Τι γνωρίζω;
Μουσολίνι του Paul Guichonnet
ΤΟ
ΒΥίΆκγνωση
Q u e sats-je
r
Ti γνωρίζω;
Μουσολίνι Paul Guichonnet Επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης Αντεπιστέλλον μίλος του butitut
Μετάφραση: Μαρία Μουρκούση
Que sais-je ? Τι γνωρίζω; Τ(τλας πρωτοτύπου: Mussolini et le fucisme Συγγραφίας: Paul Guichonnet Μετάφραση: Μαρ(α Μουρκούση Σχώωκιμός εξοχρύλλου: Lunbnkis Creative Media Παραγωγή: SooEf / Α Ν Ο Ι Χ Τ Ο ΒΙΒΛΊΟ (e-raail: lÎverani.madroml^euf.fr /
[email protected])
ISBN: 978-960-6731-96-9 Ο Pretses Univenitaires de France, 1966,2000 © Γιο την Ελληνική γλώσσα, Δημοσιογραφυώς Οργανισμός Λαμπράκη, 2007
Digitized by lOukls,
Feb. 2009
Εισαγωγή
Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Το φασιστικό καθεστώς που έχτισε τα θεμέλιά του επάνω στην προσωπαγή εξουσία και στη βία, κυριάρχησε στην Ιταλία επί είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια. Για πρώτη φορά μετά τον χρυσό αιώνα της Αναγέννησης, η ιταλική χερσόνησος επηρέαζε το πεπρωμένο της Ευρώττης -αλλά προς μία αρνητική κατεύθυνση που θα οδηγοόσε τη χώρα στην ήττα και στην καταστροφή. Ο φασισμός, ο οποίος ισχυριζόταν ότι εγκαθίδρυε μία νέα πολιτική και κοινωνική τάξη, δημιουργούσε τη δική του σχολή στον Μεσοπόλεμο. Από αυτήν προέκυψαν άμεσα οι δικτατορίες -συμπεριλαμβανομένης και της πλέον ολέθριας όλων, του ναζισμού- που όρθωσαν το ανάστημά τους απέναντι στις δημοκρατίες. Έτσι, ο φασισμός, του οποίου τα επακόλουθα δεν έχουν εξαλειφθεί πλήρως ακόμη, είναι ένα από τα μείζονα πολιτικά φαινόμενα του πρώτου ημίσεως του 20ού αιώνα. Περισσότερα από πενήντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που το καθεστώς του Μουσολίνι κατέρρεε μέσα στην τραγωδία. Τις ελλιπείς, εμπαθείς και αλληλοσυγκρουόμενες μαρτυρίες των γεγονότων διαδέχθηκε η επιστημονική ανάλυση. Εδώ και αρκετό καιρό, ο αριθμός των ντοκουμέντων και των μελετών στην Ιταλία και στο εξωτερικό έχει πολλαπλασιαστεί.
γεγονός που μοις επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε το κριτικό πορτραίτο του ventennio, να ανιχνεύσουμε τα αίτιά του και να διακρίνουμε τις αδρές γραμμές της εξέλιξης του. Το πρόβλημα των απαρχών και της φύσεως του φασισμού αποτέλεσε, ήδη από την απαρχή αυτή καθεαυτή της δικτατορίας, ένα αμφιλεγόμενο θέμα. Οι διανοητές και οι πολιτικοί επεχείρησαν να απαντήσουν σε ερωτήματα που ετέθησαν από την πολιτική συνείδηση της εποχής τους σχετικά με τη ρήξη που προκαλούσε ο φασισμός στην εξέλιξη των ανετττυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες, το τελευταίο τρίτο του 19°" αιώνα, έμοιαζαν να στρέφονται στο δημοκρατικό πολίτευμα ή στην κοινοβουλευτική και φιλελεύθερη μοναρχία. Όσοι πλέκουν το εγκώμιο του Μουσολίνι θα επιμείνουν στην ατομική διάσταση, στο προσωπικό εκτόπισμα του θεόσταλτου υπερανθρώπου. Από τη δική τους πλευρά, οι Ιταλοί που μεγάλωσαν μέσα στο περιβάλλον του αστικού φιλελευθερισμού, ενός φιλελευθερισμού που είχε εγκαινιάσει την ηθική και υλική ανάττυυξη της νεαρής μοναρχίας, θα θεωρήσουν τον φασισμό ως μία αναπάντεχη εκτροττή του πολιτεύματος και ως μια συγκυριακή εισβολή -και μετέπειτα νίκη- μίας «συμμορί(χς τυχοδιωκτών δίχως ρίζες στο παρελθόν του έθνους». Αυτή η θέση περί «ρήγματος» με την προγενέστερη πολιτική εξέλιξη ανήκει στον Μπενεντέτο Κρότσε (1866-1952), τον σημαντικότερο Ιταλό στοχαστή του πρώτου ημίσεως του 20°^ αιώνα, του οποίου η επιρροή στη γενιά που θα βιώσει τη φασιστική εμπειρία θα είναι τεράστια. Άλλοι ιστορικοί, των οποίων ο βασικός εκπρόσωπος είναι ο Βρετανός Ντένις Μακ Σμιθ, αντιμετώπισαν αντιθέτως την έλευση Λου Μουσολίνι ως την λογική κατάληξη των ελλειμμάτων μιας ιταλικής χερσονή-
σου που δεν είχε μπορέσει να επιλύσει, την επαύριο της Ένωσής της, τα προβλήματα του έθνους και να εγκαθιδρύσει ένα πραγματικό κοινοβουλευτικό καθεστώς. Η μακιαβελική αυταρχικότητα του Καβούρ, η ατομική περιπέτεια του μοντέρνου condottiere α λα Γκαριμπάλντι, η επιθυμία για την εξουσία του Κρίσπι και ο εθνικισμός είχαν προετοιμάσει το έδαφος για την φασιστική περιπέτεια. Από τη πλεύρα τους, οι υποστηρικτές της μαρξιστικής ερμηνείας έδωσαν έμφαση στους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Για εκείνους, ο φασισμός είναι προπάντων ένα «ταξικό φαινόμενο», η αντίδραση της καπιταλιστικής μπουρζουοζίας και των επεκτατικών εκφράσεών της στη μεταπολεμική κρίση και στις πιέσεις των εργατικών μαζών που ήταν τα θύματα αυτής της παγκόσμιας σύγκρουσης. Η αντισοσιαλιστική και αντεργατική πάλη του φασισμού θα βρει στον Μουσολίνι ένα εκτελεστικό όργανο, του οποίου η προσωπικότητα και οι ιδέες δεν αποτελούν ωστόσο τον πλέον καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχία της δικτατορίας. Στην πραγματικότητα, ο φασισμός, του οποίου θα αναλύσουμε τις απαρχές παρακάτω, είναι η συνισταμένη μιας περίπλοκης σειράς συνιστωσών διαφορετικής φύσεως και σημασίας. Ο φασισμός δεν συμπυκνώνεται σε ένα ή σε μερικά μόνον αίτια που, δια της συγκλίσεώς τ ο υ ς τον προκάλεσαν. Το γεγονός ότι η δικτατορία υτιήρξε ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο που εκμεταλλεύθηκε τις αδυναμίες των κλασικών δημοκρατιών κατά την περίοδο της πρώτης μεταπολεμικής κρίσης, αλλά και το γεγονός ότι η γέννηση των βασικών απολυταρχικών καθεστώτων, κυρίως του χιτλερισμού, παρουσιάζει πολλές αναλογίες με την άνοδο του φασισμού, μας απαγορεύουν να προσδώσουμε στο μουσσολινικό καθεστώς ένα αμιγώς ιταλι-
κό περιεχόμενο. Όμως, εάν αληθεύει πράγματι ότι οι οικονομικοκοινωνικοί παράγοντες της Ευρώπης μετά το 1918 εμπεριείχαν, σε πολλές χώρες, «προ-ςκχσιστικά» ψήγματα, αυτό δεν σημαίνει ότι η δικτατορία δεν προσέλαβε στην ιταλική χερσόνησο έναν έντονα τοπικό χαρακτήρα ως προς τις λετττομέρειες και τις μεθόδους της, τις νοοτροπίες της, την ψυχολογία του αρχηγού της και τις απόπειρες που έγιναν για την επίλυση των προβλημάτων και των αντιφάσεών της. Ο Μουσολίνι, μετά την ταραχώδη και αβέβαιη πρώτη εμφάνισή του στην πολιτική σκηνή (1919-1922), καταλαμβάνει την εξουσία και επί δεκαπέντε χρόνια εδραιώνει και επεκτείνει την επιρροή του στη χώρα. Όμως, η ανοδική ττορεία της δικτατορίας φθάνει στο απόγειό της την περίοδο του πολέμου της Αιθιοπίας και της διεθνούς έντασης που προαναγγέλλει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μτφοστά στην άνοδο και τις επιτυχίες του ναζισμού, ο φασισμός χάνει το ρόλο του γνήσιου προτύπου που είχε διαδραματίσει έως τότε για τους άλλους δικτάτορες. Ο Μουσολίνι παρασύρεται βαθμηδόν από την χιτλερική λαίλαπα και ο ρόλος του καταντά ολοένα και περισσότερο αυτός ενός υποτακτικού. Μετά τις επιτυχίες της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής πριν το 1938, ο πόλεμος σηματοδοτεί το τέλος της αυταπάτης και, μέσα σε μία απογοητευμένη -και μετέπειτα συγκαλυμμένα εχθρική- Ιταλία, η στρατιωτική ήττα και η Αντίσταση ενώνουν τις δυνάμεις τους για να αποτελειώσουν τον Ντούτσε και το καθεστώς του.
Κεφάλαιο 1
01 Α Π Α Ρ Χ Ε Σ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ
Είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε εν τάχει στις απαρχές του ενιαίου ιταλικού κράτους και να π α ρ α κολουθήσουμε την εξέλιξη της Ιταλίας α π ό το 1861 έως το 1914, προκειμένου να αναγνωρίσουμε το έδαφος, στο οποίο θα γεννηθεί και θα ανατττυχθεί ο φ α σισμός, και να εξατομικεύσουμε τα κυρίαρχα στοιχεία που συνετέλεσαν στην εμφάνισή του*. I. - Α π ό τον Κ α β ο υ ρ στον Τζιολίτι (1861-1914) 1. Η κυβέρνηση της Δεξιάς (1861-1876). - Την επομένη της ανακήρυξης του βασιλείου της Ιταλίας, το 1861, ο Πεδεμόντιος πατριώτης Μάσιμο ντ'Ατσέλιο δήλωνε: «Τώρα π ο υ έγινε η Ιταλία, πρέπει να γίνουν και οι Ιταλοί». Αυτό το λογοπαίγνιο εκφράζει με χαρακτηριστικό τρόπο την κατάσταση που θα επικρατήσει στην ιταλική χερσόνησο έως τις αρχές του 19"" αιώνα και, σε ό,τι αφορά συγκεκριμένους τομείς, μέχρι και το 1914. Ενώ στα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη σημειώνεται αυξανόμενη ε υ η μ φ ί α και διαρκώς ενεργότερη συμμετοχή των λαϊκών μαζών στον εθνικό βίο, η Ιταλία μοιάζει να παρουσιάζει σε ττολλά ε π ί π ε δ α 1. Βλ.: Paul Guichonnet, Histoire de l'Italie χαι L'unité italienne. Presses Universitaires de France, συλ. « Que sais-je ? ».
αδυναμία υπερπήδησης των εμποδίων που τίθενται από την οργάνωση του ενιαίου βασιλείου. Η ορμή του Risorgimento και οι προσδοκίες της ιθύνουσας τάξης για μία πολιτική ανεξαρτησίας και κύρους έρχονται σε αντίθεση με τους περιορισμούς που επιβάλλονται στη δράση των κυβερνήσεων λόγω της δυσχέρειας των οικονομικών συνθηκών, οι οποίες υφίστανται, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, τις συνέπειες της παγκόσμιας ύφεσης από το 1877 έως το 1896. Η «Ιστορική Δεξιά» των διαδόχων του Καβούρ, που έχει κληρονομήσει τις αρχές της παραδοσιακής φιλίας και της συμμαχίας με την Γαλλία, είχε θεσμοθετήσει ένα κεντρικό διοικητικό σύστημα για να αποσοβήσει τον φυγόκεντρο κίνδυνο ενός πάντα επίμονου ιδιότυπου τοπικισμού. Η Δεξιά αυτή αποχαιρέτησε την εξουσία το 1876, έχοντας εξαντλήσει τις δυνάμεις της στην προσπάθειά της να ελέγξει ανεπιτυχώς το δημοσιονομικό έλλειμμα -αφού η μη μετατρεψιμότητα των χαρτονομισμάτων θα διαρκέσει έως το 1881- και να πατάξει το λαθρεμπόριο στη Νότια Ιταλία, μία από τις πολιτικές διαστάσεις της υπανάπτυξης και της έλλειψης παιδείας των χωρικών του παλαιού βασιλείου της Νάπολης. 2. Η κυβέρνηση της Αριστεράς (1876-1896). Παρά την αλλαγή της ονομασίας των εκάστοτε κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία, λίγες διαφορές υπάρχουν στη νοοτροπία των ιθυνόντων. Μέχρι την έλευση του φασισμού, οι πολιτικοί θεσμοί θα παραμείνουν προϊόντα της επεξεργασίας του Θεμελιώδους Καθεστώτος του Καρόλου-Αλβέρτου του Πεδεμοντίου του 1847, το οποίο είχε καταστεί το Σύνταγμα του νέου βασιλείου. Οι αρμοδιότητες που εκχωρούνται στον ηγεμόνα είναι εκτεταμένες και το κοινοβουλευ-
τικό πολίτευμοι, το οποίο αποτελεί αντίγραφο αυτού της Ιουλιανής Μοναρχίας και βασίζεται στην τιμοκρατική ψηφοφορία, δίνουν την εξουσία σε ένα αυστηρά «έννομο κράτος». Αυτή η Ιταλία των προκρίτων αντιλαμβάνεται τα προβλήματα υπό το πρίσμα κυρίως των πολιτικών όρων. Προερχόμενη από την αστική τάξη και την αριστοκρατία των αγροτικών περιοχών και διαθέτοντας περιουσία και εισοδήματα που προέρχονται από την γεωργία και την έγγειο ιδιοκτησία, αυτή η Ιταλία βλέπει να γίνεται πραγματικότητα το ιδανικό του ρεφορμισμου της «χρυσής τομής» των μετριοπαθών του Risorgimento. Συντρίβοντας τις δημοκρατικές απόπειρες του Ματσίνι και την απαρχή της αγροτικής επανάστασης του Γκαριμπάλντι, αρνήθηκε να παρατείνει τον πολιτικό φιλελευθερισμό μέσω των οικονομικών και κοινωνικών μεταβολών. Αυτό το φαινόμενο δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της Ιταλίας, αφού ούτε η επίσημη Γαλλία της Γ" Δημοκρατίας θα εκδηλώσει ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στην κατάσταση των εργαζομένων. Όμως, το γεγονός αυτό βαθαίνει εν τέλει το χάσμα ανάμεσα στις «δύο Ιταλίες», αυτής του ανεπτυγμένου Βορρά με βάση το βορειοευρωπαϊκό πρότυπο και αυτής του Νότου, ο οποίος, παρά την ττνευματική καλλιέργεια της αφρόκρεμάς του, διατήρησε τη φεουδαρχική δομή του. Η Αριστερά προσανατολίζει την Ιταλία σε μία ενεργό εξωτερική πολιτική που χαρακτηρίζεται από την απομάκρυνση από την Γαλλία, ενώ στο εσωτερικό ο συγκαλυμμένος αυταρχισμός που είχαν μπορέσει να καταλογίσουν ορισμένοι στον Καβούρ, καθίσταται πλέον μία μέθοδος διακυβέρνησης που συμβάλλει στην απίσχναση και στην αμαύρωση της υπόληψης του Κοινοβουλίου απέναντι σε ένα σύνολο από παραδόσεις και σε μία κοινή γνώμη που είναι ακόμη
εύθραυστες. Από αυτή τη στιγμή, εμφανίζονται τα θέματα χαι οι συνήθειες που θα συμβάλλουν στη γένεση του εθνικισμού χαι του φασισμού. Παλαιοί γ α ριβαλδιχοί, προσδεδεμένοι στο άρμα της μοναρχίας, οι δύο βασικοί ηγέτες της Αριστεράς, ο Ντεπρέτις και ο ΚρΙσπι, συμφωνούν με τις αυταρχικές και συντηρητικές αντιλήψεις του βασιλιά Ουμβέρτου Α' (18781900) και της βασίλισσας Μαργαρίτας. Δύο υποθήκες βαραίνουν την εποχή μετά το Risorgimento. Κατ' αρχήν, η μη ολοκλήρωση του εθνικού χώρου, αφού το Τρεντίνο και η Τεργέστη παραμένουν αλύτρωτο εδάφη (irredente) στα χέρια της Αυστρίας, η οποία φαντάζει πάντοτε σαν ένας κληρονομικός εχθρός στα μάτια της μαζικής συνείδησης που τελεί εν συγχύσει. Η δεύτερη υποθήκη είναι η εμπλοκή του Ρωμαϊκού Ζητήματος. Αιχμάλωτος με τη θέλησή του στο Βατικανό, ο Πίος Θ' (1846-1878), ο οποίος έχασε τα παπικά κράτη και την προσωρινή εξουσία του, απορρίτττει πεισματικά όλες τις προτάσεις συμβιβασμού με το βασίλειο της Ιταλίας. Απαγορεύει στους καθολικούς να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία, μειώνοντας ακόμη περισσότερο το ήδη περιορισμένο πολιτικό σώμα και ο διάδοχός του Λέων Ι Γ (1878-1903) υιοθετεί και εκείνος την ίδιο αδιάλλακτη στάση. Το φιλελεύθερα μέτρο της Αριστεράς, τα οποία είχαν ληφθεί κυρίως γ ι ο αντιπολιτευτικούς λόγους απέναντι σε συντηρητικούς καθολικούς, παίζουν απλώς ένα μικρό ρόλο. Μετά την κατάργηση του διόλου δημοφιλούς φόρου επί της άλεσης των σπόρων, ακολούθησε το 1884 η μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου: το όριο ηλικίας για τη συμμετοχή στην ψηφοφορία μειώνεται οπό τα 25 στα 21 έτη, το ελάχιστο ποσό φόρου γ ι ο το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι πέφτει από τις 40 στις 19 λιρέτες.
