ΚΟΝΤ ΣΠΕΝΣΕΡ ΜΑΡΞ ΝΤΥΡΚΕΜ ΒΕΜΠΕΡ ΖΙΜΕΛ ΣΕΛΕΡ βΕΜΠΛΕΝ ΠΑΡΕΤΟ ΜΙΚΕΛΣ ΜΑΝΧΑΪΜ ΜΑΡΚΟΥΖΕ
Οι κλασικοί της Κοινωνιολογίας Επιμ...
65 downloads
841 Views
19MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΚΟΝΤ ΣΠΕΝΣΕΡ ΜΑΡΞ ΝΤΥΡΚΕΜ ΒΕΜΠΕΡ ΖΙΜΕΛ ΣΕΛΕΡ βΕΜΠΛΕΝ ΠΑΡΕΤΟ ΜΙΚΕΛΣ ΜΑΝΧΑΪΜ ΜΑΡΚΟΥΖΕ
Οι κλασικοί της Κοινωνιολογίας Επιμέλεια Φ. ΦΕΡΑΡΟΤΙ Εισαγωγή Α. Κ. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΑΥΣΣΕΑΣ
Μετάφραση
Κώστας Κατηφόρης Δημήτρης Κουνελάκης Γιάννης Παπαδάκης 'Αλέκος Σακκας
Στοιχειοϋ^εοία - εκτύπωοη
Γεώργιος Λεοντακιανάκος Δουκ. Π?.ακεντίας 31 Χαλάνδρι τηλ. 6812457
«'Οδυσσέας»
"Εκδόοεις {(Όδυοοέας))
Ζαλόγγου 9 τηλ. 36.19.724
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή στήν ελληνική ε%δοση ΕΙσαγωγή Βιβλιογραφικές πηγές
VII XXIII XLIV
Πρώτο μέρος: Τό αναπόφευκτο της προόδου Αυγουστος Κόντ: Ή θεωρία της φυσικής προόδου της ανθρωπότητας Χέρμπερτ Σπένσερ: Ή βιομηχανική κοινωνία Καρλ Μαρξ: Οι άμεσες επιδράσεις της παραγωγής μέ μηχανές πάνω στον εργάτη ΈμΙλ Ντυρκέμ: Όργανική αλληλεγγύη καΐ συμβαχική αλληλεγγύη
68
Δεύτερο μέρος: Τα θεμέλια τής βιομηχανικής κοινωνίας Μαξ Βέμπερ: Ή οικονομική ήθική τών παγκόσμιων θρησκειών Γκέοργκ Ζίμελ: Τό χρήμα καΙ τό στύλ ζωής Μαξ Σέλερ: Ό αστός και οι θρησκευτικές δυνάμεις Θόρνσταϊν Βέμπλεν: Ή εμφανής αργία
99 110 125 142
Τρίτο μέρος: Ή κοινωνιολογία κατά των μύθων Βιλφρέντο Παρέτο: Ή χρήση τής βίας στήν κοινωνία Ρόμπερτ Μίκελς: Ό σιδερένιος νόμος τής ολιγαρχίας Καρλ Μανχάιμ: Τό κοινωνιολογικό πρόβλημα τής ιντελιγκέντσιας Χέρμπερτ Μαρκουζε: Ή μονοδιάστατη κοινωνία
3 10 43
167 178 207 224
είΣΑΓύΓΗ
ΣΤΗΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΕΚΛΟΣΗ
Τά κείμενα, που περιέχονται στον τόμο αυτό, καλύπτουν ενρν φάσμα κοινωνιολογικών Ιδεών. Με κεντρικό άξονα την προβληματική πάνω στη σχέση της «βιομηχανικής»^ κοινωνίας με την Ιδέα της προόδου, τά κείμενα αυτά επιτρέπουν στον αναγνώστη νά παρακολουθήσει — εστω και με αποσπασματικό τρόπο — την πορεία της κοινωνιολογικής σκέψης σχετικά με τη διαμόρφωση και την εξέλιξη τής καπιταλιστικής κοινωνίας. ^Από τον Auguste Comte ως τον Herbert Marcuse ο δρόμος είναι μακρύς. ^Η Κοινωνιολογία γεννιέται μέσα στο γενικό κλίμα ευφορίας τής αστικής τάξης, πού βλέπει νά πραγματοποιούνται τά βασικά της αιτήματα γιά οικονομική, πολιτική και πνευματική ελευθερία. "Ελευθερία και Αόγος, πρωταρχικά στοιχεία τής Ιδεολογίας του Διαφωτισμού, χαρακτηρίζουν τή φιλελεύθερη άστική κοινωνία και σημαδεύουν άνεξίτηλα τή σκέψη τών πρώτων κοινωνιολόγων^. Στον Comte 6 επιστημονικός ορθολογισμός εκφράζεται στήν επικράτηση τής θετικής γνώσης. ^Η θετική γνώση τών «νόμων», πού διέπουν τήν κοινωνική εξέλιξη τής ανθρωπότητας, δεν μπορεί νά επιτευχθεί παρά στά πλαίσια μιας καινούργιας επιστήμης, τής Κοινωνικής Φυσικής (πού άργότερα τήν ονόμασε Κοινωνιολογία). 'Ή νέα αυτή έπιστήμη χρησιμοποιεί, σύμφωνα με τά πρότυπα τών φυσικών επιστημών, τήν παρατήρηση, «μόνη σταθερή βάση γιά τις ανθρώπινες γνώσεις», με σκοπό τή συναγωγή τών κοινωνικών «νόμων». Ό Comte δεν διστάζει μάλιστα νά στηρίξει ολόκληρη τή θεωρία του γιά τήν εξέλιξη τών κοινωνιών στό «νόμο τών τριών σταδίων», πού Ι.'Ο δρος «βιομηχανική» κοινωνία δεν είναι απόλυτα επιτυχής (βλπ. τήν κριτική του Henri Lefebçre, Sociologie de Karl Marx, PUF, Paris' 1974, σελ. 171-172). 2. Βλπ. σχετικά, C. Wright Mills, Ή κοινωνιολογική φαντασία, ελλψ. μετάφραση, ΟΛΚΟΣ, 'Αθήνα, 1974, σελ, 262 én.
yii
διατύπωσε : θεολογικά στάδιο, μεταφυσικό στάδιο και θετικό στάδιο είναι οι τρεϊς διαφορετικές φάσεις στην πορεία του àvθρωπίνου πνεύματος. Σε κάθε στάδιο άντιστοιχεΐ διαφορετικός τύπος κοινωνίας : μιλιταριστική κοινωνία, κοινωνία των συμβούλων (légistes), βιομηχανική κοινωνία, ^Η βιομηχανική κοινωνία χαρακτηρίζεται άπό τήν επικράτηση του θετικού πνεύματος, πού επιτρέπει τήν πραγματική γνώση, τή σωστή πρόβλεψη και τήν άποτελεσματική πολιτική δράση^, 'Ή σύζευξη αυτή επιστήμης και πολιτικής άνήκει στήν Κοινωνιολογία, πού εχει σάν σκοπό «νά δημιουργήσει γιά τήν πολιτική μια θετική θεωρία. Ικανή να Ανταποκρίνεται στίς τεράστιες και επείγουσες ανάγκες της κοινωνίας»'^, Στόν Comte εμφανίζεται ετσι ή Ιδέα δτι μόνο οι ειδικευμένοι επιστήμονες, φορείς του θετικού πνεύματος, είναι σε θέση νά προσδιορίσουν συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους και νά συντελέσουν στήν πραγματοποίηση τους, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στήν πρόοδο της βιομηχανικής κοινωνίας. "Από τήν άποψη αυτή ο Comte θά μπορούσε νά θεωρηθεί σάν προάγγελος των θεωριών, πού Αναπτύχθηκαν άργότερα καΐ πού τονίζουν τήν Ιδιαίτερη σημασία του ρόλου επίλεκτων κοινωνικών ομάδων στήν κοινωνική εξέλιξη, μιά και στό σύστημά του, οι εξειδικευμένοι επιστήμονες είναι εκείνοι πού προσδιορίζουν τήν κυβερνητική πολιτική^, "Ar στόν Ιδεοκρατικό («οΐ Ιδέες κυβερνούν και συνταράσσουν τόν κόσμο») και ορθολογικό θετικισμό του Comte ή πρόοδος είναι συνδεδεμένη με τήν επικράτηση του θετικού πνεύματος, στόν Herbert Spencer ή πρόοδος συμβαδίζει με τήν καθιέρωση της ελεύθερης άνταλλαγής, της σύμβασης, πού κυριαρχεί στή βιομηχανική κοινωνία και πού εξασφαλίζει με τρόπο αυτόματο και αυθόρμητο τήν «εκούσια συνεργασία», άντίθετα με τήν «υποχρεωτική συνεργασία», πού διέπει τις μιλιταριστικές κοινωνίες, Γιά τόν Spencer ή εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας πρός τή σύμβαση — πού τόσο επιδέξια περιέγραψε δ Maine ^— προχωρεί παράλληλα με τή μετάβαση άπό τή μιλιταριστική στή 1. Είναι γνωστή ή φράση του Comte, «savoir pour prévoir^ prévoir pour pouvoir, pouvoir pour agir», σάν ενδεικτική γιά τή σχέση Θετικής γνώσης και πολιτικής δράσης. Βλπ., στο σημείο αυτό, Β. Φίλια^ Προβλήματα κοινωνικού μετασχηματισμοδ, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, 'Αθήνα, 1974^ σελ. 56, 2. Appendice στον τόμο IV του Système de politique positive, δπως παραπέμπεται άπό τόν Pierre Aî'naud, Sociologie de Comte, PUF, Paris, 1969, σελ. 29. 3. Jean Touchard, Histoire des idées politiques, PUF, Paris, 1967, σελ. 669, 4. Sumner Maine, Ancient law, 1861,
VIII
βιομηχανική κοινωνία. Ξανασυναντάμε, δηλαδή, τή διάκριση του Comte, άλλά ή οπτική — τουλάχιστο για τή βιομηχανική κοινωνία — είναι διαφορετική, ^Ενώ, στον Comte, ή πρόοδος στήν κοινωνία αυτή επιτυγχάνεται με τή συμβολή των επιστημόνων, των «επαϊόντων», που κατευθύνουν τήν πολιτική στήν ορθή και αποτελεσματική δράση, στον Spencer ό άπόλυτος φιλελευθερισμός και ό θρίαμβος του άτομικισμοϋ εξασφαλίζουν από μόνοι τους τήν πρόοδο^. Και προσφεύγοντας για μια άκόμη φορά στή βιολογική παραβολή, παρομοιάζει τις οικονομικές λειτουργίες της βιομηχανικής κοινωνίας με τή λειτουργία του εντερικού συστήματος του άνθρώπινου οργανισμού, πού δεν εξαρτάται άμεσα από τον εγκέφαλο'^, 'Ή άπόλυτη, λοιπόν, αυτονομία της «άστικής κοινωνίας» (société civile) άπό το Κράτος θεωρείται άπό τον Spencer σαν ή απαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν κοινωνική πρόοδο' «ή άποστολή του λιμπεραλισμοϋ στο παρελθόν, γράφει, ήταν νά επιβάλει κάποιο δρω στις εξουσίες των βασιλέων. ^Η λειτουργία του άληθινοϋ λιμπεραλισμοϋ στο μέλλον θά βρίσκεται στον περιορισμό της εξουσίας των κοινοβουλίων»^, ^Αντίθετα με τον Comte, πού διακήρυσσε τήν αποτελεσματικότητα της πολιτικής δράσης, με τήν καθοδήγηση βέβαια της επιστήμης, δ Spencer περιορίζει στο ελάχιστο το ρόλο της κρατικής εξουσίας, ^Η ριζική άρνηση κάθε είδους κρατικού παρεμβατισμού, πού χαρακτηρίζει τή σκέψη τοϋ Spencer και τή στάση του άπέναντι στή βιομηχανική κοινωνία, προκάλεσαν τήν αντίδραση τοϋ Emile Dürkheim, Όπως 6 Spencer, ετσι καΐ ό Dürkheim δέχεται δτι δ 7ύαταμερισμός της κοινωνικής εργασίας, πού συντελείται στα πλαίσια της βιομηχανικής κοινωνίας και πού συμβαδίζει με τήν επικράτηση της «οργανικής» άλληλεγγύης, στηρίζεται στή σύμβαση, ^Η οργανική άλληλεγγύη, δμως, δεν παράγεται με τρόπο αυθόρμητο, δπως πίστευε δ Spencer, άλλα με τή μεσολάβηση τοϋ θετικοϋ δικαίου. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό, δτι δ Dürkheim προσπάθησε νά αποδείξει τή μετάβαση άπό τή «μηχανική» στήν «δργανική» άλληλεγγύη, με τήν περιγραφή της εξέλιξης τοϋ δικαίου άπό το «καταπιεστικό» στο «επανορθοηικό» δίκαιο. Για τον Dürkheim, τό δίκαιο είναι το «δρατό σύμβολο της κοινωνικής άλληλεγγύης», πού δργανώ-
1. Γιά τον Spencer, Guy Rocher, Introduction à la sociologie générale, POINTS, Paris, 1968, 2, σελ. 59 - 65. 2, Emile Dürkheim, De la division du travail social, PUF, Paris, 1967, σελ. 195 έπ. β,Βλπ. J. Touchard, ο.π., σελ. 682.
IX
vet μέ ακρίβεια καΙ σαφήνεια τί}ν κοινωνική ζωή^, ^Η υπέροχη της «μηχανικής» ή της «οργανικής» αλληλεγγύης εξαρτάται άπο την έκταση, πού καταλαμβάνει σέ μια κοινωνία το «καταπιεστικό» ή το «επανορθωτικό» δίκαιο. Στη «μηχανική» αλληλεγγύη αντιστοιχεί πράγματι το «καταπιεστικό» δίκαιο, πού συνδέεται με την ποινική κύρωση, ενώ στήν «οργανική» τό «επανορθωτικό», πού αποβλέπει την επαναφορά των πραγμάτων στήν αρχική τους κατάσταση, Τό μεγαλύτερο μέρος του «επανορθωτικού» δικαίου ρυθμίζει σχέσεις, πού εκφράζουν θετική συνεργασία, άμεσο αποτέλεσμα της κατανομής τής εργασίας^. Στή βιομηχανική κοινωνία επικρατεί τό «επανορθοπτικό» δίκαιο και ή «οργανική» αλληλεγγύη, "Άλλα ή «οργανική» αυτή αλληλεγγύη (ή «βιομηχανική» αλληλεγγύη του Spencer) δεν είναι δυνατή χωρίς τήν ύπαρξη νομικών κανόνων, με τούς οποίους άσκεΐται ενας θετικός κοινωνικός ελεγχος, ^Αντίθετα, λοιπόν, με τόν Spencer, πού άρνεΐται κάθε κρατική παρέμβαση στήν κοινωνική ζωή, 6 Dürkheim θεωρεί σαν στοιχείο προόδου τήν παρουσία θετικών νομικών κανόνων, πού διασφαλίζουν τήν «οργανική» αλληλεγγύη και τήν κοινωνική συνοχή. Με τόν τρόπο αυτό, αναγνωρίζει στο Κράτος βασικό ρυθμιστικό ρόλο' δπως χαρακτηριστικά γράφει, «[στα πλαίσια τής βιομηχανικής κοινωνίας] ή θέση του ατόμου γίνεται πιό σημαντική και ή κυβερνητική εξουσία λιγότερο άπόλυτη. ''Αλλά δεν υπάρχει καμιά αντίφαση στό δτι ή σφαίρα τής άτομικής δραστηριότητας επεκτείνεται ταυτόχρονα με εκείνη του Κράτους, οϋτε στό δτι οι λειτουργίες, πού δεν εξαρτώνται άμεσα από τόν κεντρικό ρυθμιστικό μηχανισμό, αναπτύσσονται ταυτόχρονα με τόν τελευταίο»^. Ό Dürkheim δεν πιστεύει πώς ή πρόοδος — πού συνδέεται με τήν επικράτηση τής «οργανικής» άλληλεγγύης — μπορεί να εξασφαλισθεί, στά πλαίσια τής βιομηχανικής κοινωνίας, χωρίς τή ρυθμιστική επέμβαση του κρατικού μηχανισμού. "Επηρεασμένος τόσο από τό νομικό θετικισμό, πού κυριαρχοϋσε στή 1.Emile Dürkheim, ο.π., σελ. 28 -29. 'Αντίθετα, ό Spencer είχε δημοσιεύσει στά 1853 ενα άρθρο, με τον εύγλωττο τίτλο «'Υπερβολικά πολλοί νόμοι», δπου και κατ έκρινε έντονα κάθε μορφή κρατικού παρεμβατισμού. Βλπ. σχετικά, J. Touchard, ο.π., σελ. 681 - 682. Ή σημασία, πον άπεδιόε ό Dürkheim στό ρυθμιστικό ρόλο του θετικού δικαίου, δεν είναι άσφαλώς άσχετη άπο τόν αντίκτυπο, που είχε, τόσο στόν Talcott Parsons, οσο καΐ σε άλλους κοινωνιολόγους, που επισημαίνουν την προέχουσα θέση του δικαίου στους ρυθμιστικούς μηχανισμούς τής κοινωνίας, π.χ., στόν Niklas Luhmann. 2. Ε. Dürkheim, ο.π., σελ. 91.
5. Ibid., σελ. 199.
Γαλλία και πον διακήρυσσε δη αρχή καΐ τέλος κάθε δικαιικής ρύθμισης είναι το θετικό δίκαιο, καθώς καΐ από τΙς σοσιαλιστικές Ιδέες, ήταν φυσικό να υΙοθετει, απέναντι στην καπιταλιστική κοινωνία και στή σχέση της με τό Κράτος, στάση αισθητά διαφορετική από εκείνη τοϋ Spencer, γέννημα και θρέμμα τοϋ αγγλικού οίκονομικοϋ και πολιτικού φιλελευθερισμού, για τόν όποιο μόνο δ απόλυτος άτομικισμός μπορούσε và εξασφαλίσει τήν πρόοδο. Παρά τις επί μέρους διαφορές, οι θεωρίες των Comte, Spencer και Dürkheim παρουσιάζουν ενα βασικό κοινό σημείο: και γιά τους τρεις ή πρόοδος της ανθρωπότητας είναι συνυφασμένη με τήν ελευση και τήν εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας, που αποτελεί γι αυτούς και τήν πιό τέλεια μορφή στήν πορεία των κοινωνιών, Γιά τόν Karl Marx, όμως, ή καπιταλιστική κοινωνία δεν σημαίνει παρά τό τέλος της προϊστορίας της ανθρωπότητας, ^Αντιμετωπίζοντας με είρωνική διάθεση^ τΙς προσπάθειες τοϋ Comte và Θεμελιώσει τήν πολιτική στήν Κοινωνική Φυσική, προσβλέπει με δικαιολογημένη δυσπιστία τήν εμφάνιση μιάς επιστήμης, πού στα μάτια του φαίνεται αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τήν υπεράσπιση της καπιταλιστικής κοινωνίας, της οποίας άκριβώς δ Marx θέλει và ξεσκεπάσει τις αντιφάσεις και và περιγράψει τό τελικό αδιέξοδο, Γιά πρώτη φορά, ετσι, ή Ιδέα της προόδου απομονώνεται από τήν καπιταλιστική κοινωνία, άφοϋ ή εξέλιξη πρός τήν αταξική κομμουνιστική κοινωνία προϋποθέτει τό ξεπέρασμα τοϋ καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ξεκινώντας ό Marx από τή βασική αρχή δτι δ τρόπος παραγωγής, πού κυριαρχεί σε ενα κοινωνικό σχηματισμό, και οι παραγωγικές σχέσεις, πού απορρέουν, προσδιορίζουν τή θέση και τή λειτουργία τοϋ πολιτικού. Ιδεολογικού και πολιτιστικού εποικοδομήματος, αναλύει τή δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας με βάση τήν έννοια της ταξικής πάλης, 01 παραγωγικές σχέσεις στόν καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στηρίζονται, σύμφωνα με τόν Marx, στήν άτομική Ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, στήν εξαγωγή της υπεραξίας άπό τήν παραγωγική τάξη τοϋ προλεταριάτου 1. Βλπ. τΙς νύξεις τοϋ Marx γιά τήν (οωντική συνταγή της κουζίνας τοϋ μέλλοντος», Oeuvres, Le Capital (Postface), ED. PLEIADE, Ραris, 1972, I, σελ. 555. Σε άλλο σημείο, ό Marx γράφει : «Ό Α. Comte και ή σχολή του προσπάθησαν và άποόείξουν την αιώνια αναγκαιότητα των κυρίων τοϋ κεφαλαίου' θά μποροϋσαν εξίσου καλά και γιά τους ίδιους λόγους và άποόείξουν έκείνη των φεουδαρχικών κυρίων» (ο.π., σελ. 872, σημ.). Βλπ. σχετικά, Karl Korsch, Κάρλ Μαρξ, ελλην. μετάφραση, εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ, 'Αθήνα, 1975, σελ. 11 έπ.
XI
καΐ στη συσσώρευση του κεφαλαίου, Ή ταξική πάλη ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην άστική τάξη οδηγεί αναγκαία στο τέλος της άστικης κοινωνίας. Με τον Marx κλονίζεται ή άρχική αισιοδοξία και ή τυφλή εμπιστοσύνη στην υπεροχή της καπιταλιστικής κοινωνίας^ καταρρέει ή πεποίθηση για το αναπόφευκτο της προόδου στά πλαίσια της κοινωνίας αυτής και άπομυθοποιεΐται δ χαρακτήρας καΐ δ ρόλος των Ιδεολογιών, "Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει δ τρόπος, με τον δποιο δ Marx άντιμετωπίζει τή χρησιμοποίηση των μηχανών στη βιομηχανία. Για τον Marx, ή είσαγωγή τών μηχανών εχει σαν άποτέλεσμα τήν παράταση της εργάσιμης ημέρας και τήν εντατικοποίηση της εργασίας, με σκοπο τήν καλύτερη αξιοποίηση τους, και τελικά αύτο πού εμφανίζεται σάν πρόοδος δεν είναι τίποτε άλλο, παρά χειροτέρευση τών συνθηκών εργασίας καΐ διαβίωσης τών εργαζομένων. Με ή χωρίς μηχανές, ή υπεραξία παράγεται από τήν εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας και ογ^ι από τή χρησιμοποίηση της μηχανής^, "Οπως παρατηρεί δ ϊδιος δ Marx, «, , , ή καπιταλιστική χρήση τών μηχανών δεν τείνει παρά στή μείωση της τιμής τών εμπορευμάτων, στή σύντμηση του τμήματος της ημέρας, στή διάρκεια του όποιου δ εργάτης εργάζεται για τον εαυτό του, με σκοπο να επιμηκυνθεί το υπόλοιπο τμήμα, στή διάρκεια του όποιου εργάζεται γιά τον καπιταλιστή. Είναι μια Ιδιαίτερη μέθοδος γιά τή δημιουργία της σχετικής ύπεραξίας»\ Μετά τον Marx, ή κοινωνιολογική σκέψη δεν μπορούσε πια να συνεχίσει άδιατάρακτα τήν πορεία της, "Οπως εύστοχα επισημαίνει δ Wright Mills, «δ κλασικός μαρξισμός υπήρξε το κέντρο, γύρω από το όποιο αναπτύχθηκε ή σύγχρονη κοινωνιολογία, Ό Max Weher καΐ πλήθος άλλοι κοινωνιολόγοι ανάπτυξαν τήν εργασία τους σ' ενα διάλογο με τόν Karl Marx»^, Είναι αναμφισβήτητο δτι στόν Max Weher, περισσότερο ίσως από δποιονδήποτε άλλον, είναι φανερή ή αναγκαία αυτή επίδραση. Για τόν Μ, Weher, ή εμφάνιση και ή εξέλιξη του κα-
1. Η. Mar eus e, Ό μονοδιάστατος άνθρωπος, ελλψ. μετάφραση, εκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, 'Αθήνα, 1971, σελ. 56. Σύμφωνα, δμως, με τον Marcuse, πον υιοθετεί τις άπόψεις τον Serge Mallet, στή σημερινή κοινωνία τον προχο^ρημένον καπιταλισμού, «παύοντας ή μηχανή, εξαιτίας της τεχνολογικής εξέλιξης, νά είναι άτομικό παραγωγικό έργα^ΐο, ^'άπόλντη μονάδα \ φαίνεται νά άνατρέπει τή μαρξιστική έννοια της ''οργανικής σύνθεσης τον κεφαλαίου^ καί, μαζί μ" αυτήν, τή θεωρία της παραγωγής της υπεραξίας» (σελ. 56). 2. Κ. Marx, Le Capital, I, σελ. 914. 3. W. Mills, ο.π., σελ. 84.
XII
πιταλισμον στίς δυτικές κοινωνίες οφείλεται στις είδικες συνθήκες, που δημιουργήθηκαν er' αυτές, και κυρίως ατήν ανάπτυξη χοϋ «πνεύματος του καπιταλισμού», 'Όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «το βασικό πρόβλημα γιά την εξάπλωση του σύγχρονου καπιταλισμού δεν άφορα στην προέλευση του κεφαλαίου, άλλά στην εξέλιξη του πνεύματος του καπιταλισμοϋ>Α, Τό πνεύμα του καπιταλισμού εχει τΙς ρίζες του στό προτεσταντικό ήθος, πού σχηματίστηκε κάτω άπό την επίδραση της προτεσταντικής ή θ ι κ ή ς ^ καΐ πού εχει την Ικανότητα và εκλογικεύει την οικονομικής καΐ κοινωνική συμπεριφορά, "Η καλβινιστική διδασκαλία για τό προκαθορισμένο τής άνθρώπινης μοίρας και τό άμετάθετο τής Θείας Χάριτος οδήγησε στήν άναζήτηση κάποιας εξωτερικής ενδειξης, πού ή παρουσία της θά μπορούσε và ερμηνευθεί σάν εκδήλωση τής εύνοιας του Θεοϋ' η επαγγελματική και κοινωνική επιτυχία χρησιμεύει σαν κριτήριο για τό δτι ό πιστός άνήκει στή χορεία των «εκλεγμένων» άπό τόν Θεό γιά τήν τελική σωτηρία, ^Ο πιστός όφεί?ιει επομένως νά συγκεντρώνει δλες του τις δυνάμεις στήν επαγγελματική του δραστηριότητα, στήν εργασία, πού γίνεται πρός τιμή τον Θεοϋ^, 'Η προτεσταντική ήθική παρακινεί με τόν τρόπο αυτό σ ενα «εγκόσμιο ασκητισμό», πού χαρακτηρίζεται άπό τήν «απεριόριστη εφεση γιά εργασία», άπό τήν άδιάκοπη προσπάθεια και άπό τή λιτή καΐ συγκρατημένη συμπεριφορά^, Γιά τόν Max Weber, μόνο «ό ασκητικός προτεσταντισμός δημιούργησε τά θρησκευτικά κίνητρα γιά τήν άναζήτηση τής
Ι,Μαχ Weber, L'éthique protestante et l'esprit du capitalisme, γαλλ. μετάφραση, PLÖN, Paris, 1964, σελ. 72, δπως παραπέμπεται απο τόν Julien Freund, SocioXogie de Max Weber, PUF, Paris, 1968, σελ., 178, σημ. ^^ / ^ 2, Με τον δρο ηθική, ό M.Weber ôèv εννοεί τή δογματική ηθική διδασκαλία κάθε θρησκείας, άλλά τις «ψυχολογικές παρακινήσεις, που έχουν τήν πηγή τους στις θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές» (J. Freund, δ.π., σελ. 179). 3, Βαπτιστής ό Τζίμμυ Κάρτερ, υποψήφιος Πρόεδρος στις προσεχείς άμερικανικές εκλογές, άπαντα στήν ερώτηση, «τι είναι έκεϊνο που σας παρακινεί;» : «Δέν ξεύρω πώς νά σας τό περιγράψω. Καταλαβαίνω πώς μιά μόνο ζωή εχω νά ζήσω. Και νοιώθω πώς ό Θεός θέλει νά τή χρησιμοποιήσω κατά τόν καλύτερο δυνατό τρόπο» (Roy C. Macridis, «Ol δύο άντίπαλοι^ ΚΑΡΤΕΡ-ΦΟΡΝΤ», ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή, 5 Σεπτεμβρίου 1976). 4, Βλπ., γιά τό δλο θέμα, Β, Φίλιας, δ.π., σελ. 121 - 122' Α. Σαβράμης, «Ή συμβολή του Max Weher στήν πληρέστερη κατανόηση τής ορθόδοξης εκκλησίας», ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, έκδοση ΕΚΚΕ, Α τετράμηνο 1975, 23, σελ. 33. 'Ακόμη J. Freund, δ.π., σελ, 177,.
XIII
σωτηρίας στην επαγγελματική προσπάθεια»^, ^Αντίθετα με την οικονομική ηθική άλλων θρησκειών, «ο προτεσταντικός ασκητισμός μόνος στον κόσμο εχει συνδέσει, σαν άρχή, σε μια αδιάσπαστη συστηματική ενότητα τήν ηθική του εγκόσμιου επαγγέλματος με τή βεβαιότητα της σωτηρίας»^. Ό εγκόσμιος άσκητισμός της προτεσταντικής ηθικής ήταν εκείνος πού οδήγησε στή διαμόρφωση και στήν άνάπτυξη του πνεύματος του καπιταλισμού, άφοϋ 6 δρόμος της επιχειρηματικής ζωής «άνοιξε στά πιο ευσεβή και στά πιο πειθαρχημένα, στον ηθικό τομέα, άτομα», πού συνειδητοποίησαν δτι «ή επιτυχία στήν επιχειρηματική ζωή είναι δ καρπός της ελλογης συμπεριφοράς»^, 'Η διαδικασία γιά τήν εκλογίκευση της κοινωνικής ζωής συνδέεται λοιπόν αναπόσπαστα με τήν εξέλιξη τής καπιταλιστικής ηθικής, βασισμένης στό προτεσταντικό ήθος, 'Ή καπιταλιστική κοινωνία, πού διακρίνεται γιά τόν ορθολογισμό της και τΙς ελλογες κατασκευές της εξασφαλίζει τή δυνατότητα υπολογισμού και πρόβλεψης, στοιχεία άπαραίτητα γιά τήν περαιτέρω εξέλιξη. Γιά τόν Max Weher, λοιπόν, «οΐ πρακτικές παρακινήσεις πρός δράση» τής οίκονομικής ηθικής του καλβινικοϋ προτεσταντισμού βρίσκονται στή ρίζα τής άνάπτυξη ς του καπιταλισμού^. 1, Μ. Weher, Économie et société, γαλλ. μετάφραση, PLÖN, Paris, σελ. 629, Ibid., σελ, 567, Ibid., σελ. 594. 4, Ol Θέσεις αντες του M. Weher γιά τήν πουριτανική καταγωγή τον καπιταλιστικού πνεύματος αντιμετώπισαν διπλή κριτική. ^Απο τή μια μεριά του κατελόγισαν δτι άπλώς αντέστρεψε τή μαρξιστική άποψη γιά τή σχέση οικονομικής υποδομής και έποικοδομήματος (βλπ., π.χ., Lucien Goldmann, Sciences humaines et philosophie, DENOEL, Paris, 1971, σελ. 70)' ήδη ô Μαρξ μιλούσε γιά τόν προτεσταντισμό σάν «ουσιωδώς άστική θρησκεία» (LG Capital, σελ. 1177). Στήν κριτική αυτή ό Raymond Ar on ("La sociologie allemande contemporaine, PUF, Paris, 1966, σελ. 131 και έλλην. μετάφραση, εκδ. ΕΚΚΕ, "Αθήνα, 1974, σελ. 148) άπαντα δτι ουδέποτε ό Μ. Weher υποστήριξε δτι τό προτεσταντικό ήθος ήταν ή άποκλειστική αιτία τοϋ καπιταλισμού, άλλά δτι άνέλυσε τόν προτεσταντισμό, «σάν μιά από τις αίτιες ορισμένων πλευρών τοϋ καπιταλισμού». Γιά τόν J. Freund, οί άναλύσεις τοϋ Μ. Weher είναι, ως ενα σημείο, «μιά άπάντηση στό σχολαστικό δογματισμό τοϋ μαρξισμού» (δ.η., σελ. 177). Θά πρέπει, πάντως, νά σημειωθεί δτι οϋτε ό Marx, οϋτε ό Engels συνέλαβαν τή σχέση τής οίκονομικής υποδομής με τό εποικοδόμημα σάν μηχανιστική σχέση (βλπ. Louis Althusser, Pour Marx, MASPERO, Paris, 1973). 'Από τήν αλλη μεριά αμφισβητήθηκε πώς μόνο ή προτεσταντική ηθική ήταν σε θέση νά διαμορφώσει τό «πνεϋμα τοϋ καπιταλισμοϋ». "Ετσι γιά τόν R. Η. Tawney ("Religion and the rise of capitalism, PENGUIN BOOKS, 1926) 6 καθολικισμός συνετέλεσε περισσότερο άπό τόν προτεσταντισμό στήν άνάπτυξη τοϋ καπιταλισμοϋ. Βλπ., άκόμη, τή θέση τοϋ 1971,
XIV
^Ο Werner Sombart ξεκινώντας άπο την αντίληψη δτι το πνεύμα τον καπιταλισμού Αποτελείται από τρεις Ιδέες, την απόκτηση, τον άνταγωνισμό καΐ τον ορθολογισμό^, αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στην επιδίωξη τον κέρδονς άπο την τάση για εργασία, σάν στοιχείο της «παρορμητικής δομής» τον καπιταλιστικού άνθρώπον και νποστηρίζει δτι 6 θωμισμος εννοούσε την άναζήτηση αντή τον κέρδονς, καθώς και δτι τα κύρια σημεία τής προτεσταντικής διδασκαλίας περιλαμβάνονται στην εβραϊκή θρησκεία, "Ακριβώς τις απόψεις αντες τον Sombart εξετάζει κριτικά δ Max Scheller στο κείμενο, πον περιέχεται στον τόμο αντό. Με τις σκέψεις, πον παραθέτει, σνμπληρώνει με εξαιρετική σαφήνεια τις θέσεις τον Max Weber και νποστηρίζει δτι ή «Απεριόριστη τάση για εργασία», πρός τιμή τον Θεον, προσανατολίζει τή σνμπεριφορά προς ενα «ορθολογικό και σνστηματικο αντοέλεγχο», πον δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για τήν άνάπτνξη τον επιχειρηματικού πνεύματος, 'Όπως και ό Scheller πον είναι βαθύτατα επηρεασμένος από τή φαινομενολογία, ετσι και 6 Georg Simmel είναι περισσότερο φιλόσοφος, παρά κοινωνιολόγος. Στο εργο τον Φιλοσοφία του Χρήματος, ο Simmel εκθέτει τΙς σννέπειες τής χρηματικής οικονομίας στή σνμπεριφορά τον άνθρώπον, 'Ή χρησιμοποίηση τον χρήματος σαν σνμβόλον άξιων σνμβαδίζει με τή διαμόρφωση μιας διαφορετικής νοοτροπίας, πον δίνει έμφαση στον νπολογισμό και εξαφανίζει το αίσθημα καΐ τή φαντασία^, ^Ο καταμερισμός τής εργασίας και ή σννακόλονθη είσαγωγή τον χρήματος ενισχύονν τήν ύπεροχή τον «αντικειμενικού» πνεύματος πάνω στό «νποκειμενικό» και οδηγούν στήν κνριαρχία των «πραγμάτων» στόν άνθρωπο, Ή διαδικασία αντή «πραγμοποίησης», πον σνντελειται στ à πλαίσια των σνγ χρόνων κοινωνιών, θεωρείται από τόν Simmel σάν ό «γενικός προορισμός τών ώριμων κοινωνιών»^. Με τόν τρόπο αντό, δπως παρατηρεί ο G. Lukacs, «ό ανεξήγητος πραγματισμός τής ύπαρξης και τού ^^ετσι εΙναΓ τής αστικής κοινωνίας παίρνει το χαρακτήρα ενός Maxime Rodinson ^Islam et capitalisme, LE SEUIL, Paris, 1966) yià τήν άντικεψεηκή δυνατότητα του Ισλαμισμού và ευνοήσει τήν καπιταλιστική εξέλιξη. 1, Werner Sombart, «Capitalism», στήν Encyclopaedia of the social sciences, THE MACMILLAN COMPANY, New York, 1949, 3, σελ. 196 έπ, 2, Σχετικά με τον Simmel, Albert Salomon, German sociology, στό συλλογικό εργο Twentieth century sociology, διεύθ. Georges Gurvitch, New York, 1971, σελ. 604 έπ.
5/Ό.π., σελ. 604. XV
αΙώνίον φναικον νόμου ή μιας άχρονικά Ισχύουσας μορφωτικής άξίας>Α, , , 'Ή αντιμετώπιση της άστικής κοινωνίας είναι τελείως διαφορετική στον Vilfredo Pareto, πού ξεκινά από τη διάκριση σε «λογική» και «μή λογική» δράση. "Ένώ ή οικονομική επιστήμη ασχολείται με τή μελέτη της λογικής συμπεριφοράς του άνθρώπου, ή Κοινωνιολογία εξετάζει τή μή λογική δραστηριότητα^ καθώς και τή σχέση της με τις λογικές δραστηριότητες. Με τον τρόπο αυτό διασπάται ή ενότητα ΟΙκονομίας και Κοινωνιολογίας, που χαρακτηρίζει το εργο του Marx, καΐ ή Κοινωνιολογία ταυτίζεται με μια «ψυχολογία των μή λογικών συμπεριφορών»'^. Το μεγαλύτερο μέρος της Ανθρώπινης συμπεριφοράς καλύπτεται από τή μή λογική δράση, πού κατευθύνεται από καθαρά 'ψυχολογικές παρακινήσεις, τά «κατάλοιπα» (résidus). ^Η μή λογική συμπεριφορά εκλογικεύεται εκ τών υστέρων, με τήν επέμβαση των «παραγωγών» (dérivations), πού δίνουν λογικοφανή χαρακτήρα σε αυτή. "Ή οργάνωση της κοινωνίας είναι άναγκαστικά ολιγαρχική' «στήν πραγματικότητα, τονίζει, με ή χωρίς καθολική ψηφοφορία μία ολιγαρχία είναι αυτή πού πάντοτε κυβερνά και πού ξέρει νά δίνει τήν επιθυμητή έκφραση στή ''λαϊκή θέληση""»^. 'Όπως 6 Gaetano Mosca, ετσι και δ Pareto κάνει διάκριση άνάμεσα σε «κυβερνώσα» και σε «κυβερνώμένη» τάξη' ή «κυβερνώσα» τάξη αποτελείται από μια «πολιτική ελίτ»^, πού εχει μιά Ιδανική αναλογία τών καταλοίπων του ενστίκτου συνδυασμών — δυναμικό στοιχείο — και της εμμονής στή συνοχή — σταθερό στοιχείο—Η «κυκλοφορία τών ελιτ» εξασφαλίζει τήν Ισορροπία του πολιτικού συστήματος' «εξαιτίας της κυκλοφορίας τών ελίτ, γράφει δ Pareto, ή κυβερνητική ελιτ βρίσκεται σε μια κατάσταση άργής και σταθερής μεταμόρφωσης. Κυλάει σαν ενα ποτάμι' ή σημερινή είναι διαφορετική από εκείνη του χθές»^, "Οταν όμως ή κυκλοφορία αυτή παρεμποδίζεται άπό τήν παγίωση τών συμφερόντων και τή σκλήρυνση της κυβερνητικής ελίτ, τότε ή
1. Georg Lukacs, 'Ιστορία καΐ ταξική συνείδηση, ελλψ. μετάφραση, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, 'Αθήνα, 1975, οελ. 239 - 240. 2. Guy Perrin, Sociologie de Pareto, PUF, Paris, 1966, σελ. 57. 3. Vilfredo Pareto, Traité de sociologie, DROZ, Génève, 1968, κεφ. XII, 2183, σελ. 1395. 4. Σχετικά με τις δυσκολίες στή μετάφραση τον ορον «ελιτ», βλπ. Α. Τσαούσης, Εισαγωγικό σημείωμα στήν Κοινωνιολογία του 5οiiomore, Έκδ. GUTENBERG, 'Αθήνα, 1974, σελ. 24 - 28. 5. Pareto, ο.π., κεφ. XI, 2056, σελ. 1304-1305.
XVI
μεταβολή γίνεται με τη βία^. «01 επαναστάσεις γίνονται, συνεχίζει ό Par eta, επειδή, είτε εξαιτίας της αργοπορίας στην κυκλοφορία τών ελίτ, εϊτε γιά αλλο λόγο, στοιχεία κατώτερης ποιότητας συσσωρεύονται στ à άνώτερα στρώματα. Τα στοιχεία αυτά δεν κατέχουν πια τα κατάλληλα κατάλοιπα, για và διατηρηθούν στην εξουσία και άποφεύγουν và καταφύγουν στη χρήση της δύναμης, ενώ στα κατώτερα στρώματα αναπτύσσονται στοιχεία ανώτερης ποιότητας, πού έχουν τ à άναγκαΐα κατάλοιπα για và κυβερνήσουν και πού είναι διατεθειμένα và προσφύγουν στη χρήση της δύναμης,»'^ Ό Par eta αποδίδει στη βία πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, ^Αντίθετα μάλιστα άπό τον Georges S or el, πού διακρίνει άνάμεσα σε δύναμη (force)— πού αποσκοπεί στην επιβολή μιας ορισμένης τάξης πραγμάτων — και σε βία (violence) — πού τείνει στην ανατροπή της τάξης αυτής ο Pare to δεν ενδιαφέρεται καθόλου γιά τήν Ιδεολογική νομιμοποίηση της βίας, γιά τήν επίκληση κάποιου αντικειμενικού σκοπού, πού θά μπορούσε và τή δικαιώσει, ^Η «άμεση δράση», ή βία καθ' εαυτήν, άπαλλαγμένη άπό κάθε αξιολογική αναφορά, είναι το αποτελεσματικό μέσο γιά τήν κατάληψη της εξουσίας' ετσι ή βία γίνεται ή ϊδια μία άξία^, αύτονομιμοποιειται. "Οταν σε μιά κοινωνία, τονίζει 6 Pare to, επικρατεί ή εμμονή στή συνοχ?], ό άνθρωπισμός και ή κυριαρχία του Λόγου, τότε αύτοί πού κυβερνοϋν παραιτούνται άπό τό κύριο καθήκον τους, τήν προσφυγή στή βία, Στήν περίπτωση αύτη, ή χώρα οδηγείται στήν καταστροφή, πού τελικά άποφεύγεται με τή βίαιη επέμβαση τών κυβερνωμένων αύτοί ανατρέπουν και σκοτώνουν εκείνους πού κυβερνοϋν, πραγματοποιώντας με τόν τρόπο αυτό ενα «εργο τό ίδιο ωφέλιμο, σάν τό φόνο τών βλαβερών ζώων. , , Ή χώρα ξαναγεννιέται και σώζεται, 01 σφαγές και οι λεηλασίες είναι ή εξωτερική ενδειξη δτι πρόσωπα Ισχυρά καΐ ενεργητικά ύποκατέστησαν ατομα άσθενικά και αδρανή»^, ''Η θεωρία του Pare to γιά τή χρήση βίας στις κοινωνίες εντάσσεται στο δλο πλέγμα τών Ιδεών του, πού διακρίνονται γιά τήν περιφρόνηση σε κάθε είδους αξίες καΐ Ιδιαίτερα στόν ανθρωπισμό, καθώς και γιά τήν αδιαφορία του στήν Ιδέα της Ι,Βλπ. σχετικά, Perrin, ο.π., σελ, 195-196. 2,Pareto, ο.π., κεφ, XI, 2057, σελ. U05. 3» Σχετικά με τον G. S or el, Jean-Jacques Chevallier, Les grandes oeuvres politiques, ARMAND COLLIN, Paris, 1966, σελ. 313 επ. â.Perrin, ο.π., σελ. 213-214. 5,Pareto, ο.π., κεφ. XII, 2191, σελ. 1401 - 1402.
XVII
ηροόδον. Öl ολιγαρχικές τον αντιλήψεις για την πολιτική οργάνωση της κοινωνίας, ή υπερτίμηση των άνορθολογικών στοιχείων της συμπεριφοράς, δ θαυμασμός τον γιά την τυφλή βία εξηγούν, ώς ενα σημείο, τήν — με δισταγμούς και υπαναχωρήσεις — προσχώρησή τον στον Ιταλικό φασισμό. 'Ίσως ο Armand Cuçillier δίνει μια σωστή ερμηνεία στο φαινόμενο Ραretq : «^Ολόκληρη ή παρετιανή θεωρία, γράφει, άποβλέπει στο νά καταγγείλει τις ανταπάτες της δημοκρατίας και της προόδου και νά καταπολεμήσει το σοσιαλισμό. "Αποδείχτηκε ότι ή θεωρητική του θέση, πού τον εφερε τόσο κοντά στο φασισμό, εξηγείται και αυτή ή Ιδια, σε μεγάλο βαθμό, άπό ενα σύμπλεγμα βαθειας απογοήτευσης, πού τον εκανε ν à περιφρονεί τή φιλελεύθερη Ιδεολογία' τήν ϊδια αυτή Ιδεο?ιογία, στήν οποία ήταν τόσο συνδεδεμένος στον οικονομικό τομέα>Λ. Στούς θεωρητικούς των ελιτ άνήκει άκόμη και ό Roberto Michels, πού συνεχίζοντας τις αναλύσεις του Max Weber για τή γραφειοκρατία, καταλήγει σε άντίστοιχες με τον Par eta διαπιστώσεις σχετικά με τήν άδυναμία των λαϊκών μαζών νά συμμετάσχουν ενεργητικά στήν πολιτική ζωή. Γιά τον Michels, ό «σιδερένιος νόμος τών ολιγαρχικών τάσεων» ώθεΐ τούς κομματικούς οργανισμούς στήν πλήρη γραφειοκρατική οργάνωση' δσο μάλιστα αυξάνει ή δύναμη ένός κόμματος, τόσο αποκόβεται άπο τις μάζες. Συμπληρώνοντας τΙς σκέψεις, πού ήδη συναντάμε στον Max Weber^, ώς προς τήν εξέλιξη της γραφειοκρατίας στα σοσιαλιστικά καθεστώτα, υποστηρίζει δτι σε κάθε καθεστώς θά υπάρχει πάντοτε μιά ολιγαρχία, πού θά καταφέρνει νά επιβάλλει τή θέληση της στις μάζες, ετσι πού τελικά κάθε κοινωνική μεταβολή, κάθε επανάσταση δεν αλλάζει τίποτε το ουσιαστικό. Οσο και αν μερικές άπόψεις του Michels φαίνεται δτι δικαιώθηκαν στήν πραγματικότητα, δύσκολα μπορεί κανείς να παραγνωρίσει τήν τάση του για σχηματοποίηση καΐ τήν ελλειψη βαθύτερης διερεύνησης τών πραγμάτων. 'Ιδιαίτερα ή καθαρά φορμαλιστική προσέγγιση του κόμματος και ή στατική αντίληψη γιά τή σχέση του με τις λαϊκές μάζες οδηγούν τον Michels σε ορισμένες επιφανειακές άναλύσεις, ετσι, πού σε τελική ανάλυση οι Ιδέες του εντάσσονται σ ενα κύκλωμα άντιδημοκρατικών 1. Armand Cui^illier, «Sociologie de la connaisance et idéologies économiques», ατό Cahiers internationaux de sociologie, XI, 1951, ϋελ. 81, δπως παραπέμπεται από τον Perrin, ο.π., αελ. 220, σημ. 3. 2, Μ. Weher, Économie et société, οελ. 229, όπου υποστηρίζει δτι ό σοσιαλισμός Θά υποχρεωθεί νά αυξήσει σέ τεράστιο βαθμό τή σημασία της γραφειοκρατικής εξειδίκευσης, γιά νά πραγματοποιήσει τις ϊδιες επιτεύξεις με τόν καπιταλισμό, Βλπ. και J. Freund, ο.π., σελ. 208 - 209.
XVIII
Ιδεών, δσο καΐ αν δ ίδιος ήθελε và άποφνγει τό σκόπελο αντό^, ^Η σταδιακή κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης καΐ ή άνοδος τον εθνικοσοσιαλισμον στή Γερμανία εθεσαν με οξύτητα το πρόβλημα των διανοουμένων και τή σχέση τους με τήν κοινωνική πραγματικότητα^. Κάτω άπό τή διπλή επίδραση του Max Weber καΐ του Marx, ο Karl Mannheim εξετάζει τή διαμόρφωση της σχέσης αυτής, στα πλαίσια της Κοινωνιολογίας της γνώσης, πού σάν θεωρία «αποσκοπεί στην ανάλυση της σχέσης ανάμεσα στή γνώση καΐ στήν ύπαρξη», ενώ σάν κοινώνικο-ιστορική ερευνά άποβλέπει «να εξιχνιάσει τΙς μορφές πού ελαβε ή σχέση αυτή στή διανοητική εξέλιξη του άνθρώπινου γένους»^. Ο Mannheim άποδέχεται τον προσδιορισμό της γνώσης άπό τό είναι (Seins{Verbundenheit des Wissens) και εφιστά τήν προσοχή στο δτι ό προσδιορισμός αυτός δεν πρέπει và λαμβάνεται σάν μηχανιστική σχέση αίτίας-άποτελέσματος, αλλά σάν ενας ανοικτός προσδιορισμός, «Μόνο ή εμπειρική ερευνά, τονίζει, μπορεί νά μας δείξει πόσο αυστηρή είναι αυτή ή σχέση ανάμεσα στή ζωντανή πραγματικότητα και στήν εξελικτική διαδικασία της σκέψης,»^ ^Ο Mannheim πιστεύει δτι μόνο ή «ελεύθερη άπό δεσμούς», ή «αιωρούμενη» διανόηση (freisehwebende Intelligenz) είναι σε θέση νά άπαλλαγεΐ άπό κάθε κοινωνική εξάρτηση καΐ νά προχωρήσει στήν αξιοποίηση της γνώσης μέσα στήν κοινωνική πραγματικότητα' έλεύθεροι άπό ταξικές προσδέσεις, υπεράνω της ταξικής πάλης, οι διανοούμενοι συνιστοϋν μια κοινωνικά ανεξάρτητη ομάδα, πού εχει τό προνόμιο νά προσεγγίζει τήν αντικειμενική γνώση καΐ τή δυνατότητα νά υιοθετεί δυναμική στάση απέναντι στά κοινωνικά προβλήματα, Ή γενίκευση της εκπαίδευσης, κοινή για δλονς, επιτρέπει, σύμφωνα με τόν Mannheim, τήν ελεύθερη πρόσβαση στίς διανοητικές ελίτ, διαδικα-
1. «^Οφείλουμε νά επιλέξουμε τη Δημοκρατία, κατέληγε, σάν ενα μικρότερο κακό», βλπ. J. Touchard, ο.π., σελ. 821-822. Σχετικά με τή φορμαλιστική προσέγγιση τον Michels, βλπ. τις εύστοχες παρατηρήσεις τον Maurice Duçerget. Γιά τον Du ver get ή φορμαλιστική θεώρηση περιορίζεται νά εξετάζει τί είναι τά κόμματα καΐ δχι τί κάνουν (Μ. Duiker get, Sociologie des partis politiques, στο σνλλογικό εργο Traité de sociologie, όιεύθ. G. Gurvitch, PUF, Paris, 1968, σελ. 22-23). 2, Βλπ. Louis Wirth, Πρόλογος στην αγγλική έκδοση τον Ideology ànd Utopia, ROUTLE DOE AND KEG AN PAUL LTD, London, 1972, σελ. XIII. J. "Ο.π., σελ. 237.
â/Ό.π.,
σελ. 239, σημ. 1.
XIX
σία άντίστοίχη, ώς ενα σημείο, με την κυκλοφορία των ελίτ του Pareto^. Ol αντιλήψεις τον Mannheim για την κοινωνική ανεξαρτησία των διανοουμένων τον απομακρύνουν από τή μαρξιστική θέση' είναι γνωστή άλλωστε ή σκληρή κριτική του Lukacs για το εργο τον, ^Αντίδραση φυσική' γιατί, δπως παρατηρεί ό L. Goldmann, ή «ελεύθερη απο δεσμούς» διανόηση υποκαθιστά το «επαναστατικό προλεταριάτο» του G. Lukacs, πού μόνο αυτό, εξαιτίας της κοινωνικής του τοποθέτησης, εχει τήν άντικειμενική δυνατότητα và φθάσει στήν ολική γνώση της άλήθειας^. Παρά τις επί μέρους διάφορες — και είναι και πολλές και σημαντικές — οΐ Pare to, Michels καΐ Mannheim άνήκουν σε μια ευρύτερη κατηγορία κοινωνιολόγων, πού άποδίδουν Ιδιαίτερη σημασία στό ρόλο καΐ στή δράση επίλεκτων κοινωνικών ομάδων. Δεν είναι άσφαλώς τυχαίο, πώς οι σκέψεις αυτές διατυπώθηκαν σε εποχή κρίσης για τήν άστική κοινωνία και άμφιβολίας για τή δυνατότητα và επιβιώσει. ^Η περισσότερο ή λιγότερο συγκαλυμμένη άπογοήτευση οδηγεί σε μοιρολατρικές διαπιστώσεις γ là τή θέση των λαϊκών μαζών (Michels) και στήν έξαρση του ρόλου δυναμικών επίλεκτων ομάδων, πού δρουν άνεξάρτητα από Ιδεολογικές αρχές και ορθολογικά κίνητρα (Pareta) ή άπό ταξικές προσδέσεις (Mannheim), ^Η μεταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας προς τήν κατανάλωση δημιούργησε διαφορετικό κλίμα γιά τήν κοινωνιολογική προβληματική, Ό Thorstein Vehlen είναι άσφαλώς 6 πρόδρομος δλων τών κριτικών αναλύσεων πάνω στήν «καταναλωτική» κοινωνία. Με εξαιρετική οξυδέρκεια και καυστικό πνεύμα περιγράφει τή μεταβολή αύτη, οι δε σκέψεις του γιά τήν «επιδεικτική κατανάλωση» και τήν «εμφανή άργία» άντανακλοϋν μιά κοινωνία, δπου ή επίδειξη πλούτου, σάν ενδειξη άνώτερης κοινωνικής θέσης, βρίσκεται σε καταφανή αντίθεση με τόν «εγκόσμιο ασκητισμό» της εποχής ανόδου της άστικής τάξης, ^Η «έπιδεικτική κατανάλωση» χρησιμεύει πράγματι, σύμφωνα με τόν Vehlen, στή διάκριση της άνώτερης κοινούνικής θέσης της «αργόσχολης» τάξης (leisure class), πού αποτελείται άπό εισοδηματίες άσχετους μέ τήν παραγωγική δραστηριότητα^.
1, Georges Gurçitch, Problèmes de la sociologie de la connaisance, στο συλλογικό εργο Traité de sociologie, σελ. 117, 2, G. Lukacs^ ό.π., σελ. 105 ên. Γιά τον Lukacs, άκόμη και ή ψευδής συνείδηση του «επαναστατικού προλεταριάτου» κρύβει «μιά πρόθεση γιά άλήΘειω> (σ. 137). 3, "Ηδη ό Marx είχε κάμει τή σύνδεση κοινωνικής τοποθέτησης καΐ
XX
Ό T. Vehlen ανήκει μαζί με τον Wright Mills καΐ τον Daçid Ries man στους κοινωνιολόγους εκείνους, πού δεν δίστασαν và ασκήσουν έντονη κριτική στήν αμερικανική κοινωνία, περιγράφοντας τον ανορθολογισμό της' καταγγέλλουν Ιδιαίτερα τήν έξαρση της κατανάλωσης, τή διόγκωση του τριτογενή τομέα και, άκόμη, τον ετερο-προσδιοριζόμενο χαρακτήρα της άνθρώπινης συμπεριφοράς^. Για τον Herbert Mar eus e το ξεπέρασμα της μονοδιάστατης και κλειστής (closed) αυτής κοινωνίας δεν μπορεί và πραγματοποιηθεί παρά με τή συμβολή των περιθωριακών κοινωνικών στρωμάτων, που βρίσκονται εξω απο τους εντακτικούς μηχανισμούς και τις άλλοτριωτικες διαδικασίες της κοινωνίας του προχωρημένου καπιταλισμού, Ό Marcuse απορρίπτει τήν ιδέα δτι ή πρόοδος είναι δυνατή σε αυτή τήν κοινωνία' «καΐ δμως τα πάντα δικαιώνουν, γράφει, τή μαρξιστική θεώρηση της κοινωνίας αυτής και της ανάπτυξης της : το άνορθολογικό συνεχώς άναπτύσσεταΐ' ή παραγωγικότητα περιορίζεται και βασίζεται στήν κατασπατάληση' καΐ ολοένα γίνεται και πιο αίσθητή ή άνάγκη μιας επιθετικής επέκτασης' ο πόλεμος είναι μιά σταθερή άπεάή' ή εκμετάλλευση οξύνεται' κυριαρχεί ή άπανθρωποποίηση»^, Στήν εξελιγμένη κοινωνία «ή επιστημονική και τεχνική πρόοδος γίνεται δργανο καταπίεσης>ß. Ή τεχνολογική κοινωνία δεν είναι παρά μια «ολοκληρωτική» κοινωνία' πράγματι «ή καπιταλιστική πρόοδος δχι μόνο περιορίζει το ελεύθερο περιβάλλον, τον έλεύθερο χώρο της ανθρώπινης ύπαρξης, άλλα άκόμη περιορίζει τήν ''^επιθυμία^^ και τήν άνάγκη ενός τέτοιου περιβάλλοντος»^. καταναλωτικών συνηθειών ("Misère de la philosophie, γαλλ. μετάφραση, Marx, Oeuvres, PLEIADE, / , σελ. 18). Σχετικά με τις άναλνσεις τον Max Weber για τη σχέση κατανάλωσης και κοινωνικής θέσης : Leonard Reissman, Les classes sociales aux Étas-Unis, γαλλ. μετάφραση, PUF, 1963, σελ. 62, έπ., με παραπομπές στο εργο τών Η. Η. Gerth και C. W. Mills, From Max Weber, Essays in sociology, OXFORD UNIVERSITY PRESS, New York, 1946. Ι.Βλπ. σχετικά, Guy Rocher, ο.π.,τ. 3, σελ. 42-45 και σελ, 289. Γιά τον ετεοο-προσδιορισμο της συμπεριφοράς, David Riesman, La foule solitaire, yàU. μετάφραση, ARTHAUD, Paris 1967, σελ. 39 έπ. 'Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ή παρατήρηση του Riesman σχετικά με τή διαφορά άνάμεσα στον «πουριτανό» του Max Weher, που άνήκει στον εσωπροσδιοριζόμενο χαρακτήρα, και το σύγχρονο ετερο-προσδιοριζόμενο άνθρωπο, που είναι 6 «άνθρωπος της άγορας» του Fromm ή ο «καταφερτζής» του C. W. Mills (σελ. 175 έπ. καΐ σελ. 42). 2, Η. Marcuse, ο.π., σελ. 251. 3/Ό.η., σελ. 45. 4, Η. Marcuse, Vers la libération, γαλλ. μετάφραση, MINUIT, Paris, 1969, σβλ. 31,
XXI
'Απέναντι σε μια Κοινωνιολογία που περιορίζεται σε αφηρημένες θεωρητικές κατασκευές η πον προχωρεί στην άνάλνση τον τεχνολογικού καΐ άπολιτικοϋ χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας^ θά πρέπει να θυμίσουμε τις εύστοχες παρατηρήσεις τον Jürgen Hah er mas, γ là τον όποιο ή επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος αυτονομιμοποιείται, εκπληρώνοντας ταυτόχρονα τήν Ιδια λειτουργία μέ τήν Ιδεολογία, Γιά τή νέα αυτή τεχνοκρατική ιδεολογία στή βάση των σχέσεων κεφαλαιοκρατών και μισθωτών δεν βρίσκεται πια ή κοινωνική βία, άλλά «οι δομικές συνθήκες, πού προσδιορίζουν εκ των προτέρων δ,τι πρέπει να γίνει για và διατηρηθεί το σύστημα. . .>Α. Και ή προβληματική πάνω στή βιομηχανική κοινωνία κλείνει μέ τον Marcuse' «ή τεχνική της βιομηχανοποίησης είναι τεχνική πολιτική, και, σαν τέτοια, ερχεται σέ άμεση άντίθεση μέ τους στόχους τον Λόγον καΐ της ^Ελενθερίας»'^. Ο! σκέψεις, πον προηγήθηκαν καΐ πού δέν διεκδικούν βέβαια καμιά Ιδιαίτερη πρωτοτυπία, μιά και περιορίζονται và παρουσιάσουν μέ τρόπο συστηματικό τό γενικότερο θεωρητικό πλαίσιο των κειμένων, πού άκολουθοϋν, είχαν σάν άντικειμενικό σκοπό να βοηθήσουν τόν άναγνώστη στήν κριτική προσέγγιση των κειμένων αυτών καΐ và τοποθετήσουν τά αποσπάσματα στο σννολικό προβληματισμό κάθε σνγγραψέα, ^Η ΕΙσαγωγή στήν ιταλική έκδοση του Franco Ferrarotti, στόν όποιο άνήκει καΐ ή ευθύνη γιά τήν επιλογή) τών κειμένων και γιά τά είσαγωγικά σημειώματα του κάθε κειμένου, εξυπηρετεί τόν ϊδιο σκοπό, Kai αυτό παρά τις όρισμένες άντιρρήσεις, πού θά μπορούσε và εχει κανείς, γιά ένα κάποιο συμβιβαστικό έκλεκτισμό και γιά κάποιες σχηματοποιήσεις, αναπόφευκτες, ίσως, σέ τέτοιου είδους εργασίες, Α. Κ
Παπαχρίστον
1, Jϋrgen Habermas^ ha. technique et )a science comme «idéologie», γαλλ. μετάφραση^ GALLIMARD^ Paris, 1973. ^Αποοπάσματα δημοσιεύονται στο βιβλίο, Théorie sociologique, PUF, Paris, 1975, σελ. 501 - 508, οπον και παραπέμπουμε. Βλπ., στο ϊδιο πνεύμα. Δ. Τραυλοϋ-Τζανετάτου, «Βιομηχανική εργασία και κοινωνικο-οικονομικό σύστημα», ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, Γ' τετράμηνο, 1975 , 25, σελ . 445 - 458. 2. Η. Marcuse, Ό μονοδιάστατος άνθρωπος, σελ. 47.
^ίΐ
είΣΑΓύΓΗ
Θα ελεγε κάνεις δτι, οταν επιτέλους πέτυχε, ή κοινωνιολογία είναι νεκρή: άπο κριτική επιστήμη γίνεται εργοδηγητική τεχνική, μία άνάμεοα οτΙς τόσες. Ή πιο δψιμη άπά τΙς επιστήμες με την πραγματική σημασία του δρου δεν άντέχει τ^ν επιτυχία, ζει μιά πραγματικότητα κρίσης και γεννήθηκε άσχημα: είναι vo&o^ γενής κι δχι μόνο αναφορικά με το δνομα. Τό δνομά της το χρωστάς άλλωστε, σ έναν αν&ρωπο πού περνούσε την παράνοια γιά «πνευματική υγεία)). Σίγουρα, εχει δίκιο ο Οϋάιτχεντ οταν προειδοποιεί πώς μιά επιστήμη, που δεν είναι διατεθειμένη νά αρνηθεί τους Ιδρυτές της, είναι χαμένη. ^Αλλά γιά την κοινωνιολογία ή συμβουλή αυτή είναι άρκετά επιπόλαιη. ΣαΙν - Σιμόν, Μάρξ, Κόντ: με συγκλόνιζε πάντα ή άχαρη μοίρα, καμιά φορά τραγική, των πατέρων της κοινωνιολογίας' με εντυπωσιάζουν οι ανήσυχες και λαθεμένες ζωές τους, οι διαψευσμένες τους προσδοκίες. Δεν υπάρχει ουτε ενας τακτικός καθηγητής Λνάμεσά τους, κανένας που νά εκανε αυτό που λέγεται ((καλή καριέρα)). Φαντάζουν περιπλανώμενοι κι ανικανοποίητοι. Υπάρχει ενας μυστηριώδης δεσμός ανάμεσα στους κοινωνιολόγους, κάτι μεταξύ παραγκωνισμού και δημιουργίας. Φαίνεται πώς τά θεωρητικά οικοδομήματα, οΐ κοινωνιολογικοί ((νόμοί)) πληρώνονται προσωπικά και μπορούν νά αναπτυχθούν μόνο σε μιά κατάσταοη διαρκούς δυσαρέσκειας. "Άπο την αλλη μεριά, δ περιφερειακός, ο άνθρωπος στο περιθώριο της κοινωνίας, φαίνεται νά ευνοείται σαφώς δσον άφορα την κατανόηση των μηχανισμών της κοινωνικής ζωής. Είναι πιθανό νά τον βοήθα ή απόσταση, πικρή καΐ συμμέτοχος, ή ''ίσως ή αποτυχία, ή άρνηση ή ή αποποίηση νά τον διασφαλίζουν άπο τους κινδύνους της φαγοκυττάρωσης, νά τον εμποδίζουν νά μετατρέψει τις περίγραφες των κοινωνικών γεγονότων σε δικαιολογίες και τέλειες απαλλαγές, νά μήν του èτιπρέπονν νά μετριάσει μέσα του την Ικανότητα νά φαντάζεται, JCXIII
và επιΰνμει εναλλαγες κοινωνικών καταοτάοεων, διαφορετικούς μηχανισμούς καΐ οργανισμούς της ανθρώπινης συμβίωσης. Γιατί; Τί νόημα εχει ή κοινωνιολογική ανάλυση; "Ή, πριν άη αυτό y ποιό είναι το νόημα μιας επιστήμης; Φαίνεται πώς ή ερώτηση εχει τεϋεϊ ασχημα. Σου ερχεται αμέσως απαντήσεις : μα ή επιστήμη είναι το νόημά της- ή λειτουργία της, ή σημασία της δεν αναζητούνται εξω, βρίσκονται μ^σα στις 'ίδιες της τις ενέργειες, υποβαστάζονται απο μέσα, σαν σκαλωσιά που έπεκτείνεται συνέχεια* Αυτή ή εμπιστοσύνη στην επιστήμη σαν disciplina mentis, η βιωμένη ή&ική, είναι πολυ παλιά και, στο κάτω κάτω, ονγχέεται με τη σύνεση αυτή κα&εαυτή, με την αριστοτελική σωφροσύνη. Ό επιστήμονας εμφανίζεται σάν ενα είδος λαϊκού άγιου. Αυτή βρίσκεται άκόμα και σήμερα στη βάση της τεχνοκρατικής Ιδεολογίας και συνδέει στοχαστές τόσο διαφορετικούς σάν τον Θόρνστάίν Βέμπλεν και τον "Άντόνιο Γκράμσι ή τον Σνόου και τον 0\)γκο Σπίριτο. Δεν είναι δύσκολο νά διατυπώσουμε τήν ουσία: ο επιστήμονας είναι ορϋολογιστής επειδή πιστεύει, σάν τελευταίο τεστ της άλήϋειας, στο δεσμό αιτία - αποτέλεσμα' γιά ανά Ικανοποιήσει τήν αωϋησή του της ουσιαστικότητας», σημειώνει ειρωνικά ο Βέι^ιπλεν, δεν εχει ανάγκη από ενα σχέδιο της Πρόνοιας ή άπό ενα «φνσικο» νόμο· δεν εχει ανάγκη, με αλλα λόγια, άπό μια μυϋική πλοκή, άνιμιστική ή άνθρωπο μορφική, σε κά'θε περίπτωση προ - ?,ογική ή άνορ&ολογική που νά δικαιώνει οτά μάτια του, με δρους δχι άποκλειστικά μηχανικούς και ποσοτικούς, δηλαδή επιδεκτικούς ακριβούς μέτρησης, τη ροή της πείρας και τή φαινομενικά άτακτη και άδικαιολόγητη διαδοχή των συμβάντων. Ό επιστήμονας είναι, λοιπόν, ελεύ'θερος άπο συγκινησιακές προκαταλήψεις και πολιτιστικές αποστροφές* είναι εξ ορισμού ((άνοιχτοςη στο καινούργιο και τό διαφορετικό' κρατά μια στάση πειραματική, ελαστική, πού ευνοεί τή διαπροσωπική συμφωνία, προωθεί τήν κατανόηση- και θά μπορούσαμε νά τον ονομάσουμε δημοκρατικά και ακοινωνικο)) naturaliter, που δεν εχει προσβληθεί άπό τον δποιο πολιτικό ή μορφωτικό σωβινισμό, ικανό νά ζήσει άρμονικά με τούς υφισταμένους του, αισιόδοξο, πρόθυμο νά αναγνωρίσει τήν προσφορά των συναδέλφων του κλπ. Ό τόνος του Σνόου γίνεται σχεδόν διθυραμβικός οταν παοαλληλίζει τόν Ιεραπόστολο μιας εποχής σε χώρες τεχνικά καθυστερημένες με τους νέους σημερινούς ιεραπόστολους, τους επιστήμονες και τους τεχνικούς: (.(Πολλοί ευρωπαίοι, από τόν 'Άγιο Φραγκίσκο μέχρι τόν Σβάιτσερ έχουν αφιερώσει τή ζωή τους στους ασιάτες και τους αφρικανούς, ευγενικά αλλά και πατερναλιστικά. Δεν είναι αυτοί οΐ ευρωπαίοι 7ΐου θ^ά γίνουν δεXXIV
κΐοι ßk χαρά άπά άοιάτες καΙ αφρικανούς σύς oημεριvèς ovvûfjκες. Θέλουν άνϋρώπονς που ϋά άναμιχϋονν μαζί τους οάν ουνάδελφοι, που êà προσφέρουν τη γνώση τους, ûà εκτελέσουν ενα συγκεκριμένο τεχνικό εργο και d'à φύγουν. Ευτυχώς πρόκειται για κάτι που είναι εύκολο στους επιστήμονες. Γιατί είναι πραγματικά, περισσότερο άπ ο,τ ι ή πλειοψηφία του κόσμου, απαλλαγμένοι άπο ρατσιστικά αίσϋήματα' ή Ιίδια τους ή κουλτούρα στις ανθρώπινες σχέσεις της είναι δημοκρατική. Στο εσωτερικό τους κλίμα ή αυρα της Ισότητας σε χτυπά στο πρόσωπο, κάδμια φορά μάλιστα χωρίς σεβασμό οπως γίνεται στη Νορβηγία)). ^Αφήνοντας κατά μέρος τη νορβηγικη αύρα, δ Γκράμσι δεν λέει διαφορετικά πράγματα, αλλά κάποτε αποδίδει στην τεχνική εκπαίδευση ενα προβάδισμα ακόμα πιο καθοριστικό: αΣτό σύγχρονο κόσμο, ή τεχνική εκπαίδευση δεμένη στενά με τη βιομηχανική εργασία, ακόμα καΙ τήν πιο πρωτόγονη κι ανειδίκευτη, πρέπει νά αποτελέσει τή βάση του νέου τύπου διανοούμενου)), Mh περισσότερη επιφύλαξη ο Βέμπλεν μιλάει σποραδικά oè δλα του τά βιβλία για τήν απειθαρχία της μηχανής)) και τά ρεαλισμό, γ là τον ((εκπραγματισμο)) (^matter of factness^ που φαίνεται và θεμελιώνει τή στάση λ,χ, ενος μηχανικού. Το διφορούμενο αυτών τών άπόψεων εχει χαρακτήρα καθαρού επιστημονισμού και δεν επιτρέπει và δούμε το πρόβλημα σε δλη του τήν πολυπλοκό^ τητα. Μηχανική πρόοδος και ηθική πρόοδος ουσιαστικά συμπίπτουν, Ή ανάγκη καΐ ή Ικανότητα, που φαίνονται τυπικά ανθρώπινες, γιά và μπουν σε μιά σχέση προβληματικής ώς προς εαυτές, τους άλλους και τον κόσμο, σύμφωνα με τρόπους και συμπεριφορές που δεν μπορούν và προβλεφθούν με ακρίβεια και που γι αυτό ποτέ δεν προεξοφλούνται και δεν τυποποιούνται, διαλύονται βιαστικά οάν và πρόκειται απλά γιά περίεργες ανωμαλίες ή γιά ιδιότροπη, άριστοκρατική και φανερά αντιπαραγωγική εσωστρέφεια λίγων αώραίων ψυχών)) που ζουν από εισοδήματα, "Εχω άλλου τονίσει τήν άπόλυτη αδυναμία του εννοιολογικού θεμέλιου της νέας αυτής επιστημονικής ειδυλλιακής κατάστασης, που ερχεται ν αντιπαρατεθεί σε κείνη τών ανθρωπιστών καΐ τών παραδοσιακών λογίων, Τ à πράγματα είναι διαφορετικά και είναι πιο δύσκολα άπ" ο,τι μπορεί và φάνει μέσα άπο τους συνοπτικούς τύπους τών τεχνοκρατών. Κανένας δεν εχει το μέλλον οτο μεδούλι του κι ούτε το πρόβλημα είναι và κάνουμε τους μηχανικούς và διαβάσουν Σαίξπηρ και và εξηγήσουμε στους λάτρες της λογοτεχνίας το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής και μόνο. Το πρόβλημα που άγγιξε ο Σνόου είναι αναμφισβήτητα πραγματικό, άλλά οι λύσεις δεν πρέπει ν' άναζητηθοϋν σε προκατασκευασμένες συνταγές. Το δτι μιά συγκεκριμένη λογοτεχνία XXV
μπορεί và γίνει {(ώραιοποιητικψ) είναι οίγονρο, άλλά πρέπει và παρακολονϋουμε την ίδια την εξέλιξη της έννοιας της έπιοτήμης. Ή επιοτήμη δεν μπορεί và εχει την άξίωοη và Ισχύει μόνο γ là την τδια' δεν είναι τίποτα περιοοότερο άπό μιά άν&ρώπινη έπίχείρηοη. Μιά νέα κουλτούρα επιβάλλεται την εποχή της εκβιομηχάνιοης οε πλατιά κλίμακα, άλλά ή κουλτούρα αύτη δεν ϋ^^ά είναι το αποτέλεομα μιας εκστρατείας επιοτημονικης εκλαίκευοης. Το μέλλον δεν εξαρτάται άπό την άπλη επιστημονική ανάπτυξη, "Εξαρτάται άπό την Ικανότητα μιας ολοκληρωμένης κριτικής άξιολόγηοης, δηλαδη από μιά ολοκληρωμένη κουλτούρα, οπού ή έπιοτήμη ξ αν ανακαλύπτε ι και ξαναποκτά τη λειτονργικότητά της, δσον άφορα το νόημα του άνϋ'ρώπου, χωρίς và φιλοδοξεί và τό εξαντλήσει. Στην προοπτική αύτη δικαιώνεται ή ερώτηση γύρω άπό την έννοια της επιστήμης. Ή έννοια της επιστήμης παρουσιάζεται σήμερα δαϋ^ιά τροποποιημένη σε σχέση με τόν προηγούμενο αιώνα' διαστάλϋηκε τόσο που và περικλείει τις άν&ρωπιστικες η της κουλτούρας επιστήμες πλάι στις φνσικές. 'Έχουν εκπέσει πολλές βεβαιότητες. Ή επιστήμη δεν προσδοκά πιά μιά α^εια γνώση», δηλαδή và καθορίζει νόμους καϋολικής ισχύος^ άναγκαστικους και άναγκαίους' άρκεϊται σε τείνουσες ομοιομορφίες και σε προβλέψεις βασισμένες στη μέΰ'οδο των πιϋανοτήτων. Ή έννοια της αίτιας άρτικαύίσταται άπό τή λιγότερο έντονη της συσχέτισης. Τ ή μονοαιτ 10 λογική τοποθέτηση τής ερευνάς τείνουν và άντικαταστήσόυν επεξηγηματικά διαγράμματα με ορούς. Πιο ειδικά, ή επιστήμη άναζητά τους ορούς γιά μιά άκριβή και πραγματοποιήσιμη σύνδεση με τις πραγματικές άνΰρώπινες άνάγκες, δηλαδή προσωπικές και συγκεκριμένες. Ό Ιίουσερλ ενάντια στόν Γαλιλαίο. Ή πρόοδος τής επιστήμης δεν είναι, δπως υπέθεταν, μονογραμμική κι άπροσδιόριστη, άνοδική και άναπόφευκτη. Στήν τφριι^ή αάτομική εποχή)) τής άν§ρωπότητας, δπου κυριολεκτικά ή άνϋ'ρωπότητα δεν διαϋέτει πιά καμιά εγγύηση άπέναντι στήν Ίδια της τήν αύτο - εκμηδένιση, ή επιστήμη ανακαλύπτει ξανά τήν ήϋ'ΐκή της εφεση' μέσα άπό μιά μακιαβελική αάναγωγή οτΙς άρχές», επικαλείται άπότομα τΙς πηγές. ^Ή επιστημονική πρόοδος είναι μιά άνΰρώπινη προσπάϋεια εκτεθειμένη στήν άποτυχία και τή χρεώκοπία, δραματική, με δογματικές άναγκαστικά φύσεις, ποτισμένη με πολιτικό άγώνα, εξουσία και βία. "Οτιδήποτε αλλο εκτός άπό ειδυλλιακή κατάσταση και συναίνεση. "Η θρησκεία τής αυτόματης προόδου είναι μιά άνυπόφορη τυραννία' χωρίζει τόν άνθρωπο άπό τά εργαλεία του, ξεθυμαίνει τήν Ιστορία μh τό và τήν προεξοφλεί. Ή τόσο προσφιλής, στους διαφωτιστές και στους τεχνοκράτες, ιδέα μιας βαθμιαίας και αδμαλής)) έπιXXVI
οτημονικης προόδου είναι άβάοιμη. Στηρίζεται στην προϋπόΰεοη δτι κά§ε έπιστημονικη ανακοίνωση η ανόμος)) βασίζεται πάντοτε και μόνο στις αποκτηθείσες προφανείς αποδείξεις. ''Ωστόσοy 6 Τόμας Κουν άπεδειξε πρόσφατα την αδυναμία và κατανοήσουμε τη μεταβολή της επιστήμης χωρίς νά πάρουμε σοβαρά υπόψη μας αυτό που εκείνος ονομάζει «ή λειτουργία του δόγματος στην επιστημονική ερευνά». Γυμνή άπό κάϋε φωτοστέφανο χιλιετηρίδων, ή φυσική επιστήμη, η επιστήμη της φύσης, σύμφωνα με τον παραδοσιακό ορισμό, ανακαλείται ετσι στις ρίζες της, δηλαδή οτήν ταπεινή υποταγή στο πραγματικό. "Άλή&εια, ή έννοια της φασικής είναι ή ταπεινότητα, άλλά μιά τέτια ατακτική)) ταπεινότητα που προετοιμάζει το ϋ ρ ίαμβο. Natura noimisi parendo vincitur εϊχε πει ο Βάκων. Το σημαντικό που πρέπει νά θυμόμαστε είναι το χάσμα ανάμεσα στήν ταπεινότητα και τή νίκη, υποταγή οτο πραγματικό και κυριαρχία τιάνω του.
