ΤΖΟΥΝΙΤΣΙΡΟ ΤΑΝΙΖΑΚΙ
ΣΒΆΣΤΙΚΑ ΜυΟιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΡΙΣΊΙΝΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤ ΑΝΙΩΤΗ ΑΘΗΝΑ
1993
τΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤ...
40 downloads
388 Views
11MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΤΖΟΥΝΙΤΣΙΡΟ ΤΑΝΙΖΑΚΙ
ΣΒΆΣΤΙΚΑ ΜυΟιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΡΙΣΊΙΝΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤ ΑΝΙΩΤΗ ΑΘΗΝΑ
1993
τΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ:
Junichiro Tanizaki, Manji
© Copyήght για την ελληνική γλώσσα Θανάσης Καστανιώτης Αt)ήνα
1993
Εκδόσεις Θ. Καστανιώτη Ζωοδόχου Πηγής ~
3, 106 78 360.32.34- 360.13.31
ISBN 960-03-1072-6
Αt)ήνα
ι
Κ
ΥΡΙΕ, ΣΚΟΠΕΥΑ ΣΗΜΕΡΑ ΝΑ ΣΑΣ ΔΙΗΓΗΘΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ
όμως μήπως σας aποσπώ από τη δουλειά σας; Ακόμα κι αν δεν έμπαινα σε πολλές λεπτομέρειες, ttα μας έ
παιρνε αρκετό χρόνο ... Αν μπορούσα να γράψω με κάπως μεγαλύτερη άνεση, δα είχα κρατήσει σημειώσεις απ' την αρχή
για όλα όσα μας απασχολούν τώρα και ίσως, υποβάλλοντάς τα στην κρίση σας, ttα τα είχα παρουσιάσει με μυttιστορημα
τική μορφή. Για να λέμε την αλήttεια, τις τελευταίες μέρες βάλt}ηκα να γράφω, σχεδόν στην τύχη, αλλά πρόκειται για μια ιστορία τόσο μπερδεμένη, που δεν ξέρω από πού ν' αρχί
σω. Είπα, λοιπόν, στον εαυτό μου πως το καλύτερο t}α ήταν να μιλήσω μαζί σας κι έτσι ήρt}α να σας ενοχλήσω. Εξαιτίας μου τώρα χάνετε τον πολύτιμο χρόνο σας
-
στ' αλήδεια δεν
είναι πρόβλημα; Είστε πάντα τόσο ευγενικός απέναντί μου, κύριε, που καταλήγω σε κάttε ευκαιρία να εκμεταλλεύομαι την καλοσύνη σας και να σας βάζω σε κόπο· δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω. Θα έπρεπε ίσως ν' αρχίσω τη διήγησή μου απ' τον άνδρα
εξαιτίας του οποίου σας έχω τόσο ενοχλήσει αλλά -όπως ήδη σας είπα- μετά απ' τις σχετικές συμβουλές που μου
δώσατε, σκέφτηκα πολύ κι αποφάσισα να διακόψω τη σχέση μου μαζί του.
Εκείνη την εποχή -χρειάζεται άραγε να μιλήσω για τη λύ πη που αισttανόμουν;- όλα γίνονταν αφορμή για να τον ttυ
μηttώ κι ακόμα κι όταν έμενα σπίτι, γινόμουν -για να το πω έτσι- υστερική, αλλά μετά, σιγά σιγά, συνειδητοποίησα πως ήταν ένα πρόσωπο ανάξιο λόγου ... Μέχρι τότε, είχα κέφι και δεν έχανα ευκαιρία να βγω, να πάω σε μια συναυλία ή κάπου αλλού, όμως από τη στιγμή που με δεχτήκατε, κύριε, άλλαξα
7
τελείως και περνούσα τις μέρες μου μένοντας μέσα, ζωγρα
φίζοντας ή κάνοντας εξάσκηση στο πιάνο, κάτι που ο σύζυ γός μου σχολίαζε λέγοντας: «Εδώ και λίγο καιρό έχεις γίνει πιο δηλυκή». Και χαιρόταν για τη συμπάδεια που μου δεί χνατε. Βέβαια, δεν του είχα πει τίποτα για τον άλλο παρά τις προτροπές σας, κύριε: «Δεν πρέπει κανείς να κρύβει τα λάδη του παρελδόντος απ' το σύντροφό του. Θα δείτε, δα σας εί ναι εύκολο να ομολογήσετε, κυρίως αν η σχέση σας ήταν κα 'δαρά πλατωνική. Πάρτε, λοιπόν, την απόφαση και εκμυστη ρευτείτε του τα πάντα». Και μετά ... 'Ισως να κατάλαβε τα πάντα από ένστικτο. Πά ντως, καδώς δεν τολμούσα να μιλήσω ανοιχτά, φύλαξα το
μυστικό μου και σκέφτηκα πως 'δα ήταν αρκετό να μην ξα νακυλήσω στην προηγούμενη κατάσταση. Ο σύζυγός μου, μέ σα στην άγνοιά του για ό,τι συζητούσα μαζί σας, είχε πεισδεί
πως η συντροφιά σας μου έκανε καλό και ήταν πολύ ικανο ποιημένος για τις καινούριες μου δια'δέσεις. Έτσι είχαν τα πράγματα και κλείστηκα σπίτι μου για και ρό· μ' αυτά τα δεδομένα, ο άνδρας μου έκρινε πως δα μπορούσε να μου έχει εμπιστοσύνη· μου ανακοίνωσε πως κι αυ τός δε δα τε·μπέλιαζε πια κι αφού νοίκιασε ένα γραφείο σ' ένα μοντέρνο κτήριο στο Ιμάμπασι, στην Οσάκα, ξανάρχισε να ασκεί τη δικηγορία. Πρέπει να ήταν πέρσι το Φεβρουάριο ...
ναι, έτσι είναι. Είχε σπουδάσει γερμανικό Δίκαιο και μπορού σε να δικηγορεί άνετα. Στην αρχή μού φαίνεται πως ήδελε να
διδάξει· τουλάχιστον τη στιγμή που αρχίζει η ιστορία μου παρακολου'δούσε ανελλιπώς ένα πανεπιστημιακό σεμινάριο.
Δεν είχε κανέναν ιδιαίτερο λόγο να γίνει δικηγόρος. 'Ισως πί στευε πως δεν μπορούσε πια να εξαρτάται απ' την οικογέ
νειά μου διατηρώντας ταυτόχρονα την αξιοπρέπειά του και χωρίς να προκαλεί την περιφρόνησή μου. Κατά τη διάρκεια
των σπουδών του, δεωρείτο γενικά πολύ προικισμένος νέος κι είχε όντως διακριδεί στις εξετάσεις οι δικοί μου έλεγαν πως μ'
έναν τέτοιο άνδρα ... Έτσι, παντρευτήκαμε κι αρχίσαμε να ζού με μαζί, αλλά ήταν περισσότερο σαν να τον είχε υιοδετήσει η οικογένειά μου. Οι γονείς μου τον εμπιστεύονταν απόλυτα
8
και μας παραχώρησαν μέρος της περιουσίας τους. Του έ/..ε
γαν: «Δεν υπάρχει λλγος να βιάζεσαι. Αφοσιώσου απερίσπα στα στις σπουδές σου και προετοιμάσου για να γίνεις κα-θη γητής. Ή, αν το προτιμάς, πήγαινε στην Ευρώπη για δυο τρία χρόνια με τη γυναίκα σου».
Ο άνδρας μου, ενδουσιασμένος, φαινόταν να συμφωνεί μ' αυτά τα, λόγια· όμως, μπροστά στις ιδιοτροπίες μου και υπο 'δέτοντας πως η τυραννική συμπεριφορά μου υποδαυλιζόταν
απ' την προστασία των γονιών μου, άρχισε τελικά να δυσα νασχετεί. Δοσμένος ολοκληρωτικά στην έρευνα, φερόταν α
πότομα και δεν εγκατέλειπε ποτέ τη σκληρή πειδαρχία που του επέβαλλαν οι σπουδές του· δεν κατάφερνε ποτέ να γίνε ται αγαπητός και δεν ήταν κα-δόλου κοινωνικός επιπλέον, δεν είχε καμιά επαγγελματική επιτυχία. Κάδε μέρα πήγαινε στο γραφείο του την ίδια πάντα ώρα κι εγώ έμενα σπίτι, ά πρακτη, απ' το πρωί ως το βράδυ· έτσι, ήταν φυσικό να ξα ναγυρίσουν στη μνήμη μου τα γεγονότα που είχα ξεχάσει.
Παλιά χρησιμοποιούσα τον ελεύ'δερο χρόνο μου για να γρά φω ποιήματα, αλλά, καδώς κι αυτά ακόμα ήταν διαποτισμένα απ' τη λύπη μου, τα παράτησα. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως, αφού δεν έκανα πια τίποτα χρήσιμο, έπρεπε κάπως ν' αντιδράσω.
Αναρωτή{)ηκα με ποιον τρόπο δα μπΌρούσα να διασκεδάσω. Υπάρχει -ίσως το ξέρετε, κύριε- μια σχολή καλών τε χνών για νέες κοπέλες στο Τενότζι· είναι ένα ιδιωτικό εκπαι δευτικό ίδρυμα χωρίς μεγάλες αξιώσεις, αλλά δίνει τη δυνατό
τητα να παρακολου{}ήσει κανείς πολλά διαφορετικά τμήμα
τα: ζωγραφικής, μουσικής, ραπτικής, κεντήματος κτλ. Δεν υπάρχει καμιά τυπική διαδικασία εγγραφής και ο οποιοσδή ποτε, ανεξαρτήτως ηλικίας, μπορεί να εισαχ'δεί ελεύ'δερα. Αν και δεν έχω ιδιαίτερο ταλέντο, είχα ήδη παρακολου{}ήσει μα -δήματα νιχόνγκα* παλιά κι αφού μου άρεσε ως απασχόληση για τον ελεύ'δερο χρόνο μου, αποφάσισα να φεύγω κάδε πρωί την ίδια ώρα με τον άνδρα μου για να πηγαίνω εκεί. Προσέξτε,
*
Ζωγραφική γιαπωνέζικης τεχνοτροπίας, εν αντι{}έσει με τη ζωγραφική δυτι
κής τεχνοτροπίας (Σ.τ.Μ.).
9
λέω κάδε μέρα, όμως, δεδομένου του τύπου της σχολής, μπο
ρούσα όποτε το επιftυμούσα να aπουσιάζω. Ο άνδρας μου δεν ήταν άνftρωπος που ftα ενδιαφερόταν ποτέ για τη ζωγραφική ή τη λογοτεχνία, όμως δεν είχε αντίρ
ρηση να παρακολουftώ αυτά τα μα{)ήματα.
-
Είναι καλή ιδέα, μου είπε. Και μάλιστα με ενftάρρυνε:
Πάρ' το στα σοβαρά.
Έφευγα απ' το σπίτι στις εννιά ή δέκα το πρωί, ανάλογα με τις περιστάσεις ανεξάρτητα απ' την ώρα, ο άνδρας μου, κα {)ώς δεν είχε σπουδαία πράγματα να κάνει στο γραφείο του,
με περίμενε· πηγαίναμε με το τρένο μέχρι την Ουμέντα, μετά παίρναμε μαζί ένα ταξί ως τη γωνία του Ιμάμπασι, στη λεω
φόρο απ' όπου περνούσε το τραμ για το Σακάι, όπου εκείνος κατέβαινε, ενώ εγώ συνέχιζα για το Τενότζι. Φαινόταν ενftου σιασμένος μ' αυτή την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα.
-
Νομίζω πως είμαι πάλι φοιτητής, έλεγε.
Κι εγώ απαντούσα:
-
Είναι περίεργο -δεν είναι;- να μετακινούνται οι φοι
τητές δυο δυο και με ταξί! Αυτό τον έκανε να γελά με την καρδιά του. Στην επιστρο
φή μού ζητούσε να του τηλεφωνήσω, για να περάσω να τον πάρω απ' το γραφείο ή για να δώσουμε ραντεβού στη Ν ά μπα ή στο Χανσίν για να πάμε μαζί στο σινεμά. Έτσι, δεν υ πήρχε κανένα πρόβλημα μεταξύ μας, αλλά στα μέσα περίπου του Απρίλη τσακώ{)ηκα με το διευftυντή της σχολής για μια
ανοησία. Δηλαδή ... Είναι στ' αλήfiεια μια παράξενη ιστορία ... Σ' αυτή τη σχολή χρησιμοποιούνται μοντέλα που παίρνουν διάφορες πόζες, ντυμένα με τα ανάλογα ρούχα -στο νιχόν γκα δε ζωγραφίζουν ποτέ γυμνό- όμως υπάρχει μια τάξη
νατουραλιστικού σχεδίου. Έτσι, το μοντέλο που πόζαρε ε κείνη τη στιγμή ήταν η δεσποινίς Υ., μια δεκαεννιάχρονη κο
πέλα της οποίας η ομορφιά ήταν ξακουστή στην Οσάκα· πό ζαρε σαν τη ftεά Κάνον της ιτιάς και, καfiώς από πολύ κοντά διαγραφόταν καfiαρά το κορμί της, μας επέτρεπε να δουλέ ψουμε πάνω στο γυμνό. Ενώ, λοιπόν, σχεδίαζα μαζί με άλ λους σπουδαστές, ο κύριος διευftυντής μπήκε στην τάξη. 10
-Κυρία Κακιούτσι, μου είπε, ο πίνακάς σας δε μοιάζει ι
διαίτερα με το μοντέλο. Μήπως χρησιμο:τtοιήσατε κάποιο άλ λο;
Κι άρχισε να γελάει -πώς να το πω;- σαν να υπήρχε στα λόγια του κάποιο υπονοούμενο. Στο γέλιο του προστέ{)ηκαν τα χαχανητά των σπουδαστριών. Σαστισμένη, κοκκίνισα α συναίσθητα, χωρίς στην πραγματικότητα να καταλαβαίνω το λόγο της αμηχανίας μου. Μόνο τώρα λέω στον εαυτό μου πως όφειλα να κοκκινίσω, αλλά και πάλι χωρίς μεγάλη βε
βαιότητα. Όταν ισχυρίστηκε πως υπήρχε κάποιο άλλο μο ντέλο, συνειδητοποίησα ξαφνικά κάτι: αν και δε {)α μπορού σα να το καftορίσω με ακρίβεια, είχα πράγματι στο μυαλό μου τη συγκεχυμένη εικόνα ενός άλλου μοντέλου, όχι της
δεσποινίδας Υ. Κι ενώ είχα εκείνη μπροστά στα μάτια μου, ήταν σαν να έβλεπα ένα άλλο άτομο να παίρνει τη ftέση της. Το πινέλο μου ζωγράφιζε από μόνο του, ανεξάρτητα από τη
δική μου {)έληση. Ίσως έχετε ήδη καταλάβει, κύριε, ποιο ή ταν το πρόσωπο που είχα χρησιμοποιήσει ασυναίσ{)ητα για μοντέλο -εντούτοις, {)α πω τ' όνομά του, γιατί δημοσιεύτηκε
σ' όλες τις εq)ημερίδες: λεγόταν Μιτσούκο Τοκουμίτσου. Σημείωση του συγγραφέα: Παρά την ασυνήiJιστη εμπεψία της, η χήρα Κακιού τσι δεν έδειχνε καiJόλου καταπονημένη και το ντύσιμό της, όπως και η συμπερι
φορά της, δεν είχαν χάσει τίποτε από τη συνηiJισμένη λάμψη κι επιδεικτικότητά τους iJα έλεγε κανείς πως ήταν μια καλοβαλμένη νέα γυναίκα, και όχι μια χήρα. Είχα μπροστά μου μια νιόπαντρη, γνήσια εκπρόσωπο του στυλ Κανσάι. Παρόλο
που δεν ήταν καλλονή, το πρόσωπό της φωτίστηκε από μια μυστηριώδη λάμψη όταν ανέφερε το όνομα της Μιτσούκο Τοκουμίτσου.
Εκείνη την εποχή δεν είχα γίνει ακόμα φίλη με τη Μιτσού κο. Εκείνη παρακολουftούσε τα μα{)ήματα δυτικής ζωγραφι
κής σε άλλη τάξη κι έτσι δε μας είχε δσδεί η ευκαιρία να μιλήσουμε. Νομίζω πως τότε δε με γνώριζε ούτε εξ όψεως κι ακόμα κι αν είχαμε συναντη{)εί τυχαία, δεν πρέπει να με είχε προσέξει. Φαίνεται πως ούτε κι εγώ της είχα δώσει ιδιαίτερη
σημασία, παρόλο που πρέπει να ήταν αρκετά συμπα{)ητική. 11
Καδώς ούτε καν απευfiύναμε η μια το λόγο στην άλλη, αγνο
ούσα τα πάντα για το χαρακτήρα και τα γούστα της
-
ας
πούμε πως είχα μάλλον μια γενική εντύπωση γι' αυτήν. Εν
τούτοις, η απόδειξη πως στην πραγματικότητα την είχα προ σέξει αρκετά νωρίς είναι ότι γνώριζα το όνομα και τη διεύ δυνσή της χωρίς να χρειαστεί να ρωτήσω κανέναν: ήταν η κόρη ενός χονδρέμπορου σεντονιών, που είχε κατάστημα στη Σέμπα κι έμενε κοντά στην Ασιγιαγκάουα, στο Χάνκιου.
Συλλογίστηκα πολύ την παρατήρηση του διευδυντή· στην πραγματικότητα το σχέδιο έμοιαζε στη Μιτσούκο, χωρίς να έχω ηδελημένα επιδιώξει αυτή την ομοιότητα. Μα, ακόμα κι αν το είχα επιδιώξει, η χρησιμοποίηση της δεσποινίδας Υ. ως μοντέλου σίγουρα δεν είχε σκοπό την πιστή αντιγραφή και του προσώπου της απ' τους σπουδαστές, έτσι δεν είναι; Δε
χρησίμευε ως μοντέλο για την Κάνον, για να μελετήσουμε τις πτυχώσεις του φορέματός της και μετά να αποδώσουμε ελεύ
δερα τη μορφή της δεάς; Βέβαια, η δεσποινίς Υ. ήταν ένα απ' τα ωραιότερα μοντέλα, όμως, καδώς η Μιτσούκο ήταν ακόμα ωραιότερη, δεν έβλεπα πού ήταν το πρόβλημα, εφόσον το πρόσωπό της ταίριαζε στην ατμόσφαιρα που έπρεπε ν' α
ποπνέει ο πίνακας. Αυτά έλεγα στον εαυτό μου.
12
2
Ε
ΝΤΟΥΤΟΙΣ, ΔΥΟ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
μπήκε πάλι στην τάξη τη στιγμή που πόζαρε το μοντέ λο, σταμάτησε μπροστά στον πίνακά μου και χαμογέ
λασε κορο"ίδευτικά:
-
Κυρία Κακιούτσι, μου είπε, κυρία Κακιούτσι, ο πίνακάς
σας είναι κάπως παράξενος. Μοιάζει όλο και λιγότερο με το μοντέλο. Ποιον εικονίζει λοιπόν; Με κάρφωσε μ' ένα περιπαικτικό βλέμμα.
-
Γιατί το λέτε, βρίσκετε πως δεν είναι πιστός στο μοντέ
λο; απάντησα με ηfiελημένη αγανάκτηση. Στο κάτω κάτω αυτός δεν ήταν ο καθηγητής του σχεδίου, δεν είναι έτσι; Ο καfiηγητής του νιχόνγκα λεγόταν Σούνκο Τσουτσουί και περνούσε αραιά και πού για να μας πει:
-
Εδώ, κάτι δεν πάει καλά.
Ή ακόμα: -Αυτό είναι καλύτερα να γίνει έτσι. Κι οι σπουδάστριες, κοιτώντας το μοντέλο, ζωγράφιζαν ε λεύfiερα. Ο διευfiυντής, νομίζω, δίδασκε αγγλικά σε προαιρε τικά τμήματα· δεν είχε ούτε δίπλωμα ούτε σοβαρή εκπαί δευση· δεν ξέραμε καν ποια σχολή είχε τελειώσει. Θα το μά fiαινα αργότερα: ήταν διοικητικό στέλεχος της σχολής κι όχι εκπαιδευτικός. Μ' αυτά τα δεδομένα, δεν ήξερε τίποτε από
ζωγραφική και δεν είχε κανένα λόγο να χώνει τη μύτη του σ' αυτήν. Κάfiε καfiηγητής ήταν υπεύfiυνος για την ειδικότητά του κι ο διευfiυντής έμπαινε σπάνια στις τάξεις μόνο εξαιτίας του πίνακά μου μας επισκεπτόταν τόσο συχνά. -Ώστε βρίσκετε στ' αλή'δεια πως ο πίνακάς σας μοιάζει με το μοντέλο; με ξαναρώτησε ειρωνικά. Του απάντησα, λοιπόν, με ύφος προσποιητά αfiώο:
13
-
Δεν έχω πολύ ταλέντο, προσπάδησα, όμως, να είμαι όσο
το δυνατόν πιο ακριβής.
-Όχι, διαμαρτυρή{)ηκε, δε σας λείπει το ταλέντο· αντί-δε τα, έχετε ικανότητες. Όμως νομίζω πως χρησιμοποιήσατε άλ λο μοντέλο για το πρόσωπο.
-
Για το πρόσωπο; επανέλαβα. Μα για το πρόσωπο ε
μπνεύστηκα από κάποιο δικό μου πρότυπο.
-
Θα μπορούσα να μά-δω ποιο είναι αυτό το πρότυπο; ε
πέμεινε.
-
Κα-δώς πρόκειται για κάτι φανταστικό, δε σχεδίασα κά
ποιο υπαρκτό πρόσωπο. Απλώς προσπά{)ησα να του δώσω μια έκφραση που να ταιριάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με της -δεάς Κάνον. Υπάρχει κανένα πρόβλημα; Πρέπει, λοι
πόν, η ομοιότητα με το μοντέλο να φτάνει μέχρι το πρόσω πο;
-Έχετε πολύ γερά επιχειρήματα. Αν είστε ικανή να ζω γραφίσετε κάτι ιδεατό, δε βλέπω γιατί χρειάζεται να παρα κολου-δείτε μα-δήματα ζωγραφικής σ' αυτή τη σχολή. Παρα
κολου-δείτε αυτά τα μα-δήματα νατουραλιστικού σχεδίου ε πειδή ακριβώς δεν μπορείτε να εμπνευστείτε από ένα πρό τυπο, έτσι δεν είναι; Αν επι-δυμείτε να ζωγραφίζετε ακολου -δώντας τη φαντασία σας, δε χρειάζεται να χρησιμοποιείτε έ
να μοντέλο. Κι ακόμα περισσότερο, αν η -δεά Κάνον που φτιάξατε μοιάζει μ' ένα άλλο μοντέλο, το πρότυπό σας δε μου φαίνεται πολύ σοβαρό.
-
Δεν έχετε κα-δόλου δίκιο! διαμαρτυρή-δηκα. Ακόμα κι αν
το πρόσωπο μοιάζει με κάποιου συγκεκριμένου ατόμου, δε βλέπω ποιο αισ-δητικό λά-δος -δα μπορούσε να μου καταλογί σει κανείς, εφόσον ταιριάζει με της -δεάς Κάνον.
-
Αυτό ακριβώς είναι το λά-δος, επέμεινε. Δεν έχετε ωριμά
σει ακόμα ως καλλιτέχνης ακόμα κι αν νομίζετε πως αυτό το πρόσωπο είναι αντιπροσωπευτικό, πρέπει να βεβαιω-δείτε πως αυτή είναι η γενική αντίληψη· αυτό είναι όλο το πρό βλημα. Σ' αυτό το σημείο βρίσκεται όλη η παρεξήγηση.
-
Η παρεξήγηση; Ποια παρεξήγηση; Μιλάτε συνέχεια για
ομοιότητα! Μιλήστε λοιπόν καδαρά! Σε ποιον μοιάζει αυτό το πορτρέτο; aπαίτησα να μου εξηγήσει. Και τότε ο διευ&υντής, έχοντάς τα χαμένα, μου απάντησε:
-
Στ' αλή'δεια είστε πολύ ισχυρογνώμων!
Και σταμάτησε να μιλάει. Τον είχα aποστομώσει· αισδα νόμουν πφς είχα πετύχει μια σημαντική νίκη και πραγματι κά πανηγύριζα. Κα'δώς όλη η τάξη είχε παρακολου'δήσει τη φιλονικία μας, το σκάνδαλο δε 'δα αργούσε να ξεσπάσει. Έ λεγαν πως είχα κάνει ερωτικές προτάσεις στη Μιτσούκο και
πως διατηρούσαμε μια ύποπτη σχέση. Εντούτοις, όπως ήδη είπα, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τίποτε ανάμεσά μας, ούτε καν μιλούσαμε· όλα αυτά ήταν ένα τερατώδες ψέμα. Αν κι ήξερα καλά πως με κακολογούσαν, ποτέ δε φανταζόμουν
ότι τα πράγματα 'δα έφταναν σε τέτοιο σημείο. Κα'δώς δε μ' ενδιέφερε ιδιαίτερα, δεν έδινα μεγάλη σημασία και σκεφτό μουν ότι οι άν'δρωποι συνη'δίζουν να διαδίδουν διάφορες φήμες. Πώς τολμούσαν να αφήνουν τέτοια υπονοούμενα για τη σχέση μας, τη στιγμή που ούτε καν γνωριζόμασταν, πώς
εξύφαιναν τόσα ψέματα και διέδιδαν τέτοιες aνοησίες; Όλα αυτά ήταν τόσο παράλογα, που δεν μπορούσα ούτε να &υ μώσω. Στο κάτω κάτω όλα αυτά δε μ' ενδιέφεραν, όμως σκεφτόμουν τη Μιτσούκο κι αναρωτιόμουν ποια 'δα ήταν η αντίδρασή της χωρίς αμφιβολία 'δα είχε ενοχλη'δεί. Όταν 'δα διασταυρωνόμασταν τυχαία, δε 'δα μπορούσα ν' aντέξω το
βλέμμα της όπως παλιά. Κι ούτε τολμούσα να πάρω την πρωτοβουλία και να της ζητήσω συγγνώμη. Αυτό 'δα φαινό ταν ακόμα πιο παράξενο. Θα την έφερνα σε δύσκολη 'δέση
κι έτσι δεν το έκανα. Όταν περνούσα από δίπλα της, προ σπα'δούσα να γίνω όσο πιο μικρή μπορούσα, χαμήλωνα το κεφάλι σαν να την aπέφευγα· όλα αυτά τα έκανα με την πρό'δεση να δείξω τη συντριβή μου. Όμως ταυτόχρονα είχα μεγάλη περιέργεια να μά'δω αν ήταν &υμωμένη και να δω την έκφραση του προσώπου της· έτσι, προσπα'δούσα, χωρίς να με πάρει είδηση, να συναντήσω το βλέμμα της. Δε φαινό
ταν διαφορετική και δεν έδειχνε κακοπροαίρετη απέναντί μου. Ν α, έχω φέρει μια φωτογραφία της ρίξτε της μια μςχτιά.
Φωτογραφη{)ήκαμε τότε που πήραμε τα ίδια κιμονό. Είναι
αυτή που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες. Όπως βλέπετε, ε γώ είμαι ασήμαντη, ενώ η δεσποινίς Μιτσούκο ήταν ξεχωρι
στά όμορφη, ακόμα κι αν τη συγκρίναμε με τα κορίτσια της Σέμπα.
Σημείωση του συγγραφέα: Στη φωτογραφία βλέπει κανείς ότι τα δύο όμοια κιμονό είχαν πολύ χτυπητά χρώματα, ακριβώς όπως συνηδιζόταν στην Οσάκα. Η χήρα Κακιούτσι είχε μαζέψει τα μαλλιά της ψηλά, η Μιτσούκο είχε φτιάξει έναν κότσο. Έμοιαζε με τυπική αστή της Οσάκα και τα μάτια της είχαν μια
λάμψη γεμάτη πάδος. Με μια λέξη, είχε φλογερό και σαγηνευτικό βλέμμα, άξιο μιας πραγματικής γόησσας. Ήταν αναμφισβήτητα μια σπάνια καλλονή· κι η χή ρα Κακιούτσι, που δεωρούσε τον εαυτό της ασήμαντο, δεν υπερέβαλλε από με τριοφροσύνη. Όμως, παρ' όλα αυτά, η χρησιμοποίηση ~υτού του προσώπου ως πρότυπου για τη δεά Κάνον προκαλούσε κάποιες αμφιβολίες.
Τι σκέφτεστε εσείς γι' αυτό το πρόσωπο, κύριε; Δε βρίσκε τε πως το παραδοσιακό γιαπωνέζικο χτένισμα της ταιριάζει καταπληκτικά; Η μητέρα της το λάτρευε και τη χτένιζε έτσι ακόμα και για να πάει στο σχολείο
-
δεδομένου του τύπου
του σχολείου, Όι μαfiητές δε φορούσαν στολή και μπορούσαν να πηγαίνουν με το παραδοσιακό γιαπωνέζικο χτένισμα και ντυμένοι μ' ένα απλό κιμονό, χωρίς χακάμα*· κι εγώ η ίδια δεν
είχα βάλει ποτέ το χακάμα. Η Μιτσούκο φορούσε μερικές φορές δυτικά ρούχα, όμως όταν διάλεγε ένα γιαπωνέζικο ρού χο, φορούσε και το χακάμα. Στη φωτογραφία, το χτένισμα την κάνει να φαίνεται τρία περίπου χρόνια μικρότερη από μένα -στην πραγματικότητα, ήταν είκοσι τριών χρόνων, ένα
χρόνο μικρότερή μου- αν ζούσε ακόμα, ftα ήταν είκοσι τεσ σάρων ετών. Ήταν μερικά εκατοστά ψηλότερη από μένα, κι άλλωστε, οι όμορφες γυναίκες, ακόμα κι αν δεν έχουν την πρόftεση να καυχώνται για την εμφάνισή τους, συμπεριφέ ρονται με τρόπο που αποκαλύπτει τη σιγουριά που αισftά
νονται για τον εαυτό τους
*
Φαρδύ παντελόνι (Σ.τ.Μ.).
-
εκτός κι αν είναι μια απλή εντύ-
πωση κάποιου που πτοείται εύκολα, όπως εγώ. Ακόμα κι ό
ταν γίναμε φίλες, πάντα είχα την εντύπωση πως ήμουν η μι κρή της αδελφή, αν και, λόγω ηλικίας, ftα έπρεπε να ftεωρώ
τον εαυτό μου σαν τη μεγάλη της αδελφή. Εκείνη την εποχή -πρέπει ν' ανατρέξω στην περίοδο που δεν είχαμε ακόμη αρχίσει να κάνουμε παρέα- δεν ήταν δυ νατό αυτή η ιά{}λια συκοφαντία που ανέφερα να της είχε δια
φύγει. Κι όμως, η συμπεριφορά της δεν είχε αλλάξει καftόλου. Τη ftαύμαζα από πολύ καιρό· κάftε φορά που συναντιόμα σταν, πριν ακόμα διαδοftούν εκείνες οι φήμες, ένιωftα ενστι
κτωδώς την ανάγκη να την πλησιάσω· όμως εκείνη φαινόταν να μην αντιλαμβάνεται καν την παρουσία μου. Περπατούσε βιαστικά και στο πέρασμά της ακόμα κι ο αέρας φαινόταν να
γίνεται πιο καftαρός. Αν είχε και την παραμικρή ιδέα για τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν, δε {}α με αγνοούσε, έτσι δεν είναι; Αν μ' έβρισκε αντιπα{}ητική ή αν η παρουσία μου τη δυσαρεστούσε, ftα φαινόταν απ' τη συμπεριφορά της στην
πραγματικότητα, τίποτα τέτοιο δε διαφαινόταν. Ξαφνικά έγι να πιο τολμηρή και, ελπίζοντας να καταλάβω περισσότερα πράγματα από την έκφρασή της, την πλησίασα.
Τελικά, μια μέρα πέσαμε τυχαία η μια πάνω στην άλλη, την ώρα της μεσημεριανής ανάπαυλας, κι αντί να με προσπερά σει αδιάφορα, δεν ξέρω γιατί, μου χαμογέλασε με το βλέμμα της. Ενστικτωδώς, υποκλί{}ηκα. Χωρίς να διστάσει καftόλου, ήρftε προς το μέρος μου και μου είπε:
-
Λυπάμαι πραγματικά για ό,τι συνέβη. Σας παρακαλώ,
μη με παρεξηγείτε.
-
Μα τί λέτε; Εγώ πρέπει να σας ζητήσω συγγνώμη, δια
μαρτυρή{}ηκα. Εκείνη συνέχισε:
-
Δεν υπάρχει λόγος να απολογείστε. Δεν ξέρετε τίποτα.
Προσέξτε· κάποιος μας έχει στήσει παγίδα. -Ώστε έτσι; έκανα. Και ποιος είναι αυτός;
-
Ο διευ'δυντής! Δεν μπορώ να σας πω τώρα περισσότερες
λεπτομέρειες. Αν πηγαίναμε να δειπνήσουμε κάπου μαζί; Έτσι f}α μπορούσατε ν' ακούσετε ήσυχα αυτά που έχω να σας πω.
2- Σβάστικα
-
Είμαι πρό6υμη να σας ακολουftήσω οπουδήποτε, της
απάντησα. Έτσι, λοιπόν, πήγαμε σ' ένα εστιατόριο κοντά στο πάρκο του Τενότζι. Παραγγείλαμε δυτικά φαγητά κι η Μιτσούκο μού αποκάλυψε πως ο διευθυντής είχε διασπείρει αυτές τις κακόβουλες φήμες σε βάρος μας. Πραγματικά, ήταν αρκετά παράξενο το ότι είχε μπει στην τάξη χωρίς λόγο, μόνο και μό νο για να με ταπεινώσει αλύπητα μπροστά στις συμφοιτήτριές
μου. Κατά τη γνώμη μου, μόνο από κακία μπορεί να το είχε κάνει. Γιατί είχε διασπείρει αυτές τις συκοφαντίες; Ο στόχος του ήταν η Μιτσούκο και, προφανώς, προσπα'δούσε να τη διασύρει με κάθε τρόπο. Και να ποιος ήταν ο λόγος: εκείνη την εποχή η Μιτσούκο είχε δεχτεί μια πρόταση γάμου με τον Μ., γόνο πλούσιας οικογένειας, απ' τις πιο γνωστές της Οσά κα. Αν και στην ίδια δεν άρεσε κα-δόλου αυτή η προοπτική, η οικογένειά της είχε ευχαριστηfiεί πολύ κι ο ίδιος ο νεαρός
άνδρας ήfiελε να την παντρευτεί. Όμως την καρδιά του διεκ δικούσε και η κόρη κάποιου δημοτικού συμβούλου· έτσι, λοιπόν, η Μιτσούκο απέκτησε και aντίζηλο. Ο πιfiανός αντα
γωνισμός προκάλεσε την ανησυχία του συμβούλου, παρά το
ότι η Μιτσούκο δεν είχε την παραμιΚρή πρό'δεση να αντι δράσει σiα σχέδια της κόρης του -
αναμφίβολα ήταν ένας
υπολογίσιμος aντίπαλος, καfiώς ο νεαρός Μ., γοητευμένος απ' την ομορφιά της, της είχε στείλει ακόμα και ραβασάκια. Έτσι, ο σύμβουλος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα μεγάλα μέσα, επιδιώκοντας να fiίξει όσο μπορούσε την υπόληψή της:
την κατηγόρησε ότι είχε σχέσεις με κάποιον άνδρα και διέ δωσε συκοφαντίες της ίδιας βαρύτητας. Όμως δεν αρκέστη κε σ' αυτό· έφτασε στο σημείο να δωροδοκήσει απροκάλυπτα το διευ'δυντή. Α, ξέχασα· προηγουμένως -όλα αυτά μοιάζουν
τελικά με μπερδεμένο κουβάρι- ο διευ'δυντής είχε ζητήσει απ' τον πατέρα της Μιτσούκο ένα δάνειο χιλίων γιεν, για να αναπαλαιώσει το κτήριο όπου στεγαζόταν η σχολή. Η οικο γένεια της Μιτσούκο είχε μεγάλη περιουσία και τα χίλια γιεν ήταν ποσό ασήμαντο γι' αυτούς, όμως ο πατέρας της Μιτσού κο παραξενεύτηκε που ο διευ'δυντής κατέφυγε στον ιδιωτικό
18
δανεισμό, αντί να ζητήσει μια κρατική επιχορήγηση. Και κα {}ώς και το ποσό δεν ήταν σε καμιά περίπτωση αρκετό για την αναπαλαίωση ενός τόσο μεγάλου κτηρίου, συμπέρανε πως η όλη υπόttεση ήταν πολύ ύποπτη κι αρνή{}ηκε κατηγο ρηματικά. Σύμφωνcί με τη Μιτσούκο, ο διευttυντής συνήttιζε να χτυπάει τις πόρτες των οικογενειών των μα{}ητών που
φαίνονταν Περισσότερο πλούσιοι, προβάλλοντας πάντα τα ί δια επιχειρήματα και μην επιστρέφοντας ποτέ τα δανεικά.
Αν τουλάχιστον χρησιμοποιούσε αυτά τα δάνεια για να επι σκευάσει τους τοίχους του σχολείου! Όμως το οίκημα ερει πωνόταν κάttε μέρα και περισσότερο και ήταν τόσο άttλιο, που Μμιζε χοιροστάσιο. Συγγνώμη, τι είπατε; Όχι, ξόδευε ε κείνα τα χρήματα για τις δικές του ανάγκες! Μόνο κατ' όνομα
ήταν διευttυντής, στην πραγματικότητα ήταν ένας aπατεώνας πρώτης τάξεως! Κι επιπλέον, η γυναίκα του έδινε μα{}ήματα κεντήματος. Οι δυο τους προσκολλούνταν στους πιο πλού σιους μα{}ητές τους κι οργάνωναν εκδρομές την Κυριακή, ξέ ρετε, τέτοια πράγματα ... Φαντάζεστε πόσο άνετα ζούσαν! Ό ταν τους δάνειζαν χρήματα, έδειχναν πολύ φιλικοί, όμως όταν αντιμετώπιζαν κάποια άρνηση, απαντούσαν συκοφαντώντας αναίσχυντα το μα{}ητή. Ν α, λοιπόν, που ήρttε να προστεttεί στη μνησικακία που ήδη έτρεφαν απέναντι στη Μιτσούκο η
αίτηση του συμβούλου· ήταν πια έτοιμοι για κάttε ατιμία.
-
Κι έτσι σας χρησιμοποίησαν για να με παγιδέψουν, μου
εκμύστηρεύτηκε η Μιτσούκο.
-
Αλήttεια; αναφώνησα. Είναι, λοιπόν, τόσο σοβαρή η κα
τάσταση; Ποτέ δε {}α το φανταζόμουν! Όλα αυτά δε σας φαί νονται τελείως παράλογα; Ο εμΠνευστής αυτού του σεναρίου είναι αυτός που είναι, όμως τελικά μου φαίνεται μάλλον πα ράδοξο που οι άλλοι πιστεύουν τα πάντα αδιαμαρτύρητα.
