ΛΟΥΤΣΙΟ ΚΟΛΕΤΙ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΔΥΣΣΕΑΣ»»
Τίτλος
πρωτοτύπου
Ideologia e società
Μετάφραση
Μυρσ...
75 downloads
265 Views
14MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΛΟΥΤΣΙΟ ΚΟΛΕΤΙ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΔΥΣΣΕΑΣ»»
Τίτλος
πρωτοτύπου
Ideologia e società
Μετάφραση
Μυρσίνη Ζορμπά Βασίλης Πασσας
"Εξώφυλλο
Χά,ρης Παπατραγίάννης
Στοιχεύοθεσία
^Ολοκλήρωση τυπογραφικής
-
εκτύπωση
εργασίας
Copyright
^Εκδόσεις
ΆφοΙ Χωριανόπουλοι O.E. Σαπφούς 6,, "Αθήνα Τηλ. 32.47.085
Μάρτης 1975 «Ό'δυσσέας»
((* Οδυσσέας))
'Αναστασίου Γενναδίου 58-60 Τηλ. 64^8^376
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Ό Μπερνστάιν καΐ δ ·μαρξισμός της Δεύτερης Διεθνούς
7
1. Ή «πολιτική διαθήκη» του "Ενγκελς, σ. 7. - 2. Τα θέματα της κριτικής του Μπερνστάιν, σ. 11. - 3. Ή «θεοορία της κατάρευσης», σ. 17. - 4. Ή «Μεγάλη "Τφεση», σ. 22. - 5. Τελεολογία και αΐτιότητα, α. 30. - 6. Πραγματικές και άξιο/ιογικές κρίσεις, σ. 44. - 7. Ή θεωρία της εργασιακής άξιας, σ. 50. - 8. Θεωρία τής άξιας και φετιχισμός, σ. 58. - 9. 'Ισοδυναμία καΐ υπεραξία, σ. 73. - 10. Τό «κοινωνικό κεφάλαιο», σ. 79. - 11. Σύνταγμα καΐ καπιταλισμός, σ. 87.
Ό μαρξισριός σαν κοινωνιολογία
97
1. Τό άντικείμενο του «Κεφαλαίου», σ. 97. - 2. Ενότητα οΐκονομίας καΐ κοινωνιολογίας, σ. 107. - 3. «Δαρβίνος και Χέγκελ», σ. 117. - 4. Ό Μαξ Βέμπερ καΐ μερικές άπ,ό^ρεις τής σύγχρονης άστικής κοινωνιολογίας, σ. 135.
Κράτος δικαίου και λαϊκή κυριαρχία
159
Μαρξισμός: έπιστήμη η επανάσταση;
187
Τό «Κράτος και Επανάσταση» του Λένιν
197
Για το σταλινισμό
207
ο ΜΠΕΡΝΣΤΑ Ι'Ν ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ
Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ
1. Ή «πολιτική διαθήκη» τοϋ "Ενγκελς Στην εισαγωγή στην πρώτη άνατύτϋωση του «Ταξικοί αγώνες στή Γαλλία»y γραιρυμένη το Μάρτη του 1895,, λίγους μήνες πρίν πεθάνεί, ό 'Ένγκελς ση:μ.ειώνεχ δτι το κύριο λάθος πού διέπραξαν δ Μαρξ κι αύτος την εποχή της έπανάστασης του '48 ήταν δτι Ικριναν τήν εύρωπαϊκή κατάσταση τότε ώρι'μη για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμ.ό : «Ή ιστορ'ία ε'δωσε &δικο σέ :μάς καΙ σέ κείνους πού σκέφτονταν με τρόπο ανάλογο. "Εδειξε κα·θαρά δτι ή κατάσταση της οικονομικής εξέλιξης στήν ήπειρωτική Ευρώπη δέν ήταν τότε καθόλου ώριμη για τήν κατάργηση της καπιταλιστικής παραγωγής' το εδειξε μέ τήν οικονομική επανάσταση πού μετά το 1848 επεκτάθηκε σέ δλη τήν ήπειρο καΐ [...] έκανε τη Γερμανία, αληθινά^ μια πρώτης τάξης βιομηχανική χώρα»\ Σ' αυτή τη λαθεμένη κρίση για τδ πραγματικό επίπεδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης τδ 1848,, ειχε συντείνει κατεξοχήν, συ-μφ·ωνα μέ τδν "Ενγκελς,, και ή λαθεμένη π Ο' λ ι τ ι κ ή αντίληψη πού αύτδς καΙ δ Μαρξ είχαν τότε συναγάγει άπδ τήν προηγούμενη ιστορική επαναστατική,, γαλλική κυρίως, εμπειρία: δηλαδή,. ή ιδέα της έπανάστασης σαν πράξης μιας «μειοφηφ'ίας/>. «'Ηταν φυσικδ ^αι αναπόφευκτο δτι οι άντιλήψεις ιμας για τή φύση καΙ τήν ανάπτυξη της "κοινωνικής"' έπανάστασης πού ειχε κηρυχτεί στδ Παρίσι τδ Φλεβάρη του 1848, της έπανάστασης του προλεταριάτου,, ήταν ζωηρά χρωματισμένες άπδ τις αναμνήσεις των προτύπων τοϋ 1789 - 1830». Αλλά, άφου «δλες οί προηγού1. Ή εισαγωγή του "Ενγκελς στήν πρώτη ανατύπωση τοΐ5 «Ταξικοί αγώνες στή Γαλλία» του Μαρξ εχει ημερομηνία 6 Μαρτίου 1895. (ελλ. μετ. εκδ. 'Αναγνωστόπουλος, «Διαλεχτά εργα», 'Αθήνα 1964, σ. 131 - 2. Τα δύο επόμενα αποσπάσματα πού παραθέτονται σ' αυτό τό κεφάλαιο βρίσκονται αντίστοιχα στίς σ. 144 - 5 και σ. 136. 'Όλες οι επόμενες αναφορές σ' αυτό τό εργο θα γίνονται σέ σελίδες της ελληνικής έκδοσης).
μενες έπαναστάσεις όδήγησαν στήν άντίκατάσταση της κυριαρχίας μιας τάιξης \ιί κείνη μιας άλλης» καΐ «ώς τώρα δλες οΐ κυρίαρχες τάξεις ήταν μόνο' μικρές μειοψηφίες ώς ττρός τήν κυριαρχούμενη μάζα του λαου»,, «ή κο:νή μορφή βλω-ν αυτών των επαναστάσεων βρισκόταν στο γεγονός δτι ήταν δλες επαναστάσεις μειοψηφίας»: «κι δταν άκόμα ή πλειοψηφία έπαιρνε ενεργά μέρος σ' αύτές^ τό εκανε μόνΟ',, συνειδητά ή δχι,, στήν υπηρεσία μιας μειοψηφίας' αυτό τό γεγονός δμως,. ή εστω τό γεγονός της παθητικής στάσης ή της ελλειψης άντίστασης της πλειοψηφίας,, εμφάνιζε τή μειοψηφία σαν αντιπροσωπευτική δλου του λαου». Τώρα, και σ' αυτή έπίσης τήν καταχρηστική επέκταση του χαραχτή'ρα των προηγουμένων επαναστάσεων «'στους αγώνες του προλεταριάτου για τή χειραφ-έτηση του»,, ή ιστορία είχε αντιτείνει μια σκληρή 'διάψευση. Ή ιστορία «αποκάλυψε»,, γράφει δ 'Ένγκελς, «δτι ή αντίληψη μας τότε ήταν μια αυταπάτη». «Ή ιστορία πήγε άκόμα μακρύτερα·: δέν γκρέμισε μονάχα τό λάθος μας έκβίνης της ιέποχής,, άλλα άνέτρεψε ριζχκά τΙς συνθήκες στις όποιες τό προλεταριάτο πρεπει νά άγωνιστεϊ. Ή μέθο-δος πάλης του 1848 ©ι να ι ·σήιμερα· άπ' δλες τις άπόψε·ις παλιωμένη,, κι αυτό είναι ενα. σημείο πού με τήν ευκαιρία αυτή άξίζεχ να εξεταστεί άπό π ιό κοντά». Τ'ό συμπέρασμα του "Ενγκελς, πού προκύπτει άπ' αυτή τήν έξέταση είναι δτι,, υπολογίζοντας τούς μεγάλους μόνιμους στρατούς (πέρα, φυσικά, άπό τόν ίδιο τό χαρα·κτήρα του σοσιαλιστικού μετα-σχη-ματισμου) „ «ή εποχή τών αιφνιδιασμών, τών επαναστάσεων πού γίνονταν άπό μικρές μειοψηφίες επικεφαλής μή συνειδητών μαζών», πέρασε άνεπιστρεπτί. «Έκεϊ δπου πρόκειται για τόν πλήρη μετασχηματισμό τών κοινωνικών όργανώσεων,. έκει πρέπει νά συμμετέχουν οι ίδιες οΕ μάζες' εκεί, οι ίδιες οί μάζες πρ-έπει πια νά έχουν καταλάβει για τί πρόκειται, για ποιό πράγμα δίνουν τό αίμα τους και τή ζωή τους. Αυτό μας δίδαξε ή Ιστορία τών τελευταίων πενήντα χρόνων. Άλλα για να καταλάβουν οι μάζες τί πρέπει νά γίνει eimi άναγκαία μια μακρόχρονη και υπομονετική εργασία, κι αύτη είναι πού κάνουμε τώρα, καΐ μέ τόση επιτυχία πού φέρνει τόν άντίπαλο σέ άπελπισία». Ή άναγκαιότητα αυτής της μακριάς καΐ ύπομονετικής ερ-
8
γασίας — π ο υ είναι «ή αργή εργασία προπαγάνδας %α1 κοινοβουλευτικής δραστηρ'ΐότητας»— αναγνωρίστηκε «σάν τό άμεσο καθήκον του'κο[]ΐματος»,, δχι μόνο στή Γερμανία,: αλλά και στή Γαλλία καΐ στίς άλλες «νεολατινικές χώρες», στις όποιες ιέπίσης «γίνεται δλο καΐ περισσότερο αντιληπτό δτι ή παλιά τακτική πρέπει να 'επανεξεταστεί». "Οπωσδήποτε, «δ,τι κι αν συμβεί στΙς άλλες χώρες»,, αυτός είναι ό δρό'μος στόν οποίο πρέπει να συνεχίσει να προχωρεί ή γερμανική σοσιαλδημοκρατία, σάν πρωτοπορία τοϋ δ'ΐεθνους κινήματος. Τά δι;6 εκατομμύρια ψηφοφόροι που στέλνει στις κάλΊτες, μαζί μέ τους νέους, μη εκλογείς, ττού τήν ακολουθούν, σχη,ματίζουν την πιο πολυάριθμη, πιο στέρεα μάζα, τήν αποφασιστική «ΐομάδαι εφόδου» τοΰ διεθνούς προλεταριακού στρατού. Αυτή ή μάζα προσφέρει τώρα πιά περισσότερο από τό ενα τέταρτο των ψήφων^ και βρίσκεται σέ συνεχή αύξηση, δπως δείχνουν οί συμπληρωιματικές εκλογές γιά τό Ράιχσταγκ, οί εκλογές για τις βουλές των ξεχωριστών Κρατών, οί δημοτικές και κοινοτικές εκλογές. Ή αύξηση της συντελείται αυθόρμητα, σταθερά, αναπόφευκτα και ταυτόχρονα ήσυχα, σάν φυσική διαδικασία. 'Όλες οί απόπειρες της κυβέρνησης να τήν εμποδίσουν στάθηκαν χωρίς αποτέλεσμα. 'Ήδη σήμερα μπορούμε νά υπολογίζουμε σέ δύο κι ένα τέταρτο έκατομμύρια εκλογείς. Προχωρώντας· μ' αύτό τό βήμα, κατά τό τέλος τοϋ αιώνα θά έχουμε κατακτήσει τό μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων στρωμάτων της κοινωνίας μας, τών μικροαστών και τών uiKpo - αγροτών και θά έχουμε γίνει στή χώρα ή αποφασιστική δύναμη, στήν όποία δλες οί άλλες θά πρέπει νά υποκλίνονται, τό θέλουν δέν τό θέλουν. Νά διατηρήσουμε συνεχή τό ρυθμό αυτής τής αύξησης, ώσπου νά νικήσει από μόνη της τό κυρίαρχο κυβερνητικό σύστημα ( . . . ) / OCUTÔ είναι τό βασικό μας καθήκον.
Ά π ' αυτή τή γεμάτη ·έ'μπιστοσύνη οπτική,, ως πρός τήν κατΕύθυνση πρός τήν οποία, έξελίσσονται τα πράγματα καΐ τήν ταχ*τητα 'μέ τήν οποία μπορεί νά προσεγγιστεί δ στόχος (πού μπορΛ νά επιτευχθεί,, άν δ ρυθμός θέν διακοπεί από λάθη, ήδη «κατά τό τέλος του αιώνα», δηλαδή χρειάζονταν μόλις πέντε χρόνια) ,, ο 'Έιγκελς παίρνει άφορμή γιά νά προβάλει και νά τονίσει αυτό πού είνα: τό κεντρικό θ'έμα τοΰ' γραφτού του: δηλαδή,, τήν άναγκαιατητα και επικαιρότητα τής «στροφής» πού εχει ήδη ολοκληρώσω ή σοσιαλδημοχρατία στή Γερμανία καΐ πού άρχισε έπίσης
9
στίς άλλες χώρες. Ή «αναθεώρηση» της παλιας τακτικής έπιβάλλεταί γχατί σήμερα «ύπαρχε ι ε να μόνο' μέσο·,, -με το οποίο θά μπορούσε να παγιδευτεί προς. στιγμή καΐ μάλιστα να οπισθοδρο-μήσει για ενα ορισμένο διάστημα αυτή ή συνεχής αύξηση των μαχητικών δυνάμεων του σοσιαλισμού στή Γερμανία: ·— μία σύγκρουση ok μεγάλη κλίμακα ·μέ τδ στρατό,, μία· αφαίμαξη σαν εκείνη του 1871 στο Παρίσι», πού αν καΐ ιμέ τον καιρό θα ξεπερνιόταν, δέν θα μπορούσε δμως παρά να «φρενάρει» την «κανονική εξέλιξη». Ή νέα τακτική,, δμως,, πού μόνη μπορεί να ευνοήσει και να βοηθήσει αυτή την προοδευτική και άναπότρεπτη έξέλιξη προς το σοσιαλισμό στον όποιο ωθεί ή Γδια ή καπιταλιστική ανάπτυξη, στον κολοφώνα τώρα πια της ώριμότητάς της,, είναι ή τακτική της «έξυπνης χρησιμοποίησης» του καθολικού εκλογικού δικαιώματος; πού έμαθαν να κάνουν ο'ΐ γερμανοΊ εργάτες, καΙ στήν οποία οφείλεται ή εκπληκτική ανάπτυξη του κόμματος, πού αποδείχνεται από τις εκλογικές δ·ιαπιστο)σεις, πού παραθέτει δ "Ενγκελς: Χάρη στήν εξυπνάδα με την όποία οί γερμανοί εργάτες ήξεραν νά χρησιμοποιήσουν το καθολικά εκλογικό δικαίομα(. . . ) , ή εκπληκτική ανάπτυξη τοΟ κόμματος διακηρύχθηκε ανοιχτά σε ολόκληρο τον κόσμο μέ αναμφισβήτητους αριθμούς. 1 8 7 1 : 102.000· 1 8 7 4 : 3 5 2 . 0 0 0 · 1 8 7 7 : 4 9 3 . 0 0 0 σοσιαλδημοικρατικοί ψήφοι. Στη συνέχεια ήρθε η αναγνώριση αυτών τών προόδων από τις αρχές μέ τή μορφή του νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές· τό κόμμα προς στιγμή διαλύθηκε, ό α ριθμός τών ψήφων πέφτει τό 1881 στους 312.000'. Ά λ λ α αυτό ξεπεράστηκε γρήγορα και ( . . . ) τώρα άρχισε πραγματικά ή γρήγορ· επέκταση του κινήματος. 1 8 8 4 : 5 5 0 . 0 0 0 · 1 8 8 7 : 7 6 3 . 0 0 0 · 189ûi: 1 . 4 2 7 . 0 0 0 ψήφοι. Τότε παράλυσε τό χέρι τοΰ Κράτους. Ό νόμβς ένάντια στους σοσιαλιστές καταργήθηκε* ό αριθμός τών σοσιαλιστικών ψήφων ανέβηκε στους 1 . 8 7 8 . 0 0 0 , περισσότερο από ενα τέταρτο τίον συνολικών ψήφων. Ή κυβέρνηση και οί κυρίαρχες τάξεις εΪχαν έξίχντλήσει δλα τους τά μέσα, ανώφελα, άσκοπα, χωρίς επιτυχία ( . . . ) . Τό Κράτος εΪχε φτάσει στό τέλος της κυριαρχίας του· οί εργάτες ήταν στήν αρχή της δίκης τους.
Μ' αυτή τή χρησιμοποίηση τοΰ δικαιώματος ψήφου οι γερμανοΊ εργάτες δεν οικοδόμησαν μονο «το πιο δυνατό, πιο πειθαρχημένο,. πιο γρήγορο στήν ανάπτυξη του κόμμα»' έδωσαν Ιίιίσης
10
«στους συντρόφ'ους τους δλων των χωρών» ενα άπο τα πιο αποτελεσματικά δπλα, δείχνοντας πώς μπο,ρεί να χρησιμεύσει αυτό το καθολικό εκλογικό δικαίωμα πού «σύμφωνα μέ τα λόγια του γαλλικού· μαρξιστικού προγράμματος, [...] μετασχηματίστηκε άπ' αυτούς από δργανο άπατης, πού ήταν ως το)ρα,, σε οργανο χειραφέτησης». Κι ακριβώς «αύτη ή αποτελεσματική χρησιμοποίηση του καθολικού εκλογικού δικαιώματος» είναι «ή νέα αγωνιστική μέθοδος», πού τό προλεταριάτο υιοθέτησε ήδη,, κι άπό τήν όποια θα πρέπει να προσπαθήσεΊ νά έξυπη'ρετη'θίεΤ και στό μέλλον. Άφού^ δπως πάει να άποδειχτει,, «ή αστική τάξη και ή κυβέρνη^ση» φοβούνται το>ρα πια «πολύ περισσότερο τή νόμιμη δράση του εργατικού κόμματος άπό τήν παράνομη, περισσότερο τις εκλογικές νίκες άπ' ο,τι τήν εξέγερση». « Ή ειρωνεία της ιστορίας — συμπεραίνει ό "Ενγκελς — άναποδογυρίζει κάθε τι. ΈμεΤς, οί "έπανα·στάτες", οι "ανατρεπτικοί'^, προκόβουμε πολύ καλύτερα μέ τα νόμιμα μέσα απ' δ,τι μέ τα παράνομα^ καΙ τήν άνατροπή'.. Τα κόμματα της τάξης,, δπως αύτοαποχαλουνται,, βρίσκουν τήν καταστροφή τους στή νόμιμη τάξη πού αύτά τα ϊδια δημιούργησαν. Φωνάζουν Απελπισμένα μέ τόν Όντιόν Μπαρό: ή νομιμότητα είναι δ θάνατος μας* ένω έμεις σ' αυτή τή νομιμότητα άποχταμε γερούς μυς κιι ρόδινα μάγουλα κα! προ^κόβουμε εύχαρίστημένοι».,
2. Τά θέματα της κριτικής τον Μυιερνστάιν Λυτό τό γραφτό του "Ενγκελς,, πού ό επικείμενος θάνατος το εκανε «πολιτική διαθήκη» του,, ειναχ του 1895. "Ενα χρόνο μετά, δ Μπει^νστάιν αρχίζει νά δημοσιεύει στή Neue Zeit μια σειρά άρθρων jil τόν τίτλο «Προβλήματα του σθ'σιαλισ[ΐοϋ» πού διακόπηκε και ξανιίίρχισε περισσότερες άπό μία φορές ανάμεσα στό '96 και το '98 έίαιτίας διαφόρων άντιδράσεων πολεμικής, και τελικά τροποποιήθηιε και διευρύνθηκε άπό τό συγγραφέα,, τό Μάρτη του 1899^ στό κΟΈ προϋποθέσεις του σοσιαλισμού καΊ τά καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας»^. Ό τρόπος,, μέ τον οποίο διατυπώνει τΙς θέ2. Ε. Μπ8ΐ?νστάιν, Die Voraussetzungen
des Sozialismus
und die
11
σε:ς του, ανάγεται άμεσα στά ζητήματα, πού είχε Οίξεχ δ 'Ένγκελς στο γροίφτό του: στη λαθεμένη χρίση στην οποία αύτος χαί 6 Μαρξ είχαν περίπεσε: δταν αξιολόγησαν τη διάρκεια της κο'ΐνωνικης καΐ πολιτικής εξέλιξης' τη λαθεμένη άντίληψη της, .έπανάστασης σαν «επανάστασης μιας μειοψηφίας»' την αναγκαιότητα της «αναθεώρησης» της «παλιας τακτικής» της εξέγερσης, ευνοώντας τη νέα ταχτική,, υιοθετημένη ήδη άπο τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία και βασισμένη στη χρησιμοποίηση του δικαιώματος ψήφου. Ό 'Ένγκελς είχε μιλήσει για μια αναθεώρηση της «τακτικής»' ό Μπερνστάιν αντιτείνει δτι αύτη ή άναθεώρηοη της τακτικής δέν μπορεί να μη συνεπάγεται και την αναθεώρηση της στρατηγικής»,, δηλαδή των Γδιων των προϋποθέσεων του θεωρητικού μαρξισμού. Τα λάθη, λοιπόν,: πού καταγγέλλει δ "Ενγκελς δέν Iχουν τυχαία προέλευση, άλλα προέρχονται άπο ουσιαστικά σημεία της βεωρίας' κι άν αύτη ή τελευταία δέν έπανεξετασθεί, θα είναι αδύνατο νά άπελευθερωθεϊ άπ' αυτά. Ό Μπερνστάιν δέν διαφωνεί, συνεπώς, μέ τη νέα τακτική. Ή πολιτική πρακτική τοί κινήματος είναι σωστή. Μόνο πού, για νά προχωρήσουμε y λέει, σωστά καΐ χωρίς άντιφάσεις στην πορεία πού ύποδείχνεται àto τη νέα τακτική, πρέπει νά άπαλλαγούμε άπο την ούτοπιστική χα! έξεγερσιακή φ-ρασεολογία πού τροφοδοτείται άπο την παλιά θεωρία. «Τό γερμανικό κόμμα, πραγματικά, Ικανέ πολύ συχνί, ή μάλλον πάντοτε, πραχτική του τον οπορτουνισμό». Παρόλα αυτά, ή μάλλον άκριβώς γι' αύτό «ή πολιτική του, σέ κάθ-ε περίπτωση, υπήρξε πάντοτε άρκετά πιο σωστή άπο τη φρασεολογία. Δέ θέλω, συνεπώς, καθόλου να μεταβάλω την πραγματική τυλιτική του κόμματος [..,]' αύτδ στο οποίο τείνω, και στό δποίο... dkv θεωρητικός πρέπ·ει νά τείνω, είναι νά άποκαταστήσω την ενότητα Aufsahen
der Sozialdemokratie,
Στουτγάρδη 1899. Ol καλύτερες α-
παντήσεις στό βιβλίο του Μπερνστάιν ήταν έκεΐνες του Κάο/τσκι^
stem und das sozialdemokratische
Programm,
Bern-
Στουτγά^η 1899, καΐ
της P . Λούξεμπουογκ, «Κοινοονική μεταρύθμιση ή έπανάστκση», Λειψία 1899 (έλλ. μετ. έκό. Διεθνής Βιβλιοθήκη). Επίσης τα α(^ρα του Πλεχάνοφ σέ πολεμική μέ τα «Προβλήματα του σοσιαλισμού! και σέ ανταπάντηση στον Κόνραντ Σμιτ πού προσέτρεξε σέ ιΐϊοστήριξη τοί3 Μπερνστάιν.
12
θεωρίας καΐ πραγματικότητας,, λόγων καΐ δpάσης»^ Αυτή ή διακήρυξη βρίσκεται σ' ενα γράμμα στο Μπέμπελ τον Όκτώβρη του '9β. Τό Φεβρουάριο του "99,, δ Μπερνστάιν γράφει στο Βίκτωρα "Αντλερ μ' αυτούς τους δρους: «Ή θεωρία»,, δηλαδή δ μαρξισμός, «δεν είναι για μένα ρεαλιστική σέ ικανοποιητικό βαθμό καΐ εχει μείνει, άς πούμε,, πίσω από τήν πρακτική ανάπτυξη του κινήματος. Μπορεί, ισως,, να ται·ριάζει ακόμα στή Ρωσία [...],, αλλά, για τή Γερμανία,, με τήν παλιά της, μορφή',, είναι ξεπερασμένη»"^. 'Ανάμεσα στις θεωρητικές προϋποθέσεις του σοσιαλισμού, έπο'μένως,, καΙ τήν πρακτική της σοσιαλδημοκρατίας (από δώ κι δ τίτλος του βιβλίου) υπάρχει αντίφαση. Τό καθήκον πού έπιβάλλεται είναι να έπανεξετάσου^με τή θεωρία, τώρα πια ουτοπιστική και παλιωμένη, για να τή συγχρονίσουμε με τήν πολιτική πρακτική του κό'μματος. Πρ'όθεση του βιβλίου,, με λίγα λόγια,, είναι νά άρνηθεί ότι υπάρχει αναγκαία σχέση άνάμεσα στό μαρξισμ,ό και τό εργατικό κίνη'μα. Ό σοσιαλισμός πρεπει να μπορέσει να άπαλλαγεί άπό τα εμπόδια της παλιας θεωρίας. «Τό ελάττωμα, του μαρξισμού βρίσκεται στήν υπερβολή της αφαίρεσης» κα: στή «θεωρητική φρασεολογία» πού αυτή συνεπάγετα-ι. «Μήν ξεχνάς — γράφει στό Μπέμπελ— δτι τό «Κεφάλαιο» με δλη του τήν έπιστημονικότητα ήταν,, σέ τελευταία ανάλυση,, ενα γραφτό πολιτιτικοΰ προσανατολισμού πού παρεμεινε ατέλειωτο,, — ατέλειωτο, κατά τή γνώ·μη μου y ακρ ιβώς γιατί ή σύγκρουση έπιστη:μονικότητας και πολιτικού προσανατολισμού εκανε τό καθήκον του Μαρξ δλοένα π ιό δύσκολο·., Ά π ' αυτή τήν άποψη,, ή μοίρα· αύτου του μεγάλου Ιργου •— συμπεραίνει— είναι σχεδόν συμβολική καί,, σέ κάθε περίπτωση, είναι μια προειδοποίηση»^. Τα λάθη πού κατάγγειλε δ 'Ένγκελς δέν προέρχονται, συνεπώς,, από τυχα,ιες αιτίες,, άλλα από τήν ιδια τή θεωρία. Τό λάθος για τΙς φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης προέρχεται άπό τό διαλεκτικό άπριορισμδ χεγκελιανού τύπου·,, άπό τή μοιρολα3. "Αντλερ, Brietwechsel
mit August Bebel und Karl
Kautsky,
1954, σ. 259. To γράμμα του Μπερνστάιν στό Μπέμπελ είναι της 20 κτίοβρίου 1898. 4. "Αντλερ, εργο προηγ., σ. 289. 5. "Εργο προηγ., σ. 261.
ί3
τρία καΐ τό ντετ·ερ.μινισ'μ6 της ύλιστικης αντίληψης της Ιστορίας: είναί,, ·|χέ λίγα λόγια, τό λάθους της «θ'εωρ'ίας της 7wατάpευσης» (Zusammenbruchst;heorie) „ δηλαδή της διαρκούς αναμονής της ιέπ:κείμ.&νης καΐ αναπόφιευχτης «καταστροφής», στην οποία σύμφωνα μέ τό μαρξισμό είναι καταδικασμένο από την Ι'δια τΟ'Ό τή φυση^ τό καπιταλιστικό σύστημα,., Τό λάθος του σαράντα οκτώ, της άντίληψης της ανόδου στην εξουσία .μέ τή μορφή της «έπανάστασης» ή μιας «πολιτικής καταστροφής» καί,, συνεπώς, της ανατροπής το-ΰ Κράτους,, προέρχεται ομοίως από τον άπριοριστικό και προσανατολιστικό χαρα'κτήρα πού εχει συχνά δ προβληματισμός του Μαρξ —- προβληματισμός πού σ' αυτή τήν περίπτωση, λέει δ Μπερνστάιν, είναι εξολοκλήρου δανεισμένος από τό μπλανκισμό· Μέ λίγα λόγια,, δ άπριορχσμός πού πηγάζει από τήν δπτική τής ιστορικής προόδου σαν διαλεκτικής αντίθεσης,, τό πνεύμα προσανατολισμού ή,, δπως θα λέγαμε σήμερα, «'ιδεολογικής» πρόθεσης,, οδήγησαν τό Μαρξ να εκβιάσει τα αποτελέσματα τής ο·ίκονοιμικής ανάλυσης. ^Από δώ κι ή θεωρία του τής πόλωσης τής κοινωνίας σέ δύο ακραίες τάξ·εις' από δώ ή αντίληψη τής αύξουσας εξαθλίωσης και τής προλεταριοποίησης τών μεσαίων στρωμάτων' από ·δώ, τέλος ή αντίληψη τής όξυνσης τών θίκ0'ν0'μικώ·ν κρίσεων και τής αύξησης,, κατά συνέπεια, τής επαναστατικής έντασης.. Ή απόδειξη του άπριοριστικου χαρακτήρα δλων αυτών τών θέσεων βρίσκεται στό γεγο-νός, λέει ό Μπε·ρνστάιν, δτι διαψεύστηκαν από τήν ιστορική πορεία,. Τα τυράγματα δέν προχώρησαν μέ τόν τρόπο πού πρόβλεπε και προοιώνιζε δ Μάρξ. Δέν είχαμε συγκεντροποίηση τής παραγωγής καί εξάλειψη τής μικρής επιχείρησης από τή μεγάλη: γιατί, ενώ στό εμπόριο κα^ι τή βιομηχανία αυτή ή συγχεντροποίηση επαληθεύτηκε ως τώρα μέ εξαιρετική βραδύτητα, στη γεωργία ή εξάλειψη τής -μικρής επιχείρησης δχι μόνο ·δέν εγινε,, άλλα δημ.ιουργήθηχε μάλιστα τό αντίθετο φαινόμενο. Δέν είχαμε επιδείνωση' κα,Ι ένταση· τών κρίσεων: γιατί, ενώ αυτές έγιναν σπανιότερες καΐ λιγότερο οξείες, αυξήθηκαν αντίθετα — μέ τό σχηματισμό καρτέλ καΐ τραστ — τά δργανα αύτοδιόρθωσης πού μπορεί σήμερα να διαθέτει δ καπιταλισμός. Ουτε
14
εΓχαμε, τέλος,. πόλο)ση της χοίΫωνίας σε δύο άχραΐες τάξεις: εφόσον ή ελλιπής προλεταριοποίηση των μεσαίο^ν στρωμάτων κα·1 ή βελτίωση των συνθηκών ζωης των έργαζο'μένων τάξεο^ν μετρίασαν αντί νά οξύνουν την πάλη των τάξεων. «Ή όξυνση των %οινιχών σχέσεων,, λέει δ Μπερνστάιν,, δεν όλοχληρώθηχε με τον τρόπο που προδίέγραψ'ε δ Μαρξ στο «'Μανιφ'έστο». Να το χρύβουμε δεν είναι μόνο ανώφελο,, άλλα χι ανόητο. Τ) άριθμός, των ιδιοκτητών ·δέν 'μειώθηκε αλλά αυξήθηκε. Ή τεράστια αύξηση του κοινωνικού πλούτου δέ συνοδεύτηκε από τό σχηματισμό ενός δλο καΐ στενότερου κύκλου καπιταλιστών, άλλα από την άρίθμητικη αυξηση· καπιταλιστών κάθε βαθμού. Τα μεσαία στρώματα αλλάζουν χαρακτήρα,, άλλα χωρΊς να εξαφανίζονται άπό τήν^ κοινωνική κλίμακα».. Τέλος,, «άπό πολιτική άποψη,, σε δλες τΙς προοδευμένες χώρες —προσθέτει ό Μπερνστάιν^— βλέπου^με τα προνόμια της καπιταλιστικής άστικής τάξης να ύποχωρουν, σιγά σιγά,, απέναντι στους δη'μοκρατικούς 'θεσμούς. Κάτω άπό τήν έπιροή αυτών τών θεσμών και μπροστά στην δλο και πιό αποφασιστική ώθηση του εργατικού κινήματος, μπήκε σέ κίνηση ή άντίδραση της κοίνωνίας άπέ\αντι στίς έκμεταλλευτικές τάσεις του κεφαλαίου, πού άν και σήμερα είναι άκόμη αβέβαιη' και ασταθής,, ωστόσο χτυπάει δλο καΙ πιό εκτεταμένους τομείς της οικονομικής ζωής». Μέ συντομία,, ή «έργοστασια-κή νομοθεσία», ή «·δημοχρατικοποίη·ση τής κοινοτικής διοίκησης»,, τό καθολικό εκλογικό δικαίωμα τείνουν νά άδυνατίσουν τις ϊδιες τις βάσεις τής ταξικής πάλης,, ·— ενισχύοντας και επαληθεύοντας δτι,, δπου κυριαρχεί ή κοινοβουλευτική δημοκρατία, δεν είναι πιά δυνατό νά θεωρείται τό Κράτος σαν οργανο τής ταξικής κυριαρχίας. «"Οσο περισσότερο δημοχρατικοποιοΰνται οι πολιτικοί θεσμοί τών σύγχρονων εθνών, τόσο περισσότερο μειώνονται οι ευκαιρίες και οι αναγκαιότητες μεγάλων πολιτικών καταστροφών». Ή εργατική τάξη δεν πρέπ-ει, συνεπώς, να σκοπεύει νά Ιδιοποιηθεί τήν εξουσία μέ τήν επανάσταση, άλλα πρέπει νά μεταρυθμίσει τό Κράτος μετασχηματίζοντάς τΟ' δλο πιό δημοκρατικά. Συμπερασματικά: ανάμεσα στην πολιτική δημοκρατία και τήν καπιταλιστική εκμετάλλευση υπάρχει άντίφαση. Ή άνάπτυξη τής πρώτης, δηλαδή τής πολιτικής ισότητας, δεν μπο-
15
ρεΐ να μήν άποροφα m l άνασυνθέτει, προοδευτικά,, τΙς olxovoji·.κές ανισότητες καΐ μαζί μ αυτές τΙς Γδιες τΙς ταξικές διαφορές. Είναι φανερό δτι δ 'Ένγκελς,. στίς σκέψεις πού είχε έκθ'έσει δεν ήθελε να πει τίποτε άπ' δλα> αυτά. "Αλλωστε, δ Ιδιος δ Μπερνστάιν, δ οποίος βέβαια ύπογραμιμίζει τή σημασία της «πολιτικής διαθήκης» του,, αναγνωρίζει δτι δεν μπορούσε να περιμένει άκριβώς άπδ τον "Ενγκελς να αναλάβει «την απαραίτητη αναθεώρηση της θεωρίας». Κι οπωσδήποτε, την εποχή πού αρχίζει τή σειρά των άρθρων του στη Neue Zeit,, δ Μπερνστάιν χαίρει μεγάλης εκτίμησης στή γερμανική σοσιαλδημοκρατία,, οχι μόνο' γιατί διηύθυνε επί χρόνια: στή Ζυρίχη το δργανο· του κόμματος κατά τήν περίοδο των έκτακτων νόμων στή Γερμανία' δχι μόνο γιατί συνεργάστηκε με τον Κάουτσκι στψ προετοιμασία, του «Προγράμματος της Έρφούρτης»' αλλά, κυρίως, γιατί εζησε επί χρόνια στήν 'Αγγλία στο πλευρό του 'Ένγκελς,, σαν μαθητής καΙ φίλος. σης του καπιταλισμού,, άλλα αρνιέται τό Γδιο· το γεγονός». 'Ή,, για να τά ποΰμε καλύτερα, δέν αρνιέται μόνο τήν «κατάρευση» (πού,, οπως θα δούμε,, δέν είναι Ιδέα του Μαρξ), άλλα αρνιέται επίσης — για να αφήσουμε κατά μέρος τήν οποιαδήποτε αυτόματη «κατάρευση» καί,, κατά συνέπεια,, τή λιουξεμπουργκική θ'έση δτι τό σύστημα «πάει αυθόρμητα νά καταστραφεί και νά καταλήξει σε μιά καθαρή και απλή αδυναμία ύ π α ρ ξ η ς » — αυτό πού είναι αντίθετα ο ζωτικός πυρήνας τού μαρξισμού: τήν ιδέα δτι ή καπιταλιστ'ΐκή τάξη πραγμάτων είναχ : σ τ Ο' ρ ι κ ό φαινόμενο, μ ε τ α β ατ ι κ ή κι οχι «φυσική» τάξη, καΐ οτι αυτή, εξαιτίας των δικών της εσωτερικών καί αντικειμενικών αντιφάσεων, ώριμάζει αναπόφευκτα στό σώμα της δυνάμεις πού ώθουν προς μίαν άλλη οργάνωση της κοινωνίας,. "Οτι δ Μπερνστάιν άπορ·ίπτει δλα αυτά είναι αναμφίβολο. Ή καλύτερη απόδειξη, άν χρειάζεται, είναι τό καθήκον πού θέτει στον εαυτό του νά αποδείξει τις δυνατότητες «αύτο - διόρθωσης» πού εχει 6 καπιταλισμός. Τά καρτέλ,, ή πίστη, τό βελτιω^μένο σύστημα επικοινωνιών, ή εξέλιξη^ της έργατικής τάξης — στό βαθμό πού εξαλείφουν ή τουλάχιστον καταπραΰνουν,, σύμφωνα μέ τό Μπερνστάιν,, τις εσωτερικές αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας, εμποδίζοντας τήν ανάπτυξη χαΐ τήν δξυνσή' τους — εξασφαλίζουν στό σύστημα τή δυνατότητα μιας απεριόριστης επιβίωσης. Μ' αυτή τήν εννοΊα, δ Μπερνστάιν αντικαθιστά τή βασική αντίληψη του Μάρξ,, σύμφιονα μέ τήν δποία δ έρχομός το'ύ σοσιαλισμού εχει άντικειμενικούς δ ρ· ο υ ς και ρίζες στήν ϊδια τή διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής,, μέ τό σοσιαλισμό σάν φα?^αίου καί, τελευταίο αλλά δχι λιγότερο σημαντικό, τό μή ελαττωμένο εύρος των περιοδικών κύκλθ3ν, συνιστά μια χωρίς προηγούμενο σειρά επαληθευμένων προβλέψεων, απέναντι στήν οποία ή σύγχρονη οίκονομική θεο3ρία, μέ δλες της τις εκλεπτύνσεις, εχει πολύ λίγα να επιδείξει». 10. Αύτη ή θέση θα αναπτυχθεί, μετά, από τή Λούξεμπουργκ, δπως είναι γνωστό, στό «Συσσώρευση του κεφαλαίου».
19
ή θ ι χ ό ί δ ε ώ δ' 'ε ς,, δηλαδή σαν στόχο μιας πο·>ατ:σμένης άνθ'ρωπότητας ελεύβερης να επιλέξει το μέλλον της χαΐ να συ-μμορφωθεί στίς ύφηλότερ€ς αρχές ήθχκης καΐ δικαιοσύνης. 'Όπως σηίμεχώνει ;μέ οργή ή Λούξειμπουργκ, εδώ «αυτό πού μ,ας παρουσιάζεται είναι μια θεμελίωση- του σοσιαλιστικού· προγράμματος 'μέσω μιας "καθαρής γνώσης'', για να το πούμε ιμέ φτωχά λόγια, μια Ιδεαλιστική θ-εμελίωση, ενώ μειώνεται ή αντικειμενική αναγκαιότητα,, δηλαδή ή θεμελίωση μέσα από την υλική κοινωνική διαδικασία». Άλλα, άφιοΰ άναγνωριίσουμε δλα αυτά,, οφ-είλουμε να παραδεχτούμε επίσης δτι δ τρόπος ]xè τον οποίο· ή θέση του· Μαρ'ξ ερμηνευόταν από τό ·μαιρξισμό της Ιποχής μεταμόρφωνε έκεΐνο πού^ για τόν Ι'διο τό Μαρξ,, ήταν μια ι σ τ ο ρ ι κ ή τ ά σ η σε «άναπόφ·ευκτΌ φ υ σ ι κ ό ν ό μ ο». Μ,ιά κρίση εξαιρετικής βιαιότητας θα παρήγαγε,, αργά ή γρήγορα y συνθήκες μεγάλη·ς φτώχειας, ·οί όποιες θα αναζωπύρωναν τΙς ψυχές ενάντια στο σύ·στημα, αποδείχνοντας δτι ήταν αδύνατο νά συνεχιστεί ή παλιά τάξη πραγμάτων. Αυτή ή βα.ρια καΐ μο·ιρα·α ο·1κονθ'μική κρίση θα επεκτεινόταν, μετά,, σε γενική κρίση της κοινωνίας,, κλείνοντας,, τελικά,, 'μέ τήν^ άνοδο του προλεταριάτου στήν εξουσία.. χΑύτή ήταν^ σύ^μφωνα μέ τό Μπερνστάιν,, ή αντίληψη πού κυριαρχούσε στη σοσιαλδη>μοκρατία. Σ' αυτήν ειχε τώρα πια ριζώσει, γράψει^ «ή πεπο-ίθηση δτι αυτός δ δρόμος άνάπτυξης είναι Ινας ά ν α π ό φ^ ε υκ τ ο ς φ υ σ ι κ ό ς ν ό μ ο ς κι δτι μια μ,εγάλη γενική οικονομική κρίση «είναι ή ύπο-χρεωτική πορεία προς τή σοσιαλιστική κοινωνία». Ό Κάουτσκι απέκρουσε μέ πολύ αποφασιστικότητα,, στήν έπιχειρηματο'λογηιμένη του· απάντηση ·στό «Οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας» αυτή τήν άπό'δοση, στή γερμανική σοσιαλδη-μοχρατία, της θέσης μιας επικείμενης κι αναπόφευκτης «κατάρευσης» της αστικής κοινωνίας κάτω από τή μοιραία ώθηση «καθαρά οιίκονο'μικων αιίτίων». «ΣτΙς επίσηιμες δ·ιακηρύξ€ΐς της γερμανικής σοσιαλδη^μοκρατίας, δ Μπερνστάιν θα ψάξει ανώφελα για μια βεβαίωση πού να ηχεί μέ τήν έννοια της θεωρ.ίας της κατάρευσης πού δ ϊδχος άναφόρ^ει, Στό
20
άπόσπασ[ΐα· του «Προγράμ-ματος της Έρφούρτης», πού πραγματεύ-ετα: τΙς χρίσεις,, δέν ύπαρχε: λέξη γιά χατάρεΌση»^\ 'Ωστόσο, σαν άπό.δειξη δτι μέ τήν χατηγορία του δ Μπερνστάιν εχει κατά κάποχο' τρ'όπο' χτυπήσει σω^στά,, πέρα άπο 'μερικές αντιδράσεις που τότε υπήρξαν από τή μαρξιστική πλευρά (Κουνόβ, π.χ.) καΐ πού θα ξαναβεβαιώσουν δτι δ Μαρξ κι δ "Ενγκελς πίστευαν πραγματικά σέ μια καταστροφική κατάρευση του καπιταλισμού^^,, μπορούμε να θυμηιθουμε τό ιδιο· το «Πρόγρα^μμα της Έρφούρτης» πού συνέταξε ό Κάουτσκι ανάμεσα στο 1891 καΐ 1892: στο δποϊο είναι ακριβώς προφανής ή μετατροπή καΐ μετάφραση της «ιστορικής τάσης», για τήν οποία μιλοϋ-σε ό Μαρξ, στους δρους -μιας ν ατ ό υ^ ρ α λ ι σ τ ι κ ή ς και μοιρ'ολατρικής άναγκαιότητας. Θεωρούμε τήν κατάρευση τ^ς σύγχΡονης κοινωνίας άναπόψευκτη -έξηγοΟσε τότε ό Κάουτσκι, σχολιάζοντας το πρόγ,ραμμα— γιατί ξέρουμε δτι ή οικονομική ανάπτυξη τταράγει μέ φυσίική αναγκαιότητα συνθήκες οι όττοΐες αναγκάζουν τους ©κμεταλλευόμενους νά άγωνίζρνται ενάντια στήν άτομίική ιδιοκτησία· ότι αυτή αυξάνει τον αριθμό και τή δύναμη των έκμεταλλευομένων και μειώνει τόν αριθμό και τή δι> ναμη των εκμεταλλευτών πού ένδιαφέρονται γιά τή διατήρηση της σύγχρονης κατάστασης πραγμάτων πράγμα πού όδηγεί, τέλος, σε συνθήκες άβάσταχτες για τή μά£;α του πληθυσμού, που αφήνουν σ ' αυτή τήν τελευταία, μόνα τήν επιλογή ανάμεσα στή συμ(|>υή άπακτήνωση ή τήν ενεργητική ανατροπή της υφιστάμενης ιδιοκτησιακής τάξης.
Κι δ Κάουτσκι πρόσθετε: « Έ καπιταλιστική κοινωνία ναυάγησε* ή διάλυση της είναι πια μόνο ζήτηιμα χρόνου' ή άναπόφ-ευκτη οικονομική ανάπτυξη παράγει μέ φυσική αναγκαιότητα τή χρεωκοπία του καπιταλί'στικοΰ τρόπου παραγωγής. Ή οικοδόμηση μιας νέου τύπου κοινωνίας στή θέση τής σημερινής δεν είναι πια μόνο κάτι τό ε π ι θ' υ μ η τ ό„ άλλα εγινε κάτι το ά ν απ ό φ ε υ κ τ ο». Αύτό τό θέμα· του έπικείμενου τέλους της καπιταλιστικής κοινωνίας και του επικείμενου περάσματος στο σο^σιαλισμο συνι11. Κάουτσκι, « Ό Μπερνστάιν καΐ τό Πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας». 12. Για τήν αναβίωση της συζήτησης γύρω από τή «θεωρία της κα-
τάρευσης» πρβλ. Π. Σουήζυ, The theory of capitalist
development-
21
στα ενα βασικό μοτίβο' προσανατϋλισ[ΐοϋ της Συζήτησης Μπερνστάιν [Bernstein Debatte] ^ δχι μόνο γ ώ θεωρητικούς ή έπιστημανχκούς λόγους^ πού έδώ ύπαΊν.σσόμαστε %αΙ στους οποίους θ'ά εχουιμε τήν εύκαιρχα νά ξαναγυ^ίσο-υμε γρήγορ'α, άλλα γιατί στΙς διάφορες αποχρώσεις πού παχρνει αύτο zb θέμα στην περίοδο· δπου διασταυρώνονται οΐ δύο α'ιωνες,, άντανα.κλαται μία πραγματική βαθιά ιστορική .διαδικασία,, πού εδω είναι απαραίτητο τουλάχιστον νά ύπαινιχθουμε.
4. Ή «Μεγάλη "Ύφεση» Tb τελευταίο τέταρτο τοΰ· 19ου αιώνα ήρθε παίρνοντας άπο xôtipô, στο .μυαλό των οικονομολόγων, τή σηιμασία μιας κρ-ίσιμης φάσης στήν ίστορχα του καπιταλισμού·. Αυτή ή περίοδος χαρακτηιριίστηκε άπο 'μια μακρόχρονη' ο'Ικονομική χρ·ίση, πού φέρνει τό όνομα Μεγάλη· 'Ύφεση και πού άρχισε τό 1873 καΐ παρατάθηκε, έκτος άπο δυο σύντομες στιγμές άν^ρθωσης, ως το 1895^^ Στή διάρκεια αυτής της κρίσης,, πού άρχισε με ενα βίαιο κράχ, άλλα πήρε γρήγορα μια πιο ήπια εξέλιξη,, αν και εξαντλητικής διάρκειας,, (αύτό πού ένμέρει επέτρεψε σέ πολλούς σύγχρονους να ιμήν τήν αναγνωρίσουν σαν αληθινή και ιδιαίτερη κρίση,, μέ τήν κλασική έννοια τής λ έ ξ η ς ) έ π α ι ξ α ν τό ρόλο τους καΐ βρήκαν πλήρη έφαρι^ογή δλες οΊ βασικές κατηγορίες της ανάλυσης του Μάρξ: πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους,, σαν συνέπεια της αυξανόμενης «οργανικής σύνθεσης» του κεφαλαίου,, άποτελμάτιοση 'καΐ μερικός 'κορεσμός των ευκαιριών για επενδύσεις, άνασταλτική δράση του ανταγωνισμού πού, έτοτος άπό τό δτι ειχε έπιπτώσεις στα περιθώρια κέρδους, έπέφερε μια θεαματική πτώση των τιμών. Μέ τήν ευκαιρία τής έκδοσης του Τρίτου Βιβλίου του «Κεφαλαίου», σέ -μια μεγάλη σημείωση πού παρενέβαλε στή διαπρα13, Μ. Ντόμπ, Studies in the development
of capitalism-^ Για
βιβλιογραφικές πληροφορίες και βαοικα στοιχεία για τή Μεγάλη "Τφεση (διαρθρο)μένα κατά λήμματα: απασχόληση, επενδύσεις, τιμές, κλπ.)
βλέπε Σ. Τζ. Ε. Λίθ, British Economic 1950.
22
History since 1760, Λονδίνο
γριάτευση του Μαρξ σχετχχά ιμέ τΙς μετοχικές εταιρίες, δ 'Ένγχελς ύπαινχ'χθηκε τή Μεγάλη "Γφεση πού υπήρχε τό·τε αυτά τα λόγια: Ή όλοένα αυξανόμενη ταχύτητα μέ την οποία μπορεί σήμερα νά αυξηθεί ή παραγωγή σέ δλα τά πεδία της μεγάλης βιομηχανίας, εχει σαν αντίθετο την όλοένα αυξανόμενη βραδύτητα με τήν οποία επεκτείνεται ή αγορά που θά επρεπε να άποροψάει αυτή τήν αυξανόμενη ποσότητα προϊόντων. Αυτό πού ή παραγωγή πιροσ({>έρει σέ μήνες, ή αγορά μπορεί νά τό άποροφήσει μόλις σέ χ ρ ό ν ι α ( . . . ) · Οί συνέπειες είναι μια χρόνια γενική ύπερπαραγωγή, μείωση των τιμών, μείωση και έπίσης ολική έξα(ΐ>άνιση των κερδών μέ λίγα λόγια, ή τόσο εκθειασμένη ελευθερία του ανταγωνισμού δέν εχει πια τίποτα να πεΪ και είναι υποχρεωμένη να άναγγείλει αυτή ή ϊδια τή φανερή και σκανδαλώδη χρεωκοπία της14.
Ή επιμονή αύτοΰ του κειμένου στήν δλοένα αύξαν6·μενη^ βραδύτητα,, μέ τήν οποία Ίπεκτεχνεται ή άγορά,. αναφέρεται, Ιδιαίτερα, σ' ε να βασικό γεγονος πού ώρίμασε έκεινα· τα χρόνια και το δποΤο δ "Ενγκελς υπαινίχθηκε σέ πολλές εύκαιρ'ίες: τό τέλος του αγγλικού βιομηχανικού μονοπωλίου στον οίόσμο,, ή αρχή της διεθνούς πάλης για τις αγορές — δχι, προφανώς, για τήν έξαγο)γή των έμπορευμάτιον^ άλλα των κεφαλαίων. Πραγματικά, σΐήν περίοδο- της Μεγάλης 'Τφ-εσης ή γερ'μανική κι αμερικανική βιομηχανία — οί όποιες είχαν μπει στή διαδικασία της συγκεντροποίησης πριν καΐ αρκετά πιο έντονα από τή βρεταννική — Αρχίζουν νά εμποδίζουν τήν παγκόσμια κυρχαρχία αυτής της τελευταίας^^. ;!': 14. Μαρξ, «Τό Κεφάλαιο», τ. I I I , σ. 547.