Το qui pro quo του έπιστημονισμοϋ χρωμάτισε άπό μόνο του και τις άρχες της κοινωνιολογίας. Σημείωσα κιόλας πώς ή κοινωνιολογία γεννήθηκε ασχημα. Παρουσιάζοντας τήν ερευνά μου α Η Μικρή Πόλη)) (Μιλάνο 1959, με τή συνεργασία των Ε. Ουτσέλι και Τ. Τζόρτζι - Ρόσι) σημείωνα δτι ή κοινωνιολογία γεννήθηκέ από μιά παρεξήγηση. 'Η παρεξήγηση αυτή βρίσκεται στο δτι νομίζουμε πώς ή άνθρώπινη κοινωνία είναι ενα σύνολο λογικό, ουσιαστικά ομοιογενές, δηλαδή τέλεια νοητό, χωρίς κατάλοιπα και μετάφράσιμο σ ενα κλειστό και απόλυτα κατανοητό σύστημα. ^Αλλά ή παρεξήγηση αυτή δεν είναι άπό μόνη της Ικανή νά ορίσει τον προυανατολισμό και τό βαϋν χαρακτήρα της συστηματικής κοινωνιολογίας. ^Η συστηματική κοινωνιολογία κινείται και άναπτύσσεται τιάνω σ" ενα συγκεκριμένο άξονα: τήν ιδέα της προόδου. Πρόκειται γ là μιά έννοια - κλειδί, που εξυμνεί, μαζί με τή λαϊκοποίηση της κουλτούρας, τή θεοποίηση της επιστήμης. Ό κατ εξοχήν λειτουργός αυτού του τυπικόν, που πραγματοποιείται σε στενή συνύπαρξη με τόν ερχομό της δυναμικής, οργα^· νωμένης και υπολογιστικής βιομηχανικής κοινωνίας, είναι ο Κόντ. ^Αλλά, πριν απ" αυτόν, ο Σαιν - Σιμόν είχε κιόλας δείξει σωστά τά βασικά χαρακτηριστικά της άναΐτέλουσας βιομηχανικής κοινωνίας: ορολογική οργάνωση, τυποποίηση και άντικαταοτασιμότητα, λειτουργική άποπροσωποποίηση, αλληλεξάρτηση των λειτουργιών προγραμματισμός και καταμερισμός της εργασίαςκεντρικός προγραμματισμός της παραγωγής. 'Έχει πολύ δίκιο ο XXVII
Νικόλαονς Ζόμπαρτ νά λέει πώς ((οτην άρχη κάΰε σχεδιαομοΰ υπάρχει ή φράοη του κόμη ΆνρΙ ντε Σαιν - Σιμον πού περιγράφει en miniature τη νέα οχέοη του άνΰ'ρώπου με τόν κόσμο^ χάρη οτην οποία η εποχή μας διαφέρει απ"" ολες τις άλλες εποχες της ιστορίας: " "Αναγνωρίζοντας δτι βρισκόμαστε σε μια εποχή μετάβασης, κάνουμε ενα σχέδιο ωστε αύτη να συηελειται τόν πιο κατάλληλο, τον πιο εύκολο και τον πιο ειρηνικό τρόπο'*^. Υπάρχει στενή, ανεξερεύνητη άκόμα τώρα σχέση, ανάμεσα στη γέννηση της κοινωνιολογίας, σαν επιστήμης ξεχωριστής και σχετικά αυτόνομης, η ακόμα περισσότερο, σαν scientia scîentiarum, στο μυαλό των Ιδρυτών της, και στην ελενση της βιομηχανικής κοινωνίας. Δεν πρόκειται μόνο γιά την επαναστατική έννοια της Ισότητας, που ενώ σημαδεύει την κρίση της μεσαιωνικής κοινωνίας, με τις διατάξεις και τις αυστηρές τάξεις της, d'à μπορούσε ωστόσο νά χαρακτηρίσει την πρώτη απόπειρα δρ'^%λογικης ερευνάς που ή άνϋρώπινη κοινωνία κάνει στάν εαυτό της, οπως ϋ^ά ελεγε ό Ραλφ Ντάρεντορφ, Είναι, κατά την κρίση μου, μια καινούργια, ανήκουστη σχέση ανάμεσα στην έπιστήμη και την κοινωνία, που πάει να εδραιωθεί, ετσι &στε ή κοινωνία, άντι γιά την παράδοση, νά επικαλείται τη λογικί] για νά ζητήσει κατευϋύνσεις και όργανα για νά αϋτοκατανοηΰεΤ και νά αυτοκυβερνη&εΐ. Ίί κοινωνιολογία δεν υπήρξε ποτέ, ουτε και στο ξεκίνημα της, ενα άπλό ζήτημα αοκνηρτς περιέργειας», ή οπως ϋ^α ëλεγε ό Βέμπλεν idle curiosity. ^Απο το ξεκίνημά της άκόμα είναι μιά επιστήμη στρατευμένη, ακόμα περισσότερο, μαχόμενη. Ό Κοιη φαίνεται νά εχει απόλυτη επίγνωση του πράγματος. Αύτο που μοιάζει σαν τελικό αποτέλεσμα μιας παρέκκλισης και που φαίνεται να διαψεύδει μιά ολόκληρη ζωη σπουδής και έρευνας, δηλαδη τη μυστικιστική στάση, την επιϋνμία μιας ^αναγέννησης της ανθρωπότητας» του κατοπινού Κόντ, πρέπει νά τί] δούμε περισσότερο σαν τη λογική που άπορέει άπο μιαν αντίληψη ή όποια θεωρεί την επιστήμη οχι σαν εγχείρημα - αύτοσκοπο και ϋεαψεΤ ειδικότερα την κοινωνιολογία σαν ανώτατο οργανο σωτηρίας: ανά γνα^ρίσουμε για νά προβλέψουμε, να προβλέψουμε γιά νά δράσουμε». Το απόφθεγμα του Κοντ δεν αφήνει αμφιβολίες σχετικά (W' αυτό. Ό αν&ρωπος στδν οποίο ανήκει ή αναγνώριση της έπίσημης πατρότητας της κοινωνιολογίας είναι ενας δύστροπος τύπος, καθόλου ευκολοπρόβλεπτός, με τον οποίο ξεμπερδεύουν εύκολα τά σχολικά εγχειρίδια, περιοριζόμενα νά θυμίσουν τδν περίφημο ανόμο» τών τριών σταδίων, δηλαδη την απόπειρα νά προσδιοριστεί ενα εξελικτικό σχήμα της ανθρωπότητας σύμφωνα με τά όποιο αύτη περνά απο τρεις φάσεις, τη θεολογική ή φανταστι-
χχνιπ
κή, τη μεταφνοίκη η ποιητικη και, τέλος, τη ψνοικη η εηιοτημονική. Στην πραγματικότητα πρέπει và δον με την άνϋεκτικη -— δ00 καΐ μερική — δύναμη του οτοχαομοϋ τον Κοντ οτη δυνατή και τιάρα πολν διειοδντικη διαίοϋηοη πον είχε γιά την επιοτήμη καΐ τη λειτουργία πον ϋά επιτελούσε στη σύγχρονη κοινωνία. Μπροστά στις ρεφορμιστικές άπόπειρες τον Μάρξ, σε μακροοικονομικό και διαλεκτικό ' αφηρημένο επίπεδο, η σε κείνες τον Προυντόν, εμποτισμένες ολες άπο ενϋονσιαστικό, αλλά ά-κριτικό, λαϊκιστικό καΐ άναρχοφέρνοντα δολονταρισμό, δ Κόντ άνακα^ λύπτει και κάνει ψνχρά την επιστήμη và λειτονργεί σαν βάση της συναίνεσης, ^Ενάντια στις ιδεολογίες της δεξιάς και της αριστεράς, ενάντια στονς ρεφορμιστές, τους συντηρητικούς και τους ^συνταγματικούς», δ Κόντ επιμένει στην άξία της επιστήμης σάν δημόσιας διαδικασίας, πού ή Ισχύς της ξεπερνάει τις μεροληψίες των προσωπικών άρχων προτίμησης, Ή επιστήμη αντιπροσωπεύει στά μάτια του τη μόνη διέξοδο μετά την νίες όφειλαν σχεδόν πάντα νά εκδηλώνουν ταυτόχρονα καΐ τή μιά καΙ
τήν &λλη φύση, σέ βαθμδ λίγο - πολύ έξίσου Ικδηλο. Μιά βαθύτερη δμως εξέταση θα τονίσει τήν αναγκαία άποτελεσματικότητα· του στρατιωτικού καθεστώτος για τή σταθεροποίηση καΐ προπάντων τήν έπέκταση τής θεολογικής επιβολής, πού Ιτσι άναπτύσσεται μέ |.uà συνεχή πολιτική έφ-αρμογή, δπως το είχε πάντα καλά καταλάβει το ιερατικό Ινστικτο. Έμεΐς άπο τήν άλλη μεριά άναγνωρίζουμε οτι τό θρησκευτι^κο πνεύμα, με τον τρόπο του, δέν είναι λιγότερο αντίθετο από τδ Γδιο το στρατιωτικό πνεϋμα στήν δ-· περεχούσα πρόοδο του βιομηχανικού πνεύματος. Έτσι, πέρα άπό τήν αμοιβαία· ριζική συγγένεια των δυό βασικών στοιχείων του πρωτόγονου πολιτικού συστήματος, βλέπουμε δτι κοινές απέχθειες και συμπάθειες, δπως καΐ δμοια γενικά συμφέροντα, συνενώνονται αναγκαστικά γιά νά φτιάχνουν πάντα έναν τόσο εσωτερικό, δσο και αυθόρμητο απαραίτητο συνδυασμό ανάμεσα στίς δυό εξουσίες, πού οπουδήποτε οφείλουν νά συνδράμουν, στό σύνολο της άνθ'ρώ»· πινης εξέλιξης, για τον ϊδιο αναπόφευκτο άν και προσωρινό βασικό σκοπό. Θά ήταν ανώφελο εδώ νά έπιμείνουμε περισσότερο στήν κοινωνιολογική αρχή αύτής της αναγκαίας αλληλεγγύης τών δύο πολιτικών δυνάμεων, πού σύντομα θα μας παρουσιάσει ή ιστορική ανάλυση μέ τόση σαφήνεια, δυνάμεις πού συνεχώς καλούνται νά παγιωθούν και νά διορθωθούν αμοιβαία. Ό βασικός δυϊσμός της σύγχρονης πολιτικής είναι, από τή. φύση του, ακόμα πιό αδιαμφισβήτητος από κεινον πού μόλις σκιαγράφησα. Σήμερα είμαστε οέ καλύτερες συνθήκες γιά νά τόν αξιολογήσουμε επακριβώς, επειδή τά δυό 'στοιχεία ακόμα δέν καλύφτηκαν από τήν οριστική πολιτική τους υπεροχή, άν καΐ ή κοινωνική τους ανάπτυξη εχει ήδη έπαρκώς εκδηλωθεί. 'Όταν ή έ'πιστημονική καΐ ή βιομηχανική δύναμη θά μπορέσουν μεταγενέστερα νά άποκτήσουν δλη τήν πολιτική πρόοδο πού τούς έπιφυλάσσεται, κι ετσι δταν ή βαθιά αντιζηλία τους θά εκδηλωθεί έξίσου, ή φιλοσοφία θά συναντήσει ϊσως περισσότερα εμπόδια για νά τΙς κάνει νά άναγνο>ρίσουν ομοιότητα καταγωγής καΐ σκοπών, συμφωνία αρχών κα,Ι συμφερόντων, πού δέν θά μποροϋ'σαν νά αμφισβητηθούν σοβαρά >μέχρι τή στιγμή, πού ενας κοινός άγώνας ενάντια στό παλιό πολιτί'κό σύστημα πρέπει αύθόρμητα νά Ιχει αναπόφευκτες διαφορές. Χο)ρις νά σταματήσουμε Ιδώ ιδιαίτερα στή βασική αρχή, πού Ιμ|.ιεσα ήδη ξεκαθαρίστηκε από τό σύνολο αυτής της Πραγματείας, και πού έξαρτα βαθιά τή μιά από τήν άλλη, μέ τρόπο τόσο άμεσο, δσο καΐ σαφή, τήν πραγματική γνώση τών νόμων της φύσης καΐ τή δράση του άνθρώπου στόν έξωτερικό κόσμο, συμφέρει κυρίως, γιά τήν καλύτερη προπαρασκευή της ιστορικής μας ανάλυσης, νά σημειώσουμε τώρα τή σημαντική αναγκαία συνδρομή, καθεμιάς άπ' αύτές τΙς δυό κοινωνικές δυ-
νάμεΐζ, στδν πολιτικά - θρίαμβο της δλλης, συνοδεύοντας οπωσδήποτε τΙς προσπάθειες ένάντια στόν %ύριο ανταγωνιστή.. Έδειξα ηδη παραπάνω, για Άλλο σκοπό, τή μυστική ανακολουθία ανάμεσα-στό έπιστημονικδ καΐ στο στρατιωτικό πνεύμα. Πολύ περισσότερο'δέν'θα μπορούσε νά αμφισβητηθεί ή φυσική άντίθεση, του ά-νεπτυγμένου· έπαρ'κώς βιομηχανικού πνεύματος στη γενική, υπεροχή του θεολογικού • πνεύματος. Άπο απόλυτα θρησκευτική άποψη, απ' δπου οι πιο ζηλευτοί συντηρητικοί μας συνήθως άπέχουν πολύ σήμερα, ή εκούσια μεταβολή τών φαινομένων, με βάση τούς κανόνες μιας καθαρά ανθρώπινης σοφίας, κατά βάθ'ος δέν πρέπει νά- φάνει-λιγότερο άπλή άπο τήν άμεση'όρθολογική τους πρόβλεψη'· άφου και ή μιά καΐ ή άλλη προϋποθέτουν εξίσου αμετάβλητους νόμους, κ-ατά βάθος άσυμβίβαστούς μέ οποιαδήποτε θέληση, δπως . εξήγησα, από πολλές διαφορετικές πλευρές, στα διάφορα μέρη αυτής της Πραγματείας. 'Ακολουθώντας τή βάρβαρη, αλλά αυστηρή λογική των καθυστερημένων λαών, κάθε ενεργητική έπέμβαση του ανθρώπου, γιά νά βελτιώσει για χάρη του τή γενική οικονομία ·τγ)ς φύσης, πρέπει βέβαια νά συνιστά ενα είδος ασέβειας-προς-τήν'κυβέρνηση "τη; Πρόνοιας.· Δέν υπάρχει πράγματι αμφιβολία, πώς μιά" τόσο απόλυτη υπεροχή του θρησκευτικού πνεύματος τείνει αναγκαστικά νά άποροφήσει μέσα · της τή βιομηχανική πρόοδο της ανθρωπότητας, μέ τό υπερβολικό αίσθημα μιας βλακώδους αισιοδοξίας, δπως μπορεί νά . διαπιστω'θει σέ τόσες καθορισμένες περιπτώσεις. "Αν αύτή 'ή καταστροφική συνέπεια δέν πραγματοποιόταν πιό συχνά καΐ κυρίως πληρέστερα, αύτό εξαρτάται μονάχα από τήν ιερατική σοφία, πού ήξερε νά χρησιμοποιεί, μέ "άρκετή ικανότητα, μιά τόσο επικίνδυνη εξουσία μέ τρόπο ώστε νά αναπτύσσει τήν ευτυχή έκπολιτιστική έπιροή της, εξουδετερώνοντας "δσο τό· δυνατό, μέ απαραίτητες συνεχείς συνετές προσπάθειες, τή φθοροποιό φυσικά δράση της, οπως θά έξηγήσω ιστορικά ·στά" επόμενα τρία ικεφάλαια. Δέν θά μπορούσε λοιπόν γενικά νά παραγνωριστεί ή μεγάλη πολιτική επιροή, χάρη στήν δποία ή βαθμιαία πρόοδος της/άνθρο')πινης βιομηχανίας πρέπει φυσικά νά υποστηρίξει τήν προοδευτική υπεροχή του επιστημονικού πνεύματος· στόν αναπόφευκτο ανταγωνισμό του μέ τό θρησκευτικό πνεύμα, χωρίς νά υπολογίζουμε τό σημαντικό καθημερινό κίνητρο νά άλληλοτροφοδοτο.υνται ή βιομηχανία μέ τήν επιστήμη,· δταν καΙ οΐ οΐ ,δυό ει ναι.καλά προετοιμασμένες. Άφου τό πολιτικό παρελθόν αύτών τών δυό βασικών στοιχείων του σύγχρονου συστήματος επρεπε μέχρι τώροί νά είναι ή κοινή βαθμιαία ύποκατάσταση της κοινωνικής δύναμης των άντίστοιχων στοιχείων του παλιού συστήματος, χρειάζεται πολύ νά στρέψουμε τήν προσοχή μας κυρίως στήν αναγκαία αλληλοβοήθεια, πού είχαν μεταξύ τους, γιά μιά τέ-
τια πρώτη ίπιχείρψη. Άλλα αύτη ή κριτική συνδρομή μπορεί εϋκολα να δείξει ποια δύναμη καΙ ποια άποτελεσματικότητα θά μπορούν αυθόρμητα νά άποκτοΰν αύτοί οΕ γενικοί δεσμοί, δταν αύ^ τός δ μεγάλος πολιτικές δυι-σμός θά μπορεί τελικά να πάρει τόν άμεσα οργανικό χαρακτήρα, πού του Ιλειψε ουσιαστικά ός τώρα, για να διευθύνει άνάλο^^α την τελική αναδιοργάνωση των σύγχρό^ νοιν κοινωνιών, δπως θα εξηγήσω ιδιαίτερα στο 57ο μάθημα, στό τέλος της ιστορικής μας ανάλυσης. Έχοντας δείξει, μέ άφορμή τον τωρινό ατόχο μας, έπαρκώς τή διπλή πολιτική συγγένεια, πού ένώνει βαθιά μεταξύ τους τά δυό κύρια στοιχεία καθεμιάς άπό τΙς δυο άκραιες ικαταστάσεις της βασικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, θα ήταν άνώφελο να φέρουμε σέ πέρας λεπτομερώς τήν ϊδια φιλοσοφική έπιχείρηση γιά δ,τι άφορα τήν ενδιάμεση κατάσταση. Ή αύθόρμητη αλληλεγγύη των δυο διαφορετικών δυνάμεων, πνευματικής καΐ χρονικής, πού συνιστουν το μεταβατικό καθεστώς, είναι άπδ τήν &λλη μεριά μιά αναγκαία συνέπεια έκείνου, πού τήν αρχή του τήν εξετάσαμε' συνοπτικά σέ σχέση μέ το αρχικό καθεστώς καΐ μέ τό τελικό. Ή πραγματικότητά της τελικά σήμερα είναι τόσο άδιαι^φισβήτητη, πού δεν θά -μπορούσε να άποκτήσει εδώ καμιά άμεση ενδειξη : .κοιτώντας τό εργο τών μεταφυσικών καΐ τών νομοθετών, παρά τΙς αναπόφευκτες αντιζηλίες τους, δέν θά μπορούσαμε νά παραγνωρίσουμε τή βασική τους συγγένεια, πού δέν θα μπορούσε νά έπιτρέψει να έπε,κταθεί πραγματικά ή πολιτική έπιροή τών μέν, χωρίς νά διαλυθεί ταυτόχρονα ή πολιτική ύπεροχή τών άλλων. Μπορούμε, λοιπόν, τώρα νά θεωρήσουμε τελειωμένη τήν άπαραίτητη συμπληρωματική έξήγηση, πού άπαιτουσε στήν άρχή, άπό τή φύση του, δ βασικός μας νόμος τής άνθρώπινης Ιξέλιξης, πρίν μπορέσει νά έφαρμοστεΐ ομαλά, μέ άμεσο τρόπο, στή γενική μελέτη αύτου του μεγάλου φαινομένου, τό δποιο πάντα θά κυριαρχείται, στά επόμενα μαθήματα, άπό τήν πρωταρχική θεώρηση αύτου του τριπλού διαδοχικού δυισμου, άναγκαία βάση, κατά τή γνώμη μου, τής ύγιους ιστορικής φιλοσοφίας. Δέν θά ήταν άχρηστο, τελειώνοντας, νά σημειώσουμε τή λανθάνουσα συμφωνία αύτου του νόμου διαδοχής, διανοητική καΐ ολική ταυτόχρονα, δπως κοινωνική καΐ πολιτική, 'μέ τόν αυθόρμητο συντονισμό, πού τό κανονικό ένστικτο του δημόσιου λόγου εχει αποκαταστήσει στό σύνολο του κοινωνικού παρελθόντος, διακρίνοντας τόν παλιό και τό σύγχρονο κόσμο, πού χωρίζονται καΐ συνενώνονται άπό τό μεσαίοινα. Χωρίς νά έπιχειρουμε καμιά κενή συζήτηση έποχών μέ μια παράλληλο πού, άπό μόνη της, δέν θά μποροΰσε νά είναι άκριβής, δέν μπο,ροΟμε βέβαια νά παραγνωρίσουμε μιά πραγματική άναλογία άνάμέσα σ' αύτή τήν κοινή έκτίμηση καΐ τόν κοινωνιολογικό νόμο, πού προσ-
28
πάθησα να άποδείξω Ιδώ %αΙ πού, άπ αύτή τήν μπορεί νά Οεο)ργ)&εΐ δτι προορίζεται κυρίως νά καταστήσει δρθολογική καΐ γόνιμη, μέ μια σαφή έπιστημονική άντίληψη, μια κοινή έμπειρική Ιννοια, πού μέχρι τώρα παρέμεινε ούσιαστικά άγονη. Μακριά από τόν κίνδυνο — έξαλλου, προφανώς φυσιολογικό — δτι μια τέτια σύμπτωση μπορεί κατά 'κάποιο τρόπο να σμικρύνει τή φιλοσοφική άξία τών θεωρησιακών έργασιών μου, οφείλω, άντίθετα, να άξιολογηθω δμεσα, δσον άφορα τήν υψηλή γενική έπιβεβαίωση δλόκληρου του συστήματος τών έρευνδ>ν μου, στ' δνομα έκεινου του θ^εμελιακοό άφορίσματος της θετικής φιλοσοφίας, δπως τόσο συ^ χνά άναφέρθηκε στά διάφορα μέρη αύτής της Πραγματείας, πού θέτει, σέ επίπεδο αρχής, ·σέ δλες τΙς υγιείς έπι^στημονικές θεωρίες, τήν άπαραίτητη υποχρέωση ένος ξεκινήματος άρκετα σύμφο)νου μέ τΙς φυσικές υποδείξεις τοΟ δημόσιου λόγου, του δποίου ή πραγματική επιστήμη δέν θα μπορούσε να συνιστά, άπό κάθ^ &ποφη, παρά μιά άπλή ειδική έπιμήκυνση. Tà σύνολο των παρατηρήσεων κοινωνικής δυναμικής, πού Αναφέρθηκαν ·σ αύτο τδ μακρύ καΐ σημαντικδ .κεφάλαιο, Ιχοντας τώρα πια έπαρκώς αποσαφηνίσει τδ βασικδ νόμο της ανθρώπινης εξέλιξης και κατά συνέπεια τΙς ούσι^στικές βάσεις της άληθινής Ιστορικής φιλοσοφίας, πού τδ 48ο μάθημα είχε ήδη έπαρκώς δποδείξει τδ πνεύμα της καΐ τή μέθο·δό της, πρέπει τώρα να έφαρ[ΐόσουμε άμεσα αυτή τήν κοινωνιολογική άντίληφη στήν πραγματική έκτίμηση του συνόλου του άνθρώπινου παρελθόντος. Αύτδς θα είναι δ κύριος έπόμενος στόχος τών ακόλουθων Ιξι κεφ>αλαίων, σύμφιονα μέ τδ συνοπτικδ πλαίσιο πού έπισυνάφθηκε, τδ 1830, στδν πρώτο τόμο αύτής της Πραγματείας.
Χέρμπερτ Σπένσερ (Ντέρμπι 1820 - Μπρΐγκτον 1903)
Γόνος τωνριτανικης οικογένειας^ ό Σηένσερ δεν άκολον^ησε κανονικό κύκλο οπονδών, αλλά άπο τη νεανική τον ακόμα ηλικία εδείξε ενα ίδιαίτερο ενδιαφέρον γιά τις q)voικhς επιστήμες, ^Α" φον εργάοτηκε γιά λίγο καιρό σάν δάσκαλος και μηχανικός στούς οώτιροδρόμονς, η πολιτική τον δραστηριότητα, σννδεμένη με τό χαρτιοτικό κίνημα y τον ωϋηοε^ οτά 1844y στις πρώτες τον δη·' μοσιενσεις. Μετά άπό μερικά χρόνια σννεργασίας στο Economist τον Ä0vδίv0vy το 1853, μιά κληρονομιά τον επέτρεψε να δούει ολοκληρωτικά στη μελέτηj μοναδική απασχόληση τον μεχρι το êàvaro. Βασική μέϋ^οδος της κοινωνιολογικής ερεννας είναι για τάν Σπένσερ ή ανάλυση. Αντή τον οδηγεί στο νά διατνπώσει ενα πρώτο νόμο αναφορικά με την εξέλιξη^ πον παραμένει ή βάση ολης τον της σκέψης: αή άνάτίτνξη μπορεί να οριστεί ώς ή αλλαγή άπο τήν έξαρϋ'ρωμένη ομοιομορφία στην οργανωμένη φορά, στήν οποία προστίθεται ή διασπορά της κίνησης και ή 6λοκλήρωοη της νλης)). Στις α Αρχές της Κοινωνιολογίας^) προσπαθεί να επαληθεύσει^ μέσα στο χώρο της κοινωνίας, το γενικό νόμο της εξέλιξης, βοηθούμενος σ αντο με τήν αναζήτηση αναλογιών ανάμεσα στον οργανισμό και τήν κοινωνία. Στα πολιτικά τον κείμενα, πέφτοντας κάποτε ok μεροληψίες και προσβλέποντας λιγότερο στις ανάγκες της επιστημονικής αντικειμενικότητας, ό Σπένσερ τάσσεται με άπριοριστικο τρόπο ενάντια σε κάθε κρατική παρέμβαση και νποστηρίζει τήν αξία τον ελεύθερον παιχνιδιού τών άτομικών σνμφερόντων, "Άπο τα κνριότερα εργα τον: αΠρώτες ^Aρχkς)) (1862)' ii Αρχές της Κοινωνιολογίας)) (1876-1896)' α Η Σπονδή της Κοινωνιολογίας)) (1873), Ή βιομηχανική κοινωνία Όφείλοντας σχεδόν πάντα να αμύνονται απέναντι στούς εξωτερικούς εχθρούς, ενώ εσωτερικά πρέπει να φροντίζουν γιά τή συντήρηση τους^ οι κοινωνίες, δπως εϊδαμε στό τελευταίο κεφάλαιο, συνήθως μας παρουσιάζουν ενα κυκεώνα δομών κατάλληλων γι' αύτούς τους διαφορετικούς σκοπούς. Να άναλυιθει δ κυκεώνας δέν εϊναι εύκολο. 'Ανάλογα μέ το άν δεσπόζει τ6 ενα ί) zb SXko είδος
2 10
δομής, άθεί τΙς διακλαδώσεις του στό άλλο* βλέπουμε, γιά παράδειγμα, πώς, δταν υπερισχύει ό στρατιωτικός τύπος, δ Ιργάτης,· συνήθως σκλάβος, δέν είναι πιο ελεύθερος άπο τό στρατιώτη* ένδ), δπου " κυριαρχεί δ βιομηχανικός τύπος, δ στρατιώτης, αν καΐ στρατευμένος Θκούσια κάτω άπδ καθορισμένες συνθήκες, μετέχει κατά κάποιο τρόπο στην κατάσταση του ελεύθερου Ιργάτη. Στη μια περίπτωση τό σύστημα του προσωπικού .κανονισμού, πού. προσιδιάζει στό στρατιωτικό στοιχείο, διαπερνάει τό έργατικό στοιχείο* στην δίλλη, αντίθετα, τό σύστημα της σύμβασης, που χαρακτηρίζει τό εργατικό στοιχείο, τροποποιεί τό στρατιωτικό στοιχείο. Είναι κυρίως ή προσαρμοσίλένη στόν πόλεμο οργάνωση, πού υποτάσσει εκείνη πού είναι προσαρμοσμένη στή βιομηχανία. • Ένώ,·^ δπως εΐΐδαμε, ό στρατιωτικός τύπος, στή θεωρητική του δομή, έκδηλώνεται μέ τήν Γδια κοφια σέ άρκετές κοινωνίες, ώστε να 'μήν αφήνει καμκχ αμφιβολία για τη βασική του φύση, δ βιομηχανικός τύπος Ιχει τόσο καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του σέ σχέση μέ κείνα του επικρατούντος άκόμα στρατιωτικού τύπου, πού ή ιδεατή του μορφή δέν παρουσιάζει πουθενά παρά μόνο ατελή σημεία. Τό λέω αυτό για να αποκλείσω απρόοπτα, πού δέν θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν καΐ βέβαια θα ήταν καλό να αποκλειστούν μερικές πιθανές λαθεμένες εκτιμήσεις. Κατά πρώτο λόγο, δ βιομηχανισμός δέν πρέπει να συγχέεται μέ τήν επινοητικότητα. Μολονότι τα μέλη μιας βιομηχανικά οργανωμένης κοινωνίας είναι συνήθως επινοητικά, μάλιστα είναι ύποχρεωμένα να είναι, δταν ή κοινωνία είναι προχωρημένη, δέν χρειάζεται δμως να πιστεύουμδ δτι μια βιομηχανικά οργανωμένη κοινωνία είναι μια κοινο^νία δπου γίνεται πολλή δουλειά. 'Όταν ή κοινωνία είναι μικρή καΐ ή έπικράτειά της είναι τόσο ευνοϊκή, ώστε νά μπορεί να διατηρεί εύκολα τή ζωή, μέ λίγο- μόχθο, ο·ι κοινωνικές σχέσεις, πού χαρακτηρίζουν τό βιομηχανικό τύπο, μπορούν να συνυπάρχουν μέ μιά πολύ μέτρια παραγωγική δραστηριότητα. Δέν είναι ή έπιμέλεια τών μελών της πού κάνει τή βιομηχανική κοινωνία, μέ τήν έννοια πού τήν εννοούμε έδώ, άλλα ή μορφή συνεργασίας μέ τήν οποία τα μέλη αυτής της κοινωνίας εκτελούν τΙς έργασίες τους, εϊτε λίγα είτε πολλά είναι. Κατανοούμε καλύτερα αυτή τή διάκριση, αν παρατηρήσουμε δτι, άντίστροφα, μπορεί να υπάρχει, και συχνά υπάρχει, μεγάλη έπινοητικότητα σέ κοινο)νίες διαμορφωμένες κατά τό στρατιωτικό τύπο. Στήν αρχαία Αίγυπτο υπήρχε τεράστιος έργατικός πληθυσμός και ογκώδης παραγωγή, σέ μεγάλη ποικιλία. Και τό άρχαιο Περού παρουσιάζει ακόμα καλύτερα τό παράδειγμα μιας' μεγάλης κοινωνίας καθαρά στρατιωτικής στή δομή της, πού τά μέλη της εργάζονται χωρίς ανάσα. Συνεπώς, έμεις εδώ δέν πρέπει να άσχολη-
2
11
θου|ΐε μέ τήν ποσότητα της Ιργασίας, άλλά μέ τδν τρόπο δργάνω- • σης των έργαζόμενων. 'Ένα στρατιωτικό σύνταγμα μπορεί να χρησιμοποιείται στήν 'κατασκευή έργων, ενα ΰίλλο στήν ύλοτόμηση ενός δάσους, ëva αλλο στήν άντληση νεροΰ* άλλά Ιτσι δέν άνάγον- · ται στήν κατάσταση της βιομηχανικής κοινωνίας. Τα ένωμένα δτομα, πού κατόπιν διαταγής κάνουν αυτά τά πράγματα καΐ δέν έχουν δικαίωμα στα προϊόντα, δέν είναι οργανωμένα βιομηχανικά, αν και ασχολούνται βιομηχανικά. Τό ιδιο ισχύει γιά τή στρατιωτική κοινωνία σαν σύνολο, στο μέτρο πού ή συνταγματοποίηίσή της πλησιάζει τήν τελειότητα. Ό τύπος βιομηχανικής, στήν κυριολεξία, κοινωνίας πρέπει βέβαια να διακρίνεται από τόν τύπο μέ τόν δποιο εύκολα μπορεί να συγχέεται, εκείνον δηλαδή δπου τά άτομα, ασχολούμενα αποκλειστικά μέ τήν παραγωγή καΐ τή διανομή, υπόκεινται σέ κανόνες τοΟ είδους εκείνων πού προδιαγράφονται από σοσιαλιστές καΐ κομμουνιστές. Πράγματι, καΐ αύτές επίσης συνεπάγονται κάτω άπό άλλη μορφή τήν αρχή της καταναγκαστικής συνεργασίας. "Λμβσα ή έμμεσα, τα άτομα παρεμποδίζονται νά άσχολουνται μόνα τους καΐ άνεξάρτητα, δπο)ς τούς άρέσει, να συναγωνίζονται μεταξύ τους στήν προσφορά των προϊόντων γιά τό χρήμα, νά έκμισθ'ώνουν τό Ιργο τους σύμφωνα μέ τούς δρους πού πιστεύουν συμφέροντες. Δέν μπορεί να υπάρξει κανένα τεχνητό σύστημα ρύθμισης της εργασίας, πού νά μήν παρακωλύει τό φυσικό σύστημα. 'Όσο περισσότερο οί άνθρωποι εμποδίζονται να συνάψουν έκεΐνες τΙς σχέσεις πού τούς αρέσουν, τόσο περισσότερο ή έργασία τους. ύπόκειται στήν αυθαιρεσία. Δέν ένδιαφέρει μέ ποιό τρόπο συστάθη-κε δ μηχανισμός Ιλέγχου' βρίσκεται απέναντι στούς έλεγχόμενους στήν ϊδια σχέση μέ τό μηχανισμό έλέγχου μιας στρατιωτικής κοινωνίας. ΚαΙ δτι τό καθεστώς, πού θέλουν νά έγκαταστήσουν έκεινοι πού κηρύσσονται ενάντια στό ^συναγωνισμό, είναι στρατιωτικό καθεστώς, τό διαπιστώνουμε κυρίως στό γεγονός δτι οι κομμουνιστικές μορφές opYo^mGYiç υπήρχαν στίς πρωτόγονες κοινωνίες, πού ήταν κατ' εξοχήν πολεμικές, καΐ 'μετά στό άλλο γεγονός, δτι στίς μέρες μας τά 'κομμουνιστικά σχέδια προέρχονται κυρίως άπό τΙς στρατιωτικές κοινωνίες κι εκεί συναντούν απήχηση. Μια προκαταρκτική εξήγηση είναι άναγκαια. Ή δομή, πού προσιδιάζει στό βιομηχανικό τύπο κοινωνίας, δέν μπορεί άπό τήν αρχή νά παρουσιάζει διακεκριμένες μορφές. 'Αντίθετα, χρειάζεται νά περιμένουμε νά τή δούμε νά αρχίζει μέ μιά μορφή άσαφή, άδιάκριτη. Γεννημένη άπό τή μετατροπή μιας προϋπάρχουσας δομής, διατηρεί γιά πολύ τά άποτυπώιματά της. Γιά παράδειγμα, ή μετάβαση άπό τήν κατάσταση, δπου δ έργαζόμενος, ιδιοκτησία άλλου δπως ένα κτήνος, εργάζεται άποκλειστικά γιά κέρδος τοΟ ά-
2 12
φβντικου του, ^τήν κατάσταση δπου, εντελώς αποκομμένος από τό αφεντικό του, απο τή γη, άπο το χώρο, είναι έλεύθερος να έργάζεται δπουδήποτε καΐ για οποιονδήποτε, γίνεται βαθμιαία. 'Ακόμα περισσότερο' ή αλλαγή από τΙς διατάξεις του μιλιταρισμού, δπου οΐ υπήκοοι παίρνουν, πέ-ρα άπό τή διατροφή τους, κάποιο δώρο ·κάθε τόσο, στις κοινωνικές διατάξεις, δπου, άντι γι' αυτά τα δυό ιπλεονεκτήματα, τα ατομα λαβαίνουν σταθερά μεροκάματα, ή μισθούς,, ή αμοιβές, προχωρεί σιγά και υπόγεια. Μπορούμε εξάλλου να παρατηρήσουμε πώς ή διαδικασία της ανταλλαγής, αρχικά αόριστη, εγινε οριστική μόνον έκει πού ό βιομηχανισμός αναπτύχθηκε αξιοσημείωτα. Ή ανταλλαγή δέν ξεκίνησε μέ τή διακεκριμένη πρόθεση να δώσει ένα πράγμα σέ άνταλλαγή άλλου ίσης άξίας, άλλα ήταν άρχικά τό χάρισμα μέ άνταλλαγή κάτι άλλο, ιπού και σήμερα, στήν 'Ανατολή, παραμένουν ίχνη αυτής της πρωτόγονης συνδιαλλαγής. Στό Κάιρο ένας έμπορας, πριν πουλήσει κάτι άπό τήν πραμάτεια του, προσφέρει στόν αγοραστή καφέ καΐ τσιγάρα. Τ π ' αυτούς τούς δρους δέν ύπάρχει τίποτα άπό κείνη τήν δρισμένη ισοδυναμία, πού χαρακτηρίζει τήν άνταλλαγή σέ μας* οι τιμές δέν είναι σταθερές, άλλα ποικίλλουν πολύ άπό περίπτωση σέ περίπτωση. 'Έτσι, σέ δλες τΙς εξηγήσεις μας, πρέπει να τό εχουμε καλά υπόψη δτι ή δομή καΐ οι λειτουργίες του βιομηχανικού τύπου δέν διακρίνονται παρά βαθμιαία άπό κείνες του στρατιωτικού τύπου. Μέ έτοιμο τό δρόμο, άς δοϋμε τώρα ποια είναι, a priori, τά χαρακτηριστικά της 'κοινωνικής οργάνωσης, πού είναι τελείως απροετοίμαστη για τήν άμυνα ιάπέναντι στους εξωτερικούς εχθρούς, καΙ άποκλειστικά ικανή νά διατηρήσει τήν κοινωνική ζωή μέ τή διατήρηση τής ζωής καθενός άπό τά μέλη της. Π .χ. εκείνο πού 'έχουμε ήδη κάνει, δταν πραγματευόμασταν τό στρατιωτικό τύπο, πρέπει έδώ, πραγματευόμενοι τό βιομηχανικό τύπο, νά έξετάσουμε έξαρχής τήν ιδεατή μορφή του. "Αν ή συλλογική δράση είναι ή πρώτη συνθήκη μιας κοινωνίας, πού όφείλει νά αυντηρηθεί άπέναντι σέ έχθρικές κοινωνίες, αντίστροφα, δταν δέν υπάρχουν έχθρ^κές κοινωνίες, ή συλλογική δράση δέν είναι πλέον ή πρώτη συνθήκη. Ή συνέχιση της ύπαρξης μιας κοινωνίας προϋποθέτει κυρίως δτι αύτή δέν καταστρέφεται σαν σώμα άπό τούς ίέξωτερικούς εχθρούς, αν βέβαια -δέν καταστρέφεται σιγά - σιγά άπό τήν άνικανότητα τών μελών της νά διατηρηθούν και νά πολλαπλασιο^τουν. "Οταν παύει δ κίνδυνος νά εξαφανιστεί άπό τήν πρώτη αιτία, παραμένει μόνο δ κίνδυνος νά χαθεί άπό τή δεύτερη. Ή διατήρηση τής κοινωνίας θά προέλθει, άπό τώρα καΙ στό έξης, άπό τή διατήρηση τών μονάδων της αυτών καθεαυτώ^ν καΙ άπό τόν πολλαπλα-
2
13
•σιασμό τους. 'Άν δ καθένας φροντίζει πλήρως για τήν εύημερία του καΐ για κείνη των ιάπογόνων του, ή ευημερία της κοινωνίας Ιμμεσα είναι εξασφαλισμένη. Μια σχετικά μικρή ποσότητα συλλογικής δράσης άρκεΐ γι' αύτό τό αποτέλεσμα. Κάθε άνθρωπος μπορεί να διατηρηθεί μέ τήν εργασία του, να ανταλλάξει, τα προϊόντα του μέ κείνα των άλλων,· νά προσφέρει τή βοήθειά του καΐ νά πληρωθεί, νά μπει σ' αύτο ή στον αλλο συνδυασμό για-να φέρει σέ πέρας μια έπιχείρηση, μικρή ή μεγάλη, χωρίς νά υπακούσει στή διεύθυνση της κοινωνίας σάν συνόλου. Ό προς επίτευξη σκοπός της δημόσιας δράσης είναι νά διατηρήσει τήν Ιδιωτική δράση μέσα σέ ορισμένα δρια, καΙ ή ποσότητα δημόσιας δράσης, πού καθίσταται άναγκαία γι' αύτό τό σκοπό, ελαττώνεται δσο περισσότερο οί ιδιωτικές δράσεις αύτοπεριορίζονται. σέ σωστά πλαίσια. "Ετσι πού, ένό) τό στρατιωτικό καθεστώς θέλει μια έσωτερική •συλλογική δράση, αύτό-πού παραμένει απ' αύτή τή συλλογική δράση στό βιομηχανικό καθεστώς ·είναι ;κυρίως έξωτερικό* τά έπιθετικά αισθήματα του άνθρώπου, πού τά ανέπτυξε δ μακρόχρονος πόλεμος, καθιστούν άναγκαία μιά τέτια δράση, καΐ αυτή θά έλαττωθεΐ σιγά - σιγά, στό μέτρο πού αύτά τά αισθήματα θά êλαττωθουν, σάν αποτέλεσμα μιας ειρηνικής μακροημέρευσης. Σέ μιά κοινωνία οργανωμένη για στρατιωτική δράση χρειάζεται ή ατομικότητα κάθε μέλους νά είναι υποταγμένη δσον άφορα τή ζωή, τήν έλευθερία, τήν Ιδιοκτησία, τό άτομο νά είναι εξ ολοκλήρου πράγμα του κράτους* αλλά σέ μια κοινωνία οργανωμένη κατά τό βιομηχανικό τύπο αύτου του είδους ή ύποταγή δέν είναι άναγκαία. Δέν ύπάρχει καμιά περίπτωση γιά τόν άνθρωπο νά κληθεί νά διακινδυνέψει τή ζωή του καταστρέφοντας τή ζωή άλλων δέν είναι υποχρεωμένος νά εγκαταλείψει τΙς υποθέσεις του γιά νά υποστεί τΙς διαταγές ένός αξιωματικού, και δέν υπάρχει πιά καμιά άνάγκη νά εγκαταλείψει εκείνο τό μέρος της ιδιοκτησίας του, πού του ζητήθηκε γιά τό δημόσιο συμφέρον. Στό βιομηχανικό καθεστώς, ή άτομικότητα του πολίτη, άντι νά θυσιάζεται από τήν κοινωνία, πρέπει νά προφυλάσσεται άπ' αύτή. Ή .κοινωνία εχει βασική ύποχρέωση νά υπερασπίζει τήν άτομικότητα τών μελών της. "Οταν ή προφύλαξη άπό τά εξω δέν είναι πλέον, άναγκαία, ή προφύλαξη στό εσωτερικό γίνεται κύρια λειτουργία του κράτους, κάι ή πραγματική έκπλήρωση αυτής της λειτουργίας πρέπει νά είναι πρώτο καΐ κύριο χαρακτηριστικό του βιομηχανικού τύπου. Πράγματι, είναι σαφές δτι, σέ δμοιες συνθήκες, μιά κοινωνία, δπου ή ζωή, ή έλευθερία καΐ ή ιδιοκτησία είναι έξασφαλισμένες,
2 14
χαθώς καΐ ολα τά κο^λώς Ιννοούμενα σι^μφέροντα, πρέπει νά εύη-μερεί περισσότερα από: μια κοινωνία, δπου αύτές αί συνθήκες δέν έκτΐληρώθγ^καν* και, κατα συνέπεια, μεταξύ άντίζηλων βιομηχανικών κοινωνιών, εκείνες, δπου τα προσωπικά δικαιώματα είναι άτελώς . εξασφαλισμένα, πρέπει ^σιγα - σιγά να ύποχωρουν σέ . κείνες, δπου αυτά τα δικαιώματα εξασφαλίζονται πλήρως. 'Έτσι πού, για την επιβίωση τών πιο κατάλληλων, πρέπει να δημιουργηθεί ενας κοινωνικός τύπος στον οποίο τα άτομικα δικαιώματα, θεωρούμενα·-ώςίαγια, δεν ύφίστα,νται πια. την έπιβολή του κράτους τι:4ρα •από 'κείνο τό σημείο- πού • ει ναι αναγκαίο για την πληρωμή τών έξό"δων .της προστασίας τους, ή καλύτερα της διαιτησίας πού πρέπει να" ρυθμίζειτις διαφωνίες τους. Πράγματι, εφόσον καταργήβηκε ή-επιθετικάτητα πού εύνόουσε .ό μιλιταρισμός, ή • συλλογική λειτουργία συνίσταται στο να αποφασίζει για τις συγκρουόμενες αξιώσεις, ·δπου ; τα ένδιαφερόμενα· πρόσωπα δεν μπορούν νά συλλάβουν τό-μέτρο.πού τα φέρνει σέ συμφωνία. , -'Όταν λε.ίπει· ή· ανάγκη· εκείνης της συλλογικής δράσης, πού χρησιμοποιεί για τόν πόλεμο ,τίς προσπάθειες δλης- της κοινωνίας, λείπει-βέβαια και ή· άναγκαιότητα-ένος μηχανισμού, δεσποτικού έλέγχου. • · •"Οχι -μόνο ενας 'μηχανισμός τέτιου είδους δεν είναι πια αναγκαίος, άλλα δέν θα ημπορούσε ·καΙ να υπάρξει. Πράγματι^ άφοΟ μιά βασική συνθήκη του βιομηχανικού τύπου άπαιτει ή άτομικότητα .κάβε μέλους νά Ιχει τόσο. ελεύθερο χώρο δσο έπιτρέπει ή ελευθερία της άτομι^κότητας τών άλλων μελών, φυσικά άποκλείεται ό •δεσποτικός. ελεγχος, πού ^ εκδηλώνεται μέ τα εμπόδια· πού θέτει •στήν • επέκταση τών · άτομικοτήτων. Άπό τό γεγονός'και μόνο. της υπαρξής του, ο δεσποτικός ήγεμόνας είναι επιθετικός γιά τους πολίτες. Μέ τή ν πραγματική ή καταχρηστική εξουσία, πού Ιχεί στά χέρια/του και πού δέν τήν ελαβε άπό τούς πολίτες, άντιτάσσει περισσότερα εμπόδια στις θελήσεις 'άπό κείνα πού άντίστοιχα αύτοι οι ίδιοι θα άντέτασσαν. Ή επιβολή, πού είναι άναγκαία στό βίομηχανικό τύπο, δέν θά μπορούσε νά άσκηθει παρά άπό ενα οργανο θεσμοθετημένο για να •έπιβεβαιώνει τή μέση .θέληση* τό άντιπροσωπευτικό δργανο είναι τό πιό αρμόδιο γι'αυτή τή λειτουργία. · Εφόσον δλων οί .δραστηριότητες δεν είναι όμοιογενεΐς, πράγμα πού δέν είναι δυνατό σέ μια προχωρημένη κοινωνία μέ επεξεργασμένο καταμερισμό έργασίας, γίνεται αισθητή ή άνάγκη έξισορό•πησής τών ;·διισταμένων συμφερόντων* καΐ για να έξασφαλιστεΐ μια συμφωνία ίσων δρων, χρειάζεται κάθε συμφέρον νά μπορεί νά έ:κφραστει μέ ίσους δρους. Μπορεί επίσης νά υποτεθεί δτι τό θε•^Λοθετημένο-γι · αυτό τό σκοπό δργανο άνάγεται σ' ενα μόνο ατο-
2
15
μο. Δέν ύπάρχει δτομο, πού μόνο του νά μπορεί νά κάνει xb σοχιτά διαιτητή άνάμεσα ·σέ πολυάριθμες τάξεις αφιερωμένες σέ διάφορες ασχολίες, χωρίς μάρτυρες: θά χρειαστεί κάθε άμάδα νά στέλνει έκπροσώπους για να υποστηρίζει τα δικαιώματά της. "Αρα χρειάζεται επιλογή μεταξύ δύο .συστημάτων' στό Ινα, σί έκπρόσωποι έκθέτουν Ιδιωτικά καΐ χωριστά τΙς υποθέσεις τους α^ Ινα διαιτητή, πού από μόνη τήν κρίση του εξαρτώνται οι άποφάσεις' στο άλλο, οι έκπρόσο^ποι έκθέτουν τΙς άποθέσεις τους ταυτόχρονα καΐ δημόσια, καΐ οί κρίσεις έχουν τή γενική συναίνεση. Χωρίς νά έπιμένουμε δτι ενας δίκαιος καταλογισμός των ταξικών συμφερόντων πραγματοποιείται 'συχνότερα άπ' αυτή τήν τελευταία μορφή έκπροσώπησης παρά από τήν πρώτη, άρκει νά παρατηρήσουμε βτι αυτή ή τελευταία μορφή ^συμβιβάζεται καλύτερα μέ τή φάση του βιομηχανικού τύπου, άφου οι άνθρώπινες άτομικότητες ύπόκεινται στή μικρότερη θυσία. Πολίτες πού, ανακηρύσσοντας ëva μοναδικό αρχηγό για καθορισμένο χρόνο, μπορούν νά βλέπουν τό μεγαλύτερο μέρος τών θελήσεών τους νά παραβιάζεται σ"^ αύτή τή χρονική διάρκεια, πετούν από τήν άτομικότητά τους περισσότερα άπό κείνους πού εκλέγουν άπό τΙς τοπικές άμάδες τους εναν αριθμό βουλευτών γιά νά τούς κυοερνουν* άφου αυτοί, μιλώντας και δρώντας κάτω από τά μάτια του δημοσίου, καΐ άνάλογα χαλιναγωγούμενοι, εκφράζουν συνήθως τή θέληση της πλειοψηφίας. "Οταν πάψει ή συλλογική ζωή της κοινωνίας νά κινδυνεύει, τό καθήκον πού άπο|λένει στήν Κυβέρνηση είναι νά διατηρήσει τΙς απαιτούμενες συνθήκες γιά τή μέγιστη έπέκταση της άτομικής ζωής. Έδώ ομως προκύπτει τό έρώτημα: Ποιές είναι αύτές οΐ συνθήκες; 'Εμείς ήδη Ιμμεσα τις κάναμε νά υπεισέλθουν στή διοίκηση της δικαιοσύνης· άλλά συνήθως ύπάρχει μια τόσο ασαφής Ιδέα γι' αύτή τήν Ικφραση, πού χρειάζεται νά της δώσουμε μια ειδικότερη διατύπωση. Ή δικαιοσύνη, δπως πρέπει νά τήν κατανοοΟμε, σημαίνει διατήρηση κανονικών σχέσεων μεταξύ ένεργειών καΐ άποτελεσμάτων — τό κέρδος άπό Ινα δφελος ισοδύναμο πρός τΙς προσπάθειες — ούτε λιγότερο οδτε περισσότερο. "Αν δ καθένας ζει και έργάζεται στα δρια πού θέτει ή παρουσία τών δλλων, ή δικαιοσύνη απαιτεί τό άτομο νά φέρει τις συνέπειες της συμ^ιεριφορας του, χωρίς αύξηση ή έλάττωση. Ό άνώτερος άνθρωπος θά Ιχει τό δφελος της άνωτερότητάς του. "Ενα βέτο λοιπόν αντιτάσσεται σέ κάθε δημόσια πράξη, πού αφαιρεί άπό Ινα άτομο μέρος αύτου, πού εχει κερδίσει, καΐ πού παραχωρεί σ' Ινα άλλο τά πλεονεκτήματα, πού δέν εχει κερδίσει. Ό βιομηχανικός τύπος κοινωνίας άποκλειει δλες τΙς μορφές
2 16
κο[Χ|Χουνίστίκης διανομής, που το αναπότρεπτο χαραχτηριστικό της είναι να θέτει ^στό Γδιο έπίπεδο τον χαλδ καΐ τίν χακό, τόν τεμπέλη καΐ τόν έργατικό· πράγμα εδκολο να άποδειχθεϊ. Πράγματι, δταν πάψει ό πολεμικός αγώνας για την δπαρξη ανάμεσα στίς κοινωνίες καΐ δέν μένει πια παρά δ βιομηχανικός αγώνας για την ύπαρξη, ή τελική έπιβίωαη καΐ ή επέκταση πρέπει νά αγγίξει έκεΐνες τΙς κοινωνίες πού παράγουν τό μεγαλύτερο αριθμό ατόμων του καλύτερου είδους -— δηλαδή άτομα καλύτερα προσαρμοσμένα στή βιομηχανική κατάσταση. 'Άς υποθέσουμε δυό κοινωνίες, κατά τα άλλα δμοιες, πού στή μια οί καλύτεροι μπορούν νά διατηρούν προς οφελός τους και των απογόνων τους τό συνολικό προϊόν της ^έργασιας τους* ενώ στήν άλλη ο·ι καλύτεροι πρέπει να δίνουν ενα μέρος των προϊόντων ^στούς κατώτερους καΙ χους άπογόνους τους. Προφανώς, οι καλύτεροι θά ευημερήσουν καΐ θά πολλαπλασιαστούν περισσότερο στήν πρώτη παρά στή δεύτερη. Στήν πρώτη θά ανατραφεί μεγαλύτερος αριθμός καλύτερων παιδιών, καΐ τελικά αυτή ή κοινωνία θα ξεπεράσει σέ δγκο τή δεύτερη. Δέν χρειάζεται σαν συμπέρασμα δτι έμεις δεν θέλουμε τήν ιδιωτική ή εθελοντική περίθαλψη τών κατώτερων, άλλα μόνο τή δημόσια κι όποχρεωτική περίθαλψη. "Οποιες κι άν είναι οι συνέπειες, πού δημιουργεί αυθόρμητα ή συμπάθεια τών καλύτερων γιά τους χειρότερους, δέν μπορούμε φυσικά νά τις παραγνωρίζουμε* καί, στό σύνολο, θά είναι ευεργετικές. Πράγματι,, άν οι καλύτεροι δέν ώθουν κατά κανόνα τΙς φιλανθρωπικές τους προσπάθειες μέχρι πού νά. έμποδίζουν τόν πολλαπλασιασμό τους, τις ώθουν αρκετά μακριά γιά νά μετριάσουν τις άτυχίες τών χειρότερων, χωρίς δμως . νά τΙς φέρνουν σέ κατάσταση νά πολλαπλασιάζονται. . .'Από μιά άλλη άποψη, τό σύστημα, δπου οί προσπάθειες καθενός του αποδίδουν ουτε λιγότερο ουτε περισσότερο άπό τό φυσιχό .τους προϊόν, είναι τό σύστημα της. σύμβασης. Είδαμε δτι τό καθεστώς του προσωπικού κανονισμού άπό κάθε άποψη προσιδιάζει στό στρατιωτικό τύπο. Είναι τό έπακόλουθο εκείνης της βαθμωτής εξάρτησης με τήν οποία έκτελείται ή συνδυασμένη δράση ενός μάχιμου σώματος, καΐ πρέπει νά ήγεμονεύει σέ ολόκληρη τήν πολεμική κοινωνία γιά νά έξασφαλίζει τή συλλογική της δράση. Σ' αυτό τό καθεστώς, ή έξοΐ>σία έπεμβαινει στίς σχέσεις της εργασίας και του προϊόντος. 'Όπως στό στρατό ή τροφή, τά ρούχα, κλπ., πού παίρνει κάθε στρατιώτης, δέν είναι τό άμεσο δφελος του έργου του, αλλά μια αυθαίρετα καθορισμένη ανταμοιβή γιά μια αυθαίρετα επιβεβλημένη υπηρεσία' ετσι, στό δπόλοιπο της στρατιωτικής κοινο^νίας, ο ανώτερος έπιβάλλει τήν έργασία καΐ .δίνει στό ν έργάτη άπό τό προϊόν δ,τι του άρέσει. 'Αλλά, στό μέτρο πού, μέ τήν παρακμή του μιλιταρισμού και με τήν
2
17
ανάπτυξη ταυ βιομηχανισμου, ή έκταση καΐ ή Ινταση της έξουσίας μειώνονται, καΐ αυξάνει ή έλεύθερη δράση, ή συμβατι-κή σχέση γίνεται γενική* καΙ στον πλήρως άνεπτυγμένο βιομηχανικό τύπο γίνεται καθολική. Στό καθεστώς πού έφαρμόζεται δίκαια αύτη ή καθολική συμβατική σχέση, ανακύπτει εκείνη ή συμμετρία του όφέλους πρός τήν προσπάθεια, πού οι κανονισμοί της βιομηχανικής κοινωνίας πρέπει να τήν ολοκληρώνουν. ''Αν κάθε άτομο, σαν παραγωγός, διανομέας, διαχειριστής, σύμβουλος, δάσκαλος ή βοηθός,· αποκτά από τους συναγελαζομένους του μια πληρωμή ανάλογη πρός τήν αξία τών υπηρεσιών του, πού καθορίζεται από τή ζήτηση, τότε εχουμε εκείνη τή σωστή αναλογία ανάμεσα στήν ανταμοιβή καΐ τήν ικανότητα, πού εξασφαλίζει τήν εύημερία του ανώτερου. Τοποθετούμενοι από μια άλλη όπτική, βλέπουμε δτι, αν ή δημόσια αρχή στό στρατιωτικό τύπο είναι ταυτόχρονα, θετικά καΐ αρνητικά, ρυθμιστική, στό βιομηχανικό τύπο αύτή είναι μόνον άρνητικά ρυθμιστική. Στό σκλάβο, στό στρατιώτη, καΐ σέ κάθε άλλο μέλος μιας οργανωμένης για πόλεμο κοινωνίας, ή άρχή λέει: «Έσύ κάνε αύτο* εσύ μήν κάνεις εκείνο». Άλλα στό μέλος της βιομηχανικής κοινωνίας ή άρχή δίνει μονάχα μια απ' αύτές τΙς διαταγές: «Έσύ δέν θα κάνεις αυτό». Πράγματι, τά άτομα πού, τελειώνοντας τις ιδιωτικές υποθέσεις τους μέ εθελοντική συνεργασία, συνεργάζονται βέβαια έθελοντικά για νά οικοδομήσουν καΐ νά στηρίξουν ενα κυβερνητικό μηχανισμό, είναι άτομα πού Ιμμεσα έξουσιοδοτουν αύτό τό μηχανισμό να επιβάλλει στίς δραστηριότητές τους μόνο Ικεινα τά έμπόδια πού καταστέλλουν τις επιθέσεις. Παρακάμπτοντας τούς έγκληματίες (πού μέ τΙς παραπάνω συνθήκες πρέπει νά είναι πολύ λίγοι, άν οχι αμελητέα ποσότητα), κάθε πολίτης θά άπέχει από τό νά παραβιάζει τή σφαίρα τών άλλων και θά θέλει νά προφυλάξει τή δική του από κάθε παραβίαση καΐ νά διατηρήσει δλα τά όφέλη πού μπόρεσε νά αποκομίσει. Τό ϊδιο τό κίνητρο, πού ώθεΐ δλους νά- ενωθούν γιά νά στηρίξουν μιά δημόσια άρχή προφύλαξης της άτομικότητάς τους, θά τούς δδηγήσει νά ένωθουν γιά νά έμποδίσουν κάθε σφετερισμό της άτομικότητάς τους, πέρα άπό τόν αναγκαίο γιά τήν προφύλαξη. Άπό δω προκύπτει δτι, ενώ στό στρατιωτικό τάπο στή στρατιωτική οργάνωση ταιριάζει μιά συγκεντρωτική διοίκηση δλης της κοινωνίας, στό βιομηχανικό τύπο, ή διοίκηση, άφοΟ αποκεντρώνεται, μειώνεται άπ' αύτό και μόνο τό γεγονός σέ μικρότερη σφαίρα. Σχεδόν δλα τά οργανωμένα σώματα, εκτός εκείνου πού διοικεί τή δικαιοσύνη, αναγκαστικά έξαφανίζονται, άφου Ιχουν σάν κοινό
2 18
χαρακτηριστικό và έπιτίΟενται στδν πολίτη, νά τοϋ υπαγορεύουν τΙς πράξεις του 'καΐ να του παίρνουν ενα μέρος Ιδιοκτησίας μεγαλύτερο άπ' δσο είναι άναγχαιο γιά να τόν προφυλάξουν, ή καΐ τά δυό μαζί. Εκείνοι που όποχρεώνονται να στέλνουν τά παιδιά τους σ' αυτό ή σέ κείνο τό σχολείο^ έκείνοι πού υποχρεώνονται άμεσα ή έμμεσα να συντηροΰν έναν έπίσημο κλήρο, έκείνοι πού έξαναγκάζονται να πληρώνουν φόρους γιά να διοικούν τη δημόσια πρόνοια οι έπίσημοι της περιοχής, εκείνοι πού φορολογούνται για να παρέχεται δωρεάν, ιέκπαίδευση στα πρόσωπα πού δέν έξοικονομουν αρκετά για να αγοράσουν βιβλία, έκεΐνοι πού άναγκάζονται νά κάνουν τις δουλειές τους σύμφωνα μέ κάποιους κανόνες κάτω άπό την επίβλεψη κάποιου έπιθεωρητη, έκεινοι πού πρέπει νά πληρώνουν τα έξοδα της άττό τό .κράτος διδασκαλίας τών έπιστημών και τών τεχνών, της μετανάστευσης μέ την προστασία του κράτους, κλπ., δλοι αύτοι είναι θύματα σφετερισμών της άτομικότητάς τους, ύποχρεώνονται να κάνουν δ,τι αύθόρμητα δέν θα τό Ικαναν, ή νά δώσουν χρήμα πού θα τό ξόδευαν για τόν εαυτό τους. Οι καταναγκαστικές διατάξεις αύτου του είδους, ένώ συμβιβάζονται μέ τό στρατιωτικό τύπο, είναι απαράδεκτες στό βιομηχανικό τύπο. 'Άν ή σφαίρα τών δημόσιων όργανώσεων περιορίζεται, έκείνη των ιδιωτικών όργανώσεων αποκτά, στό βιομηχανικό τύπο, μια έκταση σχετικά μεγάλη. Ό χώρος πού μένει κενός άπό τΙς μέν καλύπτεται άπό τις δέ. Κάμποσες έπιροές συντρέχουν για να δημιουργηθεί αύτό τό χαρακτηριστικό γεγονός. ΟΕ λόγοι πού, δταν λείπει ή υποταγή, πού γίνεται αναγκαία άπό τόν πόλεμο, υποχρεώνουν τούς πολίτες να ενωθούν για να διασφαλίσουν την άτομικότητά τους, πού περιορίζεται πια μόνο στα δρια πού αύτοΙ θέτουν μεταξύ τους, είναι βέβαια λόγοι πού τούς οδηγούν να ένωθουν γιά να άντισταθουν σέ κάθε, σφετερισμό της έλευθερίας. τους νά σχηματίσουν δλες τΙς ιδιωτικές ένώσεις πού θέλουν καΐ πού δέν Ιχουν σκοπό τήν επίθεση. Εξάλλου, y) άρχή της έθελοντικης συνεργασίας άρχίζει μέ άνταλλαγές προϊόντων καΙ έξυπηρετήσεων μέ συμφωνίες μεταξύ τών άτόμων, άλλα αύτη πραγματοποιείται σέ πλατύτερη κλίμακα μέ την εθελοντική συσπείρωση άτόμων, πού συμβάλλονται για νά κάνουν αύτή ή έκείνη τήν επιχείρηση, για να ασκήσουν αύτή ή έκείνη τή λειτουργία. Καί, πράγμα καλύτερο, υπάρχει πλήρης αντιστοιχία ανάμεσα στήν άντιπροσωπευτική Ι'δρυση αύτών τών Ιδιωτικών ένώσεων καΐ τήν αντιπροσωπευτική ίδρυση της δημόσιας ένωσης πού ανήκει ειδικά στό βιομηχανικό τύπο: δ ϊδιος νόμος όργάνο>σης ισχύει στήν κοινωνία γενικά καΐ σέ δλα τά μέρη •της. "Ετσι πού αναπόφευκτο χαρακτηριστικό του βιομηχανικοϋ τύπου είναι ή πολλαπλότητα και ή έτερογένεια πολιτικών, θρη-
2
19
σκευτικφν, έμίπορίκών, έπαγγελματικών, φιλανθρωπικών καΐ κοινωνικών ένώσεων ^άθε μεγέβους. Χρειάζεται να προσθέσουμε δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του βιομηχανικοΟ τύπου, πού είναι συνέπεια του προηγούμενου. Τό πρώτο είναι ή σχετική πλαστικότητα αύτου του · καθεστώτος. Μέχρι πού ή συλλογική δράση είναι αναγκαία για τήν έθνική επιβίωση, μέχρι πού, για να πραγματοποιηθεί ή &μυνα ή ή συν•δυασμένη επίθεση, διατηρείται ή ιεραρχική εξάρτηση πού δένει δλους τούς κατώτερους με οτι μεγάλες ήταν οΕ βελτιώσεις. Ουτε πρέπει νά ξεχνάμε δτι ή άλλαγή χαρακτήρα, πού εφερε τή μείωση τών άδικων πράξεων, έφερε καΐ τήν αύξηση τών εύεργετικών πράξ€ων. Τδ βλέπουμε αύτδ στις ύπογραφές γιά τήν άπελευθέρωση τών σκλάβων, για τήν περίθαλψη τών τραυματισμένων στρατιωτών άλλων εθνών, και σέ μιά άναρίθμητη σειρά άλλων φιλανθρωπικών έργων. Συνεπώς, δπως γιά τδ στρατιωτικό τύπο. Ετσι καΐ γιά τδ βιομηχανικό τύπο τρεις τάξεις άποδείξεων συμβάλλουν για να μας δείξουν τή βασική του φύση. "Ας συνοψίσουμε τα άποτελέσματα πού πετύχαμε, γιά νά συλλάβουμε τΙς άντιστοιχίες. 'Όταν παρατηρούνται τά χαρακτηριστικά μιας οργανωμένης κοινωνίας άποκλειστικα για νά διευκολυνθεί ή εσωτερική δραστηριότητα, Ιτσι πού ή συμβολή νά είναι δσο τδ »δυνατδ καλύτερη γιά τή διατήρηση της ζωής τών πολιτών, βρίσκουμε δτι αύτά είναι τά Ακόλουθα. Δέν είναι πλέον Αναγκαία μια συλλογική δράση πού νά δεσμεύει τΙς Ατομικές δράσεις μέ τδ νά τΙς ένώνει σέ μιά κοινή προσπάθεια. 'Αντίθετα, ή συλλογική δράση, πού Ακόμα άπομένει, ϊχει γιά σκοπδ να προφυλάξει τις ατομικές δράσεις άπ' δλες 3«
Ικεΐνες τΙς έπεμβάσεις, πού ·δέν είναι άναγκαΐες άπδ τδν άμοιβαίο περιορισμο των άτομικών δικαιωμάτων. Ό κοινωνικές τύπος, δπου αδτή ή λειτουργία εκπληρώνεται καλύτερα, είναι εκείνος πού πρέπει να επιζήσει, άφου είναι εκείνος πού τα μέλη του πρέπει νά εύημερουν περισσότερο. Έφάσον οι απαιτήσεις του βιομηχανικού τύπου αποκλείουν κάθε δεσποτική άρχή, δεν αποδέχονται σαν δργανο κατάλληλο voc έκτελει τήν αναγκαία συλλογική δράση παρίχ ενα σωμα άντιπροσώπων πού άποστολή του είναι να έκφράζει τήν κοινή θέληση. Ή λειτουργία αύτου του κυβερνητικού οργάνου, πού γενικά πρέπει νά συνίσταται στή διοίκηση της δικαιοσύνης, είναι ειδικότερα έκείνη νά άγρυπνει, ώστε κάθε πολίτης να μήν Ιχει ουτε περισσότερο ουτε λιγότερο δφελος άπδ κεΤνο πού του προσφέρει ή δραστηριότητά του* πράγμα πού αποκλείει κάθε δημόσια δράση, πού συνεπάγεται τεχνητή διανομή ευεργετημάτων. Τό νομικδ καθεστώς του μιλιταρισμού έξαφανίζεται' τό %αθεστώς της σύμβασης, πού τό όποκαθιστα, πρέπει νά ισχύσει γιά δλους* καΐ αύτό τδ καθεστώς δέν έπιτρέπει μια επέμβαση, πού μεταξύ προσπαθειών καΐ όφέλους νά έπιβάλλει μιά αύθαίρετη σχέση. Άπδ μιά &λλη οπτική, 6 βιομηχανικός τύπος διακρίνεται άπο τό στρατιωτικό τύπο άπό τδ δτι δέν είναι ταυτόχρονα άρνητικά ·καΙ θετικά, ρυθμιστικός. Ένώ ή σφαίρα της συλλογικής δράσης περιορίζεται, εκείνη τής άτομικής δράσης διευρύνεται. Άπο τήν έθελοντική συνεργασία, Θεμελιακή άρχή του βιομηχανικού τύπου, γεννιόνται αμέτρητες ιδιωτικές ένώσεις, ανάλογες άπό τή δομή τους πρός τή δημόσια Ινωση πού σχηματίζει ή κοινωνία, πού τΙς περιέχει. Έ μ μεσα άπδ δώ προκύπτει δτι μια βιομηχανική χοινωνία χαρακτηριστικό της Ιχει τήν πλαστικότητα* τείνει δμως να χάσει τήν οικονομική αύτονομία της καΐ νά συγχωνευθεί μέ τΙς γειτονικές κοινωνίες. Τδ ζήτημα πού Ιξετάσαμε μετά ήταν νά ξέρουμε άν τα χαρακτηριστικά το0 ©ιομηχανικου τύπου, πού μας είχε ιδώσει ή άφαίρεση, επαληθεύονται μέ τά μεμονωμένα παραδείγματα' και βρήκαμε δτι στίς σημερινές κοινωνίες αύτά είναι λίγο-πολύ εύδιάκριτα, άνάλογα άν δ βιομηχανισμδς είναι λίγο- πολύ άναπτυγμένος. Ά φου ρίξαμε μιά ματιά σέ κείνες τις μικρές δμάδες μή πολιτισμένων λαών, πού είναι όλότελα ειρηνικοί, m l μας αποκαλύπτουν τό βιομηχανικό τύπο στή στοιχειώδη μορφή του, περάσαμε νά συγκρίνουμε τΙς δομές των εύρωπαϊκών Ιθνών γενικά στούς πρωτόγονους χαιρούς διαρκούς μιλιταρισμού μέ τΙς δομές τους σήμερα, πού χαρακτηρίζονται άπό ενα καλπάζοντα βιομηχανισμό* καΐ είδαμε πώς οΐ διαφορές άντιστοιχουσαν σέ κείνες πού είχαν δριστεΐ μέ άφαίρεση. Μετά συγκρίναμε δυό απ"* αύτές τΙς κοινωνίες, τή Γαλλία καΐ τήν Αγγλία, πού Ιναν ·καιρό βρίσκονταν σέ άνάλογες συν39
θήκες, άλλά στή μιά ή βιομηχανική της ζωή καταπιέστηκε άπδ τδ μιλιταρισμδ πολύ περισσότερο άπ' δ,τι στήν Άλλη' καΙ φάνηκε οτι οΐ άντί'θέσεις, πού, άπδ έποχή σέ έποχή, ανέκυψαν στους θεσμούς τους, άντιστοιχοΰσαν στήν ύπόθεσή μας. Τέλος, περιοριζόμενοι στήν 'Αγγλία, σημειώσαμε έξαρχής πως τα χαρακτηριστιύΛ του βιομηχανικού τύπου ύπέστησαν μιά πισωδρόμηση στή διάρκεια μιας μακριάς περιόδου πολέμου, καΐ μετά παρατηρήσαμε πδ)ς, στήν έπόμενη μακριά περίοδο εΙρήνης πού άρχίζει τδ 1815, πλησίασαν άποφασιστικά σέ κείνη τή μορφή πού συμπεράναμε πώς άνήκει στδν προχωρημένο βιομηχανισμδ. Μετά αναζητήσαμε ποιδς τύπος ατομικής φύσης συνοδεύει τδν τύπο βιομηχανικής κοινωνίας, για να δούμε äv, τόσο ώς πρδς τα χαρακτηριστικά της μονάδας δσο και κείνα του συνόλου, ή άνάλυ^ ση Ιπιβεβαιώνει τά δεδομένα της άφαίρεσης. Φάνηκε 2τι μερικοί άγριοι λαοί, πού περνοΟν τή ζωή τους μέ ειρηνικές ασχολίες, διακρίνονται για τδ πνεόμα άνεξαρτησίας τους, για τήν άντίσταση στήν καταπίεση, γιά τήν τιμιότητα, για τή φιλαλήθεια, τή συγχώρηση των προσβολών, τήν καλοσύνη. Συγκρίνοντας τά χαρακτηριστικά των προγόνων μας των πιδ πολεμοχαρών περιόδων μέ τά δικά μας χαρακτηριστικά, βλέπουμε δτι, μέ τήν άνάπτυξη του βιομηχανισμου σέ σύγκριση μέ τδ μιλιταρισμό, διαμορφώθηκε μια αδξουσα άνεξαρτησία, μια ελαφρότερη πολιτική εμπιστοσύνη, μια μικρότερη πίστη στίς κυβερνήσεις, κι ενας πιδ περιορισμένος πατριωτισμός* κι ενώ μέ τδ έπιχειρηματικδ πνεύμα, μέ τή μειωμένη πίστη στις άρχές, μέ τήν άντίσταση στήν άνεύθυνη εξουσία, ή άτομικότητα δλο καΐ πιδ ισχυρά Ιπιβεβαιωνόταν, δμως διαμορφώθηκε κι Ινας αΰξοντας σεβασμδς γιά τήν άτομικότητα των άλλων, δπως φαίνεται άπδ τή μείωση των εγκλημάτων καΐ άπδ τδν πολλαπλασιασμδ των εδεργετικών έργων. Γιά να άποφύγουμε ενα λάθος, μου φαίνεται άναγκαΤο, πρΙν τελειώσουμε, να εξηγήσουμε πώς αύτά τα χαρακτηριστικά πρέπει να θεωρούνται λιγότερο σάν άμεσα άποτελέσματα του βιομηχανισμου ή σαν μακρινά άποτελέσματα μιας μή στρατιωτικής κατάστασης. Δέν είναι τόσο ή κοινωνική ζωή μέ ειρηνικές άσχολίες πού σέ κάνει νά φέρεσαι ήθικά, δσο μια κοινωνική ζωή άφιερωμένη στδν πόλεμο πού σέ κάνει να φέρεσαι άνήθικα. Έ θυσία των άλλων γιά τδν έαυτό σου στή μιά είναι τυχαία, ενώ στήν άλλη είναι άναγκαία. Ό Ιπιθετικδς εγωισμδς πού συνοδεύει τή . βιομηχανική ζωή είναι εξωτερικός* ενώ δ Ιπιθετικδς έγο)ΐσμδς της στρατιωτικής ζωής είναι εσωτερικός. 'Άν καΐ ή συμπάθεια δέν είναι δ κανόνας της ανταλλαγής τών υπηρεσιών, στδ καθεστώς της σύμβασης δπως ύπάρχει σήμερα, δμως ή άνταλλαγή συντελείται σέ μεγάλο μέρος καΐ μπορεί νά συντελείται πλήρως μέ τδν οφειλόμενο 40
σεβασμό στα δικαιώματα τών ^λλων, καΐ μπορεί νά συνοδεύεται συνεχώς άπ6 το αίσθημα του· να ευεργετείς, για να σέ εύεργετοϋν. Άλλά πράξεις δπως ή 'δολοφονία των αντιπάλων, το κάψιμο των σπιτιών τους, ή 'καταπάτηση τών γαιών τους, δέν μπορούν νά αποκοπούν άπο ενα ζωντανό αΐ'σθημα άδικίας και άπό την άποκτήνωση πού τΙς άκολου&εΐ, άποκτήνωση δχι μόνο τών στρατιωτών, άλλα και κείνων πού τούς χρησιμοποιούν καΐ καμαρώνουν μ' ευχαρίστηση τά Ιργα τους. Αύτή ή τελευταία ·μορφή κοινωνικής ζωης καταστρέφει τή συι^πάΒεια καΐ εγκυμονεί μιά ψυχική κατάσταση πού δδηγεί στο έ'γκλημα* Ινώ ή πρώτη μορφή, πού αφήνει Ιλεύθερο δρόμο στίς συ|ΐπάθειες, άν καΙ αμεσα δεν τΙς παρακινεί, ευνοεί την άνάπτυξη αλτρουιστικών αισθημάτων και τΙς άρεζες πού προκύπτουν άπ' αύτά.
