Ο ΡΟΑΛΝΤ ΝΤΑΛ είναι ένας από τους γνωστότερους σύγ χρονους Άγγλους πεζογρά φους. Γεννήθηκε στην Ουαλία το 1916 και πέθανε το 1990. Ά ρ χ ι σ ε τη σ τ α δ ι ο δ ρ ο μ ί α του γράφοντας διηγήματα για με γάλους, αλλά πάντα τόνιζε ότι τα παιδικά βιβλία του έδιναν μεγαλύτερη ικα νοποίηση. «Είναι πιο δύσκολο να γράφεις για παιδιά», έλεγε, «γιατί πιο δύσκολα κρατάς την προσοχή τους. Ό τ α ν όμως τα καταφέρεις, η χα ρά είναι μεγάλη». Ο Ρόαλντ Νταλ σίγουρα τα κατάφερε, γιατί τα βιβλία του -γεμάτα χιούμορ και φ α ν τ α σ ί α - έχουν μεταφραστεί σε πολλές γ λ ώ σ σ ε ς κι έχουν κατακτήσει εκατομμύρια παι διά. Στις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν και άλλα βιβλία του συγγραφέα: Ο ΤΣΑΡΛΙ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΑΣ, ΜΑΤΙΛΝΤΑ. ΟΙ ΜΑΓΙΣΣΕΣ, ΜΦΓ - Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΦΙΛΙ ΚΟΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ, ΟΙ ΒΛΑΚΕΝΤΙΟΙ - ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥΡΓΟ ΦΑΡΜΑΚΟ, Ο ΑΠΙΘΑΝΟΣ Κος ΦΟΞ ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΔΑΧΤΥΛΟ, Ο ΤΖΙΜΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΙΓΑΝΤΟΡΟΔΑΚΙΝΟ, ΝΤΑΝΙ - Ο ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ και, για μεγαλύτερους αναγνώστες, Η ΥΠΕ ΡΟΧΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΕΝΡΙ ΣΟΥΓΚΑΡ.
ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΜΙΚΡΟΙ ΜΟΥ ΦΙΛΟΙ, Είναι μεγάλη η χαρά μου που θα γνωριστού με μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Θ έ λ ω να σας ο μ ο λ ο γ ή σ ω πως όταν τελειώ νω το γράψιμο ε ν ό ς βιβλίου ν ι ώ θ ω μεγάλη αγωνία αν θα σας αρέσει, αν η ιστορία του θα μιλήσει στην ψυχή σας και θα σας κάνει να γελάσετε. Το βιβλίο αυτό είναι γεμάτο... σο κολάτες και ζαχαρωτά και πεντανόστιμα γλυ κά. Είμαι σ ί γ ο υ ρ ο ς ότι λατρεύετε τις σ ο κ ο λάτες, όπως όλοι μας. Ακολουθήστε τους πέντε φ ί λ ο υ ς σ τ ο ε ρ γ ο σ τ ά σ ι ο σ ο κ ο λ ά τ α ς του κυ ρίου Βόνκα και θα δείτε ότι πίσω από τα μυ στηριώδη μηχανήματα κρύβονται ακόμη πιο μυστηριώδεις εργάτες. Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας το αγαπώ πολύ, ό π ω ς και όλα τα βιβλία μου άλ λωστε. Ελπίζω π ω ς θα σας αρέσει και θα θε λήσετε να το χαρίσετε στους φίλους σας.
ΚΑΛΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ! Φιλικά Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Τίτλος πρωτοτύπου: CHARLIE AND THE CHOCOLATE FACTORY Α π ό τις Εκδόσεις GEORGE ALLEN & UNWIN, ΗΠΑ, 1964 Τίτλος Βιβλίου:
Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας
Ρόαλντ Νταλ
Συγγραφέας: R o a l d Dahl Μειάφραση: Τζένια Καββαδία Εικονογράφηση: Εύη Τ σ α κ ν ι ά Γραφικές Τέχνες: Δ. Τ ο υ μ α ζ ά τ ο ς & Σ Ο.Ε. ΙΑ
Εκτύπωση: Άγγελος Ελεύθερος
© Roald Dahl, 1964 © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα, 1998 © Εξωφύλλου: ΤΜ & © Warner Bros. Entertainment Inc. (s05) Πρώτη έκδοση: 1981 Ό γ δ ο η ανατύπωση: Οκτώβριος 2005
ISBN 960-7020-01-4 Τυπώθηκε σε χαρτί ελεύθερο χημικών ουσιών χλωρίου και φιλικό προς το περιβάλλον. Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθω ση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλε κτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. Μαυρομιχάλη 1 106 79 Αθήνα Τηλ.: 2103302234-6 Telefax: 2103302098 http://www.psichogios.gr e-mail:
[email protected] PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A. 1, Mavromichali Str. 106 79 Athens - Greece Tel.: 2103302234-6 Telefax: 2103302098 http://www.psichogios.gr e-mail:
[email protected] Μετάφραση: Τζένια
Καββαδία
Εικονογράφηση: Εύη Τσακνιά
ΟΓΔΟΗ ΑΝΑΤΥΠΩΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Τ ώ ρ α σας παρουσιάζουμε τον Τσάρλι 11 Η σοκολατοποιία του κυρίου Βίλι Βόνκα 17 Ο κύριος Βόνκα και ο Ινδός πρίγκιπας 23 Οι μυστηριώδεις εργάτες 27 Τα χρυσά δελτία 31 Οι δύο πρώτοι τυχεροί 34 Τα γενέθλια του Τσάρλι 40 Βρέθηκαν ακόμα δυο δελτία 43 Ο παππούς Τ ζ ο τα παίζει όλα για όλα 48 Η οικογένεια αρχίζει να πεθαίνει της πείνας 51 Το θαύμα 57 Τι ήταν γραμμένο πάνω στο χρυσό δελτίο 62 Έφτασε η μεγάλη μέρα 69 Ο κύριος Βίλι Βόνκα 72 Η αίθουσα της σοκολάτας 80 Οι Ούμπα-Λούμπα 86 Ο Αύγουστος Γκλουπ παγιδεύεται στο σωλήνα .. 90 Κατεβαίνοντας το σοκολατένιο ποτάμι 99 Αίθουσα εφευρέσεων — Ζαχαρωτά που δεν λιώ νουν — Καραμέλες για τα μαλλιά 105 Η μεγάλη μηχανή τσίχλας 110 Αντίο Βιολέτα 113 Διασχίζοντας τους διαδρόμους 122 Ζαχαρωτά τετράγωνα που φαίνονται στρογγυλά . 127 Η Βερούκα στο δωμάτιο με τα καρύδια 130
Ο μεγάλος γυάλινος ανελκυστήρας Η αίθουσα της τηλεοπτικής σοκολάτας Ο Μάικ Τιβί γίνεται τηλεοπτική εκπομπή Μόνο ο Τσάρλι μένει Τα άλλα παιδιά γυρίζουν στα σπίτια τους Η σοκολατοποιία του Τσάρλι
140 147 154 165 171 175
Γνωρίστε τα πέντε παιδιά του βιβλίου: ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΓΚΛΟΥΠ Ένα μικρό αγόρι πολύ λαίμαργο ΒΕΡΟΥΚΑ ΣΟΛΤ Ένα κορίτσι χαλασμένο απ' τους γονείς του ΒΙΟΛΕΤΑ ΜΠΟΡΕΓΚΑΡ Ένα κορίτσι που περνά τις μέρες του μασώντας τσίχλα ΜΑΪΚ ΤΙΒΙ Ένα αγόρι που δεν ξεκολλά απ' την τηλεόραση και ο ΤΣΑΡΛΙ ΜΠΑΚΕΤ Ο ήρωάς μας
9
ΤΩΡΑ ΣΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΤΣΑΡΛΙ Αυτοί οι δύο ηλικιωμένοι άνθρωποι είναι ο πατέρας και η μητέρα του κυρίου Μπάκετ. Τ' όνομά τους: παπ πούς Τ ζ ο και γιαγιά Ζοζεφίνα.
Και αυτοί οι δυο άλλοι πολύ ηλικιωμένοι άνθρωποι είναι ο πατέρας και η μητέρα της κυρίας Μπάκετ. Τ' ό νομά τους: παππούς Τζορτζ και γιαγιά Τζορτζίνα.
11
Αυτός είναι ο κύριος Μπάκετ. Αυτή είναι η κυρία Μπάκετ. Ο κύριος και η κυρία Μπάκετ έχουν ένα αγόρι που το Λένε Τσάρλι Μπάκετ. Αυτός είναι ο Τσάρλι.
Καλημέρα Τσάρλι. Καλημέρα και πάλι καλημέρα. Χαίρεται πολύ για τη γνωριμία σας. Ό λ η αυτή η οικογένεια — τα έξι μεγάλα πρόσωπα (μετρήστε τα) και ο μικρός Τσάρλι Μπάκετ — ζούσε μο νιασμένη σ' ένα σπιτάκι ξύλινο, στις παρυφές μιας με γάλης πόλης. Το σπιτάκι παραήταν μικρό για να στεγάζει τόσο 12
κόσμο κι η ζ ω ή κάθε άλλο παρά άνετη ήταν εκεί μέσα. Δ ύ ο μονάχα δωμάτια, ένα κρεβάτι όλο κι όλο. Αυτό το κρεβάτι το είχαν οι τέσσερις παππούδες, τόσο γέροι, τόσο κουρασμένοι! Τ ό σ ο κουρασμένοι, που ποτέ δεν σηκώνονταν από κει! Στην απάνω μεριά, ο παππούς Τ ζ ο κι η γιαγιά Ζοζεφίνα. Στην κάτω μεριά, ο παππούς Τζορτζ κι η γιαγιά Τζορτζίνα. Ο Τσάρλι Μπάκετ και οι γονείς του — ο κύριος και η κυρία Μπάκετ — κοιμόνταν στο άλλο δωμάτιο κατα γής, πάνω σε στρώματα. Και καλά το καλοκαίρι, δεν υ πήρχε πρόβλημα. Μα τον χειμώνα, ρεύματα από πα γωμένο αέρα σαρώνανε το πάτωμα όλη νύχτα. Κι αυτό ήταν τρομερό. Ούτε κουβέντα, βέβαια, για ν' αγορα στεί άλλο σπίτι πιο βολικό ούτε καν ένα δεύτερο κρε βάτι. Ή τ α ν θεόφτωχοι. Απ' όλη την οικογένεια μόνον ο κύριος Μπάκετ ερ γαζόταν σ' ένα εργοστάσιο οδοντόπαστας. Καθισμένος σ' έναν πάγκο, βίδωνε ολημερίς τα καπάκια στα σωλη νάρια. Αλλά ένας βιδωτής για βουλώματα οδοντόπαστας είναι πάντα πολύ κακοπληρωμένος κι ο κακομοίρης ο 13
κύριος Μπάκετ, ό σ ο και αν δούλευε σκληρά και βίδω νε ολοταχώς τα καπάκια, ποτέ δεν κατάφερνε να κερ δίσει ούτε τα μισά απ' όσα χρειαζόταν μια τόσο μεγάλη φαμίλια. Ούτε για ένα κανονικό φαγητό δεν έφταναν αυτά που κέρδιζε. Ψωμί μονάχα και μαργαρίνη τρώγα νε για πρωινό, πατάτες βραστές και λάχανο για μεση μέρι και πάλι σούπα με λάχανο για το βράδυ. Την Κυ ριακή τρώγανε κάπως καλύτερα. Γι' αυτό περιμένανε την Κυριακή ανυπόμονα. Γιατί αυτή τη μέρα, μόλο που το φαγητό ήταν ακριβώς το ίδιο, μπορούσε ο καθένας να πάρει και δεύτερη μερίδα. Βέβαια, οι Μπάκετ δεν πέθαιναν της πείνας, όμως όλοι τους — οι δυο παππούδες, οι δυο γιαγιάδες, ο πα τέρας του Τσάρλι, η μητέρα του Τσάρλι και περισσότε ρο ο ίδιος ο Τσάρλι - πηγαινοέρχονταν απ' το πρωί ως το βράδυ νιώθοντας κάτι κούφιο μέσα στο στομάχι τους. Και πιο δυνατά το 'νιωθε ο Τσάρλι. Μόλο που οι γονείς του στερούνταν συχνά το με σημεριανό ή το βραδινό τους για να του δώσουν και τη δική τους μερίδα, πάλι ήταν λίγο για ένα αγόρι πάνω στην ανάπτυξη. Ζητούσε απελπισμένα κάτι πιο θρεπτικό και πιο ευ χάριστο από λάχανο και λαχανόσουπα. Κι αυτό που λαχταρούσε πάνω απ' όλα ήτανε... ΣΟΚΟΛΑΤΑ! Πηγαίνοντας στο σχολείο κάθε πρωί, ο Τσάρλι κοιτούσε τις μεγάλες πλάκες σοκολάτας μέσα στις βι τρίνες. Σταματούσε τότε με μάτια ορθάνοιχτα, κολλού σε τη μύτη του στο τζάμι και τρέχανε τα σάλια του. Πολ λές φορές τη μέρα έβλεπε τ' άλλα παιδιά να βγάζουν από τις τσέπες τους πλάκες αφράτης σοκολάτας για να τις τραγανίσουν με απληστία. Κι αυτό, φυσικά, ήταν για κείνον ένα σωστό βασανιστήριο. Μια φορά τον χρόνο μονάχα, όταν είχε τα γενέ θλια του, ο Τσάρλι Μπάκετ είχε δικαίωμα να φάει λίγη
14
σοκολάτα. Ό λ η η οικογένεια έκανε οικονομίες πριν απ' αυτή την εξαιρετική γιορτή κι όταν έφτανε η μεγάλη μέρα, πρόσφεραν στον Τσάρλι μια μικρή πλάκα σοκο λάτα ολοδική του. Και κάθε χρόνο, εκείνο το θαυμάσιο πρωί των γε νεθλίων, τοποθετούσε προσεχτικά την πλάκα μέσα σ' ένα μικρό ξύλινο κιβωτιάκι για να τη φυλάξει σαν ένα πολύτιμο κομμάτι ατόφιο χρυσάφι. Κι ύστερα, για μερι κές μέρες, του έφτανε να την καμαρώνει δίχως να τολ μά να την αγγίξει. Τέλος, όταν δεν άντεχε άλλο πια, έσκιζε ένα τοσοδά κομματάκι σοκολάτα. Ύστερα έπαιρνε μια τοσηδά μπουκίτσα, όση χρειαζόταν για να νιώσει την ωραία γλυκιά γεύση ν' απλώνεται πάνω στη γλώσσα του. Την άλλη μέρα τραγάνιζε άλλη μια τοσηδά μπουκίτσα και πάλι και πάλι. Κι έτσι ο Τσάρλι διατηρούσε πάνω από μήνα αυτό το πολύτιμο δ ώ ρ ο των γενεθλίων, που ήταν μια μικρή πλάκα σοκολάτα της δραχμής. Μα δ ε ν σας είπα ακόμα π ήταν αυτό που βασάνιζε πάνω απ' όλα τον Τσάρλι που τρελαινόταν για σοκο λάτα. Κι αυτό το βασανιστήριο ήταν πολύ χειρότερο από το να βλέπει πλάκες σοκολάτας στις βιτρίνες ή τα παιδιά να τραγανίζουν τα ζαχαρωτά τους μπροστά στα μάτια του. Δ ε ν μπορείτε να φανταστείτε πιο τρομερό μαρτύριο! Μέσα στην πόλη και πολύ κοντά στο σπίτι του Τσάρλι βρισκόταν μια ΠΕΛΩΡΙΑ ΣΟΚΟΛΑΤΟΠΟΙΙΑ! Φανταστείτε το λιγάκι! Και δεν ήταν, τουλάχιστο, μια συνηθισμένη σοκο λατοποιία. Ή τ α ν η πιο σπουδαία και η πιο φημισμένη σ' ό λ ο τον κόσμο! Ή τ α ν η ΣΟΚΟΛΑΤΟΠΟΙΙΑ ΒΟΝΚΑ, ιδιοκτησία ενός κυρίου που λεγόταν Βίλι Βόνκα, του μεγαλύτερου εφευρέτη και παρασκευαστή σοκολάτας ό λ ω ν των αιώνων! Και τι θαυμάσιο μέρος, μαγικό!
15
Μεγάλες σιδερένιες πόρτες, ένας ψηλός κυκλικός τοίχος, καμινάδες που βγάζανε πυκνούς καπνούς, σφυρίγματα παράξενα που φτάνανε απ' το βάθος του χτιρίου. Κι απέξω, γ ύ ρ ω από τους τοίχους και σε από σταση ενός περίπου χιλιομέτρου, ο αέρας μοσχοβο λούσε με μια πλούσια μυρωδιά, μεθυστική, λιωμένης σοκολάτας! Δ υ ο φορές τη μέρα — όταν πήγαινε στο σχολείο κι όταν γύριζε - ο μικρός Τσάρλι Μπάκετ περνούσε μπροστά απ' τις πόρτες της σοκολατοποιίας. Και σ' αυ τό το σημείο άρχιζε πάντα να περπατά πολύ αργά, με τη μύτη ψηλά, για ν' αναπνέει καλύτερα αυτή τη γλυκιά μυρωδιά σοκολάτας που γέμιζε τον αέρα. Αχ, πόσο λάτρευε αυτή τη μυρωδιά! Και πόσο ονει ρευόταν να κάνει μια βόλτα στο εσωτερικό της σοκολα τοποιίας για να δει με π έμοιαζε άραγε!
Η ΣΟΚΟΛΑΤΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΒΙΛΙ ΒΟΝΚΑ Κάθε βράδυ, μόλις τελείωνε τη λαχανόσουπά του — σκέτο νεροζούμι — ο Τσάρλι πήγαινε πάντα στο δ ω μάτιο των παππούδων και των γιαγιάδων του για να α κούσει τις ιστορίες τους και να τους πει καληνύχτα. Ο καθένας τους είχε περάσει τα ενενήντα. Ήτανε ρυτιδιασμένοι σαν ξερά δαμάσκηνα, κοκαλιάρηδες σαν σκελετοί κι όλη τη μέρα, ώσπου να παρουσιαστεί ο Τσάρλι, έμεναν κουκουλωμένοι μέσα στο μοναδικό κρεβάτι τους, δυο στο πάνω μέρος, δυο στο κάτω, φο ρώντας τα σκουφιά της νύχτας για να ζεσταίνεται το κε-
φάλι τους. Έτσι περνούσαν τη ζ ω ή τους χωρίς να κά νουν το παραμικρό. Μα μόλις άκουγαν την πόρτα ν' ανοίγει και τον Τσάρλι να τους Λέει: «Καλησπέρα παππού Τ ζ ο και για γιά Ζοζεφίνα, καλησπέρα παππού Τζορτζ και γιαγιά Τζορτζίνα» κι οι τέσσερις ανασηκώνονταν πάνω στο κρεβάτι τους, τα γέρικα ρυτιδιασμένα πρόσωπα του χα μογελούσαν φέγγοντας από ευχαρίστηση κι άρχιζαν να του διηγούνται ιστορίες. Γιατί το αγαπούσαν πολύ το εγγόνι τους. Ή τ α ν η μοναδική τους χαρά κι όλη τη μέ ρα ζούσαν με την προσμονή της επίσκεψής του. Κάποτε τον ακολουθούσαν κι οι γονείς του κι όρ θιοι μπροστά στην πόρτα άκουγαν κι αυτοί τις ιστορίες των παππούδων. Έτσι, κάθε βράδυ, για μισή ώρα πε ρίπου, το δωμάτιο γινόταν ένας χαρούμενος τόπος κι όλη η οικογένεια ξεχνούσε την πείνα και τη μιζέρια. Κάποιο βράδυ, όταν είδε τους παππούδες του, ο Τσάρλι τους ρώτησε: — Αλήθεια είναι ότι η Σοκολατοποιία Βόνκα είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο; — Αλήθεια, λέει; φώναξαν όλοι μαζί. Και βέβαια είναι αλήθεια. Για όνομα του Θεού, δ ε ν το ήξερες; Εί ναι περίπου πενήντα φορές μεγαλύτερη απ' όλες τις άλλες! — Και είναι αλήθεια πως ο κύριος Βίλι Βόνκα είναι ο πιο έξυπνος απ' όλους τους παρασκευαστές σοκολάτας; — Αγόρι μου, είπε ο παππούς Τ ζ ο καθώς αναση κωνόταν πάνω στο μαξιλάρι του, ο πιο θαυμάσιος, ο πιο παράξενος που γνώρισε ποτέ ο κόσμος! Νόμιζα πως δεν ήταν άνθρωπος στη Γη που να μην το ξέρει. — Το ήξερα πως είναι πολύ ξακουσμένος, παππού Τ ζ ο κι ακόμα ήξερα πως είναι πολύ έξυπνος. — Μόνο έξυπνος! είπε ο γέροντας. Είναι πολύ πα ραπάνω! Είναι ένας μάγος της σοκολάτας. Ξέρει να
18
κάνει τα πάντα, ό,τι θελήσει! Έτσι δ ε ν είναι φίλοι μου; Οι άλλοι τρεις γέροι κούνησαν σιγά το κεφάλι τους λέγοντας: — Αυτή είναι η αλήθεια. Αυτή είναι πραγματικά η αλήθεια. Και ο παππούς Τ ζ ο είπε τότε: — Θες να πεις πως ποτέ δεν σου μίλησα για τον κύριο Βίλι Βόνκα και τη σοκολατοποιία του; — Ποτέ, απάντησε ο Τσάρλι. — Για όνομα του Θεού! Μα πού είχα το μυαλό μου; — Πες τα τώρα, παππού Τ ζ ο , κάνε μου αυτή τη χάρη. — Και βέβαια, έλα να κάτσεις κοντά μου στο κρε βάτι, παιδάκι μου και άκουγε προσεχτικά. 19
— Έτσι είναι, αγαπητή μου. Προμηθεύει όλους τους βασιλιάδες και τους προέδρους όλου του κόσμου. Δ ε ν κάνει όμως μονάχα σοκολάτες... Θεέ μου, πόσα κάνει!! Και τι δεν κατεβάζει το κεφάλι του! Το ξέρεις πως ανακάλυψε ένα μυστικό που κάνει το παγωτό σ ο κολάτα να μένει παγωμένο ώρες ολόκληρες δίχως να χρειάζεται να μπει στο ψυγείο; Ακόμα και στον ήλιο αν τ' αφήσεις ό λ ο το πρωινό, μια πολύ ζεστή μέρα, δεν θα λιώσει!
Ο παππούς Τ ζ ο ήταν ο γεροντότερος από τους τέσ σερις παππούδες. Ή τ α ν ενενήντα έξι και μισό και είναι πολύ σπάνιο να συναντήσεις πιο γέρο απ' αυτόν. Ό πως όλοι οι πολύ ηλικιωμένοι, δεν μιλούσε. Αλλά το βράδυ, μπροστά στον Τσάρλι, το αγαπημένο του εγ γόνι, έμοιαζε να ξανανιώνει σαν από θαύμα. Κάθε κούραση εξαφανιζόταν και γινόταν ό λ ο κίνηση και ζωντάνια, σαν ν έ ο παλικάρι. — Τι άνθρωπος, αλήθεια, αυτός ο κύριος Βίλι Βόν κα! είπε ο παππούς Τζο. Το ξέρεις ότι ανακάλυψε μο νάχος του πάνω από διακόσιες ποικιλίες σοκολάτας, καθεμία με διαφορετική γέμιση! Ά λ λ η περισσότερο παχιά, άλλη περισσότερο γλυκιά κι όλες, η μια πιο νό στιμη απ' την άλλη. Καμιά άλλη σοκολατοποιία δεν μπορεί να τον φτάσει! — Αυτή είναι η αλήθεια, είπε η γιαγιά Ζοζεφίνα. Και κάνει εξαγωγή σ' όλες τις χώρες του κόσμου! Έτσι δεν είναι παππού Τζο; 20
— Μ' αυτό είναι απίστευτο! είπε ο μικρός Τσάρλι κοιτάζοντας τον παππού του μ' ορθάνοιχτα μάτια. — Και βέβαια είναι απίστευτο, πρόσθεσε ο παπ πούς Τζο. Είναι, μάλιστα, εντελώς ανεξήγητο. Κι όμως, ο κύριος Βίλι Βόνκα το κατορθώνει! — Σωστά, είπαν και οι άλλοι κουνώντας το κεφάλι τους. Ο κύριος Βόνκα το κατάφερε. — Και μόνον αυτό; συνέχισε ο παππούς Τ ζ ο μιλώ ντας πολύ αργά για να μη χάσει ο Τσάρλι λέξη από αυτά που έλεγε. Ο κύριος Βίλι Βόνκα ξέρει να κάνει παστίλιες από αλταία* με γεύση βιολέτας και καραμέλες μαλακιές που όταν τις πιπιλίζεις αλλάζουν χρώμα κάθε δέκα δευτε ρόλεπτα και πανάλαφρα ζαχαρωτά που λιώνουν μόλις τα βάλεις στο στόμα σου. Φτιάχνει κι ένα είδος τσίχλας που δεν χάνει ποτέ τη γεύση της και μπαλόνια από ζύμη φρούτων που γίνονται πελώρια όταν τα φουσκώσεις κι ύστερα τα τρυπάς με μια καρφίτσα και τα καταπίνεις. Ύ στερα, έχει ένα μυστικό τρόπο για να φτιάχνει αυγά που λιού, γαλάζια με μαύρες πιτσίλες, που όταν βάζεις ένα από αυτά στο στόμα μικραίνει, μικραίνει, ώσπου μένει ένα τοσοδούλι ζαχαρένιο κλωσοπουλάκι ροζ πάνω στην άκρη της γλώσσας. *
Έ ν α φυτό της οικογένειας της μολόχας. Τ ο ν πολτό από τη ρίζα του χρησιμοποιούσαν στη ζαχαροπλαστική.
21
Ο παππούς Τ ζ ο σώπασε μια στιγμή για να γλείψει τα χείλη του. — Μόνο που το σκέφτομαι, είπε, μου τρέχουν τα σάλια... — Και μένα το ίδιο! είπε ο Τσάρλι, Μα, σε παρακα λώ, συνέχισε. Ενώ μιλούσαν, ο κύριος και η κυρία Μπάκετ, οι γο νείς του Τσάρλι, είχαν μπει στις μύτες των ποδιών. Και οι δυο στέκονταν κοντά στην πόρτα κι άκουγαν. — Διηγήσου στον Τσάρλι την ιστορία εκείνου του τρελού Ινδού πρίγκιπα, είπε η γιαγιά Ζοζεφίνα, θα του αρέσει πολύ. — Θες να πεις τον πρίγκιπα Ποντίσερι, είπε ο παπ πούς Τ ζ ο κι έβαλε τα γέλια. — Τ ο υ 'χε στρίψει για καλά, είπε ο παππούς Τζορτζ. — Ήταν, όμως, πολύ πλούσιος, είπε η γιαγιά Τζορ τζίνα. — Τι έκαμε; ρώτησε ανυπόμονα ο Τσάρλι. — Θα το μάθεις, είπε ο παππούς Τζο, άνοιξε καλά τ' αυτιά σου.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΒΟΝΚΑ ΚΙ Ο ΙΝΔΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ — Ο πρίγκιπας Ποντίσερι έγραψε στον κύριο Βίλι Βόνκα, είπε ο παππούς Τζο, για να του ζητήσει να πάει αμέσως στην Ινδία και να του χτίσει ένα απέραντο πα λάτι, όλο από σοκολάτα. — Κι ο κύριος Βόνκα το έχτισε, παππού; — Το έχτισε. Και τι παλάτι! Είχε κάπου εκατό δ ω μάτια. Και τα πάντα εκεί μέσα ήταν από σοκολάτα, αλ λού ανοιχτόχρωμη και αλλού σκούρα! Τα τούβλα ήταν από σοκολάτα, το τσιμέντο που τα στερέωνε από σοκο λάτα, τα παράθυρα ήταν από σοκολάτα, όλοι οι τοίχοι, όλα τα ταβάνια από σοκολάτα κι αυτά, καθώς και τα χα λιά, οι πίνακες, τα έπιπλα και τα κρεβάτια. Κι όταν άνοι γε κανείς τις βρύσες στα μπάνια, έτρεχε σοκολάτα ζε στή. Όταν όλη η εργασία τελείωσε, ο κύριος Βόνκα είπε στον πρίγκιπα Ποντίσερι: «Σας ειδοποιώ πως όλο αυτό το κτίριο κινδυνεύει να μη διατηρηθεί για μεγάλο διάστημα και θα ήταν φρόνιμο να το φάτε αρκετά σύ ντομα». «Ανοησίες», βροντοφώναξε ο πρίγκιπας. « Δ ε ν πρόκειται να φ ά ω το παλάτι μου! Ούτε καν τη σκάλα θα γριτσανίσω ούτε καν θα γλείψω τους τοίχους! Θα ε γκατασταθώ μέσα σ' αυτό!» Αλλά ο κύριος Βόνκα βγήκε αληθινός γιατί σε λίγο καιρό ήρθε μια μεγάλη ζέστη. Ο ήλιος έκαιγε σαν κα23
μίνι κι όλο το παλάτι άρχισε να Λιώνει κι ύστερα λίγολίγο να γκρεμίζεται. Κι αυτός ο τρελός πρίγκιπας, που λαγοκοιμόταν μέσα στο καθιστικό δωμάτιο, ξύπνησε κάποια φορά και βρέθηκε να πλέει στη μέση μιας με γάλης λίμνης καφετιάς και πηχτής, μιας λίμνης από σο κολάτα. Καθισμένος ήσυχα-ήσυχα στην άκρη του κρεβα τιού, ο μικρός Τσάρλι είχε τα μάτια στυλωμένα στον παππού του. Το πρόσωπό του ήταν ολοφώτιστο και τα μάτια του τόσο ορθάνοιχτα, που έβλεπες ολόγυρα το α σπράδι. — Ό λ ' αυτά είναι αλήθεια; ρώτησε. Ή μήπως με δουλεύεις; — Και βέβαια είναι αλήθεια, φ ώ ν α ξ α ν όλοι μαζί οι τέσσερις γέροι. Ρώτησε όποιον θέλεις. — Και να 'ταν αυτό μόνο! είπε ο παππούς Τζο. 24
Έσκυψε πιο κοντά στον Τσάρλι και χαμήλωσε τη φ ω ν ή για να του ψιθυρίσει εμπιστευτικά: — Κανείς... δεν βγαίνει από εκεί μέσα... ποτέ! — Από πού μέσα; ρώτησε ο Τσάρλι. — Και κανείς... δεν μπαίνει μέσα... ποτέ! — Μέσα πού; φώναξε ο Τσάρλι. — Μιλάω για το εργοστάσιο σοκολάτας Βόνκα, κα τάλαβες; — Και τι θες να πεις, παππού; — Θ έ λ ω να πω για τους εργάτες, Τσάρλι. — Εργάτες; — Ό λ α τα εργοστάσια, είπε ο παππούς Τζο, έχουν εργάτες που έρχονται όλοι την ίδια ώρα το πρωί και φεύγουν το βράδυ. Ό λ α , εκτός απ' το εργοστάσιο σ ο κολάτας Βόνκα. Είδες εσύ ποτέ να μπαίνει κανένας ε κεί μέσα ή να βγαίνει; Ο μικρός Τσάρλι έριξε μια ερωτηματική ματιά στα τέσσερα γέρικα πρόσωπα γύρω-γύρω κι όλα αποκρί θηκαν στη ματιά του σοβαρά και γελαστά μαζί. Κανείς δεν έμοιαζε ν' αστειεύεται ή να τον κοροϊδεύει. — Λοιπόν; Έχεις δει εσύ κανέναν; ρώτησε ο παπ πούς Τζο. — Δεν... δεν ξέρω παππού, είπε μπερδεμένος ο Τσάρλι. Ό τ α ν περνάω απέξω απ' το εργοστάσιο οι πόρτες είναι κλειστές. — Ακριβώς, είπε ο παππούς. — Μα πρέπει να υπάρχουν μέσα άνθρωποι που δουλεύουν. — Ό χ ι άνθρωποι, Τσάρλι. Ή τουλάχιστον, όχι άν θρωποι συνηθισμένοι. — Αλλά ποιος λοιπόν; — Α! Να που φτάσαμε στο μυστικό! Αυτό είναι μια άλλη επινόηση του κυρίου Βόνκα. — Μικρέ μου Τσάρλι, φώναξε η κυρία Μπάκετ από 25
την πόρτα, είναι ώρα για ύπνο. Φτάνει γι' απόψε. — Σε παρακαλώ μαμά, θέλω να μάθω... — Αύριο, χρυσέ μου... — Σωστά, είπε ο παππούς Τζο. Θα μάθεις τη συνέ χεια αύριο το βράδυ.
ΟΙ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΙΣ ΕΡΓΑΤΕΣ Την άλλη μέρα, ο παππούς Τ ζ ο διηγήθηκε τη συ νέχεια της ιστορίας του. — Ξέρεις, Τσάρλι, είπε, δεν είναι πολύς καιρός που το εργοστάσιο του κυρίου Βόνκα είχε χιλιάδες υπαλ λήλους. Και ξαφνικά, μια μέρα, ο κύριος Βόνκα είπε σε όλους, μα σε όλους, να πάνε στα σπίτια τους και να μην ξανάρθουν. — Μα γιατί; ρώτησε ο Τσάρλι. — Να, για τους κατασκόπους! — Κατασκόπους; — Βέβαια! Γιατί όλοι οι άλλοι σοκολατοποιοί άρχι σαν να ζηλεύουν τα θαυμάσια γλυκά που έφτιαχνε ο κύριος Βόνκα και του έστελναν κατασκόπους να του κλέψουν τις κρυφές συνταγές του. Οι κατάσκοποι είχαν προσληφθεί από τη Σοκολατοποιία Βόνκα σαν απλοί εργάτες κι αυτό τους έδινε την ευκαιρία — αφού δού λευαν εκεί μέσα — να βλέπουν με ποια υλικά γίνονταν ορισμένα ξεχωριστά είδη του εργοστασίου. — Και ύστερα γύριζαν στα δικά τους εργοστάσια για να τα μαρτυρήσουν; ρώτησε ο Τσάρλι. — Αυτό νομίζω πως γινόταν, απάντησε ο παππούς Τζο, αφού έπειτα από λίγον καιρό η Σοκολατοποιία Φικελγκρούμπερ άρχισε να φτιάνει μια κρέμα παγωτού που δεν έλιωνε π ο τ έ · ούτε στη μεγάλη ζέστη. Μετά, η 27
Σοκολατοποιία Προντόζ έβγαλε μια τσίχλα που δ ε ν έχανε ποτέ τη γεύση της, ό σ ο κι αν τη μασούσες. Κι η Σοκολατοποιία Σλούγκουορθ άρχισε να πουλά μπα λόνια ζαχαρένια που φ ο ύ σ κ ω ν α ν και σπάζανε όποτε ήθελες, για να τα φας. Κι αυτό συνεχιζόταν... Ώ σ π ο υ ο κύριος Βίλι Βόνκα τράβηξε τα γένια του και ούρλια ξε: «Είναι φ ο β ε ρ ό ! Παντού κατάσκοποι. Β α δ ί ζ ω στην καταστροφή. Θ' αναγκαστώ να κλείσω το εργοστά σιο!» — Δ ε ν το ' κλείσε, όμως, είπε ο Τσάρλι. — Και βέβαια το ' κλείσε. Α φ ο ύ είπε σ' όλους τους εργάτες του πως λυπόταν πολύ μα έπρεπε να απολυ θούν, έκλεισε τη μεγάλη αυλόθυρα και την ασφάλισε με μιαν αλυσίδα. Και ξαφνικά, ερημιά και σιωπή α πλώθηκε στην τεράστια Σοκολατοποιία Βόνκα. Οι κα μινάδες πάψανε να καπνίζουν κι οι μηχανές να μου γκρίζουν κι από κείνη τη σημαδιακή μέρα δεν ξανα βγήκε ούτε ένα ζαχαρωτό ούτε μια μπουκιά σοκολάτα. Κανείς πια δεν έμπαινε εκεί μέσα ούτε έβγαινε. Ούτε γάτος! Κι ο κύριος Βόνκα εξαφανίστηκε για καλά. Μή νες και μήνες πέρασαν, συνέχισε ο παππούς Τζο, και το εργοστάσιο έμενε πάντα κλειστό. Κι όλος ο κόσμος έλεγε: « Τ ο ν καημένο τον κύριο Βόνκα. Ή τ α ν τόσο ευ γενικός! Κι έκανε τόσο θαυμάσια γλυκά! Και να κατα στραφεί απ' τη μια μέρα στην άλλη! Ό λ α τέλειωσαν πια...». Κι ύστερα έγινε κάτι καταπληκτικό. Κάποια μέ ρα, πρωί-πρωί, φάνηκε καπνός πολύς να βγαίνει από τις πέντε μεγάλες καμινάδες της σοκολατοποιίας. Οι διαβάτες σταματούσαν και γούρλωναν τα μάτια. «Τι συμβαίνει», φώναζαν. «Κάποιος άναψε τα καζάνια. Ο κύριος Βόνκα θ' άνοιξε πάλι το εργοστάσιο του». Τρέξα νε στις πόρτες περιμένοντας να τις βρουν ανοιχτές και να δουν τον κύριο Βόνκα να καλωσορίζει τους παλιούς του εργάτες. Κι όμως τίποτα. Οι μεγάλες σιδερένιες πόρτες 28
ήτανε κλειδαμπαρωμένες και πουθενά κύριος Βόνκα. «Αλλά το εργοστάσιο δουλεύει», φώναξαν οι άνθρωποι. « Δ ε ν ακούτε τις μηχανές; Βουίζουν όπως άλλοτε. Κι έρ χεται από παντού μυρωδιά λιωμένης σοκολάτας». Ο παππούς Τ ζ ο έσκυψε κι ακούμπησε ένα μακρύ κοκαλιάρικο δάχτυλο πάνω στο γόνατο του Τσάρλι και είπε σιγά: — Μ' αυτό που ήταν πολύ μυστήριο ήταν οι σκιές που διακρίνονταν πίσω από τα τζάμια του εργοστασίου. Γιατί οι διαβάτες βλέπανε μικρές μαύρες σκιές που πηγαινοέρχονταν πίσω από τα θαμπωμένα από την παγω νιά τζάμια. — Ποιανών ήταν οι σκιές; ρώτησε περίεργος ο Τσάρλι. - Μ' αυτό ακριβώς ήθελαν να μάθουν όλοι. « Τ ο εργοστάσιο είναι γεμάτο εργάτες!» έλεγαν οι άνθρωποι. «Κι όμως, κανείς δεν έχει μπει. Οι πόρτες είναι αμπαρωμένες! Είναι περίεργο! Και κανείς ποτέ δεν βγαίνει». Ήταν βέβαιο, πως το εργοστάσιο λειτουργούσε κανονικά Κι όλα τα δέκα επόμενα χρόνια δεν σταμάτησε καθόλου. Και το πιο εκπληκτικό, οι σοκολάτες του και τα ζαχαρωτά του ήταν ακόμα πιο ωραία από πρώτα! Υπέροχα, απίστευτα! Κι όπως είναι φυσικό, τώ ρα πια, όταν ο κύριος Βόνκα ανακαλύπτει μια καινού ρια θαυμάσια συνταγή γλυκού ούτε ο κύριος Φικελγκρούμπερ ούτε ο κύριος Προντνόζ ούτε ο κύριος Σλούγκουορθ ούτε και κανένας άλλος μπορεί να τη μι μηθεί. Οι σπιούνοι τους δεν μπορούν να μπούνε πια μέσα στο εργοστάσιο και να την αρπάξουν. — Μα τότε ποιος, πες μου παππού, ποιος είν' αυτός που δουλεύει για τον κύριο Βόνκα; — Κανείς δ ε ν ξέρει τίποτα, Τσάρλι. — Μα αυτό είναι παράλογο! Κανείς δεν βρέθηκε να ρωτήσει τον κύριο Βόνκα; 29
— Μα αφού κανείς δεν τον βλέπει πια! Δ ε ν βγαίνει ποτέ! Μ ό ν ο ν οι σοκολάτες και τα ζαχαρωτά βγαίνουν από το εργοστάσιο. Και βγαίνουν από ειδική καταπα κτή, συσκευασμένα και κοστολογημένα για να φορτω θούν σε ταχυδρομικά αυτοκίνητα που έρχονται και τα παραλαβαίνουν κάθε μέρα. — Μα, παππού, τι είναι λοιπόν αυτοί οι «άνθρωποι» που δουλεύουν εκεί μέσα; — Αγόρι μου, είπε ο παππούς Τζο, αυτό είναι ένα από τα μεγάλα μυστήρια του κόσμου των σοκολατάδων. Ό σ ο για μας τους άλλους, ένα μόνο ξέρουμε. Π ω ς είναι πολύ μικροί. Οι θολές σκιές που διακρίνο νται μερικές φορές πίσω από τα τζάμια, περισσότερο τη νύχτα όταν οι λάμπες είναι αναμμένες, είναι σκιές πο λύ μικρών ανθρώπων που σου φτάνουν ως τα γόνατα. — Μα τέτοιοι άνθρωποι δεν υπάρχουν, είπε ο Τσάρλι. Εκείνη την ώρα μπήκε στο δωμάτιο ο κύριος Μπά κετ, ο πατέρας του Τσάρλι. Γύριζε από το εργοστάσιο της οδοντόπαστας ανεμίζοντας μια απογευματινή εφη μερίδα μ' ένα ύφος καθόλου αδιάφορο. — Ξέρετε την τελευταία είδηση; φώναξε. Ξεδίπλω σε την εφημερίδα και τους έδειξε τον τίτλο που έγραφε με μεγάλα γράμματα:
Η ΣΟΚΟΛΑΤΟΠΟΙΙΑ ΒΟΝΚΑ Θ' ΑΝΟΙΞΕΙ ΤΙΣ ΠΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΣΕ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΤΥΧΕΡΟΥΣ
30
ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΔΕΛΤΙΑ - Θες να πεις πως θ' αφήσουν τον κόσμο να μπει στη σοκολατοποιία; φώναξε ο παππούς Τζο. Διάβασε μας αυτό τo άρθρο... γρήγορα! Εντάξει, είπε ο κύριος Μπάκετ. Ακούστε:
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΑ ΝΕΑ Ο κύριος Βίλι Βόνκα, Ο μεγαλοφυής, παρασκευαστής γλυκών, που δεν τον έχει δει κανείς τα δέκα τελευταία χρόνια, αναγγέλλει σήμερα την παρακάτω είδηση: «Ο υπογράφων Βίλι Βόνκα, αποφάσισα να επιτρέψω σε πέντε παιδιά - ούτε ένα παραπάνω - να επισκεφτούν τη σοκολατοποιία μου μέσα σ' αυτό τον χρόνο. Αυτά τα πέντε παιδιά που θα κληρωθούν, θα κάνουν τον γύρο του εργοστά σίου με ξεναγό εμένα τον ίδιο και θα τους αποκαλύψω όλα τα μυστικά και τη μαγεία του. Όταν ο γύρος θα 'χει τελειώσει, θα πάρουν για δώρο μια τέτοια ποσότητα από σοκολάτες και ζαχαρωτά, που θα τους φτάσει ως το τέλος της ζωής τους! Ξεκινήοτε, λοιπόν, παιδιά σε αναζήτηση των Χρυσών Δελτίων σας! Πέντε Χρυσά Δελτία έχουν τυπωθεί πάνω σε χρυ σό χαρτί κι αυτά τα πέντε Χρυσά Δελτία είναι κρυμμένα μέσα σε κοινό χαρτί περιτυλίγματος, όπου τυλίχτηκαν πέντε κοινές
31
πλάκες σοκολάτας. Αυτές οι πέντε πλάκες είναι δυνατό να βρεθούν οπουδήποτε, σε οποιοδήποτε μαγαζί, ενός οποιου δήποτε δρόμου, μιας οποιασδήποτε πόλης της οποιασδήποτε χώρας του κόσμου, δηλαδή παντού όπου πουλιούνται τα ζαχαρωτά Βόνκα. Και οι πέντε τυχεροί που θα κερδί σουν τα πέντε Χρυσά Δελτία, θα είναι οι μόνοι που θα έχουν ελεύθερη είσοδο για να επισκεφτούν τη σοκολατοποιία μου και οι μόνοι που θα δουν πώς είναι τώρα το εσωτερικό της. Καλή τύχη σ' όλους σας και καλό χερικό.