-
Είστε στ' αλήttεια πολύ αφελής! Όλοι είναι πεπεισμένοι
πως δε μιλάμε στην τάξη μόνο και μόνο επειδή λέγονται όλες αυτές οι aνοησίες. Είναι μάλιστα και κάποιος που ισχυρίζεται ότι μας είδε την προηγούμενη Κυριακή να παίρνουμε μαζί το τρένο για τη Ν άρα.
Είχα μείνει άφωνη.
19
-
Ποιος μπορεί να είπε κάτι τέτοιο; ρώτησα.
Απ' ό,τι φαίνεται, η γυναίκα του διευθυντή. Προσέξτε
πολύ, γιατί αυτοί οι άνδρωποι είναι δέκα φορές, είκοσι φορές πιο ύπουλοι απ' όσο 'δα μπορούσατε ποτέ να φανταστείτε.
20
3
κ
ΑΙ Η ΜΙτΣΟΥΚΟ ΣΥΝΕΧΙΣΕ:
-
Πραγματικά λυπάμαι για σας, συγχωρέστε με, σας
παρακαλώ, συγχωρέστε με ...
Αισ{}άνt)ηκα μεγάλη αμηχανία βλέποντας πως δε σταμα
τούσε να απολογείται.
-
Δεν υπάρχει λόγος, εσείς δε φταίτε σε τίποτα. Ο διευ
{)υντής είναι που συμπεριφέρδηκε τόσο άτιμα. Τι ταπεινή στάση από έναν εκπαιδευτικό! Αν είχε να κάνει μόνο με μέ να, δε tJα έδινα καμία σημασία στις διαδόσεις. Όμως εσείς
δεν έχετε ακόμα παντρευτεί. Προσέξτε να μην πέσετε στα νύχια αυτών των αρπακτικών! Έκανα ό,τι μπορούσα για να την παρηγορήσω.
-
Αισ{}άνομαι πραγματικά ανακουφισμένη που σας εκμυ
στηρεύτηκα τα πάντα. Μου 'φυγε ένα βάρος τώρα, συνέχισε χαμογελώντας. Όμως ίσως tJα ήταν καλύτερα να μην ξαναμι
λήσουμε γι' αυτή την ιστορία, για να μην προκαλέσουμε κι άλλα σχόλια. Ας βάλουμε τελεία και παύλα σ' αυτό το tJέμα μια για πάντα.
-
Τι κρίμα! Πάνω που αρχίσαμε να γινόμαστε φίλες, ανα
φώνησα. Αυτό αισtJανόμουν πραγματικά και μάλλον άφησα τη στε νοχώρια μου να διαφανεί. -Αν το tJέλετε κι εσείς, tJα χαιρόμουν πολύ να γίνουμε φίλες, μου πρότεινε. Τι tJα λέγατε να έρtJετε μια μέρα στο
σπίτι μου; Τα πιtJανά κουτσομπολιά δε με φοβίζουν. -Ούτε κι εμένα, δε μ' ενδιαφέρουν. Αν τελικά γίνουν
a-
νυπόφορα, tJα εγκαταλείψω τη σχολή, είπα αποφασιστικά.
-
Ακούστε, κυρία Κακιούτσι, αφού φτάσαμε σ' αυτό το
σημείο, καλύτερα είναι να μην κρυβόμαστε· έτσι tJα δούμε 21
και την αντίδραση των άλλων. Πώς σας φαίνεται αυτή η ιδέα;
-
Τη βρίσκω fi'αυμάσια! Θα έδινα τα πάντα για να δω τα
μούτρα που {}α κάνει ο διευfi'υντής! συμφώνησα αμέσως.
-
Ωραία, έχω κι άλλη μια ενδιαφέρουσα ιδέα, συνέχισε
χτυπώντας τα χέρια της με τον ενfi'ουσιασμό μικρού παιδιού. Τι {}α λέγατε αν πηγαίναμε την ερχόμενη Κυριακή μαζί στη Ν άρα; -Αχ, ναι! Να πάμε, να πάμε! Αν μαfi'ευτεί, {}α γίνει ολό
κληρο σκάνδαλο! Μέσα σε μισή, μία ώρα, ο πάγος ανάμεσά μας είχε σπάσει. -Θα ήταν ανόητο να επιστρέψουμε τώρα στο μά{}ημα. Δεν πάμε στο σινεμά; προτείναμε σχεδόν ταυτόχρονα. Έτσι, περάσαμε μαζί ένα ευχάριστο απόγευμα. Τελικά, η Μιτσούκο με αποχαιρέτησε λέγοντας:
-Πρέπει να κάνω μερικά ψώνια. Κι απομακρύν{}ηκε στη Λεωφόρο Σινσάιμπασι, ενώ εγώ έ παιρνα ένα ταξί στο Ν ιχόνμπασι, για να πάω στο γραφείο του άνδρα μου, στο Ιμάμπασι. Όπως συνήfi'ιζα, πήγα να τον βρω στο γραφείο του και γυρίσαμε μαζί με το τρένο της γραμ μής του Χανσίν.
-
Μου φαίνεσαι κάπως αναστατωμένη, παρατήρησε. Πες
μου, τι έγινε; Σου συνέβη κάτι το ασυνήfi'ιστο; Αυτό μ' έκανε να σκεφτώ:
«Ώστε φαίνομαι διαφορετική σήμερα. Είναι δυνατό η φι λία μου με τη Μιτσούκο να με έκανε τόσο ευτυχισμένη;»
-
Ν α ι, σήμερα γνώρισα μια πολύ συμπα{}ητική κοπέλα και
γίναμε φίλες, ομολόγησα.
-
Ποια είναι;
-Ποια; Είναι πολύ όμορφη -Άκου, ξέρεις ένα χονδρέμπορο υφασμάτων στη Σέμπα, τον Τοκουμίτσου; Ε, λοιπόν, είναι η κόρη του!
-
Και πού γνωριστήκατε; Στη σχολή. Για να λέμε την αλήfi'εια, ο λόγος ήταν ότι
εδώ και λίγο καιρό κυκλοφορούν για μας διάφορες παράξε νες φήμες.
Σαν να μην είχα τίποτα να καταλογίσω στον εαυτό μου, 22
του διηγή&ηκα, για να διασκεδάσουμε λίγο, τα πάντα, απ' την
αρχή μέχρι το τέλος, εκτός απ' τις φιλονικίες με το διευ&υντή.
-
Ωραία σχολή, σχολίασε εύ&uμα. Όμως αν η φίλη σου
είναι τόσο όμορφη όσο λες, 'δα ή'δελα πολύ να τη γνωρίσω.
-
Θα έρ'δει σύντομα στο σπίτι μας. Κανονίσαμε να πάμε
μαζί στη Ν άρα την ερχόμενη Κυριακή. Ελπίζω να μη σε πειράζει.
-
,
Σε παρακαλώ, μου απάντησε και πρόσ-δεσε γελώντας: Ο
διευ&υντής f}α κάνει κάτι μούτρα ... Την επομένη, όταν έφτασα στη σχολή, όλοι ήξεραν ότι είχα
γευματίσει με τη Μιτσούκο κι ότι είχαμε περάσει το απόγευ μα στο σινεμά. -Κυρία Κακιούτσι, πήγατε βόλτα στο Ντοτόνμπορι χf}ες,
έτσι δεν είναι;
-
Θα πρέπει να περάσατε πολύ όμορφα. Και ποια ήταν εκείνη η νεαρή γυναίκα που σας συνό-
δευε; Οι γυναίκες είναι πραγματικά aνυπόφορες. Εκείνη τη
στιγμή η Μιτσούκο, Που διασκέδαζε μ' αυτές τις παρατηρή σεις, με πλησίασε επίτηδες για να τις προκαλέσει. Πέρασαν δυο τρεις μέρες κι έτσι γίναμε πολύ φίλες. Ο διευ &υντής είχε σαστίσει τόσο πολύ, που δεν τολμούσε να πει τί ποτα. Η μόνη του αντίδραση ήταν οι οργισμένες ματιές που μας έριχνε.
-
Κυρία Κακιούτσι, ίσως f}α έπρεπε να τονίσετε την ομοιό
τητα αυτής της Κάνον με μένα. Θα ή'δελα πολύ να δω τι f}α πει τότε, μου πρότεινε η Μιτσούκο. Κι έτσι διόρf}ωσα τον πίνακά μου κάνοντας ακόμα πιο ε
ντυπωσιακή την ομοιότητα· όμως ο διευ&υντής δεν ξαναήρ{}ε στην τάξη μου.
-
Τι διασκεδαστικό που είναι!
Ήμασταν κι οι δύο κατεν'δουσιασμένες! Τώρα δεν υπήρχε λόγος να πάμε οπωσδήποτε στη Ν άρα, όμως, καf}ώς ήταν μια
πολύ όμορφη Κυριακή προς τα τέλη Απριλίου, κανονίσαμε απ' το τηλέφωνο να βρεf}ούμε στην αφετηρία του Ουέροκου και να περάσουμε το απόγευμα στο λόφο της Ουακάκουσα.
Η Μιτσούκο φαινόταν άλλοτε πολύ ώριμη κι άλλοτε α'δώα
σαν μικρό παιδί· όταν φτάσαμε στην κορυφή του λόφου, αγό ρασε πέντ' έξι μανταρίνια και μου είπε:
-
Κοίτα λίγο!
Και τα άφησε να κυλήσουν στην πλαγιά. Αυτά έφτασαν γρήγορα στο τέρμα· ξεπέρασαν ακόμα και το δρόμο και μπή καν σ' ένα σπίτι. Διασκέδασε τόσο με το 'δέαμα, που δεν
μπορούσε να σταματήσει πια αυτό το παιχνιδάκι.
-
Μιτσούκο, δε νομίζεις πως 'δα ήταν πιο ενδιαφέρον να
πάμε να μαζέψουμε φτέρες; Φαίνεται πως υπάρχει ένα μέ ρος σ' αυτό το λόφο, όπου φυτρώνουν άφ'δονες, όπως και τα πολυτρίχια. Έτσι, μέχρι το σούρουπο είχαμε μαζέψει ένα σωρό από
φτέρες, οσμούνδες και πολυτρίχια. Θέλετε να μά'δετε πού α κριβώς; Ξέρετε, ο λόφος της Ουακάκουσα σχηματίζει τρία βουναλάκια· ήμασταν στο κοίλωμα που χωρίζει τα δύο πρώ τα. Τα φυτά εκεί φυτρώνουν σε αφ'δονία· είναι ιδιαίτερα γευστικά, γιατί κάδε άνοιξη καίνε όλο το λόφο. Όταν σκοτεί νιασε πολύ, ξαναγυρίσαμε στο πρώτο βουναλάκι· ήμασταν
τόσο κουρασμένες, που κα'δίσαμε κατάχαμα. Σε λίγο η Μι τσούκο μου είπε με μια παράξενη σοβαρότητα:
-
Πρέπει οπωσδήποτε να σε ευχαριστήσω για κάτι. Για ποιο πράγμα; aπόρησα. Χάρη σε σένα, μπορώ τώρα πια να ξεφύγω απ' αυτό
τον ανυπόφορο άνδρα που ή'δελε να με παντρευτεί.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά χαμογέλασε πονηρά. -Ναι; Πώς αυτό;
-
Οι διαδόσεις είναι σαν το άχυρο που καίγεται. Έμα-δε
ήδη για τη σχέση μας.
4
χ
-
ΘΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ΣΤΟ ΣΠΙτΙ ΜΟΥ, ΜΙΛΉΣΑΜΕ ΓΙ' ΑΥΤΟ, ΣΥ-
νέχισε η Μιτσούκο. Η μητέρα μου με φώναξε και με ρώτησε: «Όλα αυτά που λέγονται στη σχολή για σέ
να είναι αλή{}εια;» Κι εγώ της απάντησα: «Αυτοί μπορούν να
λένε ό,τι {}έλουν· εσένα όμως, μαμά, ποιος σ' το είπε;» Εκείνη τότε αποκρί{}ηκε: «Δεν έχει σημασία ποιος μου το είπε. Πες
μου, είναι αλή{}εια;» «Ν α ι, αλή{}εια είναι· τι το κακό υπάρχει σ' αυτό; Είμαστε απλώς καλές φίλες». Μετά από μια στιγμή
αμηχανίας η μητέρα μου είπε: «Αν είστε μόνο φίλ'ες, δεν έχει σημασία. Όμως φαίνεται πως πρόκειται για κάτι ανάρμοστο». «Κάτι ανάρμοστο; Μα τι εννοείς;» «Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Πά ντως, αν δεν υπήρχε λόγος, δε {}α σε συκοφαντούσαν έτσι>>.
«Α, τώρα καταλαβαίνω. Η φίλη μου μου είπε πως της άρεσε το πρόσωπό μου κι έκανε το πορτρέτο μου. Από τότε οι άλ λες σπουδάστριες μας αποφεύγουν. Είναι όλες τους τόσο ε νοχλητικές! Φτάνει να έχει κανείς ένα ωραίο πρόσωπο για να τον μισήσουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο». «Αυτό είναι πι {}ανό». Μετά απ' αυτή την εξήγηση, η μητέρα μου κατάλαβε
και μου είπε: «Αν είναι έτσι, δεν έχει σημασία. Όμως δεν είναι προτιμότερο να σταματήσεις να κάνεις παρέα μόνο μ' αυτή την κοπέλα; Είναι μια σημαντική περίοδος για τη ζωή σου κι είναι καλύτερα να μη δίνεις στόχο σε μικρόψυχες συκοφα ντίες». Έτσι, όλα τακτοποιή{}ηκαν. Χωρίς αμφιβολία, ο δημο τικός σύμβουλος έμα{}ε τις διαδόσεις απ' το περιβάλλον του,
μίλησε στον Μ. κι έτσι όλα αυτά έφτασαν στα αυτιά της μητέ ρας μου. Τα σχέδια για το γάμο μου φαίνονταν να ναυαγούν.
-
Εσένα αυτό σε βολεύει, όμως η μητέρα σου {}α με μισή
σει. Θα δεις, σε λίγο καιρό {}α σου πει να μη με ξαναδείς. Δε {}α ή{}ελα να γίνω η αιτία μιας παρεξήγησης, της είπα ανήσυχη.
25
-
Α, μη σε απασχολεί αυτό, μου απάντησε. Αν μου επιβά
λει κάτι τέτοιο, {}α της πω τα πάντα: ότι ο διευf1υντής είναι
ένας άρπαγας, ότι συνηftίζει να συκοφαντεί όποιον αρνείται
να του δανείσει χρήματα, ότι δωροδοκή{)ηκε απ' το δημοτικό σύμβουλο. Αν δεν της τα είπα ακόμα, είναι γιατί φοβόμουν μήπως με αναγκάσει να εγκαταλείψω αυτή τη σχολή, με τη δικαιολογία ότι της φαίνεται ύποπτη. Και τότε δε ftα μπορού σα πια να σε βλέπω.
-
Μα είσαι πολύ εφευρετική! Α, ναι, έχω πολλούς άσους στο μανίκι μου, είπε συγκρα-
τώντας ένα μικρό γελάκι. Σ' έναν κατεργάρη ταιριάζει ένας κατεργάρης και μισός ...
-
Φαντάζομαι πως η κόρη του δημοτικού συμβοίιλου {}α
είναι ενf1ουσιασμένη που ο γάμος σου έγινε στάχτη. -Κι έτσι είμαστε δύο που σου χρωστάμε ευγνωμοσίινη. Μιλήσαμε για διάφορα ftέματα για περισσότερο από μία ώρα πάνω στο λόφο. Είχα ήδη ανέβει αρκετές φορl:ς ο· εκείνο το μέρος, όμως ποτέ δεν είχα μείνει μέχρι το σοίιρουπσ ήταν η πρώτη φορά που aπολάμβανα απ' αυτή την οπτική γωνία
το πανόραμα, καλυμμένο απ' τη βραδινή πάχνη. Λίγο νωρίτε ρα, μερικοί άνf1ρωποι είχαν σταματήσει εδώ κι εκεί, ν χαftεί, όμως, από κάτω μας, τα φώτα της Ν άρα σπινΟηροJiολοίισαν και μακριά απέναντι, στο βουνό Ικόμα, τα φ(ι'>τα τσιι ι:ναι':ριου
σιδηρόδρομου φαίνονταν να απλώνονται κριστες
υποψίες όμως κι εγώ, χωρίς να ξέρω καλά καλά το λ που -δα με
σκοτώσεις!
Και η ζεστή της ανάσα χάιδευε απαλά το πρόσωπό μου.
Ρυάκια από δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Στεκόμα σταν αγκαλιασμένες, τα χέρια της μιας γύρω απ' τη μέση της
άλλης, και πίναμε τα δάκρυά μας. Εκείνη την ημέρα, χωρίς να έχω καμιά ιδιαίτερη πρό-δεση, δεν είχα ειδοποιήσει τον άνδρα μου ότι -δα έφερνα τη Μιτσού κο στο σπίτι· έτσι, νομίζοντας πως -δα περνούσα απ' το γρα φείο του, με περίμενε ως το βράδυ κι όταν είδε πως δε -δα πήγαινα, τηλεφώνησε στο σπίτι:
-
Αφού είναι έτσι, -δα μπορούσες τουλάχιστον να με ειδο
ποιήσεις! Μ' άφησες τόση ώρα να περιμένω! -Συγγνώμη, το ξέχασα. Το αποφασίσαμε την τελευταία στιγμή.
-
Τότε, λοιπόν, η Μιτσούκο είναι ακόμα εκεί;
34
-Ναι, όμως σε λίγο πρέπει να φύγει.
Α! Προσπάθησε να την κρατήσεις δε
-
{}'
aργήσω να γυ-
ρίσω.
-Τότε δεν έχεις παρά να βιαστείς. Παρά τα λόγια μου, στην πραγματικότητα δε χαιρόμουν που fiα επέστρεφε. Μετά απ' ό,τι συνέβη στην κρεβατοκά μαρα, αισfiανόμουν πραγματικά ευτυχισμένη. Η μέρα μού
φαινόταν τόσο όμορφη, που είχα την εντύπωση πως αιωρού μουν· ήταν σαν τα πόδια μου να μην πατούσαν πια στη γη κι η καρδιά μου σκιρτούσε με το παραμικρό. Η επιστροφή του
άνδρα μου έφτανε για να διαλύσει την ευτυχία μου. Ονειρευό μουν μια συζήτηση με τη Μιτσούκο ως την αιωνιότητα. Όχι, δεν ήταν ανάγκη να μιλάμε, αρκεί να μπορούσα να ftαυμάζω
μέσα στη σιωπή το πρόσωπό της. Η παρουσία της και μόνο
με γέμιζε με μια ανείπωτη ευτυχία. -Άκου, Μιτσούκο, μόλις τηλεφώνησε ο άνδραξ μου· όπου να 'ναι έρχεται. Τι fiα κάνεις;
-
Θεέ μου! Τι να κάνω;
Έβαλε βιαστικά τα ρούχα της. Ήταν πέντε περίπου η ώρα κι εδώ και δυο τρεις ώρες φορούσε μόνο ένα σεντόνι.
-
Πειράζει αν φύγω χωρίς να τον γνωρίσω; Είπε πως fiέλει να σε δει. Θα γυρίσει αμέσως, μπορείς
να τον περιμένεις ή όχι; Έτσι προσπαfiούσα να την κρατήσω, όμως στην πραγμα τικότητα ήfiελα να φύγει πριν γυρίσει ο άνδρας μου. Θα επι
tJυμούσα αυτή η μέρα να τέλειωνε πολύ ευτυχισμένα κι αυτή η πολύτιμη ανάμνηση να μη βεβηλωfiεί από έναν τρίτο. Ό ντας σε τέτοια ψυχική κατάσταση, αναγκαστικά, όταν εκεί νος μπήκε, ήμουν σκυfiρωπή και φανερά εκνευρισμένη. Η Μιτσούκο, βλέποντας την έκφρασή μου, δε μίλησε καfiόλου, ίσως και γιατί ήταν η πρώτη φορά που συναντούσε τον άν
δρα μου κι ένιωfiε κάποιες τύψεις. Όμως δεν ξέραμε ποια στάση ακριβώς να κρατήσουμε κι ο καfiένας απ' τους τρεις
μας ακολουfiούσε τον ειρμό των σκέψεών του. Θύμωνα όλο και περισσότερο που μας είχαν ενοχλήσει κι άρχισα να νιώfiω πραγματικό μίσος για τον άνδρα μου.
35
-
Πώς περάσατε την ώρα σας;
Από εκτίμηση απέναντι στη Μιτσούκο, ο άντρας μου προ-
σπαfiούσε δειλά ν' αρχίσει τη συζήτηση. -Σήμερα μετατρέψαμε το δωμάτιό μας σε ατελιέ. Είχα επίτηδες απαντήσει κοφτά. -Ήfiελα να διορfiώσω λίγο το πορτρέτο της Κάνον και ζήτησα απ' τη Μιτσούκο να μου ποζάρει.
-
Μα δεν ξέρεις ούτε να ζωγραφίζεις! Θα πρέπει να είναι
πραγματικό μαρτύριο για το μοντέλο.
-
Ν α ι, αλλά με παρακάλεσαν να το διορfiώσω για να είναι
αντάξιο του μοντέλου.
-Ό,τι και να κάνεις για να τη ζωγραφίσεις, είσαι σε πολύ δύσκολη t)έση. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ πιο όμορφη,
δε νομίζεις; Καfiώς μιλούσαμε, η Μιτσούκο γελούσε συγκρατημένα.
Μετά από λίγο αποσύρt)ηκε, χωρίς να καταφέρουμε να ζω ντανέψουμε τη συζήτηση.
7
Ε
ΦΕΡΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΤΑ ΓΡΆΜΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΝΤΑΛΛΑΞΑΜΕ ΕΚΕΙ
νη την εποχή. Διαβάστε τα. Έχω κι άλλα πολλά ακόμα, όμως δεν μπόρεσα να τα φέρω όλα και διάλεξα ένα μι
κρό δείγμα, αυτά που μου φαίνονταν τα πιο ενδιαφέροντα. Τα ταξινόμησα σχεδόν όλα με χρονολογική σειρά. Δεν έχετε παρά ν' αρχίσετε απ' αυτά εδώ, είναι τα πιο παλιά. Φύλαξα με προσοχή όλα τα γράμματα που μου έστειλε η Μιτσούκο·
μέσα στο σωρό υπάρχουν και μερικά που έστειλα εγώ στη Μιτσούκο και που ξαναγύρισαν στην κατοχή μου~- ftα σας
εξηγήσω κάτω από ποιες συνθήκες.
Σημείωση του συγγραφέα: Τα γράμματα που η χήρα Κακιούτσι είχε χαρακτη
ρίσει ως «ένα μικρό δείγμα» ήταν τυλιγμένα μέσα σ' ένα φουλάρι από γιαπωνέ ζικο κρεπ, μήκους είκοσι πέντε εκατοστών
-
τόσο ξέχειλο, που μόλις είχαν κα
ταφέρει να το δέσουν. Καδώς προσπαδούσε να λύσει τον κόμπο, τα ακροδάχτυ λά της φάνηκαν να κοκκινίζουν. Τα γράμματα που έβγαλε ttύμιζαν χρωματιστά
κομμάτια από χαρτί περιτυλίγματος που ξέφευγαν απ' όλες τις πλευρές. Στην πραγματικότητα, ήταν μέσα σε φάκελα στολισμένα με γκραβούρες από ξύλο, με
ζωηρόχρωμα σχέδια. Ήταν τόσο μικρού σχήματος, που μόλις χωρούσαν ένα φύλλο χαρτί γυναικείου γράμματος, διπλωμένο στα τέσσερα. Επάνω τους είχαν ζωγραφισμένα γυναικεία τετράχρωμα πορτρέτα, σαν τα έργα του Γιουμέτζι Τα κέχισα, πριμαβέρες, τουλίπες, μυγκέ κι άλλα μοτίβα
-
κάτι που μου φάνηκε
αρκετά παράξενο. Γενικά, στις γυναίκες του Τόκιο δεν άρεσαν καttόλου τα χτυ πητά χρώματα· ttα είχαν χρησιμοποιήσει ένα πιο διακριτικό χαρτί για ένα ερωτι
κό γράμμα. Αν τους έδειχνε κανείς αυτά τα φάκελα, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ttα αναφωνούσαν γεμάτες περιφρόνηση: «Τι κακογουστιά!». Κι ένας άνδρας απ' το Τόκιο, αν λάβαινε από τη φίλη του ένα γράμμα μέσα σ' ένα τέτοιο φάκελο, ttα την είχε εγκαταλείψει στη στιγμή. Πάντως, η προτίμηση για ό,τι είναι χτυπη τό και κραυγαλέο είναι χαρακτηριστικό των γυναικών της Οσάκα. Αυτό το χα ρακτηριστικό ήταν ακόμα περισσότερο τονισμένο αν σκεφτεί κανείς ότι επρό-
37
κειτο για την αλληλογραφία ανάμεσα σε δύο ερωτευμένες γυναίκες. Θα παρα~έ σω μερικά αποσπάσματα ενδεικτικά για το υπόβα~ρο αυτής της ιστορίας και με
την ευκαιρία ~α περιγράψω τις ζωγραφιές κά~ε φάκελου. Στην πραγματικότητα, έχω την εντύπωση ότι μερικές φορές αυτές παρουσιάζουν και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, κα~ώς μας αποκαλύπτουν πολλά για το παρασκήνιο αυτού του έρωτα.
(6 Μα'ίΌυ. Από τη Σονόκο Κακιούτσι στη
Μιτσούκο. Το φάκελο, μήκους δώδε
κα εκατοστών και πλάτους έντεκα, έχει ζωγραφισμένα κεράσια και μικρές καρ διές σε ροζ φόντο. Τα κεράσια είναι πέντε, κατακόκκινα, με μαύρους μίσχους.
Οι καρδούλες είναι δέκα, συνδεδεμένες ανά δύο· αυτές που βρίσκονται στο πά νω μέρος του φακέλου είναι μοβ, αυτές που βρίσκονται στο κάτω μέρος χρυσα φιές. Το φάκελο είναι δαντελωτό και χρυσαφί στις άκρες. Φύλλα κισσού σε α παλό πράσινο είναι τυπωμένα στο χαρτί, με aσημένιες διακεκομμένες γραμμές. Το γράμμα έχει γραφτεί με κοντυλοφόρο, όμως η ακρίβεια των χαρακτήρων έ
δειχνε πως η κυρία είχε παρακολου~σει πολλά μα~ματα καλλιγραφίας και πως ίσως είχε διαπρέψει σ' αυτό το μά~μα στο σχολείο. Θα έλεγε κανείς πως ακολου~ούσε το στυλ του Όνο Γκάντο, όμως σε μια λιγότερο δυναμική εκδοχή, ρέον για τους ~αυμαστές του, άμορφο για τους επικριτές του· κι αυτό ταίριαζε απόλυτα με τις ζωγραφιές του φακέλου.) Αγαπητή Μίτσου, Απόψε ρίχνει μια πολύ απαλή ανοιξιάτικη βροχούλα. Ακούω τον
ήχο των σταγόνων που πέφτουν στα λουλούδια της παβλόνιας που στέκει ακίνητη στο γραφείο μου, φωτισμένη απ' τη λάμπα του κόκ
κινου αμπαζούρ που έφτιαξες με το βελονάκι. Είναι μια μελαγχολική βραδιά, δεν ξέρω καλά καλά το γιατί, όμως καfJώς ακούω μέσα στη σιωπή τις σταγόνες της βροχής, που κυλούν απ' την υδρορρόη της στέγης, νομίζω πως ακούω ένα επίμονο μουρμούρισμα. Τόσο απα
λά... Τι μουρμουρίζουν; Τόσο απαλά... Α, ναι! Μιτσούκο, Μιτσούκο, Μιτσούκο... Τόκου, Τόκου, Τόκου... Μίτσου, Μίτσου, Μίτσου... Πήρα ασυναίσ{}ητα την πένα μου και, μέσα στο σκοτάδι, έγραψα συνεχό μενα τα γράμματα που σχηματίζουν τις λέξεις Τοκουμίτσου και Μι τσούκο, απ' την αρχή ως το τέλος; Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με για τις aνοησίες που γράφω. Απορείς που σου γράφω ενώ βλεπόμαστε κάfJε μέρα; Όμως στην τάξη δεν τολμάω να σε πλησιάσω· μια παράξενη δειλία με συγκρατεί. Και να σκεφτείς πως όταν ακόμα τίποτα δεν είχε συμβεί, εμφανιζό μασταν χωρίς δισταγμό παντού μαζί, ενώ τώρα που οι ψεύτικες δια δόσεις επαληfJεύτηκαν, φοβόμαστε τα βλέμματα των άλλων μήπως έγινα δεισιδαίμων; Αχ! Θα ήfJελα τόσο πολύ να είμαι δυνατή, πιο
δυνατή, ακόμα περισσότερο... τόσο δυνατή, που να μη φοβάμαι ού
τε τους fJεούς ούτε το Βούδα ούτε τους γονείς μου ούτε τον άνδρα μου... Αύριο το απόγευμα έχεις μά{}ημα για την τελετή του τσαγιού;
Θα ήfJελες να έρfJεις στις τρεις στο σπίτι μου; Αύριο να μου κά νεις νόημα, όπως την άλλη φορά, αν
fJa
έρfJεις ή όχι. Έλα πραγμα
τικά, πραγματικά, πραγματικά! Τώρα ακόμα και η άσπρη παιωνία,
που χάνει τα πέταλά της μέσα στο βάζο από λάπις λάζουλι πά νω στο τραπέζι, περιμένει τον ερχομό σου μ' έναν ελαφρύ αναστε ναγμό, ακριβώς όπως κι εγώ. Α ν το aπογοητεύσεις, αυτό το πανέ μορφο λουλούδι
fJa
κλάψει. Ακόμα κι ο καfJρέφτης της ντουλάπας
φωνάζει πως fJέλει ν' aντικατοπτρίσει το είδωλό σου. Λοιπόν, κανο νίστηκε; Αύριο το μεσημέρι, την ώρα του διαλείμματος,
fJa
σε περι
μένω όπως πάντα κάτω απ' το πλατάνι στο γήπεδο. Μην ξεχάσεις το σήμα μας. Σόνο
(11
Μαρτίου. Από τη Μιτσούκο στη Σονόκο. Φάκελο πλάτους δεκατριών εκα
τοστών και μήκους εφτά. Φόντο ροζ, ξεitωριασμένο· στη μέση ένd τετράγωνο
αβάκιο για ντάμα, με πλευρές μήκους τεσσάρων εκατοστών, με διάσπαρτα τε τράφυλλα τριφύλλια, και στο κάτω μέρος δύο χαρτιά το ένα πάνω στο άλλο
-
ο
άσος καρδιά και το έξι μπαστούνι. Το αβάκιο της ντάμας και τα τριφύλλια είναι ασημένια, η καρδιά κόκκινη και το μπαστούνι μαύρο. Στο σκούρο καφέ επιστο
λόχαρτο άσπρα γράμματα· φράσεις γραμμένες με πένα, διαγώνια
-
από τη δε
ξιά πάνω γωνία προς τα κάτω· η γραφή είναι πιο αδέξια απ' αυτή της Σονόκο, με χαρακτήρες πιο ακανόνιστους και βιαστικούς αλλά μεγαλύτερους και λιγότε ρο επιτηδευμένους, που δίνουν την εντύπωση μεγαλύτερης ζωντάνιας.)
Αγαπητή μεγάλη αδελφή, Σήμερα, η Μίτσου είχε όλη την ημέρα πολύ κακή διά{ίεση. Ξερί ζωσε τα άν{}η της τοκονόμα και κακομεταχειρίστηκε την αfJώα Ουμέ (είναι το όνομα της υπηρέτριάς μου). ΚάfJε Κυριακή η Μίτσου είναι
κακόκεφη γιατί δεν μπορεί να συναντήσει τη μεγάλη της αδελφή! Γιατί να μην μπορεί; Εξαιτίας του κυρίου Συζύγου; Σκέφτηκα πως
fJa
μπορούσα τουλάχιστον να σου τηλεφωνήσω· προσπά{}ησα πριν
από λίγο, όμως κανείς δε μου απάντησε. Είχες πάει στο Ναρούο, για το μάζεμα της φράουλας, με τον κύριο Σύζυγο. Εσείς, εσείς περνάτε όμορφα,
είναι σκληρό, είναι σκληρό! Δεν το αντέχω, δεν το αντέχω!
39
Η Μίτσου κλαίει μόνη της στη γωνιά της.
Αχ! Αχ! Αχ! Είμαι γεμάτη fJυμό, δε
fJa
σου ξαναμιλήσω πια! Η αδελφή σου Κλαιρ
*
Στην αγαπημένη μου αδελφή, δεσποινίδα Ζαρντέν.
(Σ' αυτή την αναφορά, «η αδελφή σου» στα γαλλικά σημαίνει
«your sister».
«Κλαιρ» πρέπει να είναι η Μιτσούκο, εξαιτίας της ιδέας του φωτός που περι
κλείεται στη λέξη Μίτσου. «Αγαπητή μου αδελφή» σημαίνει «my σποινίδα Ζαρντέν», σημαίνει
«Miss Garden»,
dear sister», «δε
δηλαδή δεσποινίς Σονόκο. Ο λόγος
για τον οποίο γράφει «δεσποινίς Ζαρντέν» κι όχι >. Στη συνέχεια, όμως, επαναστατού
σα: «Λοιπόν, τι συμβαίνει; Πού πήγε η αυτοπεποί{}ησή σου; Τόσο εύκολα τον φοβάσαι;» Κορόιδευα κι εγώ η ίδια τον ε αυτό μου για τη δειλία μου. Κι έπειτα, το ν' αγαπάω έναν
43
άνδρα κρυφά απ' το σύζυγό μου ~α ήταν κακό, όμως τι ση
μασία έχει αν μια γυναίκα ερωτευ~εί μιαν άλλη γυναίκα; Έ νας σύζυγος δεν έχει το δικαίωμα να σχολιάζει την οικειότη τα που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο γυναίκες. Με τέτοια επιχειρήματα έτρεφα τις αυταπάτες μου. Στην
πραγματικότητα, η αγάπη μου για τη Μιτσούκο ήταν δέκα, είκοσι, εκατό, διακόσιες φορές πιο δυνατή απ' την αγάπη που είχα νιώσει για κείνο τον άλλο άνδρα. Ένας ακόμα λόγος
για την τολμηρή συμπεριφορά μου ήταν ότι ο σύζυγός μου, από τότε που ήταν ακόμα φοιτητής, ήταν πάντα -δε χρειά ζεται να γίνω πιο σαφής- πολύ στα~ερός, ακλόνητος στις αρχές του, τόσο, που γοήτευσε ακόμα και τον πατέρα μου. Ήταν πραγματικά ένας ά~ρωπος πολύ πιστός στην κοινή
λογική, ανίκανος να καταλάβει οτιδήποτε ξέφευγε έστω και λίγο από τον κανόνα, οτιδήποτε ήταν διαφορετικό· έτσι, δεν ανησυχούσα κα~όλου γι' αυτόν, γιατί υπέ~ετα πως ούτε καν
~α αντιλαμβανόταν τη σχέση μου με τη Μιτσούκο και πως ~α την εκλάμβανε σαν μια απλή φιλία. Στην αρχή δεν υπο πτεύτηκε τίποτα, όμως σιγά σιγά άρχισε να βρίσκει την κα
τάσταση παράξενη. Τι πιο φυσικό, αφού πριν περνούσα πά ντοτε απ' το γραφείο του επιστρέφοντας απ' τη σχολή, ενώ εδώ και λίγο καιρό γύριζα στο σπίτι μόνη μου πριν από κεί νον; Και κά~ε τρεις μέρες η Μιτσούκο ερχόταν ανελλιπώς στο σπίτι μας και μέναμε για πολύ ώρα κλεισμένες μαζί στο δωμάτιο. Του είχα πει πως τη χρησιμοποιούσα ως μοντέλο
κι ήταν λογικό, κα~ώς είχε περάσει τόσος καιρός χωρίς να τελειώσει ακόμα ο πίνακας, ν' αρχίσει να έχει κάποιες υπο ψίες. -Μικρή μου Μίτσου, πρέπει να είμαστε προσεκτικές, γιατί αρχίζει να υποψιάζεται πάνω κάτω τι συμβαίνει. Σήμε ρα ~α έρ~ω εγώ στο σπίτι σου. Αυτά της δήλωσα μια μέρα κι άρχισα να την επισκέπτομαι εγώ στο σπίτι της. Ν α ι, στο σπίτι της ήξεραν πως οι φήμες που κυκλοφορούσαν για μας δεν οφείλονταν παρά στις συ
κοφαντίες του δημοτικού συμβούλου κι η μητέρα της δε με υποπτευόταν κα~όλου. Δεν ή~ελα να χάσω την εμπιστοσύνη
44
της και, κάttε φορά που πήγαινα στο σπίτι της, προσπαttού σα να κερδίσω τη συμπάttειά της. Όταν μιλούσε για μένα, με αποκαλούσε πάντα «κυρία Κακιούτσι>> κι επαναλάμβανε στη Μιτσούκο:
-
Τι τυχερή που είσαι να βρεις μια τόσο υπέροχη φίλη!
Έτσι, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα και πήγαινα στο σπίτι της κάttε μέρα ή της τηλεφωνούσα με κάttε ευκαιρία. Όμως εκτός απ' τη μητέρα της, όπως γράφει και στο γράμμα της, υπήρχε μια υπηρέτρια, η Ουμέ, κι αρκετά αδιάκριτα μάτια, που μ' εμπόδιζαν να κινηttώ τόσο ελεύttερα όσο στο σπίτι μου.
-
Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε έτσι στο
σπίτι μου, έλεγε η Μιτσούκο. Τώρα που κέρδισες την εμπι στοσύνη της μητέρας μου, μεγάλη αδελφή, ttα μπούμε μόνες
μας σε δύσκολη ttέση αν φερttούμε άπρεπα. Κι αν πηγαίναμε στα καινούρια λουτρά του Τακαραζούκα; πρότεινε.
Και πήγαμε. Καttώς μπαίναμε σε μια μικρή οικογενειακή μπανιέρα, μου είπε:
-
Τι πονηρή που είσαι, μεγάλη αδελφή! Επέμενες τόσο να
με δεις γυμνή, όμως εσύ τώρα μου κρύβεις το σώμα σου.
-
Δεν είμαι πονηρή, απλώς ντρέπομαι γιατί η επιδερμίδα
σου είναι πολύ πιο λευκή. Σε παρακαλώ, μην αηδιάσεις που
η δική μου είναι τόσο σκούρα. Και την πρώτη φορά που την άφησα να δει το γυμνό σώ
μα μου, με δυσαρεστούσε πραγματικά που βρισκόμουν δί
πλα της. Η Μιτσούκο όχι μόνο είχε μια επιδερμίδα εξαιρετι κά ανοιχτή, αλλά και το σώμα της είχε τέλειες αναλογίες κι ήταν ttαυμαστά λυγερό· δίπλα του, το δικό μου μου φαινόταν ξαφνικά πολύ κακοσχηματισμένο.
-
Μα κι εσύ, μεγάλη αδελφή, είσαι όμορφη, δε διαφέρου
με καttόλου. Ακούγοντας αυτές τις διαμαρτυρίες, αφέ{tηκα να πεισttώ
και δεν ένιωttα πια την παραμικρή αμηχανία. Όμως την πρώτη φορά η ντροπή με ταπείνωνε. Την προηγούμενη Κυριακή, όπως έγραφε η Μιτσούκο στο
45
γράμμα της, είχα πάει να μαζέψω φράουλες μαζί με τον άν
δρα μου. Εκείνη την ημέρα ttα είχα προτιμήσει να πάω στο Τακαραζούκα, όμως εκείνος μού είχε προτείνει: -Σήμερα έχει πολύ καλό καιρό. Τι fiα έλεγες για μια βόλ τα στο Ν αρούο; Και καfiώς ήfiελα να κερδίσω την εύνοιά του, δέχτηκα α πρόttυμα να βγω μαζί του· όμως η καρδιά μου ήταν κοντά
στη Μιτσούκο και δε διασκέδαζα καfiόλου. Όσο περισσότε ρο μου έλειπε, τόσο περισσότερο η συζήτηση με τον άνδρα μου μ' έκανε να πλήττω και μ' εκνεύριζε· δεν έμπαινα καν στον κόπο να του απαντήσω κι όλη την ημέρα ήμουν πολύ κακόκεφη. Από τότε ακόμα ο άνδρας μου πρέπει να είχε αποφασίσει να μου δώσει ένα καλό μά{)ημα. Όμως έκανε
μούτρα όπως πάντα, δεν άφηνε να φανεί το ψυχικό του
μαρτύριο και δε φανταζόμουν ούτε κατά διάνοια ότι του εί χα προκαλέσει τέτοιο ttυμό. Το βράδυ, όταν επιστρέψαμε στο σπίτι, έμαttα ότι μου είχαν τηλεφωνήσει, κάτι που με ε κνεύρισε αφάνταστα· και ξέσπασα στον άνδρα μου και την υπηρέτρια. Το επόμενο πρωί πήρα αυτό το γεμάτο πικρία
γράμμα της Μιτσούκο. Της τηλεφώνησα αμέσως για να της
δώσω ραντεβού· βρεttήκαμε στην Ουμέντα και, χωρίς να πε ράσουμε απ' τη σχολή, πήγαμε κατευfiείαν στο Τακαραζού κα. Από τότε πηγαίναμε κάfiε μέρα ανελλιπώς. Άλλωστε, σ' εκείνη την περίοδο χρονολογείται αυτή η αναμνηστική φω τογραφία που τραβήχτηκε την ημέρα που φορούσαμε τα
καινούρια όμοια κιμονό μας. Είχαν περάσει, νομίζω, πέντε ή
έξι μέρες από το μάζεμα της φράουλας και φλυαρούσαμε όπως συνήttως στον επάνω όροφο όταν, γύρω στις τρεις, ανέ βηκε βιαστικά η υπηρέτρια και ανήγγειλε:
-
Ο κύριος επέστρεψε!
-Τι; Τόσο νωρίς; αναφώνησα έκπληκτη. Μιτσούκο, κάνε
γρήγορα!
Και κατεβήκαμε μαζί στο ισόγειο, με το πρόσωπο αλλοιω μένο. Ο άνδρας μου είχε αλλάξει ρούχα: είχε αντικαταστήσει το κοστούμι που φορούσε στην πόλη μ' ένα μονοκόμματο κι μονό από σερζ. Τη στιγμή που τα βλέμματά μας διασταυρώ-
{)ηκαν, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μορφασμό, όμως
ξαναβρήκε αμέσως την ψυχραιμία του.
-Σήμερα, εξήγησε, δεν είχα πολλή δουλειά στο γραφείο και γύρισα νωρίς. Όμως βλέπω πως κι εσείς δεν πήγατε στο μά{)ημα, έτσι δεν είναι; Αλήfiεια, πρόσfiεσε, αφού έχουμε κα λεσμένη, γιατί δε μας φέρνεις τσάι και μερικά κουλουράκια; Εκείνη τη φορά μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων και τί ποτα το ιδιαίτερο δεν έγινε, μέχρι τη στιγμή που η Μιτσούκο με αποκάλεσε από απροσεξία «μεγάλη αδελφή» κάνοντάς με ν' ανασκιρτήσω. Κι όμως, την είχα προειδοποιήσει:
-
Καλύτερα να με φωνάζεις Σόνο και όχι «μεγάλη αδελ
φή», αλλιώς {}α το συνηfiίσεις και {}α σου ξεφύγει και μπρο
στά στους άλλους. Όμως εκείνη πληγώ{)ηκε κι αντέτεινε: -Όχι, αυτό αποκλείεται, αυτό αποκλείεται! Γιατί είσαι τό
σο απόμακρη; Γιατί, μεγάλη αδελφή, δε σ' αρέσει να σ~ φωνά
ζω έτσι; Σε παρακαλώ, άσε με να σε φωνάζω «μεγάλη αδελ φή». Σου υπόσχομαι να προσέχω, να προσέχω πολύ μπροστά στους άλλους.
Και τελικά της ξέφυγε. Μόλις έφυγε, μια αμήχανη σιωπή έπεσε ανάμεσα στον άνδρα μου και σε μένα. Το επόμενο βράδυ, μετά το δείπνο, μου είπε, σαν να του είχε περάσει εκείνη τη στιγμή απ' το μυαλό η ιδέα:
-
Δεν ξέρω αν κάνω λάfiος, αλλά έχω την εντύπωση πως
κάτι σου συνέβη. Εδώ και λίγο καιρό η συμπεριφορά σου μου φαίνεται κάπως παράξενη.
-
Τι εννοείς μ' αυτό; Τίποτα δε μου συνέβη, απάντησα. Βλέπω πως έχεις {}αυμάσιες σχέσεις μ' αυτή τη Μιτσού-
κο. Τι έχεις βάλει στο μυαλό σου; -Αγαπώ πολύ τη Μιτσούκο κι αυτός είναι ο μόνος λόγος που είμαστε καλές φίλες.
-
Το βλέπω πως την αγαπάς, όμως με ποιον τρόπο;
-Το να αγαπάει κανείς είναι απλώς ένα συναίσ{)ημα, δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος, απάντησα, επίτηδες, για να τον προκαλέσω και για να μη φανώ αδύναμη.
-
Δε {}α ήταν προτιμότερο, επέμεινε, να μου μιλήσεις ή-
47
ρεμα, για να μπορέσω να καταλάβω, αντί να εκνευρίζεσαι ό πως κάνεις πάντα; Μπορεί ν' αγαπάει κανείς κάποιον για διαφορετικούς λόγους
-
όπως υπήρχε εκείνη η φήμη στη
σχολή. Αυτό σ' το λέω γιατί νομίζω πως δε {)α ήταν σωστό να προκαλέσουμε καινούριες παρεξηγήσεις. Αν ποτέ το πράγμα μαftευτεί, εσένα {)α 'θεωρήσουν υπεύfiυνη κι όχι εκείνη. Είσαι η πιο μεγάλη κι είσαι και παντρεμένη. Δε {)α έχεις καμία δι καιολογία στα μάτια των γονιών της. Και δε 'θα είσαι η μόνη· {)α με κατηγορήσουν ότι δε μίλησα κι ότι δεν κούνησα το μι κρό μου δαχτυλάκι· δε 'θα μου πέφτει πια λόγος σ' αυτή την
ιστορία. Αυτές οι παρατηρήσεις με έκαναν έξαλλη κι απάντησα γε μάτη λύσσα:
-
Κατάλαβα πολύ καλά, φτάνει πια! Δεν ανέχομαι ν' ανα
κατεύεσαι στις φιλίες μου! Δεν έχεις παρά να διαλέγεις τους φίλους σου και να μ' aφήσεις ελεύfiερη να κάνω ό,τι μου
αρέσει. Ξέρω πολύ καλά ποιες είναι οι ευWνες μου!
-
Πρόσεξε, αν ήταν μια συνηftισμένη φιλία, δε
{)'
ανακα
τευόμουν καftόλου. Όμως μια σχέση για την οποία fiυσιάζεις κάftε μέρα τα μα{)ήματά σου, ενεργείς κρυφά απ' τον άνδρα σου και κλείνεσαι χωρίς μάρτυρες σ' ένα δωμάτιο δεν μπορεί κανείς να πει πως είναι μια υγιής σχέση. -Μα, επιτέλους, τι είναι αυτές οι aνοησίες; Αντίftετα, εσύ είσαι που έχεις γελοίες φαντασιώσεις και γίνεσαι aνυπόφορα χυδαίος! -Αν γίνομαι χυδαίος, σου ζητώ συγγνώμη. Εύχομαι με όλη μου την καρδιά να μην πρόκειται παρά για δημιούργημα της φαντασίας μου. Όμως πριν με κατηγορήσεις για χυδαιότητα, δε {)α ήταν καλύτερα να ρωτήσεις τη συνείδησή σου; Είσαι απόλυτα σίγουρη πως δεν έχεις τίποτα να καταλογίσεις στον εαυτό σου;
-
Γιατί βάλ{)ηκες σήμερα να μου πεις όλα αυτά; Ξέρεις
πολύ καλά πως έγινα φίλη με τη Μιτσούκο γιατί μου αρέσει το πρόσωπό της. Εσύ ο ίδιος δε μου είπες πως, αφού είναι τόσο ωραία, {)α ή-θελες να τη γνωρίσεις; Όλοι αγαπούν τους ωραίους ανftρώπους, πράγμα πολύ φυσικό. Μεταξύ γυναι-
κών, είναι ακριβώς σαν το {)αυμασμό για ένα έργο τέχνης αν
ισχυρίζεσαι πως αυτό δεν είναι υγιές, αφήνει να εννοηftεί πως κι εσύ ο ίδιος είσαι πολύ, μα πολύ περισσότερο aρρω στημένος.
-
Αν πρόκειται μόνο για το {)αυμασμό απέναντι σ' ένα έργο
τέχνης, {)α μπορούσες άνετα να το κάνεις μπροστά μου. Τι
λόγο έχετε να κλείνεστε μόνες οι δυο σας; Γιατί, λοιπόν, όταν γυρίζω στο σπίτι, έχετε τόσο περίεργο κι αμήχανο ύφος; Και κατ' αρχάς, γιατί φωνάζετε η μία την άλλη «μεγάλη αδελφή» και «μικρή αδελφή», ενώ δεν είστε αδελφές; Δεν το ανέχομαι!
-
Τι ανοησία! Δεν ξέρεις τίποτα για το πώς φέρονται οι
φοιτήτριες μεταξύ τους. Οι στενές φίλες αποκαλούνται «μεγά λη αδελφή» ή «μικρή αδελφή»· αυτό δεν είναι κα{)όλου σπά νιο. Μόνο εσύ aνησυχείς για τέτοια πράγματα!
Όμως εκείνο το βράδυ ο άνδρας μου δεν είχε καμία πρό {)εση να παραδεχτεί την ήττα του. Συνή{)ως έφτανε νά φανώ λίγο πεισματωμένη για να μου απαντήσει: «Είσαι αδιόρftωτη!» Και τελικά υποτασσόταν. Όμως εκείνη τη φορά συνέχισε με μανία να με κατακεραυνώνει:
-Δεν έχει νόημα να μου λες ψέματα. Ρώτησα την Κίγιο. Και, προσ{)έτοντας πως ήξερε ότι είχα σταματήσει να ζω
γραφίζω, με πρόσταξε απειλητικά να του εξηγήσω με σαφή νεια τι έκανα.
-
Μα πώς {)έλεις να σου εξηγήσω; Δε χρησιμοποιώ ένα
μοντέλο όπως ένας επαγγελματίας ζωγράφος. Είναι για μένα,
για να το πω έτσι, ένας τρόπος να περνάω την ώρα μου· δεν μπορώ πάντα ν' ασχολούμαι με απόλυτη σοβαρότητα και με αυστηρή ακρίβεια.
-
Αφού είναι έτσι, γιατί δε μένεις στο ισόγειο και κλείνε
σαι πάντα εκεί πάνω;
-
Τι το κακό βλέπεις σ' αυτό; Δεν έχεις παρά να πας στο
ατελιέ ενός ζωγράφου. Ούτε και οι επαγγελματίες ζωγράφοι εργάζονται συστηματικά. Εμπνέονται τις ώρες που ξεκουρά
ζονται, αλλιώς δε {)α είχαν καλά αποτελέσματα.
-
Καλά τα λες, όμως πότε {)α τελειώσει αυτός ο πίνακας; Αυτό το {)έμα δε με απασχολεί. Η Μιτσούκο δεν έχει
49 4-
Σβάστικα
μόνο ένα όμορφο πρόσωπο αλλά κι ένα καταπληκτικό σώμα
που σε προκαλεί να το αγκαλιάσεις. Όταν την κοιτάζω, κα 'δώς ποζάρει σαν τη ftεά Κάνον, μπορώ να τη 'δαυμάζω για ώρες χωρίς να κουράζομαι, ακόμα κι αν δεν τη ζωγραφίζω.
-
Και δέχεται να την κοιτάς ολόγυμνη τόση ώρα; Φυσικά. Μια γυναίκα δεν ντρέπεται να εμφανιστεί γυ-
μνή μπροστά σε μια άλλη γυναίκα. Ο κα-δένας 'δα κολακευό
ταν αν 'δαύμαζαν την επιδερμίδα του, δε νομίζεις;
-
Μα, επιτέλους, είναι παράλογο μια γυναίκα να στέκεται
ολόγυμνη μέρα μεσημέρι, ακόμα και μπροστά σε μιαν άλλη γυναίκα!
-
Δεν είμαστε σκλάβες των συμβατικοτήτων όπως εσύ.
Ποτέ δε σου φάνηκε όμορφο το γυμνό σώμα μιας ηftοποιού
στο σινεμά; Δεν αισftάν{)ηκες ποτέ γι' αυτήν έναν έντονο 'δαυμασμό; Εγώ σε τέτοιες στιγμές συγκινούμαι, όπως μπρο στά σ' ένα μεγαλόπρεπο τοπίο, και, δεν ξέρω γιατί, νιώ'δω πραγματικά ευτυχισμένη και με πλημμυρίζει η χαρά της ζωής.
Τελικά, δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Όμως εί ναι τόσο μάταιο να προσπα'δώ να το εξηγήσω σε κάποιον
που δεν έχει ιδέα τι 'δα πει ομορφιά. -Δε βλέπω τι σχέση έχει η ομορφιά. Πρόκειται, μάλλον, για σεξουαλική διαστροφή!
-
Τι συντηρητικός που είσαι!
-Μη λες aνοησίες! Περνάς την ώρα σου διαβάζοντας μυ'διστορήματα της δεκάρας η λογοτεχνία σ' έχει aποβλακώσει!
-
Είσαι πραγματικά aνυπόφορος!
Σ' εκείνο το σημείο γύρισα το κεφάλι μου απ' την άλλη με ριά και τον άφησα να μονολογεί:
-Αυτή η Μιτσούκο δε μου λέει τίποτα το ιδιαίτερο. Αν είχε ίχνος λογικής, δε {)α έμπαινε ανάμεσά μας για να κατα στρέψει τη σχέση μας. Χωρίς αμφιβολία, ο χαρακτήρας της είναι διεστραμμένος. Αν συνεχίσεις να κάνεις παρέα μαζί της,
κάποτε 'δα το μετανιώσεις. Όταν κατηγορούσε μόνο εμένα, μπορούσα να τον ανεχτώ, όμως μόλις τον άκουσα να βρίζει τη Μ ιτσούκο, η οργή που
με κατέλαβε ήταν τόση, που άρχισα να φωνάζω:
so
Τι είναι αυτά που λες; Με ποιο δικαίωμα κριτικάρεις
-
ένα πρόσωπο που λατρεύω; Σ' ολόκληρο τον κόσμο δεν υ πάρχει άλλο πλάσμα που ο χαρακτήρας του να ταιριάζει τό σο με την εμφάνισή του. Ένα άτομο με τόσο αγνή ψυχή δεν είναι ανδρώπινο π~σμα, είναι η ίδια η {}εά Κάνον! Τη μολύ νεις με τις βρισιές σου! Θα τιμωρηftείς γι' αυτό! -Μα επιτέλους! Δεν καταλαβαίνεις; Δεν είναι φυσιολογι
κό να λες τέτοια πράγματα. Μιλάς σαν τρελή! Κι εσύ είσαι ένα ανδρώπινο απολίftωμα!
-
Χωρίς να το πάρω είδηση, έγινες πραγματικά διεφftαρ-
μένη!
-
Σύμφωνοι, είμαι διεφftαρμένη! Κι αφού το ήξερες απ'
την αρχή, γιατί με παντρεύτηκες; Με πήρες για γυναίκα σου
γιατί ήftελες ο πατέρας μου να πληρώσει το ταξίδι σου. Είναι φανερό. Αυτό έγινε!
Παρά την υπομονή του, αυτή τη φορά ο άνδρας iιου έχα σε την ψυχραιμία του· οι φλέβες στο μέτωπό του πετάχτη καν έξω και, πράγμα ασυνήftιστο, άρχισε να ουρλιάζει:
-
Τι; Επανάλαβε αυτό που είπες!
Θα σ' το ξαναπώ όσες φορές {}έλεις! Δεν aξίζεις να λέγε-
σαι άνδρας! Με παντρεύτηκες για τα χρήματα! Δειλέ!
Πριν καν τον δω να κινείται, ένα άσπρο αντικείμενο διέ σχισε τον αέρα μ' ένα σφύριγμα κι έσπασε πέφτοντας με
πάταγο στον τοίχο πίσω μου. Είχα σκύψει ενστικτωδώς το κεφάλι μου κι έτσι δεν έπαftα τίποτα· είχε πετάξει προς το
μέρος μου το τασάκι. Μέχρι τότε δεν είχε σηκώσει ποτέ το χέρι του επάνω μου· Wμωσα τόσο πολύ, που ένιωσα το αίμα
να μου ανεβαίνει στο κεφάλι.
.
-Τόσο πολύ με μισείς λοιπόν; Σε προειδοποιώ: και μόνο να με γρατσουνίσεις, {}α το πω στον πατέρα μου. Και τώρα, που ξέρεις τι {}α συμβεί, χτύπα όσο {}έλεις, σκότωσέ με! Ε
μπρός, σκότωσέ με! Σου είπα να με σκοτώσεις! -Ανόητη! έκανε μόνο. Κι έμεινε aποσβολωμένος μπρο
στά μου, ενώ εγώ έκλαιγα με λυγμούς, σχεδόν παραληρώ ντας.
Δεν ξαναμιλήσαμε. Την επομένη ανταλλάσσαμε ματιές γε-
μάτες μίσος και το βράδυ, όταν πήγαμε να κοιμηfiούμε, εξα
κολουfiούσαμε να μη μιλάμε. Γύρω στα μεσάνυχτα, γύρισε προς το μέρος μου, έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και προσπά{}ησε να με γυρίσει προς το μέρος του. Τον άφησα να το κάνει παριστάνοντας την κοιμισμένη.
-
Χfiες το βράδυ, παραδέχτηκε, παραφέρ{}ηκα λίγο, όπως
κι εσύ. Όμως πρέπει να ξέρεις πως είναι γιατί σ' αγαπώ τό
σο πολύ. Φαίνομαι ψυχρός γιατί δεν είμαι πολύ διαχυτικός, όμως πιστεύω πως η καρδιά μου δεν είναι αδιάφορη. Αν νο μίζεις πως παρεκτρέπομαι, fiα προσπα{}ήσω να βελτιωfiώ. Δε fiα μπορούσες να σέβεσαι περισσότερο τη fiέλησή μου; Δε fiέλω να ανακατεύομαι σε fiέματα που δε με αφορούν, όμως πάψε να κάνεις παρέα μ' αυτή τη Μιτσούκο. Υποσχέσου μου
τουλάχιστον αυτό. -Όχι, απάντησα με τα μάτια κλειστά, κουνώντας απότο μα το κεφάλι.
-Αν αυτό σου είναι αδύνατο, fiα δεχτώ να συνεχίσεις να τη βλέπεις, όμως τουλάχιστον μην τη φέρνεις πια σ' αυτό το δωμάτιο και μη βγαίνεις έξω μαζί της. Θέλω να φεύγεις από
δω και να ξαναγυρίζεις εδώ πάντα συνοδευόμενη από μένα.
-
Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, απάντησα κουνώντας
πάλι το κεφάλι. Δεν υπάρχει περίπτωση να μ' εμποδίσουν να κάνω ό,τι fiέλω, fiέλω να είμαι απόλυτα ελεύ-δερη! Και μ' αυτά τα λόγια του γύρισα την πλάτη.
52
9
τ
ΩΡΑ ΠΟΥ Η ΚΑΤΆΣΤΑΣΗ ΕΙΧΕ ΓΙΝΕΙ ΕΚΡΗΚΊΙΚΗ, ΔΕ ΦΟΒΟ
μουν πια τίποτα. «Ό,τι κι αν συμβεί, δε μ' ενδιαφέρει>>, σκεφτόμουν. Κι από αντίδραση, η Μιτσούκο μού έλειπε
ακόμα περισσότερο απ' ό,τι συνήδως. Την επομένη πήγα βιαστικά στη σχολή, όμως, περιέργως, εκείνη δεν ήταν εκεί. Τηλεφώνησα στο σπίτι της κι έμαδα
πως είχε πάει σ' ένα συγγενή της στο Κιότο. Η επιδυμία μου να την ξαναδώ έγινε ακόμα μεγαλύτερη και, αναστατωμένη ' ακόμη απ' τον καβγά της προηγουμένης, της έστειλα ένα απελπισμένο γράμμα. Όμως αμέσως μετά άρχισα ν' αναρωτιέ μαι τι δα σκεφτόταν για όσα της έγραφα. Φοβόμουν μήπως μου έλεγε: «Παραιτούμαι, γιατί μ' ενοχλεί να ξέρω ότι ο άν
δρας σου βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, μεγάλη αδελφή». Οι ανησυχίες μου ξαναζωντάνεψαν. Όμως την επομένη,
καδώς την περίμενα κάτω απ' τη σκιά του πλάτανου, στο γήπεδο, την είδα να τρέχει προς το μέρος μου φωνάζοντας τ'
όνομά μου, αδιαφορώντας για τους άλλους που την άκουγαν: -Μεγάλη αδελφή! Πήρα το μήνυμά σου σήμερα το πρωί κι aνησύχησα πάρα πολύ, δεν έβλεπα την ώρα να σε ξαναδώ! Με άρπαξε απ' τους ώμους και με κοιτούσε εξεταστικά
για πολύ ώρα, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα.
-
Αχ, Μίτσου! Ο άνδρας μου μ' αυτά που είπε ταπείνωσε
κι εσένα! Κι έβαλα κι εγώ τα κλάματα, ενώ συνέχιζα: Δεν εί
σαι δυμωμένη; Αν είσαι, συγχώρεσέ με. Δεν έπρεπε ποτέ να σου έχω γράψει αυτό το γράμμα. -Μα όχι, δεν εννοώ κα-δόλου αυτό. Λίγο μ' ενδιαφέρει τι λένε για μένα. Για σένα ανησυχώ περισσότερο· δε με σιχάδη κες ακούγοντας τον κύριο Σύζυγο; Δε με σιχάδηκες; Αλήδεια, μεγάλη αδελφή;
53
-Μη γίνεσαι γελοία. Αν ήταν έτσι, δε f)α σου έγραφα πο-.
τέ ένα τέτοιο γράμμα και δε f)α σου τηλεφωνούσα. Τώρα ό,τι κι αν γίνει, δε f)α σ' εγκαταλείψω. Αν συνεχίσει να γκρινιάζει, εγώ f)α είμαι εκείνη που f)α τον διώξω.
-
Αυτό το λες τώρα, μεγάλη αδελφή, όμως αναρωτιέμαι
μήπως με βαρεf)είς και ξαναγυρίσεις στον κύριο Σύζυγο. Έ τσι είναι όλα τα ζευγάρια.
-Εγώ δε f)εωρώ τον εαυτό μου παντρεμένο μ' αυτό τον τύπο, είμαι ακόμα «δεσποινίς». Αν είσαι σύμφωνη, Μίτσου, αν είναι ανάγκη, f)α φύγουμε μακριά, f)α πάμε οπουδήποτε.
-
Αλήf)εια το λες, μεγάλη αδελφή; Αλήf)εια, δεν είναι ψέ
ματα;
-
Φυσικά και δεν είναι ψέματα! Πήρα την απόφασή μου.
Κι εγώ το ίδιο, πήρα την απόφασή μου. Μεγάλη αδελ-
φή, αν σου ζητούσα να πε'δάνεις μαζί μου, f)α δεχόσουν;
-
Θα πέ'δαινα, 'δα πέ'δαινα! Κι εσύ, Μίτσου; Θα ήf)ελες να
πε'δάνεις μαζί μου; Έτσι, χάρη σ' εκείνο τον καβγά με τον άνδρα μου, η σχέση μου με τη Μιτσούκο έγινε ακόμα πιο στενή. Και καf)ώς ο άνδρας μου είχε καταf)έσει τα όπλα, εκμεταλλευόμασταν την
αδυναμία του.
-
Ο άνδρας μου παραιτήf)ηκε, δε χρειάζεται πια να πολε
μήσουμε. Η Μιτσούκο ξε'δάρρευε ολοένα και περισσότερο. Όταν ο άνδρας μου επέστρεφε ενώ βρισκόμασταν στον πρώτο όρο
φο, έλεγε:
-
Μεγάλη αδελφή, δε f)έλω να κατέβεις στο ισόγειο.
Όχι μόνο δεν έκανε καμία κίνηση, αλλά και μ' εμπόδιζε να
πάω να τον συναντήσω. Πολλές φορές διασκεδάζαμε μέχρι τις δέκα ή έντεκα το βράδυ.
-
Μεγάλη αδελφή, μπορείς να τηλεφωνήσεις στο σπίτι
μου; με ρωτούσε. Κι έπαιρνα τη μητέρα της στο τηλέφωνο, για να την ειδο ποιήσω:
-
Απόψε η Μιτσούκο f)α δειπνήσει στο σπίτι μας και f)α
γυρίσει την τάδε ώρα.
54
Την καttορισμένη ώρα, η Ουμέ, η υπηρέτριά της, ερχόταν
με ταξί να την πάρει. Μερικές φορές, δειπνούσαμε μαζί στον
πρώτο όροφο και αν ο άντρας μου δεν ήξερε τι να κάνει ο λομόναχος, του έλεγα:
-
Δε ttέλεις να μείνεις μαζί μας;
Γιατί όχι; απαντούσε.
Έτσι λοιπόν, δεν ήταν λίγες οι φορές που τρώγαμε κι οι τρεις μαζί. Και τότε η Μιτσούκο με αποκαλούσε χωρίς καμία
αμηχανία «μεγάλη αδελφή». Όποτε είχε την επι'δυμία να μου μιλήσει μέσα στη νύχτα, δε δίσταζε να μου τηλεφωνήσει:
-
Τι συμβαίνει; Τι ώρα είναι; Είσαι ακόμα ξύπνια; Μεγάλη αδελφή, είχες ξαπλώσει;
-Ε, βέβαια, είναι περασμένες δύο! Νυστάζω εγώ! Κοιμόμουν βα'διά ...
-
Συγχώρεσέ με. Σ' ενοχλώ στις προσωπικές σου qτιγμές ... Για να μου πεις αυτό μου τηλεφώνησες;
Βέβαια, όταν έχει κανείς έναν κύριο Σύζυγο, η ζωή είναι
ωραία, όμως εγώ, που είμαι ολομόναχη, είμαι λυπημένη μέχρι fiανάτου. Δεν μπορώ να κλείσω μάτι.
-
Είσαι στ' αλή{)εια αδιόρfiωτη! Έλα, άσε τα νάζια και πή
γαινε γρήγορα να κοιμηttείς. Αύριο {)α περάσουμε όμορφα μαζί.
-
Αύριο το πρωί, μόλις σηκω'δώ, 'δα έρttω αμέσως στο σπί
τι σου. Κι αν ο κύριος Σύζυγος δυσκολεύεται να ξυπνήσει, να τον βγάλεις απ' το κρεβάτι με το ζόρι.
-
Εντάξει, εντάξει. Μου το υπόσχεσαι; Ν α ι, ναι. Σύμφωνοι.
Η τηλεφωνική μας συνομιλία συνεχιζόταν στον ίδιο τόνο για είκοσι ή τριάντα λεπτά. Δε φοβόμασταν πια να μιλήσου με ελεύttερα και να στέλνουμε η μία στην άλλη γράμματα που ως τότε κρατούσαμε μυστικά· άφηνα μάλιστα πάνω στο τραπέζι τα φάκελα της Μιτσούκο, που μόλις είχα ανοίξει. Εί ναι αλήttεια πως ο άνδρας μου δεν ήταν ο τύπος που 'δα διάβαζε στα κρυφά την αλληλογραφία των άλλων κι έτσι δεν ανησυχούσα κα-δόλου. Εντούτοις, στην αρχή, μόλις διάβαζα
55
ένα γράμμα, το έκρυβα βιαστικά σ' ένα συρτάρι του γρα
φείου μου και το κλείδωνα. Υποπτευόμουν πως κάποια μέρα μια καταιγίδα ακόμα πιο
βίαιη 'δα ξεσπούσε ανάμεσα σε μένα και τον άνδρα μου, ό μως για την ώρα οι σχέσεις μας ήταν καλύτερες από πριν. Εκείνη με επισκίαζε ολοένα και περισσότερο κι είχα γίνει σκλάβα του πάδους μου. Έτσι, έγινε κάτι που με βρήκε τε λείως απροετοίμαστη, κάτι που δε φανταζόμουν ποτέ πως {)α μπορούσε να συμβεί. Το γεγονός συνέβη, για να είμαι
ακριβής, στις
3
Ιουνίου. Γύρω στο μεσημέρι, η Μιτσούκο ήρ
{)ε να με βρει κι αφού διασκεδάσαμε, χωρίσαμε γύρω στις πέντε το απόγευμα. Ο άνδρας μου κι εγώ τελειώσαμε το δεί πνο μας περίπου στις οχτώ και μια ώρα αργότερα, γύρω στις εννιά, η υπηρέτρια ήρ{)ε να μου αναγγείλει:
-
Κυρία, σας ζητάνε στο τηλέφωνο από την Οσάκα. Από την Οσάκα; Ποιος μπορεί να είναι;
Δε μου είπε το όνομά του, όμως επιμένει να σας μιλήσει
επειγόντως.
-Εμπρός; Ποιος είναι; ρώτησα σηκώνοντας το ακουστικό.
-
Μεγάλη αδελφή, εγώ είμαι, εγώ είμαι.
Μόνο η Μιτσούκο {)α μπορούσε να μου μιλάει έτσι, όμως δεν άκουγα καλά και μόλις που διέκρινα μια αδύναμη φωνή· νόμισα πως μου έκαναν κάποια κακόγουστη φάρσα.
-
Ποιος είναι; Πείτε μου καfiαρά το όνομά σας. Ποιο νού
μερο πήρατε; επέμεινα. -Εγώ είμαι, μεγάλη αδελφή, πήρα το
1234
στη Νισινομί
για.
Η φωνή έλεγε κα{)αρά το νούμερο του τηλεφώνου μου· ήταν χωρίς αμφιβολία η Μιτσούκο. -Άκου, είμαι στο νότιο τομέα της Οσάκα αυτή τη στιγμή. Μου συνέβη κάτι το φοβερό. Μου έκλεψαν τα ρούχα ...
-
Τι; Τα ρούχα σου; Μα τι έκανες εκείνη τη στιγμή;
-Ήμουν στο μπάνιο ... Βρίσκομαι σ' ένα πανδοχείο του νότιου τομέα κι υπάρχει ένα μπάνιο ...
-
Τι γυρεύεις εκεί;
-Έχω τους λόγους μου. Ήfiελα να σου μιλήσω, όμως ... Θα
σου διηγηftώ τα πάντα με κάftε λεπτομέρεια ... Είμαι σε πολύ δύσκολη ftέση ... Σε ικετεύω, πρέπει να με βοη&ήσεις. Ξέρεις,
τα όμοια κιμονό που έχουμε ... πρέπει να μου φέρεις το δικό σου αμέσως! -Ώστε έτσι. Όταν με άφησες, πήγες βόλτα στην Οσάκα; -Ακριβώς.
-
Ποιος είναι μαζί σου; Δεν τον ξέρεις. Μου χρειάζεται οπωσδήποτε αυτό το
κιμονό, αλλιώς δε ftα μπορέσω ποτέ να γυρίσω στο σπίτι μου. Σ' εξορκίζω, στο όνομα του ουρανού, σε παρακαλώ να μου το φέρεις.
Απ' τον τρόπο που μιλούσε, καταλάβαινα πως έκλαιγε με λυγμούς. Ήμουν τόσο σαστισμένη, που αισftανόμουν την
καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα και τα γόνατά μου να τρέ μουν. Τη ρώτησα πού έπρεπε να πάω το κιμονό και,μου είπε πως το εστιατόριο λεγόταν «Η Πηγαδόπετρα» και βρισκόταν στο Κασάγιαματσι, στο νότιο τμήμα της γέφυρας του Τανζαε μόν, όμως δεν το ήξερα. Εκτός απ' το κιμονό είχα, ευτυχώς, και όλα τα ταιριαστά αξεσουάρ που μου είχε ζητήσει -όπως ήταν φυσικό- να της πάω· όμως το πιο παράξενο ήταν πως ήftελε και τη ζώνη, τα κορδόνια και τις κοντές κάλτσες. -Μήπως f}έλεις και τον ψεύτικο γιακά; ρώτησα. -Όχι, μου άφησαν τα εσώρουχα.
Επέμεινε να το αναλάβει κάποιο πρόσωπο της εμπιστοσύ νης μου και να της τα πάει σε λιγότερο από μία ώρα
-
το
αργότερο στις δέκα. Όμως δε ftα ήμουν ήσυχη αν απευf}υνό
μουν σε κάποιον τρίτο· η μόνη λύση ήταν να πάω εγώ η ίδια, με ταξί.
-Σ' ενοχλεί αν έρftω εγώ η ίδια; τη ρώτησα. Εδώ και λίγη ώρα είχα την εντύπωση πως κάποιος ήταν δίπλα της, στην άλλη άκρη της γραμμής, και της έδινε οδη γίες. -Στο σημείο που φτάσαμε, είναι προτιμότερο τελικά να έρftεις εσύ. Αλλιώς η Ουμέ πρέπει αυτή τη στιγμή να με πε ριμένει στο σταftμό της Ουμέντα· ftα μπορούσες να της δώ σεις τα ρούχα. Το πρόβλημα είναι πως δεν ξέρει πού είμαι·
57
πρέπει, λοιπόν, να της εξηγήσεις λεπτομερώς πώς να έρ'δει. Πες της να ζητήσει τη Σουζούκι. Ακούστηκε να λέει κάτι ψι'δυριστά και μετά από λίγο πρό σδεσε φανερά αμήχανη:
-
Πες μου, μεγάλη αδελφή -μ' ενοχλεί πραγματικά που
σου ζητάω τέτοιο πράγμα, όμως είναι και κάποιος άλλος που
έχασε τα ρούχα του- αν είναι δυνατόν, 'δα μπορούσες να προσ-δέσεις κι ένα κιμονό ή ένα κοστούμι του κύριου Συζύ γου; Και συνέχισε: Κι ακόμη άκου ... Συγχώρεσέ με που σ' ε νοχλώ τόσο ... Αν μπορούσες να μου δανείσεις είκοσι ή τριά
ντα γιεν, 'δα με βοηftούσε πολύ. -Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα για τα χρήματα. Περίμε νέ με. Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο, κάλεσα ένα ταξί κι είπα απλώς στον άνδρα μου:
-
Πρέπει να πάω στην Οσάκα. Η Μιτσούκο έχει ένα μι
κρό πρόβλημα και μου ζήτησε να τη βοη{}ήσω. Ανέβηκα πάλι στον πρώτο όροφο, πήρα βιαστικά το κιμο νό απ' την ντουλάπα, βρήκα κι ένα κιμονό από λινό που ο
άνδρας μου φορούσε έξω, κα'δώς και τα απαραίτητα αξε σουάρ, τα τύλιξα όλα σ' ένα φουλάρι και το έδωσα στην υ πηρέτρια για να το βγάλει έξω στα κρυφά. Τη στιγμή που έμπαινα στο ταξί, ξεπρόβαλε ο άνδρας μου μέσα απ' το σκοτάδι:
-
Τι κάνεις τέτοια ώρα μ' αυτό το πακέτο; ftέλησε να μά
'δει. Πρέπει να φαινόμουν τρομαγμένη και το πρόσωπό μου να ήταν αλλοιωμένο· είχα βγει χωρίς καν να χτενιστώ ή ν' αλλά ξω ρούχα. Πώς, λοιπόν, να μην προκαλέσω τις υποψίες του;
-
Δεν
καταλαβαίνω
τίποτε,
απάντησα.
Όμως
απόψε,
ξαφνικά, βλέπεις ... αυτό το κιμονό ... Τράβηξα μιαν άκρη απ' το κιμονό μέσα απ' το φουλάρι και του την έδειξα.
-
Μου είπε πως κάτι της συνέβη, πως είναι ανάγκη να το
φορέσει, και με ικέτευσε να της το πάω στην Οσάκα. Ίσως
sB
να παίζει σε κανέναν ερασιτεχνικό 'δίασο. Θα πω στο ταξί να
περιμένει και 'δα επιστρέψω αμέσως. Ή ταν ήδη αργά, εννιά και είκοσι πέντε. Στην αρχή σκέ φτηκα να πάω κατευδείαν στην «Πηγαδόπετρα», μετά όμως σκέφτηκα πως δα ήταν καλύτερα να περάσω απ' την Ουμέ ντα για να πάρω την Ουμέ, που 'δα μπορούσε ίσως να μου εξηγήσει την κατάσταση. Όταν έφτασα στο σταδμό, την είδα να στέκεται στη μέση του περίβολου και να κοιτάει γύρω της ανυπόμονα· χωρίς να κατέβω απ' το ταξί, τη φώναξα κάνο ντάς της νόημα να έρδει προς το μέρος μου.
-Α, κυρία! ψέλλισε σαν χαμένη, πλησιάζοντας δειλά.
-
Περιμένεις τη δεσποινίδα Μιτσούκο, έτσι δεν είναι; Μου
τηλεφώνησε πως της συνέβη κάτι το φοβερό και μου είπε να τη συναντήσω αμέσως. Θα έρ'δεις;
-
Πραγματικά... είπε διστακτικά.
Της άπλωσα το χέρι και την τράβηξα με δύναμη μέσα στο ταξί· καδώς κατευ'δυνόμαστε προς την Οσάκα, της μετέφερα
εν συντομία την τηλεφωνική μου συνδιάλεξη με τη Μιτσούκο:
-
Ποιος είναι αυτός ο άγνωστος που τη συνοδεύει; Δεν
τον ξέρεις, Ουμέ;
Στην αρχή φάνηκε αμήχανη, σαν να έψαχνε να βρει τι να πει.
-
Δεν μπορεί να μην ξέρεις τι συμβαίνει. Οπωσδήποτε,
αυτή η ιστορία δεν είναι τωρινή! Δεν έχεις τίποτα να φοβη 'δείς, δε δα έχεις κανένα πρόβλημα εξαιτίας μου. Αν μου πεις όσα ξέρεις, 'δα σε aνταμείψω.
Έβγαλα ένα χαρτονόμισμα των δέκα γιεν και το τύλιξα σ' ένα χαρτί. Διαμαρτυρή'δηκε: -Όχι, όχι, με κακομαδαίνετε ... Όμως γλίστρησα το χαρτονόμισμα στη ζώνη της με το έτσι
δέλω. -'Ασε τα νάζια, χάνουμε χρόνο. -Δε δα έχω προβλήματα αν συνοδεύσω την κυρία σ' ένα τέτοιο μέρος; Η δεσποινίς δε δα τα βάλει μαζί μου;
-
Γιατί; Εκείνη, αντίδετα, μου είπε πως, αν δεν ήδελα να
έρδω, δα μπορούσες να πας εσύ στη δέση μου.
59
-Μα σας τα είπε όλα αυτά απ' το τηλέφωνο; Είμαι πραγ ματικά ανήσυχη ... Το ύφος της έδειχνε πως πίστευε ότι της έστηνα παγίδα. -Μην aνησυχείς. Κι άλλωστε, πώς 'δα μπορούσα να ξέρω όλη αυτή την ιστορία αν δε μου είχε τηλεφωνήσει;
-
Αυτό είναι αλή'δεια. Δεν ξέρω γιατί, όμως φοβόμουν πά
ντα όταν σκεφτόμουν πως δεν είχατε καταλάβει τίποτα, κυ ρία ...
-
Α, ναι; Και πότε άρχισε αυτή η ιστορία; Πότε; Πάει πολύς καιρός. Από τον περασμένο Απρίλιο,
νομίζω, όμως δε 'δα ορκιζόμουν ...
-
Κι αυτός; Ποιος είναι; Ούτε κι αυτό το ξέρω. Η δεσποινίς μού έδινε πάντα με-
ρικά χρήματα και μου έλεγε να πάω στο σινεμά και να την περιμένω στην Ουμέντα μια συγκεκριμένη ώρα. Δεν ήξερα καν πού πήγαινε, νόμιζα πως είχε κανονίσει να συναντη'δεί μαζί σας. Όταν γυρίζαμε πολύ αργά, μου έλεγε να πω πως είχαμε πάει στο σπίτι της κυρίας Κακιούτσι. ..
6ο
10
Κ
-
ΑΙ ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΕΓΙΝΕ ΑΥΤΟ ΩΣ ΤΩΡΑ;
-
Πόσες φορές; Είναι δύσκολο να υπολογίσω.
Τη μία έλεγε πως είχε μά{)ημα για την τελετή του
τσαγιού, την άλλη πως πήγαινε στο σπίτι της κυρίας Κακιού τσι· τη συνόδευα καλόπιστα και κάποια στιγμή μου έλεγε: «Άκου, πρέπει να κάνω κάτι ψώνια ...» Φαινόταν πολύ ανα στατωμένη κι έφευγε ολομόναχη, ποιος ξέρει για πού.
-
Αλήftεια;
,
Γιατί να σας πω ψέματα; Κυρία, πραγματικά δεν είχατε
καταλάβει τίποτα; Δε σας φάνηκε ποτέ τίποτα περίεργο;
-
Α, όχι! Είμαι τόσο ανόητη, με χρησιμοποίησαν, με εκμε
ταλλεύτηκαν, με κορόιδεψαν, όμως μέχρι τώρα δεν είχα την παραμικρή υποψία! Πάντως, αυτή η ιστορία ...
-
Στ' αλήftεια, η κυρία μου είναι φοβερή. Κάδε φορά που
σας έβλεπα, κυρία, σας λυπόμουν τόσο πολύ ...
Έδειχνε να αισftάνεται πραγματική συμπόνια για μένα. Αν και προσπαftούσα να πείσω τον εαυτό μου πως ήταν μάταιο να ανοιχτώ σε μια τέτοια κοπέλα, ήμουν τόσο ftυμωμένη κι ένιωftα τόσο χαμένη, που {)έλησα να της πω τα πάντα, όλα
όσα είχα μέσα στην καρδιά:
- 'Ακου,
Ουμέ, προσπά{)ησε να με καταλάβεις. Ποτέ δε {)α
μπορούσα να διανοη{)ώ μια τέτοια κατάσταση. Σκέψου πως έφτασα στο σημείο να τσακωftώ με τον άνδρα μου για το χατίρι της. Αν δε με είχε μαγέψει τόσο πολύ, ftα είχα καταλά βει τι συνέβαινε
-
δεν είμαι δα και τόσο χοντροκέφαλη. Τέ
λος πάντων! Όμως τι μπορεί να ετοιμάζει και μου έκανε αυ τό το τηλεφώνημα; Υπάρχουν και όρια στην κορο'ίδία!
-
Πραγματικά. Ποιος είναι ο σκοπός της άραγε; Πρέπει
στ' αλήftεια να βρίσκεται σε αδιέξοδο, δε νομίζετε;
-
Ακόμα κι αν έχει μπλεξίματα, πώς τολμάει να μου ομο
λογεί πως βρίσκεται σ' ένα πανδοχείο μ' ένα φίλο της και πως κάνει μπάνιο μαζί του; Δε χρειάζεται να γίνω πιο σαφής! -Έχετε δίκιο, όμως αν της έκλεψαν το κιμονό, δε ftα μπο ρούσε να φύγει ολόγυμνη! -Αν ήμουν εγώ στη ftέση της, ftα γύριζα στο σπίτι μου
ολόγυμνη. Από το να κάνω αυτό το αναίσχυντο τηλεφώνημα, {}α γύριζα ολόγυμνη!
-
Ν α πέσει πάνω σ' έναν κλέφτη με τέτοιες συν{}ήκες! Εί
ναι αλήftεια λοιπόν, πάντα τιμωρείται κανείς όταν κάνει κάτι κακό.
-
Ν α ι, αυτή είναι η τιμωρία τους. Όχι μόνο τους έκλεψαν
τα χρήματά τους, αλλά τους πήραν και όλα τους τα ρούχα,
από τα κορδόνια και τις ζώνες τους μέχρι τις κάλτσες τους. -Αυτό είναι, αυτό είναι, τιμωρή{}ηκαν!
-
Δε φτιάξαμε αυτά τα όμοια κιμονό μ' αυτό το σκοπό·
μέχρι ποιο σημείο ftα έφτανε για να με κορο.ίδέψει;
-
Πάλι καλά που διάλεξε να βάλει σήμερα αυτό το κιμονό!
Κι εσείς, κυρία, ftα μπορούσατε να της έχετε πει πως δε {}α
πάτε να τη βρείτε κι ότι δεν έχει παρά να τα βγάλει πέρα μό νη της. Θα μπορούσατε να την έχετε εγκαταλείψει. Και τότε τι ftα σας είχε συμβεί;
-
Δε λέω πως δε ζήλεψα. 'Άλλωστε, στην αρχή δεν καταλά
βαινα καftόλου τι συνέβαινε. Όμως άρχισε να κλαψουρίζει στο τηλέφωνο· είχα μείνει κυριολεκτικά άφωνη. Κι έπειτα,
όσο απαίσια κι αν είναι, δεν μπορώ να τη μισήσω. Μέσα σε μια αναλαμπή, την είδα μπροστά μου γυμνή, να τρέμει. Μου φαινόταν aξιολύπητη, τόσο aξιολύπητη, που δεν μπορούσα πια να συγκρατηftώ. Βέβαια, Ουμέ, αυτό μπορεί να φαίνεται ανόητο σ' έναν τρίτο, όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
-
Ν α ι, έτσι πρέπει να είναι...
Κι έπειτα, ζήτησε ρούχα όχι μόνο για κείνη αλλά και για
τον νεαρό! Και τους άκουγα καftαρά να μιλούν μεταξύ τους
στην άλλη άκρη της γραμμής, σαν να ήftελε να με έχει μάρτυ ρα. Τι ξετσιπωσιά να μου λέει τέτοια πράγματα! Μπροστά στους άλλους με φώναζε πάντα «μεγάλη αδελφή» κι έκανε
62
ό,τι της ζητούσα· μου επαναλάμβανε: «Δεν έχω αφήσει κανέ
ναν να με δει γυμνή, μόνο εσένα!» Θα ήμουν πολύ περίεργη τώρα να τους δω γυμνούς και τους δύο! Είχα χάσει τον έλεγχο του εαυτού μου και, aπορροφημένη από το μονόλογό μου, δεν πρόσεχα το δρόμο που ακολου ftούσαμε. Θυμάμαι πάντως ότι μετά από τη λεωφόρο Σακάι, κατευftυνf}ήκαμε προς τα δυτικά, προς το προάστιο του Κι
γιομίζου, και πως διακρίναμε, πέρα μακριά, τα φώτα από το μεγάλο κατάστημα Ντα'ίμάρου, στη λεωφόρο του Σινσάιμπα σι. Όμως δεν πήγαμε ως το Ντα'ίμάρου και γυρίσαμε προς την κατεύttυνση νότια της λεωφόρου της γέφυρας του Τανζα εμόν. Ο οδηγός μάς είπε:
-
Φτάσαμε στο Κασάγιαματσι. Πού να σας αφήσω;
-Μήπως έχετε ακουστά ένα εστιατόριο που λέγεται «Πηγαδόπετρα»; τον ρώτησα.
Όμως δεν το ήξερε. Έτσι, ρωτήσαμε έναν περαστιΚό: - Δεν είναι εστιατόριο, είναι ξενοδοχείο! μας απάντησε. - Και πού βρίσκεται; ζήτησα να μάttω. - Στο βά'δος ενός σοκακιού εδώ κοντά. Ήταν ένα μικρό δρομάκι πίσω απ' το τετράγωνο του Σόε μον και κοντά στη λεωφόρο του Σινσάιμπασι· ένα μέρος σκο τεινό και σχεδόν έρημο. Τα κτήρια -σπίτια γκε'ίσών, εστιατό ρια και πανδοχεία- ήταν μάλλον φτωχικά, με προσόψεις που τα αδικούσαν- 'δα έλεγε κανείς πως ήταν καταστήματα που είχαν κλείσει λόγω χρεωκοπίας εδώ και πολύ καιρό. Πήγαμε ως την αρχή του σοκακιού που μας είχαν δείξει κι όπου εί
χαμε διακρίνει μια μικρή φωτεινή επιγραφή που έλεγε «Παν δοχείο Η Πηγαδόπετρα».
-
Ουμέ, μπορείς να με περιμένεις εδώ; την παρακάλεσα.
Προχώρησα ολομόναχη στο δρόμο. Το υποτι'δέμενο παν δοχείο ήταν στην πραγματικότητα ένα παράξενο σπίτι κα-δό
λου ελκυστικό. Άνοιξα την πόρτα και έμεινα για λίγο διστα κτική. Στην κουζίνα κάποιος μιλούσε στο τηλέφωνο και κα
νείς δε μου απάντησε.
-
Καλησπέρα, καλησπέρα! επανέλαβα με δυνατή φωνή.
Τελικά, εμφανίστηκε μια υπηρέτρια· φάνηκε να καταλα-
βαίνει αμέσως τους λόγους του ερχομού μου, πριν καν προ
λάβω να της εξηγήσω.
-
Ελάτε, σας παρακαλώ, είπε οδηγώντας με από μια στε-
νή σκάλα στον πρώτο όροφο. Τράβηξε τη συρόμενη πόρτα ενός δωματίου αναγγέλλοντας:
-
Η κυρία που περιμένατε ήρftε.
Μπήκα σ' ένα μικροσκοπικό χώρο υποδοχής όπου βρισκό ταν ένας άντρας είκοσι εφτά ή είκοσι οχτώ ετών, με aνοιχτό
χρωμη επιδερμίδα. -Συγχωρέστε με, άρχισε με επίσημο τόνο, όμως είστε η φίλη της Μιτσούκο, έτσι δεν είναι;
-
Ν α ι, συγκατένευσα. Εγώ είμαι.
'Ισιωσε το κορμί του κι υποκλί{}ηκε βαftιά.
-
Δεν ξέρω τι λόγια να βρω για να σας ζητήσω να με συγ
χωρέσετε. Η Μιτσούκο 'δα σας εξηγήσει σε λίγο τα πάντα. Για την ώρα, δεν τολμάει να εμφανιστεί μπροστά σας, έτσι όπως είναι ντυμένη. Σας παρακαλεί να την συγχωρέσετε, όμως 'δα έρftει μόνο όταν 'δα έχει φορέσει το κιμονό σας. Ήταν γοητευτικός τα χαρακτηριστικά του προσώπου του
ήταν πολύ λεπτά, σαν γυναικεία. Ήταν ο τύπος που 'δα μπο ρούσε να αρέσει στη Μιτσούκο. Όμως, παρά την αναμφισβή τητη γοητεία του, τα λεπτά φρύδια του κι η λεπτή γραμμή των ματιών του του έδιναν ένα ύφος κάπως πονηρό. Εντού τοις, μόλις τον είδα, σκέφτηκα: «Τι ωραίο αγόρι!» Τα ρούχα που φορούσε δεν ήταν δικά του· όπως έμα-δα αργότερα, είχε
δανειστεί ένα κομψό κιμονό από έναν υπάλληλο του πανδο χείου.
-
Ν α τα ρούχα για να αλλάξετε, εξήγησα aπλώνοντας το
πακέτο προς το μέρος του.
-
Σας ευχαριστώ απεριόριστα, μουρμούρισε παίρνοντάς
το με σεβασμό.
Τράβηξε τη συρόμενη πόρτα του κυρίως δωματίου κι α φού το άφησε μέσα, την ξανάκλεισε. Μόλις που πρόλαβα να
δω το παραβάν που έκρυβε το στρώμα. Θα ήταν ανιαρό να σας διηγηftώ με λεπτομέρειες όλα όσα συνέβησαν εκείνη τη νύχτα. Τους είχα πάει ό,τι μου είχαν
ζητήσει κι αφού δεν ήταν μόνη της, ftεώρησα άσκοπο να συ
ναντήσω τη Μιτσούκο. Τύλιξα μόνο τριάντα γιεν σ' ένα φύλ λο χαρτί κι είπα στον άγνωστο:
-
Φεύγω. Δώστε, αν ftέλετε, αυτά τα χρήματα στη Μιτσού
κο.
-Ω, σας παρακαλώ, αντέδρασε συγκρατώντας με. Μη
φεύγετε. Σ' ένα λεπτό ftα είναι εδώ. Κάftισε σύμφωνα με το εftιμοτυπικό απέναντί μου, σαν να ετοιμαζόταν να μου πει κάτι σημαντικό.
-
Η Μιτσούκο οφείλει να σας διηγηftεί τα πάντα. Όμως
νομίζω πως οφείλω κι εγώ ο ίδιος να σας εξηγήσω την πα ρουσία μου, αν έχετε την καλοσύνη να με ακούσετε. Μ' αυτό τον τρόπο άρχισε. Στην πραγματικότητα, επρό
κειτο για μια προσεγμένη σκηνοftεσία, για να μιλήσει στη ftέ ση της Μιτσούκο όσο εκείνη άλλαζε ρούχα. Και μετά .... α, ξέ χασα, πρόσftεσε:
-
Μου έκλεψαν το πορτοφόλι, δεν μπορώ, λοιπόν, να σας
δώσω το επισκεπτήριό μου. Το όνομά μου είναι Ε"ίτζιρό Ουα τανούκι και μένω δίπλα στο κατάστημα του κυρίου Τοκουμί τσου, στη Σέμπα.
Αυτός ο Ουατανούκι μού διηγή{)ηκε, λοιπόν, πως ο έρωτάς τους άρχισε την εποχή που η Μιτσούκο έμενε ακόμα στη Σέμπα, δηλαδή τον προηγούμενο Δεκέμβριο. Είχαν μάλιστα δώσει αμοιβαία υπόσχεση γάμου. Όμως την άνοιξη δημιουρ γή{)ηκε το πρόβλημα του γάμου της Μιτσούκο με τον Μ. κι
από τότε έγινε δύσκολο να πραγματοποιήσουν την υπόσχε
σή τους. Ευτυχώς, οι διαδόσεις σχετικά με την ομοφυλοφιλία της ματαίωσαν εκείνο το σχέδιο. Αυτό ήταν, σε γενικές γραμμές, το περιεχόμενο της εξομο λόγησής του. Όμως -διευκρίνισε- δε με είχαν χρησιμοποιή σει. Φυσικά, στην αρχή, είχαν εκμεταλλευτεί την κατάσταση· όμως, σιγά σιγά, η Μιτσούκο, συγκινημένη από το πάftος μου, κατέληξε να συνδεftεί μαζί μου με περισσότερη ftέρμη. Δε ftα
μπορούσα να φανταστώ μέχρι ποιο σημείο με είχε ζηλέψει. Κι αν κάποιος, λοιπόν, ftα έπρεπε να ftεωρεί τον εαυτό του ftύμα εκμετάλλευσης, ήταν εκείνος. Ήταν η πρώτη φορά που
5-
Σβάστικα
με έβλεπε, όμως η Μιτσούκο μιλούσε συνέχεια για μένα. Έ
λεγε πως, αν και χρησιμοποιεί κανείς την ίδια λέξη για την αγάπη, η αγάπη ανάμεσα σ' έναν άνδρα και μία γυναίκα κι η αγάπη ανάμεσα σε δύο γυναίκες δεν έχουν καμία σχέση και πως, αν δεν μπορούσε εκείνος να ανεχτεί την αγάπη της για μένα, δεν υπήρχε πια περίπτωση για κείνη να συνεχιστεί ο δεσμός τους. Έτσι, ο Ουατανούκι τελικά πείσθηκε. Η Μιτσού
κο δε σταματούσε να δηλώνει: «Η μεγάλη μου αδελφή είναι παντρεμένη· 'δα σε παντρευτώ, αλλά άλλο πράγμα είναι η αγά πη ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα κι άλλο η αγάπη ανά μεσα στις γυναίκες. Πρέπει να ξέρεις πως δε 'δα απαρνη'θ'ώ ποτέ τη μεγάλη μου αδελφή. Κι αν αυτό δε σου αρέσει, δε 'δα σε παντρευτώ».
Κι ο Ουατανούκι πρόσ'θ'εσε: -Τα αισ{}ήματα της Μιτσούκο απέναντί σας είναι απόλυ τα ειλικρινή.
Για μια στιγμή σκέφτηκα πως με κορόιδευε, όμως οι εξηγή σεις του ήταν εξαιρετικά επιδέξιες και δε μου άφηναν την παραμικρή αμφιβολία. Θεωρούσε πάντα άδικο -συνέχισε- το ότι με κρατούσαν στο περι'θ'ώριο της σχέσης τους κι είχε ζητήσει απ' τη Μιτσού κο να μου αποκαλύψει τα πάντα, διαβεβαιώνοντάς με πως είχε τη συγκατάδεσή του. Η Μιτσούκο συμφωνούσε πως αυ
τό 'δα ήταν πραγματικά προτιμότερο, όμως κά'θ'ε φορά που με συναντούσε, απέφευγε να μου μιλήσει κι όλο το ανέβαλλε.
Και να πώς είχαμε φτάσει σ' αυτή την κατάσταση: στο τη λέφωνο μου είχε πει πως είχαν πέσει Μματα κλοπής, όμως στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για μια συνη'θ'ισμένη
κλοπή. Δεν ήταν κλέφτες εκείνοι που τους είχαν πάρει τα ρούχα αλλά χαρτοπαίκτες! Όσο προχωρούσε στη διήγησή του, τόσο καταλάβαινα πως δεν κάνει κανείς κάτι κακό χωρίς να τιμωρη'θ'εί. Εκείνο το βράδυ κάποιοι έπαιζαν για χρήματα σ' ένα γειτονικό δωμάτιο κι είχε επέμβει η αστυνομία. Την ώρα της εφόδου η Μιτσούκο κι ο Ουατανούκι προσπά{}ησαν να το σκάσουν απ' τις στέγες
-
εκείνη φορώντας μόνο τα
εσώρουχα, εκείνος φορώντας την πιζάμα του. Τελικά, κατέ-
66
φυγαν σ' ένα πλυσταριό όπου άπλωναν τα ρούχα. Οι χαρτο
παίκτες είχαν σκορπιστεί προς κάδε κατεύ'δυνση κι οι πε
ρισσότεροι απ' αυτούς είχαν καταφέρει να ξεφύγουν, όμως ένα ζευγάρι είχε κα6υστερήσει πολύ και, μέσα στον πανικό τους, βρήκαν την πόρτα του δωματίου της Μιτσούκο και του
Ε'ίτζιρό ανοιχτή και μπήκαν μέσα· «κατέλαβαν» το δωμάτιο κι αποφάσισαν να παραστήσουν τους παράνομους εραστές,
γιατί ήξεραν ότι οι αστυνομικοί που έχουν αρμοδιότητα να συλλαμβάνουν τους χαρτοπαίκτες δεν είναι οι ίδιοι μ' αυτούς που κυνηγούν τα παράνομα ζευγάρια. Όμως οι αστυνομικοί ήταν πιο πονηροί απ' ό,τι υπολόγιζαν και, καταλαβαίνοντας πως κάτι δεν πήγαινε καλά, τους οδήγησαν στο τμήμα. Πριν τους ακολουθήσουν, οι χαρτοπαίκτες είχαν βάλει βιαστικά τα ρούχα που βρήκαν στην ντουλάπα. Πραγματικά, τη στιγμή που έκαναν έφοδο οι αστυνομικοί, φορούσαν ρόμπες του
ξενοδοχείου κι είχαν αφήσει τα δικά τους ρούχα dτο δωμά τιό τους για να μην τους καταλάβουν οι αστυνομικοί, αναγκά
στηκαν να βάλουν τα κιμονό που υπήρχαν στο δωμάτιο. Έ τσι, όταν γύρισαν η Μιτσούκο κι ο φίλος της, που μόλις_ τη γλίτωσαν, δε βρήκαν τα ρούχα τους. Αν τουλάχιστον το ζευ γάρι των χαρτοπαικτών είχε τη λεπτότητα να τους αφήσει τα
πορτοφόλια τους! Καθώς ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου είχε οδηγη{}εί κι αυτός στο τμήμα, δεν είχαν πια σε ποιον να α
πευ'δυνt1ούν. Τους ήταν αδύνατο ακόμα και να γυρίσουν στα σπίτια τους. Τους ανησυχούσε και κάτι άλλο: στην τσάντα
της Μιτσούκο υπήρχε η κάρτα του τρένου ενώ ο Ουατανούκι
είχε αφήσει στο πορτοφόλι του τα επισκεπτήριά του. Αν πο τέ η αστυνομία τηλεφωνούσε στα σπίτια τους, αυτό {}α σήμαι
νε την καταστροφή τους. Τα είχαν, λοιπόν, τελείως χαμένα όταν εκείνη μου τηλεφώνησε. Αφού είχα την ευγένεια να πάω ως εκεί κι αφού αγαπούσα κι εγώ τη Μιτσούκο, παρά την αναστάτωση που αυτό {}α προκαλούσε, έπρεπε να τη συνο δεύσω μέχρι την Ασίγια και να πω πως είχαμε πάει μαζί στο σινεμά ή να σκαρφιστώ οτιδήποτε άλλο, στην περίπτωση που η αστυνομία {}α είχε στο μεταξύ τηλεφωνήσει.
11
-
Α
-
ΚΟΥΣΤΕ, ΚΥΡΙΑ, ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ΠΩΣ ΕΙΣΤΕ ΠΟΛ Υ ΘΥΜΩμένη με ό,τι συνέβη, όμως σας παρακαλώ ...
Γονάτισε κολλώντας το μέτωπό του στο πάτωμα.
Δε με νοιάζει για μένα. Όμως, σας παρακαλώ, συνοδέψ
τε τη Μιτσούκο στο σπίτι της. Θα σας είμαι απεριόριστα ευ γνώμων για όλη μου τη ζωή.
Είχε ενώσει τα χέρια του σαν να προσευχόταν. Συγκινού μαι πολύ εύκολα και μάταια σκεφτόμουν πως όλα αυτά άρ χιζαν να ξεπερνούν τα όρια· δεν είχα τη δύναμη να αρνη'δώ. Παρά τη μνησικακία μου, τον κοίταξα εξεταστικά για ένα λεπτό, χωρίς να λέω τίποτα. Η συμπεριφορά του ήταν υπερ βολικά ευγενική και τελικά υποχώρησα λέγοντας απλώς: -Εντάξει. Αναστέναξε με μια συγκίνηση κα{)αρά υποκριτική. -Ααα ...
Υ ποκλί'δηκε βα'διά για μιαν ακόμα φορά μουρμουρίζοντας: -Ώστε δέχεστε ... Σας ευχαριστώ απ' το βά{)ος της καρ-
διάς μου. Με aπαλλάσσετε από ένα τόσο μεγάλο βάρος! Πάω να φωνάξω τη Μιτσούκο. Όμως {)α ήftελα -πρόσ-δεσε
κοιτώντας με εξεταστικά- να σας ζητήσω ακόμα μια χάρη. Είναι πολύ αναστατωμένη μ' αυτό που συνέβη. Θα ή{)ελα να μην αναφερ'δείτε κα{)όλου σ' αυτό το 'δέμα. Μου το υπόσχεστε; Μου ήταν αδύνατο να ξεφύγω. Έτσι, συμφώνησα και σ'
αυτό· και δεν είχα προλάβει καλά καλά να δεχτώ και φώναξε:
-
Μιτσούκο!
Και συμπλήρωσε κα'δησυχάζοντάς τη, μέσα από τη συρό μενη πόρτα:
-
Η κυρία μάς καταλαβαίνει. Μπορείς να βγεις.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, απ' την άλλη πλευρά της πόρτας,
68
ακουγόταν ένα t)ρόισμα από ύφασμα, καttώς η Μιτσούκο ντυνόταν. Όμως ξαφνικά είχε πέσει μια παράξενη σιωπή.
Απ' ό,τι φαίνεται, είχε στήσει αυτί για ν' ακούσει τι λέγαμε. Μετά από δυο τρία λεπτά η πόρτα άνοιξε διακριτικά μ' έναν απαλό t)όρυβο και τότε εμφανίστηκε, με τα μάτια κόκκινα α κόμα απ' το κλζtμα.
Ήμουν περίεργη να δω την έκφρασή της, όμως, μόλις τα βλέμματά μας διασταυρώt)ηκαν, βιάστηκε να σκύψει το κεφά
λι και να καttίσει πίσω απ' το αγόρι, έτσι, που δεν έβλεπα παρά μόνο τα πρησμένα της βλέφαρα και το κάτω χείλος της, που το δάγκωνε νευρικά. Είχε χώσει τα χέρια της μέσα στα μανίκια του κιμονό της, σταυρώνοντάς τα, και στεκόταν ελαφρά λυγισμένη· καttόταν εγκαταλειμμένη στο πλευρό, με τα ρούχα της αναστατωμένα. Κοιτώντας τη σκεφτόμουν πως
φορούσε ένα απ' τα δύο κιμονό που τα είχαμε ttε/.,ήσει πα νομοιότυπα, t)υμόμουν τη στιγμή που είχαμε βάλει να μας τα φτιάξουν και τη φορά που τα είχαμε βάλει για κείνη τη φω τογραφία. Ο t)υμός μου μεγάλωνε και συλλογιζόμουν: «Θα έπρεπε να έχω απαλλαγεί απ' αυτήν. Τώρα δεν έχω παρά μία επιt)υμία: να την κάνω κομματάκια». Κι αν δεν ήταν εκείνος ο
τύπος, ttα είχα φτάσει στα άκρα. Θα πρέπει να κατάλαβε κά τι, γιατί, χωρίς να μας δώσει τον καιρό ν' ανοίξουμε το στόμα μας, μας έβγαλε έξω για να ντυttεί. Παρά τις διαμαρτυρίες των υπαλλήλων, επέμεινε να πληρώσει με τα χρήματα που του είχα δώσει και, προλαβαίνοντάς με, μου είπε:
-
Κυρία, συγχωρέστε με που σας ζητάω κάτι τέτοιο, όμως
t)α προτιμούσα να τηλεφωνήσετε στο σπίτι σας και στο σπίτι της Μιτσούκο για να ειδοποιήσετε. Φοβούμενη μήπως ανησυχήσουν στο σπίτι μου, τηλεφώ νησα αμέσως.
-
Θα συνοδεύσω τη Μιτσούκο στο σπίτι της και t)α γυρί
σω αμέσως. Μήπως τηλεφώνησαν οι γόνείς της; ρώτησα την υπηρέτρια. -Ναι, πριν από λίγο. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Τους
είπα απλώς πως είχατε πάει και οι δύο στην Οσάκα, χωρίς να προσδιορίσω την ώρα που ttα επιστρέφατε.
6g
-
Ο κύριος ξάπλωσε;
-Όχι, είναι ακόμα όρ-θιος.
-
Πες του πως έρχομαι αμέσως.
Μετά τηλεφώνησα στο σπίτι της Μιτσούκο:
-
Απόψε πήγαμε στο σινεμά και μετά, καftώς πεινούσαμε,
πήγαμε σ' ένα εστιατόριο για να φάμε. Δεν καταλάβαμε πώς πέρασε η ώρα· σε λίγο {]α φέρω τη Μιτσούκο στο σπίτι. Από την άλλη άκρη της γραμμής, η μητέρα της μου απά ντησε:
-
Α, έτσι; Εντάξει. Βλέποντας ότι aργούσατε να γυρίσετε,
τηλεφώνησα στο σπίτι σας. Από τον τρόπο που μιλούσε, ή μουν σίγουρη πως η αστυ νομία δεν την είχε ειδοποιήσει. Όλα, λοιπόν, πήγαιναν καλά κι αποφασίσαμε να φύγουμε όσο το δυνατό γρηγορότερα με ταξί, όμως ο νεαρός άρχισε να μοιράζει ό,τι είχε απομείνει
από τα τριάντα γιεν στους υπαλλήλους του πανδοχείου, πα ραγγέλλοντάς τους να προσέχουν να μην ενοχλη{]ούν κα'δό
λου αυτός και η Μιτσούκο και δίνοντάς τους οδηγίες για την περίπτωση που η αστυνομία 'δα έκανε έρευνα
-
όλα αυτά με
μια εκπληκτική σχολαστικότητα. Τελικά -πρέπει να είχα φτάσει λίγο μετά τις δέκα και είχα κα'δυστερήσει τουλάχι στον μια ώρα, άρα φύγαμε μετά τις έντεκα- 'δυμή{]ηκα και την ύπαρξη της Ουμέ. Τη φώναξα και της είπα να μπει στο ταξί· πηγαινοερχόταν στο σοκάκι. Ν α, όμως, που ο νεαρός μπήκε κι αυτός στο ταξί και μας ανακοίνωσε:
-
Θα σας συνοδεύσω μέχρι λίγο πιο κάτω.
Εγώ κι η Μιτσούκο καftίσαμε πίσω, ενώ η Ουμέ και ο Ουα
τανούκι κάftισαν στα σκαμνάκια. Αμίλητοι, ανταλλάσσαμε ά γριες ματιές ενώ το ταξί έτρεχε ολοταχώς. Έτσι, φτάσαμε στη γέφυρα του Μούκο· ο Ουατανούκι είχε ξαφνικά μια ιδέα:
-
Τι {]α λέγατε να γυρίσουμε καλύτερα με το τρένο; Και
πρόσ{]εσε: Μιτσούκο, πού {]έλεις να κατεβούμε; Για να φτάσουμε στο σπίτι της Μιτσούκο, έπρεπε να ακο
λου{}ήσουμε κατά μήκος το ποτάμι προς τα δυτικά, ξεκινώ ντας από την αφετηρία της Ασίγια, από την πλευρά του λό φου με τις περίφημες κερασιές, τις Σιομιζάκουρα, δηλαδή
πεντακόσια ή εξακόσια μέτρα από τις γραμμές του τρένου. Όμως έπρεπε να διασχίσουμε ένα ttλιβερό, κακόφημο πευ
κώνα όπου είχε γίνει μια σειρά από επι-δέσεις και βιασμούς όταν ήταν περασμένη η ώρα, η Μιτσούκο -παρόλο που πά ντα τη συνόδευε η Ουμέ- έπαιρνε ένα ταξί από το στα{)μό.
-
Καλύτερα είναι να πάρουμε άλλο ταξί στο στα-δμό, βια
στήκαμε να προτείνουμε. -Όχι, γιατί οι οδηγοί μάς γνωρίζουν εξ όψεως. Είναι προ τιμότερο να κατεβούμε πιο πριν.
Η Ουμέ κι εγώ ανακατευόμασταν σιγά σιγά στη συζήτηση. Η Μιτσούκο ήταν η μόνη που δεν είχε βγάλει κουβέντα και, μερικές στιγμές, κοίταζε εξεταστικά τον Ουατανούκι, που κα -δόταν απέναντί της, σαν να ή{)ελε να του δώσει κάτι να κα
ταλάβει με το βλέμμα της και με τους αναστεναγμούς της. Ο
νεαρός τής ανταπέδωσε το βλέμμα και τελικά αποφάσισε:
- Καλύτερα -δα ήταν να κατέβουμε στον ε-δνικό δρόμο, στη γέφυρα του Ν αρίχιρα. Κατάλαβα αμέσως τι συνέβαινε: ο δρόμος που οδηγούσε στο τρένο ήταν πολύ μοναχικός και περνούσε πάνω από μια
επιχωμάτωση όπου φύτρωναν πολλά τεράστια πεύκα. Σ' ένα τέτοιο μέρος τρεις γυναίκες δεν μπορούσαν να περπατούν
ολομόναχες. Κα-δώς ο Ουατανούκι ή{}ελε να μείνει όσο το δυ νατό περισσότερο με τη Μιτσούκο, είχε σκεφτεί, όπως ήταν
φυσικό, να μας ζητήσει να κατέβουμε εκεί, για να μας συνο δεύσει ως το σταftμό. Είχε, πραγματικά, πει ότι έμενε κοντά
στο σπίτι των Τοκουμίτσου, στη Σέμπα, κι αν ήξερε το όνομα αυτής της γέφυρας κι αυτού του δρόμου, είναι γιατί, προφα νώς, είχαν πάει πολλές φορές βόλτα με τη Μιτσούκο σε κείνο
το μέρος. Είχα την επι-δυμία να διαμαρτυρηftώ λέγοντας: «Το χειρότερο -δα ήταν αν μας έβλεπαν, εμάς τις τρεις, μ' έναν
άνδρα. Αν ήμασταν μόνες μας, -δα μπορούσαμε να βρούμε κάποια δικαιολογία. Όμως εσείς καλύτερα είναι να γυρίσετε κατευ-δείαν στο σπίτι σας. Ισχυρίζεστε πως με εμπιστεύεστε· λοιπόν, πηγαίνετε, αλλιώς {)α φύγω εγώ». Όμως η Ουμέ πήρε το μέρος του, λέγοντας.
-
Καλή ιδέα. Ας το κάνουμε έτσι.
71
Και, διευκολύνοντας ακόμα περισσότερο τα σχέδιά του,
τον παρακάλεσε:
-
Αν δε σας κάνει μεγάλο κόπο, δα μπορούσατε να μας
συνοδέψετε ως το σταδμό; Αν το σκεφτεί κανείς καλά, η Ουμέ πρέπει να ήταν συνέ νοχος της Μιτσούκο και του Ουατανούκι. Όταν κατεβήκαμε απ' το ταξί, αρχίσαμε να περπατάμε προς το ανάχωμα μέσα
στο σκοτάδι. Χωρίς λόγο, η Ουμέ απευWνfiηκε σε μένα. -Έτσι δεν είναι, κυρία; Χωρίς την παρουσία ενός άνδρα δα φοβόμασταν μέσα σε τόσο σκοτάδι! μου είπε πιάνοντάς με απ' το χέρι. Με ζάλισε με την πολυλογία της, εξιστορώντας μου πώς η τάδε είχε πέσει Wμα επίδεσης σ' αυτό το μέρος. Είχα την
εντύπωση πως με απομάκρυνε επίτηδες από τους άλλους δύο. Είχαν μείνει δέκα περίπου μέτρα πίσω κι άκουγα αμυ δρά τη φωνή της Μιτσούκο.
-
Ν α ι... Α, καλά... μουρμούριζε.
Ο Ουατανούκι μάς άφησε μπροστά στο σταδμό και, αμίλη τες, πήραμε ένα ταξί και πήγαμε στο σπίτι της Μιτσούκο.
-
Επιτέλους, ήρδατε! Τι ώρα είναι αυτή που γυρίζετε! α
ναφφνησε η μητέρα της, που ήρδ'ε να μας προϋπαντήσει. Α ναλύfiηκε σε ευχαριστίες, γεμάτη ανησυχία για την ενό χληση που μου είχαν προκαλέσει. Η Μιτσούκο κι εγώ είχαμε πολύ περίεργο ύφος aποφεύγαμε να μιλήσουμε για να μην προδοδούμε. Έτσι, όταν η μητέρα της μου πρότεινε να καλέ
σει ένα ταξί, απάντησα:
-
Με περιμένει ταξί απ' έξω. Κι έφυγα σχεδόν τρέχοντας.
Γί1ρισα με το τρένο στη Σουκουγκάουα κι από κει ένα άλ
λο ταξί με πήγε στο Κορόεν. Όταν έφτασα στο σπίτι μου, ή ταν ακριβώς μεσάνυχτα.
-
Καλησπέρα, κυρία, μου είπε η υπηρέτρια στην είσοδο. Τι κάνει ο κύριος; Κοιμάται; Σας περίμενε ως τώρα, όμως πριν από λίγο έπεσε να
κοιμηδεί. «Τέλεια», σκέφτηκα. «Ας ελπίσουμε πως κοιμάται τελείως aνύποπτος».
Άνοιξα την πόρτα όσο πιο διακριτικά μπορούσα και χώ &ηκα στο δωμάτιο περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα μπουκάλι άσπρο κρασί. Ο άν δρας μου κοιμόταν μακάρια, με την κουβέρτα μαζεμένη πά νω απ' το κεφάλι του. Δεν άντεχε κα-δόλου το ποτό κι έπινε
σπάνια πριν κοιμη-δεί· σκέφτηκα πως εκείνο το βράδυ είχε πιει γιατί η ανησυχία δεν τον άφηνε να κοιμη-δεί. Ξάπλωσα δίπλα του χωρίς να κάνω -δόρυβο, προσπα-δώντας να μην α ναστατώσω το γαλήνιο ύπνο του· όμως δεν κατάφερνα ν' α ποκοιμη-δώ. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο αισ-δανό μουν να μεγαλώνει μέσα μου η οργή και η πίκρα. Είχα την
εντύπωση πως η καρδιά μου είχε ξεσκιστεί. «Πώς να πάρω εκδίκηση; Θα μου το πληρώσει!» σκεφτόμουν.
Ο -δυμός με πλημμύρισε κι ενστικτωδώς άπλωσα το χέρι μου και πήρα το μισογεμάτο ποτήρι απ' το τραπέ~ι· το ά
δειασα με τη μία.
Τα απρόβλεπτα γεγονότα εκείνης της νύχτας με είχαν α ναστατώσει πολύ και δεν ήμουν συνη-δισμένη στο ποτό. Έτσι, εν ριπή οφ-δαλμού μέ-δυσα και, αντί να αισ-δαν-δώ μια γλυκιά ευφορία, αισ-δανόμουν πως μου έσφιγγαν το κεφάλι με μια
μέγκενη, πως η καρδιά μου είχε φτάσει στο στόμα κι ήταν σαν όλο το αίμα να μου είχε ανέβει στο κεφάλι· δεν μπορού σα ν' αναπνεύσω και μου είχε κολλήσει μια ιδέα που δεν τολ μούσα να πω φωναχτά: «Α, ώστε δε με υπολογίζετε; Καλά λοι πόν, -δα μά-δετε γρήγορα νέα μου!» Η καρδιά μου χτυπούσε βίαια κι άκουγα έναν ήχο σαν αυ
τόν που κάνει το σακέ που χύνεται από ένα βαρέλι· κατάλα βα πως η καρδιά του άνδρα μου χτυπούσε ξέφρενα, σαν να κόντευε να σπάσει κι αυτή, και πως η ανάσα του ήταν καυτή και ακανόνιστη. Αναπνέαμε όλο και πιο γρήγορα και τη στιγ μή που νόμιζα πως οι καρδιές μας -δα έσπαζαν, ο άνδρας μου με πήρε στην αγκαλιά του. Αμέσως μετά ένιωσα πιο κοντά μου την ανάσα του και τα καυτά χείλη του να μου χαϊδεύουν το λοβό του αυτιού.
-
Επιτέλους γύρισες!
Τότε, δεν ξέρω γιατί, δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια μου.
73
-
Τι ταπείνωση! φώναξα.
Άρχισα να κλαίω με λυγμούς τρέμοντας ανεξέλεγκτα. Αυ
τή τη φορά ήμουν εγώ που aρπάχτηκα από πάνω του κι άρ χισα να τον τραντάζω μ' όλη μου τη δύναμη επαναλαμβάνο ντας:
-
Τι ταπείνωση! Τι ταπείνωση! Τι ταπείνωση! Τι σου συμβαίνει; Τι σ' έφερε σε τέτοια κατάσταση; με
ρώτησε ευγενικά. Τι σ' έφερε σε τέτοια κατάσταση; Δε 'δα καταλάβω τίποτε αν συνεχίσεις να κλαις. Τι συμβαίνει; Τι σου συνέβη λοιπόν; Μου σκούπισε τα δάκρυα και, χα'ίδεύοντάς με, προσπά'δη σε να με παρηγορήσει· η λύπη μου όμως έγινε ακόμα μεγαλύ τερη. Σκέφτηκα: «Κι όμως, ένας σύζυγος κάτι αξίζει! Τιμωρή
'δηκα όπως έπρεπε για τα λά'δη μου. Θα ξεχάσω αυτή την κοπέλα. Και {)' αφιερώσω την υπόλοιπη ζωή μου στην αγάπη αυτού του άνδρα».
Επιτέλους, ένιω{)α πραγματικά τύψεις.
-
Θα σου διηγη'δώ όλα όσα έγιναν απόψε κι εσύ {)α με
συγχωρέσεις, εντάξει; Έτσι, του ομολόγησα όλα όσα είχαν γίνει μέχρι τότε.
74
12
Τ
Ο ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ΞΥΠΝΗΣΑ ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ ΑΠ' ΤΟΝ ΑΝ
δρα μου, πήγα στην κουζίνα να ετοιμάσω το πρόγευμα, τακτοποίησα τα ρούχα του
-
δουλειές που συνή-θ-ως
έκανε η υπηρέτριά μου και τις οποίες ανέλαβα με εν'θ'ουσια σμό. Η διά-θ-εσή μου είχε αλλάξει τελείως.
-
Δε 'θ-α πας σήμερα στη σχολή; aπόρησε ο άνδρας μου
δένοντας τη γραβάτα του μπροστά στον κα-θ-ρέφτη, κα-θ-ώς ετοιμαζόταν να βyει.
-
Νομίζω πως 'θ-α τα εγκαταλείψω, απάντησα.
Τον βοή-θ-ησα να βάλει το σακάκι του και κά-θ-ισα για να
διπλώσω το κιμονό που είχε βγάλει.
-
Μα γιατί; Δεν είναι ανάγκη να εγκαταλείψεις τη σχολή,
δε νομίζεις;
-Δε με ωφελούν κα-θ-όλου αυτά τα μα-θ-ήματα. Κι έπειτα, δεν έχω καμιά όρεξη να πέσω πάνω της ... -Α, έτσι; Τότε κάνε όπως νομίζεις, είπε κοιτώντας με γε μάτος ευγνωμοσύνη.
Φάνηκε όμως να το ξανασκέφτεται και πρόσ'θ'εσε με κα τανόηση:
-Βέβαια, υπάρχουν κι άλλες σχολές. Αν 'θ-έλεις να παρα κολου-θ-ήσεις μα-θ-ήματα ζωγραφικής, γιατί δεν πας σ' ένα ιν
στιτούτο καλών τεχνών; Θα προτιμούσα να φεύγουμε μαζί τα πρωινά.
-Δε 'θ-έλω πια να παρακολου-θ-ήσω μα-θ-ήματα. Όπου κι αν πάω, δε 'θ-α με ωφελήσει. Από εκείνη την ημέρα έμεινα μέσα και, σαν να είχα μετα μορφω-θ-εί απ' τη μια μέρα στην άλλη σε καλή νοικοκυρά, α
σχολιόμουν ευσυνείδητα με τις δουλειές του σπιτιού. Όσο για τα αισ-θ-ήματα του άνδρα μου, η χαρά του ήταν απερίγραπτη,
75
όταν είδε πως δεν ήμουν πια καfiόλού ιδιότροπη και πως είχα -για να το πω έτσι- ξαναγεννηδεί με μια άλλη προσωπικό τητα. Εντούτοις, ευχόταν να ξαναβρούμε την παλιά μας ζωή
τότε που πηγαίναμε κάδε μέρα στην Οσάκα, χωρίς κανένα
-
σύννεφο ανάμεσά μας. Κι εγώ ftα ήfiελα να μένω όσο το δυ νατό περισσότερο μαζί του, γιατί σκεφτόμουν ότι μακριά του μπορεί να έμπαινα πάλι σε πειρασμό από άσχημες σκέψεις και ότι δα έφτανε να είχα μπροστά μου το πρόσωπό του για να την ξεχνάω, εκείνη. Θα ήδελα ακόμα να βγαίνουμε μαζί· όμως όχι, δεν έπρεπε. Αν τύχαινε να πέσω πάνω της ... Φυσι κά, δε δα της μιλούσα, όμως πώς μπορούσα να προβλέψω την αντίδρασή μου αν ποτέ διασταυρώνονταν τα βλέμματά μας; Θα χλόμιαζα και, τρέμοντας σαν το φύλλο, δα μπορούσα να παραπατήσω και να λιποfiυμήσω ίσως σε μια γωνία του δρό
μου. Έτσι, φοβόμουν να βγω· όχι μόνο δεν τολμούσα να πάω στην Οσάκα, αλλά και μια μέρα που aποτόλμησα να πάω ως τη γραμμή του τραμ κι είδα μια σιλουέτα που τη Wμιζε αόρι στα, γύρισα τρέχοντας πίσω, σαν να με κυνηγούσαν, και με το χέρι στο στήδος μου, που ανεβοκατέβαινε ανεξέλεγκτα, είπα στον εαυτό μου: «Δεν πρέπει, δεν πρέπει, δεν πρέπει να βγω από δω, ούτε για μια στιγμή. Θα κλειστώ μέσα σαν να ήμουν φυλακισμένη και δα διοχετεύσω όλη μου την ενεργητικότητα στην μπουγάδα, στο σκούπισμα, στο πλύσιμο των πιάτων».
Κι ήδελα να κάψω τα γράμματα που είχα φυλάξει στο συρτάρι του γραφείου μου και κυρίως το πορτρέτο της Κά νον. Μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Κά-δε φορά που πλησίαζα στο γραφείο μου, υποσχόμουν στον εαυτό μου: «Σήμερα δα τα κάψω, σήμερα δα τα κάψω». Όμως, μόλις βρισκόμουν
μπροστά στο γραφείο, σκεφτόμουν πάντα: «Όταν δα τα πά ρω στο χέρι μου, ftα ftελήσω σίγουρα να τα διαβάσω». Και τε λικά, φοβόμουν τόσο, που δεν μπορούσα ν' ανοίξω το συρτά
ρι. Έτσι περνούσα τις μέρες μου, και όταν ερχόταν το βράδυ και γύριζε ο άνδρας μου, ένιωδα ανακούφιση, σαν να έφευγε ένα βάρος από πάνω μου.
-
Ξέρεις κάτι, του έλεγα, τον τελευταίο καιρό σε σκέφτο
μαι απ' το πρωί ως το βράδυ. Εσύ με σκέφτεσαι;
Και τον αγκάλιαζα με πάfiος.
-Μην aφήνεις κενή fiέση στην καρδιά μου. Αγάπα με, αγάπα με συνέχεια, πάντα, πάντα! Αυτά έλεγα συνέχεια. Η αγάπη του άνδρα μου ήταν το μοναδικό μου στήριγμα. Δεν του έλεγα τίποτ' άλλο, μόνο: -Αγάπα με κι άλλο, αγάπα με κι άλλο. Ένα βράδυ άρχισα να φωνάζω γεμάτη ταραχή σαν να ή μουν τρελή:
-
Η αγάπη σου δε μου φτάνει ακόμα. Περνάς πραγματικά απ' το ένα άκρο στο άλλο, μου είπε
για να με ηρεμήσει. Τα είχε χάσει με την παραφροσύνη μου. Αν εκείνη ερχόταν τότε να με δει, fiα βρισκόμουν, αναγκα
στικά, στη δύσκολη fiέση να της μιλήσω· αυτή ήταν η μεγαλύ τερη ανησυχία μου, αλλά, παρά το fiράσος της, δεν τόλμησε να έρfiει στο σπίτι μου και δεν έτυχε ν' ακούσω να μιλούν πια γι' αυτήν. Προσευχήfiηκα στους fiεούς και στον Βούδα, ευχαριστώντας τους που είχαν κατευWνει έτσι τη μοίρα μου.
Πραγματικά, αν δεν είχα ζήσει εκείνη τη νύχτα, δε fiα είχα καταφέρει ποτέ να χωρίσω από κείνη τόσο ολοκληρωτικά, τόσο οριστικά· κι αυτό ήταν σημάδι μιας fiε'ίκής fiέλησης. Δεκαπέντε μέρες αργότερα, προς τα τέλη Ιουνίου, ξανα
βρήκα την ηρεμία μου λέγοντας στον εαυτό μου: «Θα υποτα χfiώ σκεπτόμενη πως ό,τι με έκανε να fiυμώσω και να λυπη fiώ έχει πια τελειώσει και πως δεν ήταν παρά ένα όνειρο». Το περασμένο καλοκαίρι, αν κι ήταν η εποχή των βροχών, δεν έβρεξε στην πραγματικότητα καfiόλου· ο ήλιος έλαμπε
κάfiε μέρα κι η παραλία μπροστά στο σπίτι ήταν γεμάτη κο
λυμβητές. Ο άνδρας μου -που συνήfiως δεν είχε τίποτα να κάνει- είχε αναλάβει ακριβώς εκείνη την εποχή μια υπό fiεση και μου επαναλάμβανε όλη την ώρα πως σε λίγο fiα ή ταν ελεύftερος και ftα πηγαίναμε μαζί διακοπές. Έφτιαχνα
ένα ζελέ με κεράσια στην κουζίνα, όταν με φώναξε η υπηρέ τρια:
-
Κυρία, σας ζητούν στο τηλέφωνο, από την κλινική Σ. Κ.
της Οσάκα.
77
Είχα ένα κακό προαίσδημα κι ήμουν σε επιφυλακή, όμως της απάντησα:
-
Ποιος ftα μπορούσε να νοσηλεύεται εκεί; Δεν μπορείς
να ξαναρωτήσεις;
-Όχι, κυρία. Είναι κάποιος απ' την κλινική που ftέλει να
μιλήσει κατευftείαν σε σας. Η φωνή είναι ανδρική.
-
Περίεργο πάντως.
Πριν ακόμα πάω στο τηλέφωνο, ένιωσα κάποια ανησυχία, χωρίς να ξέρω τον ακριβή λόγο, και το χέρι μου έτρεμε όταν σήκωσα το ακουστικό.
-
Η κυρία Κακιούτσι;
Ο συνομιλητής μου, αφού βεβαιώ{}ηκε δύο ή τρεις φορές για την ταυτότητά μου, χαμήλωσε ξαφνικά τη φωνή και μου
έκανε μια παράξενη ερώτηση:
-
Λυπάμαι που σας ενοχλώ έτσι ξαφνικά, όμως ftα ήftελα
να μάftω αν ftυμάστε να έχετε δανείσει ένα βιβλίο για την αντισύλληψη στην κυρία Ν ακαγκάουα.
-
Πραγματικά, δάνεισα κάπου αυτό το βιβλίο, όμως δε
γνωρίζω καμιά κυρία Ν ακαγκάουα. Υ ποftέτω πως ftα το πή ρε απ' το πρόσωπο στο οποίο το δάνεισα. Ο άνδρας συμφώνησε αμέσως: -Ναι, ναι. Νομίζω πως μιλάτε για την κυρία Τοκουμί
τσου, έτσι δεν είναι; Το περίμενα· όμως και μόνο το όνομα με τάραζε. Είχα δα νείσει αυτό το βιβλίο στη Μιτσούκο πριν από ένα μήνα, γιατί
μια από τις φίλες της, η κυρία Ν ακαγκάουα συγκεκριμένα, δεν ήftελε ν' αποκτήσει παιδιά.
-
Η μέftοδος που ακολουftείς είναι πραγματικά ftαυμάσια,
μεγάλη αδελφή, μου είχε πει.
-
Για να λέμε την αλήftεια, είχα απαντήσει, έχω ένα πολύ
καλό βιβλίο. Κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες και βρί σκει κανείς μέσα όλα όσα ftέλει να μάftει. Της το είχα δανείσει και μετά το είχα τελείως ξεχάσει. Εντούτοις, να που ο γιατρός με πληροφορούσε πως aνησυ χούσαν γιατί, εξαιτίας αυτού του βιβλίου, είχε προκληftεί ένα σοβαρό ατύχημα. Δεν μπορούσε να μου πει λεπτομέρειες απ'
το τηλέφωνο, όμως η δεσποινίς Τοκουμίτσου, έλεγε, ήταν μπλεγμένη κι ανησυχούσε πολύ· είχε προσπα{}ήσει να με συ ναντήσει και να μου μιλήσει, όμως δεν είχα απαντήσει στα
πολλά γράμματα που μου είχε στείλει, κάτι που την είχε φέρει σε πολύ δύσκολη 'δέση. Έπρεπε οπωσδήποτε να δεχτώ να συναντήσω τη δεσποινίδα Τοκουμίτσου, επέμενε. Διάφορα
απρόβλεπτα περιστατικά στην κλινική τούς εμπόδιζαν να με επισκεφ'δούν οι ίδιοι. Το καλύτερο για μένα ήταν να πάω να δω τη δεσποινίδα Τοκουμίτσου και να παραστήσω πως η κλι νική δεν είχε καμία ανάμειξη. Κι αν δε δεχόμουν, η κλινική δε 'δα είχε καμία ευ-δύνη για τα προβλήματα που 'δα αντιμετώ πιζα.
Υποπτευόμουν πως όλα αυτά ήταν μια συνωμοσία του Ουα τανούκι και της Μιτσούκο κι αναρωτιόμουν αν 'δα έφταναν στο σημείο να 'θ-ελήσουν να με ξεγελάσουν ακόμα μια. φορά· όμως εκείνη την εποχή οι εκτρώσεις τιμωρούνταν ακόμα αυ στηρά και διάβαζε κανείς συχνά ότι ο τάδε γιατρός κατηγορή
'δηκε ή ότι ασκή'δηκε ποινική δίωξη εναντίον της τάδε κλινι κής. Όπως είπα ήδη, το βιβλίο πρότεινε διάφορες φαρμακευ τικές ή μηχανικές με'δόδους έκτρωσης, όλες παράνομες, κι
έτσι φανταζόμουν ότι η κυρία Ν ακαγκάουα είχε κάνει κάποια ανοησία που είχε πολύ σοβαρές συνέπειες, για τις οποίες κα
νένας χωρίς πείρα δεν μπορούσε να κάνει πια τίποτα το σπουδαίο κι έτσι είχε αναγκαστεί να μπει στο νοσοκομείο. Κα'δώς είχα απαγορεύσει στην υπηρέτριά μου να μου δείχνει
τα γράμματα που τυχόν 'δα μου έστελνε η Μιτσούκο και την είχα διατάξει να τα καίει, δεν μπορούσα να φανταστώ πως 'δα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο γιατρός της κλινικής ήταν πολύ βιαστικός κι επέμενε να τη δω την ίδια ημέρα. Φώναξα, λοι πόν, τον άνδρα μου για να του ζητήσω να με συμβουλέψει. -Στο σημείο που έφτασες, δεν μπορείς να αρνη'δείς να τη συναντήσεις.
Δέχτηκα, λοιπόν, την πρόταση που μου είχε γίνει. Μου α πάντησαν πως 'δα ζητούσαν απ' τη δεσποινίδα Τοκουμίτσου να έρ'δει στο σπίτι μου.
79
13
Η
ΤΑΝ ΠΕΡΙΠΟΥ ΔΥΟ ΟΤΑΝ ΔΕΧΤΗΚΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗ
μα. Μισή ώρα αργότερα έφτασε η Μιτσούκο. Αν κι οι
γιατροί της κλινικής ήταν βιαστικοί, δεν την περίμενα
πριν απ' το βράδυ και καftώς συνήftιζε να κάνει μία ή και δύο ώρες για να ετοιμαστεί, δε φανταζόμουν ότι ftα ερχόταν τόσο γρήγορα· όμως το κουδούνι χτυπούσε δυνατά κι επίμονα κι άκουσα τα τακούνια της να χτυπάνε στα τσιμεντένια σκαλο πάτια της εισόδου. Όλες οι πόρτες -μέχρι τα πιο απομα κρυσμένα δωμάτια του σπιτιού- ήταν ανοιχτές και το ρεύμα του αέρα έφερνε μαζί του ένα άρωμα που ξυπνούσε μέσα μου πολλές αναμνήσεις. Δυστυχώς, ο άνδρας μου δεν είχε ακόμα επιστρέψει.
Πηγαινοερχόμουν σπασμωδικά προς όλες τις κατευftύνσεις, ψάχνοντας να βρω από πού να το σκάσω, όταν είδα την υπη ρέτριά μου να μπαίνει βιαστικά με πρόσωπο αναστατωμένο
και να φωνάζει: -Κυρία, κυρία!
-
Ξέρω, ξέρω. Είναι η Μιτσούκο, έτσι δεν είναι;
Προχώρησα προς το μέρος της λέγοντας σαν χαμένη:
-
Περίμενε ένα λεπτό. Πες της να περιμένει. .. οδήγησέ τη
στο σαλόνι. Αφού της έδωσα αυτές τις διαταγές, κατέφυγα στον πρώ
το όροφο και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου περιμένοντας να η ρεμήσει η καρδιά μου. Τελικά, σηκώ{)ηκα, έβαλα ένα παχύ στρώμα με"ίκάπ στο πρόσωπό μου, για να καλύψω τη χλομά δα μου, ήπια ένα ποτήρι άσπρο κρασί και, συγκεντρώνοντας όλο μου το κουράγιο, κατέβηκα κάτω. Μόλις διέκρινα μέσα από το στόρι από μπαμπού τα χτυ πητά σχέδια του κιμονό της και τη σιλουέτα της, καftώς σκού8ο
πιζε το κατα"ίδρωμένο πρόσωπό της μ' ένα μαντίλι, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει ξέφρενα. Εκείνη με είδε μέσα από το διαχωριστικό και, σαν να περίμενε ανυπόμονα τον ερχομό μου, με υποδέχτηκε χαμογελώντας. -Καλημέρα, μου είπε. Λυπάμαι που δεν ειδω&ήκαμε τό σο καιρό, μεγάλη αδελφή, όμως συνέβησαν τόσα ... Κι έπειτα είπα στον εαυτό μου: «Τι ttα σκέφτεται άραγε μετά από κεί νο το βράδυ; Σίγουρα ttα είναι έξαλλη». Και δεν τολμούσα πια να κάνω καμιά κίνηση. Εκφραζόταν πολύ προσεκτικά και, παρατηρώντας τις α ντιδράσεις μου, ξαναβρήκε την παλιά της οικειότητα:
-
Πες μου, μεγάλη αδελφή, είσαι ακόμα ttυμωμένη μαζί
μου;
Προσπά{tησα να την προσφωνήσω αδιάφορα «δεσποινίδα Τοκ ου μίτσου»:
-
Ο λόγος που δέχτηκα να σας δω δεν ήταν για ν' ακούσω
τέτοια πράγματα.
-
Καταλαβαίνω, μεγάλη αδελφή, όμως αν δε με διαβεβαι
ώσεις ότι με συγχώρεσες, δε ttα μπορέσω να σου μιλήσω.
-Όχι, όχι. Η κλινική Σ. Κ. μου ζήτησε να σας βοη&ήσω σχετικά με την περίπτωση της κυρίας Ν ακαγκάουα κι ο άν δρας μου μου έδωσε την άδεια να σας δεχτώ για να μιλήσου με μόνο γι' αυτό το 'δέμα. Σας παρακαλώ, λοιπόν, ν' αλλάξου με 'δέμα συζήτησης. Δεν κατηγορώ παρά μόνο την ανοησία
μου για ό,τι συνέβη, δεν κρατώ κακία και δεν τα βάζω με κανέναν, όμως επιttυμώ από δω και πέρα να μη με αποκα λείτε πια «μεγάλη αδελφή». Αλλιώς δε 'δα δεχτώ να σας ακού σω.
Αυτή η δήλωση φάνηκε να την αποttαρρύνει και, τυλίγο
ντας το μαντίλι της γύρω απ' το δάχτυλό της σαν να ήταν κορδόνι, χαμήλωσε τα μάτια της, που φάνηκαν να γεμίζουν δάκρυα. Έμεινε σιωπηλή. -Δεν ήρ'δατε να μου μιλήσετε γι' αυτή την ιστορία; Ε μπρός, εκttέστε μου τα γεγονότα.
-Όταν σ' ακούω να μιλάς έτσι, μεγάλη αδελφή ... συνέχισε η Μιτσούκο, επιμένοντας να με αποκαλεί έτσι. Ακόμα κι αν
81 6-
Σβάστικα
είχα να σου πω κάτι, τώρα είμαι ανίκανη να σκεφτώ. Στην
πραγματικότητα, αυτό που σου είπαν στο τηλέφωνο δε ... δε συνέβη στην κυρία Ν ακαγκάουα.
-
Α, ναι; Και για ποιον πρόκειται λοιπόν;
Τότε η Μιτσούκο χαμογέλασε παράξενα και μικρές ρυτίδες φάνηκαν να σχηματίζονται στη βάση της μύτης της.
-
Πρόκειται για μένα, δήλωσε.
-Ώστε εσείς μπήκατε στο νοσοκομείο ... Τι γυναίκα, Θεέ μου! Μέχρι ποιο σημείο έφτανε η αδια ντροπιά της; Ο Ουατανούκι την είχε αφήσει έγκυο και, κα{)ώς δεν ήξερε με ποιον τρόπο να απαλλαγεί, είχε έρiJει να με χρη σιμοποιήσει. Δεν της έφτανε που με είχε αναγκάσει να κα ταπιώ όλες εκείνες τις προσβολές. Έτρεμα ανεξέλεγκτα, ό μως προσπαiJούσα να συγκρατη{)ώ και να πάρω ένα ύφος απόλυτης αfiωότητας.
-
Ν α ι, είναι αλή{)εια, παραδέχτηκε κουνώντας το κεφάλι
της. Ζήτησα να μπω στο νοσοκομείο, όμως μου απάντησαν πως δε γίνεται. Αυτή η ιστορία δεν είχε ούτε αρχή ούτε τέλος. 'Ακουγα αυτά που μου διηγόταν με λεπτομέρειες: είχε δοκιμάσει τις διάφορες- με{)όδους που πρότεινε το βιβλίο που της είχα δα νείσει, όμως καμία δεν είχε αποτέλεσμα και αν αργούσε κι άλλο, η κατάστασή της {)α γινόταν φανερή· ήταν τόσο ανα
στατωμένη, που ο Ουατανούκι, που γνώριζε έναν υπάλληλο σ' ένα φαρμακείο στο Ντοσόματσι, είχε προμηiJευτεί απ' αυτόν το φάρμακο που συνιστούσε το βιβλίο. Κι εκείνη το είχε πά ρει. Αλλά ο υπάλληλος δεν ήξερε την κατάσταση· είχε μόνο προμη{)εύσει το προ'ίόν παρασκευάζοντάς το όσο καλύτερα
μπορούσε. Πρέπει, όμως, να είχε κάνει κάποιο λά{)ος στις αναλογίες, γιατί, την προηγουμένη, η Μιτσούκο είχε αρχίσει να νιώ{)ει πόνους στην κοιλιά και, μόλις κάλεσε το γιατρό, εί χε και μια πολύ έντονη αιμορραγία. Έτσι, αναγκάστηκε να
εξηγήσει τα πάντα στο γιατρό και τους είχε ικετεύσει, εκεί νον και την Ουμέ, να επέμβουν χωρίς να πούνε τίποτα στην οικογένειά της. Ο γιατρός -που ήταν και ο οικογενειακός τους- περιορίστηκε ν' αναστενάξει:
82
-
Είναι μια λεπτή κατάσταση. Πραγματικά, δεν μπορώ να
το κάνω. Πρέπει οπωσδήποτε να υποβλη'δείτε σε επέμβαση. Σας συμβουλεύω ν' απευ'δυνδείτε σε μια εξειδικευμένη κλι νική που να γνωρίζετε και να προσπα{)ήσετε να εξηγήσετε την περίπτωσή σας. Εγώ μπορώ να σας παράσχω μόνο τις πρώτες βοή'δειες. Έτσι, είχε αποφύγει ένα στραβοπάτημα. Η Μιτσούκο είχε πάει, λοιπόν, στην κλινική Σ. Κ., της οποίας γνώριζε το διευ 'δυντή, ελπίζοντας πως εκείνος 'δα μπορούσε να τη βοη{)ήσει.
Είχε πάει να ζητήσει συμβουλές εκείνο το ίδιο πρωί, όμως της είχαν δώσει την ίδια απάντηση κι είχαν αποκρούσει το αίτημά της. Εντούτοις, κα'δώς ο διευ{)υντής είχε δεχτεί μια οικονομική βοή{)εια από τον πατέρα της Μιτσούκο για· το χτίσιμο της κλινικής, τον είχε ικετεύσει μαζί με την Ουμέ να επέμβει.
-
Τι μπέρδεμα, τι μπέρδεμα! είχε επαναλάβει εκείνος.
Πριν από λίγο καιρό οποιοσδήποτε γιατρός ftα δεχόταν να σας αναλάβει, όμως, όπως ξέρετε, αποδοκιμάζονται πολύ αυ στηρά αυτές οι πρακτικές και ftα έφτανε μόνο ένα στραβοπά τημα για να εκτεftώ, όχι μόνο εγώ αλλά και η οικογένειά σας, στην aτίμωση και τότε δεν ξέρω ποια δικαιολογία ftα μπορού σα να επικαλεστώ μπροστά στον πατέρα σας. Μα γιατί περι μένατε τόσο πολύ; Αν η κατάστασή σας δεν ήταν τόσο προ
χωρημένη, αν είχατε έρftει πριν από ένα μήνα, ftα μπορούσα να επέμβω.
Ενώ συζητούσαν, η Μιτσούκο αισ'δανόταν δυνατούς πό νους στην κοιλιά κι έχανε αίμα.· Ο διευ'δυντής σκέφτηκε πως αν συνέβαινε κάτι σοβαρό, η κλινική ftα διωκόταν και, καftώς
δεν μπορούσε να μένει άπραγος μπροστά στον πόνο της, τη ρώτησε:
-
Πείτε μου, μια κι έξω, ποιο φάρμακο πήρατε και ποιος
σας το συνέστησε. Θα προσπα{)ήσω να το κρατήσω μυστικό και αν υπάρξουν επιπλοκές, ftα μπορέσω να σας εγχειρήσω,
με την προϋπόftεση ότι αυτό το πρόσωπο ftα δεχτεί να πα ρευρεftεί στην εγχείρηση και να μιλήσει γι· αυτό.
Έτσι, του είχε ομολογήσει ότι εγώ της είχα δανείσει το βι-
βλίο, διευκρινίζοντας ότι, ακολουftώντας τις προτεινόμενες μεftόδους, είχα κατορftώσει σε κάδε περίπτωση να έχω το επιftυμητό αποτέλεσμα κι ότι γι' αυτό κι εκείνη έλπιζε να τα καταφέρει. Ο διευftυντής είχε μείνει για λίγο σκεφτικός και μετά της είχε εξηγήσει ότι στην πραγματικότητα, μ' αυτές τις
συνftήκες, δεν ήταν αναγκαία η επέμβαση γιατρού· κάποιος
χωρίς ιατρική εκπαίδευση αλλά με κάποια σχετική πείρα ftα μπορούσε να τα βγάλει πέρα άνετα. Ή ταν πολύ συνηftισμένο οι γυναίκες της Δύσης να τα βγάζουν πέρα μόνες τους, χωρίς
να ζητούν τη βοήftεια κανενός, χρησιμοποιώντας αυτή ή εκεί νη τη μέftοδο, κι αν εγώ ήμουν ικανή για κάτι τέτοιο, δεν είχε παρά ν' απευftυνftεί σε μένα. Οπωσδήποτε, αν υπήρχαν επι πλοκές, ftα τη χειρουργούσε με την προϋπόftεση ότι εγώ ftα αναλάμβανα όλες μου τις ευftύνες αν έφερνα δυσκολίες, ftα έ πρεπε να ftυμηftώ ότι εγώ ήμουν η αιτία όλων αυτών των προβλημάτων, αφού της είχα δανείσει εκείνο το βιβλίο, και πως γι' αυτό έπρεπε με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο να ε πανορftώσω. Αντίftετα μ' ένα γιατρό, είχα λίγες πιftανότητες να με ανακαλύψουν κι αν αυτό συνέβαινε, οι συνέπειες δε ftα ήταν ιδιαίτερα σοβαρές, κατέληξε η Μιτσούκο. -'Ακουσέ με, μεγάλη αδελφή, εγώ προσωπικά δε ftα ήftε λα να σου ζητήσω ένα τέτοιο πράγμα, όμως κατά διαστήμα
τα αισftάνομαι δυνατούς πόνους και μου είπαν ότι αν δεν επέμβει κάποιος, ftα aρρωστήσω πολύ σοβαρά. Αν εγγυό
σουν εσύ, ftα μπορούσα να χειρουργηftώ.
-
Και πώς ftα μπορούσα να εγγυηftώ; ρώτησα.
Μου είπε ότι έπρεπε να πάω στην κλινική και να δεσμευ τώ προφορικά μπροστά στο διευftυντή κι έναν τρίτο ή να γράψω μερικές γραμμές για τις τυχόν συνέπειες. Δεν ήταν
κάτι που μπορούσε ν' αντιμετωπιστεί επιπόλαια· κι εξάλλου, σε ποιο βαftμό 'δα μπορούσα να της έχω εμπιστοσύνη; Πά ντως, ήταν παράξενο το ότι κάποιος που υπέφερε, που την προηγούμενη κιόλας μέρα είχε αιμορραγία, περπατούσε τώρα έτσι, χωρίς να δείχνει το παραμικρό σημάδι εξάντλησης. Κι έπειτα, ισχυριζόταν πως μου είχε τηλεφωνήσει κάποιος απ' τη διεύftυνση της κλινικής, όμως δεν υπήρχε χ:ανένας λόγος
εκείνη να χρησιμοποιήσει παραπλανητικά το όνομα της κυ
ρίας Ν ακαγκάουα. Είχα την εντύπωση πως κάτι ύποπτο κρυ βόταν πίσω από όλα αυτά, όμως, ό,τι κι αν ήταν αυτό, δεν τολμούσα να φέρω αντιρρήσεις κι αμέσως μετά η Μιτσούκο άρχισε να τρίβει την κοιλιά της κλαψουρίζοντας:
-
Θεέ μου, πόσο πονάω ... οι πόνοι ξανάρχισαν!
ss
14
τ
-
Ι Σ' ΕΠΙΑΣΕ;
Δεν είχα προλάβει να τελειώσω τη φράση μου και, χλομιάζοντας απ' τη μια στιγμή στην άλλη, μου ζήτη
σε:
-
Μεγάλη αδελφή, μεγάλη αδελφή, γρήγορα, πήγαινέ με
στο μπάνιο!
Γεμάτη ανησυχία, πλησίασα τη Μιτσούκο που κυλιόταν στο πάτωμα και τη βοή{)ησα να σηκω'δεί. Τελικά, στηρίχτηκε πάνω μου και, βογγώντας, άρχισε μετά βίας να προχωράει. Την πήγα στο μπάνιο κι έμεινα έξω απ' την πόρτα να την περιμένω.
-
Πώς αισ'δάνεσαι; Πώς αισ'δάνεσαι; τη ρωτούσα συνέ
χεια.
-
Αισ{}άνομαι άσχημα, μεγάλη αδελφή! παραπονιόταν, με
φωνή που έδειχνε όλο και μεγαλύτερο πόνο. Δεν μπόρεσα να συγκρατη'δώ και όρμησα στο μπάνιο φωνάζοντας:
-
Κουράγιο, κουράγιο!
Και, χα'ίδεύοντάς της τους ώμους, 'δέλησα να μά'δω:
-
Βγήκε τίποτα;
Κούνησε το κεφάλι χωρίς να μιλάει· μετά είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν, σαν να την εγκατέλειπε η ζωή:
-
Πε'δαίνω, πε'δαίνω ... βοή{)ησέ με ...
Τελικά, έβγαλε μια κραυγή:
-
Μεγάλη αδελφή!
Κι aρπάχτηκε απ' τις γρο'διές μου. Προσπά{)ησα να της δώσω κουράγιο:
-
Μα τόσο εύκολα νομίζεις πως πε'δαίνει κανείς; Μίτσου,
Μίτσου!
86
Σήκωσε προς το μέρος μου ένα άδειο βλέμμα, σαν να μη
με έβλεπε πια, και ψι'θύρισε:
-
Με συγχώρεσες, έτσι δεν είναι, μεγάλη αδελφή; Έτσι δα
ήδελα να πε{}άνω, κοντά σου!
Αυτό έμοιαζε κάπως υποκριτικό, όμως την ίδια στιγμή μού φάνηκε πως τα χέρια της πάγωναν μέσα στα δικά μου.
-
Θέλεις να φωνάξω ένα γιατρό;
-Όχι, αυτό δα μπορούσε να σου δημιουργήσει προβλή-
ματα. Αν πρέπει να πεδάνω, άσε με να πεδάνω έτσι. Οπωσδήποτε, δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσω εκεί και, με τη βοήδεια της υπηρέτριάς μου, την ανέβασα στο δω μάτιο του πρώτου ορόφου. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα,
που δεν είχα προλάβει να ξεδιπλώσω ούτε ένα στρώμα γι' αυτήν κι αναρωτιόμουν αν έκανα σωστά που την έβαλα να ξαπλώσει στο δωμάτιό μου· όμως στο ισόγειο, καδώς ήταν καλοκαίρι, όλες οι συρόμενες πόρτες ήταν ανοιχτές κι έτσι δεν είχα άλλη εκλογή. Μόλις ξάπλωσε, πήγα να φύγω για να
τηλεφωνήσω στον άνδρα μου, όμως με ικέτεψε:
-
Μεγάλη αδελφή, μη με aφήνεις!
Είχε αρπαχτεί με όλη της τη δύναμη απ' το μανίκι του κι
μονό μου και δεν έλεγε πια να το αφήσει. Στο μεταξύ, ηρέμησε κάπως και δε φαινόταν πια να υπο φέρει τόσο πολύ. Αν συνέχιζε έτσι, δε δα χρειαζόταν να φω νάξω το γιατρό. Μόνο τότε αισδάν{}ηκα ανακουφισμένη κι είχα την εντύπωση ότι σώ{}ηκα. Μ ην καταφέρνοντας να ε λευδερωδώ, διέταξα την υπηρέτριά μου να κατέβει στο ισό γειο.
-Πήγαινε αμέσως να καδαρίσεις το μπάνιο· είναι βρώμι κο.
Σκέφτηκα να δώσω στη Μιτσούκο ένα φάρμακο, όμως αρνή{}ηκε επίμονα:
-
Δεν το χρειάζομαι, δεν το χρειάζομαι.
Και μετά με παρακάλεσε:
-
Μεγάλη αδελφή, λύσε μου τη ζώνη.
Της έβγαλα τις κηλιδωμένες με αίμα κάλτσες της και της
κα'δάρισα με οινόπνευμα και βαμβάκι τα χέρια και τα πόδια.
Στο μεταξύ, την ξανάπιασαν οι πόνοι:
-
Πώς πονάω, πώς πονάω! Νερό, νερό!
Βογγούσε και ξέσχιζε ό,τι της έπεφτε στα χέρια, σεντόνια και μαξιλάρια, στριφογύριζε απ' τον πόνο σαν να ήταν καβού
ρι. Γέμισα ένα ποτήρι με νερό και, κα'δώς ήταν πολύ ανήσυχη και δεν τα κατάφερνε μόνη της, την ακινητοποίησα με το
ζόρι και την ανάγκασα να πιει το νερό γουλιά γουλιά. Έπινε aχόρταγα κι ο λαιμός της γουργούριζε. Ξανάρχισε τα παρά πονα:
-
Τι πόνος! Τι πόνος! Και μετά: Μεγάλη αδελφή, σε ικε
τεύω, ανέβα στην πλάτη μου και πάτα με όλη σου τη δύνα μη.
Μου ζήτησε να της κάνω μασάζ και να την τρίψω εδώ κι εκεί, κάτι που έκανα. Για λίγο φαινόταν να ηρεμεί, όμως αμέ σως μετά αναστέναζε:
-
Πώς υποφέρω!
Κι η κατάστασή της δε φαινόταν να καλυτερεύει. Στα δια λείμματα ψιΜριζε κλαίγοντας, σαν να μιλούσε στον εαυτό της:
-
Αχ, αυτός ο πόνος, είναι η τιμωρία που μου αξίζει για
όσα σου έκανα ... Θα με συγχωρέσεις, μεγάλη αδελφή, αν πε {}άνω, έτσι δεν είναι;
Μετά, κα'δώς ο πόνος γινόταν οξύτερος, στριφογύρισε πιο δύσκολα και είπε πως είχε την εντύπωση ότι είχε αποβάλει ένα {}ρόμβο αίματος. Κά{}ε φορά έλεγε:
-
Αυτό είναι, αυτό είναι.
Κοιτούσα, όμως δεν υπήρχε απολύτως τίποτα.
-
Δεν είναι παρά η ιδέα σου, είσαι τόσο αναστατωμένη,
όμως τίποτα δε βγήκε. -Αν δε βγει, 'δα πε'δάνω. Δε {}έλεις να πε'δάνω, έτσι δεν
είναι, μεγάλη αδελφή; -Γιατί το λες αυτό;
-
Γιατί δε με ανακουφίζεις αμέσως, αντί να με aφήνεις να
υπομένω αυτό το φοβερό μαρτύριο; Είμαι σίγουρη πως ξέ ρεις περισσότερα από ένα γιατρό.
88
Πραγματικά, μια μέρα της είχα πει: «Είναι εύκολο, ένα πο
λύ κοινό αντικείμενο αρκεί». Όμως απ' τη στιγμή που είχε φωνάξει: «Αυτό είναι, αυτό είναι», κατάλαβα πως όλα αυτά
δεν ήταν παρά μια χυδαία κωμωδία. Για να είμαι ειλικρινής, το είχα ήδη καταλάβει, όμως την κορόιδευα· κι εκείνη, που ήξερε πως δεν ήμουν ανόητη, είχε συνεχίσει το δέατρο χωρίς να διστάσει. Έτσι, κορο"ίδεύαμε η μία την άλλη.
Καταλάβατε σίγουρα απ' την αρχή τι συνέβαινε, κύριε· εί χα ριχτεί σκόπιμα στο στόμα του λύκου. Α, ναι! Δεν τη ρώτη
σα ποιο ήταν το κόκκινο υγρό που χρησιμοποίησε. Ακόμα και τώρα αναρωτιέμαι ... Ίσως είχε κρύψει κάπου αυτή τη ζε λατίνα που μοιάζει με σβολιασμένο αίμα και που χρησιμο ποιούν στο δέατρο.
-
Μεγάλη αδελφή, δεν είσαι πια ftυμωμένη μαζί μου λοι-
πόν; Αλήδεια, με συγχώρεσες;
-
..
Αν με κορο'ίδέψεις ξανά, δα σε σκοτώσω!
Κι αν μου ξαναφερδείς με τόση αδιαφορία, δε δα μου
τη γλιτώσεις!
Σε λιγότερο από μία ώρα είχαμε ξαναβρεί την παλιά μας οικειότητα. Ξαφνικά άρχισα να φοβάμαι μήπως γύριζε απρο ειδοποίητα ο άνδρας μου. Μετά απ' αυτή τη συμφιλίωση η αγάπη μου είχε γίνει ακόμα μεγαλύτερη και δεν ήδελα πια να την αφήσω να φύγει· όμως, περιμένοντας, έπρεπε να συνεν νοηδούμε για το πώς δα ξανασυναντιόμασταν. -Θεέ μου, τι να κάνουμε; Θα μπορούσες να έρδεις αύριο,
μικρή μου Μίτσου;
-
Θα με aφήσεις να έρδω στο σπίτι σου; Δεν ξέρω πια αν είναι σωστό ή όχι. Γιατί τότε να μη συναντηδούμε στην Οσάκα; Θα σου
τηλεφωνήσω αύριο, όποια ώρα προτιμάς.
-
Κι εγώ δα σου τηλεφωνήσω.
Ενώ μιλούσαμε, η νύχτα είχε πέσει.
-
Φεύγω, γιατί ο κύριος Σύζυγος δα γυρίσει όπου να 'ναι.
Καδώς άρχισε να ετοιμάζεται, την ικέτεψα επανειλημμένα:
-
Μείνε λίγο ακόμα, σε παρακαλώ.
Bg
-Έλα τώρα, μη γίνεσαι παιδί! Μην επιμένεις. Λογικέψου
και περίμενε μέχρι αύριο. Θα σου κάνω νόημα, μην aνησυ χείς καttόλου.
Τώρα οι ρόλοι μας είχαν αντιστραφεί κι ήμουν εγώ εκείνη που έπρεπε να ηρεμήσει. Έφυγε γύρω στις πέντε. Εκείνη την εποχή ο άνδρας μου επέστρεφε συνήttως γύρω
στις έξι, όμως σκεφτόμουν ότι εκείνη τη μέρα
{}'
ανησυχούσε
και ttα επέστρεφε νωρίτερα. Εντούτοις, πρέπει να είχε καttυ στερήσει στο γραφείο, γιατί πέρασε μια ώρα και δεν είχε ακό μα φανεί. Στο μεταξύ, είχα τακτοποιήσει το δωμάτιο, είχα στρώσει το κρεβάτι κι είχα μαζέψει απ' το πάτωμα τις κάλ
τσες που η Μιτσούκο είχε πετάξει -της είχα δώσει ένα ζευ γάρι απ' τις δικές μου- και, καfi'αρίζοντας τις κηλίδες, ένιω ttα σαν να ήμουν ακόμα βυttισμένη σε όνειρο. Ποια δικαιολο γία {}α έβρισκα για τον άνδρα μου; Θα του ομολογούσα ότι την είχα φέρει στο δωμάτιό μας; Δε {}α του έλεγα τίποτα; Με ποιον τρόπο έπρεπε να του μιλήσω για να μπορέσω να ξανα
δώ τη Μιτσούκο; Προσπαttούσα να βρω μια απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα, όταν άκουσα ξαφνικά απ' το ισό γειο:
-
Ο κύριος γύρισε.
Έκρυψα, λοιπόν, τις κάλτσες σ' ένα συρτάρι του κομό και κατέβηκα κάτω.
-
Πώς τελείωσε αυτή η ιστορία με το τηλεφώνημα; με ρώ
τησε αμέσως.
-
Είχα προβλήματα. Γιατί άργησες να γυρίσεις; Θα ήttελα πολύ να έρ{}ω νωρίτερα, όμως έπρεπε να τε-
λειώσω μια δουλειά. Τι έγινε;
-
Μου ζήτησαν να πάω αμέσως στην κλινική, όμως δεν
ήμουν σίγουρη αν έπρεπε να το κάνω. Εν πάση περιπτώσει,
τους είπα να κάνουν υπομονή μέχρι αύριο:
-
Κι η Μιτσούκο, έφυγε; Ναι, όμως επέμεινε να πάω αύριο μαζί της. Δε νομίζεις πως το λάfi'ος είναι δικό σου, αφού εσύ της
δάνεισες αυτό το βιβλίο;
go
-
Της το δάνεισα γιατί μου υποσχέδηκε να μην το δείξει
σε κανέναν. Όμως, στ' αλή'δεια, είμαι σε πολύ δύσκολη 'δέση. Πάντως, αύριο πρέπει να πάω μαζί της, ακόμα περισσότερο μια που αυτή η κυρία Ν ακαγκάουα δε μου είναι άγνωστη. Και να πώς τα κατάφερα να βρω ένα πρόσχημα.
91
15
π -
ΕΡΑΣΑ ΟΛΗ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΥΓΗ
και στις οχτώ, μόλις έφυγε ο άνδρας μου, όρμησα στο τηλέφωνο:
Μεγάλη αδελφή, τι πρωινή που είσαι! Ξύπνησες ήδη;
Άκουγα πολύ καλά μέσα απ' το ακουστικό την ίδια φωνή που είχα ακούσει και την προηγούμενη μέρα, όμως είχα μια
τελείως διαφορετική αίσ{)ηση, πιο γλυκιά απ' ό,τι όταν είχα τη Μιτσούκο δίπλα μου, κι ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.
-
Μικρή μου Μίτσου, κοιμόσουν ακόμα; Με ξύπνησε το χτύπημα του τηλεφώνου. Εγώ είμαι έτοιμη. Μπορείς να βγεις τώρα;
-Θα ετοιμαστώ όσο πιο γρήγορα μπορώ. Ας δώσουμε ραντεβού στις εννιάμισι στο στα{}μό της Ουμέντα.
-
Στις εννιάμισι. Σίγουρα, έτσι;
-Σίγουρα, μην aνησυχείς. -Είσαι ελεύ{}ερη όλη την ημέρα, Μίτσου; Πειράζει αν aρ-
γήσουμε να γυρίσουμε;
-Όχι, δεν έχει καμιά σημασία.
-
Κι εγώ το ίδιο, αποφάσισα να χαρίσω στον εαυτό μου
μία μέρα διακοπών. Έφτασα στην ώρα μου στο ραντεβού, όμως εκείνη δεν ή ταν εκεί· σκέφτηκα πως {}α είχε κα{}υστερήσει, γιατί 'δα είχε
κάνει πολλή ώρα να βαφτεί, ή απλώς πως με είχε κορο'ίδέψει. Μπήκα στον πειρασμό να της τηλεφωνήσω από ένα τηλε φωνικό {}άλαμο, όμως δεν το aποτόλμησα, φοβούμενη μή πως ερχόταν στο μεταξύ κι έφευγε, αν δε μ' έβλεπε. Έμεινα εκεί και, γεμάτη ανυπομονησία, περίμενα να φανεί. Τελικά,
περασμένες δέκα, την είδα να περνάει απ' το πορτάκι και να
έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μου.
-
Με περιμένεις πολλή ώρα, μεγάλη αδελφή; με ρώτησε,
και συνέχισε χωρίς να περιμένει την απάντησή μου: Πού 'δα πάμε;
-
Ξέρεις κανένα συμπαt)ητικό μέρος, μικρή μου Μίτσου;
Θα ή'δελα να περάσουμε όλη την ημέρα σε μια ήσυχη γωνιά, χωρίς κανέναν γύρω μας.
-Τι 'δα έλεγες για τη Ν άρα; Φυσικά, η Ν άρα, η πόλη όπου είχαμε πάει μαζί για πρώτη φορά, ο λόφος της Ουακάκουσα την ώρα που βασίλευε ο ή λιος ... Πώς μπορούσα να ξεχάσω αυτό το αλησμόνητο μέρος;
-
Θαυμάσια ιδέα, 'δα ανέβουμε στην κορυφή του λόφου
της Ουακάκουσα.
Εκείνη τη στιγμή ήμουν τόσο χαρούμενη. Όπως πάντα ό ταν ένιω'δα μια πολύ έντονη συγκίνηση, τα μάτια μου 'δά μπωσαν απ' τα δάκρυα.
-Έλα, πάμε γρήγορα, την πίεσα κι αρχίσαμε να τρέχουμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε προς την πιάτσα των ταξί.
-
Από χ'δες το βράδυ_ αναρωτιέμαι συνέχεια πού 'δα μπο
ρούσαμε να πάμε. Σκέφτηκα πως η Ν άρα 'δα ήταν το πιο κατάλληλο μέρος.
-
Κι εγώ το ίδιο. Στην πραγματικότητα, δεν έκλεισα μάτι
όλη τη νύχτα. Όμως δεν ξέρω τι σκεφτόμουν.
-
Ο κύριος Σύζυγος γύρισε αμέσως μετά;
--Μετά από μία περίπου ώρα.
-
Τι σου είπε;
-Μη με ρωτάς άλλο γι' αυτό το 'δέμα. Σήμερα δε 'δέλω να σκεφτώ κα'δόλου το σπίτι μου. Μόλις φτάσαμε στη Ν άρα, πήραμε το λεωφορείο μέχρι τα βόρεια του λόφου της Ουακάκουσα. Αντί'δετα με την προη γούμενη φορά, έκανε ζέστη κι ο ουρανός ήταν συννεφιασμέ νος. Όταν φτάσαμε στην κορυφή, ήμασταν κά'διδρες κα{}ή
σαμε, λοιπόν, να ξεκουραστούμε στην ταράτσα ενός κυλι κείου. Θυμη{}ήκαμε την πρώτη φορά που είχαμε αφήσει μα νταρίνια να κυλήσουν στην πλαγιά και, αυτή τη
93
φορά,
αγοράσαμε γκρέιπ-φρουτ και τα ρίξαμε με τον ίδιο τρόπο. Τα ελαφάκια που βρίσκονταν στο κάτω μέρος της πλαγιάς
το ·βαλαν τρομαγμένα στα πόδια.
-
Δεν πεινάς, μικρή μου Μίτσου; Ναι, όμως δα ήδελα να μείνω εδώ λίγο ακόμα. Κι εγώ το ίδιο. Θα ήδελα να μείνω σ· αυτό το λόφο όλη
την υπόλοιπη ζωή μου. Πάντως, περιμένοντας, δα μπορού σαμε να μασουλίσουμε κανένα μπισκότο. Για το μεσημεριανό aρκεστήκαμε σε ωμά αυγά· τρώγαμε
δαυμάζοντας τη στέγη του ναού του μεγάλου Βούδα και το βουνό Ικόμα.
-
Την τελευταία φορά είχαμε κόψει φτέρες και πολυτρί
χια· δυμάσαι, μεγάλη αδελφή; Τώρα, μάλλον, δε δα υπάρχουν πια άλλα εκεί πίσω. -Όχι, αυτή την εποχή του χρόνου αποκλείεται να βρού με.
-
Θα μου άρεσε, όμως, να πάμε πάλι εκεί.
Έτσι, κατεβήκαμε στην κοιλάδα που οδηγούσε στα πλευ ρά του λόφου πίσω μας. Ακόμα και την άνοιξη δεν πήγαιναν πολλοί σ· αυτό το μέρος το καλοκαίρι το τοπίο ήταν ακόμα πιο ερημικό και τα χορτάρια φύτρωναν άφδονα. Θα φοβό μασταν να πάμε βόλτα πολύ μακριά μόνες μας, όμως, χαρού μενες που δε μας έβλεπε κανείς, βρήκαμε ένα καταφύγιο στη σκιά ενός πυκνόφυτου μικρού δάσους, όπου μόνο τα σύννεφα μας έβλεπαν.
-
Μικρή μου Μίτσου ... Μεγάλη αδελφή ...
-Ας μείνουμε όλη μας τη ζωή μαζί.
-
Θα ήδελα να πεδάνω εδώ μαζί σου, μεγάλη αδελφή.
Αφού ψι'δυρίσαμε η μια στην άλλη αυτά τα λόγια, μείναμε σιωπηλές σ· εκείνο το μέρος δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε
αυτό· είχα ξεχάσει τα πάντα, την ώρα, τον κόσμο. Ο κόσμος μου ήταν μόνο η Μιτσούκο, αιώνια πολύτιμη. Στο μεταξύ, ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει και μερικές πα γωμένες σταγόνες άρχισαν να πέφτουν στα πρόσωπά μας. -Βρέχει.
94
Τι απαίσια βροχή!
-
Καλύτερα είναι να μη βραχούμε. Ας κατέβουμε πριν
αρχίσει να ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Κατεβήκαμε βιαστικά, όμως η καταιγίδα ήταν σύντομη κι
η βροχή ξαφνικά σταμάτησε. -Μ' αυτές τις συνδήκες μπορούσαμε να μείνουμε εκεί πάνω περισσότερη ώρα.
-
Α! Τι κακιά βροχή!
Ξαφνικά, αρχίσαμε να πεινάμε κι οι δύο σαν λύκοι.
Είναι ήδη η ώρα για το τσάι. Τι δα έλεγες να φάμε ένα
-
σάντουιτς σε κάποιο ξενοδοχείο, πρότεινα. Ξέρω ένα συμπαt)ητικό μέρος, μου απάντησε η Μιτσού
κο.
Και με πήγε σ' ένα καινούριο ξενοδοχείο με ιαματικά λου τρά, δίπλα στο σταδμό. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα
εκεί. Στη γωνία υπήρχαν πολλά οικογενειακά λουτρά, όπως στην Τακαραζούκα, κι ήταν φανερό πως η Μιτσούκο πήγαι νε συχνά εκεί, γιατί φώναζε τις καμαριέρες με τα μικρά τους ονόματα και ήξερε τη διάταξη των δωματίων.
Διασκεδάσαμε όλη την ημέρα και γυρίσαμε στην Οσάκα γύ ρω στις οχτώ. Δε δέλαμε πια να χωριστούμε· δα μπορούσα να την ακολουt)ήσω οπουδήποτε. Συνοδεύοντάς την ως την Α σιγιαγκάουα με το τρένο, της είπα:
-
Αχ, δα ήδελα τόσο να ξαναπάω στη Ν άρα! Είσαι ελεύ
δερη αύριο, Μιτσούκο;
-
Γιατί δεν πάμε κάπου πιο κοντά αύριο; Τι δα έλεγες,
μετά από τόσο καιρό, να ξαναπάμε στην Τακαραζούκα; -Εντάξει. Και μ' αυτά τα λόγια χωρίσαμε. Έφτασα στο σπίτι μου στις
δέκα. -Άργησες πραγματικά πολύ· μόλις τηλεφώνησα στην κλι νική. Μ' αυτό τον τρόπο με υποδέχτηκε ο άνδρας μου. Αναρί
γησα. Βρήκα, όμως, αμέσως μια πολύ έξυπνη δικαιολογία.
-
Δε σου είπαν τίποτα στο τηλέφωνο, έτσι δεν είναι;
-Όχι, ισχυρίστηκαν πως δε νοσηλεύεται καμία κυρία Να-
95
καγκάουα εκεί. Σκέφτηκα πως {}α είχαν τους λόγους τους για να το κρύβουν, όμως ...
-Ε, λοιπόν, ανακάλυψα πως δεν επρόκειτο για την κυρία Ν ακαγκάουα αλλά για την ίδια τη Μιτσούκο! Στην πραγματι~ κότητα, χ-δες, όταν ήρ{}ε εδώ, μου φάνηκε κάπως παράξενη. Μου είπε πως είχε δανειστεί το όνομα της Ν ακαγκάουα, για τί φοβόταν πως {}α αρνιόμουν να τη συναντήσω αν ήξερα
πως επρόκειτο για κείνη. -Αυτή, λοιπόν, είναι στο νοσοκομείο; -Όχι, όχι, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Πήγα να τη δω τελείως ανύποπτη, με την πρό'δεση να επισκεφ{}ώ αυ τή την κυρία, και μου είπε: «Μα μπες μέσα για λίγο, σε πα ρακαλώ». Δέχτηκα, βλέποντας, όμως, πως δεν αποφάσιζε να βγει, της είπα: «Βιάζομαι, ας φύγουμε». Τότε μου ομολόγησε: «Θα ή'δελα να σου ζητήσω κάτι>>. Και πρόσ-δεσε: «Σκόπευα να σου μιλήσω χ-δες, όμως ... αυτό τον καιρό δεν αισ'δάνομαι κα λά· μάλλον είμαι έγκυος, αλλά δε {}έλω να κρατήσω το μωρό. Θα μπορούσες να με βοη{}ήσεις εσύ που ξέρεις απ' αυτά; Προσπά{}ησα να διαβάσω αυτό το βιβλίο, όμως είναι γραμμέ νο στα αγγλικά και δεν καταλαβαίνω τίποτα. Φοβάμαι μήπως κάνω λά{}ος στον τρόπο χρήσης». Ν α τι μου είπε.
-Παράξενη κοπέλα στ' αλή'δεια! Να εφεύρει όλα αυτά τα ψέματα μόνο και μόνο γι' αυτό το λόγο! Έχει πολύ {}ράσος!
-
Είχα την εντύπωση πως με κορόιδευε, μετά από όλη
αυτή την ανησυχία που μου προκάλεσε, όμως με ικέτευσε: «Σε παρακαλώ, επινόησα αυτή την ιστορία γιατί δεν μπο ρούσα να κάνω αλλιώς, όμως δεν πρέπει να τα βάζεις μαζί μου». Και μετά ήταν η σειρά της Ουμέ να μου ζητήσει να τη συγχωρέσω.
-
Σύμφωνοι, αλλά υπάρχουν ψέματα και ψέματα. Αυτό ή
ταν μάλλον χονδροειδές.
-
Αυτό είναι αλή-δεια ίσως, όμως ας μην ξεχνάμε τον άν
δρα που μου τηλεφώνησε χ-δες χωρίς αμφιβολία, ήταν αυτός ο Ουατανούκι. Αυτός πρέπει να είναι που κινεί τα νήματα. Όσο πονηρή κι αν είναι η Μιτσούκο, δε 'δα ήταν ικανή να κα τασκευάσει όλη αυτή την πλεκτάνη. Ήμουν σε τέτοια κατά-
g6
σταση που της είπα: «Δεν πρόκειται να χάσω την ώρα μου ακούγοντας τέτοια αιτήματα. Φεύγω». Κι ετοιμαζόμουν να βγω, όταν μ' έπιασε κι απ' τα δυο χέρια και μου είπε: «Μη μιλάς έτσι. Πρέπει να με βοη&ήσεις». Και πρόσfiεσε βάζοντας τα κλάματα: «Αν ανακαλύψουν οι γονείς μου το μυστικό μου, δε fiα μπορώ πια να παντρευτώ τον Ουατανούκι. Δε fiα έχω
πια λόγους να ζω». Η Ουμέ με ικέτευε με τα χέρια ενωμένα: «Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, ασχοληfiείτε με τη δεσποι νίδα, μόνο εσείς μπορείτε να της σώσετε τη ζωή». Δεν ήξερα τι να κάνω και τελικά υποχώρησα.
-
Και λοιπόν;
-Και λοιπόν, σκέφτηκα πολύ και τελικά είπα: «Αγνοώ αυτές τις μεfiόδους. Λυπάμαι ήδη που σου δάνεισα αυτό το βιβλίο. Λοιπόν, το σκέφτεσαι να μπλεχτώ σε μια τόσο επικίν δυνη ιστορία! Απευfiύνσου σε κάποιο γνωστό σου γιατρό». Όμως, στο μεταξύ, η Μιτσούκο είχε αρχίσει να αισfiάνεται άσχημα κι ακολούt)ησε μεγάλη αναστάτωση.
Εφεύρισκα καfiώς μιλούσα κάfiε είδους ψέματα, ανακα τεύοντας επιδέξια και μερικά πραγματικά περιστατικά που είχαν γίνει την προηγουμένη. Του είπα πως το περασμένο
βράδυ η Μιτσούκο είχε πάρει κρυφά ένα φάρμακο που συ νιστούσε το βιβλίο και του οποίου η επίδραση άρχισε να φαίνεται ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ενώ ο πόνος γινόταν όλο
και πιο οξύς. Πρόσfiεσα ακόμα μερικές λεπτομέρειες.
-
Πρέπει κι εγώ να αναλάβω τις ευfiύνες μου, είπα. Ακό
μα κι αν το ή'δελα, δεν μπορώ να ξεφύγω. Αναγκάστηκα, λοι πόν, να μείνω μαζί της μέχρι τώρα. Ν α πώς ξεγλίστρησα απ' αυτή τη δύσκολη κατάσταση.
97 7-
Σβάστικα
16
-
Σ
ΗΜΕΡΑ ΘΑ ΤΗΣ ΚΑΝΩ ΠΑΛΙ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ. ΑΝ
την παραμελήσω, δα έχω τύψεις. τ ώρα πια έχω μπλεχτεί σ' αυτή την υπόδεση.
Για πέντ' έξι μέρες συναντιόμασταν κα{}ημερινά. Εντούτοις, έλεγα στον εαυτό μου: «Θα ήταν τόσο ωραία αν μπορούσαμε να μένουμε μαζί, δυο τρεις ώρες κάδε μέρα, σ' ένα μέρος
όπου κανένας δε δα μπορούσε να μας ανακαλύψει». Και το επανέλαβα και στη Μιτσούκο. Εκείνη μου απάντησε: -Σ' αυτή την περίπτωση, το κέντρο της Οσάκα 'δα ήταν το πιο κατάλληλο μέρος. Περνάει κανένας πιο εύκολα aπα ρατήρητος σε μια μεγάλη πόλη παρά σ' ένα ερημικό μέρος. Θυμάσαι το πανδοχείο όπου μου έφερες το κιμονό; Είναι άν'δρωποι της εμπιστοσύνης μου, μπορούμε να πηγαίνουμε
χωρίς καμιά ανησυχία. Τι λες; Αυτό το πανδοχείο του Κασάγιαματσι μού είχε αφήσει μια ανάμνηση αξέχαστη και πικρή. Είχα την έντονη εντύπωση ότι η Μιτσούκο ή'δελε να βάλει σε σκληρή δοκιμασία τα αι σ'δήματά μου, όμως της είπα:
-
Καλή ιδέα. Δεν αισθάνομαι και πολύ άνετα, πάμε όμως
αν το ftέλεις. Την ακολού{}ησα με το ftάνατο στην καρδιά, χωρίς να έχω
τη δύναμη να 'δυμώσω, αφήνοντάς την όμως να καταλάβει το μέγεftος της αδυναμίας μου. Εντούτοις, η αμηχανία μου δεν κράτησε παρά μία μέρα· μετά το συνήδισα κι οι καμαριέρες
ανέλαβαν να τηλεφωνούν στο σπίτι μου για να εξηγούν τις κα'δυστερήσεις μου. Στο τέλος, καταλήξαμε να πηγαίνουμε ε κεί χωριστά. Από κει τηλεφωνιόμασταν, ενώ κι η Ουμέ μπο ρούσε να μας τηλεφωνήσει αν προέκυπτε κάτι επείγον. Και δεν ήταν μόνο αυτό, στο σπίτι της Μιτσούκο, όχι μόνο η Ουg8
μέ, αλλά και η μητέρα της και οι άλλοι υπηρέτες γνώριζαν αυτό τον αριf}μό και καμιά φορά μου τηλεφωνούσαν ή τηλε φωνούσαν στη Μιτσούκο. Πρέπει να είχε πει ψέματα στους γονείς της και πραγματικά, μια μέρα που έφτασα στο παν δοχείο πριν από κείνη, ενώ την περίμενα, άκουσα μια υπηρέ τρια να απαντάει στο τηλέφωνο:
-Ναι, αυτό είναι. .. Όχι, δηλαδή την περιμένουμε εδώ και λίγη ώρα ... δεν ήρf}ε ακόμα ... ναι, ναι, f}α της το πω ... Όχι, μην
το σκέφτεστε!... Εμείς πρέπει να σας ευχαριστήσουμε για την υποδοχή που επιφυλάσσετε στην κυρία κάf}ε φορά που έρ χεται στο σπίτι σας ...
Όλα αυτά μου φάνηκαν πολύ παράξενα. Τη ρώτησα λοιπόν:
-
Σας τηλεφώνησαν απ' το σπίτι των Τοκουμίτσου; Ακριβώς, μου απάντησε αφήνοντας ένα γελάκι.
·
Είπες: «Στην κυρία κάf}ε φορά που έρχεται στο σπίτι
σας». Μπορώ να μάf}ω τι εννοούσες;
Και να τι μου πέταξε ξεσπώντας σε γέλια:
-
Μα πώς, κυρία, δεν το ξέρατε; Παριστάνω την υπηρέ
τριά σας!
Αφού τη ρώτησα με μεγάλη επιμονή, έμαθ·α ότι είχαν πει πως ήμασταν σ' ένα απ' τα γραφεία μας στην Οσάκα.
-
Η υπηρέτρια μου είπε αυτό κι αυτό. Είναι αλήftεια; ρώ
τησα τη Μιτσούκο.
-
Απόλυτα, μου απάντησε χωρίς να διστάσει. Είπα ότι έ
χετε δύο γραφεία, το ένα στο Ιμάμπασι και το άλλο σ' ένα νότιο προάστιο, κι έδωσα αυτό τον αριftμό. Πρέπει να πεις το ίδιο στο σπίτι σου, έτσι; Δεν έχεις παρά να εξηγήσεις ότι
είναι ένα υποκατάστημα της Σέμπα. Ή, αν δε ftέλεις να πεις πως είναι ένα απ' τα καταστήματά μας, πες οτιδήποτε. Έτσι, σιγά σιγά, βυftιζόμουν σε μια άβυσσο από την οποία δε ftα μπορούσα πια να βγω. «Δεν είναι καλό αυτό, όμως τώ ρα πια δε γίνεται τίποτα», σκεφτόμουν.
Άρχιζα να καταλαβαίνω πως η Μιτσούκο με χρησιμοποιού σε, πως αν και με φώναζε συνέχεια «μεγάλη αδελφή, μεγάλη αδελφή», στην πραγματικότητα με κορόιδευε
99
-
Περιμένετε,
'θυμάμαι ότι μια μέρα μού δήλωσε: «Η στιγμή που αισδάνομαι τη μεγαλύτερη περηφάνια είναι όταν νιώttω ότι με λατρεύουν
κι όχι τόσο ένας άνδρας, όσο μια γυναίκα. Τι πιο φυσικό
-
από έναν άνδρα που συγκινείται απ' την ομορφιά μιας γυ ναίκας όμως το να καταφέρνω να γοητεύω μια άλλη γυναίκα με κάνει να αναρωτιέμαι: "Τόσο όμορφη είμαι λοιπόν;" Και τρελαίνομαι από ευτυχία!» Φυσικά, διασκέδαζε, από ματαιοδοξία και μόνο, να μονο πωλεί την αγάπη που προόριζα για τον άνδρα μου. Κι όμως, ήξερα καλά μέχρι ποιο σημείο η ψυχή της ήταν κυριευμένη απ' τον Ουατανούκι. Όμως, ό,τι κι αν συνέβαινε, ένιωttα πως
δεν μπορούσα πια να την aποχωριστώ κι ενώ το ήξερα, πα ρίστανα ότι δεν το είχα αντιληφttεί· όσο ζηλιάρα κι αν ήμουν κατά βάftος, δε ttα πρόφερα ποτέ την πρώτη συλλαβή απ' το όνομα του Ουατανούκι και παρίστανα την αδιάφορη. Εκείνη είχε καταλάβει πως ήμουν σε μειονεκτική ttέση και παρόλο που
με φώναζε μεγάλη αδελφή, εγώ ήμουν τελικά που φερόμουν σαν μικρή αδελφή, κολακεύοντάς την. Μια μέρα, σ' αυτό το πανδοχείο όπου συναντιόμασταν κα{}ημερινά, μου πρότεινε:
-
Μεγάλη αδελφή, δε ttα ήttελες να ξαναδείς τον Ουατανού
κι; Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι, όμως είναι πραγματικά πολύ λυ πημένος για ό,τι έγινε και μου ζήτησε να κανονίσω μια συνά ντηση μεταξύ μας. Ξέρεις, δεν είναι κακό αγόρι, είμαι σίγου ρη πως τελικά ttα συμπα{}ήσετε ο ένας τον άλλο.
-
Καταλαβαίνω την επι-θυμία του να ξανασυναντηttούμε.
Αν επιμένει, δε βλέπω κανένα πρόβλημα. Αφού εσύ τον α γαπάς, Μιτσούκο, ttα τον αγαπήσω κι εγώ.
-
Φυσικά, το δίχως άλλο. Λοιπόν, ttα ήttελες να τον συνα-
ντήσεις σήμερα κιόλας; -'Οποτε ttέλεις. Πού είναι τώρα;
-
Εδώ είναι, στο πανδοχείο. Ήρttε πριν από λίγο.
Υποπτευόμουν πως όλα αυτά ήταν λίγο ή πολύ προσχεδιασμένα.
-
Πες του να έρttει να μας συναντήσει, συγκατένευσα.
Μετά από λίγο μπήκε στο δωμάτιο. -Α, μεγάλη αδελφή, εδώ είστε λοιπόν. 100
Ώστε δε με αποκαλούσε πια κυρία αλλά μεγάλη αδελφή ... Μόλις με είδε, φάνηκε να δειλιάζει και, παίρνοντας μια έκ φραση γεμάτη σεβασμό, μου είπε:
-
Σας ζητώ χίλιες φορές συγγνώμη για κείνο το βράδυ.
Βλέπετε, την πρώτη· φορά που είχαμε συναντη{}εί, όπως διευκρίνισα ήδη, ήταν νύχτα και φορούσε ένα δανεικό κιμο
νό. Αντίt1ετα, αυτή τη φορά ήταν μέρα και φορούσε ένα μπλε σακάκι κι ένα άσπρο παντελόνι από βαμβακερό κρεπ· είχα την εντύπωση πως μπροστά μου βρισκόταν ένα τελείως δια φορετικό πρόσωπο. Πρέπει να ήταν είκοσι εφτά ή είκοσι ο χτώ ετών· η επιδερμίδα του ήταν ακόμα πιο aνοιχτόχρωμη
απ' ό,τι μου είχε φανεί την προηγούμενη φορά. «Είναι στ' αλή{}εια ωραίο αγόρι», σκέφτηκα. Όμως, στην πραγματικό
τητα, είχε ένα ανέκφραστο πρόσωπο όμορφο σαν ζωγραφιά, με μια ομορφιά κάπως ξεπερασμένη.
-
Δε βρίσκεις πως μοιάζει στον Τοκίχικο Οκάντα;* με ρώ
τησε η Μιτσούκο. Όμως το πρόσωπό του ήταν πολύ πιο {}ηλυπρεπές απ'
αυτό του Τοκίχικο κι είχε πολύ μικρά μάτια, με βλέφαρα μάλ λον φουσκωτά. Κατά καιρούς, έσμιγε νευρικά τα φρύδια του. Δεν ξέρω γιατί, όμως μου φαινόταν λίγο κατεργάρης.
-
Ε'ίτζιρό, μην είσαι τόσο σφιγμένος. Η μεγάλη αδελφή
δεν παρεξηγή{}ηκε καfiόλου. Η Μιτσούκο έκανε ό,τι μπορούσε για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, όμως εγώ εξακολου{}ούσα να τον βρίσκω αντι πα{}ητικό και, παρά τις προσπά{}ειές μου, δεν κατάφερνα να νιώσω άνετα. Ο Ουατανούκι πρέπει να το αντιλήφ{}ηκε, γιατί
καfiόταν αλύγιστος, με πρόσωπο άνέκφραστο και σκοτεινια σμένο. Μόνο η Μιτσούκο χαμογελούσε και διασκέδαζε με την κατάσταση:
*
Διάσημος η'δοποιός του κινηματογράφου
(1903-1934).
Το πραγματικό του
όνομα ήταν Ε"ίίτσι Τακαχάσι. Άρχισε την καριέρα του στο Τόκιο το
1925,
στο
'δίασο Ν ικάτσου. Η ομορφιά του, σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής, κι η αρι στοκρατική του εμφάνιση τον έκαναν γρήγορα σταρ. Έπαιξε στις ταινίες «Η γυ ναίκα που άγγιξε τα πόδια μου», «Η χορωδία του Τόκιο» κ.ά. Ήταν φίλος του
συγγραφέα (Σ.τ.Μ.).
101
-
Τι έχεις, Ε'ίτζιρό; Είσαι στ' αλήttεια παράξενος.
Του έριξε ένα βλέμμα πολύ αυστηρό, γεμάτο σημασία.
-
Γιατί έχεις τέτοια μούτρα; Δεν είναι πολύ ευγενικό για
τη μεγάλη αδελφή. Του τσίμπησε το μάγουλο. -Θέλεις να μάδεις την αλήttεια, μεγάλη αδελφή; Ζηλεύει!
-
Ψέματα, είναι ψέματα! Δε λέει αλήttεια! Πρόκειται για
παρεξήγηση! διαμαρτυρή{}ηκε.
-
Δεν είναι ψέματα. Θέλεις να επαναλάβω τι μου είπες
πριν από λίγο καιρό; -Τι είπα;
-
«Λυπάμαι που γεννή{}ηκα άνδρας. Θα ήfiελα να έχω
γεννη{}εί γυναίκα, σαν τη μεγάλη αδελφή». Αυτό δεν είπες;
-
Ν α ι, το είπα. Όμως αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τη
ζήλια. 'Άρχισαν να τσακώνονται, όμως ίσως να είχαν συνεννοηttεί από πριν για να με κολακέψουν. Έβρισκα πως {}α ήταν γε λοίο να μπω στο παιχνίδι τους και προτίμησα να σιωπήσω.
-
Είναι ανάγκη να με γελοιοποιείς έτσι μπροστά στη μεγά
λη αδελφή; -Και λοιπόν, γιατί δεν προσπαfiείς εσύ να γίνεις πιο εύ ttυμος; Και μιλώντας μ' έναν τόνο επιτηδευμένο και γλοιώδη, έβα
λαν τέλος στο καβγαδάκι δύο ζηλιάρηδων ερωτευμένων. Τε λικά, βγήκαμε κι οι τρεις μαζί για να γευματίσουμε σ' ένα εστιατόριο και να πάμε στον κινηματογράφο, όμως δεν ήμα σταν στο ίδιο μήκος κύματος.
102
17
Α
,
ΞΕΧΑΣΑ ΜΙΑ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ: ΕΙΧΑ ΔΩΣΕΙ ΣΤΟ ΣΠΙΊΙ ΜΟΥ
το νούμερο του τηλεφώνου του πανδοχείου του Κασά
γιαματσι, ισχυριζόμενη πως ήταν το τηλέφωνο του σπι
τιού μιας ερωμένης του πατέρα της Μιτσούκο.
-
Μα, επιτέλους, γιατί δε λες καλύτερα ότι είναι ένα
υποκατάστημα της Σέμπα; με συμβούλεψε η Μιτσούκο. Θα φαινόταν παράξενη η εκλογή ενός καταστήματος ως τόπου συνάντησης. Είχα σχεδόν αποφασίσει να πω πως η
Μιτσούκο είχε μπει στο νοσοκομείο, όμως οπωσδήποτε δε ftα μπορούσε να μένει συνέχεια στην κλινική. Κι έπειτα, ftα ερχόμασταν σε πολύ δύσκολη ftέση, αν ο άνδρας μου είχε την ιδέα να έρftει να με πάρει, φεύγοντας απ' το γραφείο του. Μια μέρα λοιπόν, ενώ έσπαζα το κεφάλι μου για να βρω ένα κατάλληλο μέρος, η Ουμέ είχε αυτή την ιδέα. Βέβαια, δα
έπρεπε να τον αφήσουμε να πιστεύει ότι η Μιτσούκο ήταν ακόμα έγκυος, ότι το φάρμακο δεν είχε αποτέλεσμα, ότι ο για τρός είχε αρνηδεί να τη χειρουργήσει, ότι, κα'δώς η κοιλιά της μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο, είχε αποφασίσει να τα ο μολογήσει όλα στη μητέρα της κι ότι τελικά την είχαν εμπι στευ'δεί στη φροντίδα της ερωμένης του πατέρα της, μέχρι να
γεννηftεί το παιδί. Ήταν αρκετό να πούμε ότι εκείνη η ερωμέ νη έμενε στο πανδοχείο «Η Πηγαδόπετρα», στο Κασάγιαματσι. Έτσι, στην περίπτωση που ο άνδρας μου 'δα προσπαftούσε να το επαληftεύσει απ' τον τηλεφωνικό κατάλογο, δα διαπίστωνε ότι το νούμερο αντιστοιχούσε πραγματικά στο όνομα και, αν
ερχόταν να με πάρει, τίποτα δε ftα του φαινόταν αφύσικο. -Λοιπόν, αφού είναι έτσι, όταν δα έρftω στο σπίτι σου, ftα βάλω ένα μαξιλάρι κάτω απ' το φόρεμά μου για να φαίνομαι έγκυος, έτσι δεν είναι, μεγάλη αδελφή; 103
Γελούσαμε με την καρδιά μας. Είχαμε πάρει αυτή την από φαση γιατί ήταν η λιγότερο παρακινδυνευμένη.
-
Α, ναι; Η Μιτσούκο βρίσκεται «σε ενδιαφέρουσα»; ρώ
τησε ο άνδρας μου, πεπεισμένος ότι του έλεγα την αλήfiεια και δείχνοντας ειλικρινά λυπημένος για κείνη.
-
Μου συνέστησες να μην τη βοη{}ήσω σ' αυτή τη βρώμι
κη ιστορία. Παρά τις ικεσίες της, δεν της έδωσα καμία συμ βουλή. Της είπαν να μη βγαίνει πια απ' το σπίτι μέχρι να
γεννηfiεί το παιδί και να μείνει κρυμμένη. Στην πραγματικό τητα, είναι σαν φυλακισμένη και πλήττει μέχρι fiανάτου. Με παρακάλεσε να πηγαίνω κά{}ε μέρα να της κάνω παρέα. Τι μπορώ να κάνω; Δε {}έλω πια να είναι {}υμωμένη μαζί μου· αν την εγκαταλείψω, {}α έχω τύψεις.
-Ίσως ... Όμως, αν ανακατευτείς πολύ σ' αυτή την ιστορία, τελικά εσύ {}α την πληρώσεις.
-
Ν α ι, αυτό σκέφτηκα κι εγώ. Όμως αυτή τη φορά έχει
πραγματικά αλλάξει, γιατί υπέφερε φοβερά. Λέει ότι, αφού ήρ{}αν έτσι τα πράγματα, το μόνο που της απομένει είναι να παντρευτεί τον Ουατανούκι. Είναι πολύ πιο στα{}ερή από πριν
κι έχω την εντύπωση ότι κι η οικογένειά της επιδοκιμάζει αυτή της τηy απόφαση. Όμως προς το παρόν κανένας δεν πάει να τη δει. «Είσαι το μοναδικό μου στήριγμα», μου λέει. Έπαfiε ό,τι της αξίζει, όμως τη λυπάμαι. Και την τελευταία φορά μού επανέλαβε:
«'Ακουσέ
με, μεγάλη αδελφή. Όταν
γεννηfiεί το μωρό, δεν υπάρχει κανένας λόγος ν' ανακατευ
τείς στο παραμικρό. Σκοπεύω να πάω μαζί με τον Ουατανούκι στον άνδρα σου και να του ζητήσω συγγνώμη· και από δω και πέρα {}α είμαστε σαν πραγματικές αδελφές, έτσι;» Αυτά μου έλεγε πάλι την τελευταία φορά. Όμως ο άνδρας μου δε φαινόταν να έχει πεισ{}εί απόλυτα.
-
Πάντως, να είσαι επιφυλακτική.
Κι ανεχόταν τις συναντήσεις μας. Από κείνη τη στιγμή τη λεφωνούσαν απροκάλυπτα απ' το Κασάγιαματσι στο σπίτι μου και ρωτούσαν:
-
Μήπως η κυρία είναι εκεί;
Κι εγώ, απ' την πλευρά μου, μπορούσα άφοβα να της τη104
λεφωνώ. Τύχαινε μάλιστ-α να μου τ-ηλεφωνεί ο άνδρας μου,
ό-rαν έμενα σ-rο πανδοχείο ως -rην ώρα του δείπνου.
-
Θα μείνεις ακόμα πολύ εκεί; ρωτούσε ανυπόμονα.
Ήμουν ευγνώμων στην Ουμέ για τη μεγαλοφυή -rης ιδέα. Όσο για τον Ουατανούκι, δεν τον είχα ξαναδεί απ' -rην ημέρα που είχαμε ανταλλάξει εκείνες ης άγριες ματιές, γιατί, παρά τις προσπάftειες που έκανε η Μιτσούκο για να μας συμφι
λιώσει, δεν είχαμε εμπιστοσύνη ο ένας σ-rον άλλο και κανείς απ' τους δυο μας δεν έκανε το πρώτο βήμα. Κι εκείνη φαινό ταν να έχει αποδεχτ-εί πως ήταν αδύνατο να βελτιωftούν οι σχέσεις μας. Εντούτοις, μια μέρα -είχαν περάσει πέντε μέ ρες από -rότε που είχαμε πάει και οι τρεις μαζί στο σινεμά αφού περάσαμε μαζί όλο το απόγευμα, γύρω στις πέντε και
μισή με ρώτησε: -Μεγάλη αδελφή, ftα σε πείραζε να γυρίσεις πριιν από
μένα; Πρέπει να κάνω κάτι ψώνια ακόμα. Είχα την εντύπωση ότι ήftελε να με ξεφορτωftεί, όμως το είχα συνηftίσει κι έτσι δε Wμωσα.
-
Καλά, εντ-άξει, φεύγω, είπα.
Όταν βγήκα απ' το σοκάκι, άκουσα κάποιον να ψιftυρίζει το όνομά μου:
-
Μεγάλη αδελφή ...
Στράφηκα κι είδα τον Ουατανούκι.
-
Μεγάλη αδελφή, πηγαίνετε στο σπίη σας; Ν α ι. Βιαστ-είτε, η Μίτσου σας περιμένει, απάντησα μ' έ-
ναν τόνο ηftελημένα ειρωνικό. Και συνέχισα το δρόμο μου μέχρι το Σοουέμον, σκοπεύο ντας να πάρω ένα ταξί.
-
Σας παρακαλώ ... σας παρακαλώ... μου είπε φτάνοντάς
με. Πρέπει να σας πω κάτι. Αν μου το επιτ-ρέπετε, ftα μπο
ρούσαμε να περπατήσουμε μαζί για λίγο.
-
Εντάξει,
{}'
ακούσω αυτά που έχετε να μου πείτε, όμως
σας υπενftυμίζω ότι η Μιτσούκο σάς περιμένει.
-
Τότε ftα την ειδοποιήσω, μου απάντησε.
Μπήκαμε στο τε"ίοποτείο «Ο κήπος με ης δαμασκηνιές» και παραγγείλαμε μια πίτα με φασολάκια. Ενώ έτρωγα, ο Ουα105
τανούκι πήγε να τηλεφωνήσει και μετά κατευfiυνδήκαμε
προς τα βόρεια, ακολου'δώντας τη λεωφόρο του βουνού Τα ζαεμόν, και συζητώντας.
-
Της είπα ότι 'δα καfiυστερήσω μία περίπου ώρα, εξαι
τίας ενός ξαφνικού προβλήματος. Σας πειράζει να κρατήσετε μυστική τη συνάντησή μας; Αν δε μου το ορκιστείτε, δε 'δα σας εμπιστευτώ ποτέ.
-Όταν μου ζητούν να ορκιστώ ότι δε 'δα μιλήσω, κρατάω την υπόσχεσή μου ό,τι κι αν συμβεί. Όμως μερικές φορές, από την πολύ προσπάftεια, γίνεται κανείς aσυνεπής ...
-
Μεγάλη αδελφή, νομίζετε, λοιπόν, ότι εγώ κατευ'δύνω ό
λες τις κινήσεις της Μιτσούκο; Ξέρω ότι πρέπει να έχετε τους λόγους σας για να σκέφτεστε κάτι τέτοιο.
Αναστέναξε σκύβοντας το κεφάλι.
-
Γι' αυτό ακριβώς το 'δέμα ftα ήftελα να σας μιλήσω, πρό
σ-δεσε. Ποιον νομίζετε ότι αγαπάει περισσότερο η Μιτσούκο, εσάς ή εμένα; Φαντάζεστε ίσως ότι εμείς σας διαφftείραμε και σας εκμεταλλευτήκαμε, όμως κι εγώ την ίδια εντύπωση
έχω για τον εαυτό μου. Είναι αλήftεια ότι ζηλεύω. Βέβαια, η Μιτσούκο ισχυρίζεται ότι της είστε πολύ χρήσιμη για να κο ρο'ίδεύει τους γονείς της κι ότι σας χρησιμοποιεί σαν ένα α
ντικείμενο· όμως τι ανάγκη υπάρχει να συνεχίζει να σας χρη σιμοποιεί; Η παρουσία σας δε ftα ήταν περισσότερο μια ενό χληση για μας τους δύο; Αν η Μιτσούκο μ' αγαπούσε πραγ ματικά, δε 'δα με είχε παντρευτεί εδώ και πολύ καιρό;
Τον άκουγα με τη μεγαλύτερη προσοχή· φαινόταν πολύ σοβαρός κι ό,τι έλεγε είχε βάση. -Ίσως, όμως, η Μιτσούκο να μην μπορεί να σας παντρευ τεί, απλώς και μόνο γιατί η οικογένειά της δεν το εγκρίνει, δε νομίζετε; Μου επαναλαμβάνει συνέχεια ότι ftα ήftελε να πα ντρευτεί όσο πιο γρήγορα γίνεται.
-
Αυτά είναι λόγια του αέρα. Είναι αλήftεια ότι η οικογέ
νειά της έχει αντιρρήσεις για το γάμο μας. Όμως σίγουρα 'δα υπάρχει κάποιος τρόπος για να πεισftούν οι γονείς της, αν
προσπαftούσε ειλικρινά. Ειδικά τώρα, στην κατάσταση που βρίσκεται, ποιον άλλο 'δα μπορούσε να παντρευτεί; 106
Μα τότε, η Μιτσούκο ήταν στ' αλή'δεια έγκυος! «Τι παρά
ξενο!» σκέφτηκα, ενώ συνέχιζα να τον ακούω προσεκτικά.
-
Σύμφωνα με τη Μιτσούκο, ο πατέρας της είναι έξαλλος
και λέει ότι δεν μπορεί να δώσει την κόρη του παρά μόνο σ' έναν καπιταλιστή που να κερδίζει πάνω από ένα εκατομμύ ριο γιεν το χρόνο κι ότι αποκλείεται να την αφήσει να πάρει έναν aπένταρο. Όταν 'δα γεννη'δεί το μωρό, λέει, 'δα το δώ σουν σε μια οικογένεια για υιο'δεσία. Αυτό δε σας φαίνεται παράλογο; Κυρίως το μωρό λυπάμαι. Πρόκειται για την προ στασία των αν'δρωπίνων δικαιωμάτων, στο κάτω κάτω! Τι σκέ φτεστε για όλα αυτά, μεγάλη αδελφή;
-
Είμαι πάνω απ' όλα κατάπληκτη που μα'δαίνω ότι η Μι
τσούκο είναι έγκυος. Υπήρχαν συμπτώματα;
-
Πώς; Δεν το γνωρίζατε;
Με κοίταξε εξεταστικά, με βλέμμα σαστισμένο, σαν να ή'δε λε να εισχωρήσει στις βαθύτερες σκέψεις μου. -Δεν ήξερα απολύτως τίποτα. Η Μιτσούκο δε μου είπε ούτε λέξη.
-
Αλή'δεια; Μα καλά, δεν ήρ'δε στο σπίτι σας για να τη βοη
{}ήσετε να κάνει έκτρωση; -Ναι, όμως νόμιζα ότι ήταν ένα πρόσχημα για να επανα
συνδε'δούμε. Σκέφτηκα πως εκείνη η εγκυμοσύνη ήταν τε λείως φανταστικη. Είναι πάντως αλή'δεια πως είπα στο σπίτι μου ότι η Μιτσούκο είναι έγκυος κι ότι γι' αυτό το λόγο πρέ πει να την επισκέπτομαι συχνά.
-
Α, ναι; ήταν η μόνη αντίδραση του Ουατανούκι.
Όμως τα μάτια του ήταν κατακόκκινα απ' την ταραχή και
τα χείλη του είχαν γίνει κάτασπρα.
107
18
Μ
-
Α ΓΙΑΊΙ ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ Η ΜΠΣΟΥΚΟ ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΝΑ
κρύβει την εγκυμοσύνη της; Ειδικά σε σας, δεν έχει λόγο να λέει ψέματα. Αλήfi'εια δεν ξέρατε τίποτα,
μεγάλη αδελφή; Φαινόταν να αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά μου κι επανα λάμβανε συνέχεια την ίδια ερώτηση. Όμως στ' αλήfi'εια δεν το ήξερα. Βεβαίωνε ότι η Μιτσούκο ήταν ήδη στον τρίτο μή να κι ότι είχε πάει και σ' ένα γιατρό. Και, κατά συνέπεια, όταν είχε σκηνοfi'ετήσει εκείνη την αιμορραγία, ήταν ήδη έ γκυος. Εν πάση περιπτώσει, κάποιος χωρίς πείρα δεν μπορεί
να αντιληφftεί μια εγκυμοσύνη που βρίσκεται μόλις στον τρί το μήνα. Κι έπειτα, η Μιτσούκο μού είχε δηλώσει με μεγάλη σιγουριά: «Αποκλείεται να μείνω έγκυος».
Πίστευα πως ό,τι είχε συμβεί εκείνη την ημέρα δεν ήταν παρά μια κωμωδία, όμως αν ο Ουατανούκι έλεγε την αλήfi'εια, η Μιτσούκο μού είχε πει ψέματα για να με χρησιμοποιήσει.
-
Γιατί είπε πως δεν μπορεί να μείνει έγκυος; επέμεινε ο
Ουατανούκι. Μήπως εφάρμοσε τις μεfi'όδους του βιβλίου; Ή πρόκειται για κάποια σωματική ατέλεια;
Εγώ, μπροστά στη Μιτσούκο, προσπαfi'ούσα πάντα με κά fi'ε τρόπο ν' αποφεύγω να μιλάω γι' αυτόν, δεν την είχα ρωτή σει τίποτα το ιδιαίτερο ... δεν είχε μπορέσει να συγκρατηfi'εί και να μη γελάσει λέγοντας: «Λοιπόν, όταν δα έρδω στο σπίτι σου, δα βάλω ένα μαξιλάρι κάτω απ' το φόρεμά μου για να
φαίνομαι έγκυος, έτσι δεν είναι, μεγάλη αδελφή;» Δε φανταζόμουν ποτέ ότι ήταν πραγματικά έγκυος. Και του το είπα. Μου απάντησε πως η Μιτσούκο δε σκεφτόταν σοβαρά
την
προοπτική
του
γάμου
και
πως,
καδώς
η
αποκάλυψη της εγκυμοσύνης της fi'α την ανάγκαζε να πα108
ντρευτεί, προσπαδούσε να την κρατήσει μυστική όσο περισ
σότερο μπορούσε.
-
Εν πάση περιπτώσει, αυτή είναι η γνώμη μου, κατέληξε.
Σύμφωνα με τον Ουατανούκι, η Μιτσούκο προτιμούσέ από
τον έρωτα ενός άνδρα τον έρωτα μιας γυναίκας, μ' αγαπούσε περισσότερο από κείνον κι έτσι δεν είχε καμιά επι-θυμία να παντρευτεί. Νόμιζε ότι αν παντρευόταν κι αποκτούσε παι διά, ίσως να με έχανε κι ανέβαλλε την απόφασή της απ' τη μια μέρα στην άλλη, αναρωτώμενη αν έπρεπε ν' απαλλαγεί απ' αυτό το μωρό ή να βυttίσει τον άνδρα σε πλήρη απόγνω ση. Η παράνοιά μου μ' εμπόδιζε ίσως να δεχτώ ότι με αγα πούσε τόσο πολύ, όμως εκείνος επέμενε: -Όχι, έτσι είναι, σας διαβεβαιώνω, έτσι είναι. Είστε τυχε ρή, μεγάλη αδελφή. Εγώ, δυστυχώς, γεννήf}ηκα κάτω από κακό αστέρι!
·
Α γόρευε σαν να βρισκόταν πάνω στη σκηνή και φαινόταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Από την πρώτη μας συνάντηση, μου είχε φανεί f}ηλυπρεπής. Όταν μιλούσε, ήταν άτονος και του έλειπε η αρρενωπότητα, επέμενε με τρόπο ενοχλητικό κι είχε τη συνήf}εια να κοιτάει το συνομιλητή του λοξά, με βλέμ μα καχύποπτο. Υποπτευόμουν ότι η Μιτσούκο δεν τον αγα
πούσε και τόσο πολύ. Το βράδυ που τους έκλεψαν τα ρούχα, στο Κασάγιαματσι, δε f}α μου είχε τηλεφωνήσει αν δε σκεφτό ταν παρά μόνο τον εαυτό του. Της είχε εξηγήσει ότι δεν είχε παρά να αναλάβει τις ευWνες της, να γυρίσει στο σπίτι της μ' ένα κιμονό που f}α δανειζόταν από μια καμαριέρα του πανδοχείου και να ομολογήσει τα πάντα στους γονείς της: «Γι' αυτό ή γι' αυτό το λόγο, υπάρχει ένας άνδρας με τον
οποίο έχω δεσμευttεί επίσημα». Οι γονείς της f}α είχαν υπο κλιf}εί μπροστά στο τετελεσμένο γεγονός και f}α τους είχαν
επιτρέψει να παντρευτούν σύντομα. Ή, ακόμα, f}α μπορού σαν να το σκάσουν χωρίς να νοιαστούν για τίποτα, αν ήταν στ' αλήfiεια αποφασισμένοι. Αλλά να ζητήσουν βοήf}εια απ'
τη μεγάλη αδελφή, που αγνοούσε τα πάντα, μια τέτοια στιγ μή ... Πώς η Μιτσούκο είχε τέτοιο f}ράσος; Κι έπειτα, χωρίς αμφιβολία, ακόμα κι αν μου τηλεφωνούσαν, δε f}α δεχόμουν
lDg
ποτέ να πάω. Όμως η Μιτσούκο έλεγε συνέχεια: «Αν δεν έχω το κιμονό μου απόψε, δε δα μπορέσω ποτέ να γυρίσω στο σπίτι μου». Και δεν ήδελε ν' ακούσει τίποτα. «Γιατί να μην το σκάσουμε;» της είχε προτείνει. Αλλά εκεί νη απάντησε: «Αν κάνουμε κάτι τέτοιο, η κατάσταση δα γίνει ακόμα χειρότερη. Θα σκεφτώ ένα πρόσχημα και δα σου δεί
ξω πως είμαι ικανή να κάνω τη μεγάλη αδελφή να έρδει. Αν της το ζητήσω εγώ, δε δα αρνηδεί. Ακόμα κι αν δυμώσει, ξέ ρω πώς να την ξεγελάσω». Και πήγε να μου τηλεφωνήσει. -Όμως κάποιος ήταν δίπλα στο ακουστικό και της ψιW ριζε τι έπρεπε να πει, του Wμισα τότε.
-
Φυσικά, ήμουν δίπλα της, απλώς και μόνο γιατί ανησυ
χούσα. Καδώς μιλούσαμε, είχαμε διασχίσει χωρίς να το καταλά βουμε τη γέφυρα του Σανκιού κι είχαμε φτάσει στο Χονμά τσι. Σκεφτήκαμε ότι μπορούσαμε να συνεχίσουμε για λίγο τη συζήτησή μας και προσπεράσαμε τις σιδηρογραμμές με κα
τεύδυνση προς την Κιταχάμα. Μέχρι εκεί, είχα περιοριστεί στο να βλέπω την κατάσταση απ' την πλευρά της Μιτσούκο και σκεφτόμουν πως, ό,τι κι αν είχε συμβεί, μόνο ο Ουατανού κι ήταν υπεύδυνος. Όμως, αν έκρινα απ' ό,τι είχα δει σ' αυτή
την περίπτωση, δεν ήταν ψεύτης όπως νόμιζα· η έλλειψη αν δρισμού, η μόνιμη καχυποψία του ίσως να μην ήταν μόνο στοιχεία του χαρακτήρα του αλλά και αποτέλεσμα της συ μπεριφοράς της Μιτσούκο. Κι εγώ η ίδια, άλλωστε, ένιωδα κά ποιο αίσδημα κατωτερότητας που με είχε ξεγελάσει τόσο α
διάντροπα. Αν το σκεφτόμουν καλύτερα, ο Ουατανούκι έδει χνε πολύ λογικός και φαινόταν να ζητάει με ειλικρίνεια την κατανόησή μου, παρά την κάποια δυσπιστία του. Φυσικά ό μως, μου ήταν αδύνατο να παραδεχτώ ότι η Μιτσούκο με αγαπούσε περισσότερο από κείνον.
-
Κάνετε λάδος, κύριε Ουατανούκι. 'Αδικα στενοχωριέστε,
του είπα για να τον παρηγορήσω.
-Όχι, διαμαρτυρήδηκε. Θα ήδελα πολύ να το πιστέψω, όμως δεν είναι καδόλου έτσι. Εσείς, μεγάλη αδελφή, δεν ξέ ρετε την αληδινή φύση της Μιτσούκο. 110
Η Μιτσούκο {}α είχε διασκεδάσει πολύ αφήνοντας εμένα να πιστέψω ότι αγαπούσε τον Ουατανούκι και τον Ουατανού
κι να πιστέψει ότι αγαπούσε εμένα. Όμως κατά βάδος, έλεγε εκείνος, εμένα προτιμούσε, γιατί αλλιώς δε {}α είχε επινοήσει εκείνη την ιστορία με την κλινική για να μπορέσει να με συ ναντήσει ξανά, ενώ ουσιαστικά η σχέση μας είχε διακοπεί. -Μα, τέλος πάντων, τι σας είπε τότε η Μιτσούκο; Πώς τα
κατάφερε να ξανασυνδεδείτε; Μου μίλησε αργότερα σχετικά, όμως δεν ξέρω τίποτα το συγκεκριμένο.
Του διηγή{)ηκα με λεπτομέρειες το επεισόδιο με την αι μορραγία.
-
Τι; Τι; αναφωνούσε aποσβολωμένος. Ποτέ δε {}α φαντα
ζόμουν ότι δα μπορούσε να κάνει μια τέτοια σκηνοδεσία. Πραγματικά περίμενε παιδί. Όμως εγώ ήμουν της γνώμης ότι
έπρεπε να το κρατήσει και τη συμβούλεψα να μην Πάρει φάρμακα και να μη χρησιμοποιήσει τεχνητά μέσα· κι έγινα έξαλλος όταν, αργότερα, έμαδα ότι είχε έρ{}ει στο σπίτι σας
για να σας ζητήσει να τη συμβουλέψετε. Μπορεί κάλλιστα να είχε πάρει ένα φάρμακο στα κρυφά, όμως αυτοί οι πόνοι κι αυτή η αιμορραγία ήταν αναμφίβολα προσποιητοί. Μα, επιτέ λους, τι μπορεί να ήταν αυτό το αίμα; Υποστήριζε πως η Μιτσούκο δε ftα είχε ποτέ ενεργήσει έτσι
και δε δα είχε ποτέ διακινδυνεύσει τόσο πολύ, μόνο και μόνο για να τα ξαναφτιάξει μαζί μου, αν δε μ' αγαπούσε. Αυτό ήταν
πιδανό, όμως τότε εκείνον γιατί συνέχιζε να τον βλέπει; Αν ήταν πραγματικά ερωτευμένη μαζί μου, δε {}α ήταν φυσικό να
τον εγκαταλείψει; Του μίλησα για τις αμφιβολίες μου και μου εξήγησε πως η Μιτσούκο ακόμα κι αν σκεφτόταν για κάποιον:
«Αχ, πώς τον αγαπάω!», δε δα έδειχνε ποτέ την αδυναμία της, αλλά ftα φερόταν μόνο με τέτοιο τρόπο, που ο άλλος να την ερωτευ{}εί. Θεωρούσε τον εαυτό της την καλλονή του αιώνα, ήταν πολύ υπερήφανη και στενοχωριόταν όταν δεν υπήρχε κάποιος πρόftυμος να τη λατρέψει. Πίστευε πως ήταν γι' αυ
τήν ταπεινωτικό το να κάνει το πρώτο βήμα. Έτσι, για να με κάνει να ζηλέψω και να κρατήσει τον πρώτο ρόλο και την ανωτερότητά της, είχε χρησιμοποιήσει τον Ουατανούκι. 111
-
Κι έπειτα, τη συγκρατεί και κάτι άλλο: φοβάται μήπως,
αν μ' εγκαταλείψει, κάνω το ανεπανόρ'δωτο. Τώρα η σχέση μας έχει διαμορφω'δεί έτσι, που δε 'δα τολμήσει πια να τη βάλει σε δοκιμασία· αλλά αν επιχειρούσε οτιδήποτε, 'δα έ παιρνα εκδίκηση, πρό'δυμος να 'δυσιάσω την τιμή και τη ζωή μου!
Κι ενώ μου μιλούσε, με κοιτούσε κατάματα γεμάτος έντα ση· το βλέμμα του μου Wμιζε ερπετό ...
112
19
Μ
-
ΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΜΕ ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ, ΜΕΓΑΛΗ
αδελφή;
-
Ν α ι, ναι. Απ' τη μεριά μου δεν υπάρχει κανένα
πρόβλημα.
-
Θα μπορούσαμε ίσως να γυρίσουμε πίσω τώρα;
Ξεκινώντας από την Κιταχάμα, πήραμε πάλι τον ίδιο δρό μο, αλλά προς τα νότια αυτή τη φορά.
-
Κατά βά-δος, μας έφερε τον έναν αντιμέτωπο με τον άλ
λο και, σ' αυτή την ιστορία, εγώ -δα είμαι ο χαμένος.
-
Δε νομίζω, απάντησα. Ακόμα κι αν αγαπιόμαστε παρά
φορα, εγώ κι η Μιτσούκο δεν είμαστε στο δρόμο της φύσης. Αν κάποιος πρέπει να εγκαταλειφ-δεί, αυτή -δα είμαι εγώ. Ακό μα κι η οικογένεια της Μιτσούκο -δα σας λυπη-δεί, ενώ εγώ δε -δα έχω τη συμπΟΟεια κανενός.
-
Μα νομίζω ότι ακριβώς γι' αυτό η σχέση σας παρουσιά-
ζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, επειδή είναι ενάντια στη φύ ση. Γιατί συντρόφους του δικού μου φύλου η Μιτσούκο μπο ρεί να βρει ένα σωρό, ενώ εσάς δε -δα μπορέσει να σας αντι
καταστήσει με κανέναν, μεγάλη αδελφή. Γι' αυτό μπορεί να με εγκαταλείψει από τη μια μέρα στην άλλη, ενώ εσείς δεν έ χετε τίποτα να φοβη-δείτε. Αχ, είναι αλή-δεια, κι αυτά δεν είναι όλα όσα είπε· πρόσ-δε σε επίσης πως όποιος κι αν ήταν ο άντρας που -δα παντρευό ταν η Μιτσούκο, -δα μπορούσε να συνεχίσει την ομοφυλοφι λική της σχέση μαζί μου. Μπορούσε να παντρεύεται τον ένα μετά τον άλλο χωρίς να -διγεί η σχέση μας η αγάπη που μας
ένωνε, εμένα και τη Μιτσούκο, ήταν αιώνια, ακόμα περισσό τερο κι από ένα συζυγικό δεσμό.
8-
Σβάστικα
-
Αχ, τι δυστυχισμένος που είμαι! αναστέναξε
-
κι επανέ
λαβε ακόμα μια φορά το παράπονό του.
Αφού σκέφτηκε γlλ!. λίγο, συνέχισε:
-
Ακούστε, μεγάλη αδελφή, {}α ή{}ελα να μου πείτε όλη
την αλή{}εια: ποιον {}α προτιμούσατε να παντρευτεί η Μι
τσούκο, εμένα ή κάποιον άλλο; Φυσικά, αν έπρεπε να παντρευτεί, καλύτερα {}α ήταν να παντρευόταν τον Ουατανούκι, που γνώριζε και τη σχέση μας.
Αυτή την απάντηση του έδωσα. -Τότε, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλο σαν εχ{}ρό. Πρόσ{}εσε πως από κείνη τη στιγμή έπρεπε να συμμαχή σουμε, να πάψουμε να ζηλεύουμε και να βοη{}ήσουμε ο ένας τον άλλο για να αποφύγουμε τις aνοησίες. Πραγματικά, η
Μιτσούκο μάς έκανε ό,τι ή{}ελε γιατί ήμασταν χωρισμένοι. Δε νόμιζα πως {}α ήταν καλύτερα να βρούμε έναν τρόπο να συ
ναντιόμαστε πιο συχνά; Φυσικά, έπρεπε πρώτα να τα βρούμε μεταξύ μας και να αναγνωρίσουμε ο ένας τη {}έση του άλλου.
Για να επαναλάβουμε τα λόγια της Μ_ιτσούκο, δεν υπήρχε κανένας λόγος ζήλιας, γιατί η ομοφυλοφιλική αγάπη είναι τε
λείως διαψορετικής φύσης από την ετεροφυλοφιλική αγάπη. Ήταν λά{}ος να πιστεύει κανείς ότι {}α μπορούσε να κρατήσει για τον εαυτό του ένα τόσο όμορφο πλάσμα. Θα ήταν μάλι στα φυσικό να υπήρχαν πέντε ή δέκα που να την τιμούν- το
ότι τη μοιραζόμασταν μόνο εμείς οι δύο ήταν ήδη πολυτέ λεια. Ήταν ο μόνος άνδρας κι ήμουν η μόνη γυναίκα· ποιος άλλος σ' ολόκληρο τον κόσμο {}α μπορούσε να {}εωρη{}εί πιο
τυχερός από μας; Έπρεπε να διατηρήσουμε ζωντανή στο
μυαλό μας την ιδέα πως αυτή την ευτυχία οφείλαμε να την κρατήσουμε για πάντα, ώστε κανένας ξένος να μην μπορέσει
να μας την κλέψει:
-Τι λέτε, μεγάλη αδελφή; -Αν αυτή είναι η γνώμη σας, {}α κρατήσω την υπόσχεσή μου.
-Αν δε δεχόσασταν να γίνουμε σύμμαχοι, είχα σκεφτεί να δημοσιεύσω αυτή την ιστορία. Και τότε {}α είχα καταστρέψει
114
τη ζωή μου αλλά και τη δική σας, μεγάλη αδελφή. Είναι πραγ
ματική ανακούφιση να σας ακούω να μου λέτε ότι συμφω νείτε μαζί μου. Είστε σαν μια μεγάλη αδελφή για τη Μιτσού
κο και, κατά βάδος, -to ίδιο είστε και για μένα. Αφού δεν έχω αδελφή, ftα σας προσέχω σαν να ήσασταν μέλος της οικογέ νειάς μου. Σας παρακαλώ να με βλέπετε σαν το μικρό σας αδελφό κι αν έχετε το παραμικρό πρόβλημα να μου το εμπι στεύεστε. Ξέρω πως είμαι φοβερός aντίπαλος, πως είμαι ικα νός για τα πάντα, όμως ως σύμμαχος δε ftα υπολογίζω τον
εαυτό μου, μεγάλη αδελφή, είμαι έτοιμος να δώσω και τη ζωή μου ακόμα για σας. Αν χάρη σε σας καταφέρω να παντρευτώ τη Μιτσούκο, ftα υπηρετώ τα συμφέροντά σας, πρό-θυμος να προδώσω τη συζυγική σχέση.
-
Ειλικρινά, ftα φτάνατε σ' αυτό το σημείο; Αναμφίβολα. Είμαι άνδρας εγώ! Θα σας είμαι ευγνώμων
για την υπόλοιπη ζωή μου. Είχαμε φτάσει στον «Κήπο με τις δαμασκηνιές». Χωρίσαμε αφού σφίξαμε γερά τα χέρια και δώσαμε αμοιβαία υπόσχεση να ξανασυναντηftούμε στο ίδιο μέρος όποτε χρειαζόταν. Στο γυρισμό, ξαναπαίρνοντας τον ίδιο δρόμο, ένιωftα την καρδιά μου να πάλλεται από ευτυχία. Τόσο πολύ μ' αγαπού
σε λοιπόν η Μιτσούκο! Με προτιμούσε από τον Ουατανούκι! Θεέ μου, κι αν δεν ήταν παρά ένα όνειρο; Την προηγουμένη ακόμα, ήμουν πεπεισμένη πως με χρησιμοποιούσαν κι οι δυο
σαν να ήμουν παιχνίδι, όμως η κατάσταση τώρα είχε αλλάξει κι αισftανόμουν τελείως aποπροσανατολισμένη. Συλλογιζό
μενη τις aποκαλύψεις που μου είχε κάνει ο Ουατανούκι, είπα στον εαυτό μου ότι αν η Μιτσούκο δε με αγαπούσε, δε ftα είχε προκαλέσει τέτοιο σκάνδαλο και δε 'δα είχε ftελήσει να με γνωρίσει, αφού είχε ήδη έναν aρραβωνιαστικό. Σιγά σιγά, γύριζα πίσω στο χρόνο, μέχρι τον πρώτο καιρό της σχέσης μας. Όταν είχαν κυκλοφορήσει εκείνες οι 'δλιβερές φήμες σχετικά με το πραγματικό μοντέλο για την Κάνον, η
Μιτσούκο πιftανώς να είχε προσέξει ήδη τη στάση μου και, όταν συναντιόμασταν στο δρόμο, πρέπει να σκεφτόταν: «Αυ τή η κοπέλα μού έχει αδυναμία». Και περίμενε να παρουσια-
ns
στεί η ευκαιρία για να με κατακτήσει. Τώρα που το ξανασκέ φτομαι καλά, εγώ πρώτη τής είχα απευθύνει το λόγο, όμως εκείνη, που συνή{tως κρατούσε τις αποστάσεις, με είχε κοιτά ξει κατάματα μ' ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο κι εγώ, σαγηνευ μένη, είχα ψελλίσει μερικές λέξεις. Όταν την είδα γυμνή, εγώ ήμουν που της είχα ζητήσει να γδυfiεί, όμως εκείνη μου το είχε προτείνει και με είχε ωfiήσει να της το ζητήσω
-
αν και
τη λάτρευα, δεν μπορούσα να καταλάβω πώς είχα φτάσει σ' εκείνο το σημείο. Σε μια στιγμή που ο άνδρας μου δε με ικα
νοποιούσε πια, οι φήμες στη σχολή είχαν το αντίfiετο αποτέ λεσμα κι εκείνη, που είχε διαισfiανftεί πως fiα ήμουν εύκολη
λεία, είχε επηρεάσει τη fiέλησή μου χωρίς να το καταλάβω. Ίσως η πρόταση γάμου να ήταν μόνο ένα πρόσχημα. Είχα την
εντύπωση πως, ενώ με παρέσυρε στην παγίδα της, ήfiελε να με αφήνει να νομίζω πως εγώ την είχα προκαλέσει. Φυσικά, δεν έπρεπε να ξεχνάω το ρόλο του Ουατανούκι σε όλο αυτό
το σκηνικό
-
αυτός ήταν, άλλωστε, που είχε συμβουλέψει τη
Μιτσούκο τι να κάνει, το βράδυ που τους έκλεψαν τα κιμονό. Κι αυτό το τηλεφώνημα από την κλινική Σ. Κ., αυτή η ανδρι
κή φωνή, σε ποιον άλλο fiα μπορούσε να ανήκει αν όχι στον
Ουατανούκι, τον μόνο που μπορούσε να της ζητήσει να κάνει κάτι τέτοιο; Αν άρχιζα να έχω αμφιβολίες, πολλές λεπτομέ ρειες μπορούσαν να φανούν παράξενες και πρώτα πρώτα, γιατί η Μιτσούκο μού είχε κρύψει πως ήταν έγκυος; Το ότι
είχε φερfiεί με τόση σκληρότητα, αφού με είχε αφήσει στην αγωνία για τόσο καιρό, σήμαινε πως στην πραγματικότητα
δεν ενδιαφερόταν καfiόλου για μένα. Ήταν πολύ πιftανό ο Ουατανούκι να μου είχε εμπιστευτεί αυτό το μυστικό για να ψυχράνει τις σχέσεις μου με τη Μιτσούκο. Εκτός κι αν είχε
την πρόfiεση να με μετατρέψει προσωρινά σε σύμμαχο, έτσι
ώστε να μην του είμαι εμπόδιο και μόλις παντρευόταν, να με απομακρύνει... Όσο περισσότερο το συλλογιζόμουν, τόσο περισσότερο οι αμφιβολίες μου εδραιώνονταν. Όμως, μετά από τέσσερις ή πέντε μέρες, τον βρήκα πάλι να με περιμένει στο σοκάκι.
-
Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, μεγάλη αδελφή, ftα ήfiε-
n6
λα να σας μιλήσω για λίγο, σήμερα ... Θα σας πείραζε να με συνοδεύσετε στον «Κήπο με τις δαμασκηνιές»; Τον ακολού-θησα κι ανεβήκαμε σ' ένα δωμάτιο του πρώτου
ορόφου του τε'ίοποτείου, όπου μου είπε:
-
Μέχρι τώρα περιοριστήκαμε σε μια προφορική συμφω
νία, όμως δεν έχετε κάποια υλική απόδειξη αρκετή για να μου έχετε εμπιστοσύνη κι εγώ ο ίδιος είμαι aνήσυχος. Θα έ πρεπε να ανταλλάξουμε ένα γραπτό όρκο για να κάνουμε τις
αμφιβολίε"ς μας να σιγήσουν. Για να πω την αλήfi'εια, έχω ήδη ετοιμάσει αυτό εδώ
-
κι έβγαλε από την τσέπη του δυο αντί
τυπα από ένα είδος συμβολαίου. Να, ορίστε, κοιτάξτε αυτό
εδώ, είναι ο γραπτός όρκος που σας έλεγα. Σημείωση του συγγραφέα: Αισθ-άνομαι σ' αυτό το σημείο την ανάγκη να πα
ρουσιάσω το περιεχόμενο του γραπτού όρκου, όχι μόνο γιατί το απαιτε(η αφή γηση, αλλά και γιατί το ντοκουμέντο αυτό είναι ενδεικτικό του χαρακτήρα αυ τού που το συνέταξε, δηλαδή του Ουατανούκι. Το αφήνω, λοιπόν, στην ολότητά του, στην κρίση του αναγνώστη.
ΓΡΑΠΤΟΣ ΟΡΚΟΣ
Σονόκο Κακιούτσι. ΓεvvήΟηκε στις τοικεί στο
8 Μαίου του 1904. Κα ... Κορόεν, Νισινομίγιασι, Χιόγκο-Κεν. Σύζυγος του
Κόταρο Κακιούτσι, δικηγόρου, διπλωματούχου της Νομικής. Εϊτζιρό Ουατανούκι. ΓεvvήΟηκε στις
1901.
Κατοικεί στο
...
21
Οκτωβρίου του
Αουάτζι-Τσο, Χιγκάσι-Κου, Οσάκα.
Δευτερότοκος γιος του Τσοσάμπουρο Ουατανούκι, υπαλλή λου γραφείου. Οι κάτω{}ι υπογραφόμενοι, Σονόκο Κακιούτσι και Εϊτζιρό Ουατανούκι, δο{}έντων των αμοιβαίων συμφερόντων που
τους συνδέουν στενά, και τον έναν και τον άλλο, με τη Μι τσούκο Τοκουμίτσου, δεσμεύονται από σήμερα, του
192...
18
Ιουλίου
να διατηρούν μια σχέση αδελφοσύνης, καfJ' όλα
όμοια μ' αυτήν της συγγένειας, με τους ακόλου{}ους όρους:
1) Η Σονόκο Κακιούτσι
fJα fJεωρείται η μεγάλη αδελφή κι ο
Εϊτζιρό Ουατανούκι ο μικρός αδελφός στο μέτρο που, αν και
117
μεγαλύτερος σε ηλικία, ο τελευταίος προορίζεται να γίνει ο
σύζυγος της μικρής αδελφής της προαναφερομένης.
2) Η μεγάλη
αδελφή {}α αναγνωρίσει στο μικρό αδελφό τον
τίτλο του μνηστήρα της Μιτσούκο Τοκουμίτσου. Ο μικρός αδελφός {}α αναγνωρίσει στη μεγάλη αδελφή την αδελφική της αγάπη για τη Μιτσούκο Τοκουμίτσου.