10
ενώ αποκτούν δικαίωμα ψήφου και οι ατιόφοιτοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, γεγονός που αυξάνει τον αριθμό των ενεργών πολιτών από 500.000 σε 3 εκατομμύρια. Όμως, τα κοινά συνεχίζουν να παραμένουν υπόθεση της μειοψηφίας. Ο νόμος του 1877 περί υποχρεωτικής σχολικής φοίτησης δεν εφαρμόζεται, ελλείψει πόρων στις περισσότερες περιτττώσεις. Η άγνοια και η αδια(ρορία ενός πληθυσμού 26.801.154 κατοίκων - μ ε το 67% των πολιτών άνω των 6 ετών να είναι κατά μέσο όρο αναλφάβητο, το 1871- ισοδυναμούσαν με απουσία πολιτικής συνείδησης του λαού. Ο Αγκοστίνο Ντεπρέτις (1813-1887), ο οποίος καταφέρνει να είναι σχεδόν συνέχεια μέσα στα πράγματα από το 1876 έως το 1887, εγκαινιάζει την πρακτική του μεταβολισμού, συγκεντρώνοντας, είτε δια της εκ περιτροτϊής εναλλαγής των κομμάτων είτε ενίοτε μέσω δωροδοκιών, περιστασιακές πλειοψηφίες. Η Ιταλία, απογοητευμένη από τα αποτελέσματα της Διάσκεψης του Βερολίνου (1877), όπου είχε ελπίσει ότι θα αποσπούσε κάποια αντισταθμίσματα στην Αδριατική, απομονωμένη από την Ευρώιτη και έχοντας κακές σχέσεις με την Αυστρία λόγω του «αλυτρωτισμού», συγκρούεται με την Γαλλία, η οποία το 1881 αρχ^ει να καταλαμβάνει την "Πίνησία. Η Ιταλία προσεγγίζει το Βερολίνο και τη Βιέννη με τη σύναψη της Τριπλής Συμμαχίας (20 Μαΐου 1881). Αυτή η συνθήκη, που ανανεωνόταν τακτικά, θα παραμείνει έως το 1915 η βάση της εξωτερικής πολιτικής της κυβφνησης της Ρώμης. Η Αριστερά εφάρμοσε μία μεγαλόττνοη και δαπανηρότατη πολιτική εξοτΐλισμών, ενισχύοντας τα σύνορα των Αλπεων και ναυττηγώντας ισχυρό πολεμικό στόλο. Η όξυνση του αντικληρικαλισμού στο εσωτερικό, η σύσφιγξη των δεσμών με τους συμμάχους της Τρι-
11
πλής Συμμίχχίος και οι αποφχές του αποικιοχρατικού εθνικισμού χοφακτήρισαν την περίοδο του Φραντσέσχο Κρίσπι (1819-1901), Πρωθυπουργού της Ιταλίας από το 1887 έως το 1889 και από το 1893 έως το 1896. Ενώ μαινόταν η καταστροφική μάχη των τελωνιακών δασμών με την Γαλλία, ο Κρίσπι ωθούσε τη χώρα στην περιπέτεια της αποικιακής κατάκτησης. Μετά τη δημιουργία της Ερυθραίας το 1890, οι επιχειρήσεις διείσδυσης στην Σομαλία επεκτάθηκαν εξαιτίας ενός ηθελημένου μεγαλομανούς επεκτατισμού έως την Αιθιοπία, με την οποία η Ιταλία είχε συνάψει, το 1889, στο Ουτσικάλμπ, μία ασαφή συνθήκη προτεκτοράτου που αμφισβητήθηκε γρήγορα από τον Νέγκους Μενελίκ. Ο στρατηγός Μπαρατιέρι κατέλαβε το Τιγκρέ, αλλά κατατροπώθηκε στην πόλη Αδουά, την ΐ ι Μαρτίου 1896, μία σοβοφότατη αποτυχία που προκάλεσε την πτώση της δεύτερης κυβέρνησης Κρίσπι. Τη δεκαετία του 1890 άρχισαν οι μεταρρυθμίσεις που επρόκειτο επιτέλους να εκσυγχρονίσουν την ιταλική οικονομία. Η αγροπκή χρίση που έπληττε ολόκληρη την Ευρώπη και η μείωση των εσόδων του τφωτογενούς τομέα απελευθέρωναν τις δυνάμεις παραγωγής, οι οποίες στρέφονταν προς τη βαριά βιομηχανία. Η ανάπτυξη ήταν έκδηλη στη μεταλλουργία (χαλυβουργεία του Τέρνι) -στην τόνωση της οποίας συντελούσαν από τις στρατιωτικές παραγγελίεςκαι στις κατασκευές. Η παπική Ρώμη τνεριτριγυριζόταν από νεόδμητες συνοικίες που στέγαζαν τις νέες δυνάμεις της γραφειοκρατικής μικροαστικής τάξης. Όμως, μετά το 1887, η ενίσχυση του προστατευτισμού που επιδείνωσε τα προβλήματα της τροφοδοσίας των βιομηχανιών σε πρώτες ύλες και καύσιμα, έθεσε σε κίνδυνο αυτήν την ταχεία, οικονομική «εκτίναξη». Η
12
ύφεση εκδηλώθηκε με πολυάριθμες τττωχεύσεις και τραπεζικά σκάνδαλα και διήρκησε έως το 1896. Η δικλείδα (χσφαλείας της μετανάστευσης δεν αρκούσε για να μετριάσει τις δυσκολίες που συνέθεταν το ιστορικό φόντο των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα. Τότε ακριβώς άρχισαν να συστήνονται - κ α ι κατόπιν να συγκρούονται- οι δύο δυνάμεις, από τις οποίες θα ξεπηδήσει ο φασισμός: από τη μία πλευρά υπήρχε η αστική Ιταλία της έννομης τάξης και του εθνικισμού· οπό την άλλη, στέκονταν οι λαϊκές μάζες και ο σοσιαλισμός. 3. Η κρίση του 1898 και «η εποχή του Τζιολίτι» (1897-1914). - Σ τ η γενιά που προήλθε από το Risorgimento ενυττήρχε ένα ριζοσπαστικό κίνημα που ακολουθούσε την παράδοση των επαναστάσεων του 1848 και αυτήν του τον Ματσίνι, ένα κίνημα που διαπνεόταν από ένα ρομαντικό και επαναστατικό σοσιαλισμό με έντονα αναρχικές αποχρώσεις, καθώς τελούσε υπό την επιρροή του Μπακούνιν. Από το 1872, αρχίζουν να δημιουργούνται εργατικές ενώσεις που διοργανώνουν συνέδρια, ενώ παράλληλα ξεσπούν αγροτικές εξεγέρσεις, ενταγμένες στο πλαίσιο της παράδοσης των μεσαιωνικών ξεσηκωμών της Γαλλίας (jacqueries) που είχαν συνταράξει κατά περιόδους την εξαθλιωμένη και απαίδευτη αγροτιά κυρίως στην Κεντρική και Νότια Ιταλία. Αυτή η ισχυρή παράμετρος της υπαίθρου, σε αντίθεση με τα «εργατικά» κόμματα των άλλων χωρών της Δυτικής Ευρώττης, αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ιταλικού σοσιαλισμού. Έτσι, αρχής γενομένης από το 1892, παίρνει σάρκα και οστά στο Mezzogiomo το ρεύμα των «πυρήνων» ή «ομάδων» (fasci) των εργατών των αγρών, οπότε πρωτοεμφανίζεται ο όρος που επρόκειτο να χρησι-
13
μοποιηθεί αργότερα από τον φασισμό (fascismo). Μια καινούργια φάση άρχιζε περ( τ α 1880 με τη διάδοση του μαρξισμού. Μετά το 1870, η Ιταλία υφίσταται την ισχυρή επιρροή της γερμανικής κουλτούρας και ο θετικιστικός σοσιαλισμός κατακτά την ελίτ των διανοουμένων και των πανεπιστημιακών. Το Κεφάλαιο μεταφράζεται το 1886 και το 1891 ξεπηδά από τις ριζοσπαστικές και αναρχίζουσες τάσεις της εποχής ένα σοσιαλιστικό κόμμα με βάση το πρότυπο των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών. Οι ηγέτες του είναι ο Αντόνιο Λαμπριόλα (1843-1904), ο Αντρέα Κόστα (1851-1910), ο Λεονίντα Μπισολάτι (1857-1920), ο Φίλιππο Τουράτι (1857-1932) και η σύντροφός του Άννα Κουλισιόβα. Γύρω από τ α περιοδικά του όπως η Critica sociale και την εφημερίδα του, την Avanti που ιδρύθηκε το 1896, οργανώνεται μία προπαγάνδα που αγγίζει αρχικά τους εργάτες των βιομηχανικών μητροπόλεων και τους αγρότες της πεδιάδας του Πάδου. Παρά τα εμπόδια που ορθώνονταν από το τιμοκρατικό εκλογικό σύστημα, οι σοσιαλιστές κατόρθωσαν να κερδίσουν 138.000 ψήφους (9%) στις εκλογές του 1895. Από την πλευρά τους, ορισμένοι καθολικοί που εμψυχώνονται α π ό τον Τζιουζέπε Τονιόλο, διοργανώνουν κατά περιόδους συνέδρια και, κυρίως μετά την εγκύκλιο Rerum novarum του Λέοντος ΙΓ, εκδηλώνουν αυξανόμενο ενδιαφέρον για τ α κοινωνικά ζητήματα και εκφράζουν την επιθυμία να ενσωματωθούν στην εθνική πολιτική ζωή. Η οικονομική δυσχέρεια που επιδεινώνει τις κοινωνικές ανισότητες οδηγεί σε σειρά συγκρούσεων, το 1898, μεταξύ του έννομου κράτους και των δυνάμεων της διεκδίκησης. Η ωμή καταστολή των εργατικών εξεγέρσεων του Μιλάνου καταφέρει καίριο πλήγμα κατά των συντηρητικών κυβερνήσεων ντι Ρουντινί και
14
Πελού. Το πρώτο έτος του 20°^ αιώνα, σηματοδοτεί μία αποφασιστική αλλαγή. Οι γενικές εκλογές του 1900 αποκηρύσσουν τη Δεξιά που είχε διαδεχθεί τον Κρίσπι. Στις 24 Ιουλίου, ο αναρχικός Μπρέσι δολοφονεί στην Μόντσα τον βασιλιά Ουμβέρτο Α', σύμβολο της αντίστασης κατά της φιλελεύθερης εξέλιξης και του απολυταρχικού προτύπου διακυβέρνησης. Ο βασιλιάς Βίκτωρ-Εμμανουήλ Γ (1869-1947), ο οποίος ανεβαίνει στο θρόνο σε ηλικία 31 ετών, είναι μια προσωπικότητα που τυγχάνει πολύ μικρότερης αποδοχής σε σχέση με τους προκατόχους του και αποφασίζει να επανέλθει στην κοινοβουλευτική παράδοση, αφήνοντας στον Πρωθυπουργό την άσκηση της εξουσίας. Η πολιτική ζωή κυριαρχείται εφεξής από την υψηλού κύρους φυσιογνωμία του Τζιοβάνι Τζιολίτι (1844-1928) που θα παραμείνει στα πράγματα έως το Μάρτιο του 1914 -είτε άμεσα (1903-1905- 19061909· 1911-1914), είτε δια των «υπασπιστών» του Φόρτις και Λουτσάτι- εξαιρουμένων δύο σύντομων περιόδων διακυβέρνησης του Σίντνεϊ Σονίνο. Η εποχή του Τζιολίτι είναι, για την Ιταλία, περίοδος οικονομικής σταθεροποίησης, εξομάλυνσης των πολιτικών αντιθέσεων και εξωτερικών επιτυχιών. Ο Τζιολίτι που ήταν ένας ευφυής και φίλεργος Πεδεμόντιος με μακρά διοικητική σταδιοδρομία , δεν είναι επ' ουδενί ένας θεωρητικός ή ένας ιδεαλιστής. Είναι ένας μετριοπαθής φιλελεύθερος, τόσο στην πολιτική όσο και στην οικονομία, πραγματιστής και εμπειριστής. Η εσωτερική του δράση διέπεται από τις μεθόδους του μεταβολισμού: εφαρμόζει την αρχή του «διαίρει και βασίλευε», αποφεύγει τις βίαιες καταστολές, καταφεύγει σε επιδέξιους ελιγμούς μεταξύ ανθρώπων, κοινοβουλευτικών τάσεων και συνδικάτων. Η «δικτατορία» του είναι ήπια, διαπρέπει σε συμβιβασμούς και
15
μεθοδεύσεις που εξουδετερώνουν ή προσεταιρίζονται τον αντίπαλο και στηρίζεται στην εκλογική διαφθορά για να εξασφαλίσει πλειοψηφία. Ο «τζιολιτισμός», αποτελεσματικός ως προς την τακτική του, συνέβαλε στην μείωση του γοήτρου του κοινοβουλευτικού θεσμού και στην άμβλυνση της πολιτικής συνείδησης σε μία χώρα όπου η δημοκρατική παράδοση δεν είχε κατορθώσει ακόμη να ριζώσει βαθιά. Αυτός που οι πολέμιοί του θα αποκαλέσουν l'uomo délia malavita, επωμίζεται έτσι -μαζί με την ιθύνουσα τάξη που είχε διαμορφωθεί κατ' εικόνα και ομοίωσή του- σημαντικό μέρος των ευθυνών απέναντι στην έλευση του φασισμού. Η δράση του Τζιολίτι ευνοήθηκε από τη θετική οικονομική συγκυρία που σημαδεύτηκε από τη βραδεία άνοδο των αγροτικών τιμών. Η μετανάστευση, η οποία αγγίζει το 1913 το μέγιστο αριθμό των 872.558 αναχωρήσεων, απελευθερώνει θέσεις στην αγορά εργασίας και η Ιταλία αρχίζει να επωφελείται από τις δαπανηρές επενδύσεις εξοπλισμού που πραγματοποιούνται κατά τη μετενωσιακή περίοδο. Το 1906, το κράτος είναι υπεύθυνο για την εκμετάλλευση των σιδηροδρόμων και προχωρεί στην κατασκευή δημοσίων έργων και σχολικών κτηρίων. Οι ανταλλαγές εντατικοποιούνται μετά την εμπορική συνθήκη με την Γαλλία, συνθήκη που θέτει τέλος το 1898 στην τελωνειακή διένεξη μεταξύ των δύο χωρών. Το τραπεζικό δίκτυο αναδιαρθρώνεται, μετά τις θύελλες στα τέλη του αιώνα και ο λευκός άνθρακας που αντισταθμίζει μερικά το έλλειμμα σε κάρβουνο, αναζωογονεί δυναμικά τη βιομηχανία, προπάντων στον ιταλικό Βορρά. Τότε ακριβώς γεννώνται, στο χώρο της μηχανουργίας, της σιδηρουργίας, της χημείας, της υφαντουργίας και του αυτοκινήτου - η Fiat ιδρύεται στο Τορίνο το
16
