ΜΠΑΪΡΟΝ ΤΑΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΠΡΟΚΟΣ
ΜΠΑΪΡΟΝ ΤΑΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚ...
133 downloads
612 Views
3MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΜΠΑΪΡΟΝ ΤΑΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΠΡΟΚΟΣ
ΜΠΑΪΡΟΝ ΤΑΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΝΔΡΑΣ
ΜΠΑΪΡΟΝ- ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΠΡΟΚΟΣ Τίτλος πρωτοτύπου: Frederic Prokosch, The Missolonghi Manuscript ΕΙδΙκή έκδοση γΙα την ΚυρΙακάηκη Ελευθεροτυπία Πρώτη έκδοση: ΕκδόσεΙςΑστάρτη, ΜάρτΙΟς 2003 Σύνθεση εξωφύλλου: ΚάτΙα Φυντανfδου Παραγωγή: ΦΩΤΟΕΚΔΟτΙΚΗ Α.Ε. Εκτύπωση κω βΙβλΙοδεσία: Χ.Κ. ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α.Ε. ISBN: 978-960-9487-66-5
© ΕκδόσεΙς Αστάρτη © 2011 γΙα αυτήν την έκδοση, Χ.Κ. ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α.Ε. Η πνευματική ιδιοκτησfα αποκτάται χωρfς καμfα διατύπωση και χωρfς την ανάγκη ρήτρας, απαγορευτικής των προσβολών της. Επισημαfνεται, πάντως, ότι κατά τον Ν.2387/20 (όπως έχει τροποποιηθεf με τον Ν.2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεf με τον N.l00/1975) απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε κάποιο σύστημα διάσωσης, και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, με οποιονδήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση, ή σε άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.
www.enet.gr
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ι Ένα βράδυ του Απριλίου πριν από τέσσερα χρόνια, σε κοκτέΙλ στην οδό Σωτίνα, βρέθηκα να κάθομαι σε έναν καναπέ δίπλα στη μαρκησία ντελ Ρόσ σο, μια κυρία πλέον άνω των εξήντα ετών, ντυμένη με ταγέρ από μαύρη γκα μπαρντίνα. Ή ταν Αμερικανίδα, το γένος Γουαϊτέlκερ, και κατοικούσε στην Πιάτσα Ναβόνα. Είχε μαλλιά ψαρά, χτενισμένα με αποφασΙστικότητα προς τα πίσω- είχε ωραία μύτη Αθηνάς, πιγούνι αριστοκρατικό και επιθετικό, μά ηα διαπερασηκά και αμείλικτα, σαν τα μάηα του κόνδορα. Κατά τη διάρ κεΙα της συζήτησης έκανε λόγο για τα «απομνημονεύματα» που έγραψε ο Μπάφον στο Μεσολόγγι. Κάπως σασησμένος, της ομολόγησα όη αγνοούσα παντελώς την ύπαρξη τους, προσθέτοντας διακρηικά όη η διδακτορική μου διατριβή στο ΠανεπΙστήμιο του Κάνσας είχε ως θέμα ακριβώς τον Μπάφον. Η μαρκησία συνοφρυώθηκε και στύλωσε το βλέμμα της στο παράθυρο. Ύστερα, αφού ήπιε μερικές γουλιές ουίσκι με σόδα, χαμήλωσε τη φωνή της και με πληροφόρησε με λίγα λόγια ότι αυτά τα απομνημονεύματα, χάρη σε τύχη αγαθή, ήταν στην κατοχή της και βρίσκονταν ασφαλισμένα σε ένα μπαούλο στη σοφίτα του σπηιού της. > α ναφώνησα. «Ω Θεέ μου, μαρκησfα, και βέβαΙα δεν εfναι! >> απάντησε ο συνταγματάρχης με συγκατάβαση. «ΠρόκεΙται απλώς γω ένα αντfγραφο. Δεν θα aποχωρΙζό μουν το πρωτότυπο ούτε στο όνεφό μου>>. Το μετέφερα σπfη μου και το δΙάβασα μέσα σε τρεΙς ημέρες (πηδώντας λf γο εδώ ΚΙ εκεf· υπήρχαν περΙγραφές που δεν με ενδΙέφεραν). Ωστόσο, καλή μου Στεφανέλλα, ένΙωσα σαφώς μΙα προνομΙούχος. ΟρΙσμένα μέρη με σοκά ρΙσαν φοβερά, όμως άλλα άφησαν εντός μου έναν απόηχο που δΙαρκεf ακό μα. ΔΙάβασέ το, αλλά υποσχέσου να το επΙστρέψεΙς οπωσδήποτε στον καη μένο τον ΛόΙς. Α, καΙ κάτΙ άλλο: η αηfα γΙα την οποfα έχω ακόμα στο σπfτΙ το χεφόγρα φο εfναι η εξής. Πάνω που θα το επέστρεφα στον συνταγματάρχη, στην Κασ σfα οδό, μέσω εΙδΙκού απεσταλμένου, έλαβα ένα γράμμα. Το έδεσα στο χεΙ ρόγραφο με μΙα ταΙνfα. Δεν εfχα άλλες εΙδήσεΙς από τον συνταγματάρχη. ΠοΙος ξέρεΙ τΙ πήγε να γυρέψεΙ πάνω στΙς ΆνδεΙς. Να φροντfζεΙς τον εαυτό σου, μΙκρή μου, καΙ πρόσεχε τΙ τρως. (Έχω α κούσεΙ ότΙ το φαγητό στη Δαμασκό εfναι φρfκη.) Βοη voyαge1 καΙ γράψε μου αμέσως, carina,2 μόλΙς φτάσεΙς. Η αγαπημένη σου αmicα3,
ΤζέσσΙ.
1. (Γαλλ . ): Καλό ταξίδι. (Σ.τ.Μ.) 2. (Ιταλ.): γλυκιά μου. (Σ.τ.Μ.)
3. (Ιταλ.): φίλη. (Σ.τ.Μ.)
ΠΙ
Επιστολή το συνταyματάpχη Έππινyκχαμ. (Γραμμένη με μολύβΙ σε μΙα λερή σελίδα σκΙσμένη από κατάστΙχο.) Κασσία οδός, 23, 10 Οκτωβρίου 1959.
Αγαπητή μου μαρκησία, Συνεπεία περΙστάσεων απρόβλεπτων (συγχωρέστε με, παρακαλώ, που δεν επεκτείνομαΙ σε λεπτομέρεΙες), θα ξεκΙνήσω γΙα τη Νάπολη νωρίς αύρΙο το πρωί. Από τη Νάπολη θα σαλπάρω γΙα το Περού με το aτμόπλΟΙο Ιζαμπέλλα. Θα σας γράψω κω πάλΙ, ελπίζω, από κάποΙα προκεχωρημένη θέση πάνω στΙς ΆνδεΙς. ΜΙα λέξη γΙα εκείνα τα απομνημονεύματα του Μπάφον. Φαντάζομω ότι δεν θα επΙσκεφθείτε ποτέ το ΜεσολόγγΙ. ΜΙα άθλΙα κωμόπολη, χωρίς κανέ να θέλγητρο - τίποτε άλλο παρά μΙα ομάδα χαμόσπηα στη μέση ενός βάλ του. Πήγα εκεί γΙα προσκύνημα. (0 Μπάφον ήταν πάντα ένας θεός γΙα μέ να!) Το σπίτι του στο ΜεσολόγγΙ μεταμορφώθηκε μετά τον θάνατο του σε ο χυρό κω εν συνεχεία καταστράφηκε, κατά πάσαν πΙθανότητα από πυρκαγΙά. Δεν έχεΙ απομείνεΙ παρά ένας ερεΙπωμένος περίβολος γύρω από ένα μνημείο που το δέρνεΙ η βροχή κω φέρεΙ μΙα γλυπτή κεφαλή του πΟΙητή. Το ΜεσολόγγΙ δεν είναΙ τόπος δελεαστΙκός γΙα να περάσεΙ κανείς ης δω κοπές του. Δεν υπάρχεΙ τίποτε που, έστω κω κατ' ευφημΙσμόν, μπορείς να το aποκαλέσεΙς «ξενοδοχείο». ΈμεΙνα δύο μήνες σε ένα γκρίζο σπηάκΙ με σΙ δερένΙΟ μπαλκόνΙ, aπορροφημένος από το δοκίμΙο μου «ΥπερφυσΙκά σύμβο λα στον "Μαζέππα" . Σε έναν από τους περΙπάτους μου, γνωρίστηκα με ένα πρόσωπο σε αποσύνθεση, τον βαρόνο φον Χάουγκβης, που κατΟΙκούσε στα περίχωρα της πόλης μαζί με ένα αλητάκΙ, ελληνόπουλο (σε καθεστώς αμαρ τίας, υποθέτω). Προσκάλεσα τον βαρόνο να πΙούμε ένα ποτήρΙ ούζο κω μΙλήσαμε γω τον Μπάφον. Με ξάφνΙασε η βαθΙά του γνώση γΙα τη «σκοτεΙνή» πλευρά της ζω ής του Μπάφον. Μου αποκάλυψε τότε πως είχε ανακαλύψεΙ, περίπου έξΙ μή νες πρΙν, ένα χεφόγραφο του πΟΙητή. Ψαχούλευε (δεν ξέρω γΙατί) στην πρώ,,
12
Μπάιρον - Τα χεφόypαφα του MεaoλoyyiΌv
ην κατοικία (που τώρα έχει γίνει χασάπικο) κάποιου γιατρού Βάγια, ο οποί ος την εποχή του Μπάιρον είχε επισήμως ενταχθεί στα ένοπλα τμήματα των Σουλιωτών. Κι εκεί, σε ένα χοντρό ψάθινο καλάθι, είχε βρει (έτσι μου είπε), ανάμεσα σε ενδύματα, σεντόνια, κουβέρτες, πραγματείες ιατρικής και χει ρουργικά εργαλεία, τρία παλιά σημειωματάρια κιτρινισμένα από τον χρόνο και υπό διάλυσιν. Ξέρουμε ότι ο γιατρός Βάγιας ήταν παρών την ημέρα κατά την οποία πέ θανε ο Μπάιρον. Είναι ως εκ τούτου πιθανότατο να υπέκλεψε αυτά τα ση μειωματάρια από το δωμάτιο του αποθανόντος. Εν πάση περιπτώσει, όταν δύο ημέρες μετά ο βαρόνος μού έδειξε αυτά τα ντοκουμέντα, κατάλαβα αμέ σως ότι ο γραφικός χαρακτήρας ήταν του. Μπάιρον. Χρειάστηκα δύο εβδομάδες για να πείσω τον βαρόνο να αποχωριστεί το trouvailleι του. (Ήταν ένα φτωχό, οικτρό πλάσμα, σχεδόν τυφλό και συφι λιδικό.) Στο τέλος συμφωνήσαμε σε μια τιμή εξήντα πέντε στερλινών - όχι πολλά, θα πείτε, αλλά, δεδομένων των συνθηκών, ένα ποσόν αρκετά σεβα στό. Έκανα αμέσως ένα αντίγραφο του (αυτό που σας έδωσα στης μις Μπά μπινγκτον) και τύλιξα το πρωτότυπο χειρόγραφο σε ένα τόπι γαλάζια μου σελίνα. Αυτόν τον θησαυρό θα τον κρατήσω μαζί μου όσο ζω. Με τον θάνα τό μου θα παραδοθεί στη βιβλιοθήκη του Τρίνιτυ Κόλετζ στο Καίμπριτζ. Αφήνω λοιπόν το αντίγραφό μου στα χέρια σας, αγαπητή μαρκησία, με την ελπιοα ότι θα το βρείτε διανοητικώς ερεθιστικό, εκτός από piquant.2 Ό,τι καλύτερο, και ευχαριστώ για το τσάι. Ο ταπεινός σας φίλος, Κ. Β. Έππινγκχαμ.
1. (Γαλλ. ): εύρημα. (Σ.τ.Μ.) 2. (Γαλλ . ): ΠΙκάντΙΚΟ. (Σ.τ.Μ.)
ΤΟΠΡΩΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΆΡΙΟ
Μεσολόyyι, 25 Iaνovapίov 1824 Βρέχει, όπως συνήθως. Οι σταγόνες μαστιγώνουν τα βρόμικα τζάμια. Σή μερα το πρωί ζήτησα από τον Τίτα να μου αγοράσει επΙστολόχαρτο από την πόλη, κι αυτός μου έφερε τούτα τα μικρά αίσχη: τρία δεμένα σημειωματάρια σε αηδιαστικό μοβ χρώμα. Μου ετοίμασε κω φρέσκο μελάνι γΙα το σετ του γραφείου μου. Θα αρχίσω κωνούριο ημερολόγΙΟ. Οι καμπάνες σημαίνουν μεσάνυχτα. Η βροχή aπαλαίνει ης κωδωνοκρου σίες, κι ο αχός τους ακούγεταΙ σαν το παράπονο μοναχικού μουεζίνη. Η φωτιά σπαρταράει. Σηκώνω τα μάτια έκπληκτος. Ήταν όψη αυτή που εμφανίστηκε στο παράθυρο; Πρησμένη κω γενεΙΟφόρος, σαν την όψη γορί λα; Είναι σούρσφο βημάτων αυτό που ακούω στο αίθρΙΟ κω που το ακο λουθεί κρότος αλυσίδων; ΠοΙΟς να ξέρει; Αυτό το σπίη κατΟΙκείτω από ένα φάντασμα, αλλά όχι του συνηθισμένου είδους. Ο ιδιοκτήτης είναι ένας από τους εφόρους αυτής της βδελυρής κωμόπολης, ένας δασύτριχος πρεσβύτης ονόμαη Αποστόλης Καψάλης. Το δωμάηό μου είνω μΙα μακρόστενη κάμα ρη που βλέπει στη λιμνοθάλασσα. Κάλυψα τους τοίχους με τούρκικες πάλες, γαλλικά πΙστόλΙα, τουφέκΙα κω σπαθιά, όπλα κω καραμπίνες, ένα υδραίικο κράνος, μια βουλγάρικη σάλπιγγα. Οσμή ιδρωμένων αρσενικών διαποτίζει τον αέρα. Διασκέδασα παίζοντας τον στρατιώτη. Διασκέδασα κουβεντιάζο ντας με τους καπετάνιους μου αποκλειστικά για πολΙΟρκίες, αιφνιδιαστικές επιθέσεις κω ενέδρες. Ο ακόλουθός μου ο Λουκάς κοιμάται σε μια γωνία, ξαπλωμένος πάνω σε μια στοίβα μαξιλάρια. Ακούω τον βαλέ μου τον Φλέτσερ να ροχαλίζει με θό ρυβο στο διπλανό δωμάτιο. Μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα βλέπω τον Μαυ ριτανό μου ζαρωμένο στον διάδρομο. Γκρινιάζει από μέσα του καθώς ξε φλουδίζει ένα πορτοκάλι. Τρώει όλη τη νύχτα και κοιμάταΙ όλη τη μέρα. Η βροχή έχει πάψει, επιτέλους. Ένα ρίγος διαπερνά σαν σαiτα όλο το σπί τι. Σεισμός; Όχι, όχι, τίποτα τόσο βίαΙΟ. Μόνο το σάλεμα, φαντάζομαι, ενός από αυτά τα μεσολογγίτικα φαντάσματα. Σήμερα δεν συνέβη τίποτα ενδιαφέρον. Νιώθω εξαντλημένος, aπογοητευ μένος. Τώρα θα φυσήξω τη φλόγα να σβήσει και θα προσπαθήσω να κοιμη Οώ. (Υποφέρω από aϋπνίες.)
16
Μπάιpον - Τα χειpόypαφα του Μεσολοyyίου
26 Ιανουαpίου Από τουc; λόφους κατεβαίνει μια αύρα. Μια πνοή δροσιάς, δόξα τω Θεώ. Ο Λουκάς μού έφερε λουλούδια (μοιάζουν με τουc; υακίνθους, αλλά είναι σχε δόν μαύρα. Πού να τα βρήκε; Με έναν τρόπο ανεξήγητο, ξέχασα να τον ρω τήσω) . Του μεγαλώνουν κάτι απαλά μελίχροα μουστάκια. Ο συνταγματάρχης Στάνχοουπ ήρθε για κουβεντούλα και μιλήσαμε για τη Σκωτία: τα συννεφιασμένα Χάιλαντc;, 01 aστραφτεροί χείμαρροι, 01 εκβο λές στρωμένες άσπρα βότσαλα. Ύστερα έφυγε. Κάθόμαι μόνος μου δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο και κοιτάζω προc; τα έλη, εισπνέοντας την αψιά οσμή του μεσονυκτίου. Παρατήρησα κάτι ασυνήθιqτο. Λίγο λίγο (ιδιαίτερα τη νύχτα), τα οράματα του παρελθόντος αρχίζουν να ακυρώνουν το παρόν. �Οταν κά θομαι κοντά στο παράθυρο να κοιτάξω τα άστρα, ο νουc; μου επιστρέφει πά ντα σε νύχτες πιο μαύρες, σε άστρα πιο λαμπρά. Στη ζωή μου κράτησα αναρίθμητα ημερολόγια. Το πρώτο ήταν στο Χάρ ροου, όταν αρρώστησα από πυρετό, το τελευταίο τον περασμένο Σεπτέμβριο, στην Κεφαλλονιά. Αλλά είναι καιρός να μιλήσω από τα βαθύτερα «μύχια» του είναι μου, για αυτά τα πεζά και ρηχά σκαλαθύρματα. Θα σημειώσω τα γεγονότα τηc; ημέρας (είναι συνήθως aνιαρά και ασήμαντα) , ύστερα έναν α στερίσκο (πάντοτε αγαπούσα τουc; aστερίσκους, και στην Περσία ένα αστέ ρι συμβολίζει το πεπρωμένο), και μετά τον αγνό και συμβολικό αυτό αστε ρίσκο θα εισχωρήσω βαθιά στο παρελθόν, θα πλανηθώ μέσα στη νύχτα ανα ζητώντας «μύχια» βαθύτερα. Θαυμάσια. Ac; πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Αλλά, φυσικά, δεν υπήρξε αρχή. Υπήρχαν μόνο βουνά και καταιγίδες, ψά ρια και λιβελλούλεc;. Υπήρχε έναc; δράκος καθισμένος σταυροπόδι άκρη ά κρη στη λιμνούλα του μύλου και έναc; νάνος κουρνιασμένοc; σε μια ιτιά. Όταν ήμουν εννέα ετών, η μητέρα μου κι εγώ περάσαμε το καλοκαίρι στην κοιλάδα του ποταμού Ντη. Είχαμε καταλύσει σε έναν κτηματία, κά ποιον κύριο Ρόμπερτ σον, όχι μακριά από το Μπάλλατεριτc;, και η κορυφή του Λοχ-να-γκαρ ξεχώριζε μεγαλόπρεπη πέρα μακριά. Καμιά φορά πηγαίνα με για περίπατο μέχρι την ακτή τηc; aφρισμένης θάλασσας, αλλά πιο συχνά φτάναμε μέχρι την εκβολή του ποταμού για το κολύμπι μαc;. Μια μέρα έ φτασα με το πόνι μου ωc; την παλιά γέφυρα που την έλεγαν Μπριγκ ο' Μπάλ γκονι. Δρασκέλιζε μια βαθιά λίμνη ζωσμένη από δάση, κι εγώ κοίταξα στο νε ρό, όπου διακρινόταν ένα ψάρι, ακίνητο. Η γηραιά κυρία Ρόμπερτσον, γυ ναίκα του κτηματία, μου είχε τραγουδήσει ένα τραγούδι:
Το πρώτο σημειωματάριο
17
Γέφυρα του Μπάλyκονι, τα νερά σου μαύρο χρώμα, με μονάκριβο παλικάρι, σε μονάχο πάνω πουλάρι, θέ' να πέσεις στο χώμα, θέ' να πέσεις στο χώμα, θέ' να πέσεις στο χώμα, στο χώμα! Έδεσα το πόνι μου κω χώθηκα στο δάσος. Υπήρχε ακόμα δρόσος πάνω στα φραγκοστάφυλα. Μια αράχνη κρεμόταν από τον κάθυγρο ωτό της. Τα που λιά κελαηδούσαν στο φως του ήλιου που εμφιλοχωρούσε ανάμεσα στα φύλ λα. Κω ξάφνου ερωτεύτηκα όλα όσα έβλεπα γύρω μου κω, πράγμα ακόμα πιο παράξενο, μου φάνηκε ότι μου αντιγύριζαν τον έρωτα. Εκείνη τη στιγ μή, χωρίς να το συνειδητοποιώ, επινόησα τον μυστικό μου Θεό. Έφτασα μέχρι την όχθη του χειμάρρου ΚαΙ γονάτισα στα βρύα. ΓυρίνΟΙ και ψαράκια σπαρταρούσαν εδώ κι εκεί. Πάνω στην επιφάνεια κάτι aράχνες του νερού πατινάριζαν εκστατικές. Να είχαν τάχα γεννηθεί μόνο για να εί ναι ευτυχισμένες; Να είχα άραγε κι εγώ γεννηθεί για να είμαι ευτυχισμένος; Μερικά βήματα πιο κει είδα πάνω στο χορτάρι ένα πράγμα σκούρο και τρι χωτό: μια αλεπουδίτσα, χωρίς πια μάτια ΚαΙ θηλές, την είχαν αποσαρκώσει ένα λεφούσι σκουλήκια. Να είχε κι αυτή γεννηθεί για να είναΙ ευτυχισμένη; Αλλά γιατί όχι για πά ντα; Τι είχε πάει στραβά; Ποιο αποτρόπαΙο γεγονός τής είχε συμβεί; Τι ήταν αυτή η σκουληκιασμένη, φρικτή ακινησία; ΑΙσθάνθηκα ξάφνου θλιμμένος ΚαΙ κάθισα κάτω από ένα ήμερο έλατο. Με τον δείκτη του χεριού μου, χάραξα προσεχτικά το όνομα μου στη σκόνη. Έπειτα το μελέτησα, σκεπτικός. BYRON. Τι αλλόκοτο όνομα. Ομοιοκατα ληκτούσε με το iron, αλλά σίγουρα δεν είχε τίποτα σιδερένιο. ι Είχε κάτι το φευγαλέο, το εφήμερο. Αυτός ο Μπάιρον . . . ήμουν εγώ; Γιατί το όνομά μου να είναι ειδικά Μπάιρον; Και, μιας κι ήμουν εκεί, γιατί βρισκόμουν καθισμένος κάτω από ένα δέντρο κοντά στο Μπριγκ ο' Μπάλγκονι ; Χάραξα γύρω από ε κείνο το περίεργο πατρώνυμο έναν φαρδύ κύκλο, έπειτα ωχμαλώτισα μιαν ακρίδα κω την έβαλα στο κέντρο. Όμως αυτή, όχι μόνο δεν επέλυσε το αί νιγμα της ταυτότητας μου, αλλά το κατέστησε ακόμα πιο άλυτο: με κοίταξε
1. (Ayyλ.): iron: σίδηρος. (Σ.τ.Μ.)
18
Μπάφον - Τα χεφόypαφα του Μεαολοyyίου
με τα πράσινα του μπιζελιού μάηα της κι ύστερα πήδηξε μακριά ανάμεσα στους θάμνους, αφήνοντας το όνομά μου κάπως συγκεχυμένο. Τα γράμμα τα είχαν ξεθωριάσει, και τώρα διάβαζες κάτι σαν EVRUN. Ξάπλωσα ανάσκελα καΙ κοίταξα τον ουρανό. Απείρως aχανής, aπείρως aρ χαίος. Κι αυτός, όπως καΙ ο θάνατος, όπως η ταυτότητα, ήταν ακατανόητος. Αλλά με κυρίευσε σφοδρή επιθυμία να φτερουγίσω προς τον ουρανό ΚαΙ να ξαπλώσω πάνω σε ένα από εκείνα τα λευκά σύννεφα που αφροκοπούσαν. Ζή λεψα τα πουλιά που κελαηδούσαν πάνω στα δέντρα. Πάντα τα ζήλευα-τα ζη λεύω ΚαΙ τώρα. Σε ένα από τα παιδικά όνεφά μου με είχα δει σε ένα σαλόνι άπλετα φωταγωγημένο καΙ, εν μέσω της γενικής εκπλήξεως, σηκωνόμουν ΚαΙ πετούσα - όχι με τινάγματα, σαν ένα .πετούμενο που φτερακάει, αλλά σε μια κομψή καμπύλη, ακραyyίζοντας επηήδεια τους κρυστάλλινους πολυε λαίους. > . «Θεέ μου, μικρέ, τι βρόμικος που είσαΙ! Παντού στο παντελόνι σου έχουν κολλήσει φύλλα. Γιατί να είσαι πάντα τόσο aστόχαστος; Γιατί δεν είσαΙ σαν τα άλλα αγόρια; Κοίτα τα χέρια σου! Στάζουν βρομιά, σάλια βατράχου, γλί τσα, ακαθαρσίες! » , είπα. > Όμως εκείνη τη στιγμή, καθώς έσφιγγα το μικρό, κρύο της χέρι στο δικό μου, μια νυχτερίδα φτερούγισε έξω από το κάστρο και βυθίστηκε στο σκο τάδι· και η Μαίρη ξεφώνισε: «Τα ξωτικά! Αυτό το μέρος είναι γεμάτο ξωτι κά! >> Ύστερα το φεγγάρι ανέτειλε πάνω από τη λίμνη και ένα άλλο φεγγάρι ε πέπλευσε στα νερά, όμοια φωτεινό με το ουράνιο, αλλά σάλευε από αόριστα τρεμίσματα, σαν τον υδράργυρο. Μάζεψα μια πέτρα και την πέταξα στην α ντανάκλαση, και ρανίδες γυαλιστερά βέλη τινάχτηκαν από τα νερά. Διασχίσαμε το σύδεντρο και η Μαίρη ψιθύρισε: «Φοβάμαι, καλέ μου». Κι ύστερα, ξάφνου, μια στριγκλιά: «Κάτι με τσίμπησε! Κάτι με δάγκωσε! » Βογκώντας ελαφρά μου άπλωσε τον αντίχειρα της, πάνω στο οποίο λα μπύριζε μια σταγόνα αίμα. «Ένα αγκάθι είναι όλο κι όλο», της είπα προσπα θώντας να την παρηγορήσω. «Ένα αγκάθι από τριανταφυλλιά, δεν είναι τί ποτα» . Πήρα το χεράκι της και, καθώς πιπίλιζα το αίμα στην άκρη του α ντίχειρα της, συνέλαβα το άρωμα από τη σάρκα της, τρυφερή και παρθενι κή, σαν του μπουμπουκιασμένου ρόδου.
29 Ιανουαρίου Βλέπω ότι η τούρκικη μοίρα έχει επιστρέψει στον κόλπο. Από το παράθυ ρό μου διακρίνω τα ιστιοφόρα να κινούνται πάνω στα νερά σαν ένα σμάρι πε ταλούδες. 1:!
Θυμάμαι ακόμα εκείνο το κρύο δεκεμβριανό σούρουπο, που ευωδίαζε λά σπη και σάπια φύλλα. Από το δάσος υψωνόταν αργά η ομίχλη, που απέμενε
Το πρώτο σημειωματάριο
25
μετέωρη πάνω στη λfμνη, κω τα ερεfπια διαγράφονταν στο φευγαλέο ημf φως παρόμοια με φαντάσματα. Ο Ρούθβεν κι εγώ προχωρήσαμε αμfλητω ανάμεσα στα υγρά κω ξέφυλλα δέντρα, με τα τουφέκια μας. (0 Λόρδος Ρούθβεν ήταν ένας ροδοκόκκινος ει κοσιτριάχρονος, ένας αχρεfος με μάτια στο χρώμα του πράσινου μήλου και με κορμf πυγμάχου. Εfχε νΟΙκιάσει το Αββαεfο Νιούστεντ για πέντε χρόνια, με τη συγκατάθεση της μητέρας μου, έτσι ώστε εγώ δεν ήμουν πια ο ευγενής κληρονόμος, αλλά απλώς ένας δειλός και δυσαρεστημένος επισκέπτης.) Η ο μfχλη λfγο λfγο αραfωσε κω ένα ψυχρό μισοφέγγαρο έλαμψε ανάμεσα στα κλαδιά. Ο Λόρδος Ρούθβεν όπλισε το τουφέκι του. (Πηγαfναμε για κυνήγι φασιανών που ήταν κουρνιασμένοι πάνω στα δέντρα.) Μέσα στο σκοτάδι α κούστηκε ένας πυροβολισμός και ένα φτερωτό πτώμα έπεσε από τα κλαδιά στο έδαφος. Την ιοια εκεfνη στιγμή ένα κοντόχοντρο και τριχωτό ζώο πέρασε δfπλα μας σαν σαiτα. «Τι ήταν;» ρώτησα χαμηλόφωνα. «Λύκος, θα 'λεγα. Μπορεf κω λυκάνθρωπος! » «Λυκάνθρωπος;» ψιθύρισα. «Φοβάσαι, Μπάιρον;» κάγχασε ο Ρούθβεν. «'Οχι» , ψιθύρισα. «Απλώς δυσπιστώ» . Ο Ρούθβεν γέλασε. «Θα πρέπει να συνηθfσεις σε πράγματα ακόμα πιο ά σχημα από έναν λυκάνθρωπο . . . » Όταν εντέλει ξαναγυρfσαμε στο Αββαεfο, η νύχτα ήταν μαύρη σαν πηγά δι καΙ η φωτιά βρυχιόταν στο πελώριο πέτρινο τζάκι. Στο τραπέζι μπροστά στη φωτιά υπήρχαν ένα πιάτο κοτολέτες και ένα μπουκάλι Μπορντώ· ο Ρούθβεν χτύπησε το καμπανάκι και ο βαλές του (τον έλεγαν Ο'Χfγκινς, αν θυμάμαΙ καλά) ήρθε σέρνοντας στο δωμάτιο ένα ξύλινο μαστέλο, που γεμf στηκε με κουβάδες βραστό κω αχνιστό νερό. Ο Λόρδος Ρούθβεν έβγαλε τα ρούχα του και άρχισε να σαπουνfζει τα γεροδεμένα μέλη του. «Εμπρός, Μπάιρον, πλύσου. Έχεις πασαλειφτεf ολόκληρος με λάσπη», εf πε αδιάφορα. Γέμισε το ποτήρι του με κρασf και ξάπλωσε γυμνός μπροστά στη φωτιά. Επιφυλακτικά, έκανα μπάνιο με τη σειρά μου, στρέφοντας με ωδημοσύνη την πλάτη στον Λόρδο, που με λοξοκοι-τούσε με νόημα. Ύστερα κουκούβι σα πλάι στη φωτιά με μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω από τη μέση μου και χάι δεψα τα αυτιά του Νέρωνα, του τσοπανόσκυλου, που εfχε κουβαριαστεf μπροστά στην πυροστιά.
26
Μπάιρον - Τα χειρόyραφα του Mεaoλoyyίov
«ΥπάρχεΙ ένα φάντασμα εδώ στο Αββαείο», είπε πνΙχτά ο Ρούθβεν αδεΙά ζοντας το ποτήρΙ του. «Το ήξερες όn μου νοίκΙασες ένα φάντασμα μαζί με το Αββαείο, καλέ μου Μπάφον;» «Ένας ακέφαλος μοναχός», παραδέχτηκα με απροθυμία. «ΠερΙφέρεταΙ πά νω από την τραπεζαρία>> . Ο Ρούθβεν πάτησε ένα γέλΙΟ. «'ΟχΙ ότΙ μπορεί να χρησψεύσεΙ σε πολλά έ νας ακέφαλος μοναχός, έτσΙ δεν είναΙ, Μπάφον; Αν ήταν μοναχή, θα ήταν αλλΙώς. ΤΙ λες γΙ' αυτό, Μπάφον;» «Δεν υπήρξαν ποτέ μοναχές εδώ στο Αββαείο ΝΙούστεντ », είπα με επΙφύ λαξη. >, εfπα με ένα ρf γος. «Εfσαι ένα μικρό αλαζονικό γουρούνι>> , δήλωσε με ηρεμfα ο Σμfθερς. «Κι ένας βρομερός βλάσφημος του χειρfστου είδους>>, πρόσθεσε ο Μπώλ τον. Ο Σμfθερς μάζεψε από το έδαφος, ανάμεσα στα χάμουρα, ένα καμουτσfκι. «Εfναι καιρός να πάρεις ένα μάθημα ταπεινοφροσύνης>> , εfπε με ζοφερή έκ φραση. «Ακριβώς αυτό», επιβεβαfωσε ο Μπώλτον. «Κάθισε, Μπάιρον>>, και έδειξε τον σωρό με τα γυαλιστερά κόκκινα μήλα. «Πρέπει να κάνουμε μια θεολο γική συζήτηση. Να τακτοποιήσουμε αυτή την υπόθεση περf Θεού>> . Κούρνιασα μέσα στη σκόνη. Ο Σμfθερς σήκωσε το καμουτσfκι. Ο Μπώλ τον ορθώθηκε σαν πύργος εμπρός μου με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στα πλευρά. «Ξεκούμπωσε το παντελόνι σου, Μπάιpον! >> «Θα προτιμούσα όχι, αν δεν σας πειράζει>> . «Ξεκούμπωσε το παντελόνι σου, Μπάιρον, αλλιώς θα σε μαστιγώσω χωρfς έλεος! >> Ξεκουμπώθηκα υπάκουα και κάρφωσα τα μάτια μου στη γη, έντρομος. «Αυτό το πράμα που σου κρέμεται εκεf. Ξέρεις τι εfναι, Μπάιρον;>> «Πιστεύω πως ναι>>, τόλμησα. «Μια aρσενική απόφυση>>. Ο Σμfθερς πάτησε μια τσιριχτή κραυγή: «Αρσεvική απόφυση! Ωραfος εfναι tου λόγου του! Εμεfς το λέμε γλειφιτζούρι. Εμπρός, Μπάιρον, τώρα πιάσε στο χέρι το γλειφιτζούρι σου!>>
30
Μπάιρον - Τα χεφόypαφα του Μεσολοyyίοv
«ΓΙα ποιον σκοπό, αν επηρέπετω;» Σεφά του Μπώλτον να ξεσπάσει σε γέλια. Μαϊμούδωε φαρμακερά τα λό για μου: «Για ποιον σκοπό, αν επιτρέπεται; Θα σου δείξουμε εμείς για πωον σκοπό! Πιάσε στο χέρι την απόφυσή σου σαν καλό πωδί, Μπάφον, κω θα σου μάθουμε τα πάντα για τον Θεό τον εν τοις ουρανοίς>>. Είχα ήδη προσέξει τη διόγκωση κάτω από το εφαρμοστό του παντελόνι. Τώρα ξεκούμπωσε τον καβάλο του, έβγαλε έξω τα γεννητΙκά του όργανα κω, με συμπεριφορά ειδήμονας, άρχωε να αυνανίζεταΙ. «Εμπρός, Μπάφον. Δει'ξε μας το στυλ σου. Απόδειξέ μας ότι έχεις μια στά λα τσαγανό μέσα σου». Κι έτσι, με τον Μπώλτον να καραδοκεί απειλητικά απέναντί μου και τον Σμίθερς στημένο στ ' αρωτερά μου με το καμουτσίκι, άρχισα (με το ύφος κά ποιου, υποθέτω, που δεν το είχε κάνει ποτέ πριν, και πιθανόν παρακινημέ νος από τη θέα του μαστιγίου) να μιμούμαι τις αβρές και εκλεπτυσμένες κι νήσεις του σπυριάρη Μπώλτον ώσπου, τελικά, μόλις ορατές στο ολοένα κω πιο έντονο μισοσκόταδο, δύο μικροσκοπικές σταγονίτσες ανέβρυσαν και έ πεσαν σαν δάκρυα στο σκονισμένο πάτωμα. «Μπράβο, Μπάφον!» αναφώνησε, ο Μπώλτον με χλευαστικό τόνο. «Μπο ρεί να έχεις ένα στραβό πόδι, αλλά το ωραίο σου μικρό κεντρί είναι στ ' αλή θεια σβέλτο». Και ο Σμίθερς εσχολίασε ενάρετα: «Τώρα βλέπεις τις αποδείξεις, ελπίζω. Αυτές οι σταγονίτσες, καλέ μου φιλαράκο, είνω η ορατή απόδειξη των βου λών του Κυρίου» . Σήκωσε το καμουτσίκι. «Επανάλαβε τα λόγια μου, Μπάι ρον, παρακαλώ. Είχα την απόδειξη για την ύπαρξη του Παντοδυνάμου Κυ ρίου» . Επανέλαβα aξιοθρήνητα: «Είχα την απ-π-π . . . » «Συνέχωε, που να σε πάρει ο διάολος! » γρύλισε ο Σμίθερς. «Είχα την απόδειξη για την ύπαρξη του Παντοδύναμου Κυρίου» , επανέ λαβα με ένα μούγκρισμα που μόλις ακουγόταν. «Έχουμε έναν προσήλυτο ! » σύριξε ο Μπώλτον υψώνοντας τα μάτια του στον ουρανό με ευσεβές ύφος. . «Αναμφίβολα>>, είπα με τον τόνο ενός πολύξερου. «Αλλά συλλογίσου μια στιγμή, Κλαίαρ. Εσύ κι εγώ δεν ήμασταν παρά ένα από χιλιάδες σπερματο ζωάρια. Από καθαρή τύχη, σύμφωνοι, συνέβη να κερδίσουμε τον αγώνα. Αλλά το αίνιγμα παραμένει. Πώς συνέβη να είμαι εγώ ο Μπάιρον; Και πώς συνέβη εσύ να γίνεις ο Κλαίαρ; Μαζί με τη σκέψη των άπειρων αστεριών, που τη βρίσκω εντελώς ασύλληπτη, και τη σκέψη των ατέλειωτων αιώνων, που τη βρίσκω ακατανόητη, οφείλω να πω ότι το πρόβλημα της προσωπικής ταυτότητας δεν παύει να με σαστίζει. Τώρα, για παράδειγμα, είμαι καθισμέ νος πλάι σε μια ταφόπετρα, μιλώ σε ένα άλλο αγόρι που λέγεται Κλαίαρ, σκέ πτομαι τις μυστηριώδεις σκέψεις μου και δοκιμάζω τα μυστικά μου συναι-
Το πpώτο σημειωματάριο
33
σθήματα. Σε διαβεβαιώ, Κλαfαρ, όλα τούτα μού προξενούν βαθύτατη απο ρfα» . «'Όλο μυστικά γυρεύεις εσύ, Μπάιρον. Πρέπει να κοιτάζουμε τη ζωή έτσι όπως εfναι». «Πώς μπορούμε να ξέρουμε τι εfναι στ ' αλήθεια η ζωή;» αναφώνησα. >, είπε υπαινικτικά ο Χόμπχαους με μια λοξή ματιά, «αλλά αυτό που τον έλκυσε ήταν η ατμόσφαιρα του εξωπραγ ματικού. Σκέψου το Καίμπριτζ. Ήταν η ονειρική εξωπραγματικότητα που στο Τρίνιτυ μας έκανε να ριγούμε και μας έδινε αυτή τη μεθυστική αίσθη ση της ελευθερίας. Και κοίτα τη Σίντρα. Είναι ένας μύθος. Τελείως εξω πραγματική, τελείως ελεύθερη. Ο Μπέκφορντ στη Σίντρα έκανε αυτό που ήθελε. Έθραυσε τις αλυσίδες της πραγματικότητας και έπαιξε τον σουλτά νο στην καρδιά της Αραβίας>> . Ένα πρωί διασχίσαμε τον Τάγο και φάγαμε πορτοκάλια στη Σεσσίμπρα, ύ στερα διατρέξαμε τα σκοτεινά και κυματιστά δάση του Αλεντέζο. Σταματή σαμε στην Αλντέα Γκαλλέγκα και ξαναπιάσαμε το ταξίδι την αυγή, περνώ-
1. Εξωηκού χαρακτήρα μυθιστόρημα, προσφιλέστατο στον Μπάιρον, στο οποίο οφείλει κυρίως τη συγγραφική του φήμη ο Άγγλος συγγραφέας Γουίλλιαμ Μπέκφορντ (17591844) . (Σ.τ.Μ.)
Το πpώτο σημειωματάριο
47
ντας μέσα από τα παρδαλά δάση των φελλόδεντρων, μέχρι το Λος Πριγκόνες, όπου, καθισμένοι κάτω από μια πέργκολα, ήπιαμε ροζέ κρασί και φάγαμε ψη τά μπαρμπούνια τυλιγμένα σε δαφνόφυλλα. Ύστερα συνεχίσαμε τον δρόμο και, όπως έπεφτε η νύχ:τα, φτάσαμε στο πανδοχείο του Μοντεμενόρ, φωλια σμένο μέσα στο σκοτάδι ενός πευκοδάσους. Ή ταν μια νύχ:τα ζεστή, με άπνοια. Ο Χόμπχαους κι εγώ μείναμε καθισμέ νοι στο καπηλειό κουβεντιάζοντας μέχρι τα μεσάνυχτα για τον Ντράυντεν και τον Πόουπ. Ο Χόμπχαους λάτρευε τον Ντράυντεν (ήταν το είδωλό του), ενώ εγώ προτψούσα το δίχως άλλο τον Πόουπ. Κατά τη γνώμη του Χόμπχαους, ο Ντράυντεν έδειχνε έναν μεγαλύτερο «ανδρικό δυναμισμό» και είχε περισσότερη έφεση στη «μεγαλόπρεπη εντύ πωση». Εγώ αντέκρουα ότι μεγάλο μέρος από αυτόν τον δυναμισμό σπατα λιόταν σε έναν «ψευδοηρωισμό», ενώ ήταν ακριβώς η λεπτότητα που έδινε στον Πόουπ μια πιο αληθινή ένταση. «Ο Ντράυντεν», είπε ο Χόμπχαους, «εικονογραφεί μια εποχή στην πλήρη σφριγηλή της άνθηση. Ο Πόουπ τη δείχνει σε κατάσταση φτιασιδωμένης πα ρακμής». «Σωστά» , aποκρίθηκα, «αλλά ο χαλκός του φθινοπώρου είναι εξίσου ω ραίος με το χρυσάφι του καλοκαιριού, και στη μελαγχολία του εμπεριέχει μεγαλύτερο βάθος. Εγώ αγαπώ τους πίνακες του Βαττώ, μέσα στους οποίους υπάρχει ένα έντονο προαίσθημα, και τους προτψώ κατά πολύ από τους πί νακες του Ρούμπενς, με τη χοντροκάπουλη ζωτικότητα τους. Το 1789 συ νέβη στο Παρίσι μια καταστροφή που έστειλε ένα ρίγος πανικού σε όλη την Ευρώπη. Στον Πόουπ διακρίνουμε ήδη το προαίσθημα της καταστροφής, ε νώ ο γέρος Ντράυντεν, με όλη του τη μεγαλοστομία, παρέμεινε τυφλός μπροστά στο επικείμενο χάος» . «Συμφωνώ απολύτως», είπε ο Χόμπχαους με μειλίχια φωνή, «ότι ο Πόουπ ήταν πιο έξυπνος από τον Ντράυντεν. Τι θλίψη όμως, που διάλεξε να περιο ρίσει την ποίηση του σε κάτι που είναι απλώς ένα εκλεκτό petit point,l δεν νομίζεις;» Τα σκούρα μάτια του Χόμπχαους, μάτια σπάνιελ, γυάλιζαν στο φως του κερωύ. Του είπα: «Παράξενο, έτσι δεν είναι, Καμ; Εσύ που είσαι πνεύμα τό σο ψύχραψο και σχολαστικό, θαυμάζεις τη μεγαλοπρέπεια του Ντράυντεν, ενώ εγώ που αγαπώ τον στόμφο και τη χλιδή, βρίσκω ευχαρίστηση στη σχο λαστική ψιλοβελονιά του Πόουπ».