41
Κάρλ Μαρξ (Τρέβ 1818-Λονδίνο 1883)
Σπούδαοε νομικά, φιλοοοφία και ιστορία οτη Βόννη και αργότερα ΰτο Βερολίνο, οπου, επηρεαομένος από την έπιοτήμη του Χέγκελ, πηρε μέρος οτην ομάδα των ^σεαρών χεγκελιανών». Οι δνοαρέοκειες και οι κριτικές, πού δημιουργήθηκαν ατά πλαίοια αϋτης της ομάδας, και το εργο του Φόυερμπαχ οπρώχνουν τον Μάρξ οε μια ολική άναύεώρηοη των χεγκελιανών ιδεών τον. "Η οννάντηοη με τον 'Ένγκελς στο Παρίσι το 1844 είναι αποφασιστική, από την άποψη μιας συστηματοποίησης τών ιδεών που επεξεργάζονταν. Το ((Μανιφέστο τών Κομμουνιστών», δημοσιευμένο στο Λονδίνο το 1848, περιέχει μιά πρώτη ενωτική διατύπωση αυτών τών Ιδεών. "Άπο το 1850 ό Μάρξ εγκαταστάύηκε οριστικά στο Λονδίνο, οπου εμεινε μέχρι το ϋύνατό του. Σε άντί'ύεση με τον ούτοπιστικό σοσιαλισμό, δ επιστημονικός σοσιαλισμός τον Μάρξ και του 'Ένγκελς δεν θεωρεί χρήσιμη την κατά βούληση ανατροπή του κοινωνικού σνστήματος, άλλά δηλώνει ότι ή ανατροπή αντή είναι το άναπόφενκτο επακόλουθο της κοινωνικο - οικονομικής διαδικασίας, πού συντελείται στο εσωτερικό της κοινωνίας. Ό ιστορικός υλισμός βρίσκει τή μήτρα της Ιστορικής ανάπτυξης στήν αλλαγή τών σχέσεων παραγωγής και ανταλλαγής και στις έπακόλουθες εναλλαγες τών κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων. ^Η ((βιομηχανική επανάσταση)) και γενικά ή οικονομική πρόοδος είναι προορισμένες κατά τόν Μάρξ νά βάλουν τέλος στούς ταξικούς αγώνες και νά δώσουν ζωή, άνατιόφενκτα, στήν κομμουνιστική κοινωνία, περνώντας από τήν ενδιάμεση φάση, τή δικτατορία του προλεταριάτου, φάση οπου πρέπει νά διαλυθονν αργά οι αντιθέσεις και οι φιλονικίες και γι" αυτό θά πρέπει νά εκπέσουν οι θεσμοί, μέχρι τόν αφανισμό τον ίδιον τον κράτους και τήν εγκαθίδρυση της δίχως τάξεις κοινωνίας, οπου στόν καθένα θά παρέχεται τό καθετί ((σύμφωνα με τις ανάγκες του)). \ίπό τά μεγαλύτερα εργα τον: ((Η 'Λθλιότητα της Φιλοσοφίας)) (1847)' ((Τό Μανιφέστο τών Κομμουνιστών)) (1848) (μαζϊ με τόν ^Ένγκελς)' ((Γιά τήν Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας)) (1859)' ((Τό Κεφάλαιο)) (1867-83).
42
Of άμεσες έπιδράσεις τής παραγωγής μέ μηχανές πάνω στόν εργάτη Ή αφετηρία της μεγάλης βιομηχανίας είναι, δπως δείξαμε, ή έπανάσταση του μέσου έργασίας καΐ τδ έπαναιστατικοποιημένο μέσο έργασίας άποχτα την πώ άναπτυγμένη μορφή του στδ διαρθρωμένο σύστημα μηχανών τοί5 έργοστασίου. Προτού δμως δούμε π^Τ)ς σ' αυτό τον αντικειμενικό μηχανισμό ενσωματώνεται άνθρώπινο υλικό, ας δούμε μερικές γενικές άντεπιδράσεις αύτης της επανάστασης πάνο) στόν ϊδιο τόν έργάτη. α) "Ίδιοποίηοη συμπληρωματικών εργασιακών δυνάμεων από το κεφάλαιο. 'Εργασία τών γυναικών και τών παιδιών Στό μέτρο πού οι μηχανές κάνουν περιττή τή μυϊκή δύναμη, γίνονται μέσο χρησιμοποίησης εργατών χωρίς μυϊκή δύναμη ή Ιργατών μέ ανώριμη σωματική ανάπτυξη, μέ μεγαλύτερη δμως εύστροφία τών μελών. Εργασία τών γυναικών και τών παιδιών ήταν λοιπόν ή πρώτη λέξη τής κεφαλαιοκρατικής χρησιμοποίησης τών μηχανών! 'Έτσι αυτό τό τεράστιο υποκατάστατο τής Ιργασίας καΐ τών εργατών ια^ετατράπηκε αμέσως σέ μέσο αδξησης τοΟ άριθμοϋ τών μισθωτών εργατών μέ τήν Ινταξη δλων τών μελών τής έργατικής οικογένειας, χωρίς διάκριση φύλου καΐ ηλικίας, κάτω άπό τήν άμεση έξουσία του κεφαλαίου. Ή άναγκαιστική έργασία για τόν κεφαλαιοκράτη δέν σφετερίστηκε μονάχα τό χρόνο τοΟ παιδικού παιχνιδιού, μα καΐ τής ελεύθερης έργασίας γιά τΙς άνάγκες τής Ι'διας τής οικογένειας μέσα στα πλαίσια του σπιτιού, τά καθιερωμένα άπό τα ήθη και εθΐιμα\ 1. Τόν καιρό της κρίσης το0 μπαμπακιου, πού συνόδεψε τόν άμερικάνικο εμφύλιο πόλεμο, ή αγγλική κυβέρνηση είχε στείλει τό γιατρό "Εντουαρντ ΣμΙΘ στό Λάνκασηρ, στο Τσέσηρ, κλπ., γιά νά μελετήσει τήν Υγειονομική κατάσταση των. έργατ65ν μπαμπακουργίας καΐ νά ύποβάλει σχετική Ικθεση. Στήν Ικθεσή του Ιγραφε Ανάμεσα στ' 3ίλλα: 'Εκτός άπό τήν άπομάκρυνση Töv εργατών άπό τήν άτμόσφαιρα το0 εργοστασίου, ή κρίση είχε από άποψη ύγείας και πολλά δίλλα οφέλη. Οΐ έργάτριες είχαν τώρα τόν Απαραίτητο καιρό γιά νά θηλάζουν τα παιδιά τους, άντί νά τά δηλητηριάζουν μέ τό cordial του Godfrey [ναρκο)τικό]. Είχαν τόν καιρό νά μάθουν νά μαγειρεύουν. Δυστυχώς τήν τέχνη τής μαγειρικής τή μάθανε σέ στιγμές που δέν είχαν τί νά φοίνε. Βλέπουμε δμως ός ποιό βαθμό τό κεφάλαιο Ιχει σφετεριστεί προς δφελος τής δικής του αξιοποίησης τήν εργασία πού είναι άπαραίτητη γιά τήν κατανάλωση τής οικογένειας. Επίσης ή κρίση χρησιμοποιήθηκε γιά νά μάθουν να ράβουν τά κορίτσια των εργατών σέ είδικά σχολειά. Χρειάστηκε μιά άμερικάνικη έπανάσταση καΐ μιά παγκόσμια κρίση γιά νά μάθουν νά ράβουν τα εργατοκόριτσα, πού κλώθουν γιά όλόκληρο τόν κόσμο!
43
Ή άξια της έργασιακης δύναμης καθοριζόταν δχι μόνο άπδ τδν έργάσιμο χρόνο πού ήταν άναγκαΐος για τή συντήρηση του ένήλι^κου εργάτη σαν ατόμου, μα καΐ από τδν Ιργάσΐ|ΐΌ χρόνο πού ήταν άναγκαΤος για τή συντήρηση της έργατικής οΙκογένειας. Οί μηχανές, ρίχνοντας δλα τα μέλη της Ιργατικής οικογένειας στήν άγορα εργασίας, κατανέμουν τήν αξία της Ιργαισιακής δύναμης τοϋ. ανδρα δλα τα μέλη της οίκογένειάς του. ΓΓ αύτδ κατεβάζουν τήν αξία. της εργασιακής του δύναμης. Ή αγορά της κομμαιτιασμένής λ.χ. σέ 4 εργασιακές δυνάμεις οικογένειας μπορεί νά κοστίζει περισσότερο απ' δ,τι κόστιζε προηγούμενα ή άγορ& της εργασιακής δύναμης του αρχηγού της οικογένειας, σαν άντιστάθμισμα δμο3ς στή θέση της μιας μπαίνουν 4 έργάσιμες ήμέρες καΐ ή τκμή τους πέφτει στήν ϊδια -άναλογία πού αύξάνει ή ύπεραξία των τεσσάρο)ν πάνο) άπο τήν υπεραξία του ενός. Για νά ζει τώρα μια οικογένεια είναι υποχρεωμένα τέσσερα δτομα να προσφέρουν δχι μονάχα εργασία, μά χαΐ ύπερεργασία στο κεφάλαιο. Έτ^ι οι μηχανές άπδ τήν αρχή - αρχή μαζί μέ τό πλάταιμα του άνθρώπινου εκμεταλλεύσιμου ύλικου, αύτοΰ του πιδ καθαυτοϋ πεδίου Ικμετάλλευσης του κεφαλαίου^, αυξάνουν ταυτόχρονα καΐ τ& βαθμό Ικμετάλλευσης. Οι μηχανές έπαναστατικοποιουν Ιπίσης ριζικά τήν τυπική Ικφραση της κεφαλαιοκρατικής σχέσης, τό συμβόλαιο ανάμεσα στόν έργάτη καΐ στόν κεφαλαιοκράτη. Πρώτη προϋπόθεση πάνω στή βάση της ανταλλαγής έμπορευμάτων ήταν ν' άντικρύζονται δ κεφ'αλαιοκράτης και δ εργάτης σαν έλεύθερα πρόσωπα, σάν άνεξάρ2. «Μέ τή διαρκώς αύξανόμενη Αντικατάσταση της έργασίας τΦν άνδρό5ν μέ τήν εργασία τό5ν γυναικών, καΐ προπάντων μέ τήν άντικατάσταση τΐΐς εργασίας των ένήλικων μέ τήν εργασία τόδν παιδιό5ν, εχει αύξηθεί πολύ δ άριθμός των εργατών. Τρία κορίτσια ήλικίας 13 χρόνων, μέ μισθό 6 8 σελίνια τήν έβδομάδα, έχουν εκτοπίσει §ναν ενήλικο άνδρα μέ μισθό 18 δ>ς 45 σελίνια» (Th. de Quinsey, The Logic of Political Economy, Λονδίνο 1844, ύποσημείωση στή σ. 147). Επειδή δέν μποροδν νά καταργηθοδν πέρα γιά πέρα ορισμένες λειτουργίες της οικογένειας, λ.χ. ή περιποίηση καΐ τό θήλασμα των παιδιών κλπ., οί μητέρες, πού άποσπ3ί τό κεφάλαιο άπό τήν οικογένεια, Αναγκάζονται νά μισθώνουν μέ τόν §να ^ τόν δλλο τρόπο άντικαταστάτριες. Οί δουλιές του σπιτιού, πού άπαιτεί ή κατανάλωση τ^ίς οικογένειας, δπως τό ράψιμο, τό μπάλωμα κλπ., πρέπει ν' άντικατασταθοδν μέ τήν άγορά έτοιμων έμπορευμάτο^ν. Επομένως στή μειωμένη δαπάνη της δουλιας του σπιτιού άντιστοιχεί αύξημένη δαπάνη σέ χρήμα. Γι' αύτό αύξάνουν τά έξοδα παραγωγής της εργατικής οίκογένειας καΐ ισοφαρίζουν τήν αύξηση του είσοδήματός της. Σέ δλα αύτά πρέπει νά προστεθεί καΐ τό γεγονός δτι γίνεται άδόνατη ή οικονομία καΐ ή σκοπιμότητα στήν κατανάλωση καΐ τήν παρασκευή των μέσων συντήρησης. Γιά δλα αύτά τά γεγονότα, πού τά άποσιωπα ή επίσημη πολιτική οίκονομία, ύπάρχει πλούσιο Ολικό στίς Reports των επιθεωρητών εργασίας, στίς εκθέσεις τής Children's Employment Commission, καΐ Ιδίως στίς Reports on Public Health.
44
xyjxot κάτοχοι εμπορευμάτων, ο ένας σαν κάτοχος χρήματος καΐ μέσων παραγωγής, δ άλλος σαν κάτοχος εργασιακής δύναμης. Τώρα, δμως, τό κεφάλαιο αγοράζει ανήλικους ή μισοενήλίικους. Προηγούμενα δ έργάτης πουλουσε τή δική του έργασιακή δύναμη, που τη διάθετε σαν τυπικά ελεύθερο πρόσωπο. Τώρα πουλάει τή γυ« ναίκα καΐ τδ παιδί του. Γίνεται δουλέμπορος®. Ή ζήτηση παιδικής εργασίας μοιάζει συχνά καΐ στή μορφή μέ τή ζήτηση μαύρων δούλων, δπως είχαμε συνηθίσει να διαβάζουμε σέ αμερικάνικες αγγελίες εφημερίδων. «Τήν προσοχή μου — λέει λ.χ. ενας άγγλος έπιθεωρητής εργασίας — τήν τράβηξε μια αγγελία στήν τοπική εφημερίδα μιας άπδ τις σημαντικότερες- μανουφακτουρικές πόλεις της περιφέρειας μου. Νά τδ κείμενο της αγγελίας.: '"Ζητούνται ' 12 ώς 20 νέοι τέτιας ήλικίας, πού νά μπορούν νά περνάνε γιά 13 χρόνων. Μισθδς 4 σελίνια τήν εβδομάδα. 'Απευθυνθείτε κλπ.''». Ή φράση «που να μπορούν νά περνάνε για 13 χρόνων^ εχει σχέση μέ τδ γεγονδς δτι σύμφωνα μέ τδ νόμο γιά τά εργοστάσια, παιδιά κάτω άπδ 13 χρόνων επιτρέπεται νά εργάζονται μόνον- εξι ώρες. "Ενας γιατρδς του δημοσίου πρέπει να πιστοποιγ^σει τήν ήλιικία. Ό εργοστασιάρχης, λοιπόν, ζητάει νέους πού νάχουν δψη δεκατριών χρόνων. Ή αγγλική στατιστική τών τελευταίων 20 χρόνων παρουσιάζει συχνά μιάν άλματική έλάττωση του αριθμού των παιδιών κάτω άπδ 13 χρόνων, πού άπασχολουν οι βιομήχανοι .στά έργοστάσια. Σύμφωνα μέ τις μαρτυρίες τών ϊδιων των επιθεωρητών εργασίας, ή έλάττωση αυτή στδ μεγαλύτερο μέρος της ήταν εργο αυτών τών γιατρών, του δημοσίου, πού προσάρμοζαν τήν ήλικία τών παιδιών στις έκμεταλλευτικές ορέξεις τών κεφαλαιοκρατών και στις ανάγκες συναλλαγής τών γονιών. Κάθε Δευ3. Σέ άντίθεση μέ τό μεγάλο γεγονός, δτι δ περιορισμός εργασίας τών^ γυναικών καΐ τών παιδιών στά άγγλικά έργοστάσια καταχτήθηκε μέ αγώνα τών ενήλικων εργατών ένάντια στό κεφάλαιο, στίς πιό πρόσφατες άκόμα εκθέσεις της Children's Employment Commission βρίσκουμε σχετικά μέ τό παζάρεμα παιδιών ατούς έργάτες γονείς τους γνωρίσματα πέρα γιά πέρα δουλεμπορικά, πού προκαλούν στ' αλήθεια τήν άγανάχτηση. "Οπως δμως βλέπουμε άπό τΙς ϊδιες «έκθέσεις», δ καπιταλιστής φαρισαιος καταγγέλλει αύτή τή χτηνωδία πού. τή δημιούργησε, τή διαιωνίζει καΐ τήν εκμεταλλεύεται δ 'ίδιος καΐ πού κατά τά άλλα τή βάφτισε «έλευθερία τής εργασίας». «Κατέφυγαν στή βοήθεια τής εργασίας τών παιδιών... άκόμα καΐ γιά νά βγάζουν τό καθημερινό τους φωμί. Τά τυαιδιά, χωρίς νάχουν τή δύναμη ν' άντέχουν αέ μιά τόσο δυσανάλογα κοπιαστική εργασία, χωρίς καμιά προετοιμασία γιά τή μελλοντική τους ζωή, τά ëpigav σέ Ινα άπό φυσική καΐ ήθική άποψη μολυσμένο περιβάλλον. Σχετικά μέ τήν καταστροφή τών /Ιεροσολύμων από τον Τίτο, δ Ιβραΐος Ιστορικός έχει γράφει δτι δέν είναι έκπληχτικό πώς ή πόλη καταστράφηκε τόσο δλοκληρωτικά, άφοδ μιά άπάνθρωπη μητέρα θυσίασε τό βρέφος της γιά νά κορέσει τή. φριχτή πείνα της» (Public Economy Concentrated, Carlisle 1853, σ. 66).
45
τέρα καΐ Τρίτη πρωί γίνεται ά^ιχτό παζάρι στδ Μπέθνελ Γκρήν, τήν πώ κακόφημη συνοικία τού Λονδίνου, δπου παιδιά καΐ των δύο φύλων από 9 χρόνων καΐ πάνω μισθώνονται μόνα τους στίς μανουφοικτουρες μεταξιοΟ του Λονδίνου. «ΟΕ ισυνηθισμένοι δροι είναι 1 σελίνι και 8 πέννες τήν εβδομάδα (πού τα παίρνουν οί γονείς) και 2 πέννες για μένα μαζι μέ Ινα τσάι», λέει ενα παιδί στην κατάθεση του. Τά συμβόλαια Ισχύουν μόνο γιά μια έβδομάδα. Προ>οαλουν πραγματικά τήν αγανάχτηση οΐ σκηνές πού διαδραματίζονται και ή γλώσσα πού χρησιμοποιείται σ' αύτο τό παζάρι. Εξακολουθούν άκόμα στην 'Αγγλία γυναίκες «νά παίρνουν παιδιά άπο τα workhouse καΐ νά τα νοικιάζουν στδν πρότο τυχόντα αγοραστή πρός 2 σελίνια ocal 6 πένες τήν έβδομάδα». Παρά τη σχετική νομοθεσία, στή Μεγάλη Βρεταννία έξακολουθουν άκό^ια να πουλιούνται άπό τούς γονείς τους τουλάχιστο 2.000 άνήλικα, σαν ζωντανές καπνοδοχοκαθαριστικές μηχανές (μόλο πού ύπάρχουν μηχανές γιά νά τα άντικαταστήσουν). Ή επανάσταση πού προκάλεσαν οι μηχανές στή νομική σχέση τδ)ν αγοραστών καΐ των πωλητών της εργασιακής δύναμης, έτσι πού ή δλη συναλλαγή νά χάνει άκόμα και τήν έπίφαση ένός συμβολαίου ανάμεσα σέ έλεύθερα πρόσωπα, πρόσφερε αργότερα στό αγγλικό .κοινοβούλιο τή νομική βάση γιά να δικαιολογήσει τήν ανάμιξη του κράτους στα εργοστάσια. Κάθε φορά πού δ νόμος γιά τά έργοστάσια περιορίζει τήν εργασία των παιδιών σέ 6 ώρες σέ κλάδους πού ο!>ς τώρα έμειναν άθιχτοι, ξεσπάει πάντα άπο τήν αρχή δ θρήνος τών έργοστασιαρχών δτι ένα μέρος τών γονέων αποσύρει τά παιδιά άπδ τή βιομηχανία, πού υπάγεται στδ νόμο, για νά τά πουλήσουν σέ βιομηχανίες, δπου έπικρατει άκόμα ή «Ιλευθερία της εργασίας», δηλαδή δπου παιδιά κάτω άπδ 13 χρόνων υποχρεώνονται νά έργάζονται σαν ένήλικοι καΙ έπομένως μπορούν νά πουλιούνται πιο ακριβά. Επειδή δμως τδ κεφάλαιο άπδ τή φύση του είναι leveller [Ισοπεδωτής], ζητάει δηλαδή σέ δλες τΙς σφαίρες της παραγωγής ισότητα στούς δρους έκμετάλλευσης της εργασίας, σαν άνθρώπινο δικαίωμα πού του ανήκει άπδ γεννησιμιου του, δ περιορισμός μέ νόμο της έργασίας τών παιδιών στδν έναν κλάδο της βιομηχανίας γίνεται αιτία γιά τδν περιορισμό της σέ έναν &λλο. Προηγούμενα έχουμε κιόλας μιλήσει γιά τή σωματική κατάπτωση τών παιδιών και τών νέων, καθώς καΐ τών γυναικών, πού ή μηχανή τούς υποτάσσει στή ν έκμετάλλευση του κεφαλαίου, πρώτα ά|)ΐεσα .στα έργοστάσια, πού ξεπηδάνε πάνω στδ έδαφος της μηχανής, καΐ έπειτα έμμεσοι σέ δλους τούς ύπόλοιπους βιομηχανικούς κλάδους. Γι' αύτδ σταματάμε έδώ μόνο σ' ένα στ^ειο, στήν τεράστια θνησιμότητα τών έργατόπαιδων στα πρώτα χρόνια τής ζωής τους. Στήν 'Λγγλία ύπάρχουν 16 ληξιαρχικές περιφέρειες, δπου
46
από 100.000 παιδιά ηλικίας κάτω τοϋ ένός Ιτους κατά μέ^ον δρο πεθαίνουν τό χρόνο μόνο 9.085 (οέ μια περιφέρεια μόνο 7.047), σέ 23 περιφέρειες πεθαίνουν πάνω από 10.000, λιγότερα 2μως από 11.000, αέ 39 περιφέρειες πάνω από 11.000, λιγότερα δμως άπό 12.000, σέ 48 περιφέρειες πάνω από 12.000, λιγότερα δμως από 13.000, σέ 22 περιφέρειες πάνω άπό 20.000, σέ 25 περιφέρειες πάνω άπό 21.000, σέ 17 πάνω άπό 22.000, σέ 11 πάνω άπό 23.000, στό Χού, στό Ούόλβερεμπτον, στό "Αστον - άντερ - Αάιν καΐ στό Πρόστον πάνω άπό 24.000, στό Νόττινγκχαμ, Στόκπορτ καΐ Μπράντφορντ πάνω άπό 25.000, στό Ούίζμπητς 26.000 καΐ στό Μάντσεστερ 26.125. "Οπως άπόδειξε μια έπίσημη ιατρική ϊρευνοί του 1861, αν αφεθούν κατά μέρος οι τοπικές συνθήκες, οι μεγάλοι αύτοί άριθμοί θνησιμότητας οφείλονται κυρίως στήν άπασχόληση των μητέρων Ιξω άπό τό σπίτι καΙ στίς συνέπειές της, δπως είναι ή παραμέληση καΐ κακοποίηση τών παιδιών, άνάμεσα σέ άλλα καΐ ή άκατάλληλη τροφή, ή ελλειψη τροφής, ή χορήγηση ναρκωτιοιών στα παιδιά κλπ. Σ' αύτά πρέπει να προστεθεί ή άφύσικη άποξένωση τό>ν μητέρων άπό τα παιδιά τους καί, σαν συνέπεια δλων αυτό)ν, ή προμελετημένη θανάτωση των παιδιών μέ τήν πείνα καί ή δηλητηρίασή τους*. "Αντίθετα, στίς αγροτικές έκεΐνες περιφέρειες, «δπου έπικρο&τεΐ ενα κατώτατο δριο γυναικείας άπασχόλησης, τό ποσοστό θνησιμότητας είναι τό χα^Ληλότερο». Ή έπιτροπή ερευνάς του 1861 Ιφερε ώστόσο στό φώς τό άναπάντεχο αποτέλεσμα, δτι σέ μερικές καθαρά γεωργικές · περιφέρειες στίς άκτές της Βόρειας Θάλασσας τό ποσοστό θνησιμότητας των παιδιών κάτω του ενός χρόνου φτάνει σχεδόν τό ποσοστό των πιό κακόφημων βιομηχανικών περιφερειών. "Γστερα άπ' αυτό δ γιατρός Τζοώλιαν Χάντερ έπιφορτίτστηκε νά μελετήσει έπιτόπου τό φαινόμενο. Ή Ικθεσή του συμπεριλήφθηκε στή Sixth Report on Public Health. "Ως τότε υπόθεταν δτι τά παιδιά τά άποδεκάτιζαν ή ελονοσία ,καΐ άλλες άρρώ^στιες που χαρακτηρίζουν τΙς χαμηλές καΐ έλώδεις περιοχές. Ή ερευνά άπόδειξε άκριβώς τό άντίθετο, δτι δηλαδή «ή ίδια αιτία πού Ιχει εξαλείψει τήν έλονοσία, καΐ συγκεκριμένα ή μετατροπή του έδάφους άπό Ιλος τό χειμώνα καΙ φτωχό βοσκότοπο τό καλοκαίρι σέ εδφορο σιτοβολώνα προκάλεσε καΙ τό εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας τών 4. «Αότή [ή Ιρευνα του 1861]... άπόδειξε έπιπλέον πώς, άπδ τή μιά μεριά, κάτω άπό τΙς συνθήκες που περιγράφαμε τά παιδιά πεθαίνουν έξαιτίας τγ|ς εγκατάλειψης καΐ της κακομεταχείρισης πού δφείλονται στήν êpγασία τόδν μητέρων τους στά έργοστάσια, έν©, άπδ τήν δίλλη, οί μητέρες συνήθισαν νά φέρονται μέ Ινα τρομαχτικά άφόσικο τρόπο άπέναντι στά βρέφη τους — συνήθως δέν πολυσκοτίζονται γιλ τό θάνατό τους, καΐ κάποτε... παίρνουν άμεσα μέτρα, γιά νά τόν προκαλέσουν».
47
βρεφών». Ö't 70 γιατροί πού άσχουν τ6 €πάγγελ[Jtά τους σ' αύτή τήν περιοχή %αΙ πού τους ανάκρινε δ δρ Χάντερ «Ιδειξαν θαυμα^ στή ομοφωνία» σ' άύτο τό οημειο. "Οτι δηλαδή μαζί μέ τήν έπανάσταση ν στό σχολειό άπό τΙς 8 ώς στίς 11 π.μ., τήν έπόμενη άπό τή 1 ώς τις 4 μ.μ., καΐ άφοϋ τό παιδί Ιχει άπουσιάσει ξανά κάμποσες μέρες από τό σχολειό, ξανάρχεται · ξαφνικά άπό τΙς 3 ώς τΙς 6 τό απόγευμα* πότε κάνει τήν Ιμφάνκίή του έπΙ 3 - 4 μέρες συνέχεια ή έπι μια έβδομάδα, γιά νά ΙξαφανιστεΙ Ιπειτα ξανά γιά 3 έβδομάδες ή γιά ενα δλόκληρο μήνα καΐ να ξαναγυρίσει πίσω για λίγες ώρες καΐ γιά μερικές μέρες πού • δέννίχει δουλιά^ατό έργοστάσιο, δταν δηλαδή λάχει νά μήν τό χρειάζονται τ' άφεντικά του κι ίτσι τό παιδί τό πετάνε σάν κλωτσοσκούφι πότε έδώ, πότε ΙκεΙ, άπό τό σχολειό στό έργοστάσιο κι άπό τό εργοστάσιο στό σχολειό, ώσπου νά συμπληρωθεί δ συνολικός αριθμός τών 150 ώρών»®. Τραβώντας ενα πολύ μεγάλο άριβμό παιδιών και γυναικών στό συνδυασμένο έργατικό προσωπικό, ή /μηχανή απάει 'επιτέλους, τήν άντίσταση πού μέσα στή μανουφαί , 6. Στούς ^κλάδους τ^ς άγγλικτίς βιομηχανίας, δπου έπικρατει άπό κάμποσο καιρό Ô καθαυτό νόμος γιά τά έργοστάσια (0χι δ Printwork's Akt (Νόμος γιά,τλ^ έργοστάοια πού σταμπάρουν μπαμπακερά], πού τδν άναφέραμε πρΝ άπό λίγο στό κείμενο), τά τελευταία χρόνια ύπερνικήθηκαν κάπως τλ έμπόδια πού ' συναντοΟσαν οΐ διατάξεις, οΐ σχετικές μέ τήν έκπαίδέυση. .2τ1ς βιομηχανίες , πού δέν δπάγονται στό νόμο γιά τλ έργοστάσια έπικρατοΟν άκόμα σέ μεγάλο βαθμό οΐ άπόφεις το0 εργοστασιάρχη όαλουργίας Τζ. Γκέντς πού δασκαλεύει τόν Ούάιτ, μέλος τ^ς έξεταστικ^ΐς έπιτροπ^ς, λέγοντάς-του:. «'Απ' δ,τι.-βλέπω, κάνει κακό ή περισσότερη μόρφωση πού παίρτά .τέλεύταια χρόνια ëva μέρος τ^ς έργατικί)ς τάξης. Είναι- έπικίνδυνη γιατί τήν- παρακάνει άνεξάρτητη».
Μ
κτούρα άντέτασ:σαν ακόμα οΐ δνδρες εργάτες στδ δεσποτισμό τοΟ κεφαλαίου'. 6) Ή παράταση της εργάσιμης
ημέρας
"Αν ή μηχανή είναι τό πιο ισχυρό μέσο γιά τό άνέβο&σμα της παραγωγικότητας της εργασίας, δηλαδή γιά τήν έλάττωση του χρόνου έργασίας πού άπαιτειται γιά τήν παραγωγή ένός έμπορεύματος, γίνεται σαν φορέας του κεφαλαίου, πρώτ"* απ' 8λα στίς βιομηχανίες πού άγκαλιάζει αμεσα, τό ισχυρότερο μέσο για τήν παράταση της εργάσιμης ημέρας πέρα από κάθε φυσικό δριο. 'Από τή μια δη»]ΐιουργει νέους δρους, πού επιτρέπουν στό κεφάλαιο νά επιδίδεται ελεύθερα σ αύτή τή μόνιμη τάση του, καΐ άπό τήν δλλη νέα ελατήρια για ν' ακονίζει τή βουλιμία του για ξένη εργασία. Πρώτα - πρώτα μέ τΙς μηχανές ανεξαρτητοποιείται από τόν εργάτη ή κίνηση και ή παραγωγική δράση του μέσου έργασίας. Τό μέσο εργασίας γίνεται αύτό καθαυτό ενα βιομηχανικό perpetuum mobile [άεικίνητο], πού θα παρήγε συνεχώς άν δέν σκόνταφτε σέ όριαμένους φυσικούς φραγμούς άπό τήν πλευρά τών άνθρώπων βοηθών του: ατή σωματική τους άδυναιμία καΐ στήν ιδιογνωμοσόνη τους. Γι' αυτό σαν κεφάλαιο, και σάν τέτιο τό αύτόματο εχει στό πρόσωπο του κεφαλαιοκράτη συνείδηση καΙ θέληση, τό μέσο έργασίας εμπνέεται άπό τήν τάση να περιορίζ-ει μέ τό στανιό στό έλάχι-στο δριο αντίστασης τούς εναντιωτικούς, Ιλαστικούς δμως ανθρώπινους φυσικούς φραγμούς®. Εξάλλου ή αντίσταση αύτή μειώνεται χάρη στή φαινομενική εύκολία της έργασίας μέ τή μηχανή και στό γεγονός δτι οι γυναίκες και τα παιδιά είναι στοιχείο πιό πειθήνιο καΙ πιό εύλύγιστο®. 7. «Ό κ. Ε., εργοστασιάρχης, μου είπε δτι στούς μηχανοκίνητους άργαλιούς του άπασχολεΐ αποκλειστικά γυναίκες. Προτιμάει, λέει, τΙς παντρεμένες γυναίκες, Ιδιαίτερα δσες ëχoυv οικογένεια, πού ή συντήρησή της εξαρτιέται άπ' αυτές. 01 γυναίκες τούτες είναι πολύ πιό προσεχτικές καΐ πιό πειθήνιες άπό τΙς ανύπαντρες καΐ εΪναι ύποχρεωμένες νά έντείνοον τΙς δυνάμεις τους στό έπακρο γιά νά κατορθώνουν νά κερδίζουν τλ Απαραίτητα χρήματα γιά τήν προμήθεια τών μέσων συντήρησης. "Ετσι οΐ άρετές, οΐ καθαυτό αρετές τοΰ γυναικείου χαρακτήρα, στρέφονται σέ βάρος τ0ν γυναικόδν έτσι καθετί τό ήθικό καΐ τό άβρό πού έχει ή γυναίκα στό χαρακτήρα της μετατρέπεται σέ μέσο δτυοδούλωσής της καΐ σέ πηγή τών βασάνων της» (Λόρδος "Ασλεϋ, Λονδίνο 1844). 8. .«'Από τότε πού §χουν εισαχθεί σέ γενική κλίμακα άκριβές μηχανές ô άνθρωπος ύποχρεώθηκε νά εργάζεται πάνω άπό τΙς μέσες δυνάμεις του» (Ρόμπερτ "Όουεν) . 9. 01 άγγλοι, πού τούς άρέσει νά βλέπουν σάν αΙτία ένός πράγματος τήν πρώτη έμπειρική μορφή τής εμφάνισής του, άναφέρουν συχνά σάν αΙτία τοΟ μεγάλου χρόνου εργασίας στά έργοστάσια τή μεγάλη ήρώδεια άρπαγή τών
52
Ή παραγωγικότητά τών μηχανών είναι, δπως εϊδαμε^ άντι* στρόφως άνάλογη ·πρ6ς τό μέγεθος τοΟ συστατικου έκείνου μέρους τής άξιας πού μεταδίνουν στο προϊόν. 'Όσο μεγαλύτερη είναι ή περίοδος που λειτουργεί ή μηχανή, τάσο μεγαλύτερη είναι ή μάζα τί^ν προϊόντων, στην οποία κατανέμεται ή άξία πού προσθέτει, καΐ τάσό μικρότερο είναι τό μέρος της αξίας πού προσθέτει στη μονάδα τοΰ εμπορεύματος. Ή περίοδος δμως της ενεργοΟ ζωής τόν μηχανών καθορίζεται, δπως είναι φανερό, άπό το μέγεθος ττ^ς έρ^ γάσιμης ημέρας ί] άπο τη διάρκεια του ήμερήσιου προτσές έργασίας, πολλαπλασιασμένη μέ τον άριθμδ των ήμερων πού Ιπαναλαβαίνεται αύτέ τδ προτσές. Ή φθορά των μηχανών δέν άνταποκρίνεται καθόλου μέ μαθηματική ακρίβεια στδ χρόνο της χρήσης τους. Κι άν άκόμα τδ προϋποθέσουμε αυτό, μια μηχανή, πού έπΙ 7 1) 2 χρόνια Ιργάζεται 16 δρες την ημέρα, άγκαλιάζει την ϊδια σέ μέγεθος περίοδο παραγωγής πού "άγκαλιάζει ή ιδια μηχανή, δταν ΙπΙ 15 χρόνια Ιργάζεται μόνο 8 ώρες τήν ήμέρα και δέν προσθέτει στό συνολικο προϊόν περισσότερη άξία άπ' δ,τι προσθέτει στή δεύτερη περίπτωση. Στήν πρώτη δ]ΐως περίπτωση ή άξία της μηχανής θά άναπαραγόταν δυό φορές γρηγορότερα, άπ' δ,τι στή δεύτερη, καΐ δ κεφαλαιοκράτης θδ καταβρόχθιζε μ' αύτήν μέσα σέ 7 1) 2 χρόνια τόση 6περαξία, δση θά καταβρόχθιζε διαφορετικά μέσα σέ 15 χρόνια. Ή ύλική φθορά της μηχανής είναι διπλή. Ή μια πηγάζει άπδ τή χρήση της, δτύως φθείρονται τα νομίσματα μέσα στήν κυκλοφορία, ή δεύτερη άπδ τή μη χρήση της, δπως σκουριάζει ενα σπαθί πού μένει άχρη^σιμοποίητο μέσα στή θήκη του. Στήν περίπτωση αύτή πρόκειται γιά τήν άνάλωσή της άπδ τά στοιχεία της φύσηςé Ή φθορά του πρώτου είδους είναι λίγο - πολύ άπευθείας άνάλογη παιδιών άιτό τ& φτωχοκομεια καΐ δρφανοτροφεια, πού διέπραξε τό κεφάλαιο στίς άρχές τοΰ εργοστασιακοδ συστήματος καΐ μέ τήν δποία προσάρτησε ëvoc τελείως άβουλο άνθρώπινο δλικό. "Ετσι λ.χ. δ Φίλντεν, πού ήταν ô Τδιος άγγλος βιομήχανος, γράφει: «Είναι ξεκάθαρο πώς οΐ. πολλές ώρες έργασίας επιτεύχθηκαν χάρη στό γεγονός, δτι οί έπιχειρηματίες εΤχαν προμηθευτεί Ινα τόσο μεγάλο άριθμό έγκαταλειμμένων παιδιών άπό διάφορα μέρη 'εήζ χώρας, ΐτσι πού έγιναν ανεξάρτητοι άπό τούς Ιργάτες καί, άφοδ κάναν πιά συνήθεια τΙς πολλές ώρες έργασίας μέ τή βοήθεια τοδ άθλιου άνθρώπινου ύλικοδ πού τό προμηθεύτηκαν μ' αύτό τόν τρόπο, μπόρεσαν νά τΙς έπιβάλουν πιο εύκολα και στούς γειτόνους τους». Στήν Ικθέσή του τοδ 1844 -γιά τά έργοστάσια, δ επιθεωρητής εργασίας Σώντερς λέει τά παρακάτω σχετικά μέ τήν εργασία των γυναικών: «'Ανάμεσα στίς εργάτριες δπάρχουν γυ^ ναΤκες πού, έκτος άπδ λίγες μέρες, άπασχολοδνται βδομάδες δλόκληρες συνέχεια άπό τΙς 6 τό πρωί ώς τΙς 12 τή νύχτα, μέ λιγότερο άπδ 2 ώρες διαλείμματα γιά τό φαγητό, Ιτσι πού γιά τΙς 5 μέρες τής έβδομάδας άπό τΙς 24 ώρες του ήμερονυχτίου τούς μένουν μόνο 6 γιά τό πΛνε κι Ιλα άπό τό σπίτι στό εργοστάσιο καΐ γιά να γείρουν νά ξεκουραστοδν στό κρέβάτι»^
53
πρός τή χ ρ φ η της μηχανης, ή φθορά τοΟ δεύτερου είναι ός Ινα βάθμδ άντκίτρόφως άνάλογη πρδς τή χρήση της. Δίπλα δμως ατήν υλική φθορά ή μηχανή όπόκειται καΐ σέ μιά, σά νά λέμε, ήθική φθορά. Χάνει άνταλλαχτική άξια στό βαθμό πού μποροΰν ε'ίτε να παράγονται πιό φτηνά μηχανές της ϊδιας κατασκευής^ εϊτε'να έμφανιζονται δίπλα της καλύτερες μηχανές πού τή -συναγωνίζονται^®. ΚαΙ ιστίς δυο περιπτώσεις, δσο νεαρή καΐ γεμ(5ζτη ζωή κι άν είναι ή μηχανή, ή άξια της δεν καθορίζεται πιά άπδ" τδν άναγκαίο χρόνο Ιργασίας πού είναι πραγματικά άντικειμενάποιηιχένος à' αύτήν, άλλα άπδ τήν άναπαραγωγή της καλύτερης μηχανής. Γι' αύτο λίγο - πολύ χάνει σέ άξία. "Οσο μικρότερη είναι ή χρονική περίοδος πού άναπαράγεται ή συνολική της άξια,· τόσο μιικρότερος είναι δ κίνδυνος της ήθι-κής φθοράς, καΐ δσο πώ μεγάλη είναι ή έργάσιμη ήμέρα, τόσο πιό σύντομη είναι ή περίοδος όϊύτή. 'Όταν οι μηχανές είσάγονΐαι γιά πρώτη φορά σ'' 2ναν όποιονδήποτε κλάδο παραγωγής, άκολουθοϋν ή μιά πάνω στήν άλλη ο! νέες μέθοδες για τή φτηνότερή της άναπαραγωγή καΐ οι νέες τελειοποιήσεις, πού ·δέν άφορουν μόνο ξεχωριστά κομμάτια ή ξεχωριστές συσκευές, άλλά δλη τήν ααταισκευή της. Γι' αύτό, στήν πρώτη περίοδο της ζωής της μηχανής τδ ιδιαίτερο αύτδ κίνητρο για.τήν παράταση της Ιργάσιμης ήμέρας δρα μέ τή μεγαλύτερη δύναμη. "Οταν κατά τά άλλα οι δροι μ,ένουν οί ϊδιοι καΐ είναι δοαμένη ή εργάσιμη ήμέρα, ή εκμετάλλευση διπλάσιου άριθμου Ιργατών άπάιτεί να ιδιπλασιαστεί τόσο τδ μέρος Ικεΐνο τοΟ σταθεροί κεφαλαίου πού ξοδεύεται για μηχανές καΐ χτίρια, δσο καΐ τδ μέρος έκείνο πού ξοδεύεται γιά πρ0)τες δλες, βοηθητικές δλες κλπ. 'Όταν παρατείνεται ή Ιργάσιμη ήμέρα, μεγαλώνει ή ικλίμακα της παραγωγής, Ivö) μένει άμετάβλητο τδ μέρος του κεφαλαίου πού ..διαθέτεται γιά μηχανές καΙ χτίρια. Γι' αύτδ δέ μεγαλώνει μόνο ή όπεραξία, μά μεκ&νονται καΐ τά Ιξοδα, τά άναγκαια γιά τήν άπόχτησή της. Είναι άλήθεια πώς αύτδ γίνεται λίγο - πολύ και σέ κάθε παράταση της έργάσιμης ήμέρας, μόνο πού έδ(δ Ιχει άποφασισ-ικότερη βαρύτητα, γιατί τδ μέρος του κεφαλαίου πού Ιχει. μετατραπεί σέ μέσα έργασίας παίζει γενικά μεγαλύτερο ρόλο". Ιό. Ό «Manchester Spinner» («Times», 26 του Νοέμβρη 1862), πού τόν άναφέραμε πιό πάνω, συγκαταλέγει στό κόστος τόδν μηχανών τά παρακάτω: «Αύτή (δηλαδή «ή άφαίρεση γιά τή φθορίΐι τβν μηχανών») έπιδιώκει καΐ τό σκοπό νά καλύπτει τή ζημιά πού γεννιέται διαρκώς άπό τό γεγονός, δτι οί μηχανές ; π^οτο0 φθαροΰν Αχρηστεύονται άπό άλλες μηχανές, καινούργιας κάΐ καλύτερης κατασκευές». 11. Ή περίπτωση αύτή Αναφέρεται στό κείμενο γιά νά δλοκληρωθεί μόνο ή εΐο^όνα, γιατί μόνο στό Τρίτο Βιβλίο πραγματεύομαι τό ποσοστό τοΟ
Πραγματικά, ή άνάπτυξη της μηχανικης παράγωγης δένει ëva διαρκό)ς αύξανόμενο μέρος του κεφαλαίου με μιά μορφή, μέ την όποια, άπο τη μιά, είναι διαρκώς άξιοποιήίσιμο και, άπδ τήν δλλη, χάνει και την άξ£α του χρήσης και τήν άνταλλαχτική του άξια μόλις διακοπεί ή επαφή του μέ τη ζωντανή εργασία. «'Όταν — λέει δ "Ασγουορθ, Ινας Άγγλος μεγιστάνας του μπαμπακιοΟ, στόν κα-, θηγητή Νάσσαου Β. Σένιορ —- δταν Ινας γεωργός παρατήσει το φτυάρι του, άχρηστεόει για την περίοδο αύτή Ινα κεφάλαια 18" πενδ>ν. "Οταν ενας άπο τούς άνθρώπους μας (δηλαδή Ινας άπό τους έργοστασιακούς έργάτες) έγκαταλείψει τδ έργοστάσιο, άχρηστεύει Ινα κεφάλαιο πού εχει στοιχίσει 100.000 λίρες στερλίνες», Γιά σκέψου! «NV άχρηστευτεί», εστω καΐ για μιά. στιγμή, Ινα κεφάλαιο πού στοίχισε 100.000 λίρες στερλίνες! Είναι πράγματι έξωφρενικό νά έγκαταλείπει γενικά Ινας άπό τούς άνθρώπους μας δποτεδήποτε το Ιργοστάσιο! Ό αύξανόμενος δγκος τών μηχανφν κάνει «Ιπιθυμητή» τή διαρκώς αόξανόμενη παράταση της Ιργάσιμης ημέρας, πράγμα πού τδ καταλαβαίνει κι δ δασκαλεμένος άπδ τδν "Ασγουορθ Σένιορ". Ή μηχανή παράγει σχετική όπεραξία δχι μόνο ρίχνοντας δμεσα τήν άξια της Ιργασιακής δύναμης καΐ φτηναίνοντάς την Ιμμεσα, έπειδή φτηναίνει τα εμπορεύματα πού μπαίνουν στήν άναπα-, ραγωγή της, άλλά καΐ μετατρέποντας, κατά τήν πρώτη σποραδική είσαγωγή της, τήν εργασία πού χρησιμοποιεί δ κάτοχος τής μηχανής σέ εργασία υψωμένη σέ δύναμη, άνεβάζοντας τήν κοινωνική άξια του προϊόντος της μηχανής πάνω άπο τήν άτομική του άξια και επιτρέποντας Ιτισι στον χεφαλαιοκράτη ν' άναπληρώνει τήν ήμερήσια αξία της Ιργασιακής δύναμης μέ Ινα μικρότερο μέρος της αξίας του ήμερήσιου προ'ίόντος. Γι' αύτό, στή διάρκεια αύτής τής μεταβατικής περιόδου πού ή μηχανική παραγωγή παραμένει Ινα είδος μονοπώλιου, τα. κέρδη, είναι Ιξαιρετικά καΐ.δ κεφ^αλαιοκράτης προσπαθεί αύτή τήν «πρώτη περίοδο της. ,καινούρκέρδους, δηλαδή τή σχέση τής δπεραξίας πρδς τδ συνολικό κεφάλαιο πού προκαταβλήθηκε. ' ' 12. « Ή μεγάλη ύπεροχή του πάγιου κεφαλαίου σέ σχέση μέ τό κυκλοφοριακό... κάνει επιθυμητό τό μεγάλο χρόνο Ιργασίας». ^Οσο αύξάνει ό δγ-: κος τδ>ν μηχανών κλπ.«γίνονται ,πιό ισχυρά τά κίνητρα γιά παράταση τοΟ χρόνου Ιργασίας, γιατί ή παράτασή του είναι τό μοναδικό μέσο νά γίνει κερδοφόρα μιά μεγάλη μάζα πάγιου κεφαλαίου». «Σέ κάθε έργοστάσιο 6πάρχουν διάφορα έξοδα πού μένουν σταθερά, άδιάφορο Äv τό έργοστάσιο έργάζεται πολύ ή λίγο, λ.χ. τό νοίκι γιά τά χτίρια, οί τοπικοί καΐ οΐ γενικοί φόροι, τά άσφάλιστρα γιά πυρκαϊά, οΐ, μισθοί διάφορων μόνιμων έργατών καΐ ή χειροτέρεφη τΦν μηχανών μαζί μ^ άλλα διάφορα βάρη, πού τό μέγεθός τους σέ σχέση μέ τό κέρδος μειώνεται στήν Υδια άναλογία πού α0|άνουν οΐ διαστάσεις τής παραγωγής». •
55
γιας άγάπης» νά τήν έκμεταλλευτεί 8σο zb δυνατδ πιδ δλοχληρωτικα μέ μια δσο τό -δυνατό μεγαλύτερη παράταση της Ιργάσιμης ήμέρ^ας. Τό μέγεθος του κέρδους ακονίζει τή βουλιμία γιά μεγαλύτερο κέρδος. Στδ βαθμό πού γενικεύεται ή χρήση της μηχανης σ' Ινα κλάδο παραγωγής, πέφτει ή κοινωνική άξια του προϊόντος των μηχανών 0ς τήν άτομική του άξια καΐ έπιβάλλεται δ νόμος πού καθορίζει πώς ή ύπεραξία δέν πηγάζει άπο τις έργασιακές δυνάμεις πού εχει άντικαταστήαει δ κεφαλαιοκράτης μέ τή μηχανή, άλλά άντίστροφ.α άπό τις εργασιακές δυνάμεις πού απασχολεί στή μηχανή. Ή ύπεραξία πηγάζει \i6yo άπό το μεταβλητό μέρος τού κεφαλαίου καΐ δίδαμε πώς ή μάζα της υπεραξίας καθορίζεται άπδ δυδ παράγοντες, άπο'τδ ποσοστό της υπεραξίας καΐ άπό τόν αριθμό των ταυτόχρονα άπασχολού|^ιενων έργατών. "Οταν είναι δοσμένο τό μέγεθος της έργάσιμης ήμέρας, τό ποσοστό της ύπεραξίας καθορίζεται άπό τήν αναλογία πού ή εργάσιμη ήμέρα χωρίζεται σέ άναγκαία έργασία καΐ ύπερεργασία. Ό άριθμός δμως τών ταυτόχρονα άπασχολούμενων έργατών εξαρτιέται μέ τή σειρά του άπό τή σχέση του μεταβλητού κεφαλαίου πρός τό στ^χθερό. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο πώς ή μηχανική παραγωγή, δ σο κι άν μεγαλώνει τήν ύπερεργασία σέ βάρος της άναγκαίιχς εργασίας μέ τό άνέβα•σμα της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, τό άποτέλε'σμα αύτό τό πετυχαίνει μόνο λιγοστεύοντας τόν άριθμό τών Ιργατών πού άπασχολούνται άπό ενα δοσμένο κεφάλαιο. 'Ένα μέρος του κεφαλαίου, πού πρώτα ήταν μεταβλητό, δηλαδή πού μετατρεπόταν ' σέ ζωντανή έργασιακή δύναμη, τό μετατρέπει τώρα σέ μηχανές, δηλαδή σέ σταθερό -κεφάλαιο πού δέν παράγει ύπεραξία. Είναι λ.χ» αδύνατο άπό 2 έργάτες να στιφτεΤ τόαη ύπεραξία, δση στίβεται άπό 24 έργάτες. ''Αν δ καθένας άπό τούς 24 Ιργάτες άπό τις 12 ώρες πού έργάζεται παρέχει μόνο μιας ώρας ύπερεργασία, δλοι μαζί παρέχουν 24 ώρες ύπερεργασία, Ινώ ή συνολική έργασία τών δύο Ιργατών είναι δλες - δλες 24 ώρες. Επομένως, στή χρησιμοποίηση τών μηχανώιν γιά τήν παραγωγή ύπεραξίας Ινυπάρχει μιά έσωτερική άντίφ^αση, Ιπειδή άπό τούς δυό παράγοντες της ύπεραξίας, πού παράγει ενα κεφάλαιο δοσμένου μεγέθους, ο! μηχανές δέ μεγαλώνουν τόν ενα παράγοντα, τό ποσοστό της ύπεραξίας, παρά μόνο μικραίνοντας τόν άλλο παράγοντα, τόν άριθμό τών Ιργατών. Αυτή ή εσωτερική αντίφαση προβάλλει άπό τή στιγμή πού μέ τή γενίκευση της χρήσης τών μηχανών σ"" ενα βιομηχανικό κλάδο ή άξία του μηχανοποίητου Ιμπορεύματος γίνεται ή ρυθμκίτική κοινο>νική άξία δλων τών Ιμπορευμάτων του Ι'διου είδους καΐ είναι ή ιδια αύτή άντίφαση πού σπρώχνει άλλη μιά φορά τό κεφάλαιο — χωρίς δ κεφαλαιοκράτης νάχει Ιπίγνωση αύτής τής άντίφα56
σης^® — στήν πώ βίαιη ,παράταση της έργάσιμης ήμέρας γιά νά Ισοφαρίσει χή μεί(ΐ>ση τοΰ άντΐστοιχου άριθμου τών έργατόν πού έχιχεταλλενεται 'μέ την αδξηση δχι μόνο της σχετικής, [ϊά καΐ της άπόΧρτης όπερ^ργασίας. "ÀV λοί/πδν ή κεφαλαιοκρατική χρησιμοποίηση τών μηχανών δημιουργεί,,. από τή, μια μεριά,, νέα Ισχυρά κίνητρα γιά τήν άπερ lip ι στη, παράταση , της εργάσιμης ήμέρας καΐ ΙπαναστατικοποΙεΙ τον ϊδιο τον τρμένη παραγωγική δύναμη της Ιργασίας, οι 3 1) 2 λχ. ώρες ύπερεργασία μέ 6 2) 3 ώρες άναγκαιας Ιργασιας δίνουν τώρα στον κεφαλαιοκράτη τήν ïSia μάζα άξίας πού έδιναν προηγούμενα 4 ώρες ύπέρεργασίας μέ·8 ώρες άναγκαίαι^·· εργασίας. ' Μπαίνει τώρα. το ερώτημα, πώς έντατικοποιειται ή έργασία; . Τό πρώτο άποτέλε'σμα της συντομευμένης έργά^ιμης ήμέρας στηρίζεται στόν αύτονόητο νόμο, δτι ή ικανότητα δράσης τής Ιργασιακής δύναμης είναι άντιστρόφως άνάλογη πρός τό χρόνο τηςδράσης της. Γι' αύτό, ^μέσα σέ δρισμένα δρια, αύτό πού χάνεται σέ διάρκεια από τ ή δράση της Ιργασιακής δύναμης κερδίζεται σέ βαθμό της έντατικότητάς της. ΚαΙ τό κεφάλαιο φροντίζει μέ τή μέθοδο της πληρωμής να μετατρέπει ο έργάτης περισσότερη êpγασιακή δύνα/μη σέ έργασία^^. ΣτΙς μανουφακτοϋρες, λ.χ. στήν άγγειοπλάστική, δπου οι μηχανές -δεν παίζουν κανένα ή παίζουν άστί^μαντό ρόλο, ή έφαρμογή του νόμου για τα Ιργοστάσια άπό-· δειξβ χτυπητά πώς ή απλή συντόμευση- της εργάσιμης ήμέρας άνεβάζει μέ θαυμαστό τρόπο τήν -κανονικότητα, τήν δμοιομορφια, τήν τάξη, τή 'συνέχεια καΐ τήν ένέργεια της εργασίας. Φαινότανδμο)ς αμφίβολο άν τό αποτέλεσμα αύτό μπορεί νά Ιπιτευχβεϊ στό καθαυτό εργοστάσιο, γιατί ή έξάρτηση του Ιργάτη άπό τή συνεχή καΙ δμοιόμορφη κίνηση της μηχανής από καιρό είχε Ιπιβάλει έδώ τήν πιό αύστηρή πειθαρχία. Γι' αύτό, δταν τό 1844 συζητιοϋνταν δ περιορισμός της ' έργάσ^μης ημέρας- κάτω άπό 12 ώρες, οΪ έργοστασιάρχες δήλωσαν σχεδόν δμόφωνα δτΐ' «οί Ιπιστάτες· τους προσέχουν στους διάφορους χώρους δουλιας νά μή χάνουν χρόνο τ& χέρια», δτι- «είναι ζήτημα άν· μπορεί ν' άνεβεϊ δ βαθμός προσήλωσης καΐ προσοχής άπό ιμέρους τών εργατών», καΐ δτι γι' αύτό,· δν ύποτεθει πώς δλοι οι άλλοι οροί, λχ. ή ταχύτητα τών μηχανών κλπ., μείνουν οι 'ίδιοι, «θαναι παραλογισι^ός να περιμένουμε άπό τήν αυξημένη προσοχή κλπ. τών εργατών δποιοδήποτε άξιόλογο πως τόδειξε κιόλας δ Α. Σμίθ, Ισοφαρίζονται ενμέρει μέ τούς δευτερεύοντες παράγοντες πού προσιδιάζουν σέ κάθε είδος εργασίας. Μά κι έδ® οΐ διαφορές αύτές επηρεάζουν τον έργάσιμο χρόνο σάν μέτρο τ^ΐς άξ(ας μόνο έφόσον τό Ιντατικό καΐ τό έκτατικό μέγεθος άποτελοΟν άντίθετες καΐ άλληλοαποκλειόμενες Ικφράσεις τ^ς Τδιας ποσότητας έργασίας. 17. 'Ιδίως μέ τήν πληρωμή μέ τό κομμάτι, μιά μορφή πού θά τήν Αναπτύξουμε στό Ικτο μέρος.
60
αποτέλεσμα σέ καλοδιευθυνάμεν^ εργοστάσια». Ό Εσχυρια|Λ0ς αύτός άναφέθηκε μέ τχειράματα. Άπό τΙς 20 του 'Απρίλη 1844 κι έδώ δ κ. Ρ. Γκάρντνερ Ιβαλε τους έργάτες των δυό μεγάλων έργοστασίων του στο Πρέστον νά δουλεύουν 11 άντί 12 ώρες τήν ήμερα. "Γστερα από Ινα χρόνο περίπου τό άποτέλεσμα ήταν πώς «είχε έπιτευχθει ή Ι'δια ποσάτητα προϊόντων μέ τό ϊδιο κόστος, ένώ δλοί οΐ έργάτες Ιβγαζαν μέσα σέ 11 ώρες τόν ϊδιο μισθό πού ϊβγαζαν·πρΙν σέ 12 ώρες>v^ Προσπερνώ έδώ τά πειράματα πού Iγιναν στούς χοίρους των κλωστηρίων καΐ τών λαναριστηρίων, γιατί συνδυάζονταν μέ τό άνέβασμα της ταχύτητας κίνησης των μηχανών (κατά 2ο) ο). 'Αντίθετα, στό τμήιμα ύφανσης, δπου επιπλέον υφαίνονταν πολύ διαφορετικά είδη λεπτών φανταιζΐ υφασμάτο>ν μέ σχέδια, δέν Ιγινε καμιά αλλαγή στούς αντικειμενικούς ορούς της παραγιογής. Τό άποτέλεσμα ήταν: «Άπό τις 6 του Γενάρη ώς τΙς 20 του 'Απρίλη 1844, μέ δο^δεκάωρη εργάσιμη ήμέρα, δ μέσος βδοιμαδιάτικος μισθός κάθε εργάτη ήταν 10 σελίνια και 1 1) 2 πένα, ένώ από τις 20 του 'Απρίλη ώς τΙς 29 του 'Ιούνη 1844, μέ ενβεκάωρη έργάσιμη ημέρα, δ μέσος βδομαδιάτικος μισθός ήταν 10 σελίνια καΐ 3 1)2 πενες». Έδώ σέ 11 ώρες παράγονταν περισσότερα άπ' 8,τι παράγονταν προηγούμενα σέ 12, αποκλειστικά καΐ μόνο γιατί οι έργάτες δούλεψαν μέ μεγαλύτερη δμοιομορφία καΐ επιμονή και γιατί χρησιμοποίησαν πιό οικονομικά τό χρόνο τους. Ένώ οι έργάτες Επαιρναν τόν ϊδιο μισθό καΙ κέρδιζαν μιας ώρας ελεύθερο χρόνο, δ κεφαλαιοκράτης Ιπαιρνε τήν ϊδια μάζα προϊόντων καΙ έξοικονομοΰσε μιας ώρας κάρβουνο, φωταέριο κλπ. Παρόμοια πειράματα καΙ μέ τήν ϊδια έπιτυχια Ιγιναν στά έργοστάσια τών κυρίων Χόρροξ και Τζάκσον^®. Άπό τή στιγμή πού Ιπιβάλλεται υποχρεωτικά μέ νόμο ή συντάμευση της εργάσιμης ήμέρας, πού δημιουργεί πρώτα - πρώτα τόν υποκειμενικό δρο της συμπύκνωσης της εργασίας, δηλαδή τήν ικανότητα του εργάτη νά ρευστοποιεί περισσότερη δύναμη μέσα σέ ενα δοσμένο χρονικό διάστημα, ή μηχανή γίνεται στά χέρια του κεφαλαίου αντικειμενικό και συστηματικά χρησιμοποιούμενο μέσο για νά άπομυζα περισσότερη έργασία στό 'ίδιο χρονικό διάστη18. 'Επειδή ή πληρωμή μέ τά κομμάτι §μενε ή ίδια, τό μέγεθος τοΰ βδομαδιάτικου μισθοδ έ^αρτιόταν άπό τήν ποσότητα τοΟ προϊόντος. 19. Στά πιό πάνω παραδείγματα τό ήθικό στοιχείο Ιπαιξε σημαντικό ρόλο. «Έμεις», δήλωσαν οΐ εργάτες στόν επόπτη Εργασίας, «Ιργαζόμαστε μέ μεγαλύτερη έξαρση, σκεφτόμαστε πάντα τήν άμοιβή, πού συνίσταται στή δυνατότητα νά σχολνοΟμε πιό νωρίς, καΐ δλο τό έργοστάσιο, άπό τόν πιό νεαρό βοηθό ί&ς τόν πιό γέρο έργάτη, τό διαπερνά §να πνεΟμα δραστηριότητας καΐ, χαράΙς, καΐ μποροΟμε νά Αλληλοβοηθούμαστε περισσότερο στή δουλιά^.