15. Τξ. Μ. Τριβέλιαν, Sioria délia società imlese,
Τορίνο 1948:
« Ό γαλλο-πρωσσικός πόλεμος του 1870 ήταν τό πρώτο πλήγμα* στις τρεις επόμενες δεκαετίες ή 'Αμερική καΐ ή Γερμανία αναπτύχθηκαν σέ αντιπάλους μας ώς προς τήν βιομηχανική ικανότητα. ΟΙ ασύγκριτα μεγαλύτερες φυσικές πηγές της 'Αμερικής, ή τεχνική και επιστημονικής εκπαίδευση πού διέθεταν οι προβλεπτικές κυβερνήσεις στή Γερμανία γίνονταν κάθε χρόνο και πιο αισθητές. Για να αντιμετωπιστεί αυτή ή νέα κατάσταση, ή πολιτιστική ελευθερία, ή ελεύθερη ανταλλαγή καΐ τό πνεύμα ατομικής προοτοβουλίας τα όποια είχαμε δίκιο να εκθειάζουμε κατέληγαν νά μήν είναι άπό μόνα τους Ικανοποιητικά. 'Όταν αυτό παρατηρήθηκε προσπαθήσαμε νά βελτιώσουμε τήν τεχνική μας προετοιμασία* κι ακόμη, να ρίξουμε μια πιό προσεχτική ματιά στα «υπερπόντια εδάφη» μας: πρά-
23
Αύτο το τέλος του «άγγλικοΰ βιομηχανικού μονοπωλίου» πημεγάλη· σημασία στη σκέψη του "Ενγκελς στα τελευταία του χρόνια. Τό ύπαινίσσεται στην εισαγωγή του 1892 στην «Κατάσταση της έρ^γατικης τάξης στην Αγγλία»: τό τέλος αύτοϋ του μονοπωλίου επρεπε να φση, τό σημείο άπ' δπου ξεκινάει δ προβλη]χατισμός του Μπερνστάιν είναι ενα λαμπρό άπόσπασμα αυτοκριτικής του 'Ένγκελς: 'ίμένο παράγοντα, ή λεγόμενη οικονομική σφαίρα — πού, για τό Μαρξ είναι παραγωγή π ρ α γ μ ά τ ω ν και μαζί παραγωγή (άντικειμενοποίηση) ι δ ε ώ ν , παραγωγή καΐ διυποκειμενική επικοινωνία, υλική παραγωγή και παραγωγή κοινωνικών σχέσεων (ή σχέση του ανθρώπου μέ τή φύση, λέει, είναι μαζί σχέση του ανθρώπου μέ τόν άνθρο3πο, και αντίστροφα) — τείνει νά αδειάσει από κάθε πραγματικό ι σ τ ο ρ ι κ ο - κ ο ι ν ω ν ι κ ό περιεχόμενο, για να παρουσιαστεί άντίθετα σαν σφαίρα προηγούμενη >:αι προκαταρκτική της διανθρώπινης μεσολάβησης^®. Ή κ ο ι ν ω ν ι κ ή παραγω30. Αύτός είναι ό κίνδυνος, στον οποίο κατά τή γνώμη μου αφήνει περιθώρια ή θεωρία των «παραγόντο)ν» πού υπαινίσσεται ό 'Ένγκελς στα γράμματα του' στα όποια, ακριβώς στο βαθμό πού υπογραμμίζεται ό αποφασιστικός ρόλος πού ασκήθηκε, πέρα από τήν «οικονομική βάση», επίσης από τό λεγόμενο «έποικοδόμημα», ευνοείται ή ερμηνεία δτι ή «οικονομική βάση» είναι μια σφαίρα «καθαρά υλική» ή «τ ε χ ν ι κ οοικονομική», πού δεν περιέχει κοινωνικές σχέσεις καί, συνεπώς, διυποκειμενική επικοινωνία. Ά λ λ α εδώ επιβάλλεται μεγάλη περίσκεψη* ας σημειώσουμε δτι ό Βόλτμαν π.χ. πίστεψε δτι ανακάλυψε, στήν προκειμένη περίπτωση, μιά διαφορά ανάμεσα στήν κοινωνική έννοια της «οικονομίας», ακριβώς τοι3 Μάρξ, καΐ τή νατουραλιστική εκείνη των "Ενγκελς, Κάουτσκι καΐ Κουνόβ (πρβλ. Κάουτσκι, « Ό Μπερνστάιν καΐ τό Πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας»). Ή διάκριση «βάσης» καΐ «εποικοδομήματος», πού στό Μάρξ είναι πολύ σπάνια καΐ μόλις κάτι περισσότερο άπό μεταφορά, απόχτησε υπερβολική σημασία στόν επακόλουθο μαρξισμό. Πρέπει δμως νά παρατηρήσουμε δτι τουλάχιστον ενα μέρος της ευθύνης για τήν επακόλουθη ανάπτυξη ανάγεται στό λαμπρό πρόλογο του Μάρξ στήν «Κριτική της πολιτικής οικονομίας» δπου διατυπώσεις δπως: «ό τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής έξαρτά, γενικά, τήν κοινωνική, πολιτική και πνευματική διαδικασία της ζωής», σέ κάνουν νά υποθέσεις, άν παρθούν κατά γράμμα, δτι μπορεί νά υπάρχει «υλική παραγωγή» πού νά μήν είναι μαζί καΐ «κοινωνική διαδικασία».
34
γή μετατρέπεται ΐτοι σέ « τ ε χ ν ι κ ή της παραγωγής», το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας σέ άντικείμενο τής τεχνολογίας. Κι άφου αυτή ή «τεχνική», πού είναι ή. «ύλική παραγωγή» με τή στενή έννοια τής λέξης, αποχωρίζεται από κείνη τήν δ·λλη και ταυτόχρονη π α ρ α γ ω γ ή πού οι άνθρωποι 'συντελουν μέ τΙς Ι'διες τους τις σ χ έ σ ε ι ς (καΐ χωρίς τήν οποία, για τό Μαρξ, δέν είναι πραγματική ούτε ή πρώτη), ή υλιστική άντίληψη τής ιστορίας τείνει να μετασχηματιστεί σέ τεχνολογική άντίληψη τής ιστορίας: δίνοντας ετσι δίκιο σέ κείνους τους -κριτικούς του μαρξισμού, δπως 6 καθηγητής Ράμπινς, για τούς οποίους δ ιστορικός υλισμός συνοψίζεται στήν ιδέα «δτι ή υλική τεχνική τής παραγωγής εξαρτά τή μορφή δλων των κοινωνικών θεσμών, καΙ δτι Ολες οι αλλαγές στους κοινωνικούς θεσμούς είναι τό άποτέλεσμα τών αλλαγών στήν τεχνική τής παραγωγής» ή, τέλος, δτι «ή ΊστΟ'ρία είναι τό επιφαινόμενο τών τεχνικών άλλαγών»^^. Ή κυρία συνέπεια αυτής τής οπτικής τών «παραγόντων», πού υποβόσκει λίγο πολύ άνοιχτα σέ δλο τό μαρξισμό αυτής τής έποχής — καΐ πού είναι ή κοινή βάση σέ απόψεις, -αν και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, δπως του Μπερνστάιν ή του Πλεχάνωφ — ε ί ν α ι διάκριση «παραγωγής» καΐ «κοινωνίας», ύ λ ι σ ^μ ο υ και ι σ τ ο ρ ί α ς , ή διάκριση τής σχέσης του ανθρώπου μέ τή φύση από τή σύγχρονη σχέση του ανθρώπου μέ τόν άνθρωπο: μέ συντομία, ή ανικανότητα να αντιληφθούν δτι — χωρίς διανθρώπινη ή κοινωνική μεσολάβηση — είναι ακατανόητος δ ίδιος δ θεσμός τής εργασίας καΙ τής παραγωγικής δραστηριότητας. «Στήν παραγωγή, λέει δ Μάρξ, οι άνθρωποι δέν δρουν μόνο πάνω στή φύση, αλλά επίσης οι μέν πάνω στους δέ. Παράγουν μόνο εφόσον συνεργάζονται μ' ενα καθορισμένο τρόπο καΐ ανταλλάσσουν άμοιβαΐα τΙς δραστηριότητές τους. Για να παράγουν Ιρχονται μεταξύ τους σέ καθορισμένους δεσμούς και σχέσεις, καΐ ή δράση τους πάνω στή φύση, ή παραγωγή, έ'χει θέση μόνο στό πλαίσιο αύτών τών δεσμών καΐ τών κοινωνικών σχέσεων»^^. 31. Λ. Ρόμπινς, «Δοκίμιον περί της φύσεως καΐ σημασίας τής οίκονομικής επιστήμης», έν 'Αθήναις, 1942, σ. 34. 32. Κ. ΜάρΙ, «Μισθωτή εργασία καΐ κεφάλαιο» (έλλ. μετ., εκδ. «Θεμέλιο», 'Αθήνα 1966, σ. 41-2).
35
Ή διασταύρα>ση αυτών των δύο διαδίκασιών είναι τό κλειδί του ι σ τ ο ρ ι κ ο ύ ύλισμου. Ό παραδοσιακές υλισμός, που θεωρεί τους ανθρώπους σαν προϊόν χαΐ αποτέλεσμα του περιβάλλοντος, ξεχνάει, λέει ό Μάρξ^^, δτι οί άνθρωποι τροποποιούν μέ τή σειρά τους το περιβάλλον κι δτι «δ Ι'διος δ παιδαγωγός πρέπει να διαπαιδαγωγείται»' ξεχνάει, δτι δεν αρκεί νά θεωρούμε τις πρακτι,κο - υλικές περιστάσεις σαν α ι τ ί α -καΙ τον άνθρωπο σάν απ ο τ έ λ ε σ μ α , άλλα οτι πρέπει να διατηρούμε παρούσα καΐ τήν άντίστροφη κίνηση: άφου, δπως δ άνθρωπος πού είναι τδ αποτέλεσμα είναι μαζί αιτία της αιτίας του, ετσι κι αυτή ή τελευταία είναι ταυτόχρονα αποτέλεσμα του άποτελέσματός της. Μέ συνομία: προϊόν της αντικειμενικής ύλικης αιτίασης, δ άνθρωπος είναι ταυτόχρονα και ή άρχή μιας νέας αιτιακης διαδι,κασίας πού είναι τδ αντίθετο της πρώτης καΙ στην δποία τδ ση^μεϊο έκκίνησης δέν είναι πια τδ φυσικδ περιβάλλον αλλά ή έννοια, ή ιδέα του ανθρώπου, τδ νοητικό του σχέδιο. Αύτη ή δεύτερη διαδικασία, πού εχει σαν prius τήν ιδέα και στήν δποία ή αιτία δέν είναι συνεπώς αντικείμενο άλλα έ ν ν ο ι α , ώς πρδς τήν δποία μάλιστα τδ αντικείμενο τοποθετείται σαν σκοπδς και σημείο άφιξης, είναι ή λεγόμενη τελική αιτιότητα, δ φιναλισμδς ή τελεολογική διαδι-κασία, σέ αντίθεση μέ τήν αποτελεσματική ή υλική α ι τ ι ό τ η τ α της πρώτης περίπτωσης. «Ό σκοπός», λέει δ Κάντ, «είναι τδ άντικείμενο -μιας έννοιας, έφόσον αύτή θεωρείται σαν αιτία εκείνου (τδ πραγματικό θεμέλιο της δυνατότητάς του) * καΐ ή αιτιότητα ιμιας Ι ν ν ο ι α ς άναφορικά μέ τδ ά ν τ ι -κ ε ί μ ε ν ό της είναι ή τελικότητα (forma f i n a I i s ) » S 4 . Ό φιναλισμός, λοιπόν, ανατρέπει και άντιστρέφει τήν τάξη της αποτελεσματικής αιτιότητας, μέ τήν έννοια βτι, ένώ σύιμφωνα μ' αύτή τήν τελευταία λέμε δτι ή αιτία προηγείται του άποτελέσματος καΐ τδ καθορίζει, δταν τδ αποτέλεσμα είναι ενας σκοπός, δηλαδή ένας ήθελημένος στόχος, τότε είναι άκριβώς αύτδς πού καθορίζει τήν άποτελεσματική αιτία, ή δποία γίνεται άπλδ μ έ σ ο στήν υπηρεσία του. Τώρα, ή σύμπτωση αύτών τών δύο διαδικασιών, καθεμιά άπδ 33. Τρίτη θέση για τό Φόυερμπαχ. 34. Κάντ, «Κριτική της κρίσης».
36
τΙς δποΐες είνα'. ή άνατροπή της δίλλης καΐ πού ώστό-σο συντρέχουν μαζί για να σχηματίσουν έχείνη την umwaelzende ή revolution naere' PraxH για την δποία γίνεται λόγος στΙς «Θέσεις για τδ Φόυερμπαχ», είναι δχι μόνο τδ κλειδί καΙ τδ μυστικδ του ιστορικ ο ύ ύ λ ι σ μ ο υ στή διπλή του σημασία, ακριβώς, σαν αιτιότητας (ύλισμδς) καΐ τελι^ότητας (ιστορία), άλλα επιτρέπει επίσης να έξηγήσουμε εκείνο τδ νευραλγικό σημείο του έργου του Μαρξ πού είναι ή εννοιά του της «παραγωγής» ή «εργασίας», σαν παραγωγής π ρ α γ μ ά τ ω ν καΙ μαζί παραγωγής (άντικειμενοποίησης) ιδεών, διυποκειμενικης παραγωγής καΐ επικοινωνίας, υλικής παραγωγής καΐ παραγωγής κοινωνικών σχέσεων. Ή αράχνη —γράψει ό Μαρξ σ' ενα λαμπρό κομμάτι ταΟ «Κεψαλαίοι/»35— έκπλη,ρώνει εργα πού μοιάζουν ιμέ τού υφαντουργοί), ή μέλισσα ντροπιάζει πολλούς αρχιτέκτονες μέ το χτίσιμο της κερήθρας της. Ά λ λ α αυτό πού διακρίνει άπό την αρχή τό χειρότερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη μέλισσα, είναι τό γεγονός δτι αυτός εχει χτίσει την κερήθρα ,μέσα στό ΐκεάλι του, πριν τη χτίσει στό κερί. Στό τέλος της έργασιακής διαδικασίας προκύπτει ενα αποτέλεσμα πού ήταν ήδη παρόν από τήν αρχή (της εργασιακής διαδικασίας), στήν ι δ έ α τ ο υ ε ρ γ α ζ ό μ ε ν ο υ , ήταν συνεπώς παρόν ι δ ε α τ ά . "^Οχι δτι αυτός φ έ ρ ν ε ι μόνο μία μεταμόρφωση του φυσικού στοιχείου* π ρ α γ μ α τ ο π ο ι ε ί στό φυσικό στοιχείο ταυτόχρονα τ ό δ ι κ ό τ ο υ σ κ ο π ό , πού τόν γ ν ω ρ ί ζ ε ι , και πού καθορίζει σα νόμος τόν τρόπο της δράσης του.
Τδ προϊδν της εργασίας, λοιπόν, είναι δ Ίξαντικειμενισμός, ή εξωτερίκευση της ι δ έ α ς του εργαζόμενου: είναι τδ εξωτερικό καΐ πραγματικό γίγνεσθαι της έννοιας ή προγράμματος μέ τδ όποιο δ 'εργαζόμενος μπαίνει στδ εργο. Πράγμα πού σημαίνει δτι ή έργασί.α είναι ·φιναλιστΐ"κή δραστηριότητα* δτι ή παραγωγή δέν είναι μόνο σχέση του ανθρώπου μέ τη φύση, άλλά χαΐ σχέση διανθρώπινη, δηλαδή γλώσσα^® αύτή ή ιδια, έ-κδήλωση του άνθρωπου προς τον άλλο άνθρωπο. Άπδ τήν άλλη μεριά, εφόσον για νά π ρ 'α γ μ α τ ο π ο ι ή σ ε ι τήν εργασιακή ιδέα ή 35. «Τό Κεφάλαιο)/, τόμ. I , σ. 166. 36. Σ τ ή «Γερμανική ιδεολογία» ή παραγωγή ορίζεται σαν «γλώσσα της πραγματικής ζωής».
37
σχέδιο πρέπει να ύπολογίζεί καΐ την ε ί δ ί κ ή φύση των ύλίκών πώ Θ3ί& ιμεταχειριστεΐ, ή εργασιακή διαδικασία άποκαλύπτεται, πέρα άπδ φιναλισμός, καΙ άποτελεσματική αιτιότητα. Πραγματικά, για να εξαντικειμενιστεΐ στο προϊόν ή ιδέα, δηλαδή «εκείνο το ιδεατό κίνητρο πού άποτελεΐ τήν έσωτερική ώθηση της παραγωγής και τήν προϋπόθεση της» καΐ να μετασχη^ματιστει ετσι ή φύση σύμφωνα 'με τα σχέδιά μας και τΙς προθέσεις ιμας, πρέπει και ή ιδέα έπίσης, πού από μιαν άποψη καθορίζει τό αντικείμενο, ν Î3c κ α θορίζεται, 'μέ τή σειρά της, α π ό α ύ τ ό: σύμφωνα μέ τό λαμπρό αφορισμό του Βάκωνα δτι για να διατάζεις τή φύση πρέπει καΐ να τήν ύπακους καΐ δτι για να προσαρμόσου'με τό αντικείμενο σέ μας είναι -άπαραίτητο να προσαρμοστου^με -καΙ μεΐς σ' αύτό. «Ή παραγο)γή, λέει δ Μάρξ, παράγει δχι μόνο ενα αντικείμενο για τό υποκείμενο, άλλα κι ενα ύποκείμενο για τό αντικείμενο». Ή «ιδεατή ώθηση», πού δρα στήν παραγωγή «σαν έσωτερική εικόνα, σαν ·άνάγκη, σαν κίνητρο -καΙ σαν σκοπός» δέν είναι μόνο α ι τ ί α είναι και α π ο τ έ λ ε σ μ α : άφοΰ «αυτή ή ?δια σαν κίνητρο μεσολαβεΤτιαι από τό άντικεί-μενο, και ή άνάγκη αύτου του τελευταίου, πού αύτή άποδείχνει, δημιουργείται άπδ τή σύλληψη του ϊδιου του άντικειμένου»^'^. Δέν είναι Ίδώ ή περίπτωση να δου-με πώς αύτή ή σχέση αιτιότητας - φιναλισμοΰ είναι ή ίδια ή σχέση ·έπαγωγής - απαγωγής και συνεπώς πώς ή μαρξική έννοια τών «κοινωνικών σχέσεων παραγωγής» συνεπάγεται Ιπίσης μια λογική της Ιπιστημονικής ερευνάς. Γυρίζοντας στό Μπερνστάιν καΐ στήν πολεμική πού προκάλεσε γύρω από τό «ντετερ·μινισμό» της ύλιστι-κής αντίληψης της ιστορίας, συμφέρει περισσότερο να τονίσουμε πώς δλες οι τάσεις του μαρξισμού της Δεύτερης Διεθνούς φτάνουν άκριβώς στή δυσκολία να άντιληφθουν αύτή τήν αμοιβαία διείσδυση αΐτιότητας και φιναλισμοΰ, τήν δποία υπαινιχθήκαμε πριν λίγο. «Ή δραστηριότητα του άνθρώπου», γράφει δ Πλεχάνωφ σ' ενα άπδ τα άρθρα του ενάντια στό Μπερνστάιν καΐ τήν κριτική του 37. Κ. Μάρξ, «ΕΙσαγωγή (του 1857) στήν κριτική της πολιτικής οικονομίας» (έλλ. μετ., έκδ. «Νέοι Στόχοι», 'Αθήνα 1971, σ. 329. ' Ό λες οι επόμενες αναφορές σ' αυτό τό εργο θα γίνονται σέ σελίδες της έλλ. εκδ.).
38
στον υλισμό, «μπΟ'ρεΙ νά ιδωθεί κάτω άπο δυο διαφορετικές απόψεις». 'Από τή ]xià μεριά, «μας εκδηλώνεται σαν α ι τ ί α αυτών ή εκείνων των κοινωνικών φαινομένων», στο βαθμό πού ό άνθρωπος εχει 'συνείδηση δτι είναι τέτια αιτία, «στο βαθμό πού υποθέτει δτι α π ' αυτόν ε ξ α ρ τ α τ .α ι να προκαλέσει τέτια κοινωνικά φαινό^μενα». 'Από τήν άλλη -μεριά, «δ άνθρωπος, πού μας έμφανίζεται σαν ή αιτία ενός δεδομένου κοινωνικού φαινομένου, μπορεί καΙ πρέπει νά θεωρείται, σαν σ υ ν έ π ε ι α αυτών των κοινωνικών φ.αινομένων πού επέδρασαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του καΐ στην κατεύθυνση της θέλησης του. "Αν θεωρηθεί σαν σ υ ν έ π ε ι α , δ κοινωνικός άνθρωπος δέν μπορεί νά θεωρηθεί δτι δρα ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς , γιατί δέν έξαρτήθηκαν ·άπό τή θέλησή του οι περιστάσεις εκείνες πού καθόρισαν τήν κίνησή του. Συνεπώς ή δραστηριότητά του φαίνεται τώρα σάν δραστηριότητα ύ π ο τ α γ |χ , έ νη στ ό νόμο της άναγ κ α ι ότ ητ α ς»^^. Ό προβληματισμός δέν θά μπορούσε νά είναι πιό καθαρός: δ άνθρωπος, πού στή δική του σ υ ν ε ί δ η σ η φαντάζεται δτι είναι αιτία, είναι σ τ ή ν π ρ α γ 'μ α τ ι χ ό τ η τ α αποτέλεσμα καΐ μόνο αποτέλεσμα. Ό Πλεχάνωφ, μ' άλλα λόγια, δέν κατορθώνει νά συνδυάσει ·μαζι αιτιότητα καΐ φιναλισμό: ή έννοια της umwaelzende Praxis, δηλαδή της παραγωγικής δραστηριότητας πού ανατρέπει καΐ υποτάσσει στόν εαυτό της τΙς 'ίδιες τΙς συνθήκες άπ' δπου προέρχεται — ή του «παιδαγωγού πού πρέπει νά διαπαιδαγ(ογειται» —• μένει γι' αυτόν μιά αιτία άπιαστη. Ά π ' αυτό προκύπτει δτι ό μόνος τρόπος 'μέ τον όποιο κατορθώνει νά συνθέσει αυτές τΙς δύο διαστάσεις είναι νά άναγνωρίσει σάν π ρ αγ 'μ α τ ι ·κ ή μόνο τήν αναγκαιότητα ή ύλική αιτιότητα, καΐ νά αποδώσει, άντίθετα, στή ισυνείδηση, δηλαδή στό φιναλισμό καΙ τήν ελευθερία, μόνο τό καθήκον νά πραγματοποιεί εκείνη τήν άναγκαία καΐ αναπόφευκτη τάξη. Ή έλευθερία — λέει δ Πλεχάνωφ επαναλαμβάνοντας τόν "Εινγκελς και μέσω του "Ενγκελς τό Χέγ38. Πλεχάνοοφ, «Καντ εναντίον Κάντ, ή ή πνευματική διαθήκη του κ. Μπερνστάιν», ρωσική έκδοση, «"Εργα», τ. X I , σ. 77.
39
κελ — είναι ή «άναγνώριση της άναγκαιότητας»^^: ή ελευθερία, δηλαδή, είνα: ή Ίπίγνωση δτ: είμαστε καθορισμένοί. Δέν μπαροΟιμε εδώ να σταματήσουμε για να δείξουμε πώς αύτη ή άναφορα στο Χέγκελ γύ.ρω άπδ τή σχέση ελευθερίας - αναγκαιότητας θεμελιώνεται, το ϊδιο -μέ δλες τΙς άλλες χεγκελιανές προτάσεις τΙς δανεισμένες από τό «διαλεκτικό ύλισ^ιό» του 'Ένγκελς καΐ του Πλεχάνωφ, σε μια «άνάγνωση» πού βρίσκεται πολύ λίγο κοντά στό πνεύμα του μεγάλου γερμανού φιλόσοφου^®. Ή ταυτότητα ελευθερίας καΐ άναγκαιότητας ή, πράγμα πού είναι τό Γδιο, ή τ α υ τ ό τ η τ α σκέψης καΐ ειναι^^, είναι θέματα πού άναβρίσκονται ιμόνο στό τελευταίο φιλοσοφικό εργο του 'Ένγκελς, άλλα άπόλυτα ξένα ·στή σκέψη του Μάρξ. Σ' αυτή την περίπτωση, άλλωστε, ποια είναι ή πραγματική συγγένεια αύτών τών θέσεων αποδείχτηκε, δχι χωρίς εύφυία, άπό τον Γδιο τόν Πλεχάνωφ δταν πρός ύποστήριξη της ταυτότητας ελευθερίας και άναγκαιότητας ανατρέχει, πέρα άπό τό Χέγκελ, στις τελευταίες σελίδες του Τετάρτου Τμημάτος του «Συστήιματος του μεταφυσικου ιδεαλισμού» του Σέλινγκ^^. Έδώ ιμας ενδιαφέρει περισσότερο να τονίσουμε, πόσο ξένες είναι οί 'άρχές στΙς όποιες καταλήγει δ «δρθόδοξος» μαρξισμός της Δεύτερης Διεθνούς ως πρός τήν πρωτότυπη προβληματική του Μάρξ. 39. Πλεχάνοοφ, Essais sur Γ histoire
1957, (T. 123.
du matérialisme,
Παρίσι
40. Για τή σχέση μέ τό Χέγκελ βλέπε, Ιδιαίτερα, τό άρθρο τοί3
Πλεχάνωφ, Zu He^eV s sechzigstem 1891-2.
Todestag,
στη Neue
Zeit,
41. Πλεχάνο^φ, «Τα βασικά προβλήματα του μαρξισμού» (ελλ. μετ. έκδ. «Φλόγα», 'Αθήνα 1956). 42. Σέλινγκ, «Σύστημα του μεταφυσικοΰ Ιδεαλισμού». 'Αναφορά σ' αυτές τΙς σελίδες τοί) Σέλινγκ υπάρχει σέ ολα σχεδόν τα φιλοσοφικά γραφτά του Πλεχάνωφ. Τά αποσπάσματα του Σέλινγκ, πάνω στά όποια ό Πλεχάνωφ προσάρμοσε τή σκέψη του είναι, Ιδιαίτερα, αυτά: « Ή νόηση είναι ελεύθερη μόνο σαν εσωτερικό φαινόμενο, και γι' αυτό υπάρχουμε, καΐ πιστεύουμε μέσα uaç οτι είμαστε ελεύθεροι, άλλα τό φαινόμενο της ελευθερίας μας, ή ή ελευθερία μας, εφόσον μεταφέρεται στόν αντικειμενικό κόσμο, πέφτει κάτοο άπό φυσικούς νόμους, εξίσου μέ κάθε άλλο γεγονός». «Κάθε πράξη, τόσο του ά τ ό μ ο υ, δσο καΐ ολόκληρου του είδους, σαν πράξη, πρέπει νά εχει συλληφθεί στή σκέψη ελεύθερα, άλλά, σαν άντικειμενικός στόχος, υπόκειται στους φυσικούς νόμους. Τποκειμενικά, λοιπόν, δρούμε χάρη στό εσωτερικό φαινόμενο* άντικειμενικά, δέν δρούμε, άλλά κάτι άλλο δρά σχεδόν διαμέσου μας».
40
Ό άνθρωπος γίνεται άντιληπτος μόνο σαν ένας κρίκος της άντικειμενίκης υλικής διάδοχης, σαν κάποιο είναι του οποίου ή δράση «εξαναγκάζεται» από μια ανώτερη καΐ μεταφυσική δύναμη —· πού δ Πλεχάνωφ όνομάζει "Γλη, άλλα πού θα μπορούσε να λέγεται επίσης 'Απόλυτο ή «πονηριά του Λόγου» — ή δποία δρα μέσα άπό τή δράση την Ι'δια του ανθρώπου, άναπτύσσοντας ετσι προς άλλα άποτελέσματα τούς στόχους πού αυτός συνειδητά (χαί, συνεπώς, αύταπατώμενος) επιδιώκει. Ό νεο)τερισμός καΐ ή ιδιαιτερότητα του ίστορικο - ανθρώπινου κόσμου — πού περικλείεται στη σύνθετη μαρξική έννοια της «παραγωγής», σάν παραγωγής διανθρώπινων σ χ έ σ ε ω ν καΙ μαζί π ρ α γ μ ά τ ω ν χαί, συνεπώς, σάν αύτοπαραγωγή και άναπαραγωγή «άλλου» — άγνοεΐται εδώ ολοκληρωτικά και αθεράπευτα: μέ αποτέλεσμα ή αντίληψη, στήν δποία δδηγει, να μην μπορεί παρά νά είναι, άν οχι μια πολύ άφελής μεταφυσική καΙ ίστοριχο - εξελικτική κοσμολογία, πάντως μια φιλοσοφία της θείας πρόνοιας δίκαια εκτεθειμένη στήν κατηγορία του φαταλισμου. Μερικοί συγγραφείς, -ττ.χ. ό Στάμλερ, παρατηρούν —γράφει ό Πλεχάνωφ— δτι αν ό θρίαμβος τοΰ σοσιαλισμού εΪναι ιστορική αναγκαιότητα, ή πρακτική δραστηριότητα της σοσιαλδημοκρατίας είναι εντελώς περιττή. Γιά ποιο λόγο, πράγματι, να έργαζόμαστε για να φέρουιμε ενα φαινόμενο που σέ κάθε περίπτωση θά ερθει τό Τδιο και αναπόφευκτα; Άλλα αυτό εΪναι ενα σόφισμα ευτελές και γελοίο. Ή σοσιαλδημοκρατία βλέπει τήν ιστορική ανάπτυξη άπό τήν οπτική γωνιά της άναγκαιότητας, και τή δική της δραστηριότητα σάν ενα ά π α ρ α ί τ η τ ο κ ρ ί κ ο στήν αλυσίδα εκείνων των α ν α γ κ α ί ω ν σ υ ν θ η κών, τό σύνολο τών οποίων καθιστά αναπόφευκτο τό θρίο^μβο του σοσιαλισμού. "Ενας ά ν α γ α ί ο ς κρίκος δέν μπορεί νά είναι π ε ρ ι τ τ ό ς . 'Άν τόν αφαιρούσαμε, θα σπάγαμε δλη τήν άλυσίδα τών γεγονότων43.
Ή κύρια συνέπει,α αύτης της οπτικής είναι ή άπορόφηση — ή καλύτερα θά λέγαμε: τό κατραχύλισμα — του είδιχου επιπέδου της υλιστικό - ιστορικής άνάλυσης, δηλαδή της οικονομικο - κοινωνικής προβληματικής του Μάρξ, σέ μιά κοσμολογία καΐ κοσμογονία πού όνομάζεται «υλιστική» χαΐ είναι ιμόνο ενα φιλοσοφικό 43. «'Έργα», ρωσική έκδοση, τ. X I , σ. 88.
41
μυθιστόρημα. "Ολα είναι διαλεκτική εξέλιξη της Τ λ η ς . Κι αύτη ή εξέλιξη δλοκληρώνεται, σε κάθε τάξη χαΐ βαθμό, χάρη σε πανταχού παρόντες και γενικότατους «νόμους» πού είναι οι νόμοι τόσο της μηχανικης κίνησης καΐ της ανάπτυξης της φύσης, δσο καΐ της ανθρώπινης κοινωνίας και της σκέψης^^. Ή «οικονομική βάση» του Μαρξ γίνεται ετσι ή 'Τλη. Κι αυτή ή δχι ειδική, δχι καθορισμένη "Γλη, πού είναι μαζί δλα και τίποτα, απλή μεταφυσική ύπόσταση και συνεπώς κατεξοχήν άντιυλιστι-κή, δείχνει τή θεολογική της κατασκευή··, άποκαλυπτόμενη, στήν άφελή πεζότητα του Πλεχάνωφ, σαν ή τελευταία ποικιλία του deus absconditus: «στή ζωή των λαών υπάρχει κάτι, ενα χ, ενας άγνωστος, στή «δύναμη» του οποίου, δπο)ς ·έκείνη τών διαφόρων κοινωνικών τάξεων πού υπάρχουν στους κόλπους τους, οι ίδιοι οί λαοί οφείλουν τήν κ α τ α γ CO γ ή τους, τήν κ α τ ε ύ θ υ ν σ η τους και τις μεταμορφώσεις τους. Είναι καθαρό, με λίγα λόγια, δτι κάτι σχηματίζει τή βάση αύτής της ϊδιας της «δύναμης» καΐ πρέπει εδώ να καθορίσουμε τή φύση αύτου του άγνωστου παράγοντα»^^. Ή προσοχή αποσπάται άποφασιστΐ"κά άπδ τήν ιστορία, δηλαδή από τήν ανάλυση τών οίκονομικο - κοινο)νικών σχηματισμών, για να συγκεντρωθεί στή μελέτη αύτοΰ πού αληθινά ενδιαφέρει: τήν πρωτογενή υλη άπο τήν οποία προκύπτουν δλα, το μεγάλο fictio αύτής της λαϊκής θρησκευτικότητας. «Ή υλη κινείται σ' έναν αιώνιο κύκλο (...) . Σ' αυτόν δέν υπάρχει τίποτε τό αιώνιο παρά ή υλη, πού μετασχηματίζεται αιώνια, κινείται αιώνια, καΙ οι νόμοι σύμφωνα \χε τούς οποίους μετασχηματίζεται και κινείται». Καί, άφοΰ δλα περνούν καΐ τίποτα δέν πεθαίνει, «έμεις εχουμε τή βεβαιότητα δτι ή υλη σε δλες της τΙς αλλαγές παραμένει αιώνια ή ίδια, δτι καμιά από τΙς ίδιότητές της δέν μπορεί ποτέ να χαθεί, κι δτι γι' αυτό αύτή πρέπει ξανά να δημιουργήσει, σε δλλο χρόνο ΎΜ σέ αλλο τόπο, τό πιό ύψηλό προϊόν της, τό σκεπτόμενο πνεύμα, χάρη στήν Ι'δια σιδερένια αναγκαιότητα πού θα φέρει τήν έξαφάνισή του πάνω στή γή»'^®. Ή ταυτότητα σκέψης και είναι μεταφέρεται στο ίδιο τό σώμα 44. "Ενγκελς, «Άντι-Ντύρινγκ» καΐ «Διαλεκτική της Φύσης».
45. Πλεχάνωφ, Essais sur Γ histoire
du matérialisme,
ο. 138.
46. "Ενγκελς, «Διαλεκτική της Φύσης», (ελλ. μετ., σ. 59 - 60).
42
της "Γλης. Δέν υπάρχει πια θ·εωρία της σκέφης, σαν σκέψης του φυσικοΰ οντος «άνθρωπος»^ ^— της κοινωνικότητας του — καί, συνεπώς, μια θεωρία της σκέψης στην ένότητα-διάκρισή της ·μέ τη γλώσσα καΐ μέ κείνη την πρακτικό - πειραματική δράση που είναι ή παραγωγή και ή εργασία. Ή θεωρία της σκέψης αφαιρεί τον άνθρωπο, δηλαδή ή συζήτηση για τή σκέψη γίνεται συζήτηση για το Απόλυτο , σαν πρωτότυπη ταυτότητα σκέψης καΐ είναι. Γν(-θσιολογία και επιστημολογία μηδενίζονται άπο τήν απλοϊκή προσφυγή στήν «εξέλιξη» («τα προϊόντα του ανθρώπινου μυαλοϋ», γράφει δ 'Ένγκελς, «τα οποία σέ τελευταία ανάλυση είναι κι αυτά φυσικά προϊόντα, δέν άντιφάσκουν στο δεσμό της φύσης πού παραμένει, άλλα αντίθετα του είναι αντίστοιχα») . "Ένας Χέγκελ «λαϊ7νθπΌΐημένος», παίρνει τή θέση του Μάρξ. ΚαΙ πίσο) άπο το Χέγκελ προβάλλει δ Σέλινγκ* καΙ πίσο) άπο το Σέλινγκ δ Σπινόζα. Ό ΙΙλεχάνωφ, λοιπόν, πού παίρνει δλες τΙς πιδ στοιχειώδεις μορφές του ύλισμου, επαναλαμβάνοντας ήσυχα δτι ή σκέψη είναι έκκριση του μυαλου^"^' δ Πλεχάνωφ, πού βλέπει τήν υλιστική γνωσιολογία δλόκληρη ήδη στον Έλβέτιο και το Χόλμπαχ, είναι επίσης αύτος πού θεωρεί τδ Μάρξ μόνο σαν έπιμήκυνση καΙ εξήγηση του Σπινόζα. Υποστηρίζω, μετά τήν
πλήρως πεπεισμένος,
υ λ ι σ τ ι κ ή
δτι
ό Μαρξ κι ό 'Ένγικελς,
στροφή της εξέλιξης τους, δεν εγκατέλει-
ψαν ποτέ τήν οπτική τοΟ Σπινόζα. Κι αυτή ή πεποίθηση μου βασίζεται, ανάμεσα σ τ ' άλλα^ σέ
μια προσωπιική μαρτυρία τοΰ "Ενγκελς.
Τό 1889, ενώ βρισκόμουν στο Παρίσι 'Έκθεσης,
με τήν ευκαιρία της διεθνούς
έπίοΦελήθηκα από τήν περίσταση
για να πάω στο
Λον-
δίνο και να γνωρίσω προσωπικά τον 'Ένγικελς. Είχα τήν Ικανοποίηση νά περάσω σχεδόν
μια ολόκληρη έβδομάδα
μέ
μεγάλες
συζητήσεις
μαζί του, πάνω σέ διάφορα πρακτικά ικαΐ θεωρητικά θέματα. Μιά φορά ή συζήτησή μας επεσε στή φιλοσοφία. Ό
"Ενγικελς κριτικάρισε μέ
οξύτητα αυτό που ό Στέί3ν μέ πολύ ανακριβή τρόπο ονομάζει «υλισμό της
φιλοσοφίας
της
φύσης».
"Ωστε
για
σας —τόν
ρώτησα— ό
γερο - Σπινόζα εΪχε δίκιο λέγοντας δτι ή σκέψη και ή έκταση δέν εΐ-
47. Πλεχάνωφ, «'Έργα», τ. X V I I L
σ. 310.
43
ναι παρά δύο χαρακτηριστικά μιάς και της ίδιας ουσίας; «Φυσικά —απάντησε ό "Ενγκελς— ό γερο - Σπινόζα εΪχε οατόλυτα δίκιο.»48
Πραγματικές και άξιολογικες κρίσεις Ό Πλεχάνωφ άνάγει το Μαρξ στο Σπινόζα* ο Κάουτσκι στο Δαρβίνο. Ό άνθρωπος, λέει αυτός, ζει σέ δύο κόσμους, εκείνον του παρελθόντος καΐ κείνον του ιμέλλοντος^^. Ό πρώτος είναί δ κόσμος της εμπειρίας, της επιστημονικής γνώσης, του ντετερμινισμού καΙ της άναγκαιότητας. Ό δεύτερος, της ελευθερίας καΐ της δράσης. Ή αντιπαράθεση αυτών τών δύο κόσμων πέφτει -με τό πέσιμο της διάκρισης μεταξύ «κοινωνίας» και «φύσης». "Οποια κι αν είναι ή ιδιαιτερότητά του, δ ίστοριοίος ανθρώπινος κόσμος είναι μια «στιγμή» ·στή σειρά της εξέλιξης" δ κόσμος της ελευθερίας και του ηθικού νόμου είναι ενα ιδιαίτερο θραύσμα (Stückchen) του αισθητού κόσμου^®. Ό Κάουτσκι θα ήθελε να εγγυηθεί τή διάκριση ελευθερίας καΐ άναγκαιότητας, άποφεύγοντας, δμως, φυσικά τό δυϊσμό. Βλέπει, πράγματι, καλά τή δυσκολία του εμπειρισμού καΐ της διαφο)τιστικής αισθησιοκρατίας πού, ανάγοντας τήν ηθική ζωή σέ άπλδ ένστικτο, δέν κατορθώνει να εξηγήσει τδ ιδιαίτερο της «θέλησης»: ή δποία, σέ διαφορά προς τδ ένστικτο, συνεπάγεται επιλογή, άπόφαση και συνεπώς υπευθυνότητα. Παρόλα αυτά, τδ συμπέρασμα, άπδ τδ οποίο ουτε αύτδς δέν μπορεί να ξεφύγει, είναι δτι συμπιέζεται σέ τέτοιο σημείο δ ιστορτ/ο - κοινωνικός κόσμος μέσα στδ πλαίσιο της κοσμικο - φυσικής έξέλιξης, πού να μήν μπορεί πια μετά να διακριθεί άπδ αύτήν. Ή ήθική επιλογή καταλήγει ετσι να μήν προ'κύπτει τίποτα περισσότερο άπδ ένστικτο αυτή ή Γδια (ein tie48. Πλεχάνιοφ, « Ό Μπερνστάιν καΐ ό υλισμός» «'Έργοχ», τ. X I er. 21. Kfxi επίσης στα «Βασικά προβλήματα του μαρξισμού», δπου υποστηρίξει δτι ό Φόυερμπαχ άντιπροσοοπεΰει τό σπινοζισμό απελευθερωμένο από τό θεολογικό ένδυμα, και προσθέτει δτι «είναι ακριβώς αυτός ό σπινοζίσμός (...) πού ό Μαρξ r.al ό 'Ένγκελς υιοθέτησαν, δταν έκοψαν από τόν ιδεαλισμό». 49. Κάουτσκι, «Ήθική και υλιστική αντίληψη της ιστορίας» (ελλ. μετ., έκδ. Άναγνωστίδη, σ. 51). 50. "Εργο προηγ., σ. 55.
44
rischer Trieb) * καΐ ό «ηθικός νόμος» φυσιχή παρόρμηση ομοια μέ το ένστικτο της τεκνοποίησης^^. Ό γνήσια μονιστικός καΐ μεταφυσικός χαρακτήρας αύτών των κατασκευών του «όρθόδοξου» μαρξισμού της Δεύτερης Διεθνούς μας κάνει να καταλάβουμε καλά ποιό είδος αντίθεσης πρέπει νά ξεπηδούσε από τό Γδιο της το σώμα και πώς σ' αύτη την αντίθεση 'έπρεπε αυτό να βρίσκει τό φυσικό του συμπλήρωμα. Εξίσου μέ τόν ΙΙλεχάνωφ καΐ δ Μπερνστάιν επίσης κινείται από μια νατουραλιστική έννοια της «οικονομίας». Μιλάει για τήν οικονοιμία σαν για ενα «ένστικτο» ή για φυσική οίκονοιμική δύναμη (oekonomische Naturkraft) ανάλογη προς τή φυσική - νατουραλιστική δύναμη. Παρόλα αυτά, ενώ για τόν Πλεχάνωφ αυτός δ κόσμος της άντικειμενικής αίτιακής διαδοχής είναι τό παν, για τό Μπερνστάιν, πλάι καΐ πάνο) από αύτήν βρίσκεται τό «ηθικό ιδεώδες», τό «δέον είναι» του Κάντ, στό οποίο άνατέθηκε τώρα ή ι δια ή πραγματοποίηση του σοσιαλι·σμοΰ^2^ Ή χο^νωνία του μέλλοντος δεν είναι τό άναπόφευκτο αποτέλεσμα της αντικειμενικής εξέλιξης, άλλα ενας ιδεατός στόχος πού ή ανθρώπινη θέληση θέτει έλεύθερα. Ή σιδερένια 'Αναγκαιότητα ανακαλεί τό αφηρημένο της άντίθετο: τήν Ελευθερία* δ ντετερμινισμός τόν απόλυτο ιντετερ^μινισμό* ή κλεισμένη άλυσίδ.α του «είναι» τήν ανοιχτή καΐ άόριστη του «δέοντος είναι». Κι άφου ή καθεμιά άπό τΙς δύο άντίθετες αρχές εχει τή δύναμη να ανατρέπει τήν άλλη, χωρίς δμως να μπορεί να επιζήσει άπό μόνη της, οι δυο αντιθετικές άρχές γεννιόνται καΐ άναπαράγονται άμοιβαία, μερικές φορές, σ' ενα και μόνο συγγραφέα. Παράδειγμα: ή «Ηθική καΐ υλιστική αντίληψη της ιστορίας», δπου δ Κάουτσκι άφοΰ εχει πανηγυρικά άντιταχθεί στόν ηθικό νεοκαντιανό σοσιαλισμό κι εχει μειώσει τήν ηθική απόφαση σέ άπλό ένστικτο, άπροσδόκητα κλείνει μέ τήν έκκληση σ' ενα ήθικό ιδε-
45
51. "Εργο προηγ., σ. 82 καΐ 86. Για τήν κριτική αύτου του βιβλίου του Κάουτσκι άπό νεοκαντιανή θέση, πρβλ. "Οτο Μπάουερ, Marxismus
und Ethik, στο Neue Zeit, 1906. Ή απάντηση του Κάουτσκι στό Μπάουερ εχει τόν τίτλο Lehen, Wissenschaft und Ethik στό Neue Zeit, 1906.
52. Για τήν ολοκλήρωση του Ιστορικού ύλισμοΰ μέ τήν ηθική του Κάντ βλέπε επίσης Κ. Φορλάντερ, Marx und Kant, 1904. Ol Ιδέες αυτής της διάλεξης αναπτύχθηκαν μετά άπό τό Φορλάντερ στό Κ.
Marx, sein Lehen und sein Werk, 1929.
ώδες χωρίς το δποΐο δεν '[ΐπορεί νά γίνε: ουτε ή ταξίκή πάλη, χαΐ πού, λόγω της άντίθεσής του προς δ,τι υπάρχει στην παρούσα κοινωνία καΐ συνεπώς λόγω της ά ρ ν η τ t κ ό τ η τ ,α ς του περιεχομένου του, δέν είναι άλλο από την ιδια τή μορφή της θέλησης πού επικαλούνται οι νεο-καντιανοί. Ή σοχτιαλδημοκρατική οργάνωση τού προλεταριάτου δέν μπορεί να μή βάλει στην τ α ξ ι κ ή της π ά λ η το ηθικό ίδεωιδες, την ηθική αγανάκτηση ένάντια στην ταξική έκμετάλλευση ικαΐ ικαταπίεση. 'Αλλά αυτό τό ιδεώδες δεν εχει να κάνει καθόλου μέ τόν έ π ι σ τ ημ ο ν ι ικ ό σοσιαλισμό, που είναι ή μελέτη των νόμων που κυβερνούν τήν εξέλιξη του κοινωνικού οργανισμού ( . . . ) . ΕΪναι αλήθεια δτι, όταν πρόκειται για σοσιαλιστή, ό διανοούμενος εΪναι επίσης αγωνιστής και δτι κανείς δέν μπορεί νά διαιρεθεί τεχνητά σε δυο μέρη., από τά οποία τό ενα νά μήν εχει σχέση μέ τό άλλο* ετσι, ακό,μη και στο Μάρξ, προβάλλει πολλές φορές^ στήν πορεία της οτιστημονικής του έρευνας, ή πράξη ένός ηθικού' ιδεώδους. 'Αλλά, δίκαια ό Μαρξ προσπάθησε να τό άφησε ι κατά μέρος δσο ήταν δυνατό. 'Αφού στήν επιστήμη τό ηθικό ιδεώδες είναι πηγή λαθών53.
Έ αντιπαράθεση αιτιότητας καΙ φιναλισμου προβάλλει έδώ μέ τή μορφή αντίθεσης ανάμεσα σε πραγματικές κρίσεις καΐ άξιολογικές κρίσεις, ανάμεσα σέ επιστήμη καΐ Ιδεολογία^^. Έ επιστήμη «διαπιστώνει»: δέν έχει να προτείνει επιλογές στήν ανθρώπινη δράση. 'Ανάμεσα στις αντικειμενικές καΙ αμερόληπτες πραγματικές διαπιστώσεις της επιστήμης και τήν τελικότητα της θέλησης υπάρχει ριζικός διαχωρισμός. 'Από τήν ο ρ ι σ τ ι κ ή των προτάσεων της επιστήμης είναι άδύνατο νά βγάλουμε συμπεράσματα πού νά είναι στήν π ρ ο σ τ α κ τ ι κ ή ^αι νά δεσμεύουν στή δράση. Ειπώθηκε — γράφει στικό κεφάλαιο»— δτι ή μελιωμένη, σέ τελευταία δέν μπαίνουν στόν κύκλο
ό Χίλφερντινγκ στόν πρόλογο στό «Χρηματιπολιτική είναι μια κανονιστική θεωρία, θεάνάλυση, πάνω σέ άξιολογικές κρίσεις πού της έπιστήμης, επειδή ή πολιτική διαπρα-
53. Κάουτσκι, εργο προηγ., σ. 169. 54.. Για μια λα|.ιπρή αναπαράσταση αυτών των διλημμάτων στό μαρξισμό της Δεύτερης Διεθνούς, πρέπει νά θυμίσουμε τό άριστο δοκίμιο του
Λ. Γκολντμάν, Υ a-t-il un sociologie τ. 140, Όκτώβρης 1957.
46
marxiste
οτό Temps
moderne,
γμάτευση εΪναι ξένη στη σ(|>αίρα της έπιστηΐμονικής έρευνας. Να διεισδύσεις, στο σηιμείο αυτό, στά θεωρητικό - θεωρησιοοκά ζητή.ματα πού συζητιόνται γιά τις σχέσεις μεταξύ θεωρίας των κανόνων και θεωρίας των νόμων, μεταξύ θεολογίας και αιτιότητας, είναι προφανώς αδύνατο ( . . . ) · Έιδώ πΐρέπει να ποΟμιε μόνο δτι για τό μαρξισμό σκοπός της πολιτικής διαπραγιμάτευσης μπορεί νά είναι επίσης μόνο ή ανακάλυψη αΐτιακών δ ε σ μ ώ ν ( . . . ) . Στην άνακάλυψη των παραγόντων που καθορίζουν τη θέληση των τάξεων, βρίσκεται, σύμφωνα μέ τή μαρξιστική άντίληψη^ τό καθήκον μιας επιστημονικής πολιτικής^ μιας πολιτικής δηλαδή πού νά ξέρει νά περιγράφει αΐτιακούς δεσμούς. "Οπως ή θεωρία ετσι και ή πολιτική του μαρξισμού εΪναι απαλλαγμένη από «άξιολογικές κρίσεις».
ΚαΙ ό Χίλφερνζίνγχ
συ^μπεραίνει:
Είναι λοιπόν λαθεμένη αντίληψη, αν ικαΐ διαδομένη εντός και εκτός των τειχών, να ταυτίζεται χωρίς άλλο μαρξισμός και σοσιαλισμός. Άφου, άν τό παρατηρήσουμε λογικά, ιδωμένος μόνο σάν έπιστηιμονικό σύστημα —αφήνοντας δηλαδή κατά μέρος τήν ίστορίική του αποτελεσματικότητα— ό 'μαρξισμός εΪναι μόνο μια θεωρία τών νόμων το"' γίγνεσθαι τής κοινωνίαςί. . . ). Να αναγνωρίζουμε τήν ισχύ του μαρξισμού (πράγμα που συνεπάγεται τήν άναγνώριση τής αναγκαιότητας του σοσιαλισμού) δέ σημαίνει μέ κανένα τρόπο δτι διατυπώνουμε αξιολογήσεις, ουτε πολύ περισσότερο σημαίνει δτι ύποδείχνουμε μια πρακτική γραμμή σΜμπεριφοράς. "Αφού άλλο πράγμα είναι νά αναγνωρίζουμε μιαν αναγκαιότητα κι άλλο πράγμα νά μπαίνουμε στήν υπηρεσία αυτής τής άναγικαιότητας^δ.
Τό διαζύγιο μεταξύ επιστήμης καΐ 'επανάστασης, μεταξύ γνώσης καΐ μετασχηματισμού του κόσμου δεν θα μπορούσε να είναι πληρέστερο. Σ' αυτό τό διαζύγιο βρίσκεται δ κατώτερος χαρακτήρας του μαρξισμού τής Δεύτερης Διεθνούς, διαιρεμένου σε θετικιστικό έπιστημονισμό καΙ νεοκαντιανισμό, και σ' αυτή τήν αντίθεση, ωστόσο, έσωτερικα αμοιβαίου. Ό ντετερμινιστικός αντικειμενισμός δεν κατορθώνει να περικλείσει τήν ιδεολογική στιγμή, τό πολιτικό επαναστατικό πρόγραμμα®^. 'Από τήν &λλη μεριά, άποκλει55. Χίλφερντινγκ, εργο προηγ. Πρβλ. Τιέρ, Etappen
nterpretation,
στο Marxismusstudien,
1954.
der
Marxi-
56. Σ ' ενα σχόλιο στα περιθώρια τής «Γερμανικής Ιδεολογίας» ό Μαρξ σημειώνει: « Ή λεγόμενη α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ή Ιστοριογραφία αποτελούσε ακριβώς τή σύλληιΐ^η τών Ιστορικών καταστάσεοον σέ διάκριση άπό τή δραστηριότητα. 'Αντιδραστικός χαρακτήρας».