1 . (Γαλλ . ) : κέντημα με ψιλοβελονιά. (Σ.τ.Μ.)
48
Μπάιpον - Τα χειpόypαφα του ΜεσολοyyiΌυ
«Στην τέχνη μάς συγκινεί το αντίθετό μας, ίσως», τόλμησε ο Χόμπχαους. «'Ή ίσως να είμαστε όλΟΙ το προϊόν μιας coincidentia oppositorum.l Μπο ρεί, Καμ, μέσα στην καρδιά σου να υπάρχει μια λανθάνουσα εκρηκτΙκότητα, ενώ μέσα στη δική μου μια λανθάνουσα σχολαστΙκότητα» . Ο Χόμπχαους χαμογέλασε. «Με βλέπεις εκρηκτικό, Μπάιρον;» . Γέλασα. «Κι εσύ με βλέπεις σχολαστικό, καλέ μου Καμ;» Ο Χόμπχαους πήρε το κερί και ανεβήκαμε κω ΟΙ δυο μας ης σκάλες. Εκεί νος άνοιξε την πόρτα της κάμαρής του και με καληνύχτισε. Εγώ έκανα ακό μα μερικά βήματα, ελαφρά μεθυσμένος, γύρισα το πόμολο της διπλανής πόρ τας και μπήκα στο σκοτάδι του δωματίου μου που ευωδίαζε πεύκο. Υπήρχε μιά καρέκλα πλάι στο παράθυρο. Κάθωα με έναν αναστεναγμό. Ένα θαμπό φεγγάρι δέσποζε πάνω από τη μαύρη έκταση των δέντρων καΙ φώτιζε την ακινησία της χαμηλής κω στενής κρεβατοκάμαρας. Συλλογί στηκα τις μεγαλειώδεις περιελίξεις του Alexander's Feast2, σε σύγκριση με ης εύθραυστες νευρώσεις της Αρπαyής της Μπούκλας3. Άκουσα ένα aσθενι κό γουργουρητό και κοίταξα προς το κρεβάτι. �Ενα γυμνό κορμί κεηόταν με το κεφάλι γυρισμένο στον τοίχο, τα μπράτσα απλωμένα στο μαξιλάρι και τα μακριά πόδια ανοιχτά. Πάνω σε έναν από τους καρπούς της γυάλιζε ένα χο ντρό μαυριτανικό βραχιόλι. Ήταν μια γυναίκα: το πρόσωπο της ήταν κρυμ μένο, αλλά το σώμα λιγνό ΚαΙ νεανικό, και συνέλαβα τη ρητινώδη πνοή που ανέδιδε η μαλακή κοιμισμένη σάρκα. Απόμεινα για λίγο ακίνητος, δέκα λεπτά ίσως, με τα χέρια πλεγμένα. Είχα καρφώσει το βλέμμα μου στην κΟΙμωμένη, το πρόσωπο ΚαΙ το όνομα της οποίας μου ήταν άγνωστα. Είχα την αίσθηση ότι με έλκει μια βαθιά ζωική οικειότητα: ότΙ την είχα γνωρίσει από την παιδική ηλικία, ότι ήξερα τις πιο μύχιες σκέψεις της. Σηκώθηκα από την καρέκλα και πατώντας απαλά στις μύτες των ποδιών πλησίασα στο κρεβάτΙ. Γονάτισα στηρίζο ντας τα χέρια μου στα άκρα του κεφαλαριού, και παρατήρησα το αμυδρό ανεβοκατέβασμα της αναπνοής. Πρόσεξα μια μικρή μαύρη κηλιοα στον γοφό της. Νόμισα στην αρχή πως ήταν κοριός, ώσπου συνειδητοποίησα πως ήταν μια ελιά. Έσκυψα κλεφτά προς τα εμπρός και άγγιξα μία σπαρ γώσα θηλή. Έπεηα φίλησα, πανάλαφρα, την επίπεδη φεγγαρόφωτη κοι λιά. Η κοιμωμένη έβγαλε έναν τεμπέλικο στεναγμό και μουρμούρισε στα
1. (Λατ.): σύμπτωση των αντΙθέτων. (Σ.τ.Μ.) 2 . Ποίημα του Τζων Ντράυντεν. (Σ.τ.Μ.)
3. ΣατΙρΙκό ποίημα του Σ. Τ. Κόλρηζ (Σ.τ.Μ.)
Το πρώτο σημειωματάριο
49
ιταλικά, χωρίς να κινηθεί: «Μιγκέλ, γλυκέ μου . . . Ω, Μιγκέλ, αγάπη μου . . . » Έμεινα γονατισμένος, ακίνητος, ίσως καμιά δεκαριά λεπτά ακόμη, μπορεί και είκοσι. 'Υστερα σηκώθηκα και πήγα νυχοπατώντας μέχρι τη μαύρη ξύ λινη εξώπορτα. Γύρισα το πόμολο και δίστασα. Η κοιμωμένη είχε σηκώσει το κεφάλι της και στύλωνε στο σκοτάδι ένα βλέμμα ανάμεσα στην επιθυμία ΚαΙ την αγανάκτηση. Έκλεισα την πόρτα πίσω από την πλάτη μου καΙ διέσχισα σαν ονειροπαρ μένος τον διάδρομο, ώσπου βρήκα το δωμάτιό μου, που ήταν στα αριστερά, πλάι στο δωμάτιο του Μπομπ Ράστον.
4 Φεβρουαρίου Επιτέλους έφτασαν από το Δραγαμέστο πολυάριθμα κιβώτια, σάκοι και κουτιά. Αλλά σήμερα είναι σχόλη και 01 Έλληνες (που η δεισιδαιμονία τους ξεπερνάει κάθε όριο) αρνήθηκαν να τα μεταφέρουν μακριά από τη βροχή. Κυριευμένος από έξαλλο θυμό, έτρεξα κάτω στην παραλία καΙ άρχισα να σέρ νω τα κιβώτια με τα πυρομαχικά. Στο τέλος τρεις μουτρωμένοι χωριάτες ήρ θαν να με βοηθήσουν, στέργοντας να τραβήξουν κάτω από ένα υπόστεγο τα μουσκεμένα πλέον κιβώτια. Πήρα το σημειωματάριό μου καΙ διάβασα τις χτεσινές σημειώσεις. Δεν έχω βέβαια την απαίτηση να θυμάμαι όλους εκείνους τους διάλογους αυτολεξεί. Καμιά φορά τα λόγια aντηχούν ακόμη στ' αυτιά μου. Πιο συχνά έχω την τά ση να τα φαντάζομαι. Αλλά η ουσία, χωρίς καμία αμφιβολία, είναΙ αυτή. Και εν πάση περιπτώσει, αυτό που ο κόσμος λέει δεν είναι ποτέ τελείως αυτό που εννοεί. Μια συζήτηση, ακόμα και η απλούστερη, για παράδειγμα: «Δώστε μου το αλάτι, παρακαλώ », είναι στην πραγματικότητα μια σειρά από ψυχο λογικά στρατηγήματα. Ο σκοπός δεν είναΙ τόσο να επικοινωνήσουμε, όσο να θριαμβεύσουμε· η πρόθεση δεν είναι η σαφήνεια, αλλά το διφορούμενο κω η εξαπάτηση. Ποτέ μου δεν άκουσα με μεγάλη προσοχή αυτά που έλεγαν οι άλ λοι κι ούτε προσπάθησα να ανακαλέσω με ακρίβεια τα εκστομισμένα λόγια. Στον καιρό του Καίμπριτζ εκφραζόμασταν με διαπληκτισμούς, ευφυολογή ματα, ή απλώς υποχθόνια γρυλίσματα, ή πάλι, στην καλύτερη των υποθέσε ων, με τρόπο προσεγγιστικό. Όταν λέμε: «Σ' αγαπώ» , η γκάμα των σημα σιών είναι ατέλειωτη και ιριδίζουσα. Μόνον όταν λέμε «ναι» ή «όχι» πλη σιάζουμε πραγματικά τη λεκτική ακρίβεια, κι εδώ στην Ελλάδα (όπου η γλώσσα ξεγλιστράει σαν το χέλι) ακόμα κι αυτές 01 μονολεκτικές απαντή σεις κατορθώνουν κατά κάποιον τρόπο να αποφύγουν την οριστική δέσμευ-
50
Μπάιρον - Τα χειρόypαφα του Mεaoλoyyίov
ση. «Ναι» μπορεί να σημαίνει: «Είσαι ανώτερος μου, γι' αυτό σε κολακεύω», ή πάλι: «Δεν ξέρω τίποτα, όμως αρνούμαι να το παραδεχτώ». Και «όχι» μπο ρεί να θέλει να πει: «Ναι, καλέ μου, αλλά σε παρακαλώ, κράτησέ το μυστικό», ή πάλι: «Ναι, αλλά μόνο υπό τον όρο να μου δώσεις περισσότερα χρήματα». i:r
Μπήκαμε στην Ισπανία και φτάσαμε στο Βαδαχόθ. Πλάι στις πύλες της πό λης υπήρχε μια γυναίκα μαυροφορεμένη που κουνούσε τα χέρια της. Μας φώναξε ότι στην πόλη είχε φτάσει η χολέρα και οι δρόμοι έβραζαν από πο ντίκια και παράσιτα. Κοίταξα πέρα από την αψίδα και είδα μια πομπή που διέσχιζε την πλατεία: ο καθένας από τους άντρες που την αποτελούσαν κου βαλούσε έναν χοντρό υφασμάτινο σάκο που τον απέθετε πάνω στην πυρά· οι φλόγες πετάγονταν ψηλά, μέσα σε ένα χορωδιακό από θρήνους. Προχωρήσαμε. Ο τόπος έγινε aποστεωμένος και άθλιος, πνιγμένος στη μι ζέρια. Φτάσαμε στο χωριό Μοναστέριο και διανυκτερεύσαμε στο σπίτι ενός ταχυδρόμου. Φάγαμε γαριοες και ήπιαμε σέρι (πολύ πιο ξηρό από του Τρίνι τυ) και για γεύμα μάς σερβίρισαν κοτόπουλο με σανγκρία. Οι δυο καμαριέ ρηδες έστεκαν στο κατώφλι, σκαλίζοντας τα δόντια τους με μια καρφίτσα, και ο οδηγός μας ο Σανγκουινέττι πήρε το φλάουτό του και έπαιξε ένα φα ντάνγκο. Έξαφνα μια γυναίκα με πελώριο στήθος όρμησε από την κουζίνα και άρχισε να χορεύει (με κάποια χάρη, μου φάνηκε, αν λάβει κανείς υπόψη τον τεράστιο όγκο της) στον ρυθμό της οξείας και ιλιγγιώδους τρίλιας από το φλάουτο του Σανγκουινέττι. Ορισμένοι περαστικοί στρατιώτες κοίταξαν μέσα, και ένας τους της πέταξε ένα εύθυμο: «Ole, Pepita!» Η Πεπίτα σήκωσε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί και βρυχήθηκε ένα βαθύφωνο «Saludf»l προς την κατεύθυνσή μου, κι ύστερα με χτύπησε με το χέρι στη ράχη και με φίλησε aχόρταγα στο μάγουλο. Ωστόσο, παρά την εξωτερική της ευθυμία, η Ισπανία είχε κάτι το άθλιο. Διασχίσαμε τη Σιέρρα Μορένα και παρατηρήσαμε τους γύρους των αετών πάνω από τις γεμάτες κάκτους κοιλάδες. Μια φορά, εκεί που είχα καθίσει ανακούρκουδα κάτω από κάτι βράχια (στην Ισπανία με ταλαιπώρησε η διάρροια), είδα μια μικρή οχιά που σερνό ταν μέσα από την άδεια οφθαλμική κόγχη ενός προβατίσιου κρανίου. Τη Σιέρρα Μορένα τη διαπότιζε μια θανατερή ατμόσφαιρα και, περνώντας μέσα από τα ρείκια, με κατέτρυχε η σκέψη του θανάτου. Πάντα νόμιζα ότι ο θά νατος ήταν άσκημο και άθλιο πράγμα, αλλά εκεί, στη Σιέρρα Μορένα, άρχι-
1. (!σπαν.): Εις υyεfαν! (Σ.τ.Μ.)
Το πρώτο σημειωματάριο
51
σα να πιστεύω πως ήταν και μεγαλόπρεπος: μια σκοτεινή ολοκλήρωση, μια μεταμόρφωση, σχεδόν ένα είδος τελικού θριάμβου, με τον οποfΌ ο άνθρωπος γίνεται μέρος όσων έχουν συμβεί στην ιστορία· και σκέφτηκα ότι ένας ετοι μοθάνατος δεν είναι πια ένα μεμονωμένο άτομο, αλλά ένας άνθρωπος στα πρόθυρα να γίνει εκατό χιλιάδες άνθρωποι. Τη στιγμή του θανάτου θα μύ ριζε την οσμή από τις σκληροτράχηλες ορδές του Αττ ίλα, θα άκουγε τις μουρμουριστές προσευχές στις όχθες του Γάyyη, θα έβλεπε τους Ινδιάνους αρχηγούς που τραγουδούσαν στα πνεύματα του Μισσισσιππή, θα έπινε το ί διο κώνειο που είχε πιει ο Σωκράτης. Διασταυρωθήκαμε με μια σειρά ημιονηγούς και ο δρόμος βυθίστηκε σε έ ναν ελαιώνα, και έπεηα διασχίσαμε μια γέφυρα πάνω σε μιαν άβυσσο χωρίς νερό. Έκανε μια στροφή, και πέρα μακριά είδαμε έναν λόφο με έναν πύργο στην κορυφή του, και οι ακρίδες άρχισαν να τσιρίζουν μέσα στο ακίνητο κά μα. Ξαφνικά ο Σανγκουινέττι φώναξε: «Γρήγορα! Στους θάμνους!» «Γιατί; Τι συμβαίνει;» φώναξα κι εγώ με τη σειρά μου. «Ληστές, Εξοχότατε!>> κραύγασε ο οδηγός. Κοίταξα γύρω μου αλλά δεν διέκρινα κανενός είδους ληστές και έκλεισα με νόημα το μάτι μου στον Χόμπχαους. Όμως εκείνη τη στιγμή τρεις απειλητι κές φιγούρες πήδηξαν έξω από τη συστάδα των δέντρων και στήθηκαν με τα πόδια ανοιχτά στη μέση του δρόμου ακριβώς μπροστά μας. Ο ένας ήταν ένα αγόρι που κράδαινε ένα μακρύ και γυαλιστερό κουζινομάχαιρο- ο άλλος ήταν ένας μονόφθαλμος κακούργος με ένα τσεκούρι στο χέρι- ο τρίτος ένας υπέρ γηρος aσπρομάλλης που φορούσε χιτώνα τριμμένο και, με ένα πρόσχαρο σαρ καστικό χαμογελάκι, μας εσημάδευε με ένα μακρύ και μαύρο τρομπόνι. Σταματήσαμε στις παρυφές του δρόμου και εγώ γλίστρησα κάτω από τη σέλα. «Πρόσεχε, Μπάιρον>> , είπε ο Χόμπχαους. «Μην κάνετε καμιάν aποκοτιά, κύριε! >> φώναξε ο Φλέτσερ. Προχώρησα μέχρι τον υπέργηρο και τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη, ενώ ο οδηγός μας έστεκε πίσω μου, χειρονομώντας καταταραγμένος. «Τι θέλουν;>> ρώτησα τον οδηγό. «Χρήματα! Χρυσάφι, κοσμήματα, στολίδια! >> «Ωραία, θα φροντίσω να μη μας θεωρήσουν τσιyyούνηδες», είπα χαρούμε να. Τράβηξα σε ένα από τα γαϊδούρια, πήρα ένα μπουκάλι από τον σάκο, κι αφού το άνοιξα τελετουργικά, το έδωσα στον υπέργηρο με την κατσικίσια μούρη. Εκείνος μύρισε και ήπιε. Ο κακούργος τον μιμήθηκε. Το αγόρι κα-
52
Μπάιρον - Τα χειpόyραφα του Mεaoλoyyίov
τέβασε μια γουλιά, καχύποπτο, και έσκασε ένα χαμόγελο. Πέρασαν το μπου κάλι ο ένας στον άλλο (ήταν ένα εξαlρετο μπράντι που εlχα φέρει από τη Λι σαβόνα) και τα πρόσωπα τους έγιναν όλο πιο πρόσχαρα και συμφιλιωτικά. Έβαλα το χέρι στην τσέπη του σακακιού και έβγαλα ένα σακουλάκι γεμάτο νομlσματα. Τα παρέδωσα στον υπέργηρο με μιά φιλοφρονητική υπόκλιση και μια κομψή κlνηση, και διέταξα τον Σανγκουινέττι να του πει αυτολεξεl: «Ο Άγγλος πρlγκιπας υποβάλλει τα σέβη του στο ευγενέστερο πνεύμα της αρχαlας Ισπανlας! » Ο γέρος ληστής υποκλfθηκε με αξιοπρέπεια, το αγόρι και ο κακούργος τον μιμήθηκαν, και τους αφήσαμε στη μέση του δρόμου με το μπουκάλι του μπράντι, να μας aποχαιρετούν κουνώντ�ς μελαγχολικά τα σκούρα και βρό μικα χέρια τους. Μπήκαμε στην Ανδαλουσlα και φτάσαμε στην πόλη της Σεβίλλης. Κατα λύσαμε σε ένα aσβεστωμένο σπlτι με φλαμουριές γύρω γύρω, που το εlχαν δύο γεροντοκόρες, και το σούρουπο πήγαμε να περπατήσουμε στα σκολιά δρομάκια πέρα από τον καθεδρικό. Εκεl παρατήρησα τα μαύρα σαν κάρβου να μάτια, στραφταλιστά πlσω από τις κεντητές μαντίλες, και σκέφτηκα ότι οι Ισπανίδες γυναΙκες πρέπει να ήταν τόσο μυστηριώδεις όσο και ωραlες. Όμως αυτή, αλlμονο, ήταν μια αυταπάτη. Προσκληθήκαμε, ο Καμ κι εγώ, σε φαγοπότι στο σπlτι μιας γριάς μαρκησlας, κι εκεl ανακάλυψα ότι αυτές οι μυστηριακές καλλονές, με τα βλεφαρlσματα και τις όλο υπονοούμενα μα τιές, κατατρύχονταν από μΙα και μόνη ιδέα: την επιπόλαιη ραδιουργlα. Τα βλέμματά τους υπόσχονταν μονlμως ουράνιες χαρές και ασlγαστα βάσανα, αλλά τη στιγμή που άνοιγαν το στόμα τους όλα κατέληγαν σε ένα άνοστο γε λάκι ή ένα σαχλό σκούξιμο, ή πάλι, στην περlπτωση που πεlθονταν να μι λήσουν, σε μια καταστρεπτική κοινοτοπlα. Όσο πιο αδιαπέραστη ήταν η πό ζα μυστηρlου, τόσο πιο ηλlθιο το γέλιο και ολέθρια η κοινοτοπlα. Οι γυναΙ κες της Ανδαλουσlας εlχαν μια αιλουροειδή ομορφιά, αλλά μΙα και μόνο στιγ μή από τη συζήτηση μαζl τους με γέμιζε πανικό. Το πρωl που φύγαμε από τη Σεβίλλη, μΙα από τις μουστακαλούδες οικοδέ σποινές μου πλησlασε το φαρl μου δακρυσμένη. Πήρε ένα ψαλίδι, έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά της, την τύλιξε επιμελώς σε ένα μαντίλι και την ακού μπησε στην παλάμη μου κλεlνοντας τη με δύναμη. «Adios, hermoso! Me gustas muchof»l μουρμούρισε ριγώντας. Και πήραμε τον λευκό και πυρωμένο δρόμο που οδηγούσε στο Κάδιξ.
1. (!σπαν.): Έχε γεια, όμορφε! Μ' αρέσεις πολύ! (Σ.τ.Μ.)
53
Το πpώτο σημειωματάριο
5 Φεβpovap(ov
Άρπαξα κρυολόγημα από τη βροχή, φαfνεται, και επιπλέον έχει πρηστεf έ νας τένοντάς μου. Αργά το απόγευμα ήρθε ο λοχαγός Πάρρυ κω φλυαρήσαμε λfγο μπροστά σε μια κανάτα μηλfτη. Εfναι ένας άντρας τραχύς, κοντοστούπης σαν βαρέ λι, με πυκνή κόκκινη γενειάδα. Βρομάει ελαφρώς αμμωνfα. Αλλά τον συ μπαθώ τον λοχαγό Πάρρυ. 1:?
Θυμάμαι ότι στο Κάδιξ ήμασταν καθισμένοι στην ηλιόλουστη ακρογιαλιά, ρουφώντας με την ησυχfα μας ένα ποτήρΙ πολύ ξηρή μαντζανiλα. Η ατμό σφαιρα στο Κάδιξ εfναι εξαιρετικά δροσερή και λαμπερή, και τα ιστfα στον ορfζοντα έμοιαζαν με σωρό σκόρπια aνθοπέταλα πεσμένα από τα σύννεφα. Πέρασε ένας άντρας με μια μαϊμού και ζήτησε ελεημοσύνη. Του έδωσα έ να αυστριακό τάλιρο κι εκεfνος έπεσε στα γόνατα. Η μαϊμού πήδησε στον ώ μο μου κω έκλεψε ένα αμύγδαλο από το πιάτο. Ύστερα τράβηξε τον λοβό του αυτιού μου κω τον φίλησε στοργικά. Μιλήσαμε για την Ισπανfα, για το παράξενο φαινόμενο που λέγεται ισπα νική περηφάνια και για το εξfσου παράξενο φαινόμενο που εfνα1 η πορτογα λική μελαγχολfα. «Δεν χωρεf αμφιβολfα» , εfπε ο Χόμπχαους. «Ο κόσμος αλλάζει από χώρα σε χώρα. Ένας άνθρωπος από την Κορνουάλη δεν εfνω σαν έναν από τη Ν ορ θουμβρfα, όποιος εfνω γεννημένος στο Καfμπρηζ εfνα1 διαφορετικός από κάποιον που έχει γεννηθεf στην Οξφόρδη, και 01 κάτΟΙΚΟΙ της Υόρκης δια φέρουν σημαντικά από αυτούς του Γιάρμουθ » . «Κάτι τ ο αfμα», πρότεινα, «κάτι τ ο κλfμα και κάτι η ατμόσφαιρα». «ΤΙ εννοεfς με την ατμόσφαιρα; » ρώτησε ο Καμ. «ΜΙα συνάρτηση λεπτομερειών», εξήγησα. «Στην Υόρκη υπάρχει ένας κα θεδρικός. Η παρουσία αρχιεπισκόπου έχει μολύνει το πνεύμα των πολιτών της. Στο Γιάρμουθ υπάρχουν μουρούνες. Οι άνθρωπΟΙ μοιάζουν με τα ψά ρια. Δεν έχεις ποτέ παρατηρήσει πώς μια yυναfκα που της έχουν γίνεΙ έμμο νη ιδέα τα ιππικά ζητήματα, αρχfζει έπεηα από λfγο να μοιάζει με άλογο;» «Πάλι κάνεις την καρικατούρα του ανθρώπινου πνεύματος. Η ψυχή του ανθρώπου εfνα1 πλασμένη από στοιχεfα πιο aστάθμητα από τα ψάρια και τις aρχιεπΙσκοπές. Η θλfψη του Πορτογάλου προέρχεται από την απογοήτευση μπροστά στη φτώχεια, σε συνδυασμό με μια πνευματική στασιμότητα, με μιαν επfβουλη απώλεια εθνικής ενέργειας».
54
Μπάιρον - Τα χειρόypαφα του Μεσολοyyίοv
«ΚαΙ η περηφάνΙα του Ισπανού;» «ΚΙ αυτή οφείλεταΙ στην έκπτωση των μεγάλων παραδόσεων, συνδυασμέ νη με μΙα κουτή έμφαση που δίδεταΙ στην παλΙκαρΙά των αρσενΙκών, μΙα Ι δΙότητα που πολύ θαυμάζεταΙ στη χώρα τούτη, όπου πάντα είναΙ παρούσα μΙα απεΙλή θανάτου, με στΙλέτο ή με το κέρατο ενός ταύρου, ή ακόμα κω με τη χολέρα». «Τώρα είσω εσύ, καλέ μου Καμ, που απλοπωείς τα πράγματα. Παράγοντες όπως η θλίψη καΙ η περηφάνΙα είναΙ σύμφυτοΙ στον χαρακτήρα ενός ατό μου. Δεν καθορίζονταΙ από ένα ζευγάρΙ κέρατα ταύρου ή μΙα γαβάθα νερου λή σούπα . . . » Στο σημείο αυτό μας δΙέκοψαν κραυγές χλευασμού κω κρότω από σερνό μενες αλυσίδες. Γυρίσαμε καΙ είδαμε να προχωρεί κατά μήκος του δρόμου μΙα άτακτη πομπή. ΜΙα ομάδα αντρών της πολποφυλακής, με μαύρα μου στάκΙα καΙ τρίκοχα καπέλα, έσερναν έναν αλυσοδεμένο δύστυχο τύπο, ενώ μΙα ορδή χαμίνΙα τον λοΙδορούσαν κω τον πετροβολούσαν. Γύρωα στον ΣανγκουΙνέττΙ κω τον ρώτησα: «ΤΙ συμβαίνεΙ;» «Απ' ό,τΙ φαίνεταΙ», μου είπε, αφού ρώτησε εδώ ΚΙ εκεί, «αυτός ο φηασΙ δωμένος κουνΙστός το γλεντούσε πολύν καιρό με τρόπο μη κανονΙκό. Μες στους θάμνους του πάρκου κω πίσω από τα βαρέλΙα των καπηλεΙών, ακόμα κω μέσα στην τοπΙκή μητρόπολη, aποπλανούσε αθώα αγόρΙα που τίποτα δεν φαντάζονταν από ης προθέσεΙς του, κω περΙστασΙακά κω κάπωους ναύτες, ακόμα κΙ έναν παπά. Ο κυβερνήτης της πόλης αποφάσΙσε να θέσεΙ τέλος σ' αυτό. Θα aποκεφαλΙστεί στην πλατεία ο φουκαρΙάρης . >> Η πομπή πέρασε κω εξαφανίστηκε στρίβοντας τη γωνία. Αλλά εγώ πρό σεξα - με κάπωα έκπληξη, είνω αλήθεΙα - ότΙ, όταν ο ωχμάλωτος πέρασε μπροστά από το τραπέζΙ μας, έστω κω με τη θανατΙκή καταδίκη να κρέμε ταΙ πάνω από τη μαύρη αναμαλλΙασμένη κεφαλή του, δεν άντεξε στην πα ρόρμηση να ρίξεΙ μΙα κλεφτή ματΙά προς τη μερΙά μου- κω δΙέκρΙνα μέσα στο βλέμμα του μΙα λάμψη aπεγνωσμένης φΙλαρέσκεΙας. .
.
6 Φεβpοvαpίοv Σήμερα δεν συνέβη τίποτα. Έγραψα δυο επΙστολές. Κω σκέφτηκα την Αγγλία. Αγγλία, Αγγλία! Είνω όλα τόσο απόμακρα από την τωρΙνή πραγματΙκό τητα, που μου εμφανίζονταΙ, πέρα από τη νύχτα, σαν ένας παράδεωος τυ-
55
Το πρώτο σημειωματάριο
λιyμένος στην ομίχλη· σαν ένα μικρό στοιχειωμένο πάρκο που επιπλέει στα κύματα του Ατλαντικού. Θυμάμαι την κάπνα στο Άμπερντην και τις πόρνες που κατουρούσαν στο Πικκαντίλλυ, τους ξιφομάχους με τις συρματένιες μάσκες στην Πόρτουγκαλ Πλέης και τα δρακόμορφα μανιτάρια στο Σιξ Μάιλ Μπόττομ. Θυμάμαι τη λαχανίλα και την aποφορά της υποκρισίας, τους υφηγητές στο Καίμπριτζ με το επιτηδευμένο τους ύφος, και τις δού κισσες που έριχναν πονηρές ματιές. Κι όμως. . . Αγγλία, Αγγλία! Θυμάμαι τα βρύα στο Κάστρο Φόλλυ και τους σολομούς να αναπηδούν στα κρυστάλλινα νερά του Ν τη. Θυμάμαι τις βιο λέτες στο νεκροταφείο του Χάρροου και την ευωδιά του τριφυλλιού στους λειμώνες του Τράμπινγκτον. Ποια είναι η απάντηση; Καταλήγουμε να μι σούμε τα πράγματα που κάποτε αγαπούσαμε; Ή πάλι να αγαπούμε τα πράγ ματα που μας έφεραν δυστυχία και εξευτελισμούς; '{;?
Από το Γιβραλτάρ σαλπάραμε για την πόλη του Κάλιαρι και από κει για τη Σικελία και για τη Μάλτα. Από τη Μάλτα, τον Σεπτέμβριο, διασχίσαμε το Ιό νιο και ρίξαμε άγκυρα στον Πατραϊκό κόλπο. Αποβιβαστήκαμε. Ο Χόμπχα ους γονάτισε και μάζεψε μια χούφτα χώμα. «Η γη της Πελοποννήσου! » μουρμούρισε ευλαβικά. Μακριά προς τον Βορρά, πέρα από τον κόλπο, εiδα (ή μου φάνηκε πως εί δα) μια πόλη. Μια συνάθροιση από μαύρες χαμοκέλες υψωνόταν από έναν ε πίπεδο και μαυριδερό βάλτο, και παραπέρα, άσχημο και δυσοίωνο, ορθωνό ιαν το όρος Χαλκίς. Το Μεσολόγγι! Από τότε κιόλας (ή μήπως ήταν μόνο φαντασία μου;) aντι λήφθηκα κατιτί σαπρό στο προφiλ εκείνου του τόπου, λες κι ήταν ένα πτώ μα που το άφησαν να σήπεται μες στα χορτάρια και τον βούρκο. Το Μεσολόγγι ... Κοιτάζω από το παράθυρο. Πάνω από την παραλία λά μπουν τα αστέρια. Αυτός ο τόπος δεν είναι ένα πτώμα, είναι ολόκληρος ένας αναβρασμός ζωής, κι αντί για απελπισία νιώθω μέσα μου το ρίγος της ανα μονής. Γιατί; Πώς; Τι; Πότε; Κάτι αποφασιστικό θα γίνει όπου να 'ναι. Το μυρίζω ο ιον αέρα της νύχτας, το βλέπω αιωρούμενο στο φέγγος της φλόγας.
, Εξαφνα νιώθω εξαντλημένος. Δούλεψα πάρα πολύ τον τελευταίο καιρό. α σβήσω το λυχνάρι και θα ξαπλώσω στη στρωμνή μου.
56
Μπάιρον - Τα χειρόypαφα του Μεσολοyyίου
7 Φεβpουαpίου Ο λοχαγός Πάρρυ άρχισε να ετοιμάζει την πυροβολαρχfα. Κατάλαβα ότι α πό μένα περιμένουν, για την πολιορκfα της Ναυπάκτου, όχι μόνο τα χρήμα τα και τους άντρες, αλλά και την εξυπνάδα, την ενεργητικότητα και την πει θαρχfα. Οι διάδρομοι του σπιτιού μου aντηχούν από ομιλfες σε όλες τις yλώσσες. Με ταλαιπωρούν επισκέπτες θορυβώδεις, ο καθένας έτοιμος με την ιδιαfτε ρη συμβουλή του: Σουηδοf αξιωματικοf, Γερμανοf βαρόνοι, Σουλιώτες ο πλαρχηyοf, μισθοφόροι της Βαλτικής, ακόμα κι ένας Αυστριακός aργυροχό ος κι ένας Υδραfος φιλόσοφος. Κανένα από τα πλάσματα αυτά δεν μπορεf να μου κομfσει την παραμικρή βοήθεια. Ο καθένας έχει τη δική του θεωρfα πε ρf πολέμου· και yλυκοβλέπει κλεφτά το βαλάντιό μου. Βρfσκομαι κυκλωμένος από ανθρώπους που περιφρονώ και δεν εμπιστεύ ομαι . Εκτός από τον Φλέτσερ, τον Τfτα και το τερανόβα σκυλf μου, νιώθω τελεfωc; απομονωμένος. Σήμερα μάλιστα μάλωσα με τον Πιέτρο (και χωρfc; κανέναν λόγο) . Όσο για τον Άλεξ, εfναι στο χεfλοc; της απόλυτης μαλάκυν σης. Απεχθάνομαι τους ραδιούργους Μοραiτεc;, τους κλανιάρηδες Κορινθf ουc;, τους επηρμένους Πρώσσους. Αρχfζω να νιώθω μέσα μου μια ενοχλητι κή αfσθηση αυτολύπησης. Αλλά η αυτολύπηση εfναι ασφαλώς, από όλα τα αισθήματα, το πιο άθλιο. Οτιδήποτε και να συμβεf, θα σηκώσω τους ώμους. Θα υψώσω το ποτήρι με το κρασf μου. Θα γελάσω και θα συνεχfσω να ακούω τα άσεμνα ανέκδοτα του Μαυροκορδάτου. '{;?
Ρίξαμε άγκυρα στ ' ανοιχτά της Πρέβεζας και πήραμε στην υπηρεσfα μας έναν νεαρό δραγουμάνο. Κατόπιν αρχfσαμε το ταξίδι μας ανάμεσα στα ψη λώματα της Ηπεfρου. Διασχfσαμε τον σκοτεινό Αμβρακικό κόλπο και, αφού ξεμπαρκάραμε στα Σάλωνα, τραβήξαμε για τα βουνά, με δέκα άλογα και δυο φρουρούς. Όταν περάσαμε τις ψυχρές κορυφές, τα βουνά άνοιξαν έξαφνα πάνω από μια κρυστάλλινη λfμνη που καθρέφτιζε τους χιονάτους μιναρέδες που έλαμπαν ανάμεσα σε μια συστάδα κυπαρfσσια και πορτοκαλιές. Ήταν τα Γιάννενα. Στά Γιάννενα αγόρασα μερικά υπέροχα αλβανικά κοστούμια, διά στικτα με πράσινο, μοβ και χρυσαφf. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και εfπα στον Καμ: «Σαν παγόνι εfμαι». «Εμένα μου φαfνεσαι σαν πέρδικα», αντιyύρισε ο Καμ.
Το πpώτο σημειωματάριο
57
Δυο εβδομάδες αργότερα εισχωρήσαμε στα βουνά της Αλβανfας και στο τέλος αντικρfσαμε τους πύργους του Τεπελενfου. Ήταν προχωρημένο απο μεσήμερο, ο ήλιος ετοιμαζόταν να βασιλέψει, και οι στρατιώτες παρήλαυ ναν ευθυτενεfς μπροστά από το μέγαρο. Τάρταροι με ταυρfσιο πρόσωπο και πυργωτά σκουφιά, Τούρκοι με τουρμπάνι και κάπα, Αφρικανοf σκλάβοι που οδηγούσαν άλογα κατάλευκα και, επιβλητικότεροι όλων, οι Αλβανοf, με χρυσοκέντητους μανδύες, κόκκινα βελούδινα γιλέκα και, περασμένα στη ζώνη, πιστόλια και εγχειρίδια με ασημένια λαβή. Μου θύμισαν το πα λιό μου βιβλfο με τις Χίλιες και μια νύχτες και, καθώς χωνόμουν βαθιά στους δρόμους του Τεπελενfου, μου ήρθε να μουρμουρfσω : «Άνοιξε, Σου σάμι! » Και το Σουσάμι άνοιξε, πέραν πάσης αμφιβολfας. Προσκληθήκαμε στο μέ γαρο, και επισκέφθηκα τον πασά μέσα στα δροσερά μαρμάρινα δώματα του. Ανατολfτικοι καναπέδες, μεγάλοι και κόκκινοι, ήταν ευθυγραμμισμένοι κα τά μήκος των τοfχων, και στη μέση ανέβρυζε ένα σιντριβάνι. Ο πασάς ση κώθηκε από τον καναπέ και με περιεργάστηκε. «Εfστε νέος» , είπε γλυκά. «Πεfτε μου, γιατf aφήσατε τη χώρα σας;» «Μου αρέσουν τα ταξίδια», του απάντησα. «Τα ταξίδια! » γουργούρισε. «Τα ταξίδια εfναι επικfνδυνα! Εκτfθεστε σε α κατονόμαστους κινδύνους, αγόρι μου». Κάθισα, κι εκεfνος παρήγγειλε σερμπέτια και ένα μπολ με γλυκίσματα. Αυτός ο αιμοσταγής τύραννος, ο Αλή Πασάς, που εfχε δολοφονήσει χιλιάδες ανθρώπους, ήταν ένας άντρας με φfνους τρόπους και μεγάλη οξύνοια. Το πρόσωπο του ήταν σημαδεμένο και γωνιώδες, το βλέμμα διαπεραστικό κι ω στόσο γλυκό, η γενειάδα μαλακή και κάτασπρη, τα χείλη μικρά σαν γυναι κεfα. Φορούσε χρυσοκέντητο φέσι, μαύρο γούνινο γιακά και παντόφλες από γαλάζιο επιχρυσωμένο μαροκινό. Με περιεργάστηκε εγκρfνοντάς με. «Μου είπαν ότι εfστε λόρδος», μουρ μούρισε. «Δεν εξεπλάγην. Μόνον ένας λόρδος μπορεf να έχει χέρια τόσο ντε λικάτα και αυτιά τόσο μικρά. Θαυμάζω πολύ τη μεγαλόπρεπη σπάθα σας και τις επfχρυσες επωμίδες σας. Με γοητεύουν επfσης τα μάτια σας και το πονη ρό και aυθάδικο χαμόγελο σας. Σας παρακαλώ, θεωρήστε με πατέρα σας όσο θα μεfνετε στο Τεπελένι. Θα σας περιμένω στα δώματά μου, τα μεσάνυχτα. Θα μιλήσουμε για ποfηση ... » Μας εσυνόδεψαν στις κάμαρές μας, που βρfσκονταν στη δυτική πτέρυγα του μεγάρου, και εfπα στον Καμ : «Αναρωτιέμαι ποιες είναι οι απόψεις του πασά όσον αφορά την ποfηση».