1898-, ot μεγάλες μονάδες που αρχίζουν να προσδίδουν στην ιταλική χερσόνησο το σύγχρονο οικονομικό της πρόσωπο. Ασφαλώς, το χάσμα μεταξύ Βορρά και Mezzogiomo βαθαίνει, αλλά συνολικά το βιοτικό επίπεδο βελτιώνεται και το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα περνά από τις 324 λιρέτες την περίοδο 18911895 στις 523 λιρέτες την περίοδο 1911-1916. Παρά την προπαρασκευή του νομοσχεδίου για τη ρύθμιση των κοινωνικών ζητημάτων, η αναταραχή στους κόλπους των εργατών και των αγροτών παραμένει, αλλά οι σοσιαλιστές έχουν εξασθενήσει λόγω των διχονοιών μεταξύ μετριοπαθών ρεφορμιστών και αδιάλλακτων μαξιμαλιστών. Ο νέος Πάπας Πίος Γ, μετά την άνοδό του στην Αγία Έδρα το 1903, τροποποιεί τη στάση του απέναντι στο ενοποιημένο κράτος. Το 1904, αίρει την απόφαση που απαγορεύει από την εποχή της κατάληψης της Ρώμης σε όλους τους καθολικούς να συμμετέχουν στη δημόσια ζωή. Παρά τα πλήγματα ανάσχεσης κατά του εκσυγχρονισμού, οι Καθολικοί εντείνουν την πολιτική τους στράτευση και ενισχύουν τον φιλελευθερισμό τους. Το 1906, υπό την επιρροή του Ντον Στούρτσο, γεννιέται η Λαϊκή Ένωση που θα μεταμορφωθεί μετά το 1913 σε Λαϊκό Καθολικό Κόμμα. Στις εκλογές του 1913, το «σύμφωνο Τζεντιλόνι» που υπογράφεται μεταξύ του Τζιολίτι και του ηγέτη του νέου κόμματος επισφραγίζει τη συμμαχία κατά των σοσιαλιστών. Στις διεθνείς σχέσεις, η Ιταλία όπου ο αλυτρωτισμός παραμένει ζωντανός, παρότι έχει μπει επισήμως στην άκρη, αποδεσμεύεται μερικώς από την Τριπλή Συμμαχία και, μέσω ενός μυστικού συμφώνου που υπογράφεται με το Παρίσι το 1902, η χώρα δεσμεύεται για την είσοδό της σε πόλεμο κατά της Γαλλίας, σε περίτΓτωση επίθεσης της τελευταίας κατά της Γερ-
17
μανίας. Το 1911, ο πόλεμος κατά της Τουρκίας καταλήγει στην προσάρτηση της Λιβύης και στην κατοχή των Δωδεκανήσων, ανταλλάγματα με άθλιες αποικιακές προοπτικές που απαλύνουν, ωστόσο, την πικρία των αιθιοπικών αποτυχιών της εποχής του Κρίσπι. Έτσι, το βασίλειο φαίνεται, παρά την καθυστέρηση που το χωρίζει ακόμη από τα ανεπτυγμένα κράτη, να κατευθύνεται μέσω μίας σταδιακής εξέλιξης προς την οικονομική και πολιτική σταθερότητα, η οποία παγιώνεται με την εκλογική μεταρρύθμιση του Ιουνίου του 1912. Θεσμοθετείται η «σχεδόν καθολική ψηφοφορία», αφού δικαίωμα ψήφου παρέχεται σε όλους τους Ιταλούς που είναι 21 ετών, γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή ή έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, καθώς και σε όλους τους αναλφάβητους άνω των 30 ετών, γεγονός που αυξάνει τον αριθμό του εκλογικού σώματος από τα 3 στα 8,5 εκατομμύρια πολιτών. Αυτή η εξέλιξη πραγματοποιείται μέσα σε ένα πνευματικό και ψυχολογικό κλίμα που σημαδεύεται από τις προόδους μίας από τις βάσεις της μελλοντικής φασιστικής ιδεολογίας: του εθνικισμού, ενός φαινομένου εξαιρετικά σημαντικού, στο οποίο αξίζει να σταθούμε για λίγο. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 19°" αιώνα, ο ιταλικός πολιτισμός είχε υποστεί και αυτός την επιρροή του θετικισμού. Ενώ μία απομονωμένη μεγαλοφυία, ο Τζιοζουέ Καρντούτσι, παρατείνει την ηχώ του ρομαντισμού του Risorgimento, ο «βερισμός» καθιερώνει στη λογοτεχνία την πραγματιστική θεώρηση της τέχνης. Όμως, γύρω στα 1900, όπως και σε άλλες χώρες, αρχίζουν να εμφανίζονται αντιδράσεις κατά του φιλοσοφικοϊστορικού θετικισμού που ανατττύσσονται σε ποικίλους βαθμούς και σε διάφορα επίπεδα. Η βαθύ-
18
τερη και πλέον πρωτότυπη μορφή αυτής της αντίδρασης χαρακτηρίζεται από τη σκέψη του Μπενεντέττο Κρότσε (1866-1952), του οποίου η επιρροή θα σημαδέψει βαθιά την Ιταλία του πρώτου ημίσεως του 19°" αιώνα. Ο Κρότσε κατακτά το κοινό του περιβάλλοντος των διανοουμένων με τα φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και ιστορικά του έργα, καθώς και με το περιοδικό του, την Critica, η οποία ιδρύεται το 1903. Αποσπάται από το θεωρητικό μαρξισμό των πρώτων του χρόνων για να επεξεργαστεί ένα ιδεαλιστικό σύστημα, ένα νεοχεγκελισμό που αποκαθιστά τη δημιουργική διαίσθηση, αποδίδοντας στην ιστορία μία προνομιακή λειτουργία απέναντι στη γνώση και επιμένοντας στην αυτονομία και στην ελευθερία της διανοητικής πρωτοβουλίας. Κατά βάθος, όμως, ο αντιθετικισμός τρέφει τη σκέψη και την προπαγάνδα των εθνικιστών. Πρόκειται για την ιταλική όψη ενός ευρωπαϊκού φαινομένου και αυτό ακριβώς το ιδιαίτερο στοιχείο θα αποτελέσει τον συνεκτικό ιστό μεταξύ των ποικίλων μορφών του εθνικισμού. Ο νιτσεϊσμός της ισχυρής θέλησης, ένα είδος αντικομφορμιστικού κυνισμού, η εξύμνηση του ενστίκτου και του υποκειμενισμού αναμειγνύονται με την «ορμή για τη ζωή», με τις αναμνήσεις του αλλοτινού μεγαλείου της Ρώμης, η οποία είχε εξευτελιστεί από τη μη ολοκλήρωση της πατρίδας και τονωθεί από τις οικονομικές και πολιτικές επιτυχίες της τζιολιτικής εποχής. Ο εθνικισμός γεννιέται την περίοδο των αποικιακών απογοητεύσεων και αναγορεύεται σε αισθητικό και πολιτικό δόγμα. Αναζητεί την επιχειρηματολογία του στα ιστορικά δοκίμια του Αλφρέντο Οριάνι (1852-1909) και, εν μέσώ ενός συγκεχυμένου και συχνά αντιφατικού αναβρασμού ιδεών και ρευμάτων, γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας από τον Ενρίκο Κοραντίνι (1865-1931), τον Τζιοβάνι
19
Παπίνι (1881-1956), τον Τζιουζέπε Πρετσολίνι (που γεννήθηκε το 1884) και εκφράζεται στα περιοδικά Leonardo (1903-1907), la Voce (1908-1916) και Lacerba (1913-1915) με τη θορυβώδη και προκλητική ενίσχυση των «φουτουριστών» του Μαρινέττι (1876-1944). Η λογοτεχνική φήμη του Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο (1863-1938) συνέβαλε τα μέγιστα στην εδραίωση του εθνικισμού. Η φορτισμένη από εικόνες γλώσσα του, η ρητορική του και ο παρηκμασμένος αισθητισμός του περιβάλλουν με εκλετττυσμένες οπτικοποιήσεις το κάλεσμα για «τη δράση, την αδελφή του ονείρου». Οι φραστικοί χείμαρροι του ντ' Ανούντσιο γοητεύουν τη μεσοαστική τάξη, της οποίας η μετριότητα ωστόσο στιγματίζεται από τους εθνικιστές. Έτσι, δημιουργείται μία συλλογική νοοτροπία που ενορχηστρώνεται από την Associazione nazionale italiana που ιδρύθηκε το 1910 και από την ημερήσια εφημερίδα της l'Idea nazionale (1911). Ο Τζιολίτι χρησιμοποιεί επιδέξια αυτή τη δύναμη, την οποία επιδιώκει να θέσει στην υττηρεσία της εξωτερικής του πολιτικής. Μολονότι οι εθνικιστές δεν αντιπροσωπεύουν ένα ισχυρό πολιτικό μόρφωμα -μόνο μερικοί βουλευτές τους θα μπουν στο Κοινοβούλιο το 1913- και π α ρ ά τις αντιφάσεις και τις επιφυλάξεις που εγείρει το χίνημά τους, αποτελούν μία ομάδα πίεσης που επηρέασε αποφασιστικά την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο το 1915. Ο απόηχος αυτής της προπαγάνδας ενίσχυσε το συλλογικό ενθουσιασμό των Ιταλών, ο οποίος προκάλεσε τον πόλεμο της Λιβύης. Ο πόλεμος αυτός αποτελεί ταυτόχρονα τον περισσότερο δημοφιλή αλλά και τον λιγότερο δικαιολογημένο από τους πολέμους που κήρυξε η Ιταλία πριν το 1914. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ειδικότερα στην Γαλλία, τα έτη που προηγούνται του Α' Παγκοσμίου
20
Πολέμου χαρακτηρίστηκαν από την όξυνση του ανταγωνισμού των ακροτητών. Η κοινωνική αναταραχή που προκαλούν οι περιοδικές γενικές απεργίες επιτείνεται και ο «τζιολιτισμός» δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να την συγκρατήσει. Μετά τις εκλογές του 1913, που καταλήγουν σε άνοδο της άκρας Αριστεράς και σε αποσκιρτήσεις από την κυβερνητική πλειοψηφία, ο Τζιολίτι αποσύρεται, δίνοντας τη σκυτάλη στον Αντόνιο Σαλάντρα που χρειάστηκε να έρθει αντιμέτωπος, τον Ιούνιο του 1914, με τα δημοκρατικά και αναρχικά επεισόδια της «Κόκκινης Εβδομάδας» στις Περιφέρειες της Μάρκε και της Ρομάνια. Π. - Η επέμβαση. Ο πόλεμος. Η «ακρωτηριασμένη νίκη» (1915-1919) Η Ιταλία και ο Α ' Πταν ο Μπαντόλιο επισήμανε στον Μουσολίνι τη στρατιοιτική και οικονομική ανετοιμότητα της Ιταλίας και μίλησε περί «αυτοκτονίας», ο Ντούτσε τού απάντησε κυνικά στις 26 Μαΐου 1940: «Σας δηλώνω ότι το Σετττέμβριο όλα θα έχουν τελειώσει και ότι χρειάζομαι μερικές χιλιάδες νεκρούς για να καθήσω στην τράπεζα της ειρήνης ως εμπόλεμος». Έτσι ο Μουσολίνι έγινε, αν όχι ο μοναδικός, τουλάχιστον ο βασικός υπαίτιος του ολέθρου, στον οποίο επρόκειτο να οδηγηθεί η χώρα. Ο Ντίνο Γκράντι θα γράψει αργότερα: «Ο ιταλικός λαός προδόθηκε από τον Μουσολίνι την ημέρα που η Ιταλία άρχισε να εκγερμανίζεται. Αυτός ο άνθρωπος ήταν που μας έδεσε στο άρμα του Χίτλερ- εγκατέλειψε την οδό της πιστής και ειλικρινούς συνεργασί(χς με την Αγγλία για να μας ρίξει σε έναν πόλεμο που διε^ίτ^ΐται κατά της τιμής, των συμφερόντων και των αισθημάτων του ιταλικού λαού.» Μολονότι την άποψη αυτή συμμιερίστηκε τον Ιούνιο του 1940 ττεριορισμένος αριθμός ττνευματικώς διαυγών Ιταλών, το γεγονός παραμένει ένα: η χειραγώγηση των μαζών ήταν τέτοια που θα χρειαστεί οι Ιταλοί να ζήσουν τις πιο ζοφερές στιγμές του πολέμου γιο να δουν να αναδύ-
107
εται από αυτό το σχοτάδι το κίνημα της εσωτερικής αντίστασης. 2. Η περίσφιγξη της δικτατορίας και το «νέο όφος» του φασισμού. - Οι επιτυχίες του 1936 και κατόπιν η ευθυγράμμιση με τη Γερμανία συνδυάζονται με μία εσωτερική αλλαγή που αφορά το πρόσωπο και τις μεθόδους του φασισμού. Η δικτατορία, έχοντας συνείδηση της δύναμής της, εγκαταλείπει όλο και περισσότερο τα προσχήματα και τις προσεκτικές τακτικές της για να διαμορφώσει ένα νέο ύφος. Οι δίκες και οι προσβολές κατά των υποτιθέμενων εχθρών του καθεστώτος συνεχίζονται αλλά η εσωτερική αντιπολίτευση έχει ουσιαστικά εξαναγκαστεί σε σιωττή. Στο εξωτερικό, οι αντιφασίστες απολαμβάνουν της συμπάθειας των φιλελεύθερων καθεστώτων αλλά η φθορά και οι κόπωση αποδυναμώνουν τις τάξεις τους. Η ενοποίηση του αντιφασισμού σε μία και μοναδική δύναμη των ποικίλων τάσεων διαφορετικών ιδεολογικών αποκλίσεων δεν θα επιτευχθεί ποτέ. Με την ποφώθηση των Κομμουνιστών και του Κάρλο Ροσέλι, Ιταλοί εθελοντές αγωνίζονται γενναία στο πλευρό των Ισπανών Δημοκρατικών. Όμως, η OVRA καταδιώκει τους εξόριστους. Στις 9 Ιουνίου 1937, η δολοφονία των αδελφών Κάρλο και Νέλο Ροσέλι από φασιστοειδή στοιχεία της Cagoule με την ηθική αυτουργία των ιταλικών υπηρεσιών καταστολής κατέφερε καίριο πλήγμα κατά του κινήματος «Δικαιοσύνη και Ελευθερία». Η εισβολή στην Γαλλία προκάλεσε τη φυγή ή τη φυλάκιση των πολιτικών προσφύγων και εκμηδένισε ουσιαστικά τον οργανωμένο και μάχιμο αντιφασισμό. Η συγκέντρωση των εξουσιών και η κατάργηση του Καθεστώτος της δ'κ Μαρτίου 1848 επικυρώθη-
108