61
μα. Aurçô γίνεται μέ 3υό. τρόπους: μέ τήν αδξηση τ^^ς ταχύτητας τών μηχανών καΐ μέ την αδξηση τοΟ αριβμοΟ τ6)ν μηχανδ)ν πού Ιπιβλέπει Ινας έργάτης, δηλαδή μέ τη διεύρυνση τοΟ πεδίου τ%ς δουλιας του, Ή τελειοποίηση της κατασκευής μηχανών έν^μέρει είναι Απαραίτητη για ν' άσκείται μεγαλύτερη πίεση στδν έργάτη κ.αΐ ένμέρει .συνοδεύει άπό μόνη της την έντατικοποίηση^ της έργασίας, επειδή δ περιορισμός τής έργάσιμης ήμέρας. ύποχρεώνει τον κεφαλαιοκράτη να διαχειρίζεται με τήν αύστηρό.τερη οικονομία τα έξοδα της παραγωγής. Ή τελειοποίηση της άτμομηχανής ανεβάζει τόν άριθμό των κινήσεων πού κάνει τό Ιμβολό της α. Ινα λεφτό καΐ .ταυτόχρονα, χάρη σέ μιά μεγαλύτερη οικονομία δυνάμεων,. επιτρέπει να κινούνται μέ τ6ν ϊδιο κινητήρα μεγαλύτερες μηχανικές εγκαταστάσεις μέ τήν ϊδια ή άκόμα καΙ μέ έλαττωμένη κατανάλωση κάρβουνου. Ή τελειοποίηση του μηχανισμοΟ μετάδοσης μειώνει τήν τριβή καί, πράγμα πού ξεχωρίζει τόσο έξόφθαλμα τις σύγχρονες μηχανές άπό τΙς παλιότερες, μικραίνει τή διάμετρο καΐ τό βάρος των μεγάλων και των μικρών άξόνων σέ ενα διαρκώς έλαττωνόμενο έλάχιστο δριο. Τέλος, μέ τΙς τελειοποιήσεις των εργασιομηχανών μικραίνουν οΕ διαστάσεις τους καΐ αύξάνει ταυτόχρονα ή ταχύτητα και ή άποτελεσματικότητά τους, δπως εγινε λχ. μέ τό σύγχρονο ατμοκίνητο άργαλιό, ή μεγαλώνει τό σώμα τους καΐ μαζί του μεγαλώνοιτν οι διαστάσεις καΐ δ άριθμός τών εργαλείων πού κινούν, δπως Ιγινε λχ. μέ τήν κλωστική μηχανή, ή αύξάνει ή ευκινησία αυτών τών εργαλείων μέ άνεπαίσθητες επιμέρους αλλαγές, σαν κι αυτές πού έγιναν γύρω στα 1855 στή selfacting mule [αυτόματη κλωστική μηχανή] καΙ πού ανέβασαν τήν ταχύτητα περιστροφής τών άδραχτιών κατά τό 1) 5. Ή συντόμευση της εργάσιμης ήμέρας αέ 12 ώρες χρονολογείται στή ν 'Αγγλία άπό τό 1833. Τό 1836 κιόλας Ινας άγγλος έργοστασιάρχης δήλωσε: «Σέ σύγκρκση μέ πρωτήτερα αύξήβηκε πολύ ή εργασία πού πρέπει να έκτελεΐται στα έργρστάσια έξαιτίας της μεγαλύτερης προσοχής καΐ ιδραστηριότητας πού άπαιτει από τόν έργάτη ή σημαντικά αυξημένη ταχύτητα τών μηχανών». Ό λόρδος "Ασλυ., δ σημερινός κόμης. τοΟ Σέφτσμπερυ, Ικανέ τό 1844 ατή Βουλή τών Κοινοτήτων τΙς παρακάτω ντοκο^ιχενταρισμένες ανακοινώσεις: .«Ή έργασία τών ατόμων πού απασχολούνται ισέ έργοστασιακές δουλιές εχει σήμερα τριπλασιαστεί άπό τόν καιρό πόύ πρωτόεισάχθηκε αύτου του είδους ή δουλιά. Χωρίς άμφιβολία, οΐ μηχανές , έκτελούν Ινα εργο πού άντικαΒιστα τά νεύρα καΐ τόύς μΟς Εκατομμυρίων άνθρώπων, ταυτόχρονα δμως Ιχου^ν αύξήσει καταπληχτικα τήν έργασία τών ανθρώπων πού ύποτάσσονται στή φοβερή κίνησή τους.. . Ή έργασία πού Ικτελουσε τό 1825 Ινας έργάτης
62
γ ώ và παρακ^^^ επί 12 ώρες δυο μηχανές mule πού Ικλωθαν vfj^a άρ. 40 tèv όποχρέωνε να κάνει μιοο διαδρομή 8 μιλίων. Τό 1832 ή παράκολούθτίαγ] έπΐ 12 ώρες δυό μηχανών mule πού Εκλωθαν νήμα του ϊδιου άριθμοϋ άπαιτοΟσε τή διαδρομή μιας άπάστασης 20 μιλιο)ν καΐ συχνά πέρισσότερο. Τό 1825 μέσα σε 12 ώρες δ κλώστης Ιπρεπε να κάνει 820 κινήσεις με τό χέρι του σέ κάθε μηχανή mule, δηλαδή συνολικά 1.640 στίς 12 ώρες. Τό 1832 δ κλώστης Ιπρεπε να κάνει στή διάρκεια της 12ωρης έργάσιμης ήμέρας του 2.200 κινήσεις σέ κάθε μηχανή mxde, δηλαδή συνολικά 4.400, τό 1844 σέ κάθε mule Ιπρεπε να κάνει 2.400 κινήσεις, δηλοιδή συνολικά 4.800' καΐ σέ μερικές περιπτώσεις ή άπαιτούμενη μάζα έργο^σίας είναι ακόμα πιο μεγάλη... "Έχω πρόχειρο Ινα άλλο ντοκουμέντο του 1842 πού αποδείχνει πώς ή εργασία αύξάνει προοδευτικά, δχι μόνο γιατί πρέπει να διανύεται μεγαλύτερη απόσταση, μα και γιατί αυξάνει ή ποσότητα τών παραγόμενων έμπορευμάτων, ένώ ελαττώνεται αναλογικά δ αριθμός των χεριών, καΐ άκόμα γιατί συχνά κλώθεται μπαμπάκι χειρότερης ποιότητας πού απαιτεί περισσότερη εργασία.. ΚαΙ στό χώρο πού ξαίνουν τό μπα^μπάχι αύξήθηκε πολύ ή εργασία. Σήμερα ενα πρόοωπο έκτελεΐ τήν έργασία, πού παλιότερα ήταν μοιρασμένη σέ δυό πρόσωπα. . . Στό· ύφα^/τήριο, δπου απασχολούνται πολλά πρόσίοπα, κυρίως γυναικείου φύλλου, τα τελευταία [ενα - δυό] χρόνια ή έργασία αυξήθηκε κατά δλόκληρα 10 ο) ο, επειδή αυξήθηκε ή ταχύτητα τών μηχανών. Τό 1833 δ αριθμός τών hanks (ματσάκια κλωστής), πού κλώθονταν μέσα σέ μια εβδομάδα, εφτανε τΙς 18.0(Χ), τό 1843 είχε φτάσει κιόλας τις 21.000. Τό 1819 δ αριθμός τών picks [κινήσεων της σαίτας) ατούς άργαλιούς ήταν 60 στό λεφτό, τό 1842 ήταν 140, πράγμα πού δείχνει δτι αύξήθηκε πολύ ή δουλιά».. . • Μπροστά σ' αυτή τήν άξιοσημείωτη έντατικότητα, δπου είχε φτάσει κιόλας ή έργασία τό 1844 κάτω από τήν κυριαρχία τοΟ νόμου για τό 12ωρο, φαινόταν τότε δικαιολογημένη ή δήλωση τών άγγλων εργοστασιαρχών πώς είναι αδύνατη κάθε παραπέρα πρόοδος ιτρός αύτή τήν κατεύθυνση καΐ πώς έπομένως κάθε παραπέρα έλάττωση . του χρόνου έργασίας ισοδυναμεί μέ έλάττωση της παραγωγής. Ή φαινομενική αύτή δρθότητα της έπιχειρηματολογίας του άποδείχνεται καλύτερα άπ' δλα μέ τήν παρακάτω ταυτόχρονη δήλωση του ακούραστου κήνοορά τους, τοΟ έπιθεωρητή έργασίας Λέοναρντ Χόρνερ: • «Επειδή ή ποσότητα τών προϊόντων πού παράγονται ρυθμίζεται κυρίως άπό τήν ταχύτητα τών μηχανών, πρέπει νά είναι συμφέρον τών έργαστοϋσιαρχών νά τΙς κινούν μ ί τόν άνώτατο βαθμό ταχύτητας' πού -συμβιβάζεται μέ τους παρακάτω δρους: προφύλα-
ξη τών μηχανών για νά μή φθαρούν πολύ γρήγορα, τήρηση τ-^ς ποιότητας των ειδών πού παράγονται καΐ Ικανότητα τοΟ έργάτη να παρακολουθεί την κίνηοη της μηχανής χωρίς προσπάθεια μεγαλύτερη άπό κείνη πού μπορεί ν& καταβάλλει συνεχώς. Συχνά τυχαίνει ό έργοστασιάρχης στη βιασύνη του νά έπιταχύνει πολύ την κίνηση. ΣτΙς περιπτώσεις αυτές, τα σπασίματα τών μηχανών καΐ ή κακή ποιότητα του προϊόντος αντισταθμίζουν μέ τό παραπάνω την ταχύτητα, καΐ è Ιργοστασιάρχης αναγκάζεται voc μετριάσει την ταχύτητα τών μηχανών. Επειδή ενας. δραστήριος καΐ συνετός εργοστασιάρχης βρίσκει τό ανώτατο δριο πού μπορεί να έπιτευχθει, έφτασα στο συμπέρασμα πώς είναι άδύνατο νά παράγονται σέ 11 ώρες τόσα, δσα παράγονται σέ 12. Χώρια απ"* αύτό, υπόθεσα δτι ο εργάτης πού πληρώνεται μέ τδ κομμάτι καταβάλλει τήν ανώτατη προσπάθεια πού του επιτρέπει ν' αντέχει συνεχώς στον Ι'διο βαθμό έντασης της εργασίας». Γι' αύτό δ Χόρνερ, παρά τά πειράματα του Γκάρντνερ κλπ., κατάληξε στό σι>μπέρασμα δτι μια παραπέρα ιμείωση της εργάσιμης ήμέρας κάτω από 12 ώρες πρέπει να μειώσει τήν ποσότητα του προϊόντος. Δέκα χρόνια αργότερα αναφέρει δ ϊδιος τούς δισταγιμούς του του 1845 γιά ν' αποδείξει πόσο λίγο κατανοουισε τότε τήν έλαστικότητα τών μηχανών και της εργασιακής δύναμης του ανθρώπου, πού καΐ τα δυό εντείνονται Ισόμετρα στό έπακρο μέ τήν αναγκαστική συντόμευση της εργάσιμης ήμέρας. 'Άς ερθουμε τώρα στήν περίοδο άπό τό 1847 κι εδώ, υστέρα άπό τήν εφαρμογή του νόμου για τό δεκάωρο 'στα άγγλικα έργοστάσια μπαμπακουργίας, έριουργίας, μεταξουργίας καΙ λινουργίας. «Ή ταχύτητα περιστροφής τών αδραχτιών στό λεφτό αύξήθηκε κατά 500 στροφές στις κλωστικές μηχανές βάτερ καΐ κατά 1.000 στροφές στίς μηχανές mule, δηλαδή ή ταχύτητα περιστροφής τών αδραχτιών βάτερ, πού τό 1839 ήταν 4.500 στροφές τό λεφτό, έφτασε τώρα (τό 1862) τις 5.000 στροφές, καΐ τών αδραχτιών mule από 5.000 πού ήταν Ιφτασε τώρα τις 6.000 στροφές τό λεφτό, πράγμα πού σημαίνει πρόσθετη ταχύτητα κατά 1) 10 στήν πρώτη περίπτωση καΐ κατά 1)5 στή δεύτερη». Ό Τζέιμς Νάσμιθ, δ περίφημος πολιτικός μηχανικός άπό τό Πάτρικροφτ, πού βρίσκεται κοντά στό Μάντσεστερ, εξηγούσε τό 1852 μέ Ινα του γράμμα στόν Λέοναρντ Χόρνερ τις τελειοποιήσεις πού έγιναν στήν άτμομηχανή άπό τό 1848 ώς τό 1852. Άφου πρώτα παρατηρεί πώς ή άτμοϊπποδύναμη, πού στήν έπίοημη εργοστασιακή στατιστική εξακολουθεί νά υπολογίζεται σύμφωνα μέ τήν απόδοση πού είχε τό 1828, είναι σήμερα καθαρά δνομαστική καΐ μπορεί νά χρησιμεύει μόνο σαν δείχτης της πραγματικής δύναμης, λέει άνάμεσα στ' άλλα: «Δέ χωράει αμφιβολία δτι ατμομηχανές τοϋ ϊδιου βά64
ρους, σϋχνα οΐ Ι'διες μηχανές ατίς οποίες Ιγιναν μονάχα οί σύγχρονες βελτιώσεις, έκτελουν κατά μέσον δρο 50 ο) ο περιασότερο εργο άπό προηγούμενα, καΙ δτι σέ πολλές περιπτώσεις οί ϊδιες άκριβώς μηχανές, πού τον καιρό τ'?)ς περιορισμένης ταχύτητας τόν 220 ποδιών τό λεφτό παρήγαν δύναμη 50 ϊππο>ν, σήμερα μέ έλαττωμένη κατανάλα>ση κάρβουνου παράγουν πάνω άπό 100 ϊππων δύναμη,.. Ή σύγχρονη ατμομηχανή της ϊδιας δνομαστικής δύναμης σέ ίππους κινείται μέ μεγαλύτερη δύναμη άπό πρωτήτερα, χάρη ^ Ι ς τελειοποιήσεις στήν κατοοσκευή της, στίς μικρότερες διαστάσεις της καΐ στή διαφορετική κατασκευή του άτμοκάζανού της κλπ... . Γι' αυτό, παρά τό γεγονός δτι σέ σχέση μέ τή^ ονζ^μαστική δύναμη σέ ίππους απασχολείται δ Ι'διος δπως καΐ προηγούμενα αριθμός χεριών, σέ οχέση μέ τις έργασιομηχανές χρησιμοποιούνται σήμερα λιγότερα χέρια». Τό 1850 τά έργοατάσια του Ενωμένου Βασίλειου χρησιμοποιούσαν 134.217 δνομαστικές ιπποδυνάμεις για νά κινούν 25 638.716 αδράχτια καΐ 301.495 άργαλιούς. Τό 1856 δ αριθμός τών αδραχτιών ήταν 33.503.580 και των άργαλιών 369.205. 'Άν ή άπαιτούμενη δύναμη σέ ίππους είχε μείνει ή ϊδια μέ του 1850, τότε τό 1856 θα χρειάζονταν 175.000 ιπποδυνάμεις. Σύμφωνα δμως μέ τήν έπίαημη Ικθ^ση δ αριθμός τους ήταν μόνο 161.435, δηλαδή πάνω άπό 10.000 ιπποδυνάμεις λιγότερο άπ δ,τι θά χρειάζονταν, άν υπολογίζονταν μέ βάση τό 1850. «Τά γεγονότα πού διαπιστώθηκαν μέ τήν τελευταία Return του 1856 [επίσημη στατιστική] είναι δτι τό Ιργοστασιακό -σύστημα έπεκτείνεται ορμητικά, δτι σέ με πώς από τό 1856 καΐ δώ ό άριθμός τών άδραχτιών μένει σχεδόν στάσιμος. 'Αντίθετα άπό τό 1850 καΐ δώ σέ πολλές περιπτώισεις διπλασιάστηκε ή ταχύτητα περιστροφής τών άδραχτιών καΐ κίνησης τών άργαλιών. Ό άριθμός τών άτμοκίνητων άργαλιών στά έργοστάσια worsted [μάλλινων υφασμάτων] ήταν 32.617 τό 1850, 38.956 τό 1856 και 43.048 τό 1862. 'Απασχολούνταν σ' αύτά 79.737 πρόσωπα τό 1850, 87.794 τό 1856 και 86.063 τό 1862, άπ αύτά δμως παιδιά κάτω άπό 14 χρόνων ήταν 9.956 τό 1850, 11.228 τό 1856 καΐ 13.178 τό 1862. Έτσι, παρά τό γεγονός δτι δ άριθμός τών άργαλιών εχει αυξηθεί πολύ τό 1862 σέ σύγκριση μέ τό 1856, ό συνολικός άριθμός τών άπασχολούμενων έργατών μίκρυνε, ενώ αυξήθηκε ο άριθμός τών εκμεταλλευόμενων παιδιών. ΣτΙς 27 του 'Απρίλη 1863 ô βουλευτής Φέρραντ Ικανέ τήν παρακάτω δήλωση στήν Κάτω Βουλή: «'Εργάτες άντιπρόσωποι 16 περιφερειών του Αάνκασηρ καΐ του Τσέσηρ, πού μιλώ έξονόματός τους, μου άνακοίνωισαν πώς εξαιτίας της βελτίωσης τών μηχανών αυξάνει διαρκώς ή δουλιά (στά έργοστάσια. ΆντΙς δπως προηγούμενα ενας εργάτης νά επιβλέπει μαζι μέ τούς βοηθούς του δυό άργαλιούς, επιβλέπει τώρα χωρίς βοηθούς τρεις άργαλιούς καΐ δέν είναι καθόλου κάτι τό άσυνήθιστο ενα πρόσωπο νά επιβλέπει 4 άργαλιούς, κλπ. "Οπως βγαίνει άπό τά γεγονότα πού άνακοίνωσα, δώδεκα ωρών εργασία στριμώχνεται τώρα σέ λιγότερες άπό 10 ώρες εργασίας. Γι' αυτό είναι αύτονόητο, ισέ τι τεράστιο βαθμό Iχει αυξηθεί τά τελευταία χρόνια ô μόχθος τών έργοστασιακών έργατών»^^ 20. Μέ τό σύγχρονο άτμοκίνητο αργαλιό Ινας δφαντής παράγει τώρα σέ
60
Γι' αύτό, παρά το γεγονός δτι οΕ επιθεωρητές èpyocaioiç έξ^μνουν ακούραστα καΐ μέ ολο τους τά 'δίκιο τά εύνοϊοίά αποτελέσματα τίδν νόμων για τα έργοστάσια πού εκδόθηκαν τό 1844 καΐ 1850, δμολογοΰν ώστόσο πώς ή συντόμευση της έργάσιμης ήμέρας Ιχει προκαλέσει κιόλας μια τέτια lvrt:αση της έργασίας, πού καταστρέφει την ύγεία τών εργατών, δηλαδή την Ι'δια την έργασιακή δύναμη. «Στα περισσότερα εργοστάσια μπαμπο&κουργίας, έριουργίας καΐ μεταξουργίας φαίνεται πώς ή εξαντλητική υπερδιέγερση, άπαραιτητη για τή δουλια στις μηχανές,. πού τα τελευταία. χρόνια ή κίνηση τους Ιχει έπιταχυνθει τόσο πολύ, είναι μια από τΙς αιτίες της όπερβολικής θνησιμότητας από πνευμονικές παθήσεις, πράγμα πού τό απόδειξε δ γιατρός δρ Γκρήνχαου μέ τήν τελευταία αξιοθαύμαστη εκθεσή του». Δέ χωράει καΐ ή παραμικρότερη αμφιβολία, πώς από τή στιγμή πού κόπηκε μια για πάντα μέ τό νόμο ή δυνατότητα για τό κεφάλαιο να παρατείνει τήν εργάσιμη ήμέρα, ή τάση του ν' άποζημιωθεί μέ ενα συοτηματικό άνέβασμα του βαθμού έντασης της εργασίας καΙ ν' αντιστρέψει σε μέσο μεγαλύτερης απομύζησης της εργασιακής δύναμης κάθε τελειοποίηση των μηχανών πρέπει σύντομα να οδηγήσει πάλι σέ Ινα σημείο στροφής, 8που θά γίνει άναπόφευχτη μια καινούργια ελάττωση των ώρών έργασίας^\ Άπό τήν άλλη μεριά, ή θυελλώδικη πορεία της άγγλικής βιομηχανίας άπό τό 1848 ά>ς τΙς μέρες μας, δηλαδή στήν περίοδο της δεκάωρης έργάσιμης ήμέρας, ξεπέρασε τήν περίοδο άπό τό 1833 ώς τό 1847, δηλαδή τήν περίοδο της δωδεκάωρης έργάσιμης ήμέρας, ά^κόμα πιό πολύ άπ' δ,τι ξεπέρασε ή περίοδος.της δωδεκάωρης έργάσιμης ήμέρας τό μισό αιώνα πού Ακολούθησε υστέρα άπό τήν εισαγωγή του έργοστασιακοϋ συστήματος στή βιομηχανία, δηλαδή τήν περίοδο πού κυριαρχούσε ή άπεριόριιστη έργάσιμη ήμέρα.
60 ώρες τήν εβδομάδα μέ δυό άργ^,λιούς 26 κομμάτια όφάσματος όρισμένου εΤδους καΐ καθορισμένου μήκους καΐ φάρδους, èv© μέ τδν παλιό άτμοκίνητο άργαλιό μποροΟσε νά παράγει μόνο 4. Τά Ιξοδα ϋφανσης Ινός τέτιου κομματιοΟ στίς αρχές κιόλας τής δεκαετίας 1850 -1860 είχαν πέσει άπό 2 σελίνια καΐ 9 πένες σέ 5)4 πένες. Προσθήκη στή 2η έκδοση.—«ΠρΙν 30 χρόνια (τό 1841) άπό ëvav κλώστη μπαμπακιοΰ μέ 3 βοηθούς ζητούσαν νά επιβλέπει μόνο δυό μηχανές mule μέ 300 - 324 άδράχτια. Σήμεροι (τέλη τοΟ 1871) είναι δποχρεωμένος μέ 5 βοηθούς νά έπιβλέπει μηχανές μέ 2.200 άδράχτια, καΐ παράγει τουλάχιστο έφτά φορές περισσότερο νήμα άπ' δ,τι τό 1841». 21. Στούς εργοστασιακούς έργάτες του Λάνκασηρ άρχισε τώρα (1867) ή ζύμωση γιά τό όχτάωρο.
67
ΈμΙλ Ντυρκεμ (Έπινάλ 1858^Παρίσι 1917)
Πτνχιοϋχος της Φιλοσοφίας, κα^ηγψης Λυκείου πρώτα και τακτικός καύηγψης της Παιδαγωγικής και της Koivcùvιολογίας κατόπιν, πρώτα στο Μπορντώ κι επειτα στη Σορβόνη. Ή ανάγκη và ξεχωρίσει την κοινωνιολογία άπό τις άλλες έπιοτημες κυριαρχεί σε δλο το έργο τον Ντυρκέμ, Προκειμένου và το καταφέρει προσπαύεΐ νά άποσαφηνίσει το αντικείμενο της κοινωνιολογίας και των μεΰόδων της, αντιμετωπίζει δηλαδη το πρόβλημα του κοινωνικού γεγονότος και τών με'^όδων για την άνάλυσή τον. 'Ορίζει τά κοινωνικά γεγονότα οάν ατρόπους του δράν, του σκέπτεσθαι, τον αισ&άνεσ&αι, τρόπους εξωτερικούς στο άτομο και ΐΐροικισμένονς με μιά δύναμη καταναγκασμού χάρη στην όποια του επιβάλλονται^). Δεν πρόκειται λοιπόν γιά οργανικά φαινόμενα, εφόσον δίνουν τόπο ok αναπαραστάσεις)} και ((δράσεις)), δεν πρόκειται επίσης γιά ψυχικά φαινόμενα, εφόσον η ύπαρξη τους δεν περιορίζεται στην άτομικη σφ^αίρα. Ό Ντυρκεμ αντιλαμβάνεται το άτομο υποταγμένο οτό μοιραίο του κοινωνικού γεγονότος, στο όποιο το άτομο συμβάλλει κατά τά μικρότερο μέρος κι απ' δπου δύσκολα μπορεί và άποτραβηχτεϊ, Τό κοινωνικό γεγονός μπορεί và είναι ομαλό ή ανώμαλο σε σχέση μ^ τον κοινωνικό τνπο δπου άναφέρεται. Προκειμένου và ταξινομήσουμε τους κοινωνικούς τύπους, ό Ντυρκέμ προτείνει và διαχωρίσουμε τις κοινωνίες με βάση τά βαθμό σύνθεσης τους, Άπό τις πιο ενδιαφέρουσες μελέτες του Ντυρκεμ θυμίζουμε βασικά τη σχετική με την αυτοκτονία, δπου προσπαθεί ν"" άπο^ δείξει πώς ενα εγχείρημα, φαινομενικά τυπικό της ανθρώπινης βούλησης, είναι, άντίθετα, δεμένο στενά με την κοινωνική πραγματικότητα καΐ την όμάδα, που στά πλαίσιά της συντελείται. Από τά σημαντικότερα εργα του: «Γιά τον Καταμερισμό της Κοινωνικής "Εργασίας)) (1893)' αΟι Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου)) (1895)' iCH Αυτοκτονία)) (1897)' aOt Στοιχειώδεις Μορφές της Θρησκευτικής Ζώης» (1912). 'Οργανική άλληλεγγύη και συμβατική άλληλεγγύη I Είναι αλήθεια δτι στίς βιομηχανικές κοινωνίες του Σπένσερ, δπως &λλ(ί>στε καΐ στίς οργανωμένες, ή κοινωνική άρμονία άπο68
ρέει βασικά άπο τόν καταμερισμδ τής Ιργαίσίας\ Τδ χαρακτηριστικό της βρίσκεται σέ μια συνεργασία πού παράγεται αύτόματα, άπό τδ γεγονδς καΐ μόνο δτι καθένας έπιδιώκει τά δικά του συμφέροντα. Άρκει κάθε άτομο ν' αφοσιωθεί σέ μια ειδική λειτουργία γιά να βρεθεί άπδ τή δύναμη τών πραγμάτων άλληλέγγυο τ&ν άλλων. Δέν είναι λοιπδν αύτδ τδ σημείο διάκρισης των δργανωμένων κοινωνιών; 'Άν δμως δ Σπένσερ έπισήμανε μέ ακρίβεια τήν κύρια αιτία της κοινωνικής άλληλεγγύης στίς άνώτερες κοινωνίες, στή συνέχεια εσφαλε δσον άφορα τδν τρόπο μέ τδν δποιο αύτή ή αιτία παράγει τδ άποτέλεσμά της και, κατ' επέκταση, -στή φύση αύτου τοΟ τελευταίου. ΙΙραγμαη;ικά, γι' αύτδν ή μηχανική αλληλεγγύη, δπως τήν δνομάζει, παρουσιάζει τά έξης δυδ χαρακτηριστικά: Εφόσον είναι αύθόρμητη, δέν άπαιτειται κανένας μηχανισμδς καταναγκασμού γιά τήν παραγωγή ή τή διατήρησή της. Δέν είναι λοιπδν αναγκαία ή παρέμβαση της κοινωνίας γιά τήν έξασφάλιση μιας συμβολής, πού υφίσταται άπδ μόνη της. «Κάθε άνθρωπος μπορεί νά συντηρείται άπδ τήν έργασία του, νά άνταλλάσει τά προϊόντα του, να εκμισθώνει τΙς υπηρεσίες του, νά μπαίνει σ' αύτή ή τήν άλλη ένωση γιά νά φέρει σέ πέρας Ινα Ιργο μικρδ ή μεγάλο, χο3ρΙς νά ύποτάσσεται στίς κατευθίΐνσεις της κοινωνίας στδ σύνολό της^» Ή σφαίρα λοιπδν της κοινωνικής δράσης θα περιοριζόταν σταδιακά, μιά και δέν θα είχε-πλέον άλλο άντικείμενο πέρα άπδ τδ νά εμποδίζει τά άτομα νά σφετερίζονται καΐ νά βλάπτουν δ ενας τδν άλλο, θα καταντούσε μέ άλλα λόγια άρνητικά ρυθμιστική. Σ' αύτές τΙς συνθήκες, δ μόνος δεσμός πού άπομένει άνάμεσα στούς άνθρώπους είναι ή απόλυτα έλεύθερη ανταλλαγή. «Τδ σύνολο της βιοίμηχανικής δραστηριότητας.. . λαβαίνει χώρα μέσω της ελεύθερης άνταλλαγής. Αύτή ή σχέση κυριαρχεί τελικά στήν κοινωνία στδ βαθμδ πού κυριαρχεί ή άτομική δραστηριότητα®.» 'Αλλά ή κανονική μορφή της άνταλλαγής είναι ή σύμβαση* κι αύτδ γιατί «στδ βαθμδ πού παρακμάζει δ μιλιταρισμδς καΐ άνέρχεται δ βιομηχανισμός, δπότε τόσο ή Ιξουσία δσο καΐ δ φορέας τοΟ κύρους εξασθενούν, ενώ ταυτόχρονα αύξάνει ή έλεύθερη δράση, ή συμβατική σχέση καταλήγει να είναι γενική* τελικά στδν πλήρως αναπτυγμένο βιοιμηχανικδ τύπο αύτή ή σχέση γίνεται παγκόσμια»*. 1. 2. 3. 4.
Sociologie, III, σ. καΐ έπ. "Οπου παραπ., III, σ. 80β. "Οπου παραπ., II, σ. 160. 'Όπου παραπ., σ. 813.
69
Μέ τά παραπάνω δ Σπένσερ δέν θέλει νά πει δτι ύπάρχέι περίπτωση ή κοινωνία νά αρκεστεί σ' ενα συμβόλαιο εϊτε μέ γενικούς δρους ε'ίτε τυπικό. 'Αντίθετα, ή ύπόθεση ένός κοινωνικοΟ συμβολαίου είναι ασυμβίβαστη μέ την αρχή του καταμερισμοϋ της'έργασίας* δσο αύτδς δ τελευταίος τονίζεται τόσο περισσότερο %αταρέει τό άξίο>μα του Ρουσώ. Πραγματικά, για νοι είναι δυνατή ή σύναψη ένδς τέτιου συμβολαίου, πρέπει δλες οι άτομικές θελήσεις να συμφωνούν σέ μια δοσμένη στιγμή μέ τΙς κοινές βάσεις τής κοινίονικής δργάνωσης και, κατά συνέπεια, κάθε Ιδιαίτερη συνείδηση να θέτει τδ. πολιτικο πρόβλημα σέ δλη του τή γενικότητα. 'Αλλά για να συμβεί αύτδ είναι άναγκαιο κάθε άτομο να βγει άπδ τήν ειδική του σφαίρα, ώστε δλοι νά παίξουν τδ ρόλο ένδς άνθρώπου του κράτους και ταυτόχρονα ένδς συντακτικού του μέλους. Φαντασθείτε τή 'στιγμή πού συνάπτεται τδ κοινωνικδ συμβόλαιο : σέ περίπτωση δμοφ(ονίας συνεπάγεται ταυτότητα στδ ' περιεχόμενο τών συνειδήσεων. Στδ βαθμό, λοιπόν, πού ή κοινωνική αλληλεγγύη προκύπτει άπδ μια τέτι·α αΙτία, δέν Ιχει φυσικά καμιά σχέση μέ τδν καταμερισμδ της Ιργασίας. Αύτδ βέβαια δέν μοιάζει ywαθόλoυ μ' αύτή τήν αύθόρμητη καΐ αυτόματη αλληλεγγύη, πού, κατά τδν Σπένσερ, διακρίνει τις βιομηχανικές κοινωνίες* αύτός, αντίθετα, βλέπει σ' αύτή τή συνειδητή επιδίωξη των κοινωνικών σκοπών τδ χαρακτηριστικό τών στρατιωτικών κοινωνιών®. Μιά τέτια σύμβαση προϋποθέτει τήν άπδ μέρους δλων τών ατόμων δυνατότητα πρόβλεψης τών γενικών συνθηκών της συλλογικής ζωής, για νά τούς δίνεται ή εύκαιρία νά κάνουν μέ επίγνωση της κατάστασης τήν Ίπιλογή τους. Άλλά δ Σπένσερ γνωρίζει καλά δτι μια τέτια πρόβλεψη ξεπερνά τδ τωρινδ έπίπεδο της έπιστήμης και, κατά συνέπεια, της συνείδησης. Τόσο Ιχει πεισθεί για τή ματαιοπονία του διαλογισμού, δταν ασχολείται μέ τέτιες υποθέσεις, πού θέλει να τΙς άφαιρέσει (μαζί και τή σκέψη του νομοθέτη) , χωρίς, αν είναι δυνατόν, νά τΙς ύποβάλει στήν κοινή άντίληψη. θεωρεί δτι ή κοινωνική ζωή, δπως γενικά κάθε ζωή, ιμπορεί νά οργανωθεί φυσιολογικά μόνο μέ τήν άαύνειδη καΐ αύθόρμητη προσαρμογή, κάτω άπδ τήν άμεση πίεση τών αναγκών καΐ δχι σύμφωνα μέ κάποιο σχέδιο, πού θά άπορέει άπδ ενα εμπεριστατωμένο -διανοητικδ ύπολογίισμό. Δέν διανοείται λοιπδν δτι οι ανώτερες κοινωνίες μπορούν νά οικοδομηθούν στή βάση ένδς πανηγυρικά συζητημένου προγράμματος. Είναι πολύ δύσκολο σήμερα νά υποστηρίξουμε τήν άντίληψη του κοινο)νικου συμβολαίου, μια και δέν σχετίζεται μέ τά γεγονότα. 5. "Οπου παραπ., III, σ. 332 καΐ έπ. 'Επίσης L' Individu contre 1' Εtat, Παρίσι, 1885.
70
θ& λέγαμε δτί δ παρατηρητής δέν τή συναντά στδ δρόμο του. 'Όχι μόνο κοινωνίες μέ τέτια προέλευση δέν υπάρχουν, άλλα οδτε καΐ κοινωνίες πού ή δομή τους να παρουσιάζει xb παραμικρό ϊχνος συμβατικής όργάνωσης. Δέν πρόκειται λοιπδν οδτε γιά κάποιο έπιβεβαιωμένο από τήν δστορία γεγονός ουτε για κάποια τάση πού άπορέει από τήν ιστορική ανάπτυξη. Εξάλλου, για να ανανεώσει αύτό τό δόγμα καΙ να του ξαναδώσει κάποια αϊγλη, άναγκάστηκε να δρίσει σαν σύμβαση τό δτι κάθε δτομο, πού ενηλικιώνεται, προσφέρει στήν κοινωνία δπου γεννήθηκε, από τό γεγονός καΐ μόνο δτι έξακολουθει να ζει εκεί. Τότε δμως θα πρέπει νά ονομάσουμε συμβατική κάθε άνθρώπινη έκδήλωση πού δέν χαρακτηρίζεται άπό καταναγκασμό®. Μ' αύτή τή λογική δέν ύπάρχει κοινωνία σήμερα ή στό παρελθόν πού νά μήν είναι ή να μήν υπήρξε συμβατική, επειδή δέν θα μπορούσε να υπάρξει σαν αποτέλεσμα και μόνο της καταπίεσης. 'Αναφέραμε πιό πάνω τήν αιτία. Τό δτι θεωρούσαμε τόν 'καταναγκασμό εντονότερο άλλοτε παρά σήμερα οφείλεται στήν αύταπάτη να αποδώσουμε σ' Ινα καταπιεστικό καθεστώς τήν υποτίμηση της ατομικής ελευθερίας στις κατώτερες κοινωνίες. Στήν πραγματικότητα, ή κοινωνική ζωή είναι αύθόρμητη έκεΐ δπου είναι κανονική· καΙ στήν περίπτωση πού είναι μή κανονική δέν μπορεί να διαρκέσει. Αυθόρμητα θα παραιτηθεί τό βίτομο' καΐ τέλος πάντων δέν κυριολεκτούμε μιλώντας για παραίτηση Ικει πού δέν υπάρχει τίποτε άπ' δπου να παραιτηθεί κανείς. 'Άν λοιπόν δίνουιμε στόν δ.ρο αυτή τήν πλατιά και λίγο καταχρηστική σημασία, βρισκόμαστε σέ αδυναμία να διακρίνουμε τούς διαφορετικούς κοινωνικούς τύπους* κι άν παραδεχτούμε μόνο άπ' αύτό, σαν πλήρως καθορκσμένο τό νομικό δεσμό, πού ύποδηλώνει αύτή ή έκφραση, 'μπορούμε να διαβεβαιώσουμε δτι κανένας δεσμός αύτου του είδους δέν υπήρξε ποτέ ανάμεσα στα ατομα καΐ τήν κοινωνία Άλλα εφόσον οι άνώτερες κοινωνίες δέν άρκοϋνται σέ μια θε μελιώδη σύμβαση, πού να οδηγεί στίς γενικές αρχές της πολιτι κής ζωής, θα είχαν ή θα έτειναν, κατά τόν Σπένσερ, νά άποκτή σουν για ενιαία βάση τό τεράστιο σύστημα τών ιδιαίτερων συμβάσεων πού συνάπτονται ανάμεσα στα άτομα. Αύτά, μέ τή σειρά τους, θα έξαρτιόνταν άπό τήν ομάδα άνάλογα μέ τό βαθμό έξάρτησης του ενός άπό τό άλλο ·και θα έξαρτιόταν τό ένα άπό τό αλλο στό βαθμό πού καθορίζεται άπό τις ιδιωτικές καΐ έλεύθερ·α διαμορφωμένες συμφωνίες. Ή κοινωνική αλληλεγγύη δέν θά ήταν λοιπόν αλλο άπό τήν αύθόρμητη εναρμόνιση τών άτομικών έπιδιώξεων, τή φυσική έκφραση της δποίας θά αποτελούσαν οΐ συμβάσεις. Τύ6. Αύτό πού κάνει δ Fouillée άντιπαραβάλλοντας τή σύμβαση μέ τήν καταπίεση (Science sociale, σ. 8 ) .
71
πος τ6>ν κοινωνικών σχέσεων θα ήταν ή οικονομική σχέση, άπαλλαγμένη από κάθε διακαvoiV^σ·|Jlδ καΐ τέτια πού νά προκύπτει άπδ τήν καθολικά έλεύθερη πρωτοβουλία τών μερών. Μέ μια λέξη, ή κοινωνία θα ήταν h χώρος έπαφής των ατάμων, δπου άνταλλάσσουν τα προϊόντα της εργασίας τους, χωρίς καμιά καθαρά κοινωνική δράίση νά διακανονίζει αυτή τήν άνταλλαγή. Είναι δραγε πραγματικά αότος δ χαρακτήρας τών κοινωνιών τών δποίων ή ένότητα προκύπτει άπδ τον καταμερί'^μδ της εργασίας; "Άν ήταν ετσι, δίκαια θα μπορούσε κάνεις να Αμφισβητήσει τή 'σταθεράτητά τους* κι αύτό για τό λόγο δτι αν τό συμφέροΓ/ ένώνει τους ανθρώπους, αύτό συμβαίνει για λίγες μόνο στιγμές* μόνον ενα έξωτερικό δεσ^μό μπορεί να δημιουργήσει μεταξύ τους. Κατά τήν άνταλλαγή τα δυο μέρη παραμένουν ξένα μεταξύ τους* καθένας τους θα ξαναβρεθεί καΐ θα ξαναρχίσει τό Ιργο του μόνος, άμέσως μετά τή λήξη της δοσοληψίας τους. Οι -συνειδήσεις βρίσκονται ·σέ έπιφανειακή μόνο επαφή* κι αυτές ουτε κατανοούνται οδτε ^συμφωνοΰν πλήρως. "Αν πάλι κοιτάξουμε σε βάθος τα πρά'^^ματα, θα παρατηρήσουμε δτι δλη αυτή ή αρμονία τών συμφερόντων υποθάλπει μια λανθάνουσα ή άπλα ανασταλμένη σύγκρουση. Πραγματικά, εκει δπου βασιλεύει άποκλειστικά τό συμφέρον, εφόσον τίποτε δεν μπορεί να αποτρέψει τήν έκδήλωση εγωισμών, κάθε εγώ βρίσκεται αντιμέτωπο μέ κάποιο δλλο επί ποδός πολέμου και καμιά άνακωχή σ' αύτό τόν αιώνιο ανταγωνισμό δέν μπορεί να είναι μεγάλης διάρκειας. Τό 'συμφέρον είναι πραγματικά τό λιγότερο σταθερό πράγμα στόν κόισμο. Σήμερα μέ 'συμφέρει νά έν(ΐ)θώ μ' έσένα* αδριο δ ϊδιος λόγος θά μέ κάνει εχθρό σου. Μια τέτια αΙτία δέν μπορεί λοιπόν νά γεννήσει αλλο από έφήμερες προσεγγίσεις καΐ ενώσεις ελάχιστης διάρ'κειας. Είναι λοιπόν προφανής ή ανάγκη νά έξετάσουμε άν αύτή είναι πραγματικά ή φύση της δργανικής αλληλεγγύης. Που'θενά, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία του Σπένσερ, δέν όπάρχει καθαυτή ή βιομηχανική κοινωνία: είναι ενας τύπος ένμέρει ιδανικός, πού προκύπτει βαθμιαία από τήν έξέλιξη, αλλά πού ακόμη δέν πραγματοποιήθηκε πλήρως. Κατά συνέπεια, γιά νά Ιχει κανείς τό δικαίωμα νά της ά/ποδώσει τά χαρακτηριστικά πού μόλις αναφέραμε, θά Ιπρεπε νά υποστηρίξει μεθοδικά δτι οΐ κοινωνίες τά παρουσιάζουν μέ τρόπο δλο καΙ πιό σύνθετο ανάλογα μέ τό επίπεδο έξέλιξής τους, μέ εξαίρεση βέβαια τΙς περιπτώσεις ύποχώρησης. Δεχόμαστε καταρχήν δτι ή σφαίρα της κοινωνικής δραστηριότητας περιορίζεται σταδιακά προς δφελος της άτομικής δραστηριότητας. Γιά νά μπορέσουμε δμως νά αποδείξουμε αύτή τήν πρόταση μέ γνήσια πρακτικό τρόπο δέν άρκει, δπως κάνει δ Σπέν72
σερ, và παροοθέσοι^με μερικές περιπτώσεις πραγματικής χειραφέτησης του ατόμου άπο τή συλλογική Ιπίδραση* αύτα τα παραδείγματα, δσο πολυάριθμα κι άν είναι,. Ιχουν την άξια μόνο μιας απεικόνισης, ενώ άπό μόνα τους 'στερούνται κάθε αποδεικτική δύναμη. Πραγιχατικά, είναι πολύ πιθανό σ' §να σημείο ή κοινωνική δράση να υποχώρησε, άλλου δμως να επεκτάθηκε, οπότε υπάρχει περίπτωση να κάνουμε τό λάθος να θεωρήσουμε ενα μετασχηματισμό ισαν εξαφάνιση. Ό μόνος τρόπος για να επιχειρηθεί σωστά ή απόδειξη δέν είναι ή παράθεση %αΙ ή νύξη μερικών γεγονότων στήν τύχη, άλλα ή παρακολούθηση του μηχανισμού μέ τον δποΐο βασικά ασκείται ή κοινο^νική -δράση ^στή διάρκεια της Ιστορίας του, άπό τις ρίζες του μέχρι τους πιο πρόσφατους καιρούς καΙ ή εξακρίβωση, άν μέ τδ πέρασμα του χρόνου αυξήθηκε ή έλαττώθηκε σέ μέγεθος. Γνωρίζουμε δτι τέτιος μηχανισμός είναι τδ δίκαιο. Οί υποχρεώσεις πού επιβάλλει ή κοινωνία στα μέλη της, δσο μικρή σπουδαιότητα ή διάρκεια κι αν Ιχουν, παίρνουν νομική μορφή' οι ανάλογες, κατά 'συνέπεια, διαστάσεις αύτου του μηχανισμ,ου έπιτρέπουν και τον ακριβή προσδιορισμό της ανάλογης Ικτασης της κοινωνικής δράσης. Είναι δμως ολοφάνερο δτι τό δίκαιο άντί να περιορίζεται δλο καΐ αυξάνει και περιπλέκεται. "Ο'σο πιο πρωτόγονος είναι ενας κώδικας, τόσο μικρότερος σέ μέγεθος* είναι, αντίθετα, τόσο μεγαλύτερος, δσο πιό πρόσφατος. Σ' αυτό τό σημείο δέν χωράει αμφισβήτηση. 'Αναμφίβολα, αυτό δέν σημαίνει δτι ή σφαίρα της άτομικής δραστηριότητας δπο>σδήποτε περιορίζεται. Δέν πρέπει πραγματικά να ξεχνά κάνεις δτι άν υπάρχει κυρίως ζωή διακανονισμένη, άλλο τόσο εξακολουθεί νά ύφίσταται καΐ ζωή ένγένει. 'Αποτελεί ϊσως επαρκή άπόδειξη τό δτι ή κοινωνική πειθαρχία δέν χαλαρώνεται μέ τόν -καιρό. Μια άπό τις μορφές πού παίρνει είναι, άλήθεια, δτι τείνει νά υποχωρήσει, πράγμα πού κι εμείς ύποστηρίξαμε* άλλες δμως, πολύ περισσότερες καΐ συνθετότερες, άναπτύσσονται στή θέση της. Ένώ τό κατασταλτικό δίκαιο χάνει Ιδαφος, τό έπανορθωτικό δίκαιο, πού αρχικά δέν υπήρχε καθόλου, συνεχώς προάγεται. Τό αποτέλεσμα της κοινωνικής παρέμβασης δέν είναι πια ή επιβολή διαφόρων κοινών πρακτικών στούς άνθρώπους* δ ρόλος της συνίσταται κυρίως- στόν καθορισμό καΐ διακανονισμό των ειδικών σχέσεων τών διαφόρων κοινωνικών λειτουργιών* κι αυτό δέν σημαίνει δτι είναι μικρότερης σπουδαιότητας, επειδή εχει άλλη μορφή. Ό Σπένσερ θά άπαντήσει δτι δέν επιβεβαίωσε τή μείωση του κάθε είδους ελέγχου, άλλα μόνο του θετικού. "Ας δεχτούμε αύτή τή διάκριση. Είτε θετικός είτε αρνητικός, αύτός δ Ιλεγχος δέν παύει νά είναι κοινο^νικός, καΙ τό βασικό ζήτημα, πού παραμένει, 73
είναι và γνιορίζει κανείς δ,ν είναι άφηρημένος ή θεσπισμένος. 'Άν παρεμβαίνει ή κοινωνία κατά κύριο λόγο για να διατάξει ή για να απαγορέψει, για να π€ΐ «κάνε αύτό» ή «μή κάνεις έκεΙνθΛ> — δεν έχουμε τό δικαίωμα να ισχυριζόμαστε δτι δ άτομικδς αόθορμητισμος επαρκεί παντού δλο καΐ περι·σσότερο. Μέ τό να πολλαπλασιάζονται οι κανόνες πού καθορίζουν τή συμπεριφορά, εϊτε έπιτακτικοι είναι αύτοί είτε απαγορευτικοί, δέν σΥίμαίνει και δτι αυτή υπάγεται σταδιακά στήν Ιδιωτική πρωτοβουλία, 'Αλλα κι αυτή ακόμη ή διάκριση είναι άραγε ούσιαστική; Σάν θετικό ελεγχο ό Σπένσερ δέχεται αύτό πού άναγκάζει σέ δράση, ενώ δ αρνητικός ελεγχος αναγκάζει μόνο σέ αποχή. «Κάποιος Ιχ€ΐ ενα κομμάτι γη* τήν καλλιεργώ για λογαριασμό του, ολόκληρη ή ενα τμήμα της, ή του υπαγορεύω, εϊτε συνολικά εϊτε Ινμέρει, τον τρόπο καλλιέργειας πού θα ακολουθήσει: νά ενας θετικδς Ιλεγχος. Άντι'θετα, δέν του δίνο) ουτε βοήθεια ουτε συμβουλές γιά τήν καλλιέργειά του, άλλα μόνο τδν εμποδίζω νά άγγίζει τή σο&ειά τοΟ γείτονα, νά περνάει μέσα άπδ τδ κτήμα του γείτονα ή νά άφήνει έκει τά σκουπίδια του: νά δ άρνητικός Ιλεγχος. Φαίνεται καθαρά ή διαφορά ανάμεσα στο αναλαμβάνω νά έπιδιώξω στη θέση ένδς πολίτη τδ στόχο πού αύτδς επέλεξε ή νά φροντίσω γιά τά μέσα πού θά χρησιμοποιήσει γι' αύτδ τδ σκοπδ καί, άπδ τήν άλλη, στδ νά έμπο'δίζω αύτον τδν άνθρωπο να ενοχλήσει εναν άλλο πολίτη στήν επιδίωξη του .στόχου πού έπέλεξε^» ''Αν εϊναι αύτή ή Ιννοια των δρων, θά πρέπει δ θετικδς ελεγχος νά βρίσκεται στά πρόθΙίρα της έξαφάνισής του. Γνο3ρίζουμε, πραγματικά, δτι τδ επανορθωτικό δίκαιο δλοένα διευρύνεται' στΙς περισσότερες λοιπδν περιπτώσεις, εϊτε Ιπισημαίνει στδν πολίτη τδ στόχο πού πρέπει νά επιδιώξει, εϊτε φροντίζει γιά τα μέσα πού αύτδς δ πολίτης θά χρησιμοποιήσει γι' αύτό τό σκοπό. Δίνει μέ τήν ευκαιρία κάθε νομικής σχέσης απάντηση στά δυδ άκόλουθα έρο)τήματα: 1) σέ ποιές συνθήκες καΐ μέ ποιά μορφή ύφίσταται κανονικά αύτή ή σχέση; 2) ποιές ύποχρεώσβις γεννά; Ό καθορισμός της μορφής καΐ των συνθηκών είναι βασικά θετικός, εφόσον υποχρεώνει τδ άτομο νά τηρήσει μια δρισμένη διαδικασία γιά να πετύχει τδ σκοπό του. "Οσο γιά τΙς ύποχρεώσεις, αν επαναφέρονταν άξιωματικά στήν απαγόρευση του νά ένοχλειται κάποιος στήν άσκηση τών λειτουργιών του, ή θέση τοΟ Σπένσερ θά ήταν σωστή, τουλάχιστον ένμέρει. "Ώς έπΙ τό πλείστον δμως συνίστανται στήν παροχή υπηρεσιών θετικού χαρακτήρα. Άλλα άς εμβαθύνουμε στις λεπτομέρειες.
7. Σπένσερ, Essais de morale, σ. 194, σημ.
74
π Είναι άλήθεια δτι οί συμ-βατιχές σχέσεις, πού στήν άρχή άποτελουσαν σπάνιο φαινόμενο ή δέν ύπηρχαν καθόλου, πληθαίνουν παράλληλα -μέ τδν καταιμερισμδ της κοινωνικής Ιργασίας. Αδτδ δμως πού δ Σπένσερ μοιάζει να μήν εχει διακρίνει είναι δτι ταυτόχρονα άναπτύσσονται καΐ οι μή συμβατικές σχέσεις. 'Άς εξετάσουμε πρώτα αυτό τον κλάδο του δικαίου, πού δτοπα δριζεται σαν ιδιωτικό καΐ τό οποίο στην πραγματικότητα διακανονίζει τις σχέσεις τ0)ν διαδομένων κοινωνικών λειτουργιών, τήν εσωτερική, θα λέγαμε, ζωή του κοινωνικού οργανισμού. Καταρχήν "^/Ό3ρίζουμε δτι τό οικογενειακό δίκαιο από άπλό, πού ήταν, κατάληξε βαθμιαία να γίνει περίπλοκο, πράγμα πού σημαίνει δτι τα διαφορετικά είδη νομικών σχέσεων, πού γενν^ ή οικογενειακή ζωή, Ιχουν πληθύνει με τόν καιρό. 'Από τή μι& μεριά, οι υποχρεώσεις πού προκύπτουν από αύτές τΙς σχέσεις είναι καθαρά θετικού χαρακτήρ'α' πρόκειται γιά μια αμοιβαιότητα δικαιωμάτων καΙ καθηκόντων. Άπό τήν ίίλλη, δέν είναι συμβατικές, στήν τυπική τουλάχιστον μορφή τους. ΟΕ 'συνθήκες από τις οποίες εξαρτώνται συνδέονται δτμεσα μέ τήν προσωπική μας θέση, πού κι αυτή, μέ τή σειρά της, έξαρταται από τή γέννησή μας, τΙς πατρογονικές »μας καταβολές, κατά συνέπεια από γεγονότα άνεξάρτητα από τή Οέλησή μας. Παρόλ' αυτά δ γάμος καΐ ή υιοθεσία είναι πηγές οικογενειακών σχέσεων, Ινώ ταυτόχρονα είναι καΐ συμβάσεις. Διαπιστώνεται δμως μέ ακρίβεια δτι δσο τείνουμε σέ ανώτερους -Ίοινωνικούς τύπους τόσο αυτές οι δυο νομικές πράξεις χάνουν τόν κατεξοχήν συμβατικό χαρακτήρα τους. 'Όχι μόνο στΙς κατώτερες κοινωνίες, αλλά καΐ σ' αύτή άκόμη τή· Ρώμη δ γάμος, μέχρι τό τέλος της Αυτοκρατορίας, παραμένει μια καθαρά ιδιωτική ύπόθεση. Είναι σέ γενικές γραμμές μιά πώληση, πραγματική στούς πρωτόγονους λαούς καΐ εικονική αργότερα, ή οποία έπικυρώνεται μέ μόνη τή συναίνεση τών μερών καΐ τήν παρουσία τών αναγκαίων μαρτύρων. Δέν χρειάζονταν τότε κανενός είδους πανηγυρικές μορφές ή ή παρέμβαση μιας οποιασδήποτε εξουσίας. Μέ τό χριστιανισμό δ γάμος πήρε εναν &λλο χαρακτήρα. Άπό νωρίς οι χριστιανοί απόκτησαν τή συνήθεια να εύλογε ιται ή ενωσή τους από εναν ιερωμένο. 'Ένα διάταγμα του αύτοκράτορα Αέοντα του Σοφού εδο>σε σ' αυτό τό Ιθιμο τό κύρος νόμου για τήν 'Ανατολή· τό ίδιο εκανε ή σύνοδος του Τρέντο για τή Δύση. Στό έξης, δ γάμος δέν συνάπτεται πιά Ιλεύθερα, άλλα μέ τή μεσολάβηση μιας δημόσιας δύναμης, της Εκκλησίας, πού δ ρόλος της δέν περιορίζειται μόνο στήν άπλή Ιπιμαρτύρηση* αύτή 75
%οΛ μόνο δημιουργεί τδ νομικο δεσμό, πού άρκο!>σε μέχρί τότε μόνον ή ιδιωτική βούληση. Eîvai γνωοτο τδ π(δς, στή συνέχεια, ή πολιτική έξουσι'α αντικατέστησε σ' αυτή τή λειτουργία τή θρησκευτική εξουσία και π(δς, ταυτόχρονα, αύξήθηκαν ή κοινωνική παρέμβαση και οι αναγκαίοι τύποι®. Ή ιστορία της σύμβασης της υιοθεσίας είναι άκόμη πιδ Ινδεικτική. Εϊδαμε ή-δη μέ πόση εύκολία και σέ πόσο μεγάλη κλίμακα έφαρμοζόταν ή υιοθεσία στις ινδιάνικες φυλές της Βόρειας 'Αμερικής. Μπορούσε να δημιουργήσει δλες τΙς μορφές συγγένειας. "Αν δ υιοθετούμενος ήταν συνομήλικος με τδν υίοθετουντα, γίνονταν αδελφοί ή αδελφές* αν δ πρώτος ήταν γυναίκα καΐ μητέρα, γινόταν ή μητέρα αύτου πού τήν υΙοθετουσε. Για τούς άραβες, πρίν άπδ τδν Μωάμεθ, ή υιοθεσία συχνά χρησίμευε για τή σύσταση γνήσιων οΙκογενειών®. Πολλές φορές συνέβαινε πολλά πρόσο)πα νά υιοθετούνται αμοιβαία' γίνονταν λοιπδν αδελφοί ή αδελφές μεταξύ τους καΙ οι δεσμοί συγγένειας, πού τούς ένωναν, ήταν τδ Ι'διο Ισχυροί, σάν νά κατάγονταν άπδ κοινή ρίζα. Τδ Γδιο είδος υιοθεσίας συναντάται καΐ στούς σλάβους. Πολύ συχνά, μέλη διαφορετικών οικογενειών γίνονται αδελφοί ή άδελφές και σχηιιατίζουν αύτδ πού ονο|.ιάζουμε αδελφοσύνη (probatinstvo). Αυτές οί κοινο)νίες συμβάλλονται έλεύθερα καΙ χωρίς τυπικότητες: αρκεί ή συμφωνία για νά τις στηρίξει. Ό δεσμός, έντούτοις, πού έν(ί>νει τούς αιρετικούς αύτούς άδελφούς είναι πιδ Ισχυρδς άκόμη κι άπ' αύτδ ν πού πηγάζει άπδ τή φυσική αδελφότητα^®. Για τούς γερμανούς ή υιοθεσία ύπήρξε 'ισως τδ ?διο ε&κολη καΙ συχνή. 'Αρκούσαν για τήν τέλεσή της πολύ άπλες τελετές^^. Άλλα στήν Ινδία, στήν Ελλάδα στή Ρώμη ήταν ήδη έξαρτημένη άπδ καθορισμένες συνθήκες. 'Έπρεπε 5 υιοθετών νά Ιχει μιά δρισμένη ήλικία, ετσι πού δέν μπορούσε νά γίνει συγγενής του υιοθετούμενου στδ βαθμδ πού δέν συνέτρεχαν οί προϋποθέσεις, ώστε νά μπορεί νά είναι δ φυσικός του πατέρας* τελικά, αύτή ή άλλαγή της οικογένειας κατάληγε νά είναι μιά πολύ σύνθετη νομική πράξη, πού θά γεννούσε τήν παρέμβαση του δικαστή. Ταυτόχρονα, άρχισε νά περιορίζεται δ άριθμδς αύτών πού άπολάμβαναν τδ δικαί(ί>|.ια της υιοθεσίας. Μόνο δ πατέρας τής οικογένειας ή δ άγα8. Τό 'ίδιο, δπως είναι γνωστό, συμβαίνει καΐ μέ τή διάσπαση το0 συζυγικοΟ δεσμού. 9. Σμίθ, Marriage and Kinship in early Arabia, Καίμπριτζ, 1885, σ. 155. 10. Κράους, Sitte und Brauch der Südslaven, κεφ. XXXI. 11. Βιολέ, Précis de V histoire du droit français, σ. 402.
76
μος sui juris μπορούσαν và υιοθετήσουν, καΐ ακόμη, δ πρώτος μόνο στην περίπτωση πού δεν είχε νόμιμα παιδιά. Στό σύγχρονο δίκαιό μας αυξήθηκαν άκόμη περισσότερο oi περιοριστικές συνθήκες. Πρέπει δ υιοθετούμενος να είναι αύτεξούσιος, δ υιοθετών να είναι πάνω άπο πενήντα χρόνων και νά Ιχει άπδ πολύν καιρό τόν υιοθετούμενο σαν δικό του παιδί. Πρέπει επίσης να προσθέσουμε δτι άκόμη κι έτσι δριοθετημένη, ή υιοθεσία κατά^/τησε γεγονός πολύ σπάνιο. Πριν από τη σύνταξη του δικού μας Κώδικα, ή υιοθεσία είχε σχεδόν τελείως περιπέσει σέ άχρηστία, ένώ και σήμερα ακόμη μερικές νέες χώρες, δπως ή Όλλαινδία και δ Καναδάς, δέν τή δέχονται καθόλου. Παράλληλα -μέ τό δτι άρχισε να γίνεται φαινόμενο πιό σπάνιο, δ Θθσμός της υιοθεσίας εχανε ταυτόχρονα καΐ τή δύνο&μή του. Στην αρχή ή από υιοθεσία συγγένεια ήταν από κάθε πλευρά παρόμοια μέ τή φυσική συγγένεια. Στή Ρώμη, ή δμοιότητα ήταν ακόμη πολύ μεγάλη· παρόλ' αυτά δέν υπήρχε πιά τέλεια ταυτότηΤό 16ο αιώνα δέν παρείχε πλέον δικαίωμα στήν κληρονομιά ab intestat του θετού πατέρα^'. Ό Κώδικάς μας επανέφερε αύτό τό δικαίο>ιια' ή συγγένεια δμως, πού αναγνωρίζει, δέν επεκτείνεται πέρα από τόν υιοθετουντα και τόν υιοθετούμενο. Φαίνεται πόσο ανεπαρκής είναι ή παραδοσιακή εξήγηση, πού άποδίδει τό Ιθιμο της υιοθεσίας στις αρχαίες κοινωνίες στήν ανάγκη νά εξασφαλιστεί ή διαιώνιση της λατρείας των προγόνων. Οι λαοί πού τήν έφαρμοσαν πιό πλατιά κι ελεύθερα, δπως οι ινδιάνοι της 'Αμερικής, οί άραβες, οι σλάβοι, δέν γνώριζαν αυτή τή λατρεία και, αντίθετα, στή Ρώμη καΐ στήν 'Αθήνα, δηλαδή στίς χώρες δπου ή έστιακή θρησκεία βρισκόταν στό απόγειο της, γιά πρώτη φορά αύτό τό δικαίωμα υποβλήθηκε σέ ελεγχο και περιορισμούς. Τό δτι λοιπόν μπόρεσε να εξυπηρετήσει ιστήν Ικανοποίηση αυτών τών αναγκών δέν σημαίνει και δτι δημιουργήθηκε για να τις ικανοποιεί' καΐ άντίστροφα, τό δτι τείνει να εξαφανιστεί δέν σημαίνει δτι ένδιαφερόμαστε λιγότερο να εξασφαλίσουμε τή διαιώνιση του δνόματος καΐ της φυλής μας. 6)ά πρέπει νά αναζητήσουμε τήν άποφασιστική αιτία αύτής της αλλαγής στή δοιμή τών σύγχρονων κοινωνιών καΐ στή θέση πού κατέχει σ' αυτές ή οικογένεια. Μια άλλη απόδειξη αύτής τής αλήθειας είναι τό γεγονός δτι τό νά βγει κάνεις άπό ·μιά οικογένεια μέ μια πράξη ιδιωτικού κύρους κατάντησε ακόμη δυσκολότερο από τό νά 'μπει σ' αύτή. Εξάλλου, δ δεσμός τής :συγγένειας δέν προκύπτει άπό κάποια συμβατική δέσμευση καΐ δέν μπορεί νά διασπαστεί δπως ή δποιαδήποτε δέ12. Άκάριας, Précis de droit romain, I, σ. 240 καΐ §π. 13. Βιολέ, δπου παραπ., σ. 406.
77
σμευση αύτου του εϊδους. Στους Ιροχέζους παρατηρείται μερικές φορές το φαινόμενο να φεύγει ενα τμήμα της φυλής γιά νά πάει να αυξήσει τη γειτονική φυλή^\ Στους σλάβους, ëva μέλος της zadruga, πού κουράστηκε άπό την κοινή ζωή, μπορεί νά άποχωριστεΐ την ύπόλοιπη οικογένεια και νά γίνει δικαστικά ενας ξένος γι' αύτη, δπως έπύσης μπορεί και νά αποβληθεί απ' αύτν^®. Στους γερμανούς, μιά τελετή ελάχιστα πολύπλοκη Ιδινε τήν ευκαιρία σέ κάθε φράγκο, πού τό έπιθυμουσε, νά άπαλλαγει τελείως άπ' δλες τις υποχρεώσεις της συγγέvειας^^ Στή Ρώμη, δ γιός δεν μποροΰ'σε αύτόβουλα νά έγκαταλείψει τήν οικογένειά του* σ' αύτο τό σημείο αναγνωρίζουμε ενα πιό ύψηλό κοινωνικό τύπο. Αύτός δμως ό δεσμός πού δέν μπορούσε νά διασπαστεί άπό τό γιό μπορούσε νά συντριβεί άπό τόν πατέρα* 'σ' αύτή τήν ένέργεια βρισκόταν ή χειραφέτηση. Σήμερα, ούτε δ πατέρας ούτε δ γιός μπορούν νά τροποποιήσουν τό φυσικό καθεστώς τών οικογενειακών σχέσεων: παραμένουν ετσι δπο)ς τΙς καθορίζει ή γέννηση. Μέ λίγα λόγια, ταυτόχρονα μέ τήν αυξησή τους, οί οικογενειακές ύποχρεοί)σεις παίρνουν ενα δημόσιο, δπως λέγεται, χαρακτήρα. "Οχι μόνο δέν έχουν «συμβατική προέλευση, άλλά και δ ρόλος, πού ή ,σύμβαση διαδραματίζει σ' αύτές, δλοένα περιορίζεται* αντίθετα, δ κοινωνικός ελεγχος πάνω στόν τρόπο μέ τόν δποιο πλέκονται, λύνονται, μετασχηματίζονται δλοένα έπεκτείνεται. Ή αΐτία βρίσκεται στήν προοδευτική εξάλειψη της. τομεακής δργάνωσης. Πραγματικά, ή οικογένεια αποτελεί άπό παλιά ενα γνήσιο κοινωνικό τομέα. Στήν αρχή συγχέεται μέ τό clan* άργότερα διακρίνεται σάν μέρος του δλου' είναι τό προϊόν μιας δευτερεύουσας τομεακής διαίρεσης του clan, παρόμοιας μ' αύτή πού γέννησε τό Ι'διο τό clan, καΐ πού εξακολουθεί νά διατηρείται στήν ϊδι-α ποιότητα μετά τήν εξαφάνιση του τελευταίου. Καθετί δμως, πού είναι τομέας, τείνει σταδιακά νά ξαναποροφηθει άπό τήν κοινωνική μάζα. Αύτός είναι δ λόγος πού ή οικογένεια είναι ύποχρεωμένη νά μετασχηματίζεται. Άντι νά παραμείνει μιά αύτόνομη κοινωνία στους κόλπους της μεγάλης, τραβήχθηκε δλο καΐ περισσότερο μέσα στό σύστημα των κοινωνικών δργάνων. Αύτή ή ϊδια καταλήγει νά είναι ενα άπ' αυτά τά όργανα, επιφορτισμένο μέ ειδικές λειτουργίες, καΐ ετοι ώστε καθετί, στή συνέχεια, πού συμβαίνει σ' αύτή, εύκολα νά εχει γενικό αντίκτυπο. "Ετσι γίνεται απαραίτητη ή παρέμβαση των ρυθμιστικών δργάνων της κοινωνίας γιά τήν άσκη14. Μόργκαν, Ancient Society, σ. 81. 15. Κράους, δπου παραπ., σ. 113 καΐ έπ. 16. Loi salique [γαλλικός νόμος πού αποκλείει τΙς γυναίκες άπό τό θρόνο] τίτλ. LX.
78
ση. μιας εξισοροπητικης ή άκόμη, σε μερικές περιπτώσεις, θετικά διεγερτικής δράσης στον τρόπο λειτουργίας της οικογένειας^'. 'Ωστόσο, ή κοινωνική δράση γίνεται αισθητή δχι μόνο εξω από τΙς συμβατικές σχέσεις, αλλά και κατά τήν εκδήλωση αυτόν τών Ι'διων των σχέσεων. ΙΙράγματι, δέν είναι δλα συμβατικά στή σύμβαση. Οι μόνες δεσμεύσεις, πού δικαιολογούν αύτο τό δνομα, είναι αυτές πού θέλησαν τα ατομα και οι οποίες δέν έχουν άλλη, πέρα άπο τήν ελεύθερη αυτή βούληση, καταγωγή. 'Αντίστροφα, κάθε ύποχρέο^ση, πού δέν εγινε αμοιβαία αποδεκτή, δέν εχει τίποτε το συμβατικό. Παντού ομως, δπου υφίσταται ή σύ]χβαση, υποβάλλεται σέ διακανονισμό, πού είναι εργο της κοινωνίας καΐ δχι των ίδιο^των και δ όποιος δλο καΐ πιο πολύ αυξάνει σέ μέγεθος και πολυπλοκότητα. Είναι αλήθεια δτι οι συμβαλλόμενοι μπορούν, μετά από συνεννόηση, νά παραβούν σέ ορισμένα αημεΐα τΙς διατάξεις του νόμου. Καταρχήν, δμως, τά δικαιώματά τους ώς προς αύτό δέν είναι απεριόριστα. Για παράδειγμα, ή συμφωνία των μερών μπορεί νά αποδώσει μιά, εστω έγκυρη, σύμβαση, πού δμως δέν ικανοποιεί τις συνθήκες εγκυρότητας πού απαιτεί ό νόμος. ΣτΙς περισσότερες, αναμφισβήτητα, περιπτώσεις ή σύμβαση δέν υποτάσσεται πια σέ καθορισμένες μορφές* δέν πρέπει ακόμη νά ξεχνάμε δτι υπάρχουν πάντοτε στους Κώδικές μας επίσημες συμβάσεις. Άλλα και αν, γενικά, δ νόμος δέν εχει τις τυπικές απαιτήσεις του παρελθόντος, παρόλ' αυτά ύποβάλλει τή σύμβαση σέ άλλου είδους υποχρεώσεις. 'Αρνείται κάθε δύναμη ύποχρέωσης σέ δεσμεύσεις πού πηγάζουν από συμβάσεις μέ πρόσωπο ανίκανο, συμβάσεις χωρίς αντικείμενο, συμβάσεις μέ αθέμιτη αιτία ή αύτές πού συνάφθηκαν από πρόσωπο ανίκανο προς πώλγ]ση ή αύτές πού αφορούν .πράγμα πού δέν είναι δυνατόν νά πουληθεί. 'Ανάμεσα στίς ύποχρεώσεις, πού επιβάλλει νά άπορέουν από τις διάφορες συμβάσεις, ύπάρχουν και μερικές πού δέν μπορούν να μεταβληθούν μέ κανένα δρο. Μ' αυτόν τόν τρόπο, δ πωλητής δέν μπορεί ούτε να αποφύγει τήν υποχρέωση νά δώσει εγγύηση στόν αγοραστή για κάθε ανάκτηση, πού θά προκύπτει άπό κάποιο γεγονός πού άφορα αύτόν (τόν πωλητή) προσω17. Γ là παράδειγμα, στίς περιπτώσεις κηδεμονίας ή Απαγόρευσης, δπου ή δημόσια εξουσία έπεμβαίνει μερικές φορές αύτεπάγγελτα. Ή πρόοδος αύτης της ρυθμιστικής δράσης δέν συνεπάγεται τήν υποχώρηση, δπως εκτέθηκε πιό πρίν, των συλλογικών αισθημάτων πού άφορουν τήν οικογένεια* αντίθετα, τό ενα φαινόμενο προϋποθέτει τό άλλο, έφόσον γιά νά Ιχουν μειωθεί ή έξασθενήσει αύτα τά αίσθήματα θά επρεπε πρώτα ή οικογένεια νά μή συγχέεται πια μέ τήν κοινωνία, άλλά νά αποτελεί μιά σφαίρα προσωπικής δράσης, άνεπηρέαστη άπό τήν κοινή συνείδηση. 'Ωστόσο αότδς δ μετασχηματισμός 6πήρξε άναγκαιος για νά κατορθώσει νά γίνει §να όργανο τής κοινωνίας, άφοΟ τό όργανο είναι ëva συγκεκριμένο τμήμα τής κοινωνίας.
