WalterJ. Ong
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ Ή έκτεχνολόγηση τοϋ λόγου
Μετάφραση Κώστας Χατζηκυριάκου ’Επιμέλεια Θεό...
237 downloads
1725 Views
8MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
WalterJ. Ong
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ Ή έκτεχνολόγηση τοϋ λόγου
Μετάφραση Κώστας Χατζηκυριάκου ’Επιμέλεια Θεόδωρος Παραδέλλης
Π Α Ν ΕΠ ΙΣΤΗ Μ ΙΑ ΚΕΣ Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Κ ΡΗ ΤΗ Σ Ιδρυτική δωρεά Παγκρητικής Ένώσεως ’Αμερικής ΗΡΑΚΛΕΙΟ 1997
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή στήν έλληνική έκδοση Ε υχα ριστίες Εισαγωγή στήν άγγλική έκδοση 1. Ή προφορικότητα τής γλώσσας
ix χχχν xxxvii 1
2. Ή σύγχρονη ανακάλυψη τών πρωταρχικά προφορικών πολιτισμών
17
3. Ή ψυχοδυναμική τής προφορικότητας
39
4. Ή γραφή άναδιαρθρώνει τή συνείδηση
109
5. Τυπογραφία,χώρος καί κειμενικό κλείσιμο
167
6. Ή προφορική μνήμη,ή άφηγηματική γραμμή καί ή κατασκευή τών χαρακτήρων
199
7. Μερικά θεωρήματα
225
Βιβλιογρα φ ία Ε ύρετήριο
261 281
Εισαγωγή στήν έλληνική έκδοση
Προφορικότητα καί Έγγραμματοσύνη: Άπό τήν αύτόνομη δράση στήν κοινωνική πρακτική «verba volant, scripta manent» «verba manenty> Τά αντιφατικά αύτά παραθέματα, ή γνωστή άπό τά σχολικά μας χρόνια λατινική ρήση καί ό τίτλος πού δίνει ό L.-J. Calvet (1984) σέ ένα κεφάλαιό του, δέν άποτελούν σπάνια ή έξεζητημένη διατύπωση, άλλά άντίθετα συμπυκνώνουν τά σ υμπε ράσματα διαφορετικών (συνήθως) μελετητών τού φαινομένου τής προφορικότητας καί τής έγγραμματοσύνης. «Ή ομιλία είναι έφ ήμερη,ή γραφή μόνιμη» δηλώνουν οί μ έ ν «ό ,τι λ έγ ε ται δέν ξελέγετα ι, ένώ ή γραφή σβήνεται καί άναθεω ρεΐται» άπαντούν οί δέ. Γιά τόν Levi-Strauss καί πολλούς άλλους ή γραφή είναι έξουσία καί δύναμη, γιά τούς Dogon, τούς Bambara και πάμπολλους άλλους ή δύναμη βρίσκεται στόν προ φορικό λόγο. Στήν οθόνη τοϋ υπολογιστή, όπου γρά φ ετα ι αύτό τό κείμενο, τό παγιωμένο καί μόνιμο γραπτό κείμενο δίνει τή θέση του σέ ένα κείμενο δυναμικό πού άνά πάσα στιγμή διορθώνεται, άναθεωρεΐται, σβήνεται, αύξομειώνεται μέ μεγάλη ταχύτητα καί εύκολία, δίχως νά άφήνει ίχνος άπό όπ ο ια δή π ο τε άλλαγή (Stu bbs 1990: 573). Ά π ό τήν άλλη
X
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
πλευρά τά μέλη τού προφορικού πολιτισμού «δια βά ζουν» τη φύση, τό πεπρω μένο, τά ϊχνη τών θηραμάτων καί « ε γ γ ρ ά φουν» στό σώμα, στά άντικείμενα, στίς τελετουργίες τίς ιστο ρικές καί πολιτισμικές τους έμπ ειρίες. Τά πράγματα λοιπόν φαίνονται πολύ πιό περίπλοκα άπό όσο μάς άφήνει νά άντιληφθούμε ή δική μας έγγράμματη έμπ ειρία . Αύτό τό περίπλο κο πρόβλημα, άκριβώ ς, ξεκινά νά διερευνήσει τό έργο τοϋ Walter Ong,TO όποιο καί συνοψίζεται σέ αύτόν έδώ τόν τόμο. Ή εισαγωγή αύτή ξεκινά μέ μιά σύντομη επισκόπηση τοϋ έργου τοϋ Ong καί στή συνέχεια προσπαθεί νά σκιαγραφήσει τό θεωρητικό πλαίσιο μέσα στό όποιο εντάσσεται ή Π ροφο ρικότητα και Έ γγραμματοσύνη. Ά ναφέρεται συνοπτικά τ ό σο στίς προσεγγίσεις πού προηγήθηκαν τοϋ δικού του έργου, όσο καί σέ αύτές πού άκολούθησαν, ώστε νά διαφανοϋν κάποιες άπό τίς ιστορικές καί θεωρητικές του συντεταγμένες. Θά π ρέπ ει δμως νά προηγηθεί ένα...
Σύντομο σχόλιο γιά τήν ορολογία Θά ήταν σκόπιμο νά άναφερθοϋμε καταρχάς στή χρήση τής λέξης έγγραμματοσύνη. 0 νεολογισμός αύτός παράγεται μέ τήν προσθήκη τού επιθήματος -οσύνη στό επίθετο εγγρά μ μα τος. Ά πό αύτή τήν άποψη δέν διαφ έρει άπό τήν παραγωγή τοϋ, κοινού πλέον, όρου προφορικότητα, ό όποιος σχηματίζε τα ι μέ τήν προσθήκη τοϋ άντίστοιχου έπιθήματος -ητα στό επίθετο προφορικός. ’Έ τσι καί οί δύο δροι άποτελοϋν άφηρημένες έννοιες πού δηλώνουν μιά δεδομένη κατάσταση ή ποιότητα. 'Ωστόσο ό λόγος γιά τή χρησιμοποίηση αύτού τοϋ νεολογισμού δέν είναι ή τήρηση, άπλώς, μιας συμμετρίας ή άναλογίας, άλλά ή ούσιαστικότερη άνάγκη νά αποδοθεί τό ιδιαίτερο περιεχόμενο μιας έννοιας, ώστε νά δια κριθεί άπό άλλες παγιωμένες καί άξιολογικά φορτισμένες τρέχουσες ση μασίες.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
XI
Ή έγγράμματη κατάσταση νοείται συνήθως ώς μια α τομι κή δεξιότητα, ή έκμάθηση ή απόκτηση έκ μέρους ενός άτόμου μιας ούδέτερης «τέχ ν η ς », μιας απλής «τεχ ν ο λ ο γ ία ς», ενός αδρανούς «έρ γ α λ είο υ » έπικοινωνίας: τής γραφής (καί μά λι στα τής αλφαβητικής) καί τής ανάγνωσης. Όστόσο, όπως θά φανεί σαφέστερα παρακάτω, ή έγγραμματοσύνη (literacy1) ά π οτελεΐ έναν κατεξοχήν κοινωνικό θεσμό, ένα περίπλοκο φαινόμενο πού συνδέει καί συνδυάζει πολλαπλές π ο λιτισ μι κές, κοινωνικές, ιστορικές καί γνωστικές πλευρές. Ά πό αύτή την άποψη χρειαζόμαστε έναν όρο που νά παραπέμπει πέρα άπό τό γεγονός αύτής καθαυτής τής γραφής, σέ αύτή τη σύν θετη καί ποικιλόμορφη πολιτισμική κατάσταση καί πρακτική. Κατά τον ϊδ ιο τρόπο, ό όρος προφορικότητα (orality2) παρα π έ μ π ε ι σέ μιάν αντίστοιχη κατάσταση καί πρακτική πού ύπερβαίνει κατά πολύ τό γεγονός τής απλής προφορικής ε π ι κοινωνίας.
Ό
Walter J. Ong
και τό έργο του
Ό Walter J. Ong γεννήθηκε τό 1912 στο Κάνσας Σίτυ τής Πολι τείας Μισούρι των Η .Π .Α ., όπου καί ολοκλήρωσε τις προπτυ χιακές του σπουδές. Τό 1935, μετά άπό δύο χρόνια άπασχό1
2
Ό όρος γραπτότητα που εισάγει ό Λ. Τσιτσιπής (19θ5:60) παρα πέμπει συνειρμικά περισσότερο στη γραφή ώς τεχνική, καί έξαλ λου παρουσιάζει τή δυσκολία ότι δεν μπορεϊ νά σχηματίσει τά απαραίτητα έπίθετα. Βλ. επίσης τό σημείωμα του Δ. Κυρτάτα στη μετάφραση του βιβλίου τής R. Thomas 1996. Ε νίο τε χρησιμοποιείται καί ό όρος oracy -κατ’ αναλογία πρός τό literacy-τόν όποιο είσηγαγε ό A. Wilkinson (“ Skopen English” , στό Παράρτημα τοϋ Educational Review, ΙΙαν. τοΰ Birmingham, 1965) προκειμένου νά άναφερθεΐ στον επαρκή έλεγχο τής γλώσσας κατά την ομιλία καί νά ύπογραμμίσει τό γεγονός ότι οί προφορικές αύτές δεξιότητες παραμελοϋνται κατά τή σχολική εκπαίδευση. Τόν όρο χρησιμοποιεί καί ή Ε. Tonkin (1974,1992).
X ll
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
λησης στόν τομέα τής τυπογραφίας, έντάχθηκε στό Τάγμα τών Ιησουιτών. Σπούδασε Φιλοσοφία καί Θεολογία στό Παν επ ισ τήμιο τού Σα ίντ Λούις καθώς καί ’Αγγλική Φ ιλολογία στό ’ίδιο πανεπιστήμιο μέ έπιβλέποντα καθηγητή τόν Marshall McLuhan, ό όποιος άσκησε σημαντική έπιρροή πάνω του καί μεταξύ τών άλλων τόν μύησε στό έργο τοϋ Peter Ram us. To έργο τοϋ γάλλου αυτού φιλοσόφου καί έκπ α ιδευτικοϋ μ ε ταρρυθμιστή τής ’Αναγέννησης άποτέλεσε αργότερα τό αντι κείμενο τής διδακτορικής του δια τριβής στό Πανεπιστήμιο τού Χάρβαρντ. Οί άπόψεις τού McLuhan ότι τά ϊδ ια τά μέσα έπικοινωνίας (ή μορφή δηλαδή τών «μ έσ ω ν») έπηρεάζουν καί τροποποιούν τήν άνθρώπινη συνείδηση καί κοινωνία άνεξάρτητα άπό τά μηνύματα πού μ ετα βιβά ζουν ότι οί άνθρωποι στό παρελθόν άντιλαμβάνονταν τόν κόσμο μέσα άπό δλες τους τίς αισθήσεις, πράγμα πού άνατράπηκε σταδιακά μέ τήν έφεύρεση τής άλφαβητικής γραφής άρχικά, τής τυπογραφίας άργότερα, καί τοϋ τηλέγραφου πρόσφατα* ή άποψη, τέλος, ότι τά σύγχρονα ήλεκτρονικά μέσα ύπόσχονται μία έκ νέου κινητοποίηση δλων τών αισθήσεων, δλα αύτά έπέδρασαν κα ταλυτικά στή σκέψη τού Ong, άν καί ό ’ίδιος χειρίστηκε τά θ έ ματα αύτά μέ τρόπο δια φ ορετικό3 (βλ. καί Ong 1981). Ή έννοια τού «μ έ σ ο υ », ώστόσο, παραμένει κεντρική σέ δλο τό έργο του, καθώς δέν παραπέμπει άπλώς σέ έναν τρόπο μ ε ταβίβασης κάποιων πληροφοριών διαμέσου τοϋ χώρου καί άνάμεσα σέ δύο άτομα, άλλά. σέ ένα μέσο πού δημιουργεί νέους τρόπους σκέψης καί διαμεσολαβεί μεταξύ άτομικής καί συλλογικής ύπαρξης (βλ. καί Gronbeck 1991). Τό 1959 ό Ong εκλέχθηκε καθηγητής ’Αγγλικής Φιλολογίας
3
"Οπως παραδέχεται καί ό ϊδ ιο ς ό McLuhan στό The Gutenberg Galaxy, Toronto U .P ., Τορόντο. Βλ. έπίσης τό άπόσπασμα άπό τό Understanding Media: «Τ ό Μέσο είναι τό Μ ήνυμα», στήν ανθολο γία Τό Μ ήνυμα τού Μ έσου: Ή ’Έ κρηξη τής Μ αζικής Ε π ικ ο ι νωνίας, Έ κδ. ’Αλεξάνδρεια, ’Αθήνα, 1989.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Χ111
στό Πανεπιστήμιο τοΰ Σαίντ Αούις καί τό 1970 καθηγητής στό ’ίδιο πανεπιστήμιο στήν έδρα ’Ανθρωπιστικών Επιστημώ ν τής Ψυχιατρικής. Έ χ ε ι συγγράψει πάνω άπό δεκαπέντε β ι βλία καί πάμπολλα άρθρα καί έχει δώσει σειρά μαθημάτων καί διαλέξεων σέ ιδρύματα τής Εύρώπης, Μ. ’Ανατολής, Κ εν τρικής καί Δυτικής ’Αφρικής, Λατινικής ’Αμερικής καί ’Ανατο λικής Ά σίας. ’Ήδη στή μεταπτυχιακή διπλωματική του έργασία σχετικά μέ τόν βικτωριανό ίησουίτη Gelald Μ. Hopkins, ο Ong στρέφει τήν προσοχή του στήν προφορική/άκουστική πλευρά τής ε π ι κοινωνίας. Στή διατριβή του, πού έκδόθηκε τό 1958 σέ δύο τόμους4 (άφιερω μένους στόν McLuhan), ο Ong εισ ά γει ένα άπό τά βασικά θέματα πού θά τόν άπασχολήσουν στό εξής, τήν άντιπαράθεση τής τέχνης του λόγου, πού συνδέεται μέ τήν προφορική έπικοινωνία, πρός τήν τέχνη τοΰ διαλογισμού, πού σ υνδέετα ι μέ τήν τυπογρα φ ική επ ικοινω νία (Palmeri, 1991). ’Από τά μέσα τής δεκαετίας του ’60 καί ύπό τήν επίδραση τοΰ έργου τών συνεχιστών του Milman Pary, A. Lord καί E. Havelock (βλ. 1981), o Ong άρχίζει νά διερευνά περαιτέρω τήν ψυχοδυνα μική καί π ο λ ιτισ μ ικ ή π λευρά τής επ ικ οινω νία ς (πρβλ. Thomas 1996). Μέχρι τό 1997 έκδίδει τρία βιβλία 5 τά όποια άποκρυσταλλώνουν τή βασική του θέση σχετικά μέ τήν έσωτερίκευση τής έγγραμματοσύνης καί τήν άλλαγή πού έπέφ ερε ή βα θμ ια ία αύτή δια δικα σία στήν έξα τομίκευση τής άνθρώπινης συνείδησης: Οί πολιτισμοί, κατά τόν Ong, έχουν περάσει (τουλάχιστον στή Δύση) άπό τήν περίοδο τής πρωταρχικής προφορικότητας στή χειρογραφιχ%τζζ£ίοδο καί από εκ εί στήν τυπογραφική γιά νά καταλήξουν σήμερα στή δ ευ 4 5
Ramus, Method, and the Decay of Dialogue καί Ram us and Talon Inventory, Harvard U .P., Κέιμπριτζ Μασαχουσέτης, 1958. Presence of the Word, Yale U .P., Νιού Χ άβεν 1967, Rhetorie, Romance and Technology, Cornell U.P., N.Y. 1971, Interfaces of the Word, Cornell U.P., N.Y. 1977.
XIV
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
τερογενή προφορικότητα πού αναπτύσσεται πλέον μέσα σέ ένα μικτό περιβάλλον ηλεκτρονικών ηχητικών μέσων, άλλά καί έγγρ α μ μα το σ ύνης. Ή π ο ρεία αύτή ά π ο μ α κ ρύ νει τόν άνθρωπό ολοένα καί περισσότερο άπό τήν ακουστική του σχέση μέ τή γλώσσα, μετατοπίζοντας έτσι τό κέντρο βάρους άπό τήν άκοή στήν όραση μέ ό,τι αύτό σ υνεπ ά γετα ι άπό πλευράς άλλαγών στή γνωστικότητα καί στή συνείδησή του. Έδώ θά π ρέπ ει νά ύπογραμμίσουμε καί τήν έπίδραση πού είχε πάνω του ή σκέψη ένός άλλου σημαντικού Ιησουίτη θεω ρητικού τοϋ έξελικτισμού, τοϋ Teillard de Chardin, τόν όποιο γνώρισε κατά τή διάρκεια μιας έκπαιδευτικής του έπίσκεψης στό Παρίσι τή δεκαετία τού ’50. Πράγματι, κατά τόν γάλλο παλαιοντολόγο ό κόσμος είνα ι μιά συνεχής έξέλιξη άπό τή γαιόσφαιρα (τήν ύλη), στή βιόσφαιρα καί τέλος στή νοόσφαιρ α , πού ά π οτελει τόν ύπεροργανικό κόσμο τής νόησης καί τοϋ πολιτισμού καί περιλαμβάνει τίς προηγούμενες σφαίρες.6 Ό Ong άπό τή μεριά του άναφέρεται καί διερευνά τούς μ ε τασχηματισμούς αύτοϋ πού ονομάζει «νο η τικ ό π ε δ ίο » , τό σημείο τομής άνάμεσα στή νόηση καί στον κοινωνικο-πολιτισμικό π ερίγυρο. Τό 1982 έκδίδετα ι τό Προφορικότητα κ α ί Έ γγρα μμα το σύνη, τό πλέον διαδεδομένο7 καί δημοφιλές βιβλίο τοϋ Ong. Πρόκειται γιά περιεκτικό έργο πού συνοψίζει μέ τρόπο συ στηματικό τίς βασικές του θέσεις γιά τό πρόβλημα τών δ ια φορών καί τών ιδιομορφιών τού προφορικού καί τοϋ έγγράμματου π ο λιτισ μ ο ύ , καθώς καί τών άλλαγών πού έπήλθαν στόν τρόπο πού άντιλαμβάνονται καί βιώνουν τόν κόσμο τά μέλη αύτών τών πολιτισμών.
6 7
Τ eillard de Chardin 1 955, Le Phenomene H um ain, Seuil, Παρίσι. Έ χ ε ι έπανεκδοθεΐ στόν έκδοτικό οικο Methuen έπτά φορές μετα ξύ 1982 καί 1988, καί στόν Routlege τό 1989, τό 1990 (δύο φορές) καί τό 1991. Τό έργο έχει μεταφραστεί ιταλικά, γερμανικά, σουη δικά, ιαπωνικά, πολωνικά καί τμήμα του στά ρουμανικά.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
χν
,y
ν Γ
^
,
,,
,
,
Ό Ong αντλώντας στοιχεία από τήν κοινωνική ιστορία, τή ρητορική, τήν αρχαία, μεσαιωνική καί νεότερη γρα μμα τεία καί τήν κοινωνική ανθρωπολογία κατασκευάζει ούσιαστικά δύο ιδεατούς τυπους: τόν ίδεότυπο τού προφορικού καί τόν ίδεότυπο του εγγράμματου πολιτισμού. Στή συνέχεια παρα κολουθεί τον τροπο μέ τόν όποιο έμφανίζεται, ιστορικά π λ έ ον, ή διχοτομία προφορικότητα/έγγραμματοσύνη στά δυτικά, κυρίω ς, πο λιτισ μικά μορφώματα διατηρώντας ταυτόχρονα μιά συγκριτική, διαπολιτισμική προσέγγιση. Αύτή ή συνεχής κίνηση πρός τό ιστορικά καί/ή πολιτισμικά απομακρυσμένο καί άπό έκ εί καί πάλι στό οικείο, άποτελεΐ ένα άπό τά βα σι κά διδάγματα πού άφομοίωσε ό Ong άπό τόν McLuhan καί τήν κοινωνική άνθρωπολογία (Ong 1981: 131 κ .έ.). Κατά τόν Ong, ό προφορικός πολιτισμός δέν άντιλαμβάνεται τόν κόσμο ώς «κοσμοείδω λο», ώς «κοσμοθεώ ρηση», ώς « κόσμο-α ντικ είμ ενο », έννοιες πού τονίζουν άκριβώς τήν αίσ θηση τής όρασης καί μέχρις ένός σημείου τής αφής, άλλά ώς έναν κόσμο δυναμικό, άπρόβλεπτο, ώς έναν «κόσμο-άκρόασ η » 7 έναν «κ όσ μο-σ υμβά ν». Ό κόσμος αύτός έχει ορισμένα έμφανή ή περίοπτα (salient) γνω ρίσματα, δπως ειρωνικά π α ρατηρεί ό ίδ ιο ς (1969: 637), θέλοντας προφανώς (!) νά τονί σει τό γεγονός δτι μάς είναι άδύνατο νά μιλήσουμε γιά τήν προφορικότητα έξω άπό τήν έγγρά μμα τη παράδοση στήν όποια αιώνες τώρα ανήκουμε. Τό πρώτο άπό τά βασικά αύτά γνωρίσματα ή θεωρήματα κατά τόν Ong, είναι ό δυναμισμός τής προφορικής γλωσσικής έκφοράς, ή κινητικότητά της, ή συνεχής μεταβολή της, ή συμμετοχικότητά της, ή συνάρτησή της μέ τίς έκάστοτε περιστά σεις, ή βιωματική της διάσταση (βλ. έπίσης καί Hockett 1960). Αύτή άκριβώς τή δυναμικότητα άναιρεϊ ή εγγράμματη.προ σέγγισή μας, καθώς τό καταγραμμένο παγιώ νεται καί άπό τήν πλευρά τή ς π ρ α φ ι^ Στήν περίπτωση τής προφορικής λογοτεχνίας λ.χ. ή καταγραφή είναι διαφορετική άπό τήν προφορική της μορφή καί πάντα ήδη
XVI
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΤΝΗ
ξεπερασμένη. Τό δεύτερο σημαντικό γνώ ρισμα, συνάρτηση του πρώ του άλλω στε, είν α ι ή δ ια δ ρ α σ ια κή διάσταση τής προφορικότητας, ό προσωπικός καί άγωνιστικός της χαρα κτήρας - ό «π ο λεμ ικ ισ μ ό ς» της (polemicism), όπως τόν άποκαλεΐ άλλου (Ong 1969: 641-42). Πρόκειται γιά τήν οργανική σχέση πού συνδέει τόν ομιλητή μέ τό άκροατήριό του καί τή ρητορική καί άγωνιστική διάσταση τών μεταξύ τους άνταλλαγών. Πρόκειται άκόμα γιά τόν συγκεκριμένο τρόπο μέ τόν όποιο συνδέεται ή προφορικότητα μέ τό βιόκοσμο. Τό τρίτο γνώρισμα είναι ό “ Schooling, Language, and Knowledge in Literate and Nonliterate Societies” , Comparative Studies in Society and History , 34: 68109. Barth, F. 1990, “ The Guru and the ConjurenTransactions in Knowledge and the Shaping of Culture in Southeast Asia and Melanesia” , M an , 25: 640-53. Basso, K. 1977, “ The Ethnography of Writing” , στό R. Bauman κα ί J. Sherzer (έπιμ.), Explorations in the Ethnography of Speaking, C.U .P., Κέιμπριτζ. Besnier, N. 19 91, “ Literacy and the Notion o f Person on Nukulaelae Atoll” , American Antrhopologist, 93: 570-87. Bloch, M. 1968, “ Astrology and Writing in Madagascar” στό J . Goody (έπιμ.)
C.U.P., Κέιμπριτζ. Bloch, M. 1989, “ Literacy and Enlightenment” , στό K. Schousboe κ α ί M .T. Larsen (έπιμ.), Literacy and Society, Akademisk Forlag, Κοπεγχάγη. Bourdieu, R, 1992, Οί κληρονόμοι, Έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα. Boyarin, J (έπ ιμ .) 1993. The Ethnography of Reading, U. o f California P.,
Μπάρκλει.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΧΧΧ111
Calvet, L.-J., 1984, La Tradition Orale, P.U.F., Π αρίσι. Cipolla, C. 1969, Literacy and Development in the West, Pelican, Λ ονδίνο. Cough, K. 1968, “ Implications of Literacy in Traditional China and India” , στό J. Goody (έπ ιμ.), C.U.P., Κ έ ιμ π ρ ιτζ. Digges, D. κ α ί J . Rappaport, 1993. “ Literacy, orality, and Ritual Practice in Highland Colombia” , στό]. Boyarin (έπιμ.). Edwards, V. καί J. Sienkewicz 1990, Oral Cultures P ast and Present , Blackwell,
’Οξφόρδη. Farrell, T h . 1991, “ An Overview of Walter Ong’s W ork” , στό Gronbeck B., Farrell Th. καί Soukup, P. (έπιμ.). Finnegan, R., 1988, Literacy and Orality, Ό ξφ ό ρδη . Gellner, E. 1992 ( 1983 ), 'Έθνη κ α ί Ε θ νικ ισ μ ό ς , Λλεξάνδρεια, ’Αθήνα. Goody, J. κα ί Watt, I. 1963, “ The Consequences of Literacy” , Contemporary Studies in Society and History, 5: 304-45. Goody, J., 1968 , “ Inroduction” , στό]. Goody (έπιμ.), C.U.P., Κέιμπριτζ. —(έπιμ.) 1968 , Literacy in Traditional Societies, C.U.P., Κέιμπριτζ. —19 7 7 , The Domestication of the Savage Mind, C.U.P., Κέιμπριτζ. —1986, The Logic of Writing and the Organization of Society, C.U .P., Κέι-
μπριτζ. Gronbeck B. 1991, “ The Rhetorical Studies Tradition and Walter Ong” στό B. Gronbeck, Th. Farrell καί P. Soukup, (έπιμ.). Gronbeck B., Farrell Th. καί Soukup, P. (έπιμ.) 19 9 1, Media, Consciousness} and Culture, Sage, Νιουμπουρι Καλιφόρνια. Halverson, J. 1992, “ Goody and the Implosion of the Literacy Thesis” , Man , 27: 3 0 1- 17 . Havelock, E. 1981, Aux Origines de la Civilization Ecrite en Occident, Maspero, Π αρίσι. Hockett, Ch. i960, “ The Origin of Speech” , Scientific American, 203(3): 88-96. Kulick D. καί D. Stroud 1990, “ Christianity, Cargo and Ideas of Self: Patterns of Literacy in a Papua New Guinean Village” , Man, 25(2): 286-304. Levi-Strauss, C. 1971 (1955), Θ λιβεροί [Θ λιμμένοι] Τ ρ ο π ικ ο ί , Έ κ δ . Χ α τ ζ ή νικολή, ’Αθήνα. Luria, A. 1976^ Cognitive Development: Its Cultural and Social Foundations, Harvard U.P., Κέιμπριτζ Μασαχουσέτης. Marvin, C. 1988, “ Attributes of Authority: Literacy tests and the Logic of Strategic Contact” , Communication, 11: 63-82. Mead, M. 1990 (1928), Coming of Age in Samoa, Pelican, Λ ονδίνο. Olson, D. 1994 , The World on Paper, C.U .P., Κέιμπριτζ. Ong, W. 1967, The Presence of the Word, Yale U.P., Ν ιού Χ άβεν. —1969 “ World as View and World as Event” , AmerAntrhopologist, 71: 634-47. —1997, Interfaces of the World, Cornell U.P., NY.
X X X IV
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
—1981, “ McLuhan as Teacher: The Future is a Thing of the Past” , Journal of
Communication, 3 1: 129-35. Palmeri, A. 1991, “ Ramism, Ong, and Modern Rhetoric” , στό B. Gronbeck, Th. Farrell καί P. Soukup, (έπιμ.). Rappaport, J. “ Mythic Images, Historical Thought, and Printed Texts: The Paez and the Written Word Journal of Anthropological Research, 43: 43-61. Saussure, F. 1979, Μ αθήματα Γ εν ικ ή ς Γλω σ σολογία ς , Έ κ δ . Π α π α ζή σ η , ’Αθήνα. Scribner. S. καί Μ. Cole 197.3? “ Cognitive Consequences of Formal and Informal Education” , Science 148: 533-59. Scribner, S. καί M. Cole 1981, The Psychology of Literacy, Harvard U.P., Κ έ ιμ π ρ ιτζ Μ ασαχουσέτης. Silverstone, R. 1991, “ Television, Rhetoric and the Return of the Unconscious 111 Secondary Orality” , στό B. Gronbeck, Th. Farrell καί P. Soukup (έπ ιμ.). Street, B. 1984, Literacy in Theory and Practice, C.U .P., Κ έ ιμ π ρ ιτζ. Street, B. κ α ί Besnier 1992, “ Aspects of Literacy” , στό T . Ingold (έ π ιμ .), Encyclopaedia of Language, Routledge, Λ ονδίνο. Stubbs, M. 1990, “ Language in Education” , N. Collinge (έπ ιμ.) Encyclopaedia of Language, Routledge, Λ ονδ ίνο . Thom as, R. 1996 (1992), Γρ α π τό ς κ α ί Π ροφορικός Λόγος στήν \Αρχαία Ε λ λ ά δ α , Π α νεπ ισ τημ ια κές Ε κ δ ό σ ε ις Κ ρήτης, Η ρ ά κ λ ειο . Tolkin, Ε. 1974? “ Implications ofO racy” , Oral History, 3(ι):4 ΐ-4 9 · — 1992, Narrating our Past, C.U .P., Κ έ ιμ π ρ ιτζ. Τ σ ιτσ ιπ ή ς, A . 1995 . Εισαγω γή στήν ’Ανθρωπολογία τής Γλώσσας, Guten berg, ’Αθήνα. Τ σ ο υ κ α λ ά ς, Κ . 1979 , Εξάρτηση κ α ί Αναπαραγωγή: Ό Κοινωνικός Ρ ό λος τών Ε κ π α ιδ ευ τικ ώ ν Μ ηχανισμών στήν Ε λλά δ α ( 18 3 0 - 1922 ) , Θ εμέλιο, ’Αθήνα. T ylor, Ε. 1881, An thropology: An Introduction to the Study of Man and Civiliza
tion, MacMillan &c Co., Λ ονδίνο. Φ ρ α γκ ο υ δ ά κ η , Α . καί Δ ρ α γώ να , Θ. (έ π ιμ .) 1997 , Τ ί ε ϊν ’ ή Π ατρίδα μας . Εθνοκεντρισμός στήν Έ κ π α ίδ ευ σ η . ’Α λ ε ξά ν δ ρ ε ια , ’Α θήνα . Wagner, D. 1993? Literacy, Culture, and Development, C.U.P. Κ έ ιμ π ρ ιτ ζ.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Οί Anthony C. Daly καί Claude Pavur είχαν τή γενναιοδωρία νά δ ια βά σουν καί νά σχολιάσουν τά χειρόγραφα αύτού τοΰ βιβλίο υ καί ό συγγραφέας θά ήθελε νά τούς εύχαριστήσει. Ό συγγραφέας καί ό έκδοτης έπιθυμοΰν νά εύχαριστήσουν τή Βρετανική Βιβλιοθήκη, που έπ έτρεψ ε τή δημοσίευση τής Εικόνας 1, τής σελίδας τού τίτλου άπό τό βιβλίο τοΰ Sir Thomas Elyot The Boke Mamed the Gouernoitr ( 1534 ).
Εισαγωγή στήν αγγλική έκδοση
Σ τά πρόσφατα χρόνια ανακαλύφθηκαν ορισμένες βασικές διαφορές ανάμεσα στούς τρόπους διαχείρισης τής γνώσης καί τής έκφοράς τού λόγου στούς πρωταρχικά προφορικούς π ο λιτισμούς (πολιτισμούς πού δέν γνωρίζουν καθόλου τή γρα φή) καί στούς τρόπους διαχείρισης τής γνώσης καί τής έ κ φοράς τοΰ λόγου σέ πολιτισμούς πού έπηρεάστηκαν βαθιά άπό τή χρήση τής γραφής. Οί συνέπειες τών νέων άνακαλύψεων είναι έκπληκτικές. Πολλά άπό τά γνωρίσματα πού θεω ρούσαμε δεδομένα στή λογοτεχνική, φιλοσοφική καί επ ιστη μονική σκέψη καί έκφραση, άκόμη καί στον προφορικό λόγο τών έγγραμμάτων, δέν είναι έγγενή στόν άνθρωπο, άλλά έ χουν έμ φ α ν ισ τεϊ χάρη στά έφ ό δια πού ή τεχνολογία τής γραφής παρέχει στήν άνθρώπινη συνείδηση. Έ π ρ επ ε νά άναθεωρήσουμε τόν τρόπο μέ τόν όποιο κατανοούμε τήν άνθρώ πινη ταυτότητα. ^ Τό θέμα αύτοΰ τοΰ βιβλίο υ άναφέρεται στίς διαφορές άνάμεσα στήν προφορικότητα καί τήν έγγραμματοσύνη. ’Ή, μάλλον, μιά πού οί άναγνώστες αύτοΰ ή όποιουδήποτε άλλου βιβλίου έξ ορισμού γνωρίζουν τόν έγγράμματο πολιτισμό ά-
X X X V lll
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
πό τά μέσα, τό θέμα του άναφέρεται, πρώτον, στή σκέψη καί τήν εκφορά της στούς προφορικούς πολιτισμούς, πού μάς είναι ξένοι καί μερικές φορές φαντάζουν παράξενοι, καί, δεύ τερον, στήν έγγράμματη σκέψη καί έκφραση μέσα άπό τή σκο πιά τής άνάδυσης καί τής σχέσης της μέ τήν προφορικότητα. Τό θέμα αύτού τοΰ βιβλίου δέν είναι κάποια «ερ μ η ν ευ τι κή σχολή». Δέν ύπάρχει καμιά «σ χολή» τής προφορικότητας καί τής έγγραμματοσύνης,τίποτε ισοδύναμο μέ τόν φορμαλι σμό, τή Νέα Κ ριτική, τόν δομισμό ή τήν άποδόμηση, άν καί ή έπίγνωση τής σχέσης πού ύπάρχει άνάμεσα στήν προφορικό τητα καί τήν έγγραμματοσύνη μπορεΐ νά έπηρεάσει ό,τι γ ίν ε ται σέ αύτές ή σέ διάφορες άλλες «σ χολές» ή «κ ινή μ α τα », σέ όλες τίς άνθρωπιστικές καί κοινωνικές επιστήμες. Ή γνώση τών άντιθέσεων καί τών σχέσεων τής προφορικότητας καί τής έγγραμματοσύνης δέν προξενεί, συνήθως, τήν ένθερμη ύπαγωγή σέ κάποια θεωρία, άλλά μάλλον ένθαρρύνει τή μελέτη τών πολυάριθμων όψεων τής άνθρώπινης κατάστασης, τόσο πολυάριθμων πού θά άδυνατούσαμε νά τίς άπαριθμήσουμε πλήρως. Στό βιβλίο αύτό θά προσπαθήσουμε νά μελετήσουμε έναν λογικό άριθμό αύτών τών όψεων. Ή έξαντλητική μελέτη θά άπαιτοΰσε πολλούς τόμους. Είναι χρήσιμο νά προσεγγίσουμε τήν προφορικότητα καί τήν έγγραμματοσύνη συγχρονικά, συγκρίνοντας προφορικούς καί χειρογρα φ ικο ύς (δηλαδή γρα πτούς) π ο λιτισ μ ούς πού συνυπάρχουν σέ μία δεδομένη χρονική περίοδο. Ά λλά είναι άπολύτως άναγκαΐο νά τίς προσεγγίσουμε έπίσης καί δ ια χρονικά ή ιστορικά, συγκρίνοντας διαδοχικές περιόδους μ ε ταξύ τους. Ή άνθρώπινη κοινωνία συγκροτήθηκε άρχικά μέ τή χρήση τής ομιλίας κι έγινε έγγράμματη πολύ άργά στήν ιστορία της, καί άρχικά μόνο σέ ορισμένες ομάδες. Ό Homo sapiens ύπάρχει μόλις έδώ καί 30.000 μέ 50.000 χρόνια*. Ύπο*
Σ .τ .Έ .: Προφανώς ό Ong άναφέρεται στόν νεάνθρωπο (Homo sapiens sapiens), αφού οί διάφοροι τύποι παλαιανθρώπου (Homo
L
ρο μιά καθαρά «ά λ ο γ ίσ ια » ση μασία. ’Αντί γιά τροχούς, τά δίχως τροχούς αύτοκινητα έχουν ύπεραναπτυγμένα νύχια πού λέγονται οπλές* άντί γιά φώτα πορείας ή ϊ'σως καθρέφτες, μάτια· άντί γιά ένα στρώμα άπό βερνίκι, κάτι πού λέγετα ι τρίχωμα· άντί βενζίνη γιά καύση, σανό κ.ο.κ. Στό τέλος, τά άλογα είναι άκριβώς ό,τι δέν είναι. "Οσο άκριβής καί λεπτομερής κι άν είναι μιά τέτοια άποφατική περιγραφή, οί οδηγοί τών αύτοκινήτων πού δέν έχουν δει ποτέ άλογο καί άκούνε μόνο γιά «αύτοκινητα δίχως τρο χούς » σίγουρα θά άποκομίσουν μιά περίεργη εικόνα γιά τά άλογα. Τό ϊδ ιο συμβαίνει μέ αυτούς πού συζητούν μέ όρους «π ροφ ο ρικ ής γ ρ α μ μ α τ εία ς ». Δέν μ π ορεΐς νά π ερ ιγ ρ ά φ εις χωρίς νά δια σ τρεβλώ σεις σοβαρά καί παραπλανητικά ένα πρωταρχικό φαινόμενο, άρχίζοντας άπό ένα δευτερογενές, έπ α κό λο υ θο φ α ινό μενο καί έξα λ είφ ο ν τα ς τίς δ ια φ ο ρ ές. Π ρά γμ α τι, άρχίζοντας έτσ ι άνάποδα — βάζοντας τό κάρο πρίν άπό τό άλογο— δέν μπορεΐς ποτέ νά άντιληφθεΐς τίς πραγματικές διαφορές. ’Ά ν καί ό προσδιορισμός «π ροεγγρά μμα τος» είναι χρήσι μος καί μ ερ ικ ές φορές ά να γκα ΐος, όταν χ ρ η σ ιμ ο π ο ιείτα ι άκριτα παρουσιάζει προβλήματα παρόμοια μέ έκεΐνα τοϋ όρου «προφορική γ ρα μμ α τεία », άν καί όχι τόσο χτυπητά. Ό προσδιορισμός «π ροεγγρά μμα τος» παρουσιάζει τήν προφο ρικότητα — τό «πρωταρχικό σύστημα μορφοποίησης»— ώς άναχρονιστική παρέκκλιση άπό τό «δ ευ τερ ο γεν ές σύστημα μορφοποίησης» πού άκολούθησε. Παράλληλα μέ τούς δρους «π ροεγγρά μμα τος» καί «π ρ ο φορική γρα μμ α τεία », άκοϋμε νά άναφέρεται καί τό text (κ εί
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
13
μενο) μιας προφορικής έκφοράς. Ή λέξη text, άπό μιά ρίζα πού σημαίνει «ύ φ α ίνω », είναι, μέ απόλυτους όρους, έτυμολογικά πιο συμβατή μέ τήν προφορική εκφορά α π’ ό,τι ό όρος literature (γρα μ μα τεία ), πού έτυμολογικά άναφέρεται στά γράμματα (literae) τού αλφαβήτου. Ό προφορικός λόγος, άκόμη καί σέ ένα προφορικό περιβάλλον, νοείται συχνά ώς ύφανση ή συρραφή — ραψωδβϊν στά άρχαΐα ελληνικά σημαί νει βασικά «συρράπτειν ώ δές». Ά λλά στήν πραγματικότητα, όταν οί έγγράμματοι χρησιμοποιούν σήμερα τόν όρο text, κβίμβνο, γιά νά άναφερθούν στήν προφορική τέλεση, τύν εννοούν κατ'’ αναλογίαν πρός τή γραφή. Στό λεξικό τών έγγραμμάτων, τό « κ ε ίμ ε ν ο » τής άφήγησης ένός άνθρώπου άπό έναν πρω ταρχικά προφορικό π ολιτισ μό ά π ο τελ εϊ πρω θύστερο: ξανά τό άλογο ώς «αύτοκίνητο δίχως τροχούς». Ά φού ύπάρχει τέτοια τεράστια διαφορά ανάμεσα στον προφορικό καί τόν γραπτό λόγο, τί μπορούμε νά κάνουμε γιά νά επινοήσουμε μιά εναλλακτική λύση στύν άναχρονιστικό καί α ύτοα να ιρούμενο όρο «π ρ ο φ ο ρ ικ ή γ ρ α μ μ α τ ε ία » ; Προσαρμόζοντας μιά πρόταση τοΰ Northrop Frye γιά τήν ε π ι κή ποίηση στό Anatomy of Criticism (1957, σελ. 248-50, 293303), θά μπορούσαμε νά άποκαλοΰμε κάθε καθαρά προφορι κή τέχνη « έ π ο ς » , λέξη πού έχει τό ϊδ ιο πρώτο-ινδοευρωπαϊκό θέμα, wekw-, μέ τή λατινική λέξη vox καί τήν άντίστοιχη άγγλική voice, καί επομένως θεμελιώ νεται στέρεα στή φώνη ση, στό προφορικό. ’Έ τσ ι, οί προφορικές τελέσεις θά γίνονται άντιληπτές ώς «φ ω νήσεις» (voicings), ό,τι τελικά είναι. Άλλά ή πιό συνηθισμένη σημασία τοΰ όρου « έ π ο ς » , πού είν α ι (προφορικό) έπικό ποίημα, θά παρεμβαλλόταν κάπως στήν άποδιδόμενη γενική σημασία πού θά άναφερόταν σέ όλα τά προφορικά δημιουργήματα. Τό «φ ω νήσεις» μοιάζει νά προκαλεΐ πάρα πολλούς άνταγωνιστικούς συνειρμούς, αν όμως κάποιος πισ τεύει πώς άξίζει νά τό προωθήσει, θά τόν βοη θούσα νά τό διατηρήσει σέ κυκλοφορία. Ά λλά καί πάλι θά μάς έλειπ ε ένας πιό γενικός όρος ό όποιος θά περιλάμβανε
14
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
καί τήν καθαρά προφορική τέχνη καί τή λογοτεχνία. Έδώ θά συνεχίσω μιά πάγια πρακτική άνάμεσα στούς ύποψιασμένους, καταφεύγοντας, δταν είνα ι άναγκαΐο, σέ αύτονόητες περιφράσεις — «καθαρά προφορικές μορφές τέχνης», « μ ο ρ φές έντεχνου λ ό γ ο υ » (πού θά π εριλα μ βά νει τόσο τά έργα πού δημιουργούνται προφορικά όσο καί έκεΐνα πού δημιουργοϋνται γραπτά) κ.ο.κ. Στήν έποχή μας ό όρος «π ροφ ορική γρα μμα τεία /λογο τεχ ν ία » ευτυχώς ύποχω ρεΐ, άλλά είνα ι πιθανό νά μήν κ ερ δίσουμε ποτέ τή μάχη τής ολοκληρωτικής του κατάργησης. Τό νά σκεφτούν τίς λέξεις άνεξάρτητα άπό τή γραφή παραεΐνα ι έπίπονη προσπάθεια γιά νά τήν άναλάβει ή πλειοψηφία τών έγγραμμάτω ν, άκόμη κι δταν τό ά π α ιτεϊ ή ε ιδ ικ ε υ μένη άνθρωπολογική ή γλωσσολογική έργασία τους. Οί λ έ ξεις σού έρχοντα ι στό νού γ ρ α μ μ έν ες , δ ,τι κι άν κά νεις. Ε π ιπ λ έο ν , ό διαχωρισμός τών λέξεων άπό τή γραφή άπειλ εΐ ψυχολογικά τούς έγγρά μμα τους, άφού ή άντίληψή τους ότι ελέγχουν τή γλώσσα είνα ι στενά δεμένη μέ τον οπτικό μετασχηματισμό τής γλωσσάς: πώς μπορούν νά ζησουν οί άνθρωποι τών γραμμάτων χωρίς λεξικά , γραπτούς κανόνες γρα μμα τικής, στίξη, καί όλο τόν υπόλοιπο έξοπλισμό πού κάνει τίς λέξεις πράγματα πού μπορεΐς νά τά « κ ο ιτ ά ξ εις » κά π ου; Οί έγγρά μ μ α το ι χρήστες μιας γρα φ ολέκτου δπως τά κοινά άγγλικά έχουν πρόσβαση σέ λεξιλόγια έκατοντάδες φορές μ εγ α λύ τερ α άπό όσα μ π ο ρ εΐ νά σ τη ρ ίξει μιά προφορική γλώσσα. Σ έ έναν τέτοιο γλωσσικό κόσμο τά λ ε ξικά είνα ι ά πα ρα ίτητα. Ε ίνα ι άποθαρρυντικό νά θυμάται κανείς δτι δέν υπάρχει στό μυαλό κανένα λεξικ ό , ότι ό λεξικογραφικός έξοπ λισμός εΐν α ι μιά πολύ πρόσφατη π ρ ο σθήκη στή γλώσσα αύτή καθ’ έαυτήν, δτι δλες οί γλώσσες έχουν π ερίπ λο κ ες γ ρ α μ μ α τικ ές , ότι άνέπτυξαν τήν π ερ ιπλοκότητά τους έν άπουσία τής γραφής καί δ τι, πέρα άπό τούς πολιτισμούς μέ σχετικά ύψηλή τεχνολογία, οί π ερ ισ σ ό τερο ι άπό τούς χρήστες τών γλωσσών τά κατάφερναν
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
15
πάντα αρκετά καλά χωρίς κανέναν οπτικό μετασχηματισμό τών φωνητικών φθόγγων. Οί προφορικοί πολιτισμοί πράγματι παράγουν δυνατές καί πανέμορφες προφορικές τελέσεις μέ μεγάλη καλλιτεχνική καί ανθρωπιστική αξία, πού δέν μπορούν πλέον νά παραχθούν μόλις ή γραφή καταλάβει τήν ψυχή. Παρ’ όλα αύτά, χωρίς τή γραφή, ή ανθρώπινη συνείδηση δέν μπορεϊ νά πραγ ματοποιήσει στό έπακρο τίς δυνατότητές της, δέν μπορεϊ νά παράγει άλλες όμορφες καί δυνατές δημιουργίες. Μέ αύτή τήν έννοια, ή προφορικότητα έχει ανάγκη καί είναι προοορισμένη νά παράγει τή γραφή. "Οπως θά δούμε, ή έγγραμματο σύνη είναι άπολύτως άπαραίτητη γιά τήν ανάπτυξη όχι μόνο τής έπιστήμης άλλά καί τής ιστορίας, τής φιλοσοφίας, τής κα τανόησης τής λογοτεχνίας καί κάθε τέχνης, καί μάλιστα γιά τήν έξήγηση τής ίδ ια ς τής γλώσσας (συμπεριλαμβανομένης τής Υδιας τής ομιλίας). Κανένας σχεδόν προφορικός ή πρωτίστως προφορικός πολιτισμός δέν έχει άπομείνει σήμερα στον κόσμο πού νά μήν έχει κάπως συνειδητοποιήσει τό τεράστιο πλέγμα δυνατοτήτων, πού είνα ι άπροσπέλαστο γιά πάντα χωρίς τή γραφή. Ή έπιγνωση αυτη βιώνεται μέ άγωνία άπό τους άνθρώπους πού είναι ριζωμένοι στήν πρωταρχική προ φορικότητα, πού έπιζητούν μέ πάθος τήν έγγραμματοσύνη, άλλά πού γνωρίζουν επίσης ότι μπαίνοντας στόν συναρπα στικό κόσμο τής έγγραμματοσύνης πρέπει νά έγκαταλείψουν πολλά άπύ τά συναρπαστικά καί πολύ άγαπημένα τού προ φορικού κόσμου. Πρέπει νά πεθάνουμε γιά νά συνεχίσουμε ^wvw/ώ ς, ή έγγρα μμα τοσ ύνη, μολονότι κα τα βροχθίζει τούς προφορικούς της προγόνους, έκτος κι αν έλέγχεται προ σεκτικά καί καταστρέφει ενίοτε τή μνήμη τους, έχει άπειρες δυνατότητες προσαρμογής. Μ πορεϊ άκόμη καί νά άποκαταστήσει τή μνήμη τους. Μπορούμε νά χρησιμοποιήσουμε τήν έγγραμματοσύνη γιά νά άνασυγκροτήσουμε γιά λογαριασμό μας τήν άρχαϊκή άνθρώπινη συνείδηση πού δέν ήταν καθόλου
16
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
εγγράμματη — νά τήν ανασυγκροτήσουμε άρκετά καλά, άν καί όχι τελείως (δέν μπορούμε νά λησμονήσουμε άρκετά τό οικείο παρόν γιά νά άναπλάσουμε στό νού μας τό όποιοδήποτε παρελθόν στήν άκεραιότητά του). Μιά τέτοια άνασυγκρότηση μπορεΐ νά μάς βοηθήσει νά κατανοήσουμε καλύτερα πόσο σημαντική ήταν ή γραφή καί ή άνάγνωση στή διαμόρ φωση τής άνθρώπινης συνείδησης κατά τήν πορεία της πρός, καί μέσα, στούς πολιτισμούς ύψηλής τεχνολογίας. Μιά τέτοια κατανόηση τής έγγραμματοσύνης καί τής προφορικότητας έπ ιχειρεΐ μέχρις ένός βαθμού νά έπιτύχει τό βιβλίο αύτό, πού είνα ι, άναγκαστικά, ένα έργο γραπτό, καί όχι μιά προφορική τέλεση
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ή σύγχρονη ανακάλυψη τών πρωταρχικά προφορικών πολιτισμών Ή πρώιμη ενασχόληση μέ τήν προφορική παράδοση Ή πρόσφατη ένασχόληση μέ τόν προφορικό χαρακτήρα τής γλώσσας δέν είναι χωρίς προηγούμενο. Μ ερικές δεκα ετίες πρό Χ ρισ το ύ , ό ψευδώ νυμος συγγραφέας τού βιβλίο υ τής Παλαιάς Διαθήκης, γνωστός μέ τό έβρα'ικό φιλολογικό ψ ευ δώνυμο Qoheleth («ό ομιλητής τής σύναξης») ή τό ελληνικό αντίστοιχο, Εκκλησιαστής, άναφέρεται καθαρά στήν προφο ρική παράδοση άπό τήν όποια ά ντλεϊ: «Κ α ί περισσόν ότι έγένετο έκκλησιαστής σοφός, ότι έδίδαξεν γνώσιν σύν τόν άνθρωπον, καί ους έξιχνιάσεται κόσμιον παραβολών, πολλά έζήτησεν έκκλησιαστής τού εύρεΐν λόγους θελήματος, καί γεγραμμένον εύθύτητος, λόγους άληθείας»* (Εκκλησιαστής, 12: 9-10). Οί άνθρωποι τών γρα μμά τω ν, άπό τούς μεσαιω νικούς συλλέκτες τών florigelia (άνθολογιών) ώς τόν Έ ρασμο (14661536) ή τόν Vicesimus Knox (1752-1821) καί εξής, δέν έπαψαν *
Σ .τ .Έ .: «Κ α ί δσο περισσότερο ό έκκλησιαστής στάθηκε σοφός, τόσο περισσότερο δίδαξε τή γνώση στό λαό, πρόσεξε, διερεύνησε καί έβαλε σέ τάξη πολλές παροιμίες. Ό έκκλησιαστής ζήτησε νά βρει εύάρεστους λόγους καί νά γράψει μέ ακρίβεια αληθινούς λό γους».
