Αριστερά και Θρησκεία η θεολογία της απελευθέρωσης P. SWEEZY, Η. MAGDOFF, CORNEL WEST, D. SOLLE, G. DAWES E. CARDENAL, ...
102 downloads
204 Views
4MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Αριστερά και Θρησκεία η θεολογία της απελευθέρωσης P. SWEEZY, Η. MAGDOFF, CORNEL WEST, D. SOLLE, G. DAWES E. CARDENAL, C. TORRES κ.ά.
μετάφραση Μίλτος Φραγκόττουλος
Ειδική έκδοση: Μηνιαία Επιθεώρηση Monthly Review
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
Σε μια προκαταρκτική συνάντηση πσυ αφιερώθηκε στο σχεδιασμό αυτού του τεύχους της Μ Η Ν I Α Ι Α Σ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ, μας ζητήθηκε από τους παρευρισκόμενους να γράψουμε ένα σύντομο υπόμνημα άπου θα ξεκαθαρίζαμε τι είχαμε κατά « υ όταν προτείναμε αρχικά αυτή την ιδέα. Το παρακάτω είναι το κείμενο αυτού του υπομνήματος. Οι περισσότεροι άνθρωποι πιθανόν να νομίζουν ότι οι σχέσεις ανάμεσα στη θρηακεία και την αριστερά είναι ανύπαρκτες ή ανταγωνιστικές. Οστόσο κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν. Σε παλιότερες εποχές οι ριζοσπαστικές ιδέες και τα κινήματα έπαιρναν συνήθως θρησκευτική μορφή ή είχαν έντονα θρησκευτική χροιά. Αρκεί να σκεφτούμε, για παράδειγμα, τον α γ γ λ ι κ ό ε μ φ ύ λ ι ο πόλεμο του δέκατου έβδομου αιώνα, ή την αμερικάνικη επανάσταση εκατό χρόνια αργότερα. Α κ ό μ α και το σύγχρονο σοσιαλιστικό κίνημα, που ξεκινά από τις αρχές του δέκατου έννατου αιώνα, περιείχε πάντα ένα σημαντικό θρησκευτικό στοιχείο, ιδιαίτερα στον α γ γ λ ό φ ω ν ο κόσμο. Βέβαια, η πλατιά διαδεδομένη αντίληψη ότι η θρησκεία και η αριστερά είναι αντιθετικά ή εχθρικά στοιχεία έχει κάποιες ιστορικές ρίζες. Από τα μισά του 19ου αιώνα και μετά - θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το 1848, χρονιά που δημοσιεύεται το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, σαν το σημείο εκκίνησης - το διεθνές επαναστατικό κίνημα γίνεται όλο και περισσότερο Μαρξιστικό στους ιδεολογικούς και πολιτικούς του προσανατολισμούς. Κι ο Μαρξισμός είναι οπωσδήποτε ο κύριος κληρονόμος και συνεχιστής της λαϊκής, αντι-κληρικής παράδοσης που πηγάζει από την Αναγέννηση και το Δ ι α φ ω τισμό. Γι' αυτό το λόγο, και μόνο, η οργανωμένη θρησκεία και ο οργανωμένος ριζοσπαστισμός διαχωρίστηκαν και το χάσμα άρχισε διαρκώς να μεγαλώνει. Ο εικοστός αιώνας είναι ο κατ' εξοχήν αιώνας των επαναστάσεων, αρχίζοντας με την πρώτη Ρωσική επανάσταση του 1905 και συνεχίζοντας με μια σχεδόν αδιάκοπη σειρά εξεγέρσεων μέχρι σήμερα. Αυτοί οι σκληροί και αιματηροί αγώνες επέτειναν το διαχωρισμό ανάμεσα ατη θρησκεία και το ριζοσπαστισμό, σπρώχνοντός τους σε αντιτιθέμενα στρατόπεδα και ενισχύοντας τα στοιχεία εχθρότητας και στις δυο πλευρές του οδοφράγματος. Μέχρι πολύ πρόσφατα σχεδόν όλοι θεωρούσαν δεδομένο ότι το διαζύγιο ήταν πλήρες και οριστικό. Η θρησκεία και η αριστερά ήταν πια θανάσιμοι εχθροί και η οποιαδήποτε συνεννόηση ανάμεσά τους ήταν αδύνατη, ή μάλλον αδιανόητη. Σήμερα όμως αρχίζει να γίνεται καθαρό — κι αυτό μπορεί να αποδειχτεί σαν μια από τις π ι ο εντυπωσιακές ανατροπές της ροής της ιστορίας ότι εκείνο που σχεδόν όλοι πίστευαν πολύ απλά δεν είναι αλήθεια. Μια πολύπλευρη προσέγγιση ανάμεσα στη θρησκεία και την αριστερά ήδη λαμβάνει χώρα. Ακριβώς πού και πότε άρχισε αυτή η προσέγγιση είναι δύσκολο να εντοπίσουμε, αλλά το ότι αποτελεί σήμερα πραγματικότητα είναι οπωσδήποτε αναμφισβήτητο.
5
Πώς εξηγείται αυτό το σημαντικότατο γεγονός; Ποιές μορφές παίρνει στα διάφορα μέρη του κόσμου; Ποιές είναι οι επιπτώσεις του στις διάφορες τάσεις και εξελίξεις σε διεθνές και εθνικό επίπεδο; Ποιές δυνατότητες ανοίγονται στο μέλλον; Αυτά είναι ερωτήματα μεγίστης σημασίας. Κι όμως δεν φαίνεται πραγματικά να αναγνωρίζονται σαν τέτοια είτε από τη λαϊκή (αντικληρική) αριστερά είτε από τους θρησκευόμενους ανθρώπους, ή ακόμα κι από τη μερίδα εκείνη που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε θρησκευτική αριστερά. Και μέχρι να αναγνωριστούν και να διατυπωθούν με συγκεκριμένο Kgi ξεκάθαρο τρόπο, πολύ δύσκολα θα προχωρήσουμε προς κάποιες χρήσιμες απαντήσεις. Μ ' αυτές τις σκέψεις κατά νου η συντακτική επιτροπή της Μ Η Ν Ι Α Ι Α Σ Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η ! αποφάσισε να αφιερώσει έ\*> έκτακτο διπλό τεύχος, που θα εκδοθεί το καλοκαίρι του 1984, στο ζήτημα "θρησκεία και αριστερά". Σ ' αυτή την προσπάθεια ζητήσαμε τη συνεργασία π ο λ λ ώ ν άμεσα ενδιαφερόμενων ανθρώπων που έχουν ασχοληθεί σε βάθος με το θέμα (στελέχη πολιτικά*/ οργανώσεων, κοινωνικούς επιστήμονες, θεολόγους) που συμμερίζονται την ελπίδα μας ότι αυτή η σ υ λ λ ο γ ι κ ή δουλειά μπορεί να συμβάλει με ουσιαστικά τρόπο στην προώθηση της προσέγγισης ανάμεσα στη θρησκεία και τον ριζοσπαστισμό, η οποία έχει ήδη αρχίσει και που όλοι θεωρούμε όχι μόνο επιθυμητή αλλά και αναγκαία. Αυτές ήταν, λοιπόν, οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές που προτάθηκαν και που χρησίμευσαν σ° όσους συνεργάστηκαν σ° αυτό το τεύχος, καθώς και στα μέλη της Σύνταξης, σαν βάση στην επιλογή αποσπασμάτων από την εξαιρετικά πλούσια φ ι λ ο λ ο γ ί α που έχει εμφανιστεί γύρω από το θέμα της σχέσης θρησκείας και ριζοσπαστισμού τα τελευταία είκοσι χρόνια. Καθώς η ΜΕ είναι ένα σοσιαλιστικό περιοδικό, και καθώς εμείς σαν εκδότες της θεωρούμε τους εαυτούς μας Μαρξιστές, ίσως θα ήταν σκόπιμο να χρησιμοποιήσουμε την ευκαιρία που μας δίνεται μ° αυτόν τον Π ρ ό λ ο γ ο να διατυπώσουμε τις απόψεις μας πάνω σε ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα που αναπόφευκτα ανακύπτουν από την προώθηση ενός τέτοιου εγχειρήματος. Μ ' αυτό ελπίζουμε όχι μόνο να διασαφηνίσουμε τη θέση μας αλλά και να προλάβουμε κάποιες αντιδράσεις σπ° τη μεριά ορισμένων αναγνωστών που ίσως θα έσπευδαν να μας αποδόσουν αντιλήψεις που οπωσδήποτε δεν συμμεριζόμαστε. Σύμφωνα με μια ευρύτατα διαδεδομένη ά π ο ψ η , που αδιάκοπα προβάλλεται από τα μέσα ενημέρωσης, ο Μαρξ (και κατ' επέκταση οι Μαρξιστές) αποτελούν θανάσιμο εχθρό της θρησκείας. Φυσικά κάτι τέτοιο είναι τελείως λαθεμένο. Η στάση του Μαρξ απέναντι στη θρησκεία γενικά - όχι όμως απέναντι σε κάθε θρησκευτικό θεσμό — ήταν μια στάση συμπάθειας και κατανόησης. Η περίφημη φράση του " η θρησκεία είναι το όπιο των λαών", όταν τη διαβάσουμε μέσα στα συμφραζόμενα, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη. Να ακριβώς τί έγραψε:
Η θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ή καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έ κ φ ρ α σ η της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, η δ ι α μ α ρ τ υ ρ ί α ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου 6
απ' όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το ό π ι ο του λαού. Ξεπέρασμα της θρησκείας σαν α π α τ η λ ή ς ευτυχίας του λαού σημαίνει την απαίτηση της π ρ α γ μ α τ ι κ ή ς του ευτυχίας. Η απαίτηση να αρνηθεί τχς αυταπάτες σχετικά με την κατάσταση του σημαίνει α π α ί τ η σ η ν α α ρ ν η θ ε ί μ ι α κ α τ ά σ τ α σ η π ο υ έ χ ε ι α ν ά γ κ η από αυταπάτ ε ς . Η κριτική της θρησκείας είναι λοιπόν ε ν σ π έ ρ μ α τ ι η κριτική τ η ς κ ο ι λ ά δ α ς α υ τ ή ς τ ω ν δακ ρ ύ ω ν , που η θρησκεία αποτελεί το φ ω τ ο σ τ έ φ α ν ο της. Είναι φανερό άτι ο Μαρξ θεωρούσε τη θρησκεία όχι σαν ένα κακό αλλά σαν μια ανθρώπινη αντίδραση στην καταπίεση και την εξαθλίωση. Κατ" αυτόν η θρησκεία ήταν ένα σύμπτωμα μιας απαράδεκτης κατάστασης πραγμάτων, ενός κόσμου που έπρεπε να αλλάξει. Τώρα. το κατά πόσο ή ως mo βαθμό η θρησκεία εκπληρώνει κάποιες βαθιά ριζωμένες ανθρώπινες ανάγκες, είναι ζητήματα στα οποία ο Μαρξ δεν έστρεψε την προσοχή του. Α λ λ ά ούτε κι εμείς χρειάζεται να απασχοληθούμε μ ' αυτά σ' ετούτο το σημείωμα, γιατί δεν σχετίζονται με το θέμα που διερευνούμε. Μας αρκεί το ότι από τα ίδια του τα κείμενα καθίσταται σαφές πως ο Μαρξ δεν ήταν με καμιά έννοια εχθρός της θρησκείας γ ε ν ι κ ά _ κ ι αυτό ισχύει και για εκείνους που κατανοούν το έργο του. Με βάση τα παραπάνω, είναι απόλυτα λ ο γ ι κ ό που οι Μαρξιστές εξετάζουν τις διάφορες θρησκείες από ιστορική σκοπιά, όπως κάνουν με όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, μέσα στα πλαίσια της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και του συγκεκριμένου χώρου. Μια γενική θεώρηση της ιστορίας των θρησκειών μας δείχνει ότι όλες (εκτός ίσως από ορισμένες που θα τις προσδιορίζαμε σαν τις mo πρωτόγονες) έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά: από τη μια μεριά παρέχουν στις άρχουσες τάξεις μια θεσμική δομή και μια ιδεολογία με τις οποίες μπορούν να ενισχύουν και να διαιωνίζουν την κυριαρχία τους. Από την ά λ λ η , όπως ερμηνεύονται από τις καταπιεζόμενες και εκμεταλλευόμενες τάξεις, γίνονται όργανα διαμαρτυρίας και εξέγερσης (όπως φαίνεται ξεκάθαρα στις εξεγέρσεις των χ ω ρ ι κ ώ ν στη Γερμανία τον 16ο αιώνα, και στην εμφάνιση των ριζοσπαστικών αιρέσεων κατά τη διάρκεια του α γ γ λ ι κ ο ύ εμφύλιου πολέμου στα μέσα του 17ου αιώνα). Σ" όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, η θρησκεία έχει αποτελέσει ένα σημαντικό, και συχνά καθοριστικό, οργανωτικό και ιδεολογικό στοιχείο κι α π ' τις δυο αντιμαχόμεκες πλευρές της πάλης των τάξεων. Εδώ βέβαια μας ενδιαφέρει κυρίως ο ρόλος της θρησκείας στον αγώ^α των φ τ ω χ ώ ν και των κατατρεγμένων για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους και τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους. "Εχουμε ήδη σναψέριει ορισμένα σημαντικά παραδείγματα από παλαιότερες περιόδους, και θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πολλά ακόμη κι από τη δική μας εποχή. Ωστόσο, αυτό που θέλουμε να τονίσουμε, δεν είναι η ιστορική συνέχεια της σχέσης ανάμεσα στη θρησκεία και την πάλη των τάξεων, αλλά η βασική ποιοτική αλλαγή που επήλθε α" αυτή τη σχέση στα χρόνια από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.
7
Η ταξική πάλη "από τα κάτω" είχε. και έχει πάντα μια επιθετική και μια αμυντική πλευρά: ο διπλός στόχος είναι η προστασία των καταπιεσμένων και η απελευθέρωση από την καταπίεση. Αυτό που άλλαξε στον τελευταίο μισό αιώνα είναι το ί&ιο το νόημα της καταπίεσης. Για τους λαούς του Τρίτου Κόσμου η απελευθέρωση παλιότερα σήμαινε το τέλος της αποικιοκρατίας, νια τους έγχρωμους την εξάλειψη των φ υ λ ε τ ι κ ώ ν διακρίσεων, γιο τις γυναίκες την απόκτηση της ισότητας με τους άνδρες. Α λ λ ά όπου οι καταπιεζόμενοι πλησίασαν αυτούς τους στόχους, άρχισε να φαίνεται ό λ ο και καθαρότερα η απατηλή φ ύ σ η αυτής της προσδοκώμενης απελευθέρωσης. Κι αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στον Τρίτο Κόσμο όπου σχεδόν όλοι οι παλιοί αποικιακοί δεσμοί έχουν εξαλειφθεί, αλλά οι συνθήκες ζωής των μαζών έχουν, στην καλύτερη περίπτωση, βελτιωθεί ελάχιστα, ενώ στη χειρότερη (και π ι ο συνήθη) έχουν επιδεινωθεί τραγικά. Αυτό το δίδαγμα, που είναι γραμμένο με μεγάλα γράμματα πάνω σ° άλη την υδρόγειο, είχε βαθύτατο αντίκτυπο σ° όλους τους καταπιεσμένους της γης. Οι μαύροι στις Η Π Α , για παράδειγμα, ενώ εντείνουν τον αγώνα τους ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις, αρχίζουν να κατανοούν ότι η ενσωμάτωση ο ' ένα σύστημα που βρίσκεται σε μόνιμη κρίση δεν αποτελεί λύση στο πρόβλημά τους. Και οι γυναίκες ο ' ό λ ο τον κόσμο βλέπουν ότι η ανδρική κυριαρχία είναι ένα θεμελιώδες στοιχείο της ταξικής κυριαρχίας. Στο χ ώ ρ ο της θρησκείας, αυτές οι εξελίξεις έφεραν στο φ ω ς διάφορες θεολογίες της απελευθέρωσης, οι οποίες ό λ ο και πιο ξεκάθαρα ταυτίζουν την απελευθέρωση με την επανάσταση. Κι εδώ ο Τρίτος Κόσμος εμφανίζεται πρωτοπόρος, ιδιαίτερα οι περιοχές — όπως η Λατινική Αμερική — όπου τα επαναστατικά κινήματα έχουν αναπτύξει σημαντική δράση. Βέβαια, οι υποστηρικτές του οτάτους κβο π ο λ ύ συχνά διατυπώνουν την κατηγορία ότι αυτές οι θεολογίες της απελευθέρωσης είναι έργο μεταμφιεσμένων Μαρξιστών ή τουλάχιστον ότι εμπνέονται από τον Μαρξισμό. Οι κατηγορίες αυτές μάλλον υπερτιμούν τη νοημοσύνη και τη θαρραλέα αγωνιστική συμμετοχή των θεολόγωνΙ Ό μ ω ς , η αλήθεια είναι ότι αυτά τα νέα ρεύματα της θρησκευτικής σκέψης οδηγούν κατευθείαν ο ' έναν χ ώ ρ ο θεωρίας και πράξης οπου κινούνται εδώ και πολλά χρόνια οι Μαρξιστές. "Οσοι αποδέχονται την ταύτιση της απελευθέρωσης με την επανάσταση δεν μπορούν να αγνοήσουν Γη Μαρξιστική θεωρία και την ανάλυση του μετασχηματισμού των κοινωνικών δομών μέσω της ταξικής πάλης. Οι θεολογίες της απελευθέρωσης και ο Μαρξισμός — με τους αντίστοιχους οπαδούς και υποστηρικτές τους — αρχίζουν να συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο, θέτοντας ίδιους ή παρόμοιους στόχους. Θα μπορέσουν άραγε να δουλέψουν μαζί; Ή θα θεωρήσουν κάθε συνεργασία αδύνατη, ζημιώνοντας έτσι, ίσως ανεπανόρθωτα, τον αγώνα που και οι δυο διεξάγουν; Αυτά είναι σημαντικά ερωτήματα στε οποία δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Κι ούτε θα πρέπει να υποτιμήσει κανείς τα εμπόδια που παρεμβάλλονται στο δρόμο της συνεργασίας. Ανάμεσα στους "λαϊκούς" Μαρξιστές και στη θρησκευτική αριστερά υπάρχει μια αμοιβαία καχυποψία. Η θρησκευτική αριστερά δεν βλέπει με καλό μάτι την αυταρχική συμπεριφορά και τακτική των " π ρ ω τ ο π ό ρ ω ν " Μαρξιστικοί» κομμάτων, των οποίων τα μέλη, με χαρακτηριστική δογματική ακαμψία, θεωρούν ότι μόνο αυτά ξέρουν να κάνουν την επανάσταση και να μετασχηματίζουν την κοινωνία. Οι Μαρξιστές α-
8
πό την πλευρά τους. καθώς συχνά προέρχονται από μια αντικληρική και αθεϊστική παράδοση, έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν τη θρησκευτική αριστερά σαν αναξιόπιστο σύμμαχο, σαν ένα παροδικό κι α φ ύ σ ι κ ο φαινόμενο που κάποια μέρα θα μετατραπεί στοαντϊθετό του. Θα ήταν ανόητο να θεωρήσουμε αυτές τις υποψίες αβάσιμες και ανάξιες λόγου ή να υποθέσουμε ότι μπορούν να διαλυθούν με απλές δηλώσεις καλής θέλησης και τίμιων προθέσεων. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι και οι δυο πλευρές ν° αρχίσουν να ασχολούνται περισσότερο με τα έργα παρά με τα λόγια. Μόνο στην πράξη θα φανεί αν υπάρχει δυνατότητα και προοπτική μιας τέτοιας συνεργασίας. Σε ορισμένες χώρες, με κυριότερο παράδειγμα τη Νικαράγουα, οι δυο πλευρές εργάζονται μαζί στην πρώτη γραμμή μιας επαναστατικής διαδικασίας' αλλά κι εδώ οτις Η Π Α άνθρωποι της εκκλησίας αποτελούν σημαντικό τμήμα, και συχνά εμφανίζονται σαν αιχμή, μιας αντι-ιμπεριαλιστικής και φιλειρηνικής δραστηριότητας. Ό λ α αυτά είναι καλοί οιωνοί για το μέλλον. Δείχνουν ότι ο αμοιβαίος σεβασμός και η συνεργασία είναι δυνατόν να επιτευχθούν. Και θα πρέπει να κατανοήσουμε ό λ ο ι ότι πρόκειται για μια ανάγκη που γίνεται ό λ ο και π ι ο επιτακτική καθώς εντείνεται η απειλή της καταστολής η οποία επικρέμεται πάνω απ" το κεφάλι όσων είναι αποφασισμένοι να αγωνιστούν για έναν καλύτερο και πιο ασ φ α λ ή κόσμο. Για τη θρησκευτική αριστερά η απειλή αυτή δεν προέρχεται μόνο από την κρατική εξουοίσ και τους πολιτικούς οργανισμούς της δεξιάς αλλά και από τις αρχές όλου του φάσματος των θρησκευτικών θεσμών και ιδρυμάτων που π ο λ ύ σωστά βλέπουν την εμφάνιση των θεολογιών της απελευθέρωσης σαν μια απειλή ενάντια στην εξουσία τους και στα προνόμιά τους. Τέλος, ο λ ό κ λ η ρ η η αριστερά, κι α π ' τις δυο πλευρές και σε κάθε επίπεδο, θα πρέπει να γνωρίζει πολύ καλά ότι το πιο ισχυρό ό π λ ο που διαθέτει η αντίδραση, το όπλο που θα χρησιμοποιηθεί για να διασπάσει την ενότητό της και να την λυγίσει, είναι το ίδιο όπλο που χρησιμοποίησε και ο Χίτλερ στην προσπάθειά του να κυριεύσει τον κόσμο πριν από μισό αιώνα — ο αντίΚομμουνισμός. Αυτό το ειδικό τεύχος της ΜΕ έχει έναν συγκεκριμένο εκπαιδευτικό σκοπό: να συμβάλει ώστε η " λ α ϊ κ ή " αριστερά να κατανοήσει τί συμβαίνει στο χώρο της θρησκευτικής αριστεράς. Τί μας έκανε να πιστέψουμε ότι υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο; Η εξήγηση είναι πολύ απλή: η δική μας άγνοια επί του θέματος. Δεν διεκδικούμε βέβαια το ρόλο του εκπρόσωπου της "λαϊκής'' αριστεράς, αλλά πάλι δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας και άσχετους προς αυτήν και τα προβλήματά της. Ό τ α ν πήγαμε στη Νικαράγουα τον Δεκέμβρη του 1982 για να συμμετάσχουμε σ° ένα συνέδριο για την αγροτική μεταρρύθμιση, εντυπωσιαστήκαμε εντονότατα, μείναμε έκπληκτοι, από τα όσα μάθαμε για το ρόλο που παίζουν οι θρησκευόμενοι άνθρωποι (ξένοι και Νικαραγουανοί) στο δημιουργικό έργο της Νικαραγουανής επανάστασης. Τον επόμενο χρόνο μας προσκάλεσαν να συμμετάσχουμε σ ' έναν διάλογο Χριοτιανών-Μαρξιστών στην Ουάσιγκτον, που αποτελούσε μέρος μιας σειράς συζητήσεων που είχαν ξεκινήσει πριν από κάμποσο καιρό. Και πάλι η χριστιανική πλευρά μας εντυπωσίασε: από τη γενική αντιμετώπιση των καταστάσεων, την αγωνιστικότητά της και ης γνώσεις της γ ύ ρ ω από τον Μαρξισμό. Οσο περισσότερο ερευνούσαμε το θέμα τόσο κατανοούσαμε ότι κάτι καινούργιο συμβαίνει στις Χριστιανικές εκκλησίες, τόσο στην Καθολική
9
όσο και στην Προτεσταντική. Σύμφωνα με την π α ρ ο δ ο α α κ ή αντίληψη, η κοινωνική συνείδηση των χριστιανών έμοιαζε να κυριαρχείται από μια συμπάθεια προς τους φτωχούς και κατατρεγμένους, από μια διάθεση να απαλύνουν τα βάσανά τους. που όμως. πάντα εκφράζονταν μαζί με μια έμμεση παραδοχή ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα νια την εξάλειψη των αιτιών που προκαλούν αυτό το μαρτύριο. Αυτό που βλέπαμε τώρα. ωστόσο, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό - μια ά λ λ η αντιμετώπιση, ένα πλαίσιο ερωτημάτων, μια αναζήτηση απαντήσεων που ήταν παραπλήσιες μ" εκείνες που πασχίζουμε κι εμείς να βρούμε. Τί συνέβαινε; Τί σήμαινε αυτό για το μέλλον; Οι μόνοι που μπορούσαν να απαντήσουν αυτές τις δυο ερωτήσεις ήταν, προφανώς, εκείνοι οι άνθρωποι της θρησκευτικής αριστεράς που βρίσκονταν (και βρίσκονται) στην πρώτη γραμμή του κινήματος για τον επαναπροσανατολισμό της Χριστιανικής σκέψης, μακριά από την παραδοσιακή ενασχόληση με το "κοινωνικό πρόβλημα", προς μια ά λ λ η κατεύθυνση, που αποτελούσε ανέκαθεν το/ άξονα της Μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, δηλαδή, προς το πρόβλημα του πώς να αλλάξουμε τον κόσμο. "Ηταν πολύ εύκολο να βρούμε τους ανθρώπους - άνδρες και γυναίκες - που ανταποκρίνονται σ ' αυτή την περιγραφή. Μάλιστα, οι πρώτοι σύντροφοι με τους οποίους ήρθαμε σ ' επαφή συμφώνησαν απόλυτα με τους στόχους της προσπάθειας που προτείναμε, και ανέλαβαν την πρωτοβουλία να συγκροτήσουν μια ομάδα, στη συνεργασία και στις συμβουλές της οποίας στηριχθήκαμε α ' όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας αυτού του τεύχους. Επιπλέον, πέρα από εκείνους που συνέταξαν άρθρα για τούτη την έκδοση, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τη Sheila Col lira, φεμινίστρια θεολόγο που συνεργάστηκε στην προεκλογική καμπάνια του Τζάκσον. τον David Kalke του New Y o r k Circus (Λουθηρανική Ιεραποστολή), τον Richard Snydar του Θεολογικού Ιεροδιδαοκαλείου της Ν. Υόρκης, και τον William Wipfler, διευθυντή του γραφείου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του Εθνικού Συμβουλίου Εκκλησιών. Θα θέλαμε επίσης να ευχαριστήσουμε την Bobbya Ortiz που, αν και αποσύρθηκε πριν ένα χρόνο από τη σύνταξη της Μ.Ε., εκτιμώντας τη σημασία αυτής της προσπάθειας, συμμετείχε σ ' όλα τα στάδια του σχεδιασμού και της πραγματοποίησής της. Τέλος, ευχαριστούμε τις εκδόσεις Orbit για την άδεια ανατύπωσης αποσπασμάτων από τα ακόλουθα βιβλία: Gustavo Gutierrez, " A Theology of Liberation", Gayraud Wilmora, "Black Religion and Black RadicaI o t i " , και Alan B o e a k "Black and Reformed". (Ο εκδοτικός οίκος O r b · Books έχει εκδόσει πολλά σημαντικά βιβλία σχετικά με τα νέα ρεύματα της θρησκευτικής σκέψης. "Οσοι θα επιθυμούσαν να ασχοληθούν παραπέρα με το θέμα, θα χρειαστούν τον κατάλογο του Orbit. Η διεύθυνση είναι: Orbit B o o k t , Maryknoll, New Y o r k 10646.)
10
ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ.ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
im> Cornel Weat* Παρά τις "λαϊκές" πεποιθήσι ς τιυν περισσότερων αριστερών διανοούμενων και συνδικαλιστών, η θρησκεία διαποτίζει και διαπερνά τη ζωή της πλειοψηφίας του πληθυσμού στον καπιταλιστικό κόσμο. Και όλα τα σημεία δείχνουν ότι η σημερινή κρίση του καπιταλισμού δεν είναι μόνο οικονομική ή πολιτική. Πρόσφατες έρευνες γύρω από τις συγκεκριμένες εκφάνσεις του ρατσισμού, της πατριαρχίας, της κρατικής βίας, της γραφειοκρατικής καταδυνάστευσης, της οικολογικής υποβάθμισης, και του πυρηνικού εξολοθρευτισμού μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για κρίση του καπιταλιστικού πολιτισμού. Το να επεκτείνουμε τη συζήτηση περί την πολιτική οικονομία και το κράτος σε μια συζήτηση για τον καπιταλιστικό πολιτισμό, σημαίνει να εισέλθουμε σε μια σφαίρα που σπάνια διερευνάται από τους Μαρξιστές στοχαστές: σ τ η σ φ α ί ρα τ η ς κ ο υ λ τ ο ύ ρ α ς και της κ α θ η μ ε ρ ι ν ή ς ζ ω ή ς . Και οποιαδήποτε σοβαρή διερεύνηση αυτής της σφαίρας αργά ή γρήγορα θα πρέπει να ασχοληθεί με θρησκευτικούς τρόπους ζωής και θρησκευτικές μορφές αγώνα. Σ ' αυτό το εισαγωγικό άρθρο, θα θέσω τρία σημαντικά ερωτήματα στους σύγχρονους Μαρξιστές σχετικά με τη θρησκεία. Πρώτο, πώς θα πρέπει να ερμηνεύσουμε το χαρακτήρα και το περιεχόμενο των θρησκευτικών δοξασιών και πρακτικών; Δεύτερο, πώς θα πρέπει να εξηγήσουμε την πρόσφατη * Ο Cornel Weat είναι ομότιμος καθηγητής της φιλοσοφίας της θρησκείας στη θεολογική Σχολή του Yale. Το πιο πρόσφατο έργο του είναι "Prophecy Deliverance! An Afro-American Revolutionary Christianity" (Weatminiter Proaa 1982 X 11
θρησκευτική αναζωπύρωση στη Λατινική Αμερική, στη Μέση Ανατολή, στην Ασία, στην Α φ ρ ι κ ή , στην Ανατολική Ευρώπη, και στις Η Π Α ; Και τρίτο, με ποιούς τρόπους θα μπορούσε αυτό να ενισχύσει και να εμπλουτίσει — ή να αποδυναμώσει και να περιορίσει — τον διεθνή αγώνα για την ανθρώπινη ελευθερία και τη δημοκρατία; Στην παρούσα ιστορική στιγμή, νομίζω ότι αυτά τα τρία ερωτήματα τίθενται, αναπόφευκτα, από μόνα τους. Θρησκεία και Μαρξιστική θεωρία Η κλασική Μαρξιστική ερμηνεία της θρησκείας είναι πιο εκλεπτισμένη απ" ότι γενικά πιστεύεται. Οι χοντροκομμένες Μαρξιστικές διατυπώσεις για τη θρησκεία σαν το όπιο των λαών, όπου οι θρησκευόμενες μάζες αντιμετωπίζονται σαν παθητικά και αδαή αντικείμενα στις οποίες κάποιοι μονολιθικοί θρησκευτικοί θεσμοί επιβάλλουν φαντασιώσεις ικανοποίησης σ' έναν άλλο κόσμο, αποκαλύπτουν περισσότερο τις προκαταλήψεις της εποχής του Διαφωτισμού και τις αλλαζονικές αντιλήψεις μικροαστών διανοούμενων περί των εαυτών τους, παρά τγ φύση της θρησκείας. Σε αντίθεση με αυτούς τους διαδεδομι,νους κρυπτο-Μαρξιστικούς μύθους για τη θρησκεία, ο Μαρξ κι ο Ένγκελς ερμήνευαν τη θρησκεία σα μια βαθιά ανθρώπινη αντίδραση και διαμαρτυρία απέναντι σε αβάσταχτες συνθήκες επιβίωσης. Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς η θρησκεία αποτελούσε αλλοτριωμένη μορφή των ανθρώπινων πολιτιστικών πρακτικών σε συνθήκες που αποδέχονταν οι μάζες παρά τη θέλησή τους. Από την άποψη αυτή, η θρησκεία σαν όπιο των λαών δεν είναι απλά μια πολιτική ειρήνευση που επιβάλλεται από τα πάνω, αλλά μάλλον μια ιστορικά περιχαρακωμένη υπαρξιακή και μέσω της εμπειρίας επιβεβαίωση του είναι, από ιστορικούς φορείς που έχουν απωλέσει την ανθρώπινη ιδιότητά τους, μέσα σε μη-αναλυμένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς χαρακτήριζαν τη θρησκεία σαν αλλοτρίωση κατά κύριο λόγο όχι γιατί ήταν "ανεπιστημονική" ή "πρωτόγονη", αλλά γιατί παραβλέπει τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που διαμορφώνουν την έκφραση της κι έτσι περιορίζει τις ανθρώπινες δυνάμεις και τις προσπάθειες να μετασχηματιστούν αυτές οι συνθήκες. Με δυο λόγια η κλασική Μαρξιστική κριτική της θρησκείας δεν είναι μια a priori φιλο12
σ ο φ ι κ ή απόρριψη της θρησκείας, αλλά μια κοινωνική ανάλυση και μια ιστορική εξέταση των θρησκευτικών πρακτικών. Κατά τον Μαρξ και τον Έ ν γ κ ε λ ς , η θρησκεία συχνά παραβλέπει τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που καθορίζουν την έκφρασή της, κυρίως γιατί η θρησκευτική ενασχόληση με το κοσμικό όραμα, την οντολογική θεώρηση της ανθρώπινης φύσης, και την ατομική ηθική αποκλείουν την κοινωνική και ιστορική ανάλυση. Ά ρ α , η θρησκεία στη χειρότερη περίπτωση λειτουργεί σαν ένα ιδεολογικό μέσο για τη διατήρηση και διαιώνιση της ισχύουσας κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας και στην καλύτερη προσφέρει ηθικολογικές καταγγελίες της κοινωνικο-ιστορικής πραγματικότητας και κάποια ουτοπικά οράματα για το ξεπέρασμά της — με ελάχιστα στοιχεία για την κατανόηση αυτής της πραγματικότητας και για το πώς θα μπορούσε να αλλάξει. Η Μαρξιστική άποψη στο σημείο αυτό δεν είναι μόνο ότι η θρησκεία αποτελεί μια ανεπαρκή και ανίσχυρη μ ο ρ φ ή διαμαρτυρίας, αλλά και ότι δίχως μια βαθιά και διαφωτιστική κοινωνική και ιστορική ανάλυση του παρόντος, οι θεολόγοι και οι μοραλιστές ακόμα κι αν έχουν τις καλύτερες δυνατές προθέσεις, θα σταθούν εμπόδιο στις θεμελιώδεις κοινωνικές και ιστορικές αλλαγές. Σε χτυπητή αντίθεση με τους χυδαίους Μαρξιστές, ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν υποστηρίζουν ότι μονάχα η αντικατάσταση της παραπλανητικής θρησκείας και της κούφιας ηθικολογίας από την άκαμπτη Μαρξιστική επιστημονική ανάλυση της κοινωνίας μπορεί να απελευθερώσει την ανθρωπότητα, αλλά ότι η Μαρξιστική κοινωνική και ιστορική ανάλυση μπορεί να οδηγήσει πιο αποτελεσματικά την ανθρώπινη δραστηριότητα για τον μετασχηματισμό, δραστηριότητα που έχει σαν κίνητρο, εν μέρει, κάποιες ηθικές και/ή θρησκευτικές αντιλήψεις περί ελευθερίας και δημοκρατίας. Αυτή η πιο λεπτομερής ερμηνεία της θρησκείας σπάνια εκφράζεται μέσα στη Μαρξιστική παράδοση, κυρίως λ ό γ ω της πρώτης Ευρωκεντρικής φάσης ανάπτυξης του Μαρξισμού. Στην Ευρώπη — όπου το ήθος του Δ ι α φ ω τ ι σ μ ο ύ παρέμενε (και παραμένει) κυρίαρχο στο χ ώ ρ ο των διανοούμενων και της μορφωμένης μεσαίας τάξης — οι "λαϊκές" πεποιθήσεις αποτελούσαν σχεδόν προϋπόθεση της "προοδευτικότητας" και η θρησκευτική πίστη θεωρούνταν συνήθως σαν δείγμα του πολιτικά αντιδραστικού. Η συγκεκριμένη έκφραση της κριτι13
κής συνείδησης στην Ευρώπη ξεκινούσε σπ' την αντίθεση σ ' ένα διεφθαρμένο και καταπιεστικό φεουδαρχικό κόσμο τον οποίο η εκκλησία στήριζε και υπεράσπιζε. Και παρόλο που ο Μαρξισμός φέρει τα ίχνη αυτής της κληρονομιάς του Δ ι α φ ι » τισμού, η βαθιά κατανόηση της ιστορικής πραγματικότητα και συνείδησης του Μαρξ και του Έ ν γ κ ε λ ς τους οδήγησε στην ερμηνεία της θρησκευτικής πίστης σαν μ ο ρ φ ή πολιτιστικής πρακτικής που πήγαζε από αντιφατικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και όχι σαν ένα σύνολο μη-ιστορικών φ ι λ ο σ ο φ ι κ ώ ν θεωριών. Βέβαια, ο Καντ, ο Φίχτε, και ιδιαίτερα ο Χέγκελ και ο Φόυερμπαχ συνέβαλαν σ" αυτή την ερμηνεία. Ο Μαρξισμός της Δεύτερης Διεθνούς - με τις ποικίλες μορφές οικονομικού ντετερμινισμού. Καντιανής ηθικής και, θα μπορούσαμε να πούμε, αριστερού σοσιαλ-Δαρβινισμού — αντιμετώπιζαν τα πολιτιστικά και θρησκευτικά ζητήματα με χοντροκομμένο και ισοπεδωτικό τρόπο. Το μνημειώδες έργο του Καρλ Κόουτσκυ, " Τ α θεμέλια του Χριστιανισμού" (1908) αποτελεί ένα απ" τα καλύτερα παραδείγματα μιας τέτοιας αντιμετώπισης. Οι πιο σημαντικές φωνές ενάντια σ ' αυτή τη ντετερμινιστική έρημο ήταν του Ιταλού Μαρξιστή Αντόνιο Λαμπριόλα και του Ιρλανδού Μαρξιστή Τζέημς Κοννόλλυ. Ο Λένιν και ο Τρότσκυ χτύπησαν κι αυτοί τον ισοπεδωτισμό της Δεύτερης Διεθνούς, αλλά περιόρισαν τις προσπάθειές τους στο χ ώ ρ ο της πολιτικής και της τέχνης. Κανένας απ' τους δυο δεν διατύπωσε ολοκληρωμένες αντι-ισοπεδωτικές απόψεις σχετικά με την ηθική και τη θρησκεία. Και τελικά, η Τρίτη Διεθνής ήταν κι αυτή ισοπεδωτική σ ' αυτά τα ζητήματα. Η κεντρική σημασία της ηθικής και της θρησκείας εμφανίζεται σαν ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο στοιχείο στο έργο του Αντόνιο Γκράμσι. Για πρώτη φορά, ένας μεγάλος Ευρωπαίος Μαρξιστής αντιμετώπισε με π λ ή ρ η σοβαρότητα τον πολιτισμικό κόσμο των καταπιεσμένων. Αν και ακόμα δέσμιος μιας ορθολογιστικής ψυχολογίας που παρέβλεπε τις υποσυνείδητες ενορμήσεις, και μιας επαναστατικής τελεολογίας που καθιστούσε άκριτα την εργατική τάξη σαν τον προνομιακό φορέα της, ο Γκράμσι επεσήμανε τα ετερογενή στοιχεία που συγκροτούν την πολιτισμική ζωή των καταπιεσμένων και τον εύθραυστο, συνεχώς μεταβαλλόμενο χαρακτήρα αυτών των στοιχείων καθώς αντιδρούν σε αντιφατικές κοινωνικοοικονομικές καταστάσεις. 14
Ο Γκράμσι ο ν ετώπιζε την κουλτούρα σαν ένα εξαιρετικά σημαντικό ο υ ο τ α π κ ό στοιχείο της ικανότητας δράσης μιας κοινωνικής τάξης. Ό π ω ς ο Τζέημς Κόνολλυ πριν απ" αυτόν κι ο Ρέημοντ Ουίλλιαμς στις μέρες μας, ο Γκράμσι εξέτασε τους τρόπους με τους οποίους τα πολιτισμικά αποθέματα μπορούσαν να κινήσουν (ή να ακινητοποιήσουν) τον πολιτικό αγώνα των καταπιεσμένων στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Ενώ ο Λούκατς κατέγραψε τον αντικειμενικό χαρακτήρα της σύγχρονης καπιταλιστικής κουλτούρας - το πώς η διαδικασία μετατροπής των πάντων σε εμπορεύματα και αντικείμενα διαπερνά την αστική σκέψη, τέχνη και αντίληψη — ο Γκράμσι συγκέντρωσε την προσοχή του στα πολιτισμικά μέσα με τα οποία οι εργάτες και οι αγρότες αντιστέκονταν ο" αυτή την αντικειμενοποίηση. Ενώ ο Καρλ Κορς διατύπωσε την αρχή της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας — η ανάγκη να αναγνωρίσουμε την υλικότητα της ιδεολογίας και την ποικιλομορφία των συγκρουόμενων κοινωνικών δυνάμεων σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή - ο Γκράμσι εφάρμοσε αυτή την αρχή και ανέλυσε τη φ ύ σ η αυτών των συγκρουόμενων κοινωνικών δυνάμεων με τις πολύπλοκες έννοιές του περί ηγεμονίας και ιστορικών μπλοκ. Βέβαια είναι αλήθεια ότι οι μεγαλύτερες μορφές του λεγόμενου Δυτικού Μαρξισμού ασχολήθηκαν κατά κύριο λόγο με την κουλτούρα - αλλά κανένας τους δεν ήταν αρκετά υλιστής ώστε να πάρει στα σοβαρά τη θρησκεία. Είτε πρόκειται για τον Αντόρνο και τον Μαρκούζε σχετικά με τον ανατρεπτικό χαρακτήρα της υ ψ η λ ο ύ επιπέδου μουσικής και ποίησης, είτε πρόκειται για τον Σαρτρ και τον Αλτουσέρ σχετικά με τις προοδευτικές δυνατότητες της αβαντ-γκαρντ πεζογραφίας και θεάτρου, είτε πρόκειται για τον Μπένγιαμιν και τον Μπάχτιν σχετικά με τον επαναστατικό ρόλο του κινηματογράφου και του μυθιστορήματος - όλοι τους είδαν σωστά τη σφαίρα της κουλτούρας σαν πεδίο ιδεολογικής διαμάχης. Ό μ ω ς κανένας τους δεν αντιμετώπισε τη θρησκεία σαν ένα ιδιαίτερα σημαντικό συστατικό στοιχείο αυτής της πολιτιστικής σφαίρας. Αξίζει λοιπόν να σημειώσουμε ότι ήταν κατά κύριο λ ό γ ο οι Μαρξιστές του Τρίτου Κόσμου — για τους οποίους τα ζητήματα δράσης και στρατηγικής έχουν πρωτεύουσα σημασία - που αντιμετώπισαν το θρησκευτικό στοιχείο της κουλτούρας με 15
σοβαρό τρόπο. Ο Χοσέ Κάρλος Μαρτεγκούι απ" το Περού, ο Μάο Τσε-τουνγκ από την Κίνα, ο Α μ ί λ κ α Καμπράλ απ' τη Γουινέα - Μπισσάου, ήταν οι πρώτοι που άνοιξαν το'δρόμο ο" αυτόν τον τομέα. Και οι τρεις απέρριψαν τον ισοπεδωτισμό της Δεύτερης Διεθνούς, απέφυγαν την υπερβολική εχθρότητα προς τη θρησκεία της Τρίτης Διεθνούς, και ξεπέρασαν τις προκαταλήψεις α π ' την κληρονομιά του Δ ι α φ ω τ ι σ μ ο ύ των Δυτικών Μαρξιστών. Ο Μαριατεγκούι, ο Μάο και ο Καμπράλ — που οι πολιτιστικές τους αντιλήψεις εμπνέουν τους μαύρους Μαρξιστές, τις φεμινίστριες Μαρξίστριες, τους ο μ ο φ υ λ ό φ ι λους Μαρξιστές και τις λεσβίες Μαρξίστριες στον πρώτο Κόσμο — ξαναδιατύπωσαν και επεξεργάστηκαν τις κλασικές Μαρξιστικές απόψεις σχετικά με την υλικότητα και την αμφισημία, τη σχετική αυτονομία και τις ενισχυτικές δυνατότητες των πολιτισμικών και θρησκευτικών πρακτικών, κατανοώντας το υπαρξιακό περιεχόμενο και την μέσω της εμπειρίας έκφραση αυτών των πρακτικών μέσα στις συνθήκες του καπιταλισμού. Στις μέρες μας, Μαρξιστές ιστορικοί όπως ο Κρίστοφερ Χ ι λ λ και ο Ε.Π. Τόμπσον στην Α γ γ λ ί α , ο Ντυ Μπουά και ο Γιουτζήν Τζενοβέζε στις Η Π Α, ο Μαρκ Μ π λ ο κ και ο Ανρί Λεφέβρ στη Γαλλία, ο Μάννινγκ Κ λ α ρ κ στην Αυστραλία, και ο Ενρίκονε Ντουσέλ στο Μεξικό άρχισαν να εξετάζουν την πολυσύνθετη σχέση των θρησκευτικών πρακτικών με τον πολιτικό αγώνα. Μ" ά λ λ α λόγια η εποχή των χυδαιομαρξιστικών ισοπεδωτικών αντιμετωπίσεων της θρησκείας - μαζί με τη " λ α ϊ κ ή " Ευρωπαϊκή νοοτροπία που τη στηρίζει οδεύει προς το τέλος της. Η συγκεκριμένη κοινωνική και ιστορική ανάλυση της σχέσης ανάμεσα στη θρησκεία και την επαναστατική πράξη αποτελεί σήμερα ένα από τα πρωτεύοντα θέματα στην ημερήσια διάταξη του σύγχρονου Μαρξισμού. θρησκεία και Μαρξιστική Πολιτική Η θεμελιώδης π ρ ό κ λ η σ η που θέτει η θρησκεία στη διαμόρφωση της Μαρξιστικής πολιτικής είναι η εξής: πώς πρέπει να ερμηνεύσουμε τις θρησκευτικές πρακτικές σα συγκεκριμένες μορφές λαϊκής αντίθεσης ή/και υποταγής στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Η πρόσφατη θρησκευτική αναζωπύρωση σ ' όλο τον κόσμο — σε μεταβιομηχανικές, βιομηχανικές και προβιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες — θέτει σε αμφισβήτηση τις αστι16
κές θεωρίες λαϊκοποίησης και τις χυδαιο-Μαρξιστικές θεωρίες εκσυγχρονισμού. Η κοσμοϊστορική κοινωνική διαδικασία ορθολογικοποίησης, εμπορευματοποίησης, και γραφειοκρατικοποίησης δεν γέννησε μήτε μια γενικευμένη "απογοήτευση για τον κόσμο", μια " π ο λ ι κ ή νύχτα όπου απλώνεται σκληρό το παγερό σκοτάδι", μήτε την επαναστατική ταξική συνείδηση των βιομηχανικών εργατών. Αντίθετα, είδαμε μια έντονη αναζωογόνηση του εθνικισμού, του εθνισμού και της θρησκείας. Βέβαια ο σύγχρονος καπιταλισμός, μέσα α π ' τις διαδικασίες που αναφέραμε, έχει μετ-βάλει τις παραδοσιακές θρησκευτικές κοσμοθεωρίες, το πλέγμα των κοινοτήτων και τους εθιμικούς κοινωνικούς δεσμούς, αλλά αυτές οι διαδικασίες δεν έχουν εξαλείψει την ανάγκη και την αναζήτηση τέτοιων κοσμοθεωριών, σχέσεων και δεσμών. Οι πρόσφατες αναβιώσεις του εθνικισμού, του εθνισμού και της θρησκείας αποτελούν νέες μορφές αυτών των κοσμοθεωριών, σχέσεων, και δεσμών που εμφανίζονται με μια υπαρξιακή ένταση και ιδεολογική ευρωστία. Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι γ ι ' αυτό. Πρώτο, η κουλτούρα των καπιταλιστικών κοινωνιών έχει, κατά το μεγαλύτερο μέρος, αποτύχει να παράσχει κάποιο στήριγμα για τις υπαρξιακές αγωνίες και το συναισθηματισμό των πληθυσμών τους. Η καπιταλιστική κουλτούρα της κατανάλωσης — με τον εγωιστικό ατομισμό, την παθητικότητα του θεατή και τις διε ξόδους που θυμίζουν θεραπευτική α γ ω γ ή — δεν προσφέρει καμιά ουσιώδη απάντηση σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Έτσι, στις χώρες του πρώτου κόσμου οι θρησκευτικές αντιδράσεις — συχνά με κάποια νοσταλγική, ή ουτοπική μ ο ρ φ ή - αποτελούν πια π ο λ ύ συνηθισμένο φαινόμενο. Με δοσμένη τη σχετική έλλειψη μακροχρόνιων, παραδοσιακών δεσμών μ' ένα θρησκευτικό παρελθόν, αυτές οι αντιδράσεις είναι συνυφασμένες με τους κυρίαρχους μύθους του σύγχρονου Ευρωπαϊκού πολιτισμού: εθνικισμός, ρατσισμός, αντισημιτισμός, αντιανατολιτισμός, και ανθρωποφοβία. Για το λ ό γ ο αυτό οι θρησκευτικές (εθνικιστικές και εθνιστικές) αναβιώσεις είναι -ατά κανόνα επικίνδυνες — αν και μπορούν να δημιουργήσουν κάποιες προοδευτικές δυνατότητες. Αυτές οι δυνατότητες είναι σημαντικές με την έννοια ότι αυτές οι θρησκευτικές εξάρσεις αποτελούν μια από τις λιγοστές διεξόδους για μια ηθική και πολιτική στράτευση πέρα από τα στενά όρια του Εγώ μέσα 17
στην καπιταλιστική κουλτούρα της κατανάλωσης. Γιατί απαιτούν συχνά την ενεργοποίηση για τον γείτονα — τον πλησίον την κοινότητα και άλλους άγνωστους ανθρώπους - αν και μια τέτοια ενεργοποίηση είναι ιδεολογικά περιχαρακωμένη. Ο δεύτερος λόγος για την εμφάνιση των θρησκευτικών αναβιώσεων είναι ότι αποτελούν μαζικές αντιδράσεις, σε πα ραδοσιακές κοινωνίες, απέναντι στην πιεστική καπιταλιστική κυριαρχία. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου όπου η κουλτούρα είναι είτε αυτόχθονη είτε αποικιακή και το κεφάλαιο κατά κύριο λ ό γ ο ξένο ή διεθνές. Η βιομηχανοποίηση, η δ ι ό γ κ ω σ η των πόλεων και η προλεταριοποίηση δημιουργούν συνθήκες όπου οι μορφές της πολιτιστικής ζωής, συνήθως θρησκευτικές, καλούνται να διαμορφώσουν στρατηγικές για ένα νέο νόημα στην προσωπική ζωή, για την κοινωνική προσαρμογή, και για τον πολιτικό αγώνα. Η πιο σημαντική έκφραση της εξέλιξης της θρησκευτικής πρακτικής στον Τρίτο Κόσμο - το κίνημα της θεολογίας της απελευθέρωσης — αποτελείται από τέτοιου είδους στρατηγικές για ένα νέο νόημα στην προσωπική ζωή, την κοινωνική προσαρμογή και τον πολιτικό αγώνα. Αυτό το κίνημα άρχισε στη Λατινική Αμερική κυρίως σα μια αντίδραση στη γοργή καπιταλιστική διείσδυση, στη γρήγορη αλλά επώδυνη βιομηχανική ταξική συγκρότηση, αχαλίνωτη κρατική καταπίεση και στην απότομη και απρογραμμάτιστη διόγκωση των αστικών κέντρων. Αυτή η αντίδραση δεν πήγαζε μόνο από τη Χριστιανική σ κ έ ψ η και πρακτική αλλά και από το γεγονός ότι η εκκλησία αποτελούσε τον κυριότερο "ελεύθερο" χ ώ ρ ο μέσα στα καταπιεστικά αυτά καθεστώτα. Και με δοσμένο τον, κατά κύριο λόγο. Ρωμαιοκαθολικό χαρακτήρα αυτού του κινήματος — με το μνημειώδες μεταρρυθμιστικό άνοιγμα του Βατικανού Β' (1962-65) και την πρωτοπόρο αντι-ηγεμονική στάση της σψνόδου των Λατινο-Αμερικανών Επισκόπων στο Μεντελλίν (1968) - αυτές οι στρατηγικές διάνοιξαν νέους ορίζοντες για τα προσωπικά νοήματα, τις κοινωνικές προσαρμογές και τους πολιτικούς αγώνες, εμπλουτισμένες από προφητικά στοιχεία των Γραφών και την εκκλησιαστική παράδοση καθώς και από προοδευτικές κοινωνικές και ιστορικές αναλύσεις. Η θεολογία της απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική — που εκφράζεται μέσα από τα έργα των Γκουστάβο Γκουντιέρεζ, Ρεουμπέμ Ά λ β ε ς , Ούγκο Ά σ σ μ α ν , Χοσέ Μιγκουέζ, 18
Μπονίνο, Βικτόριο Αράγια, Ερνέστο Καρντενάλ, Πάουλο Φρέι ρε, Έ λ σ α Ταμέζ, Χοσέ Μιράντα, Πάμπλο Ρίτσαρντ, Χουάν Λουΐς Σεγκούντο, Ενρίκονε Ντυσσέλ, Μπεατρίς Κουτς, και ά λ λ ω ν — πηγάζει και αναπτύσσεται μέσα από τη μαζική θρησκευτική αντίθεση στην εδραίωση των καπιταλιστικών κοινωνικών διαδικασιών στη Λατινική Αμερική. Πρόκειται, εν μέρει, για έναν αντι-ιμπεριαλιστικό χριστιανικό τρόπο σκέψης και δράσης. Παρόμοιες μορφές απελευθερωτικής θεολογίας - με τη συγκεκριμένη χροιά κάθε ιδιαίτερης περίπτωσης - συναντάμε και στην Α φ ρ ι κ ή (ιδίως στη Νότια Α φ ρ ι κ ή ) , στην Ασία (ιδίως στις Φιλιππίνες και τη Νότια Κορέα), στην Καραϊβική (ιδίως στη Τζαμάϊκα), και στις Η Π Α (ιδίως στους χώρους των μαύρων και των φεμινιστριών). Ό μ ω ς από την άποψη της πλατιάς και συγκεκριμένης "πράξης", η Λατινική Αμερική κατέχει τα πρωτεία. Ο τρίτος λόγος για την εμφάνιση των θρησκευτικών αναβιώσεων είναι ότι αποτελούν αντι-Δυτικές μορφές λαϊκής αντίστασης στην καπιταλιστική κυριαρχία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου (ή σε θύλακες στον Πρώτο Κόσμο — π.χ. ιθαγενείς πληθυσμοί) όπου ένας ξεχωριστός τρόπος πολιτισμικής και θρησκευτικής ζωής διαθέτει ακόμα μια ζωτικότητα και δυναμισμό σε σύγκριση με τις Δυτικές μορφές θρησκείας. Για παράδειγμα, στη Μέση Ανατολή και σε περιοχές της Ασίας και της Αφρικής, το Ισλάμ, ο Βουδισμός, ο Ινδουισμός, ή παραδοσιακές θρησκείες διατηρούν ακόμα την ουσία και τη ζωντανή πνοή τους. Έ τ σ ι , αυτές οι θρησκείες λειτουργούν σαν πηγές αντίστασης ενάντια όχι μόνο στον Δυτικό ιμπεριαλισμό αλλά και σε πολλά στοιχεία του Δυτικού πολιτισμού — ιδιαίτερα στις Δυτικές αξίες, αντιλήψεις και τις εικόνες-πρότυπα που έχει ο δυτικός άνθρωπος για τον εαυτό του. Αυτή η αντίσταση, όπως κάθε μ ο ρ φ ή αντίστασης, μπορεί να είναι παλινορθωτική και αντιδραστική (όπως στο Ιράν) ή προοδευτική και προφητική (όπως σε μεγάλα τμήματα των Παλαιστινίων). Με δυο λόγια, οι θρησκευτικές αναβιώσεις, μαζί με τις εθνικιστικές και εθνιστικές, απορρέουν βασικά από την ανικανότητα του καπιταλιστικού πολιτισμού να δημιουργήσει κοινότητες και καταστάσεις όπου θα μπορούσε να βρεθεί κάποιο νόημα και κάποιες αξίες για να στηρίξουν τους ανθρώπους στις τραυματικές εμπειρίες που συνθέτουν τη ζωή. Και καθώς 19
δεν μπορεί να υπάρξει μια ισχυρή και υγιής ηθική χωρίς τέτοιες κοινότητες και καταστάσεις, αυτές οι θρησκευτικές αναβιώσεις αποτελούν και μια πρόκληση ηθικού επιπέδου προς τον Μαρξισμό. Αντί για την πρόοδο και ατομική ανεξαρτησία που υποσχόταν ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, η Δύση κληροδότησε στον κόσμο - εκτός από ορισμένες ευφυείς τεχνολογικές εφευρέσεις, ατομικές ελευθερίες για μερικούς και άνετη ζωή για τους λίγους — μονάχα αποσπάσματα και ερείπια ενός σήποντος και παρακμιακού πολιτισμού. Αυτό το σάπισμα και η παρακμή οφείλονται στη σύνδεση του τρόπου ζωής του με την ταξική εκμετάλλευση, την πατριαρχία, το ρατσισμό, την ανθρωποφοβία, τον τεχνοκρατικό ορθολογισμό, και τον αγώνα για την απόκτηση στρατιωτικής ισχύος. Βέβαια, πολλές από αυτές τις παρατηρήσεις - με δυσμενέστερες μάλιστα διατυπώσεις σ' ότι αφορά τις ατομικές ελευθερίες — ισχύουν και για τον πολιτισμό του "υπαρκτού" σοσιαλισμού. Α λ λ ά ας μην επεκταθούμε παραπέρα" εδώ εξετάζουμε τον καπιταλιστικό κόσμο. Και καθώς αυτός ο κόσμος συνεχίζει να χειροτερεύει, οι θρησκευτικές αναβιώσεις είναι μάλλον βέβαιο ότι θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται. Το μεγάλο ερώτημα είναι: Αυτές οι αναβιώσεις θα ενισχύσουν ή θα αποδυναμώσουν την αριστερά στον αγώνα της για την ελευθερία του ανθρώπου και τη δημοκρατία; θρησκεία και Μαρξιστική Στρατηγική Οι θρησκευτικές μαχητικές κινήσεις στον Τρίτο Κόσμο (και στον Δεύτερο — π.χ. Πολωνία) μπορούν οπωσδήποτε να συμβάλουν στην οικοδόμηση ενός αριστερού κινήματος. Ό π ω ς είδαμε στη Λατινική Αμερική - όπου υπάρχουν πάνω από 200.000 Χριστιανικές Κοινότητες Βάσης που λειτουργούν σα συγκεκριμένα κέντρα δράσης για κοινωνική αλλαγή, κοινοτική βοήθεια και ατομική στήριξη — καθώς και σε περιοχές της Α φ ρ ι κ ή ς και της Ασίας, η θρησκεία παίζει σημαντικό ρόλο στους απελευθερωτικούς αγώνες. Η π ρ ο φ η τ ι κ ή εκκλησία της Νικαράγουα, με τις προστριβές της (θετικές και μη) με το κράτος, αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα αυτού του σημαντικού ρόλου. Η κ υ ρ ι ό τ ε ρ η σ υ μ β ο λ ή π ο υ μ π ο ρ ο ύ ν να π ρ ο σ φ έ ρ ο υ ν οι θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ έ ς αναβιώσεις 20
στη δ ι α μ ό ρ φ ω σ η τ η ς σ τ ρ α τ η γ ι κ ή ς τ η ς αρ ι σ τ ε ρ ά ς ε ί ν α ι να α π α ι τ ή σ ε ι απ' τ ο υ ς Μαρξ ι σ τ έ ς σ τ ο χ α σ τ έ ς να λ ά β ο υ ν σ ο β α ρ ά υπόψη τ ο υ ς την κ ο υ λ τ ο ύ ρ α των καταπιεσμένων. Αυτή η θεμελιώδης μετατόπιση των αντιλήψεων και της νοοτροπίας των Μαρξιστών προϋποθέτει μια απο·"λαϊκοποίηση" και απο-Ευρωπαϊκοποίηση της Μαρξιστικής πρακτικής, μια απογύμνωση και απόρριψη των βαθιά ριζωμένων προκαταλήψεων του Διαφωτισμού που διαμορφώνουν τον τρόπο σκέψης των περισσότερων Μαρξιστών. Αυτή η μετατόπιση δεν απαιτεί κάποια άμβλυνση της κριτικής συνείδησης αλλά, αντίθετα, το βάθεμά της. Δεν καταλήγει σε μια αντεπιατημονική στάση αλλά στον αντι-επιστημονισμό (τη λατρεία της επιστήμης). Δεν οδηγεί σε μια αντι-τεχνολογική άποψη αλλά στον αντι-τεχνολογικισμό. Ούτε σημαίνει απόρριψη της λογικής, μα συγκεκριμενοποίηση απελευθερωτικών μορφών λογικής κρίσης. Αυτή η μετατόπιση είναι αναγκαία, γιατί παρόλο που υπερασπίζονται επί έναν αιώνα και παραπάνω την υπόθεση της απελευθέρωσης των καταπιεσμένων λαών, οι Μαρξιστές δεν μοιάζουν να έχουν κατανοήσει κι εκτιμήσει σωστά την κουλτούρα των καταπιεσμένων. Και θα μπορούσαμε να πούμε ότι ενώ οι Μαρξιστές έχουν δει συχνά τους καταπιεσμένους λαούς σαν πολιτικούς ή οικονομικούς φορείς, πολύ σπάνια τους αντιμετώπισαν και σαν πολιτισμικούς φορείς. Όμως, χωρίς μια τέτοια θεώρηση,δεν μπορεί να προχωρήσει κανείς σε μια επαρκή σ ύ λ λ η ψ η της πραγματικής ικανότητας των καταπιεσμένων λαών — της ικανότητάς τους να αλλάξουν τον κόσμο και να συντηρήσουν την αλλαγή μέσα σε μια δυναμική χειραφέτησης. Και χωρίς την κατανόηση αυτής της ικανότητας, είναι αδύνατο να οραματιστεί κανείς, πόσο μάλλον να οικοδομήσει, μια σοσιαλιστική κοινωνία ελευθερίας και δημοκρατίας. Υπάρχει κάτι που στέκει ανάμεσα στο σύγχρονο Μαρξισμό και τους καταπιεσμένους λαούς, κι αυτό είναι, εν μέρει, η κληρονομιά του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού — που αρνείται να πιστέψει στην ικανότητα Τ ων καταπιεσμένων ανθρώπων να δημιουργούν αξιόλογα πολιτισμικά στοιχεία και να συγκροτούν αξιόλογα κέντρα αντίστασης. Κι είναι η αλαζονική έπαρση αυτής της κληρονομιάς, ο σνομπισμός της παράδοσης που δημιούργησε, που εμποδίζει τους Μαρξιστές να ασχοληθούν σο21
βαρά με τη θρησκεία, αυτό το σημαντικότατο συστατικό της κουλτούρας των καταπιεσμένων. Δεν χρειάζεται βέβαια να πούμε ότι η απόρριψη των χειρότερων στοιχείων του Διαφωτισμού δεν σημαίνει και απόρριψη των καλών πλευρών της Ευρωπαϊκής παράδοσης. Το ακούραστο κριτικό πνεύμα και η ιστορική συνείδηση συνεχίζουν να αποτελούν τα βασικά συστατικά κάθε απελευθερωτικού οράματος - όπως η παρατεταμένη ταξική πάλη και η αφ ο σ ί ω σ η στη σοσιαλιστική δημοκρατία παραμένουν ως απαραίτητα χαρακτηριστικά κάθε είδους Μαρξισμού. Έ τ σ ι το κάλεσμα για το ξεπέρασμα της αστικής νοοτροπίας, του πατερναλισμού απέναντι στη θρησκεία δεν σημαίνει υιοθέτηση θρησκευτικών απόψεων. Η συμμετοχή στις θρησκευτικές διεργασίες δεν αποτελεί ούτε δείγμα ευφυίας ούτε δείγμα άγνοιας. Ό μ ω ς είναι ένδειξη σοφίας το να προσπαθείς να κατανοήσεις τις συνθήκες μέσα στις οποίες οι άνθρωποι συμμετέχουν ή δεν συμμετέχουν στις θρησκευτικές διεργασίες. Μ ' αυτή την έννοια, η επιστήμη δεν λύνει ούτε εξαλείφει το ζήτημα της θρησκείας. Η ιστορία μας κληροδοτεί μια παράδοση ενάντια στην οποία πρέπει να αγωνιστούμε αλλά και την οποία πρέπει κριτικά να αποδεχτούμε. Η μεγάλη αναζήτηση για την αλήθεια είναι μια ιστορική πορεία που παίρνει τη μορφή π ρ α κ τ ι κ ά * κρίσεων, άρρηκτα δεμένων με συστήματα αξιών, και αναλυτικών ερμηνειών της υπάρχουσας κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας. Οπωσδήποτε υπάρχουν σταθερά μέτρα για τη διατύπωση κρίσεων, αλλά αυτά τα μέτρα, που διαμορφώνονται ιστορικά, περικλείουν πολλαπλές θεωρήσεις άξιες αποδοχής. Έτσι, η αναζήτηση της αλήθειας συνεχίζεται, και μόνο η ανθρώπινη "πράξη" επιφέρει προσωρινές διακοπές. Αν οι Μαρξιστές πρόκειται να προχωρήσουν πέρα από την αστική Ευρωπαϊκή νοοτροπία σχετικά με την κουλτούρα των καταπιεσμένων, δίχως να εξιδανικεύουν και να ρομαντικοποιούν αυτή την κουλτούρα, θα πρέπει να ξεπεράσουν την ερμηνευτική της καχυποψίας και να διεξάγουν ερμηνευτικό αγώνα. Μ" άλλα λόγια, οι Μαρξιστές δεν θα πρέπει να προχωρήσουν απλώς στη διατύπωση κι ά λ λ ω ν α ρ ν η τ ι κ ώ ν μορφ ώ ν ανατρεπτικής σπομυστικοποίησης (και, θεός φυλάξοι, κι ά λ λ ω ν αστικών μορφών αποδιάρθρωσης!) αλλά και θ ε τ ικ έ ς μορφές επαναστατικής συνάρθρωσης νέων προσωπικών νοημάτων, κοινωνικών προσαρμογών και πολιτικών αγώνων 22
για ανθρώπινη ελευθερία και δημοκρατία. Κι αυτές οι νέες μορφές δεν θα εμφανιστούν αν δεν πραγματοποιηθεί η διάβαση προς τη δημιουργική αντιμετώπιση και το μετασχηματισμό ό λ ω ν των σημαντικών τομέων τ^ς κοινωνίας — θρησκεία, οικογένεια, σχέσεις εργασίας, κρατικός μηχανισμός — έτσι ώστε να στεριώσουν και να ενωθούν π ο λ λ α π λ ά και π ο λ ύ μ ο ρ φ α οργανωτικά σχήματα για θεμελιώδεις κοινωνικές αλλαγές. Έτσι, το να ασχοληθείς στα σοβαρά με την κουλτούρα των καταπιεσμένων δε σημαίνει να προσδώσεις κάποια προνομιακή θέση στη θρησκεία, αλλά να εμπλουτίσεις και να ενισχύσεις την παραπαίουσα και παραμελημένη ουτοπική διάσταση της αριστερής θεωρίας και πράξης. Σημαίνει όχι απλώς να πιστεύεις στις δυνατότητες των καταπιεσμένων λ α ώ ν αλλά και να πιστεύεις ότι οι καταπιεσμένοι έχουν ήδη δείξει και εκφράσει ορισμένες απ' αυτές τις δυνατότητές τους με τα όσα έχουν οι ίδιοι δημιουργήσει, μέσα απ" τη δική τους πρακτική. Τ ο να είσαι αριστερός δε σημαίνει να οραματίζεσαι και να αγωνίζεσαι για μια ελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία' σημαίνει να βλέπεις ότι αυτή η κοινωνία εν τω γίγνεσθαι είναι ήδη ορατή και εκδηλώνεται με τις ικανότητες που επιδεικνύουν οι άνθρωποι με σάρκα και οστά στους αγώνες τους μέσα σε αντιφατικές συνθήκες που δεν τις έχουν επιλέξει οι ίδιοι. Αυτό είναι το θεμελιώδες μήνυμα γύρω απ" τη σχέση της θρησκευτικής πρακτικής με μια επαναστατική δράση που προχωρά πέρα α π ' τα όρια του καπιταλιστικού πολιτισμού. Κι αυτό το έκτακτο τεύχος της Μ.Ε. — που οφείλεται στην πρωτοβουλία των σ ο φ ώ ν και θαρραλέων εκδοτών της — είναι μια προσπάθεια που συμβάλλει σ - αυτό το τολμηρό αλλά και ευοίωνο εγχείρημα.
23
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟ-ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 1960
της Dorothy Soile* Θα ήταν πιστεύω χρήσιμο να γίνει μια σύντομη ανασκόπηση του διαλόγου Χριστιανών - Μαρξιστών που έλαβε χώρα στη δεκαετία του 1960 ανάμεσα στους Ανατολικούς και Δυτικούς Ευρωπαίους. Οι σχέσεις Χριστιανισμού - Μαρξισμού χαρακτηρίζονταν από μια μακροχρόνια εχθρότητα, κι έμοιαζε να μην υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσά τους. Ετσι έπρεπε να ξεπεραστούν π ο λ λ ο ί φόβοι και μια βαθιά ριζωμένη δυσπιστία προτού πραγματοποιηθεί το βήμα "από τους αναθεματισμούς στο δ ι ά λ ο γ ο " , όπως το αποκάλεσε ο Ροζέ Γκαρωντύ. Στη δεκαετία του 1970 προχωρήσαμε σε μια νέα φ ά σ η αυτής της εξέλιξης, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε "από το διάλογο στη συμμαχία". Μια αναδρομική θεώρηση του διαλόγου, που ξεκίνησε ανάμεσα στους Χριστιανούς και τους Μαρξιστές με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, θα πρέπει να ξεκινήσει από την απο-σταλινοποίηση και το Βατικανό Β", που αποτελούν τα ιστορικά σημεία καμπής. Οι πάγοι της ψυχροπολεμικής νοοτροπίας άρχισαν να λιώνουν. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε τους δυο σημαντικούς προδρόμους και υποστηρικτές αυτού του διαλόγου: τον Παλμίρο Τολιάττι, ηγέτη του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, και τον Ά ν τ ζ ε λ ο Τζιουζέππε Ρονκάλλι, μετέπειτα * Η Dorothy Solle είναι στέλεχος του κινήματος ειρήνης στη Δυτ. Γερμανία. Διδάσκει, ως επισκέπτης, στο Union Theological Seminary στη Ν. Υόρκη. Έχει συγγράψει πολυάριθμα δοκίμια και βιβλία γύρω από την πολιτική και τη θεολογία. 24
Πάπα Ιωάννη ΚΓ Και οι δυο κατέρριψαν το ταμπού της μη αναγνώρισης του ά λ λ ο υ και της άρνησης κάθε συζήτησης, μ' εξαίρεση την εκτόξευση βαρύγδουπων τυποποιημένων ύβρεων. Παρόλο που τα πρώτα βήματα αυτής της προσέγγισης πραγματοποιήθηκαν στη βάση πολιτικών υπολογισμών τακτικής, υπήρχε κάποια βαθύτερη κατανόηση κι απ" τις δυο πλευρές, η κατανόηση του ότι ούτε η θρησκεία ούτε ο σοσιαλισμός μπορούν να εξαλειφθούν με τη βία. Η θρησκεία συνέχισε να υπάρχει, και μάλιστα βαθαίνοντας το νόημά της, στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης' ο σοσιαλισμός δεν είχε συντριβεί στα φασιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ούτε με η ς μηχανορραφίες της CIA. Ο διάλογος, ωστόσο, σήμαινε (και σημαίνει) όχι μόνο να συνεχίσουν να συνυπάρχουν, αλλά και να αναπτύσσονται μαζί, να διδάσκεται ο ένας απ" τον ά λ λ ο . Δεν είναι δυνατό να εξετάσουμε εδώ τις λεπτομέρειες αυτής της φάσης του διαλόγου που αναπτύχθηκε με εκατοντάδες άρθρα και μπροσούρες, συνέδρια και προσωπικές συναντήσεις. Αυτό που πρ> ιει να σημειώσουμε, σ' αυτή τη ματιά προς τα π ί σ ω , είναι η ιδεολογική μετατόπιση που πραγματοποιήθηκε και στις δυο πλευρές μέσα α π ' αυτό το διάλογο. Ποιο ήταν το αμοιβαίο δούναι-λαβείν; Τι έμαθαν οι Μαρξιστές από τους Χριστιανούς και αντιστρόφως; Ό σ ο οι Μαρξιστές συνεχίζουν να θεωρούν τη θρησκεία σαν εμπόδιο στην οικοδόμηση μιας ανθρώπινης κοινωνίας, σαν αλλοτρίωση, σαν όπιο των λαών, σαν πλάνη και απάτη, δεν υπάρχει κανένα νόημα για Χριστιανο-Μαρξιστικό διάλογο. Το νέο στοιχείο στην αντιμετώπιση της Χριστιανικής πίστης από την πλευρά των Μαρξιστών ήταν η αναγνώρισή της, όπως είπε ο Τσέζαρε Λουπορίνι, σαν "ένα δόγμα απελευθέρωσης του ανθρώπου". Αυτό προϋπόθετε αναγκαστικά μια μετατόπιση της Μαρξιστικής επιστημολογίας από τον εκχυδαϊσμένο ντετερμινισμό, που θεωρεί όλες τις μορφές του εποικοδομήματος εξαρτημένες από τις βασικές οικονομικές συνθήκες, πίσω στην α ρ χ ι κ ή Μαρξιστική διαλεκτική του Είναι και της Συνείδησης. Αν υπάρχει κάποια αλληλεπίδραση ανάμεσα στη βάση και το εποικοδόμημα, τότε και η θρησκεία, όπως όλες οι μορφές του πολιτιστικού εποικοδομήματος, έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να αντανακλά τις δεδομένες συνθήκες και καταστάσεις αλλά και να τις μεταβάλλει. Αυτό που είδαν ξανά οι Μαρξιστές στο διάλογο εκείνο, ήταν η διπλή λειτουργία της 25
θρησκείας, δηλαδή, σαν παράγοντα συγκάλυψης της πραγματικότητας από τη μια, στην υπηρεσία της αστικής αδικίας, αλλά και σαν απελευθερωτική δύναμη από την ά λ λ η . Σχετικά με το ζήτημα της θρησκείας, η απο-σταλινοποίηση σήμαινε εγκατάλειψη των μη-διαλεκτικών μ ο ρ φ ώ ν κριτικής της θρησκείας. Ο χυδαίος υλισμός, σε αντιδιαστολή με τον ιστορικό υλισμό, βλέπει απλουστευτικά τη θρησκεία σα μια πελώρια απάτη, μια " κ ο μ π ί ν α " που σκαρώθηκε από τους παπάδες για να απομυζήσουν τους δυσειδαίμονες και τους προληπτικούς. Ο Φόυερμπαχ ανέπτυξε την κριτική της θρησκείας μέσα από ένα βαθύτερο φ ι λ ο σ ο φ ι κ ό υλισμό που είναι σε θέση να κατανοήσει τις διαλεκτικές αντιθέσεις. Κατ' αυτόν η θρησκεία είναι μια προβολή του ανθρώπου από τη γη στους ουρανούς, δηλαδή, ένας αντικατοπτρισμός μιας αυταπάτης. Ο νεαρός Μαρξ συμφώνησε με την ά π ο ψ η του Φόυερμπαχ, αλλά θέλησε να μάθει γιατί και κάτω από ποιες συνθήκες οι άνθρωποι προβάλλουν το καλύτερο στοιχείο του εσωτερικού τους κόσμου προς τα επουράνια. Έ τ σ ι ο Μαρξ πρόσθεσε την ιστορική διάσταση στον υλισμό. Δυστυχώς, πολλοί από τους οπαδούς του επανήλθαν είτε στην τοποθέτηση του Φόυερμπαχ είτε ακόμα πιο πίσω, στις αφελείς γενικεύσεις της υλιστικής παράδοσης του 18ου αιώνα. Κατά τον Μαρξ η ά π ο ψ η του Φόυερμπαχ ότι η θρησκεία δεν είναι τίποτ' ά λ λ ο από μια αυταπάτη, μια προβολ ή από τη γη στους ουρανούς, είναι επιφανειακή, γιατί μια τέτοια κριτική δεν θέτει καν το ερώτημα γιατί οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να προβάλλουν, να ονειρεύονται και να πλάθουν μύθους. Ο Μαρξ έστρεψε την προσοχή του στις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων, που αποτελούν μια πολύ βαθύτερη και ουσιοδέστερη κατηγορία της ανθρώπινης ύπαρξης α π ' ότι η λ ο γ ι κ ή και οι ορθολογικές ικανότητες του ανθρώπου. Οι Μαρξιστές που συμμετείχαν στο Χριστιανο-Μαρξιστικό διάλογο αντιμετωπίστηκαν από τις γραφειοκρατικές ηγεσίες των κομμάτων τους σαν "ρεβιζιονιστές", παρόλο που αυτοί κι όχι οι κομματικές ηγεσίες ακολουθούσαν πιστά τη Μαρξιστική παράδοση, την παράδοση της σοβαρής ενασχόλησης με τις ανάγκες και τα ερωτήματα των ανθρώπων, που δεν μπορούν να εξαφανιστούν με μια μονοσήμαντη κοσμοθεωρία που αποδίδει απλουστευτικά κάθε φαινόμενο σε οικονομικά αίτια. Ο πραγματικός Μαρξισμός βλέπει τον εαυτό του σαν κλη26
ρονόμο της ιστορίας της ανθρωπότητας, πράγμα που σημαίνει ότι κληρονόμησε και τα αιώνια ερωτήματα όπως είναι η αναζήτηση του νοήματος του πόνου, της ενοχής και του θανάτου, και η ανάγκη για το " π λ ή ρ ω μ α " κάθε ξεχωριστής ανθρώπινης ύπαρξης. Έ τ σ ι , ο διάλογος οδήγησε τους Μαρξιστές φιλοσόφους να ψάξουν ξανά για "μια θεωρία της υποκειμενικότητας που δεν είναι υποκειμενίστικη και μια έννοια υπερβατικότητας που δεν είναι αλλοτριωμένη". Η υπερβατικότητα εδώ σημαίνει όχι μια κατάσταση αλλά μια πράξη, δηλαδή την ικανότητα δημιουργικού ξεπεράσματος των δεδομένων συνθηκών μιας ιστορικής κατάστασης. Αυτή η υπερβατικότητα την οποία οι Μαρξιστές διδάχτηκαν από τους Χριστιανούς ή, για να το πούμε πιο σωστά, η οποία επιστράφηκε στους Μαρξιστές μέσω των Χριστιανών α δ ε λ φ ώ ν τους α φ ο ύ τους είχε κλαπεί από τους άκαμπτους και ισοπεδωτικούς φύλακες της "μαρξιστικής" ορθοδοξίας, αυτή η υπερβατικότητα δεν μπορεί να νοηθεί μέσα σε μια δυϊκή κοσμοθεωρία. Συμβαίνει εδώ και τώρα, όχι επέκεινα κι αργότερα. Αυτή η υπερβατικότητα είναι η βαθύτερη, γιατί αποτελεί την πιο δημιουργική π λ ή ρ ω σ η των ανθρώπινων όντων στην πορεία προς τον εξανθρωπισμό. Οι Χριστιανοί έδωσαν στους συνομιλητές τους, σ ' αυτό το φ ι λ ο σ ο φ ι κ ό διάλογο, μια νέα ερμηνεία της υ π ε ρ β α τ ι κ ό τ η τ α ς . Τί έμαθαν όμως και οι Χριστιανοί από τους Μαρξιστές; Με τους όρους μιας παραδοσιακής γλώσσας, θα έλεγα ότι οι Χριστιανοί ξαναέμαθαν το νόημα της ε ν σ ά ρ κ ω σ η ς . Η συνάντηση των Χριστιανών με τους Μαρξιστές βάθυνε την κατανόησή τους για την ιστορική και κοινωνική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Οπως γνωρίζουμε όλοι, ο Χριστιανικός θεός πολύ συχνά παραμένει σαν ένα μη-ενσαρκούμενο επουράνιο ον, αμέτοχο στις νίκες και στις ήττες της ιστορίας και αντιληπτό μονάχα από άτομα για το σκοπό της ατομικής πλήρωσης. Το Θεό αυτό τον αντιλαμβανόμαστε μ ' ένα ιδεαλιστικό τρόπο, γιατί δεν διαθέτει μήτε σαρκική μήτε κοινωνική διάσταση. Ο Θεός δεν ενδιαφέρεται για το τί συμβαίνει στο σώμα και στις δομές της κοινωνίας. Στη συνάντησή τους με το φιλοσ ο φ ι κ ό υλισμό οι Χριστιανοί έμαθαν να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερο ενδιαφέρον την υλική ύπαρξη, με τη διπλή έννοια του σώματος και της κοινωνίας. Έτσι η πείνα και η ανεργία, το βιομηχανικο-στρατιωτικό πλέγμα και οι επιπτώσεις του στην καθημερινή ζωή. ήταν θέματα που εισχώρησαν στη θεο27
λ ο γ ι κ ή σκέψη. Η ενσάρκωση πια δεν μπορούσε να εννοηθεί σαν ένα γεγονός που συνέβηκε μια φ ο ρ ά και ο λ ο κ λ η ρ ώ θ η κ ε , αλλά μάλλον σα μια διαδικασία της εν εξελίξει αυτο-πραγμάτωσης του Θεού μέσα στην ιστορία. Στη Μαρξιστική κριτική του Χριστιανισμού σα μια ιδεαλιστική και επιφανειακή αντίλ η ψ η της νίκης του ανθρώπου, δίνονταν τώρα απάντηση με μια νέσ σ ύ λ λ η ψ η του κόσμου ως σάρκα, δηλαδή, σα σώμα και κοινωνία. Οι Μαρξιστές βοήθησαν τους Χριστιανούς να κατανοήσουν καλύτερα τη βαθιά εγκοσμιότητα της Χριστιανικής πίστης για την οποία μίλησε ο Μπονχέφερ. Τί σημαίνει αυτή η έννοια για τους Χριστιανούς που ζουν στις σοσιαλιστικές χώρες; Αυτοί οι Χριστιανοί στην Ανατολική Γερμανία, στην Πολωνία, στην Τσεχοσλοβακία, και σ ' άλλες χώρες έχουν μια νέα δυνατότητα να εκδηλώνουν και να βιώνουν την πίστη τους δίχως να ανταμείβονται για τούτο από την κοινωνία, όπως συμβαίνει στον καπιταλισμό. Ένιωσαν το τέλος της Κωνσταντίνειας περιόδου πάνω στο ίδιο τους το σώμα: τους αφαιρέθηκαν τα προνόμια τους, τα σχολεία τους κλείστηκαν, τα κτίρια τους έπαψαν να συντηρούνται από το κράτος, έχασαν τις φορολογικές τους ελαφρύνσεις και το αφ ο ρ ο λ ό γ η τ ο και μη δεδουλευμένο εισόδημά τους. Α λ λ ά ίσως το πιο επώδυνο ήταν το ότι η κοινωνία τους δεν είχε σε εκτίμηση τους εκκλησιαζόμενους. Οι λερωμένες γροθιές ενός οικοδόμου ήταν πιο σεβαστές από τα κατάλευκα χέρια του επίσκοπου την ώρα που δίνει την ευλογία του. Οι Χριστιανοί ήταν τώρα μονάχα μια κοινωνική ομάδα ανάμεσα σε πολλές άλλες. Ο διάλογος ενθάρρυνε τους Χριστιανούς στην Ανατολική Ευρώπη να ερμηνεύσουν την αλλαγή της ζωής τους μετά το 1945 μέσα από μια θεολογική οπτική κι όχι απλώς από μια άκριτη " ε γ κ ό σ μ ι α " σκοπιά που βλέπει μονάχα την απώλεια της εξουσίας. Οι Χριστιανοί όοχισαν να κατανοούν τι τους είχε συμβεί, καθώς επιστρέφανε από το Παλάτι του Ηρώδη, όπου είχανε καλοπεράσει επί 2000 χρόνια περίπου, στο στάβλο — στην ταπεινή φάτνη. Αντί να διαμαρτύρονται γΓ αυτή την καινούργια κατάσταση και να την καταγγέλλουν σα " δ ι ω γ μ ό " , όπως έκανε ο Ραδιοσταθμός Ελεύθερη Ευρώπη κι ά λ λ α ιδρύματα που κινούνται από τη CIA, έμαθαν, μέσα από μια επώδυνη διαδικασία που ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί, να κατανοούν και να αποδέχονται τα όσα συμβαίνουν. Από θεολογική άποψη έμαθαν να διαχωρίζουν τη Χριστιανική πίστη από τα προ28
νόμια της εκκλησίας, το στάβλο από το παλάτι, την πλούσια και ισχυρή εκκλησία που αμείβεται από την κοινωνία επειδή νομιμοποιεί την κοινωνική καταπίεση, το μιλιταρισμό, και τους άδικους νόμους, από μια μικρή, φ τ ω χ ή και μη·προνομιούχα εκκλησία που μονάχα σαν τέτοια, ίσως μπορέσει να γίνει κάπως πιο Χριστιανική. Α π ό αυτή τη σκοπιά οι Χριστιανοί αποκόμισαν από το διάλογο και μια νέα κατανόηση της εκκλησιαστικής ιστορίας. Σημαίνοντες Μαρξιστές όπως ο Φρήντριχ Έ ν γ κ ε λ ς και η Ρόζα Λούξεμπουργκ διατύπωσαν, καθαρότερα από σχεδόν όλους τους ιστορικούς της εκκλησίας, τα κριτήρια για το διαχωρισμό ανάμεσα στην Κώνσταντίνεια και την Α π ο κ α λ υ π τ ι κ ή χριστιανική παράδοση. Υπάρχει μια ενδότερη διαλεκτική στην εκκλησιαστική ιστορία: από τη μια μεριά υπάρχει η Κωνσταντίνεια παράδοση που τονίζει την αμαρτία ώστε να νομιμοποιήσει το κράτος και τους κυβερνήτες του σαν έ κ φ ρ α σ η της θείας βούλησης, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να φτάσουν στην ε λ ε ι θ ε ρ ί α και την αυτοδιάθεση. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η Α π ο κ α λ υ π τ ι κ ή παράδοση, που αναβιώνει πάντα εκεί όπου οι μάζες συνειδητοποιούν τη δύναμή τους' εδώ η έμφαση βρίσκεται στο ότι ο υιός του ανθρώπου νίκησε την αμαρτία. Η Κωνσταντίνεια παράδοση έχει καθαγιάσει κάθε μ ο ρ φ ή ταξικής εκμετάλλευσης, από τη δουλοκτησία στη δουλοπαροικία κι ως τη μισθωτή εργασία, θέτοντας την εκκλησία πάντα στο πλευρό της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Η Α π ο κ α λ υ π τ ι κ ή παράδοση όμως έχει εμπνεύσει μαχητικούς μαζικούς αγώνες, από την εξέγερση του Ιωάννου Ουσσϊου μέχρι την πάλη του σύγχρονου Χριστιανικού σοσιαλιστικού κινήματος της Λατινικής Αμερικής. Ο διάλογος ανάμεσα στους Χριστιανούς και τους Μαρξιστές διακόπηκε απότομα και βάναυσα το 1968, όταν οι Ρώσοι εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία βάζοντας τέλος στο "σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο" (Ντούμπτσεκ), τον οποίο ονειρεύονταν πολλοί από τους συμμετέχοντες στο διάλογο. Η ιστορική προσπάθεια να συμπορευθούν ο σοσιαλισμός και η δημοκρατία συντρίφτηκε από τη μια ιμπεριαλιστική υπερδύναμη, όπως συνέβηκε και στη Χ ι λ ή λίγα χρόνια αργότερα με αυτουργό την άλλη. Ταυτόχρονα, οι πιο προοδευτικές και ανοιχτόμυαλες θέσεις του Βατικανού Β' αμβλύνθηκαν ή αναιρέθηκαν. Το μεταρρυθμιστικό Καθολικό κίνημα στην Ολλαν29
δια καταπνίγηκε, μαχητικοί ιερωμένοι μετατέθηκαν, και οι Καθολικοί εκδοτικοί οίκοι αρνούνταν να τυπώσουν ριζοσπαστικά βιβλία και άρθρα. Ο Παύλος ΣΤ" διαδέχθηκε τον Ιωάννη ΚΓ'. Η περίοδος της ελπίδας φαινόταν πως είχε τελειώσει και μια γενική σκλήρυνση έκανε την εμφάνισή της. Ό μ ω ς στο μεταξύ ξεκίνησαν άλλες μορφές συνεργασίας ανάμεσα στους Χριστιανούς και τους Μαρξιστές. Αυτή η συνεργασία πραγματοποιήθηκε λιγότερο σε επίπεδο διανοουμένων, πανεπιστημιακών δασκάλων, ιερωμένων και δημοσιογράφων και περισσότερο μεταξύ απλών ανθρώπων που οργανώνονταν σε ομάδες αντίστασης γ ύ ρ ω από τα κεντρικά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα στις Δυτικές και στις εξαρτημένες από τον πρώτο κόσμο χώρες, όπως ήταν η αυξανόμενη επιδείνωση των συνθηκών ζωής στις καπιταλιστικές κοινωνίες, ο πόλεμος του Βιετνάμ, και ίσως το πιο σημαντικό, η αυξανόμενη αντίσταση των χ ω ρ ώ ν του Τρίτου Κόσμου στην οικονομική εκμετάλλευση. Στη δεκαετία του 1970 οι Μαρξιστές και οι Χριστιανοί συναντιόνταν όλο και πιο συχνά σα σύμμαχοι σε διάφορες μορφές αγώνα. Ο αγώνας θα μπορούσε να περιγραφεί σαν ένα σπειροειδές βίας. Η πρώτη και κύρια μ ο ρ φ ή βίας συνίσταται στον αποκλεισμό της π λ ε ι ο ψ η φ ί α ς από εκείνο που θα ονομάζαμε ανθρώπινη ζωή, με τη στέρηση στέγασης, δουλειάς, τροφής, υγείας, και παιδείας. Η δεύτερη μ ο ρ φ ή βίας είναι η αντι-βία των καταπιεσμένων. Αυτή οδηγεί σε μια τρίτη μ ο ρ φ ή βίας απ' τη μεριά του κράτους και της αστυνομίας, και τη συνακόλουθη καταπίεση και κατάργηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων για τα οποία αγωνίζονταν οι λαοί. Αυτή η τρίτη μορφή, της κατασταλτικής βίας χαρακτηρίζει σήμερα ό λ ο και . ερισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Είναι μια διαδικασία υφέρποντος φασισμού, που αρχίζει με τον περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία λόγου, γνώμης, τύπου, συνάθροισης, οργάνωσης, και καταλήγει σε ανοιχτή τρομοκρατία και βασανιστήρια. Η φ ά σ η κατά την οποία οι περισσότεροι Χριστιανοί έρχονται να συμμετάσχουν στον αγώνα δεν είναι η φάση της αντιβίας των καταπιεσμένων, αν και υπάρχουν ορισμένοι Χριστιανοί που δουλεύουν σε απεργιακές επιτροπές πλάι στους Μαρξιστές συντρόφους τους καθώς και σε εναλλακτικές μορφές συνεταιριστικής παραγωγής, αλλά κυρίως όταν συνειδητοποιούν τον αυξανόμενο φασισμό στις χώρες τους, στην τρίτη 30
φάση της βίας. Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, υπενθυμίζουμε την περίπτωση της Επιτροπής Ειρήνης στη Χ ι λ ή , που έδρασε ανάμεσα στα 1972 και στα 1975, μέχρι που απαγορεύτηκε η λειτουργία της και διαλύθηκε: ήταν μια ομάδα κατά κύριο λ ό γ ο Χριστιανών υπό την ηγεσία του Καρδινάλιου Σίλβα και του Επίσκοπου Φρεντ, η οποία κινήθηκε για τη συμπαράσταση στους πολιτικούς κρατούμενους και για την υπόθεση των λεγόμενων "αγνοούμενων". Είναι γεγονός ότι η φριχτή πραγματικότητα του φασισμού δημιουργεί τη συμμαχία ανάμεσα στους Χριστιανούς και τους Μαρξιστές, πράγμα που δε συμβαίνει στις ηπιότερες μορφές του καπιταλισμού παρόλο που κι αυτές είναι εξίσου φονικές στους στόχους τους. Εν πάση περιπτώσει, η νέα αυτή συμμαχία προετοιμάστηκε και διευκολύνθηκε από το διάλογο που είχε προηγηθεί. Θα λέγαμε μάλιστα ότι σήμερα έχει πια ξεπεραστεί το στάδιο της ακαδημαϊκής συζήτησης, και ο τόπος όπου συναντιούνται οι Χριστιανοί και οι Μαρξιστές δεν είναι τόσο η αίθουσα συνεδριάσεων όσο το πεζοδρόμιο, η φτωχογειτονιά ή ακόμα και το κελί της φ υ λ α κ ή ς . Το δρομολόγιο της πορείας έχει καταγραφεί: από τους αναθεματισμούς στο διάλογο ήταν το πρώτο βήμα, από το διάλογο στη συμμαχία το δεύτερο. Ωστόσο, υπάρχει κι ένα τρίτο βήμα που π ο λ λ ο ί ήδη το έχουν κάνει, ά λ λ ο ι ακόμα διστάζουν - το βήμα προς μια νέα Χριστιανική-σοσιαλιστική ταυτότητα.
