ο Ναός τον Χρυσού
Περιπτέρου
ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Δύφα για έρωτα (μυθιστόρημα) Ο ήχος των κυμάτων (μυθιστόρημα) Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ (τετραλογία)
Λ'Ανοιξιάτικο χιόνι Β'Αφηνιασμένα άλογα Γ' Ο ναός της αυγής Δ' Ο εκπεσών άγγελος
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΛΗΔΑ ΠΑΛΛΑΝΤΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ ΑΘΗΝΑ 1999
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Yukio Mishima, Kinkakuji ΤΙΤΛΟΣ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: Yukio Mishima, The Temple of the Golden Pavilion β Copyright lichiro Hiraoka-Mishima, 1956. Originally pubhshed in Japan. ® Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 1997 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολο του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11,106 78 Αθήνα ® 330.12.08 - 330.13.27 FAX: 384.24.31 e-mail:
[email protected] www.kastaniotis.coin ISBN 960-03-2252-Χ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Α
ΠΡΩΤΟ
ΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΚΙΌΛΑΣ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ, Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
μου είχε πολλές φορές μιλήσει για τον Χρυσό Ναό.
Η ιδιαίτερη πατρίδα μου είναι ένα μοναχικό ακρωτήρι που προβάλλεται στη Θάλασσα της Ιαπωνίας, βορειοανατολικά του Μαϊζούρου. Ο Πατέρας δεν ήταν βέβαια γεννημένος εκεί, αλλά στο Σιρακού, στα ανατολικά προάστια του Μαϊζούρου. Είχε υποστεί έντονες πιέσεις να ασπαστεί το σχήμα του κληρικού και είχε γίνει ιερέας ενός ναού σε ένα απομακρυσμένο ακρωτήρι. Εκεί παντρεύτηκε και απόκτησε έναν γιο: εμένα. Κοντά στον ναό του ακρωτηρίου Ναριού, δεν υπήρχε κατάλληλο Γυμνάσιο. Έτσι, σύντομα εγκατέλειψα το πατρικό μου σπίτι και πήγα να μείνω κοντά σε έναν θείο μου, στη γενέτειρα του Πατέρα. Γράφτηκα στο Γυμνάσιο του Ανατολικού Μαϊζούρου και πηγαινοερχόμουν στο σπίτι με τα πόδια. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του Πατέρα, ο ουρανός ήταν καταγάλανος. Ωστόσο, κάθε χρόνο, ανάμεσα Οκτώβρη και Νοέμβρη, ξεσπούσαν κάπου κάπου νεροποντές, ακόμη και τις μέρες που ο ουρανός έδειχνε ολωσδιόλου ανέφελος. Αναρωτήθηκα συχνά μήπως εκεί οφείλεται το ευμετάβλητο του χαρακτήρα μου. Τα ανοιξιάτικα απογεύματα, γυρνώντας από το σχολείο.
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
καθόμουν μπροστά στο γραφείο μου, στον δεύτερο όροφο του σπιτιού, και αγνάντευα τους λόφους. Οι ηλιαχτίδες της δύσης έκαναν τα νιόβγαλτα φύλλα να λαμπυρίζουν στις πλαγιές και είχα την αίσθηση πως μια χρυσή οθόνη είχε ξεδιπλωθεί καταμεσής των αγρών. Τούτη η θέα μου έφερνε πάντα στον νου τον Χρυσό Ναό. Μόλο που έτυχε πολλές φορές να δω σε φωτογραφίες τον πραγματικό Χρυσό Ναό, δέσποζε πάντα μέσα μου η εικόνα του Χρυσού Ναού των αφηγήσεων του Πατέρα. Ο Πατέρας δεν μου είχε πει ποτέ ότι ο πραγματικός Χρυσός Ναός ανάδινε μαλαματένιες λάμψεις, ή κάτι παρόμοιο. Κι όμως, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, τίποτε πάνω σε αυτή τη Γη δεν του παράβγαινε σε ομορφιά. Τα γράμματα με τα οποία γραφόταν το όνομα του Ναού, ακόμη και ο ήχος αυτής της λέξης, του έδιναν κάτι το μυθικό που χαράχτηκε ανεξίτηλα μες στην καρδιά μου. Όταν έβλεπα τους αγρούς μακριά να λαμποκοπούν στον ήλιο, ήμουν σίγουρος ότι ήταν ο χρυσαφένιος ίσκιος του αόρατου ναού. Το πέρασμα Γιοσιζάκα, όριο ανάμεσα στην Επαρχία Φουκούι και στη δική μας, εκείνη του Κιότο, βρίσκεται ακριβώς στα ανατολικά. Ο ήλιος ανατέλλει κατευθείαν πάνω από το βουνό. Παρότι η σημερινή πόλη του Κιότο βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη πλευρά, συνήθιζα να βλέπω τον Χρυσό Ναό να ξεπροβάλλει ραδινός ανάμεσα στις πρώτες ηλιαχτίδες και να υψώνεται μέσ' από τις πτυχώσεις των ανατολικών εκείνων λόφων. Κοντολογίς, ο ναός μού επισήμαινε παντού την παρουσία του. Εκεί που δεν τον έφτανε η ματιά, γινόταν ένα με τη θάλασσα. Γιατί, παρότι ο κόλπος του Μαϊζούρου βρίσκεται μόνο τριάμισι μίλια δυτικά του χωριού Σιρακού, οι λόφοι έστεκαν εμπόδιο στη θέα του νερού. Κάτι σαν προαίσθημα πλανιόταν 8
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πάντα στον αέρα γι' αυτή τη θάλασσα: πολλές φορές ο άνεμος έφερνε μαζί τη μυρωδιά της. Άλλοτε πάλι, τις μέρες της θαλασσοταραχής, σμήνη από γλάρους αναζητούσαν καταφύγιο στους κοντινούς αγρούς. Η κράση μου ήταν ασθενική: τα άλλα αγόρια με νικούσαν πάντα στο τρέξιμο και στο μονόζυγο. Εξάλλου, ήμουν εκ γενετής τραυλός, κάτι που με έκανε να κλείνομαι ακόμη περισσότερο στον εαυτό μου. Όλοι γνώριζαν ότι προερχόμουν από έναν ναό. Οι πιο κακοί από τους συμμαθητές μου με κορόιδευαν: μιμούντο έναν τραυλό ιερέα που προσπαθούσε να διαβάσει τις σούτρα. Υπήρχε μάλιστα σε κάποιο από τα βιβλία μας μια ιστορία όπου εμφανιζόταν ένας τραυλός ντετέκτιβ και συχνά μου διάβαζαν κομμάτια δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη φωνή τους. Δεν χρειάζεται να πω ότι το τραύλισμά μου όρθωνε ένα εμπόδιο ανάμεσα σε μένα και στον έξω κόσμο. Όλη κι όλη η δυσκολία συνοψιζόταν στον πρώτο ήχο: αυτός μοιάζει με το κλειδί, θαρρείς, της πόρτας που χωρίζει τον εσωτερικό μου κόσμο από την εξωτερική πραγματικότητα, κι αυτό το κλειδί δεν γύρισε ποτέ μαλακά στην κλειδαριά του. Χάρη στον εύκολο χειρισμό των λέξεων, οι περισσότεροι άνθρωποι κρατούν την πόρτα διάπλατα ανοιγμένη ανάμεσα στους δυο αυτούς κόσμους, έτσι που ο αέρας να περνά ελεύθερα. Για μένα, αυτό στάθηκε αδύνατο: το κλειδί εμποδιζόταν από ένα παχύ στρώμα σκουριάς. Ο τραυλός που παλεύει απελπισμένα να προφέρει τον πρώτο ήχο μοιάζει με το πουλάκι που προσπαθεί να αποδεσμευτεί από τον ιξό της ξόβεργας. Όταν τελικά τα καταφέρνει, είναι πολύ αργά. Και είναι βέβαιο ότι, πολλές φορές, η πραγματικότητα του έξω κόσμου δείχνει να με περιμένει δημιουργώντας γύρω μου έναν κλοιό, ενώ πασχίζω να ελευθερωθώ. Πε-
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
ριμένοντας όμως, χάνει τη δροσιά της. Και όταν, αφού μοχθήσω αρκετά, τα καταφέρω τελικά να βγω έξω, αντικρίζω μια πραγματικότητα με αλλαγμένο χρώμα και σημείο εστίασης που σκορπίζει αναθυμιάσεις σήψης χωρίς την ποθητή δροσιά. Εύκολα θα φανταζόταν κανείς πως η νιότη μου στράφηκε γύρω από δυο ηγετικούς πόθους εκ διαμέτρου αντίθετους. Απολάμβανα πάντοτε στην ιστορία τις περιγραφές για τους τυράννους. Έβλεπα τον εαυτό μου, ίδιο τύραννο, τραυλό αλλά και σιωπηλό. Οι ακόλουθοί μου θα εξαρτιόντουσαν από κάθε έκφραση που θα διαφαινόταν στο πρόσωπό μου, ζώντας μέρα νύχτα κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη ενός συνεχούς τρόμου. Και είναι περιττό να δικαιολογήσω τη σκληρότητά μου με λέξεις σαφείς και ήπιες. Η σιωπή μου στάθηκε τότε αρκετή για να δικαιολογήσει κάθε λογής σκληρότητα. Από τη μια, χαιρόμουν με τη σκέψη να τιμωρήσω τους δασκάλους και τους συμμαθητές μου που με βασάνιζαν καθημερινά. Από την άλλη, ζούσα με τη φαντασίωση ότι ήμουν μεγάλος καλλιτέχνης, προικισμένος με την πιο σαφή ενόραση, σωστός άρχοντας του εσωτερικού κόσμου. Μπορεί η εξωτερική μου εμφάνιση να ήταν μίζερη, διέθετα όμως έναν απαράμιλλο εσωτερικό πλούτο. Μήπως άλλωστε δεν ήταν φυσικό ένα νεαρό αγόρι που πάσχει όπως εγώ από ένα ανίατο φυσικό ελάττωμα να σκεφτεί πως είναι πλάσμα μυστικά επίλεκτο; Ένιωθα σαν να με περίμενε κάπου σε αυτόν τον κόσμο μια αποστολή - που όμως, ακόμη δεν γνώριζα. Από τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή έχει μείνει στη θύμησή μου το ακόλουθο επεισόδιο. Το Γυμνάσιο του Ανατολικού Μαϊζούρου διέθετε αχανείς χώρους, ευχάριστα πλαισιωμένους από λόφους, και ήταν εξοπλισμένο με κτήρια φωτεινά και εκσυγχρονισμένα. Κάποια μέρα του Μάη, ένας απόφοιτος του σχολείου μας -και τώρα φοιτητής στη Ναυτική Σχολή Μηχανικών του Μαϊιο
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
ζούρου- ήρθε να επισκεφθεί σε μιαν αργία το παλιό του Γυμνάσιο. Ήταν εκπληκτικά μαυρισμένος από τον ήλιο και η μεγάλη του μύτη προεξείχε από το κασκέτο του, χωμένο μέχρι τα μάτια. Από την κορφή ως τα νύχια ήταν η προσωποποίηση του τέλειου νεαρού ήρωα. Καθόταν τώρα και διηγιόταν στους νεότερους τις ταλαιπωρίες της τωρινής ζωής του με όλους τους στρατιωτικούς κανόνες της. Και, παρότι θα περίμενε κανείς να τον ακούσει να περιγράφει μια ζωή γεμάτη δυσκολίες, μιλούσε με τέτοιον τόνο σαν να μας περιέγραφε μέρες πλούσιες στη μοναδικότητά τους. Κάθε κίνηση που έκανε ήταν γεμάτη υπεροψία, άλλο αν, παρά τη νεαρή του ηλικία, είχε πλήρη συνείδηση της αξίας μιας συγκαταβατικής ταπεινοφροσύνης. Μες στη χρυσοποίκιλτη από τα γαλόνια στολή του, το στήθος του φούσκωνε σαν ακρόπρωρο που προχωρεί σκίζοντας τη θαλάσσια αύρα. Καθόταν στα πέτρινα σκαλοπάτια του σχολικού γηπέδου. Ολόγυρά του στεκόταν μια ομάδα μαθητών, κρεμασμένη από τα χείλη του. Στο πρανές των παρτεριών του κήπου άνθιζαν λουλούδια του Μάη - τουλίπες, μοσχομπίζελα, ανεμώνες, μαργαρίτες. Και πάνω από τα κεφάλια τους κρέμονταν τα κάτασπρα άνθια της μανόλιας. Ομιλητής και ακροατήριο έστεκαν ακίνητοι σαν αγάλματα. Καθόμουν μόνος στο γήπεδο, λίγο πιο πέρα. Έτσι έκανα συνήθως. Κοίταζα τα μαγιάτικα λουλούδια και τις περήφανες στολές, ενώ συγχρόνως άκουγα τα καθάρια γέλια που καμπάνιζαν... Εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός ήρωας έδειξε να ενδιαφέρεται περισσότερο για μένα παρά για τους θαυμαστές του. Γιατί μονάχα εγώ δεν έκαμπτα τη μέση μπροστά στο γόητρό του, κάτι που πλήγωνε την υπεροαρία του. Ρώτησε τους άλλους το όνομά μου. «Ε, Μιζογκούτσι», φώναξε. Ήταν η πρώτη φορά που έ-
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
στρε'ψε τα μάτια πάνω μου. Τον κοίταξα επίμονα δίχως να βγάλω λέξη. Στο χαμόγελο που μου απηύθυνε μπόρεσα να διακρίνω κάτι σαν κολακεία από έναν ισχυρό άντρα. «Γιατί δεν μου απαντάς; Δεν έχεις στόμα;» «Είμαι τρ-τρ-τραυλός», απάντησε ένας από τους θαυμαστές του στη θέση μου και όλοι ξέσπασαν σε γέλια. Πόση λάμψη ανάδινε το περιφρονητικό αυτό χαχανητό! Στο σκληρό εκείνο γέλιο των συμμαθητών μου, τόσο χαρακτηριστικό των αγοριών της ηλικίας τους, υπήρχε για μένα κάτι λαμπρό, όπως το φως που αντανακλούν οι δέσμες των φύλλων. «Μπα! Τραυλός είσαι; Και γιατί δεν μπαίνεις στη Σχολή Μηχανικών του Ναυτικού; Θα σου βγάλουν το τραύλισμά σου με τον κόπανο μέσα σε μια μέρα!» Δεν ξέρω πώς, αλλά η απάντησή μου βγήκε πεντακάθαρη. Οι λέξεις κύλησαν μαλακά, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια. «Δεν θα πάω εκεί. Θα γίνω ιερέας». Όλοι σώπασαν. Ο νεαρός ήρωας χαμήλωσε τα μάτια, έκοψε ένα χόρτο και το έβαλε στο στόμα του. «Καλά τότε», είπε, «κάποια στιγμή στα χρόνια που έρχονται, την ώρα της ταφής μου, θα σου δώσω δουλειά». Είχε κιόλας ξεσπάσει ο Πόλεμος του Ειρηνικού. Εκείνη τη στιγμή, σαν κάτι να ξύπνησε μέσα μου. Ήταν η αίσθηση ότι στεκόμουν περιμένοντας σε έναν σκοτεινό κόσμο, με τα δυο χέρια απλωμένα. Ότι, κάποια μέρα, τα μαγιάτικα λουλούδια, οι στολές και οι διεστραμμένοι συμμαθητές μου, όλα αυτά θα έρχονταν να πέσουν ανάμεσα στα απλωμένα μου χέρια. Σαν να με είχε κυριεύσει μια σκέψη: είχα αδράξει τον κόσμο και τον συνέθλιβα στη βάση του, έτσι όπως ήταν... Παρ' όλα αυτά, τόσο ήταν το βάρος μιας τέτοιας γνώσης που δεν μπορούσε να αποτελέσει πηγή περηφάνιας για ένα αγοράκι της ηλικίας μου. 12
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Η περηφάνια πρέπει να είναι κάτι πιο ανάλαφρο, πιο χαρούμενο, πιο έκδηλο και λαμπρό. Ήθελα κάτι που να φαίνεται. Η περηφάνια μου να αποτελεί κάτι ορατό στο γυμνό μάτι. Σαν το σπαθί, για παράδειγμα, που κρεμόταν από τη ζώνη εκείνον. Το ξίφος, που το θαυμάζαμε όλοι στο Γυμνάσιο, ήταν πράγματι ένα όμορφο στολίδι. Λέγανε ότι οι σπουδαστές της Ναυτικής Ακαδημίας συνήθιζαν να χρησιμοποιούν κρυφά τα ξίφη τους για να ξύνουν τα μολύβια. Πόσο κομψό, σκεφτόμουν, είναι να χρησιμοποιείς ένα σύμβολο τόσο επίσημο για τέτοιου είδους ευτελή πράγματα! Ο νεαρός άντρας είχε βγάλει τη στολή του της Σχολής των Μηχανικών και την είχε κρεμάσει στον άσπρο φράχτη. Κρεμασμένα δίπλα στα λουλούδια, το παντελόνι και το άσπρο φανελάκι ανάδιναν τη μυρωδιά του ιδρωμένου νεανικού δέρματος. Μια μέλισσα έπεσε κατά λάθος στην κάτασπρη φανέλα-λουλούδι. Στολισμένο με το χρυσό σιρίτι του, το κασκέτο βρισκόταν σε κάποιο σημείο του φράχτη. Στεκόταν όπως έπρεπε, σαν να το φορούσε ένας άνθρωπος, χωμένο ως τα μάτια του. Κάποιος από τους μικρότερους είχε πετάξει το γάντι στον κάτοχό του και πήγαν να αναμετρηθούν πίσω, στην παλαίστρα. Κοιτάζοντας εκείνα τα αντικείμενα που είχε παραμερίσει, είχα την αίσθηση ότι έβλεπα κάτι σαν τιμημένο τάφο. Τα πληθωρικά μαγιάτικα λουλούδια ενίσχυαν αυτό το συναίσθημα. Τόσο το κασκέτο, με τις ανταύγειες στο κατάμαυρο γείσο του, όσο και το κρεμασμένο πλάι του ξίφος με το δερμάτινο λουρί, σκόρπιζαν -απομακρυσμένα από το σώμα του- μια ιδιαίτερη λυρική ομορφιά. Ήταν το ίδιο τέλεια με την εικόνα του που είχα μέσα μου. Κοντολογίς, με κοίταζαν λες κι ήμουν το λείψανο ενός νεαρού ήρωα που ξεκινούσε για τη μάχη. 13
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
Σιγουρεύτηκα ότι δεν υπήρχε ·ψυχή. Από την πλευρά της παλαίστρας έφταναν οι επευφημίες. Έβγαλα από την τσέπη μου τον σκουριασμένο σουγιά, που τον χρησιμοποιούσα κι εγώ για να ξύνω τα μολύβια μου. Σύρθηκα μέχρι τον φράχτη και έκανα μερικές άσχημες χαρακιές στο πίσω μέρος του όμορφου μαύρου θηκαριού του ξίφους... Από μια τέτοια περιγραφή, ίσως ο κόσμος κρίνει εκ πρώτης όψεως ότι διακρίνομαι για άγουρη ποιητική έφεση. Αλλο αν, ως εκείνη την ημέρα, δεν είχα γράψει, όχι μόνον ούτε ένα ποίημα, αλλά ούτε καν μια σημείωση στο ημερολόγιό μου. Δεν είχα καμιά ιδιαίτερη παρόρμηση να επισκιάζω τους άλλους, καλλιεργώντας πρωτόγνωρες ικανότητες και ξεπερνώντας τους σε τομείς που ήμουν στο παρελθόν κατώτερός τους. Με άλλα λόγια, η υπέρμετρη υπεροψία μού αφαιρούσε κάθε δυνατότητα να φερθώ σαν καλλιτέχνης. Εξάλλου, ακόμη κι αν με απασχόλησε για μια στιγμή κάποιος τυχόν οραματισμός μου να γίνω τύραννος ή μεγάλος καλλιτέχνης, αυτό δεν ξεπέρασε ποτέ το κατώφλι του ονείρου και ποτέ δεν είχα την παραμικρή επιθυμία να καταπιαστώ με κάτι σοβαρά και να το πραγματοποιήσω. Επειδή το γεγονός ότι δεν με καταλάβαιναν οι άλλοι στάθηκε πάντοτε για μένα η μόνη πραγματική πηγή περηφάνιας, δεν αντιμετώπισα ποτέ το ενδεχόμενο να εκφράσω κάτι μεταλαμπαδεύοντας στους άλλους τη γνώση μου. Πίστευα πως όλα όσα έβλεπαν εκείνοι δεν μου ήταν ταγμένα. Η μοναξιά μου φούσκωνε όλο και περισσότερο λες κι ήταν γουρούνα. Ξαφνικά, η μνήμη μου στέκεται σε ένα τραγικό γεγονός που συνέβη στο χωριό μας. Παρότι υποτίθεται πως ήμουν εντελώς αμέτοχος, δεν μπορώ να απαλλαγώ από τη σαφή αίσθηση ότι έπαιξα κι εγώ εκεί κάποιον ρόλο. Μέσ' από αυτό το γεγονός, βρέθηκα μεμιάς αντιμέτωπος με 14
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
καθετί υπαρκτό: με τη ζωή, με την ηδονή της σάρκας, με την προδοσία, το μίσος και τον έρωτα - ναι, με καθετί που μπορεί να έχει σχέση με τούτον τον κόσμο. Και η μνήμη μου προτίμησε να αρνηθεί και να παραβλέψει ό,τι υψηλό κρύβεται σε όλα αυτά.
Δυο σπίτια πέρα από το σπίτι του πατέρα μου, έμενε μια όμορφη κοπέλα. Το όνομά της ήταν Ουίκο. Είχε μάτια μεγάλα και φωτεινά. Οι τρόποι της ήταν υπεροπτικοί, ίσως επειδή η οικογένειά της ήταν πλούσια. Μολονότι ο κόσμος ασχολιόταν ιδιαίτερα μαζί της, κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει τις μύχιες σκέψεις της. Προφανώς, η Ουίκο διατηρούσε ακόμη την παρθενία της και οι ζηλότυπες γυναίκες συνήθιζαν να την κουτσομπολεύουν και να διαδίδουν πως όλα πάνω της έδειχναν ότι ήταν στείρα. Αμέσως μόλις αποφοίτησε από το Παρθεναγωγείο, η κοπέλα αυτή πήγε να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο Ναυτικό Νοσοκομείο του Μαϊζούρου ως εθελόντρια νοσοκόμα. Επειδή το νοσοκομείο ήταν αρκετά κοντά στο σπίτι της, μπορούσε να πηγαίνει στη δουλειά της με το ποδήλατο. Έπρεπε να παρουσιάζεται πολύ νωρίς το πρωί και γι' αυτό έφευγε από το σπίτι της με το γκρίζο φως της αυγής, σχεδόν δυο ώρες πριν ξεκινήσω εγώ για το σχολείο. Έτυχε κάποιο απόγευμα να βυθιστώ σε μελαγχολικές φαντασιώσεις γύρω από το κορμί της Ουίκο. Το ίδιο βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ και, ενώ όλα ήταν ακόμη σκοτεινά, πετάχτηκα από το κρεβάτι μου, φόρεσα τα αθλητικά μου παπούτσια και βγήκα έξω στο καλοκαιριάτικο αυγινό σκοτάδι. Το κορμί της Ουίκο δεν σχεδιαζόταν στον νου μου για πρώτη φορά. Ήταν κάτι που είχε περάσει τυχαία από τη σκέ15
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
μου και μου είχε γίνει σιγά σιγά έμμονη ιδέα. Έτσι, ίδιο με θρόμβο, βυθίστηκε σε μια μουντή σκιά, λευκή και εύπλαστη, φτάνοντας στο σημείο να πήξει σε μυρωδάτη σάρκα. Σκεφτόμουν τη ζεστασιά στα δάχτυλά μου αν τυχόν ποτέ άγγιζα αυτή τη σάρκα. Και ακόμη, σκεφτόμουν την εύπλαστη μάζα και τη μυρωδιά της, σίγουρα παρόμοια μ' εκείνη της γύρης. Έτρεξα ίσια στον δρόμο μες στη σκοτεινιά της αυγής. Οι πέτρες δεν εμπόδιζαν το διάβα μου και το μισόφωτο ελευθέρωνε ολοένα τον δρόμο μπροστά μου. Έφτασα σε ένα μέρος που ο δρόμος πλάταινε και οδηγούσε στο χωριουδάκι Γιαζουόκα. Εκεί όρθωνε το ανάστημά του ένα 'ψηλό δέντρο ίαογαΜ. Ο κορμός του ήταν υγρός από την πρωινή δροσιά. Κρυμμένος στη βάση του δέντρου, περίμενα να περάσει το ποδήλατο της Ουίκο που κατευθυνόταν προς το χωριό. Αν και περίμενα κάμποση ώρα, δεν είχα ιδέα τι λογάριαζα να κάνω. Είχα τρέξει όσο να μου κοπεί η ανάσα, τώρα όμως που είχα ξαποστάσει στον ίσκιο του ίίβγαΜ, αγνοούσα την επόμενη κίνηση μου. Το γεγονός ότι είχα ζήσει για πολύ χωρίς σχεδόν καμιά επαφή με τον εξωτερικό κόσμο με οδηγούσε στη φαντασίωση πως, μόλις θα έκανα το άλμα προς την πραγματικότητα, όλα θα γίνονταν εύκολα, εφικτά. Τα κουνούπια μου τσιμπούσαν τα πόδια. Άκουγα πετεινάρια να λαλούν εδώ κι εκεί. Έριξα μια ματιά στον δρόμο. Σε κάποια απόσταση, είδα κάτι άσπρο και θολό. Νόμισα πως ήταν το χρώμα της αυγής, ήταν όμως η Ουίκο. Βρισκόταν πάνω στο ποδήλατό της. Το φανάρι του ήταν αναμμένο. Το ποδήλατο γλιστρούσε σιωπηλά κατά μήκος του δρόμου. Ξεμακραίνοντας από το ΙζογαΜ, πήγα και στάθηκα μπροστά στο ποδήλατο που τα κατάφερε να σταματήσει ξαφνικά. ι6
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Ένιωσα τότε σαν να είχα μεταλλαχθεί σε πέτρα. Η θέληση μου, ο πόθος μου, κοντολογίς όλα είχαν γίνει πέτρα. Ο έξω κόσμος είχε χάσει κάθε επαφή με τον ·ψυχισμό μου και είχε ξαναρχίσει να με περιβάλλει σαν αυθύπαρκτη οντότητα. Το «εγώ» μου είχε ξεγλιστρήσει από το σπίΐι του θείου μου, είχε φορέσει άσπρα αθλητικά παπούτσια και, μέσ' από το σκοτάδι της αυγής, είχε τρέξει σε όλο το μονοπάτι ως το δέντρο ί^βγαΜ αυτό το «εγώ» που είχε απλώς ακολουθήσει τον εσωτερικό του δρόμο με αστραπιαία ταχύτητα. Οι στέγες του χωριού, που το συγκεχυμένο τους περίγραμμα αναδυόταν μέσ' από τη σκοτεινή αυγή, τα μαύρα δέντρα κι οι κορυφογραμμές του Αομπαγιάμα, ακόμη κι η Ουίκο που είχε σταθεί τώρα μπροστά μου, όλα κατακλύζονταν από έλλειψη νοήματος. Μια έλλειψη τόσο πλήρη όσο και τρομακτική. Κάτι είχε στηρίξει την πραγματικότητα σε όλα αυτά, χωρίς να περιμένει τη συμμετοχή μου: και η θεοσκότεινη αυτή πραγματικότητα, μεγάλη και άδεια από κάθε νόημα, μου είχε δοθεί, μου είχε επιβληθεί, με^να βάρος που δεν είχα υπάρξει ποτέ μέχρι τότε μάρτυς του. Όπως πάντοτε, οι λέξεις ήταν πιθανότατα τα μόνα πράγματα που θα μπορούσαν να με γλιτώσουν από αυτή την κατάσταση. Κάτι που αποτελούσε χαρακτηριστική παρεξήγηση από την πλευρά μου. Όταν έπρεπε να δράσω, πάντοτε με απορροφούσαν οι λέξεις. Και ακριβώς επειδή έβγαιναν με τέτοια δυσκολία από τα χείλη μου, τους αφοσιωνόμουν ξεχνώντας τα πάντα γύρω από τη δράση. Μου φαινόταν μάλιστα ότι οι πράξεις, κάτι αστραφτερό και πολυποίκιλο, πρέπει να συνοδεύονται πάντοτε από εξίσου αστραφτερές και πολυποίκιλες λέξεις. Δεν κοίταζα τίποτε επισταμένως. Απ' όσο θυμάμαι, η Ουίκο στην αρχή τρόμαξε. Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι ήμουν εγώ, αρκέστηκε να κοιτάξει το στόμα μου. Κοίταζε -έτσι του17
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
λάχιστον υποθέτω- την ανόητη και σκοτεινή αυτή τρυπίτσα, κακοφτιαγμένη και ακάθαρτη σαν τις φωλιές των μικρών ζώων στους αγρούς, που κουνιόταν τώρα στο πρωινό φως της αυγής χωρίς κανένα νόημα. Ναι, η Ουίκο κοίταζε μόνο το στόμα μου. Και αφού ικανοποιήθηκε ότι από αυτό το στόμα δεν θα προερχόταν ούτε η ελάχιστη δύναμη σύνδεσης με τον έξω κόσμο, ένιωσε ανακουφισμένη. «Θεέ μου!» είπε. «Τι παράξενο να είναι κανείς τραυλός!» Η φωνή της κουβαλούσε τη δροσιά και την καθαρότητα της πρωινής αύρας. Χτύπησε το κουδούνι του ποδηλάτου της και έβαλε για μια φορά ακόμη τα πόδια της στα πεντάλ. Με παρέκαμψε με το ποδήλατό της, σαν να απέφευγε μια πέτρα. Παρότι δεν υπήρχε ψυχή γύρω μας, η Ουίκο χτύπησε το κουδούνι της πάλι και πάλι, δείχνοντας την περιφρόνησή της. Ύστερα απομακρύνθηκε. Άκουγα τον απόηχο του ποδηλάτου ώσπου χάθηκε μακριά στους αγρούς... Το ίδιο βράδυ - η κοπέλα είχε μιλήσει για τη συνάντησή μας-, η μητέρα της ήρθε στο σπίτι του θείου μου. Παρότι εκείνος ήταν συνήθως ιδιαίτερα αβρός μαζί μου, εκείνη τη φορά με επέπληξε αυστηρά. Καταράστηκα τότε την Ουίκο και άρχισα να εύχομαι τον θάνατό της. Λίγους μήνες αργότερα, οι κατάρες μου έπιασαν. Από εκείνη τη στιγμή, πιστεύω ακράδαντα στη δύναμη της κατάρας. Μέρα και νύχτα ευχόμουν τον θάνατό της. Ευχόμουν να εξαφανιστεί η μάρτυς της καταισχύνης μου. Αν δεν απέμεναν μαρτυρίες, ο εξευτελισμός μου θα ξεριζωνόταν από το πρόσωπο της Γης. Οι άλλοι αποτελούν πάντοτε μαρτυρίες. Αν δεν υπήρχαν οι άλλοι, η ντροπή δεν θα είχε γεννηθεί ποτέ στον κόσμο. Αυτό που είχα δει στο πρόσωπο της Ουίκο, πίσω από εκείνα τα μάτια που έλαμπαν σαν νερό στο σκοτεινόχρωμο φως της αυγής, ήταν ο κόσμος των άλλων ανθρώπων - ο κόσμος ει8
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
κείνων που δεν μας αφήνουν ποτέ μόνους, που είναι πάντα έτοιμοι να γίνουν συνεργοί και μάρτυρες του εγκλήματος μας. Όλοι οι άλλοι πρέπει να καταστραφούν. Για να μπορώ να αντικρίσω τον ήλιο πραγματικά, ο κόσμος πρέπει να καταστραφεί... Ύστερα από δυο μήνες, η Ουίκο έπαψε να εργάζεται στο Ναυτικό Νοσοκομείο και κλείστηκε στο σπίτι της. Τα κουτσομπολιά έδωσαν και πήραν στο χωριό. Ώσπου, στο τέλος του φθινοπώρου, ξέσπασε το δράμα. Δεν θα υποψιαζόμασταν ποτέ ότι ένας λιποτάκτης του Ναυτικού θα μπορούσε να κρύβεται στο χωριό μας. Μια μέρα, γύρω στο μεσημέρι, ένα μέλος της στρατιωτικής αστυνομίας 1ιγμ(χτι τοποθετηθεί στην κατάλληλη θέση, όπου είχε ήδη γίνει κίίιΟε απαραίτητη προετοιμασία. Μπροστά του στέκοντοιν κλοιίγοντας η μητέρα μου, ο νεαρός ιερέας και οι ενορίτες. Ο νε(χρός ιερέας διάβασε τις σούτρα με φωνή διστακτική, σχεδόν οαν να συνέχιζε να εξαρτάται από τις υποδείξεις του Πατέρ(χ, που κειτόταν εκεί μπροστά, στο φέρετρό του. Το πρόσωπό του ήταν θαμμένο κάτο) από τα πριότα λουλούδια του καλοκαιριού. Στην απόλυτη δροσκχ (ΐυτίόν των λουλουδιών υπήρχε κάτι το μακάβριο. Έμοκίζοιν να εξερευνούν το βάθος ενός πηγαδιού. Με άλλα λόγκχ, το πρόίκοπο ενός νεκρού πέφτει σε ένα απύθμενο βάθος, -κάτω από την επιφάνεια όπου βρισκόταν όταν ήταν ζωντανό, εκΟέτοντοις στη θέα των επιζώντων μονάχα το πλαίσιο μιας μαοχας. Πέ(|)τει όμως τόσο βαθιά που δεν μπορεί να ανέβει ^ανά (ττην επιφάνεια. Το πρόσωπο ενός νεκρού μπορεί να μας πει κοιλύτερα από οτιδήποτε σε αυτό τον κόσμο πόσο μακριά βριχτκόμοιστε από την αληθινή ύπαρξη της φυσικής ουσίας κ(ΐι πό(το έξίο από τις δυνατότητές μας βρίσκεται η πρόσβαση προς (χυτή την ουσία. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν αντιμέτίοπος με μια κατάσταση όπου, μέσ' από τον θάνατο, το πνεύμ(χ μετουσιώνεται σε απλή φυσική ουσία. Μόλις τότε αισθάνθηκίχ ότι ('χρχιζα σιγά σιγά να καταλαβαίνω γιατί εκείνα τα ανοιξΐ(χτικ(χ λουλούδια, ο ήλιος, το θρανίο μου, το οίκημα του σχολείου, το μολύβι, κοντολογίς καθετί υλικό μου φαινόταν πάντ(χ τίκτο ι|)υχρό, λες και ήταν κάτι πολύ μακρινό. Η Μητέρα και οι διάφοροι ενορίτες με κοίταζαν κ(χ()(ί)ς είχα την τελευταία μου συνάντηση με τον Πατέρα. Π(χρ' όλ(χ (χυ42
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τά, η καρδιά μου θα αρνιόταν πεισματικά να δεχτεί την αναλογία με τον κόσμο των ζωντανών που συνεπάγεται η λέξη «συνάντηση». Γιατί με κανέναν τρόπο δεν επρόκειτο για συνάντηση. Απλώς κοίταζα το νεκρό πρόσωπο του Πατέρα. Η σορός απλώς «κοιταζόταν», κι εγώ απλώς την κοίταζα. Ότι το κοίταγμα (δηλαδή η πράξη του να κοιτάζεις, όπως γίνεται συνήθως, χωρίς τίποτε το συνειδητό) αποτελούσε μια απόδειξη των δικαιωμάτων των ζωντανών και, επιπλέον, μια έκφραση σκληρότητας - ήταν κάτι που μόλις τώρα βίωνα ως ζωντανή εμπειρία. Έτσι, το νεαρό αγόρι που ποτέ δεν τραγούδησε δυνατά ούτε έτρεξε ποτέ ξεφωνίζοντας με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του επιβεβαίωνε τα γεγονότα της ίδιας της ζωής του. Παρότι, σε πολλούς τομείς, μου έλειπε το σθένος, δεν ένιωθα τώρα ούτε την ελάχιστη ντροπή στρέφοντας προς τους πενθούντες ένα πρόσωπο φωτεινό, χωρίς ίχνος δακρύων. Ο ναός βρισκόταν πάνω σε έναν γκρεμό αντίκρυ στη θάλασσα. Πίσω από την ομήγυρη, τα σύννεφα του καλοκαιριού, μαζεμένα πάνω από τα ανοιχτά της Θάλασσας της Ιαπωνίας, μου εμπόδιζαν τη θέα. Ο ιερέας είχε ήδη αρχίσει να ψάλλει τη σούτρα Ζεν για την εκφορά των σωμάτων. Ένωσα τη φωνή μου με τη δική του. Η κυρίως αίθουσα του ναού ήταν σκοτεινή. Το λάβαρο, κρεμασμένο ανάμεσα στις κολόνες, οι άνθινοι διάκοσμοι που στόλιζαν το ιερό, το θυμιατό και τα ιερά σκεύη - όλα αυτά άστραφταν κάτω από το φως της ιερής λαμπάδας. Πού και πού, έπνεε στον ναό η θαλάσσια αύρα φουσκώνοντας τα φαρδιά μανίκια του ράσου μου. Καθώς απάγγελλα τις σούτρα, τα καλοκαιριάτικα σύννεφα μου επέβαλλαν τη διαρκή αίσθηση της παρουσίας τους, ρίχνοντας μια σκληρή φωταχτίδα στον κανθό των ματιών μου. 43
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
Ένα έντονο φως απ' έξω έπεφτε πάνω στη μκχ πλευρά του προσώπου μου. Πόση υβριστική περιφρόνηση έκλεινε μέσα του το εκθαμβωτικό εκείνο φως! Όταν η νεκρική πομπή απείχε μόλις διακόσιες γιάρδες από το κρεματόριο, ξέσπασε μια νεροποντή. Ευτυχώς, βρισκόμασταν ακριβώς μπροστά στο σπίτι ενός καλοπροαίρετου ενορίτη κι έτσι μπορέσαμε να στεγαστούμε όλοι μας, μαζί με το φέρετρο. Η βροχή δεν έδειχνε να κοπάζει κ(χι η πομπή έπρεπε να συνεχίσει την πορεία της. Έτσι, αφού μ(χς έδίοσαν κάτι για να προστατευθούμε και σκεπάσαμε το φέρετρο με έναν μουσαμά, συνεχίσαμε τον δρόμο προς το κρεματόριο. Αυτό βρισκόταν σε μια μικρή π(χρ(χλί(χ με βότσαλα, σ' ένα ακρωτήρι στα νοτιοανατολικά του χοοριού. Πρ()((χχνώς, τούτος ο χώρος εχρησιμοποιείτο ανέκαθεν γκχ ττ]ν κ(χύιτη των νεκρών, μια και ο καπνός δεν έφτανε μέχρι τα ιτπίτκχ. Η θάλασσα ήταν σε εκείνο το σημείο ιδκχίτερα άγρια. Καθώς τα κύματα, σε αέναη αιώρηση, διογκίόνονπχν κ(χι ύστερα έσπαγαν, οι στάλες της βροχής κεντούσαν (χδΐ('χκοπ(χ την ταραγμένη τους επιφάνεια. Η βροχή τρυπούσε την επΐ(()('χνεια του νερού, αδιαφορώντας για την ταραχή του. Κί'χπου κάπου όμως, ένα μπουρίνι έριχνε ξαφνικά τις υδάτινες ριπές πάνω στα έρημα βράχια. Τα άσπρα βράχια γίνονταν τότε κίχτάμαυρα, λες και τ' ανεμόβροχο τα πιτσίλιζε με μελάνι. Φτάσαμε σε αυτό το σημείο περνώντας μέίτ' (χπ(') [ΐκχ σήραγγα. Ενώ οι εργάτες έκαναν τις απαραίτητες προετοΐ[ΐ(Χ(τίες, σταθήκαμε από κάτω για να προστατευθούμε από τΐ) νι ροποντή. Από τη θαλάσσια έκταση δεν διακρινόταν τίποτι·. Υπήρχαν μονάχα τα κύματα, οι υγροί μαύροι βράχοι κ(χι οι κ(χτ(χρράχτες του ουρανού. Ποτισμένο με πετρέλαιο που έδινε (ττ(χ νερά του ξύλου όμορφες ανταύγειες, το φέρετρο μαστιγίονότίχν (χπό τη βροχή. 44
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Του έβαλαν φωτιά. Το πετρέλαιο προσφερόταν με το δελτίο. Επειδή όμως επρόκειτο για την κηδεία ενός ιερέα, είχαν κανονίσει να το προμηθευτούν σε μεγάλη ποσότητα. Η φλόγα πάλευε τώρα ενάντια στις στάλες της βροχής και υψωνόταν στον αέρα με έναν ήχο που θα τον λόγιαζες για πλατάγισμα μαστιγίου. Παρότι ήταν μέρα, οι διάφανες φλόγες ξεχώριζαν με σαφήνεια καταμεσής του πυκνού καπνού. Παχύς, ο καπνός κινήθηκε αργά προς τους γκρεμούς ξεδιπλώνοντας τις έλικές του. Και, κάποια στιγμή, οι φλόγες έστησαν τον αυθύπαρκτο χορό τους. Ξαφνικά, ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος, σαν κάτι να σκιζόταν: το σκέπασμα του φέρετρου είχε ανατιναχτεί. Κοίταξα τη μητέρα που στεκόταν πλάι μου, κρατώντας το ροζάριο ανάμεσα στα δυο της χέρια. Το πρόσωπό της είχε γίνει αφάνταστα σκληρό κι έμοιαζε τόσο μικρό και παγωμένο, που θα χωρούσε -θαρρείς- σε μιαν ανθρώπινη παλάμη.