18
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
νά καταγράφουν ρητά άπό τήν προφορική παράδοση. Είναι άξιοσημείωτο όμως ότι, τουλάχιστον στον δυτικό πολιτισμό, καί άπό τούς μεσαιωνικούς χρόνους καί τόν ’Έ ρασμο, οί π ε ρισσότεροι συλλέκτες έπέλεγαν τά « ρ η τ ά » τους άπό άλλα γραπτά κι όχι κατευθείαν άπό τόν προφορικό λόγο. Τό ένδιαφέρον γιά τό μακρινό παρελθόν καί τόν λαϊκό πολιτισμό χαρακτήριζε τόν ρομαντισμό. Ά πό τότε, εκατοντάδες συλλέ κτες, μέ πρώτους τόν Σκώτο Jam es McPherson (1736-1796), τόν ’Ά γγλο Thomas Percy (1729-1811), τούς Γερμανούς άδελφούς Jacob (1785-1863) καί Wilhelm Grimm (1786-1859), ή καί τον Α μερικα νό Francis Jam es Child (1825-1896), έπ εξεργά στηκαν, περισσότερο ή λιγότερο άμεσα, τμήματα τής προφο ρ ικ ή ς, ή μ ιπ ρ ο φ ο ρ ικ ή ς ή σχεδόν προφ ορικής π α ρά δοσης, προσδίδοντάς της νέα εύυποληψία. Καθώς έμπαινε ό φθίνων πιά αιώνας μας, ό Σκώτος μελετητής Andrew Lang (18441912) καί άλλοι είχαν ήδη καταρρίψει τήν άποψη ότι ή προ φορική λαϊκή έκφραση ήταν άπλώς τό λείψανο μιας «ύψηλότερ η ς», λόγιας μυθολογίας — άποψη πού γεννήθηκε άρκετά φυσιολογικά άπό τή χειρογραφική καί τυπογραφική προκα τάληψη πού συζητήσαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο. Οί πρώτοι γλωσσολόγοι άντιδρούσαν στήν ιδέα τής δ ιά κρισης τής γραπτής άπύ τήν προφορική γλώσσα. Παρά τίς ν έ ες, διεισδυτικές του παρατηρήσεις γιά τόν προφορικό λόγο, ή ίσως καί έξαιτίας τους, ό Saussure (1959, σελ. 23-4) π ιστεύει, όπως καί οί Edward Sapir, C. Hockett καί Leonard Bloomfield, πώς ή γραφή άναπαριστά άπλώς τήν όμιλούμενη γλώσσα σέ ορατή μορφή. Οί γλωσσολόγοι τής σχολής τής Πράγας, ιδίως οί J. Vachek καί Ernst Pulgram έπεσήμαναν κάποια διαφορά άνάμεσα στή γραπτή καί τήν όμιλούμενη γλώσσα, μολονότι, στρέφοντας τήν προσοχή τους στά γλωσσικά καθολικά καί όχι στούς άναπτυξιακούς παράγοντες, έκαμαν φειδωλή χρή ση τής διάκρισης (Goody 1977, σελ. 77).
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
19
Τό ομηρικό ζήτημα Μέ δεδομένη λοιπόν τή μακροχρόνια ένασχόληση τών φιλο λόγων μέ τήν προφορική παράδοση καί τήν τεκμηρίωση τοϋ L an g καί άλλων ότι οι καθαρά προφορικοί πολιτισμοί μποροϋν νά παράγουν σύνθετες λογοτεχνικές μορφές, ποιο είναι τό καινούργιο στοιχείο στόν νέο τρόπο μέ τόν όποιο άντιλαμβανόμαστε τήν προφορικότητα; ’Ά ν καί ό τρόπος αύτός άναπτύχθηκε άπό πολλούς δρό μους, μπορούμε ϊσως νά τόν παρακολουθήσουμε καλύτερα μέσα άπό τήν ιστορία τού «ομηρικού ζητήματος». Γιά π ερισ σότερο άπό δύο χιλιάδες χρόνια, οί φιλόλογοι άφοσιώθηκαν στή μελέτη τοϋ Ό μήρου, άναμειγνύοντας σέ διαφορετικούς βαθμούς διεισδυτικότητα, παραπληροφόρηση καί προκατά ληψη, εϊτε συνειδητά ε’ίτε άσυνείδητα. Πουθενά άλλου δέν διακρίνονται τόσο εύκολα οί άντιθέσεις άνάμεσα στήν προ φορικότητα καί τήν έγγραμματοσύνη, ή τά τυφλά σημεία τού άκριτου χειρογραφικού ή τυπογραφικού νού. Τό «ομηρικό ζήτημα», πού προέκυψε άπό τήν «ύ ψ η λ ή » κριτική τού Όμήρου στόν δέκατο ένατο αιώνα, ή όποια ώρίμασε μαζί μέ τήν άντίστοιχη τής Βίβλου, έχει τίς ρίζες του στήν κλασική άρχαιότητα (βλ. A dam Parry, 1971, στόν όποιο στηρι ζόμαστε σημαντικά στίς επόμενες σελίδες). Κατά καιρούς, στή δυτική κλασική άρχαιότητα οί άνθρωποι τών γραμμάτων έδ ει χναν νά άντιλαμβάνονται κάπως ότι ή Ίλιάδα καί ή 'Οδύσσζια διέφεραν άπό τήν υπόλοιπη έλληνική ποίηση καί ότι ή κατα γωγή τους ήταν σκοτεινή. Ό Κικέρων πίστευε ότι τά σωζόμενα κείμενα τών δύο ομηρικών έπών προέκυψαν άπό τήν άναθεώρηση τού ομηρικού έργου (πού, φυσικά, γ ι’ αύτόν ήταν γρα πτό) άπό τόν Πεισίστρατο* ό Ίώσηπος ισχυριζόταν ότι ό "Ομη ρος δέν γνώριζε νά γράφει, περισσότερο δμως γιά νά ύποστηρίξει ότι ό έβρα'ικός πολιτισμός ήταν άνώτερος τού πρώιμου ελληνικού, έφόσον γνώριζε τή γραφή, παρά γιά νά δικαιολο γήσει τό ύφος ή άλλα χαρακτηριστικά τών ομηρικών έπών.
20
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Άπό τήν αρχή βαθιές αναστολές μάς έμπόδιζαν νά δούμε τι πραγματικά είναι τά ομηρικά έπη. Άπό τήν άρχαιότητα ώς σήμερα, ή Τλιάδα καί ή 'Οδύσσεια θεωρούνταν τά πιό παρα δειγματικά, αληθινά καί έμπνευσμένα κοσμικά ποιήματα τής δοτικής κληρονομιάς. Γιά νά δικαιολογήσει τή δεδομένη τους τελειότητα, κάθε έποχή έτεινε νά τά ερμηνεύει λέγοντας ότι τά έπη κατόρθωναν καλύτερα ό,τι θεωρούσε πώς οί ποιητές της έκαμαν ή πάσχιζαν νά κάνουν. Άκόμη καί όταν ό ρομα ντισμός αναγνώρισε τό «πρωτόγονο» ώς ένα θετικό πλέον κι όχι ατυχές πολιτισμικό στάδιο, οί μελετητές καί οί αναγνώ στες είχαν, γενικά, τήν τάση νά αποδίδουν στήν πρωτόγονη ποίηση ιδιότητες πού ή έποχή τους άναγνώριζε ώς θεμελιακά έγγενεϊς. Περισσότερο άπό όποιονδήποτε προγενέστερο, ό Αμερικανός κλασικός φιλόλογος Milman Parry (1902-1935) πέτυχε νά υποσκάψει αύτό τόν πολιτισμικό σοβινισμό καί νά διαβάσει τήν «πρωτόγονη» ομηρική ποίηση μέ τούς δικούς της όρους, άκόμη καί όταν αύτοί ήταν άντίθετοι μέ τήν άποδεκτή άποψη γιά τό τι έπρεπε νά είναι ποίηση καί ποιητής. Τό έργο τού Parry προμήνυαν άόριστα προγενέστερες ερ γασίες, καθώς ή γενική έπιδοκιμασία τών ομηρικών έπών συνοδευόταν συχνά άπό κάποιες άντιρρήσεις. Τά ποιήματα αύτά θεωρήθηκαν συχνά κάπως παράταιρα. Στον δέκατο έβδομο αιώνα, ό Francois Hedelin, άββάς τού Aubignac καί τού Meimac (1604-1676), μέσα σ’ ένα πνεύμα ρητορικής πολε μικής μάλλον παρά πραγματικής γνώσης, κατέκρινε τήν Ίλιάδα καί τήν 'Οδύσσεια γιά τήν κακή τους πλοκή, τούς φτωχούς χαρακτήρες, τήν ήθική καί θεολογική τους ποταπότητα, καί Ισχυρίσθηκε ότι ό "Ομηρος δέν υπήρξε ποτέ καί ότι τά έπη πού τού άπέδιδαν δέν ήταν παρά συλλογές ραψωδιών άλλων ποιητών. Ό κλασικός φιλόλογος Richard Benden (1662-1742), πού έγινε διάσημος άποδεικνύοντας ότι οί λεγόμενες Ε π ι στολές του Φάλαρϊ] ήταν πλαστές καί πού έμμεσα προκάλεσε τήν άντιτυπογραφική σάτιρα τού Swift, Ή μάχη τών βιβλίων, πίστευε πώς ύπήρξε πράγματι κάποιος πού λεγόταν "Ομη
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
21
ρος, άλλά δτι τά τραγούδια πού «έγρ α ψ ε» δέν οργανώθηκαν σέ έπη παρά μόνο πεντακόσια χρόνια άργότερα, στήν έποχή τοϋ Πεισίστρατου. Ό Ιταλός φιλόσοφος τής ιστορίας, Giam battista Vico (1688-1744), πίστευε πώς ό "Ομηρος δέν ύπήρξε καί πώς τά ομηρικά έπη ήταν κατά κάποιον τρόπο δημιουρ γίες ένός ολόκληρου λαού. Ό Robert Wood (c. 1717-1771), ό "Αγγλος διπλωμάτης καί άρχαιολόγος πού προσδιόρισε προσεκτικά κάποιους άπό τούς τόπους πού άναφέρονται στήν Ίλιάδα καί τήν 7Οδύσσεια, ήταν άπ’ δσο φαίνεται, ό πρώτος τοϋ οποίου οί εικασίες προσ έγγισαν τά πορίσματα τού Parry. Ό Wood πίστευε πώς ό 'Όμηρος ήταν άναλφάβητος καί δτι ή δύναμη τής μνήμης του τοϋ έπέτρεπε νά παράγει αύτή τήν ποίηση. Ό Wood, κατά τρόπο πράγματι έντυπωσιακό, ύποστηρίζει δτι ή μνήμη παί ζει έναν τελείως διαφορετικό ρόλο σέ έναν προφορικό άπ’ δ,τι σέ έναν έγγράμματο πολιτισμό. Ό Wood, άν καί δέν μπορούσε νά έξηγήσει πώς λειτουργούσε ή ομηρική μνημοτε χνική, ύπέδειξε δτι τό ήθος τής ομηρικής ποίησης ήταν δη μώδες καί δχι λόγιο. Ό Jean Jacques Rousseau (1821, σελ. 16364), έπικαλούμενος τόν πατέρα Hardouin (ούτε ό ένας ούτε ό άλλος άναφέρονται άπό τόν Adam Parry), πίστευε δτι, τό π ι θανότερο, ό "Όμηρος καί οί σύγχρονοί του Έλληνες δέν γνώ ριζαν τή γραφή. ’Αλλά τόν Rousseau τόν προβληματίζει τό εγ χαραγμένο πάνω σέ πίνακα μήνυμα πού στήν έκτη ραψωδία τής Ίλιάδας μεταφέρει ό Βελλερεφόντης στόν βασιλιά τής Λυκίας. 'Ωστόσο δέν ύπάρχουν ένδείξεις δτι τά «σήματα» πάνω στήν πλάκα πού ζητούσαν τήν έκτέλεση τοϋ Βελλερεφόντη άνήκαν σέ κάποιο σύστημα γραφής (βλ. στή συνέχεια, κεφ. 4). ’Αντίθετα, στήν ομηρική άφήγηση μοιάζουν περισσότερο μέ ένα είδος αδρών ίδεογραφημάτων.* Στόν δέκατο ένατο αιώνα, άναπτύσσονται οί θεωρίες τών *
Σ .τ .Έ .: «Σήματα λυγρά γράψας έν πινάκι πυκτώ ϋνμοφϋόρα πολ
λά».
22
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑ Μ Μ Α ΤΟ ΣΓΝ Η
λεγομένων αναλυτικών, τίς όποιες πρωτοεισηγείται ό Fried rich August Wolf (1759-1824) στό έργο του Προλεγόμενα (1795). Οί αναλυτικοί θεωρούν τήν Τλιάδα καί τήν ’Οδύσσεια συμπιλήματα προγενέστερων ποιημάτων ή άποσπασμάτων, καί μέ τήν άνάλυση προσπαθούν νά προσδιορίσουν ποιά ήταν τά έπιμέρους τμήματα καί πώς συρράφτηκαν. Άλλά, όπως παρατηρεί ό Adam Parry (1971, σελ. xiv-xvii), οί αναλυτικοί ύπέθεταν πώς τά έπιμέρους τμήματα ήταν κείμενα, χωρίς τήν παραμικρή έστω αμφιβολία. Αναπόφευκτα, στίς άρχές τού εικοστού αιώνα, τούς αναλυτικούς διαδέχθηκαν οί ένωτικοί. Αύτοί συχνά έτρεφαν υπερβολική εύσέβεια στά κείμενα καί ήταν ανασφαλείς, απεγνωσμένοι λάτρεις τους, πού ισχυρίζον ταν πώς ή Ίλιάδα καί ή ’Οδύσσεια είναι τόσο καλά δομημένες, τόσο συνεπείς στήν περιγραφή τών χαρακτήρων καί γενικά τόσο υψηλής τέχνης, πού δέν είναι δυνατύν νά είναι έργο μιας άνοργάνωτης διαδοχής συντακτών, άλλά πρέπει νά είναι έργο ενός άνθρώπου. Αύτή ήταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, ή κρατούσα άποψη, όταν ό Milman Parry, φοιτητής τότε, άρχισε νά δια μορφώνει τίς άπόψεις του.
Ή ανακάλυψη του Milman Parry "Οπως κάθε πρωτοποριακό πνευματικό έργο, τό έργο τού Milman Parry ήταν τό άποτέλεσμα μιάς διόρασης τόσο βαθιάς καί βέβαιης όσο καί δύσκολης νά διατυπωθεί. Ό γιος τού Parry, ό έπίσης έκλιπών Adam Parry, περιέγραψε θαυμάσια τήν έντυπωσιακή πορεία τής σκέψης τοΰ πατέρα του, άπό τή μεταπτυχιακή διπλωματική του έργασία στό πανεπιστήμιο τής Καλιφόρνια, στό Μπάρκλε'ι, στίς άρχές τής δεκαετίας τού 1920, έως τόν πρόο^ρο θάνατό του τό 1935. Βέβαια, όλα τά στοιχεία τής θεωρίας τοΰ Parry δέν ήταν τελείω ς καινούργια. Τό θεμελιώ δες άξίωμα πού, άπό τίς
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
23
αρχές τής δεκαετίας του 1920 διέπει τή σκέψη του, «ή έξάρτηση τής έπιλογής τών λέξεων καί τών μορφών τους άπό τό σχήμα τού [προφορικά συντεθειμένου] έξάμετρου στίχου» στά ομηρικά έπη (Adam Parry 1971, σελ. xix), προϋπάρχει στό έργο τώ ν^Ε. Ellendt καί Η. Duntzer. ’Αλλά καί άλλα στοιχεία τής σπερματικής διόρασης τοϋ Parry είχαν διατυπωθεί νωρί τερα. Ό Arnold van Gennep είχε ήδη έπισημάνει τή λογοτυπική σύνθεση τής ποίησης στούς προφορικούς πολιτισμούς τής έποχής μας, καί ό Μ. Murko είχε έντοπίσει τήν έλλειψη άκριβούς κατά λέξη άπομνημόνευσης στήν προφορική ποίηση τών πολιτισμών αύτών. ’Ακόμη σημαντικότερο, ό MarcelJousse, ό Ιησουίτης ιερωμένος καί λόγιος πού είχε άνατραφεϊ σέ ένα ύπολειμματικά προφορικό άγροτικό περιβάλλον τής Γαλλίας καί έζησε τό μεγαλύτερο μέρος τής ένήλικης ζωής του στή Μέση ’Ανατολή έμποτισμένος μέ τόν προφορικό της πολιτι σμό, είχε σαφέστατα διακρίνει τήν προφορική σύνθεση τών πολιτισμών αύτών άπό κάθε είδους γραπτή. Ό Jousse (1925) άποκάλεσε τούς προφορικούς πολιτισμούς καί τίς δομές προσωπικότητας πού διαμόρφωναν, λογοκϊνητονς (verbomoteur — δυστυχώς, τό έργο τοϋ Jousse δέν έχει μεταφραστεί στά άγγλικά* βλ. Ong 1967b, σελ. 30, 147-8, 335-6). Ή θεωρία τού Parry περιέλαβε καί συνένωσε αύτές τίς άπόψεις μαζί μέ άλλες γιά νά μάς δώσει μιά τεκμηριώσιμη περιγραφή τού τί ήταν ή ομηρική ποίηση καί πώς διαμορφώθηκε άπό τούς όρους παραγωγής της. Ή θεωρία τού Parry, ώστόσο, άκόμη καί στά σημεία πού προσεγγίζει τίς άπόψεις τών προγενέστερων λογίων, ήταν τ ε λείως δική του, άφοϋ, όταν άρχικά τή συνέλαβε, στίς άρχές τής δεκαετίας τού 1920, δέν φαίνεται νά γνώριζε τήν ύπαρξη τών προαναφερθέντων μελετητών (Adam Parry 1971, σελ. xxii). ’Αναμφίβολα, βέβαια, έπηρεάστηκε κι αύτός άπό τίς άδιόρατες έπιρροές πού ύπήρχαν στήν άτμόσφαιρα τής έ ποχής καί έπηρέασαν τούς προγενέστερους μελετητές. Ή άνακάλυψη τοϋ Parry, όπως ώριμη πιά καταγράφεται
24
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
στή διδακτορική του δια τριβή στό Παρίσι (Milman Parry 1928), μπορεϊ νά περιγράφει ώς εξής: Σχεδόν κάθε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα τής ομηρικής ποίησης όφείλεται στήν οικονομία πού τής επιβάλλει ό προφορικός τρόπος σύν θεσης. Τά γνωρίσματα αύτά μπορούν νά ανασυγκροτηθούν μέ τήν προσεκτική μελέτη τών στίχων της, άρκεϊ ό μελετητής νά άφήσει στήν άκρη τίς παραδοχές γιά τήν έκφραση καί τίς νοητικές διαδικασίες πού έμφύτευσαν στήν ψυχή αιώνες έγγράμματου πολιτισμού. Ή ανακάλυψη αύτή έφερε επανά σταση στούς φιλολογικούς κύκλους καί είχε τρομερό άντίκτυπο στήν ιστορία τού πολιτισμού καί τής ψυχής. Ποιές είναι μερικές άπό τίς βαθύτερες συνέπειες αύτής τής άνακάλυψης, καί ειδικότερα τής χρήσης άπό τόν Parry τού άξιώματος πού προαναφέραμε, «τής έξάρτησης τής έπιλογής τών λέξεων καί τών μορφών τους άπό τό σχήμα τού έξάμετρου στίχου»; Ό Diintzer παρατήρησε πώς τά ομηρικά έπίθετα πού χρησιμοποιούνται γιά τό κρασί διαφέρουν όλα μετρι κά μεταξύ τους καί πώς ή χρήση ένύς έπιθέτου καθορίζεται όχι τόσο άπό τό άκριβές του νόημα, όσο άπό τίς μετρικές άνάγκες τού άποσπάσματος στό όποιο έμφανίζεται (Adam Parry 1971, σελ. χ χ ) . Ή προσφορότητα τού ομηρικού έπ ιθέ του είχε επαινεθεί υπερβολικά καί εύλαβικά. Ό έπικός ποιη τής διέθετε ένα πληθωρικό ρεπερτόριο έπιθέτων, άρκούντως διαφοροποιημένο ώστε νά τού παρέχει ένα επίθετο γιά κάθε μετρική του άνάγκη καθώς συνέρραπτε τήν ιστορία του — διαφορετικό μάλιστα σέ κάθε του άπαγγελία, καθώς, όπως θά δούμε, οί έπικοί ποιητές δέν άπομνημονεύουν κατά λέξη τήν ποίησή τους. Είναι προφανές ότι οί μετρικές άνάγκες, μέ τόν έναν ή τόν άλλο τρόπο, καθορίζουν τήν έπιλογή τών λέξεων άπό κά θε ποιητή πού συνθέτει έμμετρα. Άλλά ή γενική άντίληψη ήταν ότι οί κατάλληλοι μετρικοί όροι προέκυπταν άπό μόνοι τους στήν ποιητική φαντασία κατά έναν ρευστό καί βασικά άπρόβλεπτο τρόπο, πού συνδεόταν μέ τήν «ιδιοφ υία » (δηλα
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
25
δή μέ μιά ούσιαστικά ανεξήγητη ικανότητα). Οί έξιδανικευμένοι άπό τούς χειρογραφικούς καί τυπογραφικούς πολιτι σμούς ποιητές δέν ήταν δυνατόν νά χρησιμοποιούν προκατασκευασμένα υλικά. ’Άν ό ποιητής έπαναλαμβάνει μέρη προ γενέστερων ποιημάτων, έπρεπε νά τά προσαρμόσει στον « δ ι κό του τρόπο». Είναι άλήθεια ότι ορισμένες πρακτικές ήταν άντίθετες μέ τήν άντίληψη αύτή, μέ πιό άξιοσημείωτη τή χρή ση φρασιολογίων πού παρείχαν τυποποιημένους τρόπους έκ φρασης σέ όσους έγραφαν μετακλασική λατινική ποίηση. Τά λατινικά φρασιολόγια άνθησαν ιδιαίτερα άφότου ή άνακάλυψη τής τυπογραςοίας έπέτρεπε τήν εύκολη άναπαραγωγή τών συμπιλημάτων, καί συνέχιζαν νά άνθούν καί ώς τά τέλη τού δέκατου ένατου αιώνα, όταν τό Gradus ad Parnassum χρησι μοποιούνταν εύρέα>ς άπό τούς μαθητές (Ong 1967b, σελ. 856* 1971, σελ. 77, 261-3· 1977, σελ. 166, 178). To Gradus πα ρείχε έπιθετικούς καί άλλους προσδιορισμούς άπό τήν κλασι κή λατινική ποίηση, μέ κατάλληλα σημειωμένες τίς μαχρές καί βραχείες συλλαβές γιά νά ταιριάζουν μετρικά, ώστε ό φέρελπις ποιητής νά μπορεϊ νά «συναρμολογήσει» ένα ποίημα άπό τό Gradus μέ τόν ϊδιο τρόπο πού τά παιδιά συναρμολο γούν κατασκευές άπό ένα κουτί Mechano ή Lego. Ή τελική κατασκευή μπορεϊ νά ήταν δική του, άλλά όλα τά κομμάτια προϋπήρχαν. Ή διαδικασία αύτή βέβαια ήταν άνεκτή μόνο γιά τούς αρχαρίους. Ό ικανός ποιητής έπρεπε νά παράγει τίς δικές του μετρικά ταιριαστές φράσεις. Οί κοινότυπες σκέψεις ήταν άνεκτές, όχι όμως καί ή κοινότυπη γλώσσα. Στό An Essay on Criticism (1711) ό Alexander Pope άνέμενε άπό τόν «ποιητικό νοΰ» νά χειρίζεται ό,τι «σκεπτόμαστε συχνά» μέ τρόπο πού οί άναγνώστες νά μήν τό έχουν ξανασυναντήσει «ποτέ τόσο τέλεια διατυπωμένο». Ό τρόπος έκφρασης τής άποδεκτής άλήθείας έπρεπε νά είναι πρωτότυπος. Λίγο μετά τόν Pope, ή ρομαντική έποχή άπαίτησε άκόμη μεγαλύτερη πρωτοτυπία. Γιά τόν άκραϊο ρομαντικό, ό τέλειος ποιητής θά έπρεπε ίδε-
26
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ωδώς νά μοιάζει στόν ϊδιο τόν Θεό, δημιουργώντας ex nihilo*: δσο καλύτερος είναι ό ποιητής, τόσο λιγότερο αναμενόμενο πρέπει νά είναι τό καθετί στό ποίημα. Μόνο οί αρχάριοι καί οί αθεράπευτα κακοί ποιητές χρησιμοποιούν προκατασκευασμένα υλικά. Κατά γενική ομολογία δλων τών αιώνων, ό "Ομηρος ούτε αρχάριος ήταν ούτε κακός ποιητής. Ίσως καί νά ήταν μιά έκ γενετής «ιδιο φ υία » πού δέν χρειάστηκε νά μάθει νά πετάει, άλλά πέταξε μόλις έκκολάφθηκε — σάν τόν Mwindo, τόν έπ ι κό ήρωα τών Nyanga μέ τήν πρόωρη άνάπτυξη, τόν « Μικρόπού-Περπάτησε-Μόλις-Γεννήθηκε». ’Έτσι κι άλλιώς,ό "Ομη ρος τής Ίλιάδας καί τής ’Οδύσσειας θεωρούνταν συνήθως ολο κληρωμένος ποιητής καί τέλειος τεχνίτης. Τώρα δμως άρχιζε νά φαίνεται δτι διέθετε κάποιο είδος φρασεολογίου στό κε φάλι του. Μιά προσεκτική άνάλυση σάν κι αύτήν τού Parry έδειχνε δτι έπαναλάμβανε λογότυπους τόν ένα μετά τόν άλλο. Ό έλληνικός δρος ραψωδεϊν, άπό τό ράπτβιν καί τό ώδή, πού σημαίνει «συρράπτω άσματα» άπέκτησε άπειλητική ση μασία. Ό "Ομηρος συνέραπτε προκατασκευασμένα μέρη. Στή Θέση ένός δημιουργού, εϊχαμε έναν έργαζόμενο σέ άλυσίδα παραγωγής. Αύτή ή ιδέα ήταν ιδιαίτερα άπειλητική γιά τούς προχω ρημένους εγγράμματους. Για τί οί έγγράμματοι μαθαίνουν κατ’ άρχήν νά μή χρησιμοποιούν ποτέ στερεότυπα (cliches). Πώς νά συμφιλιωθούν μέ τό γεγονός δτι δλο καί περισσότερο τά ομηρικά έπη έμοιαζαν νά είναι φτιαγμένα μέ στερεότυπα, ή μέ στοιχεία πού μοιάζαν πολύ μέ στερεότυπα; Γενικά, κα θώς ή έργασία τοϋ Parry προχωρούσε καί συμπληρωνόταν άπό μεταγενέστερους μελετητές, γινόταν φανερό πώς μόνο ένα μικρό τμήμα τών λέξεων στήν 7 λιάδα καί τήν ’Οδύσσεια δέν άνήκε σέ λογότυπους ή σέ λογότυπους σέ πολύ μεγάλο βαθμό προβλέψιμους. *
Σ .τ .Μ .: Έ κ τ ο ϋ μ η δ εν ό ς.
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
27
Επιπλέον, οί τυποποιημένοι λογότυποι όμαδοποιούνταν γύρω άπό έξίσου τυποποιημένα θέματα, όπως ή συνέλευση, ή συγκέντρωση τού στρατού, ή μονομαχία, ή λεηλασία τών ήττημένων, ή άσπίδα τού ήρωα κ.ο.κ. (Lord 1960, σελ. 6898). Έ να ρεπερτόριο παρόμοιων θεμάτων βρίσκουμε στήν προφορική άφήγηση καί τά άλλα προφορικά εϊδη σέ όλο τόν κόσμο. (Οί γραπτές άφηγήσεις καί τά άλλα γραπτά δημιουρ γήματα χρησιμοποιούν έπίσης θέματα, έξ άνάγκης, άλλά τά θέματα αύτά ποικίλλουν άπείρως περισσότερο καί είναι άπείρως λιγότερο παρείσακτα.) Όλόκληρη ή γλώσσα τών ομηρικών ποιημάτων, μέ τό π ε ρίεργο μείγμα άπό πρώιμες καί ύστερες αιολικές καί ιωνικές ιδιαιτερότητες, μπορούσε νά έξηγηθεΐ καλύτερα όχι ώς μιά έπισώρευση διαφόρων κειμένων, άλλά ώς γλώσσα πού έπί χρόνια διαμορφώθηκε άπό τούς επικούς ποιητές μέ τή χρήση παλιών καθιερωμένων εκφράσεων, τίς όποιες διατηρούσαν καί/ή επεξεργάζονταν ξανά, κυρίως γιά μετρικούς λόγους. ’Αφού διαμορφώθηκαν καί έπαναδιαμορφώθηκαν τούς προη γούμενους αιώνες, τά δύο έπη καταγράφηκαν γύρω στά 700650 π.Χ. στό νέο ελληνικό άλφάβητο, άποτελώντας τίς πρώ τες μεγάλες συνθέσεις πού γράφτηκαν σέ αύτό τό άλφάβητο (Havelock 1963, σελ. 115). Ή γλώσσα τους δέν είναι ελληνικά πού άνθρωποι είχαν ποτέ μιλήσει στήν καθημερινή τους ζωή, άλλά τά ελληνικά πού είχαν ειδικά διαμορφωθεί άπό τή χρή ση τών ραψωδών καί πού γιά γενιές τά μάθαιναν ό ένας άπό τόν άλλο. (Ίχνη μιας συγκρίσιμης ειδικής γλώσσας συν αντάμε άκόμη καί σήμερα, γιά παράδειγμα, στούς ίδιάζοντες τύπους τής άγγλικής πού χρησιμοποιείται στά παραμύθια.) Πώς μπορούσε μιά ποίηση τόσο άπροκάλυπτα λογοτυπική, συγκροτημένη σέ τέτοιο βαθμό άπό προκατασκευασμένα μέρη, νά παραμένει καλή; Ό Parry άντιμετώπισε άμεσα τό ερώτημα αύτό. Δέν υπήρχε τρόπος νά άρνηθεΐ τό γνωστό πιά γεγονός ότι τά ομηρικά έπη άπέδιδαν άξία καί κεφαλαιοποίησαν κατά κάποιον τρόπο αύτό πού οί μεταγενέστεροι άνα-
28
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
γνώστες είχαν μάθει κατ’ αρχήν νά υποτιμούν, δηλαδή τήν καθιερωμένη φράση, τόν λογότυπο, τόν αναμενόμενο προσ διορισμό — γιά νά τό πούμε ώμά, τό στερεότυπο. Ά πέμεινε στόν Havelock νά έπεξεργαστεΐ, αργότερα, πιό λεπτομερειακά ορισμένες άπό αύτές τίς εύρύτερες συνέπειες (Havelock 1963). Οί Έλληνες τής ομηρικής έποχής άπέδιδαν άξια στά στερεότυπα, έπειδή δχι μόνο οί ποιητές άλλά καί δλος ό προφορικός νοητικός κόσμος ή ό κόσμος τής σκέψης στηρίζονταν πάνω στή λογοτυπική συγκρότηση τής σκέψης. Σέ έναν προφορικό πολιτισμό, μόλις άποκτιόταν ή γνώση, έπρεπε νά έπαναλαμβάνεται διαρκώς γιά νά μή χαθεί: τά σταθερά, λογοτυπικά πρότυπα σκέψης ήταν άπαραίτητα γιά τή συνετή καί άποτελεσματική διαχείριση. Ά λλά, ήδη στά χρόνια τού Πλάτωνα (427 ;-347 π.Χ .) ή κατάσταση είχε άλλάξει: οί "Ελληνες είχαν τελικά έσωτερικεύσει τή γραφή αποτε λεσματικά —- κάτι πού έγινε αιώνες μετά τήν άνάπτυξη τού έλληνικού άλφαβήτου γύρω στά 720-700 π.Χ. (Havelock 1963, σελ. 49, παραθέτοντας τόν Rhys Carpenter). Ό νέος τρόπος άποθήκευσης τής γνώσης δέν ήταν οί μνημονικοί λογότυποι, άλλά τό γραπτό κείμενο. Αύτό απελευθέρωσε τό μυαλό γιά πιό πρωτότυπη, πιό άφαιρετική σκέψη. Ό Havelock δείχνει δτι ό Πλάτων έξόρισε τούς ποιητές άπό τήν ιδανική πολιτεία του ούσιαστικά (άν δχι έντελώς συνειδητά) έπειδή βρέθηκε σέ έναν νέο χειρογραφικά διαμορφωμένο νοητικό κόσμο, όπου ό λογότυπος, ή τό «στερεότυπο», ή μεγάλη αγάπη τών παραδοσιακών ποιητών, ήταν ξεπερασμένος καί άντιπαραγωγικός. Όλα αύτά είναι δυσάρεστα συμπεράσματα γιά έναν δυ τικό πολιτισμό πού ταυτίστηκε στενά μέ τόν "Ομηρο στό πλαίσιο μιας έξιδανικευμένης έλληνικής άρχαιότητας. Δ εί χνουν πώς ή ομηρική "Ελλάδα καλλιέργησε μιά ποιητική καί διανοητική άρετή πού έμεΐς έχουμε θεωρήσει έλάττωμα καί δείχνουν δτι ή σχέση άνάμεσα στήν ομηρική Ελλάδα καί σέ δ,τι άντιπροσώπευε ή μεταπλατωνική φιλοσοφία, δσο κι άν
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
29
επιφανειακά ήταν φιλική καί συνεχής, ήταν στήν πραγματι κότητα βαθιά ανταγωνιστική, άν καί συχνά όχι σ’ ένα συνει δητό έπίπεδο. Ή διαμάχη δίχασε καί τό ασυνείδητο του ίδιου τοΰ Πλάτωνα. Ό Πλάτων έκφράζει σοβαρές έπιφυλάξεις γιά τή γραφή στόν Φαϊδρο καί τήν 'Εβδομη ’Επιστολή του, θεωρών τας πώς είναι μηχανικός, απάνθρωπος τρόπος διαχείρισης τής γνώσης, πού δέν αποκρίνεται στά έρωτήματα καί φθείρει τή μνήμη, άν καί, όπως γνωρίζουμε τώρα, ή φιλοσοφική σκέ ψη τού Πλάτωνα έξαρτιόταν ολοκληρωτικά άπό τή γραφή. Δέν είναι παράξενο, λοιπόν, πού οί συνέπειες άργησαν τόσο πολύ νά βγοΰν στήν επιφ άνεια. Έ σημασία τοΰ άρχαίου έλληνικού πολιτισμού γιά ολόκληρο τόν κόσμο άρχισε νά φω τίζεται άπό ένα εντελώς καινούργιο φώς: σηματοδοτούσε τό σημείο τής άνθρώπινης ιστορίας στό όποιο ή βαθιά έσωτερίκευση τής άλφαβητικής έγγραμματοσύνης συγκρούστηκε γιά πρώτη φορά μετωπικά μέ τήν προφορικότητα. Καί παρά τήν άμηχανία τοΰ Πλάτωνα, ούτε ό ϊδιος ούτε κανείς άλλος τήν έποχή έκείνη ειχε ή μπορούσε νά έχει σαφή επίγνωση ότι συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ό Parry έπεξεργάστηκε τήν έννοια τοΰ λογότυπου μελε τώντας τόν έλληνικό εξάμετρο στίχο. "Οταν κι άλλοι άσχολήθηκαν μέ τήν έννοια αύτή καί τήν άνέπτυξαν, προέκυψαν άναπόφευκτα διάφορες διαμάχες σχετικά μέ τό εύρος, τήν άποδοχή ή τήν προσαρμογή τοΰ ορισμού (βλ. Adam Parry 1971, σελ. xxviii, σημ.1). Ένας άπό τούς λόγους ήταν ότι ή έννοια τοΰ Parry έφερε ένα βαθύτερο σημασιολογικό στρώμα πού δέν ήταν άμεσα φανερό στόν ορισμό πού έδινε στόν λο γότυπο: «Μ ιά ομάδα λέξεων πού χρησιμοποιείται τακτικά κάτω άπό τίς ίδιες μετρικές συνθήκες γιά νά έκφράσει μιά δεδομένη βασική ιδέα» (Adam Parry 1971, σελ. 272). Αύτό τό στρώμα έρευνήθηκε πιό έντατικά άπό τόν David Ε. Bynum στό The Daemon in the Wood (1978, σελ. 11-8 κ.έ.). Ό Bynum πα ρατηρεί ότι «ο ί “ βασικές ιδέες” τοΰ Parry σπάνια είναι τόσο άπλές, όσο υπονοεί ή συντομία τοΰ ορισμού του, ή συνηθι
30
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
σμένη συντομία τών ίδιων τών λογοτύπων, ή συμβατικότητα τού έπικού ύφους ή ή κοινοτοπία τής λεκτικής άναφοράς τών περισσότερων λογοτύπων» (1978, σελ. 13). Ό Bynum διακρί νει τά «λογοτυπικά» στοιχεία άπό τίς «αύστηρά λογοτυπικές (πανομοιότυπα έπαναλαμβανόμενες) φράσεις» (βλ. Adam Parry 1971, σελ. xxxiii, σημ. 1). ’Άν καί οί τελευταίες χαρα κτηρίζουν τήν προφορική ποίηση (Lord 1960, σελ. 33-65), στήν ποίηση αύτή εμφανίζονται καί επανεμφανίζονται σέ συμπλέγματα (λ.χ. σέ ένα άπό τά παραδείγματα τού Bynum τά ψηλά δέντρα άκοϋν τόν σάλο άπό τό πλησίασμα ένός φοβζροϋ πολεμιστή — 1978, σελ. 18). Τά συμπλέγματα άποτελούν τίς οργανωτικές άρχές τών λογοτύπων, βάσει τών οποίων ή « β α σική ιδέα » δέν ύπόκειται σέ σαφή, άμεση διατύπωση, άλλά συνιστά μάλλον ένα είδος μυθοπλαστικού συμπλέγματος πού διατηρεί τή συνοχή του κυρίως στό άσυνείδητο. Στό έντυπωσιακό βιβλίο του, ό Bynum έπικεντρώνει τήν προσοχή του κυρίως στό στοιχειώδες μυθοπλαστικό στοιχείο πού τό άποκαλεΐ σχήμα «Δύο-Δέντρα» καί πού τό βρίσκει στήν προφορική άφήγηση καί τή σχετική εικονογραφία σέ όλο τόν κόσμο, άπό τήν άρχαιότητα τής Μεσοποταμίας καί τής Μ εσογείου μέχρι τήν προφορική άφήγηση τής σύγχρονης Γιουγκοσλαβίας, τής κεντρικής Αφρικής καί άλλού. Παντού «ο ί έννοιες τού χωρισμού, τής άνιδιοτέλειας καί τού άπρόβλεπτου κινδύνου» συγκεντρώνονται γύρω άπό ένα δέντρο (τό πράσινο) καί «ο ί ιδέες τής ένοποίησης, τής άνταπόδοσης καί τής άμοιβαιότητας» συσσωρεύονται γύρω άπό τό άλλο (τό ξερό δέντρο, τό πελεκημένο ξύλο — B y n u m 19 7 8 , σελ. 145). Ή προσοχή τού Bynum σέ αύτό καί άλλα «στοιχειώδη μυθοπλαστικά στοιχεία» μάς βοηθά νά κάνουμε τή διάκριση σαφέστερα άπ’ όσο ήταν δυνατόν νωρίτερα άνάμεσα στήν όργάνο^ση τής προφορικής άφήγησης καί έκείνη τής χειρογραφικής-τυπογραφικής άφήγησης. Θά προσέξουμε αύτή τή διάκριση στό βιβλίο μας γιά λό γους διαφορετικούς, άν καί συγγενικούς, μέ εκείνους τού
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
31
Bynum. Ό Foley (1980a) έδειξε πώς τό τί άκριβώς είναι ένας προφορικός λογότυπος καί πώς λειτουργεί έξαρτάται άπό τήν παράδοση στήν όποια χρησιμοποιείται, άλλά καί ότι ύπάρχει άφθονο κοινό έδαφος σέ όλες τίς παραδόσεις γιά νά έχει ισχύ ό όρος. Έφόσον δέν δηλώνω σαφώς κάτι διαφορε τικό, οί όροι «λο γό τυπ ος», «λογοτυπ ικός» καί «λογοτυπικώ ς» θά άναφέρονται γενικά στίς λίγο-πολύ έπακριβώς έπαναλαμβανόμενες φράσεις ή καθιερω μένες έκφράσεις (όπως οί παροιμίες) σέ πεζό ή ποιητικό λόγο, οί όποιες, όπως θά δούμε, στούς προφορικούς πολιτισμούς έχουν κρισιμότερη καί εύρύτερη λειτουργία άπ’ ό,τι σ’ έναν έγγράμματο, τυπο γραφικό ή ήλεκτρονικό πολιτισμό (βλ. Adam Parry 1971, σελ. xxxiii, σημ. 1). Ή προφορική λογοτυπική σκέψη καί έκφραση είναι βαθιά ριζωμένες στό συνειδητό καί τό άσυνείδητο καί δέν έξαφανίζονται μόλις κάποιος πού τίς έχει συνηθίσει πιάσει τή γραφί δα στό χέρι του. Ή Finnegan (1977, σελ.70) άναφέρει, προ φανώς μέ κάποια έκπληξη, τήν παρατήρηση τού Opland ότι όταν οί ποιητές τών Xhosa* μαθαίνουν νά γράφουν, ή γραπτή τους ποίηση χαρακτηρίζεται έπίσης άπό τό λογοτυπικό ύφος. Θά ήταν, πράγματι, έκπληκτικό έάν κατόρθωναν νά χειρισθούν όποιοδήποτε άλλο ύφος, ιδίως άν λάβουμε ύπόψη μας ότι τό λογοτυπικό ύφος δέν χαρακτηρίζει μόνο τήν ποίηση άλλά λίγο-πολύ κάθε σκέψη καί έκφραση ενός πρωταρχικά προφορικού πολιτισμού. Παντού, στήν άρχή, ή πρώιμη γρα πτή ποίηση μοιάζει νά είναι άναγκαστικά γραπτή απομίμηση τής απαγγελίας. Ό νους στήν αρχή δέν έχει έπαρκή χειρογραφικά εφόδια. Χαράζεις πάνω σέ μιά έπιφάνεια τίς λέξεις πού φαντάζεσαι νά προφέρεις δυνατά, σέ κάποιο έφικτό προφορικό περιβάλλον. Μόνο σταδιακά τό γράψιμο γίνεται γραπτή σύνθεση, ένα είδος λόγου — ποιητικού ή άλλου— πού *
Σ .τ .Έ .: Φυλή τής Νότιας Α φ ρικής πού ανήκει στήν έθνοτική ομάδα τών Nguni.