31
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕ! ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
του Phillip Berryman* 0 σχολιασμός των "επαναστατικών" εξελίξεων στο χώρο του Λατινο-Αμερικάνικου Καθολικισμού, τείνει να συγκεντρώνεται γύρω από εκείνο που θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν το ιδεολογικό στοιχείο, δηλαδή, τη θεολογία της απελευθέρωσης. Εξίσου σημαντικό, ωστόσο, και ίσως κι αναπάντεχο, είναι ένα νέο είδος ποιμαντορικής δράσης που οδηγεί σ' ένα νέο μοντέλο της εκκλησίας, οι comunidades eclesiades de base. Comunidad (κοινότητα) υποδηλώνει το ότι οι άνθρωποι γνωρίζονται πρόσωπο με πρόσωπο και δρουν μαζί στους τόπους όπου ζουν και δεν συμμετέχουν απλώς στο ευρύτερο και απρόσωπο πλαίσιο της εκκλησίας της ενορίας Eclesial (εκκλησιαστικός) τονίζει την έννοια του εκκλησιασμού, αν και πολλές φορές ο όρος αυτός "δεν χρησιμοποιείται Base (βάση) υποδηλώνει τον πάτο μιας κοινωνικής πυραμίδας, η κορυφή της οποίας κρατά και την εξουσία και τον πλούτο με την επιβολή της στρατιωτικής ισχύος. Θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε το comunidades eclesiales de base σαν "Χριστιανικές Κοινότητες Βάσης" (ΧΚΒ) και να τις προσδιορίσουμε σαν "μικρές, υπό "λαϊκή" καθοδήγηση ομάδες ανθρώπων, κυρίως φτωχών, που συνδυάζουν δραστηριότητες για την ανύψωση της κοινωνικής τους συνεί* Ο Phillip Berryman ήταν ποιμαντικός λειτουργός σ' ένα "barrio" στσν Παναμά την εποχή που η θεολογία της απελευθέρωσης και η δουλειά των παστόρων άρχιζε να παίρνει συγκεκριμένη μορφή στη Λαηνική Αμερική (1965-73). Έχει συγγράψει πολυάριθμα άρθρα και δοκίμια γύρω αϊτό την εκκλησία στη Λατι\*κή Αμερική. 32
δησης, τη μελέτη της βίβλου, τον εκκλησιασμό, την αλληλοβοήθεια και (συχνά) την πολιτική δράση για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους". Οι Χ Κ Β ποικίλλουν σε μέγεθος, υπάρχουν μικρές κοινότητες με 10-15 μέλη κι άλλες που ξεπερνούν τα 100. Υπολογίζεται ότι, μόνο στη Βραζιλία, υπάρχουν περίπου 50.000 Χριστιανικές Κοινότητες Βάσης, και συναντάμε πολλές χιλιάδες ακόμα σ' όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ωστόσο, πιο σημαντική από την αριθμητική τους παρουσία είναι η κοινωνική δύναμη που αντιπροσωπεύουν. Στην παρακάτω επισκόπηση θα περιγράψουμε πρώτα τις ρίζες τους και τη δημιουργία τους και κατόπιν θα προχωρήσουμε σε μια εκτίμηση της πολιτικής τους σημασίας. Αναζητώντας τις Ρίζες: Το έργο των παστόρων Α κ ό μ α και πριν από τη Β' Σύνοδο του Βατικανού (1962-65) ορισμένοι καθολικοί είχαν αρχίσει να αμφισβητούν τις κληρονομημένες δομές της εκκλησίας. Γενικά, οι ιερωμένοι και οι αδελφές μοναχές ασχολούνταν κυρίως, και σε δυσανάλογα μεγάλους αριθμούς, με την εξυπηρέτηση των μεσαίων τάξεων (π.χ. Καθολικά σχολεία). Κατά συνέπεια ένας πάστορας της υπαίθρου μ' ένα ποίμνιο 20.000 ατόμων έπρεπε να αφιερώνει μεγάλο μέρος του χρόνου του σε μετακινήσεις, πραγματοποιώντας σποραδικές επισκέψεις σε απόμακρα χωριά για βαφτίσια, γάμους και τη θεία λειτουργία. Έτσι η θρησκευτική ζωή των ανθρώπων ακολουθούσε το δικό της δρόμο, και διεκπεραιωνόταν περισσότερο μέσω της λαϊκής κουλτούρας παρά από τα όσα έκαναν ή έλεγαν οι εκπρόσωποι της εκκλησίας. Βαθμιαία, άρχισε να γίνεται κατανοητό ότι χρειάζονταν ένα νέο μοντέλο ποιμαντορικού έργου. Ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, βλέπουμε το νέο αυτό μοντέλο να εμφανίζεται με τη μ ο ρ φ ή των Χ Κ Β 1 . Αρκετοί ιερωμένοι, και όλο και περισσότερες αδελφές μοναχές, άρχισαν να ξεφεύγουν από τα παραδοσιακά κανάλια και να "πηγαίνουν στο λαό". Τον πρώτο καιρό, και μόνο το θέαμα των παπάδων με πουκάμισα κι ανασκουμπυυμένα μανίκια ή των καλογριών με απλοποιημένα ράσα ή ακόμα και με "λαϊκ ό " φόρεμα ήταν μια καινοτομία που συνέβαλε στην κατάρριψη της στερεότυπης εικόνας που τους ήθελε εκπρόσωπους 33
ενός ά λ λ ο υ κόσμου. Χώριζαν την ενορία σε μικρότερες τοπικές ενότητες (χωριά στην ύπαιθρο, "μπάρριος" ή γειτονιές στις πόλεις) έτσι ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί η αίσθηση της κοινότητας. Υστερα άρχιζαν να γνωρίζουν τους ανθρώπους με επισκέψεις στα σπίτια, μερικές φορές υιοθετώντας μεθόδους της κοινωνιολογίας ή της κοινωνικής ανθρωπολογίας για να μπορέσουν να καταλάβουν τις εμπειρίες, το λεξιλόγιο, τις αξίες και την κοσμοθεωρία των απλών ανθρώπων και γενικότερα τη λαϊκή κουλτούρα. Από κάποιο σημείο και μετά άρχιζαν να προσκαλούν ορισμένους ανθρώπους σε κάποια συνάντηση, συνήθως βραδινή, που οδηγούσαν σε μια σειρά συναντήσεων "διαλόγου". Μια προσέγγιση ήταν οι συζητήσεις γ ύ ρ ω από τη Βίβλο — που αποτελούσαν καινοτομία γιατί η Βίβλος ως τότε θεωρούνταν ιδιοκτησία των Προτεσταντών. Μια ανάγνωση της περιγραφής της δημιουργίας από τη "Γένεση" θα μπορούσε να περιστραφεί γ ύ ρ ω από τον άνθρωπο ως ον "κατ" εικόνα και ομοίωση" του Θεού (και άρα, όποιος βλάπτει έναν ά λ λ ο άνθρωπο παραμορφώνει την εικόνα του Θεού). Ή το εδάφιο όπου ο Κύριος δίνει τη γη στον Αδάμ θα μπορούσε να προκαλέσει ερωτήσεις για το αν η γη έπρεπε να ανήκει στους λίγους ή στους πολλούς. Έ τ σ ι το κείμενο της Βίβλου μπορούσε να οδηγήσει σε μια κριτική του συστήματος γαιοκτησίας. Παραπέρα, η ανάγνωση της " Ε ξ ό δ ο υ " θα επικεντρωνόταν στο ότι ο Θεός εισάκουσε την κραυγή του καταπιεσμένου λαού με τους αντίστοιχους παραλληλισμούς για τη σύγχρονη εποχή. Η ανάγνωση της ζωής του Χριστού θα τόνιζε την έννοια της σύγκρουσης, και ο θάνατος του θα αντιμετωπιζόταν σαν το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης — ενώ η ανάσταση ήταν η δικαίωση, από το Θεό, του αγώνα του Ιησού. Μια ά λ λ η προσέγγιση ξεκινούσε από απλές ανθρώπινες εμπειρίες. Για παράδειγμα, κάποιο απλό συμβάν της οικογένειας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια συζήτηση ά λ λ ω ν παρόμοιων συμβάντων αλλά και σε μια γενίκευση για το τί σημαίνει "οικογένεια": δηλαδή, για την αλληλοεξάρτηση και την αλληλοστήριξη, το νόημα της αφοσίωσης, του έρωτα κλπ. Η συζήτηση θα προχωρούσε από κει στη θεώρηση της τοπικής κοινότητας αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας σα μια οικογένεια: είμαστε όλοι αδέλφια, ο Θεός είναι ο Πατέρας μας, η εκκλησία θα έπρεπε να λειτουργεί σα μια οικογένεια, η θεία 34
Μετάληψη είναι σαν ένα οικογενειακό γεύμα. Μερικές φορές η Βίβλος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να εμπεδώσει ιδέες και έννοιες της λαϊκής κουλτούρας, ενώ άλλες φορές για να τις αμφισβητήσει: π.χ. τα δυο μέτρα και σταθμά σύμφωνα με τα οποία οι γυναίκες πρέπει να παραμένουν πιστές ενώ οι άντρες πρέπει να αποδεικνύουν τον "ματσίσμο" (το ρωμαλέο ανδρισμό τους) με τις σεξουαλικές κατακτήσεις τους, θα αμφισβητούνταν με βάση τις γραφές που παραλληλίζουν την ένωση του γάμου με την ένωση Χριστού και Εκκλησίας. 2 Μια τρίτη προσέγγιση ήταν το ξεκίνημα μιας συζήτησης γύρω από τις ανάγκες της κοινότητας, όπως η βελτίωση των συνθηκών υγιεινής στη συνοικία, η απαίτηση για την παροχή κάποιων υπηρεσιών από την κυβέρνηση, όπως σχολεία και πόσιμο νερό. Ό π ο ι ο κι αν ήταν το σημείο εκκίνησης, η έμφαση πάντως δινόταν στο "διάλογο". Οι πάστορες προσπαθούσαν όχι μόνο να ακούσουν και να κατανοήσουν τα λόγια, αλλά και να συνδεθούν με τις εμπειρίες των ανθρώπων και να διδαχτούν απ' αυτές — να "ευαγγελιστούν" από το λαό. Από την πλευρά τους, οι απλοί άνθρωποι άρχιζαν να αμφισβητούν τον τρόπο με τον οποίο είχαν κοινωνικοποιηθεί ώστε να βλέπουν τον κόσμο και την κοινωνική του διάταξη (κυρίως τη δική τους φτώχεια και τον πλούτο των άλλων) σαν "θέλημα Θεού" και σιγάσιγά συνειδητοποιούσαν ότι εκείνο που είχε γίνει από τα ανθρώπινα χέρια ήταν δυνατό να ξε-γίνει και να ξανα γίνει. Και πραγματικά, η Βίβλος ήταν μια μαρτυρία, μια απόδειξη ότι ο Θεός έθετε τον κόσμο στην ευθύνη των ανθρώπων και ότι στεκόταν στο πλευρό των φτωχών στον αγώνα τους ενάντια στην καταπίεση. Τέλος, στις συναντήσεις αυτές αφιερωνόταν χρόνος και για προσευχή και ψαλμούς. Μια ισχυρή επιρροή σ' όλη αυτή τη δουλειά, τόσο από την άποψη της μεθοδολογίας όσο και του "μυστήριου", ήταν η concicntizacao του Πάουλο Φρέϊρε. Παρόλο που το όνομα του Φρέϊρε έχει συνδεθεί κυρίως με τους αγώνες του κατά του αναλφαβητισμού, οι ιδέες του βρήκαν τη μεγαλύτερή τους απήχηση μέσα από τη λειτουργία των Χ KB. Η συμμετοχή σ' αυτές τις συναντήσεις οδηγούσε βαθμιαία στη δημιουργία μιας αίσθησης κοινότητας καθώς οι άνθρωποι άρχιζαν να γνωρίζονται αναμεταξύ τους, ή ακόμα και να εμπι35
στεύονται ο ένας τον άλλον, κι ίσως και να προχωρούν σε κάποιες περιορισμένες τοπικές δραστηριότητες. Σε πολλά χωριά, συνέβαινε όλοι σχεδόν οι κάτοικοι να θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη της ΧΚΒ, ενώ σ' άλλες περιπτώσεις οι συμμετέχοντες αποτελούσαν μια μικρή μειοψηφία. Π.χ. σε μια μεγάλη "favela" όπου οι περισσότεροι δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον. Μ' άλλα λόγια, ορισμένες φορές η Χ Κ Β σχεδόν ταυτιζόταν με την τοπική κοινότητα, ενώ αλλού συγκροτούνταν σαν ένα ξεχωριστό τμήμα μιας ευρύτερης κοινότητας. Η διαδικασία αυτή έφτασε σε σταυρικό σημείο όταν ορισμένοι από τους συμμετέχοντες άρχισαν να αναδεικνύονται σαν ηγέτες, που ύστερα από μια σύντομη εκπαίδευση από τους πάστορες, (π.χ. μια σειρά μαθημάτων μαζί με άλλους ηγέτες του χωριού ή της γειτονιάς) άρχιζαν να καθοδηγούν συναντήσεις ή να βοηθούν στη συγκρότηση και οργάνωση μιας κοινότητας. Τελικά δημιουργούνταν πολλές, ίσως δεκάδες, τέτοιες κοινότητες η καθεμιά με τη δική της ηγεσία. Στο σημείο αυτό ολόκληρη η ενορία μετατρεπόταν σ ' ένα δίκτυο από ΧΚΒ, και οι ιερωμένοι κι οι αδελφές λειτουργούσαν σαν συντονιστές και σύμβουλοι. Φυσικά, η ιδέα των Χ Κ Β δεν ξεφύτρωσε αυθόρμητα από τη φαντασία των παπάδων, αλλά προήλθε από διάφορα γεγονότα και εξελίξεις. Μια απ" αυτές ήταν αναμφίβολα η ανάπτυξη του Προτεσταντισμού στη Λατινική Αμερική. Προτρέποντας τους ανθρώπους να διαβάζουν τη Βίβλο και με την προσιτή για τις μάζες λειτουργία τους, καθώς και με τους "λαϊκούς" πάστορές τους, οι Προτεσταντικές εκκλησίες έρχονταν σε ζωηρή αντίθεση με τον ελιτισμό του Καθολικισμού, που συμβολιζόταν από τη Λατινική λειτουργία (μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960). Ένα άλλο προηγούμενο ήταν η Καθολική Δράση. Στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, ορισμένοι ιερωμένοι στην Ευρώπη (ιδιαίτερα στο Βέλγιο και στη Γαλλία), αναγνωρίζοντας ότι η εκκλησία είχε "χάσει" την εργατική τάξη, ξεκίνησαν μια νέα αποστολική δουλειά ανάμεσα στους εργάτες, και συγκεκριμένα μέσα από μικρές ομάδες εργατών (οι οποίες ονομάστηκαν "πυρήνες" σε συνειδητή απομίμηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων), που στις συναντήσεις τους συζητούσαν τις συνθήκες ζωής και δουλειάς και εξέταζαν με ποιους τρόπους θα μπορού36
σαν να λειτουργήσουν τα χριστιανικά στοιχεία στο χ ώ ρ ο του εργοστάσιου. Πολύ σημαντική ήταν η μεθοδολογία που χρησιμοποιούσαν και η οποία συνοψιζόταν στις τρεις προτροπές: "παρατήρησε - κρίνε - δράσε", δηλαδή, συζητείστε κάποιο πρόβλημα ή άποψη, κρίνετε το ζήτημα από χριστιανική σκοπιά, και αναλάβατε κάποια μετριοπαθή δράση. Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί και ο αντίκτυπος που είχε η ερευνητική δουλειά γύρω από την εκκλησιαστική ιστορία και την ιστορία των γραφών. Γιατί φανέρωσε ότι η υπάρχουσα μ ο ρ φ ή της εκκλησίας ξεκινούσε από την Αντι-Μεταρρύθμιση (και το Μεσαίωνα) και όχι από την Καινή Διαθήκη. Μάλιστα, πριν από τον Μ. Κωνσταντίνο οι μεγάλες εκκλησίες -κτίσματα ήταν σπάνιες, και γενικά στους πρωτο-Χριστιανικούς χρόνους το συνηθισμένο "μοντέλο" της χριστιανικής κοινότητας ήταν η "εκκλησία του σπιτιού". Δηλαδή, η Χ Κ Β μπορεί να θεωρηθεί σαν επιστροφή σε μια π ο λ ύ παλαιά παράδοση. Έ τ σ ι , το φαινόμενο των Χ Κ Β θα πρέπει να εκτιμηθεί σαν ένα κίνημα εκκλησιαστικής ανανέωσης. Με αυτή την έννοια είναι παρόμοιο με τα ά λ λ α κινήματα που έχουν εμφανιστεί σε διάφορες φάσεις της εκκλησιαστικής ιστορίας, από τα μεταρρυθμιστικά κινήματα του Μεσαίωνα, όπως των "Ζητιάνων" (π.χ. Φραγκισκανοί), μέχρι τη Μεταρρύθμιση και το Μεθοδισμό (η ονομασία προέρχεται από τη "μέθοδο" που χρησιμοποιούσε ο Τζων Ουέσλευ για να φέρει το Χριστιανισμό κοντά στους κοινούς ανθρώπους που είχαν αποξενωθεί από την Αγγλικανική εκκλησία). Οι Προτεσταντικές εκκλησίες στη Λατινική Αμερική δεν έχουν αισθανθεί την ίδια ανάγκη για μια στρατηγική αντίστοιχη με τις Χ Κ Β γιατί από πάντα λειτουργούσαν με τη μ ο ρ φ ή της μικρής κοινότητας και επιπλέον οι ηγεσίες τους είναι σε μεγάλο βαθμό "λαϊκές". Πάντως το σημείο όπου οι Καθολικές Χ Κ Β διαφέρουν από τις περισσότερες Προτεσταντικές ομάδες, ιδίως των οργανωμένων αιρέσεων, είναι η έντονα "εγκόσμια" θεολογία τους. Πολιτικός Αντίκτυπος Μέχρι εδώ, η παρουσίαση μας έδωσε μια εικόνα των πρώτων χρόνων των Χ Κ Β , προτού φανούν καθαρά οι πολιτικές επιπτώσεις αυτού του φαινόμενου. Ο σκοπός μας ήταν να τονί37
σουμε τις θρησκευτικές καταβολές του. Οι Χ Κ Β γεννήθηκαν από την επιθυμία των φορέων του κηρύγματος της εκκλησίας, των παπάδων και των καλογριών, να δουλέψουν για μια ουσιαστική μορφή ευαγγελισμού και για τη διαμόρφωση μιας πραγματικά Χριστιανικής κοινότητας. Ό μ ω ς οι Χ Κ Β λειτούργησαν σαν πρωταγωνιστές και στον πολιτικό χώρο. Στις κοινότητες αυτές, οι φτωχοί αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία. Παρόλο που τίποτα δεν εμποδίζει τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις να συμμετέχουν στις ΧΚΒ, αυτές φάνηκαν να παραμένουν ικανοποιημένες με τις παραδοσιακές δομές της ενορίας ή ακολούθησαν κινήματα περισσότερο προσαρμοσμένα στις ανάγκες τους όπως το Κίνημα Χριστιανικής Οικογένειας, ή το Crusillos de Cristiandad. Στις Χ Κ Β οι φτωχοί βρίσκονται μέσα σε μια ατμόσφαιρα όπου η γνώμη τους είναι σεβαστή. Ακούνε το κείμενο της Αγίας Γραφής "Ευλογημένοι οι φτωχοί, σε σας ανήκει η Βασιλεία του Θεού. Ευλογημένοι εσείς που πεινάτε, θα χορτάσετε την πείνα σας. Ευλογημένοι εσείς που θρηνείτε, θα έρθει η ώρα που θα γελάσετε", κείμενο που διαβάζεται με άμεση αναφορά στο σημερινό κόσμο που τους περιβάλλει. Επίσης οι Χ Κ Β είναι για αυτούς το ξεκίνημα μιας οργανωτικής δομής που προσφέρει κάποια ελπίδα για την επίλυση των συγκεκριμένων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Η άνοδος των Χ Κ Β συνδέεται με το γεγονός ότι η Λατιν ο α μ ε ρ ι κ ά ν ι κ η εκκλησία πέτυχε να διαμορφώσει τη δική της ιδιαίτερη ταυτότητα στα χρόνια μετά το Βατικανό Β", καθώς και με την εντεινόμενη κρίση των παραδοσιακών οικονομικών και πολιτικών μοντέλων. Ο Λατινο-Αμερικάνικος καθολικισμός αποτελούσε μέρος της Ιβηρικής αποικιοκρατίας, και η μορφή της Καθολικής εκκλησίας, ακόμα και μετά την Ανεξαρτησία παρέμεινε Ευρωπαϊκή. Η ημερήσια διάταξη του Βατικανού Β' τέθηκε κυρίως από Ευρωπαίους θεολόγους και τα θέματα κατά το μεγαλύτερο μέρος αφορούσαν καθαρά ενδοεκκλησιαστικά προβλήματα. Ωστόσο, η συνολική καινοτομία αυτής της συνόδου ήταν η προσέγγιση του ζητήματος "η εκκλησία και ο κόσμος", που θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν η καθυστερημένη αποδοχή, απ' τη μεριά της Καθολικής εκκλησίας, της έννοιας του εκσυγχρονισμού (συζήτηση για δημοκρατία, βιομηχανική κοινωνία, καπιταλισμό, "πρόοδο"). Παράλληλα με τις τοποθετήσεις που διατυπώθηκαν στα επίσημα 38
έγγραφα, η σύνοδος αποδέσμευσε μια μεγάλη ενεργητικότητα που είχε αδρανοποιηθεί, κατά κάποιο τρόπο, από τον Καθολικισμό της Αντι-Μεταρρύθμισης. Καθώς οι Λατινο-Αμερικάνοι κοίταζαν τον " κ ό σ μ ο " γύρω τους, οπωσδήποτε δεν μπορούσαν να νιώθουν το ίδιο αισιόδοξοι για την " π ρ ό ο δ ο " όπως οι Ευρωπαίοι Καθολικοί. Γινόταν ολοένα και πιο φανερό ότι η Συμμαχία για την Πρόοδο αποτύγχανε και ότι η "ανάπτυξη" δεν βοηθούσε την πλειοψηφία και σε πολλές περιπτώσεις αύξανε τη δυστυχία της. Το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1964 στη Βραζιλία έβαλε τέλος σε μια περίοδο λαϊκιστικών εξελίξεων, και φάνηκε σαν προμήνυμα του πώς θα αντιδρούσαν οι άρχουσες τάξεις στη λαϊκή πίεση. Οι Καθολικές ελίτ απογοητεύτηκαν από τη Χριστιανοδημοκρατία και από τη διάψευση της υπόσχεσής της για έναν "τρίτο δρόμο" ανάμεσα απ' τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Το πιο σημαντικό παράδειγμα είναι η μ ο ρ φ ή του Καμίλλο Τόρρες, του Κολομβιανού ιερέα και κοινωνιολόγου που ριζοσπαστικοποιήθηκε από την εμπειρία του και διατύπωσε τη θέση ότι δεν μπορεί να υπάρξει μεταρρύθμιση δίχως την κατάληψη της εξουσίας. Προσπάθησε να σπάσει τις αυταπάτες γ ύ ρ ω από τη δημοκρατία, έτσι όπως είχε διαμορφωθεί στην Κολομβία με τη συμφωνία ανάμεσα στο Φιλελεύθερο και το Συντηρητικό Κόμμα, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός πολιτικού κινήματος που ονομάστηκε Ενιαίο Μέτωπο. Μετά από άγριες διώξεις για να εγκαταλείψει την πολιτική ηγεσία αυτού του κινήματος, συνενώθηκε με τους αντάρτες και σκοτώθηκε σε μάχη το Φεβρουάριο του 1966. Ανεξάρτητα απ την ορθότητα της επιλογής του για το αντάρτικο, το παράδειγμά του συντάραξε τους Καθολικούς σ' ο λ ό κ λ η ρ η τη Λ. Αμερική. Σχεδόν αμέσως εμφανίστηκαν πολυάριθμα μανιφέστα, ιδιαίτερα από ομάδες ιερωμένων, που καλούσαν για θεμελιακές κ ο ι ν ω ν ι κ ο ο ι κ ο ν ο μ ι κ έ ς αλλαγές. Ό τ α ν , το 1968, οι Λατινο-Αμερικάνοι επίσκοποι συνήλθαν στο Μεντ^λ λίν της Κολομβίας για να εφαρμόσουν τις αποφάσεις της ΣΕ νόδου στην ήπειρο τους, διακοίνωσαν μια έ κ κ λ η σ η για "μεγα λόπνοες, αποφασιστικές και άμεσες αλλαγές", δήλωσαν ότι ο λαός δεν πρέπει να είναι "το αντικείμενο αλλά ο φορέας της ιστορίας του", χρησιμοποίησαν συχνά το βιβλικό σύμβολο της απελευθέρωσης, ενώ στα κε'ιμενά τους υπήρχε σε πολ39