Υπακούοντας στις επιθυμίες του Πατέρα, πήγα στο Κιότο και μπήκα στον Χρυσό Ναό ο^ς νεοφώτιστος. Εκείνη ακριβώς την εποχή, χειροτονήθηκα ιερέας από τον Ηγούμενο, που πλήρωνε μάλιστα τα έξοδα των σπουδών μου. Σαν ανταπόδοση, τον φρόντιζα και έκανα τις δουλειές στον ναό. Η θέση μου ήταν ισότιμη με εκείνη ενός σπουδαστή-υπηρέτη, όπως λένε οι λαϊκοί. Μόλις ανέλαβα υπηρεσία, συνειδητοποίησα ότι, ύστερα από την επιστράτευση του αυστηρού επιμελητή του θαλάμου μας, δεν απόμεναν εκεί παρά μόνο γέροντες και αγόρια στην πρώτη τους νεότητα. Το γεγονός ότι βρισκόμουν εκεί ήταν για μένα από πολλές απόψεις μεγάλη ανακούφιση. Κανείς δεν με βασάνιζε πλέον όπως οι συμμαθητές μου στο Γυμνάσιο επειδή ήμουν γιος ιερέα: εδώ, όλοι βρισκόμασταν σε ίση μοίρα. Το μό45
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
νο που με έκανε να διαφέρω από τους άλλους ήταν το τραύλισμα μου και το γεγονός ότι ήμουν κατά τι πιο άσχημος. Οι σπουδές μου στο Γυμνάσιο του Ανατολικού Μαϊζούρου είχαν διακοπεί. Ωστόσο, χάρη στη βοήθεια του Π(χτέρα Ταγιάμα Ντόζεν, όλα ρυθμίστηκαν έτσι ώστε να τις συνεχίσω στο Γυμνάσιο της Ακαδημίας Ρινζάι. Θα άρχιζαν κίχτά τη φθινοπωρινή περίοδο, δηλαδή μέσα σε λιγότερο από έν(χν μήνα. Ήξερα, παρ' όλα αυτά, πως αμέσως μόλις θα άρχιζ(ί τη φοίτηση στο καινούργιο μου σχολείο, θα με επιστρίχτευοιν για αναγκαστική εργασία σε κάποιο εργοστάσιο. Αντιμετίόπιζα τώρα στη ζωή μου μια καινούργια συγκυρία. Μου είχ(χν (χπομείνει μόλις λίγες εβδομάδες καλοκαιρινών διακοπο)ν, που συνέπιπταν με τις διακοπές της περιόδου του πένθους μου, π(χρ(χξενα υποτονικές, στην τελευταία φάση του πολέμου του 1944. Η ζ(ι)ΐ] μου ως νεοφώτιστου κύλησε ομαλά και, όταν την ξ(χν(χ(τκέ(ρτ0μ(χι, έχο3 την αίσθηση πως ήταν οι τελευταίες αληθινές δκχκοπές της ζωής μου. Ακούω σαν να 'ναι τώρα τα τερετίσματ(χ τίον τζιτζικιών... Ο Χρυσός Ναός, που τον ξανάβλεπα ύστερ(χ οιπό πολλούς μήνες, ξαπόσταινε γαλήνια μέσα στο φως το)ν νατατων καλοκαιριάτικων ημερών. Είχα μόλις ασπαστεί το ιερίχτικό (τχήμα και το κεφάλι μου ήταν φρεσκοξυρισμένο. ΈνκοΟίχ πίος ο αέρας κολλούσε πάνω του. Είχα την παράξενίχ επικίνδυνη αίσθηση ότι οι σκέψεις που φώλιαζαν στον νου μου έρχονταν σε επαφή με τα φαινόμενα του εξωτερικού κόίτμοιι, δκχχίορισμένες από αυτά μονάχα μέσ' από μια λεπτή με[ΐ()ρ('χν)), μκχ επιδερμίδα ευαίσθητη και εύθραυστη. Μόλις ύψ(ΐ)ν(χ το (βλέμμα προς τον Χρυσό Ναό, ένιωθα πως αυτό το κτί(τμ(χ }ΐί· δκχπερνούσε, όχι μόνο μέσ' από τα μάτια μου αλλά κ(χι μέ(τ' οίπό το καινούργιο μου κεφάλι. Και το κρανίο μου, κ(χυτό (χπ(') την επαφή του με τον ήλιο, θα γινόταν ξαφνικά εξίσου δρο(ΐι·ρ(') μόλις θα δεχόταν, το απόβραδο, την πνοή της αύρας. 46
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
«Ω, Χρυσέ Ναέ! Ήρθα επιτέλους να ζήσω πλάι σου!» ψιθύριζε η καρδιά μου όταν σταματούσα για μια στιγμή να σαρώνω τα φύλλα. «Έστω κι αν δεν είναι τώρα αμέσως, φίλιωσε κάποτε μαζί μου και αποκάλυψε μου το μυστικό σου! Νιώθω πως η ομορφιά σου είναι πολύ κοντά μου, μα δεν μπορώ να τη δω. Σε παρακαλώ, άφησέ με να δω τον πραγματικό Χρυσό Ναό πιο καθαρά απ' ό,τι βλέπω την εικόνα σου στον νου μου. Και κάτι ακόμη: αν είσαι πράγματι τόσο όμορφος που τίποτε στον κόσμο δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί σου, πες μου, σε παρακαλώ, πού οφείλεται η τόση ομορφιά σου, για ποιο λόγο (του είναι απαραίτητο να είσαι τόσο όμορφος». Εκείνο το καλοκαίρι, ο Χρυσός Ναός λες και χρησιμοποιούσε τα άσχημα νέα του πολέμου που μας έρχονταν από μέρα (τε μέρα σαν ένα είδος χρυσόχαρτου που εκτόξευε λάμψεις πιο ζο)ηρές παρά ποτέ. Τον Ιούνιο, οι Αμερικανοί είχαν αποβιβα(ττεί στη Σαϊπάν και οι Σύμμαχοι είχαν κάνει έφοδο στη νορμανδική ύπαιθρο. Ο αριθμός των επισκεπτών ελαττώθηκε ση[ΐαντικά και ο Χρυσός Ναός έδειξε να χαίρεται αυτή τη μοναξιά και τη σιωπή. Το γεγονός ότι οι πόλεμοι και οι αναταραχές, οι σωροί των πτωμάτων και οι ποταμοί αίματος αποτελούσαν για την ομορ(ριά του μια πηγή πλούτου ήταν απόλυτα φυσικό. Κοντολογίς, ο ναός είχε κατασκευαστεί μέσ' από τις ταραχές, χτισμένος από ένα πλήθος πολέμαρχων με σκοτεινιασμένη ψυχή, συγκεντρωμένων γύρω από έναν στρατηλάτη. Το ετερόκλητο σχέδιο των τριών ορόφων του, όπου ο ιστορικός της τέχνης θα μπορούσε να δει την ανάμειξη των ρυθμών, είχε προέλθει αναμφισβήτητα -και σύμφωνα με τη φυσική τάξη των πραγμάτων- από την αναζήτηση μιας μορφής αποκρυστάλλωσης του χάους. Αν, αντιθέτως, ο Χρυσός Ναός είχε κτιστεί σύμφωνα με κάποιο προκαθορισμένο στυλ, δεν θα μπορούσε να συγκεράσει 47
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
τα σύμμεικτα στοιχεία αυτού του κυκεώνα και θα είχε σίγουρα καταρρεύσει εδώ και πολύ καιρό. Εξάλλου, κάθε φορά που, σταματώντας να σκουπίζω, ύψωνα τα μάτια πάνω του, με παραξένευε ιδιαίτερα πώς ήταν δυνατόν αυτό το χτίσμα να υπήρχε πράγματι πριν από μένα. Ο Χρυσός Ναός που είχα δει όταν πέρασα κάποτε εδώ μια νύχτα μαζί με τον Πατέρα, δεν με είχε κάνει να νιώσω έτσι. Δυσκολευόμουν τώρα να πιστέψω πως ήταν πάντα εδώ, μπροστά στα μάτια μου, πολλά χρόνια τώρα. Όταν τον σκεφτόμουν στο Μαϊζούρου, φανταζόμουν ότι υπήρχε μόνιμα σε μια γωνιά του Κιότο. Τώρα όμως που είχα έρθει να ζήσω εδώ, φάνταζε μπροστά στα μάτια μου μονάχα όταν τον κοίταζα και, όταν κοιμόμουν στην κεντρική του αίθουσα, έπαυε να υπάρχει. Γιατί, μες στην ημέρα, πολλές φορές πήγαινα να του ρίξω μια ματιά, πράγμα που διασκέδαζε τους συμμαθητές μου. Το γεγονός της ύπαρξής του με γέμιζε έκσταση. Και όταν ξαναγυρνούσα στην κεντρική αίθουσα, είχα την αίσθηση πως, αν πήγαινα ξαφνικά να τον κοιτάξω και πάλι, η μορφή του θα έσβηνε όπως εκείνη της Ευρυδίκης.
Όταν τελείωσα το σκούπισμα γύρω από τον Χρικτό Ν(χό, πήγα πίσω, στον λόφο, για να αποφύγω τον πριοινό ήλιο που γινόταν όλο και πιο έντονος. Σκαρφάλωσα το [ΐονοπχίιτι προς το Γιουκατέι. Ήταν λίγο πριν την ώρα που οι π()ρτες (χνοίγουν για το κοινό και δεν έβλεπες εκεί ψυχή. Έν(χς (τχημοίτκτμός από αεροπλάνα διώξεως, προφανώς από τη β(Χ(τΐ) του Μίίϊζούρου, πέταξαν ξυστά στη στέγη του Χρυσού Νοιού και εξοιφανίστηκαν αφήνοντας πίσω τους το καταπιεστικό (χυλίίκι του βόμβου τους. Πίσω στους λόφους, υπήρχε μια μοναχική λιμνούλοι, (τκε48
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πασμένη με λέμνα, γνωστή ως λίμνη του Γιασουταμιζάουα. Στο κέντρο της μικροσκοπικής νησίδας ορθωνόταν ένας πέτρινος πύργος με πέντε ορόφους που λεγόταν Σιραχεμπιζούκα. Ολόγυρα του, ο πρωινός αέρας αντηχούσε από τερετίσματα πουλιών. Χωρίς να μπορείς να διακρίνεις ούτε ένα ανάμεσα τους, ολόκληρο το δάσος κελαηδούσε. Πυκνές τούφες από καλοκαιριάτικη χλόη φύτρωναν μπροστά στη λίμνη. Ένας χαμηλός φράχτης χώριζε το μονοπάτι από το γρασίδι. Πλάι του βρισκόταν ξαπλωμένο ένα νεαρό αγόρι με άσπρο πουκάμισο. Μια τσουγκράνα από μπαμπού ήταν στηριγμένη πάνω σε ένα μικροσκοπικό σφεντάμι. Το αγόρι όρθωσε το κορμί του ζωηρά, λες και χώθηκε σαν τρυπάνι στον ήπιο καλοκαιριάτικο αγέρα. Όταν όμως με είδε, ι-ίπε απλά: «Μπα, εσύ είσαι;» Είχα γνωριστεί με εκείνο το αγόρι, τον Τσουρουκάουα, το προηγούμενο απόγευμα. Προερχόταν από έναν πάμπλουτο ναό, στα περίχωρα του Τόκιο. Έτσι, η οικογένειά του ήταν σε θέση να καλύπτει πλουσιοπάροχα όλα τα έξοδα των σπουδών του, χαρτζιλίκι και προμήθειες. Το είχαν εμπιστευθεί στον Χρυσό Ναό -οι γονείς του γνώριζαν τον Ηγούμενο-, για να πάρει μια ιδέα από την άσκηση στην οποία υποβάλλονταν συνήθως οι νεοφώτιστοι. Είχε πάει στο σπίτι του για τις καλοκαιρινές διακοπές και είχε επιστρέι^ει από το Κιότο αργά το προηγούμενο απόγευμα. Ο Τσουρουκάουα μιλούσε ήρεμα με τη θαυμάσια προφορά του Τόκιο - θα έμπαινε το φθινόπωρο στο Γυμνάσιο της Ακαδημίας Ρινζάι στην ίδια τάξη με μένα και, ήδη από το προηγούμενο βράδυ, ο τρόπος της ομιλίας του, γοργός και χαρούμενος, με είχε κάνει να ντραπώ. Τώρα, όταν τον άκουσα να μου λέει: «Μπα, εσύ είσαι;» οι λέξεις χάθηκαν στα χείλη μου. Έδειξε να ερμηνεύει τη σιωπή μου σαν αποδοκιμασία. 49
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
«Εντάξει είναι. Δεν χρειάζεται να σκουπίζεις με τόση φροντίδα. Έτσι κι αλλιώς, οι επισκέπτες θα τα λερώσουν και πάλι. Άσε που δεν έρχονται και τόσοι αυτές τις μέρες». Έβγαλα ένα κοφτό γέλιο. Το αθέλητο εκείνο γέλιο έμοιαζε να προκαλεί σε κάποια πρόσωπα ένα είδος συμπάθειας για μένα. Και δεν ήμουν πάντοτε υπεύθυνος, τουλάχιστον καθ' ολοκληρίαν, για την εντύπωση που προκαλούσα στους άλλους. Δρασκέλισα τον φράχτη και κάθισα δίπλα στον Τσουρουκάουα. Είχε βάλει το μπράτσο γύρω από το κεφάλι του και παρατήρησα ότι, αν και απ' έξω μελαψό, το εσωτερικό του ήταν τόσο άσπρο που έβλεπες τις φλέβες να διαγράφονται διάφανες. Οι πρωινές ηλιαχτίδες τρύπωναν ανάμεσα στα δέντρα, σκορπίζοντας στη χλόη ανοιχτοπράσινες κηλίδες. Καταλάβαινα από ένστικτο ότι αυτό το αγόρι δεν αγαπούσε τον Χρυσό Ναό όσο εγώ. Κοντολογίς, η αφοσίωσή μου στον ναό οφειλόταν απόλυτα στην ίδια την ασχήμια μου. «Άκουσα πως πέθανε ο πατέρας σου», είπε ο Τσουρουκάουα. «Ναι». Έστρεψε γρήγορα αλλού τα μάτια κ(χι, χωρίς κοιμιά προσπάθεια να κρύψει πόσο απορροφημένος ήτ(χν (ΐπό τους εφηβικούς του συλλογισμούς, είπε: «Άν αγιπάς πκτο τον Χρυσό Ναό είναι γιατί σου θυμίζει τον πατέρα σου, έτ(τι δεν είναι; Εννοώ πως όταν, λόγου χάρη, τον κοιτάζεις, ()υ}ΐ()ΐ(Τ()ΐι πό(το τον αγαπούσε ο πατέρας σου». Έμεινα μάλλον ικανοποιημένος συνειδτιτοποκόντοις ότι ο συλλογισμός του, εν μέρει ακριβής, δεν είχε προκ(ιΐλέ(τει ούτε την ελάχιστη αλλαγή στην απάθεια του προ(Τ(ί)που [ίου. Προφανώς, ο Τσουρουκάουα ταξινομούσε τα (χνΟρίόπινίί (ΐυναισθήματα στα μικρά πεντακάθαρα συρτάρκχ που είχι* (ττο δωμάτιό του, όπως εκείνα τα αγόρια που ταξινομούν δΐ(')ΐ(|)ορ()ΐ εί5θ
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
δη εντόμων. Και του άρεσε κάπου κάπου να τα βγάζει από κει για να κάνει κάποιο πείραμα. «Νιώθεις μεγάλη θλίψη για τον θάνατο του πατέρα σου, έτσι δεν είναι; Γι' αυτό είσαι τόσο μελαγχολικός. Το σκέφτηκα αμέσως μόλις σε πρωτοσυνάντησα χτες το βράδυ». Οι παρατηρήσεις του δεν με ενόχλησαν καθόλου. Πράγματι, η αίσθηση του ότι έδειχνα μελαγχολικός μου έδινε μια κάποια ελευθερία και πνευματική γαλήνη, ενώ οι λέξεις βγήκαν αβίαστα από τα χείλη μου: «Αυτό το γεγονός δεν μου προκαλεί καμιά απολύτως θλίψη, να το ξέρεις». Ο Τσουρουκάουα με κοίταξε σηκώνοντας τις μακριές του βλεφαρίδες -τόσο μακριές που έδειχναν να τον ενοχλούν- και είπε: «Θεέ μου! Ώστε απεχθανόσουν τον πατέρα σου; Ή, τουλάχιστον, δεν τον αγαπούσες;» «Δεν είχα τίποτε μαζί του, ούτε είναι αλήθεια πως δεν τον (χγαπούσα». «Τότε, γιατί είσαι θλιμμένος;» «Δεν ξέρω. Δεν καταλαβαίνω ούτε κι εγώ». Αντιμετωπίζοντας το δύσκολο αυτό πρόβλημα, ο Τσουρουκάουα ανακάθισε στο χορτάρι. «Αν είναι έτσι, πρέπει να είχες κάποια άλλη θλιβερή εμπειρία». «Ειλικρινά, δεν ξέρω», αποκρίθηκα ξανά. Και, λέγοντας αυτά τα λόγια, αναρωτήθηκα γιατί αισθανόμουν τόση ικανοποίηση προκαλώντας αμφιβολίες στους άλλους. Για μένα πάντως, δεν υπήρχε ούτε ο ίσκιος μιας αμφιβολίας. Το θέμα ήταν από τα πλέον αυταπόδεικτα: είχαν και τα συναισθήματά μου το τραύλισμά τους! Δεν γεννιόντουσαν ποτέ έγκαιρα. Συνεπώς, ένιωθα τον θάνατο του Πατέρα να μη συνδέεται με την κατάσταση της θλίψης μου, σαν να μην υ51
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
πήρχε η παραμικρή συνάφεια και αλληλεξάρτηση μεταξύ τους. Μια ελαφριά χρονική απόκλιση, μια καθυστέρηση αποσυνδέει αναπόφευκτα τα συναισθήματα από τα γεγονότα, και αυτό αποτελεί για μένα θεμελιώδη κατάσταση. Όταν είμαι θλιμμένος, η στενοχώρια με κυριεύει ξαφνικά και χωρίς λόγο: δεν έχει να κάνει με κανένα ιδιαίτερο γεγονός και δεν οφείλεται πουθενά. Για μια ακόμη φορά, στάθηκα ανίκανος να εξηγήσω κάτι από αυτά στον καινούργιο μου φίλο που καθόταν απέναντί μου. Στο τέλος, ο Τσουρουκάουα έβαλε τα γέλια. «Είσαι παράξενος τύπος, έτσι;», είπε. Τα γέλια έκαναν το άσπρο του πουκάμισο να αναδιπλώνεται στο στομάχι του. Οι ηλιαχτίδες που τρύπωναν μέσ' από τα κλαδιά των αιωρούμενων δέντρων με έκαναν να νιώθω ευτυχισμένος. Όπως το πουκάμισο του νεαρού εκείνου άντρα, έτσι και η ζωή μου ήταν γεμάτη πτυχές. Κι όμως, πώς έλαμπε στο ηλιόφωτο το κάτασπρο εκείνο πουκάμισο! Άραγε έλαμπα κι εγώ;
Παράμερα από τον κόσμο, ο ναός βίωνε τη συνηθισμένη του ζωή σύμφωνα με όλες τις παραδόσεις των να(ί)ν Ζεν. Αφότου είχε μπει το καλοκαίρι, δεν ξυπνούσαμε ποτέ μντά τις πέντε. Το ξύπνημα ονομαζόταν «άνοιγμα των κανόνίον». Ύστερα από την έγερση, αρχίζαμε «το πρωινό καθήκον» με τΐ)ν απαγγελία των σούτρα. Επειδή τις επαναλαμβάναμε τρεις (ρορές, η διαδικασία αυτή λεγόταν «τριπλή επωδός». Ύ(ττερ(χ, (τκουπίζαμε μέσα τον ναό και σφουγγαρίζαμε το δάπεδο. Σττ] (τυνέχεια προγευματίζαμε, κάτι που αποκαλούσαμε «(η)νεδρί(χ του χυλού». Τρώγαμε τον χυλό μας ακούγοντας την (χποιγγελίίχ του αντίστοιχου σούτρα. Μετά, καταπιανόμασταν [ΐε άλλα «κ(χ()ή52
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
κοντά»: ξεχορταριάζαμε τον κήπο, τον καθαρίζαμε και κόβαμε ξύλα. Κατόπιν, τις μέρες του σχολείου, ερχόταν η ώρα να πάμε στην τάξη μας. Αμέσως μόλις σχολάγαμε, έφτανε η στιγμή του «γιατρικού» ή βραδινού γεύματος. Ακολουθούσε πολλές φορές μια διάλεξη του Ηγούμενου γύρω από τα ιερά κείμενα. Στις εννέα, ερχόταν το «άνοιγμα του μαξιλαριού», δηλαδή η ώρα του ύπνου. Αυτή ήταν η καθημερινή μου ρουτίνα. Κάθε μέρα, το σύνθημα για την αφύπνισή μου ήταν το κουδούνι: το χτυπούσε ο ιερέας που ήταν επιφορτισμένος με την κουζίνα και την τελετουργία των γευμάτων. Υποτίθεται ότι, αρχικά, δώδεκα περίπου άτομα ήταν συνδεδεμένα με τον Χρυσό Ναό, δηλαδή με το Ροκουόντζι. Ω(ττόσο, ως αποτέλεσμα της επιστράτευσης για τις ανάγκες του (ττρατού ή για αναγκαστική εργασία, οι μόνοι ένοικοι, εκτός από τον ξεναγό (που θα ήταν γύρω στα εβδομήντα) και τη μαγείρισσα (περίπου στα εξήντα), τον διάκονο και τον βοηθό του, ήμασταν εμείς, οι τρεις νεοφώτιστοι. Οι γέροντες είχαν το ένα πόδι στον τάφο, σκεπασμένοι κιόλας με βρύα, ενώ εμείς οι νέοι δεν ήμασταν παρά παιδιά. Ο διάκονος ήταν επιφορτισμένος με κάμποσες λογιστικές εργασίες που έφεραν το όνομα «βοηθητικά καθήκοντα». Μερικές μέρες μετά την άφιξή μου, μου ανατέθηκε το καθήκον να πηγαίνω την εφημερίδα στο διαμέρισμα του Ηγού[ΐενου (τον αποκαλούσαμε «Σεβάσμιο Δάσκαλο»). Η εφημερίδα ερχόταν μετά τις πρωινές μας εργασίες, συμπεριλαμβανομένου και του καθαρίσματος. Δεδομένου του μικρού μας αριθμού και του λίγου χρόνου που μας παραχωρούσαν για να σφουγγαρίζουμε καθέναν από τους διαδρόμους του ναού -είχε περίπου τριάντα αίθουσες-, η δουλειά μας ήταν σκληρή. Μόλις τελείωνα, πήγαινα στην είσοδο για να πάρω την εφη53
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
μερίδα, διέσχιζα τον μπροστινό διάδρομο -εκεί που βρισκόταν το «Σαλόνι των Αντιπροσώπων»- παρακάμπτοντας από το πίσω μέρος της την Αίθουσα των Επισκεπτών. Ακολουθούσα ένα πέρασμα που ανοιγόταν μπροστά μου προς τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη, όπου με περίμενε ο Σεβάσμιος Δάσκαλος. Όλοι οι διάδρομοι ήταν ακόμη υγροί από το σφουγγάρισμα και, στα σημεία όπου υπήρχαν τρύπες στα πατώματα, το νερό στις λακκούβες έλαμπε στον πρωινό ήλιο. Βουτούσα εκεί τα πόδια μου ως τους αστραγάλους. Η αίσθηση ήταν ευχάριστη: ήταν καλοκαίρι. Γονάτιζα έξω από τη Βιβλιοθήκη, λέγοντας: «Πάτερ, θα μπορούσα να περάσω, σας παρακαλώ;» Μου αποκρινόταν μουγκρίζοντας. Πριν μπω μέσα, σκούπιζα τα βρεγμένα μου πόδια σε μιαν άκρια του ράσου μου, κάτι που μού είχαν μάθει οι συμμαθητές μου. Συγχρόνως, έριχνα κλεφτές ματιές στους μεγάλους τίτλους της εφημερίδας και η δυνατή ευωδιά του φρέσκου μελανιού της λες και μου μετέφερε τις μυρωδιές του εξοοτερικού κόσμου. Έτσι διάβασα: «Άραγε η Αυτοκρατορική Πραπεύουσα •(ναι καταδικασμένη να υποστεί αεροπορικές επιδρομές;» Θα σας φανεί ίσως παράξενο, αλλά ποτέ μέχρι τότε δεν είχα συνδυάσει στη σκέψη μου τον Χρυσό Ν(«) με τις αεροπορικές επιδρομές. Από την πτώση της Σαϊπ(χν, οι {-νοιέριες έφοδοι στην ενδοχώρα είχαν καταστεί αναπόφευκτες κοιι οι Αρχές ασκούσαν πιέσεις έχοντας καταστρώσει σχέδια γιπ ττιν εκκένωση ενός τμήματος του Κιότο. Παρ' όλα αυτά, δεν υπήρχε για μένα καμιά απολύτως σχέση ανάμεσα στην -(ΐχ}·δ(')ν οιιώνια- ύπαρξη του Χρυσού Ναού και στις φθορές ((π(') τις εναέριες επιδρομές. Ένιωθα πως ο εκ φύσεως ά(|;()()ΐρτος ν((ός και η δύναμη της φωτιάς αναγνώριζαν την απόλυτη δΐ(ί(()ορ(ί τίον φύσεών τους και, αν ποτέ τύχαινε να συναντηθούν, Οίί (ίπομ(χκρύνονταν αυτομάτως το ένα από το άλλο. 54
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Είναι βέβαια γεγονός ότι ο Χρυσός Ναός κινδύνευε σύντομα να καταστραφεί από τις αεροπορικές επιδρομές. Πράγματι, με τον ρυθμό που εκτυλίσσονταν τα γεγονότα, ο Χρυσός Ναός θα μεταβαλλόταν σίγουρα σε στάχτη. Από τη στιγμή που αυτή η ιδέα ρίζωσε μέσα μου, η τραγική του ομορφιά μεγάλωνε ακόμη περισσότερο στα μάτια μου. Ήταν ένα από τα στερνά καλοκαιριάτικα απομεσήμερα, η παραμονή της επιστροφής μας στα σχολεία. Ο Ηγούμενος είχε κληθεί για μία επιμνημόσυνο δέηση, μαζί με τον βοηθό του διακόνου. Ο Τσουρουκάουα με προσκάλεσε να πάμε στον κινηματογράφο. Επειδή όμως η ιδέα δεν με ενθουσίαζε ιδιαίτερα, έχασε κι εκείνος στη στιγμή τον ενθουσιασμό του. Αυτού του είδους οι μεταστροφές ήταν κάτι συνηθισμένο με τον Τσουρουκάουα. Έχοντας πάρει λίγες ώρες άδεια, βγήκαμε από το κυρίως κτίσμα, με γκέτες γύρω από τα χακί παντελόνια μας και με το κασκέτο των γυμνασιόπαιδων της Ακαδημίας Ρινζάι. Ήταν η ώρα της μεγάλης ζέστης και δεν υπήρχε ούτε ένας επισκέπτης. «Πού πάμε;» ρώτησε. Αποκρίθηκα ότι, πριν πάω οπουδήποτε, έπρεπε να γεμίσω τα μάτια μου με τον Χρυσό Ναό, μια και, από την επομένη, δεν θα μπορούσαμε πια να τον βλέπουμε εκείνη την ώρα και, επιπλέον, δεν ήταν διόλου απίθανο να γίνει στάχτη από μια αεροπορική επιδρομή ενώ θα ήμασταν στο εργοστάσιο. Του το εξήγησα όπως μπόρεσα με το έντονο τραύλισμά μου, ενώ εκείνος με άκουγε με έκφραση έκπληξης και ανυπομονησίας. Όταν τελείωσα το σύντομο αυτό λογύδριο, ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό μου λες και είχα προφέρει κάτι αδιάντροπο. Ο Τσουρουκάουα ήταν το μοναδικό πρόσωπο στο οποίο είχα αποκαλύψει τον παράξενο δεσμό μου με τον Χρυσό Ναό. Κι όμως στο βλέμμα του ήταν ζωγραφισμένη η οργή που έ55
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
βλεπα συνήθως σε όσους προσπαθούσαν να καταλάβουν τη βραδυγλωσσία μου. Με αυτή την ίδια έκφραση με αντιμετωπίζουν όλοι. Όταν τους εμπιστεύομαι ένα σημαντικό μυστικό, όταν τους καθιστώ μάρτυρες του συγκλονιστικού ρίγους που μου προκαλεί η ομορφιά, όταν τους βγάζω τα εσώψυχά μου, προσκρούω σ' αυτή την ίδια έκφραση. Μια έκφραση που δεν παίρνουν συνήθως οι άνθρωποι απέναντι στους άλλους. Με απόλυτη πιστότητα, αντιγράφουν τη δική μου κωμική ενόχληση μεταμορφωμένοι σε τρομακτικούς καθρέπτες μου. Εκείνες τις στιγμές, ακόμη και το ωραιότερο πρόσωπο καταντά τόσο άσχημο όσο εγώ. Μόλις το αναγνωρίσω, ό,τι σημαντικό ήθελα να εκφράσω χάνει κάθε αξία σαν παλιό κεραμίδι... Ανάμεσα στον Τσουρουκάουα και σ' εμέν(χ έπεφταν κατευθείαν οι δυνατές αχτίδες του καλοκαιρκ'χτικου ήλιου. Καθώς εκείνος περίμενε να τελειώσο^ τη φράση μου, το νεανικό του πρόσωπο γυάλιζε από το λίπος. Ακόμη κοιι τοι (φρύδια του έλαμπαν χρυσαφιά στο ηλιόφωτο, ενώ τα ροηΟοι'ινκχ του διαστέλλονταν από την ασφυκτική ζέστη. Έχοντας μόλις τελειώσει τα λόγια μου, κυριι ήτιικοί (χπό βίαιη οργή. Γιατί από την ημέρα που γνίορκιτήκίίμΓ, δεν είχε επιχειρήσει ούτε μια φορά να κοροϊδέι|'ει το τρίίήλιομχ'ί μου. Τον βομβάρδισα με ένα σωρό «Γκχτί;», πιέζοντί'ιΐς τον να μου δώσει τις σχετικές εξηγήσεις. Όποις (τηχνί'ί του ν\χα επισημάνει, προτιμούσα κατά πολύ την κοροϊδία κ(ίΐ τι [ν ήβρη από τη συμπάθεια. Ένα χαμόγελο ανείπωτης τρυφερότητ(ίς ττι'ρίΐΟΓ τ(')τι· από το πρόσωπο του Τσουρουκάουα. «Εγο') ιί'(ι((ι ((πι') κι ίνοης που δεν δίνουν καμιά σημασία σε τέτοια πρ('(γ(ΐ((Γ((··, πιγγ. Έμεινα άναυδος. Αναθρεμμένος (ττο τρ((χρ χιπρκαικο περιβάλλον, αυτό το είδος της ευγένειας δι ν μου ιραν οικείο. Η ευγένεια του Τσουρουκάουα μου δίδοισκι ( ( Κ ΐ ) | | | | XI ((ν ε56
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
λείπε από τη ζωή μου το τραύλισμα, θα εξακολουθούσα να είμαι ο εαυτός μου. Απόλαυσα τότε με όλη τη σημασία της λέξης την απογύμνωση μου. Τα μάτια του, με το σιρίτι τους από μακριές βλεφαρίδες, τρύπωσαν μέσ' από το τραύλισμα μου για να υποδεχθούν ατόφιο το υπόλοιπο εγώ μου. Μέχρι τότε είχα την παράξενη ψευδαίσθηση πως το να περιφρονήσει κανείς αυτό το τραύλισμα ισοδυναμούσε με εκμηδένιση εκείνης της ύπαρξης που αποκαλείται «εγώ». Ένιωθα μια συναισθηματική αρμονία και μια κάποια ευτυχία.' Και δεν είναι αξιοπερίεργο ότι δεν κατόρθωσα ποτέ να ξεχάσω τον Χρυσό Ναό, έτσι όπως φάνταξε μπροστά μου εκείνη τη στιγμή. Περάσαμε μπροστά από τον γερο-θυρωρό που λαγοκοιμόταν, ακολουθήσαμε το έρημο μονοπάτι που προχωρεί κατά μήκος του τοίχου και φτάσαμε μπροστά στον Χρυσό Ναό. Θυμάμαι τη σκηνή σαν να 'ναι τώρα. Μείναμε εκεί κι οι δυο μας, πλάι πλάι, κοντά στη λίμνη Κυόκο, με τα άσπρα πουκάμισα και τις γκέτες μας. Και μπροστά στις σιλουέτες μας που τίποτε δεν τις χώριζε, ορθώθηκε το Περίπτερο του Χρυσού Ναού. Στερνό καλοκαίρι, στερνές καλοκαιρινές διακοπές, στερνή μέρα διακοπών - η νιότη μας περιφερόταν σαν σε παραζάλη στο χείλος τους... Το Χρυσό Περίπτερο, ορθό στο ίδιο εκείνο χείλος, μας κοίταζε και μας μιλούσε: οι αεροπορικές επιδρομές που περιμέναμε μας είχαν φέρει πιο κοντά. Ο ήλιος του αποκαλόκαιρου διακοσμούσε με φύλλα χρυσού τη στέγη του Κουκυότσο, ενώ το φως που σκορπιζόταν κάθετα άφηνε τον Χρυσό Ναό σε ένα νυχτερινό -θαρρείςσκοτάδι. Μέχρι τότε, η αφθαρσία του με συνέθλίβε κρατώντας με μακριά του. Όμως, η μοίρα του να πυρποληθεί από τις βόμβες τον έφερνε παράξενα κοντά στη δική μας μοίρα. Ίσως αυτός να εκμηδενιζόταν πρώτος... Κάνοντας αυτή τη σκέψη, μου 57
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
φάνηκε πως ο Χρυσός Ναός ζούσε μια ζωή ίδια με τη δική μας. Σκεπασμένοι με κόκκινα πεύκα, οι γύρω λόφοι κατακλύζονταν από τις φωνές των τζιτζικιών - λες και ένα πλήθος από αθέατους ιερείς έψαλλε την επίκληση για την Κατάσβεση της Φωτιάς: «γκιά», τραγουδούσαν, «γκιάκι, γκιάκι, ονν νουν, σιφουρά σιφονρά, χαρασιφουρά χαραοίφονρά!» Πριν περάσει πολύς καιρός, δεν θα απομείνουν παρά μόνο στάχτες από το όμορφο τούτο κτίσμα, σκέφτηκα. Και σαν αποτέλεσμα της σκέψης μου, η εικόνα του Χρυσού Ναού που είχα μέσα μου ήρθε να εντυπωθεί με όλες τις λεπτομέρειες πάνω στον πραγματικό ναό, όπως η μεταξοτυπία εντυπώνεται πάνω στον πρωτότυπο πίνακα: η στέγη του ειδώλου που είχα στον νου μου είχε επιτεθεί πάνω στην πραγματική, το Σοζέι πάνω στο Σοζέι που απλωνόταν πάνο) (χπό τη λίμνη, το κιγκλίδωμα και τα παράθυρα του Κουκυότσο π(χν(ο στα πραγματικά. Ο Χρυσός Ναός έπαψε να είναι μκί οικίνητη κατασκευή. Μεταμορφώθηκε κατά κάποιον τρόπο (τε (τύμβολο της εφήμερης υπόστασης του πραγματικού κόίτμου. Με αυτό το σκεπτικό, ο πραγματικός ναός είχε γίνει τιόροι έν(ί (αντικείμενο που η ομορφιά του δεν υπολειπόταν διόλου { κείντις της νοερής μου εικόνας. Την επαύριον, ίσως νοι έ()ρ}·χι· πίΐινίΐ) του φωτιά από τα ουράνια ύψη μεταβάλλοντοις (Τ}· (ττίίχτί-ς τις ραδινές εκείνες κολόνες, τις κομψές αψίδες εκε ίνης τΐ)ς (ττέγης που τα μάτια μας δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ πια. Για τί|ν (όροι όμως, στεκόταν μπροστά μας με όλες του τις λί-πτομΓρπΓς, ολότελα γαλήνιος, λουσμένος με εκείνο το φοος ποη ι'μοκιΐζΓ [ΐι· κοιλοκαιριάτικη φωτιά. Πάνο3 από τους λόφους, ορθώνοντ(ίν μ}·γ((λ(')πρ)·π(ΐ κοιλοκαιριάτικα σύννεφα, ολόιδια με εκείνοι ποη ι ίχα δκικρίνει με την άκρια των ματιών μου, ενώ ι|)έλνοντ((ν οι οοήτροι (ττη 58
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
διάρκεια της ταφής του Πατέρα. Ήταν γεμάτα από κάτι σαν στεκούμενο φως και κοίταζαν κάτω, τη λεπτοδουλεμένη δομή του ναού. Στο δυνατό καλοκαιριάτικο φως, ο Χρυσός Ναός έμοιαζε να χάνει τις ποικίλες λεπτομέρειες της μορφής του. Διατηρούσε τη μουντή του όψη και ένα κρύο σκοτάδι τύλιγε το εσωτερικό του, αγνοώντας απλώς τον εκθαμβωτικό κόσμο που τον περιέβαλλε με το μυστηριώδες περίγραμμά του. Μονάχα ο φοίνικας της στέγης γαντζωνόταν στέρεα στο βάθρο του με τα μυτερά του νύχια, πασχίζοντας να μη χάσει την ισορροπία του κάτω από την έντονη λάμψη του ήλιου. Κουρασμένος από το ατέρμονο αγνάντεμα του ναού, ο Τσουρουκάουα μάζεψε ένα χαλίκι και, με τη χαριτωμένη κίνηση του ακοντιστή, το έστειλε στη λίμνη Κυόκο, ακριβώς καταμεσής της σκιάς που έριχνε ο Χρυσός Ναός. Κύματα απλώθηκαν ανάμεσα στα υδρόβια φυτά ενώ, μέσα σε μια στιγμή, η όμορφη και λεπτή δομή κατακομματιάστηκε.