58
Μπάιρον - Τα χειρόyραφα του MεaoλoyytΌv
Ο Καμ όρθωσε το κεφάλι του ΚαΙ χαμογέλασε. «ΕίναΙ άνθρωπος γεμάτος φαντασία, φυσικά>> . «Αναμφίβολα>>, απάντησα. «ΚΙ έχει, φαίνεταΙ, απαίσια φήμη>>. «Καλέ μου Μπάφον>> , είπε γαλήνια ο Καμ, . «Να πάω;>> δίστασα. «Και βέβαια να πας>>, με ενθάρρυνε ο Καμ. ,,'Qταν ήσουν στο Καίμπριτζ, συμπεριφερόσουν σαν άνθρωπος του Καίμπριτζ. Τώρα είσαι στην Τουρκία ΚαΙ πρέπει να συμπεριφερθείς σαν Τούρκος>>. Κατάλαβα ότι ο Χόμπχαους, αναζητώντας «παραλειπόμενα>> για τα ταξι διωτικά του άρθρα, προσπαθούσε να με ωθήσει να δεχτώ το ραντεβού μου με τον πασά. ΚΙ εγώ (εκτός από την αίσθηση ότι με υποχρέωνε η ευγένεια) α ντψετώπισα τη συνάντηση σαν ένα αυστηρώς επιστημονικό πείραμα, με τον σκοπό να μάθω τι είδους ικανοποίηση δοκίμαζαν μερικοί παλιοί μου φίλοι (ο Λόρδος Ίνγκολντσμπυ, επί παραδείγματι) υιοθετώντας εκείνη που εμείς a ποκαλούσαμε «οθωμανική στάση>> . Έφτασα στα δώματα του πασά τα μεσάνυχτα ακριβώς. Ένας λύχνος έ καιγε, το δωμάτιο ήταν διαποτισμένο από άρωμα γιασεμί, και πάνω στο τρα πέζι ήταν ακουμπισμένα ένα μπρίκι με καφέ κι ένα δοχείο γεμάτο αμύγδα λα. Ο πασάς φορούσε μιαν aτλαζένια ρόμπα με δαντελωτή παρυφή, και μου ζήτησε να καθίσω σε ένα μαξιλάρι δίπλα του. Σε ένα χάλκινο κλουβί κρεμα σμένο από την οροφή υπήρχε ένας παπαγάλος και, σε μια γωνία, ένας νέγρος τροφοδοτούσε με κάρβουνο ένα μαγκάλι. Για λίγο μιλήσαμε για ποίηση. Ο πασάς μού διάβασε ορισμένους στίχους του Μπουαλώ, που τους είχε μεταφράσει στα τούρκικα από τα γαλλικά. Μη γνωρίζοντας τούρκικα, δεν ήμουν εις θέσιν να κρίνω πόσο λαμπρή ήταν η απόδοσή τους. Όμως άκουσα ευγενικά, συyκατανεύοντας με το κεφάλι. Στο τέλος ο πασάς έσκυψε μπροστά και είπε: «Αρκετά με την ποίηση. Να, πάρ τε λίγον καφέ ΚαΙ επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα φιλί, αγόρι μου>> . . Τώρα που το ξανασκέφτομαι, το επεισόδιο μου φαίνεται πιο πολύ κωμικό παρά α παίσιο, αλλά θυμάμαΙ ότι εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια σαφέστατη δυσφο ρία. Μόνο η επιθυμία να συγκεντρώσω στοιχεία για τα «παραλειπόμενα>> του Καμ με έπεισε να υποκύψω στις προτάσεις του πασά. Σβήστηκε ο λύ χνος κι εμείς ξαπλώσαμε σε ένα χαλί πλάι στο μαγκάλι . Ο Αλή Πασάς ήταν σαφώς έμπεφος στο ειοος κω οι χεφισμοί του ήταν γεμάτοι αβρότητα, αλ-
Το πρώτο σημειωματάριο
59
λά όταν αργότερα ο Χόμπχαους με ρώτησε: «Λοιπόν, Μπάιρον, πόνεσε;» α ναγκάστηκα να του απαντήσω: «Αν πόνεσε; Και βέβαια πόνεσε. Αναθεματι σμένα! » Δεν ξαναδοκfμασα τον πειρασμό να επαναλάβω το αλβανικό πεfραμά μου. Δεν ήταν «στο στυλ μου», όπως λένε. Υπάρχει μια δόση παθητικότητας μέ σα μου, αλλά προτιμά μια εκτόνωση πιο λεπτή και πιο υγιεινή. Ωστόσο, όταν σκέφτομαι το πράγμα, και συλλογfζομαι τις πιο λεπτές πτυχές του, καταλαβαfνω ότι το συμβάν δεν ήταν άνευ σημασfας. Όλω οι άντρες εfναι παράξενα ζώα. Τα ορμέμφυτά τους εfναι ανεξιχνfαστα. Εν συνεχεfα, στο Λονδfνο και στη Γενεύη, για να μην πω στη Βενετfα και στη Ραβέννα, έτυ χε να ξανασκεφτώ τη νύχτα που πέρασα με τον πασά με ανάμεικτα αισθή ματα ευθυμfας και aποτροπιασμού. Μια μέρα διηγήθηκα αυτό το μικρό επεισόδιο στην Καρολάιν, που αμέσως σοβάρεψε και με περιεργάστηκε σκε φτική. «Δεν εfναι στο στυλ σου;» μουρμούρισε. «Ίσως όχι, αστεfα μου αγάπη, αλ λά σfγουρα η νύχτα εκεfνη στην Αλβανfα άφησε το σημάδι της επάνω σου>> . Να εfναι αλήθεια; Μπορεf. «Το σεξ εfναι αfνιγμα>> (όπως ισχυριζόταν η Καρολάιν) και υπάρχουν στιγμές που η σκέψη μου ξαναγυρfζει σ' εκεfνο το μικρό > , Η παρθενΙκότητα της Τερέζας, που μοσχομύρΙζε φρεσκοκομμένο χορτάρΙ, κω η δροσΙά του ΝΙκολό, που ευωδίαζε σαν χυμός πορτοκαλΙού, δεν με εμπόδΙσαν να ρΙχτώ σε μΙα σεφά από περΙπέτεΙες της μίας νύχτας που άφησαν στο ταλαίπωρο μόρΙο μου πλήθη από γονόκοκκους. Υπήρχε ένα μπορντέλο όπου τα κορίτσΙα ήταν ξαπλωμένα σε κρεμαστά κρεβάτΙα κρυμμένα με κουρτίνες, τοποθετημένα κυκλΙκά γύρω από ένα με γάλο σΙντρΙβάνΙ: με συνόδευσε ένας καμπούρης κω εκλήθην να κάνω την ε πΙλογή μου. Αλλά με κούρασε το πόσο ήταν εύκολη κω κατάφωρη μΙα τέτοΙα δΙαδΙκασία· κω προτίμησα ένα άλλο «μπορντέλο>>, έναν έρημο στάβλο στΙς παρυφές κάπ01ου πάρκου, όπου ΟΙ πόρνες περίμεναν τεμπέλες καΙ αόρατες σης γωνΙές που μύρΙζαν αγελάδα κω όπου τη λαγνεία τη νοστίμΙζε η ελευ θερία της ανωνυμίας. Ακόμα κω ο Φλέ-τσερ μολύνθηκε από αυτή την aσελ γή αθηναϊκή ατμόσφαφα. ΣυνήθΙζε να κρύβεταΙ στην καλύβα του κηπου ρού καΙ έπεΙθε τΙς Αλβανίδες πλύστρες που χασκογελούσαν να του μπήγουν μΙκρές καρφίτσες στους γυμνούς γλουτούς του. Αχ, Αγγλία! ΜυστηρΙώδης ΑλβΙών! Η 01κοδέσπ01νά μου παραπονέθηκε γω αυτή την ΙδΙοτροπία του Φλέτσερ, αλλά εγώ την καθησύχασα λέγοντας της όη ήταν απλώς μΙα παλΙά συνήθεΙα της Κορνουάλης. Στην Αθήνα κοφήθηκα (κράτησα τον λογαρΙασμό στο κατάσηχό μου) με ενενήντα τρεΙς γυναίκες: ορΙσμένες λΙγνές, άλλες εύρωστες, ορΙσμένες Ελληνίδες, άλλες Τουρκάλες, αλλά το περίεργο είνω ότΙ δεν μπορώ να θυ μηθώ ούτε ένα από εκείνα τα πρόσωπα, ενώ αναθυμούμαΙ τα χρυσαφένΙα μά γουλα της Τερέζας κω του ΝΙκολό, πότε της μίας κω πότε του άλλου, καΙ πό τε καΙ των δύο μαζί, συγχωνευμένα. Ω δοξασμένη Ελλάς, ω σκωληκόβρωτη Αθήνα! Νω, είχαν συγχωνευθεί, καΙ ακόμα κω τώρα με το ζόρΙ κατορθώνω να τΙς ξεχωρίσω, τόσο πολύ συγ χέονταΙ. Καθόμουν το μεσημέρΙ στον κηπάκο της κυρίας Μακρή ΚΙ έγραφα, καΙ 01 στίχοΙ του Ταάιλvτ: Χάρολντ: έρεαν από την πένα μου με ΙλΙγγΙώδη ευ χέρεΙα, αλλά ταυτόχρονα μΙα παράξενη ανία κατέτρωγε την ψυχή μου. Η
66
Μπάιρον - Τα χειρόyραφα του Μεσολοyyίου
ζωή μου μου φωνόταν χαοτΙκή, ακυβέρνητη καΙ άσκοπη, με στήρΙζε μονά χα η αίσθηση της «εσωτερΙκής» μου μοναδΙκότητας· αλλά πού θα οδηγούσε αυτή η μοναδΙκότητα (αν γΙ' αυτό πρόκεηω), δεν είχα Ιδέα. Μπορούσα μο νάχα να δΙατυπώσω σκοτεΙνές εΙκασίες. Περνούσα από κρίσεΙς μαύρης με λαγχολίας σε παροξυσμούς, εξίσου αναίτΙους, έξαρσης κω ενθουσΙασμού. ΑποφάσΙσα να εγκαταλείψω τη φΙλΙκή μΙκρή έπαυλη της κυρίας Μακρή κω μετακόμΙσα σε ένα μοναστήρΙ καπουτσίνων, απ' όπου μπορούσες να a πολαύσεΙς τη θέα του Υμηττού. Ήταν ένα κτίρΙο χαοτΙκό κω γεμάτο φασα ρία, με κοτόπουλα που κακάρΙζαν στην αυλή, περΙστέρΙα που γουργούρΙζαν πάνω στις κεραμωτές, γουρούνΙα που έγρουζαν στα μαντρΙά κω κατσίκες που μασούλΙζαν τα φύλλα της πέργκολας. Η ζωή μου πέρασε από έναν αττι κό ηδονΙσμό σε μΙα σπαρτΙατΙκή πεΙθαρχία. Είχα αηδΙάσεΙ από το λίπος του κορμΙού μου (τα πΙάτα της κυρίας Μακρή κολυμπούσαν στο ελωόλαδο) καΙ αναγκάστηκα να υΙοθετήσω μΙα δίαηα με τσάΙ, καβουρδΙσμένο ψωμί κω κα ρότα. Στα εστΙατόρΙα της Αθήνας αρνΙόμουν τΙς μπεκάτσες κω τα μπαρ μπούνΙα, γΙα να μη μΙλήσω γΙα τα αμυγδαλωτά κω τΙς ψωμωμένες κω σφο πΙαστές μελόπηες. ΤρεΙς φορές την εβδομάδα πήγαΙνα στα χαμάμ της τούρ ΚΙκης συνοΙκίας, κω στο τέλος μπόρεσα να κοηάξω το σώμα μου στον κα θρέφτη χωρίς να νΙώσω αηδία. Μέσα στη λύσσα μου γΙα την Ισχνότητα αγό ρασα ένα λαγωνΙκό, καθώς κω κάτΙ νεκροκεφαλές ξεθαμμένες από aρχαίες σαρκοφάγους. ΚΙ όταν καθόμουν στην κάμαρη μου με τον Ορέστη κουρνΙα σμένο στα πόδΙα μου κω τις τέσσερΙς χάσκουσες νεκροκεφαλές aραδΙασμένες στο τραπέζΙ, ένΙωθα πως έχω θρΙαμβεύσεΙ πάνω στις βλαβερές συνήθεΙες της υπεραφθονίας, καΙ 01 στίχοΙ μου απέκτησαν μΙα δροσερή κω ζωηρή «αυστη ρότητα». Όμως αυτή η «ΠεΙθαρχία» κΙ αυτή η «αυστηρότητα» δεν κράτησαν πολύ. Ήρθε ο Μάρτως, η ατμόσφαφα γλύκανε, κω με έπΙασε η επΙθυμία να οργώσω κω πάλΙ τΙς θάλασσες. Ένα πρωΙνό με αύρα έφτασε στον Πεφωά το εyyλέζΙκο πολεμΙκό Πνλάδης καΙ πέτυχα να με πάρουν μαζί τους μέχρΙ τη Σμύρνη.
1 Ο Φεβρουαρίου ΑίσΙες εΙδήσεΙς από τη Ναύπακτο. ΜόλΙς έφτασε ένας /Ελληνας κατάσκο πος. Μου είπε πως 01 στρατΙώτες έχουν τόσο καταρρακωμένο ηθΙκό, ώστε το φρούρΙο θα πέσεΙ με το πρώτο χτύπημα - «σαν ώριμο δαμάσκηνο» , είπε. ΑναρωτΙέμαΙ: μπορείς να εμπΙστευτείς αυτούς τους ανθρώπους; Αυτό θα
67
Το πpώτο αημειωματάpιο
φανεf στην πορεfα. Ο κατάσκοπος ήταν τύπος παρφουμαρισμένος, με πυκνές ανοιχτοκάστανες μπούκλες. Φορούσε ασημένιο βραχιόλι κω κοραλλένια σκουλαρfκια. '))Ι
Στη Σμύρνη οι παρυφές του λιμανιού ήταν γεμάτες aνθισμένες μυγδαλιές. Αφήσαμε τη Σμύρνη κω περάσαμε μπροστά από τη Μυτιλήνη κω την Τρω άδα. Από την Τροfα, αλfμονο, δεν εfδα τfποτα: μόνο μια καμπουρωτή πεδιά δα οργωμένη από κακότοπιές και ρωγμές. Διάβηκα τον Σκάμανδρο κω εfδα πέρα μακριά το όρος Ίδη. Ένιωσα καθήκον μου να σκεφτώ τον Όμηρο, αλ λά η εικόνα του Ομήρου παρέμεινε ομιχλώδης. Διέκρινα μερικούς βοσκούς, αλλά ήταν άτομα βρόμικα, χωρfς καμfα ομοιότητα με τον Γανυμήδη. Προ σπάθησα να σκεφτώ τον Αχιλλέα και τον Σαρπηδόνα: αλλά τα πρόσωπά τους ήταν εξfσου ανώνυμα με τα υβώματα εκεfνης της πεδιάδας. Φτάσαμε έτσι στα Δαρδανέλλια και πήγα για μπάνιο στους πρόποδες του οχυρού, που προεκτεfνετω ως τη θάλασσα κάτω από τον μυχό της Αβύδου. Ο βαλές μου ο Φλέτσερ καθόταν σ' έναν βράχο κω πετούσε χελώνες μες στη θάλασσα· εγώ βουτούσα κω τις ξανάφερνα επάνω κω τις ακουμπούσα στην άμμο. Ήταν Μάως, ο ήλως γινόταν πιο ζεστός, και ο νους μου στράφηκε στον Οβfδιο. Το όραμα του Λεάνδρου έγινε εναργέστερο από του Αχιλλέα, κω μια μέρα εfπα στον Χόμπχαους: «Αύριο θα διασχfσω κολυμπώντας τον Ελλή σποντο». Έτσι κω έκανα. Το ρεύμα ήταν βfωο και η θάλασσα ακόμα κρύα, και σε κάποια στιγμή ένα μεγάλο ψάρι προσπάθησε να δαγκώσει τα δάχτυλα των ποδιών μου, αλλά μαζf με τον νεαρό Έκενχεντ (έναν υπολοχαγό που βρι σκόταν στο πλοfο μας) κολύμπησα επf εξήντα λεπτά από τη Σηστό στην Άβυδο. Όταν αναδύθηκα τρεκλfζοντας από το νερό κω στάθηκα ανατριχιά ζοντας πάνω στα βοτσαλάκια της ακρογιαλιάς, μου φάνηκε πως εfχε καθαρ θεf το εfναι μου από τις αθηναϊκές παραλυσfες. Ποια εfνω, αναρωτιέμαΙ, η γοητεία της θάλασσας; Ανδρόγυνη, βρυχώμε νη θάλασσα! Θάλασσα προϊστορική, προρητορική, πολυεύσπλαχνη! Γιατf βουτούσα καθημερινά στη θάλασσα και γλιστρούσα στη θελκτική της δια φάνεια; Ή ταν λαχτάρα για περιπέτεια; Σφοδρός πόθος για απελευθέρωση; Ανάγκη για απόπλυση; Ή μήπως ζωώδης απόλαυση; Ήταν όλα τούτα, αλ λά περισσότερο από καθετί άλλο ήταν η επιθυμfα μου για λήθη, η συνεχής ι�πιθυμfα να καταδύομαΙ σε ένα στοιχεfο ψυχρό κω συγγενικό μου, στη διαρ-
68
Μπάφον - Τα χεφόyραφα του Mεaoλoyyίov
κώς φευγαλέα κω διαρκώς εναλλασσόμενη αγκαλιά της θάλασσας. Οι Γάλ λοι μιλούν για «{ornication avec l 'onde» . ι Αληθέστατο. Αλλά ούτε οι Γάλλω μπορούν να μολύνουν ή να υποβιβάσουν τη θάλασσα. Η θάλασσα είναι Έρωτας. Είναι επίσης το Άχρονο. Είνω το Μη-γήινο. Είνω ο Θάνατος. Πά νω στη γη μάς πολιορκούν ο ρύπος και ο αφανισμός του ανθρώπου, αλλά η θάλασσα είναι καθαρή κω αδειανή, δεν υπάρχει σ' αυτήν ίχνος ανθρώπου, αίματος, ίχνος από την ολολύζουσα ηλιθιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα συναισθήματά μου για τη θάλασσα είναι βαθύτερα κι από τον φόβο κι α πό την απόλαυση. Κι ακόμα και τώρα, καθώς κω τάζω πέρα τη λιμνοθάλασ σα κω aπολησμονιέμαΙ, εμφιλοχωρεί στο πνεύμα μου η γαλήνη αυτής της λησμονιάς.
1 1 Φεβροvαρίοv Επιτέλους (ύστερα από τις συνηθισμένες δωροδοκίες) πέτυχα να χρησιμο ποιήσω το Σεράι, που είνω το μεγαλύτερο σπίτι του χωριού, σαν οπλουρ γείο κω οπλοστάσιο. Οι χοντροκάπουλω Σουλιώτες, που το είχαν μετατρέ ψει σε στρατώνα και το είχαν διαποτίσει με τα παράσιτα τους, έστερξαν ε ντέλει να φύγουν. Και ο ακάματός μου ο Πάρρυ έχει ήδη αρχίσει να πλακο στρώνει την αυλή και να εκπαιδεύει τους στρατιώτες σε ασκήσεις με το του φέκι. Τους έδωσε διαταγή να καθαρίσουν τις στολές τους, να γυαλίσουν τις μπότες τους και να επισκευάσουν τα όπλα τους. Ύλ
Φτάσαμε στο Βυζάντιο. Μπήκαμε στη Θάλασσα του Μαρμαρά, διακρίναμε τους τρούλους κω τους μιναρέδες να λάμπουν μέσα στην καταχνιά, και το ηλιοβασι'λεμα ρίξαμε άγκυρα κοντά στο ακρωτήριο του Σεραγιού. Αποβιβα στήκαμε και, καθώς διασχίζαμε με κόπο την κατάμεστη αποβάθρα, τα μάτια μας έπεσαν στην πρώτη από τις κάμποσες σκοτεινές εικόνες του Βυζαντίου: δυο ψωραλέα κω σκελετωμένα σκυλιά δόντιαζαν άγρια το πτώμα ενός αν θρώπου. Σπεύσαμε προς ένα καπηλειό, όπου ήπιαμε κρασί της Τραπεζούντας, κι έ πειτα, το σούρουπο, μπήκαμε στην αυλή ενός ερειπωμένου τζαμιού, όπου τρεις δερβίσηδες άγγιζαν την παροξυσμική έξαρση με ουρλιαχτά και σάλτα,
1. (Γαλλ. ): συνουσία με το κύμα. (Σ.τ.Μ.)
Το πρώτο σημειωματάριο
69
φτυσιές κω αφορραyία και εμετό κω εκσπερματίσεις, για να σωριαστούν έ πεηα στο έδαφος πάνω στις διάσπαρτες με σκουπίδια πέτρες. Το ίδΙΟ βράδυ, μετά το δείπνο, κάτω από το φως του φεγγαριού, πήγαμε στον ναύσταθμο, όπου γίναμε μάρτυρες του τρίτου aπαίσΙΟυ θεάματος. Στη σκιά, μέσα σε μια τρύπα που έβραζε από τα ποντίκια, κεηόταν το σώμα ενός άντρα που είχε μόλις αποκεφαλ1στεl. Το τέταρτο θέαμα ήταν το ακόλουθο. Ένα γλυκό μεσημέρι, αφού γευμα τίσαμε στον Γαλατά με πηχτή αστακού, αποφάσΙσα να χάσω λίγο βάρος σε έ να από τα ντόπια χαμάμ. Οδηγήθηκα σε ένα θολωτό aquarium όπου μερικά αγοράκια τεμπέλιαζαν πλάι σε μια γούρνα, κι έπεηα σε ένα tepidarium, όπου ηλικιωμένοι κύριοι διάβαζαν εφημερiοα. Από κει πέρασα στο caldarium, α χνά φωησμένο από ένα λυχνάρι. Γυμνές φιγούρες κινούνταν αργά (όπως σε δαντικό λάκκο της κολάσεως) μέσα στην υπνωτΙστική ακινησία του aπο πνικτικού ατμού. Μύριζε φτηνό σαπούνι, ανθρώπινο ιδρώτα, σάπΙΟυς τοί χους. Ξάπλωσα σε μΙα μαρμάρινη πλάκα κω ξαφνικά διέκρινα, με τα χαρα κτηριστικά του αχνά μέσα από τον ατμό, έναν ετοφόρροπο γέρο που είχε γραπωθεί από το χείλος της πλάκας. Πίσω του ορθωνόταν ένας βάρβαρος, ό μωος με γορίλα, που έσπρωχνε τον χοντρό του οβελίσκο ανάμεσα στους yλουτούς του πρεσβύτη που βογκούσε. ΕτΟΙμαζόμουν να τιναχτώ όρθιος γΙα να βοηθήσω τον κακοποΙΟύμενο, όταν είδα τη σαρκαστΙκή έκφραση στο πρό σωπο του: μου έκλεινε το μάτι, με βλέμμα έκφυλο. Πήγα τρέχοντας στο aquarium κω κάθΙσα οκλαδόν στο χείλος της γούρ νας. Λiyo μετά ο aσπρομάλλης πρεσβύτης αναδύθηκε από το caldarium κω ήρθε να καθίσει πλάι μου σε ένα δερμάηνο μαξιλάρι. « Vous permettez ? » l ρώ τησε, κι εγώ έγνεψα καταφατικά, από ευγένεια. Ήπιαμε γουλιά γουλιά τούρκικο καφέ, πηχτό σαν σιρόπι κω μαύρο σαν κατράμι, κι εκείνος μου ε ξήγησε σε άψογα αγγλικά πως ήταν μαρκήσιος κω κατοικούσε στη Γασκώ νη, αλλά, για να ξεφύγει από την αγροτική μονοτονία, ζητούσε αναψυχή τα ξιδεύοντας στο εξωτερικό. «Σας αρέσει η Τουρκία;» τον ρώτησα. «'Εχει το άρωμά της, ασφαλώς. Την προτφώ από τη Βουλγαρία, που στε ρείται πολΙτΙστικής κληρονομιάς, αλλά μου αρέσει λιγότερο από την Αίγυ πτο, που είναι πλούσια σε υπέροχη αγαλματοποιία». «Σας άρεσαν οι πυραμίδες; »
l . (Γαλλ . ) : Επηρέπετε; (Σ.τ.Μ.)
70
Μπάιρον - Τα χειpόyραφα του Μεσολοyyίου
«ΤΙς βρήκα aξΙολάτρευτες, αλλά έξω από τα ανθρώπΙνα μέτρα. Γ1G να είμαΙ ειλικρΙνής, μου φαίνεται ότΙ όλα εκτός Γαλλίας είνω κάπως έξω από τα αν θρώπΙνα μέτρα. ΟΙ ΑιγύπτιοΙ έχουν τις σφίγγες, ΟΙ Έλληνες την Ακρόπολη, οι Γερμανοί τους φιλοσόφους, 01 Ελβετοί τα ρολόγια. ΚαΙ 01 Άγγλοι φυσικά f�χουν τα κλαμπ και το κρύο αρνίσιο κρέας. Ταξiδεψα σε όλη μου τη ζωή, κω ο ιουρΙσμός μου αρέσει ακόμα, αλλά το αρχικό frissonl έχεΙ αρχίσεΙ να μεΙώ νεται. Θα επΙστρέψω στον πύργο μου κω θα περάσω τις υπόλοΙπες μοναχι κές ημέρες μου διαβάζοντας τα δράματα του Ρακίνα και τα σονέτα του Ρον σάρ>> . «Εγώ τον θαυμάζω τον Ρονσάρ,,, είπα βυθίζοντας στο νερό τη μύτη του ι ιοδιού μου, «αλλά προτιμώ οπωσδήποτε την ποίηση του ΒΙγιόν. Όσο γΙα τη Φωορα, με εντυπωσίασε η παγερή της τελειότητα, αλλά εφόσον μΙλάτε για ανθρώπινα μέτρα, βρίσκω πολύ περωσότερη ανθρώπινη φύση στΙς κωμω δίες του Μολιέρου>> . Ο μαρκήσιος χαμογέλασε. Το πρόσωπο του, ρυτιδΙασμένο αλλά λΙανοκό καλο, είχε την aρΙστοκρατικότητα του ξεφτεριού και το οξύ βλέμμα του γε μακωύ. «Όλα εξαρτώντω από το τι εννοείτε λέγοντας ανθρώπΙνη φύση. Αν αναφέρεστε στο μπουφόνικο και φουρΙόζΙκο κέφι του Σyαναρέ.Uου, έχει κα λι;>ς, είμω σύμφωνος ότι μπορείτε να τη βρείτε στον Μολιέρο. Όμως αν εν νοf�ίτε το διαπεραστικό βλέμμα που φτάνει ως την καρδιά των ανθρώπινων ι ιαΟών, τότε δώστε μου την Ανδρομάχη ή την Αθαλία ή την Εσθήρ. Κω, ει μήσθω εν παρόδω, παρά τΙς ροπές μου, προτιμώ τις ηρωιοες από τους ήρωες. Ο πόνος μιας γυναίκας είνω πΙο δραματικός από ενός άντρα. Τα δάκρυα της γυναίκας είνω ΠΙΟ αυθόρμητα από του άντρα, κω η σκέψη του θανάτου μιας γ υναίκας προκαλεί συγκίνηση πιο ζωηρή από τον θάνατο ενός άντρα». Δύο μελαμψοί μασέρ πέρασαν ευθυτενείς από μπροστά μας με κατεύθυν οη το caldarium, κι εγώ είπα στον μαρκήσΙΟ: «Πείτε μου, βρίσκετε ικανο ι ιοίηση σ' αυτές τις ροπές;>> Ο μαρκήσιος κάρφωσε σκεπτικός τα μάτια του πάνω μου: «Η ζωή είνω σύ ντομη, αλίμονο, κι εγώ προσπαθώ να aντλήσω ό,τι καλύτερο από το σύντο μο χρονικό δΙάστημα που μου αναλογεί σε τούτη την κΟΙλάδα του κλαύθ μωνος. Μου είναι πλέον αδύνατον να έχω στύση. Η πρωκτική επαφή είνω η μόνη γ1G την οποία είμαι ικανός>> . >. Όμως ήταν πάθος αυτό; Εμένα μου φαινόταν περισσότερο μια απελπισμένη παρωδία του πάθους, και η καημέ νη η Καρολάιν, μέσα στην ανάγκη της να ανακαλύψει νέα ερεθίσματα για τις κουρασμένες ορέξεις της, δημιούργησε μιαν ατμόσφαιρα περίκλειστη στην οποία ο έρωτας δεν μπορούσε να επιβιώσει, έτσι όπως ένα ρόδο δεν μπορεί να ανθίσει στον γυμνό βράχο. Καμιά φορά τα ανέκδοτά της είχαν μια δική τους διασκεδαστική γοητεία τροπικού θερμοκηπίου. Μια μέρα μού διηγήθηκε τις περιπέτειές της με τις «σαπφικές αδελφές>> (ή, όπως τις αποκαλούσε η λαιοη Όξφορντ, «τις νύμφες της Μυτιλήνης>>) . Έχοντας μια τάση προς το τολμηρό, ξεκίνησε μια λεσβια κή σχέση με μια κάποια λαίδη Μπρέκενμπριτζ, που εξέτρεφε λυκόσκυλα στο Γκλαουτσέστερσαϊρ, και αμέσως βρέθηκε παγιδευμένη σε έναν ορχιδεακό κύκλο (αν μια τέτοια εικόνα μπορεί να ταιριάξει με εκείνες τις γεροδεμένες
l. (Γαλλ . ): άνωγμα του ρόδου. (Σ.τ.Μ.)
88
Μπάιρον - Τα χειρόypαφα τοv Μεαολοyyίοι:
κυρfες που ήταν εξοικειωμένες με τη χρήση του πιστολιού). Αλλά πολύ σύ ντομα κουράστηκε με τις συνεχεfς σκηνές ζηλοτυπfας, τα παράπονα και τις κατηγόριες. Πfσω από την ατμόσφαιρα της εύθυμης πρόκλησης φώλιαζαν ε κρήξεις και απειλές αυτοκτονfας. Ένα καλοκαιρινό βράδυ, στο Ρήτζεντ 'ς Παρκ, γνώρισε μια νεαρή yυναfκα που την οδήγησε σε ένα γειτονικό διαμέ ρισμα, διακοσμημένο με μαστfγια και μπότες ιππασfας. Εκεf κάθισε σε έναν καναπέ και ξεφύλλιζε ένα άλμπουμ με γκραβούρες, όταν ξαφνικά η yυναfκα (που εfχε απουσιάσει μερικά λεπτά) ξαναμπήκε στο δωμάτιο. Προς μεγάλη έκπληξη της Καρολάιν, φορούσε μια υπέροχη στολή αξιωματικού της Αστυ νομfας, πράγμα όχι δυσάρεστο καθαυτό· αλλά έπειτα πήγε σ' ένα ντουλάπι, έβγαλε ένα τεχνητό πέος (φτιαγμένο από το καλύτερο δέρμα αλγερινού βου βαλιού), και το φόρεσε δένοντάς το στη μέσiι της με έμπειρες κινήσεις που θύμιζαν χασάπη. Η Καρολάιν κυριεύτηκε από μιαν ανεξέλεγκτη κρfση γέ λιου, και γι' αυτό θεώρησε φρονιμότερο να εγκαταλεfψει τη συντροφιά των νεαρών εύρωστων γυναικών που κατοικούσαν σε aπόμακρες εξοχικές επαύλεις. Ναι, ήξερε να εfναι γοητευτική, ήξερε και να εfναι aξιολάτρευτη με εκεf νη της την αριστοκρατική συρτή προφορά και την παιδιάστικη ψευδή άρ θρωση που στόλιζε τα ευφυολογήματά της. Ήξερε επfσης να εfναι παιχνι διάρα σαν γατάκι και πρόσχαρη σαν πεταλούδα, λεπτεπfλεπτη σαν κολιμπρf και aξιαγάπητη σαν αρκουδάκι. Αλλά στο βάθος υπέβοσκε ένας υπαινιγμός, ή κάτι περισσότερο από υπαινιγμός, νοσηρότητας και ανυδρfας, και υπήρ χαν στιγμές κατά τις οποfες το πρόσωπό της γινόταν κfτρινο και αποστε yνωμένο, σαν αιγυπτιακής μούμιας. Στο τέλος με έπιασε ανfα. Ένιωθα υ περκορεσμένος, μπουκωμένος, πνιγμένος. Έφτασα στο σημεfο να ικετεύω την κυρfα Μιουλ, όταν ανήyyελλε τη λαίδη Καρολάιν, να της λέει πως εfχα πάει για πεντικιούρ ή ότι έκανα ιππασfα στο Χάυντ Παρκ. Υπήρχε κάτι αυ τοκαταστροφικό στην τρελή κτητικότητά της. Ήξερε πως όλα τούτα δεν μπορούσαν να διαρκέσουν, και γι' αυτό γραπωνόταν με πολύ περισσότερη δύναμη. Δεν με ένοιαζε το επαπειλούμενο σκάνδαλο, αλλά μισούσα τις υ στερικές σκηνές. Ο πιο εκθαμβωτικός χορός της εποχής έγινε στο Μπέρλινγκτον Χάους την πρώτη Ιουλfου, προς τιμήν του δούκα του Ουέλλινγκτον. Υπήρχαν χίλιοι ε πτακόσιοι καλεσμένοι (θυμάμαι τον αριθμό, που με εντυπωσfασε πολύ) και αναγγέλθηκε σαν μπαλ μασκέ, έτσι που όλοι επέλεξαν με μεγάλο ζήλο το κο στούμι τους. Αποποιήθηκα τη συνηθισμένη μου προτfμηση για τον πληθω ρικό εξωτισμό και πήγα ντυμένος καπουτσfνος μοναχός. Δεν ήταν το πιο κο λακευτικό κοστούμι, αλλά μερικές κυρfες το βρήκαν συναρπαστικό. Το μέ·
Το πρώτο σημειωματάριο
89
γαρο φεγγοβολούσε από κερΙά, που τα κουβαλούσαν νέγροΙ με τουρμπάνια, καΙ καταρράκτες aτλάζΙ κω μπροκάρ πλημμύρΙζαν τΙς πελώριες σκάλες. Θυ μάμαΙ όη εfχα συζητήσεΙ με μΙα κυρfα ντυμένη ΑΙκατερfνη των Μεδfκων (φορούσε ακόμα τη μάσκα της, αλλά υποψΙάστηκα πως ήταν η λαίδη Μόρ γκαν) . «Πεfτε μου,,, της εfπα, «ΠΟΙα εfνω η άποψή σας; Εγκαταλεfποντας τις πε ρΙΟχές του αμιγώς πνευματικού (εfχαμε συζητήσεΙ τΙς αντfστΟΙχες αξfες του μωαμεθανΙσμού καΙ του βουδισμού), τΙ κινεf την περΙέργεια μιας γυναfκας; Μια αρετή του αρσενικού ή μΙα δΙαστροφή του;» «Αγαπητέ μου φίλε», απάντησε η κυρfα, «δεν εfμω τελείως σfγουρη για την ταυτότητά σας, αν και υποπτεύομαΙ εντόνως όη εfστε ένας νεαρός στι χοπλόκος του συρμού. Μπορεfτε άραγε να αμφιβάλλετε για την αληθΙνή α πάντηση; Οι γυναfκες εfναι αρκετά αφοσΙωμένες στη ζήλΙα κω αγαπούν να κάνουν δικό τους έναν άντρα, αλλά ένας άντρας ενάρετος (αφήνοντας κατά μέρος τη σεξουαλική του αδεξιότητα) στα σfγουρα θα παρέλειπε να προσφέ ρει ης ευκαιρfες για ης απαηούμενες σκηνές ζηλοτυπfας. Αν μπορούσαν να διαλέξουν ανάμεσα σ ' έναν μοναχό κω έναν έκλυτο, η μfα στις δέκα θα προ τφούσε τον μοναχό· και το όνομά της θα ήταν Μεσσαλίνα! » Στο σημεfο αυτό (χάραζε πια κω ΟΙ νέγρΟΙ εfχαν aποκΟΙμηθεί) μΙα φΙγού ρα με φαρδύ παντελόνι σε χρώμα πράσινο της θάλασσας κατέβηκε ορμητικά τη μεγάλη σκάλα. Φορούσε μΙα βελούδινη μάσκα, αλλά το κοστούμΙ αποκά λυπτε την ταυτότητά της: καμfα άλλη εκτός από την Καρολάιν δεν θα διά λεγε εκεfνη τη διάφανη στολή Πέρση εφήβου. Η Καρολάιν ήταν περήφανη γΙα τους γοφούς της, λεπτούς σαν του αθλητή, κω για τους γλουτούς της, λΙγνούς σαν του μικρού αγοριού. (Κάποτε της εfπα: «ΚαρολάΙν, τα κοστού μια σου εfνω περfπου τέλεια κω αναμφfβολα έχεΙς τη μορφή ενός ακόλου θου. Υπάρχει μόνο ένα μΙκρό συστατΙκό», κω κοίταξα το υπογάστρΙό της, > . Φυσικά, ήμουν απλώς ο ετεροθαλής αδελφός της, όμως η Αουγκούστα με έλεγε αδελφό, κι εγώ την έλεγα αδελφή, πράγμα που προκαλούσε μέσα μου ένα ευχάριστο ρfγος. Δειπνήσαμε μόνοι, ο ένας απέναντι στον άλλον, στο μακρύ μαύρο τραπέ ζι. Θυμάμαι ακόμα τα παντζούρια που τα κοπανούσε ο άνεμος. Οι τοfχω ή ταν μουχλιασμένοι και η οροφή διάσπαρτη με κηλi'δες. Αλλά το χαμογελαστό πρόσωπο της Αουγκούστας υπέτασσε τους δαfμονες του Σι ξ-Μάιλ Μπόττομ, και κουβεντιάσαμε για πολιτική, για το Πικκαντfλλυ και για την Πορτογα λfα. Τα δυο σέτερ, ο Πουκ και η Κλεό, εfχαν κουρνιάσει στο χαλf μπροστά στη φωτιά. Πότε πότε όρθωναν τα αυτιά τους και πήγαιναν να κλαψουρf σουν, σαν ανήσυχα από κάποιον παράξενο θόρυβο στο δάσος.
