«Οι λαοί της Ευρώπης δεν χρειάστηκε καν να επηρεαστούν από την επίσημη προπαγάνδα για να υποστηρίξουν τον πόλεμο: συμμε...
21 downloads
438 Views
1MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
«Οι λαοί της Ευρώπης δεν χρειάστηκε καν να επηρεαστούν από την επίσημη προπαγάνδα για να υποστηρίξουν τον πόλεμο: συμμετείχαν με ενθουσιασμό, από αίσθημα πατριωτικού καθήκοντος και μόνο.» Το 1914 ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ήταν έτοιμες για πόλεμο. Η Γερμανία, υποκινημένη από «τον απαρχαιωμένο μιλιταρισμό, τις φιλοδοξίες για παγκόσμια κυριαρχία και μία νευρωτική ανασφάλεια», επιτέθηκε πρώτη, πιστεύοντας ότι έτσι θα συντόμευε τον πόλεμο. Τέσσερα χρόνια αργότερα 8.000.000 ανθρώπινες ζωές είχαν χαθεί στον πιο ολέθριο πόλεμο που είχε γνωρίσει ως τότε η υφήλιος. Ο σερ Michael Howard, διακεκριμένος στρατιωτικός ιστορικός και συγγραφέας υποδειγματικών έργων όπως Ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος και Ο ρόλος του πολέμου στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία, μελέτησε το ζήτημα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου επί δεκαετίες. Το αποτέλεσμα είναι ένα αριστούργημα σαφήνειας, μία περιεκτική και εξαιρετικά ευανάγνωστη εξιστόρηση των γεγονότων που οδήγησαν, και κορυφώθηκαν, σ' εκείνη τη σύγκρουση. Με ακρίβεια και καθαρή ματιά περιγράφει τις επιπτώσεις του πολέμου στους στρατιώτες αλλά και στους πολίτες, εξετάζοντας τους στρατιωτικούς ελιγμούς των Συμμάχων και των αντίπαλων συμμαχιών: την απάνθρωπη χρήση των δηλητηριωδών αερίων στα πεδία των μαχών, την ταχεία ανάπτυξη των μηχανοκίνητων όπλων, την ίδρυση της RAF στη Βρετανία, και τις εχθροπραξίες στη θάλασσα που παρακίνησαν την Αμερική να μπει στον πόλεμο. Εξηγεί τι ήταν εκείνο που τσάκισε αμετάκλητα το ηθικό των Γερμανών, οδηγώντας τους σε μία άνευ όρων παράδοση. Ταπεινωμένη, χρεοκοπημένη και τελείως αποδυναμωμένη, η Γερμανία δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει ότι ο πόλεμος τής είχε επιβληθεί από τους Συμμάχους. Ήταν αυτή η αίσθηση αδικίας και ο απόηχός της στις επερχόμενες δεκαετίες που έμελλε να βρει τελική, ανατριχιαστική έκφραση στα χέρια του Τρίτου Reich.
Digitized by 10uk1s
ΣΣ ΕΕ ΙΙ ΡΡ ΑΑ ΙΙ ΣΣ ΤΤ Ο Ο ΡΡ ΙΙ ΚΚ Η Η ΒΒ ΙΙ ΒΒ ΛΛ ΙΙ Ο ΟΘ ΘΗ Η ΚΚ Η Η 22
Τίτλος πρωτότυπου: The First World War Oxford University Press 2002
© 2002. Michael Howard για την ελληνική έκδοση © 2ΟΟ4, Εκδόσεις Θύραθεν
Μετάφραση: Χρύσα Τσαλικίδου Διορθώσεις: Γ. Αβραμίδης Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος εκδόθηκε για πρώτη φορά στην αγγλική, το 2Ο02.
Digitized by 10uk1s
Πρόλογος Αυτό το βιβλίο, όπως και ο τίτλος του αφήνει να εννοηθεί, σκοπεύει απλώς να συστήσει το ευρύτατο θέμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σ' εκείνους που γνωρίζουν λίγα ή δεν γνωρίζουν τίποτα γι' αυτόν. Όποιος επιχειρήσει να εξετάσει το θέμα σε βάθος θα ανακαλύψει ότι πίσω από κάθε φράση αυτού του βιβλίου κρύβεται και μία ακαδημαϊκή διένεξη που ακόμη δεν έχει λυθεί· πιστεύω επίσης ότι αυτή η φαινομενικά απλή και μη αμφιλεγόμενη αφήγηση θα φανεί σε πολλούς άκρως μεροληπτική και επιλεκτική. Είναι βέβαιο πως δεν θα συμφωνήσουν όλοι ότι, τόσο για το ξέσπασμα όσο και για τη συνέχιση του πολέμου υπεύθυνοι ήταν οι ηγετικοί κύκλοι της Αυτοκρατορικής Γερμανίας. Όμως μία εξιστόρηση του πολέμου που θα ικανοποιούσε τους πάντες -ακόμη και αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό-, δεν θα χωρούσε σε τόσο λίγες σελίδες, αλλά ακόμη και να χωρούσε, δεν θα ήταν αναγνώσιμη. Κάποιοι ίσως διαμαρτυρηθούν ότι δόθηκε υπερβολική προσοχή στον στρατιωτικό τομέα και όχι αρκετή στις κοινωνικές, οικονομικές ή ψυχολογικές διαστάσεις του θέματος. Δεν θα απολογηθώ γι' αυτό. Τούτοι οι μη στρατιωτικοί παράγοντες είναι σίγουρα ζωτικοί για να κατανοήσει κανείς τα αίτια της σύρραξης. Αλλά από τη στιγμή που ξεκίνησε ο πόλεμος, η ζωή στο εσωτερικό της κάθε χώρας καθορίστηκε αποφασιστικά από τα γεγονότα στα πεδία μαχών, γεγονότα που είχαν ως συνέπεια τη ριζική μεταμόρφωση ολόκληρης της δομής της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Οφείλω να ευχαριστήσω τον Τζορτζ Μίλερ που με ώθησε να γράψω αυτό το βιβλίο, τη Χίλαρι Γουόλφορντ και τη Ρεμπέκα Ο'Κόνορ που μετέτρεψαν τα χειρόγραφά μου σε εκδόσιμο κείμενο και τον δρ. Γκάρι Σέφιλντ που με καθοδήγησε επιδέξια μέσα από τους σκοπέλους των ατέλειωτων διενέξεων σχετικά με τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων στο Δυτικό Μέτωπο.
Digitized by 10uk1s
Η Ευρώπη το 1914 Ο Μεγάλος Πόλεμος του 1914-18 εξαπλώθηκε σ' όλους τους ωκεανούς του κόσμου και οι εμπόλεμοι προέρχονταν από όλες τις ηπείρους· δίκαια, επομένως, μπορεί να ονομαστεί «παγκόσμιος πόλεμος». Σίγουρα όμως δεν ήταν ο πρώτος. Τα ευρωπαϊκά κράτη πολεμούσαν μεταξύ τους σ' ολόκληρη την υφήλιο εδώ και 300 χρόνια. Όσοι συμμετείχαν στον Α' Παγκόσμιο τον αποκαλούσαν απλώς «Μεγάλο Πόλεμο». Όπως και οι προηγούμενοι, άρχισε σαν μία αμιγώς ευρωπαϊκή στρατιωτική σύγκρουση, η οποία ήταν απόρροια των αντίθετων φιλοδοξιών και των αμοιβαίων φόβων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Το γεγονός ότι στην πορεία αποδείχτηκε τόσο τρομαχτική, με συνέπειες ολέθριες, δεν οφειλόταν τόσο στην παγκόσμια κλίμακά της όσο στο συνδυασμό της πολεμικής τεχνολογίας με την πολιτισμική παράδοση των πλευρών που συμμετείχαν. Ο Καρλ φον Κλάουζεβιτς, μετά την εμπειρία των ναπολεόντειων πολέμων, είχε γράψει ότι ο πόλεμος είναι μία τριάδα που αποτελείται από: την κυβερνητική πολιτική, τις ενέργειες των στρατιωτικών και τα «πάθη των λαών». Τις τρεις αυτές συνιστώσες θα πρέπει να εξετάσουμε αν θέλουμε να καταλάβουμε γιατί έγινε ο πόλεμος αλλά και γιατί πήρε την τροπή που πήρε.
Οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις το 1914 Με κάποιες ασήμαντες διαφοροποιήσεις οι «Μεγάλες Δυνάμεις» της Ευρώπης (όπως ονομάζονταν ακόμη) παρέμεναν λίγο-πολύ ως είχαν και τους προηγούμενους δύο αιώνες, αλλά η αναμεταξύ τους ισορροπία είχε αλλάξει ριζικά. Η ισχυρότερη απ' όλες ήταν πλέον η Γερμανική Αυτοκρατορία η οποία είχε ιδρυθεί από το βασίλειο της Πρωσίας και ήταν το αποτέλεσμα των νικηφόρων πολέμων του 1866 ενάντια στην Αυστριακή Αυτοκρατορία και του 1870 ενάντια στη Γαλλία. Η Γαλλία, λόγω της ήττας της, είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα, γεγονός που την ενοχλούσε πολύ. Η πολύγλωσση Αυστριακή Αυτοκρατορία που τα εδάφη της είχαν ανακατανεμηθεί από το 1867, συναπαρτίζοντας πλέον τη Δυαδική Μοναρχία της Αυστροουγγαρίας, είχε αποδεχτεί την υποδεέστερη θέση του συμμάχου της Γερμανίας. Μολονότι η Ουγγαρία ήταν φαινομενικά αυτόνομο κράτος, η Μοναρχία ονομαζόταν απλώς Αυστρία και οι λαοί της «αυστριακοί», ακριβώς όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν γνωστό στο εξωτερικό ως «Αγγλία» και οι λαοί του «Άγγλοι». Αυτές τις δυνάμεις πλαισίωναν δύο αυτοκρατορίες εν μέρει μόνον ευρωπαϊκές ως προς τα συμφέροντά τους: η τεράστια ημιασιατική Ρωσική Αυτοκρατορία, μείζων αν και περιστασιακός παίκτης στη σκακιέρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης, και η Βρετανία, που βασικό της μέλημα ήταν να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων στην ηπειρωτική Ευρώπη ενόσω επέκτεινε και παγίωνε τις υπερπόντιες κτήσεις της. Η Ισπανία είχε ξεπέσει στην τρίτη θέση: στις αρχές του αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν καταφέρει να της αποσπάσουν τα τελευταία απομεινάρια της υπερπόντιας αυτοκρατορίας της (εκτός από κάποιες κτήσεις στις ακτές της βόρειας Αφρικής). Τη θέση της είχε πάρει η Ιταλία, η ενοποίηση της οποίας υπό τον Οίκο της Σαβοΐας μεταξύ 1860-1871 ήταν περισσότερο φαινομενική παρά πραγματική, μα που η δυνατότητά της και μόνο ν' ασκεί πίεση τής εξασφάλιζε το διστακτικό σεβασμό των άλλων δυνάμεων. Αυτές οι δυνάμεις ήταν κοινωνικά ομογενείς μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα. Όλες τους ήταν ακόμη αγροτικές κοινωνίες που εξουσιάζονταν από μία αριστοκρατία γαιοκτημόνων και κυβερνώνταν από ιστορικές δυναστείες, νομιμοποιημένες από μία παντοδύναμη Εκκλησία. Εκατό χρόνια αργότερα όλα τούτα είτε είχαν αλλάξει εντελώς είτε είχαν μπει σε τροχιά ταχύτατων και αποσταθεροποιητικών αλλαγών αλλά οι ρυθμοί αυτής της μεταμόρφωσης ήταν πολύ άνισοι, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Βρετανία Η Βρετανία είχε ανοίξει το δρόμο. Στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ήδη ένα πλήρως αστικοποιημένο και εκβιομηχανισμένο έθνος. Η αριστοκρατία των γαιοκτημόνων εξακολουθούσε να είναι κοινωνικά
Digitized by 10uk1s
κυρίαρχη, αλλά η Βουλή των Κοινοτήτων τής είχε αφαιρέσει τα τελευταία υπολείμματα πολιτικής εξουσίας· σ' αυτή τη Βουλή τα δύο μεγάλα κόμματα ανταγωνίζονταν για τις ψήφους όχι μόνο της μεσαίας αλλά και της εργατικής τάξης, καθώς τα πολιτικά δικαιώματα εξαπλώνονταν ολοένα και περισσότερο. Τo 1906 ο φιλελεύθερος-ριζοσπαστικός συνασπισμός που ανέλαβε την εξουσία βάλθηκε να θέσει τα θεμέλια του κοινωνικού κράτους, αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει την παράδοξα δύσκολη θέση στην οποία η Βρετανία είχε βρεθεί στις αρχές του αιώνα. Εξακολουθούσε να είναι η πλουσιότερη δύναμη στον κόσμο και η περήφανη κτήτορας της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας που είχε γνωρίσει ποτέ η οικουμένη, όμως ταυτόχρονα ήταν πιο ευάλωτη από κάθε άλλη στιγμή στην ιστορία της. Στο επίκεντρο αυτής της αυτοκρατορίας βρισκόταν ένα πυκνοκατοικημένο νησί του οποίου η ευημερία εξαρτιόταν από το παγκόσμιο εμπόριο και, ακόμη πιο σημαντικό, χρειαζόταν εισαγόμενα είδη διατροφής για να θρέψει τους κατοίκους του. Η «κυριαρχία των θαλασσών» που εξασφάλιζε το Βασιλικό Ναυτικό, αφ' ενός κρατούσε ενωμένη την αυτοκρατορία και αφ' ετέρου εξασφάλιζε τη διατροφή του βρετανικού λαού. Η απώλεια της ναυτικής υπεροχής ήταν ένας εφιάλτης που κατέτρεχε όλες τις βρετανικές κυβερνήσεις και σκίαζε τις σχέσεις τους με τις άλλες δυνάμεις. Το ιδανικό για τους Βρετανούς θα ήταν να μην αναμιχθούν στις ευρωπαϊκές διαμάχες αλλά η παραμικρότερη υπόνοια ότι οι γείτονές τους, είτε ο καθένας μόνος είτε συλλογικά, είχαν την πρόθεση να απειλήσουν τη ναυτική τους υπεροχή ήταν τα τελευταία είκοσι χρόνια ζήτημα εθνικής αγωνίας. Γαλλία Για περισσότερο από έναν αιώνα, από το 1689 ως το 1815, ο μεγαλύτερος αντίπαλος της Βρετανίας για την παγκόσμια κυριαρχία ήταν η Γαλλία, και της πήρε σχεδόν άλλα εκατό χρόνια για να συνειδητοποιήσει ότι τούτο δεν ίσχυε πια. Η Γαλλία είχε μείνει πολύ πίσω στην οικονομική ανάπτυξη που θα την καθιστούσε σοβαρό ανταγωνιστή. Η επανάσταση του 1789 είχε γκρεμίσει τους τρεις στυλοβάτες του Ancien Regime * -μοναρχία, αριστοκρατία, εκκλησία- και είχε κατανείμει τη γη σε χωρικούς μικροκαλλιεργητές που ήταν πεισματικά αντίθετοι σε κάθε εξέλιξη -είτε τούτη ήταν αντιδραστική είτε προοδευτική- που απειλούσε να απαλλοτριώσει τις περιουσίες τους· επιπλέον, ο τρόπος ζωής τους δεν ενθάρρυνε την αύξηση του πληθυσμού ούτε τη συσσώρευση κεφαλαίου που θα καθιστούσε εφικτή την οικονομική ανάπτυξη. Το 1801 ο πληθυσμός της Γαλλίας ανερχόταν σε είκοσι επτά εκατομμύρια και ήταν ο μεγαλύτερος της Ευρώπης. Τo 1910 δεν ξεπερνούσε τα τριάντα πέντε εκατομμύρια· την ίδια εποχή η Βρετανία είχε ανέβει από τα έντεκα εκατομμύρια στα σαράντα, ενώ ο πληθυσμός της ενωμένης Γερμανίας είχε υπερβεί τα εξήντα πέντε εκατομμύρια και αυξανόταν συνεχώς. Μετά την αποκαρδιωτική του ήττα το 1870, ο γαλλικός στρατός βρήκε διέξοδο στις αφρικανικές κατακτήσεις, κάτι που δημιουργούσε τριβές με τα επεκτατικά συμφέροντα της Βρετανίας (όπως άλλωστε και οι παραδοσιακές αντιπαλότητες στην ανατολική Μεσόγειο), αλλά για το γαλλικό λαό τούτα ήταν ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας. Οι Γάλλοι παρέμεναν βαθιά διχασμένοι ανάμεσα σ' αυτούς που είχαν ωφεληθεί από την Επανάσταση, σ' εκείνους που, υπό την καθοδήγηση της Καθολικής Εκκλησίας, εξακολουθούσαν να μην την αποδέχονται και, τέλος, σ' ένα διαρκώς ογκούμενο σοσιαλιστικό κίνημα που πάσχιζε να τη σπρώξει ακόμη παραπέρα. Η Γαλλία συνέχιζε να είναι πλούσιο και πολιτιστικά κυρίαρχο κράτος αλλά στο εσωτερικό η κατάσταση ήταν εξαιρετικά ασταθής. Επίσης οι Γάλλοι δεν είχαν ξεχάσει ούτε συγχωρέσει τη Γερμανία για την προσάρτηση το 1871 της Alsace και της Λορένης, και ο φόβος τους για τη συγκεκριμένη χώρα τους έκανε να βασίζονται όλο και περισσότερο στη μοναδική τους μεγάλη σύμμαχο - τη Ρωσία.
*
(Σ.τ.μ.:) Γαλλικά στο πρωτότυπο: Παλαιό καθεστώς.
Digitized by 10uk1s
Ρωσία Ο άλλος μεγάλος αντίπαλος της Βρετανίας το 19ο αιώνα ήταν η αχανής Ρωσική Αυτοκρατορία. Η επέκτασή της στα νοτιοανατολικά απειλούσε το δρόμο προς την Ινδία που περνούσε από τη Μέση Ανατολή (γι' αυτό και η Βρετανία υποστήριζε την ετοιμόρροπη τουρκική αυτοκρατορία), καθώς και τα σύνορα της ίδιας της Ινδίας. Αναμφίβολα το δυναμικό της Ρωσίας ήταν (και είναι) τεράστιο, αλλά περιοριζόταν (όπως και σήμερα) από την οπισθοδρομικότητα της κοινωνίας της και την αναποτελεσματικότητα των κυβερνήσεών της. Ο καπιταλισμός και η εκβιομηχάνιση άργησαν να έρθουν στη Ρωσία και όταν εμφανίστηκαν ήταν περισσότερο αποτέλεσμα ξένων επενδύσεων και τεχνογνωσίας. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι Τσάροι κυβερνούσαν 164 εκατομμύρια ανθρώπους που στην πλειονότητά τους ήταν χωρικοί οι οποίοι είχαν λυτρωθεί από το καθεστώς της δουλοπαροικίας μόλις μία γενιά πριν. Οι Τσάροι εξακολουθούσαν ν' ασκούν την εξουσία μ' έναν απολυταρχισμό που η δυτική Ευρώπη δεν είχε γνωρίσει ποτέ - με την υποστήριξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας που δεν την είχε αγγίξει ποτέ η Μεταρρύθμιση, και με τη διαμεσολάβηση μιας απέραντης και ληθαργικής γραφειοκρατίας. Η πνευματική ελίτ της χώρας ήταν διχασμένη ανάμεσα στους «δυτικούς», που βλέποντας την Ευρώπη ως πρότυπο προσπαθούσαν να καθιερώσουν ανάλογα μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης και αξιόπιστης διακυβέρνησης, και στους «σλαβόφιλους», οι οποίοι θεωρούσαν διεφθαρμένες αυτές τις αντιλήψεις και ήθελαν να διατηρήσουν ανέπαφη την ιστορική σλαβική κουλτούρα. Αλλά οι αλλεπάλληλες πολεμικές ήττες -από τους Γάλλους και τους Βρετανούς το 1855-1856 και τους Ιάπωνες το 1904-1905- γι' άλλη μια φορά δίδαξαν με σκληρό τρόπο το μάθημα που είχε πάρει ο Μεγάλος Πέτρος, δηλαδή ότι η στρατιωτική δύναμη στο εξωτερικό εξαρτιόταν από την πολιτική και οικονομική ανάπτυξη στο εσωτερικό της χώρας. Η δουλοπαροικία είχε καταργηθεί μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, ενώ καθιερώθηκαν κάποιοι δημοκρατικοί θεσμοί μετά την ήττα και την αποτυχημένη επανάσταση του 1905. Η ανάπτυξη των σιδηροδρόμων στη δεκαετία του 1890 έδωσε μεγάλη ώθηση στη βιομηχανική παραγωγή, φέρνοντας τη Ρωσία, κατά την άποψη ορισμένων οικονομολόγων, στο σημείο της οικονομικής «απογείωσης». Αλλά το καθεστώς δεν έπαυε να φοβάται ότι η βιομηχανική ανάπτυξη, όσο απαραίτητη κι αν ήταν για τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα, θα ενθάρρυνε τη λαϊκή απαίτηση για περαιτέρω πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Έτσι αντιμετώπιζε τους αντιφρονούντες με κτηνώδη βία, η οποία το μόνο που κατάφερνε ήταν να τους εξωθεί σε ακραίες τρομοκρατικές ενέργειες (ο όρος «τρομοκρατία» και οι στρατηγικές της επινοήθηκαν από τους Ρώσους επαναστάτες του 19ου αιώνα), δικαιολογώντας έτσι την άσκηση ακόμη μεγαλύτερης βίας. Το γεγονός αυτό την καθιστούσε ενοχλητική - αν και αναγκαία- σύμμαχο της φιλελεύθερης Δύσης. Στο τέλος του 19ου αιώνα όλη η προσοχή της Ρωσίας ήταν εστιασμένη στην επέκτασή της στην Ασία αλλά, μετά την ήττα από τους Ιάπωνες το 1904-05, στράφηκε στη νοτιοανατολική Ευρώπη που στέναζε ακόμη κάτω από το ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκεί τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα, βασισμένα αρχικά στις ορθόδοξες χριστιανικές κοινότητες της Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας, ανέκαθεν προσέβλεπαν στη Ρωσία για βοήθεια - πρώτον ως ομόδοξοι χριστιανοί και δεύτερον, στη περίπτωση των Σέρβων και Βουλγάρων ως ομοεθνείς Σλάβοι. Και οι τρεις αυτοί λαοί είχαν ιδρύσει ανεξάρτητα κράτη μέσα στο 19ο αιώνα. Αλλά υπήρχαν επίσης πολλοί Σλάβοι, κυρίως Σέρβοι και τα ξαδέλφια τους οι Κροάτες, στην Αυστροουγγαρία· και όσο περισσότερο τα νέα σλαβικά έθνη εδραίωναν την ταυτότητα και την ανεξαρτησία τους τόσο πιο πολύ φοβούνταν οι Αψβούργοι, όχι μόνο την αυξανόμενη δυσφορία των δικών τους μειονοτήτων αλλά και τον ρόλο που έπαιζε η Ρωσία ενθαρρύνοντάς την.
Digitized by 10uk1s
Αυστροουγγαρ ία Στη δυτική Ευρώπη -τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, αλλά ακόμη και στη Ρωσία- ο εθνικισμός ήταν μία συνεκτική δύναμη, αν και ορισμένα «χειμαζόμενα έθνη» στο εσωτερικό τους, όπως οι Πολωνοί και οι Ιρλανδοί είχαν ήδη αρχίσει να αγωνίζονται για την ανεξαρτησία τους. Η μοναρχία των Αψβούργων, ωστόσο, απαρτιζόταν εξ ολοκλήρου από χειμαζόμενες εθνότητες. Το 18ο αιώνα είχε αναπτυχθεί μία κυρίαρχη γερμανική ελίτ, αλλά ακόμη και για τους Γερμανούς υπήρχε τώρα μία γειτονική πατρίδα στο βορρά: η νέα Γερμανική Αυτοκρατορία. Το 1867 η αυτοκρατορία των Αψβούργων είχε μετατραπεί σε «Δυαδική Μοναρχία», παραχωρώντας στην ισχυρότερη χειμαζόμενη εθνότητα, τους Μαγυάρους, φαινομενική ανεξαρτησία στο βασίλειο της Ουγγαρίας, το οποίο μοιραζόταν από κοινού με τους παντοδύναμους Γερμανούς «Αυστριακούς» μόνον έναν μονάρχη (τον Αυτοκράτορα Φραγκίσκο-Ιωσήφ που κυβερνούσε από το 1848), το στρατό, το θησαυροφυλάκιο και το υπουργείο Εξωτερικών. Οι Μαγυάροι, όπως οι Γερμανοί (και, βεβαίως, οι Βρετανοί, τους οποίους οι Μαγυάροι θαύμαζαν απεριόριστα, έχοντας μάλιστα ανεγείρει ένα πανομοιότυπο με των Άγγλων κτίριο για να στεγάσουν τη βουλή τους στη Βουδαπέστη), θεωρούσαν εαυτούς ανώτερη φυλή και κυβερνούσαν τυραννικά τις δικές τους σλαβικές μειονότητες - τους Σλοβάκους, τους Ρουμάνους, τους Κροάτες. Στο δυτικό τμήμα της Μοναρχίας οι Γερμανοί «Αυστριακοί» εξουσίαζαν όχι μόνο Σλάβους στο βορρά (Τσέχους), στα βορειοανατολικά (Πολωνούς και Ρουθηνούς) και στο νότο (Σλοβένους και Σέρβους), αλλά και ιταλόφωνα εδάφη στις νότιες πλαγιές των Άλπεων, τα οποία όμως εποφθαλμιούσε και το νεοσύστατο βασίλειο της Ιταλίας. Σε αντίθεση με τους άξεστους Μαγυάρους μικρογαιοκτήμονες της Βουδαπέστης, οι ορθολογιστές γραφειοκράτες της Βιέννης προσπαθούσαν να μεταχειρίζονται τους αλλοεθνείς υπηκόους τους με ανεκτικότητα και να τους παραχωρούν ίσα δικαιώματα με τους Γερμανούς. Το αποτέλεσμα ήταν να παραλύσει ο κυβερνητικός μηχανισμός στη Βιέννη και να αναγκαστεί ο αυτοκράτορας να κυβερνά με διατάγματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πλούσιο κράμα των πολιτισμών καθιστούσε τη Βιέννη πόλη με μοναδική, παλλόμενη πνευματική και καλλιτεχνική ζωή· αλλά η ιντελιγκέντσια της ατένιζε το μέλλον με ανησυχία και, κάπου-κάπου, με απόγνωση. Γερμανία Και τέλος, έχουμε την αυτοκρατορία της Γερμανίας, την πλέον πολύπλοκη και προβληματική δύναμη απ' όλες. Από την ενοποίηση της Γερμανίας το 1871 προέκυψε ένα έθνος που συνδύαζε την πιο δυναμική οικονομία της Ευρώπης με ένα πολίτευμα που, από πολλές πλευρές, έμοιαζε να έχει μείνει καθηλωμένο στο φεουδαρχισμό. Η δυναστεία των Hohenzollern είχε κυβερνήσει την Πρωσία μέσω μιας γραφειοκρατίας και ενός στρατεύματος με στελέχη που προέρχονταν από την «μικρά αριστοκρατία» (Γιούνκερς), η οποία είχε κυρίως τις ρίζες της στις ανατολικές επαρχίες. Αυτοί οι άνθρωποι αγανακτούσαν στην ιδέα και μόνο της ύπαρξης του Reichstag (βουλή αντιπροσώπων) που προσπαθούσε ανεπιτυχώς να αναλάβει την εξουσία από τα μέσα του 19ου αιώνα. Στη νεοσύστατη αυτοκρατορία το Reichstag αντιπροσώπευε όλη τη γκάμα του διευρυμένου γερμανικού πληθυσμού: συντηρητικούς γαιοκτήμονες με απέραντα κτήματα στα ανατολικά, μεγιστάνες της βιομηχανίας στα βόρεια και τα δυτικά, Βαυαρούς ρωμαιοκαθολικούς καλλιεργητές στο νότο και, ολοένα περισσότερο όσο η οικονομία αναπτυσσόταν, τους βιομηχανικούς εργάτες με τους σοσιαλιστές ηγέτες στις κοιλάδες του Ρήνου και της Ρουρ. Το Reichstag ψήφιζε τον προϋπολογισμό, αλλά η κυβέρνηση διοριζόταν από τον Kaiser (μονάρχη) και ήταν υπόλογη σ' αυτόν. Ο κύριος μεσάζων ανάμεσα στο Reichstag και τον Kaiser ήταν ο Καγκελάριος. Ο πρώτος κάτοχος αυτού του αξιώματος, ο Otto von Bismark, είχε χρησιμοποιήσει την εξουσία που αντλούσε από τον Kaiser για να περάσει τις δικές του πολιτικές θέσεις. Οι διάδοχοί του δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αγγελιοφόροι που ενημέρωναν το Reichstag για τις αποφάσεις του Kaiser, χειραγωγώντας τα μέλη του ώστε να αποδεχτούν την ψήφιση του προϋπολογισμού. Ο ίδιος ο Kaiser έβλεπε τους καγκελάριους λίγο -
Digitized by 10uk1s
πολύ σαν υπηρέτες του, άτομα ήσσονος σημασίας, πολύ κατώτερα από τον εκάστοτε επιτελάρχη του. Υπό αυτές τις συνθήκες, η προσωπικότητα του Kaiser είχε τεράστια σημασία, και ήταν φοβερά ατυχές όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά και για ολόκληρη την υφήλιο το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη κρίσιμη στιγμή τον οίκο των Hohenzollern εκπροσωπούσε ο Γουλιέλμος Β', ένας άνδρας που ενσάρκωνε τρία βασικά χαρακτηριστικά της γερμανικής άρχουσας τάξης της εποχής: τον απαρχαιωμένο μιλιταρισμό, την υπέρμετρη φιλοδοξία και τη νευρωτική ανασφάλεια. Ο μιλιταρισμός ήταν θεσμοποιημένος μέσα από τον κυρίαρχο ρόλο που έπαιζε ο στρατός στην κουλτούρα της παλιάς Πρωσίας την οποία εξουσίαζε και ως ένα βαθμό είχε δημιουργήσει, ακριβώς όπως οι νικηφόρες εκστρατείες του στην Αυστρία και τη Γαλλία είχαν δημιουργήσει τη νέα Γερμανική Αυτοκρατορία. Στη νέα Γερμανία ο στρατός κυριαρχούσε κοινωνικά όπως και στην παλιά Πρωσία -κυριαρχία που απλωνόταν σ' όλες τις τάξεις μια και η τριετής στρατιωτική θητεία ήταν υποχρεωτική. Οι αστοί κέρδισαν το ζηλευτό δικαίωμα να φορούν στολή αναλαμβάνοντας αξιώματα στις τάξεις της εφεδρείας, απ' όπου και μιμούνταν τα καμώματα της στρατιωτικής ελίτ. Σ' ένα κατώτερο επίπεδο, οι απόστρατοι χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί εξουσίαζαν τις τοπικές τους κοινωνίες. Ο Kaiser εμφανιζόταν πάντα με στολή ως ο ανώτατος πολεμικός άρχων και συνοδευόταν από στρατιωτική ακολουθία. Στο εξωτερικό αυτός ο μιλιταρισμός, με τις ατέλειωτες παρελάσεις, στολές και εορτασμούς των νικών του 1870 φάνταζε περισσότερο γελοίος παρά απειλητικός· και ίσως να ήταν, αν δεν συνδεόταν με το δεύτερο χαρακτηριστικό - τη φιλοδοξία. Ο ίδιος ο Bismark, έχοντας θεμελιώσει τη Γερμανική Αυτοκρατορία, θα αρκούνταν απλώς να τη διατηρήσει, αλλά η επόμενη γενιά δεν ικανοποιόταν τόσο εύκολα. Και είχε κάθε λόγο να είναι φιλόδοξη. Συνιστούσαν ένα κράτος εξήντα εκατομμυρίων με μεγαλειώδη κληρονομιά στη μουσική, την ποίηση, τη φιλοσοφία, με επιστήμονες, τεχνικούς, λόγιους που ζήλευε ο κόσμος ολόκληρος. Οι βιομήχανοι είχαν ήδη ξεπεράσει τους Βρετανούς στην παραγωγή άνθρακα και χάλυβα και μαζί με τους επιστήμονες επαγγέλονταν μία νέα «βιομηχανική επανάσταση», βασισμένη στα χημικά και τον ηλεκτρισμό. Οι Γερμανοί περηφανεύονταν για τον μοναδικά ανώτερο πολιτισμό τους που κρατούσε τις ισορροπίες ανάμεσα στη δεσποτική βαρβαρότητα των εξ ανατολής γειτόνων τους και την παρακμιακή δημοκρατία της δύσης. Αλλά στα σωθικά αυτού του περήφανου, πλούσιου και επιτυχημένου έθνους είχε ανοίξει ένα χάσμα που μεγάλωνε αντί να κλείνει όσο αυξανόταν η ευημερία. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας διόγκωσε το μέγεθος και την επιρροή της εργατικής τάξης οι αρχηγοί της οποίας, αν και όχι πια επαναστάτες, πίεζαν όλο και περισσότερο για διευρυμένη δημοκρατία και κατάργηση των κοινωνικών προνομίων το δε κόμμα που την εκπροσωπούσε, οι Σοσιαλδημοκράτες, είχε καταφέρει να γίνει το 1914 το μεγαλύτερο στο Reichstag. Οι πλουτοκράτες, κυρίως οι γαιοκτήμονες στα ανατολικά και οι μεγιστάνες της βιομηχανίας στα δυτικά, είχαν τις αναμεταξύ τους διαφωνίες αλλά τις παραμέριζαν για να ενωθούν μπροστά σ' αυτό που έβλεπαν ως σοσιαλιστική επαναστατική απειλή. Άρχισαν να την πολεμούν από το ξεκίνημα του 20ου αιώνα, θέτοντας σε εφαρμογή μία «πολιτική προς τα εμπρός» βασισμένη στη διεκδίκηση του «εθνικού μεγαλείου». Οι δεξιοί πολιτικοί αρχηγοί οραματίζονταν μία Γερμανία που θα ήταν όχι απλώς «Μεγάλη» αλλά Παγκόσμια Δύναμη (Weltmacht). Ο μόνος αντίπαλος σ' αυτό το επίπεδο ήταν η Βρετανική Αυτοκρατορία· αλλά αν ήθελε να ανταγωνιστεί τη Βρετανία, η Γερμανία χρειαζόταν όχι μόνο ισχυρό στρατό αλλά και ισχυρό στόλο. Για να βρεθούν χρήματα γι' αυτόν το στόλο ήταν απαραίτητη μία εκτεταμένη προπαγάνδα, και τούτη η προπαγάνδα θα ήταν αποτελεσματική μόνον αν η Βρετανία παρουσιαζόταν ως ο επόμενος μεγάλος αντίπαλος που οι Γερμανοί έπρεπε να εξουδετερώσουν αν ήθελαν να εξασφαλίσουν το κύρος και τη θέση που πίστευαν ότι τους ανήκε δικαιωματικά.
Digitized by 10uk1s
Οι αντίπαλες συμμαχίες Η Γερμανία ήδη πίστευε ότι περιβαλλόταν από εχθρούς. Όταν ο Bismark δημιούργησε τη Γερμανική Αυτοκρατορία το 1871, ήξερε πολύ καλά ότι η φυσική αντίδραση των γειτόνων της θα ήταν να συσπειρωθούν εναντίον της. Θεωρούσε -και σωστά- ότι η ουσιαστική συμφιλίωση με τη Γαλλία ήταν ανέφικτη και μόνο για το λόγο ότι αυτή η χώρα είχε αναγκαστεί να παραχωρήσει τις επαρχίες της Alsace και Lorraine. Προσπάθησε λοιπόν να την ουδετεροποιήσει ενθαρρύνοντας τις αποικιακές της βλέψεις που θα την έφερναν σε ρήξη με τη Βρετανία, ενώ παράλληλα φρόντισε ώστε να μην μπορεί να συνάψει συμμαχίες με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις δεσμεύοντάς τες στο δικό του σύστημα συμμαχιών. Η Αυστροουγγαρία δεν παρουσίαζε δυσκολίες. Μαστιζόμενη από εσωτερικά προβλήματα προσχώρησε ευχαρίστως στη Διπλή Συμμαχία με τη Γερμανία το 1879. Ο δικός της φυσικός εχθρός ήταν η Ιταλία, η οποία εποφθαλμιούσε τις ιταλόφωνες περιοχές στις νότιες πλευρές των Άλπεων και στον μυχό της Αδριατικής που παρέμενε στα χέρια των Αυστριακών. Ο Bismark κατάφερε να ενώσει και τις δύο αυτές δυνάμεις σε μία Τριπλή Συμμαχία, υποστηρίζοντας τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ιταλίας ενάντια στη Γαλλία και τις μεσογειακές της κτήσεις. Έμεναν οι δύο πλευρικές δυνάμεις, η Ρωσία και η Βρετανία. Η Ρωσία θα ήταν σθεναρός σύμμαχος για τους Γάλλους αν της δινόταν η ευκαιρία, μία ευκαιρία που ο Bismark ήταν αποφασισμένος να μην της δοθεί ποτέ. Είχε φροντίσει να καλλιεργήσει τη φιλία της και την είχε συνδέσει με το «σύστημά» του μέσω μιας συμμαχίας που πραγματοποιήθηκε το 1881 και ανανεώθηκε έξι χρόνια αργότερα ως «Σύμφωνο Επανασφάλισης». Όσο για τη Βρετανία, η Ρωσία ήταν φυσικός της αντίπαλος, έτσι το γεγονός ότι την έλεγχε μία ισχυρή κεντρική δύναμη βόλευε πολύ τους Βρετανούς. Το μόνο που είχε να φοβάται ο Bismark ήταν ένας πόλεμος στα Βαλκάνια ανάμεσα στην Αυστρία και τη Ρωσία που πιθανόν να ανέτρεπε την ευαίσθητη ισορροπία που με τόσο κόπο είχε αποκαταστήσει. Στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878 προώθησε μία συμφωνία που χώριζε τα Βαλκάνια σε σφαίρες επιρροής μεταξύ της Ρωσίας και της Δυαδικής Μοναρχίας και παραχώρησε στη δεύτερη ως «προτεκτοράτο» τη βορειότερη και πλέον ταραχώδη από τις οθωμανικές επαρχίες, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Τούτος ο διακανονισμός βοήθησε ώστε να επικρατήσει μία ανήσυχη ειρήνη που κράτησε μέχρι το τέλος του αιώνα· όμως το «σύστημα» του Bismark είχε αρχίσει να εκφυλίζεται πολύ πριν απ' αυτό. Οι διάδοχοι του Bismark, για πολλούς και διάφορους λόγους, απέτυχαν να ανανεώσουν το σύμφωνο με τη Ρωσία, επιτρέποντας έτσι στη Γαλλία να τη διεκδικήσει ως σύμμαχο. Μοιραίο λάθος. Για τη Ρωσία τούτη η καινούρια πανίσχυρη Γερμανία δύο μόνο πράγματα μπορούσε να είναι: ή φίλη ή απειλή. Κι αν ήταν απειλή, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο με μία στρατιωτική συμμαχία με τη Γαλλία. Έτσι κι αλλιώς η Γαλλία αποτελούσε αστείρευτη πηγή του επενδυτικού κεφαλαίου που χρειαζόταν η Ρωσία για να εκσυγχρονίσει την οικονομία της. Έτσι το 1881 οι δύο δυνάμεις συνήψαν σύμφωνο, τη Διπλή Αντάντ, για να αντιπαρατεθούν στην Τριπλή Συμμαχία, και οι αντίπαλες πλευρές άρχισαν να ανταγωνίζονται ποια θ' αποκτούσε μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη. Οι Βρετανοί στην αρχή έβλεπαν με μεγάλη ανησυχία αυτή τη συμμαχία ανάμεσα στους παραδοσιακούς τους αντιπάλους. Η δυναμική των διεθνών σχέσεων κανονικά θα υπαγόρευε ως φυσική συνέπεια τη συμμαχία της Βρετανίας με τη Γερμανία. Το ότι αυτό δεν συνέβη οφειλόταν εν μέρει στην εγγενή βρετανική διστακτικότητα να συμμετάσχει σε οποιεσδήποτε περίπλοκες συμμαχίες της ηπειρωτικής Ευρώπης, καθώς και στην εξαιρετικά αδέξια γερμανική διπλωματία. Όμως ακόμη πιο σημαντική απ' αυτά στάθηκε η απόφαση της Γερμανίας που ήδη αναφέραμε, δηλαδή να οργανώσει στόλο που θα έθετε υπό αμφισβήτηση τη βρετανική κυριαρχία των θαλασσών. Δεδομένου ότι είχε ήδη τον ισχυρότερο στρατό του κόσμου, δεν έγινε αμέσως κατανοητό τουλάχιστον από τους Βρετανούς- γιατί η Γερμανία χρειαζόταν και ωκεανοπόρο ναυτικό. Ως εκείνη
Digitized by 10uk1s
τη στιγμή, παρά το βιομηχανικό ανταγωνισμό, οι σχέσεις της Βρετανίας με τη Γερμανία ήταν μάλλον φιλικές. Αλλά τώρα άρχιζε μία «ναυτική κούρσα» για ποσοτική και ποιοτική υπεροχή σε πλοία· κι αυτό έμελλε ν' αλλάξει τη βρετανική κοινή γνώμη. Το 1914 η Βρετανία βρισκόταν σαφώς πιο μπροστά, έστω και μόνο γιατί ήταν πρόθυμη και προετοιμασμένη να ενισχύσει περισσότερο τη ναυπηγική· επίσης, σε αντίθεση με τους Γερμανούς, δεν χρειαζόταν να επωμισθεί το βάρος ενός αγώνα δρόμου για να αναβαθμίσει τα όπλα ξηράς. Αλλά οι Βρετανοί δεν έπαυαν να ανησυχούν: όχι τόσο για το στόλο που η Γερμανία ήδη διέθετε όσο γι' αυτόν που θα μπορούσε να αποκτήσει μελλοντικά - ιδιαίτερα αν μία επιτυχής έκβαση πολέμου τής χάριζε στρατιωτική ηγεμονία επί της ηπειρωτικής Ευρώπης. Έτσι η Βρετανία άρχισε να αποκαθιστά τις σχέσεις της με τους παραδοσιακούς της αντιπάλους. Το 1904 διευθέτησε τις διαφορές της με τη Γαλλία στην Αφρική συνάπτοντας μία σχέση που έγινε γνωστή ως l' entente cordiale *. Της έμενε πια μόνο η Ρωσική Αυτοκρατορία που, με την επέκτασή της στα νοτιοανατολικά προς τα σύνορα της Ινδίας, στοίχειωνε με εφιάλτες τον ύπνο των βικτωριανών πολιτικών, και τους ώθησε τελικά να συνάψουν το 1902 την πρώτη τους εδώ και έναν αιώνα επίσημη συμμαχία με την Ιαπωνία. Τρία χρόνια αργότερα η Ρωσία ηττήθηκε από την Ιαπωνία (μια ήττα που την οδήγησε στα πρόθυρα επανάστασης), οπότε το 1907 ήρθε ευχαρίστως σε συμφωνία με τη Βρετανία για τις αμφισβητούμενες παραμεθόριες περιοχές της Περσίας και του Αφγανιστάν, συνάπτοντας έτσι την «Τριπλή Αντάντ». Πέρα από την Ευρώπη η Βρετανία φρόντισε να παραμείνει φίλη με τις ΗΠΑ. Η όρεξη των Αμερικανών για ναυτική εξάπλωση είχε κορεστεί με τη νίκη τους επί της Ισπανίας το 1899 και την προσάρτηση των κτήσεων της δεύτερης στον Ειρηνικό, αλλά οι Βρετανοί πολιτικοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι οι ανεξάντλητοι πόροι της Αμερικής την καθιστούσαν τόσο ισχυρή που οποιαδήποτε αναμέτρηση μαζί της έπρεπε πάση θυσία να αποφευχθεί. Έτσι οι παλιές αντιπαλότητες παραμερίστηκαν αφ' ενός διότι η Βρετανία είχε αφεθεί να «αλωνίζει» με τα πλοία της στο δυτικό ημισφαίριο· και αφ' ετέρου γιατί και οι δύο χώρες φρόντιζαν να καλλιεργούν επιμελώς την αρμονία μεταξύ της αμερικανικής και βρετανικής ελίτ, μία αρμονία βασισμένη στο κοινό «αγγλοσαξωνικό» αίμα, καθώς και στις κοινές πολιτικές αξίες. Αν και η Βρετανία συνήψε επίσημες συμμαχίες μόνο με την Ιαπωνία, οι Γερμανοί παραπονούνταν ότι οι Βρετανοί εξύφαιναν γύρω τους ιστό για να τους περιορίσουν, και οι σχέσεις των δύο κρατών επιδεινώνονταν συνεχώς. Τo 1911, όταν οι Γερμανοί επιχείρησαν να ταπεινώσουν τους Γάλλους αμφισβητώντας τη γαλλική επιρροή στο Μαρόκο με μία ναυτική επίδειξη δύναμης στα ανοιχτά του Agadir, οι Βρετανοί πήραν ανοιχτά το μέρος των Γάλλων. Όλο και περισσότεροι Βρετανοί και Γερμανοί πολίτες άρχισαν να βλέπουν οι μεν τους δε ως φυσικούς εχθρούς και τον πόλεμο αναμεταξύ τους αναπόφευκτο. Παρ' όλα αυτά ο πόλεμος ξέσπασε τρία χρόνια αργότερα στην άλλη άκρη της Ευρώπης, στα Βαλκάνια, όπως δυσοίωνα είχε προβλέψει ο Bismark.
Οι βαλκανικές κρίσεις Χωρίς την καταπραϋντική παρουσία του Bismark, οι σχέσεις μεταξύ της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας είχαν επιδεινωθεί τόσο όσο κι εκείνες μεταξύ Βρετανίας και Γερμανίας. Το βαλκανικό κράτος που φοβόντουσαν περισσότερο οι Αυστριακοί ήταν η Σερβία, ιδιαίτερα από τη στιγμή που το καθεστώς προστασίας επί της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης είχε θέσει πολλούς Σέρβους υπό αυστριακό έλεγχο. Το 1903 ένα πραξικόπημα στο Βελιγράδι ανέτρεψε τη δυναστεία των Ομπρένοβιτς, η οποία επεδίωκε τη συμφιλίωση με τη Δυαδική Μοναρχία, και την αντικατέστησε με μία κυβέρνηση
*
(Σ.τ.μ.:) Γαλλικά στο πρωτότυπο. Αντάντ χορντιάλ: Εγκάρδια Συνεννόηση.