Στη διάρκεια του ενός χρόνου που ακολούθησε μέχρι το τέλος του πολέμου, η οικειότητά μου με τον Χρυσό Ναό ήταν ιδιαίτερα στενή. Φρόντιζα για την ασφάλειά του και η ομορφιά του με απορροφούσε ολότελα. Σε αυτό το διάστημα, είχα προφανώς κατεβάσει τον ναό στο επίπεδό μου και, πιστεύοντας σε αυτό καθαυτό το γεγονός, μπόρεσα να τον αγαπήσω χωρίς την παραμικρή υπόνοια φόβου. Δεν είχα υποστεί ακόμη την κακόβουλη επιρροή του ούτε τα αποτελέσματα του δηλητηρίου του. Το γεγονός ότι ήμασταν τόσο εκείνος όσο κι εγώ εκτεθειμένοι με τον ίδιο τρόπο στους ίδιους κινδύνους αυτού του κόσμου, ήταν για μένα μια ενθάρρυνση. Είχα βρει εκεί τον ενδιάμεσο κρίκο ανάμεσα σε μένα και την ομορφιά. Και ακόμη. 59
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
είχα την αίσθηση ότι, ανάμεσα σ' εμένα και το αντικείμενο που έδειχνε μέχρι τότε να με απορρίπτει και να με κρατά παράμερα, είχε υψωθεί μια γέφυρα. Η ιδέα ότι η ίδια φωτιά που θα με κατέστρεφε θα κατέστρεφε και τον Χρυσό Ναό μου προκαλούσε σχεδόν μέθη. Με την ίδια κατάρα και το ίδιο έντονα δυσοίωνο πεπρωμένο, κατοικούσαμε σε κόσμους με κοινές διαστάσεις. Όπως το άσχημο και εύθραυστο σώμα μου, έτσι κι εκείνο του Χρυσού Ναού αποτελούσε έναν άνθρακα εύφλεκτο, παρ' όλη τη σκληρότητά του. Πολλές φορές, ένιωθα πως θα μπορούσα να φύγω μακριά από δω παίρνοντάς το μαζί μου, κρυμμένο στη σάρκα μου, όπως ένας κλέφτης το βάζει στα πόδια καταπίνοντας ένα πολύτιμο κόσμημα. Στη διάρκεια όλης εκείνης της χρονιάς δεν έμαθα ούτε μια σούτρα, δεν διάβασα ούτε ένα βιβλίο. Αντίθετα, ήμουν απασχολημένος καθημερινά από το πρωί μέχρι το βράδυ με την ηθική μου παιδεία, τα γυμνάσια, τις στρατιωτικές τέχνες, την εργασία στο εργοστάσιο, την εξάσκηση για αναγκαστική εκκένωση. Αυτό δεν μπορούσε παρά να ευνοεί την ονειροπόλο φύση μου. Χάρη στον πόλεμο, η απόκλιση που με χώριζε από την καθημερινή ζωή μεγάλωνε. Για μας τα αγόρια, ο πόλεμος ήταν ένα είδος ονειρικής εμπειρίας δίχως πραγματική ουσία, κάτι σαν θάλαμος απομόνωσης όπου ήμασταν αποκομμένοι από το νόημα της ζωής. Τον Νοέμβριο του 1944, μετά τους πρώτους βομβαρδισμούς του Τόκιο από τα Β-295, μια επιδρομή στο Κιότο ήταν αναμενόμενη ανά πάσα στιγμή. Το να τυλιχτεί στις φλόγες ολόκληρη η πολιτεία έγινε ο κρυφός μου πόθος. Η αλλοτινή πρωτεύουσα πάσχιζε να διατηρήσει άθικτο ό,τι παλιό έκλεινε μέσα της: τα ποικιλόμορφα οστεοφυλάκια και οι ναοί είχαν ολωσδιόλου ξεχάσει την πυρακτωμένη σποδό στην οποία όφειλαν 6ο
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
την ύπαρξη τους. Όταν αναλογιζόμουν την έκταση της φθοράς που είχς προκληθεί από τον πόλεμο του Ονίν, αισθανόμουν ότι το Κιότο είχε χάσει ένα μέρος της ομορφιάς του επειδή είχε λησμονήσει για ένα μεγάλο διάστημα τα πυρά του πολέμου. Ναι, ήταν σίγουρο πως, την επαύριον, ο Χρυσός Ναός θα τυλιγόταν στις φλόγες. Η μορφή του, που γέμιζε τώρα τον χώρο, θα χανόταν. Τότε, ο φοίνικας της στέγης θα ξαναζούσε όπως το μυθικό πουλί, υψωμένος στα ουράνια. Και ο ναός, δέσμιος μέχρι εκείνη τη στιγμή της μορφής του, θα έσπαζε τα δεσμά του και, ταλαντευόμενος εδώ κι εκεί, θα σκόρπιζε το απαλό του φως στη λίμνη και στα νερά της σκοτεινιασμένης θάλασσας. Περίμενα, περίμενα ολοένα. Τα αεροπλάνα δεν έλεγαν να φανούν στο Κιότο. Ακόμη και όταν διάβασα, στις 9 Μαρτίου του επόμενου χρόνου, ότι φλόγες είχαν τυλίξει ολόκληρο το ε. μπορικό κέντρο του Τόκιο και ότι η καταστροφή είχε εξαπλωθεί παντού, υπήρχε πάνω από το Κιότο ο διάφανος ουρανός μιας πρώιμης άνοιξης. Όντας στο χείλος της απελπισίας, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι ο πρώιμος τούτος ανοιξιάτικος ουρανός, ίδιο τζάμι πυρπολημένο από τον ήλιο που δεν αφήνει να φανεί ό,τι βρίσκεται πίσω του, έκρυβε στα έγκατά του φωτιά και καταστροφή. Είπα ήδη πόσο μου έλειπε η ανθρώπινη φροντίδα. Ούτε ο θάνατος του Πατέρα ούτε η φτώχεια της Μητέρας έθιγαν σοβαρά την εσωτερική μου ζωή. Ονειρευόμουν μια θεόρατη ουράνια πρέσα που θα έστελνε στη Γη καταστροφές, κατακλυσμούς και τραγωδίες άσχετες με τα ανθρώπινα μέτρα, συνθλίβοντας όλα τα ανθρώπινα πλάσματα και τα αντικείμενα, άσχετα από την ασχήμια ή την ομορφιά τους. Πολλές φορές, η ασυνήθιστη λάμψη του πρώιμου ανοιξιάτικου ουρανού φάνταζε στα μάτια μου σαν αντα6ι
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
νάκλαση της κρύας λεπίδας ενός πελώριου πελεκιού, που θα μπορούσε να σκεπάσει με το πλάτος του ολόκληρη τη Γη. Και, ακριβώς, περίμενα να πέσει το πελέκι, με μια ταχύτητα που δεν θα μας άφηνε καν τον χρόνο να σκεφτούμε. Ακόμη και τώρα, υπάρχει κάτι που μου φαίνεται παράξενο. Ποτέ στο παρελθόν δεν με είχαν κατακλύσει μαύρες σκέψεις. Η μόνη μου έγνοια, το μόνο μου πραγματικό πρόβλημα ήταν η ομορφιά. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι ο πόλεμος επέδρασε πάνω μου γεμίζοντάς με σκοτεινές σκέψεις. Όταν συγκεντρώνει κανείς το πνεύμα του στην ιδέα της ομορφιάς, έρχεται αντιμέτωπος χωρίς να το αντιληφθεί με τις πιο ζοφερές σκέψεις που υπάρχουν σ' αυτόν τον κόσμο. Υποθέτω πως έτσι είναι φτιαγμένα τα ανθρώπινα πλάσματα.
Θυμάμαι ένα γεγονός που συνέβη στο Κιότο, γύρω στο τέλος του πολέμου. Είναι σχεδόν απίστευτο, αλλά δεν ήμουν ο μόνος αυτόπτης μάρτυς. Μαζί μου ήταν και ο Τσουρουκάουα. Μια μέρα που μας είχαν κόψει το ηλεκτρικό, πήγαμε μαζί κι οι δυο μας στον Ναό Νανζέν. Πηγαίναμε εκεί για πρώτη φορά. Διασχίσαμε το πλατύ μονοπάτι και την ξύλινη γέφυρα που περνά πάνω από την κατωφέρεια απ' όπου ρίχνουν τις βάρκες στη θάλασσα. Ήταν μια φωτεινή μέρα του Μάη. Αχρησιμοποίητες εδώ και πολύ καιρό, οι γραμμές που κατηφόριζαν την πλαγιά ήταν σκουριασμένες και εξαφανίζονταν σχεδόν ολότελα κάτω από τα χορτάρια. Ανάμεσα στα αγριόχορτα, κάποια μικρά λουλουδάκια στο σχήμα του σταυρού αναρριγούσαν στο φύσημα του ανέμου. Ένα βρόμικο στεκούμενο νερό έφτανε ως τη βάση του κεκλιμένου επιπέδου, ενώ οι κερασιές έριχναν τη σκιά τους στην υδάτινη επιφάνεια. 62
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Στεκόμασταν στη μικρή γέφυρα και κοιτάζαμε αφηρημένα το νερό. Ανάμεσα σε όλες τις αναμνήσεις της εποχής ενός πολέμου, τέτοιες σύντομες στιγμές απουσίας μάς αφήνουν την πιο ζωηρή εντύπωση. Τέτοιες σύντομες στιγμές αδρανούς απόσπασης λες και ήταν κρυμμένες παντού, σαν μπαλώματα γαλάζιου ουρανού ανάμεσα στα σύννεφα. Είναι παράξενο, εντούτοις, πώς μια τέτοια στιγμή μου έμεινε ξεκάθαρα στον νου ως μία ευκαιρία για ένα επώδυνο είδος ευχαρίστησης. «Δεν είναι ευχάριστα;» έλεγα χαμογελώντας ανέμελα. «Μμμ», αποκρινόταν ο Τσουρουκάουα χαμογελώντας κι αυτός. Είχαμε κι οι δυο την έντονη αίσθηση πως οι λίγες αυτές ώρες μας ανήκαν. Στην άκρη του χαλικοστρωμένου μονοπατιού κυλούσε ένα ρυάκι με λαγαρό νερό, όπου κάποια όμορφα υδρόβια φυτά πηγαινοέρχονταν με το ρεύμα. Σύντομα ορθώθηκε μπροστά μας η περίφημη «Πύλη Σάμμον». Στον περίβολο του ναού δεν υπήρχε ψυχή. Ανάμεσα στη νιόβγαλτη πρασινάδα αντανακλάτο το φως των κεραμιδιών της στέγης του ναού, ίδιων με μεγάλο ανοιχτό βιβλίο πατιναρισμένο από τον χρόνο. Τι νόημα θα μπορούσε άραγε να έχει ο πόλεμος σε μια τέτοια στιγμή; Σε κάποιους τόπους, κάποιες ώρες, ο πόλεμος μου φαινόταν σαν ένα υπερκόσμιο πνευματικό γεγονός που δεν υπήρχε παρά μόνο στην ανθρώπινη συνείδηση. Ήταν ίσως στην πύλη Σάμμον, όπου ο περίφημος αρχαιοκάπηλος Ισικάουα Γκοεμόν είχε απολαύσει κάποτε, με το ένα πόδι στο παραπέτο, τη θέα των λουλουδιών που βρίσκονταν εκεί σε πλήρη άνθιση. Αισθανόμασταν κι οι δυο μας σαν παιδιά και, παρότι εκείνη την εποχή οι κερασιές δεν είχαν παρά μόνο τη φυλλωσιά τους, κάναμε τη σκέψη να αγναντέψουμε το τοπίο όπως το είχε αγναντέψει ο Γκοεμόν από την ίδια θέση. Πληρώσαμε το ευτελές δικαίωμα εισόδου και ανεβήκαμε τα 63
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
ξύλινα σκαλοπάτια, ολότελα μαυρισμένα από το διάβα του χρόνου. Στην πάνω αίθουσα, όπου συνήθως τελούνταν κάποιοι θρησκευτικοί χοροί, ο Τσουρουκάουα χτύπησε το κεφάλι του στο χαμηλό ταβάνι. Έσκασα στα γέλια, την αμέσως επόμενη όμως στιγμή χτύπησα κι εγώ το δικό μου. Κάναμε τον γύρο ακόμη μια φορά, αρχίσαμε και πάλι την ανάβαση, ώσπου, τελικά, φτάσαμε στην κορυφή του πύργου. Αφού ανεβήκαμε τη σκάλα, στενή σαν λαγούμι, νιώσαμε ευχάριστα εκτεθειμένοι στο ύπαιθρο, μπροστά στο απέραντο εκείνο πανόραμα. Σταθήκαμε για μια στιγμή, αγναντεύοντας μακριά τις κερασιές και τα πεύκα, στο δάσος του παρεκκλησίου Χεϊάν, απλωμένου ελικωτά πέρα από τις σειρές των κτηρίων, στο ίδιο το σχήμα των οροσειρών -Αρισυγιάμα, Κιτανοκάτα, Κιμπούνε, Μινούρα, Κομπίρα- που υιρώνονταν συγκεχυμένα στις άκριες των δρόμων του Κιότο. Αφού χόρτασαν τα μάτια μας από το τοπίο, βγάλαμε τα παπούτσια μας και μπήκαμε στην αίθουσα με σεβασμό σαν δυο τυπικοί νεοφώτιστοι. Ήταν μια αίθουσα σκοτεινή, με εικοσιτέσσερις αράθες σκορπισμένες στο δάπεδο. Στο κέντρο της, ορθιονόταν ένα άγαλμα του Σακαμούνι. Τα χρυσαφένια μάτια το)ν δεκί'χξι μαθητών του Δασκάλου έλαμπαν στο πυκνό σκοτάδι. Βριχτκόμασταν στο περίφημο Γκοχόρο ή Πύργο των Πέντε Φοινίκ(ον. Ο Ναός Νανζέν ανήκε στο ίδιο δόγμα Ρινζ('χι με τον Ναό του Χρυσού Περιπτέρου. Ενώ όμως αυτός ο τελευπχίος είχε ενταχθεί στη σχολή Σοκοκούτζι, ο άλλος (χποτί λούσε το γενικό επιτελείο της σχολής Νανζεντζί. Με άλλα λόγκχ, βρισκόμασταν σε έναν ναό του ίδιου δόγματος με το δικό μοις, που ανήκε όμως σε διαφορετική σχολή. Σταθήκοιμε (τοιν δυο συνηθισμένα κολεγιόπαιδα, με τον οδηγό στο χέρι,, περΐ(ί)έροντας το βλέμμα μας στις ζωηρόχρωμες τοιχογραφίες ττ]ς οροφής, που αποδίδονταν στον ζωγράφο Τάνυου Μορινόίίπου'"^ της σχολής 64
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
του Κάνο και στον Χόγκαν Τοκουέτσου της σχολής του Τόζα.^ Από τη μια πλευρά της οροφής, έβλεπες απεικονίσεις αγγέλων που πετούσαν στον ουρανό παίζοντας φλογέρα και την πανάρχαια Μ\νΒ. Αλλού, ένα καλαβίνκα φτερούγιζε παρουσιάζοντας στο ράμφος του μια λευκή παιωνία: πρόκειται για το μελωδικό πουλί που, όπως περιγράφεται στις σούτρα, ζει στο όρος Σεσάν. Το επάνω μέρος του σώματός του ανήκει σε ένα στρουμπουλό κορίτσι, ενώ το κάτω έχει μορφή πουλιού. Στο κέντρο της οροφής ήταν ζωγραφισμένο το μυθικό πουλί που υποτίθεται πως είναι σύντροφος του φοίνικα που δεσπόζει στον Χρυσό Ναό. Έμοιαζε με λαμπρό ουράνιο τόξο, εντελώς διαφορετικό από το μεγαλόπρεπο χρυσό πουλί, που μου ήταν τόσο οικείο. Γονατίσαμε μπροστά στο άγαλμα του Σακαμούνι ενώνοντας ευλαβικά τα χέρια μας. Ύστερα, εγκαταλείψαμε εκείνη την αίθουσα. Ήταν, ωστόσο, δύσκολο να κατέβουμε από την κορυφή του πύργου. Στηριχτήκαμε από τη νότια πλευρά στην κουπαστή της σκάλας την οποία είχαμε ανέβει. Είχα την αίσθηση ότι διέκρινα κάπου μια μικρή ελικοειδή γραμμή, χρωματιστή, θεσπέσια, παραμένον είδωλο, δίχως άλλο, των μεγαλόπρεπων αποχρώσεων που είχα δει πριν λίγο στις τοιχογραφίες της οροφής. Αυτή η συμπύκνωση των πλούσιων χρωμάτων μου έδινε την αίσθηση ότι το πουλί Καλαβίνκα ήταν κρυμμένο κάπου ανάμεσα στα νιόβγαλτα φύλλα ή στα κλαδιά των πράσινων εκείνων πεύκων που βρίσκονταν απλωμένα κάτω μας, αφήνοντας φευγαλέα να διαφανεί μια άκρια των θεσπέσιων φτερών του. Κι όμως, δεν ήταν έτσι. Κάτω από μας, από την άλλη πλευρά του δρόμου, βρισκόταν το Ερημητήριο του Τεντζού. Ένα μονοπάτι με τετράγωνες πέτρες, που αγγίζονταν μονάχα οι γωνιές τους, ελισσόταν μέσα από έναν κήπο όπου ήταν φυτε65
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
μένα μερικά χαμηλά δέντρα. Ο κήπος οδηγούσε σε ένα αχανές δωμάτιο, με συρτές πόρτες διάπλατα ανοιγμένες. Στο εσωτερικό του έβλεπες κάθε λεπτομέρεια - και τα κλιμακωτά ράφια του δωματίου. Ένα ζωηρόχρωμο άλικο χαλί ήταν απλωμένο στο δάπεδο: προφανώς το δωμάτιο εχρησιμοποιείτο ή νοικιαζόταν για τις τελετές του τσαγιού. Μια νεαρή γυναίκα ήταν καθισμένη εκεί. Ακριβώς αυτή η φιγούρα ήταν που με είχε θαμπώσει: στη διάρκεια του πολέμου, κανείς δεν συναντούσε μια γυναίκα ντυμένη με ένα τόσο φανταχτερό κιμονό με μακριά μανίκια. Αν κάποιος έβγαινε με τέτοια εμφάνιση, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα τον επέκριν(χν για έλλειψη πατριωτικής λιτότητας αναγκάζοντάς τον να γυρίσει στο σπίτι του και να αλλάξει. Πόσο θεσπέσιο ήτ(χν οιιιτό το (()όρεμα!Αν και δεν μπορούσα να διακρίνω τις λεπτομέρειες του (τχεδίου, έπεσε στην αντίληψή μου ότι, σε ένα ανοιχτογί'ίλίίζο (|)όντο, ήταν ζωγραφισμένα και κεντημένα δίάφ)ορ()(, λοί'λοΰδκι, κ(ΐι ότι χρυσές κλωστές λαμπύριζαν στην καπικόκκινη ζ(ί)νη. Λες και η ατμόσφαιρα γύρω της φωτιζόταν από τη λίίμπρότητοι της αμφίεσής της. Η όμορφη νεαρή ^νναχχα κ(ίΟότ(ΐν (ττο δί'λπεδο σε μια στάση υπέρκομψη. Αντικρίζοντ(ίς τΐ| χλομι'ι της κίχτατομή, ίδιο σμιλεμένο ανάγλυφο, δεν μπόρείίοι νοι μΐ|ν οινίχρίοτηθώ αν ήταν πράγματι ζωντανή. «Θεέ μου!», είπα τραυλίζονπχς { λΓπνί'ί. «Μπορι ί να είναι όντως ζωντανή;» «Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ. Θ(χ 'λί γ} ς (')τι ;ιρ(')κητ(ίΐ για κούκλα!» αποκρίθηκε ο Τσουρουκάοικχ. Στηριγμί νος γι ρί'χ στο κιγκλίδωμα, δεν μπορούσε να ξεκολλήση τ(( μ('ίτΐ(( του (χπό πάνω της. Εκείνη τη στιγμή, ξεπρόβαλε (χπό το ('χ'χΟος τορ δίπμίχτίου ένας νεαρός αξιωματικός του στρατού μι τΐ| οτολι'ι τοη. Ίίιιειναν για μια στιγμή ήρεμα καθισμένοι ο ένίχς ((πί νίίντι οτον ('χλλον. 66
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Η γυναίκα σηκώθηκε και εξαφανίστηκε αθόρυβα στο σκοτάδι του διαδρόμου. Ύστερα από λίγο ξαναγύρισε φέρνοντας ένα φλιτζάνι τσάι. Μια ανάλαφρη αύρα λίκνιζε τα μακριά μανίκια της. Γονατισμένη μπροστά στον άντρα, του πρόσφερε το τσάι. Αφού έγιναν όλα σύμφωνα με τους καθιερωμένους τύπους, ξαναγύρισε στην αρχική της θέση. Ο άντρας είπε κάτι δίχως τα χείλη του να αγγίξουν ακόμη το τσάι. Αυτές οι στιγμές μου φάνηκαν παράξενα μακρόσυρτες και γεμάτες ένταση. Η γυναίκα έσκυψε με σεβασμό το μέτωπο της. Τότε ακριβώς συνέβη το απίστευτο. Καθισμένη με απόλυτη ακαμψία, εκείνη ξέσφιξε ξαφνικά το γιακά του κιμονό της. Μπορούσα σχεδόν να ακούσω το θρόισμα του μεταξιού καθώς τραβούσε το ρούχο της κάτω από τη δύσκαμπτη ζώνη. Είδα τότε τα άσπρα της στήθια. Κράτησα την ανάσα μου. Η γυναίκα έπιασε τον έναν από τους κατάλευκους μαστούς στα χέρια της. Κρατώντας το σκοτεινόχρωμο φλιτζάνι με το τσάι, ο αξΐ03ματικός γονάτισε μπροστά της. Εκείνη έτριψε το στήθος της με τα δυο της χέρια. Χωρίς να μπορώ να πω ότι τα είδα όλα αυτά, ένιωσα με κάθε σαφήνεια -σαν να είχαν όλα συμβεί μπροστά στα μάτια μου- πώς το άσπρο και ζεστό γάλα ανέβλυσε από το στήθος στο βαθυπράσινο τσάι που άφρισε στο φλιτζάνι, πώς καταστάλαξε μέσα στο υγρό αφήνοντας πάνω πάνω λευκές σταγόνες, πώς η ήρεμη επιφάνεια του τσαγιού έγινε θολή και άφρισε από το χιονάτο εκείνο στήθος. Ο άντρας έφερε το φλιτζάνι στα χείλη του και ήπιε κάθε σταγόνα από το μυστηριώδες εκείνο τσάι. Η γυναίκα έκρυψε ξανά το στήθος της μέσα στο κιμονό. Ο Τσουρουκάουα και εγώ κοιτάζαμε τη σκηνή με τεταμένη την προσοχή μας. Αργότερα, όταν τα εξετάσαμε όλα αυτά μεθοδικά, πιστέψαμε πως θα επρόκειτο σίγουρα για την απο67
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
χαιρετιστήρια τελετή ανάμεσα σε έναν αξιωματικό, έτοιμο να ξεκινήσει για το μέτωπο, και τη γυναίκα που του είχε χαρίσει ένα παιδί. Ωστόσο, η συγκίνηση εκείνης της στιγμής μας εμπόδιζε να δώσουμε οποιαδήποτε λογική εξήγηση. Είχαμε το βλέμμα τόσο έντονα καρφωμένο εκεί, που μας έλειπε κάθε άνεση για να παρατηρήσουμε ότι το ζευγάρι είχε βγει από το δωμάτιο όπου δεν απέμενε παρά το μεγάλο κόκκινο χαλί. Είχα δει το λευκό ανάγλυφο αυτής της κατατομής και το απαράμιλλα λευκό στήθος. Όταν έφυγε η γυναίκα, μια και μόνη ιδέα με κατέκλυσε όλη την υπόλοιπη μέρα, και την επομένη, και ακόμη την μεθεπομένη: η ιδέα ότι αυτή η γυναίκα δεν ήταν άλλη από την Ουίκο, που είχε ξαναγυρίσει στη ζωή.
68
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η
ΤΡΙΤΟ
ΤΑΝ Η ΕΠΕΤΕΙΟςΤΟΥ ΘΑΝΆΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΤΈΡΑ, Η ΜΗΤΈΡΑ
είχε μια παράξενη ιδέα. Επειδή δυσκολευόμουν να πηγαίνω στο σπίτι λόγω της αναγκαστικής μου εργασίας, σκέφτηκε να έρθει εκείνη στο Κιότο φέρνοντας την επιτύμβια πλάκα του Πατέρα. Έτσι, ο Πατέρας Ντόζεν θα έψαλλε, έστω και για λίγες στιγμές, μερικές σούτρα για την επέτειο του θανάτου του παλιού του φίλου. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι εκείνη δεν είχε αρκετά χρήματα για την επιμνημόσυνο δέηση και είχε γράψει στον Ηγούμενο υπολογίζοντας στη φιλευσπλαχνία του. Ο Πατέρας Ντόζεν δέχτηκε την αίτησή της και με πληροφόρησε σχετικά. Δεν χάρηκα με αυτά τα νέα. Υπάρχει ένας ειδικός λόγος που απέφυγα μέχρι τώρα να γράψω για τη μητέρα μου. Δεν με ενθουσιάζει η ιδέα να αναφέρομαι σε αυτήν. Είχε συμβεί κάτι για το οποίο δεν της είχα απευθύνει ποτέ καμιά επίπληξη, ούτε της είχα κάνει λόγο γι' αυτό. Ίσως εκείνη να μην κατάλαβε καν ότι το ήξερα. Ωστόσο, δεν μπόρεσα ποτέ να της το συγχωρέσω. Αυτό συνέβη στη διάρκεια των καλοκαιρινών μου διακοπών. Γυρνούσα στο σπίτι για πρώτη φορά αφότου είχα μπει στο Γυμνάσιο του Ανατολικού Μαϊζούρου και με είχαν εμπιστευθεί στις φροντίδες του θείου μου. Εκείνη την εποχή, ένας 69
ΠΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
συγγενής της Μητέρας, ονόματι Κουράι, είχε γυρίσει στο Ναριού από την Οζάκα, ύστερα από μια αποτυχία στις δουλειές του. Η γυναίκα του, κληρονόμος μιας εύπορης οικογένειας, του έκλεισε την πόρτα, κι έτσι ο Κουράι ήταν αναγκασμένος να μείνει στον ναό του Πατέρα ώσπου να ξεχαστεί το θέμα. Ο ναός μας δεν διέθετε πολλές κουνουπιέρες. Και ήταν άξιον απορίας πώς η Μητέρα κι εγώ δεν είχαμε κολλήσει φυματίωση από τον Πατέρα, εφόσον κοιμόμασταν όλοι μαζί κάτω από την ίδια κουνουπιέρα. Τώρα μάλιστα, μας είχε προστεθεί και ο Κουράι. Θυμάμαι ότι αργά κάποια καλοκαιριάτικη νύχτα, ένα τζιτζίκι πετούσε στον κήπο από δέντρο σε δέντρο, βγάζοντας σύντομα τερετίσματα. Ίσως αυτά να με είχαν ξυπνήσει. Ο ήχος των κυμάτων χάλαγε τον κόσμο και το κάτω μέρος της ανοιχτοπράσινης κουνουπιέρας ανέμιζε με τη θαλάσσια αύρα. Ωστόσο, υπήρχε κάτι το παράξενο στον τρόπο που κουνιόταν. Με κανονικές συνθήκες, αυτή θα είχε προφανώς αρχίσει να φουσκώνει με τον άνεμο, κι ύστερα θα κουνιόταν ελάχιστα καθώς θα τρύπωνε μέσα της η αύρα. Κι όμως, ο τρόπος με τον οποίο είχε διπλωθεί δεν ακολουθούσε τη φορά του ανέμου. Αντίθετα, φαινόταν να τον αψηφά αποστερώντας τον από τη δύναμή του. Υπήρχε ένας ήχος στο τρίξιμο του μπαμπού, λες και κάτι τριβόταν πάνω στις αχυρένιες ψάθες. Και αυτό που τριβόταν ήταν το κάτω μέρος της κουνουπιέρας. Η κουνουπιέρα κινιόταν με μια κίνηση που σαφώς δεν προερχόταν από τον άνεμο. Μια κίνηση πιο λεπτή που μετέδιδε ελαφρούς κυματισμούς σε όλο το μήκος της, κάνοντας το τραχύ υλικό να συστέλλεται σπασμωδικά προκαλώντας στο εσα)τερικό της κάτι σαν επιφάνεια λίμνης με ταραγμένα νερ(χ. Ήταν άραγε η κορφή ενός κύματος, που ανασήκωσε ένα πλεούμενο ανοίγοντας με δυσκολία δρόμο μέσα στη λίμνη; Ή [ΐήπιος τ] μακρινή αντανάκλαση που άφηναν τα απόνερα ενός κοιροιβιού; 7θ
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Έντρομος, έστρεψα το βλέμμα μου προς την πηγή αυτής της κίνησης. Και, καθώς κοίταζα μέσα στη σκοτεινιά με μάτια διάπλατα ανοιγμένα, ένιωσα πως ένα τρυπάνι χωνόταν ακριβώς στο κέντρο τους. Ήμουν ξαπλωμένος δίπλα στον Πατέρα. Η κουνουπιέρα ήταν πολύ μικρή για τέσσερα άτομα. Πρέπει στον ύπνο μου να είχα γυρίσει και να τον είχα σπρώξει σε μια γωνιά. Έτσι, μια αρκετά μεγάλη έκταση του ζαρωμένου σεντονιού με χώριζε από ό,τι έβλεπα τη συγκεκριμένη στιγμή. Ο Πατέρας βρισκόταν πίσω μου κουλουριασμένος, ανασαίνοντας κάτω από το σβέρκο μου. Αυτό που με έκανε να συνειδητοποιήσω πως ήταν ξύπνιος, ήταν ο ρυθμός εκείνης της ανάσας που θαρρείς και χοροπηδούσε πάνω στην πλάτη μου. Θα μπορούσα άλλωστε να είχα θεωρήσει ότι προσπαθούσε να ανακόψει τον βήχα του. Ξάφνου, τα ανοιχτά μάτια μου σκεπάστηκαν από κάτι πλατύ και ζεστό που μου έκρυβε τη θέα. Μεμιάς κατάλαβα. Ο Πατέρας είχε απλώσει τα χέρια του εμποδίζοντάς με να βλέπω. Μόλο που αυτό το γεγονός συνέβη πριν πολλά χρόνια, όταν ήμουν περίπου στα δεκατρία μου, διατηρώ ακόμη ζωντανή μέσα μου την ανάμνηση εκείνων των χεριών. Χέρια ασύγκριτα πλατιά. Χέρια που είχαν τυλιχτεί γύρω μου εξαφανίζοντας μέσα σε ένα δευτερόλεπτο τη θέα της κόλασης που ξετυλιγόταν μπροστά μου. Χέρια από έναν άλλον κόσμο. Δεν ξέρω αν αυτή η κίνηση έγινε από αγάπη, συμπόνια ή ντροπή. Ωστόσο, εκείνα τα χέρια με απέκοψαν μέσα σε μια στιγμή από τον τρομακτικό κόσμο με τον οποίο είχα έρθει αντιμέτωπος, θάβοντάς τον μέσα στο σκοτάδι. Έκανα μια κίνηση με το κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια του Πατέρα. Από αυτό και μόνο, ο Πατέρας ένιωσε ότι είχα καταλάβει και ότι ήμουν έτοιμος να υπακούσω. Τράβηξε τα χέρια 71
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
του. Και αμέσως μετά, λες κι αυτά τα χέρια με είχαν διατάξει, κράτησα κλειστά τα μάτια μου πεισματικά, μένοντας άυπνος ώσπου ξημέρωσε και το εκθαμβωτικό φως που έμπαινε απ' έξω άνοιξε δρόμο ανάμεσα στα βλέφαρά μου.
Θυμηθείτε, σας παρακαλώ, πως ύστερα από χρόνια, όταν το φέρετρο του Πατέρα είχε μεταφερθεί έξω από το σπίτι, ήμουν τόσο απορροφημένος κοιτάζοντας το νεκρό πρόσωπο που δεν έχυσα ούτε ένα δάκρυ. Θυμηθείτε ακόμη ότι, με τον θάνατό του, λυτρώθηκα από τα δεσμά των χεριών του και, κοιτάζοντας έντονα το πρόσωπό του, μπόρεσα να επιβεβαιώσω την ίδια μου την ύπαρξη. Θυμάμαι ότι πήρα εκδίκηση γι' αυτά τα χέρια, που αντιπροσώπευαν για μένα ό,τι αποκαλεί ο κόσμος αγάπη. Όσο για τη Μητέρα, εκτός από το ότι δεν θα τη συγχωρούσα ποτέ για τη σκηνή που η θύμησή της με καταδίωκε, δεν μου πέρασε από τον νου ποτέ να την εκδικηθώ. Είχε κανονιστεί να έρθει στον Χρυσό Ναό μια μέρα πριν από την επιμνημόσυνο ακολουθία και να περάσει εδώ τη νύχτα της. Ο Ηγούμενος είχε γράψει στο σχολείο μου για να δικαιολογήσει την απουσία μου την ημέρα του μνημόσυνου. Όσοι από μας υποχρεώνονταν σε αναγκαστική εργασία, δεν έμεναν στον χώρο της δουλειάς, αλλά έδιναν την αναφορά τους την καθορισμένη ώρα και γυρνούσαν πίσω. Την παραμονή της επιμνημόσυνης δέησης, η σκέψη να γυρίσω στον ναό μού ήταν ιδιαίτερα δυσβάσταχτη. Με την καθαρή και απλοϊκή του καρδιά, ο Τσουρουκάουα χαιρόταν για μένα, επειδή θα έβλεπα και πάλι τη μητέρα μου ύστερα από τόσον καιρό. Αλλά και οι άλλοι (τυμμίχΟητές μου ήταν περίεργοι να τη δουν. Με στενοχωρούσε ιδκχίτερα το γεγονός ότι είχα μια μάνα τόσο ταλαίπωρη κ(χι τρκκ'χΟλια. Βρέ72
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
θηκα σε δύσκολη θέση να εξηγήσω στον καλοκάγαθο Τσουρουκάουα γιατί δεν ήθελα να τη δω. Για να χειροτερέψει λες τα πράγματα, εκείνος με άρπαξε από το μπράτσο μόλις τελειώσαμε τη δουλειά μας στο εργοστάσιο, και είπε: «Έλα, ας τρέξουμε κατά κει!» Θα αποτελούσε υπερβολή να πω ότι δεν ήθελα να δω τη Μητέρα με κανέναν τρόπο. Όχι πως δεν αισθανόμουν τίποτε γι' αυτή. Δεν μου άρεσε όμως να έρθω αντιμέτωπος με την άμεση έκφραση αγάπης, με την οποία έρχεται κανείς σε επαφή όταν πρόκειται για τους εξ αίματος συγγενείς του, και απλώς προσπαθούσα να εκλογικεύσω την απαρέσκειά μου με διάφορους τρόπους. Σε αυτό εξάλλου συνίσταται ο κακός μου χαρακτήρας. Ήταν γεγονός ότι προσπαθούσα να δικαιολογήσω τα αυθεντικά συναισθήματά μου με διάφορες εκλογικεύσεις. Πολλές φορές, τα πολυσύνθετα αίτια που κατασκεύαζε ο νους μου μού επέβαλαν δια της βίας συναισθήματα που ενοχλούσαν κι εμένα τον ίδιο. Επειδή τούτα τα συναισθήματα δεν ήταν εξαρχής τα δικά μου. Μονάχα το μίσος μου ήταν κατά κάποιο τρόπο αυθεντικό. Κοντολογίς, από την ίδια τη φύση μου, άφηνα τον εαυτό μου να υποκινείται πάντοτε από αυτό. «Δεν υπάρχει λόγος να τρέξουμε», αποκρίθηκα. «Απλώς και μόνον θα κουραστούμε. Ας γυρίσουμε πίσω με την άνεσή μας». «Κατάλαβα», είπε ο Τσουρουκάουα. «Θέλεις να παραστήσεις το χαϊδεμένο παιδί και να εκμαιεύσεις τη συμπόνια της δείχνοντάς της ότι είσαι τόσο εξαντλημένος που δεν μπορείς να περπατήσεις πιο γρήγορα». Έτσι ερμήνευε πάντοτε ο Τσουρουκάουα τη συμπεριφορά μου - και έκανε πάντα λάθος. Παρ' όλα αυτά, δεν με ενοχλούσε καθόλου και μου είχε γίνει απαραίτητος. Με άλλα λό73
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
για, ο Τσουρουκάουα ήταν ο καλοπροαίρετος και ειλικρινής ερμηνευτής των συναισθημάτων μου - ένας φίλος αναντικατάστατος, που μπορούσε να μεταφράζει για λογαριασμό μου τα ίδια μου τα λόγια στη διάλεκτο του πραγματικού κόσμου. Ναι, ο Τσουρουκάουα μου φαινόταν πολλές φορές σαν τον αλχημιστή που μεταλλάσσει τον τενεκέ σε χρυσάφι. Ήμουν το αρνητικό της εικόνας, κι εκείνος ήταν το θετικό. Πόσες φορές δεν έμεινα έκπληκτος, βλέποντας πόσο καθαρά και ακτινοβόλα μπορούσαν να γίνουν τα σκοτεινά και θολά συναισθήματά μου, φιλτραρισμένα μέσ' από την καρδιά του Τσουρουκάουα! Ενώ εγώ δίσταζα και τραύλιζα, εκείνος έπαιρνε τα συναισθήματά μου στα χέρια του, τα στριφογυρνούσε και τα μεταβίβαζε στον εξωτερικό κόσμο. Αυτό που κατάλαβα από την εκπληκτική τούτη διαδικασία ήταν ότι δεν υπήρχε καμιά ασυμφωνία ανάμεσα στα ευγενέστερα και στα χειρότερα από αυτά. Το αποτέλεσμά τους ήταν το ίδιο. Δεν υπήρχε καμιά εμφανής διαφορά ανάμεσα στην απόπειρα δολοφονίας και στα συναισθήματα βαθιάς συμπόνιας. Ο Τσουρουκάουα δεν θα μπορούσε ποτέ να πιστέψει κάτι τέτοιο, ακόμη κι αν ήμουν ικανός να του το εξηγήσω. Για μένα όμως, αυτό αποτελούσε μια τρομακτική ανακάλυψη. Και αν δεν με ένοιαζε το γεγονός ότι εκείνος θα με θεωρούσε τώρα υποκριτή, ήταν επειδή η υποκρισία είχε καταντήσει στη σκέψη μου απλώς μια κάποια επίθεση. Στο Κιότο, δεν είχα ποτέ την εμπειρία μκχς (χεροπορικής επιδρομής. Όταν όμως κάποτε με έστειλίχν (ττο κυριότερο εργοστάσιο της Οζάκα με μερικές παραγγελίες γκχ (χνταλλακτικά αεροσκαφών, έγινε επίθεση και είδ(χ έν(χν (χπό τους εργάτες να μεταφέρεται πάνω σε ένα φορείο [ΐε (χνοιχτ(χ τ(χ σπλάχνα του. Αλήθεια, τι φριχτό υπάρχει στα εκτεθειμένοι (τπλί'χχνα; Για74
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τί άραγε, βλέποντας τα εσωτερικά όργανα ενός ανθρώπινου πλάσματος πρέπει να σκεπάζουμε τα μάτια μας από τρόμο; Γιατί οι άνθρωποι αναστατώνονται μπροστά στη θέα του αίματος που κυλά; Γιατί τα ανθρώπινα σπλάχνα είναι άσχημα; Μήπως το ποιόν τους δεν είναι απαράλλαχτο με την ομορφιά του νεανικού και σφριγηλού μας δέρματος; Τι έκφραση θα έπαιρνε άραγε ο Τσουρουκάουα αν του έλεγα ότι από αυτόν είχα μάθει να σκέφτομαι με τέτοιον τρόπο - έναν τρόπο σκέψης που μεταμόρφωνε την ίδια μου την ασχήμια σε ανυπαρξία; Για ποιον λόγο φαίνεται απάνθρωπο να κοιτάζεις τα ανθρώπινα όντα σαν τριαντάφυλλα και να αρνείσαι να κάνεις οποιαδήποτε διαφοροποίηση ανάμεσα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό του σώματός τους; Αν μπορούσαν τα ανθρώπινα όντα να αντιστρέψουν το πνεύμα και το σώμα τους, θα έβγαζαν έξω με χάρη τα εσωτερικά τους όργανα εκθέτοντάς τα σαν ροδοπέταλα στο ανοιξιάτικο αεράκι και στον ήλιο... Η Μητέρα είχε μόλις φθάσει και μιλούσε με τον Ηγούμενο στο δωμάτιό του. Ο Τσουρουκάουα κι εγώ γονατίσαμε στο διάδρομο, αναγγέλλοντας την επιστροφή μας μέσα στο πρώιμο καλοκαιριάτικο μούχρωμα. Ο Ηγούμενος κάλεσε μόνο εμένα στο δωμάτιό του. Μίλησε μπροστά στη Μητέρα με επαινετικά λόγια για τον τρόπο που ασκούσα τα καθήκοντά μου στον ναό. Έμεινα με σκυμμένο το κεφάλι, τολμώντας μετά βίας να την κοιτάξω. Μπορούσα να δω με την άκρη του ματιού μου τα ξεθωριασμένα φαρδιά της παντελόνια, από γαλάζιο βαμβακερό, όπου είχε ακουμπήσει τα βρόμικα δάχτυλά της. Ο Πατέρας Ντόζεν μας είπε ότι έπρεπε να αποσυρθούμε στα δωμάτιά μας. Αφού κάναμε κάμποσες υποκλίσεις, βγήκαμε από την αίθουσα. Έμενα σε ένα μικρό δωμάτιο με πέντε ψάθες, κάτω από τη μικρή βιβλιοθήκη, αντίκρυ σε ένα προαύ75
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
λιο. Μόλις μείναμε μόνοι, η Μητέρα αναλύθηκε σε δάκρυα. Έχοντας το προβλέψει, μπόρεσα να μείνω εντελώς ατάραχος. «Τώρα με έχει αναλάβει το Ροκουόντζι», της είπα, «και θα ήθελα να μη με επισκεφθείτε, ώσπου να γίνω ένας ιερέας με ανεπτυγμένες όλες τις ικανότητές του». «Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω», είπε η Μητέρα. Ήμουν ευχαριστημένος που είχα κατορθώσει να την υποδεχτώ με λέξεις τόσο σκληρές. Με ενόχλησε, παρ' όλα αυτά, το γεγονός ότι δεν αντέδρασε καθόλου, όπως συνήθως, ούτε προσπάθησε να μου εναντιωθεί. Όταν μου πέρασε από τον νου, ως απλή δυνατότητα, το γεγονός πως η Μητέρα θα μπορούσε να διαβεί το κατώφλι της εσωτερικής μου ζωής και να μπει στη σκέψη μου, κυριεύτηκα από τρόμο. Κοιτάζοντας το πρόσωπό της, μαυρισμένο από τον ήλιο, το βλέμμα μου έπεσε στα μικρά και πονηρά της μάτια, χωμένα βαθιά στις κόχες τους. Μονάχα τα χείλια της ήταν κόκκινα και λαμπερά, λες και είχαν δική τους ζωή. Η μητέρα μου είχε τα γερά και μεγάλα δόντια της χωριάτισσας. Βρισκόταν σε μια ηλικία που, αν κατοικούσε σε πόλη, δεν θα ήταν παράξενο να χρησιμοποιεί έντονα φτιασίδια. Είχε κάνει το πρόσωπό της να φαίνεται όσο γινόταν πιο άσχημο. Είχα την έντονη αίσθηση ότι κάτι το σαρκώδες έμενε κάπου στο πρόσωπό της σαν κατακάθι. Και αυτό το μισούσα. Αφού απομακρύνθηκε από τον Πατέρα Ντόζεν και έκλαψε με την ψυχή της, έβγαλε μια πετσέτα που είχε φέρει από το σπίτι μας στο χωριό και βάλθηκε να σκουπίζει το γυμνό και ηλιοκαμένο της στήθος. Φτιαγμένη από ίνες λιναριού, η πετσέτα ήταν από κείνες που παίρνει κανείς με το δελτίο. Το υλικό είχε μια ζωική λάμψη και γυάλιζε περισσότερο κ(χ()ε φορά που μούσκευε από τον ιδρώτα. Κατόπιν, εκείνη έβγαλε λίγο ρύζι από το σ(χκίδιό της, λέ76
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
γοντας πως θα το πρόσφερε στον Ηγούμενο. Δεν είπα λέξη. Στη συνέχεια, έβγαλε την επιτύμβια πλάκα του Πατέρα, προσεκτικά τυλιγμένη σε ένα κομμάτι γκρίζο ύφασμα, και την τοποθέτησε στο ράφι με τα βιβλία μου. «Είμαι τόσο ευχαριστημένη για όλα αυτά», είπε. «Ο Πατέρας θα είναι πραγματικά ευτυχισμένος που ο Ηγούμενος θα ψάλει τη λειτουργία γι' αυτόν». «Θα γυρίσετε στο Ναριού μετά την τελετή, Μητέρα;», ρώτησα. Η απάντηση της με κατέπληξε. Φαίνεται πως είχε ήδη μεταβιβάσει σε κάποιον άλλο τα δικαιώματα του ναού του Ναριού και πως είχε πουλήσει το μικρό εκείνο τμήμα γης. Αφού εξόφλησε όλα τις ιατρικές δαπάνες του Πατέρα, κανόνισε να πάει να ζήσει μόνη της στο σπίτι ενός θείου στο Καζαγκούν, κοντά στο Κιότο. Έτσι, ο ναός όπου ήμουν ταγμένος να επιστρέψω δεν ήταν πια δικός μας! Σε εκείνο το χωριό, στο μοναχικό ακρωτήρι, δεν είχε μείνει τίποτε που θα μπορούσε να με χαιρετά. Δεν ξέρω πώς ερμήνευσε η Μητέρα την αίσθηση απελευθέρωσης που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου. Ωστόσο, έσκυψε πάνω μου και είπε: «Όπως βλέπεις, αγαπητό μου παιδί, δεν έχεις πια δικό σου ναό. Το μόνο που σου απομένει είναι να γίνεις Ηγούμενος του Χρυσού Ναού εδώ. Πρέπει να κερδίσεις τη συμπάθεια του Πατέρα, έτσι ώστε να πάρεις τη θέση του όταν θα έρθει η ώρα του να φύγει. Καταλαβαίνεις, παιδί μου; Γι' αυτή και μόνο τη χαρά θα ζει τώρα πια η μητέρα σου». Ξαφνιάστηκα με μια τέτοια εξέλιξη. Παρότι προσπάθησα να την κοιτάξω βαθιά στα μάτια, η ταραχή μου με εμπόδισε να την αντικρίσω με καθαρό βλέμμα. Το μικρό πίσω δωμάτιο ήταν κιόλας σκοτεινό. Η «καλή μου 77
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
μητέρα» είχε βάλει το στόμα της πλάι στ' αυτί μου καθώς μου μιλούσε και η μυρωδιά του ιδρώτα της τρύπωνε στα ρουθούνια μου. Θυμάμαι πως την είδα τότε να γελά. Μακρινές μνήμες μητρικής φροντίδας, θύμησες ενός μελαψού στήθους: οι εικόνες κάλπαζαν δυσάρεστα στον νου μου. Στις φλόγες της ταπεινής φωτιάς των αγρών υπήρχε κάτι σαν φυσική δύναμη που θαρρείς με τρόμαζε. Καθώς οι σγουρές μπούκλες της άγγιζαν το μάγουλό μου, παρατήρησα μια λιβελλούλα που ακουμπούσε τα φτερά της στην πέτρινη χορταριασμένη στέρνα της σκοτεινής αυλής. Ο απογευματινός ουρανός καθρεφτιζόταν στην επιφάνεια της υδάτινης κηλίδας μέσα στη στέρνα, μιας κηλίδας μικρής και στρογγυλής. Δεν ακουγόταν ούτε ένας ήχος: τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, ο ναός του Ροκουόντζι έμοιαζε έρημος. Τελικά, μπόρεσα να κοιτάξω κατευθείαν το πρόσωπό της. Ένα χαμόγελο παιχνίδιζε στην άκρια των γυαλιστερών χειλιών της και τα χρυσά της δόντια έλαμπαν. «Ναι», αποκρίθηκα με ένα έντονο τραύλισμα, «αλλά, απ' ό,τι ξέρω, θα με επιστρατεύσουν και θα σκοτωθώ στη μάχη». «Τι ανόητος που είσαι!», αποκρίθηκε εκείνη. «Αν αρχίσουν να παίρνουν στον στρατό τραυλούς σαν εσένα, θα έρθει σύντομα το τέλος της Ιαπωνίας!» Βρισκόμουν σε υπερένταση και συγχρόνως τη μισούσα. Ωστόσο, οι λέξεις που τραύλιζα ήταν καθαρή υπεκφυγή. «Ο Χρυσός Ναός θα καταστραφεί από τη φ(οτιά σε μια αεροπορική επιδρομή», είπα. «Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, είπε τ] Μτιτέρα, «δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα μιας αεροπορικής επιδρομής στο Κιότο. Οι Αμερικανοί ούτε που θα ζυγ(ό(τουν». Δεν έδωσα απάντηση. Σκοτεινιασμένη, η οιυλή είχε πάρει το χρώμα του βυθού τής θάλασσας. Οι πέτρες βούλιαζαν στην 78
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
καταχνιά και θα 'λεγε κανείς βλέποντας το σχήμα τους ότι είχε αρχίσει μεταξύ τους μια άγρια πάλη. Αδιαφορώντας για τη σιωπή μου, η Μητέρα σηκώθηκε και βάλθηκε να κοιτάζει ανέμελα την ξύλινη πόρτα του μικρού μου δωματίου. «Μήπως είναι ώρα για το βραδινό φαγητό;» ρώτησε.