Το δεύτερο σημειωματάριο
95
Μετά το δείπνο περπατήσαμε στην παγερή στοά της ανατολικής πτέρυγας, όπου τα πορτρέτα μάς κοιτούσαν aπλανώς από τους τοίχους σαν μια σειρά α πό πιθήκους με περούκα. Διασχίσαμε βιαστικά το μισοσκόταδο εκείνο, γε μάτο από τους συριγμούς του ανέμου που έμπαινε από τις χαραμάδες των τζαμιών. Ακόμα και τα στοΙχεία της φύσης ήταν εκδικητικά στο Σιξ-Μάιλ Μπόττομ και έμοιαζαν να παλεύουν για να ερειπώσουν υλικά το σπίτι, όμοια με την πνευματική ερείπωση που το είχε ήδη κατακλύσει. Ρίξαμε τους μανδύες στην πλάτη μας και βγήκαμε στο χιόνι, που τώρα μέ σα στη νύχτα έμοιαζε ωραίο και σχεδόν παρηγορητικό, με τα μικρά άσπρα σκουφιά στην κορυφή των θάμνων και τα παράθυρα που έριχναν στο λιβά δι ρόμβους χρυσαφένιο φως. Κοιτάξαμε τα αστέρια, λαμπερά πάνω από τα ή μερα έλατα, και η Αουγκούστα είπε: «Τα αστέρια! ΤΙ είναι τα αστέρια; Το ξέ ρεις, καλέ μου;>> «Θα ήθελα να το μάθω», aποκρίθηκα. «Πολλές φορές έχω σκεφτεί τα α στέρια. Από παιδί ακόμα, με σάστιζαν όλα εκείνα τα εκατομμύρια των αστε ριών». Η Αουγκούστα με άρπαξε από το μπράτσο. «Μου αρέσει να σκέπτομαι τα αστέρια! Είναι θερμά ή ψυχρά; Είναι μικρά ή πελώρια;» «Αφού λάμπουν, πρέπεΙ να είναι θερμά. Και όντας θερμά, είναι ακατοίκη τα. Μόνο ένας δράκος θα μπορούσε να επιβιώσει στη ζέστη των αστεριών ». «Ωστόσο», παρατήρησε η Αουγκούστα, >, όπως ίσως θα επι θυμούσα, αλλά μέσα σε ένα χάος από βόγκους κω κατηγόριες. Ετοιμάστηκα για το ταξίδι μου στην Ευρώπη με πυρετική απόλαυση. Ήμουν σχεδόν aπέ νταρος, αλλά η ροπή μου προς τη χλιδή ήταν ανεξέλεγκτη. Αγόρασα σπαθιά, τουφέκια, πιστόλια, ακόμα κι ένα φλωρεντινό στιλέτο. Αγόρασα μαονένω νεσεσέρ ταξιδωύ κω ένα σπαστό τραπεζάκι. Παρήγγειλα στολές με χρυσά κεντίδια κω μια ντουζίνα παντελόνια από ναγκίνα, καθώς κω μερικά στρα τιωτικά χιτώνια, κατακόκκινα με χρυσές επωμίδες. Αγόρασα επίσης μερικά δώρα που προγραμμάτιζα να προσφέρω στους «ξένους ηγεμόνες»: χρυσές τα μπακέρες με ένθετα ρουμπίνΙα, χρυσές καρφίτσες με ένθετα ζαφείρια, ακό μα και ένα μουσικό κουτί λακαρισμένο με χρυσάφι κω με μαργαριταρένΙα κοσμήματα. Αγόρασα ένα γρήγορο μόνιππο για τους υπηρέτες και τα σκυλιά μου κω παρήγγειλα από τον Μπάξτερ μια επιβλητική κω εξωφρενική άμα ξα, στο μοντέλο της μεγάλης άμαξας του Ναπολέοντα. Μέσα υπήρχαν ένα α σημένιο σερβίτσιο, μια σειρά κρασοπότηρα από φίνο βοημικό κρύσταλλο,
Το δεύτερο σημειωματάριο
1 19
καθώς κω μια βιβλιοθήκη από παλίσανδρο και ένα πτυσσόμενο ανάκλιντρο . Ένα πρωινό με άνεμο, Απρίλιο μήνα, ξεκίνησα για το Ντόβερ. Σηκώθηκα χαράματα, προγευμάτισα βιαστικά (ανέμενα από στιγμή σε στιγμή την άφι ξη των πιστωτών) κω πήρ α τον δρόμο για το Καντέρμπουρυ. Ο Χόμπχαους και ο Ντέηβις ήρθαν να με χαιρ ετήσουν στο καράβι. Μαζί μου ήταν ο δό κτωρ Πολιντόρι, ο βαλές μου ο Φλέτσερ κω ο «ακόλουθός>> μου ο Μπομπ Ρά στον. Κατεβήκαμε στον μόλο κι εγώ επιβιβάστηκα στο πλοίο. Έπειτα έμει να στη γέφυρα να κουνάω το καπέλο μου προς τον Καμ κω τον Σκρόουπι. Κοίταξα τα χιονάτα βράχια (θα τα ξαναδώ άραγε ποτέ;) μέχρι που χάθηκαν πίσω από τα κύματα της Μάγχης. Αποβιβαστήκαμε στην Οστάνδη, διανυκτερεύσαμε στο Εμπεριάλ κω το ε πόμενο πρωί πήραμε κάτω από τη βροχή τον δρόμο για τη Γάνδη. Κάναμε μια στάση στην πόλη της Μπρυζ, όπου ο Πολιντόρ ι μού αγόρ ασε καρύδια, και περασμένα μεσάνυχτα μπήκαμε στη Γάνδη . Η μεγαλόπρεπη άμαξά μου, ακολουθούμενη από το πιο ταπεινό μόνιππο αμαξάκι, σταμάτησε μπροστά στην πόρτα του Οτέλ ντε Πεύ-Μπα και ο γέρος ξενοδόχος (με τη σκούφια του ύπνου στο κεφάλι) μας ετοίμασε γκρ ινιάζοντας μια ωραία φλαμανδική φραγκόκοτα με γέμιση μανιτάρια. Το άλλο πρωί (είχε ήλιο) το πέρασα θαυμάζοντας τον καθεδρικό, και κα τόπιν ακολούθησε μια επιβεβλημένη επίσκεψη στην Εκόλ ντε Ν τεσέν. Ο Πολιντόρι ήταν εύγλωττος θαυμαστής της φλαμανδικής ζωγραφικής, αλλά εις πείσμα του ενθουσιασμού του βρήκα τον Ρούμπενς αποκρουστικό . Ο Πο λιντόρ ι μίλησε για τους λεπτούς «μπαρόκ λαβυρ ίνθους» του Ρούμπενς, ό μως όλα όσα έβλεπα εγώ ήταν μία συνάθροιση γλουτών . Γευματίσαμε στην πόλη της Αμβέρσας κω μπήκαμε στις Βρυξέλλες την ώρα που νύχτωνε. Εδώ, στο Οτέλ ντ ' Ανγκλετέρ , συνέβη μια τυπικώς φλα μανδική θεομηνία. Μου δόθηκε μια λίαν χαριτωμένη κάμαρη, με ένα μεγά λο εξώστεγο παράθυρ ο που το κάλυπτε μια κουρτίνα από κρετόν με έκτακτα σχέδια, κρίνους και νεραγκούλες. Στο κομοδίνο υπήρχε ο Μαινόμενος Ορλάνδος. Ξύπνησα στις οκτώ το πρωί κω χτύπησα το κουδούνι για το πρω ινό. Όμως η τύχη θέλησε το προηγούμενο βράδυ να έχω πάρει άλατα για τη δυσκοιλιότητα (που εξακολούθησε να με ταλωπωρεί μέχρι την άφιξή μου στην ελωόφυτη Ι ταλία) . Η καμαρ ιέρα χτύπησε την πόρτα και μπήκε με τον δίσκο: κι ακριβώς εκείνη τη στιγμή, χωρίς καμία προειδοποίηση, εξαπολύ θηκε από τα έντερά μου ένας μολυσματικός καταρράκτης . Κράτησα στάση αξιοπρεπή κι έσφιξα γύρω μου τα σεντόνια. Η καμαρ ιέρ α, που λεγόταν Ιζα μπέλλα, ακούμπησε τον δίσκο στο έπιπλο της τουαλέτας και πήγε στο παρά-
120
Μnάφον - Τα χεφόyραφα του Μεσολοyyiο ι
·
θυρο να τραβήξει την κουρτfνα. Ο ήλιος κατέκλυσε το δωμάτιο, τα πουλιά τιτfβιζαν πάνω στο περβάζι. Η καμαριέρα πλησfασε κι έβαλε την καφετιέρα στο κομοδfνο. Όταν έσκυψε στο κρεβάτι, διέκρινα τις θηλές της κάτω από το μουσελινένιο της πουκαμισάκι. Φλεγόμουν από μια ντροπή με αποχρώ σεις λαyνεfας και ιλαρότητας. Η κοπέλα τριγύριζε γύρω μου με αδημονfο και φιλαρέσκεια, ώσπου βροντοφώναξα: «Για τ ' όνομα του Θεού, θα βγεfτε επιτέλους έξω, καλή μου yυναfκα; » . Έφυγε. Πήδησα από το κρεβάτι και ξέπλυνα όλη εκεfνη τη βρομιά από το σώμα μου. Άρπαξα τα σεντόνια, τα κουβάριασα βιαστικά, φώναξα τον Φλέ τσερ και τον παρακάλεσα να επανορθώσει όπως όπως και να παραδώσει τα a σπρόρουχα στην πλύστρα του ξενοδοχεfου (μαζf με ένα γενναfο φιλοδώρη μα) . Έπειτα ντύθηκα και πλήρωσα τον λογαριασμό. ΤέτοιΟΙ εfναι 01 κfνδυ νοι σε ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Προχωρήσαμε με ναπολεόντειο αfγλη προς το βασfλειο της Πρωσfας και φτάσαμε στην Κολονfα, όπου κοιμηθήκαμε στο Οτέλ ντε Πραγκ. Το άλλο πρωf επισκεφτήκαμε την εκκλησfα της Αγfας Ούρσουλας, όπου μας έδειξαν ένα αληθινό βουνό από παμπάλαια κρανfα και σκελετούς. Ανήκαν όλα σε παρθένες, μας εξήγησε ο ξεναγός, και άρα διέθεταν θεραπευτικές αρετές. «Γιατf παρθένες;)) ρώτησα χαϊδεύοντας ένα μηριαfον οστούν. «Η παρθενfα)) εfπε ο ξεναγός, «διατηρεf τους χυμούς της αναπαραγωγής, ' και τα κόκαλα μιας παρθένου γιατρεύουν από τη στειρότητα και την ανικα νότητω). Η παραμονή μου υπήρξε υπερβολικά σύντομη για να μελετήσω σοβαρά τον γερμανικό χαρακτήρα, αλλά περπατώντας στις οδούς ένιωσα ξάφνου κά τι aποπνικτικό. Εκτός από τις γουρουνfσιες φάτσες και τα μαλθακά τους α στικά καμώματα, παρατήρησα ότι τα σώματά τους ιδρώνουν μια ιδιόμορφη μοσχοφόρο μυρωδιά, μια οσμή διαφορετική από των Άγγλων, που εfναι από κουνουπιοι και αρνfσιο κρέας· ήταν μια μυρωδιά ευδιάκριτα υπόξινη, που έ φερνε στον νου ρέγκες και χοιρινά ποδαράκια στην άρμη. Οι Γερμανοf αγα πούν τη μουσική, κι αυτή εfναι fσως η μεγάλη λυτρωτική τους ιδιότητα. Αλλά οι εύθυμες μουσικές βιολιού στις μπιραρfες και τα κελάρια δεν αρκούν να διασκορπfσουν τη βαρύτητα, τη θεωρητική ατμόσφαιρα που τους περι βάλλει. Κλάνουν ακατάπαυστα, τα ούρα τους έχουν μιαν αρκετά ιδιαfτερη τσουχτερή οσμή, και η κλfση τους για τη φιλοσοφfα έχει μιαν άμουση από χρωση. Γύρισα στο ξενοδοχεfο και πλάγιασα να ξαποστάσω. Χτύπησα και ζήτησα από τη yυναfκα του ξενοδόχου να μου ετοιμάσει ένα ζεστό μπάνιο. Εκεfνη έ-
121
Το δεύτερο σημειωματάριο
συρε μέσα στο δωμάτιο μια σκάφη με γυαλιστερή τσίγκινη επένδυση και ά δειασε μέσα τρεις κουβάδες αχνιστό νερό. Γδύθηκα, κάθισα μέσα στο μαστέ λο, κι εκείνη άρχισε να μου τρίβει τα μέλη με σαπούνι, και κοντοστεκόταν πότε πότε να χαϊδέψει κάποιες πιο ευαίσθητες περιοχές. Την προσκάλεσα ε γκάρδια να μπει στη σκάφη μαζί μου, όταν έξαφνα όρμησε στην κάμαρη ο χερ Στολ τ ζ, ο κοκκινομούρης ξενοδόχος. Με κοίταξε κατάματα με άγριο βλέμμα (ήμουν σε στύση μέσα στους aφρούς) και ούρλιαξε: «Schmutziges Schwein! Heraus mit dem Englischen Lord!». ι Μια μικρή ομάδα καμαριέρες κρυφοκοίταζε από την πόρτα το θέαμα της αναισχυντίας μου, και ο χερ Στολ τ ζ άρπαξε τη γυναίκα του από τις πλεξούδες και την έβγαλε σέρνοντας από το δωμάτιο. Ένα διακριτικό φιλοδώρημα aπάλυνε και αυτήν την αναποδιά, αλλά οι a πολαύσεις του τουρισμού έμοιαζαν πιο επικίνδυνες παρά ποτέ.
28 Φεβροvαρίοv Σήμερα δεν συνέβη τίποτα. Ακριβώς όπως και χτες. Εκτός, όπως είναι φυ σικό, από τον χείμαρρο των σκέψεων που χύθηκε μέσα στο εμπύρετο μυαλό μου. Αυτό είναι ό,τι αποκαλούν «ζωή του πνεύματος; ». 1:?
Οι γεντιανές είχαν ανθίσει όταν διασχίσαμε τον Ιούρα, και μια ωραία πρω ία, πεντακάθαρη σαν καθρέφτη, αντίκρισα τη λίμνη της Γενεύης. Μπήκα με στην πόλη και περάσαμε τη νύχτα στο Οτέλ ντ ' Ανγκλετέρ, που το διη ύθυνε ένας ακκιζόμενος τσαρλατάνος, κάποιος μεσιέ Ντε Ζαν. Το πρωί της Δευτέρας διασχίσαμε τη λίμνη μαζί με τον Πολιντόρι για να επιθεωρήσου με την έπαυλη που έλεγαν ότι θα ήταν ελεύθερη για το υπόλοιπο καλοκαί ρι. Στην επιστροφή, ενώ πατούσαμε το πόδι μας στην αποβάθρα πλάι στο ξε νοδοχείο, μας χαιρέτησαν τρεις γωνιώδεις και αναμαλλιασμένες φιγούρες, κραυγαλέα βρετανικές. Η νεαρότερη γυναίκα (που φορούσε ένα μεγάλο ψά θινο καπέλο) ήταν η Κλαίρη Κλαίρμοντ, που την είχα ήδη συναντήσει στο Λονδίνο, η μεγαλύτερη ήταν η ετεροθαλής αδελφή της, η Μαίρη Σέλλεϋ, κόρη του Γουiλλιαμ Γκόντγουιν. Ο άντρας (που φορούσε ένα ογκώδες σα-
1. (Γερμ. ) : Βρομερή γουρούνα! Πάρτε δρόμο, κι εσύ κι ο Εγγλέζος λόρδος σου! (Σ. τ.Μ.)
122
Μπάιρον - Τα χειρόyραφα του ΜεσολοyyiΌ ι
·
κάκι σε χρώμα πράσινο του μπιζελιού) ήταν ο Πέρσυ Σέλλεϋ. Πήγαμε μαζί στο ξενοδοχείο κω πήραμε καφέ κάτω από την ηλιόλουστη πέργκολα. Η πρώτη μου αντίδραση μπροστά στον Σέλλεϋ ήταν περιφρονη τική, σχεδόν εχθρική. Είχε φάτσα λαγωνικού, κοκκινωμένο δέρμα όλο φα κιοες, ΚαΙ φωνή οξεία ΚαΙ τσφιχτή, με σύντομες εκρήξεις κελαηδωτής έ ξαρσης. Εκ φύσεως του έλειπε η αίσθηση του χιούμορ. Εκεί, κάτω από την πέργκολα, έμοιαζε κυριολεκτικά πετρωμένος από την ντροπαλότητά του, έ τσι ώστε τελικά τον ρώτησα: «Λοιπόν, Σέλλεϋ, τι γνώμη έχετε;». «Για ποιο πράγμα;» κλαψούρισε ο Σέλλεϋ. απάντησα με βροντερή φωνή. >, εfπε. > . Κούνησα το κεφάλΙ μου κω έπΙασα το χέρΙ της. Έπειτα έβγαλα μΙα καρ φίτσα από το γΙλέκο μου καΙ, με πολλή επιτηδεΙότη-τα κω σοβαρό ύφος, a φαίρεσα τη σκλήθρα. ΜΙα σταγόνα αίμα ανέβλυσε κάτω από το νύχΙ της ΚΙ εγώ (ίσως κΙνούμενος από μΙα πωδική ανάμνηση) έσκυψα κω ρούφηξα τη στάλα από το ακροδάχτυλο. «Ω, Εξοχότατε!>> αναφώνησε. «Σσσστ>>, είπα, «μπορεί να σας ακούσουν >>. Χαμογέλασε. «Κοψάτω βαρΙά. Δεν υπάρχεΙ κίνδυνος να μας ακούσεΙ ... >> . Η ΜαρΙάννα, όπως καΙ η Μαίρη Τσώγουερθ, είχε πελώρΙα μάηα καστανά. Αλλά η Μαίρη Τσώγουερθ ευωδίαζε σαν τρΙανταφυλλένΙο μπουμπούκι κω η ΜαρΙάννα σαν δΙογκωμένο κόκκΙνο κρίνο. Ξαπλώσαμε στον καναπέ μέσα στο κίτρΙνο κω έντονο φως, ΚΙ εγώ ψΙθύρΙσα: «Μα ο άντρας σας; Θα γίνεΙ έ ξαλλος αν τυχόν μας ανακαλύψεΙ!>>. «Ούτε κατά δΙάνοΙαν», είπε η ΜαρΙάννα. «'lσα ίσα, θα είνω πανευτυχής. Αν ήσασταν ΒενετσΙάνος, θα σας εσκότωνε. Όμως αφού είστε λόρδος, θα το πάρεΙ σαν κομπλιμέντο>> . ΜουρμούρΙσα: «Καταλαβαίνω. ΒενετσΙάνΙκη συνήθεΙα, υποθέτω>>. «ΠρέπεΙ να καταλάβετε: 01 Βενετοί περηφανεύονταΙ γΙα τη φΙλοξενία τους>>, είπε. Δοκίμασα χαρά με τη ΜαρΙάννα, αλλά η ΜαρΙάννα δεν ήταν μαντάμ ντε Σταέλ, ΚΙ έπειτα από δυο τρεΙς εβδομάδες η φλυαρία της έγΙνε επαναληπτΙ κή. Κάθε μέρα, όταν σήμαΙνε η ώρα δύο, γλΙστρούσε στην κάμαρά μου με ύ φος λαθραίο (του οποίου ΟΙ προθέσεΙς ήταν αμΙγώς aφροδΙσΙακές, από τη στΙγμή που κάθε μυστΙκότητα ήταν περιττή). Ξαπλώναμε γυμνοί μέσα σε ά-
144
Μπάιρον - Τα χειpόyραφα τοv ΜεσολοyyiΌv
πλετο φως, τσιμπολογώντας ζαχαρωμένα κεράσια από μια κούπα, κι εκείνη μου έλεγε ότι ο χασάπης την είχε βάλει να πληρώσει μια κοτολέτα παραπά νω, ή ότι είχε αγοράσει μια ποδιά στο Κάμπο Σαν Λούκα, πως η εξαδέλφη της η Άντζελα υπέφερε από αιμορροiδες και ότι ο θείος της ο Πεππίνο είχε κολ λήσει γονόρροια. Λίγο λίγο το κουβεντολόι μας γινόταν ακανόνιστο, μέχρι που έπαυε μέσα στη συνουσία. Το σεξουαλικό ρεπερτόριο της Μαριάννας ή ταν πω ποικίλο από το συνομιλητικό της, και θυμάμαι τη φορά εκείνη που ένα από τα κεράσια είχε μυστηριωδώς εξαφανιστεί, κι εκείνη μου έδεσε τα μάτια και με ανάγκασε να το ψάξω με την άκρη της γλώσσας μου. «Κατεργάρα» , τη μάλωσα. «Εσύ το επινόησες τούτο το πονηρό παιχνίδι; » . «Είναι παλιά βενετσιάνικη συνήθεια», απάντησε η Σεγκάτι με ένα αδιά φορο γελάκι.
6 Μαρτίοv Μόλις μου έτυχε κάτι περίεργο. Ξεφύλλιζα ένα παλιό βιβλίο που είχα αγο ράσει στη Ραβέννα. Κοιτούσα μια εικόνα που παρίστανε την Πηνελόπη και τους μνηστήρες, όπου η Πηνελόπη φορούσε μια μεγάλη περούκα αλά Πομπαντούρ. Έξαφνα πρόσεξα μια μικρή μαυριδερή κηλίδα στο βάθος της σελίδας. Την αγνόησα και συνέχισα να εξετάζω την γκραβούρα, και συγκεκριμένα ένα μικρό σπά νιελ που δάγκωνε ένα κόκαλο κάτω από το τραπέζι του συμποσίου. Ώσπου aντιλήφθηκα ότι η κηλίδα είχε κινηθεί· από το περιθώριο της γκραβούρας είχε μετατοπιστεί κλεφτά στο πάτωμα ανάμεσα στις παντόφλες της Πηνελόπης. Πέρασα τον aντίχειρά μου από πάνω της για να τη σβήσω, αλλά δεν τα κατάφερα. Έμοιαζε με κηλίδα από υγρό ταμπάκο. Εξακολούθησα να μελετώ την εικόνα και ιδίως τη μορφή ενός από τους μνηστήρες, ενός νεαρού αθλητή με κράνος, που μου θύμιζε τον Σιντ. Έπει τα πρόσεξα ότι η κηλίδα είχε μετακινηθεί και πάλι· τώρα ήταν πάνω στον ώ μο της Πηνελόπης. Την άγγιξα· μου φάνηκε ζεστή και ελαφρά τριχωτή, σαν γούνα κουνελιού. Έμοιαζε, έκανα τη σκέψη, με μικροσκοπικό ουρακοτάν γκο. Πήρα γυαλόχαρτο και προσπάθησα να την ξύσω. Δεν γινόταν τίποτα· ά ντεχε και συνέχιζε να με κοιτάζει βλοσυρά. Στο τέλος έσκισα τη σελίδα και την κράτησα πάνω από τη φλόγα του κεριού, κι ενώ καιγόταν άκουσα ένα κακό σκούξιμο, σαν από ποντίκι.
Το δεύτερο σημειωματάριο
145
Όλο και πιο πολύ πείθομαι ότι αυτά τα «απομνημονεύματα» δεν είναι τέ τοια στην πραγματικότητα. Γράφω ό,τι θυμάμαι ή θαρρώ πως θυμάμαι: αλ λά αμέσως μια τριπλή οθόνη ορθώνεται ανάμεσα στα λόγια και την πραγμα τικότητα. Πρώτον, η όρασή μου γίνεται επιλεκτική: από το σύμφυρμα του παρελθόντος επιλέγει όχι αυτό που είναι κοινό (και που, στο κάτω κάτω, εί ναι η ζωντανή σάρκα της ζωής), αλλά αυτό που είναι παράξενο, αινιγματικό, αλλόκοτο, ακόμα και aπωθητικό. Επιλέγω να θυμηθώ όχι μια χωριατοπού λα με την καρδάρα της για το γάλα, αλλά μια γριά μαραμένη δούκισσα που πεθαίνει από χολέρα στο Κάδιξ. 'Επειτα, δεύτερον: τη στιγμή που αποδίδω με λόγια το όραμά μου, εξωραiζω, διαστρέφω, στυλιζάρω, δραματοποιώ. Για τί είναι η γλώσσα, διεστραμμένα, που λαχταράει την ακρίβεια κι ωστόσο α πομακρύνεται, πιο πολύ ακόμα κι από τη μουσική, από την ανθρώπινη α λήθεια ή από την αισθησιακή ακρίβεια. Ξεκινώ μια παράγραφο κι είναι σαν να σηκώνω την αυλαία σε ένα παλκοσένικο. Επιλέγω ένα επίθετο κι είναι μια μάσκα τοποθετημένη στην αλήθεια. Και τέλος, τρίτον: όσο κι αν προ σπαθήσω να διυλίσω την ουσία από κάθε αφήγηση, όσο κι αν παλεύω για να διεισδύσω στην κρυφή καρδιά της και να διακρίνω εκεί μέσα τη μοιραία ση μασία, ξέρω ότι δεν θα τα καταφέρω. Τα κρυμμένα νοήματα παραμένουν φευγαλέα. Μάχομαι για να αποσκεπάσω το μυστήριο μονάχα για να βρεθώ μπροστά σε ένα μυστήριο πυκνότερο. Ενώ υφαίνω παθιασμένα αυτό τον ι στό των τρόμων και των τέρψεων που πέρασαν, γεννιέται μια νέα δυνατό τητα τρόμου και τέρψης. Κι έτσι ο ποιητής, με την τριπλή του οθόνη, δεν α ναζητά μόνο την αθανασία, αλλά βρίσκεται πιασμένος σε μια πυρετώδη πά λη με τον φόβο του για τον επερχόμενο θάνατο. Βενετία! Ναι. Ας επιχειρήσω να αιχμαλωτίσω ξανά την «ανθρώπινη αλή θεια», την «αισθησιακή ακρίβεια». Ποτέ δεν κουράστηκα να εξερευνώ τους λαβυρίνθους της Βενετίας. Μου ά ρεσε να διασχίζω τα καλντερίμια που οδηγούσαν στους βόρειους μόλους του νησιού και να κρυφοκοιτάζω μέσα στα μαγαζιά που φωτίζονταν με κεριά. Παρατηρούσα τον τσαγκάρη που κοπανούσε το πετσί και τον ράφτη που έ ραβε τις στολές. Κατασκόπευα τον χρυσοχόο που χτυπούσε το φύλλο του χρυσού στα λεπτοδουλεμένα καντηλέρια και τον μαριονετίστα που κολλού σε τις φτερούγες πάνω στις μαριονέτες του. Μοσχοβολιά φρεσκοψημένου ψωμιού έβγαινε από το αρτοποιείο, κι από τα τσιγκέλια του χασάπη κρέμο νταν στη σειρά χήνες με το κεφάλι ανάποδα. Κατά το βράδυ ο αέρας γέμιζε με
146
Μπάιρον - Τα χειpόypαφα του Mεaoλoyyίov
μια λαθραfα ζωηρότητα. Οι ρουφιάνοι έσκαγαν μύτη από τις εξώπορτες κω οι λαθρέμποροι ξεδfπλωναν την πραμάτεια τους. Σε μια γωνιά κοντά στο Κά μπο Σαντ ' Άντζελα, το βράδυ, ένα τσούρμο απατεωνfσκοι συγκεντρώνονταν περιμένοντας πfσω από έναν σανιδένιο φράχτη. ΟρισμένΟΙ ήταν κάτι ragazzi ι χλομά κω θηλυπρεπή, που χεφονομούσαν κω τπfβιζαν σαν τα σπουργfτια· άλλοι ήταν λεβεντόκορμΟΙ κω αθλητικοf, φορούσαν πουκάμΙσα με γαλάζιες ρfγες κω παντελόνια από λινάτσα. «Bello, bello! Carissimof,2 τσf ριζαν τα σπουργπάκια κουδουνίζοντας τα βραχιόλια τους, ενώ οι νταήδες γουργούριζαν χαμηλόφωνα: . 3 Μια φο ρά που είχα πάει πfσω από τον σανιδένΙΟ φράχτη για την ανάγκη μου, είδα μω μικρή άσπρη μέδουσα που επέπλεε σε μια λιμνούλα με στεκάμενα ούρα. (Κάθε παλική μεγαλούπολη έχει τη σεξουαλική της ιδιαπερότητα, απ' ό,τι ανακάλυψα, λες και ΟΙ ωώνες παράδοσης είχαν επεξεργαστεf για καθεμfα τους μικρές ιδιαfτερες ροπές. Στην Πfζα αυτό, στη Γένοβα εκεfνο, στην Πά ντοβα ο σοδομισμός, στη Βενετία η πεολειχfα. ΠοΙΟς ξέρει, ίσως κάποιος επι στήμονας αποφασfσει κάποια μέρα να μελετήσει αυτό το φωνόμενο κω να δημοσιεύσει μια εμβριθή πραyματεfα γύρω από την επφροή της γεωγραφfας στη λίμπιντο. Είνω ώρα τα βασίλεια του σεξ να απαλλαγούν από την από κρυψη. ΠΟΙος γέρος μάγος, με ένα άγγιγμα του διεστραμμένου του ραβδΙΟύ, απένειμε σε κάθε γεωγραφική περιφέρεια τους σκοτεινούς ιδιαfτερους πό θους της; Γιατf οι ΤούρκΟΙ ρέπουν προς τον σοδομισμό κω οι Γάλλοι προς τη στάση του εξήντα εννέα; Γωτf στους Γερμανούς αρέσει να μαστιγώνουν κω στους Άγγλους να μαστιγώνοντω; Γιατf οι ΟτεντότΟΙ αγαπούν τα δάχτυλα των ποδιών και οι Εσκιμώοι τη μύτη; Πρέπει όλα να αποδοθούν σε μω ε πφροή τοπικών χαρακτηριστικών, όπως η προτίμηση των Γάλλων για τις τρούφες ή των Πορτογάλων για τον μπακαλιάρο; Η ωδΟΙολειχία, απ ' ό,τι έ χω ακούσει, ασκείτω αρκετά στην Περσfα, ενώ στο Μέκλενμπουργκ-Σβέριν εfνω διαδεδομένη η λατρεfα της μπότας. Δυστυχώς δεν εfμω επΙστήμονας κω οι εμπεφfες μου είνω θλιβερά περιορισμένες, αλλά οι μυστικές πτυχές της ανθρώπινης λίμπιντο απαπούν έναν εξερευνητή, όχι λιγότερο απ ' ό,τι οι ζούγκλες του Βόρνεο.) Ήρθε ο χειμώνας κω η εποχή του καρναβαλιού. Πάνω στις γόνδολες τα-
1. (Ιταλ.) : αγόρια. (Σ.τ.Μ.) 2. (Ιταλ.) : Όμορφε, όμορφε! Πολυαγαπημένε. (Σ.τ.Μ.)
3. (Ιταλ.): Χαίρετε, κύριε! Ένα τσιμπουκάκι; (Σ.τ.Μ.
Το δεύτερο σημειωματάριο
147
λαντεύονταν επfχρυσα φανάρια κω ο ήχος των βιολιών ερχόταν από τους 1σκωυς του Ριάλτο. Τα μυστικά της πόλης αναδύονταν ανάμεσα στις ομfχλες στα μέσα Φεβρουαρfου. Διέσχιζα την πλημμυρισμένη πλατεfα του Αγfου Μάρκου κι έβλεπα μια μαούνα γεμάτη μεθυσμένους χαρ οκόπους. Στάθμευα κάτω από ένα παράθυρο κω διέκρ ινα έναν στρόβιλο από φωτισμένα ντόμι νο. Έκανα περfπατο κατά μήκος της παρ αλfας μέσα στην καταχνιά που προηγεfτω της aυγής, κι έβλεπα δύο χαμfνια που έκαναν έρωτα κάτω από μια γεμάτη νερό στοά. Μια φορά, προχωρημένη νύχτα, επέστρεφα από ένα μπαλ μασκέ της κό μωσαςΑλμπρ fτζι. Η πόλη ήταν σκοτεινή κω η φασαρfα από τα γλεντοκόπια εfχε πάψει. Μεθυσμένος από το πολύ κρασf, πέρασα τρεκλfζοντας μια γέφυ ρα κω σιγοτραγουδώντας μιαν άρ ια του Περγκολέζι (Η Αφέντρα Δούλα, αν θυμάμω καλά) άνοιξα τον καβάλο του παντελονιού μου κω κατούρησα στα σκοτεινά. Όμως, αλfμονο, όπως συμβαfνει καμιά φορά, μια πτυχή του υφά σματος εξέτρεψε τη ροή, έτσι που το λεπτό βελούδινο παντελόνι μου μού σκεψε από έναν καταρράκτη ούρων. Γρύλισα βαθιά περfλυπος κι ετοιμαζό μουν να ξανακουμπωθώ, όταν διέκρ ινα μια νεαρ ή yυναfκα που διέσχιζε βια στικά τη σκοτεινή κωνοστΟΙχfα. Ήταν μια κόρ η με άσπρη περ ούκα κω με ένα ογκώδες μεταξωτό φόρεμα. ΈμΟΙαζε με πιο επfμηκες κω φανταχτερό α ντfγραφο της ντυ Μπαρρύ. Μια μικρή μαύρη ελιά ξεχώρ ιζε στο φτιασιδω μένο της ΠΙγούνι. Διέκρ ινα πfσω από τη μάσκα τα κάπως γωνιώδη, αλλά νε αρά και όμορφα χαρακτηριστικά της. Σταμάτησε κω με πλησfασε τολμηρά πάνω στα φεγγαρ όφωτα fondαmentα. l «Μόνος, τέτοια ώρα;». «Ολομόναχος, απ' ό,τι φαfνετω». «Άγγλος εfστε;» εfπε η κυρfα. «Εfμαι Παταγόνας>>, απάντησα εύθυμα. «Α, πάτε να με ξεγελάσετε ! >> γουργούρισε. «Τους αναyνωρfζω τους Άγγλους. Όσο για την Παταγονfα, αμφιβάλλω αν υπάρχει τέτοια χώρα. Η μητέρα μου, που εfνω από τη Μάντοβα, λέει ότι στην Παταγονfα υπάρχουν δράκΟΙ. Θα θέλατε να με διαφωτfσετε περ Ισσότερο επf του θέματος;>> . «Η μητέρ α σας λέει την αλήθεια. Στην Παταγονfα υπάρχουν δράκοι, αλλά ακfνδυνοι κω τελεfως πειθήνιΟΙ, κω χρησιμοποιούνταΙ τη νύχτα αντf για θερμοφόρα του κρεβατιού>>.
1. (Ιταλ. ): θεμέλια. (Σ.τ.Μ.)
148
Μπάιρον - Τα χεφόypαφα του Μεαολοyyίου
Η μανταμίτσα λύγισε τον καρπό της με μια χαρηωμένη και φιλάρεσκη χει ρονομία. «Τι ψεύτης που είστε, σινιόρ. Θερμοφόρα του κρεβατιού! ΑρνούμαΙ να το πωτέψω. Κάποτε άκουσα ότι στη Σκωτία χρησιμοποιούν φίδια για να γιατρεύονται από τη στεφότητα, ΚαΙ ότι στη Σικελία βάζουν aράχνες μέσα στη σούπα για να θεραπεύουν το λουμπάγκο». «Βλέπω με ευχαρίστηση», είπα, «πως είστε έμπεφη στην ιατρική επιστή μη». Με κοίταξε σκεπτική και μουρμούρισε: «Πανέμορφος! ». Με τράβηξε κάτω από τη γέφυρα και με φίλησε στο μάγουλο. Έπεηα, ή ρεμα, χωρίς προκαταρκτικά, μου ξεκούμπωσε το παντελόνι. ΓονάτΙσε καΙ με χάιδεψε με λεπτότητα (παρότι με φανερή μαεστρία) κι εγώ της ανασήκωσα τη φούστα, που ήταν από γαλάζιο ταφτά Ναττιέ, κι άρχισα να εξερευνώ τα κρυφά βασίλεια της ανατομίας της. Την κρίσιμη στιγμή aποτραβήχτηκε μουρμουρίζοντας κάτι για «σεληνιακές ενοχλήσεις» ΚαΙ με παρακάλεσε να της κάνω «ό,τι καλύτερο απέμενε», πράγμα που σήμωνε, όπως προέκυψε αργότερα, μια coitus in anum. l (Δεν ήταν η πρώτη φορά που καταπΙανόμουν με αυτό το άθλΙο υποκατάστατο, γΙατί η λαίδη Καρολάιν, σε μΙα δυο περΙ πτώσεις, μου πρότεινε το ίδΙΟ πράγμα) . Στη διάρκεια της διαδικασίας, ωστό σο, παίζοντας με τους μηρούς της κυρίας, πέτρωσα ανακαλύπτοντας ότι δεν πασπάτευα μΙα οπή παρά ένα κυλινδρΙκό ΚαΙ άκαμπτο μαραφέτΙ με πάχος ό σο περίπου ένα αγγούρι. Ολοκλήρωσα το εγχείρημά μου σε κατάσταση ε ξευτελισμού (παρόμοιες πρακτικές τις είχα εγκαταλείψει από τον καφό της επίσκεψής μου στην ελληνΙκή χερσόνησο) κω μουρμούρΙσα με πίκρα: > . «Είναι ένα φυσικό φαινόμενο, όπως τα δαμάσκηνα που σαπίζουν σε έναν οπορώνα. Στην παρακμή υπάρχουν αρετές, έτσι όπως υπάρχει ομορφιά στα δέντρα το φθινόπωρο . Ο ποιητής, μέσα στην αδιαφορία του για τους επι στήμονες και για τους δογματικούς, κατορθώνει να δει ό,τι εκείνοι δεν βλέ πουν: τις μυστικές πηγές της ζωής . Και αυτό ακριβώς εννοώ όταν μιλώ για τη μαντική δύναμη του ποιητή. Η zeitgebundene1 ηθικότητά μας δεν ενδια φέρει την αλήθεια ή την ποίηση. Ο ποιητής μιλάει στραμμένος στην Αιω νιότητα τα κοινωνικά μας διατάγματα διαρκούν μονάχα μία δεκαετία: και μια δεκαετία ζοφερή, επιπλέον, που εξαθλιώνει το πνεύμα! >> . «Είναι όλα τόσο συγκεχυμένα και αντιφατικά>>, σχολίασε θλιμμένα ο Φό ουκ. Γέμισα το ποτήρι μου . «Ξεχάστε ό,τι σας είπα», μουρμούρισα. «Ελπίζω μά λιστα ότι θα έχετε την καλοσύνη να μην τα επαναλάβετε όλα αυτά στη Βο στώνη . Και τώρα, καλέ μου Φίνλεϋ, πείτε μου πάλι για τον χερ Γκαίτε. Φο ράει γάντια; Ρουφάει ταμπάκο; Τα παντελόνια του εφαρμόζουν καλά στο σώ μα του; Κουβαλάει ομπρέλα; >>. Είχαν περάσει από κάμποση ώρα τα μεσάνυχτα όταν έφυγαν οι δύο Αμερι κανοί. Έμεινα καθισμένος μπροστά στο ποτήρι μου και στοχαζόμουν μέσα στο σκοτάδι καθώς πλησίαζε η αυγή. Είχα παρουσιάσει τον ποιητή σαν ένα ει'δος αποδιοπομπαίου τράγου που θυσιάζεται στον βωμό της κοινωνίας προκειμένου εκείνη να επιβιώσει. Κι ό μως, κι όμως.. . Μερικές νύχτες είχα τιναχτεί από τον ύπνο μου σε μιαν έ ξαρση τρόμου, με τη βεβαιότητα ότι η ποίηση άλλο δεν ήταν, στο κάτω κά τω, παρά ένα ευτελές και επικίνδυνο όνειρο. Κι όμως, κι όμως. . . Για τον ποιητή μπορεί να υπάρχει ένα όνειρο ευτελές και επικίνδυνο . Για τον ποιητή η «σωτηρία» είναι μόνο στιγμιαία. Ίσως ο ποιητής εν κατακλείδι να έχει ένα καθήκον προς την κοινωνία, μια υποχρέ ωση, άλλωστε, πιο σκοτεινή απ' ό,τι κοινώς πιστεύεται. Κάθε ποιητής πρέ πει να περάσει μέσα από τον πόνο: χωρίς πόνο καμία ποίηση δεν μπορεί να 1. (Γερμ.): ανά εποχή, εκάστοτε. (Σ.τ.Μ.)
152
Μπάφον - Τα χεφόyραφα του Μεσολοyyίο ι
·
υλοποιηθεί, έτσι όπως ένα μαργαριτάρι δεν δημιουργείται από το νερό. Αλλά μέσα στην ποίησή του βρίσκει το μυστικό για να υποδουλώσει την κρυμμέ νη του κρίση, κι αυτή η «νίκη» , που εκείνος την παρουσιάζει στον κόσμο υ πό μορφήν ποιήματος, είναι επίσης ένα φάρμακο θαυματουργό χάρη στο ο ποίο οι ακροατές του βρίσκουν τη δύναμη να κοιτάξουν το χάος της ύπαρ ξης και να το δηλώσουν υποφερτό, ακόμα και υπέροχο. '{;{ Ο Φόουκ και ο Φίνλεϋ με εξουθένωσαν. Σήμερα δεν θα γράψω τίποτε άλλο.
Β Μαρτίου Το αγόρι μου, ο Λουκάς, έχει και πάλι πυρετό. Κειτ όταν καταϊδρωμένος στα μαξιλάρια με βλέμμα σβηστό και πρόσωπο φλογισμένο. Τον κουβάλησα στο κρεβάτι μου και του έτριψα το μέτωπο με κολόνια. Έπειτα ξάπλωσα πλάι του στο πάτωμα και προσπάθησα να κοιμηθώ. Αλλά δεν τα κατάφερα να με πάρει ο ύπνος. Σηκώθηκα μέσα στη μαύρη νύχτα και βάλθηκα να κουτσογράφω στο βρόμικο σημειωματάριό μου. Τώ ρα κάθομαι με την πένα στο χέρι και το βλέμμα μου γυρνάει συνέχεια στον Λουκά, που κοιμάται ύπνο ταραγμένο κι έχει πετάξει μακριά την κουβέρτα του. Το στόμα είναι μισάνοιχτο και τα βλέφαρα συσπώνται σπασμωδικά. Το κορμί του είναι πιο λιγνό απ' ό,τι είθισται μεταξύ των Ελλήνων, το στήθος είναι ακόμα άτριχο και μια καμπυλωτή πτυχή, σαν νεανικό χαμόγελο, κα τεβαίνει από τα πλευρά προς το ηβικό τρίχωμα. Δεν έχει περιτμηθεί ακόμα και ο φαλλός του φαίνεται σκούρος και εμπύρετος. Κοιτάζοντας τον Λουκά aποκοιμισμένο νιώθω πως είμαι γέρος, αμετάκλητα γέρος· και άσχημος, τρομακτικά άσχημος, εφιαλτικά άσχημος. Νιώθω πως το aποκΟΙμισμένο αγόρι είναι η μετενσάρκωση του ίδιου μου του εαυτού στα νιάτα του, και πως έχω μεταμορφωθεί στον προγονό του, έναν πρόγονο διεστραμμένο, πι θηκόμορφο. Άνωξα το παράθυρο. Το άρωμα της άνοιξης έχει διαποτίσει τον αέρα. Ω, έαρ, νιότη της χρονιάς! Ω, νιότη, έαρ της ζωής . . . '{;{
Πήγαμε στη Ρώμη περνώντας μέσα από τις κλεισούρες των Απεννίνων, αλλά ο νους μου πέφτει σε παράξενο λήθαργο όταν σκέπτομαι τη Ρώμη. Η
Το δεύτερο σημειωματάριο
153
Αγορά, το Πάνθεον, το Κολοσσαίο . . . σκόνη και τίποτε άλλο. Ο Τίβερης: ένας οχετός και τίποτε άλλο. Ο Άγιος Πέτρος: ένα σύμφυρμα και τίποτε άλλο. Ο Χόμπχαους με πήγε στο ατελιέ κάπΟΙου χερ Τόρβαλτσεν, ο οποίος έστερξε τελικά να φτιάξει μια διαπρεπή μαρμάρινη προτομή που να με απεικονίζει. Αλλά κάτι σε αυτή την προτομή μού έδωσε την εντύπωση του μεταθανάτι ου, για να μην πω του πτωματικού. Όλα μού φάνηκαν μεταθανάτια στη Ρώμη. Η σκόνη του θανάτου επικρεμόταν στα πάντα. Στο Προτεσταντικό Νεκροταφείο συνέλαβα την οσμή που ανέδιδαν οι τά φοι . Στον Παλατινό είδα τα ποντίκια να ξετρυπώνουν από τ ις υπόγειες στο ές τους. Όταν κάθισα στην Αγορά, να παρατηρήσω την αψίδα του Σεπτίμι ου Σεβήρου, ένα περιστέρι έπεσε από τον ουρανό και έμεινε να κείτεται μα τωμένο στα πόδια μου. Κι ένα βράδυ στην Πιάτσα ντι Σπάνια, ενώ κατευ θυνόμουν στην Όπερα, ένα άλογο κατέρρευσε ξαφνικά στο έδαφος και έμει νε στον τόπο, κοντά στο σιντριβάνι. Στη Ρώμη ακόμα και το φως του ήλιου είχε μια μεταθανάτια σπιθοβολή. Περνώντας πλάι στον Κυρινάλιο συνάντησα ένα ζευγάρι πελώριους ιππείς, τα σώματα των οποίων έμοιαζαν να αναδεύονται μέσα στον καύσωνα σαν a φυπνισμένοι τιτάνες. Το σούρουπο, η μεγάλη σκάλα της Τρινιτά ντέι Μόντι ξεχυνόταν από τον ναό σαν :χρυσαφένιος καταρράχτης και η πόλη ξαναβυ θιζόταν σε μυθική ακινησία. Στη Βfλα Μποργκέζε ΟΙ θύσανοι του φωτός κά τω από τα πεύκα έμοιαζαν με κοπάδι πρόβατα βγαλμένα από τα Βουκολικά του Βιργιλίου, και τα ριπίδια φωτός κάτω από τις αψίδες του Κολοσσαίου ή ταν φαντάσματα χλαμυδοφόρα εν αναμονή των λεόντων. Η Ρώμη είναι όμορφη, αναμφίβολα, αλλά η ομορφιά της έχει κατιτί πτω ματικό. Θυμάμαι την ημέρα που πήγα να παρακολουθήσω μια θανατική ε κτέλεση: τρεις κλέφτες επρόκειτο να aποκεφαλιστούν στο κέντρο μιας πλα τείας. Ο Χόμπχαους είχε σκανδαλιστεί, αλλά εμένα με ώθησε η προτίμησή μου για το απαίσιο. Φόρεσα ένα καφέ σκούρο γιλέκο και πυρρό παντελόνι, και γύρω από τον λαιμό μου έδεσα ένα μαντfλι θαλασσί. Πήρα μαζί μου ένα μπαστούνι περιπάτου και ελεφάντινα κιάλια θεάτρου, και έπιασα θέση σε έ να μπαλκονάκι, στη σκιά. Η πομπή μπήκε στην πλατεία οδηγημένη από μια σειρά μασκοφόρων ιερέων, που τους ακολουθούσαν δύο δήμιΟΙ με γυμνό πα νωκόρμι. Ακολούθησε η τριάδα των δεμένων με χειροπέδες εγκληματιών, και πίσω τους ένα εικόνισμα με τον Χριστό του Καλού Θανάτου. Ορισμένοι στρατιώτες ήταν παρατεταyμένΟΙ γύρω από το ικρίωμα και οι τρεις ληστές οδηγήθηκαν στο κούτσουρο. Το πρώτο θύμα δεν ήθελε να πε θάνει. Συνέχισε να ουρλιάζει και να κλοτσάει παρά τις νουθεσίες του ιερέα.