λά σημεία τόσο η ορολογία όσο και το πνεύμα του Φρέϊρε (π.χ. το κάλεσμα για μια "απελευθερωτική εκπαίδευση"). Τέλος, τάχθηκαν σθεναρά υπέρ της δημιουργίας Εκκλησιαστικών Κοινοτήτων Βάσης (comunidades eclesiales de base - μάλιστα, εκεί διατυπώθηκε για πρώτη φορά ο όρος αυτός). Λ ό γ ω του ιεραρχικού τους κύρους, τα κείμενα του Μεντελλίν, αποτέλεσαν την πλατφόρμα για κάθε καινοτόμο εκκλησιαστική δραστηριότητα. Μέχρι τότε ο όρος "θεολογία της απελευθέρωσης" δεν είχε κάνει την εμφάνισή του. Ή δ η όμως από αρκετά χρόνια πιο πριν, ορισμένοι θεολόγοι όπως ο Περουβιανός Γκουστάβο Γκουντιέρρεζ και ο Ουρουγουανός Χουάν Λουίς Σεγκούντο είχαν κατανοήσει ότι η θεολογία στη Λατινική Αμερική δεν έπρεπε να είναι απλώς μια εισαγωγή απ' την Ευρώπη. Οι πολιτικές εμπειρίες των μέσων της δεκαετίας του 1960, ιδιαίτερα εκείνη του Καμίλο Τόρρες, λειτούργησαν σαν καταλύτες, και πολύ σύντομα μερικά σημαντικά ζητήματα άρχισαν να συζητούνται (π.χ. ότι η εγκόσμια ιστορία και η "ιστορία της σωτηρίας" δεν διαχωρίζονται, ότι η αγάπη δεν έρχεται αναγκαστικά σε αντίθεση με τους αγώνες, ακόμα και με τους ταξικούς αγώνες, ότι η ζωή, η διδασκαλία, ο θάνατος και η ανάσταση του Ιησού θα πρέπει να συσχετίζονται τόσο με το δικό του αγώνα όσο και με τους σημερινούς αγώνες κλπ.). Πολλά από αυτά τα θέματα εμφανίστηκαν πριν από τη μεγάλη ανάπτυξη των Χ Κ Β , αλλά η θεολογία της απελευθέρωσης έλαβε μεγάλη ώθηση από τις εμπειρίες του απλού λαού των ΧΚΒ. Η θεολογία της απελευθέρωσης δεν αποτελεί ούτε την εξήγηση κάθε Καθολικής πολιτικής δραστηριότητας (όπως θα ήθελαν να πιστεύουν κάποιοι συντηρητικοί που την βλέπουν σαν "Μαρξιστική διείσδυση") ούτε μια απλή κωδικοποίηση των εμπειριών των Χ Κ Β (όπως υποστηρίζουν κάποιοι που αποδίδουν υπερβολική σημασία στη "βάση"). ΧΚΒ και Πολιτικοί Αγώνες Οι ιερείς και οι αδελφές που έφερναν τις νέες ιδέες στους φτωχούς, αντιμετωπίζονταν φυσικά με καχυποψία, ιδιαίτερα από τους γαιοκτήμονες. Πολύ σύντομα εμφανίστηκαν τα πρώτα μεμονωμένα κρούσματα βίας. Στις αρχές του 1970 στο Σουτσιτότο του Ελ Σαλβαντόρ, απήγαγαν τον πάτερ Χοσέ Ινσέν40
σιο Ά λ α ς , τον έδειραν και τον εγκατέλειψαν ναρκωμένο στους λόφους, επειδή συμμετείχε δραστήρια στην τοπική ΧΚΒ. Τον Ιούλιο του 1971, στο Σάντα Φε του Παναμά, απήγαγαν και "εξαφάνισαν" τον Χέκτορ Γκαλλιέγκο' το γεγονός αυνό προκάλεσε μια εντονότατη διαμάχη ανάμεσα στην εκκλησία και την κυβέρνηση Τορίχος. 4 Η κρίσιμη καμπή, ωστόσο, δεν ήρθε με την απλή διοχέτευση των νέων ιδεών, αλλά όταν άρχισε το πέρασμα από το στάδιο της συνειδητοποίησης στο στάδιο της οργάνωσης. Στο σημείο αυτό οι Χ Κ Β αρχίζουν να αποτελούν μια πραγματική πολιτική δύναμη. Ο πολιτικός αντίκτυπος αυτής της εξέλιξης ήταν ποικίλος, και σχετιζόταν με το πολιτικό πλαίσιο της κάθε περιοχής. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε πέντε τέτοια πλαίσια: 1. Σε ορισμένες χώρες (Μεξικό, Βενεζουέλα, Κολομβία, Κόστα Ρίκα, Παναμάς, Ισημερινός) παρόλο που το οικονομικό σύστημα λειτουργεί ενάντια στην πλειοψηφία, και η καταστολή χρησιμοποιείται εκλεκτικά, υπάρχει μια συνολική επίφαση νομιμότητας (μέσω της διαδικασίας κοινοβουλευτικών εκλογών) και είναι δύσκολο να διακρίνουμε στον ορίζοντα κάποιες επαναστατικές εξελίξεις. Τα βιβλικά σύμβολα της "απελευθέρωσης" δεν μπορούν εδώ να συσχετισθούν με κάποιο βιώσιμο proyecto (σχέδιο, εγχείρημα) κοινωνικής απελευθέρωσης. Σ' αυτές τις συνθήκες οι Χ Κ Β διατηρούν περισσότερο τον εκκλησιαστικό τους χαρακτήρα, και η πολιτική τους δραστηριότητα παραμένει μέσα στο υπάρχον πλαίσιο, π.χ. προωθούν αναπτυξιακά προγράμματα. 2. Στη δεκαετία του 1970 η πιο συνηθισμένη περίπτωση ήταν εκείνη της σκληρής καταπίεσης δίχως άμεση ελπίδα απελευθέρωσης (Βραζιλία, Χιλή, Ουρουγουάη, Βολιβία, Παραγουάη, Κεντρική Αμερική, Αϊτή). Καθώς τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα είχαν είτε συντριβεί είτε εξουδετερωθεί, οι Χ Κ Β πρόσφεραν κάποιο χώρο όπου οι άνθρωποι μπορούσαν τουλάχιστον να διατηρούν ζωντανή την ελπίδα και να αποκτούν μια εμπειρία συνεύρεσης σε κοινότητες και αλληλοβοήθειας. Ορισμένα δημιουργήματα των Χ Κ Β όπως κλινικές ή συσσίτια βοηθούσαν πολλούς ανθρώπους απλά και μόνο να επιβιώνουν. Τα θρησκευτικά σύμβολα των Χ Κ Β υπενθύμιζαν στους ανθρώπους ότι η ζωή θριαμβεύει επί του θανάτου. Ως ένα βαθμό αυτό μπορεί να μοιάζει με την "ανατρεπτική" ερ41
μηνεία που έδωσαν στη Βίβλο οι μαύροι σκλάβοι στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, αλλά οι Λατινο-Αμερικάνοι είχαν υπόψη τους και άλλες εναλλακτικές λύσεις: π.χ. ένας Βραζιλιάνος γνώριζε κάτι για την κυβέρνηση Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή (1970-73). Έτσι οι Χ Κ Β ήταν δυνάμει ένας χώρος διαπαιδαγώγησης για την ανάπτυξη αντιστασιακών κινημάτων. 3. Στην Κεντρική Αμερική, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, εμφανίστηκαν σημαντικά επαναστατικά κινήματα με ισχυρούς δεσμούς με τις ΧΚΒ. Η περίπτωση του Ελ Σαλβαδόρ είναι η πιο ξεκάθαρη. Αντίθετα προς τις επικρατούσες απόψεις στις ΗΠΑ, η "Σαλβαδοριανή κρίση" δεν άρχισε το 1979 αλλά γύρω στα 1970 (αν και με μια άλλη έννοια οι ρίζες της βρίσκονται σε πολύ παλαιότερες εποχές και θα πρέπει να θεωρηθεί σαν χρονιά). Ο πόλεμος με την Ονδούρα το 1969 ανάγκασε δεκάδες χιλιάδες Σαλβαδοριανούς αγρότες, να επιστρέψουν στην ήδη πυκνοκατοικημένη χώρα τους και περιόρισε δραστικά το μερίδιο του Ελ Σαλβαδόρ στα πλαίσια της Κοινής Αγοράς της Κεντρικής Αμερικής. Η παραστρατιωτική οργάνωση ORDEN άρχισε τη δράση της από τα πρώτα κιόλας χρόνια της δεκαετίας του 1970. Περίπου την ίδια εποχή οι Χ Κ Β εμφανίστηκαν σαν το πιο διαδεδομένο και, θα λέγαμε κυρίαρχο μοντέλο ποιμαντικής δουλειάς σε πολλές περιοχές της υπαίθρου, ιδιαίτερα βόρεια και βορειο ανατολικά της πρωτεύουσας Σαν Σαλβαδόρ. Σε πολλά από τα σημερινά πεδία μάχης είχε προηγηθεί αξιόλογη δουλειά των Χ Κ Β (Σουτσιότο, Αγκουιλάρες, Απόπα, Αρκατάο, Κουατζαλκεπέκουε, Γκουαζάπα). Το βήμα από τη συνειδητοποίηση στην οργάνωση πραγματοποιήθηκε γύρω στα 1973-1975. Οι ηγέτες και οργανωτές των αγροτών μετασχημάτισαν μια προϋπάρχουσα Χριστιανοδημοκρατική οργάνωση, την FECCAS (Ομοσπονδία Χριστιανών Αγροτών του Ελ Σαλβαδόρ) σε μαχητική οργάνωση. Στα τέλη του 1974 μια Χ Κ Β στην Λα Καγιετάνα, στην επαρχία Σαν Βισέντε, κατέλαβε μια έκταση με την ελπίδα ότι ο ιδιοκτήτης της θα της επέτρεπε να τη νοικιάσει. Αντί γι' αυτό ο στρατός επιτέθηκε, σκοτώνοντας πολλούς αγρότες. Μέσα από αυτή την εμπειρία δημιουργήθηκε η UTC ( Έ ν ω σ η Εργατών της Υπαίθρου). Οι δυο παραπάνω οργανώσεις συνενώθηκαν αργάτερα και αποτέλεσαν το αγροτικό τμήμα του BPR (Επαναστατικό Λαϊκό Μπλοκ), τη μεγαλύτερη απ' όλες τις "λαϊκές οργανώσεις", και η οποία συνδεόταν με τους α42
ντάρτες του I'PL (Λαϊκές Απελευθερωτικές Δυνάμεις). Μ' άλλα λόγια υπάρχει μια ευθεία γραμμή που ενώνει την ποιμαντική δουλειά των Χ Κ Β με τις λαϊκές οργανώσεις κι από κει με τους Μαρξιστές αντάρτες. Οι λαϊκές οργανώσεις ήταν αυθεντικές αγροτικές οργανώσεις που έκφραζαν τις ελπίδες και τις διεκδικήσεις του λαού (π.χ. διοργάνωναν απεργίες και διαδηλώσεις για καλύτερα μεροκάματα και συνθήκες δουλειάς, προσδιορίζοντας και τον αριθμό των τορτίγιας (πίττες) και την ποσότητα των φ α σ ο λ ι ώ ν που έπρεπε να χορηγούνται στους εργάτες για τη διατροφή τους στο χ ώ ρ ο δουλειάς). Επίσης, τα μέλη των Χ Κ Β δεν αποχωρούσαν όταν οργανώνονταν στις λαϊκές οργανώσεις και συνέχιζαν να συμμετέχουν στις εβδομαδιαίες συναντήσεις και στη λειτουργία. Συχνά τα δυο είδη οργανώσεων αποτελούνταν από τους ίδιους ανθρώπους και ίσως να καθοδηγούνταν από τους ίδιους ηγέτες. Στα 1978 ο αρχιεπίσκοπος Ρομέρο έγραψε μια βαρυσήμαντη επιστολή με τίτλο " Η Εκκλησία και οι Λαϊκές Οργανώσεις", υποστηρίζοντας γενικά το δικαίωμα του λαού να συγκροτεί τέτοιου είδους οργανώσεις αλλά υποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι τα μέλη τους οφείλουν να αναγνωρίζουν και να τηρούν το διαχωρισμό ανάμεσα στις οργανώσεις αυτές και την εκκλησία. Το ίδιο το γεγονός ότι ο αρχιεπίσκοπος θεώρησε αναγκαίο να επισημάνει ro παραπάνω ζήτημα μάλλον δείχνει πως οι άνθρωποι στα χωριά έβλεπαν συχνά τη συμμετοχή τους στη Χ Κ Β και σε κάποια μαχητική οργάνωση σα να ήταν το ίδιο πράγμα. Και σίγουρα οι γαιοκτήμονες και οι στρατιωτικοί αντιμετώπιζαν την κατάσταση με ακριβώς αυτό το πνεύμα και στις αρχές του 1977 άρχισαν μια συστηματική επίθεση τόσο ενάντια στις λαϊκές οργανώσεις όσο και στο εκκλησιαστικό προσωπικό. Κάπου δώδεκα ιερείς και εκατοντάδες λαϊκοί που εργάζονταν για λογαριασμό της εκκλησίας δολοφονήθηκαν. Αυτή η εμπειρία ώθησε πολλούς ανθρώπους της εκκλησίας να ξεκινήσουν μια συστηματική καταγραφή των παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων γύρω στα 1978, και να προχωρήσουν αργότερα στην παροχή προστασίας και ανθρωπιστικής βοήθειας σε διωκόμενους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη βία είτε του επίσημου κράτους ή των ταγμάτων θανάτου. Ο ρόλος του αρχιεπίσκοπου Ρομέρο ήταν να εκφράζει αυτά που έβλεπε να συμβαίνουν στα χωριά καθώς και 43
τα όσα μάθαινε από τους ίδιους τους αγρότες. Στη Νικαράγουα οι Χ Κ Β συμμετείχαν στον αγώνα ενάντια στο Σομόζα. Ένας εκπρόσωπος των Σαντινίστας είπε ότι οι Χ Κ Β ήταν σαν "λατομεία" για το FSLN. To CEPA (Κέντρο Αγροτικής Εκπαίδευσης), ένα πρόγραμμα της εκκλησίας για την εκπαίδευση στελεχών στην ύπαιθρο, λειτούργησε τελικά σαν σύνδεσμος με τους Σαντινίστας και ήταν ο πυρήνας του ATC (Σύνδεσμος Εργατών Υπαίθρου), που σήμερα αποτελεί το επίσημο σωματείο των αγρεργατών της Νικαράγουα. Στη Γουατεμάλα η CUC (Επιτροπή για την Ενότητα των Αγροτών), η μεγαλύτερη μαχητική οργάνωση της αγροτιάς, ήταν προϊόν εκκλησιαστικής δουλειάς, ενώ η Επιτροπή Δικαιοσύνης και Ειρήνης ήταν ένα δίκτυο παστόρων που πολλοί από αυτούς δούλευαν μέσα στις Χ Κ Β . Τόσο η CUC όσο και η Επιτροπή Δικαιοσύνης και Ειρήνης συμμετείχαν σε συνασπισμούς της αντιπολίτευσης. 5 4. Η Βραζιλία αποτελεί παράδειγμα ενός άλλου πολιτικού πλαισίου, καθώς αναδύεται τώρα μέσα από την εμπειρία της πιο ακραίας καταπιεστικής στρατιωτικής δικτατορίας. Οι εκτιμήσεις για τις δυνατότητες του "δημοκρατικού ανοίγματος" διαφέρουν αλλά η σημερινή κατάσταση έχει επιφέρει μια αλλαγή για τις Χ Κ Β και την εκκλησία, που αποτελούσαν ουσιαστικά τη μοναδική φωνή δημόσιας κριτικής για το Βραζιλιάνικο μοντέλο ανάπτυξης και το ανθρώπινο κόστος του στα τελευταία 15 χρόνια, και τη μοναδική διέξοδο έκφρασης μιας έστω φιμωμένης δυσφορίας. Καθώς οι στρατηγοί επέτρεψαν κάποια φιλελευθεροποίηση, εμφανίζεται τώρα μια επιστροφή στην πολιτική ζωή. Πολλά από τα μέλη των Χ Κ Β υποστηρίζουν το ΡΤ (Εργατικό Κόμμα) και αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο της αυξανόμενης δύναμής του. Ά λ λ α μέλη τείνουν προς την πιο "ρεαλιστική" μορφή αντιπολίτευσης που προβάλλει το PMDB (Κόμμα του Δημοκρατικού Κινήματος Βραζιλίας). Ό μ ω ς κάποιοι άλλοι, ιδιαίτερα κάποιοι πάστορες, παραμένουν πεισμένοι ότι αυτού του είδους η πολιτική συμμετοχή έχει μικρή αξία και πως η μόνη ουσιαστική δουλειά γίνεται στη βάση — μια τοποθέτηση που έχει δεχθεί κριτική σαν ρομαντικός basismo ("βασισμός") γιατί αγνοεί το ζήτημα της κρατικής εξουσίας. Ό μ ω ς συνολικά οι ΧΚΒ έχουν διαφοροποιηθεί και ο άμεσος πολιτικός τους αντίκτυπος έχει μάλλον μειωθεί. 6 44
5. Τέλος, από τον Ιούλη του 1979 οι Χ Κ Β στη Νικαράγουα βρέθηκαν να λειτουργούν μέσα σε μια επαναστατική προσπάθεια να οικοδομηθεί μια νέα κοινωνία. (Στην Κούβα δεν υπάρχουν Χ Κ Β , γιατί εκεί η εκκλησιαστική δραστηριότητα περιορίζεται στις εκκλησίες και το Κουβανέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα ακολουθεί την " κ λ α σ ι κ ή " πολιτική, κυρίως γιατί η εκκλησία είχε λειτουργήσει σαν καταφύγιο για τους αντίπαλούς της επαναστάτες). Στη Νικαράγουα η ποιμαντική δουλειά των Χ Κ Β υποστηρίζουν την επαναστατική διαδικασία, την οποία θεωρούν σα μια (μερική) "μεσολάβηση" του Βασίλειου του Θεού. Αυτό δεν σημαίνει απόλυτη και άνευ όρων υποστήριξη του Μετώπου Σαντινίστα, αλλά οπωσδήποτε στην πράξη πρόκειται για μια ενεργή συνεργασία: πολλά μέλη των Χ Κ Β δουλεύουν δραστήρια στις μαζικές οργανώσεις, και μάλιστα υπάρχει μια τάση να επιλέγονται (με κοπτάτσια) τα λαϊκά στελέχη των Χ Κ Β για διάφορα πολιτικά καθήκοντα της επανάστασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται μια "λαϊκοποίηση" στο χ ώ ρ ο των Χ Κ Β καθώς μερικά από τα μέλη τους μετακινούνται από τη βιβλική-θρησκευτική κοσμοθεωρία προς τη Μαρξιστική, αλλά αυτό δεν αποτελεί τον κανόνα. Οι κατηγορίες ότι οι Χ Κ Β είναι δημιουργήματα και όργανα των Σαντινίστας και ότι αποτελούν μια " λ α ο κ ρ α τ ι κ ή ε κ κ λ η σ ί α " είναι τελείως ψευδείς. Η. υποστήριξη που παρέχουν στην επανάσταση έχει φέρει τις Χ Κ Β και τους πάστορές τους σε σύγκρουση με τους Καθολικούς αρχιεπίσκοπους της Νικαράγουα, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν τις ίδιες α π ό ψ α ς με τη Νικαραγουανή μπουρζουαζία. Α λ λ ά οι Χ Κ Β είναι αποφασισμένες να κρατήσουν αυτές ης συγκρούσεις μέσα στο "ενδοοικογενειακό" πλαίσιο της εκκλησίας και να αποφύγουν μια ολομέτωπη σύγκρουση εκκλησίαςεπανάστασης. Συμπεράσματα Οι Χ Κ Β στη Λατινική Αμερική σαν φαινόμενο αποτελούν μειοψ η φ ί α : γιατί πρόκειται μόνο για μια μειοψηφία ενοριών που χρησιμοποιούν την ποιμαντική μέθοδο των Χ Κ Β , και ακόμα κι εκεί μονάχα μια μειοψηφία του πληθυσμού συμμετέχει σ° αυτές. Για παράδειγμα, στο Αγκουιλάρες (στο Ελ Σαλβαδόρ) 45
μετά από τριαήμιαυ χρόνων εντατικής δουλειάς από μια με γάλη ομάδα Ιησουϊτών ο αριθμός εκείνων για τους οπο»ρι»α οι "καλύτεροι" λευκοί θεωρούν ότι κρατούν τη ζωή μας στα χέρια τους. Παρόλο, λοιπόν, που η διαμαρτυρία θα παίξει ένα ρόλο στις μελλοντικές μας ενέργειες, πρέπει να κατανοήσουμε ότι και η διαμαρτυρία είναι μια μορφή ικεσίας. Δεν πρόκειται, επαναλαμβάνω, να ικετεύσουμε. Η κύρια μορφή έκφρασής μας θα είναι η χειροπιαστή εκδήλωση της μαύρης φύσης μας. Ξανά και ξανά θα κάνουμε τη μαύρη φύση μας ορατή στον κόσμο. Δεν υπάρχουμε σε σχέση με τους λευκούς. Υπάρχουμε εμείς οι ίδιοι." 6 1R8
Η δικαιοσύνη του Θεού είναι το στήριγμα της μαύρης ανθρωπότητας. Ο ακούραστος ζήλος του Θεού για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων εμπνέει τον αγώνα για την ελευθερία των μαύρων. Παίρνουμε στα σοβαρά το μήνυμα της Βίβλου και το αποδεχόμαστε ανεπιφύλακτα — δηλαδή, έχουμε πίστη, π ι σ τ ε ύ ο υ μ ε στο Θεό, που είναι ελευθερωτής. Πιστεύουμε ότι ο Θεός απονέμει δικαιοσύνη, ότι ο Θεός σώζει τους φτωχούς, και ότι ο Θεός συντρίβει τον καταπιεστή (Ψαλμοί 72:4). Γνωρίζουμε ότι έχουμε κληθεί στην οδό της ελευθερίας, και ότι πρέπει να μείνουμε σταθεροί στην ελευθερία που έφερε σ" εμάς ο Χριστός. (Γαλ. 5:1) Η αληθινή ελευθερία δεν σημαίνει ποτέ φ υ γ ή από τον κόσμο και τα προβλήματά του, δεν σημαίνει ποτέ πως η μοναδική ενασχόληση του Χριστιανού οφείλει να είναι "οι ουρανοί". Χιλιάδες μαύροι στο παρελθόν υπέπεσαν σ' αυτό το σφάλμα — με την ενθάρρυνση, θα πρέπει να προσθέσουμε, των λευκών Χριστιανών. Η αληθινή ελευθερία δεν είναι απλώς η τέχνη της επιβίωσης. Αυτό αποτελεί ά λ λ η μια παγίδα για τους μαύρους. Οι μαύροι της Νότιας Αφρικής, τόσο στα λόγια όσο και στα έργα, έδιναν για πολλά χρόνια την εντύπωση ότι ήταν συνεργάσιμοι, απευθύνονταν ταπεινά στους λευκούς, τους αποκαλούσαν "μπάας" και "έλεγαν αυτά που ήθελαν ν' ακούνε οι λ ε υ κ ο ί " , δουλεύοντας αρμονικά με το σύστημα ώστε "να πάρουν από το σύστημα ό,τι μπορούσε να τους δώσει". Πίσω από τις πλάτες των λευκών, ωστόσο, οι μαύροι τους κορόιδευαν γιατί "οι λευκοί ήταν κουτοί". Πέρα από το ότι τούτο είναι επικίνδυνο, είναι και ανέντιμο, και οι ανέντιμοι άνθρωποι δεν είναι ποτέ ελεύθεροι. Η ελευθερία των μαύρων δεν θα πρέπει ποτέ να νοηθεί σαν ένα αντίγραφο του λευκού, αστικού ατομισμού. Οι πραγματικά ελεύθεροι είναι εκείνοι που κατανοούν ότι ο Θεός αποτελεί τη βάση και την εγγύηση της ελευθερίας τους. Και έτσι αντιμετωπίζουν κάθε περιορισμό της ελευθερίας σαν εξέγερση ενάντια στο Θεό. Επιπλέον υποστηρίζουν την υπόθεση των καταπιεσμένων και τον αγώνα τους για απελευθέρωση. Ξέρουν επίσης ότι η ελευθερία, όπως συμβαίνει και με τη δικαιοσύνη και την αγάπη, δεν είναι μια παθητική στάση. 159.