Αναπολώντας τούτη τη σκηνή, συνειδητοποίησα ότι αυτή η επίσκεψή της είχε μια σημαντική επίδραση στον τρόπο σκέψης μου. Κοντολογίς, κατάλαβα με αυτή την ευκαιρία ότι η Μητέρα ζούσε σε έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από τον δικό μου και ότι, για πρώτη φορά τότε, ο τρόπος της σκέι^ης της άρχιζε να επιδρά πάνω μου. Εκείνη ανήκε από τη φύση της στο είδος των ανθρώπων που δεν θα ένιωθαν ούτε το παραμικρό ενδιαφέρον για την ομορφιά του Χρυσού Ναού. Αντίθετα, διέθετε ένα ρεαλιστικό αισθητήριο που μου ήταν ξένο. Είχε πει πως δεν υπήρχε κανένας φόβος αεροπορικής επιδρομής στο Κιότο και, παρ' όλα μου τα όνειρα, αυτό ήταν προφανώς αλήθεια. Αν όμως δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα βομβαρδισμού του Χρυσού Ναού, τότε θα έχανα μεμιάς τον σκοπό της ζωής μου και όλος αυτός ο κόσμος όπου είχα εγκατασταθεί θα γινόταν συντρίμμια. Από την άλλη πλευρά, με είχε συναρπάσει -όσο κι αν απεχθανόμουν αυτή την προοπτική- η φιλοδοξία που εκείνη είχε τόσο απροσδόκητα εκφράσει για εμένα. Ο Πατέρας δεν είχε πει ποτέ λέξη σχετικά με αυτό. Ίσως όμως να έτρεφε κι αυτός κατάβαθα την ίδια φιλοδοξία στέλνοντάς με στον ναό. Ο Πατέρας Ντόζεν ήταν άγαμος. Αν υπέθετα ότι όφειλε κι εκείνος την τωρινή του θέση στις συστάσεις κάποιου προκατόχου του -που είχε στηρίξει τις ελπίδες του σε αυτόν-, θα μπορούσα κάλλιστα κι εγώ, στον βαθμό που θα αναπτύσσονταν οι ικα79
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
νότητές μου, να διαδεχθώ τον Πατέρα Ντόζεν ως Ηγούμενος του Ροκουόντζι. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Χρυσός Ναός θα γινόταν δικός μου! Οι σκέψεις μου θόλωσαν. Όταν η δεύτερη αυτή φιλοδοξία μου γινόταν ενοχλητική, γυρνούσα στο πρώτο μου όνειρο (ότι ο Χρυσός Ναός θα βομβαρδιζόταν) και, όταν αυτό το όνειρο γινόταν στάχτη από τον καθαρό ρεαλισμό της κρίσης της Μητέρας, ξαναγυρνούσα στη δεύτερη φιλοδοξία μου. Ώσπου βγήκα τελικά εξαντλημένος από τη διαρκή αυτή αμφιταλάντευση, με αποτέλεσμα να εμφανιστεί στη βάση του λαιμού μου ένα πλατύ κόκκινο οίδημα. Το άφησα να θεριεύει. Το οίδημα απέκτησε γερές ρίζες και άρχισε να πιέζει το πίσω μέρος του λαιμού μου, με μια δύναμη βαριά και ζεστή. Ονειρευόμουν στον άστατο ύπνο μου ότι ένα λαγαρό χρυσαφένιο φως πλήθαινε στον σβέρκο μου, περιβάλλοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού μου με μιαν εκπληκτική άλω που απλωνόταν σταδιακά. Όταν όμως άνοιγα τα μάτια, αποδεικνυόταν ότι επρόκειτο απλώς για τον πόνο που μου δημιουργούσε το μολυσματικό εκείνο πρήξιμο. Τελικά, μου ανέβηκε πυρετός και αναγκάστηκα να πέσω στο κρεβάτι. Ο Ηγούμενος με έστειλε σε έναν χειρούργο. Αυτός, φορώντας την εθνική μας στολή με τις γκέτες, διέγνωσε το οίδημα αποκαλώντας το απλά «δοθιήνα». Επειδή δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει οινόπνευμα, απολύμανε το νυστέρι του κρατώντας το πάνω από μια φλόγα και το ακούμπησε στη συνέχεια στον σβέρκο μου. Έβγαλα ένα βογκητό. Ο ζεστός και ενοχλητικός εκείνος κόσμος έσπασε στη βάση του κεφαλιού μου, ώσπου τον ένιωσα να συρρικνώνεται και τελικά να καταρρέει.
8ο
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Ο πόλεμος τελείωσε. Ακούγοντας στο εργοστάσιο το Αυτοκρατορικό Διάγγελμα που ανήγγελλε την παύση των εχθροπραξιών, όλες μου οι σκέ'ψεις στράφηκαν στον Χρυσό Ναό. Αμέσως μόλις γύρισα, έσπευσα -όπως άλλωστε ήταν φυσικό- να βρεθώ μπροστά του. Στο μονοπάτι που διέσχιζαν οι επισκέπτες για να πάνε εκεί, τα χαλίκια ιρήνονταν κάτω από τον ήλιο του κατακαλόκαιρου και κολλούσαν αδιάκοπα στις τραχιές σόλες των αθλητικών μου παπουτσιών. Όταν ακούστηκε το Διάγγελμα στο Τόκιο, όλος ο κόσμος πήγε σίγουρα να σταθεί μπροστά στο Ανάκτορο του Αυτοκράτορα. Πανστρατιές ανθρώπων κατευθύνονταν δακρυσμένοι μπροστά στις πύλες του ακατοίκητου Ανακτόρου του Κιότο. Το Κιότο είναι γεμάτο παρεκκλήσια και ναούς, όπου το πλήθος μπορεί να πάει να κλάψει σε παρόμοιες περιπτώσεις. Οι ιερείς έκαναν σίγουρα εκείνες τις ημέρες χρυσές δουλειές. Παρά τον πρωτεύοντα όμως ρόλο του Χρυσού Ναού, κανείς δεν ήρθε να τον επισκεφτεί τη συγκεκριμένη εκείνη μέρα. Κοντολογίς, μονάχα η σκιά μου περιφερόταν στα καυτά χαλίκια. Για να περιγρά^ψω αντικειμενικά την όλη εικόνα, πρέπει να πω ότι εγώ στεκόμουν από τη μια πλευρά και ο Χρυσός Ναός από την άλλη. Και από τη στιγμή που στύλωσα το βλέμμα μου στον ναό, εκείνη την ημέρα, μπόρεσα να αισθανθώ ότι κάτι είχε αλλάξει στη σχέση «μας». Όταν συνέβαιναν τέτοια πλήγματα ήττας ή εθνικής δυστυχίας, ο Χρυσός Ναός βρισκόταν στο στοιχείο του. Εκείνες τις φορές, γινόταν υπερβατικός ή, τουλάχιστον, διατεινόταν ότι γίνεται. Γιατί, μέχρι σήμερα, ο Χρυσός Ναός δεν είχε γίνει ποτέ κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα. Δίχως άλλο, το γεγονός ότι τελικά γλίτωσε από τον εμπρησμό μιας αεροπορικής επιδρομής και βρισκόταν τώρα εκτός κινδύνου είχε χρησιμεύσει για την αποκατάσταση της προηγούμενης έκφρασής του, μιας έκφρασης που έλεγε: «Εί8ι 6"
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
μαι εδώ από χρόνους πανάρχαιους και θα μείνω εδώ για πάντα». Στεκόταν εκεί σε απόλυτη σιγή, σαν κομψό αλλά άχρηστο μέρος μιας επίπλωσης. Το πανάρχαιο φύλλο χρυσού στο εσωτερικό του ήταν τέλεια προστατευμένο από το βερνίκι του καλοκαιριάτικου ήλιου, επένδυση, θαρρείς, των εξωτερικών τοίχων. Μια μεγάλη και αδειανή επίδειξη ραφιών, τοποθετημένη μπροστά στο καταπράσινο δάσος. Τι λογής διακοσμητικά αντικείμενα θα μπορούσε άραγε κανείς να βάλει σε τέτοια ράφια; Τίποτε δεν θα ταίριαζε στα μέτρα τους, εκτός από κάτι σαν μεγάλο θυμιατήρι ή ένα κενό κολοσσιαίων διαστάσεων... Ωστόσο, ο Χρυσός Ναός είχε χάσει εντελώς τέτοιου είδους πράγματα. Η ουσία του είχε ξαφνικά ξεπλυθεί, επιδεικνύοντας τώρα μια μορφή παράξενα άδεια. Και το πιο παράξενο από όλα ήταν πως το Περίπτερο, που τόσες φορές με είχε θαμπώσει με την ομορφιά του, μου φαινόταν εκείνη τη στιγμή ωραιότερο παρά ποτέ. Ποτέ δεν είχε αναδείξει τέτοιαν ομορφιά - ένα κάλλος που ξεπερνούσε κάθε εικόνα μέσα μου, ναι, που ξεπερνούσε ολόκληρο τον κόσμο της πραγματικότητας, απαράμιλλο, αέναο! Ποτέ μέχρι τότε η ομορφιά του δεν είχε λάμψει τόσο αποδιώχνοντας κάθε λογής νοήματα. Δεν αποτελεί υπερβολή ο ισχυρισμός μου πως, κοιτάζοντας τον ναό, τα πόδια μου έτρεμαν και το μέτωπό μου σκεπαζόταν με στάλες ιδρώτα. Όταν, σε μια προηγούμενη ευκαιρία, επέστρεψα στο χωριό αφού είχα δει τον ναό, τα διάφορα τμήματα και η όλη δομή του αντήχησαν στ' αυτιά μου σαν μουσική αρμονία. Αυτό που άκουγα εκείνη τη στιγμή ήταν μια βαθιά, απόλυτη σιγή. Τίποτε δεν συνέβαινε, τίποτε δεν είχε αλλάξει. Ο Χρυσός Ναός ορθωνόταν μπροστά μου, ίδιος πύργος, τρομακτική παύση σε μια μουσική σύνθεση, σωστός αντίλαλος σιωπής. 82
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
«Ο δεσμός ανάμεσα στον Χρυσό Ναό και σε μένα έσπασε», σκέφτηκα. «Το όραμα μου ότι εκείνος κι εγώ ζούμε στον ίδιο κόσμο έχει πια καταρρεύσει. Τώρα, πρέπει να γυρίσω στην προηγούμενη κατάσταση μου, πιο άδειος από ελπίδες παρά ποτέ. Εγώ στέκομαι στη μια πλευρά και η ομορφιά στην άλλη. Τίποτε δεν θα καλυτερέ\|)ει όσο υπάρχει ο κόσμος». Η εθνική ήττα στάθηκε για μένα κάτι σαν εμπειρία απελπισίας. Ακόμη και τώρα, μπορώ να δω μπροστά μου το καλοκαιριάτικο φως της ημέρας της ήττας, ίδιο με φλόγα: 15 Αυγούστου. Ο κόσμος έλεγε ότι οι αξίες είχαν ξεφτίσει. Αντίθετα, μέσα μου, η αιωνιότητα είχε ξυπνήσει, είχε αναστηθεί διεκδικώντας τα δικαιώματά της. Η αιωνιότητα που μου έλεγε ότι ο Χρυσός Ναός θα υπήρχε εκεί για πάντα. Αυτή είχε κατέβει από τον ουρανό, κολλούσε τώρα πάνω στα μάγουλα, στα χέρια και στα στομάχια μας, και τελικά μας έθαβε. Τι κατάρα! Ναι, μπορούσα να την ακούσω στα τερετίσματα των τζιτζικιών που αντηχούσαν στους γύρω λόφους.. Ίδια κατάρα πάνω από το κεφάλι μου, φιμώνοντάς με μ' ένα χρυσό έμπλαστρο. Στη διάρκεια της απαγγελίας των σούτρα, εκείνο το βράδυ, -ψάλλαμε πριν πάμε για ύπνο μακρόσυρτες προσευχές για τη γαλήνη της Αυτού Μεγαλειότητας του Αυτοκράτορα, όπως και για την παρηγοριά των -ψυχών εκείνων που είχαν χάσει τη ζωή τους στον πόλεμο. Από την αρχή του πολέμου, αποτελούσε συνήθεια στα διάφορα δόγματα να φοράμε απλά ενδύματα. Παρ' όλα αυτά, το συγκεκριμένο εκείνο βράδυ, ο Ηγούμενος φορούσε το άλικο ράσο του, φυλαγμένο για χρόνια στο σεντούκι. Το παχουλό και άψογο πρόσωπό του -από όπου λες κι είχαν σβήσει όλες οι ρυτίδες- είχε το ροδοκόκκινο χρώμα της καλής υγείας και ξεχείλιζε από ικανοποίηση. Το δροσερό θρόισμα των αμφίων του αντηχούσε στον ναό μέσα στη ζεστή νύχτα. 83
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
Αφού απαγγέλθηκαν οι σούτρα, μας κάλεσαν όλους να παρακολουθήσουμε μια διάλεξη στο δωμάτιο του Ηγούμενου. Το κατηχητικό πρόβλημα Ζεν που είχε επιλεγεί ήταν το «Ο Νάνσεν Σκοτώνει μια Γάτα» από τον Δέκατο Τέταρτο Κανόνα του Μονμονκάν. Το «Ο Νάνσεν Σκοτώνει μια Γάτα (που εμφανίζεται επίσης στον Εξηκοστό Τρίτο Κανόνα του Χεκιγκανρόκον με τίτλο «Ο Νάνσεν Σκοτώνει ένα Γατάκι» και στον Εξηκοστό Τέταρτο Κανόνα με τίτλο «Ο Τζόσου Φορά ένα Ζευγάρι Σανδάλια στο Κεφάλι του») εθεωρείτο από πανάρχαιους χρόνους ως το δυσκολότερο από τα προβλήματα Ζεν. Στην περίοδο Τανγκ, έζησε ο περίφημος ιερέας Σ' αν, ονόματι Που Γιουάν, που κατοικούσε στο όρος Ναν Σ' ουάν και ονομάστηκε Ναν Σ' ουάν (Νάνσεν, όπως το διαβάζουν οι Ιάπωνες) από το όνομα του βουνού. Κάποια μέρα, όταν όλοι οι μοναχοί είχαν πάει να κόψουν τη χλόη, ένα μικρό γατάκι εμφανίστηκε στον ειρηνικό ναό του βουνού. Όλοι ένιωσαν περιέργεια για το ζωάκι. Το κυνήγησαν και το έπιασαν. Αυτό όμως αποτέλεσε αντικείμενο διαφωνίας ανάμεσα στην Ανατολική και στη Δυτική Αίθουσα του Ναού. Οι δυο ομάδες τσακώθηκαν ποια θα το έπαιρνε για κατοικίδιο ζώο. Ο Πατέρας Νάνσεν, που τα έβλεπε όλα αυτά, το έπιασε αμέσως από το σβέρκο, έβαλε δίπλα το δρεπάνι του και είπε: «Αν κάποιος από σας μπορεί να πει μια λέξη, αυτό το γατάκι θα σωθεί. Αν όμως κανείς δεν μπορέσει, τότε το ζώο θα θανατωθεί». Κανείς δεν στάθηκε ικανός να απαντήσει. Κι έτσι, ο Πατέρας Νάνσεν σκότωσε το γατάκι και το πέταξε. Το απόβραδο, ο Τζόσου, ο επικεφαλής των μαθητών, γύρισε στον ναό. Ο Πατέρας Νάνσεν του εξιστόρησε τα συμβάντα και ζήτησε τη γνώμη του. Ο Τζόσου έβγαλε τότε τα παπούτσια του, τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του και βγήκε από την αίθουσα. Μεμιάς, ο Πατέρας Νάνσεν θρήνησε πικρά λέγοντας: 84
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
«Αν ήσασταν σήμερα εδώ, η ζωή της μικρής γάτας θα είχε σωθεί». Έτσι σκιαγραφείται η ιστορία. Το εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο ο Τζόσου έβαλε τα παπούτσια του πάνω στο κεφάλι του, παρουσίαζε κατά κοινή ομολογία ένα δύσκολο πρόβλημα. Κι όμως, σύμφωνα με τη διάλεξη του Ηγούμενου, δεν ήταν διόλου δύσκολο. Ο λόγος για τον οποίο ο Πατέρας Νάνσεν είχε σκοτώσει το γατάκι ήταν η αφαίρεση της ψευδαίσθησης του «εγώ» και το ξερίζωμα όλων των άτοπων σκέψεων και φαντασιώσεων. Βάζοντας σε εφαρμογή την απάθειά του, έκοψε το κεφάλι της γάτας καταργώντας με αυτόν τον τρόπο κάθε αντίφαση, αντιπαράθεση και διαφωνία ανάμεσα στο «εγώ» και στους άλλους. Αυτό ήταν γνωστό ως Φονικό Ξίφος, ενώ η πράξη του Τζόσου ως Ζωογόνο Ξίφος. Εκπληρώνοντας μια πράξη τόσο μεγαλόψυχη, όσο η τοποθέτηση ακάθαρτων και περιφρονημένων αντικειμένων, όπως τα παπούτσια, πάνω στο κεφάλι του, είχε δώσει μια πρακτική απόδειξη της οδού του Μποντισάτβα. Αφού εξήγησε το πρόβλημα κατ' αυτόν τον τρόπο, ο Ηγούμενος τελείωσε τη διάλεξή του δίχως να θίξει το θέμα της ήττας της Ιαπωνίας. Νιώσαμε σαν να μας είχε μαγέψει μια αλεπού. Δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα γιατί το ιδιαίτερο τούτο πρόβλημα Ζεν είχε επιλεγεί την ημέρα της ήττας της χώρας μας. Καθώς περπατούσαμε κατά μήκος του διαδρόμου γυρνώντας στα δωμάτιά μας, εξέφρασα στον Τσουρουκάουα τις αμφιβολίες μου. Ήταν κι αυτός παραξενεμένος και κούνησε το κεφάλι του. «Δεν καταλαβαίνω», είπε. «Δεν νομίζω πως θα μπορούσε να καταλάβει κάποιος που δεν έζησε τη ζωή του ιερέα. Πιστεύω όμως ότι το κεντρικό θέμα της αποψινής διάλεξης ήταν ότι, την ημέρα της ήττας μας, δεν έπρεπε να πει ούτε μια λέξη 85
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
σχετικά με αυτή και ένιωσε αναγκασμένος να μιλήσει για τον φόνο της μικρής γάτας». Μολονότι δεν αισθανόμουν μέσα μου την παραμικρή δυστυχία επειδή είχαμε νικηθεί στον πόλεμο, η όψη του Ηγούμενου που ξεχείλιζε από αγαλλίαση με είχε κάνει να νιώσω άβολα. Αυτό που συνήθως διαφυλάσσει την τάξη σε έναν ναό είναι ο σεβασμός για τον Ηγούμενό του. Την προηγούμενη χρονιά, όταν με είχε πλέον αναλάβει τούτος ο ναός, δεν είχα κατορθώσει να νιώσω αγάπη ή εκτίμηση για τον Ηγούμενό μας. Αυτό καθαυτό το γεγονός δεν είχε σημασία. Αφότου όμως η Μητέρα είχε ανάψει μέσα μου τη φλόγα της φιλοδοξίας, είχα αρχίσει να τον βλέπω με το κριτικό πνεύμα ενός δεκαεπτάχρονου αγοριού. Ο Ηγούμενος ήταν ακριβοδίκαιος και ανιδιοτελής. Άλλωστε, επρόκειτο για μια δικαιοσύνη και μια ανιδιοτέλεια που εύκολα φανταζόμουν πως θα επιδείκνυα κι εγώ ο ίδιος αν έπαιρνα κάποτε τη θέση του. Έλειπε όμως από αυτόν τον άνθρωπο η αίσθηση του χιούμορ, συνηθισμένο χαρακτηριστικό 1 νός ιερέα Ζεν. Ήταν αξιοπερίεργο, μια και το χιούμορ είναι συνυφασμένο με τα εύσωμα άτομα όπως αυτός. Είχα ακούσει ότι ο Ηγούμενός μας είχε γλεντήσει όσο γινόταν περισσότερο με γυναίκες. Όταν τον φανταζόμουν να επιδίδεται σε τέτοιας λογής ηδονές, αυτή η σκέψη με διασκέδαζε, παρότι με έκανε παράλληλα να νιώθω και κάποια αμηχανία. Πώς θα αισθανόταν άραγε μια γυναίκα όταν την αγκάλιαζε ένα κορμί σαν ροδαλή μαρμελάδα από κουκιά; Προφανώς, σαν η μαλακή και ροδαλή αυτή σάρκα, που απλωνόταν ως τα πέρατα του κόσμου, να ήταν ένα σάρκινο μνήμα που έθαβε τη γυναίκα μέσα του. Με παραξένευε το γεγονός ότι ένας ιερέας Ζεν έπρεπε να έχει σάρκα. Ότι ο Ηγούμενος είχε τόσο γλεντήσει με γυναίκες, 86
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
σήμαινε ίσως πως επιθυμούσε να περιγελάσει τη σάρκα διώχνοντάς την από πάνω του. Κι όμως, αν ήταν έτσι, φαινόταν παράξενο πώς η τόσο περιφρονημένη αυτή σάρκα είχε προφανώς σιτιστεί με τόσο φαγητό, τυλίγοντας το πνεύμα του με ένα εξαιρετικά λείο περίβλημα. Σάρκα πειθήνια και ταπεινή σαν τέλεια δαμασμένο κατοικίδιο ζώο. Σάρκα που έκανε για το πνεύμα του Ηγούμενου χρέη παλλακίδας.
Οφείλω να αναφέρω τι σήμαινε για μένα με πραγματικούς όρους η ήττα. Όχι, δεν ήταν απελευθέρωση. Με κανέναν τρόπο. Δεν ήταν παρά μια επιστροφή στην αναλλοίωτη, αιώνια βουδιστική ρουτίνα που εισχωρούσε στην καθημερινή μας ζωή. Από την ημέρα της Παράδοσης, η ρουτίνα είχε εγκατασταθεί και πάλι σταθερά στη ζωή μας και συνεχιζόταν αμετάβλητη: «άνοιγμα των κανόνων», πρωινό καθήκον, συνεδρία του χυλού, διαλογισμός, «γιατρικό» ή βραδινό γεύμα, λουτρό, «άνοιγμα του μαξιλαριού». Ο Ηγούμενος είχε απαγορεύσει στον ναό τη χρήση του ρυζιού που αγοραζόταν στη μαύρη αγορά. Σαν αποτέλεσμα, το μοναδικό ρύζι που βρίσκαμε εμείς οι νεοφώτιστοι να επιπλέει στις άθλιες κούπες με τον χυλό ήταν εκείνο που μας πρόσφεραν οι ενορίτες, ή οι τόσο ισχνές ποσότητες που ο διάκονος αγόραζε στη μαύρη αγορά. Αυτός εξαιρείτο από την απαγόρευση, με τη δικαιολογία ότι εμείς οι νεοφώτιστοι βρισκόμασταν στο άνθος της ανάπτυξής μας και χρειαζόμασταν φαγητό. Άλλο βέβαια αν διατεινόταν πάντοτε ότι αυτό το ρύζι αποτελούσε μέρος των δωρεών προς τον ναό. Πολλές φορές, βγαίναμε έξω και αγοράζαμε γλυκοπατάτες. Γιατί δεν αποτελείτο από χυλό μόνο το πρόγευμα. Τόσο το μεσημεριανό όσο και το βραδινό μας φαγητό είχε ως μόνα συστατικά το κουρκούτι και τις γλυκοπατάτες, κάτι που μας έκανε να νιώθουμε συνεχή πείνα. 87
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Ο Τσουρουκάουα ζητούσε από τους γονείς του γλυκά και αυτοί του έστελναν συχνά δέματα από το Τόκιο. Αργά τη νύχτα, έφερνε τις γλυκές αυτές προμήθειες στο δωμάτιό μου για να τις μοιραστεί μαζί μου. Πότε πότε, αστραπές φώτιζαν τον σκοτεινό ουρανό. Ρώτησα τον Τσουρουκάουα για ποιον λόγο έμενε εδώ, εφόσον είχε τόσο εύπορους και στοργικούς γονείς. «Είναι για μένα ένα είδος ασκητισμού», μου εξήγησε. «Έτσι κι αλλιώς, όταν θα έρθει εκείνη η ώρα, θα κληρονομήσω τον ναό του Πατέρα». Ο Τσουρουκάουα έδειχνε εντελώς ανενόχλητος από όλα. Ήταν απόλυτα προσαρμοσμένος στον ρυθμό της ζωής του, όπως τα ξυλαράκια για το ρύζι στο κουτί τους. Ξανοίχτηκα στη συζήτηση, λέγοντάς του ότι ίσως και να ανάτελλε για τη χώρα μας μια καινούργια εποχή, για την οποία ήμασταν όλοι εντελώς ανύποπτοι. Θυμήθηκα την ιστορία που είχα ακούσει κάποιον να διηγείται στο σχολείο, μερικές μέρες μετά την Παράδοση. Επρόκειτο για έναν αξιωματικό, επικεφαλής ενός εργοστασίου που, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, γέμισε ένα καμιόνι με τρόφιμα και το πήγε στο σπίτι του, εξηγώντας την πράξη του εντελώς απροκάλυπτα: «Από τώρα και στο εξής, θα καταπιάνομαι με δουλειές της μαύρης αγοράς». Φαντάστηκα τον τολμηρό και σκληρό εκείνον αξιωματικό, με το διαπεραστικό μάτι, να στέκεται εκεί έτοιμος να ακολουθήσει τον δρόμο του κακού. Το μονοπάτι όπου ετοιμαζόταν να διαβεί ολοταχώς, με τις γαλότσες του στα πόδια, αποκάλυπτε τη συγκεκριμένη ποιότητα του θανάτου στο μέτωπο της μάχης. Υπήρχε ένα είδος σύγχυσης που μου θύμιζε τις πορφυρές λάμψεις της αυγής. Καθώς θα ξεκινούσε, το άσπρο μεταξωτό φουλάρι θα ανέμιζε στο στήθος του, ενώ τα μάγουλά του θα εξετίθεντο στον κρύο άνεμο της νύχτας που, αργοπορημένος, θα
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
δρόσιζε τις πρώτες ώρες της αυγής. Η πλάτη του θα έγερνε από το βάρος των κλεμμένων αγαθών: θα έφθειρε τον εαυτό του με εκπληκτική ταχύτητα. Ωστόσο, έφτανε από μακριά στα αυτιά μας ο αμυδρός ήχος της καμπάνας των ατασθαλιών, που χτυπούσε στο πυργωτό κωδωνοστάσιο. Βρισκόμουν μακριά από όλα αυτά. Δεν είχα χρήματα, δεν ήμουν ελεύθερος ούτε χειραφετημένος. Ήταν όμως βέβαιο πως, στη σκέψη του δεκαεπτάχρονου αγοριού που ήμουν, η φράση «μια καινούργια εποχή» έκλεινε μέσα της τη σταθερή μου απόφαση να κάνω κάτι, έστω κι αν αυτό δεν είχε πάρει ακόμη συγκεκριμένη μορφή. «Αν οι άνθρωποι αυτού του κόσμου», σκέφτηκα, «αποζητούν το κακό στη ζωή και στις πράξεις τους, τότε θα βυθιστώ κι εγώ όσο γίνεται βαθύτερα στον εσώτερο κόσμο της κακίας». Παρ' όλα αυτά, ο τύπος του κακού που έβλεπα αρχικά για τον εαυτό μου δεν προχωρούσε μακρύτερα από το στάδιο του σχεδίου: να κερδίσω την εύνοια του Ηγούμενου με τις πονηριές μου, ή να κατακτήσω τον Χρυσό Ναό. Ή ακόμη, δεν ξεπερνούσε κάποιο παράλογο όνειρο, πώς να δηλητηριάσω, λόγου χάρη, τον Ηγούμενο για να πάρω τη θέση του. Αυτά τα σχέδια με έκαναν να αισθανθώ πιο άνετα, από τη στιγμή που σιγουρεύτηκα ότι ο Τσουρουκάουα δεν είχε την ίδια φιλοδοξία. «Δεν έχεις έγνοιες και ελπίδες όσον αφορά το μέλλον;» τον ρώτησα. «Όχι, καμία», μου αποκρίθηκε. «Σε τι θα με ωφελούσε αν είχα;» Δεν υπήρχε ίχνος μελαγχολίας στην απάντησή του, ούτε είχε μιλήσει στην τύχη. Μόλις τότε, μια λάμ-ψη φώτισε τα στενά και λίγο λοξά του φρύδια, τα μόνα λεπτά από τα χαρακτηριστικά του. Ο Τσουρουκάουα άφηνε προφανώς τον κουρέα να ξυρίζει το πάνω και το κάτω μέρος των φρυδιών του. Σαν α89
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
ποτέλεσμα, αυτά, ήδη στενά από τη φύση τους, στένευαν ακόμη περισσότερο, και μπορούσε να δει κανείς μια γαλαζωπή σκιά στις άκριες από όπου είχε περάσει το ξυράφι. Βλέποντας την ανάλαφρη αυτή σκιά, κυριεύτηκα ξαφνικά από ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Καθισμένο απέναντι μου, το νεαρό αγόρι καιγόταν στην έσχατη και πιο άδολη άκρια της ζωής. Ο Τσουρουκάουα ήταν διαφορετικός από μένα. Από τη στιγμή που καιγόταν, το μέλλον του είχε σφραγιστεί. Το φιτίλι αυτού του μέλλοντος επέπλεε σε ένα λάδι δροσερό και διάφανο. Ποιος είναι υποχρεωμένος σε αυτόν τον κόσμο να προβλέψει την αθωότητα και την αγνότητά του; Κι αυτό, βεβαίως, εφόσον παραμένει αθωότητα και αγνότητα στο μέλλον του. Το ίδιο βράδυ, όταν εκείνος είχε πια γυρίσει στο δωμάτιό του, στάθηκε αδύνατον να κοιμηθώ λόγω της πνιγηρής ζέστης των στερνών ημερών του καλοκαιριού. Εκτός από τη θερμοκρασία, η απόφασή μου να αντισταθώ στη συνήθεια του αυνανισμού μου αφαιρούσε κάθε διάθεση για ύπνο... Πολλές φορές, τύχαινε να λερώνω τα σεντόνια στη διάρκεια του ύπνου μου. Αυτό δεν είχε να κάνει με κάποια σεξουαλική εικόνα. Για παράδειγμα, ένας μαύρος σκύλος μπορούσε να κατηφορίζει τρέχοντας έναν σκοτεινό δρόμο: έβλεπα τη λαχανιασμένη του ανάσα σαν δέσμη από φλόγες που έβγαιναν από το στόμα του και η διέγερσή μου αυξανόταν με τον ήχο του μικρού κουδουνιού που κρεμόταν από τον λαιμό του. Ύστερα, όταν το κουδούνι χτυπούσε στη μεγαλύτερη ένταση του ήχου, εκσπερμάτιζα. Ενώ αυνανιζόμουν, ο νους μου ήταν γεμάτος δαιμονικές εικόνες. Μπορούσα να βλέπω τα στήθια της Ουίκο, κι ύστερα τους μηρούς της. Στο μεταξύ, εγώ μεταμορφωνόμουν σε έντομο, ασύγκριτα μικρό και αποτρόπαιο. ...Πεταγόμουν από το κρεβάτι μου και εγκατέλειπα κρυφά 9ο
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
το κτήριο, από την πίσω πόρτα της μικρής βιβλιοθήκης. Πίσω από το Ροκουόντζι και ανατολικά του Γιουκατέι, ορθωνόταν το βουνό Φουντοζάν. Ήταν πυκνοφυτεμένο με κόκκινα πεύκα και, ανάμεσα στους κορμούς τους, φύτρωνε ένα αξεδιάλυτο πλέγμα από μικροσκοπικά μπαμπού, ανάκατα με άνθια ά&υίζΪΆ, αζαλέες και άλλα φυτά. Αυτό το βουνό μου ήταν τόσο γνώριμο, που μπορούσα να το ανέβω ακόμη και τη νύχτα χωρίς να σκοντάιρω. Από τη μια κορυφή του, έβλεπε κανείς το πάνω και το κεντρικό μέρος του Κιότο και, μακριά, τα βουνά Εϊζάν και Νταϊμοντζιγιάμα. Σκαρφάλωσα στην πλαγιά του. Σκαρφάλωσα ακούγοντας το τραγούδι των πουλιών που φτεροκοπούσαν τρομαγμένα. Δεν κοίταζα πλάι, φροντίζοντας παράλληλα να αποφεύγω τους κορμούς των δέντρων. Σκαρφαλώνοντας χωρίς ούτε μια σκέψη να σκιάζει τον νου μου, ένιωθα πως είχα ξαφνικά γιατρευτεί. Όταν έφτασα στην κορφή, ένας κρύος νυχτερινός αέρας φύσηξε πάνω στο κάθιδρο σώμα μου. Έμεινα κατάπληκτος από τη θέα που ανοιγόταν μπροστά μου. Ύστερα από πολύ καιρό, η συσκότιση είχε καταργηθεί και μια θάλασσα από φώτα απλωνόταν τώρα μακριά. Εντυπωσιάστηκα σαν να επρόκειτο για θαύμα: πρώτη φορά ανέβαινα εδώ τη νύχτα μετά το τέλος του πολέμου. Τα φώτα λες και σχημάτιζαν ένα στερεό σώμα. Ήταν σκορπισμένα σε ολόκληρη την επίπεδη επιφάνεια και ήταν αδύνατον να καταλάβω αν βρίσκονταν κοντά ή μακριά μου. Αυτό που ορθωνόταν μπροστά μου μες στο σκοτάδι ήταν μια πελώρια διάφανη δομή που αποτελείτο εξ ολοκλήρου από φώτα. Φαίνονταν να απλώνονται στον φτερωτό της πύργο, όπου φύτρωναν κέρατα με περίπλοκα σχήματα. Αυτή, μάλιστα - ήταν πολιτεία! Μονάχα το δάσος γύρω από το Ανάκτορο του Αυτοκράτορα δεν φωτιζόταν, δίνοντας την όψη ενός πελώριου 91
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
μαύρου σπηλαίου. Εδώ κι εκεί, προς την κατεύθυνση του όρους Χιέι, μια αστραπή αυλάκωνε τον σκοτεινό ουρανό. «Αυτός», σκεφτόμουν, «είναι ο κόσμος των ανθρώπων. Τώρα που ο πόλεμος έχει τελειώσει, παραδίδονται κάτω από αυτό το φως σε κακές σκέψεις. Κάτω από αυτό το φως, αναρίθμητα ζευγάρια κοιτάζουν ο ένας τον άλλο και στα ρουθούνια τους μπαίνει η μυρωδιά της πράξης που μοιάζει με θάνατο, ασκώντας πίεση κατευθείαν πάνω τους. Η σκέψη ότι τα αμέτρητα τούτα φώτα σφραγίζονται από τη χροιά της απαγόρευσης, κάνει την καρδιά μου να αναγαλλιάζει. Αφήστε, σας παρακαλώ, το κακό που βρίσκεται στην καρδιά μου να μεγαλώνει και να πληθαίνει ολοένα, έτσι που το απέραντο εκείνο φως που απλώνεται μπροστά στα μάτια μου να αντιστοιχεί σε κάθε άλλο φως! Αφήστε το σκοτάδι της καρδιάς μου, που κλείνει μέσα του αυτό το κακό, να γίνει ένα με τη σκοτεινή νύχτα και τα αμέτρητα τούτα φώτα!»