154
Μπάιρον - Τα χειpόyραφα του Μεαολοyyίο ι •
Ήταν ένας άντρας σωματώδης με ταυρfσιο λαιμό και το κοίλωμα του κού τσουρου παραήταν στενό για το κεφάλι του, έτσι ώστε οι δήμιοι αναγκά στηκαν να του το χώσουν μέσα διά της βfας. Η λάμα άστραψε στον αέρα κω έπεσε. Το σώμα έκανε ένα άλμα γελωτοποιού. Το κεφάλι κατρακύλησε από το κούτσουρο και το αίμα ανάβλυσε από τον λαιμό σαν ένας ΠΙοακας μαύρο λάδι. Μου ήρθε ζάλη και με συγκλόνισε ένα ρfγος. Ρούφηξα από τη μύτη μια γενναfα πρέζα ταμπάκο και ξανάπιασα τα κιάλια για να παρακολουθήσω τη δεύτερη εκτέλεση. Είναι παράξενο, αλλά έχω μια λίαν αόριστη ανάμνηση από τους άλλους δύο aποκεφαλισμούς. Η αγριότητα του πρώτου εfχε αμβλύνει την ευαισθησfα μου. Και τα δύο εναπομείναντα θύματα, άλλωaτε, έμοιαζαν μάλλον απαθή, λες και τα ουρλιαχτά εκεfνου που εfχε προηγηθεf εfχαν στεγνώσει μέσα τους κάθε συyκfνηση. Κοfταξα τον πρώτο aποκεφαλισμό με φρfκη, τον δεύτερο με αποτροπιασμό, και τον τρίτο με μιαν αδιαφορfα που άγγιζε τα όρια της πλή ξης. Σηκώθηκα από την καρέκλα και σκούπισα τον ιδρώτα από το μέτωπό μου. Έπειτα προχώρησα προς την άμαξα ανοfγοντας δρόμο μέσα στο πλήθος. Τι άλλο να πω; Η θέα του θανάτου είναι πράγμα τρομακτικό. Γιατf τότε αυτή μου η χορτασμένη αδιαφορfα ενώπιον μιας τόσο φρικτής σκηνής; Ήταν μια συγκfνηση τόσο οργασμική (όπως η συνουσfα, στην οποfα πε ριέργως έμοιαζε), που με άφησε στεγνό και ανήμπορο; Ή μήπως ήταν ση μαδεμένη κατά βάθος από μια σπαρακτική κοινοτοπfα (κάθε θάνατος στην ουσία είναι πανομοιότυπος με άλλους θανάτους), έτσι ώστε ο νους μου αρ νήθηκε να σταθεί επf μακρόν στο θέαμα; Αλfμονο, η συνήθεια γεννά περι φρόνηση ακόμα και για τον Θάνατο, και το πλήθος τράβηξε γαλήνια προς το σπfτι του, τη γυναίκα του και τα μακαρόνια του. Απεχθανόμουν τη Ρώμη. Όταν ανέβηκα στην άμαξά μου και κατευθύν θηκα προς τον τσουχτερό και καθαρό αέρα των Απεννίνων, στέναξα με ανα κούφιση. 9 Μαρτίου Καμία είδηση. Εfχα μια κουτή αψιμαχfα με τον Μαυροκορδάτο, ο οποfος ε πέμενε να δοθούν σε έναν από τους δύο καπετάνιους του επωμίδες για τη στολή. Εfμαι ελαφρώς αδιάθετος. Πονάει το κεφάλι μου. Να έχω πάθει ελονοσfα;
Το δεύτερο σημειωματάριο
155
ΞαναγύρΙσα στη Βενετfα για το καλοκαfρι κω νοfκΙασα μΙα έπαυλη στον Μπρέντα, κάπου έξι επτά μίλια από τις όχθες της λφνοθάλασσας. Στο πα ρελθόν εfχε υπάρξει μοναστήρι, εfχε παλλαδιανούς κfονες στην πρόσοψη ΚαΙ έβλεπε στον κfτρινο κω σκονΙσμένο δρόμο για την Πάδοβα. Εκεf καθόμουν στον κήπο κω δούλευα γύρω από τον Τσάιλντ Χάρολντ. Κυκλοφορούσα με τη γόνδολά μου και κολυμπούσα στην ΑδρΙαηκή . Το ηλιοβασίλεμα έπαφνα ένα άλογο, συνήθως τον εκτομfα μου τον Μπαμπfνο, κω κάλπαζα στην α κροποταμιά που ήταν κατάφυτη με καλαμιές. Η Φορναρfνα! Ω, ομορφιά μου με ταύρου λαφό ΚαΙ λιονταριού καρδιά! Τα δόντια σου έλαμπαν σαν αστραπές, η φωνή σου αντηχούσε σαν τη σεφήνα του πλοfου, ο έρωτάς σου ήταν σαν την τρικυμΙσμένη ΑδρΙατική. Αλλά για τΙ τότε η ανάμνηση του χαρακτήρα σου εfνω τόσο νεφελώδης; Γιατf σε έχω σχεδόν ξεχάσει; ΓΙατf η ψυχή σου (κι εσύ σfγουρα εfχες ψυχή) δεν εfνω πιο εναργής στον νου μου από εκεfνη του εκτομfα μου του Μπαμπfνο; Μια μέρα έδεσα το άλογό μου σ' ένα δέντρο, κάθισα στην όχθη ΚαΙ κοηού σα κάτι yυναfκες από τη Μfρα ι , που κοπάνιζαν τα ρούχα τους στα βότσαλα. Ήταν απόγευμα πνιγηρό· οι μαργαρfτες έγερναν το κεφάλι τους κω 01 λι μπελούλες έλαμπαν στον ήλω σαν θραύσματα μαρμαρυγfα . Ένα πράσινο yυαλωτερό βατράχι, κουρνΙασμένο σε μΙα πέτρα, στύλωνε το μάη του πάνω μου. Μfα από τις γυναΙκες αντιλήφθηκε ότι την κοfταζα επfμονα: μια καλ λονή με άγρια μάτια ΚαΙ μαλλιά μαύρα σαν το κάρβουνο. Γύρισε να ψιθυρf σει κάτι στη διπλανή της, που με ένα χαμογελάκι έδειξε με το δάχτυλο τη συστάδα με τις ροδοδάφνες πfσω από την πλάτη τους, όπου σε μια σκιερή κόγχη διακρινόταν ένα μισοερειπωμένο παρεκκλήσι. Η ωραfα μου βούλιαξε σε σκέψεις. Μου έριξε μια αργή, συνένοχη ματιά. Έπεηα σηκώθηκε από το χορτάρι κω, αγνοώντας τα γελάκια των συντροφΙσσών της, πήρε ήσυχα το μονοπάτι και εξαφανfστηκε μέσα στο παρεκκλήσι . Συλλογfστηκα για μια στιγμή . Έπεηα σηκώθηκα με τη σεφά μου καΙ, α γνοώντας κι εγώ ης πλύστρες ΚαΙ ης πονηρές ματιές τους, κατευθύνθηκα με ύφος αδιάφορο προς το παρεκκλήσι. Άνοιξα το πορτάκι, που έτριξε πάνω στους μεντεσέδες του . Το εσωτερικό μύριζε μούχλα ΚαΙ μαραμένες μπιγκό νιες κι ήταν καταπληκτικά σκοτεινό, γιατf το μοναδικό ωοειδές παράθυρο ή ταν σκεπασμένο με aραχνιές. Σε μια γωνιά ήταν στηριγμένες μια τσουγκρά να ΚαΙ μια τσάπα, σπασμένες ΚαΙ σκουριασμένες. Αραδιασμένες σ' έναν τοf-
1. ΠερΙοχή στη Βενετ:ία, όπου υπάρχεΙ κω πλήθος aρΙστοκρατΙκών επαύλεων. (Σ.τ.Μ.)
156
Μπάιρον - Τα χειρόyραφα του Μεσολοyyίοv
χο δΙακρfνονταν μΙα σεφά γλάστρες κω μΙα παλΙά σκονΙσμένη χεφάμαξα. Στο βάθος, εκεf όπου έναν καφό ήταν η αγfα τράπεζα, καθόταν η πλύστρα μου με τα φλογερά μάηα, σχεδόν αόρατη μέσα στο μΙσοσκόταδο, αλλά σα φώς σε ερωτΙκή αναμονή. Ω σκονΙσμένο παρεκκλήσΙ, ω σπασμένες γλάστρες, ω χεφάμαξα γεμάτη ξε ρά φύλλα! ΌχΙ πλέον άψυχα συντρfμμΙα, αλλά ξαφνΙκά σύμβολα κω συνω μότες, μπαχάρΙα που νοστψfζουν με το γήΙνο άρωμά τους όλες τΙς τελετές του έρωτα! Ποτέ κρεβάτΙ δεν υπήρξε τόσο μαλακό όσο τα χλοϊσμένα εκεfνα πλακάκΙα, ποτέ άρωμα πΙο υποβληηκό από τΙς μαραμένες εκεfνες μπΙγκό νΙες! Κάναμε έρωτα χωρfς μfα λέξη κω χωρfς τΙς συνηθΙσμένες αψφαχfες της ερωτοτροπfας, καΙ στο τέλος, αφού φiληόα καΙ τΙς δύο θηλές του στή θους της, μουρμούρΙσα: «Πώς σε λένε, ωραfο μου κοράκΙ; » . «Μαργαρfτα» , γουργούρΙσε. «Μαργαρfτα τΙ;>>. «Μαργαρfτα ΚόνΙ>>. «ΚΙ εfσω παντρεμένη;». «Κω βέβωα εfμω! Ο άντρας μου εfναΙ φούρναρης κω με φωνάζουν Φορ ναρfνα». «ΕfσαΙ γοητευηκή, Μαργαρfτα. Θα συναντηθούμε ξανά;». «Πότε, δηλαδή; » . «ΑύρΙο; » . «ΘαυμάσΙα. Ας πούμε αύρΙο». «Εδώ, στο παρεκκλήσΙ; » . «ΕντάξεΙ. ΑύρΙο βράδυ στΙς δέκα. Θ α φέρω φανάρΙ». «Δεν θα το ξεχάσεΙς; » . Ξεφύσηξε πρόσχαρα. «Εγώ δεν είμω από κεfνες που ξεχνάνε, carino. Θα πω στον άντρα μου ότΙ πάω επfσκεψη στην εξαδέλφη μου τη Σψονέττα» . «ΕfναΙ ζηλΙάρης ο άντρας σου;». «Τρομερά ζηλΙάρης. Αλλά λfγο ηλfθΙΟς». «ΕfσαΙ ένα προβατάκΙ, Φορναρfνα μου». «ΚΙ εσύ εfσω ένας κακός κω ωμοβόρος λύκος! ». «Τα ξαναλέμε, όμορφό μου προβατάκΙ ... ». «Τα ξαναλέμε, κακέ μου λύκε . . . » . ΚΙ αυτά ήταν τ α παρατσούκλΙα στα οποfα μεfναμε πΙστοf. Εκεfνη ήταν το προβατάκΙ μου κΙ εγώ ο λύκος της. Αλλά, γΙα να λέμε την αλήθεΙα, όσο μπαf ναμε στην καρδΙά του καλοκαφ10ύ 01 ρόλΟΙ μας εναλλάχτηκαν. Κάναμε έ-
Το δεύτερο σημε�ωματάpιο
157
ρωτα στις όχθες του Μπρέντα, κάτω από το φως των αστεριών, κάναμε έρω τα κάτω από τις ακακίες ανάμεσα στα τερετίσματα των γρύλων, κάναμε έ ρωτα στους στάβλους με το φαρί μου να σκύβει από πάνω μας, κάναμε έρω τα κάτω από τη γέφυρα πίσω από το Ντόλο στο φως του λυχναριού. Μέσα στην πραότητα κω την υπακοή μου, γινόμουν όλο κω πιο πολύ πρόβατο· κι εκείνη, μέσα στην επιβλητική μεσογειακή ενέργειά της, όλο και πιο λύκαι να. Από τις γυναίκες που γνώρισα, η Φορναρίνα υπήρξε σίγουρα η πιο βακ χική στις στάσεις κω η πιο γαργαντουελική στις ορέξεις. Αργά το βράδυ, καθισμένος μόνος μου πλάι στο τριπλό κηροπήγιο, πάλευα aνόρεχτα για να ολοκληρώσω το τέταρτο από τα άσματά μου. Αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Το >. «Μόνον η υποκρισία>>, aποκρίθηκα. «Γιατί η υποκρισία είναΙ ψέμα, άρνη ση κω παραποίηση . ΕίναΙ ένα άσεμνο και άθλιο προσωπείο που κρύβει την αλήθεΙα του χαρακτήρα μας>> . Ο Σέλλεϋ κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του. . . Κάτω από το τρίλοβο παράθυρο ακούστηκαν συγχορδίες κιθάρας. Διασχί σαμε την αίθουσα κω σκύψαμε από το περβάζι. Δύο μεγάλες φωτισμένες γόνδολες περνούσαν κάτω από μας. Στην πρώτη έξι οργανοπαίχτες (όλοι στα μαύρα) έπωζαν την υδάτινη μουσική τους, ενώ στη δεύτερη ορισμένΟΙ ξε νύχτηδες, επΙστρέφοντας από έναν χορό μεταμφιεσμένων κω φορώντας α κόμα τις μάσκες τους, τραγουδούσαν κι έπιναν. Μία από τις κυρίες, ντυμέ νη Ήρα, με ένα παγώνι στον ώμο της, όταν είδε τον Σέλλεϋ σήκωσε το μπρά τσο της με φιλάρεσκη κίνηση και τον χαιρέτησε. Ο καημένος ο Σέλλεϋ κοκ κίνισε σαν παιδάκι καΙ απάντησε γνέφοντας με τα λεπτά του δάχτυλα. Έπει τα οι γόνδολες γλίστρησαν μακριά μέσα στη νύχτα κι εγώ μουρμούρισα στον σύντροφό μου: >. Φάνηκε παράξενα ενδοτική. Τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα και με κοίταξε με μιαν απελπισία ζώου. «Ας γίνει το θέλημα του Θεού, εξοχότατε>>, ψιθύρισε με τρεμάμενα χεiλη. «Αντίο, λοιπόν>> , είπα και της έκλεισα στην παλάμη ένα βραχιόλι. Εκείνη το πήρε με ταπεινοφροσύνη, φιλώντας μου το χέρι. «Ο Θεός να σας ευλογεί, εξοχότατε>>. «Αντίο ... >>. «Αντίο, αγάπη μου!>>.
13 Μαρτiοv Με την πυροβολαρχία μου έκανα ασκήσεις στο Σεράι, για μία ώρα. Ελπίζω πάντα να καταφέρω να κυριεύσω τη Ναύπακτο με τον μικρό μου στρατό. Μόλις ξαναδιάβασα τις aράδες που έγραψα την περασμένη νύχτα, και με έ χει εντυπωσιάσει ένα παράδοξο. Η ίδια μου η προσπάθεια να συλλάβω το πα ρελθόν στην ακρίβειά του με εκθέτει στον κfνδυνο να aποτύχω στον σκοπό που θέτω στον εαυτό μου, δηλαδή να το ανακαλέσω σε όλη του την αιματώ δη ισχύ. Σε αυτή τη φρενήρη επιμονή στη λεπτομερή σαφήνεια, καταστρέ φω τη συγκινησιακή επιρροή, η ουσία της οποίας είναι η ανακρίβεια. Και σε τούτο προσθέτω άλλο ένα παράδοξο. Το παρελθόν έχει περάσει. Είναι αμε τάκλητο. Αλλά το φάντασμα του παρελθόντος μπορεί να ανακληθεί με μια ταχυδακτυλουργία. Η «αιματώδης ισχύς>> , με όλα της τα τρεμίσματα και τους αρπισμούς της, στο καλό ή στο κακό, δεν μπορεί ποτέ πια να αιχμαλω τιστεί ξανά. Μπορεί απεναντίας να δημιουργήσει ένα πανούργο και πειστι κό ομοίωμα, ακόμα πιο ζωηρό από το πρωτότυπο, ακόμα πιο παθιασμένο και πιο φωτεινό. Και το ομοίωμα, στολιζόμενο με ένα ένδυμα από λαμπερές a σημαντότητες, μπορεί να γίνει ακόμα πιο πολυσήμαντο και πιο αληθινό από
168
Μπάιρον - Τα χεφόyραφα του Μεσολοyy{ου
τα πραγματικά συμβάντα. ΚΙ έτσι η μνήμη, η ισχύς της επιθυμfας, η μετα μορφωτική μαγεfα της ίδιας της καρδιάς, καταλήγει να επικρατήσει πάνω σ' αυτό που εfνω αμιγώς Ιστορικό. '{:?
Υπήρχε μω κυρfα στη Βενετfα, η κόμισσα Μπεντζόνι, μω λαλfστατη γριά κοκέτα, που εfχε βάψει τα μαλλιά της στο χρώμα της κολοκύθας. Εfχε ακόμη ερωτικές αξιώσεις παρά την αυξανόμενη ευσαρκfα της, και ήταν ακόμη γνω στή με κάποια επιεfκεια σαν «Η Δημοφιλής του Μεγάλου Καναλιού». Σε έναν χορό στο Παλάτσο Γκράσσι, εμπνευσμένον από τη Γαλλική Επανάσταση, εf χε ντυθεf Liberte, l με χιτώνα αρχαωελληνικού σχεδfου, ανοιχτό στους γο φούς μέχρι το ύψος της λεκάνης, κω, με τα στήθη ολόγυμνα να αναπηδούν πρόσχαρα, εfχε χορέψει ένα φαντάνγκο με τον διάσημο Ούγκο Φόσκολο. Μια μέρα πήγα στο σπfτι της για το «τέΙον των πέντε». (Εfχα ξεχάσει, δυ στυχώς, πως ήταν Πέμπτη και όχι Τετάρτη). Έφτασα με την ελπίδα για λf γη καλλιεργημένη συζήτηση, αλλά ο μπάτλερ φάνηκε αμήχανος καΙ μου εf πε: . Έπειτα από μερικά λεπτά η πόρτα άνοιξε διά πλατα και η Μπεντζόνι έκανε την εfσοδό της στο δωμάτιο, ολόγυμνη, εκτός από ένα μακρύ πέπλο στο χρώμα του δελφfνιου. Προσποιήθηκε την έκπλη κτη από την απρόσμενη παρουσfα μου, αλλά συνήλθε αμέσως και κάθισε σε έναν βελούδινο καναπέ. «Μεταξύ μας, δεν χρειάζονται τσιριμόνιες, έτσι δεν εfνω, Μπάιρον; >>. «Ασφαλώς όχι, κυρfα κόμισσα. Μπέρδεψα τη μέρα. Και σας παρακαλώ να με συγχωρέσετε>>. «Λοιπόν, μια και εfστε εδώ, γιατf να μην κουτσομπολέψουμε λιγάκι ; >> . Τράβηξε τ ο κορδόνι του κουδουνιού ΚαΙ παρήγγειλε τσάι. Έπειτα μου έρι ξε ένα ναζιάρικο βλέμμα καΙ τύλιξε το πέπλο με περισσότερη χάρη γύρω α πό το σώμα της. «Σας αρέσει η Βενετfα, έτσι δεν εfναι; >> . «Τη βρfσκω aπολαυστική>>. «'Ομως>>, πρόσθεσε κάπως πικρόχολα, . «Αντιθέτως. Θαυμάζω το πνεύμα τους, λατρεύω τη φύση τους κω ζηλεύω την ηθική τους>>. Άνοιξε τη βεντάλια της και έκανε αέρα σκεφτική. «Η πολιτιστική μας πα ράδοση, βέβωα, εfνω απαράμιλλη. Αλλά εfναι στιγμές που αμφιβάλλω αν εκ μεταλλευόμαστε πλήρως τα πλεονεκτήματά της. Εfμαι περήφανη για τα ε-
1 . (Γαλλ. ): Ελευθερία. (Σ.τ.Μ.)
Το δεύτερο σημειωματάριο
169
βδομαδιαία μου τέΙα, αλλά δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ αν βρίσκονταΙ στο ύψος εκείνων που παραθέτει η μαντάμ ντε Σταέλ>> , Προσπάθησα να την καθησυχάσω. «Είνω σε ασφαλώς εφάμιλλο niveau. Ι Εδώ στη Βενετία μιλούν για την όπερα, στο Κοππέ συζητούσαν κυρίως για φιλοσοφία>>. Η κόμισσα χαμογέλασε. «Τα είπατε όλα μέσα σε δυο κουβέντες. Εγώ προ τφώ το θέατρο από τη φιλοσοφία, αν κω είνω δύσκολο να πει κανείς ποιο βρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο. ΘυμάμαΙ έναν κάποων μεωέ Μπελ που ήρθε μια-δυο φορές στις Τετάρτες μου. Μου έκανε υπέροχες φιλοφρονήσεις. Με έ κρινε κάθε άλλο παρά άνοστη. ΜΙα φορά τον ρώτησα: " Μεσιέ Μπελ, είστε έ νας ειδικός στην amour. Θα θέλατε να απαντήσετε σε μια ερώτηση που με βασανίζει εδώ κω χρόνια; Όταν μΙα γυναίκα κουράζεταΙ από έναν άντρα, αυτό συμβαίνει γΙα έναν κω μόνο λόγο, πολύ συγκεκρφένο. Δεν χρειάζεταΙ να γίνω σαφέστερη, είμω σίγουρη ότι με καταλαβαίνετε. Αλλά όταν ένας ά ντρας κουράζεταΙ από μια γυναίκα, οι λόγΟΙ είναι πιο υπαινικτικοί. Πρόκει ταΙ για ψυχολογικό κορεσμό; Για την έμφυτη ανδρική πολυγαμία; Μπορούν μερικές ρυτίδες παραπάνω ή παρακάτω να ενδυναμώσουν ή να ραγίσουν την πίστη ενός άντρα; " >>. «Και ποια ήταν η απάντησή του;>> «Αρνήθηκε να απαντήσει>>, είπε εύθυμα η κόμισσα, «ΚαΙ ο λόγος ήταν, με ταξύ μας, ότι δεν ήξερε τι να απαντήσει. Η ουσία του ζητήματος είναι ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση. Όταν μια γυναίκα αφήνει έναν άντρα, αυτό συμ βαίνει για έναν λόγο κρυστάλλινο όταν ένας άντρας εγκαταλείπει μια γυ ναίκα, οι λόγοι είναι ρευστοί και πολλαπλοί>>. Ανασήκωσε το φλιτζάνι της κω δάγκωσε σκεφτική ένα μπισκότο με βατό μουρα. Έπειτα ίσιωσε πάλι σβέλτα τις πτυχές του πέπλου της, που ξανάπε σε στο αριστερό της στήθος, κατέβηκε κάτω από το δεξί και πήγε να μαζευ τεί στην ποδιά της σε έναν γαλαζωπό αέρινο στρόβιλο. «Ποιο είναι το μυστικό σας, λόρδε Μπάιρον; Γιατί σας λατρεύουν όλες οι γυναίκες;>> . Κοκκίνισα και είπα ντροπαλά: «Είστε υπέρ το δέον κολακευτική μαζί μου, αγαπητή κόμισσα. Σε πολλές είμαι αδιάφορος, μερικές μάλιστα με απεχθά νονται». Σήκωσε το πέπλο της κω μου έριξε ένα βλέμμα πεταρίζοντας τα βλέφαρα.
1. (Γαλλ . ): Επίπεδο. (Σ.τ.Μ.)
1 70
Μπάιρον - Τα χειρόyραφα του Μεσολοyyίου
«Έχω ακούσει από αξιόπΙστες πηγές όη εfστε toujours pret. l Μόνο ένας ά ντρας στους εκατό εfναι toujours pret, όπως λέγεται, κι αυτός ο ένας εfναι συνήθως aνιαρός όταν πρόκειται για κάτι άλλο. Εfναι φανερό πως το μυστι κό σας αναβλύζει από μιαν ασυνήθιστη αντιπαράθεση, από έναν συνδυασμό, δηλαδή, ερωτικής προθυμfας και πνευματικής επιδεξιότητας, κι αυτό εfναι τόσο σπάνιο όσο και μια ορχιδέα στα Σπfτζμπεργκεν>>. Η κόμΙσσα εfχε συλλέξει ορισμένα κομμάτια πορσελάνης Μάισσεν, που ή ταν τοποθετημένα στο γεfσο του τζακιού κάτω από έναν πfνακα του Κανα λέττο. Θυμάμαι μια βοσκοπούλα με ένα αρνάκι κι ένα μικρό λαγωνικό ξα πλωμένο σε ένα μαξιλάρι. Μια πνοή ανέμου μπήκε στο σαλόνι. Η οικοδέσποινά μου με κοιτούσε γα λήνια και το πρόσωπό της, στις πρώτες σκιές του δειλινού, έμοιαζε με γάτας του Σιάμ, με λεπτά μεταξένια μουστάκια και διφορούμενα μάτια γαλάζια σαν τη θάλασσα. Συνέλαβα στον αέρα το άρωμά της, σαν από φρεσκοκαθαρισμέ νη μπανάνα. Εκεfνη στέναξε και ύστερα χαμογέλασε μελανχολικά, με βου βή επιεfκεια. Σηκώθηκε διορθώνοντας επιδέξια το πέπλο της και εfπε: «Ωραfα, a bientδt. 2 Η συζήτησή μας υπήρξε πολύ διαφωηστική, και θα τη συνεχfσουμε την άλλη Τετάρτη, πρώτα ο Θεός>> . Φfλησα ευγενικά το χέρι της και γύρισα στη γόνδολά μου. Δεν έχει η κό λαση μαινάδα σαν την αποδιωyμένη τη yυναίκα. Αληθεύει, fσως, σαν γενικό θεώρημα. Όμως έχει και τις εξαιρέσεις του, και καμιά φορά μια γυναfκα a ποδιωγμένη γfνεται μυστηριωδώς πειθήνια, ακόμα και αγγελική.
14 Μαρτίου Κοιμήθηκα άσκημα και σηκώθηκα μεσημέρι. Έφτασε ένα γράμμα από την Αουγκούστα . Μου λέει ότι τα ήμερα έλατα στο Σιξ-Μάιλ Μπόττομ αρχfζουν να μαραfνονται, ότι ο μάγειρας αρρώστησε από υδρωπικfα και ότι η στέγη του στάβλου χρειάζεται επισκευή. Η μνήμη! Τι εfναι; Εfναι προδότρα, παρηγορήτρια ή λυτρώτρια; Καθώς προχωρώ ψηλαφητά όλο και βαθύτερα στα βαλτοτόπια του παρελ1 . (Γαλλ . ) : πάντα έτοιμος. (Σ.τ.Μ.) 2 . (Γαλλ . ) : τα λέμε σύντομα. (Σ.τ.Μ.)
171
Το δεύτερο σημειωματάριο
θόντος, όσο πιο πίσω πηγαίνω, τόσο ω αναμνήσεις μου είναι τυλιγμένες στην ομίχλη. Μα γιατί τότε αναθυμούμαι με μεγαλύτερη ενάργεια ένα μικρό μπιμπίκι στον λοβό του αυτιού της Μέυ Γκρέυ παρά το χθεσινοβραδινό δεί πνο με τον λοχαγό Πάρρυ; Υπήρχε όντως ένα μπιμπίκι; Κι εκείνη βρομούσε στ ' αλήθεια μπακαλιάρο; Στ ' αλήθεια μου διάβαζε μεγαλοφώνως αποσπά σματα από τον «Εκκλησιαστή» ; Ω, ναι, αυτά τα πράγματα υπήρξαν αληθινά, αλλά στη μνήμη μου οι αλήθειες είναι ένα τίποτα και τα εμβλήματα σιγά σι γά γίνονται το παν. Δεν είναι το γεγονός που επιμένει, αλλά η αποκάλυψη· δεν είναι το περιστατικό, αλλά η τρομερή του ενάργεια· όχι το κύλισμα των ημερών, αλλά η προαγγελία του θανάτου. Η ανθρώπινη ζωή κυλάει πλάι μας με μια αμετάδοτη μυστικότητα, σε μια πορεία από ψυχικές καταστάσεις πιο κοντινές στην παραίσθηση παρά στην ιστορία. Όμως εγώ απεχθάνομαι τις παραισθήσεις. Απεχθάνομαι ό,τι απατηλό ή χι μαιρικό. Δώστε μου την απλότητα, δώστε μου τη δύναμη να βλέπω τον κό σμο μέσα σε ένα συνηθισμένο φως! u
Ένα βράδυ η Μπεντζόνι παρέθεσε δεξίωση μετά το δείπνο. Έφτασα εκεί μεσάνυχτα, αφού διέσχισα με τη γόνδολά μου το τρικυμισμένο κανάλι. Οι καλεσμένοι συνέρεαν από το θέατρο. Τα φώτα των κεριών αντανακλώνταν σε μια σειρά από πιάτα με πολύχρωμη πηχτή, που την είχαν πλάσει με μορ φή κοτόπουλων, δελφινιών και κουνελιών. Καθόμουν σε έναν καναπέ απέ ναντι από την πόρτα του σαλονιού. Θυμάμαι ότι το ρολόι πάνω στο τζάκι σήμαινε την ώρα όταν μπήκε μέσα μια γυναίκα φορώντας ένα φουστάνι με δαντελένιο ντεκολτέ. Η Μπεντζόνι την υποδέχτηκε διαχυτικά φιλώντας τη και στα δύο μάγουλα, κι έπειτα την οδήγησε μέχρι τον καναπέ μου. «Μπρος, σηκωθείτε, τεμπέλαρε>>, είπε χτυπώντας με ελαφρά στον ώμο με τη βεντάλια της. «Ελάτε να σας συστήσω την κόμισσα Γκουιτσόλι» . Χαμογέλασα γλυκά και η κυρία μουρμούρισε: «Είμαι ευτυχής που σας ξαναβλέπω, λόρδε Μπάιρον». «Που με ξαναβλέπετε; » . «Συναντηθήκαμε πέρυσι, θαρρώ» . «Αλήθεια; Το είχα ειλικρινά ξεχάσεΙ>>. «Πήγαμε μαζί στης κόμισσας Αλμπρίτζι και κοιτάξαμε ένα άγαλμα του Κά νοβα>>. «Ναι . Τη Νιόβη. Τώρα θυμάμαι» .
1 72
Μπάιpον - Τα χειpόyραφα του Μεσολοyyίοv
«Η Νιόβη ήταν; Νόμιζα πως ήταν η Ελένη». «Φτάσατε πρόσφατα στη Βενετία; ». «Χτες βράδυ. Έρχομαι από τη Ραβέννα» . «Μένετε στη Ραβέννα; » . «Είνω η πόλη μου». «Η Ραβέννα. Πρέπει να την επισκεφτώ». «Η Ραβέννα είναι θλιβερή αλλά πολιτισμένη». «Εκεί υπάρχει ο τάφος του Δάντη, έτσι δεν είναι; » . «Έχετε διαβάσει Δάντη; » . «Εσείς; Τον έχετε διαβάσει; » . «" Έχω μεγαλώσει μ ε τον Δάντη», είπε γελώvτας η Γκουιτσόλι. «Σπούδα σα στις καλόγριες του μικρού μοναστηριού της Αγίας Κλάρας, στη Φαέ ντσα, κι εκεί όλες διαβάζαμε Δάντη, ολόκληρο τον Παράδεισο και μέρος από το Καθαρτήριο. Την Κόλαση όχι. Δεν τη θεωρούσαν κατάλληλη για τις κο πέλες». Κοίταξα προσεκτικά τη μικρή κυρία, που είχε ωραία καστανά μάτια, έτοι μο και αυθόρμητο χαμόγελο και μια φωνή που κουδούνιζε σαν καμπανάκι. Δεν υπήρχε τίποτα το βενετσιάνικο σ' εκείνα τα καστανά μάτια, στις aπαλές εκείνες γραμμές, και το πρόσωπό της είχε μια στρογγυλότητα φωτεινή, σχε δόν σεληνιακή. Παρέμεινα μέχρι που πήγε μία η ώρα και, φεύγοντας, της εί πα: «Συγχωρέστε με, αλλά θα ήταν δυνατόν να σας ξαναδώ αύριο;». Κοκκίνισε και μου απάντησε βιαστικά: «Θα είμαι στης Αλμπρίτζι για τσάι, φυσικά» . «Ήθελα να πω μόνη σας». Κράτησε την ανάσα της και κοίταξε την πόρτα. «Λοιπόν», επέμεινα, «ποια είνω η ετυμηγορία; » . «Αφήστε με ν α σκεφτώ μια στιγμή . . . ». «Ποτέ να μη σκέφτεστε, αγαπητή μου κόμισσα! » . « Ε λοιπόν, στις τρεις, όταν ο άντρας μου πηγαίνει να αναπαυτεί. Θα μπο ρούσαμε να πάμε περίπατο στο πάρκο . . . ». Την περίμενα στις τρεις ακριβώς στη γόνδολά μου, αλλά αντί να πάμε για περίπατο στο πάρκο, φτάσαμε στο Λίντο, όπου σταματήσαμε σε ένα cαsinoι για να πιούμε τούρκικο καφέ. Έδειξα ένα σύννεφο. «Κοιτάξτε», είπα, «έχει το σχήμα γαϊδουριού••.
1. (Ιταλ.): λέσχη, αλλά και χώρος ερωτικών ραντεβού. (Σ.τ.Μ.)
Το δεύτερο σημειωματάριο
1 73
Χαμογέλασε. «Ναι, είναι αλήθεια. Μπράβο σας που το προσέξατε». Σκυ θρώπιασε. «Φάνηκα πολύ άμυαλη που ήρθα στη γόνδολά σας» . «Άμυαλη; Είναι άμυαλιά να θαυμάζετε τα σύννεφα και το νερό;» . «Δεν ζούμε, αλίμονο, σε μια κοινωνία με συννεφάκια και κυματάκια». Μου έριξε ένα βλέμμα εναγώνιο. «Συνοφρυώνεστε. Γιατί;». «Συχνά συνοφρυώνομαι χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Μου έχουν πει ό τι η συνοφρύωση με κολακεύει». «Φαίνεστε θλιμμένος. Η θλίψη σας οφείλεται στη γνωρφία σας με την ανθρώπινη φύση;». «Δεν είναι θλίψη· στοχαστικότητα μάλλον». «Και τι στοχάζεστε; ». «Αναρωτιόμουν πόσων ετών είστε» . «Δεκαεννιά». «Πολύ νεότερη απ' ό,τι φανταζόμουν» . Έπιασα το δάχτυλό της. «Χτες το βράδυ, όταν μπήκατε μέσα, ήσασταν σαν μια οπτασία». «Μα αφού δεν με αναγνωρίσατε καν!». «Έχετε αλλάξει ... >> . «Εσείς έχετε αλλάξει, λόρδε Μπάιρον>> . «Ως προς τι, κυρία κόμισσα;>> . «Είστε πιο σοβαρός. Έχετε χάσει την επιπολαιότητά σας>> . «Είναι αστείο που αυτό συμβαίνει στη Βενετία>>. «Η Βενετία δεν είναι η πόλη της επιπολαιότητας, όπως δείχνετε να νομί ζετε», είπε η κόμισσα. «Είναι η πόλη των προσωπείων, και κάτω από τα προ σωπεία κρύβονται ανησυχίες» . «Είστε ευφυέστατη γυναίκα» . «Ούτε κατά διάνοιαν. Ίσα ίσα, είμαι μάλλον ανόητη. Όταν συζητούν για φιλοσοφία, μετά βίας καταλαβαίνω για τι μιλούν». «Υπάρχουν κι άλλα πράγματα πέρα από τη φιλοσοφία» . «Ποια; Ο έρωτας, υποθέτω». «Ναι, ο έρωτας, για παράδειγμα. Ποιες είναι οι απόψεις σας για τον έρωτα, κόμισσα;» Γέλασε. «Πέρασε η ώρα. Οι καμπάνες σημαίνουν πέντε. Θα ξαναϊδωθούμε αύριο, αν το επιθυμείτε, και θα συνεχίσουμε τότε τη συζήτησή μας» . Έτσι συναντηθήκαμε την επόμενη ημέρα και σταθμεύσαμε σε ένα casino, πέρα από το Ριάλτο, που ήταν κατ' ευφημισμόν γνωστό ως το Σπίτι των Ρόδων. Πήραμε τσάι σε μια μικρή ρεζερβέ αίθουσα, διακοσμημένη με ερωτιδείς στην τεχνοτροπία του Τιέπολο. Η αγαπημένη μου είχε ήδη δεχτεί
174
Μπάιρον - Τα χειρόyραφα του Μεσολοyy[ου
στο μυαλό της αυτό που ήταν αναπόφευκτο, ΚαΙ όταν τη φίλησα στον ώμο δεν προέβαλε αντfσταση. Έβγαλε το φόρεμά της κω ξαπλώσαμε στον εβέ νινο καναπέ, όπου ο ήλιος, περνώντας από τις κουρτfνες, σχεδfαζε μια χρυ σαφένια σκάλα. Θυμάμαι τα στηθάκια της να πέφτουν στο πλάι· με τις ροζ θηλές τους έφερναν στον νου τα φτερά μεγάλης χρυσαφένιας πεταλούδας. Φορούσε μια χρυσή αλυσιδfτσα απ' όπου κρέμονταν ένας εσταυρωμένος, ένα φfδι (για τις aρρώστιες), ένα κέρατο (για τη βασκανfα) ΚαΙ ένα μεντα γιόν με τον Άγιο Χριστόφορο (για τα ταξιδιωτικά ατυχήματα). Ακουμπώ ντας το κεφάλι μου στο στήθος της, τα μαλλιά μου μπλέχτηκαν στο κολιέ, κι εκεfνη γέλασε ξεμπερδεύοντας το μικρό κέρατο, το φιδάκι και τον εσταυ ρωμένο. Μια φορά, στο Σπfτι των Ρόδων, η Τερέζα αποκοιμήθηκε. Πήρα ένα μολύ βι καΙ άρχισα να τη σκιτσάρω. Αλλά το σχέδιο ήταν τόσο αδέξιο, που το έ σκισα. Έσυρα τότε ανάλαφρα το μολύβι πάνω στη χιονάτη κοιλιά της, και σχεδfασα μια καρδιά διαπερασμένη από βέλος, που σιγά σιγά εξελfχθηκε σε κάτι το πολύ λάγνο: το φτερωτό βέλος μεταμορφώθηκε στο σύμβολο του αν δρισμού και το αγνό κοχύλι της καρδιάς σε δύο σφριγηλά χείλη αιδοfου. Ξύ πνησε και χαμογέλασε όταν εfδε το άσεμνο σχέδιό μου, όμως έπειτα θύμωσε και με χαστούκισε στο μάγουλο. «Ώστε αυτή εfναι η εκδοχή σου για τον έρωτα! » αναφώνησε λυπημένη. «Μεταμορφώνεις ένα σπαραχτικό συναfσθημα σε μια ωμή σεξουαλική πα ρωδfα. Ω, Θεέ μου, τι φρικτή φάρσα! Γιατf να πρέπει ο έρωτας να δημιουρ γεf τον παράδεισό του σ' αυτές τις βρομερές aποφύσεις;». Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, δεν υπήρχε αμφιβολfα. Ήμουν ερωτευμένος. Όχι με πόνο και ένταση διαπεραστική, αλλά με ευφροσύνη και ενθουσια σμό. Στη γόνδολα έγειρα πfσω καΙ έκλεισα τα μάτια μου. Έγινα ένα φτερό, πέταξα απαλά μέχρι τη βασιλική και γαργάλισα τις επfχρυσες μύτες των α γfων της. Αρμένισα πάνω από το καμπαναριό και πάνω από το Παλάτι των Δόγηδων, ακραyyfζοντας τα μαρμάρινα αναρριχητικά και κοχύλια. Πέταξα πάνω από τον μόλο και, πιο πέρα, πάνω από τον κόλπο, που έλαμπε σαν βε ντάλια διάσπαρτη με μαύρες πούλιες. Σηκώθηκα πιο ψηλά, όλο και πιο ψη λά, ώσπου έφτασα στα σύννεφα που, καθώς τα άγγιζε ακόμη ένας υπαινιγ μός φωτός, ακόμα και μέσα στα επικεfμενα σκότη, μου θύμισαν ότι η ευτυ χfα, παρότι σπάνια και εφήμερη, ήταν ακόμη εφικτή.
1 75
Το δεύτερο σημειωματάριο
15 Μαρτίοv Πήγα για ΙΠπασία με τον Πιέτρο και οργίστηκα όταν το φαρί του πησiλι σε το παντελόνι μου με λάσπες. Ζω στο ακραίο όριο των δυνάμεών μου. Τα νεύρα μου είνω σαν καρφίτσες. '(Χ
Έφυγα από τη Βενετία την πρώτη Ιουνίου και, μέσα στη σκόνη και τη ζέ στη, έφτασα στην Πάδοβα. Κοίταξα τους π:ίνακες του ΜαντένΙG, επΙσκέφτη κα την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου κω ήπια τον παγωμένο καφέ γΙG τον οπο:ίο φημ:ίζετω η Πάδοβα. Στάθμευσα στη Φερράρα, όπου επΙσκέφτηκα το νεκροταφείο της Τσερτόζα. Θυμάμω ακόμα (σήμερα :ίσως με μεγαλύτερη ο ξύτητα) τη μουσική των επηύμβιων επιγραφών που ήταν διάσπαρτες ανά μεσα στα κυπαρ:ίσσΙG: Lucrezia Picini - implora etema quiete 1, κω Martini Luigi - implora pace. 2 ΞαναγύρΙσα στην άμαξά μου και συνέχωα για την ΜπολόνΙG, όπου κοι μήθηκα στο Ξενοδοχείο του Οδοιπόρου, μέσα σε αποπνικτική ζέστη. Έφα γα πράσινα λαζάνια μαγεφεμένα κατά την μπολονέζικη συνήθεια, αλλά τη νύχτα ένιωσα άσχημα και αναγκάστηκα να κάνω εμετό από το μπαλκόνι. Μετά την Μπολόνια ο δρόμος εξακολούθησε ομαλός μέχρι τη δύση, ώσπου μέσα στην τρεμάμενη aχλή της ζέστης διέκρινα τους πύργους της Ραβέν νας. Διάβηκα ης πύλες της πόλης όταν έπεφτε το βράδυ. Μυρμηγκιά ο κό σμος στους δρόμους (ήταν η γ10ρτή της Αγίας Δωρεάς), και η άμαξά μου πε ρικυκλώθηκε αμέσως από μια ομάδα φωνακλάδικα χαμ:ίνια. Άναβαν τα φώ τα όταν έφτασα στο ξενοδοχείο, μια σκοτεινή τρώγλη που την έλεγαν (με πολλή φαντασία) Ιμπεριάλε.3 Αδημονούσα να ξαναδώ την πολυαγαπημένη μου Τερέζα, όμως αποφάσΙσα να το αναβάλω για την επόμενη μέρα. Της έγραψα ένα σημείωμα και έβαλα τον πορτιέρη να της το παραδώσει. Ε:ίχα και μια συστατική επιστολή γΙG κά ποιον κόμη Αλμποργκέττι, ο οπο:ίος, όταν την έλαβε, με κάλεσε αμέσως στο θεωρε:ίο του στο θέατρο. Ήταν ένας παχύς κω μπασμένος aνθρωπάκος με τριπλοσάγονο· με χαφέτησε διαχυτικά και μου άπλωσε την ταμπακέρα του.