47
σμένη άπο τήν 'έπιστήμη ή ιδεολογία ξαναπροτείνεται σαν ô κόσμος της «ήθιχης ελευθερίας», πλά: στον κόσμ,ο της φυσικής «αναγκαιότητας», άναπαράγοντας η αυτό τόν ϊδιο τό νεοκαντιανό δυϊσμό μεταξύ φυσικου δέοντος και ηθικού δέοντος. Αυτός δ προβληματισμός στό Χίλφερντινγκ δπως καΐ στό Μαξ "Αντλερ καΙ -στόν αύστρΌ·μαρξισμό γενικά, άναπτύσσεται ·μέ μια λεπτότητα επιχειρημάτων πού θα ήταν μάταιο νά την αναζητήσουμε στα φιλοσοφικά γραφτά του Κάουτσκι ή του Πλεχάνωφ. "Ωστόσο ή πεποίθηση πώς -μπορεί να υπάρχει ενα σώμα επιστημονικών γνώσεων, αποκτημένων άνεξάρτητα από κάθε α ξ ι ο λ ό γ η σ η , δείχνει καθαρά τόν απλοϊκό θετικισμό πού βρίσκεται στη βάση αύτοϋ του προβληματισμού καΐ τήν άνικανότητά του νά αντιληφθεί δτι ό ρόλος πού εκπληρώνει δ φιναλισμός στήν επιστημονική ερευνά είναι, α π ό μ ι ά ο ρ ι σ μ έ ν η άποψη, δ 'ίδιος δ ρόλος της θ ε μ ε λ ί ω σ η ς . Ή τελικότητα — άς θυμηθουμε τόν δρισμό του Κάντ — είναι ή αιτιότητα μιας έννοιας ώς πρός τό άντικείμενό της: είναι ή διαδικασία πού εχει σάν prias μιαν ιδέα. Τώρα, δσο αδύνατο είναι νά έξαλείψΌυ'με αυτή τή διαδικασία άπό τήν επιστημονική ερευνά άλλο τόσο είναι άδύνατο νά κάνει ή επιστήμη χωρίς τήν ιδεατή π ρ ο κ α τ α β ο λ ή καΐ τήν υπόθεση. Ή θεωρία πρέπει νά είναι ενα prius, γιατί χωρίς ιδέες δέν υπάρχει παρατήρηση κα: γιατί βλέπουμε μόνο αυτό πού οί ιδέες πού εχουμε συλλάβει άπό πριν μας προετοιμάζουν και μας προδιαθέτουν νά δούμε («Ή θεωρία», λέει δ Μίρνταλ, «πρέπει νά είναι πάντα prius ώς πρός τήν εμπειρική παρατή'ρηση τών φαινομένων», γιατί «τα φαινόμενα παίρνουν τή σημασία τους μόνο αν είναι επιβεβαιωμένα και είσαγμένα οργανικά σ' ενα θεωρητικό σχήμα»^"^. «Πρέπει να τίθενται οι ερωτήσεις προτού νά είναι δυνατό νά έπιτευχθουν οι άπαντήσεις. Και οί ερωτήσεις είναι έκφραση του ένδιαφέροντός μας για τόν κόσμο, είναι σε τελευταία άνάλυση αξιολογήσεις»^'^· πού είναι δσα είχε ήδη παρατηρήσει δ Κάντ, το νίζοντας οτι «δταν δ Γαλιλαίος εκανε να κυλουν οι σφαίρες του. . 57. Γκ. Μίρνταλ, «Οικονομική θεωρία καΐ υπανάπτυκτες χώρες» καΐ βλέπε, γενικά, ολόκληρο τό συντομότατο, άλλα πολύ σημαντικό κεφ X I I με τίτλο « Ή λογική δυσκολία κάθε επιστήμης». 58. Γκ. Μίρνταλ, «Τό πολιτικό στοιχείο στήν οίκονομική θεωρία» ελλ. μετ., έκδ. Παπαξήση, σ. X V I I - X V I I I , μέ τή σημαντική αύτοκρι
48
καΐ δ Τοροτσέλι. . . κλπ. καΙ ό Στάλ. . . κλπ., καταλάβαιναν βτι δ λόγος βλέπει μόνο αυτό πού αυτός δ Γδιος παράγει σύμφωνα μέ τό σχέδιό του, καΐ δτι. . . πρέπει να μπει μπροστά καΙ να άναγκά-σει τή φύση να απαντήσει στίς ερωτήσεις του' και να μήν άφεθεΐ να κρατάει αυτή, άς τό πούμε ετσι, τά ήνία»^^) . Πράγμα πού σημαίνει δτι αυτό πού κατ' αρχή φαίνεται απλή παρατήρηση ή διαπίστωση είναι, στήν πραγματικότητα, -θεμελίωση, άντικειμενιχοποίηση των ιδεών μας, δηλαδή προβολή στόν κόσμο των άξιολογήσεών μας και των εκ των προτέρων συλλήψεών μας. 'Από τήν αλλη μεριά — κι έ'δώ, πάλι, ο φιναλισμός ξαναμετατρέπεται σέ αιτιότητα, ή απαγωγή σέ 'έπαγωγή — αυτό πού διακρίνει τις άπαραίτητες από πριν συλλήψεις της επιστήμης από τΙς προκαταλήψεις του μεταφυσικου (τΙς υποθέσεις της πρώτης άπό τΙς υποστάσεις του δευτέρου) είναι δτι «άν ή Θεωρία είναι prius, άπό τήν άλλη μεριά μια πρώτη αρχή της επιστήμης είναι δτι τά γεγονότα είναι κυρίαρχα». Πράγμα πού σημαίνει δτι, «δταν οι παρατηρήσεις των φαινομένων δέ συμφωνουν μέ τή θεωρία, δταν δηλαδή δέν έχουν νόημα μέσα στο θεωρητικό σχήμα πού χρησιμοποιείται γιά νά ολοκληρωθεί ή ερευνά, ή θεωρία πρέπει νά άποριφθει καΐ νά άντ ι κατασταθεί άπό μιάν αλλη πού νά είναι συνεπής στά γεγονότα»' ή δτι, γιά νά είναι άληθινή ή θεωρία πρέπει νά εχει τήν πηγή της και τήν κ α τ α γ ω γ ή της μέσα στήν πραγματικότητα, δηλαδή δτι πρέπει νά εχει στΙς πλάτες της «μία βασική έμπειριτιή ερ·ευνα·>, πού «πρέπει νά προηγείται της κατασκευής της άφηρημένης θεωρίας και πού είναι άναγκαία γιά νά τήν καθιστά ρεαλιστική καΙ άρμόδια»^^. Μ' άλλα λόγια: άναπόφευκτη παρουσία των αξιολογικών κρίσεων στήν ιδια τήν έπιστημονική ερευνά* αλλά σάν χρίσεις, τών οποίων ή τελευταία σημασία εχει έπαφεθει στή δυνατότητά τους τική της αρχικής θέσης του βιβλίου: «παντού στο βιβλίο υπάρχει λανθάνουσα ή Ιδέα πώς δταν αποκοπούν ριζικά δλα τά μεταφυσικά στοιχεία, θά παραμείνει ενα υγιές σώμα θετικής οίκονομικής θεωρίας, τό σύνολο του όποιου είναι ανεξάρτητο άπό αξιολογήσεις ( . . . ) . Αύτη ή υπονοούμενη πίστη στήν ύπαρξη ενός σώματος επιστημονικής γνώσης κατακτημένης ανεξάρτητα άπό κάθε είδους αξιολόγηση είναι, δπως τό βλέπω τώρα, αφελής εμπειρισμός». 59. Κάντ, «Κριτική του καθαρού λόγου». 60. Μίρνταλ, εργο προηγ., σ. 204.
4
49
vie στηρίζουν τήν ίστορικο-πρακτοκή -επαλήθευση η τψ έμπεφία καχ, συνεπώς, στήν Ικανότητα τους να 'μετατρέπονται τέλος σέ πραγματικές κρίσεις. Πού είναι δ ίδιος δ δεσμός επιστήμης - πολιτικής, γνώσης-μετασχηματισμου του κόσμου, πραγματοποιημένος από το Μαρξ στο Ιστορικο - ηθικό πεδίο («Ό Μαρξ είχε ενώσει στο εργο του —• εχει παρατηρηθεί — αδιάσπαστα τΙς πραγματικές διαπιστώσεις καΙ τΙς αξιολογικές κρίσεις»^^) V καΐ πού επιτρέπει επίσης να αντιληφθούμε πώς αύτο πού δ Μπερνστάιν και τόσοι άλλοι ύπό'δειξαν σαν ελάττωμα και άδυναμία του «Κεφαλαίου» — τό συνδυασμό σ' ,αύτό επιστήμης καΐ ιδεολογίας —• παρουσιάζεται έδώ, άντίθετα σαν ή βαθύτερη πρωτοτυπία καΐ τό στοιχείο μεγαλύτερης δύναμης.
7. ' / / θεωρία της έργασιακής άξιας Ή άνεπάρκεια και τό στοιχειώδες της έννοιας «οικονομία», πού τονίστηκε πρίν και πού συνιστά τό λίγο πολύ κοινό στοιχείο δλων τών χατευθύσεων του μαρξισμού της Δεύτερης Διεθνούς, μας επιτρέπει να καταλάβουμε επίσης πώς, ακριβώς αύτη τήν περίοδο, μπαίνουν οΐ βάσεις μιας ερμηνείας της θ ε ω ρ ί α ς της εργασιακής αξίας από τήν οποία ούτε δ μετέπειτα μαρξισμός θα ξέρει να άπομακρυνθεΤ. Αύτή ή ερμηνεία, πού αποτελεί αναγωγή της θεωρίας της αξίας του Μαρξ σέ κείνη του Ρικάρντο, ή, στήν κυριολεξία, στή θεωρία εκείνη πού ώρίμασε κατά τή «διάλυση της ρικαρντιανής σχολής», χαρακτηρίζεται από τήν άνικανότητα να κατανοήσει, ή ακόμη καΙ μόνο να ύποπτευθει, δτι ή θεωρία της αξίας του Μαρξ είναι ή ίδια του ή θ ε ω ρ ί α του φετιχισμού και δτι, ακριβώς απ' αυτό τό στοίχεΤο (στό όποιο επίσης μέ τή διαίσθηση, άντίθετα, άνακαλύπτεται τό βάρος καΐ ή σημασία της σχέσης μέ τό Χέγ-κελ) , αύτή ·διαφοροποιεΐται, άπό άποψη αρχών, άπό δλη τήν κλασική πολιτική οικονομία. Ή τΓολιτική οικονομία —γρά^ΐ^ει ό Μ α ρ ξ — εχει βέβαια άναλύσει, εστω ικαί ατελώς, τήν αξία και το μέγεβος της αξίας, και ανακάλυψε το κρυμμένο σ ' αυτές τις μορ(ΐ>ές περιεχόμενο. 'Αλλά δεν εθεσε 61. Γκολντμάν, άρθρο προηγ.
50
ποτέ TO ιτρόβλημα τού yicxri αύτο τό περιεχόμενο παίρνει αυτή μορφή και συνεπώς του γιατί ή έργασία παρουσιάζει τον έαυτό στήν α ξ ί α , και γιατί το μέτρο της εργασίας, μέ τή χρονική διάρκεια, παρουσιάζει τον εαυτό του στο ά ξ ι α κ ό μ έ γ ε θ TOÛ προϊόντος της έργασίας62.
τη της της ο ς
Ή άξί'α καΐ τά δρια της κλα-σικης πολιτικής οικονοΊχίας υποδείχνονται εδώ ιμέ έξαφετική σαφήνεαο;. Ή άξια της είναι, δτι, — εστω καΐ ατελώς καΙ \ιε ποικίλες άσυνέπειες —• ή πολιτική οίκονο•μία κατάλαβε πώς ή α ξ ί α τών έμπορευιμάτων δίνεται από τήν ένσω-ματωμένη c αυτά έ ρ γ α σ ί α , ή δτι αυτό πού παρουσιάζεται σαν «αξία» «πριαγμάτων» είναι στην · πραγματικότητα (να «τό κρυμμένο σ' αύτη τή μορφή περιεχόμενο») ή ι'δια ή «ανθρώπινη έργασία» πού είναι υποχρεωμένη να τα παράγει. Τά δριά της, αντίθετα, είναι δτι δέν εθεσε ποτέ τό πρόβλημα «του γιατί αυτό τό περιεχόμενο παίρνει αυτή τή μορφή», θηλαδή γιατί ή άνθρώπινη έργασι'α παρουσιάζεται σάν α ξ ί α πραγμάτων καί, μέ μια λέξη, στή βάση ποιών ιστοριχο - κοινωνικών συνθηκών τό προϊόν της έργασίας παίρνει τή μορφή του έ ιμ π ο ρ ε ύ μ α τ ο· ς. Αυτό τό πρόβλη'μα, έξηγει ό Μάρξ, ή πολιτική οικονομία δέν τό εθεσε γιατί δέν είδε δτι «ή άξιακή μορφή του προϊόντος της εργασίας είναι ή πιο άφηρημένη αλλά και ή πιό γενική μορφή του αστικού τρόπου παραγωγής»' αλλά, άντίθετα, θεώρησε, εσφαλμένα, δτι ή παραγωγή εμπορευμάτων δέν ήταν ένα ι σ τ ο ρ ι κ ό φαινόμενο, αλλά ήταν «ή αιώνια φυσική μορφή της κοινωνικής παραγωγής»®^: σάν νά μήν μπορούσε νά ύπάρχει παραγωγή στήν κοινωνία χωρίς νά υπάρχει παραγωγή εμπορευμάτων, καΙ λές καΐ σέ δλες τΙς κοινωνίες τό προϊόν της ανθρώπινης 'εργασίας επρεπε νά παίρνει αυτή τή μορφή®^. Ή κύρια συνέπεια πού προκύπτει άπ' ιαύτή τή διαφορετική τοποθέτηση είναι δτι ή κλασική πολιτι-κή οικονομία — θεωρώντας τήν ύπαρξη του έ μ π ο ρ ε ύ μ α τ ο ς σάν «φυσιχό» %(χΙ συν62. Μαρξ, «Τό Κεφάλαιο», τ. I. σ. 54-55. 63. "Εργο προηγ., σ. 55, σημ. 32. 64. Αύτη ή σύγχυση υπάρχει ήδη στίς πρώτες σελίδες του «Πλούτου τών εθνών», δπου ό Σμιθ ταυτίζει «καταμερισμό της εργασίας» καΐ «ανταλλαγή». Βλέπε σχετικά, Σουήζυ, έργο προηγ., καί, επίσης, Ρ . Λού-
ξεμπουργκ, Einführung
in die
Nationaloekonomie-
61
επώς καθόλου προβληματικό γεγονος —• περιορίστηκε ατό να έρευνήσει τΙς αναλογίες μέ τΙς δποΐες τα έμπορεύματα άνταλλάσσονταί μεταξύ τους, εντοπίζοντας την εξέταση της στην ά ν τ α λ λ α κ τ ι κ ή . α ξ ί α άντί στην κυριολεκτικά χαρακτηριζόμενη ώς ά ξ i α («ή ανάλυση του άξιακου μεγέθους, λέει δ Μάρξ, άπο'ροφάει εντελώς την προσοχή του ΣμΙΘ καΐ του Ρικάρντο») για τό Μάρξ, αντίθετα, τό βασικό πρόβλημα — πρίν από κείνο των άναλογιών ανταλλαγής των έμπορευμάτων — ήταν να εξηγήσει γιατί τό προϊόν της εργασίας παίρνει τή μορφή του έ μ π ο ρεύματος, γιατί ή «ανθρώπινη εργασία» 'δηλαδή παρουσιάζεται σαν «αξία» «πραγμάτων»: ετσ; ή αποφασιστική σημασία πού απόχτησε σ' αυτόν ή άνάλυση του «φετιχισμού», ή «αλλοτρίωσης», ή «πραγμοποίησης» (Verdinglichung) , δηλαδή εκείνης της διαδικασίας λόγω της οποίας, ενώ ή ανθρώπινη ή κοινωνική ύ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ ή Ιργασία παρουσιάζεται μέ τή μορφή μιας εσωτερικής στα Γδια τα π ρ ά γ μ α τ α ποιότητας, αυτά τα τελευταία μέ τή σειρά τους — προκύπτοντας προικισμένα μέ δικές τους υποκειμενικές ή κοινωνικές ποιότητες — έμφανίζονται, άς πούμε, «προσωποποιημένα» καΙ «μέ ψυχή», σα νά ήταν αυτόνομα υποκείμενα. "Οττου ή εργασία γίνεται αϊτό KOIVOD —^γράφει ό ΛΑιάρξ— οί σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στην κοινωνική τταραγωγή τταρουσιάζονται σαν «αξία» «πραγμάτων». Ή άνταλλαγή προϊόντων σαν èμπopεuμάτων εΪναι μια ικαθορισμένη μέθοδος της εργασιακής ανταλλαγής, τής έξάρτησης τής εργασίας τοΟ ένος άπό την έργασία τοΟ άλλου, §να καθορισμένο εΪδος κοινωνικής εργασίας ή κοινωνικής παραγωγής. Στο πρώτο μέρος τοΟ γραψτοΟ μου> ύπαινί)(θηκα πώς αυτο που χαρακτηρίζει τη βασισμένη στην ιδιωτική άνταλλαγή έργασία εΪναι ότι ό κοι65. Μάρξ, «Θεωρίες για την υπεραξία»: (ελλ. μετ. Σκουριώτη, εκδ. άνολοκλ.) : ό Ρικάρντο «δεν αναζητάει την αξία ανάλογα μέ τή μορφή — την καθορισμένη μορφή πού παίρνει ή έργασία σαν ουσία τής άξιας — άλλα μόνο τά άξιακά μεγέθη»' συνεπώς, «θα μπορούσαμε νά μεμφθουμε τό Ρικάρντο δτι πολύ συχνά ξεχνούσε αυτήν τήν «πραγματική αξία» ή «απόλυτη» καΐ δτι κρατούσε μόνο τή «σχετική» ή «συγκριτική» αξία». «Τό λάθος του Ρικάρντο συνίσταται στό δτι δέν απασχολήθηκε παρά μέ τό άξιακό μ έ γ ε θ ο ς . . . » . Σ ' αυτό βρίσκεται ή κύρια διαφορά ανάμεσα στή θεωρία τής αξίας του Ρικάρντο καΐ κείνη του Μάρξ επίσης
σύμφο^να μέ τό Σουμπέτερ, History 1954.
52
of Economic
Analysis,
Ν. 'Τόρκη,
νωνικός χαρακτήρας της εργασίας «παρουσιάζεται» σαν «ιδιότητα» των «πραγμάτων» — από την άνάπσδη· δτι μια κοινωνική σχέση εμφανίζεται σαν σχέση των πραγμάτων μεταξύ τους (των προϊόντων, άξιων χρήσης, έμπορει/μάτων)66.
Ό τρόπος \ιζ τον οποίο διενεργείτια: αυτή ή άνταλλαγή του ύποκειμενίκου μέ τό αντικειμενικό ^αΐ άντίστροφα, στον οποίο συνίσταται ό φετιχισμός της παραγωγής των έμπορευμάτων, έξηγήθηκε άπο τό Μαρξ μέ τή λαμπρή του έννοια τής «αφηρημένης εργασίας» ή «ι σ η ς α ν θ ρ ώ π ι ν η ς εργ α σ ί α ς». Ή αφηρημένη εργασία, λέει, είναι τό Γ σ ο καΐ κοινό πού υπάρχει σε δλες τΙς συγκεκριμένες ανθρώπινες εργασιακές δραστηριότητες (ξυλουργική, υφαντουργία, νηματου,ργία, κ. λπ.), όταν αύτές οι δραστηριότητες παρατηρηθούν, άφήνοντας κατά μέρος τα πραγματικά άντικείμενα (ή αξίες χρή'σης) μέ τα όποια αυτές πράγματι εργάζονται και σέ λειτουργία πρός τα οποία διαφοροποιούνται. "Αν κάνουμε άφαίρεση των υλικών, πάνω στα όποια ασκείται ή εργασία, αφαιρούμε, λέει δ Μαρξ, -καΙ τόν καθορισμό τής παραγωγικής δραστηριότητας, δηλαδή τό συγκεκριμένο χαρακτήρα πού διαφορίζει τις διάφορες χρήσιμες μεταξύ τους εργασίες. Άλλα δταν γίνει αυτή ή ά φ α ί ρ ε σ η , αυτό πού μένει από τΙς διάφορες έργασίες είναι μόνο τό γεγονός δτι αυτές αποτελούν ανάλωση α ν θ ρ ώ π ι ν η ς έργασιακής δύV α μ η ς. «Ραφτική καΐ υφαντουργία, μολονότι ποιοτικά είναι διαφορετικές παραγωγικές δραστηριότητες, είναι και οι δυό άνάλωση ανθρώπινου μυαλου, μυώνων, νεύρων, χεριών κλπ.: καΐ μ' αυτή τήν έννοια είναι καΙ οί δυό α ν θ ρ ώ π ι ν η έ ρ γ α σ ί α»®'^. Λοιπόν, αυτή ή 'ίση ή α φ η ρ η μ έ ν η ανθρώπινη έργασία — πού είναι ακριβώς ή εργασία πού θεωρείται σαν κατανάλωση και άντικειμενοποίηση ανθρώπινης εργασιακής δύν(χμης χωρίς διάκριση, δηλαδή παρμένης Ανεξάρτητα άπό τΙς 'συγκεκριμένες μορφές δραστηριότητας δπου αυτή πραγματοποιείται — είναι ή εργασία πού, σύμφωνα μέ τό Μάρξ, παράγει ά ξ ί α: ·κι αυτή ή τελευταία δέν είναι άλλο άπό «μια άπλή συμπύκνωση άνθρώ66. Μάρξ, «Θεωρίες για τήν υπεραξία». 67. Μάρξ, «Τό Κεφάλαιο», τ. I, σ. 13.
53
πινης έργασιακης δύναμης αδιάκριτα, δηλαδή άνάλωση άνθρώπινης 'έργασιακης δύναμης χωρίς άναφορίχ στη 'μορφή της άνάλωσής της». "Αν δλα τα προϊόντα των συγκεκριμένων εργασιών θεωρηθούν σαν προϊόντα της ά φ' η ρ η -μ έ ν η ς έ ρ γ α ·σ ί α ς, οι αισθητές ή πραγματικές τους ποιότητες σαν άξιων χρήσης, παρουσιάζουν τώρ,α πια μόνο «τδ γεγονός δτι στήν παραγωγή τους χαταναλώθηκε ανθρώπινη εργασιακή δύναμη, συσσωρεύτηκε ανθρώπινη εργασία». ΚαΙ «σαν κρυ·σταλλϋ')ματα αύτής της κοινωνΐ"κής ούσίιας πού είναι κοινή σ' αυτά, αποτελούν άξιες, -εμπορευ-ματικές άξίες»®^. Τώρα, τό σημείο στο δποΐο θα θέλαμε να τραβήξουμε τήν προσοχή, δχι χωρίς κάποια 'έμφαση, είναι τό γεγονός δτι, όχι μόνο οι κριτικοί του Μάρξ, άλλα χαι οι ϊδιοι οι συνεχιστές καΙ 'μαθητές του — κι δχι μόνο εκείνοι της Δεύτερης Διεθνούς, άλλα καΐ οί κατοπινοί ώς τΙς μέρες μας — , άποδείχτηκαν ως τώρα πραγματικά άνίκανοι να κατανοήσουν και να πραγματοποιήσουν πλήρως τή σημασία αυτής της εννοιιας. Ή «ιάφηρημένη εργασία» ·έμφανίστηκε σαν οδσιαστιχά ειρηνική καΐ σαφής έννοια. ΚαΙ ουτε δ Κάουτσκι στίς «Οικονομικές θεωρίες του Κ . Μάρξ»^^, ούτε δ Χίλφερντινγκ στη, μολονότι τόσο σημαντική, απάντηση του, στο Μπέμ - Μπάδερκ*^^, ούτε ή Λούξεμπουργκ στή μεγάλη της «Εισαγωγή στήν πολιτική οίκονομία»'^^, ουτε δ Λένιν και δλοι οι &λλοι, Αντιμετώπισαν ποτέ άληθινά αυτό πού είναι τό «καρφί» δλης της θεωρίας της αξίας. «Ή άφηρημένη έργασια» — γράφει δ Σουήζυ (πού είναι, πάντως, έκεινος πού προχώρησε πιο πολύ) — «είναι αφηρημένη μόνο μέ τήν έννοια, διακηρύσσεται καθαρά, δτι -άγνοουνται δλα τα ειδικά χαρακτηριστικά πού διαφορίζουν ενα είδος εργασίας από ενα άλλο. Όριστικά, ή έκφραση «άφηρημένη εργασία», δπως προκύπτει -καθαρά άπό τήν Ι'δια τή χρήση πού της κάνει δ Μάρξ, ισοδυναμεί μέ «έργασία γενικά»' είναι αυτό πού είναι κοινό σέ κάθε άνθρώπινη παραγωγική δραστηριότητα»'^'^. Ό προβληματισμός είναι σαφής. Ή «άφηρημένη εργασία» είναι άφαίρεση μέ τήν έννοια δτι είναι ν ο η τ ι κ ή γ ε ν ί κ ε υ68. "Εργο προηγ., σ. 7.
69. Κ. Κάουτσκι, J^arÎ Marx' s oekonomische Lehren, 1887. 70. Xi'k(çzQ'\}Ti\'yyi, B'ôhm-Bawerks Marx-Kritik, 1904. 71. Λούξεμπουργκ, Einführuns: in die Nationaloekonomie72. Σουήζυ, εργο προηγ.
54
σ η των πολλαπλών χρήσιμων η συγκεκριμένων εργασιών' είναι τό γενικό καΐ κ ο ι ν ό στοιχείο δλων αυτών τών εργασιών. Αύτή ή γενίκευση — προσθέτει δ Σουήζυ — επαληθεύεται ·στήν καπιταλιστική πραγματικότητα, εφόσον — άφου σ' αύτο τον τύπο -κοινωνίας ή εργασία μεταθέτεται ακολουθώντας τΙς επενδύσεις του κεφαλαίου — ενα καθορισμένο μέρος της ανθρώπινης εργασίας προσφέρεται, ανάλογα μέ τΙς μεταβολές της ζήτησης, μια ορισμένη στιγμή μέ μια καθορισμένη μορφή, μιαν αλλη στιγμή μέ ιμιαν αλλη -μορφή επίσης: πράγμα πού είναι ή επικύρωση της δευτερεύουσας ση.μασίας πού, σ' αύτό τό καθεστώς, έχουν οι διάφοροι ειδικοί τύποι εργασίας, ως πρός τήν εργασία γενικά ή καθαυτή καΐ δι' έαυτήν. 'Αλλά, παρότι ό Σουήζυ προσθέτει άκό^μη πώς «πρέπει νά καταλάβου'με καλά δτι ή άναγωγή κάθε εργασίας σ' ενα κοινό παρονομαστή (...) δέν είναι μια αύθαίρετη αφαίρεση, υπαγορευμένη κατά κάποιο τρόπο από τήν Ιδιοτροπία του έρευνητή», αλλά «είναι περισσότερο, δπως ·σωστά παρατηρεί δ Αούχατς, μια άφαίρεση "πού ανήκει στήν ούσύα του καπιταλισμού"», παρόλα αυτά — εξαιτίας της απουσίας της 'αποσαφήνισης, πού σε -{ίας φαίνεται 'αποφασιστική — ή «αφηρημένη εργασία» 'μένει πάντοτε, σε τελευταία ανάλυση, ν ο η τ ι κ ή γενίκευση. Τό έλάττω'μα αύτοϋ του τρόπου κατανόησης της «άφηρημένης έργασίας» είναι δχι ιμόνο δτι — αν αύτη είναι νοητική γενίκευση — δέν φαίνεται πώς μπορεί νά είναι κάτι τό πραγματικό, αύτό πού ή έργασία αυτή πρέπει νά παράγει: τήν ά ξ ί α* άλλα δτι fji' αύτό τον τρόπο ανοίγεται δ δρόμος για νά -μετιασχη-ματιστει ή 'ίδια ή αξία σέ μια αφηρημένη γενικότητα ή σε μιαν ιδέα. Μέ τήν έννοια δτι, δπως σ' αυτή τήν περίπτωση φαίνονται πραγματικές μόνο οι χρήσιμες ή συγκεκριμένες εργασίες, καΐ ή «άφηρη[ΐένη» έργασία φαίνεται, αντίθετα, σαν απλό ν ο η τ ι κ ό γεγονός, ετσι πρέπει νά φαίνονται επίσης πραγματικά μόνο τά προϊόντα τών χρήσιμων εργασιών, οι α ξ ί ε ς χρήσης, καΐ άφηρημένη, δηλαδή απλό γενικό χαΐ κ ο ι ν ό σ' αυτά στοιχείο, ή άξια. Ή ερμηνευτική γραμμή πού υιοθετεί δ Μπερνστάιν είναι άκριβώς αυτή: ή «αξία» είναι ein Gedankenbild, μια απλή νοητική κατασκευή* αυτή είναι, στό εργο του Μάρξ, μιά τυπική άρχή πού ε-
55
ξυπηρετεί στό νά βάλει τάξη καΐ 'σύστη^μυα ατό σύνολο της ανάλυσης, άλλά πού στερείται πραγματικής ύπαρξης. «Εφόσον παρατηρούμε τά μεμονωμένο εμπόρευμα, ή άξια — λέει δ Μπερνστάιν — χάνει κάθε συγκεκριμένο περιεχόμενο και γίνεται απλή νοητική κατασκευή». Είναι συνεπώς σαφές, δτι «τή στιγμή κατά τήν οποία ή έργασιακή άξία δείχνει οτι μπορεί να αξίζει μόνο σα φόρμουλα της σκέψης (gedankliche Formel) ή σαν επιστημονική υπόθεση, και ή ύπεραξία έπίσης γίνεται καθαρή φόρμουλα, — μια φόρμουλα πού βασίζεται σέ μιαν υπόθεση». Είναι γνωστό πώς, πριν από τό Μπερνστάιν, αυτή ή ερμηνεία προβλήθηκε από τό Βέρνερ Ζόμπαρτ καΐ τόν Κόνραντ Σμίτ, σέ τέτια έποχή πού μπόρεσε δ "Ενγκελς να ασχοληθεί μ' ιαυτήν στις «Συμπληρωματι-κες παρατη,ρήσεις στό Τρίτο Βιβλίο του ''Έεφαλαί0 U Ή άξία, διαπιστώνει δ Ζόμπαρτ, «δέν είναι εμπειρικό γεγονός, άλλά λογικό, της σκέψης». Και δ ΣμΙτ δρίζει τό νόμο της άξιας, στή μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής, κυριολεκτικά σάν «φανταστικό», αν καΐ θεωρητικά άναγκαιο. Τώρα, ακόμη -καΙ σ"" αυτό τδ άποφασιστικό σημείο γιά τή γένεση του «ρεβιζιονισμου» εϊναι χτυπητή ή άβεβαιότητα καΐ τό ουσιαστικό λάθος της απάντησης του "Ενγκελς: δ δποιος, μολονότι άναπτύσσει μερικές επιφυλάξεις πρός τούς Ζόμπαρτ και Σμίτ, καταλήγει ώστόσο νά δέχεται στο βάθος τό έπιχείρημά τους (δηλαδή δτ:. δ νόμος της αξίας δέν είναι πραγματικός δταν τά εμπορεύματα παράγονται σ έ κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ έ ς συνθήκ ε ς ) , άναστηλώνοντας ετσι τή θέση του ΣμΙΘ (πού τήν είχε κριτικάρει ήδη στήν εποχή της δ Μάρξ) 'δηλαδή εξορίζοντας τό νόμο της αξίας στίς π ρ ο - καπιταλιστικές συνθήκες. Μέ άλλα λόγια, «άφηρημένη εργασία» καΐ «άξία» — νά τό σημείο άπ' δπου εξαρτώνται τα πάντα — νοούνται εδώ σάν καθαρές νοητικές γενικεύσεις πού διενεργούνται άπό τον ερευνητή (στήν προκειμένη περίπτωση, άπδ τό Μάρξ) : χωρίς ποτέ νά καταλαβαίνουν δτι — άν ήταν πραγματικά τέτιες —· στήν επεξεργασία αυτής τής γενίκευσης δ Μάρξ θά είχε διαπράξει ένα «χονδροειδές 73. Μάρξ, «Τό Κεφάλαιο», τ. I I I σ. λη'. 74. Γι' αύτη τήν κριτική του Μαρξ στό ΣμΙΘ πρβλ. «Θεωρίες γιά τήν ύπεραξία».
56
λάθος» κα.Ι θα ίσχυε εναντίον του δλη ή χριτική του Μπεμ - Μπάβερκ. Τό κεντρικό έπιχείρημα, πράγματ:, αύτης της κριτικής — πού περιεχόταν ηδη στο Geschichte und Kritik der Kapitalzinstheorien καΐ πού δ Μπέμ - Μπάβερκ ξανάπιασε, μετά, τό 1896 στο Zum Abschluss des Marxschen Systems (γραφτό πού δ Μπερνστάιν είχε 'ίσως υπόψη του) — είναι δτι, αν ή «αξία» είναι γενίκευση των «άξιων χρήσης», αυτή τότε είναι ή ά ξ ι α χρήσης «γενικά» καΐ δχι, δπως προτείνει δ Μάρξ, μια δντότητα ποιοτικά διαφορετική άπ' αυτήν. Τό λάθος του Μάρξ, λέει δ Μπέμ Μπάβερκ, υπήρξε τό λάθος εκείνων πού «μπερδεύουν τήν άφαίρεση ά π ό - μ ι α κ α τ ά σ τ α σ η γενικά με τήν άφαίρεση ά π ό τ Ι ς ειδικές συνθήκες κάτω άπό τις όποιες ίαύτή ή κατάσταση εμφανίζεται»'^^: τό λάθος οποίου πιστεύει, δτι ή άφαίρεση άπό τις δ ι α φ ο ρ έ ς πού οι άξίες χρήσης παρουσιάζουν μεταξύ τους σημαίνει δτι παραβλέπουμε τήν άξία χρήσης γ ε ν ι κ ά ' εκεΐ δπου, βεβαιώνει αυτός, ή αληθινή άξία είναι ή ίδια ή α ξ ί α χ ρ ή σ η ς , καΐ ή άληθινή θεωρία της αξίας ή θεωρι'α της άξιας - χ ρ η σ ι μ ό τ η τ α ς . Ή συνέπεια αύτου του «λογικού λάθους» δπου δ Μαρξ είχε τάχα πέσει ήταν, συμφο3ν'α μέ τό Μπέμ - Μπάβερκ δτι — άντί να δει στήν «άνταλλακτική άξία» μια σχέση ή μιαν απλή ποσοτική αναλογία άνάμεσα στις άξίες χρήσης και να τή θεο^ρήσει, συνεπώς, δπως κάθε σχέση, μή πραγματική εξω άπό τις συσχετισμένες δντότητες — δ Μαρξ υπέθεσε, πίσω άπό τήν άνταλλακτική άξία, τήν ύπαρξη ενός αντικειμενικού στοιχείου (της «άξίας») , χωρίς να άντιληφθει δτι αύτή ή «δντότητα» ήταν μόνο ενα «σχολαστικό - θεολογικό» προϊόν, μια υπόσταση πού τήν είχε γεννήσει ή ελαττωματική του λογική"^®. Είναι γνωστή ή απάντηση πού κατά παράδοση δίνεται σ' αυτές τΙς άντιρήσεις άπό τούς μαρξιστές. Ή άπάντηση ·συνίσταται, 75. Μπέμ-Μπά6ερκ, Zum Ahshluss des Marxschen
Systems,
Ή άπάντηση του Χίλφενρτινγκ στο Μπέμ-Μπάβερκ, πού είναι ή καλύτερη κριτική πού υπάρχει άπό μαρξιστικής πλευράς για τή θεοορία της οριακής χρησιμότητας, είναι σ* αυτό τό σημείο λαθεμένη: « Ά λ λ α αυτό πού ό Μάρξ επιχειρεί, είναι στήν πραγματικότητα μόνο μιά άφαίρεση των καθορισμένων συνθηκών κάτω άπό τΙς όποιες παρουσιάζεται ή άξία χρήσης». 76. Μπέμ-Μπάβερκ, εργο προηγ. 'Ανάλογη κριτική του Τξ. Κα-
λοτξέρο, / / metodo
delV economia
e il marxismo,
Μπάρι 1967.
57
τό πολύ, σέ μ,ιαν άνάκλησγ] στην άρχική αντίληψη του Ρίκάρντο πού — δπο)ς προκύπτει καΐ άπο την τελευταία του άτελη πραγματεία — ε!χε ήδη διακρίνει, πρΙν άπο το Μαρξ, Absolute Value and Exchangeable Value. Παρόλα αυτά, πέρα άπο τΙς παρατηρήσεις του Μαρξ για την τάση της ρικαρντιανης ανάλυσης νά ασχολείται περισσότερο μέ την «άνταλλακτική αξία» παρά μέ την κυριολεκτικά χαρακτηριζόμενη «άξια», αυτό πού άδυνατίζει αύτη την άπάντηση είναι το γεγονός δτι, άπέναντι στή μή - σύμπτωση των «άξιων» μέ τις «τιμές παραγο)γης», αύτη ή έρμηνευτική γραμμή ωθείται συνεχώς προς τή θέση των Ζόμπαρτ - ΣμΙτ ή, κυριολεκτικά, του Γδιου του· Μπερνστάιν: μέ τήν έννοια δτι — άφοΰ διαπιστώνει δτι ή άξια δεν ταυτίζεται μέ τις συγκεκριμένες άνταλλακτικές άξιες ή τιμές άνταγωνισμου στις οποίες πουλιόνται 'στήν πραγματικότητα τά κατά καπιταλιστικό τρόπο παραγμένα προϊόντα — γυρίζει νά προσφέρει στήν «άξια» τή βασική σημασία μιας άφ α ί ρ ε σ η ς . Τυπική, μ' αύτή τήν έννοια, ή περίπτωση του Ντόμπ, δ οποίος — άφοΰ βεβαιώνει δτι «ή άξια ε ί ν α ι μόνο μια άφηρημένη προσέγγιση στις συγκεκριμένες ανταλλακτικές άξιες» καΐ δτι «αυτός δ προσεγγιστικός χαρακτήρας θεωρήθηκε γενικά ολέθριος για τή θεωρία» καΐ «αύτός ήταν δ πυρήνας της κριτικής του Μπέμ - Μπάβερκ στό Μάρξ» — περιορίζεται νά συμπεράνει δτι «κάθε άφαίρεση μένει πάντοτε σαν προσέγγιση στήν πραγματικότητα» και δτι «τό νά επαναλαμβάνουμε άπλα αύτή τή διαπίστωση δέν συνιστά καμιά κριτική της θεωρίας της άξίας»'^'^.
8, Θεωρία της άξιας και φετιχισμός Τό άποφασιστικό'σημείο πού σέ δλες αύτές τις ερμηνείες δέν έκτιμαται δσο πρέπει, κατά τή γνώμη μας, είναι δπ(ος ε'ίπαμε ήδη ή έννοια της «αφηρημένης εργασίας»: 'δηλαδή α) πώς παράγεται αύτή ή άφαίρεση της εργασίας, και 6) τί πράγμα σημαίνει άκριβώς. Τό πρώτο μέρος του προβλήματος είναι τό πιό άπλό σχετικά. Τά προϊόντα της έργασίας, λέει δ Μάρξ, παίρνουν τή μορφή του 77. Μ. Ντόμπ. «Πολιτική οίκονομία και καπιταλισμός».
58
έ μ π ο ρ ε ύ »Ji α τ ο· ς, δταν παράγονται για την ά ν τ α λ λ α γ ή. ΚαΙ παράγονται για την ανταλλαγή, δταν παράγονται άπο αυτόνομες ί δ ι 03 τ ι κ έ ς εργασίες, πού συντελούνται ή μια ανεξάρτητα άπο την άλλη. Σάν τό Ροβινσώνα, δ παραγο^γδς εμπορευμάτο3ν άποφασίζε: άπο μόνος του πόσο και τι πράγμα παράγει. 'Αλλά, σέ άντιδιαστολή προς τό Ροβινσώνα, αυτός ζει στήν κοινο^νία καί, συνεπώς, μέσα στον κ ο ι ν ο ) ν ι κ δ καταμερισμό της έ ρ γ α σ ί α ς, δπου ή εργασία του έξαρταται άπό κείνη των άλλο)ν και άντίστροφα. "Άπ' αυτό προκύπτει δτι, ενώ δ Ροβινσώνας Εκπληρώνει δ λ ε ς τις απαραίτητες εργασίες ά π ό μόνος του και υπολογίζει για την ικανοποίηση τών άναγκών του μόνο στη δική του έργασία, δ παραγωγός εμπορευμάτων εκπληρώνει μόνος του μ ι ά καθορισμένη Ιργασία, τα προϊόντα της οποίας προορίζονται για τούς άλλους δπως τα προϊόντα τών διαφόρων εργασιών τών άλλων γι' αυτόν. "Αν αυτός δ κοινιονικός καταμερισμός της εργασίας ήταν μιά συνειδητή καΐ προγραμματισμένη κατανομή άπό τη μεριά της κοινωνίας, σέ δλα τα μέλη της, τών διαφόρων ειδών εργασίας πού χρειάζεται να συντελεστούν καΐ τών ποσοτήτων πού είναι άναγκαΐο νά παραχθούν, τά προϊόντα τών άτομικών εργασιών ·δέ θά έπαιρναν τή μορφή του έ μ π ο ρ ε ύ μ α τ ο ς. Σέ μιάν άγροτική πατριαρχική οικογένεια π.χ., γίνεται καταμερισμός τών εργασιών πού τά μέλη της Γδιας της οικογένειας πρέπει νά κάνουν, άλλα χωρίς τά προϊόντα αυτών τών εργασιών νά γίνονται εμπόρευμα, ή δσοι άποτελουν τόν οικογενειακό πυρήνα νά άγοράζουν-πουλάνε τά προϊόντα τους'^^. ΙΙαρόλα αυτά, στις συνθήκες της παραγωγής εμπορευμάτων, οί ατομικές εργασίες δέν είναι εργασίες πού τό άτομο φέρνει σέ πέρας κατά παραγγελία και εντολή της κοινωνίας' άλλα είναι ι δ ι ω τ ι κ έ ς ατομικές έργασίες, α ύ τ όV ο μ ε ς, πού εκτελούνται, δηλαδή, ή μιά ανεξάρτητα άπό τήν άλλη. Πράγμα πού σημαίνει δτι, άφού λείπει σ' αυτή τήν περίπτωση εκείνος δ προκαταρκτικός καΙ συνειδητός καθορισμός ή κατανομή, άπό τή μεριά της κοινωνίας, οι άτομικές εργασίες δέν είναι άμεσα διαρθρώσεις της κοινωνικής εργασίας, άλλά κατορθώ78. Πρβλ. «Τό Κεφάλαιο», τ. I, σ. 53.
59
νουν να προσδίδουν άξια στή φύση τους, σαν μερών ή όποπολλαπλασίων της συνολικής εργασίας, μόνο ε μ μ ε σ α, δηλαδή μέσω της άνταλλαγής η της άγορας. Τώρα, ή βασική θέση του Μαρξ είναι οτι, για να ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους, οι άνθρωποι πρέπει να τα εξισώσουν, δηλαδή νά αφαιρέσουν τή φυσική ή αξίας χρήσης πλευρά τους, εξαιτίας της οποίας ενα προϊόν διαφέρει άπό τό αλλο (τό στάρι από τό σίδερο, τό σίδερο άπό τό γυαλί, κλπ.) ' δτι, δμως, αφαιρώντας τά συγκεκριμένα άντικείμενα ή υλικά της εργασίας τους, αφαιρούν ipso facto αυτό σε σχέση πρός τό δποιο διαφοροποιούνται οι εργασίες τους. «Μαζί μέ τό χαρακτήρια της χρησιμότητας των προϊόντων της εργασίας εξαφανίζεται κι ό χαρακτήρας της χρησιμότητας των εργασιών πού άντιπροσωπεύονται σ' αύτά, έξαφανίζονται επίσης οι διάφορες συγκεκριμένες μορφές αυτών τών εργασιών, οί όποιες 'δέν ξεχωρίζουν πιά, άλλα άνάγονται δλες μαζί σέ ιση άνθρώπινη εργασία, ανθρώπινη 'εργασία γενικά»'^®. Με τήν άφαίρεση, λοιπόν, της φυσικής ή αισθητής άντικειμενικότητας άπό τά προϊόντα τους, οί άνθρωποι αφαιρούν, ταυτόχρονα, κι αυτό πού διαφορίζει τις ποικίλες ύ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ έ ς δραστηριότητές τους. Ή εργασία που οατοτελεΐ τήν ουσία τών άξιων — γράψει ό Μαρξ — είναι ϊση άνθρώττινη έργασία, δαπάνη της ίδιας ανθρώπινης έργασιακής δύναμης. Ή συνολική εργασιακή δύναμη της κοινωνίας, πού παρουσιάζεται στις αξίες του εμπορευματικού κόσμου, μετράει έδώ σαν ^ovαδική και ταυτόσιμη άνθρώπινη εργασιακή δύναμη, μολονότι οπτοτελείται άπό αναρίθμητες ατομικές έργασιακές δυνάμεις. Καθεμιά άπ* αυτές τις ατομικές εργασιακές δυνάμεις εΪναι μια άνθρώπινη εργασιακή δύναμη, ταυτόσιμη uL· τις άλλες, εφόσον κατέχει τα χαρακτηριστικά αιάς μέσης (κοινωνικής εργασιακής δύναμης και έψόσον δρα σαν τέτια μέση κοινωνική εργασιακή δύναμηδΟ.
Μπορούμε μ' αυτά νά θεο3ρήσουμε άποσαφηνισμένο πώς ή διαδικασία, μέ τήν οποία φτάνουμε στήν ά φ η ρ η μ έ ν η Ίργασία, δέν είναι κατά κύριο λόγο ν ο η τ ι.κ ή άφαίρεση του έρευνητη, άλλά είναι μιά άφαίρεση πού συντελείται κάθε μέρα 79. "Εργο προηγ., τ. I, 0. 6-7. 80. "Εργο προηγ., τ. I, σ. 7.
60
στην πραγ:ματικότητα τήν Ι'δια της ανταλλαγής («ΟΕ άνθρωποι», γράφει δ Μαρξ, «έξισώνουν δ Ινας μέ τδν αλλο τΙς διαφορετικές εργασίες τους σαν ανθρώπινη έργασία, εξισώνοντας δ ? ν α ς |ΐέ τ ό ν δλλο, σαν αξίες, στην άνταλλαγή, τα ετερογενή προϊόντα τους. Δέν ξέρουν δτι τδ κάνουν, άλλα τδ κάνουν»®^) . Μένει τώρα να καταλάβουμε τδ δεύτερο μέρος του προβλήματος, δηλαδή τΐ άν-ριβώς σημαίνει αυτή ή αφαίρεση. Τδ άποφασιστικδ σημείο είναι κι 'έδώ απλό. Σέ αντιδιαστολή πράγματι πρδς τους έρμηνευτές, οι δποΐοι βεωρουν ειρηνικό, προφανές, μή προβληματικδ τδ γεγονδς δτι, στήν παραγωγή των εμπορευμάτων, καθεμιά άπδ τΙς άτομικές εργασιακές δυνάμεις θεωρείται και γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης σαν «ανθρώπινη 'εργασιακή δύναμη ταυτόσιμη μέ τΙς άλλες» ή σαν «μέση κοινωνική εργασιακή δύναμη», καΙ οι οποίοι, συνεπώς, δέν άναρωτιουνται ποτέ τΐ σημαίνει αυτή ή εξίσωση* έμεΐς θεωρούμε, αντίθετα, δτι άγ-ριβώς σ' αυτή τήν εξίσωση βρίσκεται δλόκληρη ή σημασία της «αφηρημένης έργασίας'> καΐ της θεωρίας της αξίας. Καί, άκριβέστερα, μέ τήν έννοια δτι ένώ πράγματι οι εργασιακές ικανότητες ή εργασιακές δυνάμεις είναι διαφορετικές οι μέν άπδ τΙς δέ, είναι άνισες μεταξύ τους, δπως τα άτομα στα δποΐα αυτές ανήκουν καΐ πού «δ έ ν θ ά ήταν διαφορετικά ά. τ ο μ ια ά ν δ έ ν ήταν ά ν ι σ άντίθετα, στήν πραγματικότητα του κόσμου των εμπορευμάτων, οί εργασιακές δυνάμεις εξισώνονται οί μέν πρδς τΙς δέ, ακριβώς εφόσον παίρνονται αφηρημένα ή ξ έ χ ω ρ α άπδ τά έμπειρικο-πραγματικά άτομα στα δποΐα στήν πραγματικότητα άνήκουν: ακριβώς 'έφόσον, δηλαδή, γίνονται άντικείμενο διαπραγμάτευσης σα «δύναμη» ή οντότητα «καθαυτή», καΐ παραβλέπονται τα Ι'δια τά άτομα των δποίων άποτελουν τις δυνάμεις. Πράγμα πού μας δδηγει νά πούμε, σαν συμπέρασμα, δτι ή «άφηρημένη έργασία» είναι ή ά λ λ ο τ ρ ι ω μ έ ν η εργασία, δηλαδή διακριμένη και α π ο ξ ε ν ω μ έ ν η άπδ τδν Γδιο τδν άνθρωπο. «Ό χρόνος εργασίας που άντιπροσωπεύεται στήν άνταλλακτι81. "Εργο προηγ., τ. I, σ. 47. 82. Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος Καμπίτση, σ. 2 5 ) .
της Γκότα»
(έλλ.
μετ.
61
κή αξία», λέει ό Μαρξ, >ΐ2ΐ· ή g.^^ ή καπιταλιστική ιδιοποίηση δέν είναι ]ΐ6νο καΐ πρωταρχικά ιδιοποίηση π ρ α γ μ ά τ ω ν , άλλα Ιδιοποίηση της ύποκειμενικότητας ή της έργασιακής ένέργειας της ίδιας, σαν συνόλου τών φυσικών και νοητικών ικανοτήτων του άνθρωπου.
11, Σύνταγμα και καπιταλισμός 'Όποιος πάρει να παρατηρήσει στο σύνολό του τδ βιβλίο του 119. «Μισθωτή εργασία καΐ κεφάλαιο», σ. 49-50. 120. «Τό Κεφάλαιο», τ. I, σ. 674. 121. "Εργο προηγ., τ. I σ. 674.