Στον Χρυσό Ναό έρχονταν όλο και περισσότεροι επισκέπτες. Για να αντισταθμίσει τον πληθωρισμό, ο Ηγούμενος έκανε αίτηση στον δήμο, που του επέτρεψε να αυξήσει το δικαίωμα εισόδου. Οι σκόρπιοι επισκέπτες που είχα δει μέχρι τώρα ήταν ταπεινοί άνθρωποι του λαού με στολές, ρούχα της δουλειάς ή φαρδιά παντελόνια της εποχής του πολέμου. Τώρα όμως που έφταναν εδώ τα στρατεύματα Κατοχής, σύντομα άρχισαν να ανθούν γύρω από τον Χρυσό Ναό τα αδιάντροπα ήθη των ανθρώπων. Δεν ήταν όμως όλες οι αλλαγές προς το χειρότερο. Γιατί είχε αναβιώσει και η συνήθεια των τελετών του τσαγιού και πολλές επισκέπτριες έρχονταν τώρα στον Ναό με χαρούμενα χρωματιστά ρούχα, που τα είχαν κρύψει στα χρόνια του 92
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πολέμου. Εμείς οι ιερείς, με τα σκουρόχρωμα άμφιά μας, ερχόμασταν σε πλήρη αντίθεση μαζί τους. Λες και είχαμε ύφος κληρικών οπερέτας, ή ήμασταν οι κάτοικοι μιας περιοχής που φρόντιζαν να διαφυλάξουν κάποια παράξενα παλιά έθιμα για το χατίρι μερικών τουριστών που έρχονταν ειδικά γι' αυτό... Οι Αμερικανοί στρατιώτες εντυπωσιάζονταν ιδιαίτερα: συνήθιζαν να τραβούν άκομψα τα μανίκια μας και να μας περιγελούν κάτω από τα ίδια μας τα μάτια. Πολλές φορές, μας πρόσφεραν χρήματα προκειμένου να τους αφήνουμε να φορούν το ράσο μας για να βγάζουν αναμνηστικές φωτογραφίες. Αυτό συνέβαινε όταν μας έστελναν, τον Τσουρουκάουα κι εμένα, να μιλήσουμε τα σπασμένα μας αγγλικά με τους ξένους επισκέπτες, αντί για τους συνηθισμένους ξεναγούς που είχαν πλήρη άγνοια της αγγλικής γλώσσας. Ήταν ο πρώτος χειμώνας μετά τον πόλεμο. Το απόγευμα της Παρασκευής είχε αρχίσει να χιονίζει, πράγμα που συνεχίστηκε και το Σάββατο. Το πρωί, ενώ βρισκόμουν στο σχολείο, φρόντιζα να βρω τρόπο να γυρίσω το μεσημέρι στον Χρυσό Ναό και να τον δω χιονισμένο. Χιόνιζε μέχρι το απόγευμα. Άφησα το μονοπάτι των επισκεπτών και, αφού φόρεσα τις λαστιχένιες μου μπότες και πέρασα στους ώμους τη σχολική μου τσάντα, περπάτησα πλάι στην όχθη της λίμνης Κυόκο. Το χιόνι έπεφτε γοργά και στρωτά. Όταν ήμουν παιδί, έστρεφα πολλές φορές προς τον ουρανό το στόμα μου, διάπλατα ανοιγμένο. Έτσι έκανα και τώρα: οι νιφάδες μπλέκονταν στα δόντια μου κάνοντας έναν ελαφρό θόρυβο, σαν να τριβόταν πάνω τους ένα λεπτό αλουμινόχαρτο. Ένιωθα πως το χιόνι έμπαινε στη ζεστή κοιλότητα του στόματός μου, λιώνοντας εκεί μέσα καθώς άγγιζε την κοκκινωπή επιφάνεια της σάρκας. Εκείνη τη στιγμή, φαντάστηκα το στόμα του φοίνικα στην κορφή του Κουκυότσο. Το ζεστό και μα93
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
λακό στόμα του μυστηριώδους εκείνου χρυσαφένιου πουλιού. Το χιόνι δίνει σε όλους μας μια διάθεση νεανική. Θα ήταν άραγε πέρα για πέρα άσχετο προς την αλήθεια, αν έλεγα πως εγώ, που δεν ήμουν καν ακόμη δεκαοκτώ ετών, ένιωθα τώρα μέσα μου έναν ασυνήθιστα νεανικό ενθουσιασμό; Ο Χρυσός Ναός δέσποζε πανέμορφος, τυλιγμένος με χιόνι. Το γυμνό περίβλημα του εκτεθειμένου στα ρεύματα κτηρίου, με τις ραδινές κολόνες του να ορθώνονται η μια δίπλα στην άλλη και με το χιόνι να τρυπώνει ελεύθερα ανάμεσά τους, είχε κάτι το δροσιστικό. «Γιατί δεν τραυλίζει το χιόνι;» αναρωτήθηκα. Πολλές φορές, όταν αυτό κρεμόταν ανάμεσα στα φύλλα του γΒί8υάό, έπεφτε καταγής, σαν να τραύλιζε πράγματι. Όταν όμως ένιωθα τον εαυτό μου λουσμένο από τις νιφάδες του -καθώς αυτές κατέβαιναν μαλακά και αδιάκοπα από τον ουρανό-, ξεχνούσα τους μαιάνδρους της καρδιάς μου και ήταν σαν να γυρνούσα σε πιο απαλούς πνευματικούς ρυθμούς, λουσμένος -θαρρείςαπό τη μουσική. Χάρη στο χιόνι, ο τρισδιάστατος Χρυσός Ναός είχε γίνει στην πραγματικότητα ένα επίπεδο σχήμα χωρίς εικόνα, και δεν αποτελούσε πλέον πρόκληση σε οτιδήποτε υπήρχε εκτός από αυτόν. Τα γυμνά κλαδιά των σφενταμιών, που απλώνονταν στα αντίπερα της λίμνης, μπορούσαν μετά βίας να σηκώσουν το χιόνι και το δάσος έμοιαζε πιο γυμνό παρά ποτέ. Αυτό κρεμόταν εδώ κι εκεί, θεσπέσια στοιβαγμένο στα πεύκα. Και ακόμη, ένα παχύ στρώμα του είχε απλωθεί πάνω στην παγωμένη επιφάνεια της λίμνης. Κατά παράξενο τρόπο, υπήρχαν τόποι στη λίμνη χωρίς καθόλου χιόνι, αλλά μεγάλα άσπρα μπαλώματα σαν σύννεφα σε έναν διακοσμητικό πίνακα. Λόγω του χιονιού, ο βράχος Κυουζανχακάι και η νησίδα Αουάτζι είχαν γίνει ένα με την παγωμένη επιφάνεια της λίμνης, και τα μι94
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
κρά πεύκα που βρίσκονταν στην ανάπτυξη τους φάνταζαν σαν να είχαν ξεπηδήσει κατά τύχη μέσ' από την καταχνιά, καταμεσής μιας πεδιάδας από πάγο και χιόνι. Τρία τμήματα του Χρυσού Ναού ήταν εντυπωσιακά άσπρα: οι στέγες του Κουκυότσο και του Τσοόντο, και η μικρή στέγη του Σοζέι. Το υπόλοιπο ακατοίκητο κτήριο ήταν σκοτεινό και αναδινόταν κάποια δροσιά γύρω από το μαύρο χρώμα της περίπλοκης ξύλινης δομής που ορθωνόταν ανάγλυφη. Όπως κάποιος που κοιτάζει ένα κάστρο, μισοκρυμμένο ανάμεσα στα βουνά, σε έναν πίνακα της σχολής του Νότου, φέρνει το πρόσωπό του πιο κοντά στο καναβάτσο για να διαπιστώσει κατά πόσον υπάρχει κάτι ζωντανό πίσω από αυτούς τους τοίχους, έτσι και η σαγήνη του παλιού εκείνου μαύρου ξύλου μπροστά μου με έκανε να αισθανθώ την επιθυμία να ανακαλύψω αν ο ναός ήταν πράγματι ακατοίκητος. Παρ' όλα αυτά, έστω κι αν έφερνα το πρόσωπό μου πιο κοντά στον Χρυσό Ναό, έπεφτα πάνω στο κρύο μετάξι του χιονιού. Περισσότερο κοντά, δεν θα μπορούσα να πλησιάσω. Ακόμη και εκείνη την ημέρα, οι πόρτες του Κουκυότσο είχαν ανοίξει προς τον χιονισμένο ουρανό. Καθώς είχα στρέψει τα μάτια πάνω του, παρατηρούσα με κάθε λεπτομέρεια πώς στροβιλίζονταν οι νιφάδες γύρω από τον μικρό άδειο χώρο και πώς έρχονταν τότε να εναποτεθούν στο παλιό θαμπωμένο φύλλο χρυσού των τοίχων του, σχηματίζοντας μικρές κηλίδες από χρυσή δροσιά. Η επομένη ήταν Κυριακή. Το πρωί, ο γέροντας ξεναγός ήρθε να με φωνάξει. Προφανώς, ένας ξένος στρατιώτης είχε έρθει να δει τον ναό πριν από την κανονική ώρα που άνοιγαν οι πύλες του. Ο ξεναγός είχε ζητήσει με νοήματα από τον στρατιώτη να περιμένει και είχε έρθει να με φωνάξει επειδή, όπως είπε, ήξερα αγγλικά. Κατά περίεργο τρόπο, τα αγγλικά μου ή95
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
ταν καλύτερα από του Τσουρουκάουα και δεν τραύλιζα όταν τα μιλούσα. Ένα τζιπ είχε σταματήσει μπροστά στην είσοδο. Ένας Αμερικανός στρατιώτης, στουπί στο μεθύσι, στηριζόταν σε κάποια από τις κολόνες της πύλης. Όταν παρουσιάστηκα, με κοίταξε καλά καλά και γέλασε χλευαστικά. Ο μπροστινός κήπος ήταν θαμπός από την πρόσφατη χιονόπτωση. Πάνω στο θολωμένο αυτό φόντο, ο νεαρός στρατιώτης, με πρόσοοπο γεμάτο σαρκώδεις ζάρες, ξεφυσούσε προς την πλευρά μου άσπρα σύννεφα αχνού, ανάκατα με αναθυμιάσεις από ουίσκι. Ένιωσα αμήχανα, όπως κάθε φορά, προσπαθώντας να φανταστώ τι είδους αισθήματα θα κυριαρχούσαν μέσα σε κάποιον που διέφερε τόσο από μένα σε μπόι. Είχα αποκτήσει τη συνήθεια να μην πηγαίνω κόντρα στους ανθρώπους. Έτσι, συγκατατέθηκα να τον ξεναγήσω στον ναό, έστω κι αν αυτός δεν είχε ανοίξει ακόμη. Ρώτησε πόσο στοίχιζε η είσοδος και πόσο η ξενάγηση. Παραξενεύτηκα αρκετά διαπιστώνοντας ότι ο μεθυσμένος δεν έφερε καμιά αντίρρηση προκειμένου να πληρώσει. Ύστερα, κοίταξε μέσα στο τζιπ και είπε κάτι σαν: «Βγες έξω!» Επειδή τα τζάμια ήταν θολά από το χιόνι, δεν είχα μπορέσει να κοιτάξω στο σκοτεινό εσωτερικό του τζιπ. Πρόσεξα όμως τώρα ότι κάτι άσπρο κινιόταν πίσω από το παράθυρο. Μου φάνηκε σαν να 'ταν κουνέλι. Ένα πόδι μέσα σε ένα λεπτό παπούτσι με ψηλό τακούνι είχε ακουμπήσει πάνω στο σκαλοπάτι του τζιπ. Με εξέπληξε το γεγονός ότι, παρά το κρύο, ήταν ξεκάλτσωτο. Θα μπορούσα να πω, με την πρώτη ματιά, ότι το κορίτσι ήταν μια πόρνη που φρόντιζε για τη διασκέδαση των ξένων στρατιωτών: φορούσε ένα πανωφόρι στο χρώμα της φωτιάς, ενώ τα νύχια των χεριών και των ποδιών της ήταν βαμμένα με το ίδιο φλογερό 96
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
χρώμα. Καθώς το κάτω μέρος του πανωιροριού της άνοιξε, πρόσεξα πως φορούσε από μέσα ένα βρόμικο νυχτικό από πετσέτα, Το κορίτσι ήταν επίσης τύφλα στο μεθύσι και είχε βλέμμα απλανές. Ο άντρας φορούσε την καλοφροντισμένη στολή του. Αντίθετα, εκείνη είχε ρίξει ένα παλτό και ένα φουλάρι πάνω από το νυχτικό της. Προφανώς είχε βγει κατευθείαν από το κρεβάτι. Στην αντανάκλαση του χιονιού, το πρόσωπο του κοριτσιού ήταν κατάχλομο. Η άσπρη επιδερμίδα -όπου μόλις διακρινόταν ένα ίχνος χρώματος- ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το βυσσινί κοκκινάδι των χειλιών. Μόλις κατέβηκε, φταρνίστηκε. Λεπτές ρυτίδες σχηματίστηκαν στην καμάρα της μύτης της, και τα μάτια της, κουρασμένα και θολά από το μεθύσι, καρφώθηκαν για μια στιγμή μακριά. Ύστερα, λες και βυθίστηκαν σε ένα βλέμμα βαθύ και δίχως λάμψη. Τότε, φώναξε το όνομα του άντρα. «Τζακ, Τζακ! είπε. ΤΞΠ ]ίόηιάο ί5ύ Ι^οΓπάοΙ» Η φωνή του κοριτσιού λες και γλίστρησε με θλί-ψη στο χιόνι, ανακοινώνοντας πόσο κρύο έκανε. Ο άντρας δεν αποκρίθηκε. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα μία επαγγελματία του είδους της να διαθέτει κάποια ομορφιά. Όχι πως έμοιαζε με την Ουίκο. Αντίθετα, το πρόσωπό της έμοιαζε με πορτρέτο σχεδιασμένο με τη μεγαλύτερη φροντίδα, έτσι ώστε ούτε ένα από τα χαρακτηριστικά της να μη θυμίζει την Ουίκο. Η κοπέλα είχε μια δροσερή, προκλητική ομορφιά, που έμοιαζε με αντίδραση προς την ανάμνηση που είχα από την Ουίκο. Και υπήρχε κάτι σαν κολακεία στην αντίστασή της προς τον χαρακτηριστικό μου αισθησιασμό, επακόλουθο της πρώτης εμπειρίας μου όσον αφορά την ομορφιά. Είχε ένα μονάχα κοινό σημείο με την Ουίκο: ότι δεν μου έριξε ούτε μια ματιά όσο στεκόμουν εκεί. Έχοντας αφήσει τα 97
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
άμφιά μου, φορούσα ένα βρόμικο πουλόβερ και λαστιχένιες μπότες. Όλοι στον ναό είχαν βγει έξω από νωρίς και φτυάριζαν το χιόνι, χωρίς όμως να καταβάλλουν ιδιαίτερες φροντίδες για το καθάρισμα του μονοπατιού των επισκεπτών. Ακόμη και τώρα, η διέλευση μιας ολόκληρης ομάδας θα ήταν δύσκολη. Υπήρχε βέβαια αρκετός χώρος για να περάσουν λίγοι επισκέπτες, ο ένας πίσω από τον άλλο. Προχωρούσα μπροστά από τον Αμερικανό στρατιώτη και το κορίτσι. Όταν ο Αμερικανός έφτασε στη λιμνούλα και η θέα ξετυλίχτηκε μπροστά του, σήκωσε τα χέρια του βγάζοντας ένα ουρλιαχτό επευφημίας με λέξεις που δεν μπόρεσα να καταλάβω. Ύστερα, τράνταξε βίαια την κοπέλα, που έσμιξε τα φρύδια της και αρκέστηκε να επαναλάβει: «Ω, Τζακ, ί5ζΐ 1 αναφέρεται στα μαύρα μάτια σαν σε κάτι σκληρό και πονηρό. Η ουσία είναι πως όταν οι άνθρωποι σκέφτονται τη σκληρότητα, της αποδίδουν συνήθως τον χαρακτήρα του «ξένου». Άρχισα να τους εξηγώ ό,τι αφορούσε τον Χρυσό Ναό σύμφωνα με τα καθιερωμένα στερεότυπα των ξεναγών. Ο στρατιώτης ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν είχε καμιά ευστάθεια. Με τα μουδιασμένα μου δάχτυλα, έβγαλα από την τσέπη μου το αγγλικό κείμενο για τον Χρυσό Ναό που διαβάζουν συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις. Ο Αμερικανός μου άρπαξε το βι98
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
βλίο από τα χέρια και βάλθηκε να διαβάζει με τόνο κωμικό. Διαπίστωσα πως οι εξηγήσεις μου δεν ήταν πλέον επιθυμητές. Στηρίχτηκα στο κιγκλίδωμα του Χοζούι-ιν και αγνάντεψα την ονειρικά αστραφτερή επιφάνεια της λίμνης. Δεν είχα δει άλλη φορά το εσωτερικό του Χρυσού Ναού έτσι εκτεθειμένο στο φως - αλήθεια, ήταν τόσο αστραφτερό που σε έκανε να αισθάνεσαι αμήχανα. Υψώνοντας το βλέμμα μου, αντιλήφθηκα ότι, προχωρώντας προς το Σοζέι, ο άντρας και η γυναίκα είχαν αρχίσει να λογοφέρνουν. Ο καβγάς γινόταν όλο και πιο άγριος, χωρίς βέβαια να μπορώ να πιάσω ούτε λέξη. Το κορίτσι απάντησε με τόνο σκληρό. Ήταν αδύνατον να καταλάβω κατά πόσον μιλούσε αγγλικά ή γιαπωνέζικα. Περπατούσαν τώρα και οι δυο τους πίσω προς το Χοζούι-ιν, συνεχίζοντας τον καβγά. Έδειχναν να έχουν εντελώς ξεχάσει την ύπαρξή μου. Ο Αμερικανός σήκωσε απότομα το πρόσωπό του προς τη γυναίκα, εκτοξεύοντάς της βρισιές. Εκείνη τον χαστούκισε με όλη της τη δύναμη. Ύστερα, έκανε μεταβολή και έτρεξε με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της προς την είσοδο των επισκεπτών. Μολονότι δεν καταλάβαινα τι είχε συμβεί, εγκατέλειψα κι εγώ το Περίπτερο του Χρυσού Ναού, αρχίζοντας να τρέχω πλάι στην όχθη της λίμνης. Όταν ζύγωσα την κοπέλα, ο Αμερικανός είχε κατορθώσει με δυο δρασκελιές των ψηλών ποδιών του να την πλησιάσει και να την αρπάξει από τα πέτα του κόκκινου πανωφοριού. Καθώς στεκόταν χωρίς να αφήνει την κοπέλα, ο νεαρός άντρας στύλωσε τα μάτια πάνω μου. Τα δάχτυλά του, που είχαν αδράξει το κατακόκκινο πέτο της γυναίκας, σαν να χαλάρωσαν. Αυτό το χέρι πρέπει να ήταν υπερβολικά δυνατό, γιατί όταν την άφησε, εκείνη έπεσε μαλακά πίσω στο χιόνι. Το κάτω μέρος του κόκκινου πανωφοριού της άνοιξε και οι κάτασπροι 99
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
γυμνοί της μηροί απλώθηκαν φαρδιά πλατιά στη χιονισμένη έκταση. Η κοπέλα δεν προσπάθησε καν να σταθεί στα πόδια της. Από κει που ήταν ξαπλωμένη, κοίταζε στα μάτια τον γίγαντα που δέσποζε πάνω της. Ήμουν έτοιμος να γονατίσω για να τη βοηθήσω να σηκωθεί, όταν ο Αμερικανός φώναξε, «Ε!». Γύρισα κι εκείνος στάθηκε από πάνω μου, με τα πόδια του ανοιχτά και μου έκανε νόημα με τα δάχτυλά του. Ύστερα, μου είπε στα αγγλικά, με τη φωνή του εντελώς αλλαγμένη - μια φωνή ζεστή και γλυκιά: «Πάτησέ την, αν έχεις την καλοσύνη! Προσπάθησε να την πατήσεις!» Δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε. Καθώς όμως με κοίταζε από κει πάνω, υπήρχε στα γαλάζια του μάτια κάτι το επιτακτικό. Πίσω από τους πλατείς ώμους του, μπορούσα να δω τον σκεπασμένο με χιόνι Χρυσό Ναό να λαμποκοπά κάτω από έναν ουρανό χειμωνιάτικο, σαν από μονότονο και ξεθωριασμένο γαλάζιο. Δεν υπήρχε η παραμικρή σκληρότητα στα γαλανά του μάτια. Δεν ξέρω πώς, αλλά αισθάνθηκα εκείνη τη στιγμή ότι αυτά ήταν ιδιαίτερα λυρικά. Το μεγάλο του χέρι κατέβηκε, με άρπαξε από τον σβέρκο και έσπρωξε τα πόδια μου. Ωστόσο, ο επιτακτικός του τόνος εξακολουθούσε να είναι ζεστός και αβρός. «Πάτησέ την!» είπε. «Πρέπει να την πατήσεις!» Ανίκανος να του αντισταθώ, σήκωσα το πόδι μου με τη μπότα. Ο Αμερικανός με χτύπησε φιλικά στον ώμο. Το πόδι μου κατέβηκε και πάτησε κάτι τόσο μαλακό όσο η ανοιξιάτικη λάσπη. Ήταν το στομάχι της γυναίκας. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και έβγαλε ένα βογκητό. «Συνέχισε να την πατάς! Συνέχισε!» έλεγε. Κατέβασα κι άλλο το πόδι μου πάνω στην κοπέλα. Η αίσθηση του ανάρμοστου που ένιωσα όταν την πάτησα για πρώ100
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τη φορά, με έκανε τώρα να σκιρτήσω από χαρά. «Αυτό είναι ένα γυναικείο στομάχι», σκέφτηκα. «Αυτό είναι το στήθος της». Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι η σάρκα κάποιου άλλου θα ανταποκρινόταν στην κίνησή μου με απόλυτη ελαστικότητα. «Φτάνει», είπε ξεκάθαρα ο Αμερικανός. Στη συνέχεια, άφησε με αβρότητα την κοπέλα να σταθεί στα πόδια της, τίναξε τη λάσπη και το χιόνι από τα ρούχα της και τη βοήθησε να ανέβει ξανά στο τζιπ. Περπατούσε μπροστά μου χωρίς να γυρίζει να με κοιτάξει. Ούτε και η κοπέλα έστρεψε, έστω και μια φορά, τα μάτια της πάνω μου. Όταν έφτασαν στο τζιπ, εκείνος την άφησε να μπει πρώτη. Τα επακόλουθα του ουίσκι έμοιαζαν να έχουν εξαλειφθεί. Ο Αμερικανός γύρισε προς την πλευρά μου και είπε με κάθε επισημότητα: «Ευχαριστώ». Θέλησε να μου δώσει χρήματα. Αρνήθηκα. Τότε, πήρε από το κάθισμα του τζιπ δυο κούτες με αμερικάνικα τσιγάρα και μου τις έβαλε βίαια στα χέρια. Με μάγουλα που έκαιγαν, στάθηκα στην είσοδο μέσα στην έντονη αντανάκλαση του χιονιού. Ξεμακραίνοντας, το τζιπ τρανταζόταν σταθερά: σήκωσε ένα σύννεφο από χιόνι και εξαφανίστηκε από τα μάτια μου. Το κορμί μου σπαρταρούσε από την έξαψη. Όταν η υπερδιέγερση που αισθανόμουν κατέπεσε, σκέφτηκα έναν τρόπο που θα μου επέτρεπε μια θαυμάσια άσκηση υποκρισίας. Στον Ηγούμενο άρεσαν τα τσιγάρα. Πόσο θα χαιρόταν με αυτό το δώρο! Παραμένοντας σε απόλυτη άγνοια. Δεν χρειαζόταν να προβώ σε εκμυστηρεύσεις γύρω από ό,τι είχε συμβεί. Είχα ενεργήσει υπό την πίεση της προσταγής και του εξαναγκασμού. Αν είχα πάει κόντρα στον Αμερικανό, ούτε κι εγώ ξέρω τι θα πάθαινα. Πήγα στο γραφείο του Ηγούμενου στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη. Ο Διάκονος, ιδιαίτερα επιδέξιος σε αυτά, του ξύριζε το κεφάλι. Περίμενα στην άκρη της βεράντας. Ο ήλιος έκαιγε έντο101
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
να. Στον κήπο, το χιόνι είχε μαζευτεί πάνω στο πεύκο με σχήμα καραβιού, λαμποκοπώντας θεσπέσια. Έμοιαζε σαν ολοκαίνουργιο διπλωμένο πανί. Ο Ηγούμενος έμεινε με κλειστά τα μάτια ώσπου να τελειώσει το ξύρισμα. Κρατούσε ένα κομμάτι χαρτί όπου έπεφταν οι τρίχες από το κεφάλι του. Το χοντροκομμένο, ζωικό περίγραμμα του κεφαλιού του αναδεικνυόταν όλο και πιο ξεκάθαρα καθώς ο Διάκονος συνέχιζε το ξύρισμα. Όταν τελείωσε, τύλιξε το κεφάλι σε μια ζεστή πετσέτα. Στη συνέχεια, έβγαλε την πετσέτα, αφήνοντας να φανεί ένα γυαλιστερό καινούργιο κρανίο, που έμοιαζε σαν βρασμένο. Φρόντισα να δώσω το μήνυμά μου, προσφέροντας με μια υπόκλιση τις δυο κούτες με τα τσιγάρα μάρκας Τσέστερφηλντ. «Α!» είπε ο Ηγούμενος. «Σε ευχαριστώ για τον κόπο σου». Χαμογέλασε αμυδρά, με μια κίνηση που λες και σχεδιάστηκε μονάχα στην άκρη του προσώπου του. Αυτό ήταν όλο. Ύστερα, με ύφος επαγγελματικό, πήρε τις δυο κούτες και τις ακούμπησε όπως όπως στο γραφείο του, όπου υπήρχε μια στοίβα με κάθε λογής χαρτιά και γράμματα. Ο Διάκονος είχε αρχίσει να του τρίβει τους ώμους κι ο Ηγούμενος κράτησε για μια ακόμη φορά κλειστά τα μάτια του. Δεν μου απέμενε παρά να αποσυρθώ. Ανικανοποίητο, το σώμα μου έκαιγε. Η μυστηριώδης κακή πράξη μου, τα τσιγάρα που μου είχαν δοθεί σαν ανταμοιβή, ο Ηγούμενος που τα είχε πάρει αγνοώντας την προέλευσή τους - όλα αυτά είχαν προστεθεί σε κάτι ακόμη πιο δραματικό και βίαιο. Το γεγονός ότι κάποιος του αναστήματος του Ηγούμενου είχε πλήρη άγνοια αυτού που είχε συμβεί, έγινε μια ακόμη πιο σημαντική αιτία για να τον περιφρονήσω. Καθώς ετοιμαζόμουν να βγω από την αίθουσα, με σταμάτησε. 102
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
«Άκουσε εδώ», είπε. «Μόλις τελειώσεις το σχολείο, σκοπεύω να σε στείλω στο Πανεπιστήμιο Οτάνι. Πρέπει να μελετήσεις σκληρά, αγόρι μου, ώστε να παρουσιάσεις μια καλή εικόνα τη στιγμή της εγγραφής σου. Αυτή ήταν η επιθυμία του μακαρίτη του πατέρα σου. Αγωνιούσε να σε δει να έχεις καλούς βαθμούς στο σχολείο». Αυτά τα νέα διαδόθηκαν αμέσως στον ναό από τον Διάκονο. Το γεγονός ότι ο Ηγούμενος έδινε καλές συστάσεις για να εγγραφεί στο πανεπιστήμιο ένας νεοφώτιστος αποτελούσε απόδειξη πως αυτός υποσχόταν πολλά. Είχε τύχει συχνά στο παρελθόν, κάποιος από τους νεοφώτιστους να πηγαίνει κάθε βράδυ στο δωμάτιο του Ηγούμενου για να του τρίψει τους ώμους, με την ελπίδα να αποσπάσει καλές συστάσεις για την είσοδό του στο πανεπιστήμιο. Σε πολλές περιπτώσεις, οι φιλοδοξίες του ευοδώνονταν. Ακούγοντας αυτά τα νέα, ο Τσουρουκάουα -που αναμενόταν να μπει στο Πανεπιστήμιο Οτάνι με έξοδα των γονιών του- με χτύπησε χαρούμενος στον ώμο. Παρ' όλα αυτά, ένας άλλος από τους νεοφώτιστους, που δεν του είχε αναφερθεί τίποτε σχετικά με τη συνέχιση των σπουδών του, έπαψε να μου μιλά μετά από αυτές τις εξελίξεις.
103
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τ
ΤΕΤΑΡΤΟ
ΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 1947, ΗΡΘΕ Η ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΑΡΧΙΣΩ ΤΗΝ ΠΡΟ-
καταρκτική σειρά μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο Οτάνι. Ωστόσο, η είσοδος μου στο πανεπιστήμιο δεν ήταν για μένα θριαμβευτικό γεγονός, παρά την ακλόνητη πεποίθηση αλλά και στοργή από την πλευρά του Ηγούμενου, και, ακόμη, τη ζήλια των συμμαθητών μου. Παρότι θα μπορούσε να αποτελέσει για τους άλλους ένα συμβάν για το οποίο θα έπρεπε να αισθάνομαι περήφανος, επισκιάστηκε στην πραγματικότητα από μια συγκυρία που η σκέψη της και μόνο μου προκαλεί αποστροφή. Γυρνώντας κάποια μέρα από το σχολείο, περίπου μια εβδομάδα ύστερα από το χιονισμένο πρωί που ο Ηγούμενος μου είχε δώσει την άδεια να πάω στο Πανεπιστήμιο, είδα έναν άλλο νεοφώτιστο, που δεν είχε ακούσει λέξη για τη φοίτησή του στο πανεπιστήμιο, να με κοιτάζει με έκφραση ιδιαίτερα χαρούμενη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός αυτός άντρας δεν μου είχε απευθύνει ούτε μια λέξη. Εξάλλου, η στάση του Νεωκόρου και του Διακόνου μου φαίνονταν κάπως αλλαγμένες. Συμπέρανα, όμως, πως κατέβαλλαν έκδηλες προσπάθειες για να μου παρουσιάσουν το ίδιο πρόσωπο όπως και προηγουμένως. Το ίδιο εκείνο βράδυ, πήγα στο δωμάτιο του Τσουρουκάουα και του εξέθεσα τα παράπονά μου για την αλλαγή που εί104
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
χα παρατηρήσει στη στάση όλων στον ναό. Στην αρχή, έγειρε το κεφάλι του από τη μία πλευρά, προσπαθώντας να με κάνει να πιστέψω πως όλα ήταν εντάξει. Ωστόσο, δεν έκρυβε πειστικά τα συναισθήματά του και ύστερα από λίγο βρέθηκε να με κοιτάζει με μια έκφραση ενοχής. «Άκουσα κάτι από εκείνον», είπε κατονομάζοντας έναν συμμαθητή μας, «που το ξέρει από όσα φημολογούνται, μια και βρισκόταν κι αυτός στο σχολείο εκείνη τη στιγμή. Έτσι κι αλλιώς, φαίνεται πως κάτι παράξενο έγινε όταν έλειπες». Συνέχισα την ανάκρισή μου νιώθοντας έναν διάχυτο φόβο. Αφού με έβαλε να του υποσχεθώ ότι θα κρατούσα αυτή την ιστορία μυστική, ο Τσουρουκάουα άρχισε να μιλά κοιτάζοντάς με επίμονα στα μάτια. Το απόγευμα της συγκεκριμένης εκείνης ημέρας, μια κοπέλα είχε έρθει στον ναό ζητώντας να μιλήσει στον Ηγούμενο. Φορούσε ένα κόκκινο πανωφόρι και ήταν προφανώς πόρνη για την καλοπέραση των ξένων. Ο Διάκονος πήγε στην είσοδο για να τη δει αντί για τον Ηγούμενο. Η κοπέλα τον έβρισε λέγοντάς του πως, αν ήθελε το καλό του, έπρεπε να ειδοποιήσει αμέσως τον Ηγούμενο. Δυστυχώς, την ίδια εκείνη στιγμή, ο τελευταίος ερχόταν από τον διάδρομο. Όταν αντελήφθη την παρουσία της γυναίκας, προχώρησε προς την είσοδο. Εκείνη του είπε τότε πως, πριν μια περίπου εβδομάδα, το πρωινό που είχε χιονίσει, είχε επισκεφθεί τον ναό μαζί με έναν ξένο στρατιώτη. Ο στρατιώτης την είχε πετάξει κάτω και ένας από τους νεοφώτιστους την είχε πατήσει στο στομάχι προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοια του άντρα. Το ίδιο απόγευμα, εκείνη απέβαλε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αισθανόταν πως είχε κάθε λόγο να ζητήσει χρήματα από τον ναό. Σε περίπτωση που δεν θα της έδιναν, θα εξέθετε την άτοπη συμπεριφορά που είχε λάβει χώρα στο Ροκουόντζι. 105
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Ο Ηγούμενος της έδωσε μερικά χρήματα χωρίς να πει λέξη και την έστειλε στο σπίτι της. Όλοι ήξεραν πως εγώ είχα κάνει χρέη ξεναγού εκείνη την ημέρα, άλλο αν ο Ηγούμενος είχε ισχυριστεί πως, από τη στιγμή που δεν υπήρχαν μάρτυρες της κακής μου διαγωγής, δεν θα έπρεπε να μου ζητηθούν ποτέ εξηγήσεις. Εξάλλου, σκόπευε και ο ίδιος να αγνοήσει το γεγονός. Όταν όμως οι άλλοι πληροφορήθηκαν το συμβάν από τον Διάκονο, με θεώρησαν όλοι τους υπεύθυνο. Ο Τσουρουκάουα μου κράτησε το χέρι και είδα πως είχε σχεδόν βουρκώσει. Με κοίταξε με τα άδολα μάτια του και με ρώτησε με την έντιμη αγορίστικη φωνή του: «Έκανες στ' αλήθεια τέτοιο πράγμα;» Ήρθα αντιμέτωπος με τα ένοχα συναισθήματά μου. Με έφερε αντιμέτωπο με αυτά ο Τσουρουκάουα κάνοντάς μου την πιεστική αυτή ερώτηση. Γιατί άραγε με είχε ρωτήσει; Αυτό, λοιπόν, σήμαινε φιλία; Πώς και δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι, κάνοντάς μου μια τέτοια ερώτηση, ξεστράτιζε από το πραγματικό του καθήκον; Πώς και δεν ήξερε ότι αυτή η ερώτηση με έθιγε με τον πιο προδοτικό τρόπο ως τα μύχια της συνείδησής μου; Το έχω ήδη πει επανειλημμένα: ο Τσουρουκάουα ήταν η θετική εικόνα του εαυτού μου. Αν είχε εκπληρώσει πιστά το καθήκον του, δεν θα μου έκανε τέτοιες βασανιστικές ερωτήσεις. Αντίθετα, θα απέφευγε να με ρωτήσει οτιδήποτε. Θα είχε πάρει τα αμφίβολα συναισθήματά μου ακριβώς όπως ήταν και θα τα είχε μεταμορφώσει σε πηγή χαράς. Τότε, το ψέμα θα είχε γίνει αλήθεια και η αλήθεια ιρέμα. Αν ο Τσουρουκάουα είχε ακολουθήσει τη χαρακτηριστική του μέθοδο -τη μέθοδό του να μεταστρέφει όλες τις σκιές σε φως, όλες τις νύχτες σε ημέρες, το φεγγαρόφωτο σε ηλιόφωτο, τη νυχτερινή υγρασία των βρύων σε ηλιόλουστο θρόισμα νιόβγαλτων φύλλων-, τότε ιο6
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
θα του είχα κάνει κι εγώ τραυλίζοντας την εκμυστήρευσή μου. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν το έκανε. Συνεπώς, τα θολά μου συναισθήματα έγιναν ακόμη πιο θολά. Γέλασα με ένα γέλιο διφορούμενο. Βαθιά νύχτα στον δίχως φώτα ναό. Κρύα γόνατα. Οι μεγάλοι παλιοί κίονες του Χρυσού Ναού δέσποζαν γύρω μας σαν να παραμόνευαν τη μυστική μας συνομιλία. Φορώντας μονάχα τα ρούχα του ύπνου, έτρεμα. Ίσως να ήταν από το κρύο. Η χαρά μου όμως -πρώτη φορά έλεγα στον φίλο μου ένα απροκάλυπτο ψέμα- έφτανε για να κάνει τα γόνατά μου να τρέμουν. «Δεν έκανα τίποτε», είπα. «Αλήθεια;», είπε με τη σειρά του ο Τσουρουκάουα. «Τότε, η κοπέλα είπε -ψέματα. Ανάθεμά τη! Σκέψου πως ακόμη και ο Διάκονος την πίστεψε!» Η δίκαιη αγανάκτηση του Τσουρουκάουα μεγάλωνε ολοένα, εξωθώντας τον τελικά στη δήλωση πως, την επόμενη κιόλας ημέρα, θα πήγαινε να μιλήσει για λογαριασμό μου στον Ηγούμενο, εξηγώντας του πώς είχαν τα πράγματα. Εκείνη τη στιγμή, είδα να ξεπροβάλει μεμιάς μπροστά στα μάτια μου το φρεσκοξυρισμένο κεφάλι του Ηγούμενου, ίδιο με βρασμένο λάχανο. Είδα τα ροδαλά και πλαδαρά του μάγουλα. Για έναν ανεξήγητο λόγο, με πλημμύρισε ξαφνικά μια ακραία απέχθεια για τούτη την εικόνα. Έπρεπε οπωσδήποτε να θάψω τη δίκαιη αγανάκτησή του πριν ακόμη βγει στο φως. «Φαντάζεσαι πράγματι ότι ο Ηγούμενος πιστεύει πως έκανα κάτι τέτοιο;» ρώτησα. «Ας είναι», απάντησε εκείνος, νιώθοντας μεμιάς αμήχανος ύστερα από την καινούργια αυτή σκέψη. «Οι άλλοι έχουν κάθε δικαίωμα να μιλούν άσχημα για μέ107
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
να. Εφ' όσον ο Ηγούμενος θα είναι σε θέση να βλέπει πίσω από τα λεγόμενα τους την αλήθεια, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Έτσι τουλάχιστον νομίζω». Κατόρθωσα με αυτό τον τρόπο να κάνω τον Τσουρουκάουα να πιστέψει ότι, προσπαθώντας να πάρει εκδίκηση για λόγου μου, το μόνο που θα μπορούσε να πετύχει ουσιαστικά θα ήταν να προκαλέσει στους άλλους ακόμη περισσότερες υποψίες. Και ακριβώς, είπα, επειδή ο Ηγούμενος πιστεύει στην αθωότητά μου, διάλεξε να αφήσει τα πράγματα όπως είναι αγνοώντας την όλη υπόθεση. Μιλώντας έτσι, η καρδιά μου πλημμύρισε χαρά και, σιγά σιγά, τούτη η χαρά ρίζωσε γερά μέσα μου και μου έλεγε: «ζ\εν υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες. Κανείς δεν μπορεί να κληθεί να μαρτυρήσει εναντίον σου». Στην πραγματικότητα, δεν είχα πιστέψει ούτε στιγμή ότι ο Ηγούμενος -αυτός και μόνον- με θεωρούσε αθώο. Μάλλον το αντίθετο: ήταν ο μόνος απόλυτα βέβαιος για την ενοχή μου. Το γεγονός ότι είχε διαλέξει να αγνοήσει το θέμα επιβεβαίωνε τις υποψίες μου. Ίσως να είχε ήδη διαβλέψει μέσ' από όλα αυτά από πού προέρχονταν οι δύο κούτες με τα Τσέστερφηλντ. Και ίσως ο λόγος που είχε θελήσει να αποσιωπήσει τα πράγματα βρισκόταν στην ήρεμη αναμονή του ώσπου να πάρω την πρωτοβουλία και να ομολογήσω με τη θέλησή μου. Και όχι μόνον αυτό. Ίσως οι συστάσεις του για τη φοίτησή μου στο πανεπιστήμιο να αποτελούσαν απλώς ένα δόλωμα προκειμένου να μου αποσπάσει εκμυστηρεύσεις. Αν δεν ομολογούσα, απλώς θα τις απέσυρε, ως τιμωρία για την ανεντιμότητά μου. Αντίθετα, αν ομολογούσα, κατορθώνοντας να τον πείσω για την ειλικρινή μου μεταμέλεια, θα συνέχιζε να υποστηρίζει την είσοδό μου, ως ένδειξη ιδιαίτερης εύνοιας. Η μεγαλύτερη παγίδα όλων βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Ηιο8
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
γούμενος είχε πει στον Διάκονο να μην αναφέρει τίποτε σε μένα. Αν ήμουν πραγματικά αθώος, θα μπορούσα να ζω διατηρώντας όλη μου τη γαλήνη σε καθημερινή βάση, χωρίς να γνωρίζω ή να αισθάνομαι ότι είχε συμβεί κάτι ιδιαίτερο. Αν, από την άλλη πλευρά, είχα διαπράξει το κρίμα, θα ήμουν ικανός (αν βέβαια ήξερα τι μου γίνεται) να προσποιηθώ πειστικά ότι ζούσα στην κατάσταση της γαλήνιας εκείνης αγνότητας που επιβεβαιώνει την αθωότητα - μ' άλλα λόγια, στην κατάσταση κάποιου που δεν έχει να προβεί σε ομολογίες ακριβώς γιατί τίποτε δεν βαραίνει τη συνείδηση του. Ναι, έπρεπε να προσποιηθώ. Αυτή ήταν για μένα η καλύτερη μέθοδος και ο μόνος τρόπος που θα υποστήριζε την αθωότητά μου. Ο Ηγούμενος μιλούσε με τον δικό του συγκαλυμμένο τρόπο. Ήταν η παγίδα που μου είχε στήσει. Κάνοντας αυτή τη σκέψη, κυριεύτηκα από οργή. Και αυτό, επειδή ήταν σαν να μην είχα δικαιολογία για την πράξη μου. Κι όμως, αν δεν είχα πατήσει την κοπέλα, ο Αμερικανός θα μπορούσε κάλλιστα να βγάλει το περίστροφό του και να με απειλήσει. Σε τελευταία ανάλυση, κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στις δυνάμεις Κατοχής. Ό,τι έκανα, είχα εξαναγκασθεί να το κάνω. Ωστόσο, από τη στιγμή που απολάμβανα τα πάντα -το άγγιγμα του στομαχιού της κοπέλας με τη σόλα του λαστιχένιου μου παπουτσιού, την επαφή με το κορμί της που η ελαστικότητά του έμοιαζε να με κολακεύει, τα βογκητά της, τον τρόπο της να νιώθει σαν πατημένο σάρκινο λουλούδι την ώρα που πάει να ανοίξει, ένα κάποιο τρίκλισμα ή τραύλισμα των αισθήσεών μου, την αίσθηση που μεταβιβάστηκε εκείνη τη στιγμή, σαν μυστηριώδες φως, από το κορμί του κοριτσιού στο δικό μου-, δεν μπορώ να ισχυριστώ πως αυτά αποτελούσαν καταναγκασμό. Εξάλλου, ήταν αδύνατον να ξεχάσω τη γλύκα εκείνης της στιγμής. Και ο Ηγούμενος γνώριζε τι είχα νιώσει ως 109
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
τα μύχια της "ψυχής μου. Γνώριζε εκείνη τη γλύκα που σε διαπερνά μέσα, βαθιά! Σε όλη τη διάρκεια του επόμενου χρόνου ήμουν σαν πουλί μες στο κλουβί του. Το κλουβί βρισκόταν διαρκώς μπροστά στα μάτια μου. Έχοντας αποφασίσει να μην ομολογήσω ποτέ την πράξη μου, δεν ένιωθα καμιά ανακούφιση στην καθημερινή μου ζωή. Ήταν παράξενο. Εκείνη η πράξη, που δεν είχε προκαλέσει μέσα μου στην ώρα της κανένα συναίσθημα ενοχής, η αίσθησή μου ότι ποδοπατούσα το στομάχι της κοπέλας, άρχισε να λάμπει μέσα στη μνήμη μου. Και όχι μόνον επειδή γνώριζα ότι το αποτέλεσμα ήταν να αποβάλει η κοπέλα, αλλά γιατί η πράξη είχε κατασταλάξει σαν χρυσόσκονη στη μνήμη μου, αναδίνοντας μιαν αστραφτερή λάμψη που μου τρυπούσε συνεχώς τα μάτια. Η λάμψη του κακού. Ναι, αυτό ήταν. Και, μπορεί να επρόκειτο για ένα έλασσον κακό, είχα όμως αποκτήσει πλέον τη ζωντανή συνείδηση ότι είχα πράγματι διαπράξει το κακό. Συνείδηση που κρεμόταν σαν παράσημο από τη μέσα πλευρά του στέρνου μου. Όσον αφορά τα πρακτικά θέματα, δεν είχα να αντιμετωπίσω τίποτε προς το παρόν, ώσπου να δώσω τις εισαγωγικές μου εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο Οτάνι. Με άλλα λόγια, ζούσα σε ένα καθεστώς αμηχανίας προσπαθώντας να μαντέψω όσο καλύτερα μπορούσα τις πραγματικές προθέσεις του Ηγούμενου απέναντι μου. Δεν υπαινίχθηκε ποτέ τίποτε περί αθέτησης της υπόσχεσής του όσον αφορά τις συστάσεις του για το πανεπιστήμιο. Από την άλλη πλευρά όμως, ούτε και αναφέρθηκε ποτέ στην προώθηση των διευθετήσεων για τις εισαγωγικές μου εξετάσεις. Πόσο θα ήθελα να μου έλεγε κάτι - οτιδήποτε! Ωστόσο, κρατούσε εκδικητικά τη σιωπή του, υποβάλλοντάς με σε ένα ατέλειωτο βασανιστήριο. Εγώ από την πλευρά μου, ίσως από φόβο, ίσως από μια αίσθηση αντίστασης, δίσταζα να τον ρωτήσω 110
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
για τις προθέσεις του. Άλλοτε έβλεπα τον Πατέρα Ντόζεν με τον δέοντα σεβασμό που του όφειλα. Άλλες πάλι φορές τον αντιμετώπιζα με κριτικό πνεύμα. Τώρα όμως, άρχιζε να αποκτά σιγά σιγά στα μάτια μου τερατώδεις διαστάσεις. Τελικά, έφτασα στο σημείο να πιστεύω ότι η εξωτερική του εμφάνιση δεν έκρυβε μια συνηθισμένη ανθρώπινη καρδιά. Πολλές φορές, όταν προσπαθούσα να αποστρέψω τα μάτια μου από πάνω του, η μορφή του παραμόνευε μπροστά μου σαν υπερκόσμιο κάστρο. Το γεγονός συνέβη τις τελευταίες μέρες του φθινοπώρου. Είχαν καλέσει τον Ηγούμενο για την κηδεία ενός γέροντα ενορίτη και, επειδή εκείνο το μέρος απείχε από τον ναό δύο ώρες με το τραίνο, μας είχε ανακοινώσει από το προηγούμενο βράδυ ότι θα έφευγε στις πεντέμισι το πρωί. Θα τον συνόδευε ο Διάκονος. Για να είμαστε έτοιμοι πριν ξεκινήσουν, έπρεπε να σηκωθούμε από τις τέσσερις, να καθαρίσουμε τον ναό και να ετοιμάσουμε το πρόγευμα. Μόλις σηκωθήκαμε, αρχίσαμε το «πρωινό καθήκον» απαγγέλλοντας τις σούτρα, ενώ ο Διάκονος βοηθούσε τον Ηγούμενο στις δικές του προετοιμασίες. Από τη σκοτεινή και κρύα αυλή έφτανε στ' αυτιά μας το αδιάκοπο τρίξιμο του κουβά του πηγαδιού. Πλύναμε βιαστικά το πρόσωπό μας. Στην αυλή, το λάλημα του πετεινού τρυπούσε το σκοτεινό φθινοπωριάτικο ξημέρωμα. Σε αυτόν τον ήχο υπήρχε μια δροσιά και μια καθαρότητα. Μαζέψαμε τα μανίκια των ράσων μας και σπεύσαμε να συγκεντρωθούμε μπροστά στο ιερό της Αίθουσας των Επισκεπτών. Στην αυγινή παγωνιά, οι αχυρένιες ψάθες της Μεγάλης Αίθουσας, όπου δεν κοιμόταν ποτέ κανείς, αντιδρούσαν στο άγγιγμα σαν να απόδιωχναν τα δάχτυλά μας. Τα κεριά του ιερού τρεμόσβηναν. Υποκλιθήκαμε. Στην αρχή, σταθήκαμε όρθιοι. Ύστερα, γονατίσαμε στις ψάθες και σκύψαμε με τον ήχο του γκονγκ. Επαναλάβαμε την κίνηση τρεις φορές. 111
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
Ένιωθα τη δροσιά των αντρικών φωνών, καθώς απήγγελλαν εν χορώ τις σούτρα, στη διάρκεια του πρωινού καθήκοντος. Ο ήχος των πρωινών αυτών ψαλμών ήταν ο πιο δυνατός ολόκληρης της ημέρας. Οι δυνατές φωνές έμοιαζαν να διασκορπίζουν όλες τις κακές σκέψεις που είχαν μαζευτεί στη διάρκεια της νύχτας. Λες και ένα μαύρο ρευστό ανάβρυζε από τις φωνητικές χορδές όλων των ψαλμωδών και ξεχυνόταν ολόγυρα. Όσον αφορά τον εαυτό μου, δεν μπορώ να πω τίποτε. Δεν έχω ιδέα. Εντούτοις, κατά παράξενο τρόπο, μου αναπτέρωνε το ηθικό η σκέψη ότι η φωνή μου διασκόρπιζε τις ίδιες κακές αρσενικές σκέψεις όπως και των άλλων. Πριν τελειώσουμε τη «συνεδρία του χυλού», ο Ηγούμενος ήταν έτοιμος να ξεκινήσει. Σύμφωνα με το έθιμο, παραταχθήκαμε στην είσοδο για να τον ξεπροβοδίσουμε. Ήταν ακόμη σκοτάδι. Ο ουρανός, ολόαστρος. Κάτω από το φως των άστρων, το λιθόστρωτο απλωνόταν ακαθόριστα ως την Πύλη Σάμμον. Ωστόσο, οι μεγάλες βελανιδιές, οι δαμασκηνιές και τα πεύκα έριχναν τους ίσκιους τους καταγής. Οι σκιές μπλέκονταν μεταξύ τους καλύπτοντας ολόκληρο τον χώρο. Το πουλόβερ μου ήταν γεμάτο τρύπες και ο κρύος αέρας της αυγής μου τσιμπούσε τους αγκώνες. Όλα σώπασαν. Υποκλιθήκαμε μπροστά στον Ηγούμενο χωρίς να πούμε λέξη και εκείνος μας απηύθυνε μια σχεδόν άηχη απάντηση. Ύστερα, ο ήχος που άφηναν πάνω στο λιθόστρωτο τόσο τα τσόκαρά του όσο και εκείνα του Διακόνου έσβησε ήσυχα καθώς'^ξεμάκραιναν. Αποτελεί συνήθεια στο δόγμα Ζεν να περιμένει κανείς ώσπου το πρόσωπο που φεύγει να χαθεί εντελώς από τα μάτια του. Κοιτάζοντας τώρα τις δυο μορφές που αποχωρούσαν, ήταν αδύνατον να τις δούμε στο σύνολό τους. Το μόνο που μπορούσαμε να διακρίνουμε ήταν οι άσπρες άκριες των ράσων τους και οι επίσης άσπρες κάλ112
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τσες τους. Σε ένα κάποιο σημείο, έδειξαν να έχουν χαθεί εντελώς;. Στην πραγματικότητα όμως, είχαν κρυφτεί πίσω από τα δένττρα. Ύστερα από λίγο, τα άσπρα ράσα και οι κάλτσες φάνηκιαν για μια ακόμη φορά και, για έναν ανεξήγητο λόγο, ο απόηιχος των βημάτων τους ακούστηκε πιο δυνατά από πριν. Σταλθήκαμε εκεί, με τα μάτια καρφωμένα πάνω τους καθώς έφευιγαν. Μας φάνηκε πως πέρασαν αιώνες ώσπου να διαβούν την κυρίως πύλη και να εξαφανιστούν εντελώς. Τότε, μια παράξενη παρόρμηση γεννήθηκε μέσα μου. Θαρρείς και κάποιες λέξεις γεμάτες σημασία προσπάθησαν να βρο)υν διέξοδο από τα χείλη μου, εμποδισμένες από το τραύλισμόά μου. Η παρόρμηση εξακολουθούσε να μου καίει το λαρύγγι, αποτελώντας πλέον μια ξαφνική επιθυμία απελευθέρωσης;. Τότε, οι προηγούμενες φιλοδοξίες μου - η επιθυμία μου να (μπω στο πανεπιστήμιο και, ακόμη, η ελπίδα της Μητέρας να (διαδεχθώ τον Ηγούμενο στο λειτούργημά του- ναυάγησαν άδοξα. Έπρεπε να ξεφύγω από μια δύναμη που δεν εκφραζόταν με λόγια, που ασκούσε έλεγχο πάνω μου και μου επιβαλλότ:αν. Λεν θα έλεγα πως μου έλειπε το θάρρος τη συγκεκριμένη εκεί^νη στιγμή. Το θάρρος που απαιτούσε από μένα να προβώ σε [μια ομολογία ήταν παιχνιδάκι. Για κάποιον όπως εγώ, που είχίε ζήσει σιωπηλά τα προηγούμενα είκοσι χρόνια, η αξία της ομολογίας ήταν πράγματι λιπόβαρη. Οι άνθρωποι θα νομίσοιυν ίσως πως υπερβάλλω. Ωστόσο, ήταν γεγονός ότι, με το να αντιστέκομαι στη σιωπή του Ηγούμενου και να αρνούμαι να ομολογήσω, βίωνα νοερά ένα και μόνο πρόβλημα: «Είναι άρίαγε δυνατό το κακό;» Αν επέμενα μέχρι τέλους στη σιωπή μο^υ, θα αποδείκνυα ότι ακόμη και ένα απειροελάχιστο κακό ήτων όντως δυνατό. Ρίχνοντας όμως ματιές μέσ' από τα δέντρα στα λευκά άμφια και στις λευκές κάλτσες που εξαφανί113
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
ζονταν στο αυγινό σκοτάδι, η δύναμη που μου έκαιγε το λαρύγγι γινόταν ήδη ακατανίκητη, γεννώντας μέσα μου την επιθυμία να προβώ σε μια πλήρη εκμυστήρευση. Κοντολογίς, ήθελα να τρέξω πίσω από τον Ηγούμενο, να τον τραβήξω από το μανίκι και να του πω με δυνατή φωνή όλα όσα είχαν συμβεί το πρωί που είχε χιονίσει. Δεν επρόκειτο, βεβαίως, για σεβασμό απέναντι στον άνθρωπο που μου είχε εμπνεύσει αυτή την επιθυμία. Η δύναμη του Ηγούμενου ήταν σαν μια ισχυρή φυσική επιρροή. Ήδη η σκέψη πως, αν ομολογούσα, το πρώτο απειροελάχιστο κακό της ζωής μου θα εξουδετερωνόταν, με συγκράτησε και ένιωσα πως κάτι με τραβούσε επιτακτικά προς τα πίσω. Ύστερα, η μορφή του Ηγούμενου πέρασε από την κυρία πύλη και εξαφανίστηκε κάτω από τον σκοτεινό ακόμη ουρανό. Όλοι ένιωσαν μια ξαφνική ανακούφιση και έτρεξαν χαλώντας τον κόσμο στην μπροστινή πύλη του ναού. Καθώς στεκόμουν εκεί αφηρημένος, ο Τσουρουκάουα με χτύπησε στον ώμο. Ο ώμος μου ξύπνησε. Ο λιπόσαρκος και άθλιος αυτός ώμος, ο δικός μου ώμος, ξαναβρήκε την περηφάνια του.