— Πολύ φοβάμαι πως δεν είναι έτσι, είπε ο παπ πούς Τζορτζ. Τα παιδιά που θα βρούνε τα Χρυσά Δελ τία, είναι κείνα που αγοράζουν σοκολάτες κάθε μέρα. Ο Τσάρλι μας δεν παίρνει παρά μία πλάκα τον χρόνο. Δ ε ν υπάρχει λοιπόν ελπίδα.
Υπογραφή: Βίλι Βόνκα».
— Είναι τρελός! μουρμούρισε η γιαγιά Ζοζεφίνα. — Είναι πανέξυπνος, είπε δυνατά ο παππούς Τζο. Είναι ένας μάγος! Σκεφτείτε τι έχει να γίνει! Ό λ ο ς ο κόσμος θα κυνηγά τα Χρυσά Δελτία! Ό λ ο ς ο κόσμος θα αγοράζει πλάκες σοκολάτας Βόνκα με την ελπίδα να βρει το Δελτίο. Θα κάνει χρυσές δουλειές. — Τι θαυμάσιο θα 'ταν, αλήθεια, να βρεις το Χρυ σό Δελτίο! Κι όλες αυτές οι σοκολάτες και τα ζαχαρω τά που θα μπορούσαμε να τρώμε ως το τέλος της ζ ω ή ς μας, χάρισμα! είπε ο παππούς Τζορτζ. Το φα ντάζεστε; — Θα χρειαστεί να τα μεταφέρεις στο σπίτι με φορ τηγό, είπε η γιαγιά Τζορτζίνα. — Μ ό ν ο που το σκέφτομαι μου 'ρχεται λιγούρα, εί πε η γιαγιά Ζοζεφίνα. — Ανοησίες, φώναξε ο παππούς Τζο. Τι θα 'λεγες, Τσάρλι αν άνοιγες μια πλάκα σοκολάτα και σε θάμπω νε η λάμψη του Χρυσού Δελτίου; — Θα ήταν καταπληκτικό, παππού! Αλλά δεν υπάρ χει ελπίδα, είπε με λύπη ο Τσάρλι. Το δ ώ ρ ο μου είναι μια πλάκα σοκολάτα τον χρόνο. — Πού ξέρεις, χρυσέ μου, είπε η γιαγιά Τζορτζίνα. Τ η ν άλλη βδομάδα έχεις τα γενέθλια σου. Θα 'χεις τις ίδιες ευκαιρίες που θα 'χουν και οι άλλοι. 32
33
ΟΙ ΔΥΟ ΠΡΩΤΟΙ ΤΥΧΕΡΟΙ Την άλλη, κιόλας, μέρα, το πρώτο Χρυσό Δελτίο είχε βρεθεί. Το βρήκε ένα μικρό αγόρι με τ' όνομα Αύγουστος Γκλουπ. Η απογευματινή εφημερίδα του κυρίου Μπάκετ εί χε τη φωτογραφία του στην πρώτη σελίδα. Η φωτογρα φία έδειχνε ένα αγόρι εννιά χρόνων, τόσο παχύ, σαν να το 'χαν φουσκώσει με τρόμπα. Πλαδαρό, με προγούλια και βραχιόλια από λίπος. Το πρόσωπό του ήταν σαν μια κακάσχημη μπάλα από ζυμάρι με δυο διαπε ραστικά μάτια σαν σταφίδες που κοίταζαν τον κόσμο με λαιμαργία. Η εφημερίδα έγραφε πως η πόλη όπου κατοικούσε ο Αύγουστος Γκλουπ, πανηγύριζε για τον ήρωά της με τρελή χαρά και συγκίνηση. Σημαίες κυμάτιζαν σ' όλα τα παράθυρα, τα σχολεία κλείσαν εκείνη τη μέρα και θα γινόταν παρέλαση προς τιμή του δοξασμένου αγο ριού. « Τ ο ήξερα πως ο Αύγουστος θα 'βρισκε ένα Χρυσό Δελτίο», είχε πει η μητέρα του στους δημοσιογράφους. «Τρώει τόσες πλάκες σοκολάτας τη μέρα που θα 'ταν σχεδόν αδύνατο να μην του πέσει ένα. Ε, το φαί είναι η αδυναμία του, πώς να το κάνουμε! Είναι το μ ό ν ο που τον ενδιαφέρει. Στο κάτω-κάτω, αυτό είναι προτιμότερο από το να ήταν ένα αλητόπαιδο και να περνά τον καιρό 34
του ρίχνοντας πιστολιές, έτσι δ ε ν είναι; Πάντως, είναι βέβαιο πως δεν θα 'τρωγε τόσο αν δ ε ν το τραβούσε ο οργανισμός του. Τι Λέτε κι εσείς; Τ ο υ χρειάζονται βιτα μίνες του παιδιού. Τι συγκίνηση θα είναι γι' αυτόν να επισκεφτεί τη θαυμάσια σοκολατοποιία του κυρίου Βόνκα! Είμαστε τόσο περήφανοι γι' αυτόν!» — Τι εκνευριστική γυναίκα! είπε η γιαγιά Ζοζεφίνα. — Και τι σιχαμένο αγόρι, είπε η γιαγιά Τζορτζίνα. — Ακόμα μένουν 4 Χρυσά Δελτία, είπε ο παππούς Τζορτζ. Αναρωτιέμαι ποιος θα τα βρει. Τ ώ ρ α όλη η χώρα — τι λέω — ο κόσμος όλος, είχε αμοληθεί ν' αγοράζει σοκολάτες. Ό λ ο ι ψάχνανε με μανία να βρουν τα Χρυσά Δελτία που μένανε ακόμα. Κι έβλεπε κανείς μεγάλες γυναίκες να μπαίνουν σε ζα χαροπλαστεία και ν' αγοράζουν δέκα-δέκα τις σοκο λάτες Βόνκα. Ύστερα σκίζανε σαν τρελές το περιτύλιγ μα και το 'ψαχναν με μανία μήπως και φανεί κάποια λάμψη χρυσαφιού. Τα παιδιά σπάζανε τους κουμπα ράδες τους με σφυρί και με τις φούχτες γεμάτες κέρμα τα ξεχύνονταν στα μαγαζιά. Σε κάποια πόλη, ένας σεσημασμένος λωποδύτης λήστεψε μια τράπεζα για ν' αγοράσει, την ίδια μέρα, σοκολάτες για πέντε χιλιάδες δολάρια. Κι όταν η Αστυ νομία μπήκε στο σπίτι του να τον συλλάβει, τον βρήκε καθισμένο καταγής, μέσα σε βουνά σοκολάτας, ν' α νοίγει τα περιτυλίγματα με τη λάμα του στιλέτου του. Στη μακρινή Ρωσία, μια γυναίκα που την έλεγαν Καρλότα Ρόσι, ισχυρίστηκε πως βρήκε το δεύτερο Δελ τίο, αλλά σε λίγο μαθεύτηκε πως ήταν ένα πονηρό τέ χνασμα. Στην Αγγλία, ένας ξακουσμένος επιστήμονας, ο καθηγητής Φουλμπόνιτ, ανακάλυψε μια μηχανή για να μπορείς να δεις, χωρίς να σκίσεις το χαρτί, αν υπήρχε μέσα στη σοκολάτα το Χρυσό Δελτίο. Αυτή η μηχανή 36
είχε ένα βραχίονα κινητό που πεταγόταν έξω με μια τρομαχτική δύναμη και άρπαζε στο λεπτό κάθε πράγμα που περιείχε έστω και μια ελάχιστη ποσότητα χρυσα φιού. Για μια στιγμή πίστεψαν πως αυτό ήταν μια λύση. Δυστυχώς, την ώρα που ο καθηγητής έκανε την επίδει ξη της μηχανής στο κοινό στο τμήμα σοκολάτας ενός μεγάλου σουπερμάρκετ, ο μηχανικός βραχίονας πετά χτηκε έξω κι άρπαξε το χρυσό σφράγισμα από το δόντι μιας δούκισσας που βρέθηκε εκεί κατά τύχη. Έγινε τότε ένας φοβερός καβγάς και το πλήθος χύθηκε και κομμάτιασε τη μηχανή. Ξαφνικά, μια μέρα πριν από τα γενέθλια του Τσάρ λι, οι εφημερίδες ανάγγειλαν ότι είχε βρεθεί και το δεύτερο Χρυσό Δελτίο. Η τυχερή ήταν μια μικρή κοπέλα που την έλεγαν Βερούκα Σολτ και ζούσε με τους γονείς της σε μια με γάλη μακρινή πολιτεία. Η εφημερίδα του κυρίου Μπάκετ είχε και τούτη τη
φορά φωτογραφία στην πρώτη σελίδα. Η τυχερή ήταν καθισμένη ανάμεσα στους γονείς της που έλαμπαν από χαρά, στο σαλόνι του σπιτιού τους και κρατούσε σηκωμένο ψηλά το Χρυσό Δελτίο μ' ένα πλατύ χαμόγελο που έφτανε από το ένα αυτί ως τ' άλλο. Ο πατέρας της Βερούκας, ο κύριος Σολτ, εξήγη σε πρόθυμα στους δημοσιογράφους με ποιο τρόπο εί χε βρεθεί το Δελτίο: «Βλέπετε, φίλοι μου», είπε, «όταν το κοριτσάκι μου μου είπε πως έπρεπε οπωσδήποτε ν' αποχτήσει ένα Δελτίο, έτρεξα στην πόλη για ν' α γ ο ρ ά σ ω όλο το ε μπόρευμα που υπήρχε σε πλάκες σοκολάτας. Χιλιάδες πλάκες! Εκατοντάδες χιλιάδες! Ύ σ τ ε ρ α τις φόρτωσα σε καμιόνια για να τις μεταφέρουν στο δικό μου εργοστά σιο. Εγώ, βλέπετε, κάνω εμπόριο αράπικου φιστικιού και απασχολώ καμιά εκατοσταριά εργάτριες. Καθαρί ζουν τα φιστίκια που έπειτα ψήνονται και αλατίζονται. Ό λ η τη μέρα καθαρίζουν αράπικα φυστίκια. Τους εί πα, λοιπόν: Ακούστε κορίτσια, από σήμερα, αντί να κα θαρίζετε τα φιστίκια, θ' αρχίσετε να ξετυλίγετε αυτές τις τρελοσοκολάτες. Κι αρχίσανε τη δουλειά. Πιστές, απ' το πρωί ως το βράδυ, ξετύλιγαν σοκολάτες. Περάσανε τρεις μέρες και τίποτα! Ατυχία! Το Βερουκάκι μου απελπιζόταν και κάθε φορά που γύριζα στο σπίτι με υποδεχόταν με φ ω
νές: Πού είναι το Δελτίο μου; Θέλω το Χρυσό Δελτίο μου. Κι έπεφτε στο πάτωμα ουρλιάζοντας και χτυπώ ντας τα πόδια της. Χαλούσε ο κόσμος. Ε, λοιπόν, κύ ριε, τι θέλατε να κάμω; Μπορούσα να το βλέπω να υ ποφέρει έτσι το κοριτσάκι μου; Ορκίστηκα, λοιπόν, να συνεχίσω την προσπάθεια μου ως τη στιγμή που θα μπορούσα να της φ έ ρ ω αυτό που επιθυμούσε. Και ξαφνικά, προς το τέλος της τέταρτης μέρας, μια από τις εργάτριες μου, φώναξε: Κοίτα, ένα Χρυσό Δελτίο! 38
Φέρ' το γρήγορα, είπα τότε, κι εκείνη μου το 'δωσε. Έ φυγα τρέχοντας να πάω στο σπίτι για να το δ ώ σ ω στην αγαπημένη μου Βερούκα. Και τώρα, να την γελαστή κι ευτυχισμένη. Κι έτσι ξαναβρήκε και το σπίτι την ησυχία του!» — Αυτή είναι χειρότερη κι από το χοντρό παιδί, είπε η γιαγιά Ζοζεφίνα. — Της χρειάζονται κάμποσες γερές ξυλιές στον πι σινό, είπε η γιαγιά Τζορτζίνα. — Νομίζω πως ο πατέρας της μικρής δεν το 'παιξε τίμια το παιχνίδι. Τι λες και συ παππού, είπε ο Τσάρλι. — Τη χαλάει πολύ, είπε ο παππούς Τζο. Και πίστε ψε με, Τσάρλι, είναι πάντα επικίνδυνο να κακομαθαίνεις τα παιδιά. — Έ λ α να κοιμηθείς, παιδί μου, είπε η μητέρα του Τσάρλι. Αύριο είναι τα γενέθλια σου, μην το ξεχνάς. Υ ποθέτω πως θα σηκωθείς πολύ νωρίς για ν' ανοίξεις το δ ώ ρ ο σου... — Μια πλάκα σοκολάτα Βόνκα! είπε ο Τσάρλι. Α υ τό δεν είναι; — Ναι, χρυσέ μου, είπε η μητέρα. Φυσικά, αυτό θα είναι. — Ω, δ ε ν θα 'τανε θαύμα να 'βρισκα μέσα το Χρυ σό Δελτίο; είπε ο Τσάρλι. — Ό τ α ν θα πάρεις το δ ώ ρ ο σου, φέρε το εδώ, είπε ο παππούς Τ ζ ο . Για να είμαστε όλοι μπροστά στο ξετύλιγμα...
39
ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΟΥ ΤΣΑΡΛΙ «Χρόνια πολλά», φ ώ ν α ξ α ν και οι τέσσερις γέροι παππούδες όταν το άλλο πρωί ο Τσάρλι μπήκε νωρίς νωρίς στο δωμάτιο τους. Γέλασε νευρικά και κάθισε στην άκρη του κρεβα τιού. Κρατούσε στα χέρια του πολύ προσεχπκά το δ ώ ρ ο του — το μοναδικό του δώρο. Στο περιτύλιγμα ήταν γραμμένο: ΣΟΥΠΕΡ ΣΟΚΟΛΑΤΑ ΒΟΝΚΑ ΜΕ ΓΕΜΙΣΗ ΦΟΝΤΑΝ ΒΑΝΙΛΙΑΣ. Οι τέσσερις γέροι — από δύο σε κάθε άκρη του κρεβατιού — ανακάθισαν πάνω στα μαξιλάρια τους και κοιτούσαν με ανήσυχα μάτια την πλάκα της σοκολάτας στα χέρια του Τσάρλι. Ο κύριος και η κυρία Μπάκετ μπήκαν κι αυτοί και στάθηκαν κοντά στα κάγκελα του κρεβατιού κοιτάζο ντας τον Τσάρλι. Έγινε σιωπή μέσα στο δωμάτιο. Ό λ ο ι περίμεναν τη στιγμή που ο Τσάρλι θ' άρχιζε να ξετυλίγει το δ ώ ρ ο του. Ο Τσάρλι είχε χαμηλωμένα τα μάτια και κοιτούσε τη σοκολάτα. Με αργές κινήσεις χάιδευε με τα δάχτυλα το γυαλιστερό χαρτί κι ακουγόταν ένας μικρός ήχος — σαν τρίξιμο - μέσα στη σιωπή του δωματίου. Τότε η κυρία Μπάκετ είπε γλυκά: — Μην απογοητευτείς, χρυσό μου, αν δεν βρεις μέσα στο πακετάκι αυτό που ζητάς. Δ ε ν μπορείς να πε40
ριμένεις μια τόσο μεγάλη τύχη! — Έχεις δίκιο, είπε ο κύριος Μπάκετ. Ο Τσάρλι δεν είπε τίποτα. — Και στο κάτω-κάτω, είπε η γιαγιά Ζοζεφίνα, απο μένουν να βρεθούν τρία Δελτία μονάχα σ' ολόκληρο τον κόσμο! — Και μην ξεχνάς πως ό,τι κι αν συμβεί, σου μένει πάντα η σοκολάτα σου, είπε η γιαγιά Τζορτζίνα. — Σούπερ σοκολάτα με γέμιση από φοντάν βανί λιας! φώναξε ο παππούς Τζορτζ. Η πιο ωραία που υ πάρχει! Θα την ευχαριστηθείς. — Το ξέρω, ψιθύρισε ο Τσάρλι. — Ξέχασέ την αυτή την ιστορία των Χρυσών Δελ τίων. Εμπρός, φάε τη σοκολάτα σου, είπε ο παππούς Τζο. Τι περιμένεις; Το 'ξεραν όλοι πόσο ήταν ανόητο να περιμένουν πως αυτό το μικρό μπαστουνάκι σοκολάτας φύλαγε μέσα του ένα μαγικό Δελτίο γι' αυτό προσπαθούσαν πολύ γλυκά και προσεχτικά να προλάβουν την απο γοήτευση που περίμενε τον Τσάρλι. Παρ' όλα αυτά, ήξεραν κι αυτοί, πως κάποια πιθα νότητα, έστω και ελάχιστη, βρισκόταν εκεί μέσα. Η πιθανότητα έπρεπε να υπάρχει και σ' αυτή την πλάκα το ίδιο όπως και σ' όλες τις άλλες. Γι' αυτό όλοι οι παππούδες καθώς και οι γονείς που βρίσκονταν μέ σα στο δωμάτιο, είχαν την ίδια συγκίνηση και τον ίδιο εκνευρισμό που είχε κι ο Τσάρλι κι ας προσπαθούσαν να φαίνονται τόσο ήρεμοι. — Εμπρός, άνοιξέ την, δεν θα προλάβεις το σχο λείο, είπε ο παππούς Τζο. — Εμπρός, δ ώ σ ε τη βουτιά, είπε ο παππούς Τζορτζ. — Ά ν ο ι ξ έ την, αγόρι μου, είπε η γιαγιά Τζορτζίνα, η καρδιά μου πάει να σπάσει! Πολύ αργά, τα δάχτυλα του Τσάρλι άρχισαν να -
41
σκίζουν μια μικρή γωνιά του χαρτιού. Οι γέροι, απ' το κρεβάτι, έσκυψαν προς τα μπρος τεντώνοντας τους άσαρκους λαιμούς τους. Κι ύστερα, ξαφνικά, ο Τσάρλι, έχοντας εξαντλήσει την αντοχή του, έσκισε μεμιάς το χαρτί μέχρι μέσα κι έ πεσε στα γόνατα του... μια μικρή πλάκα σοκολάτα γά λακτος, καστανόχρωμη. Ούτε ίχνος Δελτίου! — Ε, να λοιπόν! είπε ο παππούς Τ ζ ο . Ακριβώς αυτό που περιμέναμε. Ο Τσάρλι σήκωσε τα μάτια κι αντίκρισε τέσσερις α γαθές φυσιογνωμίες που τον κοίταζαν προσεχτικά. Τους χαμογέλασε μ' ένα μικρό λυπημένο χαμόγελο, ύστερα σήκωσε τους ώμους, πήρε τη σοκολάτα του και την έφερε στη μητέρα του λέγοντας: — Έ λ α μαμά, κόψε λίγη. Θα τη μοιραστούμε όλοι. Θέλω να φάνε όλοι από λίγο. — Ούτε κουβέντα, είπε η μητέρα. Κι όλοι οι άλλοι φώναξαν: — Όχι, όχι, ποτέ, ποτέ. Είναι μόνο για σένα! — Σας παρακαλώ, ικέτεψε ο Τσάρλι. Γύρισε προς τον παππού Τ ζ ο και του πρόσφερε τη σοκολάτα. Μα ούτε κι αυτός ούτε κανείς άλλος θέλησε να πά ρει. — Πήγαινε αγοράκι μου, είπε η κυρία Μπάκετ κι αγκάλιασε τους αδύνατους ώμους του Τσάρλι. Τρέξε στο σχολείο! Έχεις αργήσει!
42
ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΑΚΟΜΑ ΔΥΟ ΔΕΛΤΙΑ Τούτο το βράδυ, η εφημερίδα του κυρίου Μπάκετ ανάγγειλε όχι μόνο τον τρίτο τυχερό αλλά και τον τέταρτο. «ΔΥΟ ΧΡΥΣΑ ΔΕΛΤΙΑ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΣΗΜΕΡΑ», έγρα φαν με μεγάλα γράμματα οι εφημερίδες στην πρώτη σελίδα. «ΜΕΝΕΙ ΕΝΑ ΜΟΝΟ ΑΚΟΜΑ». — Τέλεια, είπε ο παππούς Τζο, όταν όλη η οικογέ νεια είχε μαζευτεί στο δωμάτιο των παππούδων μετά το δείπνο. Ας δούμε ποιοι το βρήκαν! « Τ ο τρίτο Δελτίο», άρχισε να διαβάζει ο κύριος Μπάκετ φέρνοντας την εφημερίδα κοντά στα μάτια του γιατί η όρασή του δεν ήταν καλή και χρήματα για γυα λιά δεν υπήρχαν, «το τρίτο Δελτίο το βρήκε κάποια δε σποινίδα Βιολέτα Μπορεγκάρ. Μεγάλη φασαρία γινό ταν στο σπίτι των Μπορεγκάρ όταν έφτασε εκεί ο αντα ποκριτής μας για να πάρει συνέντευξη από την ευτυχι σμένη δεσποινιδούλα που στεκόταν μπροστά στις κά μερες και τα φλας των φωτογράφων. Έπρεπε να σπρώξεις με τους αγκώνες για να πλησιάσεις την ένδο ξη κοπέλα που στεκόταν όρθια πάνω σε μια καρέκλα του σαλονιού και κουνούσε ζωηρά το Χρυσό Δελτίο, όπως όταν θέλουμε να σταματήσουμε κάποιο ταξί. Μι λούσε πολύ γρήγορα και πολύ δυνατά σε όλους, δύ σκολα όμως την καταλάβαιναν γιατί, καθώς μιλούσε, 43
μασούσε τσίχλα με μανία! — Συνηθίζω να μασάω τσί χλα, έλεγε ουρλιάζοντας, όταν, όμως, άκουσα να λένε γι' αυτά τα Δελτία Βόνκα, άφησα την τσί χλα κι άρχισα τις σοκολάτες, με την ελπίδα να μου πέσει το λα χείο! Τώρα, βέβαια, ξαναγύρι σα στην αγαπημένη μου τσίχλα. Δ ε ν μπορώ να σας κρύψω πως τη λατρεύω. Αδύνατο να ζ ή σ ω δίχως τσίχλα. Μασάω όλη τη μέ ρα εκτός από την ώρα του φα γητού. Τη β γ ά ζ ω τότε και την κολλάω πίσω απ' το αυτί μου για να μην τη χάσω... Για να σας πω όλη την αλήθεια, θα 'νιωθα σαν το ψάρι έξω απ' το νερό αν δεν μασούσα όλη τη μέρα την τσιχλίτσα μου. Η μητέρα μου λέει πως αυτό δείχνει κακή ανατρο φή και πως δεν είναι ωραίο να βλέπεις τις μασέλες μιας κοπε λίτσας να κουνιούνται συνεχώς! Πάντως, εγώ δεν συμφωνώ. Και με ποιο δικαίωμα με κατακρίνει αφού, αν θέλετε να μάθετε, και κείνη κουνάει ης δικές της μα σέλες σχεδόν όσο κι εγώ για να με μαλώνει κάθε τρία λεπτά της ώρας. — Σε παρακαλώ, Βιολέτα, είπε η κυρία Μπορεγκάρ, από πάνω απ' το πιάνο όπου είχε κα44
ταφύγει για να μην ποδοπατηθεί απ' το πλήθος. — Καλά, καλά μαμά, μην παραφέρεσαι, ούρλιαξε η δεσποινίδα Μπορεγκάρ. Και τώρα, συνέχισε γυρί ζοντας πάλι προς τους δημοσιογράφους, θα σας ενδια φέρει, ίσως, να μάθετε ότι αυτό το κομματάκι τσίχλας που μασάω, το δουλεύω τρεις σωστούς μήνες. Είναι ένα ρεκόρ αυτό. Έσπασα το ρεκόρ που κατείχε μέχρι τώρα η καλύτερη μου φίλη, η δεσποινίδα Κορνέλια Πριντζμετέλ. Καταλαβαίνετε αυτό τι σημαίνει! Έχει μα νιάσει! Αυτό το κομματάκι τσίχλας είναι ό,τι πολυτιμότε ρο έχω. Τη νύχτα το κολλάω στο σίδερο του κρεβατιού μου και το πρωί είναι πάλι πολύ καλό — λίγο σκληρό στην αρχή — όμως μαλακώνει γρήγορα με το μάσημα. Πριν αρχίσω να γυμνάζομαι για τα παγκόσμια πρωτα θλήματα, άλλαζα τσίχλα κάθε μέρα. Την άλλαζα στο α σανσέρ ή στον δρόμο, την ώρα που γύριζα από το σχο λείο. Γιατί στο ασανσέρ; Γιατί μου άρεσε να κολλάω την τσίχλα που αχρήστευα σ' ένα από τα κουμπιά που πατάνε για να ξεκινήσει. Έτσι ο επόμενος που πατούσε το κου μπί αισθανόταν την τσίχλα να κολλά στο δάχτυλό του! Α! Α! κάτι φωνές! Απίστευτο είναι τι σαματά έκαναν οι άν θρωποι! Οι πιο αστείες ήταν οι γυναίκες που φορούσαν ακριβά γάντια... Ω! Βέβαια, πολύ μου αρέσει που θα επι σκεφτώ το εργοστάσιο του κυρίου Βόνκα! Αφού, μάλι στα, θα μου δώσει τόσες πολλές τσίχλες για να μου φτά σουν ως το τέλος της ζωής μου! Γιούπιιι!» — Ωραίο παλιοκόριτσο, είπε η γιαγιά Ζοζεφίνα. — Ελεεινό, είπε η γιαγιά Τζορτζίνα. Ά σ χ η μ ο τέλος θα έχει αν συνεχίσει να μασάει όλη τη μέρα, να μου το θυμηθείτε! — Και ποιος βρήκε το τέταρτο Δελτίο μπαμπά; ρώ τησε ο Τσάρλι. — Για να δούμε, είπε ο κύριος Μπάκετ ξαναπαίρ νοντας την εφημερίδα. Α! Να, το βρήκα. Και άρχισε να 45
μπροστά σε μια πελώρια τηλεόραση, με τα μάτια κολ λημένα στην οθόνη. Παρακολουθούσε μια ταινία στην οποία μια συμμορία γκάγκστερ πυροβολούσε με περί στροφα μιαν άλλη συμμορία γκάγκστερ. Ο Μάικ Τιβί είχε και ο ίδιος πάνω από δεκαοχτώ ψεύτικα περίστρο φα σ' όλα τα μεγέθη, κρεμασμένα σε ζώνες και παραζώνες γύρω απ' το κορμί του και κάθε πέντε λεπτά πε ταγόταν απ' τη θέση του για να τραβήξει μισή ντουζίνα πιστολιές με κάποιο απ' τα πολλά όπλα του. — Σωπάστε! ούρλιαζε κάθε φορά που κάποιος δο κίμαζε να του κάμει μιαν ερώτηση. Δ ε ν σας είπα να μη μ' ενοχλείτε; Αυτό το θέαμα έχει τόση βία! Είναι απίθα ν ο ! Το βλέπω κάθε μέρα. Ό λ α τα βλέπω κάθε μέρα, α κόμα και τα πιο σαχλά που δεν έχουνε καθόλου τσα κωμούς. Εγώ προτιμώ τους γκάγκστερ. Α! Είναι απίθα νοι. Και μάλιστα όταν ορμούν με χειροβομβίδες ή με στιλέτα ή με γροθιές αμερικάνικες. Ω, τι δεν θα 'δινα, φιλαράκο, για να 'μουνα στη θέση τους! Αυτό θα πει ζωή, να σε τρέμουν!» διαβάζει: « Τ ο τέταρτο Χρυσό Δελτίο το βρήκε ένα μικρό α γόρι με το όνομα Μάικ Τιβί». — Ά λ λ ο ένα παλιόπαιδο, στοιχηματίζω, μουρμού ρισε η γιαγιά Ζοζεφίνα. — Μη διακόπτετε, γιαγιά, είπε η κυρία Μπάκετ. « Τ ο σπίτι των Τιβί», συνέχισε ο κύριος Μπάκετ, «ή ταν γεμάτο - όπως και τ' άλλα - από ανάστατους επι σκέπτες όταν έφτασε ο ανταποκριτής μας αλλά ο Μάικ Τιβί, ο τυχερός, έδειχνε πως τον ενοχλούσε πολύ όλη αυτή η ιστορία. Βρε ηλίθιοι, δεν βλέπετε πως παρακολουθώ τη λεόραση, είπε με αγαναχτημένη φ ω ν ή , δ ε ν θέλω να μ' ανησυχεί κανείς! Το εννιάχρονο αγόρι ήταν στρογγυλοκαθισμένο
— Φτάνει, είπε ξερά η γιαγιά Ζοζεφίνα. Έ χ ω αγα ναχτήσει! — Το ίδιο κι εγώ, είπε η γιαγιά Τζορτζίνα. Έτσι φέρονται όλα τα σημερινά παιδιά; Σαν αυτά τα παλιό παιδα που παρουσιάζει η εφημερίδα; — Ό χ ι βέβαια, είπε ο κύριος Μπάκετ χαμογελώ ντας στη γιαγιά. Υπάρχουν και τέτοια. Αυτό είναι αλή θεια, υπάρχουν και πολλά μάλιστα. Όχι όμως όλα. — Και να, που δεν μένει πια, παρά ένα μόνο Δελ τίο, είπε ο παππούς Τζορτζ. — Έ ν α ακόμα, είπε ξεροκαταπίνοντας η γιαγιά Τζορτζίνα. Και είναι τόσο βέβαιο — ό σ ο το ότι θα φ ά ω και αύριο το βράδυ λαχανόσουπα — πως κι αυτό το Δελτίο θα πάει πάλι σε κάποιο παλιόπαιδο που δεν το αξίζει καθόλου. 47
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΤΖΟ ΤΑ ΠΑΙΖΕΙ ΟΛΑ ΓΙΑ ΟΛΑ! Την άλλη μέρα, όταν ο Τσάρλι γύρισε από το σχο λείο και μπήκε στην κάμαρα των παππούδων, βρήκε ξυπνητό μόνο τον παππού Τζο. Οι άλλοι ροχάλιζαν του καλού καιρού. — Σσσσ! είπε σιγά ο παππούς Τ ζ ο και του 'καμε νόημα να πλησιάσει. Ο Τσάρλι ήρθε κοντά ακροπατώντας και στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι. Ο γέρος τού χαμογέλασε πονη ρά κι άρχισε να ψάχνει με το 'να χέρι κάτω από το μαξι λάρι. Όταν το χέρι ξαναφάνηκε, κρατούσε ένα πα μπάλαιο πέτσινο πορτοφολάκι. Το σκέπασε με τις κου βέρτες κι έτσι σκεπασμένο το αναποδογύρισε κι από μέσα έπεσε ένα ασημένιο νόμισμα. — Είναι το κομπόδεμά μου, ψιθύρισε. Κανείς δεν ξέρει τίποτα γι' αυτό. Και τώρα, εσύ κι εγώ, θα προσπα θήσουμε άλλη μια φορά να βρούμε το τελευταίο Δελ τίο. Τι λες κι εσύ; Πρέπει όμως να με βοηθήσεις. — Είσαι βέβαιος πως θέλεις να ξοδέψεις τις οικο νομίες σου, παππού; ψιθύρισε ο Τσάρλι. — Βεβαιότατος! είπε ο γέρος με πεποίθηση. Ούτε καν το συζητώ. Έ χ ω τρομερή επιθυμία να βρούμε το Δελτίο, όπως ακριβώς έχεις κι εσύ! Πάρε αυτά τα χρή ματα, τρέξε στο πρώτο μαγαζί, αγόρασε την πρώτη 48
πλάκα σοκολάτα Βόνκα που θα βρεις μπροστά σου κι ύστερα γύρισε να την ανοίξουμε μαζί. Ο Τσάρλι πήρε το μικρό νόμισμα και βγήκε γρήγο ρα απ' το δωμάτιο. Δ ε ν πέρασαν πέντε λεπτά κι ήταν πίσω. — Κιόλας; ψιθύρισε ο παππούς Τ ζ ο και τα μάτια του λάμπανε από αγωνία. Ο Τσάρλι του έδειξε τη σοκολάτα. ΕΚΠΛΗΞΗ ΒΟΝ ΚΑ ΜΕ ΦΟΥΝΤΟΥΚΙΑ, έγραφε στο περιτύλιγμα. — Ωραία! είπε ο γεροντάκος. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι κι έτριψε τα χέρια του. Τώρα έλα να καθίσεις κοντά μου να την ανοίξουμε μαζί. Έτοιμος; — Έτοιμος! είπε ο Τσάρλι. — Ωραία. Άρχισε πρώτος. Σκίσε μιαν ακρούλα. — Όχι, είπε ο Τσάρλι, εσύ την πλήρωσες κι εσύ πρέπει να την ανοίξεις. Τα δάχτυλα του ηλικιωμένου ανθρώπου έτρεμαν φοβερά καθώς προσπαθούσε αδέξια ν' ανοίξει τη σο κολάτα. — Δ ε ν υπάρχει ελπίδα, είναι βέβαιο, μουρμούρισε 49
μισογελώντας από νευρικότητα. Το ξέρεις πως δεν υ πάρχει ελπίδα. Έτσι δεν είναι; — Μα βέβαια το ξέρω, είπε ο Τσάρλι. Κοιτάχτηκαν μια στιγμή κι ύστερα άρχισαν να γε λάνε κι οι δύο. — Πρόσεξε, είπε ο παππούς Τ ζ ο , υπάρχει παρ' όλα αυτά και μια μικρή μικρή πιθανότητα να είναι ε δ ώ μέσα το Δελτίο! Δ ε ν συμφωνείς; — Και βέβαια, είπε ο Τσάρλι. Γιατί δεν την ανοίγεις παππού; — Κάθε πράγμα με την ώρα του, αγόρι μου. Από ποια μεριά θες ν' αρχίσω; — Από τούτη που είναι προς τα σένα. Σκίσε μόνο μιαν ακρούλα, για να μην ξέρουμε αμέσως... — Έτσι; είπε ο παππούς. — Ακριβώς! Και τώρα σκίσε ακόμα λίγο... — Τελείωσε εσύ, είπε ο παππούς Τζο. Είμαι πολύ εκνευρισμένος! — Ό χ ι παππού, εσύ θα τελειώσεις! — Πολύ καλά! Εμπρός! και τράβηξε το περιτύλιγμα. Είχαν κι οι δυο τα μάτια τους ορθάνοιχτα. Αυτό που αντίκρισαν ήταν... μια πλάκα σοκολάτα. Τίποτ' άλλο. Τότε κι οι δυο κατάλαβαν πόσο το πράγμα ήταν κωμικό και ξέσπασαν σ' ένα τρανταχτό γέλιο. — Τι στο καλό κάνετε σεις εκεί πέρα; ξεφώνισε η γιαγιά Ζοζεφίνα που είχε απότομα ξυπνήσει. — Τίποτε, είπε ο παππούς Τζο, κοιμήσου.