32
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
συγκροτείται χωρίς ό γραφών νά έχει τήν αίσθηση δτι άπαγγέλλει δυνατά (δπως πιθανότατα νά έκαναν οί πρώτοι συγ γραφείς δταν συνέθεταν). "Οπως θά δούμε άργότερα, ό Clan cy άναφέρει δτι άκόμη καί στόν ένδέκατο αιώνα ό Eadmer τού Καντέρμπουρι φαίνεται νά θεωρεί τή συγγραφή «υπαγό ρευση εις έαυτόν» (1979, σελ. 218). Οί προφορικές συνήθειες σκέψης καί έκφρασης, συμπεριλαμβανομένης τής μαζικής χρήσης τών λογοτυπικών στοιχείων, οί όποιες διατηρήθηκαν σέ χρήση κυρίως μέσω τής διδασκαλίας τής παλιάς κλασικής ρητορικής, χαρακτήριζαν άκόμη τό πεζογραφικό ύφος στήν ’Αγγλία τών Τυδώρ, δύο χιλιάδες περίπου χρόνια μετά τήν έκστρατεία τού Πλάτωνα κατά τών έπικών ποιητών (Ong 1971, σελ. 23-47). Στά άγγλικά έξαλείφθηκαν ώς έπί τό πλεΐστον μέ τό ρομαντικό κυρίως κίνημα, δύο αιώνες άργότερα. Πολλοί σύγχρονοι πολιτισμοί, δπως ό άραβικός καί ορισμένοι μεσογειακοί (γιά παράδειγμα, ό έλληνικός — Tannen 1980a), πού, ένώ γνωρίζουν έπί αιώνες τή γραφή, ποτέ δέν τήν έσωτερίκευσαν άρκετά, στηρίζονται άκόμη σημαντικά στή λογοτυπική σκέψη καί έκφραση. Ό ποιητής Khalil Gibran σταδιο δρόμησε παρέχοντας μέ τά βιβλία του προφορικά λογοτυπικά προϊόντα σέ έγγράμματους ’Αμερικανούς, οί όποιοι βρί σκουν νεοτερικές τίς παροιμιώδεις έκφράσεις πού, σύμφωνα μέ έναν Λιβανέζο φίλο μου, οί κάτοικοι τής Βηρυτού θεωρούν κοινότοπες.
Μεταγενέστερες καί συναφείς έργασίες Πολλά άπό τά συμπεράσματα τού Milman Parry καί τά σημεία στά όποια έδωσε έμφαση τροποποιήθηκαν κάπως άπό τή μ ε ταγενέστερη έρευνα (β λ .,γ ιά παράδειγμα, Stoltz καί Shannon 1976), άλλά τό κεντρικό μήνυμά του γιά τήν προφορικότητα καί τά δσα αύτή συνεπάγεται γιά τίς ποιητικές δομές καί τήν αισθητική έφερε γιά τά καλά έπανάσταση στίς ομηρικές καί
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
33
σέ άλλες σπουδές, άπό τήν άνθρωπολογία ώς τήν ιστορία τής λογοτεχνίας. Ό Adam Parry (1971, σελ. xliv-lxxx) περιέγραψε μερικά άπό τά άμεσα άποτελέσματα τής έπανάστασης πού έπέφερε ό πατέρας του. Οί Holoka (1973) καί Haynes (1973) κατέγραψαν πολλά άλλα στό άνεκτίμητο βιβλιογραφικό τους έργο. ’Άν καί τό έργο τοϋ Parry δέχθηκε έπιθέσεις καί άναθεωρήθηκε σέ μερικά άπό τά σημεία του, οί λίγες τελείως άρνητικές άντιδράσεις σ’ αύτό έχουν ήδη στό μεγαλύτερο μέρος τους παρακαμφθεΐ ώς προϊόντα μιάς άκριτης χειρογραφικήςτυπογραφικής νοοτροπίας, πού στήν άρχή έμπόδισε κάθε πραγματική κατανόηση τοϋ τί εννοούσε ό Parry καί πού τό ϊδιο του τό έργο τήν οδήγησε σέ άχρηστία. Οί μελετητές άκόμη έπεξεργάζονται καί έξειδικεύουν τό σύνολο τών όσων συνεπάγονται οί άνακαλύψεις καί ή διορα τικότητα τού Parry. Άπό νωρίς ό Whitman (1958) τίς συμπλή ρωσε μέ τή φιλόδοξη περιγραφή τής Τλιάδας, σύμφωνα μέ τήν όποια ή τελευταία δομείται άπό τή λογοτυπική τάση νά έπαναλαμβάνονται στό τέλος ενός επεισοδίου στοιχεία άπό τήν άρχή του. Σύμφωνα μέ τήν άνάλυση τού Whitman, τό έπος είναι φτιαγμένο σάν ένα κινέζικο πάζλ, κουτιά μέσα σέ κου τιά. Οί σημαντικότερες έξελίξεις στή γραμμή τοϋ Parry όσον άφορά τήν κατανόηση τής προφορικότητας σέ άντιπαράθεση πρός τή γραφή, έγιναν άπό τούς Albert Β. Lord καί Eric Α. Havelock. Στό The Singer of Tales (1960), ό Lord συνέχισε καί έπεξέτεινε τό έργο τού Parry μέ πειστική κομψότητα, κατα γράφοντας σέ μακροχρόνιες έπιτόπιες έρευνες καί μακρο σκελείς ήχογραφήσεις προφορικές τελέσεις άπό Σερβοκροάτες έπικούς ποιητές καί συνεντεύξεις μέ τούς άοιδούς αύτούς. Νωρίτερα, ό Francis Magoun, ό Lord καί οί μαθητές τους στό Χάρβαρντ, ιδίως οί Robert Creed καί Jess Berssinger, έφάρμοζαν ήδη τίς ιδέες τού Parry στή μελέτη τής άγγλοσαξονικής ποίησης (Foley 1980b, σελ. 490). Στό Preface to Plato (1963), ό Havelock έπεξέτεινε τά πορί σματα τού Parry καί τού Lord γιά τήν προφορικότητα στήν
34
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
προφορική επική άφήγηση σέ ολόκληρο τόν προφορικό αρ χαίο έλληνικό πολιτισμό κι έδειξε πειστικά πώς οί άπαρχές τής έλληνικής φιλοσοφίας συνδέονταν μέ τήν άναδόμηση πού έπέφερε στή σκέψη ή γραφή. Πράγματι, ό Πλάτων έξόρισε τούς ποιητές άπό τήν Πολιτάα του έπειδή άπέρριπτε τόν άρχαϊκά άθροιστικό, παρατακτικό προφορικό τρόπο σκέψης, πού διαιωνιζόταν μέ τόν "Ομηρο, πρός χάριν τής οξυδερκούς άνάλυσης ή κατάτμησης τού κόσμου καί τής ϊδιας τής σκέψης, πού έγινε έφικτή χάρη στήν έσωτερίκευση τού άλφαβήτου άπό τήν έλληνική ψυχή. Σέ ένα πιό πρόσφατο βιβλίο του, τό Origins of Western Literacy (1976), ό Havelock άποδίδει τήν άνοδο τής έλληνικής άναλυτικής σκέψης στήν εισαγωγή τών φωνηέντων στό άλφάβητο άπό τούς "Ελληνες. Τό άρχικό άλφάβητο, πού έπινόησαν οί Σημίτες, άποτελούνταν μόνο άπό σύμφωνα καί μερικά ήμίφωνα. Οί Έλληνες, είσάγοντας τά φωνήεντα, προώθησαν τήν οπτική κωδικοποίηση τού φευ γαλέου κόσμου τού ήχου σ’ ένα καινούργιο άναλυτικό καί άφαιρετικό επίπεδο. Αυτό τό κατόρθωμα προμήνυε καί έπέτρεπε τά μεταγενέστερα θεωρητικά πνευματικά τους έπιτεύγματα. Ή έρευνητική πορεία πού ξεκίνησε ό Parry δέν έχει άκόμη συνδεθεί μέ τό έργο πού διενεργεΐται σέ πολλούς συναφείς κλάδους. 'Ωστόσο μερικές σημαντικές συνδέσεις έχουν ήδη γίνει. Γιά παράδειγμα, στό έπιβλητικό καί ένημερωμένο του έργο The Epic in Africa (1979), ό Isidore Okpewho μεταφέρει τίς ύποθέσεις καί τίς αναλύσεις τού Parry (όπως τίς έπεξεργάστηκε ό Lord) στίς προφορικές μορφές τέχνης πού παρά γουν πολιτισμοί τελείως διαφορετικοί άπό τόν εύρωπαϊκό, έτσι ώστε τό άφρικανικό καί τό άρχαϊο έλληνικό έπος νά άλληλοφωτίζονται. Ό Joseph C. Miller (1980) μελετά τήν άφρικανική προφορική παράδοση καί ιστορία. Ό Eugene Eoyang (1977) έδειξε πώς ή άγνοια τής ψυχοδυναμικής τής προ φορικότητας οδήγησε σέ παρανοήσεις σχετικά μέ τήν πρώιμη κινεζική άφήγηση, ένώ άλλοι συγγραφείς, πού συγκέντρωσε ό
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
35
Plaks (1977), έξέτασαν λογοτυπικά συστήματα πού προηγήθηκαν τής γραπτής κινεζικής άφήγησης. Ό Zwettler μελέτησε τήν κλασική άραβική ποίηση (1977). Ό Bruce Rosenberg (1970) μελέτησε τήν έπιβίωση τής παλιάς προφορικότητας στούς ’Αμερικανούς λαϊκούς ιεροκήρυκες. Σέ μιά έκδοση πρός τιμήν τού Lord, ό John Miles Foley (1981) συγκέντρωσε νέα μελετήματα γιά τήν προφορικότητα άπό τά Βαλκάνια ώς τή Νιγηρία καί τό Νέο Μεξικό καί άπό τήν άρχαιότητα ώς σήμερα. Κι άλλες ειδικευμένες έργασίες έμφανίζονται τώρα. Οί άνθρωπολόγοι μελέτησαν πιό άμεσα τήν προφορικό τητα. Στηριζόμενος όχι μόνο στούς Parry, Lord καί Havelock, άλλά καί στίς έργασίες άλλων, συμπεριλαμβανομένης καί μιάς δικής μου έργασίας σχετικά μέ τίς έπιπτώσεις τής τυπο γραφίας πάνω στούς τρόπους σκέψης τού δέκατου έκτου αιώνα (Ong 1958b — ό Goody τήν παραθέτει στήν άνατύπωση τού 1974), ό Jack Goody (1977) έδειξε πειστικά πώς μετα βάσεις πού ώς τώρα άποκαλούσαμε μεταβάσεις άπό τή μα γεία στήν έπιστήμη ή άπό τή λεγόμενη «προλογική» σέ όλο καί περισσότερο «έλλογες» καταστάσεις τής συνείδησης, ή άπό τήν «ά γρια » σκέψη τού Levi-Strauss στήν έξημερωμένη σκέψη, μπορούν νά έρμηνευθούν πιό οικονομικά καί δόκιμα ώς μεταβάσεις άπό τήν προφορικότητα σέ διάφορα έγγράμματα στάδια. Είχα νωρίτερα ύποστηρίξει (1967b, σελ. 189) πώς πολλές άπό τίς άντιθέσεις πού έπισημαίνουμε συνήθως άνάμεσα στή «δυτική» καί τίς άλλες σκοπιές μπορούν ϊσως νά άναχθοΰν σέ άντιθέσεις άνάμεσα στή βαθιά έσωτερικευμένη έγγραμματοσύνη καί στίς λίγο έως πολύ ύπολειμματικά προφορικές καταστάσεις τής συνείδησης. Τό πασίγνωστο έργο τοϋ άείμνηστου Marshall McLuhan (1962, 1964) άνέδειξε τίς άντιθέσεις ματιοϋ/αύτιού, προφορικού/γραπτού, έφιστώντας τήν προσοχή στήν πρώιμα βαθιά έπίγνωση πού είχε ό James Joyce σχετικά μέ τή διπολικότητα τού ματιοϋ/αύτιού καί συσχετίζοντας μέ τέτοιου είδους πολικότητες ένα μεγάλο πλήθος άνόμοιων κατά τά άλλα έργων πού τά συνέδεε μετα
36
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
ξύ τους ή έκλεκτική γνώση καί ή έκπληκτική διόραση του McLuhan. Ό McLuhan προσέλκυσε τήν προσοχή όχι μόνο τών μελετητών (Eisenstein 1979, σελ. x-xi, xvii), άλλά καί τών άνθρώπων πού έργάζονται στά μέσα μαζικής ένημέρωσης, τής ήγεσίας τού έπιχειρηματικού κόσμου καί τού εύρύτερου μορ φωμένου κοινού, έξαιτίας κυρίως τής γοητείας πού ένέπνεαν οί έν εϊδει γνωμικών καί προρρήσεων διακηρύξεις του, τίς όποιες μερικοί άναγνώστες έβρισκαν πολύ εύγλωττες, άλλά πού συχνά ήταν ιδιαίτερα διεισδυτικές. Τίς άποκαλούσε « δ ι εισδύσεις» (probes). Γενικά, μετακινούνταν πολύ γρήγορα άπό τή μιά «διείσδυση» στήν άλλη, ένώ σπανίως παρείχε, άν παρείχε ποτέ, μιά πλήρη έξήγηση «γραμμικού» (δηλαδή άναλυτικού) τύπου. Τό κύριο ρητό του, «Τό μέσο είναι τό μήνυ μα », καταγράφει τή βαθύτατη έπίγνωση πού ειχε σχετικά μέ τή σημασία τής μετάβασης άπό τήν προφορικότητα στά ήλε κτρονικά μέσα, διαμέσου τής γραφής καί τής τυπογραφίας. Λίγοι άνθρωποι έπέδρασαν τόσο καταλυτικά στή σκέψη τό σων διαφορετικών άνθρώπων, συμπεριλαμβανομένων κι έκείνων πού διαφωνούσαν ή πίστευαν πώς διαφωνούσαν μαζί του, όσο ό McLuhan. Μολονότι όμως ή προσοχή πού δίδεται στίς λεπτές άντιθέσεις άνάμεσα στήν προφορικότητα καί τήν έγγραμματοσύ νη αύξάνεται σέ ορισμένους κύκλους, είναι σχετικά περιορι σμένη σέ κάποιους κλάδους πού θά μπορούσαν νά έπωφεληθούν. Γιά παράδειγμα, τά πρώιμα καί μεταγενέστερα στάδια συνείδησης πού ό Julian Jaynes (1977) περιγράφει καί αποδί δει σέ νευροφυσιολογικές άλλαγές στό « δ ιμ ε ρ έ ς » μυαλό (bicameral mind) μπορούν έπίσης κατά τό μεγαλύτερο μέρος τους νά περιγραφούν μέ πιό άπλούς καί έπαληθεύσιμους όρους στό πλαίσιο τής μετάβασης άπό τήν προφορικότητα στήν έγγραμματοσύνη. Ό Jaynes διακρίνει ένα πρωτόγονο στάδιο τής συνείδησης στό όποιο ό έγκέφαλος ήταν έντόνως «δ ιμ ερ ής», μέ τό δεξί ήμισφαίριο νά παράγει άνεξέλεγκτες «φ ω νές» πού αποδίδονταν στούς θεούς, καί τίς όποιες τό
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
37
αριστερό έπεξεργαζόταν σέ ομιλία. Οί «φωνές» άρχισαν νά χάνουν τήν άποτελεσματικότητά τους άνάμεσα στά 2000 καί 1000 π.Χ. Παρατηρούμε δτι αύτή ή περίοδος διαιρείται στά δύο άπό τήν έπινόηση τού άλφαβήτου στά 1500 π.Χ ., καί ό Jaynes πράγματι πιστεύει δτι ή γραφή συντέλεσε στήν κατάρ ρευση τής άρχικής διμέρειας. Οί χαρακτήρες τής Ίλιάδας, πού δέν διαθέτουν συνείδηση τοϋ έαυτού τους, τού δίνουν παρα δείγματα έγκεφαλικής διμέρειας. Ό Jaynes χρονολογεί τήν Όδϋσσβια έκατό χρόνια μετά τήν Ίλιάδα καί πιστεύει πώς ό Όδυσσέας σημαδεύει τή μετάβαση στόν σύγχρονο αύτοσυνείδητο νού, πού δέν βρίσκεται κάτω άπό τήν κυριαρχία τών «φωνών». Ανεξάρτητα άπό τό πώς βλέπει κανείς τίς θεωρίες τού Jaynes, δέν μπορεΐ νά μήν προσέξει τήν ομοιότητα άνάμε σα στά χαρακτηριστικά τής πρώιμης ή διμερούς ψυχής πού περιγράφει —τήν έλλειψη τής ένδοσκοπικής ικανότητας, τής άναλυτικής ικανότητας, τοϋ ενδιαφέροντος γιά τή βούληση αύτή καθ’ έαυτήν καί τής αίσθησης τής διαφοράς άνάμεσα στό παρελθόν καί τό μέλλον— καί τά χαρακτηριστικά τής ψυχής στούς προφορικούς πολιτισμούς, όχι μόνο τού παρελ θόντος άλλά καί τοϋ παρόντος. Τά άποτελέσματα τών προ φορικών καταστάσεων τής συνείδησης είναι παράξενα γιά τό μυαλό τών έγγραμμάτων καί μπορούν νά δημιουργήσουν π ε ρίπλοκες έρμηνεΐες πού ένδέχεται νά άποδειχθούν άχρηστες. Διμέρεια μπορεΐ άπλώς νά σημαίνει προφορικότητα. Ή σχέση άνάμεσα στή διμέρεια καί τήν προφορικότητα ϊσως άπαιτεΐ παραπέρα μελέτη.
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ή ψυχοδυναμική τής προφορικότητας
Ή φωνούμενη λέξη ώς δύναμη καί ώς δράση Στηριζόμενοι στίς έργασίες πού μόλις παρουσιάσαμε καί σέ άλλες τίς όποιες θά άναφέρουμε, είναι δυνατόν νά προβούμε σέ κάποιες γενικεύσεις σχετικά μέ τήν ψυχοδυναμική τών πρωταρχικά προφορικών πολιτισμών, δηλαδή τών π ο λιτι σμών πού δέν τούς έχει άγγίξει ή γραφή. Γιά συντομία, όταν ^ είναι σαφές άπό τά συμφραζόμενα, θά άποκαλώ τούς πρω τα ρ χ ικ ά προφορικούς πολιτισμούς άπλώς προφορικούς. .«Ψ Οί πλήρως έγγράμματοι μέ μεγάλη δυσκολία μπορούν νά φανταστούν πώς είναι ένας πρωταρχικά προφορικός πολιτι σμός, δηλαδή ένας πολιτισμός πού άγνοεΐ τελείως όχι μόνο τή γραφή, άλλά καί τή δυνατότητα τής γραφής. Προσπαθήστε νά φανταστείτε έναν πολιτισμό όπου ποτέ κανείς δέν «κοίταξε κάποια λέξη» κάπου. Σέ έναν πρωταρχικά προφορικό πολι τισμό, ή έκφραση «κοιτάω μιά λέξη» είναι μιά κενή φράση: δέν θά μπορούσε νά έχει τό παραμικρό νόημα. Χωρίς τή γρα φή, οί λέξεις δέν έχουν άπό μόνες τους καμία ορατή παρου σία, άκόμη καί όταν τά πράγματα πού άναπαριστούν είναι ορατά. Είναι ήχοι. Μπορεϊς νά τίς «άνακαλέσεις». Άλλά δέν μπορεϊς νά τίς «κ ο ιτά ξεις» κάπου. Δέν έχουν έστία,ϊχνος
40
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
(μιά οπτική μεταφορά, πού δείχνει εξάρτηση άπό τή γραφή), ούτε καί τροχιά. Είναι συμβάντα, γεγονότα. ^ Γιά νά μάθουμε τί είναι ένας πρωταρχικά προφορικός πολιτισμός καί ποιος είναι ό χαρακτήρας τού προβλήματος μας σέ σχέση μέ έναν τέτοιο πολιτισμό, θά μάς βοηθούσε νά έξετάζαμε πρώτα τή φύση τού ίδιου τού ήχου (Ong 1967b, σελ. 111-38). "Όλες οί αισθήσεις λαμβάνουν χώρα στόν χρό νο, άλλά ό ήχος έχει μιά ιδιαίτερη σχέση μέ τόν χρόνο, διαφο ρετική άπό έκείνη τών άλλων πεδίων πού καταγράφονται άπό τίς άνθρώπινες αισθήσεις. Ό ήχος ύπάρχει μόνο καθώς έξαφανίζεται. Δέν είναι άπλώς φθαρτός, άλλά ούσιαστικά έφήμερος, καί έτσι γίνεται άντιληπτός. "Οταν προφέρω τή λέ ξη «μονιμότητα», τό «μόνιμό-» χάνεται, καί πρέπει νά χαθεί, προτού φθάσω στό «-τη τα ». Δέν ύπάρχει τρόπος νά σταματήσεις τόν ήχο καί νά έχεις ήχο. Μπορώ νά σταματήσω μιά μηχανή προβολής καί νά «παγώσω» μιά εικόνα στήν οθόνη. ’Άν σταματήσω τήν κίνη ση τού ήχου, δέν έχω τίποτα — μόνο σιωπή, κανέναν ήχο. Κάθε αίσθηση λαμβάνει χώρα στόν χρόνο, άλλά κανένα άλλο αισθητικό πεδίο δέν άντιστέκεται ολοκληρωτικά στή διακοπή καί τή σταθεροποίηση μέ παρόμοιο τρόπο. Ή όραση κατα γράφει τήν κίνηση άλλά καί τήν άκινησία. Μάλιστα εύνοεί τήν άκινησία, άφού γιά νά έξετάσουμε κάτι προσεκτικά μέ τήν όραση, προτιμούμε νά είναι άκίνητο. Συχνά, γιά νά δούμε καλύτερα τί είναι ή κίνηση, ανάγουμε τήν κίνηση σέ μιά σειρά άκίνητων εικόνων. Δέν ύπάρχει τό αντίστοιχο τής άκίνητης φωτογραφίας γιά τόν ήχο. Τό παλμογράφημα είναι σιωπηλό. Δέν άνήκει στόν κόσμο τού ήχου. "Οποιος άντιλαμβάνεται τί άποτελούν οί λέξεις σέ έναν πρωταρχικά προφορικό πολιτισμό ή έναν πολιτισμό πού δέν είναι πολύ απομακρυσμένος άπό τήν πρωταρχική προφορι κότητα, δέν έκπλήσσεται άπό τό γεγονός ότι ό έβρα'ικός όρος νταμπάρ σημαίνει λέξη καί συμβάν. Ό Malinowski (1923, σελ. 451, 470-81), άν καί παρατήρησε ότι στούς «πρωτόγονους»
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
41
(προφορικούς) λαούς ή γλώσσα είναι γενικά ένας τρόπος δράσης καί δχι άπλώς μιά έπικύρωση τής σκέψης, δέν καταφερε νά έξηγήσει τήν άποψή του (Sampson 1980, σελ. 223-6), καθώς στά 1923 ή ψυχοδυναμική τής προφορικότητας ήταν πρακτικά · Ούτε πάλι προκαλεΐ έκπληξη τό γεγο νός δτι οί προφορικοί λαοί συνήθως, καί τό πιθανότερο πάν τα, θεωρούν πώς οί λέξεις έχουν μεγάλη δύναμη. Ό ήχος δέν μπορεΐ νά ήχήσει χωρίς τή χρήση δύναμης. Ό κυνηγός μπορεΐ νά δει, νά μυρίσει, νά γευτεί, νά άγγίξει έναν άγριοβούβαλο πού είναι τελείως άδρανής ή καί νεκρός, άλλά δταν άκούσει έναν άγριοβούβαλο, καλά θά κάνει νά προσέξει, γιατί τότε κάτι τρέχει. Μέ αύτή τήν έννοια, κάθε ήχος» καί ειδικότερα κάθε προφορική έκφραση πού προέρχεται άπό ζωντανούς οργανισμούς, είναι «δυναμικός». ν. ν ή\ Τό γεγονός δτι οί προφορικοί λαοί συνήθως, καί κατά πάσα πιθανότητα οικουμενικά, θεωρούν πώς οί λέξεις έχουν μαγικές δυνάμεις είναι σαφώς συνδεδεμένο, τουλάχιστον στό άσυνείδητο, μέ τό δτι άντιλαμβανονται τή λέξη c ^ a jx a ta ώς ήχο, ομιλία, καί συνεπώς ώς φορέα δύναμης. Οί άνθρωποι πού έσωτερίκευσαν τήν τυπογραφία ξεχνούν νά θυμηθούν τίς λέξεις ώς πρωταρχικά προφορικές, ώς γεγονότα, καί συν επώς ως οντότητες πού άναγκαΐα διαθέτουν δύναμη: γ ι’ αυτούς οί λέξεις τείνουν μάλλον νά έξισώνονται μέ πράγματα πού βρίσκονται «έκ εΐ έξω », πάνω σέ μιά έπίπεδη έπιφάνεια. Τέτοιου είδους «πράγματα» δέν σχετίζονται τόσο εύκολα μέ τή μαγεία, γιατί δέν είναι πράξεις, άλλά είναι κατ’ ούσίαν νε κρά, άν καί μπορούν νά άναστηθούν δυναμικά (Ong 1977, σελ. 230-71). Οί προφορικοί λαοί πιστεύουν πώς τά ονόματα (ένα είδος λέξεων) παρέχουν εξουσία πάνω στά πράγματα. Οί έρμηνεΐες τοϋ επεισοδίου τής Γένεσης 2:20, δπου ό Άδάμ δίνει στά ζώα ονόματα, συνήθως άντιμετωπίζουν συγκαταβατικά αύτή τήν προφανώς παρωχημένη, άρχαϊκή άντίληψη. "Ομως, μιά τέτοια πεποίθηση είνα ι λιγότερο παρωχημένη άπ’ δ,τι φαίνεται
42
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝ Η
στούς άνθρώπους τής άνυποψίαστης χειρογραφικής ή τής τυ πογραφικής παράδοσης. Πρώτα άπ’ δλα, πράγματι, τά ονό ματα δίνουν στούς άνθρώπους εξουσία πάνω σέ ό,τι ονομά ζουν: γιά παράδειγμα, δέν μπορεΐ κανείς νά καταλάβει τή χημεία ή νά γίνει χημικός μηχανικός, χωρίς νά μάθει ένα μ ε γάλο πλήθος ονομάτων. Τά ϊδια ισχύουν καί γιά τίς ύπόλοιπες θεωρητικές γνώσεις. Δεύτερον, οί άνθρωποι τής χειρογραφικής ή τής τυπογραφικής παράδοσης έχουν τήν τάση νά νοούν τά ονόματα ώς έτικέτες, ώς γραμμένες ή τυπωμένες έπιγραφές, προσαρτημένες νοερά πάνω στά άντικείμενα πού ονοματίζονται. Οί προφορικοί άνθρωποι δέν άντιλαμβάνονται καθόλου τό όνομα ώς έπιγραφή, γιατί δέν θεωρούν τό όνομα ώς κάτι ορατό. Οί γραπτές ή τυπωμένες άναπαραστάσεις τών λέξεων μπορούν νά είναι έτικέτες* οί πραγματικές, προφερόμενες λέξεις όχι.
Γνωρίζεις ό,τι μπορεϊς νά ανακαλέσεις: μνημοτεχνική καί λογότυποι* Σ ’ έναν προφορικό πολιτισμό, ό περιορισμός τών λέξεων στόν ήχο δέν καθορίζει μόνο τούς τρόπους τής έκφρασης άλλά καί τις νοητικές διαδικασίες. Γνωρίζεις ό,τι μπορεϊς νά άνακαλέσεις στή μνήμη. "Οταν λέμε ότι γνωρίζουμε Εύκλείδεια γεωμετρία, δέν έννοούμε ότι έχουμε στόν νού μας κάθε στιγμή όλες τίς προτάσεις καί τίς άποδείξεις, άλλά ότι μπορούμε νά τίς φέρουμε στόν νού μέ εύχέρεια. Μπορούμε νά τίς άνακαλέσουμε, νά τίς θυμηθούμε. Τό θεώρημα ν προέρχονται συνεχώς άπό τό παρόν, άν καί βέβαια παρελθούσες σημασίες διαμόρφωσαν τήν τωρινή μέ πολλούς καί διάφορους τρόπους πού δέν άναγνωρίζονται πλέον. Είναι άλήθεια ότι προφορικές μορφές τέχνης, όπως τό έ πος, διατηρούν κάποιες λέξεις σέ άρχαϊκή μορφή καί νόημα. Άλλά διατηρούν τέτοιου είδους λέξεις μέ τήν τρέχουσα χρήση — όχι τήν τρέχουσα χρήση τής καθημερινής ομιλίας τού χω ριού, άλλά τήν τρέχουσα χρήση τών συνηθισμένων έπικών ποιητών πού διατηρούν τίς άρχαϊκές μορφές στό ειδικό τους λεξιλόγιο. Οί άπαγγελίες αύτές είναι μέρος τής συνηθισμένης κοινωνικής ζωής κι έτσι οί άρχαϊκές μορφές είναι τρέχουσες, άν καί περιορίζονται στήν ποιητική δραστηριότητα. Ή άνάμνηση έπομένως τής παλιάς σημασίας τών παλαιών όρων έχει κάποια διάρκεια, πού δέν είναι όμως άπεριόριστη. "Οταν παρέρχονται οί γενιές καί τό άντικείμενο, ή ό θε σμός στόν όποιο άναφέρεται ή άρχαϊκή λέξη δέν είναι πλέον μέρος τής παρούσας βιωμένης έμπειρίας, ή σημασία της συν ήθως άλλάζει ή άπλώς χάνεται, έστω κι άν ή λέξη διατηρεί ται. Τά άφρικανικά όμιλούντα τύμπανα, πού χρησιμοποι ούνται άπό τούς Lokele στό άνατολικό Ζαΐρ, μιλούν μέ περί πλοκους λογότυπους πού διατηρούν ορισμένες άρχαϊκές λέ ξεις τίς όποιες οί τυμπανιστές μπορούν νά προφέρουν ήχητικά χωρίς νά γνωρίζουν πιά τή σημασία τους (Carrington 1974, σελ. 41-2* Ong 1977, σελ. 94-5). Αύτό στό όποιο άναφέρονταν οί λέξεις αυτές άπομακρύνθηκε άπό τήν καθημερινή έμπειρία τών Lokele καί ό όρος άπέμεινε κενός. 'Ομοιοκατά ληκτα στιχουργήματα καί παιχνίδια πού μεταφέρονται προ φορικά άπό τή μιά γενιά μικρών παιδιών στήν άλλη, άκόμη καί σέ έναν πολιτισμό μέ ύψηλή τεχνολογία, διαθέτουν παρό μοιες λέξεις πού έχασαν τήν άρχική άναφορική τους σημασία
64
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
καί είναι στήν πραγματικότητα συλλαβές δίχως νόημα. Πολ λές περιπτώσεις ανάλογης έπιβίωσης κενών όρων μπορούμε νά βρούμε στούς Opie καί Opie (1952), οί όποιοι ώς έγγράμματοι κατορθώνουν βέβαια νά άνακτήσουν καί νά άναφέρουν τίς αρχικές σημασίες τους, πού έχουν χαθεί γιά τούς τωρινούς προφορικούς χρήστες. Οί Goody καί Watt (1968, σελ. 31-3) αντλούν άπό τούς La ura Bohannan, Emrys Peters, καί Godfrey καί Monika Wilson έντυπωσιακά παραδείγματα όμοιοστασίας τών προφορικών πολιτισμών κατά τή μεταβίβαση τών γενεαλογιών. Στούς Tiv τής Νιγηρίας, οί γενεαλογίες πού χρησιμοποιήθηκαν προφο ρικά γιά νά λύσουν τίς δικαστικές διαφορές πρόσφατα βρέ θηκαν νά αποκλίνουν σημαντικά άπό τίς γενεαλογίες πού προσεκτικά κατέγραψαν οί Βρετανοί σαράντα χρόνια νωρίτε ρα (έξαιτίας τής σημασίας τους καί τότε άκόμη στίς δικαστι κές διαμάχες). Οί μεταγενέστεροι Tiv έπέμεναν ότι χρησιμο ποιούσαν τ ίςϊδ ιες γενεαλογίες όπως σαράντα χρόνια πρίν καί πώς οί προηγούμενες γραπτές μαρτυρίες ήταν λανθασμένες. Αύτό πού συνέβη ήταν ότι οί μετέπειτα γενεαλογίες προσαρ μόστηκαν στίς αλλαγές πού έπήλθαν στίς κοινωνικές σχέσεις άνάμεσα στούς Tiv: ήταν όμοιες ώς πρός τό ότι λειτουργού σαν μέ τόν ϊδ ιο τρόπο προκειμένου νά βάλουν τάξη στόν πραγματικό κόσμο. Ή άκεραιότητα τού παρελθόντος υπο τασσόταν στήν άκεραιότητα τοϋ παρόντος. Οί Goody καί Watt (1968, σελ. 33) άναφέρουν μιάν άκόμη πιό έντυπωσιακά λεπτομερή περίπτωση «δομικής άμνησίας» άνάμεσα στούς Gonja τής Γκάνα. Οί γραπτές μαρτυρίες τών Βρετανών στήν άρχή τού εικοστού αιώνα δείχνουν ότι ή προ φορική παράδοση τών Gonja έμφάνιζε τόν Ndewura Japka, τόν ιδρυτή τοϋ κράτους τών Gonja, μέ έπτά γιούς, ό καθένας άπό τούς όποιους ήταν άρχηγός μιας άπό τίς έπτά έπαρχίες τού κράτους. Εξήντα χρόνια άργότερα, όταν οί μύθοι τού κρά τους ξανακαταγράφηκαν, δύο άπό τίς έπτά έπαρχίες είχαν έξαφανιστεΐ, ή μιά έπειδή ένσωματώθηκε σέ μιάν άλλη έπαρ-
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
65
χία καί ή άλλη έξαιτίας μιάς μετατόπισης τών συνόρων. Σέ αυτούς τούς ύστερότερους μύθους, ό Ndewurajapka ειχε πέν τε γιούς καί οί δύο έξαφανισμένες έπαρχίες δέν άναφέρονταν καθόλου. Οί Gonja βρίσκονταν άκόμη σέ έπαφή μέ τό παρελ θόν τους, έπιμένοντας στήν έπαφή αύτή στούς μύθους τους, άλλά τό τμήμα τού παρελθόντος πού δέν ειχε άμεσα διακριτή σχέση μέ τό παρόν ειχε έγκαταλειφθεΐ. Τό παρόν έπέβαλε τή δική του οικονομία στίς άναμνήσεις άπό τό παρελθόν. Ό Packard (1980, σελ. 157) παρατηρεί ότι οί C. Levi-Stauss, Τ.Ο. Beidemelman, Edmund Leach καί άλλοι υποστηρίζουν δτι οι προφορικές παραδόσεις άντανακλούν τίς παρούσες πολιτι σμικές άξίες μιάς κοινωνίας παρά ένα άργόσχολο ένδιαφέρον γιά τό παρελθόν. Βρίσκει πώς αύτό είναι άλήθεια γιά τούς Bashu, καί ό Harms (1980, σελ. 178) βρίσκει πώς αύτό άληθεύει έπίσης καί γιά τούς Bobanji. ’Αξίζει νά σημειώσουμε τό τί συνεπάγονται αύτά γιά τίς προφορικές γενεαλογίες. Ένας Δυτικοαφρικανός griot* ή κά ποιος άλλος προφορικός γενεαλόγος απαγγέλλει έκείνες τίς γενεαλογίες πού οί άκροατές είναι διατεθειμένοι νά άκούσουν. Οί γενεαλογίες πού γνωρίζει καί δέν ζητούνται πλέον, φεύγουν άπό τό ρεπερτόριό του καί τελικά έξαφανίζονται. Ε3έβαια, οί γενεαλογίες τών νικητών πολιτικών έχουν περισ σότερες πιθανότητες νά έπιζήσουν άπό έκείνες τών νικημέ νων. Ό Henige (1980, σελ. 255), άναφερόμενος στούς κατα λόγους τών βασιλέων τών Ganda καί Myoro, παρατηρεί ότι «ό προφορικός τρόπος [...] έπιτρέπει στά άταίριαστα τμήματα τού παρελθόντος νά έξαφανιστούν» έξαιτίας «τών αναγκών τού συνεχιζόμενου παρόντος». Ε π ιπ λ έο ν οί δεξιοτέχνες *
Σ .τ .Έ .: Griot: Έ ξειδικευμένο σώμα προφορικών τραγουδοποιών, χρονικογράφων καί αφηγητών στήν ύπηρεσία τών διαφόρων άξιωματούχων τής Δυτικής Α φρικής. Α ποτελούν περιθωριακή ομάδα ή οποία προκαλεΐ τόσο φόβο όσο καί περιφρόνηση, καθώς έχουν τό ελεύθερο νά έκφράσουν εύθαρσώς τή γνώμη τους, κάτι σάν τούς γελωτοποιούς.
66
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
προφορικοί αφηγητές σκόπιμα ποικίλλουν τίς παραδοσιακές αφηγήσεις, γιατί μέρος τής δεξιοτεχνίας τους είναι ή ικανότη τά τους νά προσαρμόζονται σέ νέο κοινό καί σέ νέες κατα στάσεις ή άπλώς νά είναι φιλάρεσκοι. Ό Δυτικοαφρικανός griot πού έργάζεται γιά μιά πριγκιπική οικογένεια (Okpewho 1979, σελ. 25-6, 247, σημ. 33* σελ. 248, σημ. 36) θά προσαρ μόσει τήν άπαγγελία του γιά νά κολακεύσει τούς έργοδότες του. Οί προφορικοί πολιτισμοί ενθαρρύνουν τόν πανηγυρι σμό, πού τούς μοντέρνους καιρούς τείνει κανονικά νά έξαφανιστεΐ, καθώς οι άλλοτε προφορικές κοινωνίες γίνονται όλο καί περισσότερο έγγράμματες. (ίχ) Πβριστασιολογικβς μάλλον παρά άφηρημένες Κάθε έννοιολογική σκέψη είναι σέ κάποιο βαθμό άφηρημένη. Ένας «συγκεκριμένος» όρος όπως τό «δέντρο» δέν άναφέρεται άπλώς σέ ένα μοναδικό «συγκεκριμένο» δέντρο, άλλά είναι μιά άφαίρεση πού άνασύρεται καί άπομακρύνεται άπό τήν άτομική αισθητή πραγματικότητα. Άναφέρεται σέ μιά έννοια πού δέν είναι αύτό ή τό άλλο δέντρο, άλλά μπορεΐ νά χρησιμοποιηθεί γιά κάθε δέντρο. Τό κάθε μεμονωμένο άντικείμενο πού άποκαλούμε δέντρο είναι πραγματικά «συγκε κριμένο», είναι άπλώς αύτό πού είναι, καθόλου «άφηρημένο», άλλά ό όρος πού χρησιμοποιούμε γ ι’ αύτό εΐναι άφηρημένος. Παρ’ όλα αύτά, άν καί κάθε έννοιολογική σκέψη είναι σέ κάποιο βαθμό άφηρημένη, κάποιες έννοιολογικές χρήσεις είναι πιό άφηρημένες άπό κάποιες άλλες. Οί προφορικοί πολιτισμοί τείνουν νά χρησιμοποιούν έν νοιες σέ περιστασιολογικά λειτουργικά πλαίσια άναφοράς πού είναι έλάχιστα άφηρημένα, μέ τήν έννοια ότι παραμένουν κοντά στόν κόσμο τής καθημερινής άνθρώπινης ζωής. Υπάρ χει αρκετά σημαντική σχετική βιβλιογραφ ία . Ό Havelock (1978a) έδειξε ότι οί προσωκρατικοί Έλληνες σκέφτονταν τό δίκαιο μέ λειτουργικούς μάλλον παρά μέ τυπικούς έννοιολο-
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
67
γικούς όρους, καί ή αείμνηστη Anne Amory Parry (1973) υπο στήριξε περίπου τά ϊδια σχετικά μέ τό επίθετο άμύμων, πού ό 'Όμηρος άποδίδει στόν Α’ίγισθο: τό επίθετο δέν σημαίνει « ά μεμπτος», μιά καθαρή άφαίρεση μέ τήν όποια οί έγγράμματοι άπέδωσαν τόν όρο, άλλά «όμορφος-μέ-τόν-τρόπο-πούένας-πολεμιστής-έτοιμος-γιά-τή-μάχη-είναι-όμορφος». Καμιά έργασία γιά τή λειτουργική σκέψη δέν είναι πλου σιότερη γιά τόν σκοπό μας άπό έκείνη τού A.R. Luria, Cogni tive Development: Its Cultural and Social Foundations (1976). Στή διάρκεια τών χρόνων 1931-32 καί μέ τήν προτροπή τού Σο βιετικού ψυχολόγου Lev Vygotsky, ό Luria έκανε μιά έκτεταμένη έπιτόπια έρευνα άνάμεσα σέ άγράμματους (προφορι κούς) καί κάπως έγγράμματους άνθρώπους στίς πιό άπομακρυσμένες περιοχές τού Ούζμπεκιστάν (τής πατρίδας τού Άβικέννα*) καί τής Κιργισίας, στή Σοβιετική Ένωση. Τό β ι βλίο τού Luria έκδόθηκε στά ρωσικά 42 χρόνια μετά τήν ολο κλήρωση τής έρευνάς του, καί μεταφράστηκε στά άγγλικά δύο χρόνια άργότερα. Ή έργασία τού Luria μάς παρέχει μιά έπαρκέστερη θεώ ρηση γιά τή λειτουργία τής σκέψης πού βασίζεται στήν προ φορικότητα άπ’ ό,τι οί θεωρίες τού Lucien Levy-Bruhl (1923), ό οποίος συμπέρανε ότι ή «πρωτόγονη» (στήν πραγματικό τητα ή θεμελιωμένη στήν προφορικότητα) σκέψη ήταν «προλογική» καί μαγική, έννοώντας ότι βασιζόταν σέ συστήματα πεποιθήσεων καί όχι στήν πραγματικότητα, ή άπ’ ό,τι οί προ τάσεις τού άντιπάλου τού Levy-Bruhl, Franz Boas (καί όχι όπως λανθασμένα άναφέρεται στό Luria 1976, George Boas), ό οποίος ύποστήριζε ότι οί πρωτογονικοί λαοί σκέφτονται σάν κι έμάς άλλά χρησιμοποιούν διαφορετικό σύνολο κατηγο ριών. *
Σ .τ .Έ .: Άβικέννας (980-1037). Σημαντικότατος Ά ρα βα ς γιατρός καί φιλόσοφος αριστοτελικής κατευθύνσεως. Τό πραγματικό του όνομα είναι ’Ίμπν Σίνα.