Digitized by 10uk1s
αφοσιωμένη στην επέκταση της Σερβίας μέσω της απελευθέρωσης όλων των υπόδουλων σε ξένες δυνάμεις Σέρβων -κυρίως εκείνων της Βοσνίας. Πέντε χρόνια αργότερα η Αυστρία προσάρτησε επίσημα τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη για να διευκολύνει τον έλεγχό της σ' αυτές τις επαρχίες. Η σερβική κυβέρνηση απάντησε με τη δημιουργία ενός ανοιχτού «απελευθερωτικού κινήματος» για τους Βόσνιους Σέρβους, που διέθετε μία μυστική τρομοκρατική πτέρυγα που ονομαζόταν «Η Μαύρη Χειρ». Η οργάνωση εκπαιδευόταν και υποστηριζόταν από ανθρώπους του σερβικού στρατού. Ταυτόχρονα η Σερβία, με την ενθάρρυνση των Ρώσων, πρωτοστάτησε στο σχηματισμό της «Βαλκανικής Ένωσης» με την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο, στόχος της οποίας ήταν να διώξει οριστικά τους Τούρκους από τη χερσόνησο. Η ευκαιρία τους δόθηκε το 1912 όταν οι Τούρκοι προσπαθούσαν να υπερασπίσουν τα εδάφη τους στη Λιβύη από μία εισβολή της Ιταλίας, η οποία είχε τη μεγαλεπήβολη φιλοδοξία (μια γενιά πριν τον Mussolini) να αναβιώσει τη δόξα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο εκείνης της χρονιάς οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι έδιωξαν τους Τούρκους απ' όλη τη χερσόνησο εκτός από ένα προγεφύρωμα στην Αδριανούπολη. Τον επόμενο χρόνο ξέσπασε δεύτερος πόλεμος ανάμεσα στους νικητές συμμάχους για τη διανομή των κερδισμένων εδαφών. Το αποτέλεσμα αυτών των δύο πολέμων ήταν να διπλασιαστούν η έκταση και ο πληθυσμός της Σερβίας και να ενθαρρυνθούν οι φιλοδοξίες της. Όμως στη Βιέννη τα κυρίαρχα συναισθήματα ήταν ο φόβος και η αποκαρδίωση: φόβος για την ορμητική προέλαση της Σερβίας, με όλη την εμψύχωση που τούτη πρόσφερε στους Σλάβους αντιφρονούντες και στα δύο κράτη της Μοναρχίας, και αποκαρδίωση γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για ν' αλλάξουν την κατάσταση. Και τότε, στις 28 Ιουλίου 1914. ο κληρονόμος του θρόνου των Αψβούργων, ο Αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος, δολοφονήθηκε στο Σαράγιεβο, πρωτεύουσα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, από τον Γαβριήλ Πρίντσιπ, έναν έφηβο τρομοκράτη εκπαιδευμένο και οπλισμένο από την οργάνωση Μαύρη Χειρ.
Digitized by 10uk1s
Η έλευση του πολέμου Η κρίση του 1914 Η κρίση, που επισπεύσθηκε από τη δολοφονία του Αρχιδούκα, στην αρχή δεν φαινόταν σοβαρότερη από τις πέντε-έξι που είχαν προηγηθεί στα Βαλκάνια από το 1908 και επιλυθεί ειρηνικά με την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Αλλά οι Αυστριακοί ήταν τώρα αποφασισμένοι να συντρίψουν οριστικά τους Σέρβους εχθρούς. Εξέδωσαν ένα τελεσίγραφο που, αν γινόταν δεκτό, θα μετέτρεπε τη Σερβία σε πελατειακό κράτος της Δυαδικής Μοναρχίας. Αυτό δεν θα το ανέχονταν οι Ρώσοι - και οι Αυστριακοί το γνώριζαν· έτσι, πριν ανακοινώσουν το τελεσίγραφό τους, φρόντισαν να αποσπάσουν αυτό που έγινε γνωστό ως «λευκή επιταγή» από το Βερολίνο, εξασφαλίζοντας τη γερμανική υποστήριξη σε περίπτωση πολέμου. Παρέχοντας αυτή την «επιταγή» η γερμανική κυβέρνηση γνώριζε πολύ καλά ότι διακινδύνευε τουλάχιστον έναν ευρωπαϊκό πόλεμο αλλά τώρα πια ένας τέτοιος πόλεμος θεωρείτο αναπόφευκτος στο Βερολίνο. Οι στρατιωτικοί ηγέτες της Γερμανίας υπολόγισαν ότι θα ήταν καλύτερο να γίνει σύντομα, όσο ακόμη οι Ρώσοι δεν είχαν συνέλθει από την ήττα του 1905, παρά αργότερα, όταν θα είχαν προλάβει να ολοκληρώσουν το τεράστιο, χρηματοδοτούμενο από τους Γάλλους πρόγραμμα ανάπτυξης των σιδηροδρόμων που θα τους προβίβαζε σ' ένα εντελώς καινούργιο επίπεδο στρατιωτικής δύναμης. Η Γαλλία πάλι περνούσε μία φάση αγωνιστικού εθνικισμού μετά την κρίση του Agadir, οπότε ήταν στρατιωτικά και ψυχολογικά έτοιμη για πόλεμο. Στη Ρωσία η πανσλαβική κοινή γνώμη ζητούσε πιεστικά τον πόλεμο, παρ' όλο που η κυβέρνηση ήξερε πολύ καλά τις αδυναμίες όχι μόνο του στρατού αλλά και ολόκληρου του καθεστώτος, που είχε κλονισθεί το 1905 από μία επανάσταση της οποίας οι απόηχοι δεν είχαν σιγάσει ακόμη. Όσο για τους Βρετανούς, ελάχιστα ενδιαφέρονταν για τα βαλκανικά ζητήματα, έχοντας στρέψει όλη τους την προσοχή στα δικά τους μεγάλα εσωτερικά προβλήματα· αλλά αν ξεσπούσε πόλεμος στην Ευρώπη, δεν θα κάθονταν με σταυρωμένα χέρια να βλέπουν τη Γαλλία να συντρίβεται από τη Γερμανία, μία χώρα όπου οι περισσότερες εφημερίδες υποδείκνυαν την Αγγλία ως τον κύριο εχθρό και η οποία έβλεπε μία νίκη της στην Ευρώπη απλώς σαν μία αρχή για την ανακήρυξή της όχι μόνο σε Μεγάλη αλλά σε Παγκόσμια Δύναμη. Έτσι η Ευρώπη βρισκόταν στο χείλος του πολέμου τον Ιούλιο του 1914. Για να καταλάβουμε γιατί δεν τον απέφυγε πρέπει τώρα να εξετάσουμε τα άλλα δύο στοιχεία της τριάδας του Κλάουζεβιτς: τις στρατιωτικές ενέργειες και τα πάθη των λαών.
Η στρατιωτική κατάσταση το 1914 Οι γερμανικές νίκες των ετών 1866 και 1870 είχαν ανοίξει νέο κεφάλαιο στη στρατιωτική και πολιτική ιστορία της Ευρώπης. Οι γερμανικοί θρίαμβοι οφείλονταν σε δύο παράγοντες, έναν σσττρρααττηηγγιικκόό και έναν τταακκττιικκόό. Ο πρώτος ήταν η δυνατότητα της Γερμανίας να παραθέσει στα πεδία μαχών δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες απ' ό,τι οι αντίπαλοί της, και τούτο, με τη σειρά του, οφειλόταν σε δύο λόγους. Ο ένας ήταν η ανάπτυξη των σιδηροδρόμων και του τηλέγραφου, δύο μέσων που καθιστούσαν δυνατή την άμεση πρόσβαση στα θέατρα του πολέμου πρωτοφανούς αριθμού στρατιωτών. Ο άλλος ήταν η θέσπιση υποχρεωτικής σε καιρούς ειρήνης στρατιωτικής θητείας, γεγονός που εξασφάλιζε όχι μόνο τη διαθεσιμότητα αμέτρητων ανδρών, αλλά και το ότι ήταν εκπαιδευμένοι και μπορούσαν να κινητοποιηθούν ανά πάσα στιγμή. Τέτοιοι στρατοί -και από το 1871 ο γερμανικός αριθμούσε πάνω από ένα εκατομμύριο- προϋπέθεταν τεράστια οργάνωση, έργο που αναλάμβανε ένα Γενικό Επιτελείο, ο επικεφαλής του οποίου ήταν ουσιαστικά ο Αρχιστράτηγος. Απαιτούσε επίσης ένα σύστημα μεταβίβασης εντολών που επιφόρτιζε με νέες ευθύνες τους μέσους και χαμηλόβαθμους αξιωματικούς. Οι μάχες δεν δίνονταν ούτε κρίνονταν πια υπό το βλέμμα ενός και μοναδικού στρατηγού. Μπορούσαν να εκταθούν -όπως συνέβη στον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο- σε πολλές δεκάδες χιλιόμετρα. Έχοντας αναπτύξει τις δυνάμεις του στο πεδίο της μάχης, ο
Digitized by 10uk1s
αρχιστράτηγος δεν είχε παρά να κάθεται στο αρχηγείο του στα μετόπισθεν, μίλια μακριά από την πρώτη γραμμή, και να ελπίζει για το καλύτερο. Τούτη η εξάπλωση του μετώπου ενισχύθηκε από το δεύτερο παράγοντα, την εξέλιξη των μακρύκαννων βαρέων πυροβόλων όπλων. Ο εξοπλισμός του πεζικού με οπισθογεμή τουφέκια βελτίωσε το βεληνεκές αλλά και την ακρίβεια βολής σε βαθμό που οι μετωπικές επιθέσεις θα αποκλείονταν, αν οι ταυτόχρονες εξελίξεις του πυροβολικού δεν παρείχαν τη δύναμη πυρός για την υποστήριξή τους. Ήδη από το 1871 το βεληνεκές είχε αυξηθεί θεαματικά. Τo 1900 όλοι οι ευρωπαϊκοί στρατοί ήταν εξοπλισμένοι με τουφέκια βεληνεκούς 1000m και θανατηφόρας ακρίβειας στη μισή απόσταση. Τα πεδινά πυροβόλα είχαν πλέον βεληνεκές 5 μιλίων και μπορούσαν να ρίξουν 20 βολές το λεπτό. Το βαρύ πυροβολικό, που μέχρι τώρα χρησιμοποιόταν μόνο για πολιορκητικούς σκοπούς, μπορούσε πια να μεταφερθεί οδικώς ή πάνω σε ράγες και ήταν σε θέση να σκοπεύσει στόχους σε απόσταση είκοσι πέντε μιλίων ή και περισσότερο. Έτσι οι στρατοί μπορούσαν να δεχτούν πυρά πολύ πριν αντικρίσουν καν τον εχθρό τους, πόσο μάλλον να επιτεθούν στις θέσεις του. Σε ένα πρωτοποριακό έργο επιχειρησιακής ανάλυσης με τίτλο La guerre future * που εκδόθηκε το 1899, ο Πολωνός συγγραφέας Ιβάν Μπλοχ διατύπωσε την άποψη ότι οι επιθέσεις θα ήταν πλέον αδύνατες σε πολέμους που διεξάγονταν με τέτοια όπλα. Οι μάχες γρήγορα θα κατέληγαν σε αιματηρά αδιέξοδα. Το κόστος συντήρησης τεράστιων στρατών στο πεδίο θα ήταν απαγορευτικό. Οι οικονομίες των εμπόλεμων δυνάμεων θα κατέρρεαν και οι δεινές επιπτώσεις αυτού του γεγονότος στους λαούς θα οδηγούσαν στην εξέγερσή τους, ακριβώς όπως είχαν αρχίσει να φοβούνται οι τάξεις των πλουτοκρατών παντού στην Ευρώπη. Το βιβλίο του Μπλοχ προέβλεψε με τόση ακρίβεια την πορεία και την έκβαση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που οι μεταγενέστεροι ιστορικοί έμειναν να αναρωτιούνται γιατί κανείς δεν το είχε λάβει στα σοβαρά υπ' όψη. Ωστόσο, λίγα χρόνια μετά την έκδοσή του ξέσπασαν δύο πόλεμοι που έδειξαν ότι -παρ' όλο που τα νέα όπλα ήταν σε θέση να προκαλέσουν τρομακτικές απώλειες- οι αποφασιστικές μάχες μπορούσαν ακόμη να δοθούν και να κερδηθούν. Στη Νότια Αφρική το 1899-1902, παρά τη δεινότητα και τη γενναιότητα των Μπόερ, τελικά τον πόλεμο τον κέρδισαν οι Βρετανοί, οι οποίοι αποκατέστησαν την ειρήνη στη χώρα -με τη βοήθεια κυρίως του ιππικού, την εξαφάνιση του οποίου είχαν ήδη από καιρό αρχίσει να προφητεύουν οι στρατιωτικοί μεταρρυθμιστές. Ακόμη πιο σημαντικό, το 1904-05. σ' ένα πόλεμο όπου χρησιμοποιήθηκαν και από τις δύο πλευρές τα πιο σύγχρονα όπλα, οι Ιάπωνες κατόρθωσαν, συνδυάζοντας το ικανότατο πεζικό τους και τις ευφυείς τακτικές του πυροβολικού με το αυτοκτονικό θάρρος των στρατιωτών τους, να κατατροπώσουν τους Ρώσους σε αλλεπάλληλες μάχες, αναγκάζοντάς τους τελικά να ζητήσουν ειρήνη. Εκείνο που κατάλαβαν τελικά οι ευρωπαϊκοί στρατοί ήταν πως οι πόλεμοι κερδίζονταν με σύγχρονα όπλα και στρατιώτες που αψηφούσαν το θάνατο. Το δεύτερο μάθημα ήταν ότι η νίκη έπρεπε να είναι άμεση. Μία εκστρατεία που κράτησε λίγο περισσότερο από ένα χρόνο κόστισε στη Ρωσία μία επανάσταση και έφερε την Ιαπωνία στο χείλος της οικονομικής καταστροφής. Η πρόβλεψη του Μπλοχ ότι κανένα κράτος δεν θα μπορούσε να συντηρήσει έναν πόλεμο όπου θα συμμετείχαν, σύμφωνα με τα λόγια του Γερμανού επιτελάρχη Άλφρεντ φον Σλήφεν, «εκατομμύρια άντρες που κόστιζαν εκατομμύρια μάρκα», εμπεδώθηκε απολύτως. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις προετοιμάστηκαν για ένα σύντομο πόλεμο διότι δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι θα ήταν μακροχρόνιος· και ο μόνος τρόπος για να έχεις ένα σύντομο πόλεμο είναι να περάσεις πρώτος στην επίθεση.
*
(Σ.τ.μ.:) Γαλλικά στο πρωτότυπο. Ο πόλεμος του μέλλοντος.
Digitized by 10uk1s
Η «κούρσα των εξοπλισμών» Στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη είχαν μπει σε μια ανταγωνιστική διαδικασία εκσυγχρονισμού των ενόπλων δυνάμεών τους που κατέληξε να ονομάζεται, μάλλον λανθασμένα, «κούρσα των εξοπλισμών». Τα μαθήματα που είχε δώσει ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος μελετήθηκαν με εμβρίθεια, ιδιαίτερα από τους Γερμανούς, οι οποίοι κατάλαβαν πολύ πριν τους αντιπάλους τους τη σπουδαιότητα των χαρακωμάτων για την προστασία του πεζικού τους από το εχθρικό πυροβολικό, καθώς και το τεράστιο πλεονέκτημα που πρόσφεραν τα κινητά βαριά πυροβόλα. Τα μυδραλιοβόλα είχαν επίσης αποδείξει την αξία τους, αλλά οι 600 βολές που έριχναν το λεπτό καθιστούσαν προβληματικό τον ανεφοδιασμό τους με πυρομαχικά. Όλοι οι στρατοί τα είχαν στα οπλοστάσιά τους αλλά μόνον στις αμυντικές μάχες του Δυτικού μετώπου το 1915-17 εκτιμήθηκε σ' όλο της το μέγεθος η προσφορά τους. Όλοι οι στρατοί εγκατέλειψαν τις ζωηρόχρωμες στολές τους (οι Βρετανοί, συνηθισμένοι να πολεμούν στη σκόνη και στις ερήμους των αποικιακών εκστρατειών τους, το είχαν ήδη κάνει) και ντύθηκαν στις ποικίλες αποχρώσεις της λάσπης όπου στο εξής θα έπρεπε να πολεμήσουν - εκτός από τους Γάλλους, που οι νοσταλγοί εθνικιστές πολιτικοί τους υποχρέωσαν να κρατήσουν τα χαρακτηριστικά άλικα παντελόνια τους, και το πλήρωσαν πανάκριβα. Όλοι βιάστηκαν να υιοθετήσουν τις νέες τεχνολογίες του αεροπλάνου και του αυτοκινήτου - αν και το 1914 το πρώτο είχε μόλις αρχίσει να χρησιμοποιείται ως βοηθητικό του ιππικού για αναγνώριση εδάφους, ενώ το δεύτερο εξυπηρετούσε μόνο στη μεταφορά των ανώτατων αξιωματούχων. Όλες οι άλλες μεταφορές εξακολουθούσαν να γίνονται με άλογα, εκεί όπου δεν υπήρχαν σιδηροδρομικές γραμμές. Από τη στιγμή που κατέβαιναν από το τραίνο, οι στρατιώτες δεν κινούνταν ταχύτερα από εκείνους του Ναπολέοντα - για να μην πούμε του Ιουλίου Καίσαρα. Τέλος αναγνωρίστηκε γενικά η σπουδαιότητα των ασύρματων επικοινωνιών -και η υποκλοπή τους- ιδιαίτερα στις ναυτικές εχθροπραξίες. Αλλά στην ξηρά, οι συσκευές ήταν πολύ βαριές για να χρησιμοποιηθούν εκτός των αρχηγείων, με συνέπειες για τις μάχες της πρώτης γραμμής που θα εξετάσουμε αργότερα. Σ' ό,τι αφορούσε στον εξοπλισμό, όλοι οι ευρωπαϊκοί στρατοί το 1914 ήταν, αν μη τι άλλο, συγκρίσιμοι. Οι ΓΓεερρμμααννοοίί ήταν σε θέση να κάνουν τη δυσάρεστη έκπληξη μόνο στη χρήση των κινητών βαρέων πυροβόλων. Οι στρατιωτικοί σχεδιαστές περνούσαν άγρυπνες νύχτες όχι εξαιτίας του εξοπλισμού των εχθρών, αλλά του όγκου του στρατού τους. Τούτος καθοριζόταν από το μέγεθος του πληθυσμού, αλλά επηρεαζόταν επίσης από τις κοινωνικές ανάγκες που περιόριζαν τη διάρκεια της θητείας και την έκταση της στρατολόγησης, καθώς και από τις οικονομικές πιέσεις που περιέκοπταν τις δαπάνες. Σ' ό,τι αφορά στις τρεις κύριες δυνάμεις, ο πληθυσμός της Γερμανικής Αυτοκρατορίας με τα εξήντα επτά εκατομμύρια ξεπερνούσε εκείνον της Γαλλίας με τα τριάντα έξι, αλλά ήταν σαφώς κατώτερος των 164 εκατομμυρίων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Στη ΓΓααλλλλίίαα η δημοκρατική καχυποψία απέναντι στο μιλιταρισμό περιόριζε τη στρατιωτική θητεία σε δύο χρόνια, αλλά πάνω από το 80% του διαθέσιμου δυναμικού εκαλείτο να υπηρετήσει. Στη Γερμανία η στρατιωτική θητεία διαρκούσε τρία χρόνια αλλά ο αριθμός των στρατεύσιμων ανδρών περιοριζόταν, αφ' ενός από οικονομικούς παράγοντες και την συνεχώς αυξανόμενη αριστερή δύναμη στο Reichstag, και αφ' ετέρου από τη διστακτικότητα των ίδιων των στρατιωτικών αρχών να στρατολογήσουν άτομα από τον διογκούμενο και (κατά την άποψή τους) πολιτικά αναξιόπιστο αστικό πληθυσμό. Μόνο το 54% του διαθέσιμου δυναμικού είχε στρατολογηθεί πριν το 1911, παρέχοντας έτσι στη Γερμανία δύναμη 612.000 ανδρών έναντι των 593.000 των Γάλλων. Το μέγεθος του πληθυσμού της ΡΡω ωσσίίααςς και κατά συνέπεια του στρατού της (1.345.000) ήταν τρομαχτικό στα χαρτιά αλλά ουσιαστικά διόλου εντυπωσιακό αν σκεφτόταν κανείς την απουσία των σιδηροδρόμων που δεν θα του επέτρεπε να αναπτυχθεί και τη διοικητική ανικανότητα που τόσο ταπεινωτικά αποκαλύφθηκε με την ήττα του 1905. Τόσο αμελητέα φαινόταν η ρωσική απειλή που ο Σλήφεν, στο «σχέδιο» που κληροδότησε εκείνη τη χρονιά στο διάδοχό του, την αγνόησε τελείως και έστρεψε ολόκληρη τη δύναμη του γερμανικού στρατού εναντίον της Γαλλίας.
Digitized by 10uk1s
Η ρωσική ήττα του 1905 εφησύχασε μεν τους Γερμανούς, αλλά τρομοκράτησε τους Γάλλους. Μετά το 1905 άρχισαν να χρηματοδοτούν αφειδώς τη Ρωσία για να ενισχύσει την οικονομική της υποδομή (ιδίως τους σιδηροδρόμους) και να επανεξοπλίσει το στρατό της σ' ένα «Μείζον Πρόγραμμα» στρατιωτικής αναδιοργάνωσης που θα ολοκληρωνόταν το 1917. Τώρα ήταν σειρά των Γερμανών να ανησυχήσουν. Δεν μπορούσαν πια να υποτιμούν τη σπουδαιότητα της Αυστροουγγαρίας ως συμμάχου· άλλωστε και στις δύο χώρες είχαν αρχίσει να λέγονται πολλά για τη σλαβική απειλή και πόσο κινδύνευε απ' αυτήν ο δυτικός πολιτισμός. Οι Γερμανοί ανέστειλαν τις περικοπές των στρατιωτικών δαπανών και καθιέρωσαν ένα ταχύρυθμο πρόγραμμα διεύρυνσης που κατάφερε ν' αυξήσει τον αριθμό του στρατού τους μέχρι το 1914 σε 864.000. Οι Γάλλοι αντέδρασαν ορίζοντας τη δική τους στρατιωτική θητεία στα τρία αντί για δύο χρόνια και αυξάνοντας έτσι το δικό τους εν καιρώ ειρήνης στρατό σε 700.000 άντρες. Και στα δύο κράτη τα κοινοβούλια ενέκριναν χωρίς αντίρρηση τους αντίστοιχους «φουσκωμένους» στρατιωτικούς προϋπολογισμούς, μια και τα μέλη τους είχαν πειστεί ότι ο πόλεμος, όπου θα παιζόταν η τύχη τους ως έθνη, ήταν αναπόφευκτος. Όταν τελικά κηρύχτηκε ο πόλεμος το 1914, η Γαλλία και η Γερμανία κινητοποίησαν από τέσσερα εκατομμύρια άντρες η καθεμία, από τους οποίους 1,7 εκατομμύρια Γερμανοί και 2 εκατομμύρια Γάλλοι ήρθαν αντιμέτωποι στο Δυτικό Μέτωπο.
Η απόφαση για πόλεμο Έτσι είχε η κατάσταση όταν οι Αυστριακοί επέδωσαν το τελεσίγραφό τους στη Σερβία το 1914. Οι Αυστριακοί ήταν αποφασισμένοι να εξουδετερώσουν τους Σέρβους, με την επέμβαση του στρατού αν αυτό κρινόταν αναγκαίο, και βασίζονταν στους Γερμανούς συμμάχους τους να συγκρατήσουν στο μεταξύ τους Ρώσους. Οι Γερμανοί πίστευαν ότι μπορούσαν να αποτρέψουν μία ρωσική παρέμβαση, αλλά ακόμη κι αν αυτό δεν γινόταν, προτιμούσαν να εμπλακούν στον πόλεμο όσο ο στρατός τους βρισκόταν στο αποκορύφωμα της δύναμής του παρά να χρονοτριβούν όσο η ισορροπία των στρατιωτικών δυνάμεων έγερνε αδυσώπητα προς όφελος των αντιπάλων τους. Το μόνο που δεν σκέφτηκαν στιγμή ήταν ν' αφήσουν τους Αυστριακούς στην τύχη τους. Η Δυαδική Μοναρχία ήταν ο μόνος σύμμαχος που τους είχε απομείνει (δεν υπολόγιζαν τους Ιταλούς, και πολύ σωστά έπρατταν), οπότε η ταπείνωση και η πιθανή διάσπαση της Αυστροουγγαρίας θα ήταν καταστροφική για το κύρος και την ισχύ των Γερμανών. Αλλά και η Ρωσία έκανε παρόμοιους υπολογισμούς. Για τους Ρώσους η εγκατάλειψη της Σερβίας ισοδυναμούσε με προδοσία του σλαβικού ιδεώδους και απώλεια όλων όσα είχαν κερδηθεί στα Βαλκάνια από τις αρχές του αιώνα. Τέλος οι Γάλλοι θεωρούσαν ότι αν εγκατέλειπαν τους Ρώσους στη μοίρα τους θα ήταν σαν να παραδίδονταν αμαχητί σε μια γερμανική ηγεμονία της Ευρώπης και να υποβίβαζαν οι ίδιοι τη χώρα τους σε τρίτης κατηγορίας δύναμη. Όλ' αυτά το Βερολίνο τα ήξερε. Υποστηρίζοντας τους Αυστριακούς οι Γερμανοί καταλάβαιναν ότι διακινδύνευαν έναν ευρωπαϊκό πόλεμο, αλλά αυτό τον πόλεμο νόμιζαν ότι θα τον κέρδιζαν. Το μόνο ερώτημα ήταν: Μήπως ο πόλεμος γίνει παγκόσμιος; Μήπως αποφασίσουν να εμπλακούν και οι Βρετανοί; Τις επιπτώσεις μιας τέτοιας πιθανότητας δεν τις είχαν λάβει σοβαρά υπ' όψη οι Γερμανοί. Στο Βερολίνο, οι άνθρωποι στα κέντρα λήψης αποφάσεων βρίσκονταν σε μια κατάσταση που οι ψυχολόγοι θα ονόμαζαν «γνωστική ασυμφωνία». Η Βρετανία αντιμετωπιζόταν από τους Γερμανούς ως ο απώτατος εχθρός, ο αντίπαλος που έπρεπε να συντριβεί για να μπορέσουν να ανακηρυχτούν σε Παγκόσμια Δύναμη. Παρ' όλα αυτά, ο γερμανικός στρατιωτικός σχεδιασμός δεν περιλάμβανε τη Βρετανία. Ο στρατός είχε αφήσει το θέμα στο ναυτικό, θεωρώντας δεδομένο ότι όποιο εκστρατευτικό σώμα και να έστελναν οι Βρετανοί για να βοηθήσουν τους Γάλλους, θα ήταν πολύ μικρό για ν' αποτελεί κίνδυνο. Όμως το γερμανικό ναυτικό δεν μπορούσε να κάνει τίποτα -ή πίστευε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα- προτού αποκτήσει στόλο ανοιχτής θαλάσσης άξιο να αντιμετωπίσει το Βασιλικό Ναυτικό - κάτι που δεν είχε κατορθωθεί ακόμη. Για τον Γερμανό υπουργό
Digitized by 10uk1s
Πολεμικού Ναυτικού, Γκραφ φον Τίρπιτς, το timing του πολέμου ήταν καταστροφικό. Οποιοδήποτε βρετανικό εκστρατευτικό σώμα συμμετείχε στις εχθροπραξίες μπορούσε βέβαια να παγιδευτεί στην ήττα των συμμάχων του, αλλά αυτό είχε συμβεί και στο παρελθόν (και έμελλε να συμβεί στο μέλλον) της ευρωπαϊκής ιστορίας· ο πόλεμος, ωστόσο, θα συνεχιζόταν όπως στις μέρες του Ναπολέοντα - ένας μακροχρόνιος πόλεμος για τον οποίο κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος και τον οποίο κανείς δεν πίστευε ότι μπορούσε να κερδίσει. Η γερμανική κυβέρνηση πόνταρε λοιπόν στη βρετανική ουδετερότητα και ως τον Ιούλιο του 1914 το στοίχημα φαινόταν λογικό. Η βρετανική κυβέρνηση είχε από το 1906 να ασχοληθεί με πολύ σοβαρά ζητήματα: την αναταραχή στις τάξεις των βιομηχανικών εργατών και τον, κατά τα φαινόμενα, επικείμενο εμφύλιο πόλεμο στην Ιρλανδία. Από την κρίση του Agadir και μετά οι Βρετανοί επιτελάρχες συνομιλούσαν άτυπα μεν, ενδελεχώς δε με τους Γάλλους συναδέλφους τους για την πιθανή αποστολή εκστρατευτικού σώματος στην ηπειρωτική Ευρώπη, αλλά η κυβέρνηση δεν θεωρούσε συνετό να αποκαλύψει αυτά τα σχέδια σ' ένα φιλειρηνικό στην πλειοψηφία του κοινοβούλιο. Το Βασιλικό Ναυτικό είχε μεν λάβει όλα τα μέτρα για την πιθανότητα ενός πολέμου με τη Γερμανία, αλλά δεν είχε δεσμευτεί σε τίποτα. Η επεκτατική πολιτική της Γερμανίας προκαλούσε ανησυχίες μα η θέση των αριστερών και των φιλελεύθερων παρέμενε σταθερά ουδετερόφιλη. Η αντιπάθεια για το γερμανικό «μιλιταρισμό» αντισταθμιζόταν από την απέχθεια προς το δεσποτικό ρωσικό καθεστώς που με τα πογκρόμ του εναντίον των Εβραίων και τη βίαιη καταστολή των αντιφρονούντων πρόσβαλε εξίσου τη φιλελεύθερη βρετανική συνείδηση. Κι ήταν ακόμη πλατιά διαδεδομένη η πεποίθηση ότι τα αποικιακά συμφέροντα της Βρετανίας απειλούνταν περισσότερο από τη Γαλλία και τη Ρωσία παρά από τη Γερμανία. Οι εμπορικοί και οικονομικοί δεσμοί με τη Γερμανία παρέμεναν στενοί. Έτσι ο υπουργός Εξωτερικών Sir Edward Grey, μη έχοντας με το μέρος του την κοινή γνώμη ούτε εξασφαλισμένη την υποστήριξη του κοινοβουλίου, δεν μπορούσε να διαβεβαιώσει τους συμμάχους της Τριπλής Αντάντ ότι η Βρετανία θα στεκόταν στο πλευρό τους σε περίπτωση που η κρίση εξελισσόταν σε πόλεμο. Αν η Γερμανία δεν είχε εισβάλει στο Βέλγιο, δεν ξέρουμε αν η Βρετανία θα διατηρούσε την ουδετερότητά της και για πόσο διάστημα. Όμως η εισβολή έγινε και πρέπει να δούμε γιατί. Οι Γερμανοί σχεδιαστές στρατιωτικών επιχειρήσεων αντιμετώπιζαν ένα βασικό στρατηγικό πρόβλημα ήδη από τον καιρό του Φρειδερίκου του Μεγάλου. Στριμωγμένοι ανάμεσα σε μια εχθρική Γαλλία στα δυτικά και μιαν εχθρική Ρωσία στα ανατολικά (και συχνά με μια εχθρική Αυστρία στα νότια), η μόνη τους ελπίδα να αποφύγουν την ήττα ήταν ανέκαθεν να κατατροπώνουν τον ένα τους εχθρό πριν ο άλλος προλάβει να παρέμβει. Οι Πρώσοι κατήγαγαν τις λαμπρές τους νίκες το 1866 και το 1870 ακριβώς επειδή ο Bismark κατάφερε να ακινητοποιήσει τη Ρωσία και στις δύο περιπτώσεις, αλλά το 1891 η γαλλορωσική συμμαχία επανέφερε το δίλημμα στη σκληρότερη μορφή του. Ποιος εχθρός έπρεπε να εξουδετερωθεί πρώτος; Ο Σλήφεν είχε καταλήξει στη Γαλλία. Αποφασιστική νίκη στις απέραντες πεδιάδες της Πολωνίας ήταν αδύνατο να επιτευχθεί, αλλά αν η Γαλλία μπορούσε να ηττηθεί, ίσως οι Ρώσοι εξαναγκάζονταν να συνθηκολογήσουν. Αλλά πώς θα συνέτριβε κανείς γρήγορα και οριστικά τη Γαλλία; Η χώρα αυτή είχε από το 1871 υψώσει τόσο απροσπέλαστα οχυρά στη γραμμή των συνόρων της με τη Γερμανία που η επανάληψη του 1870 φαινόταν ακατόρθωτη. Η μόνη λύση για τους Γερμανούς ήταν να εισβάλουν στο ουδέτερο Βέλγιο και από εκεί να εξαπολύσουν τόσο σφοδρή επίθεση στη Γαλλία που να την αναγκάσουν να παραδώσει αμέσως τα όπλα, δίνοντάς τους το χρόνο να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους στα ανατολικά για να αποκρούσουν την αναμενόμενη ρωσική επίθεση. Ο ίδιος ο Σλήφεν, όπως είδαμε, δεν έπαιρνε πολύ στα σοβαρά τη ρωσική απειλή, όμως το 1914 τούτη φάνταζε τόσο μεγάλη που οι Γερμανοί επιτελάρχες είχαν αρχίσει να φοβούνται ότι ο ρωσικός στρατός θα έμπαινε στο Βερολίνο πριν προλάβουν οι δικές τους δυνάμεις να φτάσουν στο Παρίσι. Έτσι η εισβολή στο Βέλγιο ήταν αναπόσπαστο μέρος των γερμανικών πολεμικών σχεδίων, και η αύξηση του όγκου του γερμανικού στρατού που προέκυψε από τις μεταρρυθμίσεις του 1912-1913 είχε προγραμματιστεί γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό.
Digitized by 10uk1s
Ο Κλάουζεβιτς έγραψε κάποτε ότι οι πολεμικοί σχεδιασμοί μπορεί να έχουν τη δική τους γραμματική αλλά δεν διαθέτουν έμφυτη λογική. Και οπωσδήποτε δεν υπήρχε καμία λογική στην απόφαση του Γερμανικού Επιτελείου να επιτεθεί στη Γαλλία -η οποία δεν συμμετείχε καν στη διένεξη- για να υποστηρίξει τους Αυστριακούς σε μία σύγκρουσή τους με τη Ρωσία με αντικείμενο τη Σερβία, και μάλιστα να το κάνει εισβάλλοντας στο Βέλγιο, του οποίου την ουδετερότητα εγγυόταν το σύμφωνο του 1831 που είχαν υπογράψει η Βρετανία και η ίδια η Γερμανία. Ήταν ενδεικτικό της κατάστασης των πραγμάτων στο Βερολίνο το γεγονός ότι ο Γερμανός Καγκελάριος Τέοντορ φον Μπέτμαν Χόλβεγκ θεώρησε καθήκον του όχι να αμφισβητήσει την εισβολή, αλλά να τη δικαιολογήσει ως αναγκαία παραβίαση των διεθνών νόμων, με τον ισχυρισμό ότι ο πόλεμος ήταν δίκαιος και αμυντικός. Αλλά για να παρουσιαστεί ο πόλεμος ως δίκαιος και αμυντικός έπρεπε να φανεί ότι η Ρωσία έκανε τις επιθετικές κινήσεις και τούτο ήταν το πρώτιστο μέλημα της γερμανικής κυβέρνησης σ' εκείνες τις τελευταίες μέρες της κρίσης. Η Σερβία, όπως ήταν αναμενόμενο, απέρριψε το αυστριακό τελεσίγραφο και η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο στις 28 Ιουλίου. Από εκεί και πέρα οι εκτιμήσεις των στρατιωτικών έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στη λήψη αποφάσεων σε κάθε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Στις 30 Ιουλίου ο Τσάρος Νικόλαος II διέταξε, με φοβερό δισταγμό, την κινητοποίηση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων. Γενικά θεωρούνταν δεδομένο ότι η κινητοποίηση αναπόφευκτα οδηγούσε σε Aufmarsch, δηλαδή ανάπτυξη στρατευμάτων με σκοπό την εισβολή σε γειτονικές χώρες, και ότι μια τέτοια ανάπτυξη οδηγούσε εξίσου αναπόφευκτα στον πόλεμο. Έτσι η κινητοποίηση ήταν σαν να τραβούσε κανείς πιστόλι: όποιος το έκανε πρώτος είχε τεράστιο στρατηγικό πλεονέκτημα. Αλλά αν η Ρωσία δεν το έκανε πρώτη, η διοικητική οπισθοδρομικότητά της και οι αχανείς αποστάσεις που έπρεπε να διανύσουν οι εφεδρείες της θα την έφερναν σε εξίσου μειονεκτική θέση σε σχέση με την πιο συμπαγή και οργανωμένη Γερμανία. Στην πραγματικότητα, ούτε για εκείνη ούτε για τη σύμμαχό της Γαλλία η κινητοποίηση σήμαινε αναγκαστικά πόλεμο· αλλά για τη Γερμανία η κινητοποίηση οδήγησε κατευθείαν σε Aufmarsch και η Aufmarsch σε εισβολή στο Βέλγιο, με χρονοδιάγραμμα που κάλυπτε ως και το τελευταίο λεπτό. Τη δικαιολογία τής την έδινε η ρωσική κινητοποίηση. Οι έσχατες προσπάθειες ενός πανικόβλητου Kaiser να καθυστερήσει τα πράγματα αποδείχτηκαν μάταιες. Η διαταγή για την κινητοποίηση δόθηκε στο Βερολίνο την 1η Αυγούστου. Το τελεσίγραφο που απαιτούσε ελεύθερη δίοδο μέσα από το Βέλγιο επιδόθηκε την επόμενη μέρα και όταν απορρίφθηκε, τα γερμανικά στρατεύματα πέρασαν τα σύνορα. Ήταν 3 Αυγούστου. Στη Βρετανία η εισβολή στο Βέλγιο ένωσε την κοινή γνώμη που μέχρι τότε ήταν βαθιά διχασμένη. Από τον 16ο ήδη αιώνα ήταν ζήτημα τιμής για την πολιτική του βρετανικού ναυτικού να μην αφήσει τις Κάτω Χώρες να πέσουν σε εχθρικά χέρια, και τούτη η πεποίθηση είχε περάσει θαρρείς στα γονίδια του λαού, πέρα και πάνω από κάθε κομματική τοποθέτηση. Η βρετανική κυβέρνηση εξέδωσε τελεσίγραφο με την απαίτηση να της δοθούν εγγυήσεις ότι δεν θα θιγόταν η ουδετερότητα του Βελγίου. Το τελεσίγραφο έμεινε αναπάντητο, και η Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας στις 4 Αυγούστου. Οι φιλελεύθερες ανησυχίες για τα δικαιώματα των μικρών κρατών συνδυάστηκαν με την παραδοσιακή συντηρητική επιθυμία για τη διατήρηση της ισορροπίας των δυνάμεων στην Ευρώπη και το κοινοβούλιο ψήφισε σχεδόν ομόφωνα την απόφαση. Ολόκληρη η Βρετανική Αυτοκρατορία κηρύχτηκε σε κατάσταση πολέμου και ο Πρώτος Παγκόσμιος άρχισε.
Digitized by 10uk1s
1914: Οι πρώτες εκστρατείες Λαϊκές αντιδράσεις Η κήρυξη του πολέμου χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό σ' όλες τις μεγαλουπόλεις των εμπόλεμων δυνάμεων, αλλά αυτός ο ενθουσιασμός των πόλεων δεν αντιπροσώπευε κατ' ανάγκη την κοινή γνώμη στο σύνολό της. Η Γαλλία ιδιαίτερα άκουσε τα νέα με στωική μοιρολατρία - κυρίως οι αγρότες που έπρεπε να πάνε να πολεμήσουν, αφήνοντας τις γυναίκες και τα παιδιά τους να καλλιεργήσουν τη γη. Αλλά παντού οι λαοί υποστήριξαν τις κυβερνήσεις τους. Τούτος δεν ήταν ένας «περιορισμένος πόλεμος» μεταξύ ηγεμόνων. Τώρα ο πόλεμος αποτελούσε πανεθνική υπόθεση. Εδώ και έναν αιώνα η εθνική συνείδηση καλλιεργείτο μέσω κρατικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων που είχαν ως στόχο τη διαμόρφωση αφοσιωμένων και πειθήνιων πολιτών. Όσο μάλιστα οι κοινωνίες αποτίναζαν την επιρροή της Εκκλησίας και γίνονταν ολοένα και πιο κοσμικές, η έννοια του «έθνους», με όλη του τη στρατιωτική αρματωσιά και κληρονομιά, απέκτησε μία οιονεί θρησκευτική σημασία. Η στρατιωτική θητεία βοήθησε σ' αυτή τη διαδικασία εμποτισμού με πατριωτικά ιδανικά, όχι όμως μόνο αυτή: η κοινή γνώμη στη Βρετανία, όπου η κατάταξη στο στρατό έγινε υποχρεωτική μόλις το 1916, ήταν τόσο εθνικιστική όσο και στις υπόλοιπες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Για τους οπαδούς του κοινωνικού δαρβινισμού ο πόλεμος ήταν μια δοκιμασία «ανδρισμού» που παρόμοιά της δεν είχε να προσφέρει η μαλθακή αστική ζωή. Αυτός ο «ανδρισμός» εθεωρείτο απαραίτητος για την «επιβίωση» των εθνών σ' ένα κόσμο όπου η πρόοδος ήταν αποτέλεσμα, όπως πίστευαν, ανταγωνισμού και όχι συνεργασίας μεταξύ των εθνών - ακριβώς όπως συνέβαινε και μεταξύ των ειδών του φυσικού κόσμου. Ο φιλελεύθερος φιλειρηνισμός εξακολούθησε να ασκεί κάποια επιρροή στις δυτικές δημοκρατίες, όμως αντιμετωπιζόταν, ιδίως στη Γερμανία, ως σύμπτωμα ηθικής κατάπτωσης. Όλη τούτη η εξεζητημένη επιθετικότητα έκανε πολλούς διανοούμενους να καλωσορίσουν τον πόλεμο· το ίδιο ίσχυσε και για τα μέλη των παλαιών αρχουσών τάξεων, που ανέλαβαν με ενθουσιασμό τον παραδοσιακό τους ρόλο, των πρωτοστατών του πολέμου. Καλλιτέχνες, μουσικοί, ακαδημαϊκοί και συγγραφείς συναγωνίζονταν σε προσφορά υπηρεσιών στις κυβερνήσεις τους. Ιδιαίτερα για τους καλλιτέχνες -τους Φουτουριστές στην Ιταλία, τους Κυβιστές στη Γαλλία, τους Βορτισιστές * στη Βρετανία, τους Εξπρεσιονιστές στη Γερμανία- ο πόλεμος σήμαινε τη λύτρωση από ένα απαρχαιωμένο καθεστώς που οι ίδιοι επεδίωκαν ν' αποτινάξουν εδώ και μια δεκαετία. Οι εργάτες στα αστικά κέντρα πίστευαν ότι θα ήταν ένα συναρπαστικό και, ήλπιζαν, σύντομο διάλειμμα από τη μονοτονία της καθημερινής τους ζωής. Στις δημοκρατίες της δυτικής Ευρώπης ο ενθουσιασμός των πολλών, ενισχυμένος από την κυβερνητική προπαγάνδα, παρέσυρε και εκείνους που διατηρούσαν ακόμη κάποιες επιφυλάξεις. Στις λιγότερο μορφωμένες και υπανάπτυκτες κοινωνίες της ανατολικής Ευρώπης, η παραδοσιακή, φεουδαρχικού χαρακτήρα αφοσίωση στο καθεστώς, ενδυναμωμένη στο έπακρο από την επιδοκιμασία της Εκκλησίας, έδωσε μία εξίσου αποτελεσματική ώθηση στην μαζική κινητοποίηση. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλες οι κυβερνήσεις μπορούσαν να δώσουν ευλογοφανείς εξηγήσεις για τη στάση τους: Οι ΑΑυυσσττρριιαακκοοίί πολεμούσαν για τη διατήρηση της ιστορικής πολυεθνικής τους αυτοκρατορίας ενάντια στη διάλυση που επιδίωκαν και υποκινούσαν οι -ανέκαθεν εχθροί τους- Ρώσοι.
*
(Σ.τ.μ.:) Οπαδοί του βορτισισμού, καλλιτεχνικού κινήματος της βρετανικής αβανγκάρντ της δεκαετίας του 1910 με έντονα φουτουριστικά και κυβιστικά στοιχεία.
Digitized by 10uk1s
Οι ΡΡώ ώσσοοιι πολεμούσαν για την προστασία των Σλάβων συγγενών και φίλων, για την προστασία της εθνικής τους τιμής και για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στη σύμμαχο Γαλλία. Οι ΓΓάάλλλλοοιι πολεμούσαν για ν' αμυνθούν ενάντια στην τελείως απρόκλητη επίθεση που δέχτηκαν από τον παραδοσιακό εχθρό τους. Οι ΒΒρρεεττααννοοίί πολεμούσαν για να υπερασπίσουν το διεθνές δίκαιο και να προλάβουν τον κίνδυνο που τους απειλούσε και που ήταν ο μεγαλύτερος που είχαν να αντιμετωπίσουν από τα χρόνια του Ναπολέοντα. Οι ΓΓεερρμμααννοοίί πολεμούσαν στο πλευρό του ενός και μοναδικού συμμάχου που τους είχε απομείνει, και για να αποκρούσουν τη σλαβική απειλή εξ ανατολών που είχε ενώσει τις δυνάμεις της με τους ζηλόφθονους δυτικούς γείτονές τους με σκοπό να εμποδίσουν τη δίκαιη ανάδειξή τους σε Παγκόσμια Δύναμη. Αυτά τα επιχειρήματα πρόβαλαν οι κυβερνήσεις στους λαούς τους. Αλλά οι λαοί δεν χρειάζονταν την προπαγάνδα των κυβερνήσεών τους για να ξεσηκωθούν υπέρ του πολέμου. Κατατάχθηκαν στο στρατό και ξεκίνησαν να πολεμήσουν εμφορούμενοι απλώς από την ιδέα του πατριωτικού καθήκοντος. Ο Γερμανός στρατιωτικός συγγραφέας Κόλμαρ φον ντερ Γκολτζ είχε γράψει στα τέλη του 19ου αιώνα ότι σ' έναν οποιονδήποτε μελλοντικό ευρωπαϊκό πόλεμο ο κόσμος θα βίωνε την «Έξοδο των Εθνών» και είχε απόλυτο δίκιο. Τον Αύγουστο του 1914 οι ευρωπαϊκές στρατιωτικές αρχές κινητοποίησαν έξι εκατομμύρια άνδρες και τους έθεσαν αντιμέτωπους με τους γείτονές τους. Ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στη Γαλλία και το Βέλγιο. Ο ρωσικός στρατός εισέβαλε στη Γερμανία. Ο αυστριακός στρατός εισέβαλε στη Σερβία και τη Ρωσία. Οι Γάλλοι επιτέθηκαν στα σύνορα και μπήκαν στη γερμανική Alsace-Lorraine. Οι Βρετανοί έστειλαν εκστρατευτικό σώμα να βοηθήσει τους Γάλλους, σίγουροι ότι θα έφταναν στο Βερολίνο το πολύ μέχρι τα Χριστούγεννα. Μόνον οι Ιταλοί, που η Τριπλή Συμμαχία τους υποχρέωνε μεν να συμμετάσχουν σ' έναν αμυντικό πόλεμο αλλά όχι και να επισύρουν την εχθρότητα των Βρετανών, έμειναν, φρονίμως ποιούντες, αμέτοχοι και περίμεναν τις εξελίξεις. Αν νικούσαν οι «Σύμμαχοι» (όπως έγινε γνωστή η γαλλο-ρωσο-βρετανική συμμαχία), η Ιταλία ίσως κέρδιζε τα εδάφη που διεκδικούσε από την Αυστρία· αν νικούσαν οι «Κεντρικές Δυνάμεις» (οι Αυστρο-Γερμανοί), ίσως κέρδιζε όχι μόνο τις αμφιλεγόμενες όμορες με τη Γαλλία περιοχές -τη Νίκαια και τη Σαβοΐα- αλλά και γαλλικές κτήσεις στη βόρεια Αφρική, τις οποίες θα πρόσθετε στη μεσογειακή αυτοκρατορία που είχε ήδη αρχίσει να οικοδομεί σε βάρος των Τούρκων. Η πολιτική των Ιταλών καθοδηγείτο, όπως δήλωνε ο πρωθυπουργός τους με αφοπλιστική ειλικρίνεια, από τον sacro egoismo (ιερό εγωισμό).