Όπως έχω ήδη αναφέρει, μπήκα τελικά στο Πανεπιστήμιο Οτάνι, παρ' όλες τις περιπλοκές. Δεν χρειάστηκε να προβώ σε καμιά ομολογία. Ύστερα από μερικές ημέρες, ο Ηγούμενος μας κάλεσε, τον Τσουρουκάουα και εμένα, και μας είπε με λίγα λόγια ότι θα έπρεπε να αρχίσουμε να προετοιμαζόμαστε για τις εξετάσεις. Στο μεταξύ, θα μας απάλλασσε από τα καθήκοντα του ναού. Έτσι, τα κατάφερα να μπω στο πανεπιστήμιο, άλλο αν αυτό δεν χρησίμευσε για να διευθετηθούν όλες οι δυσκολίες. Η στάση του Ηγούμενου δεν μου έλεγε στην πραγματικότητα τί114
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
ποτε από όλα όσα είχε σκεφτεί για το επεισόδιο της ημέρας του χιονιού. Ούτε και μπόρεσα να βγάλω κάποιο συμπέρασμα για τις προθέσεις του σχετικά με τη διαδοχή του. Το Πανεπιστήμιο Οτάνι αντιπροσωπεύει μια κρίσιμη καμπή της ζωής μου. Εκεί εξοικειώθηκα για πρώτη φορά με τις ιδέες, εκείνες τις ιδέες που είχα διαλέξει εγώ ο ίδιος με την ελεύθερη βούλησή μου. Οι απαρχές του Οτάνι ανάγονται σε μιαν εποχή πριν τριακόσια χρόνια περίπου, όταν, το 1663, οι πανεπιστημιακοί κοιτώνες του Ναού Τσουκούσι Κάνζον μεταφέρθηκαν στην κατοικία Κικοκού στο Κιότο. Από τότε, επιτελούσε χρέη μοναστηριού για τους οπαδούς του δόγματος Οτάνι του Χονγκανζί. Την εποχή του δέκατου πέμπτου πατριάρχη του Χονγκανζί, κάποιος προσκείμενος στον ναό, ονόματι Σόκεν Τακάγκι, που ζούσε στην Οζάκα, είχε κάνει μια μεγάλη δωρεά. Έτσι, το πανεπιστήμιο κτίστηκε στην τωρινή του θέση, στο Καρασουμαρού-γκασίρα, στο βόρειο τμήμα της πρωτεύουσας. Το οικόπεδο αντιστοιχούσε σε σαράντα μόνο στρέμματα, έκταση που δεν ήταν αρκετή για πανεπιστήμιο. Εκεί, πάμπολλοι νεαροί άντρες, όχι μόνο του δόγματος Οτάνι αλλά και κάθε βουδιστικού κλάδου, είχαν σπουδάσει και είχαν ασκηθεί στα πλέον ουσιώδη θέματα της βουδιστικής φιλοσοφίας. Μια παλιά πύλη από τούβλα χώριζε το οικόπεδο του πανεπιστημίου από τον δρόμο και τις γραμμές του τραμ. Η πύλη έβλεπε προς τα δυτικά, προς το όρος Χιέι. Από κει, ένα χαλικοστρωμένο μονοπάτι οδηγούσε στον πυλώνα του κυρίως κτίσματος, ενός διώροφου κτηρίου σκοτεινού και μελαγχολικού. Στο πάνω μέρος της στέγης της εισόδου, ένας μεγάλος χάλκινος πύργος υψωνόταν προς τον ουρανό. Δεν υπήρχε ούτε καμπαναριό ούτε κτήριο με μεγάλο ρολόι. Κάτω από ένα λεπτό αλεξικέραυνο, ένα άχρηστο τετράγωνο παράθυρο άφηνε να ξεχωρίζει μια άκρια γαλάζιου ουρανού. 115
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Δίπλα στην είσοδο ορθωνόταν μια γέρικη φλαμουριά, που τα θαυμάσια φύλλα της έλαμπαν στον ήλιο σαν κόκκινος χαλκός. Το πανεπιστήμιο, που απετελείτο αρχικά από το κυρίως κτήριο, είχε επεκταθεί σιγά σιγά και τα διάφορα τμήματά του είχαν συνενωθεί χωρίς ιδιαίτερη τάξη. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του, επρόκειτο για μια μονώροφη δομή, παλιά και ξύλινη. Σε κανέναν δεν επιτρεπόταν να φορά παπούτσια μέσα στο κτήριο και οι διάφορες πτέρυγες συνδέονταν μεταξύ τους με ατέλειωτους διαδρόμους φτιαγμένους από σανίδες μπαμπού. Με τον καιρό, το πάτωμα είχε αρχίσει να τρίζει. Περιστασιακά, τα κατεστραμμένα τμήματά του είχαν επισκευαστεί και, όταν περπατούσε κανείς από τη μια πτέρυγα στην άλλη, τα πόδια του διέσχιζαν ένα ολόκληρο μωσαϊκό από σκούρο και ανοιχτό ξύλο, όπου οι παμπάλαιες σανίδες εναλλάσσονταν με τις καινούργιες. Όταν είναι κανείς καινούργιος σε ένα σχολείο ή σε ένα πανεπιστήμιο, έτσι γίνεται πάντοτε: παρότι φτάνει κάθε πρωί ανανεωμένος, συνειδητοποιεί σε όλα κάτι το διάχυτο και δίχως συνοχή. Έτσι αισθάνθηκα κι εγώ τις πρώτες μέρες στο Πανεπιστήμιο Οτάνι. Από τη στιγμή που ο Τσουρουκάουα ήταν ο μόνος που γνώριζα, κατέληγα πάντοτε, θέλοντας και μη, να μιλώ με εκείνον και με κανέναν άλλον. Παρ' όλα αυτά, ύστερα από μερικές ημέρες, άρχισα να σκέφτομαι πως, αν συνεχίζαμε να βλέπουμε αποκλειστικά και μόνον ο ένας τον άλλον, θα στερούσαμε από κάθε σημασία όλους τους κόπους που είχαμε καταβάλει για να βρεθούμε στον καινούργιο αυτό κόσμο. Προφανώς, το ίδιο αισθάνθηκε και εκείνος, και έτσι δώσαμε ιδιαίτερη έμφαση στο να μη μένουμε μαζί τις ώρες του διαλείμματος και προσπαθήσαμε, καθένας από την πλευρά του, να καλλιεργήσουμε καινούργιες φιλίες. Ωστόσο, εξαιτίας του τραυλίσματός μου, μου έλειπε το θάρρος του Τσουρουκάουα ιι6
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
και, ενώ ο αριθμός των δικών του φίλων ολοένα πλήθαινε, εγώ έβλεπα τον εαυτό μου να απομονώνεται όλο και περισσότερο. Η προκαταρκτική χρονιά για τη φοίτηση στο πανεπιστήμιο περιλάμβανε δέκα θέματα - Ηθική, Ιαπωνικά, Σινο-ιαπωνικά, Κινέζικα, Αγγλικά, Ιστορία, Βουδιστικές Γραφές, Λογική, Μαθηματικά και Γυμναστική. Από την αρχή, είχα τις μεγαλύτερες δυσκολίες στις διαλέξεις γύρω από το μάθημα της Λογικής. Κάποια μέρα, στη διάρκεια της μεσημεριανής ανάπαυσης μετά από μια τέτοια διάλεξη, αποφάσισα να πλησιάσω έναν από τους φοιτητές για να του κάνω μερικές ερωτήσεις. Για ένα κάποιο διάστημα, είχα ελπίσει να αποκτήσω μια στενότερη φιλία με αυτόν τον νεαρό. Έμενε πάντοτε μόνος του και έτρωγε το φαγητό του μέσ' από το κουτί πλάι στο παρτέρι με τα λουλούδια, στον πίσω κήπο. Αυτή η συνήθειά του ήταν κάτι σαν τελετουργικό τυπικό και κανείς από τους άλλους φοιτητές δεν τον πλησίαζε: υπήρχε κάτι σαν υπέρμετρη μισανθρωπία και, παράλληλα, μια απέχθεια με την οποία κοίταζε το φαγητό του. Εκείνος, από την πλευρά του, δεν είχε μιλήσει σε κανέναν από τους συμφοιτητές του. Φαινόταν μάλιστα να έχει ολότελα απορρίψει την ιδέα της απόκτησης φίλων ανάμεσά τους. Ήξερα ότι το όνομά του ήταν Κασιουάγκι. Το πιο χτυπητό χαρακτηριστικό του ήταν ότι είχε δυο κατ' εξοχήν ραιβά πόδια και έναν περισπούδαστο τρόπο βαδίσματος. Έμοιαζε πάντοτε σαν να περπατούσε στη λάσπη: όταν τελικά τα κατάφερνε να βγάλει το πόδι του από τον βόρβορο, έδειχνε να κολλάει εκεί μέσα το άλλο του πόδι. Συγχρόνως, όλο του το σώμα κινιόταν ζωηρά. Το περπάτημά του ήταν ένα είδος εξεζητημένου χορού, από όπου έλειπε εντελώς κάθε κοινοτοπία. Υπήρχε βέβαια κάποιος λόγος που είχα προσέξει τον Κασιουάγκι από την πρώτη κιόλας μέρα της φοίτησής μου στο 117
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
πανεπιστήμιο. Αισθανόμουν ανακούφιση βλέποντας τη δυσμορφία του. Από την πρώτη στιγμή, τα ραιβά του πόδια σήμαιναν μια συμφωνία με την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν κι εγώ. Ο Κασιουάγκι είχε ανοίξει το κουτί με το φαγητό του στον πίσω κήπο, σε μια πρασιά από τριφύλλι. Αυτός ο κήπος βρισκόταν δίπλα σε ένα ρημαγμένο κτίσμα, όπου στεγάζονταν οι χώροι εξάσκησής μας στο καράτε ως μορφής αυτοάμυνας, όπως και στο πινγκ-πονγκ. Μονάχα ένα κομματάκι από το τζάμι είχε απομείνει στα παράθυρα. Λίγα κάτισχνα πεύκα είχαν φυτρώσει στον κήπο, ενώ μερικά μικρά πλαίσια από ξύλο σκέπαζαν τα άδεια φυτώρια. Η γαλάζια μπογιά αυτών των πλαισίων είχε αρχίσει να ξεφτίζει. Ήταν τραχιά και ξεραμένη όπως τα φθαρμένα τεχνητά λουλούδια. Δίπλα στα φυτώρια, υπήρχαν κάποια ράφια, βαλμένα το ένα πάνω στο άλλο, όπου βρίσκονταν μερικά κατσιασμένα δέντρα μέσα σε γλάστρες, ένας σωρός από τούβλα και χαλίκια, και ακόμη ένα παρτέρι με ηρανθή και άλλο ένα με υακίνθους. Ήταν ευχάριστο να κάθεσαι πάνω στο τριφύλλι. Τα απαλά φύλλα ρουφούσαν το φως και όλη η επιφάνεια ήταν γεμάτη αμυδρές σκιές, έτσι ώστε η βραγιά στο σύνολό της να δίνει την εντύπωση πως επιπλέει ελαφρά πάνω από τη γη. Καθισμένος εκεί, ο Κασιουάγκι δεν διέφερε από τους άλλους φοιτητές. Μονάχα όταν περπατούσε φαινόταν η δυσμορφία του. Το χλομό του πρόσωπο ανάδινε μια κάποια αυστηρή ομορφιά. Παρότι είχε τη σχετική του αναπηρία, μια ατρόμητη ομορφιά, που θα άρμοζε μάλλον σε γυναίκα, ήταν διάχυτη στα χαρακτηριστικά του. Οι σακάτες και οι ωραίες γυναίκες κουράζονται βλέποντας να πέφτουν πάνω τους όλες οι ματιές: ενοχλούνται από τη ζωή τους που συνεπάγεται τη διαρκή παρατήρηση, νιώθοντας να πολιορκούνται από τους άλλους. Και αιι8
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
νταποδίδουν το βλέμμα, με όσα μέσα διαθέτει αυτή καθαυτή η ζωή τους στην πραγματικότητα της. Εκείνος που κοιτάζει πραγματικά είναι και ο νικητής. Ο Κασιουάγκι κοίταζε με την άκρια των κατεβασμένων του ματιών, τρώγοντας το φαγητό του. Κι όμως, ένιωθα πως αυτά τα μάτια εξερευνούσαν τον κόσμο γύρω του ως την τελευταία λεπτομέρεια. Καθισμένος στο φως, ήταν αυτάρκης. Τουλάχιστον έτσι φάνταζε στα μάτια μου. Κοιτάζοντάς τον στο ανοιξιάτικο φως ανάμεσα στα λουλούδια, θα μπορούσα να πω ότι η δειλία και μια κάποια κρυφή ενοχή που αισθανόμουν του ήταν ξένες. Εκείνος ήταν μια σκιά που επιβεβαίωνε τον εαυτό της ή, μάλλον, ένας ίσκιος αυθύπαρκτος. Ήταν βέβαιο πως ποτέ ο ήλιος δεν θα εισχωρούσε στο σκληρό του δέρμα. Μόλο που το φαγητό του -το οποίο έτρωγε τόσο απορροφημένος και με μια τόσο έκδηλη απέχθεια- ήταν φειδωλό, ελάχιστα υπολειπόταν από το δικό μου, που συνήθως ετοίμαζα μόνος μου το πρωί από τα απομεινάρια του προγεύματός μας στον ναό. Ήμασταν στο 1947 και, αν δεν είχες τη δυνατότητα να προμηθευτείς την τροφή σου από τη μαύρη αγορά, ήταν αδύνατον να φας της προκοπής. Στεκόμουν δίπλα του κρατώντας το σημειωματάριο και το κουτί με το φαγητό μου. Η σκιά μου έπεφτε πάνω στο φαγητό του. Σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε. Ευθύς αμέσως όμως, γύρισε αλλού το βλέμμα και συνέχισε να μασά μονότονα, όπως ο μεταξοσκώληκας τα φύλλα της μουριάς. «Συγγνώμη», είπα τραυλίζοντας με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. «Θα ήθελα να σε ρωτήσω μερικά πράγματα που δεν κατάλαβα από την τελευταία διάλεξη». Μίλησα με τη στερεότυπη προφορά του Τόκιο, μια και, μετά την είσοδό μου στο πανεπιστήμιο, είχα αποφασίσει να μη χρησιμοποιώ πλέον τη διάλεκτο του Κιότο. 119
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
«Δεν καταλαβαίνω λέξη από όσα λες», είπε ο Κασιουάγκι. «Το μόνο που ακούω είναι ένα έντονο τραύλισμα». Ένιωσα το πρόσωπό μου να κοκκινίζει. Ο Κασιουάγκι έγλει-ψε την άκρη των τσοπ-στικς που κρατούσε, και συνέχισε: «Ξέρω πολύ καλά γιατί ήρθες να μου μιλήσεις, Μιζογκούτσι έτσι δεν σε λένε; Ε, λοιπόν, αν νομίζεις πως πρέπει οπωσδήποτε να γίνουμε φίλοι επειδή είμαστε κι οι δύο ανάπηροι, δεν έχω πρόβλημα. Σε σύγκριση όμως με τη δική μου αναπηρία, πιστεύεις στ' αλήθεια ότι το τραύλισμά σου είναι τίποτε σπουδαίο; Δίνεις μεγάλη σημασία στον εαυτό σου, δεν σου φαίνεται; Και, σαν αποτέλεσμα, δίνεις την ίδια σημασία και στο γεγονός ότι τραυλίζεις». Αργότερα, όταν πληροφορήθηκα ότι ο Κασιουάγκι προερχόταν από μια οικογένεια Ζεν που ανήκε στο ίδιο δόγμα Ρινζάι, συνειδητοποίησα ότι στις αρχικές αυτές ερωτήσεις και απαντήσεις του ακολουθούσε λίγο ως πολύ τη χαρακτηριστική προσέγγιση ενός ιερέα Ζεν. Ωστόσο, η έντονη εντύπωση που μου έκαναν οι παρατηρήσεις του, εκείνη την ώρα, ήταν αδιαμφισβήτητη. «Τραύλιζε», μου είπε. «Συνέχισε να τραυλίζεις». Άκουσα κατάπληκτος τον ιδιότυπο τρόπο με τον οποίο εκφραζόταν. «Σε τελευταία ανάλυση, βρήκες κάποιον, μπροστά στον οποίο μπορείς να τραυλίζεις με την άνεσή σου. Δεν συμφωνείς; Έτσι είναι οι άνθρωποι, να το ξέρεις. Ψάχνουν συντρόφους στη δυστυχία τους. Πες μου, είσαι ακόμη παρθένος;» Συγκατένευσα χωρίς να χαμογελάσω. Ο τρόπος με τον οποίο ο Κασιουάγκι μου έκανε αυτή την ερώτηση έμοιαζε με τον τρόπο του γιατρού, έτσι που με έκανε να αισθανθώ πως θα ήταν καλύτερα να μην του πω ψέματα. «Αυτή την εντύπωση είχα κι εγώ», είπε. «Είσαι παρθένος. 120
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Δεν είσαι όμως ωραίος παρθένος. Δεν υπάρχει σε σένα καμιά ομορφιά. Δεν έχεις επιτυχία στα κορίτσια και, συγχρόνως, σου λείπει το θάρρος να πας με μια γυναίκα του επαγγέλματος. Αυτό είναι όλο. Αν όμως, απευθύνοντάς μου τον λόγο, είχες την εντύπωση ότι αρχίζεις μια φιλία με έναν άλλον παρθένο, εδώ έκανες μεγάλο λάθος. Θέλεις να ακούσεις πώς έχασα την παρθενία μου;» Και χωρίς να περιμένει να του απαντήσω, ο Κασιουάγκι συνέχισε: «Είμαι γιος ενός ιερέα Ζεν στη Σαννομίγια και γεννήθηκα στραβοκάνης. Ακούγοντάς με να αρχίζω έτσι την κουβέντα μου, θα φαντάζεσαι ίσως ότι είμαι κανένας αρρωστημένος τύπος, που μιλάει με τη μεγαλύτερη ευκολία και όσο μπορεί περισσότερο, προκειμένου να βγάλει τα εσώψυχά του. Ε, λοιπόν, δεν είναι έτσι. Αυτά δεν θα τα έλεγα στον καθένα που θα με πλησίαζε. Μάλλον με ενοχλεί να τα λέω, η αλήθεια όμως είναι πως διάλεξα ειδικά εσένα από την αρχή για να ακούσεις την ιστορία μου. Σκέφτηκα, βλέπεις, ότι θα μπορούσες να ωφεληθείς περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον μαθαίνοντας τα καμώματά μου. Το καλύτερο για σένα θα ήταν να μιμηθείς το παράδειγμά μου κατά γράμμα. Όπως σίγουρα θα ξέρεις, έτσι μυρίζονται οι θεοσεβούμενοι τους άλλους πιστούς και με τον ίδιο τρόπο όσοι δεν πίνουν τους οπαδούς του αντιαλκοολισμού. »Ντρεπόμουν, λοιπόν, για ό,τι μου είχε φέρει η ζωή. Σκεφτόμουν πως το να συμφιλιωθώ με τις συνθήκες της ύπαρξής μου και να ζήσω αρμονικά μαζί τους, αντιπροσώπευε για μένα μια ήττα. Αν ήθελα να γίνω μνησίκακος, δεν μου έλειψαν βέβαια οι ευκαιρίες. Οι γονείς μου θα έπρεπε να είχαν φροντίσει να χειρουργηθώ όταν ήμουν μικρός. Τώρα είναι πολύ αργά. Παρ' όλα αυτά, αδιαφορώ εντελώς για τους γονείς μου και η ιδέα να τους εκδικηθώ ήδη δεν μου λέει τίποτε. 121
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
»Καλλιεργούσα μέσα μου την πεποίθηση ότι πιθανότατα οι γυναίκες δεν θα μπορούσαν ποτέ να με αγαπήσουν. Όπως ίσως γνωρίζεις κι εσύ, αυτή είναι μια πεποίθηση μάλλον βολική και χωρίς προβλήματα, που τη συμμερίζονται οι περισσότεροι άνθρωποι. Και δεν υπήρχε αναγκαστικά καμιά αντίφαση ανάμεσα σε αυτήν και στην άρνησή μου να συμφιλιωθώ με τις προϋποθέσεις της ύπαρξής μου. Όπως βλέπεις, αν είχα πιστέψει ότι οι γυναίκες θα μπορούσαν να με αγαπήσουν με το παρουσιαστικό που έχω, δηλαδή όπως με έχει κάνει η φύση, θα είχα συμφιλιωθεί στον βαθμό που θα το πίστευα. Συνειδητοποίησα ότι οι δυο μορφές του θάρρους -το θάρρος να κρίνεις την πραγματικότητα ακριβώς όπως είναι και το θάρρος να παλέψεις ενάντια σε αυτή την κρίση- θα μπορούσαν κάλλιστα να συμφιλιωθούν μεταξύ τους. Χωρίς να ταραχτώ, εύκολα θα μπορούσα να αισθανθώ ότι παλεύω. »Από τη στιγμή που αυτές ήταν οι πεποιθήσεις μου, θα ήταν ό,τι πιο φυσικό να μην είχα προσπαθήσει να χάσω την παρθενία μου καταφεύγοντας σε γυναίκες του επαγγέλματος, όπως έκαναν τόσοι φίλοι μου. Αυτό βέβαια που με σταματούσε ήταν το γεγονός ότι οι πόρνες δεν πηγαίνουν στο κρεβάτι με τους πελάτες τους επειδή αυτοί τους αρέσουν. Μπορούν να έχουν για πελάτη τον καθένα, ξεμωραμένους γέρους, ζητιάνους, μονόφθαλμους, καλοφτιαγμένους άντρες - ακόμη και λεπρούς, από τη στιγμή που δεν έχουν ιδέα για τη λέπρα τους. Αυτή η εξισωτική προσέγγιση θα έκανε τους περισσότερους συνηθισμένους νεαρούς να αισθάνονται άνετα, να προχωρούν στη ζωή τους ευτυχισμένοι και να αγοράζουν τις υπηρεσίες της πρώτης γυναίκας που θα έβρισκαν μπροστά τους. Όμως, δεν είχα σε καμιά υπόληψη την εξισωτική αυτή τακτική. Δεν μπορούσα να ανεχθώ την ιδέα ότι μια γυναίκα θα αντιμετώπιζε έναν εντελώς φυσιολογικό άντρα και κάποιον σαν εμένα 122
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
σαν να ήμασταν ίσοι. Αυτό θα μου φαινόταν τρομερός αυτο-εξευτελισμός. Όπως βλέπεις, με είχε κυριεύσει ο φόβος ότι, αν κάποιος παρέβλεπε ή αγνοούσε την αναπηρία μου, θα έπαυα κατά κάποιον τρόπο να υπάρχω. Ήταν ο ίδιος φόβος με αυτόν που σε κάνει τώρα να υποφέρεις - έτσι δεν είναι; Προκειμένου η κατάστασή μου να αναγνωριστεί και να γίνει εντελώς αποδεκτή, ήταν βασικό να διευθετηθούν τα πράγματα για μένα με πολύ μεγαλύτερη πολυτέλεια από ό,τι για τους κοινούς ανθρώπους. Οτιδήποτε συνέβαινε, θαρρώ, θα μου το έφερνε η ίδια η ζωή. »'Επρεπε αναμφίβολα να ξεπεράσω το τρομερό συναίσθημα έλλειψης ικανοποίησης - την έλλειψη ικανοποίησης για το ότι ο κόσμος κι εγώ είχαμε μια σχέση ανταγωνιστική. Αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν άλλαζε είτε ο εαυτός μου είτε ο κόσμος. Απεχθανόμουν, ωστόσο, να ονειρεύομαι τέτοιες αλλαγές. Μισούσα τέτοιας λογής τερατώδη όνειρα. Το λογικό συμπέρασμα, στο οποίο έφτασα ύστερα από επίμονη σκέψη, ήταν πως, αν άλλαζε ο κόσμος, δεν θα μπορούσα να υπάρχω και, αν άλλαζα εγώ, δεν θα μπορούσε να υπάρχει ο κόσμος. Και, κατά περίεργο τρόπο, αυτό το συμπέρασμα αντιπροσώπευε ένα είδος συμφιλίωσης, συμβιβασμού. Ο κόσμος, βλέπεις, θα μπορούσε να συνυπάρχει με την ιδέα πως ήταν αδύνατον να αγαπηθώ ποτέ διαθέτοντας ένα τέτοιο παρουσιαστικό. Η παγίδα στην οποία πέφτει τελικά το δύσμορφο άτομο δεν βρίσκεται στη λύση της ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στον εαυτό του και στον κόσμο, αλλά, αντίθετα, αποκτά τη μορφή μιας πλήρους επιδοκιμασίας αυτού του ανταγωνισμού. Και ακριβώς γι' αυτό, ένα δύσμορφο άτομο δεν μπορεί ποτέ να γιατρευτεί. »Έτσι, σε αυτό το σημείο της ζωής μου, όταν βρισκόμουν στο άνθος της νιότης μου -χρησιμοποιώ αυτή τη φράση ύστε123
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
ρα από ώριμη σκέψη-, μου συνέβη κάτι απίστευτο. Έχει σχέση με ένα κορίτσι από μια πλούσια οικογένεια ενοριτών του ναού μας. Η κοπέλα είχε αποφοιτήσει από το Παρθεναγωγείο του Κόμπε και ο κόσμος είχε να λέει για την ομορφιά της. Κάποια μέρα, δήλωσε απροκάλυπτα ότι με αγαπάει. Για μια στιγμή, ήταν αδύνατον να πιστέψω στ' αυτιά μου. Λόγω της άχαρης κατάστασής μου, είχα αποκτήσει κάποια πείρα να διεισδύω στην ψυχολογία των άλλων. Έτσι, δεν άφησα το όλο θέμα να πέσει στο κενό, όπως θα έκαναν πολλοί, αποδίδοντας τον έρωτά της σε μια απλή συμπόνια. Είχα πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι καμιά κοπέλα δεν θα με ερωτευόταν από απλή συμπόνια. Αντίθετα, μάντεψα ότι ο έρωτάς της είχε τις ρίζες του σε μιαν ιδιαίτερη αίσθηση περηφάνιας. Ήταν σίγουρη για την ομορφιά της και για τα γυναικεία της θέλγητρα, και της ήταν αδύνατον να αποδεχτεί οποιονδήποτε θαυμαστή που θα έδειχνε δείγματα ιδιαίτερης εμπιστοσύνης στον εαυτό του. Δεν θα άντεχε στην ιδέα μιας αντιστάθμισης της περηφάνιας της με την αυτάρκεια κάποιου νεαρού άντρα. Είχε την ευκαιρία να της τυχαίνουν ένα σωρό "καλές περιπτώσεις". Παρ' όλα αυτά, όσο καλύτεροι ήταν οι επίδοξοι αυτοί μνηστήρες, τόσο περισσότερο τους αποστρεφόταν. Τελικά, απέρριπτε με κάμποσα νάζια κάθε έρωτα που είχε να κάνει με ένα είδος "ισοζυγίου" -σε αυτό το σημείο ήταν απόλυτα έντιμη- και έστρεψε τα μάτια της πάνω μου. »Ήξερα ήδη τι απάντηση θα της έδινα. Ίσως να με κοροϊδέψεις γι' αυτό, η αλήθεια είναι όμως πως της είπα έτσι απλά: "Δεν σε αγαπώ". Τι άλλο θα μπορούσα να της πω; Ήταν μια απάντηση ξεκάθαρη και δεν έκλεινε μέσα της καμιά προσποίηση. Αν, αντίθετα, είχα αποφασίσει να μη χάσω μια καλή ευκαιρία και είχα απαντήσει στην εξομολόγησή της λέγοντας: "Κι εγώ σε αγαπώ", θα είχα φανεί κάτι χειρότερο από γελοίος 124
ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
- έτσι κι αλλιώς, είχα ήδη εμφανίσει μια κάποια τραγικότητα. Όσοι έχουν μια γελοία εμφάνιση σαν τη δική μου είναι εξαιρετικά ικανοί στο να αποφεύγουν τον κίνδυνο να φανούν τραγικοί εκ παραδρομής. Ήξερα πολύ καλά πως αν άρχιζα να εκδηλώνω με το πρώτο την τραγικότητά μου, οι άνθρωποι θα έπαυαν να αισθάνονται άνετα όταν θα έρχονταν σε επαφή μαζί μου. Ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για τον ψυχισμό των άλλων να μην τους εμφανιστώ ποτέ με όψη αξιοθρήνητη. Έτσι, ξεκαθάρισα τη θέση μου λέγοντας: "Δεν σε αγαπώ". »Η κοπέλα δεν έκανε πίσω ακούγοντας την απάντησή μου. Ισχυρίστηκε αδίσταχτα ότι της έλεγα ψέματα. Αποτελούσε περίεργο θέαμα ο τρόπος με τον οποίο έβαζε τα δυνατά της για να με κατακτήσει, ενώ συγχρόνως φρόντιζε ιδιαιτέρως να μη θίξει την περηφάνια μου. Της ήταν προφανώς αδιανόητο πώς θα μπορούσε να υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο άντρας που να μην την αγαπά, από τη στιγμή που θα του δινόταν η ευκαιρία. Αν υπήρχε ένας τέτοιος άντρας, θα έλεγε απλούστατα ψέματα στον εαυτό του. Έτσι, καταπιάστηκε με μια σχολαστική ανάλυση του χαρακτήρα μου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ήμουν πράγματι ερωτευμένος μαζί της εδώ και αρκετό καιρό. Ήταν έξυπνη. Ξεκινώντας από το γεγονός ότι πραγματικά με αγαπούσε, πρέπει να είχε συνειδητοποιήσει ότι ήμουν ιδιαίτερα δυσπρόσιτος. Σχεδόν όλα όσα θα μπορούσε να πει κολακεύοντάς με θα ήταν εσφαλμένα. Αν ισχυριζόταν, για παράδειγμα, ότι είχα πρόσωπο ελκυστικό -κάτι που δεν ήταν αλήθεια-, θα με είχε ενοχλήσει. Αν έλεγε ότι τα στραβά μου πόδια ήταν όμορφα, η ενόχλησή μου θα γινόταν ακόμη μεγαλύτερη. Και αν έκανε την παρατήρηση ότι δεν με αγαπούσε για την εξωτερική μου εμφάνιση, αλλά γι' αυτό που είχε διαισθανθεί ότι έκρυβα μέσα μου, τότε θα γινόμουν στ' αλήθεια έξω φρενών. Έτσι κι αλλιώς, όντας έξυπνη. 125
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
τα έλαβε όλα αυτά υπ' όψιν της και συνέχισε απλώς να λέει: "Σ' αγαπώ". Και, σύμφωνα με την ανάλυση της, είχε βέβαια ανακαλύψει μέσα μου ένα συναίσθημα που ανταποκρινόταν στον έρωτά της. »Δεν μπορούσα να δεχτώ ένα τέτοιο σόφισμα. Συγχρόνως, με είχε κυριεύσει σιγά σιγά ένας σφοδρός πόθος, άλλο αν δεν έβαζα στον νου μου ότι ο πόθος θα μας έκανε να σμίξουμε. Μου φάνηκε ότι, αν πραγματικά αγαπούσε εμένα και όχι κάποιον άλλο στο πρόσωπό μου, αυτό θα σήμαινε προφανώς ότι είχα κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που με έκανε να ξεχωρίζω στα μάτια της. Και τι θα μπορούσε να είναι αυτό, αν όχι τα δύσμορφα πόδια μου; Κοντολογίς, κατέληξα στο ότι, παρότι δεν το έλεγε, αγαπούσε ακριβώς αυτά τα πόδια. Κάτι εντελώς απαράδεκτο όσον αφορά το δικό μου τρόπο σκέψης. Αν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μου δεν εστιαζόταν στην αναπηρία μου, ίσως και να αποδεχόμουν αυτόν τον έρωτα. Αν όμως ήμουν αναγκασμένος να παραδεχτώ ότι η ειδοποιός διαφορά μου από τους άλλους ανθρώπους - ο λόγος της ύπαρξής μου- βρισκόταν αλλού και όχι στα πόδια μου, αυτό θα προϋπέθετε μια επιπλέον αναγνώριση. Τότε, θα έφτανα αναπόφευκτα στο σημείο να αναγνωρίσω και τους λόγους ύπαρξης των άλλων ανθρώπων με τον ίδιον συμπληρωματικό τρόπο, πράγμα που θα με οδηγούσε με τη σειρά του να αναγνωρίσω τον εαυτό μου ως αμετάκλητα έγκλειστο μέσα στον κόσμο. Κατά συνέπειαν, ο έρωτας γινόταν για μένα κάτι αδύνατον. Η πίστη της ότι ήταν ερωτευμένη μαζί μου ήταν μια απλή ψευδαίσθηση και, προφανώς, εγώ δεν μπορούσα να την αγαπήσω. Γι' αυτό, συνέχισα να επαναλαμβάνω: "Δεν σε αγαπώ". »Κατά περίεργο τρόπο, όσο περισσότερο της έλεγα ότι δεν την αγαπούσα, τόσο πιο βαθιά εκείνη υπέκυπτε στην ψευδαί126
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
σθηση ότι ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Τελικά, κάποιο βράδυ, όρμησε πάνω μου. Μου πρόσφερε το κορμί της και μπορώ να πω ότι ήταν ένα κορμί εκθαμβωτικά ωραίο. Όταν όμως ήρθε η στιγμή, στάθηκα εντελώς ανίκανος. »Η τρομερή αυτή αποτυχία μου τα έλυσε όλα με τη μεγαλύτερη ευκολία. Τελικά, η κοπέλα είχε μια πειστική απόδειξη ότι πράγματι δεν την αγαπούσα. Και με άφησε. »Μπορεί να ντράπηκα για την ανικανότητά μου, σε σύγκριση όμως με την ντροπή που ένιωθα για το ανάπηρο πόδι μου δεν αξίζει να προσθέσω τίποτε. Αυτό που πραγματικά με ενοχλούσε ήταν κάτι ολωσδιόλου διαφορετικό. Γνώριζα τον λόγο της ανικανότητάς μου. Ήταν η σκέψη, όταν ήρθε εκείνη η ώρα, ότι τα δύσμορφα πόδια μου θα άγγιζαν τα όμορφα δικά της πόδια. Και αυτή η συνειδητοποίηση συντάραξε τη γαλήνη μέσα μου, που αποτελούσε τη συνέπεια της πεποίθησής μου ότι δεν θα με αγαπούσε ποτέ καμιά γυναίκα. »Εκείνη τη στιγμή, βλέπεις, ένιωσα ένα είδος ανέντιμης χαράς, κάνοντας τη σκέψη ότι θα αποδείκνυα την αδυναμία του έρωτα μέσω του πόθου μου - δηλαδή μέσα από την ικανοποίηση του πόθου μου. Η σάρκα μου όμως με πρόδωσε. Αυτό που ήθελε να κάνει το μυαλό μου, το έκανε η σάρκα μου. Κι έτσι, ήρθα αντιμέτωπος με μιαν άλλη αντίφαση. Για να το πω με έναν τρόπο μάλλον κοινότοπο, είχα ονειρευτεί τον έρωτα διατηρώντας τη σταθερή πεποίθηση ότι δεν θα μπορούσα να αγαπηθώ. Σε τελικό στάδιο όμως, τον είχα υποκαταστήσει με τον πόθο και είχα νιώσει κάτι σαν ανακούφιση. Τελικά, κατάλαβα πως αυτός καθαυτός ο πόθος ζητούσε για την εκπλήρωσή του να ξεχάσω τις συνθήκες της ύπαρξής μου, εγκαταλείποντας ό,τι αποτελούσε για μένα τον μοναδικό φραγμό, με άλλα λόγια την πεποίθηση ότι δεν μπορούσα να αγαπηθώ. Είχα φανταστεί τον πόθο σαν κάτι πιο καθαρό από αυτό που είναι 127
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
στην πραγματικότητα, χωρίς να συνειδητοποιήσω πως ζητούσα από τους ανθρώπους να δουν τον εαυτό τους μέσα σε μια κατάσταση κάπως ονειρική και εξωπραγματική. »Από εκείνη τη στιγμή, η σάρκα μου άρχισε να με απασχολεί περισσότερο από το πνεύμα μου. Ωστόσο, δεν ήθελα να μεταβληθώ σε ενσάρκωση του καθαρού πόθου. Αυτό μπορούσα μόνο να το ονειρεύομαι. Έγινα σαν τον άνεμο. Κάτι που δεν μπορούσαν να δουν οι άλλοι, ενώ αυτό έβλεπε τα πάντα, πλησίαζε ανάλαφρα τον στόχο του, κανάκευε τα πάντα και τελικά εισχωρούσε στο πιο μύχιο μέρος τους. Αν μιλήσω για την αυτοσυνείδηση της σάρκας, περιμένω από σένα να φανταστείς μια αυτοσυνείδηση που αναφέρεται σε ένα αντικείμενο σταθερό, ογκώδες και αδιαφανές. Παρ' όλα αυτά, δεν ήμουν έτσι. Για μένα, η συνειδητοποίηση ότι ο εαυτός μου δεν ήταν παρά μόνον ένα σώμα, ένας πόθος, σήμαινε ότι είχα γίνει διάφανος και αόρατος, με άλλα λόγια κάτι σαν τον άνεμο. »Παρ' όλα αυτά, τα ανάπηρα πόδια μου απέδειξαν προς στιγμήν ότι αποτελούσαν μεγάλο εμπόδιο. Αυτά και μόνον ήταν κάτι που δεν θα γινόταν ποτέ διαφανές. Δεν έμοιαζαν τόσο με πόδια, όσο με επίμονα πνεύματα. Υπήρχαν εκεί σαν αντικείμενα πιο σταθερά από την ίδια μου τη σάρκα. »Οι άνθρωποι έχουν πιθανότατα την εντύπωση ότι δεν μπορούν να δουν τον εαυτό τους παρά μόνον αν διαθέτουν καθρέφτη. Το να είσαι όμως σακάτης σημαίνει να έχεις διαρκώς έναν καθρέφτη κάτω από τη μύτη σου. Κάθε ώρα της ημέρας, όλο μου το σώμα καθρεφτιζόταν σε αυτόν τον καθρέφτη. Δεν υπήρχε περίπτωση να το ξεχάσω. Ως αποτέλεσμα, αυτό που είναι γνωστό σε τούτο τον κόσμο ως έλλειψη άνεσης θα μπορούσε να φανεί κάτι σαν παιδικό παιχνίδι. Για μένα, δεν θα μπορούσε να υπάρχει έλλειψη άνεσης. Το γεγονός ότι υπήρχα με αυτή τη μορφή ήταν τόσο τελεσίδικο όσο και το ότι υπάρ128
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