68
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Μέσα σέ ένα περίπλοκο μαρξιστικό θεωρητικό πλαίσιο, ό Luria στρέφει τήν προσοχή του σέ θέματα διαφορετικά, ώς έναν βαθμό, άπό τίς άμεσες συνέπειες πού έχει ή γνώση τής άνάγνωσης καί τής γραφής, όπως λόγου χάρη ή «μή έλεγχόμενη άτομική οικονομία πού έπικεντρώνεται στή γεω ργία» καί οί «άρχές τής κολεκτιβοποίησης» (1976, σελ. 14). Κατά συνέπεια δέν κωδικοποιεί συστηματικά καί ρητά τά εύρήματά του βάσει τής διαφοράς μεταξύ προφορικότητας καί έγ γραμματοσύνης. Παρά τόν περίπλοκο μαρξιστικό σκελετό, ή έργασία τού Luria στρέφεται σαφώς γύρω άπό τό θέμα τών διαφορών άνάμεσα στήν προφορικότητα καί τήν έγγραμμα τοσύνη. Κατατάσσει τά άτομα άπό τά όποια παίρνει συνέν τευξη σέ μία κλίμακα πού κυμαίνεται άπό τόν πλήρη άναλφαβητισμό έως διάφορες βαθμίδες μέτριας έγγραμματοσύ νης. Τά δεδομένα του κατατάσσονται σαφώς στίς δύο άντιτιθέμενες κατηγορίες νοητικών διεργασιών, τής προφορικότη τας άφενός καί τής χειρογραφίας άφετέρου. Οί άντιθέσεις πού διαφαίνονται άνάμεσα σέ άναλφάβητους (όπως ήταν οί περισσότεροι άπό αυτούς πού μελέτησε) καί έγγράμματους σημειώνονται καί είναι σίγουρα σημαντικές (συχνά ό Luria παρατηρεί τό γεγονός αύτό ρητά), δείχνοντας ό,τι καί οί έ ρευνες πού άναφέρονται καί παρουσιάζονται άπό τόν Carothers (1959): άρκεί ένας μέτριος βαθμός έγγραμματοσύνης γιά νά έμφανιστεί μιά τεράστια διαφορά στίς διεργασίες τής σκέψης. Ό Luria καί οί συνεργάτες του συγκέντρωσαν τό υλικό τους στή διάρκεια έκτενών συνομιλιών στή χαλαρή άτμόσφαιρα τών τεϊοποτείων, θέτοντας τίς έρωτήσεις τού έρωτηματολογίου άτυπα, σάν αινίγματα μέ τά όποια οί έρωτώμενοι ήταν έξοικειωμένοι. Έ τσ ι έγινε κάθε δυνατή προσπάθεια νά προ σαρμοστούν οί έρωτήσεις στό περιβάλλον τών έρωτωμένων. Οί έρωτηθέντες δέν ήταν προύχοντες στίς κοινότητές τους, άλλά έχουμε κάθε λόγο νά πιστεύουμε ότι ή εύφυΐα τους ήταν σέ κανονικά έπίπεδα καί ότι ήταν άντιπροσωπευτικοί τού πο
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
69
λιτισμού τους. Άπό τά πορίσματα του Luria σημειώνουμε τά άκόλουθα, πού μάς ενδιαφέρουν ιδιαίτερα: (1) Τά άναλφάβητα (προφορικά) ύποκείμενα τής έρευνας άναγνώριζαν τά γεωμετρικά σχήματα καί έδιναν σ’ αύτά τά ονόματα άντικειμένων πού δέν ήταν ποτέ άφηρημένα, όπως κύκλος, τετράγωνο κ.ο.κ. ’Ονόμαζαν τόν κύκλο πιάτο, κόσκι νο, κουβά, ρολόι ή φεγγάρι* τό τετράγωνο καθρέφτη, πόρτα, σπίτι, τελάρο άποξήρανσης γιά βερίκοκα. Τά ύποκείμενα τής έρευνας τού Luria άναγνώριζαν τά σχήματα ώς άναπαραστάσεις πραγμάτων πού γνώριζαν. Δέν άσχολούνταν ποτέ μέ άφηρημένους κύκλους ή τετράγωνα άλλά μέ συγκεκριμένα μάλλον άντικείμενα. fΩστόσο οί μαθητές τών παιδαγωγικών σχολείων, μετρίως έγγράμματοι, άναγνώριζαν τά γεωμετρικά σχήματα μέ κατηγορικές γεωμετρικές ονομασίες: κύκλους, τετράγωνα κ.ο .κ. (1976, σελ. 32-9). Είχαν έκπαιδευθεί νά δ ί νουν άπαντήσεις σχολικής αίθουσας καί όχι νά άντιδρούν όπως στήν καθημερινή τους ζωή. (2) Ό Luria καί οί συνεργάτες του παρουσίασαν στά ύπο κείμενα τής έρευνας σχέδια τεσσάρων άντικειμένων, άπό τά όποια τά τρία άνήκαν σέ μιά κατηγορία καί τό ένα σέ άλλη καί ζήτησαν άπό τούς έρωτώμενους νά βάλουν σέ ομάδες τά όμοια ή όμοειδή ή ομώνυμα. Μιά τέτοια σειρά άπεικόνιζε τά άντικείμενα: σφυρί πριόνι, τσεκούρι καί κορμός. Τά άγράμματα ύποκείμενα σκέπτονταν πάντα τήν ομάδα όχι μέ κατηγορικούς όρους (τρία έργαλεΐα κι ένας κορμός) άλλά μέ όρους πρακτικών καταστάσεων — «περιστασιολογικής σκέψης»— , χωρίς καθόλου νά άναφέρονται στήν κατηγορία «έργα λείο», πού ταιριάζει σέ όλα έκτος άπό τόν κορμό. ’Άν είσαι έργάτης μέ έργαλεΐα καί δεις έναν κορμό, σκέφτεσαι νά χρησιμοποιή σεις τά έργαλεΐα πάνω του κι όχι νά κρατήσεις τά έργαλεΐα μακριά άπ’ αύτό γιά τό όποιο κατασκευάστηκαν — ύπακούοντας σέ κάποιο παράξενο διανοητικό παιχνίδι. Ένας είκοσιπεντάχρονος άγράμματος άγρότης ειπε: «"Ολα μοιάζουν. Τό πριόνι θά πριονίσει τόν κορμό καί τό τσεκούρι θά τόν κόψει
70
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
σέ κομματάκια. ’Άν κάποιο πρέπει νά φύγει, αύτό είναι τό τσεκούρι. Δέν κάνει τόσο καλή δουλειά όσο τό πριόνι» (1976, σελ. 56). "Οταν τού είπαν ότι τό σφυρί,τό τσεκούρι, τό πριόνι είναι όλα έργαλεΐα άπέρριψε τήν κατηγορική σκέψη καί έπέμεινε στήν περιστασιολογική: «Ν αι, άλλά άκόμη κι άν έχεις έργαλεία χρειάζεσαι τόν κορμό — άλλιώς δέν μπορεΐς νά χτί σεις τίποτα» (1979, σελ. 56). "Οταν τόν ρώτησαν γιατί κά ποιος άλλος διαχώρισε ένα άντικείμενο μιάς άλλης σειράς πού ό ίδιος θεώρησε όμοειδές, άπάντησε: «Μάλλον τόν τρόπο αύτό σκέψης τόν έχει στό αίμα του». Αντίθετα ένας δεκαοκτάχρονος πού πήγε μόνο δύο χρό νια στό σχολείο τοϋ χωριού, όχι μόνο κατέταξε μιά παρόμοια σειρά μέ κατηγορικούς όρους άλλά έπέμεινε καί στήν ορθό τητα τής ταξινόμησης όταν τήν άμφισβήτησαν (1976, σελ. 74). Ένας έλάχιστα έγγράμματος έργάτης 56 χρονών συνέχεε τήν περιστασιολογική μέ τήν κατηγορική σκέψη, άν καί ή δεύτερη ύπερτεροϋσε. "Οταν τού είπαν νά συμπληρώσει τή σειρά πέλεκυς, τσεκούρι, δρεπάνι, διάλεξε τό πριόνι άπό τή σειρά πριό νι, στάχυ, κούτσουρο — «Ε ίν α ι όλα γεωργικά έρ γα λεΐα »— , άλλά μετά τό ξανασκέφτηκε καί πρόσθεσε γιά τό στάχυ: « θ ά μπορούσες νά τό θερίσεις μέ τό δρεπάνι» (1976, σελ. 72). Ή άφηρημένη ταξινόμηση δέν τόν ικανοποιούσε άπόλυτα. Κατά καιρούς στίς συνομιλίες του ό Luria προσπάθησε νά διδάξει στούς άναλφάβητους κάποιες άρχές άφηρημένης τα ξινόμησης· άλλά ουδέποτε τίς έμπέδωναν, καί όταν ξαναπρο σπαθούσαν νά λύσουν ένα πρόβλημα γιά λογαριασμό τους, κατέφευγαν στήν περιστασιολογική μάλλον παρά στήν κατη γορική σκέψη (1976, σελ. 67). ’Ηταν πεπεισμένοι ότι κάθε μή περιστασιολογική ή κατηγορική σκέψη δέν ήταν σημαντική, άλλά άντιθέτως άδιάφορη καί τετριμμένη (1976, σελ. 54-5). Σκέπτεται κανείς τήν περιγραφή τού Malinowski γιά τό πώς οί «πρωτόγονοι» (προφορικοί λαοί) έχουν ονόματα γιά τήν πανίδα καί τή χλωρίδα πού τούς χρησιμεύουν στήν καθημερι νή τους ζωή, άλλά μεταχειρίζονται ό,τι άλλο ύπάρχει στό δά
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
71
σος ώς άσήμαντο γενικευμένο φόντο: «Αύτό είναι απλώς ένας “ θάμνος” ». «Έ να ζώο πού π ετά ει». (3) Γνωρίζουμε ότι ή τυπική λογική είναι έφεύρεση τού έλληνικού πολιτισμού πού έσωτερίκευσε τήν τεχνολογία τής άλφαβητικής γραφής κι έτσι κατέστησε μόνιμο τμήμα τών νοητικών του έφοδίων τό είδος τής σκέψης πού δημιούργησε ή άλφαβητική γραφή. 'Υπό τό φώς αύτής τής γνώσης, τά π ει ράματα τού Luria μέ τίς άντιδράσεις τών άγραμμάτων στόν τυπικό συλλογισμό καί διαλογισμό είναι ιδιαίτερα άποκαλυπτικά. Έν συντομία, φαινόταν πώς τά άναλφάβητα ύποκεί μενα τής έρευνας δέν χρησιμοποιούσαν καθόλου τυπικούς παραγωγικούς διαλογισμούς — πού δέν σημαίνει ότι δέν μπορούσαν νά σκεφτούν ή ότι ή σκέψη τους δέν διεπόταν άπό λογική, άλλά ότι δέν μπορούσαν νά ταιριάζουν τή σκέψη τους σέ καθαρά λογικές μορφές, πού φαινόταν ότι τίς έβρ ι σκαν άδιάφορες. Γιατί θά έπρεπε νά τούς ένδιαφέρουν; Οί συλλογισμοί σχετίζονται μέ τή σκέψη, άλλά σέ πρακτικά θέ ματα κανείς δέν χρησιμοποιεί τυπικά διατυπωμένους συλλο γισμούς. Τά πολύτιμα μέταλλα δέν σκουριάζουν. Ό χρυσός είναι πολύ τιμο μέταλλο. Σκουριάζει ή όχι; Τυπικές άπαντήσεις σέ αύτή τήν έρώτηση περιελάμβαναν: «Σκουριάζουν τά πολύτιμα μ έ ταλλα ή όχι; Σκουριάζει ό χρυσός ή όχι;» (δεκαοκτάχρονος άγρότης)· «Τά πολύτιμα μέταλλα σκουριάζουν. Ό πολύτιμος χρυσός σκουριάζει» (άναλφάβητος άγρότης 34 έτών) (1976, σελ. 104). Στόν μακρινό Βορρά, όπου χιονίζει, οι άρκοϋδες είναι άσπρες. Ή Νοβάγια Ζέμπλα βρίσκεται στόν μακρινό Βορρά καί εκεϊ έχει πάντα χιόνι. Τί χρώμα έχουν οί άρκοϋδες; Νά μιά τυπική άπάντηση: «Δέν ξέρω. Έχω δει μαύρες αρκούδες. Δέν έχω δει άλλες ποτέ... Κάθε περιοχή έχει τά δικά της ζώα» (1976, σελ. 108-9). Βρίσκεις τό χρώμα τών άρκούδων κοιτώντας τες. Πού άκούστηκε νά βρίσκεις μέ συλλογισμούς τό χρώμα τής άρκούδας στήν καθημερινή ζωή; Επιπλέον, πώς μπορώ νά είμαι σι-
72
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
γουρος δτι γνωρίζεις μέ βεβαιότητα δτι δλες οί αρκούδες ε ί ναι άσπρες σέ μιά χιονισμένη χώρα; "Οταν έπανέλαβαν γιά δεύτερη φορά τόν συλλογισμό σ’ έναν σχεδόν αναλφάβητο σαρανταπεντάχρονο διευθυντή μιάς κολεκτίβας, έκεΐνος είπε: «Σύμφωνα μέ τά λεγόμενά σου θά πρέπει δλες νά είναι ά σπρες» (1976, σελ. 114). Τό «Σύμφωνα μέ τά λεγόμενά σου» μοιάζει νά δείχνει δτι έχει έπίγνωση τών τυπικών διανοητικών δομών. Λίγη γνώση άνάγνωσης καί γραφής οδηγεί μακριά. 'Ωστόσο, ή περιορισμένη γνώση άνάγνωσης καί γραφής πού έχει τόν κάνει νά νιώθει πιό άνετα στήν πρόσωπο μέ πρόσωπο καθημερινή ζωή άπό δ,τι στόν κόσμο τής καθαρής άφαίρεσης. «Σύμφωνα μέ τά λέγομενά σου...» Ή εύθύνη είναι δική σου, δχι δική μου, άν ή άπάντηση προκύπτει μέ αύτό τόν τρόπο. Άναφερόμενος στήν έργασία τών Michael Cole καί Sylvia Scribner στή Λιβερία (1973), ό James Fernandez (1980) παρα τήρησε δτι ό συλλογισμός είναι αύτοτελής: τά συμπεράσματά του προκύπτουν άποκλειστικά καί μόνο άπό τίς προκείμενές του. Παρατηρεί δτι τά άτομα πού δέν έχουν άκαδημαϊκή έκπαίδευση δέν γνωρίζουν αύτό τόν θεμελιώδη κανόνα, άλλά έρμηνεύοντας τίς δεδομένες προτάσεις σέ έναν συλλογισμό ή άλλού, έχουν τήν τάση νά πηγαίνουν πέρα άπό τίς ϊδιες τίς προτάσεις ή δηλώσεις, δπως κάνει κανείς στήν πραγματική ζωή ή στά αινίγματα (πού είναι κοινά σέ δλους τούς προφο ρικούς πολιτισμούς). Στήν παρατήρηση αύτή θά προσέθετα πώς ό συλλογισμός, δπως καί τό κείμενο, είναι παγιωμένος, στεγανοποιημένος, απομονωμένος. Τό γεγονός αυτό δραματοποιεϊ τή χειρογραφική βάση τής λογικής. Τό αίνιγμα άνήκει στόν προφορικό κόσμο. Γιά νά λύσεις ένα αίνιγμα, χρειάζε ται πονηριά: άντλεΐς άπό μιά γνώση, συχνά βαθιά ύποσυνείδητα, πέρα άπό τίς ϊδιες τίς λέξεις τοϋ αινίγματος. (4) Στήν έπιτόπια έρευνα τού Luria, τό αίτημα νά όρισθούν καί τά πιό συγκεκριμένα άντικείμενα συναντούσε άντίσταση. «Προσπάθησε νά μού έξηγήσεις τί είναι ένα δ έ ντρο». «Γ ια τ ί; Ό καθένας ξέρει τί είναι ένα δέντρο, δέν χρει
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
73
άζεται νά τους τό πώ εγώ », άπάντησε ένας άναλφάβητος άγρότης 22 χρονών (1976, σελ. 86). Γιατί νά δώσεις έναν ορι σμό όταν ή ζωντανή κατάσταση τής πραγματικότητας είναι πιό ικανοποιητική άπό τόν ορισμό; Βασικά ό άγρότης είχε δίκιο. Δέν ύπάρχει τρόπος νά διαψεύσεις τόν κόσμο τής πρω ταρχικής προφορικότητας. Τό μόνο πού μπορεϊς νά κάνεις είναι νά τόν έγκαταλείψεις καί νά πας στόν έγγράμματο. «Πώς θά όριζες ένα δέντρο μέ δύο λέξεις;» «Μ έ δύο λέ ξεις; Μηλιά, φτελιά, λεύκα». «Πές ότι πηγαίνεις κάπου όπου δέν υπάρχουν αύτοκίνητα. Πώς θά έξηγούσες στους ανθρώ πους τί είναι τό αυτοκίνητο;» « ’Άν πάω, θά τούς πώ ότι τά λεωφορεία έχουν τέσσερα πόδια, καρέκλες μπροστά γιά νά κάθονται οί άνθρωποι, οροφή γιά σκιά καί μιά μηχανή. Άλλά άν έπιμένεις, θά σου πώ: ’Άν μπεις σ’ ένα αύτοκίνητο καί πάς μιά βόλτα, θά καταλάβεις τί είναι τό αύτοκίνητο». Αύτός πού άποκρίνεται άπαριθμεΐ κάποια χαρακτηριστικά, άλλά τελικά έπανέρχεται στήν προσωπική έμπειρία (1976, σελ. 87). Αντίθετα, ένας έγγράμματος άγρότης κολεκτίβας 30 χρο νών είπ ε: «Κατασκευάζεται σ’ ένα έργοστάσιο. Σ ’ ένα ταξίδι μπορεΐ νά καλύψει τήν απόσταση πού ένα άλογο θέλει δέκα μέρες γιά νά καλύψει — τόσο γρήγορα τρέχει. Πρέπει πρώτα νά άνάψουμε φωτιά ώστε τό νερό νά ζεσταθεί καί ν’ άτμίσει — ό άτμός δίνει στή μηχανή τή δύναμή της... Δέν ξέρω άν υπάρχει νερό στό αύτοκίνητο, πρέπει νά ύπάρχει. Άλλά τό νερό δέν άρκεΐ, χρειάζεται καί ή φωτιά» (1976, σελ. 90). ’Άν καί δέν ήταν καλά πληροφορημένος, προσπάθησε νά ορίσει τί είναι τό αύτοκίνητο. Ό ορισμός του όμως δέν είναι μιά έστιασμένη περιγραφή τής όψης του — μιά τέτοια περιγραφή είναι πέρα άπό τήν ικανότητα τού προφορικού νού— άλλά ένας ορισμός μέ βάση τή λειτουργία του. (5) Οί άναλφάβητοι τού Luria είχαν δυσκολίες μέ τήν αύτοανάλυση. Ή αύτοανάλυση προϋποθέτει κάποια κατάρ γηση τής περιστασιολογικής σκέψης. Α παιτεί τήν άπομόνωση τού έαυτού γύρω άπό τόν όποιο περιστρέφεται ολόκληρος ό
74
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
βιωμένος κόσμος τού κάθε άτόμου, τή μετατόπιση τού κέν τρου κάθε κατάστασης άπό αύτή τήν κατάσταση, ώστε νά καταστεί έφικτή ή έξέταση καί ή περιγραφή τού κέντρου, τού εαυτού. Ό Luria έθετε τίς έρωτήσεις του μόνο μετά άπό πα ρατεταμένη συζήτηση γύρω άπό τά χαρακτηριστικά καί τίς άτομικές διαφορές τών άνθρώπων (1976, σελ. 148). Ρώτησε έναν τριανταοκτάχρονο άνδρα, άναλφάβητο, άπό ένα ορεινό βοσκοτόπι (1976, σελ. 150): «Τί είδους άνθρωπος είσαι, τί χαρακτήρα έχεις, ποιά είναι τά προτερήματά σου καί ποιά τά έλ α ττώ μ α τά σ ο υ ; Πώς θά π ερ ιέγ ρ α φ ες τόν έα υτό σου ;» «Ή ρθα έδώ άπό τό Οΰχ-Κουργκάν, ήμουν πολύ φτωχός, τώ ρα είμαι παντρεμένος μέ π α ιδιά ». «Είσαι εύχαριστημένος μέ τόν έαυτό σου ή θά ήθελες νά είσαι διαφορετικός;» «Θά ήταν καλύτερα άν είχα λίγη περισσότερη γή καί μ πορούσ α νά σπείρω λίγο σιτάρι». Οί έξωτερικοί παράγοντες προσελκύουν τήν προσοχή. «Καί ποιά είναι τά έλαττώματά σου;» «Αύτή τή χρονιά έσπειρα δεκαέξι κιλά σιτάρι, κι έτσι λίγο λίγο διορ θώνουμε τά έλαττώ ματα». Κι άλλοι έξωτερικοί παράγοντες: «Αοιπόν, οί άνθρωποι είναι διαφορετικοί — ήπιοι, νευρικοί, μέ άσθενική μνήμη, μερικές φορές. Τί νομίζεις γιά τόν έαυτό σ ο υ ;» «Φερόμαστε καλά — άν ήμασταν κακοί άνθρωποι, κ α νείς δέν θά μάς σεβόταν» (1976, σελ. 15). Ή αύτοεκτίμηση μετατράπηκε σέ έκτίμηση άπό τήν ομάδα («έμεΐς») κι έπειτα έκφράστηκε άπό τή σκοπιά τών άναμενόμενων άντιδράσεων άπό τούς άλλους. "Οταν ρώτησε έναν άλλον άνδρα, άγρότη τριάντα έξι χρονών, τί είδους άτομο ήταν, έκεΐνος άπάντησε μέ συγκινητική καί άνθρώπινη άμεσότητα: «Τί μπορώ νά πώ γιά τή δική μου καρδιά; Πώς μπορώ νά μιλήσω γιά τόν χα ρα κτήρα μ ο υ ; Ρώτα τούς άλλους. Μπορούν νά σου πούν γιά μέ να. Έ γώ ό ϊδιος δέν μπορώ νά πώ τίποτε». Τό άτομο κρίνεται άπό τά έξω, όχι άπό τά μέσα. Αύτά είναι λίγα άπό τά πολλά παραδείγματα τού Luria, άλλά είναι χαρακτηριστικά. Κ άποιος θά μπορούσε νά ισχυρι στεί ότι οί άπαντήσεις δέν ήταν οί καλύτερες δυνατές, γιατί
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
75
οί έρωτώμενοι δέν ήταν συνηθισμένοι σέ τέτοιου είδους έρωτήσεις, ανεξάρτητα άπό τό πόσο έξυπνα ό Luria τίς μετέτρε πε σέ έρωτήματα πού μοιάζαν μέ αινίγματα. Ά λλά ή έλλειψη οικειότητας είναι άκριβώς τό βασικό σημείο: άπλούστατα, ένας προφορικός πολιτισμός δέν άσχολεΐται μέ πρ ά γμ α τα όπως είναι τά γεωμετρικά σχήματα, οί κατηγορικές ταξινο μήσεις, οί τυπικά λογικές διαδικασίες διαλογισμού, οί ορι σμοί, ή άκόμη οί περιεκτικές περιγραφές καί οί συγκροτημέ νες αύτοαναλύσεις* όλα αύτά προέρχονται όχι άπό τήν ϊδια τή σκέψη, άλλά άπό τή σκέψη πού διαμορφώνουν τά κείμενα. Οί έρωτήσεις τού Luria είναι σχολικές, συνδέονται μέ τή χρή ση τών κειμένων καί πράγματι μοιάζουν πολύ ή είναι ϊδιες μέ τίς τυπικές έρωτήσεις στά τέστ εύφυΐας πού δίνονται στούς έγγράμματους. Είναι νόμιμες, άλλά έρχονται άπό έναν κόσμο πού οί άνθρωποι τού προφορικού πολιτισμού δέν τόν συμμε ρίζονται. Οί άντιδράσεις τών έρωτώμενων ύποδηλώνουν ότι δέν είναι ϊσως δυνατόν νά έπινοηθεΐ ένα γραπτό ή άκόμη κι ένα προφορικό τέστ διαμορφωμένο σέ συνθήκες έγγραμματοσύ νης, πού θά άποτιμούσε μέ άκρίβεια τίς ιθαγενείς διανοητι κές δυνατότητες άνθρώπων πού προέρχονται άπό έναν π ρ ο ωθημένο προφορικό πολιτισμό. Ό Gladwin (1970, σελ. 219) πα ρ ατηρ εί ότι οί κάτοικοι τών νήσων Pulawat στόν Νότιο Ειρηνικό έκτιμούν τούς καπετάνιους τους, πού π ρ έπ ει νά είναι πολύ έξυπνοι γιά νά άνταποκριθούν στήν πολύπλοκη καί άπαιτητική τους τέχνη, όχι έπειδή τούς θεωρούν « εξυπνους», άλλά άπλώς έπειδή είναι καλοί καπετάνιοι. "Οταν ό Carrington (1974, σελ. 61) ρώτησε κάποιον κάτοικο τής Κεν τρικής ’Αφρικής γιά τόν νέο διευθυντή τού σχολείου, εκείνος άπάντησε: «’Ά ς περιμένουμε πρώτα λίγο νά δούμε πώς χο ρεύει». Οί προφορικοί λαοί άποτιμούν τήν εύφυΐα όπως αύτή τοποθετείται στά συμφραζόμενα τής καθημερινής πράξης καί όχι όπω ς προβάλλει μέσα άπό τά έπινοημένα προβλήματα τών έγχειριδίων.
76
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Οί έξασκημένοι φοιτητές, ή ό οποιοσδήποτε θέτει αναλυ τικές έρωτήσεις αύτού τοϋ είδους, έμφανίζονται σέ ένα πολύ ύστερο στάδιο κειμενικότητας. Πράγματι, τέτοιες έρωτήσεις λείπουν δχι μόνον άπό τούς προφορικούς πολιτισμούς, άλλά κι άπό έγγράμματους. Οί γραπτές έρωτήσεις έξετάσεων χρησιμοποιήθηκαν εύρέως (στή Δύση) μόνον άφού τά ά ποτελέ σματα τής τυπογραφ ίας καταγράφηκαν στή συνείδηση, χιλιά δες χρόνια μετά τήν έφεύρεση τής γραφής. Στά κλασικά λα τινικά δέν υπάρχουν έκφράσεις δπω ς «δίνο3 έξετάσεις» καί προσπαθώ νά «περάσω » τήν τάξη. Μέχρι πρίν άπό λίγες μό λις γενιές στή Δύση, καί ϊσως καί σήμερα άκόμη στό μεγαλύ τερο μέρος τοϋ κόσμου, ή άκαδημαϊκή πρακτική ζητούσε άπό τούς σπουδαστές νά «άπαγγείλουν», δηλαδή νά έπανατροφοδοτήσουν τόν δάσκαλο προφορικά μέ άποφάνσεις (λογό τυπους — τήν προφορική κληρονομιά) πού είχαν άπομνημονεύσει άπό τή σχολική διδασκαλία ή άπό τά έγχειρίδια (Ong 1967b,σελ. 53-76). Οί ύπέρμαχοι τών τεστ εύφυΐας πρέπει νά άντιληφθούν δτι οί συνηθισμένες μας έρωτήσεις στά τέστ αύτά ταιριάζουν σέ έναν ειδικό τύπο συνείδησης, τή «μοντέρνα συνείδηση» (Berger 1978), πού έχει σέ μεγάλο βαθμό διαμορφωθεί άπό τήν τυπογραφ ία καί τόν άλφαβητισμό. Κανονικά θά άναμέναμε άπό ένα έξαιρετικά έξυπνο άτομο προερχόμενο άπό έναν προφορικό ή ύπολειμματικά προφορικό πολιτισμό νά άντιδράσει στό είδος τών έρωτήσεων τοϋ Luria (δπως έκαναν πολλοί ά πό α ύτούς πού ρωτήθηκαν) δχι ά πα ντώ ντα ς στή φαινομενικά άνόητη έρώτηση, άλλά προσπαθώ ντας νά άποτιμήσει τό συνολικό περιπλεγμένο πλαίσιο συμφραζομένων (ό προφορικός νοϋς καθολικεύει): Γιατί μέ ρωτά αύτή τήν ήλίθια έρώτηση; Τί προσπαθεί νά κάνει; (βλ. έπίσης Ong 1978, σελ. 4). «Τί είναι ένα δέντρο;» Περιμένει πράγματι νά τού άπαντήσω δταν αύτός, δπω ς καί ό οποιοσδήποτε άλλος, έχει δει χιλιάδες δέντρα; Μέ τά αινίγματα μπορώ νά δουλέψω. Άλλά αύτό δέν είναι αίνιγμα. Είναι κάποιο παιχνίδι; Καί βέ
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
77
βαια είναι παιχνίδι, άλλά ό προφορικός άνθρωπος δέν γνωρί ζει τούς κανόνες του. Οί άνθρωποι πού θέτουν τέτοιες έρωτήσεις ζούν άπό τή νηπιακή τους ήλικία σέ έναν καταιγισμό τέτοιω ν έρωτήσεων καί δέν έχουν έπίγνωση ότι χρησιμο ποιούν ειδικούς κανόνες. Σέ μιά κοινωνία μέ περιορισμένη έγγραμματοσύνη, όπως αύτή τών ύποκειμένων τής έρευνας τού Luria, οί άγράμματοι μπορ ούν νά έχουν, ό π ω ς καί έχουν σ υχνά, έμ π ειρ ία τής έγγράμματης, άλλά οργανωμένης άπό άλλους, σκέψης. Γιά π α ρ ά δ ειγ μ α , έχουν άκούσει κάποιον νά δια β ά ζει κά ποιο γρ α π τό ή αχούσαν συζητήσεις σάν κι α ύτές πού μόνο οί έγγράμματοι κάνουν. Έ ν α άπό τά συμπεράσματα τής έργασίας τού Luria είναι ότι μιά τέτοια έπιπόλαια γνωριμία μέ τήν έγγράμματη οργάνωση τής γνώσης δέν έχει, τουλάχιστον ά π ’ όσο δείχνουν οί περιπτώ σεις του, κάποιο ξεχωριστό αποτέ λεσμα στούς άγράμματους. Ή γραφή πρέπει νά έσωτερικευθεί προσωπικά γιά νά έπιδράσει στίς νοητικές διαδικασίες. Τά άτομα πού έχουν έσωτερικεύσει τή γραφή όχι μόνο γράφουν άλλά καί μιλούν έγγράμματα, δηλαδή οργανώνουν, σέ διαφορετικούς βαθμούς, άκόμη καί τήν προφορική τους έκφραση σύμφωνα μέ νοητικά καί λεκτικά πρότυπα πού θά άγνοούσαν άν δέν ήξεραν νά γράφουν. Οί έγγράμματοι θεω ρούσαν τήν προφορική οργάνωση τής σκέψης άπλοϊκή, έπειδή δέν άκολουθεΐ αύτά τά πρότυπα. Ή προφορική σκέψη ώστόσο μπορεΐ νά είναι πολύ έκλεπτυσμένη καί μέ τόν τρόπο της άνασ τοχασ τική. Οί άφηγητές Navaho τών λαϊκών ιστοριών πού άναφέρονται σέ ζώα μπορούν νά δώσουν περίπλοκες έρμηνεΐες τών διαφόρων συνεπειών πού μπορεΐ νά έχουν οί ιστορίες αύτές στήν κατανόηση τών σύνθετων θεμάτων τής άνθρώπινης ζωής, άπό τή φυσιολογία ώς τήν ψυχολογία καί τήν ήθική. Καί έχουν πλήρη έπίγνωση πραγμάτω ν όπω ς οί φυσικές άσυνέπειες (γιά παράδειγμα, κογιότ μέ μάτια κεχρι μπαρένια) καί ή άνάγκη νά έρμηνεύονται συμβολικά κάποια στοιχεία τών μύθων (Toelken 1976, σελ. 156). Τό νά ύποθέ-
78
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
τουμ ε δτι οί προφορικοί λαοί δέν δια θέτουν ούσ ιασ τικ ά εύφυΐα, δτι οί νοητικές τους διαδικασίες είναι « ακατέργα στες », είναι τό ϊδιο είδος σκέψης πού έκανε γιά αιώνες τούς μελετητές νά πιστεύουν έσφαλμένα δτι, επειδή τά ομηρικά έπη είναι τόσο αριστοτεχνικά φ τια γμ ένα , π ρ έπ ει νά είναι γραπτές συνθέσεις. Δέν θά πρέπει έπίσης νά φανταστούμε δτι ή στηριγμένη στήν προφορικότητα σκέψη είναι «προλογική» ή «άλογη» μέ όποιαδήποτε απλοϊκή σημασία — πιστεύοντας, γιά π α ρ ά δειγμ α, δτι οί προφορικοί λαοί δέν κατανοούν τίς αίτιατές σχέσεις. Γνωρίζουν πάρα πολύ καλά δτι ώθώντας δυνατά ένα κινητό άντικείμενο προκαλεΐς τήν κίνησή του. Αύτό πού άληθεύει είναι δτι δέν μπορούν νά οργανώσουν περίπλοκες δ ια συνδέσεις μέ τήν άναλυτική μορφή τών γραμμικών ακολου θιών πού μπορούν νά διατυπωθούν μέ τή χρήση τών κειμέ νων. Οί μακροσκελείς άκολουθίες πού πα ρ άγουν, δπω ς οί γενεαλογίες , δέν είναι άναλυτικές άλλά άθροιστικές. 'Ω στό σο, οί προφορικοί πολιτισμοί μπορούν νά παράγουν έκπληκτικά σύνθετες, έξυπνες καί όμορφες μορφές σκέψης καί έμπειρίας. Γιά νά καταλάβουμε τό πώ ς, είναι αναγκαίο νά συζητήσουμε κά ποιες άπό τίς λειτουργίες τής προφορικής μνήμης.
Προφορική απομνημόνευση Είναι εύκολονόητο δτι ή τέχνη τής προφορικής άπομνημόνευσης είναι ένα πολύτιμο έφόδιο στούς προφορικούς π ο λ ιτι σμούς. ’Αλλά ό τρόπος μέ τόν όποιο λειτουργεί ή προφορική μνήμη στίς προφορικές μορφές τέχνης είναι πολύ διαφορετι κός άπό εκείνον πού οι εγγράμματοι συνήθως φαντάζονταν στό παρελθόν. Σέ έναν έγγράμματο πολιτισμό ή κατά λέξη άπομνημόνευση γίνεται συνήθως άπό ένα κείμενο, στό όποιο αύτός πού τό άπομνημονεύει έπανέρχεται όσο συχνά χρειά
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
79
ζεται γιά νά τελειοποιήσει τήν κατά λέξη άπομνημόνευση. Στό παρελθόν οί έγγρ άμ μ α τοι ύπέθεταν ότι ή προφορική άπομνημόνευση σέ έναν προφορικό πολιτισμό πετύχαινε κ α νονικά τόν ϊδιο στόχο τής άπόλυτης κατά λέξη έπανάληψης. Τό πώς όμως μπορούσε μιά τέτοια έπανάληψη νά έπαληθευθεΐ πρίν άπό τήν άνακάλυψη τής μαγνητοφώνησης ήταν άσαφές, άφού μέ τήν άπουσία τής γραφής ό μόνος τρόπος γιά νά έπαληθευθεϊ ή κατά λέξη έπανάληψη τών έκτενών άποσπασμάτων ήταν ή ταυτόχρονη ά πα γγελία τών άποσπασμάτω ν άπό δύο ή περισσότερα άτομα. Διαδοχικές άπαγγελίες δέν θά μπορούσαν νά συγκριθούν μεταξύ τους. Π αραδείγματα όμως ταυτόχρονων άπαγγελιών σέ προφορικούς πολιτισμούς σπάνια άναζητούνταν. Οί έγγράμματοι ήταν ικανοποιημένοι υποθέτοντας πώ ς ή τεράστια προφορική μνήμη λειτουργούσε περίπου σύμφωνα μέ τό δικό τους, κατά λέξη, κειμενικό π ρ ό τυπο. Τό έργο τών Milman Parry καί Albert Lord άποδείχθηκε έπαναστατικό καί πάλι γιά τήν πιό ρεαλιστική άποτίμηση τής φύσης τής προφορικής μνήμης σέ πρωταρχικά προφ ορι κούς πολιτισμούς. Τό έργο τού Parry γιά τά ομηρικά έπη έντόπισε τό πρόβλημα. Ό Parry άπέδειξε πώ ς ή Ίλιάδα καί ή ’Οδύσσεια ήταν βασικά προφορικές δημιουργίες, άνεξάρτητα άπό τίς περιστάσεις πού οδήγησαν στήν καταγραφή τους. Έ κ πρώτης όψεως, αύτή ή άνακάλυψη έμοιαζε νά έπαληθεύει τήν ύπόθεση τής κατά λέξη άπομνημόνευσης. Ή Ίλιάδα καί ή ’Οδύσσεια ήταν αύστηρά έμμετρες συνθέσεις. Πώς θά μπορούσε ό ρα ψ ω δός νά π α ρ ά γ ει κα τά π α ρ α γ γ ελ ία μιά άφήγηση άποτελούμενη άπό χιλιάδες στίχους σέ δακτυλικό έξάμετρο, άν δέν τούς είχε άπομνημονεύσει κατά λέξη; Οί έγγράμματοι πού μπορούν νά άπαγγείλουν κατά π α ρ α γ γε λία μεγάλα έμμετρα έργα τά έχουν άπομνημονεύσει κατά λέξη άπό κείμενα. Ό Parry (1928, στό Parry 1971) όμως έβαλε τά θεμέλια μιάς νέας προσέγγισης πού μπορούσε κάπως νά αιτιολογήσει μιά τέτοια παραγωγή χωρίς νά στηρίζεται στήν
80
Π ΡΟ ΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
κατά λέξη απομνημόνευση. "Οπως είδαμε στό δεύτερο κ ε φάλαιο, έδειξε ότι οί εξάμετροι στίχοι δέν κατασκευάζονταν άπλώ ς άπό λέξεις-μονάδες άλλά άπό λογότυπους, ομάδες λέξεων προσαρμοσμένες στό ύλικό τής παράδοσης, φ τια γμ έ νες νά ταιριάζουν στόν εξάμετρο στίχο. "Οσο χειριζόταν τό ύλικό τής πα ράδοσ η ς, μπορούσε μέ τό λεξιλόγιο αύτό νά κατασκευάζει σωστούς μετρικούς στίχους ές άεί. Έ τ σ ι στά ομηρικά έπη ό ραψωδός ειχε γιά τόν Ό δυσσέα, τόν Έ κ το ρ α , τήν Άθηνά, τόν Απόλλωνα καί τά άλλα πρόσω πα έπίθετα καί ρήματα πού ταίριαζαν όμορφα μέ τό μέτρο, όταν, γιά παράδειγμα, έπρεπε νά άναγγελθεΐ ότι κάποιος άπ αυτούς θά μιλήσει. Τό μετέφη ό πολύμητις Όδνσσεύς ή τό προσέφη ό πολύμητις Όδυσσεύς υπά ρχει στό ποίημα 72 φορές (Milman Parry 1971, σελ. 51). Ό Ό δυσσέας είναι πολύμητις (πανούργος) όχι μόνο γιατί είναι τέτοιος ό χαρακτήρας του, άλλά καί γιατί χωρίς τό επίθετο πολύμητις δέν θά μπορούσε νά ταιριάξει εύκολα στό μέτρο. "Οπως προαναφέραμε, ή π α ράθεση αύτών καί άλλων ομηρικών επιθέτων έχει εύλαβικά ύπερτονισθεΐ. Ό ραψωδός διαθέτει χιλιάδες λογότυπους μέ παρόμοια μετρική λειτουργία πού θά μπορούσαν νά ταιριάξουν στίς διάφορες μετρικές του ανάγκες σχεδόν γιά κάθε κατάσταση, πρόσωπο, πράγμα ή πρά ξη . Πράγματι, οί περισ σότερες λέξεις στήν Ίλιάδα καί τήν ’Οδύσσεια έμφανίζονται ώς τμήματα άναγνωρίσιμων λογοτύπων. Μέ τό έργο του ό Parry έδειξε ότι κατάλληλα διαμορφω μένοι λογότυποι έλεγχαν τή σύνθεση τού άρχαιο ελληνικού έπους καί ότι οί λογότυποι μπορούσαν νά μετατοπίζονται άρκετά εύκολα χωρίς νά παραποιούν τήν άφηγηματική γρ α μ μή ή τόν τόνο τού έπους. Μ ετατόπιζαν, άραγε, πράγματι οί ραψωδοί τούς λογότυπους ώστε ή κάθε μετρικά κανονική άπόδοση τής ϊδια ς ιστορίας νά διαφέρει λεκτικά; ’Ή άπομνημόνευαν τήν ιστορία κατά λέξη, ώστε νά τήν άποδίδουν μέ τόν ϊδιο τρόπο σέ κάθε εκ τέλεσ η ; Καθώς οι προκειμενικοί ομηρικοί ποιητές έχουν όλοι πεθάνει έδώ καί 2.000 χρόνια.
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦ Ο ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
81
δέν θά μπορούσαν νά μαγνητοφωνηθούν γιά νά έχουμε άμεση μαρτυρία. Άλλά άμεσες μαρτυρίες έχουμε άπό ζώντες άφηγηματικούς ποιητές τής σύγχρονης Γιουγκοσλαβίας, μιάς χώ ρας πού συνορεύει καί μερικά συμπίπτει μέ τήν άρχαία Ε λ λάδα. Ό Parry άνακάλυψε τέτοιους ποιητές πού συνέθεταν έπη γιά τά όποια δέν ύπήρχαν κείμενα. Τά έπη τους, όπως καί τά ομηρικά, ήταν έμμετρα καί λογοτυπικά, άν καί τό μ έ τρο τους ήταν διαφορετικό άπό τό άρχαιοελληνικό δακτυλικό έξάμετρο. Ό Lord συνέχισε καί έπεξέτεινε τό έργο τού Parry συγκεντρώνοντας τήν τεράστια συλλογή προφορικών μαγνη τοφωνήσεων τών άφηγηματικών ποιητών τής σύγχρονης Γ ι ουγκοσλαβίας πού τώ ρα βρίσκεται στή συλλογή Parry στό πανεπιστήμιο τού Χάρβαρντ. Οί περισσότεροι άπό αύτούς τούς άφηγηματικούς Νοτιοσλάβους ποιητές — καί μάλιστα οί καλύτεροι άπό αύτούς— είναι άγράμματοι. Ό Lord άνακάλυψε πώ ς ό ποιητής χάνει τίς ίκανότητές του όταν μαθαίνει νά γράφει καί νά διαβάζει: ή ιδέα ένός κειμένου πού έλέγχει τήν άφήγηση μπαίνει στό -μυαλό του καί άναστατώνει τίς προφορικές διαδικασίες τής ^σύνθεσης, πού δέν έχουν τίποτε νά κάνουν μέ τά κείμενα -ά λλά είναι «άνάμνηση τρ α γουδιώ ν πού τρ α γουδήθη κα ν» Peabody 1975, σελ. 216). 1· Οί ραψωδοί έχουν τήν ικανότητα νά θυμούνται γρήγορα "τά τραγουδισμένα τραγούδια* δέν ήταν «άσυνήθιστο» νά βρει ^κανείς έναν Γιουγκοσλάβο βάρδο νά τραγουδά «άπό δέκα ώς είκοσι δεκασύλλαβους στίχους τό λεπτό» (Lord 1960, σελ. 17). Ή σύγκριση όμως τών μαγνητοφωνημένων τραγουδιών άποκαλύπτει ότι, άν καί έχουν τό ϊδιο μέτρο, ποτέ δέν τραγουδή θηκαν μέ τόν ϊδιο τρόπο δύο φορές. Βασικά, έμφανίζονταν τά ϊδια θέματα καί λογότυποι, άλλά συρραμμένα διαφορετικά σέ κάθε άπόδοσή τους — άκόμη κι όταν τά έπαναλάμβανε ό ϊδιος ποιητής— άνάλογα μέ τήν άντίδραση τού άκροατηρίου, τή διάθεση τού ποιητή ή τήν άτμόσφαιρα τής περίστασης, καί μέ άλλους κοινωνικούς καί ψυχολογικούς παράγοντες.