87
Μπερνστάιν θα άνακαλύψ'εί δτι xb σημείο στό δποΐο γυρίζει σταθερά δ προβληιχατισριός του %αΙ άπό τό δποΐο άρχίζουν πάντα δλες του 0? θέσεις είναι, άπο τή μια μεριά ή «άντιφαση» πού υπάρχει μεταξύ π ο λ ι τ ι κ ή ς ισότητας και κοινωνικής ά ν ι σ ό τ η τ α ς, κι άπο τήν αλλη, ή ικανότητα της κοινοβουλευτικής κυβέρνησης, ή του σύγχρονου άντιπροσωπευτικοΰ Κράτους, να συνθέσει καΐ να έξυγιάνει προοδευτικά, δσπου να τούς άφανίσει κυριολεκτικά τις ρίζες, τΙς συγκρούσεις καΐ τΙς èvτάσεις πού προέρχονται άπό τΙς ταξικές διαφορές. Ή έκκληση στα άναφαίρετα «δικαιώματα του άνθρωπου», πού διακηρύχτηκαν άπο τή γαλλική Επανάσταση, δ Ισχυρός δικαιοφυσικός τονισμός πού βρίσκεται στό βάθος του «ηθικού» μπερνσταϊνικου σοσιαλισμού, ή έξύμνηση του «φιλελευθερισμού» πού έπιχειρεί δ Μπερνστάιν — καΐ πού τόν θεωρεί κυριολεκτικά σαν τήν ψυχή της σύγχρονης δημοκρατίας, &ς τό σημείο νά μειώνει αυτή τήν τελευταία άπλά σέ «πολιτική μορφή» του φιλελευθερισμού —• δλα αύτά μας άπαλλάσσουν, με τήν 'ίδια τους τήν εύγλωττη σαφήνεια, άπό τήν άνάγκη σχολίων, πού, άν είχαμε τό χρόνο καΐ τό χώρο, δέ θα ήταν δυνατό νά γίνουν χωρίς νά άναχθούμε σε συγκρίσεις με τό άξιοθαύμαστο ντοκουμέντο ήθικο-πολιτικής σκέψης πού είναι τό νεανικό γραφτό του Μάρξ πάνω στό «Εβραϊκό ζήτημα». Έδώ, γιά νά συνδέσουμε έπίσης τή συζήτηση μέ δσα είπαμε στήν άρχή, μας συμφέρει μάλλον νά υπογραμμίσουμε πώς ή ώρίμανση αύτής της διαταξικής άντίληψης του Κράτους δλοκληρώθηκε στή γερμανική σοσι·αλδη;μοκρατία προδευτικά καΐ σχεδόν χάρη σέ μια άργή ιστορική συσσώρευση καΐ σέ σχέση μέ τά πρακτικοπολιτικά συμβάντόο του κόμματος. Τό 1890, μέ τήν πτώση του Βίσμαρκ, ήρθε καΐ τό τέλος του νόμου ενάντια στούς σοσιαλιστές. Μέ τήν εισαγωγή αύτου του νόμου, πού -άνάγκασε τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία γιά δώδεκα περίπου χρόνια σέ μια σχεδόν παράνομη ύπαρξη, δέν ήταν ξένες καΐ οΐ δυσκολίες πού προήλθαν 'άπό τήν οικονομική ύφεση τήν δποία -άναφέραμε στήν άρχή. «Μέ τό νόμο ένάντια στούς σοσιαλιστές, ή μεγάλη βιομηχανία, κάτω άπό τόν άντίκτυπο της μεγάλης κρίσης, συντάχτηκε», γράφει δ Μέρινγκ, «μέ τΙς άντιδραστικές τάξεις. Σέ άντάλλαγμα είχε τούς βιομηχανικούς δασμούς, δπως οι Γιουνκερ, τώρα πια σέ πλήρη πα-
88
ρακμή, διατηρήθηκαν στή ζωή τεχνητά μέ τους γεωργικούς δασμούς καΐ άλλες παραχωρήσεις καΐ δ στρατιωτικός Απολυταρχισμός ελευθερώθηκε ·μέ τΙς οικονομικές παροχές από τόν κοινοβουλευτικό ελεγχο, βέβαια πάντα ενοχλητικό, παρά τήν άδυναμία των κοινοβουλευτικών κομμάτων»^^^. Ά π ' αυτή τή δύσκολη περίοδο, πού τήν αντιμετώπισε μέ άποφασιστικότητα καΙ κουράγιο, ή γερ'μανική σοσιαλδη!μοκρατία βγήκε οπωσδήποτε εξαιρετικά ένισχυμένη. "Οταν έκδόθηκαν οί έκτακτοι νό-μοι τό κόιμμα εΤχε 437.000 ψήφους %αΙ οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μετρούσαν 50.000 έγγεγραμμένους' 3ταν δ νόμος ενάντια στους σοσιαλιστές καταργήθηκε τό κό-μμα μπορούσε να -καυχιέται για 1.427.000 ψήφους καΐ οι συνδικαλιστικές οργανώσεις γιά περισσότερους από 200.000 εγγεγραμμένους. «Σέ δώδεκα χρόνια πάλης τό κό··μμα δέν είχε μόνο γίνει μεγαλύτερο και πιό ισχυρό, άλλα ειχε έπίσης άναπτυχθεΤ πλούσια στήν έσωτεριχή του ύπαρξη. Είχε δχι μόνο άγωνιστει 'καΐ χτυπηθεί, άλλα έπίσης είχε εργαστεί καΙ μάθει* είχε δώσει δχι μόνο άποδείξεις της δύναμής του άλλα καΐ του πνεύματός του»^^^. Αύτη ή ποσοτική αύξηση και ή επιστροφή στή νομιμότητα, εστω καΐ μέσα στα αρκετά περιορισμένα δρια πού έπέτρεπαν οΐ ιδιαίτερες γερμανικές συνθήκες, δημιούργησαν μια σειρά ποιοτικά νέα προβλήματα. Τό κόμμα μπαίνοντας τώρα πιά στήν πλήρη του άνάπτυξη Ιπρεπε νά -άντιμετωπίσει τό δύσκολο καΐ σύνθετο πέρασμα άπό τή φάση της άπλής προπαγάνδας στή φάση των συγκεκριμένων πολιτικών έπιλογών καΐ της συντονισμένης καΐ σταθερής δράσης. Στό 'διάστημα πού τό κόμμα ήταν προγραμμένο, ήταν αναγκασμένο να έξυπηρετεΐταΓ άπό τό κοινοβούλιο σάν βήμα γιά τήν προπαγάνδα του σοσιοΛισμου. "Αλλά τώρα πού δ Βίσμαρκ ειχε παραιτηθεί, τώρα πού άνοιγόταν ή προοπτική μιας γρήγορης καΐ σταθερής εκλογικής ανόδου καΙ τό γενικό κλίμα φαινόταν εύνοϊκό γιά τήν εισαγωγή κοινωνικών μεταρυθμίσεων, δέν επιβαλλόταν ή εγκατάλειψη αυτής τής καθαρά άρνητικής συμπεριφοράς; Δέν επρεπε ή αντιπροσωπεία στό κοινοβούλιο νά γίνη ερμηνευτής τών διεκδικήσεων του συνδικαλιστικού κινήματος, νά ευνοήσει τήν εγ122. Φ. Μέρινγκ, «Ιστορία της γερμανικής (Τοσιαλδημοκρατίας». 123. 'Έργο προηγ.
89
χριοη εκείνων των μεταρυθιχιστικών μέτρων πού θα φιαίνονταν πραγματοποίήσι,μα καί, τέλος, να παρεμβληθεί -κατά κάποιο τρόπο θετικά στΙς συζητήσεις στο Ράιχσταγκ, περνώντας από τή μή-συνεργασία σε μια Ιποικοδομητική τίολιτική Ή στροφή εθετε μεγάλα προβλήματα τακτικής καΐ στρατηγικής. ^Ηταν θεμιτό να άναζητήσουν συνεργασίες καΐ συμμαχίες μέ τΙς άλλες πολιτικές δυνάμεις, ή διέτρεχαν τόν κίνδυνο, απ' αυτό, να χάσει τό κόμμα, ακόμα νέο και πολύ περισσότερο κολακευμένο από τή συροή προσφάτων στρατολογήσεων, τήν ανεξαρτησία του και τή φυσιογνωμία του; ΚαΙ τό γερμανικό Ράιχ ιδρυμένο τό 1870: επρεπε να τό θεωρήσουν σαν τόν εχθρό πού είχαν να παλέψουν, ή να τό 'δεχτούν σαν ε να γεγονός στό εσωτερικό του οποίου να εργαστούν για νά πετύχουν ακριβώς εκείνες τΙς μεταρυθμίσεις της αστικής δημοκρατίας από τις όποιες τό γερμανικό Κράτος βρισκόταν ακόμη τόσο μακριά; Στό Συνέδριο τής Έρφούρτης (Όκτώβρης 1891) ή στάση πού κυριαρχούσε φαινόταν πλατιά εμπνευσμένη από πίστη και αισιοδοξία. Τό κόμμα υπέστη — είναι αλήθεια — σ' αυτή τήν περίπτωση ενα μικρό σχίσμα από τ' αριστερά, άλλα αυτό φαίνεται να υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο τή σταθερή απόφαση τής πλειοψηφίας να αγωνιστεί και να προχωρήσει στή νί^μιμότητα. Ή εποχή πού μόλις ειχε αρχίσει, εβλεπε τό κόμμα "και τό συνδικαλιστικό κίνημα να μεγαλώνουν καΙ να ενισχύονται μέ βαθμιαία άλλα αδιαμφισβήτητη κίνηση. Ή σοσιαλδημοκρατία θα κατακτούσε, σέ λογικό χρόνο, τήν πλειοψηφία των εδρών στό Ράιχσταγκ — μια πλειοψηφία πού καμιά κυβερνητική αστυνόμευση δέν θά μπορούσε ποτέ νά διαλύσει. Και τότε, παρακινημένη από τήν ωριμότητα καΐ τή συνείδηση δπου είχαν φτάσει οί μάζες, θά επιχειρούσε, έξυπηρετούμενη από τό Γδιο τό κοινοβούλιο, τό σοσιαλιστικό μετασχηματισμό τής ·κοινο)νίας. Τό δτι τό "κόμμα, γιά τήν ώρα, δέν είχε ακόμα άποφασιστική επιροή στό Ράιχσταγκ, δέν επρεπε νά οδηγήσει στό νά καταδικάσουν τό σύστημα. «Τό κοινοβούλιο», ελεγε δ γέρος Βίλμελμ Λήμπκνεχτ στό Συνέδριο, «δέν είναι άλλο από άντιπροσώπευση του λαου. "Αν ώς τώρα δέν πετύχαμε άποτελέσματα στό κοι124. Για δλο αύτό τό μέρος, βλέπε
Thought,
90
Cole,
Α History
τόμ. I I I , μέρος I, Λονδίνο 1963, σ. 249 έπ.
of
Socialist
νοβούλιο, αυτό δέν zhm άπο ελάττωμα του συστήματος, άλλα άπλα από τό γεγονός δτι δέν εχου'με στη χώρα καΐ στο λαό την αναγκαία δύναμη»^25^ 'Q «άλλος δρό^ιος», αυτός που ύπέθαλπαν μερικοί, δ «πιό σύντομος» δρόμος, δ δρόμος της «βίας, ήταν δ δρόμος της αναρχίας. Ο! σελίδες του 'Ένγκελς, πού παραθέσαμε στην άρχή, άντικχθρεφτίζουν, δπως θα θυμάστε, βασικά αυτή τη στρατηγική οπτιτοή. Τό δικαίωμα ψήφου θεωρήθηκε τό δπλο πού θα φέρει, στό συντομότερο χρονιν.ό διάστημα, τό προλεταριάτο στήν εξουσία* ή Κομμούνα του Παρισιού θεωρήθηκε σαν ενα λουτρό αΓματος πού δέν επρεπε να επαναληφθεί. Επιμένουμε νά λέμε δτι αυτή ή στρατηγική οπτική δέν είναι βέβαια άκόμα «ρεβιζιονισμός». Άλλα αν δέν είναι «ρεβιζιονισμός», είναι ωστόσο τό ασυνείδητο προοίμιο καΐ ή προετοιμασία του. Ή γερμανική σοσιαλδημοκρατία επιλέγει στήν Έρφούρτη τόν «κοινοβουλευτικό δρόμο», δχι γιατί εχει ήδη 'εγκαταλείψει τήν ταξική αντίληψη για τό Κράτος, άλλα γιατί ή «μοιρολατρική» και «της θείας πρόνοιας» πίστη της στό αυτόματο προχώρημα της ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή ς ε ξ έ λ ι ξ η ς , της δίνει τή βεβαιότητα δτι ή άνοδός της στήν εξουσία είναι προορισμένη νά συντελεστεί «-κατά τρόπο αυθόρμητο, σταθερό, άδιαμφισβήτητο, καΐ ταυτόχρονα ήσυχο, σαν μια φυσική διαδικασία». Αύτό από τή μια πλευρά* άπό τήν άλλη, δ νατουραλιστικός αντικειμενισμός πού σημαδεύει αύτή τήν έννοια της «οικονομικής εξέλιξης» είναι επίσης αύτό πού κάνει κενή άπό κάθε έννοια τή μαρξική θεωρία του Κράτους. 'Άς πίχμε ως τό βάθος του ζητήματος. Ή θεωρία του Κρά-τους για τό μαρξισμό της Δεύτερης Διεθνούς είναι ή θεωρία πού περιέχεται στήν «Καταγωγή της οικογένειας, της άτομικής ιδιοκτησίας καΐ του Κράτους» (1884) του "Ενγκελς. Εκείνο πού χαρακτηρίζει αύτό τό γραφτό, δπως και δλες τΙς μετά άπό τότε συζητήσεις για τό Κράτος, είναι ή μετάθεση των ε ί 'δ ι -κ ώ ν χαρακτηριστικών του σύγχρονου αντιπροσωπευτικού Κράτους στό Κράτος γ ε ν ι κ ά , δποια κι άν είναι ή ιστορική εποχή καΐ τό οικονομικο-κοινωνικό 'καθεστώς πού άντιστοιχουν σ' αύτό. Ή γνωστή βεβαίωση του Μαρξ δτι στήν αστική κοινωνία τά «ιδιαί125. Παραθέτεται άπό τόν Cole,
εογο προηγ., σ. 253 έπ.
91
τερα» ή -σο/ξικά 'συ·[]ΐφέροντα παίρνουν την ψ-ευδη μορφή «καθολικών» ή «γενικών» συμ^φερόντων - - πού είναι τά θεμελιακά θέμα προς τό οποίο συγκλίνει δλη του ή άνάλυσγ], πού θίξαμε παραπάνω, για τή σύγχρονη σχέση ιμεταξύ π ο λ ι τ ι κ ή ς ισότητας και κ ο ι ν ω ν ι κ ή ς ά ν ι σ ό τ η τ α ς — παρουσιάζεται έδώ άπο τ6ν "Ενγκελς σαν χαρακτηριστικό δ λ ω ν τών τύπων ταξικής κυριαρχίας: μέ άποτέλεσμα, στήν άδυναμία να συνδεθεί με την Ιδιαίτερη οικονο'μικο-κοινωνική κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ή δθ|χή καί, συνεπώς, να εξηγηθεί σαν δργανικο προϊόν α ύ τ ο υ του καθορισμένου τύπου κοινωνίας, αυτή ή διαδικασία αντικειμενικής «-άφαίρεσης» η «εξάτμισης» διαγράφεται σαν 'μια «-μεταμφίεση» ή άπάτη πού σ υ ν ε ι δ η τ ά επιδιώκουν οι κυρίαρχες τάξεις: κατά τρόπο δχι πολύ διαφορετικό άπ' δπως δ Βολταίρος φανταζόταν δτ: οι Θρησκείες όφειλαν τήν καταγωγή τους 'στήν πονηριά τών παπάδων. Ή συνέπεια αυτής της ανικανότητας να ^συνδεθεί πραγματικά τό σύγχρονο Κράτος μέ τΙς ειδικές οίκονοιμικές του βάσεις είναι, κατά πρώτο λόγο, ·μιά β ο λ ο ν τ α ·ρ ι σ τ ι κ ή άντίληφη πού βλέπει στο Κράτος, ή τουλάχιστον 'στη μορφή πού αυτό παίρνει, ενα προϊόν σκόπιμο, μια ad hoc επινόηση της κυρίαρχης τάξης* κατά δεύτερο λόγο, είναι μια άντίληφη πού — εφόσον θεωρεί ά δ ι ά φ ο ρ η τή ιμορφή του Κράτους πρός τόν τύπο τών κοινωνικών σχέσεων πού αυτή διευθύνει — άνοίγεται ταυτόχρονα (σύμφωνα μέ ιμιά διαδικασία, άλλωστε, πού επαναλήφθηκε καΐ πρόσφιατα) στόν πιό ξέφρενο υποκειμενισμό και μαζί τή διαταξικότητα. Στόν υποκειμενισμό, εφόσον θεωρεί αποφασιστικό και βασικό γιά τό σοσιαλισμό νά προωθείται ή άνοδος στήν εξουσία ενός όρισμένου πολιτικού προσοιπικου, παρά νά τροποποιείται από τις ρίζες ή δοιμή της εξουσίας της ϊδιας (άπ' δπου τά λεγόμενα καθεστώτα άλά Ράκοζι) * στη διαταξικότητα, εφόσον, νοούμενο ετσι, δηλαδή θεωρούμενο σαν Ι'διο κι άπαράλλαχτο 'έργαλειο πού μπορεί νά εξυπηρετήσει, άνάλογα μέ τΙς περιστάσεις, άντίθετα συ^μφέροντα, ή εξουσία είναι πια προορισμένη νά φαίνεται, στήν εσωτερική της δομή, -άδιάφορη σε κάθε ταξικό περιεχόιμενο (δπως στήν πρό^σφατη θεωρία του λεγομένου «Κράτους δλου του λαου»). « Ό Μαρξ ιμας δίδαξε» —^ γράφει δ Λένιν στό "Κράτος καΙ
92
έπανάσταση" — «δτι το προλεταριάτο δέν 'μπορεί νά κατακτήσει καθαρά καΐ άπλα την εξουσία του Κράτους — μ ε τ ή ν έννοια να π ε ρ ά σ ε ι σέ κ α ι ν ο ύ ρ γ ι α χέρια δ παλιός ·ριηχανισ{χός του Κ ρ ά τ ο υ ς (ύπογρ. δική μας) άλλα πρέπει νά σπάσουμε, να καταστρέψου:με αυτό τό μηχιανισμό και νά τόν άντ ι καταστήσουμε μ' ενα καινούρδηλαδή μ' ενα Κράτος πού νά άρχισε ι νά "φθίνει'' παραχωρώντας τό προβάδισμα σέ ολο και πιό έκτεταμένες μορφές άμεσης δημοκρατίας. Είναι μιά σκέψη πού μπορεί νά συζητηθεί, άλλά πού στη σκέψη του Μάρξ εχει βοϋθιά κίνητρα. ΚαΙ πού άρχίζει άντίθετα, νομίζουμε, νά μπαίνει σέ κρίση μέ τήν «πολιτική διαθήκη» του "Ενγκελς: δπου, δπως ή «νόμιμη τάξη» φαίνεται νά στρέφεται ενάντια στΙς κοινωνικές καΐ πολιτικές δυνάμεις πού τήν είχαν άρχικά εκφράσει, ετσι κι δ παλιός μηχανισμός του Κράτους φαίνεται προορισμένος νά δεχτεί στό έσωτερικό του τούς νέους κληρονόμους, άρκει αύτοί νά ξέρουν «νά διατηρήσουν άδιάκοπο τό ρυθμό της εκλογικής τους άνάπτυξης, μέχρις δτου αυτός καταβάλει άπό μόνος του τό κυρίαρχο σύστημα διακυβέρνησης». Είναι τώρα άδύνατο νά πούμε πώς αυτή ή άντίληψη — μοναδικά διιαθέσιμη σέ δυό άντίθετες έρμηνείες: εκείνη, τή σεχταριστική και πρωτόγονη, πού θεωρεί τήν π ο λ ι τ ι κ ή ισότητ α καθαρή άπάτη, καΐ κείνη, τή "ρεβιζιονιστική", πού βλέπει στό σύγχρονο αντιπροσωπευτικό Κράτος τήν έκφραση του «γενικού καΐ κοινού» συμφέροντος — τροφοδότησε, εξαντλητικά, τΙς δυό άντίθετες παραδόσεις του έργατικου κινήματος. Έ·δώ άρκεΤ μόνο νά άναφέρουμε — σάν ενδειξη γιά τό πόσο πιό ρεαλιστική καΐ σύνθετη ήταν ή άνάλυση του Μάρξ — μιά άπό τΙς πιό άξιόλογες καΐ 126. Λένιν, «Κράτος καΐ επανάσταση». Πρέπει να τονίσουμε, σχετικά, ότι ό Μπερνστάιν παραθέτει πολλές φορές μιά βεβαίωση του Μάρξ, παρμένη άπό τήν εΙσαγωγή του 1872 στό Μανιφέστο, στην όποια γράφεται δτι «ή εργατική τάξη δεν είναι δυνατό νά πάρει στήν κατοχή της καθαρά κι άπλα μιά κρατική μηχανή ήδη έτοιμη καΐ νά τήν βάλει σέ κίνηση γιά τούς δικούς της σκοπούς». Ή έννοια της διαπίστωσης του Μαρξ είναι δτι ή εργατική τάξη δεν μπορεί νά περιοριστεί νά πάρει τήν εξουσία, άλλά πρέπει νά τή μετασχηματίσει, νά «σπάσει» τήν παλιά δομή, νά τήν άντικαταστήσει μέ μιά εξουσία νέου τύπου. Σύμφωνα μέ τό Μπερνστάιν, άντίθετα, ό Μάρξ α' αύτά τά λόγια καθιστοίΐσε προσεκτική τήν έργατική τάξη α π έ ν α ν τ ι στήν υπερβολική επαναστατική όρμή τή στιγμή της κατάκτησης της εξουσίας.
93
Ικανοποίητικές φόρμουλες, πού συνέλαβε στους «Ταξτ/ούς αγώνες στή Γαλλία» αναφορικά ιμέ το γαλλικό σύνταγμα του 1848. Ή άντίφαοτη ττού εχει ολόκληρα τό Σύνταγμα —εγραφε τότε ό Μ α ρ ξ — βρίσκεται στο γεγονός δτι οί τάξεις των οποίων ιτρέττει νά διαιωνίσει την κοινωνική δουλεία, τό ιτρολεταριάτο, οι αγρότες, οί μικροαστοί, με τό καθολίικό εκλογικό δικαίωμα, εισέρχονται στην κατοχή της ττολιτικής εξουσίας, ενώ οατό τήν τάξη της οποίας τήν παλιά κοινωνική εξουσία αυτό τό ϊδιο καθαγιάζει, από τήν αστική τάξη, αφαιρεί τις πολιτικές εγγυήσεις αυτής της εξουσίας. Στριμώχνει τήν πολιτική κυριαρχία της σε δημοκρατικούς δρους, οί οποίοι διευκολύνουν σε κάθε στιγμή τή νίκηι τών έχθρικών τάξεων και βάζουν σε συζήτηση τις 'ίδιες τις βάσεις της άστικής κοινωνίας. Ά π ό τις μεν άπαιτεί νά μήν προχωρήσουν άπό τήν πολιτική χειραφέτηση στήν κοινωνική χειραφέτηση, από τήν άλλη, να μήν όπισθοχωρήσει àiïfo τήν κοινωνική παλινόρθωση στήν πολιτική παλινόρθωση127.
Ό συγγραφέας πού πρώτος (αν δέν κάνουμε λάθος) «ανακάλυψε» αύτη τή σελίδα κάνοντάς την τό κέντρο της δίκης του ανάλυσης της σχέσης φιλελεύθερης δημοκρατίας καΐ σοσιαλιστικής δημοκρατίας, ήταν δ 'Ότο Μπάουερ πού, σ' ένα περίφημο κι άπό πολλές άπόψεις σημαντικό του βιβλίο του 1936, Zwischen zwei Weltkriegen, της δίνει μιαν έρμηνεία εντελώς ομοια προς τις θέ-σεις του Μπερνστάιν, καΐ πού μετά υιοθετήθηκε, άπό τήν άρχή, άπό τον Τζών Στράτσεϋ στο βιβλίο του για τό «Σύγχρονο καπιταλισμό». Σύμφωνα μ' αύτή τήν έρμηνευτική γραμμή, τό -κείμενο του Μαρξ επιβεβαιώνει τήν κεντρική Θέση ένος μέρους τουλάχιστον της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας: τή θέση, δηλαδή, δτι στίς μεγάλες «δυτικές δημοκρατίες», «οι βασικές τάσεις ατό πολιτικό πεδίο %αΙ τό οικονομικό πεδίο έχουν», δπως γράφει ακριβώς δ Στράτσεϋ, «διαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις». Με τήν έννοια δτι, ενώ «ή επέκταση του εκλογικού δικαιώματος και της δλο m l πιο ικανοποιητικής χρησιμοποίησής του, ή ενίσχυση του συνδικαλισμού», κλπ., είχαν στο πρώτο μισό του αιώνα μας, «έπεκτείνει τήν πολιτική εξουσία» άποθέτοντάς την σιγά σιγά στα χέρια τών έργαζομένων τάξεων, «στις ίδιες δεκαετίες», αντίθετα, δπως διαπιστώνει δ Στράτσεϋ, «ή οικονομική εξουσία συγκεντρώθηκε στα χέρια τών μεγαλύτερων ολιγοπωλίων». 127. Μαρξ, «Ταξικοί αγώνες στή Γαλλία», σ. 190.
94
To συμπέρασμα πού βγαίνει άπ αύτη τήν ερμηνεία είναι δτ: στίς «μεγάλες δυτικές δημο-κρατίες» ή χατάστασγ) χαρακτηρίζεται βαθιά από τήν αντίθεση πού ύπάρχει μεταξύ πολιτικής και οι-κονομι'ας, δηλαδή ανάμεσα στο σύνταγμα ή Κράτος δικαίου ή κοινοβουλευτική κυβέρνηση (πού είναι λίγο πολύ ή κοινή πολιτική μορφή δλων αυτών των χωρών) καΐ τήν ακόμα καπιταλιστική οικονομική τους κατάσταση. Δέ θα χρειαζόταν, μ' άλλα λόγια, να αναζητήσουμε μια νέα ή άλλου τύπου δημοκρατία: αυτή πού υπάρχει είναι ή μόνη δυνατή. Τό πρόβλημα, συνίσταται μάλλον, στο να μεταφέρουμε τή δημοκρατία άπο τό πολιτικό πεδίο, δπου ήδη ζει, στό πεδίο της οικονομίας (χωρίς, από τήν άλλη, δμως, να «άνατρέψ'ουμε» τό σύστημα) ' ή, για να χρησιμοποιήσουμε τή συνήθη φόρμουλα, σαν να πρέπει να ξαναδώσουμε περιεχόμενο, σαν να μήν τό έχουν μέ τόν τρόπο τους, στις «ελευθερίες» πού είναι σήμερα μόνο «τυπικές». Γυρίζοντας στό κείμενο του Μαρξ, νομίζουμε, αντίθετα, δτι μ' αυτή τήν ερμηνεία χάνουμε από τήν οπτική μας δλη τή συνθετότητα. Ό Μαρξ στήν πραγματικότητα αναγνωρίζει, βέβαια, δτι, μέσω του καθολικού 'εκλογικού δικαιώματος, τό σύγχρονο σύνταγμα βάζει τις εργαζόμενες τάξεις, κατά κάποιο τρόπο, «στήν κατάκτηση της πολιτικής έξουσίας», άλλα τονίζει επίσης δτι αύτό πρέπει ταυτόχρονα «να διαιωνίσει τήν κοινωνική δουλεία» αυτών άκριβώς τών τάξεων. 'Αναγνωρίζει δτι τό σύνταγμα αφαιρεί άπό τήν άστική τάξη «τις πολιτικές έγγυήσεις της έξουσίας της», άλλα διακηρύσσοντας μαζί δτι αυτή τούς «'καθαγιάζει τήν παλιά κοινωνική έξουσία». Μέ συντομία: ενώ για τή σοσιαλδημοκρατία ή άντίφαση βρίσκεται μόνο μεταξύ συντάγματος οίαΐ καπιταλισμού, για τό Μαρξ ή άντίφαση πού βρίσκεται στό Ισωτερικό της κοινωνίας περνάει κι άπό τό εσωτερικό του συντάγματος. Μέ τήν έννοια, δτι αν άπό τή μια πλευρά αύτό καλεί, μέ τό καθολικό έκλογικό δικαίωμα, στήν πολιτική ζωή δ λ ο υ ς καΐ για πρώτη φορά άναγνο3ρίζει ετσι τήν ύπαρξη ενός -^coivoö ή δημόσιου συμφέροντος και συνεπώς μιας «γενικής θέλησης» ή κυριαρχίας του λαου, άπό μιαν άλλη άποψη δέν μπορεί να μήν κάνει αύτό τό κοινό συμφέρον μόνο τ υ π ι κ ό , άφου ύπάρχουν τα πραγματικά συμφέροντα άκόμα, εύνοιοκρατικά ή άντιτιθέμενα, λόγω της ταξικής διαίρεσης
95
της κοινωνίας («Τό συντα.γμ.ατικό Κράτος», γράφεο ό Μάρξ, «εΐvat τά Κράτος στό όποιο το κρατικό συΐ|Α>φέρον, οαν πραγμιατικό συμφέρον του λαου, υπάρχει ό ν ο τυπικά. Τ 6 συμφέρον του Κράτους εχει τ υ π ι κ ά ξαναγίνει εδώ πραγματικότητα σαν ^συμφέρον του λαου, άλλα πρέπει επίσης να εχει μόνο αυτή την τυπική πραγματικότητα», άφου, πράγματι, τό σύγχρονο συνταγματικό Κράτος, προσθέτει δ Ι'διος, είναι ακριβώς εκείνο στό όποΐο «τόσο ο·ι γενικές επιχειρήσεις δσο καΙ τό νά άσχολεισαι μ' αυτές είναι μονοπώλιο, καΐ δπου, άντίθετα, τα μονοπώλια είναι οι πραγματικές γενικές επιχειρήσεις») . Σα συμπέρασμα, τό σύνταγμα της άστικής δημοκρατικής ρεπούμπλικας είναι τό résumé, ή ϊδια ή σύνοψη τών αντιφάσεων πού υπάρχουν άνάμεσα στίς τάξεις αύτής της κοινωνίας. Ά λ λ α άφου «από τις μέν» αυτό «απαιτεί να μ ή ν προχωρούν άπό τήν πολιτική χειραφέτηση στήν κοινωνική χειρ,αφέτηση κι άπό τήν άλλη, νά μην οπισθοχωρεί άπό τήν κοινωνική παλινόρθωση στήν πολιτική παλινόρθωση», αυτή ή ρεπούμπλικα είναι για το Μάρξ, δχι ή σύνθεση η τό ξεπέρασμα τών θεμελιακών συγκρούσεων, άλλα μόνο τό καλύτερο έδαφος για νά μπορέσουν αυτές νά άναπτυχθοΰν καΐ νά φτάσουν στήν ωρίμανση.
96
ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΣΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ
1. Τό άντικείμενο τον «Κεφαλαίου» 'Ανοίγουμε τό «Κεφάλαιο» στον πρόλογο της πρώτης του έκδοσης. Τονίζουμε κυρίως δυο συνθήκες, ή πρώτη άπό τΙς οποίες είναι αύτη. 'Αντίθετα απ' δλους τούς οικονομολόγους οΐ όποιοι, πριν άπ' αυτόν, μιλούσαν για την κοινωνία «γενικά», δ Μαρξ μιλάει μόνο για μ ι α κοινωνία, για τη σύγχρονη κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ή κοινωνία* λέει, δηλαδή, δτι εχει εξετάσει τούς νόμους της ανάπτυξης α υ τ ή ς και μόνο της κοινωνίας, καΐ καμιάς (^λλης. Στο «Κεφάλαιο», μ' άλλα λόγια, δέ μελεταται Ή κοινωνία, δηλαδή ή α φ α ί ρ ε σ η : κοινωνία «γενικά», άλλα α υ τ ή ή κοινο3νία: αξίζει να πούμε δτι τό θέμα της ανάλυσης δέν είναι μια ι δ έ α (ενα άντ ι κείμενο ιδεατό), άλλα ενα άντικείμενΌ· υ λ ι κ ά κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν ο ή πραγματικό. Αυτό κατά πρώτο λόγο. ΚαΙ άφου αυτός ό «πρώτος λόγος» είναι ήδη τέτιος πού να μας βάζει σέ σκέψεις, άς άσχοληθουμε κάπως περισσότερο μαζί του. Ποιός είναι —κυρίως— εκείνος πού προβληματίζεται για τήν κοινωνία γ ε ν ι κ ά ; ΑύτοΙ —μπορούμε νά απαντήσουμε— πού πιστεύουν πώς τό ειδικό στοιχείο της ιστορίας και τών ανθρώπινων κοινωνιών είναι ό παράγοντας «συνείδηση» καί, κατά συνέπεια, δσοι ύποστηρίζουν πώς οι κοινωνίες διερευνώνται μ ό ν ο στό έπίπεδο τών ι δ ε ο λ ο γ ι κ ώ ν κοινωνικών σχέσεων. Σ' αυτή τήν περίπτωση, πράγματι, άφου οι νομικές και πολιτικές μορφές τέτιων κοινωνιών (οχ ιδεολογικές μορφές γενικά), πρέπει αναγκαία να εμφανιστούν —παρατηρεί ό Αένιν— σαν «προερχόμενες από αυτή ή εκείνη τήν ί δ έ α του ανθρώπινου γένους», καί, κατά συνέπεια, σαν άπλα π ρ ο ϊ ό ν τ α ή σ τ ι γ μ έ ς τ η ς σ κ έ ψ η ς, ή ερευνά δέ στρέφεται πια σ' ενα άντικείμενο π ρ α γ μ α τ ι κ ό , άλλα σέ μιαν άντικειμενικότητα άποκλειστικά ιδεατή. Ή σχέση της θεωρίας με τό άντικείμενο, μέ άλλα λόγια, συστέλλεται, λόγο3 της ιδεατής φύσης του τελευταίου, σέ μιαν απλή σχέση
7
97
ιδέας μέ Ιδέα, σε ενα καθαρό, εσωτερικό μονόλογο της σκέψης. Τό αντικείμενο της ανάλυσης διαλύεται μέσα στα χέρια μας, καΐ μείς βρισκόμαστε σέ αδυναμία —λέει δ Λένιν— να αναλάβουμε τη μελέτη των γ ε γ ο ν ό τ ω ν , των κοινωνικών διαδικασιών, ακριβώς γιατί δεν εχουμε πια μπροστά μας μ ι α κοινωνία, ενα πραγματικό άντικείμενο, άλλα μόνο την ι δ έ α της κοινωνίας, την κοινωνία γ ε ν ι κ ά . Νά οι υποστάσεις στις όποιες βασίζεται ή αστική κοινωνιολογία. Έδώ γίνεται λόγος για την κοινωνία ^υσικός χημικός, μή ξέροντας ακόμη: νά ερευνήσει ττραγματικά τις χημίικές αντιδράσεις, έπινοοΟσε μια θεωρία πού να άπαντα στην έρωτηση: τί δύναμη εΪναι ή χημική συγγένεια; Ό μεταφυσικός βιολόγος πραγματευόταν τό ζήτημα: τί είναι ή ζωή και ή ζωτική δύναμη; Ό μεταφυσικός ψυχολόγος συλλογιζόταν γύρω άπό τό ερώτημα: τί είναι ή ψυχή; Έ δ ώ —συνεχίζει ό Λένιν— ή Τδια ή τοποθέτηση ήταν άτοπη. Δεν μπορούμε να προβληματιζόμαστε για τήν ψυχή χωρίς νά έξηγουμε τις επιμέρους ψυχικές διαδικασίες· έδώ ή πρόοδος πρέπει νά συνίσταται άκριβώς στό νά άποριφθοΰν οί γενικές θεωρίες και τά φιλοσοφικά πονήματα, σχετικά με τό έρώτηιμα: τί είναι ή ψυχή; γιά νά μάθουμε νά θέτουμε σε επιστημονικό πεδίο τή μελέτη τών γεγονότων που χαρακτηρίζουν αυτές ή εκείνες τις ψυχικές διαδικασίες.
Ή πρόοδος πρέπει, δηλαδή, να συνίσταται στό να άναστηλώνουμιε και να αποκαθιστούμε, ενάντια ατίς υποστάσεις πού τα αποκρύβουν,, εκείνα τα «γεγονότα», εκείνες τις π ρ α γ μ α τ ·ι κ έ ς δ ι α δ ι κ α σ 'ί ε ς, πού δ^ιαφ-εύγο-υν άπό τό μεταφυσικό καΐ τό^ν ξεπερνούν, καΐ τών οποίων ή άντικευμενική ύπαρξη -είναι ή απαραίτητη προϋπόθεση, γιά να επιχειρήσουμε οποιαδήποτε επιστημονική εριευνα. 'Αλλά, άν μια ερευνά της κοινωνίας πού περιορίζεται μόνο στό ι δ ε ο λ ο γ ι κ ό επίπεδο συνεπάγεται τή διαφυγή του π ρ α γ μ α τ ι κ ο ύ αντικειμένου καί, κατά • συνέπεια, τή συστολή της άνάλυσης σέ άπριοριστικούς συλλογισμούς, είναι προφανές, τουλάχιστον σαν ύπόθεση, πώς δ μόνος τρόπος να εγγυηθούμε τή δυνατότητα μιας επιστημονικής άνάλυσης δεν μπορεί να είναι παρά εκείνος, πού διερευνά τήν κοινωνία στό υ λ ι κ ό της στήμη, κλπ., καΐ φάνηκαν αντίθετα «μια μυριάδα άπό κοινωνιολογίες πού, όσο κι άν είναι διαφορετικές, δέν θέτουν πιά, κατά μεγάλο μέρος, τό καθήκον νά δώσουν μιαν άνάλυση — εκείνη του παρόντος — σαν μιας Ι δ ι α ί τ ε ρ η ς Ιστορικής έποχής». «Αυτές οΐ κοινωνιολογίες, άντίθετα, μιλώντας για τήν "κοινωνία", αντικαθιστούν — σημειώνει ό "Α. Βέμ π ε ρ — μιαν Ιστορική πραγματικότητα με μιαν **εννοια" καί, γ ι α ν ά τ ό πούμε καλύτερα, με μιαν έννοια έφαρμόσιμη μόνο στη σημερινή κατάσταση, λες καΐ αυτές τήν άντιπροσωπεύουν». Ά π ό τήν άλλη μεριά, γιά τήν ανοιχτή μαρτυρία τών σπιριτουαλιστικών καΐ άνορθολογιστικών προσανατολισμών της σύγχρονης Konstel· lationssozioloaie καί, γενικά, του «υποκειμενισμού στήν κοινωνιολογία»,
πρβλ. "Αλφρεντ Βέμπερ, Wesen und Aufsahe
den
Soziologie-
επίπεδο, στο επίπεδο, δηλαδή, εκείνης της πραγματικής βάσης πού τήν ίδίαίτεροποιεί, έμποδίζοντάς την να διαλυθεί σε μιαν ιδέα. Πράγμα πού σημαίνει, μέ τη σειρά του (άφου ύλικο ή πραγματικό είναι μόνο α υ τ ό τό αντικείμενο και δχι τ ό αντικείμενο, μόνο α ύ τ η ή ιδιαίτερη διαδικασία και οχι Ή διαδικασία) , δτι για να μελετήσει τό καθορισμένο αντικείμενο «κοινωνία» δ Μαρξ επρεπε αναπόφευκτα να μελετήσει ακριβώς α ύ τ η τήν κοινο3νία. Ή πρώτη συνθήκη πού προκύπτει από τόν πρόλογο στό «Κεφάλαιο» φαίνεται, ετσι, λίγο - πολύ ξεκαθαρισμένη. Άλλα —και νά ή άλλη δφη του νομίσματος— αν στη μελέτη της κοινο^νίας τό να περιοριζόμαστε σε μόνο τό ιδεολογικό επίπεδο συνεπάγεται τή συστολή της ανάλυσης σε μια άπριοριστική καΐ μεταφυσική συζήτηση, είναι δυνατό να βεβαιώσουμε, κατόπιν, δτι για να κάνουμε επιστήμη αρκεί να περιοριστούμε στή μελέτη μόνο του ύλικου έπιπέδου; 'Ή: είναι επαρκές να πούμε δτι ενα αντικείμενο είναι υ λ ι κ ό για να μπορεί αύτό να ειπωθεί κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν ο, και να είναι, ετσι, α ύ τ ό τό αντικείμενο; 'Αρχίζουμε, συνεπώς, παρατηρώντας πώς υλικό είναι τό παν' οτιδήποτε ύ π ά ρ χ ε ι' χωρίς να αποκλείονται κι αύτές ακόμη οι πιό απελπιστικά σπιριτουαλιστικές φιλοσοφίες. Πράγματι, αν καΐ τό «πνεύμα» δεν είναι τό «γράμμα», αύτές οι φιλοσοφίες είναι καθορισμένοι φιλοσοφικοί οργανισμοί. Αύτές δηλαδή ε ι ν α : (ύπάρχουν) , στό βαθμό πού είναι ε κ φ ρ α σ μ έ ν ε ς , στό βαθμό δηλαδή πού «τό στοιχείο της ζωτικής εκδήλωσης της σκέψης, ή γ λ ώ σ σ α , είναι —δπως λέει ό Μαρξ— αισθητής φύσης». Τό νά λέμε, λοιπόν, οτι ενα αντικείμενο είναι ύλικό είναι σα νά μή λέμε τίποτα. Ή ύλικότητα σάν τέτια δεν εξειδικεύει, άλλά είναι μιά γ ε ν ι κ ή διαπίστωση, μιά ιδιότητα κοινή σέ δ λ α τά πράγματα. 'Ακόμα περισσότερο, δσο κι αν αύτό μπορεί νά φανε: περίεργο και νά εξαναγκάσει σέ διαμαρτυρία κανέναν υπερβάλλοντα «ύλιστή», πρέπει νά που·με ξεκάθαρα δτι ή υ λ η σάν τέτια είναι καθαυτή μιά ί δ έ α„ eva καθαρό flatus vocis. Σέ ενα από τά πιό οξυδερκή κομμάτια της «Διαλεκτικής της Φύσης», δπου συλλογίζεται σάν συνεπής ύλιστής,, ό "Ενγκελς μας, ·δίνεχ (αν και άθελα) τά επιχειρήματα γιά νά αντικρούσουμε δλες τις ι δ ε α-
100
λ ί σ τ c κ έ ς γενικεύσεις στις οποίες αυτός, κατά τα αλλα, άφήνεται αρκετά συχνά στα υπόλοιπα 'μέρη αύτου του έργου' και οπού, π.χ., μας κάνει να καταλάβουμε δτι δεν εχει κανένα νόημα να μιλάμε (δπως κάνει, βέβαια, αυτός) για την «κίνηση με την πιό γενική έννοια, νοούμενη δηλαδή σαν τρόπο του είναι, σαν σύμφυτη ιδιότητα της υλης», πού «περιλαμβάνει μέσα της δλες τΙς μεταβολές και τις διαδικασίες πού συντελούνται στο σύμπαν από τήν απλή μετακίνηση [στό χώρο] μέχρι τή σκέψη»' καΐ δτι δέν εχει κανένα νόημα να μιλάμε και για ενα νόμο αυτής της γενικής κίνησης, για «ενα γενικό νόμο ανάπτυξης τής φύσης, τής κοινωνίας και τής σκέψης»* σέ ενα από αυτά τα κομμάτια —δπως είπαμε— δ "Ενγκελς γράφει τα εξής: Ή υλη σαν τέτια ι£Ϊναι μιά ικαθαρή δημιουργία τής σκέψης και mà αφαίρεση. Δέν άντιλαμβανόμαστε τις ποιοτικές διαορές των πραγμάτων, μέ τό να τα συναθροίζουμε μαζί σαν ύτταρκτα σώματα, κάτω από την έννοια τής ΰλης. Ή υλη σαν τέτια, αντίθετα από τις καθορισμένες, υπαρκτές υλες, δέν εχει γι' αυτό καμιά αισθητή ύπαρξη.
Πράγματι, κανένας δέν έχει ακόμα δεΪ ή μέ όποιοδήποτε τρόπο πειραματιστεί — συνεχίζει ό 'Ένγίκελς— την υλη σαν τέτια και τήν κίνηση σαν τέτια, άλλα ιμόνο τις διανία ε δ ώ καΐ τ ώ ρ α* άλλα αυτή ή κοινωνία είναι ή «σύγχρονη» κοινο)νία, δ καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και ανταλλαγής,, δχι ή Γαλλία,, ή 'Αγγλία,, κλπ., σαν τέτιες. Ό (ΐ^ιχτικος τταροχτη,ρεΪ τις φυαιικές διαδικασίες στο χώρο δττου αυτές έμφανίζονται με την πιο ορισμένη και λιγότερο συσκοτισμένη από διαταρακτικές έπιροές μορφή, ή, δταν εΪναι δυνατό, κάνει πειράματα — εξηγεί ό Μαρξ— σέ τέτιες συνθήκες που να εγγυώνται τήν ανάπτυξη της διαδικασίας στην καθαρή της κατάσταση. Σ ' αυτό τό εργο πρέπει να ερευνήσω τον κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ό τρόπο π α ρ α γ ω γ ή ς και τις σ χ έ σ ε ι ς π α ρ α γ ω γ ή ς και α ν τ α λ λ α γ ή ς πού τοΰ άντιστοιχουν. Μέχρι αυτή τή στιγμή, ή κλασική τους εδρα είναι ή ' Α γ γ λ ί α . Γι' αυτό τό λόγο είναι κυρίως ή 'Αγγλία πού χρησιμεύει στό να φωτίσει τήν ανάπτυξη τής θεωρίας μου. 'Άν ωστόσο 6 γερμανός αναγνώστης σηκώσει φαρισαϊκά τους ώμους, σχετικά uè τις συνθήκες τών άγγλων εργατών τής βιομηχανίας και τής γεωργίας ή καθησυχάσει αισιόδοξα τόν εαυτό του uè τή σκέψη πώς στη Γερμανία τά πράγματα δέν πάνε και τόσο άσχημα, κάθε άλλο μάλιστα, τότε πρέπει να τοΟ φωνάξω: Για σένα μιλάει ό μύθος.
Ή 'Αγγλία, λοιπόν, ναΐ μέν μπαίνει στην ανάλυση αλλά, λέε: δ Μάρξ, «...γι' αύτο το λόγο»: δηλαδή μόνο εφόσον καΐ στο βαθμό πού σ' αυτήν, σέ μια ορισμένη ιστορική στιγμή, παράχθηκε μια αντικειμενική κατάσταση τέτια πού voc πραγματοποιεί τΙς συνθήκες «μοντέλο» πού είναι απαραίτητες για μια επιστημονική ανάλυση. Τό αντικείμενο τής ερευνάς, ωστόσο, δέν είναι ή 'Αγγλία σαν τέτια, άλλα ή α ν ά π τ υ ξ η τ ο υ κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ο ύ τ ρ ό π ο υ π α ρ α γ ω γ ή ς πού, σέ μια ορισμένη φάση του, βρήκε σέ κείνη τή χώρα τις συνθήκες και τό κατάλληλο θέατρο για να αναπτύξει τή δυναμική του και τό άπόγειό του μέ μορφές «τυπικές» και «κλασικές»*^. «Καθαυτό και δι' εαυτό» —προσθέτει δ Μαρξ αμέσως μετά— εδώ «δέν πρόκειται για τόν ύψηλότερο ή 6. Πρβλ. Τξούλιο Πιετραλέρα, « Ή λογική δομή του "Κεφαλαίου"», μέρος I I , έπιθ. S octet à, Αΰγουστος 1956. Μελέτη πού εδώ αξίζει να τήν υποδείξουμε, Ιδιαίτερα, για τις μεγάλης σπουδαιότητας παρατηρήσεις πού κάνει σχετικά μέ τόν ιστορικό χαρακτήρα πού εχει ή ϊδια ή μαρξική σύλληψη τής «'ίσης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου σέ δλους τούς κλάδους τής παραγοογής»: πού είναι, δπιος είναι γνωστό, ή συνθήκη για τήν
106
χαμηλότερο βαθμό ανάπτυξης [στα δίάφορα εθνη] των κοινωνικών ανταγωνισμών, πού ξεπηδούν άπο τους φυσικούς νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής, άλλα πρόκειται α κ ρ ι β ώ ς γι' α ύ τ ο ύ ς τ ο ύ ς ν ό μ ο υ ς». «Ή βιομηχανικά πιο αναπτυγμένη χώρα δείχνει στη λιγότερο άναπτυγμένη την ·εικόνα του μέλλοντος της». Άπο μιαν αποφη, λοιπόν, τό «Κεφάλαιο» πραγματεύεται οχι τ η ν κοινο3νία, αλλά α ύ τ η την κοινωνία, δχι μιαν άφαίρεση, άλλα μια πραγματική διαδικασία (μια φυσική διαδικασία) , δχι ενα νοητικό άντικείμενο άλλα ενα ύλικο άντικείμενο. 'Από μιαν άλλη άποψη, ωστόσο, «αύτή» ή κοινωνία είναι ή «τυπική γενικευμένη μορφή δλων τών καπιταλιστικών κοινωνιών πού υπάρχουν» (Ντόμπ) , δηλαδή είναι μια άφαίρεση πού επιτεύχθηκε «μέ τό διαχωρισμό, για να εξηγηθούμε μέ ενα παράδειγμα, αύτου πού διακρίνει μια καπιταλιστική χώρα άπο μιαν άλλη καΐ μέ τήν άνάλυση αύτου πού είναι κοινο σέ δλες» (Λένιν) . Άπο μιαν άποψη, λοιπόν, εχουμε ενα φυσικό φαινόμενο' άπο μια άλλη άποψη, δμο3ς, αύτή ή φ ύ σ η είναι φυσικός ν ό μ ο ς . Άπό τή μιά πλευρά, αύτή ή κοινωνία ε δ ώ και τ ώ ρ α * άλλά, άπό τήν άλλη αύτό τό ε δ ώ και τ ώ ρ α είναι ενας κοινωνικο-οικονομικός σ χ ημ α τ ι σ μ ό ς.
2, "Ενότητα οικονομίας και κοινωνιολογίας )
Τ) χαρακτήρας του «δλου», πού εχει τό άντικείμενο του «Κεφαλαίου», και πού και γλωσσικά έκτέθηκε μέ τρόπο άρκετά πλαστικό μέ τόν δρο «κοινωνικο - οικονομικός σχηματισμός», προκύπτει λοιπόν —δπως είδαμε— άπό τό άδύνατο να διαχωριστούν στά δυό τα δυό επίπεδα (τό υ λ ι κ ό και τό ι δ ε ο λ ο γ ι κ ό επίπεδο) , ή άπό τό γεγονός δτι τό άντικείμενο προκύπτει άληθινά σαν ενα άντικείμενο καί, συνεπώς, κάτι τό κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν ο μόνο μέ τή βοήθεια καΐ τών δύο αύτών συνθηκών: μόνο μέ τή δύναμη —ας πούμε— της μεταξύ τους σχέσης. Αύτό είναι συνεπώς Ισχύ της θεωρίας της εργασιακής άξιας καΐ πού αντίθετα θεωρείται ακόμη και σήμερα (μερικές φορές από τόν ϊδιο τόν Ντόμπ) σαν μια ρικαρντιανοΰ τύπου αφαίρεση.