79
πικα (δρ. 1628), ουτε άπό το νά τοΟ έπιστρέψει τήν άξία σέ περίπτωση ανάκτησης, οποιαδήποτε xc αν είναι ή προέλευαή της, έφάσον βέβαια δ άγοραστής δεν είχε γνώση του κινδύνου (δρ. 1629), οδτε από τό νά του εξηγήσει καθαρά άπδ ποΟ δεαμεύεται (äp. 1602) . Επίσης, σ' ένα ορισμένο τουλάχιοιτον βαθμό, δέν μπορεί να αποφύγει τήν εγγύηση για συνηθισμένες απρόβλεπτες άτέλειες (αρ. 1641 καΐ 1643) . Αν πρόκειται για άκίνητο, δ άγορα^"εής ?χει καθήκον να μήν έπωφεληθεί άπδ τή θέση του για νά επιβάλει τιμή αισθητά χαμηλότερη άπο τήν πραγματική αξία του πράγματος (άρ. 1674), κλπ. 'Από τήν άλλη, δ,τι άφορα τήν απόδειξη, τή φύση τών πράξεων τις δποιες κατοχυρώνει ή σύμβαση, τΙς προθεσμίες μέσα στίς όποιες πρέπει νά έχουν έγερθεΐ, είναι έξ δλοκλήρου αντικείμενο τών άτομικών συνομολογήσεων. Σέ άλλες περιπτώσεις ή κοινωνική δράση δέν εκφράζεται μόνο με τήν άρνηση αναγνώρισης της σύμβασης που συνάφθηκε κατά παράβαση του νόμου, άλλά μέ μια θετική παρέμβαση. "Ετσι δ δικαστής μπορεί, δποια κι άν είναι ή προθεσμία της συμφωνίας, νά παραχωρεί σέ δρισμένες περιστάσεις παράταση στον οφειλέτη (άρ. 1184, 1244, 1655, 1900), ή πάλι νά υποχρεώνει αυτόν πού δανείστηκε νά επιστρέψει στο δανειστή τό πράγμα πρίν άπό τή λήξη της προθεσμίας πού συμφωνήθηκε, άν δ τελευταίος ϊχει έπείγουσα ανάγκη (άρ. 1189). Αυτό &μως πού δείχνει άκόμη καλύτερα δτι οΐ συμβάσεις γεννούν υποχρεώσεις, πού δέν ήταν μέχρι σήμερα θεσπισμένες, είναι τό δτ^. «υποχρεώνουν δχι μόνο σ" αοτό πού εκφράζουν άμεσα, άλλά σέ δλες, επιπλέον, τΙς συνέπειες πού ή Ισότητα, τό έθιμο καΐ δ νόμος δίνουν στήν υποχρέωση σύμφωνα μέ τή φύ'ση της» (άρ. 1135) . Δυνά^ί,ει αυτής της άρχής πρέπει νά άναπληρώσουμε στή ούμβαση «τΙς ρήτρες πού εφαρμόζονται έθιμικά, κι άν άκόμη δέν είναι διατυπωμένες εκεί» (άρ. 1160) . Άλλά καΐ τότε άκόμη, δταν ή κοινωνική δράση δέν έκφράζεται μ' αυτή τή σαφή μορφή, δέν παύει νά υπάρχει. Στήν πραγματικότητα τό ενδεχόμενο παραβίασης του νόμου, πού φαίνεται σάν υποβιβασμός του συμβατικού δικαίου στό ρόλο του τυχαίου υποκατάστατου τών κατά κυριολεξία συμβάσεων, ανήκει, στή συντριπτική πλειοψηφία τών περιπτώσεων, άποκλειστικά στή θεωρητική σφαίρα. Γιά νά δειχτεί αύτό άρκεΐ νά άναλογισθουμε σέ τί συνίσταται. 'Αναμφισβήτητα, σάν συνέπεια του άπλου ή σύνθετου καταμερισμού της έργασίας, μετά τήν ένωση των άνθρώπων μέ τή σύμβαση, έρχεται ή αμοιβαία ανάγκη του ένός άπό τόν άλλο. Άλλα δέν άρκει, σαν προϋπόθεση της αρμονικής τους συνεργασίας, τό δτι έρχονται σέ επαφή ουτε τό δτι αισθάνονται τό καθεστώς της άμοιβαίας έξάρτησης στό δποιο βρίσκονται. Πρέπει έπίσης οΕ συνθή80
%ες αύτης της ιουνεργασίας να είναι σταθερές σέ δλη τη διάρκεια των σχέσεών τους. Πρέπει τα καθήκοντα καΐ τα δικαιώματα τοΟ καθενός να είναι καθορισμένα σέ συνάρτηση δχι μόνο μέ την κατάσταση, πού Ιχει διαμορφωθεί τή στιγμή που σι>νάπτεται ή σύμβαση, άλλα καΐ μέ την πρόβλεψη τών περιστάσεων, που είναι δυνατόν να δημιουργηθούν καΙ να την τροποποιήσουν. 'Αλλιώς, θα έκδηλώνονταν σέ κάθε στιγμή καινούργιες συγκρούσεις καΐ διαφωνίες. ΙΙραγματικά, δέν πρέπει να ξεχνά κανείς δτι âv δ καταμερισμός της εργασίας καθιστά άλληλέγγυα τα συμφέροντα, δέν σημαίνει και δτι τα συγχωνεύει: τα αφήνει διακεκριμένα καΐ άντίζηλα. "Οπως συμβαίνει στό εσωτερικό του ανθρώπινου δργανισμοΰ κάθε δργανο να ανταγωνίζεται τα αλλα, χωρίς να παύει ή συνεργασία του μέ αυτά, ετσι καΐ καθένας από τούς συμβαλλόμενους, έχοντας ανάγκη τόν άλλο, προ^σπαθεΐ ταυτόχρονα νά κερδίσει μέ τα λιγότερα ανταλλάγματα αυτό πού του χρειάζεται, να άποκτήσει δηλαδή τα περισσότερα δυνατόν δικαιώματα μέ αντάλλαγμα τΙς λιγότερες κατά τό δυνατόν υποχρεώσεις. Είναι λοιπόν ανάγκη να προκαθορίζεται τό μερίδιο τών μέν καΐ τών δέ, πράγμα πού παρολ' αυτά δέν μπορεί να γίνει σύμφωνα μέ κάποιο προνοημένο σχέδιο. Δέν υπάρχει τρόπος νά συμπεράνει κανείς από τή φύση τών πραγμάτων δτι οί ύποχρεώσεις του ένός ή του άλλου δριοθετουνται σέ τούτο ή τό άλλο σημείο. Μια τέτιου εΐ'δους απόφανση μπορεί νά προκύψει μόνο από ενα συνυποσχετικό* είναι ενας μέσος δρος ανάμεσα στην εκδήλωση ανταγωνισμού τών συμφερόντων καΐ τήν αλληλεγγύη τους. Είναι μιά κατάσταση ίσοροπίας πού πετυχαίνεται μόνο μετά από ανιχνεύσεις λιγότερο ή περισσότερο κοπιαστικές. 'Αλλά είναι όλοφάνερο δτι δέν. μπορούμε νά ξαναρχίσουμε αύτές τΙς ανιχνεύσεις ή νά αποκαταστήσουμε αύτή τήν ίσοροπία με καινούργια άνταλλάγματα, κάθε φορά πού δεσμευόμαστε από κάποια συμβατική σχέση. Μας είναι τελείως αδύνατο. Δέν μπορούμε νά ίσχυριστοΰμε δτι είναι ανάγκη να ύπερνικώνται οΐ δυσκολίες τήν ϊδια στιγμή πού αναφύονται' άλλωστε δέν είναι δυνατόν ουτε να προβλέψουμε τις πιθανές περιστάσεις μέσα στις όποιες θα Ιξελιχθει ή σύμβασή μας, ουτε να προεξοφλήσουμε μέ ενα άπλό διανοητικό ύπολογισμό ποιά θά είναι σέ κάθε περίπτωση τα δικαιώματα καΐ τά καθήκοντα τοΟ καθενός, έκτός αν πρόκειται για πράγματα στα όποια έχουμε ιδιαίτερη πείρα. Οι υλικές άλλωστε συνθήκες της ζωής αντιτίθενται, ώστε νά μή μπορούν νά επαναληφθούν τέτιες πράξεις. Πραγματικά, κάθε στιγμή, καΐ συχνά άπροσδόκητα, βρισκόμαστε συμβεβλημένοι μέ τέτιους δεσμούς, 'είτε άγοράζουμε, είτε πουλάμε, εΐ'τε ταξιδεύουμε, ειτε έκμισθώνουμε κάποιες ύπηρεσιες, είτε μπαίνουμε σ' ενα πανδοχείο, κλπ. Οι περισσότερες σχέσεις μας Ιχουν συμ2
81
βατικό-χαρακτήρα. "Αν λοιπόν χρειαζόταν νλ ξεκινάμε κάθε φορά άπό τήν άρχή τΙς άντιμαχιες καΐ τΙς αναγκαίες διαπραγματεύσεις γιά τήν έπίτευξη δλω,ν των δρων εναρμόνισης oxb παρίν καΐ το μέλλον, θα καταντούσαμε αδρανείς. Για δλους αύτούς τούς λόγους, στήν περίπτωση πού θά συνδεόμασταν μόνο μέ τούς δρους τόν συμβάσεων μας, δπως έχουν διαμορφωθεί, θά προέκυπτε μιά έφήμερη αλληλεγγύη. Το συμβατικό δίκαιο καθορίζει τις νομικές συνέπειες τών πράξεών μας πού έμεΐς δεν καθορίσαμε. Εκφράζει τΙς κοινωνικές συνθήκες της ισοροπίας, δπως προέκυψαν σιγά - σιγά από τό μέσο δρο δλων τών περιπτώσεων. 'Απόσταγμα πολυάριθμων καΐ ποικίλων έμπειρΐ(Λ>ν, εχει προβλέψει αυτό πού έμείς, σαν άτομα, δέν μπορούμε να προβλέψουμε, εχει διακανονίσει αύτό πού δέν μπορούμε νά διακανονίσουμε εμείς καΐ επιβάλλει αύτό τό διακανονισμό σέ^μας άν και δέν είναι δικό μας Ιργο, αλλά της κοινωνίας και της παράδοσης. Μας ύποβάλλει σέ υποχρεώσεις πού, μέ τήν άκριβή σημασία της λέξης, δέν συμφωνήσαμε, εφόσον δέν τις εχουμε αποφασίσει · καί, κάποτε ακόμη,, ουτε γνωρίσει από τά πριν. "Αναμφισβήτητα, ή;, αρχική πράξη είναι πάντοτε συμβατική* Ιχει δμως ακόμη και άμεσες συνέπειες, πού λίγο - πολύ ξεφεύγουν από τά πλαίσια της σύμβασης. Συνεργαζόμαστε γιατί έτσι τό θελήσαμε, αλλά ή εκούσια αυτή συνεργασία μας δημιουργεί καθήκοντα πού δέν τά θελήσαμε. Ά π ' αυτή τήν άποψη τό δίκαιο των συμβάσεων παρου,σιάζεται κάτω. από τελείως . διαφορετικό πρίσμα, Δέν είναι πιά άπλά.ενα χρήσιμο συμπλήρωμα των ιδιαίτερων συμφωνιών, άλλά ο θεμελιώδης κάνόνας τους. Μας έπιβάλλεται μέ τό κύρος της πατροπαράδοτης πείρας καΐ αποτελεί τή βάση των συμβατικών μας σχέσεων. Μπορούμε νά τό. αποφύγουμε μόνο ένμέρει καΐ τυχαία. Ό νόμος μας-προσφέρει δικαιο'νματα καΐ μας υποβάλλει σέ καθήκοντα, πού φαίνεται να πηγάζουν από κάποια εκούσια πράξη μας. Σέ μερικές περιπτώ:σεις εχουμε τή δυνατότητα νά παραιτηθούμε άπό τά δικαιώματά · μας ή να απαλλαγούμε άπό τά καθήκοντα μας. Δέν επεται · βέβαια δτι αύτά δέν είναι ό κανονικός τύπος των δικαιωμάτων καΙ τών καθηκόντων, πού συνεπάγεται άπό τήν κατάσταση.. ^ των πραγμάτων και των οποίων ή τροποποίηση άπαιτεϊ μιά ειδική γι' αύτό τό σκοπό ενέργεια. Οι τροποποιήσεις δμως είναι σχετικά σπάνιες* βασικά εφαρμόζεται δ κανόνας* ο'ί καινοτομίες παρρυσιάζονται σαν έξαίρεση. Τό δίκαιο λοιπόν τών, συμβάσεων άσκει επάνω μας μιά-διακανονιστική δράση υψίστης σημασίας, έφόσον· προκαθορίζει αύτό πού οφείλουμε νά κάνουμε κι αύτό πού μπορούμε νά άπαιτήσουμε.. Πρόκειται γιά νόμο πού μπορεί νά τόν μεταβάλει- ή συμφωνία των μερών* παρόλ' αύτά δχι μόνο δέν κα82
ταργήθηκε ή 4ντικαταοτάθηκε, άλλα διατηρεί καΐ δλο του τό κύρος, μια καΐ δέν μπορούμε να υποκαταστήσουμε τό νομοθέτη παρά μόνο ευκαιριακά. Τπάρχει λοιπάν μόνο διαφορά βαθμοϋ άνάμεσα στό νόμο πού διακανονίζει τΙς ύποχρεώσεις, πού δημιουργεί ή σύμβαση, καΐ σ' αύτούς πού καθορίζουν τα δλλα καθήκοντα τών πολιτών. Τελικά, έκτος απ' αύτη την οργανωμένη καΐ ορισμένη πίεση πού ασκεί τ0 δίκαιο, υπάρχει έπίσης μιά πού προέρχεται άπό τα ήθη. "Όσον άφορα τ6ν τρόπο σύναψης καΐ έκτέλεσης τών συμβάσεών μας, συνηθίσαμε να συμμορφωνόμαστε σέ κανόνες πού, μολονότι δέν έχουν άμεσα ή Ιμμεσα επικυρωθεί άπό κάποιο κώδικα, είναι τό 'ίδιο έπιτακτικοί. Τπάρχουν έπαγγελματικές ύποχρεώσεις, καθαρά ηθικές, πού παρόλ' αυτά είναι πολύ αύστηρές. Είναι Ικδηλες κυρίως στα λεγόμενα έλεύθερα έπαγγέλματα, ένώ τό δτι Ισως είναι λιγότερες στα άλλα έπαγγέλματα μπορεί, δπως θά δούμε, νά μας προβληματίσει, μήπως αύτό όφείλεται σέ μιά νοσηρή κατάσταση. 'Αλλά, άν καΐ πιό διαδομένη, αύτή ή δράση είναι τό Bio κοινωνική· άπό τήν άλλη, είναι οπωσδήποτε τόσο πιό έκτεταμένη, δσο πιό άναπτυγμένες είναι οΐ συμβατικές σχέσεις, για τό λόγο δτι διαφοροποιείται δπως καΐ οί συμβάσεις. Συνοπτικά λοιπόν, ή σύμβαση -δεν είναι αυτάρκης* της είναι, άπαραίτητος κι ενας διακανονισμός κοί/νωνικης προέλευσης. Ή σύμβαση τόν συνεπάγεται, κατά πρώτο λόγο γιατί ή λειτουργία της δέν συνίσταται τόσο στή δημιουργία καινούργιων κανόνων, δσο στη διαφοροποίηση καΐ προσαρμογή στίς ιδιαίτερες περιατάσεις των γενικ6>ν κανόνων πού προϋπάρχουν έπειτα, γιατί δέν Ιχει, οΰτε και μπορεί άλλωστε νά έχει, δύναμη δέσμευσης, παρά μόνο μέσα σέ όρισμένες συνθήκες πού πρέπει όπωσδήποτε νά καθορίζονται. 'Άν για λόγους άρχης ή κοινωνία της παραχωρεί δύνο&μη ύποχρέωσης, άρκεΐ γενικά, μέ τΙς προηγούμενες έπιφυλάξεις, ή συμφωνία τώΫ ί-διαίτερων βουλήσεων για νά έξασφοΛίσει τήν άρμονική σύμπραξη τών διαδομένων κοινωνικών λειτουργιών. "Αν δμως αντιτίθενται στό σκοπό της, αν εχει Ιμφυτη τή δημιουργία σύγχυατης στήν κοινωνική λειτουργία των όργάνων, äv, δπως λέγεται, δέν είναι έννομη, πρέπει νά άποστερείται κάθε κύρος, έφόσον στερείται κάθε κοινωνική αξία. Ή κοινωνία λοιπόν δέν θα μποροΟσε σέ καμιά περίπτωση νά περιοριστεί στήν παθητική έχτέλεση των συμβάσεων' σ' αυτήν ανήκει και δ καθορισμός τών συνθηκών στίς όποιες είναι εκτελεστέες καί, άν είναι δυνατόν, ή αποκατάσταση στήν κανονική τους μορφή. Ή συμφωνία τών μερών δέν μπορεί νά νομιμοποιήσει μια ρήτρα, πού καθαυτή δέν είναι έννομη* ή κοινωνική δικαιοσύνη οφείλει νά άποτρέπει τήν παράβαση μερικών κανόνων της άκόμη και στήν περίπτωση συμφωνίας τών Ινδιαφερομένων.
83
Έτσι γίνεται απαραίτητος Ινας διακανονισμιές του δ,ποίου ή ϊκταση δεν μπορεί να δριοθετηθεί άπό τα πριν. Ή σύμβαση, ισχυρίζεται δ Σπένσερ, αποβλέπει να έξασφαλίσει στον έργαζόμενο τό Ισοδύναμο της δαπάνης που του προξένησε ή έργασία". "Αν εϊναι αύτος δ ρόλος της -σύμβασης, δεν θά μπορέσει στ' αλήθεια ποτέ να άνταπεξέλθει, έκτος βέβαια αν διακανονιστεί πολύ λεπτομερέστερα, πράγμα πού δεν συμβαίνει σήμερα* θα ήταν άληθινδ θαΟμα άν επαρκούσε για την εξασφαλισμένη παραγωγή αυτής της ισοροπίας. Και πραγματικά, άλλοτε τδ κέρδος ξεπερνά τή δαπάνη, άλλοτε ή δαπάνη ξεπερνά τδ κέρδος, καΐ συχνά ή δυσαναλογία παρουσιάζεται τρομακτική. 'Αλλά, άπαντα σύσσωμη μιά Σχολή, άν τά κέρδη είναι έλάχιστα οι άνθρωποι θα παραιτηθούν απ' αύτή τή λειτουργία καΐ θά ασχοληθούν μέ άλλες: άν, άντίθετα, τά κέρδη είναι μεγάλα ή λειτουργία αύτή θα γίνει περιζήτητη, δπότε δ άνταγωνισμδς θά μειώσει τα κέρδη. Ξεχνάμε δτι ενα τμήμα του πληθυσμού δέν μπορεί νά άπαρνηθεί ετσι τή λειτουργία του, εφόσον καμιά άλλη 'δεν του είναι εύπρόσιτη. ΚαΙ σ' αύτούς ακόμη πού υπάρχει τδ πλεονέκτημα της ελευθερίας κινήσεων, δέν υπάρχει παρόλ' αύτά τήν δποιαδήποτε στιγμή' αυτές οι επαναστάσεις ολοκληρώνονται σιγά - σιγά. Στδ μεταξύ, συμβάσεις παράνομες, άντικοινωνικές εξ δρισμοΰ, εκτελέστηκαν μέ τή συμβολή της κοινωνίας, ενώ τίποτε δέν μας αποκλείει δτι ή αποκατάσταση της Ισοροπίας σ' ενα σημείο δέν θά σημαίνει τήν καταστροφή της σ' ενα άλλο. Δέν χρειάζεται νά άποδειχθει δτι αύτή ή παρέμβαση, μέ τΙς διάφορες μορφές της, είναι καθαρά θετικού χαρακτήρα, έφόσον συνεπάγεται τδν καθορισμό του τρόπου συνεργασίας μας. Είναι άλήθειά δτι δέν κινεί αύτή τΙς λειτουργίες πού συντρέχουν* έφόσον 8μως αρχίσει ή σύμπραξη, τή διακανονίζει. Μόλις κάνουμε ενα πρώτο βήμα συνεργασίας βρισκόμαστε δεσμει>μένοι καΐ δεχόμαστε τή ρυθμιστική δράση της κοινωνίας. Ό Σπένσερ τή θεώρησε άρνητική, έπειδή, γι' αύτόν, ή σύμβαση συναντιέται άποκλειστικά στή άνταλλαγή. Άλλα κι άπ' αύτή τήν άποψη, ή έκφραση πού χρησιμοποιεί δέν έιναι ακριβής. 'Αναμφισβήτητα, δταν μετά τήν άπόκτηση της κυριότητας ένδς αντικειμένου αρνηθώ νά δώσω τδ συμφωνημένο Ισοδύναμο, σφετερίζομαι τά δικαιώματα κάποιου άλλου και μπορούμε μάλιστα νά πούμε δτι ή κοινωνία, ύποχρεώνοντάς με νά κρατήσω τήν ύπόσχεσή μου, αποτρέπει Ινα τραύμα, μιά Ιμμεση επίθεση εναντίον της. Στήν περίπτωση δμως πού άπλα ύποσχέθηκα μιά ύπηρεσία, χωρίς άπδ τά πριν να πάρω τήν άμοιβή μου, δέν είμαι καθόλου αναγκασμένος νά τηρήσω τήν ύπόσχεσή μου' α αύτή δμως τήν περίπτωση δέν πλουτίζω σέ βάρος άλλου: άρνοΟμαι μόνο 18. Bases de la morale évolutionniste, σ. 124 καΐ §π.
84
^
và τοΟ φαν0) χρήσιμος. 'Άλλϋ>στε άνταλλαγή, δπως εΐ'δαμε, δέν είναι μό^ο ή σύμβαση· είναι έπίσης ή σωστή άρμονία τΦν λειτουργιών, πού συμβάλλουν σ' αύτό. Αύτές -δέν Ιρχονται μόνο σ"" έπαφή τή στιγμή πού τα πράγματα περνοϋν άπδ τδ ëva χέρι στδ δλλο* άναγκαστικα άπορέουν εύρύτερες σχέσεις, των δποίων ή Ιξέλιξη άπαιτει νά μείνει άδιατάραχτη ή αλληλεγγύη τους. 'Ακόμη καΐ οι βιολογικές συγκρίσεις, στίς δποΐες εύχαρίστως καταφεύγει δ Σπένσερ για νά στηρίξει τή θεωρία της έλεύθερης σύμβασης, περιέχουν μάλλον τήν ανασκευή της. Συγκρίνει, δπως κάναμε κι Ιμεις, τίς οικονομικές λειτουργίες μέ τή λειτουργία τών δργάνων του άνθ'ρο')πινου σώματος καΙ σημειώνει δτι αύτή ή τελευταία δέν έξαρταται αμεσα άπδ τδ έγκεφαλονο3τιαιο σύστημα, αλλά άπδ ενα ειδικδ μηχανισμό, πού τα κύρια τμήματά του είναι τδ μεγάλο συμπαθητικδ καΐ τδ πνευμονογαστρικό. ''Αν δμως μπορεί νά συναχθεί απ' αύτή τή σύγκριση, μέ κάποια άληθοφάνεια, δτι δέν είναι στή φύση τάν οικονομικών λειτουργιών νά Ιπηρεάζονται δμεσα άπδ τδν κοινωνικδ Ιγκέφαλο, δέν επεται 'καΐ δτι μποροϋν νά απαλλαγούν άπδ κάθε ρυθμιστική Ιπίδραση* πραγματικά, τδ μεγάλο συμπαθητικό είναι σ' Ινα ορισμένο βαθμδ άνεξάρτητο άπδ τδν εγκέφαλο, Ινώ ταυτόχρονα Ιξουσιάζει τΙς κινήσεις τών .σπλάγχνων, δπως άκριβώς κι δ Ιγκέφαλος τΙς κινήσεις τών μυών. "Ένας τέτιου εΐ'δους μηχανισμός στην κοινωνία πρέπει νά άσκεΐ στά δργαινα, πού Ιξουσιάζει, μια άνάλογη δράση. Τδ αντίστοιχο του μεγάλου συμπαθητικού είναι, κατά τδν Σπένσερ, αύτή ή άνταλλαγή πληροφοριών, πού λαβαίνει χώρα άκατάπαυστα άπδ τδν ενα χώρο στδν άλλο μέσα .στδ καθεστώς της προσφοράς καΐ ζήτησης καΐ πού, στή συνέχεια, συγκρατεί ή Ινθαρρύνει τήν παραγωγή"^®. Τίποτε δμως άπ' αύτά δέν μοιάζει μέ ρυθμιστική δράση. Διαδίδω Ινα νέο δέν σημαίνει δεσπόζω στις διακινήσεις. Αύτή φυσικά είναι ή λειτουργία τών αίσθητηρίων νεύρων, πού δέν Ιχει τίποτε τδ κοινδ μ' αύτή τών νευρικών γαγγλίων: αύτά τά τελευταία άσκοΰν τήν κυριαρχία γιά τήν δποία μιλήσαμε. Παρεμβάλλονται στή ν πορεία τών αισθήσεων καΐ τούς δίνουν, άποκλειστικά 'μέ τή μεσολάβηση τους, τή δυνατότητα νά μετασχηματίζονται σέ κινήσεις. "Αν μάλιστα ή μελέτη ήταν πιδ προχωρημένη, θά βλέπαμε Γσως δτι δ ρόλος τους, εϊτε κεντρικά είναι εΤτε δχι, συνίσταται στήν εξασφάλιση της άρμονικής σύμπραξης τών λειτουργιών, πού διευθύνουν, και ή δποία θα ήταν μόνιμα άποδιοργανωμένη, άν Ιπρόκειτο να διαφέρει για κάθε είδος Ιρεθιστικών Ιντυπώσεων. Τδ μεγάλο κοινωνικδ συμπαθητικό πρέπει, λοιπόν, νά περιλαμβάνει 1κτδς άπδ Ινα σύστημα μέσων μεταβίβασης καΙ δργανα σαφώς ρυθμι19. Essais de morale, σ. 187.
85
στικά πού, έπιφορτίομένα μέ το συντονισμέ τών έσωτεριχών λειτουργιών κατά τ6ν ι-διο τρόπο πού τό εγκεφαλικί) γάγγλιο συντονίζει τΙς έξωτερικές, να έχουν τή δυνατότητα νά σταματούν, νά εντείνουν ή να μετριάζουν τούς έρεθισμούς. Αύτή ή σύγκριση μας κάνει ακόμη νά σκεφτούμε δτι ή ρυθμιστική δράση, πού υποτάσσει πρακτικά την οίκονομική ζωή, δέν είναι αύτή πού θα Επρεπε κανονικά να είναι. 'Αναμφίβολα δέν είναι μηδαμινή, δπως άλλωστε δείξαμε πιο πριν, άλλά εϊτε είναι διάχυτη εϊτε πηγάζει δμεσα από τδ κράτος. Δύσκολα Bäc βρει κανείς στίς σύγχρονες κοινωνίες μας ρυθμιστικά κέντρα ανάλογα μέ τά γάγγλια του μεγάλου συμπαθητικοΰ. ""Αν βέβαια αύτή ή άμφισβήτηση &έν στηριζόταν στήν ελλειφη συμμετρίας άνάμεσα στδ δτομο καΐ τήν κοινωνία δέν θα άξιζε τήν προσοχή μας. Δέν πρέπει δμως vi ξεχνάμε οτι μέχρι πρόσφατα αύτα τα μεσολαβητικά δργανα δπήρχαν: ήταν οι συντεχνίες. Δέν θα μας απασχολήσει εδώ ή άξιολόγηση των πλεονεκτημάτων ή τών μειονεκτημάτων τους. Παρόμοιες άλλωστε συζητήσεις σπάνια είναι άντικειμενικές, επειδή δέν μποροΟμε κατά κανόνα να άποφα^/θουμε γι' αύτά τα πρακτικής σημασίας ζητήματα χωρίς νά επηρεαζόμαστε άπδ τ& προσωπικά μας αισθήματα. Τό γεγονός, δμως, δτι ορισμένες κοινωνίες θεώρησαν για αιώνες απαραίτητο ενα θεσμό, μας πείθει μάλλον δτι δέν βρίσκονται ξαφνικά στό στάδιο του ξεπεράσματος. 'Αναμφισβήτητα άλλαξαν' δφείλουμε δμως νά δηλώσουμε a priori δτι οι αλλαγές πού συντελέστηκαν φανέρωναν κυρίως μετασχηματισίϋΐό, παρά ριζική καταστροφή αύτής της οργάνωσης. Τέλος πάντων, τό δτι Ιχουν ελάχιστο καιρό πού ζουν σ' αύτές τις συνθήικες, δέν μας επιτρέπει νά άποφανθουμε από τώρα για τό άν πρόκειται γιά καθεστώς κανονικό καΐ οριστικό ή άπλα τυχαίο καΐ νοσηρό. "Αλλωστε οί άδιαθεσίες, πού απ' αύτή τήν έποχή γίνονται αισθητές σ' αύτό τό χώρο της κοινωνικής ζωής, 'δέν φαίνεται νά προδικάζουν μια αίσιόδοξη άπάντηση. Στή συνέχεια αυτής της εργασίας θά βρούμε κι άλλα γεγονότα, πού στηρίζουν αύτή τήν πρόταση®®. III Τπάρχει τέλος τό διοικητικό δίκαιο. 'Ονομάζουμε ϊτσι τό σύνολο των κανόνο3ν πού καθορίζουν κατά πρώτο λόγο τις λειτουργίες του κεντρικού οργάνου .καΐ τΙς σχέσεις του, τις λειτουργίες των άμεσα Ιξαρτημένων από τό προηγούμενο δργάνων, τΙς μεταξύ τους σχέσεις καΙ τΙς σχέσεις αύτών τών συνηθισμένων κοινωνικών λειτουρ20. Πρβλ. βιβλίο III, κεφ, 1 —κυρίως τόν πρόλογο, δπου άποσαορηνίζουμε καθαρότερα τή θέση μας γι' αύτό τό σημείο.
86
γΐ(5)ν ·μέ τΙς λειτουργίες τοΟ κεντρικοΟ όργάνου. "Αν δανειστοΟμε καΐ πάλι άπο τή βιολογία αύτη τή ·μεταφορική, άλλα τδ ϊδιο πρόσφορη ορολογία, (μπορούμε να ποΟμε δτι αύτοί οι κανόνες διακανονίζουν τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφαλονωτιαίου συ^στήματος του κοινωνικού δργανκτμου. ΙΙρόκειται γιά τό σύστημα πού στην καθημερινή μας γλώ-σσα ονομάζουμε κράτος. "Αναμφισβήτητα, ή κοινωνική δράση, πού εκφράζεται μ' αύτη τη μορφή, είναι θετι-κου χαρακτήρα. Πράγματι, άντικείμενό της εΤναι δ προσδιορισμός του τρόπου συνεργασίας αύτίδν τών είδικδν λειτουργιών. Μπορεί μάλιστα σέ μερικές περιπτώσεις καΐ να έπιβάλλει αύτη τη ^συνεργασία, Ιπειδή τα διάφορα αύτά δργανα διατηροΟνται μόνο χάρη στη συνεισφορά, πού απαιτείται επιτακτικά άπο'κάθε πολίτη. 'Αλλά, κατά τϊν Σπένσερ, αύτος δ ρυθμιστικός μηχανί' σμός θα άρχιζε να παρακμάζει στο βαθμδ πού δ βιομηχανικός τύπος θα αποδεσμευόταν άπδ τδ στρατιωτικό,, δπότε οι λειτουργίες του κράτους θα ήταν προορισμένες να ανάγονται άπλα και μόνο στη διοίκηση της δικαιοσύνης. Βέβαια, για τή στήριξη αύτής της πρότασης προβάλλονται Επιχειρήματα • τελείως ανεπαρκή· δ Σπένσερ πιστεύει δτ.ι μπορεί νά συναγάγει αύτδ τδ γενικδ νόμο της ιστορικής Ιξέλιξης. σχεδδν άποκλειστικα άπδ μια πρόχειρη σύγκριση ανάμεσα στην 'Αγγλία καΐ τή Γαλλία καΐ άνάμεσα στήν Αγγλία του παρελθόντος καΐ τή σύγχρονη^^. Και δμως οΐ συνθήκες άπόδειξης .δεν είναι διαφορετικές στήν κοινωνιολογία απ' δ,τι στις άλλες επιστήμες. 'Αποδεικνύω μιά υπόθεση δεν σημαίνει δείχνω δτι αυτή διαμορφο')νεται με βάση μερικά γεγονότα, πού συγκέντρωσα γι' αύτδ τδ σκοπό: σημαίνει χρησιμοποιώ μεθοδευμένες Ιμπειρίες. Σημαίνει δείχνω δτι τά φαινόμενα, ανάμεσα στα δποΤα δημιουργείται μιά σχέση, ε?τε συμφωνοϋν πλήρως, ειτε υφίστανται αλληλένδετα, ε'ιτε ποικίλλουν μέ τήν ϊδιά Ιννοια καΐ στήν Ι'διά σχέση. Πάντως ή δτακτη παράθεση μερικών παραδειγμάτων δεν συνιστά, άπόδειξη. . Πέρα άπ' αύτδ δμως, τα γεγονότα αύτά δέν δείχνουν άπδ μόνα τους τίποτε τέτιο' καΐ πραγματικά, άπλώς άποδεικνύουν δτι ή θέση του ατόμου Ισχυροποιείται, ενώ ή κυβερνητική δύναμη γίνεται λ ιγ ό τ ε ρ ο α π ό λ υ τ η . Δέν ύπάρχει δμως καμιά άντίρηση στδ δτι ή σφαίρα της ατομικής δράσης διευρύνεται παράλληλα μ' αύτή τοΟ κράτους, στδ δτι οί λειτουργίες πού δέν είναι άμεσα Ιξαρτημένες άπδ τδν κεντρικδ ρυθμιστικό μηχανισμό άναπτύσσονται παράλληλα μ' αύτδ τδν τελευταίο. "Αλλωστε μιά δύναμη μπορεί νά είναι άπόλυτη καΐ ταυτόχρονα πολύ άπλή. Τι πιδ άπλδ άπδ τή διακυβέρνηση ένδς αρχηγού βάρβαρου* εκτελεί στοιχειώδεις καΐ δλι21. Sociologie, ΠΙ, σ. 822 - 834.
87
γάριθμες λειτουργίες. Τδ διευθυντικά δργανο της κοινωνικής ζωης μπορεί, άς πούμε, να την Ιχει άποροφήσει τελείως, χωρίς 5μως νά αναπτυχθεί, άν καθαυτή ή κοινωνική ζωή δέν είναι πολύ άναπτυγμένη. ^\πλ6)ς άσκει Ιπάνω στδ υπόλοιπο της κοινωνίας μιά έξαιρετική ύπεροχή, Ιφάσον τίποτε δέν είναι σέ θέση να τδ περιορίσει ή να τδ έξουδετερώ^σει. Κάλλιστα, δμως, μπορεί καΐ νά έπεκταθεί, ταυτόχρονα μέ τδ σχηματισμό δλλων αντισταθμιστικών δργάνων. 'Αρκεί γι' αύτδ να Ιχει αυξηθεί τδ ^συνολικδ μέγεθος του δργανισμου. 'Αναμφισβήτητα ή δράση πού ασκεί σ' αύτές τΙς συνθήκες oIv Ιχέί πία τον ïoîô χαρακχΎ^ρα' τα σημεία ομώς, Ιπάνω στα οποία ασκείται, Ιχουν πολλαπλασιασθεί καΙ είναι μέν λιγότερο βίαιη, άλλα έπιβάλλεται Ιξίσου άποτελε^σματικά. Τα κρούσματα άπείθειας στίς διαταγές της Ιξουσίας δέν παρουσιάζονται πια σαν ιεροσυλία κι Ιτσι δέν καταστέλλονται μέ τήν ιδια πολυτελή αυστηρότητα* και πάλι δμως δέν είναι ανεκτά, ενώ αντίθετα οι διαταγές Ιγιναν ακόμη περισσότερες καΐ στρέφονται στα ιπιδ διαφορετικά εϊδη. Τδ ζήτημα δμως, πού μας άπασχολεΐ, δέν είναι τδ δν ή καταναγκαστική δύναμη του ρυθμιστικου μηχανισμοϋ έγινε περισσότερη ή λιγότερο Ιντονη, άλλα τδ αν δ ϊδιος δ μηχανισμδς εγινε περί/σσότερο ή λιγότερο υδροκέφαλος. Μέ μια τέτια τοποθέτηση του προβλγ]ματος, ή λύση δέν θα μπορούσε να άμφίισβητηθεΤ. Πράγματι, ή ιστορία φανερώνει δτι σέ κανονικές συνθήκες τδ διοικητικδ δίκαιο είναι τόσο πιδ αναπτυγμένο, δσο οι κοινωνίες προσεγγίζουν Ινα άνώτερο τύπο' αντίθετα, είναι τόσο πιδ στοιχειώδες, δσο πλησιάζουμε στις ρίζες. Τδ ιδανικδ κράτος του Σπένσερ δέν είναι στήν πραγματικότητα δλλο άπδ τήν πρωτόγονη μορφή κράτους. Οι μόνες λειτουργίες πού του άναγνο)ρίζει είναι ή δικαιοσύνη καΐ δ πόλεμος, -στδ βαθμδ τουλάχιστον πού δ τελευταίος είναι αναγκαίος. Και πραγματικά ^στίς κατώτερες κοινο)νίες τδ κράτος δέν εχει άλλο ρόλο. Φυσικά αύτές οι κοίΓ^ωνίες δέν εννοούν τΙς λειτουργίες αύτές δπως έμεΤς σήμερα* δέν σημαίνει δμως καΐ δτι είναι διαφορετικές. 'Όλη αύτή ή τυραννική επέμβαση, πού παρατηρεί σ' αύτές δ Σπένσερ, δέν είναι παρά μια άπδ τις μεθόδους δσκησης της δικαστικής έξουσίας. Καταστέλοντας τις προσβολές ένάντια στή θρησκεία, τήν εθιμοτυπία καΐ τΙς παραδόσεις κάθε είδους, τδ κράτος ενεργεί ανάλογα μέ τους σημερινούς δικαστές, δταν προστατεύουν τη ζωή ή τήν ίδιοκτησία τών ατόμων. Μάλιστα, οί άρμοδιότητές τους γίνονται ακόμη πιδ πολυάριθμες καΐ ποικίλες, δσο προσεγγίζουμε ανώτερους κοινωνικούς τύπους. Τδ δργανο έπίσης της δικαιοσύνης, πού στήν αρχή ήταν άπλούστατο, στα.διακά διαφορίζεται* καινούργια δικαστήρια ιδρύονται, διάφοροι δικαστικοί κλάδοι οργανώνονται, δ ρόλος τους καθορίζεται σέ συνάρτηση μέ τΙς σχέσεις τους. 'Ένα πλήθος άφηρημένων λειτουργιών 88
συγκεκριμενοποιούνται. Ή μέριμνα γιά τήν Ικπαίδευση καΐ τήν προστασία τής δημόσιας υγείας, ή επο^πτεια στη λειτουργία της κοινωνικής πρόνοιας, ή διοίκηση τών συγκοινωνιών καΐ έπικοινωνιών υπάγεται σταδιακά στο χώρο δράσης του κεντρικού δργάνου. Στη συνέχεια, αυτό τό όργανο αναπτύσσεται, Ινώ ταυτόχρονα άρχίζει να επεκτείνεται σέ δλη τή.ν έκταση της επικράτειας ενα βαθμιαία πυκνότερο και συνθετότερο δίκτυο διαικλαδώσεων, πού άντικαθιστα 5) άφομοιώνει τα προϋπάρχοντα τοπικά δργανα. Υπηρεσίες στατιστικής καταγράφουν δ,τι συμβαίνει στα ενδότερα τοΟ δργανισμου. Τό όργανο τών διεθνών σχέσεων, ή διπλωματία, παίρνει κι αύτή διαστάσεις μεγαλύτερες. 'Ανάλογα μέ τό βαθμό διαμόρφωσης τών θεσμών, πού, Όπο)ς τα μεγάλα πιστοκικά ιδρύματα, Ιχουν από τΙς διαστάσεις καΐ τήν πολλαπλότητα τών αλληλέγγυων σ' αύτές λειτουργιών §να γενικό συμφέρον, τό κράτος άσκει επάνω τους μιά έξισοροπητική έπίδραση. Τέλος, άκόμη κι δ στρατιωτικός μηχανισμός, πού τήν εξασθένηση του θεωρεί δοσμένη δ Σπένσερ, μοιάζει αντίθετα να άναπτύσσεται και να συγκεντροποιεΐται με συνεχή ρυθμό. Ή μελέτη τών ιστορικών φαινομένων δείχνει τόσο καθαρά αυτή τήν εξέλιξη, πού δέν θεωρούμε αναγκαίο νά μπούμε σέ περισσότερες λεπτομέρειες για να τήν κατο^δείξουμε. "Ας συγκρίνει κανείς τις στερημένες από κάθε κεντρική εξουσία φυλές μέ τΙς συγκεντρωμένες, αύτες μέ τήν πόλη, τήν πόλη μέ τΙς φεουδαρχικές κοινο.)νίες κι αυτές μέ τΙς σύγχρονες κοινωνίες, άς παρακολουθήσει βήμα πρός βήμα τα βασικά στάίδια της ανάπτυξης, πού μόλις περιγράψαμε τή γενική της πορεία. 'Αντιβαίνει λοιπόν σέ κάθε μέθοδο τό νά θεωρούμε τις σημερινές διαστάσεις του κυβερνητικού δργάνου νοσηρό γεγονός, πού οφείλεται στή σύμπτωση τυχαίων περιστάσεων. Είναι από κάθε άποψη ενα κανονικό φαινόμενο, πού οφείλεται στή 'δομή τών ανώτερων κοινο)νιών, εφόσον εξελίσσεται μέ ομαλό και συνεχή ρυθμό, στό βαθμό πού οι κοινωνίες προσεγγίζουν αυτό τόν τύπο. Μπορούμε άκόμη να δείξουμε, τουλάχιστον σέ γενικές γραμμές, πώς προκύπτει τό κυβερνητικό δργανο από τήν πρόοδο του καταμερισμού της εργασίας, και τό μετασχηματισμό, πού «συνεπάγεται τή μετάβαση τών κοινωνιών από τόν τομεακό στό ν οργανωμένο τύπο. Κάθε τομέας έχει τή δική του ζωή καΐ σχηματίζει μια μικρή κοινωνία μέσα στή μεγάλη, μέ τα δικά της ανάλογα ρυθμιστικά δργανα, Άλλα ή ζωτικότητά τους είναι αναγκαστικά ανάλογη μέ τή δυναμικότητα αυτής της τοπικής ζωής* δέν μπορούν λοιπόν να άποφύγουν τήν εξασθένηση,, δταν εξασθενεί αύτή ή ϊδια. Ξέρουμε, δμως, δτι αυτή ή εξασθένηση παράγεται μέ τήν προοδευτική έξάλειψη της τομεακής δργάνο)σης. Τό κεντρικό δργανο, εφόσον οι δυνάμεις πού 89
τδ ^υγκρατουσαιν Ιχασαν τήν άποτελεσματικότγ^τά τους, βρίσκει μικρότερη άντί'σταση καΐ αναπτύσσεται αφομοιώνοντας αότές τις, παρόμοιες μέ τΙς δικές του,, λειτουργίες, πού συγκρατούνται πιά, δπως . γινόταν μέχρι τότε. Αύτά τά τοπικά 8ργανα, άντί vi διατηρούν τήν άτομικότητά τους καΐ να μένουν διασπαρμένα, συγχωνεύονται μέσα στδν κεντρικό μηχανισμό πού, στή συνέχεια, διευρύνεται σέ βαθμό άνάλογο μέ τήν έκταση της κοινωνίας καΐ τήν πληρότητα της συγχώνευσης* αύτός δ μηχανισμός είναι τόσο πιό Ικτέταΐΐένος, δσο ανώτερος· είναι δ τύπος της κοινωνίας στήν δποία άνήκει. Αύτό τό φαινόμενο παράγεται μέ μηχανική άναγκαιότητα, πράγμα πού άλλωστε είναι χρήσιμο, μια καΐ άνταποκρίνεται στή νέα κατάσταση. Στό βαθμό πού ή διαμόρφωση της κοινωνίας παύει νά είναι άποτέλεσμα της έπανάληφης δμοιων τομέων, πρέπει άντίστοιχα και ή διαμόρφωση του ρυθμιστικοΰ δργάνου νά μή συνίσταται πιά στήν έπανάληψη αυτόνομων τομεακών οργάνων. Δέν Ισχυριζόμαστε, ωστόσο, ·δτι κανονικά τό κράτος άποροφα δλα άνεξαίρετα τά ρυθμιστικά όργανα της κοινωνίας, αλλά μόνο δσα Ιχουν τήν Βια φύση ιχέ'τά δικά του, αύτα δηλαδή πού προΐστανται στή δημόσια ζωή, "Οσο γι' αύτά πού προΐστανται σέ ειδικές, δπως οΐ οικονομικές, λειτουργίες, βρίσκονται Ιξω από τό πεδίο έλξης του. 'Γπάρχει περίπτωση νά παραχθεί μεταξύ τους μια σύμφυση του ϊδιου είδους, πράγΐ-ΐα πού δέν μπορεί νά .συμβεί μ' αύτά τά δργανα καΐ τό κράτος* ή τουλάχιστον, άν καΐ υποβάλλονται στή δράση τών άνώτερων κέντρων, παραμένουν διαίκεκριμένα απ' αύτά. Στά σπονδυλωτά, τό έγκεφαλονωτιαΐο σύστημα είναι πολύ αναπτυγμένο καΐ έπηρεάζει τό ιιεγάλο συμπαθητικό, άφήνοντάς του ωστόσο μεγάλη αύτονομία. Στήν περίπτωση, κατά δεύτερο λόγο, πού ή κοινωνία άποτελειται από τομείς, αύτό πού θά παραχθεί σέ κάποιον άπ' αύτούς Ιχει τόσο ιχικρότερη άπήγηση στούς 3ίλλους, δσο Ισχυρότερη είναι ή το|ΐεακή οργάνωση. Ή άρχιτεκτονική των μελισσδν άποιδίδει πιστά τόν τοπικό χαρακτήρα τών κοινωνικών γεγονότων και τών συνεπειών τους. Έτσι, σέ μια άποικία πολυπόδων Ινα άτομο μπορεί νά αρρωστήσει χωρίς αντίκτυπο για τά ύπόλοιπα. Δέν συμβαίνει δμως τό Γδιο στήν κοινωνία τή διαμορφωμένη από ενα σύστημα δργάνων. Σάν συνέπεια της αμοιβαίας τους Ιξάρτησης, ή προσβολή τοϋ ένός μεταφέρεται και στα άλλα, δπότε ή παραμικρότερη άλλαγή απόκτα γενικό Ινδιαφέρον. Αυτή ή γενίκευση ευνοείται ακόμη περισσότερο άπό δυδ άλλους παράγοντες. 'Όσο προοδεύει δ καταμερκ^μός της εργασίας, τό^σο λιγότερο κάθε κοινο)νικό όργανο περιλαμβάνει διακεκριμένα μέρη. Στό βαθ|χό πού ή μεγάλη βιομηχανία Ικτοπίζει τή μικρή, μειώνεται και δ αριθμός των Ιπιχειρήσεων* κάθε βιομηχανική μο90
νάδα Ιχει |.ιεγαλύτερη μερική σπουδαιάτητα, επειδή άντιπροσώπεύει ενα μεγαλύτερο μέρος του δλου' δ,τι παράγεται σ" αυτή, θά Ιχει, κατά συνέπεια, εύρύτερη κοινωνική άντανάκλαση. Τό κλείσιμο ενός μικρού Ιργαστηρίου προξενεί περιορισμένης κλίμακας αναστάτωση, πού δέν γίνεται αισθητή εξω άπδ ενα μικρό κύκλο* ή χρεωκοπία, αντίθετα, μιας μεγάλης βιομηχανικής εταιρίας προκαλεί'δημόσια αναστάτω^ση. 'Από τήν &λλη, Ιπειδή ή πρόοδος του καταμερισμού της έργασίας απαιτεί μεγαλύτερη 'συγκέντρωση της. κοινωνικής μάζας, υφίσταται λοιπόν άνάμεσα στά διαφορετικά μέρη του Γδιου πλέγματος, δργάνου ή μηχανισμού μιά Ινδότερη Ιπαφή, πού διευκολύνει τα φαινόμενα της μεταδοτικότητας. Ή κίνηση, πού·, παράγεται σ'- Ενα σημείο, γρήγορα μεταδίδεται και στά ύπόλοιπα* δέν εχουμε παρά νά δούμε με πόση, γιά παράδειγμα, ταχύτητα γενικεύεται σήμερα μιά απεργία στόν ϊδιο έπαγγελματικό κλάδο. Άλλα ή μΐιχς κάποιας Εκτασης άναστάτωση δέν μπορεί να παραχθεί 'χωρίς αντίκτυπο στά ανώτερα κέντρα. Αύτά, όδυνηρα προσβλημένα, αναγκάζονται να επέμβουν τόσο συχνότερα, δσο ανώτερος είναι δ κοινωνικός τύπος. Απαιτείται δμως γι* αυτό τό σκοπό και ή ανάλογη δργάνωση* πρέπει νά'εκτείνουν πρός δλες τις διευθύνσεις τΙς διακλαδώσεις τους, Ιτσι πού νά βρίσκονται • σ' επαφή -μέ τα διάφορα μέρη του δργανισμου καΐ νά κρατούν σέ αμεσότερη εξάρτηση τά δργανα, των δποίο^ν ή επενέργεια θα μπορούσε μέ κάθε ευκαιρία νά εχει ανεπιθύμητες συνέπειες. Ά ρ α , ο πολλαπλασιασμός καΐ ή συνθετοποίηση τΦν λειτουργιών τους απαιτεί ικαΙ τήν παράλληλη ανάπτυξη του δργάνου, πού τους χρησιμεύει σαν βάση, καθώς και του σώματος των νομικό)ν κανόνων, πού καθορίζουν αύτές τΙς λειτουργίες. Στους έπικριτές της θεωρίας του, δπου υποστηρίζεται δτι ή ανάπτυξη των ανώτερων κέντρων συντελείται κατά τρόπο άντίστροφο στις κοινωνίες απ' δ.,τι στους δργανισμούς, πού επικαλούνται τήν άντιφατικότητά της, δ Σπένσερ άπαντα δτι τά διάφορα αύτά ειδη τοΟ δργάνου δφείλονται στά αντίστοιχα εϊδη λειτουργίας. Έτσι, γι' αύτόν, δ ρόλος του έγκεφαλονωτιαίου συστήματος θά ήταν βασικά δ διακανονισμός τών σχέσεων του ατόμου μέ τδν Ιξω κόσμο, δ συνδυασμός τών -κινήσεων γιά τήν άπόκτηση της λείας ή τήν αποφυγή του έχθρoυ^^ Σαν μηχανισμός επίθεσης καΐ άμυνας είναι φυσιολογικά πολύ άναπτυγμένος στους ανώτερους δργανισμούς, δπου αυτές οι εξωτερικές σχέσεις είναι επίσης πολύ άναπτυγμένες. Υπάρχουν λοιπόν στρατιωτικές κοινωνίες, πού ζουν σέ καθεστώς συνεχους έχθρότητας μέ τούς γείτονες. Αντίθετα, γιά τους βιο22. Essais de morale, σ. 179.
91
μηχανικούς λαούς δ πόλεμος είναι κάτι l i σπάνιο* τά κοινωνικά ενδιαφέροντα είναι βασικά εσωτερικής τάξης' ετσι δ έξωτερικδς ρυθμιστικός μηχανισμός, μην έχοντας πια τον ϊδιο λόγο δπαρξης., αναγκαστικά έξασθενεΐ. Αύτη δμως ή ερμηνεία βασίζεται σ" ενα διπλδ σφάλμα. Κατά πρίδτο λόγο, κάθε δργανισμός, μέ άρπακτικά ί] δχι Ινστικτα, ζει σ' ενα περιβάλλον μέ το ίποΐο διατηρεί σχέσεις πολυάριθμες, ανάλογα μέ τό βαθμό συνθετότητάς του. 01 σχέσεις εχθρότητας μειώνονται, δσο οΐ κοινο^νίες γίνονται πιδ ειρηνικές καΐ αντικαθίστανται άπδ άλλες. Οι βιομηχανικοί λαοί διατηροΟν μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις πιό αναπτυγμένες άπδ τις άντίστοιχες των υπανάπτυκτων πληθυσμών, δσο φιλοπόλεμοι κι άν είναι. Δεν μιλάμε για τις άμεσες εμπορικές σχέσεις τών ατόμων, άλλά για τό έμπόριο πού συνενώνει τα κοινωνικά σώματα. Κάθε κοινωνία Ιχει νά υπερασπίσει άπό τούς άλλους γενικά συμφέροντα, äv δχι μέ τή μέθοδο τών δπλων, τουλάχιστον μέσω διαπραγματεύσεων, συμμαχιών καΙ σîJμφωvιώv. Κατά δεύτερο λόγο, δεν αληθεύει δτι δ εγκέφαλος άπλά διευθύνει τις εξωτερικές σχέσεις. Φαίνεται δτι οχι μόνο μπορεί, μερικές φορές, να τροποποιεί την κατάσταση των οργάνων μέ άποκλειστικά εσωτερικές μεθόδους, άλλα ακόμη ·κι άπό τά Ιξω Ινεργώντας νά άσκεΐ τή δράση του στό εσωτερικό. Πράγματι, καΐ τά τελευταία σπλάγχνα λειτουργούν μόνο χάρη στη βοήθεια ούσιών εξωτερικής προέλευσης* εφόσον, λοιπόν, δ εγκέφαλος Ιχει έπάνω τους απόλυτη εξουσία, επιδρά άδιάκοπα σέ δλόκληρο τόν δργανισμό. Τό στομάχι, δπως ξέρουμε, δέν λειτουργεί μέ Ιντολή τοΟ εγκεφάλου* άρκεΐ ή παρουσία τροφών για τή δημιουργία περισταλτικών κινήσειον. Άλλά οι τροφές βρίσκονται έκει, γιατί τό θέλησε δ Ιγκέφαλος καΙ υπάρχουν στήν ποσότητα πού καθόρισε, στήν ποιότητα πού διάλεξε. Δέν επιτάσσει αύτός τούς παλμούς της καρδιάς, αλλά μπορεί -μέ τή-ν κατάλληλη ρύθμιση νά τούς έπιβραδύνει ή επιταχύνει. Δέν ύπάρχουν σχεδόν ιστοί, πού νά μή τούς υποβάλλει σέ κάποια ρύθμιση' ή κυριαρχία του είναι τόσο πιό έκτεταμένη και ούσιαστική, δσο πιο εξελιγμένο τό είδος τοΟ ζώου. Ό πραγματικός του ρόλος συνίσταται, δπο)ς βλέπουμε, στό νά δεσπόζει δχι μόνο στίς σχέσεις μέ τόν εξω κόσμο, άλλά στό σύνολο της ζωής: ή λειτουργία του είναι τόσο συνθετότερη, άνάλογα μέ τό πόσο πιό έντονη και συγκεντρωμένη είναι ή ίδια ή ζωή. Έτσι συμβαίνει και στις κοινωνίες. Τό κυβερνητικό βργανα γίνεται περισσότερο ή λιγότερο ουσιώδες δχι σέ συνάρτηση μέ τό Ιπίπεδο φιλειρηνικότητας τών λαών* αναπτύσσεται άνάλογα μέ τό πλήθος τών στενότερα αλληλεξαρτημένων κοινωνικών δργάνων, πού 92
δημιουργούνται σ&ν συνέπεια της προό'δου του καταμερια[Χου της Ιργασίας.
IV Οί ακόλουθες προτάσεις συνοψίζουν το πρώτο μέρος αύτης της εργασίας. Ή κοινωνική ζωή πηγάζει άπο μια διπλή αιτία: τήν ομοιότητα των συνειδήσεων και τον καταμεριομά της κοινωνικής εργασίας. Στήν πρώτη περίπτωση, τό άτομο κοινωνικοποιείται για το λόγο δτι, μήν έχοντας 'δική του ατομικότητα, αφομοιώνεται, δπως καΐ οι δμοιοί του, στους κόλπους ενός ενιαίου 'συλλογικου τύπου* στη δεύτερη περίπτωση, έχοντας μια δική του φυσιογνωμία καΐ δραστηριότητα, πού τον διακρίνουν από τους Άλλους, έξαρταται απ' αύτούς στόν ιδιο βαθμό πού τον κάνει να ξεχωρίζει και κατά συνέπεια έξαρταται από τήν κοινωνία πού προκύπτει από τήν ενο>σή τους. Ή ομοιότητα των συνειδήσεων γεννά νομίικούς κανόνες, πού, μέ τήν άπειλή κατασταλτικών μέτρων, επιβάλλουν σέ δλους κοινές πεποιθήσεις καΐ πρακτικές* δσο μεγαλύτερη είναι αύτή ή ομοιότητα, τόσο περισσότερο ή κοινωνική ζωή ταυτίζεται μέ τή θρησκευτική καΐ οι οικονομικοί θεσμοί προσεγγίζουν τόν κομμουνισμό. Ό καταμερισμός της έργασίας γεννά νομικούς κανόνες, πού καθορίζουν τή φύση και τις σχέσεις των χωριστών λειτουργιών' ή παράβαση αύτών τών κανόνων συνεπάγεται επανορθωτικά μόνο μέτρα, χωρίς εκδικητικό χαρακτήρα. Καθένα άλλωστε απ' αύτά τά σώματα νομικών κανόνων συνοδεύεται και από ενα σώμα καθαρά ηθικών κανόνων. Στήν παρουσία ενός ογκώδους ποινικού δικαίου αντιστοιχεί μιά πολύ Ιντονη κοινή ήθική· υπάρχει δηλαιδή ενα πλήθος συύογικών πρακτικών κάτω-από τήν εποπτεία της ίκοινής γνώμης. Έκεΐ δπου είναι αναπτυγμένο τό Επανορθωτικό δίκαιο θα διαπιστώσουμε τήν ύπαρξη μιας επαγγελματικής ηθικής για κάθε επάγγελμα. Στό έσωτερικό κάποιας ομάδας εργαζομένων υφίσταται μια διαδομένη σέ δλη τήν έκταση αύτου του περιορισμένου συνόλου αντίληψη, πού, μολονότι δέν είναι νομικά επικυρωμένη, γίνεται παρόλ' αύτά σεβαστή. Τ^ πάρχουν καΐ στήν κατηγορία τών δημοσίων υπαλλήλων κοινά ήθη καΐ Ιθιμα, από τα οποία κανείς δέν μπορεί να παρεκκλίνει χωρίς να πέσει στή δυσμένεια του σωματείου^®. Διαφορές, δμως, άνά23. Αύτή ή μομφή, δπως άλλωστε κάθε ήθική ποινή, έκφράζετοίΐ μέ έξω-
93
λογες jv αυτές πού ξεχωρίζουν τά δυο άνιτίστοιχα εϊδη δικαίου, διακρίνουν κι αυτή την ήθική άπό τήν προηγούμενη. Πράγματι, είναι περιορισμένη σέ μια ορισμένη έκταση της κοινωνίας* έπιπλέον δ κατασταλτικός χαρακτήρας τί&ν ποινών, πού έπιβάλλονται, είναι αισθητά μετριασμένος. Τα επαγγελματικά παραπτώματα συνεπάγονται άποδοκιμασία πολύ πιό μέτρια απ' αύτή πού θα έπέσυρε ή προσβολή της δημόσιας ήθικής. Παρόλ' αυτά, οι κανόνες ηθικής καΐ επαγγελματικοί) δικαίου είναι τό Ι'διο, δπως καΐ οί άλλοι, επιτακτικοί. 'Γποχρεώνουν τά άτομο να ενεργεί για σκοπούς, πού δέν τό αφορούν άμεσα, νά έκχωρει δικαιώματα, να συμφωνεί συμβιβασμούς, νά αποβλέπει σέ συμφέροντα. ανώτερα από τά δικά του. "Ετσι, καΐ στην περίπτωση ακόμη πού ή κοινωνία στηρίζεται πλήρως στόν καταμερισμό τής έργασίας, δέν αποσυντίθεται σέ χίλια ικομμάτια, πού μπορούν νά αποκαταστήσουν μόνο εξωτερικές καΙ προσωρινές επαφές. Τά μέλη όμως συνδέονται μέ δεσμούς, πού εκτείνονται πολύ πιό πέρα άπό "τήν ελάχιστη χρονική στιγμή, πού συντελείται ή ανταλλαγή. Κάθε λειτουργία, πού ασκούν, εξαρτάται σταθερά άπό άλλες καΐ διαμορφο')νει μ' αυτές ενα αλληλέγγυο σύστημα. Στή συνέχεια, άπό τή. φύση της έπιλεγμένης αποστολής τους, πηγάζουν διαρκώς καθήκοντα. Ή εκτέλεση κάποιας οικιακής ή κοινωνικής λειτουργίας μας εισάγει σ' ενα πλέγμα υποχρεώσεων, τΙς δποΐες δέν Iχουμε τό δικαίωμα νά άποφύγουμε. Πρόκειται κυρίως για ενα όργανο απέναντι στό οποίο τό καθεστώς της έξάρτησής μας συνέχεια εντείνεται: αύτό είναι τό κράτος. Τά σημεία έπαφής μας μ' αύτό πολλαπλασιάζονται, δπως άλλωστε καΙ οί εύκαιρίες πού βρίσκει, γιά νά μας επαναφέρει στό αίσθημα της κοινής άλληλεγγύης. "Ετσι δ άλτρουισμός δέν είναι προορισμένος, δπως τό θέλει 6 Σπένσερ, νά γίνει τό ώραΐο στολίδι τής κοινωνικής μας' ζωής* θά είναι, δμως, πάντοτε ή θεμελιώδης βάση. Πράγματι, πώς θά μπορέσουμε κάποτε να τόν ξεπεράσουμε; Οί άνθρωποι ^δέν μποροΟν νά συνυπάρξουν χωρίς τήν αμοιβαία ,κατανόηση καί, κατά συνέπεια, τήν υποβολή σέ θυσίες, χωρίς νά συνδέονται μέ γερούς καΐ μόνιμους δε-σμούς. "Ολες οι κοινωνίες Ιχουν χαρακτήρα ήθικό. Άπό ορισμένες απόψεις αύτός δ χαρακτήρας είναι άκόμη έντονότερος στίς οργανωμένες κοινωνίες. Ό άνθρωπος δέν εΪναι αύτάρκης καΐ δέχεται άπό τήν κοινωνία δ,τι τοϋ χρειάζεται, δουλεύοντας, σέ άντάλλαγμα, γι' αυτή. Μ' αύτό τόν τρόπο διαμορφώνεται πολύ ισχυρό τό αίσθημα του καθεστώτος εξάρτησης σιτό όποιο βρίσκεται: τερικά συμπτώματα (πειθαρχικές ποινές, απόλυση τ65ν δπαλλήλων, διακοπή σχέσεων, κλπ.).
94
συνηθίζει στό να διατιμαται μέ τήν πραγματική του αξία, να θεωρείται 0ηλαβή τό μέρος ενός ολου, τό δργανο ενός άργανισμου. Τέτια αΙσθήματα εμπνέουν από τή φύση τους δχι μόνο τΙς καθημερινές αυτές θυσίες, πού εξασφαλίζουν τήν κανονική ανάπτυξη της τρέχουσας κοινωνικής ζωής, αλλά, πολύ περισσότερο καΙ σέ κάθε ευκαιρία, πράξεις πλήρους άρνησης καΙ αυταπάρνησης δίχως δρια. 'Από τήν πλευρά της ή κοινωνία συνηθίζει στό να θεωρεί τα μέλη, πού τήν αποτελούν, δχι σαν πράγματα πάνω στα όποια εχει δικαιώματα, άλλα σαν συνεργάτες, πού δεν μπορεί να τούς αγνοήσει καΐ απέναντι στους οποίους εχει καθήικοντα. Κακώς, λοιπόν, αντιδιαστέλλουμε τήν κοινωνία, πού πηγάζει άπό τήν κοινότητα των πεποιθήσεων, μ' αυτή πού βασίζεται στή συνεργασία και αναγνωρίζουμε μόνο στήν πρώτη ήθι,κο χαρακτήρα, βλέποντας τή 'δεύτερη σαν οικονομικό συγκρότημα. Στήν πραγματικότητα, και ή συνεργασία ακόμη περιέχει τή δική της Ιμφυτη ηθικότητα. 'Αναγκαστικά ό'δηγούμαστε στό συμπέρασμα, δπως θά δούμε καλύτερα πιό 'κάτω, δτι οι σύγχρονες κοινωνίες μας δεν καλλιέργησαν ακόμη αυτή τήν ήθικότητα, ετσι δπως άπρεπε ήδη να Ιχει καλλιεργηθεί. Αυτή δμως δεν εχει τήν ϊδια φύση με τήν άλλη. Ή πρώτη είναι έντονη μόνο απέναντι σέ άδύνατα άτομα. Δημιουργημένη από κανόνες πού έφάρμο.σαν δλοι άνεξαίρετα, δέχεται άπ' αυτή τή γενική και ομοιόμορφη πρακτική ενα κύρος σχεδόν υπερφυσικό, πού τήν κάνει αδιαφιλονίκητη. Ή δεύτερη, αντίθετα, αναπτύσσεται παράλληλα μέ τήν ενίσχυση της ατομικής προσωπικότητας. "Οσο κι άν εχει διακανονιστεί μια λειτουργία, πάντοτε αφήνει μεγάλο χώρο για τήν άτομιική πρωτοβουλία. Πολλές υποχρεώσεις, έπικυρωμένες μέ τόν ϊδιο τρόπο, προέρχονται άπό δική μας εκούσια επιλογή. Εμείς επιλέγουμε τό επάγγελμα κα'ί ορισμένες άπό τις οικιακές μας λειτουργίες. 'Αναμφισβήτητα, δταν ή άποφασιστικότητά μας βγήκε άπό τα ψυχικά της δρια και. εκφράστηκε μέ κοινωνικές συνέπειες, βρεθήκαμε δεσμευμένοι: μας επιβλήθηκαν καθήκοντα, πού οπωσδήποτε δεν θελήσαμε. Τα δημιούργησε κάποια έΥνούσια ένέργειά μας. Τελικά, ή συσχέτιση τών κανόνων συμπεριφοράς μέ τΙς διάφορες μορφές επαγγελματικής δραστηριότητας, καΐ δχι μέ τΙς συνθήκες της κοινής ζωής, συνεπάγεται ενα χαρακτήρα, θά λέγαμε, πιό εφήμερο, πού, άφήνοντάς τους τή δεσμευτική τους δύναμη, τούς κάνει πιό προσιτούς στήν άνθρώπινη δράση. Τπάρχουν, λοιπόν, δυό μεγάλα ρεύματα της κοινωνικής ζωής στό οποία άντιστοιχουν δυό διαφορετικά εϊδη δομής της. Αύτό πού πηγάζει άπό τις κοινωνικές ομοιότητες, εξελίσσεται καταρχήν μόνο του καΙ χωρίς άνταγωνισμό. Σ' αύτή τή φάση συγ95
χέεται με τή ζωή της κοινωνίας* αργότερα σιγά - σιγά διοχετεύεται, άραιώνει, ενώ τό δεύτερο σταδιακά διογκώνεται. 'Αναλογικά ή τσ-μεακή δοΐΛή ύποσκελίστη^ε προοδευτικά άπό την αλλη, χωρίς δμως ποτέ να έξαφανιστεί πλήρως. θεμελιώσαμε τήν πραγματικότητα αυτής της αντίστροφα ανάλογης σχέσης. Μπορεί κανεΐί να βρει τις αιτίες της στό έπόμενό βιβλίο.