82
ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Μ αγνητοφωνημένες συνεντεύξεις μέ τούς βάρδους τού εικοστού αιώνα συνόδευαν τήν καταγραφή τών έκτελέσεών τους. Ά π ό τίς συνεντεύξεις αύτές, κι άπό τήν άμεση παρατή ρηση, γνωρίζουμε πώ ς μαθαίνουν οί βάρδοι: άκούγοντας γιά μήνες καί χρόνια τούς άλλους βάρδους, πού δέν τραγουδούν ποτέ ένα έπος μέ τόν ίδιο τρόπο δύο φορές, άλλά χρησιμο ποιούν ξανά καί ξανά τυποποιημένους λογότυπους σέ συν δυασμό μέ τυποποιημένα θέματα. Βέβαια οί λογότυποι καί τά θέματα ποικίλλουν κάπω ς καί ό τρόπος πού ένας ποιητής ραψω δεΐ, πού «σ υρράπτει» τίς άφηγήσεις, διαφέρει ορατά άπό τού όποιουδήποτε άλλου. Κ άποια γυρίσματα τών φ ρ ά σεων είναι ίδιοσυγκρασιακά. Ά λλά ούσιαστικά τό ύλικό, τά θέματα, οί λογότυποι καί ό τρόπος χρήσης τους άνήκουν σέ μιά παράδοση πού είναι σαφώς άναγνωρίσιμη. Ή πρω τοτυ πία δέν συνίσταται στήν εισαγωγή νέου ύλικού, άλλά στό έπιτυχημένο ταίριασμα τού παραδοσιακού υλικού μέ τήν κ ά θε άτομική, μοναδική περίσταση καί/ή άκροατήριο. Οί μνημονικοί άθλοι τών προφορικών αύτών βάρδων είναι άξιοσημείωτοι, άλλά διαφέρουν άπό αύτά πού σχετίζονται μέ τήν άπομνημόνευση τών κειμένων. Οί έγγράμματοι έκπλήσσονται συνήθως μαθαίνοντας ότι ό βάρδος πού σχεδιάζει νά έπαναλάβει τήν ιστορία πού άκουσε μιά μόλις φορά, θέλει συχνά νά περιμένει μιά μέρα ή δυο άφότου άκουσε τήν ιστο ρία προτού τήν έπαναλάβει ό ϊδιος. Κατά τήν άπομνημόνευ ση ένός γραπτού κειμένου, ή άναβολή τής άπαγγελίας δυσκο λεύει γενικά τήν άνάκλησή του. Ό προφορικός ποιητής δέν έργάζεται μέ κείμενα ή σέ ένα κειμενικό πλαίσιο συμφραζο μένων. Χρειάζεται χρόνο γιά νά βυθιστεί ή ιστορία στή δική του δεξαμενή θεμάτων καί λογοτύπων, χρόνο γιά νά «χωνέ ψει τήν ισ τορία». "Οταν άνακαλεΐ καί έπαναλαμβάνει τήν ιστορία, δέν «άπομνη μονεύει», μέ τήν έγγράμματη έννοια τού όρου, τήν έμμετρη απόδοση τής εκδοχής τού άλλου άοιδού — εκδοχή που έχει κιόλας χαθεί γιά πάντα, όταν ό νέος άοιδός προετοιμάζει τή δική του έκδοχή (Lord 1960, σελ. 20-
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
83
9). Τό σταθερό ύλικό στή μνήμη τοϋ βάρδου είναι ένα έπιπολάζον σύνολο θεμάτων καί λογοτύπων άπό τό όποιο κα τα σκευάζονται δλες οί διαφορετικές ιστορίες. Μιά άπό τίς πιό έντυπωσιακές άνακαλύψεις στό έργο τοϋ Lord ήταν πώ ς, άν καί οί άοιδοί γνωρίζουν πώς κανείς άοιδός δέν τραγουδά άκριβώς μέ τόν ϊδιο τρόπο τό ϊδιο τραγούδι, π α ρ ’ όλα αύτά ό κάθε άοιδός ισχυρίζεται πώ ς μπορεΐ νά τρ α γουδήσει τή δική του έκδοχή δίχως ν’ άλλάξει ούτε έναν στίχο ή λέξη, καί μάλιστα «άκριβώς μέ τόν ϊδιο τρόπο σέ είκοσι χρόνια άπό τώ ρα» (Lord 1960, σελ. 27). "Οταν όμως οί ύποτιθέμενες κατά λέξη εκδοχές τους μαγνητοφωνηθούν καί συγκριθούν, άποδεικνύεται πώ ς δέν είναι ποτέ ϊδιες, μολονότι τά τραγούδια είναι άναγνωρίσιμες εκδοχές τής ϊδια ς ιστορίας. «Λέξη πρός λέξη καί στίχο πρός στίχο», δπω ς σχολιάζει ό Lord (1960, σελ. 28), είναι άπλώς ένας έμφατικός τρόπος γιά νά ποϋν «όμοια». «Στίχος» είναι βέβαια μιά έννοια πού στη ρίζεται στό κείμενο — άκόμη καί ή έννοια τής «λέξης» ώς διακριτής οντότητας χωριστής άπό τή ροή τού λόγου, μοιάζει νά είναι κάπως βασισμένη στό κείμενο. Ό Goody (1977, σελ. 115) έδειξε ότι μιά ολόκληρη προφορική γλώσσα πού διαθέ τει κάποιον όρο γιά τήν ομιλία γενικά, γιά μιά ρυθμική μονά δα ένός τραγουδιού, γιά μιά έκφραση ή ένα θέμα, μπορεΐ νά μήν έχει έναν έτοιμο όρο γιά τή «λέξη» ώς ένα άπομονωμένο λήμμα, ένα «κομμάτι» ομιλίας, δπω ς στό «Ή πρόταση αύτή άποτελεΐται άπό είκοσι έφτά λέξεις». ’Ή μήπως όχι; Μήπως έχει είκοσι έξι; ’Ά ν δέν μπορεΐς νά γράψεις, τό είκοσι έφτά είναι δύο λέξεις ή μιά; Ή γραφή πού έδώ, όπως κι άλλου, είναι διαιρετική, ένισχύει τήν α’ίσθηση δτι οί λέξεις είναι ση μαντικά διακριτά λήμματα. (Τά πρώιμα χειρόγραφα συνήθι ζαν νά μήν ξεχωρίζουν καθαρά τίς λέξεις μεταξύ τους, άλλά νά τίς παραθέτουν συνεχόμενες.) Είναι άξιοσημείωτο ότι οί άγράμματοι τραγουδιστές στόν εύρέως έγγράμματο πολιτισμό τής σύγχρονης Γιουγκοσλα βίας αναπτύσσουν καί εκφράζουν ά π ό ψ εις γ ιά τή γραφή
84
ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
(Lord, σελ. 28). Θαυμάζουν τήν έγγραμματοσύνη καί πισ τεύ ουν πώ ς ένας έγγράμματος μπορεΐ νά κάνει καλύτερα δ,τι κάνουν, μπορεΐ, δηλαδή, νά άναπαραγάγει ένα μακροσκελές τραγούδι άφού τό άκούσει μόνο μιά φορά. Αύτό άκριβώς δέν μπορούν νά κάνουν οί έγγράμματοι, ή τό κάνουν μέ μεγάλη δυσκολία. "Οπως οί έγγρ ά μ μ α τοι αποδίδουν έγγρ ά μ μ α τα είδη έπιτευγμάτω ν στούς προφορικούς έκτελεστές, έτσι καί αύτοί αποδίδουν προφορικά εϊδη έπιτευγμάτω ν στούς έγγράμματους. Ό Lord (1960) έδειξε νωρίς ότι ή προφορική λογοτυπική άνάλυση μ πορεΐ νά έφ α ρμοσ τεΐ στά μεσαιω νικά ά γγλικ ά (Beowulf) , καί άλλοι έδειξα ν διά φ ορ ους τρ ό π ο υ ς μέ τούς όποιους οί π ρ ο φ ο ρ ικ ές-λ ο γο τυ π ικ ές μέθοδοι μπορούν νά βοηθήσουν στήν κατανόηση τής προφορικής ή τής ύπολειμματικά προφορικής σύνθεσης στόν εύρωπαϊκό Μ εσαίωνα, στά γερμανικά, τά πορτογαλικά, τά γαλλικά καί άλλες γλώσσες (βλ. Foley 1980b). Ή έπιτόπια έρευνα σέ πολλά μέρη τού κό σμου έπιβεβαίω σε καί προώθησε τό έργο τού Parry καί τό έκτενέστερο έργο τού Lord στή Γιουγκοσλαβία. Γιά π α ρ ά δειγμα, ό Goody (1977, σελ. 118-9) άναφέρει ότι στούς LoDagaa τής Βόρειας Γκάνα, όπου ή ’Επίκληση πρός τόν Bagre, δπω ς καί τό Πάτερ Η μ ώ ν στούς Χ ριστιανούς, είναι «κάτι πού ό καθένας “ ξέρει”», ή άπόδοση τής ’Επίκλησης δέν είναι σέ καμιά περίπτωση σταθερή. Ή ’Επίκληση άποτελεΐται άπό «καμιά δωδεκαριά στίχους» μόνο, καί άν γνωρίζεις τή γλώσ σα, δπω ς ό Goody, καί προφέρεις τήν άρχική της φράση, ό άκροατής σου μπορεΐ νά συνεχίσει μέ τήν έπωδό διορθώνον τας τά όποια λάθη σου διαπιστώσει. "Ομως ή μαγνητοφώνη ση δείχνει ότι οί λέξεις τής ’Επίκλησης μπορεΐ νά διαφέρουν σημαντικά, άκόμη καί όταν έπα να λα μ β άνετα ι ά πό άτομα πού διορθώνουν τήν έκδοχή σου, δταν αύτή δέν άντιστοιχεΐ στήν (τρέχουσα) δική τους. Τά πορίσματα τού Goody καί άλλων (Opland 1975* 1976) φανερώνουν δτι οί προφορικοί άνθρωποι προσπαθούν όντως
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦ Ο ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
85
κατά καιρούς νά έπαναλάβουν κατά λέξη ποιήματα καί άλλα πρ οφ ορ ικ ά λογοτεχνήμ α τα . Πόσο δμω ς τά κα τα φ έρνουν; Κ ατά τό πλεΐστον έλάχιστα, μέ βάση τά πρ ότυπα τών ε γ γραμμάτων. Ά πό τή Νότια Αφρική ό Opland (1977, σελ. 7682) άναφέρει επίμονες προσπάθειες γιά κατά λέξη άπομνημόνευση καί τά άποτελέσματα: «'Οποιοσδήποτε ποιητής τής κοινότητας θά έπαναλάβει τό ποίημα πού έμπεριέχεται στό περιορισμένο τέστ μου κατά τουλάχιστον 60% σέ συνδυασμό μέ άλλες εκδοχές». Έ δώ ή έπιτυχία έλάχιστα συνοδεύει τή φιλοδοξία. Ακρίβεια 60% στήν άπομνημόνευση βαθμολογεί ται χαμηλά στή σχολική άπαγγελία ένός κειμένου ή στήν άπόδοση ένός ρόλου άπό κάποιον ήθοποιό. Πολλά παραδείγματα «άπομνημόνευσης» τής προφορικής ποίησης πού παρατίθενται γιά νά τεκμηριώσουν τήν άποψη ότι ό ποιητής «συνέθεσε τό ποίημα άπό τά πρίν», όπως τά παραδείγματα στή Finnegan (1977, σελ. 76-82), δέν φαίνεται νά διαθέτουν μεγαλύτερη κατά λέξη άκρίβεια. Πράγματι ή Finnegan βρίσκει μεγάλη ομοιότητα μόνο στά σημεία όπου γ ί νεται κατά λέξη έπανάληψη (1977, σελ. 76) καί «περισσότερη λεκτική καί στίχο πρός στίχο έπανάληψη ά π ’ όση θά περίμενε κανείς άπό τή γιουγκοσλαβική περίπτωση» (1977, σελ. 78* γιά τήν άξια τών συγκρίσεων αύτών καί τήν άσαφή σημασία τής «προφορικής ποίησης» στή Finnegan, βλ. Foley 1979). ^ Πρόσφατες δμως έρευνες έφεραν στό φώς κάποιες π ερ ι πτώσεις άκριβέστερης κατά λέξη άπομνημόνευσης σέ προφ ο ρικούς λαούς. Μιά περίπτωση είναι ή τελετουργική έκφορά τοϋ λόγου στούς Cuna τού Παναμά, τήν οποία άναφέρει ό Joel Sherzer (1982). Στά 1970 ό Sherzer μαγνητοφώνησε μιά έκτεταμένη μαγική έπωδή πού δίδασκε κάποιος ειδικός σέ τελετουργίες ένήβωσης κοριτσιών σέ άλλους τέτοιους ειδ ι κούς. Έ πέστρεψε τό 1979 μέ τό άπομαγνητοφωνημένο κείμε νο τής έπω δής καί βρήκε πώ ς τό ϊδιο άτομο μπορούσε νά έπαναλάβει άκριβώς, φώνημα πρός φώνημα, τήν έπωδή. ’Ά ν καί ό Sherzer δέν άναφέρει πόσο διαδεδομένη ήταν ή πόση
86
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
αντοχή είχε ή έπωδή αύτή στό έσωτερικό μιάς ομάδας ε ι δικών στή διάρκεια ένός χρονικού διαστήματος, τό π α ρ ά δειγμά του είναι ένα σαφές παράδειγμα έπιτυχούς κατά λέξη άναπαραγωγής. (Τά παραδείγματα πού άναφέρει ό Sherzer, 1982, σημ. 3, άπό τή Finnegan 1977, όπω ς ήδη άναφέραμε, μοιάζουν όλα, στήν καλύτερη περίπτωση, άσαφή, έπομένως όχι ισάξια μέ τό παράδειγμά του). Δύο άλλα παραδείγματα συγκρίσιμα μέ αύτά τού Sherzer έμφανίζουν τήν κατά λέξη ά ναπαραγω γή τού προφορικού ύλικού νά εύνοεΐται όχι πλέον άπό ένα τελετουργικό πλαίσιο, άλλά άπό κάποιους ειδικούς γλωσσικούς ή μουσικούς περ ιο ρισμούς. Τό ένα προέρχεται άπό τήν κλασική ποίηση τών Σομαλών, πού φαίνεται νά έχει ένα μετρικό πρότυπο πιό σύνθε το καί πάγιο άπό εκείνο του άρχαίου έλληνικού έπους, οπότε ή γλώσσα δέν μπορεΐ νά ποικίλλει τόσο εύκολα. Ό John Wil liams Johnson παρατηρεί ότι οί προφορικοί ποιητές τών Σομαλών «μαθαίνουν τούς κανόνες τής προσω δίας μέ τρόπο πού, άν δέν ταυτίζεται, πάντως μοιάζει πολύ μέ τόν τρόπο πού μαθαίνουν τή γραμματική» (1979b, σελ. 118* βλ. έπίσης Johnson 1979a). Δέν μπορούν νά διατυπώσουν τούς μετρικούς κανόνες, μέ τόν ϊδιο τρόπο πού δέν μπορούν νά διατυπώσουν τούς κανόνες τής σομαλικής γραμματικής. Οί Σομαλοί ποιη τές συνήθως δέν συνθέτουν καί έπιτελούν ταυτόχρονα, άλλά συνθέτουν κατά μόνας, λέξη πρός λέξη, καί άργότερα ά πα γγέλλουν οί ϊδιοι τή σύνθεσή τους στό άκροατήριο ή τή δίνουν σέ κάποιον άλλο νά τήν άπαγγείλει. Αύτή είναι πάλι μιά σ α φής περίπτω σ η προφ ορ ικ ής κα τά λέξη άπομνημόνευσης. ’Απομένει φυσικά νά μελετηθεί πόσο σταθερή εΐναι μιά τ έ τοια άπομνημόνευση στό πέρασμα τού χρόνου (μερικά χρό νια, μιά δεκαετία κ.λπ.). Τό δεύτερο παράδειγμα δείχνει πώς ή μουσική μπορεΐ νά ενεργεί περιοριστικά καί νά παγιώ νει μιά κατά λέξη προφ ο ρική διήγηση. ’Αντλώντας άπό τή δική του έντατική έπιτόπια έρευνα στήν ’Ιαπω νία, ό Eric Routledge (1981) άναφέρει μιά
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦ Ο ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
87
γιαπω νέζικη παράδοση, πού έπιβιώ νει ώς κατάλοιπο π ιά , στήν όποια μιά προφορική άφήγηση, Ό μνϋος τοϋ Heike, τρ α γουδιέται μέ μερικά τμήματα «λευκής φωνής», χωρίς οργανι κή συνοδεία, καί μερικά καθαρά οργανικά ίντερλούδια. Ή ά φήγηση καί ή μουσική συνοδεία άπομνημονεύονται άπό τούς μαθητές, πού άρχίζουν άπό μικρά παιδιά νά έκπαιδεύονται άπό έναν προφορικό δάσκαλο. Οί δάσκαλοι (δέν έχουν άπομείνει πολλοί) άναλαμβάνουν νά έκπαιδεύσουν τούς μαθητές στήν κα τά λέξη ά π α γ γ ελ ία τού τρ α γο υ δ ιο ύ μέ δύσκολες άσκήσεις, πού κρατάνε χρόνια, καί πετυχαίνουν έκπληκτικά άποτελέσματα, άν καί οί ϊδιοι έπιφέρουν άλλαγές στίς ά πα γγελίες τους πού δέν τίς συνειδητοποιούν. Όρισμένα μέρη τής άφήγησης προσφέρονται περισσότερο γιά λάθη. Σέ μερικά σημεία ή μουσική σταθεροποιεί πλήρως τό κείμενο, άλλά σέ άλλα παράγει λάθη ϊδια μέ έκεϊνα πού βρίσκουμε στήν άντιγραφή χειρογράφων, δπω ς αύτά πού όφείλονται στό όμοιοτέλευτο — ό άντιγραφέας (ή ό προφορικός έκτελεστής) πη γα ί νει σέ μιά ύστερότερη έμφάνιση μιάς τελικής φράσης, παραλείποντας τήν πρώτη της έμφάνιση κι άφήνοντας ά π ’ έξω τό ένδιάμεσο ύλικό. Έ δώ έχουμε καί πάλι ένα είδος καλλιεργη μένης κατά λέξη απόδοσης , όχι έντελώς άναλλοίωτης, άλλά πάντως άξιοσημείωτης. ’Ά ν καί σέ αύτά τά παραδείγματα ή παραγωγή τής π ρ ο φορικής ποίησης ή άλλων προφορικών έκφορών μέ συνειδη τά καλλιεργημένη άπομνημόνευση δέν είναι ϊδ ια μέ τήν προφορική-λογοτυπική πρακτική στήν ομηρική Ε λ λ ά δα , τή σ ύγ χρονη Γιουγκοσλαβία ή σέ άναρίθμητες άλλες παραδόσεις, ή κα τά λέξη άπομνημόνευση δέν έλευθερώ νει καθόλου τίς προφ ορικές νοητικές δια δικ α σ ίες άπό τήν έξάρτησή τους άπό τούς λογότυπους, άλλά τουναντίον τήν αυξάνει. Στήν περίπτωση τής σομαλικής προφορικής ποίησης, ό Francesco Antinucci έδειξε ότι αύτή ή ποίηση δέν έχει μόνο φω νολογι κούς καί μετρικούς περιορισμούς, άλλά καί συντακτικούς. Δηλαδή μόνον ορισμένες ειδικές συντακτικές δομές έμφανί-
88
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ζονται στούς στίχους τών ποιημ άτω ν: στά π α ρ α δ είγ μ α τα πού πα ρ αθέτει ό Antinucci, μόνον δύο τύ π ο ι συντακτικών δομών άπό τίς εκατοντάδες δυνατές (1979, σελ. 148). Πρό κειται βέβαια γιά μιά άκραία λογοτυπική σύνθεση, γιατί οί λογότυποι δέν είναι τίποτα άλλο άπό «περιορισμοί», κι έδώ έχουμε νά κάνουμε μέ συντακτικούς λογότυπους (πού έμφανίζονται καί στήν οικονομία τών ποιημάτων μέ τά όποια άσχολήθηκαν οί Parry καί Lord). Ό Roudedge (1981) σημειώ νει τόν λογοτυπικό χαρακτήρα τού υλικού στά τρ α γούδια τού Heike, πού πράγματι είναι τόσο λογοτυπικά ώστε π ερ ιέ χουν πολλές άρχαϊκές λέξεις, τή σημασία τών οποίων ούτε οί δάσκαλοι γνω ρίζουν. Ό Sherzer (1982) έφιστά έπίσης τήν προσοχή ειδικά στό γεγονός ότι οί έκφράσεις πού συναντά νά έπαναλαμβάνονται κατά λέξη συγκροτούνται άπό λογο τυπικά στοιχεία όμοια μέ εκείνα πού εμφανίζονται στίς προ φορικές τελέσεις τού συνηθισμένου, ραψ ω διακού, μή κατά λέξη άποδιδόμενου τύπου. Προτείνει νά θεωρήσουμε τήν ύ παρξη ένός συνεχούς άνάμεσα στήν « π ά για » καί τή « μ ετα βλητή» χρήση τών λογοτυπικών στοιχείων. Μερικές φορές τά λογοτυπικά στοιχεία χρησιμοποιούνται έτσι ώστε νά έπιτευχθεΐ κατά λέξη ομοιότητα, άλλες φορές χρησιμοποιούνται γιά νά έπιτευχθεΐ μιά ορισμένη προσαρμογή ή παραλλαγή (άν καί οί χρήστες τών λογοτυπικών στοιχείων, δπω ς έδειξε ό Lord, μπορούν γενικά νά θεωρούν τή «μεταβλητή» ή π α ραλλαγμένη στήν πρα γμα τικ ότη τα χρήση ώς « π ά γ ια » ). Ή πρόταση τού Sherzer είναι σίγουρα σοφή. Ή προφορική άπομνημόνευση ά πα ιτεϊ περισσότερη καί λεπτομερέστερη μελέτη, ιδίως στήν τελετουργία. Οί περ ιπτώ σεις τής κατά λέξη άπομνημόνευσης τού Sherzer προέρχονται άπό τελετουργίες, καί ό Roudedge ύπονοεΐ στό άρθρο του καί τό δηλώνει καθαρά σέ ένα γράμμα πού μού έστειλε (22 Ία νουαρίου 1982), πώ ς τά τραγούδια τών Heike είναι τελετουρ γικής φύσεως. Ό Chafe (1982), μελετώντας ειδικά τή γλώσσα τών Ινδιάνω ν Seneca, προτείνει πώ ς ή τελετουργική γλώσσα.
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
89
συγκρινόμενη μέ τήν καθομιλουμένη, μοιάζει μέ τή γραφή ώς πρός τό ότι «έχει μιά διάρκεια πού ή καθομιλούμενη δέν έ χει. Ή ϊδια προφορική τελετουργία παρουσιάζεται ξανά καί ξανά: όχι κατά λέξη, βέβαια, άλλά μέ περιεχόμενο, ύφος καί λογοτυπική δομή πού δέν άλλάζει άπό τέλεση σέ τέλεση». Δέν ύπάρχει άμφιβολία τελικά ότι στούς προφορικούς πολι τισμούς γενικά, ή πλειοψηφία τών προφορικών άπαγγελιώ ν, συμπεριλαμβανομένων καί τών τελετουργικών, κατατάσσον ται στό «μεταβλητό» άκρο τού συνεχούς. Άκόμη καί σέ π ο λιτισμούς πού γνωρίζουν καί έξαρτώνται άπό τή γραφή άλλά διατηρούν ζωντανή έπαφή μέ τήν προφορικότητα, έχουν δη λαδή υψηλό προφορικό ύπόλειμμα,ή τελετουργική προφορι κή έκφραση συχνά δέν έπαναλαμβάνεται κατά λέξη. «Τούτο ποιείτε εις τήν έμήν άνάμνησιν», είπε ό Ιησούς Χριστός στόν Μυστικό Δείπνο (Λουκάς 22:19). Οί Χριστιανοί έορτάζουν τή Θεία Εύχαριστία ώς τήν κεντρική λατρευτική πράξη έξαιτίας τής έντολής τού Ιησού. Άλλά οί κρίσιμες λέξεις πού οί Χρι στιανοί έπαναλαμβάνουν ώς λέξεις τού ϊδιου τού Ιησού, υλο ποιώντας αύτή τήν εντολή του (δηλαδή, «Τούτο έστί τό σώμα μου[...] Τούτο έστί τό αίμα μου[...]»), δέν έμφανίζονται μέ τόν ϊδιο άκριβώς τρόπο όπου άναφέρονται στήν Καινή Δια θήκη. Ή πρώιμη χριστιανική Εκκλησία θυμόταν μέ προφορι κό, προκειμενικό τρόπο, άκόμη καί στίς κειμενοποιημένες τ ε λετουργίες, άκόμη καί στά ϊδια έκεΐνα σημεία πού τής δόθηκε ή εντολή νά θυμάται μέ ιδιαίτερη έπιμέλεια. Συχνά γίνεται λόγος γιά τήν κατά λέξη προφορική ά π ο μνημόνευση τών βεδικών ύμνων στήν Ινδία , πού ύποτίθεται ότι είναι άνεξάρτητη άπό κάθε κείμενο. Οί άπόψεις αύτές, ά π ’ όσο γνωρίζω, ουδέποτε έκτιμήθηκαν μέ βάση τά εύρήματα τών Parry καί Lord καί άλλα σχετικά εύρήματα γιά τήν προφορική «άπομνημόνευση». Οί Βέδες είναι άρχαΐες, μ α κροσκελείς συλλογές, πού τό πιθανότερο συντέθηκαν άνάμε σα στό 1500 καί 900 ή 500 π.Χ . — τό περιθώριο πού άφήνεται άνάμεσα στίς πιθανές χρονολογίες δείχνει πόσο άόριστες
90
ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
είναι οί σημερινές έπαφ ές μέ τό αρχικό πλαίσιο στό όποιο δημιουργήθηκαν οί ύμνοι, οί προσευχές καί οί άλλες λειτουρ γικές έπω δές πού συνθέτουν αύτές τίς συλλογές. Οί τυπικές άναφορές πού σήμερα άκόμη παρατίθενται γιά νά έπιβεβαιώσουν τήν κατά λέξη άπομνημόνευση τών Βεδών άνάγονται στό 1906 ή 1927 (Kiparsky 1976, σελ. 99-100), πρίν τό έργο τού Parry νά ολοκληρωθεί, ή στό 1954 (Bright 1981), πρίν άπό τό έργο τών Lord (1960) καί Havelock (1963). Στό The Destiny of the Veda in India (1965) ό διακεκριμένος Γάλλος ίνδολόγος καί μεταφραστής τής Ρίγκ-Βέδα Louis Renou ούτε κάν άναφέρει τό είδος τού προβληματισμού πού προέκυψε μέ τήν έμφάνιση τού έργου τού Parry. Α ναμφίβολα, ή προφορική μεταβίβαση ήταν σημαντική στήν ιστορία τών Βεδών (Renou 1965, σελ. 25-6 καί σημ., σελ. 83-4). Οί βραχμάνοι δάσκαλοι, ή γκουρού, καί οί μαθητές τους κατέβαλλαν έντονες προσπάθειες στήν κατά λέξη ά π ο μνημόνευση, άντιμεταθέτοντας μάλιστα τίς λέξεις σέ διά φ ο ρους σχηματισμούς προκειμένου νά έξασφαλίσουν τήν π ρ ο φορική τους ύπεροχή έναντι τών άλλων (Basham 1963, σελ. 164), μολονότι τό άν αύτή ή τακτική χρησιμοποιούνταν ή όχι πρίν άπό τήν έμφάνιση τού γραπτού κειμένου είναι ένα άλυ το πρόβλημα. Ώ ς έπακόλουθο δμως τών πρόσφατων έργασιών γιά τήν προφορική μνήμη, προκύπτουν κάποια έρωτήματα σχετικά μέ τό κατά πόσον ή άπομνημόνευση τών Βεδών λειτουργούσε σέ τελείως προφορικές συνθήκες — άν ύπήρξε ποτέ τέτοια άνεξάρτητη άπό τά κείμενα κατάσταση γιά τίς Βέδες. Πώς μπορούσε ένας ύμνος —γιά νά μήν άναφερθούμε στό σύνολο τών ύμνων τής συλλογής— νά π α γιω θ εΐ λέξη πρός λέξη στή διάρκεια πολλών γενεών δίχως τό κείμενο; "Οπως εϊδαμε, οί καλόπιστοι ισχυρισμοί έκ μέρους τών π ρ ο φορικών άφηγητών ότι οί έρμηνεϊες είναι δμοιες λέξη πρός λέξη μπορούν κάλλιστα νά άντίκεινται στήν πραγματικότητα. Δέν μπορούμε νά δεχτούμε άβίαστα, χωρίς έπαλήθευση, τίς άπλές διαβεβαιώ σεις πού συχνά δίνουν οί έγγράμματοι ότι
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
91
τέτοια μακροσκελή κείμενα διατηρήθηκαν κατά λέξη έπί γ ε νεές σέ μιά ολοκληρωτικά προφορική κοινωνία. Τί διατηρήθηκε; Ή πρώτη άπαγγελία ένός ποιήματος άπό τόν ποιητή τ ο υ ; Πώς μπορούσε νά τό έπαναλάβει αυτολεξεί γιά δεύτερη φορά καί νά είναι βέβαιος ότι τό έκανε; Μιά έκδοχή πού κά ποιος ισχυρός δάσκαλος έπεξεργάστηκε; Αύτό μοιάζει π ιθ α νό. Ά λλά ή επεξεργασία τής δικής του εκδοχής δείχνει ότι ή παράδοση δια φ ο ρ ο π ο ιείτα ι καί ύποδηλώνει ότι στά χείλη ένός άλλου ισχυρού δασκάλου μπορούν νά έμφανισθούν καί άλλες παραλλαγές, έκούσιες ή άκούσιες. Στήν π ρ α γμ α τικ ό τη τα , οί γ ρ α π τές Βέδες — πάνω στίς όποιες στηρίζονται οί γνώσεις μας γιά τίς Βέδες σήμερα— έχουν μιά σύνθετη ιστορία καί πολλές παραλλαγές, πράγμα πού ύποδηλώνει ότι είναι άπίθανο νά προέρχονται άπό μιά τελείω ς κ α τά λέξη δια τη ρούμενη πρ οφ ορική π α ρ ά δ ο σ η . Πράγματι, ή λογοτυπική καί θεματική δομή τών Βεδών, έμφανής άκόμα καί στή μετάφραση, τίς συσχετίζει μέ άλλες γνωστές σέ έμάς προφορικές τελέσεις καί έπιβάλλει περα ιτέ ρω μελέτη σέ σχέση μέ ό,τι έχει άνακαλυφθεΐ πρόσφατα γιά τά λογοτυπικά στοιχεία, τά θεματικά στοιχεία καί τήν π ρ ο φορική μνημονοτεχνική. ’Ήδη τό έργο τού Peabody (1975) ένθαρρύνει άμεσα μιά τέτοια μελέτη, καθώς έξετάζει τίς σχέ σεις άνάμεσα στήν παλαιότερη ίνδοευρωπαϊκή παράδοση καί τήν ελληνική στιχουργία. Γιά παράδειγμα, ή έμφάνιση έκτεταμένου πλεονασμού ή ή έλλειψή του στίς Βέδες μπορεΐ νά δείχνει άπό μόνη της τόν μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό προφορικής προέλευσης (Peabody 1975, σελ. 173). Σέ όλες τίς περιπτώ σεις, κατά λέξη ή όχι, ή προφορική άπομνημόνευση ύπόκειται σέ διαφοροποιήσεις έξαιτίας ά με σων κοινωνικών πιέσεων. Οί άφηγητές διηγούνται ό,τι ζητά ή άνέχεται τό κοινό. "Οταν ή ζήτηση γιά ένα βιβλίο μειώνεται, τά τυπ ο γρ α φ εία σταματούν τήν πα ρ αγω γή, άλλά χιλιάδες άντίτυπά του μπορεΐ νά μείνουν άπούλητα. "Οταν έξαφανίζεται ή ζήτηση γιά μιά γενεαλογία, χάνεται μαζί της τελειωτικά
92
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
καί ή γενεαλογία. "Οπως άναφέραμε παραπάνω , οί γενεαλο γίες τών νικητών έχουν τήν τάση νά έπιβιώνουν (καί νά βελ τιώνονται), ένώ έκεΐνες τών χαμένων νά έξαφανίζονται (ή νά αλλάζουν). Ή άλληλόδραση μέ τό ζωντανό κοινό μπορεΐ νά παρέμβει δραστικά στή λεκτική σταθερότητα: οί προσδοκίες του άκροατηρίου μπορούν νά βοηθήσουν στήν παγίωση θεμά των καί λογοτύπων. Πρίν άπό λίγα χρόνια μιά άνιψιά μου, μικρό παιδί άκόμη καί ικανή νά διατηρεί ένα σαφές προφορι κό νοητικό πλαίσιο (άν καί φιλτραρισμένο άπό τόν περιβάλ λοντα άλφαβητισμό), μού έπέβαλε τέτοιου είδους προσ δο κίες. Τής διηγόμουν τό παραμύθι «Τά τρία μικρά γουρουνάκια»: «Φυσούσε καί ξεφυσούσε καί φυσούσε καί ξεφυσούσε καί φυσούσε καί ξεφυσούσε». Ή Κάθι άποδοκίμασε τόν λο γότυπο πού χρησιμοποίησα. Γνώριζε τήν ιστορία, καί ό λογό τυπός μου δέν ήταν αύτός πού περίμενε. «Φυσούσε καί ξε φυσούσε καί ξεφυσούσε καί φυσούσε καί φυσούσε καί ξεφυσούσε!», φώναξε. "Οπως καί άλλοι άφηγητές είχαν κάνει πρίν άπό μένα, έπαναδιατύπω σ α τήν άφήγηση συμμορφούμενος στήν άπαίτηση τού κοινού. Τέλος, πρέπει νά παρατηρήσουμε ότι ή προφορική μνήμη διαφέρει σημαντικά άπό τήν κειμενική μνήμη, καθώς ή π ρ ο φορική διαθέτει μιά υψηλή σωματική συνιστώσα. Ό Peabody (1975, σελ. 197) παρατήρησε ότι «σ ’ όλο τόν κόσμο καί σ’ όλες τίς εποχές [...] ή παραδοσιακή σύνθεση έχει συνδεθεί μέ τή δραστηριότητα τών χεριών. "Οταν οί ιθαγενείς τής Αύστραλίας καί άλλων περιοχών τραγουδούν, φτιάχνουν συχνά φιγούρες μέ σπάγκους. ’Άλλοι λαοί παίζουν μέ κομπολόγια. Στίς περισσότερες περιγραφ ές οί βάρδοι έχουν τύμ πανα ή έγχορδα όργανα» (βλ. έπίσης Lord I960’ Havelock 1978a, σελ. 220-2* Biebuyck καί Mateene 1971, πρώτη εικόνα). Στά π α ρ α δείγματα αύτά μπορεΐ κανείς νά προσθέσει καί άλλα π α ρ α δείγματα κίνησης τών χεριών, όπως χειρονομίες συχνά περί πλοκες καί στυλιζαρισμένες (Scheub 1977), άλλά καί άλλες σωματικές κινήσεις όπως ό χορός καί τό λίκνισμα. Τό Ταλ-
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
93
μούδ, άν καί κείμενο, απαγγέλλεται άκόμη άπό έντονότατα «π ροφ ορικούς» ορθόδοξους Ε β ρ α ίο υ ς στό Ισραήλ μέ μιά μπρός-πίσω κίνηση τού στήθους, όπω ς κι έγώ ό ϊδιος δ ια π ί στωσα. "Οπως παρατηρήσαμε, ή προφορική λέξη, άντίθετα μέ τή γραμμένη, ουδέποτε ύπάρχει σέ ένα άπλό λεκτικό πλαίσιο. Οί π ρ οφ ερόμ ενες λέξεις είναι π ά ντα τρ ο π ο π ο ιή σ εις μιάς ολικής, ύπαρξιακής κατάστασης, ή οποία πάντα έμπλέκει τό σώμα. Ή σωματική δραστηριότητα πέρα άπό αύτή καθ’έαυτήν τήν έκφώνηση τής ομιλίας, δέν είναι έπείσακτη ή έπινοημένη στήν προφορική έπικοινωνία, άλλά είναι φυσική κι άκό μη άναπόφευκτη. Στήν προφορική εκφορά τού λόγου, ιδιαί τερα τή δημόσια, ή άπόλυτη άκινησία είναι άπό μόνη της μιά ισχυρή χειρονομία.
Αογοχίνητος τρόπος ζωής Πολλά άπό αύτά πού έκθέτουμε στή συνέχεια σχετικά μέ τήν προφορικότητα μπορούν νά άποτελέσουν κριτήρια γιά νά άναγνω ρίσουμε τούς λεγόμενους «λογοκίνητους» π ο λ ιτι σμούς, δηλαδή τούς πολιτισμούς στούς οποίους, σέ άντίθεση μέ τούς πολιτισμούς ύψηλής τεχνολογίας, ό τρόπος δράσης καί οί στάσεις απέναντι στά προβλήματα έξαρτώνται κυρίως άπό τήν άποτελεσματική χρήση τών λέξεων , κατά συνέπεια άπό τήν άνθρώπινη άλληλόδραση, καί πολύ λιγότερο άπό μή λεκτικά, οπτικά κατά τό πλεΐστον, έρεθίσματα άπό τόν «άντικειμενικό» κόσμο τών πραγμάτω ν. Ό Jousse (1925) χρησι μοποίησε τόν όρο λογοκινητος γιά νά άναφερθεΐ κυρίως στόν άρχαϊο εβραϊκό καί άραμαϊκό πολιτισμό καί ατούς γειτονι κούς μέ αύτούς πολιτισμούς, πού γνώριζαν κάπως τή γραφή, άλλά παρέμειναν βασικά προφορικοί καί προσανατολισμένοι πρός τίς λέξεις μάλλον παρά πρός τά άντικείμενα. Ε π εκ τεί νουμε τή χρήση τού όρου έδώ γιά νά συμπεριλάβουμε όλους
94
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
τους πολιτισμούς πού διατηρούν αρκετό προφορικό απόθεμα ώστε νά συνεχίσουν νά διατηρούν τήν προσοχή τους επικεν τρωμένη στίς λέξεις μέσα σ’ ένα διαπροσωπικό πλαίσιο άλληλόδρασης (όπω ς είναι τό προφορικό πλαίσιο) πα ρά στά άντικείμενα. Θά πρέπει φυσικά νά σημειώσουμε ότι ποτέ δέν μπορούμε νά διαχωρίσουμε τελείως τίς λέξεις άπό τά άντικείμενα: οί λέξεις άναπαριστούν άντικείμενα καί ή πρόσληψη ή άντίληψη τών άντικειμένων καθορίζεται έν μέρει άπό τό άπόθεμα τών λέξεων στίς όποιες φωλιάζουν οί προσλήψεις. Ή φύση δέν δηλώνει κανένα «γεγονός»: αύτά συγκροτούνται μέσα στίς προτάσεις πού έπινοούν οί άνθρωποι γιά νά άναφερθούν στόν συνεκτικό ιστό τής πραγματικότητας πού τούς περιβάλλει. Πιθανόν οί πολιτισμοί πού έδώ άποκαλούμε λογοκίνητους νά φανούν στόν τεχνολογικό άνθρωπο ότι διογκώνουν τή σημασία τής ομιλίας, ότι υπερεκτιμούν καί σίγουρα ύπερχρησιμοποιούν τή ρητορεία. Στούς πρωταρχικά προφορικούς πολιτισμούς, άκόμη καί τό έμπόριο δέν είναι έμπόριο: είναι θεμελιωδώς ρητορική. Ή άγορά ένός είδους σέ ένα παζάρι ή μιά λαϊκή άγορά τής Μέσης ’Ανατολής δέν είναι μιά άπλή οικονομική συναλλαγή, όπω ς είναι στό σούπερ μάρκετ καί όπω ς υποθέτει, τό πιθανότερο, ό τεχνολογικός πολιτισμός θεωρώντας το κάτι άπόλυτα φυσικό. Είναι μάλλον μιά σειρά άπό σω ματικούς καί λεκτικούς έλιγμούς, μιά πολιτισμένη μονομαχία, ένας ά γώ να ς έξυ π ν ά δ α ς, μιά έπιχείρηση στήν προφορική άγωνιστική. Στούς προφορικούς πολιτισμούς, ή ζήτηση κάποιας πλη ροφορίας συνήθως έρμηνεύεται δια προσω πικά (Malinowski 1923, σελ. 451, 470-81), άγωνιστικά καί, άντί νά άπαντηθεΐ πραγματικά, συχνά άντικρούεται. Υ πάρχει μιά διαφωτιστική ιστορία γιά έναν έπισκέπτη στήν έπαρχία Cork τής Ιρλανδίας, μιά ιδιαίτερα προφορική περιοχή μιάς χώρας πού διατηρεί μεγάλα ύπολείμματα προφορικότητας. Ό έπισκέπτης βλέπει έναν κάτοικο τού Cork νά στέκεται μπροστά στό ταχυδρο-
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟ Φ Ο ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
95
μεϊο. Τόν πλησιάζει καί χτυπώ ντας τό χέρι του πάνω στόν τοίχο τού ταχυδρομείου, δίπλα στόν ώμο τού άλλου, ρωτάει: «Έ δώ είναι τό ταχυδρομείο;» Ό κάτοικος δέν αίφνιδιάζεται. Κοιτάζει ήρεμα τόν άνθρωπο πού τόν ρωτάει καί μέ πολύ ένδιαφέρον τού λέει: «Γραμματόσημο ζητάς;» ’Αντιμετώπισε τήν έρώτηση όχι ώς άναζήτηση πληροφορίας άλλά ώς κάτι πού ό έπισκέπτης τού έκανε. Έ τ σ ι κι αύτός μέ τή σειρά του τού έκανε κάτι, νά δει τί θά συμβεί. Σύμφωνα μέ τή μυθολο γία τού πράγματος, όλοι οί ιθαγενείς τού Cork άντιμετωπίζουν μέ αύτό τόν τρόπο τίς έρωτήσεις. Πάντα άπαντούν στήν έρώτηση μέ έρώτηση. Ποτέ δέν έγκαταλείπουν τήν προφορική τους άμυνα. Ή πρωταρχική προφορικότητα υποθάλπει δομές προσω πικότητας πού κατά κάποιον τρόπο εΐναι πιό κοινοβιακές καί έξωστρεφείς καί λιγότερο έσωστρεφείς άπό έκείνες πού άπαντώνται άνάμεσα στούς έγγράμματους. Ή προφορική έπικοινωνία ένώνει τούς άνθρώπους σέ ομάδες. Ή γραφή καί ή άνάγνωση είναι μοναχικές δραστηριότητες πού άναδιπλώνουν τήν ψυχή στόν εαυτό της. Έ ν α ς δάσκαλος πού μιλά σέ μιά τάξη καί τή νιώθει, όπως κι αύτή νιώθει τόν έαυτό της, σάν μιά σφιχτοδεμένη ομάδα, άνακαλύπτει πώ ς, όταν ζητήσει άπό τούς μαθητές ν’ άνοίξουν τά βιβλία τους καί νά δια β ά σουν κάποιο άπόσπασμα, ή ένότητα τής ομάδας χάνεται κ α θώς τό κάθε άτομο μπαίνει στόν δικό του ιδιωτικό κόσμο. Έ ν α παράδειγμα τής αντίθεσης άνάμεσα στήν προφορικότη τα καί τήν έγγραμματοσύνη άπό αύτή τή σκοπιά βρίσκουμε στήν έκθεση τού Carother (1959), όπου τεκμηριώνεται ή ά π ο ψη ότι οί προφορικοί άνθρωποι έξωτερικεύουν τή σχιζοειδή συμπεριφορά ένώ οί έγγράμματοι τήν έσωτερικεύουν. Οί έγγρά μμα τοι έπιδεικνύουν συνήθως τέτοιες τάσεις (άπώ λεια τής έπαφής μέ τό περιβάλλον) μέ ψυχική άπόσυρση στόν δικό τους ονειρικό κόσμο (σχιζοφρενική παραισθητική συστηματοποίηση). Οί προφορικοί συνήθως δείχνουν τίς σχιζοειδείς τους τάσεις μέ άκραία έξωτερική σύγχυση πού συχνά οδηγεί σέ βί-
96
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
οαες πράξεις, συμπεριλαμβανομένου τού ακρωτηριασμού τών Υδιων ή άλλων. Αύτή ή συμπεριφορά είναι τόσο συχνή ώστε ενίοτε επινοούνται ειδικοί όροι γιά τήν περιγραφή της: τό «μπερζέρκ» τών άρχαίων Σκανδιναβών πολεμιστών, τό «άμόκ» τών κατοίκων τής Νοτιοανατολικής ’Ασίας.
Ό νοητικός ρόλος τών «διογκωμένων» ηρωικών χαρακτήρων καί του παράδοξου Ό ήρωικός χαρακτήρας τού πρωταρχικά προφορικού πολιτι σμού καί τού πρώιμου γραπτού, μέ τό τεράστιο προφορικό ύπόλειμμα, σχετίζεται μέ τόν άγωνιστικό τρόπο ζωής, άλλά ερμηνεύεται ριζικότερα καί καλύτερα μέ βάση τίς ανάγκες τών προφορικών νοητικών διαδικασιών. Ή προφορική μνήμη λειτουργεί άποτελεσματικά μέ «διογκωμένους» χαρακτήρες, πρόσωπα πού τά κατορθώματά τους είναι μνημειώδη, άξιομνημόνευτα καί συνήθως δημόσια. ’Έ τσι, ή νοητική οικονομία άπό τήν ϊδια της τή φύση δημιουργεί ύπερμεγέθεις, δηλαδή ήρωικούς χαρακτήρες, όχι γιά ρομαντικούς ή διδακτικούς λό γους, άλλά γιά βασικότερους λόγους: γιά νά οργανώσει τήν έμ π ειρ ία σέ κ ά π ο ια μόνιμα άπομνημονεύσιμη μορφή. Οί άχρω μες προσω πικότητες δέν μπορούν νά έπιζήσουν στήν προφορική μνημοτεχνική. Γιά νά άποκτήσουν διάσταση καί νά μήν ξεχνιούνται, οί ήρωικές μορφές τείνουν νά είναι μορ φές στερεότυπες: ό σοφός Νέστωρ, ό οργισμένος ’Αχιλλέας, ό πολύτρ οπος Ό δ υ σ σ έα ς, ό πα νδέξιος Mwindo («ό μικρόςπού-νιογέννητος-περπάτησε», Kabutwa-kenta, τό συνηθισμένο του επίθετο). Ή ϊδια μνημοτεχνική ή νοητική οικονομία έπικρατεΐ καί στούς εγγράμματους πολιτισμούς, έκεί όπου δ ια τηρούνται προφορικές πρακτικές, όπω ς στήν άφήγηση τών παραμυθιών στά πα ιδιά: ή άφοπλιστικά άθώα Κοκκινοσκουφίτσα, ό άπέραντα κακός Λύκος, ό άπίστευτα ψηλός κορμός φασολιάς πού ό Πέτρος πρέπει νά σκαρφαλώσει — καθώς
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
97
καί τά μή ανθρώπινα στοιχεία αποκτούν καί αύτά ηρωικές διαστάσεις. Έ δώ , οί παράδοξοι χαρακτήρες προσθέτουν μιάν άκόμη μνημοτεχνική βοήθεια: είναι εύκολότερο νά θυμάσαι τούς Κύκλωπες άπό ό,τι ένα τέρας μέ δύο μάτια, ή τόν Κέρ βερο άπό ό,τι ένα συνηθισμένο μονοκέφαλο σκυλί (βλ. Yates 1966, σελ. 9-11, 65-7). Οί λογοτυπικές άριθμητικές ομ α δο ποιήσεις είναι έπίσης μνημοτεχνικά χρήσιμες: οί Έ π τ ά έπί Θήβας, οί τρεις Χάριτες, οί τρεις Μοίρες κ.ο.κ. Μέ αύτά δέν άρνούμαστε ότι καί άλλες δυνάμεις πέρα άπό τή μνημοτεχνι κή λειτουργία παράγουν ήρωικούς χαρακτήρες καί ο μ α δο ποιήσεις. Ή ψυχαναλυτική θεωρία μπορεΐ νά έξηγήσει πολλές άπό αύτές τίς δυνάμεις. Ά λλά σέ μιά προφορική νοητική οι κονομία, ή μνημοτεχνική λειτουργία είναι έκ τών ών ούκ άνευ, καί άνεξάρτητα άπό τίς άλλες δυνάμεις, οί χαρακτήρες δέν θά έπιζήσουν χωρίς τήν κατάλληλη μνημοτεχνική διαμόρ φωση τής έκφοράς τού λόγου. Καθώς ή γραφή καί τελικά ή τυπογραφία αλλάζουν στα διακά τίς παλιές προφορικές νοητικές δομές, ή άφήγηση στη ρίζεται όλο καί λιγότερο σέ «διογκωμένους» χαρακτήρες μέχρις ότου, τρεις περίπου αιώνες μετά τήν τυπογραφ ία, μ π ο ρέσει νά κινηθεί άνετα στή συνηθισμένη άνθρώπινη ζωή πού χαρακτηρίζει τό μυθιστόρημα. Έ δώ , στή θέση τού ήρωα, συ ναντάμε τελικά άκόμη καί τόν άντιήρωα, πού, άντί νά άντιμετωπίζει τόν άντίπαλο, συνέχεια γυρίζει τίς πλάτες καί τό βάζει στά πόδια , όπως ό πρωταγωνιστής τού Rabbit Run τού John Updike. Τό ήρωικό καί θαυμαστό έξυπηρέτησαν μιά ειδική λειτουργία στήν οργάνωση τής γνώσης στόν προφορικό κόσμο. Μέ τόν έλεγχο τής πληροφορίας καί τής μνήμης πού έπέφερε ή γραφή καί έντονότερα ή τυπογραφ ία, δέν χρειάζε σαι τόν παλαιού τύπου ήρωα γιά νά μετατρέψεις τή γνώση σέ μιά μορφή ιστορίας. Ή κατάσταση δέν έχει νά κάνει καθόλου μέ μιά ύποτιθέμενη «άπώ λεια ιδανικών».