107
ενα totum,, κάτι δηλαδή που περίέχεί νόσο το xoiyomxo ε ΐ ν α ι δσο καΐ τήν κοινωνική σ υ ν ε ί δ η σ η , ή τόσο τις συνθήκες άπο τη μεριά του άντικείιμεν'ου,. δσο κ-αΐ κείνες από τή |];εριά του υποκείμενου. Άλλα τώρα αναρωτιέται κανένας: μέ πο.ιό τρόπο στέκονται εδώ μαζί υποκείμενο και αντικείμενο; Ένας πρώτος τρόπος, προφανώς, είναι αυτός: το υποκείμενο είναι μ έ ρ ο ς του αντικειμένου, εσωτερική στιγμή στο αντικείμενο καί, συνεπώς, αυτό τό ίδιο α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ό . Δηλαδή, αντικείμενο καΐ υποκείμενο σχηματίζουν εδώ τή διαδικασία: αντικείμενο - υποκείμενο ά ντ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ό. Τό εποικοδόμημα είναι μια δψη και μια διάρθρο3ση αυτό τό ίδιο της βάσης* ή συνείδηση είναι αυτή ή ίδια ενας τρόπος του είναι, ή γνώση της ζωής, αυτή ή ίδια ενας τρόπος καΐ μια εκδήλωση ζωής. Τέχνη, φιλοσοφία, επιστήμη είναι, από αυτή τήν οπτική γωνία, πραγματικότητα και κοινωνικοί θεσμοί, δηλαδή εκφράσεις, αρθρώσεις της κοινωνίας. Ή κριτική σ' αυτές, ή αντανάκλαση της σκέψης πάνω σ' αυτές είναι ήδη ερευνά πάνω στήν κοινωνία, δηλαδή κοινωνιολογία. Στό νεανικό έργο τοΰ^ Μαρξ π.χ., βλέπουμε πώς, 'μελετώντας τό Χέγκελ καΙ (δχι τυχαία) τό εργο του «Φιλοσοφία του Δικαίου», δ Μαρξ μελετάει, μέσα απ' αυτό, δχι μόνο τήν αστική θ ε ω ρ ί α του Κράτους, άλλα τό ίδιο τό αστικό Κ ρ ά τ ο ς' μέσα από τό Σμ^ίθ, τό Ρικάρντο ή τό ΣαΙ («Χειρόγραφα τοϋ· '44») μελετάει οχι 'μόνο τήν αστική θεωιρητική οίκονομία, άλλα (άν και σαν πρώτη δοκιμή) και τΙς άντικειμενικές σχέσεις άνάμεσα στό κεφάλαιο καΐ τή γαιοπρόσοδο, άπό τή μια μεριά, και τή μισθωτή εργασία, άπό τήν άλλη. Τώρα δμως, άν αυτό είναι άληθινό, δχι λιγότερο άληθινό είναι επίσης δτι τό του εποικοδομήματος και ιδεολογικό επίπεδο, άν είναι 'μέρος της, βάσης καΙ του κοΊ'νο>νικοΰ 'είναι, του είναι παρόλα αυτά μέρος σαν σ υ ν ε ί δ η σ η ή ιδεολογία, δηλαδή μέ ενα δικό του ε ι δ ι κ ό σέ σχέση μέ τα άλλα μέρη της βάσης ρόλο. 'Ένα εργο τέχνης ή ενα επιστημονικό εργο, π.χ. ή «'Ανθρώπινη Κωμωδία» του Μπαλζάκ, δέν είναι τό γαλλικό σιδηροδρομικό δίκτυο. 'Αντίθετα μάλιστα, άκριβώς καΐ μόνο χάρη σ' αυτό τό γεγονός, τό εργο είναι μέρος της κοινωνίας: γιατί ή κοινωνία, διαμέσου αύτοΰ, πραγματοποιεί μιαν ειδική λειτουργία της πού δέ θα
108
μπορούσε διαφορετικά να πραγματοποιήσει (π.χ. παράγοντας μπουλόνια) . Αυτό πού τό κάνει μ έ ρ ο ς , λοιπόν, είναι αυτό πού το δ ι α χ ω ρ ί ζ ε ι άπό χείνο τό totum,, στό οποίο αυτό' άνηκει* και στήν περίπτωση της συνείδησης —είναι γνωστό— τό ειδικό χαρακτηριστικό εγκειται ακριβώς σ' αυτό: δτι„ ενώ αύτη είναι μέρος του κοινωνικού είναι καΐ συνεπώς είναι εσωτερική στή ζωή, α ν τ α ν α κ λ ά τ α ι δμως πάνω σ' αυτήν, δηλαδή νοητικά τήν αγκαλιάζει μέσα της* και δτι, ξανά, ενώ τήν αγκαλιάζει μέσα της, της είναι μ έ ρ ο ς , δηλαδή της είναι μόνο μ ι α λειτουργία πού εχει τις άλλες λειτουργίες της ζωής και της κοινωνίας ε ξ ω ά π ό α υ τ ή ν . «Ή σκέψη καΐ τό είναι, λέει ό Μάρξ, είναι, βέβαια, ε ν ω μ έ ν α , αλλά ταυτόχρονα δ ι α κ ε κ ρ ι μ έ ν α τό ενα άπό τό άλλο». Δηλαδή: ή συνείδηση ανήκει πράγματι στό είναι, στήν κοινωνική πρακτική' ή θεωρία είναι πράγματι αυτή ή ιδια ή ζωή, πρακτική* μεταξύ τών δύο υπάρχει, βέβαια, διείσδυση και ενότητα. 'Αλλά ή συνείδηση άνήκει τόσο στή ζωή • δσο της είναι ενα μ έ ρ ο ς ' ή θεωρία είναι τόσο πρακτική δσο είναι 'μ ί α δψη καί μιά στιγμή της πρακτικής,, δηλαδή στό βαθμό πού περιλαμβάνεται στό εσωτερικό αυτής της πρακτικής σάν (χΐ'Ζ ειδική λειτουργία της καί, συνεπώς, στό βαθμό πού, άντι να τήν εξαντλεί μέσα της, είναι περιτριγυρισμένη άπ' αύτήν καΐ τήν εχει εξω της. Άπό μιαν άποψη ή παραγωγή είναι διανομή, άνταλλαγή καΐ κατανάλωση, άπό μιαν άλλη, διανομή, άνταλλαγή καΐ κατανάλωση είναι μόνο στιγμές της παραγωγής, πού προϋποθέτουν σαν προηγούμενο τους τήν παραγωγή. "Ας τό καταλάβουμε, λοιπόν, καλά, είναι άκριβώς ή ενότητα είναι καί συνείδησης, ή διείσδυσή τους, πού συνεπάγεται τό θεμελιώδες ή προτεραιότητα του είναι πάνω στή σκέψη, δηλαδή τόν υ λ ι σ μ ό ^ . 7. Γι' αύτη τή σχέση παραγωγή-διανομή-κατανάλωση πρβλ. ξανά Κ. Μάρξ, «ΕΙσαγωγή στήν κριτική της πολιτικής οικονομίας», μέρος I I . * Ολόκληρη ή «αντίφαση» πού ό Κέλσεν ( « Ή κομμουνιστική θεωρία του δικαίου», Μιλάνο 1956) πιστεύει πώς βρίσκει στή μαρξική αντίληψη του δικαίου, δπου αύτό τό τελευταίο νοείται, ταυτόχρονα, τόσο σάν κοιν ω ν ι κ ή σ χ έ σ η ή πραγματικότητα, δσο καΐ σαν έπίγνοοση ή σ τ ο χ α σ μ ό ς π ά ν ω σ' αύτή τήν κοινωνική σχέση, έξηγεΐται μέ τό γεγονός δτι αύτός δεν κατανόησε άκριβώς αύτό τόν κεντρικό δεσμό της σκέψης του Μάρξ, δηλαδή οτι τό έποικοδόμημα είναι μαζί τόσο μ έ ρ ο ς ή στιγμή της βάσης, δσο καΐ μ ο ρ φ ή της. Αύτός ό δεσμός ή ενότητα τών ετερογενών στον Κέλσεν φαίνεται σαν αντίφαση,
109
Άλλα, άν τά πράγματα είνα: σταλήθεια έτσι, τότε άπορέουν δυο συνέπειες. Μια πρώτη —μ ε θ ό δ ο υ — μέ βάση την οποία πρέπει να πούμε δτι, άφου τό εποικοδόμημα άντανακλα τη βάση άποτελώντας μ έ ρ ο ς της, τό περιεχόμενο της θεωρητικης γενίκευσης πρέπει να ε π α λ η θ ε ύ ε τ α ι σαν ενας καθορισμός, μια πλευρά ή οψη του αντικειμένου πού εξετάζεται. Μια δεύτερη, δ ο μ ι κ ή συνέπεια, μέ βάση την οποία επιβάλλεται τό συμπέρασμα δτι, άν ή βάση είναι πάντοτε «βάση καΐ εποικοδόμημα^·) μαζί, άν ή «κοινωνία» είναι πάντοτε αντικείμενο - υποκείμενο αντικειμενικό, οί άντικειμενικοι οροι της ανάλυσης θα τυρέπει να εμφανιστούν επίσης σαν δ ρ ώ ν τ α αντικείμενα, δηλαδή σαν αντικείμενα ικανά να αναφέρονται θεωρητικά στον εαυτό τους καί, συνεπώς, σαν αντικείμενα πού, ενώ από τή μια είναι επιδεκτικά περιγραφής μέ δρους καθαρά φ υ σ ι κ ο ύ ς , από τήν άλλη είναι καί κοινωνικοί φ ο ρ ε ί ς . Ή διαδικασία είναι πράγματι φ υσ ι κ ή' αλλά αυτή ή φύση είναι ί σ τ ο ρ ι κ ο - κ ο ι ν ω ν ι κ ή . Με άλλα λόγια, ή ανάλυση της β ά σ η ς , της πραγματικής καπιταλιστικής δομής, αποτελεί, βέβαια, τό σ κ ε λ ε τ ό του «Κεφαλαίου»' «τό παν βρίσκεται δμως στο γεγονός —λέει ό Λένιν— δτι ό Μαρξ δεν αρκέστηκε σ' αυτό τό σκελετό, δεν περιορίστηκε σε μόνη τήν «οικονομική θεο^ρία» μέ τή συνηθισμένη έννοια τής λέξης,, στό δτι αυτός —άν καί εξηγεί τή δομή καΐ τήν εξέλιξη ενός δεδομένου κοινωνικού σχηματισμού ά π ο κ λ ε ι σ τ ι κ α μέ τις παραγωγικές σχέσεις— ερεύνησε παρόλα αυτά πάντοτε και παντού τα εποικοδομήματα πού άντιστοιχουν σ' αυτές τΙς παραγωγικές σχέσεις, γέμισε τό σκελετό μέ κρέας και αιμα», Ικανέ δηλαδή ταυτόχρονα οικονομία κ α Ι ιστορία, οικονομία κ α ι κοινωνιολογία. Σ' αυτό τό αποτέλεσμα, είναι φανερό, δ Μαρξ δέ φτάνει μέσα άπό μιαν εργασία αντιπαράθεσης: κάνοντας, δηλαδή, πρώτα μιαν άνάλυση κ α θ α ρ ά οικονομική και επενδύοντας μετά, τα δεδομένα αυτής της ανάλυσης μέ ιστορικά και πολιτικά στοιχεία. Ό Μάρξ δέν εργάστηκε μέ δ υ ό κ ρ ι τ ή ρ ι α , αλλά μέ κατηγιατί αύτός κινείται άπό τον παλιό νεοκριτικιστικό διαχωρισμό «γεγονότος» και «άξιας»: διαχωρισμό στόν όποιο έπανοδηγοΰνται, άν καΐ άπό άντιθετες μεριές, ό σημερινός κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ι σ μ ό ς καΐ νομικός κ α ν ο ν ι κ ι σ μ ό ς .
110
γοριες πού από τήν αρχή καΐ ήδη στην πιο εσωτερική τους δομή αντιπροσωπεύουν μαζί π α ρ ά γ ο ν τ ε ς (αντικείμενα, συνθήκες) της παραγωγής και ί σ τ ο ρ ι κ ο - κ ο ι ν ω ν ι κ ο ύ ς φ ο ρ ε ί ς , είναι δηλαδή μέ μια γέννα οικονομικές καΐ ιστορικές. Ή επιστημονική άνάλυση τού καττιταλιστικού τρόπου παραγωγής αποδείχνει —γράφει ό Μαρξ στις τελευταίες σελίδες του «Κεφαλαίου» — δτι ( . . . ) οί συνθήικες τής διανοιμής ταυτίζονται στήν ουσία μέ τις συνθήκες παραγωγής, συνιστούν τήν άλλη δψηι αυτών των τελευταίων ( . . . ) . Ό μισθός προϋποθέτει τή μισθωτή εργασία, το κέρδος προϋποθέτει τό κεφάλαιο. Αυτές οι καθορισμένες μορφές διανομής προϋποθέτουν συνεπώς καθορισμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά τών συνθηκών τής παραγωγής και καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στους φορείς τής παραγωγής. . .
Ποτέ στο Μάρξ, λοιπόν, οικονομικές κατηγορίες πού να είναι κ α θ α ρ έ ς οικονομικές κατηγορίες. 'Όλες οί εννοιές του, άντίθετα, είναι μαζί οικονομικές καΐ κοινωνιολογικές. Ή πιο αφηρημένη και πιο απλή καπιταλιστική σχέση, ή σχέση Χ - Ε - Χ, είναι ήδη ή σχέση κεφάλαιο - εργασιακή δύναμη* δηλαδή είναι ήδη μια σχέση ανάμεσα σέ δυο κ ο ι ν ω ν ι κ έ ς τάξεις. Στη μαρξιστική επιχειρηματολογία —^γράφει ό Σουμπέτερ— κοινωνιολογία ικαΐ οικονομία άλληλοεμποτίζονται· δλες οί εννοιες και οί θεμελιώδεις θέσεις εΤναι οικονομικές και κοινωνιολογικές μαζί και έχουν τήν ϊδια σηιμασία και σ τ ά δυο έ π ί π ε δ α — άφου γίνει δεκτό δτι άπό τήν όπτική μας γωνιά μπορούμε άκόμη νά (μιλάμε γιά δυο έπίπεδα. "Ετσι ή οικονομική κατηγορία έργασία(- κή δύναμη) και ή κοινωνική τάξη προλεταριάτο, τουλάχιστον άπο θέση άρχών, συγκλίνουν καί, πρακτικά, ταυτίζονται. "Η^ ή λειτουργική κατανομή τών οικονομολόγων —^δηλαδή ή εξήγηση τού τρόπου μέ τον όποΐο προκύπτει τό εισόδημα, στό βαθμό πού είναι άντίστοιχο μέ τις παραγωγικές υπηρεσίες, άνεξάρτητα άπό τήν κοινωνική τάξη,, στην οποία κάθε μεμονωμένος αποδέκτης του άνηκε ι — μπαίνει στό μαρξιστικό σχήμα, μόνο κάτω άπό τή μορφή μιάς κατανομής μεταξύ κοινωνικών τάξεων και παίρνει ετσι διαφορετικά χαρακτηριστικάδ.
Ή «ολικότητα», αύτο το καΐ φιλολογικά επίσης μεγαλειώδες άποτέλεσμα πού αναδύεται άπό τΙς σελίδες του «Κεφαλαίου», δέν 8. Σουμπέτερ, «Καπιταλισμός, Κ Ε Π Ε , 'Αθήνα 1972, σ. 76-7.
Σοσιαλισμός καΐ Δημοκρατία», εκδ.
111
είναι τό αποτέλεσμα, λοιπόν, μιας μηχανικης τοποθέτησης «επιπέδων» του ενός πάνω στο άλλο: δεν είναι δτι —για να επαναλάβουμε τους δρους της μεταφορας του Λένιν— δόθηκε π ρ ώ τ α μια ανάλυση του «σκελετού» και μ ε τ ά ή επένδυση του μέ «κρέας και αίμα». Αυτό τό αποτέλεσμα υπάρχει τελικά γιατί ηδη υπάρχει, δπως είπαμε, σε κείνη την αρχική σχέση Χ - Ε - Χ, τόσο αφηρημένη και λεπτή, μέ τήν οποία ανοίγει τό «Κεφάλαιο» και ποο είναι ή αληθινή «σφίγγα» ολόκληρου του τεράστιου οικοδομήματος. Έδώ, πράγματι, από τή μια μεριά εχουμε δτι ή σχέση Χ - Ε, ή σχέση κεφάλαιο - εργασιακή δύναμη, εκφράζει τή σχέση σ τ αθερου κεφαλαίου - μ ε τ α β λ η τ ο ύ κεφαλαίου, δηλαδή μια σχέση ανάμεσα σέ άπλα ά ν τ ι κ ε ί μ ε ν α , δπως είναι οι πρώτες υλες και οί μηχανές, άπό τή μιά μεριά, και τό υπόλοιπο τών οργάνων παραγωγής, άπό τήν άλλη, στόν καπιταλισμό. Καί, άπό τήν άλλη μεριά, άντίθετα, εχουμε δτι αυτή ή σχέση μεταξύ τών άπλών ά ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ώ ν σ υ ν θ η κ ώ ν της παραγωγής, μεταξύ τών άπλών μέσων ή έργαλείων μέ τά όποια συντελείται ή άντικειμενική υ λ ι κ ή διαδικασία της παραγωγής, είναι 'μιά σχέση, πράγματι, μεταξύ αντικειμένων, αλλά μεταξύ άντικειμένων δ ρ ώ ν τ ω ν, δηλαδή μεταξύ κεφαλαίου καί εργασιακής δύναμης, μεταξύ εργοδότη και μισθωτού εργάτη: μιά σχέση, μέ μιά λέξη, μεταξύ ιστορικο - κοινωνικών φ ο ρ έ ω ν . Γίνεται άντιληπτό, σ' αυτό τό σημείο, πώς αυτή ή έ ν ό τ ητ α οικονομίας και κοινωνιολογίας, φύσης και ιστορίας στό Μάρξ δ ε ν σημαίνει ταυτότητα τών δύο δρων' πώς δηλαδή, αυτή, δέν επιφέρει ούτε μιάν άναγωγή της κοινωνίας στή φύση, ούτε μιάν άναγωγή της φύσης στήν κοινωνία: ούτε μιάν άναγωγή της άνθρώπινης κοινωνίας σέ μυρμηγκιά, ούτε μιάν άναγωγή της ανθρώπινης ζωής σέ φιλοσοφική ζωή. Άλλά γίνεται άντιληπτό επίσης, άντίστροφα, πώς συμβαίνει τό προσπέρασμα αυτών τών δυό μονόπλευρων άντιθέσεων άκριβώς εξαιτίας της οργανικής τους σύνθεσης, άπό τή μεριά του Μάρξ, καί, συνεπώς, της έπανένωσής τους σέ ενα «δλο»: πού είναι, πράγματι, ολότητα, άλλά κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν η ' πού είναι, πράγματι σύνθεση, άλλά τών διακεκριμένων' πού είναι πράγματι έ ν ό τ η τ α, άλλά τών ε τ ε ρ ο γ ε ν ώ ν . "Οπου είναι εύκολο νά δοΰμε (άν καΐ σέ μικρογραφία) αύ-
112
•το πού δ Μάρξ χρωστάει στο Χέγκελ καΐ πώς,, άπο τήν άλλη μεριά, αυτός του είναι ταυτόχρονα μακρινός'^. Μέ αλλα λόγια, τό «Κεφάλαιο» εχει, βέβαια, σαν θέμα μια διανθρώπινη διαδικασία, δηλαδή σχέσεις κοινωνικές και δχι μετ α ξ ύ π ρ α γ μ ά τ ο 3 ν , άλλα αυτή ή κοινωνική διαδικασία είναι, από τήν άλλη μεριά, αυτή ή Γδια μια διαδικασία φυσικό - αντικειμενική. Δηλαδή: άν είναι πράγματι αλήθεια δτι τό «Κεφάλαιο» πραγματεύεται μιαν άνθρώπινη κοινωνική διαδικασία, αυτό δέ σημαίνει καθόλου πώς μια άνθρώπινη κοινωνική διαδικασία άνάγεται, μ ε τ ά , , σέ απλές, ι δ £ ο· λ ο· γ ι κ έ ς κοινωνικές, σχέσεις, δηλαδή σέ ένα σύμπλεγμα απλών σ κ ό π ι μ ω ν , συνειδητών συμπεριφορών, σέ μιαν απλή σχέση ιδεών. 'Αντίθετα, είναι μιά σχέση πού καθορίζεται άνάμεσα σέ υποκείμενα πού είναι φ υ σ ι κ ά δ ν τ α' άν καί, κατόπιν, είναι άλήθεια πώς αυτά τα φυσικά δντα έχουν μέ τή σειρά τους τήν ιδιομορφία να είναι υ π ο κ ε ί μ ε ν α . Ούτε ή παραμικρή άντίληφη, λοιπόν, του ι σ τ ο ρ t κ ο· υ ύ π ο κ ·ε ι μ έ νο·υ σαν Ιδέας ή κοσμικού' Πνεύματος ή βικιανής Πρόνοιας ή ύπερβατικού ύποκιειμένου' ουτε ή πα^ραμιχρή αντίληψη αύτοϋ σαν 'Εξέλιξης ή 'Αγώνα για τήν ύπαρξη ή συνεταιριστικού 'Ένστικτου ή Φυλής, κλπ. Ενάντια σ' αυτές τις γενικές άφαιρέσεις, δλες στόν Γδιο βαθμό στείρες, δ Μαρξ μας δίνει μάλλον μια νέα αντίληψη του ύποκειμένου σαν ιστορικο - φυσικού δντος, δηλαδή σαν ε ι δ ο υ ς ή σαν συνόλου εμπειρικών σχηματισμών πού είναι άκριβώς οι κοινωνικές τ ά ξ ε ι ς * είδος πού αύτός άναλύει στό φώς καθορισμένων ή επιστημονικών εννοιών, δηλαδή άκριβώς εκείνων... τών «ψευτοεννοιών» πού είναι τόσο άπεχθεϊς στόν ιδεαλιστικό και θεολογίζοντα ίστορικισμό. Νά ή οργανική ενότητα οικονομίας και κοινωνιολογίας: ή έννοια της τάξης: μέ τή διπλή σημασία, τόσο του παράγοντα ή ά ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ώ ν σ υ ν θ η κ ώ ν της παραγωγής (φυσικά, σέ μιαν ορισμένη ιστορική φάση του καταμερισμού της εργασίας) δσο καΐ του π ο λ ι τ ι κ ο ύ φ ο ρ έ α δλόκληρης της άνθρώπινης κοινωνικής διαδικασίας. Οί τάξεις* δηλαδή —άς τό προσέξουμε κα9. Γι' αύτη τήν έννοια, θεμελιακή, για τήν ένότητα τών ετερογενών, βλέπε Γκαλβάνο Ντελα Βόλπε, « Ή Λογική σαν Ιστορική επιστήμη», Μεσσίνα-Φλωρεντία 1956.
8
113
λα—' τομείς πού μας δίνουν τόσο τήν κάθετη δσο καΐ τήν δριζόντια τομή όλόκληρης της κοινωνίας, άπό τή βάση ώς τήν κορυφή. ΚαΙ γίνεται αντιληπτή, τότε, ή βαθιά και οργανική ένότητα ανάμεσα στο ιστορικο - ο ι κ ο ν ο μ ι κ ά καΐ το ιστορικο - π ο λ ι τ ι κ ό έργο του Μάρξ πού είναι δ,τι λέει 6 Λένιν, δταν παρατηρεί πώς τό «Κεφάλαιο» δείχνει «ολόκληρο τόν καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό σαν ενα ζωντανό πράγμα, με τΙς δψεις του της καθημερινής ζωής, μέ τή συγκεκριμένη κοινωνική εκδήλωση του ανταγωνισμού των τάξεων πού είναι συμφυής στις σχέσεις παραγωγής, μέ τό άστικό πολιτικό εποικοδόμημα πού προστατεύει τήν κυριαρχία των καπιταλιστών, μέ τΙς αστικές ιδέες τής ελευθερίας, της ισότητας κλπ.». «Ή σύνθεση τοΰ' Μαρξ —έπιχειρηματολογει ό Σουμπέτερ— αγκαλιάζει δλα εκείνα τα ιστορικά γεγονότα —πολέμους, έπαναστάσεις, νομικές μεταβολές— και δλους εκείνους τούς κοινωνικούς θεσμούς —ιδιοκτησία, συμβατικές σχέσεις, μορφές διακυβέρνησης— πού οι μή μαρξιστές οικονομολόγοι είναι συνηθισμένοι να θεωρούν σαν παρενοχλητικα στοιχεία ή άπλα δεδομένα. Ή χαρακτηριστική διάσταση του μαρξιστικού συστήματος είναι δτ; αυτό υποβάλλει καΐ κείνα επίσης τα ιστορικά γεγονότα καΐ κείνους τούς κοινωνικούς θεσμούς στήν ερμηνευτική διαδικασία τής οικονομικής άνάλυσης ή, για να χρησιμοποιήσουμε τήν τεχνική γλώσσα, τα πραγματεύεται δχι σαν δεδομένα, άλλα σαν μεταβλητές»^ "Αληθινό καΐ μεγάλο ιστορικό εργο, λοιπόν, πρέπει να θεωρήσουμε ακριβώς και κυρίως τό ίδιο τό «Κεφάλαιο». «Ή 18η Μπρυμαίρ», «Οι ταξικοί αγώνες στή Γαλλία» κλπ., δλα τα λεγόμενα Ιστορικά γραφτά, δχι μόνο έχουν τΙς ρίζες τους σ' αυτό τό εργο, δχι μόνο τό προϋποθέτουν και τό έχουν για βάση, άλλα μακριά άπό τό να άντιπροσωπεύουν ενα «πέρασμα σέ άλλο είδος» στήν έρευνα του Μάρξ, παραμένουν κλεισμένα στόν ίδιο δικό του όρίζοντα. Τό νά μή βλέπουμε αυτό (δπως πολλοί μαρξιστές άκόμη δέν τό βλέπουν) σημαίνει πρακτικά δτι παραγνωρίζουμε τήν ιστορικο-κοινωνική μεστότητα, πού έχουν δλες οι οικονομικές κατηγορίες του «Κεφαλαίου», άκόμη και οι πιο «άφηρημένες» καί. 10. Σουμπέτερ, εργ. προηγ., ϋά, ας προσέξουμε καλά, άρχίζοντας άπό τή «Φυλή», γιά νά ερθουμε μετά στήν «άνθρωπογεο)γραφία», άπό δω στήν «τεχνική» (όργανα φιυσικά καΐ τεχνητά, κλπ.), και τέλος, μόνο μετά άπό χίλιες σελίδες, σέ μιά σειρά άπό άδύναμους καΐ γενικούς δρισμούς για τήν ιστορία «γενικά», τις τάξεις «γενικά», τό Κράτος «γενικά», κλπ.^'^ 20. Κ. 21. Κ. σ. 357. 22. Κ. 1927, τόμοι
Μάρξ, «Κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας τοί3 δικαίου». Μάρξ, «ΕΙσαγωγή cyτήv κριτική της πολιτικής οίκονομιας», Κάουτσκι, « Ή υλιστική αντίληψη της Ιστορίας», Βερολίνο 2.
127
Εννοείται δτι αυτά λέγονται κυρίως καΐ πρωταρχικά για τό «ψιλοσοψο» Κάουτσχι' καΐ πώς,, άναφορικα και προς. αυτή του την πλευρά, υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στόν «ορθόδοξο» Κάουτσ^κι και τον κατοπινό. Άλλα είναι πάντοτε παρόν ενα δδηγητικό νήμα,, ακόμη και στο εργο των καλύτερων χρόνων: καΐ είναι ή αρχή σύμφωνα μέ τήν δπο·ία αυτός κινείται άπ' αυτό πού είναι κοινό σέ δλες τΙς εποχές για να ερθει μόνο αργότερα στις διαφορές: χωρίς να καταλαβαίνει πώς ετσι τα εΓδη ή τα μερικά παραμένουν πάντοτε φ α ι ν ο μ ε ν ι κ έ ς υποδιαιρέσεις στό γενικό - γενικόλογο, και δτι γι"" αυτό δέν καταφ'έρνει ποτέ νά βγει από τήν αφαίρεση.. Είναι συνεχής στά εργα του, λ.χ., ή διαμαρτυρία ενάντια στις αναγωγές των βιολογικών νόμων σέ νόμους ολόχληρου του γίγνεσθαι, ενάντια στό μαλθουσιανισμό, ενάντια στον κ·3ΐνω-νικό δαρβινισμό, κλπ. 'ΚαΙ συνεχής επίσης ή ανάκληση στό γεγονός δτι κάθε κοινωνία εχει τους ειδικούς νόμους της. 'Αλλά άρχει νά γνωρίζει κάνεις τό εργο του λίγο, για νά δεϊ πώς ό μαρξισμός του φαίνεται πάντοτε μια 'εξακολούθηση του δαρβινισμου καΐ οί δαό, μετά, μόνο Ιδιαίτερες στιγμές του γένους «Εξέλιξη». Ποτέ δ'έ γίνεται ετσι αντιληπτή ή α ν α τ ρ ο π ή , μέ τήν όπο'ία στήν ιστορία αυτό πού πρώτα ήταν θεμελιακό καΐ ειδικό γίνεται δευτερεύον καΐ γενικό, και αυτό πού αντίθετα ήταν ιδιαίτερο ή γενικό άναπτύσσεται σέ βασικό ή εί'δικό χαρακτηριστικό. Τό κεφάλαιο, π.χ.., πού στό Μεσαίωνα ήταν μόνο μια άρθρωση της εγγειας ιδιοκτησίας, γίνεται μέ τήν αστική κοινωνία ή β ά σ η ολόκληρης της παραγωγικής διαδικασίας: ενώ ή γαιοπρόσοδος καταλήγει μόνο σέ ·συνάρτηση ή στιγμή της. Τό ιδιο ισχύει για τήν εξάρτηση' από τή φύση. Τό κλίμα, ή εύφορία της γης κλπ., δλες αύτές οί φ'ϋσικές συνθήκες, ενεργούν στήν ανθρώπινη ιστορία σάν συναρτήσεις τών κοινωνικών καθεστώτων, ποτέ άντίστροφα.. Τώρα, στόν Κάουτσκι δλα αύτά έχουν βέβαια συχνά «ειπωθεί»' άλλα κατόπιν διαψεύδονται από τή ·δομή και 23. Κάουτσκι, εργο ττροηγ. τόμ. I, σ. 196-8. Σε πολεμική μέ τή διατύπωση του Βόλτμαν, πώς «ό οικονομικός υλισμός απλώνεται σέ βιο λ ο γ ι κ ό υ λ ι σ μ ό μέ τήν έννοια της δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης», ό Κάουτσκι άπαντα πώς «ή παρατήρηση είναι σωστή αν, για κείνη πού ό Βόλτμαν ονομάζει δαρβινική θεωρία της εξέλιξης, θέλει να πει τή θεοορία της έξέλιξης γενικά».
128
τήν εσωτερική λειτουργία των γραφτών του. Ή κοινωνική ζωή, π.χ.., είναι γι' αυτόν ειδίκευση του Ινστικτου της αύτοσυντήρησης, ,μια από τις ι^διαίτερες [χορφές του αγώνα για τήν^ ύπαρξη. Αυτή 5ριως δέ χα·ρα.κτηρίζεται ποτέ από τόν α π ο κ λ ε ι σ μ ό των χαρακτηριστικών που εχει δ «αγώνας για τήν ύπαρξη» στα αλλα έπίπεδα. κα-Ι από τήν άντικατάσταισή τους άπό θεμελιακά νέα, ή ί σ τ ο ρ ·ι κ ο - ανθρώπινα χαιρακτη-ριστικά,, πού να υποτάσσουν τή δράση των πρώτων' αλλά, άντίθετα, τα νέα χαρακτηριστικά π ρ ·ο σ θ' έ τ ο· ν τ α Ί στα πρώτα,, που μένουν Ιτσι σαν θεμέλιο. Δεν καταφέρνει,, δηλαδή, νά βγει ποτέ από τό «γενικό πλαίσιο» καί, στή βάση του δλου,, παραμένει, για νά τό πούμε με τά λόγια του Μάρξ„ «ή αθάνατη^ άνακάλυψη· πώς δ άνθρωπος σέ δλες τις περιστάσιεχς πρεπει νά τρώει, νά πίνει κλπ.»,^^ ή Ικείνη ή γενικότητα, στήν δποία δ 'ίδιος δ "Ενγκελς, περισσότερες άπό μιά φορά, υποβίβασε τή σημασία του μαρξισμού, δηλαδή πώς, «δπως δ Δαρβίνος άνακάλυψε τό νόμΟ' της εξέλιξης της οργανικής φύσης, ετσι και δ Μάρξ άνακάλυφε τό νόμο της εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας», τό νόμο «πώς οι άνθρωποι πρέπει κυρίως νά τρώνε,, νά πίνουν, νά στεγάζονται καΐ νά ντύνονται»: ενα γενικό νόμο ανάπτυξης γιά δ λ ε ς τΙς εποχές! Δέν είναι εδώ ή περίπτωση νά έξετάσουμε πόσο αύτή ή «στροφή» πού υφίσταται, με τόν Κάουτσκι καΐ τόν Πλεχάνωφ·, ή σκέψη του Μάρξ (καΙ εδώ έμεις περιοριζόμαστε σέ ραψω-διακές νύξεις) βρίσκεται ή'δη ιένμέρει προετοιμασμένη, αν κα.Ι έμβρυακά σέ μερικές πλευρές του έργου του 'Ένγκελς; και πώς, (3υνοπτικά, ή άναζήτηση· γενικότατο^ν νόμων ανάπτυξης της φύσης καΐ της ιστορίας τόν Ιφεραν νά προετοιμάσει εκείνο τό μίασμα χεγκελιανισμου καΐ δαρβινισμου (αυτός δ τελευταίος νοείται περισσότερο σύμφο)να μέ τά συμπεράσματα του Χαΐχελ) , δυνάμει του δποίου οι άφηρημένες «θέσεις» καΐ «άντιθέσεις» το\)> χεγκελιανου διαλεκτισμου επρεπε νά μετατραπούν σέ «κληρονομικότηΓ τα» καΙ «προσαρμογή»: δπου, π.χ., στήν Προεργασία του «"ΆντιΝτύρινγκ» αυτός μπορεί νά γράφει, δτι «δ Χαΐκελ Ιχει άπόλυτο δίκιο νά θεωρεί τήν κληρονομικότητα βασικά σάν τή συντηρητι24. κ . Μάρξ, «Περιθο)ριακά σχόλια στον "Αντολφ Βάγκνερ».
129
κή καΐ θετική πλευρά καΐ τήν προσαρμογή σαν τήν αρνητική καΐ έπαναστατική πλευρά της διαδικασίας», μεταμορφώνοντας τσι αύτα τα δυο γενικότατα χαρακτηριστικά σέ φορείς δλόκληρηζ τ^ήζ εξελικτικής διαδικασίας άπο το κύτταρο ώς το σοσιαλισμό. Οϋτε είναι έιδω ή περίπτωση να δοΰμε πόσο αυτή ή αντικατάσταση του «πιο άπλοΰ στή σκέφη^> μέ το πραγματικό θεμέλιο και\ συνεπώς, ή άντικατάσταση της λογικο-αφηρημένης πορείας μέ τήν Ιστο-ρικο-συγκεκριμένη, συνεισέφερε (διαμέσου της υπερεκτίμησης του έργου του Μόργκαν) στήν άνάπτυξη της έθνολογικίστικης κατεύθυνσης ένος αρκετά μεγάλου- μέρους του μαρξισμού της εποχής (τύπου Κάουτσκι καΐ Κουνώβ). Είναι γεγονός, ωστόσο, δτι, αν και σέ προσεγγιστικές καΐ στοιχειώδεις βάσεις, οχι μόνο βρίσκουμε μορφοποιημένη τή θέση σέ πολυάριθμους συγγραφτείς της εποχής, αρχίζοντας άπό τό «'Ιστορία της σύγχρονης φιλοσοφίας» του Εουνο Φίσερ, σύμφωνα μέ τον οποίο είναι ακριβώς ή θεμελιακή άρχή του Χέγκελ — ή ιδέα της «καθολικής ανάπτυξης»— που θριαμβεύει μέ το Δαρβίνο καΐ στίς φυσικές επιστήμες, άλλα παραβρισκόμαστε στή συνδυασμένη ενέργεια θετικισμού καΙ ιδεαλισμού υπέρ τής διάλυσης τής έννοιας τής α ι τ ί α ς : άπό τή μια μεριά, λόγω τής, τυπικά χεγκελιανής, αποστροφής προς τις διαχρι'σεις του νου καΐ τήν α'ιτιακή έξήγηση (τό φηιμι^μένο «Εξηγώ» Erklären) καί, άπο τήν άλλη, λόγω τής θετικιστικής άντικατάστασης τής επιστημονικής άφαίρεσης μέ τήν απλή «Ιστορική» περιγρα'φή^. Οί όρισμοί —^γρ(χφει ήδη ό 'Ένγκελς στην Προεργασία που αναφέραμε τταραπάνω — στερούνται αξίας για τήν επιστήιμη, γιατί εΪναι πάντοτε άνεπαρκεΐς. Ό μοναδικός πραγματικός όρισμος εΪναι ή άνάπτυξη τού ϊδιου τοΟ πράγματος^ που δέν εΪναι δμως πια ένας όρισμός. Γιά να γνωρίσουμε και να άποδείξουμε τί εΪναι ή ζοοή, πρέπει να έρευ^ νήσουμε δλες τις μορφές τής ζωής και να τις παρουσιάσουμε στή σύνδεση τους.
Δηλαδή, ή άπλή ιστορικο - χρονολογική διαδοχή παριστάνει δλες τις υπηρεσίες τής αιτιακής - επιστημονικής εξήγησης* ή εξελικτική σειρά τών οργανισμών πρέπει νά άποσαφηνίσει, επίσης, δλα τά προβλήματα πού άφορουν τή δο'μή καΐ τή φυσιολο-
130
γία των οργανικών δντων' ή οντογένεση δέν είναι άλλο, δπως λέει δ Χαικελ,, από «μια σύντΟ'ριη καΐ ταχεία άνακεφαλαίωστ] της φυλογένεσης». Ό ίστορικος παράγο^ντας δέν ύποστηριζ-εται, δπως στο Μαρξ, από τον ορθολογιχο η αιτιατό - άναλυιτικό, έγκαθιστώντας εκείνη την αμοιβαία λειτουργικότητα λόγου καΐ ύλης πού είναι το πείραμα, άλλα τον άντικαθ'ΐστα* ή λογικο - αφηρημένη σ υ ν έ χ ε ι α δέν υποστηρίζεται άπά την α σ υ' ν έ χ ε ι α του πραγματικού και τό διαχωρισμό των ειδών, άλλα επιβάλλεται σ' αύτη. Τί θα πούμε σήμερα —γράψει ό Πλεχάνωφ στη «Μονιστική αντίληψη της ιστορίας»— για τό βιολόγο πού υποστηρίζει δτι χρειάζεται να αναζητήσουμε στην οντογένεση την τελευταία έξήγηση της φυλογένεσης; Ή σύγχρονη βιολογία ένεργεί ακριβώς άντίστροφα: αυτή εξηγεί ιμέ την ιστορία των είδων τήν έμβρυακή έξέλιξη του άτόμου25. Ό Δαρβίνος και ό Μαρξ έστησαν μια γέφυρα — εξηγεί ό Τιμιργιάζεφ στο δέκατο και τελευταίο μάθημα του πάνω στην «Ιστορική μέθοδο στή βιολογία»— μεταξύ βιολογίας -και κοινωνιολογίας, χρησιμοποιώντας τήν ιστορική μέθοδο και άπό τις δυο πλευρές, δπως σωστά είδε ό "Ενγκελς στο λόγο του πάνω στον τά(|κ) του φίλου(. . . ) . Μελετώντας τό ενα μετά τό άλλο δλα τ α μέρη τοΟ οργανικού κόσμου και βρίσκοντας συνεχώς ανάλογα χαρακτηριστικά και π ο τ έ μ ι α μόνη δ ι ά κ ρ ι σ η ; πού να χ α ρ ά ζ ε ι π ρ α γ α α τ ι κ ά αυτή τή συνεχή πορεία^ ό Δαρβίνος φτάνει μέχρι τις ηθικές και πνευματικές ΐδιότητες26.
"Ενας μοναδικός νόμος αύλακώνει τήν ομοιογενή πορεία των καιρών: αυτός είναι ή άρνηση της άρνησης, πού μας έξηγεΐ πώς τό υγρό μεταπερνα στό στερεός δ γυρίνος στό βάτραχο, ή αστική κοινωνία στό σοσιαλισμό' ή, ό μέγας νόμος της «προσαρμογής καΐ της κληρονομικότητας». Καί, δπως στό «Άντι - Ντύ-ρινγχ» δ "Ενγκελς ειδοποιεί πώς «ή πολιτική οικονομία, σαν έπιστήιμη τών συνθηικών καΐ τών μορφών μέσα στις όποιες οι διάφορες άνθρώπινες κοινωνίες παρήγαγαν καΐ άντάλλαξαν καΐ μέσα στις όποιες κάθε φορά διένειμαν τα προϊόντα τους με τρόπο άνάλογο σ' αυτή τήν παραγωγή καΐ σ' αυτή τήν άνταλλαγή, ·— ή πολιτική οικονομία 25. Γ . Πλεχάνωφ, «Δοκίμιο για τήν άναπτυξη της μονιστικής άντιληψης της Ιστορίας». 26. Κ. Α. Τιμιργιάζεφ, « Ή Ιστορική μέθοδος στή Βιολογία».
131
μ' αύτη τήν τόσο ευρεία έκταση,, πρέπει ακόμη να δημιουργηθεί»: ξεχνώντας έτσι αυτό πού σωστά είχε διαισθανθεί στην Παρουσίαση του «Κριτί'κή της Πολιτικής Οικονομίας», δηλ. δτι ή μέθοδος της επιστήμης δεν είναι ή ιστορικο-·χ ρ ο ν ο λ ο γ ι . κ ή μέθοδος, άλλα ή λογικο - ιστορική, ή δτι «ή αντανάκλαση σέ άφηρημένη καΐ θεωρητικά συνεπή μορφή της πορείας της ιστορίας-'^ πρέπει να «διορθώνεται» συνεχώς καΐ να 'συγκρίνεται μέ τό π α.ρ ό ν, στη βάση του γεγονότος δτι κάθε κατηγορία καΙ κάθε στιγμή «παρατηρείται στο σημείο της ανάπτυξης στο όποιο εφτασε στήν πλή'ρη ωριμότητα της, στην κλασικότητά της» καί,, συνεπώς, στό φως του ·σή:μερα· Ιτσι καΐ .μέ τόν ιδιο τρόπο ό Φορλέντερ (για νά διαλέξουμε ενα πα,ράιδειγμα στήν τυχη) παραπονιέται στό βιβλίο του «Καρλ Μάρξ»,, σχετικά μέ τή μέθοδο του- «^Κεφαλαίου», δτι «ή έπιστημονική άνάλυση τών μορφών της ανθρώπινης ζωής δεν αρχίζει^ δπως θα ήταν πιό εύκολο, τόσο για τό συγγραφέα δσο καΐ για τόν άναγνώστη... μέ τήν ιστορία της πραγματικής της έίξέλιξη·ς,, άλλα άς ποΰμε «κατόπιν εορτής» μέ τά τελικά άποτελέσματα της διαδικασίας ανάπτυξης»^^. 'Όπου,, είναι καθ·αρό, πώς δέ γίνεται αντιληπτό δτι, αν ή επιστήμη πρέπει να είναι επιστήμη τοΰ' π ρ α γ μ α τ ι κ ο 0', αυτή δεν μπορεί να κατανοήσει τό παρελθόν παρά μόνο κινούμενη άπό τΙς δ ι α φ ο ρ έ ς του μέ τό π α ρ ό ν (πού είναχ τό μόνο ύ π α ρ κ τ ό) καί, συνεπώς, μόνο κινούμενη άπό τις κατηγορίες πού εκφράζονται άπ' αύτό. Πράγματι, δπως, π.χ. ή γαιοπρόσοδος δεν μπορεί νά γίνει αντιληπτή χω·ρ1ς τό κεφάλαιο,, ενώ τό κεφάλαιο, αντίθετα,, μπορεί να κατ^χνοηθ'ει κα·ι χωρείς τή γαιοπρόσοδΌ,, ετσι, θ·ά ήταν πράγμα «άνεφαρ'μοστο καΙ 'σφαλερό»,, λέει 6 Μάρξ,, να χρη'σΐιμοποΊοϋσε ή έπιστήιμη τΙς κατηγορίες μέ τή διαδοχή πού αυτές ήταν καθοριστικές γιά τή γενική πορεία της ιστορίας* «άφου·,, ή σειρά άχολουθίας τους, συνεχίζει δ ιδίος,, εξαρτάται βασικά άπό τή σχέση πού.αυτές έχουν ή μια μέ τήν άλλη στη σύγχρονη^ αστική κοινωνία, και αυτή ή σειρά είναι ακριβώς ή α ν τ ί σ τ ρ ο φ η τ ή ς φυσικής τους διαδοχής, δπως και της άνάπτυ27. Φ. 'Ένγπελς, «Άγτι-Ντύρινγκ», έκδ. Άναγνωστίδη, σ. 224* Φ. "Ενγκελς, «Παρουσίαση», έκδ. 'Αναγνωστόπουλου, Διαλεχτά 'Έργα, σ. 428-39· Κ. Φορλέντερ, «Καρλ Μάρξ», Ρώμη 1946, σ. 240.
132
ξής τους στο χρόνο. Έ&ώ —προσθέτει καΐ καταλήγει δ Μάρξ— δέν πρόκειται για τή θιέση πού ο: οικονομικές σχέσεις καταλαμβάνουν ιστορικά στή διαδοχή των διαφόρων κοινωνιών καΐ πολύ λιγότερο για τή διαδοχή τους «στήν Ίδ-έα»,, δπως φαντάστηκαν δ Χέγκελ καΐ δ Προυντόν,. άλλα αντίθετα για τήν ά ρ θ ρ ω σ ή τους στο - ε σ ω τ ε ρ ι κ ό της. σ ύ γ χ ρ ο ν η ς κ ο ι ν ω ν ί α ς^®. Μ,όνο„ λοιπόν,, άπδ τήν ύλικότητα του· παρόντος μπορεί να πηγάσει ή αφαίρεση ή επιστημονική ύπόθ'εση,. 'δηλαδή ή αιτίακή - αναλυτική εξήγηση* έτσι δπως^ αντίστροφα, είναι μόνο το πραγματικό υλικό της παρατήρησης πού,, δπως σωστά τόνισε δ 'Ένγκελς σ' ε να κομμάτι της «Διαλεκτικής της Φύσης»^'^ «καθαρίζει αυτές τις υποθέσεις,, άλλες άπορίπτει, άλλες διορθώνει, μέχρι πού, στο τέλος, καταφέρνει να δλοκληιρώσει και νά προβάλει το νόμο». Χάνοντας τον υλισμό χάνεται και ή έπιστήμη' αλλά χάνοντας αυτή τήν τελευταία και, συνεπώς^ τήν καθοριστικότητα ή ιδιαιτερότητα των άφαιρ-έσεων,. χάνεται μέ τή σειρά της κάθε άναφορά στήν πραγματικότητα. Καταλήγου·με, δηλαδή^ σέ κείνους τους πολύ ακαθόριστους νόμους, καλούς γιά κάθ'ε εποχή και κάθε τόπο, τδ μοναδικό άποτέλεσμα των δποίων είναι νά δίνουν σχέσεις πού ισχύουν ·σέ κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν ε ς ' άπ' δλες τΙς απόψεις και σέ δλα τα επίπεδα της πραγματικότητας σ υ ν θήκες: δπως, μέ μεγάλη δξύνεια, σημείωνε δ Λένιν στο «ίΟικονομικδ περιεχόμενο του λα'ίκισμου» (1894),, κάνοντας ακριβώς άναφορά σέ κείνο τδ νόμο του πληθυσμού πού τόσο διαφΌρετικά θά πραγματεύονταν δ Κάουτσκι δέκα εξι χρόνια αργότερα στδ Vermehrung und Entwicklung. «Οί συνθήκες άναπαραγωγής του άνθρωπου —ίγροίψ'ε τότε ό Λένιν σέ πολεμική μέ τδ Λάνγκε και τδ Στρουβε— εξαρτώνται κατευθείαν άπδ τή δομή τών διαφόρων κοινωνικών οργανισμών,, καΐ γι' αύτδ δ νόμος του πληθυσμού πρέπει νά μελετηθεί ξεχωριστά για τδν καθένα άπ' αυτούς τούς δργανισμούς και δχι άφηρημένα,, δηλαδή χωρίς άναφορά στίς ιστο28. Κ. Μάρξ, «Εισαγωγή στήν κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», σ. 357 - 8. ^^ 29. Φ. "Ενγκελς, «Διαλεκτική της Φύσης», σ. 354.
133
ρικά διαφορετικές μορφές της κοινωνικής δομής. Ή ερμηνεία του Λάνγκε δτι ή αφαίρεση είναι ή εξαγωγή του καθολικού άπο τα δμοιογενη φαινόμενα, στρέφεται ολοκληρωτικά ενάντια στον ϊδιο τδ συγγραφέα: εμείς μπορούμε να θεω,ρήσουμε ομοιογενείς [δταν πρόκειται για τις ανθρώπινες κοινωνίες] μόνο τις συν'θηκες ύπαρξης των ζώων και των φυτών, άλλα μέ κανένα τρόπο τΙς κοινωνίες του άνθρώπου, άφοΰ γνωρίζουμε πώς αύτδς έζησε σέ κοινωνικές ενώσεις διαφορετικές κατά τδν τύπο οργάνωσης»., « Έ θεωρία του Μάρξ —συνεχίζει δ Λένιν— δεν κομματιάζει καθόλου τδ νημα πού διαπερνά δλ,όκληρη την δργανική φύση, συμπεριλαιμβανομένου τοΟ άνθρώπου», δέν κο'μματιάζει καθόλου τη σ υ νέ χ ε ι α* «άπαιτεί μόνο νά ιμή λυθεί το εργατικό ζήτημα. —μιας καΐ αύτδ τδ ζήτημα υπάρχει μόνο στην καπιταλιστική κοινωνία— στή βάση γενικών ερευνών γιά τήν άναπαραγωγή του άνθρώπου, άλλα στή βάση ιδιαίτερων ερευνών πάνω στούς νόμους των καπιταλιστικών σχέσεων»' απαιτεί μόνο, δηλαδή, νά μή γίνεται ή συνέχεια ένα πρόσχημα γιά νά διαγράφονται δλες οΐ δ ι α φ ορ έ ς, δηλαδή νά μετατραπεί άπδ συνέχεια σέ σύγχυση. «Ό καλδς Λάνγκε —προσθέτει δ Λένιν— έσπρωξε το ζήλο του μέχρι πού νά υπερασπίζεται τον εργάτη άπδ τδ Μάρξ, άποδείχνοντας στο Μάρξ δτι δ εργάτης «σπρώχνεται άπδ τήν ανάγκη» καΐ «βτι [...] αυτή ή άνάγκη άλλο δέν είναι άπδ μιά μεταμόρφωση του άγώνα για τήν ύπαρξη». Νά σέ τί ανακαλύψεις δδηγοΰν «οι γενικές έρευνες γιά τήν ύπαρξη, τήν άναπαραγωγή και τήν τελειοποίηση του άνθρώπινου γένους»! Φτάνουμε Γσως νά καταλάβοιυμε κάτι για τΙς αιτίες της «άνάγκης», γιά τό πολιτικο - οικονομικό περιεχόμενο της και τήν ανάπτυξη της, αν μας ειπωθεί δτι αύτή είναι μιά μεταμόρφωση του άγώνα γιά τήν ύπαρξη; 'Λλλά, αν θέλετε, αύτδ μπορεί νά ειπωθεί γιά κάθε πράγμα: για τΙς σχέσεις του· εργάτη μέ τδν καπιταλιστή, του γαιοκτήμονα μέ το χειροτέχνη και μέ τό δουλοπάροικο, κλπ. κλπ. Ή προσπάθεια του Λάνγκε νά διορθώσει τδ Μάρξ δέν μας δίνει άλλο παρά , άσύστατες κοινοτοπίες ή αφέλειες», οι όποιες επιβεβαιώνουν μόνο, καταλήγει δ Λένιν, «τήν άδυναμία νά οικοδομηθεί ενας άφηρηίμένος νόμος του πληθυσμού σύμφωνα ·μέ τή φόρμουλα του συσχετισμού της
134
αυξψής του με τα μέσα έπιβίιοσης,, επειδή αγνοούνται τα 'ιδιαίτερα ιστορικά συστήματα των κοινωνικών σχέσεων καΐ οι φάσεις της άνάπτυξής τους»^°.
4. Ό Μάξ Βέμπερ καΐ μερικές άπόψεις της σύγχρονης άστικής κοινωνιολογίας Στήν εισαγωγή στο «Τα δρια της διαμόρφωσης των εννοιών τών φυσικών επιστημών», παίρνοντας θέση απέναντι στίς παραδοσιακές κατευθύνσεις της σκέψης πάνω στήν ιστορία,, δ Ρίκερτ προτείνει μερικές σύντομες σκέψεις για το Χεγκελ και τον Κόμτ, πού το τελικό τους νόημα είναι πρακτικά αυτό: Τόσο ή φ·ιλοσοφ'ία της ιστορίας ιδεαλιστικού τύπου δσο καΐ κείνη νατουραλιστικού τύπου «'ανακάλυψαν», λέει αύτός^ ενα «νόημα» και μερικούς «νόμους» στήν ιστορία, χωρίς ποτέ να τεθεί τδ πρόβλημα της θεωρίας της γνώσης, χωρίς να ερευνήσουν, δηλαδή, αν αυτό τδ «νόημα» ή αύτοι οΐ «νόμοι» υπάρχουν πραγματικά, ή τουλάχιστον άν είναι δυνατό να τα γνωρίσει το ανθρώπινο πνεύμα. Ά π ' αύτη την οπτική γωνιά, προσθέτει, και στίς δύο θ'έσεις λείπει, συνεπώς, ενα «γνωσιολογικό θεμέλιο»· καΊ «δσο κι άν σε πολλούς μπορεί να φανεί και σήμερα ακόμη τόσο «σύγχρονη», ή φίλοσοφ-ία της ιστορίας του Κόμτ, μπροστά στήν κριτική της γνώσης, είναι δχι λιγότερο άοπλη από κείνη του γεριμανικου' 'ιδεαλισμού»., Τόσο δ Χέγκελ δσο και δ Κόμτ, καταλήγει δ Ρίκερτ, θεωρητικολόγησαν πάνω στο αντικείμενο, χωρίς να μελετήσουν ταυτόχρονα τις συνθήκες της σχέσης ύποκείμενο - αντικείμενο, δηλαδή τις συνθήκες της ιστοριογραφικής κρίσης. Μέσα σε περιορισμένα δρια, ή παρατήρηση μπορεί να ισχύει κατά κάποιο τρόπο. 'Όπως, πράγματι, για τδ Χέγκελ, δ προβληματισμός πάνω στή λογική, δηλαδή ή σχέση ύποκείμενο - άντικείμενο μ έ σ α στο ύ π ο κ ε ί μ ε ν ο , αναπτύσσεται γρήγορα δχι μόνο σέ προβληματισμό πάνω σέ ο λ ό κ λ η ρ η τήν πραγματικότητα, άλλα σέ πραγματική διαδικασία καθαυτή, 30. Λένιν, "Απαντα, έκδ. Μέλισσα, τόμ. I, σ. 474 έπ.