3) Η μεγάλη
αδελφή κι ο μικρός αδελφός {}α είναι διαρκώς
σύμμαχοι, για να προστατεύονται αμοιβαία, ώστε η αγάπη της Μιτσούκο Τοκουμίτσου να μη μεταβιβαστεί
(Jf;
κάποιον
τρίτο. Η μεγάλη αδελφή {}α προσπα{}ήσει με κά{}ε τρόπο να
διευκολύνει την επίσημη ένωση του μικρού αδελφού και της Μιτσούκο. Ο μικρός αδελφός, ακόμα και μετά το γάμο του, δε {}α αμφισβητήσει σε καμιά περίπτωση τη σχέση που υ πάρχει ανάμεσα στη μεγάλη αδελφή και τη Μιτσούκο Το κουμίτσου.
4)
Α ν ένας από τους δύο συμβαλλόμενους εγκαταλειφ{}εί
από τη Μιτσούκο, ο άλλος {}α μοιραστεί την τύχη του. Δηλα δή, αν εγκαταλειφ{}εί ο μικρός αδελφός, η μεγάλη αδελφή {}α διακόψει τη σχέση της με τη Μιτσούκο· αν δε εγκαταλειφ{}εί η μεγάλη αδελφή, ο μικρός αδελφός fJα διαλύσει τους aρρα
βώνες του με τη Μιτσούκο. Α ν έχουν ήδη παντρευτε~ {}α χωρίσει.
5) Κι
ο ένας κι ο άλλος δεσμεύονται να μη φύγουν μακριά
με τη Μιτσούκο χωρίς προειδοποίηση, χωρίς αμοιβαία συ ναίνεση, να μην εξαφανιστούν μαζί της και να μην aυτοκτονή
σουν μαζί της.
6)
Κι ο ένας κι ο άλλος, έχοντας συνείδηση ότι αυτός ο
όρκος μπορεί να προκαλέσει την εχ{}ρότητα της Μιτσούκο,
{}α κρατήσουν πλήρη μυστικότητα γι' αυτό το {}έμα, μέχρι να παρουσιαστεί η ανάγκη να το φανερώσουν. Αν ένας απ' τους δύο συμβαλλόμενους επι{}υμεί να δείξει αυτό το έγγραφο στη Μιτσούκο ή σε κάποιον τρίτο, {}α πρέπει πρώτα να συμ βουλευfJεί το άλλο μέρος.
7)
Α ν ο ένας απ' τους συμβαλλόμενους παραβιάσει αυτό
τον όρκο, {}α πρέπει να είναι έτοιμος να υποστεί κά{}ε είδους
δίωξη εκ μέρους του άλλου.
n8
8) Ο παρών όρκος {}α ισχύει μέχρι ένας απ' τους συμβαλλό μενους να απαρνηΟεί με τη Οέλησή του τη σχέση του με τη
Μιτσούκο Τοκουμίτσου. ΣυντάχΟηκε στις
18 Ιουλίου
του
192...
Μεγάλη αδελφή Σονόκο Κακιούτσι (Σφραγίδα) Μικρός αδελφός Εϊτζιρό Ουατανούκι (Σφραγίδα) (Αυτό το κείμενο είχε γραφτεί σε δύο φύλλα γιαπωνέζικου χαρτιού πολυτε λείας -συνδεδεμένα με τυλιγμένες λωρίδες χαρτιού- με μικρά, πολύ καλλιγρα φικά, γράμματα, με πινέλο
-
μια περίτεχνη διάταξη από ιδεογράμματα, από τα
οποία ούτε μία τελεία, ούτε μία γραμμή δεν είχαν διορttωttεί. Περισσότερο απ' το ένα τέταρτο του χαρτιού είχε μείνει λευκό· απ' ό,τι φαίνεται, ο Ουατανούκι εί χε τη συνήttεια να γράφει με πολύ μεγάλη επιμέλεια κι έτσι δεν είχε χρειαστεί να προσπαttήσει ιδιαίτερα. Ο τρόπος γραφής, για ένα νεαρό μοντέρνο άνδρα που
δεν ήταν συνηttισμένος να χρησιμοποιεί πινέλο, δεν είχε τίποτα το aξιόμεμπτο, όμως ttύμιζε κάπως τον απλο'ίκό τρόπο γραφής ενός λογιστή. Μόνο οι 'υπογρα φές τους, στο κάτω μέρος της σελίδας, είχαν προστεttεί με στυλό, στον πρώτο όροφο του «Κήπου με τις δαμασκηνιές», και η υπογραφή της κυρίας Κακιούτσι
ήταν ακανόνιστη. Όμως το πιο φοβερό ήταν κάτι καφετί κηλίδες κάτω απ' τις υπογραφές, σαν μικρά πέταλα τυπωμένα στο χαρτί· έβλεπε κανείς δύο, τη μία πάνω στην άλλη στις δύο πτυχές του χαρτιού, εκεί όπου έπρεπε να είχαν μπει οι σφραγίδες. Η ίδια η χήρα ttα εξηγούσε αργότερα περί τίνος επρόκειτο.)
-
Τι λέτε, μεγάλη αδελφή; Σας ταιριάζουν αυτοί οι όροι;
Αν συμφωνείτε, ftα σας πείραζε να βάλετε εδώ την υπογρα φή και τη σφραγίδα σας; Αν, αντίftετα, νομίζετε πως λείπει
κάτι, μη διστάσετε να μου το πείτε.
-
Είναι σωστό που όλα έχουν κανονιστεί με μεγάλη ακρί
βεια, απάντησα, όμως αν γεννιόταν ένα παιδί, η Μιτσούκο κι εσείς δε ftα σκεφτόσασταν μόνο την οικογένειά σας; Θα ήftε λα να υπολογίσετε κι αυτό το ενδεχόμενο. -Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε, σύμφωνα με το τρίτο
άρftρο που λέει:
«0
μικρός αδελφός, ακόμα και μετά το γάμο
του, δε ftα αμφισβητήσει σε καμιά περίπτωση τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη μεγάλη αδελφή και τη Μιτσούκο Το
κουμίτσου», δε ftα γίνετε ποτέ ftυσία στο βωμό των οικογε νειακών συμφερόντων. Αν σας ανησυχεί τόσο η γέννηση ενός
ng
παιδιού, είμαι έτοιμος να κάνω όλες τις προσδήκες που ttεω ρείτε αναγκαίες. Τι πρέπει να γράψω; Τόσο το χειρότερο για το μωρό που έχει στην κοιλιά της
-
η Μιτσούκο, αφού είναι αναγκαίο για το γάμο, όμως ttα ήttε λα να μην κάνετε άλλα παιδιά μετά το γάμο σας.
Αφού σκέφτηκε λίγο, δήλωσε: Σύμφωνοι, έτσι {}α κάνουμε. Τι πρέπει να γράψω; Μπο
-
ρεί να παρουσιαστούν διάφορες πιftανότητες. Είχε σκεφτεί χίλια πράγματα που ούτε καν μου είχαν περά σει απ' το μυαλό. Κοιτάξτε, λοιπόν, τι έχει γραφτεί με στυλό στην πίσω πλευρά της δεύτερης σελίδας αυτό προστέ{)ηκε
εκείνη τη στιγμή. Σημείωση του συγγραφέα: Στη δεύτερη σελίδα του φύλλου όπου είχε συντα χ{}εί ο όρκος, κάτω από τον τίτλο «Πρόσ{}ετες ρήτρες», διάβαζε κανείς τους ακό λουl'1ους όρους:
«0
μικρός αδελφός, μετά από το γάμο του με τη Μιτσούκο Το
κουμίτσου, {}α πάρει όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις για να αποφευχ{}εί μια
ενδεχόμενη εγκυμοσύνη· αν παρουσιαστεί το παραμικρό σύμπτωμα, {}α συμ μορφω{}εί με τις οδηγίες της μεγάλης αδελφής, σχετικά με τα μέτρα που {}α πρέπει να παρ{}ούν». Και τότε, όπως φαίνεται, τους ήρl'1αν κι άλλες ιδέες, γιατί είχαν προσ{}έσει δύο ακόμα ρήτρες: «Σε περίπτωση που μια εγκυμοσύνη {}α άρ χιζε πριν από το γάμο, αν ακόμα και μετά το γάμο υπήρχε δυνατότητα επέμβα σης, {}α έπρεπε να γίνει χρήση κά{}ε μέσου κατάλληλου για την επίτευξη του
προαναφερl'1έντος σκοπού». «Αν ο μικρός αδελφός δεν μπορεί να εγγυη{}εί ότι {}α εκτελέσει πιστά, με τη συνεργασία της συζύγου του, ό,τι προβλέπεται στις
πρόσ{}ετες ρήτρες, δε {}α μπορεί να παντρευτεί τη Μιτσούκο». Και σ' αυτό το σημείο, επίσης, έβλεπε κανείς καφετί κηλίδες που είχαν διαποτίσει το χαρτί εδώ κι εκεί.
Αφού πρόσttεσε αυτές τις φράσεις, δήλωσε:
-
Τώρα που όλα είναι σαφή, είμαστε ήσυχοι. Όμως, βλέ
ποντάς το συνολικά, συνειδητοποιώ ότι το συμβόλαιο είναι πολύ πιο συμφέρον για σας, μεγάλη αδελφή, παρά για μένα. Ελπίζω πως τώρα αναγνωρίζετε την καλή μου πίστη. Και κατέληξε:
-
Εμπρός, υπογράψτε. 120
-Αν το δέλετε, μπορώ να υπογράψω, όμως δεν έχω μαζί
μου τη σφραγίδα μου. -Για να υπογραφεί ένα συμβόλαιο αδελφοσύνης, η κα
νονική σφραγίδα είναι άχρηστη. Λυπάμαι, αλλά δα πρέπει να κάνετε λίγη υπομονή· δε δα πονέσετε πολύ. Και, μ' ένα χλευαστικό χαμόγελο, έβγαλε κάτι απ' το μανίκι του.
121
20
Σ
-
ΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΣΗΚΩΣΕΤΕ ΤΟ ΜΑΝΙΚΙ
σας; Θα πονέσετε, αλλά μόνο για μια στιγμή. Ενώ μιλούσε, πήρε το χέρι μου και το κράτησε
σταδερά μέσα στο δικό του. Νόμιζα ότι ή'δελε απλώς να τσι μπήσει την άκρη απ' το δάχτυλό μου, όμως σήκωσε το μανίκι μου μέχρι τον ώμο και τύλιξε μ' ένα μαντίλι το πάνω και το
κάτω μέρος του μπράτσου μου.
-
Βρίσκετε πως είναι αναγκαίο για μια σφραγίδα να κα
ταφύγουμε σε τέτοια μέσα; aντέδρασα.
-
Δεν πρόκειται απλώς για μια σφραγίδα αλλά για μια υ
πόσχεση αδελφοσύvης. Και, σηκώνοντας και το δικό του μανίκι, κόλλησε το μπρά
τσο του στο δικό μου.
-
Είστε έτοιμη, μεγάλη αδελφή; ρώτησε. Δεν πρέπει να
φωνάξετε. Δεν έχετε παρά να κλείσετε τα μάτια και σ' ένα λεπτό όλα {)α έχουν τελειώσει.
Αν είχα αρνηfiεί, αναρωτιέμαι τι 'δα είχα αντιμετωπίσει. Ή {)ελα να ξεφύγω, όμως με κρατούσε γερά απ' το χέρι. Είδα
κάτι να λάμπει κι άρχισα να αισ'δάνομαι άσχημα. «Μήπως μου κόψει το λαιμό, μόλις κλείσω τα μάτια;» αναρωτή{}ηκα γεμάτη αγωνία.
Είχα την εντύπωση πως ήμουν ήδη νεκρή. Προσπά{}ησα να συμβιβαστώ με την ιδέα κι είπα στον εαυτό μου: «Αν πρέ πει να με σκοτώσει, δεν έχει παρά να το κάνει>>. Ένιωσα ένα αιχμηρό αντικείμενο να αγγίζει ελαφρά τον καρπό μου· αναρίγησα έτοιμη να πά{)ω καρδιακή προσβολή.
-
Κουράγιο, κουράγιο! με εvt1άρρυνε τείνοντάς μου το
μπράτσο του. Εμπρός, πιείτε πρώτα. Βάλτε το σημάδι σας εδώ, εδώ κι εκεί. 122
Και παίρνοντας το δάχτυλό μου, το πίεσε με τη βία πάνω στο χαρτί.
Αυτός ο Ουατανούκι μου προκαλούσε πραγματικά φόβο· έ βαλα με προσοχή τον όρκο σ' ένα συρτάρι του γραφείου και το κλείδωσα. Σκόπευα να τηρήσω τις υποσχέσεις μου και προσπα'δούσα να μη δείξω τίποτα με τη συμπεριφορά μου, αν και λυπόμουν για τη Μιτσούκο. Αλλά ίσως, όταν κρατάει
κάποιος ένα μυστικό, να μην καταφέρνει απόλυτα να ξορκί σει το φόβο του και να τον εμποδίσει να εκδηλω'δεί, γιατί, την επομένη, η Μιτσούκο με ρώτησε γεμάτη έκπληξη, κοιτώ ντας με εξεταστικά:
-
Πώς χτύπησες, μεγάλη αδελφή; Ούτε που ξέρω. Ίσως να με τσίμπησε χ-δες το βράδυ
κανένα κουνούπι. Πρέπει να ξύστηκα πολύ επίμονα.
-
Περίεργο! Ο Ε'ίτζιρό έχει ακριβώς την ίδια πληγή στο
ίδιο ση με ίο.
Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως οι κακές πράξεις τιμωρού νται κι ένιωσα πως χλόμιασα.
-
Μεγάλη αδελφή, μήπως μου κρύβεις κάτι; Πες μου την
αλή-δεια, πού χτύπησες; Κι ακόμα:
-
Καταλαβαίνω τι έγινε, παρόλο που 'δέλεις να μου το κρύ
ψεις: aντάλλαξες μια υπόσχεση με τον Ε'ίτζιρό εν αγνοία μου, έτσι δεν είναι; Η Μιτσούκο είχε το χάρισμα να εκμαιεύει απ' τον άλλον την αλή'δεια, με είχε μπερδέψει και δεν μπορούσα πια να την
ξεγελάσω. Έμεινα σιωπηλή, άσπρη σαν το κερί. -Έχω δίκιο, έτσι δεν είναι, γιατί δεν το παραδέχεσαι; επέ μενε.
Τελικά, έμα-δα πως την προηγουμένη ο Ουατανούκι είχε πάει να βρει τη Μιτσούκο, πως εκείνη είχε δει την πληγή και πως από κείνη τη στιγμή δεν είχε πάψει να σκέφτεται πως αναμφίβολα οι υποψίες της ήταν σωστές. Ήταν αδύνατο να
έχουμε χτυπήσει την ίδια μέρα στο ίδιο σημείο, μου είπε. -Μεγάλη αδελφή, ποιος είναι πιο σημαντικός για σένα, εγώ ή ο Ε'ίτζιρό; 123
Κι έπειτα:
-
Α ν μου το κρύβεις, είναι γιατί υπάρχει κάτι που δε {}έ
λεις να μά{}ω.
Και τελικά, σαν να υπήρχε πράγματι κάτι το επιλήψιμο α νάμεσα σε μένα και τον Ουατανούκι:
-
Δε {}α σ' αφήσω να φύγεις αν δε μου δώσεις μια ξεκά
{}αρη απάντηση.
Εκείνη τη στιγμή τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα, όμως προσπα{}ούσε να συγκρατη{}εί και περιοριζόταν να με κοιτά
ζει κατάματα με πικρία. Είχε ένα βλέμμα εξαιρετικά γοητευ τικό, μ' έναν aπερίγραπτο αισδησιασμό· αν συνέχιζε να με κοιτάει μ' αυτό τον τρόπο κι αν μου έλεγε με παραπονεμένο ύφος: «Ελάτε τώρα, μεγάλη αδελφή», δε {}α είχα αντιστα{}εί στη γοητεία της. Τώρα το είχε καταλάβει κι ήταν βέβαιο πως {}α έκανε μια απ' τις συνη{}ισμένες της σκηνές όσο περισσό
τερο προσπα{}ούσα να κρατήσω το μυστικό μου, τόσο περισ σότερο με υποψιαζόταν, όμως αποκλειόταν να ομολογήσω οτιδήποτε πριν συμβουλευτώ τον Ουατανούκι.
-
Σε παρακαλώ, περίμενε μέχρι αύριο, της ζήτησα.
Όμως απάντησε πως δεν καταλάβαινε γιατί δεν μπορούσα να της πω εκείνη την ημέρα αυτό που {}α της έλεγα την επο μένη, πως αν χρειαζόμουν τις συμβουλές κάποιου άλλου, προτιμούσε να μην ξέρει τίποτα, πως αν της aποκάλυπτα τι
είχε συμβεί χωρίς να το πω σε κανένα, {}α φρόντιζε να μη μου δημιουργήσει προβλήματα και πως δεν ή{}ελε ν' ακούσει κα{}όλου τις διαμαρτυρίες μου. Της είπα λοιπόν:
-Το λες αυτό, όμως κι εσύ έχεις μυστικά, Μιτσούκο!
-
Εγώ; Τι σου κρύβω; Δεν έχεις παρά να με ρωτήσεις, {}α
σου απαντήσω ειλικρινά.
-
Αλή{}εια, δε μου κρύβεις τίποτα; Αλή{}εια. Ίσως ξέχασα να σου πω κάτι, όμως δεν είχα
την πρό{}εση να σου κρύψω τίποτα.
-
Δε {}α μου έκρυβες τίποτα για τη φυσική σου κατάσταση;
-Για ποιο πράγμα μιλάς, μεγάλη αδελφή;
-
Θυμάσαι τότε που aρρώστησες στο σπίτι μου; Περίμε-
νες πραγματικά παιδί; 124
-
Α, εκείνη τη φορά;
Όπως το περίμενα, κοκκίνισε χωρίς να το {)έλει. -Ήταν μια σκηνο'δεσία για να σε ξαναδώ.
-
Δε σε ρωτάω αυτό. Θέλω να μά'δω αν ήσουν ή όχι έ-
γκυος.
-Όχι, δεν ήμουν.
-
Και τώρα είσαι;
-Και βέβαια όχι. Γιατί τόσες αμφιβολίες;
-
Δεν μπορώ να σου εξηγήσω, όμως έχω τους λόγους μου.
Αχ, μεγάλη αδελφή! αναστέναξε βα'διά, με ύφος που έ-
λεγε: «Τώρα κατάλαβα». Μεγάλη αδελφή, είμαι σίγουρη πως ο Είτζίρο σού είπε ότι είμαι έγκυος, έτσι δεν είναι; Καυχιέται, όμως στην πραγματικότητα είναι ανίκανος να κάνει παιδιά! Μόλις είπε αυτά τα λόγια, σταμάτησε απότομα κι έσφιξε
τα χείλη της, ενώ τα μάγουλά της ήταν μουσκεμένα αΠ' τα δάκρυα.
-
Τι είπες, Μιτσούκο; φώναξα aποσβολωμένη, μην μπο
ρώντας να πιστέψω στ' αυτιά μου.
Μου ομολόγησε κλαίγοντας με λυγμούς πως μέχρι εκείνη τη στιγμή δε μου είχε κρύψει τίποτα, εκτός απ' αυτό, που
ήταν ένα μυστικό που είχε υποσχε'δεί να μην αποκαλύψει σε
κανένα, γιατί άν το πράγμα μα'δευόταν, η ντροπή 'δα έπεφτε πάνω της και γιατί 'δα στενοχωριόταν για τον Ουατανούκι. Αλλά αφού τη διέβαλλε στη μεγάλη της αδελφή, δε {)α τον λυπόταν πια· στην πραγματικότητα, εκείνος έφταιγε για την κατάστασή της, η δυστυχία της ήταν έργο αυτού του ατόμου.
Έκλαψε κι άλλο και μου διηγή-θηκε τα πάντα, ξεκινώντας από τη συνάντησή της με τον Ουατανούκι. Τον είχε συναντή
σει ένα καλοκαίρι, δυο χρόνια πριν, ενώ βρισκόταν σε διακο πές στο εξοχικό της στη Χαμαντέρα· άρχισαν να μιλάνε, την
προσκάλεσε να πάνε έναν περίπατο και την παρέσυρε πίσω
από μια ψαράδικη καλύβα, στην παραλία. Ακόμα κι όταν τέ λειωσε το καλοκαίρι, κα'δώς ήταν γείτονες στην Οσάκα, είχαν συνεχίσει να συναντιούνται και να κάνουν παρέα. Μια μέρα η Μιτσούκο έμα'δε από μια παλιά της συμμαθήτρια μια παράξε νη ιστορία για τον Ουατανούκι. Εκείνη η φίλη τούς είχε δει 125
ενώ έκαναν μαζί έναν περίπατο στην Τακαραζούκα κι ένα βράδυ, βλέποντας τη Μιτσούκο να βγαίνει μόνη της στον κή
πο της κινηματογραφικής λέσχης του Ασάχικάικαν, στον τε λευταίο όροφο του κτηρίου, της φώναξε χτυπώντας την ελα φρά στον ώμο:
-
Δεσποινίς Τοκουμίτσου! Σας είδα τις προάλλες που πη
γαίνατε βόλτα με τον κύριο Ουατανούκι.
-
Γνωρίζετε τον κύριο Ουατανούκι; Δεν τον γνωρίζω προσωπικά, όμως ξέρω πως γοητεύει
όλες τις γυναίκες. Λένε πως είναι πολύ ελκυστικός άνδρας. Είναι ο ιδανικός σύντροφος για μια τόσο γοητευτική κοπέλα όπως εσείς! Χαμογελούσε πονηρά κι η Μιτσούκο τής εξήγησε πως δεν
επρόκειτο στην κυριολεξία για ένα δεσμό, πως απλώς είχαν πάει μαζί έναν περίπατο· η άλλη τής είπε:
-
Δεν υπάρχει λόγος να απολογείστε! Κανείς δε 'δα τον
υποπτευόταν. Ξέρετε ποιο είναι το παρατσούκλι του; -Όχι, είχε απαντήσει η Μιτσούκο.
-
«Ακίνδυνος εραστής!»
Η Μιτσούκο δεν είχε καταλάβει τον υπαινιγμό κι είχε επι μείνει τόσο πολύ, που η άλλη τής εξήγησε τελικά πως ο Ουα τανούκι ήταν ανίκανος, πως κυκλοφορούσε η φήμη πως ή ταν άφυλος και πως υπήρχαν και αξιόπιστοι μάρτυρες που το βεβαίωναν.
126
21
ο
ΠΩΣ ΚΑΙ ΝΑ 'ΧΕΙ, ΕΚΕΙΝΗ ΤΟ ΕΜΑΘΕ, ΓΙΑΊΙ ΜΙΑ ΓΝΩΣΤΗ
της φίλης της είχε ερωτευδεί τον Ουατανούκι, την είχε αγαπήσει κι εκείνος, κι είχε παρακαλέσει ένα μεσολα
βητή να ζητήσει την έγκριση απ' τους γονείς του αγοριού·
όμως εκείνοι είχαν απαντήσει με υπεκφυγές. Μετά από επί μονες προσπάδειες, την υπενθύμιση πως οι ενδιαφερόμενοι επιfiυμούσαν να παντρευτούν και τη νέα επίκληση προς τους
γονείς να δώσουν τη συγκατάftεσή τους, εκείνοι τελικά δή λωσαν πως, για κάποιο ιδιαίτερο λόγο, σκόπευαν να μην πα
ντρέψουν ποτέ το γιο τους. Κι η κοπέλα, μετά από επίπονες έρευνες, έμαftε πως ο Ουατανούκι είχε περάσει στην παιδι
κή του ηλικία παρωτίτιδα, που του είχε προκαλέσει ορχίτι δα. -Δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνε.ι αυτό, μου ομολόγησε η Μιτσούκο, όμως ένας γιατρός μού εξήγησε πως πραγματικά οι μαγουλάδες μπορεί να έχουν τέτοιες επιπλοκές. Ίσως να μην ήταν παρά οι συνέπειες μιας ακόλαστης ζωής. Εν πάση περιπτώσει, από τότε η κοπέλα άρχισε να τον μισεί. Αν το σκεφτεί κανείς καλά, ήταν δλιβερό, όμως δα
μπορούσε να αποφεύγει να συνδέεται με κοπέλες και να τους στέλνει παράφορα γράμματα, ενώ δεν έκανε άλλο από να τις φλερτάρει με παραπλανητικά λόγια του είδους τον κόσμο και ζούσαμε μέσα στη βεβαιότητα πως ftα πε f)αίναμε την ίδια ημέρα ή την επομένη.
Αχ, τι ευτυχισμένη που ftα ήμουν αν όλα είχαν γίνει όπως τα είχαμε προβλέψει κι αν είχα πεftάνει μαζί τους! Τελικά, Ι:~να τελείως απρόσμενο τέλος μας περίμενε κι η πρώτη αιτία ήταν εκείνο το άρftρο στην εφημερίδα. Νομίζω πως ήταν γύ
ρω στις
20
Σεπτεμβρίου ... Εκείνο το πρωί ο άνδρας μου μου
είπε: -Ξύπνα.
Αναρωτήδηκα τι συνέβαινε.
-
Κοίτα, κάποιος μας έστειλε αυτό.
Και μου έδειξε τη σελίδα με τα μικροσυμβάντα σε μία ε φημερίδα που έβλεπα για πρώτη φορά. Υπήρχε η μεγέftυνση της φωτογραφίας του συμβολαίου του Ουατανούκι κι ένας πολύ μακρύς τίτλος, υπογραμμισμένος με κόκκινο μελάνι. Λυτό το άρftρο ήταν το πρώτο μιας ολόκληρης σειράς διευ κρινιζόταν πως ο δημοσιογράφος είχε συγκεντρώσει άφftονο υλικό και πως οι αισχρές ακολασίες της τάξης των aργόσχο λων ftα αποκαλύπτονταν σε πολλά άρftρα, κάftε μέρα.
-
Βλέπεις, σ' το είχα πει πως ο Ουατανούκι ftα μας εξαπα
τούσε, του Wμισα. Εκείνη τη στιγμή είχα ήδη παράξενα υποταχftεί και δεν αι σΟανόμουν ούτε μίσος ούτε φόβο. Σκεφτόμουν ήρεμα: «Ώ στε ήρftε, λοιπόν, η τελευταία στιγμή». Ένα παγωμένο χαμόγελο ζωγραφίστηκε ακόμα και στα α ναιμικά χείλη του άνδρα μου: -Τι aνόητος! Σε τι τον εξυπηρετεί να τα δημοσιεύσει όλα αυτά τώρα;
-
Δεν έχει σημασία, δεν έχει σημασία, ας τον αφήσουμε
να το κάνει!
Κατά βάftος ήλπιζα πως οι αναγνώστες δε ftα έδιναν καμία πίστη σε μια τέτοια φυλλάδα και η πρώτη μου κίνηση ήταν να τηλεφωνήσω στη Μιτσούκο για να την προειδοποιήσω. 203
-
Πήραμε μια εφημερίδα, της ανήγγειλα. Σου την έστει
λαν κι εσένα, Μιτσούκο; Πήγε βιαστικά στην είσοδο και ξαναγύρισε αμέσως:
-
Εδώ είναι, εδώ είναι! Ευτυχώς, κανένας δεν τη διάβασε
ακόμα! Λίγο αργότερα, έφτασε στο σπίτι μας με την εφημερίδα κρυμμένη στις πτυχές του κιμονό της. -Τι 'δα κάνουμε; ρώτησε. Στην αρχή σκεφτήκαμε πως αν ήταν ο Ουατανούκι αυτός
που είχε πουλήσει τις πληροφορίες, δε 'δα είχε δημοσιευ'δεί τίποτα το ενοχοποιητικό για τον ίδιο. Οι διαδόσεις για τη σχέση μου με τη Μιτσούκο δεν αποτελούσαν είδηση και το πι'δανότερο ήταν να μην προκαλέσουν κανένα σκάνδαλο. 'Α
ρα δεν υπήρχε κανένας λόγος να πανικοβλη'δούμε. Δυο τρεις μέρες αργότερα, οι γονείς της Μιτσούκο πήραν είδηση τι είχε συμβεί, όμως ο άνδρας μου κατάφερε να τους πείσει:
-
Είναι πάλι τα ίδια κουτσομπολιά, αλλά να δημοσιεύσουν
τη φωτογραφία ενός εγγράφου με μια ψεύτικη υπογραφή ...
είναι πολύ άτιμο. Θα μπορούσαμε ακόμα και να τους κυνηγή σουμε δικαστικά. Για λίγο καιρό δεν aνησυχούσαμε. Όμως οι μέρες περνού σαν και η σειρά των άρ'δρων συνεχιζόταν, αγγίζοντας όλο και
περισσότερο την αλή'δεια. Εξάλλου, aποκάλυπταν ασύστολα όχι μόνο γεγονότα που έ'διγαν τον Ουατανούκι, αλλά περιέ γραφαν και το πανδοχείο του Κασάγιαματσι, τους περίπα τους στη Ν άρα, τον τρόπο που η Μιτσούκο είχε παραγεμίσει το κιμονό της για να έμφανιστεί μπροστά στον άνδρα μου ... Κι ακόμα, λεπτομέρειες που ο Ουατανούκι δεν μπορούσε να ξέρει· μ' αυτό το ρυ'δμό, τελικά 'θα μα-θεύονταν τα πάντα, α πό την κωμωδία με την αυτοκτονία στη Χαμαντέρα, μέχρι το ρόλο που είχε παίξει ο άνδρας μου σ' αυτή την ιστορία. Το πιο εκπληκτικό ήταν πως αν και είχαμε φυλάξει με προσοχή τα γράμματα που εγώ και η Μιτσούκο είχαμε ανταλλάξει και δεν τα είχαμε δείξει σε κανέναν, ένα από τα δικά μου -αυτό που ήταν διαν'δισμένο με φράσεις εξαιρετικά σκληρές κι ενο χλητικές- είχε κλαπεί απ' ό,τι φαίνεται, γιατί είχε δημοσιευ204
δεί η φωτογραφία του σε μεγέθυνση. Κανένας άλλος εκτός
από την Ουμέ δε δα μπορούσε να το έχει πάρει. Τότε μόνο καταλάβαμε πως ήταν συνένοχος του Ουατανούκι. Πραγματικά, από τότε που την έδιωξε η οικογένεια της Μιτσούκο, είχε έρδει στο σπίτι μου δυο τρεις φορές, είχε μεί νει πολύ ώρα χωρίς λόγο και το ύφος της μου είχε φανεί πα ράξενο. Είχα αναρωτηδεί αν της είχα δώσει αρκετά χρήματα,
αν ήδελε κι άλλα, όμως είχα σκεφτεί πως δεν είχε σημασία
και δεν είχα ανησυχήσει. Είχε έρδει δυο τρεις μέρες πριν από τη δημοσίευση αυτών των άρδρων κι είχε κάνει διάφορες παράξενες, όλο σαρκασμό, παρατηρήσεις σχετικά με τη Μι τσούκο. Μετά είχε φύγει και δεν την είχα ξαναδεί από τότε.
-
Την αχάριστη! αναστέναξε η Μιτσούκο. Και να σκεφτείς
πως όταν δούλευε ακόμα στο σπίτι μας, δεν της φερόμουν σαν να ήταν υπηρέτρια αλλά σαν σε πραγματική αδελφή.:.
-
Την παραχάιδεψες!
Αυτό είναι που λένε πως σε δαγκώνει ο ίδιος σου ο σκύ-
λος. Αλλά τι παράπονο μπορεί να έχει μετά από όλα όσα της πρόσφερες εσύ η ίδια, μεγάλη αδελφή; -Άφησε, λοιπόν, τον Ουατανούκι να την εξαγοράσει; Φαντάζομαι πως στην εφημερίδα έκαναν κάποια έρευνα ξεκινώντας από τις πληροφορίες που τους έδωσε ο Ουατα νούκι και μετά, καταλαβαίνοντας πως η υπόδεση έκρυβε κι άλλα μυστικά, την άρπαξαν, αφού ξετρύπωσαν και την Ουμέ. ιj:κτός κι αν ο Ουατανούκι ήταν από την αρχή συνεννοημένος
μαζί της και, σπρωγμένος από την απελπισία, έφτασε στο σημείο να πουλήσει τα ίδια του τα μυστικά. Ό,τι κι αν είχε αυμβεί, δεν έπρεπε να χάσουμε ούτε λεπτό· αν καδυστερού σαμε κι άλλο, η Μιτσούκο δε δα μπορούσε πια να κάνει ούτε βήμα έξω απ' το σπίτι της. Αποφασίσαμε να βάλουμε σε ε
φαρμογή τα σχέδιά μας και κάδε μέρα συσκεπτόμασταν για να αποφασίσουμε ποια τακτική να ακολουδήσουμε. Στο με ταξύ, είχε αρχίσει να δημοσιεύεται μια σειρά από άρδρα σχε τικά με ό,τι είχε συμβεί στη Χαμαντέρα. Για τα γεγονότα που ακολούδησαν έγραψαν όλες οι άλλες εφημερίδες με τόσο πολλές λεπτομέρειες, που ακόμα κι εσείς, κύριε, πρέπει να
205
είστε ενημερωμένος δε δα αναφερt}ώ πάλι σ' αυτά τα γεγονό
τα. Ίσως έχω μιλήσει πολύ γι' αυτά, με υπερβολική ένταση, κι ίσως να έπεσα σε πολλές αντιφάσεις. Υπάρχει, εντούτοις, μια λεπτομέρεια που διέφυγε από τους δημοσιογράφους: η Μι τσούκο ήταν η πρώτη που είπε: «Θα πεδάνουμε». Κι εκείνη αποφάσισε ποια μέτρα έπρεπε να πάρουμε. Νομίζω πως την ημέρα που καταλάβαμε πως η Ουμέ είχε κλέψει το γράμμα, η Μιτσούκο έφερε στο σπίτι μου όλα τα γράμματα που δα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά στοιχεία και μου είπε:
-
Θα ήταν επικίνδυνο να μείνουν στο σπίτι μου.
-Μήπως πρέπει να τα κάψω; τη ρώτησα. -'Οχι, όχι. Οπωσδήποτε, αργά ή γρήγορα, πρέπει να σκο-
τωδούμε. Θα αφήσουμε αυτά τα χαρτιά ως διαt}ήκη. Φύλαξέ τα προσεκτικά μαζί με τα δικά σου. Και μου ζήτησε να τακτοποιήσω όλες τις υποδέσεις μας. Δυο τρεις μέρες αργότερα, στις
28
Οκτωβρίου, στη μία μετά
το μεσημέρι, ήρt}ε να μου ανακοινώσει:
-
Αυτό είναι το τέλος. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι μου είναι
αφόρητη κι αν ξαναγυρίσω εκεί, δε δα με αφήσουν να ξανα βγώ. Μου είπε πως αν προσπαδούσαμε να το σκάσουμε, δα μας έπιαναν και άρα έπρεπε να πεt}άνουμε στο συνηδισμένο μας δωμάτιο. Κρεμάσαμε το πορτρέτο της Κάνον στον τοίχο
πάνω από το κρεβάτι και μαζί και οι τρεις κάψαμε λιβάνι. -Αν αυτή η Κάνον με οδηγεί απ' το χέρι, δα είμαι ευτυ χισμένη ακόμα και πεδαμένη, είπα.
-
Αν μετά από το t}άνατό μας όλος ο κόσμος φωνάζει τη
δεά Κάνον Μιτσούκο, πρόσδεσε ο άνδρας μου, οι ψυχές μας t}α μπορούν να αναπαύονται εν ειρήνη.
Υ ποσχεt}ήκαμε να μην τσακωνόμαστε πια από ζήλια εκεί ψηλά, αλλά να μείνουμε αρμονικά στο πλευρό της δεότητάς μας, σαν τους δυο μποντισάτβα δίπλα στο Βούδα, κι αφού
ξαπλώσαμε, με τα κεφάλια μας να ακουμπούν το ένα στο άλ λο, με τη Μιτσούκο στη μέση, πήραμε το φάρμακο. Συγγνώμη; Α, ναι, είναι αλήδεια, δεν ξέρω γιατί, είχα τότε
zo6
το προαίσ{}ημα πως 'δα βρισκόμουν ολομόναχη. Την επομένη, 6ταν συνήλftα, σκέφτηκα να τους ακολουttήσω αμέσως, όμως μου πέρασε ξαφνικά από το μυαλό η ιδέα πως δεν ήταν τυ χαίο το ότι είχα επιζήσει και πως με είχαν ξεγελάσει ακόμα και στο ftάνατο· αυτή η υποψία συνδεόταν και με το γεγονός πως η Μιτσούκο μού είχε εμπιστευftεί εκείνο το πακέτο με τα γράμματα. Μήπως είχαν ftελήσει να με εμποδίσουν να τους ενοχλήσω στον άλλο κόσμο; Αχ, κύριε (και η χήρα Κα
κιούτσι ξέσπασε σε λυγμούς), αν αυτή η αμφιβολία δε μου εί χε περάσει από το μυαλό ... δε 'δα είχα συνεχίσει να ζω σκαν δαλωδώς μέχρι σήμερα. Εξάλλου, είναι μάταιο να τα βάζουμε με τους νεκρούς τώρα, όταν σκέφτομαι τη Μιτσούκο, δεν αισftάνομαι ούτε πικρία ούτε μίσος, αλλά μια τέτοια τρυφερό τητα, μια τέτοια νοσταλγία ... Αχ, σας παρακαλώ, σας παρα καλώ, συγχωρέστε με που κλαίω έτσι...
207
Ιαπωνία, όεκαετ(α του
1920.
Ένας -ϊtαpάξενο~ έρωτας
ι ι ~~ ' Η~ ι Κ 1 γεν ιιιεται α.ναμεσα σε συ ο γυναικεc;. ...ιονοκο ακιοuσι κι
YJ
ι
l\1 ιτσοuκο
τ
I
οκοuμι τσου
I
γινοντα.ι
οι
ι
πρωταγωνιστριες
μια.ς ιστορίας που κανείς ~εν μπορεί να προβλέψει την εξέYt λ ι..;-η
κ
τ'Υ)ς.
Ι)λ λ
πα ~ η
f
1
ατα.στασεις που συνεχεια. I
f
f
~
ες ιντριγκες οπου κα.νεις σεν
Ι
ανατρεπονται,
J::'' ~.,ερει
α
I
ποιο εινα.t το
λ
ε-
Ο'
·υ-
μα και ποιος ο θύτ1Jς, ερω-ηκες αντιζ·ηλίες με απροσοόκ1)~
'
i
f
f
f
f
τες συνεπειες, ουο α.ντρες που μπ"εκονται. κι α.υτοι σι rα f
Ι
ι
σιγα στον ιστο τ'Υ)ς αραyyr,ς
!.i
'θ
I
αιχμCΛΛωτοι του πα ους η ττ,ς
οίφας ytoc εκοίκ-ησr;. Αυτή είναι ·η L'βάσηκχ · ένα πα.ιχνί~ι οcνά.μεσοc στr;ν α
λήθεια κα.ι το ψέμα., τον έρωτα: και τ·ην εξουσίοc, τη ζωή και το θάνατο. Ένα έργο θ