Είναι, αντίθετα, ένα κίνημα, μια πράξη. Ο Θεός ελευθερώνει τους ανθρώπους, όπως είπαμε πιο πάνω, ώστε να πραγματώσουν τη δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη μπορεί να μας κάνει αλληλέγγυους συνεταίρους γιατί η δικαιοσύνη υπηρετεί το shalom του Θεού και δημιουργεί μια αυθεντική κοινότητα. Στη σημερινή κατάσταση, δεν είμαστε αλληλέγγυοι συνεταίροι. Είμαστε εχθροί. Η δικαιοσύνη δεν λειτουργεί. Δωροδοκούμαστε από υποκατάστατα της δικαιοσύνης. Ανάμεσά μας η λέξη "συναδελφικότητα" σημαίνει "πάνω απ' όλα μη λες την αλήθεια". Και στο σημερινό κόσμο αν θέλει κανείς να είναι έντιμος και αληθινός Χριστιανός, πρέπει να πληρώσει το τίμημα. Και το τίμημα είναι διώξεις, βίαιος καταναγκασμός, εξοστρακισμός και εξορία. Γι' αυτό η θεολογία των μαύρων είναι απαραίτητη για να μπορέσουμε να εισχωρήσουμε στην καρδιά του ζητήματος και να συντρίψουμε όλες τις απάτες.
(....) Η θεολογία των Μαύρων, η Ταυτότητα των Μαύρων και το Μέλλον. Η θεολογία των μαύρων, όπως έχω ήδη αναφέρει, αναζητά μια βαθιά τομή ώστε να αποκαλύψει το αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο, το αυθεντικό ανθρώπινο ον. Και, ξανατονίζω, η δ ι κ ή μ α ς αυθεντική ανθρώπινη οντότητα συνίσταται ακριβώς στο ότι δημιουργηθήκαμε μαύροι. Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κατακτήσουμε καλύτερες ανθρώπινες σχέσεις αν οι λευκοί δεν μάθουν να αναγνωρίζουν τους μαύρους σαν μ α ύ ρ ο υ ς α ν θ ρ ώ π ο υ ς , και να δοθούν σ ' αυτούς σαν συνάνθρωποι. Ας διατυπώσουμε το ζήτημα καθαρά: όταν μιλάμε για την αποδοχή της μαύρηο φύσης μας, την αποδοχή της δημιουργίας μας ως μαύροι, αυτό δεν έχει τίποτα να κάνει με την "παραίτηση στη μοίρα μας". Σημαίνει ακριβώς αυτό που λέμε: αποδοχή της μαύρης φύσης μας, αποδοχή της δημιουργίας μας ως μαύροι. Τ ο μ α ύ ρ ο ε ί ν α ι ω ρ α ί ο . Μιλάμε για αναγέννηση, αναδημιουργία, για μια ανανέωση, μια επανεκτίμηση του εαυτού μας. Σε σχέση μ' αυτά η θεολογία των μαύρων χρησιμοποιεί τη φράση " α υ τ ο σ ε β α σ μ ό ς". Ορισμένοι το ερμηνεύουν αυτό σαν προτροπή να αγαπάμε το μαύρο και να μισούμε το λευκό. Δεν προτίθε160.
μαι να απολογηθώ γύρω απ" αυτό, γιατί δεν χρειάζεται να συζητάμε κάθε παραλογισμό των λευκών, αλλά επιθυμώ να πω ένα πράγμα: ο Ιησούς δεν προδιέγραψε ένα νόμο όταν έδωσε την εντολή να αγαπάς τον πλησίον σου " ω ς εαυτόν". Ξεκίνησε από ένα καθολικά αποδεκτό αξίωμα. Ο καθένας προσδίδει μεγάλη αξία στον εαυτό του. Ό λ ο ι θέλουν να ζήσουν μια ζωή με νόημα και αξία. Ό λ ο ι δρουν από μια ώθηση να συντηρήσουν τον εαυτό τους. Υπάρχουν, ωστόσο, συνθήκες όπου συντελείται μια τέτοια καταστροφή του εαυτού που ακόμα κι αυτή η θεμελιώδης αίσθηση χάνεται. Ένας άνθρωπος κάτω από ασφυκτική πίεση μπορεί να αποκτήσει μια συντριπτική περιφρόνηση για τον εαυτό του. Αυτό έλαχε στους μαύρους. Η δουλεία, η υποταγή τους στην κυριαρχία των άλλων, η πλήρης εξάρτηση, η έλλειψη νομίμων δικαιωμάτων και η θέση του ως ξένος είτε στη δική του γη είτε σε άλλη χώρα, οι διακρίσεις και οι εξευτελισμοί - όλα αυτά είχαν μια καταστροφική επίδραση στην πνευματική ζωή των μαύρων. Σε μια κοινωνία όπου κυρίαρχοι ήταν οι λευκοί, το "λευκό" ήταν η κορωνίδα του " κ α λ ο ύ " και το "μαύρο" ήταν το σύμβολο του ασήμαντου και τιποτένιου. Στην Αμερική, οι μαύροι δέχθηκαν μια επίθεση που κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά τις παραδόσεις τους και την ιστορία τους. Στη Νότια Αφρική λέγεται ότι οι μαύροι δεν είχαν ιστορία. Η Νότια Αφρική "γεννήθηκε" το 1652, και οι μόνες προϋπάρχουσες παραδόσεις που επιτρέπεται να συνεχίζουν τη λειτουργία τους είναι οι λεγόμενες "ακίνδυνες". Αυτό που οι λευκοί, συνειδητά ή ασυνείδητα, σκέφτονται για τους μαύρους δεν χρειάζεται να το επαναλάβουμε εδώ. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ είχε πει ότι στο "Θησαυρό Αγγλικών Λέξεων και Φράσεων" του Roger CRoget's Thesaurus of English Words and Phrases") ένα από τα πιο έγκυρα έργα της Αμερικάνικης λεξικογραφίας, υπάρχουν 120 συνώνυμα της λέξης "μαύρος" και τουλάχιστον 60 από αυτά είναι προσβλητικά. "Μαύρος" είναι ο "βρώμικος", "διαβολικός'', "οργισμένος" κλπ. Το ίδιο λεξικό περιέχει, από την άλλη μεριά, 134 συνώνυμα του "λευκός" και όλα είναι κόσμια και θετικά. Το κλασικό λεξικό Αγγλικής και Αφρικάανς (γλώσσα των Ολλανδικής καταγωγής αποίκων στη Ν. Αφρική) (Het Grooi Afrikaans/Engels) ακόμα διδάσκει τους μαθητές ότι η σωστή 161.
ερμηνεία του "μαύρου ανθρώπου" είναι swartnerf (μαύρη φλέβα) ή swartslang (μαύρο φίδι). Η τελευταία αυτή λέξη υποδηλώνει γενικά και τον όρο "ιθαγενείς". Επιπλέον σημειώνουμε ότι και τα μαύρα παιδιά πρέπει να χρησιμοποιήσουν το ίδιο λεξικό και να μάθουν ότι η αγγλική λέξη "τζέντλεμαν" {gentleman, κυριολεκτικά: "ευγενής άνδρας") μεταφράζεται στα αφρικάανς "λευκός άνδρας" [witman). Κι όταν, παραπέρα, βλέπεις ότι "ευγενής" ερμηνεύεται με λέξεις όπως "πολιτισμένος", "σεβάσμιος", "στοργικός" και "επιτήδειος", τότε τόσο η σημασία της λέξης όσο και η λειτουργία της γίνονται προφανείς. To Van Dale, το κλασικό Ολλανδικό λεξικό, κινείται στα ίδια χνάρια. Δεν είναι, λοιπόν, διόλου παράξενο που οι μαύροι έμαθαν να περιφρονούν τον εαυτό τους. Και δεν έχω αναφέρει σχεδόν τίποτα για τη συστηματική εξύψωση των λευκών και του εξευτελισμού των μαύρων που διαιωνίζονται από τους αναρίθμητους νόμους του απαρτχάιντ. Οι μαύροι Νοτιοαφρικάνοι στη σημερινή φάση αναζητούν την αληθινή τους ανθρώπινη οντότητα: μια "αποαποικιοποιημένη" ανθρώπινη ύπαρξη, ελεύθερη από το μολυσματικό μικρόβιο της ταπείνωσης και της περιφρόνησης. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι οι μαύροι αναπόφευκτα θα μισήσουν τους λευκούς. Απλώς σημαίνει ότι οι μαύροι δεν θα δεχτούν πια μια "αδελφότητα" όπου ο ένας αδελφός, ο μαύρος, πρέπει να είναι δούλος και ο άλλος, ο λευκός, πρέπει να είναι αφέντης. Μας φαίνεται απαράδεκτο να συνεχίζεται αυτή η υποκρισία κάτω από τη σημαία του "Χριστιανισμού". 'Οπως απαράδεκτη είναι και κάθε μορφή λευκής καταπίεσης. Δεν μπορούμε να τ' ανεχτούμε άλλο. Οι αξίες των λευκών θα πάψουν να θεωρούνται σαν το "ύψιστο αγαθό". Οι μαύροι θα πάψουν να μισούν τους εαυτούς τους κ^ι να ονειρεύονται να είχαν γεννηθεί λευκοί. Θα πάψουν να αυτοπροσδιορίζονται σύμφωνα με τα μέτρα κάποιων άλλων. Και θα προσχωρήσουν προς τη διατύπωση της αυθεντικής τους μαύρης φύσης μακριά από τη "νέγρικη" και '"μη-λευκή" σημερινή υπόστασή τους. Μ' αυτό τον τρόπο θα υποχρεώσουν τους λευκούς να δουν τους εαυτούς τους ως λευκούς και να αντιληφθούν τις συνέπειες αυτής της λευκότητας για τους άλλους. Αυτό είναι το νόημα του "αυτοσεβασμού" των μαύρων. Δεν θα μισήσουμε κανένα λευκό μόνο και μόνο επειδή είναι λευκός. Ό μ ω ς εφόσον θέλουν να είναι καταπιεστές 162.
δεν μπορούν να είναι ισότιμοι. Ας διαλέξουν οι ίδιοι. Εμείς πάντως θα ζήσουμ? δίχως ν' απολογούμαστε, δίχως να προσπαθούμε να μας παραχωρηθεί κάτι που μας ανήκει δικαιωματικά από τη γέννησή μας. Δεν έχουμε καμιά διάθεση να μισήσουμε τους λευκούς, θέλουμε απλώς να τους φερθούμε σαν ανθρώπινα όντα. Αν αυτό πανικοβάλει τους λευκούς, δικό τους το πρόβλημα. Η θεολογία των μαύρων επιθυμεί να αναγγείλει αυτό το μήνυμα της αυθεντικότητας στους λευκούς. Οι μέλλουσες γενεές μαύρων και λευκών ίσως να μη χρειαστεί να διδαχθούν και να εκφράσουν μια θεολογία που δεν είναι τίποτ' ά λ λ ο παρά μια προέκταση του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού ( R e u b e m Alves). Η θεολογία μας πρέπει να ασχοληθεί με αυθεντικά ζητήματα, με την πραγματική απελευθέρωση των αλύτρωτων. Στη δική μας θεολογία πρέπει όμως να περιοριστούμε σ ' αυτό που είναι πιο επιτακτικό και αυθεντικό... Σ ' αυτή την κατάσταση η θεολογία των μαύρων θέλει να συμμετάσχει αναλαμβάνοντας το ρόλο του υπηρέτη. Η θεολογία των μαύρων επιθυμεί να συνεργαστεί διατυπώνοντας επιτακτικά και αυθεντικά ερωτήματα δίχως καμιά βιασύνη και αγωνία. Μόνο μ ' αυτό τον τρόπο θα πραγματώσουμε την αυθεντική κοινότητα. Η μαύρη θεολογία επιθυμεί να βοηθήσει ώστε να ξαναγίνει λειτουργικό ό,τι ήταν άγιο στη Μαύρη Αφρική πολύ πριν εμφανιστούν οι λευκοί στο προσκήνιο, δηλαδή: ενότητα, αμοιβαίος σεβασμός, κοινότητα. Είναι αληθινά ανησυχητικό ότι το στοιχείο της κοινότητας απουσιάζει σ" όλη την ιστορική περίοδο που γνωριζόμαστε — δηλαδή, σ ' όλη την περίοδο που οι μαύροι βρίσκονται σε επαφή με τη Χριστιανική πίστη. Αυτή η κοινότητα δεν είναι ένα αγαθό διαθέσιμο στην αγορά για να το αδράχνεις όποτε σου έρχεται η όρεξη. Η κοινότητα βρίσκεται στο τέλος ενός δύσκολου δρόμου όπου φτάνεις μετά από πολλούς αγώνες και αμφιβολίες, που απαιτούν αμοιβαία εμπιστοσύνη και θάρρος. Για μας πρόκειται για το θάρρος του να είσαι μαύρος. Κι αυτή η κ α ν ό τη τα στο τέλος του δύσκολου δρόμου, δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν εσχατολογικό γεγονός, που έτσι κι αλλιώς σήμερα αποτελεί μια ακατανόητη χίμαιρα, αλλά σαν κάτι αληθινό, αληθινό όπως η ίδια η Αφρική. Υπάρχει μια πανάρχαια παροιμία στη γλώσσα των Τουμπούκα: Muntu rti munta cifukwa cabanyake — "Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος 163.
μόνο ζώντας και παλεύοντας για τους άλλους". Αυτός είναι ο στόχος προς τον οποίο θέλουμε να προχωρήσουμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 1. The Cape Times, 12-10-1973. 2. Ben Van Κ asm "Arbeid voor ongdovigen". J t heeft er niet (eweest te άβη, Apartheid in de pnktijk (Beam, 1973), a. 13. 3. Στο i&o, a. 8. 4. Pro Veritate, 2-1973. 5. Βλ. Rev. H. Snyder», Die Kerkbode, 16-12-1970. 6. Alan Small, "Backneaa vs. Nihilism", στο Μ. Motthabi, οιιμ. Esaaya on Back Theology (Johannesburg, 1972) σ.σ. 14-15.
164.
ΒΙ Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Ο Προτεστάντης θεολόγος John Cobb γράφει: "Το σημανηκότερο γεγονός στην εκκλησιαστική ιστορία του 20σύ αώνα ήταν η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού. Το μεγαλύτερο επίτευγμα που το γεγονός αυτό κατέστησε δυνατό ήταν η εμφάνιση της θεολογίας της απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική. Μ' αυτό το γεγονός και μ' αυτό το επίτευγμα η ελευθερία κέρδισε μια μεγάλη νίκη." Και πραγματικά οι Λατινοαμερικάνοι αποτελούν τη θεολογική πρωτοπορία εδώ κ α πάνω από μια δεκαετία. Ο πρύτανης των Λαηνο