98
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Ή έσωτερικότητα του ήχου Μέχρις έδώ , μελετώντας κάποιες ψυχοδυναμικές όψεις τής προφορικότητας ασχοληθήκαμε κυρίως μέ ένα χαρακτηριστικό τού ήχου, τήν παροδικότητά του,τή σχέση του μέ τόν χρόνο. Ό ήχος ύπάρχει μόνον όταν έξαφανίζεται. ’Άλλα χαρακτηριστικά τού ήχου καθορίζουν έπίσης ή έπηρεάζουν τήν ψυχοδυναμική τού προφορικού λόγου. Τό κυριότερο άπό αύτά είναι ή μονα δική σχέση τού ήχου μέ τήν έσωτερικότητα, άν συγκρίνουμε τόν ήχο μέ τίς άλλες αισθήσεις. Ή σχέση είναι σημαντική έξαιτίας τής έσωτερικότητας τής ’ίδιας τής άνθρώπινης συνείδησης καί τής άνθρώπινης έπικοινωνίας. Συνοπτικά μόνο μπορούμε νά τό θίξουμε έδώ. Διερεύνησα τό θέμα άναλυτικότερα καί βαθύτερα στό Presence of the Word, καί ό άναγνώ στης πού ένδιαφέρεται μπορεΐ νά άνατρέξει έκεΐ (1967b). Κ αμιά α’ίσθηση δέν λειτουργεί τόσο άμεσα όσο ό ήχος, όταν δοκιμάζουμε τό έσωτερικό ένός άντικειμένου. Ή αίσθη ση τής άνθρώπινης όρασης ταιριάζει καλύτερα στό φως πού διάχυτα άνακλάται άπό μιά έπιφάνεια. (Ή διάχυτη άνάκλαση, όπως άπό μιά τυπωμένη σελίδα ή ένα τοπίο, έρχεται σέ άντίθεση μέ τήν κατοπτρική άνάκλαση, άπό έναν καθρέφτη.) Μιά πηγή φωτός σάν τή φωτιά μπορεΐ νά είναι γοητευτική, άλλά είναι οπτικά συγκεχυμένη: τό μάτι δέν μπορεΐ νά έστιασθεΐ σέ κάτι μέσα στή φω τιά. Κατά τόν ϊδιο τρόπο, ένα ήμιδιαφανές άντικείμενο όπω ς τό άλάβαστρο είναι γοητευτικό έπειδή, άν καί δέν είναι πηγή φωτός, τό μάτι δέν μπορεΐ καί πάλι νά σταθεροποιηθεί πάνω του. Τό μάτι μπορεΐ νά συλλάβει τό βάθος, άλλά στήν καλύτερη περίπτωση ώς μιά σειρά έπιφανειών: οί κορμοί τών δέντρων σ’ ένα άλσος ή οί καρέ κλες σ’ ένα άμφιθέατρο, γιά παράδειγμα. Τό μάτι δέν άντιλαμβάνεται τό έσωτερικό ώς αύστηρά έσωτερικό: μέσα σ’ ένα δωμάτιο, οί τοίχοι πού άντιλαμβάνεται παραμένουν έπιφάνειες, έξωτερικά. Ή γεύση καί ή όσφρηση δέν βοηθούν πολύ στήν άντίληψη
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
99
τής έσωτερικότητας ή τής έξω τερικότητας. Ή αφή βοηθά. Ά λλά ή αφή, συλλαμβάνοντας τήν έσωτερικότητα, τήν κα τα στρέφει έν μέρει. ’Ά ν θέλω νά άνακαλύψω μέ τήν αφή άν ένα κουτί είναι άδειο ή γεμάτο, πρέπει νά τού άνοίξω μιά τρύπα καί νά βάλω μέσα τό χέρι ή τό δάχτυλό μου: αύτό σημαίνει ότι τό κουτί είναι μέχρις ενός βαθμού άνοικτό, μέχρις ενός βαθμού λιγότερο ένα έσωτερικό. Ή άκοή μπορεΐ νά συλλάβει τήν έσωτερικότητα χωρίς νά τήν παραβιάζει. Μπορώ νά χτυπήσω μέ τό χέρι ένα κουτί γιά νά μάθω άν είναι γεμάτο ή άδειο, κι έναν τοίχο γιά νά βρώ άν είναι κούφιος ή συμπαγής. ’Ή νά ρίξω ένα κέρμα γιά νά δώ άν είναι άσημένιο ή μολύβδινο. "Ολοι οί ήχοι κ α τα γρά φ ουν τίς έσω τερικές δομές τών άντικειμένων πού τούς παράγουν. Έ ν α βιολί γεμάτο μέ τσ ι μέντο δέν θά ήχήσει όπως ένα κανονικό βιολί. Έ ν α σαξόφω νο ήχεΐ διαφορετικά άπό ένα φ λάουτο: ή έσωτερική του δομή είναι διαφορετική. Καί πάνω ά π ’ όλα, ή άνθρώπινη φωνή έρχεται μέσα άπό τόν άνθρώπινο οργανισμό, πού παρέχει τίς δονήσεις τής φωνής. Ή όραση άπομονώνει, ό ήχος ένσωματώνει. ’Ενώ ή όραση το π ο θ ετεί τόν παρατηρητή έξω ά πό αύτό πού β λέπει, σέ άπόσταση, ό ήχος ξεχύνεται μέσα στόν άκροατή. "Οπως π α ρατήρησε ό Merleau-Ponty (1961), ή όραση τέμνει. Ή όραση έρχεται σ’ ένα άτομο άπό μιά κατεύθυνση τή φορά: γιά νά κοιτάξω ένα δωμάτιο ή ένα τοπίο, πρέπει νά μετακινήσω τά μάτια μου άπό τό ένα σημείο στό άλλο. "Οταν, όμως, άκούω, συγκεντρώνω τόν ήχο ταυτόχρονα άπό κάθε κατεύθυνση μο νομιάς: βρίσκομαι στό κέντρο τού άκουστικού μου κόσμου, έγκαθιστώντας τόν εαυτό μου σ’ ένα είδος πυρήνα αίσθησης καί ύπαρξης. Αύτό τό «κεντροδοτικό» άποτέλεσμα τού ήχου είναι έκεΐνο άκριβώς πού έκμεταλλεύεται μέ ιδιαίτερη έκζήτηση ή ύψηλής πισ τότη τα ς ά να πα ρ αγω γή τού ήχου (highfidelity). Μπορεΐς νά βυθιστείς στόν ήχο, στό άκουσμα. Δέν μπορεΐς νά βυθιστείς στήν όραση μέ παρόμοιο τρόπο.
100
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Σε άντίθεση λοιπόν μέ τήν όραση, τήν αίσθηση πού κ α τα τέμνει, ό ήχος είναι μιά αίσθηση ένωτική. Έ ν α τυπικό οπτικό ιδεώδες είναι ή σαφήνεια καί ή εύκρίνεια, ό διαχωρισμός. Ή έκστρατεία τού Καρτεσίου* γιά τή σαφήνεια καί τήν εύκρίνεια (τών εννοιών) μαρτυρεί τήν εντατικοποίηση τής όρασης στό πλαίσιο τών άνθρώπινων αισθήσεων — Ong 1967b, σελ. 63, 221 . Ά ντιθέτω ς,τό άκουστικό ιδεώδες είναι ή άρμονία,ή σύν δεση. Ή έσωτερικότητα καί ή άρμονία είναι χαρακτηριστικά τής άνθρώπινης συνείδησης. Ή συνείδηση κάθε ανθρώπου είναι τελείως έσωτερικευμένη, γνωστή στό ϊδιο τό άτομο άπό τά μέ σα καί άπροσπέλαστη σέ κάθε άλλο άτομο, κατευθείαν άπό τά μέσα. Κάθε άτομο πού λέει « Έ γώ » εννοεί κάτι διαφορετι κό ά π ’ ό,τι εννοεί όποιοδήποτε άλλο άτομο. "Ο,τι είναι « Έ γώ » γιά μένα, είναι μόνο «Έ σ ύ» γιά σένα. Κι αύτό τό «Έ γώ » ένσωματώνει τήν έμπειρία μέσα του, «συνέχοντάς» την. Ή γνώση σέ τελική ανάλυση είναι ένα φαινόμενο ένωτικό καί όχι χωριστικό, ένας αγώνας γιά άρμονία. Χωρίς τήν άρμονία, μιά έσωτερική κατάσταση, ή υγεία της ψυχής πάσχει. Πρέπει νά πούμε ότι οί έννοιες «έσωτερικό» καί «έξωτερικό» δέν είναι μαθηματικές καί ούτε μπορούν νά διαφορο ποιηθούν μαθηματικά. Είναι έννοιες πού θεμελιώνονται στήν ύπαρξη, βασίζονται στήν έμπειρία τού ϊδιου τοϋ σώματός μας, τό όποιο είναι καί μέσα μας (δέν σου ζητώ νά σταματή σεις νά κλοτσάς τό σώμα μου άλλά έμενα τόν ϊδιο) καί έξω άπό έμάς (νιώθω τόν εαυτό μου κατά κάποιον τρόπο μέσα στό σώμα μου). Τό σώμα είναι ένα όριο άνάμεσα σ έμένα καί οτιδήποτε άλλο. Αύτό πού ονομάζουμε «έσωτερικό» καί «έξωτερικό» δέν μπορεΐ νά άποδοθεΐ παρά σέ σχέση μέ τήν έμ π ειρ ία τής σ ω μ α τικότη τα ς. Οί ά π ό π ειρ ες ορισμού τοϋ «έσωτερικού» καί τού «εξωτερικού» οδηγούν άναγκαστικά *
Σ .τ.Έ .: Βλ. Descartes, Λόγος π ερ ί μεϋόδον , Μέρος Α' §2, Μέρος Β' §22, 26, 28, Μέρος Δ' §38.
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
101
σέ ταυτολογίες: τό «έσωτερικό» ορίζεται άπό τό «έσω», πού ορίζεται άπό τό « μ ετα ξύ » , πού ορίζεται ά πό τό «μ έσ α », φαύλος κύκλος δηλαδή. Τά ϊδια ισχύουν καί γιά τό «έξωτερικό». "Οταν μιλάμε γιά έσωτερικό καί έξωτερικό, άκόμα καί στήν περίπτωση φυσικών άντικειμένων, άναφερόμαστε στή δική μας άντίληψη γιά τόν έαυτό μας: είμαι έδώ μέσα καί τό καθετί άλλο είναι βξω. Μέ τό έσωτερικό καί τό έξωτερικό έπιδεικνύουμε τήν έμπειρία μας τής σω ματικότητας (Ong 1967b, σελ. 1 1 7 -2 2 ,1 7 6 -9 , 228, 231) καί άναλύουμε άλλα άντικείμενα άναφορικά μέ αύτή τήν έμπειρία. Σέ έναν πρωταρχικά προφορικό πολιτισμό, όπου ή λέξη ύπάρχει μόνο στόν ήχο δίχως καμιάν άναφορά σέ κάποιο οπτικά άντιληπτό κείμενο καί καμιάν έπίγνωση άκόμη καί τής δυνατότητας ένός τέτοιου κειμένου, ή φαινομενολογία τού ήχου διεισδύει βαθύτατα στήν αίσθηση τής άνθρώπινης ύπαρξης όπως τήν έπεξεργάζεται ό προφορικός λόγος. Διότι ό τρόπος μέ τόν όποιο βιώνεται ό λόγος έχει καθοριστική ση μασία γιά τήν ψυχική ζωή. Ή κεντροδοτική δράση τού ήχου (τό ήχητικό πεδίο δέν έκτείνεται έμπρός μου άλλά μέ π ερ ι βάλλει) έπηρεάζει τήν αίσθηση τού άνθρώπου γιά τόν κόσμο. Γιά τούς προφορικούς πολιτισμούς ό κόσμος είναι ένα συνε χόμενο γεγονός, μέ τόν άνθρωπο στό κέντρο του. Ό άνθρω πος είναι τό umbilicus mundi, ό όμφαλός τού κόσμου (Eliade 1958, σελ. 231-5, κ.ά.). Μόνο μετά τήν τυπογραφία καί τήν έκτεταμένη έμπειρία μέ τούς χάρτες πού ή τυπογραφία δημι ούργησε, άρχισαν νά φέρνουν στόν νού τους οί άνθρω ποι, όταν σκέφτονταν τόν κόσμο ή τό σόμπαν, κάτι πού κυρίως έκτεινόταν μπροστά στά μάτια τους, όπως στούς σύγχρονους τυπωμένους άτλαντες, μιά τεράστια έπιφάνεια ή συνδυασμό έπιφανειώ ν (ή όραση παρουσιάζει έπιφ ά νειες) έτοιμες νά «έξερευνηθούν». Ό άρχαϊος προφορικός κόσμος γνώριζε λί γους «έξερευνητές», άν καί γνώριζε πολλούς περιηγητές, ο δοιπόρους, ταξιδιώ τες, προσκυνητές καί τυχοδιώκτες. Θά δούμε ότι τά περισσότερα άπό τά χαρακτηριστικά τής
102
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
προφορικά θεμελιωμένης σκέψης καί έκφρασης πού έκθέσαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο σχετίζονται στενά μέ τήν ένωτική, συγκεντρωτική, έσωτερικευτική οικονομία τού ήχου ό πω ς γίνεται άντιληπτή άπό τούς άνθρώπους. Μιά ήχοκρατούμενη λεκτική οικονομία συμβαδίζει μέ συνθετικές (έναρμονιστικές) μάλλον τάσεις παρά μέ άναλυτικές κατατμητικές τάσεις (πού συνοδεύουν τή γραμμένη, όπτικοποιημένη λέξη: ή όραση είναι μιά αίσθηση πού τέμνει). Συμβαδίζει έπίσης περισσότερο μέ τόν συντηρητικό ολισμό (τό όμοιοστατικό παρόν πού πρέπει νά παραμείνει άκέραιο, οί λογοτυπικές έκφράσεις πού πρέπει έπίσης νά παραμείνουν άκέραιες), μέ τήν περιστασιολογική σκέψη (πού είναι έπίσης ολιστική καί άνθρωποκεντρική) παρά μέ τήν άφηρημένη σκέψη. Συμβαδί ζει μέ μιάν ορισμένη άνθρωπιστική οργάνωση τής γνώσης γ ύ ρω άπό τίς πρά ξεις τών άνθρώπινων καί άνθρωπόμορφω ν όντων περισσότερο, παρά γύρω άπό άπρόσω πα πράγματα. Οί χαρακτηρισμοί πού χρησιμοποιήσαμε έδώ γιά νά περιγράψουμε τόν πρω ταρχικά προφορικό κόσμο θά χρησιμεύ σουν άργότερα γιά νά περιγράψουμε τί συνέβη στήν άνθρώπινη συνείδηση, όταν ή γραφή καί ή τυπογραφ ία άνήγαγαν τόν προφορικό-άκουστικό κόσμο σ’ έναν κόσμο άπό όπτικοποιημένες σελίδες.
Ή προφορικότητα, ή κοινότητα καί τό ιερό Ε πειδή ό προφορικός λόγος στή φυσική του σύσταση ώς ήχος έκπορεύεται άπό τό άνθρώπινο έσωτερικό καί έμφανίζει τόν άνθρωπο στά μάτια τών άλλων άνθρώπων ώς συνειδητό έσω τερικό, ώς πρόσωπο, γ ι’ αύτό καί συγκροτεί τούς άνθρώπους σέ συμπαγείς ομάδες. 'Ό ταν ό ομιλητής άπευθύνεται σ’ ένα άκροατήριο, τά μέλη τού άκροατηρίου γίνονται μιά ένότητα μεταξύ τους καί μέ τόν ομιλητή. "Αν ό ομιλητής ζητήσει άπό τό άκροατήριο νά διαβάσει ένα φυλλάδιο πού τούς έχει μοι
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ Π ΡΟ ΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
103
ράσει, ή ενότητα τού ακροατηρίου καταλύεται, καθώς ό κάθε άναγνώστης μπαίνει στόν δικό του ιδιωτικό κόσμο τής άνάγνωσης, καί άποκαθίσταται μόνον όταν ξαναρχίσει ή προφ ο ρική ομιλία. Ή γραφή καί ή τυπογραφία άπομονώνουν. Δέν ύπάρχει περιληπτικό όνομα ή έννοια γιά τούς άναγνώστες πού νά άντιστοιχεΐ στό «άκροατήριο». Ή περιληπτική έκ φραση «άναγνωστικό κοινό» — αύτό τό περιοδικό έχει άναγνωστικό κοινό δύο εκατομμυρίων— είναι μιά προωθημένη άφαίρεση. Γιά νά σκεφτούμε τούς άναγνώστες ώς ένα ενιαίο σύνολο, πρέπει νά έπιστρέψουμε στήν ονομασία «κοινό» σάν νά ήταν άκροατές. Ό προφορικός λόγος φτιάχνει ένότητες καί σέ μεγάλη κλίμακα: χώρες μέ δύο ή περισσότερες δια φ ο ρετικές όμιλούμενες γλώσσες είναι πιθανότατο νά έχουν με γά λα προβ λήμ α τα στήν έγκαθίδρυση ή τή διατήρηση τής εθνικής ενότητας, όπως συμβαίνει σήμερα στόν Καναδά, τό Βέλγιο ή πολλές άναπτυσσόμενες χώρες. Ή δύναμη πού έχει ό προφορικός λόγος νά έσωτερικεύει σχετίζεται μ’ έναν ειδικό τρόπο μέ τό ιερό, μέ τίς βαθύτερες έγνοιες τής ύπαρξης. Στίς περισσότερες θρησκείες ό προφορι κός λόγος λειτουργεί άπαρτίως στήν τελετουργική καί τή λα τρευτική ζωή. Τελικά, στίς μεγαλύτερες παγκόσμιες θρησκείες άναπτύσσονται ιερά κείμενα στά όποια ή αίσθηση τού ιερού συνδέεται καί μέ τόν γραπτό λόγο. Εντούτοις μιά θρησκευτι κή παράδοση πού στηρίζεται στό κείμενο μπορεΐ νά συνεχίσει νά άποδίδει μέ πολλούς τρόπους έγκυρότητα στήν πρωταρχι κότατα τού προφορικού. Στόν χριστιανισμό, γιά παράδειγμα, ή Βίβλος διαβάζεται δυνατά στή λειτουργία. Πάντα φανταζό μαστε τόν Θεό νά μάς «μιλά» καί όχι νά μάς γράφει. Ή προ φορικότητα τοϋ νοητικού πλαισίου τοϋ Βιβλικού κειμένου, άκόμη καί στά έπιστολικά του κομμάτια, είναι τεράστια (Ong 1967b, σελ. 176-91). Ή εβραϊκή λέξη νταμπάρ πού σημαίνει λέξη, σημαίνει επίσης συμβάν, κι έτσι άναφέρεται άμεσα στήν προφερόμενη λέξη. Ό προφορικός λόγος είναι πά ντα ένα συμβάν, μιά κίνηση στόν χρόνο, πού στερείται τελείως τό έν
104
Π ΡΟ ΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
εϊδει αντικειμένου ύπόβαθρο τού γραπτού ή τυπογραφικού λόγου. Στήν Τριαδική θεολογία, τό δεύτερο Πρόσωπο τού Θεού είναι ό Λόγος, καί τό άνθρώπινο άνάλογο τού Λόγου έδώ δέν είναι ό γραπτός λόγος τών άνθρώπων, άλλά ό προφο ρικός τους λόγος. Ό Πατέρας Θεός «όμιλεΐ» τόν Υιό του: δέν τόν έγγράφει. Ό Ιησούς, ό Λόγος τού Θεού, δέν άφησε γρ α πτά , άν καί γνώριζε άνάγνωση καί γραφή (Λουκάς 4:16). «Ή πίστις έξ άκοής, ή δέ άκοή διά ρήματος Θεού», διαβάζουμε στήν Πρός Ρω μαίους Ε π ισ τολή (10:17). «Τό γά ρ γρ ά μ μ α άποκτέννει, τό δέ πνεύμα [ή πνοή πού φέρει τόν προφορικό λόγο] ζωοποιεί» (Πρός Κορινθίους Β' 3 :6).
Οί λέξεις δέν είναι σημεία Ό Jacques Derrida έπισήμανε πώς «δέν ύπάρχει γλωσσικό ση μείο πρίν άπό τή γραφή» (1976, σελ. 14). Ούτε όμως ύπάρχει γλωσσικό «σημείο» μετά τή γραφή, άν εννοούμε τήν προφ ο ρική άναφορά τού γραπτού κειμένου. ’Ά ν καί άπελευθερώνει άνήκουστες δυνατότητες τού λόγου, ή κειμενική οπτική άναπαράσταση μιάς λέξης δέν είναι πραγματική λέξη, άλλά ένα «δευτερεύον μορφοποιητικό σύστημα» (πρβλ. Lotman 1977). Ή σκέψη έγκατοικεΐ στήν ομιλία, όχι στά κείμενα, τά όποια αποκτούν όλα νόημα μέσα άπό τήν άναφορά τού ορατού συμβόλου στόν κόσμο τού ήχου. Αύτό πού βλέπει ό αναγνώ στης πάνω σ αύτή τή σελίδα δέν είναι πραγματικές λέξεις, άλλά κωδικοποιημένα σύμβολα μέ τά όποια ένας κατάλληλα ενημερωμένος άνθρωπος μπορεΐ νά φέρει στή συνείδησή του πραγματικές λέξεις, σέ πραγματικό ή νοερό ήχο. Τό γραπτό κείμενο δέν μπορεΐ νά είναι τίποτα περισσότερο άπό σημά δια πάνω σέ μιά έπιφ ά νεια , έκτος άν χρησιμοποιηθεί άπό έναν συνειδητό άνθρωπο άμεσα ή έμμεσα ώς ένδειξη ήχηρών λέξεων, πραγματικών ή νοερών. Οί άνθρωποι τών χειρογραφικών καί τυπογραφικώ ν πολι
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
105
τισμών τό βρίσκουν πειστικό νά σκέφτονται τή λέξη, πού ου σιαστικά είναι ήχος, ώς «σημείο», επειδή τό «σημείο» άναφέρεται πρωταρχικά σέ κάτι πού μπορούμε νά άντιληφθούμε οπτικά. Ή λέξη signum [σίγνον], πού μάς έδωσε τή λέξη sign, σήμαινε τό έμβλημα πού ένα σώμα τοϋ ρωμαϊκού στρατού άνέμιζε γιά νά α να γνω ρ ίζετα ι, ό π τικ ά -έτυ μ ο λ ο γ ικ ά , «τό άντικείμενο πού κάποιος άκολουθεΐ» (πρώτο-ινδοευρωπαϊκή ρίζα, sekw- , άκολουθώ). ’Ά ν καί οί Ρωμαίοι γνώριζαν τό άλφάβητο, τό signum δέν ήταν γραμμένη λέξη άλλά άπεικόνιση ενός σχεδίου ή μιας μορφής, όπω ς, γιά παράδειγμα, ένας άετός.* ’Επειδή, όπω ς θά δούμε, ή πρωταρχική προφορικότητα παρέμενε ώς ύπόλειμμα αιώνες μετά τήν επινόηση τής γρ α φής ή άκόμη καί τής τυπογραφίας, ή αίσθηση πώ ς τά γραμμέ να ονόματα είναι ταμπελίτσες ή έπιγραφές άργησε νά καθιε ρωθεί. Μέχρι άκόμα καί τήν εύρωπαϊκή Αναγέννηση, πολλοί εγγράμματοι άλχημιστές πού χρησιμοποιούσαν ετικέτες γιά τίς φιάλες καί τά κουτιά τους είχαν τήν τάση νά βάζουν πάνω τους όχι ένα γρ α π τό όνομα, άλλά είκονογραφικά σημεία, όπως τά διάφορα ζωδιακά σύμβολα, ένώ οί καταστηματάρ χες έδιναν τήν ταυτότητα τού μαγαζιού τους όχι μέ έπ ιγρ α φές, άλλά μέ είκονογραφικά σύμβολα, όπως ό κισσός γιά τίς ταβέρνες, ό στύλος γιά τά κουρεία, οί τρεις σφαίρες γιά τά ένεχυροδανειστήρια. (Γιά τόν είκονογραφικό χαρακτηρισμό, βλ. Yates 1966.) Αύτές οί έπιγραφές ή ταμπέλες δέν ονοματί ζουν καθόλου αύτό στό όποιο άναφέρονται: ή λέξη «κισσός» δέν είναι ή λέξη «ταβέρνα», ή λέξη «στύλος» δέν ταυτίζεται μέ τή λέξη «κουρείο». Τά ονόματα ήταν άκόμα λέξεις πού κινούνταν στόν χρόνο: αύτά τά ήσυχα, άφωνα σύμβολα ήταν Σ .τ.Έ .: Τό ϊδιο ισχύει καί γιά τό ελληνικό σ η μ ύ ο ν . τό οποίο με ταξύ τών άλλων σήμαινε καί έμβλημα στρατηγού ή ναυάρχου, τό διακριτικό γνώρισμα κάποιου πράγματος. Βλ. επίσης τή λέξη ή σημαία (σημαία).
106
Π ΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
κάτι άλλο. Ή τα ν «σημεία» μέ έναν τρόπο πού οί λέξεις δέν είναι. Τό ότι μάς ικανοποιεί νά σκεφτόμαστε τίς λέξεις ώς ση μεία όφείλεται στήν τάση (πού είναι ϊσως άφανής στούς π ρ ο φορικούς, άλλά σαφής στούς χειρογραφικούς καί άκόμη σ α φέστερη στούς τυ π ο γρ α φ ικ ο ύ ς καί ήλεκτρονικούς π ο λ ιτι σμούς) νά άνάγεται όλη ή αίσθηση, καί μάλιστα όλη ή άνθρώπινη έμπειρία, σέ οπτικά ανάλογα. Ό ήχος είναι ένα συμβάν στόν χρόνο, καί ό χρόνος «προχω ρά» άμείλικτα, άσταμάτητα, άδιαίρετα. Δαμάζουμε φαινομενικά τόν χρόνο όταν τόν χειρι ζόμαστε χωρικά σ’ ένα ήμερολόγιο ή στήν πλάκα τού ρολο γιού, όπου μπορούμε νά τόν κάνουμε νά φαίνεται χωρισμέ νος σέ διακριτές μονάδες, τή μιά δίπλα στήν άλλη. Άλλά κι αύτό παραποιεί τόν χρόνο. Ό πραγματικός χρόνος δέν έχει καθόλου ύποδιαιρέσεις, είναι άδιάλειπτα συνεχής: τά μεσά νυχτα, τό χθές δέν έγινε μ’ ένα κλικ σήμερα. Κανείς δέν μ π ο ρεΐ νά βρει τό άκριβές σημείο τού μεσονυκτίου, άλλά άν δέν είναι άκριβές, πώ ς μπορεΐ νά είναι μεσάνυχτα; Καί δέν βιώ νουμε τό σήμερα σάν κάτι πού είναι δίπλα στό χθές, όπως παρουσιάζεται στό ήμερολόγιο. "Οταν άνάγεται στόν χώρο, ό χρόνος μοιάζει περισσότερο έλέγξιμος — άλλά μόνο μοιάζει, γ ια τί ό π ρ α γμ α τικ ό ς, ά δια ίρ ετος χρόνος μάς οδηγεί στόν πραγματικό θάνατο. (Μέ αύτό δέν άρνούμαστε πώ ς ή άναγωγή στόν χώρο είναι άπείρως χρήσιμη καί τεχνολογικά ανα γκαία' άπλώ ς λέμε πώ ς τά έπιτεύγμ α τά της είναι διανοητικώς περιορισμένα καί μπορούν νά παραπλανήσουν.) Κατά τόν ϊδιο τρόπο, ανάγουμε τόν ήχο σέ παλμογραφήματα καί σέ κ ύμ α τα ορισμένου « μ ή κ ο υ ς» , μέ τά ό π ο ια μ πορ εΐ νά έργαστεΐ ένας κωφός πού δέν διαθέτει καμία γνώση τού τί σημαίνει έμπειρία τού ήχου. Ή άνάγουμε τόν ήχο στή γραφή καί στήν πιό ριζοσπαστική ά π ’ όλες τίς γραφές, τήν άλφαβη τική. Ό προφορικός άνθρωπος δέν φαίνεται νά σκέφτεται τίς λέξεις ώς «σημεία», σιωπηλά οπτικά φαινόμενα. Ό 'Όμηρος
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
107
τίς άποκαλεΐ «έπεα πτερόεντα» — πού ύποδηλώνει τό φ ευ γαλέο, τό δυνατό, τό έλεύθερο: οί λέξεις κινούνται διαρκώς, καί μάλιστα πετούν, πράγμα πού άποτελεί μιά ισχυρή μορφή κίνησης, πού άπελευθερώνει αύτόν πού πετά από τόν συνηθι σμένο, αδρό, βαρύ «άντικειμενικό» κόσμο. Στή διαμάχη του μέ τόν Jean Jacques Rousseau ό Derrida έχει βέβαια δίκιο νά απορρίπτει τήν άποψη ότι ή γραφή δέν είναι παρά δευτερεύουσα ώς πρός τήν ομιλία (Derrida 1976, σελ. 7). Προσπαθώντας όμως νά συγκροτήσουμε μιά λογική τής γραφής χωρίς νά έξετάσουμε σέ βάθος τήν προφορικότη τα μέσα άπό τήν όποια άναδύθηκε ή γραφή καί στήν όποια διαρκώ ς καί άναπόφευκτα θεμελιώνεται, περιορίζουμε τήν κατανόησή μα ς, π α ρ ’ όλο πού κατά καιρούς προκύπτουν λαμπρά καί ένδιαφέροντα άποτελέσματα, άν καί ψυχεδελικά, δηλαδή βασιζόμενα στήν παραμόρφωση τών αισθήσεων. Τό νά έλευθερωθούμε άπό τούς προϊδεασμούς πού έπιβάλλει ή χειρογραφία καί ή τυπογραφία στήν κατανόηση τής γλώσσας είναι ϊσω ς πιό δύσκολο ά π ’ όσο μπορεΐ ό καθένας μας νά φανταστεί, πολύ πιό δύσκολο, φαίνεται, άπό τήν «άποδόμηση» τής λογοτεχνίας, γιατί αύτή ή «άποδόμηση» παραμένει μιά έγγράμματη δραστηριότητα. Θά πούμε περισσότερα γιά τό πρόβλημα αύτό όταν έξετάσουμε τήν έσωτερίκευση τής τεχνολογίας στό έπόμενο κεφάλαιο.
ΤΕΤΑ ΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ή γραφή άναδιαρθρώνει τή συνείδηση
Ό νέος κόσμος τοϋ αύτόνομου λόγου Ή βαθύτερη κατανόηση τής πρωτεϊκής ή πρωταρχικής πρ ο φορικότητας μάς έπιτρέπει νά κατανοήσουμε καλύτερα τόν νέο κόσμο τής γραφής, τί πραγματικά είναι αυτός , καθώς καί τί είναι οί λειτουργικά εγγράμματοι άνθρωποι: όντα πού οί νοητικές τους διεργασίες δέν άπορρέουν απλώς άπό τίς φ υ σικές τους ικανότητες άλλά άπό τίς ικανότητες αύτές όπως έχουν άναδιαρθρωθεΐ, άμεσα ή έμμεσα, άπό τήν τεχνική τής γραφής. Χωρίς τή γραφή, ό έγγράμματος νους δέν θά σκε φτόταν καί δέν θά μπορούσε νά σκεφτεϊ όπως σκέφτεται, όχι μόνο όταν γράφει, άλλά καί όταν άπλώς συγκροτεί τίς σκέ ψ εις του π ρ ο φ ο ρ ικ ά . Ή γραφ ή έχει μ ετασ χη μ α τίσ ει τήν άνθρώπινη συνείδηση περισσότερο άπό όποια δήποτε άλλη έπινόηση. Ή γραφή θεμελιώνει αύτό πού ονομάστηκε γλώσσα «άνεξάρτητη συμφραζομένων» —context-free— (Hirschh 1977, σελ. 21-3, 26), ή «αύτόνομος» λόγος (Olson 1980a), δηλαδή λόγος τόν όποιο δέν μπορούμε νά άμφισβητήσουμε άμεσα ή νά άντικρούσουμε όπω ς τόν προφορικό, έπειδή ό γρα πτός λόγος έχει άποχωρισθεί άπό τόν δημιουργό του. Οί προφορικοί πολιτισμοί γνωρίζουν ένα είδος αύτόνομου
110
ΠΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
λόγου στούς τελετουργικούς λογότυπους (Olson 1980a, σελ. 187-94* Chafe 1982). στίς προφητείες καί τούς χρησμούς, ό που ό έκφωνών ή ή έκφωνούσα δέν θεωρείται ή πηγή άλλά τό μέσον μεταβίβασης τών λεγομένων. Ή Πυθία δέν ήταν υπ εύ θυνη γιά τούς χρησμούς της, οί όποιοι θεωρούνταν λόγος τού θεού. Ή γραφή, κι άκόμη περισσότερο ή τυπογρ αφ ία, έχει κάτι άπό τόν χαρακτήρα τού χρησμού. Σάν τό μαντείο ή τόν προφήτη, τό βιβλίο έπαναλαμβάνει κάτι πού έκφώνησε ή π η γή, αύτός πού πράγματι « είπε» ή έγραψε τό βιβλίο. Θά μ π ο ρούσαμε νά άντικρούσουμε τόν συγγραφέα εάν μπορούσαμε νά τόν πλησιάσουμε, άλλά σέ κανένα βιβλίο δέν μπορούμε νά τόν πλησιάσουμε. Δέν ύπάρχει τρόπος νά άναιρεθεί άμεσα ένα κείμενο. Λέει άκριβώς τά ϊδ ια , μετά κι άπό τήν πιό ολο κληρωτική καί έξαντλητική άναίρεσή του. Αύτός είναι ένας λόγος γιά τόν οποίο, στόν κοινό νού, τό «είναι γραμμένο στό βιβλίο » ίσοδυναμεί μέ τό «είναι άλήθεια». Είναι έπίσης ένας λόγος γιά τόν οποίο έχουν καεί βιβλία. Έ ν α κείμενο πού άναφέρει ό,τι όλος ό κόσμος γνωρίζει πώς είναι ψέμα, θά δη λώνει τό ψέμα του γιά πάντα, έφόσον συνεχίζει νά ύπάρχει. Τά κείμενα είναι έγγενώς άνυπότακτα.
Ό Πλάτων, ή γραφή καί οί ύπολογιστές Οί περισσότεροι άνθρωποι έκπλήσσονται καί μερικοί άπελπίζονται μαθαίνοντας ότι στόν Φαϊδρο (274-7) καί στήν "Εβδομη ’Επιστολή του ό Πλάτων διατυπώ νει γιά τή γραφή τίς ίδιες ούσιαστικά άντιρρήσεις μέ αύτές πού σήμερα συνήθως δ ια τυπώνονται γιά τούς ύπολογιστές. Ή γραφή, λέει ό Σω κρά της στόν πλα τω νικό Φαϊδρο , είναι ά πά νθρω πη καί π ρ ο σ ποιείται πώ ς θεμελιώνει έξω άπό τό μυαλό ό,τι στήν π ρ α γ ματικότητα υπάρχει μόνο στό μυαλό. Είναι ένα πράγμα, ένα κατασκευασμένο προϊόν. Τά ϊδια βέβαια λέγονται καί κατά τών υπολογιστών. Ό πλατωνικός Σωκράτης ύποστηρίζει ότι
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
111
ή γραφή καταστρέφει τή μνήμη. Αυτοί πού χρησιμοποιούν τή γραφή θά χάσουν τή μνήμη τους, ύποκαθιστώντας μέ κάποιο εξωτερικό έφόδιο ό,τι στερούνται σέ έσωτερικά εφόδια. Ή γραφή έξασθενίζει τό μυαλό. Σήμερα, γονείς καί άλλοι φ ο βούνται ότι οί ύπολογισ τές τσέπης άντικαθιστούν μέ ένα έξωτερικό έφόδιο τό έσωτερικό έφόδιο πού θά έπρεπε νά άποτελούν οί άπομνημονευμένοι πίνακες τής προπαίδειας. Οί ύπολογιστές έξασθενίζουν τό μυαλό, στερώντας του τήν ερ γασία πού τό διατηρεί ισχυρό. Τρίτον, ένα κείμενο είναι κάτι πού δέν μπορεΐ βασικά νά άνταποκριθεΐ. "Αν ρωτήσεις κ ά ποιον νά δικαιολογήσει τή γνώμη του, μπορεΐ νά πάρεις μιά έξήγηση* άν ρωτήσεις ένα κείμενο, δέν παίρνεις π α ρ ά τίς Υδιες, συχνά βλακώδεις, λέξεις πού προκάλεσαν τήν άρχική σου έρώτηση. Στή σύγχρονη κριτική τών ύπολογιστών, ή ϊδια άντίρρηση διατυπώ νεται ώς «σκουπίδια μπαίνουν, σκουπίδια βγαίνουν». Τέταρτον, σέ συμφωνία μέ τήν άγωνιστική νοο τροπία τών προφορικών πολιτισμών, ό πλατωνικός Σωκράτης άντιτίθεται στή γραφή καί επειδή ό γραπτός λόγος δέν μ π ο ρεΐ νά ύπερασπιστεΐ τόν εαυτό του όπως μπορεΐ νά κάνει ό προφορικός: ή πραγματική ομιλία καί σκέψη ύπάρχουν π ά ν τα ούσιαστικά σέ ένα πλαίσιο δούναι καί λαβεΐν άνάμεσα σέ πραγματικούς άνθρώπους. Ή γραφή είναι παθητική, έξω άπό τό πλαίσιο αύτό, σέ έναν άφύσικο, μή-πραγματικό κόσμο. Τό ϊδιο καί οί ύπολογιστές. A fortiori, ή τυπογραφ ία προκαλεΐ τίς ϊδιες κατηγορίες. Αύτοί πού ένοχλούνται άπό τήν καχυποψία τοϋ Πλάτωνα γιά τή γραφή θά ενοχληθούν περισσότερο μαθαίνοντας πώς ή τ υ πογραφία άντιμετώπισε τήν ϊδια καχυποψία όταν πρωτοεμφανίστηκε. Ό Hieronimo Squarciafico, ό όποιος συνέβαλε στήν έκδοση τών κλασικών τής λατινικής φιλολογίας, ισχυρίστηκε στά 1477 ότι ή ήδη ύπάρχουσα «άφθονία βιβλίων κάνει τούς άνθρώπους λιγότερο μελετηρούς» (άναφέρεται άπό τόν Lo wry 1979, σελ. 29-31): Καταστρέφει τή μνήμη καί έξασθενίζει τό μυαλό, άπαλλάσσοντάς το άπό τήν πολλή εργασία (ή κ α
112
ΠΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
τηγορία κατά τών υπολογιστών τσέπης καί πάλι) καί υπ ο βαθμίζοντας τόν σοφό άνθρωπο πρός χάριν τού άπανθίσματος τσ έπης. Β έβαια άλλοι είδαν τήν τυ π ο γρ α φ ία σάν ένα εύπρόσδεκτο έφαλτήριο: όλοι, άνδρες καί γυναίκες γίνονται σοφοί (Lowry 1979, σελ. 31-2). Έ ν α άδύνατο σημείο στή θέση τού Πλάτωνα ήταν ότι, γιά νά κάνει τίς άντιρρήσεις του άποτελεσματικές, τίς κατέγραψε, όπως ένα άδύνατο σημείο στίς άντιτυπογραφικές θέσεις ήταν ότι αύτοί πού τίς προωθούσαν τίς τύπωναν γιά νά τίς κάνουν πιό άποτελεσματικές. Μιά παρόμοια άδυναμία στίς θέσεις έναντίον τών ύπολογιστών είναι ότι οί ύπέρμαχοί τους, γιά νά τίς κάνουν πιό άποτελεσματικές,τίς έπεξεργάζονται σέ άρθρα ή βιβλία πού τυπώνονται άπό δισκέτες γραμμένες στόν ύπολογιστή. Ή γραφή, ή τυπογρ α φ ία καί ό ύπολογιστής είναι τρόποι έκτεχνολόγησης τού λόγου. Ά πό τή στιγμή πού ό λό γος έκτεχνολογισθεΐ δέν ύπάρχει τρόπος νά άσκηθεΐ κριτική στό τί έχει ύποστεϊ άπό τήν τεχνολογία χωρίς τή βοήθεια τής πλέον προηγμένης τεχνολογίας. Ε πιπλέον, ή νέα τεχνολογία δέν χρησιμοποιείται άπλώς γιά νά διατυπωθεί ή κριτική: στήν πραγματικότητα, δημιουργεί τήν ϊδια τήν κριτική. "Οπως έχει παρατηρηθεί (Havelock 1963), ή πλατωνική άναλυτική φιλοσο φική σκέψη, συμπεριλαμβανομένης τής κριτικής ένάντια στή γραφή, κατέστη έφικτή μόνον έξαιτίας τών έπιπτώσεων πού είχε άρχίσει νά έχει ή γραφή στίς νοητικές διαδικασίες. Πράγματι, όπως θαυμάσια έδειξε ό Havelock (1963), ολό κληρη ή πλατωνική έπιστημολογία ήταν μιά μή ήθελημένα προγραμματισμένη άπόρριψη τού παλιού προφορικού, εύκίνητου, θερμού, διαπροσωπικού κόσμου τού προφορικού πολι τισμού (πού έκπροσωπούσαν οί ποιητές, τούς όποιους άπέκλειε άπό τήν Πολιτεία του). Ό όρος idea, είδος, μορφή, έτυμολογεΐται άπό τό ρήμα όρώ, πού έχει τό ϊδιο θέμα μέ τό λα τινικό ρήμα video, ά π ’ όπου καί τά ά γγλικ ά vision, visible, videotape. Ή πλατωνική μορφή γινόταν κατανοητή κατ’ άναλογίαν πρός τήν ορατή μορφή. Οί πλατωνικές ιδέες είναι άφω
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
113
νες, ακίνητες, στερούνται θέρμης, είναι απομονωμένες καί δέν άνταποκρίνονται, δέν άποτελοϋν μέρος τής άνθρώπινης ζωής, άλλά βρίσκονται τελείως πέρα καί πάνω άπό αύτήν. Ό Πλά των βέβαια δέν ειχε πλήρη έπίγνωση τών άσυνείδητων δυνά μεων πού επενεργούσαν στήν ψυχή του γιά νά προκαλέσουν αύτή τήν ύπερβολική άντίδραση τού εγγράμματου άνθρώπου στή χρονίζουσα καί βραδυπορούσα προφορικότητα. Τέτοιου είδους άναλύσεις μάς άποκαλύπτουν τά π α ρ ά δοξα πού διέπουν τίς σχέσεις άνάμεσα στόν άρχικό προφορι κό λόγο καί όλους τούς τεχνολογικούς μετασχηματισμούς του. Ή αιτία γιά αύτές τίς βασανιστικές περιπλοκές είναι προφανώς τό γεγονός ότι ή νόηση είναι άνελέητα άναστοχαστική, έτσι ώστε άκόμη καί τά εξωτερικά έργαλεΐα πού χρη σιμοποιεί γιά νά πραγματοποιήσει τίς λειτουργίες της «έσωτερικεύονται», γίνονται δηλαδή μέρος τής ϊδια ς τής στοχα στικής διαδικασίας. ΊΕνα άπό τά πιό έντυπωσιακά έγγενή στή γραφή π α ρ ά δοξα είναι ή στενή σχέση μέ τόν θάνατο. Αύτή ή σχέση ύπονοεΐται στήν κατηγορία τού Πλάτωνα ότι ή γραφή είναι άπάνθρω πη, μοιάζει μέ πρά γμ α καί καταστρέφει τή μνήμη. Υ πάρχουν έπίσης πλούσιες ένδείξεις σέ άμέτρητες άποθησαυρισμένες άναφορές στή γραφή (καί/ή στήν τυπογραφ ία), άπό «τό γάρ γράμμα άποκτέννει, τό δέ πνεύμα ζω οποιεί» (Πρός Κορινθίους Β' 3:6), καί τήν άναφορά τού Ό ράτιου στά τρία βιβλία τών 7Ωδών του ώς ένα «μνημείο» πού προοιωνί ζεται τόν θάνατό του (Ωδές iii.30.1), ώς καί πέρα άπό τή δ ια βεβαίωση τού Henry Vaughan στόν Thomas Boclley πώς στή β ι βλιοθήκη τής Όξφόρδης πού φέρει τό όνομά του «κάθε β ι βλίο είναι ένας έπιτάφ ιός σου». Στό Pippa Passes, ό Robert Browning σημειώνει τή διαδεδομένη πρακτική νά συμπιέζον ται μέχρι θανάτου ζωντανά λουλούδια άνάμεσα στίς σελίδες τών βιβλίων, «μαραμένοι κίτρινοι άνθοί/στίς σελίδες άνάμε σα». Τό νεκρό λουλούδι, πού ήταν κάποτε ζωντανό, είναι τό ψυχικό ισοδύναμο τής ομιλίας πού έγινε κείμενο. Τό π α ρ ά
114
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
δοξο βρίσκεται στό γεγονός ότι ή νεκρότητα του κειμένου, ή απομάκρυνσή του ά πό τόν ζωντανό άνθρώ πινο κόσμο, ή άκαμπτη οπτική του πα γιότη τα , έγγυά τα ι τή διάρκειά του καί τή δυνατότητά του νά άναστηθεΐ σέ άπεριόριστα ζωντανά πλαίσια συμφραζομένων άπό έναν έν δυνάμει άπειρο άριθμό ζωντανών άναγνωστών (Ong 1977, σελ. 230-71).