50
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ Ό λ ε ς τις δεκαπέντε μέρες που ακολούθησαν, έκα νε κρύο γερό. Πρώτα έπιασε να χιονίζει. Έτσι, ξαφνικά ένα πρωί, την ώρα που ο Τσάρλι ντυνόταν για να πάει στο σχολείο, είδε απ' το παράθυρο τις χοντρές νιφάδες που στριφογύριζαν με αργό ρυθμό σ' έναν ουρανό πα γερό και σκοτεινιασμένο. Το βράδυ το 'χε κιόλας στρώσει κι όλος ο τόπος γύρω απ' το σπιτάκι είχε σκεπαστεί μ' ένα μέτρο χιόνι. Έτσι, ο κύριος Μπάκετ αναγκάστηκε ν' ανοίξει ένα πέ ρασμα από την πόρτα μέχρι τον δρόμο. Ύστερα το χιόνι άρχισε να γίνεται πάγος κι ένας
τσουχτερός αέρας φυσούσε για μέρες και μέρες χωρίς σταματημό. Θεέ μου, τι τρομερό κρύο! Ό,τι κι αν άγγι ζε ο Τσάρλι ήταν σκέτος πάγος και μόλις ξεμύτιζε απ' την πόρτα ένιωθε τον αέρα να του κάνει χαραξιές στα μάγουλα, σαν λάμα ξυραφιού. Ακόμα και μέσ' στο σπίτι δεν γλίτωναν από τις ξαφνικές εισβολές του πα γωμένου αέρα. Έμπαινε από τις χαραμάδες που είχαν οι πόρτες και τα παράθυρα. Ούτε μια ζεστή γωνίτσα! Οι τέσσερις γέροι κουκουλώνονταν αμίλητοι μέσα στο κρεβάτι τους προσπαθώντας να προφυλάξουν τα γέρι κα κορμιά τους απ' το αλύπητο κρύο. Το κέφι που είχανε σκορπίσει τα Χρυσά Δελτία είχε από καιρό ξεχαστεί. Η οικογένεια δ ε ν είχε τώρα παρά δυο προβλήματα, δυο προβλήματα ζωτικά. Π ώ ς να ζεσταθεί και πώς να χορτάσει την πείνα της. Γιατί το μεγάλο κρύο φέρνει και μεγάλη πείνα. Και πιάνουμε μερικές φ ο ρ έ ς τον εαυτό μας να ξεχνιέται και να σκέφτεται με λαχτάρα ένα στιφάδο με πολλή σάλτσα, ζεστές μηλόπιτες και κάθε λογής νόστιμα α χνιστά φαγητά. Κι ούτε που περνάει απ' το νου μας πόσο τυχεροί είμαστε! Σχεδόν όλα όσα επιθυμούμε μπορούμε να τ' αποχτήσουμε. Ο Τσάρλι, όμως, τι μπορούσε να περιμένει; Καμιά επιθυμία του δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί, α φού η οικογένειά του ήταν θεόφτωχη. Τίποτα δεν είχε να του προσφέρει. Κι ό σ ο το κρύο δεν έλεγε να σταμα τήσει, η άγρια πείνα του θέριευε κι έφτανε ως την απελ πισία. Από ης δύο πλάκες σοκολάτας — τη μία που του χάρισαν στα γενέθλιά του και την άλλη που αγόρασε ο παππούς Τ ζ ο — δεν υπήρχε πια κομματάκι. Κι έτσι, το μόνο που είχε να περιμένει ήταν τα τρία φτωχικά γεύ ματα τη μέρα με την αιώνια λαχανόσουπα. 52
Και ξαφνικά, κι αυτά τα γεύματα γίνανε ακόμα πιο φτωχικά. Ο λόγος ήταν ότι το εργοστάσιο της οδοντό παστας που έδινε δουλειά στον κύριο Μπάκετ φαλίρισε κι έκλεισε. Ο κύριος Μπάκετ άρχισε αμέσως να ψάχνει γι' άλλη δουλειά. Αλλά η τύχη δεν τον βοηθούσε. Ώ σπου αναγκάστηκε να δεχτεί — έστω και για λίγες ψωροδεκάρες — να φτυαρίζει το χιόνι για να ελευθερώνο νται οι δρόμοι. Κέρδιζε, όμως, τόσο λίγα, που δεν έ φταναν για ν' αγοράσει ούτε το ένα τέταρτο της τροφής που χρειάζονταν εφτά άνθρωποι. Η κατάσταση έγινε α πελπιστική. Για πρωινό, τρώγανε τώρα μια φέτα ψωμί ο καθένας, για μεσημεριανό από μισή βραστή πατάτα. Αργά, αλλά σίγουρα, όλη η φαμίλια άρχισε να πε θαίνει από πείνα. Και κάθε μέρα, καθώς προχωρούσε με κόπο πάνω στο χιόνι για να πάει στο σχολείο, ο μι κρός Τσάρλι Μπάκετ περνούσε μπροστά από το τερά στιο εργοστάσιο σοκολάτας του κυρίου Βόνκα. Και κάθε μέρα, καθώς πλησίαζε σ' αυτό, σήκωνε ψηλά το μυτάκι του για να ρουφήξει τη θαυμάσια γλυκιά μυρω διά της λιωμένης σοκολάτας. Μερικές φορές σταμα τούσε για λίγα λεπτά μπροστά στη μεγάλη πόρτα κι έ παιρνε βαθιές αναπνοές, σαν να προσπαθούσε να χορτάσει με τη μυρωδιά και μόνο! — Αυτό το παιδί, είπε ο παππούς Τ ζ ο βγάζοντας το κεφάλι του από κάτω απ' την κουβέρτα κάποιο παγω μένο πρωινό, αυτό το παιδί πρέπει να φάει. Δ ε ν είναι το ίδιο με μας. Εμείς είμαστε πολύ γέροι και δεν έχει το φαΐ τόση σημασία. Αλλά ένα αγόρι πάνω στην ανάπτυ ξη! Κάτι πρέπει να γίνει... Άρχισε να μοιάζει με σκελε τό. — Τι μπορούμε να κάνουμε, μουρμούρισε με πα ράπονο η γιαγιά Ζοζεφίνα. Δ ε ν δέχεται να πάρει τίποτα από μας. Σήμερα το πρωί — το άκουσα καλά — η μη τέρα του προσπάθησε να βάλει μπροστά του και τη δική 53
της φέτα ψωμί. Κι ούτε που το άγγιξε. Έτσι την ανάγκα σε να το πάρει πίσω. — Είναι ένα πολύ καλό κι ευγενικό παιδί, είπε ο παππούς Τζορτζ. Τ ο υ άξιζε καλύτερη ζ ω ή . Το κρύο — αλύπητο — δεν έλεγε να τελειώσει. Και ο καημένος ο Τσάρλι Μπάκετ αδυνάτιζε μέρα με τη μέρα. Το μουτράκι του γινόταν ολοένα πιο τραβηγμένο κι άσπρο σαν πανί. Στα μήλα του προσώπου του φαί νονταν καθαρά τα κόκαλα κάτω απ' το πετσί. Κι ήταν φανερό πως, αν αυτή η κατάσταση συνεχιζόταν, ο Τσάρλι θα 'πεφτε βαριά άρρωστος. Ύστερα, σιγά-σιγά, με κείνη την περίεργη σοφία που φανερώνεται στα παιδιά όταν βρεθούν μπροστά σε σκληρές δοκιμασίες, άρχισε ν' αλλάζει μερικές από τις συνήθειές του για να εξοικονομεί τις δυνάμεις του. Το πρωί έφευγε απ' το σπίτι δέκα λεπτά πιο νωρίς για να
περπατά με αργά βήματα και να μη χρειάζεται να τρέ ξει. Στο διάλειμμα, έμενε ήσυχος μέσα στην τάξη ενώ τ' άλλα παιδιά ξεχύνονταν έξω για να κυλιστούν στο χιόνι ή να φτιάξουν χιονόμπαλες. Ό λ ε ς του οι κινήσεις εί χαν γίνει αργές και προσεχτικές για να προλαβαίνει την εξάντληση. Ώ σ π ο υ , κάποιο απόγευμα, την ώρα που γύριζε απ' το σχολείο αψηφώντας τον παγωμένο αέρα και πιο πει νασμένος από ποτέ, είδε ξαφνικά μέσα στο χιόνι του ρυακιού κάτι που έλαμπε. Είχε χρώμα ασημί. Ο Τσάρλι έκαμε λίγα βήματα προς την άκρη του πεζοδρομίου κι έσκυψε για να δει τι ήταν... Το μεγαλύτερο μέρος ήταν σκεπασμένο με χιόνι αλλά μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν.
Έ ν α ολόκληρο μισόλιρο! Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του.
Μήπως είχε πέσει από κάποιον εκείνη την ώρα; Αλλά όχι. Ή τ α ν αδύνατο, αφού το νόμισμα ήταν σκεπασμένο με χιόνι! Πολλοί άνθρωποι πέρασαν βιαστικοί, κουκουλω μένοι μέσα στους γιακάδες τους. Τα βήματά τους τρίζα νε πάνω στο χιόνι. Κανείς δ ε ν έμοιαζε να ζητά κάτι που είχε χάσει. Κανείς δεν έ δ ω σ ε σημασία στο μικρό αγόρι που ήταν σκυμμένο στο ρυάκι. Ήταν, λοιπόν, δικό του αυτό το μισόλιρο; Μπο ρούσε να το πάρει; Προσεχτικά, ο Τσάρλι το τράβηξε απ' το χιόνι. Ή τ α ν υγρό και λερωμένο αλλά κατά τα άλλα τέλειο. Έ ν α ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΜΙΣΟΛΙΡΟ! Το κρατούσε σφιχτά ανάμεσα στα παγωμένα δά χτυλα του κι είχε καρφώσει σ' αυτό τα μάτια του. Έ ν α πράγμα σήμαινε γι' αυτόν — ένα και μόνο πράγμα: ΦΑΪ. Εντελώς αυτόματα, ο Τσάρλι έκαμε στροφή και κα τευθύνθηκε προς το πιο κοντινό μαγαζί, δέκα βήματα πιο κει. Ή τ α ν ένα απ' αυτά τα μαγαζιά που πουλούν εφη μερίδες, χαρτικά και λίγ' απ' όλα, μέχρι σοκολάτες και πούρα... «Να, λοιπόν», είπε σιγά στον εαυτό του, «αυτό που θα κάμω είναι ν' αγοράσω μια παχιά πλάκα σοκο λάτα και να τη φ ά ω ολόκληρη από τη μιαν άκρη στην άλλη... ύστερα, θα γυρίσω στο σπίτι να δ ώ σ ω τα ρέστα στη μητέρα μου...».
ΤΟ ΘΑΥΜΑ Ο Τσάρλι μπήκε στο μαγαζί κι ακούμπησε το νόμι σμα πάνω στον πάγκο: — Μια σούπερ σοκολάτα βανίλιας γεμιστή, είπε γιατί θυμόταν πόσο του 'χε αρέσει η πλάκα που του χάρισαν στα γενέθλια του. Ο μαγαζάτορας πίσω απ' τον πάγκο ήταν παχύς και καλοθρεμμένος. Είχε χοντρά χείλια και φουσκωτά μά γουλα κι έναν πελώριο λαιμό που ξεχείλιζε από τον γιακά του πουκαμίσου του σαν λαστιχένιο βραχιόλι. Γύρισε την πλάτη στον Τσάρλι για να βρει τη σοκο λάτα κι ύστερα στράφηκε πάλι προς αυτόν και του την έδωσε. Ο Τσάρλι την άρπαξε, έσκισε βιαστικά το χαρτί κι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι. Ύστερα άλλο ένα... κι άλ λο ένα... Τι χαρά ήταν αυτή να μπορεί να μασούλα κάτι γλυκό στερεό, χορταστικό! Τι ευτυχία να έχει γεμάτο το στόμα μ' αυτή την πλούσια και σφιχτή τροφή! — Πολύ τη λαχταρούσες, αγόρι μου, έτσι δεν είναι; είπε χαμογελώντας ο έμπορος. Ο Τσάρλι κούνησε το κεφάλι του με το στόμα γε μάτο. Πάλι ο έμπορος είπε: — Σιγά-σιγά, παιδί μου. Αν την καταπίνεις χωρίς να μασάς, θα πονέσει η κοιλιά σου. Ο Τσάρλι συνέχισε να καταβροχθίζει τη σοκολάτα 57
του. Αδύνατο να σταματήσει. Και σε λιγότερο από μισό λεπτό είχε φάει όλη την πλάκα. Μόλο που είχε λαχα νιάσει, αισθανόταν πολύ-πολύ ευτυχισμένος. Ά π λ ω σ ε το χέρι να πάρει τα ρέστα. Ύστερα κοντοστάθηκε κα θώς είδε τα μικρά ασημένια νομίσματα πάνω στον πά γκο. Ή τ α ν εννέα - όλα ίδια. Δ ε ν θα 'ταν και τόσο σο βαρό αν ξόδευε άλλο ένα... — Νομίζω, είπε με ήρεμη φωνούλα, νομίζω πως θα πάρω ακόμα μια σοκολάτα. Την ίδια παρακαλώ. — Γιατί όχι, είπε ο χοντρός του μαγαζιού και γυρί ζοντας πήρε από το ράφι μιαν άλλη σούπερ σοκολάτα βανίλιας γεμιστή και την ακούμπησε στο ταμείο. Ο Τσάρλι την άρπαξε κι έσκισε το χαρτί... Και ξαφ νικά!. .. Από κάτω απ' το χαρτί ξέφυγε μια χρυσή λάμ ψη! Η καρδιά του Τσάρλι σταμάτησε να χτυπά. — Ένα Χρυσό Δελτίο! Βρήκες το Χρυσό Δελτίο! Το τελευταίο. Ε, κόσμε! Ελάτε να δείτε! Τούτο το αγόρι βρήκε το τελευταίο Χρυσό Δελτίο του Βόνκα. Δείτε το! Το κρατά στα χέρια του! Νόμιζε κανείς πως ο μαγαζάτο ρας είχε πάθει κρίση. Κι αυτό πουλήθηκε από το μαγαζί μου, ούρλιαξε. Εδώ, στο μικρό μου καταστηματάκι το βρήκε. Γρήγορα ειδοποιήστε τις εφημερίδες. Προσοχή, αγόρι μου! Μη σου σκιστεί! Είναι μια περιουσία. Σε λίγα δευτερόλεπτα μαζεύτηκαν γύρω απ' τον Τσάρλι καμιά εικοσαριά άνθρωποι κι έφταναν ολοένα κι άλλοι από τον δρόμο. Ό λ ο ι θέλανε να δούνε το Χρυσό Δελτίο και τον τυχερό που το βρήκε. — Πού είναι; φώναξε κάποιος. Σήκωσέ τον ψηλά για να μπορέσουμε όλοι να τον δούμε! — Νάτος, φώναξε μια άλλη φ ω ν ή . Κρατά στο χέρι το Δελτίο! Δ ε ν βλέπετε πόσο λάμπει; — Σαν τι σοφίστηκε αυτός για να το βρει, ήθελα να 'ξερα, φ ώ ν α ξ ε με θυμωμένη φ ω ν ή ένα ψηλό αγόρι. 59
Εγώ αγόραζα είκοσι σοκολάτες τη μέρα για βδομάδες και βδομάδες. — Και σκέψου, όλη αυτή την ποσότητα σοκολάτας που θα μπορεί να παίρνει δωρεάν, είπε ζηλόφθονα ένα άλλο αγόρι. Θα 'χει να τρώει ό σ ο ζει. — Ας είναι όμως, το 'χει πολλή ανάγκη αυτό το κατσιασμένο. Είναι πετσί και κόκαλο! είπε γελώντας ένα κορίτσι. Ο Τσάρλι δεν είχε σαλέψει. Δ ε ν είχε βγάλει ακόμα το Χρυσό Δελτίο από το περιτύλιγμα. Ά φ ω ν ο ς , ακίνητος, έσφιγγε πάνω του τη σοκολάτα του, με τα δυο του χέρια ενώ το πλήθος έσπρωχνε ολόγυρα του. Ένιωθε πολύ ζα λισμένος. Ζαλισμένος αλλά και μ' ένα ασυνήθιστο αί σθημα ελαφράδας, σαν να ήταν ένα μπαλόνι που ανέ βαινε στον αέρα. Τα πόδια του δεν τα νιωθε πια ν' αγγί ζουν τη γη. Και κάπου βαθιά, μέσα στο στήθος του, ά κουγε την καρδιά του να σφυροκοπάει. Ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι ν' ακουμπά στον ώμο του. Σήκωσε τα μάτια του και είδε έναν άνθρωπο ψηλό: — Άκουσε, του είπε σιγά, το αγοράζω και σου δί νω πενήντα λίρες. Τι λες; Και σου δίνω ακόμη κι ένα ποδήλατο κατακαίνουριο. Εντάξει; — Τρελός είσαι; ούρλιαξε μια γυναίκα που στεκό ταν εκεί κοντά. Εγώ του δίνω πεντακόσιες λίρες! — Αρκετά! Φτάνει πια! φώναξε ο χοντρός μαγαζά τορας ανοίγοντας δρόμο μέσα στην οχλοβοή. Έπιασε τον Τσάρλι απ' το μπράτσο. Αφήστε το ήσυχο το παιδί! Ανοίξτε ένα πέρασμα. Αφήστε το να βγει. Και καθώς τον συνόδευε ο ίδιος προς την πόρτα είπε σιγά στον Τσάρλι: — Μην το δώσεις σε κανέναν. Πήγαινέ το κατευ θείαν στο σπίτι, πριν κάνει φτερά. Τρέχα γρήγορα και μη σταματήσεις καθόλου αν δε φτάσεις στην πόρτα σου. Κατάλαβες; 60
Ο Τσάρλι κούνησε το κεφάλι. — Ξέρεις κάτι; είπε ο χοντρός μαγαζάτορας και σταμάτησε μια στιγμή χαμογελώντας στον Τσάρλι. Πι στεύω πως αυτό που έγινε το χρειαζόσουν πολύ. Χάρη κα πάρα πολύ για σένα. Καλή τύχη, αγόρι μου! — Ευχαριστώ, είπε ο Τσάρλι κι έφυγε τρέχοντας α πάνω στο χιόνι μ' όλη τη δύναμη των ποδιών του. Και τη στιγμή που περνούσε μπροστά από το εργο στάσιο του κυρίου Βόνκα, γύρισε προς τα κει, έκαμε νόημα με το χέρι του και είπε τραγουδιστά: — Θα σε δ ω , θα σε δω... και σύντομα... Πέντε λεπτά ακόμα κι είχε φτάσει στο σπίτι του.
ΤΙ ΗΤΑΝ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΧΡΥΣΟ ΔΕΛΤΙΟ Ο Τσάρλι πέρασε απ' την πόρτα σαν αστραπή. Φώναξε:
— Μαμά! Μαμά! Μαμά! Η κυρία Μπάκετ ήταν στο δωμάτιο των παππούδων για να τους σερβίρει τη βραδινή τους σούπα. — Μαμά, ούρλιαξε ο Τσάρλι και χύθηκε πάνω της σαν σίφουνας. Κοίτα! Το βρήκα! Κοίτα μαμά, κοίτα! Το τελευταίο Χρυσό Δελτίο! Είναι δικό μου. Βρήκα λί γα χρήματα στο δρόμο κι αγόρασα δύο πλάκες σοκο λάτας κι η δεύτερη είχε μέσα το Χρυσό Δελτίο κι είχαν μαζευτεί εκατοντάδες άνθρωποι γύρω μου για να το δουν κι ο μαγαζάτορας μ' έσωσε κι ήρθα τρέχοντας σπίτι και να 'μαι! ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΧΡΥΣΟ ΔΕΛΤΙΟ ΜΑΝΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΡΗΚΑ! Η κυρία Μπάκετ έμεινε άναυδη ε ν ώ οι τέσσερις παππούδες που ήταν καθιστοί στο κρεβάτι κι είχαν α νάμεσα στα γόνατα τους τα κύπελλα με τη σούπα, α φήσανε τα κουτάλια να πέσουν με θόρυβο κι αρπάχτη καν από τα μαξιλάρια τους. Τότε στο δωμάτιο έγινε απόλυτη σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα. Κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει ή να κουνηθεί. Ή τ α ν μια μαγική στιγμή. Ύστερα, με μια πολύ μαλακιά φ ω ν ή , ο παππούς Τ ζ ο είπε: 62
— Τσάρλι, μας δουλεύεις, έτσι δεν είναι; Θες να μας κάνεις ένα αστείο! — Καθόλου, φώναξε ο Τσάρλι κι έτρεξε προς το κρεβάτι κρατώντας ψηλά το μεγάλο και θαυμάσιο Χρυ σό Δελτίο για να τους το δείξει. Ο παππούς Τ ζ ο έσκυψε για να το δει από κοντά. Κόντευε να τ' αγγίξει με τη μύτη του. Οι άλλοι τον κοί ταζαν περιμένοντας να πει τη γνώμη του. Ύστερα, σιγά-σιγά το πρόσωπο του παππού Τ ζ ο φωτίστηκε μ' ένα πλατύ κι ευτυχισμένο χαμόγελο και σηκώνοντας το κε φάλι κοίταξε κατάματα τον Τσάρλι. Το πρόσωπό του ξαναπήρε χρώμα, τα μάτια του ολάνοιχτα λάμπανε από χαρά και στη μέση κάθε ματιού, ακριβώς πάνω στην κόρη, χόρευε μια μικρή σπίθα που μαρτυρούσε την υ περένταση. Έπειτα, ο ηλικιωμένος άνθρωπος πήρε μια βαθιά αναπνοή και ξαφνικά, χωρίς κανείς να το περιμένει, έ γινε μέσα του κάτι σαν έκρηξη! Σήκωσε ψηλά τα χέρια και φ ώ ν α ξ ε «Γιούπιιιιιι...» και την ίδια στιγμή το μακρύ κι αδύνατο κορμί του βγήκε απ' το κρεβάτι, το κύπελλο 63
με τη σούπα περίχυσε τα μούτρα της γιαγιάς Ζοζεφίνας και μ' ένα καταπληκτι κό πήδημα, αυτό το παλι κάρι των ενενήντα έξι χρό ν ω ν και μισό που δεν είχε βγει από το κρεβάτι ε δ ώ και είκοσι χρόνια, άρχισε να χορεύει με τις πιτζάμες του ένα χορό νικητήριο. «Γιούπιιι...», φώναζε. «Ζή τω ο Τσάρλι! Ζήτω!...». Πάνω στην ώρα άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ο κύ ριος Μπάκετ, φανερά κου ρασμένος και ψόφιος απ' το κρύο. Φτυάριζε όλη τη μέρα το χιόνι στους δ ρ ό μους. — Για τον Θεό, τι συμ βαίνει; φώναξε. Τον κατατόπισαν χωρίς χασομέρι. — Αδύνατο, είπε, δεν μπορώ να το πιστέψω! — Δ ε ί ξ ε το Δελτίο, Τσάρλι, είπε ο παππούς που έφερνε ολοένα γύρους σαν δερβίσης μέσα στη ρι γωτή πιτζάμα του. Δείξε στον πατέρα σου το πέμπτο και τελευταίο Χρυσό Δελτίο του κόσμου! — Δείξε μου το, Τσάρλι, είπε ο κύριος Μπάκετ ενώ, κατάκοπος, καθόταν σε μια καρέκλα απλώνοντας το χέρι του. Ο Τσάρλι πλησίασε και του 'δωσε το πολύτιμο τεκ64
μήριο. Ή τ α ν ένα ωραίο πράγμα αυτό το Χρυσό Δελτίο, φτιαγμένο από φύλλο χρυσαφιού, λεπτό ό σ ο σχεδόν ένα φύλλο χαρτιού. Στη μια πλευρά ήταν τυπωμένη, με μια έξυπνη μέθοδο και με μαύρα γράμματα, η πρό σκληση του κυρίου Βόνκα. — Διάβασε τη δυνατά, είπε ο παππούς Τ ζ ο ξανα μπαίνοντας επιτέλους στο κρεβάτι του. Να την ακού σουμε όλοι αυτή την πρόσκληση. Ο κύριος Μπάκετ έφερε το Δελτίο κοντά στα μάτια του. Τα χέρια του έτρεμαν ελαφρά, φαινόταν συγκινη μένος. Α φ ο ύ πήρε μια βαθιά ανάσα, καθάρισε το λαι μό του και είπε: — Καλά, θα σας το διαβάσω λοιπόν! «Σε σένα τον τυχερό που βρήκες αυτό το Χρυσό Δελτίο, ο κύριος Βόνκα στέλνει τους χαιρετισμούς του και σου σφίγγει θερμά το χέρι. Πολλά θα σου συμ βούν! Θαυμάσιες εκπλήξεις σε περιμένουν! Και πρώτα, σε προσκαλώ να επισκεφτείς τη σοκολατοποιία μου, θα είσαι ο καλεσμένος μου μια ολόκληρη μέρα, καθώς κι οι άλλοι τυχεροί που έχουν βρει τα Χρυσά Δελτία μου. Εγώ ο ίδιος, ο Βίλι Βόνκα, θα σε ξεναγήσω στο εργοστάσιό μου, θα σου δείξω ό,τι υπάρχει εκεί μέσα κι έπειτα, την ώρα της αναχώρησής σου, θα σε ακολου θήσει ως το σπίτι σου συνοδεία από μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα· κι αυτά τα αυτοκίνητα θα 'ναι γεμάτα τρό φιμα για σένα και για όλη την οικογένειά σου, αρκετά για να τραφείτε πολλά χρόνια. Αν κάποια στιγμή, οι προμήθειες αυτές τελειώσουν, θα μπορείς να έρθεις στο εργοστάσιο, να δείξεις το Χρυσό Δελτίο σου κι εγώ θα χαρώ πολύ να γεμίσω πάλι τα ντουλάπια σου με ό,τι επιθυμείς. Έτσι, θα έχεις εξασφαλίσει θαυμάσιες προμήθειες για όλη τη ζ ω ή σου. Αυτό, όμως, δεν είναι το πιο εντυπωσιακό πράγμα 65
που θα συμβεί τη μέρα της επίσκεψης σου. Έ χ ω κι άλλες εκπλήξεις, ακόμα πιο συναρπαστικές και θαυμάσιες για σένα και τους άλλους αγαπητούς μου φίλους που βρήκαν τα Χρυσά Δελτία. Εκπλήξεις όλο μυστήριο και φαντασία που θα σ' ενθουσιάσουν, θα σε κεντρίσουν, θα σε ξαφνιάσουν, θα σε σαστίσουν ό σ ο δεν περίμενες. Ούτε στα πιο τρελά όνειρά σου δεν θα 'χεις φανταστεί αυτά που πρόκειται να σου συμ βούν. Περίμενε μονάχα και θα δεις... Και τώρα πρόσεξε τις οδηγίες: Η μέρα που διάλεξα για την επίσκεψη είναι η 1η Φεβρουαρίου. Αυτή τη μέρα — κι όχι μιαν άλλη — πρέπει να βρίσκεσαι μπρο στά στις πόρτες του εργοστασίου, στις 10 το πρωί ακρι βώς. Πρόσεξε να μην αργήσεις. Έχεις δικαίωμα να συνοδεύεσαι από ένα ή δύο μέλη της οικογένειάς σου για να σε προσέχουν και να σ' εμποδίσουν να κάμεις καμιά ζημιά. Και προπάντων, μην ξεχάσεις να κρατάς το Δελτίο σου, γιατί χωρίς αυτό δεν θα σ' αφήσουν να μπεις. Υπογραφή: Βίλι Βόνκα». — Την 1η Φεβρουαρίου φώναξε η κυρία Μπάκετ. Μα πρώτη είναι αύριο, αφού σήμερα είναι τελευταία μέρα του Γενάρη! — Άει στο καλό, είπε ο κύριος Μπάκετ, σαν να 'χεις δίκιο! — Μόλις και προφταίνετε! είπε ο παππούς Τζο. Δ ε ν έχετε ούτε στιγμή για χάσιμο. Κάνε γρήγορα. Ετοιμάσου. Πλύνε το πρόσωπό σου, χτενίσου, σαπούνισε τα χέρια σου, βούρτσισε τα δόντια σου, φύσηξε τη μύτη σου, κόψε τα νύχια σου, γυάλισε τα παπούτσια σου, σιδέρωσε το πουκάμισό σου και προς Θεού, βγάλε όλη αυτή τη λάσπη απ' το πανταλόνι σου. Σιγυρίσου, αγόρι μου! Πρέπει να ετοιμαστείς για τη μεγαλύτερη μέρα της ζωής σου! 66
— Μην εκνευρίζεσαι τόσο πολύ παππού, είπε η κυ ρία Μπάκετ. Και μην αναστατώνεις τον καημένο τον Τσάρλι. Ας κρατήσουμε όλοι την ψυχραιμία μας! Τ ώ ρα, το πρώτο που πρέπει ν' αποφασίσουμε είναι τούτο: Ποιος θα συνοδέψει τον Τσάρλι στο εργοστάσιο. — Εγώ, βροντοφώναξε ο παππούς Τ ζ ο πηδώντας για δεύτερη φορά έξω απ' το κρεβάτι. Εγώ θα τον συ νοδέψω, εγώ θα τον προσέχω! Αφήστε το σε μένα. Η κυρία Μπάκετ χαμογέλασε στο γέροντα κι ύστε ρα, γυρίζοντας στον άντρα της, είπε: — Εσύ τι λες; Δ ε ν νομίζεις πως αυτό θα 'πρεπε να το κάνεις εσύ; — Σωστά... είπε ο κύριος Μπάκετ κι έγινε σκεφτι κός... Όχι., δεν είμαι βέβαιος πως θα ήταν καλύτερα... — Ό μ ω ς , εσύ πρέπει... — Δ ε ν υπάρχει «πρέπει» γι' αυτό το θέμα, αγαπητή μου, είπε γλυκά ο κύριος Μπάκετ. Θα 'μουν, βέβαια, πολύ ευτυχής να πάω μαζί του. Θα ήταν κάτι συναρπα στικό για μένα. Μα από την άλλη μεριά... σκέφτομαι πως αυτός που το αξίζει περισσότερο απ' όλους μας να συνοδέψει τον Τσάρλι είναι ο παππούς Τζο. Πρέπει να παραδεχτούμε πως αυτός ξέρει το θέμα καλύτερα από μας. Φτάνει να νιώθει γερά τα κότσια του. — Γιούππιι... ξεφώνισε ο παππούς Τ ζ ο κι άρπαξε τον Τσάρλι απ' τα χέρια για να τον σύρει σ' έναν τρελό χορό. — Είναι μια χαρά, όλοι το βλέπουμε, είπε γελώντας η κυρία Μπάκετ. Κι ίσως να 'χεις δίκιο. Ο παππούς Τ ζ ο πρέπει να τον συνοδέψει. Για μένα, έτσι κι αλλιώς, α ποκλείεται γιατί δεν γίνεται ν' αφήσω μόνους τους άλ λους τρεις παππούδες μια ολόκληρη μέρα. — Αλληλούια! ξεφώνισε πάλι ο παππούς Τζο. Ευλογητός ο Θεός! Εκείνη τη στιγμή χτύπησαν δυνατά την πόρτα. Ο 67
κύριος Μπάκετ πήγε ν' ανοίξει κι αμέσως ένα σμήνος δημοσιογράφων εισβάλανε στο σπίτι. Είχαν ξετρυπώ σει και τον πέμπτο τυχερό του Χρυσού Δελτίου κι όλοι θέλανε να μάθουν πολλά για να γράψουν τ' άρθρα τους στις πρώτες σελίδες των πρωινών εφημερίδων. Για αρκετές ώρες γινόταν πανδαιμόνιο στο μικρό σπιτάκι. Κόντευαν μεσάνυχτα όταν ο κύριος Μπάκετ κατά φερε να γλιτώσει απ' αυτούς για να πάει και ο Τσάρλι να πλαγιάσει.
ΕΦΤΑΣΕ Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ Έ ν α ς ολόλαμπρος ήλιος είχε βγει στον ουρανό το πρωί της μεγάλης μέρας, αν και η γη ήταν άσπρη ακό μα, χιονισμένη κι ο αέρας πολύ κρύος. Μπροστά στις σιδερένιες πόρτες της Σοκολατοποι ίας Βόνκα, ένα πλήθος από περίεργους σπρώχνονταν για να δουν τους πέντε τυχερούς των Χρυσών Δελτίων να μπαίνουν στο χτίριο. Μεγάλη ταραχή επικρατούσε. Η ώρα ήθελε λίγο ακόμα για να πάει δέκα ακρι βώς. Το πλήθος συνωστιζόταν κι οι αστυνομικοί οπλι σμένοι, προσπαθούσαν ν' απομακρύνουν τον κόσμο απ' τις πόρτες. Πολύ κοντά στην κεντρική είσοδο, τα πέντε διάση μα παιδιά και οι συνοδοί τους σχημάτιζαν μια μικρή ο μάδα περικυκλωμένη από αστυνομικούς για την προ στασία τους. Εκεί βρισκόταν και ο ψηλόλιγνος παππούς Τ ζ ο που έσφιγγε το χέρι του μικρού Τσάρλι Μπάκετ. Ό λ α τα παιδιά — εκτός απ' τον Τσάρλι — τα συνό δευαν οι δύο γονείς τους κι αυτό ήταν ευτύχημα γιατί διαφορετικά θα είχε γίνει φοβερή ανακατωσούρα. Ή ταν τόσο ανυπόμονα να μπουν μέσα, που οι γονείς τους τα κρατούσαν δυνατά για να μην ξεφύγουν και καβαλήσουν το κάγκελο. «Υπομονή», φώναζαν οι πα69
τεράδες. «Κάθισε φρόνιμα». « Δ ε ν ήρθε ακόμα η ώρα». « Δ ε ν είναι δέκα ακριβώς». Από πίσω του, ο Τσάρλι άκουγε τις φωνές των αν θρώπων που είχαν έρθει όλοι μαζί και σπρώχνονταν κι αγωνίζονταν για να αντικρίσουν τα περίφημα παιδιά. — Νάτην, αυτή είναι η Βιολέτα Μπορεγκάρ! άκου σε κάποιον να φωνάζει. — Είδα την φωτογραφία της στις εφημερίδες. Κοί τα, είπε κάποιος άλλος. Μασάει αυτή τη σιχαμένη τσί χλα που την έχει τρεις μήνες στο στόμα της. Δ ε ς τις μα σέλες της! Δ ε ν σταματάνε στιγμή! — Κι αυτός ο ιπποπόταμος; — Αυτός είναι ο Αύγουστος Γκλουπ. — Ακριβώς! Τεράστιος! Είδες; Καταπληχτικό! — Και ποιο είναι το παιδί που έχει ζωγραφισμένο έναν καουμπόι στην μπλούζα του; — Είναι ο Μάικ Τιβί! Ο μανιακός της τηλεόρασης! — Μα είναι θεοπάλαβο! Δείτε όλα αυτά τα πιστόλια που κουβαλάει απάνω του! — Εγώ θέλω να δω τη Βερούκα Σολτ — ακούστηκε μια άλλη φ ω ν ή απ' το πλήθος — αυτήν που της αγόρα σε ο πατέρας της πεντακόσιες χιλιάδες πλάκες σοκο λάτας κι έβαλε ης εργάτριες του εργοστασίου του να ης ξετυλίγουν ώσπου να βρεθεί το Χρυσό Δελτίο! Της κάνει όλα τα χατίρια. Δ ε ν έχει παρά ν' αρχίσει να ξε φωνίζει κι αμέσως έχει αυτό που θέλει. — Απαίσιο, δεν νομίζεις; — Εγώ θα το 'λεγα αίσχος! — Ποια είναι; — Αυτή αριστερά! Το κοριτσάκι με το γούνινο πα νωφόρι από βιζόν. — Και ο Τσάρλι Μπάκετ ποιος είναι; Πρέπει να εί ναι αυτό το ανθρωπάκι που είναι πετσί και κόκαλο και στέκεται πλάι στο γέρο που μοιάζει με σκελετό! Εδώ, 70
δεξιά, κοντά μας. Ακριβώς εδώ. Τ ο ν είδες; — Γιατί δ ε ν φ ο ρ ά παλτό με τέτοιο κρύο; — Α, μη με ρωτάς. Ί σ ω ς δεν έχει ν' αγοράσει! — Τ ο ν φουκαρά, θα 'χει γίνει ψυγείο! Ο Τσάρλι τ' άκουσε όλα κι έσφιξε πιο δυνατά το χέρι του παππού Τζο. Κι εκείνος του χαμογέλασε. Κάπου μακριά, το ρολόι μιας εκκλησίας άρχισε να χτυπά δέκα. Με πολύ αργό ρυθμό κι ένα τρίξιμο από σκουρια σμένους μεντεσέδες, η μεγάλη καγκελόπορτα άρχισε ν' ανοίγει. Ξαφνικά σταμάτησε κάθε κουβέντα. Τα παιδιά η ρέμησαν. Ό λ α τα μάτια καρφώθηκαν στη μεγάλη πόρ τα. — Νάτος! Αυτός είναι! φ ώ ν α ξ ε κάποιος. Κι αλήθεια, ήταν αυτός!