96
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΜΕΡΟΣ
ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Μάξ Βέμπερ (Έρφούρτη 1864 - Μόναχο 1920)
Σηονδαοε σίκονομία, ιοτορία και φιλοοοφία οτη Χαϊδελβέργη, Καϋ'ηγητης τον εμπορικού δικαίου στο Βερολίνο καΐ ετιειτα της οικονομίας ατό Φράιμπουργκ και στη Χαϊδελβέργη, Μετά τάν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο παρουσίασε έντονη 7ΐολιτικη δράση Ιδρύοντας το Γερμανικό Δημοκρατικά Κόμμα και παίρνοντας μέρος στίς διαπραγματεύσεις των Βερσαλλιών, Το 1918 ξαναρχίζει στη Βιέννη τη διδασκαλία, που ειχε διακόψει προηγούμενα γιά λόγους υγείας, καΐ το 1919 πηγαίνει στο Μόναχο, '^Ηταν ανάμεσα στους ιδρυτές της Deutsche Gesellschaft für Soziologie. Είναι ϊσως ό πιό σημαντικός κοινωνιολόγος του πρώτου μισοϋ του αιώνα, αλλά η επίδραση του δεν άπαλλάοσεται άπό σοβαρές παρανοήσεις. Υποστήριξε την αυτονομία της κοινωνιολογικής κρίσης ένάντια στη συνήθεια μερικών άκαδημαϊκών ουναδέ?„φων του νά επωφελούνται από την εδρα και από ψευδό - έπιστημονικές έπιχειρηματολογίες γιά νά προπαγανδίσουν, σάν αλήθειες απόλυτες, τις προσωπικές τους προκαταλήψεις, 'Ενάντια στη μονόπλευρη ϋ'έση τών μαρξιστών, προσπάΰ'ησε νά έπεξεργαστεϊ ένα μοντέλο κοινωνιολογικής ανάλυσης, ικανό νά εξετάσει την ολοκλήρωση ανάμεσα στις διάφορες συνιστώσες τών γενικών κοινωνικών φαινομένων και με την έννοια του αΐδανικοϋ τύπου» επιχείρησε νά επιλύσει την άντί&εση μεταξύ άτομικοϋ και γενικού, μεταξύ ιδεογραφικού και νομοθετικού. Από τά κύρια εργα τον: (Œ Προτεσταντική ^Ηθική καΐ τό Πνεύμα του Καπιταλισμού)) (1904-1906)' δικονομία και Κοινωνία» (1922). Ή οίκονομική ήθική τών παγκόσμιων θρησκειών "Ως «παγκόσμιες θργ}σκεΐες» πρέπει Ιδώ να θεωρήσουμε, κατά τρόπο τελείως ξένο από άξιες, εκείνα τα πέντε θρησκευτικά ή μέ θρησκευτικό τρόπο προσδιοριζόμενα συστήματα της ζωης, που ήξεραν và συγκεντρώνουν γύρω τους μάζες πιστών ιδιαίτερα μεγάλες: την κομφουκιανή, ίνδουιστική, βουδδιστική, χριστιανική και ισλαμι^κή ήθική. Σ' αυτά προστίθεται, σαν εκτη θρησκεία πού πρέπει μαζι κι αύτή να τήν πραγματευτοΟμε, δ ιουδαϊσμός, εϊτε έπεί'δή περιέχει ιστορικές προϋποθέσεις άποφασιστικές γιά μιά πλήρη κατανόηση τών δυό τελευταίων θρησκειών τοΟ κόσμου πού 99
αναφέρθηκαν, ε'ίτε έξαιτίας της ιδιαίτερης Ιστορικής σημασίας του, ένμέρει πραγματικής, ένμέρει υποτιθέμενης, δσον άφορα τήν ανάπτυξη της σύγχρονης οικονομικής ήθικης στη Δύση, που τά τελευταία χρόνια συζητήθηκε πολλές φορές. "Αλλες θρησκείες εξετάζονται από πιο κοντά μόνον δταν αυτό καθίσταται απαραίτητο για τήν ιστορική συνέχεια. "Οσον άφορα τό χριστιανισμό άναφερθήκαμε στα προηγούμενα δοκίμια, πού βέβαια τό διάβασμά τους προϋποτίθεται. Τί θεωρείται «οικονομική ηθική» μιας θρησκείας προκύπτει καθαρά, έλπίζουμε, από τα παρακάτω. Δέν εξετάζεται ή ήθική θεωρία θεολογικών επιτομών, πού χρησιμεύουν μόνο σαν μέσα γνώσης (σε ορισμένες περιστάσεις οπωσδήποτε σημαντικά), άλλα οί πρακτικές πρός τή δράση παρορμήσεις, πού παγιώνονται στίς ψυχολογικές καΐ πραγματικές άρθρώσεις τών θρησκειών. Ή παρακάτω εκθεση, άν καΐ πρόκειται μόνο για σκιαγράφηση, ώστόσο θα δείξει τί σύνθετο μόρφωμα είναι μια συγκεκριμένη οι^κονομική ηθική καΐ πώς αυτή .δέχεται έξαιρετι,κά πολλαπλές επιδράσεις. Εξάλλου, θα φανεί βέβαια δτι δμοιες εξωτερικά οικονομικές μορφές οργάνωσης μπορούν να συμπορεύονται με μια εντελώς διαφορετική οικονομική ήθική, καΐ μετά ωριμάζουν ιστορικά άποτελέσματα εντελώς διαφορετικά άνάλογα μέ τή μοναδιίκότητά τους. Μιά οικονομική ήθυκή δέ.ν είναι απλή «συνάρτηση» οικονομι-κών μορφών οργάνωσης, πολύ περισσότερο μάλιστα άποτύπωμα αύτών καΐ μόνο. Καμιά οικονομική ήθική δέν δέχτηκε ποτέ μόνο θρησκευτική επίδραση. Αύτή σαφώς εχει μιά δική της καθαρή θεμ,ιτότητα, πού καθορίζεται σέ πολύ μεγάλο βαθμό από οίκονομικο - γεωγραφικά και ιστορικά δεδομένα, σέ σχέση μέ δλη τή συμπεριφορά τών ανθρώπων απέναντι .στόν κόσμο, συμπεριφορά πού έξαρταται άπό θρησκευτικά στοιχεία ή άπό άλλα στοιχεία (μ' αύτή τήν Ιννοια) «εσωτερικά». 'Αλλά βέβαια δ θρησκευτικός καθορισμός του κανόνα συμπεριφοράς είναι ένας — ας προσέξουμε καλά: μόνο ένας — άπό τούς καθοριστικούς παράγοντ·ες της οικονομικής ηθικής. Άπό τήν άλλη μεριά ή ίδια ή θρησκευτική ήθική, μέσα σέ δοσμένα γεωγραφικά, πολιτικά, κοινωνικά, εθνικά δρια, βρίσκεται φυσικά κάτω άπό τή βαθιά επίδραση οικονομικών καΐ πολιτικών στοιχείων. Θά πελαγοδρομούσαμε, άν θέλαμε νά περιγράψουμε αύτές τΙς συνεπαγωγές μέ κάθε τους λεπτομέρεια. Τά παρακάτω λοιπόν είναι μονάχα μιά προσπάθεια διατύπωσης τών στοιχείων, πού κατευθύνουν τόν κανόνα συμπεριφοράς έκείνων τών κοινωνικών στρωμάτων, πού έχουν επηρεάσει μέ τόν πιό καθοριστικό τρόπο τήν πρακτική ήθική της δποιας θρησκείας καΐ της έχουν άποτυπώσει τά κύρια χαρακτηριστικά της — δηλαδή έκεΐνα πού τή 100
διακρίνουν άπδ άλλες καΐ πού ταυτόχρονα είναί σημαντικά γιά τήν οικονομική ηθική. Βέβαια δέν πρόκειται πάντα για Ινα στρώμα μόνο. Στήν πορεία της ιστορίας μπορεί και να Ιναλλάσσονται τα στρώματα, καθοριστικά μ' αυτή τήν Ιννοια* δέν πρόκειται οδτε καΐ για τήν αποκλειστική έπιροή ενός μεμονωμένου, στρώματος.. "Ομως, μπορούμε πάντως να υποδείξουμε τα στρώματα, πού δ κανόνας συμπεριφοράς τους στάθ'ηκε κατά κύριο λόγο καθοριστικός για τις |ΐε|]ΐονω·μένες θρησκείες. Έτσι δ κομφουκιανισμός, γιά νά προκαταβάλουμε μερικά τέτια παραδείγματα, ήταν ή ήθική μιας καλλιεργημένης στά γράμματα όρθολογιστικο - κοσμικής κατηγορίας έπι^καρπωτίδν. "Οποιος ·δέν άνηκε σ' αυτό τδ μορφωμένο στρώμα, δέν υπολογιζόταν. Ή θρησκευτική (ή άν θέλετε: δθρησκη) ήθική αύτου του στρώματος καθόρισε, ακόμη ικι εξω απ' αδτή, τδν κινέζικο κανόνα συμπεριφοράς. Ό άρχαιότερος ινδουισμός αντίθετα ήρθε άπδ μια κληρονομική κάστα καλλιεργημένων λογίων, πού, μακριά άπδ κάθε αξίωμα, είχαν τδ ρόλο τελετουργών - θεραπευτών τών ψυχών τών άτόμων ή της κοινότητας και, σάν σταθερό κέντρο προσανατολισμού της διάρθρωσης τών ομάδων, έπηρέαζαν τήν κοινο)νική διάταξη. Μόνον οι βραχμάνοι, πού γνώριζαν τΙς Βέδες, άποτελοϋσαν μια απόλυτα ισχυρή θρησκευτική κατηγορία, σαν φορείς της παράδοσης. 'Αργότερα μόνο τούς συναγωνίστηκε άπδ κοντά μια κατηγορία μή - βραχμάνων άσκητών, καΙ ακόμα πιδ αργά, στδν ινδικδ μεσαίωνα, εμφανίστηκε μέσα στδν ινδουισμό, μέ τούς πληβείους μυσταγωγούς, ή φλογερή τελετουργική θρησκευτικότητα, πού ήταν τυπική σωτηρία τών κατώτερων στρωμάτων. Ό βουιδδισμδς προήλθε άπδ επαιτουντες χωρίς πατρίδα ιερείς, φοβερά ασκητικούς καΐ άρνητές του κόσμου. ΑύτοΙ μόνον άνηκαν πλήρως στήν κοινότητα, δλοι οΐ δλλοι παρέμεναν λοιπδν μέ μικρότερη θρησκευτκή άξια: άντικείμενα και. δχι υποκείμενα της θρησκευτικότητας. Στα πρώτα του χρόνια τδ Ισλάμ ήταν θρησκεία πολεμιστών - κατακτητών του κόσμου* ή θρησκεία ενδς ιππικού σώματος πειθαρχημένων υπέρ πίστεως αγωνιστών, χωρίς δμως τή σεξουαλική ανάταση του χριστιανικού πρότυπου της εποχής τών Σταυροφοριών. 'Αλλά, στδν ΐσλαμικδ μ^σα'ωνα. Ινα τέτιο περίπου ρόλο, γενικά δμως πιδ ανεπτυγμένο, είχε, κάτω άπδ τήν καθοδήγηση πληβείων τεχνικών του δργασμου, δ μυστικιστικό - ασκητικός σουφισμδς καΐ ή πηγάζουσα άπ' αύτδν συναδελφικότητα τών μικροαστών πρδς τήν τέχνη τών χριστιανών υπαλλήλων. Ό ιουδαϊσμός, άπδ τή διασπορά και μετά, ήταν ή θρησκεία ένδς «χωρίς πατρίδα λαοϋ» άστών — θα μάθουμε άργότερα νά καταλαβαίνουμε τή σοβαρή σημασία της Ικφρασης — και στδ μεσαίωνα βρέθηκε κάτω άπδ τήν καθοδήγηση ένδς στρώματος διανοουμένων, έκπαιδευμένων στά φιλολογικο - τελετουργι101
κά πράγματα, πού άνχίπροσώπευαν μια δρθόλογιστική μικροαστική Ιντελιγκέντσια, δλο καΐ πιδ προλεταριοειδή. Τελικί δ χριστιανισμός ξεκίνησε σαν δόγμα νεόκοπων περιπλανώμενων. *Ηταν καΐ παρέμεινε θρησκεία εΙδικα καΙ άπόλυτα γι& τΙς πόλεις, κυρίως για τους άστούς, σέ %άθε έποχή τών έσωτερικών ή Ιξωτερικών άλμάτων του, στην άρχαιότητα δπως καΐ στο μεσαίωνα καΐ στον πουριτανισμό. Ή πόλη της δύσης, μέ την ιδιαιτερότητά της απέναντι σέ ολες τΙς δλλες πόλεις, καΐ ή αστική τάξη, κυρίως δπως νοείται στή δύση, ήταν ή κύρια σκηνή του, χάρη στήν άρχαία πνευματική θρησκευτικότητα, πού χαρακτήριζε μια κοινότητα πιστών, δπως και χάρη στα μοναχικά τάγματα του προχωρημένου μεσαίωνα καΐ τΙς αιρέσεις τον καιρδ της Μεταρύθμισης μέχρι τδν πιετισμδ καΐ τδ μεθοδισμό. Τώρα, απ' αύτή τήν περιγραφή δέν προκύπτει καθόλου δτι δ τυπικδς χαρακτήρας μιδις θρησκευτικότητας είναι άπλή συνάρτηση της κοινωνικής θέσης έκείνου του στρώματος, πού έμφανίζεται σάν χαρακτηριστικός φορέας της, περίπτωση πού άντιπροσωπεύει μόνο ή «ιδεολογία», ή μιά «άντανάκλαση» των ύλι^ών ή ιδεολογικών συμφερόντων του. 'Αντίθετα, σ' αυτές τις συζητήσεις, μι& παρεξήγηση δύσκολα θα μπορούσε να είναι πιδ ριζική άπ' 8σο αύτή ή έρμηνεία. 'Όσο κι αν στίς μεμονο3μένες περιπτώσεις οΕ οίκονομικα και πολιτικά κοινωνικές έπιροές ήταν πάντα ριζωμένες μέσα σέ μια θρησκευτική ήθική, — ώστόσο αυτή πρωτογενές Ιπαιρνε τή φυσιογνωμία της άπδ θρησκευτικές πηγές. Κυρίως: άπδ τδ περιεχόμενο της διακήρυξής της και τών ύποσχέσεών της. ΚαΙ μολονότι αυτές έρμηνεύονταν διαφορετικά, άλλάζοντας συχνά κατά τρόπο ριζικδ στήν επόμενη κιόλας γενιά, για νά ανταποκρίνονται στίς ανάγκες της κοινότητας, ωστόσο στδ προκείμενο Ιπανερμηνεύονταν κανονικά, κυρίως εξαιτίας τών θρησκευτικών άναγκών τους. Μόνο' δευτερευόντως μποροί>σαν να Ιπηρεαιστοΰν άπδ δλλες σφαίρες συμφερόντων, μέ τρόπο πραγματικά ενεργητικό καΐ κάποτε άποφασιστικό. 'Έχουμε πειστεί πώς ή αλλαγή των κοινωνικά άποφασιστικών στρωμάτιον συνήθως είχε τρομερή σημασία γιά κάθε θρησκεία, άλλα, άπδ τήν άλλη μεριά, πώς δ τύπος μιας θρησκείας, άν κάποτε θεσμοθετοϋνταν, συνήθως ασκούσε τήν άρκετά πλατιά έπίδρασή του ακόμα καΐ στδν κανόνα συμπεριφοράς πολύ έτερογενών στρωμάτων. "Εγινε πολλαπλή προσπάθεια νά έρμηνευτουν οι ισχέσεις μεταξύ θρησκευτικής ήθtJκής καΐ κατάστασης συμφερόντο)ν, Ιτσι πού ή πρώτη έμφανίζεται μόνο σαν «συνάρτηση» της τελευταίας. "Οχι μόνο στδ λεγόμενο ιστορικδ υλισμό, —- πού έδώ δέν τδ συζητάμε, — άλλά καΐ άπδ καθαρά ψυχολογική άποψη, Μιά έντελώς γενική απόδοση της θρησκευτικής ήθικής στίς τά102
ξεις, κατά κάποιο τρόπο άφηρημένο, θά μποροΟσε νά συναχθεί άπδ τή θεωρία του ressentiment, γνωστή από το περίφημο δοκίμιο τοϋ Νίτσε, καΐ από κεί καΐ μετά επεξεργασμένη μέ Ίξυπνάδα άκόμη κι &πά ψυχολόγους., "Οταν ή ήθική μεταμόρφωση του έλέους καΐ την- άδελφικότητας ήταν μια ήθική < Ιξέγερση των σκλάβων» για κείνους που καταστρέφονταν εΐ'τε στή φυσική τους περιουσία, εϊτε στΙς chances της ζωής που Ιξαρτώνται από xèv προορισμό, καΐ ίίρα ή ήθική του «καθήκοντος» ήταν προϊόν καταπιεσμένων, δρα άδύναμων, αισθημάτων εκδίκησης του χωρίς κουλτούρα άνΟρώπου, πού ήταν καταδικασμένος στήν Ιργασία καΙ στήν απόκτηση τού χρήματος, ενάντια στόν κανόνα συμπεριφοράς της κατηγορίας των κυρίων, πού ζούσαν έλεύθεροι άπό καθήκοντα, — τότε αύτό οδηγούσε σαφώς σε μια λύση πολύ απλή για τα σπουδαία προβλήματα της τυπολογίας της θρησκευτικής ήθικής. Άλλα άν καΐ ή ανακάλυψη τής ψυχολογικής σημασίας του ressentiment ήταν εύτυχής άπό μόνη της καΙ καρποφόρα, ώστόσο χρειάζεται μεγάλη επιφύλαξη στήν άξιολόγηση τής ήθικο - κοινωνικής σημασίας της. 'Αργότερα θα μιλήσουμε άρκετα για τούς λόγους πού καθορίζουν καθαρά σάν τέτιοι τά διάφορα μέτρα ήθικής «δρθολογικοποίησης» του κανόνα συμπεριφοράς. ΤΙς περισσότερες φορές αύτή δέν εχει καμιά σχέση μέ τό ressentiment. 'Όσον άφορα 8μως τήν άξιολόγηση τής ύπομονετικότητας στή θρησκευτική ήθική, αύτή εχει άναμφισβήτητα ύποστεί μια τυπική άλλαγή, πού, νοούμενη στα Γσα, δίνει σίγουρα δίκιο σε κείνη τή θεωρία πού πρώτος δ Νίτσε τήν ολοκλήρωσε. Ή πρώτη άντιμετώπιση τής ύπομονετικότητας Ικδηλώθηκε μορφικά κυρίως στόν τρόπο μεταχείρισης, 'κατά τΙς θρησκευτικές γιορτές τής κοινότητας, έκείνων πού έπασχαν άπό κάποια άρρώστια ή άπό άλλες επίπονες δυστυχίες. Εκείνος πού υπέφερε διαρκώς, δ πονεμένος, δ άρρωστος ή άλλιώς άτυχος, ήταν, άνάλογα μέ τό είδος τής ύπομονετικότητάς του, ή δαιμονισμένος ή καταδιωκόμενος άπό τήν δργή ένός θεου, πού τόν είχε προσβάλει. ΜποροΟσε νά Ιχει έπικίνδυνες συνέπειες γιά τή 'θρησκευόμενη κοινότητα, άν τόν κρατούσε κοντά της. Όπωσδήποτε αύτός δέν μποροΟσε να συμμετέχει στις λατρείες οδτε στίς θυσίες, έφόσον δέν άρεσε στούς θεούς και μπορούσε να προκαλέσει τήν δργή τους. ΟΕ βωμοί ήταν χώροι γιά τούς εύσεβείς μέχρι τήν έποχή τής πολιορκίας τής Ίερουσαλήμ. Μ' αύτή τή θεώρηση τής ύπομονετικότητας, σάν ενα σύμπτωμα μίσους του θεου ή σάν κρυφή ένοχή, ή θρησκεία άντιμετώπισε ψυχολογικά μιά γενική άνάγκη. Συχνά δ εύτυχι^σμένος Ικανοποιείται άπό τό γεγονός δτι Ιχει τήν εύτυχία του. 'Ακόμα αισθάνεται τήν άνάγκη νά τήν εχει και δικαιωματικά. Θέλει νά είναι 103
πεισμένος οτι τήν «άξίζει»' προπάντων: δτι του' άξίζει σέ σχέση μέ τούς άλλους. ΚαΙ θέλει έπίσης μετά ν& μπορεί Vîx πιστεύει βτι, μέ τή μή - κατοχή της ί'διας τύχης, ταιριάζει κατ' άναλογία στο λιγότερο εύτυχισμένο μόνο αύτδ πού του Ιλαχε. Ή εύτυχία θέλει να είναι «νομιμοποιημένη». "Αν κάτω άπδ τή γενική Ικφραση «εύτυχία» νοούνται δλα τα άγαθα της τιμής, της εξουσίας, της ιδιοκτησίας καΐ της έπικαρπίας, αύτή είναι ή γενικότερη φόρμουλα γιά να βολεύει τή νομιμοποίηση, πού ή θρησκεία δφειλε ν' άποχαταστήσει για τό έσωτερικό κι εξωτερικό συμφέρον κάθε κυβερνήτη, ιδιοκτήτη, νικητή, ύγιή, μέ μια λέξη, εύτυχισμένου: ή θεοδικία τής εύτυχίας. Αύτή στηρίζεται, δσο ποτέ, σέ Ισχυρές («φαρισαικές») άναγκΑΐότητες των ανθρώπων καΐ γι' αύτο εύκολα κατανοείται, äv καΙ συχνά δέν παρατηρήθηκαν τα ·άποτελέσματά της. 'Αντίθετα είναι μπερδεμένοι οι δρόμοι πού εφεραν τήν άνατροπή αύτής τής άποψης : άρα τή θρησκευτική ·μεταμόρφωση της ύπομονετικότητας. Στήν άρχή λειτούργησε ή πείρα δτι τό χάρισμα εκστατικών, δραματικών, υστερικών καταστάσεων, μέ δυό λόγια δλων εκείνων τών Ιξωκαθημερινών καταστάσεο)ν, πού λογίζονταν για «άγιες» καΐ ή πρόκλησή τους ήταν Ιτσι αντικείμενο μαγικής άνάτασης, προκαλούνταν ή και εύνοουνταιν μέ πολλά εϊδη απονέκρωσης και άποχής τόσο άπο τήν κανονική διατροφή χαι τδν ύπνο, δσο και άπό τή σεξουαλική σχέση. Ή γοητεία αύτών τών απονεκρώσεων είναι έπακόλουθο τής ιδέας δτι ορισμένα ειδη ύπομονετικότητας καΙ άνωμάλων καταστάσεων, πού προκαλούνται άπό άπονέκρωση, χαρίζουν υπεράνθρωπες δυνάμεις: μαγικές. Τά άρχαΤα ταμπού και οι άποχές για χάρη τής καθαρότητας τής λατρείας, συνέπεια του πιστεύω στούς δαίμονες, λειτουργούσαν πρδς τήν ϊδια κατεύθυνση. Άλλα σ' αύτά προστέθηκε ή ανάπτυξη τής λατρείας τής «λύτρωσης» σάν αύτοσκοπού καινούργιου, πού πήρε μια καινούργια θέση, άξιωματικά, απέναντι στήν ατομική ύπομονετικότητα. Ή πρώτη λατρεία τής κοινότητας, κυρίως εκείνη τών πολιτικών ενώσεων, άφησε κατά μέρος κάθε ατομικό συμφέρον. Ό θεός τής φυλής, δ θεος τής πόλης, δ θεός του^ κράτους άσχολούνταν μοναχά μέ συμφέροντα πού αφορούσαν τήν δλότητα: βροχή καΐ ήλιοφάνεια, θηράματα, νίκη τών εχθρών. 'Έτσι ή ολότητα σάν τέτια του άποτεινόταν {ΐέ τή λατρεία τής κοι/νότητας. Γιά τήν πρόληψη ή τήν εξάλειψη τών δυστυχιών, πού χτύπαγαν τά άτομα — κυρίως ασθένειες, — δέν αποτείνονταν ο' αύτδ τδ θεό, αλλά στούς μάγους σάν άτομα, στούς γέρους «θεραπευτές ψυχών». Τό γόητρο τών μεμονωμένων μάγων καΐ κείνων τών πνευμάτων ή θεών, πού στδ δνομά τους γίνονταν τά θαύματα, Iφερνε κόσμο γύρω τους άσχετα από τόπο ή φυλή, καΐ αύτδ δδηγουσε, κάτω από εύνοϊκές περιστάσεις, στήν Ιγκαθίδρυση 104
μιας «χοινότητας» άνεξάρτητης άπδ έθνικές δμάδες. Πολλά «μυστήρια» — δχι δλα — έδηγούσαν προς αύτό τό δρόμο. Ή υπόσχεση τους ήταν νά σώσουν τα δτομα σαν ατο·μα άπο άσθένεια, φτώχεια καΐ κάθε είδους συμφορά καΐ κίνδυνο. Ό μ,άγος μεταβλήθηκε Ιτσι σε μυσταγωγό: άναπτύχθηκαν κληρονομικές δυναστείες μυσταγωγών, ή καλύτερα οργανώσεις εκπαιδευμένου προσωπικού μέ άρχηγό σύμφωνα μέ ορισμένους κανόνες, δπου δ αρχηγός μπορούσε να αξίζει σαν ενσάρκωση μιας υπεράνθρωπης δντότητας, ή μόνο σαν προάγγελος καΙ εκτελεστής τού θεοΰ του: σαν προφήτης. Έτσι θεσμοποιήθηκε σαν τέτια μια θρησκευτική κοινότητα χάρη στήν ατομική «υπομονετικότητα» καΙ μετά χάρη ^στή «λύτρωση». Τώρα, ή έπίκληση καΙ ή υπόσχεση άπευθύνονταν φυσικά σέ κείνες τις μάζες πού είχαν άνάγκη τή λύτρωση. Αύτές καΙ τα συμφέροντά τους επεφταν στήν επαγγελματική δραστηριότητα των «θεραπευτών ψυχών», πού πραγματικά πρόκυψε μόνο ετσι ακριβώς. Τυπική άσχολια τών μάγων και τών ιερέων εγινε τώρα να έξακριβώνουν σέ ποιές ενοχές οφειλόταν ή ύπομονετικότητα: έξομολογήσεις «άμαρτιών», δηλαδή κυρίως παραβάσεις" τελετουργικών κανόνων* καΐ να συμβουλεύουν μέ ποια διαγο^γή μπορούσαν να συγχωρηθούν. Γι' αύτδ μέ τήν πρόοδο τών έποχών τα υλικά και πνευματικά τους συμφέροντα 'μπορούσαν πράγματι να μπουν στήν ύπηρεσια πραγμάτων ειδικά πληβεια,κών. "Ο.ταν απ' δλα τούτα, κάτω άπο τήν πίεση μιας τυπικής καΐ πάντα επικείμενης συμφοράς, άναπτύχθηκε μια θρησκευτικότητα γύρω άπο ενα «σωτήρα», αύτό σήμαινε ενα άκόμη βήμα πρός αυτή τήν κατεύθυνση. Αύτή παγίωνε ενα μύθο για τδ σωτήρα, άρα μια θεώρηση του κόσμου (τουλάχιστο σχετικά) δρθολογική, πού τδ σημαντικότερο άντικείμενό της ήταν πάλι ή ύπομονετικότητα. Σ' αυτήν ή πρωτόγονη μυθολογία της φύσης προμήθεψε εναύσματα σέ μεγάλο βαθμό. Τα πνεύματα, πού κανόνιζαν τή βλάστηση καΐ τή διαδρομή- τών σημαντικών για τΙς Ιποχές άστρων, έγιναν φορείς τών μύθων του· πάσχοντα, θνήσκοντα καΐ άναγεννώμενου θεού, δ δποχος τώρα έγγυόταν καΐ στους φτωχούς άνθρώπους τήν Ιπι·στροφή της Ιπίγειας εύτυχίας ή τή σιγουριά της ούράνιας. ' Ή μιά μορφή γεννημένη μέσα στδ λαό, άπδ τήν ήρωική μυθολογία — δπο3ς δ Κρίσμα στήν Ινδία, — συνοδευμένη άπδ μύθους της παιδικής ήλικίας, της ζωής καΐ της πάλης, γινόταν αντικείμενο φλογερής λατρείας του σωτήρα. Σ' ενα πολιτικά καταπιεσμένο λαό, δπως οι ισραηλίτες, τδ δ~ νομα του σωτήρα (Μωυσής) συνδεόταν κυρίως μέ κείνους πού τους έλευθέρωσαν άπδ τήν πολιτική συμφορά (Γεδεών, Ίεφθάε), διανθισμένους μέ τους μύθους τών ήρώων, καΙ άπδ δώ ξεπήδησαν οί «μεσσιανικές» ύποσχέσεις. Μέσα σ' αύτδ τδ λαό, καΐ μόνον εδώ μέ τόση συνέπεια, ή ύπομονετικότητα μιας λαϊκής κοινότητας, καΐ δχι ή ά105
τομική, Ιγινε — σέ πολύ Ιδιαίτερες συνθήκες — άντικείμενο θρησκευτικών Ιλπίδων σωτηρίας. Ό κανόνας ήταν: δ σωτήρας είχε ενα χαρακτήρα ταυτόχρονα άτομικδ καΐ καθολικό: ήταν διατεθεΐΜ-ένος να εξασφαλίσει ά'μέσως τή σωτηρία στά δτομα καΐ σέ κάθε δίτομο πού αποτεινόταν σ^ αύτόν. Ή μορφή τοϋ σωτήρα μπορούσε να φτιαχτεί μέ διαφόρους τρόπους. Στήν τελευταία παρουσίαση της θρησκείας του· Ζαρατούστρα, μέ τις άναρίθμητες άφαιρέσεις της, μια καθαρά φτιαχτή μορφή πήρε στήν οικονομία της σωτηρίας τδ ρόλο τοϋ' μεσολαβητή καΐ του άπελευθερωτή. ""Η άκριβως τδ αντίθετο: ενα ιστορικδ πρόσωπο μέσα άπδ θαύματα καΐ δραματικές εμφανίσεις ανερχόταν μέχρι πού γινόταν δ σωτήρας. Καθαρά ιστορικές στιγμές καθόριζαν τήν πραγμάτωση πολύ διαφορετικών δυνατοτήτων. Άλλα δποιαδήποτε θεοδικία της ύπομονετικότητας γεννιόταν σχεδδν πάντα άπδ λυτρωτικές ελπίδες. Πράγματι, οι ύποσχέσεις τών θρησκειών της λύτρωσης παρέμειναν δεμένες κυρίως μέ πρωτογενείς συνθήκες, δχι ηθικές, άλλα τελετουργικές, δπως περίπου τα Ιπίγεια ή ούράνια πλεονεκτήματα τών ελευσινιακών μυστηρίων παρέμειναν δεμένα μέ τήν τελετουργική καθαρότητα και μέ τήν ακρόαση του Ιλευσίνιου Ιερατείου. Ό αδξοντας δμως ρόλος πού μαζί μέ τήν αυξουσα σπουδαιότητα του δικαίου έπαιζαν εκείνοι άπδ τούς ειδικούς, πού μέ τή φροντίδα τους διεξαγόταν ή δίκη, τούς άπέδωσε τδ καθήκον της ύπεράσπισης της παραδοσιακής διάταξης: της τιμωρίας της άδικίας και της ανταμοιβής του σωστού. ΚαΙ δπου μια προφητεία επηρέαζε μέ καθοριστικό τρόπο τή θρησκευτική άνάπτυξη, εκεί φυσικά παρουσιαζόταν πάντα ^στδ ρόλο τής αιτίας κάθε ε'ίδους άποτυχίας ή «άμαρτία», δχι πια μόνο σαν μαγικδ λάθος, άλλα κυρίως σαν άπιστία στούς προφήτες και στις επιταγές τους. Πράγματι, δ προφήτης φυσιολογικά δέν ήταν καθόλου βλαστδς ή εκπρόσωπος καταπιεσμένων τάξεων, θα 'δούμε πώς δ κανόνας ήταν σχεδδν τδ άντίθετο. Και τδ περιεχόμενο τής διδασκαλίας του τΙς περισσότερες φορές δέν πήγαζε ούτε άπδ τδν περίγυρο τών ιδεών τους. Άλλα βέβαια κατά κανόνα δέν ήταν οι ευτυχισμένοι, οι κτήτορες, οι εξουσιαστές, εκείνοι πού είχαν άνάγκη ένδς λυτρωτή καΐ προφητών, άλλα οι καταπιεσμένοι ή τουλάχιστον εκείνοι πού άπειλουνταν άπδ τήν εξαθλίωση. Συνεπώς μια θρησκευτικότητα του σωτήρα προφητικά διακηρυγμένη στή συντριπτική πλειοψηφία τών περιπτώσεων είχε τή θέση της, κατά προτίμηση, στα λιγότερα προφυλαγμένα κοινωνικά στρώματα, δπου ή μαγία ή ύποκαθιστουσε τελείως ή κάλυπτε λογικά αυτές τις ανάγκες. Και δπου οι ύποσχέσεις τοΟ προφήτη ή του σωτήρα 'δέν αντιμετώπιζαν άρκετα τΙς ανάγκες τών λιγότερο προφυλαγμένων κοινωνικά, εκεΤ κάτω άπδ τδ Ιπίση106
μο δόγμα άναπτύχθηκε πολύ κανονικά μίά δεύτερη θρησκευτικότητα της λύτρωσης των μαζών. 'Ακριβώς δμως γι' αύτο στήν ορθολογική θεώρηση του κόσμου, πού έμβρυακα διαγραφόταν στο μύθο του σωτήρα, έ'πεφτε συνήθως τδ καθήκον να δημιουργήσει μιά δρθολογική θεοδικία της δυστυχίας. Ταυτόχρονα, δχι σπάνια αότή πρόσδιδε στήν ύπομονετικότητα, σαν τέτια, θετική αξία, πού άρχικα τής ελειπε παντελώς. Ή υπομονετικότητα, πού δημιουργήθηκε εθελοντικά μέ τήν αύτοαπονέκρωση, είχε ήδη άλλάξει το νόημά της μέ τήν άνάπτυξη τών ήθικών θεοτήτων, πού τιμωρούσαν καΐ άνταμείβανε. "Αν αρχικά ή μαγική ύποταγή τών πνευμάτων στή φόρμουλα τής προσευχής τονίστηκε μέ τήν αύτοαπονέκρωση — ώς πηγή χαρισματικών καταστάσεων —αύτο παρέμεινε στίς απολιθώσεις τής προσευχής καΐ στίς προδιαγραμμένες αποχές τής λατρείας και μετά, δταν άπδ τή μαγική φόρμουλα τής υποταγής τών πνευμάτων γεννήθηκε ή προσευχή σέ κάποιο θεο για να εισακούει τούς άνθρώπους. Σέ τούτο τώρα προστέθηκε ή απολίθωση τής μετάνοιας σάν μέσου γιά v3c έξευμενιστεΤ ή οργή τών θεών μέ τή μεταμέλεια και να προληφθούν, μέ τήν αύτοτιμωρία, οί επικρεμάμενες ποινές. Επίσης και κείνες οι πολυάριθμες άποχές, πού σχετίζονταν δμεσα μέ τή νεκρική λατρεία, εξαρχής (καΐ μέ ιδιαίτερα σαφή τρόπο στήν Κίνα) για τήν άπομάκρυνση του φθόνου καΙ τής οργής του νεκρού, τώρα μεταφέρθηκαν εύκολα στίς Ιπαφές μέ τούς θεούς, κι έκαναν να φαίνονται αρεστές στούς θεούς ή αύτοαπονέκρωση καΐ ή άνεπιθύμητη στέρηση κάποιου πράγματος περισσότερο άπδ τήν προκαλυμμένη απόλαυση τών αγαθών τής γής, πού καθιστούσε τούς απολαμβάνοντες άπαράδεκτους για τήν εδμένεια του προφήτη ή του ιερέα. Άλλα σέ ορισμένες περιστάσεις ή δύναμη αύτών τών μεμονο)μένων στιγμών μεγάλωνε ισχυρά χάρη στήν ανάγκη, αυξουσα μέ τήν αύξανόμενη όρθολογικότητα τής θεώρησης του κόσμου, μιας ήθικής «κατεύθυνσης» τής άναδιανομής τών αγαθών μεταξύ τών άνθρώπο)ν, γιά τήν ευτυχία τους. Έτσι ή θεοδικία σκόνταψε σέ δυσκολίες, πού οξύνθηκαν μέ τήν αύξανόμενη δρθολογικοποίηση τής ήθικο - θρησκευτικής θεώρησης καΐ μέ τήν εξάλειψη τών πρώτων μαγικών δοξασιών. Πολύ συχνά ή ύπομονετικότητα ήταν ατομικά «άνάξια». Κα! κείνοι πού πήγαιναν καλύτερα άπ' δλους, ήταν συχνότατα δχι βέβαια ο! καλύτεροι, άλλα οι «κακοί», κρινόμενοι δχι μόνο σύμφωνα μέ μια «ήθική γιά σκλάβους», άλλα και μέ τα κριτήρια του στρώματος τών ·κυρίων. Σαν εξηγήσεις τής ύπομονετικό.τητας και τής αδικίας ^διατίθενταν οι άτομικές αμαρτίες, πού διαπράχθηκαν σέ μια προηγούμενη ζωή (μετεμψύχωση), ή ή ενοχή τών προγόνων, πού οι συνέπειές της Ιφταναν μέχρι τήν τρίτη 107
καΐ τέταρτη γεν:ά, ή — στή γενικότερη περίπτωση — ή σαθρότητα κάθε άπδ τή φύση του σαθροΰ· πράγματος* καΐ σαν ύπόσχεση γίά μια άνταμοιβή διατίθενταν οί ελπίδες για ·μιά καλύτερη μελλοντική ζωή στον κόσμο γιά τα άτομα (μετεμψύχωση) ή για τούς άπογόνους (μεσσιανικό βασίλειο) ή στδν ούρανδ (παράδεισος). Ή μεταφυσική ιδέα του θεου καΐ του 'κόσμου, πού κάνει να γεννιέται ή απροσπέλαστη αναγκαιότητα της θεοδικίας, ήταν σέ Βέση να παραγάγει μόνο λίγα — συνολικά, δπως θα -δούμε, μονάχα τρία — συστήματα σκέψης, πού έδιναν ικανοποιητικές ορθολογικά άπαντήσεις στό πρόβλημα του- άσυμβίβαστου ·μεταξύ προορισμού^ καΐ κέρδους: τό Ινδικό δόγμα του Κάρμαν, δ δυϊσμός του Ζαρατούστρα καΐ δ προκαθορισμός του I>eus absoonditus. Άλλα αύτές οΐ ορθολογικά τέλειες λύσεις παρουσιάστηκαν σέ καθαρή μορφή μόνον εντελώς εξαιρετικά. Ή ορθολογική αναγκαιότητα της θεοδικίας της ύπομονετικότητας — καΙ του θανάτου — επέδρασε μέ υπερβολικά ισχυρό τρόπο. Κυριολεκτικά αποτύπωσε σπουδαία χαρακτηριστικά γνωρίσματα σέ θρησκείες, δπως δ ινδουισμός, δ ζαρατουστρισμός, δ ιουδαϊσμός, και σ' ενα βαθμό δ παυλιανισμός καΐ δ μετέπειτα χριστιανισμός. 'Ακόμα τό 1906, μόνο ή μειοψηφία Ινός δοσμένου (πολύ σημαντικού) αριθμού προλετάριων, στήν Ιρώτηση για ποιό λόγο δέν πιστεύουν, απάντησε μέ συμπεράσματα παρμένα από τΙς σύγχρονες θεωρίες των φυσικών επιστημών, ενώ ή πλειοψηφία άπάντησε μέ τήν υπόδειξη της- «αδικίας» στήν επίγεια τάξη τΟ'υ κόσμου, — βέβαια κυρίως γιατί πίστευαν στήν επαναστατική άνταμοιβή μέσα σ' αυτό τόν 'κόσμο. Ή θεοδικία της ύπομονετικότητας μπορεί νά Ιχει επίχρισμα ressentiment. Άλλα ή άνάγκη της άνταμοιβής για τήν ανεπάρκεια του επίγειου προορισμού δχι μόνο Ιλάχιστα, άλλα οΰτε ·μιά φορά δέν έ'χει σάν βασικό καθοριστικό γνώρισμα τήν άπόχρωση του ressentiment. Ή πίστη δτι στόν άδικο τοϋ Ιπιγειου κόσμου πανε καλά τα πράγματα, ακριβώς επειδή του επιφυλάσσεται ή κόλαση, ενώ στους ευσεβείς ή διαρκής μακαριότητα, καΐ δτι γι' αύτό ο: αμαρτίες, πού τυχόν 'διέπραξαν αύτοί, θά πρέπει να βρουν εξιλέωση στόν επίγειο κόσμο, αντιστοιχούσε περισσότερο σέ μια άνάγκη έκδίκησης. Άλλα μπορούμε εύκολα νά πειστούμε δτι ως καΐ αύτός δ τρόπος συμπεριφοράς, πού κάμποσο παρουσιάζεται, δέν εξαρτιόταν πάντα άπό τό ressentiment, και δτι προπάντων δέν ήταν πάντα τό προϊόν καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων, θ ά 'δούμε δτι εχουμε λίγα μόνο παραδείγματα, 'μεταξύ τών δποίων μόνο ενα πλήρως δλοχληρωμένο, μιας θρησκευτικότητας πού νά έξαρταται στά βασικά γνωρίσματά της άπό τό ressentiment. Είναι ξεκάθαρο πώς τό ressentiment μπορούσε νά πάρει, καΐ συχνά πήρε οπουδήποτε, τή σημασία μιας διεξόδου, μεταξύ τών άλλων, πρός 108
τό θρησκευτικά καθορισμιένο ορθολογισμό των λιγότερο εύνοημένων κοινωνικά στρωμάτων. 'Αλλά ακόμη κι αύτό, πάντα σύμφωνα μέ τή φύση των υποσχέσεων της μεμονωμένης θρησκείας, είναι ξεκάθαρο μέ έξαιρετικα Ιδιόμορφο τρόπο, συχνά μόνο μέ τρόπο πού σβήνει. Σέ κάθε περίπτωση θα ήταν τελείως άνακριβές να θέλαμε να συμπεράνουμε γενικά τήν «ανάταση» άπό τέτιες πηγές. Ή περιφρόνηση πρός τον πλούτο και τήν εξουσία, παρούσα συνήθως σ' αυτές καθεαυτές τΙς θρησκείες της λύτρωσης, είχε τή φυσική της βάση κυρίως στήν πείρα των σωτήρο^ν, των προφητών και των ιερέων: δτι τά ευνοημένα καΙ«χορτάτα» σ' αυτό· τάν κόσμο στρώματα έλάχιστα μόνο είχαν γενικά ανάγκη από λύτρωση — δεν ενδιαφέρει. ποιου χαρακτήρα — και γι' αυτό ήταν λιγότερο «εύσεβή» μέ τήν έννοια αύτών των θρησκειών. "Ομοια, καΙ ή ανάπτυξη μιας ορθολογικής θρησκευτικής ήθικής, ακριβώς στό πεδίο τών λιγότερο αξιόλογων κοινωνικά στρωμάτων, είχε θετικές ρίζες κυρίως στήν εσωτερική τους κατάσταση. Τά στρώματα πού έχουν στέρεα καΐ σταθερά τιμές και κοινωνική δύναμη θέλουν να διαμορφώσουν τή μυθολογία τής κατηγορίας τους στην κατευθυνση μιας ιδιαίτερης-ιδιότητας, πού ενυπάρχει μέσα τους, τΙς περισσότερες φορές κρατάει άπό τό αίμα τους: ή (πραγματική ή υποτιθέμενη) ουσία του είναι αύτό πού τρέφει τό αίσθημα άξιοπρέπειάς τους. Τά κοινωνικά καταπιεσμένα στρώματα, ή αξιολογημένα σαν κατηγορία αρνητικά (ή: δχι θετικά) , άντίθετα καλλιεργούν πολύ εύκολα τό αίσθημα άξιοπρέπειάς τους μέ τήν πίστη σέ μια ιδιαίτερη, εμπιστευμένη σ' αυτά, αποστολή: τό καθήκον τους ή ή (λειτουργική) προσφορά τους έγγυαται σ' αύτούς ή συνιστά τή θέλησή τους, κι ετσι παρουσιάζεται ένας κόσμος πέρα άπ' αύτά τά ϊδια, ένα «χρέος» πού τά βαραίνει άπό τό θεό. "Ηδη σ' αυτή τήν κατάσταση πραγμάτων σαν τέτια ύπήρχε ή πηγή τής πνευματικής δύναμης τών ήθικών προφητειών κατά πρώτο λόγο πάνω στούς λιγότερο εύνοημένους κοινωνικά, χωρίς νά υπάρχει ανάγκη ενός ressentiment ώς μοχλού. Τό όρθολογικό ένδιαφέρον για μια ύλι^ή καΙ πνευματική ανταμοιβή ήταν έκεΤ μέσα έντελώς έπαρκές. Δέν πρέπει νά τό άμφισβητο'υμε δτι ή προπαγάνδα τών προφητών και τών ιερέων εξυπηρετήθηκε, σοβαρά ή όχι, %αΙ άπό τό ressentiment τών μαζών, αλλά τοΰτο καθόλου δεν επαληθεύτηκε καθολικά. Πάνω άπ' δλα αύτή ή βασικά άρνητική δύναμη δέν ήταν κατά κανένα λόγο, άπ' δσο ξέρουμε, ή πηγή εκείνων τών κατ' ούσία μεταφυσικών αντιλήψεων, πού έδιναν σέ κάθε θρησκεία τής λύτρωσης τήν άτομικότητά της. ΕαΙ πάνω άπ' δλα ή ποιότητα μιας θρησκευτικής υπόσχεσης, γενικά μιλώντας, δέν ήταν καθόλου αναγκαία, ή έπίσης μόνη έπικρατούσα, άλλά άπλα ήταν φορέας ένός ταξικού συμφέροντος, μέ εξωτερική ή -έσωτερική ιδιότητα. 109
Γκέοργκ Ζίμελ (Βερολίνο 1858 - Στρασβούργο 1918)
Ύφηγητης καΐ εηειτα κα^ηγητης οτο Βερολίνο και το Στ^α^ οδονργο. 'Η κοινωνιολογία δεν πρέπει, κατά τάν Ζίμελ, rà δημιονργήοει ενα κλειστό ούοτημα, ^Από την επιβολή ενός ουνόλον προοωπικών έρεννών, ονναφών η άντιύετικών, αυτή φτάνει σ' ενα πιο ψ7]λο 6α&μό κατανόηοης των άνΰρώπινων και των κοινωνικών φαινομένων. Θεμελιακή, αναφορικά με την αυτονομία της κοινωνιολογίας ώς επιστήμης, είναι γ là τον Ζίμελ ή διάκριση ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο της κοινωνικής ζωής. Κοινωνιολογική κατηγορία είναι γιά τόν Ζίμελ μόνο ή μορφή. Ή φύση αυτής τής τυπικής κοινωνιολογίας συνίσταται στο γεγονός οτι αυτή ασχολείται μέ σχέσεις οτο èσωτερικό των άνϋρώπινων ομάδων, πού, παρόλες τΙς άλλαγ^ς τής ιστορικής υπόστασης, παρουσιάζουν μιά τυπική ομοιότητα και γι αυτό είναι ανεξάρτητες από τό περιεχόμενο, "Αλλά αν τό άντικείμενο τής κοινωνιολογικής γνώσης είναι οί μορφές, αποχωρισμένες από τό περιεχόμενό τους, αυτό δέν σημαίνει οτι ο ι κοινωνικές μορφές μπορούν νά ταυτιστούν με τους κοινωνικούς σχηματισμούς ή με τους τρόπους συμπεριφοράς. Αύτες μπορούν νά άναδρεύουν μόνον όπου οί αν&ρωποι ασκούν μεταξύ τους μιαν άμοιβαία επίδραση. Τ à σημαντικότερα εργα του: αΤά Προβλήματα τής Φιλοσοφίας τής Ιστορίας)) (1892)' (.(.Εισαγωγή στήν "Ήϋ^ική "Επιστήμη)) (1892-93)' ^Φιλοσοφία του Χρήματος)) (1900)' «Κοινωνιολογία)) (1908). TÔ χρήμα και τό στυλ ζωής Τό γεγονός, πώς ι) μεγάλη βιομηχανία πλησιάζει πρός τΙς σοσιαλιστικές ιδέες, δέν εξαρτάται μόνο άπό τις σχέσεις των εργαζομένων της, άλλα καΐ άπο τις άντικειμενικές ιδιότητες τών προϊόντων της: ό σύγχρονος άνθρωπος κατακλύζεται άπό πράγματα τόσο σαφώς άπρόσωπα, ώστε νά του γίνεται δλο καΙ πιό οίκεία ή παράσταση μιας γενικά άντιατομικης διάταξης της ζωης — καΙ φυσικά και ή άντίθεση σ' αυτή τη διάταξη. Τα άντικειμενα της κουλτούρας αυξάνουν συνεχώς μέχρι που γίνονται Ινας κόσμος στενά κλεισμένος στον εαυτό του, πού σε ολο καΐ λιγότερα σημεία ύποτάσσεται στο υποκειμενικό πνεύμα μέ τη θέληση του. ΚαΙ αυτό 110
το δέσιμο προέρχεται άπό μια ορισμένη αύτοκινητιτοότητα τών αντικειμένων. Τονίστηκε δτι δ Ιμ·πορος, ο χειροτέχνης, δ ειδικός 1χουν σήμερα πολύ λιγότερη κινητικότητα απ' δση είχαν γιά παράδειγμα τον καιρό της Μεταρόθμισης. Τλικα αντικείμενα, πού είναι πνευματικά, κινούνται τώρα αυτόνομα, χωρίς προσωπικό φορέα ή διακινητή. Πράγματα και άνθρωποι διαχωρίστηκαν. Ή σκέψη, δ μόχθος της εργασίας, ή ικανότητα, μέ την αύξημένη ένσάρκωσή τους σέ αντικειμενικές 'δημιουργίες, βιβλία κι εμπορεύματα, έχουν αποκτήσει τη δυνατότητα μιας δικής τους κίνησης, της οποίας ή σημερινή πρόοδος των μέσων επικοινωνίας είναι μόνον ή πραγμάτωση ή ή Ικφραση. Ό διαφορισμός των αντικειμένων άπο τόν άνθρωπο ολοκληρώνεται αυτοδύναμα, κυρίως μέ την άπρόσωπη κινητικότητά τους. Το τελειότερο παράδειγμα αύτου του μηχανικού χαρακτήρα της σύγχρονης οικονομίας είναι δ αυτόματος πωλητής εμπορευμάτων* χάρη σ' αυτόν τώρα ή ανθρώπινη μεσολάβηση εξαφανίστηκε πλήρως από τή λιανική πώληση, δπου ή συναλλαγή ειχε για πολύν καιρό κρατή·σει τή διαπροσωπική σχέση, και τό χρηματικό ισοδύναμο πέρασε μηχανικά στό εμπόρευμα. Σέ άλλο βαθμό, ή ι'δια αρχή λειτουργεί και στις αγορές μέ εμπορεύματα μισοτιμής ή στίς αποθήκες, δπου ή ψυχολογική πλευρά της οικονομίας 'δέν πηγαίνει άπό τό εμπόρευμα στήν τιμή, άλλα άπό τήν τιμή στό εμπόρευμα. Έδώ λοιπόν, μέ τή για λόγους αρχής ι'δια τιμή δλων των αντικειμένων, θά πάψουν να ισχύουν διάφορες σκέψεις καΐ τοποθετήσεις τοΟ αγοραστή, διάφοροι κόποι και εξηγήσεις του πωλητή, κι έτσι ή οικονομική πράξη θά ξεπεράσει πολύ γρήγορα τις προσο^πικές της διαστάσεις καΐ θά αδιαφορήσει γι' αύτές. Ή νέα σειρά διαδοχής έχει τό ιδιο αποτέλεσμα μέ τή σειρά διαδοχής των παραλλήλων. Ή αλλαγή της μόδας διακόπτει έκείνη τήιν έσο3τερική διαδικασία οικειοποίησης καΐ ριζώματος μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, πού δέν αφήνει νά φτάσουν σέ άσυμφωνία τά δύο μέρη. Ή μόδα είναι μια άπό κείνες τις κοινωνικές μορφές, πού συνενώνουν σέ μια ιδιόμορφη αναλογία τή γοηυεία της διαφοράς καΐ της ποικιλίας μέ κείνη της ομοιότητας καΐ του συγκερασμού. Σύμφωνα μέ τήν ούσία της κάθε μόδα είναι μόδα ταξική, δηλαδή χαρακτηρίζει κάθε φορά ενα στρώμα της κοινωνίας, τό οποίο δσο δένεται στό εσωτερικό του μέ τήν δμοιότητα της έμφάνισής του, τόσο κλείνεται πρός τά εξω άπό τά άλλα στρώματα. Τώρα, τό κατώτερο στρώ-μα, πού προσπαθεί νά μιμηθεί τό ανώτερο, μόλις υΙοθετήσει τή μόδα, εγκαταλείπεται άπ' αύτήν, καΐ δημιουργείται μια καινούργια μόδα. Γι' αύτό υπήρξαν μόδες πράγματι παντού, δπου κοινωνικές διαφορές θέλησαν νά βρουν εξωτερική έκφραση. 'Αλλά έδώ κι εκατό χρόνια τό κοινωνικό κίνημα 111
έχει δώσει σ' αύτη τήν πλευρά εναν εντελώς Ιδιαίτερο ρυθμό. ΚαΙ συγκεκριμένα, από τή μια μεριά, μέ τή ρευστότητα τών όρίων τών τάξεων και τήν πολλαπλή ατομική άνοδο από τό κατώτερο στρώμα στό άνώτερο, άνοδο πού μερικές φορές περιλαμβάνει .δλό>&ληρες ομάδες· από τήν άλλη μεριά, μέ τήν υπεροχή της τρίτης τάξης. Ή πρώτη περίπτωση επιβάλλει ώστε οΙ μόδες τών ηγετικών ασον άφορα στρωμάτων να πρέπει να αλλάζουν μέ τρόπο εξαιρετικά ταχύ, εφόσον τώρα σημειώνεται πολύ σύντομα ή προέλαση των κατώτερων στρωμάτων, ή οποία στερεί στήν ύπάρχουσα μόδα τό νόημα και τή γοητεία της. "Οσο για τή δεύτερη περίπτωση, τό μεσαίο στρώμα και δ πληθυσμός τών πόλεων, σέ άντίθεση μέ τό συντηρητισμό τών ανώτερων καΐ τών άγροτικών στρωμάτων, είναι τα κατ' εξοχή διαφοροποιήσιμα στρώματα. 'Ανήσυχες τάξεις και άτομα, πού ώθουν πρός τή μεταβολή, έπαναβρισκουν .στή μόδα, μέ τή μορφή της άλλαγής καΐ της αντιπαράθεσης στή ζωή, τό ρυθμό της ψυχικής τους κίνησης. "Αν οι σημερινές μόδες δέν είναι τόσο πρωτότυπες καΐ άκριβές, δπως παλιά, αλλά γι' αύτό êχουν μια πολύ πιό σύντομη διάρκεια ζωής, αύτό έξαρτάται άπό τό γεγονός δτι έλκουν στή δικαιοδοσία τους πολύ. πιό πλατείς κύκλους, άπό τό γεγονός δτι τώρα πρέπει να καταστήσουν πολύ πιό εύκολη τήν ιδιοποίηση τους σέ κείνους πού βρίσκονται χαμηλά, καΐ άπό τό γεγονός δτι ο πραγματικός φορέας τους Ιγινε τό καλοστεκούμενο άστικό στρώμα. Τό άποτέλεσμα αυτής της διάδοσης της μό'δας, τόσον δσον άφορα τό πλάτος δσο καΐ τό ρυθμό της, είναι πώς αύτή εμφανίζεται σαν ένα κίνημα αύτοκαθοριζόμενο, σαν μια εξουσία άντικειμενική, πού άναπτύχθηκε μέ δικές της δυνάμεις, ή οποία διατρέχει τό δρόμο της ανεξάρτητα άπό κάθε άτομο. Ωσότου οι μόδες — κι εδώ δέν πρόκειται μόνο για μόδες ένδυμάτων — διαρκούσαν άκόμα σχετικά άρκετό καιρό και αφορούσαν σχετικά στενούς κύκλους, ήταν δυνατή ή έπίτευξη μιας σχέσης, άς πούμε, προσωπικής άνάμεσα στό υποκείμενο καΐ στά ενδιαφερόμενα άτομα της μόδας. Ή ταχύτητα της άλλαγής της — άρα ή νέα σειρά διαδοχής — καΙ ή έπέκταση της διάδοσής της οπάνε αύτό τό δεσμό, καΐ δπως συμβαίνει μέ πολλούς άλλους κοινωνικούς μύθους της 'σύγχρονης εποχής, ,Ιτσι κι έδώ: ή μόδα πρέπει να προχωρήσει χωρίς τό άτομο, τό άτομο πρέπει να προχωρήσει χωρίς τή μόδα, τό περιεχάμενό της άναπτύσσεται σαν ένας εξελικτικός κόσμος ,καθεαυτός. 'Άν ή διαφοροποίηση τών μορφωτικών περιεχομένων, πού διαδίδονται παντού μέ τή μορφή της παραλληλίας και της διαδοχής, τά βοήθα νά διαμορφώσουν μια αυτοδύναμη άντικειμενικότητα, τώρα εγώ θέλω, ,.σέ τρίτο στάδιο, να δείξω μια άπό κείνες τΙς στιγμές πού δρουν ώς πρός τό περιεχόμενο πρός αύτή τήν κατεύθυν112
ση. θέλω vôc πώ για τήν πολλαπλότητα του στύλ, δπως παρουσιάζονται μπροστά μας ν-αθημερινά τα ορατά άντικείμενα — από τήν κατασκευή τών σπιτι0>ν μέχρι τα καλύμματα τόν βιβλίων, άπό εργα γλυπτικής μέχρι διαμορφώσεις κήπων κι Ιπιπλώσεις δωματίων, δπου άντιπαρατίθενται 'Αναγέννηση καΐ ιαπωνικό στυλ, Μπαρόκ και Ναπολεοντι·σμός, Προραφαηλισμός καΐ ρεαλιστική λειτουργικότητα. Αυτό είναι αποτέλεσμα της διεύρυνσης της ιστορικής μας γνώσης, που τώρα βρίσκεται καΐ πάλι σέ κίνηση αλλαγής μέ κείνη τήν αυξημένη μεταβλητικότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Για κάθε ιστορική κατανόηση χρειάζεται ψυχική έλαστικότητα, ικανότητα αίσθησης των διαφορετικών από τις δικές σου ψυχικών διαθέσεων και αναπαραγωγής αυτών μέσα σου — Ιτσι πού κάθε ιστορία, δσον άφορα τις ορατές της πλευρές, Ιχει νόημα και είναι κατανοητή σαν ιστορία βασικών ένδιαφερόντων, αισθημάτων καΐ έμπνεύσεων: μέχρι πού καΙ δ ιστορικός υλισμός δέν είναι αλλο από μια ψυχολογική υπόθεση. Μέχρι πού τό περιεχόμενο τής Ιστορίας να γίνει κτήμα του οποιουδήποτε, είναι αναγκαία μια ικανότητα δημιουργίας, μια ικανότητα αναπαραγωγής τής συλλαμβάνουσας ψυχής, μια εσωτερική εξύψωση τής μεταβλητικότητας, 01 ιστορικίζουσες τάσεις του αιώνα μας, ή άπαράμιλλη ικανότητά του να αναπαράγει καΐ να ξαναζωντανεύει δ^τι τό πιό απομακρυσμένο — τόσο στό χώρο, δσο καΙ 'στό χρόνο — είναι μόνο ή .εσϋ)τερική πλευρά τής γενικής αύξησης τής Ε^ανότητάς του για προσαρμογή καΐ τής πλατιάς του κινητικότητας. Ά π ό δώ ή τεράστια πολλαπλότητα τών στύλ, πού μέ τό α'ίσθημα λαμβάνονται, περιγράφονται καΐ ξαναζωντανεύουν από τήν κουλτούρα μας. "Αν τώρα κάθε στύλ είναι αυτό καθεαυτό δπως μια γλώσσα, Εχει Ιδιαίτερους ήχους, ι-διαίτερους κανόνες, μια Ιδιαίτερη σύνταξη, για νά εκφράσει τή ζωή, αύτό δέν εκδηλώνεται στή συνείδησή μας σαν αυτόνομη έξουσία, πού ζει τή δική του ζωή, εφόσον γνωρίζουμε μόνο ενα στύλ, στό όποιο έκφραζόμαστε έμεις καΐ τό περιβάλλον μας. Κανένας δέν αισθάνεται στή μητρική του γλώσσα, έφόσον τή μιλάει ανυποψίαστα, τήν αντικειμενική κατάσταση, στήν οποία πρέπει να άποτανθεΐ σαν σέ κάτι άλλο εξω από τό ύποκείμενό του, μέ σκοπό απ' αύτή να δανειστεί τή δυνατότητα, κομμένη στά δικά της μέτρα, να έκφράσει τόν έσωτερικό του κόσμο. Μάλιστα, έκφραζόμενος καΐ έκφραση σ' αύτή τήν περίπτωση είναι δμεσα ëva και τό αύτό πράγμα, κι έμεις αισθανόμαστε σαν αυτοδύναμο δν, πού στέκεται μπροστά μας, δχι μόνο τή μητρική γλώσσα, αλλά κατά πρώτο λόγο τή γλώσσα γενικά, δταν μαθαίνουμε τΙς ξένες γλώσσες. 'Έτσι άνθρωποι πού κατέχουν ενα στύλ έντελώς ενιαίο, πού περικλείει δλη τους τή ζωή, θα τό εκδηλώσουν ασυζητητί με τό ϊδιο του τό περιεχόμενο. Άφου σ' εναν άνθρωπο εκφράζεται κατά 10
113
τρόπο προφανή ·καθετί που σχηματίζει ή εννο'εΐ τό περιεχόμενο, δ,έν υπάρχει κανένα ψυχικό κίνητρο πού να τον χωρίσει διανοητικά άπύ την υλη άύτου του σχήματος κι, αυτής της Ιννοιας καΙ να t-ov αντιπαραθέσει στο εγώ σαν ενά μόρφωμα δικής του προέλευσης. Μονάχα·· μια πολλαπλότητα άπο στυλ θά διαλύσει τό περιεχόμενο του κάθε στυλ, με τρόπο πού ή ελευθερία μας να διαλέγουμε εκείνο ή το αλλο βρίσκεται στήν ανεξάρτητη από μας αυτονομία του καΐ σπουδαιότητά του. Μέ τή διαφοροποίηση του στόλ,·κάθε .μεμονωμενο. στύλ καΐ γι' αυτό τό στύλ γενιχά γίνεται κάτι τό αντικειμενικό καΐ Ισχύει ανεξάρτητα άπό τό υποκείμενο καΐ τά ένδιαφέροντά του, τις δραστηριότητες του, τις απολαύσεις ή τΙς λύπες του. Τό γεγονός δτι, δλα τα περιεχόμενα της μορφωτικής ζωης μας διαχέονται .·σέ πολλαπλά στυλ, διαλύει κάθε πρωτότυπη σχέση μ' αυτά, δπου υποκείμενο καΐ αντικείμενο στέκονται ακόμα ας ποΰμε αδιαίρετα, και μας αντιπαραθέτει στίς μορφές ένός κόσμου με εκφραστικές δυνατότητες, πού αναπτύχθηκε σύμφωνα μέ δικούς του κανόνες, για να εκφράσει τή ζωή γενικά, έτσι πού ά•κριβώς· αύτές οί μορφές άπό τή μια και τό ύποκείμενό μας άπό τήν άλλη είναι^ σάν δύο κόμματα, πού μεταξύ τους επικρατεί μια καθαρά τυχαία σχέση επαφών, συνεννοήσεων ή • προστριβών. -Αυτό είναι λοιπόν πάνω - κάτω τό περιβάλλον, δπου καταμερισμός της εργασίας και ειδίκευση, τόσο ως πρός τα πρόσωπα δσο καΐ ώς πρός τά υλικά, παράγουν τή μεγάλη διαδικασία άντικειμενοπρίησης της πιό πρόσφατης κουλτούρας. Ά π ' δλα αυτά τά φαινόμενα συντίθεται τό ολοκληρωμένο πλαίσιο, δπου τό περιεχόμενο της κουλτούρας γίνεται δλο και πι.ό άντικειμενικό και δλο πιό έγνωσμένο πνεύμα, , δχι μόνο μπροστά σε κείνους πού τό παίρνουν, •άλλα ικαι σέ κείνους πού τό παράγουν. Στό μέτρο πού αύτή ή άντικειμενοποίηση προχωρεί, γίνεται πιό κατανοητό τό παράξενο φαιν.όμενθ;άπό τό όποιο πήραμε αφορμή: δτι ή μορφωτική άνάπτυξη . τών ^ ατόμων • μπορεί νά μείνει πολύ πιό πίσω άπό κείνη τών πραγμάτων — υλικών, λειτουργικών ή πνευματικών. . .Τό γεγονός δτι σέ ορισμένες περιπτώσεις έπαληθεύεται καΐ τό ..αντίθετο, .άπο;δείχνει τήν ιση. αμοιβαία αυτονόμηση-των δύο μορ.φ.ών του πνεύματος. Μ' ,ενα τρόπο λίγο πιό ευρύ καΐ τροποποιημένο, αυτό. συναντάται στό ακόλουθο φαινόμενο. Ή αγροτική οι,χονομία φαίνεται νά διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα στή ,Β. Γερμανία μόνο χάρη σ' ενα είδος νόμου για προνομιούχους κληρονόμους, δηλαδή μόνο στήν περίπτωση πού ενας άπό τούς κληρονόμους άποκτα τήν επιχείρηση και πληρώνει ατούς συγκληρονόμους μικρότερα ποσά άπό κείνα πού. θά Ιπαιρναν άν πουλιόταν στήν πραγματική της αξία. Στόν υπολογισμό αύτής της τελευταίας — ή', αξία της στιγμής ξεπερνάει τήν άξια μέ κέρδος — ή 114
έπιχεφηαη στήν πληρωμή έπιβαρύνεται ύποθη-κες, Ιτσι πού παρα;[χένει δυνατή ·μ6νο ή διαχείριση μιας πολύ μικρότερης άξιας. "Ωστάσο. ή σύγχρονη άτομιστική νομική συνείδηση απαιτεί αύτή τή μηχανική σέ χρήμα έξίσωση τών δικαια>μάτων άπ' 'όλους τούς κληρονάμους καΐ δεν ευνοεί ε να μεμον^ομένο άπόγονο, πού βέβαια ταυτόχρονα θα ήταν καΐ ή συνθήκη γιά τήν αντικειμενικά πλήρη διαχείριση. 'Αναμφίβολα μ' αύτό τό μέσο έπιτεύχθηκαν έξυψώσεις της κουλτούρας τών μεμονωμένων υποκειμένων, μέ τόν δρο·: ή κουλτούρα. του αντικειμένου να παραμείνει σχετικά πίσω. Μέ μεγαλύτερη .αποφασιστικότητα μια τέτια ασυμφωνία παρουσιάζεται σέ πραγματικούς κοινωνικούς θεσμούς, πού .ή έξέλιξή τους δείχνει ενα πιο αργό και πιό συντηρητικό ρυθμό από κείνον των ατόμων. Σ', αυτό τό σχήμα έντάσσοινται οι περιπτώσεις, πού συνοψίστηκαν στό: γεγονός δτι οι σχέσεις παραγωγής, άφου έπικράτησαν σέ μια καθορισμένη έποχή, ξεπεράστηκαν άπό τΙς παραγωγικές δυνάμεις πού αναπτύχθηκαν, κι ϊχαι δέν έπιτρέπουν πια σ' αύτές τΙς τελευταίες, μια κατάλληλη ï'n^fpœori καΐ χρησιμοποίηση. Αυτές οι δυνάμεις είναι σέ μεγάλο μέρος προσωπικής φύσης: αύτό, πού οι προσωπικότητες είναι ικανές να προσφέρουν καΐ ,ύποχρεωμένες να Θέλουν, δέν βρίσκει πια καμιά θέση στίς αντικειμενικές. μορφές τών έπιχειρήσεων. Ή αναγκαία μετατροπή τών έπιχειρήσεων έπέρχεται μόνον δταν τα καθορισμένα κίνητρα, πού ώθουν πρός τά κει, συσσωρευθουν σέ μεγάλη ποσότητα* μέχρι τότε πού ή ύλική όργάνωση της παραγωγής καθυστερεί ώς πρός τήν ανάπτυξη τ0>ν άτομικών οικονομικών ενεργητικοτήτων. Πολλά κίνητρα του φεμινιστικού κινήματος ύπεισέρχονται σ' αυτό τό σχήμα. Οι πρόοδοι τής σύγχρονης βιομηχανικής τεχνικής έχουν μετατοπίσει σέ εξαιρετικό βαθμό πολλές δραστηριότητες τής οικιακής οικονομίας, πού πρίν αφορούσαν τις γυναίκες, έξω από τό σπίτι, δπου τά αντικείμενα κατασκευάζονται πιό φτηνά και πιό καλά. Γι"" αύτό τώρα άπό πολλές γυναίκες τής αστικής τάξης αφαιρέθηκε τό ενεργητικό περιεχόμενο τής ζωής, χωρίς στό σημείο πού άδειασε νά μπουν γρήγορα άλλες δραστηριότητες καΐ σκοποί* ή πολλαπλή «άνικανοποίηση» τών σύγχρονων γυναικών, ή μή χρησιμοποίηση των δυνάμεών τους, πού μένοντας καθυστερημένες προκαλούν κάθε πιθανή ταραχή ή καταστροφή, ή άλλοτε θετικά και άλλοτε άρνητικά άναζήτηση αναγνώρισης Ιξω άπό τό σπίτι — δλ' αύτά είναι συνέπεια τοΟ γεγονότος δτι ή τεχνική στήν άντικειμενικότητά της ακολούθησε Ινα δικό της βήμα, πολύ πιό ταχύ άπό τΙς δυνατότητες άνάπτυξης τών προσώπων. Αέγεται δτι άπό μιά έκσυγχρονισμένη σχέση προκύπτει δ πολύ συχνά μή ικανοποιητικός χαρακτήρας τοϋ σύγχρονου γάμου. Οί πάγιες πλέον μορφές, πού ύποχρεώνουν τά άτο115
μα καΐ επιβάλλουν τΙς συνήθειες ζωης του γάμου, άντιτιθενται μάλλον στην προσωπική άνάπτυξη τών συζύγων (καΐ ιδιαίτερα στήν ανάπτυξη της γυναίκας), ανάπτυξη πού καλλιεργήθηκε Ιξω άπ' αυτές τΙς μορφές. Τα &τομα τώρα σκοπεύουν οε μια έλευθερια, σέ μια κατανόηση, μια Ισότητα δικαιωμάτων και προτερημάτων, στα δποΐα ή συζυγική ζθ3ή, δπως εχει τώρα πια παγιωθεί παραδοσιακά καΐ αντικειμενικά, δέν δίνει καμιά ευκαιρία. Τό αντικειμενικά πνεύμα του γάμου, αν θα μπορούσαμε να τό πούμε ετσι, παρέμεινε πίσω στήν άνάπτυξή του ώς προς τά υποκειμενικά πνεύματα. Τδ Γδιο καΙ τδ δίκαιο: αναπτυγμένο άπδ ορισμένα θεμελιακά γεγονότα, εκφρασμένο σ' Ινα κώβικα σταθερών νόμων, δημιουργημένο άπδ ενα Ιδιαίτερο στρώμα, μπροστά στίς ανώτερες σχέσεις καΐ ανάγκες της ζωής τών προσώπων φτάνει σέ κείνη τή σκλήρυνση, άπδ τήν οποία κι υστέρα κληρονομείται σαν επάρατη νόσος, άπδ λόγος γίνεται μή - νόημα, άπδ ευλογία δυστυχία. Δέν πάει καλύτερα κι ή θρησκεία, κι αύτδ μόλις οί θρησκευτικές παρορμήσεις αποκρυσταλλωθούν σ' ένα θησαυρδ καθορισμένων δογμάτων, πού μετά, σύ[Λφωνα μ' ενα καταμερισμό εργασίας, τά διαχειρίζεται μια αποκομμένη άπδ τους πιστούς συντεχνία. "Αν λάβουμε ύπόψη αυτή τή σχετική αύτονομία της ζωής, μέ τήν οποία τά αντικειμενικά πια μορφωτικά σχήματα — ή ουσία τών στοιχειωδών ιστορικών κινημάτων — στέκονται μπροστά στα υποκείμενα, τότε τδ ζήτημα της προόδου στήν ιστορία θά έχανε μεγάλο μέρος της άβεβαιότητάς του. Τδ γεγονδς δτι άπόδειξη και άνταπόδειξη άφήνουν τήν επιδοκιμασία τους σέ μια άπάντηση, ϊσως συχνά εξαρτάται άπ'δ τδ δτι κι οί δυδ δέν έχουν καθόλου τδ 'ίδιο άντικείμενο. Έ τσι κάλλιστα, π.χ., μπορεί νά υποστηριχθεί ώς πρόοδος ή μή μεταβλητότητα του ήθικοΰ κώδικα, δποτε τδ μάτι πέφτει τή μιά στίς πάγιες πλέον αρχές, στΙς δργανώσεις, στις ριζωμένες στή συνείδηση της ολότητας επιταγές και τήν άλλη στη σχέαη τών μεμονωμένων προσώπο)ν μ' αυτά τά άντικεκμενικά ιδανικά, στήν επάρκεια ή άνεπάρκεια μέ τήν οποία τδ υποκείμενο συμπεριφέρεται άπέναντι στήν ήθική. Πρόοδος καΐ αποτελμάτωση μπορούν έτσι νά σταθούν άμεσα ή μιά δίπλα στήν άλλη, δχι μόνο σέ διαφορετικές επαρχίες της ιστορικής ζωής, άλλά σέ μιά καΐ μόνη, άνάλογά μέ τδ αν παρατηρείται ή εξέλιξη τών υποκειμένων ή εκείνη τών μορφωμάτων, πού πράγματι προέκυψαν άπδ τΙς συνεισφορές τών άτόμων,· άλλά έφτασαν σέ μιά-δική τους ζωή, άντικειμενικά πνευματική. Τώρα, θέτοντας δίπλα στήν πιθανότητα δτι ή άνάπτυξή του άντικειμενικοΰ πνεύματος ξεπερνάει εκείνη του υποκειμενικού τήν άντίθετη πιθανότητα, εγώ ρίχνω άκόμα μιά ματιά πίσω στη σπουδαιότητα του καταμερισμού τής εργασίας γιά τήν πραγματοποίη116