Ή γραφή είναι μιά τεχνολογία Ό Πλάτων θεωρούσε πώ ς ή γραφή είναι μιά έξωτερική, ξένη τεχνο λο γία , όπω ς πολλοί άνθρω ποι θεωρούν σήμερα τόν ύπολογιστή. Ε πειδή σήμερα έχουμε τόσο βαθιά έσωτερικεύσει τή γραφή, τήν καταστήσαμε μέρος τού εαυτού μας, ένώ ή έποχή τού Πλάτωνα δέν τήν είχε άκόμη πλήρως άφομοιώσει (Havelock 1963)· γ ι’ αύτό μάς φαίνεται δύσκολο νά δούμε τή γραφή ώς τεχνολογία, όπω ς συνήθως βλέπουμε τήν τυ π ο γρ α φία καί τόν ύπολογιστή. Κι όμως, ή γραφή (καί μάλιστα ή άλφαβητική) είναι τεχνολογία πού άπαιτεϊ έργαλεΐα καί άλλο έξοπλισμό: γραφ ίδες, πινέλα ή μολύβια, προσεκτικά π ρ ο ε τοιμασμένες έπιφάνειες όπω ς χαρτί, περγαμηνές, κομμάτια ξύλου, όπω ς έπίσης μελάνι ή χρώματα καί πολλά άλλα. Ό Clancy (1979, σελ. 88-105) μελετά έμπεριστατωμένα τό θέμα στό μεσαιωνικό του πλαίσιο, στό κεφάλαιο μέ τόν τίτλο «Ή τεχνολογία τής γραφής». Ή γραφή είναι κατά κάποιον τρόπο ή πιό δραστική άπό τίς τρεις τεχνολογίες. Εγκαινίασε ό,τι ή τυπογραφ ία καί ό ύπολογιστής άπλώς συνεχίζουν, τήν άναγωγή δηλαδή τού δυναμικού ήχου σέ σιωπηλό χώρο, τόν χω ρισμό τού λόγου άπό τό ζωντανό παρόν, όπου μόνο έκφωνημένες λέξεις μπορούν νά ύπάρχουν. Σέ άντίθεση μέ τή φυσική, τήν προφορική ομιλία, ή γραφή είναι τελείως τεχνητή. Δέν ύπάρχει τρόπος νά γράψει κανείς «φυσικά». Ή ομιλία είναι τελείως φυσική στούς άνθρώπους, άφού κάθε άνθρωπος, σέ κάθε πολιτισμό, πού δέν έμποδίζε-
Η ΓΡΑΦΗ Α ΝΑΔίΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
115
τα ι ά πό τή φυσιολογία ή τήν ψυχολογία του, μαθαίνει νά μιλά. Ή ομιλία πραγματώνει τή συνειδητή ζωή, άλλά πηγάζει άπό τά βάθη τοΰ άσυνειδήτου, άν καί βέβαια μέ τή συνειδητή καί άσυνείδητη συνεργασία τής κοινωνίας. Οί γραμματικοί κανόνες ζούν στό άσυνείδητο, άφοϋ μπορεΐ κανείς νά γνωρί ζει πώς νά τους χρησιμοποιεί κι άκόμη πώς νά φτιάχνει και νούργιους, χωρίς νά μπορεΐ νά τούς διατυπώσει. Ή γραφή ή τό γραπτό κείμενο διαφέρει άπό τήν ομιλία ώς πρός τό ότι δέν πηγάζει άναπόφευκτα άπό τό άσυνείδητο. Ή διαδικασ ία μέ τήν όποια ή όμιλούμενη γλώσσα γίνεται γρ α πτή άκολουθεΐ συνειδητά κατασκευασμένους κανόνες πού μπορούν νά διατυπωθούν: γιά παράδειγμα, ένα ορισμέ νο είκονόγραμμα συμβολίζει μιά ορισμένη λέξη, ή τό α π α ρ ι στάνει κάποιο φώνημα, τό β κάποιο άλλο κ.ο.κ. (Λέγοντας αύτό δέν άρνούμαστε ότι τό δίπολο συγγραφέας - άναγνώ στης πού δημιουργεί ή γραφή έπηρεάζει βαθιά τίς άσυνείδητες διεργασίες πού έμπλέκονται στόν τρόπο μέ τόν όποιο κ ά ποιος πού έχει μάθει τούς συνειδητούς, σαφείς κανόνες, συν θέτει γραπτώ ς. Περισσότερα γ ι’ αύτά άργότερα.) "Οταν λέμε ότι ή γραφή είναι τεχνητή, δέν τήν κατηγο ρούμε άλλά τήν έπαινούμε. "Οπως καί άλλα τεχνητά δημι ο υ ρ γή μ α τα , καί μά λισ τα περισ σ ότερο ά πό ό π ο ια δ ή π ο τε άλλα, είναι κι αύτή άνεκτίμητη, καί μάλιστα άναγκαία στήν πραγμάτω ση τών πληρέστερω ν, έσωτερικώ ν, δυνατοτήτω ν τού α νθρ ώ που. Οί τεχνολογίες δέν είναι άπλώ ς έξωτερικά βοηθήματα, άλλά καί έσωτερικοί μετασχηματισμοί τής συνεί δησης, ιδιαίτερα μάλιστα όταν έπηρεάζουν τόν λόγο. Τέτοιοι μετασχηματισμοί μπορεΐ νά είναι θετικοί. Ή γραφή έξυψώνει τή συνείδηση. Ή αποξένωση άπό κάποιο φυσικό περιβάλλον μπορεΐ νά είναι εύεργετική, καί πράγματι είναι μέ πολλούς τρόπους άπαραίτητη γιά μιά πλήρη άνθρώπινη ζωή. Γιά νά ζούμε καί νά άντιλαμβανόμαστε μέ πληρότητα, δέν χρειαζό μαστε μόνο τήν εγγύτητα άλλά καί τήν άπόσταση. Ή γραφή τό προσφέρει αύτό στή συνείδηση όσο τίποτε άλλο.
116
Π ΡΟ ΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Οί τεχνολογίες είναι τεχνητές, άλλά — άκόμη ένα π α ρ ά δοξο— τό τεχνητό είναι φυσικό στούς άνθρώπους. Ή τεχνο λογία, όταν έσωτερικεύεται κατάλληλα, δέν ύποβαθμίζει τήν άνθρώπινη ζωή, άλλά τήν έμπλουτίζει. Γιά π α ρ ά δ ειγμ α , ή συμφωνική ορχήστρα είναι άποτέλεσμα ύψηλής τεχνολογίας. Τό βιολί είναι ένα όργανο, δηλαδή ένα έργα λείο. Τό έκκλησιαστικό όργανο είναι μιά τεράστια μηχανή, μέ πηγές ενέρ γειας — σωλήνες, φυσητήρες, ήλεκτρικές γεννήτριες — πού βρίσκονται τελείως έξω άπό τόν όργανιστή. Ή παρτιτούρα τής Πέμπτης Συμφωνίας τού Μπετόβεν άποτελεΐται άπό π ο λύ λεπτομερείς οδηγίες πρός τεχνικούς μέ ύψηλή έκπαίδευση, οί όποιες τούς ορίζουν πώ ς άκριβώς νά χρησιμοποιήσουν τά όργανά τους. Legato: Μή σηκώσεις τό δάχτυλό σου άπό τό πλήκτρο προτού χτυπήσεις τό επόμενο. Staccato: Χ τύπα τό πλήκτρο καί σήκωσε τό δάχτυλό σου αμέσως. Καί τά λοιπά. "Οπως γνωρίζουν καλά οί μουσικολόγοι, είναι άσκοπο νά έχεις άντιρρήσεις γιά μιά ήλεκτρονική σύνθεση σάν τό The Wild Bull τού Morton Subotnik μέ τό επιχείρημα ότι οι ήχοι της προέρχονται άπό ένα μηχανικό κατασκεύασμα. Ά π ό τί νομί ζεις πώ ς πα ράγονται οί ήχοι τού οργάνου; ’Ή οί ήχοι τού βιολιού ή άκόμη καί μιας σφυρίχτρας; Είναι γεγονός ότι χρη σιμοποιώντας ένα μηχανικό κατασκεύασμα, ό βιολιστής ή ό όργανιστής μπορεΐ νά έκφράσει κάτι βαθιά άνθρώπινο πού δέν μπορεΐ νά έκφρασθεΐ χωρίς αύτό. Γιά νά κατορθώσει βέ βαια νά τό έκφράσει, ό βιολιστής ή ό όργανιστής πρέπει νά έχει έσωτερικεύσει τήν τεχνολογία, νά έχει κάνει τό έργαλεΐο ή τή μηχανή δεύτερη φύση του, τμήμα τής ψυχολογίας του. Ά πα ιτούντα ι χρόνια «έξάσκησης» ώσπου νά μάθει πώ ς νά κάνει τό όργανο νά άποδώσει αύτό πού μπορεΐ. Μιά τέτοια ταύτιση μέ τό όργανο καί έκμάθηση μιας τεχνικής έπιδεξιότητας δέν είναι διόλου άπάνθρωπη. Ή χρήση μιας τεχνολο γίας μπορεΐ νά έμπλουτίσει τήν άνθρώπινη ψυχή, νά διευρύ νει τό άνθρώπινο πνεύμα, νά έντείνει τήν έσωτερική ζωή. Ή γραφή είναι μιά τεχνολογία άκόμη πιό έσωτερικευμένη άπό
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
117
τήν οργανική μουσική έκτέλεση. Ά λλά γιά νά κατανοήσουμε τί είναι γραφή, που σημαίνει νά τήν κατανοήσουμε σέ σχέση μέ τό παρελθόν της, τήν προφορικότητα, πρέπει νά άντιμετωπίσουμε μέ κάθε ειλικρίνεια τό γεγονός ότι άποτελεΐ τ ε χνολογία .
Τί είναι ή «γραφή»; Ή γραφή, μέ τήν αύστηρή σημασία τοϋ όρου, ή τεχνολογία πού έδωσε μορφή καί δύναμη στή νοητική δραστηριότητα τού σύγχρονου άνθρώπου, είναι μιά πολύ πρόσφατη έξέλιξη στήν άνθρώπινη ιστορία. Ό Homo sapiens [sapiens] βρίσκεται στή γή έδώ καί 50.000 ϊσως χρόνια (Leaky καί Lewin 1979, σελ. 141 καί 168). Τό πρώτο πραγματικό σύστημα γραφής πού γνωρίζουμε άναπτύχθηκε άπό τούς Σουμέριους στή Μ εσοπο ταμία μόλις γύρω στό 3.500 π.Χ . (Diringer 1953* Gelb 1963). Οί άνθρωποι ζωγράφιζαν εικόνες άναρίθμητες χιλιετίες πρίν άπό αύτή τήν έποχή. Καί διάφορες τεχνικές καταγραφής ή μνημοτεχνικά βοηθήματα χρησιμοποιήθηκαν άπό διάφορες κοινωνίες: ένα χαρακω μένο ραβδί, στήλες μέ χαλίκια, καί άλλες λογιστικές έπινοήσεις όπω ς τό quipu τών ’Ίνκα (ένα ραβδί όπου κρέμονταν ταινίες άπό τίς όποιες δένονταν άλλες ταινίες), τά ήμερολόγια πού μετρούσαν τούς χειμώνες τών Ινδιά νω ν στίς π εδ ιά δ ες τής Β όρειας Α μ ερικής καί άλλα. Ά λλά ένα σύστημα γραφής είναι κάτι παραπάνω άπό ένα βοήθημα τής μνήμης. Άκόμη κι ένα είκονογραμμικό σύστημα γραφής είναι κάτι παραπάνω άπό εικόνες. ΤΙ εικόνα ενός άνθρώπου, ενός σπιτιού κι ενός δέντρου δέν Aeei τίποτα άπό μόνη της. (Έ άν συνοδεύεται άπό κάποιον κατάλληλο κώδικα ή σύνολο συμβάσεων μπορεΐ νά λέει: άλλά ένας κώδικας δέν είναι άπεικονίσιμος παρά μόνο μέ τή βοήθεια ενός άλλου μή άπεικονίσιμου κώδικα. Οί κώδικες τελικά πρέπει νά έξηγηθούν μέ κάτι παραπάνω άπό εικόνες· δηλαδή μέ λέξεις ή μέ
118
ΠΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ένα ολικό άνθρώπινο πλαίσιο συμφραζομένων, κατανοητό άπό άνθρώπους.) Ή πραγματική γραφή, όπως τήν έννοούμε έδώ, δέν άποτελεΐται άπλώς άπό εικόνες, άπό άναπαραστάσεις πραγμάτω ν, άλλά είναι ή άναπαράστση μιας εκφώνησης. τών λόγων πού κάποιος λέει ή φανταζόμαστε πώς λέει. Μπορούμε βέβαια νά θεωρήσουμε ώς «γραφή» κάθε ση μειωτικό άποτύπω μα, κάθε δηλαδή ορατό ή άντιληπτό σημά δι πού κάνει ένα άτομο άποδίδοντάς του κάποια σημασία. Έ τ σ ι, μιά άπλή χαραγματιά σ’ έναν βράχο ή σέ ένα ραβδί πού μπορεΐ νά έρμηνευθεΐ μόνο άπό αύτόν πού τή χαράζει, θά ήταν γραφή. Έ άν αύτό έννοούμε ώς γραφή, τότε ή άρχαι ότητα τής γραφής συγκρίνεται ϊσω ς μέ έκείνη τής ομιλίας. 'Ω στόσο, οί έρευνες πού θεωρούν «γρ α φ ή » κάθε ορατό ή άντιληπτό σημάδι στό όποιο ά π ο δίδετα ι κά ποια σημασία, συμψηφίζουν τή γραφή μέ τήν καθαρά βιολογική συμπεριφο ρά. Πότε μιά πατημασιά ή μιά έναπόθεση κοπράνων ή ούρων (πού χρησιμοποιούνται άπό πολλά εϊδη ζώων γιά νά έπικοινωνούν — Wilson 1975, σελ. 228-9) γίνεται γ ρ α φ ή ; Χρησιμο ποιώντας τόν όρο «γραφή» μέ τόση εύρύτητα ώστε νά συμπεριλάβουμε κάθε σημειωτικό άποτύπω μα έξουδετερώνουμε τή σημασία της. Τό κρίσιμο καί μοναδικό πέρασμα σέ νέους κόσμους γνώσης δέν έπιτεύχθηκε άπό τήν άνθρώπινη συνεί δηση όταν έπινοήθηκε τό άπλό σημειωτικό ϊχνος, άλλά όταν έφευρέθηκε ένα κωδικοποιημένο σύστημα άπό ορατά σημεία μέ τό όποιο ένας συγγραφέας μπορούσε νά καθορίσει έ π α κριβώς τίς λέξεις πού ό άναγνώστης θά παρήγε άπό τό κείμε νο. Αύτό συνήθως έννοούμε σήμερα μέ τόν όρο γραφή στή στενή του έννοια. Μέ τήν πλήρη αύτή έννοια τής γραφής, τά κωδικοποιημένα ορατά σημεία της δεσμεύουν τίς λέξεις τόσο πλήρως, ώστε οί έξαιρετικά περίπλοκες δομές καί άναφορές πού σχετίζον ται μέ τόν ήχο νά μπορούν νά καταγραφούν έπακριβώ ς σέ όλη τους τήν ιδιαίτερη περιπλοκότητα. ’Ό ντας μάλιστα ο π τι κά καταγραμμένες, μπορούν νά έπιτρέψουν τήν παραγω γή
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
119
άκόμη πιό περίπλοκων δομών καί άναφορών πού ξεπερνούν κατά πολύ τίς δυνατότητες τής προφορικής έκφρασης. Μέ αύτή τήν έννοια, ή γραφή ήταν καί είναι ή πιό μεγαλειώδης τεχνολογική έφεύρεση τού άνθρώπου. Δέν είναι άπλώς ένα προσάρτημα τής ομιλίας. Έ πειδή μεταφέρει τήν ομιλία άπό τόν προφορικό-άκουστικό κόσμο σ’ έναν νέο κόσμο, τόν κό σμο τής όρασης, μετασχηματίζει όχι μόνο τήν ομιλία άλλά καί τή σκέψη. Οί χα ρα γμ α τιές στά ραβδιά καί άλλα aides-memoires οδηγούν στή γραφή, άλλά δέν άναδομούν τόν κόσμο τού άνθρώπου όπως κάνει ή πραγματική γραφή. Τά πραγματικά συστήματα γραφής μπορούν καί συνήθως ά να πτύσ σ οντα ι β α θμ ια ία μέσα ά πό τή χονδροειδή χρήση άπλών μνημοτεχνικών βοηθημάτων. Υ πά ρχουν ένδιάμεσα στάδια. Σέ ορισμένα κωδικοποιημένα συστήματα ό συγγρα φέας μπορεΐ μόνο κατά προσέγγιση νά προβλέψει τί θά δ ια βάσει ό άναγνώστης, όπω ς στό σύστημα πού άναπτύχθηκε άπό τούς Vai στή Λιβερία (Scribner καί Cole 1978), ή άκόμη καί στά άρχαΐα αιγυπτιακά ιερογλυφικά. Ό πιό στενός έλεγ χος έπιτυγχάνεται μέ τό άλφάβητο, άν καί αύτός δέν είναι τέλειος γιά όλες τίς περιστάσεις. ’Ά ν σημειώσου πάνω σ’ ένα έγγραφο τή λέξη «read», μπορεΐ νά είναι μετοχή άορίστου καί νά σημαίνει πώς τό διάβασα, ή μπορεΐ νά είναι προστα κτική πού μού ύπενθυμίζει ότι πρέπει νά τό διαβάσω. Άκόμη καί τό άλφάβητο άπαιτεΐ κάποιο έξωκειμενικό πλαίσιο συμφραζομένων, άλλά μόνο σέ έξαιρετικές περιπτώσεις — πόσο έξαιρετικές έξα ρτά τα ι άπό τό πόσο καλά σχεδιάστηκε τό άλφάβητο γιά μιά δεδομένη γλώσσα.
Πολλές γραφές άλλά ένα μόνο άλφάβητο Πολλές γραφές άναπτύχθηκαν στόν κόσμο άνεξάρτητες ή μία άπό τήν άλλη (Diringer 1953· Diringer I960* Gelb 1963): ή σφηνοειδής γραφή στή Μ εσοποταμία στά 3500 π.Χ . (οί κατά
120
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
προσέγγιση χρονολογίες είναι άπό τό Diringer 1962), τά α ιγυ π τια κ ά ιερογλυφικά στά 3000 π .Χ . (μέ κ ά π ο ια έπίδραση ϊσως άπό τή σφηνοειδή),ή μινωική ή ή μυκηναϊκή Γραμμική Β στά 1200 π .Χ .,ή ινδική γραφή στά 3000-2400 π .Χ .,ή κινεζική γραφή στά 1500 π .Χ ., ή γραφή τών Μ άγια στά 50 μ.Χ ., ή γραφή τών ’Αζτέκων στά 1400 μ.Χ. Τά γρα φ ικά συστήματα έχουν σύνθετες προγενέστερες μορφές. Τά περισσ ότερα , άν όχι όλα, ά νά γοντα ι άμεσα ή έμμεσα σέ κάποιο είδος είκονογραφικού συστήματος, ή, με ρικές φορές ϊσω ς, σ’ ένα πιό στοιχειώδες έπίπεδο, στή χρήση ύποδειγμάτω ν. Έ χει ύποστηριχθεϊ ότι ή σφηνοειδής γραφή τών Σουμερίων, τό άρχαιότερο ά π ’ όλα τά γνωστά συστήμα τα γραφής (3500 π .Χ .), προήλθε τουλάχιστον εν μέρει άπό ένα σύστημα κ α τα γρ α φ ή ς οικονομικώ ν σ υναλλαγώ ν στό όποιο χρησιμοποιούνταν πήλινα ύποδείγματα πού τά ένθήκευαν μέσα σέ μικρά κούφια άλλά τελείως κλειστά δοχεία σάν κουκούλια, μέ χα ρα γές στό έξω τερικό πού ά να π α ρ ιστούσαν τά άντικείμενα πού περιέκλειαν (Schmandt-Besserat 1978). Έ τ σ ι τά σύμβολα στό έξωτερικό τής θήκης τού κου κουλιού — έπτά χαραγές, άς πούμε— συνοδεύονταν στό έ σωτερικό τής θήκης άπό μιά ένδειξη αυτού πού ά να πα ρ ιστούσαν — άς πούμε, έπτά μικρά πήλινα άντικείμενα μέ χ α ρακτηριστικό σχήμα ώστε νά άναπαριστούν άγελάδες, π ρ ο βατίνες ή άλλα πράγματα πού άκόμη δέν έχουν άποκωδικοποιηθεΐ— , σάν νά προφέρονταν οί λέξεις έχοντας τή συγκε κριμένη σημασία τους προοδεμένη πάνω τους. Τό οικονομικό πλαίσιο αύτής τής προ-χειρογραφικής χρήσης τών ύποδειγμάτων βοηθάει στόν συσχετισμό τους μέ τή γραφή, γιατί ή πρώτη σφηνοειδής γραφή, άπό τήν ϊδια περιοχή μέ τίς βού λες, άνεξάρτητα άπό τό ποιές ήταν οί προγενέστερες μορφές της, χρησίμευε κυρίως στούς καθημερινούς οικονομικούς καί διαχειριστικούς σκοπούς τής άστικής κοινωνίας. Ό έξαστισμός παρείχε τό κίνητρο γιά τήν άνάπτυξη τών άρχείων. Ή χρήση τής γραφής γιά τή δημιουργία φανταστικών συνθέσε
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
121
ων, μέ τόν τρόπο πού οί λέξεις χρησιμοποιούνταν στούς μύ θους ή τήν ποίηση, δηλαδή ή χρήση τής γραφής στή δημιουρ γία λογοτεχνικής γραμματείας μέ τή στενή έννοια τού όρου έμφανίζεται πολύ αργά στήν ιστορία τής γραφής. Οί εικόνες μπορούν νά χρησιμεύσουν απλώς ώς μνημοτεχνικά βοηθήματα ή μπορούν νά άποκτήσουν έναν κώδικα πού νά τούς έπιτρέπει νά άναπαραστήσουν λίγο ή πολύ μέ ακρί βεια ορισμένες λέξεις σέ διάφορες γραμματικές σχέσεις με ταξύ τους. Τό κινέζικο σύστημα γραφής συνίσταται βασικά άκόμη καί σήμερα σέ εικόνες, άλλά εικόνες στυλιζαρισμένες καί κω δικοποιημένες μέ σύνθετους τρόπους πού τό κ α θι στούν σίγουρα τό πιό περίπλοκο σύστημα γραφής πού γνώ ρισε ποτέ ό κόσμος. Ή είκονογραφική έπικοινωνία σάν κι αύτήν πού άπαντάται στούς Ινδιάνους τής ’Αμερικής καί σέ άλλους λαούς (Mackay 1978, σελ. 32) δέν έξελίχθηκε σέ π ρ α γ ματικό σύστημα γραφ ής, έπειδή ό κώδικάς της παρέμεινε πολύ άσταθής. Οί είκονογραφικές άναπαραστάσεις δια φ ό ρων αντικειμένων χρησίμευαν ώς ένα είδος άλληγορικού υπο μνήματος γιά τούς συμβαλλόμενους οί όποιοι άσχολούνταν μέ ορισμένα περιορισμένα θέματα πού τούς βοηθούσαν νά καθορίσουν έκ τών προτέρων πώ ς οί συγκεκριμένες αύτές άπεικονίσεις σχετίζονταν μεταξύ τους. ’Αλλά καί τότε άκόμα, ή έπιδιωκόμενη σημασία δέν γινόταν άπολύτως σαφής. ’Από τά είκονογράμματα (στά όποια ή εικόνα ένός δέν τρου ά να π α ρ ισ τά τή λέξη γ ιά τό δέντρ ο), τά συστήματα γραφής ανέπτυξαν άλλου είδους σύμβολα. Έ ν α είδος είναι τό ιδεόγραμμα, όπου τό νόημα είναι μιά έννοια πού δέν άναπαρίσταται άμεσα άπό τήν εικόνα, άλλά προκύπτει άπό έναν κώδικα. Γιά παράδειγμα, στό κινέζικο είκονόγραμμα, ή στυλιζαρισμένη εικόνα δύο δέντρων δέν άναπαριστά τίς λέξεις «δύο δέντρα» άλλά τή λέξη «δάσος»* οί στυλιζαρισμένες εικόνες μιας γυναίκας κι ένός πα ιδιού,ή μιά δίπλα στήν άλλη, άναπαριστούν τή λέξη «καλό» κ.ο.κ. Ή λέξη γιά τή γυναίκα προφέρεται [ny] , γιά τό παιδί [dze\ καί γιά τό καλό [hau]: ή
122
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
είκονογραμμική έτυμολογία δέν χρειάζεται νά έχει καμία σχέ ση μέ τή φωνητική. Αύτοί πού γράφουν κινέζικα έχουν τελεί ως διαφορετική σχέση μέ τή γλώσσα τους άπό αυτούς πού τή μιλούν άλλά δέν γνωρίζουν νά τή γράφουν. Μέ κάποια έννοια, τά άριθμητικά ψηφία L 2, 3 είναι διαγλωσσικά ιδεογράμματα (άλλά όχι είκ ο νο γρ ά μ μ α τα ): παριστάνουν τήν ϊδ ια έννοια άλλά όχι τόν ϊδιο ήχο σέ γλώσσες πού έχουν τελείως διαφορε τικές λέξεις γ ι’ αύτά. Κι άκόμη, στό λεξιλόγιο μιάς δεδομένης γλώσσας, τά σημεία ί, 2, J καί λοιπά είναι κατά κάποιον τρό πο συνδεδεμένα άμεσα μέ τήν έννοια μάλλον παρά μέ τή λέ ξη: οί λέξεις γιά τό 1 («ένα») καί τό 2 («δύο») σχετίζονται μέ τίς έννοιες « Ιο » καί «2ο», άλλά όχι μέ τίς λέξεις «πρώ το» καί «δεύτερο». 'Έ να άλλο είδος είκ ονογρ α φ ικ ού συσ τήματος είνα ι ή είκονοφωνική (rebus) γραφή (στά ά γγλικά ,ή εικόνα ενός π έλ ματος (sole) μπορεΐ νά άναπαριστά τό ψάρι «γλώσσα» (sole), τή λέξη «μοναδικός -ή -ό» (sole) ή τήν άνθρώπινη ψυχή (soul) — όλες αύτές οί λέξεις προφέρονται τό ϊδιο. Στά ελληνικά οί εικόνες ενός μύλου κι ενός ποταμού, μέ αύτή τή σειρά, μ π ο ρούν νά άναπαριστούν τή λέξη «μυλοπόταμος»). ’Αφού έδώ τό σύμβολο παριστάνει κυρίως έναν ήχο, ή γραφή αύτή είναι ένα είδ ο ς φ ω ν ο γρ ά μ μ α το ς (ή χ ο ς-σ ύ μ β ο λ ο ), άλλά μόνον έμμεσα: ό ήχος δηλώνεται όχι άπό ένα άφηρημένο κωδικοποιημένο σύμβολο, όπω ς ένα γράμμα τοϋ άλφαβήτου, άλλά άπό τήν εικόνα ενός άπό τά πολλά πράγματα πού ό ήχος ση μαίνει. "Ολα τά είκονογραφικά συστήματα, άκόμη καί όταν δ ια θέτουν ιδεογράμματα καί είκονοφωνήματα, άπαιτούν έναν άπελπιστικά μεγάλο άριθμό συμβόλων. Τό κινέζικο είναι τό πιό μεγάλο, τό πιό πλούσιο καί τό πιό σύνθετο: τό κινέζικο λεξικό τού K’anghsi, στά 1716 μ.Χ ., καταγράφει 40.545 χα ρα κτήρες. Κανένας σινολόγος ή Κινέζος δέν τούς γνωρίζει, ή τούς γνώριζε ποτέ, όλους. Λίγοι είναι οί Κινέζοι πού γ ρ ά φουν καί μπορούν νά γράψουν όλες τίς λέξεις πού μπορούν
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
123
νά κατανοήσουν. Χρειάζεται συνήθως περίπου είκοσι χρόνια γιά νά μάθει κανείς έπαρκώς τήν κινέζικη γραφή. Έ ν α τέτοιο σύστημα είναι ούσ ιασ τικά έλιτίστικο καί χρονοβόρο. Δέν ύπάρχει αμφιβολία ότι οί χαρακτήρες θά άντικατασταθούν άπό τούς λατινικούς μόλις όλοι οί κάτοικοι τής Λαϊκής Δημο κρατίας τής Κίνας μάθουν τήν ϊδια κινεζική διάλεκτο, τή δ ιά λεκτο τών Μ ανδαρίνων, πού τώ ρα διδάσ κεται παντού. Ή άπώλεια γιά τή λογοτεχνία θά είναι τεράστια, άλλά όχι τόσο τεράστια όση είναι μιά κινέζικη γραφομηχανή πού διαθέτει 40.000 χαρακτήρες. Έ ν α πλεονέκτημα τού είκονογραφικού βασικά συστήμα τος είναι ότι άτομα πού μιλούν διαφορετικές κινέζικες « δ ια λ έκ το υ ς» (στήν π ρ α γ μ α τικ ό τη τα δ ια φ ο ρ ετικ ές κινέζικες γλώσσες πού, άν καί έχουν τήν ϊδια δομή, είναι μεταξύ τους άκατανόητες) καί δέν μπορούν νά κατανοήσουν τό ένα τήν ομιλία τού άλλου, μπορούν νά κατανοήσουν τή γραφή του. Διαβάζουν δια φ ορ ετικ ούς ήχους ά πό τόν ϊδιο χαρακτήρα (εικόνα), περίπου όπως ένας "Αγγλος, ένας Βιετναμέζος, έ νας Λούμπα κι ένας Γάλλος θά καταλάβουν τί εννοεί ό άλλος μέ τά άραβικά ψηφία 1 , 2 , 3 κ.ο.κ., άλλά δέν θά άναγνωρίσουν τόν άριθμό πού προφ έρει ό άλλος στή γλώσσα του. (Παρ’ όλα αύτά, οί κινέζικοι χαρακτήρες είναι βασικά εικό νες, άν καί έξαιρετικά στυλιζαρισμένες, ένώ τά ψηφία 1 , 2 , 3 δέν είναι.) Μερικές γλώσσες γράφονται σέ συλλαβογραφικό σύστη μα , στό όποιο κάθε σύμβολο άναπαριστά ένα σύμφωνο καί τόν ήχο τού έπόμενου φωνήεντος. Έ τσ ι ή ιαπωνική συλλαβο γραφ ία Katakana έχει πέντε ξεχωριστά σύμβολα άντίστοιχα γιά τούς ήχους ka, ke, ki, ko, ku , πέντε άλλα γιά τούς ήχους m/z, raz, mo, m u , καί τά λοιπά. Ή ιαπωνική γλώσσα συμβαίνει νά είναι έτσι συγκροτημένη ώστε νά μπορεΐ νά χρησιμοποιή σει μιά συλλαβογραφική γραφή: οί λέξεις της άπαρτίζονται πάντα άπό έναν συμφωνικό φθόγγο πού άκολουθεΐται άπό έναν φωνηεντικό (τό η λειτουργεί ώς οίονεί συλλαβή), χωρίς
124
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
συμπλέγματα συμφώνων (δπω ς στά «τσ α μπί», «στρώ μα»). Τά άγγλικά, μέ τά διαφορετικά ε’ίδη συλλαβών τους καί τά συχνά συμφωνικά συμπλέγματα, δέν θά μπορούσαν νά καταγραφούν συλλαβογραφικά μέ τρόπο αποτελεσματικό. Κάποιες συλλαβογραφίες είναι λιγότερο άναπτυγμένες άπό τήν ιαπωνική. Γιά παράδειγμα, σέ αύτή τών Vai τής Λιβερίας δέν ύπάρχει μιά πλήρης άμφιμονοσήμαντη άντιστοιχία άνάμεσα στά οπτικά σύμβολα καί τίς ήχητικές μονάδες. Ή γραφή π α ρέχει μόνο ένα είδος χάρτη στήν έκφώνηση πού καταγράφει, καί ή άνάγνωση δυσκολεύει άκόμη καί τούς καλύτερους γ ρ α φείς (Scribner καί Cole 1978, σελ. 456). Πολλά συστήματα γραφ ής είναι στήν π ρ α γμ α τικ ότη τα ύβρίδια πού συνδυάζουν δύο ή περισσότερες άρχές. Τό ια πωνικό σύστημα είναι ύβρίδιο (πέρα άπό τή συλλαβογραφία, χρησιμοποιεί καί κινέζικους χαρακτήρες, πού προφέρονται μέ τρόπο διαφορετικό άπό τόν κινέζικο)· τό κορεάτικο είναι ύβρίδιο (πέρα άπό τό hamguh ένα πραγματικό άλφάβητο, καί ϊσως τό πιό άποτελεσματικό ά π ’ όλα τά άλφάβητα, διαθέτει καί κινέζικους χαρακτήρες πού προφέρονται μέ τρόπο δ ια φορετικό άπό τόν κινέζικο)* τό άρχαϊο αιγυπτιακό ιερογλυ φικό σύστημα ήταν ύβρίδιο (μερικά σύμβολα ήταν είκονογρ ά μ μ α τα , μερικά ιδεο γρ ά μ μ α τα , άλλα είκονοφω νογράμματα)· τό ϊδιο τό κινέζικο σύστημα είναι ύβρίδιο (διαθέτει είκονογράμματα, ιδεογράμματα, είκονοφωνήματα καί δ ιά φορους συνδυασμούς έξαιρετικής περιπλοκότητας, πολιτιστι κού πλούτου καί ποιητικής ομορφιάς). Π ράγματι, έξαιτίας τής τάσης τών συστημάτων γραφής νά ξεκινούν μέ είκονο γρ ά μ μ α τα καί νά αποκτούν αργό τερα ιδεο γρ ά μ μ α τα καί είκονοφωνήματα, τά περισσότερα ϊσως συστήματα έκτος άπό τό άλφάβητο σέ κάποιο βαθμό είναι ύβρίδια. Άκόμη καί ή άλφαβητική γραφή γίνεται ύβρίδιο όταν γρά φ ει 1 αντί γιά ένα . Δέν ύπάρχει άμφιβολία ότι τό πιό άξιοσημείωτο γεγονός αναφορικά μέ τό άλφάβητο είναι ότι έφευρέθηκε μόνο μία
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
125
φορά. Δημιουργήθηκε άπό τούς σημιτικούς λαούς γύρω στά 1500 π.Χ ., στήν ϊδια γενικά γεωγραφική περιοχή όπου έμφανίστηκε καί τό πρώτο σύστημα γραφής, ή σφηνοειδής γραφή, 2.000 όμως χρόνια άργότερα. (Ό Diringer 1962, σελ. 121-2, συζητά τίς δύο παραλλαγές τού άρχικού άλφαβήτου, τό «βό ρειο σημιτικό» καί τό «νότιο σημιτικό».) Κάθε άλφάβητο στόν κόσμο —τό έβραϊκό,τό ούγαριτικό, τό έλληνικό,τό λα τινικό, τό κυριλλικό, τό άραβικό, τό ταμιλικό, τό μαλαισιανό, τό κορεάτικο— προέρχεται μέ τόν έναν ή τόν άλλο τρόπο άπό τήν άρχική σημιτική έξέλιξη, άν καί τό σχήμα τών γρ α μ μάτων μπορεΐ νά μή συνδέεται μέ τό σημιτικό, όπως συμβαί νει μέ τό ούγαριτικό καί τό κορεάτικο άλφάβητο. Τά εβραϊκά καί οί άλλες σημιτικές γλώ σσες, όπω ς τά άραβικά, δέν διαθέτουν, μέχρι σήμερα, γράμματα γιά τά φω νήεντα. Οί έβραϊκές έφημερίδες καί τά έβραϊκά βιβλία άκόμη καί σήμερα τυπώνουν μόνο τά σύμφωνα (καί τά άποκαλούμενα ήμίφωνα [j] καί [w], πού είναι κατ’ ούσίαν οί συμφωνι κές μορφές τών [i] καί [u]). Έ άν έπρεπε νά τηρήσουμε τόν έβραϊκό τρόπο γραφής στά έλληνικά θά γρά φ α με «σμφν» άντί γιά «σύμφωνα». Τό γράμμα αλεφ, πού προσάρμοσαν οί 'Έλληνες γιά νά δηλώσουν τό φωνήεν άλφα, άπό τό όποιο προέρχεται καί τό λατινικό «a», δέν είναι φωνήεν άλλά σύμ φωνο τού έβραϊκού καί άλλων σημιτικών άλφαβήτων, πού π α ρ ισ τά ν ει μιά γλω σσική παύση (ό π ω ς ό ήχος άνάμεσα στούς δύο φωνηεντικούς φθόγγους τού άγγλικού «huh-uh», πού σημαίνει «όχι»). ’Αργότερα στήν ιστορία τού έβραϊκού άλφαβήτου, προστέθηκαν σέ πολλά κείμενα φωνηεντικά ση μεία, μικρές τελείες καί παύλες πού τοποθετούνται πάνω ή κάτω ά πό τά γ ρ ά μ μ α τα , γ ιά νά δηλώσουν τό κατάλληλο φωνήεν, συνήθως πρός χάριν αύτώ ν πού δέν γνώ ριζαν τή γλώ σσα πολύ καλά. Σήμερα στό ’Ισραήλ α ύτά τά σημεία προστίθενται στίς λέξεις μέ τίς όποιες τά παιδιά μαθαίνουν νά διαβάζουν — μέχρι τήν τρίτη τάξη τού δημοτικού περί που. Οί γλώσσες οργανώνονται μέ πολλούς διαφορετικούς
126
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
τρόπους , καί οι σημιτικές γλώσσες είναι έτσι συγκροτημένες ώστε νά διαβάζονται ευκολότερα όταν γράφονται μόνο τά σύμφωνα. Αυτός ό τρόπος γραφής πού χρησιμοποιεί μόνο σύμφωνα καί ήμίφωνα (jy, όπως στό you, w) οδήγησε μερικούς γλωσσο λόγους (Gelb 1963* Havelock 1963, σελ. 129) νά τόν άποκαλέσουν έτσι όπω ς άλλοι γλωσσολόγοι άποκαλούν τό εβραϊκό άλφάβητο, δηλαδή συλλαβογραφικό, ή ϊσως μή φωνηεντικό ή «περιορισ μένο» συλλαβογραφικό. "Όμως, φαίνεται κάπω ς παράξενο νά θεωρούμε τό έβραϊκό γράμμα μπέϋ (b) συλλαβή, όταν στήν πραγματικότητα άναπαριστά άπλώ ς τό φώνημα [b], στό όποιο ό αναγνώστης πρέπει νά προσθέσει όποιονδήποτε φωνηεντικό φθόγγο άπαιτούν ή λέξη καί τά συμφραζόμενά της. Ε πιπλέον, όταν χρησιμοποιούνται φωνηεντικά ση μεία, αύτά προστίθενται στά γράμματα (πάνω ή κάτω άπό τή γραμμή), όπως τά φωνήεντα προστίθενται στά δικά μας σύμ φωνα. Καί οί σύγχρονοι ’Ά ραβες καί Ίσραηλινοί, πού συμφω νούν σέ τόσα λίγα, γενικά συμφωνούν ότι ή γραφή τους είναι άλφαβητική. Γιά νά κατανοήσουμε τήν άνάπτυξη τής γραφής άπό τήν προφορικότητα, δέν φαίνεται άπαράδεκτο νά θεωρή σουμε τή σημιτική γραφή άπλώς ώς ένα άλφάβητο συμφώνων (καί ήμιφώνων) στά όποια οί άναγνώστες, καθώς διαβάζουν, προσθέτουν, εύκολα κι ά π λ ά ,τά κατάλληλα φωνήεντα. Ά λλά, π α ρ ’ όλα όσα είπαμε γιά τό σημιτικό άλφάβητο, φαίνεται πράγματι ότι οί Έ λληνες έκαμαν κάτι πού είχε τ ε ράστια ψυχολογική σημασία, όταν άνέπτυξαν τό πρώτο φ ω νηεντικό άλφάβητο. Ό Havelock (1976) πιστεύει ότι αύτός ό κρίσιμος, σχεδόν ολοκληρωτικός μετασχηματισμός τής λέξης άπό κάτι πού άκούγεται σέ κάτι πού βλέπεται, έδωσε στόν άρχαΐο ελληνικό πολιτισμό τό πνευματικό προβάδισμα έναντι τών άλλων άρχαίων πολιτισμών. Ό άναγνώστης τής σημιτικής γραφής πρέπει νά χρησιμοποιήσει κειμενικά καί έξωκειμενικά δεδομένα: πρέπει νά γνωρίζει τή γλώσσα πού διαβάζει, ώστε νά γνωρίζει ποιά φωνήεντα νά προσθέσει άνάμεσα στά
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
127
σύμφωνα. Ή σημιτική γραφή ήταν άκόμη βαθιά έμβαπτισμένη στόν μή κειμενικό ζωντανό άνθρώπινο κόσμο. Τό φωνηε ντικό ελληνικό άλφάβητο ήταν πιό άπομακρυσμένο άπό αύτόν (όπως ήταν καί οί πλατωνικές ιδέες). ’Ανέλυε τόν ήχο πιό άφαιρετικά σέ καθαρά χωρικές συνιστώσες. Μ πορούσε νά χρησιμοποιηθεί γιά νά γραφούν ή νά διαβαστούν λέξεις άκό μη κι άπό γλώσσες πού κάποιος δέν γνώριζε (άφήνοντας κ ά ποιο περιθώριο γιά σφάλματα πού όφείλονται στίς φωνητικές διαφορές άνάμεσα στίς γλώσσες). Τά παιδιά μπορούσαν νά μάθουν τό ελληνικό άλφάβητο όταν ήταν πολύ μικρά άκόμη καί τό λεξιλόγιό τους περιορισμένο. (Νά θυμίσω ότι γιά τούς Ίσραηλινούς μαθητές μέχρι καί τήν τρίτη δημοτικού προστί θενται στή συνηθισμένη συμφωνική γραφή φωνηεντικά ση μεία.) Τό ελληνικό άλφάβητο ήταν δημοκρατικό, μέ τήν έν νοια ότι ήταν εύκολο νά τό μάθει ό καθένας. Καί ήταν επίσης διεθνιστικό, καθώς παρείχε έναν τρόπο επεξεργασίας τών ξέ νων γλωσσών. Αυτό τό ελληνικό έπίτευγμα, ή άφηρημένη δη λαδή άνάλυση τού φευγαλέου κόσμου τού ήχου σέ οπτικά ισοδύναμα (πού άν καί όχι τέλεια, είναι κατ’ ουσίαν πλήρης), προμήνυε καί ταυτοχρόνως έπέτρεπε τήν πραγμάτωση τών περαιτέρω άναλυτικών τους επιτευγμάτων. Φαίνεται πώς ή δομή τής ελληνικής γλώσσας, τό γεγονός ότι δέν στηριζόταν σ’ ένα σύστημα π ο ύ, σάν τό σημιτικό, ευνοούσε τήν παράλειψη τών φωνηέντων στή γραφή, ήταν ένα κρίσιμο, άν καί μάλλον τυχαίο, νοητικό πλεονέκτημα. Ό Kerckhove (1981) υποστήριξε ότι, περισσότερο άπό άλλα συστή ματα γραφής, τό πλήρως φωνητικό άλφάβητο εύνοεΐ τή δρ α στηριότητα τού άριστερού έγκεφαλικού ήμισφαιρίου, κι έτσι άπό νευροφυσιολογική άποψη διευκολύνει τήν άφηρημένη, άναλυτική σκέψη. Μ ελετώντας τή φύση τοϋ ήχου, μπορούμε νά διαισθαν θούμε για τί τό άλφάβητο έφευρέθηκε τόσο αργά καί γιατί εφευρέθηκε μόνο μιά φορά. Διότι τό άλφάβητο δρά πιό άμε σα πάνω στόν ϊδιο τόν ήχο ά π ’ ό,τι άλλα συστήματα γραφής.