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΒΙΛΙ ΒΟΝΚΑ Ο κύριος Βίλι Βόνκα στεκόταν μόνος στο άνοιγμα της πόρτας του εργοστασίου. Τι παράξενος μικροκαμωμένος άντρας αυτός ο κύ ριος Βόνκα! Φορούσε ένα σκληρό ψηλό καπέλο, μαύρο κι επί σημο ένδυμα, φράκο βελουδένιο σε χρώμα δαμάσκη νου. Το πανταλόνι του ήταν πράσινο σκούρο. Τα γάντια του γκρι ανοιχτό. Και κρατούσε στο χέρι ένα κομψό μπαστούνι με χρυσή λαβή. Το πιγούνι του το στόλιζε ένα μικρό μαύρο και μυ τερό γενάκι και τα μάτια του ήταν αφάνταστα λαμπερά. Νόμιζες πως σου έριχναν διαρκώς ματιές αστραφτερές που πετούσαν σπίθες. Ό λ ο το πρόσωπό του ήταν φ ω τεινό, γελαστό και κεφάτο. Και πόσο έξυπνος φαινό ταν! Γεμάτος πνεύμα, ζωντάνια και σβελτάδα. Τίναζε συχνά το κεφάλι του και όπου έριχνε — παντού — τη φωτεινή ματιά του, νόμιζες πως αποτύπωνε στο λεπτό ό,τι έβλεπε. Ό λ ε ς οι κινήσεις του ήταν γρήγορες σαν του σκίουρου, κάποιου έξυπνου γεροσκίουρου του πάρκου. Ά ξ α φ ν α , έκαμε δυο-τρία χορευτικά βήματα πάνω στο χιόνι και άνοιξε πλατιά τα χέρια του χαμογελώντας 72
στα πέντε παιδιά που είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στην καγκελόπορτα. Τότε τους είπε: — Καλώς ήρθατε, μικροί μου φίλοι! Καλώς ήρθατε στο εργοστάσιό μου! Η φ ω ν ή του ήταν ξάστερη και μελωδική. — Θέλετε να προχωρήσετε, ένας-ένας παρακαλώ, μαζί με τους γονείς σας; Ύστερα θα μου δείξετε το Χρυσό Δελτίο σας και θα μου πείτε τ' όνομά σας. Ας έρθει ο πρώτος! Το χοντρό αγόρι με τα ξίγκια προχώρησε και είπε: — Είμαι ο Αύγουστος Γκλουπ. — Αύγουστε! είπε δυνατά ο κύριος Βόνκα καθώς του έσφιγγε το χέρι με δύναμη. Αγαπητό μου αγόρι, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Είμαι πολύ ευτυχής. Εν θουσιασμένος που θα σ' έχουμε μαζί μας! Κι έφερες και τους γονείς σου ! Θαυμάσια! Ελάτε, λοιπόν. Περά στε!
Ή τ α ν φανερό πως και ο κύριος Βόνκα είχε την ίδια νευρικότητα που είχαν και οι άλλοι... — Τ' όνομά μου, είπε το επόμενο παιδί, είναι Βερούκα Σολτ... - Αγαπητή μου Βερούκα! Τι γίνεσαι! Τι μεγάλη ευχαρίστηση! Έχεις κι ωραίο όνομα. Εγώ ήξερα ως τώρα πως βερούκα είναι ένα είδος κρεατοελιάς που βγαίνει κάτω απ' την πατούσα. Αλλά τι κάθομαι και λέω — κουταμάρες! Τι όμορφη που φαίνεσαι μέσα σ' αυτό το ωραίο γούνινο πανωφόρι! Είμαι τόσο χαρούμενος που μπόρεσες να 'ρθεις. Προμηνύεται μια πολύ ενδια φέρουσα μέρα. Ελπίζω πως θα σου αρέσει πολύ. Ή μάλλον, είμαι βέβαιος, πολύ βέβαιος. Ο πατέρας σου; Καλημέρα σας, κύριε Σολτ. Χαίρετε, κυρία Σολτ. Είμαι ενθουσιασμένος που σας γνώρισα. Το Δελτίο σας είν' εντάξει, περάστε παρακαλώ.
Τα δυο επόμενα παιδιά η Βιολέτα Μπορεγκάρ και ο Μάικ Τιβί προχώρησαν, έδειξαν τα Δελτία τους και κινδύνεψαν να φύγουν χωρίς χέρι από τη δυναμική χειραψία του κυρίου Βόνκα. Και τέλος, μια μικρή ντροπαλή φωνούλα ψιθύρισε: — Τσάρλι Μπάκετ. — Τσάρλι! φώναξε ο κύριος Βόνκα. Ωραία, πολύ ωραία! Να, λοιπόν, που είσαι εδώ! Εσύ είσαι το αγόρι που βρήκε το Δελτίο του χτες το βράδυ. Έτσι δεν είναι; Βέβαια, βέβαια. Τα διάβασα όλα στις πρωινές εφημε ρίδες! Πάνω στην ώρα, αγαπητό μου αγόρι! Χαίρομαι τόσο πολύ. Είμαι τόσο ευτυχισμένος για σένα. Και από δω; Ο παππούς. Ενθουσιασμένος για τη γνωριμία, κύ ριε! Χαίρομαι υπερβολικά, πολύ ωραία! Θαυμάσια! Έ χουν έρθει όλοι; Πέντε παιδιά; Εντάξει. Και τώρα, πα ρακαλώ, ακολουθήστε με. Η περιοδεία μας αρχίζει... Αλλά προσέξτε να είμαστε όλοι μαζί. Παρακαλώ μη σκορπιστείτε. Δ ε ν θα 'θελα να χάσω κάποιον από σας σ' αυτό το στάδιο του προγράμματος. Αυτό δεν πρέπει να γίνει. Ο Τσάρλι γύρισε να ρίξει μια ματιά πίσω του. Κι εί δε να κλείνουν σιγά-σιγά τα δυο φύλλα της σιδερένιας εξώπορτας. Έ ξ ω οι άνθρωποι που είχαν μαζευτεί σπρώχνονταν ακόμα φωνάζοντας. Ο Τσάρλι τους έριξε μια τελευταία ματιά. Τότε α κούστηκε ένας κρότος καθώς οι πόρτες ενώθηκαν και κάθε εικόνα του έξω κόσμου εξαφανίστηκε. — Να 'μαστε, είπε ο κύριος Βόνκα που προχωρού σε με το πηδηχτό βήμα του επικεφαλής της ομάδας. Περάστε απ' αυτή τη μεγάλη κόκκινη πόρτα, παρακα λ ώ ! Ωραία! Είναι ευχάριστα και ζεστά εδώ. Πρέπει να διατηρώ καλή θερμοκρασία στο εργοστάσιο, για χάρη των εργατών. Οι εργάτες μου είναι συνηθισμένοι σε κλίμα υπερβολικά ζεστό! Δ ε ν αντέχουν το κρύο. Θα 76
πέθαιναν αν έβγαιναν έξω με τέτοιον καιρό. — Μα ποιοι είναι αυτοί οι εργάτες; ρώτησε ο Αύ γουστος Γκλουπ. — Κάθε πράγμα στον καιρό του, αγαπητό μου α γόρι, είπε ο κύριος Βόνκα χαμογελώντας στον Αύγου στο. Υπομονή! Θα τα δεις όλα! Είστε όλοι εδώ; Πολύ καλά! Θα θέλατε να κλείσετε την πόρτα; Ευχαριστώ. Ο Τσάρλι Μπάκετ είδε ένα μακρύ διάδρομο ν' α πλώνεται μπροστά του ως εκεί που έφτανε το μάτι. Α υ τός ο διάδρομος ήταν τόσο πλατύς, που μπορούσε να περάσει από κει πολύ άνετα ένα αμάξι. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με χρώμα τριανταφυλλί απαλό κι ο φωτισμός γλυκός κι ευχάριστος. — Π ό σ ο όμορφα και ζεστά είναι εδώ μέσα! ψιθύρι σε ο Τσάρλι. — Συμφωνώ. Και η ωραία που μυρίζει! απάντησε ο παππούς Τ ζ ο ρουφώντας τον αέρα. Οι πιο θαυμάσιες μυρωδιές του κόσμου νόμιζες πως ανακατεύονταν μέσα στον αέρα που ανέπνεαν. Μυρωδιά ψημένου καφέ, καμένης ζάχαρης, λιωμένης σοκολάτας και μέντας και βιολέτας και κοπανισμένου φουντουκιού και μήλου και φλούδας λεμονιού και κα ραμέλας... Και μακριά, σε απόσταση, μέσα απ' την καρδιά της μεγάλης φάμπρικας βγαίνανε κάτι μουγκρητά βαθιά, σαν να γύριζαν με διαβολική ταχύτητα οι ρόδες κά ποιας γιγάντιας τερατόμορφης μηχανής. — Τ ώ ρ α ακούστε με καλά, αγαπητά μου παιδιά, εί πε ο κύριος Βόνκα υψώνοντας τη φ ω ν ή του για να μη χάνεται στο θόρυβο. Αυτός είναι ο κεντρικός διάδρο μος. Θα θέλατε, παρακαλώ, να κρεμάσετε τα παλτά σας και τα καπέλα σας σ' αυτές εδώ τις κρεμάστρες και έπειτα να με ακολουθήσετε; Πολύ καλά. Ό λ ο ι έτοιμοι. Πάμε, λοιπόν. 77
Προχώρησε στο διάδρομο με γρήγορο βήμα ενώ πίσω του ανέμιζαν οι ουρές του φράκου του κι ακολου θούσαν και οι καλεσμένοι με βιασύνη. Δ ε ν ήταν και λίγοι, αν το καλοσκεφτεί κανείς. Εννιά μεγάλοι και πέ ντε παιδιά. Ό λ ο ι μαζί, δεκατέσσερις!
φτούμε είναι απέραντες. Πιο πλατιές από τα γήπεδα του ποδοσφαίρου. Δ ε ν υπάρχει κανένα χτίριο στον κόσμο τόσο μεγάλο που να τις χωρέσει! Ενώ εδώ, κάτω απ' τη γη, έχει ό σ ο χώρο θέλουμε, φτάνει να σκάψου με...
Φαντάζεστε, λοιπόν, πως γινόταν κάμποσο στρί μωγμα και σκούντημα καθώς βιάζονταν να περάσουν για να φτάσουν τη σβέλτη σιλουέτα του κυρίου Βόνκα που τους οδηγούσε και φώναζε: — Ελάτε, λοιπόν, βιαστείτε σας παρακαλώ! Δ ε ν θα προλάβουμε να τα γυρίσουμε όλα σε μια μέρα αν περ πατάμε τόσο τεμπέλικα...
Ο κύριος Βόνκα έστριψε δεξιά. Έπειτα έστριψε αριστερά. Έπειτα πάλι δεξιά. Οι διάδρομοι είχαν όλο και μεγαλύτερη κλίση προς τα κάτω. Ά ξ α φ ν α , ο κύριος Βόνκα σταμάτησε μπροστά σε μια πόρτα από γυαλιστερό μέταλλο. Οι καλεσμένοι συγκεντρώθηκαν γύρω του. Στην πόρτα ήταν γραμμέ νο με μεγάλα γράμματα:
Σε λίγο, άφησε τον κεντρικό διάδρομο κι ακολού θησε έναν άλλο, λίγο πιο στενό, στα δεξιά του. Έπειτα έστριψε αριστερά. Έπειτα πάλι αριστερά. Έπειτα δεξιά. Έπειτα αριστερά. Έπειτα δεξιά. Πάλι δεξιά. Έπειτα αριστερά. Έμοιαζε, δηλαδή, σαν ένα πελώριο σπίτι κουνε λιών με λαγούμια και περάσματα προς κάθε κατεύθυν ση. — Μην αφήσεις το χέρι μου Τσάρλι, ψιθύρισε ο παππούς Τζο. — Προσέξατε πόση κλίση έχουν αυτοί οι διάδρο μοι; είπε ο κύριος Βόνκα. Κατεβαίνουμε τώρα στο υ πόγειο. Όλες οι πιο σημαντικές αίθουσες στο εργο στάσιο μου βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της γης. — Γιατί αυτό; ρώτησε κάποιος. — Γιατί απάνω δεν υπάρχει αρκετός χώρος! απά ντησε ο κύριος Βόνκα. Οι αίθουσες που θα επισκε78
Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΗΣ ΣΟΚΟΛΑΤΑΣ
Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΗΣ ΣΟΚΟΛΑΤΑΣ — Πολύ σημαντική αίθουσα, αυτή ε δ ώ ! είπε ο κύ ριος Βόνκα βγάζοντας απ' την τσέπη του ένα μάτσο κλειδιά για να ξεκλειδώσει την πόρτα. Αυτό είναι το νευραλγικό κέντρο όλου του εργοστασίου, η καρδιά, δηλαδή, όλης της επιχείρησης. Και πόσο ωραία! Επι μένω σ' αυτό. Θέλω να είναι οι αίθουσες μου ωραίες. Δ ε ν ανέχομαι την ασχήμια μέσα στα εργοστάσια. Μπαίνουμε, λοιπόν. Αλλά προσπαθήστε να είστε προσε χτικοί, μικροί μου φίλοι. Μη χάσετε τον νου σας! Μην έ χετε εκνευρισμό! Κρατήστε την ψυχραιμία σας. Ο κύριος Βόνκα άνοιξε την πόρτα. Τα πέντε παιδιά και οι εννιά μεγάλοι προχώρησαν στο εσωτερικό της αίθουσας. Τότε τα μάτια τους αντίκρισαν ένα καταπληχτικό θέαμα. Μπροστά στα πόδια τους απλωνόταν μια όμορφη... κοιλάδα. Δεξιά κι αριστερά της, έβλεπες κα ταπράσινα βοσκοτόπια και στο βάθος κυλούσε ένα με γάλο καφετί ποτάμι. Κι ακόμα έβλεπες έναν ορμητικό καταρράκτη που κατέβαινε από έναν απότομο γκρεμό όπου τα νερά, καθώς πέφτανε μέσα στον ποταμό, σχη μάτιζαν ένα πυκνό παραπέτασμα που τέλειωνε σ' ένα στροβίλισμα από αφρούς και πιτσίλες. Κάτω απ' τον καταρράκτη (και αυτό ήταν το πιο κα ταπληκτικό απ' όλα όσα είκαν δει) υψώνονταν δεκάδες πελώριοι γυάλινοι σωλήνες, που είχαν το ένα άκρο βυ80
θισμένο στον ποταμό και το άλλο κάπου στο ταβάνι, πολύ ψηλά! Ή τ α ν πραγματικά πολύ εντυπωσιακοί αυ τοί οι σωλήνες. Αντλούσαν το πυκνό καφετί νερό του ποταμού για να το μεταφέρουν ποιος ξέρει πού. Και καθώς ήταν γυάλινοι, μπορούσε κανείς να παρακο λουθεί το υγρό ν' ανεβαίνει και ν' αφρίζει στο εσωτερι κό τους μ' έναν παράξενο, αέναο θόρυβο που ανακα τευόταν με το βροντερό βουητό του καταρράκτη. Χαριτωμένα δέντρα και θάμνοι βλάσταιναν κατά μήκος του ποταμού: κλαίουσες ιτιές και λεύκες και φουντωτές ροδοδάφνες, κόκκινες και μαβιές. Η χ λ ό η ήταν σπαρμένη με χιλιάδες κίτρινα λουλούδια. — Κοιτάξτε, φώναξε ο κύριος Βόνκα κάνοντας μι κρά πηδήματα. Με το μπαστούνι του έδειξε τον μεγάλο καφετί ποταμό. Αυτό όλο είναι σοκολάτα! Κάθε στα γόνα αυτού του υγρού είναι λιωμένη σοκολάτα και μά λιστα της εκλεκτότερης ποιότητας. Σοκολάτα και μόνο σοκολάτα, τόση που να μπορεί να γεμίσει όλες· τις μπα νιέρες της χώρας. Και όλες τις πισίνες! Δ ε ν είναι θαυ μάσιο; Και δείτε τους σωλήνες μου! Αντλούν τη σοκο λάτα και τη διοχετεύουν σ' όλες τις άλλες αίθουσες του εργοστασίου. Χιλιάδες και χιλιάδες λίτρα, παιδιά μου! Χιλιάδες και χιλιάδες λίτρα! Τα παιδιά και οι γονείς τους ήταν τόσο συνεπαρμέ νοι που δεν μπορούσαν ν' αρθρώσουν λέξη. Τα 'χαν χαμένα! Άναυδοι, έκπληκτοι, θαμπωμένοι. Τους είχε σαστίσει αυτό το απίστευτο θέαμα. Στέκονταν μονάχα με μάτια ορθάνοιχτα και ούτε κουνιούνταν ούτε μιλού σαν. - Ο καταρράκτης είναι εξαιρετικά σημαντικός, συ
νέχισε ο κύριος Βόνκα. Αυτός κάνει το μείγμα της σο κολάτας. Τη χτυπά, τη δουλεύει, ανακατεύει τα υλικά. Την κάνει ελαφριά και αφράτη. Καμιά άλλη σοκολατο ποιία στον κόσμο δεν χτυπά το μείγμα της σοκολάτας 81
σε καταρράκτη. Κι όμως, αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να κάμεις σωστή σοκολάτα. Ο μόνος! Και τα δέντρα μου, πώς σας φαίνονται; φώναξε κουνώντας το μπα στούνι του. Και οι όμορφοι θάμνοι μου; Ωραίοι δεν εί ναι; Σιχαίνομαι την ασχήμια, σας το έχω πει. Και φυσι κά, όλα αυτά τρώγονται!... Το καθένα είναι καμωμένο από διαφορετικό υλικό αλλά πάντα θαυμάσιο! Και τα παρτέρια μου; Π ώ ς σας φαίνεται η χλόη μου με τα κί τρινα λουλουδάκια; Το χορτάρι που πάνω του πατάτε, αγαπητοί μου φίλοι, είναι καμωμένο από ένα είδος ζάχαρης με μέντα, που είναι μια από τις καινούριες μου ανακαλύψεις. Το ονομάζω κάντια. Δοκιμάστε ένα κλω νί. Κόψτε, είναι απολαυστικό! Ό λ ο ς ο κόσμος έσκυψε μηχανικά να μαζέψει ένα κλωνί απ' το χ ο ρ τ ά ρ ι · όλοι εκτός από τον Αύγουστο Γκλουπ που μάζεψε μια χούφτα. Η Βιολέτα Μπορε γκάρ, πριν δοκιμάσει το χορτάρι, έβγαλε από το στόμα της την τσίχλα που προοριζόταν να σπάσει το παγκό σμιο ρεκόρ και την κόλλησε προσεχτικά πίσω από τ' αυτί της. — Αυτό είναι θαύμα, ψιθύρισε ο Τσάρλι. Τι έξοχη γεύση, ε παππού;
— Θα μπορούσα να φ ά ω όλο το λιβάδι, είπε ο παπ πούς Τ ζ ο χαμογελώντας μ' ευχαρίστηση. Θα μπορού σα να πέσω με τα τέσσερα και να βοσκήσω σαν αγε λάδα όλο το χορτάρι!
που είχαν μαζευτεί στην άλλη όχθη. Ο ένας απ' αυτούς έδειξε με το δάκτυλο τα παιδιά κι ύστερα κάτι είπε σιγά στους άλλους τέσσερις. Κι αρχίσανε κι οι πέντε να γε λάνε τρανταχτά.
— Δοκιμάστε και τα κίτρινα λουλουδάκια, φώναξε ο κύριος Βόνκα. Είναι ακόμα πιο ωραία!... Ά ξ α φ ν α ακούστηκαν στριγκλιές. Ή τ α ν η Βερούκα Σολτ που έδειχνε την απέναντι όχθη ουρλιάζοντας σαν τρελή! — Κοιτάξτε εκεί κάτω, φώναξε. Τι είναι αυτό; Κάτι που κουνιέται, κάτι που περπατά! Είναι σαν μικρός άν θρωπος! Εκεί κάτω, κοντά στον καταρράκτη! Ό λ ο ι σταμάτησαν να μαζεύουν λουλούδια και κοίταζαν απέναντι — Δίκιο έχει παππού! φώναξε ο Τσάρλι. Είναι ένας πολύ μικρός ανθρωπάκος. Τ ο ν βλέπεις; — Τ ο ν βλέπω, Τσάρλι, είπε ξαφνιασμένος ο παπ πούς Τζο. Και όλοι έμπηξαν τις φωνές: — Είναι δύο! — Ά ε ι στο καλό! Αλήθεια είναι! — Είναι κι άλλος... ένας, δύο, τρεις, τέσσερις, πέ ντε! — Τι κάνουν; — Από πού βγαίνουν; — Ποιοι είναι; Παιδιά και μεγάλοι, κατέβηκαν προς το ποτάμι για να τους δουν από κοντά. — Σαν τελώνια δεν είναι; — Το μπόι τους φτάνει ως τα γόνατά μου! — Κοίτα τι αστεία μακριά μαλλιά! Τα μικροσκοπικά ανθρωπάκια — όχι ψηλότερα από κούκλες μέτριου μεγέθους — είχαν σταματήσει τη δουλειά τους για να κοιτάξουν κι αυτοί τους επισκέπτες
— Αδύνατο να είναι αληθινοί άνθρωποι, είπε ο Τσάρλι. — Και βέβαια είναι αληθινοί, απάντησε ο κύριος Βόνκα. Είναι οι Ούμπα-Λούμπα!
84
ΟΙ ΟΥΜΠΑ-ΛΟΥΜΠΑ — Ούμπα-Λούμπα, είπαν όλοι. Ούμπα-Λούμπα. — Και τους έφερα κατευθείαν από τη Λουμποχώρα, είπε ο κύριος Βόνκα με περηφάνια. — Δ ε ν υπάρχει τέτοια χώρα, είπε η κυρία Σολτ. — Με συγχωρείτε, αγαπητή κυρία, αλλά... — Κύριε Βόνκα, είπε αυστηρά η κυρία Σολτ, είμαι δασκάλα της Γεωγραφίας! — Τότε θα σας ενδιαφέρει ν' ακούσετε όλα τα σχε τικά, είπε ο κύριος Βόνκα. Και πόσο φοβερή είναι αυτή η χώρα! Μια ζούγκλα πυκνή που τη λυμαίνονται τα πιο επικίνδυνα σ' ολόκληρο τον κόσμο θηρία: Δρακοβίσωνες, βροντόδοντα, σκροτοκέφαλοι. Έ ν α βροντόδοντο θα χρειαζόταν δέκα Ούμπα-Λούμπα για το κο λατσιό του και θα ξαναγύριζε τρέχοντας πίσω για δεύ τερη μερίδα. Ό τ α ν πήγα εκεί, βρήκα τους μικρόσω μους Ούμπα-Λούμπα στα βάθη της ζούγκλας, εκεί που κανένας άνθρωπος δεν είχε πατήσει το πόδι του πριν από μένα. Ζούσαν σε δεντρόσπιτα. Και ήταν υποχρεω μένοι να ζούνε στα δέντρα για να μην τους φάνε οι δρακοβίσωνες και τα βροντόδοντα και οι σκροτοκέφα λοι. Ό τ α ν τους ανακάλυψα, κυριολεκτικά ψοφούσαν της πείνας. Η μόνη τους τροφή ήταν πράσινες κάμπιες. Οι κάμπιες έχουν απαίσια γεύση και οι Ούμπα-Λούμπα περνούσαν τις μέρες τους στις κορφές των δέντρων ζη86
τώντας να βρούνε κάτι άλλο για να το μασάνε μαζί με τις κάμπιες και να γίνεται πιο υποφερτή η γεύση τους. Έτσι βρίσκανε κανένα κόκκινο σκαραβαίο ή φύλλα από ευκάλυπτο ή κομμάτια φλούδας του δέντρου μπόγκο-μπόγκο. Όχι πως κι αυτά δεν ήταν απαίσια αλλά όχι τόσο απαίσια ό σ ο οι κάμπιες. Κακόμοιροι Ούμπα-Λούμπα! Αυτό που τους έλειπε περισσότερο από καθετί άλλο ήταν το κακάο. Μα πού να το βρουν; Έ ν α ς Ούμπα-Λούμπα έπρεπε να θεωρεί τον εαυτό του πολύ τυχερό αν έβρισκε τρεις ή τέσσερις σπόρους κα κάο ό λ ο τον χρόνο. Ω! Π ό σ ο το λαχταρούσαν! Κάθε νύχτα το 'βλεπαν στ' όνειρό τους και κάθε μέρα μιλού σαν γι' αυτό. Έφτανε ν' αναφέρεις μονάχα τη λέξη «κακάο» μπροστά σ' έναν Ούμπα-Λούμπα για ν' αρχί σουν να του τρέχουν τα σάλια. Ο σπόρος του κακάο που αναπτύσσεται πάνω στο κακαόδεντρο, τυκαίνει να είναι η βάση όλης της βιομηκανίας της σοκολάτας. Χω ρίς σπόρους κακάο, σοκολάτα δ ε ν υπάρκει! Το κακάο είναι η ίδια η σοκολάτα! Κι εγώ στο εργοστάσιό μου χρησιμοποιώ δισεκατομμύρια κακαόσπορους κάθε βδομάδα. Γι' αυτό, αγαπητά μου παιδιά, μόλις έμαθα 87
πως οι Ούμπα-Λούμπα το Λαχταρούσαν τόσο πολύ, σκαρφάλωσα ως το χωριό με τα δεντρόσπιτα για να δω τον αρχηγό της φυλής τους. Τρύπωσα το κεφάλι μου στο άνοιγμα της κατοικίας του. Ο φουκαράς ο ανθρω πάκος ήταν εκεί αδύνατος και πεινασμένος και προ σπαθούσε να φάει ένα κύπελλο λιωμένες πράσινες κά μπιες, χωρίς να φαίνεται και τόσο αηδιασμένος. « Ά κ ο υ σ ε , του είπα — όχι αγγλικά βέβαια αλλά ουμπαλουμπανέζικα - άκουσε αυτό που θα σου πω: Αν εσύ κι όλη η φυλή σου αποφασίζατε να έρθετε μαζί μου, στη χώρα μου και να ζήσετε μέσα στο εργοστάσιό μου, θα μπορούσατε να έχετε όσο κακάο θέλετε. Έ χ ω βουνά από σπόρους κακάο μέσα στις αποθήκες μου. Θα μπορείτε να τρώτε κακάο σε όλα σας τα γεύματα. Θα κολυμπάτε στους κακαόσπορους! Μπορώ ακόμα, αντί για μισθό, να σας πληρώνω με κακάο!» «Μιλάς σοβαρά;» ρώτησε ο αρχηγός των ΟύμπαΛούμπα και ανασηκώθηκε στο κάθισμά του. «Και βέβαια σοβαρά μιλώ», του είπα. «Και μπορείτε να τρώτε και σοκολάτα, αν θέλετε. Η σοκολάτα έχει α κόμα καλύτερη γεύση από το κακάο γιατί γίνεται με γάλα και ζάχαρη». Ο ανθρωπάκος ξεφώνισε από χαρά και εκσφεντόνισε το κύπελλό του με τις λιωμένες κάμπιες έξω απ' το παράθυρο της δεντροκαλύβας. «Σύμφωνοι», είπε. «Πάμε, φεύγουμε». Κι έτσι, τους ταξίδεψα μ' ένα βαπόρι όλους — ά ντρες, γυναίκες, παιδιά — όλη τη φυλή Ούμπα-Λού μπα. Δ ε ν ήταν και δύσκολο! Τους έκρυψα σε μεγάλα κι βώτια με τρύπες αερισμού και όλοι φτάσανε σώοι και α βλαβείς. Είναι εξαιρετικοί εργάτες. Τ ώ ρ α όλοι μάθανε αγγλικά. Αγαπούν τη μουσική και τον χορό. Αυτοσχε διάζουν τραγούδια. Σήμερα, θα τους ακούσετε κι εσείς να τραγουδάνε. Αλλά σας προειδοποιώ: είναι ζιζάνια 88
και χωρατατζήδες. Φοράνε πάντα τα ίδια ρούχα όπως και στη ζούγκλα. Σ' αυτό επιμένουν. Οι άντρες, όπως είδατε και μόνοι σας, είναι ντυμένοι με δέρματα. Οι γυ ναίκες με φύλλα δέντρων που τ' αλλάζουν κάθε μέρα και τα παιδιά δεν φοράνε τίποτα. — Μπαμπά, φώναξε η Βερούκα Σολτ (η μικρή που κατάφερνε ν' αποκτά ό,τι περνούσε από το μυαλό της). Μπαμπά, θέλω έναν Ούμπα-Λούμπα! Θέλω να μου α γοράσεις έναν Ούμπα-Λούμπα, τώρα αμέσως. Θ έ λ ω να τον πάρω στο σπίτι. Έλα, μπαμπά, αγόρασε μου έ ναν Ούμπα-Λούμπα... — Καλά, καλά χρυσό μου, της είπε ο πατέρας. Τ ώ ρα όμως δεν μπορούμε να διακόψουμε τον κύριο Βόν κα. — Μα εγώ θέλω έναν Ούμπα-Λούμπα, στρίγκλισε η Βερούκα... — Εντάξει Βερούκα, εντάξει. Αλλά δεν μπορούμε να τον έχουμε στο δευτερόλεπτο! Κάνε υπομονή. Θα προσπαθήσω να έχεις έναν, το αργότερο ως το βράδυ. — Αύγουστε! φώναξε η κυρία Γκλουπ. Αύγουστε, καρδούλα μου, μην το κάνεις αυτό... Ο Αύγουστος, καθώς καταλαβαίνετε, σύρθηκε χω ρίς να τον δούνε ως το ποτάμι και γονατιστός τώρα στην όχθη, έσκυβε και γέμιζε με ζεστή σοκολάτα το στόμα του ό σ ο πιο γρήγορα μπορούσε...
89
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΓΚΛΟΥΠ ΠΑΓΙΔΕΥΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΩΛΗΝΑ Μόλις τον είδε ο κύριος Βόνκα άρχισε να του φ ω νάζει: — Α, όχι, σε παρακαλώ Αύγουστε. Σταμάτα αμέ σως. Κανένα ανθρώπινο χέρι δεν πρέπει ν' αγγίξει τη σοκολάτα μου. — Αύγουστε, φώναξε και η κυρία Γκλουπ. Δ ε ν ά κουσες; Φύγε απ' αυτό το ποτάμι κι έλα αμέσως εδώ. — Απίιιθανο αυτό το ζουμί! είπε ο Αύγουστος χω ρίς να δώσει σημασία στη μητέρα του ούτε στον κύριο Βόνκα. Μ ό ν ο που θα 'θελα ένα κυπελλάκι για να το ευχαριστηθώ. — Αύγουστε, φώναξε ο κύριος Βόνκα και πήδηξε κουνώντας το μπαστούνι του στον αέρα. Γύρισε αμέ σως. Μολύνεις τη σοκολάτα μου. — Αύγουστε, φώναξε ο κυρία Γκλουπ. — Αύγουστε, φώναξε ο κύριος Γκλουπ. Αλλά ο Αύγουστος έκανε τον κουφό. Το μόνο που άκουγε ήταν η προσταγή της πελώριας κοιλιάς του. Μπρούμυτα καταγής, έγλειφε τη σοκολάτα σαν σκύ λος. — Αύγουστε, ούρλιαξε η κυρία Γκλουπ. Θα μετα δώσεις το βρομοσινάχι σου σ' εκατομμύρια ανθρώ πους σ' όλη τη χώρα... 90
— Προσοχή, Αύγουστε! ακούστηκε τρομαγμένη η φ ω ν ή του κυρίου Γκλουπ. Σκύβεις πολύ προς τα μπρος. Και είχε απόλυτα δίκιο. Γιατί ξαφνικά ακούστηκε μια τσιριξιά και, πλαφ, ο Αύγουστος Γκλουπ βρέθηκε μέσα στο ποτάμι και σ' ένα δευτερόλεπτο χάθηκε κάτω από την καφετιά επιφάνεια. — Σώστε τον, ούρλιαξε η κυρία Γκλουπ, που είχε γίνει κατακίτρινη και κουνούσε σαν τρελή την ομπρέλα της. Πνίγεται, δεν ξέρει κολύμπι. Σώστε τον. Σώστε τον. — Τρελάθηκες, γυναίκα! είπε ο κύριος Γκλουπ. Δ ε ν πρόκειται να βουτήξω εκεί μέσα. Φ ο ρ ά ω το πιο ω ραίο κοστούμι μου! Το πρόσωπο του Αύγουστου, πασαλειμμένο με σο κολάτα, ξαναφάνηκε μια στιγμή στην επιφάνεια: — Βοήθεια! Βοήθεια! ξεφώνιζε. Τραβήχτε με έξω! — Τι στέκεσαι έτσι, φώναξε η κυρία Γκλουπ στον κύριο Γκλουπ. Κάνε κάτι... — Αυτό κάνω, είπε ο κύριος Γκλουπ καθώς έβγαζε το σακάκι του για να βουτήξει στο σοκολατένιο ποτάμι. Εκείνη, όμως, την ώρα, το άτυχο αγόρι το τραβού σε ένα ρεύμα προς το στόμιο ενός απ' τους μεγάλους σωλήνες που αντλούσαν τη σοκολάτα κι είχαν τη μια τους άκρη βυθισμένη μέσα στο ποτάμι. Και ήταν τόση η δύναμη της αντλίας, που τον έφερε στο στόμιο του σωλήνα, τον ξανάστειλε πίσω μια στιγμή και πάλι τον τράβηξε προς τα μέσα. Ό λ ο ι περίμεναν στην όχθη με κομμένη την ανάσα για να δούνε από πού θα 'βγαινε. — Νάτος, ξανανεβαίνει, φώναξε κάποιος δείχνο ντας με το δάχτυλο τον σωλήνα. Και ήταν αλήθεια. Καθώς ο σωλήνας ήταν από γυαλί, ο Αύγουστος φαινόταν που ανέβαινε με το κε φάλι προς τα πάνω, σαν τορπίλη. 91
— Βοήθεια, δ ο λ ο φ ό ν ε ! Αστυνομία! ούρλιαζε η κυ ρία Γκλουπ. Αύγουστε πού πας; Γύρνα πίσω! — Αξιοπερίεργο μου φαίνεται, είπε ο κύριος Γκλουπ, πώς μπόρεσε να χωρέσει μέσα στο σωλήνα, έτσι χοντρός που είναι! — Μα του είναι μικρός ο σωλήνας, είπε ο Τσάρλι Μπάκετ, δεν το βλέπετε; Είναι στριμωγμένος! — Καλά λες, είπε ο παππούς Τζο. — Κάπου θα σκαλώσει, είπε ο Τσάρλι. — Είναι η κοιλιά του που δ ε ν χωράει να περάσει, είπε ο κύριος Γκλουπ. — Έφραξε τον σωλήνα, είπε ο παππούς Τ ζ ο . — Σπάστε τον σωλήνα, ούρλιαξε η κυρία Γκλουπ
κουνώντας πάντα την ομπρέλα της. Αύγουστε, βγες από κει μέσα. Οι άλλοι καλεσμένοι που στέκονταν στην όχθη, εί δανε κύματα σοκολάτας να τινάζονται γύρω απ' το παι δί που ήτανε παγιδευμένο μέσα στο σωλήνα κι ύστερα να σχηματίζουν μια στερεή μάζα γύρω του, μια μάζα που τον έσπρωχνε προς τα εμπρός. Η πίεση ήταν τρομαχτική. Κάτι έπρεπε να υποχωρήσει. Και κάτι υποχώ ρησε. Κι αυτό το κάτι ήταν ο Αύγουστος που ξανανέβηκε με δύναμη, σαν σφαίρα μέσα σε κάννη τουφεκιού. — Δ ε ν φαίνεται πια, ούρλιαξε η κυρία Γκλουπ. Π ο ύ πάει αυτός ο σωλήνας; Γρήγορα, φωνάξτε τους πυρο σβέστες!