Η εισβολή στο Βέλγιο Είδαμε πως τα στρατιωτικά σχέδια όλων των εμπόλεμων χωρών βασίζονταν στην προϋπόθεση ότι ο πόλεμος, για να μην καταστεί ολέθριος, έπρεπε να είναι σύντομος και ότι η νικηφόρα επίθεση ήταν ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί κάτι τέτοιο. Πουθενά δεν το πίστευαν αυτό πιο ακράδαντα απ' ό,τι στο Βερολίνο. Το Γενικό Επιτελείο είχε υπολογίσει ότι ο γαλλικός στρατός έπρεπε να ηττηθεί σε έξι εβδομάδες για να μπορέσουν να μετακινηθούν όσες δυνάμεις χρειάζονταν και να αντιμετωπίσουν την αναμενόμενη ρωσική επίθεση από τα ανατολικά. Τούτο μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με το μεγάλο πλευρικό χτύπημα στο Βέλγιο που είχε οραματιστεί ο φον Σλήφεν ένας ελιγμός που στόχευε όχι απλώς στην ήττα των γαλλικών στρατευμάτων αλλά και στην περικύκλωση και οριστική εξόντωσή τους σε μία «σφαγή χωρίς αύριο» (Schlacht ohne Morgen). Ο διάδοχος του Σλήφεν, Χέλμουτ φον Μόλτκε, ανιψιός του μεγάλου στρατάρχη που είχε ηγηθεί των πρωσικών δυνάμεων στις νίκες του 1866 και 1870, τροποποίησε το σχέδιο έτσι ώστε να προφυλάξει
Digitized by 10uk1s
τα νώτα του σε περίπτωση γαλλικής εισβολής στη νότια Γερμανία και να μην υποχρεωθεί να εισβάλει στην Ολλανδία· διότι, αν ο πόλεμος τραβούσε σε μάκρος, η ουδετερότητα της Ολλανδίας ήταν ζωτική για τη γερμανική οικονομία. Μετά τον πόλεμο ο Μόλτκε κατηγορήθηκε ότι κατέστρεφε την ιδέα του Σλήφεν, αλλά μεταγενέστερες έρευνες έδειξαν ότι οι υποδείξεις του Σλήφεν ήταν ανεφάρμοστες σε πρακτικό επίπεδο. Η εισβολή της Γερμανίας στο Βέλγιο ήταν γενικά αναμενόμενη -την πρόθεσή της πρόδιδαν οι σιδηροδρομικές εσχατιές που είχαν στηθεί κατά μήκος των συνόρων της με το Βέλγιο- αλλά οι Βρετανοί και Γάλλοι στρατιωτικοί υπολόγιζαν ότι η έλλειψη εφοδίων και ανθρώπινου δυναμικού θα περιόριζαν τον ελιγμό αυτό στη δεξιά και μόνο όχθη του Μεύση (Μεζ). Αν τελικά ο Μόλτκε κατάφερε να υλοποιήσει τις ιδέες του Σλήφεν και να κλιμακώσει την επίθεση σε βαθμό που αιφνιδίασε εντελώς τους Συμμάχους, ήταν επειδή βασίστηκε στα δύο επιπλέον στρατιωτικά σώματα -προϊόντα της αναβάθμισης του 1911-1912- και στην ανορθόδοξη χρησιμοποίηση των εφεδρικών μονάδων. Οι Βέλγοι είχαν προετοιμαστεί για την περίπτωση γερμανικής εισβολής κατασκευάζοντας μεγάλα οχυρωματικά έργα στη Λιέγη. Για να τους αντιμετωπίσουν οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν το δικό τους μείζον «μυστικό όπλο», το κινητό πολιορκητικό πυροβολικό, ιδίως βαριά χόβιτσερ (οβιδοβόλα), τα βλήματα των οποίων διαπερνούσαν ατσάλι και μπετόν και σφυροκοπούσαν τις φρουρές αναγκάζοντάς τες να παραδοθούν. Στις 17 Αυγούστου τα χόβιτσερ είχαν ήδη ανοίξει το δρόμο και η γερμανική προέλαση στο Βέλγιο άρχισε. Μπροστά από τα γερμανικά στρατεύματα έτρεχαν οι πρόσφυγες που κουβαλούσαν με κάρα όσα υπάρχοντά τους είχαν προλάβει να περισώσουν. Τούτοι οι Βέλγοι πρόσφυγες ήταν οι πρώτες σταγόνες της ατέλειωτης πλημμύρας των ξεριζωμένων, εξαθλιωμένων ανθρώπων που έμελλε να γίνουν το σήμα κατατεθέν όλων των πολέμων του 20ού αιώνα. Οι κατακτητές μεταχειρίζονταν όσους έμεναν πίσω με πρωτοφανή βαναυσότητα για να προλάβουν το «λαϊκό πόλεμο», δηλαδή την αντίσταση με δολοφονίες και δολιοφθορές που πρώτοι οι Γάλλοι είχαν εγκαινιάσει το 1870 ενάντια στους εισβολείς τους. Βλέποντας σαμποτέρ και franc tireurs (ελεύθερους σκοπευτές) ακόμη κι εκεί που δεν υπήρχαν, οι Γερμανοί συνέλαβαν και εκτέλεσαν περίπου 5.000 Βέλγους άμαχους και πυρπόλησαν αδιακρίτως κτίρια, ανάμεσά τους και το μεσαιωνικό πανεπιστήμιο της Λουβέν. Στη Βρετανία οι θηριωδίες αυτές αποκτούσαν ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις καθώς κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, ενισχύοντας τη λαϊκή υποστήριξη υπέρ ενός πολέμου που πολύ γρήγορα έφτασε να θεωρείται σταυροφορία εναντίον του βάρβαρου γερμανικού μιλιταρισμού - μία άποψη που υιοθετήθηκε και από υψηλά κλιμάκια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμη κι αν η ίδια η εισβολή δεν αρκούσε για να προκαλέσει επέμβαση της Βρετανίας, ο τρόπος που οι γερμανικές δυνάμεις επέβαλαν την κατοχή τους θα της ασκούσε μια ακατανίκητη πίεση να μπει στον πόλεμο.
Η Μάχη του Μάρνη Στο μεταξύ, ο στρατηγός Joseph Joffre, ο Γάλλος αρχηγός του Επιτελείου, εξαπέλυσε τη δική του επίθεση νοτιότερα - αρχικά στην Alsace-Lorraine, κυρίως για να ικανοποιήσει την κοινή γνώμη, και στη συνέχεια βόρεια, στο πλευρό της γερμανικής επίθεσης. Οι γαλλικές δυνάμεις αποκρούστηκαν παντού με βαριές απώλειες, με τους Γερμανούς να καταστρέφουν με το βαρύ τους πυροβολικό τις γαλλικές μονάδες πολύ πριν αυτές καταφέρουν να πλησιάσουν τόσο ώστε ν' ανοίξουν πυρ με τον ελαφρύτερο οπλισμό τους. Έτσι τα γαλλικά στρατεύματα ήδη υποχωρούσαν όταν άρχισε να εφαρμόζεται ο γερμανικός υπερφαλαγγιστικός ελιγμός. Η δεξιά πτέρυγα του γερμανικού στρατού, η Πρώτη Στρατιά με διοικητή τον Αρχιστράτηγο φον Κλουκ, πέρασε μέσα από τις Βρυξέλλες στις 20 Αυγούστου και δύο μέρες αργότερα συνάντησε τα Συμμαχικά στρατεύματα στη βιομηχανική πόλη Μονς. Εκεί δέχτηκαν επίθεση τα δύο σώματα της Βρετανικής Εκστρατευτικής Δύναμης, υπό τις διαταγές του στρατάρχη Τζον Φρεντς, που μόλις είχαν προλάβει να πάρουν τις θέσεις τους. Με τους Γάλλους συμμάχους στα δεξιά τους, αναγκάστηκαν να προβούν σε υποχώρηση που διήρκεσε δύο καυτές εβδομάδες ώσπου, αρχές Σεπτεμβρίου, το σχέδιο Σλήφεν ναυάγησε· οι Σύμμαχοι αντεπιτέθηκαν και ολόκληρη η γερμανική στρατηγική κατέρρευσε.
Digitized by 10uk1s
Η ιστορία της λεγόμενης «Μάχης του Μάρνη» έχει ειπωθεί αμέτρητες φορές. Όλοι όσοι συμμετείχαν διεκδίκησαν για λογαριασμό τους τη μερίδα του λέοντος. Το πιο επιτυχημένο σχόλιο ίσως ήταν εκείνο του Joffre, ο οποίος είπε: «Δεν ξέρω ποιος κέρδισε τη μάχη αλλά ξέρω σε ποιον θα έπεφτε το φταίξιμο αν τούτη χανόταν». Εν συντομία ιδού τι συνέβη: Ο Κλουκ είχε λάβει εντολή να αναπτυχθεί στα δυτικά και νότια του Παρισιού για να περικυκλώσει τα γαλλικά στρατεύματα και να ολοκληρώσει την εξόντωσή τους. Αλλά στις 30 Αυγούστου αποφάσισε ότι, αντί να πραγματοποιήσει αυτή την υπερβολικά φιλόδοξη επιχείρηση, θα ήταν καλύτερο να δώσει προτεραιότητα στη διατήρηση της επαφής με τη στρατιά του στρατηγού φον Μπύλοφ στ' αριστερά του, η οποία καθυστερούσε λόγω των γαλλικών αντεπιθέσεων. Με την έγκριση του Μόλτκε στράφηκε προς τα νοτιοδυτικά του Παρισιού. Στο μεταξύ ο Joffre χρησιμοποιούσε το σιδηροδρομικό του δίκτυο για να μεταφέρει στρατιώτες από τη δεξιά του πτέρυγα στη μείζονα περιοχή του Παρισιού, απ' όπου τώρα απειλούσαν το ακάλυπτο δεξί πλευρό του Κλουκ. Στις 4 Σεπτεμβρίου ο Joffre σταμάτησε την υποχώρηση του κύριου όγκου του στρατού του, εξαπολύοντάς τον ταυτόχρονα ενάντια στον Κλουκ. Όταν ο Κλουκ αναπτύχθηκε για να τον αντιμετωπίσει, δημιουργήθηκε ένα κενό ανάμεσα στο δικό του αριστερό πλευρό και το δεξί του Μπύλοφ, στο οποίο άρχισαν να διεισδύουν βρετανικές και γαλλικές δυνάμεις. Ο φον Μόλτκε, όντας στο Λουξεμβούργο, 150 μίλια πίσω από το μέτωπο και λαμβάνοντας αποσπασματικές μόνον αναφορές από τους στρατιωτικούς του διοικητές, άρχισε ν' ανησυχεί. Είχε ήδη αποδυναμώσει το στρατό του στέλνοντας δύο σώματα στο Ανατολικό Μέτωπο, όπου τα πράγματα για τους Γερμανούς πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Στις 8 Σεπτεμβρίου έστειλε ως πληρεξούσιό του τον αρχηγό της υπηρεσίας πληροφοριών συνταγματάρχη Χεντς, να δει τι συνέβαινε. Ο Χεντς βρήκε τα αρχηγεία και των δύο στρατιών σε κατάσταση σύγχυσης και συμφώνησε με τους διοικητές τους ότι έπρεπε να υποχωρήσουν. Οι Γερμανοί οπισθοχώρησαν στον ποταμό Αιν (στα γαλλο-βελγικά σύνορα), με τους Γάλλους και τους Βρετανούς να ακολουθούν κατά πόδας. Εκεί οι Γερμανοί κατέλαβαν θέσεις που κατάφεραν να κρατήσουν για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Η Πρώτη Μάχη της Ypres Ο Μόλτκε, ασταθής προσωπικότητα στην καλύτερη των περιπτώσεων, υπέστη τώρα νευρικό κλονισμό και αντικαταστάθηκε από τον υπουργό Πολέμου, Έριχ φον Φάλκενχαϊν. Ο Φάλκενχαϊν γνώριζε καλύτερα από τον καθένα πόσο ζωτικό ήταν να κερδηθεί ο πόλεμος πριν μπει ο χειμώνας. Έστειλε όσες μονάδες περίσσευαν για να διασώσουν ό,τι μπορούσαν από το σχέδιο Σλήφεν υπερφαλαγγίζοντας τους Συμμάχους στο βορρά. Ο Joffre του ανταπέδωσε τα ίσα, θέτοντας το βόρειο τομέα του μετώπου υπό τις διαταγές του πιο εμπνευσμένου από τους επιτελείς του, στρατηγού Ferdinand Foch. Τα παράλια τα κρατούσαν τα απομεινάρια του βελγικού στρατού, ο οποίος είχε για ένα μικρό διάστημα προβάλει σθεναρή αντίσταση στην Αντβέρπη, με τη γενναία αν και ατελέσφορη υποστήριξη μιας ετερόκλητης επικουρικής δύναμης από τη Βρετανία, πριν τελικά αναγκαστεί να οπισθοχωρήσει στις 6 Οκτωβρίου. Η βρετανική εκστρατευτική δύναμη, αποτελούμενη τώρα από τρία σώματα, μόλις που πρόλαβε να λάβει θέσεις δεξιά των Βέλγων στην Ypres πριν αρχίσει η γερμανική επίθεση στις 30 Οκτωβρίου. Και οι δύο πλευρές ήξεραν ότι τούτη ίσως ήταν η μάχη που θα έκρινε τον πόλεμο. Οι Βρετανοί είχαν παρατάξει σχεδόν όλο τον παλιό τους τακτικό στρατό, του οποίου η ποιότητα αντιστάθμιζε το μικρό του μέγεθος. Ο Φάλκενχαϊν επιτέθηκε με τέσσερα νεοσύστατα σώματα στρατού, ανάμεσά τους και μονάδες που αποτελούνταν από ανήλικους στρατιώτες χωρίς καμία εκπαίδευση. Τα παιδιά αυτά πολέμησαν με απεγνωσμένο θάρρος μα τα βρετανικά πυροβόλα τα θέρισαν. Έπεσαν κατά χιλιάδες έξω από το χωριό Λανγκεμάρκ σε μια μάχη που στη Γερμανία έμεινε στην ιστορία με την ονομασία Kindermord, «Σφαγή των παιδιών». Οι Βρετανοί κράτησαν τις θέσεις τους, και στις 11 Νοεμβρίου απέκρουσαν την τελευταία γερμανική επίθεση.
Digitized by 10uk1s
Η Πρώτη Μάχη της Ypres, όπως έγινε γνωστή, σήμανε το τέλος του παλιού βρετανικού στρατού. Επίσης σήμανε το τέλος του κινητού πολέμου στο Δυτικό Μέτωπο. Τα χαρακώματα που ανοίχτηκαν βιαστικά στα λασπώδη εδάφη γύρω από την Ypres αποτέλεσαν μέρος της γραμμής που εκτεινόταν από τη Βόρεια Θάλασσα ως τα ελβετικά σύνορα. Η γραμμή αυτή έμεινε ουσιαστικά αναλλοίωτη για άλλα τέσσερα τρομερά χρόνια.
Το Ανατολικό Μέτωπο το 1914 Στο Ανατολικό Μέτωπο η κατάσταση ήταν ακόμη πιο συγκεχυμένη. Θα πίστευε κανείς πως η πολιτική λογική θα επέβαλε στους Αυστριακούς να εστιάσουν την επίθεσή τους στη Σερβία, την «πρωταίτια» του πολέμου, και στους Ρώσους να σπεύσουν στο νότο για να σώσουν στους Σέρβους. Τα πράγματα όμως δεν έγιναν έτσι. Και οι δύο κυβερνήσεις είχαν ν' αντιμετωπίσουν σοβαρά διλήμματα. Η ρωσική κυβέρνηση δεχόταν έντονες πιέσεις να βοηθήσει τους Σέρβους, κυρίως από τους πανσλαβιστές εθνικιστές που επί πενήντα χρόνια ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από την επέκταση της Ρωσίας στα Βαλκάνια. Όμως εξίσου έντονες ήταν οι πιέσεις να βοηθήσει τους Γάλλους, πιέσεις που ασκούσε η φιλελεύθερη αστική τάξη, της οποίας οι δεσμοί με τη Δύση είχαν παγιωθεί μέσω των γαλλικών δανείων και επενδύσεων. Υπήρχε επίσης μία ισχυρή φιλογερμανική φατρία, κυρίως στην αριστοκρατία της τσαρικής αυλής, που είχε προς στιγμή σωπάσει αλλά που όλο και ενδυναμωνόταν όσο συνεχιζόταν ο πόλεμος. Το δε Γενικό Επιτελείο σπαρασσόταν από πολιτικές και επαγγελματικές αντιζηλίες, τις οποίες ο Τσάρος προσπάθησε να αποσοβήσει δημιουργώντας δύο εντελώς ξεχωριστά στρατιωτικά σώματα υπό την εικονική ηγεσία του θείου του Μεγάλου Δούκα Νικολάου. Αυτά τα σώματα θα συμμετείχαν σε διαφορετικούς πολέμους: το ένα στα βορειοδυτικά στην Πολωνία και την ανατολική Πρωσία εναντίον της Γερμανίας, το άλλο στα νότια, στη Γαλικία, εναντίον της Αυστροουγγαρίας. Ήδη από το 1911, που άρχιζε η μεγάλη αναβάθμιση του γερμανικού στρατού, το γαλλικό Γενικό Επιτελείο τόνιζε στους Ρώσους τη σπουδαιότητα μιας αστραπιαίας εφόδου ώστε να αποσπαστούν όσο το δυνατόν περισσότερες γερμανικές δυνάμεις από την επίθεση στα δυτικά. Οι ρωσικές δυνάμεις στο βορρά έκαναν ό,τι μπορούσαν. Στις 15 Αυγούστου, και ενώ οι Γερμανοί στη δύση καθυστερούσαν στα οχυρά της Λιέγης, η Πρώτη Ρωσική Στρατιά υπό τον στρατηγό Ρένενκαμπφ εισέβαλε στην ανατολική Πρωσία από τα ανατολικά και πέντε μέρες αργότερα κατάφερε ένα ισχυρό χτύπημα εναντίον των Γερμανών στο Γκουμπίνεν. Την ίδια μέρα η Δεύτερη Στρατιά υπό τον στρατηγό Σαμσόνωφ προέλασε από τα νότια, απειλώντας το δεξί γερμανικό πλευρό. Λόγω της μεγάλης γερμανικής συγκέντρωσης δυνάμεων εναντίον της Γαλλίας, μόνο μία στρατιά είχε απομείνει για να υπερασπιστεί το Ανατολικό Μέτωπο. Ο διοικητής της, στρατηγός φον Πρίτβιτζ, πανικοβλήθηκε και διέταξε γενική υποχώρηση πίσω από τον ποταμό Βιστούλα. Αλλά η Ανατολική Πρωσία, η ιστορική καρδιά της πρωσικής μοναρχίας, δεν ήταν δυνατόν να εγκαταλειφθεί τόσο εύκολα. Ο Πρίτβιτζ αποπέμφθηκε και αντικαταστάθηκε από το φοβερό δίδυμο των Paul von Hindenburg και Erich Luderndorff. Ο Hindenburg, η ενσάρκωση όλων των παραδοσιακών πρωσικών αρετών, είχε συμμετάσχει στους πολέμους του 1866 και 1870 και κλήθηκε από την αποστρατεία να υπηρετήσει ξανά την πατρίδα σε ηλικία 66 χρόνων. Ο Luderndorff, ο διοικητής του επιτελείου του Hindenburg, ήταν ένας μεσήλικας στρατιωτικός καριέρας που είχε αποδείξει τις τρομερές ικανότητές του τόσο στις γραφειοκρατικές μάχες για την αναβάθμιση του στρατού πριν τον πόλεμο όσο και στις πρώτες μέρες του πολέμου όταν, κυκλοφορώντας μ' ένα επιταγμένο αυτοκίνητο πέρα-δώθε στα απομακρυσμένα οχυρά της Λιέγης, παραπλάνησε τις αρχές και κατάφερε να του παραδώσουν το κεντρικό οχυρό. Με το που ανέλαβαν, οι δύο άντρες υιοθέτησαν το σχέδιο που είχε ήδη εκπονήσει ο επίσης ικανότατος διοικητής επιτελείου του Πρίτβιτζ, συνταγματάρχης Max Χόφμαν, σύμφωνα με το οποίο μόνον ένα αραιό προπέτασμα ιππικού έμεινε να καθυστερήσει την προέλαση του Ρένενκαμπφ από τα
Digitized by 10uk1s
ανατολικά ενώ ο κύριος όγκος των γερμανικών δυνάμεων συγκεντρώθηκε για να αντιμετωπίσει τον Σαμσόνωφ. Η επιτυχία αυτού του ελιγμού χρωστούσε πολλά στο γεγονός ότι οι Γερμανοί είχαν μάθει τα σχέδια των Ρώσων υποκλέπτοντας τα ραδιοσήματά τους, και ακόμη περισσότερα στην πρωτοβουλία ενός Γερμανού στρατηγού, του φον Φρανσουά, ο οποίος αγνόησε τις εντολές να παραμείνει στη θέση του και τόλμησε να προελάσει για ν' ανακόψει την υποχώρηση του Σαμσόνωφ στα νότια. Η τριήμερη μάχη του Τάνενμπεργκ (27-30 Αυγούστου) κόστισε στους Ρώσους 50.000 νεκρούς στρατιώτες και 90.000 αιχμαλώτους. Ήταν μία από τις μεγαλύτερες στρατηγικές νίκες όλων των εποχών και διδάσκεται ακόμη στις στρατιωτικές σχολές, αλλά οι επιπτώσεις της στην τελική έκβαση του πολέμου ήταν αμελητέες. Το μόνο μακροπρόθεσμο αποτέλεσμά της ήταν να καταγραφούν στη συνείδηση των Γερμανών οι Hindenburg και Luderndorff ως ημίθεοι. Στις επακόλουθες μάχες των Μαζουριανών λιμνών (στη ΝΑ Πρωσία), οι Γερμανοί πήραν άλλους 30.000 αιχμαλώτους αλλά έχασαν 100.000 δικούς τους άντρες. Ακόμη νοτιότερα οι Αυστριακοί, όπως και οι Ρώσοι, αντιμετώπιζαν τα δικά τους διλήμματα. Ο διοικητής του αυστριακού Επιτελείου Κόνραντ φον Χότζεντορφ, ήθελε να τελειώνει μια για πάντα με τους απείθαρχους Σέρβους, όμως από την άλλη είχε τέσσερις ρωσικές στρατιές συγκεντρωμένες εναντίον του στα σύνορα της Γαλικίας και λάμβανε καθημερινά μηνύματα από το Βερολίνο να συγκρουστεί μαζί τους για ν' ανακουφίσει την πίεση που δεχόταν ο γερμανικός στρατός. Ο φον Χότζεντορφ τα θαλάσσωσε και στις δύο περιπτώσεις. Η βεβιασμένη επίθεση του στη Σερβία απέτυχε. Οι Σέρβοι στάθηκαν σκληροί πολεμιστές και κατάφεραν να απωθήσουν τους Αυστριακούς πέρα από τα σύνορά τους· οι τελευταίοι μέτρησαν απώλειες 30.000 ανδρών. Η δε επίθεσή του στα βόρεια, στη ρωσική Πολωνία, είχε ως αποτέλεσμα μία σειρά αμφίρροπων, πολύνεκρων μαχών, ώσπου στο τέλος η ρωσική απειλή στο δεξί του πλευρό τον ανάγκασε να υποχωρήσει στα Καρπάθια, εγκαταλείποντας το οχυρό-κλειδί του Πρζέμισλ και χάνοντας άλλους 350.000 άντρες. Οι Γερμανοί ανταποκρίθηκαν στις απελπισμένες εκκλήσεις του φον Χότζεντορφ για βοήθεια επιχειρώντας επίθεση στα δυτικά σύνορα της Πολωνίας, με κατεύθυνση τη Βαρσοβία. Το Νοέμβριο, και ενόσω οι Βρετανοί πολεμούσαν στην Ypres, εκτεταμένες και ακατάληκτες μάχες πραγματοποιούνταν γύρω από το Λοτζ, όπου η κάθε πλευρά έχασε από 100.000 άντρες. Ο ασυγκράτητος φον Χότζεντορφ εξαπέλυσε στη συνέχεια χειμερινή επίθεση στα Καρπάθια για να ανακουφίσει το Πρζέμισλ. Τούτη η επίθεση κατέρρευσε μέσα στις χιονοθύελλες και το Πρζέμισλ παραδόθηκε τον επόμενο Μάρτιο. Μέχρι τότε ο στρατός των Αψβούργων είχε χάσει πάνω από δύο εκατομμύρια άντρες. Έτσι στο τέλος του 1914 ο σύντομος πόλεμος για τον οποίο οι στρατοί της Ευρώπης προετοιμάζονταν επί σαράντα χρόνια είχε τελειώσει· αλλά δεν υπήρχε νικητής.
Digitized by 10uk1s
Ο πόλεμος συνεχίζεται Αν τούτος ήταν ένας «περιορισμένος πόλεμος» του στυλ του 18ου αιώνα, οι κυβερνήσεις στο σημείο αυτό θα μπορούσαν να κηρύξουν ανακωχή και να αποκαταστήσουν την ειρήνη, συμβιβάζοντας όπως-όπως τις διαφορές τους. Και αν περνούσε από το χέρι τους, αυτό ακριβώς θα έκαναν η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία, οι δύο αρχικές πρωταγωνίστριες. Αλλά τώρα τα αρχικά αίτια είχαν ξεχαστεί και οι επιθυμίες των δύο αυτών χωρών δεν ενδιέφεραν κανέναν. Το τιμόνι κρατούσαν πλέον οι σύμμαχοί τους και δεν είχαν καμία πρόθεση να σταματήσουν. Τα γερμανικά στρατεύματα μετά από αλλεπάλληλες λαμπρές επιτυχίες εισχώρησαν βαθιά στην περιοχή των αντιπάλων τους και πίστευαν ότι θα κατήγαγαν την τελειωτική νίκη τον ερχόμενο χρόνο. Η γερμανική κυβέρνηση είχε ήδη καταγράψει, στο αποκαλούμενο Πρόγραμμα του Σεπτεμβρίου, τους όρους της ειρήνης που σκόπευε να επιβάλει στους ηττημένους εχθρούς της. Στα δυτικά, το Βέλγιο θα γινόταν γερμανικό προτεκτοράτο. Η Γαλλία θα εξαναγκαζόταν να παραχωρήσει κι άλλα εδάφη κατά μήκος των ανατολικών συνόρων της, καθώς και να αποστρατικοποιήσει τις βόρειες περιοχές της ως τις εκβολές του Σομ. Στα ανατολικά, τα γερμανικά σύνορα θα εισχωρούσαν βαθιά μέσα στην Πολωνία, και στα βόρεια θα εκτείνονταν παράλληλα με τις ακτές της Βαλτικής. Επίσης οι ηττημένοι Σύμμαχοι θα υποχρεώνονταν να καταβάλουν μεγάλες αποζημιώσεις, ανάλογες με τις απώλειες της Γερμανίας σε «αίμα και πόρους». Φυσικά για τη Γαλλία δεν μπορούσε να υπάρξει ειρήνη όσο ο γερμανικός στρατός κατείχε το ένα πέμπτο της παραγωγικότερης περιοχής της. Για την κοινή γνώμη της Βρετανίας η ειρήνη ήταν αδιανόητη όσο η Γερμανία συνέχιζε να κατέχει το Βέλγιο και να διαπράττει εκεί τις ανήκουστες θηριωδίες της. Άλλωστε το ένα εκατομμύριο Βρετανοί που είχαν καταταγεί εθελοντικά στις αρχές του πολέμου δεν είχαν αρχίσει καλά-καλά να πολεμούν. Εν πάση περιπτώσει και για τις δύο πλευρές, κυρίως για τη Βρετανία και τη Γερμανία, ο πόλεμος δεν ήταν πλέον ένας παραδοσιακός αγώνας για περισσότερη ισχύ, αλλά γινόταν ολοένα και περισσότερο μια σύγκρουση ιδεολογιών. Αν οι συντηρητικοί στη Βρετανία έβλεπαν τον πόλεμο ως άμυνα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ενάντια στην πρόκληση μιας αντίπαλης Μεγάλης Δύναμης, οι φιλελεύθεροι τον θεωρούσαν αγώνα για τη δημοκρατία και την επικράτηση του νόμου ενάντια στην μπότα του πρωσικού μιλιταρισμού, ο οποίος στο Βέλγιο έδωσε μια πρόγευση του τι είχε να περιμένει η Ευρώπη αν έπεφτε στα χέρια των Γερμανών. Όπως ήταν φυσικό, η επίσημη προπαγάνδα επέτεινε τη δαιμονοποίηση της Γερμανίας, αλλά τούτο δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να εκμεταλλεύεται συναισθήματα που είχε ήδη διεγείρει και εντείνει ο τύπος. Τέτοια ήταν η λαϊκή υστερία, που ακόμη και οι πιο διακεκριμένες οικογένειες με γερμανικά επώνυμα θεώρησαν απαραίτητο να τα αλλάξουν: οι Μπάτενμπεργκ έγιναν Μάουντμπατεν, ενώ η ίδια η βασιλική οικογένεια (γνωστή ως Δυναστεία του Ανόβερου, αλλά για την ακρίβεια Ζαξ-Κόμπουργκ-Γκότα) μετονομάστηκε σε Ουίντσορ. Το φαινόμενο δεν περιορίστηκε στους ανθρώπους αλλά έφτασε και στα ζώα: τα γερμανικά τσοπανόσκυλα έγιναν «αλσατικά» και τα ντάχσχουντ εξαφανίστηκαν από τους δρόμους. Η μουσική του Βάγκνερ απαγορεύτηκε. Η αντίπαλη πλευρά βρήκε έκφραση στο δημοφιλές έργο του Ερνστ Λισάουερ, το Hassgesang (Ύμνος του Μίσους), που κατήγγειλε την Αγγλία ως τον πιο επικίνδυνο και ύπουλο εχθρό της Γερμανίας. Οι Γερμανοί ακαδημαϊκοί και διανοούμενοι ενώθηκαν για να φιλοτεχνήσουν την εικόνα μιας Γερμανίας που αγωνιζόταν υπέρ μιας μοναδικής Kultur ενάντια στη σλαβική βαρβαρότητα από τη μια, και από την άλλη ενάντια στην ελαφρότητα και παρακμή του γαλλικού πολιτισμού, καθώς και τον χυδαίο και μπακαλίστικο υλισμό των Αγγλοσαξόνων μιας Kultur που η Γερμανία ενσάρκωνε και υπερασπιζόταν με τις πολεμικές εκείνες αρετές που η Δύση καταδίκαζε ως μιλιταριστικές. Αυτά τα «λαϊκά πάθη» έπαιξαν ρόλο εξίσου σημαντικό με τις πολιτικές ή στρατιωτικές εκτιμήσεις, επηρεάζοντας θετικά την αποφασιστικότητα των αντίπαλων πλευρών να επιμείνουν στον πόλεμο.
Digitized by 10uk1s
Ο πόλεμος στη θάλασσα Στην αρχή η βρετανική κυβέρνηση είχε κι εκείνη την ψευδαίσθηση της ηπειρωτικής Ευρώπης ότι ο πόλεμος θα τελείωνε σε μερικούς μήνες - όχι λόγω μιας στρατιωτικής επιτυχίας αλλά εξαιτίας της κατάρρευσης του δημοσιονομικού συστήματος που επέτρεπε στις οικονομίες των εμπόλεμων δυνάμεων να λειτουργούν. Γι' αυτό και η έκπληξη ήταν μεγάλη όταν ο υπουργός Πολέμου, ο διαπρεπέστερος εν ζωή στρατιωτικός, λόρδος Κίτσενερ προειδοποίησε τους πολίτες συναδέλφους του στο υπουργικό συμβούλιο να προετοιμαστούν για έναν πόλεμο που θα κρατούσε τουλάχιστον τρία χρόνια. Αλλά και το ιστορικό προηγούμενο δεν παρείχε λόγους να υποθέτει κανείς πως ο πόλεμος θα τερματιζόταν συντομότερα. Ακόμη και αν η Γερμανία σημείωνε στην ξηρά τις επιτυχίες του Ναπολέοντα, ο πόλεμος θα μακροημέρευε όπως στον καιρό του Ναπολέοντα· και όπως ο Ναπολέων, η Γερμανία τελικά θα γνώριζε την ήττα από τη βρετανική υπεροχή στη θάλασσα. Η βασική προτεραιότητα του Βασιλικού Ναυτικού ήταν να διασφαλίσει αυτήν ακριβώς την εξέλιξη. Για τη σπουδαιότητα της εν λόγω «υπεροχής» των Βρετανών δεν αμφέβαλλε κανείς. Η ορθόδοξη άποψη του ναυτικού, τόσο στη Γερμανία όσο και στη Βρετανία, ήταν ότι ο πόλεμος θα κερδιζόταν ή θα χανόταν με μεγάλες ναυμαχίες όπως στην εποχή του Νέλσονα. Ο νικητής θα ήταν μετά σε θέση να φέρει στα όρια της λιμοκτονίας τον αντίπαλό του εξαναγκάζοντάς τον να παραδοθεί ή, τουλάχιστον, να αποδιοργανώσει τόσο το εμπόριό του ώστε η οικονομία του να τιναχτεί στον αέρα και να του είναι πια αδύνατο να συνεχίσει τον πόλεμο. Παρά το εντατικό ναυτικό πρόγραμμα του Τίρπιτζ, ο γερμανικός Στόλος Ανοιχτής Θαλάσσης δεν ήταν ακόμη σε θέση να απειλήσει το βρετανικό ναυτικό· αλλά οι Βρετανοί ανησυχούσαν τόσο πολύ για τις νάρκες και τις τορπίλες, που δίσταζαν να καταδιώξουν το γερμανικό στόλο στις βάσεις του στη Βόρειο Θάλασσα ή να επιβάλουν στενό αποκλεισμό στις γερμανικές ακτές. Οι επιφυλάξεις τους δικαιώθηκαν όταν στις 22 Σεπτεμβρίου 1914 ένα γερμανικό υποβρύχιο βύθισε τρία βρετανικά καταδρομικά στα Στενά της Μάγχης, με απώλειες 1.500 ανδρών. Έτσι τα βρετανικά πλοία παρέμεναν δεμένα στο Σκάπα Φλόου, στη βορειότερη άκρη της Σκοτίας, καραδοκώντας την έξοδο που ίσως επιχειρούσε ο γερμανικός στόλος. Τα λιγοστά γερμανικά ελαφρά καταδρομικά που βρέθηκαν στη θάλασσα όταν ξέσπασε ο πόλεμος καταδιώχτηκαν ανηλεώς, αν και μία μοίρα υπό το ναύαρχο κόμη φον Σπέε πρόλαβε την 1η Νοεμβρίου 1914 να βυθίσει δύο βρετανικά καταδρομικά στο Κορονέλ ανοιχτά της Χιλής - για να βυθιστεί κι αυτή με τη σειρά της στη ναυμαχία των Νήσων Φώκλαντ ένα μήνα αργότερα. Τα γερμανικά καταδρομικά βομβάρδιζαν τις παράκτιες πόλεις της Αγγλίας όλο το χειμώνα του 19141915 και υπήρξε μία σύγκρουση στο Ντόγκερ Μπανκ· κατά τ' άλλα, και οι δύο στόλοι παρέμειναν αδρανείς. Μετά από δύο χρόνια ο καινούριος Γερμανός διοικητής του στόλου, ο ναύαρχος Σέερ, βαρέθηκε να περιμένει. Στις 31 Μαΐου 1916 έβγαλε τα πλοία του στη Βόρεια Θάλασσα για να προκαλέσει τους Βρετανούς. Οι Βρετανοί «σήκωσαν το γάντι» και οι δύο στόλοι συγκρούστηκαν στ' ανοιχτά των ακτών της Δανίας σε μία ναυμαχία που για τους Βρετανούς πέρασε στην ιστορία ως Ναυμαχία της Γιουτλάνδης και για τους Γερμανούς ως Ναυμαχία του Σκάγκερακ. Ο πρωτοφανής χαρακτήρας αυτής της σύγκρουσης και η αποτυχία να λειτουργήσουν σωστά οι ραδιοεπικοινωνίες συντέλεσαν ώστε η ναυμαχία να αποβεί ακατάληκτη. Οι Γερμανοί βύθισαν δεκατέσσερα βρετανικά πλοία συνόλου 110.000 τόνων έναντι της δικής τους απώλειας έντεκα πλοίων συνόλου 62.000 τόνων, οπότε ήταν σε θέση να διεκδικήσουν μία τακτική νίκη. Αλλά η στρατηγική κατάσταση δεν άλλαξε. Τα βρετανικά πλοία συνέχισαν να κυριαρχούν στους ωκεανούς της υφηλίου και ο γερμανικός στόλος να σαπίζει δεμένος μέχρι το τέλος του πολέμου.
Οι εχθροπραξίες στις Αποικίες Η βρετανική υπεροχή στη θάλασσα σήμαινε επίσης ότι η Γερμανία είχε αποκοπεί από τις αποικίες της, αλλά τούτες ήταν πολύ λίγες για να έχουν σημασία. Αντίθετα με τους Γάλλους του 18ου αιώνα,
Digitized by 10uk1s
των οποίων οι αποικίες ήταν μείζων πηγή πλούτου, οι Γερμανοί είχαν επιδιώξει να αποκτήσουν υπερπόντιες κτήσεις μόνο για λόγους κύρους, για να στηρίξουν δηλαδή τον ισχυρισμό ότι η χώρα τους ήταν Παγκόσμια Δύναμη· όμως αυτές οι αποικίες, αντί ν' αποφέρουν πόρους, απομυζούσαν την οικονομία τους. Τα νησιά τους στον κεντρικό Ειρηνικό -τα Μάρσαλ, οι Μαριάνες, οι Καρολίνεςγρήγορα κατακτήθηκαν από τους Ιάπωνες συμμάχους της Βρετανίας, το ίδιο και η βάση τους Τσινγκτάο στην ηπειρωτική Κίνα. Οι κτήσεις τους στο νότιο Ειρηνικό -η Σαμόα, η Παπούα, οι Νήσοι του Σολομώντος, τα Bismark- πέρασαν στα χέρια των Αυστραλών και Νεοζηλανδών. Η ειρωνεία της ιστορίας ήταν πως όλοι αυτοί οι τόποι, που στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είχαν καν δευτερεύουσα σημασία, έγιναν θέατρα απεγνωσμένων και αιματηρών μαχών στο Β' Παγκόσμιο. Στη δυτική Αφρική τα γαλλικά και βρετανικά αποικιακά στρατεύματα συνεργάστηκαν για να ελευθερώσουν την Τογκολάνδη και τα Γερμανικά το Καμερούν. Οι Νοτιοαφρικανικές δυνάμεις, κυρίως Μπόερς που είχαν πολεμήσει εναντίον των Βρετανών δεκαπέντε χρόνια πριν, κατέλαβαν τη γερμανική νοτιοδυτική Αφρική, τη μετέπειτα Ναμίμπια, αλλά η γερμανική ανατολική Αφρική, η μετέπειτα Τανζανία, αποδείχτηκε σκληρός αντίπαλος. Ο διοικητής της φρουράς, Πάουλ φον ΛέτοβΒόρμπεκ, αφού απέτρεψε την απόβαση αγγλο-ινδικών στρατευμάτων στην Τάνγκα, στη συνέχεια διέφυγε και άρχισε να παρενοχλεί το εκστρατευτικό σώμα που είχε σταλεί για να τον εξοντώσει υπό τις διαταγές του Γιαν Κρίστιαν Σματς, ενός από τους αστέρες του πολέμου των Μπόερ. Ο ανταρτοπόλεμος του Λέτοβ-Βόρμπεκ συνεχιζόταν επιτυχώς όταν στην Ευρώπη έληξε ο πόλεμος το 1918. Ο Λέτοβ-Βόρμπεκ έσωσε την τιμή των γερμανικών όπλων, αλλά η εκστρατεία του δεν επηρέασε στο ελάχιστο την έκβαση του πολέμου. Ήταν σαφές από την αρχή ότι ο πόλεμος θα κρινόταν στα ευρωπαϊκά πεδία μαχών. Αν και οι Βρετανοί σχεδίαζαν την «Άμυνα της Αυτοκρατορίας» επί τριάντα ολόκληρα χρόνια, δεν τους απασχολούσε τόσο η υπεράσπιση των υπερπόντιων εδαφών τους όσο το τι είχαν τούτα να προσφέρουν στο Βασιλικό Ναυτικό, καθώς και η ομογενοποίηση των καναδικών, αυστραλιανών και νεοζηλανδικών δυνάμεων με εκείνες του Ηνωμένου Βασιλείου. Η βρετανική υπεροχή στις θάλασσες διευκόλυνε τη μεταφορά αυτών των δυνάμεων στην Ευρώπη· ορισμένες μάλιστα φορές τις συνόδευαν ιαπωνικά πολεμικά πλοία. Όλοι αυτοί οι στρατιώτες είχαν καταταγεί εθελοντικά. Πολλοί ήταν είτε μετανάστες πρώτης γενιάς είτε παιδιά τους, άνθρωποι που θεωρούσαν ακόμη τη Βρετανία «πατρίδα» και ένιωθαν περήφανοι που ανήκαν στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Εξάλλου, η ύφεση με τη Ρωσία είχε αποδεσμεύσει τα ινδικά στρατεύματα που μπορούσαν τώρα να κατανεμηθούν στην Ευρώπη - αν και ο φρικτός χειμώνας του 1914 που πολλοί Ινδοί πέρασαν στα πλημμυρισμένα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου, έδειξε ότι τούτος δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος να χρησιμοποιηθούν οι υπηρεσίες τους. Όμως ευτυχώς άνοιξε γι' αυτούς ένα καινούριο, πιο πρόσφορο μέτωπο όταν, στα τέλη του Οκτωβρίου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας.