καν στις 19 Ιανουαρίου 1939 από το θεσμό της Βουλής Πυρήνων χαι Συντεχνιών που αντικατέστησε το Κοινοβούλιο, το οποίο αντικατότττριζε την κομματική πολυφωνία που εφεξής έπαυε να υπάρχει. Το νέο όργανο απάρτιζαν μέλη του Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου, του Εθνικού Συμβουλίου του Κόμματος και του Εθνικού Συμβουλίου Συντεχνιών, του οποίου οι έδρες είχαν μειωθεί από 825 σε 500. Από την παλαιά συνταγματική τάξη εξακολουθούσε να υφίσταται μόνον η Γερουσία που ήταν στην πλειονότητά της φασιστική. Η έννοια της εθνικής εκπροσώπησης καταργήθηκε, αφού η νεα Βουλή, την οποία η εξουσία συνέθετε κατά βούληση και δίχως περιοδική ανανέωση, δεν στηριζόταν πλέον στην εκλογή των μελών της από τη βάση αλλά στη συμμετοχή ατόμων που ήταν διορισμένα σε θέσεις του κομματικού ή κρατικού μηχανισμού. Έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι στο μυαλό του Μουσολίνι αυτή η μεταρρύθμιση ήταν το προκαταρκτικό στάδιο για την κατάργηση της μοναρχίας, ένα σχέδιο που θα είχε πετύχει ο Ντούτσε, εάν δεν είχε ακολουθήσει ο πόλεμος, τα επόμενα χρόνια. Μεταξύ του 1936 και του 1940, η λατρεία για το πρόσωπο του Μουσολίνι αγγίζει τα όρια του παροξυσμού. Ο δικτάτορας εμφανίζει συμτττώματα πραγματικής «επιδειξιομανούς υστερίας» (Λ. Σαλβατορέλι). Μένει στην ιστορία παίρνοντας προκλητικές πόζες με τη στολή του δεκανέα της Πολιτοφυλακής, απαθανατίζεται με ξυρισμένο κεφάλι, προτεταμένο σαγόνι και γουρλωμένα μάτια όλο οργή. Ωστόσο, πίσω από αυτή τη μάσκα κρύβεται ένας μοναχικός άνδρας, συχνά διστακτικός και δειλός, που νιώθει τα πρώτα σημάδια της στομαχικής εξάντλησης και της νευρικής κατάπτωσης· σημάδια που προκαλούνται από μία αυστη-
109
ρή δίαιτα, η οποία εγκωμιάζεται ως προϊόν ανδροπρεπούς ολιγάρκειας. Από το 1932, διατηρεί σχέσεις με μία νεαρή κοπέλα της αστικής τάξης της Ρώμης, την Κλάρα Πετάτσι, που έγινε από το 1936 η επίσημη «ευνοούμενη» του Ντούτσε. Αν και δεν είχε καμία πολιτική επφροή επάνω του, η Πετάτσι λειτούργησε ως σύνδεσμος για την προώθηση των αισχροκερδών δραστηριοτήτων της οικογένειάς της και το λαθρεμπόριο της πλειονότητας των υψηλών αξιωματούχων του καθεστώτος που ήταν αρκούντως διεφθαρμένοι. Καθώς η γερμανοφιλία του Ντούτσε προκαλούσε τις επιφυλάξεις της Αυλής -όπου η πριγκίπισσα και διάδοχος του θρόνου Μαρί-Ζοζέ, κόρη του Αλβέρτου του Βελγίου, είχε ανατροαρεί με φιλελεύθερες αρχές-, αλλά και ορισμένων κύκλων του στρατού και της υψηλής κοινωνίας, ο Μουσολίνι προσποιήθηκε ότι επέστρεφε στη δημοκρατική κοινωνική ισότητα των αρχών της πολιτικής σταδιοδρομίας του, πολλαπλασιάζοντας τις αμετροεπείς ρητορείες του και τις πολεμικές αιχμές κατά του βασιλιά, «αυτής της μισής μερίδας», των ιερέων και των «μπουρζουάδων». Κάλεσε τον ιταλικό λαό ευθέως να υποστεί δοκιμασίες και οδύνες, προκειμένου να σκληραγωγήσει και να «διαπλάσει τον άνδρα φασίστα». Ενώ το καθεστώς είχε μπορέσει στις απαρχές του να υπερηφανευθεί για τη συστράτευση αυθεντικών στοχαστών όπως ο Τζεντίλε, το ττνευματικό και ηθικό επίπεδο του προσηλυτισμού που χαρακτηριζόταν ως «πολιτιστική εξυγίανση» επρόκειτο στη συνέχεια να καταφύγει στην υπερβολή, στην κοινοτυπία και στο γενικευμένο συμβατισμό, ειδικά κατά τη διάρκεια της «εποχής» του Ακίλε Σταράτσε (1889-1945). Αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα του Κόμματος τις περιόβους 19211923 και 1926-1931 και μετέπειτα Γενικού Γραμμα-
110
τέα από το 1931 έως το 1939. Αδαής και αυλικός της χειρίστου υποστάθμης, ο Σταράτσε συνέβαλε στη μεταμόρφωση του φασισμού σε κακέκτυπο, συχνά γελοίο και χοντροκομμένο, του χιτλερικού προτύπου του. Την 1ι Ιουνίου 1937, δημιουργήθηκε το Υπουργείο Λαϊκού Πολιτισμού (MINCULPOP) για τον αυστηρό έλεγχο του Τύπου και τη διανομή οδηγιών και θεμάτων προπαγάνδας. Με τη συνδρομή ξεπουλημένων γραφιάδων και φιλοκαθεστωτικών πανεπιστημιακών εξυμνείτο μέσα από ένα επιτηδευμένο και εμφατικό ιδίωμα ο μύθος της «ρωμάίκότητας» και του «φασιστικού δόγματος». Παράλληλα με την υποκίνηση ενός «κλίματος γαλλοφοβίας» κατά του «αχρείου λαού» της γείτονος χώρας αναπτύχθηκε και η απομίμηση των εξωτερικών χαρακτηριστικών του ναζισμού. Ο «ρωμαϊκός χαιρετισμός» με το βραχίονα σε έκταση, αντίγραφο του χιτλερικού χαιρετισμού, ακολουθήθηκε από το «ρωμαϊκό βηματισμό», από τον οποίο είχε εξαλειφθεί το στοιχείο του πρωσικού «βηματισμού της χήνας». Ο Μουσολίνι, ο οποίος έφερε βαρέως την παρουσία της μοναρχίας, μεθόδευσε από κοινού με το βασιλιά την προαγωγή του στον βαθμό «του πρώτου στρατάρχη της Αυτοκρατορίας» τον Μάρτιο του 1938. Τότε επίσης άρχισε η εκστρατεία κατά της χειραψίας και κατά του παλαιού τύπου ευγενείας Lei, «προσποιητού και θηλυπρεπούς» και ένδειξης ενός «λαού λακέδων», προς όφελος του tu «έκφρασης της ρωμαϊκής και χριστιανικής παγκοσμιόττγΓας» και του voi «ένδειξης σεβασμού και ιεραρχίας». Η πλέον αξιοθρήνητη απομίμηση του ναζισμού υπήρξε, αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 1938, η εγκαθίδρυση του φυλετισμού και του αντισημιτισμού. Με τη στήριξη φίλα προσκείμενων προς το καθεστώς πανεπιστημιακών κυκλοφόρησε τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς
111
ένα «Μανιφέστο υπεράσπισης της φυλής», το οποίο εγκωμίαζε την καθαρότητα του ιταλικού σωματότυπου που παρέμενε αναλλοίωτος εδώ και χίλια χρόνια και που έπρεπε να προφυλαχθεί από τη μιαρή επιμειξία. Τη διακήρυξη αυτή διαδέχθηκε η δημιουργία του «Ανωτέρου Συμβουλίου για τη Δημογραφία και τη Φυλή». Τον Αύγουστο, το καθεστώς άρχισε τις διώξεις κατά των Εβραίων. Εν τούτοις, ο αντισημιτισμός δεν είχε διόλου σχέση με την ιταλική παράδοση και η ισραηλιτική κοινότητα που είχε ριζώσει στη χώρα αιώνες πριν είχε προσφέρει ανέκαθεν στην Ιταλία εξαίρετους πολίτες, μαχητές στους αγώνες του Risorgimenlo, στις αποικιακές αποστολές και στο Μεγάλο Πόλεμο, ενώ είχε τροφοδοτήσει με πολυάριθμα μέλη τις τάξεις του φασισμού από την πρώτη κιόλας στιγμή. Μία σειρά διαταγμάτων έκλεισε τις πύλες της χώρας στους αλλοδαπούς Εβραίους και υποχρέωσε σε εξορία όλους όσοι είχαν εγκατασταθεί στη χώρα μετά την Ι"" Ιανουαρίου 1919. Παρά τις διαμαρτυρίες του Πίου ΙΑ', οι μεικτοί γάμοι απαγορεύθηκαν, οι Εβραίοι αποκλείστηκαν από το στρατό, από το κόμμα, από τη διοίκηση και από το Πανεπιστήμιο. Μεγάλος αριθμός εκπατρίστηκε. Ασφαλώς, ο αντισημιτισμός δεν προσέλαβε ποτέ στην Ιταλία την άγρια βαναυσότητα που τον χαρακτήρισε στην Γερμανία· μετριάστηκε από τη λατινική νοοτροπία, από την αμβλυμμένη αυστηρότητα των κριτηρίων διάκρισης και από τις εξαιρέσεις ορισμένων κατηγοριών (ανάπηροι πολέμου, παρασημοφορηθέντες. πρωτεργάτες του φασισμού). Ο ιταλικός αντισημιτισμός παρέμεινε σχετικά περιορισμένος, αφού έπληξε μόνον 3.522 οικογένειες επί συνόλου 15.000 και άνω. Όμως εξέθεσε τους Εβραίους στη λαϊκή αποδοκιμασία, προετοίμασε το έδαφος για τις σφαγές που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της γερ-
112
μανικής κατοχής και άφησε το σημάδι της ατίμωσης σε ένα καθεστώς που αρεσκόταν να παρουσιάζεται ως κήρυκας της κουλτούρας και του πολιτισμού. II. - Η Ιταλία σε πόλεμο 1. Η οικονομία του πολέμου. - Από τις αρχές του 1937, η Ιταλία προσανατολίζεται στην αυτάρχαα που στόχευε στην υποταγή της οικονομίας στην πολεμική προετοιμασία, στην τοποθέτηση της παραγωγής υπό την κηδεμονία του κράτους, στη μείωση της κατανάλωσης μέσω επιβολής περιορισμών και στην ανάπτυξη της στρατιωτικής παραγωγής. Οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα το όλο εγχείρημα ήταν μετριότατες. Η ιταλική χερσόνησος, η οποία δεν διέθετε μεγάλο φυσικό πλούτο, δεν είχε τα απαραίτητα βασικά μέσα και η βιομηχανική της ανάκαμψη ήταν ακόμη περιορισμένη και εύθραυστη. Η δυσαναλογία των δυναμικών ήταν τεράστια μεταξύ των Συμμάχων, οι οποίοι κατείχαν το 59,9% της βιομηχανικής παραγωγής, επίδοση που είχε επιτευχθεί την περίοδο 19361938, και του Αξονα (16,9%, εκ του οποίου το 10,7 αντιστοιχούσε στην Γερμανία, το 3,5 στην Ιαπωνία και μόνο το 2,7 στην Ιταλία). Στις 5 Οκτωβρίου 1936, η λιρέτα υποτιμήθηκε κατά 41%, γεγονός που τόνωσε τις εξαγωγές και έτσι αρχικά η αυτάρκεια έδωσε σημαντική ώθηση στην οικονομία. Όμως από το 1940 ο αποκλεισμός των συμμάχων, ο οποίος ανισταθμιζόταν αναποτελεσματικά από την εξοικονόμηση πρώτων υλών, είχε ολέθρια αποτελέσματα, αφού το 40% των ιταλικών αγορών προερχόταν από τη βρετανική ζώνη έναντι 11% από τη Γερμανία. Χρειάστηκε να θεσπιστεί αυστηρό σύστημα παροχής αγαθών με δελτίο σε όλους τους τομείς. Το μείζον μειονέκτημα της αυτάρ-
113
κειας ήταν ότι δεν λάμβανε υ π ' όψη τις τιμές κόστους κι έτσι οι πολεμικές δαπάνες διογκώθηκαν φθάνοντας σε δυσθεώρητα ύψη, όπως άλλωστε το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα π α ρ ά τη βαριά φορολογία. 'Εσοδα
Δαπάνες
Α·τμ6αίθ
% εσόδων δαποηιών
χρέος
1938-1939
27.576
39.853
69.2
145.80
1940-1941
34.234
98.223
34.9
230.53
1943-1944
47.236
236.555
20.0
436.73
1945-1946
160.192
568.720
28.2
1.066.64
(Σε εκατομμύρια λιρέτες)
Ο δείκτης τιμών αυξήθηκε ιλιγγιωδώς, περνώντας α π ό τη βάση των 100 μονάδων το 1938 στις 273 το 1943, στις 1.215 το 1944 και στις 2.392 το 1945, ενώ οι πραγματικοί μισθοί ήταν το 1945 περίπου οι μισοί από αυτούς του 1938 στη βόρεια ζώνη που ήταν υπό γερμανική κατοχή, ενώ στην υπόλοιπη χώρα αντιστοιχούσαν στα τρία τέταρτα των μισθών της ίδιας χρονιάς. Οι ετήσιες κατά κεφαλή δαπάνες για τ α τρόφιμα έπεσαν, με βάση τις τιμές του 1938, από τις 1.272 λιρέτες το 1940 στις 826 το 1945 και το καθημερινό σιτηρέσιο των Ιταλών σε θερμίδες ήταν το χαμηλότερο της Ευρώπης, κατώτερο ακόμη και α π ό αυτό της Πολωνίας το 1944 (1.065 έναντι 1.200). Έτσι τ α λαϊκά στρώματα επλήγησαν βαρύτατα, ενώ το ηθικό τους καταρρακώθηκε α π ό τη μάστιγα της μαύρης αγοράς. Ο πόλεμος εκμηδένισε τ α αποτελέσματα της οικονομικής ανόρθωσης, η οποία είχε σημαδέψει την καλή εποχή του φασισμού και οι δείκτες π α ρ α γ ω -
114
γής, μετά α π ό ένα αρχικό ώλμα. σημείωσαν ραγδαία πτώση: ΒΑστ τιχές επιχειρήσεις'
α) Ανεπαρχης προετοιμασία. - Ο Μουσολίνι που έφερε την ανώτατη ευθύνη γ ι α τον πόλεμο έτρεφε μεγάλες αιτταπάτες γ ι α τη στρατιωτική ικανότητα της χώρας του. Εξαπατημένος α π ό τους αυλοκόλακες-πληροφοριοδότες του, επηρεασμένος α π ό τον ψυχαναγχασμό του περί «δημογραφικής έκρηξης» και δηλητηριασμένος α π ό την ίδια του την εθνικιστική ρητορική, παρασύρθηκε μέχρι σημείου να προβλέψει τον Μάρτιο του 1937 ότι η Ιταλία θα μπορούσε να επιστρατεύσει « 8 εκατομμύρια ξιφολόγχες». Στην πραγματικότητα όμως ο μέγιστος αριθμός των ενόπλων ανδρών δεν ξεπερνούσε τους 1.600.000. Ο εξοπλισμός του στρατεύματος ήταν ανεπαρκέστατος ποιοτικά και ποσοτικά και αναγόταν, σε ό,τι αφορά την πλειονότητα των υλικών, στα π ρ ό τ υ π α του 1. Βλ.: R. Cérè. La seconde guerre mondiale (i939-i945). Presses Universitaires de France, συλ. « Que sais-je ? ». 115
πρώτου πολέμου. Έχοντας ελί^χιστα μηχανοκίνητα οχήματα και πενιχρό εξοπλισμό σε άρματα μάχης, ο στρατός αντιμετώπισε πολύ σύντομα προβλήματα ανεφοδιασμού σε πυρομαχικά και καύσιμα. Η αεροπορία είχε χρησιμεύσει ως ένα από τα μέσα της φασιστικής προπαγάνδας με τις υπερωκεάνιες τττήσεις του Ίταλο Μπάλμπο το διάστημα 1930-1931 και το 1933. Η Ιταλία διέθετε πλούσια συλλογή πρωτοτύπων, αλλά στερείτο μαζικού δυναμικού, ενώ από τα 3.006 αεροσκάφη που είχε επισήμως ανακοινωθεί το 1939 ότι ήταν σε θέση να πετάξουν, μόνο 982 ήταν ετοιμοπόλεμα. Λόγω της αγγλοϊταλικής συμφωνίας, ο στόλος είχε εκσυγχρονιστεί και ενισχυθεί μέσω σημαντικής προσπάθειας ναυτϊήγησης σκαφών παραδοσιακού προσανατολισμού χωρίς αεροπλανοφόρα, ούτε αποβατικά. Η Υπηρεσία Πληροφοριών ήταν κακώς ενημερωμένη και ελάχιστα αποτελεσματική και υποτίμησε κυρίως το ενδεχόμενο επέμβασης των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι εφεδρείες, στο σύνολό τους, ήταν περιορισμένες και οι κακοσυντονισμένες ένοπλες δυνάμεις σπαράσσονταν από ζηλοτυπίες και αντιπαλότητες που μείωναν την αποτελεσματικότητά τους. Ο Χίτλερ θεωρούσε πάντοτε την Ιταλία ως ελάχιστα ασφαλή, από στρατιωτικής απόψεως, τη μεταχειριζόταν ως τελευταίο τροχό της αμάξης και φρόντιζε ο ανεφοδιασμός της σε πρώτες ύλες και εξοπλισμούς να είναι περιορισμένος. β) Οι ατυχείς πρωτοβουλίες (Ιούνιος 1940-Μάιος 1943). - Μέχρι την απόβαση των Συμμάχων στην Σικελία την άνοιξη του 1943, η ιταλική συμμετοχή στον πόλεμο είναι μία ακολουθία επιχειρήσεων, μέσω των οποίων ο Ντούτσε αποπειράται να αναλάβει προσωπική δράση για να ξεφύγει, στο μέτρο του δυ-
116
νατού, από τη στρατγ|γική υπεροχή της Γερμανίας. Η βραχείας διάρκειας εκστρατεία κατά της Γαλλίας έφερε στην επιφάνεια τη στρατιωτική ανετοιμότητα. Στις 24 Ιουνίου, τη στιγμή της ανακωχής, οι Ιταλοί είχαν καταλάβει το Μεντόν και τις εισόδους μερικών κοιλάδων στις δυτικές πλαγιές των Άλπεων. Στις 12 Σετττεμβρίου, ο Μουσολίνι διέταξε επίθεση κατά της Αιγυτττου εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η Μεγάλη Βρετανία ήταν απασχολημένη με την απειλή εισβολής στο έδαφός της. Ενώ ο Γκρατσιάνι προελαύνει, το Τριμερές Σύμφωνο με την Γερμανία και την Ιαπωνία, μέσω του οποίου καθορίζονται οι σφαίρες επιρροής των τριών δυνάμεων στον κόσμο, εξαίρει στις 17 Σετττεμβρίου την αλαζονεία του Ντούτσε. Την επομένη της γερμανικής κατοχής της Ρουμανίας, η Ιταλία επιτίθεται στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου. Στο μεταξύ όμως ανακότττεται η επίθεση στη Λιβύη, οι Άγγλοι καταλαμβάνουν μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου το Τομπρούκ και μετά τη Βεγγάζη συλλαμβάνοντας 220.000 αιχμαλώτους, ενώ οι 300.000 άνδρες του δούκα της Αόστα στην Αιθιοπία υφίστανται επιθέσεις από το Σουδάν και την Κένυα. Το έτος 1941 υπήρξε το πλέον επαχθές για την Ιταλία ως προς τα στρατιωτικά σφάλματα. Ο Ντούτσε, αντί να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στην άμυνα της Μεσογείου, τις διέσπειρε πραγματοποιώντας διαδοχικά επεμβάσεις στη Γιουγκοσλαβία (Απρίλιος), στη Ρωσία (Ιούνιος) και κηρύσσοντας τον πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες (Δεκέμβριος). Σε όλα τα μέτωπα, οι Ιταλοί γνωρίζουν την αποτυχία και υφίστανται τον εξευτελισμό της αντικατάστασης από τους Γερμανούς που θα αναλάβουν την επιχειρησιακή πρωτοβουλία. - Στα Βαλκάνια «η τιμωρητική εκστρατεία» κατά της Ελλάδας σκόνταψε σε μία αποφασιστιχή αντί-
117
στάση, στην ορεινή φυσιολογία του εδάφους και στο δριμύ χειμώνα. Η επίθεση άρχισε να παραπαίει και ύστερα σταμάτησε (31 Οκτωβρίου-5 Νοεμβρίου). - Στη Γιουγκοσλαβία, την επομένη της συνάντησης Χίτλερ-Μουσολίνι στο Μπέρχτεσγχάντεν (19-21 Ιανουαρίου 1941), η Ιταλία ήλπισε ότι θα εξασφάλιζε αντισταθμίσματα. Όμως, τον Απρίλιο, έκαναν επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία οι Γερμανοί που κατέλαβαν τη χώρα - μ ί α ζώνη που είχε συνδυαστεί ωστόσο με τις φιλοδοξίες του Μουσολίνι- και στις 24 επέβαλαν ανακωχή με την Ελλάδα. Η Ιταλία ττήρε ένα τμήμα της Σλοβενίας, τη δαλματική ακτή και το Μαυροβούνιο. Τα δύο τελευταία εδάφη αναγορεύθηκαν σε Αυτόνομο Βασίλειο της Κροατίας με την υποστήριξη του Άντε Πάβελιτς, αρχηγού των αντισέρβων ουστάσι. Το στέμμα δόθηκε στον δούκα Αιμόνε του Σπολέτο που καταγόταν από νεότερο κλάδο του οίκου της Σαβοΐας-Αόστα, ο οποίος δούκας έλαβε το όνομα Ζβονίμιρ. Ήδη όμως η εθνική αντίσταση είχε αρχίσει τον ανταρτοπόλεμο και ο ηγεμόνας δεν ανέβηκε ποτέ στο θρόνο του. - Στην Αφριχη, οι συγκρούσεις εκτυλίχθηκαν σε δυο θέατρα. Το Φεβρουάριο του 1941 ο Στρατηγός Ρόμμελ ανέλαβε τη διοίκηση της στρατιάς της ερήμου. Τον Ιούνιο, η νίκη στο Μάρσα-Ματρούχ τον έφερνε 144 χιλιόμετρα έξω από την Αλεξάνδρεια. Μετά τη βρετανική αντεπίθεση απωθήθηκε 70 χιλιόμετρα έξω από την Αίγυτττο στις 27 Ιουνίου 1942. Ο Ντούτσε, σίγουρος για τη νίκη, έφυγε τότε να παρελάσει στη Λιβύη, όπου η ισορροπία δυνάμεων μεταφραζόταν σε αλλεπάλληλες ταλαντεύσεις του μετώπου. Όμως, το πρόβλημα της διαχειριστικής και υλικοτεχνικής υποστήριξης άρχιζε να απλώνει τη σκιά του όλο και περισσότερο πάνω από τον Άξονα. Η κατάκτηση της
118
Μάλτας, η οποία είχε βομβαρδιστεί ανηλεώς, κατέστη αδύνατη· από τις 27 έως τις 30 Μαρτίου, η ναυμαχία στο Ακρωτήριο Ματαπάν προκάλεσε βαριές απώλειες στον ιταλικό στόλο. Από την κήρυξη του πολέμου, το 36,6% του εμπορικού στόλου είχε εγκλωβιστεί σε εχθρικά λιμάνια και από τον Ιούνιο του 1942 έως τον Ιανουάριο του 1943 οι Βρετανοί είχαν βυθίσει το 43% του ανεφοδιασμού σε καύσιμα και το 16,7% του στρατιωτικού υλικού που προοριζόταν για την Λιβύη. Τον Οκτώβριο του 1942, η 8'' Στρατιά του Στρατηγού Μοντγκόμερυ εξαπέλυσε από κοινού με μεραρχίες που είχαν έρθει από το Φεζάν επίθεση κατά των Ιταλών και του Afrika-Korps. Το Νοέμβριο, η αμερικανική απόβαση στο Μαρόκο και στην Αλγερία ενίσχυσε τους Εγγλέζους. Μετά τη δεύτερη μάχη του Ελ-Αλαμειν και το ρήγμα της γραμμής Μαρέθ, οι Ιταλσγερμανοί συνθηκολόγησαν στις 11 και 12 Μοιίου 1943. Ο στρατός της Αιθιοπίας που είχε αποκοπεί από τη μητρόπολη και δεν διέθετε αεροπορία, έχασε την Ερυθραία (Φεβρουάριος 1941). Η αγγλική προέλαση αναχαιτίστηκε στο υψίπεδο του Καρέν, αλλά η Σομαλία έπεσε το Μάρτιο και η Αντίς-Αμπέμπα καταλήφθηκε στις 6 Απριλίου. Στις 19 Μαΐου, μετά τη μάχη του Αμπα-Αλάτζι, ο δούκας της Αόστα με τους 250.000 άνδρες του κατέθεσε τα όπλα, επιτρέποντος έτσι στις συμμαχικές δυνάμεις να κινηθούν ελεύθερα προς το λιβυκό μέτωπο. - Μία άλλη πράξη εκούσιας υποταγής στον Χίτλερ, η οποία υπαγορεύθηκε πλήρως από τη θέληση του Μουσολίνι, ήταν η συμμετοχή στη Ρωσιχη Εκστρατεία. Στις 26 Ιουνίου 1941 αναχώρησαν τα πρώτα τμήματα του Εκστρατευτικού Σώματος (CSIR) που απαρτιζόταν από επίλεκτους αλπινιστές, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν φανεί περισσότερο χρήσιμοι σε
119
άλλους τομείς. Το Εκστρατευτικό Σώμα εστάλη το Δεκέμβριο στη ζώνη του Ντόνετς. Το 1942 χάρη στη συνεχή αποστολή ενισχύσεων συστήθηκε η Ιταλική Στρατιά στη Ρωσία (ARMIR) με δυναμικό 220.000 ανδρών, η οποία ανέλαβε την υπεράσπιση τμήματος του μετώπου του Ντον. Μετά τη νικητήρια επίθεση των Ιταλών από τις 20 έως τις 24 Αυγούστου, οι Ρώσοι απέκρουσαν την Ιταλική Στρατιά και την περικύκλωσαν από τις 11 Δεκεμβρίου έως τις 31 Ιανουαρίου 1943. Κατά το πέρας της δύσκολης υποχώρησης της, η Ιταλία είχε χάσει περισσότερους από 110.000 άνδρες, που είχαν σκοτωθεί ή αιχμαλωτιστεί. III. - Η ήττα Η κατάρρευση του καθεστώτος (Ιούλιος 1943-Απρίλιος 1945) Η εισβολή στην Ιταλία προκάλεσε την πρώτη σοβαρή εσωτερική κρίση του φασισμού που κατέληξε στη στάση μερίδας ιθυνόντων και στην εξόντωση του Ντούτσε. 1. Η συμμαχική απόβαση και η «αντοφσία των ιεραρχών». - Από την άνοιξη του 1943 κατέστη σαφές ότι ο Άξονας δεν μπορούσε εφεξής να λάβει την απόφαση της απομάκρυνσης του Ντούτσε. Ο Μουσολίνι, πάντως, που υπέφερε λόγω του ρόλου του ως «ουραγού» της Συμμαχίας και εμαίνετο ενίοτε χατά του Χίτλερ, εξακολουθούσε να τελεί υπό την επιρροή του Φύρερ, ο οποίος κατά τη διάρκεια των περιοδικών τους συναντήσεων τού μετέδιδε την πίστη του στη νίκη, για την οποία όμως στο εξής θα αμφέβαλλε ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός υψηλά ιστάμενων προσωπικοτήτων του φασισμού. Αυτή η ανη-
120
συχία ήταν έντονη κυρίως μεταξύ των υποστηρικτών της παλαιάς πολιτικής υπέρ της συνεννόησης με τα δημοκρατικά καθεστώτα, καθώς και στον Τσιάνο, του οποίου η γερμανοφοβία γινόταν όλο και περισσότερο έκδηλη. Ο Ντούτσε αντιλήφθηκε το κλίμα δυσφορίας που επικρατούσε και στις 5 Φεβρουαρίου 1943 προέβη σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης του με μία ακόμη «αλλαγή φρουράς» που θα ήταν και η τελευταία. Αυτή η τροποποίηση είναι ενδεικτική της πνευματικής κατάστασης του Μουσολίνι, ο οποίος ως γνήσιος εξουσιολάγνος εξουδετέρωσε τους «επικριτές» του, αντικαθιστώντας τους με νεοαφιχθέντες συνεργάτες χωρίς γόητρο και πείρα, που ήταν απλώς ευπειθή εκτελεστικά όργανα. Ο Μουσολίνι ξαναέπαιρνε τα ηνία των εξωτερικών υποθέσεων απομακρύνοντας τον Τσιάνο, ο οποίος διορίστηκε πρέσβης παρά τη Αγία Έδρα· ο Ατσέρμπο αντικαθιστούσε τον Ταόν ντι Ρεβέλ στο Υπουργείο Οικονομικών ο Μπιτζίνι έπαιρνε τη θέση του Μποτάι στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας· ο Γκράντι άφηνε το Υπουργείο Δικαιοσύνης στον Ντε Μάρσικο και στις 17 Απριλίου ο Κάρλο Σκόρτσα, ένας από τους πρώτους φανατικούς σκουαντριστές, γινόταν Γενικός Γραμματέας του Κόμματος. Στις 9 Ιουλίου, οι Αγγλοαμερικανοί έκαναν απόβαση στη Σικελία και ο τοπικός πληθυσμός τους υποδεχόταν ως απελευθερωτές. Ολόκληρο το νησί έπεσε στις αρχές Αυγούστου χωρίς να προβάλει σθεναρή αντίσταση. Στις 19 Ιουλίου, κατά τη συνάντηση του Φέλτρε, ο Μουσολίνι παρακινήθηκε από τους συμβούλους του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο νέος αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού Αμπρόζιο που είχε μπει στη θέση του Καβαλέρο, να διαβιβάσει στον Χίτλερ ότι η Ιταλία αδυνατούσε να συνεχίσει τον αγώνα. Ο Ντούτσε όμως σιώττησε. Αυτή η «σιγή» ώθησε τους