χουν ο Ήλιος και η Γη, ή τα όμορφα πουλιά και οι άσχημοι κροκόδειλοι. Ο κόσμος ήταν ακίνητος σαν ταφόπετρα. »Ούτε η παραμικρή έλλειψη άνεσης, ούτε η ελάχιστη ευστάθεια: εκεί βρισκόταν η βάση του αυθεντικού τρόπου ζωής μου. Άραγε γι' αυτό ζούσα; Με κάτι τέτοιες σκέψεις, οι άνθρωποι όχι μόνον αισθάνονται άβολα, αλλά φτάνουν στο σημείο ακόμη και να σκοτώσουν τον εαυτό τους. Εμένα, όμως, δεν με ενοχλούσε. Τα δύσμορφα πόδια μου ήταν η κατάσταση της ζωής μου, ο λόγος, ο σκοπός και το ιδανικό της, κοντολογίς, η ίδια μου η ζωή. Το ότι υπήρχα ήταν ένας λόγος κάτι περισσότερο από αρκετός για να νιώθω ικανοποιημένος. Μήπως το να μην αισθάνεσαι άνετα όσον αφορά την ύπαρξή σου δεν πηγάζει πρώτα από όλα από ένα είδος "πολυτελούς" έλλειψης ικανοποίησης, με τη σκέψη ότι η ζωή σου δεν εξαντλεί όλη τη σημασία της; »Η προσοχή μου στράφηκε τότε σε μια γριά χήρα που ζούσε μόνη της στο χωριό μας. Ο κόσμος έλεγε ότι ήταν γύρω στα εξήντα, μερικοί μάλιστα υποστήριζαν ότι ήταν ακόμη πιο μεγάλη. Στην επιμνημόσυνο τελετή του θανάτου του πατέρα της, με έστειλαν στο σπίτι της για να ψάλω τις σούτρα στη θέση του πατέρα μου. Επειδή κανένας από τους συγγενείς της δεν είχε έρθει στην τελετή, η γερόντισσα κι εγώ βρεθήκαμε μόνοι μπροστά στον οικογενειακό βωμό. Όταν τελείωσα τους ψαλμούς, μου πρόσφερε τσάι σε ένα άλλο δωμάτιο. Ήταν μια ζεστή καλοκαιριάτικη μέρα και τη ρώτησα αν θα μπορούσα να πλυθώ. Έβγαλα τα ρούχα μου και η γριά μου έριξε κρύο νερό στην πλάτη. Πρόσεξα ότι κοίταζε τα πόδια μου με συμπόνια κι ευθύς αμέσως κατέστρωσα στον νου μου ένα σχέδιο. »Όταν αποτέλειωσα το λουτρό μου, γύρισα στο δωμάτιο όπου καθόμασταν προηγουμένως. Καθώς σκούπιζα το σώμα μου, της είπα με τόνο σοβαρό πως, όταν γεννήθηκα, η μητέρα 129
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'
μου είχε δει στον ύπνο της τον Βούδα. Αυτός της ανάγγειλε πως, όταν το παιδί της θα γινόταν άντρας, η γυναίκα που θα λάτρευε ειλικρινά τα πόδια του, θα ξαναγεννιόταν στον παράδεισο. Καθώς μιλούσα, η θεοσεβούμενη γριά χήρα με κοίταζε επίμονα στα μάτια, ενώ ταυτοχρόνως έπαιζε το κομπολόι της. Ήμουν γυμνός, ξαπλωμένος ανάσκελα σαν πτώμα. Είχα σταυρώσει τα χέρια στο στήθος και, κρατώντας ένα κομπολόι, μουρμούριζα κάποιες σούτρα της επινόησής μου. Έκλεισα τα μάτια, ενώ τα χείλη μου συνέχιζαν να απαγγέλλουν τις σούτρα. »Όπως σίγουρα θα φαντάζεσαι, μετά βίας συγκρατούσα τα γέλια μου. Γιατί βέβαια μέσα μου γελούσα με την καρδιά μου! Και δεν σκεφτόμουν, ούτε κατ' ελάχιστον, τον εαυτό μου. Είχα πλήρη συνείδηση ότι, απαγγέλλοντας τις σούτρα της, η γριά αφοσιωνόταν στην πιο ένθερμη λατρεία των ποδιών μου. Όλη μου η σκέψη ήταν συγκεντρωμένη στα πόδια μου. Με άλλα λόγια, καταδιασκέδαζα με τη γελοία αυτή κατάσταση. Πόδια δύσμορφα, ανάπηρα - αυτό μονάχα μπορούσα να σκεφτώ, αυτό μονάχα έβλεπε ο νους μου. Τα τερατόμορφα πόδια μου. Την κατάσταση της πιο ακραίας ασχήμιας την οποία βίωνα. Τι άγρια φάρσα! Και για να γίνουν -θαρρείς- τα πράγματα ακόμη πιο κωμικά, οι ατίθασες μπούκλες της γερόντισσας, που έκανε κάθε τρεις και λίγο μετάνοιες, μου γαργαλούσαν τις πατούσες! »Αποδείχτηκε πως, από την ημέρα της ανικανότητάς μου, όταν άγγιξα τα όμορφα πόδια της κοπέλας, είχα κάνει λάθος σχετικά με τη λαγνεία μου. Γιατί στη μέση της άσχημης αυτής ιερουργίας, συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σε έξαψη. Ναι, δεν είχα ούτε την παραμικρή ψευδαίσθηση! Και μάλιστα, υπό τις πιο ανελέητες συνθήκες! »Όρθωσα το κορμί μου και έσπρωξα απότομα τη γερό130
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
ντισσα. Δεν πρόλαβα καν να παραξενευτώ για το γεγονός ότι εκείνη δεν φανέρωσε ούτε την ελάχιστη έκπληξη. Η γριά χήρα βρισκόταν εκεί όπου την είχα σπρώξει, συνεχίζοντας να απαγγέλλει τις σούτρα με τα μάτια σφαλισμένα. Κατά περίεργο τρόπο, διατηρώ ζωηρά την ανάμνηση ότι η σούτρα που απήγγελλε ήταν ένα κεφάλαιο από το Νταρανί της Μεγάλης Συμπόνιας: "11π()υ είχα πάει κάποτε, σε μια σχολική εκδρομή, την εποχή του Ι'ι»(ΐνασίου. Κι όμως, όσο πλησίαζα σιγά σιγά, τα αισθήματα της αναχώρησης και της απελευθέρωσης ϊ\ταν τόσο έντονα μέ(Τ(* μου, λες και πήγαινα σε έναν άγνωστο προορισμό. Παρότι ταξίδευα στη γνωστή σιδηροδρομική γραμμή που Χίΐΐτέληγε στην πόλη μου, το γεμάτο καπνιά παλιό βαγόνι δεν }ΐου είχε φανεί ποτέ τόσο παράξενο. Πράγματι, ποτέ δεν το είχα δει με χρώματα τόσο δροσερά. Ο σταθμός, η σφυρίχτρα, ακ()μη και οι στριγκλιές του μεγαφώνου που αντηχούσαν στον (ΐέρα της αυγής, κοντολογίς όλα επαναλάμβαναν ένα και μόνο συναίσθημα, και το ενίσχυαν εκθέτοντας μπροστά στα μάτια μου μια εκτυφλωτική, λυρική θέα. Ο πρωινός ήλιος έκοβε τη μεγάλη πλατφόρμα σε τμήματα. Ο ήχος των παπουτσιών που έτρεχαν κατά μήκος της πλατφόρμας, το επίμονο, μονότονο χτύπημα της καμπάνας του σταθμού, ο κρότος ενός ξύλινου τίτόκαρου που σπάζει, το χρώμα ενός μανταρινιού που κάποιος πωλητής της πλατφόρμας ξεχώρισε από το καλάθι του και το σήκωσε ψηλά επιδεικνύοντάς το, όλα αυτά μου φαίνονταν ααν υποδείξεις ή οιωνοί του μεγάλου αυτού γεγονότος με το οποίο είχα καταπιαστεί. Κάθε τμήμα του σταθμού, όσο μικροσκοπικό κι αν ήταν, ε(ττιαζόταν στο συναίσθημα του αποχωρισμού και της αναχα)ρησης που δέσποζε μέσα μου. Με ευγένεια και μια υπέρτατη γαλήνη, η πλατφόρμα άρχισε να απομακρύνεται. Το ένιωθα. Ναι, ένιωθα πως η συγκεκριμένη αυτή επιφάνεια, μια επιφάνεια ανέκφραστη, φωτιζόταν από το αντικείμενο που έφευγε, την αποχωριζόταν, ξεμάκραινε. Στηριζόμουν στο τραίνο. Περίεργη έκφραση, αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να διασφαλίσω την απίστευτη σκέψη ότι η «κατάστασή» μου μετακινιόταν σιγά σιγά, παρασυρόμε233
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
νη μακριά από τον σταθμό του Κιότο. Πλαγιάζοντας στον ναό, κάθε νύχτα, άκουγα τη σφυρίχτρα των φορτηγών τραίνων που περνούσαν από κοντά του και ήταν φυσικό να με παραξενεύει το γεγονός ότι τώρα καθόμουν εγώ ο ίδιος σε ένα από κείνα τα τραίνα που δίχως άλλο ξεμάκραιναν μέρα νύχτα. Τρέχαμε τώρα κι εμείς δίπλα στον ποταμό Χόζου, που τον είχα δει εδώ και πολύ καιρό, όταν ταξίδευα σε ένα ίδιο τραίνο μαζί με τον άρρωστο πατέρα μου. Η περιοχή από δω μέχρι τη Σονόμπε, δυτικά των οροσειρών Ατάγκο και Αρασιγιάμα, είχε κλίμα εντελώς διαφορετικό από ό,τι η πόλη του Κιότο, προφανώς αποτέλεσμα των ρευμάτων του αέρα. Στη διάρκεια των τριών τελευταίων μηνών του έτους, μια καταχνιά ανέβαινε μονίμως από τον ποταμό Χόζου, γύρω στις έντεκα τη νύχτα, σκεπάζοντας ολόκληρη την περιοχή μέχρι τις δέκα περίπου το επόμενο πρωί. Η ομίχλη επέπλεε ανεβαίνοντας σχεδόν χωρίς ανάπαυλα από το ποτάμι. Οι αγροί απλώνονταν συγκεχυμένα και από τις δυο πλευρές του τραίνου και τα τμήματά τους που είχαν θεριστεί είχαν το πρασινωπό χρώμα της μούχλας. Λίγα σκόρπια δέντρα, όλα διαφορετικά σε μέγεθος και ύψος, φύτρωναν στις κορυφογραμμές ανάμεσα στους ορυζώνες. Τα χαμηλότερα κλαδιά και τα φύλλα τους ήταν όλα κομμένα και χράθες (γνωστές σε αυτή την περιοχή ως «ατμοθάλαμοι») τυλίγονταν γύρω από τους λεπτούς κορμούς, έτσι ώστε τα δέντρα που ξεπετάγονταν το ένα πίσω από το άλλο μέσ' από την ομίχλη να μοιάζουν με δέντραφαντάσματα. Κάποια στιγμή, μια πελώρια ιτιά φάνηκε με εκπληκτική καθαρότητα πολύ κοντά στο παράθυρο του τραίνου. Στο βάθος, βρισκόταν η γκρίζα, σχεδόν αδιόρατη έκταση των ορυζώνων. Βαριά κρέμονταν τα υγρά φύλλα της ιτιάς και ολόκληρο το δέντρο σειόταν ελαφρά μέσα στην καταχνιά. Η διάθεσή μου, τόσο χαρούμενη όταν έφυγα από το Κιότο, 234
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πίχρασυρόταν τώρα από τις αναμνήσεις των νεκρών. Αναπολώντας την Ουίκο, τον πατέρα μου και τον Τσουρουκάουα, μια ανείπωτη τρυφερότητα γεννιόταν μέσα μου και αναρωτιό[ίουν μήπως οι μόνες ανθρώπινες υπάρξεις που μπόρεσα να αγαπήσω ήταν στην πραγματικότητα οι νεκροί. Έτσι κι αλλιώς, ήταν πολύ πιο εύκολο να αγαπηθούν, σε σύγκριση με τους ζωντανούς! Το βαγόνι της τρίτης θέσης δεν είχε πολύ κόσμο. Κάθονταν εκεί εκείνοι -όσοι ήταν δύσκολο να αγαπηθούν-, ξεφυσώντας με ζέση τον καπνό των τσιγάρων τους ή ξεφλουδίζοντας μανταρίνια. Δίπλα μου καθόταν ένας γέροντας υπάλληλος, που (χνήκε πιθανότατα σε κάποιον δημόσιο οργανισμό. Μιλούσε δυνατά με έναν άλλο. Φορούσαν κι οι δυο τους παλιά, άκομι|)α κοστούμια και πρόσεξα πως ένα κομμάτι σκισμένης ριγωτής φόδρας περίσσευε από το ένα τους μανίκι. Για άλλη μια (ρορά, μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι η μετριότητα δεν μειώνεται ούτε κατά το ελάχιστο όταν οι άνθρωποι γερνούν. Εκείνες οι ρυτιδωμένες, ηλιοκαμένες, χωριάτικες φάτσες, οι Αραχνιασμένες από το ποτό φωνές, θα έλεγες ότι εκφράζουν την ουσία ενός συγκεκριμένου τύπου μετριότητας. Συζητούσαν για το ποιον θα μπορούσαν να βρουν προκειμένου να συνεισφέρει στον δημόσιο οργανισμό τους. Ένας φαλακρός ηλικιωμένος καθόταν λίγο πιο κει. Το βλέμμα του ήταν ατάραχο. Δεν ανακατεύτηκε στη συζήτηση, μονάχα σκούπιζε τα χέρια του με ένα βαμβακερό μαντίλι, που το αρχικό του χρώμα ήταν άσπρο αλλά είχε τώρα κιτρινίσει από τα αμέτρητα πλυσίματα. «Κοιτάξτε τα χέρια μου!» μουρμούρισε. «Βρομίζουν από την καπνιά εδώ που κάθομαι. Είναι ενοχλητικό!» «Έγραψες κάποτε στην εφημερίδα για την καπνιά, έτσι δεν είναι;» είπε κάποιος άλλος μπαίνοντας στη συζήτηση. 235
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
«Όχι», είπε ο φαλακρός, «στ' αλήθεια όμως, όλη αυτή η καπνιά με ενοχλεί!» Αν και δεν τους έδινα καθόλου προσοχή, τα λόγια τους έφταναν στ' αυτιά μου. Άκουγα ότι, τόσο ο Χρυσός Ναός όσο και ο Αργυρός, έκαναν συνεχώς την εμφάνισή τους στη συζήτηση των ανθρώπων. Όλοι συμφωνούσαν ότι θα έπρεπε να επιτύχουν ουσιαστικές συνεισφορές από τους δύο αυτούς ναούς. Μολονότι τα έσοδα του Αργυρού Ναού ήταν μονάχα τα μισά από εκείνα του Χρυσού, επρόκειτο για ένα ποσόν πολύ σημαντικό. Το ετήσιο εισόδημα του Χρυσού Ναού, για παράδειγμα, είπε κάποιος, πιθανόν να είναι πάνω από πέντε εκατομμύρια γιεν. Το πραγματικό κόστος της φροντίδας του ναού, σύμφωνα με τις συνήθεις αρχές της λειτουργίας Ζεν -συμπεριλαμβανομένου και του κόστους του ηλεκτρικού και του νερού-, δεν πρέπει να ξεπερνούσε τις διακόσιες χιλιάδες. Τι συνέβη λοιπόν με το ισοζύγιο; Είναι πολύ απλό! Ο Ηγούμενος άφηνε τους ακολούθους και τους μαθητευόμενους να σιτίζονται με κρύο ρύζι, ενώ ο ίδιος έβγαινε κάθε βράδυ έξω και ξόδευε χρήματα στις γκέισες της περιοχής Γκιόν. Και να σκεφτεί κανείς πως οι ναοί ήταν απαλλαγμένοι από τους φόρους. Ήταν ακριβώς σαν να είχαν δικαιώματα ετεροδικίας. Μάλιστα, αυτοί οι ναοί θα έπρεπε να εξαναγκάζονται ανελέητα να δίνουν τις εισφορές τους! Έτσι συνεχιζόταν η συζήτησή τους. Όταν τέλειωσαν, ο γερο-φαλακρός, που ακόμη σκούπιζε τα χέρια στο μαντίλι του, είπε: «Είναι πράγματι ενοχλητικό!» Και αυτή η φράση έκλεισε τη συζήτηση. Δεν υπήρχε ίχνος καπνιάς στα χέρια του, που είχαν σκουπιστεί σχολαστικά και ανέδιδαν τη γυαλάδα ενός διακοσμητικού γλυπτού ηβί^αΐίο. Έτσι έτοιμα, τα χέρια του έμοιαζαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με ένα ζευγάρι γάντια. 236
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Ίσως φανεί παράξενο, αλλά ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν σε επαφή με τη δημόσια επίκριση. Στον Χρυσό Ναό, όλοι ανήκαμε στον κόσμο του κλήρου. Ακόμη και το πανεπιστήμιο ήταν μέρος αυτού του κόσμου. Δεν είχε συμβεί ποτέ να (χνταλλάξουμε κρίσεις όσον αφορά τον ναό. Κι όμως, αυτή η συνδιάλεξη των γέρων δημόσιων υπαλλήλων δεν με εξέπληξε καθόλου. Καθετί που είχαν πει μου είχε φανεί αυτονόητο. Έτρωγαν κρύο ρύζι. Ο Ηγούμενος επισκεπτόταν την περιοχή Γκιόν. Όλα βρίσκονταν στα πλαίσια του φυσιολογικού. Εκείνο όμως που με γέμιζε με απερίγραπτη οργή ήταν ότι κι εγώ ο ίδιος θα γινόμουν κατανοητός με τον κώδικα συνεννόησης που επιδείκνυαν οι γέροι εκείνοι υπάλληλοι. Το γεγονός ότι θα γινόμουν κατανοητός μέσ' από τα δικά τους λόγια μου ήταν ανυπόφορο. Και αυτό, γιατί τα δικά μου ήταν άλλου είδους. Μην ξεχνάτε, σας παρακαλώ, πως ακόμη και όταν είδα τον Ηγούμενο να περπατά με εκείνη την γκέισα της Γκιόν, δεν παρασύρθηκα ούτε κατά το ελάχιστο από το μίσος. Η συνομιλία των γερόντων υπαλλήλων έφυγε από το μυαλό μου, αφήνοντάς μου μονάχα ένα αμυδρό μίσος και μια παρατεταμένη μυρωδιά μετριότητας. Δεν είχα καμιά πρόθεση να ζητήσω δημόσια υποστήριξη για τις σκέψεις μου. Ούτε σκόπευα να εξασφαλίσω ένα περίγραμμα για τις ιδέες μου, που ίσως να τις έκανε πιο κατανοητές στον κόσμο. Όπως έχω πει επανειλημμένα, το γεγονός ότι δεν με καταλάβαιναν οι άλλοι αποτελούσε τον κύριο λόγο της ύπαρξής μου. Η πόρτα του βαγονιού άνοιξε και εμφανίστηκε ένας πωλητής με ένα μεγάλο καλάθι κρεμασμένο στο λαιμό του. Ανήγγειλε τα εμπορεύματά του με βραχνή φωνή. Ξαφνικά αισθάνθηκα να πεινάω και αγόρασα ένα κουτί με φαγητό. Αντί για ρύζι, είχε πράσινο φιδέ με φύκια. Παρότι η καταχνιά είχε διαλυθεί, δεν υπήρχε στον ουρανό καμιά διαύγεια. Στους πρόπο237
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
δες των βουνών Τάμπα, έβλεπα τις μουριές να αναπτύσσονται στην άγονη γη. Και ακόμη, ξεχώριζα τα σπίτια όπου έμεναν όσοι δούλευαν στη χαρτοποιία. Ο κόλπος του Μαϊζούρου. Το όνομα με συγκίνησε όπως με συγκινούσε και τότε. Δεν είμαι σίγουρος γιατί. Από την παιδική μου ηλικία, τις μέρες κοντά στο χωριό Σιρακού, το «Μαϊζούρου» είχε γίνει ένα είδος γενικού όρου για τη θάλασσα που δεν τη βλέπεις, φτάνοντας τελικά στο σημείο να αντιπροσωπεύει αυτή καθαυτή την απειλή της. Η αθέατη θάλασσα μπορούσε να φανεί καθαρά από την κορφή του όρους Αόμπα, που υψωνόταν πίσω από το χωριό Σιρακού. Είχα σκαρφαλώσει δύο φορές σε εκείνο το βουνό. Τη δεύτερη, είδα το συνδυασμό της ναυτικής μοίρας που έτυχε να είναι αγκυροβολημένη στον Ναυτικό Λιμένα του Μαϊζούρου. Τα πλοία που ήταν αραγμένα στον αστραφτερό κόλπο ίσως και να αποτελούσαν μέρος κάποιας μυστικής διάταξης δυνάμεων. Καθετί που περιέβαλλε αυτή τη μοίρα είχε να κάνει με τη μυστικότητα και δεν μπορούσες παρά να αναρωτηθείς αν όντως υπήρχε στόλος. Κατά συνέπεια, η συνδυασμένη ναυτική μοίρα που είδα από μακριά έμοιαζε σαν σμήνος από μεγαλόπρεπα μαύρα θαλασσοπούλια που τα γνώριζε κανείς μόνον κατ' όνομα και ίσως, το πολύ πολύ, να τα είχε δει σε φωτογραφίες. Έδειχναν να απολαμβάνουν μια μυστική κολύμβηση στον κόλπο, κάτω από το άγρυπνο μάτι ενός άγριου γέρικου πουλιού, αγνοώντας, δήθεν μακαρίως, ότι τα παρακολουθούσαν. Η φωνή του εισπράκτορα με επανέφερε στην πραγματικότητα. Είχε μπει μέσα και ανήγγελλε τον επόμενο σταθμό: δυτικό Μαϊζούρου. Ανάμεσα στους επιβάτες δεν υπήρχε τώρα ούτε ένας από εκείνους τους ναυτικούς που έσπευδαν στο παρελθόν να πάρουν τον σάκο τους στους ώμους. Οι μόνοι που 238
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
(•τοιμάζονταν να βγουν από το τραίνο -εκτός, βέβαια, από μένα- ήταν ελάχιστοι άνθρωποι που έμοιαζαν με μαυραγορίτες. Όλα είχαν αλλάξει - επρόκειτο για κάποιο ξένο λιμάνι. Οι (χγγλόφωνες ταμπέλες ανθούσαν απειλητικά στο σταυροδρόμι κ(χι πολυάριθμα αμερικανικά στρατεύματα κινούνταν τριγύρ(ο. Κάτω από τον συννεφιασμένο χειμωνιάτικο ουρανό, μια κρύα, φορτωμένη με αλάτι αύρα φυσούσε στον δρόμο, κατα(τκεύασμένον με ένα ιδιαίτερο πλάτος για στρατιωτικούς σκοπούς. Ανέδιδε μάλλον την ανόργανη μυρωδιά του σκουρια(τμένου σίδερου, παρά την πνοή της θαλάσσιας αύρας. Η στενή λωρίδα του νερού που οδηγούσε σαν κανάλι στο κέντρο της πόλης, η ακίνητη επιφάνειά του, το μικρό αμερικανικό πολε[ΐικό σκάφος, δεμένο στην ακτή, κοντολογίς όλα δημιουργού(ταν αναμφισβήτητα μιαν αίσθηση ειρήνης. Ωστόσο, ένα υπερβολικό σύστημα υγιεινής είχε αφαιρέσει από το λιμάνι το προηγούμενο ανήσυχο φυσικό του σφρίγος, κάνοντας ολόκληρη την πόλη να μοιάζει με κάτι σαν νοσοκομείο. Δεν το περίμενα, στην καινούργια μου συνάντηση μαζί της, η θάλασσα να μου φανεί τόσο οικεία, αν και θα μπορούσε κάλλιστα να φτάσει από πίσω ένα τζιπ και να με σπρώξει στο νερό, απλώς για αστείο. Όταν τη σκέφτομαι τώρα, συνειδητοποιώ πως η παρόρμηση για το ταξίδι μου έκλεινε μέσα της κάποιο δικό της κάλεσμα. Δεν επρόκειτο βέβαια για ένα τεχνητό λιμάνι, όπως εκείνο του Μαϊζούρου, αλλά για μια θάλασσα αφηνιασμένη που διατηρούσε ακόμη το πρωταρχικό της σφρίγος, όπως εκείνη που είχα έρθει σε επαφή μαζί της στην παιδική μου ηλικία, στο σπίτι μου, στο ακρωτήρι Ναριού. Ναι, ήταν η ευέξαπτη, πηχτή θάλασσα, πάντοτε οργισμένη, που τη συναντάς κατά μήκος της ακτής της Θάλασσας της Ιαπωνίας. Έτσι, αποφάσισα να πάω στη Γιούρα. Μολονότι η ακτή γεμίζει λουόμενους την εποχή του καλοκαιριού, τώρα θα είναι 239
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
σίγουρα έρημη και δεν θα υπάρχει τίποτε παρά μόνον η θάλασσα και η στεριά, σκοτεινές δυνάμεις που αντιμάχονται η μια την άλλη. Από το δυτικό Μαϊζούρου μέχρι τη Γιούρα, η απόσταση ήταν λίγο περισσότερο από εφτά μίλια. Τα πόδια μου μόλις που θυμούνται τον δρόμο. Ο δρόμος ακολουθούσε το χαμηλότερο τμήμα του κόλπου δυτικά του Μαϊζούρου, έτεμνε σε ορθή γωνία τη Γραμμή Μιγιάζου, διέσχιζε το πέρασμα του Τακατζίρι και έβγαινε στον ποταμό Γιούρα. Κατόπιν, αφού διέσχιζε τη γέφυρα Οκάουα, ακολουθούσε το ποτάμι προς βορράν, κατά μήκος της δυτικής όχθης. Από κει και πέρα, απλώς πήγαινε με τη ροή του ποταμού, φτάνοντας μέχρι τις εκβολές του στη θάλασσα. Εγκατέλειψα την πόλη και άρχισα να προχωρώ στον δρόμο. Ένιωσα τα πόδια μου βαριά και αναρωτήθηκα: «Τι θα βρω άραγε στη Γιούρα; Τι είδους απόδειξη περιμένω να βρω, αντάξια όλης αυτής της προσπάθειας που καταβάλλω; Σίγουρα δεν θα υπάρχει εκεί παρά μόνο μια προέκταση της Θάλασσας της Ιαπωνίας και μια ερημική ακτή». Παρ' όλα αυτά, τα πόδια μου δεν έλεγαν να ανακόψουν την ταχύτητά τους. Προσπαθούσα να φτάσω κάπου, οπουδήποτε. Το όνομα του τόπου για τον οποίο είχα ξεκινήσει δεν είχε ούτε την ελάχιστη σημασία. Εμπνεόμουν από το θάρρος -από ένα θάρρος σχεδόν ανήθικο- για να αντιμετωπίσω τον προορισμό μου, όποιος κι αν ήταν. Πού και πού, οι απαλές δέσμες του ήλιου γλιστρούσαν άστατα και οι ήρεμες αχτίδες τους έλαμπαν θελκτικά μέσ' από τα κλαδιά των μεγάλων ΙίογαΜ, δίπλα στον δρόμο. Εντελώς ανεξήγητα, ένιωσα ότι δεν θα μπορούσα να χασομερήσω. Δεν είχα χρόνο για ανάπαυση. Αντί να βρω μια ήρεμη πλαγιά που να κατεβαίνει σε ένα πλατύ φαράγγι, είδα ξαφνικά τον ποταμό Γιούρα στο βουνό, 240
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
μέσα από ένα στενό μονοπάτι. Το νερό ήταν γαλάζιο και, παρ' όλο το πλάτος του ποταμού, αργοκυλούσε κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό, σαν να σερνόταν απρόθυμα προς τη θάλασσα. Όταν έφτασα στη δυτική όχθη, δεν υπήρχε στον δρόμο ούτε ένα αυτοκίνητο, ούτε ένας πεζός. Κατά διαστήματα, διέκρινα κάποιον πορτοκαλεώνα στις παρυφές, αλλά δεν φαινόταν ψυχή. Καθώς περνούσα το μικρό χωριουδάκι Καζούε, άκουσα τον θόρυβο της χλόης που παραμέριζε. Ήταν ένας σκύλος, που μόνο το πρόσωπό του ξεπρόβαλλε μέσ' από το χορτάρι. Οι τρίχες στο πάνω μέρος της μύτης του ήταν μαύρες. Ήξερα πως, σύμφωνα με μια αρκετά αμφισβητούμενη παράδοση, αυτή η περιοχή ήταν ονομαστή ως τόπος διαμονής του παλιού εκείνου πυργοδεσπότη, του Σάνσο Νταγιού. Δεν είχα όμως την πρόθεση να σταματήσω εκεί και προσπέρασα δίχως καν να δώσω σημασία. Γιατί το μόνο που κοίταζα ήταν το ποτάμι. Καταμεσής του, βρισκόταν ένα μεγάλο νησί, περιτριγυρισμένο από μπαμπού. Παρότι υπήρχε τέλεια άπνοια στο δρόμο, τα μπαμπού στο νησί είχαν λυγίσει από τον άνεμο. Το νησί είχε τέσσερις ή πέντε ορυζώνες, που ποτίζονταν από το βροχόνερο. Ωστόσο, δεν υπήρχε ούτε ένας αγρότης. Ο μόνος άνθρωπος που έβλεπα ήταν κάποιος που στεκόταν με γυρισμένη την πλάτη, κρατώντας μια πετονιά. Εδώ και αρκετή (ί)ρα, δεν είχα δει κανέναν άλλο. Ένιωσα μια κάποια φιλική διάθεση γι' αυτόν. Φαίνεται πως ψάρευε κέφαλους. Στην προκειμένη περίπτωση, σκέφτηκα, δεν θα πρέπει να βρίσκομαι πολύ μακριά από τον ποταμόκολπο. Το δυνατό θρόισμα των μπαμπού, καθώς λύγιζαν με τον άνεμο, κατέπνιγε τον θόρυβο του νερού. Κάτι σαν καταχνιά σηκώθηκε πάνω από το νησί: προφανώς, είχε αρχίσει να βρέχει. Οι σταγόνες της βροχής ζωντάνεψαν την ξεραμένη όχθη 241
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
του ποταμού και, πριν το αντιληφθώ, άρχισαν να πέφτουν πάνω μου. Καθώς στεκόμουν αγναντεύοντας το νησί και μουσκεύοντας σιγά σιγά, πρόσεξα ότι τώρα δεν υπήρχε ούτε ίχνος βροχής λίγο πιο πέρα. Ο άνθρωπος που ψάρευε δεν είχε μετακινηθεί καθόλου από την πρώτη φορά που τον είδα. Γρήγορα, η νεροποντή ξεμάκρυνε κι από κοντά μου. Σε κάθε στροφή του δρόμου, τα σπάρτα και τα φθινοπωριάτικα λουλούδια σκέπαζαν το οπτικό μου πεδίο. Γρήγορα όμως, θα έφτανα στο μέρος όπου θα ανοίγονταν μπροστά στα μάτια μου οι εκβολές του ποταμού. Ένας υπερβολικά κρύος θαλασσινός αέρας με χτύπησε στο πρόσωπο. Ο Γιούρα αποκάλυπτε μια πληθώρα από ερημονήσια κοντά στις εκβολές του. Το νερό του ποταμού ζύγωνε, βέβαια, στη θάλασσα και είχε ήδη γίνει ένα με το αρμυρό νερό, αλλά η επιφάνειά του γινόταν όλο και πιο ήρεμη, χωρίς να προμηνά αυτό που ερχόταν - ακριβώς σαν ένα πρόσωπο που λιποθύμησε και πεθαίνει δίχως να ανακτήσει τις αισθήσεις του. Ο ποταμόκολπος ήταν απροσδόκητα στενός. Η θάλασσα κειτόταν εκεί, αδιόρατα ανακατεμένη με τους μαύρους σωρείτες, και έλιωνε σαν να εισέβαλε μέσα στο ποτάμι. Για να αποκτήσω μια αίσθηση αφής με αυτή τη θάλασσα, θα έπρεπε να διανύσω ακόμη μια μεγάλη έκταση, με τον άνεμο να πνέει άγρια κατά πάνω μου μέσ' από τους κάμπους και τους ορυζώνες. Ο άνεμος χάραζε τα σχέδιά του πάνω σε ολόκληρη την υδάτινη επιφάνεια. Εξαιτίας της έχανε τη βίαιη ενέργειά του στους έρημους αγρούς. Και η θάλασσα που σκέπαζε τη χειμωνιάτικη αυτή περιοχή ήταν -θαρρείς- από αχνό. Μια θάλασσα αδιάλλακτη, δεσποτική, αθέατη. Πέρα από το στόμιο του ποταμού, τα κύματα αποτραβήχτηκαν αποκαλύπτοντας βαθμιαία την έκταση της γκρίζας επιφάνειας. Ένα νησί σχηματίστηκε σαν ημίψηλο, σκληρό κα242
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
πέλο, επιπλέοντας στο ποτάμι. Ήταν η νήσος Καμμούρι, που (χποτελούσε προφανώς την κατοικία των σπάνιων πτηνών ο(ΐίζοννάγκί. Αποφάσισα να πάω σε έναν από τους αγρούς. Κοίταξα γύρω μου. Ο τόπος είχε ερημώσει. Εκείνη τη στιγμή, μια σκέψη πέρασε σαν αστραπή από τον νου μου. Μόλις όμως τη συνειδητοποίησα, χάθηκε και την έχασα κι εγώ. Στάθηκα εκεί για λίγο. Ο παγωμένος αέρας που φυσούσε πάνω στο σώμα μου μού είχε κλέψει όλη μου τη σκέψη. Άρχισα να περπατώ μέσα (ττον άνεμο. Οι φτωχικοί αγροί χάνονταν μέσα στην πετρώδη, (χγονη γη. Το χορτάρι είχε ξεραθεί. Το μόνο αμάραντο πράσινο ήταν εκείνο κάποιων αγριόχορτων, όπως τα βρύα που προ(τκολλώνται στο έδαφος, ή ακόμη, κάποια άλλα με όψη συρρικνωμένη. Το χώμα ήταν κιόλας ανάκατο με άμμο. Άκουσα έναν υπόκωφο, τρεμουλιαστό θόρυβο. Ύστερα, αντήχησαν στ' αυτιά μου ανθρώπινες φωνές. Τις άκουσα στρέφοντας τα νώτα μου στον άγριο άνεμο και ατενίζοντας πίσω μου την κορφή του Γιουραγκατάκε. Κοίταξα ολόγυρά μου για να δω ανθρώπινα πλάσματα. Ένα μικρό μονοπάτι έβγαζε κάτω στην παραλία, κατά μήκος των χαμηλών βράχων. Ήξερα ότι άρχιζαν σιγά σιγά να γίνονται έργα για να προστατευθούν οι βράχοι από την εκτεταμένη διάβρωση. Κολόνες από τσιμέντο ήταν σπαρμένες εδώ κι εκεί σαν άσπροι σκελετοί και υπήρχε μια παράξενη δροσιά στο χρώμα του καινούργιου τσιμέντου που ερχόταν σε αντίθεση με την άμμο. Ο υπόκωφος, τρεμουλιαστός θόρυβος ερχόταν από την μπετονιέρα, καθώς αυτή άδειαζε το τσιμέντο στον σκελετό. Ενώ περνούσα με τη φοιτητική μου στολή, μια ομάδα από εργάτες με κοκκινισμένες μύτες με κοίταξαν περίεργα. Έριξα μια ματιά προς την κατεύθυνσή τους. Σε αυτό περιορίστηκαν οι ανθρώπινοι χαιρετισμοί ανάμεσά μας. 243
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Η θάλασσα αποτραβιόταν απότομα από την ακτή σε σχήμα κώνου. Διασχίζοντας τη γρανιτένια άμμο, προχωρούσα προς την όχθη του νερού. Η σκέψη ότι πορευόμουν βήμα προς βήμα προς το μοναδικό νόημα που είχε περάσει αστραπιαία από τον νου μου πριν λίγη ώρα με έκανε να πλημμυρίσω από χαρά. Ο άνεμος ήταν παγωμένος και, καθώς δεν φορούσα γάντια, τα χέρια μου είχαν κοκαλώσει. Ωστόσο, μου ήταν εντελώς αδιάφορο. Ναι, ήταν όντως η ακτή της Θάλασσας της Ιαπωνίας! Εδώ βρισκόταν η πηγή της δυστυχίας μου και όλων των ζοφερών μου σκέψεων, η αρχή όλης μου της ασχήμιας και της δύναμης. Η θάλασσα ήταν μανιασμένη. Κύματα ξεχύνονταν μπροστά σε μια μάζα σχεδόν συμπαγή, αφήνοντάς σε να διακρίνεις μόλις τους ήπιους γκρίζους κόλπους που ανοίγονταν ανάμεσά τους. Μαζεμένοι πάνω από την ανοιχτή θάλασσα, οι μεγάλοι σωρείτες αποκάλυπταν το βάρος και συγχρόνως τη λεπτότητά τους. Με άλλα λόγια, αυτή η βαριά, ακαθόριστη συσσώρευση νεφών κατέληγε σε μια γραμμή τόσο ελαφριά και ψυχρή, όσο εκείνη του πιο ντελικάτου φτερού. Στο κέντρο της τύλιγε έναν ξεθωριασμένο γαλάζιο ουρανό, για την πραγματική υπόσταση του οποίου δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος. Πίσω από τα νερά, στο χρώμα του ψευδάργυρου, υψώνονταν τα πορφυρόμαυρα βουνά του ακρωτηρίου. Όλα πρόδιναν μια ταραχή και μια ακινησία, μια δύναμη σκοτεινή και συγχρόνως αεικίνητη, μια στερεοποιημένη μεταλλική αίσθηση. Ξαφνικά, θυμήθηκα τι μου είχε πει ο Κασιουάγκι, την ημέρα που πρωτοσυναντηθήκαμε. Όταν κάθεσαι στο καλοκουρεμένο γρασίδι, κάποιο όμορφο ανοιξιάτικο απόγευμα, με τη ματιά σου να πλανιέται αόριστα στον ήλιο που λάμπει πάνω από τα φύλλα ζωγραφίζοντας σχήματα στη χλόη, τότε ξεπετιέται ξάφνου μέσα σου η σκληρότητα. 244
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Βρισκόμουν τώρα μπροστά στα κύματα και στον άγριο βοριά. Δεν υπήρχε ούτε όμορφο ανοιξιάτικο απόγευμα ούτε καλοκουρεμένο γρασίδι. Κι όμως, η έρημη φύση που απλωνόταν [ΐπροστά μου μού δημιουργούσε μια διάθεση ευχάριστη, μια και ήταν πιο στενά δεμένη με την ύπαρξή μου από οποιοδήποτε γρασίδι σε ένα πρώιμο ανοιξιάτικο απόγευμα. Εδώ μπορού(τα να είμαι αυτάρκης. Εδώ δεν ένιωθα να με απειλεί τίποτε. Ήταν άραγε η ιδέα που μου περνούσε τώρα από τον νου, μια ιδέα βάναυση, σύμφωνα με την έννοια που έδινε στη λέξη ο Κασιουάγκι; Δεν ξέρω. Οπωσδήποτε όμως, τούτη η σκέψη που γεννήθηκε ξαφνικά μέσα μου, αποκαλύπτοντας το νόημα που είχε ήδη περάσει σαν αστραπή από το μυαλό μου, γέμιζε το εσώτερο είναι μου με φως. Δεν είχα προσπαθήσει ως τώρα να το σκεφτώ βαθύτερα: απλώς είχα αρπαχτεί από την ιδέα, (ταν να με είχε χτυπήσει το φως. Αμέσως μόλις γεννήθηκε, εκείνη η πρωτόφαντη σκέψη άρχισε να μεγαλώνει σε δύναμη και μέγεθος. Όχι μόνο την είχα κλείσει μέσα μου, αλλά και με είχε τυλίξει. Και η ιδέα που με τύλιγε τώρα από παντού ήταν: «Πρέπει να κάψω τον Χρυσό Ναό».