Οι Εκστρατείες των Δαρδανελίων και της Θεσσαλονίκης Η Οθωμανική Αυτοκρατορία (εν συντομία, Τουρκία) έπαιξε βασικό ρόλο στην ευρωπαϊκή σκηνή, ένα ρόλο που ακόμη δεν έχουμε εξετάσει. Μετά από έναν αιώνα παρακμής, ήττας και ταπείνωσης, όπου επιβίωσε κυρίως γιατί οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θεώρησαν την ύπαρξή της αναγκαία για τη διατήρηση της ισορροπίας στην ανατολική Ευρώπη, την εξουσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ανέλαβαν οι λεγόμενοι «Νεότουρκοι», μία ομάδα νέων αξιωματικών αποφασισμένων να εκσυγχρονίσουν το απαρχαιωμένο πολιτικό και οικονομικό σύστημα και να αποκαταστήσουν το εθνικό γόητρο. Γύρισαν την πλάτη στις ισλαμικές παραδόσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τα αχανή σύνορα ως την Αφρική και την Αραβία, έχοντας το όραμα μιας συμπαγούς, εθνικά ομοιογενούς Τουρκίας που θα εξαφάνιζε τα αλλότρια στοιχεία -Έλληνες, Αρμένιους- από τα εδάφη της και θα συγκροτούσε ένα παντουρκικό κίνημα που θα απελευθέρωνε και θα ένωνε τα τριάντα εκατομμύρια Τούρκων του Καύκασου, της νότιας Ρωσίας και της κεντρικής Ασίας κάτω από μία και μόνη εξουσία. Οι Ρώσοι έβλεπαν την έλευση αυτού του καινούριου καθεστώτος με δικαιολογημένο
Digitized by 10uk1s
πανικό, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η Γερμανία το υποστήριζε με ενθουσιασμό. Το γερμανικό χρήμα έρεε αφειδώς στην Τουρκία, ιδίως για την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων της. Γερμανοί διπλωμάτες ασκούσαν ισχυρή επιρροή στην Κωνσταντινούπολη, κάτι που τον προηγούμενο αιώνα ήταν αποκλειστικό προνόμιο των Βρετανών, ενώ Γερμανοί αξιωματικοί βοηθούσαν στην εκπαίδευση και τον επανεξοπλισμό του τουρκικού στρατού - αν και δεν πρόλαβαν να τον σώσουν από την ταπεινωτική ήττα στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο του 1912. Σώζεται ακόμη ένα τέμενος αφιερωμένο στους Γερμανούς συμβούλους στο Πολεμικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Οι Βρετανοί αντιμετώπιζαν χαλαρά αυτές τις εξελίξεις. Από τη στιγμή που κατάφεραν να παγιώσουν τη θέση τους στην Αίγυπτο τη δεκαετία του 1880, σταμάτησαν να στήνουν τους Τούρκους σαν φράγμα απέναντι στο ρωσικό επεκτατισμό. Στην αρχή μάλιστα θεώρησαν ότι η γερμανική παρουσία ήταν ένα χρήσιμο αντίβαρο απέναντι στη Ρωσία. Όταν η Ρωσία έγινε σύμμαχος, τα Στενά που ένωναν τη Μεσόγειο με τη Μαύρη Θάλασσα, και που μέσω αυτών διακινούσε η Ρωσία το ένα τρίτο των εξαγωγών της, απέκτησαν νέα στρατηγική σημασία, αλλά θεωρήθηκε δεδομένο ότι ο αγγλογαλλικός έλεγχος στη Μεσόγειο μπορούσε να εγγυηθεί την ασφαλή διάβαση. Εξάλλου, αν οι Γερμανοί έλεγχαν τον τουρκικό στρατό ξηράς, οι Βρετανοί ασκούσαν ανάλογη επιρροή στο τουρκικό ναυτικό. Δύο υπερσύγχρονα θωρηκτά είχαν κατασκευαστεί σε βρετανικά ναυπηγεία και τον Αύγουστο του 1914 ήταν έτοιμα να παραδοθούν. Αλλά όταν ξέσπασε ο πόλεμος το βρετανικό κράτος έσπευσε να τα αγοράσει, ψυχραίνοντας έτσι τους υποστηρικτές του στην Κωνσταντινούπολη. Η αλήθεια ήταν ότι οι Τούρκοι είχαν μόλις συνάψει σύμφωνο με τη Γερμανία εναντίον της Ρωσίας, οπότε κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι τα δύο αυτά πλοία δεν θα έπεφταν στα χέρια των Γερμανών το περιστατικό ίσως να ξεχνιόταν αν δύο γερμανικά θωρηκτά, το Γκέμπεν και το Μπρέσλαου. δεν ξέφευγαν από τους Βρετανούς διώκτες τους στη Μεσόγειο, ακριβώς πάνω στην έναρξη του πολέμου, για να αγκυροβολήσουν στα ανοιχτά της Κωνσταντινούπολης στις 12 Αυγούστου. Η απειλητική τους παρουσία, σε συνδυασμό με τις λαμπρές επιτυχίες των γερμανικών στρατευμάτων σε όλα τα μέτωπα, βοήθησε ώστε να πειστεί η τουρκική κυβέρνηση να κηρύξει πόλεμο στη Ρωσία, και στις 29 Οκτωβρίου τα γερμανικά πλοία, τώρα υπό τουρκική σημαία, βομβάρδισαν την Οδησσό. Ταυτόχρονα οι Τούρκοι επιτέθηκαν πρώτοι στους Ρώσους χτυπώντας στο ιστορικό πεδίο της ρωσοτουρκικής διαμάχης, τον Καύκασο· οι 80.000 απώλειες των Τούρκων στους τρεις επόμενους μήνες μαρτυρούν πόσο μεγάλη απερισκεψία ήταν το να προχωρήσουν, αρχές του χειμώνα, σε μια τέτοια κίνηση. Οι Βρετανοί δεν στενοχωρέθηκαν ιδιαίτερα γι' αυτή τη διπλωματική ήττα, ίσως μάλιστα να την προκάλεσαν εκούσια. Η εξασθενημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία τους ήταν περισσότερο χρήσιμη ως θύμα παρά ως εξαρτώμενη σύμμαχος. Το υπουργείο Αποικιών και το υπουργείο Ινδίας έβλεπαν από καιρό τις τουρκικές κτήσεις στην Ασία ως θεμιτή λεία για τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Το Βασιλικό Ναυτικό είχε αρχίσει πρόσφατα να χρησιμοποιεί πετρέλαιο αντί για κάρβουνο ως καύσιμο για τα πλοία του, και είχε βλέψεις στα διυλιστήρια πετρελαίου της Βασόρα, στο μυχό του Περσικού Κόλπου. Με την Τουρκία για εχθρό, η Βρετανία μπορούσε τώρα να μετατρέψει την έκρυθμη κατοχή της επί της Αιγύπτου σε καθεστώς κανονικού προτεκτοράτου. Μάλιστα το Λονδίνο ένιωθε τόσο σίγουρο που έφτασε να υποσχεθεί την Κωνσταντινούπολη, που εδώ και εκατό χρόνια θεωρείτο ο προμαχώνας της βρετανικής ασφάλειας, στους καινούριους του συμμάχους, τους Ρώσους. Εξακολουθούσε να θεωρείται δεδομένο ότι η Τουρκία, με την πολιτική της ζωή συγκεντρωμένη στην Κωνσταντινούπολη, θα ήταν ευάλωτη στην πίεση του βρετανικού ναυτικού. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ανοιχτεί ένα πέρασμα μέσα στα Δαρδανέλια, κάτι που κανείς δεν πίστευε ότι θα ήταν δύσκολο· και από τον πρώτο μήνα του 1915 άρχισαν οι προετοιμασίες γι' αυτή την επιχείρηση. Η εκστρατεία των Δαρδανελίων πυροδοτήθηκε τον Ιανουάριο του 1915 μετά από την έκκληση των δεινοπαθούντων Ρώσων να γίνει μία επίδειξη δύναμης εναντίον της Κωνσταντινούπολης για να ανακουφιστεί κάπως ο Καύκασος από την πίεση των Τούρκων. Υπήρχαν στο Λονδίνο άνθρωποι με επιρροή που ανέκαθεν αμφισβητούσαν το κατά πόσο ήταν συνετό να δεσμευτούν τα βρετανικά στρατεύματα στη δυτική Ευρώπη, αντί να χρησιμοποιηθεί η ναυτική δύναμη της Βρετανίας για να Digitized by 10uk1s
μπλοκάρει τον εχθρό και η οικονομική της δύναμη για να στηρίξει τους Ευρωπαίους συμμάχους της - η στρατηγική που τόσο τους ωφέλησε στους Ναπολεόντειους Πολέμους. Τώρα τους δινόταν η ευκαιρία - ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο στρατός ξηράς είχε αποτύχει να εξασφαλίσει μια θετική έκβαση στο Δυτικό Μέτωπο. Ο νέος σε ηλικία Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, Winston Churchill, με την ασύγκριτη ευφράδειά του, υποστήριξε την εκστρατεία στα Δαρδανέλια. Μαζί του συμφωνούσε και ο συνάδελφός του στο Υπουργείο Πολέμου, ο λόρδος Κίτσενερ, ένας στρατιώτης της αυτοκρατορίας που είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Μέση Ανατολή. Κατ' αρχήν, μία τέτοια κίνηση θα αποκαθιστούσε εκ νέου την επικοινωνία με τη Ρωσία, επιτρέποντάς της να εξάγει τα σιτηρά που έπαιζαν τόσο ζωτικό ρόλο στην οικονομία της. Και επίσης, έτσι θα άνοιγε μία «πίσω πόρτα» στα Βαλκάνια για να βοηθηθούν οι Σέρβοι που εξακολουθούσαν να αποκρούουν με επιτυχία τις επιθέσεις των Αυστριακών ίσως μάλιστα να πείθονταν να συνδράμουν ξανά τη Σερβία και οι άλλες σύμμαχοι της στους Βαλκανικούς Πολέμους - η Βουλγαρία και η Ελλάδα. Για τη Βουλγαρία οι πιθανότητες να προσφέρει βοήθεια ήταν, ομολογουμένως, ελάχιστες. Έτσι κι αλλιώς, από παράδοση εχθρική προς τη Σερβία, είχε αναγκαστεί να της παραχωρήσει στο Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο τα εδάφη στη Μακεδονία που θεωρούσε δίκαιη αμοιβή της για τις προσπάθειές της στον Πρώτο, και επιθυμούσε διακαώς να τα πάρει πίσω. Οι Σύμμαχοι ήλπιζαν να την αποζημιώσουν σε βάρος της Αυστροουγγαρίας, αλλά οι Κεντρικές Δυνάμεις ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση να την πάρουν με το μέρος τους, και διπλωματικά και στρατιωτικά. Κανείς δεν έμεινε άφωνος από έκπληξη όταν η Βουλγαρία, τον Οκτώβριο του 1915. μπήκε στον πόλεμο με το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων. Όμως η Ελλάδα ήταν άλλη ιστορία. Είχε στηρίξει τη Σερβία και στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους. Οι Έλληνες επιχειρηματίες και έμποροι ήταν ανεπιφύλακτα αγγλόφιλοι. Ο στρατός και η βασιλική αυλή ήταν εξίσου ανεπιφύλακτα γερμανόφιλοι - πράγμα αναμενόμενο, αφού ο βασιλιάς ήταν κουνιάδος του Kaiser (τα περισσότερα καινούρια βαλκανικά κράτη είχαν «ψωνίσει» τις βασιλικές τους οικογένειες από τη Γερμανία). Ο Κρητικός πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ήταν επίσης σθεναρός υποστηρικτής των Συμμάχων, αλλά απαιτούσε υψηλό τίμημα για να συμπαραταχθεί - την Κωνσταντινούπολη, η οποία, δυστυχώς, είχε ταχθεί στους Ρώσους. Παρ' όλα αυτά, οι σερβικές νίκες εναντίον των Αυστριακών το χειμώνα του 1914 και οι συμμαχικές αποβάσεις στα Δαρδανέλια τον επόμενο Μάρτιο ενίσχυσαν τη θέση του Βενιζέλου τόσο ώστε να γίνει αποδεκτό το αίτημα των Συμμάχων (ιδέα των Γάλλων κυρίως), να αποβιβάσουν ένα μικρό στρατό στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος θα παρείχε άμεση βοήθεια στους Σέρβους. Αυτός ο στρατός αποβιβάστηκε τον Οκτώβριο του 1915. Όμως μέχρι τότε είχαν συμβεί πολλά. Η εκστρατεία των Δαρδανελίων είχε αποτύχει. Οι στρατιωτικοί στόχοι ήταν από την αρχή συγκεχυμένοι. Το Βασιλικό Ναυτικό είχε απλώς λάβει εντολές «να βομβαρδίσει και να καταλάβει τη χερσόνησο της Καλλίπολης, με στόχο την Κωνσταντινούπολη». Αλλά όταν επιτέθηκαν το Μάρτιο του 1915 οι συμμαχικές (αγγλογαλλικές) ναυτικές δυνάμεις, βρήκαν μπροστά τους νάρκες, αναγκάστηκαν να ανακόψουν και ζήτησαν ενισχύσεις σε στρατό ξηράς. Έτσι στάλθηκαν τμηματικά κάποιοι λόχοι στην Καλλίπολη, υπέστησαν βαριές απώλειες και αναγκάστηκαν να μείνουν προσκολλημένοι σε στενά προγεφυρώματα, έχοντας τους Τούρκους να τους παρακολουθούν από ψηλά. Η μεγάλη αυγουστιάτικη επίθεση των Βρετανών στον Κόλπο της Σούβλας απέτυχε εξαιτίας της ανικανότητας των διοικητών τους. Τον Οκτώβριο είχε γίνει πλέον σαφές ότι η όλη επιχείρηση ήταν ένα οικτρό φιάσκο· το μόνο που ξέπλυνε κάπως τη ντροπή ήταν ο ηρωισμός και η υπεράνθρωπη αντοχή των στρατιωτών, ιδίως των Αυστραλών και Νεοζηλανδών που είχαν αναλάβει να τη φέρουν σε πέρας, και η επιτυχής εκκένωση της χερσονήσου στο τέλος του χρόνου. Έτσι οι Σύμμαχοι έχασαν την αξιοπιστία τους στην ανατολική Μεσόγειο. Στην Ελλάδα, ο Βενιζέλος έμεινε εκτεθειμένος· και όταν η συμμαχική εκστρατευτική δύναμη έφτασε με τα πολλά στη Θεσσαλονίκη, η νέα ελληνική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε δριμύτατα για την παραβίαση της ουδετερότητάς της - κάτι που έφερνε σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση τους Βρετανούς φιλελεύθερους που ισχυρίζονταν ότι πολεμούσαν για τα δικαιώματα των μικρών κρατών.
Digitized by 10uk1s
Χειροτερεύοντας ακόμη περισσότερο τα πράγματα, οι Κεντρικές Δυνάμεις ανέλαβαν την πρωτοβουλία των κινήσεων στα Βαλκάνια, με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία. Το Νοέμβριο του 1915 αυστριακές και γερμανικές δυνάμεις υπό γερμανική διοίκηση και με τη συνδρομή των Βουλγάρων, εισέβαλαν στη Σερβία από τρεις πλευρές, αποτρέποντας έτσι την προέλαση των Συμμάχων από τη Θεσσαλονίκη. Η Σερβία, αβοήθητη, συντρίφτηκε και κυριεύτηκε· τα υπολείμματα του ηττημένου στρατού της έμειναν να αγωνίζονται καταχείμωνα στο Μαυροβούνιο για να βρουν διέξοδο στα λιμάνια της Αδριατικής. Όσοι επέζησαν προσχώρησαν στη συμμαχική δύναμη της Θεσσαλονίκης, η οποία έμενε άπρακτη εκεί, σε μία κατάσταση σχεδόν κωμικής ανικανότητας, ενώ οι Αυστριακοί μπορούσαν τώρα πια να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στους προσφιλέστερους αντιπάλους τους: τους Ιταλούς.
Η Ιταλία μπαίνει στον Πόλεμο Η Ιταλία, όπως έχουμε δει, βιάστηκε να δηλώσει την ουδετερότητά της με το που ξέσπασε ο πόλεμος. Δεν την ενθουσίαζε ιδιαίτερα η ιδέα της συμμετοχής της: το Δημόσιο Ταμείο της είχε αποστραγγιστεί εξαιτίας του πολέμου με τους Τούρκους, και η βιομηχανία της είχε παραλύσει από τις απεργίες. Η Εκκλησία και μεγάλο μέρος της αριστοκρατίας υποστήριζαν τον αγώνα των Καθολικών Αυστριακών ενάντια στη φιλελεύθερη Δύση. Αλλά οι παραδόσεις του Risorgimento, της προοπτικής της τελικής ενοποίησης του ιταλικού έθνους, έδιναν στους Συμμάχους το μεγάλο πλεονέκτημα της λαϊκής υποστήριξης· ένα πλεονέκτημα που οι Κεντρικές Δυνάμεις μπορούσαν να αντισταθμίσουν μόνον εκχωρώντας τα ιταλόφωνα εδάφη που βρίσκονταν ακόμη υπό αυστριακή κατοχή. Οι Γερμανοί πίεσαν φορτικά τους Αυστριακούς συμμάχους τους να το κάνουν, αλλά η Βιέννη δικαιολογημένα δίσταζε. Στο κάτω-κάτω, ο πόλεμος δινόταν για να διατηρηθεί η μοναρχία, όχι για να αποσυντεθεί. Οι Ιταλοί ήταν γενικότερα αντιπαθείς, πέρα από το ότι ήταν και οι μόνοι αντίπαλοι τους οποίους οι Αυστριακοί πίστευαν ακράδαντα ότι μπορούσαν να νικήσουν. Παρ' όλα αυτά, το Μάιο του 1915 η Βιέννη υποχώρησε διστακτικά στη γερμανική πίεση. Ήταν όμως αργά: οι Ιταλοί είχαν ήδη υπογράψει το μυστικό Σύμφωνο του Λονδίνου με τους Συμμάχους, στις 26 Απριλίου. Το σύμφωνο αυτό τους υποσχόταν όλες τις ιταλόφωνες περιοχές νότια των Άλπεων, καθώς και μεγάλες εκτάσεις της Σλοβενίας και της Δαλματίας όπου οι Ιταλοί ήταν σαφώς η μειοψηφία - για να μην αναφέρουμε ένα ουσιαστικό μερίδιο στην τουρκική Ανατολία όπου δεν υπήρχε Ιταλός ούτε για δείγμα. Η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στις 23 Μαΐου 1915 και ο αρχηγός του επιτελείου της Αρχιστράτηγος Λουίτζι Καντόρνα πέρασε τα δύο επόμενα χρόνια εξαπολύοντας αυτοκτονικές επιθέσεις στα βουνά πίσω από τον ποταμό Ιζόντσο και χάνοντας σχεδόν ένα εκατομμύριο άνδρες. Ο αυστριακός στρατός τους πολεμούσε με μένος που δεν είχε επιδείξει σε κανένα άλλο μέτωπο. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η ιταλική είσοδος στον πόλεμο ενίσχυσε περισσότερο το ηθικό του αυστριακού στρατού απ' ό,τι οι νίκες που είχε καταγάγει, ως υφιστάμενος εταίρος των Γερμανών, επί των Σέρβων και των Ρώσων μέσα στο 1915. Και οπωσδήποτε δεν αποζημίωσε στο ελάχιστο τους Συμμάχους για την απώλεια των Βαλκανίων και την ήττα τους από τους Τούρκους.
Το Ανατολικό Μέτωπο το 1915 Όμως και στα κύρια μέτωπα οι Σύμμαχοι δεν τα πήγαιναν καλύτερα. Το Βερολίνο διατηρούσε πάντα τη στρατηγική πρωτοβουλία - ιδίως με τον Έριχ φον Φάλκενχαϊν, τον καινούριο ιδιοφυή αρχηγό του επιτελείου. Ο Φάλκενχαϊν είχε ξεκαθαρίσει πλήρως τις προτεραιότητές του. Καταλάβαινε ότι οι πιο επικίνδυνοι εχθροί της Γερμανίας βρίσκονταν στη δύση και όχι στην ανατολή. Αν δεν κατατροπωνόταν η Γαλλία, και ακόμη περισσότερο η Βρετανία, οι Σύμμαχοι θα παρέτειναν επ' αόριστον τον πόλεμο -όχι χάρη στην στρατιωτική τους δύναμη όσο στη ναυτική τους υπεροχή που τους έδινε τη δυνατότητα να αντλούν πόρους από το Νέο Κόσμο και να τους στερούν από τη Γερμανία. Η Ρωσία δεν αποτελούσε πια άμεση απειλή· άλλωστε, η έκταση και μόνο του ανατολικού πολεμικού θεάτρου δεν άφηνε πολλά περιθώρια για αποφασιστική νίκη σε κανένα μέτωπο. Αν
Digitized by 10uk1s
περνούσε από το χέρι του, ο Φάλκενχαϊν θα ακολουθούσε την τακτική του Σλήφεν: θα έστελνε δηλαδή όσο το δυνατόν μικρότερες δυνάμεις για να συγκρατήσουν τους Ρώσους, συγκεντρώνοντας τον κύριο όγκο του στρατού του στο Δυτικό Μέτωπο. Όμως δεν περνούσε από το χέρι του. Διότι οι μεγάλοι ήρωες του γερμανικού λαού ήταν τώρα οι νικητές του Τάνενμπεργκ: ο Hindenburg και ο Luderndorff. Αυτό το φοβερό δίδυμο δεν σκόπευε να φύγει από το προσκήνιο ούτε ν' αφήσει το λαμπρό πεδίο της νίκης του να ξεχαστεί, και τώρα διέθετε την πολιτική επιρροή για να το πετύχει. Επιπλέον οι Αυστριακοί ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης μετά το τέλος της καταστροφικής χειμερινής τους εκστρατείας. Μέχρι το Δεκέμβριο μόνον του 1914 είχαν χάσει 1.250.000 άντρες. Μέχρι το Μάρτιο του 1915 έχασαν άλλους 800.000. Σ' αυτές τις απώλειες περιλαμβάνονταν οι περισσότεροι μόνιμοι αξιωματικοί που κρατούσαν ενωμένο αυτό τον πολυεθνικό στρατό, οπότε οι σλαβικές μονάδες -Τσέχοι, Ρουμάνοι, Ρουθηνοί- άρχισαν να λιποτακτούν μαζικά. Ο ίδιος ο Κόνραντ φον Χότζεντορφ έφτασε στο σημείο να σκεφτεί μια χωριστή ειρήνη με τη Ρωσία μήπως κι έτσι κατάφερνε να τα βγάλει πέρα με τους Ιταλούς. Έτσι, με βαριά καρδιά, ο Φάλκενχαϊν το πήρε απόφαση ότι για την ώρα θα έπρεπε να συνεχίσει να αμύνεται στη δύση και να εξαπολύει σφοδρές επιθέσεις στην ανατολή, αφενός για να βοηθήσει τους Αυστριακούς συμμάχους και αφετέρου για να επιφέρει βαριά πλήγματα στους Ρώσους ώστε να ενισχύσει τους ισχυρούς εκείνους κύκλους στην Αγία Πετρούπολη που ήδη ζητούσαν ειρήνη. Προχώρησε λοιπόν στη σύσταση μιας νέας αυστρογερμανικής στρατιάς υπό τις διαταγές του στρατηγού Αυγούστου φον Μάκενσεν, με επιτελάρχη του τον συνταγματάρχη Χανς φον Ζέεκτ. Σκοπός αυτού του καινούριου στρατεύματος ήταν να χτυπήσει τις ρωσικές θέσεις στη Γαλικία στην περιοχή Γκορλίτσε-Τάρνουφ. Σ' αυτή την επίθεση χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά οι μέθοδοι που έμελλε να χαρακτηρίσουν τα τελευταία χρόνια του πολέμου: προσεχτικά σχεδιασμένες έφοδοι του πεζικού πίσω από ένα παραπέτασμα από παρατεταμένα και συγκεντρωμένα πυρά του πυροβολικού. Είχε τεράστια επιτυχία: 100.000 άντρες αιχμαλωτίστηκαν και οι γραμμές των Ρώσων υπέστησαν διείσδυση βάθους ογδόντα μιλίων. Η επιτυχία αυτή-καθαυτή δεν ήταν «καθοριστική», αλλά για τον Φάλκενχαϊν δεν ήταν εκεί το θέμα. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει την ουσία αυτού του καινούριου είδους διεξαγωγής πολέμου. Τώρα ο στόχος δεν ήταν τόσο η νίκη στο πεδίο όσο η «φθορά». Η Γερμανία, λοιπόν, έπρεπε στο εξής να αναγκάζει τους αντιπάλους της να εξαντλούν τα αποθέματά τους, διατηρώντας ταυτόχρονα όσο το δυνατόν περισσότερα από τα δικά της. Ο Hindenburg και ο Luderndorff διαφωνούσαν. Συνέχιζαν να φαντασιώνονται μία σαρωτική κυκλωτική κίνηση που θα παγίδευε ολόκληρο το ρωσικό στρατό σε μία «μάχη δίχως αύριο». Ο Φάλκενχαϊν δεν ήθελε ούτε ν' ακούσει κάτι τέτοιο. Τον Αύγουστο ενέκρινε μία επίθεση στο βόρειο τομέα του μετώπου, αλλά με τον περιορισμένο στόχο να εκδιωχθούν οι Ρώσοι από την Πολωνία και να στηθεί μία αμυντική γραμμή από το βορρά ως το νότο μέσω του Μπρεστ Λιτόβσκ. Αυτή η επιχείρηση στέφθηκε από τόσο μεγάλη επιτυχία που ο Φάλκενχαϊν στη συνέχεια επέτρεψε στον Luderndorff να προελάσει στο βορρά για να καταλάβει τη Βίλνα· όμως για μία ακόμη φορά ο γερμανικός στρατός εξασφάλισε μία θεαματική επιχειρησιακή νίκη που δεν είχε κανένα στρατηγικό αποτέλεσμα. Έτσι στο τέλος του 1915 ο γερμανικός στρατός είχε μόνον επιτυχίες στο Ανατολικό Μέτωπο, επιτυχίες που πιστώθηκαν στους Hindenburg και Luderndorff. Αλλά αυτές οι νίκες επί πολύ μεγαλύτερων δυνάμεων δεν χρωστούσαν πολλά στους επιδέξιους χειρισμούς του διδύμου. Βασικά οφείλονταν στην άρτια οργάνωση, το σωστό ανεφοδιασμό, την καλύτερη εκπαίδευση και την ανώτερη κατασκοπεία (οι Γερμανοί υπέκλεπταν συστηματικά τα ραδιομηνύματα των Ρώσων): ιδιότητες χαρακτηριστικές ενός φιλόπονου λαού με δείκτες μόρφωσης και ανάπτυξης που ξεπερνούσαν κατά πολύ εκείνους της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Κάτι πολύ σημαντικό, ωστόσο, ήταν η σκληρότητα που επιδείκνυαν και οι δύο πλευρές με θύματα τους άμαχους πολίτες. Τα ρωσικά στρατεύματα ισοπέδωναν την ύπαιθρο καθώς υποχωρούσαν,
Digitized by 10uk1s
χωρίς κανέναν οίκτο για τους Πολωνούς και Λιθουανούς αυτόχθονες. Ο αριθμός των προσφύγων υπολογιζόταν σε τρία έως δέκα εκατομμύρια. Οι Γερμανοί αδιαφορούσαν ακόμη περισσότερο για τις τύχες των πολιτών. Προέλαυναν όχι μόνον ως κατακτητές αλλά και ως αποικιστές: τούτα ήταν εδάφη που ο Luderndorff σκόπευε να προσαρτήσει (ως μέρος ενός μεγαλύτερου Reich), όπου θα έρχονταν να εγκατασταθούν και να κυριαρχήσουν Γερμανοί. Η περιοχή έγινε γνωστή απλώς ως OberOst, παίρνοντας το όνομά της από το στρατιωτικό οργανισμό που τη διοικούσε. Οι Γερμανοί αξιωματικοί μεταχειρίζονταν τους κατοίκους σαν να επρόκειτο για βαρβάρους ιθαγενείς χωρίς δικαιώματα ή εθνική ταυτότητα. Και σ' αυτήν, όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η Γερμανία στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο προδιέγραψε δυσοίωνα τη συμπεριφορά που θα επιδείκνυε στον Β' Παγκόσμιο.
Το Δυτικό Μέτωπο το 1915 Στο Δυτικό Μέτωπο οι Γερμανοί κράτησαν άμυνα σ' όλη τη διάρκεια του 1915 με την ίδια επιτυχία. Επιτέθηκαν μόνο μία φορά, τον Απρίλιο, στην Ypres, με κύριο σκοπό να δοκιμάσουν ένα νέο όπλο, τα δηλητηριώδη αέρια του χλωρίου. Στην αρχή τούτα αποδείχτηκαν πολύ αποτελεσματικά: τα Συμμαχικά στρατεύματα εναντίον των οποίων χρησιμοποιήθηκαν αιφνιδιάστηκαν και εγκατέλειψαν προσωρινά οχτώ χιλιόμετρα πρώτης γραμμής. Αλλά οι Σύμμαχοι βρήκαν γρήγορα αντίδοτα και συμπεριέλαβαν τα αέρια αυτά στο δικό τους οπλοστάσιο, κάνοντας έτσι τον πόλεμο ακόμη πιο ολέθριο και απάνθρωπο. Καθώς αυτή η νέα «θηριωδία» προστέθηκε στο γερμανικό «φάκελο» της βαρβαρότητας και έγινε ένα από τα πολυτιμότερα επιχειρήματα της συμμαχικής προπαγάνδας όσο διαρκούσε ο πόλεμος αλλά και μετά τη λήξη του, μπορούμε να πούμε ότι περισσότερα χάθηκαν παρά κερδήθηκαν απ' αυτή την καινοτομία. Κατά τ' άλλα, τα γερμανικά στρατεύματα ισχυροποίησαν τις αμυντικές τους θέσεις, συνήθως σε σημεία δικής τους επιλογής - σκάβοντας χαρακώματα με βαθιά και συχνά άνετα καταφύγια, τριγυρισμένα από συρματοπλέγματα και εφοδιασμένα όχι μόνο με κανόνια αλλά και με μυδραλιοβόλα, τα οποία τώρα κέρδιζαν όλο και μεγαλύτερη αναγνώριση σ' ένα είδος αμυντικού πολέμου που κανένας ευρωπαϊκός στρατός δεν περίμενε ποτέ ότι θα αντιμετώπιζε. Για τους Συμμάχους ήταν θέμα τιμής να επιτεθούν σ' αυτές τις αμυντικές θέσεις. Πρώτα απ' όλα, γιατί βρίσκονταν σε γαλλικό έδαφος, και για τους Γάλλους τουλάχιστον ήταν αδιανόητο να τις αφήσουν ανενόχλητες. Δεύτερον, οι πανωλεθρίες στο Ανατολικό Μέτωπο καθιστούσαν απαραίτητη την αδιάκοπη πίεση στο Δυτικό αν οι Σύμμαχοι ήθελαν να παραμείνουν οι Ρώσοι στον πόλεμο. Τη στρατηγική εξακολουθούσαν να χαράσσουν οι Γάλλοι ενώ οι Βρετανοί απλώς ακολουθούσαν. Το βρετανικό Υπουργικό Συμβούλιο πιεζόταν εκ των έσω να περιορίσει τη βρετανική βοήθεια στο Δυτικό Μέτωπο και ν' αναζητήσει μία πιο παραδοσιακή στρατηγική στη θάλασσα -άποψη που υποστήριζε και ο ίδιος ο Κίτσενερ. Ακόμη και οι πιο ένθερμοι «δυτικοί» όπως έφτασαν να αποκαλούνται, θα προτιμούσαν να καθυστερήσουν οποιαδήποτε επίθεση μέχρι το 1916, οπότε και ήλπιζαν ότι τα νέα στρατεύματα θα ήταν πια κατάλληλα εκπαιδευμένα και εξοπλισμένα. Αλλά η αποτυχία της Εκστρατείας των Δαρδανελίων, η πίεση των συμμάχων τους και πάνω απ' όλα το βάρος μιας κοινής γνώμης που ανυπομονούσε να συγκρουστεί με τους Γερμανούς, συνέτειναν ώστε στο τέλος του 1915 οι Βρετανοί να έχουν αμετάκλητα ασπαστεί μία «ευρωπαϊκή» στρατηγική και να προσβλέπουν στην ολοκλήρωσή της μέσα στον επόμενο χρόνο. Έτσι ολόκληρο το 1915, με διαδοχικές επιθέσεις ολοένα αυξανόμενης έντασης, τα γαλλικά και βρετανικά στρατεύματα «σπούδαζαν» αυτό το καινούριο είδος πολέμου με πολύ βαρύ τίμημα. Οι πρώτες συμμαχικές επιθέσεις του Μαρτίου αποκρούστηκαν με μεγάλη ευκολία. Ήταν πια προφανές ότι το κλειδί της επιτυχημένης εφόδου ήταν η επαρκής κάλυψη από το πυροβολικό, αλλά τα Συμμαχικά στρατεύματα δεν διέθεταν ακόμη αρκετά κανόνια κατάλληλου διαμετρήματος ούτε τη βιομηχανία που θα μπορούσε να τα παραγάγει. Πριν από το 1914 τα βλήματα του πυροβολικού ήταν κυρίως σράπνελ, αποτελεσματικά στον κινητό πόλεμο. Αλλά αυτό που χρειαζόταν τώρα ήταν
Digitized by 10uk1s
βαριά εκρηκτικά, δηλαδή βλήματα αρκετά ισχυρά ώστε να ισοπεδώνουν οχυρωματικά έργα και συρματοπλέγματα, να κονιορτοποιούν το πεζικό του εχθρού μέσα στα χαρακώματά του, να χτυπούν τις εφεδρείες καθώς θα έρχονταν προς ενίσχυση των αμυνομένων και να εξουδετερώνουν το εχθρικό πυροβολικό. Επίσης οι έφοδοι του πεζικού έπρεπε να συντονιστούν προσεχτικά με τα μπαράζ του πυροβολικού, κάτι που απαιτούσε όχι μόνο άριστους χειριστές αλλά και αξιόπιστες επικοινωνίες· και οι μοναδικές διαθέσιμες επικοινωνίες από τη στιγμή που δεν υπήρχαν κινητοί ασύρματοι, ήταν οι αγγελιοφόροι, τα ταχυδρομικά περιστέρια και οι τηλεφωνικές γραμμές που συνήθως ήταν τα πρώτα θύματα του εχθρικού πυροβολικού. Τέλος, ακόμη και αν αρχικά πετύχαινε μία έφοδος των Συμμάχων, σπάνια κατάφερνε να εισχωρήσει πέρα από την πρώτη γραμμή του γερμανικού συστήματος χαρακωμάτων, όπου οι επιτιθέμενοι παρέμεναν ευάλωτοι στους βομβαρδισμούς και τις πλαγιοκοπήσεις των αντεπιτιθέμενων. Η περαιτέρω προέλασή τους καθυστερούσε μέχρι να ξαναστοχεύσει με ακρίβεια το πυροβολικό. Σ' αυτή τη φάση, οι πυροβολητές έπρεπε πρώτα να βάλουν δοκιμαστικά για να εξασφαλίσουν την ακρίβεια και μετά ν' ανοίγουν κανονικό πυρ. Αυτό έπαιρνε χρόνο και καταργούσε το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Αργότερα (όπως θα δούμε) επινοήθηκαν μέθοδοι «προ-ρύθμισης», οπότε οι δοκιμαστικές βολές έπαψαν να είναι απαραίτητες. Τέλος, η δυσκολία επικοινωνίας μεταξύ των δυνάμεων εφόδου και των εφεδρειών που χρειάζονταν για να ολοκληρωθεί η διάσπαση των εχθρικών γραμμών καθιστούσαν τη διοίκηση και τον έλεγχο στο πεδίο μάχης σχεδόν ανέφικτα. Για τους Βρετανούς το πρόβλημα ήταν ακόμη πιο πολύπλοκο διότι οι δυνάμεις τους αποτελούνταν από σχεδόν ανεκπαίδευτους εθελοντές οι οποίοι διοικούνταν από αξιωματικούς που συχνά προάγονταν άσχετα με τις ικανότητές τους· όμως πρέπει να σημειώσουμε ότι και οι Γάλλοι εκπαιδευμένοι μεν αλλά για ένα τελείως διαφορετικό είδος πολέμου- δεν τα κατάφερναν καλύτερα. Εν πάση περιπτώσει, τον Σεπτέμβριο η απελπιστική κατάσταση των Ρώσων απαιτούσε μία τεράστια κινητοποίηση στη δύση. Έτσι οι Σύμμαχοι εξαπέλυσαν μία μεγάλη κοινή επίθεση που κατά τα λεγόμενα του στρατάρχη Joffre, «θα ανάγκαζε τους Γερμανούς να υποχωρήσουν μέχρι τον Μεύση και κατά πάσα πιθανότητα θα τερμάτιζε τον πόλεμο». Ο βρετανικός τομέας συγκεντρώθηκε στο Λόος, περιοχή των ορυχείων. Η επίθεση έγινε με την υποστήριξη του πυροβολικού, που τώρα διέθετε και βαρέα πυροβόλα, καθώς και με αέρια, που τώρα για πρώτη φορά χρησιμοποιούνταν εναντίον εκείνων που τα είχαν εφεύρει. Οι Βρετανοί κατάφεραν να διασπάσουν την πρώτη γραμμή των Γερμανών σε πλάτος πέντε μιλίων και βάθος δύο. Αλλά οι Γερμανοί δεν είχαν μείνει με σταυρωμένα χέρια: είχαν προνοήσει να στήσουν μια δεύτερη πλήρη αμυντική γραμμή πίσω από την πρώτη. Από την πλευρά των Βρετανών, λάθη του επιτελείου, διοικητική σύγχυση αλλά κι η αντάρα της μάχης είχαν ως αποτέλεσμα το να μην υπάρχουν διαθέσιμες εφεδρείες για να εκμεταλλευτούν το ρήγμα. Η επιχείρηση τράβηξε για άλλον ένα μήνα με απώλειες 200.000 ανδρών και από τις δύο πλευρές. Παρ' όλα αυτά οι Σύμμαχοι πίστευαν ότι τώρα είχαν βρει τη συνταγή της νίκης: περισσότερα κανόνια, πιο παρατεταμένα προκαταρκτικά μπαράζ, καλύτερες επικοινωνίες, καλύτερη οργάνωση και διοίκηση. Ήλπιζαν ότι όλα τούτα θα τα έθεταν σε εφαρμογή το 1916 σε μία μεγάλη κοινή επίθεση από ανατολικά και δυτικά, σχεδιασμένη ήδη τον Νοέμβριο, από τη Συμμαχική Ανώτατη Διοίκηση, στο Σαντιγύ. Ο Joffre παρέμεινε στη θέση του ως ανώτατος διοικητής του ισχυρότερου Συμμαχικού στρατού στη δύση, αλλά η Βρετανία γινόταν ολοένα και πιο σημαντικός εταίρος καθώς το μέγεθος του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος είχε διογκωθεί από τις αρχικές έξι σε πενήντα έξι μεραρχίες σε έξι στρατιές. Θεωρήθηκε δεδομένο -και πολύ σωστά- ότι ο μέχρι τότε διοικητής, σερ Τζον Φρεντς, δεν έκανε πια γι' αυτή τη δουλειά και αντικαταστάθηκε από τον στρυφνό, λιγομίλητο και με σιδερένια θέληση σερ Αλεξάντερ Χέιγκ· και οι ετοιμασίες για τη Μάχη του Σομ άρχισαν.
Digitized by 10uk1s
Πόλεμος φθοράς Η κατάσταση στο εσωτερικό των εμπόλεμων κρατών Το 1915 έφθανε στο τέλος του και ο πόλεμος, που γενικά αναμενόταν να τελειώσει σε έξι μήνες, είχε διαρκέσει σχεδόν ενάμισυ χρόνο· κανείς πια δεν περίμενε σύντομο τερματισμό. Γιατί είχε κρατήσει τόσο; Υπάρχει μία απλή απάντηση: η συνεχής υποστήριξη όλων των εμπόλεμων λαών, οι οποίοι όχι μόνο υπέμεναν καρτερικά τις τεράστιες στρατιωτικές απώλειες αλλά και δέχονταν αδιαμαρτύρητα τους αυξανόμενους περιορισμούς και τις ολοένα μεγαλύτερες ταλαιπωρίες που επέβαλε η διεξαγωγή του πολέμου. Όλες οι κυβερνήσεις εξουσίαζαν τις ζωές των υπηκόων τους σε βαθμό που όχι μόνο δεν είχε προηγούμενο αλλά που μέχρι τότε ήταν αδιανόητο. Και εκεί που δεν ασκούσαν τον έλεγχο οι κυβερνήσεις, έπαιρναν τα πράγματα στα χέρια τους οι εθελοντικές οργανώσεις. Η οικονομική κατάρρευση που όλοι περίμεναν στις αρχές του πολέμου δεν προέκυψε. Τα ασφάλιστρα έμειναν καθηλωμένα, τα κρατικά δάνεια ήταν υπερκαλυμμένα, τα χαρτονομίσματα αντικατέστησαν το χρυσό, η έλλειψη εργατικού δυναμικού ανέβασε τους μισθούς στα ύψη και τα συμβόλαια με το κράτος απέφεραν πρωτόγνωρη ευμάρεια σε κάποιες κατηγορίες των επιχειρηματικών τάξεων. Οι παραγωγοί γεωργικών προϊόντων είχαν να αντιμετωπίσουν το τεράστιο πρόβλημα της έλλειψης εργατικών χεριών, όμως η ζήτηση για τα προϊόντα τους ήταν μεγαλύτερη από ποτέ. Για να πούμε την αλήθεια, μετά από ένα χρόνο πολέμου μεγάλες μερίδες του πληθυσμού σε όλες τις εμπόλεμες χώρες βρέθηκαν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από ποτέ. Αλλά στα τέλη του 1915 ο αμοιβαίος αποκλεισμός άρχισε να δείχνει τα δόντια του. Οι εξαγωγές ελαττώθηκαν δραματικά· οι τιμές ανέβηκαν· ο πληθωρισμός που προέκυψε από την πλημμύρα του χάρτινου χρήματος χτύπησε τους μισθοσυντήρητους· οι εισαγόμενες πρώτες ύλες για τη βιομηχανία είτε σπάνιζαν είτε χάθηκαν ολωσδιόλου. Η συνδυασμένη πίεση του αποκλεισμού και των απαιτήσεων των ενόπλων δυνάμεων οδήγησε σε ελλείψεις τροφίμων, καυσίμων και μεταφορών και το 1916 ο άμαχος πληθυσμός άρχισε να υποφέρει. Οι οργανωμένες και συνεκτικές κοινωνίες της δυτικής Ευρώπης -Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία- τα έβγαλαν πέρα πολύ καλύτερα απ' ό,τι οι υπόλοιπες. Μάλιστα ο πόλεμος τις συγκρότησε και τις ένωσε ακόμη περισσότερο. Η ταξική πάλη ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες και τους εργάτες, που κυριαρχούσε στην πολιτική ζωή όλων των κρατών την πρώτη δεκαετία του αιώνα, είχε ανασταλεί. Οι εκπρόσωποι της εργατικής τάξης ανέλαβαν διοικητικές θέσεις και πόστα με πολιτική ευθύνη. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού τους πρόσφερε καινούρια διαπραγματευτική δύναμη. Οι γραφειοκρατίες, ενισχυμένες από εμπειρογνώμονες με πανεπιστημιακή μόρφωση και επιχειρηματίες, άρχισαν να ελέγχουν όλο και περισσότερες πλευρές της εθνικής ζωής (σε πολλές περιπτώσεις δεν έχασαν αυτό τον έλεγχο ούτε μετά τον πόλεμο). Μέχρι το τέλος του πολέμου όλα τα εμπλεκόμενα ευρωπαϊκά κράτη, ακόμη και η φιλελεύθερη Βρετανία, είχαν μετατραπεί σε κατευθυνόμενες οικονομίες - η Γερμανία περισσότερο απ' όλα. Η γερμανική -ή μάλλον η πρωσική- γραφειοκρατία ανέκαθεν θεωρείτο, όπως και ο πρωσικός στρατός, πρότυπο στο είδος της. Δεν είχε παίξει μεγάλο ρόλο στις προετοιμασίες του πολέμου: την κινητοποίηση -και ό,τι συνδεόταν μ' αυτήν- είχαν αναλάβει οι στρατιωτικές αρχές. Υπήρχε ένα γερό «πολεμικό κονδύλι» στη Reichsbank, αλλά αυτό ήταν όλη κι όλη η πολιτική συμμετοχή στην προπαρασκευή του πολέμου. Παρά το ότι η Γερμανία ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη στον αποκλεισμό, δεν είχε μεριμνήσει να συσσωρεύσει εισαγόμενες πρώτες ύλες απαραίτητες για την πολεμική βιομηχανία. Μόνο χάρη στην πρωτοβουλία ενός πολίτη, του Βάλτερ Ράτεναου, δημιουργού της τεράστιας εταιρείας AEG (Allgemeine Electrizitats-Gesellschaft), μπόρεσε το γερμανικό υπουργείο Πολέμου να οργανώσει ένα Τμήμα Πολεμικών Υλών, αρχικά υπό την επίβλεψη του ίδιου του Ράτεναου, για να ελέγχει και να κατανέμει τα αποθέματα των πρώτων υλών. Ταυτόχρονα ο
Digitized by 10uk1s
μεγιστάνας εφοπλιστής Άλμπερτ Μπάλιν πήρε την πρωτοβουλία να δημιουργήσει έναν Κεντρικό Αγοραστικό Οργανισμό για να σχεδιάσει ορθολογιστικά την απόκτηση των απαραίτητων εισαγομένων ειδών. Και οι δύο αυτοί οργανισμοί διευθύνονταν από επιχειρηματίες υπό την εποπτεία του Ράτεναου και του Μπάλιν. Η γερμανική χημική βιομηχανία, η καλύτερη στην Ευρώπη, πήρε για μία ακόμη φορά την πρωτοβουλία να αναπτύξει υποκατάστατα (ερζάτς) των μη διαθέσιμων πρώτων υλών -πολτό ξύλου για την υφαντουργία, συνθετικά ελαστικά, νιτρικά άλατα για λιπάσματα, καθώς και εκρηκτικά. Ακόμη κι έτσι, στα τέλη του 1915 ρούχα και τρόφιμα άρχισαν να σπανίζουν. Τα δελτία τροφίμων και οι έλεγχοι τιμών που καθιερώθηκαν τότε έγιναν γενικώς αποδεκτά ως δίκαια μέτρα· αλλά παρά τις νίκες του στρατού, ο γερμανικός λαός άρχισε να αποθαρρύνεται, να αγωνιά και, στις πόλεις, να πεινά. Ούτε οι Βρετανοί ήταν προετοιμασμένοι για ένα μακροχρόνιο πόλεμο, αλλά το κράτος είχε προλάβει να λάβει κάποια στρατιωτικά και πολιτικά μέτρα. Είχε ήδη συνταχθεί ένα "Βιβλίο Πολέμου" που όριζε ποιος θα ασκούσε τον έλεγχο σε λιμάνια, σιδηροδρόμους, ναυτιλία, ασφάλιστρα· και το κοινοβούλιο είχε ψηφίσει ομόφωνα ένα διάταγμα περί Άμυνας του Βασιλείου το οποίο έδινε στην κυβέρνηση απεριόριστες εξουσίες. Η ίδια η κυβέρνηση, φιλελεύθερη και ειρηνόφιλη υπό τη χαλαρή ηγεσία του Χέρμπερτ Άσκουιθ, άφησε αρχικά τη διεξαγωγή του πολέμου στα χέρια του Κίτσενερ. Όπως τόσοι και τόσοι Βρετανοί στρατιωτικοί ηγέτες, ο Κίτσενερ είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του στο εξωτερικό και τώρα βρισκόταν έξω από τα νερά του· αλλά, αντίθετα με τους συγχρόνους του, είχε συνειδητοποιήσει ότι ο πόλεμος θα ήταν μακροχρόνιος, και ότι εκτός από μεγάλο ναυτικό θα απαιτούσε και μεγάλο στρατό ξηράς. Σχεδίαζε να αυξήσει τις μεραρχίες του Εκστρατευτικού Σώματος από έξι σε εβδομήντα, και κάλεσε εθελοντές για το σκοπό αυτό. Η ανταπόκριση ήταν άμεση. Μέχρι το τέλος του 1914 είχαν καταταγεί ένα εκατομμύριο άνδρες, πολύ περισσότεροι από όσοι ήταν δυνατόν να εξοπλιστούν. Όμως τούτοι δεν κάλυπταν ούτε το ένα τέταρτο του αριθμού που θα χρειαζόταν τελικά, και το καλοκαίρι του 1915 η προσφορά σε εθελοντές είχε στερέψει. Η επιστράτευση ήταν σχεδόν ύβρις για τη φιλελεύθερη κυβέρνηση, οπότε δοκίμασε να πάρει μία σειρά ημίμετρων ώσπου το Μάιο του 1916 καθιέρωσε με μεγάλο δισταγμό την υποχρεωτική θητεία για όλους τους άντρες από 18 μέχρι 41 χρόνων. Τις θέσεις εργασίας των αρρένων εργατών που κατατάχτηκαν τις πήραν ως ένα βαθμό γυναίκες. Ήδη πριν από τον πόλεμο πολλές γυναίκες (οι λεγόμενες «Σουφραζέτες») είχαν οργανώσει κίνημα για ν' απαιτήσουν το δικαίωμα ψήφου· τώρα οι ηγέτιδες αυτού του κινήματος έστρεφαν την επιρροή και την προσοχή τους στην πολεμική προσπάθεια. Οι γυναίκες σύντομα έγιναν απαραίτητες, όχι μόνο στις υπηρεσίες νοσηλείας και πρόνοιας, αλλά και στα γραφεία, τις βιομηχανίες, τις αγροτικές καλλιέργειες· το πρόσωπο της κοινωνίας άλλαζε. Τo 1918 η αλλαγή αντικατοπτρίστηκε σ' ένα καινούριο νόμο, την Πράξη Αντιπροσώπευσης του Λαού, που παρείχε δικαίωμα ψήφου σε είκοσι ένα εκατομμύρια ανθρώπους αντί των επτά που το είχαν πριν, συμπεριλαμβάνοντας τις γυναίκες άνω των 30. Σχεδόν σαν παραπροϊόν του πολέμου, το πολίτευμα της Βρετανίας προσέγγιζε την πλήρη δημοκρατία. Οι εθελοντές και οι έφεδροι μπορεί να πληρούσαν τις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων, όμως ο εφοδιασμός τους με όπλα και πυρομαχικά ήταν τελείως διαφορετική υπόθεση. Στα τέλη του 1914 όλες σχεδόν οι εμπόλεμες πλευρές είχαν εξαντλήσει τα αποθέματά τους σε πυρομαχικά· ήταν πια σαφές ότι όχι μόνον οι άνθρωποι αλλά και η βιομηχανία έπρεπε να κινητοποιηθεί για την πολεμική προσπάθεια. Στη Γερμανία αυτό έγινε υπό την αιγίδα των στρατιωτικών, στη Βρετανία από τους πολίτες. Εδώ την πρωτοβουλία πήρε ο πιο δυναμικός υπουργός, ο David Lloyd George, ο οποίος, αψηφώντας τις διαμαρτυρίες του Κίτσενερ συνέστησε πρώτα μία Επιτροπή και κατόπιν, τον Μάιο του 1915, ένα ολόκληρο Υπουργείο Πυρομαχικών όπου συνεργάζονταν εκπρόσωποι των βιομηχάνων, των εργατών και των δημοσίων υπαλλήλων, όλοι υπό κυβερνητικό έλεγχο με απεριόριστες εξουσίες σε ό,τι αφορούσε στην προμήθεια πυρομαχικών. Το 1917 δημιουργήθηκαν και άλλα τέτοια υπουργεία -συγκεκριμένα, Τροφίμων και Ναυτιλίας. Αυτά στελεχώθηκαν με εμπειρογνώμονες από τις ίδιες τις βιομηχανίες, για να χειριστούν τα προβλήματα της παροχής Digitized by 10uk1s
αγαθών με δελτία, που είχαν προκύψει από την αυξανόμενη πίεση του αποκλεισμού. Κατά συνέπεια, αν και το 1918 μεγάλο μέρος του πληθυσμού υποσιτιζόταν, οι Βρετανοί δεν γνώρισαν ποτέ τη λιμοκτονία και τη στέρηση που μάστιζαν τους εχθρούς τους μέχρι το τέλος του πολέμου. Η Γαλλία είχε χάσει το 40% των αποθεμάτων της σε άνθρακα και το 90% των σιδηρούχων μεταλλευμάτων της λόγω της γερμανικής κατοχής· αλλά εξακολουθούσε να είναι βασικά μία γεωργική χώρα και, παρ' ότι η πολιτική της ηγεσία ήταν περιβόητη για την αστάθειά της, η διακυβέρνηση ουσιαστικά βρισκόταν στα χέρια της εκπληκτικά αποτελεσματικής γραφειοκρατίας που είχε δημιουργήσει ο Ναπολέων. Ακόμη πιο σημαντικό, κράτησε τις προσβάσεις της στα αποθέματα του δυτικού ημισφαιρίου, οπότε η άριστη πολεμική βιομηχανία της δεν επλήγη. Η κυβέρνησή της, ένας ευρύς συνασπισμός κέντρου και αριστεράς όπως της Βρετανίας, ανέθεσε στην αρχή τα ζητήματα πολέμου στο στρατάρχη Joffre, τον ήρωα του Μάρνη. Στο τέλος του 1915 ο γαλλικός στρατός είχε υποστεί τόσο βαριές απώλειες και είχε να επιδείξει τόσο λίγες νίκες που άρχισαν να εκφράζονται αμφιβολίες για τις ικανότητες του Joffre - αμφιβολίες που επιβεβαιώθηκαν όταν δεν μπόρεσε να προβλέψει τη γερμανική επίθεση στο Βερντέν την επόμενη άνοιξη. Αλλά δεν υπήρχε ακόμη καμία διάθεση για ειρήνη. Ο παραδοσιακός πατριωτισμός της δεξιάς, που ενσαρκωνόταν στο πρόσωπο του προέδρου Raymond Puancare, συναντούσε τον ακραίο ριζοσπαστισμό του δριμύτερου επικριτή του, του Georges Clemenceau, στην αποφασιστικότητα να κερδίσουν τον πόλεμο και να αφαιρέσουν μια για πάντα από τη Γερμανία τη δυνατότητα ν' αρχίσει καινούριο. Η κατάσταση στη Ρωσική Αυτοκρατορία ήταν τελείως διαφορετική. Παρά το αστείρευτο ανθρώπινο δυναμικό της και την εκβιομηχάνιση της οικονομίας της, η Ρωσία υπέφερε από δύο μεγάλα και εντέλει ολέθρια δεινά: τη γεωγραφική απομόνωση και τη διοικητική ανικανότητα. Το πρώτο παρέλυε την οικονομία της, το δεύτερο την καθιστούσε ανίκανη να την αποκαταστήσει. Όταν άρχισε ο πόλεμος, οι εισαγωγές σταμάτησαν και οι εξαγωγές της -κυρίως σιτηρά από τη νότια Ρωσία, αποκλεισμένα τώρα στα Δαρδανέλια- έπεσαν κατά 70%. Η εγχώρια παραγωγή δεν μπορούσε να καλύψει το κενό, αν και οι ντόπιοι μεσάζοντες αποκόμιζαν τεράστια κέρδη. Τα ρωσικά στρατεύματα, όπως και όλα τ' άλλα, γρήγορα έμειναν χωρίς πυρομαχικά - και όχι μόνο πυρομαχικά αλλά και πυροβόλα, ακόμη και ελαφρύτερα όπλα. Στις φοβερές μάχες του 1914-1915 οι Ρώσοι πεζικάριοι εξαπέλυαν επιθέσεις χωρίς κάλυψη από το πυροβολικό και συχνά δίχως να έχουν καν τουφέκια. Δεν είναι, λοιπόν, ν' απορεί κανείς που μέχρι το τέλος του 1915 ο ρωσικός στρατός είχε χάσει τέσσερα εκατομμύρια άνδρες. Η αδυναμία της νωθρής ρωσικής γραφειοκρατίας να διορθώσει την κατάσταση οδήγησε πρώτα στη λαϊκή κατακραυγή και κατόπιν στη συγκρότηση λαϊκών συμβουλίων, των Ζέμστβα, κατ' αρχήν για ν' αντιμετωπίσουν θέματα κοινωνικής πρόνοιας (συμπεριλαμβανομένων των αναρίθμητων προσφύγων από τη ζώνη του πολέμου) αλλά και για ν' ασχοληθούν με όλα τα προβλήματα της διοίκησης σε καιρό πολέμου - τρόφιμα, καύσιμα, μεταφορές, ακόμη και στρατιωτικές υποθέσεις. Αλλά ενώ στη δυτική Ευρώπη αυτές οι εθελοντικές οργανώσεις ήταν ευπρόσδεκτες και χρησιμοποιούνταν από τις κυβερνήσεις, στη Ρωσία οι δραστηριότητές τους αντιμετωπίζονταν με καχυποψία και βαθιά δυσαρέσκεια - τόσο από τους επαγγελματίες γραφειοκράτες, μεταξύ των οποίων και εκείνοι των ενόπλων δυνάμεων, όσο και από την κλίκα των αριστοκρατών που επηρέαζαν την αυλή, με προεξάρχουσα την Τσαρίνα και τον καταχθόνιο σύμβουλό της καλόγερο Ρασπούτιν, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς δεν ήθελαν τον πόλεμο. Τον Αύγουστο του 1915 αυτή η κλίκα έπεισε τον Τσάρο να αποπέμψει το θείο του Νικόλαο από τη θέση του αρχηγού του στρατού και ν' αναλάβει, κατ' όνομα τουλάχιστον, ο ίδιος. Όσο εκείνος έλειπε, η Τσαρίνα κατάφερε να πάρει τη διακυβέρνηση στα χέρια της και να ανακόψει οποιεσδήποτε απόπειρες για μεταρρύθμιση. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Τους πρώτους μήνες του 1916 οι προσπάθειες των Ζέμστβα είχαν αρχίσει να αποφέρουν καρπούς. Τώρα τα όπλα και τα πυρομαχικά αφθονούσαν, ενώ το Γενικό
Digitized by 10uk1s
Επιτελείο είχε αναδιοργανωθεί και βελτιωθεί κατά πολύ, όπως απέδειξε η θεαματική επιτυχία του στρατηγού Μπρουσίλοφ το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς. Αλλά στο εσωτερικό της χώρας επικρατούσε χάος. Το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στην αυξημένη κυκλοφορία, γεγονός που οδήγησε στη διακοπή της προμήθειας καυσίμων και, ακόμη σοβαρότερο, τα τρόφιμα σταμάτησαν να εισρέουν στις πόλεις. Το χειμώνα του 1915-1916 οι κάτοικοι όλων των ρωσικών πόλεων λιμοκτονούσαν, τα πράγματα όμως ήταν πιο τραγικά στην πρωτεύουσα, το Πέτρογκραντ (όπως πατριωτικά ξαναβαφτίστηκε η Αγία Πετρούπολη το 1914). To 1916 η κατάσταση επιδεινώθηκε· απεργίες και διαδηλώσεις ξεσπούσαν στα αστικά κέντρα, και στην ύπαιθρο οι άντρες έκαναν ό,τι μπορούσαν για ν' αποφύγουν τη στράτευση. Στα τέλη του 1916 η Ρωσία έδινε την εικόνα ακυβέρνητης χώρας. Η μόνη παρηγοριά για τους Συμμάχους ήταν ότι η Αυστροουγγαρία βρισκόταν πάνω-κάτω στο ίδιο χάλι. Το μοναδικό πλεονέκτημα της Μοναρχίας -και δεν θεωρείτο πάντα πλεονέκτημα- ήταν ότι οι Γερμανοί μπορούσαν να της προσφέρουν άμεσα βοήθεια· αλλιώς οι Αυστριακοί μπορεί να κατέρρεαν πιο γρήγορα και από τους Ρώσους. Η εθνική -ή, μάλλον, πολυεθνική- αλληλεγγύη που είχε παρατηρηθεί στην έναρξη του πολέμου δεν κράτησε για πολύ. Την άνοιξη του 1915, μετά την καταστροφική χειμερινή εκστρατεία του Κόνραντ, ο αυστριακός στρατός μετρούσε απώλειες δύο εκατομμυρίων ανδρών, ανάμεσά τους και οι περισσότεροι μόνιμοι αξιωματικοί που κρατούσαν ενωμένη αυτή τη δύναμη της οποίας οι στρατιώτες μιλούσαν μια ντουζίνα διαφορετικές γλώσσες. Μόνον με τις συνεχείς ενέσεις Γερμανών «συμβούλων» και αξιωματούχων στεκόταν ακόμη αυτό το στράτευμα στα πόδια του. Όσο για τους Ούγγρους, τραβούσαν το δικό τους δρόμο σ' ό,τι αφορούσε στα εσωτερικά τους ζητήματα και, όντας αυτάρκεις σε τρόφιμα, δεν υπέφεραν ιδιαίτερα από την παράταση του πολέμου. Οι Αυστριακοί δεν είχαν αυτό το πλεονέκτημα. Για τη διατροφή τους εξαρτώνταν από τους Ούγγρους, οι οποίοι δεν φαίνονταν καθόλου πρόθυμοι να βοηθήσουν. Η αυστριακή οικονομία υπέφερε όσο και η γερμανική από τον αποκλεισμό των Συμμάχων, αλλά η ανίκανη γραφειοκρατία, που φοβόταν μήπως εξανεμιστεί έστω και αυτή η αμφίβολη πατριωτική αφοσίωση του πληθυσμού, δεν προσπάθησε να επιβάλει μέτρα λιτότητας ή να καθιερώσει το σύστημα των δελτίων. Η Βιέννη άρχισε να πεινά πριν ακόμη και από το Πέτρογκραντ.