128
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
ανάγοντας τον κατευθείαν σέ χωρικά ισοδύναμα καί σέ μ ι κρότερες, πιό αναλυτικές, πιό διαχειρίσιμες μονάδες απ’ ό,τι ή συλλαβογραφία: αντί γιά ένα σύμβολο γιά τόν ήχο ba έχεις δύο, b καί a. Ό ήχος, όπως έξηγήσαμε προηγουμένως, ύπάρχει μόνο καθώς έξαφανίζεται. Δέν μπορώ νά έχω όλη τή λέξη παρούσα μεμιάς: κατά τήν προφορά τής λέξης «ύπά ρχει», τό «ύπ ά ρ-» έχει φύγει όταν φθάνω στό «-χ ε ι». Τό άλφάβητο ύποδηλώνει ότι τά πράγματα είναι άλλιώς, ότι ή λέξη δέν είναι γεγονός άλλά άντικείμενο, ότι είναι παρούσα μονομιάς κι ότι μπορεΐ νά χωριστεί σέ μικρά τμήματα, πού μάλιστα μπορούν νά γραφούν καί νά προφερθούν καί άντίστροφα: γιά παράδειγ μα στά άγγλικά, προφέροντας άνάποδα τή λέξη t-r-a-p παίρ νεις τή λέξη part. ’Άν μαγνητοφωνήσεις τή λέξη καί τήν παί ξεις άνάποδα δέν θά άκούσεις τόν ήχο «trap», άλλά έναν τ ε λείως διαφορετικό ήχο πού δέν είναι ούτε ό ήχος «trap» ούτε ό ήχος «part». Ή εικόνα ένός πουλιού, γιά παράδειγμα, δέν άνάγει τόν ήχο στόν χώρο, άφού άναπαριστά ένα άντικείμενο κι όχι μιά λέξη. Είναι ισοδύναμη μέ έναν άριθμό λέξεων, άνάλογα μέ τή γλώσσα στήν όποια ερμ η νεύ ετα ι: πουλί, oiseau, uccello, pajaro, Vogel, sae, tori. Κατά κάποιον τρόπο, όλες οί γραφές παριστάνουν τίς λέ ξεις σάν πράγματα, σιωπηλά άντικείμενα, άκίνητα σημάδια πού παρέχονται στήν όραση. Τά είκονο-φωνογράμματα καί τά φωνογράμματα πού έμφανίζονται ενίοτε σέ ορισμένα είκονογραφικά συστήματα γραφής παριστάνουν τόν ήχο μιάς λέξης μέ τήν εικόνα μιάς άλλης — στό φανταστικό παράδειγ μα άπό τά άγγλικά πού χρησιμοποιήσαμε πιό πάνω, τό πέλ μα (sole) άναπαριστά τήν ψυχή (soul). Άλλά τό είκονο-φωνόγραμμα (φωνόγραμμα), άν καί μπορεΐ νά άναπαριστά άρκετά πράγματα, παραμένει άκόμη μιά εικόνα ένός άπό τά πράγματα πού παριστάνει. Τό άλφάβητο, άν καί πιθανώς προέρχεται άπό είκονογράμματα, έχασε κάθε σχέση μέ τά πράγματα αύτά καθ’ έαυτά. Παριστάνει τόν ϊδιο τόν ήχο, ώς
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
129
πράγμα, μετασχηματίζοντας τόν φευγαλέο κόσμο τοϋ ήχου στόν σιωπηλό, οίονεί διαρκή κόσμο τοϋ χώρου. Τό φωνητικό άλφάβητο, πού έφηύραν οί άρχαΐοι Σημίτες καί τελειοποίησαν οί άρχαΐοι Έλληνες, είναι κατά πολύ τό πιό κατάλληλο σύστημα γραφής γιά τήν άναγωγή τοϋ ήχου σέ οπτική μορφή. Είναι ϊσως καί τό λιγότερο αισθητικό άπ’ όλα τά σημαντικά συστήματα γραφής: μπορεΐ νά καλλιγραφηθεΐ, άλλά ουδέποτε τόσο έξαίσια όσο οί κινέζικοι χαρακτήρες. Είναι μιά έκδημοκρατίζουσα γραφή πού ό καθένας εύκολα μπορεΐ νά μάθει. Οί κινέζικοι χαρακτήρες, όπως πολλά άλλα συστήματα γραφής, είναι ούσιωδώς έλιτίστικοι: γιά νά τούς μάθεις καλά χρειάζεσαι πολύ έλεύθερο χρόνο. Τόν δημοκρα τικό χαρακτήρα τού άλφαβήτου μπορούμε νά τόν δούμε στή Νότια Κορέα. Στά κορεάτικα βιβλία καί έφημερίδες, τό κεί μενο είναι ένα μείγμα άπό άλφαβητικά γραμμένες λέξεις καί έκατοντάδες διαφορετικούς κινέζικους χαρακτήρες. Άλλά όλες οί δημόσιες έπιγραφές είναι πάντα γραμμένες μόνο στήν άλφαβητική γραφή, πού σχεδόν όλοι μπορούν νά τή διαβά σουν άφοϋ τή μαθαίνουν τέλεια στίς μικρές τάξεις τοϋ δημο τικού* ένώ τούς κινέζικους χαρακτήρες, τούς 1.800 han, πού κατ’ έλάχιστον άπαιτοϋνται πέρα άπό τό άλφάβητο γιά τήν άνάγνωση τοϋ μεγαλύτερου μέρους τής κορεάτικης λογοτε χνίας, συνήθως δέν τούς μαθαίνουν πρίν τελειώσουν τή δευτε ροβάθμια έκπαίδευση. Τό πιό άξιοσημείωτο, μοναδικό γεγονός στήν ιστορία τού άλφαβήτου ϊσως νά συνέβη στήν Κορέα, όπου στά 1443 μ.Χ. ό βασιλιάς Sejong τής δυναστείας τών Yi διέταξε τή δημιουρ γία ενός άλφαβήτου γιά τά κορεάτικα. Μέχρι τότε τά κορεά τικα γράφονταν μόνο μέ κινέζικους χαρακτήρες, πού τούς είχαν προσαρμόσει μέ πολύ κόπο ώστε νά ταιριάζουν (καί νά άλληλεπιδρούν) μέ τό λεξιλόγιο τής κορεάτικης γλώσσας, μιάς γλώσσας πού δέν σχετίζεται καθόλου μέ τήν κινέζικη (άν καί δια θέτει πολλά κινέζικα δάνεια, πού τά περισσότερα είναι τόσο άλλαγμένα ώστε είναι άκατανόητα στούς Κ ινέ
130
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ζους). Χιλιάδες έγγράμματοι Κορεάτες είχαν ξοδέψει ή ξό δευαν τό μεγαλύτερο μέρος τής ζωής τους γιά νά μάθουν τήν περίπλοκη κινεζο-κορεάτικη χειρογραφία. Δέν ήταν πολύ πρόθυμοι νά δεχθούν ένα νέο σύστημα γραφής πού θά καθι στούσε άχρηστη τήν ικανότητα πού μέ τόσους κόπους είχαν άποκτήσει. Άλλά ή δυναστεία τών Yi ήταν πανίσχυρη, καί ή έκδοση τού διατάγματος τού Sejong, παρά τήν άναμενόμενη μαζική άντίδραση, δείχνει πώς ό ϊδιος διέθετε πολύ δυνατό χαρακτήρα. Ή προσαρμογή ένός άλφαβήτου σέ μιά δεδομένη γλώσσα παίρνει πολλά χρόνια, ή καί γενιές άκόμη. Οί σοφοί πού συγκέντρωσε ό Sejong έτοίμασαν τό νέο άλφάβητο σέ τρία χρόνια* ήταν ένα άριστουργηματικό έπίτευγμα, πού τα ί ριαζε περίπου τέλεια στήν κορεάτικη φωνημική καί ήταν έτσι σχεδιασμένο, άπό αισθητική σκοπιά, ώστε νά παράγει μιά άλφαβητική γραφή πού νά διαθέτει κάτι άπό τήν έμφάνιση ένός κινέζικου κειμένου. Άλλά ή ύποδοχή τού σημαντικού αύτού έπιτεύγματος ήταν ή άναμενόμενη. Τό άλφάβητο χρησιμοποιήθηκε μόνο γιά πρακτικούς, μή άκαδημαϊκούς, «χύ δην» σκοπούς. Οί «σοβαροί» συγγραφείς συνέχισαν νά γρά φουν μέ τούς κινέζικους χαρακτήρες πού μέ τόσο κόπο είχαν μάθει. Ή σοβαρή λογοτεχνία ήταν έλιτίστικη καί ήθελε νά είναι γνωστή ώς έλιτίστικη. Μόνο στόν εικοστό αιώνα, μέ τόν έκδημοκρατισμό τής Κορέας, τό άλφάβητο πέτυχε τή σημερι νή έπικράτησή του, άν καί όχι άκόμη ολική.
Οί απαρχές τής έγγραμματοσύνης "Οταν ένα ολοκληρωμένο σύστημα γραφής, άλφαβητικού ή άλλου τύπου, πρωτοεισάγεται άπό τά έξω σέ μιά κοινωνία, είσάγεται άναγκαστικά πρώτα σέ περιορισμένους τομείς καί μέ διάφορα έπακόλουθα καί έπιπτώσεις. Στήν άρχή ή γραφή θεωρείται συχνά ώς όργανο μιάς μυστικής καί μαγικής δύνα μης (Goody 1968b, σελ. 236). ’Ίχνη αύτής τής πρώιμης στάσης
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
131
φαίνονται άκόμη καί τώρα στήν έτυμολογία: ή μεσαιωνική άγγλική λέξη «grammarye» ή «grammar», πού άναφέρεται στή μάθηση άπό βιβλία, έφθασε νά σημαίνει άπόκρυφη ή μαγική γνώση, καί μέσα άπό μιά μορφή τής σκωτικής διαλέκτου έμφανίστηκε στό σημερινό άγγλικό λεξιλόγιο ώς «glam or» (γητειά-γοητεία). Τά «γοητευτικά» κορίτσια (glamor girls) ε ί ναι στήν πραγματικότητα «γραμματικά» κορίτσια. Τό ρουνι κό άλφάβητο τής μεσαιωνικής Βόρειας Εύρώπης σχετιζόταν γενικά μέ τή μαγεία. Αποκόμματα γραφής χρησιμοποιούνται γιά φυλακτά (Goody 1968b, σελ. 201-3), άλλά καί αποκτούν άξια άπλώς καί μόνον έξαιτίας τής θαυμαστής διάρκειας πού δίνουν στίς λέξεις. Ό Νιγηριανός συγγραφέας Chinua Achebe περιγράφει πώς σ’ ένα χωριό Ibo ό μόνος άνδρας πού γνώριζε νά διαβάζει μάζευε στό σπίτι του κάθε κομμάτι τυπωμένου ύλικού πού έπεφτε στά χέρια του — έφημερίδες, χάρτινες έπιγραφές, άποδείξεις (Achebe 1961, σελ. 120-1). "Ολα τού φαίνονταν πολύ σημαντικά γιά νά πεταχτούν. Μερικές περιορισμένα έγγράμματες κοινωνίες θεωρούν τή γραφή έπικίνδυνη γιά τόν ανύποπτο αναγνώστη. άπαιτώντας τή μεσολάβηση άνάμεσα σέ εκείνον καί στό κείμενο μιάς μορφής έν εϊδει γκουρού (Goody καί Watt 1968b, σελ. 13). Ή γνώση τής γραφής καί τής άνάγνωσης μπορεΐ νά περιοριστεί σέ ειδικές ομάδες, όπως είναι τό ιερατείο (Tambiah 1968, σελ. 113-4). Τά κείμενα θεωρούνται ενίοτε ότι έχουν εγγενή θρη σκευτική άξία: οί άναλφάβητοι αποκομίζουν τήν εύνοια τού θείου τρίβοντας τό βιβλίο στό μέτωπό τους ή στριφογυρίζον τας τροχούς προσευχής μέ κείμενα πού δέν μπορούν νά δια βάσουν (Goody 1968a, σελ. 15-6). Θιβετιανοί μοναχοί συνήθι ζαν νά κάθονται στίς όχθες ρυακιών «τυπώνοντας μέ ξύλινα στοιχεία σελίδες μέ ξόρκια καί έπωδές πάνω στήν έπιφάνεια τού νερού» (Goody 1968a, σελ. 16, παραθέτοντας τόν R.B. Eckvall). Είναι πολύ γνωστές οί «λατρείες φορτίου» (cargo cults) πού καί σήμερα άνθούν σέ μερικά νησιά τού Νότιου Ειρηνικού: άναλφάβητοι ή ήμιαναλφάβητοι πιστεύουν πώς τά
132
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
εμπορικά έγγραφα — παραγγελίες, τελωνειακά έγγραφα, αποδείξεις καί τά συναφή— πού γνωρίζουν δτι χρησιμοποι ούνται στίς άτμοπλο'ικές μεταφορές θεωρούνται μαγικά έργαλεΐα πού κάνουν τά πλοία καί τά εμπορεύματα νά έρχον ται άπό τή θάλασσα: έτσι έπεξεργάζονται διάφορες τ ελ ε τουργίες μέ τίς όποιες χειρίζονται τά κείμενα, έλπίζοντας πώς τά διάφορα έμπορεύματα θά περιέλθουν στή δική τους κατοχή καί χρήση (Meggit 1968, σελ. 300-9). Στόν άρχαίο ελληνικό πολιτισμό ό Havelock άνακαλύπτει ένα γενικό σχήμα περιορισμένης έγγραμματοσύνης πού έφαρμόζεται καί σέ άλλους πολιτισμούς: λίγο μετά τήν εισαγωγή τής γραφής άναπτύσσεται μιά «συντεχνία έγγραμμάτων» (Havelock 1963* βλ. Havelock καί Herschell 1978). Σέ αύτό τό στάδιο ή γραφή είναι μιά τέχνη πού άσκεϊται άπό τεχνίτες τούς όποιους άλλοι πληρώνουν γιά νά τούς γράψουν ένα γράμμα ή ένα έγγραφο, μέ τόν ϊδιο τρόπο πού θά άνέθεταν σέ έναν χτίστη νά τούς φτιάξει ένα σπίτι, ή σέ έναν ναυπηγό νά τούς φτιάξει ένα πλοίο. Αύτή ήταν ή κατάσταση πού έπικρατούσε στά βα σίλεια τής Δυτικής ’Αφρικής, όπως τό Μαλί, άπό τόν Μεσαίω να ώς τίς άρχές τού εικοστού αιώνα (Wilks 1968* Goody 1968b). Σέ αύτό τό στάδιο τής συντεχνιακής έγγραμματοσύ νης δέν χρειάζεται κάποιος άνθρωπος νά γνωρίζει γραφή καί άνάγνωση, όπως δέν είναι άναγκαΐο νά γνωρίζει κι άλλες τ έ χνες. Στήν άρχαία Ελλάδα, μόνο γύρω στήν εποχή τού Πλά τωνα, περισσότερο άπό τρεις αιώνες μετά τήν έφεύρεση τοϋ ελληνικού άλφαβήτου, τό στάδιο αύτό ξεπεράστηκε καί ή γραφή τελικά διαδόθηκε στόν ελληνικό πληθυσμό καί έσωτερικεύθηκε άρκετά ώστε νά έπηρεάσει γενικά τίς νοητικές διεργασίες (Havelock 1963). Οί φυσικές ιδιότητες τών πρώιμων γραφικών ύλών ένθάρρυναν τή συνέχιση ενός πολιτισμού γραφέων (βλ. Clancy 1979, σελ. 88-115, στό κεφάλαιο «Ή τεχνολογία τής γραφής»). Οί πρώτοι συγγραφείς διέθεταν πιό άδρό τεχνολογικό έξοπλισμό άπό τό λείο μηχανοποίητο χαρτί καί τούς στυλογράφους
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
133
διαρκείας. Οί έπιφάνειες στίς όποιες έγραφαν ήταν ύγρές πλάκες άργίλου ή περγαμηνές (διφθέρες ή μεμβράνες), δέρ ματα ζώων άπό τά οποία είχαν άφαιρέσει τίς τρίχες καί τό λίπος* συχνά τά λείαιναν μέ έλαφρόπετρα καί τά λεύκαιναν μέ κιμωλία καί συχνά τά έπαναχρησιμοποιούσαν ξύνοντας τό προηγούμενο κείμενο (παλίμψηστον) . Έγραφαν έπίσης πάνω σέ φλοιούς δέντρων, σέ παπύρους, (μιά άπό τίς πιό λείες έπ ιφ άνειες, άλλά πάλι τραχιά μέ τά σημερινά κριτήρια), άποξηραμένα φύλλα καί άλλους φυτικούς ιστούς, κερί πού άπλωναν πάνω σέ ξύλινα πινάκια, τά όποια μερικές φορές τά συνέδεαν έτσι ώστε νά σχηματίζουν ένα δίπτυχο πού τό κρε μούσαν στή ζώνη τους (τά πινάκια αύτά τά χρησιμοποιούσαν γιά σημειώσεις, καί τό κερί τους τό λείαιναν γιά νά τό ξαναχρησιμοποιήσουν), ξύλινες ράβδους (Clancy 1979, σελ. 95) καί άλλες ξύλινες καί λίθινες έπιφάνειες. Δέν ύπήρχαν καταστή ματα χαρτικών πού νά πουλάνε δέσμες χαρτιού. Χαρτί δέν ύπήρχε. Τά χαρακτικά έργαλεΐα πού διέθεταν οί γραφείς ήταν διάφορα είδη γραφίδων, φτερά χήνας πού έπρεπε κάθε τόσο νά κόβονται καί νά όξύνονται μέ αύτό πού μέχρι σήμε ρα άποκαλούμε pen knife*, πινέλα (κυρίως στήν ’Ανατολική ’Ασία) ή διάφορα άλλα έργαλεΐα γιά τή χάραξη τών έπιφανειών καί/ή τό άπλωμα τής μελάνης ή τού χρώματος. Τά ύγρά μελάνια άναμειγνύονταν μέ διάφορους τρόπους καί προετοι μάζονταν γιά χρήση μέσα σέ κούφια κέρατα βοδιού ή σέ άλλα δοχεία άνθεκτικά στά οξέα. Στήν ’Ανατολική ’Ασία, τά πινέλα υγραίνονταν καί πιέζονταν πάνω σέ κομμάτια άπό στεγνό μελάνι, όπως στήν ύδατογραφία. "Οσοι έργάζονταν μέ τέτοια γραφική ύλη έπρεπε νά έχουν ιδιαίτερες ικανότητες στή χρήση τών έργαλείων τους, πού δέν τίς είχαν όλοι οί «γραφ είς» άναπτυγμένες στόν βαθμό πού θά άπαιτούσαν οί έκτεταμένες γραπτές συνθέσεις. Τό χαρτί *
Σ .τ .Έ .: Σουγιάς, αύτό πού μέχρι πρόσφατα άποκαλούσαμε καί έμεϊς κονδυλομάχαιρο.
134
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
εύκόλυνε τήν πράξη τής γραφής. Άλλά τό χαρτί, πού μάλλον κατασκευάστηκε στήν Κίνα πρίν άπό τόν δεύτερο αιώνα π.Χ. καί διαδόθηκε άπό τούς ’Άραβες στή Μέση Ανατολή πρίν ά πό τόν όγδοο μ.Χ . αιώνα, κατασκευάστηκε στή Δύση μόλις τόν δωδέκατο αιώνα. Τήν ύπαγόρευση ευνοούσε τόσο ή πολύχρονη διανοητική συνήθεια τών άνθρώπων νά «σκέφτονται δυνατά», όσο καί ή κατάσταση τής τεχνολογίας τής γραφής. Κατά τήν πράξη τής γραφής, λέει ό μεσαιωνικός ’Άγγλος Orderic Vitalis, «όλο τό σώμα κοπιάζει» (Clancy 1979, σελ. 90). Σέ όλο τόν εύρωπαϊκό Μεσαίωνα, οί συγγραφείς χρησιμοποιούσαν γραφείς. Β έ βαια, ή γραπτή σύνθεση, ιδίως μικρών κειμένων, δηλαδή ή άνάπτυξη τών σκέψεων μέ τό μολύβι στό χέρι, δέν ήταν ά γνωστη μέχρις ενός βαθμού στήν άρχαιότητα, άλλά έπεκτάθηκε στή λογοτεχνική καί τίς άλλες μακροσκελείς συνθέσεις σέ διάφορες έποχές διαφόρων πολιτισμώ ν. Ήταν άκόμη σπάνια στήν Αγγλία τού ενδέκατου αιώνα, καί όταν ήδη τό σο καθυστερημένα εμφανίστηκε, πάλι συντελούνταν κάτω άπό προφορικές ψυχολογικές συνθήκες πού δύσκολα μπο ρούμε νά φανταστούμε. Στόν ενδέκατο αιώνα, ό Eadmer of St Albans λέει πώς, όταν συνθέτει γραπτώς, νιώθει σάν νά ύπα γορεύει στόν έαυτό του (Clancy 1979, σελ. 218). Ό Θωμάς ό Άκινάτης, πού έγραφε μόνος του τά κείμενά του, οργανώνει τή Surnma theologiae μέ οίονεί προφορικό τρόπο: κάθε κεφά λαιο ή «ερώ τημα» άρχίζει μέ τίς άντιρρήσεις ένάντια στήν άποψη πού αύτός θά ύποστηρίξει, συνεχίζεται μέ τή διατύ πωση τής άποψής του καί τελειώνει μέ τίς άπαντήσεις του στίς άντιρρήσεις μέ τή σειρά. Κατά τόν ϊδιο τρόπο, ό πρώι μος ποιητής γράφει τό ποίημά του φανταζόμενος τόν έαυτό του νά τό άπαγγέλλει σέ κάποιο κοινό. ’Άν όχι κανείς, τότε λίγοι συγγραφείς σήμερα γράφοντας ένα μυθιστόρημα φαν τάζονται νά τό εκφωνούν, μολονότι μπορεΐ νά έχουν θαυμά σια αίσθηση τού ήχητικού άποτελέσματος τών λέξεων. Ή άναπτυγμένη έγγραμματοσύνη εύνοεΐ τήν πραγματική γρα
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
135
πτή σύνθεση, κατά τήν οποία ό/ή συγγραφέας συνθέτει ένα κείμενο, τό όποιο είναι άκριβώς ένα κείμενο, συμπλέκει δη λαδή τίς λέξεις του/της μεταξύ τους πάνω στό χαρτί. Αύτό άνοίγει στή σκέψη νέους ορίζοντες, διαφορετικούς άπό τούς ορίζοντες τής προφορικής σκέψης. Γιά τά άποτελέσματα πού έχει ή έγγραμματοσύνη πάνω στίς νοητικές διαδικασίες θά πούμε (δηλαδή θά γράψουμε) παρακάτω.
Άπό τή μνήμη στίς γραπτές μαρτυρίες Ή γραφή μπορεΐ νά παραμείνει άπαξιωμένη έπί χρόνια μετά τήν εισαγωγή της σ’ έναν πολιτισμό. Ό σημερινός έγγράμματος πιστεύει συνήθως ότι οί γραπτές μαρτυρίες άποτελούν ισχυρότατα τεκμήρια άπό τόν προφορικό λόγο σέ ό,τι αφορά ζητήματα τού παρελθόντος, ιδίως δίκες. Προηγούμενοι έγγράμματοι πολιτισμοί, πού δέν είχαν πλήρως έσωτερικεύσει τή γραφή, συχνά ύπέθεταν άκριβώς τό άντίθετο. Τό μέγεθος τής άξιοπιστίας τήν όποια άπέδιδαν στίς γραπτές μαρτυρίες διέφερε άπό πολιτισμό σέ πολιτισμό. Ή προσεκτική ιστορική μελέτη ώστόσο τού Clancy πάνω στή χρήση τής έγγραμματο σύνης γιά πρακτικούς διοικητικούς σκοπούς στήν ’Αγγλία τού ενδέκατου καί δωδέκατου αιώνα (1979) μάς δίνει ένα δείγμα τού πώς έξακολουθεΐ καί έπιβιώνει ή προφορικότητα παρου σία τής γραφής, άκόμα καί στόν χώρο τής διοίκησης. Στήν περίοδο πού μελετά, ό Clancy βρίσκει πώς «ο ί γρα πτές μαρτυρίες δέν δημιουργούσαν άμέσως έμπιστοσύνη» (Clancy 1979, σελ. 230). Οί άνθρωποι έπρεπε νά πειστούν ότι ή γραφή βελτίωνε τίς παλιές προφορικές μεθόδους άρκετά ώστε νά δικαιολογούνται τά έξοδα καί οί κοπιαστικές τεχνι κές πού άπαιτούσε. Πρίν άπό τή χρήση τών έγγράφων, κατέ φευγαν συνήθως στή συλλογική προφορική μαρτυρία γιά νά έξακριβώσουν, γιά παράδειγμα, τήν ήλικία τών κληρονόμων ενός φέουδου. Στά 1127, γιά νά λυθεί μιά διαφορά σχετικά
136
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
μέ τό άν τά λιμενικά τέλη τού Σάντουιτς άνήκαν στό άββαεΐο τού Άγιου Αύγουστίνου στό Καντέρμπουρι ή στήν Εκκλησία τού Χριστού, έπελέγησαν δώδεκα ένορκοι άπό τό Ντόβερ καί δώδεκα άπό τό Σάντουιτς, δώδεκα «ώ ριμοι, σοφοί γέροντες, μέ καλή κρίση». Ό κάθε ένορκος ορκίστηκε τότε ότι τά τέλη άνήκουν στήν Εκκλησία τού Χριστού, «σύμφωνα μέ τά πα τροπαράδοτα καί τά όσα άκουσα καί ειδα στή νεανική μου ήλικία» (Clancy 1979, σελ. 232-3). Ανακαλούσαν δημοσίως στή μνήμη τους ό,τι άλλοι πρίν άπό αύτούς θυμούνταν. Οί μάρτυρες ήταν έκ πρώτης όψεως πιό άξιόπιστοι άπό τά κείμενα, έπειδή μπορούσαν νά τούς άντικρούσουν καί νά τούς οδηγήσουν νά ύπερασπιστούν τά λεγόμενά τους, πράγ μα άνέφικτο στήν περίπτωση τών κειμένων (άς θυμηθούμε ότι αύτή άκριβώς ήταν μιά άπό τίς άντιρρήσεις τού Πλάτωνα γιά τή γραφή). Οί συμβολαιογραφικές μέθοδοι έπικύρωσης τής γνησιότητας τών έγγράφων άνέλαβαν νά εισαγάγουν μη χανισμούς ελέγχου τής γνησιότητας τών κειμένων, άλλά οί μέθοδοι αύτές αναπτύσσονται αργά στούς εγγράμματους πολιτισμούς, καί πολύ άργότερα στήν Αγγλία άπ’ ό,τι στήν Ιταλία (Clancy 1979, σελ. 235-6). Τά ϊδια τά έγγραφα δέν έπικυρώνονταν γραπτώς άλλά μέ συμβολικά άντικείμενα (όπως γιά παράδειγμα μ’ ένα μαχαίρι πού δενόταν στό έγ γραφο μέ έναν δερμάτινο ιμάντα — Clancy 1979, σελ. 24). Μάλιστα, κάποια συμβολικά άντικείμενα μπορούσαν νά ση ματοδοτούν άπό μόνα τους τή μεταφορά περιουσίας. Γύρω στά 1130 ό Thomas de Muschamps δώρισε τό κτήμα του στό Herherslaw στούς μοναχούς τού Durham, προσφέροντας τό σπαθί του σέ έναν βωμό (Clancy 1979, σελ. 25). Άκόμη καί μετά τό Domesday Book* (1085-6) καί τή συνακόλουθη αύξηση τών νομικών έγγράφων, ή ιστορία τού Κόμη Warrenne δείχνει Σ .τ .Έ .: Μέγα Κτηματολόγιο, τό όποιο συντάχθηκε έπί Γουλιέλμου τού Κατακτητή προκειμένου νά καταγραφεΐ «ή χώρα, πώς κατοικεΐται καί άπό τί είδους άνθρώπους».
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕI ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
137
πώς διαιωνιζόταν ή παλιά προφορική νοοτροπία: στή διάρ κεια μιάς δίκης, τήν έποχή τοϋ Έδουάρδου Α' σχετικά μέ τήν έξακρίβωση τού τίτλου ιδιοκτησίας, ό Κόμης Warrenne δέν έδειξε στούς δικαστές κάποιο έκχωρητήριο άλλά «ένα παλιό καί σκουριασμένο σπαθί», διαμαρτυρόμενος ότι οί πρόγονοί του ήρθαν μέ τόν Γουλιέλμο τόν Κατακτητή γιά νά κατακτή σουν τήν ’Αγγλία μέ τό σπαθί καί ότι ό ϊδιος μέ τό σπαθί θά υπερασπιζόταν τή γη του. Ό Clancy (1979, σελ. 21-2) έπισημαίνει ότι ή ιστορία αύτή είναι κάπως άμφίβολη έξαιτίας ορι σμένων άσυνεπειών, παρατηρεί όμως ότι ή διατήρησή της παραπέμπει σέ μιά προηγούμενη νοοτροπία πού συνδεόταν μέ τήν άξια πού είχαν τά συμβολικά δώρα ώς τεκμήρια ή π ει στήρια. Τά πρώιμα έκχωρητήρια μέ τά όποια παρεχόταν γη στήν ’Αγγλία δέν ήταν κάν χρονολογημένα (1979, σελ. 231, 23641), γιά διάφορους πιθανούς λόγους. Ό Clancy υποστηρίζει ότι ό βαθύτερος λόγος ήταν πιθανόν ότι «ή χρονολόγηση άπαιτούσε άπό τόν γραφέα νά εκφέρει τή γνώμη του σχετικά μέ τή θέση του στόν χρόνο» (1979, σελ. 238), κάτι πού τόν άνάγκαζε νά έπιλέξει ένα σημείο άναφοράς. Ποιό σημείο; Νά χρονολογούσε τό έγγραφο μέ άναφορά στή δημιουργία τού κόσμου; Τή Σταύρωση; Τή γέννηση τού Χριστού; Οί Πάπες χρονολογούσαν κατ’ αύτό τόν τρόπο, άπό γεννήσεως Χριστού δηλαδή, άλλά δέν θά ήταν άλαζονεία νά χρονολογήσουν ένα κοσμικό έγγραφο όπως οί Πάπες χρονολογούσαν τά δικά τους; Στούς σημερινούς πολιτισμούς μέ υψηλή τεχνολογία, ό καθένας ζεί καθημερινά στό πλαίσιο ενός άφηρημένα υπολο γισμένου χρόνου που έπιβάλλεται άπό εκατομμύρια τυπωμέ να ήμερολόγια, ρολόγια χεριού κ.λπ. Στήν ’Αγγλία τού δωδέ κατου αιώνα δέν ύπήρχαν ρολόγια χεριού ή άλλου είδους, δέν ύπήρχαν ήμερολόγια τοίχου ή γραφείου. Προτού ή γραφή έσωτερικευθεΐ βαθιά χάρη στήν τυπο γραφία , οί άνθρωποι δέν ένιωθαν τόν έαυτό τους τοποθετη μένο κάθε στιγμή τής ζωής τους σέ έναν όποιονδήποτε άφη-
138
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ρημένα υπολογισμένο χρόνο. Κατά πάσα πιθανότητα οί π ε ρισσότεροι άνθρωποι στή μεσαιωνική ή άκόμη καί τήν άναγεννησιακή Δυτική Εύρώπη δέν είχαν γενικά έπίγνωση τού άριθμού τών ήμερολογιακών έτών πού είχαν περάσει άπό τή γέννηση τού Χριστού ή κάποιο άλλο σημείο άναφοράς. Γιατί θά έπρεπε; Ή άναποφασιστικότητα σχετικά μέ τό ποιο ση μείο άναφοράς έπρεπε νά έπιλέξουν μαρτυρεί καί τό τετριμ μένο τού θέματος. Σ ’ έναν πολιτισμό πού δέν διαθέτει έφημερίδες ή άλλο τρέχον χρονολογημένο ύλικό πού νά έρχεται σέ έπαφή μέ τή συνείδηση, τί νόημα θά είχε γιά τούς περισ σότερους άνθρώπους νά γνωρίζουν τό τρέχον ήμερολογιακό έτος; Ό άφηρημένος ήμερολογιακός άριθμός δέν θά σχετιζό ταν μέ τίποτα στήν καθημερινή ζωή. Οί περισσότεροι άνθρω ποι δέν γνώριζαν καί ούτε προσπαθούσαν ποτέ νά μάθουν τό άκριβές ήμερολογιακό έτος στό όποιο γεννήθηκαν. Επιπλέον, τά κτηματικά έγγραφα καί έκχωρητήρια εξο μοιώνονταν κάπως μέ τά συμβολικά δώρα, όπως τά σπαθιά ή τά ξίφη. ’Αναγνωρίζονταν άπό τήν όψη τους. Πράγματι, πολύ συχνά τά κτηματόγραφα χαλκεύονταν γιά νά μοιάζουν μέ ό,τι τό δικαστήριο πίστευε πώς έπρεπε νά μοιάζει ένα κτηματόγραφο (Clancy 1979, σελ. 249, παραθέτοντας τόν Ρ.Η. Sawyer). «Ο ί πλαστογράφοι δέν ήταν εύκαιριακοί κακοποιοί στό περιθώριο τής νόμιμης πρακτικής», γράφει ό Clancy, άλ λά «ειδήμονες έδραιωμένοι στό κέντρο τού έγγράμματου καί πνευματικού πολιτισμού στόν δωδέκατο αιώνα». ’Από τά 164 έκχωρητήρια τού Έδουάρδου τού ’Εξομολογητή πού διασώζονται σήμερα, τά 44 είναι σαφώς πλαστογραφημένα, μόνο 64 είνα ι σαφώς αύθεντικά, ένώ τά ύπόλοιπα είναι άπροσδιόριστα. Τά έπαληθεύσιμα λάθη πού προκύπτουν άπό τίς ριζικά προφορικές είσέτι οικονομικές καί δικαστικές διαδικασίες πού άναφέρει ό Clancy ήταν έλάχιστα, άφού τό πληρέστερο παρελθόν ήταν κατά τό πλεϊστον άπρόσιτο στή συνείδηση. «Ή άλήθεια πού έμενε στή μνήμη [...] ήταν εύκαμπτη καί
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
139
όριοθετημένη χρονικά» (Clancy 1979, σελ. 233). 'Όπως δ εί χνουν τά παραδείγματα άπό τή σύγχρονη Νιγηρία καί Γκάνα (Goody καί Watt 1968b, σελ. 31-4), σέ μιά προφορική οικονο μία τής σκέψης τά πράγματα τού παρελθόντος πού δέν σχε τίζονταν καθόλου μέ τό παρόν συνήθως έπεφταν στή λήθη. Τό έθιμικό δίκαιο, άπαλλαγμένο άπό τό ύλικό πού έπεφτε σέ άχρηστία, ήταν αύτομάτως πάντα έκσυγχρονισμένο, οπότε καί νέο — ένα γεγονός πού παραδόξως κάνει τό έθιμικό δ ί καιο νά μοιάζει άναπόφευκτο κι έτσι πολύ παλαιό (Clancy 1979, σελ. 233). Τά άτομα πού ή εικόνα τους γιά τόν κόσμο διαμορφώθηκε άπό τήν προωθημένη έγγραμματοσύνη πρέπει νά ύπενθυμίζουν στόν έαυτό τους ότι στούς λειτουργικά προ φορικούς πολιτισμούς τό παρελθόν δέν γίνεται άντιληπτό ώς ένα κατατμημένο πεδίο, διάσπαρτο μέ έπαληθεύσιμα καί συ ζητήσιμα «γεγονότα» ή μονάδες πληροφοριών. Είναι τό π ε δίο τών προγόνων, μιά πάλλουσα πηγή γιά τήν άνανέωση τής συνείδησης τού παρόντος, πού έπίσης δέν είναι ένα κατατμη μένο πεδίο. Ή προφορικότητα δέν γνωρίζει καταλόγους, δια γράμματα καί σχήματα. Ό Goody (1977, σελ. 52-111) έξέτασε λεπτομερειακά τή νοητική σημασία τών πινάκων καί τών καταλόγων, ένα παρά δειγμα άπό τά όποια είναι καί τό ήμερολόγιο. Ή γραφή κα θιστά τέτοια έργαλεΐα έφικτά. Πράγματι, ή γραφή κατά μία έννοια έπινοήθηκε προκειμένου νά κάνει κάτι σάν τούς κατα λόγους: τά περισσότερα άπό τά γνωστά μας πρώιμα κείμενα πού γράφτηκαν στή σφηνοειδή τών Σουμερίων καί ξεκινούν γύρω στό 3500 π.Χ. είναι λογιστικά. Οί πρωταρχικά προφο ρικοί πολιτισμοί συνήθως τοποθετούν τό ισοδύναμο τών κα ταλόγων τους μέσα σέ άφηγήσεις, όπως συμβαίνει στόν κα τάλογο τών πλοίων καί τών άρχηγών στήν Ίλιάδα (Β. 461879), πού δέν είναι μιά άντικειμενική καταγραφή, άλλά μιά έπιχειρησιακή έκθεση σέ μιά πολεμική ιστορία. Στό κείμενο τής Τορά, πού καταγράφει μορφές σκέψης οί όποιες είναι άκόμα βασικά προφορικές, τό ισοδύναμο τής γεωγραφίας
140
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
(τής διακρίβωσης τών σχέσεων άνάμεσα σέ τόπους) εκφρά ζεται μέ μιά τυποποιημένη άφήγηση δράσης (’Αριθμοί 33: 16 κ .έ.): «Κ αί σηκωθέντες άπό τής έρημου Σινά, έστρατοπέδευσαν έν Κιβρώθ-άτταβά. Καί σηκωθέντες άπό Κιβρώθ-άτταβά, έστρατοπέδευσαν έν Άσπρώθ. Καί σηκωθέντες άπό Άσπρώθ, έστρατοπέδευσαν έν Ριθμα...», καί τά λοιπά γιά αρκε τούς άκόμη στίχους. Άκόμη καί οί γενεαλογίες πού προέρ χονται άπό τέτοιες προφορικά διαμορφωμένες παραδόσεις είναι στήν πραγματικότητα άφηγήσεις. Ά ντί γιά μιά άκολουθία ονομάτων, βρίσκουμε μιά άκολουθία άπό «έγέννησ ε», άπό άποφάνσεις γιά τό τί έκανε κάποιος: «Έγεννήθη δέ εις τόν Ένώχ ό Ίράδ· καί Ίράδ έγέννησε τόν Μεχοϋιαήλ* καί Μεχουϊαήλ έγέννησε τόν Μεθουσαήλ* καί Μεθουσαήλ έγέννησε τόν Λάμεχ» (Γένεση 4:18). Αύτό τό είδος τής άθροισης προέρχεται έν μέρει άπό τήν προφορική τάση νά χρησιμοποιούνται λογότυποι, έν μέρει άπό τή μνημονική τά ση τοϋ προφορικού νά έκμεταλλεύεται τήν ισορροπία (ή έπανάληψη τού σχήματος ύποκείμενο-ρήμα-άντικείμενο δη μιουργεί έναν ρυθμό πού βοηθά τήν άνάκληση καί τόν όποιο μιά άπλή άκολουθία ονομάτων δέν θά διέθετε), έν μέρει άπό τήν προφορική τάση πρός πλεονασμό (τό κάθε άτομο άναφέρεται δίς, ώς πρόγονος καί ώς έπίγονος) καί έν μέρει άπό τήν προφορική τάση πρός τήν άφήγηση, καί όχι τήν άπλή γραμμική παράθεση (τά άτομα δέν άκινητοποιοϋνται σάν σέ μιά άστυνομική παράταξη, άλλά κάνουν κάτι — γιά τήν άκρίβεια γεννούν). Αύτές οί βιβλικές περικοπές είναι βέβαια γραπτές πηγές, άλλά προέρχονται άπό μιάν άντίληψη καί μιά παράδοση πού έχει προφορική δομή. Δέν γίνονται άντιληπτές ώς «πράγμα τα », άλλά ώς άναπλάσεις παρελθόντων γεγονότων. Οί άκολουθίες πού άναπτύσσονται προφορικά συντελοϋνται πάντα μέσα στόν χρόνο, δέν είναι δυνατόν νά «έξετασθοϋν», άφού δέν παρουσιάζονται έγγράφως, άλλά άποτελούν έκφωνήσεις πού άκούγονται. Σέ έναν πρωταρχικά προφορικό πολιτισμό,
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔ1 ΑΡΘΡΩΝ ΚΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
141
ή έναν πολιτισμό μέ πολλά προφορικά κατάλοιπα, άκόμη καί οί γενεαλογίες δέν είναι «κα τά λογοι» μέ δεδομένα, άλλά μάλλον «άναμνήσεις τραγουδιών πού τραγουδήθηκαν». Τά κείμενα είναι όμοια μέ πράγματα, άκινητοποιημένα στόν ορατό χώρο καί ύπόκεινται σέ αύτό πού ό Goody άποκαλεΐ «άνάδρομο έλεγχο» (1977, σελ. 49-50). Ό Goody δείχνει λε πτομερώς πώς, όταν οί άνθρωπολόγοι καταγράφουν σέ μιά γραμμένη ή τυπωμένη έπιφάνεια καταλόγους διαφόρων λημ μάτων πού βρίσκονται στούς προφορικούς μύθους (κλάν, π ε ριοχές τής γης, εϊδη άνέμων κ.ο .κ.) στήν πραγματικότητα δια στρέφουν τόν νοητικό κόσμο στόν όποιο οί μύθοι έχουν ριζω μένη τήν ύπαρξή τους. Ή άπόλαυση πού προσφέρουν οί μύθοι δέν έχει ούσιαστικά «συνοχή» μέ τή μορφή ένός πίνακα. Οί κατάλογοι τού είδους πού μελετά ό Goody είναι β έ βαια χρήσιμοι, έφόσον έχουμε πλήρη έπίγνωση τής παραμόρ φωσης πού εισάγουν. Ή ορατή άναπαράσταση τού προφορι κού ύλικού στόν χώρο έχει τή δική της ιδιαίτερη οικονομία, τούς δικούς της νόμους κίνησης καί δομής. Τά κείμενα δια φόρων γραφών τού κόσμου διαβάζονται άπό δεξιά πρός τά άριστερά, άπό τά άριστερά πρός τά δεξιά, άπό πάνω πρός τά κάτω, ή μέ όλους αυτούς τούς τρόπους μαζί, όπως στή βουστροφηδόν γραφή, άλλά πουθενά, άπ’ όσο γνωρίζουμε, άπό κάτω πρός τά πάνω. Τά κείμενα έξομοιώ νουν τήν έκφραση μέ τό άνθρώπινο σώμα. Εισάγουν μιά «κεφαλική» άντίληψη στή συσσώρευση τής γνώσης: ή λέξη κεφάλαιο [chap ter] προέρχεται άπό τή λέξη κεφαλή [τό λατινικό caput] (όπως στό άνθρώπινο σώμα). Οί σελίδες δέν έχουν μόνον «έπικεφαλίδες » , άλλά καί «πόδια» (footnotes)/υποσημειώσεις. Άναφερόμαστε σέ κάτι πού είναι «παραπάνω » ή «παρακάτω », εννοώντας κάτι πού έπεται ή προηγείται μερικές σελίδες. Ή σημασία πού έχει τό κάθετο καί τό οριζόντιο στά βιβλία άπαιτεΐ σοβαρή μελέτη. Ό Kerckhove (1981, σελ. 10-1) ύποστηρίζει ότι ή άνάπτυξη τής κυριαρχίας τού άριστερού ήμισφαιρίου οδήγησε τή φορά τής έλληνικής γραφής, άπό τά δ ε
142
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ξιά στά αριστερά αρχικά, στή βουστροφηδόν γραφή (τή γραφή πού ακολουθεί τήν κίνηση τοϋ βοδιού στό όργωμα, μέ τή μιά γραμμή νά πηγαίνει πρός τά δεξιά, τήν επόμενη πρός τά αρι στερά καί τά γράμματα νά στρίβουν πρός τήν κατεύθυνση τής γραφής), στή στοιχηδόν γραφή (κάθετες γραμμές), καί τ ε λικά στήν οριστική γραφή, πού κατευθύνεται άπό άριστερά πρός τά δεξιά σέ μιά οριζόντια γραμμή. 'Όλα αύτά άνήκουν σέ έναν κόσμο διαφορετικής τάξης άπό έκεΐνον τής προφο ρικής άντίληψης, πού δέν έχει κανέναν τρόπο νά λειτουργήσει μέ «επικεφ αλίδες» ή λεκτική γραμμικότητα. Σέ όλο τόν κό σμο, τό άλφάβητο, πού άδυσώπητα άνάγει κατά τρόπο δρα στικό τόν ήχο στόν χώρο, ώθεΐται στήν ύπηρεσία τής έγκαθίδρυσης τών νέων, χωρικά προσδιορισμένων άκολουθιών: τά μέρη σημειώνονται μέ τά γράμματα α, /?, y γιά νά δηλώσουν τή σειρά τους, ένώ άκόμη καί τά ποιήματα στά πρώτα χρόνια τής έγγραμματοσύνης συντίθενται μέ τρόπο ώστε οί άκροστιχίδες τών διαδοχικών στίχων νά άκολουθοϋν τή σειρά τού άλφαβήτου.* Τό άλφάβητο, ώς μιά άπλή άκολουθία γραμμά των, άποτελεΐ μιά σημαντική γέφυρα άνάμεσα στήν προφορι κή καί τήν έγγράμματη μνημοτεχνική: γενικά, ή άκολουθία τών γραμμάτων άπομνημονεύεται προφορικά καί στή συνέ χεια χρησιμοποιείται γιά τήν ώς έπί τό πλεΐστον οπτική άνά κληση ύλικού, όπως στά εύρετήρια. Τά σχεδιαγράμματα, πού τοποθετούν τά στοιχεία τής σκέψης όχι μόνο κατά μία στοίχιση άλλά ταυτοχρόνως σέ οριζόντιες καί άλλες σταυροειδείς διατάξεις, παρουσιάζουν ένα πλαίσιο σκέψης άκόμη πιό απομακρυσμένο άπό τίς προ *
Σ .τ .Έ .: Τό φαινόμενο συναντάται καί στή δημοτική μας ποίηση, στά λεγόμενα «α λφ α βη τά ρ ια », Λ.χ. στούς ερωτικούς στίχους: