιακά αποτελεί τεκμήριο αυθεντικότητας του ονείρου, δηλώνει δηλαδή ότι το όνειρο είναι προφητικό. ● Ερμηνεία ονείρου: Σημειώνεται αν η πηγή προσφέρει ονειροκριτική ή άλλη ερμηνεία της σημασίας του ονείρου. ● Ενέργειες μετά το όνειρο: Ενέργειες ή πράξεις του ονειρευομένου ή του προσώπου στο οποίο αναφέρεται το όνειρο, οι οποίες οφείλονται στο όνειρο ή την ερμηνεία του. Π.χ. κάποιος ονειρεύεται ότι ο αυτοκράτορας θα ηττηθεί και εκείνος μαθαίνοντάς το εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης. ● Τελετουργικό που εφαρμόζεται μετά το όνειρο: Ειναι υποκατηγορία του προηγουμένου. Πρόκειται συνήθως για ευχαριστήριο τελετουργικό στην περίπτωση ενός αισίου ονείρου, ή αποτρεπτικό τελετουργικό στην περίπτωση απαισίου ονείρου. ● Εκπλήρωση του ονείρου: Στην περίπτωση προφητικού ονείρου η εκπλήρωση της προφητείας και σε περίπτωση θαυματουργικού ονείρου το αποτέλεσμα του θαύματος. Σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις τέτοιων ονείρων το αποτέλεσμα δεν περιγράφεται.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
403
Περιεχόμενο του ονείρου ● Έκταση αφηγήματος: Ταξινομούνται ανάλογα οι εκτενείς και λεπτομερείς καταγραφές ονείρων και οι απλές αναφορές χωρίς λεπτομέρειες του περιεχομένου τους. ● Αφηγητής: Διακρίνονται τρεις τύποι αφήγησης: (α) Ο συγγραφέας μεταφέρει σε τριτοπρόσωπο λόγο την ονειρική εμπειρία άλλου προσώπου, (β) η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη αλλά μεταφέρεται από τον συγγραφέα, (γ) ο αφηγητής του ονείρου ταυτίζεται με τον συγγραφέα. ● Χρόνος στον οποίο αναφέρεται το όνειρο: Η πλοκή του ονείρου εκτυλίσσεται στο παρελθόν, στο παρόν ή στο μέλλον. ● Τοποθεσίες: Χώροι πραγματικοί, υπερκόσμιοι ή φανταστικοί, στους οποίους διαδραματίζεται το όνειρο. ● Ερμηνεία του ονείρου μέσα στο όνειρο. ● Καταγράφονται επίσης: 1. αντικείμενα, ζώα, φυτά, μορφές που εμφανίζονται στο όνειρο 2. δραστηριότητες και εκπλήρωση του ονείρου μέσα στο όνειρο, το προφορικό μήνυμα που μεταφέρεται δια του ονείρου 3. αντικείμενο ή σημάδι που μεταφέρεται από το χώρο του ονείρου στην πραγματικότητα. Συγκείμενο ● Θρησκευτικό πλαίσιο ‒βιβλικό, εθνικό, μυθολογικό, χριστιανικό‒ ή, ακόμη, απουσία θρησκευτικής αναφοράς. ● Λειτουργία του ονείρου (προς το παρόν υπό διαμόρφωση): στο πεδίο καταγράφονται βασικές κατηγορίες ‒πολιτικά, στρατιωτικά, θρησκευτικά, προσωπικά όνειρα και άλλα‒ και σημειώνονται αντίστοιχες υπο-κατηγορίες, όπως διαδοχή στο θρόνο ή αλλαγή δυναστείας, εκκλησιαστικά ζητήματα, σωτηριολογικά. Ωστόσο, το ίδιο όνειρο είναι δυνατόν να εμπίπτει σε περισσότερες κατηγορίες. Τυπολογία Αναφέραμε ήδη το πρόβλημα της τυπολογικής κατάταξης των βυζαντινών καταγραφών. Επομένως, το πεδίο είναι ακόμη υπό κατασκευή.
404
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σοφία Κοτζάμπαση
Το Προσωπογραφικό Λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων (PLP): συνέχιση και ανανέωση1 Η ανακοίνωση αφορά στα δεδομένα και τους στόχους του ερευνητικού προγράμματος που εκπονείται από ομάδα μεταπτυχιακών φοιτητών και νέων διδακτόρων του Τομέα ΜΝΕΣ του Τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ. σε συνεργασία με το Institut für Byzanzforschung της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών με σκοπό την επικαιροποίηση του Προσωπογραφικού Λεξικού της εποχής των Παλαιολόγων.
1. Βλ. JÖB 58 (2008) 69-74.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
405
Τριανταφυλλίτσα Μανιάτη-Κοκκίνη
Φορολογία και φορολογικές απαλλαγές στο Βυζαντινό Κράτος στα χρόνια των Παλαιολόγων (13ος-15ος αι.)1 Η φορολογία στο Βυζάντιο και η ένταξή της σ’ ένα σύστημα δημοσιονομικό που ίσως να «ζήλευαν» σήμερα κυβερνήσεις και να «έτρεμαν» κάποιοι πολίτες, δεν είναι κάτι άγνωστο στους ερευνητές της βυζαντινής ιστορικής περιόδου. Ακόμη, δεν θα χαρακτηριζόταν άγνωστη ή σπάνια η παρέκκλιση από πολλούς κανόνες φορολογικής αυστηρότητας και η υπέρ ισχυρών εύνοια –που, επίσης, θυμίζει σημερινές καταστάσεις– κατά τους τελευταίους ιδιαίτερα αιώνες, τους επονομαζόμενους Παλαιολογείους. Σε σχέση μάλιστα με τη συγκεκριμένη βυζαντινή εποχή, η μελέτη της τέχνης της θα χαρακτηριζόταν, οπωσδήποτε, περισσότερο «ευχάριστη» από την ενασχόληση με εκφάνσεις της τότε κοινωνικής και οικονομικής ζωής, όπως οι απτόμενες του κυκεώνα των φόρων, των φορολογικών μέτρων, των φορολογούμενων και των φοροαπαλλασσόμενων. Αυτός ο «κυκεώνας», εν τούτοις, έδωσε και δίνει την ευκαιρία2 σε μια ερευνητική ομάδα και, κυρίως, στα νεώτερα μέλη της, να αναζητήσουν τα πραγματικά στοιχεία αναδιφώντας στις πηγές, να άρουν πιθανές παρερμηνείες και να διευκρινίσουν αμφιβολίες, που εντοπίζονται ή παραμένουν, αντιστοίχως, στη σύγχρονη βιβλιογραφία, και, τελικά, να επανεξετάσουν την κοινωνική, κυρίως, διάσταση της επιβολής φόρων ή της φοροαπαλλαγής αλλά και παραμέτρους της καθαρά οικονομικής πλευράς3, η οποία αποτελεί πάντοτε το ρεαλιστικό υπόστρωμα οποιουδήποτε ιστορικού συμπεράσματος σχετικά με την κοινωνία της
1. Το έργο συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και Εθνικούς Πόρους (ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ) ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ II. 2. Βλ. τον Πίνακα 1. 3. Καθώς έχει ήδη μελετηθεί περισσότερο.
406
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
εποχής. Με απώτερο στόχο, βέβαια, την ανασύσταση της εικόνας των σχέσεων φορολογούντος Κράτους και φορολογούμενου πολίτη κατά τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες. Το συγκεκριμένο, όμως, και, ομολογουμένως, μάλλον φιλόδοξο σχέδιο, όπως πρέπει να είναι η αρχική ιδέα κάθε ερευνητικού προγράμματος, «περιορίστηκε» –με τη βυζαντινή έννοια του καθορισμού ορίων– και κατατμήθηκε σε στάδια έρευνας και δημοσιοποίησης, όπως όριζε ο φορέας της αρχικής και μόνης, έως τώρα, χρηματοδότησής του, μετά την ένταξη της αντίστοιχης πρότασης στο ευρύτερο Πρόγραμμα ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΙΙ, στα μέσα του 2005. Κατά τον προγραμματισμό εργασίας4, λοιπόν, η αυτονόητα απα ραίτητη διερεύνηση των βυζαντινών πηγών, από τα μέσα του 13ου έως τα μέσα του 15ου αιώνα, άρχισε αμέσως και έχει τελειώσει τυπικά –αλλά και πραγματικά, όσον αφορά τις κυριότερες πηγές5. Εξακολουθούν, όμως, να προστίθενται στον κύριο όγκο των λέξεων, φράσεων και μεγαλύτερων χωρίων, που έχουν ήδη συγκεντρωθεί, δευτερεύοντα στοιχεία ή χωρία που αρχικά δεν αξιολογήθηκαν ως ενδιαφέροντα. Προσθέτω, αν και νομίζω ότι είναι ευνόητο για γνώστες του θέματος, ότι τα πολυπληθέστερα και εγκυρότερα άμεσα δεδομένα μας προέρχονται από τα κρατικά –και, δευτερευόντως, τα ιδιωτικά– έγγραφα της εποχής, τα οποία όλοι γνωρίζουμε ότι κατ’ εξοχήν διασώζονται στα γνωστά μοναστηριακά αρχεία6. Στα έγγραφα αυτά –στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα ανάλογα των Σέρβων ηγεμόνων7–, αν και απολύονται, συνήθως, για να 4. Βλ. τα Στάδια Εργασίας στον Πίνακα 2. 5. Βλ. τον Ενδεικτικό Κατάλογο Πηγών (Πίνακας 3). 6. Μεταξύ αυτών, τα δημοσιευμένα σε σύγχρονες διπλωματικές εκδόσεις αρχεία των μονών του Αγ. Όρους και της Πάτμου ή σε παλαιότερες, ακόμη, των μονών των Μετεώρων και της μικρασιατικής των Λέμβων (πρβλ. Πίνακα 3). 7. Είναι γνωστή η βυζαντινότροπη μορφή και το κατά τα βυζαντινά πρότυπα περιεχόμενο των εγγράφων τους, που αφορούσαν παραχωρήσεις επί κατακτημένου βυζαντινού χώρου, ιδιαίτερα εκείνων του κράλη Σερβίας και, κατόπιν, αυτοκράτορα Ρωμαίων και Σέρβων Στεφάνου Dušan. Βλ. την συγκεντρωτική παλαιότερη έκδοση των εγγράφων αυτών από τους A. SOLOVIEV - V. MOŠIN, Grčke povelije srpskih vladara / Diplomata graeca regum et imperatorum Serviae, Beograd 1936, και όσα μεμονωμένα επανεκδίδονται στις σύγχρονες εκδόσεις των Αθωνικών, κυρίως, εγγράφων. πρβλ. και Τ. ΜΑΝΙΑΤΗ-ΚΟΚΚΙΝΗ, Προνομιακές παραχωρήσεις του ... Στέφανου Dušan... (στον Πίνακα 8).
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
407
παραχωρήσουν την πολυπόθητη φοροαπαλλαγή σε ένα μοναστήρι ή ένα ιδιώτη, απαριθμούνται υποχρεωτικά πολλοί από τους εν ισχύι ή και εν υπνώσει φόρους, καθώς δηλώνεται με σαφήνεια ότι παρέχεται ἐξκουσσεία (δηλαδή εξαίρεση) από αυτούς και μόνον ή, αντιθέτως, ότι ορισμένοι ειδικά εξαιρούνται της θεωρητικά γενικής ἐξκουσσείας8. Συχνά, όμως, οι έμμεσες για το θέμα μας μαρτυρίες, δηλαδή οι ουσιαστικά «φιλτραρισμένες» από τη δεδομένη προσωπική οπτική παρατηρήσεις των ιστορικών, των συγγραφέων λόγων ή των επιστολογράφων, είναι δυνατόν να αποδειχθούν ιδιαίτερα χρήσιμες, ενώ, σε κάθε περίπτωση, αποτελούν τη ζητούμενη σύγχρονη μαρτυρία για κοινωνική επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία των κρατικών ενεργειών και, γενικότερα, τον αντίκτυπο ενός φορολογικού μέτρου. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, πληροφορούμαστε περισσότερες λεπτομέρειες από το ιστορικό έργο για ένα έκτακτο, κυρίως, φόρο, του οποίου η επιβολή εντάσσεται μέσα στο γίγνεσθαι της εποχής και προκαλεί στον ιστορικό αισθήματα αγανάκτησης ή, έστω, συμπαράταξης με τις φορολογούμενες κοινωνικές ομάδες, ενώ του παρέχει την αφορμή για περιγραφή των συνθηκών που κατέστησαν απαραίτητη την επιβολή της συγκεκριμένης επιβάρυνσης9. Βεβαίως, οι δυσκολίες πλήρους εκμετάλλευσης των δεδομένων των πηγών είναι γνωστές στο χώρο μας, αλλά θα τολμούσα να πω ότι αυξάνουν, όταν νέοι Συνάδελφοι αναζητούν και εντοπίζουν σε πληθώρα πηγών πληροφορίες –που εκ πρώτης όψεως, μόνον, θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαφείς και απλές10– σχετικά με ονόματα φόρων και την
8. Βλ. το έγγραφο του Πίνακα 4 υπέρ της μονής Εσφιγμένου, το οποίο, όμως, ανήκε στο αρχείο της μονής του Αγ. Παύλου και θεωρήθηκε, αρχικά, ότι την αφορούσε. Actes d’Esphigménou, έκδ. J. LEFORT, [Archives de l’Athos VI] Paris 1973, σ. 183. 9. Ενδεικτικό και ενδιαφέρον παράδειγμα από τον Παχυμέρη, ο οποίος αναφέρεται στο σιτόκριθον και το ιστορικό της επιβολής του στους γεωργούς των δυτικών βυζαντινών περιοχών, το 1304 (Πίνακας 5). 10. Επιλεκτικά παρατίθεται στον Πίνακα 6 χωρίο από ένα ιδιωτικό έγγραφο της ίδιας χρονολογίας με την προηγούμενη μαρτυρία (υποσημ. 9), στο οποίο, αν και η ορολογία είναι παρόμοια με εκείνη των κρατικών εγγράφων φοροαπαλλαγής, το θέμα είναι διαφορετικό: ένας ιδιώτης κύριος γης αποδεσμεύει ένα άλλο ιδιώτη από την καταβολή ενοικίου. Actes de Chilandar I: Des origines à 1319, έκδ. Mirjana ŽIVOJINOVIĆ, Vassiliki KRAVARI, Chr. GIROS, [Archives de l’Athos XX] Paris 1998, αρ. 22, όπου βλ. στον στ. 3, κυρίως.
408
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
καταβολή τους ή μη, αυτοκράτορες και αρμοδίους κρατικούς υπαλλήλους, φορολογούμενους και προνομιούχους υπηκόους Βυζαντινούς ή «ξένους»11. Αξιοσημείωτη είναι και η συχνή διαπίστωση ότι όσο περισσότερα «εύκολα» και προφανή στοιχεία συλλέγονται και καταγράφονται τόσο εμφανέστερη γίνεται η δυσκολία κατανόησης, όχι μόνον της όλης εικόνας αλλά και των λεπτομερειών που την συνθέτουν. Έτσι, τεχνικοί όροι αμφίσημοι ή διπλώνυμοι ή και δυσνόητοι, φορολογικά βάρη ασαφούς περιεχομένου, μνείες φορολογικών προνομίων με συγκεχυμένα όρια ή προνομίων με ασαφή έως αμφίβολη φορολογική έννοια, επαναλήψεις δικαιωμάτων με διαφορετική φρασεολογία μέσα σε μακροσκελή έγγραφα, απόλυση δεύτερου και τρίτου εγγράφου για τα ίδια φορολογικά προνόμια, που φαίνονται όμως διαφοροποιημένα από το ένα έγγραφο στο άλλο, κάποιες πηγές σε πολύ παλαιές εκδόσεις, ακόμη, οι οποίες δεν παρέχουν την βεβαιότητα ορθής παράδοσης του κειμένου και, κυρίως, των επίμαχων λέξεων –και αρκετά άλλα παρεμφερή ζητήματα– εντάσσονται στα προβλήματα ορολογίας που έχουν επίπτωση στην καταγραφή και ερμηνεία των συλλεγόμενων στοιχείων12. Αρωγός, αλλά όχι επαρκής, στα προβλήματα αυτά η σύγχρονη βιβλιογραφία, μελέτες αρκετές για την εποχή που μας ενδιαφέρει και πολύ περισσότερες για τις προηγούμενες περιόδους, εξειδικευμένα έργα ή άλλα ασχολούμενα, γενικότερα, με την οικονομία και κοινωνία13. Η συγκέντρωση και η μελέτη τους –που βέβαια άρχισε συγχρόνως με τη διερεύνηση των πηγών και συνεχίζεται παραλλήλως– παρέχει οπωσδήποτε, αφ’ ενός, τις απαραίτητες γνώσεις για τη φορολογική πραγματικότητα έως τις αρχές των παλαιολογείων χρόνων, χρήσιμες για σύγκριση με τα δεδομένα της υπό εξέταση περιόδου, και, αφ’ ετέ11. Τη μεταξύ τους ταύτιση ως προς τις φοροαπαλλαγές (και άλλες κρατικές παροχές) έχω ήδη υποστηρίξει· Τ. Mανιατη-Kοκκινη, Αυτοκρατορικές και ηγεμονικές δωρεές προς ξένους και από ξένους στο βυζαντινό χώρο (12ος-15ος αι.), [Το Βυζάντιο και οι ξένοι 5, Ίδρυμα ΓουλανδρήΧορν] Αθήνα 2002. 12. Ένα χωρίο από κοινού τύπου αυτοκρατορικό έγγραφο με μνεία οικονομικών υπαλλήλων και, μάλλον ασαφούς, «γενικής» φοροαπαλλαγής, στο δεύτερο τμήμα του, βλ. στον Πίνακα 7. Το πρώτο τμήμα του χωρίου αναφέρεται στο αὐτοδέσποτον της μονής (βλ. Actes de Chilandar I, ό.π., αρ. 10.13, και πρβλ. τον στ. 4). 13. Επιλογή από χαρακτηριστικές συμβολές συγχρόνων βυζαντινολόγων βλ. στον Πίνακα 8.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
409
ρου, αποτελεί τη βάση επίλυσης προβλημάτων, όταν πρόκειται για πηγές και φορολογικά στοιχεία που έχουν ήδη μελετηθεί, ή, στην αντίθετη περίπτωση, παρέχει τη δυνατότητα εντοπισμού των ελλείψεων, των παραλείψεων και των άλυτων ή δυσεπίλυτων προβλημάτων. Η ομάδα μας, που συγκροτήθηκε εξ ορισμού από διαφόρων κατηγοριών μέλη, αποτελείται από14: 1ον. Τέσσερις καθηγητές των Πανεπιστημίων Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Sorbonne και Northumbria (στ. β), η ουσιαστική συνεργασία με τους οποίους και, ειδικότερα, η ανταλλαγή απόψεων –αλλά και η πιθανή εποικοδομητική διαφωνία– προγραμματίζεται μελλοντικά σε μια συνάντηση εργασίας, όταν ολοκληρωθούν τα προγραμματισμένα στάδια επεξεργασίας του πηγαίου, κυρίως, υλικού, ή και σε ένα επιστημονικό συμπόσιο ευρύτερης συμμετοχής. 2ον. Νέες ερευνήτριες και νέους ερευνητές της Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, οι τρεις πρώτοι από τους οποίους θα συμμετέχουν μέχρι την τυπική λήξη του προγράμματος τον Δεκέμβριο, αλλά, όπως ελπίζω, και κατόπιν: μια νέα διδάκτορα, που ανέλαβε να δαμάσει και κατηγοριοποιήσει τα δεδομένα των πηγών, καθώς ασχολείται γενικότερα με παρόμοια θέματα της ίδιας περιόδου –όπως φαίνεται και από την ανακοίνωσή της15, η οποία αποτελεί τη δεύτερη συμβολή μας στο πλαίσιο δημοσιοποίησης πορισμάτων του προγράμματος (στ. γ1)· μια υποψήφια διδάκτορα, που ασχολείται, αντιστοίχως, με τα δεδομένα της σύγχρονης βιβλιογραφίας αλλά και την επεξεργασία πηγαίου υλικού σε τρίτο στάδιο (στ. γ2)· ένα κάτοχο πρώτου μεταπτυχιακού τίτλου, που εργάζεται στον κατ’ αρχήν εντοπισμό και τη συγκέντρωση πηγαίου υλικού, όπως και μία μεταπτυχιακή φοιτήτρια, που συνέβαλε με τον ίδιο τρόπο στη μελέτη των πηγών, μέχρι τα τέλη του 2006 (στ. δ1,2)· και, τέλος, μια υποψήφια διδάκτορα (στ. δ3), της οποίας η ολιγόμηνη συμμετοχή αξιοποιήθηκε και με την μετάφραση μελετών Ρώσων συναδέλφων, που, ως γνωστόν, έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με θέματα φορολογίας-φοροαπαλλαγής.
14. Στον Πίνακα 9 τα μέλη διακρίνονται σε ομάδες (στήλες α-ε), αναλόγως της ακαδημαϊκής θέσης και του βαθμού της συμμετοχής τους στο Πρόγραμμα, ενώ εδώ διακρίνω τέσσερις κατηγορίες αναφέροντας την ουσιαστική ερευνητική συμβολή των ίδιων προσώπων. 15. Βλ. στον Πίνακα 10, σειρά β.
410
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
3ον. Τέσσερις συνεργαζόμενους μεταπτυχιακούς και προπτυχιακούς φοιτητές, αφανή μέλη για τον ΠΥΘΑΓΟΡΑ, που τον τελευταίο χρόνο, όμως, έχουν προσφέρει σημαντική βοήθεια στις δύο κύριες ερευνήτριες, καταγράφοντας μακροσκελή χωρία πηγών και αποσπάσματα μελετών ή αναζητώντας στις βιβλιοθήκες συχνά δυσεύρετους τίτλους της πολύγλωσσης βιβλιογραφίας (στ. δ4-7). Ένας πέμπτος εξ ίσου αφανής και πρόθυμος αρωγός μάς συνδράμει σε τεχνικές λεπτομέρειες, όπως η σημερινή παρουσίαση (στ. ε). Και, 4ον. Φυσικά, η ομιλούσα προσπαθώ να συντονίσω το όλο έργο και να εκμεταλλευθώ τον χρόνο και τη διάθεση των νέων Συνεργατών και, μελλοντικά, την πείρα των συνεργαζόμενων Συναδέλφων (στ. α). Στο πλαίσιο της δημοσιοποίησης πορισμάτων, ως πρώτη συμβολή, εντάσσεται και η ανακοίνωσή μου στο περυσινό Διεθνές Βυζαν τινολογικό Συνέδριο, η οποία θα δημοσιευθεί σύντομα16. Καταλήγοντας, θα αναφερθώ στα συνολικά αποτελέσματα της διετούς περίπου ερευνητικής προσπάθειας και στη δημοσιοποίησή τους. Και δεν εννοώ τις επί μέρους ανακοινώσεις, όπως οι δύο που προηγήθηκαν, ή άλλες μελλοντικές δημοσιεύσεις, οι οποίες εξετάζουν μεμονωμένες πτυχές του θέματος. Ούτε, επίσης, μπορώ ακόμη να αναφερθώ στην εκτενέστερη τελική δημοσίευση, που ελπίζω να περιλαμβάνει τα ευρύτερα πορίσματα σχετικά με τη φορολογική πολιτική των Παλαιολόγων και θα έπεται, οπωσδήποτε, της εις βάθος μελέτης του συνόλου των δεδομένων. Εδώ, είμαι στην ευχάριστη για την ομάδα μας θέση να ανακοινώσω ως άμεσα πραγματοποιήσιμο στόχο μας την κατ’ αρχήν αξιοποίηση του συγκεντρωμένου υλικού για τη δημιουργία ενός corpus Πινάκων φορολογικών στοιχείων 13ου-15ου αιώνα –με βάση, πρωτίστως, τα πηγαία και, δευτερευόντως, τα βιβλιογραφικά στοιχεία–, οι οποίοι θα περιλαμβάνουν όλη τη φορολογική τεχνική ορολογία που εντοπίσθηκε και χαρακτηρίζει τον κύριο και τους δευτερεύοντες φόρους ή άλλες επιβαρύνσεις, καθώς και την επιβολή φόρου ή τις φοροαπαλλαγές. Αυτές οι καταγεγραμμένες σε εύχρηστους Πίνακες μαρτυρίες θα αποδεικνύουν ότι Παλαιολόγοι αυτοκράτορες, αλλά και Σέρβοι ηγεμόνες, παρεχώρησαν το προνόμιο της φοροαπαλλαγής σε εκατοντά16. Βλ. στον Πίνακα 10, σειρά α.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
411
δες περιπτώσεις, γνωστές ή λανθάνουσες17, στις οποίες εμφανίζονται περισσότεροι από 70 φόροι και επιβαρύνσεις, με δεκάδες εκφράσεις, λεκτικούς τύπους, άπαξ λεγόμενα κ.ά. ενδιαφέροντα στοιχεία18. Νέες προσθήκες στις γνώσεις μας θα υπάρξουν, με την επισήμανση όχι τόσο όρων εντελώς αγνώστων, όσο ουσιαστικών διαφορών ορολογίας, και, οπωσδήποτε, θα υπάρξει επίγνωση του εύρους της ποικιλίας, της συχνότητας εμφάνισης ή και του λόγου παρουσίας συγ κεκριμένων όρων σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Με γνώμονα αυτά τα ζητούμενα, θεωρείται απαραίτητο να συσχετισθούν οι πολυάριθμοι αυτοί όροι με στοιχεία χρονολογικά, γεωγραφικά, προσωπογραφικά ή, έστω, ταυτότητας των δικαιούχων, ώστε να προβληθεί η ορολογία ενταγμένη στο πλαίσιο της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας, όταν υπάρχουν, βέβαια, τα ανάλογα δεδομένα19. Θα ήθελα ιδιαιτέρως να τονίσω πόσο σημαντική θεωρώ την τελευταία παράμετρο, διότι δεν πιστεύω στη δυνατότητα και, εν τέλει, στη χρησιμότητα της μελέτης τεχνοκρατικών στοιχείων, όπως είναι οι φορολογικές και φοροτεχνικές λεπτομέρειες, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι ιστορικές συνθήκες, μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε και λειτούργησε ένα δημοσιονομικό σύστημα. Και, ειδικότερα, χωρίς να εμπλουτίζεται η γνώση μας γύρω από την αμφίδρομη σχέση μεταξύ αυτού του συστήματος, ή, γενικά, της οικονομίας σε τόπο και χρόνο, αφ’ ενός, και, αφ’ ετέρου, της κοινωνικής πραγματικότητας που τα περιέβαλλε και επηρεάσθηκε από την εφαρμογή των συγκεκριμένων δημοσιονομικών μέτρων αλλά και της ευρύτερης οικονομικής πολιτικής. Στα χωρία εγγράφων (Πίνακες 4, 6, 7 και 12) τηρήθηκε η ορθογραφία των πρωτοτύπων, κατά τις αντίστοιχες (διπλωματικές) εκδόσεις. 17. Εννοούνται ως γνωστές οι περιπτώσεις για τις οποίες διασώζεται έγγραφο ή περιγραφή παραχώρησης του προνομίου, ενώ ως λανθάνουσες εκείνες για τις οποίες γνωρίζουμε ή εικάζουμε στοιχεία με βάση τις απλές μνείες στα σωζόμενα έγγραφα, ή σε άλλες πηγές, εγγράφων απολεσθέντων και προγενέστερων προνομίων. 18. Ελάχιστο δείγμα ο Πίνακας 11, που αντιστοιχεί σε αποσπασματικά στοιχεία του εκτενούς πίνακα φόρων του corpus, όπως δηλώνει ο τίτλος του. Οι εκδόσεις των εγγράφων σημειώνον ται σε βραχυγραφία για οικονομία χώρου (πρβλ. ορισμένες στον Πίνακα 3). 19. Ομοίως ελάχιστο δείγμα του εκτενέστερου από τους πίνακες του corpus και ο Πίνακας 12, που περιλαμβάνει στοιχεία αντιπροσωπευτικά των τριών αιώνων αλλά και τριών διαφορετικών περιπτώσεων, ως προς τον τύπο του εγγράφου, τον δικαιούχο και τον λόγο παραχώρησης φοροαπαλλαγής.
412
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
413
Πίνακας 3
Πίνακας 4
414
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Πίνακας 5
Πίνακας 6
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
415
Πίνακας 7
Πίνακας 8
416
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
417
418
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Μουστάκας Κωνσταντίνος
«Οικισμοί, πληθυσμός και οικονομία στον ελληνικό χώρο, 13ος - 16ος αι.». Ερευνητικό πρόγραμμα του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών / ΙΤΕ Οι απαρχές του ερευνητικού προγράμματος που παρουσιάζουμε ανάγονται στο Σεπτέμβριο του 2004, όταν ο τότε διευθυντής, καθηγητής Αθανάσιος Καλπαξής, και η επιστημονική επιτροπή του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας απο δέχτηκαν πρόταση του εισηγητή της παρούσης για τη διεξαγωγή του προγράμματος «Ανθρωπωνύμια του ελληνικού χώρου, 13ος – 16ος αιώνας» και το ενέταξαν στις δραστηριότητες που υποστηρίζονται από το Ινστιτούτο. Ο τίτλος που φέρει σήμερα και οι θεματικές που θεραπεύει καθορίστηκαν στις αρχές του 2007. Ουσιαστικά πρόκειται για συνέχεια και διεύρυνση του αρχικού προγράμματος. Το πρόγραμμα αυτό συνιστά ένα εκ των δύο προγραμμάτων βυζαντινολογικού εν διαφέροντος που διεξάγονται εντός του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών και εκτελείται με επιστημονικό υπεύθυνο τον ομιλούντα, ως άμισθο επιστημονικό συνεργάτη του Ινστιτούτου, και με τη βοήθεια ενός μεταπτυχιακού φοιτητή του ΜΠΣ «Βυζαντινές Σπουδές» του Πανεπιστημίου Κρήτης που λαμβάνει ανταποδοτική υποτροφία από το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών. Η γνώση μας για την «εσωτερική ιστορία» ιστορικών οντο τήτων, όπως το ύστερο Βυζάντιο και η πρώιμη οθωμανική περίοδος, υπολείπεται ακόμη από το να θεωρηθεί επαρκής, αφού οι κοινωνικές πραγματικότητες που υφίσταντο στις επιμερους περιοχές του ελλαδικού χώρου κατά τις περιόδους αυτές είναι αποσπασματικά μόνο γνωστές ή και εν πολλοίς άγνωστες. Η τελευταία διαπίστωση εξακολουθεί να αφορά και το γενικό επίπεδο, παρά την εντυπωσιακή πρόοδο που έχει σημειωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σε ό,τι αφορά όμως στο επιμέρους και το ειδικό, η ιστορία της μεσαιωνικής και της πρώιμης νεότερης εποχής εξακολουθεί να αποτελεί εν πολλοίς terra incognita. Το παρόν ερευνητικό πρόγραμμα φιλοδοξεί να αποκαταστήσει αυτή την
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
419
αποσπασματική εικόνα παρέχοντας με ευσύνοπτο και συγκεντρωτικό τρόπο όλη την ιστορική πληροφόρηση που μπορεί να συγκεντρωθεί από δημοσιευμένες και αδημοσίευτες πηγές, την υφιστάμενη βιβλιογραφία και τα αρχαιολογικά τεκμήρια για κάθε μείζονα επιμέρους περιοχή του ελλαδικού χώρου. Τα ερευνητικά ζητούμενα του προγράμματος περιλαμβάνουν θεματικές όπως η τοπογραφία και το οικιστικό πλέγμα, το μέγεθος, η κατανομή και η σύνθεση του πληθυσμού, ενότητα που συμπεριλαμβάνει την προσωπογραφία και τα ανθρωπωνύμια, καθώς και οι οικονομικοί προσανατολισμοί του, που συνιστούν καίριες πα ραμέτρους για την ιστορική προσέγγιση και αποκατάσταση των κοι νωνικών πραγματικοτήτων της εποχής. Επιδιώκεται η συγκρότηση των ερευνητικών δεδομένων σε ηλεκτρονικό αρχείο που θα τα εκθέτει ευσύνοπτα και κατά το δυνατόν περιεκτικότερα, με κριτήριο αναφοράς αφενός την μείζονα περιοχή (π.χ. Θεσσαλία, Πελοπόννησος, Εύβοια κλπ.), αφετέρου τον κάθε οικισμό. Το αρχείο αυτό ουσιαστικά συνιστά μία βάση δεδομένων πολλαπλών και συνδεδεμένων πεδίων που συγκροτούνται στη βάση διαφορετικών κριτηρίων, όπως οικισμοί, οικονομικές εκμεταλλεύσεις (π.χ. μύλοι, μεταλλεία, ψαρότοποι κλπ.), μνημεία και άλλα κτηριακά κατάλοιπα, προσωπογραφία, ανθρωπωνύμια. Οι παραπάνω θεματικοί προσανατολισμοί βασίζονται στη δυνα μική που μπορεί να αναπτυχθεί από τις δυνατότητες στενής συνεργασίας και ουσιαστικής αξιοποίησης των εφαρμογών που έχουν αναπτύξει άλλοι κλάδοι του ΙΜΣ, όπως τα γεωγραφικά πληροφορικά συστήματα. Αποστολή και στόχος του προγράμματος δεν είναι μόνο η συγκρότηση της βάσης δεδομένων που περιγράφεται παραπάνω, και την οποία θα διαχείριζεται το ΙΜΣ με την προοπτική της αξιοποίησής της από την ερευνητική κοινότητα, αλλά και η συγγραφή σχετικών μελετών από τον επιστημονικό υπεύθυνο και τους συνεργάτες του. Το παραπάνω περιγραφόμενο πρόγραμμα είναι μακράς πνοής και προοπτικής σε ό,τι αφορά την ολοκλήρωση των καταχωρήσεων για το σύνολο του ελλαδικού χώρου, άρα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο κλιμακωτά. Το άνοιγμα της βάσης δεδομένων στους ενδια φερόμενους μπορεί να ξεκινήσει, όταν ολοκληρωθεί η συγκρότησή της σε σχέση με μία ή περισσότερες μείζονες περιφέρειες. Αυτό προϋποθέτει τη συγκέντρωση και καταχώρηση επαρκούς πληροφοριακού υλικού, αν
420
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
και κάθε ενότητα της βάσης δεδομένων μπορεί να ανατροφοδοτείται και να ενημερώνεται συνεχώς με νέα στοιχεία μετά την βασική ολοκλή ρωση και το άνοιγμά της. Επί του παρόντος αντικείμενο της έρευνας αποτελούν δύο επιμέρους περιοχές, η Θεσσαλία και η ανατολική Μακεδονία. Για την άντληση των πληροφοριών και των δεδομένων που αξιοποιούμε χρησιμοποιείται συνδυαστικά το σύνολο των πηγών της εποχής: αφηγηματικές, βυζαντινά έγγραφα κάθε τύπου, καθώς και ελληνόγλωσσα έγγραφα μεταβυζαντινής εποχής (ιδιαίτερη αξία έχουν οι μοναστηριακές προθέσεις), υλικά κατάλοιπα (μνημεία, αρχαιολογικά ευρήματα). Πολύτιμη και πλουσιότατη σε όγκο πληροφοριών πηγή αποτελούν τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι αδημοσίευτα και απόκεινται σε αρχεία της γείτονος. Στην παρούσα φάση εξέλιξης του προγράμματος αξιοποιείται το κατάστιχο Başbakanlık Arşivleri / MM 10 του έτους 1454/55 (859 Εγίρας), παλαιότερο σωζόμενο κατάστιχο για την περιοχή της Θεσσαλίας, που καλύπτει το δυτικό και το βορειο-ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Το κατάστιχο έχει εκδοθεί μερικώς από τους Melek Delilbaşı και Müzaffer Arıkan ως Hicrî 859 Tarihli Süret-i Defter-i Sancak-ı Tırhala, Άγκυρα: Türk Tarih Kurumu, 2001. Πέραν της καταχώρισης των δεδομένων που έχουν εκδώσει οι παραπάνω, στα πλαίσια του προγράμματος πρα γματοποιείται και η έκδοση των τμημάτων που έχουν μείνει ανέκδοτα. Σε επόμενη φάση θα αξιοποιηθεί και το μεταγενέστερο κατάστιχο Başbakanlık Arşivleri / TT 36 (του έτους 1506) που είναι τελείως ανέκδοτο και καλύπτει ακόμη μεγαλύτερη έκταση του θεσσαλικού χώρου. Στα κατάστιχα αυτά που καλύπτουν εκτεταμένες περιοχές οι πόλεις και τα χωριά καταγράφονται με βάση τη φορολογική υπαγωγή τους, δηλαδή το τιμάριο στο οποίο εντάσσονται. Η καταχώριση του κάθε χωριού περιλαμβάνει: i) ονομαστική καταγραφή των υπόχρεων φόρου κατοίκων, δηλαδή των επικεφαλής των νοικοκυριών (άνδρες και χήρες) και των οικονομικά αυτόνομων άγαμων, ii) το ποσό του φόρου που αντιστοιχεί στα διάφορα παραγόμενα προϊόντα (π.χ. σιτάρι, κριθάρι, βαμβάκι, μετάξι κ.ο.κ.) και σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες (π.χ. εκτροφή προβάτων, χοίρων, δικαιώματα βοσκής, φορολόγηση λειτουργίας μύλων κ.ο.κ.). Τα χρήσιμα στην ιστορική έρευνα στοιχεία που έρχονται στην επιφάνεια μέσα από τις συγκεκριμένες πηγές είναι
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
421
πολλά και μπορούν γενικά να συνοψιστούν στα παρακάτω σημεία: πλήρης αποτύπωση του οικιστικού πλέγματος της περιοχής μέσα από τον αριθμό καταγραμμένων προσώπων είναι δυνατή μία εκ τίμηση του συνολικού πληθυσμιακού μεγέθους ανά οικισμό αλλά και στο σύνολο της περιοχής (π.χ. παρατιθέμενος αριθμός 250 αρχηγών νοικοκυριών παραπέμπει σε συνολικό πληθυσμό χιλίων περίπου ατόμων) μέσα από την αναφορά στα φορολογητέα προϊόντα και στο αντίστοιχο φορολογικό εισόδημα αποκαλύπτεται η οικονομική κατάσταση του κάθε χωριού, αλλά και όλης της περιοχής, στοιχείο που μπορεί να συνδεθεί και με τη μελέτη του πληθυσμού, αφού τεκμαίρονται οι προϋποθέσεις πληθυσμιακής ευρωστίας ή η απουσία τους η καταγραφή ανθρωπωνυμίων επιτρέπει τη στροφή της έρευνας και σε προσωπογραφικές κατευθύνσεις, αλλά και την προσέγγιση δημογραφικών ζητημάτων όπως μετανάστευση, εθνολογική σύνθεση κ.ά. Η χρησιμότητα μίας πρώιμης οθωμανικής πηγής στη μελέτη ζητημάτων όχι μόνο συγχρονικών αλλά και της ύστερης βυζαντινής περιόδου είναι κατά περιπτώσεις πολύ σημαντική, ιδίως όταν πρόκειται για την ιστορική διερεύνηση μίας επιμέρους περιοχής του βυζαντινού χώρου, για την οποία οι πληροφορίες από βυζαντινές πηγές δεν είναι πολύ πλούσιες. Η χρήση τους αποσκοπεί είτε στην παρακολούθηση ιστορικών εξελίξεων μετά την οθωμανική κατάκτηση, είτε στην αποκατάσταση όψεων της ιστορικής πραγματικότητας κατά την πριν την κατάκτηση εποχή. Μία τέτοιου τύπου πηγή λόγω και της εγγύτητάς της στο χρόνο της κατάκτησης αποκαλύπτει προϋπάρχουσες ιστορικές πραγματικότητες, π.χ. σε επίπεδο κατανομής του πληθυσμού στο χώρο, οικιστικού πλέγματος, σύνθεσης του πληθυσμού, οικονομικών δραστηριοτήτων κλπ.
422
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ταξιάρχης Κόλιας, Ευστρατία Συγκέλλου
Ο άνθρωπος και τα ζώα στον βυζαντινό κόσμο Η μελέτη των ζώων και της σχέσης τους με τον άνθρωπο εντάσσεται στο ευρύτερο ενδιαφέρον για τη διερεύνηση του καθημερινού βίου και του υλικού πολιτισμού του ανθρώπου κατά το παρελθόν. Είναι γεγονός ότι η σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον στον βυζαντινό κόσμο και κυρίως ο ρόλος των ζώων σε διάφορους τομείς του βυζαντινού πολιτισμού δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς. Αντίθετα, ο άνθρωπος στη μεσαιωνική Δύση έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον. Θέτοντας, λοιπόν, τα ζώα στο επίκεντρο της έρευνας και μελετώντας τη σχέση του ανθρώπου με τον φυσικό του περίγυρο, είναι δυνατό να διεισδύσουμε στο υλικό, πνευματικό και πολιτιστικό υπόβαθρο του homo byzantinus και να συνεισφέρουμε περαιτέρω στην επέκταση των γνώσεων για τον βυζαντινό πολιτισμό. Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Βυζαν τινής Φιλολογίας και Λαογραφίας) πραγματοποιήθηκε το ερευνητικό πρόγραμμα με τίτλο: «Ο άνθρωπος και τα ζώα στο Βυζάντιο (8ος-11ος αι.): Καθημερινή ζωή – Υλικός πολιτισμός – Κοινωνία/Οικονομία». Το συγκεκριμένο πρόγραμμα υπήρξε υποέργο του ευρύτερου προγράμματος Πυθαγόρας ΙΙ και διήρκεσε δύο περίπου έτη (16 Απριλίου 2005 έως 30 Ιουνίου 2007). Οι ερευνητικές δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του συγκεκριμένου προγράμματος περιέλαβαν την οργάνωση βάσης δεδομένων, τον εντοπισμό και την αποδελτίωση πηγών και δευτερεύουσας βιβλιογραφίας, τον εμπλουτισμό του υλικού της βάσης, καθώς και ορισμένες δημοσιεύσεις και ανακοινώσεις σε επιστημονικά συνέδρια1. 1. Στην ερευνητική ομάδα συμμετείχαν επίσης οι εξής: Α. Σινάκος, δρ.φ., Σ. Γυφτοπούλου, ιστορικός, Μ. Χρόνη-Βακαλοπούλου, φιλόλογος, Η. Hãssan, φιλόλογος και A. Babuin, ιστορικός. Την οργάνωση της βάσης δεδομένων ανέλαβε η υπεύθυνη του Εργαστηρίου Πληροφορικής του τμήματος Φιλολογίας, κ. Α. Χριστοπούλου. Συνεργάτες του προγράμματος ήταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιέννης κ. E. Kislinger και η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Τ. Μανιάτη-Κοκκίνη.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
423
Ο ρόλος των ζώων στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του ανθρώπου και ειδικότερα τα ζώα σε σχέση με την καθημερινή ζωή, τις λαϊκές αντιλήψεις, τη διατροφή, την ιατρική, την οικονομία, το εμπόριο, τη γεωργία και τις πολιτικές και στρατιωτικές δομές αποτέλεσαν τις βασικές παραμέτρους της συγκεκριμένης έρευνας, ώστε να αναδειχθεί η σημασία τους στον ανθρώπινο βίο. Οι επιστημονικές δημοσιεύσεις και η βάση δεδομένων, ως καρποί του συγκεκριμένου προγράμματος, είναι δυνατό να αξιοποιηθούν στο μέλλον για την περαιτέρω διερεύνηση της σχέσης του ανθρώπου με τα ζώα και το φυσικό περιβάλλον στο Βυζάντιο. Είναι γεγονός ότι η σύγχρονη εποχή της τεχνολογικής ανάπτυξης προσφέρει σημαντικά εργαλεία για την έρευνα στον τομέα των ανθρωπιστικών σπουδών. Η ανάπτυξη εφαρμογών, όπως είναι οι βάσεις δεδομένων, αποτελεί το κύριο μέσο συγκέντρωσης, καταχώρισης, οργάνωσης και διάδοσης της πληροφορίας2. Κατά αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται τόσο η συλλογική αποτύπωση της γνώσης, όσο και η διάδοση των πολιτισμικών αγαθών. Οι ηλεκτρονικές και οι ψηφιακές βάσεις δεδομένων ιστορικού και πολιτιστικού περιεχομένου αποτελούν αποδοτικές τεχνικές τεκμηρίωσης, σύμφωνα με τη σύγχρονη τεχνολογία και τις απαιτήσεις της έρευνας. Η βάση δεδομένων, που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος, φιλοξενεί το ηλεκτρονικά καταχωρισμένο υλικό και το αποτέλεσμα της τεκμηρίωσής του. Για την ανάπτυξη της εφαρμογής χρησιμοποιήθηκε το δημοφιλές πρόγραμμα διαχείρισης σχεσιακών βάσεων δεδομένων Access 2000, το οποίο επιτρέπει την ταυτόχρονη εισαγωγή δεδομένων από πολλούς απομακρυσμένους χρήστες. Όσον αφορά στα τεχνολογικά χαρακτηριστικά της, αξίζει να αναφερθούν συνοπτικά η ευκολία διαχείρισης και αναπροσαρμογής των δεδομένων, οι δυνατότητες δημιουργίας αντιγράφων ασφαλείας (online backup) και ανάκτησης δεδομένων (recovery), η διαπίστευση χρηστών με τη χρήση ονόματος χρήστη (username) και κωδικού πρόσβασης (password), η ευκολία αναβάθμισης, η δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης των δεδο-
2. Η ανάπτυξη υπολογιστικών εφαρμογών περιλαμβάνει τον σχεδιασμό των σχημάτων των βάσεων δεδομένων, καθώς και τον σχεδιασμό και την περιγραφή της δομής και της μορφής τους.
424
Εικόνα 1
Εικόνα 2
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
425
μένων σε περίπτωση αλλαγής της τάξης μεγέθους αυτών και η δυνατότητα μετατροπής της εφαρμογής για τη δημοσίευσή της στο διαδίκτυο (εικ. 1, 2). Η ανάπτυξη της συγκεκριμένης εφαρμογής έγινε με τη γνωστή ως bottom-up (από κάτω προς τα πάνω) μέθοδο, σύμφωνα με την οποία η δομή της βάσης δεν είναι προκαθορισμένη, αλλά οικοδομείται σε σχέση με τον θεματικό άξονα, τους στόχους της έρευνας και τα μέσα διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Χρειάστηκε, λοιπόν, αρχικά να προσδιορισθούν με επιμεριστικό, αλλά σαφή τρόπο τρία βασικά στοιχεία: α) το ακριβές αντικείμενο της έρευνας, δηλαδή η λέξη-όρος που δηλώνει το ζώο, β) ο χώρος άντλησης και αναζήτησης των πληροφοριών, δηλαδή οι πηγές και γ) τα θεματικά πεδία, από τα οποία προκύπτουν τόσο συγκεκριμένες, όσο και συναφείς με το αντικείμενο της έρευνας πληροφορίες. Κάθε δελτίο (εγγραφή) προκύπτει από τη συγκεκριμένη εμφάνιση ενός ζώου σε μια πηγή προέλευσης. Αυτά τα δύο, εξυπηρετούν τη βασική οργάνωση των πληροφοριών της βάσης και συσχετίζονται με πολλαπλές παραπομπές και λέξεις κλειδιά, τα οποία συσχετίζονται με τη σειρά τους με θεματικές κατηγορίες και αυτές, με ειδικές θεματικές κατηγορίες (εικ. 3).
Εικόνα 3
426
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Όλα τα παραπάνω στοιχεία βρίσκονται σε άμεσο συσχετισμό μεταξύ τους, οπότε η αποδελτίωση των πηγών δεν αποτελεί μηχανική αναπαράσταση των πληροφοριών τους, αλλά μηχανισμό άντλησης συνδυαζόμενων πληροφοριών και συμπερασμάτων. Έτσι, η βάση δεδομένων διαθέτει μια σειρά από λειτουργίες, όπως παρουσίαση των δεδομένων με συγκεκριμένα κριτήρια, αναζητήσεις ανά θεματική κατηγορία, εξαγωγή πληροφοριών υπό μορφή κειμένου και εξαγωγή στατιστικών αποτελεσμάτων. Περιγραφή της βάσης3 Η πρόσβαση στη βάση γίνεται μέσω του αρχείου ZoaByz.mdb για την εκτέλεση του οποίου απαιτείται η εγκατάσταση της εφαρμογής Access 2000 στον Η/Υ του χρήστη ή του ερευνητή. Η συγκεκριμένη βάση διατίθεται σε έκδοση μόνο για ανάγνωση, ώστε να αποτραπεί η τυχαία διάσπαση της εφαρμογής ή η αλλοίωση των δεδομένων από τους χρήστες. Ωστόσο, οι χρήστες έχουν πολλές δυνατότητες σχετικά με την εμφάνιση των δεδομένων και την αναζήτηση πληροφοριών, καθώς και με την εξαγωγή συγκεκριμένων πληροφοριών υπό μορφή κειμένου για περαιτέρω χρήση από τις συνήθεις εφαρμογές επεξεργασίας κειμένου. Η βάση διαθέτει κατάλογο περιεχομένων, ο οποίος περιλαμβάνει την εμφάνιση των δελτίων (εγγραφών) και καταλόγους με τα ζώα της βάσης, την αποδελτιωθείσα βιβλιογραφία (βιβλιογραφία βάσης) και την ευρύτερη βιβλιογραφία, που αφορά στο αντικείμενο της έρευνας (συναφής βιβλιογραφία) (εικ. 4). Τα δελτία (εγγραφές) της βάσης ανέρχονται στα 4.175. Κάθε δελτίο διαθέτει 14 πεδία, τα οποία παρέχουν συγκεκριμένες πληροφορίες και αποδίδουν πλήρως το περιεχόμενο της έρευνας. Έτσι, το πεδίο «ζώο» αφορά στο ζώο, όπως αυτό εμφανίζεται στις πηγές και τη βιβλιογραφία, το πεδίο «τίτλος» περιλαμβάνει τον συντομογραφημένο τίτλο της αποδελτιωθείσης βιβλιογραφίας και το πεδίο «τύπος προέλευσης» αναφέρεται στο είδος αυτής (πηγή ή δευτερεύουσα βιβλιογραφία). Μά-
3. Κατά τη διάρκεια της Συνάντησης πραγματοποιήθηκε επίδειξη της βάσης και των λειτουργιών της, οι οποίες δεν είναι δυνατό να αποτυπωθούν εικονιστικά στο παρόν κείμενο. Έτσι, οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο είναι αντιπροσωπευτικές της μορφής και των γενικών χαρακτηριστικών της βάσης δεδομένων.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
427
Εικόνα 4
λιστα έχει γίνει κωδικοποίηση των πηγών σύμφωνα με το είδος και το περιεχόμενό τους. Τα πεδία «χωρίο» και «σελίδα» δείχνουν την άμεση παραπομπή στο πρωτότυπο κείμενο. Στο πεδίο «ιστορικό γεγονός» περιλαμβάνον ται τα γεγονότα εκείνα για τα οποία γίνεται ενδεχομένως λόγος στο αποδελτιωμένο κείμενο. Το πεδίο «πληροφορίες για τα ζώα» παρέχει χαρακτηριστικά στοιχεία σχετικά με το ζώο του κάθε δελτίου, και το πεδίο «χρήση από τον άνθρωπο» προσδιορίζει τους τρόπους χρήσης και αξιοποίησης του ζώου από τον άνθρωπο. Στα πεδία «χρόνος» και «τόπος» αναγράφονται η χρονολόγηση του αποδελτιωμένου κειμένου ή του ιστορικού γεγονότος, το οποίο τυχόν αναφέρεται στο πρωτότυπο κείμενο, καθώς και ο τόπος, εφόσον αυτός αναφέρεται στο αποδελτιωμένο έργο. Το πεδίο «Σχήμα λόγου» περιλαμβάνει σχήματα λόγου, τα οποία τυχόν αναφέρονται στο πρωτότυπο κείμενο και σχετίζονται με ζώα. Στο πεδίο «πρωτότυπο» καταγράφεται η πληροφορία της πηγής, ενώ στο πεδίο «σχόλιο» παρατίθενται σχόλια του ερευνητή, που σχετίζονται με το πρωτότυπο ή το αποδελτιωμένο κείμενο εν συνόλω και
428
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
αφορούν στο ζώο του δελτίου. Στο πεδίο «πληροφορία» περιγράφεται το πρωτότυπο κείμενο και παρέχονται επιπρόσθετες πληροφορίες από το αποδελτιωμένο κείμενο. Τέλος, κάθε δελτίο (εγγραφή) συσχετίζεται με δύο πίνακες: α) τον πίνακα «παραπομπές», ο οποίος εξυπηρετεί τις σχετικές με το ζώο αναφορές στη δευτερεύουσα βιβλιογραφία και β) τον πίνακα «λέξειςκλειδιά», ο οποίος περιλαμβάνει λέξεις του πρωτοτύπου ή της ερμηνείας του, που παραπέμπουν στη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα και συγκεκριμένα στον καθημερινό βίο, την οικονομία, την κοινωνία και τον πολιτισμό. Ο δεύτερος πίνακας δεν είναι ορατός από τους χρήστες (εικ. 5).
Εικόνα 5
Για τον ερευνητή υπάρχουν τα απαραίτητα εργαλεία ενημέρωσης της βάσης και συγκεκριμένα της εισαγωγής ζώων, πηγών και δευτερεύουσας βιβλιογραφίας. Για τον έλεγχο της εργασίας της ερευνητικής ομάδας κάθε δελτίο (εγγραφή) φέρει την υπογραφή του ερευνητή (εικ. 6).
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
429
Εικόνα 6
Σημειωτέον ότι πέρα από την εμφάνιση των σχετικών δελτίων (εγγραφών) στη βάση, υπάρχει η δυνατότητα εξαγωγής των σχετικών αποσπασμάτων από τις πηγές με μορφή κειμένου, καθώς και της εκτύπωσής τους. Επιπλέον, οι χρήστες έχουν στη διάθεσή τους εργαλεία αναζήτησης κάθε ζώου ή όλων των ζώων μέσα σε συγκεκριμένη πηγή ή σε όλες τις πηγές, που έχουν τύχει επεξεργασίας. Μάλιστα είναι δυνατή η εμφάνιση των ονομάτων των ζώων όπως αναγράφονται στις πηγές και τη βιβλιογραφία, καθώς και σύμφωνα με την κοινή τους ονομασία. Καθόσον στις ηλεκτρονικές πηγές διατίθενται συνήθως εργαλεία αναζήτησης της πληροφορίας κατά θεματική κατηγορία, κάθε δελτίο (εγγραφή) της βάσης συσχετίσθηκε από τους ερευνητές με συγκεκριμένες λέξεις-κλειδιά, οι οποίες οργανώθηκαν σε 12 βασικές κατηγορίες, που περιλαμβάνουν συνολικά 33 υποκατηγορίες. Με τον τρόπο αυτό είναι εφικτή η αναζήτηση πληροφοριών με βάση κάθε θεματική κατηγορία ή κάθε υποκατηγορία της. (εικ. 7) Μια επιπλέον μορφή αναζήτησης αποτελούν τα φίλτρα, τα οποία επιτρέπουν την εξαγωγή πληροφοριών
430
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Εικόνα 7
με βάση οποιοδήποτε συνδυασμό κριτηρίων αναζήτησης. Αξίζει να αναφερθεί ότι μέσα από τις αναζητήσεις (και τα φίλτρα) προκύπτουν συγκεντρωτικά αποτελέσματα, όπως π.χ. ο αριθμός των κατηγοριών των ζώων (146), των ονομάτων με τα οποία εμφανίζονται (702) και των σχημάτων λόγου (357), τα οποία μπορούν να αναλυθούν στατιστικά, ώστε να είναι δυνατή η υπολογιστική και επιστημονική αξιοποίησή τους. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι η «bottom-up» προσέγγιση με την οποία αναπτύχθηκε η βάση, προκάλεσε συχνά ζητήματα μεθοδολογικής φύσης, τα οποία είθισται να παρουσιάζονται κατά τον συγκεκριμένο τρόπο ανάπτυξης εφαρμογών. Τα ζητήματα αυτά κατέστησαν αναγκαία τη διαρκή αναπροσαρμογή της βάσης, ώστε να δημιουργηθεί πλέον η κατάλληλη υποδομή για τη συνέχιση του εμπλουτισμού της. Οπωσδήποτε, η βάση αυτή αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο συλλογής, επεξεργασίας και διάδοσης των πληροφοριών των πηγών. Άλλωστε, υλοποιήθηκε με γνώμονα την ευελιξία διαχείρισης και καταγραφής της πληροφορίας από μέρους των ερευνητών. Ειδικότερα δόθηκε έμφαση
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
431
στην ομοιότητα του περιβάλλοντος της εφαρμογής (βάσης) με τον παραδοσιακό τρόπο συλλογής και αρχειοθέτησης της πληροφορίας στον τομέα των ανθρωπιστικών επιστημών. Τέλος, υπάρχει η προοπτική συνέχισης και διεύρυνσης του συγ κεκριμένου ερευνητικού προγράμματος. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει η βάση να βελτιωθεί και να εμπλουτισθεί με περισσότερες πηγές και δευτερεύουσα βιβλιογραφία. Θα πρέπει, επίσης, να αναπτυχθεί τόσο η συνεργασία με ιστορικούς της τέχνης, αρχαιολόγους και ζωο-αρχαιολόγους, όσο και με ερευνητές, που έχουν ασχοληθεί με την ίδια θεματική στον Δυτικό Μεσαίωνα, ώστε να προωθηθεί ουσιαστικά η μελέτη του Βυζαντινού ως μέρους του ευρύτερου Μεσαιωνικού πολιτισμού.
432
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Μαρία Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδου
Τεχνίτες και εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας στην Κρήτη κατά την υστεροβυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο (14ος-17ος αι.): Άγνωστα τεκμήρια από τα Αρχεία της Βενετίας Η παρούσα ανακοίνωση έχει σκοπό να γνωστοποιήσει στους ενδιαφερόμενους συναδέλφους τη διεξαγωγή του ερευνητικού αυτού προγράμματος, που πραγματοποιείται με τη μερική ενίσχυση της Επιτροπής Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων ΄Ερευνας) και τη συμπαράσταση του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυ ζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Το πρόγραμμα βασίζεται σε αρχειακό υλικό, αδημοσίευτο σχεδόν στο σύνολό του, συγκεντρωμένο με προσωπική έρευνα στα Κρατικά Αρχεία Βενετίας, όπου βρίσκεται διάσπαρτο σε φακέλους των σειρών του Δούκα της Κρήτης και των Νοταρίων της Κρήτης (Archivio del Duca di Candia, Notai del Regno di Candia). Τα έγγραφα που ανακαλύφθηκαν αναφέρονται σε μια σημαντική οικονομική, κοινωνική και καλλιτεχνική δραστηριότητα στην υπό βενετική διακυβέρνηση Κρήτη της υστεροβυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου (14ος-17ος αι.), ένα ακμάζον εμπορικό και πολιτισμικό κέντρο της εποχής. Μας παρέχουν πολύτιμες και άγνωστες από αλλού πληροφορίες για μια αξιοσημείωτη όψη του υλικού πολιτισμού και της τεχνολογίας των προβιομηχανικών κοινωνιών, την κατεργασία ευγενών μετάλλων και την κατασκευή και διακόσμηση αντικειμένων αργυροχρυσοχοΐας. Η αργυροχρυσοχοΐα, τόσο για εκκλησιαστική όσο και για κοσμική χρήση, έβαινε παράλληλα με άλλες μορφές τέχνης στη βενετική Κρήτη, όπως η ζωγραφική, η γλυπτική και η ξυλογλυπτική, και πιθανότατα σε αντίστοιχο καλλιτεχνικό επίπεδο. Ασφαλώς η βυζαντινή παράδοση, αλλά κυρίως οι βενετικές επιδράσεις, η εγκατάσταση ξένων τεχνιτών και τα εισηγμένα αντικείμενα είχαν επίδραση στην τοπική παραγωγή. Ο εντοπισμός όμως ολίγιστων μόνο έργων που έχουν χαρα-
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
433
κτηριστεί προϊόντα κρητικών εργαστηρίων δυσχεραίνει την εξακρίβωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών αυτής της τέχνης. Αυτός ο κλάδος της μικροτεχνίας, καθώς ασχολείται με ευγενή μέταλλα και πολύτιμους λίθους, συνήθως υποστηρίζεται από ευημερούντα κοινωνικά στρώματα. Η λειτουργία του αντανακλά τις οικονομικές δυνατότητες και τις απαιτήσεις των παραγγελιοδοτών, αλλά και την τοπική προσφορά εργασίας και τις ικανότητες των τεχνιτών. Το υλικό που μας ενδιαφέρει συναπαρτίζουν έγγραφα διαφόρων ειδών, όπως συμβόλαια παραγγελίας αργυρών σκευών και χρυσών κοσμημάτων, καταγραφές και εκτιμήσεις αγαθών, προικοσύμφωνα, διαθήκες, συμβάσεις μαθητείας, συμβόλαια συνεργασίας αργυροχρυσοχόων, μισθώσεις εργαστηρίων, διατάγματα της βενετικής διοίκησης σχετικά με τη λειτουργία των εργαστηρίων αργυροχρυσοχοΐας κ.ά. Το υλικό αυτό μάς δίνει πολύτιμες πληροφορίες για το τεχνολογικό υπόβαθρο, το κοινωνικό πλαίσιο και τις οικονομικές προϋποθέσεις της επαγγελματικής δράσης των αργυροχρυσοχόων, Ελλήνων και ξένων, που δρούσαν στην πρωτεύουσα, τον Χάνδακα, και την περιοχή του. Επίσης μάς αποκαλύπτει την κοινωνική θέση, την οικονομική κατάσταση και τις αισθητικές προτιμήσεις των παραγγελιοδοτών, Ελλήνων ή Βενετών, ευγενών ή αστών, ορθοδόξων ή καθολικών και ποικίλες άλλες λεπτομέρειες, όπως τα κράματα του μετάλλου, τις τιμές και τις διακυμάνσεις τους, την ειδική ορολογία και άλλα. Δράση αργυροχρυσοχόων στην Κρήτη μαρτυρείται από τον πρώτο αιώνα της βενετικής κατάκτησης, η πλειονότητα όμως του υλικού αφορά στους δύο τελευταίους αιώνες, τον 16ο και τον 17ο , από τους οποίους σώζονται περισσότερα έγγραφα και με λεπτομερέστερες περιγραφές, δίνοντας μια πιο πλούσια εικόνα και την ευκαιρία να θιγούν περισσότερα ζητήματα. Οι Έλληνες ή ξένοι αργυροχρυσοχόοι της εποχής ήταν τεχνίτες ή καλλιτέχνες με υψηλή επαγγελματική εξειδίκευση και κατασκεύαζαν παντοειδή κομψοτεχνήματα. Πιο κάτω αναφέρω περιληπτικά μερικά στοιχεία και συμπεράσματα που έχουν προκύψει από την επεξεργασία του υλικού της παρούσας έρευνας. Τα συμπεράσματα αυτά αφορούν αφενός στους τεχνίτες και τις συνθήκες εργασίας τους και αφετέρου στους παραγγελιοδότες και τις προτιμήσεις τους.
434
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Τεχνίτες και συνθήκες εργασίας Οι δεκάδες αργυροχρυσοχόοι που μαρτυρούνται στην Κρήτη κατά την περίοδο αυτή, Έλληνες ή ξένοι, ασχολούνται φυσικά με την τέχνη τους, πολλοί όμως αποτολμούν οικονομικές επενδύσεις και εμπορικές δραστηριότητες ή προβαίνουν στην πώληση αγροτικών προϊόν των. Ωστόσο, από το πλήθος των ονομάτων, μόνο ένα συσχετίζεται με σωζόμενο αντικείμενο. Πρόκειται για τον Αλέξιο Σιρόπουλο, που υπογράφει ένα μεγάλο αργυρό και επίχρυσο σταυρό λιτανείας, με θρησκευτικές παραστάσεις σε πολύχρωμα σμάλτα, που σώζεται στη μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά. Τα έγγραφα αποκάλυψαν ότι ο Σιρόπουλος έζησε το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα στην Κρήτη, όπου είχε και αγροτική περιουσία. Επομένως, ο σταυρός αυτός, στον οποίο συνδυάζονται βυζαντινά με δυτικοευρωπαϊκά στοιχεία και διάφορες τεχνικές, μπορεί να θεωρηθεί ως δείγμα του υψηλού επιπέδου εργασίας και των ποικίλων δεξιοτήτων των αργυροχόων της Κρήτης την εποχή αυτή. Το πλαίσιο εργασίας των αργυροχρυσοχόων καθοριζόταν από διατάγματα που εκδίδονταν κατά διαστήματα από τη βενετική διοίκηση τον 14ο και τον 15ο αιώνα. Αξιοσημείωτη αλλαγή παρατηρείται τον 16ο, οπότε οι τέσσερις «πρώτοι» ή «μαΐστροι πρώτοι» των χρυσοχόων (proti degli oresi, δηλαδή αρχιτεχνίτες αργυροχρυσοχόοι) αναλαμβάνουν πρωτοβουλία για τη θέσπιση νέων κανονισμών, που υιοθετήθηκαν από τις βενετικές αρχές. Τα κύρια σημεία αφορούσαν στον ρόλο των «πρώτων», την εξασφάλιση του επιπέδου του επαγγέλματος και τον έλεγχο της ποιότητας των υλικών για όλους τους αργυροχρυσοχόους του Χάνδακα. Οι επαγγελματίες αυτοί αρχικά νοίκιαζαν δημόσια εργαστήρια μέσω πλειστηριασμού, που βρίσκονταν κυρίως κοντά στην κεντρική πλατεία (του Αγίου Μάρκου), ενώ τον 16ο αιώνα εμφανίζονται να κατέχουν και ιδιωτικά εργαστήρια, που λειτουργούσαν και σε άλλα εμπορικά σημεία, όπως τα μέρη πώλησης του κρέατος ή των οπωρολαχανικών. Τα εργαλεία της αργυροχοϊκής και του σμαλτώματος καταγράφονται σε ανέκδοτο έγγραφο του 1639, με υψηλές μάλιστα τιμές. Οι αργυροχρυσοχόοι συνεργάζονται, δημιουργούν «συντροφίες», εμπορεύονται τα αντικείμενα της τέχνης τους, τα στέλνουν στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου (όπως συνέβαινε και με τους ζωγράφους εικόνων ή τους ξυλογλύπτες), πράγμα που δείχνει την απήχηση της εργασίας τους.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
435
Τα συμβόλαια ενίοτε ορίζουν ότι τα αντικείμενα πρέπει να σφρα γιστούν με τη σφραγίδα του Αγίου Μάρκου (του προστάτη αγίου της Βενετίας και των κτήσεών της) και να φέρουν το σήμα ενός από τους “protomagistri” χρυσοχόους, γεγονός ενδεικτικό του στενού ελέγχου της βενετικής εξουσίας πάνω σε ένα ζωτικό τομέα οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας. Παραγγελιοδότες, αντικείμενα και αισθητικές προτιμήσεις Ανάμεσα στους παραγγελιοδότες έργων εκκλησιαστικής αργυροχοΐας είναι ορθόδοξοι ναοί και λατινικά μοναστήρια της Κρήτης, καθώς και ευγενείς, Βενετοί ή Κρητικοί, ή άλλα πλούσια μέλη της αστικής κοινωνίας του Χάνδακα. Οι δύο τελευταίες κατηγορίες παραγγέλλουν ιερά σκεύη για να τα δωρίσουν σε εκκλησιαστικά ιδρύματα. Παραγγέλλουν όμως και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, που είναι συγχρόνως χρήσιμα ως επένδυση (παραχωρούνται ως προικώα, πωλούνται ή ενεχυριάζονται σε περίπτωση ανάγκης), αλλά και ως αντικείμενα γοήτρου: συχνά φέρουν το οικόσημο του κατόχου, διακοσμούν το εσωτερικό σπιτιών, εκτίθενται τοποθετημένα σε ειδικά έπιπλα και επιδεικνύονται σε κοινωνικές περιστάσεις, διαφημίζοντας την οικονομική άνεση και τον τρόπο ζωής της οικογένειας. Η ιδιότητα των παραγγελιοδοτών και οι προτιμήσεις τους είχαν αναμφίβολα επίδραση στην επιλογή των καλλιτεχνικών μορφών και του τρόπου διακόσμησης. Τα αντικείμενα που κατασκευάζονται είναι φυσικά τόσο εκκλησιαστικής όσο και κοσμικής αργυροχοΐας: σταυροί διαφόρων μεγεθών, άγια ποτήρια, ιεροί δίσκοι, λαβίδες, αρτοφόρια, θυμιατήρια, κανδήλες, κηροπήγια, πινάκια, κούπες, υδρίες, κύπελλα, καδίσκοι, περίτεχνα αλατοδοχεία, αλλά και ολόκληρα σερβίτσια από δεκάδες αργυρά πιάτα. Όλα αυτά φέρουν συχνά διακόσμηση έκτυπη, εγχάρακτη ή και επίχρυση, για την οποία μάλιστα προσδιορίζεται ενίοτε συγκεκριμένο πρότυπο (εκτός από το κράμα, το βάρος, την τιμή του αντικειμένου κ.ά.). Ιδιαίτερη συχνότητα έχουν οι κούπες (coppe, tazze, tazzoni), διακοσμημένες με θρησκευτικά, μυθολογικά, ζωικά ή γεωμετρικά θέματα, με οικόσημα και επιγραφές. Επίσης τα σύνολα από «βατζέλια» και «ραμίνια» (υδρίες με λεκάνες), με διάφορες παραστάσεις. Για μια τέτοια παραγγελία το 1588 από μέρους ενός ευγενή, η τιμή του αργύρου υπολογίζεται σε 13 υπέρπυρα, τη στιγμή που ένα «μίστατο» λάδι
436
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
κοστίζει 18 υπέρπυρα και ένα «μουζούρι» σιτάρι 6 υπέρπυρα, προϊόντα που θα αποτελούσαν μέρος της αμοιβής του αργυροχόου. Έγγραφο του 1637 αναφέρει τη σπάνια περίπτωση παραγγελίας ασημένιων πλακών με έκτυπες παραστάσεις, που θα κοσμούσαν το σκάφος ενός Βενετού αξιωματούχου (του capitano di vardia), ο οποίος μάλιστα έδωσε στους δύο αργυροχόους τα πρότυπα των μορφών της διακόσμησης. Παραγγελίες για χρυσά κοσμήματα, από ευγενείς ή άλλους πλουσίους, αναφέρουν περίτεχνα περιδέραια με διάφορες πλέξεις και ποικίλα εγκόλπια, ζεύγη περικαρπίων από συμπαγή χρυσό, αλυσιδωτά, με πολύτιμους λίθους και σμάλτα, ενώτια με κρεμαστά κοσμήματα, παντοειδή δακτυλίδια και άλλα. Στο προικοσύμφωνο της κόρης ενός χρυσοχόου το 1593 περιλαμβάνονται μια πανάκριβη χρυσή ζώνη αξίας 516 δουκάτων και ένα πολυτελές διάδημα με δώδεκα σμαράγδια και ρουμπίνια αξίας 100 δουκάτων. Όπως γίνεται αντιληπτό, πρόκειται για ένα πανόραμα της ύπαρξης πολυτελών αντικειμένων και του πλούτου των υψηλών στρωμάτων του Χάνδακα, ιδίως στα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα. Η γενικευτική αυτή παρουσίαση έδωσε, ελπίζω, μια ιδέα της σημασίας του υπάρχοντος αρχειακού υλικού για τη μελέτη της αργυ ροχρυσοχοΐας και των παραγόντων που την επηρέαζαν. Με βάση την παρούσα έρευνα έχουν ήδη δημοσιευτεί ορισμένα άρθρα της υποφαινομένης1. Η συνεχιζόμενη επεξεργασία του υλικού, που περιλαμβάνει 1. α) “Argenteria e oreficeria a Creta veneziana (sec. XVI e XVII)”, Contributi per la storia dell’oreficeria, argenteria e gioielleria, επιμ. P. Pazzi, τόμ. ΙΙ, Venezia 1997, σσ. 12-14. β) «Ασήμι λαβοράδο και χρυσάφι φίνον: Αρχειακές μαρτυρίες για την αργυροχοΐα και τη χρυσοχοΐα στην Κρήτη της βενετικής περιόδου», Πεπραγμένα του Η΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ηράκλειο 1996), Ηράκλειο (Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών) 2000, σσ. 365-380. γ) “Joyaux de la cour impériale byzantine déposés à Candie. Un document inédit tiré des Archives de Venise”, XXe Congrès International des Études Byzantines, Pré-actes, III, Paris 2001, σελ. 445 (περίληψη της ανακοίνωσης). δ) “Aspetti della committenza artistica a Creta veneziana secondo documenti d’archivio (pittura, argenteria, oreficeria)”, in Economia e arte, secc. XIII-XVIII. Atti della Trentatreesima Settimana di Studi” (Prato 2001), επιμ. Simonetta Cavaciocchi, Prato (Istituto Internazionale di Storia Economica F. Datini) 2002, σσ. 603-610. ε) «Πολυτελή έργα μικροτεχνίας στην Κρήτη της Βενετικής περιόδου: Ανέκδοτα ευρετήρια του 15ου αιώνα από τη μονή του Αγίου Φραγκίσκου στον Χάνδακα», Πρακτικά του 9ου Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ελούντα 2001), τόμ. ΙΙ, Ηράκλειο (Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
437
διάφορα στάδια (παραλείπω την περιγραφή τους για συντομία) ελπίζεται ότι θα δώσει απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα που γεννώνται και ότι θα συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση μιας σημαντικής έκφανσης των τεχνών της βενετοκρατούμενης Κρήτης.
Μελετών) 2004, σσ. 311-324 και εικ. 1-9.
438
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ηλίας Γιαρένης
Το Βυζάντιο στο ραδιόφωνο Το αντικείμενο και οι στόχοι Αντικείμενο της έρευνας σε εξέλιξη που παρουσιάστηκε στην Ζ΄ Συν άντηση Βυζαντινολόγων Ελλάδος και Κύπρου είναι η παρουσία και η εικόνα του Βυζαντίου στο ελληνικό ραδιόφωνο. Πρόκειται για έρευνα που εντάσσεται στην ευρύτερη θεματική της πρόσληψης του Βυζαντίου στην νεώτερη και σύγχρονη Ελλάδα, ζήτημα για το οποίο η γνώση μας είναι έως σήμερα σε μεγάλο βαθμό ελλιπής, ετεροβαρής και περιπτωσιολογική. Η εικόνα του Βυζαντίου στην πολιτική ζωή, στην τέχνη, στον δημόσιο λόγο και στην διαμόρφωση της συνείδησης του Νεοέλληνα με διάφορους διαύλους σε μία ιστορική προοπτική, αποτελεί εν πολλοίς terra incognita και πεδίο έρευνας που χρήζει επίμονης και συστηματικής διερεύνησης. Επικεντρωνόμενοι κατά την παρουσιαζόμενη έρευνα στους ραδιοφωνικούς διαύλους, θέσαμε ως κύριο στόχο την συγκρότηση μίας πρώτης ηλεκτρονικής τράπεζας (βάσης) δεδομένων για τις εκπομπές που παρουσιάστηκαν στο ελληνικό ραδιόφωνο τον 20ό αιώνα με θέμα σχετικό με το Βυζάντιο, καθώς και την κληρονομιά του, με όλες τις κρατικές και πολιτισμικές πτυχές. Η μεθοδολογική προετοιμασία για την έρευνα αυτή άρχισε τον Mάιο του 2006. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ξεκίνησε η διαμόρφωση της ηλεκτρονικής φόρμας προς εξυπηρέτηση των απαιτήσεων του προγράμματος, την οποία εκτέλεσαν σε συνεργασία και συνεννόηση με τον ομιλούντα οι ειδικοί στην διαμόρφωση ηλεκτρονικού υλικού κύριοι Στέλιος Λαμπρόπουλος και Κώστας Γουτούδης (Infolearn, Θεσσαλονίκη). Από τον Ιανουάριο του 2007 η έρευνα και η κύρια πτυχή της, αυτή της ηλεκτρονικής καταχώρισης δεδομένων, προχωρεί κανονικά. Η έρευνα διευθύνεται από τον υπογράφοντα, με βοηθούς ερευνητές την ιστορικό Κατερίνα Χάλκου, που εργάζεται στο Οπτικοακουστικό Αρχείο της ΕΡΤ, και τον ιστορικό Παναγιώτη Φραγκιαδάκη, υποψήφιο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Στην πρώτη φάση της έρευνας, η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιού
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
439
νιο του 2010, η προσπάθεια επικεντρώθηκε στην καταχώριση ηλεκτρονικών δελτίων για εκπομπές ενταγμένες στα ραδιοφωνικά προγράμματα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης. Η προσπάθεια πλέον συνεχίζεται με πρώτους στόχους την διερεύνηση των ραδιοφωνικών προγραμμάτων του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ΡΙΚ), των σταθμών των Μητροπόλεων της Ελλάδος, αλλά και δημοτικών και ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών με κάποια επίδοση σε «βυζαντινογενή» ή «βυζαντινοπρεπή» προγράμματα. Αναφέρονται χαρακτηριστικά ο ΣΚΑΙ, ο σταθμός του Δήμου Αθηναίων κ.λ.π. Όπως γίνεται κατανοητό, το υλικό προς τεκμηρίωση είναι πολύ μεγάλο. Στόχος μας είναι η συνεργασία με τον μεγαλύτερο δυνατό αρι θμό ραδιοφωνικών σταθμών για μία κατά το δυνατόν πλήρη και αντιπροσωπευτική καταγραφή της εικόνας, ή καλύτερα του ήχου, του Βυζαντίου μέσα από το νεοελληνικό μικρόφωνο. Μεθοδολογικό πλαίσιο Η τράπεζα δεδομένων Το Βυζάντιο στο ραδιόφωνο έχει σχεδιαστεί ώστε να αποτελέσει την πρώτη από τρεις παράλληλες τράπεζες δεδομένων με στοιχεία σχετικά με την νεοελληνική πρόσληψη του Βυζαντίου. Εκ τός από την παρουσιαζόμενη τράπεζα, η οποία ήδη προχωρεί γοργά, προετοιμάζεται (σε μεθοδολογικό και ηλεκτρονικό επίπεδο) η συγκρότηση τραπεζών δεδομένων με τα εξής αντικείμενα: α. Η πρόσληψη του Βυζαντίου στο Νεοελληνικό Θέατρο του 19ου και 20ού αιώνα β. Κινούμενες νεοελληνικές εικόνες του Βυζαντίου: Νεοελληνικός κινηματογράφος και τηλεόραση. Ο πρώτος αιώνας (20ός). Οι τρεις παράλληλες αυτές ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων σχεδιάζονται με την πρόβλεψη δυνατότητας σύμπτυξής τους. Έτσι, μετά την ολοκλήρωση και την προσεκτική ηλεκτρονική επεξεργασία αυτών των ηλεκτρονικών βάσεων, προβλέπεται να συγκροτηθεί ένα σύνολο δεδομένων σχετικών με την παρουσία και εικόνα του Βυζαντίου στην νεοελληνική πνευματική και δημόσια ζωή. Αφού περιγράψαμε τον ευρύτερο σχεδιασμό στον οποίο εντάσσεται η έρευνα, αλλά και το μεθοδολογικό της πλαίσιο, μπορούμε να επιστρέψουμε στην ραδιοφωνική πτυχή, την παρουσιαζόμενη έρευνά μας σε εξέλιξη, και να πα-
440
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ρουσιάσουμε ορισμένα πρακτικά ζητήματα σχετικά με την διαδικασία καταγραφής και τα στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται σε αυτή την συγκροτούμενη βάση. Διαδικασία καταγραφής Κατά την έρευνα επιχειρείται η πλήρης καταγραφή και η εξαντλητικότερη δυνατή τεκμηρίωση των στοιχείων τα οποία εισάγονται στην συγ κροτούμενη ηλεκτρονική βάση δεδομένων. Τα στοιχεία προκύπτουν από την αναδίφηση σε ραδιοφωνικά αρχεία (δημόσια, ραδιοφωνικών σταθμών ή ιδιωτικά), καθώς και από ποικίλου χαρακτήρα και έκτασης αναφορές σε καθημερινές ή εβδομαδιαίες εφημερίδες, ιδίως στις στήλες και στις σελίδες που αφιερώνονται στην Ραδιοτηλεόραση. Ενδιαφέροντα στοιχεία προκύπτουν και από την αποδελτίωση περιοδικών γενικού ή ειδικότερου ενδιαφέροντος. Ως ένα τέτοιο περιοδικό αναφέρεται ενδεικτικά και μόνο το Ραδιοπρόγραμμα, και η συνέχειά του, η Ραδιοτηλεόραση. Όμως, πολύτιμα στοιχεία ανευρίσκονται επίσης από μαρτυρίες συγγραφέων, δημοσιογράφων και συντελεστών του ραδιοφώνου, όπως αυτές προκύπτουν από συνεντεύξεις και γραπτά τους. Κατά την πορεία της έρευνας ακολουθούνται τα εξής βήματα: - ανίχνευση αρχείων και συγκρότηση βιβλιογραφίας - άμεση έρευνα στο ηχητικό υλικό, και αποδελτίωση της βιβλιογραφίας - ηλεκτρονική καταχώριση της εκπομπής - διασταύρωση, επαλήθευση και σύνθεση δελτίων - οργάνωση διαφόρων συνόλων πληροφοριών με κριτήρια θεματικά και χρονολογικά. Το κάθε ηλεκτρονικό δελτίο της βάσης έχει ως μονάδα καταγραφής μία ραδιοφωνική εκπομπή. Σε ειδικά διαμορφωμένα πεδία του δελτίου, καταγράφονται: 1. Ο τίτλος της εκπομπής 2. Ο τίτλος της σειράς εκπομπών ή του αφιερώματος στο οποίο πιθανόν να είχε ενταχθεί η καταγραφόμενη εκπομπή 3. Η κατηγορία της εκπομπής. Ο ερευνητής έχει την δυνατότητα να επιλέξει την κατηγορία, το γένος της καταγραφόμενης εκπομπής από τις εξής κατηγορίες: Αφιέρωμα, Θεατρικό, Ιστορική Αφήγηση, Μουσική, Οδοιπορικό, Συζήτηση και, τέλος, Συνέντευξη.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
441
4. Η ημερομηνία πρώτης μετάδοσης, και οι ημερομηνίες μεταγενέστερων αναμεταδόσεων του συνόλου της εκπομπής ή ένταξης τμημάτων της σε νεώτερες ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές παραγωγές. 5. Εάν σώζεται υλικό αποτύπωμα της εκπομπής και πού απόκειται αυτή η εκδοχή της. 6. Το ακριβέστερο χρονικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται η εκπομπή. 7. Το θεματικό πλαίσιο του περιεχομένου της. 8. Οι συντελεστές της ραδιοφωνικής εκπομπής, η κατηγορία των οποίων ασφαλώς διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος της εκπομ πής (παρουσιαστής, παραγωγός, σκηνοθέτης, συγγραφέας, σεναριογράφος, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί, μουσικοί κ.λ.π.). Επίσης, σε ειδικό πεδίο του ηλεκτρονικού δελτίου καταγράφεται σύνοψη του περιεχομένου της εκπομπής, όπως αυτό προκύπτει από αυτηκοΐα του ερευνητή, ή από έντυπες σχετικές μαρτυρίες, ή και από συνδυασμό των δύο, σε περίπτωση που κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Ειδικό πεδίο έχει επίσης προβλεφθεί (και συμπληρώνεται συστηματικά) με σχόλια του ερευνητή σχετικά με την εκπομπή, τις συνθήκες παραγωγής και μετάδοσης, ή και τον αντίκτυπό της, όπως αυτά τεκμαίρονται από τις πηγές. Στα σχόλια όμως δεν καταγράφεται η προσωπική άποψη του ερευνητή, αλλά στοιχεία δομικά του δελτίου ως φορέα πληροφορίας. Σε ειδικό δελτίο γίνεται συστηματική παράθεση του υλικού στο οποίο βασίστηκε η τελική διαμόρφωση του δελτίου: ηχητικές πηγές, προγράμματα, κριτικές και βιβλιογραφία. Στον τομέα αυτό δίδεται μάλιστα ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς το συγκεντρωμένο στο σχετικό δελτίο υλικό τεκμηρίωσης του δελτίου θα μπορούσε να αποτελέσει μία στέρεη βάση για περαιτέρω έρευνα, με ειδικότερους ορίζοντες, ή και για την απλή επαλήθευση της παρεχόμενης πληροφορίας. Προβλήματα Στην έως σήμερα πορεία του προγράμματος δεν έλειψαν τα προβλήματα. Ξεκινούμε από τα οικονομικά· έως σήμερα η έρευνα προχωρεί χάρις στην αφιλοκερδή προσφορά όλων. Όμως, μία –μικρή, έστω– χρηματοδότηση του προγράμματος αποτελεί βασική προϋπόθεση επιτάχυνσης ρυθμών στην διαδικασία ηλεκτρονικής καταχώρισης.
442
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Λόγω του χαρακτήρα του προγράμματος και του αντικειμένου του, το οποίο αντιμετωπίζεται για πρώτη φορά –από όσο γνωρίζουμε– σε παρόμοια ερευνητική προσπάθεια, κατά την πρόοδο της διαδικασίας καταχώρισης ήρθαμε αντιμέτωποι με διάφορα προβλήματα και δυσκολίες μεθοδολογικής υφής. Ο γόνιμος προβληματισμός που προέκυψε και οργανωμένες σχετικές συζητήσεις βοήθησαν να βρούμε λειτουργικές λύσεις, με ταυτόχρονη φροντίδα για την διασφάλιση της ποιότητας του τελικού προϊόντος. Επιχειρήσαμε, έτσι, να διασφαλίσουμε την απλότητα των πρακτικών καταχώρισης, αλλά δώσαμε βαρύτητα στην αποφυγή του κινδύνου της υπεραπλούστευσης. Γνώμονας στην αναζήτηση τέτοιων λύσεων, από άποψη καταχώρισης και ηλεκτρονικής δομής, ήταν και η πρόβλεψη για λειτουργία της τράπεζας δεδομένων Το Βυζάντιο στο ραδιόφωνο ως μία από τρεις παράλληλες τράπεζες δεδομένων με στοιχεία σχετικά με την νεοελληνική πρόσληψη του Βυζαντίου, σχεδιασμό στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως. Η πρόβλεψη αυτή και τα περίπλοκα ζητήματα που έχουν αντιμετωπίσει όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί με παρόμοιες πιλοτικές έρευνες, απαιτούν συχνή συνεννόηση με τους υπευθύνους ηλεκτρονικού σχεδιασμού της βάσης, αλλά και τεχνική υποστήριξη. Όπως προαναφέρθηκε, η υπό διαμόρφωση βάση Το Βυζάντιο στο ραδιόφωνο έχει σχεδιαστεί ώστε να αποτελέσει την πρώτη από τρεις παράλληλες βάσεις δεδομένων για την νεοελληνική πρόσληψη του Βυζαντίου, με την πρόβλεψη σύμπτυξής τους. Έτσι, μετά την ολοκλήρωση και την τελική ηλεκτρονική επεξεργασία του υλικού που θα συγκεντρωθεί και θα καταχωρισθεί ηλεκτρονικά, θεωρούμε ότι θα γίνει εφικτό να συγκροτηθεί ένα σύνολο δεδομένων για την παρουσία και εικόνα του Βυζαντίου στην νεοελληνική ζωή, χρήσιμο για τους Βυζαντινολόγους και τους ιστορικούς της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας, αλλά και για τους μελετητές της ιστορίας των Μαζικών Μέσων Ενημέρωσης στον ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για έργο δύσκολο και περίπλοκο, με αντικείμενο, του οποίου η ερευνητική αντιμετώπιση υποδεικνύει νέα μεθοδολογία. Αυτή ακριβώς η μεθοδολογία επιχειρήθηκε κυρίως να αναπτυχθεί κατά την παρουσίαση του προγράμματος.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
443
Νικόλαος Φύσσας
Σιναϊτικό Αρχείο Μνημείων Αρχειακή διαχείριση αναλογικού και ψηφιακού υλικού τεκμηρίωσης των μνημείων της Ιεράς Μονής Σινά (Αγ. Αικατερίνης) Το «Σιναϊτικό Αρχείο Μνημείων» (εφεξής ΣΑΜ) αποτελεί τομέα δραστηριότητας του «Ιδρύματος Όρους Σινά», προκειμένου να υποστηριχθεί η Ιερά Μονή Θεοβαδίστου Όρους Σινά (Αγ. Αικατερίνης) στο έργο της αρχειακής διαχείρισης των σιναϊτικών μνημείων, προς όφελος της έρευνας, της μελέτης και της προβολής τους. Ήδη από το 1995 έχει αρχίσει η συγκέντρωση και διαμόρφωση του απαραίτητου αναλογικού και ψηφιακού υλικού τεκμηρίωσης, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην συμμετοχή σε καινοτόμα προγράμματα ηλεκτρονικής και ψηφιακής διαχείρισης και μελέτης μνημείων. Στο πλαίσιο αυτό έχουν ολοκληρωθεί ή βρίσκονται σε εξέλιξη τα παρακάτω προγράμματα, στα οποία το ΣΑΜ μετέχει ως υπεύθυνος φορέας ή μέτοχος, με χρηματοδοτήσεις από διάφορους φορείς. Ι. Προγράμματα που έχουν ολοκληρωθεί: 1. Ανθίβολον, Πρόγραμμα Ηλεκτρονικής Καταγραφής Βυζαντινής Εικονογραφίας (Γ.Γ.Ε.Τ.) 2. D Scribe, Σύστημα Ψηφιοποίησης και Διαχείρισης Ελληνικών Χειρογράφων (Γ.Γ.Ε.Τ.) 3. Επικοινωνία μέσω δικτύου μεταξύ Κρήτης, Κύπρου, Ισραήλ και Σινά σε θέματα καταγραφής μνημείων (Interreg II) 4. ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ, ανάπτυξη Ηλεκτρονικού Θησαυρού Όρων Δημιουργημάτων και διατύπωση σχετικών προδιαγραφών (Υπ. Πολιτισμού) 5. Σύστημα Καταγραφής Βυζαντινών Μνημείων (Υπ. Πολιτισμού)
444
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΙΙ. Προγράμματα σε εξέλιξη 1. Τεκμηρίωση, Ψηφιοποίηση και Ανάδειξη των Μνημείων της Σιναϊτικής Κληρονομιάς (Υπ. Πολιτισμού, «Κοινωνία της Πληροφορίας») 2. «Egeria», Mediterranean Medieval Places of Pilgrimage (Interreg IIIB, Archimed) 3. Προβολή των Σιναϊτικών Μνημείων στην Ελλάδα (Κρήτη) και Κύπρο, μέσω μελέτης ψηφιακής καταγραφής, πολυμεσικής παραγωγής και εκδόσεως καταλόγου μνημείων της κοινής Αρχιτεκτονικής και Ιστορικής Κληρονομιάς στο Σιναϊτικό Μετόχιο του Αγίου Ματθαίου στο Ηράκλειο Κρήτης (Interreg III) 4. «Μορφές», Επεξεργασία Εικόνων, Ήχου και Γλώσσας (Γ.Γ.Ε.Τ.) 5. Χρήση προηγμένων εφαρμογών συστημάτων υπερμέσου για την παροχή υπηρεσιών εξατομικευμένης πλοήγησης και εκμάθησης σε εικονικά μουσειακά περιβάλλοντα / Το Νότιο Σινά ως αφετηρία και προορισμός από τον 4ο μέχρι τον 15ο αιώνα. Η μαρτυρία των ιστορικών πηγών και των αρχαιολογικών κειμένων (Γ.Γ.Ε.Τ. / ΠΕΝΕΔ) 6. Η χρωματολογία του Θεοφράστου του Ερεσίου, προέλευση, χαρακτηρισμός, ταυτοποίηση. Συμβολή στην ανάδειξη έργων πολιτιστικής κληρονομιάς (Γ.Γ.Ε.Τ. / ΠΕΝΕΔ) Στο πλαίσιο των παραπάνω προγραμμάτων έχουν αναπτυχθεί συνεργασίες με φυσικά πρόσωπα και φορείς, όπως το Κέντρο Έρευνας της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης της Ακαδημίας Αθηνών, οι Διευθύνσεις Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων και Εθνικού Αρχείου Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, το Τμήμα «Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης» και το Τμήμα «Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών» του Πανεπιστημίου Αθηνών, το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Συστημάτων Επικοινωνιών και Υπολογιστών του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, το Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, το Ινστιτούτο Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών του Εθνικού Κέντρου Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος», το Ινστιτούτο Πληροφορικής του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, το Τμήμα Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων της Κύπρου, το Ινστιτούτο Βυζαντινών
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
445
και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Παλέρμο (Ιταλία), το Τεχνικό Γραφείο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, το Αρχιτεκτονικό Κέντρο ACE του Πατριαρχείου Αντιοχείας, το Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Koç της Κωνσταντινουπόλεως και οι Τεχνικές Υπηρεσίες του Δήμου Matera της Ιταλίας. Το ΣΑΜ έχει εξάλλου αναπτύξει συνεργασίες με εταιρείες εξειδικευμένες σε θέματα ηλεκτρονικής διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως οι Γνώμων Α.Ε., Ζήνων Α.Ε., BSI Α.Ε. Διεθνή Συστήματα πληροφορικής, Cinegram Α.Ε., Cosmos Business Systems Α.Ε., European Dynamics Α.Ε., ForthPhotonics Α.Ε., I Know How Α.Ε., Login Ε.Π.Ε., NamaGeoInformatics, SilkTech O.E., vDimension O.E. και το Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού.
446
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Πολύμνια Κατσώνη
Λεξικό Βυζαντινής Ορολογίας. Ερευνητικό πρόγραμμα του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Η εκπόνηση Λεξικού Βυζαντινής Ορολογίας αποφασίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από τον αείμνηστο καθηγητή Βυζαντινής Ιστορίας Ιωάννη Ε. Καραγιαννόπουλο και ολιγάριθμη ομάδα συνεργατών του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Στόχος του εγχειρήματος ήταν η συλλογή, καταγραφή, ερμηνεία και παρακολούθηση της σημασιολογικής εξέλιξης βυζαντινών όρων και των αντίστοιχων θεσμών από τις αρχές του Βυζαντινού κράτους ως την πτώση του. Η έλλειψη παρόμοιου βοηθήματος στον χώρο της βυζαντινολογίας ήταν αισθητή και είχε επανειλημμένα επισημανθεί από έγκριτους βυζαντινολόγους, καθώς τα λεξικά ορολογιών αποτελούν σημαντικό βοήθημα για τη μελέτη των εγγράφων και των κειμένων οικονομικής, διοικητικής, νομικής κ.λπ. φύσεως. Ως γνωστόν, στα γενικά Λεξικά καταγράφονται οι γενικές σημασίες μιας λέξης και σπανίως ή αποσπασματικά αναφέρεται η ιδιαίτερη τεχνική σημασία της, αυτή που μεταβάλλει την απλή λέξη σε όρο ή έκφραση θεσμού. Στην επιστημονική κοινότητα η παρασκευή Λεξικού Βυζαντινής Ορολογίας ανακοινώθηκε από τον Ιωάννη Καραγιαννόπουλο τον Σεπτέμβριο του 1966 στο 13ο Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο της Οξφόρδης. Τα πρώτα μέσα για την πραγματοποίηση του έργου έθεσαν στη διάθεση του καθηγητή Ι. Καραγιαννόπουλου το τότε Βασιλικό Ίδρυμα Ερευνών, σήμερα Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και η Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Όταν το 1966 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, η παρασκευή Λεξικού Βυζαντινής Ορολογίας (ΛΕΒΟ) αποτέλεσε ένα από τα πρώτα ερευνητικά προγράμματα του νέου Ιδρύματος. Στο πρόγραμμα εργάστηκαν οι Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Απόστολος Καρπόζηλος, Σωτήριος Βαρναλίδης, Μήνα Πατεράκη, ερευνητές τότε του
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
447
Τμήματος Ιστορίας του Κ.Β.Ε. Με την αποχώρηση των πρώτων συνεργατών οι εργασίες παρασκευής του Λεξικού ατόνησαν. Από τη δεκαετία του 1990 οι Μάρθα Γρηγορίου-Ιωαννίδου και Πολύμνια Κατσώνη, επίσης ως ερευνήτριες του Τμήματος Βυζαντινής Ιστορίας του Κ.Β.Ε., ανέλαβαν να συνεχίσουν το έργο παρασκευής του ΛΕΒΟ και εξακολουθούν ως σήμερα να εργάζονται για την πραγματοποίηση του έργου αυτού παράλληλα με τα άλλα καθήκοντά τους στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. Στην παρασκευή του ΛΕΒΟ συνεισέφεραν με την εργασία τους και άλλοι, έκτακτοι συνεργάτες, διδάκτορες και μεταπτυχιακοί φοιτητές του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., τα ονόματα των οποίων αναφέρονται κάθε φορά κατά τη δημοσίευση του έργου. Το πρόγραμμα εργασίας του Ερευνητικού Προγράμματος «Λεξικό Βυζαντινής Ορολογίας» ακολουθεί τα εξής στάδια: 1) Συλλογή υλικού. Αποδελτιώθηκαν πηγές και βοηθήματα. Έχουν αποδελτιωθεί ιστοριογραφίες, νομοθετικά κείμενα, πάπυροι, έγγραφα, κείμενα πρακτικής σημασίας, αγιολογικά και πάσης άλλης φύσεως κείμενα. Η αποδελτίωση δεν πραγματοποιείται μόνο από τους πίνακες των κριτικών εκδόσεων αλλά και από τα ίδια τα κείμενα. Καταβάλλεται προσπάθεια να ενημερώνεται το αρχείο των πηγών συνεχώς με τις νέες κριτικές εκδόσεις. Αποδελτιώνονται όλοι οι όροι και οι μετασχηματισμοί των όρων που απαντούν στα βυζαντινά κείμενα και οι μη ελληνικές λέξεις με τη μορφή που παραδίδονται στο ελληνικό κείμενο. Δεν περιλαμβάνονται στην αποδελτίωση κύρια ονόματα, εκτός εάν έχουν περιβληθεί την ιδιότητα του όρου, αυτούσια ή τα παράγωγά τους. Ακόμη αποδελτιώνονται συνεχώς αυτοτελείς μελέτες και άρθρα που αναφέρονται σε ζητήματα σχετικά με τον στόχο του ΛΕΒΟ. 2) Καταγραφή υλικού. Το υλικό των αποδελτιώσεων αρχειοθετείται και συγκροτούνται λήμματα όρων διοικητικών, νομικών, οικονομικών. Κάθε λήμμα-τεχνικός όρος αποτελείται από σειρά δελτίων, στα οποία αναγράφονται οι αναφορές του όρου στις πηγές και την τρέχουσα βιβλιογραφία. Τα λήμματα
448
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ενημερώνονται κατά διαστήματα, όταν προκύπτουν νέες αναφορές από τη συνέχιση των αποδελτιώσεων σε πηγές και βοηθήματα. Παράλληλα συγκροτείται αρχείο παραλείψεων και λαθών από το ήδη δημοσιευμένο υλικό του Λεξικού. 3) Σύνταξη λημμάτων οικονομικών όρων. Κατά την πορεία των εργασιών του Προγράμματος παρασκευής Λεξικού Βυζαντινής Ορολογίας αποφασίστηκε να συνταχθούν καταρχήν οικονομικοί όροι. Για την πραγματοποίηση της εργασίας αυτής σε πρώτο στάδιο αποχωρίζονται οι οικονομικοί όροι από το γενικό αρχείο. Για τον εντοπισμό και την απόσυρση των οικονομικών όρων χρησιμοποιούνται τα γενικά λεξικά, κυρίως βυζαντινολογικά, και τα ειδικά βοηθήματα, δηλαδή μελέτες οικονομικού περιεχομένου. Εντάσσονται όμως καταρχήν στο αρχείο οικονομικών όρων και όλα τα λήμματα που προέρχονται από έγγραφα και πηγές της πρακτικής. Με τον τρόπο αυτό καταρτίζεται ειδικό αρχείο οικονομικών όρων και ακολουθεί η επεξεργασία τους με τη μελέτη των πηγών και των σχετικών βοηθημάτων. Τα λήμματα-όροι, τα οποία κατά την επεξεργασία διαπιστώνεται ότι δεν έχουν οικονομικό περιεχόμενο, απομακρύνονται και επανεντάσσονται στο γενικό αρχείο. Η επεξεργασία δεν πραγματοποιείται πάντοτε με αλφαβητική σειρά αλλά με βάση την παραγωγή και ετυμολογία των λέξεων, π.χ. ἐνοίκιον (ἐνοικιάζω), ἐνοικικόν, ἔνοικος, ἐνοικῶ. Ακολουθεί η ερμηνεία των οικονομικών όρων και επισημαίνεται η πιθανή οργανική σύνδεσή τους με άλλους οικονομικούς όρους, που συμπληρώνει και καθιστά εναργέστερη την ερμηνεία. Κατά κανόνα στο ερμήνευμα αναφέρεται μόνο η ειδική σημασία και όχι η γενική ή κοινή σημασία της λέξης, με την οποία δηλώνεται ο οικονομικός όρος. Όταν η ειδική σημασία δεν προκύπτει αβίαστα από τις πηγές και υπάρχει αντιγνωμία μεταξύ των ερευνητών για τη σημασία του όρου, παρατίθενται σύντομα οι απόψεις που διατυπώθηκαν από την ειδική σχετική έρευνα και προστίθεται η άποψη των συντακτών, όπου υπάρχει η δυνατότητα μιας νέας άξιας λόγου παρατήρησης. Κάθε ερμήνευμα συνοδεύεται από τις πιο χαρακτηριστικές αναφορές στις μαρτυρίες των πηγών. Όταν ο όρος απαντά σε πολλές πηγές σημειώνεται ένας αριθμός από αυτές, κατά το δυνατόν μεγαλύτερος. Όταν ο όρος απαντά σε ελάχιστες πηγές σημειώνονται όλες, και ακόμη
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
449
επισημαίνεται, όταν απαντά άπαξ. Τέλος παρατίθεται ενδεικτική μόνο βιβλιογραφία από την παλαιότερη ως την πιο πρόσφατη. Πορεία του ερευνητικού προγράμματος και αποτελέσματα. Μέχρι στιγμής στο Πρόγραμμα παρασκευής Λεξικού Βυζαντινής Ορολογίας έχει συντελεσθεί μεγάλο μέρος των εργασιών. Έχει καταρτισθεί εκτεταμένο αρχείο από την αποδελτίωση των βυζαντινών πηγών που έχουν εκδοθεί ως σήμερα και έχουν αποδελτιωθεί μελέτες και άρθρα περιεχομένου συναφούς με τους στόχους του Λεξικού, που δημοσιεύτηκαν ως το 2005. Έχει ήδη δημοσιευθεί ένας τόμος (218σσ.) με 500 περίπου λήμματα οικονομικών όρων και θεσμών από Α, Β, Γ: Ιωάννης Ε. Καραγιαννόπουλος, Λεξικό Βυζαντινής Ορολογίας. Οικονομικοί Όροι, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 2000, τ. Α΄. Έχουν επίσης ήδη συνταχθεί οικονομικοί όροι από Δ, Ζ, Η, Θ, Ι και βρίσκεται σε εξέλιξη η σύνταξη οικονομικών όρων από Ε, προκειμένου να δημοσιευτεί ένας δεύτερος τόμος με οικονομικούς όρους από Δ-Ι. Συνταγμένοι είναι και οι οικονομικοί όροι από Ξ, Ρ, Υ, Ψ, Ω. Αξιοσημείωτο είναι ακόμη το συμπέρασμα που προέκυψε από τις ερευνητικές εργασίες για την παρασκευή του Λεξικού. Διαπιστώνεται η αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και η διατήρηση ή οργανική εξέλιξη τεχνικών εννοιών από το αρχαίο ελληνικό στο βυζαντινό παρελθόν και ως τη σύγχρονη ελληνική γλώσσα, και η καθοριστική επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στη βυζαντινή πραγματικότητα. Παρά την πραγματοποίηση μεγάλου μέρους των εργασιών του μεγαλόπνοου αυτού προγράμματος η εργασία προχωρεί με βραδύ ρυ θμό κυρίως εξαιτίας της έλλειψης συνεργατών και οικονομικών πόρων. Ευχαριστούμε πάντως θερμά το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών που φιλοξενεί το αρχείο του Λεξικού στο Τμήμα Βυζαντινής Ιστορίας και με όλη του την υποδομή και τα περιορισμένα οικονομικά μέσα, που του παρέχονται από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, βοηθεί στις εργασίες του Λεξικού. Στόχος και ευχή των συντακτών του Λεξικού είναι να συνεχίσουν το έργο που ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Καραγιαννόπουλος εμπνεύστηκε και διηύθυνε ως το τέλος της ζωής του και να προσφέρουν στους βυζαντινολόγους ένα χρήσιμο εργαλείο στις ερευνητικές τους δραστηριότητες.