— Ηρεμία, φ ώ ν α ξ ε ο κύριος Βόνκα. Ηρεμήστε, α γαπητή κυρία, ηρεμήστε. Δ ε ν διατρέχει κανέναν κίνδυ νο. Δ ε ν πρόκειται να πάθει τίποτα, ό,τι κι αν συμβεί. Ο Αύγουστος θα κάνει ένα ταξιδάκι, αυτό είν' όλο. Έ ν α πολύ ενδιαφέρον ταξιδάκι. Αλλά θα τα καταφέρει μια χαρά! Θα το δείτε! — Τι να καταφέρει μια χαρά, μουρμούρισε η κυρία Γκλουπ. Σε πέντε δευτερόλεπτα θα 'χει γίνει σοκολάτα βανίλιας. — Αδύνατο, ξεφώνισε ο κύριος Βόνκα. Ακατανόη το! Απαράδεχτο! Παράλογο! Αποκλείεται να γίνει σο κολάτα βανίλιας. — Και γιατί αποκλείεται; Μπορώ να μάθω; φώναξε άγρια η κυρία Γκλουπ. — Γιατί αυτός ο σωλήνας δεν οδηγεί στην αίθουσα της βανίλιας, είπε ο κύριος Βόνκα. Οδηγεί σε άλλη αί θουσα που βρίσκεται στην άλλη άκρη του εργοστασίου και εκεί παράγεται η ωραιότερη νουγκατίνα με άρωμα φράουλας περιχυμένη με σοκολάτα... — Θα γίνει, λοιπόν, νουγκατίνα με φράουλα περι χυμένη με σοκολάτα; θρηνολογούσε η κυρία Γκλουπ. Το φτωχό μου το Αυγουστάκι! Θα πουλιέται με το κιλό από αύριο, σ' όλη τη χώρα. — Ακριβώς, είπε ο κύριος Γκλουπ. — Ή μ ο υ ν βέβαιη γι' αυτό, είπε η κυρία Γκλουπ. — Δ ε ν είναι καθόλου αστείο τώρα πια, είπε ο κύ ριος Γκλουπ. — Δ ε ν έχει την ίδια γνώμη ο κύριος Βόνκα! φώνα ξε η κυρία Γκλουπ. Δ ε ν τον βλέπετε που έχει ξεκαρδι στεί στα γέλια! Πώς τολμάτε να γελάτε την ώρα που το μικρό μου αγοράκι το ρούφηξε ο σωλήνας σας! Τέρας! ούρλιαξε σηκώνοντας την ομπρέλα της προς τον κύριο Βόνκα σαν να 'θελε να τον τρυπήσει. Αστείο το βρί σκεις, ε; Πολύ αστείο να ρουφηχτεί το αγόρι μου μέχρι 94
την αίθουσα της νουγκατίνας σου; - Θα μείνει σ ώ ο ς και αβλαβής, είπε ο κύριος Βόν κα που τρανταζόταν ακόμα από τα γέλια. - Θα γίνει νουγκατίνα, ούρλιαξε η κυρία Γκλουπ. - Αυτό ποτέ! είπε ο κύριος Βόνκα. Δ ε ν θα το είχα επιτρέψει. Ποτέ, ποτέ! - Και τι σας εμπόδιζε; φώναξε η κυρία Γκλουπ. - Θα με εμπόδιζε το ότι θα είχε ελεεινή γεύση, είπε ο κύριος Βόνκα. Φαντάζεστε έναν Γκλουπ γεμιστό με Αύγουστο και περιχυμένο με σοκολάτα; Δ ε ν θα τρωγόταν! Κανείς δεν θ' αγόραζε. - Θ' αγόραζαν και θα παραγόραζαν, είπε περιφρονητικά ο κύριος Γκλουπ. - Δ ε ν θέλω ούτε να το σκεφτώ! είπε άγρια η κυρία Γκλουπ. Αλλο τόσο κι εγώ, είπε ο κύριος Βόνκα. Και μπορώ να σας εγγυηθώ, κυρία, ότι το αγαπημένο σας παιδάκι είναι περίφημα στην υγεία του! Αν είναι περίφημα στην υγεία του θέλω τότε να ξέρω που είναι. Οδηγήστε με αμέσως κοντά του. Ο κύριος Βόνκα έκαμε τρία κλακ. κλακ, κλακ με τα δάχτυλα κι αμέσως ένας Ούμπα-Λούμπα παρουσιάστηκε και στάθηκε κοντά του κάνοντας υπόκλιση και χαμογελώνιας έτσι, που φάνηκαν τα κάτασπρα δόντια του. Το δέρμα του ήταν ασπρορόδινο, τα μακριά μαλλιά του καστανόχρυσα και το κεφάλι του έφτανε ως τα γόνατα του κυρίου Βόνκα. Ή τ α ν ντυμένος με το συνηθισμένο δέρμα, ριγμένο στον ώμο του. Ά κ ο υ σ έ με καλά, είπε ο κύριος Βόνκα σκύβοντας προς το ανθρωπάκι. Θέλω να οδηγήσεις τον κύ ριο και την κυρία Γκλουπ στην αίθυσα της νουγκατί νας. Βοήθησέ τους να βρουν τον γιο τους Αύγουστο που τον ρούφηξε ο σωλήνας. Ο Ούμπα-Λούμπα έριξε μια ματιά στην κυρία 95
Γκλουπ κι έσκασε στα γέλια. — Α! Πάψε, είπε ο κύριος Βόνκα. Συγκρατήσου. Κάνε μια προσπάθεια. Η κυρία Γκλουπ πιστεύει πως δεν είναι καθόλου αστείο. — Και βέβαια δεν είναι, είπε η κυρία Γκλουπ. — Τρέξε τώρα στην αίθουσα της νουγκατίνας, είπε ο κύριος Βόνκα στον Ούμπα-Λούμπα, πάρε ένα μπα στούνι κι άρχισε να ψάχνεις μέσα στο μεγάλο βαρέλι με τη σοκολάτα. Είμαι σίγουρος πως θα τον βρεις εκεί μέσα. Αλλά ψάξε καλά και κάνε γρήγορα, γιατί αν μεί νει πολλή ώρα κινδυνεύει να περάσει στο βραστήρα της νουγκατίνας και τότε θα ήταν η καταστροφή! Το κα τάλαβες; Η νουγκατίνα μου δεν θα τρωγόταν... Η κυρία Γκλουπ έβγαλε τότε μια φ ω ν ή λυσσασμέ νη. Αστειεύομαι, είπε ο κύριος Βόνκα γελώντας κά τω απ' τα μουστάκια του. Δ ε ν μιλάω σοβαρά. Συγχω ρήστε με. Λυπήθηκα πολύ. Χαίρετε, κυρία Γκλουπ. Χαίρετε, κύριε Γκλουπ. Θα σας ξαναδώ σε λίγο. Μόλις ο κύριος και η κυρία Γκλουπ με τον μικρόσω μο συνοδό τους ξεμακρύνανε βιαστικά, οι πέντε ΟύμπαΛούμπα στην άλλη όχθη του ποταμού, άρχισαν ξαφνικά να πηδούν και να χορεύουν σαν τρελοί, χτυπώντας κάτι μικρά ταμπούρλα. «Αύγουστε Γκλουπ» τραγουδούσαν, «Αύγουστε Γκλουπ, Αύγουστε Γκλουπ». — Παππού, τους ακούς; είπε ο Τσάρλι. Τι γίνεται; — Σσσς, ψιθύρισε ο παππούς Τζο, νομίζω πως θα μας τραγουδήσουν ένα τραγούδι. Κι οι Ούμπα-Λούμπα τραγούδησαν:
Αύγουστε Γκλουπ, Αύγουστε Γκλούπα, την άξιζες αυτή τη σούπα. Καμαρώσαμε καλά να γεμίζεις την κοιλιά. Λαίμαργος και μπουνταλάς, 96
άπληστος, πολυφαγάς, σε βαρέθηκε ο ντουνιάς. Χοντρογούρουνο σωστό σαν βαρέλι κυλιστό. Μόνο με το μαλακό διώχνεις πάντα το κακό συνήθιο, το ενοχλητικό, απ' το παιδί που στο λεφτό, με κάποιο διασκεδαστικό παιχνίδι θ' αποξεχαστεί: μια αρκουδίτσα κουρδιστή ή επιτραπέζιο σε κουτί, κολυμπητή μέσ' στο νερό ή φασουλή μ' ένα φτερό. Όμως για τούτο το φριχτό αγόρι, άλλο μυστικό θα χρειαστεί για γιατρικό. Γεμάτος ξίγκια και κοιλιά θαρρείς σου δίνει μια σπρωξιά και φεύγεις μίλια μακριά, για να μη σου 'ρθει μυρωδιά. Τώρα, λοιπόν, ήρθε η στιγμή απ' τον σωλήνα ν' αρπαχτεί κι ύστερα δρόμο, προς τα κει που του αξίζει να βρεθεί. Ως να φτάσει μάνι-μάνι σε παράξενο λιμάνι. Μη φοβάστε, όμως, παιδιά, ούτε μία γρατσουνιά δεν θα πάθει πουθενά. Μόνο μέσ' στη μηχανή των μπισκότων σαν βρεθεί, ίσως έρθει η αλλαγή η τόσο επιθυμητή. 97
Ρόδες θα στριφογυρνούν με δοντάκια, ρον, ρον, ρον. Μοτεράκια θα βοηθούν για να ζυμωθούν καλά τα περίφημα γλυκά, που αφού ζαχαρωθούν και με ξύσμα λεμονιού τέλος αρωματιστούν, μέσ' στο φούρνο θε να μπουν. Από πίσω τους κι ο Γκλουπ, ένα μονάχα λεπτό, στο φουρνέλο κάτω-κάτω θα ψηθεί, για να χαθούν όλα τα συμπτώματά του. Και τώρα να — μα τον Θεό! — γίνηκε θαύμα αληθινό! Το αγόρι αυτό που λίγο πριν στα νεύρα χτύπαγε ολωνών, ο κοιλιόδουλος αυτός, το τέρας το αηδιαστικό απ' όλους πια θ' αγαπηθεί, αφού κανείς δεν θα βρεθεί ν' αντισταθεί και ν' αρνηθεί μια νουγκατίνα ορεχτική. — Σας το έχω πει, λατρεύουν το τραγούδι, είπε ο κύριος Βόνκα. Δ ε ν είναι γλύκα; Δ ε ν είναι χάρμα; Αλλά μην πιστεύετε λέξη απ' αυτά που λένε. Λένε ό,τι τους κατέβει για να γελάσουν. — Αλήθεια είναι, παππού, πως οι Ούμπα-Λούμπα αστειεύονται; ρώτησε ο Τσάρλι. — Και βέβαια αστειεύονται, είπε ο παππούς Τζο. Τουλάχιστο το ελπίζω. Εσύ τι λες;
98
ΚΑΤΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΟΚΟΛΑΤΕΝΙΟ ΠΟΤΑΜΙ — Πάμε, λοιπόν, φώναξε ο κύριος Βόνκα. Μη χά νουμε καιρό. Ακολουθήστε με στην επόμενη αίθουσα. Και μην έχετε έγνοια για τον Αύγουστο Γκλουπ. Θα τα καταφέρει. Ό λ ο ι τα καταφέρνουν στο τέλος. Θα συνε χίσουμε το ταξίδι μας με πλοίο αυτή τη φορά. Νάτο που έρχεται... Κοιτάξτε!... Μια ψιλή ομίχλη ανέβηκε απ' το μεγάλο ποτάμι της ζεστής σοκολάτας κι αμέσως, μέσα απ' την ομίχλη, φάνηκε ένα απίθανο ροζ καράβι. Ή τ α ν ένα μεγάλο καράβι με κουπιά, που ψήλωνε προς την πλώρη και την πρύμνη σαν τις καραβέλες της εποχής των Βίκινγκς.
Κι είχε ένα τόσο Λαμπερό και φωτεινό ρόδινο χρώμα, σαν να 'ταν καμωμένο από ροζ γυαλί. Από κάθε του πλευρά υπήρχαν πολλές σειρές κου πιά και, καθώς το πλοίο πλησίασε, οι επισκέπτες που είχαν μαζευτεί στην όχθη μπόρεσαν να διακρίνουν τους κωπηλάτες, ένα πλήθος από Ούμπα-Λούμπα, δέ κα τουλάχιστο σε κάθε κουπί. — Είναι η προσωπική μου θαλαμηγός! είπε ο κύ ριος Βόνκα κι έλαμψε από ευχαρίστηση. Έχει σκαλι στεί πάνω σε μια μάζα σκληρής καραμέλας. Ωραίο δεν είναι; Δείτε το πώς σκίζει το ποτάμι. Το επιβληηκό καράβι από ροζ καραμέλα κατευθυ νόταν προς την ακρογιαλιά. Μια εκατοσταριά ΟύμπαΛούμπα ακουμπισμένοι πάνω στα κουπιά τους, σήκω σαν τα μάτια προς τους καλεσμένους. Κι αμέσως, για κάποιο λ ό γ ο που μόνο σ' αυτούς ήταν γνωστός, ξεσπάσανε σε γέλια. — Τι βλέπουν το τόσο αστείο; ρώτησε η Βιολέτα Μπορεγκάρ. — Α, μη σε νοιάζει! φώναξε ο κύριος Βόνκα. Έτσι γε λούν όλη την ώρα. Πιστεύουν πως όλα είναι ένα αστείο. Πηδήξτε στο πλοίο. Εμπρός! Ας κάνουμε γρήγορα. Μόλις επιβιβάστηκαν όλοι, οι Ούμπα-Λούμπα σή κωσαν την άγκυρα και πιάσανε τα κουπιά. Το πλοίο άρχισε να κατεβαίνει με όλη του την ταχύτητα. — Ε, εσύ, εκεί κάτω! Μάικ Τιβί! βρόντηξε η φ ω ν ή του κυρίου Βόνκα. Σταμάτησε να γλείφεις το καράβι. Θα το τρυπήσεις! — Μπαμπά, είπε η Βερούκα Σολτ. Θέλω ένα τέτοιο καράβι. Να μου αγοράσεις ένα μεγάλο καράβι από ροζ καραμέλα, ακριβώς σαν αυτό του κυρίου Βόνκα. Και θέ λω και πολλούς πολλούς Ούμπα-Λούμπα να τραβούν κουπί και θέλω κι ένα ποτάμι από σοκολάτα και θέλω... — Θέλει μια γερή ξυλιά στον πισινό, ψιθύρισε ο 100
παππούς Τ ζ ο στο αυτί του Τσάρλι. Και οι δυο τους ήταν καθισμένοι στην πρύμνη. Ο Τσάρλι έσφιγγε δυνατά το γερασμένο κοκαλιάρικο χέρι του παππού. Απ' τη συγκίνηση ένιωθε το κεφάλι του να γυρίζει. Ό σ α είχε δει — το μεγάλο σοκολατένιο ποτάμι, τον κα ταρράκτη, τους μεγάλους σωλήνες-αντλίες, τα ζαχαρέ νια παρτέρια, τους Ούμπα-Λούμπα, το ωραίο ροζ κα ράβι και, περισσότερο απ' όλα, τον ίδιο τον κύριο Βόν κα — ήταν όλα τόσο απίθανα, που αναρωτιόταν αν ή ταν δυνατό να περιμένει κι άλλες ακόμα εκπλήξεις. Π ο ύ τους πήγαινε το πλοίο; Τι άλλο θα 'βλεπαν; Τι θα γινόταν στην επόμενη αίθουσα; — Θαύμα δεν είναι; είπε ο παππούς Τ ζ ο στον Τσάρλι χαμογελώντας. Τ ο υ χαμογέλασε κι ο Τσάρλι. Εκείνη τη στιγμή, ο κύριος Βόνκα, που καθόταν από τ' άλλο πλευρό του Τσάρλι, έσκυψε και πήρε από κάτω ένα μεγάλο πήλινο ποτήρι με χερούλι, το βύθισε στο ποτάμι για να το γεμίσει με σοκολάτα και το ' δ ω σ ε στον Τσάρλι. — Πιες, του είπε, θα σου κάνει καλό. Μοιάζεις πε θαμένος απ' την πείνα... Ύστερα πήρε δεύτερο πήλινο ποτήρι, το γέμισε πάλι με σοκολάτα και το 'δωσε στον παππού Τζο. — Πιείτε κι εσείς, του είπε, είστε σωστός σκελετός. Τι συμβαίνει, δεν υπήρχε τίποτα να φάτε στο σπίτι σας τις τελευταίες μέρες; — Όχι και πολλά πράγματα, είπε ο παππούς Τζο. Ο Τσάρλι έφερε το ποτήρι στα χείλη του. Η ζεστή πλούσια και παχιά σοκολάτα καθώς κατέβηκε στο άδειο στομάχι του, τον έκαμε να αισθανθεί ευχάριστα τσιμπή ματα σ' όλο το σώμα του, απ' την κορφή ως τα νύχια, ενώ μια αίσθηση δυνατής ευτυχίας τον κυρίεψε ολόκληρο. — Καλό, ε; ρώτησε ο κύριος Βόνκα. 101
— Ω! θαυμάσιο! είπε ο Τσάρλι. — Ποτέ στη ζ ω ή μου δεν δοκίμασα πιο ωραία, πιο βελουδένια σοκολάτα! είπε ο παππούς Τ ζ ο γλείφοντας τα χείλη του. — Είναι επειδή «χτυπιέται» στον καταρράκτη, είπε ο κύριος Βόνκα. Το καράβι γλιστρούσε γρήγορα πάνω στο ποτάμι που ολοένα στένευε. Ύστερα, βρέθηκαν μπροστά σε μια μεγάλη γαλαρία, στρογγυλή σαν ένα τεράστιο λούκι και το ποτάμι περνούσε ακριβώς μέσα απ' αυτήν. Από κει έπρεπε να περάσει και το καράβι. — Εμπρός, τραβάτε, ούρλιαξε ο κύριος Βόνκα πη δώντας απάνω και κουνώντας το μπαστούνι του. Γρή γορα, πιο γρήγορα! Κι ενώ οι Ούμπα-Λούμπα τραβούσαν κουπί μ' όλη τους τη δύναμη, το καράβι χώθηκε μέσα στη γαλαρία, που ήτανε μαύρη σαν πίσσα κι όλοι οι ταξιδιώτες μπήξανε φωνές τρόμου. — Πώς μπορούν να ξέρουν πού πάνε; ακούστηκε η φωνή της Βιολέτας Μπορεγκάρ μέσα στο βαθύ σκοτάδι. — Και βέβαια δεν ξέρουν πού πάνε! φώναξε ο κύ ριος Βόνκα ξεσπώντας σ' ένα δυνατό γέλιο.
Δεν είναι δρόμος της στεριάς να ξέρουμε πού πάει, πόσο μακραίνει ο ποταμός και προς τα πού κυλάει. Αχτίδα φως δεν φαίνεται κι ο κίνδυνος μεγάλος για κείνους που 'ναι στα κουπιά και προχωρούνε στα τυφλά πιο πέρα ώρα την ώρα. Κι ως φαίνεται ούτε σκέφτονται να κόψουνε τη φόρα. 102
— Είναι παράφρονας, φώναξε ένας απ' τους πατε ράδες αγανακτημένος. Και οι άλλοι γονείς, όλοι μαζί, αρχίσανε τα ουρλιαχτά: — Τρελάθηκε! φωνάζανε. — Είναι μουρλός. — Και παλαβός. — Και κουζουλός. — Είναι βλαμμένος. — Θα του 'χει στρίψει. — Είναι λειψός. — Και μανιακός. — Και σαλεμένος. — Μπα, τίποτα απ' όλα αυτά, είπε ο παππούς Τζο. — Ανάψτε τις λάμπες, φώναξε ο κύριος Βόνκα. Κι αμέσως αστράψανε τα φώτα. Ό λ ο ι μπορέσανε τώρα να δούνε το τούνελ λαμπερά φωτισμένο κι ο Τσάρλι πρόσεξε πως πραγματικά βρίσκονταν στο εσω τερικό ενός πελώριου σωλήνα που τα κοίλα τοιχώματά του ήταν κάτασπρα και πεντακάθαρα. Το σοκολατένιο ποτάμι κυλούσε με γ ο ρ γ ό ρυθμό. Οι Ούμπα-Λούμπα κωπηλατούσαν σαν τρελοί και το καράβι προχωρούσε με απίστευτη ταχύτητα. Ο κύριος Βόνκα, πηδώντας πάνω-κάτω στην πρύμνη του καρα βιού, παρακινούσε τους κωπηλάτες να κάνουν γρήγο ρα, πιο γρήγορα, ακόμα πιο γρήγορα. Αυτό το ταξίδι-αστραπή με το ροζ καράβι μέσα στο κάτασπρο τούνελ, πάνω στο σοκολατένιο ποτάμι, φαι νόταν πως τον διασκέδαζε τρελά. Χτυπούσε τα χέρια, γελούσε κι όλο κοιτούσε τους ταξιδιώτες για να δει αν χαίρονταν κι εκείνοι ό σ ο κι αυτός. — Κοίτα παππού, φώναξε ο Τσάρλι. Υπάρχει μια πόρτα στον τοίκο... Αυτή η πόρτα ήταν πράσινη και βρισκόταν λίγο πιο ψηλά από την επιφάνεια του ποταμού. Γι' αυτό, μόλις 103
που πρόλαβαν να διαβάσουν, καθώς έτρεχε το καράβι, αυτά που ήταν γραμμένα πάνω της: «ΑΠΟΘΗΚΗ Νo 5. ΟΛΕΣ ΟΙ ΚΡΕΜΕΣ: ΚΡΕΜΑ ΚΑΪΜΑΚΙ, ΚΡΕΜΑ ΣΑΝΤΙΓΙ, ΚΡΕΜΑ ΒΙΟΛΕΤΑΣ, ΚΡΕΜΑ ΜΟΚΑ, ΚΡΕΜΑ ΑΝΑΝΑ, ΚΡΕΜΑ ΒΑΝΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΚΡΕΜΑ ΞΥΡΙΣΜΑΤΟΣ»! — Κρέμα ξυρίσματος; φ ώ ν α ξ ε ο Μάικ Τιβί. Τι; Βά ζετε κι απ' αυτή μέσα στις σοκολάτες σας; — Εμπρός! φώναξε αυστηρά ο κύριος Βόνκα. Δ ε ν είναι ώρα κατάλληλη για ν' απαντήσουμε σε ηλίθιες ε ρωτήσεις. Πέρασαν σαν αστραπή κι από μια μαύρη πόρτα. «ΑΠΟΘΗΚΗ No 71», έλεγε η επιγραφή. «ΚΑΜΤΣΙΚΙΑ Σ' ΟΛΑ ΤΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Σ' ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΓΕΘΗ». — Καμτσίκια! στρίγκλισε η Βερούκα. Ποιον χτυπάτε; — Την κρέμα, φυσικά, είπε ο κύριος Βόνκα. Π ώ ς θα χτυπηθεί μια κρέμα χωρίς καμτσίκια; Μια κρέμα α φράτη δεν είναι αφράτη αν δεν έχει χτυπηθεί με καμτσίκι. Ό π ω ς ένα αυγό μάτι δεν είναι αυγό μάτι αν δεν το 'χεις ματιάσει κι αρπάξει από φωλιά, μια νύχτα μέσ' στο δάσος. Προχωρούμε, παρακαλώ. Πέρασαν, τέλος, κι από μια πόρτα κίτρινη όπου ή ταν γραμμένο: «ΑΠΟΘΗΚΗ No 77. ΟΛΟΙ ΟΙ ΣΠΟΡΟΙ: ΣΠΟΡΟΙ ΚΑΚΑΟ, ΣΠΟΡΟΙ ΚΑΦΕ, ΣΠΟΡΟΙ ΓΙΑ ΖΕΛΕ ΚΑΙ ΣΠΟΡΟΙ ΟΜΟΡΦΙΑΣ-ΚΡΕΑΤΟΕΛΙΕΣ». — Κρεατοελιές; φ ώ ν α ξ ε η Βιολέτα Μπορεγκάρ. — Μάλιστα, σαν αυτή που έχεις και συ! είπε ο κύ ριος Βόνκα. Δ ε ν είναι ώρα για συζητήσεις. Εμπρός! Πιο γρήγορα! Πέντε, όμως, λεπτά αργότερα, όταν φάνηκε μια πόρτα με ζωηρό κόκκινο χρώμα, σήκωσε ξαφνικά το μπαστούνι του με τη χρυσή λαβή και φώναξε: — Σταματήστε το καράβι!
104
ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΦΕΥΡΕΣΕΩΝ ΖΑΧΑΡΩΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΛΙΩΝΟΥΝ ΚΑΡΑΜΕΛΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ Ό τ α ν ο κύριος Βόνκα φώναξε «σταματήστε το κα ράβι», οι Ούμπα-Λούμπα βύθισαν τα κουπιά τους στο ποτάμι κι άρχισαν με μανία να τραβούν κουπί αντίθετα. Αμέσως το πλοίο έμεινε ακίνητο. Οι Ούμπα-Λούμπα το γύρισαν μπροστά στην κόκ κινη πόρτα. Σ' αυτήν, μια επιγραφή έλεγε: «ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΦΕΥΡΕΣΕΩΝ - ΙΔΙΩΤΙΚΗ - ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙ ΣΟΔΟΣ». Ο κύριος Βόνκα έβγαλε από την τσέπη του ένα κλειδί, έσκυψε από την κουπαστή και ξεκλείδω σε. — Αυτή είναι η πιο σπουδαία αίθουσα του εργο στασίου μου, είπε. Ό λ ε ς οι μυστικές εφευρέσεις μου σιγοβράζουν ε δ ώ μέσα... Τι δεν θα 'δινε ο γερο-Φικελγκρούμπερ για να μπει ε δ ώ μέσα, έστω και για τρία λεπτά! Κι ας μη μιλάμε για τον Προντνόζ, τον Σλού γκουορθ και τόσους άλλους μικροσοκολατάδες της κα κιάς ώρας. Και τώρα προσέξτε με! Δ ε ν θα λερώσετε τί ποτα όταν θα μπείτε ε δ ώ μέσα! Δ ε ν θ' αγγίξετε τίποτα, δεν θα ψαχουλέψετε πουθενά και δεν θα βάλετε τίπο τα στο στόμα σας! Το δέχεστε; — Και βέβαια, φώναξαν τα παιδιά, δεν θ' αγγίξου με τίποτα. 105
— Μέχρι σήμερα, είπε ο κύριος Βόνκα, κανείς — ούτε κι ένας Ούμπα-Λούμπα — δεν είχε το δικαίωμα να μπει εδώ μέσα... Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε στην αίθουσα. Τα τέσσερα παιδιά και οι γονείς τον ακολούθησαν. — Μην αγγίζετε τίποτα, είπε ο κύριος Βόνκα και προσοχή να μη ρίξετε τίποτα και το σπάσετε. Ο Τσάρλι Μπάκετ έριξε τη ματιά του γύρω-γύρω στο πελώριο δωμάτιο. Κάπως έτσι θα 'ναι, σκέφτηκε, η κουζίνα μιας μάγισσας! Σ' όλες τις γωνιές υπήρχαν σιδερένια μαύρα κα ζάνια που άχνιζαν και κόχλαζαν πάνω σε μεγάλες φουφούδες-βραστήρες και τηγάνια που τσίριζαν, πα ράξενα σιδερένια μηχανήματα που τρίζανε και βο γκούσαν σαν σωλήνες που διακλαδώνονταν πάνω στο ταβάνι, όλα τυλιγμένα σε καπνούς, ατμούς και μυρω διές πλούσιες και λαχταριστές. Κι ό σ ο για τον κύριο Βόνκα, τώρα φαινόταν ακόμα πιο ζ ω η ρ ό ς και ανήσυ χος. Καταλάβαινε κανείς πως αυτή η αίθουσα ήταν η αγαπημένη του. Πηγαινοερχόταν με μικρά πηδήματα ανάμεσα στις κατσαρόλες και ης μηχανές, σαν παιδί ανάμεσα στα δώρα των Χριστουγέννων, μην ξέροντας από πού ν' αρχίσει. Σήκωσε το σκέπασμα ενός καζανιού και ρούφηξε τη μυρωδιά, ύστερα βούτηξε το δάχτυλο του μέσα σ' έ ναν κάδο για να δοκιμάσει ένα χυλό κίτρινο και πηχτό. Με δυο-τρεις δρασκελιές έφτασε κοντά σε μια μηχανή και γύρισε δεξιά κι αριστερά, ως μισή ντουζίνα κου μπιά, έριξε ύστερα μιαν ανήσυχη ματιά στη γυάλινη πόρτα ενός πελώριου φούρνου, έτριψε τα χέρια του και κρυφογέλασε με μιαν έκφραση μεγάλης ικανοποίη σης. Από κει, έτρεξε σε μιαν άλλη μηχανή μικρή και
γυαλιστερή που έκανε έναν αδιάκοπο θόρυβο — φφφτ, φφφτ, φφφτ — και σε κάθε φφφτ έπεφτε ένας πράσινος χοντρός βόλος. Έτσι, τουλάχιστον, έμοιαζαν, με βόλους. — Αυτά είναι ζαχαρωτά-ξινά που δεν λιώνουν! φώναξε με περηφάνια ο κύριος Βόνκα. Αυτό είναι ε ντελώς καινούριο! Είναι μια εφεύρεση που έγινε για τα παιδιά που έχουν πολύ λίγο χαρτζιλίκι. Βάζετε στο στόμα ένα τέτοιο ζαχαρωτό και το πιπιλάτε, το πιπιλάτε, το πιπιλάτε, και δεν θα γίνει ποτέ πιο μικρό!! — Σαν την τσίχλα δηλαδή, ξεφώνισε η Βιολέτα Μπορεγκάρ... — Καμία σχέση με την τσίχλα, είπε ο κύριος Βόν κα. Η τσίχλα μασιέται ενώ αυτό αν το μασούσες, θα 'σπαζες τα δόντια σου. Κι όμως, έχει μια γεύση απίθα νη! Και αλλάζει χρώμα μία φορά τη βδομάδα. Και ποτέ δεν μικραίνει! Ποτέ δεν τελειώνει! Ποτέ! Αυτό, τουλά χιστο, πιστεύω. Βρίσκεται τώρα στο στάδιο της δοκιμής στο πλαϊνό δωμάτιο που χρησιμοποιώ για δοκιμαστή ριο. Έ ν α ς Ούμπα-Λούμπα το πιπιλά επί ένα χρόνο, χωρίς διακοπή, και έχει μείνει ολόιδιο. Σ' αυτήν ε δ ώ τη γωνιά, συνέχισε ο κύριος Βόνκα διασχίζοντας με ζ ω η ρά βήματα την αίθουσα, ε δ ώ ακριβώς, είμαι τώρα στα σκαριά ν' ανακαλύψω ένα εντελώς καινούριο είδος κα ραμέλας. Σταμάτησε μπροστά σε μια μεγάλη κατσαρόλα γε μάτη με γλυκόζη σε χρώμα βιολετί που φούσκωνε και άφριζε. Ο μικρός Τσάρλι στάθηκε στις μύτες των ποδιών για να τη δει καλύτερα. — Είναι μια καραμέλα που κάνει τα μαλλιά να φυ τρώνουν, φώναξε ο κύριος Βόνκα. Φτάνει να καταπιεί τε μια στάλα μονάχα και σε μισή ώρα ακριβώς θα σας έχει φυτρώσει σ' όλο το κεφάλι μια ολοκαίνουρια, λα108
μπερή, μεταξένια, πλούσια χαίτη! Και μουστάκια και γένια! — Γένια! φώναξε η Βερούκα Σολτ. Και ποιος έχει όρεξη να βγάλει γένια; — Θα σ ο υ πήγαιναν πολύ ωραία, είπε ο κύριος Βόνκα, δυστυχώς όμως, το μείγμα δεν είναι ακόμα έ τοιμο. Είναι πολύ δυνατό. Και πολύ δραστικό. Το δ ο κίμασα χτες πάνω σ' έναν Ούμπα-Λούμπα, μέσα στο δοκιμαστήριό μου και αμέσως του φύτρωσε μια μεγάλη μαύρη γενειάδα κι αυτή η γενειάδα μεγάλωσε τόσο γρήγορα που σε λίγο το πάτωμα είχε σκεπαστεί μ' ένα παχύ μαλλιαρό χαλί. Τ ό σ ο γρήγορα μεγάλωνε, που δεν προλαβαίναμε να την κόψουμε. Στο τέλος ανα γκαστήκαμε να φέρουμε μια μηχανή από κείνες που κουρεύουν το γκαζόν για να βρούμε άκρη. Σε λίγο, ό μως, το μείγμα μου θα ρεγουλαριστεί. Και τότε, δεν θα 'χουν πια καμιά δικαιολογία τα μικρά αγόρια και τα μι κρά κορίτσια που κυκλοφορούν με φαλάκρα... — Μα κύριε Βόνκα, είπε ο Μάικ Τιβί, ποτέ τα μικρά αγόρια και τα μικρά κορίτσια δεν... — Ας μένει η συζήτηση, αγαπητό μου παιδί, ας μέ νει. Δ ε ν έχουμε λεπτό για χάσιμο, φώναξε ο κύριος Βόνκα. Τώρα, αν θέλετε να με ακολουθήσετε, θα σας δείξω κάτι που με κάνει να αισθάνομαι τρομερά περή φανος. Προσοχή! Μη σπάσετε τίποτα. Μείνετε πιο πί σω...
109
Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΗΧΑΝΗ ΤΣΙΧΛΑΣ Ο κύριος Βόνκα οδήγησε την ομάδα κοντά σε μια τεράστια μηχανή που υψωνόταν στο κέντρο ακριβώς της αίθουσας των εφευρέσεων. Ή τ α ν ένας όγκος από γυαλιστερό μέταλλο που δέσποζε σ' όλη την αίθουσα. Από την κορυφή της κατέβαιναν, σχηματίζοντας κα μπύλες προς τα πλάγια, εκατοντάδες λεπτοί γυάλινοι σω λήνες, που σχημάτιζαν ένα μπουκέτο πάνω από ένα πε λώριο στρογγυλό δοχείο, μεγάλο σαν μπανιέρα. — Εδώ είμαστε, φώναξε ο κύριος Βόνκα και πάτη σε τρία δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ά κουμπιά στο πλευρό της μηχανής. Σ' ένα δευτερόλεπτο ακούστηκε ένας δυνατός υ πόκωφος ήχος. Ό λ η η μηχανή τρανταζόταν με τρόπο ανησυχητικό βγάζοντας από παντού καπνούς. Και ξαφνικά οι επισκέπτες είδαν να διοχετεύεται υ γ ρ ό σ' όλους τους γυάλινους λεπτούς σωλήνες. Και σε κάθε σωλήνα το υγρό είχε άλλο χρώμα, όλα τα χρώμα τα του ουράνιου τόξου κι ακόμα περισσότερα. Και κα θώς όλοι οι σωλήνες άδειαζαν μέσα στο μεγάλο δο χείο, το μείγμα τιναζόταν ψηλά σαν σιντριβάνι. Ή τ α ν ένα πολύ ωραίο θέαμα. Τότε ο κύριος Βόνκα πάτησε ένα άλλο κουμπί και αμέσως το υγρό έπαψε να 'ρχεται στους σωλήνες, ο βροντερός ήχος σταμάτησε κι ακουγόταν τώρα μόνο 110
το στριφογύρισμα μιας πελώριας σβούρας που ανακάτευε μέσα στο μεγάλο δοχείο τα διάφορα χρωματιστά υγρά, όπως ανακατεύουμε το παγωτό-κρέμα με σόδα. Σιγά-σιγά το μείγμα άρχισε ν' αφρίζει. Ολοένα ο α φρός φούσκωνε, φούσκωνε και άλλαζε από μπλε σε άσπρο, σε πράσινο, σε καφετί, σε κίτρινο, ώσπου ξα ναγύρισε σε μπλε. Προσοχή! είπε ο κύριος Βόνκα. Ακούστηκε τότε το κλικ του διακόπτη και η περιστροφική κίνηση σταμάτησε. Αμέσως ακολούθησε έ νας θόρυβος αντλίας και σε λίγα δευτερόλεπτα όλο το μπλε μείγμα με τον αφρό ρουφήχτηκε στο εσωτερικό 111
της μηχανής αδειάζοντας το μεγάλο δοχείο. Σύντομη σιγή και πάλι κάτι περίεργα μουγκρητά. Πάλι σιγή. Ξαφνικά από τη μηχανή βγήκε μια φοβερή φ ω ν ή σ α ν αναστεναγμός και από τα σπλάχνα της ανέβηκε ένα μι κροσκοπικό συρταράκι (όχι μεγαλύτερο από εκείνο που παρουσιάζεται στις αυτόματες μηχανές, όταν ρίξεις ένα κέρμα) και σ' αυτό το συρταράκι ήταν ένα πραγμα τάκι τόσο μικρό, τόσο πλακέ, τόσο γκρι, που όλοι νομίσανε πως είχε γίνει λάθος. Έμοιαζε με ένα κομματάκι γκρι χαρτόνι. Τα παιδιά και οι γονείς είχαν ανοίξει διάπλατα τα μάτια τους και κοιτούσαν το γκρι χαρτονάκι μέσα στο συρτάρι. — Αυτό ήταν όλο; είπε ο Μάικ Τιβί απογοητευμέ νος. — Μάλιστα, αυτό είναι όλο! είπε με πολλή περη φάνια ο κύριος Βόνκα. Δ ε ν κατάλαβες τι είναι; Ό λ ο ι σωπαίνανε. Και ξαφνικά η Βιολέτα Μπορε γκάρ, η πολύπειρη φανατική οπαδός της τσίχλας, έ μπηξε μια υστερική φ ω ν ή : — Μα την τσίχλα! Είναι μια τσίχλα, είπε. Έ ν α μπα στουνάκι τσίχλα! — Ακριβώς, είπε ο κύριος Βόνκα κι έδωσε μια στην πλάτη της Βιολέτας. Είναι ένα μπαστουνάκι τσίχλα. Κι αυτή η τσίχλα είναι η πιο εκπληχτική, η πιο απίθανη, η πιο εντυπωσιακή σ' ό λ ο τον κόσμο!