1. (Ιταλ.): Λουκρητ:ία Πιτσfνι - ικετεύει γαλήνην αιώνιον. (Σ.τ.Μ.) 2. (Ιταλ.) : Μαρτfνι Λουδοβfκος - ικετεύει εφήνην. (Σ.τ.Μ.)
3. (Ιταλ.) : Αυτοκρατορικό. (Σ.τ.Μ. )
176
Μπάιpον - Τα χειpόyραφα του Mεaoλoyyiov
«Έχετε κάποΙους γνωστούς στην πόλη;» με ρώτησε. «ΕίμαΙ φίλος του κόμη καΙ της κόμΙσσας ΓκουησόλΙ », είπα γλυκά. «Αχ, την καημένη την Τερέζα! » . αναφώνησε περίλυπος. «ΠνέεΙ τα λοί σθΙα! » . Κόπηκε η ανάσα μου. «Θεέ μου!» φώναξα με απόγνωση. «ΤΙ της συνέβη; ». «Απέβαλε η καημενούλα στον δρόμο γΙα την Πομπόζα, καΙ της ήρθε πυρε τός, που επΙβαρύνθηκε από την υγρασία των βάλτων» . ΧλόμΙασα καΙ aρπάχτηκα από τ ο σΙδερένΙο κΙγκλίδωμα, με χείλη τρεμάμε να. Ο κόμης έμωαζε κατάπληκτος με την ταραχή μου καΙ είπε καλοσυνάτα: «Ηρεμήστε, μΙλόρδε. 'Ισως ω γΙατροί να υπερέβαλαν κάπως. . . » . ΜόλΙς τελείωσε η παράσταση, γύρΙσα βΙαστικά στο ΙμπερΙάλε καΙ έγραψα ένα δεύτερο σημείωμα: (θαρρώ πως αυτές ήταν οι λέξεις),
Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Το ακόλουθο πρωί έλαβα ένα μήνυμα α πό τον ΓκουησόλΙ, που ήρθε κατόπΙν κοντά μου το βράδυ γΙα να με συνο δέψεΙ στο παλάτσο όπου η Τερέζα, άσπρη κω με μάτια ορθάνοΙχτα, ήταν ξα πλωμένη στην κρεβατοκάμαρά της τη στολΙσμένη με κουρτίνες στο χρώμα της παπαρούνας. Της έπΙασα το χέρΙ καΙ την κοίταξα προβληματισμένος. Αλλά νΙώθοντας πάνω μου τα μάτια του κόμη, είπα ήρεμα: «ΦταίεΙ το κλί μα; Άκουσα πως η Ραβέννα είναΙ επΙκίνδυνα υγρή>> . Η Τερέζα χαμογέλασε: έμοΙαζε κΙόλας υπό ανάρρωσΙν. Πέντε μέρες αργό τερα σηκώθηκε από το κρεβάτΙ καΙ πήγαμε με την άμαξά της στο πευκοδά σος. Η ζέστη είχε πάψεΙ καΙ τα τρΙζόνΙα ξεφάντωναν. Κελαηδούσαν τα αη δόνΙα καθώς μπαίναμε στο ημίφως. Από τα πορφυρά μάκρη αχολογούσαν κα μπάνες, καΙ η Τερέζα ξαναθυμήθηκε μΙα σκηνή από τη δαντική Κόλαση. «Αυτές οΙ τόσο πένθιμες καμπάνες. . . Ξαναφέρνουν στο μυαλό μου τον Δά ντη! ΚΙ αυτές 01 μαυροντυμένες γυναίκες κοντά στην καγκελόπορτα μου θυμίζουν τον Δάντη! Ο Δάντης με τρομάζεΙ, αγάπη μου, γΙατί σ' αυτόν δεν
Το δεύτερο σημειωματάριο
177
υπάρχει τίποτα τετριμμένο ή τυχαίο. Όταν διαβάζω τον Δάντη, έχω την ε ντύπωση ότι το καθετί που κάνω είναι προκαθορισμένο, μου φαίνεται ότι διασχίζω την ύπαρξη σε ένα ειοος υπνοβασίας, και η ζωή μού εμφανίζεται σαν μια απειλητική παντομίμα. Πες μου, Μπάιρον, η ζωή είναι στ ' αλήθεια μόνο μια απειλητική παντομίμα; >> . Κάναμε έρωτα κάτω από τα πεύκα, αγνοώντας τους γιδοβοσκούς πέρα μα κριά, αδιάφοροι ακόμη κι όταν πέρασε μια αγρότισσα με ένα κοφίνι ψάρια. Πηγαίναμε κάθε μέρα στο πευκοδάσος, και η Τερέζα ανάρρωσε με καταπλη κτική ταχύτητα. Μιλούσαμε για ψάρια και λουλούδια, για τον Τάσσο και τον Αριόστο, για τον Τιντορέττο και τον Τισιανό, για πέρδικες και φραγκό κοτες, και η ζωή μου στη Ραβέννα έγινε ειδυλλιακά μονότονη. Μόνον ο κό μης ήταν μια ανησυχητική παρουσία στο βάθος, κι όταν ρώτησα γι' αυτόν την Τερέζα, μου είπε: «Είναι μια σφίγγα senza misterio ι ,,. Έτσι προσπάθη σα να μην ανησυχώ για τον αινιγματικό Γκουιτσόλι. Τις βροχερές ημέρες, αντί να πηγαίνουμε στο δάσος, συναντιόμασταν στο παλάτσο, την ώρα του μεσημεριανού ύπνου, όταν η σιωπή βάραινε στους προθαλάμους. Πολύ σύντομα εξασφαλίσαμε τη συνενοχή του πατρός Φα μπρίτσιο, του εξομολογητή της Τερέζας, του μικρού Πουπού, του νεγράκου της, και της καμαριέρας της, της Καρλόττας, κι ενώ ο κόμης κοιμόταν του καλού καιρού στον πρώτο όροφο, αυτοί τριγύριζαν εδώ κι εκεί σαν συνωμό τες. Μια φορά, μάλιστα, άκουσα ένα θρόισμα στον προθάλαμο και, ανοίγο ντας διάπλατα την πόρτα, τσάκωσα τον Πίνο, τον λαντζιέρη, που κρυφο κοιτούσε από την κλειδαρότρυπα και ταυτοχρόνως aυνανιζόταν χαρούμενα. Τον πρόσταξα απότομα να καθαρίσει τα παντελόνια του και να γυρίσει αμέ σως στην κουζίνα, όπου ήταν η θέση του. Αλλά έστω και προσαρμοζόμενος στον ρόλο του cavaliere servente2, σε συμ φωνία με τις ιταλικές συνήθειες, aντιλαμβανόμουν μια κάποια ανησυχία που προερχόταν από την προσωπικότητα του κόμη. Ήταν γέρος, πλούσιος, κομψός και τετραπέρατος. Όταν μου μιλούσε, χαμογελούσε και σήκωνε το μονόκλ του, και οι συνομιλίες μας στρέφονταν στις βιβλιοδεσίες, τα μανιτά ρια και τα τυριά. Κατά τις ώρες του μεσημεριανού ύπνου εξαφανιζόταν και, επιστρέφοντας στο σαλόνι, όπου μας περίμενε ο δίσκος με τον καφέ, με κοι τούσε με μια πανούργα και ελαφρώς δυσοίωνη ευμένεια.
1. (Ιταλ.): χωρίς μυστήριο. (Σ.τ.Μ.) 2. (Ιταλ.): συνοδός, καβαλΙέρος. (Σ.τ.Μ.)
1 78
Μπάιρον - Τα χειρόypαφα του Μεσολοyyίοι '
1 6 Μαpτίο ι · Το ξανάδα. ΔΙάβαζα τον ΜονταίνΙό μου (το εΙκοστό έβδομο δοκίμΙο του δεύτερου βΙ βλίου, γύρω από τη δυσκολία να πεΙστεί κανείς όη πρέπεΙ να πεθάνεΙ), όπου υπάρχει ένα παράθεμα από τον Βφγiλιο: Provehimur portu, terraeque urbesque recedunt. . . Στο σημείο αυτό παρατήρησα μια οπή στο κιτρΙνΙσμένο χαρτί, μέσα από την οποία φαΙνόταν, στην επόμενη σελίδα, μια περίεργη σκούρα κηλiοα. Γύ ρΙσα τη σελΙ'δα κω προς έκπληξή μου δεν βρήκα καμία κηλίδα. Κι ούτε, ΚΟΙ τάζοντας καλύτερα, υπήρχε οπή στην προηγο_ύμενη σελίδα. Εξακολούθησα το δΙάβασμα. Κω πάλΙ, από κάπΟΙαν απελπΙστΙκή οφθαλμαπάτη, η οπή εμ φανίστηκε στη σελίδα σβήνοντας τις λέξεις urbesque recedunt. Αυτή τη φο ρά η κηλΙοα ήταν κάπως μεγαλύτερη κω είχε τη μορφή κεφαλής ζώου: ενός μπουλντόγκ, ίσως, ή μιας ενυδρ:ίδας. ΈσκΙσα τη σελίδα, την τσαλάκωσα στη χούφτα μου και την πέταξα έξω από το παράθυρο. Αλλά πετώντας την ένιωσα έναν ξαφνΙκό σφάχτη στον αντί χειρα. Κω τώρα, στο δάχτυλο, βλέπω ης τρυπίτσες από δυο μικροσκοπικά δόντια ζώου. Ήρθε ο Αύγουστος. Η ζέστη στη Ραβέννα γινόταν αφόρητη καΙ ο κόμης ΓκουησόλΙ με τη γυναίκα του μετακόμΙσαν στην ΜπολόνΙα. Εγώ έφυγα την επόμενη ημέρα, σης τρεΙς τα ξημερώματα, κω έφτασα σης πύλες της Μπο λόνΙας όταν έπεφτε η νύχτα. ΈκλεΙσα τα παλΙά μου δωμάτΙα στο Ξενοδοχείο του ΟδΟΙπόρου, ταπετσαρισμένα με ναπολεόντεΙο γαλάζΙο, την τελευταία λέ ξη της μόδας. Το 1010 βράδυ πήγα με τους ΓκουησόλΙ να δω τη Mίppa του ΑλφΙέρΙ, με την περίφημη μαντάμ Πελζέ στον ρόλο της ηρωίδας. Σ' αυτό το δράμα η αθώα Μίρρα ερωτεύεταΙ τον :ίδΙο της τον πατέρα κω από τον αφο μΙκηκό τους έρωτα γεννΙέταΙ ο πανέμορφος ΆδωνΙς. Η υπόθεση με τάραξε τόσο, που έβαλα τα κλάματα κω αναγκάστηκα να δανεΙστώ το μπουκαλάκΙ με τα άλατα που είχε η Τερέζα μου. Στην Μπολόνια πέρασα έναν μήνα. Στα δωμάηά μου στο ξενοδοχείο τα κτοποίησα ανθοδοχεία, δύο αφρΙκανΙκά παπαγαλάκια κω ένα κλουβί με κα ναρίνΙα από την Ελβετία. Δούλεψα πυρετωδώς τον Δον Ζουάν, που με το πέ ρασμα των ημερών γινόταν μΙα πραγματΙκή εμμονή (η :ίδΙα του η φιλοπαΙγ μοσύνη, ανηλήφθηκα, άρχΙζε να ασκεί πάνω μου μΙα περίεργη γοητεία), κω το βράδυ πήγωνα στην Τερέζα, στο Παλάτσο ΣαβιόλΙ, κω κουβεντΙάζαμε κάτω από τΙς αψίδες της λότζας μπροστά σε ένα φλιτζάνΙ καφέ.
Το δεύτερο σημειωματάριο
1 79
Εκείνη την περίοδο η Τερc�ιι ΩΙ >, aντιμίλησε, «είσαι ακόμα και τώρα υπέροχος, αν και, συγγνώμη για την ειλικρίνεια, λίγο πιο λιπαρός. Εννοούσα ότ ι το πρόσωπό σου έχει χά σει την πνευματικότητά του. Τα μαλλιά σου φτάνουν μέχρι τον λαιμό. Κι οι φαβορίτες! Το ύφος σου είναι στ ' αλήθεια σκανταλιάρικο. Απ' ό,τι βλέπω, ο Απόλλωνας μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε Πάνα>> . Γέμισα το ποτήρι του με τσίπουρο και ρώτησα νωχελικά: «Τι νέα απ' το Λονδίνο;> > . «Είναι υγρό, όπως πάντα>> . «Τι γνώμη έχουν για τον Δον Ζο vάν;». «Έχουν σκανδαλιστεί>> . «Τι να πω>>, έκανα υψώνοντας τους ώμους μου, «φαίνεται ότι δεν έχει αλ λάξει τίποτα. Στο αγαπημένο παλιό Λονδίνο η ηθικολογία είχε πάντα μεγα λύτερη δύναμη απ' ό,τι το μουν[l. Γνωρίζω από κοντά και τα δύο και δεν έ χω διάθεση να υπερασπιστώ ούτε τη μία ούτε το άλλο . Αλλά από τα δύο πρέ πει να αναγνωρίσω ότι προτιμώ σαφέστατα το δεύτερο>> . Ο Μουρ με κοίταξε σκεπτικός. «Νοσταλγείς την Αγγλία». «Μισώ την Αγγλία και την αγγλική υποκρισία. Αλλά η Αγγλία με κατα τρύχει ακόμη και τώρα>> . «Το υποψιαζόμουν κάτι τέτοιο», σχολίασε ο Μουρ. «Αγαπάς αυτό που μι σείς>> . Έγειρε πίσω στην καρέκλα του. >. , πρόσθεσα. Ο Π1έτρο με κοίταξε επηιμητ1κά. , είπε, . .
192
Μπάιρον - Τα χειpόyραφα του Μεαολοyyίοι
·
«Συμφωνώ απολύτως», συγκατένευσε ο Πιέτρο. Με έπιασε αγκαζέ και γυ ρίσαμε μαζί στο διάσπαρτο με φύλλα λιβάδι, όπου ΟΙ κυρίες τεμπέλιαζαν στη σκιά, μπροστά στα φλιτζάνια με το τσάι.
20 Μαρτίου Καταθλιπτική βροχή. Διάβασα λίγο Γκρίλλπαρτσερ. Ένα γράμμα του Χό μπχαους κι άλλο ένα του Μουρ. Στο κρεβάτι μέχρι το μεσημέρι, έπειτα ντύ σιμο και ένας γύρος με το άλογο. Επέστρεψα έξαλλος, γιατί ξανάπιασε βροχή. Κυκλοφορούν φήμες (που μου τις μετέφερε ένας ακόλουθος του Μαυρο κορδάτου) ότι ένα ισχυρό ένοπλο σώμα Τούpκων είνω έτοιμο να βαδίσει α πό τη Λάρισα. Πάνω από έναν μήνα τώρα ζω σαν καλόγερος, κι όχι μόνο δεν έχω πλαγιά σει με γυναίκα, αλλά ούτε καν την έχω αγγίξει. Από τη Γένοβα κιόλας υπο ψΙαζόμουν ότι εμφιλοχωρούσε μέσα μου η ανικανότητα, κω πάνω από μία φορά στάθηκα ανίκανος να φτάσω σε οργασμό. Είχα μάλιστα την εντύπωση ότι ο πούτσος μου μίκρωνε κω ότι τα aρχίδια μου κρέμονταν μαραμένα μέ σα στο όσχεο. Απ' ό,τι φαίνεταΙ, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Στα όνεφά μου ξαναγύρισε το στοιχείο του σεξ, περισσότερο παρά ποτέ βαμμένο με μια εφηβική δριμύ τητα. Είναι όνεφα φιλήδονα, κι όμως τα διακατέχει μια μισότυφλη λαχτά ρα. Ξυπνώ με μια ισχυρή στύση κω ένα κατάλοιπο από εικόνες αλλόκοτες μέσα στην αισχρότητά τους, αλλά ακόμα πιο παράξενες μέσα στον συγκινη σιακό τους πυρετό. Τι σημαίνει αυτό; Πάνω που ετοιμαζόμουν να εγκατα λείψω το σεξ, μέσα μου αναδύεταΙ ένας κωνούριος κω περήφανος ερωτι σμός. Άκουσα να μιλούν για παρόμΟΙες κρίσεις σε σχέση με την εμμηνόπαυ ση. Έχουν εμμηνόπαυση και ΟΙ άντρες; Δεν είμαι νέος, αλλά είμω νέος για μια εμμηνόπαυση. Όποια κι αν είναι η αιτία, βρίσκω τα «ειδύλλιά» μου αναδρομικώς αρκετά πιο θελκτικά απ' ό,τι υπήρξαν στην πραγματικότητα. Συχνά η προοπτική της συνουσίας είναι πιο ερεθιστική απ' ό,τι η ίδια η συνουσία, κω συχνά κα τά τη διάρκεια της τέλεσής της παρεμβάλλεται μια aντιαφροδισιακή νότα: μια φευγαλέα οσμή, μια τούφα μαλλιά, μια αδέξια φράση, μια άκαφη κίνηση. Αναπολώ τη ζωή μου σημαίνει επιθεωρώ μια σεφά από συνουσίες. Ένας απολογισμός κάθε άλλο παρά ένδοξος, κω υπήρξαν στιγμές που ένιωσα ντρο πή για τον εαυτό μου. Τώρα ανακαλύπτω ότι αυτή η σεφά τα γαμήσια (λέ ξη αποκρουστική, που τη χρησιμοπΟΙώ μόνο με την ευρύτερη σημασία της)
193
Το δεύτερο σημειωματάριο
προσλαμβάνει μια γοητεία, ακόμα και μια αίγλη, που δεν μοιάζουν βέβαια εγγενείς σε μια τέτοια ωμή, γκροτέσκα παντομίμα. Ανακαλύπτω ότι η ανά μνηση ενός γαμησιού μπορεί να συσκοτίσει ακόμα και την πραγματικότητα, και ότι η ένταση του έρωτα μπορεί να είναι τρόπον τινά μεταθανάτια, μπο ρεί να βρει δηλαδή το απόγειό της πολύν καιρό αφού το ερωτικό αντικείμε νο έχει εξαφανιστεί από τον ορίζοντα. Δεν είμαι νέος· αλλά υπάρχει ακόμα μέσα μου ένα σκίρτημα νιότης. Κω τάζω το πρόσωπό μου: μοιάζει περίεργα ζωηρεμένο. Περιεργάζομαι το κορ μί μου: είναι λείο σαν αγαλμάτινο. Σχεδόν λες και κάπωος μικρός σκοτεινός ημίθεος με ετοιμάζει για ένα έσχατο, θεαματικό, ερωτικό κρεσέντο. Είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν, έπειτα από τις μεγαλόπρεπες εκείνες επι δρομές, τα κρεβάτια από aτλάζι και τσιντσιλά, τις πουτάνες με τα μάτια σε :χρώμα αγριοδαμάσκηνου και τ ις aρωματισμένες κόμισσες, τις εκτάσεις με το τριφύλλι και τους θροiζοντες δαφνώνες, τα απελπισμένα φιλιά και τις προδοσίες, τα ραβασάκια, τις γόνδολες με τα τραβηγμένα κουρτινάκια, τις βεντάλιες από φτερά και τα :χρυσαφένια ντόμινο, τις ημιυστερικές ακροβα σίες κάτω από τον ήλιο της δύσης: είναι δυνατόν το έσχατό μου παραλήρη μα, το πιο επώδυνο απ' όλα, να επέρχεται μ ' ένα ντροπαλό χάδι, με μια ματιά κλεφτή, ένα κρυμμένο τρέμουλο, έναν άναρθρο λυγμό πλάι σ ' έναν παλιό βρόμικο καναπέ; � Τώρα που η Τερέζα ήταν μακριά, οι σκέψεις μου στράφηκαν στην πολιτι κή. Απορροφήθηκα από την «Επανάσταση» , αυτή τη σπασμωδική προσπά θεια των Ιταλών να aποτινάξουν τον ζυγό της aυστριακής κατοχής. Αλλά η επανάσταση διαλύθηκε, τρόπον τινά, μπροστά στα μάτια μας. Οι Ναπολιτά νοι αποσκίρτησαν οι αρχηγοί προδόθηκαν- τα σχέδια λίγο λίγο εξαρθρώθη καν και οι Αυστριακοί, οι «ξανθοί βάρβαροι», έστησαν aντίσκηνα και κανό νια στις όχθες του Πάδου. Θυμάμαι ένα βράδυ, στη Ραβέννα, που πήγα να κάνω επίσκεψη σε κάτι γείτονες οι οποίΟΙ παρέθεταν ένα σουαρέ με άρπα, φλάουτο και πίκολο. Μια νεαρή κυρία ήρθε να με προϋπαντήσει με δάκρυα στα μάτια. «Και τώρα», α ναφώνησε με πίκρα, «πρέπει να εγκαταλείψουμε την ελπίδα της ενότητας. Τι τραγωδία! Οι καημένΟΙ οι Ιταλοί πρέπει να ξαναγυρίσουν να γράφουν ό περες». Αλλά στην πραγματικότητα ήταν μάλλον μια ιλαροτραγωδία παρά μια τραγωδία. Ναι, 01 Ιταλοί θα ξαναγύριζαν να φτιάχνουν όπερες και μακαρό νια. Δεν είναι φτιαγμένοι για την πολιτική: εξακολουθούν να πλακώνονται
194
Μπάιpον - Τα χειpόypαφα του Μεσολοyyίοv
μεταξύ τους και το Ιδεώδες της >. «Εδώ στη Ραβέννα; >>. «Στην Πάντοβα. Σας συνάντησα στον δρόμο>> . «ΜΙλήσαμε μαζf; >>. «Ούτε λέξη δεν εfπαμε>>.
1. Αναφορά στο γεωγραφικό σχήμα της Ιταλίας. (Σ.τ.Μ.) 2 . (Ιταλ.): Καλησπέρα. (Σ.τ.Μ.)
Το δεύτερο σημειωματάριο
195
> . Πήγα με τον Σέλλεϋ να επΙσκεφτώ τον τάφο του περίφημου ΘεοδώρΙχου ΚαΙ τον παλαΙό καΙ απαίσΙο ναό του Αγίου ΑπολλΙναρίου. Ο Σέλλεϋ εκστα σΙάστηκε με τα χρυσά ψηφΙδωτά του καΙ τη μουντή του κομψότητα, όμως εγώ ένΙωσα να βαραίνεΙ ξάφνου πάνω στη Ραβέννα μΙα ατμόσφαφα τάφου. Ξαναφούντωσε μέσα μου ο τρόμος γΙα τους κλεΙστούς χώρους, καΙ τελΙκά α ποφάσΙσα να αφήσω την πόλη. Εν πάση περΙπτώσεΙ, άρχΙζε να επΙκρατεί μΙα κάπΟΙα δυσάρεστη ατμόσφαφα. Εκτός από την επηηδείως συγκεκαλυμμένη εχθρότητα του κόμη ΓκουησόλΙ, παρατήρησα κάτι άλλο: με ακολουθούσαν κατά πόδας κατάσκοποΙ της αστυνομίας, που τους δΙέκρΙνα να καραδοκούν στις γωνΙές των οδών, να έχουν στήσεΙ καρτέρΙ πίσω από τους θάμνους. (Έφτασα στο σημείο να σκεφτώ ότΙ ακόμα ΚαΙ ο δΙοΙκητής ντελ Πίντο με εί χε κατασκοπεύσεΙ). Δεν απέκρυπτα τις φΙλελεύθερες Ιδέες μου καΙ το μίσος μου γΙα την αυστρΙακή ολΙγαρχία, καΙ 01 αρχές της Ραβέννας με θεωρούσαν επΙκίνδυνο επαναστάτη. Όμως υπήρχε κάτΙ παραπάνω, φυσΙκά. Ήμουν καταπονημένος καΙ δυσα ρεστημένος. Ήμουν μόνο τρΙάντα δύο χρόνων αλλά ένΙωθα γέρος, αναπό δραστα γέρος. ΑΙσθανόμουν ότΙ ο καφός περνούσε επΙκίνδυνα· η ζωή μου, η επΙβίωσή μου απαΙτούσαν μΙαν αλλαγή.
200
Μπάιρον - Τα χειρόypαφα του Mεaoλoyyiov
Μια μέρα έγραψα στον Σέλλεϋ κω του είπα ότι σχεδίαζα να μετακομίσω στην Πίζα.
22 Mapτiov Κω πάλι βροχή. Το Μεσολόγγι έχει μισοβουλιάξει άτη λφνοθάλασσα. Τα νέφη έχουν το χρώμα των φτερών τηc; νυχτερίδας. Νιώθω ένα βάροc; στο στήθοc; μου. Κάτι σκοτεινό με περφένει πέρα από τον ορίζοντα. Μα γιατί τότε χουζου ρεύω μέσα σ' αυτό το χαμάμ των αναπολήσεων; Πωο άμεσο όφελοc; μπορεί να βγει από αυτό το πλατσούρΙσμα μέσα στη μνήμη; Κανένα απολύτωc;, νο μίζω, αν δεν έχειc; να κερδίσεις δύναμη απ ' αυτό. Επειδή το μόνο χρήσφο που μπορεί να κερδίσει κανείc; από κάτι είνω περΙσσότερη δύναμη, περωσό τερο ψυχικό σθένοc;. Τι είναι δύναμη; Τι είναι κουράγιο; Φαντάζομω πωc; εί ναι απλώc; το εξήc;: η θέληση να συνεχίσεις να ζειc; ακόμα κω μέσα στο σκό τοc; κω την καταστροφή, και η ικανότητα να συνεχίσεις να αγαπάc; μέσα στο πένθοc; και την απόγνωση. Κι έτσι, ακολουθώντας το παρελθόν με αυξανόμενη αγωνία (που τ�c; τε λευταίες αυτέc; ημέρεc; έχει γίνει σχεδόν πανικόc;), ανακαλύπτω την ανάγκη να ξαναδώ την περασμένη μου ζωή με όλα τηc; τα βασιλικά στολίδΙα προτού πέσει η αυλαία του δράματοc;. Κω το παρελθόν, από μΙαν άγνωστη μαγγα νεία, μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτΙα μου - όπωc; εκείνα τα ξερά κινέ ζικα λουλούδια που έφερε κάποτε στο σπίτ ι η Αουyκούστα κω που, όταν τα έριξα στο νερό, αναδιπλώνονταν σιγά σιγά στον εαυτό τουc; και γίνονταν ορ χιδέεc;. Ύστερα από χρόνων απόκρυψη έρχονταΙ στο φωc; καινούρΙα χρώμα τα και σχήματα· μικροπράγματα που είχα ξεχάσει βλασταίνουν αίφνηc; και ανθούν με μια παθιασμένη ζωηρότητα. Η μνήμη! Νω, ψεύτρα και προδότρα, αλλά και λυτρώτρια. Σαν αλχημι στής μεσωωνικόc;, παίρνει τα ευτελέστερα μέταλλα κω τα μεταμορφώνει θρΙαμβευτΙκά σε aτόφιο κω αστραφτερό χρυσάφι· και η μνήμη γίνεταΙ πιο πολύτφη απ' ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Κι είναΙ αυτό, στο τέλοc; τέλοc;, η έσχατη ανταμοιβή τηc; ύπαρξηc;; * Ο Σεπτέμβριοι:; πέρασε, τα φύλλα ξεκόλλησαν από τα δέντρα, άρχισαν τα πρωτοβρόχια. Περιφερόμουν ανήσυχοι:; στα δώματά μου, σαν το λιοντάρι στο
Το δεύτερο σημειωματάριο
201
κλουβί. Σ ' αυτή μου την περιπλάνηση με ακολουθούσε το μικρό μου θηριο τροφείΌ: οι δύο γάτες, η Ασύλου και ο Έμεραλντ, το μπουλντόγκ Μορέττο και το σπάνιελ Ρεβέκκα, το τεριέ Πουκ και το λαγωνικό Πραττλ· ο Σαρδα νάπαλος, ο μικρός ύπουλος aσβός, το γεράκι Ορέστης, ο αετός Τζωρτζ, η κου ρούνα Σάλλυ και οι δύο πίθηκοι, ο Αχασβήρος και η Ορτάνς. Υπήρχε ακόμα ένα στιλπνό κατσικάκι, στο οποίο είχα δώσει το όνομα Πέρκινς, κι ένας υπέ ροχος αιγυπτιακός γερανός, που τον είχα βαφτίσει Όσιρι. Όλα τούτα τα ε τερόκλητα ζώα τα πήγαιναν θαυμάσια μεταξύ τους (εκτός από κάποιους πε ριστασιακούς καβγάδες στο φαγητό) και τριγύριζαν ελεύθερα στο σπίτι. Ήταν αρκετά καθαρά (εκτός από τη Σάλλυ, που ήταν αδιόρθωτη και απέθε τε τις μικρές της σφραγίδες, ακριβής και ακατάδεχτη, πάνω στα χειρόγραφά μου). Όταν δούλευα στο γραφείο, έμεναν σιωπηλά και προσεκτικά, έχοντας αναμφίβολα επίγνωση της σημασίας αυτού που με απορροφούσε. Αλλά τη στιγμή που άνοιγε η πόρτα και εμφανιζόταν η καμαριέρα με τον δίσκο του τσαγιού, μαζεύονταν σε κύκλο και απαιτούσαν με θόρυβο κομματάκια από το κέικ (ο aσβός ιδιαίτερα είχε πραγματική αδυναμία για τα γλυκά κι είχε μάθει να σηκώνεται στα πίσω πόδια του για να ικετεύσει κάποιο ζαχαρωτό). Καμιά φορά, όταν φερόταν καλά, η Ορτάνς έπαιρνε ένα σύκο, ενώ στον Όσι ρι άρεσαν κυρίως τα μικρά delices de Parme, συσκευασμένα σε επίχρυσα κουτιά και φτιαγμένα ώστε να μοιάζουν με βιολέτες. Ο πίθηκος Αχασβήρος συνήψε φιλία με τη Σάλλυ· κουρνιασμένοι ο ένας πλάι στην άλλη στην κο ρυφή της βιβλιοθήκης, αλληλοξεψειρίζονταν με τα δάχτυλα και με το ράμ φος, εκδηλώνοντας έναν αμοιβαίο έρωτα αρκετά τρυφερό ως θέαμα. Αγόρα σα για τη Σάλλυ ένα μικρό ασημένιο κολιέ με καμπανάκι και για τον Αχα σβήρο μια βελούδινη ζακέτα με επίχρυσες επωμίδες. Έπειτα απ ' αυτό, συχνά ποζάριζαν μπροστά στον καθρέφτη, πλάι πλάι. Άρχισαν να μένουν παράμε ρα από την υπόλοιπη συντροφιά, παίρνοντας ύφος αριστοκρατικό και λοξο κοιτάζοντας περιφρονητικά τα άλλα ζώα. Μετά το τσάι βολεύονταν όλα στο κρεβάτι μου, οι γάτες με τους σκύλους και ο αετός πλάι στον ασβό. Συνεπεία των συστηματικών τους επισκέψεων, το κλινοσκέπασμα γέμισε λεκέδες και ξέφτια, αλλά αυτή ήταν η πιο προσω πική στιγμή της ημέρας τους και δεν αποφάσισα ποτέ να τους επιβάλω λίγη πειθαρχία. Εν συνόλω ήταν ευτυχισμένα. Τους άρεσε να παίζουν μαζί. Η Λούση και ο Πραττλ έπαιζαν κρυφτό κάτω από τον καναπέ, η μικρή Ορτάνς έπαιζε κάθε μέρα «Πού 'ν ' το, πού 'ν 'το το δαχτυλίδι» με τη Ρεβέκκα, αλλά δυστυχώς το παιχνίδι κατέληγε συχνά σε τσακωμό, με αμοιβαίες κατηγόριες για άσκοπες αυθαιρεσίες, ακόμα και για ζαβολιές. Η Σάλλυ, η κουρούνα, ή-
202
Μπάιρον - Τα χειρόyραφα του MεaoλoyyiΌv
ταν κλεπτομανής σχεδόν όσο ο Σκρόουπ Ντέηβις, κω πήγαινε να κρύψει τα χρυσά μου μανικετόκουμπα πfσω από την προτομή της Παλλάδας Αθηνάς. Ο Πουκ και ο Πέρκινς έπωζαν με ένα μεγάλο τόπι υπό τα γοητευμένα όμ ματα του αετού κω του γερανού, που έκρωζαν και έγνεφαν επιδοκιμαστικά στις καλύτερες βολές. /Οχι πως τα πράγματα εκτυλfσσονταν με τρόπο τελεfως ειδυλλιακό. Υπήρ χαν έχθρες και βεντέτες. Μια φορά ο γερανός εfχε μιαν άγρια σύγκρουση με το κατσικάκι, και οι σχέσεις ανάμεσα στην κουρούνα και το τεριέ Πουκ ή ταν παγωμένες, αν όχι κυριολεκτικά φαρμακερές. Στα πλακάκια του πατώ ματος βρfσκονταν πότε πότε τούφες τρfχες ή ματοβαμμένα φτερά, κω υ πήρξαν φορές που με ξύπνησαν από τον μεσημέριανό μου ύπνο τσφίδες θυ μού ή αγωνιώδη ουρλιαχτά. Το υπηρετικό προσωπικό ανεχόταν σκυθρωπά ετούτα τα ευερέθιστα πλάσματα, με το ρεπερτόριό τους από αλλοκοτιές, φα σαρfες κω ιδιοτροπfες. Το γεράκι επέμενε να χρησιμοποιεf ως αποχωρητήριο τη σαλτσιέρα, η κουρούνα εξαφάνιζε τακτικά τα πιρούνια κω τα κουτάλια. Όμως εγώ χρειαζόμουν το μικρό μου προσωπικό θηριοτροφεfο, γιατf ακόμα κω το πιο άγριο και κακό ζώο έμοιαζε στοργικό και πιστό σε σύγκριση με τους ανθρώπους. Αλλά υπήρχε κω κάτι παραπάνω, αναμφfβολα. Αύτός ο στρόβιλος από τρfχες και φτερά, οι κρωγμοf, τα κακαρfσματα, αυτή η ποικι λfα της ζωής, μου ήταν απαραfτητα μέσα στον αυξανόμενο φόβο μου όταν σκεπτόμουν τον θάνατο. Τελικά προετοιμάστηκα να αναχωρήσω για την Πfζα, όπου με περfμεναν ο Σέλλεϋ κω η Τερέζα. Ο Σέλλεϋ κανόνισε να σταλούν από την Πfζα στη Ρα βέννα οκτώ κάρα για τη μεταφορά των επfπλων και των ζώων. Παρακολού θησα το φόρτωμα των βιβλfων μου κω των καναπέδων μου, και ξάφνου με έπιασε μια παράξενη αnροθυμfα να εγκαταλεfψω τη Ραβέννα. Να ήταν μο νάχα μια σφοδρή νοσταλγfα; Ή μήπως μια ενστικτώδης ανησυχfα για τη με τακόμιση στην Πfζα; Πολύ σύντομα τα δωμάτιά μου στο παλάτσο άδειασαν κι ερήμωσαν. Απέμεναν μόνο ένα τραπέζι και ένα κρεβάτι . Εfχαν αφαφεθεf και τα χαλιά. Περιπλανήθηκα μέσα στη νύχτα στα γυμνά δωμάτια, τυλιγ μένος σε ζοφερή κω άσκοπη μελαγχολfα. Τα ζώα μου μολύνθηκαν από τα προαισθήματά μου και έμοιαζαν ανήσυχα και καταπτοημένα. Με ακολου θούσαν στην περιπλάνησή μου υπό το φως του κεριού, με aνήσυχες στρι γκλιές και κλαψουρfσματα, σέρνοντας τις σκιές τους πάνω στους τοfχους. Στα δωμάτια αντηχούσε θλιβερά το βιαστικό σούρσιμο των ποδιών τους, οι κρότοι των χηλών, ο τριγμός των γαμψών νυχιών. Αναρχfα ζούγκλας διέ τρεχε τον ζωολογικό μου κήπο. Οι πfθηκοι αιωρούνταν αμίλητοι από τους
203
Το δεύτερο σημειωματάριο
κρυστάλλινους πολυελαίους, αορίστως φοβισμένοι από αυτή την καινούρια μοναξιά που προξενούσε αμηχανία. Τα δωμάτια άρχισαν να βρομούν κόπρα να γάτας και ούρα πιθήκου, για να μη μιλήσω για τις πιο λεπτές αποφορές της κατσίκας και του aσβού, και να μυρμηγκιάζουν από χιλιάδες ψύλλους, ψείρες και τσιμπούρια. Μικρά αποτυπώματα από βελούδινα και γαμψώνυ χα πόδια κάλυψαν τα σκονισμένα πατώματα, τώρα διάσπαρτα με aπολιθω μένα περιττώματα και με φτερά. Νιώθω ακόμη να σφίγγεται με πόνο η καρδιά μου όταν σκέπτομαι την α ναχώρησή μου. Τα πιο πολλά ζώα είχαν ήδη οδηγηθεί στα κάρα, δυο δυο, ό πως στην κιβωτό του Νώε, όμως άφησα πfσω μου πέντε και τα εμπιστεύτη κα στις φροντιοες του γέρου Γκίγκι. Αποχαιρέτησα yνέφοντας με το χέρι τους δύο γέρους πιθήκους, που είχαν κουρνιάσει μελαγχολικά στα περβάζια, χάιδεψα τον μικρό ασβό που είχε κουλουριαστεί στο κρεβάτι, και τον γηρα λέο γερανό, ακfνητο πάνω στην κούρνια του. Και τέλος aποχαιρέτησα τον καημένο τον γερο-Πέρκινς, το κατσικάκι, που είχε σπάσει το πόδι του και κειτόταν ετοιμοθάνατος στη βιβλιοθήκη. Με κοίταξε ήπια με τα αινιγματι κά του μάτια και αποπειράθηκε μια δειλή κουτουλιά εναντίον ενός αόρατου εχθρού.
23 Μαpτίοv Περίμενα τα δύο ελαφριά χτυπήματα του χεριού στην πόρτα μου. Τελικά τα άκουσα, μεσάνυχτα ήταν. Είπα με βραχνή φωνή: «/Ελα μέσα, Λιουκ» . Νιώθει κολακευμένος όταν τον λέω Λιουκ. Του φαfνεται πως είναι μισός Εγγλέζος. Καθυστέρησε ντροπαλά στο κατώφλι. Τον κάλεσα με ένα νεύμα. «Πέρασε μέσα, Αιουκ. Πάρε λίγο μπράντι». Κι όπως καθόταν στο φως της λάμπας, του εfπα : > είπα ξερά. «Ο Σκωτ έγραψε τραγούδΙα>>, απάντησε πρόσχαρα. «ΚαΙ ο Γερο-Ναυτικός; Ι,, γρύλΙσα.
1. Ποίημα του Σάμωυελ Τέηλορ Κόλριτζ. (Σ.τ.Μ.)
Το δεύτερο σημειωματάριο
207
«Ένα πένθιμο tour de force 1 >> . « Και τ ο Εκμυστηρεύσεις περί Αθανασίας;2,, . >, χαχάνισε. «Εfσαι υπέρ των παραδόσεων, έτσι, Σαμ ; >> . «Εfμαι υπέρ της πειθαρχfας>>, αποφάνθηκε αυτός. Τα ζώα στις άμαξες άρχισαν κάπως να ταράζονται. Ο Μορέττο γάβγιζε. Η Δούλου νιαούριζε θρηνητικά και ο Ορέστης, το γεράκι, ράμφιζε τα κάγκελα του κλουβιού του. Εfπα παγερά: «Θα ήθελα να μου εξηγήσεις με πΟΙα έννΟΙα η σπενσερική στροφή εfναι "ύπουλη" ,, . Ο Ρότ ζερς μού έριξε μια πονηρή ματιά. «Έκανα διάνα>>, αναφώνησε. «Η μι κρή σου αχfλλειος πτέρνα! Αγαπητέ μου Μπάιρον, ξέρω πως εfσαι εύθικτος όσον αφορά τις αρετές του Τσάιλντ Χάρολντ, και η επιτυχfα αυτού του έργου σε ένα ευρύτατο κοινό δεν μου το έχει καταστήσει αγαπητό. Αλλά εσύ χρη σιμοπΟΙεfς τη σπενσερική στροφή σαν μια επιτήδευση που εfναι σχεδόν δυ σάρεστη. Στο τέλος της κάθε στροφής υπάρχει μια μεγαλειώδης φιγούρα, που κλεfνει το μάτι στον αναγνώστη. Όχι, όχι, κάτι δεν πάει καλά. Προτιμώ το
Κάστρο της Νωθρότητας3. Ακόμα και ο Κητς τα κατάφερε καλύτερα στην Πα ραμονή της Αyίας Αyνής. Και ο Σέλλεϋ, με απεfρως μεγαλύτερο γούστο, στην Αδωναϊδα». Ήμουν κόκκινος από τον θυμό μου. >. Κοfταξε γύρω του με αφηρημένο βλέμμα. Έπειτα σηκώθηκε, εfπε: «Συy χώρεσέ με» , κι αφού πέρασε έναν σανιδένιο φράχτη, κάθισε στις. φτέρνες πf σω από έναν θάμνο. Φορούσε ακόμα το ημfψηλο καπέλο του και κουβαλού σε το μπαστούνι περιπάτου με τη χρυσή λαβή, αλλά ακόμα κι αυτά δεν κα-
1 . (Γαλλ.): κατόρθωμα. (Σ.τ.Μ.) 2 . Ποίημα του Γου{λλιαμ Γουέρντσγουερθ. (Σ.τ.Μ.)