135
ϊται για τΙς θετικιστικές φιλοσοφίες της Ιστορίας συ.μβαίνει το αντίστροφο: |χέ τήν έννοια δτι αύτος δ νατουραλισμ,ός βλέπει,, πράγματι, δτι τδ υποκείμενο είναι καθαυτό μια στιγμή της αντικειμενικότητας, άλλα κατόπιν δέ θεωρεί πό^ς αύτδ της είναι μέρος, μέ μια είιδική λειτου-ργία του,, δηλαδή μέ τδ να ά ν τ α ν ακλατ-αι πάνω τ η ς,, και, συνεπώς, δτι αύτδ -είναι, ταυτόχρονα, έκτδς άπδ μ έ ρ ο ς, επίσης καΐ κ ρ ι τ ή ρ ι ο καΐ επιλογέας της Γδιας της πραγματικότητας. ΚαΙ οί δυ'δ κατευθύνσεις, μέ αλλα λόγια, έχουν τδ ελάττωμα να είναι κατευθύνσεις μ ο ν ι σ τ ι κ έ ς, δηλαδή να ανάγουν τήν ένότητα - .διάκριση σκέψης καΐ είναι σέ αποκλειστική τ α υτ ό τ η τ α: ή μια στήν Ί'δέα, ή αλλη στήν Τ λ η σ α ν τετ ι α. Πού σημαίνει, μετά, δτι, έξαιτίας αύτοΰ του άφηρημένου μονισμου τους, και d δύο κατευθύνσεις καταλήγουν σ' Εναν πραγματικό δ υ ϊ σ μ ό : δηλαδή, δ Χέγκελ καταλήγει στήν πολύ γνωστή παλινόρθωση του «ιάοίριτικοΰ θετικισμού», δπως δταν, έχοντας οΈκοδομήσει π.χ. «τή θεωρία του φωτδς καΐ των χρωμάτων άπδ τήν καθαρή σκέψη», «πέφτει ετσι —λέει δ "Ενγκελς-— σ τ δ ν πιδ χ ο ν δ - ρ ο ε ι δ ή έ μ π ε ι ρ ι σ μ δ πού χαρακτηρίζει τή στενή εμπειρία των Φιλισταίων»' δ Κάουτσκι, άντίθ€τά, si parva licet..., προβάλλοντας τήν πολύ γνωστή παλινόρθωση του ήθ'ΐκου Ιδεαλισμού: δπως, δταν π.χ.,, άφοΰ άναπτύσσει στήν «Ηθική» μέχρι τέλος τδ συλλογισμό του μέ δρους ζωώδους ένστίκτου» βρίσκεται ιμετά να αξιώνει Ινα Δέον, ενα ήθικδ Ιδεώδες, πού δέν ?χει να κάνει τίποτα μέ τδ «ντετερμινισμδ» της έπιστήμ.ης^\ άλλα πού ακριβώς γι' αύτδ στριμώχτηκε δταν εφ·τασαν στδ χτένι οΐ ιστορικοί κόμποι των άστικών «έλευθεριών». Μένοντας σ' αύτδ τδν τελευταίο προσανατολισμό, πού είναι κοϋΐ κείνος στδν δποΐο βασικά χτυπάει b Ρίκερτ, στδ βαθμδ πού δ 31. Κ. Κάουτσκι «Ηθική καΐ υλιστική αντίληψη της ^Ιστορίας», έκδ. Άναγνο>στίδη, σ. 162 έπ. Αυτή ή αμοιβαία πλοκή οίκονομικου ντετερμινισμού και ηθικού καντιανισμοΰ εγινε, γενικά, καλά άντι?ςηπτή από τον Λούκατς, «^Ιστορία και ταξική συνείδηση», δπου αυτός π.χ. σημειώνει πώς «οικονομική μοιρολατρία καΐ ήθική έπαναστήλο^ση του σοσιαλισμού εναλλάσσονται κατά τις περιστάσεις». «Δέν είναι τυχαίο — προσθέτει αυτός — δτι εμείς ξαναβρίσκουμε αυτά τα πράγματα, μέ τον ϊδιο τρόπο, στό Μπερνστάιν, στον Τουγκάν-Μπαρανόβσκι και στόν "Οτο Μπάουερ».
136
προβλη!μ·ατίσμός του προσανατολίζεται κυρίως ένάντια στο νατουραλισμό καΐ (μέσα απ' αυτόν) ενάντια στίς μορφές, του συρμοϋ τότε y του Ιστορικού ύλισμου η ο'ικονομισμου^ — το κυριότερο σημείο πού πρέπει να τονιστεί είναι ή ανικανότητα άρχων αύτης τη; κατεύθυνσης να καταγράψει τη 'στιγμή της δ ρ ά σ η ς καΐ της επέμβασης του άνθρωπου στην ιστορία. 'Ανικανότητα πού άκολουθεϊ εκείνη του να συλληφθούν μαζί παραγωγή και κοινωνικές σχέσεις, ή να γίνει αντιληπτό πώς τα ά ν τ ι κ ε ί μ ε ν α της οικονομικής διαδι-^ιασίας είναι ταυτόχρονα υ π ο κ ε ί μ ε ν α ή κοινωνικές τάξεις. Χωρίς να φτάνουν τήν οριακή περίπτωση του Λαφάργκ πού στο «Ό οικονομικός ντετερμινισμός του Κάρλ Μάρξ», καταλήγει να άντιλαμβάνεται τις άλλαγές του κοινωνικού περιβάλλοντος σαν άλλαγές πού επιδρούν «άμεσα και μηχανικά» στους άνθρώπους, κάνοντας τους ν α λ ε ι τ ο υ ρ γ ο ύ ν , — μπορούμε νά πού·με δτι, παρά τις άντίΟετες προσπάθειες, λιγότερο ή περισσότερο ρητά αυτή είναι ή θέση των «όρθόδοξίον» της έποχής στους όποιους άνήκει κι δ Γδιος δ Πλεχάνωφ, δ οποίος στο I I I κεφάλαιο του «Ό ρόλος της προσωπικότητας στήν ιστορία» δείχνει καθαρά να μήν καταφ'έρνει νά κατανοήσει τή στιγμή της συνειδητής επέμβασης ή της δράσης παρά σάν παράγοντα ενός μαθηματικού αθροίσματος,, ή — εξαιτίας του καθαρά άτομικού χαρακτηριστικού του —σάν ενα απλό τ υ χ α ί ο πού Εκδηλώνεται στό σημείο διασταύρωσης ά ν α γ κ α ί ω ν διαδικασιών'"^^. Θά ήταν ενδιαφέρον νά δούμε πόσο αυτές οι θέσεις συνδέονται πραγματικά μέ μερικές κατευθύνσεις τού θετικισμού: π.χ.. πώς ορισμένες διατυπώσεις τού Πλεχάνωφ άνακαλούν, ακόμη και φιλολογικά, ανάλογες διατυπώσεις πού έγιναν από τό Τζών Στιούαρτ Μιλ στό τέταρτο βιβλίο τού «Συστήματος Λογικής» του, δηλαδή στο μέρος πού άφ'ίερώνεται στη «λογική τών ήθ'ΐκών έπιστημών»' και μαζι μ' αυτό, φυσικά, πόσες διαφορές παραμένουν ακόμη ανάμεσα στους δυο προσανατολισμούς. ^Ωστόσο,, συμπυκνώνον32. Πρβλ. αντίθετα Λένιν, "Απαντα, τόμ. I, σ. 418, για τήν αντιπαράθεση αντικειμενισμού και ύλισμου. 'Ιδιαίτερα: «ό άντικειμενιστής μιλά για '^ακατανίκητες Ιστορικές τάσεις"' ό ύλιστής μιλά για τήν τάξη πού ^'διαχειρίζεται" μια καθορισμένη οικονομική δ ι ά τ α ξ η . . . » .
137
τας το χρόνο της συζήτησης,, εδώ άρχει να υπογραμμίσουμε δτι αυτός ο προσανατολισμός,, παρά τις άναντίρητες εσωτερικές του διαφορές, ανάγει,, στην ούσία^ τή στιγμή της υ π ο κ ε ι μ ε ν ι κότητας σέ εναν άπλο κρίκο της αντικειμενικής αίτιακ ή ς αλυσίδας, ή αλλιώς σέ άπλο τυχαίο* και δτι, τελικά, άποκλείει τή δυνατότητα νά κατανοήσουμε δτι ή ανθρώπινη πράξη, δπου συμπεριλαμβάνεται κι ή ϊδια ή πράξη της γ ν ώ σ η ς , αν βέβαια εγγράφεται στήν άντικειμενικότητα, είναι επίσης αλλο^στε μια άνεστραμμένη αιτιότητα,, δηλαδή ενας φ'ΐναλισμός, ή μια 'διαδικασία πού χαρακτηρίζεται (ας θυμηθ'ουμε το άπόσπασμα του Μαρξ για τήν ανθρώπινη εργασία) από τήν προΰπαρξη ή τήν ι δ ε α τ ή παρουσία, στο νου·, του αποτελέσματος. Έδώ δέ φαίνεται, μ' άλλα λόγια, δτι αν ή υποκειμενικότητα ειναχ 'μια λειτουργία της αντικειμενικότητας καΙ δτι αν ή σχέση άνθρωπος - φύση είναι σίγουρα (καΙ θεμελιακά) μια σχέση μέσα στή φύση, αυτή παράγεται επίσης, βέβαια, και σαν διανθρώπινη σχέση, δπου ό αισθητός κόσμος είναι •— σαν γλώσσα στή γνώση και σαν άντικείμενο στήν εργασία — διέξοδος και medium με τή σειρά του τών ζωτικών εκδηλώσεων του ανθρώπου. Π .χ., στο βαθμό πού ή φιλοσοφία του Χέγκελ είναι αυτή ή ϊδια ενα άντικειμενικό δεδομένο, ενας πραγματικός ιστορικός θεσμός, μια εκδήλωση της κοινωνίας, είναι καθαρό πώς δταν δ Μαρξ διαπιστώνει τήν ατελή καΐ άνάρμοστη σχέση πού διαμορφώνεται άνάμεσα σέ σκέψη και είναι, άνάμεσα σέ θεωρία και πρακτική, μ έ σ α σ' α ύτ ή τ ή φ' ι λ ο σ ο φ· ί α, διαπιστώνει ταυτόχρονα καΐ τήν ψεύτικη σχέση πού υπάρχει ά ν ά μ ε σ α σ' αυτή τή φχλοσοφιία και τον κόσμο, δηλαθή άνάμεσα σέ θεωρία καΐ πρακτική, άνάμεσα σέ διεύθυνση καΐ εκτέλεση μέσα στήν αντικειμενικότητα, ή τήν ψεύτικη σχέση πού υπάρχει άνάμεσα στα συστατικά μέρη της αστικής κοινωνίας. Μ' αυτή τήν έννοια — δπως εχου-με πει — τό νεανικό εργο του Μαρξ, τό λεγόμενο φχλοσοφ'ΐκό, είναι ήδη ερευνά πάνω στήν κοινωνία, καθαυτή κοινωνιολογία. Μόνο πού, αν αυτό είναι αλήθεια καΐ αν ΐεπίσης ή φιλοσοφία είναι ενα μέρος, μια εκδήλωση, μια πραγματική άρθρωση της κοινωνίας, δχι λιγότερο αλήθεια είναι, έπομένως,, δτι θα ήταν λάθος μετά νά ταυτίσουμε άμεσα μια φ·ιλοσοφ'ία ιμέ τα άντικε-όμενα μέ τά όποΐα αύ-
138
τη α σ χ ο λ ε ί τ α ι . Πράγματι,, δ τρόπος μέ τόν όποΓο αυτή μαρτυρ·εΙ για τήν πραγματικότητα ανάγεται κατευθείαν στον τρόπο μέ τόν όποιο επιλέγει καΐ συλλέγει τα δεδομένα αύτης της πραγματικότητας καχ,, συνεπώς,, στη φύση της σαν κ ρ ι τ ήρ ι 0. Για να μείνουμε στο παράδειγμα, δ Μάρξ, μελετώντας τη «Φιλοσοφ'ία του Δικαίου» του Χέγκελ,, μελετά τό ϊδιο τδ άστικο Κράτος, άλλα ταυτόχρονα και τη φ'ΐλοσοφία του Χέγκελ σαν μ έθ ο δ ο ή κριτήριο μέ τδ δποΤο προβληματίζεται πάνω σ' αυτδ τδ Κράτος, και συνεπώς,, σαν κάτι του οποίου ή αξία μαρτυρίας της πραγματικότητας δεν μπορεί να καταξιωθεί .διαφορετικά παρά μόνο ά ν ε π α λ η θ ε υ τ ε ί έκ των πραγμάτων ή συνέπεια μ' αυτή, δηλ,αδή περνώντας στην ά μ ε σ η ανάλυση του ϊδιου του Κράτους καιι της αστικής κοινωνίας. Ά π ' αυτή τήν οπτική γωνιά, τδ νεανικδ εργο του Μαρξ δεν είναι ακόμη τδ «Κεφάλαιο»: στδ νεανικό του εργο ή ανάλυση της πραγματικής κοινωνίας αρθρώνεται μόνο στδ βαθμδ πού είναι ·άπαραίτητη για τήν κριτική απέναντι στή μ έ θ ο δ ο του Χιέγκελ και συνεπώς για τήν επίτευξη μιας καινούργιας μεθοδολογικής προοπτικής, ή οποία — άς προσέξουμε καλά — φτάνει στδ επιστέγασμα της καΐ στήν τελειοποίησή της μόνο μέ τήν «Εισαγωγή» του '57 στα Grundrisse, δηλαδή μέ τδ πρώτο σέ πλατιά κλίμακα σχεδίασμα του «Κεφαλαίου». "Οπως είναι αδύνατο νά άντικαταστήσουμε,, λοιπόν, τήν κοινωνική αντικειμενικότητα μέ μιαν οποιαδήποτε φυϋΐκή αντικειμενικότητα, και νά αγνοήσουμε τή βαθιά αλλοίωση πού υπέστη ή γήινη φύση μέ τδν έρχομδ του ανθρώπου' δπως είναι αδύνατο νά αντικαταστήσουμε τήν κοινωνιολογία μέ τή βιολογία* ετσι πρέπει νά είναι, αντίστροφα,, καΐ άιδύνατο νά πάρουμε τήν ανθρώπινη πράξη ή κυριολεκτικά τή γ ν ώ σ η^ για τή μ ο ν α δ ι κ ή αντικειμενικότητα. Πού είναι ακριβώς ή λύση, άντίθίετα,, πού μας παρουσιάζει τδ άλλο θεωρητικό ρεΰμα της Δεύτερης Διεθνούς: δ αυστρομαρξισμός., «Κάθε κοινωνική αιτιότητα — γράφει π.χ. δ Μάξ "Αντλερ (και εδώ μπορούμε με ευχέρεια νά πολλαπλασιάσουμε τις παραπομπές) — πορεύεται μόνο στδ εσωτερικό μιας καθορισμένης τελεολογικής μορφής, πού της χαράζει ή πνευματική φύση του άν-
139
θρώπου, καΐ elvat συγεπώς εσωτερικά φ·:ν·αλιστική.»^^ «Στο έπίπεδο της πνευματικής φύσης», δηλαδή, του ανθρώπου, «το ε IV α ι δεν είναι πια μια υλική κατάσταση, άλλα κάτι πού δεν πρέπει νά θεωρείται παρά μόνο σαν πνευματική πραγμάτωση, σαν σκέψη, θέληση, δράση». Δηλαδή, «τ ό δ τ ι δ έ ν ' μ π ορει να π ρ ο χ ω ρ ή σ ε ι διαφ'ορετικά ή αναγκαία άντικειμενί'κή πορεία της κοινωνίας αποδείχνεται ταυτόαη^μο με τήν ε π ι λ ο γ ή καΙ τήν καθοριστική σκέψη της δημιουργικής συνείδησης, πού είναι ή μόνη πού θέτει καΐ πού παράγει, μέ τΙς πράξεις της θέλησης, αυτή τήν αναγκαία πορεία»^^. «Βάση- καΐ έποίκοδόμημα •—καταλήγείΐ δ Μάξ "Αντλερ— είναι μιας καΙ της ίδχας ταυτόσημης φύσης»' αυτά συνθέτουν «Ινα άΐδιαχώριστο δλο», «μιαν ενιαία λειτουργική σύνδεση., στήν οποία βάση και εποικοδόμημα Ιχουν τάν ιδιο χαΐ ταυτόσηιμο χαρακτήρα καί, ακριβέστερα, ενα χαρακτήρα πνευματικό»^^. Μέ άλλα λόγια, ή θεωρία δεν είναι μια εκδήλωση ζωής, άλλα είναι ή μ ο ν α δ ι κ ή μορφή ζωής* ή πραγματικότητα δέν είναι άλλο από τήν πραγματοποίηση ή τήν επιτέλεση της επιλογής' ή αντικειμενικότητα δέν είναι άλλο άπο τό είναι τοϋ δ έ0 ν τ ο ς, ή παραγωγή ή ή αποτελεσματικότητα δέν είναι άλλο άπό τήν καθοριστική σκέψη. 'Αντιδρώντας στίς νατουραλιστικές άναγωγές του «οικονομικού'» ντετερμινισμού, αυτή ή δεύτερη κατεύθυνση συλλαμβάνει πράγματι τήν Αλληλεπίδραση, τήν εσωτερική συνέπεια παραγωγής καΐ κοινωνικών σχέσεων συλλαμβάνει, πράγματι, — οπως θα πει πολλά χρόνια αργότερα ο Χίλφ)ερντινγκ στο τελευταίο του γραφτό «Τό ιστορικο πρόβλημα» — δτι «ή παραγωγική σχέση είναι ή σχέση των άνθρώπων μεταξύ τους και μέ τ'ις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις» καί, συνεπώς, δτι «δπως ή παραγωγική σχέση είναι πάντοτε ταυτόχρονα μια σχέση δικαίου», ετσι «σέ κάθε οικονομική δομή ενυπάρχει μια καθορισμένη σχέση ιδιοκτησίας, συνεπώς μια νομική σχέση». Μόνο πού στο βαθμό πού αύτή δέν εχει συλλάβει πώς ή αλληλεπίδραση, άκρι33. Μάξ "Αντλερ, « Ό Μαρξ σαν διανοητής», Βερολίνο 1908, σ. 35. 34. "Όπου παραπ., σ. 38. 35. Μάξ "Αντλερ, « Ή αντίληψη τοϋ Κράτους στο μαρξισμό», Βιέννη 1922, σ. 88.
140
βώς yiÔL να είναι τέτια,, συνεπάγεται τή δ ι ά κ ρ ι σ η των δύο δρων καί,, συνεπώς,, τήν π ρ ο τ ε ρ α ι ό τ η τ α του είναι, — χάνει τή σχέση κάνοντάς την να συστέλλεται ξανά σέ τ α υ τ ό τ η τ α . Ή παραγωγική σχέση,, γράφει π.χ. δ Χιλφερντινγκ, «είναι πάντοτε τό άθροισμα των σχέσεων των άνθρο> πων '.μεταξύ τους,, σχέσεων πού αύτοί εγκαθιδρύουν καΙ στίς οποίες έρχονται για νά μπορούν να παράγουν τις ανάγκες τους μέ τό σκοπο νά συντηρήσουν και να καλυτερέψουν τή ζωή τους». «Ή παραγωγική σχέση, ή ο'ικονομική βάση^ δεν είναι λοιπόν ενα φυσικό δεδομένο, αλλά μια νομική καΐ πολιτική σχέση, της οποία; τό περιεχόμενο καθορίζεται από τΙς απαιτήσεις της παραγωγής»: «ή παραγωγική σχέση,, ακόμη καΐ ή απλή,: δεν είναι κάτι τό σο)ματικό, αλλά είναι μιά ανθρώπινη σχέση, καΐ επομένως πάντοτε πνευματικά άνθρώπινη». Πράγμα πού ση;μαίνει δτι, ένάντια στον «οικονομικό μυστικισμό,, για τόν όποιο οί οικονομικές συνθήκες κάνουν, για νά τό ποΰμε ετσι, Ιστορία μέ τρόπο αύτόνομο, πίσο^ άπό τή συνεύδηση των πραγματικών ανθρώπων», έδω αναγνωρίζεται, βέβαια, βτι δεν υπάρχει ύλική παραγωγή ή όποια νά μήν είναι επίσης καΐ παραγωγή άνθρώπινων σχέσεων καί, συνεπώς, και ιδεών' αλλά, μέ τέτιο τρόπο,, ώστε αύτή ή αναγνώριση νά μετατρέπεται .μετά στήν ακριβώς αντίθετη δίαπίστωση άπό τήν πρώτη, δηλαδή οχι μόνο στή θ'έση δτι «τά συμφέροντα μπορούν νά γίνουν άποτελεσματικα μόνον δταν γίνουν συνειδητά», άλλα δτι «μόνο συνειδησιακά γεγονότα μπορούν νά είναι καθοριστικά της θέλησης,, κίνητρα της άνθρώπινης δράσης»' ή πώς ή δύναμη του Κράτους είναι «αυτόνομη»' πώς ή πολιτική καθορίζει τήν οιΐκονομία' ή βία τήν ιστορία. Ά π ' δπου, στό τέλος, εχουμε πώς αφού ή «βία είναι τυφλή» καΐ «τό άποτέλεσμά της δεν είναι προβλέψιμο», «άρκεΐ αυτό γιά να ορίσει τήν αντίληψη· μιας εξέλιξης της ιστορίας πού ρυθμίζεται άπό νόμους»' ή — δπως καταλήγει ό Χίλφερντινγκ — «έμεις δεν μπορούμε νά μιλάμε γιά αναγκαιότητα μέ τήν Ιννοια του Μαρξ,, άλλά μόνο γιά chance μέ τήν Ιννοια του Μάξ Βέ^περ»^^. 36. Γενικά, για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των τάξεων, δχι στή βάση της λειτουργίας τους στήν παραγωγή, αλλά στή βάση της απλής
141
Άπο τη μια μεριά,, λοιπόν,, ανικανότητα να υπολογίσουν πώς «ή ελεύθερη καΐ συνειδητή δραστηριότητα είναι τό ειδικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου»· δηλαδή πώς «ό άνθρωπος κάνει τήν ϊδια τή ζωτική του -δραστηριότητα αντικείμενο της θέλησής του και της συνείδησής του» και,, συνεπώς,, πώς «ή συνειδητή ζωτική δραστηριότητα διακρίνει αμεσα τον άνθρωπο άπό τή ζωώδη ζωτική δραστηριότητα» (Μαρξ). Άπό τήν αλλ,η μεριά,, αντίθετα, ανικανότητα να παρατηρήσουν δτι αυτή ή συνειδητή δραστηριότητα είναι ή ιδιότητα του ανθρώπου σαν αντικειμενικού φυσικου δντος,, δηλαδή σαν μέρους της φύσης,, καΙ συνεπώς,, ή αναφορά του άνθρώπου στο γένος του ή στον εαυτό του είναι έπίσης,, καΐ θεμελιακά,, μια αναφορά στα ά λ λ α δντα της φάσης, μια π α ρ α γ ω γ ή σύμφωνα μέ τα μέτρα του κάθο εϊδους. Άπο τή μια μεριά, λοιπόν,, γενικεύσεις πού παίρνουν για ομοιογενές αυτό πού ομοιογενές δεν είναι* πού συγχέου^ν βιολογία και κοινωνιολογία* καΐ πού^ ακριβώς εξαιτίας αυτής της γενικής ή ακαθόριστης φύσης τους,, δεν μπορούν να μήν περιορίσουν τή στιγμή της υποκειμενικής επέμβασης στο ρόλο του άπλου δευτερεύοντος τυχαίου. Άπό τήν άλλη, αντίθετα, επαναξιολόγηση της υποκειμενικής ή α τ ο μ ι κ ή ς στιγμής σαν στιγμής πού αποκλείει τή γενίκευση καί, συνεπώς, σαν απλής μ ή επανάληψης, πού δεν μπορεί να άναχθει σέ νόμο καΐ γι' αύτό στήν ιδιαίτερα έπιστημονική γνώση. Συνανταμε εδώ τΙς διάφορες νεοκριτικιστικές φιλοσοφίες καί, ιδιαίτερα, τή φιλοσοφία τών ««άξιων» των Βίντελμπαντ καΐ Ρίκερτ μέ το διαχωρισμό, για λόγους αρχής, φύσης καΐ ιστορίας, Naturwissenschaft καΙ Kulturwissenschaft, αιτιότητας καί φιναλισμου, γνώσης πού γενικεύει και γνώσης πού άτομικεύει,, Erklären και Verstehen, και της οποίας ο άρ'χικός σκο-πός είναι δχι πια να άμφίσβητή-σει τή δυνατότητα της «κοινωνιολογίας» (πού αντίθετα αύτή τή δέχεται, μέ τον δρο δτι θα νοείται σαν ή επιστήμη των ά π λ α φυσικών ρυθιμίσεων), άλλα να άσχέσης πολιτικής εξουσίας, πρβλ. έπίσης Κέλσεν, « Ή κομμουνιστική θεωρία του δικαίου», σ. 109: «Μια τάξη εχει τό χαρακτήρα του προλεταριάτου μόνο γιατί καΐ στο βαθμό πού καταπιέζεται άπό μιαν αλλη τ ά ξ η . . . Και μια τάξη εχει τό χαρακτήρα της αστικής τάξης μόνο γιατί και στό βαθμό πού καταπιέζει μιαν άλλη τάξη μέ σκοπό νά τήν εκμεταλλεύεται. Μόλις αύτή γίνει ή καταπιεζόμενη τάξη παύει να είναι αστική τάξη».
142
ποκρούσει τή δυνατότητα μιας naturwissenschaftlichen Geschichte^^,, δηλαδή τή δυνατότητα της κατανόησης της ιστορίας σαν «ιστορικής φυσικής όίαδίκασίας» για τήν οποία γίνεται λόγος ακριβώς στο «Κεφάλαιο»' καΐ πού, δπως λέει αντίθετα ό Λένιν, εκανε δυνατή για πρώτη φορά «μιαν αυστηρά επιστημονική συμπεριφορά απέναντι στα ιστορικά καΐ κοινωνικά πραβλήματα», έπιτρέποντας να «τονιστεί ή έπαναληπτικότητα και ή κανονικότητα τους», ή φέρνοντας για πρώτη φορά «τήν κοινωνιολογία σέ ενα επιστημονικό πεδίο, έγκαθΊδρύοντας τήν αντίληψη του οικονομί'κοκοινωνικοϋ σχηματισμού σαν συμπλέγματος καθορισμένων παραγωγικών σχέσεων καΐ διαπιστώνοντας [τέλος] πώς ή εξέλιξη τέτιων σχηματισμών είναι μια διαδικασία ίστοριχο - φυσική»^®. Δέν είναι ή περίπτωση τώρα να σταθούμε να δοΰμε στίς λεπτομέρειες πώς αυτός ό διαχωρισμός γνώσης πού γενικεύσει (με τήν έννοια, δμως, τών γ ε ν ι κ ό λ ο γ ω ν γενικεύσεων) και γνώσης πού άτομικεύει, πού από τήν αρχή είχε γίνει αντιληπτός από τό Ρίκερτ σαν απλή διάκριση ύποκειμενικών «μεθόδων» ή «όπτικών γωνιών», μεταπηδά μετά, άναπόφεοκτα, σέ ενα διαχωρισμό «πεδίων» καΙ αντικειμενικών σφαιρών ερευνάς. Ενδιαφέρει περισσότερο να ύπογραμμίσουμε πώς αύτός ό δυϊσμός ιστορίας και φύσης άντανακλαται, μετά, καΙ στό ϊδιο τό εσωτερικό της ιστορικής γνώσης: καθορίζοντας, από τή μια μεριά, τήν άναγωγή τΟ'ύ άτο-μικου ά, ν τ ι κ ε ι .μ έ ν ο υ σέ άπλή κ α τ η γ ο ρ ί α πού τό νοεί, δπως δταν π.χ. ό Ρίκερτ γράφει δτι «ιέμεΐς αναζηταμε οπουδήποτε όχι πια να εξάγουιμε τήν επιστήμη από τήν έννοια του αντικειμένου της, οσο αντίθετα να εξάγουμε τήν έννοια του αντικειμένου από τήν έννοια της επιστήμης πού τό πραγματεύεται»^^' m l από τήν άλλη μεριά, αντίθετα, καθορίζοντας εναν Άλυτο δυϊσμό ανάμεσα στήν ϋδια τήν ιστορική έννοια καΙ τό ατομικό πού αυτή πραγματεύεται, δπως δταν π.χ. — έχοντας διαπιστώσει πώς τό ατομικό είναι ά δ ι α ί ρ ε τ ο"^^, ανεπανάληπτο 37. Ρίκερτ, Die Grenzen-σ. 201. 38. Πρβλ. Τσ. Λουπορίνι, «Μαρξισμός καΐ κοινωνιολογία. Ή του οίκονομικο-κοινωνικου σχηματισμοί»». 39. Ρίκερτ, εργο προηγ., σ. 173. 40. "Οπου παραπ., σ. 242-3.
έννοια
143
καΐ γι' αυτό ανεπίδεκτο ανάλυσης — δ Ρίκερτ εμπιστεύεται τήν ίστοριογραφ'ΐκή (εκτέλεση σέ κείνη τή «φυγή» της σ κ έ ψ η ς ^ t ή διαισθη·ση του ιστορικού. 'Από τή |χιά μεριά, λοιπόν, διάκριση αρχής ανάμεσα σέ ο^οινωνικές ·έπιστήμες και φυσικές Ίπιστήμες,, πού οΐ πρώτες νοούνται σαν οι επιστήμες πού ο ι κ ο δ ο μ ο ύ ν καΙ δημιουργοΰν vb άντικειμενό τους,, καί οί δεύτερες,, αντίθετα, σαν έχείνες πού χο-υν να κάνουν μέ φ' υ σ ι κ ά δεδο·μένα. 'Από μιαν άλλη« μεριά,, ωστόσο (στό ίδιο το εσωτερικό των κοινωνικών επιστημών) , διαίρεση,, ξανά,, ανάμεσα στΙς θεωρίες πού κατά κάποιο τρόπο- γενικεύουν και τήν ιστορία στήν κυριολεκτική σημασία του δρουι, ή ανάμεσα σέ εννοιες «σχετικά ιστορικές» καΐ εννοιες «απόλυτα ιστορικές», ή, για να ερβουμε επιτέλους στό Μαξ Βέμπερ, ανάμεσα σέ «ιιδεατούς τύπους» καί πραγματικότητα.. 'Όσον άφορα τό πρώτο σημείο, έχουμε, δπως λέει δ Ντόμπ,, μιαν οπτική σύμφωνα μέ τήν οποία «τα "σύνολα" μέ τα όποια ασχολούνται οι κοινωνικές επιστήμες δέν μπορούν να περιγραφούν μέ δρους τών κοινών φχυσικών ιδιοτήτων, άλλα μόνο μέ τ ε λ ε ο λ ο γ ι κ ο ύ ς ορούς συμπεριφορών, πού εμείς αναγνωρίζουμε στή βάση τών αναλογιών τους μέ τα χαιρακτηριστικά τού· πνεύματός μας»' ^συνεπώς, «δλες οΐ γενικές εννοιες πού αποτελούν αντικείμενο της θεωρίας τών κοινωνικών επιστημών μπορούν να εξαχθούν a priori από τή γνώση του ίδιου του πνεύματός μας,»' και', κατά συνέπεια, δσον άφορα τήν οικονομία, — κατεβάζοντας τήν κοινωνία σέ απλές διανθρώπινες σχέσεις — «άπομονώνεται ή ά γ ο ρ ά σαν μοναδικό άντικεί|)^νο τής οικονομικής επιστήμης»: δηλαδή, «τό πρόβλημα να μετατρέπεις σέ σκοπούς ελλιπή μέσα» (δπουι ο·ι «σκοποΊ» βρίζονται ύποκειμενικα μέ ορούς άνθρώπινων Ιπιθυμιών) γίνεται «ή άποψη της άγορας στήν οποία ή οικονομική μελέτη άναφέρεται ούσιαστικά». σον άφορα, άντίθετα, τό δεύτερο σημείο, εχουμε, γιά νά τό πούμε πάντοτε δπως ο Ντόμπ, πώς ενώ «ή οικονομική θεωρία, τουλάχιστον ξεκινώντας από τό Τζέβονς καΐ τήν αυστριακή σχολή», «διατυπώνεται δλο και περισσότερο μέ δρους ιΐδιοτήτων κοινούς α-έ κάθε τύπο άνταλλακτικής κοινωνίας», άντίθετα «τό θεσμικό ύλι41. 'Όπου παραπ., α. 266.
144
κό, πού είνα'. ιστορικά σχετικό,, αν καΐ δέν παραμερίζεται τελειωτικά», δμ-ως. «εισάγεται μόνο σε ενα άνώτερο επίπεδο τοΰ· οικοδομήματος, καΐ αναλύεται γενικά μόνο σαν ενα σύνολο παραλλαγών των "δεδoμέyωv'^, πού μπΟ'Ρ'Οϋν νά επιδράσουν στήν άξια των σχετικών μ' αυτά μεταβλητών, χωρίς δμως να αλλοιώνουν τΙς γενικές εξισώσεις και τις θ-εμελιακές σχέσεις, κυριαρχικές ολόκληρου του συστήματος, πού αυτά εκφράζουν». 'Ή εχουμε νά «διακρίνονται καθαρά δυο σφαίρες: ή μιά, Ικείνη τών σχέσεων άνταλλαγης, στήν οποία Ισχύουν ιδιότητες καΙ αναγκαιότητες άνεξάρτητες γενΐ'κά από κάθε μεταβΰλή του "συστήματος'', καΐ πού είναι αντικείμενο της ερευνάς τών οικονομολόγων' ή άλλη, ή σφαίρα τών θεσμικών ιδιοτήτων καΐ τών ταξικών σχέσεων, στήν οποία οι κοινωνιολόγοι καί οι ιστορικοί τών θεσμών μπορούν νά άναπτύ-σσουν κατά βούληση τις άντικρουόμενες και άνεπιστημονικές συζητήσεις τους πάνω στά "συστήματα" Διαχωρισμός,, λοιπ'όν, φύσης και ιστορίας, οικονομίας καΙ πολιτικής,, οικονομίας καΐ κοινωνιολογίας, πού φωτίζει καλύτερα και κάνει νά καταλάβουμε, ιέξ άντανακλάσεως, τό μέγεθος της θεωρητικής προσπάθειας του Μάρξ. ι Υπάρχει —γράψει ό Σουμπέτερ— ενα ιτράγμα θεμελιοοκοϋ ένδιαΦέροντος γ là την οικονομική μεθοδολογία, πού εκανε ό Μάρξ. Οί οικονομολόγοι ή είχαν αναπτύξει ενα προσωπικό εργο στο πεδίο της οίκονομικής ιστορίας ή εΪχαν χρησιμοποιήσει τό ιστορικό εργο κάποιου άλλοι;. Ά λ λ α τα γεγονότα της οίκονομικής ιστορίας παρέμεναν περιορισμένα σε êva ξεχωριστό τμήμα. "Εμπαιναν στη θεωρία^ άν ποτέ έμπαιναν, ίμέ μόνη την ιδιότητα έπεξηγήσεων, ή, ενδεχόμενα, επικύρωσης τών αποτελεσμάτων και συγχωνεύονταν μόνο μηχανικά μ' αύτήν. Στο Μάρξ ή συγχώνευση εΪναι χημικής φύσης: με άλλα λόγια, ε δ ώ τά γεγ ο ν ό τ α ε ι σ ά γ ο ν τ α ι στήν κ α ρ δ ι ά τοΰ συλλ ο γ ι σ μ ο ύ , ά π ό τόν ό π ο ΐ ο ε ξ ά γ ο ν τ α ι τά σ υ μ π ε ρ ά σ α α τ α . Αυτός ήταν ό πρώτος μεγάλος οικονομολόγος πού κατάλαβε και δίδαξε μέ συστηματικό τρόπο, πώς ή οικονομική θεωρία μπορεί νά μεταμορφωθεί σε ιστορική ανάλυση, και ή ιστορική διήγηση σε histoire raisonnée^^42. M. Ντόμπ, «Προβλήματα Ιστορίας τοΰ καπιταλισμού», 1958, σ. 44-5. 43. Σουμπέτερ, εργο προηγ., σ. 74.
10
Ρώμη
145
Μποροΰ'με và πλησιάσου^με,, σ' αύτο το σημείο,, τή βεμπεριανή θεωρία των «Ιδεατών τύτιο^ν», δηλαδή τή συνάντηση «κριτικισμου» καΙ «Ιοριακής θ^εωρίας»: μια προσπάθεια,, πού υποκειμενικά δέ στερείται μεγέθους,, άλλα αντικειμενικά είναι απεγνωσμένη·,, να ετοιμάσει μιαν απάντηση άπο τήν αστική πλευρά ή, καλύτερα, μια κατάριψη καΙ μαζι μια σύλληψη μερικών θεμελιακών κόμπο^ν της σκέψης του Μάρξ. Δέν είναι εδώ ή περίπτωση να υπογραμμίσουμε καί νά αναφερθούμε εκτεταμένα στο πώς δ Μαξ Βέμπερ, ξαναπαίρνοντας και εκσυγχρονίζοντας τΙς κριτικές αιχμές του Ρίκερτ προς το Χέγκελ καΐ τόν Κόμτ, πήρε συχνά καλή θ'έση απέναντι στις τότε ερμηνείες του συρμου,, στή Γερμανία,, της σκέψης του Μάρς* καΐ πώς από ορισμένες πλευρές, αυτός, αντίθετα μάλιστα, κατέβηκε σ' αυτή τήν πολεμική, ακριβώς για τήν «επανερμηνεία» ορισμένων βασικών θεμάτων αυτής της σκέψης, που από καιρό είχαν βγει άπό τό θεωρητικό ορίζοντα της Δεύτερης Διεθνούς. Ο'ΐ παρατηρήσεις του για «τή γεμάτη πίστη δίάιθεση του νατουιραλιστικου' μονισμου» (πού ανέκυψε από «τήν ΐ'^χυρή ανάπτυξη της βιολογικής ερευνάς, άπό τή μια πλευρά, και τήν πλημμύρα του χεγκελιανου πανλογισμου, άπό τήν άλλη») «νά υποτάξει δ,τι είναι βασικό» για καθορισμένα αντικείμενα «σ' ενα σχήμα νόμων πού ισχύουν γενικά»"^^· οί ίδιοι οί σαρκασμοί του ενάντια στους ερασιτέχνες πού, λόγω «του άνεξάλειπτου μονιστικοϋ χαρακτήρα κάθε μορφής γνώσης στερημένης άπό τήν κριτική επίγνωση άπέναντι στήν ιδια τήν εργασία τους», «ικανοποιούνται μ.έ τις πχό χαλαρές υποθέσεις και τις πιό γενικές διατυπώσεις», χτυπουν άναμφιβολα — αν καΊ γρήγο'ρα απλώνονται μέ τρόπο εξαιρετικά βολικό καΙ στή «λεγόμενη "υλιστική αντίληψη· της ιστορίας'', μέ τήν παλιά έννοια, έξυπνα πρωτόγονη, πού εμφανίζεται π.χ. στο κομμουνιστικό "Μανιφέστο"»'^^, '— μιαν άντικειμενική έλλειψη της «ορθόδοξης» γραμμής του μαρξισμού της εποχής. Τό ιδ-ιο μπορούμε νά πούμε, π.χ., για ορισμένες οξείες παρατηρήσεις του πάνω στήν ίστορικο - χρο44. Μ. Βέμπερ, « Ή μέθοδος των Ιστορικο-κοινωνικών επιστημών», σέ επιμέλεια Πιέτρο Ρόσι, Τορίνο 1958, σ. 102-3. 45. "Οπου παραπ., σ. 80.
146
νολογική μέθοδο,, δηλαδή πάνω στην ύπαλλαγή του «πρώτου μέσα στο χρόνο» μέ τό γενιχο θεμέλιο ή αιτία. Μια «πρωτότυπη κατάσταση» τού κόσμου, πού δεν φέρ\τει μέσα της ίναν άτομικο χαρακτήίρα, ή που τον φέρνει σ έ μικρότερο βαθμό από την παρούσα κοσμική πραγματικότητα, θα ήταν φυσικά μια αρχή στερημένη νοήματος. 'Ωστόσο —άναρωτιέται ό Β έ μ π ε ρ — ενα υπόλειμμα τέτιων παρουσιάσεων δεν προκύπτει στό πεδίο μας, μέ κείνες τις συλλήψεις, άλλοτε νοούμενες δικαιοψυσικά, άλλοτε αντίθετα επαληθευμένες στή βάση της παρατήρησης των «πρωτόγονων λαών», των οίκονομικο - κοινωνικών «πρωτότυπων καταστάσεων», που στερούνται τό ιστορικό «τυχαίο»— δπως στή ν περίπτωση του «πρωτόγονου άγ,ροτικου κομμουνισμού», της σεξουαλικής «έπιμειξίας^ κλπ.^ άπό τις όποΐες πηγάζει ή ατομική ιστορική ανάπτυξη διαμέσου ενός εϊδους πτώσης στό συγκεκριμένο; 46
Είναι ευywOλo να παραδεχτοΰ·με δτι ή παρατήρηση είναι' σωστή* καΐ πώς είναι ικανοποιητική — αν άναφερεται στό ίστορικο - μορφωτικό πλαίσιο της εποχής — ή υπενθύμιση δτι «γιά τή γνώση των ιστορικών φαινομένων στή συγεκριμένη τοας βάσηι οι πιο γ ε ν ι κ, ο ι νόμοι, δντας οι περισσότερο κενοί περιεχόμενου·, είναι... κατά κανόνα και οί περισσότερο στερημένοι άξιας»: «ιάφ'ου οσο πιο Εκτεταμένη είναι ή ισχύς μιας έννοιας...., δηλαδή τό π λ α ί ·σ ι ό της, τόσο περισσότερο αυτή μας αποσπά άπο τή συγκεκριμένη πραγματικότητα»^^. Μόνο πού, άφοΟ άναγνωριστεϊ αυτό, είναι θεμελιακό, από τήν αλλη μεριά, να καταλάβου^με δτι ή απάντηση του Β-έμπερ στίς άναγιογες των διαφόρων ιμονισμών δεν ξεπερνά ποτέ τα 'δρ'ΐα πού του· έπιβλήθηκαν άπό τον ούσιαστικό «-κριτικισμό» του, δη'λαδή άπό τό δτι προτείνει ξανά μια διαίρεση των πεδίων ανάμεσα στίς επιστήμες της φύσης, πού προσανατολίζονται στόν καθορισμό ενός συστήματος ν ό μ ω ν , καΐ τις έπιστήμες της κουλτούρας, πού κατευθύνονται άντίθετα στήν άνακάλυψη της «μορφωτικής σημασίας» των άνθρώπινων ·συίμβάντων στήν άτ'ομικότητά τους* πρόταση', δπου άναμφιίσβήτητα έπιστρ-έφεΊ, άν καΊ ιμεταμφΊεσμένος και εκλεπτυσμένος, ό καντιανός δυ-ισμός φυσικού Δέοντος καΊ ήθχκου· Δέον46. 'Όπου παραπ., σ. 86. 47. 'Όπου παραπ., σ. 95.
147
τος,, γ ν ώ σ η^ ς καΐ σμού καΐ ήθικης ζωης.
è λ ε υ θ ε ρ l α ς,
φ-υίσικου ντετερμινι-
Μέ πρώτη ματιά, αύτο φαίνεται να αντιτίθεται σέ ενα άπο τα θειμελιακα χαρακτηριστικά της 'σκέψης του Βέμπερ: τήν ά ν α ξ ι ολ ο γ ι κ ό τ η τ α των κοινωγικών επιστημών, τήν ανεξαρτησία της •Ιστορικά - έπιστη'μονικης ερευνάς από τΙς λεγόμενες α ξ ι ο λ ο γικές κ ρ ί σ ε ι ς ^ βηλαδή από τις «επιλογές», άπο τΙς προτιμήσεις, κλπ. Σύντομα θαρθουμε στήν εξέταση και αύτου του λόγοϋ. Για τήν ώρα παρατηρούμε, ωστόσο, πώς άκριβώς εξαιτίας αύτοΰ του δυ-ισμοΰ, το αντικείμενο «ιστορία» υπόκειται στα χέρια του Βέμπερ, δπως ήδη· στο Ρίκερτ, τδ μοναδικό υποβιβασμό σέ ιστορία μόνο των μ ο ρ φ ω τ ι κ ώ ν φι α ι ν ο μ έ ν ω ν: ό ανθροιπος, τον υποβιβασμό σέ ε ί ν α ι μόνο μορφωτικό' ή Γδια ή οικονομική βάση, τόν υποβιβασμό σέ απλή «μ ο ρ φ· ωτ ι.κ ή ' σ η :μ α σ ί α της οιίχονομικής βώσης»"^®. 'Όπως, μέ άλλα λόγια, ο άνθρωπος εμφανίζεται εδώ μόνο μέ τή μορφή ενός Sinngeber, δηλαδή κάποιου πού δίνει «νόημα» στήν πραγματικότητα, ετσι αυτή ή τελευταία καταντάει, άντίθετα, να εχει ν ·ό η μ α δχι μόνο στό βαθμό πού είναι αποκλειστικά άνθ.ρώπινο προϊόν, αλλά στό βαθμό πού είναι ενα προϊόν της γ ν ω σ τ ι κ ή ς ή μ ο ρ φ ω τ ι κ ή ς δράσης του άνθρώπου. Κατεξοχήν ιστορικά αντικείμενα είναι, π.χ., γιά τό Βέμπερ «τό "Κεφάλαιο" του Μάρξ, ή ό "Φάουστ'\ ή ό θόλος της Καπέλα Σιξτίνα, ή οι " Όμιολ'ογίιες" τοό Ρουσσώ» κλπ.'^^· άν θέλετε, κα! τά φαινόμενα της ανταλλαγής, καΙ τό χρήμα, και τό κοινωνικό φαινόμενο της πορνείας, αλλά μόνο στό βαθμό πού «ή πορνεία είναι ^μ ο ρ φ ω τ ι κ ό φαινόμενο εξίσου δσο ή θρησκεία ή τό χρήΔηλαδή, ή άντικεΐίμενικότητα παρεμβάλλεται μ,όνο στό βαθμό πού είνα: ενα μέσο γιά τήν ά ν θ ρ ώ π t ν η έ π ι κ ο· ι ν^ ων ί α' μ-όνο στό βαθμό πού είναι τό 'μ έ σ ο άπό τό οποίο έξυπηρετοΟ'νται οί άνθρωποι γιά νά εκδηλώσουν τά α'ισθήματά τους καΐ τΙς Ιδέες τους (μέ γραφτά, συζητήσεις, ζωγραφιές, εργα, χειρονομίες κλπ.) : χωρίς ποτέ, κατά τά άλλα, νά βλέπουμε τό άντί48. 'Όπου παραπ., σ. 96-7. 49. 'Όπου παραπ., σ. 178. 50. 'Όπου παραπ., σ. 97.
148
στροφο, δηλαδή πώς δχι μόνο αύτη ή ανταλλαγή Ι-δεών πάντοτε καΐ μέσα στο έσωτεpt7wό υποκειμένων πού είναι φί^οικα δντα καΐ πώς, συνεπώς,, δέν μπορούν να μήν παράγουν,, μέ τΙς σχέσεις τους, α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ έ ς κοινωνικές σχέσεις, άλλα δτι οι Γδιες αύτές κοινο^νικές σχέσεις πηγάζουν, μέ τή σειρά τους,, άπδ τη λειτουργία της π α ρ α γ ω γ ή ς , δηλαΐδή της οργανικής ανταλλαγής μέσα στη φΰιση καί„ συνεπώς, μόνο από τή λειτουργία μιας σχέσης στήν οποία είναι δ Ι'διος ο άν'θρωπος και ή κοινωνία πού εμφανίζονται, σέ τελευταία ανάλυση, σαν δ δρόμος και το μέσο για μια μεσολάβηση εσωτερική στή φύση. Ή Ιστορία είναι μόνο ή κουλτούρα' καΐ αύτη, μέ τή σειρά της, είναι «Ινας τομέας πεπερασμένος τής δίχως νόημα άπεραντοσύνης του γίγνεσθαι του κόισμου, στήν οποία άποδόθηκε νόημα και σημασία από τήν οπτική γο^νια του α ν θ ρ ώ π ο υ » ^ ' . Μένει δηλαδή απέξω ή β ι ο μ η χ α ν ί α , εκείνη ή σχέση, δπως λέει δ Μάρξ, στήν όποια «εχου^με μπροστά μας ά ν τ ι κ ε ι μ ενοποιημένες τΙς βασικές, δυνάμεις, του ά ν θ ρ ω π ο υ», «τ ό α ν ο ι χ τ ό β ι β λ ί ο » τών δϋίνάμεών του, «τήν ανθρώπινη ψ υ χ ο λ ο γ ί α μπροστά στα μάτια μας μέ τρόπο αισθητό»' ίένώ, άντίθετα, δλόκληρη ή ανθρώπινη δραστηριότητα και πράξη συστέλλονται στή σ υ ν ε ί δ ησ η, δηλαδή στή σ κ ό π ι μ η συμπεριφορά, ή ακόμα δχι σ' αύτό πού κ ά ν ε ι ό άνθρωπος, άλλα στόν τρόπο μέ τόν δποίο β λ έ π ε ι αύτό πού κάνει. «Όντότητες, δπως τό χρήμα, — λέει π.χ. δ Ντόμπ άναφερόμενος σ^ αύτή τήν άποψη — δέν μπορούν να δριστουν μέ τούς δρους τών πραγματικών χρήσεων δπως τις βρίσκουμε διαθέσιμες», άλλα «μέ βάση τις γνώμες πού βρίσκουμε νά υπάρχουν γι' αύτές». Δηλαδή, δπως ύποστηρίζει δ Χάγιεκ (ακολουθώντας τή γραμμή της σκέψης του Μάξ Βέμπερ), τά δντα πού αποτελούν αντικείμενο τών κοινωνικών επιστημών «δέν είναι φυσικά γεγονότα», άλλα «σύνολα» πού αποτελούνται άπό «συνηθισμένες κατηγορίες του νου μας». «Οί θ'εωρίες τών κοινωνικών επιστημών —λέει αύτός:— δέν αποτελούνται άπό "νόμους" μέ τήν έννοια έμπειρικών κανόνων πού άφορουν τή συμπερι51. "Οπου παραπ., or. 96.
149
φορά άντχκειμένων πού μπορούν να δριστοϋν μέ φυσικούς δρο.υς>>* άντί6·ετα, xi χάβε τι πού αύτές μας δίνουν είναι «μια όρθολογιχή τεχνική πού 'μας βοηθάει νά σ^ϋν^εσουμε 'μεταξύ τους τα μεμονωμένα γεγονότα, άλλα πού, δπως ή λογική ή τα μαθηματικά,, αυτή ^ ϊδια 'δεν άφορα τα γεγονότα», καΙ «δεν μπορεί ποτέ νά επαληθευτεί ή νά 'διαψευστεί μέσω της άναφορας σέ γεγονότα». «Αυτό πού μπορούμε καΐ πρέπει νά έπαληΟεύσουμε —καταλήγει ό Χάγιεκ— είναι ή παρουσία αύτου πού^ υποθέσαμε στήν ειδική,, ύπο συζήτηση, περίπτωση..·. Άλλα ή Γ&ια ή θεωρία... υποβάλλεται στή μόνη δοκι,μή της τυπιχής συνέπειας»^^ ' Α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο της ιστορίας, λοιπόν, είναι οί σκόπιμες συμπεριφορές των ανθρώπων, οι «διαισθήσεις του κόσμου», οι «έπιλογές», οι σκοποί πού όδήγησαν τή δράση τους, ή λήψη θέσης γιά τήν υποστήριξη καθορισμένων «άξιων». Αυτό είναι για τό Βέμπερ τό ε ί ν α ι , τό Έστορικο - ανθρώπινο άντικείμενο. Ή γνώση και ή έπιστήμη,, ώστόσο, δέν μπορούν να συζητήσουν τα προτερήματα των άξιων, δεν μπορούν νά άντιπαραθιέσουν άξιολογικές κρίσεις σέ άιξιολογικές κρίσεις, άλλα μπορούν νά προσφέρουν μόνο, τό πολύ',, μιά τ ε χ ν ι κ ή κ ρ ι τ ι κ ή , δηλαιδή νά έξετάσουν σέ κείνες τις τελεολογικές στάσεις τήν καταλληλότητα των μέσων πρός τούς σκοπούς, «νά διατιιστώσουν μέ έγκυρο τρόπο π ο ι α μέσα υιοθετήθηκαν γιά νά οδηγήσουν σέ ενα επιδιωκόμενο σκοπό» καχ', 'συνεπώς, νά ^μετρήσουν τις chances αύτίθιυ^\ Γίνεται αντιληπτό, 'σ' αυτό τό σημείο, πώς δ Βέμπερ πρέπει νά βασιστεί ή σέ ενα δυϊσμό γνώσης και ζωής, έπιστή·μης και πραγματικότητας, ή •— πού κατόπιν είναι τό Γδιο — νά καταλήξει στόν άνο'ρθολογισμό. Πράγματι, άν ή άντικειμενικότητα άνάγεται σέ απλές συμπεριφορές σκοπιμότητας ή σέ σχέσεις «μέσου - σκοπού», πού τόσο' είναι πραγματικές καΐ συγκεκριμένες δσο δ σκοπός είναι πραγματικά η θ ε λ η μ έ ν ο ς , είναι καθαρό δτι ή επιστήμη. ή θά διεισδύσει σ' αυτή τήν πραγματικότητα μέ τό νά ταυτιστεί αύτή ή Γδια ιμέ τούς «σκοπούς», — και τότε δέν θά είναι πιά θ ε ω ρ ί α , άλλα αυτή ή ι δια ε π ι λ ο γ ή καΐ πράξη ζωής* 52. Μ. Ντόμπ, εργο προηγ., σ. 44. 53. Μ. Βέμπερ, εργο προηγ., α. 59.