121
αντιπάλους του Μουσολίνι στην ανάληψη δράσης, οι οποίοι αποφάσισαν να εξουδετερώσουν τον δικτάτορα. Από τη δική της πλευρά, η κοινή γνώμη είχε συγκλονιστεί από τον πρώτο βομβαρδισμό της Ρώμης και είχε αρχίσει να εκδηλώνεται ανοικτά κατά της συνέχισης των εχθροπραξιών. Έτσι εξυφάνθηκε μία «συνωμοσία» με ασαφές περίγραμμα κατά του Μουσολίνι, στο εσωτερικό της οποίας συγκεντρώνονταν ποικίλες τάσεις. Από το Νοέμβριο του 1942, ο βασιλιάς είχε βολιδοσκοπήσει εάν ο Τσιάνο ήταν πρόθυμος για ενδεχόμενες συνομιλίες με τους Συμμάχους. Ο πρίγκιπας-διάδοχος Ουμβέρτος ανησυχούσε για το μέλλον της δυναστείας· οι παλαιοί δημοκράτες όπως οι Ορλάντο και Μπονόμι έκαναν επαφές με το Στέμμα. Αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι την πρωτοβουλία δεν θα την έπαιρνε ο Βίκτωρ-Εμμανουήλ Π, ούτε οι αρχηγοί του στρατού όπως ο Μπαντόλιο που ήταν ωστόσο εχθρικοί απέναντι στον πόλεμο. Οι εκδιωχθέντες φασίστες ήταν αυτοί που μαζί με τον δούκα Ακουαρόνε, Υπουργό του Βασιλικού Οίκου, οργάνωσαν τη σκευωρία, έχοντας εξασφαλίσει την εν λευκώ συναίνεση του ηγεμόνα. Το βράδυ της Ιουλίου συγκλήθηκε από τον Μουσολίνι το Μέγα Συμβούλιο του Φασισμού, ανώτατο όργανο του καθεστώτος, για να εξετάσει τα γεγονότα της Σικελίας και τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν σε στρατιωτικό επίπεδο. Τότε, οι πολέμιοι του Ντούτσε παρουσίασαν μία ημερήσια διάταξη που είχαν επεξεργαστεί οι Γκράντι, Τσιάνο και Μποττάι, με την οποία αποκήρυσσαν τον Μουσολίνι, απαιτούσαν τον τερματισμό της άσκησης προσωπικής εξουσίας και την επιστροφή της μοναρχίας και του κοινοβουλίου στα συνταγματικά τους πλαίσια με τη σύμφωνη γνώμη του Φασιστικού Κόμματος. Μετά από βίαιες και συγκεχυμένες διαβουλεύσεις, στις 3 το
122
πρωί της 25^ Ιουλίου η ημερήσια διάταξη του Γκράντι έγινε δεκτή με 19 ψήφους υπέρ, 7 κατά και μία αποχή'. Ο βασιλιάς είχε ήδη υπογράψει το διάταγμα διορισμού του Μπαντόλιο ως αρχηγού της κυβέρνησης με πλήρεις στρατιωτικές αρμοδιότητες. Την επομένη, ο Μουσολίνι, μετά το πέρας μίας βασιλικής ακρόασης που του επιβεβαίωνε ουσιαστικά την αποπομττη του, συνελήφθη χωρίς να προβάλει ιδιαίτερη αντίσταση. Ο λαός της Ρώμης αγαλλίαζε, καμία φωνή δεν υψώθηκε υπέρ του έκτΐτωτου δικτάτορα. Τα αμφίρροπα αποτελέσματα αυτής της αντίδρασης των ανακτόρων δεν άργησαν να φανούν. Η κυβέρνηση Μπαντόλιο που δήλωνε ότι συνέχιζε τον αγώνα στο πλευρό του Άξονα δεν έφερε στην εξουσία τους παλαιούς φιλελεύθερους ή τους αποστάτες φασίστες, αλλά τεχνοκράτες που έχαιραν της εμπιστοσύνης του βασιλιά. Το Φασιστικό Κόμμα διαλύθηκε, όπως άλλωστε το Μέγα Συμβούλιο, η Πολιτοφυλακή - π ο υ ανταγωνιζόταν το στρατόκαι το Ειδικό Δικαστήριο. Προκηρύχθηκαν ελεύθερες εκλογές μετά τη λήξη των εχθροπραξιών αλλά, επί της ουσίας, τα φασιστικά στελέχη και η φασιστική νομοθεσία παρέμειναν στη θέση τους και δεν πραγματοποιήθηκε καμία εκκαθάριση σε βάθος. Η φάση της «κυβέρνησης των 45 ημερών» (25 Ιουλίου-3 Σετττεμβρίου) είναι μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες και σκοτεινές περιόδους της τραγικής χρονιάς του 1943. Ο Μπαντόλιο, που από κ α ψ ό είχε συμβιβαστεί με το φασισμό, προσπαθούσε να ελιχθεί μεταξύ της ναζιστικής απειλής και της επιθυμίας της εξόδου από τον πόλεμο. Οι Γερμανοί αντέδρασαν γρήγορα και από την επομένη της απομάκρυνσης 1. Ο Ίταλο Μπάλμπο είχε ήδη σκοτωθεί από τις 28 Ιουνίου 1940, όταν το αεροσκάφος του κατοφρίφθηκε κατά λάθος στο Τομπροΰκ από την ιταλική αεράμυνα. 123
του Μουσολίνι συνέσφιξαν το στρατιωτικό κλοιό τους γύρω από την Ιταλία και την πρωτευουσά της. Η νέα κυβέρνηση συνέχισε να διαμαρτύρεται και να προτάσσει την ευπείθειά της στον Άξονα, επιδιώκοντας όμως ταυτόχρονα επαφές με τους Αγγλοαμερικανούς, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει από τα τέλη Ιουλίου με τη διαμεσολάβηση του Μάιρον Τέιλορ, προσωπικού εκπροσώπου του Ρούζβελτ στον πάπα. 'Υστερα από άλλες συναντήσεις στην Ταγγέρη και στη Λισσαβώνα, οι Σύμμαχοι γνωστοποίησαν ότι δεν σκόπευαν να συζητήσουν τη ενδεχόμενο κατάπαυσης του πυρός και ότι ανέμεναν από την Ιταλία να υποβάλει αίτηση ανακωχής. Οι όροι της θα ανακοινωθούν με ακρίβεια στον στρατηγό Καστελάνο στην αποστολή του στη Λισσαβώνα (16-27 Αυγούστου). Η ανακωχή υπεγράφη στις 3 Σετττεμβρίου στο Κασίμπιλε στα βόρεια των Συρακουσών και ανακοινώθηκε ραδιοφωνικά από τον Μπαντόλιο στις 8. Ο Χίτλερ διέταξε τότε την κατοχή της Ρώμης και τη σύλληψη της κυβέρνησης και της βασιλικής οικογένειας. Όμως, ο βασιλιάς και οι Υπουργοί εγκατέλειψαν την πρωτεύουσα εσπευσμένα χωρίς να αφήσουν πίσω τους εκπρόσωπο της εξουσίας, ούτε οδηγίες σχετικά με τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν εντός Ιταλίας, α>λά και για την κατάσταση των ιταλικών στρατευμάτων που στάθμευαν στα Βαλκάνια. Οι φυγάδες εγκαθίστανται στο Μπρίντεζι υπό την προστασία των Συμμάχων. Οι σκευωροί της 25''« Ιουλίου είχαν ελπίσει ότι οι δυνάμεις που επιχειρούσαν στη Σικελία, θα έφθαναν αρκετά γρήγορα για να τους παράσχουν κάλυψη. Εν τούτοις μετά την απόβαση του Σαλέρνο και την απελευθέρωση της Νάπολης με τη βοήθεια της λαϊκής εξέγερσης από τις 27 έως τις 30 Σετττεμβρίου, η πορεία των Συμμάχων διακόπηκε στη «Γραμμή Γκούσταφ», η οποία περνούσε από το
124
Γκαριλιάνο, το όρος Κασίνο και το Σάνγκρο, όπου το μέτωπο είχε σταθεροποιηθεί μετά από λυσσαλέες μάχες καθ' όλη τη διάρκεια του χειμώνα 1943-1944. Έτσι, απομακρυνόταν η προοπτική μιας επικείμενης νίκης, ενώ η ιταλική χερσόνησος θα Γαρέμενε διαμοιρασμένη σε δύο χωριστά τμήματα επί είκοσι ακόμη μήνες και θα αφανιζόταν από τους βομβαρδισμούς και τον πόλεμο. 2. Η διχασμένη Ιταλία a j Η Νότια Μοναρχία. - Οι Σύμμαχοι είχαν συστήσει στα απελευθερωμένα εδάφη μία προσωρινή στρατιωτική διοίκηση, αλλά τον Απρίλιο του 1944 επέτρεψαν το σχηματισμό μιας ιταλικής κυβέρνησης αντιφασιστικού συνασπισμού, η οποία κήρυξε τον πόλεμο στις δυνάμεις του Άξονα στις 13 Οκτωβρίου και εξασφάλισε την αναγνώριση του καθεστώτος της «συνεμπόλεμης κατάστασης» από τα Ηνωμένα Έθνη. Η Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης συσπείρωνε παλαιούς μετροπαθείς Συντηρητικούς (Κρότσε, Εϊνάουντι, Ορλάντο). Ριζοσπάστες (Νίτι), Κομμουνιστές (Λόνγκο και Τολιάτι), Σοσιαλιστές (Νένι), Φιλελεύθερους δημοκρατικών τάσεων (Σφόρτσα), νέους σχηματισμούς Χριστιανοδημοκρατών όπου είχαν καταφύγει οι «Λαϊκοί» του Ντον Στούρτσο (Αλτσίντε ντε Γκάσπερι), το Κόμμα της Δράσης (Ομοντέο, Πάρι), καθώς και την αφρόκρεμα των διανοουμένων που ήθελαν να εκπροσωπήσουν την τρίτη δύναμη μεταξύ Φιλελεύθερων και Σοσιαλιστών. β) Η Δημοκρατία του Σαλό χαι ο «ναζιφασισμός». - Την επομένη της συλλήψεώς του, ο Μουσολίνι ετέθη υπό κράτηση στην Γκαέτα, κατόπιν εξορίστηκε στις
125
νησίδες Πόντσα και Μανταλένα και έπειτα μετήχθη στις 28 Ιουλίου σε ξενώνα του Κάμπο Ιμπεριάλε, ενός χειμερινού θερέτρου στις πλαγιές του Γκραν Σάσο ντ' Ιτάλια σε υψόμετρο 2.200 μέτρων. Όμως, στις 12 Σεπτεμβρίου τον απελευθέρωσε, χωρίς την αντίδραση των φρουρών του, μια αερομεταφερόμενη ομάδα Γερμανών αλεξιιττωτιστών υπό τις διαταγές του λοχαγού των SS 'Οτο Σκόρνυ και τον οδήγησε στη Γερμανία, στο Γενικό Αρχηγείο του Χίτλερ. Όταν επέστρεψε στην Ιταλία, ο Ντούτσε κήρυξε την μοναρχία έκττυωτη. Ανασύστησε το Φασιστικό Κόμμα και τα όργανά του και, εν αναμονή της Συντακτικής Συνέλευσης, ανακήρυξε στις 23 Σετττεμβρίου την Ιταλιχή Κοινωνική Α-ημοχρατία. Η κυβέρνηση των repubblichini, όπως θα επονομαστεί υποτιμητικά στη συνέχεια, που συγκροτήθηκε από εξτρεμιστές και φανατικούς σαν τους Παβολίνι, Μπουφαρίνι-Γκουίντι, Μετζαζόμα και Φαρινάτσι εγκαταστάθηκε στο Σαλό, στις όχθες της λίμνης Γκάρντα. Η κυβέρνηση του Σαλό επιστράτευσε εκ νέου τους στρατιώτες π ο υ είχαν διασκορπιστεί μετά την ανακωχή -τεράστιος αριθμός α π ό αυτούς δεν π α ρουσιάστηκε κ α ν - και σχημάτισε νέο στρατό υπό τη διοίκηση του Γκρατσιάνι που είχε διοριστεί Τπουργός Πολέμου. Σχηματισμοί εθελοντών που θύμιζαν τους σκουαντριστές αποτελούσαν το κατασταλτικό όργανο του καθεστώτος. Το Νοέμβριο, κατά το συνέδριο του κόμματος, έγινε η επεξεργασία της «Διακήρυξης της Βερόνας», του χάρτη του νεοφασισμού. Ο χάρτης ανέθετε την πολιτική εξουσία σε μία επίλεκτη ομάδα μαχητικών στελεχών και, για να προσελκύσει τις μάζες, ανακοίνωνε ένα κοινωνικό πρόγραμμα και την κρατικοποίηση των θεμελιωδών κλάδων της οικονομίας. Αυτό το κείμενο που είχε υπαγορευθεί από τις περιστάσεις και αποτελούσε ένα αντιφατικό συνον-
126
θύλευμα αυταρχισμού χαι «αντιαστιχών» μέτρων παρέμεινε εξάλλου μία δήλωση προθέσεων που δεν έτυχε ευρείας πρακτικής εφαρμογής. Πράγματι, η Δημοκρατία του Σαλό υπήρξε σε όλους τους τομείς ένα πλήρως παραγκωνισμένο γερμανικό προτεκτοράτο. Έξι από τους συνωμότες της 25*^ Ιουλίου συνελήφθησαν. Δικάστηκαν στις 8 Ιανουαρίου 1944 από Ειδικό Δικαστήριο που συνεδρίασε στη Βερόνα και πέντε εκ των κατηγορουμένων καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Μουσολίνι αρνήθηκε να δώσει χάρη στους ντε Μπόνο, Τσιάνο, Μαρινέλι, Παρέσι και Γκοτάρντι που τουφεκίστηκαν πισώπλατα στις 11 του ίδιου μήνα. Οι Γερμανοί πολλαπλασίασαν τις παρακρατήσεις πρώτων υλών και τροφίμων και εντατικοποίησαν την αποστολή εργατικού δυναμικού πέρα από τα σύνορα του Μπρένερ χωρίς την παραμικρή αντίδραση εκ μέρους του Ντούτσε. Απομονωμένος, κατηφής, αδυνατισμένος και χωρίς αυταπάτες πλέον, ο Μουσολίνι είχε καταρρακωθεί από την υποταγή που του είχε επιβληθεί από το γερμανικό παράγοντα και βυθιζόταν ενίοτε σε πραγματική αβουλία. Τα γεγονότα της 25*^ Ιουλίου τον είχαν συντρίψει ψυχολογικά. Δέχτηκε παθητικά και νέους εξευτελισμούς. Μετά την ανακωχή της ΣετΓτεμβρίου, οι επαρχίες του Μπολτσάνο, του Τρέντο και του Μπελούνε μετατράπηκαν σε γερμανικό στρατιωτικό «ορμητήριο» και αφαιρέθηκαν από την ιταλική διοικητική αρμοδιότητα λαμβάνοντας την ονομασία «προαλπική επιχειρησιακή ζώνη» (Operationszone ΑΙpenvortand). Ακολούθησε στη συνέχεια η πραγματική προσάρτηση των δύο Βενετιών που επιχειρήθηκε από το Ράιχ στα τέλη του 1943: της Βενέτσια Τριντεντίνα και της Βενέτσια Τζούλια.