245
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σ
ΟΓΔΟΟ
ΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, ΣΥΝΕΧΙΣΑ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΩ ΚΑΙ ΕΦΤΑΣΑ ΜΠΡΟΣΤΑ
στον σταθμό Τάνγκο-Γιούρα στη Γραμμή Μιγιάζου. Όταν είχα έρθει εδώ σε μια σχολική εκδρομή με το Γυμνάσιο του ανατολικού Μαϊζούρου, είχαμε ακολουθήσει την ίδια πορεία και είχαμε πάρει το τραίνο από αυτόν τον σταθμό. Δεν υπήρχε σχεδόν κανένας στον δρόμο μπροστά από τον σταθμό κι εύκολα θα έλεγες ότι επρόκειτο για ένα μέρος όπου η ζωή των ανθρώπων εξαρτιόταν από τη σύντομη καλοκαιρινή εποχή, όταν έφτανε ένας σημαντικός αριθμός επισκεπτών. Αποφάσισα να μείνω σε ένα μικρό πανδοχείο, με μια επιγραφή που έλεγε: «Γιούρα Χολ - Πανδοχείο για Αουόμενους». Άνοιξα το συρτό γυάλινο παράθυρο στην είσοδο και ανήγγειλα την παρουσία μου. Ωστόσο, δεν πήρα απάντηση. Είχε σκόνη στα σκαλοπάτια. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά και το εσωτερικό του σπιτιού σκοτεινό. Δεν φαινόταν ψυχή. Πήγα στην πίσω πόρτα. Υπήρχε ένας απλός κηπάκος με λίγα μαραμένα χρυσάνθεμα. Ένας κάδος βρισκόταν σε ένα ψηλό ράφι για τους καλοκαιρινούς επισκέπτες. Τον χρησιμοποιούσαν προκειμένου να ξεπλένουν την άμμο που κολλούσε πάνω τους, όταν γυρνούσαν από το κολύμπι. Σε μικρή απόσταση από το κυρίως κτήριο, βρισκόταν ένα σπίτι, όπου ζούσε προφανώς 2ο4 6ιδιοκτήτης του πανδοχείου με
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
την οικογένεια του. Άκουγα τον ήχο του ραδιοφώνου μέσ' από τις κλειστές γυάλινες πόρτες. Αυτός ο άσκοπα έντονος ήχος είχε κάτι το σπηλαιώδες, που με έκανε να αντιληφθώ ότι πράγματι δεν υπήρχε κανείς στο σπίτι. Μερικά ζευγάρια τσόκαρα ήταν σκόρπια στην είσοδο. Στάθηκα έξω αναγγέλλοντας την παρουσία μου κάθε φορά που σταματούσε ο θόρυβος του ραδιοφώνου. Όπως είχα προβλέψει όμως, δεν υπήρχε απάντηση ούτε κι από αυτό το κτήριο. Μια σκιά φάνηκε στο βάθος. Ο ήλιος διαπέρασε δειλά τον συννεφιασμένο ουρανό. Δεν το είχα προσέξει, μέχρι που είδα τυχαία στην είσοδο τις ίνες του ξύλινου κιβώτιου για τα τσόκαρα να γίνονται πιο λαμπερές. Μια γυναίκα με κοίταζε. Είχε τέτοιο πάχος που οι καμπύλες του άσπρου κορμιού της ήταν ελαφρά διογκωμένες. Εξάλλου, τα μάτια της ήταν τόσο μικρά που σχεδόν δεν φαίνονταν. Της ζήτησα ένα δωμάτιο. Η γυναίκα, όχι μόνο δεν μου είπε να την ακολουθήσω, αλλά μου γύρισε την πλάτη χωρίς καν να μου μιλήσει και βάδισε προς την είσοδο. Μού έδωσαν ένα μικρό γωνιακό δωμάτιο στον δεύτερο όροφο, με θέα προς τη θάλασσα. Ήταν κλεισμένο για πολύ καιρό και η αδύναμη φωτιά του μαγκαλιού που μου έφερε η γυναίκα γρήγορα γέμισε την ατμόσφαιρα με καπνιά, αφήνοντας μιαν αφόρητη μυρωδιά μούχλας. Άνοιξα το παράθυρο και αφέθηκα στον βοριά. Προς την κατεύθυνση της θάλασσας, τα σύννεφα συνέχιζαν εκείνο το αργό και άχαρο παιχνίδι τους, που δεν ήθελαν να το αντιληφθεί κανείς. Έμοιαζαν με καθρέφτισμα μιας άσκοπης παρόρμησης της φύσης. Σε ορισμένες μεριές τους, μπορούσες να δεις κομμάτια του ουρανού - μικρά γαλάζια κρύσταλλα μιας διαρκούς στιλπνότητας. Η ίδια η θάλασσα ήταν αθέατη. Ορθός δίπλα στο παράθυρο, άρχισα να αποζητώ επίμονα 247
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
την προηγούμενη ιδέα μου. Απορώ πώς δεν κατέληξα στην ιδέα του φόνου του Ηγούμενου, πριν σκεφτώ να πυρπολήσω τον ναό. Τώρα συνειδητοποιώ ότι η πιθανότητα να τον σκοτώσω είχε περάσει φευγαλέα από το μυαλό μου. Ωστόσο, κατάλαβα αμέσως πόσο ανώφελο θα ήταν. Ακόμη κι αν είχα κατορθώσει να τον σκοτώσω, το ξυρισμένο παπαδίστικο κεφάλι του κι εκείνο το κακό που έκλεινε μέσα του -υποκατάστατο της αδυναμίας- θα εξακολουθούσαν να εμφανίζονται αδιάκοπα μέσα από τον σκοτεινό ορίζοντα. Γενικά, όσα πράγματα διέθεταν, όπως ο Χρυσός Ναός, το χάρισμα της ζωής, δεν είχαν το σκληρό χαρακτηριστικό της οριστικής ύπαρξης. Τα ανθρώπινα όντα κατείχαν ένα μέρος από τα ποικίλα γνωρίσματα της φύσης και το διασπούσαν κάνοντάς το να πολλαπλασιάζεται, με την αποτελεσματική μέθοδο της υποκατάστασης. Αν ο σκοπός ενός φόνου είναι να αφανίσει την οριστική ιδιότητα του θύματος, τότε ο συγκεκριμένος φόνος βασιζόταν σε έναν μονίμως λανθασμένο υπολογισμό. Έτσι, οι σκέψεις μου με οδηγούσαν να αναγνωρίζω όλο και πιο καθαρά ότι υπήρχε μια πλήρης αντίθεση ανάμεσα στην ύπαρξη του Χρυσού Ναού και σε εκείνη των ανθρώπινων όντων. Αφενός, μια ψευδαίσθηση αθανασίας ξεπρόβαλλε από την καταφανώς φθαρτή όψη των ανθρώπινων όντων. Αφετέρου, η καταφανώς άφθαρτη ομορφιά του Χρυσού Ναού έγινε αφορμή για την εμφάνιση της πιθανότητας καταστροφής του. Θνητές οντότητες, όπως τα ανθρώπινα όντα, δεν μπορούν να ξεριζωθούν. Αφθαρτες οντότητες, όπως ο Χρυσός Ναός μπορούν να καταστραφούν. Γιατί δεν το έχει συνειδητοποιήσει αυτό κανείς; Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία όσον αφορά την πρωτοτυπία του συμπεράσματός μου. Αν επρόκειτο να βάλω φωτιά στον Χρυσό Ναό -που είχε, άλλωστε, χαρακτηριστεί το 1897 ως Εθνικός Θησαυρός-, θα διέπραττα μια πράξη πλήρους κατα248
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
(ττροφής, ανεπανόρθωτου ολέθρου, μια πράξη που θα μείωνε πραγματικά τον όγκο της ομορφιάς, την οποία δημιούργησαν σε αυτόν τον κόσμο ανθρώπινα όντα. Συνεχίζοντας να σκέφτομαι κατ' αυτόν τον τρόπο, είχα παρασυρθεί από μια χιουμοριστική διάθεση. Αν πυρπολήσω τον Χρυσό Ναό, έλεγα μέσα μου, θα κάνω κάτι που θα έχει μεγάλη εκπαιδευτική αξία. Γιατί θα διδάξει στον κόσμο ότι δεν έχει νόημα να ερμηνεύεις την αφθαρσία αναλογικά. Θα μάθουν πως, το γεγονός και μόνον ότι ο Χρυσός Ναός εξακολουθεί να υπάρχει, πως εξακολουθεί να στέκει για πεντακόσια πενήντα χρόνια δίπλα στη Λίμνη Κυόκο, δεν του παρέχει καμιά απολύτως εγγύηση. Θα διαποτιστούν με μιαν αίσθηση ανησυχίας, όταν θα συνειδητοποιήσουν ότι το αυταπόδεικτο αξίωμα που η δική μας επιβίωση έχει προσάψει στον ναό μπορεί να καταρρεύσει από τη μία μέρα στην άλλη. Η συνέχεια της ζωής μας προασπίζεται από το ότι μας περιβάλλει η στερεοποιημένη ουσία του χρόνου που κράτησε για μια δεδομένη χρονική περίοδο. Πάρτε, για παράδειγμα, ένα μικρό συρτάρι, που το έφτιαξε ο ξυλουργός για τις ανέσεις κάποιας οικογένειας. Με το πέρασμα του χρόνου, το πραγματικό του σχήμα νικιέται από τον ίδιο τον χρόνο και, καθώς περνούν οι δεκαετίες και οι αιώνες, λες κι ο χρόνος έχει στερεοποιηθεί και έχει περιβληθεί εκείνο το σχήμα. Ένας δεδομένος μικρός χώρος, που αρχικά γέμιζε από αυτό το αντικείμενο, γεμίζει τώρα από στερεοποιημένο χρόνο. Στην πραγματικότητα, έχει εκπληρωθεί η ενσάρκωση κάποιας μορφής πνεύματος. Στην αρχή του Τσουκουμογκάμι-κί, ενός μεσαιωνικού βιβλίου με παραμύθια, βρίσκουμε το ακόλουθο εδάφιο: «Είναι γραμμένο στην ανθολογία σχετικά με τις κοσμικές δυνάμεις Γιν και Γιανγκ πως, αφού περάσουν εκατό χρόνια και τα αντικείμενα μεταμορφωθούν σε πνεύματα, οι καρδιές των ανθρώπων θα παρα249
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
πλανηθούν. Και έτσι δόθηκε το όνομα Τσουκουμογκάμι, η χρονιά του πενθούντος πνεύματος. Ο κόσμος συνηθίζει να σηκώνει όλα τα σκεύη του παλιού νοικοκυριού του, κάθε χρόνο πριν τον ερχομό της άνοιξης, και να τα πετάει στον δρόμο. Αυτό είναι γνωστό ως το σκούπισμα του σπιτιού. Κατά τον ίδιο τρόπο, κάθε εκατό χρόνια, οι άνθρωποι πρέπει να περάσουν τα βάσανα του Τσουκουμογκάμι». Έτσι και η πράξη μου θα άνοιγε τα μάτια των ανθρώπων προς τα βάσανα του Τσουκουμογκάμι, σώζοντάς τους από εκείνες τις συμφορές. Με την πράξη μου, θα έριχνα τον κόσμο στον οποίο υπήρχε ο Χρυσός Ναός μέσα σε έναν κόσμο όπου αυτός δεν υπήρχε. Το νόημα του κόσμου ασφαλώς θα άλλαζε. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν αυτό, τόσο πιο χαρούμενος ένιωθα. Το τέλος και η πτώση του κόσμου -εκείνου που τώρα με περιέβαλλε και βρισκόταν μπροστά στα μάτια μουδεν ήταν μακριά. Οι αχτίδες του ήλιου που έδυε απλώνονταν πάνω στη γη. Ο Χρυσός Ναός άστραφτε μέσα στο φως τους και ο κόσμος που τον έκλεινε μέσα του έφευγε ανά πάσα στιγμή, σαν την άμμο που διαρρέει ανάμεσα στα δάχτυλά μας. Η παραμονή μου στο Γιούρα Χολ τερματίστηκε μετά από τρεις μέρες, όταν η ιδιοκτήτρια του πανδοχείου που με υποψιαζόταν επειδή δεν είχα ξεμυτίσει από το πανδοχείο αυτό το διάστημα, πήγε να φέρει έναν αστυνομικό. Μόλις τον είδα να μπαίνει στο δωμάτιό μου με τη στολή του, φοβήθηκα ότι θα ανακάλυπτε το σχέδιό μου. Συνειδητοποίησα όμως μεμιάς ότι οι φόβοι μου ήταν αβάσιμοι. Απαντώντας στις ερωτήσεις του, του είπα ακριβώς τι είχε συμβεί. Με άλλα λόγια ότι είχα θελήσει να το σκάσω για λίγο από τη ζωή μου στον ναό και ότι το είχα κάνει. Κατόπιν, του έδειξα την πανεπιστημιακή μου ταυτότητα και, αργότερα, ενώ με παρατηρούσε, έκανα μια ιδιαίτερη νύξη τακτοποίησης του λογαριασμού μου στο ακέραιο. 250
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
Κοιτά συνέπεια, ο αστυνομικός υιοθέτησε μια στάση προστατευτική. Τηλεφώνησε αμέσως στον ναό για να βεβαιωθεί ότι η κιτορία μου ήταν ακριβής και με πληροφόρησε ότι θα με πήγοιινε πίσω ο ίδιος. Για να αποφύγω οποιαδήποτε πιθανή επίπτωση για «το μέλλον μου», όπως το ονόμασε, μπήκε στον κόπο να βγάλει τη στολή στη διάρκεια του ταξιδιού. Ενώ περιμέναμε το τραίνο στον σταθμό Τάνγκο-Γιούρα, ξέσπασε μια νεροποντή και, επειδή δεν υπήρχε στέγη, έγιναν (ΐμέσως όλα μούσκεμα. Φορώντας τα πολιτικά του ρούχα, ο α(ττυνομικός με συνόδευσε στο γραφείο του σταθμού, όπου και κ(χμάρωνε ιδιαίτερα επιδεικνύοντάς μου το γεγονός ότι ο (τταθμάρχης και οι άλλοι υπάλληλοι ήταν προσωπικοί του φίλοι. Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, με σύστηνε στον καθένα σαν ανιψιό του που ήρθε από το Κιότο για να τον επι(τκεφτεί. Κατάλαβα την ψυχολογία των επαναστατών. Αυτοί οι δημόσιοι υπάλληλοι, ο επικεφαλής του σταθμού και ο αστυνομικός, που κάθονταν τώρα φλυαρώντας γύρω από την κόκκινη θράκα του σιδερένιου μαγκαλιού, δεν είχαν το παραμικρό προαίσθημα για τη μεγάλη μεταβολή του κόσμου που προχωρούσε μπροστά στα ίδια τους τα μάτια, όπως και για την επικείμενη καταστροφή της δικής τους τάξης πραγμάτων. Όταν ο Χρυσός Ναός γίνει ολοκαύτωμα -ναι, όταν πυρποληθεί-, ο κόσμος αυτών των συντρόφων θα μεταμορφωθεί, ο χρυσός κανόνας της ζωής τους θα ανατραπεί, τα δρομολόγια των τραίνων θα γίνουν άνω κάτω, οι νόμοι θα χάσουν την εγκυρότητά τους. Με έκανε ευτυχή η σκέψη ότι αυτοί οι άνθρωποι αγνοούσαν εντελώς πως ο νέος που καθόταν δίπλα τους, ζεσταίνοντας τα χέρια του στο μαγκάλι με ένα κάπως αδιάφορο βλέμμα, ήταν ένας επίδοξος εγκληματίας. Ένας νεαρός υπάλληλος του σταθμού, όλο ζωντάνια, μι251
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
λούσε σε όλους με δυνατή φωνή για την ταινία που επρόκειτο να δει την επόμενη ελεύθερη ημέρα του. Ήταν μια ταινία υπέροχη που θα έφερνε σίγουρα δάκρυα στα μάτια και συγχρόνως είχε πλούσια δράση. Ναι, στην επομένη αργία του, θα πήγαινε στον κινηματογράφο! Αυτό το νεαρό παιδί, που ήταν πολύ πιο λεβέντης από μένα, πολύ πιο ζωντανός, θα πήγαινε στον κινηματογράφο στην επομένη αργία του. Θα καθόταν εκεί, κρατώντας στην αγκαλιά του κάποιο κορίτσι, κι ύστερα θα αποσυρόταν για ύπνο. Εξακολουθούσε να πειράζει το αφεντικό του, λέγοντας αστεία, και να δέχεται ελαφρές επιπλήξεις από τους ανωτέρους του, ενώ ταυτόχρονα πηγαινοερχόταν βάζοντας κάρβουνα στο μαγκάλι και γράφοντας αριθμούς στον μαυροπίνακα. Για μια στιγμή, ένιωσα ότι ήμουν έτοιμος να παρασυρθώ άλλη μια φορά από τη μαγεία της ζωής ή από τη ζήλια για ζωή. Μπορούσα ακόμη να αποφύγω την πυρπόληση. Μπορούσα να φύγω οριστικά από τον ναό, να παραιτηθώ από την ιεροσύνη και να πέσω με τα μούτρα στη ζωή όπως αυτό το νεαρό παιδί. Αμέσως όμως, οι σκοτεινές δυνάμεις με επανέφεραν στον εαυτό μου απομακρύνοντάς με από τέτοιου είδους ιδέες. Ναι, σε τελευταία ανάλυση πρέπει να κάψω τον Χρυσό Ναό. Μόνο τότε θα αρχίσει μια καινούργια ζωή φτιαγμένη στα μέτρα μου. Ο σταθμάρχης απάντησε στο τηλέφωνο. Στη συνέχεια, πλησίασε στον καθρέφτη και έσιαξε το πηλίκιό του με τα χρυσά γαλόνια. Ξερόβηξε, πρόταξε το στήθος του και περπάτησε κορδωμένος προς την πλατφόρμα, σαν να έμπαινε σε μια επίσημη αίθουσα. Η βροχή είχε σταματήσει. Σύντομα, ακούστηκε ο καθαρός, νωπός θόρυβος του τραίνου καθώς έτρεχε στις γραμμές που περνούσαν μέσ' από τα βράχια και, ένα λεπτό αργότερα, γλίστρησε στον σταθμό.
252
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
ο^τ^ο Κιότο στις οκτώ παρά δέκα και ο αστυνομικός με τα πολιτικά του με οδήγησε στην κυρία πύλη του ναού. Το (^ράδυ ήταν παγερό. Καθώς ξεπετάχτηκα από τη σκοτεινή γραμμή των πεύκων και πλησίασα στην επίμονη φιγούρα της πύλης, είδα να στέκεται εκεί η Μητέρα μου. Έτυχε να βρίσκετοιι πλάι στην ταμπέλα όπου ήταν γραμμένο: «Οποιαδήποτε π(χράβαση αυτών των κανονισμών θα τιμωρείται σύμφωνα με τον νόμο». Στο φως του φαναριού της πύλης, έδειχνε τόσο αναμαλλιασμένη σαν να είχαν ορθωθεί οι τρίχες της μία μία. Η (αντανάκλαση του φαναριού έκανε τα μαλλιά της να φαντάζουν πιο άσπρα. Τριγυρισμένο από την ανασηκωμένη αυτή άσπρη μάζα, το μικρό της πρόσωπο ήταν ακίνητο. Το μικροσκοπικό σώμα της Μητέρας έμοιαζε θλιβερά διογκωμένο. Πίσω της απλωνόταν το σκοτάδι της αυλής, που μπορούσα να δω μέσ' από την ανοιχτή πύλη. Η πελώρια φιγούρα της ξεπρόβαλε μπροστά στο σκοτάδι. Ήταν παλαβά ντυμένη με ένα κουρελιασμένο κιμονό -ό,τι χειρότερο μπορούσε να φορέσει- και είχε δέσει πάνω του την καλύτερη της χρυσοκέντητη ζώνη, τελείως τριμμένη τώρα. Έτσι όπως στεκόταν έμοιαζε με νεκρή. Δίστασα να την πλησιάσω. Τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, ήταν αδύνατον να καταλάβο^ πώς είχε βρεθεί εκεί. Όπως διαπίστωσα όμως αργότερα, ο Ηγούμενος είχε ζητήσει πληροφορίες από την ιδιαίτερη πατρίδα της Μητέρας, αμέσως μόλις ανακάλυ'ψε την απόδρασή μου. Ανάστατη, εκείνη επισκέφθηκε τον ναό, όπου και έμεινε μέχρι τον γυρισμό μου. Ο αστυνομικός με έσπρωξε μπροστά. Κατά περίεργο τρόπο, το σώμα της Μητέρας μίκραινε καθώς πλησίαζα. Το πρόσωπό της βρισκόταν πιο χαμηλά από το δικό μου και, καθώς ύαρωσε το βλέμμα της για να με κοιτάξει, παραμορφώθηκε κατά γελοίο τρόπο. 253
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
Σχεδόν ποτέ δεν με γέλασε το ένστικτο μου και η θέα των μικρών, πονηρών και βαθουλωμένων ματιών της μου αποδείκνυε τώρα πόσο δικαιολογημένο ήταν το μίσος μου προς αυτήν. Ένα ατέλειωτο μίσος για το γεγονός ότι με είχε γεννήσει. Και ακόμη, εκείνες οι μνήμες της βαθιάς καταφρόνιας στην οποία με είχε εκθέσει - μια καταφρόνια που, όπως έχω ήδη εξηγήσει, δεν μου άφησε κανένα περιθώριο για να καταστρώσω την εκδίκησή μου, αλλά απλώς με απομόνωσε από αυτήν. Εκείνα τα δεσμά ήταν δύσκολο να σπάσουν. Ακόμη και τώρα, μόλις διαισθάνθηκα ότι ήταν μισοβυθισμένη στη μητρική θλίψη, ένιωσα ξαφνικά ότι είχα ελευθερωθεί. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωσα ότι ποτέ πια η Μητέρα δεν θα με απειλούσε. Ακουγόταν ένα άγριο αναφιλητό, σαν κάποιου που τον στραγγαλίζουν μέχρι να πεθάνει. Ύστερα, εκείνη σήκωσε το χέρι της και άρχισε να χτυπά αδύναμα τα μάγουλά μου. «Ανάξιε, γιε! Δεν έχεις, λοιπόν, καμιά συναίσθηση των υποχρεώσεών σου;» Ο αστυνομικός με κοίταζε σιωπηλά ενώ έτρωγα τα χαστούκια. Τα δάχτυλα της Μητέρας είχαν αποσυντονιστεί και η δύναμη έδειχνε να εγκαταλείπει το χέρι της: κοντολογίς, οι άκριες των νυχιών της ηχούσαν πάνω στο μάγουλό μου σαν χαλάζι. Παρατήρησα ότι, ακόμη και όταν με χτυπούσε, η Μητέρα δεν έχανε το ικετευτικό της βλέμμα και γύρισα αλλού τα μάτια. Μετά από λίγο, άλλαξε τόνο. «Πήγες και ήρθες όλον αυτόν τον δρόμο», είπε. «Πώς τα βόλεψες με τα χρήματα;» «Τα χρήματα; Δανείστηκα από έναν φίλο». «Αλήθεια;», είπε η Μητέρα. «Μήπως τα έκλεψες;» «Όχι, δεν τα έκλεψα». Η Μητέρα έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης, σαν να επρόκειτο για το μοναδικό πράγμα που τη στενοχωρούσε. 254
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
«Αλήθεια; Ώστε δεν έκανες καμιά κακή πράξη;» «Όχι, καμιά». «Εντάξει, κάτι είναι κι αυτό. Οφείλεις όμως να ζητήσεις ταπεινά συγγνώμη από τον Ηγούμενο. Του ζήτησα κι εγώ συγγνώμη. Πρέπει να πας να τον παρακαλέσεις κι εσύ από τα βάθη τη^ καρδιάς σου να σε συγχωρέσει. Είναι άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό και νομίζω ότι θα κλείσει το θέμα. Τώρα, πρέπει να αλλάξεις σελίδα στη ζωή σου, διαφορετικά αυτό θα σημάνει τον θάνατο της δύστυχης γριάς μάνας σου! Μιλάω σοβαρά, γιε μου! Θα πεθάνω, αν δεν αλλάξεις. Πρέπει οπωσδήποτε να γίνεις μεγάλος ιερέας... Πρώτα απ' όλα, όμως, πρέπει να πας και να ζητήσεις συγγνώμη». Ο αστυνομικός κι εγώ παρακολουθούσαμε τη Μητέρα αμίλητοι. Ήταν τόσο έξαλλη, που είχε ξεχάσει να του απευθύνει τον καθιερωμένο χαιρετισμό. Προχωρούσε με γρήγορα, μικρά βηματάκια. Καθώς κοίταζα τη μαλακιά της ζώνη που κρεμόταν πίσω, αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που την έκανε τόσο άσχημη. Τότε κατάλαβα. Όφειλε την ασχήμια της στην ελπίδα. Μια ελπίδα αγιάτρευτη, σαν μια επίμονη περίπτωση ψώρας που σφηνώνεται, υγρή και κοκκινωπή, μέσα στο μολυσμένο δέρμα προκαλώντας μια συνεχή φαγούρα, ενώ συγχρόνως αρνείται να υποκύψει σε οποιαδήποτε εξωτερική δύναμη.
Ήρθε ο χειμώνας. Η απόφασή μου γινόταν όλο και πιο σταθερή. Παρότι έπρεπε να αναβάλω το σχέδιό μου, δεν βαριόμουν την επίμονη αυτή παράταση. Αυτό που με ανησυχούσε στο διάστημα εκείνου του εξαμήνου ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Στο τέλος κάθε μήνα, ο Κασιουάγκι απαιτούσε από μένα να του επιστρέψω τα δανεικά. Μου ανακοίνωνε το συνολικό ποσό, απαιτώντας τους τόκους στο ακέραιο, ενώ συγχρόνως με τυραν255
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
νούσε με κάθε λογής βρόμικες απάτες. Παρ' όλα αυτά, δεν σκόπευα πλέον να του επιστρέ'ψω τα χρήματα. Όσο έλειπα από το πανεπιστήμιο, δεν είχα κανέναν λόγο να τον συναντήσω. Ίσως να φανεί παράξενο το γεγονός ότι δεν περιγράφω πώς, ενώ είχα κάποτε καταλήξει σε αυτή την απόφαση, γρήγορα κλονίστηκα και άρχισα να αμφιταλαντεύομαι. Είναι γιατί αυτοί οι δισταγμοί μου ανήκαν πια στο παρελθόν. Σε αυτό το εξάμηνο, τα μάτια μου ήταν σταθερά προσηλωμένα σε ένα και μόνο σημείο στο μέλλον. Ίσως εκείνη την εποχή να κατάλαβα τι σημαίνει ευτυχία. Και, πρώτα από όλα, η ζωή μου στον ναό είχε γίνει ευχάριστη. Όταν σκεφτόμουν πως, ό,τι κι αν συνέβαινε, ο Χρυσός Ναός θα καταστρεφόταν από τη φωτιά, βρήκα τη δύναμη να υπομείνω το αβάσταχτο. Σαν κάποιον που προεξοφλεί τον θάνατό του, άρχισα να γίνομαι ευχάριστος στους άλλους μέσα στον ναό. Οι τρόποι μου έγιναν προσηνείς και προσπαθούσα να αποδέχομαι τα πάντα. Επιπλέον, συμφιλιώθηκα με τη φύση. Κάθε πρωί, όταν τα πουλιά έρχονταν να ραμφίσουν ό,τι είχε απομείνει από το λιόπρινο, κοίταζα το πουπουλένιο τους στήθος με ένα αίσθημα πραγματικά φιλικό. ' Ξέχασα ακόμη και το μίσος μου για τον Ηγούμενο. Είχα ελευθερωθεί από τη μητέρα μου, από τους συντρόφους μου, από τα πάντα. Ωστόσο, δεν ήμουν τόσο ανόητος για να πιστέ"ψω ότι η άνεση που είχα μόλις ανακαλύψει στην καθημερινή μου ζωή ήταν το αποτέλεσμα της ιδέας μου να μεταμορφώσω τον κόσμο χωρίς καν να τον αγγίξω. Όλα μπορούν να συγχωρεθούν όταν τα βλέπεις από τη σκοπιά του αποτελέσματος. Και η απόφαση για την πραγματοποίηση αυτού του αποτελέσματος ήταν στο χέρι μου. Με άλλα λόγια, εδώ βρισκόταν η βάση της αίσθησης ελευθερίας μου. Παρότι η απόφασή μου να πυρπολήσω τον Χρυσό Ναό ή256
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τ(χν τόσο ξαφνική, μου ταίριαξε απόλυτα, σαν ένα κοστούμι ((φτιαγμένο ακριβώς στα μέτρα μου. Λες και το σχεδίαζα από τότε που γεννήθηκα. Λες κι η ιδέα εκαλλιεργείτο μέσα μου -περιμένοντας την ημέρα της πλήρους ευόδωσής της- αφότου επι(τκέφθηκα τον Χρυσό Ναό για πρώτη φορά μαζί με τον Πατέρα. Το ίδιο το γεγονός ότι ο ναός θα εντυπωσίαζε ένα νέο παιδί με την ασύγκριτη ομορφιά του, συμπεριλάμβανε τα ποικίλα κίνητρα που αναπόφευκτα θα το ωθούσαν στον εμπρησμό. Στις 17 Μαρτίου του 195Θ, ολοκλήρωσα την προκαταρκτική σειρά μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο Οτάνι. Δύο ημέρες αργότερα, θα συμπλήρωνα τα είκοσι ένα μου χρόνια. Το βιβλιάριο των σπουδών μου για την τριετή φοίτηση στα προκαταρκτικά μαθήματα δεν ήταν και τόσο λαμπρό. Είχα καταφέρει να έρθω εβδομηκοστός ένατος επί εβδομήντα εννέα μαθητών! Οι χαμηλότεροι βαθμοί μου ήταν στα Ιαπωνικά - συγκέντρωσα στο σύνολο σαράντα δύο πόντους. Εξάλλου, απουσίασα 218 ώρες επί ενός συνόλου 616 ωρών, δηλαδή περισσότερο από το ένα τρίτο του χρόνου. Παρ' όλα αυτά, επειδή τα πάντα σε αυτό το πανεπιστήμιο βασίζονταν στη βουδιστική θεωρία της φιλευσπλαχνίας, δεν υπήρχε θέμα αποτυχίας και μου επέτρεψαν να προβιβαστώ στην τάξη των κανονικών μαθημάτων. Ο Ηγούμενος έδωσε τη σιωπηρή του συγκατάθεση. Οι μέρες ήταν όμορφες. Έτσι, συνέχισα να παραμελώ τις σπουδές μου. Από την πρόσφατη άνοιξη μέχρι το πρώιμο καλοκαίρι, περνούσα τον καιρό μου κάνοντας επισκέψεις σε διάφορα παρεκκλήσια και ναούς, όπου η είσοδος ήταν δωρεάν. Συνήθως περπατούσα όσο άντεχαν τα πόδια μου. Διατηρώ ζωηρή την ανάμνηση από μια τέτοια μέρα. Ενώ περπατούσα μπροστά από τον Ναό Μυοσίν, πρόσεξα έναν φοιτητή που βάδιζε μπροστά μου με το ίδιο βήμα όπως εγώ. Σταμάτησε σε ένα μικρό καπνοπωλείο που στεγαζόταν 257
ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
σε ένα κτήριο με παλιές μαρκίζες και παρατήρησα το προφίλ του καθώς στεκόταν φορώντας το φοιτητικό του καπέλο. Ήθελε να αγοράσει ένα πακέτο τσιγάρα. Αυτό το προφίλ ήταν γεμάτο γωνίες. Η επιδερμίδα του ήταν άσπρη, τα φρύδια του στενά. Βλέποντας το καπέλο του, θα έλεγα ότι φοιτούσε στο πανεπιστήμιο του Κιότο. Μου έριξε ένα βλέμμα με την άκρη του ματιού του. Λες κι είχαν μαζευτεί εκεί κάθε λογής σκοτεινές σκιές. Κατάλαβα από διαίσθηση πως θα ήταν πυρομανής. Η ώρα ήταν τρεις το απόγευμα, μια ώρα δύσκολη για να βάλεις φωτιά. Μια πεταλούδα πέταξε από την άσφαλτο όπου περνούσαν τα λεωφορεία και πιάστηκε σε μια γερμένη καμέλια που στεκόταν σε ένα βάζο στη βιτρίνα του καπνοπωλείου. Τα μαραμένα πέταλα του άσπρου λουλουδιού έμοιαζαν σαν να είχαν σημαδευτεί από καφετιά φωτιά. Το λεωφορείο άργησε πολύ να περάσει. Το ρολόι που κρεμόταν πάνω από τον δρόμο είχε σταματήσει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πίστευα ότι ο φοιτητής πήγαινε κατευθείαν προς τον εμπρησμό. Δεν είχα πλέον καμιά αμφιβολία ότι επρόκειτο για πυρομανή. Είχε διαλέξει αποφασιστικά εκείνη την ώρα του καταμεσήμερου, την πιο δύσκολη ώρα για να βάλεις φωτιά, και κατηύθυνε τώρα αργά τα βήματά του προς τον προορισμό του. Μπροστά του, βρισκόταν η φωτιά και η καταστροφή. Πίσω του, ο κόσμος της τάξης που είχε εγκαταλείψει. Και ό,τι με έκανε να τα νιώσω όλα αυτά ήταν κάτι το άκαμπτο στο πίσω μέρος της στολής του. Ίσως, εδώ και κάμποσο καιρό, να φανταζόμουν ότι αυτή την όψη θα έπρεπε να έχει η πλάτη ενός νεαρού πυρομανή. Το μαύρο μετάξι, όπου έπεφταν οι ηλιαχτίδες, ήταν όλο δυστυχία και οργή. Κόβοντας ταχύτητα, αποφάσισα να ακολουθήσω τον φοιτητή. Καθώς περπατούσα πίσω του, παρατήρησα ότι ο ένας ώμος του ήταν λίγο χαμηλότερος από τον άλλο και ένιωσα ό258
ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ
τι, η πλάτη του ήταν η δική μου. Παρότι ήταν πολύ πιο όμορ