450
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά
«Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδος» (Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Τμήμα Αρχαιολογίας και Τέχνης) Αγαπητοί συνάδελφοι, Εκ μέρους της κυρίας Ατζακά1, θα σας παρουσιάσω συνοπτικά το ερευ νητικό πρόγραμμα του Τμήματος Αρχαιολογίας και Τέχνης του Κέν τρου Βυζαντινών Ερευνών με τίτλο «Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδος». Δυστυχώς, η ίδια ετοιμάζεται να ταξιδέψει τις επόμενες ημέρες στο Ισραήλ για μια επιστημονική συνάντηση και δεν της ήταν εύκολο να παρευρεθεί στο Συνέδριο. Το πρόγραμμα, που αφορά στη συλλογή, τη μελέτη, τη συνθετική επεξεργασία και την έκδοση των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδας με τη μορφή Συντάγματος (Corpus), είναι ένα από τα δυο αρχαιότερα προγράμματα που εκπονούνται στο Κ.Β.Ε. από την εποχή της ίδρυσής του. Εμπνευστής του υπήρξε ο αείμνηστος καθηγητής Στυλιανός Πελεκανίδης, ο οποίος ήταν ο επιστημονικώς υπεύθυνος του προγράμματος έως το θάνατό του, το 1980. Το σύνολο των ψηφιδωτών θα περιλαμβάνεται σε πέντε τόμους, στους οποίους το σχετικό υλικό κατανέμεται κατά γεωγραφικές ενότητες (Ι. Νησιωτική Ελλάδα, ΙΙ. Πελοπόννησος – Στερεά Ελλάδα, ΙΙΙ. Θεσσαλονίκη, IV. Μακεδονία – Θράκη (εκτός Θεσσαλονίκης), V. Θεσσαλία – Ήπειρος). Με τη δημοσίευση όλων των τόμων της σειράς, θα ολοκληρωθεί ένα έργο που θα περιέχει το σύνολο των ψηφιδωτών δαπέδων της ύστερης αρχαιότητας που προέρχονται από τον ελλαδικό χώρο. Έως σήμερα έχουν εκδοθεί οι τρεις πρώτοι τόμοι. Ο πρώτος τόμος (Νησιωτική Ελλάδα) κυκλοφόρησε το 1974, εξαντλήθηκε το 1980 1. Το κείμενο της ανακοίνωσης εκφωνήθηκε από την Χριστίνα Παπακυριακού.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
451
και ανατυπώθηκε φωτομηχανικά το 1988. Ο δεύτερος τόμος (Πελοπόννησος – Στερεά Ελλάδα) κυκλοφόρησε στα τέλη του 1987. (Τον Δεκέμβριο του 1988 η κα. Ατζακά βραβεύτηκε για το βιβλίο αυτό από την Ακαδημία Αθηνών.) Ο τρίτος τόμος περιέχει τα ψηφιδωτά δάπεδα της Θεσσαλονίκης. Η ανεξάρτητη παρουσίαση των ψηφιδωτών της Θεσσαλονίκης υπαγορεύτηκε από τον μεγάλο όγκο του υλικού που έχει έρθει στο φως κατά τις ανασκαφές της πόλης. Στον τρίτο τόμο του Συντάγματος επιδιώχθηκε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτοτέλεια σε σχέση με τους δυο προηγούμενους τόμους και προς την κατεύθυνση αυτή έγιναν δυο βασικές αλλαγές στη διάταξη και τη σύνθεση των μερών του. Προστέθηκε, επίσης, μια νέα ενότητα στο τέλος του βιβλίου. Η πρώτη αλλαγή αφορά στην πολυσέλιδη εισαγωγή του τόμου, η οποία, στην πραγματικότητα, είναι μια διεξοδική εξέταση του υλικού, με στόχο την ένταξή του στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου. Η έρευνα, εξάλλου, των σχέσεων των ψηφιδωτών της Θεσσαλονίκης μεταξύ τους και με τις βορειότερες περιοχές οδήγησε σε παρατηρήσεις σχετικά με την παρουσία και τη δραστηριότητα εργαστηρίων ψηφοθετών στην ευρύτερη περιοχή του χώρου της Μακεδονίας. Έτσι, ο τρίτος τόμος του Συντάγματος έχει την πληρότητα μιας μονογραφίας, στην οποία περιλαμβάνεται τόσο ο κατάλογος όλων των ψηφιδωτών, όσο και η συνθετική επεξεργασία του υλικού. Η δεύτερη αλλαγή αφορά στον εμπλουτισμό του καταλόγου –ο οποίος στους δύο προηγούμενους τόμους απαρτιζόταν από επτά πεδία– με την προσθήκη ενός όγδοου πεδίου. Εδώ συγκεντρώνονται όλες οι πληροφορίες αρχειακής προέλευσης και προφορικών μαρτυριών, καθώς και οι παρατηρήσεις που προέκυψαν από την έρευνα σε αποθήκες Μουσείων ή Εφορειών Αρχαιοτήτων, καθώς και από επιτόπιες επισκέψεις αρχαιολογικών χώρων ή τόπων ανεύρεσης ψηφιδωτών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρόσβαση στα αρχεία των Εφορειών Αρχαιοτήτων έγινε πολύ πιο εύκολη μετά τη δημοσίευση και του δεύτερου τόμου του Συντάγματος. Έτσι, κατά τη διάρκεια της έρευνας του υλικού για τον τρίτο τόμο εξασφαλίστηκε η πρόσβαση στα ημερολόγια των ανασκαφών, τα φωτογραφικά αρχεία και τα αρχεία σχεδίων, καθώς και στα διοικητικά έγγραφα των Εφορειών. Η εξαντλητική έρευνα του αρχειακού υλικού στις Εφορείες της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας, στις οποίες φυλάσσονται έγγραφα από την απελευθέρωση
452
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
έως και σήμερα, προσέφερε πολύτιμα συμπληρωματικά στοιχεία για ελλιπώς γνωστά ψηφιδωτά και έφερε στο φως ικανό αριθμό αδημοσίευτων και εντελώς άγνωστων στη βιβλιογραφία ψηφιδωτών από ολόκληρη την περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης. Παράλληλα με τη βιβλιογραφική και την αρχειακή έρευνα, στο πλαίσιο του προγράμματος πραγματοποιούνται συχνές περιοδείες σε όλες τις περιοχές στις οποίες υπάρχουν πληροφορίες για ανεύρεση ή εντοπισμό ψηφιδωτών. Η νέα, τέλος, ενότητα που προστέθηκε είναι το Επίμετρο, το οποίο αφορά στα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης που χρονολογούνται στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο. Δεν πρόκειται, όμως, για μια συ στηματική καταλογογράφηση όλων των ρωμαϊκών ψηφιδωτών της πόλης. Επιλέγονται μόνον εκείνα για τα οποία στην πορεία της έρευνας προέκυψαν νέα στοιχεία ή φωτογραφίες ή σχέδια. Στους δύο επόμενους τόμους του Συντάγματος πρόκειται να ακολουθηθεί η ίδια λογική με αυτήν του τόμου της Θεσσαλονίκης. Το πρόγραμμα συνεχίζεται με την ετοιμασία του τέταρτου τόμου που θα περιλαμβάνει τα ψηφιδωτά του βόρειου ελλαδικού χώρου (Μακεδονία εκτός Θεσσαλονίκης – Θράκη), η συγγραφή του οποίου βρίσκεται στο τελικό της στάδιο. Στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης έχει ανασκαφεί ένας πολύ μεγάλος αριθμός μνημείων διακοσμημένων με ψηφιδωτά, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και το αρχαιότερο έως σήμερα χριστιανικό ψηφιδωτό του ελλαδικού χώρου. Η παρουσίαση και επιστημονική ανάλυση του πλουσιότατου αυτού υλικού θα αποτελέσει σημαντικό βήμα στην έρευνα του βορειοελλαδικού χώρου. Το έργο που παράγεται στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος είναι έργο υποδομής, που όχι μόνο προωθεί την έρευνα στον τομέα των διακοσμητικών τεχνών κατά την ύστερη αρχαιότητα, αλλά χρησιμεύει και ως «εργαλείο» για τους Έλληνες και ξένους αρχαιολόγους, μια και περιέχει συγκεντρωμένα όλα τα σωζόμενα ψηφιδωτά της περιόδου αυτής από τον ελλαδικό χώρο. Η σημασία του, εξάλλου, έχει ήδη αποδειχθεί: οι τόμοι που έχουν εκδοθεί χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία από τους ερευνητές που ασχολούνται με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Παράλληλα με την έρευνα, τη σύνθεση του υλικού και την έκδοση των τόμων δημιουργείται στο πλαίσιο του προγράμματος μια όσο
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
453
το δυνατόν πληρέστερη «Τράπεζα πληροφοριών» σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας. Συγκεκριμένα, καταρτίζεται αρχείο όλων των ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδας (από τον 5ο αι. π.Χ. έως και τον 6ο αι. μ.Χ.), καθώς και των ψηφιδωτών όλης της Μεσογείου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα αρχείο που είναι μοναδικό στο είδος του στην Ελλάδα. Είναι αυτονόητο, ότι διατηρείται πλήρες αρχείο των παραλειπόμενων για κάθε τόμο που έχει ήδη δημοσιευτεί. Τέλος, δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευση και την εξειδίκευση των νέων επιστημόνων που έχουν έως σήμερα συνεργαστεί στο πρόγραμμα των ψηφιδωτών. Εκτός από την αείμνηστη Έλλη Πελεκανίδου, που συνεργάστηκε στον Β΄ τόμο, στην μακρόχρονη πορεία του προγράμματος έχουν απασχοληθεί σε αυτό κατά διαστήματα τελειόφοιτοι και μεταπτυχιακοί φοιτητές αρχαιολογίας, σχεδιαστές και προγραμματιστές ηλεκτρονικών υπολογιστών. Μερικοί από αυτούς εργάστηκαν επί ικανό χρονικό διάστημα, όπως η Κατερίνα Καλαμαρτζή, η Βικτώρια Νικήτα, η Βίκη Καραΐσκου και πολύ πιο πρόσφατα η Ευτυχία Αλεβίζου. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι έχει δημιουργηθεί σήμερα μια αξιόλογη ομάδα νέων αρχαιολόγων, που έχουν συστηματικά εξειδικευτεί στο συγκεκριμένο ερευνητικό αντικείμενο (Μαγδαληνή Παρχαρίδου, Χριστίνα Παπακυριακού, Αναστασία Πλιώτα, Ελένη Χρυσάφη), μαθητεύοντας κοντά στην κα. Ατζακά, με στόχο να συνεχίσουν το έργο της. Έως σήμερα το πρόγραμμα υποστηρίχθηκε οικονομικά κατά διαστήματα από τους παρακάτω φορείς: τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, το Υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης, την Επιτροπή Ερευνών του Α.Π.Θ., το Ίδρυμα Ιωάννη Κωστόπουλου και το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη. Σημαντική ήταν η συμβολή του Οργανισμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας που διέθεσε το μεγαλύτερο ποσό για την έκδοση του τρίτου τόμου.
ΣYNTOMOΣ ΑΠOΛOΓIΣMOΣ TΩN EPΓΑΣIΩN THΣ Z΄ ΣYNΑNTHΣHΣ ΒYZΑNTINOΛOΓΩN EΛΛΑΔOΣ KΑI KYΠPOY ἀπὸ τὴν πρόεδρο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπιτροπῆς Βυζαντινῶν Σπουδῶν Mαρία NYΣTΑZOΠOYΛOY-ΠΕΛEKIΔOY Kλείνοντας τὶς ἐργασίες τῆς Z΄ Συνάντησης τῶν Βυζαντινολόγων Ἑλλάδος καὶ Kύπρου θὰ ἐπιχειρήσω ἕναν πολὺ σύντομο ἀπολογισμό. Ἐξ αἰτίας τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τῶν ἀνακοινώσεων καὶ τῆς πολυμέρειας τοῦ προγράμματος, δὲν εἶναι βέβαια πρακτικὰ δυνατὸν νὰ γίνει οὐσιαστικὴ ἀποτίμηση τοῦ ἔργου ποὺ ἐπιτελέστηκε αὐτὲς τὶς τρεῖς ἡμέρες γόνιμης ἐπιστημονικῆς ἐργασίας καὶ συνεργασίας. Θὰ περιοριστῶ κατ’ ἀνάγκην σὲ ὁρισμένα βασικὰ στοιχεῖα. Στὴν Z΄ Συνάντηση ἔλαβαν μέρος περίπου 170 βυζαντινολόγοι ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Kύπρο· σ’ αὐτὸ τὸν ἀριθμὸ πρέπει νὰ προσθέσουμε καὶ τοὺς φοιτητὲς ποὺ μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρακολούθησαν τὶς ἐργασίες. Σημειώνω ὅτι ἀρχικὰ εἶχαν δηλώσει συμμετοχὴ 220 ἐπιστήμονες καὶ εἶναι λυπηρὸ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπόντες δὲν ἐνημέρωσαν ἔγκαιρα τὴν Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπή, γεγονὸς ποὺ ἀναπόφευκτα δημιούργησε ποικίλα προβλήματα στὴ διοργάνωση. Στὴ Συνάντηση παρουσιάστηκαν περὶ τὶς 100 συμβολές, ποὺ χωρίζονται σὲ τρεῖς ἑνότητες: τὶς εἰσηγήσεις στὸ κεντρικὸ θέμα, τὶς ἐλεύθερες ἀνακοινώσεις καὶ τὰ ἐρευνητικὰ προγράμματα. α) Oἱ πέν τε εἰσηγήσεις στὸ κεντρικὸ θέμα «Παράδοση καὶ ἀνανέωση στὸ Βυζάντιο» κάλυψαν μὲ πρωτότυπες προσεγγίσεις σημαντικὲς ὄψεις τοῦ καίριου αὐτοῦ θέματος, γιὰ τὸ ὁποῖο ἐπίσης ἐπιχείρησα στὸν χαιρετισμό μου νὰ διατυπώσω ὁρισμένες γενικὲς σκέψεις. β) Oἱ 84 ἐλεύθερες ἀνακοινώσεις, ποὺ κάλυψαν τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ προγράμματος, εἶχαν ποιότητα καὶ πρωτοτυπία καὶ ἀναφέρονταν κυρίως στὴ φιλολογία καὶ τὴ χειρόγραφη παράδοση τῶν κειμένων, τὴν ἀρχαιολογία καὶ τὴν ἱστορία τῆς τέχνης, τὸ δίκαιο καὶ τὴ διοικητικὴ ὀργάνωση, τὴ φιλοσοφία καὶ θεολογία καὶ τὴν ἱστορία. Eἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ κατανομὴ τῶν ἀνακοινώσεων κατὰ ἑνότητες δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἰσόρροπη· ἐπισημαίνω ὡστόσο τὸν πολὺ μικρὸ δυστυχῶς ἀριθμὸ τῶν ἀνακοινώσεων ποὺ ἀναφέρονταν στὴν ἱστορία, ὅπως καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι λίγες συμβολὲς συνδέονταν μὲ τὸ κεντρικὸ θέμα τῆς Συνάντησης. Mὲ πολλὴ
456
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ἱκανοποίηση σημειώνω τὴ μεγάλη συμμετοχὴ νέων ἐπιστημόνων μὲ ἐνδιαφέρουσες ἀνακοινώσεις, γεγονὸς ποὺ ἀνταποκρίνεται σὲ βασικὸ στόχο τῶν Συναντήσεων. γ) Tὸ συνέδριο ἔκλεισε μὲ τὴν παρουσίαση 10 ἐρευνητικῶν προγραμμάτων, πού εἶχαν γιὰ ἀντικείμενο εὐρύτερα ἢ πιὸ ἐξειδικευμένα θέματα, μὲ πρωτότυπη νέα προσέγγιση καὶ μὲ χρήση τῶν δυνατοτήτων ποὺ προσφέρει ἡ νέα τεχνολογία. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίλυση ἢ τὴν ἐπιτυχῆ προώθηση καίριων ζητημάτων, τὰ ἐρευνητικὰ αὐτὰ προγράμματα ἀποτελοῦν, κι αὐτὸ εἶναι σημαντικό, ἀφετηρία καὶ ἔναυσμα γιὰ νέες μελέτες καὶ ἔρευνες. Kλείνοντας τὴ σύντομη παρουσίαση τῶν ἐργασιῶν καὶ τῶν ἐπιτευγμάτων τῆς Z΄ Συνάντησης, ἐπιθυμῶ νὰ εὐχαριστήσω καὶ νὰ συγχαρῶ θερμά, ἐκφράζοντας, πιστεύω, καὶ τὰ αἰσθήματα ὅλων τῶν συνέδρων, τὴν Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν ἄψογη ὀργάνωση, τὴ θερμὴ ἀτμόσφαιρα καὶ τὴν ἐγκάρδια φιλοξενία. Ὅλοι γνωρίζουμε πόσο μεγάλος μόχθος, προγραμματισμὸς καὶ ἔμπνευση ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ὀργάνωση μιᾶς ἐπιστημονικῆς συνάντησης. Eὐχαριστοῦμε τὴν καθηγήτρια Xαρίκλεια Ἰωαννίδου, πρόεδρο τοῦ Tμήματος Ἑλληνικῆς Φιλολογίας τοῦ Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου, ποὺ ἔθεσε ὑπὸ τὴν προεδρία της τὴν Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπὴ καὶ συνέβαλε μὲ τὸ κύρος της στὴν ἐπιτυχία τῆς Συνάντησης. Tὴν Mαρία Tζιάτζη-Παπαγιάννη, γραμματέα τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ τὸν Γρηγόρη Παπαγιάννη, ταμία, ποὺ κυριολεκτικὰ ἀναλώθηκαν, σὲ ἀσφυκτικὰ σύντομο χρόνο, γιὰ νὰ προετοιμάσουν σωστὰ καὶ νὰ ὀργανώσουν μὲ ἐπιτυχία τὴ Συνάντησή μας· τοὺς εὐχαριστοῦμε πολὺ θερμὰ καὶ γιὰ τὴν ἐπιτυχῆ ὀργάνωση καὶ γιὰ τὴν ἐγκάρδια καὶ φιλικὴ ἀτμόσφαιρα καὶ γιὰ τὴν προσωπικὴ φροντίδα σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις. Θέλω ἐπίσης νὰ εὐχαριστήσω τὰ νέα παιδιά, τοὺς φοιτητὲς τοῦ Tμήματος Φιλολογίας, ποὺ μὲ προθυμία καὶ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον βοήθησαν οὐσιαστικὰ στὴν προετοιμασία καὶ τὴν ἐκτέλεση τοῦ προγράμματος. Tοὺς εὐχαριστοῦμε ὅλους καὶ τοὺς συγχαίρουμε θερμὰ καὶ εὐχόμαστε καλὴν ἀντάμωση στὴν ἑπόμενη H΄ Συνάντηση.