127
3. Η Αντίσταση χαι η Απελευθέρωση. — Η μοίρα της Ιταλίας ξέφευγε εφεξής α π ό τις δ ύ ο κυβερνήσεις του Μπρίντεζι και του Σαλό και εξαρτιόταν α π ό τ α στρατιωτικά γεγονότα. Δίπλα σ τ α συμμαχικά στρατ ε ύ μ α τ α όμως εμφανίστηκε ενας νέος παράγοντας, η ιταλική Αντίσταση, π ο υ καθιερώθηκε ως δύναμη αυξανόμενου κύρους στον α γ ώ ν α γ ι α την απελευθέρωση. Αναφορικά με την Αντίσταση, ό π ω ς και σε όλες τις άλλες χώρες υπό γερμανική κατοχή, τίθεται μια σειρά προβλημάτων π ο υ αφορούν τ α κίνητρά της, τη δράση της και τις σχέσεις της με τον τακτικό στρατό, προβλήματα π ο υ αφήνουν ελεύθερο το π ε δ ί ο στην ιστορική έρευνα και ερμηνεία' λόγω της ίδιας της επί μακρόν παράνομης φύσεως του όλου φαινομένου. Η Βόρεια Ιταλία υπήρξε τ ο λίκνο της λαϊκής εξέγερσης κατά του φασισμού. Ή τ α ν η πλέον βιομηχανοποιημένη ζώνη, το π ι ο πυκνοκατοικημένο τμήμα της χ ώ ρ α ς και η εργατική τάξη της ήταν περισσότερο μορφωμένη και δεκτική α π ό πολιτικής α π ό ψ ε ω ς σε νέες ιδέες. Η τάξη αυτή υ φ ί σ τ α τ ο α π ό τ α τέλη του 1942 μαζικούς βομβαρδισμούς π ο υ υπονόμευαν τ ο ηθικό των πολιτών, π ά ν ω α π ό τους οποίους άπλωνε τη σκιά τ ο υ ο γερμανοφασιστικός καταναγκασμός. Η Αντίσταση υπήρξε μία σύγκλιση δυνάμεων ποικίλης προελεύσεως. Μετά την ανακωχή, πολλοί στρατιώτες π ο υ είχαν αποστρατευθεί δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στις κατεχόμενες εποφχίες. Κρύφτηκαν με τ α όπλα τους και οχυρώθηκαν, π λ α ι 1. Βλ.: Henri Michel,. Les mouvements clandestins en Europe (Î949-I9i5), Presses Universitaires de France, συλ. « Que sais-je ? ».
128
σιωμένοι από τους αξιωματικούς τους, στα χωριά της υπαίθρου και στα Απέννινα Όρη, όπου έσμιξαν με πολίτες, αντιφασίστες μαχητές ή προσωπικότητες που απειλούνταν από τα αντίποινα του καθεστώτος του Σαλό. Έτσι συστήθηκαν οι πρώτοι αυτόνομοι σχηματισμοί που ήταν φιλομοναρχικής παράδοσης ή που συσπειρώθηκαν γύρω από ποικίλες αντιμουσολινικές ιδεολογίες. Από τον Οκτώβριο 1943 άρχισαν οι πρώτες ενέργειες του ανταρτοπόλεμου με επιθέσεις κατά γερμανικών στρατοπέδων, αποθηκών και αυτοκινητοπομπών. Οι αντάρτες έβρισκαν θετική ανταπόκριση α π ό τον πληθυσμό, αλλά εκδιώκονταν από τις ναζιστικές και φασιστικές δυνάμεις, οι οποίες δεν δίσταζαν να διεξάγουν αιματηρές αποστολές αντιποίνων κατά των κρησφύγετών τους. Στην αρχή του 1944, οι Σύμμαχοι επιχείρησαν να στρέψουν τη Γραμμή Γκούσταφ προς τα βόρεια για να απελευθερώσουν τη Ρώμη. Στις 22 Ιανουαρίου αποβιβάστηκαν στο Άντσιο και στο Νετούνο αιφνιδιάζοντας τους Γερμανούς, αλλά δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τις θέσεις του Κασίνο. Αυτή η επίθεση ενθάρρυνε τους αντάρτες, των οποίων το έμψυχο δυναμικό αυξανόταν και οι οποίοι εντατικοποιούσαν τις επιχειρήσεις π α ρενόχλησης κυρίως στις αλπικές κοιλάδες. Η αναταραχή εξαπλώθηκε στα τέλη του φθινοπώρου και στις αστικές περιοχές, οι οποίες ελέγχονταν στενότερα από τις Ομάδες Λαϊκής Δράσης (GAP) που είχαν διαδώσει το σύνθημα της Αντίστασης στα εργοστάσια. Από την πλευρά τους, οι κομμουνιστές δημιουργούν μέσα στις επιχειρήσεις, παράνομους πυρήνες που ενισχύουν το αίσθημα δυσαρέσκειας των εργατών. Στις 16 Νοεμβρίου, αρχίζουν απεργίες διαμαρτυρίας στο Τορίνο και επεκτείνονται στην Άνω Ιταλία. Την Ι""
129
Μαρτίου, μία στάση εργασίας παραλύει όλη την κατεχόμενη ζώνη. Ταυτόχρονα, οι αντιστασιακοί επιδιώκουν να δημιουργήσουν σύνδεσμο με τους Συμμάχους για να λάβουν προμήθειες όπλων και τροφίμων με αλεξίτΓτωτα και αποπειρώνται να δώσουν στο κίνημα τους μια ενοποιημένη κατεύθυνση. Στη Ρώμη, όπου ο αγώνας είναι δύσκολος λόγω της στρατιωτικής κατοχής, η βομβιστική επίθεση εναντίον ενός γερμανικού αποσπάσματος στις 23 Μαρτίου 1943 προκαλεί αντίποινα και οδηγεί στο σφαγιασμό 335 αιχμαλώτων, εκ των οποίων περί τους 100 ήταν Εβραίοι, στις Fosse Ardealine. Την άνοιξη του 1944 αναζωττυρώθηκε δυναμικά η συμμαχική επίθεση, όπου συμμετείχε το Ιταλιχό Σώμα Απελευθέρωσης, το οποίο συμπεριελάμβανε και τις ανασυνταχθείσες μονάδες της νότιας ζώνης. Μεταξύ και 30''« Μαΐου, μία μανιασμένη μάχη διείσδυσης οδηγούσε στην κατάρρευση της Γραμμής Γκούσταφ και η Ρώμη - π ο υ είχε κηρυχθεί ανοικτή πόλη και στην οποία δεν απέδιδε μεγάλη στρατηγική σημασία ο Κέσελρινγκ παρά τις διαταγές του Χίτλερ περί υπεράσπισης της πρωτεύουσας μέχρι τελευταίας ρανίδος- καταλήφθηκε στις 5 Ιουνίου. Την επομένη άρχισε η απόβαση των Συμμάχων στην Νορμανδία που ήταν το προανάκρουσμα της ανάκτησης της Γαλλίας. Η απελευθέρωση της Ρώμης είχε σημαντικές επιτΓτώσεις στην κυβέρνηση του Νότου. Στις 28 Ιανουαρίου 1944, το Εθνικό Απελευθερωτικό Συνέδριο που είχε συγκληθεί στο Μπάρι διεκδίκησε δια στόματος Μπενεντέτο Κρότσε το δικαίωμα της Ιταλίας να θεωρεί εαυτήν σύμμαχο των δημοκρατιών και είχε διατυπώσει ένα πολιτικό πρόγραμμα που στόχευε στην παλινόρθωση μίας κυβέρνησης, η οποία θα στηριζό-
130
ταν στη λαϊκή κυριαρχία και θα εγκαθιδρυόταν με μία Συντακτική Συνέλευση που θα συνεδρίαζε μετά τη λήξη των εχθροπραξιών. Αυτή την πολιτική αναγέννηση δεν την έβλεπε με καλό μάτι ο Τσώρτσιλ, ο οποίος προτιμούσε να είχε παραμείνει στην εξουσία ο Μπαντόλιο, καθώς ο τελευταίος είχε υπογράψει την ανακωχή, της οποίας εκτελούσε ευπειθώς τους όρους. Όμως, οι Σύμμαχοι αναγκάστηκαν να υποκύψουν μπροστά στην αυξανόμενη δυσαρέσκεια των μαζών και στην αναζωπύρωση των αναταραχών, μετά την επιστροφή από την Ε.Σ.Σ.Δ. του Παλμίρο Τολιάτι, αρχηγού του Κομμουνιστικού Κόμματος. Εξάλλου, ο αντιφασιστικός συνασπισμός είχε δεσμευθεί να δώσει προτεραιότητα στη μάχη κατά των Γερμανών. Η θέση του Μπαντόλιο καθίστατο δυσχερής. Στις 12 Απριλίου, ο βασιλιάς Βίκτωρ-Εμμανουήλ Γ, ο οποίος έως τότε είχε παραμείνει πεισματικά στο θρόνο, ανακοίνωσε ότι αποσυρόταν και ότι θα παραχωρούσε την εξουσία στον γιο του, πρίγκιπα Ουμβέρτο που έφερε την ιδιότητα του αντιστράτηγου του βασιλείου από την απελευθέρωση της Ρώμης. Στις 10 Ιουνίου, η κυβέρνηση Μπαντόλιο αντικαταστάθηκε από μία άλλη που σχηματίστηκε από τον Ιβανόε Μπονόμι, τ α μέλη της οποίας ανήκαν στους διάφορους σχηματισμούς της Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης. Ο αντιστράτηγος και το Υπουργικό Συμβούλιο εγκαταστάθηκαν στη Ρώμη. Τον Δεκέμβριο, αυτός ο σχηματισμός αναδομήθηκε και, στη συνέχεια, αντικαταστάθηκε στις 19 Ιουνίου 1945 από έναν άλλο συνδυασμό, του οποίου προήδρευε ο Φερούτσιο Πάρι, ηγέτης του Κόμματος της Δράσης που θα ποφαμείνει στη θέση του έως τις 15 Νοεμβρίου. Χάρη στην αγγλοαμερικανική προέλαση στη Γαλλία η γερμανική πίεση επί της Ιταλίας μειωνόταν.
131
Εφεξής, ο Χίτλερ θα θεωρούσε την Ιταλία δευτερεύον μέτωπο, όπου οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να έχουν βραδύτερους ρυθμούς. Μετά την κατάληψη της Ρώμης, οι Σύμμαχοι ανέβηκαν αργά προς την Ούμπρια και την Τοσκάνη, απελευθερώνοντας τη Σιεννα, το Λιβόρνο και τη Φλωρεντία. η οποία, αν και ήταν ανοικτή πόλη, είχε αφανιστεί από τις μάχες. Οι Γερμανοί όμως οχυρώθηκαν τότε πίσω από την έσχατη αμυντική θέση τους, τη Γοτθική Γραμμή, που διέσχιζε τ α Απέννινα σε μήκος άνω των 200 χλμ. από την Πίζα έως το Ρίμινι. Το φθινόπωρο, το μέτωπο σταθεροποιήθηκε εκ νέου και παρέμεινε σταθερό όλο τον χειμώνα. Ο Μουσολίνι είχε συναντήσει τον Χίτλερ στο Κλέσταϊν, κοντά στο Σάλτσμπουργκ στις 21 Απριλίου 1944 και τον ξαναείδε τον Ιούλιο για τελευταία φορά στο Γενικό Αρχηγείο της Ανατολικής Πρωσίας, την επομένη της απόπειρας που παρά λίγο να κοστίσει τη ζωή του Φύρερ. Ο Ντούτσε πλέον δεν αντιμετωπιζόταν ως εταίρος αλλά ως δευτερεύων δορυφόρος. Ωστόσο, από τη συζήτηση αυτή βγήκε πεπεισμένος ότι η τελική νίκη ήταν εξασφαλισμένη χάρη στην χρήση μυστικών όπλων, για τα οποία τον είχε ενημερώσει ο συνομιλητής του. Στις 21 Ιουλίου, ο Μουσολίνι αποφάσιζε ένα είδος γενικής επιστράτευσης των φασιστών, η οποία κινητοποιούσε όλα τα μέλη το κόμματος από 18 έως 60 ετών. Έ π ρ ε π ε να συστήσουν, στο πλευρό των μελανοχιτώνων, μία βοηθητική δύναμη, τις «Μελανές Ταξιαρχίες». Το αποτέλεσμα ήταν μέτριο, αφού, διαισθανόμενοι την κατάρρευση της δικτατορίας, πολλοί εγγεγραμμένοι αποσκίρτησαν. Όμως, κάποια αποσπάσματα φανατικών προσέθεσαν τις δικές τους κατασταλτικές υπερβολές σε αυτές που διέπρατταν οι ειδικές δυνάμεις του καθεστώτος. Ο
132
δικτάτορας, προφασιζόμενος ότι επέστρεφα στις σοσιαλιστικές και λαϊκές ρίζες του κινήματος, εξεδωσε διάταγμα στις αρχές του 1945. το οποίο υποχρέωνε τις εργατικές επιτροπές να επιτάσσουν τρόφιμα και επέβαλλε φορολογικά μέτρα που έπλητταν τους ιδιοκτήτες και τους μεγαλοβιομηχάνους, οι οποίοι είχαν ωστόσο χρηματοδοτήσει και υποστηρίξει το φασισμό. Εν τούτοις, οι εργάτες, με εντολή της Αντίστασης, μποϋκοτάρισαν τις εκλογές στις επιτροπές διαχείρισης και η πραγματική αττηχηση των μεταρρυθμίσεων παρέμεινε περιορισμένη. Εν όψει της υπέρτατης φάσης του αγώνα, στις 7 Δεκεμβρίου 1944 υπογράφηκε συμφωνία συνεργασίας με τη γενική διοίκηση των Συμμάχων στην Καζέρτα, η οποία αναγνώριζε επισήμως τις εξουσίες της ένοπλης Αντίστασης. Στην κατεχόμενη ζώνη, η διεύθυνση του κινήματος δινόταν στην Επιτροττη Εθνιχης Απελευθέρωσης της Άνω Ιταλίας (CLNAI), η οποία είχε προκύψει από την Εθνική Επιτροπή. Οι υπεύθυνοι δράσης των ανταρτών ήταν οι Φερούτσιο Πάρι, Λουίτζι Λόνγκο και ο στρατηγός Ραφαέλε Καντόρνα, γιος του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων του 1915 και εγγονός του φιλελεύθερου πατριώτη του Risorgimento. Παράλληλα με τις ομάδες πολιτών στα αστικά κέντρα, δημιουργήθηκαν πυρήνες αντίστασης, οι Πατριωτικές Ομάδες Δράσης (SAP), και στις αγροτικές περιοχές. Η ένοπλη πάλη γινόταν σφοδρότερη, όπως άλλωστε και η ναζιστική και φασιστική καταστολή, η οποία συνοδευόταν από φρικαλεότητες και εκτοπισμούς. Η επίθεση κατά της Γοτθικής Γραμμής άρχισε στις 9 Απριλίου και στο τέλος του μήνα οι Σύμμαχοι και οι συνεργαζόμενοι α^^άρτες είχαν φθάσει έως τον Πάδο, απελευθερώνοντας την Μπολόνια και προε-
133