150
ή δέν θα είναι επιλογή καΐ θά παραμείνεχ απλός σ τ ο χ ασ ρι ος πάνω σ' αυτούς τους σκοπούς, άλλα τότε θα εχει χάσει για πάντα τή συγκεκριμενότητά τους. Στήν πρώτη περίπτωση, ή έπιστήμη δέν θα είναι κ ρ ι τ ή ρ ι ο ζωής,, άλλα αυτή ή ϊδια ζ ω ή * στή δεύτερη, ·μ έ τ ο ν α π ρ ο β λ η μ α τ ί ζ ε τ α ·ι πάνω στους «σκοπούς»,, δέν θα καταφέρει ποτέ να προσαρμοστεί στήν πραγματική φύση αυτών, πού δέν είναι αντικείμενα της θεωρίας,, αλλά αντικείμενα της θ έ λ η σ η ς^"^. 'Από τή jiià μεριά,, ή επιστήμη,, άναφερόμενη στο μεμονο)μένο ιστορικό συμβάν ή συμπεριφορά σκοπι·μότητας,, δέν μπορεί παρά να τό εντάξει σέ ιμια σχέση - μ ο^ ν τ έ λ ο «'μέσων - σκοπών» πού, μέ τό να είναι μόνο θεωρητικοποιη·μένη, άλλα δχί και ήθελημένη, θα πρέπει βέβαια να διαλυθεί άναγκαία σέ μια σχέση αφηρημένων έννοιών, δηλαδή «σέ ενα κόσμο έ ν ν ο ι ο λ ογ ι κ ώ ν συνδέσμων στερημένο καθαυτό τυπικών αντιφάσεων», άλλα πού', «λόγω του περί'εχοιμένου του, εχει τό χαρακτήρα ούτoπίας»^^, δηλαδή δέν άνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα. (Και εδώ έχουμε δτι ή θεωρ'ία δέν καταφέρνει να μας δώσει τό πραγματικό, δτι ή άφαίρεση παραμένει πάντοτε έξω άπό τή ζωή) . Άπό την άλλη μεριά, άντίθετα, στό βαθμό πού ή θεωρία θέλει πραγματικά να άγγιξε ι την πραγματικότητα, θα έχουμε πώς αύτή δέν θά είναι πια θεωρία, ή πώς «ή "έρ^μηνεία" της πνευ'ματικής, αισθητικής ή ήθικής δημιουργίας ένεργεί έ'δώ κατά τόν ϊδιο τρόπο πού ενεργεί αύτή ή τελευταία» (δηλαδή πώς αύτή δέν είναι πια αύστηρά ε ρ μ η ν ε ί α , άλλα άξιολογική επιλογή) * ή, δπως λέει δ Βέμπερ, πώς «εδώ έχει τόν πυρήνα της αλήθειας της ή βεβαίωση δτι ή "ίστο'ρία" είναι σύιμφωνα μέ 'μιαν έννοια "τέχνη", καθώς έπίσης και ό καθορισμός των "επχστη'μών του πνεύματος" σαν "ύποκειμενιζουσών"^^». 'Ακριβώς μέσα σ' αύτό τό πλαίσιο έναλλακτικών λύσεων διαγράφεται τώρα ή βεμπεριανή θεωρία τών «Ιδεατών τύπων». Άπό τή !μιά πλευρά, πράγματι, ό ί δ £ α τ ό ς τ ύ π ο ς του δέν 54. Ενδιαφέροντα σημεία για τόν ανορθολογισμό του Μαξ Βέμπερ στό Λούκατς, « Ή καταστροφή του λόγου», Βερολίνο 1954, σ. 474. Ά λ λα ή βάση της ανάλυσης είναι συχνά συζητήσιμη. 55. Μ. Βέμπερ, εργο προηγ., σ. 107-8. 56. "Όπου παραπ., σ. 179.
151
είναι δλλα άπό την αφαίρεση της οριακής θεωρίας,, δηλαδή ενα κα'θαρά &ψηρίσουμε, λοιπόν, δτι πάνω άπό τή διαίρεση των ιδιωτικών 'συμφερόντων διαμορφώνεται στήν άστική κοινωνία ενα δημόσιο ^συμφέρον, ενα ^οινό συμφέρον. Θά χρειαζόταν νά άναγνωρίσουμε δτι ή φιλελεύθερη δημοκρατία δέν αποκλείει μιαν δρισμένη άλληλεγγύη ή κοινωνική δμοιογένεια. Τό σημείο πού αγγίζουμε εδώ είναι άξιοσημείωτο. Στήν άστική κοινωνία αυτό τό κοινό σχέδιο, αύτό τό ·δη·μόσιο ή γενικό συμφέρον υφίσταται. Είναι δ νόμος, τό δίκαιο, τό Κράτος. ΚαΙ άκριβώς δ νόμος είναι αύτός πού φαίνεται νά προκύπτει άπό τή συμφωνία δλων τών άνθρώπων. "Αν δχι, τότε τΙ εκφράζει τό δίκαιο, δ νόμος; Πάνω σέ τι συμφωνούν οι άνθρωποι δταν, γιά νά σταθούμε στά λόγια του Κάντ, Αποφασίζουν νά μπουν στήν κοινωνία καΐ νά ρυθμίσουν αυτή τή βεβιασμένη τους συμβίωση ; Συμφωνούν—δπως είδαμε — στό γεγονός δτι γιά νά μπορεί νά έπιδιώχει καθένας τό
172
δικό του συ^ιφέρον κατά τρόπο σίγουρο, πρέπει voc δέχονται μερι-κούς Αμοιβαίους περιορισμούς. Αυτό στο δποΤο προς στιγμήν όλες οι ιδιαίτερες θελήσεις συνενώνονται, ή συμφωνία σύστασης τής πολιτιστικής κοινωνίας, δεν είναι λοιπον ή αναγνώριση ενός κοινού θετικού, πραγματικού συμφέροντος. 'Αντίθετα, δλοι συμφωνουν στήν αναγνώριση δτι τό μοναδικό συμφέρον δλων, τό μοναδικό κοινό συμφέρον είναι δτι καθένας μπορεί να άσχολεΐται Ανενόχλητος καΙ μέ άσφάλεια με τήν επιδίωξη των δ ι κ ώ ν του ιδιωτικών συμφερόντων. Είναι δλοι σύμφωνοι δτι δ καθένας πρέπει να ασχολείται μέ τΙς υποθέσεις του. Ή γενική θέληση πού λέγεται δτι εκφράζεται στό νόμο, στό δίκαιο, δέν είναι αληθινή γενική θέληση, δέν εκφράζει κάποιο κοινό θ ε τ ι κ ό συμφέρον, άλλα μόνο ενα κοινό συμφέρον Αρνητικής τ ά ξ η ς . Αυτή ή «γενική θέληση» δέ γεννιέται άπό τό γεγονός δτι ξεπερνιόνται οι Αποκλίσεις των συμφερόντων καί, συνεπώς, τών ιδιωτικών αυθαιρεσιών. Δέν γεννιέται Από τή σύνθεση τών πραγματικών συμφερόντων. Δέν είναι καρπός πραγματικής συνένωσης τών 'Ανθρώπων. Δέν προκύπτει Από τήν επικοινωνία. Από τήν κ ο ι ν ω ν ι κ ο π ο ί η σ η τών συμφερόντων τους. Δέν εκφράζει, 'συνεπώς, συγκεκριμένα κοινά συμφέροντα. Έδώ δέν υπάρχει διαμόρφωση ενός πραγματικού γενικού συμφέροντος. Τό μοναδικό -κοινό συμφέρον πού προκύπτει έδώ, βρίσκεται στό γεγονός δτι δλες οι ιδιωτικές αυθαιρεσίες συμφωνουν να Αναγνωρίσουν τή σκοπιμότητα του να σέβονται ορισμένα δρια, ορισμένες Ιγγυήσεις, κατά τρόπο πού ή Ίπιδίωξη τών Ατομικών σκοπών νά μπορεί να γίνεται μέ τάξη. ΤΑ πραγματικά συμφέροντα παραμένουν Αντίθετα, διακεκριμένα. Ή συνένωση γίνεται μόνο για να υπάρξει «εγγύηση» για τόν πραγματικό διαχωρισμό. Ό νόμος, συνεπώς, δέν ενώνει, δέν είναι Αληθινή γενική θέληση, δέν δημιουργεί ενα ενιαίο, ομοιογενές σώμα. Ουτε διαχωρίζει. 'Αντίθετα καθιστά νόμιμη τήν Α-κοινωνικότητα. Ό νόμος, δηλαδή, έπικυρώνει καΙ εγγυάται τή σύγκρουση τών διαφόρων μερών, νομιμοποιεί τήν ταξική πάλη. Ή συμφωνία τών Ανθρώπων, ή στιγμή τής ένωσης τους, δηλαδή ή κοινωνία, ζει μόνο τή στιγμή πού διατυπώνεται δ νόμος. Άλλα αν ή μοναδι-κή κοινωνία είναι τό δίκαιο, αν ή μοναδική συν-
173
ένωση είναι ή νομιχή καΐ τυπική, καΐ εξω άπο το vôjjio υπάρχει μόνο δ κόσμος του άνταγωνισμοΰ ρυθμισμένος άπ'' αυτόν, προκύπτει τότε μια 'μοναδική σ7Jvέπεια. Δέν είναι δ λαδς πού κάνει το νό-μο, άλλα δ νό;μος πού κάνει τδ λαό. Έξηγου^μαι. "Αν σαν μοναδική ενότητα θεωρηθεί τδ δίκαιο, δ νόμος, και π ρ α γ μ α τ ι κ ή ενότητα δέν υπάρχει, τότε δέν είναι δ λαδς πού δημιουργεί τήν κοινωνική συμφωνία, άλλα είναι ή συμφωνία, δ νόμος, πού δημιουργεί τδ λαό. ':ματος τών λαών γιά αύτοδιάθεση (δηλαδή νά χο)ριστουν — άν το ήθελαν — άπό τή Ρωσία, άποχο)ρώντας άπό τήν ενότητα τής πρώην τσαρικής αυτοκρατορίας) : μέτρα πού, δπο)ς είναι γνωστό, χριτικαρίστηκαν άπό μερικούς, μεταξύ τών οποίων και ή Λούξεμπουργκ, μέ τήν κατηγορία πώς ήταν άκόμη μόνο άστικο-δημοκρατικά μέτρα, άντιπαραγο^γικά ή πού άκριβώς θά εμπόδιζαν τούς σκοπούς τής μελλοντικής δημιουργίας μιας σοσιαλιστικής κοινο^νίας. Ούτε εξηγεί μόνο τον πολύχρονο μόχθο τής σκέψης του Λένιν πάνω στή φύση τής οχτωβριανής επανάστασης (δηλαδή, αν πράγματι δ χαρακτήρας της θά ήταν σοσιαλιστικός) , δχι μόνο στίς βδομάδες πού άμεσα προηγήθηκαν τής
214
κατάληψης της εξουσίας άλλα επίσης αργότερα, το '19 ή το ' 2 1 : μάχθος πού άνταναχλάστηκε, τελικά,, στην' Γδια την επίσημη επωνυμία πού δόθηκε στην καινούργια εξουσία («Κυβέρνηση των εργατών χαΐ των αγροτών») και από την οποία σβήστηκε ακόμα και τό δνομα της Ρωσίας, για να ύπογραμμιοτεΐ καλύτερα ή διεθ ν ι σ τ ι κ ή προβολή· ωστόσο,, τώρα, σήκωνε τΙς σημαίες της, δίπλα στήν εργατική τάξη, μια δεύτερη τάξη (τών αγροτών) , πού δεν τήν πρόβλεπε ή αρχική θεωρία της «δικτατορίας του προλεταριάτου». 'Αλλά εξηγεί επίσης — εκείνη ή συνείδηση της αντίφασης, για τήν οποία μιλούσαμε πιο πάνω — δλες τις πράξεις καΐ τα ζΐκ-ζάκ της λενινιστικής πολιτικής, από τήν αρχή μέχρι τό τέλος. Σήμερα φαίνεται να θεωρείται άναγ-καία — ουτε θα θέλαμε νά είμαστε εμείς πού θα εναντιωθούμε σ' αυτή τήν άπαίτηση — μια απροκατάληπτη επανεξέταση μερικών αποφασιστικών σημείων της σκέψης και του έργου του Λένιν. Τό θέμα μέ τό όποιο καταπιάνεται περισσότερο ή ανησυχία τών ήμερών μας είναι, δπως είναι γνο>στό, από τή μια μεριά, εκείνο της αντίληψης του για τό κόμμα, καΐ από τήν αλλη, ή αργοπορία μέ τήν οποία εφτασε νά εκτιμήσει τό ρόλο και τή σημασία τών σοβιέτ, πού ήδη είχαν εκδηλωθεί κατά τή 'διάρκεια της επανάστασης του 1905. Πρόκειται — δπως είναι εύκολο νά μαντέψει κάποιος — για ερωτηματικά πού γεννιόνται, προπάντίον, στο φώς καΐ στή βάση τών δσων συνέβησαν στη Ρωσία [ΐετά τό θάνατο του iVéviv. Ξαναποχαλύπτεται, ετσι, τό προφητικό νόημα τών λαμπρών λέξεων της Ρόζας Λούξεμπουργκ στή μπροσούρα της για τή «Ρ(οσικη επανάσταση»: «"Οταν καταπνίγεται ή πολιτική ζωή σέ ολόκληρη τή χώρα, είναι μοιραίο πώς ή ζωή παραλύει ολοένα περισσότερο και μέσα σ τ α ϊδια τά σοβιέτ. Χωρίς γενικές εκλογές^ χωρις άπεριόριστη ελευθερία τοΟ τύπου και TOÛ συνέρχεσθαι, χωρίς ελεύθερη πάλη τώιν αντιλήψεων^ ή ζωή πεθαίνει σέ κάθε δημόσιο θεσμό, γίνεται ζωή φαινομενική δπου ή γραφειοκρατία απομένει τό μοναδικό ενεργό στοιχείο. Ή δημόσια ζωή άργοπέφτει σέ λήθαργο* μερικές δωδεκάδες στελεχών του κόμματος, ακούραστης ενεργητικότητας και άπεριόριστου ιδεαλισμού, διευθύνουν και κυβερνούν μεταξύ τους^ στήν πραγματικότητα, καθοδηγεί μια δωδεκάδα ανώτερων έγκεφάλων και μια ε λ ί τ της εργατικής τάξης συναθροίζεται κάπου - κάπου σέ συγκεντρώσεις, για να χειροκροτήσει τους λόγους τών αρχηγών και να ψηφίσει ομόφωνα τΐς αποφάσεις πού της προτείνονται. Είναι, λοιπόν^ κατά βάθος —συμπεραίνει ή Αούξεμπουργκ — μια κυβέρνηση κλίκας, μια δικτατορία, βέβαια^ άλλα δχι ή δικτα' τορία τοΟ προλεταριάτου, παρά ή δικτατορία μιάς χούφτας πολιτίκών; ανδρών, μια δικτατορία μέ τήν αστική έννοια, μέ τή γιακωβίνικη έννοια».
215
Γεγονός είναι — δπως δ ϊδιος δ Λένιν το άναγνώρισε άμέσως — δτι ή μορφή του πολιτικού καθεστώτος πού πραγιχατοποίησε ή έπανάσταση του Όχτώβρη στη Ρο>σία δεν ήταν ποτέ, ουτε και στήν άρχή, μια δικτατορία του προλεταριάτου άλλά ήταν μια δ ι κ τ α τ ο ρ ί α του κόμματος για λογαριασμό του προλεταριάτου. Εξαιτίας του «χαμηλού πολιτιστικού έπιπέδου των εργατικών μαζών — εγρ·αφε δ Λένιν ήδη τό '19 — τα σοβιέτ πού, στή βάση του προγράμματος τους, είναι όργανα διοίκησης δ ι ε υθ υ ν ό μ ε ν α από τ ο ύ ς ε ρ γ ά τ ε ς , είναι έκ τών πραγμάτων όργανα διοίχησης γ ι α τ ο ύ ς ε ρ γ ά τ ε ς διευθυνόμενα άπό την πρωτοπορία του προλεταριάτου, δχι άπό τΙς εργατικές μάζες». Τόν Γδιο χρόνο, δήλο)σε, δχι λιγότερο ρητά, δτι ή δικτατορία του κόμματος θα επρεπε να 'θεο3ρη'θεΐ ή πραγματική μορφή της δι%τατορίας του προλεταριάτου, και διευκρίνιζε δτι «ή 'δικτατορία της έργατικής τάξης πραγματοποιήθηκε άπό τό κόμμα τών μπολσεβίκων πού, άπό τό 1905 ή χαι πρΙν ακόμη, ενώθηκε με δλόκληρο τό έπαναστατικό προλεταριάτο». Μόνο πού, εύαίσθητοι δπως εϊμαστε στα προβλήματα πού τίθενται έδώ, μας πέφτει επίσης τό καθήκον να ύπογρ.αμμίσουμε μέ δύναμη δυό πράγματα: 1) δτι αυτές οι «αντιφάσεις» της πολιτικής του Λένιν καΐ τών μπολσεβίκων δεν ήταν κάτι τό περιπτωσιακό ή τυχαίο πού επήλθε μ ε τ ά τήν κατάκτηση της εξουσίας, άλλα ήταν μια άπό τις πολλές μορφές %άτω άπό τις όποιες πάντοτε ξαναπαρουσιάστηκε ή βαθιά άντίφαση, πού λίγο πρίν προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε: ή άντίφαση, δηλαδή, ενός κόμματος εργαλείου της σοσιαλιστικής επανάστασης σέ μια χώρα άνώριμη άκόμα γι^ αυτήν: μια άντίφαση, κατά συνέπεια, πού δέν μπορεί -κανένας να τήν καταλογίσει με 'έλαφρότητα στό Λένιν, χωρίς να του καταλογίσει ταυτόχρονα αυτό για τό δποΐο τόν κατηγορούσαν οι μενσεβίκοι, δηλαδή δτι έκανε τήν έπανάσταση άντι να άφήσει τήν εξουσία στόν Κερένσκι. Και 2) δτι, δπως προκύπτει καΙ άπό τα σύντομα άποσπάσματα πού αναφέρθηκαν, αύτή ή άντίφαση πάντοτε (ή σχεδόν) π ά ρ θ η κ ε άπό τό Λένιν και άπό τα πιό καθαρά κεφάλια του μπολσεβίκικου κόμματος μ έ π λ ή ρ η επ ί γ ν ω σ η , δηλαδή θεματοποιημένη και δηλωμένη άνοιχτά: πράγμα πού δέν είναι — δπο3ς θα μπορούσε νά ύποστηρίξει κάποιος — μόνο ζήτημα μορφής, άλλά καΐ .περιεχομένου ή ουσίας, μιας καΐ ήδη — μέ τήν ιθια τήν πράξη της δήλωσής της — εμπαινε και τό πρόβλημα τών εργαλείων πού θα χρησιμοποιούνταν, άν δχι γιά.νά γιατρέψουν έκείνη τήν άντίφαση, τουλάχιστο για νά τή συγκρατήσουν καΐ νά τή μετριάσουν. Είναι πολύ πιθανό πώς τό λάθος του Λένιν στάθηκε μερικές φορές τό δτι έκανε, πολύ εύκολα, «τήν άνάγκη φιλοτιμία», δηλαδή
216
οτι ετοίμαζε τα εργαλεία πού απαιτούνταν γ^α να δράσει σ τ ή Ρ ω σ ί α χωρίς να τονίζει, ταυτόχρονα χαΐ ·μέ σαφη τρόπο, τα ιστορικά, κοινωνικά καΙ πολιτικά ορι·α μέσα στα όποια εκείνα τα εργαλεία έμπαιναν καΐ μπορούσαν νά θεωρηθούν εγκυρ.α. Μπορεί νά είναι αυτή ή περίπτωση, για παράδειγμα, του ίσχυροΰ συγκεντρωτισμού του κόμματος (πού εζησε, απο τήν άλλη μεριά, κατά τό πλείστον σέ 'συνθήκες παράνομες) . Δέν είναι δμως ή περίπτωση, κατά τή γνώμη μας, εκείνης της δψης της θεωρί,ας του (ή «πολιτική συνείδηση» πού μεταφέρεται στήν εργατική «άπό τά εξω») , πού προκαλεί τόσο σκάνδαλο σήμερα στους κύκλους του αύθορμητιτίστικου έργατικισμου μερικών 'διανοουμένων. Και παρόλα αυτά, δταν βρεθεί κανένας αντιμέτωπος με το βασικό δεδομένο (πού κανενός είδους σόφισμα δέν θά καταφέρει ποτέ νά παραποιήσει) — τό δεδομένο της ανώριμης για τό σοσιαλιστικό μετασχηματισμό' Ρωσίας — βλέπει πώς εκείνο τό κόμμα (συμπαγές, μικρό και παρόλα αυτά διαποτισμένο άπό μιά πολιτική διαλεκτική πού σήμερα δέν καταφέρνουμε ουτε νά τή φανταστούμε) ήταν τό απαραίτητο δργανο γιά νά δράσει κανένας σέ κείνες τΙς συνθήκες. 'Άν και κανένας δο^-ΐμάζει άμηχανία επιμένοντας σ' αυτές τις προφανείς καταστάσεις, είναι %αλό νά ξανατονιστεί πώς ή «απομόνωση» της μπολσεβίκικης πρωτοπορίας άπό τις μάζες δέν ήταν μια «ελεύθερη επιλογή» του Λένιν ή, πολύ περισσότερο, ενα άποτέλεσμα της πολιτικής «του»: ήταν τό δεδομένο πού τέθηκε άπό τήν άντικειμενική ·κατάσταση. Μπορεί κανένας νά άντιτάξει πώς αν, συνολικά, ή Ρωσία ήταν καθυστερημένη, δεν ήταν όμως καθυ·στερημενα μερικά βιομηχανικά της κέντρα, καΐ πώς, ένώ ή χώρα ήταν ή λιγότερο προηγμένη της Ευρώπης, ειχε δμως αναπτύξει, σέ δρισμένους τομείς, μιά βιομηχανία από τΙς πιό σύγχρονες Γσως του κόσμου και της οποίας «δ συντελεστής συγκέντρωσης —' δπως παρατήρησε δ Ντόυτσερ — ήταν πιό ψηλός άκόμη και άπό κεινον της τότε άμερικάνικης βιομηχανίας». Μόνο πού, αν αυτό είναι αλήθεια καΐ άν ακριβώς αυτό χρησιμεύει νά εξηγήσει πώς — άντίθετα άπό τήν κινέζικη, πού στάθηκε βασικά άγροτική επανάσταση — ή επανάσταση του Ό'κτώβρη στάθηκε, στό νεύρο της, μιά εργατική έπανάσταση, μιά έπανάσταση πού διαδόθηκε άπό τις πόλεις στά χωριά καΙ δχι άντίστροφα, δέν θά πρέπει δμως νά ξεχαστεί ή τεχνητή γέννηση καΐ ή άπό τά πάνω προώθηση εκείνης της συγκέντρωσης, τό σύντομο χρονικό διάστημα μέσα ·στό όποιο αυτή πραγματοποιήθηκε καί, τέλος, δτι, συνολικά, ή Ρωσία πάντοτε παρέμενε μιά χώρα με συντριπτική άγροτική πλειοψηφία. Τό νά παραβλέπεις αυτή τήν κατάσταση σημαίνει πώς άποκλείεις κάθε δυνατότητα νά άντιληφθεΤς τό ε'ργο και τή δράση του Λένιν. Τό μπολσεβίκικο κόμμα, ε%φραση — τουλάχιστον στά ά-
217
μέσως προηγούμενα του '17 χρόνια — πυρήνων της έργατΐ7νης τάξης σέ ύφηλο βαθμό συγκεντρωμ-ένων και, κατά συνέπεια, δυνάμει προικισμένων μέ δλα τα χαρακτηριστικά της πει&αρχίας, της οργάνωσης, της προ^τοποριακης συνείδησης, πού είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σύγχρονου «συλλογικού εργάτη», εμενε παρόλα αύτά «κρεμασμένο στον αέρα» συγκριτικά καΙ σε σχέση ,μέ την ολότητα της χώρας. Αύτη ή κατάσταση πραγμάτων — δχι -και τόσο άνόιμοια στην ούσία της από αύτη πού περιγράφει ό 'Ένγκελς στον «Πόλεμο των χωρικών στη Γερμανία» — περιέκλεινε μεσα της μιαν αντικειμενική παγίδα, της οποίας ή συνείδηση κυριαρχεί σέ ολόκληρη τή δράση και το εργο του Λένιν: τήν παγίδα, δηλαδή, ένος κόμματος πού — στο β,αθ'{ΐ6 πού στρεφόταν να ενεργήσει στήν κατεύθυνση της σοσιαλιστικής επανάστασης —• ήταν ύποχρεωιμένο να ύποστεΐ μιαν αναπόφευκτη «άπομ.όνο>ση» και ε να ξέκομμα από τά πιο πλατιά καΐ βαθιά καθυστερημένα στρώματα της ρώσικης κοινωνίας: άπο δώ προέρχεται και ή τάση πού ειχε, να κλειστεί καΙ νά συγκεντρο)θεΐ στον εαυτό του, δηλαδή νά τεβεΐ δχι μόνο σαν «πρωτοπορία», αλλά, κυριολεκτικά, σάν δ θεματοφύλακας ένδς πολιτικού σχεδίου, άγνοιστου γιά τούς περισσότερους γιατί ήταν «ανώριμοι» κ·αί, άπδ τήν άλλη μεριά, μιά παγίδα τήν οποία τό χόμμα επρεπε μέ κάθε θυσία νά μπορέσει νά αποφύγει αν, σταλήθεια, ήθελε νά ενεργήσει σάν - ε π α ν α σ τ α τ ι κ ή δύναμη, δηλαδή κινητήρια δύναμη των μαζών, καΐ δχι σάν απλή πραξικοπηματική οργάνωση. Μπαίνει έδώ ενα πρόβλημα στο όποιο χάθηκε άπδ καιρδ ή συνήθεια νά δίνεται προσοχή και πού στο Λένιν, αντίθετα, τονιζόταν πάντοτε και είχε κεντρ^/ή σημασία: τδ πρόβλημα —• θέλου^με νά ποΰμε — της σ υ ν α ί ν ε σ η ς, δηλαδή της άναγκαχότητας, γιά τδ κόμμα, νά ένεργεί στήν κατεύθυνση καΐ μέ σεβασμδ τών βαθιών προσδοκιών τών μεγάλιον μαζών. 'ί2ς πρδς αύτό, αρκεί νά ξεφυλλίσει κανένας σχεδδν κατά τύχη τά γραφτά τοΟ και ιδιαίτερα εκείνα του '17, γιά νά βρει εκει μιά συνεχή Ιπιμονή σ' αύτδ τδ θέμα. «Τδ κόμμα του προλεταριάτου δέν μπορεί μέ κανένα τρόπο νά προτείνει τδ σκοπδ της «έγκιαθ ίδρυση ς» του σοσιαλισμού σέ μιά χώρα μικροαγροτών, εφόσον ή συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού δέν θά εχει άποκτήσει τή συνείδηση της αναγκαιότητας μιας σοσιαλιστικής επανάστασης». Και ακόμη: «Έμεΐς δέν ε'ίμαστε — γράφει ô Λένιν —' μπλανκιστές, δέν είμαστε παρτιζάνοι της κατάχτησης της εξουσίας άπδ ·|.ιιά μειοψηφία. Είμαστε μαρξιστές». «Ή Κομμούνα — δηλαδή τά σοβιέτ τών εργατών και αγροτών βουλευτών —' δέν "εισάγει", δέν προτείνει νά "εισάγει" καΐ δέν πρέπει νά εισάγει καμιά μεταρύθμιση πού νά μήν είναι απόλυτα ώριμη καΐ στήν οικονομική πραγματικότητα καΐ στή συνείδηση της συντριπτικής
218
πλειοψηφίας του λαοϋ. 'Όοο μικρότερη είναι ή οργανωτική εμπειρία του ρώσικου λαου, τόσο πιο αποφασιστικά χρειάζεται να προχωρούμε στην οργανωτική οικοδόμηση μέσα από τ ο ν ι δ ιο τ ο λ α ό». Τα προβλήματα πού πηγάζουν από δώ θα άξιζαν τό καθένα κι από ενα κεφάλαιο, ά ^ ά δ αναγνώστης θα πρέπει νά προσπαθήσει νά τά διαισθανθεί από μόνος του. Αυτό πού ονομάσαμε τό π·ρόβλη·μα τ η ς συναίνεσης είναι, ταυτόχρονα, τό — τόσο χαρακτηριστικό και βασικό του λενινισμου — ζήτημα της προσοχής πού δόθηκε ·στό πρόβλη.μα των αγροτών καΐ της σύνδεσης, γενικά, μέ τούς μικροαστούς. («Ή Ρο>σία — εγραφε δ Λένιν τό '17 —• είναι ·μιά χώρα ιιικροαστών. Ή συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ανήκει σ' αύτή τήν τάξη») . 'Όπως είναι επίσης τό πρόβλημα των εθνοτήτων, άλλα καΙ εκείνο των 'μαζών του άποικιακου •κόσμου. "Οπο^ς, τελικά, είναι καΐ τό πρόβλημα (σπουδαιότερο απ' δλα, τό οποίο δμ^ως, σήμερα, συνειδητοποιείται καθαρά) της αναγκαιότητας νά 'δομείται και να διαρθρώνεται ή ταξική πάλη σαν π ο λ ι τ ι κ ή πάλη, δηλαδή πάλη πού, στό βαθμό πού ξεπερνά τα δρια του καθαρού έργατικισμου, δέν μπορεί νά μή λογαριαστεί, αναγκαστικά, και μέ τό ζήτημα των συμμαχιών, σύμφωνα, αλλιοστε, καΐ μέ δσα ελεγε δ Μαρξ ήδη από τό 1844: δηλαδή, πώς άν καΐ ή σοσιαλιστική επανάσταση είναι «μια πολιτική έπανάσταση μέ κοινωνική ψυχή», ώστόσο δέν της φτάνει ή ψυχή ή τό κοινωνικό περιεχόμενο αλλά χρειάζεται επίσης πολιτική μορφή, γιατί «ή επανάσταση γενιχα είναι πολιτ ι κ ή πράξη» κα! «χωρίς έπανάσταση δ σοσιαλισμός δέν μπορεί νά πραγματοποιηθεί». Αύτή ή προσοχή στήν κατάκτηση της συναίνεσης των μαζών, και από τήν αλλη πλευρά, τό αντικειμενικό ξέκομμα πού κρατούσε, κατά κάποιο τρόπο,, τό σοσιαλιστικό πρόγραμμα «κρεμασμένο στόν αέρα» οσον άφορα τά πλατιά καθυστερημένα στρώματα της ρώσι'κης κοινωνίας, εξηγεί τα ζικ-ζακ καΐ τά συνεχή διορθώματα της λενινιστικής πολιτικής κα! τό πώς αύτή, τελικά, πάντοτε κινήθηκε ανάμεσα στήν ένταση δυό άντιθετικών απαιτήσεων: της πρώτης πού, επιβάλλοντας τή σ υ μ μ ε τ ο χ ή στή ρώσικη κατάσταση, επέβαλλε δχι μόνο τό διαφορισμό των αυστηρά σοσιαλιστικών στόχο)ν άλλα επίσης και τό νά παραμείνει στό μεταξύ σαν υποκείμενο και θεματοφύλακάς τους μόνο τό κόμμα. Τής δεύτερης πού, βλέποντας αντίθετα στή Ρωσία μόνο τό σημείο εκκίνησης καΐ τήν προσωρινή πίστα τής ευρωπαϊκής ή παγ-κόσμιας επανάστασης, προηγούνταν τής ύπάρχουσας κατάστασης πραγμάτο,)ν, για νά διαγράψει ?χι μόνο τήν προοπτική τής μετάβασης στό σοσιαλισμό, άλ-
219
λα κυριολεκτικά τή μετάβαση στήν κομμουνιστική κοινωνία, μέ τήν πλήρη έννοια της λέξης. Άπδ δω, ή δρμή και ή ιδεατή προοπτική του «Κράτος καΐ επανάσταση» — γραφτού «ούτοπικοΰ» άν ληφθεί υπόψη ή στιγμή καΙ δ τόπος πού συντάχτηκε άλλά, άπδ τήν αλλη μεριά, απαραίτητου καταστατικού τών στόχων και τών σκοπών "κάθε αύθεντικής σοσιαλιστικής επανάστασης* καΙ άπδ εδώ επίσης — αντίθετα — οΐ αμηχανίες, οι αμφιβολίες, οι δεύτερες σκέψεις — τήν Ι'δια σχεδδν στιγμή πού ξετυλιγόταν ή επανάσταση του Όκτώβρη — γύρω άπδ τή φύση καΐ τή σημασία αύτής της έπανάστασης: στιγμή, οπού δχι μόνο άγγίζεται χειροπιαστά ή δραματική σοβαρότητα του μαρξισμού του Λένιν, άλλα πού δ Λένιν διαχωρίζεται άπδ δλους τούς άλλους — άπδ τδ Ζηνόβιεφ, τδν Κάμενεφ, τδ Στάλιν, τδν Μπουχάριν άκόμη και τδν Τρότσκι — γιά νά άναδειχθει, άκριβώς γι' αύτή του τήν αβεβαιότητα, σάν δ πιδ ·συνειδητδς πρωταγωνιστής απ' δλους. Τδν Λύγουστο του 1921, γράφει πώς ή επανάσταση άνάμεσα στδ Νοέμβρη του '17 και τΙς 5 του Γενάρη του '18 ήταν άστικο-δημοκρατική και πώς, μέ τήν έγ-καθίδρυση της προλεταριακής δημ,οκρατίας, άρχιζε απλά δ σοσιαλιστικός σταθμός. Άλλά, ταυτόχρονα, διαφαίνεται %ι ενας άλλος διαχωρισμός σέ περιόδους: δ σοσιαλιστικός σταθμδς θά πετυχαίνονταν μόνο δταν τδ χίνημα της έπιτροπής τών φτωχών θά εφερνε στήν ύπαιθρο τήν ταξική πάλη ενάντια ατούς χουλάκους. Και οι ταλαντεύσεις δέν σταματούν. Δυδ μήνες αργότερα, τδν Όκτώβρη του 1921, φαίνεται νά εμφανίζεται ενας άκόμη νέος χωρισμός σέ περιόδους, στή βάση του οποίου δ άστικο-δημοκρατικδς σταθμδς της επανάστασης δέν θα τέλειωνε παρά μέσα στδ ιδιο τδ 1921, δηλαδή τή στιγμή κατά τήν δποία τότε δ Λένιν εγραφε. Γεγονός είναι πώς, πίσω άπδ δλες αυτές τις ταλαντεύσεις χαΐ στή βάση τους βρισκόταν τδ στοιχείο πού λιγότερο είχε προβλεφτεί, δηλαδή πώς ή αποφασιστική προϋπόθεση, στήν δποία ειχε ύπολογίσει κατά τή στιγμή της κατάληψης της εξουσίας ή ήγετική δμάδα τών «ιπολσεβίκων, και πού θά εφτανε άπδ μόνη της νά έξισοροπήσει δλες τις παραγμένες άπδ τή ρώσικη χαθυστέρηση διαταραχές, άργουσε νά· πραγματοποιηθεΤ. Ή έπανάσταση στή δυτική Εύρώπη δέν είχε γίνει άκόμη ή, καλύτερα, είχε ήδη γίνει, άλλά μέχρι στιγμής, ειχε νικηθεί. Καί, μέσα άπδ διαδοχικά κύματα καθυστερήσεων, δ Λένιν ήταν ύποχρεωμένος νά επαληθεύσει άκόμα μιά φορά αύτά πού ήξερε καλύτερα άπδ δλους καΐ άπδ πάντα: δτι, δηλαδή, οι άπαραίτητες οίχονομικο-κοινωνικές βάσεις γιά τήν πραγματοποίηση τών σκοπών της σοβιετικής εξουσίας στή Ρωσία ελειπαν σχεδόν δλοκληρωτικά και δτι, γι' αύτό, ή δικτατορία του κόμματος ήταν «μετέωρη». Μέ άλλα λόγια, μέ τήν κατάληψη της έξου-
220
σιας, ή παλιά αντίφαση, \ιε την οποία τδ κόιψα επρεπε να λογαριαστεί από τη γέννησή του, ξαναπαρουσιαζόταν γιγαντωμένη: ή Ρωσία, αν και διέθετε το πιο πρ·οχο)ρη·ριένο πολιτικά καθεστώς του κόσμιου, δέν ήταν σέ θέση νά παρουσιάσει άντί·στοιχα ουτε ενα μίνιμουμ. άνάλογης οικονομικής βάσης. Οί δροι της λαμπρής φόρμουλας του ιστορικού ύλισμου, πού αφορούν τΙς σχέσεις μεταξύ βάσης καΐ έποικοδομήματος, ξανατίθονταν, ετσι, στους πιό πιστούς οπαδούς της με μορφή ανεστραμμένη. Και οι μενσεβίκοι, χτυπημένοι και άναδιπλωμένοι στό πεδίο της ιστορικής δράσης, μπορούσαν τώρα νά κραδαίνουν, ενάντια στο Λένιν, τΙς φόρμουλες της θεωρίας. Ή κατάληψη της πολιτικής εξουσίας μέ τήν άπουσία μιας κατάλληλης βάσης, ή δικτατορία του προλεταριάτου σχεδόν χωρίς προλεταριάτο καί, ακόμη περισσότερο, εκφρασμένη από ενα κόμμα στό όποιο τό προλεταριάτο μειοψηφούσε, ή Ιπαναφορα του καπιταλισμού, μέ τή ΝΕΡ (Νέα Οικονομική Πολιτική) , μετά τήν έπανάσταση, ή επικράτηση, τέλος, μιας τεράστιας κρατικής μηχανής γραφεισκρατικοποιημένης, συνέθεταν ενα σύνολο άναντίρητων γεγονότων πού άμφισβητουσαν τή θεωρία και τόν κοινό νου. Ουτε δυό χρόνια μετά τό «Κράτος και έπανάσταση», στό όποιο θεωρητικοποιήθηκε ή «καταστροφή της κρατικής μηχανής», δ Λένιν 'έπρεπε να διαπιστώσει, μέ τή συνηθισμένη του ευθύτητα, δτι οχι μόνο ή μηχανή ήταν ακόμη δρθια, άλλα δτι συχνά βρισκόταν ακόμη στα χέρια του παλιού προσωπικού. «'Έχουμε 'στίς πιό ψηλές σφαίρες τής εξουσίας, δέν ξέρουμε ακριβώς πόσους, άλλα τό λιγότερο καμιά χιλιάδα, τό περισσότερο καμιά δεκάδα χιλιάδες, δικούς μας. ''Ωστόσο, στή βάση τής ιεραρχίας, εκατοντάδες χιλιάδες πρώην λειτουργών, πού κληρονομήσαμε άπό τόν τσάρο και από τήν άστι-κή κοινωνία, εργάζονται, ένμέρει συνειδητά ένμέρε'. ασυνείδητα, εναντίον μας». "Αν προστεθούν σέ δλα αύτά ό Ιμφύλιος πόλεμος μέ τήν ένοπλη επέμβαση των ξένων δυνάμεων, ή εΙκόνα των τεράστιων δυσκολιών μέ τις δποΐες επρεπε να μετρηθεί ή μπολσεβίκικη ήγετι%ή δμάδα θ' άρχίσει νά παίρνει συγκεκριμένη μορφή. Μερικούς μήνες μετά τόν Όχτώβρη, τό κόμμα βρίσκεται επικεφαλής ενός περικυκλωμένου πεδίου, πεινασμένου, προσβλημένου άπό κάθε πλευρά, ώς και άπό τά μέσα. Για νά άντι·σταθει, πρέπει να άνατρέχει δλοένα καΐ περισσότερο στό συγκεντρωτισμό. Οι ιμάζ-ες πού τό ύποστήριξαν κατά τή διάρκεια τής πρώτης φάσης τής επανάστασης, δπισθοχωρουν άποδεκατισμένες καΐ εξαντλημένες. Ένώ τά έργατικά τάγματα άφήνουν τά ερειπωμένα και σχεδόν κατεστραμμένα έργοστάσια γιά νά πυκνώσουν τό μέτωπο. Σ' αύτό τό πλαίσιο, πού δυστυχώς δέν είναι δυνατό παρά να διατρέξεις τόν κίνδυνο να τα βάψεις μαΰρα, ή ρώσικη κοινωνία, ήδη 'βίαια τρανταγμένη άπό τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, φαίνεται
221
σχεδόν voc τρέχει προς τήν καταστροφή της, κάτω άπο τα συνδυασιμένα χτυπήματα του φυσικου άποδεκατίσμου καΐ της βιομηχανικής παράλυσης. 01 επιζώντες πυρήνες τής έργατικής τάξης σκορπάνε στην ύπαιθρο για να γλυτώσουν από τήν πείνα. ΚαΙ ή ιστορία τής ανθρώπινης προόδου, πού πάντοτε προχώρησε ·άπό τήν ύπαιθρο πρός τήν πόλη, φαίνεται να κάνει βίαια μεταβολή στους ίδιους της τους άξονες για να αλλάξει πορεία. Άπό τό 1917 μέχρι τό 1920, δπ(ος πρόσφ,ατα υπενθυμίσαμε, στό ευρωπαϊκό τμήμα τής Ρωσίας ό πληθυσμός των πόλεων μειώνεται κατά 35,2%. Ή Πετρούπολη, π'ού τό 1916 είχε 2.400.000 κατοίκους, τό 1920 εχει μόνο 740.000, χαΐ ή Μόσχα περνά, τήν Γδια περίοδο, από τους 1.900.000 στους 1.120.000. Σ' αυτή τήν κατάσταση στήν οποία ή Ιπαναστατική ένταση εφτασε πια στα ακρ,α των δυνάμεών της, ή ΝΕΡ επέρχεται σαν μια αναπόφευκτη αναδίπλωση. Μετά τόν Όκτώβρη και τΙς φοβερές προσπάθειες του εμφυλίου πολέμου, ή παλιά Ρωσία, πού μέχρι τότε ήταν μόνο ή εμπροσθοφυλακή τής διεθνούς επανάστασης, ρίχνει στή ζυγαριά δλο τό βάρος τής καθυστέρησής της. Μετέωρο μεταξύ μιας κουρασμένης έργατικής τάξης, πού είναι μόνο ή σκιά του παρελθόντος της, και των χωρικών πού επιθυμούσαν να βγάλουν επιτέλους κέρδος άπό τή γή πού ή Ιπανάσταση τούς ειχε δώσει, τό κόμμα βρίσκεται να άντιμετοιπίζει τό καθήκον τής επιβίωσης μιας αναιμικής y^al παραλυμένης κοινωνίας, ολοκληρωτικά απασχολημένης στό νά βρει να φάει, νά ντυθεί, νά ζεσταθεί. Οί μεγάλοι -επαναστατικοί στόχοι παραμερίζονται, τά πολιτικά προγράμματα παραχωρούν τή θέση τους στήν καθημερινή ρουτίνα, ή ανατρεπτική θεωρία στήν παραδοσιακή πρακτική. Καί, άφοΰ ή κατάσταση του έπιβάλλει να είναι παντού παρόν καΐ να έκπληρώνει τις λειτουργίες ενός οργανισμού, δχι μόνο πολιτικού αλλά καΐ διοικητικού, κοινωνικού, οικονομικού, κλπ., τό κόμμα υποχρεώνεται νά αυξάνει, νά εξογκώνει επίφοβα τό μηχανισμό του, άλλά δχι μέ πολιτικούς, ομιλητές καΐ άγκιτάτορες, αλλά μέ διαχειριστές πού ξέρουν νά ελέγχουν, νά διαχειρίζονται, νά ελίσσονται καΐ νά διευθύνουν: οι άνθρωποι πού ή καινούργια κατάσταση απαιτεί. Είναι ή στιγμή του μεγαλύτερου ξεκόμματος ανάμεσα στήν προ^τοπορία w l τήν τάξη πού αυτή θά επρεπε νά αντιπροσωπεύει. ΚαΙ τά Ι'δια τά αποτελέσματα του '17 φαίνονται νά πηγαίνουν οριστικά χαμένα, Μέ τήν ελευθερία του εμπορίου, ή ΝΕΡ εισάγει μέτρα πού επιτρέπουν τήν άποκατάσταση και τήν ·εύημερία επιχειρηματιών, εμπόρων, καπιταλιστών. Καί, ενώ διευκολύνει τούς χωρικούς, άρχίζοντας κυρίως άπό τά μεσαία καΐ πλούσια ·στρώματα, είναι αναγκασμένη νά απογοητεύει δλο και περισσότερο τις προσδοκίες εκείνου του προλεταριάτου πού μέχρι τότε σήκωνε τό μεγαλύ-
222
τερο βάρος της -επανάστασης. Το σημαντικότερο στοιχείο, ωστόσο, πού βρίσκεται στΙς ρίζες της καινούργιας κατάστασης, δπως διαγράφεται ήδη κατά τη διάρκεια της ΝΕΡ, είναι ή οριστική δύση της στριατηγικής, στή βάση της οποίας συντελέστηκε ή επανάσταση του Ό'κτώβρη. Σβύνει και ή τελευταία έλπίδα της έπανάστασης στήν Ευρώπη. Ή αστική τάξη πραγμάτο^ν, πού τρεις φορές στή Γερμανία εφτασε σέ σημείο κατάρευσης, αντιστέκεται. Καί, ενώ ή νίκη της φέρνει ήδη στους κόλπους της το ναζιστικό έμβρυο, συμβάλλει γρήγορα στήν οριστική άπομ.όνωση της ΕΣΣΔ, δπου ενισχύει δλες τΙς τάξεις της μετεπαναστατικής κάμψης κι εμπλοκής. Ή οριστική άνοδος του Στάλιν, πρώτα στίς κορυφές του κόμματος και κατόπι στήν κορυφή των πάντων, συνδέεται :μ' αυτή τήν προοπτική. Ή φιγούρα του αρχίζει νά αναφαίνεται μέ τήν αυξανόμενη γράφειοκρατικοποίηση του κόμιματος -καΙ του Κράτους. Ά λ λα ή γραφειοκρατία, από τή μεριά της, αυξάνεται καΐ επεκτείνεται στή βάση της ακραίας καθυστέρησης της Ρωσίας καΐ της απομόνωσης της. Ή γραφειοκρατία είναι τό προϊόν της κάμψης της επανάστασης πού βρίσκεται στριμωγμένη στα δρι·α μιας οικονομίας της ανεπάρκειας καΙ βασισμένης πάνο) σέ μια άπέραντη μάζα καθυστερημένων χωρικών. Ή στροφή πού συντελείται σ' .αυτά τα χρόνια πού προηγούνται και επ:νται άμεσα του θανάτου του Λένιν, είναι μια στροφή άπό τήν οποία εξαρτήθηκε, κατά ενα 'μεγάλο μέρος, ολόκληρη ή πορεία της ιστορίας του κόσμου από τότε μέχρι τα χρόνια μας. Έ άποτυχία της επανάστασης στή Δύση εκμηδενίζει τή στρατηγική στήν οποία στηρίχτηκε μέχρι εκείνη τή στιγμή ολόκληρη ή μπολσεβίκικη δράση. Ή δυνατότητα να καλυφθεί βαθμιαία τό κενό πού ύπάρχει μεταξύ ρώσικης καθυστέρησης και σοσιαλιστικού προγράμματος, ιμέ τήν ύποστήριξη πού θα ερχόταν στή μπολσεβίκικη εξουσία από τούς βιομηχανικούς καΐ πολιτιστικούς πόρους της σοσιαλιστικής Ευρώπης, χάνεται άπρόοπτα. Καί, σχεδόν αύτόματα, τό κό'μμα βρίσκεται πια χωρίς έδαφος κάτω από τα πόδια. Τό πρώτο αποτέλεσμα αυτής της νέας κατάστασης πραγ;μάτο)ν εινιαι ή πορεία πού παίρνει ή πάλη στο εσωτερικό της ·μπολσεβίκικης ομάδας, μετά τό θάνατο του Λένιν. Ή γρήγορη ήττα στήν οποία καταδικάστηκε ή 'Λντιπολίτευση της αριστεράς δεν είναι ή ήττα του ονείρου καΐ του επαναστατικού ρομαντισμού, είναι ή αντανάκλαση στήν ΕΣΣΔ της αποτυχίας της έπανάστασης στήν Εύρώπη. Είναι αδύνατο, πράγματι, νά υποβιβάσεις τήν πάλη μεταξύ Στάλιν και 'Λντιπολίτευσης σέ μια σειρά συγκρούσεων για τήν έξουσία, στήν πορεία τών οποίων δ βαρύς καΐ αργός Στάλιν προωθείται μέ τήν πανουργία του πάνω σ' εναν αντίπαλο ανώτερο,
223
πού απόδειξε τον '(Κτώβρη του '17 ή κατά τή διάρκεια του έμφυλίου πολέιμου μεγάλες ικανότητες ελιγμού, αλλά πού εγινε άπρόσμενα Εξαιρετικά σίγουρος για τύν εαυτό του, ύπερήφανος, τυφλός καΐ άδέξιος. Οί προϋποθέσεις εκείνης της ήττας πρέπει να άναζητηθοϋν άλλου. Ο'ί σοσιαλδημοκράτες ήγέτες πού δολοφόνησαν τον Ιανουάριο του 1919 τή Ρόζα Λούξεμπουργκ κ·αί τον Κάρλ Λίμπκνεχτ, των οποίων ή απουσία επρεπε να βα,ραίνει τόσο στίς ήττες του '21 καΐ του '23, έβαλαν τήν πρώτη πέτρα στο δρόμο πού Ιφερνε το Στάλιν στήν εξουσία. Τις υπόλοιπες πέτρες τΙς εβαλε, μετά, το αντιδραστικό κύμα πού θα χτυπήσει τήν Ευρώπη και πού θά σηκώσει ψηλά τό Μουσολίνι, τον Πρίμο Ντέ Ριβέρα, τό Χόρθύ καΙ τόσους άλλους. Άπομονο>μένο και άφημένο, πρόσωπο με πρόσωπο με τήν «άσιατική καθυστέρηση» της παλιάς Ρωσίας, το κόμμα ζει "κάτι παραπάνω από μιαν άπλή άλλαγή στρατηγικής: ζει τήν έμπειρία διαμέσου της οποίας τό βάρος μαζί και ή άδράνεια της ρώσικης «ιστορικής κληρονομιάς» ψάχνει τή ρεβάνς της Ινάντια στις δυνάμεις της άλλαγής καΙ της επαναστατικής τομής. Ή επανεμφάνιση των χαρακτηριστικών της παλιάς τάξης πραγμάτων δέν εκδηλώνεται μόνο με τή μορφή της έπανεγκαθίδρυσης μιας προηγούμενης θεσμικής καΐ ιδεολογικής τάξης, άλλα — δπως τονίστηκε άπό τόν Ε. Κάρ — καΐ με τή μορφή μιας ε θ ν ι · κ ή ς παλινόρθ ω σ η ς . Οί ήττημένες κοινωνικές δυνάμεις πού τώρα ξαναεμφανίζονται για νά πραγματοποιήσουν τό 'συμβιβασμό τους μέ τή νέα έπαναστατική τάξη πραγμάτων καΐ νά τής αλλάξουν τήν πορεία χοιρίς να τό καταλάβει, είναι επίσης και εθνικές δυνάμεις πού επιβεβαιώνουν τήν εγκυρότητα μιας γηγενούς παράδοσης ενάντια στήν εξάρτηση άπό ξένες έπιροές. Ή υπόθεση τής Ρωσίας καΐ ή ύπόθεση του μπολσεβικισμού αρχίζουν τώρα νά ενώνονται σέ ενα σύνολο μοναδικό .καΐ άδιαφοροποίητο: αληθινά νόθο άμάγαλμα, δπου οι παλιές σλαβόφιλες και άντιδιαφωτιστικές τάσεις δέν χάνουν τήν ευκαιρία νά ζήσουν μιαν απρόσμενη γι' αυτές καινούργια Ιποχή. Είναι ενα βήμα πρός- τά πίσω σέ σχέση μέ τις άρχές. Και δ κομμουνισμός —• πού μπήκε στή Ρωσία μέ τό πρόγραμμα τής δυτιννοποίησης (βιομηχανία, έπιστήμη, σύγχρονη εργατική τάξη, κριτικό και πειραματικό τρόπο ζωής) , εκείνο τό πρόγραμμα πού δ Λένιν θα συμπύκνωνε στή φόρμουλα «εξηλεκτρισμός + σοβιέτ», στό οποίο κλείνεται τό κάθε τΙ πού εχει νά πει ό μαρξισμός στό σύγχρονο κόσμο — άρχίζει νά διαποτίζεται άπό τους 'διεφθαρμένους χυμούς τής αυταρχικής μεγαλο-ρωσικής νοοτροπίας. «Άφήνοντάς μας, δ σύντροφος Λένιν μας πρόσταξε νά %ρο(.τΎΐ' σουμε ψηλά και νά διατηρήσουμε άγνό τό μεγάλο τίτλο του μέλους
224
του κ6[]ΐματος. Σου ορκιζόμαστε, σύντροφ£ Λένχν, πώς θα έκτελέσουμε ,μέ τιιχή αύτή σου τήν προσταγή!... Άφήνοντάς ιμιας, δ σύντροφος Λένχν μας πρόσταξε να προφυλάξουμε, σαν τήν κόρη των ματιών μας, τήν ενότητα του -κόμματός μας. Σου ορκιζόμαστε, σύντροφε Λένιν, πώς θα εκτελέσουμε με τιμή καΐ αυτή σου τήν προσταγή! . . Είναι μερικές φράσεις άπο τον περίφημο λόγο του Στάλιν στά X I Συνέδριο των σοβιέτ,. στις 26 Γενάρη του 1924. Μια άβυσσος αιώνων — άνάμεσα στους οποίους στέκονται δ Γαλιλαίος, δ Νεύτωνας, δ Βολταιρος καΙ δ Εάντ — χωρίζει αυτή τή γλώσσα %αΙ αύτή τή νοοτροπία, από έκείνη του Μαρξ καΐ του Λένιν. Ό τόνος αύτου του «δρκου», πού είναι παραγεμισμένος μέ θρησκευτικές λιτανείες καΙ στον οποίΟ' δ Στάλιν παρουσιάζεται σαν δ επΙ γης τοποτηρητής καΐ Ικτελεστής της διαθήκης του άποδημήσαντος θεου, επιτρέπει νά καταλάβουμε, καλύτερα άπδ δποιαδήποτε μακρυγορία, τήν αλληλεγγύη πού διαγράφεται ανάμεσα στδ Στάλιν καΐ τδ γραφειο'κρατικό του μηχανισμό, άπδ τή μια μεριά (ενα μηχανισμό δπου πολλαπλασιάζονται οι σκοτεινοί λειτουργοί, ξένοι στήν ιστορία του μπολσεβικισμου καΐ στήν ϊδια τήν επανάσταση: Ποσκρέβιτσεφ, Σμίττεν, "Ετζωφ, Ποσπέλωφ, Μπάουμαν, Μέχλις, Ούρίτσκι, Βάργκα, Μαλένκωφ, κλπ.) , καΐ άπό τήν άλλη, ή μάζα ενός κόμματος πού ή «κλάση Λένιν», οι εκκαθαρίσεις πού αναπτύσσονται %αΙ πού σέ λίγο θά άναπτυχθουν ακόμη περισσότερο, ή μαζική εισβολή των μενσεβίκων m l των ερείπιων του παλιού καθεστώτος, %αθ·ιστουν ολοένα καΐ περισσότερο σβυσμένο καΐ σκιώδες σώμα, αποτελούμενο, κατά το μεγαλύτερο μέρος ήδη, ή άπό έκτελεστές «Αφοσιωμένους στόν αρχηγό» ή, κυριολεκτικά, άπό άναλφάβητους πολιτικούς. Είναι σημαντικό να άποτυπώσουμε καλά στδ μυαλό δλη αυτή τήν κατάσταση, για να καταλάβουμε τι άκριβώς σημαίνει ή ση* μαία κάτω άπό τήν δποία νικάει δ Στάλιν, ή σημαία του «σοσιαλισμού σέ μια μόνη χώρα». Λυτή ή σημαία, πράγματι, δε σημαίνει (δπως τό θέλει δ θρύλος) δτι δ Στάλιν στάθη"κε δ μόνος, μέσα σέ μιαν ηγετική ομάδα σαστισμένη καΐ συγχυσμένη, πού είχε τή δύναμη να ύποδείξει μια 'διέξοδο, στίς συνθήκες Απομόνωσης πού βρέθηκε ή ΕΣΣΔ μετά τήν ήττα της έπανάστασης στή Δύση. Δέν ύπάρχει ενα πρόγραμμα ή μια πολιτική στρατηγική (άν είναι αύτδ πού εννοείται μέ τόν δρο «διέξοδος») πού να φέρνει άχριβώς τό 8νομα του Στάλιν. Οί ιδέες, γι' αυτόν, στάθηκαν πάντοτε άπλα μέσα ή, για να ειπωθεί καλύτερα, μόνο προφάσεις. Ό Ζηνόβιεφ καΐ δ Κάμενεφ τόν εφοδίασαν μέ τα θέματα της άντιτροτσκιστικής πάλης. Οί θέσεις του Μπουχάριν για τό «σοσιαλισμό μέ βήμα σαλιγκαριοΰ» του χρησίμευσαν σα βάση για τό «σοσιαλισμό σέ μια μόνη χώρα» %αΙ γιά τήν πάλη ενάντια στήν ένοποιημένη ^Αντιπολίτευση.