ση της πρώτης. Αύτη ή διπλή δυνατότητα δημιουργείται, συνοψίζοντας στα γρήγορα, κατά τον ακόλουθο τρόπο. Tè γεγονδς δτι. τό πνεύμα, πού άντικειμενοποιήθη·κε σέ δημιουργίες δποιουδήποτε είδους, είναι ανώτερο από το μεμονωμένο άτομο, έξαρταται' άπό τδ συνδυασμδ τών μεθόδων βιομηχανοποίησης, πού προϋποθέτουν μεγάλο άριθμδ ιστορικών και υλικών συνθηκών, δεξιοτεχνών καΙ συνεργατών. Γι' αύτδ τδ λόγο τδ προϊδν μπορεί να περικλείει μέσα του ενέργεια, ποιότητα, δυνάμεις, πού είναι τελείως άγνωστες στδ μεμονωμένο παραγωγό. Άλλα αύτδ σαν αποτέλεσμα τοϋ καταμερισμού της έργασίας παρουσιάστηκε ιδιαίτερα στήν πρό:σφατη τεχνική. "Οσο τδ προϊδν κατασκευαζόταν ούσιαστικα άπδ §να μόνο παραγο3γδ ή μέσα άπδ μια συνεργασία ελάχιστα ειδικευμένη, τδ περιεχόμενο πνεύματος και μορφής, πού άντικειμενοποιόταν σ' αύτό, μπορούσε πολύ λίγο να ξεπεράσει ΙκεΤνο τών ύποκειμένων. Μονάχα δ λεπτδς καταμερισμός της εργασίας κάνει τδ μεμονωμένο προϊδν κέντρο συγκέντρωσης δυνάμεων, πού συγκεντρώνονται άπδ ενα πολύ μεγάλο άριθμδ ατόμων έτσι πού αύτό, θεωρούμενο σαν μονάδα και συγκρινόμενο με οποιοδήποτε μεμονωμένο άτομο, πρέπει οπωσδήποτε νά ξεπεράσει τδ άτομο σέ πολλούς τομείς' καΐ αύτή ή συσσώρευση ιδιοτήτων και τελειοτήτων στδ άντικείμενο, πού διαμορφώνει τή σύνθεσή του, τείνει στδ άπειρο, Ινώ ή δυναμικότητα τών άτομικοτήτων σέ κάθε δοσμένη χρονική περίοδο εχει ενα αμετάθετο δριο, πού προσδιορίζεται φυσικά. Άλλα αν τδ γεγονδς δτι τδ αντικειμενικό εργο άποροφδό μέσα του μεμονωμένα μέρη πολλών προσωπικοτήτων του εγγυαται Ιτσι μιά δυνατότητα ανώτερης αντικειμενικά ανάπτυξης, αύτδ ώστόσο του αρνείται τελειοποιήσεις, πού πραγματοποιούνται μόνο μέ τή σύνθεση τών ενεργειών ενός' ύποκειμένου. Τδ κράτος καΙ συγκεκριμένα τδ σύγχρονο 'κράτος είναι τδ πιδ χαρακτηριστικό παράδειγμα. 'Άν δ ϊδιος δ ορθολογισμός παρουσίασε σάν λογικά άναφατικδ τδ γεγονδς δτι δ μονάρχης, πού βέβαια είναι μόνο Ινας μεμονωμένος άνθρωπος, κυριαρχεί πάνω σ' ενα τεράστιο άριθμδ άλλων ατόμων, άπδ την άλλη του διέφυγε δτι αύτοί οι άνθρωποι, Ιφόσον σχηματίζουν αύτό τδ κράτος υπό τδ μονάρχη, δέν εΤναι καθόλου «άνθρωποι» μέ τήν ι'δια Ιννοια πού είναι αυτός. ΑύτοΙ άντίθ'ετα Iχουν μόνο ενα ορισμένο μέρος του είναι τους καΐ τών δυνάμεών τους μέσα στδ κράτος, ενώ μέ άλλα μέρη φτάνουν σέ άλλους κύκλους, καΐ ή δλότητα της προσωπικότητάς τους γενικά δεν άγκαλιάζεται από κανέναν. Ό μονάρχης, δμως, μετέχει, στή σχέση άκριβώς μ' αύτή τήν δλότητα, άρα περισσότερο άπδ κάθε άτομο τών υπηκόων του μετέχει δ ϊδιος. "Οσο βέβαια ή κυβέρνηση εΤναι απεριόριστη, μέ τήν Ιννοια δτι ' δ κυρίαρχος μπορεί να διαθέτει άμεσα τα πρόσωπα σέ δλο τδ πλάτος του είναι τους, μπορεί νά δ117
πάρχει αύτη ή δυσαναλογία. T i σύγχρονο κράτος δικαίου άντίθετα δριοθετει έ'πακριβ(Τ)ς το χώρο στον δποΐο τά πρόσωπα πέφτουν στή σφαίρα του κράτους, τη διαφοροποιεί γιά νά διαμορφώσει τον εαυτό του άπί δρισμ^ένα ξεχωρισμένα στοιχεία τους. Τό κράτος στέκεται μπροστά στδ άτομο σαν ενας σχηματισμός άπαλλαγμένος άπο τή μορφή της ατομικής προσκόλλησης στην ψυχή, τόσο πιδ αντικειμενικός, δσο πιο αποφασιστική είναι αύτή ή διαφοροποίηση. Tb γεγονος δτι Ιτσι αύτο είναι μια σύνθεση στοιχείων διαφορετικών άπό τα υποκείμενα, τό κάνει σαφώς ενα δν τόσο κάτω δσο και πάνω άπδ τα πρόσο>πα. Άλλα τδ ?διο, δπως μέ τδ κράτος, συμβαίνει καΙ με δλους τους σχηματισμούς του άντικειμενικοΟ πνεύματος, πού προέρχονται μέ τή σύμπηξη διαφόρων άτομικών προσφορών.· 'Έποσι πού αύτοί ξεπερνούν κάθε άνθρώπινη διάνοια σε ύλικο - πνευματικό περιεχόμενο καΙ στή δυνατότητα πού ϊχει αυτή να'αναπτυχθεί. 'Ακόμα, δσο δ διαφορισμδς καΐ δ άριθμδς τ ^ στοιχείων του καταμερισμού της εργασίας αύξάνουν, οι σχηματισμοί πάρουσιάξοΥται· σαν ενας καθαρδς μηχανισμός, απδ τον δποΐο λείπει ή" ψυχή. Έδώ άνακύπτει κατά τδ 'σαφέστερο-τρόπό'μιά διάκριση πού μοιάζει μέ κείνη μεταξύ πνεύματος καΐ ψυχής. Πνεύμα είναι τδ αντικειμενικό περιεχόμενο αύτου πού στό έσωτερικδ της ψυχής Ι'χει' -συνείδηση σέ ζωντανή λειτουργία* ψυχή είναι κατά κάποιο τρόπο ή μορφή πού τό πνεύμα, δηλαδή τδ λογικο - εννο'ιολογικό περιεχόμενο του σκέπτεσθαι, παίρνει για τήν ύποκειμενικότητά μας, σαν ύποκειμενικότητά μας. Μ' αυτή τήν έννοια τδ πνεΟμα βέβαια δέν συνδέεται μέ μια ένιαία οντότητα, χωρίς τήν δποία δεν υπάρχει καμιά ψυχή. Μοιάζει σαν να πνευματικά περιεχόμενα να ήταν κατά κάποιο τρόπο σκόρπια καΐ μόνον ή ψυχή να τα συγκέντρωνε μέσα της κατά ένιαΐο τρόπο, δπως περίπου οι μή ζωντανές ύλες- περιλαμβάνονται στόν οργανισμό και στή ζωή του.· Ε δώ βρίσκεται τδ μέγεθος καΙ τδ δριο της ψυχής μπροστά στα μεμονωμένα περιεχόμενα της συνείδησής της, άν θεωρηθοϋν στήν αύθυπαρκτη αξία τους στήν ύλική σήμανση τους. Ένώ δ Πλάτωνας μέ θαυμαστή τελειότητα καΐ δλοκληρωμένη αύτοδυναμία μπορεί νά σχεδιάζει τό" βασίλειο τών ιδεών, πού ώστόσο αύτές δέν είναι άλλο άπό υλικά περιεχόμενα τοϋ σκέπτεσθαι, απαλλαγμένα από κάθε περιπτωσιολογία του παρουσιαζόμενου είδους, κι Ιτσι ατελής, εξαρτημένη, χωρίς Ικανότητα διάκρισης μπορεί να του Ιμφανίζεται ή ψυχή του ανθρώπου μέ τήν αχνή, συγκεχυμένη, μόλις και μετά βίας άντανάκλαση εκείνων τών καθαρών σημάνσεων — για μας εκείνη ή πλαστική διαύγεια καΙ προσδιοριστικότητα μορφής δέν είναι τδ 'μοναδικό άξιολογικό κριτήριο τών ιδεωδών καΐ της πραγματικότητας. Για μας Ιχει απαράμιλλη άξία ή μορφή μιας προσωπικότητας, δπου ή συνείδηση συγκεντρώνει τδ άντι118
κειμενικδ πνευματικά νόημα τών πραγμάτων: μόν6ν έδώ αύτά πετυχαίνουν τό διπλά διαφιλανικούμενο, καΐ τή ζωή καΐ τή δύναμη, μόνον έδίδ αναπτύσσονται έκεΐνες οί δυσδιάκριτες θερμαντικές ικανότητες της φυχης, χάρη' στις οποίες ή σαφής τελειότητα, κατά τρόπο καθαρά ύλικό, καθορισμένων Ιδεών δέν Ιχει καμιά θέση καΐ καμιά δύναμη. 'Αλλά τό ι δ ιο 'συμβαίνει καΐ μέ τό πνευιμα, πού μέσω μιας άντικειμενοποίησης της εύφυίας μας άντιτάσσεται στήν ψυχή σάν αντικείμενο.· Και ακριβώς ή άπάσταση μεταξύ^ των δύο αύξάνεται σαφώς στό μέτρο πού τό άντικείμενο πηγάζει μέσα άπό. τή συνεργασία, στόν καταμερισμό της Ιργασίας, ένός δλο και μεγαλύτερου αριθμού προσωπικοτήτων' Ιφόσον ακριβώς σ' αυτό τό μέτρο είναι αδύνατο νά εΙσαχθει, νά ζήσει στό Ιργο ή όντότητα· της προσωπικότητας, (μέ τήν οποία σαφώς γιά μας 'συνδέεται ή αξία, ή θέρμτ], ή ούσία της ψυχής. "Ακριβώς τό δτι αυτή ή μορφή της έιμμονής οτήν ψυχή πάει νά λείψει άπό τό αντικειμενικό πνεύμα μέ τή σύγχρονη διαφοροποίηση της πραγμάτωσης του — σέ στενή σύνδεση μέ τή μηχανική οάσία τών μορφωτικών προϊόντων μας —μπορεί να είναι δ άπώτατος λόγος της εχθρότητας, μέ τήν οποία τώρα φύσεις πολύ άταμιχιστικές καΐ γόνιμες αντιτίθενται πολύ συχνά στήν «πρόοδο της κουλτούρας». ΚαΙ ακριβώς τόσο περισσότερο, ·δσο αυτή ή ανάπτυξη της άντι-κειμενικής κουλτούρας, που καθορίζεται από τόν καταμερισμό της Ιργασίας, είναι μιά πλευρά ή συνέπεια του γενικού φαινομένου, πού θέλει να εκφράζεται ως έξης: δ,τι είναι σπουδαίο στη σύγχρονη εποχή δέν επέρχεται πλέον μέσω τών ατόμων, άλλα μέσω τών μαζών. Πράγματι δ καταμερισμός της Ιργασίας . επιβάλλει στό μεμονωμένο αντικείμενο να είναι ήδη προϊόν της μάζας* ή άναγωγή τών ατόμων σέ 'ίδιες -πάντα ενέργειες, πού καθορίζει τήν οργάνωση της εργασίας ισήμέρα, καΐ ή συνένωση αύτρϋ., πού είναι τόσο διαφορετικό πρός 'τά εξω, σ' ενα αντικειμενικό μορφωτικό προϊόν, έχουν σαν επακόλουθο σ' αύτό τό 8ιτόμο νά υπάρχει-τόσο λιγότερη ψυχή δσο περισσότερες ψυχές Ιχουν συμμετάσχει, ν κατασκευή-του συνολικού έργου. 'Έτσι-δ πλούτος καΙ τό· μέγεθος της σύγχρονης κουλτούρας εμφανίζουν κάποια αναλογία, με κείνο τό φωτεινό βασίλειο τών ιδεών του Πλάτωνα, δπου τό αντικειμενικό πνεύμα τών πραγμάτων Ιχει πραγματικά μια άκηλίδωτη συγκεκριμενότητα, στήν οποία δμως μειονεκτούν οι άξιες της προσωπικότητας αυτής καθεαυτής, πού δέν άνάγεται σέ κάποιες ύλικότητες — μιά ελλειψη, πού κάθε συνείδηση τοΟ άποσπασματικου, ανορθολογικού, έφήμερου χαρακτήρα αύτών τών τελευταίων δέν μπορεί νά μή τό καταλάβει. Μάλιστα, ή προσωπική ψυχή Ιχει σάν καθαρή μορφή μιά αξία, πού Ιπιβεβαιώνεται δίπλα σέ κάθε άνεπάρκεια καΐ άντι - ιδεατότητα του αντίστοιχου περιεχομέ119
νου της' αύτή παραμένει σέ ίοχυ σαν σήμανση πού χαρακτηρίζει τήν ύπαρξη, μπροστά σέ κάθε άντικειμενικότητά της, ώς έκεΐνες τΙς περιπτώσεις άπό τΙς όποιες θ'α παίρναμε άφορμή χαΐ βπου ή ύποκειμενικο - ατομική κουλτούρα δείχνει μια πισωδράμηση, έν^ ή αντικειμενική προοδεύει. Για κάθε κοινότητα κουλτούρας ?χει σαφώς μεγάλη σημασία ή σχέση στήν δποία βρίσκονται τό άντικειμενικδ πλέον πνεύμα της καΐ ή άνάπτυξη τών ύποκειμενικ0)ν πνευμάτων της, καΐ συγκεκριμένα άπδ τήν άποψη του στυλ ζωής: γιατί δν τδ στύλ σημαίνει δτι μια δποιαδήποτε διάκριση περιεχομένων άφήνεται νά Ικφραστει μέ τήν ιδια μορφή, ή σχέση μεταξύ άντί'κειμενικοϋ καΐ ύποκειμενικοϋ πνεύματος, δσον άφορα ποσότητα, υψος, ρυθμδ άνάπτυξης, είναι παράλληλη σέ πολλά διακεκριμένα περιεχόμενα του μορφωτικού πνεύματος. 'Ακριβώς δ γενικδς τρόπος, μέ τδν δποΐο άναπτύσσεται ή ζωή, τδ πλαίσιο, πού ή κοινωνική κουλτούρα προσφέρει στις παρορμήσεις του ατόμου, περιβάλλεται άπδ ζητήματα δπως αυτά: άν τδ άτομο γνωρίζει τήν εσωτερική του ζωή μέσα ή εξω άπδ τδ άντικειμενιτ^δ μορφωτικό κίνημα, άν αισθάνεται τδ κίνηίμα σάν κάτι άνώτερο, του δποίου μπορεί ν' άγγίζει U0VO, άς πούμε, τήν άκρη του, ή αισθάνεται τήν προσωπική του άξία άνώτερη άπδ κάθε πνεΰμα μεταφρασμένο σέ πράγματα* άν μέσα στήν πνευματική ζωή του τα άντικειμενικά στοιχεία, πού δίνονται ιστορικά, σχηματίζουν μια εξουσία πού ϊχει μιά.δική της νομιμότητα, ετσι ώστε αύτή καΐ δ πραγματικός πυρήνας της προσωπικότητάς του νά άναπτύσσονται ξεχωριστά τδ ενα άπδ τδ άλλο, ή άν ή ψυχή είναι κυρία, άς πούμε, στδ σπίτι της, ή τουλάχιστο φτιάχνει άνά',ι&σα στήν έσωτερική της ζωή καΐ σ' αύτδ πού πρέπει νά πάρει μέσα της, μέ τήν ιδιότητα άπρόσωπο)ν περιεχομένων, μιαν αρμονία, δσον άφορα τδ υφος, τήν κατεύθυνση, τδ ρυθμό. Αυτές οί άφηρημένες διατυπώσεις δείχνουν τδ σχήμα γιά άμέτρητα συγκεκριιμένα ένδιαφέροντα καΙ ψυχικές καταστάσεις καθημερινές καΙ της ζωής, άρα καΙ τδ βαθμδ πού οί σχέσεις μεταξύ άντικειμενικής καΙ υποκειμενικής κουλτούρας καθορίζουν τδ στύλ της ύπαρξης, "Αν τώρα ή σημερινή διαμόρφωση αυτής της σχέσης ήταν προϊδν του καταμερισ'χου της Ιργασίας, τότε εΤναι καΐ άποτέλεσμα της οίκονομίας του χρήματος: κατά πρώτο λόγο γιατί ή κατανομή της παραγωγής σέ πάρα πολλές μερικές συνεισφορές άπαιτεί μιά δργάνωση, πού να λειτουργεί μέ άπόλυτη άκρίβεια καΙ σταθερότητα, καΙ μπορεί νά στηθεί, ξεκινώντας άπδ τήν κατάργηση της έργασίας τών σκλάβων, μόνο μέ τήν πληρωμή μισθού στούς έργαζόμενους. Κάθε άλλη σχέση μεταξύ Ιπιχειρηματία καΐ Ιργαζόμ,ενου θα παρενέβαλλε απρόσμενους παράγοντες, ένμέρει 120
Ιπειδή ιμιά αμοιβή σέ είδος'δέν μπορεί Ιτσι άπλα νά δο0ει καΐ Iπάκριβώς να ' κ-αθοριστεΤ, ένμέρει Ιπειδή μόνον ή καθαρή χρηματική σχέση Ιχει έκεΐνο τον απλά ύλικδ καΐ αύτόματο χαρακτήρα, χωρίς τδν οποίο" δέν μπορούν να κάνουν οΐ πολύ διαφορετικές καΐ σύνθετες οργανώσεις. ΚαΙ μετά, επειδή τδ βασικό αίτιο της προέλευσης γενικά του χρήματος γίνεται πιο αποτελεσματικδ στδ μέτρο πού ή παραγωγή εξειδικεύεται περισσότερο. Άφου στήν οικονομική κυκλοφορία τό ενα διώχνει εκείνο πού Ιχει ανάγκη το αλλο, αν αύτο τό αλλο κάνει τό ϊδιο σέ σχέση 'μέ τό πρωτο^ Ε κείνος δ περίφημος ηθικός κανόνας: να φέρεσαι ατούς άνθρώπους δπως επιθυμείς να σου φέρονται — βρίσκει τό πιό διαδομένο^ παράδειγμα στήν τυπική Ιφαρμογή του στήν οικονομία. "Αν τώρα ενας παραγωγός βρίσκει έναν αγοραστή για τό αντικείμενο Α, πού θέλει ·σ' ανταλλαγή νά δώσει τό αντικείμενο Β, αύτό τό τελευταίο συχνά μπορεί καθόλου νά μήν ικανοποιεί τόν πρώτο. Τό γεγονός οτι οι διαφορετικές ανάγκες των δύο προσώπων δέν συμπέφτουν πάντα μέ τά διαφορετικά προϊόντα πού προσφέρουν, απαιτεί όπως είναι γνο>στό τήν εισαγωγή ενός μέσου ανταλλαγής· Ιτσι πού, αν δ κάτοχος του Α καΐ κείνος του Β ·δέν μποροΟν νά συμφωνήσουν σέ μια άμεση ανταλλαγή, δ πρδ)τος νά διώχνει τό Α του Ιναντι χρή• ιατος, ·μέ τό δποιο τώρα '{^^τορεί νά προμηθευθεί τό Γ, πού τοϋ είναι χρήσιμο, ενώ δ κάτοχος του Β δίνει τό χρήμα γιά τήν άπόκτηση του Α, κάνοντας τό Γδιο μέ τό Β του έναντι κάποιου τρίτου. Άφου λοιπόν ή διαφορετικότητα-τών προϊόντων, ώς πρός τις ανάγκες πού απευθύνονται, είναι ή αιτία μέσω της δποίας φτάνουμε γενικά στο χρήμα, δ ρόλος του θά γίνει προφανώς τόσο πιό μεγάλος καΙ απαραίτητος, δσο πιό ετερογενή αντικείμενα περικλείει ή κυκλοφορία* ή, από άλλη άποψη: μπορούμε νά φτάσουμε γενικά σέ μια σημαντική εξειδίκευση τών συνεισφορών, 'μόνον οταν δέν πρέπει νά άνατρέχου^με σέ μια άμεση άνταλλαγή. Ή πιθανότητα πού εχει από τή μεριά του δ αγοραστής νά προσφέρει ακριβώς ενα αντικείμενο, πού νά είναι ευπρόσδεκτο από κεινον τόν παραγωγό, ελαττώνεται στό μέτρο πού ή ειδίκευση τών προϊόντων καΐ τών ανθρώπινων επιθυμιών αυξάνεται. Πρός αυτή τήν κατεύθυνση λοιπόν δέν υπεισέρχεται κανένα καινούργιο στοιχείο, πού νά συνδέει τή σύγχρονη διαφοροποίηση στήν αυτάρκεια του χρήματος' αλλά δ δεσμός μεταξύ τών δύο μορφωτικών άξιών βρίσκεται βαθιά μέσα στίς ρίζες τους, καΐ τό γεγονός δτι οΐ σχέσεις της εξειδίκευσης, πού περιέγραψα, σχηματίζουν μέσω της αμοιβαίας δράσης τους μέ τήν οικονομία του χρήματος μια πλήρη ενότητα μ' αύτη, είναι 'μόνο ή βαθμιαία ανάπτυξη μιας σύνθεσης, πού δίνεται άπό τήν ουσία άμφοτέρων. Μ' αύτή λοιπόν τή -μεσολάβηση τό στύλ της ζωής, εφόσον είναι 121
άνεξάρτητο άπό τή σχέση μεταξύ άντικειμενικης καΐ ύποκειμενικης κουλτούρας, σι>νδέ©ται με τήν κυκλοφορία τοΰ. χρήματος. ΚαΙ συγκεκριμένα ή ούσία της κυκλοφορίας αποκαλύπτεται πλήρ(!>ς άπο τό γεγονός δτι παράγει τόσο τήν ύπεροχή τοΟ άντικειμενικοϋ πνεύματος πάνω στο υποκειμενικό, δσο καΐ τή συντήρηση, τήν ανεξάρτητη άνάπτυξη και τήν καλλιέργεια άκριβώς α^οΟ τοϋ τελευταίου. Αυτό πού κάνει τήν κουλτούρα τϋ>ν πραγμάτων μιά δύναμη τόσο ανώτερη από κείνη τ05ν μείμονωμένων προσώπων είναι ή ενότητα καΐ ή αύτόνομη διάσταση μέσα στίς δποΐες μεγάλωσε στή σύγχρονη εποχή. Ή παραγωγή, μέ τήν τεχνική της καΐ τα άποτελέσματά της, εμφανίζεται σαν ένας κόσμος μέ πάγιους, άς πούμε λογικούς καθορισμούς και αναπτύγματα, δ δποίος στέκεται μπροστά στό άτομο, δπως ή· μοίρα απέναντι στήν αστάθεια και τήν ακαταστασία της θέλησής του. Αύτός δ τυπικός αύτοπεριορισμός, αύτός c Ισωτερικός καταναγκασμός, πού Ινοποιει τά μορφωτικά περιεχάμενα σε μια εικόνα πού θυμίζει φασικό δεσμό, είναι πραγματικός μονάχα μέσω τοϋ χρήματος: τό χρήμα από τή μια μεριά λειτουργεί σάν τό διαρθρωτικό σύστημα αύτοΟ του οργανισμού' μετακινεί τα στοιχεία του τό Ινα πρός τό δλλο, δημιουργεί μια σχέση αμοιβαίας εξάρτησης καΐ συνέχειας μεταξύ δλων των κινήτρων. 'Από τήν &λλη μεριά μοιάζει μέ τό αίμα, πού ή συνεχής ροή του διατρέχει δλες τις διακλαδώσεις τών μελών, καί, τροφοδοτώντας τες δλες κατά ομοιόμορφο τρόπο, προκαλεί τήν ενότητα των λειτουργιών τους. 'Όσον άφορα πάλι τή δεύτερη πλευρά: τό χρήμα, παρεμβαίνοντας μεταξύ του ανθρώπου και τών πραγμάτοιν, καθίστα δυνατή για τόν δνθρωπο μιάν δπαρξη δς ποΰμε άφηρημένη. Ινα δν ελεύθερο από άμεσες προσηλώσεις στά πράγματα και από μια άμεση σχέση μ' αυτά, πού χωρίς •αύ'τό ,δέν θα· υπήρχε καμιά πιθανότητα ανάπτυξης της Ισωτερικότητάς μας* άν δ σύγχρονος άνθρωπος κατορθώνει κάτω άπό εύνοϊκές περιστάσεις μια συντήρηση τοϋ υποκειμενικού, μια μυστικότητα καΙ συγκέντρωση του προσο)πικου είναι — εδώ δχι μέ τήν κοινωνική Ιννοια, άλλα μέ μια έννοια πιό βαθιά, μεταφυσική —, πού ύποκαθιστα κάτι άπό τό θρησκευτικό στύλ ζωής παλιότερων καιρών, αύτό έξαρταται άπό τό γεγονός δτι τό χρήμα μεΐ(ΐ)νει δλο καΐ περισσότερο τις άμεσες Ιπαφές με τά πράγματα, Ινώ ταυτόχρονα διευκολύνει άφάνταστα τήν έπικράτησή τους και τήν Ικλογή αύτοΰ πού μας άρέσει. Κι Ιτσι αύτές οι άντίθετες κατευθύνσεις, άπό τή στιγμή πού τώρα πια κατοχυρώθηκαν, μπορούν και νά τείνουν στό Ιδεώδες τοΟ απόλυτα καθαρού χωρισμού: δπου κάθε ύλικό περιεχόμενο τής ζωής γίνεται δλο και πιό υλικό και πιό άπρόσωπο, άρκει τό μή εκπραγματιζόμενο πλέον υπόλοιπο τής ζωής νά γίνεται τδσο πιό 122
προσωπικό, δσο περισσότερο γίνεται άδια'μφί'σβήτητη Ιδιότητα τοΟ εγώ.: Ενδεικτική μεμονωμένη περίπτωση αύτης της κίνησης εΤναι ή ' γραφομηχανή : τδ γράψιμο, κάτι τδ έξωτερικδ - ύλικό, πού ώστόσο Ιχει δπώσδήποτε μιά χαρακτηριστική καΐ άτομική μορφή, Απελευθερώνεται πρδς' τή μεριά μιας μηχανικής ομοιομορφίας. 'Αλλά, κατά ιμία άλλη δποψη, Ιπιτεύχθηκε ενα διπλδ αποτέλεσμα: κατά. πρ(ί)το λόγο, τδ γραφτδ λειτουργεί τώρα άνάλογα με τδ καθαρό του περιεχόμενο, χωρίς τα πλεονεκτήματα ή τά μειονεκτήματα της καλής ή κακής γραφής του, καΙ κατά δεύτερο λόγο πάει να λείψει τδ προσωπικδ στοιχείο, πού τόσο συχνά δείχνει τδ χειρόγραφο. 'Όπως λοιπδν δλες οι τέτι'ες μηχανοποιήσεις κοινωνικοποιούν κιόλας, ετσι αυξάνουν καΐ τήν Ιναπομένουσα άτομική Ιδιοκτησία του πνευματικοϋ εγώ μέχρι τήν πιδ ζηλότυπη άποκλειστικότητα. Πράγματι αύτδς δ .άπο,κλεισμδς της υποκειμενικής ψυχής άπδ κάθε έξωτερικδ στοιχείο είναι τόσο εχθρικδς στδ αίσθητικδ Ιδεώδες τής ζωής, δσο μπορεί να είναι εόνοϊκδς σέ κείνο της καθαρής εσωτερίκευσης — ενας συνδυασμός, πού εξηγεί τόσο ή άπελπί/σία προσωπικοτήτων, πού διατίθενται ^μ' Ινα καθαρά α!σθητικδ τρόπο πρδς τδ παρόν, δσο και ή έλαφριά Ινταση, μεταξύ αυτών των ψυχών και Υνείνων πού στρέφονται μόνο πρδς τήν εσωτερική σωτηρία, πού α?3ξάνεται τώρα ιμέ ,μορφές κατά κάποιο τρόπο υπόγειες, τελείως διαφορετικές άπδ κείνες τής εποχής του Σαβοναρόλα. 'Όντας τδ χρήμα τόσο σύμβολο δσο ^αΐ αιτία τής Ισοδυναμίας καΐ τής άνταλλαξιμότητας δλων αύτών πού άφήνοντάΐ γενικά να ισοδυναμουν και να άνταλλάσσονται, γίνεται και συνοδός τής μεγαλύτερης εσωτερικότητας, πού τώρα μπορεί νά δλοκληρωθει σέ άφάνταστο βαθμό. ^ Τώρα μέχρι ποιδ σημείο αύτδ οδηγεί στήν τελείωση, στήν Ιδιαιτερότητα και στήν έσωτερίκευση του ύποκεΐ'μένου, ή άντίθετα κάνει άφεντικα του άνθρώπου τα υποταγμένα άκριβώς χάρη στήν ευκολία τής μεταχείρισής τους αντικείμενα — αύτδ πια δέν εξαρτάται άπδ τδ χρήμα, άλλα μόνο άπδ τδν άνθρωπο. Ή οίκονομία του χρήματος εκδηλώνεται κι εδώ στίς τυπικές της σχέσεις μέ σοσιαλιστικούς δρους: Ιφόσον αύτδ πού άναμένεται άπδ τδ χρήμα: ή άπελευθέρωση άπδ τδν άτομικδ αγώνα για τήν ύπαρξη, ή σιγουριά για τΙς χαμηλότερες οικονομικές άξίες καΐ ή εδκολη προσέγγιση τών υψηλότερων — πρέπει μάλλον νά Ιχει αμφίδρομο άποτέλεσμα, σέ τέτιο σημείο πού μια ορισμένη μερίδα τής κοινωνίας να υψώνεται σ' ενα πρωτάκουστο πνευματικδ δψος Ιξω άπδ κάθε σκέψη για τά επίγεια πράγματα, ενώ μιά άλλη μερίδα θά βυθίζεται άκριβώς σ' εναν Ιξίσου πρωτάκουστο υλισμό. Συνολικά, τδ χρήμα είναι τδ πιδ άποτελεσματικδ άπ' δλα σέ κείνη τήν πλευρά τής ζωής μας, δπου τδ στύλ καθορίζεται άπδ 123
τήν. όπεροχη της άντικειμενικης κουλτούρας πάνω στην ύποκειμενική. Άλλα το γεγονδς δτι αυτό δέν αρνείται να εύνοήσει καΐ τήν άντιθετη περίπτωση, φωτίζει πολύ καλά τον τρόπο, καΐ ,τό πλάτος της Ιστορικής του δύναμης, θα μπορούσαμε να τδ συγκρίνουμε άπο πολλές απόψεις μέ τη γλώσσα, πού έξίσου προσφέρεται να υποστηρίξει, να εξηγήσει, να ανακαλύψει τΙς πιο διαφορετικές κατευθύνσεις του σκέπτεσθαι καΐ του αισθάνεσθαι. 'Ανήκει σέ κείνες τΙς δυνάμεις, πού ή φύση τους συνίσταται ακριβώς στην έλλειψη δικής τους φύσης, άλλα πού ωστόσο μπορούν να χρωματίσουν μέ ποικίλους τρόπους τή ζωή, γιατί το καθαρά τυπικό, λειτουργικό, ποσοτικο είναι δ τρόπος υπαρξής τους, άφορα περιεχόμενα καΐ κατευθύνσεις · της ζωής, πού καθορίζονται ποιοτικά, καΐ τα προορίζει προς μια ευρύτερη αναδημιουργία νέων ποιοτικά μορφωμάτων. Ή σπουδαιότητά του για τό ίστύλ της ζωής δέν έκμηδενίζεται, άλλα τονίζεται, δέν άπορίπτεται, άλλα επιβεβαιώνεται άπδ το γεγονός βτι συντείνει στόν τονί^σμό και στήν ώρΐιμανση άμφοτέρων των δυνατών σχέσεων άνάμεσα στό αντικειμενικό καΐ στο όποκειμενικό πνεύμα.
124
Μάξ Σέλερ (Μόναχο 1874 - Φρανκφούρτη 1928)
Τακτικός κα&ηγψης της φιλοοοφίας και της κοινωνιολογίας οτην Κολωνία και εηειτα στη Φρανκφούρτη, Ό Σέλερ θεωρείται θεμελιωτής της κοινωνιολογίας της κουλτούρας και της κοινοη>ιολογίας της γνώοης. Στις μελέτες του μορφωτικής άνϋρωηολογίας βάζει οάν βάοη μιά αύοτηρη δυαδική αντίληψη των οχέοεων άνάμεοα οτο πνεύμα και την υλική ζωή. Ή αντίληχρή του άντιτίϋεται τόσο ατό ϋ'ετικιομό του Κάντ 000 και οτή θεωρία τον Μάρξ γιά το εποικοδόμημα, δπως και οε κάθε τοποθέτηση που δεν παίρνει το ίδιο υπόψη της και τή μιά και τήν αλλη σφαίρα του είναι και τήν αμοιβαία δράση τους. "Άπο τά σημαντικότερα έργα του: αΜορφές της Γνώοης και Κοινωνία^) (1926)· α'Η θέση τον 'Ανθρώπου στον Κόσμοι) (1928)' α'Ανθρωπος και Ίσιορίω) (1929).
Ό άστός Kai ot θρησκευτικές δυνάμεις Μελετώντας τή σγ^μασία πού έχουν ot ήθικο - θρησκευτικές δυνά.|ΐεις ατή γένεση του καπιταλισμού, συναντάμε μιά διπλή αντίφαση άνάιμεσα στα αποτελέσματα του Μαξ Βέμπερ και σέ κείνα του Βέρνερ Ζάμπαρτ. Ό Βέμπερ βλέπει σέ μια αυθόρμητη μεταβολή της θρησκευτικής έιμπειρίας —• άκριβώς εξαιτίας μιας έσωτερικής της απαίτησης — καΙ στο νέο ηθικό ιδεώδες της ζωής, πού τήν ακολουθεί, μια άπο τις πιο σημαντικές ρίζες του καπιταλιστικού πνεύματος. 'Αντίθετα, δ Ζόμπαρτ αντιλαμβάνεται τΙς ηθικό - θρησκευτικές δυνάμεις, πού κατά τή γνώμη του ευνόησαν τον καπιταλισμό, μέ τήν ηθική θεωρία και τήν πραχτική της ομολογίας στόν Θωμά τόν Άκινάτη καΐ στή σχολή του, μόνο σάν δευτερεύουσα και κατ' άντανάκλαση αιτία γιά τή διαμόρφωση αύτοΰ του πνεύματος. Στή βαθμιαία νίκη της ορθολογιστικής πλευράς της υψηλής σχολαστικής πάνο) στό πνεύμα του Αυγουστίνου της παλαιότερης Εκκλησίας (σέ κείνη τήν κατεύθυνση δηλαδή που ίτεινε να τονίσει το χαρακτήρα καΐ τήν Ιδιαίτερη άξία του παϊκής ζωής, πού — αν Ιγκαταλειπόταν στδν Ιαυτό της — θά οδηγούσε στδν άποκλεισμδ τών χριστιανικών άξιών άπδ τήν Εύρώπη' κίνηση πού δμως διακόπηκε άπδ τή νέα διαμαρτυρόμενη ύπερφυσικότητα και άπδ τήν ιδέα της «επιστροφής» στούς πρωτό138
γονους χριστιανικούς τρόπους. Ό «καπιταλισμός» Ιμ,φ·ανίζεται τότε φυσικά σαν άπλδ στοιχείο· αότ-ης της Ιγκοσμιοποίησης. Αότή όμως ή άντίληψη είναι τελείως λαθεμένη. Μπροστά στήν κοσμική ζωή τοϋ ιταλό - ρωμαϊκού κλήρου καΐ των παραφυάδων του — πού κατά βάθος άνήκουν μόνο στήν Ιστορία της Ιταλίας — αύτή άμελεΓτή στερεότητα καί τή συνέχεια της I σ ω τ ε ρ ι κ ή ς ζωής της Εκκλησίας σάν εγκόσμιου θεσμοΰ' άμελει τήν ύπαρξη μεταρυθμιστικών δυνάμεων, πού άντιτίθενταν σ' αύτά τα άσυμβίβαστα στδ έσωτερικο της Εκκλησίας, δυνάμεις πού Ιπικαλουνταν τήν έμψυχωμένη εύλάβεια του Αύγουστίνου, του αγίου Βερνάρδου καΐ του Φραγκίσκου. ΚαΙ παραγνωρίζει κυρίως οτι ή «Μεταρύθμιση» βρισκόταν μονάχα στίς ύ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ έ ς π ρ ο θ έ σ ε ι ς των θρησκευτικών προσωπικοτήτων πού τήν καθοδηγούσαν, μια «αναπαραγωγή» του πρωτόγονου χριστιανισμού, πού όμως I κ τ ω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν — ειδικά στήν επέκτασή της — κινούνταν άπο Ιντελώς &λλες δυνάμεις καΐ γι' αύτδ δημιουργούσε μια ήθικο - θρησκευτική κατάσταση στήν Εύρώπη Ιντελώς καινούργια. "Αν καΐ ή μεταρύθμιση εκφράστηκε με μεγάλες θρησκευτικές προσωπικότητες, αύτή — δπως Ιξαίρετα Ιδειξε ο Ντίλτεΰ — δέν γεννήθηκε άπο αύτόχθονες μέ θ ρ ή σ κ ε υτ ι κ ή Ιννοια Ίμπειρίες. Καμιά δογματική αρχή τοϋ προτεσταντισμού δέν 'βρήκε θέση στδ χώρο της Εκκλησίας πριν τή μεταρύθμιση, ή δέν θα εβρισκε θέση. Τήν αρχή της Γραφής, διαβασμένης μέ τή βοήθεια του Άγιου Πνεύματος (iSanctus Spiritus internus) , ώς τελική καΐ επαρκής πηγή της χρί/στιανικής γνώσης, τήν είχαν ήδη θέσει φραγκισκανοί, δπως δ Ντούνς Σκότους' ή ύλική άρχή του Αούθηρου, ή «justificatio sola fide», ήταν πολύ διαδομένη στήν Εκκλησία πρίν τή μεταρύθμιση στή Γερμανία και στήν 'Ιταλία, χωρίς ή Εκκλησία νά δείχνει δτι τήν ενοχλεί* μέχρι καΐ στδν Βερνάρδο του Κλερβώ καΐ στδν Φραγκίσκο της 'Ασίζης βρίσκονται ?χνη. Τδ δόγμα του πεπρωμένου ήταν ή διδασκαλία του μέγιστου Πατέρα της Εκκλησίας, τοΌ· Αύγουστίνου. Μόνο μ ε τ ά τή μεταρύθμιση και τή διαίρεση της Εκκλησίας, αύτές οι δογματικές άρχές, σαν σημάδια τών άποστατών, παίρνουν τδ σκληρά αιρετικδ χαρακτήρα τους, πού άπδ τότε τδν έχουν για τούς καθολικούς. ΑΕτία της μεταρύθμισης ήταν περισσότερο οι δυνάμεις τοΰ' ευρωπαϊκού ατομικισμού, δπως Ικδηλώθηκε καΐ στήν άναγέννηση καΐ στδν ούμανισμό, καΐ του· γερμανικού πνεύματος, πού τώρα ξέφευγε άπδ τήν Ιδέα της ρωμαϊκής αύτοκρατορίας ετσι δπως συνέχιζε νά ζεΐ μέσα στήν Εκκλησία* και κυρίως τδ πνεύμα της νεαρής μπουρζουαζίας* πού ξεσηκωνόταν Ινάντια στήν άρι·στοκρατικο - ενορασιακή ζωή' πού ήταν πρόθυμη για εργασία* πού ζού139
σε τή θέληση χαΐ τά αισθήματα του άνθρώπου, δπο)ς ήταν πραγματικά στδ ϋδιο του τδ «είναι»* χωρίς να ξεχνάει τους Βεσμούς της μέ τις έχθρικές στήν ένωση της αύτοκρατορίας πριγκηπικές δυνάμεις. 'Αντίθετα, ή θρησκευτική εμπειρία καΙ ή δογματική της διατύπο)ση, ή βιβλική και φιλοσοφική της δικαίωση διαμορφώνονταν εντελώς άκούσια στα πρόσωπα - οδηγούς, μέ τρόπο πού επέτρεψαν στίς τρεις άπελευθερωτικές δυνάμεις νά εμφανιστούν μπροστι^ στή χριστιανική συνείδηση εντελώς δικαιωμένες, και ή χειραφέτηση εκ των πραγμάτων ύποχρεωτική εντολή. Κι ήταν κυρίως δργανα ικανά να παραβιάσουν τον Ίκκλησιαστικδ μηχανισμό της ίερο^σύνης καΐ της λατρείας, πού τώρα εμφανίζεται. σαν διαβολικό φράγμα για τήν ανθρώπινη ατομική ψυχή ώς πρδς τδ Θεό της, πού χαι τα νέα δογματικά διδάγματα διατηρούν τή σημασία τους -καΙ τδ καυτό τους πάθος. Ή μεταφύτευση τού πνεύματος μορφωτικής εργασίας, ώς πρακτικής πλευράς της ίνόροίαης και της λατρείας, στδ εγκόσμιο πνεύμα της επαγγελματικής εργασίας "kcü του κέρδους: νά δ πυρήνας; ολόκληρης της φιλονικίας για τή σημασία των «κάλων Ιργων». Και ακριβώς γι' αύτδ επαληθεύεται τδ παράδοξο ή Ινισχυμένη ύπερφυσικότητα της διαμαρτυρόμενης εύλάβειας — δηλαδή ή άμεση ·καΙ χωρίς κατάλοιπα Ιγκατάλειψη της άτο-μικής ψυχής στή χάρη του Θεου^, ή άρνηση της «ελεύθερης βούλησης», κλπ. — να πρέπει νά προβάλει τή δύναμη της ανθρώπινης βούλησης οχι πια πρδς τα πάνω, αλλά πρδς τα κάτω, πρδς τήν απεριόριστη Ιργασία πάνω στήν δλη* α ν έ π τ υ ξ ε μάλιστα πρώτα - πρώτα ΙκεΤνες τις άπεριόριστες Βυνάμεις της βούλησης γιά τή διαμόρφωση καΙ τή διάταξη της υλης' δυνάμεις πού στδ Ιλληνικδ καΐ καθολικδ σύστημα ζωής και δόγματος, στδ οποίο δ άνθρωπος, στδ σύμπαν δπο)ς και στδν οόρανό, διαισθανόταν κυρίως βασίλεια καλά διατεταγμ.ένων άσύλληπτων ούσιών, ήταν εντελώς άχρηστες καΐ μή 'άναγκαΤες. Γι' αύτδ δέν ει να ι σωστδ δταν δ Ζό'μπαρτ βεβαιώνει δτι ή «θρησκευτική εμβάθυνση μέσα άπδ τδν προτεσταντισμό» θά επρεπε να δημιουργεί, οπως καθεμιά άπ' αύτές τΙς εμβαθύνσεις, άδιαφορία απέναντι am οίοίονομικά πράγματα' ή κυριολεκτικά, δτι δ καπιταλισμός «θα βρει τόσο περισσότερους μυημένους, δσο περισσότερο τδ βλέμμα του άνθρώπου στρέφεται στις χαρές αυτής της γης». Ό Ζόμπαρτ παραμελεί δτι ή γενική σειρά διαδοχής στή γέννηση της παρορμητικής δομής του· καπιταλιστικού άνθρώπου δ έ ν ήταν: 1) νέα χαρά στδν κόσμο καΐ νέα. άπεριόριστη παρόρμηση για απόλαυση, 2) νέα και άπεριόριστη παρόρμηση για κέρδος, 3) νέα καΙ άπεριόριστη παρόρμηση γιά εργασία: είναι ακριβώς ή αντίθετη διάταξη πού άντιστοιχεΤ στήν πραγμα140
τικότητα! Ή νέα παρόρμηση για εργασία, πού πιά δέν περιορί ζετοίΐ με ήθικο - θρησκευτική 'έννοια.^ πού γεννιέται άπο τή μετα τροπή της εθελοντικής καΙ δραστήριας ενέργειας σε υλη, σαν π α κ ό λ ο υ θ ο της απόστασης από τό Θεο καΙ άπό την ού ράνια - άντιλήψιμη σφαίρα, πού δμως δικαιολογείται άπό τήν άρ χή της Γραφής, άπό μόνη τή fides, καΐ άπό τό νέο δόγμα για τή χάρη, είναι άκριβώς αυτή πού οδηγεί στό κέρδος χωρίς δρια, αρα, δευτερευόντως, στήν απεριόριστη παρόρμηση για κέρδος' τελικά, και πολύ άργότερα, στή νέα απόλαυση,'καΐ στή νέα παρόρμηση για άπόλαυση. ΚαΙ άκριβώς ή νέα, υπερφυσική καΐ θρησκευτική υποτίμηση του κόσμου χαταργει τήν άγάπη του κόσμου και τήν ένορασιακή ·στάση προς αυτόν, και τόν μετασχηματίζει σέ καθαρή και ωμή «αντίσταση» απέναντι σέ μια, τώρα άπεριόριστη, ενέργεια εργασίας. "Ενας κόσμος αύτός καθεαυτός μέ άξία, μέ άπελευθερώνουσα «χαρά», άντιμετωπίζεται μέ θαυμασμό καΐ έκπληξη' μόνον δ κόσμος χωρίς άξία μπορεί νά αναπτύξει απεριόριστες ενέργειες εργασίας! Χο^ρΙς. αυτή τήν αλλαγή κατεύθυνσης της ενέργειας της βούλησης, πού προκάλεσε δ. προτεσταντισμός, και οι μεμονωμένες έννοιες καΐ οί ηθικές προειδοποιήσεις δεν θα μπορούσαν να κατανοηθούν* έκεΐνες απ' δπου, σέ οσους πίστευαν, ξεκινούσαν άπό τή μια οί θωμιστές καί, άπό τήν άλλη, οί πουριτανοί ιεροκήρυκες, καΐ άργότερα οι μεθοδί'στές. Π .χ., ο «ορθολογικός καΐ συστηματικός αύτοέλεγχος» μέσα στόν καλβινισμό καΙ στό μεθοδισμό, πού δ Μαξ Βέμπερ εύστοχα διαπιστώνει πώς είναι πολύ γόνιμος για τή γέννηση του καπιταλιστικού επιχειρηματικού πνεύίματος, εχει ετσι εντελώς διαφορετική σημασία άπ' δ,τι στόν Θωμά, γιατί δ σκοπός της ενέργειας, πού ελευθερώνεται άπ' αυτόν, δέν είναι πια ή ηθικό - θρησκευτική αγιοποίηση και μακαριοποίηση, άλλα μόνον ή «επιβεβαίωση» στήν εργασία καΐ στό επάγγελμα μιας χάρης ήδη παρούσας.
141
Θόρσταΐν Βέμπλεν (Ούάλντερς, Ούισκόνσιν 1857 - Μένλο Πάρκ, Καλιφόρνια 1929)
Καϋ^ηγψης της οικονομίας στο πανεπιοτήμιο του Σικάγου πρώτα, επειτα στο πανεηιοτήμιο τον Μιοονρι και τέλος οτσ New School of Social Research της Νέας "Υόρκης. 'Άν καΐ ύεωροννταν οικονομολόγος και δχι κοινωνιολόγος, ό Βέμπλεν εδωοε οε μερικά κοινωνιολογικά δέματα τις περιοοότερο σημαντικές ονμβολές τον καιρόν μας. Το ούοτημα των ιδεών τον μπορεί và κατονομαστεί τεχνολογικός ντετερμινισμός. Σννήύεια και ψυχική πειϋαρχία, οι βασικοί παράγοντες της ανύρώπινης ζωης, γεννώνται άπο τον τρόπο με τάν ότιοϊο οι άνθρωποι Ικανοποιούν τϊς νλικές τονς ανάγκες και ειδικά άπο τη φύση της εργασίας τονς. Ή σνγκεκριμένη εξέλιξη της έργασίας προσδιορίζει τη σκέψη και τά αίσ&ηματα των άνΰ'ρώπων, τη σχέση τονς, την κονλτούρα τονς, την κοινωνική τονς οργάνωση. Μπορούν ν' άναβρε&ονν κίνητρα και ένστικτα πον είναι σταϋερά σε δλονς τονς άνΰρώπονς, πον επιτελούν μιά σνγκεκριμένη δραστηριότητα. Ή κοινωνία είναι κατά τον Βέμπλεν μιά οικονομική μηχανη και οί οικονομικοί Δεσμοί είναι τά στοιχεία της δομής της. 'Ανάμεσα σε κονλτούρα και Ιδεολογική νποδομή, νπάρχονν οΐ πιο στενοί δεσμοί. ^Απο τά κνριότερα εργα τον: «The Theory of the Leisure Class» (1899)' «The Theory of Business Enterprise» (1904)((The Instinct of Workmanship» (1914). *H εμφανής αργία Έάν ή λειτουργία του δεν διεκόπτετο άπό άλλες οικονομικές δυνάμεις ή αλλα χαρακτηριστικά της ανταγωνιστικής διαδικασίας, τό άμεσο αποτέλεσμα ένός τέτιου οικονομικού άγώνα, δπως Ιχει χαρακτηριστικά περιγραφεί, θα ήταν τό νά κάνει τους άνθρώπους φιλόπονους καί λιτούς. Α,ύτό τό αποτέλεσμα στην πραγματικότητα ακολουθεί, κατά κάποιο τρόπο, τΙς κατώτερες τάξεις, τών οποίων συνηθισμένο μέσο για την απόκτηση αγαθών είναι ή παραγωγική έργασία. Αύτό αληθεύει Ιδιαίτερα για τΙς έργαζόμενες τάξεις σέ μια άργόσχολη κοινωνία, πού βρίσκεται στό άγροτικό στάδιο της παραγωγής, στήν δποία υπάρχει ενα σημαντικό κομμάτια142
σμα της ίδιοκτηισίας καΐ της οποίας οι νήμοι καί τα έθιμα έξασφαλίζουν σ' αυτές τΙς τάξεις ενα περισσότερο ή λιγότερο καθορισμένο μερίδιο τοϋ προϊόντος της παραγωγής τους. Αύτές οι κατώτερες τάξεις δέν μποροΟν να άποφύγουν σέ καμιά περίπτωση την έργασία κι ετσι ή ιδιότητα του έργαζάμενου δέν θεωρείται πολυ έξευτελί'στιοίή απ' αυτούς, τουλάχιστον μέσα στην τάξη τους. "Εχουν μάλλον μια ανταγωνιστική υπερηφάνεια άπο τή φήμη για ικανότητα στήν εργασία τους, άφου αυτή είναι δ άναγνωρί'σμένος και δεκτός άπ' αυτούς τρόπους ζωής. Αυτό είναι συχνά τό μόνο δυνατό σ' αυτούς πεδίο άνταγωνισμου. Σέ κείνους πού ή μάθηση καί δ ανταγωνισμός είναι δυνατοί μόνο στδ πεδίο τής παραγωγικής. Ικανότητας και τής οικονομίας, ό αγώνας για οικονομική φήμη θα καταλήξει μάλλον σέ αύξηση τής εργατικότητας καΐ σέ τσιγκουνιά. Όρισμένα όμως δευτερεύοντα χαρακτηριστικά τής ανταγωνιστικής διαδικασίας, τα δποια θά αναφέρουμε, καταλήγουν σέ μιά πολύ χαρακτηριστική περιγραφή και μετατροπή τοϋ ανταγωνισμού προς αυτές τΙς κατευθύνσεις ε'ίτε στίς οικονομικά κατώτερες τάξεις, ε'ίτε στίς ανώτερες τάξεις. 'Από τήν άλλη μεριά, μέ τήν οικονομικά ανώτερη τάξη θά ασχοληθούμε αμέσως έδώ, Τό κίνητρο τής φιλοπονίας και τής οικονομίας δέν απουσιάζει ουτε άπ αυτή τήν τάξη. Ή δράαη της δμως χαρακτηρίζεται τόσο πολύ από τά δευτερεύοντα αιτήματα του οικονομικού άνταγωνισμου, ώστε δποιαδήποτε ροπή πρός αυτή τήν κατεύθυνση ατονεί και οποιοδήποτε κίνητρο πρός τή φιλοπονία τείνει να είναι χωρίς αποτέλεσμα. Τό πιό έπιτακτικό απ' αυτά τά δευτερεύοντα αιτήματα του ανταγωνισμού, πού είναι ταυτόχρονα καΐ τό πιό διαδομένο, είναι τό αίτημα γιά αποχή άπό τήν παραγωγική εργασία. Αυτό αληθεύει χαρακτηριστικά γιά τό πρωτόγονο πνευ^ματικό στάδιο. Κατά τή διάρκεια τής ληστρικής περιόδου ή εργασία τείνει νά ταυτιστεί, στό μυαλό τών ανθρώπων, μέ τήν αδυναμία καΐ τήν υποταγή στό άφεντικό. Αποτελεί κατ' αύτό τόν τρόπο σημείο κατωτερότητας κι Ιτσι φτάνει νά θεωρείται ανάξια γιά έ'να καλοίστεκούμενο άνθρωπο. Μέ βάση αυτή τήν παράδοση ή έργασία θεωρείται ταπεινωτική, κι αύτη ή παράδοση δέν Ιχει ουδέποτε έκπνεύσει. 'Αντίθετα, μέ τήν προβολή τής κοινωνικής διαφοροποίησης Ιχει αποκτήσει αξιωματική δύναμη, πού όφείλεται 'στόν αρχαίο καΐ αμετακίνητο νόμε μάθει νά τΙς απαιτούμε κάτίύ από τήν. πίεση της τοπικής άπρέπειας καΐ άναξιότητας. "Οταν λείπουν δεν νοιώθοι>με άνετα,, δχι δμως έπειδή ή άπουσία τους καταλήγει κατευθείαν στη φυσική στενοχώρια. Οδτε θα μπρροϋσε ενα γούστο, πού δέν εχει εξασκηθεί να διακρίνει άνάμεοα στό ,τυ· πικα καλό καΐ τό τυπικά κακό, να θεωρήσει προσβολή τήν Ιλλει ,ψή τους. Πολύ περισσότερο καθώς αύιτό αληθεύει, ή εργασία, πού ξοδεύεται σ' αυτές τΙς υπηρεσίες, πρέπει να. θεωρείται αργία. "Ο ταν έκτελοΰνται από άλλους, εκτός άπό τούς οικονομικά έλεύθε ρους και. τήν αύτοκατευθυνόμενη κεφαλή του θεσμού (του νοικο κυρίου), πρέπει να θεωρούνται αντιπροσωπευτική αργία. Ή αντιπροσωπευτική αργία,, πού εκτελούν οί σύζυγοι καΐ οι δου λοι, κάτω άπό τό βλέμμα του αρχηγού του νοικοκυριου, μπορεί συ χνά να θεωρηθεί μόχθος, ιδιαίτερα εκεί πού δ συναγωνισμός γιά τήν καλή φήμη είναι 'μεγάλος καΐ ισχυρός. Αύτή είναι συχνά ή περίπτωση στή σύγχρονη ζωή. 'Όπου συιμβαίνει αύτό, ή εσωτερική υπηρεσία, πού συμπεριλαμβάνει τα καθήκοντα αυτής της υπηρετικής τάξης, θα επρεπε κατάλληλα νά προσδιορίζεται ώς χαμένη προσπάθεια, παρά σαν αντιπροσωπευτική αργία. Ό τελευταίος, δμως, δρος Ιχει τό πλεονέκτημα νά δείχνει τή γραμμή της προέλευσης αύτών τών εσωτερικών καθηκόντων, καθώς καΐ νά δείχνει καθαρά τό σημαντικό οικονομικό έδαφος της χρησιμοποίησής τους. Αύτό συμβαίνει, έπειδή αύτές οι ασχολίες είναι κυρίως χρήσιμες σαν. μέθοδος απόδοσης καλής οικονομικής φήμης 'στόν αφέντη ή στό νοικοκυριό, άπό τήν άποψη δτι ενα δεδομένο σύνολο χρόνου καΐ προσπάθειας σπαταλιέται έμφανώς σ' αύτό τόν τομέα. Μ' αύτό τόν τρόπο, τότε, άρχίζει νά διαμορφώνεται μια έπικουρική παράγωγη άργόσχολη τάξη, της οποίας καθήκον είναι ή έκτέλεση μιας άντιπροσωπευτικής άργίας πρός δφελος της καλής φήμης της πρώτης ή νομιμοποιημένης αργόσχολης τάξης. Αύτή ή άντιπροσωπευτική άργόσχολη τάξη διακρίνεται από τήν κυρία αργόσχολη τάξη άπό Ινα χαρακτηριιστικό -στοιχείο του συνηθισμένου τρόπου ζωής της. Ή άργία της άρχουσας τάξης είναι, τουλάχιστον φαινομενικά, άπόλαυση της ροπής πρός αποφυγή τής έργασίας και ύποτίθεται δτι εξαίρει τήν ϊδια τήν καλοπέραση καΐ τήν πληρότητα τής ζωής του άφεντικου. Ή άργία δμως τής ύπηρετικής τάξης καΐ ή εξαίρεσή της άπό τήν παραγωγική έργασία είναι κατά κάποιο τρόπο έκτέλεση, πού απαιτείται άπ' αύτούς καΐ δέν κατευθύνεται συνήθως ή κυρίως πρός τή δική τους άνεση. Ή αργία του υπηρέτη δέν είναι δική του άργία. "Ετσι, πού καθώς είναι ύπηρέτης, μέ δλη τή σημασία τής λέξης, καΐ ταυτόχρονα δχι μέλος μιας κατώτερης τάξης πραγμάτων τής κύριας αργόσχολης τάξης, ή άργία του συνήθως είναι είδος ειδικευμένης ύπηρεσίας, ή όποία
159
κατευθύνεται προς τήν έπεκταση της πληρότητας της ζωης τοΰ άφεντιχου' του. 'Απόδειξη αυτής τής σχέσης υποταγής όπάρχει προφανώς στο παρελθόν καΙ στόν τρόπο ζωης του υπηρέτη. Το ϊδιο πράγμα συχνά άληθεύει γχα τή σύζυγο, κατά τή διάρκεια του παρατεταμένου οικονομικού σταδίου, δπου είναι ακόμη κυρίως υπηρέτρια —• δηλαδή, τόσο πολύ οσο τό νοικοκυριό με άρσενική κεφαλή ·κυριαιρχεΙ ακόμα. Για να ικανοποιήσει τΙς απαιτήσεις του τρόπου ζωής της αργόσχολης τάξης, ο υπηρέτης θα επρεπε να δείξει δχι μόνο μια στάση υποταγής, άλλα καΙ τα αποτελέσματα της ειδικής 'εκπαίδευσης και τής πρακτικής στήν υποταγή. Ό υπηρέτης ή ή σύζυγος δέν 'θά επρεπε νά εκτελούν μόνον ορισμένα καθήκοντα και να 'δείχνουν δουλική διάθεση, άλλα είναι άρκετά •επιτακτικό νά μπορούν νά παρουσιάσουν μια 'επίκτητη ικανότητα στήν τακτική τής υποταγής — μια εξασκημένη συμμόρφωση στους •κανόνες τής άποτελεσματϊική|ς καΙ έμφανους υποταγής. 'Ακόμα και σήμερα είναι αυτή ή ικανότητα και ή επίκτητη επιδεξιότητα στήν τυπική εκδήλωση τής δουλικής σχέσης, πού αποτελεί τό κύριο στοιχείο τής χρησιμότητας στους ακριβοπληρωμένους μας υπηρέτες, καθώς καΐ ενα άπό τά κύρια κοσμήματα τής ευγενικής συζύγου. Τό πρώτο προσόν ενός καλού· υπηρέτη είναι δτι θα πρέπει να δείχνει δτι γνωρίζει τή Θέση του. Δέν άρκει δτι ξέρει πώς νά προκαλεί ορισμένα επιθυμητά μηχανικά άποτελέσματα. θ ά πρέπει ιδίως να ξέρει πώς νά προ'καλει αυτά τά άποτελέσματα μέ τήν άρμόζουσα μορφή, θ ά μπορούσαμε νά πούμε δτι ή εσωτερική υπηρεσία εχει μάλλον πνευματικό παρά μηχανικό χαρακτήρα. Προοδευτικά άναπτύσεται ενα τέλειο σύστημα καλής συμπεριφοράς, που καθορίζει ακριβώς τόν τρόπο μέ τόν όποιο πρέπει νά εκτελείται αύτή ή αντιπροσωπευτική άργία τής υπηρετικής τάξης. 'Οποιαδήποτε παρέκκλιση άπό αυτούς τούς κανόνες τής μορφής πρέπει νά μή 'θεωρείται καλή, δχι τόσο επειδή εκδηλώνει μιά άτέλεια στή μηχανική ικανότητα, άλλά κι άκόμα έπειδή φανερώνει τήν απουσία ειδικής εκπαίδευσης. Ή ειδική εκπαίδευση στήν προσωπική ύπηρεσία -κοστίζει χρόνο και προσπάθεια και 'έκει δπου προφανώς υπάρχει κατά μεγάλο βαθμό, αυτό σημαίνει δτι ό υπηρέτης, πού τήν κατέχει, ούτε είναι ούτε υπήρξε ποτέ απασχολημένος σέ οποιαδήποτε παραγωγική εργασία. Είναι prima facie ενδειξη άντιπροσωπευτικής άργίας, πού εκτείνεται βαθιά μέσα στό παρελθόν. 'Έτσι πού ή εκπαιδευμένη ύπηρεσία χρησιμεύει δχι μόνο γιά τήν ικανοποίηση τής ενστικτώδους κλίσης του άφεντικου στό καλό και στήν επιδέξια ^μαστοριά καΐ τής ροπής του γιά εμφανή κυριαρχία πάνω σέ κείνους, στούς οποίους εχει δικαίωμα ζωής, άλλά χρησιμεύει επίσης σάν αποδεικτικό στοιχείο μιας πολύ μεγαλύ160
τερης κατανάλωσης άνθρώπινης ύπηρεοίας à%b κείνη, πού θα παρουσιαζόταν άπ6 τήν απλώς παρούσα 'εμφανή αργία, πού θα εκτελούσε ?να άνεχπαίδευτο πρόσωπο. Τπάρχει σοβαρή άτέλεοα αν à θαλαμηπόλος ή δ άκόλουθος ένος κυρίου εκτελεί τα καθή-κοντά του, σχετικά με τό· τραπέζι ή τΙς αποσκευές του^ αφεντικού' του, μέ τόσο ανάρμοστο τρόπο, πού να δείχνει οτι ή συνηθισμένη του άσχολία μπορεί να είναι ή γεωργία ή ή βοσκή προβάτων. Τετια αδέξια εργασία θα σήμαινε ανικανότητα από τή μεριά του άφεντικου^ νά 'εξασφαλίσει τήν υπηρεσία εϋδι·κά έκπαιδευμένων υπηρετών, θά σήμαινε δηλαδή αδυναμία πληρωμής για τήν κατανάλωση χρόνου, προσπάθειας και παιδείας, πού άπαιτεΐται για να κάνεις κατάλληλο για ειδική ύπηρεσία ενα εκπαιδευμένο ύπηρέτη, ^άτω από ενα αυστηρό κώδικα τύπων. "Αν ή εκτέλεση τών ύπηρετικών καθηκόντων σήμαινε ελλειψη τών μέσων από τή μεριά του αφεντικού, ή εκτέλεση χάνει τήν. κύρια καΐ σημαντική της -κατάληξη, γιατί ή κύρια χρήση τών υπηρετών είναι ή άπόδειξη, πού παρέχουν, δτι τό αφεντικό τους μπορεί νά πληρώνει. 'Ό,τι ειπώθηκε μόλις τώρα, θα μπορούσε να σημαίνει δτι ή προσβολή νά εχεις έναν άνεκπαίδευτο υπηρέτη εγκειται στήν άμεση ύπόδειξη της φτήνειας του ή της χρησιμοποίησής του σε πολλές δουλειές. Τό πρόβλημα φυσικά δέν είναι αυτό. Ή σύνδεση είναι πολύ λιγότερο άμεση. Αύτό πού συμβαίνει, εδώ είναι αυτό πού συμβαίνει συνήθως. Ότιδήποτε καΙ σέ οποιοδήποτε τομέα μας φαίνεται καλό στήν άρχή, γρήγορα μας φαίνεται ικανοποιητικό αύτό καθεαυτό, φτάνει νά μένει στή σκέψη μας σαν πολύ σωστό. Για νά διατηρηθεί ομως ένας ορισμένος κανόνας συμπεριφ-ορας άπό μόνος του, πρέπει να συνεχίσει να έχει τήν ύποστήριξη, ή τουλάχιστον νά μήν είναι ασυμβίβαστος μέ τή συνήθεια ή τήν ικανότητα, ή οποία άποτελει τόν τύπο της ανάπτυξης του. Ή ανάγκη μιας αντιπροσωπευτικής άργίας, ή έμφανους κατανάλωσης υπηρεσιών, είναι ένα κύριο κίνητρο για τήν κατοχή ύπηρετών. "Οσο αυτή ή άνάγκη παραμένει πραγματί'κότητα, μπορεί νά υποστηριχτεί χωρίς πολλή συζήτηση δτι οποιαδήποτε παρέκκλιση από τήν παραδεδεγμένη χρήση, πού θά σήμαινε ελαττωμένη μαθητεία στήν υπηρεσία, θά φαινόταν γρήγορα άνυπόφορη. Ή απαίτηση για μιά ακριβή αντιπροσωπευτική αργία δρα έμμεσα, έκλεκτικά, μέ τό νά κατευθύνει τό σχηματισμό τού γούστου μας — της άντίληψής μας γιά τό τί είναι σωστό σ' αύτά τά θέματα — κι έτσι ξεκαθαρίζει τις ανεπιθύμητες παρεκκλίσεις, αναχαιτίζοντας τήν αποδοχή τους. Καθώς τό πρότυπο του· πλούτου, τό οποίο 'αναγνωρίζεται «'κοινή συναινέσει», προάγεται, ή κατοχή και ή εκμετάλλευση ύπηρετών, σαν μέσο ένδειξης δτι ύπάρχει ύπερεπάρκεια αγαθών, υφίσταται μιά έκλέπτυνση. Ή ^κατοχή ·καΙ διατήρηση σκλάβων, πού άσχο10
161
Xoövxat μέ τήν παραγωγή άγαθών σημαίνε: πλοΟτα καΐ ανδρεία, άλλα ή διατήρηση υπηρετών, πού δέν παράγουν τίποτα, σημαίνει πολύ μεγαλύτερο πλούτο καΐ κοινωνική θέση. Κάτω απ' αύτή τήν άρχή δημιουργείται ιμια τάξη υπηρετών, δσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο, πού μόνο καθήκον έχουν να προσέχουν κατά ανόητο τρόπο τό πρόσωπο του ιδιοκτήτη τους κι Ιτσι να αποδείχνουν τή μή - παραγωγική του ικανότητα να καταναλώνει πολλές υπηρεσίες. Έδώ παρεμβαίνει Ινας καταμερισμός της εργασίας άνάμεσα στούς υπηρέτες ή τούς εξαρτημένους, σί οποίοι ξοδεύουν τή ζωή τους συντηρώντας τήν τιμή του αργόσχολου κυρίου. 'Έτσι, ενώ μια ομάδα παράγει αγαθά για τον κύριο, μια αλλη ομάδα, πού συνήθως κατευθύνεται άπό τή σύζυγο, ή τήν ευνοούμενη σύζυγο, καταναλώνει γι' αυτόν τεμπελιάζοντας εμφανώς, αποδείχνοντας μ' αυτό· τόν τρόπο τήν ικανότητά του να ύφίσταται μεγάλη οικονομική ζημιά, χωρίς να Ίλαττώνει τόν τεράστιο πλούτο του. Αύτή ή κάπως εξιδανικευμένη καΐ διαγραμματική περιγραφή της ανάπτυξης και της φύσης της εσωτερικής υπηρεσίας αληθεύει περισσότερο γι' αύτό τό πνευματικό στάδιο, πού όνομάστηκε εδώ «μισό - ειρηνικό» στάδιο παραγωγής. Σ' αύτό τό στάδιο ή προσωπική υπηρεσία παίρνει πρώτα τή θέση ο'ικονομικοΰ' θεσμού και είναι σ' αύτό τό στάδιο, πού κατέχει τή μεγαλύτερη θέση στή ζωή της κοινότητας. Σαν πνευματική αλληλουχία, τό μισο - ειρηνικό στάδιο ακολουθεί τό ληστρικό, δντας καΐ τα δύο επιτυχείς φάσεις της πρωτόγονης ζωής. Χαρακτηριστικό της στοιχείο είναι μια τυπική τήρηση της ειρήνης καΐ της τάξης, τόν καιρό πού ή ζωή σ' αύτό τό στάδιο εχει ακόμα πάρα πολύ εξαναγκασμό και ταξικό άνταγωνισμό για να λέγεται ειρηνική με τήν πλήρη έννοια της λέξης. Για πολλούς λόγους, και άπό μια αλλη &πο·ψη Ικτός από τήν οικονομική, μπορεί τό ϊδιο καλά νά ονομαστεί κατάσταση κυριαρχίας. Ή μέθοδος της ανθρώπινης σχέσης κατά τή διάρκεια αύτου του σταδίου καΐ ή πνευματική στάση τών ·άνθρώπων αύτου· του πνευματικου επιπέδου περιλαμβάνεται ώραΐα σ' αύτό τόν δρο. Ό δρος δμως «μισο - ειρηνικό» φαίνεται πιό σωστός, σάν περιγραφικός δρος, πού χαρακτηρίζει τις έπικρατουσες μεθόδους παραγωγής καΙ πού δείχνει τήν τάση της παραγωγικής ανάπτυξης σ' αύτό τό σημείο της οικονομικής εξέλιξης. 'Όσον άφορα τις 'κοινότητες της δυτικής κουλτούρας, αύτή ή φάση της οικονομικής άνάπτυξης άνήκει ϊσως στό παρελθόν, εκτός άπό ενα άριθμητικά μικρό, άλλα πολύ εμφανές 'τμήιμα της κοινότητας, στό οποίο οι αντιλήψεις, ξένες προς τήν πρωτόγονη κουλτούρα, δέν Ιχουν ύποστεί παρά μια σχετικά έλαφρή άποσύνθεση. Ή προσωπική υπηρεσία είναι άκόμα στοιχείο μεγάλης οικονομικής σημασίας, ιδιαίτερα δσον άφορα τή διανομή και ·κατανάλω162
ση τών αγαθών. Ή σχετχ-κή της 8μως σημασία, άκόμ.α καΐ μ' αύτή τήν έννοια, είναι άναμφίβαλα 'μικρότερη άπ' β,τι ήτα,ν πριν. Ή καλύτερη Ανάπτυξη αότ7)ς τγ^ς άντιπρασωπευτικης άργίας εγκειται 'μάλλον στδ παρελθόν, παρά στο παρόν, ή δέ καλύτερη έκφραση της στο παρόν πρέπει να άναζητηθει στδ περίγρα|]ΐμα ζωης της άνώτερης άργόσχολης τάξης. Ή σύγχρονη κουλτούρα οφείλει πολλά αύτή τήν τάξη, μέ τήν έννοια της διατήρησης των παραδόσεων, των εξεων καΙ των άντιλήψεων, πού ανήκουν σ' ενα πιο άρχαϊκό πνευματικό επίπεδο, ιδίως δσον άφορα τήν πιό πλατιά παραδοχή τους καΐ τήν πιο άποτελεσματική τους άνάπτυξη. Στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινότητες οί μηχανικές έφευρέσεις, πού διατίθενται για τήν άνεση καΐ τή'·ν ευκολία της καθημερινής ζωής, είναι πολύ άναπτυγμένες. Τό-σο πολύ, πού οΕ άτομικοί υπηρέτες, ή στήν πραγματικότητα εσωτερικοί υπηρέτες κάθε είδους, ·θά χρη.'σιμοποιουνταν -σήμερα σπάνια άπό οποιονδήποτε εκτός άπό τόν τομέα του κανόνα της καλής φήμης, τόν όποιο διατηρεί ή παράδοση άπό παλαιότερη χρήση. Τή μόνη έξαίρεση θά άποτελοΟσαν ύπηρέτες, πού σάν 'έργο θά είχαν τή φροντίδα τοόν άδύναμων και ξεχασιάρηδων. Τέτιοι ομως ύπηρέτες κυρίως βρίσκονται κάτω άπό τΙς διαταγές εκπαιδευμένων νοσοκόμων, παρά έσωτερικών υπηρετών, καΐ είναι ετσι μάλλον φαινομενική, παρά άληθινή έξαίρεση του κανόνα. Ή άμεση αιτία για τή διατήρηση έσωτερικών ύπηρετών, γιά παράδειγμα, οτό άπλα καλό ·σημερονό νοικοκυριό, είναι (φαινομενικά) τό δτι τά μέλη του νοικοκυριου εκτελούν δύσκολα τήν εργασία, πού απαιτεί ενας τέτιος σύγχρονος 'θεσμός. Ή αιτία για τήν άνικανότητά τους νά τό πετύχουν είναι α) δτι έχουν πάρα πολλά ' «κοινωνικά καθήκοντα»' β) δτι ή εργασία, πού πρέπει νά γίνει, εϊναι πολύ απαιτητική καΙ δτι ύπάρχει πάρα πολλή άπ' αύτή'. Αύτές οι δύο αΙτίες μπορούν νά ξανααναφερθουν ώς έξης: α) κάτω άπό ενα έπιτακτικό κώδικα κοσμιότητας, δ χρόνος καΐ ή προσπάθεια τών μελών ενός τέτιου νοικοκυριού άπαιτείται νά ξοδεύονται έπιδεικτικά στήν προβολή της εμφανούς άργίας, μέ τόν τρόπο των έπισκέψεων, της οδήγησης αύτοκ^νήτων, τών λεσχών, των σπόρ, τών φιλανθρωπικών οργανισμών καΐ άλλων παρόμοιων κοινωνικών λειτουργιών. Εκείνα τά πρόσωπα, πού ξοδεύουν τό χρόνο τους καΐ τήν ένεργητικότητά τους σε τέτιες άσχολίες, αναγνωρίζουν κατ' ιδίαν δτι ή τήρηση δλων αύτών, 'καθώς καΐ ή τυχαία προσοχή στό ντύσιμο και οι άλλες έμφανεΐς ενδείξεις κατανάλωσης, είναι πολύ ανιαρή, άλλά τελείως αναπόφευκτη' β) κάτω άπό τήν άπαίτ7|ση της εμφανούς ικατανάλωσης άγαθών, ô μηχανισμός της ζωής εχει γίνει τόσο πολύπλοκος καΐ ογκώδης, μέ τήν Ιννοια κατοικιών, έπιπλώσεων, πληθώρας μπιμπελώ, γκαρνταρόμπας καΙ 163
γευμάτων, πού οχ καταναλωτές αύτών τών πραγμάτων δέν μπορούν να ασχοληθούν μ' αυτά ·μέ τό -σωστό τρόπο, χωρίς βοήθεια. Ή προσωπική επαφή μέ τα μισθωμένα πρόσωπα, τών όποιων ή βοήθεια ζητείται για τήν πραγματοποίηση της ρουτίνας της ευπρέπειας, είναι συνήθως αηδής στους κυρίους του σπιτιού, άλλα ή παρουσία τους ύποφέρεται καΐ πληρώνεται, μέ σκοπό να τούς αφεθεί ενα μέρος αυτής της δχληρής κατανάλωσης των αγαθών του νοικοκυριου. Ή παρουσία εσωτερικών υπηρετών καΐ της ειδικής τάξης τών άτομικώ»ν υπηρετών αποτελεί, σέ υψηλό βαθμό, χορήγηση φυσικής άνεσης στήν ήθι:κή ανάγκη της οικονομικής ευπρέπειας. Ή μεγαλύτερη εκδήλωση της αντιπροσωπευτικής αργίας στη σύγχρονη ζθ3ή αποτελείται απ' αυτά πού ονομάζονται εσωτερικά καθήκοντα. Αυτά τα καθήκοντα γίνονται γρήγορα ενα είδος έκτελουμένων υπηρεσιών, δχι τόσο για τό ατομικό δφελος του άρχηγοΰ του νοικοκυριου, 8σο για τή φήμη του νοικοκυριου σάν συνολικής ενότητας - ομάδας, της οποίας ή νοικοκυρά 'είναι μέλος σέ μια βάση φαινομενικής ισότητας. 'Όσο γρήγορα τό νοικοκυριό, για τό οποίο εκτελούνται, παρεκκλίνει από τήν αρχαϊκή βάση του της ιδιοκτησίας - γάμου, αυτά τα οικιακά καθήκοντα τείνουν φυσικά να έκπέσουν από τήν κατηγορία της άντιπροσωπευτικής αργίας μέ τήν αρχική της έννοια, εκτός αν έκτελουνται από μισθωμένους υπηρέτες. Δηλαδή, άφου ή άντιπροσωπευτική αργία είναι δυνατή μόνο σέ μιά βάση κυριαρχίας ή μισθωμένης υπηρεσίας, ή εξαφάνιση της σχέισης κυριαρχίας από τήν άνθρώπινη έπικοινωνία σημαίνει οπωσδήποτε τήν εξαφάνιση της αντιπροσωπευτικής αργίας, τουλάχι-στον δσον άφορα αυτό τό μέγεθος ζωης. Πρέπει δμως νά προστεθεί, ορίζοντας αυτό τόν δρο, δτι δσο ύπάρχει τό νοικοκυριό, ακόμα καΐ μέ ·δύο άρχηγούς, αύτή ή τάξη τής μή - παραγωγικής εργασίας, πού εκτελείται προς δφελος τής φήμης του νοικοκυριου, πρέπει ακόμα να θεωρηθεί .αντιπροσωπευτική άργία, άν καΙ μέ μιά ελαφρά αλλαγμένη έννοια. Είναι τώρα άργία, που εκτελείται γιά τό ιμισο - προσωπικό συνολικό νοικοκυριό, άντί γιά τόν, δπως πρίν, απόλυτο εξουσιαστή του νοικοκυριου.