ΑΝΤΙΟ ΒΙΟΛΕΤΑ! — Αυτή η τσίχλα, συνέχισε ο κύριος Βόνκα, είναι η τελευταία, η πιο σπουδαία, η πιο συναρπαστική από τις εφευρέσεις μου! Είναι ένα αληθινό γεύμα! Είναι... εί ναι... είναι... αυτή η μικροσκοπική λουριδίτσα γόμας που βλέπετε, είναι μονάχη της ένα πλήρες γεύμα με τρία φαγητά! — Μα τι είναι αυτά που λέτε; Είναι παραλογισμοί! είπε ένας από τους πατέρες. — Αγαπητέ κύριε, φώναξε ο κύριος Βόνκα, αυτή η τσίχλα, έτσι και βγει στην αγορά, θ' αλλάξει την όψη του κόσμου! Θα σημάνει το τέλος των μαγειρεμένων φαγητών! Τέρμα τα ψώνια! Τέρμα τα χασάπικα, τέρμα τα μπακάλικα! Ούτε μαχαίρια πια, ούτε πιρούνια! Ούτε νεροχύτες! Ούτε αποφάγια! Ούτε φασαρία! Ό λ ο κι όλο, μια μαγική μικρή λουρίδα τσίχλας Βόνκα! Αυτή θ' αντικαταστήσει το πρωινό σας, το μεσημεριανό σας, το δείπνο σας! Αυτό το τετραγωνάκι γόμας, που βλέπετε μπροστά σας, είναι ακριβώς μια ντοματόσουπα, ένα ροσμπίφ κι ένα γλύκισμα με βατόμουρα. Αλλά θα υ πάρχει μεγάλη ποικιλία. Θα βρίσκετε ό,τι σας αρέσει... — Ντοματόσουπα, ροσμπίφ, γλύκισμα με βατόμου ρα; Τι θέλετε να πείτε; ρώτησε η Βιολέτα Μπορεγκάρ. — Φτάνει να μασήσεις αυτή τη γόμα, είπε ο κύριος Βόνκα, για να έχεις την εντύπωση ότι τρως αυτά τα φα
112
113
γητά. Είναι πέρα για πέρα καταπληκτικό! Νομίζεις πως πραγματικά καταπίνεις αυτή την τροφή, την αισθάνεσαι να κατεβαίνει μέχρι το στομάχι σου! Και τρως με όρεξη! Και μετά, έχεις την κοιλιά σου γεμάτη. Είσαι χορτα σμένος! Είναι ή δεν είναι εντυπωσιακό; — Αυτό είναι τελείως αδύνατο, είπε η Βερούκα Σολτ. — Έτσι κι αλλιώς, γόμα είναι, είπε η Βιολέτα Μπο ρεγκάρ, γόμα που μασιέται, επομένως μ' ενδιαφέρει! Αμέσως έβγαλε απ' το στόμα της την τσίχλα που προοριζόταν να σπάσει όλα τα παγκόσμια ρεκόρ και την κόλλησε πίσω απ' το αριστερό της αυτί. — Λοιπόν, κύριε Βόνκα, πάμε! Δ ώ σ τ ε μου αυτή την περίφημη μαγική γόμα σας και θα τα πούμε οι δυο μας. — Σταμάτα Βιολέτα, είπε η κυρία Μπορεγκάρ, η μητέρα της. Μην κάμεις πάλι καμιά ανοησία. — Θέλω τη γόμα! είπε η Βιολέτα με επιμονή. Πού βλέπεις την ανοησία; — Θα 'ναι καλύτερα να μην την πάρεις, είπε ευγε νικά ο κύριος Βόνκα. Βλέπεις, δεν είναι ακόμα εντε λ ώ ς έτοιμη. Θέλω να δω ένα δύο πράγματα ακόμα... — Ουφ! δικαιολογίες! είπε η Βιολέτα και, αμέσως, πριν προφτάσει ο κύριος Βόνκα να την εμποδίσει, ά πλωσε το παχουλό χέρι της, πήρε τη γόμα και την έχω σε στο στόμα της. Μονομιάς, οι τεράστιες, καλά εξα σκημένες μασέλες της, αρχίσανε ν' ανεβοκατεβαίνουν σαν τανάλιες. — Σταμάτα, είπε ο κύριος Βόνκα. — Ό ν ε ι ρ ο ! φώναξε η Βιολέτα. Αυτή είναι ντομα τόσουπα! Ζεστή, πηχτή, νόστιμη! Και πώς κατεβαίνει! — Σταμάτα, φώναξε ο κύριος Βόνκα. Αυτή η γόμα δεν είναι έτοιμη, δεν είναι τελειωμένη! — Π ώ ς δεν είναι, είπε η Βιολέτα. Λειτουργεί θαυ114
μάσια! Θεέ μου! Τι ωραία σούπα! — Φτύσε την, φώναξε ο κύριος Βόνκα. — Τ ώ ρ α αλλάζει! φώναξε η Βιολέτα, ενώ μασούσε ολοένα, μ' ένα πλατύ χαμόγελο. Τώρα είναι το δεύτε ρο πιάτο! Το ροσμπίφ! Ω! Τι τρυφερό και ζουμερό! Και οι πατάτες! Καλοψημένες κι από μέσα όλο βούτυρο! — Π ο λ ύ ενδιαφέρον, Βιολέτα! είπε η κυρία Μπο ρεγκάρ. Είσαι ένα έξυπνο κορίτσι! — Προχώρα, κόρη μου, είπε ο κύριος Μπορεγκάρ. Συνέχισε, μωρό μου. Αυτή είναι μεγάλη ημέρα για τους Μπορεγκάρ! Το κοριτσάκι μας θα 'ναι ο πρώτος άν θρωπος στον κόσμο που έφαγε ένα γεύμα-τσίχλα! Ό λ α τα βλέμματα είχαν καρφωθεί πάνω στη Βιο λέτα που μασούσε αυτή την περίεργη γόμα. Ο μικρός Τσάρλι ήταν σαν υπνωτισμένος και κοιτούσε αυτά τα χείλη που ανοιγόκλειναν σαν να στύβανε και ξαναστύβανε την τσίχλα. Πλάι του, ο παππούς Τζο, έβλεπε κι αυτός αποσβολωμένος την κοπέλα. Ο κύριος Βόνκα έσφιγγε τα χέρια του κι έλεγε και ξανάλεγε: — Όχι, όχι, όχι, η γόμα αυτή δεν είναι έτοιμη, δεν 115
είναι καλή. Δ ε ν έπρεπε να το κάμεις αυτό! — Και τώρα είμαι στο γλύκισμα με μαρμελάδα και κρέμα! φώναξε η Βιολέτα. Αυτό είναι κι αν είναι! Έ ξ ο χο! Και κατεβαίνει σαν να το κατάπινα! Σαν να κατάπι να κουταλιές απ' την ωραιότερη τούρτα που έχω φάει ποτέ! — Θεέ μου, κόρη μου! έβγαλε μια φ ω ν ή η κυρία Μπορεγκάρ κοιτάζοντας τη Βιολέτα. Τι έπαθε η μύτη σου; — Ω! Πάψε μητέρα κι άφησέ με να τελειώσω, είπε η Βιολέτα. — Γίνεται μπλε! ούρλιαξε η κυρία Μπορεγκάρ. Η μύτη σου γίνεται μπλε σαν βατόμουρο! — Η μητέρα σου έχει δίκιο, ούρλιαξε με τη σειρά του και ο κύριος Μπορεγκάρ. Η μύτη σου μελάνιασε. — Τι θα πει αυτό; είπε η Βιολέτα χωρίς να σταμα τήσει το μάσημα. — Τα μάγουλά σου, έβγαλε άλλη φ ω ν ή η κυρία Μπορεγκάρ, γίνονται κι αυτά μπλε. Και το πιγούνι σου! Ό λ ο το πρόσωπό σου είναι μπλε! — Φτύσε αμέσως αυτή τη γόμα, διέταξε ο κύριος Μπορεγκάρ. — Έλεος, βοήθεια! ξεφώνιζε η κυρία Μπορεγκάρ. Η κόρη μου ό σ ο πάει γίνεται παντού μελανιά! Τ ώ ρ α και τα μαλλιά της αλλάζουν χρώμα! Βιολέτα, έγινες όλη βιολετί! Τι σου συμβαίνει; — Σου το είχα πει πως δεν ήταν ακόμα έτοιμη, ανα στέναξε ο κύριος Βόνκα και κούνησε λυπημένος το κε φάλι. — Τι πάει να πει αυτό, φώναξε η κυρία Μπορε γκάρ. Το είδατε τώρα το φτωχό μου το κοριτσάκι πώς κατάντησε; Ό λ α τα μάτια είχαν καρφωθεί στη Βιολέτα. Τι φο βερό και παράξενο θέαμα! Πρόσωπο, χέρια, γάμπες, 116
λαιμός, ό λ ο το δέρμα, ως και τα σγουρά μαλλιά της, ή ταν τώρα μπλε-βιολετί χτυπητό, ακριβώς σαν το ζουμί του βατόμουρου! — Μου χαλάει πάντα όταν φτάνουμε στο γλύκισμα, αναστέναξε ο κύριος Βόνκα. Για όλα φταίει η τούρτα με βατόμουρα. Αλλά θα βρω το σωστό κάποια μέρα, να μου το θυμηθείτε! — Βιολέτα! έμπηξε πάλι ης φωνές η κυρία Μπορε γκάρ. Τ ώ ρ α αρχίζεις να χοντραίνεις. — Δ ε ν νιώθω καλά, είπε η Βιολέτα. — Φουσκώνεις, φώναξε η κυρία Μπορεγκάρ. — Δ ε ν αισθάνομαι καλά, είπε η Βιολέτα που ανέπνεε με δυσκολία. — Το περίμενα! είπε ο κύριος Μπορεγκάρ. — Κύριε των δυνάμεων! Κόρη μου! τσίριξε η κυρία Μπορεγκάρ, τώρα φουσκώνεις σαν μπαλόνι! — Σαν το βατόμουρο! είπε ο κύριος Βόνκα. — Γρήγορα ένα γιατρό, φώναξε ο κύριος Μπορε γκάρ. — Τσιμπήστε την με μια καρφίτσα, είπε ένας απ' τους πατέρες. — Σώστε την, έκλαιγε η κυρία Μπορεγκάρ σφίγ γοντας τα χέρια της.
Αλλά για την ώρα, δεν υπήρχε τρόπος να τη σ ώ σουν. Το σώμα της στρογγύλευε συνεχώς κι άλλαζε όψη τόσο γρήγορα, που σε λίγα δευτερόλεπτα μετα μορφώθηκε σ' ένα μπλε μπαλόνι, σ' ένα βατόμουρογίγαντα. Ό,τι απόμενε από τη Βιολέτα, ήταν δυο μικρούλες γάμπες και δυο μικρά μπρατσάκια που βγαίνανε από το χοντρό στρογγυλό φρούτο κι ένα τοσοδά κεφαλάκι στην κορφή. — Αυτό γίνεται πάντα, είπε στενοχωρημένος ο κύ ριος Βόνκα. Πειραματίστηκα μέσα στο εργαστήριό μου πάνω σε είκοσι Ούμπα-Λούμπα και οι είκοσι γίνανε βατόμουρα. Αυτό είναι μεγάλος μπελάς. Δ ε ν μπορώ να καταλάβω η συμβαίνει. — Μα δεν θέλω ένα βατόμουρο για κόρη! ούρλιαξε η κυρία Μπορεγκάρ. Φτιάχτε μου την όπως ήταν! Ο κύριος Βόνκα έκαμε ένα κλικ με τα δυο του δά χτυλα και δέκα Ούμπα-Λούμπα φτάσανε αμέσως στο πλευρό του. — Κυλήστε τη δεσποινίδα Μπορεγκάρ ως μέσα στο καράβι, τους είπε, και πηγαίνετε την γρήγορα στην αί θουσα των φρουτοχυμών. — Αίθουσα χυμών; φώναξε η κυρία Μπορεγκάρ. Τι θα την κάνουν εκεί μέσα; — Θα τη στύψουν, είπε ο κύριος Βόνκα. Πρέπει να φύγει αμέσως όλο το ζουμί της. Και ύστερα θα δούμε. Αλλά μην τρομάζετε, αγαπητή μου κυρία Μπορεγκάρ. Θα σας τη διορθώσουμε, ο κόσμος να χαλάσει. Λυπά μαι πολύ για όλα αυτά, πάρα πολύ... Οι δέκα Ούμπα-Λούμπα, κυλούσαν κιόλας το τε ράστιο βατόμουρο μέσα στην αίθουσα των εφευρέσων, προς την πόρτα που έβγαζε στο σοκολατένιο πο τάμι όπου περίμενε το καράβι. Ο κύριος και η κυρία Μπορεγκάρ τους ακολούθησαν τρέχοντας. Ό σ ο ι από118
μεναν απ' την ομάδα, μαζί και ο Τσάρλι Μπάκετ και ο παππούς Τζο, ακίνητοι, τους κοιτούσαν ν' απομακρύ νονται. — Ακούς; μουρμούρισε ο Τσάρλι. Ακούς παππού; Οι Ούμπα-Λούμπα ξανάρχισαν να τραγουδούν. Οι φ ω ν έ ς — καμιά εκατοσταριά φωνές — που τρα γουδούσαν μαζί, έφταναν δυνατές και ολοκάθαρες ως μέσα στην αίθουσα: Φίλοι μας, είναι πια γνωστό, πως δεν υπάρχει πιο φριχτό θέαμα, από το μικρό κορίτσι το αποκρουστικό, που 'χει συνήθεια βλαβερή μια τσίχλα να 'χει απ' το πρωί να τη μασάει με ρυθμό και δίχως πια σταματημό (είναι, το ίδιο, προστυχιά, τη μύτη αν σκάλιζε μπροστά στον κόσμο με ξεδιαντροπιά). Και βέβαια δεν θα σκοτιστεί η τσίχλα, για ό,τι κι αν συμβεί. Αλλος πληρώνει την κακή συνήθεια με καταστροφή. Την ξέρετε την ιστορία της δεσποινίδας Ζαμαρία; Αυτή η σαχλή καμωματού, μια τσίχλα μάσαγε παντού. Στο τρόλεϊ, στην εκκλησία, στο μπάνιο της, στη δημοσιά. Τόσο που σ' έπιανε η καρδιά να βλέπεις τέτοια σιχασιά. Κι αν έχανε καμιά φορά την τσίχλα, μάσαγε χαρτιά ή ό,τι έβρισκε κοντά: 119
ένα κομμάτι πλαστικό ή κάτι άλλο μαλακό. Απ' της ξαδέλφης το μπλουζί ως του διανομέα τ' αυτί. Και στο χορό, σε κάποιο σπίτι, του καβαλιέρου της τη μύτη. Ώσπου, χωρίς ν' αντιληφθεί, της είχε παραμορφωθεί το κόκαλο του σαγονιού κι έμοιαζε θήκη ενός βιολιού. Και πέρασε ο καιρός γοργά. Ξόδευε μια πενηνταριά τσίχλες απ' το πρωί ως αργά. Ίσαμε κείνη τη βραδιά που ήρθε η αναποδιά. Πλάγιασε για να κοιμηθεί και διάβαζε ώσπου να ρθει ο ύπνος, χωρίς να χωριστεί την τσίχλα της ούτε στιγμή. Μα κι όταν είχε κοιμηθεί δίχως πια τσίχλα, με αδειανό το στόμα, είχε συνεχιστεί η κίνηση των σαγονιών που δούλευαν κανονικά με όλο ταχύτερο ρυθμό και δεν μπορούσε τώρα πια να σταματήσει το κακό. Σαν ξώπορτα που ανοιγοκλεί, χωρίς να κάνει διακοπή, άκουγες θόρυβο βαθύ σαν να χτυπούσε ένα γουδί. Ώσπου χασμούρημα γερό άνοιξε διάπλατα τα δυο σαγόνια, που για μια στιγμή 120
απόμειναν έτσι ανοιχτά κι ύστερα κλείσαν δυνατά και σαν τσεκούρι κοφτερό τη γλώσσα κόψανε στα δυο. Πολύ καιρό σε κλινική τη βάλαν, όμως τη φωνή δεν μπόρεσε να ξαναβρεί. Και πέρασε όλη τη ζωή δυστυχισμένη και βουβή. Και για μια τσίχλα όλ' αυτά τα φοβερά και θλιβερά. Ας βοηθήσουμε λοιπόν και τη Βιολέτα Μπορεγκάρ ν' αντιληφτεί και να σκεφτεί πόσο φριχτό είναι το κακό που θα της έρθει ξαφνικό. Τέτοιο μαρτύριο κι αυτή, δεν πρέπει να γνωρίσει. Νέα καθώς είναι, σύντομα θα γιάνει και θα ζήσει αρκεί να προσπαθήσει. Ας κάμουμε όλοι μιαν ευχή ελπίζοντας να εισακουστεί.
121
που την έκρυβαν σωλήνες και φούρνοι. Τ ο ν ακολου θούσαν τα τρία παιδιά: η Βερούκα Σολτ, ο Μάικ Τιβί και ο Τσάρλι Μπάκετ, καθώς και οι πέντε γονείς που συνέχιζαν την επίσκεψη. Ο Τσάρλι Μπάκετ πρόσεξε πως ξαναπερνούσαν από τον μακρύ ροζ διάδρομο που τον έκοβαν άλλοι μι κροί ροζ διάδρομοι.
ΔΙΑΣΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥΣ — Ορίστε Λοιπόν, αναστέναξε ο κύριος Βόνκα. Δ υ ο κακά παιδάκια πάνε. Τρία καλά παιδάκια μέ νουν. Ν ο μ ί ζ ω πως πρέπει να βγούμε το γρηγορότε ρο απ' αυτό το δωμάτιο πριν χάσουμε και κανένα άλ λο. — Ό μ ω ς , κύριε Βόνκα, είπε ο Τσάρλι Μπάκετ, θα ξαναγίνει πάλι όπως πριν ή θα μείνει για πάντα βατό μουρο; — Θα τη στύψουν γρήγορα, δήλωσε ο κύριος Βόν κα. Θα την κυλήσουν ως τη μηχανή στυψίματος και από κει θα βγει αδύνατη σαν κλωστή! — Θα είναι όμως, πάντα μπλε; ρώτησε ο Τσάρλι. — Θα είναι βιολετί! είπε ο κύριος Βόνκα, ένα ω ραίο," πλούσιο βιολετί, απ' την κορφή ως τα νύχια. Αλ λά πήγαινε γυρεύοντας. Αυτά παθαίνει όποιος μασάει όλη μέρα αυτή την αηδιαστική παλιότσιχλα! — Αν τη βρίσκετε αηδιαστική, είπε ο Μάικ Τιβί, τότε γιατί τη φτιάχνει το εργοστάσιό σας; — Θα 'ταν καλύτερα να μη μασάς τα λόγια σου, εί πε ο κύριος Βόνκα. Δ ε ν άκουσα λέξη απ' όσα είπες. Εμπρός, πάμε. Ας βιαστούμε. Ακολουθήστε με. Θα πε ράσουμε πάλι απ' τους διαδρόμους. Ο κύριος Βόνκα πέρασε τρέχοντας την αίθουσα των εφευρέσεων κι άνοιξε μια μικρή κρυφή πορτούλα 122
Ο κύριος Βόνκα, επικεφαλής της ομάδας, έτρεχε στρίβοντας πότε δεξιά, πότε αριστερά και πάλι δεξιά και πάλι αριστερά κι ο παππούς Τ ζ ο είπε: — Κράτα καλά το χέρι μου, Τσάρλι. Δ ε ν θα 'ταν κα θόλου περίεργο αν χανόμασταν ε δ ώ μέσα. Ο κύριος Βόνκα έλεγε: — Δ ε ν υπάρχει πια καιρός για χάσιμο! Αν πηγαί νουμε μ' αυτό τον ρυθμό δεν θα προλάβουμε τίποτα. Και τρύπωνε σε ατέλειωτους ροζ διαδρόμους, με το ψηλό μαύρο καπέλο, με το δαμασκηνί φράκο του που η ουρά του ανέμιζε από πίσω σαν σημαία στον αέρα. Πέρασαν μπροστά από μια πόρτα. — Δ ε ν έχουμε καιρό να μπούμε εδώ. Προχωρού με, είπε. Πέρασαν μπροστά από μιαν άλλη πόρτα, ύστερα άλλη και πάλι άλλη. Υπήρχε μια πόρτα κάθε είκοσι βήματα σχεδόν και στην καθεμία, υπήρχε πινακίδα. Από κει μέσα έβγαιναν παράξενοι μεταλλικοί θόρυβοι, θαυμάσιες μυρωδιές περνούσαν απ' τις κλειδαρότρυπες και, πού και πού, βγαίνανε ατμοί χρωματιστοί απ' τις χαραμάδες. Ο παππούς και ο Τσάρλι έπρεπε να τρέχουν γρήγο ρα για να μη μείνουν πίσω. Προλάβαιναν όμως να διαβάσουν στα γρήγορα μερικές από τις πινακίδες: «ΜΑΞΙΛΑΡΙΑ ΠΟΥ ΤΡΩΓΟΝΤΑΙ, ΑΠΟ ΖΥΜΗ ΒΑΝΙΛΙΑΣ» έγραφε η μία. — Απίθανα αυτά τα μαξιλάρια της βανίλιας! ξεφώ123
νισε ο κύριος Βόνκα χωρίς να σταματήσει. Θα ξετρελαθούν όλοι όταν θα τα βγάλω στην αγορά. Δυστυχώς, δεν έχουμε καιρό για να μπούμε. «ΧΑΡΤΙ ΤΟΥ ΤΟΙΧΟΥ ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΟ ΠΟΥ ΓΛΥΦΕΤΑΙ, ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΔΩΜΑΤΙΑ», έλεγε η επόμενη επιγρα φή. — Θαυμάσιο αυτό το χαρτί που γλύφεται! φώναξε ο κύριος Βόνκα, πάντα βιαστικός. Είναι ζωγραφισμένα σ' αυτό διάφορα φρούτα: μπανάνες, μήλα, πορτοκά λια, σταφύλια, ανανάδες, φράουλες και λότουρα. — Λότουρα; Τι είναι αυτά; ρώτησε ο Μάικ Τιβί. — Μη με διακόπτεις, είπε ο κύριος Βόνκα. Ό λ α αυτά τα φρούτα είναι ζωγραφισμένα πάνω στο χαρτί και φτάνει να γλύψεις τη ζωγραφιά μιας μπανάνας για να 'χεις τη γεύση μπανάνας. Αν γλύψεις μια φράουλα, έχεις τη γεύση φράουλας. Και αν γλύψεις ένα λότουρο, έχει τη γεύση του λότουρου... — Μα ποια είναι η γεύση του λότουρου; — Μασάς πάλι τα λόγια σου, είπε ο κύριος Βόνκα. Να μιλάς πιο δυνατά την επόμενη φορά. Εμπρός, προ χωρούμε, βιαστείτε. «ΖΕΣΤΑ ΠΑΓΩΤΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΟΛΥ ΚΡΥΕΣ ΜΕΡΕΣ», έ λεγε η επόμενη πινακίδα. — Πολύ χρήσιμα για τον χειμώνα, είπε ο κύριος Βόνκα καθώς περνούσε. Τα ζεστά παγωτά είναι πολύ θερμαντικά όταν κάνει παγωνιά. Φτιάχνω και ζεστά πα γάκια για ζεστά ποτά. Τα ζεστά παγάκια κάνουν τα ζε στά ποτά πιο ζεστά. «ΑΓΕΛΑΔΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΓΟΥΝ ΣΟΚΟΛΑΤΟΥΧΟ ΓΑ ΛΑ», διάβαζες σε μιαν άλλη πόρτα. — Ω! Οι όμορφες αγελαδίτσες μου! φώναξε ο κύ ριος Βόνκα. Πολύ ης αγαπάω ης αγελάδες μου! — Γιατί να μην ης δούμε κι εμείς; ρώτησε η Βε ρούκα Σολτ. Γιατί να περνάμε τόσο γρήγορα μπροστά 124
από τόσες ωραίες αίθου σες; — Θα σταματήσουμε την κατάλληλη στιγμή, φ ώ ναξε ο κύριος Βόνκα. Μην είσαι τόσο ανυπόμονη! «ΑΕΡΙΟΥΧΑ ΠΟΤΑ, ΑΕ ΡΟΔΥΝΑΜΙΚΑ», έλεγε μια πινακίδα. — Ω! Αυτά είναι κι αν είναι καταπληχτικά! φώνα ξε ο κύριος Βόνκα. Κατε βαίνουν στο στομάχι σ ο υ φυσαλίδες γεμάτες μ' ένα ειδικό αέριο και αυτό το αέριο είναι τόσο απίστευτα ελαφρύ, που σε ανασηκώ νει από το έδαφος όπως έ να μπαλόνι και ανεβαίνεις ώσπου να φτάσεις και να μείνεις στο ταβάνι. — Και τι κάνει κανείς για να ξανακατέβει; ρώτη σε ο μικρός Τσάρλι. — Πρέπει να ρευτείς βέβαια, είπε ο κύριος Βόν κα. Κάνεις ένα δυνατό, με γάλο, αγενέστατο ρέψιμο, με όλη σου τη δύναμη και τότε ο αέρας βγαίνει από το στόμα και κατεβαίνεις! Αλλά μην τα πιείτε αυτά τα ποτά στο ύπαιθρο. Γιατί δεν ξέρεις ως πού μπορούν 125
να σ' ανεβάσουν! Έ δ ω σ α μια φ ο ρ ά σ' ένα γέρο Ού μπα-Λούμπα ένα τέτοιο ποτό σε ανοιχτό χώρο — στην αυλή — και άρχισε ν' ανεβαίνει, ν' ανεβαίνει, ν' ανε βαίνει, ώσπου χάθηκε απ' τα μάτια μου. Αυτό ήταν πο λύ λυπηρό. Δ ε ν τον ξαναείδα ποτέ. — Έπρεπε να είχε ρευτεί, είπε ο Τσάρλι. — Βέβαια, αυτό έπρεπε να κάνει, είπε ο κύριος Βόνκα. Ή μ ο υ ν εκεί και του φ ώ ν α ζ α : Ρέψου βρε χαζογάιδαρε, αν δεν ρευτείς δεν πρόκειται να κατέβεις πο τέ! Αλλά δεν ρεύτηκε ή δεν μπόρεσε ή δ ε ν θέλησε, δεν μπορώ να ξέρω. Ί σ ω ς να 'ταν υπερβολικά ευγενής. Τ ώ ρ α θα 'ναι στο φεγγάρι. Στην άλλη πόρτα ήταν γραμμένο: «ΖΑΧΑΡΩΤΑ ΤΕ ΤΡΑΓΩΝΑ ΠΟΥ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΣΤΡΟΓΓΥΛΑ». — Περιμένετε, φ ώ ν α ξ ε ο κύριος Βόνκα σταματώ ντας μπρος στην πόρτα. Είμαι πολύ περήφανος για τα τετράγωνα ζαχαρωτά μου που φαίνονται στρογγυλά! Ας πάμε να τα δούμε...
ΖΑΧΑΡΩΤΑ ΤΕΤΡΑΓΩΝΑ ΠΟΥ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΣΤΡΟΓΓΥΛΑ Ό λ ο ι σταμάτησαν μπροστά στην πόρτα που το α πάνω μέρος της ήταν από γυαλί. Ο παππούς Τ ζ ο ανα σήκωσε τον Τσάρλι για να μπορέσει να δει στο εσωτε ρικό της αίθουσας. Ο Τσάρλι μπόρεσε να δει εκεί μέσα, ένα μακρύ τραπέζι και απάνω του σειρές σειρές από μικρά ζαχα ρωτά άσπρα σε σχήμα κύβου. Αυτά τα ζαχαρωτά μοιά ζανε πολύ με τετράγωνα ζάχαρης, εκτός από κείνα που είχαν ζωγραφισμένο σε καθεμία από τις έξι πλευρές τους ένα μικρό πρόσωπο ροζ. Στην άλλη άκρη του τρα-
πεζιού, μερικοί Ούμπα-Λούμπα ζωγράφιζαν κι άλλα πρόσωπα σε άσπρα ζαχαρωτά. — Βλέπετε, λοιπόν! είπε ο κύριος Βόνκα. Τετράγω να ζαχαρωτά που φαίνονται στρογγυλά. — Εγώ δεν τα βλέπω καθόλου στρογγυλά, είπε ο Μάικ Τιβί. — Τετράγωνα φαίνονται, είπε κι η Βερούκα Σολτ, εντελώς· τετράγωνα. — Μα αφού είναι τετράγωνα. Είπα ποτέ πως δεν είναι; — Είπατε πως είναι σ τ ρ ο γ υ λ ά , είπε η Βερούκα Σολτ. — Ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο, είπε ο κύριος Βόνκα. Είπα πως φαίνονται στρογγυλά. — Μα δεν φαίνονται στρογγυλά, φαίνονται τετρά γωνα! — Φαίνονται στρογγυλά, επέμενε ο κύριος Βόνκα. — Βερούκα, χρυσή μου, είπε η κυρία Σολτ, μη δί νεις σημασία σ' αυτά που σου λέει ο κύριος Βόνκα! Σου λέει ψέματα! — Δ ε ν μας παρατάς, χριστιανή μου! είπε ο κύριος Βόνκα. — Π ώ ς τολμάτε να μου μιλάτε μ' αυτό τον τρόπο! ούρλιαξε η κυρία Σολτ. — Σιωπή, είπε ο κύριος Βόνκα, κοιτάξτε προσεχτικά. Έβγαλε ένα κλειδί από την τσέπη του και ξεκλεί δωσε. Η πόρτα άνοιξε. Με τον θόρυβο του ανοίγματος, τα αμέτρητα ζαχαρωτά που βρίσκονταν αραδιασμένα στο τραπέζι, φάνηκαν αμέσως στρογγυλά. Τα μικρά προσωπάκια ήταν τώρα γυρισμένα προς την πόρτα και κοιτούσαν τον κύριο Βόνκα. — Το είδατε; φώναξε θριαμβευτικά. Φαίνονται ή δεν φαίνονται στρογγυλά; Πιστεύω πως δεν χωρά συ ζήτηση. Είναι ζαχαρωτά τετράγωνα που φαίνονται στρογγυλά. 128
— Ά ε ι στο καλό! Δίκιο έχει! είπε ο παππούς Τ ζ ο . — Εμπρός, δρόμο! είπε ο κύριος Βόνκα. Δ ε ν έχου με λεπτό για χάσιμο. «ΟΥΙΣΚΙ ΒΟΥΤΥΡΟΥ ΚΑΙ ΤΖΙΝ ΒΟΥΤΥΡΟΥ», έγρα φε η επόμενη πινακίδα. — Α, τώρα μάλιστα! Αυτό είναι πιο ενδιαφέρον, εί πε ο κύριος Σολτ, πατέρας της Βερούκας. — Θαυμάσιο! είπε ο κύριος Βόνκα. Ό λ ο ι οι Ού μπα-Λούμπα τρελαίνονται γι' αυτό. Τους ανεβαίνει στο κεφάλι. Ακούτε; Έχουν πανηγύρι. Χαρές, φωνές, γέλια και τραγούδια έφταναν ως τους επισκέπτες από την κλειστή πόρτα. — Είναι γερά ποτήρια! είπε ο κύριος Βόνκα. Πί νουν τώρα ουίσκι βουτύρου με σόδα. Αυτό τους αρέσει πάνω απ' όλα. Αλλά και το τζιν βουτύρου με τόνικ τρα βιέται πολύ! Ακολουθήστε με παρακαλώ. Δ ε ν γίνεται να σταματούμε παντού... Έστριψε αριστερά, έστριψε δεξιά, φτάσανε μπρο στά σε μια μεγάλη σκάλα. Ο κύριος Βόνκα κατέβηκε καβαλώντας το κάγκελο. Τα τρία παιδιά έκαμαν το ί διο. Η κυρία Σολτ και η κυρία Τιβί - οι μόνες γυναίκες που είχαν μείνει στην ξενάγηση — είχανε κυριολεκτικά λαχανιάσει. Η κυρία Σολτ ήταν μια τεράστια ύπαρξη με δυο πολύ κοντές γάμπες. Ξεφυσούσε σαν ρινόκερος. — Από δ ω , είπε ο κύριος Βόνκα όταν έφτασε στο τέλος της σκάλας κι έκανε στροφή αριστερά. — Μην τρέχετε τόσο, είπε λαχανιάζοντας η κυρία Σολτ. — Αδύνατο, είπε ο κύριος Βόνκα. Δ ε ν θα προφτά σουμε να είμαστε εκεί στην ώρα μας. — Π ο ύ εκεί; ρώτησε η Βερούκα Σολτ. — Μη νοιάζεσαι, είπε ο κύριος Βόνκα. Περίμενε και θα δεις.
129
Η ΒΕΡΟΥΚΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΤΑ ΚΑΡΥΔΙΑ Ο κύριος Βόνκα άρχισε πάλι το τρεχαλητό μέσα στο διάδρομο. «ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΤΑ ΚΑΡΥΔΙΑ», έλεγε η πινακίδα της άλλης πόρτας. — Πολύ ωραία, είπε ο κύριος Βόνκα, ας σταματή σουμε ε δ ώ μια στιγμή να ξανασάνετε και ρίξτε μια ματιά από το τζάμι αυτής της πόρτας. Α λ λ ά μην μπείτε μέ σα! Ό,τι και αν συμβεί, μην μπείτε μέσα στο ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΤΑ ΚΑΡΥΔΙΑ! Υπάρχει φ ό β ο ς να τρομάξουν οι σκίουροι!
Ό λ ο ι μαζεύτηκαν μπροστά στην πόρτα. — Ω, κοίτα παππού! Κοίτα! φώναξε ο Τσάρλι. — Σκίουροι, φώναξε και η Βερούκα Σολτ. — Ε, αυτό πια! είπε ο Μάικ Τιβί. Το θέαμα ήταν συναρπαστικό. Μια εκατοσταριά σκίουροι είχαν σκαρφαλώσει πάνω σε ψηλά σκαμνιά, γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι. Απάνω στο τραπέζι ήταν σωροί καρύδια και οι σκίουροι εργάζονταν όπως στα καταναγκαστικά έργα. Σπάζανε τα καρύδια με μια τα χύτητα απίστευτη. — Αυτοί οι σκίουροι έχουν γυμναστεί ειδικά στο καθάρισμα των καρυδιών, εξήγησε ο κύριος Βόνκα. — Γιατί σκίουροι; ρώτησε ο Μάικ Τιβί. Δ ε ν μπο ρούσαν αυτή τη δουλειά να την κάνουν Ούμπα-Λού μπα; — Ό χ ι βέβαια, είπε ο κύριος Βόνκα, γιατί οι Ο ύ μπα-Λούμπα δ ε ν κατορθώνουν να βγάλουν την ψίχα τ ω ν καρυδιών από το τσόφλι χωρίς να σπάσει. Μ ό ν ο ν οι σκίουροι βγάζουν τα καρύδια ολόκληρα! Εί ναι πάρα πολύ δύσκολο. Εγώ, όμως, στο εργοστάσιο μου χρησιμοποιώ μ ό ν ο ν ολόκληρα καρύδια. Γι' αυ τό, έχω καταφύγει στους σκίουρους. Είναι θαυμά σιοι. Κοιτάξτε τις κινήσεις τους! Δείτε πώς χτυπούν πρώτα το τσόφλι με το δάχτυλο για να βεβαιωθούν πως το καρύδι δ ε ν είναι κούφιο... Τα χαλασμένα κα ρύδια κάνουν κούφιο ήχο. Και τότε, δεν κάνουν τον κόπο να τα σπάσουν! Τα πετάνε στα σκουπίδια. Εδώ, κοιτάξτε καλά τον πρώτο σκίουρο. Πιστεύω πως βρήκε χαλασμένο καρύδι... Ό λ α τα βλέμματα ήταν πάνω στον πρώτο σκίουρο που χτυπούσε με τα δάχτυλα το τσόφλι. Έσκυψε το κε φάλι από το 'να πλάι, άκουσε προσεχτικά κι ύστερα, με μιαν απότομη κίνηση, έριξε το καρύδι πίσω από τον ώμο του, μέσα σε μια τρύπα στο πάτωμα. 131
κύριος Βόνκα. Δ ε ν πρόκειται να αποκτήσει σκίουρο η δεσποινίδα! — Καλέ τι μας λες; Δ ε ν θα αποκτήσω σκίουρο; στρίγκλισε η Βερούκα. Θα το δούμε... Τ ώ ρ α αμέσως θα τον αρπάξω μόνη μου...
— Μαμά, φώναξε ξαφνικά η Βερούκα Σολτ, θέλω ένα σκίουρο, το δίχως άλλο! Α γ ό ρ α σ ε μου έναν απ' αυτούς εδώ... — Μη λες ανοησίες, αγάπη μου, είπε η κυρία Σολτ. Αυτοί όλοι είναι του κυρίου Βόνκα. — Σκοτίστηκα! ούρλιαξε η Βερούκα. Θ έ λ ω έναν απ' αυτούς! Στο σπίτι έχω μ ό ν ο δύο σκυλιά, τέσσερις γάτους, έξι κουνελάκια, δύο πολύχρωμα παπαγαλάκια, τρία καναρίνια, έναν παπαγάλο πράσινο, μια χελώνα, μια γυάλα με κοκκινόψαρα, ένα κλουβί γεμάτο άσπρα ποντίκια και ένα ηλίθιο γέρικο χάμστερ. Θέλω ένα σκίουρο. — Εντάξει χαϊδεμένο μου, είπε η κυρία Σόλτ, η μα μά θα σου χαρίσει ένα σκίουρο ό σ ο πιο σύντομα μπο ρέσει... — Μα δεν θέλω ένα σκίουρο όποιον κι όποιον. Θ έ λ ω ένα γυμνασμένο σκίουρο! Εκείνη τη στιγμή, ο κύριος Σολτ, ο πατέρας της Βε ρούκα, προχώρησε μπροστά. — Ε, λοιπόν, κύριε Βόνκα, είπε με αναίδεια βγά ζοντας ένα πορτοφόλι φουσκωμένο με λεφτά, πόσο θέλεις για ένα απ' αυτά τα καταραμένα σου ζωύφια; Λέγε την τιμή σου. — Οι σκίουροι μου δεν πουλιούνται! απάντησε ο 132
— Πρόσεξε καλά! είπε ο κύριος Βόνκα... Μα... ήταν κιόλας αργά. Η μικρή είχε ανοίξει την πόρτα και χώθηκε μέσα στο δωμάτιο. Αμέσως τα εκατό σκιουράκια σταμάτησαν τη δου λειά τους και γύρισαν το κεφάλι για να την κοιτάξουν με τα μαύρα ματάκια τους που έμοιαζαν με χάντρες. Η Βερούκα σταμάτησε κι αυτή για να τα κοιτάξει και να κάνει την εκλογή της. Ή τ α ν ένα όμορφο σκιουράκι αρκετά κοντά της, στην άκρη του τραπεζιού. Κρατούσε ένα καρύδι με τα δυο του πόδια. — Πολύ ωραία! είπε η Βερούκα. Θα σε πάρω· κι ά πλωσε τα χέρια για να το πιάσει... Εκείνη τη στιγμή, σε λιγότερο από δευτερόλεπτο, έγινε ένας σάλος μέσα στο δωμάτιο, μια μάζα από κοκκινότριχα σκιουράκια κουνήθηκε σαν αστραπή και όλα μαζί πήδηξαν απ' το τραπέζι και προσγειώθηκαν στο σώμα της Βερούκας. Είκοσι πέντε σκίουροι πιάστηκαν απ' το δεξί της χέρι και το κράτησαν ακίνητο. Ά λ λ ο ι εί κοσι πέντε αρπάχτηκαν απ' το αριστερό και το κάρφω σαν κι αυτό στη θέση του. Είκοσι πέντε πέσανε πάνω στη δεξιά της γάμπα — ακίνητη κι αυτή! Και είκοσι τέσσερις κάμανε το ίδιο για την αριστερή γάμπα. Τέλος, ο μοναδικός σκίουρος — σίγουρα ο αρχηγός της επιχείρησης - που είχε μείνει χωρίς απασχόληση, σκαρφάλωσε πάνω στον ώμο της Βερούκας και άρχισε να χτυπά ταπ, ταπ, ταπ, με τα δυο του πόδια το κεφάλι της μικρής. — Σώστε την, ούρλιαξε η κυρία Σολτ. Βερούκα, 133
γύρισε πίσω! Τι της κάνουν; — Την εξετάζουν για να δουν αν είναι ένα κούφιο καρύδι, είπε ο κύριος Βόνκα. Κοιτάξτε! Η Βερούκα χτυπιόταν με Λύσσα, μα οι σκίουροι την κρατούσαν δυνατά και δ ε ν μπορούσε να κουνηθεί. Αυ τός που ήταν πάνω στον ώμο της συνέχιζε να χτυπά το κεφάλι της. Έπειτα, ξαφνικά, οι σκίουροι ρίξαν κάτω τη Βε ρούκα κι άρχισαν να τη σέρνουν στο πάτωμα. — Κύριε ελέησον! Τ η ν κατάλαβαν πως είναι κού φιο καρύδι! Το κεφάλι της θα 'κανε — ως φαίνεται — έναν άδειο ήχο! Η Βερούκα κλοτσούσε και τσίριζε. Μα δ ε ν γινόταν τίποτα. Τα μικρά πόδια — πολύ γερά — την έσφιγγαν με δύναμη. Αδύνατο να ξεφύγει. — Πού την πάνε; ούρλιαξε η κυρία Σολτ. — Εκεί που πάνε όλα τα κούφια καρύδια, είπε ο κύριος Βόνκα. Στο σκουπιδοφάγο!
— Ω, Θεέ μου! Τη ρίχνουν μέσα στην τρύπα! φ ώ ναξε ο κύριος Σολτ που έβλεπε την κόρη του μέσα απ' τη γυάλινη πόρτα. — Τι περιμένετε για να τη σώσετε; ούρλιαξε η κυρία Σολτ. — Πολύ αργά, είπε ο κύριος Βόνκα. Έχει φύγει πια. Και ήταν αλήθεια. — Μα πού πάει; ούρλιαξε η κυρία Σολτ χειρονο μώντας σαν τρελή. Τι τα κάνουν τα κούφια καρύδια; Πού βγαίνει αυτός ο σκουπιδοφάγος; — Αυτός, ειδικά, ο σκουπιδοφάγος, είπε ο κύριος Βόνκα, βγαίνει κατευθείαν στον κεντρικό σωλήνα της αποχέτευσης όπου καταλήγουν όλα τα σκουπίδια απ' όλες τις γωνιές του εργοστασίου μου. Ό λ η η σκόνη, όλα τα φλούδια από ης πατάτες, τα ξώφυλλα από τα λάχανα, τα ψαροκέφαλα και όλες οι βρομιές. — Και ποιος τρώει ψάρια και πατάτες και λάχανα σ' αυτή τη σοκολατοποιία, ήθελα να 'ξερα, είπε ο Μάικ Τιβί.