Η Εκστρατεία του Βερντέν Στα τέλη του 1915 τα γερμανικά στρατεύματα είχαν να επιδείξουν παντού μόνο νίκες, αλλά οι νίκες αυτές δεν φάνηκε να συντομεύουν τον πόλεμο. Η υπομονή των πολιτών άρχισε να εξαντλείται. Ο Hindenburg και ο Luderndorff ηγούνταν μιας τάσης στο στρατό να απομακρυνθεί ο Φάλκενχαϊν, κάτι που υποστήριζε και ο Καγκελάριος Μπέτμαν Χόλβεγκ. Ο Φάλκενχαϊν, όμως, εξακολουθούσε να χαίρει της εμπιστοσύνης του Kaiser (ο οποίος είχε εξοργιστεί από την απόπειρα στρατηγών και πολιτικών να σφετεριστούν την εξουσία του) και συνέχιζε να πιστεύει ότι ο πόλεμος θα κερδιζόταν στη δύση. Έκρινε, και ορθά, ότι ο κύριος αντίπαλός του δεν ήταν πια η καταπονημένη Γαλλία αλλά η Βρετανία. Ο στρατός της ήταν ακόμη ξεκούραστος και η υπεροχή της στη θάλασσα όχι μόνο συντηρούσε τον αποκλεισμό της Γερμανίας αλλά κρατούσε και ανοιχτή την επικοινωνία με τις ΗΠΑ, από τις οποίες οι Σύμμαχοι εξαρτώνταν όλο και περισσότερο για τον ανεφοδιασμό τους. Για να αντιμετωπίσει το δεύτερο πρόβλημα, ο Φάλκενχαϊν συνέστησε επιθέσεις με υποβρύχια κατά πάντων, κάτι που θα δούμε στη συνέχεια. Στην ξηρά, ωστόσο, πίστευε ότι το μεγαλύτερο όπλο της Βρετανίας δεν ήταν τα δικά της απειροπόλεμα στρατεύματα αλλά εκείνα της συμμάχου της Γαλλίας. Αν η Γαλλία δεχόταν πλήγμα τόσο βαρύ ώστε ν' αναγκαστεί να ζητήσει συνθηκολόγηση, το «ξίφος της Αγγλίας», όπως τη χαρακτήριζε ο Φάλκενχαϊν, θα έφευγε από τα χέρια της. Αλλά πώς θα γινόταν κάτι τέτοιο με δεδομένη τη γερή, δοκιμασμένη άμυνα των Γάλλων στο Δυτικό Μέτωπο; Ο Φάλκενχαϊν στράφηκε για άλλη μια φορά στη μέθοδο που τόσο επιτυχημένα είχε εφαρμόσει στην ανατολή: τη φθορά. Η Γαλλία έπρεπε να αιμορραγήσει στην κυριολεξία μέχρι θανάτου, και αυτό θα επιτυγχανόταν με την ολοσχερή καταστροφή, τον τελειωτικό αφανισμό του στρατού της. Οι Γάλλοι
Digitized by 10uk1s
έπρεπε να αναγκαστούν να επιτεθούν για να επανακτήσουν έδαφος που δεν είχαν τα περιθώρια να χάσουν, και το έδαφος στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν το οχυρό του Βερντέν. Το ίδιο το Βερντέν δεν είχε στρατηγική σημασία αλλά βρισκόταν στο άκρο μιας ευάλωτης αιχμής, και ήταν ιστορική τοποθεσία συνδεδεμένη με όλες τις μεγάλες στρατιωτικές δόξες της Γαλλίας. Ο Φάλκενχαϊν ήταν σίγουρος ότι ο Joffre δεν θα είχε την πολυτέλεια να μην το υπερασπιστεί - ή να αποτύχει να το ξανακερδίσει αν το έχανε. Τα γερμανικά στρατεύματα θα είχαν, αναπόφευκτα, τις δικές τους απώλειες, αλλά τούτες, πίστευε ο Φάλκενχαϊν, θα ελαχιστοποιούνταν με την αποτελεσματική χρήση των τεχνικών που είχαν εφαρμοστεί με τόση επιτυχία στο Γκορλίτσε-Τάρνουφ: τον αιφνιδιασμό, την καλή οργάνωση και πάνω απ' όλα την υπεροχή στο πυροβολικό. Έτσι στις 21 Φεβρουαρίου του 1916, μετά από εννιάωρο βομβαρδισμό με 1.000 πυροβόλα, η επίθεση άρχισε. Ο Φάλκενχαϊν είχε δίκιο. Ο Joffre θεωρούσε το Βερντέν στρατηγικά ασήμαντο και δεν το είχε θωρακίσει, αλλά οι πολιτικές πιέσεις δεν του επέτρεπαν να το εγκαταλείψει. Υπό τις διαταγές του στρατηγού Φιλίπ Πετέν, του οποίου η εμμονή με την άμυνα είχε μέχρι τότε εμποδίσει την προαγωγή του από τους προϊσταμένους του που θεωρούσαν καλύτερο όπλο την επίθεση, τα γαλλικά στρατεύματα υπάκουσαν στις εντολές να υπερασπιστούν κάθε σπιθαμή εδάφους και να αντεπιτεθούν για να το ξανακερδίσουν αν το έχαναν. Η «φθορά» ήταν δίκοπο μαχαίρι: οι Γάλλοι ανταπέδιδαν τα ίσα. Υπέστησαν βαριές απώλειες αλλά προκάλεσαν άλλες τόσες. Ο Πετέν έκανε ό,τι μπορούσε για να ανακουφίσει τα στρατεύματά του εναλλάσσοντάς τα, αλλά ο Φάλκενχαϊν ήταν αναγκασμένος να ρίχνει όλο και περισσότερους άντρες στη μάχη με ολοένα μεγαλύτερη απόγνωση. Στο πεδίο της μάχης κυριάρχησαν τα πυροβόλα: στο τέλος του Ιουνίου, όταν οι γερμανικές επιθέσεις τελικά σταμάτησαν, το πυροβολικό και των δύο πλευρών είχε δημιουργήσει ένα εφιαλτικό τοπίο που παρόμοιό του δεν είχε ξαναδεί η οικουμένη. Και σ' αυτή τη φρίκη είχε προστεθεί ο όλεθρος των αερίων και των φλογοβόλων στις μάχες σώμα με σώμα. Πεντακόσιες χιλιάδες άντρες χάθηκαν και ίσως δεν μάθουμε ποτέ πόσοι ακόμη είναι θαμμένοι σ' εκείνον τον απέραντο αγρό του αίματος. Το Βερντέν έμεινε στα γαλλικά χέρια. Για τους Γάλλους ήταν μια περίλαμπρη νίκη αλλά μία νίκη που κόντεψε να διαλύσει το στρατό τους. Για τους Γερμανούς ήταν η πρώτη αδιαμφισβήτητη αποτυχία, ένα βαρύ πλήγμα για το ηθικό στρατού και λαού, και ο Φάλκενχαϊν πλήρωσε το τίμημα. Τον Αύγουστο απαλλάχτηκε από τα καθήκοντά του και ο Kaiser ανέθεσε την αρχηγία του Γενικού Επιτελείου στον Hindenburg, πάντα με τον πιστό Luderndorff στο πλευρό του.
Η Μάχη του Σομ Όμως τώρα υπήρχαν νέες εξελίξεις στο Δυτικό Μέτωπο. Έχουμε δει πως στη Διάσκεψη του Σαντιγύ τον προηγούμενο Νοέμβριο η Συμμαχική Γενική Διοίκηση είχε συμφωνήσει να ενώσουν όλοι τις δυνάμεις τους, ανατολικά και δυτικά, σε μία κοινή επίθεση. Στη δύση η επίθεση θα γινόταν με αγγλικά και γαλλικά στρατεύματα στο σημείο συμβολής τους ανατολικά της Αμιένης στον ποταμό Σομ. Αρχικά οι δυνάμεις που θα έπαιρναν μέρος θα ήταν περίπου οι ίδιες και από τις δύο πλευρές, αλλά όταν άρχισε η επίθεση τον Ιούλιο, οι υποχρεώσεις των Γάλλων στο Βερντέν είχαν μειώσει τη συμμετοχή τους σε εννέα μεραρχίες έναντι των δεκαεννέα βρετανικών. Οι Βρετανοί δεν διαμαρτυρήθηκαν. Τούτη ήταν η δοκιμασία για την οποία οι Νέες Στρατιές τους προετοιμάζονταν τα δύο προηγούμενα χρόνια. Οι προετοιμασίες τους ήταν τόσο σχολαστικές, επίμονες και φιλόδοξες όσο εκείνες που έμελλε να γίνουν για την απόβαση στη Νορμανδία είκοσι οχτώ χρόνια αργότερα. Της εφόδου τους προηγήθηκαν βομβαρδισμοί από το πυροβολικό που κράτησαν μία εβδομάδα και όπου ξοδεύτηκαν ενάμισι εκατομμύριο οβίδες: «Ποτέ άλλοτε η προετοιμασία του πυροβολικού δεν ήταν τόσο πλήρης», έγραφε ο στρατηγός Χέιγκ την παραμονή της μάχης. Τόσο αποτελεσματική τη θεώρησε, που πολλοί από τους 120.000 άντρες που ρίχτηκαν στη μάχη το πρωί της 1ης Ιουλίου δεν ήταν οπλισμένοι για επίθεση αλλά φορτωμένοι με εξοπλισμό που θα ενίσχυε τις θέσεις που υποτίθεται ότι είχε ήδη κυριέψει για λογαριασμό τους το πυροβολικό.
Digitized by 10uk1s
Τα πράγματα, όμως, δεν έγιναν έτσι. Ένα μεγάλο ποσοστό των οβίδων, βιαστικά κατασκευασμένων από ανειδίκευτους εργάτες, δεν έσκασαν. Εκείνες που εξερράγησαν δεν κατάφεραν να καταστρέψουν ορύγματα σκαμμένα βαθιά στο λόφο από ασβεστόλιθο απ' όπου ξεπετάγονταν άνδρες με μυδραλιοβόλα για να θερίσουν, σχεδόν εξ επαφής, τους βαρυφορτωμένους στρατιώτες που τους πλησίαζαν αργοπερπατώντας στις γυμνές πλαγιές. Από τη στιγμή που άρχισε η μάχη, η συνεργασία πεζικού και πυροβολικού από την οποία τόσα εξαρτώνταν χάθηκε στην αντάρα του πολέμου. Στο τέλος της μέρας 21.000 άντρες ήταν νεκροί ή αγνοούμενοι. Αν στεφόταν με θεαματική επιτυχία η μάχη, το τίμημα των απωλειών αυτών -που δεν ήταν βαρύτερες απ' όσες είχαν επανειλημμένα υποστεί οι Γάλλοι ή οι Ρώσοι τα προηγούμενα δύο χρόνια- ίσως να γινόταν αποδεκτό. Όμως τέτοια επιτυχία δεν ήρθε· και οι απώλειες έμειναν στη συλλογική βρετανική μνήμη ως η επιτομή της διοικητικής ανικανότητας και της ανώφελης θυσίας. Οι έφοδοι συνεχίστηκαν για άλλους τέσσερις μήνες. Οι Σύμμαχοι είχαν μέχρι τότε προελάσει περίπου δέκα μίλια, το πεδίο της μάχης του Σομ είχε μετατραπεί -όπως εκείνο του Βερντέν- σε σεληνιακό τοπίο, και οι Σύμμαχοι είχαν χάσει 600.000 άνδρες. Οι απώλειες των Γερμανών έγιναν θέμα λυσσαλέας αντιπαράθεσης - πάντως πρέπει να ήταν ελάχιστα λιγότερες από εκείνες των Συμμάχων. Τα δε μαρτύρια των στρατιωτών που έζησαν μήνες κάτω από τους συνεχείς βομβαρδισμούς του πυροβολικού είναι ανείπωτα. Απ' τη στιγμή που ο σκοπός της επίθεσης δεν έγινε ποτέ σαφής -τις προσδοκίες του Χέιγκ για μια αποφασιστική διάσπαση των εχθρικών γραμμών δεν τις συμμερίστηκαν ποτέ οι υφιστάμενοι διοικητές του- οι Σύμμαχοι διεκδίκησαν τη νίκη σε όρους φθοράς. Πράγματι, στο τέλος πια του χρόνου και εκείνοι, όπως και οι Γερμανοί αντίπαλοί τους, δεν έβλεπαν άλλον τρόπο για να κερδίσουν τον πόλεμο.
Η επίθεση του Μπρουσίλοφ Παραδόξως, εκείνοι που κατάφεραν τη μεγαλύτερη επιτυχία στη συνδυασμένη Συμμαχική επίθεση του 1916 ήταν οι Ρώσοι, οι ξεγραμμένοι απ' όλους. Είχαν επιτεθεί το Μάρτιο στο βορειότερο τμήμα του μετώπου προς τη Βίλνα αλλά, παρά το γεγονός ότι είχαν συσσωρεύσει όχι μόνον περισσότερους άντρες αλλά και πολυβόλα και πυρομαχικά, απωθήθηκαν με απώλειες 100.000 ανδρών. Παρ' όλα αυτά τήρησαν την υπόσχεση στους συμμάχους τους εξαπολύοντας τον Ιούνιο μία επίθεση στο μέτωπο της Γαλικίας υπό τις διαταγές του στρατηγού Αλεξέι Μπρουσίλοφ· μία επίθεση που άνοιξε ένα ρήγμα είκοσι μιλίων στα αυστριακά στρατεύματα, διείσδυσε σε βάθος εξήντα μιλίων και κατάφερε να συλλάβει μισό εκατομμύριο αιχμαλώτους. Η επιτυχία του Μπρουσίλοφ μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στο χαμηλό ηθικό των αυστριακών στρατευμάτων και την απύθμενη ανικανότητα του επιτελείου τους, όπως και στο απεριόριστο θάρρος των ίδιων των Ρώσων στρατιωτών. Αλλά ακόμη πιο σημαντικές ήταν οι προετοιμασίες και η φροντίδα που επενδύθηκαν στην επιχείρηση: ο λεπτομερής σχεδιασμός, η στενή συνεργασία μεταξύ πεζικού και πυροβολικού, η άμεση διαθεσιμότητα των εφεδρειών ώστε να αξιοποιείται η κάθε επιτυχία και πάνω απ' όλα, τα μέτρα που είχαν ληφθεί για να εξασφαλιστεί ο αιφνιδιασμός. Ήταν μία ένδειξη ότι οι στρατοί είχαν αρχίσει επιτέλους να ψάχνουν δρόμους για να βγουν από τα αδιέξοδα της στρατιωτικής τακτικής. Για τους Ρώσους ήταν μια πύρρειος νίκη. Ο στρατός τους υπέστη άλλο ένα εκατομμύριο απώλειες και δεν μπόρεσε ποτέ να συνέλθει. Η επιτυχία τους ενθάρρυνε τη γείτονά τους Ρουμανία, την τελευταία ουδέτερη χώρα των Βαλκανίων, να μπει στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, αλλά ο ρουμανικός στρατός αποδείχτηκε σχεδόν κωμικά ανεπαρκής και κατατροπώθηκε αμέσως στην αυστρο-γερμανο-βουλγαρική επίθεση υπό τις διαταγές του ίδιου του Φάλκενχαϊν, ο οποίος βρήκε την ευκαιρία να κάνει κάτι για να διασώσει τη στραπατσαρισμένη του υπόληψη. Η Ρουμανία καταλήφθηκε, και μαζί της τα αποθέματα σε σιτηρά και πετρέλαιο που οι Κεντρικές Δυνάμεις είχαν αρχίσει τόσο απελπισμένα να χρειάζονται. Αλλά ούτε αυτή η επιτυχία έφερε πιο κοντά την προοπτική της νίκης. Το ερώτημα που τώρα ετίθετο ολοένα και πιο επιτακτικά ήταν: Αν δεν υπάρχει προοπτική νίκης, γιατί να μην κάνουμε ειρήνη;
Digitized by 10uk1s
Οι ΗΠΑ μπαίνουν στον πόλεμο Εσωτερικές πιέσεις στις αρχές του 1917 Οι αρχικοί πρωταγωνιστές του πολέμου, Ρώσοι και Αυστριακοί, ήταν τώρα κάτι παραπάνω από έτοιμοι για ειρήνη. Οι πιέσεις στο εσωτερικό τους είχαν γίνει σχεδόν ανυπόφορες. Παντού υπήρχαν ελλείψεις τροφίμων, καυσίμων και πρώτων υλών - όχι τόσο πολύ ως αποτέλεσμα του συμμαχικού αποκλεισμού όσο λόγω των αδιάκοπων, ακόρεστων απαιτήσεων του στρατιωτικού τομέα. Ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός έστελνε τα καταναλωτικά αγαθά κατευθείαν στη μαύρη αγορά. Ωφελημένοι έβγαιναν οι κερδοσκόποι της πολεμικής βιομηχανίας, οι οποίοι επιδείκνυαν ξεδιάντροπα τα νεοαποκτηθέντα τους πλούτη προκαλώντας το κοινό αίσθημα και δημιουργώντας επικίνδυνες κοινωνικές εντάσεις. Οι αγρότες είχαν ακόμη τη δυνατότητα να αποθηκεύουν τα προϊόντα τους και να καταφεύγουν στην οικονομία της ανταλλαγής, κι έτσι εκείνοι που υπέφεραν περισσότερο ήταν οι εργάτες και οι μικροαστοί στις πόλεις, οι οποίοι έπρεπε να περιμένουν στις ουρές με τις ώρες, συχνά κάτω από άθλιες καιρικές συνθήκες, για να εξασφαλίσουν τα απολύτως απαραίτητα προς το ζην. Απεργίες και διαδηλώσεις ξεσπούσαν συνεχώς σ' ολόκληρη την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Οι απίστευτες ταλαιπωρίες της καθημερινής ζωής, συνδυασμένες με τις βαριές στρατιωτικές απώλειες, άφηναν ελάχιστα περιθώρια για το πατριωτικό αίσθημα και την αφοσίωση που συντηρούσαν τα καθεστώτα του Τσάρου και των Αψβούργων τα δύο προηγούμενα χρόνια. Στο τέλος του 1916 είχε γίνει πλέον φανερό ότι οι δύο αυτοκρατορίες βάδιζαν ολοταχώς προς την καταστροφή. Ο θάνατος του 86χρονου αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ το Νοέμβριο θεωρήθηκε από πολλούς ως προάγγελος του τέλους της ίδιας της αυτοκρατορίας. Ο διάδοχος του, ο νεαρός αυτοκράτορας Κάρολος, άνοιξε αμέσως «ανεπίσημους διαύλους» επικοινωνίας με τη Γαλλία για να συζητήσει τους όρους της ειρήνης. Και η μεν γερμανική επιρροή εξακολουθούσε να είναι αρκετά ισχυρή ώστε να στηρίζει την πολεμική προσπάθεια της Αυστρίας και να καταπνίγει την επιθυμία της για ειρήνη· αλλά οι δυτικοί σύμμαχοι του Τσάρου Νικόλαου Β' δεν μπόρεσαν να τον βοηθήσουν όταν οι διαδηλώσεις για ψωμί στο Πέτρογκραντ ξέφυγαν από κάθε έλεγχο και έριξαν το καθεστώς του. Οι δυτικοί σύμμαχοι του Τσάρου δεν ήταν ακόμη έτοιμοι για ειρήνη. Πρώτον, επειδή οι αποτελεσματικές και λίγο-πολύ αδιάφθορες γραφειοκρατίες τους χειρίζονταν τόσο επιδέξια τις οικονομίες τους ώστε ο πληθυσμός δεν χρειαζόταν να ταλαιπωρείται. Δεύτερον, επειδή η υπεροχή στη θάλασσα τους παρείχε πρόσβαση στα είδη διατροφής και τις πρώτες ύλες του δυτικού ημισφαιρίου. Το ζήτημα του πώς θα πληρώνονταν όλα αυτά έμελλε να δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στο μέλλον, αλλά για την ώρα η πίστωση κρατούσε καλά. Όχι ότι οι Γάλλοι ή οι Βρετανοί δεν είχαν κουραστεί από τον πόλεμο. Και στις δύο χώρες οι σοσιαλιστές, των οποίων οι προπολεμικές διεθνιστικές πεποιθήσεις είχαν παραμεριστεί προσωρινά για να δώσουν τη θέση τους στον πατριωτικό ζήλο, άρχιζαν τώρα να ζητούν συνθηκολόγηση, αλλά ακόμη μειοψηφούσαν κατά πολύ και η πολιτική τους δυσαρέσκεια στρεφόταν περισσότερο στον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου παρά στη συνέχισή του. Και στις δύο χώρες, η αυξανόμενη κινητοποίηση των πολιτών οδηγούσε στην όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή τους στη διαχείριση του ίδιου του πολέμου. Στη Γαλλία οι θυσίες του Βερντέν αποδόθηκαν στους κακούς χειρισμούς του Joffre, ο οποίος αντικαταστάθηκε από έναν περισσότερο αποδεκτό πολιτικά στρατηγό, τον Ρομπέρ Νιβέλ. Στη Βρετανία ο Χέιγκ παρέμεινε στη θέση του παρά τις απώλειες του Σομ, αλλά η λαϊκή δυσαρέσκεια βρήκε το στόχο της στην κάπως υποτονική διακυβέρνηση του Χέρμπερτ Άσκουιθ. Το Δεκέμβριο, τον Άσκουιθ αντικατέστησε στη θέση του πρωθυπουργού ο David Lloyd George - ένας «άνθρωπος του λαού», ένας πολιτικός άνδρας στον οποίο είχε αποδοθεί, και όχι αδίκως, η δημιουργία της λαϊκής υποδομής που στήριζε την πολεμική προσπάθεια, τέλος ένας άνθρωπος που διέθετε το χάρισμα ενός φυσικού πολεμικού ηγέτη. Η γενική διάθεση και στη Βρετανία και στη Γαλλία στο τέλος του 1916 δεν ήταν τόσο υπέρ της ειρήνης -βεβαίως όχι, εφ' όσον οι Γερμανοί παρέμεναν στο Βέλγιο και τη βορειοανατολική Γαλλία- όσο υπέρ μιας πιο αποτελεσματικής διεξαγωγής του πολέμου.
Digitized by 10uk1s
Ακριβώς αυτή ήταν και η διάθεση των στρατιωτικών αρχηγών της Γερμανίας. Ενώ στη Γαλλία και τη Βρετανία οι πολεμικές αποτυχίες είχαν οδηγήσει στη δυναμική διεκδίκηση της ηγεσίας από τους πολίτες, στη Γερμανία οι στρατιωτικές νίκες, ιδίως στο Ανατολικό Μέτωπο, είχαν τόσο ανυψώσει τους Hindenburg και Luderndorff που όταν αντικατέστησαν τον Φάλκενχαϊν τον Αύγουστο του 1916, εκτός από την αρχηγία του στρατού πήραν στα χέρια τους και τον έλεγχο του κράτους. Αλλά μολονότι ο Φάλκενχαϊν έχασε το πόστο του, οι ιδέες του θριάμβευσαν. Οι εμπειρίες του Βερντέν και του Σομ έπεισαν τους διαδόχους του ότι η φύση του πολέμου είχε αλλάξει εκ βαθέων. Δεν ήταν πλέον μία σύγκρουση που η έκβαση της θα αποφασιζόταν στο πεδίο της μάχης με όπλα την ανώτερη στρατιωτική ικανότητα και το ηθικό, αλλά ένας αγώνας αντοχής μεταξύ βιομηχανικών κοινωνιών όπου ο έλεγχος των ενόπλων δυνάμεων έδενε απόλυτα με τον έλεγχο της παραγωγής και την κατανομή των διαθέσιμων πόρων. Οι πολίτες ενέχονταν στον πόλεμο όσο και οι στρατιωτικοί, οπότε λογικά θα έπρεπε να βρίσκονται υπό τον έλεγχο των στρατιωτικών. Έτσι το Γενικό Επιτελείο ίδρυσε ένα Ανώτατο Γραφείο Πολέμου, ένα Oberstekriegsamt, για να εποπτεύει τους τομείς της βιομηχανίας και της εργασίας, και πέρασε ένα Νόμο Βοηθητικής Θητείας, το Helfdienstgesetz, που καθιστούσε τη στράτευση δυνάμει υποχρεωτική για ολόκληρο τον πληθυσμό. Ουσιαστικά οι στρατιωτικοί δημιούργησαν μία σκιώδη γραφειοκρατία που εκινείτο παράλληλα με την πολιτική και την ανταγωνιζόταν για τη διακυβέρνηση της χώρας. Οι στρατιώτες έγιναν γραφειοκράτες. Έγιναν επίσης πολιτικοί. Το επιτελείο του Luderndorff υποκίνησε μία εκστρατεία ζητώντας τη στήριξη των μεγαλεπήβολων πολεμικών στόχων που πρωτοπαρουσιάστηκαν στο πρόγραμμα του Σεπτεμβρίου 1914 - δηλαδή τη μόνιμη κατοχή του Βελγίου και της βόρειας Γαλλίας, καθώς και εκτεταμένες προσαρτήσεις εδαφών στην Πολωνία και την Όμπεροστ. Με αυτή τους την κίνηση επιδείνωσαν τις εντάσεις που είχαν αρχίσει τώρα να σπαράσσουν τη γερμανική κοινωνία. Οι σοσιαλδημοκράτες, που τους ψήφιζαν μαζικά οι εργάτες στα αστικά κέντρα, ήταν το δυνατότερο κόμμα στο Reichstag, το οποίο είχε ακόμη το δικαίωμα να εγκρίνει ή όχι τα πολεμικά κονδύλια. Το 1914 είχαν πειστεί να υποστηρίξουν αυτό που τους είχε παρουσιαστεί ως αμυντικός πόλεμος εναντίον της ρωσικής επιθετικότητας. Τώρα οι Ρώσοι είχαν ολοσχερώς ηττηθεί. Η συνοχή και αλληλεγγύη της εργατικής τάξης είχε διαρρηχθεί λόγω της ευφυούς τακτικής του στρατού να συνεργάζεται με τα συνδικάτα και να παρέχει πλουσιοπάροχες αυξήσεις μισθών στις πολεμικές βιομηχανίες, αλλά η απαίτηση για ειρήνη «χωρίς προσαρτήσεις και χωρίς αποζημιώσεις» κέρδιζε ολοένα έδαφος και έβρισκε υποστηρικτές στις πόλεις όπου η έλλειψη τροφίμων ήδη προκαλούσε ταραχές. Η καταστροφή της πατατοπαραγωγής το φθινόπωρο του 1916 ανάγκασε το φτωχό πληθυσμό των πόλεων να τρέφεται ολόκληρο το χειμώνα σχεδόν αποκλειστικά με γογγύλια. Οι φοβερές απώλειες στο Βερντέν και το Σομ -ενάμισυ εκατομμύριο νεκροί ή τραυματίες- είχαν επηρεάσει το ηθικό των Γερμανών, πολιτών και στρατιωτών. Όσο και αν κατάφερνε το Γενικό Επιτελείο να εντείνει την παραγωγικότητα της γερμανικής οικονομίας, φαινόταν όλο και πιο δύσκολο να μπορέσει ο γερμανικός λαός να στηρίξει τον πόλεμο για έναν ακόμη χρόνο.
Επιθέσεις κατά πάντων με υποβρύχια Κάτω από αυτές τις συνθήκες πήρε η γερμανική κυβέρνηση τη μοιραία απόφαση να χτυπήσει στη ρίζα της βιομηχανικής δύναμης του εχθρού, εξαπολύοντας επιθέσεις κατά πάντων με υποβρύχια. Καταλάβαιναν το ρίσκο που έπαιρναν, ότι δηλαδή μια τέτοια τακτική θα επέσπευδε την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο, αλλά υπολόγιζαν ότι μέχρι ν' αρχίσει να αποδίδει καρπούς η αμερικανική συμμετοχή ο πόλεμος θα είχε τελειώσει. Ήταν, όπως το έθεσε ένας Γερμανός πολιτικός, το τελευταίο χαρτί της Γερμανίας: «Και αν δεν μας βγει άσσος, έχουμε χάσει για αιώνες». Δεν έπεσε και πολύ έξω. Το 1914 λίγες ήταν οι ναυτικές δυνάμεις που είχαν καταλάβει τη δυναμική του υποβρύχιου. Η εμβέλεια των πρώτων μοντέλων τα καθιστούσε κατάλληλα μόνο για την παράκτια άμυνα· ακόμη και όταν, λίγο πριν τον πόλεμο, τα υποβρύχια απέκτησαν ντιζελοκίνητες μηχανές, παρέμειναν βασικά
Digitized by 10uk1s
«καταδυόμενα» -εξαιρετικά ευάλωτα στην επιφάνεια της θάλασσας και με πολύ περιορισμένες δυνατότητες κάτω από το νερό. Η δυνάμει φονικότητά τους φάνηκε λίγες μόλις εβδομάδες πριν τον πόλεμο όταν, όπως έχουμε ήδη πει, ένα γερμανικό υποβρύχιο βύθισε τρία ανυποψίαστα βρετανικά καταδρομικά στα Στενά της Μάγχης. Και ναι μεν τα πολεμικά πλοία ήταν θεμιτός στόχος, όχι όμως και τα άοπλα πλοία του εμπορικού ναυτικού. Επί τρεις αιώνες οι ναυτικές δυνάμεις της Ευρώπης ανέπτυσσαν περίπλοκους κανόνες για τη μεταχείριση των εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου. Οι εμπόλεμες πλευρές είχαν το δικαίωμα να σταματούν και να τα ψάχνουν για «λαθραία εμπορεύματα», δηλαδή για πολεμικό υλικό. Αν ανακαλυπτόταν κάτι τέτοιο, το πλοίο έπρεπε να συνοδευτεί ως το κοντινότερο λιμάνι όπου ένα «συλοδικείο» θα έκρινε αν το φορτίο ήταν λαθραίο ή όχι, και αν ήταν, θα το κάτεσχε. Αν για οποιοδήποτε λόγο τούτο δεν ήταν δυνατόν, το πλοίο ίσως καταστρεφόταν, αλλά μόνον αφού επιβάτες και πλήρωμα είχαν μεταφερθεί σε ασφαλές μέρος. Με τα υποβρύχια δεν μπορούσε να γίνει τίποτα απ' αυτά. Δεν είχαν το χώρο ούτε για κάποιο εφεδρικό πλήρωμα που θα επάνδρωνε τα «ύποπτα» πλοία ούτε για να παράσχουν κατάλυμα στους αιχμαλώτους τους. Αν έβγαιναν στην επιφάνεια για να προειδοποιήσουν για την επίθεσή τους, κινδύνευαν ν' αποκαλύψουν τη θέση τους ή να βρεθούν στο έλεος των όπλων που πιθανό να διέθετε το θύμα τους· αλλά το να βυθιστεί ένα πλοίο χωρίς προειδοποίηση και χωρίς να διασωθεί το πλήρωμά του ήταν, προπολεμικά, κάτι το «αδιανόητο». Βέβαια ο ναυτικός αποκλεισμός ήταν ανέκαθεν κεντρικό στοιχείο της διεξαγωγής του πολέμου, και με την εκβιομηχάνιση απέκτησε τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Στους πολέμους μεταξύ αγροτικών κοινωνιών, ο αποκλεισμός κατέστρεφε μόνο το εμπόριο και μαζί τον πλούτο που έδινε τη δυνατότητα στα κράτη να διεξάγουν τον πόλεμο. Οι πληθυσμοί εξακολουθούσαν να έχουν εξασφαλισμένη τη διατροφή τους. Όμως ο αποκλεισμός των βιομηχανικών κοινωνιών, ιδιαίτερα των αστικοποιημένων όπως η Βρετανία και η Γερμανία, δεν θα έπληττε μόνο το εμπόριο προκαλώντας (κατά γενική πεποίθηση) δημοσιονομικό χάος, αλλά θα κατέστρεφε και τις βιομηχανίες στερώντας τις από τις πρώτες ύλες· το αποκορύφωμα θα ήταν η λιμοκτονία των αστικών πληθυσμών καθώς θα σταματούσαν οι εισαγωγές ειδών διατροφής. Αυτός ήταν ο εφιάλτης των προπολεμικών Βρετανών οικονομολόγων και δημοσιολόγων όταν σκέφτονταν τις επιπτώσεις που θα είχε η απώλεια της «υπεροχής στη θάλασσα»· και αυτό ήταν το όπλο με το οποίο το βρετανικό ναυαρχείο ήλπιζε να νικήσει τη Γερμανία χωρίς να χρειαστεί να αναλώσει μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στην ηπειρωτική Ευρώπη. Το 1916 ο βρετανικός αποκλεισμός είχε πετύχει όλα όσα αναμένονταν απ' αυτόν. Οι Γερμανοί μπορούσαν ακόμη να ανεφοδιάζονται στοιχειωδώς από τις γειτονικές τους ουδέτερες χώρες Ολλανδία, Δανία, Σκανδιναβία- και οι επιστήμονές τους, όπως έχουμε πει, είχαν ανακαλύψει εγχώριας παραγωγής υποκατάστατα για αναγκαία εισαγόμενα είδη όπως νήματα, ελαστικά, ζάχαρη και ιδίως νιτρικά άλατα για τα εκρηκτικά και τα τεχνητά λιπάσματα. Εν τούτοις, η πίεση είχε αρχίσει να γίνεται φονική στην κυριολεξία. Η θνησιμότητα στις γυναίκες και τα μικρά παιδιά είχε αυξηθεί κατά 50% και θέριζαν οι αρρώστιες που σχετίζονταν με την πείνα, όπως η ραχίτιδα, το σκορβούτο, η φυματίωση. Στο τέλος του πολέμου ο αριθμός των ανθρώπων που είχαν χάσει τη ζωή τους εξαιτίας και μόνον του αποκλεισμού ήταν 750.000, σύμφωνα με εκτιμήσεις που έδωσαν στη δημοσιότητα οι γερμανικές αρχές. Ίσως οι υπολογισμοί αυτοί να ήταν υπερβολικοί: πολλές από τις ελλείψεις οφείλονταν σε στρεβλώσεις της οικονομίας λόγω των τεράστιων απαιτήσεων του στρατιωτικού τομέα. Αλλά η κυβερνητική προπαγάνδα απέδιδε και μάλιστα πολύ πειστικά όλα τα δεινά του άμαχου πληθυσμού στη βρετανική βαρβαρότητα. Γιατί, λοιπόν, να μην υποφέρουν και οι Βρετανοί με τη σειρά τους; Για τους Γερμανούς αυτό δεν ήταν μόνον εφικτό αλλά και απολύτως νόμιμο. Οι Βρετανοί είχαν ήδη παρατεντώσει, αν όχι σπάσει, τους διεθνείς νόμους όταν το Νοέμβριο του 1914 κήρυξαν ολόκληρη τη Βόρεια Θάλασσα «πολεμική ζώνη», όπου δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν ουδέτερα πλοία παρά μόνον αν είχαν την άδεια του Βασιλικού Ναυτικού. Σε αντίποινα οι Γερμανοί κήρυξαν τον επόμενο Φεβρουάριο όλες τις προσβάσεις στις Βρετανικές Νήσους πολεμικές ζώνες, μέσα στις Digitized by 10uk1s
οποίες σκόπευαν να βυθίζουν όλα τα εχθρικά εμπορικά πλοία, «δίχως ουδεμία εγγύηση για την ασφάλεια των πληρωμάτων και των φορτίων τους». Τρεις μήνες αργότερα οι Βρετανοί κλιμάκωσαν την κατάσταση ανακοινώνοντας την πρόθεσή τους να κατάσχουν όσα προϊόντα υποψιάζονταν ότι προορίζονταν για τη Γερμανία, όποιος κι αν ήταν ο κάτοχός τους ή ο υποτιθέμενος προορισμός τους - επιβάλλοντας έτσι καθολικό αποκλεισμό σε κάθε εμπορική συναλλαγή της Γερμανίας, ασχέτως με τα δικαιώματα των ουδετέρων και το νομικό ορισμό του λαθρεμπορίου. Αυτό προκάλεσε κύμα διαμαρτυριών στις ΗΠΑ, οι οποίες είχαν πολεμήσει εκατό χρόνια νωρίτερα με τη Βρετανία για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Αλλά πριν προλάβει να πάρει διαστάσεις αυτή η δυσαρέσκεια, ένα γερμανικό υποβρύχιο βύθισε στις 6 Μαΐου 1915 στα νότια των ιρλανδικών ακτών το κρουαζιερόπλοιο Λουζιτάνια που ερχόταν από τη Νέα Υόρκη. Το πλοίο όντως κουβαλούσε εκρηκτικά και μάλιστα ο Γερμανός πρόξενος στη Νέα Υόρκη είχε προειδοποιήσει τους Αμερικανούς επιβάτες ότι ταξίδευαν υπ' ευθύνη τους. Εκατόν είκοσι οχτώ άτομα ανέλαβαν αυτή την ευθύνη και οι περισσότεροι έχασαν τη ζωή τους μαζί με περισσότερους από 1.000 συνεπιβάτες τους. Το σοκ που υπέστη η παγκόσμια κοινή γνώμη μπορούσε να συγκριθεί μόνο με εκείνο του ναυάγιου του Τιτανικού τρία χρόνια νωρίτερα, και η βρετανική προπαγάνδα το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, ως ένα ακόμη παράδειγμα της γερμανικής «κτηνωδίας». Ήταν πια σαφές ποιος θα κέρδιζε με το μέρος του την αμερικανική κοινή γνώμη. Η Γερμανία είχε το μειονέκτημα: ο δικός της αποκλεισμός είχε κοστίσει στους Αμερικανούς ανθρώπινες ζωές ενώ ο βρετανικός μόνο χρήματα. Όταν βυθίστηκε και άλλο ένα επιβατικό πλοίο, το Αράμπικ, τον επόμενο Αύγουστο, και μολονότι έχασαν τη ζωή τους μόνο δύο υπήκοοι των ΗΠΑ, οι αμερικανικές διαμαρτυρίες εκφράστηκαν με τέτοια ένταση που το γερμανικό ναυτικό απαγόρευσε στους διοικητές των υποβρυχίων του να καταβυθίζουν πλοία άμα τη εμφανίσει και τα απέσυρε εντελώς από τον Ατλαντικό και τη Μάγχη. Αυτό σήμαινε ότι τα γερμανικά υποβρύχια ήταν τώρα υποχρεωμένα να δρουν σύμφωνα με τους κανόνες του ναυτικού πολέμου, δηλαδή να ανεβαίνουν στην επιφάνεια για να εξακριβώνουν την ταυτότητα των ύποπτων πλοίων (που συχνά ήταν αρματωμένα ή βρετανικά πολεμικά μεταμφιεσμένα σε άοπλα ουδέτερα) και να βεβαιώνονται ότι πλήρωμα και επιβάτες βρίσκονταν ασφαλείς στις σωσίβιες λέμβους πριν βυθίσουν το πλοίο, δίνοντας έτσι το χρόνο στα θύματά τους να εκπέμψουν το σήμα τους καθώς και τη θέση του εχθρικού σκάφους. Ακόμη κι έτσι, οι απώλειες που προκάλεσαν ήταν βαριές. Στο τέλος του 1915 οι Γερμανοί είχαν βυθίσει 885.471 τόνους Συμμαχικών πλοίων, και μέχρι το τέλος του 1916 άλλους 1.230.000 τόνους. Το Βασιλικό Ναυτικό έδειχνε ανίκανο να τους σταματήσει. Μέχρι πού θα έφταναν αν τους λύνονταν τα χέρια; Το Γερμανικό Ναυαρχείο συνέστησε μία ειδική ομάδα μελέτης για να διερευνήσει αυτό το ερώτημα, και οι συμμετέχοντες κατέληξαν σε ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Διαπίστωσαν ότι οι Βρετανοί είχαν διαθέσιμους μόνον οχτώ εκατομμύρια τόνους σε πλοία πάσης χρήσεως. Αν ο ρυθμός των καταβυθίσεων μπορούσε να αυξηθεί σε 600.000 τόνους το μήνα και τα ουδέτερα πλοία εκφοβίζονταν τόσο ώστε να αποσυρθούν, μέσα σε έξι μήνες η Βρετανία θα ξέμενε από βασικά είδη διατροφής όπως το σιτάρι και το κρέας· η παραγωγή της σε άνθρακα θα δεχόταν μεγάλο πλήγμα λόγω της έλλειψης σκανδιναβικής ξυλείας για την κατασκευή υποστυλωμάτων για τα ορυχεία, γεγονός που θα μείωνε την παραγωγή σιδήρου και χάλυβα, κάτι που με τη σειρά του θα της στερούσε τη δυνατότητα να αντικαταστήσει τα χαμένα πλοία. Έτσι η κατάθεση των όπλων από τη Βρετανία μέσα σε έξι μήνες ήταν στατιστικά σίγουρη, είτε έμπαιναν οι ΗΠΑ στον πόλεμο είτε όχι. Ακόμη και για πολλούς στη Γερμανία που δεν είχαν γνώση αυτών των εκτιμήσεων, οι επιθέσεις κατά πάντων με υποβρύχια φάνταζαν τώρα τρομακτικές, και το θέμα έγινε αντικείμενο δημόσιας διαφωνίας που κράτησε από τον Ιούλιο έως το Δεκέμβριο του 1916. Από τη μία πλευρά συμπαρατάσσονταν το ναυτικό, το Γενικό Επιτελείο και οι πολιτικές δυνάμεις της δεξιάς. Από την άλλη το υπ. Εξωτερικών, ο Καγκελάριος Μπέτμαν Χόλβεγκ και οι Σοσιαλδημοκράτες του Reichstag. Ο Μπέτμαν Χόλβεγκ δεν εμπιστευόταν τις στατιστικές. Ήταν σίγουρος ότι ο πόλεμος κατά πάντων με τα υποβρύχια θα είχε ως αποτέλεσμα την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο, και ότι τούτο θα σφράγιζε την ήττα της Γερμανίας. Όμως δεν έβλεπε άλλη εναλλακτική λύση εκτός από την ειρήνη· και οι μόνοι Digitized by 10uk1s
όροι ειρήνης που το γερμανικό Γενικό Επιτελείο ήταν διατεθειμένο να συζητήσει ήταν όροι που οι Σύμμαχοι δεν θα αποδέχονταν ποτέ.
Η αποτυχία των ειρηνευτικών προσπαθειών Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Woodrow Wilson προσπαθούσε να πείσει τους εμπολέμους να κάνουν ειρήνη από την αρχή ήδη της σύρραξης. Σε ιδεολογικό επίπεδο η αμερικανική κοινή γνώμη έγερνε προς τους Συμμάχους ενισχυμένη από τους δεσμούς μεταξύ των «Wasp» (Λευκοί-ΑγγλοσάξωνεςΠροτεστάντες) της ανατολικής ακτής και της βρετανικής άρχουσας τάξης. Ο πρώην πρόεδρος Theodore Roosevelt ήταν επικεφαλής της μερίδας που ασκούσε μεγάλη πίεση για άμεση επέμβαση στο πλευρό των δημοκρατιών. Ελάχιστη ήταν η συμπάθεια για τις Κεντρικές Δυνάμεις· και η εικόνα της Γερμανίας ως μιλιταριστικού τέρατος, όπως διαμορφώθηκε ύστερα από τη συμπεριφορά της στο Βέλγιο, τη χρήση δηλητηριωδών αερίων και την αδίστακτη στάση της στο ναυτικό πόλεμο -όλα μεγεθυσμένα από τη συμμαχική προπαγάνδα- δεν βοηθούσε καθόλου. Όμως ούτε οι Βρετανοί ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στις ΗΠΑ. Εκτός από τους Ιρλανδούς ψηφοφόρους στις πόλεις των ανατολικών Ηνωμένων Πολιτειών και τις γερμανόφωνες κοινότητες δυτικότερα, υπήρχαν κι άλλοι, πολλοί, που δεν έβλεπαν τη Βρετανία ως φυσική σύμμαχο αλλά ως ιστορικό εχθρό, εναντίον του οποίου οι ΗΠΑ είχαν ήδη πολεμήσει δύο φορές και ίσως έπρεπε να το κάνουν για τρίτη, αν κατάφερνε να ισχυροποιηθεί ως Παγκόσμια Δύναμη. Και εν πάση περιπτώσει, η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών προτιμούσε να μην εμπλακεί σ' έναν πόλεμο που δεν τους αφορούσε καθόλου. Κι όμως, όσο ο πόλεμος συνεχιζόταν ένα μεγάλο μέρος των αμερικανικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αφορούσε στην προμήθεια πολεμικών υλών στους Συμμάχους - όχι αναγκαστικά λόγω ιδεολογικής συμπάθειας αλλά γιατί δεν μπορούσαν να τα στείλουν στους Γερμανούς. Αν αυτό το εμπόριο συναντούσε εμπόδια, τότε ο πόλεμος θα γινόταν και δική τους υπόθεση, είτε το ήθελαν είτε όχι. Μέχρι το τέλος του 1916 το πρώτο μέλημα του προέδρου Woodrow Wilson ήταν να κρατήσει τις ΗΠΑ έξω από την ευρωπαϊκή σύρραξη. Αλλά όσο συνεχιζόταν ο πόλεμος, τόσο αυτό γινόταν δυσκολότερο. Το πρόβλημά του δεν ήταν τόσο να πείσει τους στριμωγμένους Συμμάχους να κάνουν ειρήνη: αυτό θα μπορούσε να το επιτύχει κόβοντάς τους την πίστωση και τον ανεφοδιασμό, κάτι που ο Wilson ήταν έτοιμος να κάνει αν χρειαζόταν. Η μεγάλη δυσκολία ήταν να πείσει τους νικητές έως τότε Γερμανούς, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς δεν ανεφοδιάζονταν από τους Αμερικανούς. Επί δύο χρόνια, το 1915 και το 1916, ο προσωπικός απεσταλμένος του Wilson, ο αγγλόφιλος συνταγματάρχης Χάουζ, διερευνούσε τις δυνατότητες κάποιου συμβιβασμού, αλλά καμία πλευρά δεν τον σκεφτόταν διότι, αφ' ενός, ο γερμανικός στρατός είχε πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του και, αφ' ετέρου, οι Σύμμαχοι ήλπιζαν ακόμη να κερδίσουν τον πόλεμο. Προς το τέλος του 1916, όμως, η κατάσταση είχε αρχίσει να αλλάζει. Το Νοέμβριο ο Wilson επανεξελέγη πρόεδρος και μολονότι η προσωπική του επιθυμία αλλά και η επίσημη πολιτική της κυβέρνησής του ήταν να μην εμπλακούν στον πόλεμο, το ρεύμα εναντίον των απομονωτιστών είχε ενισχυθεί. Στην Ευρώπη η πίεση για ειρήνη ολοένα αυξανόταν, τόσο που καμία εμπόλεμη κυβέρνηση δεν μπορούσε πια να την αγνοήσει. Ακόμη και ο Luderndorff αναγκάστηκε να λάβει υπόψη του τις δυσκολίες της συμμάχου του Αυστρίας και τις φωνές στο Reichstag που δυνάμωναν υπέρ μιας ειρήνης «χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις». Λίγο μετά την επανεκλογή του ο Wilson κάλεσε τις εμπόλεμες πλευρές να καταθέσουν τους όρους τους για την ειρήνη. Οι Σύμμαχοι το έκαναν με μεγάλη προθυμία, ξέροντας ότι έτσι θα κέρδιζαν τη συμπάθεια των Αμερικανών. Πρώτα και πάνω απ' όλα, οι όροι τους αφορούσαν στην αποκατάσταση της βελγικής και σερβικής ανεξαρτησίας με πλήρη αποζημίωση για τις βλάβες που είχαν προκαλέσει οι κατακτητές τους. Επιπρόσθετα, ζητούσαν την «επιστροφή των επαρχιών ή εδαφών που είχαν αρπαγεί από τους Συμμάχους με τη βία των όπλων»· προφανώς εννοούσαν την Alsace και τη Lorraine, ίσως όμως και άλλες περιοχές. Ιταλοί, Σλάβοι, Ρουμάνοι, Τσέχοι και Σλοβάκοι έπρεπε να απαλλαγούν από την ξένη
Digitized by 10uk1s
κυριαρχία (το γεγονός ότι οι Σύμμαχοι είχαν τάξει στην Ιταλία εκτεταμένα σλαβικά εδάφη με το Σύμφωνο του Λονδίνου αποσιωπούνταν). Η Πολωνία θα κέρδιζε την ανεξαρτησία της -μία παραχώρηση που ο Τσάρος, υπό την πίεση των Συμμάχων, είχε ήδη δεχτεί για τα πολωνικά εδάφη που κρατούσε. Τέλος, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπρεπε να διαμελιστεί - αν και ο τρόπος δεν δηλωνόταν με σαφήνεια. Από την άλλη πλευρά, οι όροι που έθετε το γερμανικό Γενικό Επιτελείο ήταν τόσο ακραίοι που ο Καγκελάριος Χόλβεγκ δεν τόλμησε να τους δημοσιοποιήσει, από φόβο για τον αντίκτυπο που θα είχαν, όχι μόνο στους Αμερικανούς αλλά και στο ίδιο το Reichstag. Έστειλε εμπιστευτικά στον Wilson μία μετριοπαθέστερη εκδοχή, εξηγώντας πως ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει και ο μόνος τρόπος για να γίνουν αποδεκτοί από τους συναδέλφους του. Η προσάρτηση του Βελγίου δεν θα ήταν άμεση, αλλά η ανεξαρτησία του θα εξαρτιόταν από πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές εγγυήσεις που στην ουσία θα το καθιστούσαν γερμανικό προτεκτοράτο. Όχι μόνον η Alsace και η Lorraine θα παρέμεναν στα γερμανικά χέρια, αλλά η Γαλλία θα έπρεπε να παραδώσει και τη γειτονική περιοχή γύρω από το Μπραι. Στα ανατολικά, η Πολωνία και οι επαρχίες της Βαλτικής θα μετατρέπονταν σε γερμανικά προτεκτοράτα, γεγονός που θα εξασφάλιζε την περαιτέρω γερμανοποίησή τους. Η αυστριακή κυριαρχία έπρεπε να αποκατασταθεί στα Βαλκάνια και να παραδοθούν κάποια αποικιακά εδάφη στην Αφρική. Αν οι Γερμανοί κέρδιζαν τον πόλεμο, αυτοί ήταν προφανώς οι καλύτεροι όροι που είχαν να περιμένουν οι Σύμμαχοι. Το ίδιο ίσχυε και για τους Συμμαχικούς όρους: μόνο σε μια ηττημένη Γερμανία θα μπορούσαν να επιβληθούν. Όμως καμία πλευρά δεν είχε ακόμη νικηθεί. Παρά την κόπωση του πολέμου, οι κυβερνήσεις προτιμούσαν να συνεχίσουν να μάχονται παρά να κάνουν ειρήνη με τους όρους που προτείνονταν. Για να κατευνάσει το Reichstag η γερμανική κυβέρνηση εξέδωσε ένα «Υπόμνημα Ειρήνης» στις 12 Δεκεμβρίου. Ενώ δήλωνε γενικά την προθυμία της για ειρήνη, δεν ανακοίνωνε συγκεκριμένους πολεμικούς στόχους και ο τόνος του ήταν τόσο επιθετικός που οι Σύμμαχοι το απέρριψαν χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Αυτή η απόρριψη έδωσε στο γερμανικό Γενικό Επιτελείο τη δικαιολογία που χρειαζόταν. Η απόφαση ελήφθη στις 9 Ιανουαρίου, αλλά ο Γερμανός πρεσβευτής στην Washington περίμενε ως τις 31 Ιανουαρίου για να ανακοινώσει στην αμερικανική κυβέρνηση ότι από την επόμενη κιόλας ημέρα θα άρχιζαν οι επιθέσεις με υποβρύχια κατά όλων ανεξαιρέτως των πλοίων που θα πλησίαζαν τις Βρετανικές Νήσους. Ο Wilson διέκοψε αμέσως κάθε σχέση με τη Γερμανία. Δεν τολμούσε ακόμη να κηρύξει πόλεμο. Η «ένοπλη ουδετερότητα», δηλαδή το δικαίωμα των ΗΠΑ να εξοπλίζουν και να προστατεύουν τα πλοία τους, φαινόταν ακόμη να είναι μια εφικτή εναλλακτική λύση. Η γερμανική κυβέρνηση όμως έβλεπε ότι ο πόλεμος με τις ΗΠΑ ήταν πια αναπόφευκτος. Έχοντας αυτή τη βεβαιότητα, ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών, Άρθουρ Τσίμερμαν, είχε ήδη στείλει τηλεγράφημα στη κυβέρνηση του Μεξικού, που κατά περιόδους μπλεκόταν σε εχθροπραξίες με τις ΗΠΑ, προτείνοντάς της μία συμμαχία όπου οι δύο χώρες «μαζί θα έκαναν πόλεμο, μαζί ειρήνη, με γενναιόδωρη οικονομική υποστήριξη και τη δέσμευση από την πλευρά της Γερμανίας ότι το Μεξικό θα επανακτήσει τα εδάφη που έχασε στο Texas, το New Mexico και την Arizona». Οι Βρετανοί είχαν υποκλέψει και αποκωδικοποιήσει αυτό το σημαντικό ντοκουμέντο αμέσως μόλις εστάλη, αλλά δεν αποκάλυψαν το περιεχόμενό του στον Wilson παρά μόνο στις 26 Φεβρουαρίου. Οι φυσιολογικές υπόνοιες ότι θα μπορούσε να είναι πλαστογραφημένο από τους Βρετανούς, παραμερίστηκαν από τον ίδιο τον Τσίμερμαν, ο οποίος αναγνώρισε την πατρότητά του χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Η αντίδραση στις ΗΠΑ, ιδίως στις δυτικές πολιτείες, που μέχρι τότε ήταν υπέρ του απομονωτισμού, ήταν κάτι παραπάνω από οργισμένη. Χρειάστηκαν λίγες ακόμη καταβυθίσεις πλοίων για να πειστεί ο ίδιος ο Wilson ότι έπρεπε να καλέσει το Κογκρέσσο να κηρύξει τον πόλεμο, πράγμα που έπραξε στις 5 Απριλίου 1917. Τώρα κανείς δεν συζητούσε, όπως είχε προτείνει ο Wilson λίγους μήνες πριν, για μια «Ειρήνη χωρίς Νίκη». Αυτός ο πόλεμος θα ήταν, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, μία
Digitized by 10uk1s
σταυροφορία «για τη δημοκρατία, για το δικαίωμα εκείνων που υπόκεινται στην εξουσία να έχουν τη δική τους φωνή στις κυβερνήσεις τους, για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των μικρών εθνών, για την παγκόσμια κυριαρχία του δικαίου με ομοφωνία των ελεύθερων λαών ώστε να επέλθει η ειρήνη και η ασφάλεια σε όλα τα έθνη και να απελευθερωθεί η οικουμένη». Όσο αξιοθαύμαστες κι αν ήταν αυτές οι προθέσεις, διέφεραν κατά πολύ από εκείνες που είχαν οι ευρωπαϊκοί λαοί όταν ξεκινούσαν τον πόλεμο πριν τρία χρόνια.
Digitized by 10uk1s
1917: Η κρίσιμη χρονιά Τακτικές εξελίξεις στο Δυτικό Μέτωπο Το ερώτημα αν η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο μπορούσε να αποτρέψει την ήττα των Συμμάχων παρέμενε ανοιχτό. Καθώς προχωρούσε το 1917 κάτι τέτοιο έδειχνε όλο και πιο αμφίβολο. Ο Luderndorff δεν σκόπευε να χαραμίσει κι άλλους στρατιώτες. Τώρα σχεδίαζε να κρατήσει άμυνα στη δύση έως ότου οι επιθέσεις με τα υποβρύχια έφερναν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η επίσκεψή του στα πεδία μαχών του Σομ τον είχε συγκλονίσει. Η τακτική του Φάλκενχαϊν ήταν να κρατά κάθε σπιθαμή γης με οποιοδήποτε τίμημα. Έτσι τα μαρτύρια των Γερμανών στρατιωτών στο Βερντέν και το Σομ ήταν εξίσου φριχτά με εκείνα των αντιπάλων τους. Δεδομένου ότι το γερμανικό μέτωπο βρισκόταν σε γαλλικό έδαφος, μία σχετική ελαστικότητα στην άμυνα φαινόταν αρκετά δικαιολογημένη. Έτσι ο Luderndorff διέταξε γενική υποχώρηση από την αιχμή Αρράς-Σουασόν, εγκαταλείποντας όλα τα πεδία μαχών του Σομ που με τέτοια αυταπάρνηση είχαν υπερασπιστεί οι άντρες του, και προτιμώντας μία βραχύτερη και πιο ενισχυμένη γραμμή άμυνας, τη «γραμμή Hindenburg» (όπως την ονόμασαν οι Βρετανοί) είκοσι πέντε περίπου μίλια στα μετόπισθεν. Καθώς τα γερμανικά στρατεύματα οπισθοχωρούσαν, κατέστρεφαν και έκαιγαν όλα τα σπίτια, έσφαζαν τα κοπάδια και δηλητηρίαζαν τα πηγάδια - πράγματα συνηθισμένα στο Ανατολικό Μέτωπο αλλά που τώρα επιβεβαίωναν τη βάρβαρη εικόνα της Γερμανίας στη δύση. Τα νέα αμυντικά έργα βασίστηκαν σε νέες αρχές. Τώρα πια οι στρατιώτες δεν στριμώχνονταν στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής προσφέροντας εύκολους στόχους στο πυροβολικό του εχθρού. Οι σειρές των χαρακωμάτων αντικαταστάθηκαν από ζώνες άμυνας, οι οποίες αποτελούνταν από τσιμεντένια πολυβολεία τοποθετημένα κατά αραιά διαστήματα, προστατευμένα με συρματόπλεγμα και υπό την κάλυψη βαρέων πυροβόλων. Ο κύριος όγκος του πεζικού κρατιόταν πίσω, έξω από την εμβέλεια του εχθρικού πυροβολικού, έτοιμος να αντεπιτεθεί. Πίσω από αυτές τις προκεχωρημένες ζώνες βρίσκονταν κι άλλες, σε τέτοιο βάθος που καθιστούσε τη διάσπαση τους σχεδόν αδύνατη. Αυτές οι θέσεις όχι μόνο χρειάζονταν λιγότερους στρατιώτες για να τις υπερασπιστούν, αλλά είχαν και το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι οι οβίδες του εχθρικού πυροβολικού έπεφταν σε ανοιχτό έδαφος ανασκάπτοντάς το και προσθέτοντας έτσι κι άλλα εμπόδια στην επίθεση του πεζικού. Η επιθετική απάντηση σε τέτοιες αμυντικές τακτικές είχε ήδη διερευνηθεί στο Ανατολικό Μέτωπο την προηγούμενη χρονιά με την επίθεση του Μπρουσίλοφ: σύντομα αλλά σφοδρά μπαράζ του πυροβολικού σε μεγάλο βάθος και επιλεγμένους στόχους, ακολουθούμενα από εφόδους του πεζικού με τις εφεδρείες τοποθετημένες μπροστά ώστε να διεισδύουν ανάμεσα στα δυνατά σημεία του εχθρού και να προκαλούν σύγχυση στα μετόπισθεν. Με τον ίδιο τρόπο προσέγγιζαν το πρόβλημα και οι Γάλλοι. Ο νέος αρχηγός του επιτελείου, Ρομπέρ Νιβέλ, είχε εφαρμόσει αυτές τις μεθόδους με επιτυχία στο Βερντέν και τώρα ανυπομονούσε να τις δοκιμάσει σε μεγαλύτερη κλίμακα. Αλλά ό,τι είχε αποδειχτεί αποτελεσματικό ενάντια σ' έναν αυστροουγγρικό στρατό που ήδη βρισκόταν στα πρόθυρα της διάλυσης δεν σήμαινε αναγκαστικά πως θα αποδεικνυόταν εξίσου αποτελεσματικό με τους Γερμανούς, και οι Βρετανοί ήταν πολύ πιο επιφυλακτικοί. Είχαν και οι ίδιοι κατασκευάσει ερπυστριοφόρα θωρακισμένα οχήματα, τα άρματα μάχης ή «τανκς», και είχαν πειραματιστεί με λίγα απ' αυτά στο Σομ· αλλά τα πρώτα μοντέλα ήταν τόσο δυσκίνητα και μηχανικά ατελή που μόνον οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές τους πίστευαν ότι θα έκαναν κάτι περισσότερο από το να βοηθήσουν το πυροβολικό να διασπάσει την πρώτη αμυντική γραμμή του εχθρού. Το βρετανικό δόγμα τακτικής είχε αναπτυχθεί σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Για τους Βρετανούς, «βασιλιάς του πεδίου της μάχης» ήταν τώρα το πυροβολικό. Το 1917 διέθεταν πλέον όπλα και πυρομαχικά απολύτως αξιόπιστα και σε επαρκείς ποσότητες. Οι βελτιώσεις στην παρατήρηση εδάφους, είτε με αεροσκάφη είτε με ηχοεντόπιση είτε με φωτοβολίδες, παρείχαν τώρα σχεδόν απόλυτη ακρίβεια στα ανταποδοτικά πυρά. Οι βελτιώσεις στη χαρτογράφηση, στις
Digitized by 10uk1s
αεροφωτογραφίες και τη μετεωρολογική ανάλυση έδιναν τη δυνατότητα στους πυροβολητές να σκοπεύουν τους στόχους συμβουλευόμενοι τους χάρτες και χωρίς να χάνουν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού με δοκιμαστικές βολές. Οι πυροσωλήνες άμεσης ανάφλεξης και οι οβίδες αερίων ή καπνού επέτρεπαν φονικά μπαράζ που δεν καθιστούσαν το έδαφος απροσπέλαστο για το επιτιθέμενο πεζικό τους. Τέλος, οι Βρετανοί πυροβολητές είχαν τελειοποιήσει το «κινητό φράγμα πυρός» - μία προελαύνουσα γραμμή πυρός, πίσω από την οποία το πεζικό μπορούσε να ξεκινήσει την επίθεση στις εχθρικές θέσεις έχοντας να καλύψει λίγα μόνο μέτρα. Το πρόβλημα ήταν ότι όλα τούτα απαιτούσαν τον ακριβέστερο συγχρονισμό και τέλεια οργάνωση. Οι πεζικάριοι μάθαιναν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του πολέμου των χαρακωμάτων με ελαφρά μυδραλιοβόλα, χειροβομβίδες και όλμους που συμπλήρωναν -αν δεν αντικαθιστούσαν- τα τουφέκια ως βασικό οπλισμό τους· αλλά η δράση τους εξακολουθούσε να περιορίζεται μέσα σ' ένα αυστηρό και άκαμπτο πλαίσιο, καθορισμένο από το πυροβολικό, με το οποίο η επικοινωνία ήταν ακόμη πρωτόγονη και συνήθως χανόταν μόλις άρχιζε η μάχη. Επιπλέον, από τη στιγμή που οι αρχικοί στόχοι επιτυγχάνονταν, τα κανόνια έπρεπε να επαναστοιχιστούν, αν όχι να μεταφερθούν προς τα εμπρός με τα χέρια, για να ξανασκοπεύσουν σε παραπέρα στόχους. Για να παρακάμψει αυτό το πρόβλημα το βρετανικό Γενικό Επιτελείο ανέπτυξε μία τεχνική που έμεινε γνωστή ως «bite and hold» (δάγκωσε και βάστα): προσεκτικά μελετημένες έφοδοι εναντίον περιορισμένων στόχων, οι οποίοι στη συνέχεια οχυρώνονταν και κρατιόνταν όσο γίνονταν οι προετοιμασίες για την επόμενη φάση της επίθεσης. Η τεχνική αυτή ήταν επιτυχημένη -πάντα μέσα σε συγκεκριμένα όρια- όμως όχι μόνο δεν πέτυχε τη «διάσπαση» που ονειρευόταν ο Χέιγκ αλλά αποθάρρυνε την ανάληψη πρωτοβουλιών από κατώτερους αξιωματικούς· σε αντίθεση με τους Γερμανούς ομοιόβαθμούς τους για τους οποίους οι πρωτοβουλίες ήταν ό,τι πιο συνηθισμένο.
Οι Συμμαχικές επιθέσεις την άνοιξη του 1917 Χρησιμοποιώντας τις τακτικές που περιγράψαμε, το Συμμαχικό Γενικό Επιτελείο ήλπιζε ότι οι επιθέσεις του 1917 δεν θα ήταν μία επανάληψη των πανωλεθριών της προηγούμενης χρονιάς. Αλλά οι απώλειες του Βερντέν και του Σομ είχαν διαβρώσει την εμπιστοσύνη που έτρεφαν μέχρι τότε οι κυβερνήσεις (τόσο η γαλλική όσο και η αγγλική) για τους στρατιωτικούς αρχηγούς τους. Ο Joffre, όπως έχουμε δει, αντικαταστάθηκε από τον Νιβέλ. Ο Lloyd George δεν τολμούσε να κάνει το ίδιο με τον Χέιγκ, αλλά μ' έναν πανούργο ελιγμό κατάφερε να τον υπαγάγει στη γαλλική διοίκηση - και από τότε οι σχέσεις μεταξύ των Βρετανών στρατιωτικών και πολιτικών δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ. Την αισιοδοξία του Νιβέλ δεν συμμερίζονταν οι υπόλοιποι Γάλλοι στρατηγοί. Η πολιτική υποστήριξη που απολάμβανε υπονομεύτηκε από την ανατροπή του Γάλλου πρωθυπουργού Αριστείδη Μπριάν, οι διάδοχοι του οποίου έδειχναν ελάχιστη εμπιστοσύνη στα στρατιωτικά σχέδια του Νιβέλ. Όταν ο Νιβέλ εξαπέλυσε στις 16 Απριλίου την πολυσυζητημένη επίθεσή του πέρα από τον ποταμό Αιν, στα δασωμένα υψίπεδα του Σεμέν ντε Νταμ, οι οιωνοί ήταν οι χειρότεροι. Οι Γερμανοί είχαν προειδοποιηθεί έγκαιρα, η οπισθοχώρηση τους στη γραμμή Hindenburg είχε αποδιοργανώσει τα σχέδια των Γάλλων και ο καιρός ήταν απαίσιος. Αντί για την υποσχεθείσα διάσπαση, ό,τι πέτυχαν οι Γάλλοι ήταν μία οδυνηρή προέλαση λίγων μιλίων η οποία ανεστάλη μετά από δέκα μέρες, αφού πρώτα χάθηκαν 130.000 άνδρες. Ο Νιβέλ αντικαταστάθηκε από τον Πετέν, τον ήρωα του Βερντέν, αλλά ο γαλλικός στρατός είχε πια φτάσει στα όριά του. Κατέρρευσε, προβαίνοντας όχι σε ανταρσία αλλά σε κάτι που θύμιζε εργατική απεργία: οι περισσότερες μονάδες αρνούνταν να υπακούσουν στις εντολές και να επιστρέψουν στο μέτωπο. Ο Πετέν κατάφερε να συνεφέρει τους άνδρες του χωρίς να προσφύγει σε αυστηρά μέτρα αλλά βελτιώνοντας τις συνθήκες διαβίωσής τους και απέχοντας από μείζονες επιθετικές ενέργειες. Παρ' όλα αυτά, ο γαλλικός στρατός στο Δυτικό Μέτωπο ελάχιστα μπόρεσε να συνεισφέρει στο υπόλοιπο της χρονιάς.
Digitized by 10uk1s
Οι Βρετανοί τα πήγαν καλύτερα - στην αρχή τουλάχιστον. Μία εβδομάδα πριν την έναρξη της γαλλικής επίθεσης στον Αιν, είχαν επιτεθεί ακόμη πιο ανατολικά, στο Αρράς. Η πρώτη φάση της επιχείρησης ήταν απολύτως επιτυχημένη, με τα καναδικά τάγματα να καταλαμβάνουν την υπερκείμενη κορυφογραμμή Βιμί. Η ελπίδα του Χέιγκ ότι αυτή τη φορά θα κατόρθωνε να διασπάσει τις εχθρικές γραμμές αναπτερώθηκε, όμως οι νέες γερμανικές άμυνες τον μπέρδεψαν. Για μία ακόμη φορά η βρετανική επίθεση βαθμιαία επιβραδύνθηκε έως ότου ανακόπηκε στα τέλη Μαΐου με απώλειες άλλων 130.000 ανδρών. Αλλά του Χέιγκ δεν του πέρασε στιγμή από το μυαλό να αναστείλει τις επιθέσεις του. Τώρα πια όχι μόνον οι Ρώσοι αλλά και οι Γάλλοι ήταν hors de combat (εκτός μάχης)· η βοήθεια από τις ΗΠΑ θα αργούσε έναν ακόμη χρόνο· και το χειρότερο απ' όλα, τα γερμανικά υποβρύχια έδειχναν να πετυχαίνουν απολύτως τους στόχους τους. Όπως το έθεσε ένας ευφυολόγος της εποχής: «Το θέμα είναι αν μπορεί ο Βρετανικός Στρατός να κερδίσει τον πόλεμο πριν τον χάσει το Ναυτικό».
Εχθροπραξίες από θαλάσσης και αέρος Στην αρχή οι επιθέσεις κατά πάντων με υποβρύχια έδειξαν ότι θα είχαν τα επιθυμητά αποτελέσματα για τους Γερμανούς. Ο στόχος τους ήταν να καταβυθίζουν 600.000 τόνους το μήνα, διπλασιάζοντας την προηγούμενη απόδοσή τους. Τα κατάφεραν το Μάρτιο. Τον δε Απρίλιο βύθισαν 869.000 τόνους. Κι αυτό ήταν το ρεκόρ τους. Οι καταβυθίσεις κυμαίνονταν περί τους 600.000 τόνους όλο το καλοκαίρι, μειώθηκαν στους 500.000 τον Αύγουστο και στο τέλος της χρονιάς έπεσαν στους 300.000 τόνους. Γιατί; Ο πιο εμφανής λόγος ήταν η καθιέρωση των νηοπομπών, ένα σύστημα που το βρετανικό ναυαρχείο θεωρούσε μέχρι τότε ανεφάρμοστο μια και, μεταξύ άλλων, πίστευε ότι δεν είχε τα αντιτορπιλικά που χρειάζονταν για να συνοδεύουν όλα τα πλοία που έβγαιναν στη θάλασσα. Όμως έκανε λάθος γιατί συμπεριλάμβανε και τα ακτοπλοϊκά σκάφη στους υπολογισμούς του. Έτσι όταν, με την επιμονή του Lloyd George, οι νηοπομπές καθιερώθηκαν στις αρχές Απριλίου, η επιτυχία τους ήταν μεγάλη και άμεση. Από τη στιγμή που οι Αμερικανοί άρχισαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, ήταν σε θέση όχι μόνο να ενισχύουν την προστασία των νηοπομπών αλλά και να κατασκευάζουν εμπορικά πλοία με ρυθμούς που ξεπερνούσαν το ρυθμό των καταβυθίσεων. Οι Γερμανοί είχαν επίσης υπολογίσει λάθος τη χωρητικότητα (τονάζ) των Συμμαχικών πλοίων, τον βαθμό εξάρτησης των Βρετανών από τις εισαγωγές σιτηρών και πάνω απ' όλα τη δυνατότητα της Βρετανίας να επιβάλει αντίμετρα όπως ο έλεγχος εμπορίου και ο καταμερισμός των προϊόντων με το σύστημα των δελτίων. Η Βρετανική κυβέρνηση μάλιστα χειρίστηκε με τόση επιτυχία την οικονομία αυστηρής λιτότητας που στο τέλος του 1917 τα αποθέματα σιτηρών είχαν διπλασιαστεί. Ωστόσο τίποτε απ' όλα αυτά δεν ήταν γνωστό το καλοκαίρι του 1917, όταν ο πληθυσμός του Λονδίνου εκτέθηκε σε μία ακόμη δοκιμασία: τους βομβαρδισμούς από αέρος στο φως της μέρας. Καμία από τις εμπόλεμες δυνάμεις δεν είχε υποτιμήσει πριν το 1914 τη σπουδαιότητα της αεροπορικής ισχύος. Εδώ και δέκα χρόνια ευφάνταστοι λογοτέχνες περιέγραφαν στα βιβλία τους τη φρίκη που θα προκαλούσαν στις πόλεις οι βομβαρδισμοί από αεροπλάνα που δεν είχαν εφευρεθεί ακόμη. Τους στρατιωτικούς όμως τους απασχολούσε περισσότερο η χρησιμότητα των αεροσκαφών σε σχέση με τις εχθροπραξίες επί του εδάφους - κυρίως η δυνατότητά τους να πραγματοποιούν τις αναγνωριστικές επιχειρήσεις που δεν μπορούσε πια να εκτελέσει το ιππικό. Αλλά από τη στιγμή που τούτη η αναγνώριση ήταν δυνατή μόνο αν δεν παρενοχλούνταν από εχθρικά αεροσκάφη, το βασικό έργο της αεροπορίας κατέληξε να είναι ο έλεγχος του αέρα πάνω από το πεδίο της μάχης, είτε με άμεση εναέρια σύγκρουση είτε με την καταστροφή των εχθρικών αεροδρομίων. Οι μάχες μεταξύ των άσσων του αέρα πάνω από τις λάσπες των χαρακωμάτων αναβίωσε έστω και για λίγο τον παραδοσιακό ρομαντισμό του πολέμου.
Digitized by 10uk1s
Οι «στρατηγικοί βομβαρδισμοί», δηλαδή οι επιθέσεις με στόχους πολίτες ή βιομηχανικές μονάδες, άργησαν να αναπτυχθούν. Τα γερμανικά πηδαλιοχούμενα αερόστατα που είχαν πάρει το όνομά τους από τον εφευρέτη και βασικό χρηματοδότη τους κόμη φον Ζέπελιν, είχαν επιτεθεί στην Αντβέρπη τον Αύγουστο του 1914 (τα βρετανικά αεροσκάφη ανταπέδωσαν βομβαρδίζοντας τα εργοστάσια κατασκευής των ζέπελιν στο Ντύσελντορφ τον Οκτώβριο) και άρχισαν τις νυχτερινές επιδρομές στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς. Αλλά η πλοήγησή τους ήταν πολύ ανακριβής και η καταστροφική τους δύναμη πολύ μικρή ώστε αυτές οι επιδρομές να προκαλούν κάτι περισσότερο από έντονη ενόχληση· πάντως προσέθεσαν άλλο ένα βέλος στη φαρέτρα των προπαγανδιστών της γερμανικής «θηριωδίας». Το 1917 είχαν πλέον κατασκευαστεί πιο αξιόπιστα αεροσκάφη και εκείνο το καλοκαίρι τα γερμανικά βομβαρδιστικά Γκότα άρχισαν να επιτίθενται μέρα μεσημέρι στο Λονδίνο. Οι ζημιές και τα θύματα ήταν ελάχιστα αλλά η επίπτωση στο ηθικό του κόσμου τεράστια. Παρά τη θέληση των στρατιωτικών, που χρειάζονταν όσες εφεδρείες μπορούσαν να συγκεντρώσουν για τον πόλεμο στη Γαλλία, δημιουργήθηκε μία Ανεξάρτητη Αεροπορική Δύναμη, με βάση την ανατολική Γαλλία και με σκοπό να ανταποδίδει τα χτυπήματα σε γερμανικό έδαφος. Καθώς οι μοναδικοί στόχοι στην ακτίνα εμβέλειάς της ήταν οι κωμοπόλεις του άνω Ρήνου, ο άμεσος αντίκτυπος αυτών των επιθέσεων ήταν αμελητέος, αλλά μακροπρόθεσμα οι συνέπειες αποδείχτηκαν σημαντικές. Πάνω στις ανεπαρκέστατες ενδείξεις της επιτυχίας της η νεοσύστατη Βασιλική Αεροπορία (RAF) έμελλε να χτίσει το δόγμα του στρατηγικού βομβαρδισμού που θα κυριαρχούσε στη σκέψη των Βρετανών και Αμερικανών στρατιωτικών σχεδιαστών για το υπόλοιπο του 20ου αιώνα.
Η κατάρρευση του Ανατολικού Μετώπου Στο μεταξύ το Ανατολικό Μέτωπο πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Τον Ιανουάριο υπήρχε ακόμη η ελπίδα ότι ο ρωσικός στρατός, επαρκέστατα εφοδιασμένος τώρα με όπλα και πυρομαχικά, θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του σε μία κοινή εαρινή επίθεση. Αλλά το Φεβρουάριο οι διοικητές του ομολόγησαν ότι το ηθικό των ανδρών ήταν τόσο χαμηλό και η λιποταξίες τόσο μαζικές που δεν μπορούσαν πια να βασίζονται στα στρατεύματά τους. Το ηθικό του στρατού απλώς αντανακλούσε εκείνο της χώρας στο σύνολό της. Η επαναστατική δράση, συνηθισμένη πριν τον πόλεμο αλλά αδρανοποιημένη απ' όταν άρχισαν οι εχθροπραξίες, ήταν τώρα σχεδόν ανεξέλεγκτη. Το Μάρτιο οι διαδηλώσεις για ψωμί στο Πέτρογκραντ εξελίχτηκαν σε επανάσταση όταν αστυνομικοί και στρατιώτες ενώθηκαν με τους διαδηλωτές. Ο Τσάρος πείστηκε να παραιτηθεί. Τον κυβερνητικό μηχανισμό ανέλαβε ένα καθεστώς μετριοπαθών αστών, αλλά στην πρωτεύουσα εγκαθιδρύθηκε μια διαφορετική εστία εξουσίας από ένα συμβούλιο (Σοβιέτ) στρατιωτών και εργατών, το οποίο εγκατέστησε σ' ολόκληρη τη χώρα ένα δίκτυο εναλλακτικής εξουσίας, απαιτώντας άμεση ειρήνη. Αυτά τα γεγονότα στην αρχή χαροποίησαν τη Δύση, ακόμη και τις ΗΠΑ. Η τσαρική Ρωσία ήταν παράταιρη σύμμαχος σ' έναν πόλεμο που δινόταν για να εξασφαλιστεί η δημοκρατία ανά την υφήλιο, και η νέα κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Κερένσκι διακήρυξε την πρόθεσή της να συνεχίσει τον πόλεμο για την άμυνα της πατρίδας. Τον Ιούλιο ο Μπρουσίλοφ επιχείρησε να επαναλάβει την επιτυχία του προηγούμενου χρόνου με μία μεγάλη επίθεση στο μέτωπο της Γαλικίας. Στην αρχή τα πράγματα πήγαν καλά· όμως τότε οι Γερμανοί αντεπιτέθηκαν στο βορρά. Οι ρωσικές άμυνες κατέρρευσαν. Η οπισθοχώρηση έγινε άτακτη φυγή και η ταχύτητα της γερμανικής προέλασης καθοριζόταν μόνον από την ικανότητα των Γερμανών να συναγωνιστούν στο τρέξιμο τους Ρώσους στρατιώτες, που τώρα «ψήφιζαν με τα πόδια τους» και γύριζαν στα σπίτια τους. Το Σεπτέμβριο το φρούριο της Βαλτικής, η Ρίγα, έπεσε μετά από μία λαίλαπα βομβαρδισμών που σκαρφίστηκε ένας ιδιοφυής συνταγματάρχης ονόματι Μπρούχμιλερ. Στο μεταξύ στην Πετρούπολη ο ηγέτης των επαναστατών, Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ Λένιν του οποίου οι απόψεις είχαν θεωρηθεί ακραίες από τους πάντες εκτός των στενότερων συνεργατών του, και που η επιστροφή του από την εξορία στην Ελβετία είχε ευφυώς διευκολυνθεί από το Γερμανικό Γενικό Επιτελείο, συνόψισε τα αιτήματα της τεράστιας πλειοψηφίας των συμπατριωτών του σε τρεις απλές λέξεις: ψωμί, γη, ειρήνη. Το
Digitized by 10uk1s
Νοέμβριο ο Λένιν επέσπευσε ένα δεύτερο πραξικόπημα. Τούτο δεν δημιούργησε κενό εξουσίας όπως είχε γίνει το Μάρτιο, αλλά γέννησε μία στυγνή δικτατορία που οι άμεσοι στόχοι της -αν όχι η ιδεολογία και το πρόγραμμά της- κέρδισαν την υποστήριξη του Ρωσικού λαού. Ο Λένιν ήρθε αμέσως σε επαφή με το Γερμανικό Γενικό Επιτελείο ζητώντας ανακωχή και το Δεκέμβριο οι δύο πλευρές συναντήθηκαν στο Μπρεστ-Λιτόβσκ για να συζητήσουν τους όρους της ειρήνης.
Πασαντέλ (Φλάνδρα) Μολονότι οι Σύμμαχοι δεν είχαν προβλέψει το καλοκαίρι του 1917 πανωλεθρία των Ρώσων σε τόσο καταστροφική κλίμακα, δεν έτρεφαν ψευδαισθήσεις για την κατάσταση του ρωσικού στρατού. Ίσαίσα που η αδυναμία του ήταν ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα υπέρ της συνεχούς πίεσης στο Δυτικό Μέτωπο και κατά της τακτικής -ολοένα και πιο ελκυστικής για το Γαλλικό Γενικό Επιτελείοτου να εμμείνουν στην άμυνα και να περιμένουν την άφιξη των Αμερικανών το 1918. Μέχρι τότε οι Ρώσοι μπορεί και να αποσύρονταν τελείως από τον πόλεμο, δίνοντας την ευκαιρία στους Γερμανούς να συγκεντρώσουν όλες τους τις δυνάμεις εναντίον των Δυτικών Συμμάχων. Όμως οι Γάλλοι δεν είχαν πια το πάνω χέρι, και η αποδυνάμωσή τους έφερε για πρώτη φορά το Βρετανικό Γενικό Επιτελείο σε θέση να καθορίζει τη δική του επιχειρησιακή στρατηγική. Ο σερ Ντάγκλας Χέιγκ έβλεπε τώρα -και ως ένα βαθμό δικαιολογημένα- ότι η έκβαση του πολέμου εξαρτιόταν απ' αυτόν και τα στρατεύματα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας που διοικούσε. Δεν ήλπιζε ότι οι Αμερικανοί θα έφταναν εγκαίρως και σε τόσο μεγάλους αριθμούς ώστε να προλάβουν την καταστροφή. Κατά τη γνώμη του η μόνη ελπίδα για τη νίκη ήταν να συνεχίσει να πιέζει εντατικά το γερμανικό λαό μέσω της φθοράς του στρατού του. Τούτο έπρεπε να γίνει τώρα στη Φλάνδρα, στα παλιά πεδία μαχών γύρω από την Ypres, όπου ο βρετανικός στρατός θα πολεμούσε μόνος και ανεμπόδιστος από τους συμμάχους του, και όπου μία γερή προέλαση ίσως οδηγούσε στην κατάληψη των βελγικών λιμανιών που τα γερμανικά υποβρύχια χρησιμοποιούσαν ως βάσεις τους μια ιδέα που όπως ήταν φυσικό υποστήριζε με ενθουσιασμό το Βασιλικό Ναυτικό. Ο Χέιγκ πίστευε ότι μια τέτοια προέλαση μπορούσε να επιτευχθεί με αλλεπάλληλες περιορισμένες εφόδους που η μία θα ακολουθούσε την άλλη τόσο γρήγορα που οι Γερμανοί δεν θα προλάβαιναν να συνέλθουν. Ο Lloyd George, που τρόμαζε και μόνο με την ιδέα μιας επανάληψης του ολοκαυτώματος του Σομ, δυσπιστούσε ανοιχτά σ' αυτά τα σχέδια, αλλά μετά την εσφαλμένη εκτίμησή του στην υπόθεση Νιβέλ αισθανόταν ότι δεν μπορούσε να προβάλει βέτο. Μάλιστα μία προκαταρκτική έφοδος εναντίον της κορυφογραμμής Μεσίν στα νότια της Ypres στις αρχές Ιουνίου, με περιορισμένους στόχους, απόλυτο αιφνιδιασμό και μεγάλη στήριξη από το πυροβολικό (αναλώθηκαν 3,5 εκατομμύρια οβίδες και η πρώτη γραμμή των Γερμανών ισοπεδώθηκε με 500.000 τόνους εκρηκτικών) αποδείχτηκε μία από τις μεγαλύτερες τακτικές επιτυχίες του πολέμου. Αλλά όταν άρχισε η κυρίως επίθεση στα τέλη Ιουλίου ξαναπαρουσιάστηκαν όλα τα προβλήματα που είχαν πλήξει την εκστρατεία του Σομ. Το προκαταρκτικό μπαράζ (3,4 εκατομμύρια οβίδες) ακύρωσε κάθε αιφνιδιασμό· τα μελετημένα χρονοδιαγράμματα ανατράπηκαν ως συνήθως μες στην αντάρα του πολέμου· η αντίσταση του εχθρού απλωνόταν σε μεγαλύτερο βάθος και ήταν πολύ πιο αποφασιστική απ' ό,τι περίμεναν οι επιτιθέμενοι· η ασταμάτητη βροχή και το πυροβολικό και των δύο πλευρών μετέτρεψαν το πεδίο μάχης σε αδιάβατο βούρκο. Παρ' όλα αυτά, ο Χέιγκ συνέχισε πετυχαίνοντας μικρές νίκες με τεράστιο τίμημα, ώσπου στις αρχές Νοεμβρίου καναδικά τάγματα κατέλαβαν την κορυφογραμμή της Πασαντέλ, απ' όπου πήρε και το όνομα της η μάχη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Βρετανοί είχαν απώλειες 240.000 ανδρών (εκ των οποίων οι 70.000 νεκροί). Οι απώλειες των Γερμανών έφτασαν τις 200.000. Οι επικριτές του Χέιγκ επικαλούνταν τον πρώτο αριθμό, οι υπερασπιστές του τον δεύτερο. Αν αναλογιστούμε τις συνέπειες αυτής της πίεσης για τον γερμανικό λαό, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ζυγαριά κλίνει με το μέρος των υπερασπιστών του. Παρ' όλα αυτά το τίμημα ήταν σχεδόν αβάστακτα βαρύ.
Digitized by 10uk1s
Οι επικριτές του Χέιγκ θεώρησαν ότι δικαιώθηκαν όταν, στις 20 Νοεμβρίου, εξαπέλυσε δεύτερη επίθεση στο Καμπρέ. Σκόπευε, μεταξύ άλλων, να δοκιμάσει σε μεγάλη κλίμακα τις νέες τεχνικές που είχε αναπτύξει ο βρετανικός στρατός, με τη στενή συνεργασία των τριών όπλων: πεζικού, αρμάτων μάχης και πυροβολικού. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος: η γερμανική άμυνα υπέστη διείσδυση σε βάθος τεσσάρων μιλίων και στην Αγγλία χτύπησαν χαρμόσυνες καμπάνες για να γιορτάσουν τη νίκη. Βιάστηκαν όμως. Δέκα μέρες μετά οι Γερμανοί αντεπιτέθηκαν και ανακατέλαβαν όλο το έδαφος που είχαν χάσει. Αποτέλεσμα: ο Χέιγκ έχασε και το τελευταίο ίχνος εμπιστοσύνης που του είχαν οι πολιτικοί αρχηγοί, και ο Lloyd George ανέλαβε αυτοπροσώπως τη στρατηγική της διεξαγωγής του πολέμου.
Καπορέτο Οι απώλειες του Σομ το 1916 είχαν κάνει τον Lloyd George να αμφιβάλει πολύ, κατά πόσο ήταν σοφό να συνεχιστούν οι επιθέσεις στο Δυτικό Μέτωπο, και σε όλη τη διάρκεια του 1917 προέτρεπε το Γενικό Επιτελείο να ψάξει για πιο πρόσφορες τοποθεσίες. Τα πιο υποσχόμενα θέατρα πολέμου ήταν δύο: η Ιταλία και η Μέση Ανατολή. Το ιταλικό μέτωπο ήταν ενεργό ολόκληρο το 1916. Για τους Αυστριακούς, όπως έχουμε δει, η Ιταλία ήταν πάντα η προτιμώμενη αντίπαλος. Το Μάιο, και παρά τις αντιρρήσεις των Γερμανών συμμάχων της οι οποίοι, δεν έβλεπαν κανένα στρατηγικό πλεονέκτημα σ' εκείνη την ενέργεια, ο Κόνραντ εξαπέλυσε μεγάλη επίθεση στα βουνά του Τρεντίνο. Μετά από μία αρχική επιτυχία τα πράγματα παρέλυσαν. Ομολογουμένως ο Κόνραντ ήταν σε θέση να διεκδικήσει μείζονα νίκη -οι Ιταλοί έχασαν 280.000 άνδρες εκ των οποίων οι 45.000 αιχμάλωτοι πολέμου- αλλά η κύρια στρατηγική συνέπεια ήταν να βρει ο Μπρουσίλοφ μειωμένες αυστριακές δυνάμεις όταν επιτέθηκε τον επόμενο μήνα. Στο μεταξύ, ο κύριος όγκος των ιταλικών στρατευμάτων υπό το στρατηγό Λουίτζι Καντόρνα εξαπέλυε επιθέσεις εναντίον της ισχυρής αυστριακής άμυνας σαράντα μίλια ανατολικότερα στον ποταμό Ιζόντσο. Συνέχισαν μέχρι το Νοέμβριο σε μια παρατεταμένη μάχη φθοράς στο βραχώδες υψίπεδο του Κάρσο, βόρεια της Τεργέστης, μία μάχη που ξανάρχισε την επόμενη άνοιξη. Τον Αύγουστο του 1917 ο Καντόρνα έχασε πάνω από 200.000 άνδρες σ' αυτό το καθημαγμένο πεδίο μάχης, το πλέον αιματηρό όλων, όπου και οι δύο στρατοί, ο ιταλικός και ο αυστριακός είχαν φτάσει τα όριά τους. Όμως ο Luderndorff, έχοντας ξεφορτωθεί τους Ρώσους, μπορούσε τώρα να ενισχύσει τον Αυστριακό σύμμαχό του και έστειλε στον Ιζόντσο εφτά μεραρχίες. Εφαρμόζοντας όλες τις τεχνικές πυροβολικού και πεζικού που είχαν εμπεδώσει στο Ανατολικό Μέτωπο, οι Γερμανοί διέλυσαν την ιταλική άμυνα στο Καπορέτο στις 25 Οκτωβρίου, παίρνοντας 30.000 αιχμαλώτους. Ολόκληρο το ιταλικό μέτωπο κατέρρευσε και μόνον μετά από δύο εβδομάδες κατάφερε να ανασυσταθεί εβδομήντα μίλια πιο πίσω, κατά μήκος του ποταμού Πιάβε, με απώλειες 275.000 αιχμαλώτων, 2.500 πυροβόλων και τεραστίων ποσοτήτων πυρομαχικών. Σαν να μην έφταναν όλ' αυτά, εξαφανίστηκαν από προσώπου γης πεντακόσιες χιλιάδες Ιταλοί λιποτάκτες. Για τον Lloyd George η πανωλεθρία των Ιταλών ήταν θεόσταλτο δώρο. Ο Χέιγκ έλαβε εντολή να στείλει από το Δυτικό Μέτωπο πέντε μεραρχίες, γεγονός που ανέκοψε τις δικές του επιθέσεις, και μαζί με έξι γαλλικές μεραρχίες αποκατέστησαν τη σταθερότητα στο ιταλικό πολεμικό θέατρο. Ακόμη πιο σημαντικό, ο Lloyd George εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία μιας διάσκεψης των Συμμάχων στο Ραπάλο στις 5 Νοεμβρίου για να συμπράξει με τον καινούργιο Γάλλο πρωθυπουργό Georges Clemenceau (τον οποίο θεωρούσε δικό του άνθρωπο, μιας και ο Clemenceau δεν συμπαθούσε τους στρατηγούς περισσότερο απ' ό,τι εκείνος) στη δημιουργία ενός Συμμαχικού Ανώτατου Συμβουλίου Πολέμου, αποτελούμενου από τους πολιτικούς αρχηγούς των Συμμάχων και τους στρατιωτικούς τους συμβούλους. Σκοπός αυτού του Συμβουλίου ήταν να καταστρώνει πολεμικά σχέδια, να κατανείμει δυνάμεις στα διάφορα πολεμικά θέατρα και, πάνω απ' όλα, να οργανώνει και να μοιράζει τα στρατιωτικά εφόδια. Τόσο ο Χέιγκ όσο και ο Πετέν δυσαρεστήθηκαν πολύ μ' αυτόν το σφετερισμό της εξουσίας τους, αλλά είχαν πια χάσει το κύρος τους. Η θέση του Χέιγκ
Digitized by 10uk1s
αποδυναμώθηκε κι άλλο με την αντικατάσταση των ανώτερων αξιωματικών του επιτελείου του και με την απομάκρυνση του πιστότερου συμμάχου του στο Ουάιτχολ, του αρχηγού του αυτοκρατορικού Γενικού Επιτελείου σερ Ουίλιαμ Ρόμπερτσον προς όφελος του προστατευόμενου του Lloyd George, στρατηγού σερ Χένρι Wilson. Και στη Γαλλία και στη Βρετανία η διεξαγωγή του πολέμου ελεγχόταν τώρα πλήρως από τους πολιτικούς. Μέσα σ' ένα μήνα από τη σύσταση του Ανώτατου Πολεμικού Συμβουλίου, ο Lloyd George έλαβε ακόμη καλύτερα νέα. Στις 11 Δεκεμβρίου ο βρετανικός στρατός μπήκε στην Ιερουσαλήμ.
Η Μέση Ανατολή Οι Τούρκοι είχαν αποδειχτεί αφοσιωμένοι σύμμαχοι των Κεντρικών Δυνάμεων. Το στρατό τους αποτελούσαν σκληροτράχηλοι αν και αγράμματοι χωρικοί που μπορεί να μη διέθεταν σύγχρονο οπλισμό, αλλά αντιστάθμιζαν την έλλειψή του με το ακλόνητο θάρρος τους και με την καθοδήγηση νεαρών, δραστήριων αξιωματικών εκπαιδευμένων από έμπειρους Γερμανούς ειδήμονες. Το κύριο μέτωπό τους ήταν ο Καύκασος, όπου είχαν δεχτεί βαριά πλήγματα -πρώτα με την απώθηση της απερίσκεπτης εφόδου τους το χειμώνα του 1914 -1915, και στη συνέχεια με την επίθεση των Ρώσων υπό την ικανότατη ηγεσία του στρατηγού Νικολάι Γιουντένιτς, το καλοκαίρι του 1916. Στη διάρκεια εκείνης της εκστρατείας η τουρκική κυβέρνηση εφάρμοσε ένα πρόγραμμα μαζικών απελάσεων και σφαγών των αυτοχθόνων Αρμενίων, τόσο κτηνώδες που άγγιζε τα όρια της γενοκτονίας. Ταυτόχρονα, αποικιακά στρατεύματα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας είχαν εισβάλει σε τουρκικό έδαφος -όχι μόνο από την Αίγυπτο αλλά και από τη βάση που είχαν εγκαταστήσει το Νοέμβριο του 1914 στην Βασόρα, στο μυχό του Περσικού Κόλπου, για να διασφαλίσουν τις πετρελαιοπηγές και να ενθαρρύνουν την εξέγερση των ντόπιων. Από εκεί προχώρησαν το 1915 ανεβαίνοντας τις κοιλάδες του Τίγρη και του Ευφράτη, στην αρχή για να περιφρουρήσουν τη βάση τους αλλά αργότερα με την ελπίδα να καταλάβουν τη Βαγδάτη. Διοικητικά η εκστρατεία ήταν σκέτη συμφορά, με τους Ινδούς στρατιώτες να αποδεκατίζονται από τις αρρώστιες. Στρατιωτική καταστροφή έγινε τον Απρίλιο του 1916 όταν, μετά από πολιορκία σχεδόν πέντε μηνών, μία βρετανική δύναμη αναγκάστηκε να παραδοθεί στο Κουτ-ελ-Αμάρα, ογδόντα περίπου μίλια από τη Βαγδάτη. Από τους 10.000 αιχμαλώτους οι 4.000 πέθαναν - όχι όμως και ο διοικητής τους υποστράτηγος Τσαρλς Τάουνσεντ στον οποίο οι εχθροί πρόσφεραν σχετικά καλές συνθήκες διαβίωσης, γεγονός που προκάλεσε δυσμενέστατα σχόλια. Το Δεκέμβριο οι Βρετανοί προσπάθησαν ξανά με περισσότερες δυνάμεις· κατάφεραν να ξαναπάρουν το Κουτ και τον επόμενο Μάρτιο κατέλαβαν τη Βαγδάτη. Η Αίγυπτος ήταν στην ουσία ένα βρετανικό πεδίο ασκήσεων ίσης σχεδόν σπουδαιότητας με το Ηνωμένο Βασίλειο καθώς προστάτευε τις αποικιακές επικοινωνίες μέσω της Διώρυγας του Σουέζ. Μετά την υποχώρηση από τα Δαρδανέλια, η φρουρά υπερασπίστηκε επιτυχώς το Σουέζ από μια φιλόδοξη επιδρομή των Τούρκων που διέσχισαν την έρημο Σινά τον Ιούλιο του 1916. Οι Βρετανοί προέλασαν και εκείνοι διαμέσου της ερήμου μέχρι τα σύνορα της Παλαιστίνης -ένας άθλος που όφειλε τα πάντα στον άψογο διοικητικό σχεδιασμό που έμελλε να γίνει σήμα κατατεθέν των βρετανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων και στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες να διασπαστούν οι τουρκικές γραμμές στη Γάζα τον Μάρτιο του 1917, η διοίκηση ανατέθηκε στο στρατηγό σερ Έντμουντ Άλενμπι. Ο Άλενμπι είχε διοικήσει μία στρατιά στο Δυτικό Μέτωπο χωρίς εντυπωσιακή επιτυχία, αλλά αποδείχτηκε αυθεντία στο είδος του κινητού πολέμου που ήταν ακόμη εφικτός στην Παλαιστίνη, χρησιμοποιώντας έφιππες μονάδες με τρόπο που ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί στο Δυτικό Μέτωπο, υποβοηθούμενος από αεροσκάφη που συνεργάζονταν στενά με τις δυνάμεις εδάφους. Ο Γερμανός αντίπαλος του Άλενμπι δεν ήταν άλλος από τον Έριχ φον Φάλκενχαϊν, εξορισμένο τώρα από τους εχθρούς του όσο πιο μακριά γινόταν από τα κέντρα εξουσίας· αλλά παρά τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές του, ο Φάλκενχαϊν δεν μπορούσε να κάνει σχεδόν τίποτα ενάντια σε δυνάμεις ανώτερες, τόσο αριθμητικά όσο και σε επίπεδο
Digitized by 10uk1s
εξοπλισμού. Στα τέλη Οκτωβρίου ο Άλενμπι εξαπέλυσε επίθεση, έδιωξε τους Τούρκους από τη Γάζα και συνέχισε για την Ιερουσαλήμ, θέλοντας να προσφέρει στο βρετανικό λαό, όπως του είχε ζητήσει ο Lloyd George, «ένα χριστουγεννιάτικο δώρο» - ένα δώρο που θα ήταν ακόμη πιο ευπρόσδεκτο μετά την τετράμηνη φρίκη της Φλάνδρας. Τον επόμενο Σεπτέμβριο -1918- ο Άλενμπι ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Παλαιστίνης με τη σαρωτική νίκη στη Μεγιδδώ -μία μάχη όπου για τελευταία φορά στη δυτική στρατιωτική ιστορία οι έφιππες δυνάμεις έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο. Πιέζοντας προς τα βόρεια, τα στρατεύματα του Άλενμπι κατάφεραν τον Οκτώβριο να καταλάβουν τη Συρία με ταχεία προέλαση, και τότε οι Τούρκοι ζήτησαν ανακωχή. Στην πορεία του Άλενμπι κατά μήκος της ακτής φιλικές αραβικές δυνάμεις, που είχαν στρατολογηθεί και οδηγούνταν από το νεαρό αρχαιολόγο Τ. Ε. Λόρενς, προστάτευαν το πλευρό του από το μέρος της ξηράς και ανατίναζαν τις σιδηροδρομικές γραμμές των Τούρκων. Τα κατορθώματα του Λόρενς της Αραβίας, όπως έγινε γνωστός, ήταν ήσσονος σπουδαιότητας στα πλαίσια μιας εκστρατείας ήσσονος σπουδαιότητας· παρ' όλα αυτά, του χάρισαν μια δόξα που η λάμψη της έδειχνε ακόμη πιο έντονη κόντρα στο θλιβερό φόντο του Δυτικού Μετώπου. Οι νίκες του Άλενμπι εδραίωσαν μια σύντομη βρετανική ηγεμονία στη Μέση Ανατολή. Μεταξύ άλλων έκαναν εφικτή την πραγματοποίηση της υπόσχεσης που είχε δώσει τον Οκτώβριο του 1917 ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Άρθουρ Μπάλφουρ, ότι «οι Εβραίοι θα αποκτούσαν πατρίδα στην Παλαιστίνη». Δυστυχώς ο Μπάλφουρ έδωσε την υπόσχεση χωρίς να έχει πρώτα συμβουλευτεί τον εντόπιο πληθυσμό ή κάποιους από τους Άραβες ηγέτες στους οποίους επίσης είχε δοθεί η υπόσχεση ότι αυτά τα εδάφη θα γίνονταν δικά τους σε αντάλλαγμα για τη στρατιωτική τους υποστήριξη. Ούτε τους ενημέρωσε κανείς για τη συνεννόηση που έγινε το 1916 μεταξύ του βρετανικού και του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών (το Σύμφωνο Σάικς-Πικό) να χωρίσουν την περιοχή σε δύο σφαίρες επιρροής. Η προσπάθεια να συμβιβαστούν όλες αυτές οι ασυμβίβαστες δεσμεύσεις κράτησε τους Βρετανούς αξιωματούχους σε επιφυλακή και την περιοχή σε αναβρασμό μέχρι το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και δημιούργησε οδυνηρά προβλήματα που παραμένουν άλυτα ως σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα.
Digitized by 10uk1s
1918: Η χρονιά των αποφάσεων Οι φόβοι των Συμμάχων τον Ιανουάριο του 1918 Πολύ καλές οι νίκες του Άλενμπι, αλλά στα τέλη του 1917 η προοπτική για τους Συμμάχους εξακολουθούσε να είναι ζοφερή. Το ευχάριστο ήταν ότι ο πόλεμος των υποβρυχίων είχε κερδηθεί και τα εφόδια από την Αμερική περνούσαν τον ωκεανό ανενόχλητα. Αλλά οι Σύμμαχοι δεν χρειάζονταν μόνον προμήθειες, χρειάζονταν και άντρες, επειγόντως μάλιστα, και αυτούς οι Αμερικανοί δεν βιάζονταν καθόλου να τους στείλουν. Όταν οι ΗΠΑ μπήκαν στον πόλεμο τον Απρίλιο, ο στρατός τους αριθμούσε 6.000 αξιωματικούς και 100.000 στρατιώτες. Ο στρατηγός Τζον Τζ. Πέρσινγκ έλαβε εντολές να μεταφέρει την Πρώτη Μεραρχία των ΗΠΑ στη Γαλλία, αλλά ακόμη και αυτή η μονάδα υπήρχε μόνο στα χαρτιά. Καταστρώνονταν σχέδια ώστε ο στρατός να διευρυνθεί σε είκοσι τέσσερις μεραρχίες έως το καλοκαίρι του 1918, όμως δεν ήταν καθόλου σίγουρο αν οι Σύμμαχοι θα μπορούσαν ν' αντέξουν μέχρι τότε. Αν το κατάφερναν, τα βάσανά τους θα έπαιρναν τέλος. Το 1919 η υπεροχή τους σε αριθμό ανδρών και σε υλικό έφτασε τελικά να είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη, και τα Συμμαχικά επιτελεία είχαν αρχίσει να σχεδιάζουν μεγάλη επίθεση για εκείνη τη χρονιά. Όμως στο μεταξύ ο εφιάλτης που τους στοίχειωνε τα προηγούμενα τρία χρόνια είχε τώρα βγει αληθινός. Η Ρωσία είχε αποσυρθεί από τον πόλεμο, αφήνοντας τον Luderndorff ελεύθερο να συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις στο Δυτικό Μέτωπο. Όμως η ήττα της Ρωσίας επιφύλασσε επικίνδυνες επιπλοκές και για τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Η Τουρκία δεν χρειαζόταν πια να υπερασπίζεται τα σύνορά της στον Καύκασο. Οι δυνάμεις της είχαν βέβαια εκδιωχθεί από την Αραβική χερσόνησο, αλλά τούτο απλώς την άφηνε ελεύθερη να επεκταθεί ανατολικά και να εγκαθιδρύσει μία παντουρκική ηγεμονία που θα έφτανε ως τα σύνορα με την Ινδία -μία ηγεμονία ενισχυμένη από τη γερμανική στρατιωτική τεχνογνωσία και εμπνευσμένη από τη τζιχάντ (ιερό πόλεμο) που θα μπορούσε να υπονομεύσει κι άλλο την ήδη επισφαλή θέση της Βρετανίας στα ινδικά εδάφη. Το περιεχόμενο της επιστολής που έστειλε στην πατρίδα του ο Αμερικανός επιτετραμμένος στο συμμαχικό Ανώτατο Συμβούλιο Πολέμου, το Φεβρουάριο του 1918, ήταν αρκετά εύγλωττο: «...αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να κάνω όποιον δεν παρευρίσκεται στην παρούσα σύσκεψη... να συνειδητοποιήσει την αγωνία και το φόβο που κατατρύχουν τους πολιτικούς και στρατιωτικούς εδώ».
Οι φόβοι των Γερμανών τον Ιανουάριο του 1918 Αλλά αν οι Σύμμαχοι αγωνιούσαν, οι Γερμανοί βρίσκονταν σε απόγνωση. Όντως, οι Ρώσοι είχαν τεθεί εκτός μάχης. Στο Μπρεστ-Λιτόβσκ ο αντιπρόσωπός τους Λέων Τρότσκι είχε στην αρχή αρνηθεί να δεχτεί τους όρους που επέβαλαν την πλήρη εγκατάλειψη των βαλτικών και πολωνικών εδαφών της Ρωσίας στα γερμανικά και αυστριακά χέρια· είχε όμως αρνηθεί και να συνάψει ειρήνη, ελπίζοντας ότι η επανάσταση θα ξεσπούσε εγκαίρως στο Βερολίνο και τη Βιέννη, καθιστώντας την ειρήνη περιττή. Αυτές οι επαναστάσεις έμελλε πράγματι να γίνουν, αλλά όχι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Έτσι τα γερμανικά στρατεύματα προέλαυναν ανενόχλητα, όχι μόνο στη Φιλανδία και τη δυτική Ρωσία αλλά και βαθιά μέσα στην Ουκρανία, ως τον Καύκασο και την Κριμαία. Όταν ο Λένιν τελικά υποχώρησε το Μάρτιο του 1918, αποδέχτηκε όρους που παρέδιδαν στη Γερμανία εδάφη όπου βρίσκονταν περίπου το 90% των αποθεμάτων της Ρωσίας σε άνθρακα, το 50% της βαριάς της βιομηχανίας και το 30% του πληθυσμού της. Επίσης συμφώνησε να πληρώσει έξι δις μάρκα για «επανορθώσεις». Το Μάιο η Γερμανία κατοχύρωσε τις ανατολικές της κατακτήσεις με το Σύμφωνο του Βουκουρεστίου, σύμφωνα με το οποίο η Ρουμανία παρέδιδε τον έλεγχο της πετρελαιοπαραγωγής και των αποθεμάτων της σε σιτηρά, και αποδεχόταν στρατιωτική κατοχή επ' αόριστον. Ό,τι και να συνέβαινε στη δύση, οι Γερμανοί είχαν πλέον αποκτήσει μία απέραντη, αυτάρκη και φαινομενικά αδιαπέραστη αυτοκρατορία στην ανατολή.
Digitized by 10uk1s
Όμως δεν ήταν τόσο οι απειλές από τα δυτικά που ανησυχούσαν τώρα το γερμανικό Γενικό Επιτελείο. Πιο επικίνδυνες φάνταζαν οι εξελίξεις μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Το 1917, όπως είδαμε, ο γερμανικός στρατός ανέλαβε τη διαχείριση της οικονομίας. Αλλά εξακολουθούσε να μην ελέγχει το Reichstag και το Reichstag αποφάσιζε πού θα πάνε τα λεφτά: ποια πολεμικά κονδύλια θα ψήφιζε και ποια θα απέρριπτε - και χωρίς λεφτά πόλεμος δεν μπορούσε να γίνει. Επί τρία χρόνια ο πατριωτισμός κρατούσε ενωμένο όχι μόνο το Reichstag αλλά και την ίδια τη χώρα, αν εξαιρέσουμε μία μικρή μειοψηφία σοσιαλιστών αντιφρονούντων. Όμως το χειμώνα του 1917 αυτή η ενότητα κρεμόταν από μία κλωστή. Είχε διατηρηθεί μετά κόπων και βασάνων κατά το πρώτο μισό εκείνης της χρονιάς, με την ελπίδα ότι οι επιθέσεις των υποβρυχίων θα είχαν επιτυχία, αλλά προς το τέλος του καλοκαιριού έγινε σαφές ότι τούτη η επιτυχία δεν θα ερχόταν. Το έθνος είχε αντέξει τέσσερις χειμώνες πολέμου και η προοπτική ενός πέμπτου φαινόταν κάτι παραπάνω από δυσβάστακτη. Οι συμπλοκές στις ουρές για το ψωμί άρχισαν να παίρνουν διαστάσεις μικρών εξεγέρσεων και οι εξεγέρσεις κλιμακώνονταν σε μαζικές απεργίες. Τον Αύγουστο του 1917 τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων στο Βίλχελμσχάφεν, που εκτός από την πείνα είχαν να παλέψουν και με την ανία της απραξίας, προχώρησαν σε κανονική ανταρσία. Τον Ιανουάριο του 1918 μεγάλες και παρατεταμένες απεργίες ξέσπασαν στο Κίελο και το Βερολίνο, και οι αρχές αναγκάστηκαν να κηρύξουν στρατιωτικό νόμο στο Αμβούργο και το Βραδεμβούργο. Η ρωσική εμπειρία αποδεικνυόταν μεταδοτική, και οι οικονομικές ταλαιπωρίες όξυναν ακόμη περισσότερο την απαίτηση για ειρήνη. Την απαίτηση δεν ενδυνάμωνε μόνο η ένδεια αλλά και η πολιτική ιδεολογία. Η δεσποτική Τσαρική Αυτοκρατορία, που οι Γερμανοί φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές έβλεπαν ανέκαθεν ως φυσικό τους εχθρό, είχε καταστραφεί, ενώ το νέο σοσιαλδημοκρατικό καθεστώς στη Ρωσία φαινόταν ως φυσικός τους σύμμαχος. Η ανάμιξη των ΗΠΑ είχε ενισχύσει τη σύμπνοια των δημοκρατικών δυνάμεων εναντίον μιας Γερμανίας που είχε απογοητεύσει τους σοσιαλιστές και φιλελεύθερους πολίτες της με τις ηγεμονικές της φιλοδοξίες και την απάνθρωπη διαγωγή της στον πόλεμο. Τις πράξεις αυτής της Γερμανίας δεν μπορούσαν πια να τις υπερασπιστούν. Στη Διεθνή Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη που έγινε στη Στοκχόλμη τον Ιούνιο του 1917, οι Γερμανοί αντιπρόσωποι ένιωσαν μόνοι και αποξενωμένοι. Συνέπεια αυτής της εμπειρίας ήταν να περάσει το Reichstag ένα Ψήφισμα Ειρήνης στις 19 Ιουλίου (212 υπέρ, 126 κατά), που απαιτούσε «ειρήνη και μόνιμη συμφιλίωση των λαών χωρίς βίαιες προσαρτήσεις εδαφών και δίχως πολιτικά, οικονομικά ή δημοσιονομικά μέτρα εξαναγκασμού». Ταυτόχρονα ζητούσε την εκ βάθρων αλλαγή του απαρχαιωμένου εκλογικού νόμου στην Πρωσία και, το χειρότερο απ' όλα για τους στρατιωτικούς, να τεθούν οι ένοπλες δυνάμεις υπό κοινοβουλευτικό έλεγχο. Το Γενικό Επιτελείο βασιζόταν στον Καγκελάριο Μπέτμαν Χόλβεγκ για να ελέγχει το Reichstag. Βλέποντας ότι είχε αποτύχει, πίεσε τον Kaiser να ζητήσει την παραίτησή του. Ο διάδοχός του, ένας ευπειθής γραφειοκράτης, ο Γκέοργκ Μικαέλις, συμφώνησε να δεχτεί το Ψήφισμα Ειρήνης «όπως το καταλάβαινε», έτσι τα πολεμικά κονδύλια πέρασαν. Αλλά ήταν σαφές ότι χρειάζονταν πολύ περισσότερα για να αντιμετωπιστεί η ειρηνόφιλη προπαγάνδα της αριστεράς. Το Σεπτέμβριο το Γενικό Επιτελείο ενίσχυσε το νεοσύστατο «Κόμμα της Πατρίδας», το οποίο θα απέτρεπε τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και θα υποστήριζε την ειρήνη με προσαρτήσεις. Οι όροι αυτής της ειρήνης είχαν τεθεί στο Πρόγραμμα Κρόιτσναχ στις 9 Αυγούστου. Στα ανατολικά η Γερμανία θα προσαρτούσε πάραυτα όλα τα εδάφη που βρίσκονταν ήδη υπό την κατοχή του στρατού της - την Κουρλάνδη (παραλιακή περιοχή της Λετονίας), τη Λιθουανία και τις ανατολικές επαρχίες της Πολωνίας. Στα δυτικά θα κρατούσε το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο και θα κέρδιζε τις γαλλικές περιοχές Λονγκβί και Μπραί. Ο στόχος, όπως τον εξήγησαν ο Hindenburg και ο Luderndorff στον Kaiser, ήταν «να εμψυχωθεί τόσο ο γερμανικός λαός και να απλωθούν τόσο τα σύνορα, που οι εχθροί μας δεν θα τολμήσουν να ξανακηρύξουν πόλεμο για πολλά, πάρα πολλά χρόνια». Το Κόμμα της Πατρίδας χρηματοδοτήθηκε πλουσιοπάροχα από τους μεγαλοβιομήχανους του Ρήνου, αλλά δεν ήταν απλώς και μόνο μία βιτρίνα της άρχουσας τάξης. Μέσα σ' ένα χρόνο συγκέντρωσε 1.250.000 Digitized by 10uk1s
μέλη - ίσως το πρώτο αυθεντικά λαϊκό δεξιό κίνημα του 20ου αιώνα και προάγγελος μελλοντικών εξελίξεων. Έτσι ο χαρακτήρας της ειρήνης θα καθόριζε όχι μόνον τη θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη, αλλά και τη φυσιογνωμία της ως κράτους. Στα μάτια του Γενικού Επιτελείου και των πολιτών οπαδών του, το να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις του Reichstag για μια ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις ή αποζημιώσεις θα ήταν σαν να έχαναν τον πόλεμο - έναν πόλεμο όχι πια μόνον εναντίον των εξωτερικών εχθρών της Γερμανίας αλλά και κατά των εσωτερικών εκείνων δυνάμεων που προφανώς απεργάζονταν τον αφανισμό όλων των παραδοσιακών γερμανικών αξιών. Ο Luderndorff θεωρούσε ότι ο μόνος τρόπος να κατατροπωθούν αυτές οι δυνάμεις ήταν με νίκη στο Δυτικό Μέτωπο, μία νίκη κερδισμένη μ' ένα τόσο αποφασιστικό χτύπημα που οι Σύμμαχοι θα αποκαρδιώνονταν και θα αναγκάζονταν να δεχτούν τους γερμανικούς όρους για ειρήνη. Αυτό πράγματι θα ήταν το τελευταίο χαρτί της Γερμανίας.
Η Επίθεση Luderndorff, Μάρτιος 1918 Τη μεγάλη νίκη ο Luderndorff είχε αρχίσει να την σχεδιάζει από το Νοέμβριο του 1917. Στα χαρτιά είχε τώρα παραπάνω από αρκετά στρατεύματα για να σπάσει τις γραμμές του Δυτικού Μετώπου, κι αυτό το ήξεραν πολύ καλά οι Σύμμαχοι. Η ανάγκη να διατηρηθεί η τάξη μέσα στις χαοτικές συνθήκες των απέραντων νέων κατακτημένων εδαφών εξακολουθούσε να δεσμεύει το μεγαλύτερο μέρος των γερμανικών δυνάμεων στην ανατολή, παρ' όλα αυτά ο Luderndorff κατάφερε να μεταφέρει 44 μεραρχίες στη δύση, με αποτέλεσμα το Μάρτιο του 1918 να έχουν συγκεντρωθεί 199 μεραρχίες στο Δυτικό Μέτωπο. Οι Γάλλοι είχαν να αντιπαρατάξουν περίπου 100, μερικές αμφίβολης ποιότητας, και οι Βρετανοί 58, η δύναμη των οποίων, όπως αργότερα παραπονέθηκαν οι στρατιωτικές αρχές, είχε μειωθεί ακόμη περισσότερο εξαιτίας της τακτικής του Lloyd George να κρατά τις εφεδρείες της πρώτης γραμμής στο Ηνωμένο Βασίλειο ώστε να μη μπορεί ο Χέιγκ να τις χρησιμοποιήσει σε περαιτέρω επιθέσεις. Οι Αμερικανοί για την ώρα δεν είχαν στείλει ούτε μία μεραρχία. Το πρώτο χτύπημα προοριζόταν για τους Βρετανούς - μία αρχική επίθεση ενάντια στο νότιο μέρος της γραμμής τους ανατολικά της Αμιένης, για να αναγκαστούν να τραβήξουν τις εφεδρείες τους από το βορρά, όπου μ' ένα δεύτερο χτύπημα οι Γερμανοί ήλπιζαν ν' ανοίξουν δρόμο για τα λιμάνια της Μάγχης. Ο Χέιγκ, κρίνοντας ότι η αριστερή του πτέρυγα θα ήταν το αποφασιστικό μέτωπο, είχε επίτηδες αποδυναμώσει τη δεξιά του· έτσι όταν οι Γερμανοί επιτέθηκαν εκεί τις 21 Μαρτίου, είχαν απόλυτη αριθμητική υπεροχή: 52 μεραρχίες έναντι 26 των Βρετανών. Αλλά δεν ήταν μόνο οι αριθμοί που μετρούσαν. Οι Γερμανοί τώρα εφάρμοζαν τεχνικές που έσπαγαν επιτέλους το αδιέξοδο του πολέμου των χαρακωμάτων, ένα αδιέξοδο που είχε ακινητοποιήσει το Δυτικό Μέτωπο τα τρία προηγούμενα χρόνια. Οι τεχνικές αυτές δεν ήταν καινούριες. Οι σύντομοι αλλά καταιγιστικοί βομβαρδισμοί σε βάθος, χωρίς δοκιμαστικές βολές, με στόχους τόσο τις επικοινωνίες και τα κέντρα διοίκησης όσο και τους στρατιώτες της πρώτης γραμμής, και η χρήση αερίων και καπνογόνων, ήδη είχαν εφαρμοστεί και από τους Βρετανούς στο Καμπρέ και από τους ίδιους τους Γερμανούς στο Καπορέτο. Αλλά είχαν τελειοποιηθεί στο Ανατολικό Μέτωπο, ιδίως στην επίθεση κατά της Ρίγας, από το στρατηγό Όσκαρ φον Χουτίερ και τον υφιστάμενό του διοικητή του πυροβολικού συνταγματάρχη Γκέοργκ Μπρούχμιλερ, οι οποίοι τώρα ηγούνταν της γερμανικής επίθεσης στα δυτικά. Όμως τώρα οι βομβαρδισμοί τους ξεπερνούσαν κάθε προηγούμενο: 6.500 πυροβόλα έβαλλαν κατά μήκος σαράντα μιλίων, καταστρέφοντας όλες τις επικοινωνίες στα μετόπισθεν και κατακλύζοντας την πρώτη γραμμή με αέρια και εκρηκτικά. Στη συνέχεια «ομάδες εφόδου», ειδικά εκπαιδευμένες μονάδες εξοπλισμένες με ελαφριά μυδραλιοβόλα, χειροβομβίδες, όλμους και φλογοβόλα, προπορεύονταν της κύριας επίθεσης του πεζικού, καταστρέφοντας εχθρικά οχυρά όπου
Digitized by 10uk1s
μπορούσαν. Οι μονάδες του πεζικού που ακολουθούσαν ξεχύνονταν στα κενά που άνοιγαν οι ομάδες εφόδου, με τις εφεδρείες να σπεύδουν να εκμεταλλευτούν την κάθε επιτυχία - ένα θέαμα που ο Βρετανός σχολιαστής Λίντελ Χαρτ περιέγραψε αργότερα ως «αφρισμένο ποτάμι που πλημμυρίζει». Ο συνδυασμός αποδείχτηκε ολέθριος για τα βρετανικά στρατεύματα, που όχι μόνο δεν ήταν προετοιμασμένα να τον αντιμετωπίσουν με αμυντικά έργα σε βάθος, αλλά δεν είχαν καν συνειδητοποιήσει πόσο αναγκαία ήταν τούτα. Η πυκνή ομίχλη το πρωινό της 21ης Μαρτίου βοήθησε τους Γερμανούς να διασπάσουν τις βρετανικές γραμμές. Μέσα σε τέσσερις μέρες κατάφεραν να εισχωρήσουν σε βάθος σαράντα μιλίων και απειλούσαν να διασπάσουν πέρα για πέρα τις γραμμές των Συμμάχων. Η επίθεση ήταν πολύ πιο επιτυχημένη απ' ό,τι περίμενε και ο ίδιος ο Luderndorff. Τώρα απειλούσε να χωρίσει τα βρετανικά από τα γαλλικά στρατεύματα. Αν γινόταν αυτό, οι Βρετανοί θα έπρεπε να τραβηχτούν βόρεια ενώ οι Γάλλοι θα υποχωρούσαν προς νότο για να καλύψουν το Παρίσι, αφήνοντας ανοιχτό το δρόμο για την προέλαση των Γερμανών στην ακτή - κάτι που όντως έκαναν είκοσι δύο χρόνια αργότερα. Τώρα όλα εξαρτώνταν από τη διατήρηση της επαφής μεταξύ των βρετανικών και γαλλικών στρατευμάτων. Μέχρι εκείνη τη στιγμή και ο Χέιγκ και ο Πετέν αντιστέκονταν στις προσπάθειες του Ανωτάτου Συμβουλίου Πολέμου να επιβάλει μία διασυμμαχική διοίκηση και αρνούνταν να θέσουν εφεδρείες στη διάθεση του Συμβουλίου για να μην του επιτρέψουν να επηρεάσει την πορεία των επιχειρήσεων. Η αμοιβαία συνεργασία, ισχυρίζονταν, θα έλυνε όποια προβλήματα προέκυπταν. Όμως δεν τα έλυσε. Όταν ο Χέιγκ ζήτησε βοήθεια, ο Πετέν αρνήθηκε να του την προσφέρει από φόβο μην αφήσει ακάλυπτο το Παρίσι. Ο Χέιγκ κατάπιε την περηφάνια του και προσέφυγε στους πολιτικούς προϊσταμένους του. Οι Σύμμαχοι συγκάλεσαν διάσκεψη στο Ντουλέν, κοντά στην Αμιένη, στις 26 Μαρτίου. Εκεί η αποφασιστική στάση του Foch, αρχηγού τώρα του γαλλικού επιτελείου, εντυπωσίασε τον Χέιγκ αρκετά ώστε να αποδεχτεί την ανάδειξη του Foch σε «συντονιστή» των συμμαχικών στρατευμάτων - μια αρμοδιότητα που λίγες μέρες αργότερα διευρύνθηκε και περιέλαβε και τη «διοίκηση των επιχειρήσεων». Στο εξής και για το υπόλοιπο του πολέμου οι Σύμμαχοι θα υπάγονταν σε μία μοναδική γενική διοίκηση υπό το στρατηγό Foch. Στο μεταξύ η γερμανική προέλαση είχε αρχίσει να επιβραδύνεται. Οι επικοινωνίες τους ήταν υπερβολικά εκτεταμένες· το πυροβολικό δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους ρυθμούς προέλασης του πεζικού, και η πορεία τους δυσκολευόταν ακόμη περισσότερο από τα ρημαγμένα πεδία μαχών του Σομ απ' όπου έπρεπε τώρα να περάσει το πεζικό. Οι αποθήκες των Συμμάχων που έπεφταν στα χέρια τους περιείχαν εφόδια σε τεράστιες ποσότητες, οπότε οι εξαντλημένοι και πεινασμένοι Γερμανοί στρατιώτες υπέκυπταν στον πειρασμό να σταθούν και να τα απολαύσουν. Ο Luderndorff διέκοψε την επιχείρηση στις 5 Απριλίου και στράφηκε προς βορρά, όπως είχε υπολογίσει ο Χέιγκ. Η καινούρια επίθεση άρχισε στις 9 Απριλίου, μετά από τους συνήθεις βομβαρδισμούς, στην κοιλάδα του ποταμού Λυς νότια της Ypres. Μέσα σε λίγες μέρες οι Γερμανοί κατάφεραν να ανακαταλάβουν όλα τα εδάφη δυτικά της Ypres που οι Βρετανοί είχαν αναλώσει τρεις μήνες και 400.000 άνδρες για να κατακτήσουν το προηγούμενο φθινόπωρο. Τα βρετανικά στρατεύματα είχαν πλέον περιέλθει σε τόσο τραγική κατάσταση που ο συνήθως ψυχρός και λακωνικός Χέιγκ θεώρησε αναγκαίο να εκδώσει μία δραματική Ημερήσια Διαταγή: «Με την πλάτη στον τοίχο και με την πίστη ότι έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας, πρέπει όλοι να πολεμήσουμε μέχρις εσχάτων. Η ασφάλεια των οικογενειών μας και η ελευθερία της ανθρωπότητας εξαρτώνται από τη στάση του καθενός από εμάς τούτη την κρίσιμη στιγμή». Ο αγγλικός τύπος αντιμετώπισε θετικά αυτή την έκκληση αν και οι στρατιώτες την υποδέχτηκαν με εκλεκτές βρισιές. Αλλά συνέχισαν να πολεμούν. Η γραμμή άντεξε, και στις 30 Απριλίου ο Luderndorff τερμάτισε την επίθεση. Από τις 21 Μαρτίου είχε χάσει περίπου 350.000 άνδρες και οι Σύμμαχοι ελάχιστα λιγότερους· αλλά οι Σύμμαχοι ήταν εκείνοι που είχαν τα μεγαλύτερα αποθέματα και τώρα, με τους Αμερικανούς στρατιώτες να εισρέουν στη Γαλλία κατά 300.000 το μήνα, τα αποθέματα είχαν γίνει απεριόριστα. Τώρα ο Luderndorff στράφηκε κατά των Γάλλων. Ο τομέας που διάλεξε ήταν εκείνος του Αιν, όπου ο Νιβέλ είχε εξαπολύσει την καταστροφική του επίθεση ένα χρόνο πριν. Στις 27 Μαΐου οι Γερμανοί, Digitized by 10uk1s
χρησιμοποιώντας τις συνήθεις τεχνικές -τα κανόνια του Μπρούχμιλερ έριξαν δύο εκατομμύρια οβίδες μέσα σε τεσσεράμισι ώρες- συνέτριψαν τη 16η Γαλλική Στρατιά, οι διοικητές της οποίας εξακολουθούσαν να απορρίπτουν την άμυνα σε βάθος, προτιμώντας να υπερασπίζονται κάθε σπιθαμή του εδάφους τους. Οι Γερμανοί συνέλαβαν 50.000 αιχμαλώτους, διείσδυσαν τριάντα μίλια και κατέλαβαν το Σουασόν. Το πυροβολικό τους άρχισε να βομβαρδίζει το ίδιο το Παρίσι, όπου η κυβέρνηση ετοιμαζόταν για άλλη μία φορά, όπως το Σεπτέμβριο του 1914, να μεταφερθεί στο Μπορντό. Αλλά στο μεταξύ οι Γερμανοί είχαν χάσει άλλους 130.000 άνδρες· και το σημαντικότερο, μερικούς απ' αυτούς τους είχαν σκοτώσει Αμερικανοί.
Οι Αμερικανοί στο μέτωπο Ο Luderndorff έχει επικριθεί, τόσο από συμπατριώτες όσο και από εχθρούς, για το ότι δεν στάθηκε ποτέ ικανός να ορίσει ένα μείζονα στόχο επίθεσης και να εμμείνει σ' αυτόν. Όμως ακόμη και αν καταλάμβανε τα λιμάνια της Μάγχης, ο πόλεμος θα συνεχιζόταν - όπως έγινε το 1940. Ακόμη κι αν έπαιρνε το Παρίσι, Αμερικανοί και Βρετανοί θα συνέχιζαν να πολεμούν. Σκοπός του Luderndorff, όπως και του Φάλκενχαϊν δύο χρόνια νωρίτερα, δεν ήταν τόσο να εξοντώσει τα Συμμαχικά στρατεύματα όσο τη βούληση των Συμμαχικών κυβερνήσεων να συνεχίσουν τον πόλεμο και να τις εξαναγκάσει να δεχτούν συμβιβασμό. Ίσως να το πετύχαινε με τους Γάλλους. Και μετά από ένα χρόνο πιθανόν να υπέκυπταν και οι Βρετανοί. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει κάτι τέτοιο με τις ΗΠΑ. Στις αρχές του 1918 υπήρχαν ήδη ένα εκατομμύριο Αμερικανοί στρατιώτες στη Γαλλία, μολονότι δεν είχαν ακόμη οργανωθεί σε σχηματισμούς μάχης. Ο Πέρσινγκ επέμενε εξ αρχής ότι έπρεπε να επιχειρούν σαν ξεχωριστός στρατός. Τους είχε ήδη παραχωρηθεί το δικό τους μέτωπο στα δεξιά της Συμμαχικής γραμμής, στο ανενεργό ακόμη θέατρο της Λορένης. Αλλά μολονότι οι ΗΠΑ μπορούσαν να κινητοποιήσουν άνδρες με εκπληκτική ταχύτητα -η υποχρεωτική θητεία είχε θεσπιστεί το Μάιο του 1917- χρειαζόταν περισσότερος χρόνος για ν' αρχίσουν να παράγουν οι βιομηχανίες τους βαρύ οπλισμό. Μέχρι το τέλος του πολέμου ο αμερικανικός στρατός εξαρτιόταν από τους Συμμάχους για τον εφοδιασμό του με άρματα μάχης, αεροσκάφη και -πιο σημαντικό απ' όλα- πυροβόλα και πυρομαχικά. Μ' αυτά τα δεδομένα συν το γεγονός ότι δεν είχαν πολεμική εμπειρία, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί θεώρησαν λογικό αυτές οι άκαπνες αμερικάνικες μονάδες να ενταχθούν, στην αρχή τουλάχιστον, στα δικά τους έμπειρα στρατεύματα, για να μάθουν τα βασικά. Ο Πέρσινγκ το αρνήθηκε για ευνόητους λόγους, ακολουθώντας τις οδηγίες του προέδρου Wilson. Ωστόσο επέτρεψε σε κάποιες αμερικανικές μεραρχίες, από τη στιγμή που σχηματίστηκαν, να υπηρετήσουν υπό γαλλική διοίκηση. Η Πρώτη Μεραρχία έλαβε το βάπτισμα του πυρός στο Καντινί στις 28 Μαΐου -μία αλησμόνητη ημερομηνία για την αμερικανική στρατιωτική ιστορία- και δύο ακόμη ήταν διαθέσιμες για να καλύψουν τα κενά της γαλλικής γραμμής στο Σατό Τιερί, κοντά στο Παρίσι (τόσο βαθιά είχε διεισδύσει η γερμανική επίθεση, στις αρχές Ιουνίου). Η γενναιότητα της απειρίας συντέλεσε ώστε να υπάρξουν βαριές αμερικανικές απώλειες -πάνω από 10.000 νεκροί ή τραυματίες· αλλά οι Αμερικανοί μάθαιναν γρήγορα· και μόνο η παρουσία εκείνων των εύρωστων, χαρωπών, καλοταϊσμένων, υπεραισιόδοξων νεαρών από τις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ έπειθε τους εξουθενωμένους συμμάχους τους ότι ο πόλεμος δεν μπορούσε πια να χαθεί. Και το σπουδαιότερο, έπειθε τους ακόμη πιο εξουθενωμένους αντιπάλους τους ότι ο πόλεμος δεν ήταν πλέον δυνατόν να κερδηθεί. Ο Luderndorff σχεδίαζε ένα τελειωτικό χτύπημα κατά των Βρετανών στο βορρά, αλλά μετά από ένα μήνα δισταγμών αποφάσισε να εξαπολύσει μία δριμύτερη και, ήλπιζε, αποφασιστική επίθεση εναντίον των Γάλλων - ένα Friedenssturm, όπως το ονόμασε για να τονώσει τα εξαντλημένα του στρατεύματα: ένα καταιγιστικό χτύπημα για την ειρήνη. Το χτύπημα δόθηκε στις 16 Ιουλίου στο Ρεμς, στην ανατολική άκρη της σφήνας των Γερμανών, που είχαν καταφέρει να προωθηθούν τόσο νότια που τώρα είχαν φτάσει κοντά στον ποταμό Μάρνη. Όμως αυτή τη φορά οι Γάλλοι ήταν
Digitized by 10uk1s
έτοιμοι. Γερμανοί λιποτάκτες -που ο αριθμός τους και μόνον έδειχνε την ηττοπάθεια του στρατούείχαν ειδοποιήσει για την επίθεση, οπότε οι Γάλλοι μπόρεσαν να προλάβουν το γερμανικό βομβαρδισμό με ένα δικό τους μπαράζ. Και επιτέλους, είχαν εμπεδώσει το μάθημα της ελαστικής άμυνας. Άφησαν τους Γερμανούς να βομβαρδίσουν και να καταλάβουν μία πρώτη γραμμή όπου δεν βρήκαν παρά συρματοπλέγματα, νάρκες και λίγα πολυβολεία - και στη συνέχεια τους αποδεκάτισαν πλαγιοκοπώντας τους με πολυβόλα. Δύο μέρες αργότερα ο ορμητικός στρατηγός Μανζέν εξαπέλυσε αντεπίθεση εναντίον της δυτικής πλευράς της σφήνας με στρατό που τώρα περιλάμβανε αμερικανικές μεραρχίες. Μέχρι τις 5 Αυγούστου μία μικτή δύναμη Γάλλων, Βρετανών και Αμερικανών είχε ανακαταλάβει ολόκληρη την εξέχουσα και είχε συλλάβει 30.000 αιχμαλώτους. Ο Luderndorff ανακάλεσε τις εντολές για τη μεγάλη τελική επίθεση που σχεδίαζε στο βορρά. Είχε ρίξει και το τελευταίο του βέλος: η φαρέτρα του ήταν πλέον αδειανή.