3. Πο{ημα του Τζέημς Τόμσον. (Σ.τ.Μ.)
208
Μπάιρον - Τα χειpόyραφα του Μεσολοyyίοv
τάφεραν να δώσουν κομψότητα στη στάση της aποπάτησης. Όταν επέστρε ψε, σκουπίζοντας το μέτωπό του με το κρεπ-ντε-σιν μαντίλι, του είπα πρό σχαρα: «Αγαπητέ μου Ρότζερς, είναι πάντα εποικοδομητικό να ακούω τους δριμύ τατους λιβέλους σου. Εξίσου εποικοδομητικό είναι και να σε κοιτάζω όταν a νταποκρίνεσαι στη φωνή της φύσης. Βλέποντάς σε ανακούρκουδα ανάμεσα στους θάμνους, μου ήρθε στο μυαλό ότι ακόμα και ο Δάντης έπρεπε να κάνει ένα διάλειμμα από τη δόξα του και να κατεβάζει τα βρακιά του για να χέσει. Εφεξής, τις στιγμές της κατήφειας, θα aντλώ παρηγοριά από την ανάμνηση των γυμνών άσπρων οπισθίων σου και του γκρίζου ημίψηλού σου. Τώρα κα ταλαβαfνω ότι δεν υπάρχει ουδεμία ασυμβατότητα ανάμεσα στην πνευματι κή εκλέπτυνση και τις εντερικές διαδικασίες» . Ο Ρότζερς μου έριξε ένα βλέμμα στυφό. «Είναι ένα μάθημα που πίστευα πως είχες ήδη μάθει. Πόσες φορές, αγαπητέ μου Μπάιρον, διαβάζοντας τις καλύτερες συγκινησιακές σου εκρήξεις, δεν οδηγήθηκα να σε φανταστώ την ώρα του coitus interruptusJI. Και παρηγορήθηκα μουρμουρfζοντας μέσα μου ότι δεν υπάρχει ουδεμία ασυμβατότητα ανάμεσα στη μεγαλόστομη απερα ντολογfα και τη σπρωξιά ενός καλολιπασμένου πέους. . . » . Έπειτα από αυτή την πικρόχολη στιχομυθία ανεβήκαμε στην άμαξα και πήραμε τον δρόμο που εισχωρούσε φιδίζοντας στην Τοσκάνη. Ο ήλιος στρά φηκε στη δύση και τα φώτα από τα αγροτόσπιτα έλαμψαν πέρα μακριά. Ο α μαξάς μας σταμάτησε και άναψε τα φανάρια της άμαξας. Ή ταν νύχτα όταν μπήκαμε στη Φλωρεντfα. Δειπνήσαμε σε ένα πανδοχεfο κοντά στο καμπανα ριό του Τζιόττο και τα μεσάνυχτα πήγαμε στο ξενοδοχεfο μας πλάι στο Πό ντε Βέκκιο. Το άλλο πρωί, ο Σαμ Ρότζερς ήρθε να με ξυπνήσει. Προγευματίσαμε στην Πιάτσα ντέλλα Σινιορία κι έπειτα περιπλανηθήκαμε μέχρι τη Σάντα Κρότσε, όπου κάνοντας το χρέος μας επιθεωρήσαμε τους μαρμάρινους τάφους. Ο Ρό τζερς aπήγγειλε δίκην ψαλμού ένα ένα τα ονόματα των επιφανών Φλωρε ντινών: Λαυρέντιος και Δάντης, Γαλιλαfος και Τζιόττο, Μακιαβέλλι και Μι χαήλ Άγγελος, Μποτιτσέλλι και Βοκάκκιος . . . Όμως εμένα με συνεπήρε ξανά η παλαιά μου οξυθυμία. Αισθάνθηκα σφο δρή αyτιπάθεια για την πόλη της Φλωρεντίας. Ενώ στη Ρώμη και τη Βενε τfα βασίλευαν ο κύκλος και η καμπύλη, η Φλωρεντία ήταν ένας λαβύρινθος από τετράγωνα και τρίγωνα, κύβους, πυραμίδες και παραλληλόγραμμα. Επι-
1. (Λατ.): δΙακεκομμένη συνουσία. (Σ.τ.Μ.)
209
Το δεύτεpο σημειωματάριο
πλέον, βρέθηκα πολύ σύντομα στη μέση ενός τέλματος από περιέργους, και ακόμα μια φορά αναγκάστηκα να θυμηθώ την aχρεία φήμη μου. Οι Εγγλέ ζες γεροντοκόρες τέντωναν τον λαιμό τους να με δουν την ώρα που έπινα τσάι κοντά στον Ντουόμο. Μια κοπέλα με πλησίασε στην Πιάτσα ντέλλα Σι νιορία και μου ζήτησε να υπογράψω στον τόμο του Τσάιλντ Χάpολντ που εί χε μαζί της. Κι όταν το επόμενο πρωί ξανανέβηκα στην άμαξα, σε κάθε παρά θυρο ξεπρόβαλλε κι από ένα πρόσωπο για να παρακολουθήσει το περίτεχνό μου embarquement. ι Διέσχισα σκυθρωπός την κατάφυτη με κυπαρίσσια εξοχή μέχρι τον ποτα μό Άρνο, και το βράδυ μπήκα στην πόλη της Πίζας.
25 Μαpτίοv Απ' ό,τι φαίνεται, οι τουρκικές δυνάμεις της Λάρισας δεν εμφανίστηκαν. Είμαστε πάντα σε αναμονή να συμβεί κάτι ηρωικό, κάτι θεαματικό. Αλλά δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα· τίποτα που να είναι ορατό διά γυμνού ο φθαλμού. Ήρθε ο Μαυροκορδάτος και είπε: «Αυτός ο πόλεμος είναι αλλόκοτη υπό θεση. Περιμένουμε να πέσουν πάνω μας οι Τούρκοι. Αλλά οι Τούρκοι αρ νούνται να το κάνουν». «Φαίνεστε εύθυμος, Άλεξ» , παρατήρησα.
«Νιώθω εύθυμος» , απάντησε ο πρίγκιπας. «Σήμερα τριγύριζα στα δάση, και τι βλέπω; Ένα βοσκόπουλο που ροχάλιζε ξαπλωμένο κάτω από ένα με γάλο και πυκνό αιωνόβιο δέντρο. Γονάτισα δίπλα του και θαύμασα την α γροτική του χάρη. Έπειτα το χάιδεψα απαλά. Εξακολουθούσε να κοιμάται, αλλά η σάρκα του αντέδρασε. 'Ήταν μεγάλη ικανοποίηση, καλέ μου Μπάι ρον, με καθησύχασε βαθύτατα. Αν δεν μπορούμε να κυριεύσουμε την καρδιά των ανθρώπων στο ωμό φως του ήλιου, μπορούμε ωστόσο να εισχωρήσουμε στο πνεύμα τους μέσα στο ημίφως των ονείρων τους» . «Μιλάτε πολύ ποιητικά, Άλεξ» . «Είναι καταπληκτικό», συνέχισε. «'Έπειτα από μια ενάρετη πράξη, επ:ί παραδείγματι να στείλω μια επιστολή στο Λονδίνο, νιώθω νοητικά aποβλα κωμένος· νιώθω άχρωμος και πεζός. Όμως έπειτα από μια πράξη aξιοκατα φρόνητη, για παράδειγμα να χαϊδέψω τους όρχεις ενός τσοπανόπουλου, νιώθω να κατεβαίνει μέσα μου, σαν ευλογία, το πέπλο της ποίησης» . 1. (Γαλλ . ): επιβfβαση. (Σ.τ.Μ.)
210
Μπάιρον - Τα χειpόyραφα του Mεσoλoyyiov
,,'Jσως η ποfηση να αναβλύζει από μια παραβfαση των κΟΙνών συμβάσεων>> , παρατήρησα. Ο Άλεξ χαμογέλασε. προπαντός· ο Σέλλεϋ την είχε, εγώ όχι. Κω μια «πνευματική α φοσίωση» ο Σέλλεϋ την είχε, εγώ όχι. Κω η ικανότητα του «υψηλού». Το υ ψηλό, φοβούμαι, δεν υπήρξε ποτέ το φόρτε μου. «Γιατί συνεχίζεις να πετάγεσω από το ένα θέμα στο άλλο σαν πεταλούδα;>> με ρώτησε ο Σέλλεϋ. «Γιατί δεν θέλεις να συζητήσεις με λογική συνέπεια; Γιατί δεν είσω σοβαρός, μία στις τόσες; Γιατί αστειεύεσω με όλα, ακόμα κω με τον Θεό, ακόμα κω με τον εαυτό σου; Αυτό είναι γοητευτικό, είναι σαγη νευτικό, αλλά είνω σπατάλη. Είναι επιπόλαιο, Μπάιρον>>. «Εγώ είμαι επιπόλαιο άτομο>>, είπα. «Είσω κωμικοτραγικός>>, αντιyύρισε ο Σέλλεϋ. Όταν οι άλλοι είχαν πάει για ύπνο, συνεχίζαμε τις συζητήσεις μας στο τ ρε-
Το δεύτερο σημειωματάριο
213
μάμενο φως του κεριού: μιλούσαμε για ζωγραφική, για πολιτική, για την ο μορφιά, για τη θεότητα. Δεν επιθυμώ να δημιουργήσω την εντύπωση ότι ή μασταν ένα ζευγάρι αναιμικοί εστέτ, αφοσιωμένοι σε αοριστίες γύρω από χλο μές καλλιτεχνικές αρχές. Μιλούσαμε επίσης για άλογα, για κρασί και για τα μπάκο. Αλλά υπάρχουν συζητήσεις που θυμόμαστε με μεγαλύτερη ενάργεια από άλλες, και μερικές ρίχνουν περισσότερο φως από άλλες στον χαρακτήρα του ανθρώπου. Μια νύχτα πήγαμε για περίπατο στο Λουνγκάρνο. Μια σκάλα κατέβαινε μέχρι το νερό και καθίσαμε εκεί, κοιτάζοντας ένα αγόρι που ψάρευε στη βάρ κα του με το φως ενός φαναριού. «Τι είναι η ομορφιά;» μουρμούρισε ο Σέλλεϋ. «Μόνο μια ανθρώπινη έννοια; Μια γυναίκα φαίνεται ωραία επειδή την εκτιμούμε με aνθρώπινους όρους. Θα φαινόταν όμορφη ακόμα και σε μια φάλαινα ή σε έναν κάτοικο του Άρη; Ή πάλι, ας πάρουμε τις αδιανόητες μορφές στην κοίτη των ωκεανών, ή τα θαύματα του Κρόνου - μπορείς κι αυτά να τα πεις ωραία, αν και είναι προ ορισμένα να μην τα δει ποτέ ανθρώπου μάτι; Η ομορφιά υπάρχει σαν νόμος; Υπήρχε πριν από τον Αδάμ και την Εύα; Η Οδύσσεια θα είναι ακόμα μια δόξα όταν ο άνθρωπος θα έχει πλέον χαθεί; Η Άνοιξη θα είναι ακόμα ένα αρι στούργημα όταν θα έχουν απομείνει μόνο τα έντομα για να τη θαυμάζουν; » . «Η Άνοιξη θ α υπάρχει ακόμα ω ς αντικείμενο στον χώρο. Αλλά ο Κουρέας της ΣεβίJ..λης θα είναι ακόμα ωραίος όταν δεν θα έχει μείνει κανείς στον κόσμο να τον τραγουδήσει; » . «Υπάρχουν ερωτήσεις», μουρμούρισε ο Σέλλεϋ ξύνοντας τους κροτάφους του, «που δεν έχουν απάντηση. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι όλη η τέχνη δεν είναι παρά η αντανάκλαση μιας εποχής και μιας περιοχής. Η Αρnαyή της
Μπούκλας είναι απλώς το στρίγκλισμα ενός μικρού νάνου στο Τουίκενχαμ; Μόνο ένα κτήνος ή μια χυδαία ψυχή θα το πίστευαν αυτό. Η μεγάλη τέχνη δεν είναι απλώς ηχώ ενός τόπου ή μιας εποχής. Η μεγάλη τέχνη δημιουργεί τον κόσμο της. Ζει έξω από κάθε χρόνο και κάθε τόπο. Το πέταyμά της δια σχίζει όλη την ιστορία, όπως ένα γεράκι διασχίζει μια κοιλάδα>>. «Η ομορφιά>>, είπα κουνώντας στοχαστικά το κεφάλι μου, «είναι μια αν θρώπινη έννοια, όπως λες, αλλά ταυτόχρονα υπερβαίνει τις αξίες ολόκληρης της aνθρωπότητας. Ένα παγώνι θα παραμείνει ωραίο ακόμα κι όταν ο άν θρωπος δεν θα υπάρχει πια, εφόσον η φύση είχε, όπως είναι φυσικό, την πρό θεση το παγώνι να είναι ωραίο. Όμως τα άλλα πουλιά, αν και διαισθάνονται την ομορφιά του, δεν θα είναι εις θέσιν να την εκτιμήσουν. Ο θρίαμβος του homo sαpiens και η μοναδική του αξίωση στη δόξα προέρχονται από το γεγο-
2 14
Μπάιρον - Τα χειρόyραφα τοv Μεσολοyyiοι
·
νός ότΙ μόνον αυτός ανάμεσα σε όλα τα ζώα βλέπεΙ τη μεγαλοπρέπεΙα του φu ωκού σύμπαντος». Ο Σέλλεϋ χαμογέλασε κω μου έπΙασε το χέρΙ. «Υπάρχουν στΙγμές που νΙώ θω να σ' αγαπώ, Μπάφον. Εγώ παλεύω καΙ μοχθώ γΙα να σχηματίσω μΙα ά ποψη. Σ' εσένα έρχεταΙ αυθόρμητα, όπως στους γρύλους το τερέτΙσμά τους» . «Όμως αυτό, αλίμονο, δεν την καθΙστά πΙο πολύημη». «Ούτε λΙγότερο πολύημη, δόξα τω Θεώ», αντΙγύρΙσε ο Σέλλεϋ. Ξάφνου το αγόρΙ σήκωσε το καλάμΙ του με μΙα κραυγή χαράς. Ένα ασημέ νΙο ψαράκΙ σπαρταρούσε στην άκρη της πετονΙάς. Το ξαγκίστρωσε κω το πέ ταξε πίσω στο κοφίνΙ, έπεηα άρπαξε τα κουπΙά κω κωπηλάτησε αργά κατε βαίνοντας τον Άρνο. «ΥπάρχεΙ κάη που ξεχάσαμε να αναφέρουμε, Σέλλεϋ», μουρμούρΙσα. «ΑλήθεΙα; Δηλαδή; » . > . Αλfμονο, ο ωραfος Μπάφον δεν υπάρχει πια. Αλλά ο διεστραμμένος, κατα στροφικός κω βασανισμένος Μπάφον υπάρχει ακόμη. Μόνο που τώρα η κα ταστροφικοτητα κατευθύνεται εναντfον μου. Ορισμένοι λένε ότι ο χαρα-
220
Μπάιpον - Τα χειpόyραφα του Μεαολοyyίοι·
κτήρας μου φέρνει τους άλλους σε αμηχανfα: χαοτικός, παγανιστικός, υ δραργυρικός. Θαυμάσια. Μα φέρνει αυτό σε αμηχανfα; Καμιά φορά, το πα ραδέχομαι, νιώθω κι εγώ αμήχανος. Όμως υπάρχει κάτι που φέρνει αμηχα νfα στο να εfσαι ένα infans naturae; ι Παιδαριωδώς ευτυχής και μελαγχολι κός, παιδαριωδώς στοργικός και φαρμακερός, ευερέθιστος και ευκόρεστος - ένα ζώο, με δυο λόγια, και ατfθασος σαν ένα ζώο. Στην πραγματικότητα εfμαι διάφανος σαν το νερό αλπικής πηγής. Έχω βαρεθεf εκεfνους τους σε μνότυφους που περιφρονούν όποιον ακολουθεί" τα ένστικτά του, αδιάφορος για τους μορφασμούς του καλού κόσμου και τα πονηρά βλέμματα των υπο κριτών. Έχω βαρεθεf να επιχειρώ να αναλύω τις πaρορμήσεις και τις εκκεντρικό τητές μου. Εfναι αυτές που εfναι, aπελπισμένες, σφύζουσες και διφορούμε νες, αλλά το να τους δώσεις ένα όνομα σημαfνει να συσκοτfσεις την ουσfα τους. � Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα ήμουν καθισμένος πλάι στο παράθυρο. 'Ένας ψυχρός κfτρινος ήλιος άστραφτε ζωηρός στα νερά του Άρνου. Τρfα άτομα διέσχιζαν τη στενή λευκή γέφυρα προς την κατεύθυνσή μου. Στ ' αριστερά ήταν ο Σέλλεϋ, στα δεξιά ο Γουfλλιαμς. Ανάμεσα στους δύο περπατούσε ένας άντρας γεροδεμένος, τυλιγμένος σε μακριά μαύρη κάπα. Ο Σέλλεϋ φορούσε το συνηθισμένο του τριμμένο σακάκι και χειρονομούσε και με τα δυο του χέ ρια, και ο Γουfλλιαμς, που φορούσε ένα βαρύ κόκκινο σακάκι, έσερνε υπά κουα το βήμα του. Ο άνθρωπος στη μέση περπατούσε με άνετες και σφριγη λές δρασκελιές, ακούγοντας ήρεμα τα ζωηρά λόγια του Σέλλεϋ. Πέντε λεπτά κατόπιν, άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο Μορέττο γά βγισε και οι επισκέπτες μπήκαν μέσα. Ο Σέλλεϋ σύστησε τον φfλο του· τον έλεγαν Έντουαρντ Τζων Τρελώνυ. Όταν ακούμπησα το βλέμμα μου πάνω σ' αυτόν τον άντρα, ένιωσα ένα σφfξιμο στην καρδιά. Ήταν σαν να τον εfχα δει πολύν καιρό πριν σε μάλλον «ύποπτες περιστάσεις» . Στην πραγματικό τητα τον συναντούσα πρώτη φορά, αλλά η εντύπωση που προξένησε μέσα μου ήταν τόσο ισχυρή, ώστε πολλές αναμνήσεις από τη νιότη μου ξαναπή ραν απότομα ζωή. Ήταν ωραfος με μιαν aρρενωπή ωραιότητα, πειρατική: γενειάδα μαύρη και βοστρυχωτή σε ένα καλλfγραμμο πιγούνι· χεfλη σαρ κώδη και σουφρωμένα, με έναν περιφρονητικό μορφασμό· δόντια λευκά με
1. (Λατ.): τέκνον της (ρύσεως. (Σ.τ.Μ.)
Το τpίτο αηpειωματάpιο
221
έναν αφύσικο τρόπο, και μυτερά, σχεδόν λυκίσια· μέτωπο ψηλό και προεξέ χον και μύτη λεπτή και υπεροπτική· φρύδια πυκνά, που ενώνονταν πάνω α πό τη μύτη· αυτιά με φίνο περίγραμμα, σαν μικρά ροζ κοχύλια, και μάτια με έντονο σπινθήρισμα, σαν του αρπακτικού. Πέφτοντας πάνω του το βλέμμα μου, είχα αμέσως την αίσθηση ότι κάτι καινούριο είχε μπει στη ζωή μου: όχι ακριβώς εχθρικό, αλλά μεστό προμη νυμάτων, κατά κάποιον τρόπο, και καταπιεστικό, παρά τη γοητεία του και τη ζωώδη του ενεργητικότητα. Και ένιωσα επίσης (τότε και στη συνέχεια) ό τι η αορίστως σεβάσμια στάση του έκρυβε κάτι άλλο, μια σκοτεινή πρόθεση, μια σχεδόν δυσοίωνη οικειότητα. Τους οδήγησα στο σφαιριστήριο και παίξαμε μια παρτίδα μπιλιάρδο. Έπει τα περάσαμε στο σπουδαστήριό μου να πάρουμε τσάι. Η Τερέζα είχε γυρίσει από μια επίσκεψη στον ανθοπώλη και έσμιξε με τη συντροφιά μας, αφού έ βαλε μερικά χρυσάνθεμα σε ένα χάλκινο βάζο. Φάνηκε κάπως αναστατωμέ νη από την παρουσία του μυστηριώδους και εντυπωσιακού ξένου, και τον λοξοκοιτούσε συνέχεια ρουφώντας το τσάι της. Άρχισα να συζητώ με ιλιγγιώδη ζωηρότητα, και ο Τρελώνυ είχε προση λώσει το βλέμμα του πάνω μου. Στράφηκα και του είπα: «Και τώρα, σας παρακαλώ, μιλήστε μου για το Λονδίνο» . «Τι επιθυμείτε να ακούσετε για το Λονδίνο; » «Κάτι για τ α θέατρα, για παράδειγμα . Υπάρχουν καινούριες ηθοποιοί;» «Φοβάμαι ότι δεν ξέρω από θέατρο, ούτε από καινούριες ηθοποιούς» . «Και από πυγμαχία; Παρακολουθείτε πυγμαχία ; » «Δεν ξέρω από πυγμαχία». «Και για τη χαρτοπαιξία; Κανένα σκάνδαλο; » Ο Τρελώνυ γέλασε χλευαστικά . «Δεν είστε πολύ ενημερωμένος, κύριε. Οι Λονδρέζοι ευγενείς δεν παίζουν πια χαρτιά» . Κοκκίνισα και ακούμπησα το φλιτζάνι στο τραπέζι. Ένιωσα ηλίθιος· είχα δώσει την εντύπωση του άξεστου. Και ο Τρελώνυ είχε καταφέρει να εγκα ταστήσει μια σχέση ανάμεσα σ ' εκείνον και σ ' εμένα. Από τη στιγμή εκείνη μίσησα και αγάπησα τον Τρελώνυ. Με το πέρασμα του καιρού κατέστησε όλο και πιο εμφανείς τ ις αδυναμίες μου: την επιδειξιμανία, τον ξεπερασμένο δανδισμό, τις ψυχικές μεταπτώσεις, την κομπορρημοσύνη. Αλλά στον Τρελώνυ υπήρχε επίσης, με όλη του την πονηριά, μια aρσενική ειλικρίνεια· είχε μιαν αλμυρή μοσχοβολιά, μια ναυ τική κομψότητα. Ενώ ήμασταν καθισμένοι πλάι στη φωτιά, ξεκούμπωσε το πουκάμισό του
222
Μπάιρον - Τα χειpόyραφα του Mεaoλoyyίov
και έδειξε ένα μεγάλο τατουάζ στο στήθος, ανάμεσα στις θηλές του: μια κό μπρα κουλουριασμένη γύρω από τον μίσχο ενός άνθους λωτού. Ξεκίνησε έ τσι μια γαλήνια αφήγηση των νεανικών του περιπετειών. Έπειτα από μια ο δυνηρή παιδική ηλικία στην Κορνουάλη (ένας πατέρας μέθυσος που έδερνε τη μάνα) , δεκαπέντε χρονών το έσκασε από το σπίτι του, μπήκε στο ναυτι κό και σαλπάρισε για τις Ινδίες. Στο καράβι τον βασάνισαν και τον ταπείνω σαν οι αξιωματικοί και πολλές φορές, όπως άφησε να εννοηθεί, αναγκάστη κε να υποστεί σεξουαλική κακοποίηση. Στην Ινδία λιποτάκτησε και έσμιξε με έναν Ολλανδό πειρατή που έκανε ρεσάλτα στα πλοία της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών και κουβαλούσε τα λάφυρα στο νησί Μαυρίκιο. Έγινε μωαμεθανός και έπιασε να ντύνεται σαν Άραβας. (Είχε διατηρήσει κάτι το βερβερικό στην όψη του.) Έσωσε (έτσι μας είπε· αργότερα ο Σέλλεϋ διατύ πωσε κάποιες αμφιβολίες για το επεισόδιο) μια ωραία κοπέλα από την Αρα βία, που λεγόταν Ζουλέικα (ή ίσως Ζέλα), την οποία ερωτεύτηκε και πα ντρεύτηκε αμέσως. Όταν εκείνη πέθανε από εντερικούς πυρετούς, έκαψε το κορμί της στην άμμο της ερήμου και, aπελπισμένος, επέστρεψε στην πα λαιά και διεφθαρμένη ευρωπαϊκή ήπειρο. Πόσα απ' όλ' αυτά ήταν αλήθεια; Δεν το έμαθα ποτέ με ακρίβεια. Όχι πολ λά, πιθανότατα. Ο Τρελώνυ είχε έναν δικό του τρόπο να κεντά τα ανέκδοτά του μέχρις aπίθανου σημείου, και ταυτόχρονα να πυκνώνει τον τόνο τους με ορισμένες κοινές αλήθειες. Δεν έλεγε ψέματα για να ξεγελάσει ούτε για να ε ντυπωσιάσει. Έλεγε ψέματα λόγω μιας μορφής εγωισμού και από αποτρο πιασμό προς την αυθεντία. Ήταν κάτι παραπάνω από καπάτσος. Ήταν τετραπέρατος. Καμία αμφιβο λία για τις αρετές του πνεύματός του. Τα ταλέντα του δεν ήταν στραμμένα στην Αλήθεια ή την Ευμένεια, ούτε από την άλλη μεριά ήμουν σίγουρος αν υπηρετούσαν τον Άρχοντα του Σκότους. Δεν αποκάλυπτε ποτέ τις αληθινές του σκέψεις, αλλά κάτω απ' όλα όσα έλεγε υφείρπε το ρίγος ενός ανελέητου και τυχοδιωκτικού δυναμισμού. Τον ρώτησα: «Κι όλες αυτές οι περιπέτειες τι σας έχουν μάθει από τη ζωή, κύριε Τρελώνυ; >> «Απολύτως τίποτα. Μόνον ότι οι άνθρωποι είναι μια βρόμικη και πειναλέα ράτσα ζώων>> . «Κι όσον αφορά τον Θεό τι σας έχουν μάθει; >> «Ελάχιστα>>, γρύλισε ο Τρελώνυ. «Εκτός απ' το ότι ο Θεός, για να ενδια φερθεί για μια ορδή aξιοκαταφρόνητα γουρούνια όπως είναι οι άνθρωπω . πρέπει να είναι ή εξωφρενικά aνόητος ή παραληρηματικά διεστραμμένος>> .
Το τρίτο σημειωματάριο
223
Ο Γου:ίλλιαμς παρατήρησε με αβρότητα: . Γέλασα νευρικά. «Τι ωραίο. Πάντα ήθελα να βρεθώ πρόσωπο με πρόσωπο με το malocchio>> . «Είναι επικίνδυνο να aστειεύεσαι, αγάπη μου>> . ,/Jσως είναι επικίνδυνο να μην aστειεύεσαι ... >> Την πήρα στην αγκαλιά μου και, σκεπτικός, τη φίλησα στον λοβό του αυ τιού.
28 Μαρτίοv Είναι είκοσι χρόνια που ρητορεύω περί έρωτος. Όμως ακόμη να τον κα ταλάβω. Ποτέ μου δεν τον κατάλαβα. Είναι αγωνία επανάληψης: νοσταλγία μιας ίδιας φωνής που ψιθυρίζει, των ίδιων αντιδράσεων της σάρκας, των ί διων μυστικών τελετών. Αλλά είναι και αγωνία για το καινούριο, μια αέναη ανάγκη αλλαγής - η σχεδόν οικεία φωνή δεν λέει ποτέ ολόιδια λόγια· ή, αν είναι ολόιδια, η σημασία τους είναι αμυδρά διαφορετική. Η σάρκα δεν είναι
1. (Ιταλ.): κακό μάτι, βασκανία. (Σ.τ.Μ.)
224
Μπάιρον - Τα χειρόypαφα του Μεσολοyyίο ι
·
ποτέ η ίδια· ή, αν είναι, μοιάζει να έχει γίνει μυστηριωδώς η σάρκα ενός ξέ νου. Τα φιλιά είναι τα ίδια, αλλά 01 χρόνοι και οι τόποι τροποποιούν τη γεύ ση τους. Οι διαδικασίες ρυθμίζονται από ένα τυπικό, αλλά όλο και κάποια λε πτομέρεια διαφέρει. Γι' αυτό ο έρωτας είναι ταυτόχρονα πιστός και aσύδο τος. Στην ίδια του την πίστη κρύβεται μια όρεξη για το ερέθισμα του και νούριου. (Με την Τερέζα έκλεινα τα μάτια και σκεπτόμουν την ωραία μου στο πορτογαλικό πανδοχείο.) Και μέσα στην ασυδοσία κρύβεται μια ανάγκη να αιχμαλωτίσεις και πάλι έναν παλιό έρωτα. (Στον Λιουκ ξαναβρίσκω τη σάρκα και τα χαρακτηριστικά του λόρδου Κλαίαρ. ) Μέσα στην πίστη μου για την Τερέζα, της ήμουν κρυφά άπιστος, και μέσα στην απιστία μου προς τον Κλαίαρ είμαι δεμένος σε μιαν άσβεστη Πίστη. Ω Αγγλία, Αγγλία μου! Ο quando te aspiciam; ι {:[ Ένα βράδυ του Μαρτίου συνέβη (έτσι τουλάχιστον φάνηκε) ένα γεγονός ταυτόχρονα ηλίθιο και μοιραίο. Επιστρέφαμε από το Τσιζανέλλο, όπου είχαμε πάει για σκοποβολή με πι στόλι: ο Σέλλεϋ, ο Τρελώνυ, ο Πιέτρο Γκάμπα, κάποιος λοχαγός Χέυ κι εγώ. Μπροστά μας πήγαινε η άμαξα με την Τερέζα και τη Μαίρη Σέλλεϋ (οι οποί ες, καμιά φορά μαζί με τη λαίδη Μαουντκάσελλ, συνήθιζαν να μας συνοδεύ ουν σ' αυτές μας τις αθλητικές εκδρομές) . Στη θέση του οδηγού ήταν ο ιπ ποκόμος μου ο Πάπι, πίσω ίππευε ο υπηρέτης της Τερέζας. Ο ήλιος ήταν πο λύ χαμηλά και μας χτυπούσε κατάματα. Οι λόφοι έδειχναν ήρεμοι και βου βοί. Πέρα μακριά λαμπύριζαν τα τείχη της Πίζας. Στη μια πλευρά του δρόμου διέκρινα τον φιλόποτο φίλο μας Τζων Τάαφ φε, που είχε βγει έφιππος με τον Τούρκο amico του και τώρα ερχόταν με τα πόδια πλάι στο άλογό του, με ύφος απουσίας. Επιβραδύναμε για να συμβα δίσουμε με τον πεζό και συνεχίσαμε νωχελικά πλάι πλάι στον άσπρο σκονι σμένο δρόμο. Κουβεντιάζαμε ευχάριστα για το θεατρικό έργο που είχαμε δει το προηγούμενο βράδυ, μια ανοησία για τον αυτοκράτορα Ηλιογάβαλο. Θυμάμαι πως είχα πει: «Δεν μπορούμε βέβαια να απαιτήσουμε θεατρικές λεπτότητες σε έναν τόπο σαν την Πίζα». Είπε ο Τρελώνυ: «Μα ήταν λεπτός άνθρωπος ο Ηλιογάβαλος; » «Η μοχθηρία είναι πάντα λεπτή», είπε ο Σέλλεϋ. Ακριβώς αυτό την καθι στά πιο ενδιαφέρουσα από την καλοσύνη» .
1. (Λατ.): Ω, πότε θα σε αντικρίσω; (Σ.τ.Μ.)
Το τρίτο αημειωματάρ zο
225
«Α, θα μου άρεσε να συμφωνήσω μαζf σας» , εfπε ο λοχαγός Χέυ με τόνο δι δακτικό. «Νομfζω ότι η αρετή εfναι πολύ πιο συνθέτη από τη φαυλότητα» . Ξαφνικά πfσω από την πλάτη μας έφτασε καλπάζοντας ένας καβαλάρης, α νασηκώνοντας μικρά σύννεφα σκόνης, όμοια με φαντάσματα. Πέρασε ολο ταχώς πλάι από τον Τάαφφε, και το άλογο εκεfνου πισωπάτησε φοβισμένο. «Να πάρ' η οργή! » αναφώνησε ο Τάαφφε αγανακτισμένος. «Έχετε δει ποτέ σας τέτοιο πράγμα; » Εγώ σπιρούνισα τ ο άλογό μου και ρfχτηκα καλπάζοντας πfσω από τ ο άτο μο με τα χρυσά γαλόνια και τις επωμfδες των δραγόνων. Ο Σέλλεϋ με ακο λούθησε πάνω στον παρδαλό εκτομfα του και ακριβώς μπροστά στα τεfχη της πόλης προσπέρασε τον δραγόνο και στήθηκε ανάμεσα σ' εκεfνον και τη στενή πύλη της εισόδου. Έπειτα σήκωσε τα μπράτσα του και φώναξε στα στριγκά του ιταλικά: «Παρακαλεfστε να εξηγήσετε τι σημαfνει αυτή σας η συμπεριφορά, παλιάν θρωπε! » Ο δραγόνος τον κοfταξε κατάματα με παγερή έκφραση. Έπειτα έδειξε τα δόντια του και εfπε: «Η συμπεριφορά μου εfναι συμπεριφορά στρατιώτη που εκτελεf διαταγές. Η δική σας, κύριε, με την άδεια σας, εfναι συμπεριφορά υ στερικού>> . Ο Τρελώνυ μάς πλησfασε και σταμάτησε στο πλάι μου. Του εfπα: «Αυτός ο άνθρωπος εfναι aυθάδης. Τι θα κάνουμε;» Έχωσα το χέρι μου στην τσέπη της σέλας, έβγαλα ένα επισκεπτήρΙΟ και το έδωσα στον αξιωματικό, που α ποκρfθηκε με έναν καγχασμό: «Δεν έχω επισκεπτήρια εγώ, αλλά εfμαι ο λο χfας Μάζι, αν αυτό σας εξυπηρετεf. Και εfμαι έτοιμος να πολεμήσω με οποΙΟνδήποτε από σας, έναν έναν ! » > . «Πες μου. Περί τίνος πρόκεη αΙ;>> . Σήκωσα τους ώμους με ανυπομονησία . Το βλέμμα του Σέλλεϋ θόλωσε από την οργή. Σταγόνες Ιδρώτ α γυάλωαν στο μέτωπό του. , ούρλιαξε σείοντ ας τη γροθιά του, «σου αξίζεΙ να σε μασηγώσουν! >> Ήρθε ο Απρίλης, ήρθαν νεροποντές. Στο Λουνγκάρνο πουλούσαν βωλέ τες. Μω μέρα ήρθε ένα γράμμα από τον ΓκίγκΙ, τον τραπεζίτη μου στη Ρ αβέννα , όπου μου έλεγε πως η Αλλέγκρα είχε πυρετό το καημένο. Χλό μωσα από την αγωνία μου. Έστειλα στη Ρ αβέννα έναν αγγελΙοφόρο, γΙα ν α ζητήσω από τΙς αδελφές να φωνάξουν, αν ήταν απαραίτητο, έναν γΙα τρό από την ΜπολόνΙα . Ο ΓκίγκΙ μού έγραφε κάθε μέρα. Στο τέλος με πλη ροφόρησε όη η Αλλέγκρα ένΙωθε καλύτερα. Την προηγούμενη μέρα είχε
231
Το τρίτο σημειωματάριο
ζητήσεΙ «τούρκΙκα γλυκάκΙα » , γ Ια τ α οποία τρελαΙνότ αν. Αλλά δυο μέρες μετά έφτ ασε άλλο ένα γράμμ α. Η κατάστ αση της Αλλέ γκρας είχε χεφοτερέψεΙ. Την προηγούμενη νύχτα την είχαν πΙάσεΙ «Κατ αρ ροϊκοί σπασμοί» καΙ είχε χάσεΙ τΙς ωσθήσεΙς της. Πέθ ανε την άλλη μέρα . Ο ΓκίγκΙ, από τον οποίο ο Ι αδελφές ζήτησαν οδηγίες γΙα το σώμ α, παρήγγεΙλε ν α βαλσαμωθεί κω να τοποθετηθεί σε φέρετρο με μολύβδΙνη επένδυση. Η Τερέζα ήρθε στο σπουδαστήρΙο μου γΙα να μου φέρεΙ το θλΙβερό άγγελ μα. Αλλά πρΙν ανοίξεΙ το στόμα της, είπα : > Ο υπηρέτης μού έδεΙξε το επΙσκεπτήρΙο: κάποΙος μίστερ Μπάνκροφτ , από τη Μασσαχουσέττη. Ο μίστερ Μπάνκροφτ ήταν ένας ψηλός συνεσταλμένος εΙκοσΙ δυάχρονος. Είχε σπουδάσεΙ στο Χάρβαρντ κω τώρα επέστρεφε από τΙς σπουδές του στην πόλη της Χαϊδελβέργης. Ήταν σοβαρός καΙ αυστηρός, ΚΙ εντούτοΙς κάπως λεπτεπίλεπτος καΙ με υπερβολΙκά κομψούς τρόπους, με λεπτή μύτη, μάτια βαθουλωτά ΚαΙ ένα τρέμΙσμα στους μυς της κάτω γνάθου. Καθίσαμε στο δυ τΙκό σαλόνΙ που έβλεπε στη θάλασσα καΙ μΙλήσαμε γΙα τον ΟυάσΙνγκτον ΊρβΙνγκ, του οποίου είχα απολαύσεΙ ΙδΙαίτερα την Knickerbrocker's History. Ο Μπάνκροφτ την εκτιμούσε λΙγότερο. Ή ταν λίγο σχολαστΙκός, αλλά ταυ τόχρονα υπήρχε μέσα του ένας φρέσκος καΙ άδολος ενθουσΙασμός. Τον ρώτησα: «Είμω όπως με περιμένατε;>> «'ΟχΙ τελείως, το ομολογώ>>. «Η εμφάν Ισή μου είναΙ όπως τη φανταστήκατε;>> «Φαίνεστε λΙγάκΙ μεγαλύτερος>>. «ΚαΙ λΙγότερο ωραίος; >> «Ω, όχΙ, σαφώς όχΙ, κύρΙε, αλλά κάπως λΙγότερο μυστηρΙώδης>> . «ΤΙ περιμένατε;>> «Έναν άντρα πΙο αδΙαπέραστο, πΙο παράφορο>>. «ΠΙο εναρμονΙσμένο με τους στίχους μου ; » «ΠΙο σκυθρωπό κω λΙγόλογο>> ". «Αγαπητέ μου Μπάνκροφτ>>, μουρμούρΙσα, «όποΙα ΚαΙ να είναΙ η φύση μας, δεν γίνεταΙ να περνούμε τη ζωή μας σε κατάσταση αέναου αναβρασμού, σαν ένα ηφαίστεΙο. ΠρέπεΙ να μάθουμε να χαλαρώνουμε, πρέπεΙ να προσπα θούμε να ψυχραίνουμε. Αδημονώ να έρθουν τα γηρατεΙά, όταν θα μπορώ να παρατηρώ τα πράγματα του κόσμου εν πλήρη ηρεμία>>. Ο Μπάνκροφτ με κοίταξε κατάπληκτος. «Εσείς δεν θα γεράσετε ποτέ, εξο χότατε! >> ΚοκκίνΙσε καΙ άρχΙσε να τραυλίζεΙ. «Θέλω να πω από συγκΙνησΙα κή άποψη, φυσΙκά. Μου είναΙ αδύνατον να σας φανταστώ σαν έναν παρήλΙ κο βάρδο. Τα μαλλίά σας δεν θα λευκανθούν ποτέ. Δεν θα γίνετε ποτέ, είμαΙ σίγουρος γΙ' αυτό, ένας δεύτερος ΓουίλλΙαμ Γουέρντσγουερθ» .
234
Μπάιρον - Τα χειpόyραφα του ΜεσολοyytΌυ
«Μμμ, καταλαβαίνω. Γιατί, ο Γουίλλιαμ Γουέρντσγουερθ έχει γίνει ένας λευκομάλλης βάρδος; » «Είναι πενήντα χρονών, μπορεί κω περισσότερο. Δεν υπάρχει πια φρε σκάδα στην ποίησή του». Βυθίστηκα σε σκέψεις. «Κι ο Γκαίτε, τον οποίο επισκεφθήκατε στη Βαϊ μάρη; » «Είνω κω ο Γκαίτε ένας παρήλικος βάρδος. Τ ο πρόσωπό του δεν έχει πω το aπίθωμα της νιότης». /Ενιωσα κάπΟΙα κατάθλιψη μετά την αναχώρηση του Μπάνκροφτ. Η Τε ρέζα μπήκε στο δωμάτιο κω κάθισε στο κλαβίχορδο. Άρχισε να παίζει ένα μικρό ροντό του Μότσαρτ κι εγώ πήγα στο παράθυρο να κοηάξω τη θάλασ σα. Ο κύριος Μπάνκροφτ κατέβωνε το μονοπάτΙ που οδηγούσε στον δρόμο, κω το ψηλό κω κοκαλιάρικο κορμί του ντυμένο στα μαύρα έμΟΙαζε με σώ μα νεκροθάφτη. Στα μέσα Μαiου, έφτασαν στο Λέρησι τρεις ΆγγλΟΙ ναυτικοί. Είχαν φέρει από τα ναυπηγεία της Τζένοβας το καiκι του Σέλλεϋ, και εγώ εκλήθην στο Λέρησι να επιθεωρήσω το μικρό πλεούμενο. Η Μαίρη Σέλλεϋ είπε ανέμελα όη το είχαν βαφτίσει Δον Ζουάν, όμως αργότερα αποφάσισαν να το ονομά σουν Άριελ. Εκνευρίστηκα. Αωθάνθηκα μια σφοδρή ανηπάθεια για το
Άριελ. Παρότρυνα τον Τρελώνυ να επηαχύνει την κατασκευή της γολέτας μου, που πραγματικά έφτασε μερικές εβδομάδες αργότερα στο λψανάκι του Λέρησι. Την ονόμασα Μπολιβάρ. Για μερικές ημέρες ήμουν ευτυχισμένος. /Ομως έπεηα η απόλαυση αυτή μετατράπηκε σε πλήξη, ακόμα κω σε πίκρα. Γυρόφερνα στην κουβέρτα χαϊδεύοντας τα κανόνια κω μυρίζοντας τους κά βους, αλλά κάτι σ' εκείνο το πλεούμενο με απογοήτευε, ή μάλλον με αηδία ζε. Η ιδέα ήταν του Τρελώνυ, αυτός την είχε συλλάβει. Απεχθανόμουν κω συγχρόνως αγαπούσα τον Τρελώνυ, αλλά τον Μπολιβάρ απλώς τον aπεχθα νόμουν. Μου είχε κοστίσει μια περιουσία, αλλά αμέσως έχασα κάθε ενδιαφέ ρον γι' αυτόν κω τον εγκατέλειψα στις φροντίδες του Τρελώνυ. «Να, το βλέπεις;» ψιθύρΙσε η Τερέζα.