— Εγώ βέβαια. Δ ε ν πιστεύω να φαντάστηκες ότι εγώ τρέφομαι με κακαόσπορους!... — Μα... μα... μα... στρίγκλισε η κυρία Σολτ, πού α δειάζει ο κεντρικός σωλήνας; — Σε κάποιον κλίβανο βέβαια, είπε ήρεμα ο κύριος Σολτ. Εκεί που γίνεται η αποτέφρωση. Η κυρία Σολτ άνοιξε ένα πελώριο κόκκινο στόμα και άρχισε να ξεφωνίζει. — Μην ταράζεστε, είπε ο κύριος Βόνκα, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μην είναι σήμερα η μέρα που τον ανάβουν... — Ακούς εκεί «πιθανότητα»! ούρλιαξε η κυρία Σολτ. Βερούκα, αγαπημένη μου! Θα... θα... θα ψηθεί σαν λουκάνικο! — Ακριβώς, αγαπητή μου, είπε ο κύριος Σολτ. Τ ώ ρα άκουσέ με, Βόνκα, νομίζω πως το παρατράβηξες το σκοινί. Μπορεί η κόρη μου να είναι ένας μικρός βρα χνάς, το παραδέχομαι, αλλά δεν είναι και λόγος για να την κάψεις στον κλίβανο. Έ χ ω φοβερά θυμώσει μ' όλα αυτά... — Μη θυμώνετε, αγαπητέ μου κύριε, είπε ο κύριος Βόνκα. Υποθέτω πως θα ξανανέβει, αργά ή γρήγορα. Μπορεί και να μην κατέβηκε καθόλου αλλά να μα γκώθηκε στη μεταλλική καταπακτή, ακριβώς κάτω από την τρύπα, και τότε μπορείτε να μπείτε και να την τρα βήξετε. Δ ε ν πρόφτασε να τελειώσει και ο κύριος και η κυ ρία Σολτ όρμησαν στο δωμάτιο των καρυδιών. Πλη σίασαν στην τρύπα κι έσκυψαν από πάνω. — Βερούκα! φώναξε η κυρία Σολτ. Είσαι εκεί; Καμία απάντηση! Για να δει καλύτερα, η κυρία Σολτ έσκυψε ακόμα περισσότερο. Τ ώ ρ α ήταν γονατιστή στην άκρη ακριβώς της τρύπας με το κεφάλι κάτω και τον πελώριο πισινό 136
της στον αέρα, σαν μανιτάρι-γίγαντας! Στάση μάλλον επικίνδυνη!... Μόλις να την έσπρωχνε κανείς — μια μι κρή φάπα στο καλό μέρος - και αυτό ακριβώς... κάνα νε οι σκίουροι!!! Έπεσε με το κεφάλι μπροστά κρώζοντας σ α ν παπα γάλος. — Κύριε ελέησον! είπε ο κύριος Σολτ βλέποντας αυτό τον όγκο — τη σύζυγό του — να κατρακυλά. Τι σκουπιδαριό θα μαζευτεί απόψε! Σ' αρέσει εκεί μέσα, Ανγκίνα; της φώναξε σκύβοντας λίγο προς τα μπρος... Οι σκίουροι πήδηξαν στην πλάτη του... — Βοήθεια! φ ώ ν α ξ ε δυνατά ο κύριος Σολτ, αλλά έπεφτε κιόλας με το κεφάλι μπροστά για να χαθεί κι αυτός στην τσουλήθρα, ακολουθώντας τη γυναίκα του... και την κόρη του... — Θ ε έ μου, φ ώ ν α ξ ε ο Τσάρλι που παρακολου θούσε με τους άλλους τη σκηνή πίσω απ' το τζάμι, τι θ' απογίνουν τώρα; — Νομίζω πως κάποιος θα τους αρπάξει στην άκρη της καταπακτής, είπε ο κύριος Βόνκα. — Και ο μεγάλος κλίβανος; ρώτησε ο Τσάρλι. — Τ ο ν ανάβουν μόνο μέρα παρά μέρα, είπε ο κύ ριος Βόνκα. Σήμερα ίσως δ ε ν είναι η μέρα. Ποτέ δ ε ν ξέρει κανείς. Μπορεί να 'ναι τυχεροί... — Σσσστ! είπε ο παππούς Τζο. Ακούστε! Τραγου δούν πάλι... Μακριά, στην άλλη άκρη του διαδρόμου, ακούστη καν ταμπούρλα. Κι ύστερα το τραγούδι. Οι ΟύμπαΛούμπα τραγουδούσαν:
Η Βερούκα Σολτ, φριχτό παιδί, κύλησε στην καταπακτή (κι εμείς σκεφτήκαμε καλά για να τελειώνει αυτή η δουλειά 137
που μας βασάνισε πολύ να φύγουν κι οι γονείς μαζί). Τώρα η Βερούκα με ατμό θα τρέχει προς τον οχετό. Κι εκεί θα κάμει γνωριμίες πολύ διαφορετικές και ούτε τόσο ευγενικές όπως αυτές που είχε ως χτες. Πρώτο-πρώτο συναντά από ψάρι ένα κεφάλι, που την αποχαιρετά. Μα θ' ακολουθήσουν κι άλλοι. Αρκετούς έχει να δει μέσ' στο λούκι όταν βρεθεί σκοτεινό σαν φυλακή: Τσαγκό λαρδί, παλιά ψωμιά, όσα μουχλιάσανε τυριά, ένα άδειο στρείδι μισερό, ένα λουκάνικο ξερό, κούφια καρύδια εδώ κι εκεί και ροκανίδι με πιπί του γάτου — όλα μέσα κει γυρίζουν και χοροπηδούν κι από μακριά βρομοκοπούν. Αυτοί είν' οι σύντροφοι οι τρανοί και περιμένουν τη μικρή που όπου να 'ναι θα φανεί. Θα πείτε: τι τύχη κακή ήρθε σε τούτη τη φτωχή Βερούκα, που είν' ένα παιδί! Κι αυτό που λέτε είναι σωστό γιατί το φταίξιμο μισό είναι δικό της. Και ρωτώ: Ποιος άλλος φταίει; 138
Να μας το πείτε, εύκολο είναι να το βρείτε. Μόνος δεν χάλασε κανείς. Κι αυτό το τέρας, οι γονείς το φτιάξαν τέτοιο. Στο καυτό λοιπόν καμίνι, ας μπουν κι αυτοί. Δεν έχει λύση πιο σωστή.
Ο
ΜΕΓΑΛΟΣ ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΑΣ
— Ποτέ δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα! φώναξε ο κύριος Βόνκα. Παιδιά να χάνονται σ α ν κουνέλια! Αλλά μη στεναχωριέστε! Θα γλιτώσουν όλοι. Ο κύριος Βόνκα επιθεώρησε τη μικρή ομάδα. Α πόμειναν μόνο δύο παιδιά. Ο Μάικ Τιβί και ο Τσάρλι Μπάκετ. Και τρεις μεγάλοι. Ο κύριος και η κυρία Τιβί και ο παππούς Τζο. — Λοιπόν, συνεχίζουμε; ρώτησε ο κύριος Βόνκα. — Μα βέβαια! φ ώ ν α ξ α ν μαζί ο Τσάρλι και ο παπ πούς Τζο. — Κουράστηκαν τα πόδια μου, είπε ο Μάικ Τιβί. Θ έ λ ω να δω τηλεόραση. — Αν είσαι κουρασμένος, ελάτε καλύτερα μαζί μου, είπε ο κύριος Βόνκα. Από κει. Ελάτε! Διέσχισε τον διάδρομο με μεγάλα βήματα και στά θηκε σε μια διπλή πόρτα. Η πόρτα άνοιξε αυτόματα και μπήκαν μέσα τα δυο παιδιά και οι μεγάλοι. — Και τώρα, είπε ο κύριος Βόνκα, να δούμε ποιο από τα κουμπιά θα πατήσουμε. Διαλέξτε σεις! Ο Τσάρλι Μπάκετ κοίταξε γύρω του σαστισμένος. Ποτέ του δεν είχε δει τόσο περίεργη καμπίνα ανελκυ στήρα. Παντού υπήρχαν κουμπιά. Οι τοίχοι, ακόμα και το ταβάνι, ήταν γεμάτοι με αμέτρητες σειρές από μικρά 140
μαύρα κουμπιά. Θα υπήρχαν χίλια περίπου σε κάθε πλευρά κι άλλα τόσα στο ταβάνι. Τότε ο Τσάρλι πρόσεξε πως κάτω από κάθε κουμπί ήταν μια μικροσκοπική ετικέτα που έδειχνε σε ποιο δ ω μάτιο οδηγούσε. — Αυτός δ ε ν είναι σαν τους συνηθισμένους που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν μόνο! είπε με περηφά νια ο κύριος Βόνκα. Τούτος ε δ ώ μετακινείται προς όλες τις κατευθύνσεις λοξά, μπρος, πίσω. Εξυπηρε τεί όλες τις αίθουσες του εργοστασίου — όλες χω ρίς εξαίρεση! Πατάτε το κουμπί που θέλετε και ζιννκ... φεύγετε! — Α π ί θ α ν ο ! ψιθύρισε ο παππούς Τζο. Κοιτούσε τις αμέτρητες σειρές των κουμπιών και τα μάτια του λάμπανε από ενθουσιασμό. — Είναι φτιαγμένος ολόκληρος από πολύ χοντρό γυαλί! είπε ο κύριος Βόνκα. Οι τοίχοι, οι πόρτες, το δάπεδο, το ταβάνι, όλα είναι διαφανή, όλα πανοραμι κά, μπορείτε να δείτε τα πάντα από όλες τις πλευρές. — Μα δεν υπάρχει τίποτα να δεις, είπε ο Μάικ Τιβί. — Διάλεξε ένα κουμπί, είπε ο κύριος Βόνκα. Το κάθε παιδί έχει δικαίωμα να πατήσει ένα κουμπί. Δια λέχτε γρήγορα. Σε κάθε αίθουσα σας περιμένει κάτι πολύ νόστιμο, κάτι θαυμάσιο! Ο Τσάρλι άρχισε να διαβάζει γρήγορα τις ετικέτες δίπλα στα κουμπιά: «ΟΡΥΧΕΙΟ ΜΕΣΑ ΣΕ ΒΡΑΧΟ ΣΟΚΟΛΑΤΑΣ - ΒΑ ΘΟΣ 3.000 ΜΕΤΡΑ», έλεγε μια απ' αυτές. «ΝΕΡΟΠΙΣΤΟΛΑ ΜΕ ΧΥΜΟ ΦΡΑΟΥΛΑΣ». «ΚΑΡΑΜΕΛΟΔΕΝΤΡΑ ΓΙΑ ΦΥΤΕΜΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΣΑΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΓΕΘΗ». «ΚΑΡΑΜΕΛΕΣ-ΡΟΥΚΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΣΑΣ». «ΦΩΤΕΙΝΟ ΓΛΥΦΙΤΖΟΥΡΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΤΡΩΤΕ ΣΤΟ 141
ΚΡΕΒΑΤΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ». «ΤΖΙΤΖΙΦΑ ΜΕ ΜΕΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΠΛΑΪΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ. ΤΟΥ ΠΡΑΣΙΝΙΖΟΥΝ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΗ ΝΑ». «ΚΑΡΑΜΕΛΕΣ-ΣΦΡΑΓΙΣΜΑΤΑ - ΑΧΡΕΙΑΣΤΟΣ Ο ΟΔΟΝΤΟΓΙΑΤΡΟΣ». «ΖΑΧΑΡΩΤΑ ΠΟΥ ΚΟΛΛΑΝΕ ΣΤΑ ΣΑΓΟΝΙΑ ΓΙΑ ΦΛΥΑΡΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ». «ΖΑΧΑΡΩΤΑ ΠΟΥ ΚΛΩΘΟΓΥΡΙΖΟΥΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑΧΙ ΟΤΑΝ ΤΑ ΕΧΕΤΕ ΚΑΤΑΠΙΕΙ». «ΑΘΕΑΤΑ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΑ ΣΟΚΟΛΑΤΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΤΡΩΤΕ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ». 142
«ΜΟΛΥΒΙΑ ΜΕ ΣΟΚΟΛΑΤΕΝΙΟ ΕΠΙΣΤΡΩΜΑ ΓΙΑ ΠΙΠΙΛΙΣΜΑ». «ΠΙΣΙΝΕΣ ΑΠΟ ΛΕΜΟΝΙΤΑ ΜΕ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟ». «ΜΑΓΙΚΗ ΝΟΥΓΚΑΤΙΝΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΚΡΑΤΑΣ ΣΤΟ ΧΕ ΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ». «ΚΟΥΦΕΤΑ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ - ΠΙΠΙΛΙΣΤΕ ΤΑ ΚΑΙ ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΦΤΥΣΕΤΕ ΣΕ ΕΞΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΧΡΩΜΑΤΑ». «ΠΙΣΤΑ ΠΑΓΟΔΡΟΜΙΑΣ ΑΠΟ ΠΑΓΩΤΟ ΚΑΡΥΔΑΣ». — Ελάτε, γρήγορα, φώναξε ο κύριος Βόνκα. Δ ε ν θα περιμένουμε ολημερίς εδωνά! — Δ ε ν υπάρχει Αίθουσα Τηλεόρασης μέσα σ' ό λον αυτόν τον κυκεώνα; ρώτησε ο Μάικ Τιβί. — Και βέβαια υπάρχει, είπε ο κύριος Βόνκα. Είναι αυτό ε δ ώ το κουμπί. Το έδειξε με το δάχτυλο και όλα τα βλέμματα πέσα νε πάνω σε μια μικροσκοπική ταμπελίτσα που έγραφε: «ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΣΟΚΟΛΑΤΑ». — Γιούππιιι, ούρλιαξε ο Μάικ Τιβί. Είναι ακριβώς αυτό που χρειάζομαι... Ά π λ ω σ ε το χέρι του και πάτησε με το δάχτυλο το κουμπί. Στη στιγμή ακούστηκε ένα πολύ δυνατό σφύ ριγμα, οι πόρτες έκλεισαν με δύναμη και ο ανελκυστή ρας τινάχτηκε στον αέρα λες και τον τσίμπησε σφήκα! Έγειρε, όμως, στο πλάι κι όλοι οι επιβάτες πέσανε κά τω, εκτός από τον κύριο Βόνκα που είχε πιαστεί από μια χειρολαβή του ταβανιού. — Ό λ ο ι όρθιοι! Εμπρός! φώναξε ο κύριος Βόνκα γελώντας βροντερά. Δ ε ν είχαν προλάβει να σταθούν στα πόδια τους και άλλαξαν κατεύθυνση παίρνοντας μια στροφή τόσο α πότομη, που όλοι ξαναβρέθηκαν στο πάτωμα... — Βοήθεια! φώναξε η κυρία Τιβί. — Πιάστε το μπράτσο μου κυρία, είπε ευγενικά ο 143
κύριος Βόνκα. Και τώρα κρατηθείτε απ' αυτό το λουρί. Πιάστε κι όλοι οι άλλοι από ένα λουρί. Το ταξίδι δεν τε λείωσε ακόμα... Ο παππούς Τ ζ ο ανασηκώθηκε και πιάστηκε από μια χειρολαβή. Ο Τσάρλι, καθώς ήταν κοντός και δεν έφτανε στο ταβάνι, έβαλε τα χέρια του γύρω από τα πόδια του παππού κι αρπάχτηκε γερά. Έτρεχαν με ταχύτητα πυραύλου. Τ ώ ρ α σκαρφάλω ναν! Σκαρφάλωναν, σκαρφάλωναν σαν να έκαναν α ναρρίχηση σε μια πολύ απότομη πλαγιά. Έπειτα, ξαφ νικά, σαν να 'χαν φτάσει στην κορφή του λόφου, αφή νοντας πίσω τους έναν γκρεμό, έπεσαν σαν πέτρα. Ο Τσάρλι αισθάνθηκε το στομάχι του να φτάνει κα τευθείαν μέσα στο λαιμό του και ο παππούς Τ ζ ο έβγα λε μια φ ω ν ή : — Ζήτω... τώρα πετάμε... Η κυρία Τιβί ξεφώνισε: — Έσπασε το σκοινί! Θα γίνουμε λιώμα! — Ηρεμήστε, αγαπητή κυρία, είπε ο κύριος Βόνκα χτυπώντας το μπράτσο της για να την ενθαρρύνει. Ο παππούς Τ ζ ο έσκυψε και κοίταξε τον Τσάρλι που κρατιόταν από ης γάμπες του: — Π ώ ς πάει Τσάρλι; — Μια χαρά, απάντησε ο Τσάρλι. Μ' αρέσει πολύ! Μοιάζει με βαπόρι που σκαμπανεβάζει! Από τα γυάλινα πλαϊνά βλέπανε μέσα στις διάφο ρες αίθουσες περίεργα και θαυμάσια πράγματα: Μια μεγάλη πέτρινη βρύση σκαλιστή παράσταινε ένα ζ ώ ο που έβγαζε από το στόμα του έναν πηχτό σκούρο χυλό... Έ ν α ψηλό δύσβατο βουνό από μαντολάτο που οι Ούμπα-Λούμπα, δεμένοι με σκοινί ο ένας με τον άλλο — για περισσότερη ασφάλεια - το χτυπούσαν με σκεπάρνι για να το κόψουν... 144
Μια μηχανή που σκορπούσε άσπρη σκόνη που έ μοιαζε με χιονοθύελλα... Μια λίμνη με ζεστή κρέμα καραμέλα που άχνι ζε... Έ ν α χωριό των Ούμπα-Λούμπα με μικροσκοπικά σπιτάκια και δρομάκια, όπου παίζανε εκατοντάδες παι δάκια Ούμπα-Λούμπα όχι ψηλότερα από είκοσι πό ντους... Ύστερα ο ανελκυστήρας ξαναπήρε ύψος και τώρα έμοιαζε να πετά πιο γρήγορα από ποτέ. Καθώς προχω ρούσαν, ο Τσάρλι άκουγε τον αέρα να φυσά δυνατά και την καμπίνα να ορμά, να στρίβει, ν' ανεβαίνει, να κατεβαίνει... — Δ ε ν αισθάνομαι καλά, στρίγκλισε η κυρία Τιβί που είχε γίνει κατακίτρινη. — Α! όχι τέτοια, σας παρακαλώ, είπε ο κύριος Βόν κα. — Αδύνατο, δεν μπορώ είπε η κυρία Τιβί... — Τότε, πάρτε αυτό, είπε ο κύριος Βόνκα και βγά ζοντας το θαυμάσιο ψηλό καπέλο του το έβαλε ανάπο δα μπροστά στο στόμα της κυρίας Τιβί. — Σταματήστε το αυτό το βρομομηχάνημα, διέταξε ο κύριος Τιβί. — Αδύνατο, είπε ο κύριος Βόνκα. Δ ε ν θα σταμα τήσει αν δεν φτάσει στον προορισμό του. Και ο Θεός να δώσει, να μην έχει χρησιμοποιήσει κανείς τον άλλο ανελκυστήρα αυτή τη στιγμή... — Ποιον άλλο, ούρλιαξε ο κύριος Τιβί. — Αυτόν που έχει την αντίθετη κατεύθυνση, είπε ο κύριος Βόνκα. — Κύριε των δυνάμεων! φ ώ ν α ξ ε ο κύριος Τιβί. Θέλετε να πείτε πως μπορεί να έχουμε καμιά σύγκρου ση; — Ως τώρα, είχα πάντα τύχη, είπε ο κύριος Βόνκα. 145
— Αισθάνομαι άσχημα! Θα κάνω εμετό! φ ώ ν α ξ ε η κυρία Τιβί. — Όχι, όχι, τώρα φτάνουμε, είπε ο κύριος Βόνκα. Μη μου χαλάσετε το καπέλο! Σε μια στιγμή, τα φρένα τρίξανε, η καμπίνα έκοψε ταχύτητα και τέλος σταμάτησε. — Περίπατος να σου πετύχει! είπε ο κύριος Τιβί σκουπίζοντας μ' ένα μαντίλι το πρόσωπό του που είχε ιδρώσει. — Πρώτη και τελευταία φορά! μουρμούρισε η κυ ρία Τιβί. Ύστερα οι πόρτες άνοιξαν και ο κύριος Βόνκα είπε: — Έ ν α λεπτό. Ακούστε καλά αυτό που θα σας πω. Θα παρακαλέσω να είστε όλοι προσεχτικοί μέσα σ' αυ τή την αίθουσα. Είναι γεμάτη με εκρηκτικές ύλες...
Μην αγγίξετε τίποτα.
Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗΣ ΣΟΚΟΛΑΤΑΣ Η οικογένεια Τιβί — που την ακολουθούσαν ο Τσάρλι κι ο παππούς Τζο — μπήκε σε μια αίθουσα κατά λευκη και πεντακάθαρη, φωτισμένη τόσο δυνατά, που το φ ω ς της σε κάρφωνε στη θέση σου και σ' έκανε να κλείσεις τα μάτια. Ο κύριος Βόνκα έδωσε από ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά στον καθένα και είπε: — Φορέστε τα γρήγορα. Και όση ώρα θα είστε ε δ ώ μέσα, μην τα βγάλετε καθόλου. Αυτό το φ ω ς μπορεί να σας τυφλώσει. Μόλις φόρεσε τα μαύρα γυαλιά του ο Τσάρλι, μπόρεσε με την ησυχία του να κοιτάξει ολόγυρα. Ο χώρος ήταν ολόκληρος βαμμένος άσπρος. Ακόμα και το πάτωμα ήταν άσπρο και δεν έβλεπες εκεί ίχνος σκόνης. Από το ταβάνι κρέμονταν τεράστιες λάμπες που λούζανε το δωμάτιο μ' ένα λαμπερό ασπρογάλανο φως. Το δωμάτιο ήταν ολότελα γυμνό, εκτός από τους δυο ακριανούς τοίχους. Στον έναν από αυτούς ήταν στημένη μια πελώρια κάμερα με ρόδες και ολόκληρη στρατιά Ούμπα-Λούμπα την περικύκλωναν, λαδώνο ντας τους αρμούς, κανονίζοντας τα ρυθμιστικά κουμπιά και γυαλίζοντας τους φακούς. Αυτοί οι Ούμπα-Λούμπα 147
— Μα, επιτέλους παιδί μου, πάψε να με διακόπτεις! είπε ο κύριος Βόνκα. Εμένα δ ε ν μ' αρέσει η τηλεόρα ση. Σε πολύ μικρές δόσεις, κάτι πάει κι έρχεται. Τα παι διά, όμως, δεν έχουν τη δύναμη να μείνουν στις μικρές δόσεις. Θέλουν να στέκουν εκεί ολημερίς, κολλημένα στην οθόνη.
ήταν ντυμένοι με τον πιο παράξενο τρόπο. Φορούσαν κατακόκκινες διαστημικές φορεσιές με κάσκες και προστατευτικά γυαλιά- αυτή τουλάχιστο την εντύπωση δίνανε: πως ήταν ντυμένοι κοσμοναύτες. Και δού λευαν μέσα σε απόλυτη σιωπή. Βλέποντας τους ο Τσάρλι ένιωσε ένα αλλόκοτο αί σθημα κινδύνου. Σ' όλη αυτή την εργασία παραφύλαγε κάποιος κίνδυνος κι οι Ούμπα-Λούμπα το ξέρανε. Τέρμα οι φλυαρίες, τέρμα τα τραγούδια. Χειρίζονταν την τεράστια κάμερα με αργές κινήσεις και με μεγάλη προσοχή. Στην άλλη άκρη του δωματίου, πενήντα περίπου βήματα από την κάμερα, ένας μόνο Ούμπα-Λούμπα, ντυμένος κι αυτός με διαστημική φορεσιά, ήταν καθι σμένος μπροστά σ' ένα τραπέζι με τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη μιας μεγάλης συσκευής τηλεόρασης. — Ορίστε, λοιπόν, φώναξε ο κύριος Βόνκα που περ πατούσε πάνω-κάτω με μεγάλη ζωηράδα. Μέσα σ' αυτή την αίθουσα των δοκιμών έκαμα την τελευταία και πιο σπουδαία εφεύρεση μου: Την τηλεοπτική σοκολάτα! — Μα, τι είναι αυτή η τηλεοπτική σοκολάτα; ρώτησε ο Μάικ Τιβί. 148
— Σαν και μένα! είπε ο Μάικ Τιβί. — Σιωπή, είπε ο κύριος Τιβί. — Ευχαριστώ, είπε ο κύριος Βόνκα. Και τώρα θα σας πω πώς δουλεύει η δική μου καταπληκτική τηλεό ραση. Πρώτα, όμως, ξέρετε πώς δουλεύει η κοινή τη λεόραση; Είναι πολύ απλό! Στη μια άκρη — εκεί που παίρνεται η εικόνα — έχετε μια μεγάλη κάμερα και αρ χίζετε να φωτογραφίζετε οτιδήποτε. Έπειτα οι φωτο γραφίες αυτές χωρίζονται σε εκατομμύρια μόρια, τόσο μικρά, που δ ε ν τα βλέπεις με το μάτι. Κι αυτά τα μικρά μόρια εκπέμπονται στον ουρανό με ηλεκτρισμό. Εκεί στριφογυρίζουν σφυρίζοντας, ώσπου σκοντάφτουν σε μια κεραία, πάνω στη στέγη ενός σπιτιού. Τότε κατε βαίνουν με το σύρμα που τα οδηγεί κατευθείαν μέσα στο πίσω μέρος της συσκευής και εκεί στριφογυρνάνε και ανακατεύονται ως τη στιγμή που το καθένα απ' τα ε κατομμύρια μικρά κομματάκια ξαναβρίσκει τη σωστή του θέση και... χοπ, αμέσως η εικόνα σχηματίζεται στην οθόνη... — Δ ε ν δουλεύει έτσι ακριβώς, είπε ο Μάικ Τιβί. — Είμαι λίγο κουφός απ' το αριστερό μου αυτί, εί πε ο κύριος Βόνκα. Με συγχωρείς, αλλά δεν άκουσα τίποτα απ' ό,τι είπες... — Είπα, πως δ ε ν δουλεύει έτσι ακριβώς! φ ώ ν α ξ ε δυνατά ο Μάικ Τιβί. — Είσαι ένα χαριτωμένο αγόρι, είπε ο κύριος Βόν κα αλλά λες πολλά. Λοιπόν, την πρώτη φορά που πρό σεξα μια τηλεόραση να λειτουργεί, μου ήρθε μια κατα149
πληκτική ιδέα. Για κοίτα! φώναξα. Α φ ο ύ μπορούν να διαλύσουν μια φωτογραφία σε εκατομμύρια κομματά κια και να τα στείλουν να σβουριστούν στον αέρα για να τα ξαναφέρουν πίσω ενωμένα όπως και πριν, γιατί να μη δοκιμάσω να κάμω το ίδιο με μία πλάκα σοκο λάτας; Γιατί να μη στείλω ένα αληθινό κομμάτι σοκο λάτας να σβουριστεί στον αέρα σε μικροσκοπικά κομ ματάκια και να ξ α ν α ε ν ώ σ ω τα κομματάκια στην άλλη άκρη, έτοιμα για φάγωμα; — Αδύνατο, είπε ο Μάικ Τιβί. Αυτό δεν γίνεται. — Έτσι νομίζεις, φ ώ ν α ξ ε ο κύριος Βόνκα. Ε, λοι πόν, βλέπε! Θα στείλω τώρα με την τηλεόραση μία πλάκα από την καλύτερη σοκολάτα μου, από τη μια ά κρη αυτού του δωματίου στην άλλη. Έτοιμοι εσείς εκεί κάτω! Φέρτε τη σοκολάτα... Έξι Ούμπα-Λούμπα παρουσιάστηκαν αμέσως ση κώνοντας στους ώμους τους μια πελώρια πλάκα σοκο λάτας που όμοια δεν είκε ποτέ ξαναδεί ο Τσάρλι. Ή ταν μεγάλη σαν το στρώμα όπου πλάγιαζε τη νύκτα. — Πρέπει να είναι μεγάλη, εξήγησε ο κύριος Βόν κα, γιατί όλα φαίνονται πολύ πιο μικρά την ώρα της προβολής. Ακόμα και στην κοινή τηλεόραση, αν προ βάλεις έναν ψηλό και χοντρό άνθρωπο, στην ο θ ό ν η θα φανεί όχι μεγαλύτερος από ένα μολύβι. Έτσι δεν είναι; Πάμε λοιπόν — έτοιμοι. Όχι, όχι, στοπ. Να στα ματήσουν όλα. Εσύ Μάικ Τιβί πήγαινε πιο πίσω, είσαι πολύ κοντά στην κάμερα! Εκπέμπει ακτίνες επικίνδυ νες. Μπορούν να σε διαλύσουν κι εσένα σ' ένα εκα τομμύριο κομματάκια, μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο. Γι' αυτό και οι Ούμπα-Λούμπα φοράνε διαστημικές φορε σιές. Αυτά τα ρούχα τους προστατεύουν. Εντάξει. Έτσι είναι καλύτερα. Εμπρός, ανάψτε! Έ ν α ς από τους Ούμπα-Λούμπα γύρισε ένα τερά στιο διακόπτη. Έγινε μια λάμψη εκτυφλωτική. 150
— Η σοκολάτα ξεκίνησε! φ ώ ν α ξ ε ο παππούς Τ ζ ο ανεμίζοντας τα χέρια του. Έ λ ε γ ε αλήθεια. Η τεράστια σοκολάτα είχε εξαφα νιστεί μέσα στον αραιό αέρα. — Βρίσκεται στο δρόμο, είπε ο κύριος Βόνκα. Πε τάει τώρα στον αέρα, πάνω απ' τα κεφάλια μας, σ' ένα εκατομμύριο κομματάκια. Γρήγορα! Ελάτε από δ ω ! Έτρεξε προς την άλλη άκρη της αίθουσας, εκεί ό που ήταν στημένη η τεράστια συσκευή της τηλεόρασης. Οι άλλοι τον ακολούθησαν. — Κοιτάξτε καλά την ο θ ό ν η ! φώναξε. Έρχεται! Κοιτάξτε! Η οθόνη άρχισε να τρεμοπαίζει κι ύστερα φωτίστη κε κανονικά. Και ξαφνικά, μια μικρή πλάκα σοκολάτα παρουσιάστηκε στη μέση της συσκευής. — Πιάστε την! φ ώ ν α ξ ε ο κύριος Βόνκα όλο και πιο αναστατωμένος. — Να την πιάσουμε; είπε γελώντας ο Μάικ Τιβί. Μα αφού είναι μια εικόνα μονάχα πάνω σε μια τηλεοπτική οθόνη! — Τσάρλι Μπάκετ! φώναξε ο κύριος Βόνκα. Πιάστην εσύ! Πλησίασε κι άρπαξέ την! Ο Τσάρλι άπλωσε το χέρι του και άγγιξε την οθόνη. Τότε ξαφνικά, σαν από θαύμα, η πλάκα της σοκολάτας βγήκε προς τα έξω και την ένιωσε μέσα στα δάχτυλά του. Τ ό σ ο ξαφνιάστηκε που παραλίγο να του φύγει από το χέρι. — Φάτην, φώναξε ο κύριος Βόνκα. Εμπρός, τρώγε. Θα είναι έξοχη! Είναι η ίδια πλάκα. Μ ό ν ο που μίκρυνε κατά τη διαδρομή. Αυτό είναι όλο! — Αυτό είναι κάτι που ξεπερνά τη φαντασία! είπε λαχανιάζοντας ο παππούς Τζο. Είναι... είναι ένα θαύ μα! — Σκεφτείτε το καλά! φ ώ ν α ξ ε ο κύριος Βόνκα. 152
Φαντάζεστε τι θα συμβεί όταν θα γίνει η μετάδοση σ' όλη τη χώρα! Να βλέπετε τηλεόραση και ξαφνικά μια διαφημιστική αγγελία θα παρουσιάζεται στην ο θ ό ν η και μια φ ω ν ή θα λέει: «ΤΡΩΤΕ ΤΙΣ ΣΟΚΟΛΑΤΕΣ ΒΟΝ ΚΑ! ΕΙΝΑΙ 01 ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ! ΑΝ ΔΕΝ ΜΑΣ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ, ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ΤΩΡΑ ΑΜΕΣΩΣ!» Ε, λοιπόν, τι σκέφτεστε γι' αυτό; — Καταπληχτικό! φώναξε ο παππούς Τζο. Αυτό θ' αλλάξει την όψη του κόσμου...
την τηλεόραση στον αέρα, όπως και τη σοκολάτα; ρώ τησε ο Μάικ Τιβί. — Φυσικά θα μπορούσα! — Θα μπορούσατε και άνθρωπο ζωντανό να στεί λετε μ' αυτό τον τρόπο; ρώτησε ο Μάικ Τιβί. — Άνθρωπο; φώναξε ο κύριος Βόνκα. Μήπως σου 'χει στρίψει;
Ο ΜΑΪΚ ΤΙΒΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΕΚΠΟΜΠΗ Ο Μάικ Τιβί βρισκόταν σε μεγαλύτερη ακόμα υπε ρένταση από τον παππού Τ ζ ο βλέποντας αυτή την τη λεοπτική σοκολάτα. — Κύριε Βόνκα, φώναξε, μπορείτε να στείλετε κι άλλα πράγματα με τον ίδιο τρόπο; Ό π ω ς ένα πρόγευ μα με χυλό, για παράδειγμα; — Τι φριχτά πράγματα! φ ώ ν α ξ ε ο κύριος Βόνκα. Μη μου μιλάς γι' αυτές ης αηδίες. Ξέρεις με τι μοιάζει το πρόγευμα με χυλό; Είναι σαν να βράζεις ροκανίδια από ξύστρα μολυβιού. — Μα αν θέλατε, θα μπρούσατε να τα στείλετε με
— Μα ρωτάω, αν γίνεται. — Αυτό παιδί μου, μα την αλήθεια, δεν το 'χω σκε φτεί... Φαντάζομαι πως θα 'ναι δυνατό... ή μάλλον εί μαι βέβαιος πως θα μπορούσε να γίνει... Δ ε ν θα 'θελα όμως να το διακινδυνέψω. Φοβάμαι πολύ να μην έχω τίποτα δυσάρεστα αποτελέσματα... Αλλά ο Μάικ Τιβί είχε κιόλας απομακρυνθεί από την ομάδα. Ό τ α ν άκουσε τον κύριο Βόνκα να λέει «εί μαι σχεδόν βέβαιος πως θα είναι οπωσδήποτε δυνα τό», άρχισε να τρέχει σαν τρελός προς την άλλη άκρη της αίθουσας όπου βρισκόταν η μεγάλη κάμερα. — Κοιτάξτε με καλά, φώναξε φεύγοντας. Θα 'μαι ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο που έχει γίνει τηλεοπτι κή εκπομπή. — Όχι, όχι, όχι, φώναξε ο κύριος Βόνκα. — Μάικ, ούρλιαξε η κυρία Τιβί, σταμάτα, γύρισε πί σω. Θα αποσυντεθείς σ' ένα εκατομμύριο κομματάκια! Τίποτα όμως δεν μπορούσε να σταματήσει τον Μάικ Τιβί. Το τρελόπαιδο ξεχύθηκε προς τα κει και ό ταν πλησίασε στην τεράστια κάμερα, άρπαξε τον δια κόπτη σπρώχνοντας στο διάβα του τους Ούμπα-Λού μπα δεξιά κι αριστερά. — Θα τα ξαναπούμε φίλε, φώναξε δυνατά και γύρι σε το διακόπτη. Οι πανίσχυροι φακοί άναψαν και το φ ω ς τους έπε σε απάνω του. Έγινε τότε μια εκτυφλωηκή αστραπή. Α κολούθησε σιωπή. Κι ύστερα, η κυρία Τιβί άρχισε να 155
τρέχει αλλά σταμάτησε σαν πεθαμένη στη μέση του δωματίου κι απόμεινε να κοιτάζει προς το μέρος όπου είχε φύγει το παιδί της... Το μεγάλο κόκκινο στόμα της άνοιξε διάπλατα και ξεφώνισε: — Πάει το παιδί μου... πάει! — Θεέ μου, πάει στ' αλήθεια! ούρλιαξε κι ο κύριος Τιβί. Ο κύριος Βόνκα έτρεξε κι έβαλε ευγενικά το χέρι του στον ώμο της κυρίας Τιβί. — Πρέπει να ελπίζουμε για το καλύτερο, είπε. Ας ευχηθούμε να βγει το αγόρι σας ολόγερο στην άλλη άκρη. — Μάικ, φώναξε η κυρία Τιβί πιάνοντας με τα δυο της χέρια το κεφάλι. Π ο ύ είσαι; — Θα σου πω ε γ ώ πού είναι, είπε ο κύριος Τιβί. Φέρνει βόλτες πάνω απ' τα κεφάλια μας διαλυμένος σ' ένα εκατομμύριο κομματάκια. — Πάψε, βόγκηξε η κυρία Τιβί. — Πρέπει να κοιτάζουμε την τηλεόραση, είπε ο κύριος Βόνκα. Μπορεί να φανεί σε κάποια σηγμή. Ο κύριος και η κυρία Τιβί, ο παππούς Τζο, ο μικρός Τσάρλι και ο κύριος Βόνκα, καθίσανε μπροστά στην τηλεόραση με τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη. Ή τ α ν άδεια. — Θέλει ώρα για να γυρίσει, είπε ο κύριος Τιβί σκουπίζοντας το μέτωπό του. — Ω, Θεέ μου, Θεέ μου! είπε ο κύριος Βόνκα. Ελ πίζω τουλάχιστο πως δεν θα μείνει πίσω κανένα μέρος του σώματός του. — Τι θέλετε να πείτε; ρώτησε αυστηρά ο κύριος Τι βί. — Δ ε ν θέλω να σας τρομάξω αλλά συμβαίνει καμιά φορά να βρουν το δρόμο προς την τηλεόραση μόνο τα μισά κομμάτια. Κάτι τέτοιο έγινε την περασμένη βδομά156
δα. Γύρισε πίσω μόνο η μισή πλάκα σοκολάτας. Η κυρία Τιβί έβγαλε μια φ ω ν ή απελπισίας: — Θέλετε, δηλαδή, να πείτε πως ο Μάικ θα γυρίσει σε μας μισός; — Να 'μαστε κι ευχαριστημένοι αν θα 'ναι τουλάχι στο το απάνω μέρος! — Προσοχή! είπε ο κύριος Βόνκα. Κοιτάζετε αδιά κοπα την τηλεόραση. Κάτι γίνεται. Η ο θ ό ν η άρχισε να τρεμοπαίζει. Ύστερα φάνηκαν κάτι κυματιστές γραμμές. Ο κύριος Βόνκα γύρισε δεξιά αριστερά ένα κουμπί και οι γραμμές σταμάτησαν. Τ ώ ρα, αργά-αργά, η ο θ ό ν η φωτίστηκε κανονικά. — Νάτος, έρχεται, φ ώ ν α ξ ε ο κύριος Βόνκα. Αυτός είναι. — Ολόκληρος; ρώτησε με αγωνία η κυρία Τιβί. — Δ ε ν είμαι βέβαιος, είναι πολύ νωρίς για να το ξέρουμε, είπε ο κύριος Βόνκα.