Η αντεπίθεση των Συμμάχων, Ιούλιος 1918 Τώρα ήταν σειρά των Συμμάχων να περάσουν στην επίθεση, και στις 26 Ιουλίου ο στρατηγός Foch έδωσε εντολή για γενική προέλαση σε όλα τα μέτωπα. Ο Foch δεν ήταν ιδιοφυία στη στρατηγική αλλά πίστευε βαθιά στο αξίωμα του Ναπολέοντα ότι στον πόλεμο η αναλογία του ηθικού προς τις φυσικές δυνάμεις είναι τρία προς ένα. Ο μεταδοτικός του ενθουσιασμός στη μάχη του Μάρνη, το 1914, είχε συντελέσει πολύ στην αναχαίτιση της προέλασης των Γερμανών. Από τότε, η αποφασιστικότητά του να επιτίθεται κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις, συχνά είχε ολέθρια αποτελέσματα· αλλά τώρα τα Συμμαχικά στρατεύματα είχαν το μέγεθος και, κυρίως, τις ικανότητες για να πετύχουν τους στόχους τους. Ο Πέρσινγκ διέθετε σαράντα δύο αμερικανικές μεραρχίες, η κάθε μία διπλάσια από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή, και κατάφερε να τις ανασυντάξει σ' ένα μοναδικό στρατό -που αργότερα χωρίστηκε στα δύο- στα δεξιά της συμμαχικής γραμμής. Αν εφορμούσε βόρεια μέσα από το δάσος της Αργκόν, θα απειλούσε άμεσα την κύρια σιδηροδρομική γραμμή από το Μετς ως την Αντβέρπη, η οποία τροφοδοτούσε τα γερμανικά στρατεύματα. Στ' αριστερά της γραμμής οι Βρετανοί θα εξαπέλυαν συγκλίνουσα επίθεση, ενώ ο γαλλικός στρατός, εμψυχωμένος από δύο μαχόμενους στρατηγούς, τους Μανζέν και Γκουρό, θα διατηρούσε την πίεση στο κέντρο. Μια και χρειαζόταν κάποιο διάστημα ώσπου να αναπτυχθούν οι Αμερικανοί και να συνέλθουν οι Γάλλοι από τις μεγάλες μάχες του Ιουνίου και του Ιουλίου, ο κλήρος έπεσε στους Βρετανούς να καταφέρουν το πρώτο χτύπημα, στα ανατολικά της Αμιένης, στις 8 Αυγούστου. Αν αναλογιστεί κανείς το μισό εκατομμύριο απώλειες που είχε υποστεί από τις αρχές του χρόνου, ο βρετανικός στρατός κατόρθωσε να ανακάμψει με θεαματική ταχύτητα και αυτό ίσχυε, ίσως περισσότερο απ' όλους, για τον ίδιο τον Χέιγκ. Το επιθετικό πνεύμα του Χέιγκ, όπως και του Foch, είχε συνήθως καταστροφικές συνέπειες, αλλά τώρα είχε έρθει η ώρα του, όπως άλλωστε και του Foch. Οι επαναλαμβανόμενες προφητείες του για την επικείμενη κατάρρευση των Γερμανών επιτέλους φάνηκαν τώρα να επαληθεύονται και, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των συναδέλφων του που ήδη σχεδίαζαν τις εκστρατείες του 1919, εκείνος πίστευε ότι ο πόλεμος μπορούσε να κερδηθεί μέχρι το τέλος του χρόνου. Δέχτηκε αδιαμαρτύρητα να τεθεί υπό τις εντολές του Foch και, καθοδηγούμενος από το ανανεωμένο επιτελείο του, άκουσε με προσοχή και έθεσε σε εφαρμογή τις νέες τακτικές που ανέπτυσσαν οι υφιστάμενοί του. Οι αυστραλιανές και καναδέζικες μονάδες του είχαν αποδειχτεί οι πλέον αξιόμαχες στο Δυτικό Μέτωπο και, μετά από πολλές δοκιμές και λάθη, ο βρετανικός στρατός είχε μάθει να χειρίζεται τα άρματα μάχης. Μία επιτυχημένη, μικρής κλίμακας ενέργεια στο Αμέλ στις 4 Ιουλίου είχε δείξει ποιο έπρεπε να είναι το μοντέλο συνεργασίας πεζικούτανκς και τώρα οι ίδιες μέθοδοι εφαρμόζονταν σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Μαζί με τις τεχνικές συνδυασμού πεζικού-πυροβολικού που οι Βρετανοί είχαν πια μάθει στην εντέλεια, και με μία ακόμη καινοτομία, τη χρήση επιθετικών αεροσκαφών χαμηλών πτήσεων, αποτελούσαν ένα συνδυασμό νίκης αδιανόητο -και ανέφικτο- δύο χρόνια πριν. Με το γαλλικό στρατό στο δεξί τους πλευρό, οι Βρετανοί διείσδυσαν επτά μίλια την πρώτη κιόλας μέρα της επίθεσης τους και συνέλαβαν 30.000 αιχμαλώτους. Ήταν η πρώτη ολοκληρωτική και αμετάκλητη ήττα που υπέστησαν οι Γερμανοί μέσα
Digitized by 10uk1s
σε τέσσερα χρόνια πολέμου· ο ίδιος ο Luderndorff τη χαρακτήρισε «Μαύρη Μέρα» του γερμανικού στρατού. Οι Γερμανοί άρχισαν τώρα να οπισθοχωρούν μαχόμενοι προς τη γραμμή Hindenburg που είχε δημιουργηθεί στις αρχές του 1917. Το ηθικό τους δεν είχε σπάσει ακόμη - κάθε άλλο: ώσπου να φτάσουν στη γραμμή Hindenburg στις αρχές Σεπτεμβρίου είχαν καταφέρει να προκαλέσουν 150.000 απώλειες στους Βρετανούς και 100.000 στους Γάλλους- η βρετανική κυβέρνηση άρχισε πάλι να αγωνιά. Παρ' όλα αυτά στις 3 Σεπτεμβρίου ο Foch έδωσε εντολές για καινούργια επίθεση σ' όλο το μήκος της γραμμής: tout le monde a la bataille! (όλοι στη μάχη!). Ο Πέρσινγκ επέμεινε να πάρουν οι άντρες του το βάπτισμα του πυρός εξαπολύοντας μία περιορισμένη επίθεση στην αιχμή του Σαιν Μιέλ (κοντά στο Βερντέν), στον ήσυχο τομέα της Λορένης. Η μάχη κράτησε δύο μέρες, ολοκληρώθηκε με νίκη των Αμερικανών στις 14 Σεπτεμβρίου, και στη συνέχεια ο Πέρσινγκ έστρεψε το στρατό του βόρεια για να πάρει μέρος στη γενική επίθεση της 26ης Σεπτεμβρίου. Την επόμενη μέρα βρετανικές και γαλλικές δυνάμεις επιτέθηκαν στην κύρια γραμμή Hindenburg, εξαπολύοντας ένα εκατομμύριο οβίδες μέσα σ' ένα εικοσιτετράωρο. Και αυτό ήταν που έσπασε τελικά το ηθικό του Luderndorff. Στις 29 Σεπτεμβρίου ενημέρωσε τον Kaiser ότι δεν υπήρχε πια πιθανότητα νίκης. Για να αποφευχθούν οι μεγαλύτερες συμφορές έπρεπε να κηρυχτεί ανακωχή όσο το δυνατόν συντομότερα.
Η κατάρρευση των Κεντρικών Δυνάμεων Από τις αρχές του Αυγούστου οι Γερμανοί είχαν χάσει άλλους 228.000 άνδρες, οι μισοί από τους οποίους είχαν λιποτακτήσει. Το Γενικό Επιτελείο θεωρούσε ότι λιγότερες από πενήντα μεραρχίες ήταν ετοιμοπόλεμες. Οι στρατιώτες, αποθαρρυμένοι από τα άσχημα νέα και ευάλωτοι στην κομμουνιστική προπαγάνδα, ταλαντεύονταν στο χείλος των απεργιών, αν όχι της ανοιχτής ανταρσίας. Αλλά ακόμη χειρότερη ήταν η κατάσταση στην Αυστροουγγαρία: τα απεγνωσμένα διαβήματα για ειρήνη του αυτοκράτορά της προς τους Γάλλους είχαν κυνικά κοινοποιηθεί από τον Clemenceau τον Απρίλιο του 1918. Ο στρατός της -πεινασμένος, εξαθλιωμένος, και ολοένα περισσότερο διασπώμενος στις εθνοτικές ομάδες που τον αποτελούσαν- είχε πιεστεί να επιτεθεί στο ιταλικό μέτωπο στις 15 Ιουνίου, με αποτέλεσμα να χάσει 143.000 άνδρες, από τους οποίους οι 25.000 αιχμάλωτοι. Μετά απ' αυτό, οι στρατιώτες άρχισαν να λιποτακτούν μαζικά. Όσοι έμεναν ήταν άρρωστοι και πεινασμένοι, όπως και οι πληθυσμοί της Βιέννης και άλλων πόλεων της αυτοκρατορίας. Στις 16 Σεπτεμβρίου ο αυτοκράτορας απηύθυνε δημοσίως έκκληση για ειρήνη στον πρόεδρο Wilson και προσπάθησε να προλάβει τη διάλυση της πολυεθνικής αυτοκρατορίας των Αψβούργων ανακηρύσσοντάς την ομόσπονδο κράτος. Όταν στις 24 Οκτωβρίου ο ιταλικός στρατός, ενισχυμένος από βρετανικές και γαλλικές μεραρχίες, πέρασε επιτέλους στην επίθεση, οι αυστριακές δυνάμεις διαλύθηκαν μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες και τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Οι Ιταλοί πρόλαβαν να εξαπολύσουν μία τελευταία ανεξάρτητη επίθεση στο Βιτόριο Βένετο και να συλλάβουν χιλιάδες επί χιλιάδων αιχμαλώτους πριν ισχύσει η ανακωχή της 4ης Νοεμβρίου, η οποία είχε συμφωνηθεί δύο μέρες νωρίτερα. Στο μεταξύ, το βυθισμένο εδώ και χρόνια σε νάρκη Μακεδονικό Μέτωπο είχε αφυπνιστεί με την εμφάνιση ενός ενθουσιώδους νέου διοικητή, του Στρατηγού Φρανσέ ντ' Εσπερέ. Στις 15 Σεπτεμβρίου γαλλικά και σερβικά ορεινά στρατεύματα επιτέθηκαν με επιτυχία στις μέχρι τώρα απροσπέλαστες βουλγαρικές θέσεις. Στον αγώνα μπήκαν ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις. Η Βουλγαρία, μην έχοντας πια την υποστήριξη Γερμανών και Αυστριακών, συνθηκολόγησε στις 30 Σεπτεμβρίου - η πρώτη από τις Κεντρικές Δυνάμεις που έκανε αυτό το βήμα. Οι Τούρκοι ακολούθησαν ένα μήνα αργότερα, στις 30 Οκτωβρίου, μένοντας έτσι ελεύθεροι να συνεχίσουν την εκστρατεία τους στον Καύκασο ως το 1919.
Digitized by 10uk1s
Στη Γερμανία χρειάστηκε να περάσουν έξι εβδομάδες πριν εισακουστεί η πρόταση του Luderndorff για ανακωχή. Για εκείνον ανακωχή σήμαινε ακριβώς αυτό: μία αναστολή των επιχειρήσεων μέχρι ν' ανασυντάξει τις δυνάμεις του, και διαπραγματεύσεις για κοινώς αποδεκτή ειρήνη. Επέμεινε δε πως έπρεπε να καταστεί σαφές «ότι είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε τον πόλεμο αν ο εχθρός δεν δεχτεί την ειρήνη ή θελήσει να επιβάλει μια ατιμωτική ειρήνη». Στο τέλος αποδέχτηκε το γεγονός ότι η Γερμανία έπρεπε να παραδώσει το Βέλγιο, ακόμη και τις Alsace-Lorraine, αλλά εξακολουθούσε να ελπίζει ότι οι Σύμμαχοι θα επέτρεπαν στη Γερμανία να κρατήσει τις ανατολικές της κτήσεις ως προμαχώνες ενάντια στον «μπολσεβικισμό». Επιπρόσθετα, αναγνώρισε ότι εφ' όσον οι Σύμμαχοι είχαν ορκιστεί να μη συζητήσουν με το παρόν καθεστώς του Βερολίνου, έπρεπε να τοποθετηθεί νέα κυβέρνηση που θα επωμιζόταν την ευθύνη -και την κατακραυγή που σίγουρα θα ακολουθούσε- των διαπραγματεύσεων. Έτσι στις 3 Οκτωβρίου ο Kaiser ανέθεσε καθήκοντα Καγκελάριου στον πρίγκιπα Max von Μπάντεν, ένα σώφρονα και μετριοπαθή πολιτικό τον οποίο ο Αμερικανός πρώην πρεσβευτής στο Βερολίνο είχε περιγράψει ως «έναν από τους ελάχιστους υψηλά ιστάμενους Γερμανούς που μπορεί να σκεφτεί σαν άνθρωπος», και τον διέταξε να ζητήσει από τον πρόεδρο Wilson άμεση ανακωχή. Όταν ο Max πρόβαλε αντιρρήσεις, ο Kaiser τού είπε κοφτά ότι «το Γενικό Επιτελείο το θεωρεί αναγκαίο και εσάς δεν σας φέραμε εδώ για να δημιουργήσετε προβλήματα στο Γενικό Επιτελείο». Συμμορφούμενος, ο Max κάλεσε την επόμενη κιόλας μέρα τον πρόεδρο Wilson -τον πλέον προσιτό ή, έστω, λιγότερο απρόσιτο- από τους εχθρούς της Γερμανίας, να λάβει μέτρα για την αποκατάσταση της ειρήνης «στη βάση του μετριοπαθούς προγράμματος που είχε διατυπώσει στις 8 Ιανουαρίου»- τα Δεκατέσσερα Σημεία» (βλ. Παράρτημα Ι). Αλλά ο Wilson του Ιανουαρίου δεν είχε καμία σχέση με τον Wilson του Οκτωβρίου. Τότε έβλεπε τον εαυτό του, όπως τον έβλεπαν και οι άλλοι, ως μία προσωπικότητα υπεράνω της διαμάχης. Δεν είχε συμβουλευτεί κανέναν για τα Δεκατέσσερα Σημεία - και οπωσδήποτε όχι τους συνεμπολέμους του, τους οποίους εξακολουθούσε να μη θεωρεί «συμμάχους». (Από τη στιγμή που δεν υπήρχε επίσημη συμμαχία, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναφέρονταν στους συνεμπολέμους τους ως «συνεργάτιδες δυνάμεις»). Αλλά οι Γερμανοί ήδη είχαν δείξει πώς αντιλαμβάνονταν τους όρους ειρήνης, όταν επέβαλαν στους Ρώσους το Σύμφωνο του Μπρεστ-Λιτόβσκ. Κι ακόμη πιο σημαντικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν συμμετάσχει επί οχτώ μήνες σ' έναν πόλεμο όπου είχαν σκοτωθεί πολλά δικά τους παιδιά. Και σαν να μην έφταναν όλ' αυτά, στις 12 Οκτωβρίου ένα γερμανικό υποβρύχιο βύθισε το επιβατικό πλοίο Λάινστερ, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους εκατοντάδες Αμερικανοί και Βρετανοί. Ο αμερικανικός λαός είχε τώρα κυριευθεί από πολεμική ψύχωση πιο ανεξέλεγκτη και από εκείνη των κουρασμένων Ευρωπαίων εταίρων τους. Ανταλλάσσοντας νότες με το Βερολίνο, ο Wilson ξεκαθάρισε ότι δεν ήταν πια ένας καλοπροαίρετος από μηχανής θεός, αλλά ο ηγέτης μιας νικήτριας και αδιάλλακτης συμμαχίας. Δήλωσε ότι «η μόνη ανακωχή που θα μπορούσε να υποβληθεί προς μελέτη ήταν εκείνη που θα επέτρεπε στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις δυνάμεις που συνεργάζονταν μαζί τους [sic] να επιβάλουν οποιαδήποτε εφικτή ρύθμιση η οποία θα καθιστούσε αδύνατη την ανανέωση των εχθροπραξιών εκ μέρους της Γερμανίας». Επίσης ζήτησε ως όρο των διαπραγματεύσεων τη μετατροπή της Γερμανίας σε συνταγματικό κράτος, ώστε να διασφαλιστεί έτσι «η εξουδετέρωση κάθε αυθαίρετης εξουσίας που θα μπορούσε ξεχωριστά, μυστικά και ιδία βουλήσει να διαταράξει την παγκόσμια ειρήνη· κι αν δεν καταστεί δυνατόν να εξουδετερωθεί άμεσα, να αποδυναμωθεί τόσο ώστε να είναι ουσιαστικά ανίσχυρη». Όταν ο Luderndorff πληροφορήθηκε αυτούς τους όρους, προσπάθησε να διακόψει τις διαπραγματεύσεις, αλλά δεν τον άφησαν οι στρατηγοί του. «Το ηθικό των στρατιωτών έχει υποστεί βαρύτατο πλήγμα», του είπε ένας από τους διοικητές του, ο πρίγκιπας Ρούπρεχτ της Βαυαρίας, «και η αντίστασή τους εξασθενεί καθημερινά. Παραδίδονται μαζικά όταν επιτίθεται ο εχθρός και χιλιάδες πλιατσικολόγοι λυμαίνονται τις περιοχές γύρω από τις βάσεις ... Ό,τι και να γίνει πρέπει να κάνουμε ειρήνη πριν ο εχθρός εισβάλει στη Γερμανία». Η κυβέρνηση στο Βερολίνο είχε να αντιμετωπίσει μία αμεσότερη απειλή: το ξέσπασμα της επανάστασης στο εσωτερικό της χώρας. Ο Max von Μπάντεν προσπάθησε να αποφύγει αυτό το ενδεχόμενο, περνώντας μέσα σε τρεις εβδομάδες όλες τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που ο Kaiser και ο στρατός απέρριπταν επί μισό Digitized by 10uk1s
αιώνα. Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου το Reichstag είχε αναδειχτεί σε κυρίαρχο σώμα, στο οποίο ήσαν υπόλογοι όλοι οι υπουργοί (ακόμα και ο Υπουργός Πολέμου), ένα σώμα εκλεγμένο με μυστική, καθολική ψηφοφορία. Ο Γουλιέλμος Β', ο ανώτατος άρχων πολέμου, υποβιβάστηκε σε συνταγματικό μονάρχη, ανίσχυρο όσο και ο εξάδελφός του στην Αγγλία. Ξεθαρρεύοντας, ο Max απαίτησε και την απομάκρυνση του Luderndorff, κάτι στο οποίο ο Kaiser συμφώνησε με ικανοποίηση που δεν μπόρεσε να κρύψει. Ο Hindenburg παρέμεινε ως συμβολική φιγούρα, ενώ ο Luderndorff αντικαταστάθηκε από τον εξίσου πληβείο στρατηγό Wilhelm Groener, ο οποίος ως αρχηγός του Oberstekriegsamt, ήταν εξοικειωμένος με τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της χώρας. Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Ο γερμανικός λαός είχε αντέξει τις σχεδόν αβάσταχτες κακουχίες επειδή πίστευε ότι ο στρατός του ήταν, και θα εξακολουθούσε να είναι, νικητής παντού. Όταν αποκαλύφθηκε ότι βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, κάθε εμπιστοσύνη στο καθεστώς χάθηκε. Στις 29 Οκτωβρίου τα πληρώματα των πλοίων προτίμησαν να κάνουν ανταρσία παρά να συμμετάσχουν στην «Επιδρομή Θανάτου» που είχαν σχεδιάσει οι ναύαρχοι για να σώσουν την τιμή του ναυτικού. Μέσα σε μία μόλις εβδομάδα η ανταρσία εξελίχθηκε σε επανάσταση σε όλες τις μεγάλες γερμανικές πόλεις. Συμβούλια εργατών και στρατιωτών πήραν με τη βία την εξουσία, βαδίζοντας στα χνάρια των ρωσικών Σοβιέτ. Η Βαυαρία αυτοανακηρύχτηκε ανεξάρτητη δημοκρατία. Τα χαμηλότερα κλιμάκια του στρατού εξεγέρθηκαν και κατέλαβαν τα περάσματα πάνω από το Ρήνο. Στο αρχηγείο κάποιοι θερμοκέφαλοι πρότειναν να επιστρέψουν όλα τα στρατεύματα στην πατρίδα για να «αποκαταστήσουν την τάξη», αλλά ο Groener ήξερε πολύ καλά ότι το εργαλείο θα έσπαγε στα χέρια του. Συνειδητοποίησε ότι η επανάσταση ήταν αναπόφευκτη, εκτός κι αν εκπληρώνονταν τρεις όροι: • Ο αυτοκράτορας έπρεπε να παραιτηθεί, • ο στρατός να στηρίξει το κόμμα της πλειοψηφίας στο Reichstag, τους Σοσιαλδημοκράτες, τους μόνους ανθρώπους που μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα σ' αυτή την πολιτική καταιγίδα, • η ειρήνη να υπογραφεί αμέσως και με οποιοδήποτε τίμημα. Έτσι στις 9 Νοεμβρίου ο Groener ανακοίνωσε στον Kaiser ότι δεν είχε πλέον την εμπιστοσύνη του στρατού και τον εξόρισε στην Ολλανδία. Στο Βερολίνο οι Σοσιαλδημοκράτες ηγέτες Φίλιπ Σάιντεμαν και Friederich Ebert ανακήρυξαν τη Δημοκρατία και έλαβαν τη διαβεβαίωση ότι ο στρατός θα τους στήριζε και θα κατέπνιγε κάθε απόπειρα ανατροπής τους· και μία αντιπροσωπεία ξεκίνησε να συναντηθεί με τους ηγέτες των Συμμάχων σ' ένα βαγόνι τραίνου στο δάσος κοντά στην Κομπιένη για ν' ακούσει τους όρους της. Τούτοι οι όροι, σ' ό,τι αφορούσε στις επιχειρήσεις ξηράς, υπαγορεύτηκαν κυρίως από τους Γάλλους. Οι Βρετανοί, ανυπομονώντας να σταματήσουν οι εχθροπραξίες όσο το δυνατόν γρηγορότερα, θα έθεταν πολύ ηπιότερους. Ο Πέρσινγκ, με δύο στρατιές που δεν είχαν προλάβει καλά-καλά να πάρουν το βάπτισμα του πυρός και με την αμερικανική κοινή γνώμη να απαιτεί «παράδοση άνευ όρων», δεν θα έκανε την παραμικρή παραχώρηση. Όλα τα γαλλικά και βελγικά εδάφη έπρεπε να εκκενωθούν εντός δεκατεσσάρων ημερών οι Σύμμαχοι θα καταλάμβαναν όλα τα γερμανικά εδάφη αριστερά του Ρήνου και μία ζώνη δέκα χιλιομέτρων στην δεξιά όχθη, μαζί με προγεφυρώματα στο Μάιντς, το Κόμπλεντς και την Κολωνία. Όλα τα εδάφη που είχαν καταληφθεί στην Ανατολική Ευρώπη από το 1914 και μετά έπρεπε να εγκαταλειφθούν τεράστιες ποσότητες πολεμικού υλικού· θα παραδίδονταν αμέσως, συμπεριλαμβανομένων όλων των υποβρυχίων και μεγάλου μέρους του στόλου· ο Συμμαχικός αποκλεισμός θα συνεχιζόταν μέχρι που θα έμπαινε και η τελευταία υπογραφή στη συνθήκη της ειρήνης. Οι Γερμανοί αντιπρόσωποι διαμαρτυρήθηκαν ότι όλα αυτά θα είχαν ως αποτέλεσμα την αναρχία και την πείνα, και πως μόνοι ωφελημένοι από μια τέτοια κατάσταση θα ήταν οι «μπολσεβίκοι»·
Digitized by 10uk1s
όμως ο στρατηγός Foch, ως επικεφαλής της Συμμαχικής αντιπροσωπείας, στάθηκε ανυποχώρητος. Οι Γερμανοί δεν είχαν άλλη επιλογή από το να υπογράψουν αυτά που -ευλόγως- πίστευαν ότι ήταν οι θανατικές τους καταδίκες. Και για έναν αντιπρόσωπο, τον Ματίας Έρτσμπεργκερ, όντως ήταν. Δύο χρόνια αργότερα τον σκότωσαν δεξιοί εξτρεμιστές. Έτσι στις 11 Νοεμβρίου στις 11 π.μ., την ενδέκατη ώρα της ενδέκατης ημέρας του ενδέκατου μήνα, τα όπλα στο Δυτικό Μέτωπο επιτέλους σίγησαν, αφήνοντας και τις δύο πλευρές να θρηνήσουν τους νεκρούς τους.
Digitized by 10uk1s
Ο διακανονισμός Οι πολιτικοί αρχηγοί των Συμμάχων που συναντήθηκαν στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919 για την ειρηνευτική συμφωνία βρίσκονταν σε πολύ διαφορετική θέση από εκείνη των προκατόχων τους στη Βιέννη το 1814. Δεν είχαν το ελεύθερο να αναδιαμορφώσουν την υφήλιο σύμφωνα με τους κανόνες της τάξης και του δικαίου ή του εθνικού αυτοπροσδιορισμού ή ακόμη και της παραδοσιακής ισορροπίας δυνάμεων. Ήταν υπόλογοι σε εκλογικά σώματα που ψήνονταν ακόμη στον πολεμικό πυρετό και που είχαν προκαταλήψεις και πάθη τα οποία δεν μπορούσαν να αγνοηθούν. Εν πάση περιπτώσει, το χάος στην κεντρική Ευρώπη μετά την κατάρρευση της Ρωσικής, της Αυστριακής και της αυτοκρατορίας των Hohenzollern καθιστούσε εξαιρετικά αμφίβολο το αν υπήρχε έστω και ένα σταθερό καθεστώς ανατολικά του Ρήνου με το οποίο θα μπορούσε να συναφθεί ειρήνη.
Γερμανία Η ίδια η συνδιάσκεψη στρεφόταν γύρω από μία σιωπηρή μονομαχία μεταξύ του προέδρου Wilson, ο οποίος μάλλον απερίσκεπτα παρευρισκόταν αυτοπροσώπως, και του Γάλλου πρωθυπουργού Georges Clemenceau. Ο καθένας τους είχε διαφορετικές προτεραιότητες. Ο Wilson ήθελε να δημιουργήσει έναν καινούριο κόσμο υπό την αιγίδα μιας Κοινωνίας των Εθνών. Για τη σύστασή της κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, μόνο και μόνο για να δει το έργο του να καταστρέφεται όταν το Κογκρέσο των ΗΠΑ αρνήθηκε να συμμετάσχει στην Κοινωνία με τους όρους που εκείνος ζητούσε. Η προτεραιότητα του Clemenceau, με την ολόψυχη υποστήριξη των συμπατριωτών και αρχικά και των Βρετανών συμμάχων του, ήταν να αναδομήσει την Ευρώπη έτσι ώστε η Γερμανία να μην καταφέρει ποτέ ξανά να απειλήσει τη σταθερότητά της. Όπως έχουμε δει, η Γαλλία με πληθυσμό που τώρα μετά βίας έφτανε τα σαράντα εκατομμύρια αντιμετώπιζε μια Γερμανία εξήντα πέντε εκατομμυρίων ανθρώπων, με βιομηχανική ανάπτυξη και δύναμη πολύ μεγαλύτερη απ' όση θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει η ίδια. Το αντίβαρο στο οποίο υπολόγιζε η Γαλλία πριν το 1914, η Ρωσική Αυτοκρατορία, είχε βουλιάξει παίρνοντας μαζί της δισεκατομμύρια φράγκα γαλλικών επενδύσεων. Κατά συνέπεια, οι Γάλλοι θεωρούσαν πως έπρεπε να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να αποδυναμώσουν τη Γερμανία. Ήθελαν, λοιπόν, να της αποσπάσουν το μάξιμουμ των ανατολικών εδαφών της για να αναπτυχθούν εκεί νέα κράτη που θα δημιουργούσαν μια cordon sanitaire (υγειονομική ζώνη) υπό γαλλική επιρροή. Η Γαλλία πίστευε ότι έτσι θα εμπόδιζε την επέκταση του μπολσεβικισμού εξ ανατολών, καθώς και ότι αυτά τα νέα κράτη θα έπαιρναν τη θέση της Ρωσίας ως εργαλείο για την ανάσχεση της γερμανικής ισχύος. Όσο για τη δύση, η Γαλλία απαιτούσε όχι μόνο να της επιστραφούν η Alsace και η Lorraine με τα πολύτιμα μεταλλεία τους αλλά και να της δοθεί το πλούσιο σε άνθρακα λεκανοπέδιο του Σάαρ. Επίσης ζητούσε να αποσπαστούν τα γερμανικά εδάφη της αριστερής όχθης του Ρήνου και να αποτελέσουν ένα αυτόνομο κράτος ή μια αυτόνομη ομάδα κρατών υπό γαλλική προστασία, ως πρανές που θα κάλυπτε τα γαλλικά σύνορα. Αυτό οι Βρετανοί δεν μπορούσαν να το δεχτούν. Ισχυρίστηκαν ότι ένα τέτοιο προτεκτοράτο θα ήταν απλώς μια Alsace-Lorraine από την ανάποδη, μία αιτία συνεχών προστριβών. Συμφώνησαν μόνο στην αποστρατιωτικοποίηση της αριστερής όχθης του Ρήνου και της δεξιάς σε βάθος σαράντα μιλίων, με τον όρο να παραμείνει στην περιοχή Συμμαχική στρατιωτική παρουσία έως ότου αποπληρωθούν οι επανορθώσεις. Η κυριότητα των κοιτασμάτων του άνθρακα του Σάαρ θα περνούσε στη Γαλλία, αλλά η περιοχή θα διοικούνταν από την Κοινωνία των Εθνών για δεκαπέντε χρόνια, οπόταν το μέλλον της θα αποφασιζόταν με δημοψήφισμα. Ήταν ένας λογικός διακανονισμός που από μόνος του δεν επρόκειτο να προκαλέσει καινούριο πόλεμο. (Επικυρώθηκε με τη Συνθήκη του Λοκάρνο, το 1924). Τα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας παρουσίαζαν ένα πολύ πιο δυσεπίλυτο πρόβλημα. Ένα από τα Δεκατέσσερα Σημεία του Wilson όριζε την ανεξαρτησία της Πολωνίας, η οποία από τα τέλη του 18ου αιώνα ήταν διαιρεμένη ανάμεσα στη Γερμανία, τη Ρωσία και την Αυστριακή Αυτοκρατορία. Ο πυρήνας της νέας Πολωνίας ήταν το Μεγάλο Δουκάτο της Βαρσοβίας, με πληθυσμό κατά κύριο λόγο πολωνικό, αλλά αναγνωρισμένο ως μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1814. Οι Ρώσοι
Digitized by 10uk1s
δεν ήταν πλέον σε θέση να αμφισβητήσουν την ανεξαρτησία του ή εκείνη των πρώην βαλτικών επαρχιών τους (Φιλανδία, Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία), όπως και οι Αυστριακοί δεν ήταν σε θέση να κρατήσουν τα πολωνικά τους εδάφη στη Γαλικία. Αλλά οι πολωνικές επαρχίες της Γερμανίας, η Σιλεσία, η Ποσνανία και η Ανατολική Πρωσία, ήταν άλλη υπόθεση. Τις κατοικούσαν Γερμανοί - γενεές επί γενεών. Ακόμη χειρότερα, η νέα Πολωνία είχε λάβει την υπόσχεση ότι θα της παρεχόταν πρόσβαση στη θάλασσα, κάτι που μπορούσε να γίνει μόνο αν της παραχωρούνταν η κοιλάδα του κάτω Βιστούλα, με πληθυσμό ανάμικτο, και το λιμάνι Ντάντσιχ (το μετέπειτα Γκντανσκ) που είχε πληθυσμό σχεδόν αμιγώς γερμανικό. Κάτι τέτοιο σήμαινε το διαχωρισμό της Γερμανίας από την Ανατολική Πρωσία, η οποία θεωρείτο ως ιστορικό της λίκνο. Ο διακανονισμός ήταν ίσως ο καλύτερος που θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη μαζική εθνοκάθαρση που έγινε τελικά σε βάρος των Γερμανών το 1945· αλλά οι Γερμανοί δεν έκρυψαν ποτέ την πρόθεσή τους να τον ανατρέψουν με την πρώτη ευκαιρία. Εκτός από την αποδοχή της απώλειας αυτών των εδαφών, η Γερμανία όφειλε επίσης να αφοπλιστεί, να παραδώσει τις υπερπόντιες αποικίες της και να πληρώσει βαριές επανορθώσεις στους νικηφόρους εχθρούς της. Ο στρατός της μειώθηκε σε 100.000 άνδρες και του αφαιρέθηκαν τα «επιθετικά όπλα» όπως τα άρματα μάχης. Το Γενικό της Επιτελείο, δαιμονοποιημένο από τη Συμμαχική προπαγάνδα, διαλύθηκε· η πολεμική αεροπορία της καταργήθηκε· ο στόλος της περιορίστηκε σε πλοία με εκτόπισμα μικρότερο των 100.000 τόνων. Οι νικητές ισχυρίστηκαν ότι αυτό «ήταν μια καλή αρχή για τον περιορισμό των εξοπλισμών όλων των κρατών». Φυσικά κάτι τέτοιο δεν συνέβη· και οι Γερμανοί ακριβώς αυτό επικαλέστηκαν δεκαπέντε χρόνια αργότερα, όταν κατήγγειλαν αυτούς τους περιορισμούς και άρχισαν να επανεξοπλίζονται. Η Γερμανία έχασε βέβαια τις αποικίες της, όμως καθώς οι Σύμμαχοι, υπό την ηγεσία του Wilson, είχαν αποκηρύξει την ιδέα της «προσάρτησής» τους, οι δυνάμεις που τις απέκτησαν (κυρίως η Βρετανία και τα άλλα κράτη της κοινοπολιτείας της) το έκαναν ως «εντολοδόχοι» της Κοινωνίας των Εθνών. Οι Σύμμαχοι είχαν επίσης αποκηρύξει τις «αποζημιώσεις» που οι ηττημένες δυνάμεις όφειλαν κανονικά να πληρώνουν στους νικητές τους. Αντί γι' αυτές ζήτησαν «επανορθώσεις» για τις ζημίες που είχε υποστεί ο άμαχος πληθυσμός. Στην αρχή οι επανορθώσεις προορίζονταν μόνο για τους πληθυσμούς όσων περιοχών της Γαλλίας και του Βελγίου είχαν βρεθεί υπό γερμανική κατοχή· αλλά οι Γάλλοι και οι Βρετανοί πολύ γρήγορα τις επέκτειναν για να καλύψουν όχι μόνο δαπάνες όπως τα επιτόκια των πολεμικών δανείων και γενικά τα κόστη ανοικοδόμησης, αλλά και συντάξεις σε ανάπηρους στρατιώτες και στις χήρες και τα ορφανά των πεσόντων, επ' αόριστον - ποσό τόσο τεράστιο που δεν μπορούσε καν να υπολογιστεί. Η συνδιάσκεψη της ειρήνης ανέθεσε το όλο θέμα σε μία Επιτροπή Επανορθώσεων που θα υπέβαλε την αναφορά της το 1921. Στο μεταξύ οι Γερμανοί έπρεπε να δεσμευτούν εκ των προτέρων ότι θα αποδέχονταν το πόρισμα της επιτροπής, όπως επίσης και ότι θα προκατέβαλαν είκοσι εκατομμύρια μάρκα. Οι Σύμμαχοι θα διατηρούσαν κάποιες δυνάμεις στο Ρήνο για να διασφαλίσουν την πληρωμή, και θα είχαν το δικαίωμα να ανακαταλάβουν γερμανικά εδάφη σε περίπτωση αθέτησης. Ο John Maynard Keynes κατήγγειλε με έξοχο τρόπο τις επιπτώσεις αυτών των κυρώσεων στο φιλιππικό του Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης. Αργότερα οι όροι άλλαξαν, όμως στο μεταξύ οι Γερμανοί είχαν προλάβει να ρίξουν σ' αυτούς το φταίξιμο για την οικονομική τους καταστροφή. Αλλά ακόμη πιο απαράδεκτη ήταν η δικαιολογία που δόθηκε για την επιβολή των επανορθώσεων: ότι η Γερμανία ήταν η υπεύθυνη και πρωταίτια του πολέμου. Οι Γερμανοί, σχεδόν χωρίς καμία εξαίρεση, εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι οι εχθροί τους είχαν επιβάλει τον πόλεμο και ότι όλες οι θυσίες των προηγούμενων πέντε χρόνων είχαν γίνει για έναν ευγενή σκοπό. Άλλωστε πολλοί δεν ένιωθαν καν ότι είχαν ηττηθεί. Ισχυρίζονταν ότι είχαν στερηθεί τη δίκαιη νίκη τους εξαιτίας του ότι εξαπατήθηκαν από τους Συμμάχους ως προς τους όρους ανακωχής, και επίσης εξαιτίας του ότι
Digitized by 10uk1s
δέχτηκαν «πισώπλατη μαχαιριά» από τους Reichsfeinde (εχθρούς του Reich), σοσιαλιστές και Εβραίους, που εκμεταλλεύτηκαν τις δυσκολίες της στιγμής για ν' αρπάξουν την εξουσία. Ακόμη και για εκείνους που δεν δέχονταν αυτόν τον μύθο της πισώπλατης μαχαιριάς (Dolchstoss), η νομιμότητα οποιασδήποτε γερμανικής κυβέρνησης εξαρτιόταν από την ικανότητά της να τροποποιήσει -αν όχι να καταργήσει εντελώς- τις κυρώσεις που επέβαλλε η συνθήκη. Και αν ο Adolf Hitler κέρδισε τόσο πλατιά υποστήριξη ήταν επειδή κατάφερε ακριβώς αυτό.
Αυστρία-Ουγγαρία Η διάλυση της μοναρχίας των Αψβούργων (Hapsburg) άφησε μια εξίσου πικρή κληρονομιά. Το αυστριακό ήμισυ της μοναρχίας έχασε στο βορρά τους Τσέχους που ενώθηκαν με τους Σλοβάκους εξαδέλφους τους από την Ουγγαρία, σε μία τσεχοσλοβάκικη δημοκρατία η οποία περιλάμβανε, στη Σουδητία των δυτικών συνόρων της, μία ανησυχητική μειονότητα Γερμανών. Στο νότο έχασε τους Σλοβένους, οι οποίοι μαζί με τους Κροάτες εξαδέλφους τους από την Ουγγαρία ένωσαν τις τύχες τους με τους Σέρβους στο «Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων» (μια, όντως, αδέξια ονομασία), που αργότερα μετονομάστηκε σε Γιουγκοσλαβία (νότια Σλαβία). Οι Αυστριακοί έχασαν επίσης τα ιταλικά τους εδάφη νοτίως των Άλπεων, μαζί με την Τεργέστη, το κυριότερο λιμάνι τους στην Αδριατική. Όμως τα εδάφη που είχαν ταχθεί στους Ιταλούς στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής βρίσκονταν τώρα υπό την κατοχή των «απελευθερωμένων» Γιουγκοσλάβων, οι οποίοι επίσης διεκδικούσαν την Τεργέστη και την ενδοχώρα της. Το γερμανόφωνο υπόλοιπο, που ήταν το μόνο που είχε απομείνει από την Αυστρία, προσπάθησε αρχικά να ενταχθεί στη νέα γερμανική δημοκρατία στο βορρά, αλλά σκόνταψε στη ρητή απαγόρευση των Συμμάχων. Έτσι η Αυστρία παρέμεινε ανεξάρτητη για άλλα είκοσι χρόνια, ως το 1938, οπότε και πραγματοποιήθηκε το λεγόμενο Άνσλους *, με καθολική λαϊκή αποδοχή (κατόρθωμα ενός πρώην Αυστριακού πολίτη, του Adolf Hitler). Οι Ούγγροι δεν έχασαν μόνο τους Σλοβάκους στο βορρά και τους Κροάτες στο νότο, αλλά και την επαρχία της Τρανσυλβανίας στα ανατολικά, προς όφελος της κατά πολύ διευρυμένης Ρουμανίας. Στην πορεία οι Ούγγροι γνώρισαν έναν μικρό όσο και απεχθή εμφύλιο πόλεμο· ο δεξιός δικτάτορας που αναδείχτηκε μέσα από τις συγκρούσεις, ο ναύαρχος Χόρτι, αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι η καθαίρεση των Hapsburg ήταν νόμιμη, και διακήρυξε ότι κυβερνούσε απλώς ως αντιβασιλέας επ' ονόματί τους. Συνέχισε έτσι ώσπου ανατράπηκε και ο ίδιος στο τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Τουρκία Όσο για τους Τούρκους, στην αρχή υπέστησαν σκληρή μεταχείριση όπως οι Γερμανοί. Όχι μόνο έχασαν τις κτήσεις τους στην Αραβική χερσόνησο και τη Μέση Ανατολή, στη θέση των οποίων δημιουργήθηκαν νέα κράτη υπό γαλλικό ή βρετανικό έλεγχο (Συρία, Λίβανος, Ιράκ, Σαουδική Αραβία, Παλαιστίνη, Υπεριορδανία), αλλά δέχτηκαν και την εισβολή των Ιταλών, που διεκδικούσαν την Αττάλεια επικαλούμενοι το Σύμφωνο του Λονδίνου του 1915, καθώς και των Ελλήνων που διεκδικούσαν τη Θράκη και περιοχές στην Ανατολία, ιδίως τη Σμύρνη όπου ζούσε σημαντική ελληνική μειονότητα. Η λαϊκή δυσαρέσκεια έφερε στην εξουσία ένα νέο καθεστώς υπό τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, το οποίο έδιωξε τους Έλληνες από την Ανατολία και απείλησε να κάνει το ίδιο με τις βρετανικές δυνάμεις που κατείχαν τα Στενά των Δαρδανελίων. Μετά από τρία χρόνια σύγχυσης υπογράφτηκε μια συμφωνία στη Λωζάνη το 1923, που παραχωρούσε στην Τουρκία τον πλήρη έλεγχο της Ανατολίας και των Δαρδανελίων -με εγγυήσεις για την αποστρατιωτικοποίησή τους- καθώς και μία πρόσβαση στην Ευρώπη - την Ανατολική Θράκη. Ο ελληνικός πληθυσμός της
*
(Σ.τ.μ.:) Η ειρηνική προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία.
Digitized by 10uk1s
Σμύρνης διώχτηκε βάναυσα, και οι έριδες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για το Αιγαίο συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα και πέρα απ' αυτόν.
*** Η Συνθήκη των Βερσαλλιών δέχτηκε πολλά πυρά από τον τύπο, αλλά οι περισσότεροι όροι άντεξαν στη δοκιμασία του χρόνου. Τα νέα κράτη που δημιούργησε επιβίωσαν, ακόμη και μέσα σε κυμαινόμενα σύνορα, μέχρι την τελευταία δεκαετία του αιώνα, οπόταν οι Τσέχοι και οι Σλοβάκοι χώρισαν ειρηνικά και η Γιουγκοσλαβία, ανέκαθεν ασταθής και απρόβλεπτη, διαλύθηκε μέσα από μια πορεία πολεμικών συγκρούσεων. Τα γαλλογερμανικά σύνορα σταθεροποιήθηκαν. Το "Ανατολικό Ζήτημα", που προέκυπτε από την τουρκική παρουσία στην Ευρώπη, διευθετήθηκε οριστικά. Όμως το "Γερμανικό Ζήτημα" παρέμεινε άλυτο. Παρά την ήττα της, η Γερμανία εξακολουθούσε να είναι το ισχυρότερο κράτος στην Ευρώπη και αποφασισμένη να ανατρέψει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, τουλάχιστον σ' ό,τι αφορούσε στα ανατολικά της σύνορα. Η απόπειρα της Γαλλίας να αποκαταστήσει κάποια ισορροπία ήταν καταδικασμένη λόγω ιδεολογικής καχυποψίας προς τη Σοβιετική Ένωση, λόγω της αδυναμίας των συμμάχων της στην ανατολική Ευρώπη αλλά και της βαθύτατης απροθυμίας του γαλλικού λαού να υποστεί κι άλλες δοκιμασίες. Οι Βρετανοί ήταν εξίσου απρόθυμοι: τα προβλήματα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας αλλά και τα εσωτερικά τους προβλήματα, συνδυασμένα με το αποτρόπαιο φάσμα του πολέμου που στοίχειωνε τη λαϊκή φαντασία, οδηγούσαν τη μία κυβέρνηση μετά την άλλη να αναζητά λύσεις περισσότερο στον μετριασμό των γερμανικών απαιτήσεων παρά στην απόρριψή τους. Τέλος, οι Αμερικανοί θεωρούσαν την επέμβασή τους στην Ευρώπη μέγα λάθος που δεν έπρεπε να επαναληφθεί ποτέ ξανά. Όταν ανακοινώθηκαν οι όροι της συνθήκης, ένας διορατικός Αμερικανός σκιτσογράφος απεικόνισε τον Wilson, τον Lloyd George και τον Clemenceau να βγαίνουν από τη συνδιάσκεψη ειρήνης και έναν απ' αυτούς να λέει: «Περίεργο. Σα ν' ακούω παιδικό κλάμα». Και πράγματι, κρυμμένο πίσω από μια κολώνα, ένα αγοράκι έκλαιγε σπαρακτικά· πάνω από το κεφάλι του ήταν γραμμένες οι λέξεις: «Κλάση του 1940».
Digitized by 10uk1s
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι Δεκατέσσερα Σημεία του Προέδρου Wilson Ο Wilson κατέθεσε τα «Δεκατέσσερα Σημεία» του στο Κογκρέσσο στις 8 Ιανουαρίου 1918. Ήταν τα ακόλουθα. I. Ανοιχτά σύμφωνα ειρήνης με ανοιχτές διαδικασίες... II. Απόλυτη ελευθερία ναυσιπλοΐας σε όλες τις θάλασσες, εκτός χωρικών υδάτων, και στον πόλεμο και στην ειρήνη... III. Άρση, όσο τούτο είναι δυνατό, όλων των οικονομικών δασμών και καθιέρωση ισότητας στις εμπορικές συναλλαγές όσων κρατών συναινούν στην ειρήνη... IV. ...[Ο]ι εξοπλισμοί του κάθε κράτους να περιοριστούν στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, πάντα λαμβάνοντας υπόψη τη δημόσια ασφάλεια. V. ...[Α]μερόληπτη διευθέτηση όλων των αποικιακών διεκδικήσεων. VI. Εκκένωση όλων των ρωσικών εδαφών... VII. Το Βέλγιο ... πρέπει να εκκενωθεί και να αποκατασταθεί, χωρίς καμία προσπάθεια οροθέτησης της εθνικής κυριαρχίας που απολαμβάνει από κοινού με τα άλλα ελεύθερα κράτη. VIII. Όλα τα γαλλικά εδάφη πρέπει να απελευθερωθούν, οι υπό κατοχή επαρχίες να επιστραφούν και να επανορθωθεί η αδικία που υπέστη η Γαλλία από την Πρωσία το 1871 στο ζήτημα της Alsace και της Λορένης... IX. Τα σύνορα της Ιταλίας πρέπει να αναπροσαρμοστούν σύμφωνα με αναγνωρίσιμες γραμμές εθνικότητας. X. Πρέπει να παραχωρηθεί κάθε ευκαιρία στους λαούς της Αυστρίας και Ουγγαρίας για αυτόνομη ανάπτυξη. XI. Η Ρουμανία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο πρέπει να εκκενωθούν τα κατεχόμενα εδάφη να αποδοθούν στους αληθινούς τους δικαιούχους· η Σερβία να αποκτήσει ελεύθερη και ασφαλή πρόσβαση στη θάλασσα... XII. Να διασφαλιστεί η εθνική κυριαρχία των τουρκικών τμημάτων της παρούσης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά ταυτοχρόνως να λάβουν και οι άλλες εθνικότητες που βρίσκονται τώρα υπό τουρκική διοίκηση εγγυήσεις για την ασφάλειά τους, καθώς και όλες τις ευκαιρίες για αυτόνομη ανάπτυξη...
XIII. Να ιδρυθεί ανεξάρτητο πολωνικό κράτος το οποίο θα κατέχει όσα εδάφη κατοικούνται από πολωνόφωνους πληθυσμούς και να του παραχωρηθεί ελεύθερη και ασφαλής πρόσβαση στη θάλασσα... XIV. Να διαμορφωθεί μία γενική Κοινωνία των Εθνών με βάση συγκεκριμένες συμφωνίες ώστε τα κράτη να παράσχουν αμοιβαίες εγγυήσεις πολιτικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας, είτε τούτα είναι μεγάλα είτε μικρά.
Digitized by 10uk1s
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II Συνολικές Απώλειες του Πολέμου Πληθυσμός Κεντρικές Δυνάμεις Αυστρία-Ουγγαρία Γερμανία Τουρκία Βουλγαρία Σύμμαχοι Γαλλία Βρετανία Βρετανική Αυτοκρατορία Ρωσία Ιταλία ΗΠΑ
Κινητοποίηση σε άνδρες
Νεκροί
52 εκ. 67 εκ.
7,8 εκ. 11 εκ. 2,8 εκ. 1,2 εκ.
1.200.000 1.800.000 320.000 90.000
36,5 εκ. 46 εκ.
8,4 εκ. 6,2 εκ. 2,7 εκ. 12 εκ. 5,6 εκ. 4,3 εκ.
1.400.000 740.000 170.000 1.700.000 460.000 150.000
164 εκ. 37 εκ. 93 εκ.
Digitized by 10uk1s