Έφτασε ο Ιούνιος, ο ήλιος έγινε ζεστός κι εμένα με κατέκλυσε ένα κύμα ραθυμfας. Ένα βράδυ, μια σκονισμένη άμαξα ήρθε να σταματήσει μπροστά στην πόρτα της έπαυλης. Κοfταξα από το παράθυρο και αναγνώρισα τα λε πτά και ακfνητα χαρακτηριστικά του λόρδου Κλαfαρ. Έτρεξα στην πόρτα κω του άρπαξα με θέρμη το χέρι. Έπειτα τον οδήγησα στο σαλόνι και πα ρήγγειλα τσάι. Μιλήσαμε για το Χάρροου. Μιλήσαμε για τον Γουfνγκφηλντ και τον Τάτ τερσωλ και για όλους τους άλλους. Μιλήσαμε για το Λονδfνο, για τον Μουρ, για τον Μέλμπουρν, για τον Γουέμπστερ. Και στο μεταξύ συνέχιζα να κοιτώ κατάματα τον Κλαfαρ, πασχfζοντας να διεισδύσω πfσω από την επιφάνεια, στην εικόνα των αναμνήσεών μου. Σκοτεfνιασε, άναψαν οι λύχνοι και έ-
1. (Γερμ.): παιδεραστία, παιδοφιλία. (Σ. τ.Μ.)
236
Μπάιρον - Τα χειρόypαφα του Mεaoλoyyiov
φτασε η ώρα να πούμε αντίο. Κατεβήκαμε στον κήπο, όπου μια χλιαρή αύρα έκανε τα φύλλα να σαλεύουν. Στην αστροφεγγιά το πρόσωπο του Κλαίαρ εμ φανίστηκε ξάφνου και πάλι νέο και ζωντανό, και σταματήσαμε στην πέρ γκολα για μερικά λεπτά, χωρίς να μιλούμε. Δεκατρία χρόνια είχαν χαθεί. Εί χαν διαλυθεί στο τίποτα. Ο Κλαίαρ που καθόταν πλάι μου ήταν και πάλι ο Κλαίαρ που είχα γνωρίσει στο Χάρροου. Έριξα τα μπράτσα μου γύρω του και τον φίλησα στο στόμα. Ψιθύρισε: «Μπάυρόν μου. Φίλε μου. Πολυαγα πημένε μου φίλε . . . » Κι έτσι, με ένα λεπτό θαύμα, κατάφερα να αλλοιώσω το παρελθόν. Το φιλί που του είχα αρνηθεί στο Χάρροου, του το παραχώρησα τελικά στο Μοντε νέρο. Αλλά ήταν ένα φιλί μεταθανάτιο. Ήταν σχεδόν σαν να φιλώ ένα πτώ μα, και μόνο η δύναμη της επιθυμίας μου, που με τα χρόνια η ορμή της είχε αυξηθεί, μεταμόρφωσε το πτώμα σε μια σφύζουσα και ερωτική πραγματικό τητα. 'Η ταν τόσο βίαιη, που μας έσπρωξε και τους δυο στο παρελθόν. Ήμα σταν δεκαεννέα χρόνια νεότεροι και η Βίλα Ντυπυί μετατράπηκε στο ψηλό κτίριο ενός σχολείου πάνω σε έναν σκοτεινό και ανεμοδαρμένο λόφο. Μουρμούρισε: «Έχε γεια, Μπάιρον» , και ανέβηκε στην άμαξα. Ξαναγύρισα στο σαλόνι. Η Τερέζα, καθισμένη στο κ.λαβίχορδο, ανασήκω σε τα χέρια της από τα πλήκτρα και με κοίταξε με προσοχή. Η λάμπα φώτι ζε το πρόσωπό της και τα άσπρα και μαύρα τετράγωνα του οργάνου, που έ μΟΙαζαν ακόμα να δονούνται στο άγγιγμα των δαχτύλων της. Είπε: «Γιατί ο Κλαίαρ σημαίνει τόσα πολλά για σένα, Μπάιρον; » «Πώς το ξέρεις πως ήταν ο Κλαίαρ; » « Ω , τ ο ξέρω. Τ ο κατάλαβα» . «Τον αγάπησα» , είπα. Χλόμιασε. «Τον αγάπησες σωματικά;» ρώτησε. > . Συνόδευσα τις δύο κυρίες ως τον δρόμο. Ανέβηκαν στην άμαξα και η Μαίρη, σκύβοντας από το παράθυρο, με κοfταξε κατάματα με βλέμμα βλο συρό. Υπήρχε μfσος μέσα στα μάτια της, κω όχι μόνο μfσος. ΘυμάμαΙ ακόμα τους τριγμούς της άμαξας που ξεκινούσε ολοταχώς για το Λιβόρνο κω τα φανάρια που έλαμπαν μέσα στη βροχή, ώσπου χάθηκαν μέσα στη νύχτα. Ο Τρελώνυ μού διηγήθηκε τα υπόλοιπα. Οι δύο γυναίκες έφτασαν στο Λι βόρνο στις δύο το πρωf, εκεfνος τις συνάντησε την αυγή κω ανέλαβε τις έ ρευνες για το .Άριελ. Έστειλε αγγελιοφόρους σε όλο το μήκος της ακτής με
1 . (Ιταλ. ): Μάθατε τίποτα γΙα τον Σέλλεϋ; (Σ.τ.Μ.)
244
Μπάιρον - Τα χειpόypαφα του ΜεσολοyyiΌι·
την εντολή να σταματούν στα διάφορα παρατηρητήρια κω να περιεργάζο νται τον ορίζοντα ψάχνοντας για κάποω ίχνος από το πλεούμενο. Μαζί με τις κυρίες άφησε το Λιβόρνο κω κατευθύνθηκε στο Λέριτσι. Στάθμευσαν γω λίγο στο Βιαρέτζο, για να ρωτήσουν έναν νεαρό υπολοχαγό αν είχε φανεf πουθενά το Άριελ, και πληροφορήθηκαν ότι κάτι ψαράδες είχαν βρει μια λέμ βο με ένα βαρελάκι νερό· όλα οδηγούσαν στη σκέψη ότι πρόκειται για τη σω σίβια λέμβο του Άριελ. Απελπισμένω ξανάπιασαν το ταξιοι και έφτασαν στο Λέριτσι την ώρα που σκοτείνιαζε. Ο Τρελώνυ έμεινε στην Κάζα Μάνι με τη Μαίρη και την Τζέην Γουiλλιαμς. Στις δεκαέξι Ιουλίου, έλαβα ένα σημείωμα από τον πλοίαρχο Ρόμπερτς: «Σήμερα το πρωί έφτασε ένα καiκι και με πληροφόρησαν ότι δύο σώματα ξε βράστηκαν στην ακτή τρία ή τέσσερα μίλια από το Βιαρέτζο. Από την περι γραφή πιστεύω πως ανήκουν στον καημένο τον Γουiλλιαμς κω στον μού τσο. Το τρίτο σώμα δεν έχει βρεθεί ακόμη . . . » Το επόμενο πρωί, ο Χαντ κι εγώ πήγαμε στο Βιαρέτζο και ζητήσαμε την ά δεια να δούμε τα πτώματα που είχαν ανευρεθεί την προηγούμενη μέρα. Μας έδειξαν δύο μικρούς τύμβους στην άμμο, ανάμεσα στους θάμνους - οι υ γειονομικές αρχές είχαν ήδη διατάξει την ταφή τους. Ξαναγυρίσαμε το ίδιο βράδυ. Ζήτησα από τον Χαντ να γράψει στη Μαίρη, προσκαλώντας τη να έρ θει στην Κάζα Λανφράνκι. Την άλλη μέρα (δεκαοχτώ του μηνός), λάβαμε κι άλλες ειδήσεις: όχι μακριά από τη Μάσσα, στην αμμουδιά, είχε βρεθεί ένα τρίτο πτώμα. Ο Τρελώνυ επέμεινε να πάει αμέσως επιτόπου, και επιστρέφο ντας είπε: «Φριχτό, Μπάιρον, φριχτό. Το κορμί έχει πρηστεί με τρόπο απαί σιο, η όψη έμωαζε με χταπόδι και το δέρμα είχε γίνει ξεσκλίδια, έμοιαζαν με πράσινα πλοκάμια. Στην τσέπη βρήκα ένα αντίγραφο της Αάμιας και κατά λαβα πως ήταν ο Σέλλεϋ. Δεν υπάρχει αμφιβολία: είναι ο Σέλλεϋ. Τον σκέ πασαν με ασβέστη και τον έθαψαν αμέσως στην άμμο» . Έγραψα μ ε σεβασμό στον Μουρ: «Έφυγε άλλος ένας άνθρωπος τον οποίο ο αδαής και βάναυσος κόσμος παρενόησε. Ίσως τον δικαιώσει τώρα, αλλά εί ναι πια πολύ αργά». Αλλά τα αληθινά και μυστικά μου συνωσθήματα δεν ήταν αυτά. Δοκίμα ζα ένα αίσθημα ενοχής και τύψης, και ένα είδος χλομής και βουβής θλίψης. Εδώ και κάποιον καιρό ο Σέλλεϋ με εκνεύριζε. Με εκνεύριζαν η «καθαρότη τά» του και η «ακεραιότητά)) του. Από την άλλη πλευρά αισθανόμουν για κείνον και έναν παιχνιδιάρικο και ιδιότροπο σεβασμό, μαζί με ένα ίχνος παι διάστικης ζήλιας. Αλλά πάνω απ' όλα ένιωθα τρόμο. Ένα αόρατο ζώο είχε λουφάξει στο σκοτάδι, και στον αέρα βάλτωνε η aποφορά του χάους.
245
Το τpίτο σημειωματάριο
3 Απpιλίοv Ξαναδιάβασα άλλη μια φορά το σύντομο ποίημά μου. Έσφαλα, έσφαλα ευ θύς εξαρχής. Το ποίημα δεν είναι και δεν μπορεί ποτέ να είναι μια «τραυλή κραυγή αγωνίας>> . Αν είναι ποίημα, τότε πρέπει να είναι καθαρμένο από κά θε αγωνία. Ίσως, με όλη του την αδεξιότητα, να έχει δίκιο ο Γουέρντσγου ερθ: το πάθος πρέπει να ωριμάζει μέσα στην ησυχία. Κι αν ο Γουέρντσγου ερθ αποτυγχάνει ως ποιητής, φταίει το μυωπικό μάτι του και το απαίσιο αυ τί του, και όχι μια συγκινησιακή διαστροφή. Και η φρικτή μου σύνθεση αποτυγχάνει ως ποίημα ακριβώς επειδή είναι μια αιμορροούσα κραυγή: μια συγκίνηση μεταφρασμένη αμέσως σε λόγια διαστρέφεται από την ίδια της την αμεσότητα. Κι αυτή η διαστροφή αντα νακλάται στον χωλό ρυθμό και στο τετριμμένο λεξιλόγιο. Λοιπόν, αυτά όσον αφορά το ποίημα. Και τώρα σε πιο σημαντικά πράγμα τα. Έλαβα ένα γράμμα από τον Μαυροκορδάτο. Φαίνεται πως υπάρχει ένα ειοος συνωμοσίας: κάποιος Καραϊσκάκης, που είναι ο οπλαρχηγός του Ανα τολικού, συνωμοτεί με τον Κολοκοτρώνη ενάντια στον αντίπαλό του τον Μαυροκορδάτο. Να πιστέψει κανείς αυτή την κουταμάρα; Αν αληθεύει, εί ναι αηδιαστική. Αν όχι, είναι μια κουταμάρα ακόμα πιο μεγάλη και εξίσου αηδιαστική. )';?
Ο Τρελώνυ μπήκε στο σπουδαστήριό μου και με κοίταξε θριαμβευτικά. «Λοιπόν» , είπε, «τα κατάφερα επιτέλους. Οι υγειονομικές αρχές υποχώρη σαν. Μου επιτρέπουν να ξεθάψω το σώμα του Σέλλεϋ και να το μεταφέρω στη Ρώμη. Έχω άδεια να τους aποτεφρώσω και τους δύο, τον Σέλλεϋ και τον Γουίλλιαμς, στην αμμουδιά. Παρήγγειλα στον σιδερά ένα κιβώτιο για την αποτέφρωση και δύο φέρετρα για τα οστά και τις στάχτες>>. Στις δεκατρείς Αυγούστου, έφτασαν δύο φέρετρα που ραντίστηκαν με ρο δόνερο και φορτώθηκαν στην άμαξά μου. Το πρωί της δεκάτης πέμπτης ο Χαντ κι εγώ προγευματίσαμε μαζί, και στις δεκαπέντε, μες στη ζέστη και τη σκόνη, ξεκινήσαμε για το Βιαρέτζο. Ο Μπολιβάp ήταν αγκυροβολημένος στ ' ανοιχτά κι εμείς τραβήξαμε για την αμμουδιά, πέντε μίλα νότια του χωρίου. Η άμαξα διέσχισε έναν κάμπο και σταμάτησε ανάμεσα στους αμμόλοφους. Τα άλογα ίδρωναν και ξεφυσούσαν εξουθενωμένα, και ένα βίαιο κίτρινο φως υψωνόταν από την επίπεδη έκταση της άμμου. Κατέβηκα από την άμαξα, αλλά ξανανέβηκα αμέσως και παρέμεινα να κοιτάζω από μακριά τον Τρελώ νυ να καταγίνεται με τη νοσηρή ενασχόλησή του. Είχε μαζέψει καυσόξυλα,
246
Μπάιρον - Τα χειρόyραφα του Μεσολοyyίου
τα είχε στοΙβάξεΙ σε πυραμίδα, καΙ τώρα, γυμνός από τη μέση κω πάνω, πα ρατηρούσε την εκταφή. ΆνΟΙξαν τον πρώτο λάκκο, κατέβασαν σΙδερένΙα σταλίκΙα κω έσυραν στην επΙφάνεΙα ένα κορμί ακρωτηρΙασμένο. Ο Τρελώ νυ μού έκανε νόημα κουνώντας τα χέρω του. Κατέβηκα από την άμαξα κω προχώρησα κάπως aπρόθυμα μέχρΙ το χείλος του λάκκου. Το θέαμα ήταν αηδΙαστικό: η σάρκα δεν είχε πΙα μορφή, ήταν μόνο ξεσκλίδΙα μπλαβΙασμέ να όπου είχε πΙάσεΙ κρούστα η άμμος, έμοΙαζαν πΙο πολύ με κατάλΟΙπα σκυ λόψαρου παρά ανθρώπου. Όμως φώναξα με απόλυτη βεβωότητα: «Είνω ο ΓουiλλΙαμς! Ν ω, ο ΓουίλλΙαμς είναΙ! » Τα κομμάτΙα πετάχτηκαν μέσα στο ΚΙ βώτΙΟ, που μεταφέρθηκε κατόπΙν στην πυραμiοα με τα καυσόξυλα. Ο Τρε λώνυ άναψε ένα μπαστουνάκΙ κω το πέτciξε αδΙάφορα στον σωρό των ξύ λων. Η φωτΙά λαμπάδΙασε στη στΙγμή καΙ ΟΙ φλόγες έκρυψαν το σΙδερένΙο κΙβώτιο. ΤΙς τροφοδοτήσαμε χύνοντας από πάνω κρασί κω λΙβάνΙ. Η πύρα έκανε την ατμόσφαφα να πάλλετω, ΚΙ εγώ κοίταξα τη σάρκα να μετατρέπε ταΙ σΙγά σΙγά σε στάχτη. Παρατήρησα πως ΟΙ φλόγες, όσο καΙγόταν το σώμα, άλλαζαν χρώμα καΙ γίνονταν aσημένΙες. Με συνεπήρε μΙα φρΙκαλέα έξαρση, ένα είδος πυρετικής μανίας. Πέταξα τα ρούχα μου καΙ βούτηξα στη θάλασσα. Κολύμπησα (έτσΙ νόμΙσα) προς την κα τεύθυνση του βυθΙσμένου Άριελ, αλλά έξαφνα με έπΙασε ναυτία καΙ ξέρασα στο νερό. ΜΙκρές κηλίδες μαύρης χολής επέπλεαν στα κύματα. Έκανα στρο φή σκυθρωπός καΙ κολύμπησα προς την ακτή. Η νεκρΙκή πυρά είχε ήδη γί νεΙ ένας σωρός στάχτες, μέσα στον οποίο ήταν ορατά μερΙκά θραύσματα ο στών. Ο Τρελώνυ πηγωνοερχόταν στην αμμουδΙά σαν δωμονΙσμένος, με έ να άγρΙο λαμπύρΙσμα στα μάτΙα καΙ τΙς μασχάλες να στάζουν Ιδρώτα. Συ γκέντρωσε τΙς στάχτες σε έναν μεγάλο υφασμάτινο σάκο καΙ τΙς πέταξε στο φέρετρο που ήταν στην άμαξά μου. ΞεκΙνήσαμε γΙα την Πίζα. Κω αυτά ήταν όλα γΙα τον καημένο τον ΓουiλλΙαμς. Ο Τσαρλς ΒίβΙαν, ο μΙκρός μούτσος, αφέθηκε στον αμμώδη τάφο του. Το επόμενο πρωί, δεκαέξΙ Αυγούστου, ο Χαντ κΙ εγώ ανεβήκαμε στην ά μαξα καΙ τραβήξαμε γΙα τη Μάσσα, όπου είχε ταφεί το σώμα του Σέλλεϋ. Στα ματήσαμε στη σκΙά ενός καχεχτΙκού πεύκου κω πήγαμε κοντά στον Τρελώ νυ, που βρΙσκόταν ήδη στην αμμουδΙά. Δύο άντρες τρΙγύρΙζαν εδώ ΚΙ εκεί ψάχνοντας γΙα τον πρόχεφο τάφο, δοκιμάζοντας την άμμο με τα φτυάρΙα τους κω τσακίζοντας τους θάμνους. ΤελΙκά, ένας τους φώναξε: «Eccof,I Το
1. (1-cαλ.): Να! Ορίστε! (Σ.τ.Μ.)
Το τρίτο σημειωματάριο
247
φτυάρι του εfχε χτυπήσει σε μΙα νεκροκεφαλή. Ο Χαντ κι εγώ σπεύσαμε κω παρατηρούσαμε τους άντρες να σκάβουν στην άμμο, ώσπου το πτώμα απο καλύφθηκε τελεfως. Ήταν απερfγραπτο, ακόμα φρικωδέστερο κω σε πιο προχωρημένη αποσύνθεση απ' ό, η του Γουfλλιαμς. Τα ρούχα εfχαν κατα ντήσει ένας μαύρος πολτός κω το κορμf εfχε διαλυθεf σε ξεσκλΙ'δια που ιρf διζαν. Η οσμή ήταν aποτροπιαστική. Ο Χαντ οπισθοχώρησε και πήγε τρέχο ντας στην άμαξα. Αλλά ο Τρελώνυ κάθισε στις φτέρνες βλοσυρός πλάι στη σάρκινη πράσινη μάζα και ανασκάλεψε μέσα στις τσέπες ψάχνοντας για το αντfτυπο τηςΑάμιας. Το έβγαλε από εκεfνη τη γλfτσα με ένα γρύλισμα ικα νοποfησης. Αλλά, για κάποιον μυστηριώδη λόγο, εfχε παραμεfνει μόνο η βι βλιοδεσfα. Οι σελίδες εfχαν πολτοποιηθεf, έμοιαζαν με ζελατfνη. Η αηδfα μού έφερνε ζάλη, αλλά κάη σ' αυτήν την τελετή με εfχε υπνωτf σει. Η ψυχή μου κατακλύστηκε από τυφλό μfσος για τον Τρελώνυ. Φώναξα μανιασμένα: >. Βάδισα προς το νερό και ξάφνου ένιωσα την ανάγκη να πλυθώ. Γύρισα να κοιτάξω τη συστάδα των πεύκων, τρεμάμενη μέσα στον καύσωνα, κι αφού
248
Μπάιρον - Τα χειρόyραφα του Μεσολοyyίοι
έβγαλα τα ρούχα μου, βούτηξα ολόγυμνος στη θάλασσα. «Αυτή θα είναΙ η δι
κή μου παγανΙστική τελετή», μουρμούρισα μέσα μου. Ο Μπολιj3άρ ήταν α γκυροβολημένος ένα μfλι από την ακτή κω τον έφτασα με χαλαρές aπλωτές. Καθώς κολυμπούσα κοίταξα πίσω και είδα τις φλόγες από την πυρά, που υ ψώνονταν με μεγαλοπρέπεια φαντάσματος από την επίπεδη και κίτρινη άμ μο. Το πευκοδάσος πέρα μακριά έμοιαζε με κοπάδι λύκους που περίμεναν, και στο βάθος τα όρη σάλευαν μέσα στον ζεστό αέρα σαν κουρτίνες που τις φυσάει ο άνεμος. Σκαρφάλωσα στον Μπολιj3άρ κω ξάπλωσα στη γέφυρα. Ζή τησα από τον Τζάκομο τον καμαρότο να μου φέρει λίγο κρασί. Το ήπια μο νορούφι, έπεπα βούτηξα στη θάλασσα και γύρισα πίσω κολυμπώντας. Ή ταν αργά το απόγευμα όταν πάτησα το πόδι μου στην αμμουδιά. Το πτώμα ΚαΙ γόταν πάνω από τρεις ώρες, και τώρα είχε καταντήσει ένας σωρός στάχτες, με μια μοναδική και άκρως ιδιότυπη εξαίρεση: η καρδιά, φωλιασμένη ανά μεσα στις φλόγες, αρνιόταν να διαλυθεf. Ο Τρελώνυ την κάρφωσε σε ένα ξερόκλαδο κω, αφού την έβγαλε από τη φωτιά, την έπιασε στο χέρι του και την οσμίστηκε με ερευνητική έκφραση. Έπεπα την πλησίασε στο αυτί του κω την αφουγκράστηκε ταρακουνώντας την ελαφρά. Ήταν μαύρη και γεμάτη ρυτίδες· έμοιαζε με χοντρό ξερό δαμά σκηνο. Έχυσα πάνω της κρασί κω έπεπα λάδι κω λίγο κιννάμωμον. Αλλά η μι κρή ρυτιδιασμένη καρδιά αρνιόταν να καεί. Την πασπάλισα και μ' άλλο λι βάνι και ο Χαντ τη ράντισε με μπρά-ντι που είχε μαζί του, αλλά ούτε κω τώ ρα έλεγε να καεί· τσπσίριζε ανάμεσα στις φλόγες, εξιδρώνοντας ένα σιρο πιαστό υγρό, και από μαύρη γινόταν μαβιά, σαν να είχε μουμιοποιηθεf. Στο τέλος, ο Τρελώνυ έβαλε να μεταφέρουν το κουτί μέχρι τη θάλασσα και να το βυθίσουν μέσα στο νερό ανασηκώνοντας ένα σύννεφο ατμού. 'Επεπα μπή κε κι αυτός στο νερό, έβγαλε την καρδιά από το σιδερένιο κουτί και στύλω σε με φρίκη τα μάτια του πάνω της - από την καρδιά έσταζαν ακόμα μερι κές σταγόνες αίμα. Την άφησε να πέσει στην καράφα του κρασιού, την έδω σε στον Χαντ, κι αυτός τη μετέφερε θριαμβευτικά στο μόνιππο. Έπεπα μά ζεψε τις στάχτες, τις έριξε στο φέρετρο, βίδωσε το καπάκι κω το φόρτωσε κι αυτό στο μόνιππο. Πλύναμε χέρια κω πρόσωπο και, αφού ξανανεβήκαμε στην άμαξα, διασχί σαμε την αμμουδιά και πήραμε τον δρόμο για το Βιαρέτζο, όπου φτάσαμε α κριβώς την ώρα που ο ήλιος βούλιαζε στη Μεσόγειο. Σε ένα παραθαλάσσιο πανδοχείο δειπνήσαμε με ψάρι και ψητό αρνί και αδειάσαμε έξι κανάτες κρασί σε κατάσταση χαρμολύπης. Καθισμένοι στη βεράντα, φλυαρήσαμε μf:
249
Το τpίτο σημειωματάριο
ης ώρες γΙα τους Κέλτες κω τους Δρυίδες, γΙα τη ΒοαδίκεΙα καΙ τον ΒερκΙ γκετόρΙyyα, γΙα το στfλτονΙ κω την παρμεζάνα. ΜΙλήσαμε κα Ι γΙα τους Ρώ σους κω τη νοσηρή παραξενΙά του ρώσΙκου ταμπεραμέντου. ΜΙλήσαμε γΙα τους Πρώσους καΙ γΙα την εφΙαλτΙκή σκληρότητα του πρωσΙκού ταμπερα μέντου. Ήταν μεσάνυχτα όταν ξανανεβήκαμε στην άμαξα καΙ δΙασχίσαμε καλπά ζοντας το παράκτ Ιο δάσος, όπου, στα μεθυσμένα μάτΙα μου, ΟΙ κορμοί που τους χτυπούσαν ΟΙ δεσμίδες φωτός των φαναρΙών μας έμοΙαζαν να χορεύουν σαν κύματα. ΈνΙωθα φοβερά παραζαλΙσμένος, τα μάγουλά μου φλογΙσμένα από τον ή λΙο, το σώμα ταραγμένο από μ Ια φρενΙασμένη εξουθένωση. Σε μΙα στροφή του δρόμου η άμαξα σταμάτησε. Κατεβήκαμε κω κατουρήσαμε μεγαλοπρε πώς στο δάσος που το φώηζαν τα φανάρΙα. Έπειτα κουμπώσαμε τα παντε λόνΙα μας καΙ συνεχίσαμε το ταξίδΙ αμίλητΟΙ, κω στην Πίζα μάς υποδέχτη κε ο Τίτα, όρθΙος μπροστά στην εξώθυρα καΙ φορώντας τη σκούφΙα γΙα τον ύπνο.
4 Απριλίοv ΟΙ φήμες αποδεΙκνύονταΙ ακρ Ιβείς. ΟΙ εξεγερμένΟΙ στραηώτες του Καραϊ σκάκη έχουν κυρΙεύσεΙ το οχυρό στο ΒασΙλάδΙ, στο έμπα του λιμανΙού. Το απόγευμα πήγα έναν περίπατο πέρα από τους κάμπους, προς τους ε λωώνες. ΚάθΙσα στη σκΙά, κω ξαφνΙκά μου συνέβη κάτΙ περίεργο. Ανάμεσα στΙς ρίζες μ Ιας ελΙάς, μέσα στα βρύα, φύτρωνε ένα γαλάζΙ ο aνθάκΙ, με μορφή νεραγκούλας αλλά κάπως πΙο εύθραυστο. Το ξεκόλλησα από τον μίσχο του καΙ το κράτησα στα δάχτυλά μου. Ήταν άοσμο, αλλά το χρώμα μού φάνηκε παράξενα Ο Ι κείο καΙ με ξανάφερε νοερά στο δάσος με τη Γέφυρα του Μπάλ γκονΙ. Υπήρχε καθαρότητα σ' εκείνο το γαλάζΙΟ χρώμα, η καθαρότητα της αυτολησμονΙάς. Κω πρώτη φορά από την πωδΙκή μου ηλΙκία aποξεχάστη κα τελείως. ΑτένΙζα το λουλούδΙ με το θαυμάσΙο καΙ απαλό γαλάζΙο του χρώ μα, κω aποξεχνΙόμουν, μΙα λήθη του εαυτού, που με κατέκλυζε κύμα το κύ μα. Ήταν κύματα όμοΙα με του ΤυρρηνΙκού πελάγους ή του Ελλησπόντου, αλλά ακόμα ΠΙΟ κατευναστΙκά κω εξαγνΙστΙκά καΙ λυτρωτΙκά. ΠαρέμεΙνα
1. Είδος αγγλικού τυριού. (Σ.τ.Μ.)
250
Μπάιρον - Τα χειρόyραφα του Μεσολοyyίου
καθισμένος πάνω από μfα ώρα με το λουλούδι στο χέρι και με την αfσθηση ότι, έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια της σπατάλης, κάτι ένδοξο εfχε τελικά και θριαμβευτικά γυρfσει στη ζωή μου. Να ήταν μονάχα μια ψευδαfσθηση, μια «ποιητική φαντασfωση>> ; Όχι. Εf μαι γέρος. Εfμαι γέρος και κουρασμένος. Δεν ήταν ψευδαfσθηση. Ήταν η Αλήθεια. tκ
Τώρα θυμάμαι. Ήταν ο Χαντ που κράτησε την καρδιά. Τη διατήρησε μέ σα σε μια καράφα, σε μια γωνιά της κρεβατοκάμαρά>, απάντησε. Μερικές μέρες μετά (μπορεf και εβδομάδες), η Μαfρη Σέλλεϋ ήρθε να με βρει και με παρακάλεσε να πεfσω τον Χαντ να της επιστρέψει την καρδιά. Όμως ο Χαντ αγαπούσε την καρδιά του Σέλλεϋ. Την κρατούσε πάνω στο γραφεfο του, και η καρδιά, μέσα στο λουτρό του οινοπνεύματος, κιτρfνισε σι γά σιγά. Μια φορά που μπήκα στο σπουδαστήριό του, ο Χαντ πήρε την Αδω ναϊδα και άρχισε να διαβάζει μεγαλόφωνα, μισομεθυσμένος, τους καταλη κτικούς στfχους του ποιήματος:
«Με το τραyούδι κάλεσα την πνοή την κραταιά και έρχεται · Ε,ανοίyεται του πνεύματός μου η σκούνα απ ' τη στεριά, απ ' τα τρεμάμενα τα πλήθη μακριά, που τα πανιά δεν άνοιξαν ποτέ μες στη φουρτούνα . . .
»
Χάιδεψε απαλά το γυάλινο δοχεfο, βουρκώνοντας. Έπειτα ξαναχαμήλωσε το βλέμμα του στο χαρτf και συνέχισε να διαβάζει ευλαβικά μέχρι το τέλος:
Εσκίστηκαν οι σφαιρωτοί ουρανοί κι η οyκώδης yη! Κάτι, με φόβο, σκοτεινά, αλάρyα μ ' οδηyεί· καθώς, μέσ' απ ' τα τρίσβαθα των Ουρανίων σαν άστρο καίyοντας, του Άδωνη η ψυχή φεyyοβολεί απ ' τις μονές των Αιωνίων» . Έγειρε το κεφάλι του κλαfγοντας με λυγμούς, κι εγώ βγήκα χτυπώντας αηδιασμένος την πόρτα. Εfχα άδικο, υποθέτω. Ο Χαντ αγαπούσε τον Σέλλεϋ και τον έκλαιγε. Αλλά
251
Το τρίτο σημειωματάριο
είχα αηδιάσει από τις φρικτές μορφές που μπορούσε να προσλάβει αυτός ο έ ρωτας. (Αργότερα, ειρήσθω εν παρόδω, έπειτα από επίμονες προσπάθειες να τον πείσουμε, εκείνος έστερξε θλιμμένα να επιστρέψει την καρδιά στη Μαίρη.)
5 Απριλίοv Παρήγγειλα να σταλούν μερικές κανονιοφόροι ενάντια στο οχυρό του Βα σιλαδιού. Όταν τις είδαν, οι άθλιοι αυτοί επαναστάτες τρομοκρατήθηκαν και το έβαλαν αμέσως στα πόδια. Ω Ελλάδα! Ω ευγενική Ελλάς! Τι απέγινε η βραχώδης αίγλη σου; Συμβαίνει καμιά φορά, σε αυτή την απελπιστική απογοήτευση, να δω ξαφ νικά ένα φως. Είναι σαν ένα μοναχικό φαναράκι που λάμπει στη μέση του δάσους. Και ψιθυρίζω μέσα μου: «Αρκεί με όλη αυτή τη "δόξα", αρκεί με ό λα τούτα, "τέχνη " , "ευτυχία", "έρως", "κάλλος" και τα λοιπά» . Έχω ανα ζητήσει αρκετά το κάλλος και την ευτυχία επί της γης. Η αναζήτηση του κάλλους έφερε στο φως ό,τι ψεύτικο υπήρχε μέσα μου, και η αναζήτηση της ευτυχίας ό,τι aξιοκαταφρόνητο. Ένας μισότρελος πατέρας και μια μάνα δρά καινα μου έδωσαν, από την παιδική μου ηλικία κιόλας, την αίσθηση ότι πά νω στη γη ετούτη θα ήμουν πάντα ορφανός και οδοιπόρος. Αναζητούμε τη χαρά στη ζωή του κοπαδιού. Εγώ δεν ήμουν προορισμένος για τη ζωή του κοπαδιού. /Οσοι ψάχνουν για τη χαρά του κοπαδιού στο τέλος μεταμορφώ νονται σε σκουλήκια. Η ύπαρξή τους είναι ασήμαντη, γίνονται γλοιώδεις, πηκτοειδείς. Η ζωή πρέπει να είναι ανεξήγητη, απρόβλεπτη και ανέκφρα στη. Η ζωή, για έναν άντρα, είναι τρομερή και υπέροχη, και όχι γαλήνια και δουλική. Και ακριβώς αυτοί (οι ιερείς, οι κήρυκες, οι επιστήμονες, οι δογμα τικοί) οι οποίοι θα ήθελαν να μας οδηγήσουν όλους σε μια γαλήνια ομοιο μορφία, στο τέλος θα μας καταστρέψουν πάνω στην πυρά μιας τρομερής α νίας. Ας μάθουμε να είμαστε μόνοι, να υποφέρουμε και να είμαστε μοναδικοί, και να βρίσκουμε την έξαρσή μας μέσα στη μοναξιά και τη μυστικότητα. Ν α είναι αυτό που η ζωή μού έμαθε τελικά; Περίεργο μάθημα. Αλλά θα χρησιμεύσει. Τώρα η παλαιά «κλειστοφοβία» με κυρίευσε και πάλι, έτσι όπως στη Γε νεύη, τη Βενετία, τη Ραβέννα. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν διαφορετικό, υ-
252
Μπάιρον - Τα χειρόypαφα του Μεσολοyyίοv
πήρχαν aπαίσιες αποχρώσεις. /Ενιωθα γέρος, τρομακτικά γέρος. Αισθανό μουν αποστεyνωμένος, βλογιοκομμένος, πλαδαρός. Η χαρά είχε αφήσει την καρδιά μου και η ζωτΙκότη τα το κορμί μου, μια παγερή ανησυχία πλανιόταν στον αέρα. Από το Λονδίνο έρχονταν aποκαρδιωτικές ειδήσεις: οι κρπικοί ή ταν ψυχροί, αν όχι υβριστΙκοί, οι πωλήσεις των βιβλίων μου παρουσίαζαν καταστροφική πτώση. Δεν υπήρχαν πλέον ενθουσιώδεις επΙστολές από γκουβερνάντες στο Σόμερσετ, κω οι επΙστολές των τραπεζπών μου ήταν ό λο κω πιο πολύ άγγελοι κακών. Οι επΙστολές του Μάρρεϋ έγιναν παράξενα απρόσωπες κω της Αουyκούστας επώδυνα aπόμακρες. Οι Γκάμπα είχαν προκηρυχθεί από τη Ραβέννα για τα «επαναστατικά τους φρονήματα», κω η φήμη είχε απλωθεί στην Πίζα, όπου παρομοίως έγιναν πρόσωπα ανεπιθύ μητα. Μια μέρα η Τερέζα μουρμούρΙσε: «Καλέ μου Μπάφον, κάτΙ δεν πάει καλά. Το κλίμα της Πίζας δεν μου ταφιάζει. Τι θα έλεγες να μετακομίζαμε στην Τζένοβα;» Κι έτσι συνέβη τελικά το αναπόφευκτο. Αναγκάστηκα να αφήσω την Πί ζα. /Ο λα μου τα υπάρχοντα, τα βιβλία και τα ζώα, τα λυσσασμένα σκυλιά κω οι πίθηκΟΙ που ούρλιαζαν, τα χαλιά τα λεκιασμένα με ούρα και οι σωροί από σκονισμένες παλιατσαρίες, όλα στοιβάχτηκαν σε μια μεγάλη φελούκα που νοίκιασα στο Λιβόρνο. Εγώ κω η Τερέζα (και τρεις χήνες κλεισμένες σε ένα κλουβί μπαμπού) ανεβήκαμε στην παλιά άμαξα που έτριζε κω ξεκινήσαμε θλιβερά το ταξίδι. Στο Λέρπσι συνάντησα τον Τρελώνυ και πήγαμε περίπατο στην παραλία. Γδυθήκαμε κάτω από ένα πεύκο κω βουτήξαμε στη θάλασσα. /Η ταν ημέρα ζεστή κω λαμπερή, τα κύματα πάφλαζαν νωχελικά, ο Μπολιβάp ήταν αγκυ ροβολημένος τρία μίλια στ ' ανοιχτά, πέρα από το Λέρπσι, και σε έναν όρμο εκεί κοντά δύο ψαράδες κοιμούνταν μέσα στη βάρκα τους. Ριχτήκαμε στη χρυσαφένια άμμο και ο Τρελώνυ μού έριξε μια ερωτηματική ματΙά. «Γιατί με κΟΙτάζεις τόσο παράξενα; » «Προσπαθώ να διαβάσω τις σκέψεις σου». «Τις σκέψεις μου! Μακάρι να είχα σκέψεις». «Καλά, τα συναισθήματά σου, τότε», μουρμούρισε. Χάιδεψε τους όρχεις του με ύφος ύπουλο και στοχαστΙκό και με κοίταξε ή ρεμα με τα μαύρα πεφατικά του μάτια. /Ενιωθα να με έλκει ο Τρελώνυ, αν κω κρυφά τον περιφρονούσα. Υπήρχε μια ένταση ανάμεσα μας, κάτι σαν σκοτεινή ζωώδης αντΙπαλότητα. Φθονούσα το κορμί του, κορμί πυγμάχου, τους στενούς γλουτούς, τΙς γεροδεμένες κνήμες. Εκείνος ένιωθε τον φθόνο
Το τρίτο σημε ιωματάριο
253
μου, καΙ η συντροφική του στάση είχε ένα ίχνος φιλαρέσκειας. Υποψιάστη κα μάλιστα ότι ήλπιζε σε μια σεξουαλική προσέγγιση, που θα του εξασφάλι ζε τη διπλή ηδονή ενός ηθικού θριάμβου και μιας ζωώδους υπεροχής. Ή ταν ξαπλωμένος ανάσκελα με τα πόδια ορθάνοιχτα. Η αλισάχνη είχε α φήσει λευκές λωρίδες στην κοιλιά του. Τον κοπούσα κλεφτά - το πλατύ τριχωτό στήθος, το πέος με τις φουσκωμένες φλέβες, το όσχεο συρρικνωμέ νο από το θαλασσόνερο. Υπήρχε, το ομολογώ, μια σεξουαλική περιέργεια σ' εκείνες τις λοξές ματιές μου, αλλά ΚαΙ ένα ρίγος σχεδόν νοσηρού aποτρο πιασμού. ΚαταλάβαΙνα ότι με κοιτούσε κι αυτός μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά του και ότι ένιωσε, είμαΙ σίγουρος γι' αυτό, τη διφορούμενη φύση της στάσης μου: μιαν aρσενική απέχθεια ανάμεικτη με μια γυναΙκεία έλξη. Μιλήσαμε για την Ελλάδα. Άφησε να πλανι1θεί το βλέμμα του στον όρμο. «Όλο μιλάς για την Ελλάδα» , είπε. «Τόσα πολλά σημαίνει για σένα η ελευ θερία της; » «Πρέπει κανείς να νοιάζεται για κάτι . Εγώ λατρεύω την Ελλάδα και λα χταρώ την ελευθερία της» . «Το ζήτημα είναι ασφαλώς προσωπικό, Μπάιρον, και όχι πολιτικό. Εσύ λα χταράς τη δική σου ελευθερία, και η χειραφέτηση της Ελλάδας αποτελεί το σύμβολό της» . «ΥπαινίσσεσαΙ, αγαπητέ Τρελώνυ, πως είναι μόνο μια μορφή ματαιοδο ξίας; » «Δεν την αποκαλώ ματαιοδοξία. Λέω πως είναι μια ανάγκη εσωτερική μάλ λον παρά εξωτερική». . «Γιατί κάποτε σε σεβόμουν βαθιά. . . >> Σηκώθηκα όρθιος, τεμπέλικα. «'Ελα, Τρελώνυ. Έχω να σου κάνω μια πρό ταση. Καυχιέσαι πως είσαι κολυμβητής. Ε λοιπόν, σε προκαλώ σε αγώνα>>. Ο Τρελώνυ χαμογέλασε με επιείκεια. «Είσαι σίγουρος ότι έχεις διάθεση γι ' αυτό;>>
254
Μπάιρον - Τα χειpόyραφα του Mεaoλoyyίov
«Ας παραβγούμε μέχρι τον Μπολιβάρ, αν νομίζεις ότι θα τα καταφέρεις». «Ωραία. Και μετά;» «Θα γευματίσουμε στο κατάστρωμα κι έπειτα θα κολυμπήσουμε πίσω» . Ο Τρελώνυ σήκωσε τους ώμους. > Ο Τρελώνυ έβαλε τα γέλια. Με τα μαύρα του μαλλιά να στάζουν, έμοιαζε με μια κορδωτή και κακόβουλη θαλασσινή θεότητα. Ανέφερε μια φράση του Ιάγου: «Να πνιγείς; Να πνιγούν γατιά και στραβά κουτάβια! » !
1 . Από τον