Θολή στην αρχή, η εικόνα σιγά-σιγά ξεκαθάρισε. Ο Μάικ Τιβί διαγράφηκε στην οθόνη. Όρθιος, χαιρε τούσε τους θεατές και το πρόσωπο του το φώτιζε ένα πλατύ χαμόγελο... — Νάτος! Αυτός είναι! Μα είναι νάνος! φώναξε ο κύριος Τιβί. — Μάικ! φ ώ ν α ξ ε κι η κυρία Τιβί. Π ώ ς αισθάνεσαι; Είσαι εντάξει; Δ ε ν σου λείπει κανένα κομμάτι; — Θα ξαναμεγαλώσει τώρα; Τι θα γίνει; φώναξε ο κύριος Τιβί. — Μίλησε μου Μάικ, φώναξε η κυρία Τιβί. Πες μου κάτι, πες μου πως είσαι καλά. Μια μικρή φωνούλα, αδύνατη σαν το σκούξιμο του ποντικού βγήκε από το κουτί της τηλεόρασης: — Γεια σου μαμά, γεια σου μπαμπά, είπε. Με βλέ πετε; Είμαι ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο που μετα κινήθηκε τηλεοπτικά. — Αρπάξτε τον γρήγορα, διέταξε ο κύριος Βόνκα. Τότε η κυρία Τιβί άπλωσε το χέρι της και τράβηξε από την οθόνη τη μικροσκοπική φιγούρα που ήταν ο Μάικ Τιβί. — Ζήτω! φώναξε ο κύριος Βόνκα. Συναρμολογή θηκε! Δ ε ν του λείπει τίποτα. Είναι ολάκερος! — Ολάκερος το λέτε αυτό! είπε με πίκρα η κυρία Τιβί κοιτάζοντας αυτό το απολειφάδι που πήγαινε κι ερ χόταν απάνω στην παλάμη της ανεμίζοντας τα πιστόλια του. Το μπόι του δεν ξεπερνούσε τους δέκα πόντους. — Μάζεψε πολύ, είπε ο κύριος Τιβί. — Μα βέβαια μάζεψε, είπε ο κύριος Βόνκα. Τι πε ριμένατε; — Αυτό είναι φοβερό, αναστέναξε η κυρία Τιβί. Και τώρα, π θα κάνουμε; — Ούτε στο σχολείο μπορούμε πια να τον στείλου158
με, είπε ο κύριος Τιβί. Π ώ ς να πάει σ' αυτό το χάλι; Θα τον ποδοπατήσουν. Θα τον λιώσουν. — Δ ε ν θα μπορεί τίποτα να κάνει, έκλαιγε η κυρία Τιβί. — Τι λες που δεν θα μπορώ, απάντησε η μικρή φ ω νούλα του Μάικ Τιβί. Θα μπορώ και τώρα να βλέπω τη λεόραση. — Ποτέ πια, ούρλιαξε ο κύριος Τιβί. Μόλις γυρί σουμε στο σπίτι θα την πετάξω απ' το παράθυρο. Μ' έ χει πρήξει αυτή η τηλεόραση... Καθώς άκουσε αυτές τις λέξεις, ο Μάικ Τιβί φρένια σε από θυμό. Άρχισε να πηδά σαν τρελός μέσα στη μητρική παλάμη στριγκλίζοντας και προσπαθώντας να της δαγκώσει τα δάχτυλα. — Θ έ λ ω να βλέπω τηλεόραση! στρίγκλισε. Θέλω να βλέπω τηλεόραση! Θέλω, θέλω! — Δ ώ σ ε μου τον, είπε ο κύριος Τιβί. Πήρε το μικροσκοπικό ανθρωπάκι, το 'βαλε μέσα στην τσέπη του σακακιού του κι έβαλε από πάνω το μαντίλι του. Ακούστηκαν ακόμη φωνές διαπεραστικές που βγαίνανε μέσα από την τσέπη, όπου ο μικρός φυλακι σμένος χτυπιόταν με μανία προσπαθώντας να ελευθε ρωθεί. — Αχ, κύριε Βόνκα, έλεγε κλαίγοντας η κυρία Τιβί. Τι μπορούμε να κάνουμε για να μεγαλώσει; — Ακούστε, είπε ο κύριος Βόνκα πιάνοντας το γένι του και με τα μάτια σκεφτικά προς το ταβάνι. Θα 'ναι αρκετά δύσκολο, σας το λέω απ' την αρχή. Αν και τα μικροκαμωμένα αγόρια έχουν ελαστικότητα και ευλυ γισία. Τεντώνουν εύκολα. Αυτό που θα κάνουμε λοι πόν, είναι να τον βάλουμε στο ειδικό μηχάνημα που έχω για να δοκιμάζω την ελαστικότητα της τσίχλας! Ί σως αυτό τον βοηθήσει να γίνει όπως πρώτα... 159
— Ω! Π ό σ ο σας ευχαριστώ! είπε η κυρία Τιβί. — Παρακαλώ, αγαπητή μου κυρία. — Μέχρι πόσο λογαριάζετε ότι θα μπορέσετε να τον τεντώσετε; ρώτησε ο κύριος Τιβί. — Μπορεί και χιλιόμετρα ολόκληρα, είπε ο κύριος Βόνκα. Αλλά σας προειδοποιώ πως θα είναι πολύ α δύνατος. Καθετί που τεντώνουμε, λεπταίνει! — Δ η λ α δ ή σαν την τσίχλα; ρώτησε ο κύριος Τιβί. — Ακριβώς! — Θα 'ναι λοιπόν τόσο αδύνατος; ρώτησε με αγω νία η κυρία Τιβί. — Δ ε ν έχω ιδέα, είπε ο κύριος Βόνκα. Αλλά αυτό δ ε ν έχει τόση σημασία α φ ο ύ μπορούμε να τον ξαναπαχύνουμε. Φτάνει να του δώσουμε να πάρει μια τριπλή δ ό σ η από τα θαυμάσια υπερβιταμινούχα ζαχαρωτά μου. Αυτά τα ζαχαρωτά περιέχουν μεγάλες ποσότητες από βιταμίνη Α, βιταμίνη Β, και βιταμίνη Γ. Περιέχουν ακόμη βιταμίνη Δ, βιταμίνη Ε, βιταμίνη Ζ, βιταμίνη Η, βιταμίνη Θ, βιταμίνη I, βιταμίνη Λ, βιταμίνη Μ, βιταμί νη Ν, βιταμίνη Ξ, βιταμίνη Ο, βιταμίνη Π, βιταμίνη Ρ, βιταμίνη Σ, βιταμίνη Τ, βιταμίνη Υ, βιταμίνη Φ, βιταμί νη Χ, και ακόμη — ό σ ο παράξενο και αν σας φανεί — περιέχουν και βιταμίνη Ω. Οι μόνες βιταμίνες που δεν περιέχουν είναι η βιταμίνη Ψ που σε κάνει ψωριάρη, και η βιταμίνη Κ που σε κάνει να βγάλεις σαν ταύρος κέρατα στην κορφή του κεφαλιού σ ο υ ! Περιέχουν ό μως και μια μικρή δόση από την πιο σπάνια και την πιο περιζήτητη, την πιο μαγική απ' όλες: τη βιταμίνη Βόν κα. — Και ποια θα 'ναι τ' αποτελέσματα; ρώτησε ανή συχη η κυρία Τιβί. — Θα του μεγαλώσουν τα δάχτυλα των ποδιών. Θα γίνουν μακριά σαν των χεριών... — Όχι, όχι, φώναξε η κυρία Τιβί. 160
— Ελάτε, αφήστε ης ανοησίες. Είναι πολύ χρήσιμο. Θα μπορεί να παίζει πιάνο με τα πόδια!... — Μα, κύριε Βόνκα. — Ας μη συζητούμε, σας παρακαλώ! είπε ο κύριος Βόνκα. Γύρισε το κεφάλι και χτύπησε τρεις φορές με τα δάχτυλα. Έ ν α ς Ούμπα-Λούμπα παρουσιάστηκε αμέ σ ω ς μπροστά του. — Θ' ακολουθήσετε αυτές ης εντολές κατά γράμ μα, είπε ο κύριος Βόνκα κι έδωσε στον Ούμπα-Λού μπα ένα κομμάτι χαρτί όπου ήταν σημειωμένες πολλές οδηγίες. — Ό σ ο για το παιδί, θα το βρείτε μέσα στην τσέπη του πατέρα του. Πηγαίνετε. Χαίρετε κύριε Τιβί, χαίρετε κυρία Τιβί. Και μην έχετε σας παρακαλώ αυτό το κατσούφικο ύφος. Ό λ α στο τέλος διορθώνονται! το ξέρε τε καλά... Στην άλλη άκρη της αίθουσας οι Ούμπα-Λούμπα συ γκεντρωμένοι γύρω από την τεράστια κάμερα, χτυπού σαν τα μικρά ταμπούρλα τους και κουνιόνταν ρυθμικά. — Νάτο πάλι, ξαναρχίζουν! Κανείς δεν θα μπο ρούσε να τους εμποδίσει να τραγουδούν, είπε ο κύριος Βόνκα. Ο μικρός Τσάρλι έπιασε το χέρι του παππού Τ ζ ο και σταθήκανε κι οι δυο όρθιοι κοντά στον κύριο Βόνκα, στη μέση της μεγάλης λευκής αίθουσας, ν' ακούνε το τραγούδι των Ούμπα-Λούμπα. Κι έλεγε το τραγούδι:
Η πρώτη από τις εντολές προς τους γονείς για τα παιδιά, είναι να τα 'χουνε μακριά απ' της Τουβούλας το κουτί. Κι ακόμα θα 'ταν πιο καλά αν δεν τον βάζανε ποτέ 161
στο σπίτι τους τέτοιο μπελά. Βαλαντωμένα πάντα εκεί κι ασάλευτα μπρος στο κουτί, τεντώνουν μάτι και αυτί κι αδιαφορούν για καθετί. Βγαίνουν τα μάτια απ το πολύ να βλέπουνε μέσ' στο γυαλί. (Γέμισε μάτια το χαλί). Σαν κοιμισμένα, μακρινά μοιάζουν χαμένα τα παιδιά μπρος στο κουτί που τα μεθά και τα στουπώνει με τροφές ανούσιες και βλαβερές. Βέβαια πάψαν ν' ατακτούν ούτε μιλούν ούτε λαλούν. Ούτε παιχνίδια και ζημιές ούτε φωνές ούτε ανοστιές. Δεν πλατσουρίζουν στα νερά κι ήσυχοι κάνετε δουλειά. Κανένα πια δεν ενοχλούν. Κι ελεύθεροι σαν τα πουλιά, σας ξαναφύτρωσαν φτερά. Όμως σκεφτήκατε ποτέ σεις οι μεγάλοι και σοφοί, ποια φοβερή καταστροφή μπορεί να φέρει στο παιδί, τούτο το πάθος που συχνά τρανεύει και το κυβερνά; Ας είχε έστω ένα καλό να πει κανείς «ανακαλώ». Μα τι προσφέρει στα παιδάκια; τα κάνει όλα πιθηκάκια, βλακόμετρα, καραγκιοζάκια. 162
ΑΥΤΟΜΑΤΑ ΑΠΟΧΤΗΝΩΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΕΡΗΜΕΝΑ. ΜΕ ΔΙΧΩΣ ΙΧΝΟΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΟΥΣΙΑ. ΓΕΜΙΖΟΥΝ ΜΟΝΟ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ. Τ ΑΔΕΙΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥΣ Μ' ΑΕΡΑ. Ωραία, θα πείτε, συμφωνούμε και την Τι-βι την καταργούμε. Ποιος όμως θα μας πει το πώς, τα στερημένα αυτά παιδιά, θα ζήσουν από δω κι εμπρός; Το πρόβλημα είν' εκεί, σωστά. Αλλ' αν η μνήμη σας βοηθά, θα ξέρετε πως η Τι-βι δεν είχε από παλιά βρεθεί. ΕΣΕΙΣ ΤΙ ΔΙΝΑ ΤΕ ΜΙΚΡΟΙ ΣΤΟ ΜΥΑΔΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΤΡΟΦΗ: ΞΕΧΑΣΑΤΕ; ΘΑ ΣΑΣ ΤΟ ΠΟΥΜΕ ΚΑΙ ΦΩΝΑΧΤΑ ΓΙΑ Ν ΑΚΟΥΣΤΟΥΜΕ: ΔΙΑΒΑΖΑΝ ΤΟΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΒΙΒΛΙΑ ΔΙΑΒΑΖΑΤΕ ΧΙΛΙΑΔΕΣ, για φύλαρχους και βασιλιάδες, δράκοντες, μάγισσες, νεράιδες. Για σταχτοπούτες και παλάτια με μαρμαρένια σκαλοπάτια. Για κανίβαλους με φτερά σ' έξαρση γύρω από πυρά. Γι' άγριες φυλές και πειρατές και πλοία μ' εξερευνητές σε θάλασσες του Νότου. Αυτά στα ράφια του σπιτιού, ο κόσμος ήταν του παιδιού και ζούσε στ' όνειρό του. Κι άλλα που γράψαν συγγραφείς 163
στον κόσμο ξακουσμένοι κι αυτό που θέλησαν να πουν μπαίνει ολόισια στο μυαλό και πια από κει δεν βγαίνει. Ξέρετε σεις κάποιο παιδί να ξέχασε τον Δον Κιχότη, τον Ροβινσώνα, τον Σεβάχ, τον Ιβανόη τον ιππότη; Θεέ μου, τι ωραίοι καιροί με θαυμαστά βιβλία! Διώξτε λοιπόν το άθλιο κουτί και ξαναδώστε στο παιδί με το βιβλίο, την ευτυχία. Καθώς σ' αυτό θα βυθιστεί, μαζί θ' αποτοξινωθεί κι απ της οθόνης τη βλακεία. Και όσο για τον Μάικ Τιβί, επιθυμούμε να σωθεί, μα κι αν αυτό δεν γίνει, όλα όσα είπαμε ας σκεφτεί και πια, σ' αυτόν η ευθύνη.
ΜΟΝΟ Ο ΤΣΑΡΛΙ ΜΕΝΕΙ. — Ποια θα είναι η επόμενη αίθουσα; Είπε ο κύριος Βόνκα και ξαναμπήκε τρέχοντας στην καμπίνα του α νελκυστήρα. Εμπρός, δρόμο. Φεύγουμε. Και από παι διά, πόσα μένουν; Ο μικρός Τσάρλι κοίταξε τον παππού Τ ζ ο και ο παππούς Τ ζ ο κοίταξε τον μικρό Τσάρλι. — Μα κύριε Βόνκα, του φώναξε ο παππούς Τζο... δεν μένει πια... παρά ο Τσάρλι... Ο κύριος Βόνκα γύρισε και κοίταξε τον Τσάρλι μ' ένα βλέμμα αφηρημένο. Έγινε σιωπή. Ο Τσάρλι έμει νε ακίνητος κι έσφιγγε δυνατά το χέρι του παππού Τζο. — Θες να πεις πως εσύ έμεινες μονάχα; είπε ο κύ ριος Βόνκα κάνοντας τον έκπληκτο.
164
— Μάλιστα, είπε σιγανά ο Τσάρλι. Τότε ξαφνικά, ο κύριος Βόνκα φούντωσε και ξέ σπασε: — Μα... αγαπητό μου παιδί, είπε με ενθουσιασμό,
αυτό σημαίνει πως εσύ κέρδισες! Πετάχτηκε έ ξ ω από την καμπίνα κι έσφιξε το χέρι του Τσάρλι τόσο δυνατά που παραλίγο να του το ξερι ζώσει απ' τον ώμο! — Τα θερμά μου συγχαρητήρια! φώναξε. Είμαι α ληθινά πανευτυχής. Αυτό ήταν το καλύτερο που μπο ρούσε να συμβεί. Μπράβο! Θαυμάσια! Κάτι μου 'λεγε μέσα μου απ' την αρχή, πως εσύ θα κέρδιζες. Αυτό εί ναι σπουδαίο. Τ ώ ρ α θ' αρχίσει το γλέντι! Και χωρίς χασομέρι. Τ ώ ρ α έχουμε λιγότερο καιρό για χάσιμο από πριν. Μας μένουν ακόμα ένα σωρό πράγματα να κά νουμε πριν τελειώσει η μέρα. Κι έπειτα είναι κι όλοι αυ τοί οι άνθρωποι που πρέπει να πάμε να τους βρούμε. Σκέψου πόσα πρέπει να ταχτοποιηθούν. Ευτυχώς έ χουμε τούτον τον μεγάλο γυάλινο ανελκυστήρα για τις μετακινήσεις μας. Έλα, Τσάρλι, ανέβα! Ανεβείτε κι ε σείς, κύριε παππού Τζο. Ό χ ι , εγώ τελευταίος, παρακα λώ. Από δω. Πάμε. Τούτη τη φορά θα διαλέξω εγώ το κουμπί που θα πατήσουμε! Το φωτεινό γαλάζιο βλέμμα του κυρίου Βόνκα στα μάτησε για λίγο πάνω στο πρόσωπο του Τσάρλι. «Κάποια τρελή περιπέτεια θα 'χουμε πάλι», σκέφτη κε ο Τσάρλι. Αλλά δεν φοβόταν. Δ ε ν είχε πια νευρικό τητα. Μόνο φοβερή συγκίνηση. Κι ο παππούς, άλλο τόσο. Το πρόσωπο του ηλικιωμένου ανθρώπου έλαμπε από υπερένταση καθώς παρακολουθούσε κάθε κίνηση του κυρίου Βόνκα. Ο κύριος Βόνκα άπλωσε το χέρι σ' ένα κουμπί που βρισκόταν στη γυάλινη οροφή. Ο Τσάρλι και ο παπ πούς Τ ζ ο τέντωσαν τον λαιμό τους για να διαβάσουν τη 166
μικροσκοπική ταμπελίτσα, πλάι στο κουμπί. Έγραφε: «ΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΣ». «Ανοδος και έξοδος», σκέφτηκε ο Τσάρλι, «τι σόι δωμάτιο είναι αυτό;» Ο κύριος Βόνκα πίεσε το κουμπί. Οι γυάλινες πόρ τες κλείσανε. — Κρατηθείτε καλά, φώναξε. Και φσσστ! η καμπίνα ανέβηκε ολόισια σαν πύραυ λος. — Ζήτω! φώναξε ο παππούς Τζο. Ο Τσάρλι πιάστηκε πάλι από τα πόδια του παππού κι ο κύριος Βόνκα από μια χειρολαβή και άρχισαν ν' α νεβαίνουν, ν' ανεβαίνουν όλο και πιο ψηλά και πάντα ολόισια, χωρίς στροφές, χωρίς γύρους. Και καθώς κέρ διζαν ταχύτητα, ο Τσάρλι άκουγε τον αέρα που σφύρι ζε. — Βίρα! φώναξε ο παππούς Τζο. Βίρα και φύγαμε! — Πιο γρήγορα! φώναξε ο κύριος Βόνκα χτυπώ ντας με το χέρι του στο πλαϊνό γυαλί. Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα! Αλλιώς δεν θα περάσουμε ποτέ! — Α π ό πού να περάσουμε; ξεφώνισε ο παππούς Τζο. Τι πρόκειται να διασχίσουμε; — Ελάτε, ελάτε, φώναξε ο κύριος Βόνκα. Περιμέ νετε και θα δείτε! Χρόνια τώρα είχα μια τρελή επιθυμία να πατήσω αυτό το κουμπί. Και ποτέ ως τώρα δεν το α ποφάσιζα. Μπήκα συχνά στον πειρασμό! Μεγάλος πει ρασμός! Σκεφτόμουν, όμως, και τη μεγάλη τρύπα στη στέγη του εργοστασίου! Και επιτέλους, φίλοι μου, τού τη τη φ ο ρ ά θα γίνει! Ά ν ο δ ο ς και έξοδος! — Μα, δεν θέλετε να πείτε... φώναξε ο παππούς Τζο... δεν θέλετε να πείτε... — Ακριβώς, αυτό θέλω να πω! απάντησε ο κύριος Βόνκα. Περιμένετε και θα δείτε! Ά ν ο δ ο ς και έξοδος... — Μα... μα... είναι από γυαλί! φώναξε ο παππούς 167
Τζο. Θα γίνει θρύψαλα! — Δ ε ν αποκλείεται, είπε ο κύριος Βόνκα χαμογε λαστός όπως πάντα. Είναι όμως πολύ καλό, χοντρό γυαλί. Ανέβηκαν ψηλότερα, ψηλότερα, ψηλότερα... και τότε, ξαφνικά... ΚΡΑΚ! έγινε πάνω από τα κεφάλια τους χαλασμός από ξύλα σκορπισμένα και σπασμένα κερα μίδια! — Βοήθεια! ούρλιαξε ο παππούς Τζο. Αυτό είναι το τέλος. Χαθήκαμε... Τότε ο κύριος Βόνκα είπε: — Όχι, καθόλου. Σωθήκαμε. Περάσαμε. Είμαστε έξω! Και ήταν αλήθεια! Ο ανελκυστήρας είχε βγει από τη στέγη της σοκολατοποιίας, μπήκε στον ουρανό σαν πύραυλος και ο ήλιος έλουζε με τις αχτίνες του το γυά λινο ταβάνι. Σε πέντε δευτερόλεπτα είχαν πιάσει τα 1.000 μέτρα ύψος πάνω από τη γ η ! — Τρελάθηκε! φώναξε ο παππούς Τζο. — Μη φοβάστε τίποτα, αγαπητέ κύριε, είπε ήρεμα ο κύριος Βόνκα και πάτησε ένα άλλο κουμπί. Η καμπίνα σταμάτησε αμέσως και στάθηκε κρεμα σμένη στον αέρα και αιωρούμενη σαν ελικόπτερο, πά νω από τη σοκολατοποιία και πάνω από την πόλη που απλωνόταν κάτω από τα πόδια τους σαν φωτογραφία! Από το γυάλινο δάπεδο ο Τσάρλι μπορούσε να δια κρίνει τα μικρά μακρινά σπίτια και τους δρόμους και το χιόνι που τα σκέπαζε όλα. Είχε ένα παράξενο αίσθημα ανησυχίας όρθιος μέ σα σε γυαλί, ψηλά στον ουρανό. Ή τ α ν σαν να μην πα τούσε πουθενά. — Εντάξει είμαστε; ρώτησε ο παππούς Τζο. Τι είναι που το κρατά στον αέρα τούτο το μυστήριο κουτί; 169
- Η ενέργεια της σοκολάτας, είπε ο κύριος Βόνκα. Έ ν α εκατομμύριο ενεργειακές μονάδες σοκολάτας! Ω! Κοιτάξτε! φώναξε δείχνοντας προς τη γη. Να τα άλλα παιδιά που γυρίζουν στα σπίτια τους!
ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΥΡΙΖΟΥΝ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥΣ — Πρέπει να κατεβούμε για να δούμε τους μικρούς μας φίλους πρώτα απ' όλα, είπε ο κύριος Βόνκα. Πάτησε ένα ά λ λ ο κουμπί και η καμπίνα άρχισε να κατεβαίνει. Στάθηκε στον αέρα πάλι, ακριβώς πά νω από τη μεγάλη σιδερένια εξώπορτα της σοκολατο ποιίας. Τώρα ο Τσάρλι μπορούσε να διακρίνει τα παιδιά με τους γονείς τους που σχημάτιζαν μια μικρή ομάδα μέ σα στον αυλόγυρο, κοντά στην εξώπορτα. — Βλέπω μόνο τρεις, είπε. Ποιος λείπει; — Πρέπει να είναι ο Μάικ Τιβί, είπε ο κύριος Βόν-
κα. Μα όπου να 'ναι θα 'ρθει. Βλέπεις τα καμιόνια; — Ναι, είπε ο Τσάρλι. Τι καμιόνια είναι αυτά; — Ξέχασες τι γράφανε τα Χρυσά Δελτία; Κάθε παι δί θα πάρει στο σπίτι του γλυκά για όλη του τη ζωή... Έ ν α καμιόνι ξέχειλο για κάθε παιδί! Να κι ο φίλος μας ο Αύγουστος Γκλουπ! Τ ο ν βλέπεις; Ανεβαίνει στο πρώτο καμιόνι με τους γονείς του. — Τι νομίζετε; Θα 'ναι εντελώς καλά; ρώτησε ο Τσάρλι με απορία. Ύ σ τ ε ρ α από το ταξίδι του μέσα σε κείνο το άθλιο λούκι! — Είναι πάρα πολύ καλά, είπε ο κύριος Βόνκα. — Ά λ λ α ξ ε ! είπε ο παππούς Τ ζ ο κοιτάζοντας προσεχτικά μέσα απ' το τζάμι. Ή τ α ν παχύς και τώρα είναι αδύνατος σαν καλάμι! — Και βέβαια άλλαξε, είπε γελώντας ο κύριος Βόν κα. Δ ε ν θυμάστε που στριμώχτηκε μέσα στο λούκι; Να και η δεσποινίδα Βιολέτα Μπορεγκάρ, η μεγάλη πρω ταθλήτρια της τσίχλας! Φαίνεται πως καταφέρανε να τη στύψουνε. Είμαι τόσο ευχαριστημένος! Φαίνεται μια χαρά! Πολύ καλύτερη από πριν... — Μα το πρόσωπό της είναι μαβί! φώναξε ο παπ πούς Τζο. — Ακριβώς, είπε ο κύριος Βόνκα. Σ' αυτό, δυστυ χώς, δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτα. — Κύριε ελέησον! φώναξε ο Τσάρλι. Κοιτάξτε αυτή την κακομοίρα τη Βερούκα Σολτ και τους γονείς της! Είναι γεμάτοι σκουπίδια... — Να και ο Μάικ Τιβί, είπε ο παππούς Τζο. Θεέ και Κύριε! Π ώ ς τον μάκρυναν έτσι! Αυτός θα είναι τουλάχι στο δυο μέτρα κι αδύνατος σαν κλωστή! — Τ ο ν αφήσανε, φαίνεται, πολλή ώρα μέσα στη μηχανή της τσίχλας, είπε ο κύριος Βόνκα. Τι απροσε ξία! — Μα είναι τρομερό, γι' αυτόν! φώναξε ο Τσάρλι. 172
— Κάθε άλλο, κάθε άλλο, είπε ο κύριος Βόνκα. Είναι μάλιστα τυχερός! Ό λ ε ς οι ομάδες μπάσκετ της χώρας θα μαλώνουν ποια θα τον πρωτοπάρει. Αλλά φτάνει πια, πρόσθεσε. Καιρός ν' αφήσουμε αυτά τα τέσσερα ηλίθια παιδιά. Έ χ ω κάτι πολύ ενδιαφέρον να σου πω μικρέ μου Τσάρλι... Ο κύριος Βόνκα πίεσε ένα άλλο κουμπί και η κα μπίνα άρχισε πάλι ν' ανεβαίνει και να πετά στον ουρανό.
Η ΣΟΚΟΛΑΤΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ ΤΣΑΡΛΙ Ο μεγάλος γυάλινος ανελκυστήρας πετούσε τώρα πολύ ψηλά, πάνω απ' την πόλη. Μέσα σ' αυτόν βρίσκονταν ο κύριος Βόνκα, ο παππούς Τ ζ ο και ο μικρός Τσάρλι. - Π ό σ ο αγαπάω τη σοκολατοποιία μου, είπε ο κύ ριος Βόνκα κοιτάζοντάς την από ψηλά. Έπειτα σώπασε και γύρισε προς τον Τσάρλι με μια πολύ σοβαρή έκφραση στο πρόσωπό του. Εσύ Τσάρλι, την αγαπάς; ρώτησε. Ω! Βέβαια, φώναξε ο Τσάρλι. Νομίζω πως είναι το πιο θαυμάσιο μέρος στον κόσμο! Είμαι πολύ ευτυχισμένος που αισθάνεσαι έτσι, είπε ο κύριος Βόνκα με ακόμα σοβαρότερο ύφος. Και θα σου πω αμέσως γιατί. Ο κύριος Βόνκα έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και αμέσως σχηματίστηκαν οι μικρές λεπτές ρυτίδες ενός χαμόγελου στις άκρες των ματιών του. Ξέρεις, αγόρι μου, έχω αποφασίσει να σου τη χαρίοω. Μόλις θα 'σαι αρκετά μεγάλος για να τη διευ θύνεις, ολόκληρη η σοκολατοποιία θα γίνει δική σου. Ο Τσάρλι κοιτούσε με διάπλατα μάτια τον κύριο Βόνκα. Ο παππούς Τ ζ ο άνοιξε το στόμα του για να πει κάτι μα δεν έβγαινε λέξη. 175
— Γι' αυτό, λοιπόν, κυκλοφορήσατε τα Χρυσά Δελ τία; φ ώ ν α ξ ε ο Τσάρλι. — Ακριβώς, είπε ο κύριος Βόνκα. Αποφάσισα να φ ω ν ά ξ ω πέντε παιδιά να περάσουν μια μέρα στο εργο στάσιο μου και το παιδί που θα μου άρεσε περισσότερο απ' όλα στο τέλος αυτής της μέρας, αυτό θα ήταν ο νι κητής!
— Αυτό που είπα, το εννοώ, είπε ο κύριος Βόνκα που χαμογελούσε τώρα πλατιά. Σου τη χαρίζω στ' α λήθεια. Συμφωνείς; — Τ ο υ την χαρίζετε; τραύλισε ο παππούς Τζο. Μα, αστειεύεστε; — Δ ε ν αστειεύομαι καθόλου, κύριε. Μιλώ πολύ σο βαρά. — Μα... μα... γιατί θα δίνατε το εργοστάσιο σας στον Τσάρλι; — Ακούστε, είπε ο κύριος Βόνκα. Είμαι ένας άν θρωπος ηλικιωμένος. Είμαι πολύ πιο ηλικιωμένος απ' ό σ ο φαντάζεστε. Δ ε ν θα ζ ή σ ω για πάντα. Και παιδιά δεν έχω, ούτε οικογένεια. Τίποτα. Ποιος, λοιπόν, θα φροντίσει για το εργοστάσιο μου όταν ε γ ώ δεν θα μπο ρώ να το επιβλέπω; Πρέπει κάποιος ν' αναλάβει την ευθύνη, έστω και για χάρη τ ω ν Ούμπα-Λούμπα. Υπάρ χουν χιλιάδες άνθρωποι, πολύ ικανοί, που τι δεν θα 'διναν για να είναι στη θέση μου. Αυτούς, όμως, εγώ δεν τους θέλω. Δ ε ν μου χρειάζεται ένας μεγάλος εδώ μέσα. Ο μεγάλος άνθρωπος δεν θα μ' άκουγε, δεν θα μάθαινε τίποτα. Θα ενεργούσε με τον δικό του τρόπο και όχι με τον δικό μου. Γι' αυτό μου χρειάζεται ένα παιδί. Έ ν α παιδί γνωστικό, ευαίσθητο και αφοσιωμένο που να μπορώ να του εμπιστευτώ τα πολύτιμα μυστικά μου ό σ ο ακόμα είμαι ζωντανός. 176
Μα κύριε Βόνκα, είπε κομπιάζοντας ο παππούς Τζο, ολόκληρο αυτό το τεράστιο εργοστάσιο, σκεφτήκατε πραγματικά να το δώσετε στον μικρό Τσάρλι; Στο κάτω-κάτω... Δεν είναι ώρα για κουβέντες, είπε ο κύριος Βόνκα. Πρέπει να πάμε να φέρουμε την υπόλοιπη οικογένεια, τον πατέρα και τη μητέρα του Τσάρλι και όλους τους άλλους. Από δω και μπρος μπορούν όλοι να ζή-
σουν στο εργοστάσιο. Θα μπορούν όλοι να δ ώ σ ο υ ν ένα χέρι βοήθειας ό σ ο ο Τσάρλι θα 'ναι ακόμα μικρός για να διευθύνει την επιχείρηση μοναχός του. Πού μέ νεις, Τσάρλι; Ο Τσάρλι κοίταξε μέσα από το τζάμι της καμπίνας προσπαθώντας να ξεχωρίσει ανάμεσα στα χιονισμένα σπιτάκια το δικό του. — Είναι από κει, είπε δείχνοντας με το χέρι. Είναι εκείνο το μικρό σπιτάκι στην άκρη της πόλης, το πολύ μικρό... — Το είδα, φ ώ ν α ξ ε ο κύριος Βόνκα. Πάτησε κάτι κουμπιά και κατέβηκαν σ α ν βολίδα πάνω στο σπιτά κι. — Φοβάμαι πως η μητέρα μου δεν θα μπορέσει να 'ρθει μαζί μας, είπε με λύπη ο Τσάρλι. — Γιατί όχι; — Γιατί δεν θα θελήσει ν' αφήσει τη γιαγιά Ζοζεφίνα και τη γιαγιά Τζορτζίνα και τον παππού Τζορτζ. — Μα θα 'ρθουνε κι αυτοί. — Δ ε ν μπορούν, είπε ο Τσάρλι. Είναι πολύ γέροι κι έχουν να σηκωθούν απ' το κρεβάτι είκοσι χρόνια. — Θα τους πάρουμε με το κρεβάτι. Χωράει μια χα ρά μέσα εδώ. — Μα δεν χωράει να περάσει απ' την πόρτα, είπε ο παππούς Τζο. — Μην απελπίζεστε, φώναξε ο κύριος Βόνκα. Τί ποτα δεν είναι ακατόρθωτο, θα δείτε. Πετούσαν τώρα πάνω από το σπιτάκι των Μπάκετ. — Τι πάτε να κάνετε; φώναξε ο Τσάρλι. — Π ά ω να τους πάρω, είπε ο κύριος Βόνκα. — Με ποιο τρόπο; ρώτησε ο παππούς Τζο. — Περνώντας από το ταβάνι, είπε ο κύριος Βόνκα καθώς πατούσε ένα κουμπί. — Όχι! ξεφώνισε ο Τσάρλι. 178
- Σταματήστε, ούρλιαξε ο παππούς Τζο. ΚΡΑΚ! Το ασανσέρ τρύπησε το ταβάνι και έκαμε ει σβολή μέσα στο δωμάτιο των γέρων. Καταιγισμός από σκόνη, σπασμένα τούβλα, κομ μάτια ξύλα, κεραμίδια, τσιμέντα, κατσαρίδες, αράχνες — οι τρεις γέροι μέσα στο κρεβάτι τους σκέφτηκαν πως έφτασε η συντέλεια του κόσμου. Η γιαγιά Τζορτζίνα λιποθύμησε, η γιαγιά Ζοζεφίνα έχασε τη μασέλα της, ο παππούς Τζορτζ έχωσε το κεφάλι του κάτω απ' την κουβέρτα και ο κύριος και η κυρία Μπάκετ τρέξανε από το διπλανό δωμάτιο. Σώστε μας φώναξε η γιαγιά Ζοζεφίνα... Ησύχασε, αγαπημένη μου συντρόφισσα, είπε ο παπούς Τζο βγαίνονταας από την καμπίνα. Εμείς είμαστε! Μανούλα, φώναξε ο Τσάρλι κι έπεσε στην αγκαλιά της κυρίας Μπάκετ. Μανούλα, μανούλα, άκουσε τι συμβαίνει... Θα πάμε όλοι να μείνουμε στο εργοστάσοι του κυρίου Βόνκα και θα τον βοηθήσουμε, και το χαρίζει όλο σε μένα, και... και... Τι είν' αυτά που λες; είπε η κυρία Μπάκετ. Δ ε ν κοιτάς καλύτερα το σπίτι μας; είπε ο κακο μοίρης ο κύριος Μπάκετ. Έγινε ερείπιο! Αγαπητέ κύριε, είπε ο κύριος Βόνκα φτάνοντας μ' ένα σάλτο κοντά στον κύριο Μπάκετ για να του σφί ξει πολύ εγκάρδια το χέρι. Είμαι πολύ-πολύ ευτυχής που σας γνωρίζω. Μην παιδεύεστε για το σπίτι. Έτσι κι αλλιώς από δω και πέρα δεν θα το χρειάζεστε. - Ποιος είναι αυτός ο τρελός; φώναξε η γιαγιά Ζο ζεφίνα. Κόντεψε να μας σκοτώσει όλους. — Είναι ο κύριος Βίλι Βόνκα, είπε ο παππούς Τζο. Και οι δυο μαζί - ο παππούς Τ ζ ο και ο Τσάρλι χρειάστηκαν κάμποση ώρα για να δώσουν σ' όλη την 179
Απογειώθηκαν, ξαναπέρασαν από την τρύπα της ορο φής και πέταξαν στον ουρανό... Ο Τσάρλι πήδηξε πάνω στο κρεβάτι και προσπάθη σε να συνεφέρει τους τρεις γέρους που είχαν παγώσει απ' τον φόβο. — Μη φοβάστε τίποτα, τους είπε. Δ ε ν υπάρχει κίν δυνος. Και το μέρος που θα πάμε είναι το ωραιότερο στον κόσμο. Ο Τσάρλι έχει δίκιο, είπε ο παππούς Τζο. Θα βρούμε τουλάχιστο σ' αυτό το μέρος κάτι να φάμε; ρώτησε η γιαγιά Ζοζεφίνα. Πεθαίνω της πείνας! Όλοι πεθαίνουμε της πείνας! Να φάμε; είπε γελώντας ο Τσάρλι. Περιμένετε και θα δείτε!
Τ Ε ΛΟΣ
οικογένεια να καταλάβει αυτά που είχαν συμβεί στο διάστημα της ημέρας. Μα κι όταν είχαν καταλάβει, αρ νήθηκαν όλοι να πάνε στη σοκολατοποιία. — Προτιμώ να πεθάνω στο κρεβάτι μου! είπε η για γιά Ζοζεφίνα. — Το ίδιο κι εγώ! φ ώ ν α ξ ε η γιαγιά Τζορτζίνα. — Δ ε ν πάω πουθενά, είπε ο παππούς Τζορτζ. Τότε, χωρίς να δώσουν σημασία σης φ ω ν έ ς τους, ο κύριος Βόνκα, ο παππούς Τ ζ ο και ο Τσάρλι, έσπρωξαν το κρεβάτι μέσα στην καμπίνα, έβαλαν μέσα και τον κύριο και την κυρία Μπάκετ και μπήκαν κι αυτοί τελευ ταίοι. Ο κύριος Βόνκα πάτησε πάλι ένα κουμπί και οι πόρτες έκλεισαν. Η γιαγιά Τζορτζίνα έμπηξε μια φωνή. 180