164
ΤΡΙΤΟ
ΜΕΡΟΣ
Η ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ
Βιλφρέντο Παρέτο (Παρίσι 1848 - Σελινύ 1923)
Μηχανικός, διενϋνντης βιομηχανίας, λόγιος, ένδιαφέρ'άηκε, μετά τη ουνάντηοη που είχε με τον Μαφέσ Πανταλεόνι, γιά τά οίκονομικά προβλήματα και στη συνέχεια γιά την κοινωνιολογία. Ξεκινώντας άπο την ψυχική δομη του κοινωνικού ατόμου, οπού εντοπίζει οε κατάλοιπα, ουμφέροντα και επίκτητα τά κινητήρια στοιχεία, φτάνει στη διατύπωση της ϋ^εωρίας της κοινωνικής Ισοροπίας, πού, προσαρμοσμένη στη θεωρία της οικονομικής ϊσοροπίας, βασίζεται στους παραπάνω ατομικούς παράγοντες καΐ στά φαινόμενα, που οΐ ίδιοι δημιουργούν με τη σειρά τους. Στο πολιτικό πεδίο ο Παρέτο δείχνει την ελιτίστικη δομη της κοινωνίας, την άνικανότητα των μαζών νά κυβερνήσουν, τά συνυφασμένα με την κυριαρχία τών ελιτ φαινόμενα, 'όπως π.χ, ή άνοδος και ή παρακμή τών ίδιων τών ελίτ, φαινόμενα τιου τά συγκεντρώνει κάτω από το δνομα της θεωρίας της ^κυκλοφορίας τών ελίτ», "Άπό τά πιο σημαντικά εργα του: «Γα Σοσιαλιστικά Συστήματα» (1902)* ^Πραγματεία Γενικής Κοινωνιολογίας» (1916)' ^(Γεγονότα και Θεωρίες» (1922), Ή χρήση τής βίας στήν κοινωνία Τό πρόβλη,μα δν πρέπει η δχι, äv χρειάζεται ή οχι νά χρησιιμοποιήσου-με τή 6ία στήν κοινωνία δέν εχει ούσία, μια πού ή βία χρησιμοποιείται τόσο άπ6 ·κεΐνον πού θέλει νά συντηρήσει κάποιες ομοιομορφίες"^, 8σο xqil -άπό κεινον πού θέλει να τις ξεπεράσει, και η βία τών μέν έναντιώνεται καΙ συγκρούεται μέ τή βία τών δέ. Πραγματικά, οποίος είναι υπέρ της κυβερνώσας τάξης, αν λέει δτι άποδο·κιμάζει τή χρήση της βίας, στήν πραγματικότητα άποδοκΐιμάζει τή χρήση της βίας άπδ μέρους τών διαφωνούντων, πού θαθελαν να ξεφύγουν άπο τΙς 'διατάξεις της ομοιομορφίας* δν λέει δτι επιδοκιμάζει τή χρήση της βίας, στήν πραγματικότητα έπιδοκιÎ. Ό Παρέτο χρησιμοποιεί τον δρο «δμοιομορφία» άντί γιά «νόμο». Θεωρεί τόν δρο «νόμος» Οπερβολικά άπόλυτο — δπως Ιχει καθιερωθεί — και γι' αύτό παράταιρο μέ το «νέο πνεύμα» τίδν έπιστημο5ν καΐ είδικλ τίδν κοινωνικών. (Σ.τ.Μ.).
167
μάζε: τή χρήση της βίας, πού χάνουν οΐ αρχές γι3& να εξαναγκάσουν τους διαφωνούντες να ύποχύψουν ατή ν ομοιο-μορφια* καΐ αν άντίιθετα έπαχνεΤ τή χρήση της βίας, στήν πραγματικότητα ΙννοεΙ τή χρήση της βίας άπο μέρους Ίκείνων, πού θέλουν να ξεφύγουν άπ0 μερικές κοινωνικές oμoιoμo;pφίες^ Ουτε εχει μεγάλη σημασία τδ πρόβλημα äv είναι χρήσιμο στήν κοινωνία vîx χρησιμοποιηθεί ή βία γιά νά επιβληθούν οΕ ύπάρχουσες ομοιομορφίες ή για τήν ·κατάργησή τους' γι"" αύτδ είναι αναγκαίο vμένες διοικητικές υποθέσεις. Πρέπει να εμπιστευθούν τα .καθήκοντα αύτά σέ πρόσωπα έμπιστα, διορισμένα στήν άνάγκη, στούς μισθωτούς υπάλληλους της οργάνωσης, καΐ να Ικανοποιηθούν μέ απολογισμούς κάτι περισσότερο άπδ περιληπτικούς ί) νά εξουσιοδοτήσουν έλεγκτές. "Οταν μια τέτια μεταμόρφωση δέν συνοίδ'εύεται άπδ εΙδικές συμφωνίες καΐ αλλαγές καταστατικοϋ, δ άπλδς δπάλληλος ανυψώνεται σιγά - σιγά σέ άρχηγδ προσωπικά, αποκτά δηλαδή μια ελευθερία δράσης πού δέν εΤχε σάν ύπάλληλος. Χάρη σ' αυτή δ αρχηγός αποκτά τή συνήθεια να διεκπεραιώνει ενα μεγάλο άριθμδ σημαντικών υποθέσεων καΐ νά διευθετεί ενα δλοένα αύξανόμενο άριθμδ ζητημάτων, πού παρουσιάζονται στή ζωή τοϋ κόμματος, χωρίς νά παίρνει κατευθυντήριες γραμμές άπδ τή μάζα. Είναι φανερδ δτι μ' αύτδ τδν τρόπο ή σφαίρα του δημοκρατικού έλέγχου συσφίγγεται μέχρι να φτάσει τΙς μικρότερες διαστάσεις. Σέ δλα τα σοσιαλιστικά κόμματα μπορεί να παρατηρηθεί πώς ένας πάντα μεγαλύτερος, άριθμδς λειτουργιών, πού έπιτελοΟνταν άπδ τις συνελεύσεις, μεταφέρονται στα διοικητικά συμβούλια. 'Όλο αύτδ είναι ενα ισχυρδ οικοδόμημα περίπλοκης δομής, πού άνυφώνεται μ' αύτδ τδν τρόπο. Φέροντας τήν αρχή του καταμερισμού της έργασίας, οί δικαιοδοσίες διαχωρίζονται καΐ διαχωρίζουν. Σχηματίζεται μια αύστηρά περιχαρακωμένη γραφειοκρατία μέ ενα μεγάλο άριθμδ βαθμών. Ό σχολαστικός σεβασμός τών ιεραρχικών δρόμων γίνεται τδ πρώτο άρθρο της κατήχησης, πού καθορίζει τά καθήκοντα τοΰ 186
κόμματος. Ή ιεραρχία είναι τ6 άπατέλεσμα τών τεχνικών άναγκών ή ή πιο ουσιαστική προϋπόθεση για τή ρύθμιση της λειτουργίας του κοιμματικου μηχανισμού. Ή ολιγαρχική καΐ γραφειοκρατική τάση της δργάνωσης του κόμματος ξεπηδά αναμφίβολα απο μια τεχνική καΐ πρακτική αναγκαιότητα. Είναι • τό αναπόφευκτο προϊον τή; ϋδ ι ας της άρχής της οργάνωσης. 'Ακόμα και ή περισσότερο ριζοσπαστική πτέρυγα τών διαφόρων «σοσιαλιστικών κομμάτων δεν Ιχει τίποτα ν' άντιτάξει ·σ' αυτή τήν οπισθοίδρομική Ιξέλιξη καΐ διαβεβαιώνουν οτΐ' ή δημοκρατία είναι μονάχα μια μορφή της οργάνωσης, Ιτσι πού δταν παύει να συμβιβάζεται μ' αυτή, θά πρέπει μάλλον νά άρνηθουμε τή δημοκρατία, παρά τήν οργάνωση, πού σάν μόνο μέσο γιά τήν • πραγματοποίηση τών σκοπών του 'σοσιαλισμού μποροΟμε να ποΰ'με δτι περικλείνει μέσα της τό επαναστατικό περιεχόμενο του κόμματος. Σε 'καμιά περίπτωση, λένε, δέν είναι θεμιτδ νά θυσιάσουμε τήν ουσία του περιεχομένου για χάρη της μορφής. 'Όλες οι έποχές, δλες οι φάσεις της ανάπτυξης, δλοι οι τομείςτης 'δραστηριότητας του άνθρώπινου· γένους γνώρισαν τό θεσμό τών αρχηγών. Είναι αλήθεια δτι, σήμερα, ειδικά άπο χους δρθόδοξους μαρξιστές αγωνιστές του γερμανικού· σοσιαλισμού, άκοΟμε να υποστηρίζεται δτι τό -σοσιαλιστικό κόμμα δέν Ιχει άρχηγούς, άλλα τό πολύ - πολύ υπαλλήλους, επειδή είναι δημοκρατικό κόμμα καΐ επειδή ή ύπαρξη αρχηγών είναι ασυμβίβαστη μέ'τή δημοκρατία. Ώστόίσο, ή δήλωση αυτή πού παραποιεί τήν αλήθεια δέν μπορεί νά γκρεμίσει κάτι πού είναι κοινωνιολογικός νόμος. Αντίθετα,'άκόμα περισσότερο, ή δήλωιση αύτή Ιχει σάν αποτέλεσμα νά ενισχύσει τήν έξουσία τών αρχηγών, μια πού δέν χρησιμεύει σέ τίποτα άλλο εκτός άπό τό νά κρύψει ακόμα περισσότερο μπροστά στά μάτια τών μαζών ενα κίνδυνο, πού πραγματικά απειλεί. τή δημοκρατία. Μια σταθερή οργάνωση εχει ανάγκη— γιά λόγους διοικητικής τεχνικής, δσο καΐ για λόγους τακτικής — άπό μιά ηγεσία τό Τδιο σταθερή. Μέχρι πού ή οργάνωση είναι ασύνδετη καΐ άκαθόριστη δέν μπορεί νά δημιουργηθεί έπαγγελματική ηγεσία. Οι αναρχικοί πού τρέμουν τό κάθε σταθερό οργανωτικό σχήμα, δέν διαθέτουν άρχηγούς προσλαμβανόμενους γιά κανονική υπηρεσία. Στό ξεκίνημα του γερμανικού σοσιαλισμού δ «άνθρωπος της έμπιστοσύνης», δ Vertrauensmann, άσκουκ3ε και τό έπάγγελμά του. Πέρα άπ' αυτό, άποζημιωνόταν, άλλα πάντα ελάχιστα, γιά Ιργασίες καθαρά τυπικές. Τό λειτούργημά του δέν είχε βέβαια γι' αυτόν τήν άξία μιας πηγής εισοδήματος. Ό υπάλληλος ήταν ακόμα δ άπλός σύντροφος στήν εργασία, συμμεριζόταν τόν τρόπο ζωής καΐ τήν δλη κοινωνική θέση τών άλλων εργαζομένων. Σήμερα Ιχει σέ μεγάλο 187
μέρος άντικατασταθει άπά τον Ιπαγγελματία πολιτικό, ànb τούς Bezirksleiter, κλπ. "Οσο πιο σταθερή είναι ή μορφή πού παίρνει μια οργάνωση, μέ τήν εξέλιξη της δομής του σύγχρονου κόμματος,, τό'σο περισσότερο στον τυχαίο ηγέτη υπεισέρχεται δ επαγγελματίας ηγέτης. Κάθε κομματική οργάνωση λίγο σύνθετη άπαιτεί ενα κάποιο αριθμό ατόμων, που να της άφιερώνουν δλη τους τή δραστηριότητα. Οι μάζες εξουσιοδοτούν τότε ενα μικρό άριθμο άτόμων, πού μέ βάση αύτή τήν εξουσιοδότηση τις άντιπροοωπεύουν συνέχεια και διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις. Για να κατανοήσουμε καΐ να εκτιμήσουμε σωστά δλη τή βαρύτητα της υπεροχής τών αρχηγών απέναντι στή μάζα, είναι αναγκαίο να εξετάσουμε τις ι'διες τις μάζες πού συνθέτουν το κόμμα. Γεννιέται πράγματι το πρόβλημα, ποιές είναι οι μάζες πού θα εξετάσουμε. Μπορέσαμε κιόλας να εκτιμήσουμε τή φυσική αδιαφορία πού υπάρχει στή μάζα, άκόμα και σέ κείνη πού είναι οργανωμένη ατά πολιτικά κόμματα, σχετικά μέ τή διαχείρ^^ση των υποΟέσεών. της. Άλλα καΐ ή 'ίδια ή σύνθεση μιας τέτιας μάζας δέν προσφέρει σιγουριά σχετικά μέ τήν ιοιανότητά της να αντισταθεί στή θέληση μιας κάστας αρχηγών, πού έχουν συνείδηση της δύναμής τους. Ή ανάλυση τών γερμανικών εργατικών συνδικάτων, αναφορικά μέ τήν ηλικία τών μελών τους, δίνει επίσης μια αρκετά πιστή εικόνα της σύνθεσης τών διαφόρων σοσιαλιστικών κομμάτων: ή μεγάλη πλειοψηφία τών εγγεγραμμένων είναι 25 - 39 ετών. 'Άλλα είναι τα ενδιαφέροντα πού τραβούν τους νέους στίς ώρες της σχόλης τους: ξένοιαστοι, δίχως φροντίδες, 'δοσμένοι σέ σκέψεις Ιρωτικής φύσης καΐ από τήν άλλη μεριά πάντα μέ τήν Ιλπίδα πώς κάποιο θαύμα θα τους γλυτώσει από τήν ανάγκη νά περάσουν ολη τους τή ζωή σαν άπλοί μισθωτοί, δέν πάνε παρά σπάνια στή ν οργάνωση* οι άνδρες πάνω άπό τά 40, βαριεστημένοι καΐ συχνά απογοητευμένοι, παραιτούνται άπό μέλη, εκτός κι αν τούς συγκρατεί κάποιο καθαρά προσωπικό συμφέρον (δικαίωμα επιχορήγησης σέ περίπτο>ση αρρώστιας, ανεργία κλπ.). Έτσι συμβαίνει νά λείπει άπό τήν ομάδα ή δύναμη ελέγχου της φλογερής καΐ τολμηρής νεότητας μαζι μέ κείνη της περισσότερο Ιμπειρης ώριμότητας. Μέ άλλα λόγια, οί ηγέτες βρίσκονται μπροστά σέ ενα στοιχείο άπό τό όποιο είναι ανώτεροι άκό]χα καΐ άπό άποψη ήλικίας και πείρας της ζωής, ενώ άπό τήν άλλη μεριά δέν Ιχουν καθόλου νά φοβηθούν τή δίχως σεβασμό κριτική, πού αποτελεί ειδικό χαρακτηριστικό τών άνθρώπων πού μόλις άνδρώθηκαν. Μιά άλλη ενδιαφέρουσα εκτίμηση, πού άφορα τό χαρακτήρα της κατευθυνόμενης μάζας, είναι ή αμφίβολη σταθερότητά της. Τουλάχιστον, μας φαίνεται θεμιτό νά φτάσουμε σ' αύτό τό συμπέ188
ρααμα, από \iiol αναφορά του σοσιαλιστικού τμήματος στό Μόναχο, για τό 1906, οπου υπάρχει ή παρακάτω στατκίτική, πού δείχνει άναλυτικα άπδ πόσο καιρό ^συμμετέχουν στό κόμμα τα μέλη που είναι εγγεγραμμένα στό παράρτημα αύτό. Ό ά μ φ ι τ α λ α ν τ ε υ ό μ ε ν ο ς χαρακτήρας των οργανωμένοι ν παρουσιάζεται σέ ακόμα μεγαλύτερο βαθμό στα μέλη των, θαυμάσιων κατά τα &λλα, συνδέσμων αντίστασης της Γερμανίας. Τόσο πολύ, πού επινοήθηκε ή παροκμία: το συνδικάτο εΤναι ενα είδος περιστερώνα. Πράγματι, τα πιτσούνια μπαινοβγαίνουν κατά βούληση. Ή όμασπονδία των έργατών μετάλλου της Γερμανίας άπό τό 1906 μέχρι τό 1908 είχε 210.565 νέα μέλη. "0μο3ς, τό ποσοστό των έργατών - μελών πού απομακρύνθηκαν άπό την ομοσπονδία αυξήθηκε τό 1906 60, τό 1907 83 καΐ τό 1908 100 τα 100. Άπό αύτό φαίνεται πώς οι δεσμοί, πού συνδέουν τό κύριο σώμα των μαζών στην όργάνωσή τους, είναι μάλλον άδύνατοι καΐ δτι ενα μικρό μόνο μέρος άπό τους Ιργαζόμενους ταυτίζεται μέ τό συνδικάτο. Οι αρχηγοί λοιπόν, μιά καΐ βρίσκονται μπροστά σέ μάζες, πού ή σύνθεσή τους μεταβάλλεται κάθε στιγμή, συνιστουν ενα στοιχείο σταθερό καί, άκόμα καΐ γι' αύτό, πιό ικανό άπό τούς οργανωμένους. Ή
ουντηρητικη δάοη της οργάνωοης
Στό σημείο αύτό γεννιόνται δυό σημαντικά ερωτήματα. Τό ενα μπορεί νά διατυπωθεί ετσι: είναι ανίατη ή ολιγαρχική άρρώστια τών δημοκρατικών κομμάτων; Στό επόμενο κεφάλαιο θά ερευνήσουμε τό ζήτημα αύτό. Τό αλλο μπορεί νά είναι: είναι άδύνατο άραγε σ' ενα δημοκρατικό κόμμα νά εφαρμόσει μια δημοκρατική πολιτική καΐ σ' ενα επαναστατικό κόμμα μια έπαναστατική πολιτική; Δεν είναι Γσως μια ούτοπία, δχι δ σ ο σ ι α λ ι σ μ ό ς , άλλα ή Ι'δια ή θέληση να έφαρμοστ^ΐ μια σοσιαλιστική π ο λ ι τ ι κ ή ; Θέλοντας νά απαντήσουμε σ' αύτή την τελευταία ερώτηση μπορούμε νά είμαστε σύντομοι. Μέσα σέ στενά πλαίσια, άκόμα ·και τό βασισμένο σέ μια ολιγαρχία δημοκρατικό κόμμα είναι άνα|Λφίβολα σέ θέση νά επηρεάσει δημοκρατικά τό κράτος®. Ή παλιά πολιτική κάστα μιας κοινωνίας και ειδικότερα τό ϊδιο τό «κράτος» βλέπουν πώς είναι άναγκασμένοι νά ,έπιχειρήσουν μιά 2. Βασικά, εκεΤ πού υπάρχει καθολική ψηφοφορία, Χοί] καΐ δίμεση, είναι εκει δπου ή εργατική τάξη είναι όργανωμένη καΐ φροντίζει γιλ τά συμφέροντά της (πρβλ. Franco Savorgnan, Soziologische Fragmente, σ. 105, "Ινσμπρουκ, 1909). Στήν περίπτωση αύτή οΐ άρχηγοί ëxoov κάθε συμφέρον νά ασκήσουν στό κράτος δλες τΙς δυνατές πιέσεις γιά νλ τά κάνουν περισσότερο δημοκρατικό.
189
κάποια Ιδεολογική καΐ πρακτική έπανεκίτίμηση πολλδ)ν αξιών: δίνεται περισσότερη σημασία στή μάζα ακόμα κι äv τήν άδηγουν δημαγωγοί* τα νομοθετικά και διοικητικά όργανα συνηθίζουν νά υποχωροΰν, δχι μόνο στίς άξιώσεις πού προέρχονται άπό πάνω, άλλα καΐ οέ κείνες πού ανεβαίνουν άπό οίάτω. Αυτό μπορεί νάναι ή άρχή μεγάλων δυσκολιών, πού τΙς γνωρίζουμε άπό τήν πιό πρόσφατη ιστορία δλων των κρατών μέ κοινοβουλευτικό καθεστώς. Θεωρητικά σημαόνει μια ανυπολόγιστη πρόο'δο στήν πορεία για ενα δημόαΐΌ δίκαιο περισσότερο εναρμονισμένο μαρξκιμου', δχι σαν οικονομικό δόγμα, άλλα σαν φιλοσοφία της ιστορίας, μια πού είναι, δοσμένο δτι τό γεγονός αυτό δέν είναι σέ ·κά'θε μεμονωμένη περίπτωση παρά τό αποτέλεσμα μεσολαβητικών σχέσεων άνάμεσα στίς διάφορες κοινωνικές δυνάμεις, πού άντιμετωπίζονται φυσικά δχι από ποσοτική άποψη, αλλά από δυναμική άποψη, και πού συναγωνίζονται γιά τήν έπικράτηση. Ό ρώσος σοσιαλιστής 'Αλέξανδρος Χέρτσεν, πού τό μεγαλύτερο ενδιαφέρον του βρίσκεται στήν ψυχολογική πλευρά τοΟ' Εργου του, δήλωσε δτι, από τότε πόύ ό άνθρωπος Ιγινε έξάρτημα της ιδιοκτησίας καΐ ή ζωή αδιάκοπος αγώνας για τό χρήμα, οι πολιτικές ομάδες του αστικού κόσμου χωρίστηκαν σέ δυό στρατόπεδα: τούς ιδιοκτήτες, πού γαντζώνονται σταθερά στα έκατομμύριά τους, και τούς άπορους πολίτες, πού θά ήθελαν ν' αρπάξουν άπ' τούς πρώτους τήν ·κατοχή, άλλα δέν έχουν τήν απαιτούμενη δύναμη γι' αυτό* από τή μια μεριά, λοιπόν, οι φιλάργυροι και από τήν άλλη οι ζηλιάρηδες. Ή Ιστορική εξέλιξη δέν θά αντιπροσώπευε παρά μια αδιάκοπη άλληλοδιαδοχή αντιπολιτεύσεων — σχεδόν μέ τήν κοινοβουλευτική σημασία της λέξης — πού «άνεβαίνουν ή μια μετά τήν άλλη στήν εξουσία και στήν κατοχή, περνώντας από τή ζήλια στή φιλαργυρία». Έτσι, ή διαδικασία της κοινωνικής έπανάστα.σης δέν θά επέφερε κανενός είδους τροποποιήσεις στήν έσωτερική δομή της μάζας. Μπορούν θαυμάσια να νικήσουν οί σοσιαλιστές, δχι δμως κι δ σοσιαλισμός, πού μαραίνεται τήν ϊδια στιγμή πού θριαμβεύουν οι ύποστηρίίκτές του. θ ά μπορούσαμε ισως νά έπιχειρήσουμε νά δνομάσουμε αύτή τήν κατάσταση ιλαροτραγωδία, μιά πού· οι μάζες, " άφου έχουν καταβάλει τιτάνιες προσπάθειες, ικανοποιούνται μέ τό να αντικαταστήσουν τό Ινα αφεντικό μέ τό άλλο. Στούς έργαζόμενους δέν άπομένει παρά ή τιμή του «parteciper au recrutement gouvernemental»*. 'Αποτέλεσμα άρκετά πενιχρό, αν ύπολογίσουμε τό ψυχολογικό φαινόμενο δτι καΙ δ πιό άγνός ιδεαλιστής εχει τήν ευκαιρία, σέ λίγα χρόνια καριέρας ισάν άρχηγός, νά αναπτύξει δλες εκείνες τΙς ιδιότητες πού χαρακτηρίζουν τούς άρχηγούς. Στούς εργατικούς κύκλους της Γαλλίας γεννήθηκε ή παροιμία: homme élu, homme foutu**. Ή κοινωνική έπανάσταση, δμοια μέ τήν πολιτική επανάσταση, θά περιοριζόταν σέ μιά έπιχείρηση δπου, δπως λέει μιά Εταλιοίή παροι-μία, «αλλάζει δ μαέστρος της εκκλησιάς, αλλά ή μουσική είναι πάντα ϊδια». * Μετόχου σέ κυβερνητικές θέσεις. ** "Ανθρωπος έκλεγμένος = ξοφλημένος.
205
Ό Φουριέ χαρακτήρισε τή σύγχρονη κοινωνία σάν ?να μηχανισμό πού κυριαρχείται από την πιό άσύδοτη άτομική κατάχρηση, πού δέν προσφέρει έγγυήσεις -στό άτομο ένάντια ατούς σφετερισμούς της μάζας κι οδτε στη μάζα ένάντια .στούς σφετερισμούς τοΟ άτομου. Ή ιστορία μοιάζει να μας δείχνει πώς κανένα λαϊκό κίνημα, δσο κι άν είναι ενεργό καΐ δυνατό, δέν είναι Ικανό να προκαλέσει οργανικές και συνεχείς μεταμορφώσεις στόν κοινωνικό, δργανισμό του πολιτισμένου κόσμου, γιατί τα ϊδια τα στοιχεία πού προβάλλονται περισσότερο στό κίνημα, δηλαδή οί δνθρωποι πού τό καθοδηγούν καΐ τό ζωογονούν, φτάνουν (σιγά-σιγά να απομακρύνονται από τΙς 'μάζες, για να προσχωρήσουν στην τροχιά της «πολιτικής τάξης», δπου φέρνουν ϊσως τή συνεισφορά λίγων «νέων ιδεών», άλλα χάνεται, σαν αντάλλαγμα, πολύ μεγαλύτερη δημιουργική δύναιμη καΐ πρακτική ευφυία, συνηθίζοντας δμως τήν τάξη τών εξουσιαστών σέ μια πάντα άνανεωμένη νεότητα. Ή «πολιτική τάξη», για να 'συνεχίσοι^με χρησιμοποιώντας τόν δρο τοΟ Μόσκα, διαθέτει άναμφισβήτητα μια άπροσμέτρητη έπίγνωση τών δυνατοτήτων και τών μέσων άμυνάς της. Άσκει μιά έλκυστική δύναμη καΐ μια ικανότητα άπορόφησης τόσο ισχυρές, πού σπάνια χάνονται άκόμα και μπροστά στους πιό άσπονδους και έπίμονους έχθρούς. 'Από ιστορική άποψη, έχουν άπόλυτο δίκιο οΓάντιρομαντικοί, πού περικλείνουν τό σκεπτικισμό τους σ' αυτή τήν καυστική σάτιρα: «Τί είναι επανάσταση; "Ανθρωποι πού πυροβολουν στό δρόμο: μ' αποτέλεσμα νά σπάνε πολλά τζάμια* άπό αύτό δέν κερδίζουν παρά μονάχα οί τζαμάδες. Ό άνεμος παίρνει μακριά τόν καπνό. Αύτοι πού μένουν άπό πάνω, βάζουν τούς άλλους άπό κάτω. . . 'Αξίζει τόν κόπο νά ξεστρώνεις τούς τίμιους οδόλιθους, πού σέ τίποτα δέν φταίνε!». "Η, δπως τραγουδήθηκε ήδη στή Madame Angot: «Δέν άξίζει τόν κόπο ν' άλλάζουιμε κυβερνήσεις». Στή Γαλλία, κλασική γη τών μύθων καΐ τών κοινωνικών έμπειριών, αυτός δ πεσιμισμός Ιβγαλε τΙς πιό βαθιές ρίζες.
206
Κάρλ Μανχάιμ (Βουδαπέστη 1893 - Λονδίνο 1947)
Καϋ'ηγψης Κοινωνιολογίας οτη Φρανκφούρτη. Τ6 1933 εγκαταοτάύηκε στην "Αγγλία oàv καύηγητης οτη London School of Economics and Political Science. Έμεινε κει μέχρι τό ϋάνατό τον. Το δτι 6 Μανχάιμ αφιερώθηκε οτην κοινών ιολογία y άφοϋ νωρίτερα έίχε μελετήοει φιλοοοψία, είχε οημαντική εηίδραοη οτην επιλογή των αντικειμένων των ερευνών τον και Ίσως, ακόμα, οτη χαρακτηριοτικη άοτάύεια της οκέψης τον, που μόνο οτην τελενταία δεκαετία της ζωής τον άποκτα μιά κάποια οργανικότητα. 'Ένα άπο τά πιο ενδιαφέροντα ϋ'έματα, πον πραγματεύτηκε ο Μανχάιμ; είναι οί οχέοεις άνάμεοα οτην κοινωνιολογία και τη ΰρηοκεία' πώς δηλαδη μπορεί νά ονμφωνεϊ με τη ^ρηοκεία ή απιο λαϊκή» έπιοτήμη, Ο Μανχάιμ προτείνει ή κοινωνιολογία νά προχωρεί έλεύΰερα οτις άναλύοεις της, Στά δρια της και κει πον αρχαΐζουν οΐ κατηγορίες '^à οταματήοει αντόματα. Στο πολιτικό πεδίο, το βασικό ΰεώρημα τον Μανχάιμ είναι δτι, οτην έποχη τών μαζών, μόνο μιά προγραμματισμένη δημοκρατία, δηλαδη ενας ^προγραμματισμός της ελενϋ^ερίας» εχει δυνατότητα αντίστασης στην προέλαση τών δικτατοριών, 'Από τά κνριότερα έργα τον: (.(Ιδεολογία και Οντοπία»(1929)' αΔιάγνωση τον καιρόν μας» (1943)' αΕλενύερία, εξονσία και δημοκρατικός προγραμματισμός» (1950), TÔ κοινωνιολογικό πρόβλημα τής Ιντελιγκέντσιας Ή σύνδεση τών ποικίλων προοπτικών οάν πρόβλημα της πολιτικής κοινωνιολογίας Στις προηγούμενες σελίδες, προσπαθήσαμε νά δείξουμε συγκεκριμένα πώς τά ϊδιο πρόβλημα, έκεΐνο tö)V σχέσεων άνάμεσα στη θεωρία καΐ στην πρακτική, παίρνει διαφορετική μορφή άνάλογα μέ τις διαφορετικές πολιτικές θέσεις άπ' δπου έξετάζεται. *Ό,τι προκύπτει σχετικά μ' αυτό xb ζήτημα, βασικά για κάθε έπιστι^μονικα άντιλαμβανάμενη πολιτική, ισχύει έξίσου γιά δλα τά δλλα ειδικά προβλήματα. Θα μπορούσαμε πράγματι να δείξουμε δτι δχι μόνο οι προσανατολισμοί καΐ οι βασικές έκτιμήσεις ή τδ περιεχόμενο τών ιδεών διαφέρουν μεταξύ τους, άλλά δτι δ ϊδιος δ τρόπος 207
πού τίθεται ενα πρόβλημα, ή φάση της διενεργούμενης Ιρευνας καΐ οΐ κατηγορίες μέ τΙς δποΐες προδιαθέτουιμε καΙ ταξινομοίΐμε τΙς έμπεφίες μας ποικίλλουν ανάλογα μέ τη διαφορετική κοινωνική θέση του παρατηρητή. Δεδομένου δτι ή πορεία τών πολιτικών άγώνων εχει μέχρι τώρα σαφώς δείξει μια στενή σχέση ανάμεσα στή φιϊση τών πολιτικών άποφάσεο^ν καΐ μια καθορισμένη διανοητική αντίληψη, θα Ιπρεπε να συμπεράνουμε δτι έπιστήμη της πολιτικής είναι έκ τών πραγμάτων αδύνατη. Είναι διμως ακριβώς σ' αυτέ τό ^σημεΐο, δταν οΕ δυσκολίες γίνονται εκδηλες, πού φτάνουμε σέ μια άποφασι·στική καμπή. 'Ακριβώς τότε .διαγράφονται δυο νέες δυνατότητες στή διατύπωση του προβλήματος. "Άπό μια μεριά, είναι δυνατό νά ποϋμε: άφου ή μοναδική γνώση, πού Ιχουμε στή ν επικράτεια της πολιτικής, είναι -εκείνη πού περιορίζεται στή θέση πού κατέχουμε, και άφου σ' αυτό τό βασίλειο δ σχηματισμός τών κομμάτων είναι άνεξάλειπτο στοιχείο, επεται πώς ή πολιτική μπορεί να μελετηθεί μονάχα από μια μεροληπτική δπτιχή και να διδαχθεί μόνο σέ μια κομματική σχολή. Αυτός είναι, αληθινά, ενας δρόμος άπ' δπου θα έπιτευχθουν αμεσα αναπτύγματα. Έγινε όμως τώρα πια προφανές δτι, έξαιτίας της πολυσύνθετης φύσης της σύγχρονης κοινωνίας, οί παραδοσιακές μέθοδοι πολιτικής έκπαί'δευσης τών νέων ηγετών δέν έπαρκουν πλέον για νά δώσουν στούς σημερινούς πολιτικούς άνδρες τήν απαιτούμενη επιστήμη. Τα πολιτικά κόμματα θα βρεθούν συνεπώς αναγκασμένα νά ιδρύσουν καΐ νά αναπτύξουν μέ δλο και μεγαλύτερη κριτική συνείδηση δικές τους σχολές. Αύτές δχι μόνο θά καταστήσουν ικανούς τούς πολιτικούς αρχηγούς νά διατυπώνουν αντικειμενικές κρίσεις πάνω στα -συγκεκριμένα προβλήματα, άλλα καΐ θά έπισημάνουν τις διάφορες οπτικές άπ' δπου μπορεί νά οργανωθεί καΐ νά ελεγχθεί ή έμπειρία. Κάθε πολιτική προοπτική δέν εξαντλείται καθόλου στήν άπλή αποδοχή ή άρνηση μιας σειράς γεγονότων. 'Αντίθετα, συνεπάγεται μια ευρύτερη -κοσμοαντίληψη. Ή σημασία, πού της αποδίδουν οι πολιτικές περιπτώσεις, είναι πράγματι ορατή στίς προσπάθειες πού κάνουν δλα τα κόμματα για να διαπλάσουν τή συνείδηση τών μαζών, στα όποια δέν ξεκινούν από μια μεροληπτική οπτική, άλλα άπό ι α αληθινή κοσμοαντίληψη. Ή πολιτική παιδαγωγική συνεπάγεται -τή- διδασκαλία μιας Ιδιαίτερης στάσης απέναντι στόν κόσμο, πού νά άγκαλιάζει κάθε πλευρά της ζωής. Πολιτική έκπαίδευση σημαίνει εξάλλου μια όρι^ιένη άντίληψη της ιστορίας, ενα-κάποιο τρόπο έρμηνείας τών γεγονότων καΐ.μιά τάση έπιδίω208
ξης, ιμ' ενα καθορισμένο τρόπο, ένος φιλοσοφικού προσανατολισμοΟ. Ξεκινώντας από τό 19ο αιώνα, παρακολουθούμε μια δλο καΐ μεγαλύτερη διαίρεση τών τρόπων του σκέπτεσθαι καΐ τών κο.·σμοαντιλτόψεων, και την αυξανόμενη μεταξύ τους απόσταση, αντίστοιχα μέ τις διάφορες πολιτικές θέσεις. Ό σχηματισμός κομματικών σχολών θα εντείνει αύτη την τάση και θα τήν οδηγήσει στη λογική της κατάληξη. Ή δημιουργία δμως τέτιων σχολών και ή ανάπτυξη κομματικών θεωριών αντιπροσωπεύουν μόνο μια από τΙς άναπόφευκτες συνέπειες της παρούσας κατάστασης. 'Αναφέρεται σέ κείνους πού, κατέχοντας μια ακραία θέση στην κοινωνική διάταξη, είναι ύποχρεωμένοι να μένουν πιστοί, στο διικό τους πνεύμα, να θεωρούν τους ανταγωνισμούς σαν απόλυτους καΐ να αποδιώχνουν κάθε συνολική έκτίμηση. Ή παρούσα στιγμή προ'σφέρει μια άλλη δυνατότητα. 'Αντιτίθεται πλήρως στή βασικά στρατευμένη φύση πού προσιδιάζει στόν πολιτικό προσανατολισμό γενικά. Αυτή ή άλτερνατίβα, πού ή σπουδαιότητά της δεν είναι βέβαια κατώτερη από κείνη τών άλλω^ν, συνίσταται στή ν αναγνώριση δχι μόνο του άναγκαίου στρατευμένου χαρακτήρα κάθε πολιτικής σκέψης, αλλά καΐ τήν ειδική φύση κάθε έκφρασης του. Σήμερα Ιχει γίνει εντελώς προφανές δτι ολόκληρη ή γνο)ση, εΐ'τε πολιτική ε'ιτε οπωσδήποτε φορέας μιας οπτικής του κόσμου, είναι πάντα συμφεροντολογική. Ή μερική φύση δλου του είδέναι μπορεί αληθινά σαφώς να άναγνωρισθει. "Αν καΐ αυτό τό γεγονός δέν αποκλείει τή δυνατότητα μιας ένσο3μάτωσης τών πολλών συμπληρωμτικών προοπτικών σέ μια περιεκτική ολότητα. 'Ακριβώς επειδή σήμερα είμαστε σέ θέση να δοϋμε μέ μεγάλη σαφήνεια δτι οί διάφορες αντιλήψεις και θεωρίες, πού άλληλοσυγκρούονται, δέν είναι άπειρες καΐ δέν είναι αποτέλεσμα αύθαίρετης θέλησης, άλλα είναι συμπληρωματικές και πηγάζουν από είδικές κοινωνικές καταστάσεις, ή πολιτική σάν επιστήμη γίνεται για πρώτη φορά έφικτή. Ή παρούσα δομή της κοινωνίας επιδέχεται, πράγματι, τή δυνατότητα μιας πολιτικής έπιστήμης πού νά μήν είναι μεροληπτική έπιστήμη, άλλα νά εκτείνεται σέ μια αύστηρή θεώρηση της πραγματικότητας στό σύνολό της. Ή πολιτική κοινωνιολογία, σαν έπιστήμη πού περιλαμβάνει δλόχληρη τή σφαίρα της πολιτικής, πετυχαίνει ακριβώς αύτό τό σκοπό. 'Έτσι εντείνεται τό αϊτημα για ενα θεσμό εύρύτερο της 'κομματικής σχολής, δπου νά εύμφωνεΐ τελείως μέ τους διανοούμενους. Μια τέτια εξέταση θά εδειχνε, κατά πάσα πιθανότητα, πώς εκείνοι δέν είναι σήμερα οέ θέση να άκολουθήσουν μιά ενεργητική ανεξάρτητη πολιτική. Σέ μια έποχή δπως ή δική μας, δπου τά ταξικά συμφέροντα καΐ οι θέσεις πάνε να οριστούν άκόμα περισσότερο καΐ αντλούν τή δύναμή τους καΐ τήν κατεύθυνσή τους άπό τή δράση τών μαζών, μια πολιτική συμπεριφορά πού νά ψάχνει άλλα μέσα ύποστήριξης δέν φαίνεται εφικτή μέ εύκολία. Αύτό,.ώατόσο, δέν συνεπάγεται πώς ή ιδιαίτερη θέση τους τους εμποδίζει νά πετύχουν άποτελέσματα μεγάλης σπουδαιότητας γιά ολόκληρη τήν κοινο)νική διαδικασία. Τό σπουδαιότερο άπ' αυτά θά ήταν ή άνακάλυφη τής Θέσης απ' δπου μιά ολοκληρωμένη προοπτική καθίσταται δυνατή. Οι διανοούμενοι συνεπώς θά είχαν τό ρόλο φρουρών έκει πού διαφορετικά θα υπήρχε μιά νύχτα σκοτεινή σάν πίσσα. Είναι αλήθεια .αμφισβητήσιμο άν συμφέρει νά πεταχτούν στό κενό οΐ εύκαιρίες πού γεννιόνται άπό τήν ιδιαίτερη κατάστασή τους. Μιά ομάδα, πού ή θέση τής νά είναι λίγο - πολύ πάγια, Ιχει ήδη μιά πολιτική οπτική. "Οπου δέν συμβαίνει αύτό, δπως στήν περίπτωση τών διανοούμενο)ν, παρουσιάζεται μιά εύρύτερη περιοχή επιλογών και μιά αντίστοιχη ανάγκη ολοκληρωμένου προσανατολισμού καΐ σύνεσης. Αύτή ή τελευταία τάση, πού γεννιέται άπό τή θέση τών διανοουμένων, είναι πραγματική, άκόμη κι άν ή σχέση '[ΐεταξύ τών ποικίλων ομάδων δέν 6δηγεΐ στό σχηματισμό Ινός 220
δλοκληρωμένου κόμματος. Κατά τδν ϊδίο τρόπο, οΐ διανοούμενοι είναι ικανοί να φτάσουν σέ μια δλοκληρωμένη σύλληψη, δντας άκόμα δεμένοι καΐ μ' ενα κόμμα. Μήπως θα Ιπρεπε να θεωρήσουμε την ικανότητα κατάκτησης μιας ευρύτερης προοπτικής σάν μία απλή μορφή ύπευθονότητας; Αυτή δέν είναι περισσότερο μια αποστολή; Μονάχα έκεΐνος, πού συγκεκριμένα Ιχει διενεργήσει μια έπιλογή, Ιχει συμφέρον να βλέπει τήν πολιτική καΐ κοινωνική δομή στο σύνολό της. Το λογικά καΐ κοινωνιολογικά σημαντικό στοιχείο στήν ανάπτυξη μιας συνθετικής προοπτικής πρέπει να άναζητηθεΐ στή στιγμή πού δ στοχασμός στρέφεται στό πρόβλημα της επιλογής. Ή μορφοποίηση μιας απόφασης είναι αληθινά δυνατή μόνο σέ καθορισμένες συνθήκες ελευθερίας, δταν ή έπιλογή είναι δυνατή καΙ μετά τό χρόνο πού εγινε. Ή καλύτερα, δφείλουμέ τή δυνατότητα της διαπέρασης καΙ της κατανόησης των σημερινών ρευμάτων σκέψης στήν παρουσία ·μιΐί5ίς τέτχας σχετικά ανεξάρτητης ομάδας, ανοιχτής· στή συνεχή έπιροή-των άτόμων πού προέρχονται, άπό τΙς πιό διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και από "τΙς ' πιο ετερογενείς, δσον άφορα πεποιθήσεις και τάσεις, ομάδες. Μονάχα σέ τέτιες συνθήκες μπορεί να επιβεβαιωθεί έκείνη ή δυναμική καί, άκόμα περισσότερο, περιεκτική σύνθεση για τήν οποία κάναμε νύξη. Επίσης δ Ρομαντισμός, εξαιτίας τής κοινωνικής του τοποθέτησης, είχε ήδη συμπεριλάβει στό πρόγραμμά του τό αίτημα μιας δυναμικής μεσολάβησης ανάμεσα στις ποικίλες συγκρουόμενες άντιλήψεις. Στήν περίπτωσή του, αυτή ή άπαίτηση δδηγουσε σέ μια συντηρητική κατάληξη. Ή επόμενη, ώστόσο, γενιά του Ρομαντισμού ύποκατέστησε αυτή τήν προοπτική μέ μια επαναστατική, σύμφωνη μέ τίς νέες ανάγκες του καιρού. Τό βασικό πράγμα είναι οτι μόνο σ' αύτή τή γραμμή ανάπτυξης επιβεβαιώνεται ή προσπάθεια να καταστεί άληθινα ζωτική ή μεσολάβηση καΐ να συνδεθουν οι π'ολιτικές άποφάσεις σ" έναν ολοκληρωμένο προσανατολισμό. Σήμερα περισσότερο παρά ποτέ απαιτείται ' άπό μια τέτια δυναμική δμάδα να μοχθήσει νά δώσει ζωή σ' έναν οργανισμό εξω άπό τΙς κομματικές σχολές, δπου να προστατεύονται ή γνώση και τό συμφέρον τής πραγματικότητας στό σύνολό της. Είναι άκριβός σ' αυτές τις λανθάνουσες τάσεις πού οφείλουμε τήν επίγνωση δτι δλα τα συμφέροντα καΙ οι πολιτικές γνώσεις είναι αναγκαστικά μερικές και μεροληπτικές. Μόνο σήμερα, δντας σέ θέση νά άναγνωρίσουμε δλα τά ρεύματα καΐ ικανοί να συλλάβουμε τή διαδικασία μέ τήν οποία οι διάφορες πολιτικές αντιλήψεις καΐ οί κοσμοαντιλήψεις γίνονται κοινωνιολογικά σημαντικές, διαβλέπουμε τή δυνατότητα τής πολιτικής σαν έπιστήμης. Άφου είναι πιθανό, σύμφωνα μέ τό πνεύμα τής εποχής, δτι θά προκύ221
πτουν σέ δλο καΐ μεγαλύτερο άριθμδ οΐ κομματικές σχολές, εΪναι αληθινά εύχης ϊργο να γεννηθεί άλλοϋ Ινας τόπος, είτε στα πανεπιστήμια εϊτε σέ δλλους ανώτερους μορφωτικούς θεσμούς, δπου ν& έπι'διώκεται καΐ να όποστηρίζεται αυτή ή προχωρημένη μορφή πολιτικής έπιστήμης. "Αν οι κομματικές σχολές ανταποκρίνονται σέ κείνους πού οΐ πολιτικές αποφάσεις τους αποφασίστηκαν ήδη άπ0 τα κόμματα, αυτός δ νέος τύπος ανάλυσης μας φέρνει σέ κείνους πού οι επιλογές τους άκόμα δέν αποφασίστηκαν. Τίποτα δέν είναι πιο εύπρό^δεκτο άπδ το γεγονος έκεΐνοι οΐ διανοο·ύ|ΐενοι, πού έχουν σαφή ταξικά συμφέροντα, να άφομοιώνουν, ειδικά στη διάρκεια της νεότητας, αυτή τήν όπτική καΙ αυτή τήν αντίληψη του δλου. Άλλα και σέ μια τέτια σχολή δέν πρέπει να σκεφτούμε δτι οΕ δάσκαλοι παραμένουν αδιάφοροι. Δέν είναι χρέος του νά άποφύγει να φτάσει σέ πολιτικές άποφάσεις. Άλλα υπάρχει βαθιά διαφορά άνάμεσα στό -δάσκαλο πού απευθύνεται, μετά άπδ προσεκτική εξέταση, στούς υπό διαμόρφωση ακόμα μαθητές του, κινούμενος άπό αρχές ικανές να άναγνωρίσουν τήν πραγματικότητα στό σύνολό της, καΐ σ' ενα δάσκαλο πού ενδιαφέρεται μόνο να έντυπώσει τις Ιδέες του κόμματος, ήδη καλά παγιωμένες. Μια πολιτική κοινωνιολογία πού δέν Ιχ€ΐ τήν αξίωση να έπιβάλει μια απόφαση, ·άλλά περιορίζεται να υποδείξει τούς δρόμους για τήν επίτευξη της, θα μπορεί συνεπώς να συλλάβει έκεΐνες τΙς υπάρχουσες στήν πολιτική σφαίρα σχέσεις πού • πρίν μόλις καΐ φαίνονταν. Μια τέτια 'διδα0καλία θα είναι χρήσιμη ειδικά στό νά φωτίσει τή φύση τών κοινωνικά ενδιαφερόντων συμφερόντων. Αυτή θά άνα.καλύφει τούς καθοριστικούς παράγοντες πού βρίσκονται στη βάση αύτών τών ταξικών κρίσεων, Αποκαλύπτοντας τόν τρόπο μέ τόν οποίο οι συλλογικές δυνάμεις συνδέονται μέ 6μαδικούς σκοπούς, εκείνους τούς παράγοντες πού οποίος ασχολείται μέ πολιτική πρέπει να τούς λαβαίνει υπόψη, θ ά ξεκαθαριστούν σχέσεις δπως οι ακόλουθες: μέ δοσμένα δρισμένα 'συμφέροντα, σ' ενα καθορισμένο πλαίσιο έξελίξεων, θά έπακολουθήσει Ινας δρισμένος τύπος σκέψης καΐ μια ορισμένη έννοια δλόκληρης τής κοινωνικής διαδικασίας. 'Όχι, συνεπώς, αύτα τά συμφέροντα νά προκύπτουν από μια συγκεκριμένη διάταξη παραδόσεων πού, μέ τή σειρά τους, να εξαρτώνται άπό καθοριστικές δομές τής κοινωνικής κατάστασης. Μόνον δποιος είναι ικανός νά διατυπώσει τό πρόβλημα μ' ενα τέτιο τρόπο εΖναι σέ θέση να ανακοινώσει στούς άλλους μιά κρίση για τή δομή τής πολιτικής σκηνής καΐ να τούς βοηθήσει νά πετύχουν μια σχετικά πλήρη εικόνα του δλου. Αύτή ή κατεύθυνση στήν Ιρευνα θά δώσει μιά καλύτερη γνώση τής ούσίας τής πολιτικής και ιστορικής σκέψης καΐ θά δείξει μέ περισσότερη 222
σαφήνεια τΙς ύφιστάμενες σχέσεις ανάμεσα στΙς αντιλήψεις της Ιστορίας καΐ τους πολιτικούς πρασανατολισμούς. Εκείνοι πού μετέχουν σ' αυτή τήν κατεύθυνση είναι, δμως, πολύ έξυπνοι γιά νόο πιστέψουν δτι οι πολιτικές άποφάσεις μπορούν να διδαχθούν ή δτι αυτές μπορούν να διακοπούν αυθαίρετα, Ίν® είναι άκόμα αποτελεσματικές. Συνοψίζοντας: δποια κι αν είναι τα συμφέροντά σας, σας αφορούν σαν πολιτικο άτομο, αλλά τό γεγονός δτι εχετε αύτή ή- έκείνη την τάξη συμφερόντων συνεπάγεται ακόμη δτι πρέπει να κάνετε αυτό ή εκείνο για να τα πραγματώσετε, και δτι πρέπει-νά γνωρίζετε τήν ειδική θέση πού κατέχετε στήν δλική κοινωνική διαδικασία\ Ένώ πστεύουμε δτι τα συμφέροντα και οι σκοποί δέν μποροΰν νά διδαχθούν, θεωρούμε αντίθετα δυνατή τήν ερευνά της δομικής σχέσης πού θεμελιώνεται ανάμεσα στή γνώση καΐ τήν πολιτική προοπτική, άνάμεσα στή διαδικασία της κοινωνίας και τήν ανάπτυξη του ιδιαίτερου συμφέροντος. Εκείνοι πού άπαιτοΟν μιά έπιστήμη της πολιτικής ικανή να υποδείχνει τούς κανόνες και τούς σκοπούς θα επρεπε να στοχαστούν δτι μια τέτια απαίτηση συνεπάγεται τελικά τήν άρνηση της πολιτικής πραγματικότητας. Το μόνο πού μπορούμε να απαιτήσουμε άπδ μια πολιτική σαν έπιστήμη είναι αύτή να παρατηρεί τήν πραγματικότητα μέ τα μάτια τών άνθρώπο^ν της δράσης και να. καλεί αύτούς τούς τελευταίους νλ δουν τούς αντιπάλους τους στό φί'δς των συγκεκριμένων τους διαστάσεο3ν καΙ τή θέση τους στό έσοκερικό της ιστορικο - κοινωνικής κατάστασης. Ή πολιτική κοινο^νιολογία, μ' αύτή τή συγκεκριμένη έννοια, θα επρεπε να εχει επίγνωση της λειτουργίας της, πού είναι να φτάσει στήν ευρύτερη δυνατή σύνθεση των τάσεων μιας εποχής. Πρέπει να προειδοποιεί δτι να διδαχτούν μπορούν μόνον οι δομικές σχέσεις: οί κρίσεις πάνω στήν πραγματικότητα δέν' μπορρυν αυτές καθεαυτές να διδαχθούν, άλλα μπορούμε να Ιχουμε επίγνωση αύτών σέ βαθμό λίγο - πολύ ικανοποιητικό καΐ μετά να ερμηνεύονται.
1. Ό Μάρξ Βέμπερ διατύπωσε τά πρόβλημα τ^ς πολιτικές κοινωνιολογίας μέ παρόμοιο σχεδόν τρόπο, äv καΐ ξεκίνησε άπό εντελόδς διαφορετικές προϋποθέσεις. Ή επιθυμία του γιά Αμεροληψία στήν πολιτική αντιπροσωπεύει τήν παλιά δημοκρατική παράδοση. Μολονότι ή λύση του συνεπάγεται το διαχωρισμό άνάμεσα στή στιγμή τής θεωρίας καΐ σέ κείνη τής Αξιολόγησης, ή άπαίτησή του νά δημιουργήσει §να κοινό σημείο έκκίνησης γιά τήν πολιτική άνάλυση Αποτελεί Ινα σκοπό άντάξιο τίον μεγαλυτέρων προσπαθειών.
223
Χέρμπερτ ΜαρκοΟζε (Βερολίνο 1898)
Σπονδαοε φιλοοοφια στο Βερολίνο και οτό Φράιμπουργκ. Στη Νέα Υόρκη άπο τό 1934 ήταν μέλος της Ncvi School of Social Research και στη διάρκεια τον πολέμου τον Office of Strategic Services. "Από το 1954 είναι κα^ηγητης της πολιτικής επιοτήμης οτό πανεπιοτήμιο Μπραντάιζ της Μαοαχουοέτης, ^Απά τους πιο στενούς συνεργάτες του Χορκχάιμερ, ακόμα και στα κείμενά του τίθεται στην άναζήτηση εκείνων των φιλοσοφικών, κοινωνικά - χρνχολογικών και ιστορικών αίτιων, ηον μπορούν νά έχουν Ισχν στο σχηματισμό μιας κριτικής ΰεωρίας τής κοινωνίας. Με κριτική τοποθέτηση άπέναντι στον Φρόνντ, αρνείται τή δυνατότητα νά διαλενκάνει ψνχολογικά τά κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα και νποστηρίζει, άντί&ετα, δτι είναι αναγκαίο νά άναζητήσονμε κάτω και πέρα άπο τά ψνχολογικά φαινόμενα την πραγματική κοινωνιολογικη και πολιτική ονσία. ^Απο τά κνριότερα εργα του: (.^Ερως και Πολιτισμός» (1955, ελλην. έκδοση Κάλβος)· «Ό Σοβιετικός Μαρξισμός — Κριτική "Ανάλυσης (1957, ελλην. έκδοση Καστανιώτη 1975)· ((Ό Μονοδιάστατος "Ανθρωπος)) (1964, ελλην. έκδοση Παπαζήση 1971). Ή μονοδιάστατη κοινωνία Ή ανεαη, ή αποτελεσματικότητα, ή λογική καΐ ή Ιλλειφη έλευθερίας }χέσα. σ' ενα δη|λοκρατικ0 πλαίσιο, νά τί χαρακτηρίζει τ0ν προχωρημένο βιομηχανικό πολιτισμό και συνηγορεί για την τεχνική πρόοδο. Πραγματικά, δέν είναι λογικότατο να μηχανοποιηθούν οι κοινωνικά αναγκαίες εργασίες, πού είναι κοπιαστικές για τό άτομο, εστιο και μέ τόν παραμερισμό τής ατομικότητας; νά συγκεντρωθούν οί 'μικρές επιχειρήσεις σέ αποτελεσματικότερες καΐ παραγωγικότερες μονάδες; να υπαχθεί σέ κανόνες δ ελεύθερος άνταγωνισμός, πού στό κάτω - κάτω γίνεται ανάμεσα' σέ ατομα άνισης δύναμης; να περιορισθοϋν οί έθνικές πλειοδοσίες καΙ κυριαρχίες πού φρενάρουν τήν παγκόσμια οργάνωση των οικονομικών συναλλαγών; 'Άν λοιπόν αυτό τό τεχνολογικό έπίπεδο άπαιτει μια ανάλογη πολιτική και πνευματική έναρμόνιση, τότε Ιχουμε μια λυπηρή βέβαια, άλλα απαραίτητη έπίπτωση τοΟ πράγματος. 224
Tà δικαιώματα καΙ· οΐ ελευθερίες, πού ήταν ουσιαστικοί παράγοντες στά πρώτα στά'δια της 'βιομηχανικής 'κοινωνίας, χάνουν τή ζωτικότητά τους στα πιο προχωρημένα στάδια, χάνουν τό παραδοσιακό τους περιεχόμενο. Ή έλευθερια της σκέψης, του λόγου καΐ της συνείδησης —καθώς άλλωστε κι ή ελεύθερη έπιχείρηση πού εξυπηρετούσαν %αΙ προστάτευαν — ' διαμορφωμένη άπό ιδέες ουσιαστικά κ ρ ι τ ι κ έ ς , είχε σκοπό να άντικαταστήσει • μια ξεπερασμένη υλική καΐ πνευματική κατάσταση μέ μιά άλλη αποτελεσματικότερη καΐ όρθολογιστικότερη. Με τή θεσμοποίησή τους και τήν ενσωμάτωση τους στήν κοινωνία, οι ελευθερίες και τα δκαιώματα συμμερίστηκαν καΙ τήν τύχη αυτής της κοινωνίας. Ή υλοποίηση τους εξαφάνισε τις προϋποθέσεις τους. Στό βαθμό πού πραγματοποΐιεΐται ή απελευθέρωση άπό τήν αθλιότητα. συγκεκριμένο περιεχόμενο κάθε 'έλευ'θερίας, οί ελευθερίες πού συνδέονται μέ ενα κατώτερο στάδιο τυαραγωγικότητας χάνουν τό προηαρχικό τους περιεχόμενο. Ή ανεξαρτησία της σκέψης, ή αυτονομία, το δικαίωμα της πολιτικής αντιπολιτευτικής, δράσης, στερήθηκαν άπό τό ουσιαστικά κριτικό τους περιεχόμενο μέσα σε μιά κοινωνία πού, μέ τήν οργάνωση της, μοιάζει να γίνεται κάθ^ε μέρα καΐ πιό ικανή νά ικανοποιήσει τΙς ατομικές άνάγκες. Μια τέτια κοινωνία .δικαιούται να απαιτήσει τήν άποδοχή τών αρχών καΐ των θεσμών της* ή αντιπολίτευση περιορίζεται στήν προβολή πολιτικών έναλλακτικών λύσεων καΐ στήν αναζήτηση τους μ έ σ α σ τ α π λ α ί σ ι α του status quo. Τό άν θά είναι απολυταρχικό ή δχι τό σύστημα πού βά ικανοποιεί προοδευτικά όλες τΙς άνάγκες, δέν εχει και μεγάλη σημασία γιά τήν κοινωνία. Μέσα σε συνθήκες αδιάκοπης ανάπτυξης του επιπέδου ζθ)ής, ή μή συμμόρφωση μέ τό σύστημα δέν εχει καμιά φανερή κοινωνική χρησιμότητα, πολύ περισσότερο μάλι-στα δταν προκαλεί αισθητές οίικονομικές καΐ πολιτικές αναστατώνεις m l άπειλεΐ τήν ομαλή λειτουργία του .συνόλου. Γιατί δηλαδή ή παραγωγή και ή διανομή τών άγαθών θά επρεπε νά ύποστουν τόν ανταγωνισμό τών ατομικών ελευθεριών, δταν διακυ»βεύονται ζωτικές άνάγκες; Άπό τήν αρχή κιόλας ό θεσμός της ελεύθερης επιχείρησης δέν ήταν απόλυτα επιτυχημένος. Ελευθερία σήμαινε δτι μπορούσες νά δουλέψεις ή νά πεθάνεις άπό τήν πείνα και σήμαινε άκόμη μόχθο, αβεβαιότητα και άγωνία γιά τό μεγαλύτερο μέρος χόό πληθυσμου. "Αν δ άνθρωπος μπορούσε νά απαλλαγεί άπό τήν άνάγκη νά «παράγεται» στήν αγορά έργααιας σάν Ιλεύθερο «οικονομούν» άτομο, ή έξαφάνιση αύτου του εϊδους έλευθερίας θά άποτελοΰσε πραγματικά μιά · άπό τις μεγαλύτερες πραγματοποιήσεις του πολιτισμού. Ή τεχνολογική πορεία πρός τή μηχανοποίηση ^αΐ 10
225
τον άμοιμορφισμο θα ιJL·πopoϋααv ν' άνοιξουν στήν άνθρώπινη ένεργητίκότητα ενα πεδίο ανυποψίαστης ελευθερίας, πέρα άπο τΙς ανάγκες, Ή ϊΖια ί] δομή ττ^ς ανθρώπινης ύπαρξης θά μετοψ,ορφωνόταν' τό &τομο θ' άπελευθερωνόταν άπό μια έργασία,πού το0 έπιβάλλει άλλοτριωτικές ανάγκες καΐ βλέψεις' θά ξανακατακτουσε τη ζωή του. "Αν δ παραγωγικός μηχανισμός μπορούσε νά οργανωθεί και να οδηγηθεί πρός τήν κατεύθυνση των ζωτικών αναγκών, δ ελεγχός τους θα γινόταν εύκολα καΐ θα εύνοουσε τήν ανάπτυξη της ατομικής αυτονομίας, άντι να τήν περιορίζει. . Τδ «τέλος» του τεχνολογικού ορθολογισμού είναι Ινας στόχος πού ή προχο)ρημένη τεχνολογική κοινωνία θά μπορούσε να τόν πραγματοποιήσει. Σήμερα ομως βλέπουμε να έκδηλώνεται και να λειτουργεί ή αντίθετη τάση: δ χρόνος έργασίας κι δ ελεύθερος χρόνος, δ χώρος της υλικής και της πνευματίικής δραστηριότητας δέχονται τδ βάρος τών οικονομικών άπαιτήσεων και της άμυντικής και επεκτατικής πολιτικής του μηχανισμού. Με τον τρόπο πού οργάνωσε τήν τεχνολογική της βάση, ή σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία εχει τάση πρδς τδν δλοκληρωτισμό. Όλοκληρωτισμδς δέν είναι μόνο δ τρομοκρατικός πολιτικός δμοιομορφισμός, άλλα καΐ δ μή τρομοκρατικός οικονομικο ·· τεχνικός δμοιομορφισμός ,πού λειτουργεί μέ τή χειραγώγηση τών αναγκών στό δνομα ενός γενικού ψευτοσυμφέροντος. Κάτω από τέτιες συνθήκες, αποτελεσματική αντίσταση στό σύστημα δέν μπορεί νά γίνει. Ό ολοκληρωτισμός δέν είναι μόνο μια δρισμένη μορφή κυβέρνησης ή κόμματος, εΪναι ακόμα κι ενα ειδικό σύστημα παραγωγής και διανομής, πού έναρμονίζεται απόλυτα μέ τα «πολλά» κόμματα και τΙς έφημερίδες, μέ τή «διάκριση,τών εξουσιών», κλπ. Σήμερα ή πολιτική εξουσία βασίζεται πάνω στή μηχανική .διαδικασία και στήν τεχνιική οργάνωση του μηχανισμοΰ. Οι κυβερνήσεις τών προχωρημένων βιομηχανικών κοινωνιών, κι αύτών πού πάνε να γίνουν τέτιες, μπορούν νά διατηρηθούν καΐ να υπερασπισθούν τόν εαυτό τους μόνο μέ τήν κινητοποίηση, τήν οργάνωση καΐ τήν εκμετάλλευση της απαραίτητης σέ μια βιομηχανική κοινωνία τεχνικής, επιστημονικής καΙ μηχανικής παραγωγικότητας. ΚαΙ ή παραγωγικότητα αυτή κινητοποιεί τήν κοινωνία σάν σύνολο, περνώντας πάνω άπό ικάθε ιδιαίτερο συμφέρον, εΐ'τε γιά δτομα εϊτε για ομάδες πρόκειται. Σέ δλες τΙς κοινωνίες, τΙς οργανωμένες πάνω στή μηχανοκρατία, τό κυνικό γεγονός δτι ή φυσική δύναμη (είναι αραγε μόνο φυσική;) τής μηχανής είναι μεγαλύτερη από κείνη του ατόμου, άπό τήν κάθε δμάδα ατόμων, έξηγει τό γιατί ή μηχανή είναι τό αποτελεσματικότερο πολιτικό μέσο. Τό πολιτικό του δμως νόημ,α μ,πορει νά άντιστραφεΓ ή δύναμη τής μηχανής δέν είναι ουσιαστικά παρά ή ανθρώπινη δύναμη συσσωρευ226
μένη καΐ έφηρμοσμένη. Έχοντας λοιπόν θεωρηθεί δ κόσμος της εργασίας σαν μηχανή, μηχανοποιήθηκε σέ τέτιο βαθμό που άπόκτησε το απαραίτητο για μια καινούργια ανθρώπινη έλευθερία δυναμικό. Ή βιομηχανική κοινωνία εφθασε στο στάδιο εκείνο, δπου πιά δέν μπορούμε να ορίσουμε μια ιάληθινα ελεύθερη κοινωνία χρησιμοποιώντας τους παραδοσιακούς ορούς της οΙκονομικής, πολιτικής καΐ πνευματικής ελευθερίας. 'Όχι γιατί οι έλευθερίες αυτές έχασαν τή σημασία τους, άλλα άντίθετα γιατί έχουν πάρα πολλή σημασία για να μπορούν να περιοριστούν στο παραδοσιακό πλαίσιο. Είναι τώρα πλέον άναγκαΐοι καινούργιοι τρόποι για τήν πραγμάτωσή τους, πού να άντιστοιχοϋν στίς νέες ικανότητες τής κοινωνίας.
227