10
225
To πρόγρ'οομ'μα, τέλος, της εκβιομηχάνισης, επεξεργασμένο άπδ την 'Αντιπολίτευση, του χρησίμευε σαν πλατφόρμα για να χτυπήσει τό Μπουχάριν, -άφου δμως ή "Αντιπολίτευση ειχε ήδη διωχτεί από το κόμμα. Αυτό πού συνθέτει τόν ιδιαίτερο τόνο του Στάλιν καί, αν είναι αυτό πού περιμένει 'κανένας να μας ακούσει να λέμε, επίσης τό στοιχείο, βέβαια, του μεγαλείου του (ενα στοιχείο πού τόν ?κανε να εγερθεί, δπιος τα τό'θελε δ Χέγκελ, στό ρόλο «παγκοσμιο-ιστορικου» ατόμου) ήταν ή ικανότητα του να ερμηνεύσει την απομόνωση στην οποία υποχρέωνε τή Ρωσι'α (και πού, από την επαναστατική μαρξιστική οπτική γωνιά, δεν μπορούσε να μή διαγράφεται σαν αρνητικό γεγονός, πού θάπρεπε να ξεπεραστεί αμέσως μόλις ήταν δυνατό) , σαν μια εύτυχή εύκαιρία, από τήν οπτική γωνιά της Ρωσίας και του κρατικού πεπρωμένου της. Αύτό δεν σημαίνει πώς, ήδη από τό '25 ή τό '26, θα πρέπει νά μιλάμε για σοιβινισμό ή και μόνο για εθνικισμό με τή συνηθισμένη σημασία της λέξης. Πρόκειται για κάτι πιό περίπλοκο. Πρόκειται, δπως με οξύνεια τόνισε ό Κάρ, για ενα αίσθημα υπερηφάνειας για τό γεγονός δτι, τελικά, ή ρώσικη επανάσταση πέτυχε: ενα α'ί(ίθημα ύπερηφάνειας για τό γεγονός δτι ή έπανάσταση ήταν μια ρώσικη κατάκτηση, για τό γεγονός δτι ή Ρωσία εφτασε πρώτη σ' ενα πεδίο, δπου άλλες χώρες, πού λεγόντουσαν πιό προοδευμένες, είχαν αποτύχει. Για δποιον δο-κίμαζε αύτή τήν καινούργια «έθνικιστικο-επαναστατική» ύπερηφάνεια, ήταν απέραντη χαρά να ακούει νά τόν διαβεβαιώνουν πώς ή Ρωσία θά ήταν οδηγός γιά τόν κόσμο οχι μόνο επειδή πραγματοποιεί τήν έπανάσταση, άλλα καΐ επειδή οικοδομεί μια νέα οικονομία. Και ακριβώς στήν ικανότητα, σχεδόν ενστικτώδη, νά γίνει ερμηνευτής αυτής της «δύναμης» — νατουραλιστικής καΐ σκοτεινής, δπως τό κάθε τι πού κινείται μέσα στό βόρβορο του λεγόμενου «πνεύματος των λαών» — βρίσκεται τό στοιχείο με τό δποχο δ Στάλιν εχτισε και στέριωσε τήν εξουσία του. Ή θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα» ήταν πρίν άπ' δλα αυτό: μια διακήρυξη ανεξαρτησίας από τή Δύση, μιά διακήρυξη στήν δποία επανηχοϋσε κάτι από τήν παλιά σλαβόφιλη ρώσικη παράδοση. Δέν ήταν μιά οικονομική ανάλυση ή ενα πρόγραμμα, μια πολιτική στρατηγική μακρόπνοη. Ή διανοητική ποιότητα του Στάλιν ήταν απόλυτα ανεπαρκής γιά κάτι τέτιο. 'Ανεπαρκής ή δική του άλλα και κείνη των οργάνων του: οι Μολότωφ, οι Καγκάνοβιτς, οι Όρντζονίκιτζε, οί Κύρωφ, οι Γιαροσλάβσκι, οι Γιάγκοντα καί, αργότερα, οι Μπέρια, οι Ζντάνωφ κλπ. ~Ηταν περισσότερο — εκείνη ή διακήρυξη — κάτι τό τελείως αλλιώτικο: -κάτι γιά τό όποιο ή ύφηλή μαρξιστική διανοητική άνάπτυξη καΙ ή βαθιά διεθνής μόρφωση καθιστούσαν απόλυτα άκατάλληλους δλους τούς με-
226
γαλύτερους μπολσεβίκους ήγέτες. ^Ηταν, με .μιά λέξη, ·|ΐιά διακήρυξη πίστης στίς ικανότητες καΙ στα πεπρω^μένα του ρώσικου λαοΰ. Συιμπέφτουν 'έδώ — για να ξαναγυρίσουμε στην εκτίμηση του Κάρ, την τόσο ευνοϊχή από πολλές απόψεις για το Στάλιν — δ υ ό χαρακτηριστικά ·στοιχ·ει,α της προσωπικότητας του, πού του έπέτρεψαν να έ-κφράσει και να αντιπροσωπεύσει μια τάση πού υπήρχε μέσα στα ι'δια τα πράγματα, στα χρόνια πού αμεσα ακολουθούν τό θάνατο του Λένιν: δηλαδή, από τή μια μεριά, «μια αντίδραση ένάντι-α στο κατεξοχήν "ευρωπαϊκό" μοντέλο με τό όποιο μέχρι τότε όδηγήθηκε και προβλήθηκε ή ^επανάσταση», πράγμα πού 'ευνοούσε «μια συνειδητή ή ασυνείδητη επιστροφή στίς ρώσικες έθνικές παραδόσεις»· καί, από τήν άλλη, μια 'εγκατάλειψη των διανοητικών καΙ θεωρητικών τοποθετήσεων, ισχυρά άναπτυγμένων κατά τή διάρκ'εια όλόκληιρου του χρονικού διαστήματος πού ό Λένιν βρισκόταν επικεφαλής της μπολσεβί-κικης πολιτικής, κι αυτό για «μια άποφιασιστική έπανεκτίμηση των πρακτικών και εμπειρικών καθηκόντων της διοίκησης». Ό υιοναδικός ανάμεσα σέ δλους τούς μπολσεβίκους ήγέτες πού δέν ειχε ποτέ ζήσει στήν Ευρώπη ούτε ποτέ ειχε διαβάσει ή μιλήσει καμιά δυτική γλώσσα, δ Στάλιν, άντιπροσωπεύ'ει, άπ' αυτή τήν άποψη, μέ τήν άνοδό του, ε να φαινόμενο πού ξεπερνά κατά πολύ τό πρόσο)πό του: τή διαδοχή ή άντικατάσταση — θέλουμε νά πούμε — πού συντελείται στο ήγετικό πλαίσιο του κόμματος, μετά τό θάνατο του Λένιν, μιας ολόκληρης πολιτι·κής «τάξης», σέ συνδυασμό μέ τήν υιοθέτηση του «σοσιαλισμού σέ μιά μόνη χώρα». Τρότσκι, Ράντεκ, Ρακόοσκι, Πρεομπραζένσκι, Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Πιατάκωφ, Μπουχάριν, κλπ., βγαίνουν, σιγά-σιγά, από τήν πολιτική σκηνή για νά παραχωρήσουν τό βήμα α ενα ,ριζικά διαφορετικό πολιτικά προσωπικό, στο όποιο τό πρώτο πράγμα πού χτυπάει στο μάτι είναι μιά σχέση ούσιαστικής αδιαφορίας προς τό θεωρητικά μαρξισμό και μιά καθαρά «διοικητική» στάση απέναντι στα μεγάλα προβλήματα της ανάλυσης καΐ της πολιτικής στρατηγικής. Ό Μολότωφ, δ Κίρωφ, δ Καγκάνοβιτς, ό Βοροσίλωφ, δ Κιούμπιτσεφ, κλπ., πού είναι οί άνθρωποι πού βρίσκονται πιό κοντά στο Στάλιν από δώ και πέρα, είναι οπο)ς και κείνος εντελώς στερημένοι από δυτικές έπιρΟ'ές και άπό οποιαδήποτε διεθνιστική προβολή. «'Όλοι οι μπολσεβίκοι ήγέτες τής πρώτης γενιάς, εκτός >άπό "τό Στάλιν, ήταν κατά κάποιο τρόπο κληρονόμοι κιαΐ προϊόντα τής ρώσικης ιντελιγκέντσιας και δέχονταν πλήρως τΙς προτάσεις του δυτικού ρασιοναλισμού του 19ου αιώνα. Μόνο δ Στάλιν διαμορφώθηκε μέ μιαν εκπαιδευτική και πολιτιστική παράδοση πού οχι μόνο ήταν αδιάφορη στούς τρόπους ζιοής και στή σκέψη τής Δύσης, άλλα καΐ τούς άπέκρουε άποφασιστικά. Στό μαρξισμό των παλιότε-
227
ρων μπολσεβίκων υπήρχε μια ασυνείδητη άφομοιωση των δυτικών πολιτιστικών θεμελίων άπο τα δποΐα πήγασε αρχικά ο ·μαρξ,ι·σμός. Οι βασιν-ές αρχές του διαφωτισμού ποτέ δέν μπήκαν σέ αμφισβήτηση και βασίστηκαν πάντοτε σέ προϋποθέσεις και τεκμήρια όρθολογικά. Ό 'μαρξισμός του Στάλιν, άντίστροφα, μπολιάστηκε πάνω σέ μια παράδοση ολοκληροιτικα ξένη πρός αυτόν καΙ πηρε περισσότερο τό χαρακτήρα μιας φοριμαλιστικής πίστης παρά |χιας 'διανοητικής πεποίθησης» (Κάρ) . Ό ερχομός αυτής τήν νέας πολιτικής σχολής, για τήν δποία στήν %αλύτερη περίπτωση ιμπορει να ειπωθεί πώς έξέφραζε ιμια συνείδηση «σοσιαλιστική έθνική» περισσότερο παρά διεθνή, εξηγεί τόν καινούργιο προορισμό πού δ Στάλιν καταντάει να έπιβάλει στήν Τρίτη Διεθνή — «αύτήν πού ο Γδιος σύντομα θά εφτανε να δνο-μάσει «τό μαγαζί». Στα χρόνια πού ή Κομιντέρν ήταν ακόμη ενας ζωντανός οργανισμός %αι υποχρέωνε σέ μια πυρετώδη καΙ παθιασμένη δραστηριότητα Λένιν, Τρότσκι και Ζηνόβιεφ, αυτός δέν έδειξε κανένα ενδιαφέρον γι' αυτήν. "Αρχισε να άσχολεΐται μόνο μετά τό "24, δταν ή Διεθνής ειχε πάψει καθαρά να είναι ενα όργανο στήν υπηρεσία τής παγκόσμιας επανάστασης και είχε καταντήσει μια γραφειοκρατική μηχανή και ενα πλαίσιο ελιγμών για να διευκολύνει τήν πολιτική τής σοβιετικής Ρωσίας ή, καλύτερα, τα ιδιαιτέρα προσωπικά του σχέδια. Ή έγκατάλειψη τής διεθνιστικής προοπτικής έγινε, από κεΤ και πέρα, τέλεια. ΚαΙ ενώ, στό χώρο έκείνης τής προοπτικής και κείνης τής σκοπιμότητας, ύπεισέρχονταν οι απροκάλυπτοι διπλωματικοί ελιγμοί μέ τα διάφορα καπιταλιστικά κράτη, ολοκληρωνόταν οριστικά ή πλήρης ύποταγή του παγκόσμιου έργατικου -κινήματος και δλων τών κομμουνιστικών κο'μμάτων στα συμφέροντα του σοβιετικού Κράτους: ένός Κράτους άπέναντι στό δποΐο δ Στάλιν δχι μόνο απόδειξε πώς είναι δ πιό «ρώσος» μεταξύ τών ήγετών τής παλιάς μπολσεβίκικης γενιάς, άλλα στό δποΤο ύπόταξε και λύγισε μέ τή βία δλες τις 31λλες έθνότητες (αρχίζοντας από τήν Γδια του τή γενέτειρα Γεωργία), πού περικλείνονταν στα σύνορα τής πρώην τσαρικής αύτοκρατορίας. 'Ανώφελο να μείνουμε αλλο 'σ' αυτές τις δψεις, πού ή παραπέρα πορεία τών πραγμάτων τΙς έκανε μέ τό παραπάνω σαφείς καΐ εμφανείς. Ή ύποτέλεια και δ εκφυλισμός τής κοιμμουνιστικής Διεθνούς είναι γραμμένα στό μέτωπο τών μέτριων γραφειοκρατών πού αύτή προοδευτικά επιλέγει κατά τή διάρ-κεια του αφανισμού τών ήγετικών ομάδων τών διαφόρων έθνικών τομέων καΐ πού, μεταπολεμικά, θα εμφανιστούν, στα κράτη. δορυφόρους, επικεφαλής τών έτσι λεγόμενων «λαϊκών 'δημοκρατιών»: οι Μπιέρουτ, οι Ράκοζι, οι "Αννες Πάου^κερ και οι Γκεόργκιου Ντέι, οί Γκότβαλντ, οι Νοβότνι, οΐ Οΰλμπριχτ, κλπ. — πρόσωπα πού ή λαϊκή απέχθεια καταδίω-
228
ξε συχνά μέχρί καΐ μετά τον τάφο ^αΐ πού, κι δταν ζουν, δέν μπορούν μερικές φορές να πατήσουν το πόδι τους στα Γδια τους τα χωριά. Ή σωβινιστική και μεγαλο-ρώσικη διαφθορά άποτέθηκε, άντίθετα, για να μή μιλήσουμε για τα υπόλοιπα, στο σύμφωνο πού κλείστηκε άπο το Στάλιν μέ το Χίτλερ, καΙ μέ την ευκαιρία του οποίου πρέπει να πούμε πώς, ά-κόμα κι αν ή διακήρυξη μή-έπί'θεσης ήταν μιά κατάσταση ανάγκης γιά την ΕΣΣΔ, δέν ήταν το ιδιο, σίγουρα, τό «σύμφωνο φιλίας» πού περιείχε τούς μυστικούς δρους μέ τους δποίους ή Σοβιετική "Ενωση αποκτάει —^ καΙ διατηρεί μετά τόν πόλεμο — τΙς βαλτρ/ές δημοκρατίες (Λεττονία, Λιθουανία, Εσθονία) , ενα μεγάλο μέρος από τήν Πολωνία και τή Βεσαραβία: μια πραγματικά άλη'θινή άνταπάντηση, σέ διάστημα μικρότερο από τριάντα χρόνια, στο γραφτό του Λένιν για τό δικαίωμα των λαών για αύτοδιάθεση καΐ πρώτο παράδειγμα μιας «σοσιαλιστικής πολιτικής» στήν υπηρεσία της εξάπλωσης καΙ τών εδαφικών προσαρτήσεων ενός Κράτους. Τό νόημα, αλλο^στε, τής νοοτροπίας καΐ τών πολιτικών σκοπιμοτήτο3ν, μέ τις όποιες δ Στάλιν βασίλεψε πάνω σ' αυτήν πού θα επρεπε να είναι ή «'Έν.ωση τών Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών», καλύπτει πράξεις καΐ σημεία πού, ακόμη καΙ δταν φαίνονται δευτερεύοντα, δέν παραλείπουν να είναι εύγλωττα. Τό 1944, διαλύει τήν Κομιντέρν σαν ενέχυρο καΐ εγγύηση προς τήν 'Αμερική καΐ τήν 'Λγγλία. Τήν Γδια εκείνη χρονιά, αντικαθιστά τό τραγούδι τής Διεθνούς μέ ενα νέο έ θ ν ι κ ό υμνο, τό κείμενο του οποίου υμνεί τή δόξα και τή μεγαλοσύνη του ίδιου. Τό Μάρτη του 1946, ξαναβαφτίζει τό Συμβούλιο τών επιτρόπων του λαου σέ Συμβούλιο τών υπουργών, τίτλο πού στό Λένιν προκαλούσε ναυτία. ΣτΙς 25 Φλεβάρη του 1947, αλλάζει τό δνομα τής «Κόκκινης Στρατιάς τών εργατών και τών αγροτών» σέ «'Ένοπλες Δυνάμεις τής ΕΣΣΔ». Στό Ι Θ ' Συνέδριο του κόμματος, καταργεί τήν άναφορα «μπολσεβίκικο» πού συνόδευε μέχρι τότε τό δνομα. «Λυτός ·ένδιαφερόταν τόσο πολύ να ·σπάσει κάθε δεσμό, ακόμη καΙ τυπικό, πού επανασύνδεε τή μεταπολεμική ΕΣΣΔ μέ τήν επανάσταση του Όκτώβρη πού, στό λόγο του στις 9 Φλεβάρη του 1946, μιλώντας για τους "χωρίς κόμμα'' και τούς "στρατευμένους στό -κόμμα" δηλώνει: ' Ή μόνη διαφορά μεταξύ τους συνίσταται σ' αυτό: δτι οι μέν είναι μέλη του κόμματος καΐ οι άλλοι δχι. 'Λλλα αυτή είναι μόνο μια τυπική διαφορά'» (Ζαν-Ζακ Μαρί) . Είναι μια πράξη πού επικυρώνει τυπικά τό θάνατο του κόμματος σαν τέτιου. 'Λπό πολύν καιρό, τό κόμμα είναι ήδη μόνο Ινα από τα τόσα όργανα τά όποια διαθέτει ή απόλυτη εξουσία του, μαζί και παράλληλα μέ τΙς διάφορες μυστικές άστυνομίες. 'Ένα στρώμα — συμπαγές καΐ σκληρό σα σί-δερο —- λειτουργών, άστυφυλά-
229
κο}ν, χαφιέδων, λιβανιστάδων χαΐ γραφειοκρατών, σκεπάζει καΐ συνθλίβει κάτω άπο το βάρος του τήν -κοινωνία καΐ δλόκληρη τη χώρα. «Για να τους κολακέψει, ό Στάλιν ξεχωρίζει τους 'μικρούς από τους μεγάλους γραφειοκράτες, πάνω στους όποιους στηρίζει τήν εξουσία του»: στις 28 Μάη του 1943 τό προσωπικό του υπουργείου Εξωτερικών βλέπει να του αποδίδονται βαθμοί «οι όποιοι συνοδεύονται μέ έπωμίδες κιατασκευασμένες από σειρήτι κεντημένο μέ ασημένιο νημα και φέρνουν 'επίχρυσα διαζώματα πού άναπαρασταίνουν διασταυρωμένους φοίνικες». Διακριτικά καΙ στολές ιερια,ρχουν τήν κομψότητα δλων τών υψηλών λειτουργών. Μέ τή σειρά τους, για να ανταποδώσουν τα δείγματα της εύνοιάς του, δ ατέλειωτος δχλος μικρών καΙ μεγάλων υπαλλήλων, άκαδημαϊ-κών, ψευτοεπιστημόνων, μυωπικών βάρδων του καθεστώτος, βγάζουν μέ τή μορφή στίχων ή «έπιστημονικών άπομνημονευμάτων» αυτό πού δ Τάκιτος όνόμαζε άπλα — mere in servitium. «I.B. Στάλιν καΐ ή Γλωσσολογία», «Ι.Β. Στάλιν και ή Χημεία», «Ι.Β. Στάλιν καΐ ή Φυσική», καΐ δέ συμμαζεύεται. Ή «Πράβδα», πού άλλοτε είχε φιλοξενήσει την κοφτερή καΐ σαρκαστική πρόζα του Λένιν, τραγουδά τώρα τό νάνι-νάνι στίς μάζες μέ ποιήματα όπως αυτό: «Έσύ, ώ Στάλιν, μεγάλε αρχηγέ τών λαών,/ Έσύ, πού έκανες να γεννηθεί δ άνθρωπος,/ Έσύ, πού γονιμοποιείς τή γη,/ Έσύ, πού κάνεις τή λύρα να τραγουδά. . ./ Έσύ είσαι τό λουλούδι της "Ανοιξης μου, ένας ήλιος πού αντανακλάται από χιλιάδες ανθρώπινες καρδιές. . .». Ή αλλαγή, άλλωστε, πού συντελέστηκε στή Ρωσία, κατά τό πέρασμα άπό τήν εποχή του Λένιν σέ κείνη του Στάλιν, αποδείχτηκε κατά τρόπο άδιαμφισβήτητο άπό τΙς «δυνάμεις» καΐ τΙς «αξίες» στίς δπΟ'ΐες ή έξουσία κάνει έκκληση κατά τή διάρκεια του Β ' παγκοσμίου πολέμου. Οί πνευματικές δυνάμεις της χώρας δεν κινητοποιούνται στο δνομα της άμυνας του κομμουνισμού, άλλα του «ρώσικου πατριωτισμού». Στις 7 Νοέμβρη του 1941, τή στιγμή πού οι ναζιστικές στρατιές πιέζουν τή Μόσχα, μιλώντας άπό τήν Κόκκινη Πλατεία, δ Στάλιν κάνει έκκληση στους ιδρυτές της «ρώσικης πατρίδας» και στους μεγάλους τσαρικούς στρατηγούς: «"Λς σας 'εμπνέει σ' αυτό τόν πόλεμο τό ένδοξο παράδειγμα τών προγόνων μας, 'Αλεξάντερ Νέφσκι, Ντιμίτρι Ντουσκόι, Κούζμα Μίνιν, Ντιμίτρι Πογιάρσκι, Αλεξάντερ Σουβόρωφ, Μιχαήλ Κουτούζωφ!». Τόν Όκτο>βρη του 1942, καταργεί τό σώμα τών πολιτικών επιτρόπων του Κόκκινου Στράτου καί, μετά άπό καμιά'βδομάδα, δημιουργεί μόνο για τους άξιωματικούς τις τάξεις Σουβόρωφ, Κουτούζωφ καΐ 'Αλεξάντερ Νέφσκι. «Στις αρχές του 1943, ύπαγο-ρεύει έναν κανονισμό πού δρίζει τα προνόμια της κάστας τών αξιωματικών •καΐ έπαναφέρει δρισμένα στοιχεία της τσαρικής εθιμοτυπίας. Γιά τούς ούκρανούς, δημιουργεί τήν τάξη του Μπογντάν-Χμελνίτσκι,
230
άπό το δνοιμα του άρχαιου άτα'μάνου, ούκρανοΰ άρχισυμ-μορίτη, έξ€ΐδικευμ£νο·υ στά άντι-εβραΐν-ά πογχρομ» (Ζαν-Ζαχ Μαρί) . Ή νέα έθνχκή ενωσγ] έπισφιραγίστηχε, τέλος, άπό τήν προσέγγιση της ρώσικης ορθόδοξης εκκλησίας. Ό Στάλιν έπιτρέπει τη στέψη του πατριάρχη της Μόσχας, επιτρέπει την επανασύσταση της Ίερας Συνόδου, δέχεται τους τρεις μητροπολίτες της ρώσικης εκκλησίας, Σέργιο, Αλέξιο και Νικόλαο πού χαιρετίζουν «τον Πατέρα δλων ήμών, Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς». Ό Β ' παγκόσμιος πόλεμος θα περάσει από δώ και στό έξης, στή Ρωσία, -κάτω άπό τήν επίσημη ονομασία «μεγάλος πατριωτικός πόλεμος». Και μ/ αύτό τό όνομα θα τελειώσει. Τήν ημέρα της συνθηκολόγησης της Ί,απο^νι'ας, δ Στάλιν απευθύνει ενα μήνυιμα στό σοβιετικό λαό: «Περιμέναμε ε δ ώ κ α Ι σ α ρ ά ν τ α χρόνια αυτή τήν ή^μέρα. . .». Πρόκειται, καθαρά, για τή ρεβάνς στήν τσαρική ήττα στό ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο, ήττα πού εφερε τήν 'επανάσταση του 1905 και πού ολοι οι ·έπαναστάτες χαιρέτησαν τότε σαν -μια νίκη. Τό πολιτικό παρελθόν της σταλινικής ΕΣΣΔ δέν είναι πιά, λοιπόν, τό πολιτικό παρελθόν του μπολσεβικισμου, άλλα τό παρελθόν της τσαρικής Ρωσίας. Τό νόημα δλου αυτού του μ,έρους του έργου του Στάλιν εχει τήν επισφράγιση του στό κλίμα μέσα στό οποίο — ^έ ενα τρόπο πού μέχρι τώρα είναι τυλιγμένος στό ιμυστήριο --- αυτός ύπέκυψε τό 1953. Ή Ρωσία του Λένιν, πρώτο φρούριο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού του 'κόσμου, άνή'κει πιά μόνο στόν κόσμο τών άναμνήσεων. Μέ τό θάνατο του Στάλιν, ή χώρα είναι λεία της λύσσας του σκοταδισμού. Άπό τή Μόσχα δέν ξεκινάει πια ή έκκληση «προλετάριοι δλου του κόσμου ενωθείτε!», άλλα οι άντισημιτικές εκτελέσεις (ή δίκη τών γιατρών!) καΙ ή μέχρι θανάτου πάλη ενάντια στό λεγόμενο «κοσμοπολιτισμό». Δε χρησιμεύει νά θυιμηθούμε εδώ τΙς δίκες της Μόσχας ή να μιλήσουμε για τή συστηματική εξόντωση δλων τών παλιών στελεχών καΐ τών άγωνιστών μπολσεβίκων. Δέν ώφελεΐ νά θυμηθούμε τούς άριθμούς της «κάθαρσης», τών μαζικών 'εκκαθαρίσεων, τών στρατοπέδων συγκέντρωσης και τών εκτοπισμένων πληθυσμών. 'Αφού ή αγανάκτηση και ή ηθική άποστροφή δέν τελειώνουν, εδώ χρειάζεται νά χαλιναγωγηθεί ή όριμητικότητα του μίσους και νά δοθεί πίστη μόνο στό συλλογισμό. Αυτός δ άνθρωπος, πού περιγράφαμε ετσι, ψυχρός και δεσποτικός* πού βαραίνει τή συνείδηση του •μέ περισσότερους κο,μμουνιστές άπ' δσους εχει έξολοθρεύσει !μέχρι τώρα ή παγκόσμια αντί δράση' απαθής υπολογιστής μπροστά στήν καταστροφή ολόκληρων πληθυσμών* μακριά άπό τις μάζες, -καΙ πού κάτω άπό τό καθεστώς του τά σοβιέτ, γεννημένα τό '17, κατέληξαν στΙς άρ·μοδιότητες του υπουργού της άστυνοιμίας: αύτός δ άνθρω-
231
πος, thai παρόλα αύτά — αν καΐ -μέ ενα τρόπο πού πρέπει να καταβάλου'με προσπάθεια για να τον όρισουμε, δχι τόσο για να καταλάβουμε αύτόν, δαο για να χαταλάβΌυμε αδτο πού αύτος παρήγαγε —• μέ τδν τρόπο του ενας «μεγάλος». "Εγραψε δ Κάρ, δ φιλελεύθερος άγγλος ιστορικός: «Ό Στάλιν είναι δ πιδ απρόσωπος ·άπδ τΙς -μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες». Έκβιοιμηχανίζοντάς την, «δυτικοποίησε τή Ρωσία, άλλα διαμέσου μιας εξέγερσης ένμέρει συνειδητης ένμέρει άσυνείδητης, ενάντια στήν έπιροή -και τδ κύρος της Δύσης, καΐ μιας έπιστροφης σέ συνηθισμένους τρόπους κιαΐ έθνικές παραδόσεις. Ό προς επίτευξη σκοπδς συχνά φάνηκε να είναι σέ τεράστια άντίφαση μέ τα έπιλεγμένα μέσα (...). Ή διφορούμενη καριέρα του Στάλιν ήταν μια εκδήλωση αύτου του διλήμματος. 'Ηταν απελευθερωτής καΐ τύραννος, ένας άνθρωπος ταμένος σέ μιαν υπόθεση, άλλα καΐ ένας δικτάτορας* έδειξε μέ συνέπεια μιαν άκούραστη ένεργητικότητα, πού συγκεκριμενοποιήθη-κε άπδ τή μια μεριά, σέ άκραία τόλμη και άποφασιστικότητα και, άπδ τήν άλλη, σέ άκραία ασχήμια ·καΙ αδιαφορία για τα ανθρώπινα δεινά. Τδ κλειδί αυτής της διπλής δψ·ης δέν μπορεί να βρεθεί άγνά και άπλοϊκά στδν άνθρωπο. Ή άρχική εντύπωση δσων 5έν κατάφεραν να βρουν στο Στάλιν κανένα διακριτικό γνώρισμα άξιο προσοχής είχε κάποια δικαιολογία. Λίγοι μεγάλοι άντρες στάθηκαν τόσο φανερά, δπως δ Στάλιν, τδ προϊδν του χρόνου καΐ του τόπου στον δποιο έζησαν». Αυτή ή κρίση δέν θα είχε λόγο ύπαρξης — δπως είναι φανερδ — άν στήν εποχή του Στάλιν δέν υπήρχαν ή εκβιομηχάνιση καΐ τά μεγάλα πενταετή σχέδια. Μ' αύτδ τδ έργο, δχι μόνο ή Ρωσία έγινε τδ δεύτερο βιομηχανικδ Κράτος στδν κόσμο, αλλά μ"" αύτδ παρεμβάλλεται — άπδ τά πράγματα άλλα και άπδ τή δυναμι-κή τους —· ένα απελευθερωτικό περιεχόμενο πού δέν μπορεί να άγνοηθεΐ. Στερημένες μάζες ανθρώπων φερμένες σέ επαφή μέ τή σύγχρονη παραγωγική διαδικασία, μέ τήν τεχνική καΐ τδν επιστημονικό της ορθολογισμό. Νικημένος δ άναλφαβητισμός. Ε θνότητες τής κεντρικής 'Ασίας· αποκόβονται άπδ τδ νομαδισμδ και μπαίνουν, κατά κάποιο τρόπο, στδ κύκλωμα τής 'σύγχρονης ζωής. Ικανοποιημένες οι πρωταρχικές ανάγκες τής ζωής καΙ τής κουλτούρας. Μηχανοποιημένη ή γεωργία, δηλαδή αρχίζει δ μετασχηματισμός του μουζί-κου σέ εργάτη. Οι κριτικές σχετικά μέ τούς τρόπους πού πραγματοποιήθηκε ή κολεκτιβοποίηση στις επαρχίες είναι γνωστές και είναι και σωστές. Κτηνωδία καΐ βία. Καμιά άναζήτηση τής συναίνεσης. Ε κατομμύρια χαΐ έκατομμύρια τα θύματα. Μά, κι άν δέν υπήρχαν έκεινες οι κριτικές, θά μιλούσε, άντι γι' αυτές, ή διαρκής κρίση τής σοβιετικής γεωργίας, ή χαμηλή παραγωγι-κότητα τής έργασί-
232
ας, το άκόμη έξαιρετικά υψηλά ποσοστό των έργατικών χεριών πού άπασχολοΰνται στήν έπαρχία, ή Ρωσία εισαγωγέας σιταριού. "Ωστόσο, στή βάση εκείνων των κριτικών υπάρχει έπίσης, ϊσως, ή υποτίμηση του «ανορθολογισμού» ή, τουλάχιστον, της έξαιρετικότητας του προβλή^ματος ιμπροστα στο οποίο, τότε καΐ έπίσης πολλές άλλες φορές αργότερα, βρέθηκε τό μπολσεβίκικο κό'μμα καί, μαζί μ' αύτό, μερικά άλλα κομμουνιστικά κόμματα πού έφτασαν στην εξουσία: τό πρόβλημα, θέλουμε νά πούμε, της οικοδό'.μησης του σοσιαλισμού σέ μ:ά χώρα ή βποία χρειάζεται ακόμη νά ολοκληρώσει τη σ υ σ σ ώ ρ ε υ σ η , εκείνη τή συσσώρευση γιά την οποία στήν Ευρώπη ειχε προβλέψει δ καπιταλισμός και ή βιομηχανική του έπανάσταση . Οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας σημαίνει εγκαθίδρυση σ ο σ ι α λ ι σ τ ι κ ώ ν σχέσεων παραγωγής. 'Όπως καΐ αν θέλετε νά τό εννοήσετε, αυτή ή οικοδόμηση είναι άδιαχώριστη από τήν άνάπτυξη τής σ ο σ ι α λ ι σ τ ι κ ή ς δ ημ ο κ ρ α τ ί α ς, τής εξουσίας των σοβιέτ, ή αύτοκυβέρνησης των παραγωγών, μέ τήν πραγματική καΐ δχι τή μεταφορική έννοια τής λέξης. 'Από τήν άλλη πλευρά, άντίθετα, σ υ σ σ ώ ρ ε υ σ η , δηλαδή απόσπαση εξαιρετικά υψηλών ποσοστών του εθνικού προϊόντος γιά νά 'έπενδυθουν στή βιοιμηχανική οικοδόμηση, σημαίνει βίαια καταπίεση της κατανάλωσης τών μαζών, βίαια συ-μπίεση τών άναγκών τους: αύτό πού απαιτεί τό αντίθετο τής δημοκρατίας, τό αντίθετο τών σοβιέτ: δηλαδή, καταπιεστικός 'μηχανισμός, χαρισματική εξουσία, κατά ·συνέπεια χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ιμ ε ν ε ς |ΐάζες άντι γιά μάζες πού αύτοδιευθύνονται. Είναι αύτό τό πρόβλημα μπροστά στο οποίο βρέθηκε δ Στάλιν ή ακόμη καλύτερα, μπροστά στό δποιο ή «κατάσταση» διάλεξε τό Στάλιν. ΚαΙ είναι αύτό, επίσης, τό πρόβλημα μπροστά στό όποιο, mutatis mutandis, βρίσκεται σ τ ή ν ο ύ σ ί α τοποθετημένος δ,τι κι άν υποθέτει ή αθωότητα τόσων διανοουμένων — δ Μάο και ή κινέζικη ηγετική δμάδα. Γιατί ή βιομηχανική συσσώρευση; Γιατί δέν είναι δυνατό νά οικοδομηθεί δ σοσιαλισμός μέ τήν αγροτική παραγωγή ή, άκόμη πιό άπλά, μεταβάλλοντας τήν ψυχή, κάνοντας έκκληση στόν άλτρουϊσμό, μεταβάλλοντας δλους από λύκους σέ περιστερές; Γιατί νά μήν καταργήσουμε, από σήμερα μέχρι αύριο, τή «διαίρεση τής εργασίας»; Ή άθωότητα μέ τήν δποία αύτές οι ερωτήσεις στολίζουν τό στόμα τόσων διανοουμένων, μας επιβεβαιώνουν τή ριζική καταστροφή πού συντελέστηκε στόθεωρητικό μαρξισμό αύτές τις δεκαετίες. Είναι αλήθεια: ή άπάντηση σ' αύτές τΙς έ,ρωτήσεις δέν περιέχεται σέ κανένα ιδιαίτερο σημείο του έργου του Μάρξ. Περιέχεται μόνο σέ δλες τις σελίδες πού αύτός εγραψε, άπό τήν πρώτη ώς
233
τήν τελευταία, αρχίζοντας φυσικά άπο το «Μανιφέστο του κο^ρυμουνιστικου "κό·μματος» (νά, τό κόιμμα ηδη στο Μάρξ!) του 1848. Ή αύτοκυβέρνηση των μαζών προϋποθέτει: υψηλή παραγωγικότητα της έργασιας, τή δυνατότητα μιας δραστικής μείωσης της εργάσιμης ή.μέρας, τον προοδευτικό συνδυασμό, στη μορφή του εργάτη-τεχνικου, διανοητικής και βιομηχανικής -εργασίας, προϋποθέτει μάζες συνειδητές και ικανές να κάνουν νά λειτουργήσει ή χοινωνία σέ ένα πιό υψηλό επίπεδο ζωής. Συνοπτικά, ή ιαύτοκυβέρνηση των μαζών, ή κυβέρνηση του προλεταριάτου, προϋποθέτει τό σύγχρονο σ υ λ λ ο γ ι κ ό εργάτη: συνθήκες, δλες αυτές, πού μ,ας δίνει ή μεγάλη βιομηχανία καΐ όχι οι γεωργι-κές κοινότητες ή ή παραγωγή μέ τό ξύλινο άροτρο. "Ας ξαναπιάσουμε τό νήμα της συζήτησης. Ό' Στάλιν λοιπόν «μεγάλος», σαν δημιουργός ενός μεγάλου Κράτους (έ'κείνου του Κράτους πού δ Λένιν ήθελε νά «φθαρεί» ταχύτατα) , δη.μιουργός μιας μεγάλης δύναμης. Μεγάλος, δπο3ς ήταν στον καιρό του ό Μεγάλος Πέτρος. Ή 'μεγαλοσύνη του ανήκει δμως πολύ περισσότερο στήν «προ-ιστορία» του διεθνούς έργατικοϋ κινήματος παρά στήν ιστορία του, στήν προ-ιστορία αυτή πού φεύγει πέρα από κάθε προσδοκία μας: τήν ιστορία δχ', της χειραφέτησης του ανθρώπου, άλλα τών μεγάλων δυνάμεων πού χωρίζουν τον κόσμο, τής λογικής του Κράτους, τών φυλών πού άντιμετο^πίζουν ή μια τήν άλλη υπερπηδώντας τις ταξικές διαιρέσεις, τήν ιστορία πού κυβερναται από τήν γεωπολιτική. Μπροστά στις γιγάντιες διαστάσεις αύτου πού αυτός έχτισε, κυριάρχησε γιά πολύ ·στή συνείδηση πολλών δ θαυμασμός για τόν τόσο ρεαλισμό του. Τί ενδιαφέρουν οι αρχές; τί ενδιαφέρει πώς ζει δ κόσμος, πόσο μετράει αυτός, πόσο αποφασίζει; Ενδιαφέρουν τά εκατομμύρια τών τόνων του άτσαλιου, οι πύραυλο·ι, τό πυρηνικό δυναμικό. Και δ θαυμασμός γιά τό ρεαλισμό και τήν ισχύ δδήγησαν -και δδηγουν συχνά ατό -συμπέρασμα πώς «δ Στάλιν οικοδόμησε τό σοσιαλισμό» καΐ πώς «ή Ρωσία είναι ή πρώτη σοσιαλιστική χώρα!». Στήν πραγματικότητα, αυτό πού παρήγαγε δ Στάλιν είναι αδιάσπαστο από τόν τ ρ ό π ο μέ τόν όποιο παράχθηκε. Δεκαεφτά χρόνια μετά τόν θάνατό του (μιά δλόκληρη ιστορική εποχή!) , ή Ρωσία είναι κλεισμένη στενά, περισσότερο άπό ποτέ, στις ίδιες αντιφάσεις του 1953. Είναι μιά κοινωνία — δπως δ καιρός άποδείχνει — πού δέν μπορεί νά μεταρυθμιστεΐ ειρηνικά 'και πού, άπό τήν άλλη μεριά, χωρίς νά μεταρυθμιστεΐ είναι προορισμένη γιά δυνατούς σπασμούς. Πώς νά δρίσουμε, λοιπόν, αυτήν τήν κοινωνία; Ό βασικός τομέας τών μέσων παραγωγής είναι κρατικοποιημένος. Ή κρατι-
234
%οποίηση είναι βέβαια αλλο πράγμα άπο την κοινωνικοποίηση των -μέσων παραγωγής. 'Ωστόσο, αυτή επιτρέπει μια πολιτική σχεδίου, ή οποία (οποία κι αν είναι τα èλαττώμιατά της) οχι ιμόνο είναι τελείως διαφορετικής φύσης από τους λεγόιμενους 'δυτικούς «προγραμματισμούς», αλλά, στο βαθμό πού ιμειώνει καΙ διατηρεί κάτω από ελεγχο τούς ^μηχανισμούς τής άγορας, αποκλείει τή δυνατότητα να μιλάμε, τουλάχιστον για τώρα., για 'μια πραγματική καπιταλιστική παλινόρθωση. Να αποδώσουμε, από τήν αλλη μεριά, σ' αυτή τήν κοινωνία τΙς λεγόμενες βάσεις του σοσιαλισμού εΐνα.ι αδύνατο, γιατί, αν οι λέξεις έχουν ε να νόημα, αυτές οι «βάσεις» θα ήταν οι ίδιες οί σ ο σ ι αλί στ ι κ έ ς σ χ έ σ ε ι ς παραγωγής καΐ ανταλλαγής: και αυτές οι σχέσεις στή Ρωσία ·δέν ύπάρχουν. "Ενα προσωρινό συμπέρασμα — σίγουρα ανεπαρκές, άλλα πού είναι, Γσως, το πιό αποδεκτό άνάιιεσα σέ κείνα πού τό .μυ-αλό μπορεί νά φανταστεί — μας οδηγεί νά ξαναπάρουιμε τή φόρμουλα τής «μεταβατικής κοινωνίας», αλλά όχι .μέ τό κλασικό νόημα ή τό αρχικό, -σύμφωνα μέ τό όποιο ή «.μεταβατική» κοινωνία είναι δ Γδιος δ «σοσιαλισμός», αλλά «μέ τήν έννοια μιας κοινωνίας πού είναι στα μισά του δρόιμου 'μεταξύ καπιταλισμού καΐ σοσιαλισμού κιαΐ πού ·μπορει, λοιπόν, νά πάει μπροστά η νά γυρίσει πίσω* τακτοποιώντας, έστω, παραπέρα αυτή τή φόρμουλα >μέ τήν πρόσθεση δτι, στό σημερινό εκφυλισμό του ρώσικου κράτους, 'εκφράζονται όχι οι γενικοί νόμοι τής μετάβασης από τόν •καπιταλισμό στό σοσιαλισμό, άλλα μια ιδιαίτερη διάθλαση, έξαιρερετική και προσο^ρινή, αυτών των νόμων, στίς συνθήκες μιας χώρας πού ξεκίνησε άπό ενα επίπεδο ανάπτυξης βαθιά καθυστερημένο καΐ πού άπό πολλές δεκαετίες είναι καταπιεσμένη καΙ χτυπη'μένη άπό μιά γραφειοκρατία οτήν δποία συχνά συνδυάζονται έθιμα και τρόποι ζωής του αύταρχικου απολυταρχισμού μέ μεθόδους φασιστικής προέλευσης. Συμπερασματικά, ή σταλινική και μετα-σταλινική Ρωσία αποτελεί ενα 'μεγάλο διάλειμμα α π ο τ ε λ μ ά τ ω σ η ς στή διαδιχασία τής μεταμόρφωσης τής αστικής κοινωνίας πρός τή σοσιαλιστική: αποκρουστικό διάλειμμα, πού μ π ο ρ ε ί νά άποτελέσει τό προοίμιο και τήν πρώτη φάση μιας νέας έκμεταλλευτικής κοινωνίας. Σ' αυτό τό χάος των προβλημάτων, απόλυτα άπρόβλεπτο)ν άπό τή θεωρία, και οπου, μερικές φο-ρές, φαίνεται πώς δ νους πρέπει νά χάνεται και ή ψυχή νά ταλαντεύεται, ένα πράγμα διαγράφεται ήδη καθαρά: και είναι πώς ή 'έποχή του «σοσιαλισμού σέ μιά μόνη χώρα» τέλειο3σε και πώς, τελειώνοντας, αυτή ή εποχή — πού πάντοτε γνώρισε τό θρίαμβο τής Realpolitik πάνω στήν «ούτοπία» —· αποδείχνει τή μή ρεαλιστική πλευρά αύτου του «ρεαλισμού». 'Όχι μόνο ή Ρωσία βγήκε άπό τά χέρια του Στάλιν προσ-
235
βλημένη άπο βαριές άσθένει·ες, άλλα ολόκληρο το οΕκοδόμη;μα, του οποίου αύτή στάθηκε για πολλά χρόνια ή κιαρδια καΐ τό κεφάλι, πηγαίνει στα κομμάτια. Τό λεγόμενο «σοσιαλιστικό στρατόπεδο», ένμέρει είναι διαλυμένΟ: ένμέρει διατηρείται σαν σύνολο από τή στρατιο)τική δύναμη και την αστυνομική αύ·θαιρεσί.α. Κίνδυνος πολέμου δέν διατρέχεται σήμερα στή γραμμή των συνόρων μεταξύ ΕΣΣΔ και ιμπεριαλιστικού κόσμου, άλλα σέ κείνη των συνόρων ΕΣΣΔ καΐ Λαϊκής Κίνας. Ή επαναστατική σκέψη συχνά πλήρωσε τό μερτικό της στήν ουτοπία. Άλλα με τόν καιρό, αν και για άντίθετους λόγους, ουτοπία αποδεικνύεται χαί ή Realpolitik, δηλαδή ή πεποίθηση πώς, στήν ιστορία, οί «ηθικές ενέργειες» δέν βαραίνουν καθόλου, πώς τό παν είναι μόνο ή δύναμη, καΐ άρκει μόνο ή δύναμη για να «κρατήσει» τους λαούς. Αύτή ή Realpolitik σήμερα χρεωκόπησε. Τοποθετημένη μπροστά στα προβλήματα πού άν.αφαίνονταν άπό τήν ύπαρξη ενός «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», δηλαδή .μιας κοινότητας λιαών άφιερωμένων στήν κοινή οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ή πολιτική του «σοσιαλισμού σέ μια μόνη χώρα» άποδείχτηκε απόλυτα άνεπαρκής στα νέα καθήκοντα, ·άποκαλύπτοντας αύτό πού στό ιμεταξύ £ΐχε καταντήσει: εν»α χονδροειδές μασκάρε·μα της παλιάς λογικής του Κράτους, μια θεωρία — άκριβώς — της «περιορισμένης κυριαρχίας», δηλαδή περιορισμένης για τα πιό άδύναμα Κράτη, απεριόριστης για τό σωβινισμό του πιό δυνατου Κράτους. Αύτή ή ιστορική ήττα του σταλινισμού — του σταλινισμού δπουδήποτε εύδοκί'μεΐ — εχει μόνο ·μιά θετική πλευρά: πώς φαίνεται νά αποδίδει ενα νόημα άλήθειας καΐ επικαιρότητας στή διεθνιστική προβληματική τοϋ Μαρξ και του Αένιν, για τούς οποίους δ σοσιαλιστικός μετασχηματισμός του κόσμου ήταν άδιανόητος χωρίς τήν αποφασιστική συμβολή της έπανάστασης στή Δύση, δηλαδή στήν καρδιά καΐ στα κέντρα τα Γδια του καπιταλισμού. Ωστόσο, πρέπει έπίσης να πούμε πώς — αν καΐ οι -καιροί των κοινωνιών δέν είναι οι καιροί των άτόμων — δ Γδιος δ θεωρητικός μαρξισμός βρίσκεται σήμερα σέ δοκιμασία, δπου πέφτει και σέ μας έπίσης δ κλήρος να άποφασί-, σουμε άν αύτός θα πρέπει να είναι μόνο 2νας χιλιασμός ή ή τσιμπίδα, Εκανή νά κάνει τήν ιστορία νά ξεγεννήσει.
236
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ
Αντόνιο Γκράμσι Ιστορικός Τλίσμός
Κάρλ Κορς Καρλ Μαρξ
Γκεόργκη Λονκατς 'Ιστορία καΐ ταξική συνείδηση
Κυλέτι, Τσερόνι, Βάκα, κΛ» Ό μαρξισμός σήμερα
Μάριο Μανακόρντα Για μια σύγχρονη παιδαγωγική
Τζονζέπε Βάκα Δηίμοκρατία, άστικό "κράτος καΐ σοσιαλισμός
Άλμπανέζε,
Λιούτζι, Περέλα
Τα εργοστασιακά συμβούλια στήν 'Ιταλία
'Αλμπέρτο Άζόρ Ρόζα Το σπουδαστικό ^ίίνηιμα
Ό Λούτσιο Κολέτι είναι σήμερα 6, καλύτερος καΐ ό πιο χαρακτηριστικός έκπρόσωτιος της «Ιταλικής σχολής» του μαρξισμού. Τα Ëpya του έχουν μεταφραστεί στίς πιο διαδομένες εύρωπαικές γλώσσες καΐ τροφοδοτούν, έντονα καΐ γόνιμα, τΙς συζητήσεις των μαρξιστών σέ διεθνές έιτιπεδο. Τα δοκίμια, TCOÙ τΕαρουσιάζουμε σ* αυτό τόν τόμο, προβάλλουν, μέσα από την «έπιστροφή στο Μάρξ», μερικές αποφασιστικές πλευρές ή φάσεις ανάπτυξης της κριτικής της σύγχρονης αστικής κοινωνία ς : από την πάλη τών Ιδεών μέσα στη Δεύτερη Διεθνή καΐ τήν αναθεώρηση του μαρξισμού, μέ πρωτεργάτη τό Μπερνστάιν, μέχρι τη θεμελίωση μιας μαρξιστικής κοινωνιολογίας, δπω.ς προκύπτει από τ ά κείμενα του Μάρξ' από τήν κριτική τής φιλελεύθερης δημοκρατίας καΐ τήν αποκάλυψη τής μυθολογίας της, μέχρι τΙς θέσεις του Λένιν για τήν αναγκαιότητα τής καταστροφής του αστικού Κράτους' από τήν ανάλυση του σταλινισμού και τών υλικών του 6άσεων μέχρι τήν παρουσίαση τής διπλής ουσίας του μαρξισμού, ώς έπανάστασης καΐ έπιστήμης.