τοιμάζοντας την πορεία τους προς τη Βενετία, την Λομβαρδία και την ακτή της Λιγουρίας. Οι βασικές πόλεις απελευθερώνονταν με λαϊκές εξεγέρσεις που πλαισιώνονταν από ομάδες παρτιζάνων και οι Γερμανοί με καταρρακωμένο ηθικό παραδίνονταν συχνά δίχως καν να προβάλουν την παραμικρή αντίσταση. Η Γένοβα έδωσε το σήμα στις 25 Απριλίου και την ακολούθησαν την επομένη το Τορίνο και το Μιλάνο. Οι τακτικές ιταλικές δυνάμεις έφθαναν στο εξής τις εττεά μεραρχίες και η αντιπροσωπευτικότητα της κυβέρνησης δεν αμφισβητείτο πλέον από τους Συμμάχους. Η Γερμανία και η Δυτική Ευρώπη είχαν π ι α απελευθερωθεί πλήρως και τα ναζιστικά στρατεύματα της Ιταλίας απειλούνταν να βρεθούν μεταξύ διασταυρουμένων πυρών. Στις 8 Μαρτίου ο Στρατηγός Καρλ Βολφ, αρχηγός της γερμανικής αστυνομίας στην Ιταλία, ζητούσε στη Ζυρίχη α π ό τον Αμερικανό διαμεσολαβητή Άλαν Νταλς να καθορίσει τους όρους μιας ενδεχόμενης παράδοσης. Όμως ο Χίμλερ και ο Χίτλερ αρνήθηκαν τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, η κατάσταση ήταν απελπιστική και η συνθηκολόγηση που υπογράφτηκε στις 29 Απριλίου στην Καζέρτα ετέθη σε εφαρμογή στις 2 Μαΐου. 4. Το τέλος του Μουσολίνι. - Ο δικτάτορας π α ρέμενε μόνος. Επί μακρόν, είχε καταστρώσει χιμαιρρικά σχέδια προδικάζοντας ότι οι Αμερικανοί θα έρχονταν σε ρήξη με τους Ρώσους, γεγονός που θα του επέτρεπε να υπογράψει μεμονωμένη ειρήνη με το ένα ή το άλλο στρατόπεδο - κ α τ ά προτίμηση αυτό του Στάλιν. Υποχρεώθηκε σιγά σιγά να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και προσπάθησε να διαπραγματευθεί με τους Συμμάχους τη μεταβίβαση εξουσιών που
134
θα του επέτρεπαν να αποτρέψει τη λαϊκή εξέγερση. Το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1945, επιφόρτισε τον καρδινάλιο-αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου, Ιλδεφόνσο Σούστερ να κοινοποιήσει τις προτάσεις του στους Αγγλοαμερικανους. Αυτοί απάντησαν ότι δεν σκόπευαν να διαπραγματευθούν και ότι αντιθέτως απαιτούσαν απλώς την παράδοση του Μουσολίνι. Από τη δική τους πλευρά οι Γερμανοί τον κρατούσαν σε άγνοια ως προς τις μυστικές μεθοδεύσεις τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα επωφελέστερα αποτελέσματα για λογαριασμό τους. Στις 17 Απριλίου, ο επικεφαλής της κυβέρνησης του Σαλό εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο. Σκεφτόταν την πιθανότητα να καταφύγει στο τελευταίο αμυντικό του προπύργιο στη Βαλτελίνα και να διαφύγει στην Ελβετία. Στις 25 του μηνός, τη στιγμή που οι αντάρτες έμπαιναν στο Μιλάνο, ο Μουσολίνι ήταν στο μέγαρο της αρχιεπισκοπής σε σύσκεψη με τους αρχηγούς της Αντίστασης (Καντόρνα, Αομπάρντι, Μαράτσο) που ζητούσαν άνευ όρων συνθηκολόγηση. Ο Ντούτσε, που νόμιζε ότι έκρυβε τον άσσο της γερμανικής παρουσίας στο μανίκι του, βγήκε από την αυταπάτη του με την ανακοίνωση της παράδοσης των ναζιστικών δυνάμεων. Τότε, αποσύρθηκε με την ακολουθία του στην λίμνη του Κόμο κοντά στη Βαλτελίνα ή στο Τεσίνο. Οι τελευταίες ημέρες του Μουσολίνι είναι μία τραγική εποποιία, της οποίας οι ιδιαιτερότητες είχαν παραμείνει επί μακρό χρονικό διάστημα ελάχιστα γνωστές και είχαν περιβληθεί άνευ λόγου από πέπλο μυστηρίου. Ο κλοιός θα στενέψει γύρω από μία ομάδα φυγάδων που μαθαίνει ότι ο δρόμος προς την Ελβετία έχει κλείσει από τους αντιστασιακούς. Στις 27, η ιταλική φάλαγγα που λαμβάνει θέση σε μία γερμανική αυτοκινητοπομπή, ξαναπαίρνει το δρόμο της. Ένα από-
135
σπασμα παρτιζάνων την σταματά και ο αξιωματικός εξασφαλίζει άδεια να συνεχίσει την πορεία του υπό την προϋπόθεση να παραδώσει τους φασίστες που μεταφέρει. Ο Μουσολίνι, που είναι ντυμένος με γερμανική στολή. ανακαλΰτΓτεται κρυμμένος στο βάθος ενός φορτηγού και συλλαμβάνεται με τους συντρόφους του. Οδηγείται με την Κλαρέτα Πετάτσι, που ακολουθεί τη μοίρα του. στο μικρό χωριό Ντόνγκο όπου περνά τη νύχτα σε ένα σπίτι χωρικών. Στις 28 Απριλίου, φθάνει εκεί ένας κομμουνιστής αξιωματικός των Εθελοντών της Ελευθερίας, ο Ουώλτερ Αουντίζιο, ο επονομαζόμενος συνταγματάρχης Βαλέριο, ο οποίος κομίζει εντολή που του έχει παραδοθεί από τη Γενική Διοίκηση της Αντίστασης και τον διατάσσει να βεβαιωθεί για την ταυτότητα του Μουσολίνι και των ιεραρχών του. Τα ανώτατα κλιμάκια της Αντίστασης φοβούνταν μήπως ο Ντούτσε είχε κατορθώσει να περάσει στην Ελβετία ή μήπως είχε πέσει στα χέρια των Αμερικανών. Πάντως, η εγκυρότητα αυτών των οδηγιών αμφισβητήθηκε εκ των υστέρων και φαίνεται πως ο Αουντίζιο ενήργησε σε μεγάλο βαθμό με δική του πρωτοβουλία. Επικαλέστηκε απόφαση της Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης της 25*^ Απριλίου που προέβλεπε την ποινή του θανάτου για τους φασίστες ιθύνοντες κι έτσι οι τοπικές δυνάμεις τού παρέδωσαν τον δικτάτορα και τους συνεργάτες του. Έ ν α πρόχειρο δικαστήριο που στήθηκε από τους αξιωματικούς της τοπικής ανταρτικής ταξιαρχίας εξέδωσε γρήγορα την απόφαση. Ο Αουντίζιο εκτέλεσε με τ α ίδια του τ α χέρια τον Μουσολίνι και την Κλαρέτα Πετάτσι σε ένα χαντάκι στο Μποντσανίγκο κοντά στο Ντόνγκο. Κατόπιν, έβαλε να τουφεκίσουν μέσα στο χωριό τους άλλους 15 αιχμαλώτους, εκ των οποίων 5 ήταν Υπουργοί της κυβέρνησης του Σαλό.
136
Οι σοροί μεταφέρθηκαν στο Μιλάνο, στο σημείο όπου είχαν εκτελεστεί παρτιζάνοι. Το πΙνήθος, ξέφρενο, κρέμασε από τα πόδια τα πτώματα του Μουσολίνι και της Κλαρέτα Πετάτσι στην πρόσοψη ενός πρατηρίου καυσίμων της Πλατείας Λορέτο. Η τιμωρία του δικτάτορα και των ανθρώπων του περιγύρου του ανταποκρινόταν πιθανότατα στις ψυχολογικές περιστάσεις της στιγμής και στην πολιτική ανησυχία της Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, η οποία επιθυμούσε να εδραιώσει την αυτονομία της απέναντι στους Συμμάχους και να εντυπωσιάσει την κοινή γνώμη με μία θεαματική κίνηση. Όμως, αυτή η εκτέλεση προσέλαβε στα μάτια των «νοσταλγών» του φασισμού μία μυστηριώδη διάσταση που άγγ·ιξε τα όρια του θρύλου, ενός θρύλου που είχε ήδη αρχίσει να δημιουργείται γύρω από τον Ντούτσε και που συνέβαλε στην προσθήκη αληθοφάνειας σε λίγο πολύ ευφάνταστες υποθέσεις σχετικά με τα πραγματικά κίνητρα μιας τόσο βιαστικής εξόντωσης. Είναι σίγουρο ότι η απόφαση του Ντόνγκο εμπόδισε την εμφάνιση του Μουσολίνι ενώπιον του τακτικού δικαστηρίου, το οποίο θα μπορούσε να είχε εμβαθύνει σε πολλά σημεία της ιστορίας του ventennio και να τα είχε διαφωτίσει. Η εξόντωση αυτή προκάλεσε την εξαφάνιση πολύτιμων τεκμηρίων που είχε πάρει μαζί του ο φυγάς. Ένα από αυτά ήταν το προσωπικό του ημερολόγιο, το οποίο φαίνεται ότι είχε όντως υπάρξει - γ ι α να μην μιλήσουμε για τον υποθετικό «θησαυρό» που ορισμένοι εμμένουν να πιστεύουν ότι καταποντίστηκε στα νερά της λίμνης του Κόμο.
137
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Ο φασισμός, ο οποίος όφειλε να προσδώσει στην Ιταλία ισχύ και μεγαλείο, έσυρε το έθνος στον τραγικότερο όλεθρο της ιστορίας του. Ο απολογισμός αυτής της εικοσαετίας μουσολινικού δεσποτισμού είναι εύγλωττος: πάνω από 40.000 πολίτες και στρατιωτικοί πέθαναν εκτοπισμένοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ 444.523 άνθρωποι φέρονται επισήμως ως νεκροί ή αγνοούμενοι λόγω του πολέμου. Το 1945, η βιομηχανική παραγωγή ξεπερνούσε μετά βίας το ένα τέταρτο αυτής του 1938, ενώ οι αγροτικές αποδόσεις μόλις υπερέβαιναν το ήμισυ των αποδόσεων προ εττταετίας. Το εξωτερικό εμπόριο είχε καταστραφεί λόγω της αυτάρκειας, τα αποθέματα χρυσού είχαν εξαντληθεί, ο πληθωρισμός και η ανεργία αυξάνονταν και στα οικονομικά του Δημοσίου επικρατούσε αναρχία. Μολονότι η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων με τα Ηνωμένα Έθνη (10 Φεβρουαρίου 1947) υττήρξε σχετικά επιεικής ως προς τους οικονομικούς της όρους, επικύρωνε την απώλεια των αποικιών και των εκχωρηθέντων μητροπολιτικών εδαφών προς όφελος της Γαλλίας (Τεντ, Μπριγκ και το υψίπεδο του όρους Σενίς) και κυρίως της Γιουγκοσλαβίας Πστρια εκτός της Τεργέστης). Οι Σύμμαχοι αρνήθηκαν να παραχωρήσουν το Άλτο Αντιτζε στην Αυστρία. Το ένα τρίτο των μεταναστών γερμανικής καταγωγής επανεγκαταστάθηκε στην περιοχή όπου ανέκυψε εκ νέου το ζήτημα των μειονοτήτων, το οποίο επιλύθηκε μερικώς
138
από τις συμφωνίες Γκρύμπερ-ντε Γκάσπερι της Σετΐτεμβρίου 1946. Όμως οι ηθικές ζημίες ήταν ακόμη μεγαλύτερες. Μια ολόκληρη γενιά πολιτών είχε διαποτισθεί από τη φασιστική προπαγάνδα και όφειλε να διαμορφώσει μία νέα συνείδηση που θα καθοδηγείτο από κάποιους πολιτικούς, οι οποίοι είχαν ζήσει τα ζοφερά χρόνια του ventennio δίχως να καμφθούν. Αφότου η Συντακτική Συνέλευση έδωσε στη χώρα δημοκρατικούς θεσμούς σύμφωνους προς την ετυμηγορία του δημοψηφίσματος, η Ιταλία ρίχτηκε και πάλι στη δουλειά για να ανασηκωθεί από τα ερείπια. Η ανόρθωση της ήταν τόσο γρήγορη που μπορέσαμε να μιλήσουμε, μετά το 1950, για «ιταλικό θαύμα». Όμως από το 1963 η επιβράδυνση της ανάκαμψης επιδείνωσε την αστάθεια των κυβερνήσεων της «κεντροδεξιάς», αστάθεια που έγινε χρόνιο φαινόμενο από το 1953. Οι βίαιες κοινωνικές χαι πολιτικές αναταραχές του 1968 αποτέλεσαν το προοίμιο μιας κρίσης που συγκλόνισε συθέμελα την Ιταλική Δημοκρατία, μέσα σε ένα κλίμα βίας, διαφθοράς, δράσης μυστικών εταιρειών (Μαφία και Καμόρα) και συνωμοσιών κατά του κράτους, οι οποίες επωφελήθηκαν συχνά της συνέργειας υψηλών κλιμακίων του στρατού και της διοίκησης. Η μεταγενέστερη περίοδος του φασισμού Γνωρίζει δύο φάσεις με έντονες αντιθέσεις, από το «νεοφασισμό» έως το «μετα-φασισμό». Το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (MSI) σχηματίστηκε τον Δεκέμβριο του 1946 στην ημιπαρανομία συσπειρώνοντας μέλη που προέρχονταν από τα στελέχη και υπέρμαχους της Κοινωνικής Δημοκρατίας του Σαλό.
139
Δεδομένου ότι επί της ουσίας όλοι οι πολίτες είχαν υποχρεωθεί να προσχωρήσουν στο φασισμό, η εκκαθάριση ήταν περιορισμένη. Δεν προσέλαβε όπως στην Γαλλία συστηματικό χαρακτήρα και παρότι ορισμένοι είχαν μιλήσει για δεκάδες χιλιάδες θύματα, ο επίσημος αριθμός των εκτελέσεων φασιστικών προσωπικοτήτων ανήλθε τελικώς σε 1.732 άτομα. Αρχικά, το MSI είχε περισσότερο το χαρακτήρα ανασύνταξης πιστών υποστηρικτών του Φασισμού με σκοπό την αλληλοβοήθεια π α ρ ά της σύστασης ενός πολιτικού κόμματος. Όμως όταν υποχώρησε ο ενθουσιασμός της Απελευθέρωσης, οι παλαιοί οπαδοί του Ντούτσε αναθάρρησαν με τις θεαματικές διαδηλώσεις «σκουαντριστικού» ύφους νεαρών μελών του MSI και θέλησαν να αυξήσουν την αριθμητική τους δύναμη. Στις εκλογές του 1948. το MSI κέρδισε περίπου το 2% των ψήφων και διεξήγαγε το ίδιο έτος ένα ταραχώδες συνέδριο στη Νάπολη και ένα δεύτερο στη Ρώμη το 1949. Στις τέσσερις ψηφοφορίες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των βουλευτικών εκλογών από το 1953 έως το 1968, το νεοφασιστικό κόμμα συγκέντρωσε τα υψηλότερα έως τότε ποσοστά στην ιστορία του, τα οποία κυμάνθηκαν μεταξύ του 4,4 και του 5,1% των ψήφων. Οι ψηφοφόροι του συντίθεται από «νοσταλγούς» της δικτατορίας, παλαίμαχους της Κοινωνικής Δημοκρατίας, γονείς δολοφονηθέντων, πρώην αξιωματούχους του καθεστώτος και νέους, οι οποίοι είχαν γεννηθεί πολύ μετά το τέλος του Ventennio και έρχονταν σε βίαιη σύγκρουση με στοιχεία της «εξωκοινοβουλευτικής» άκρας Αριστεράς. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του κόμματος διατηρούν το τελετουργικό και τη φρασεολογία της εποχής του Μουσολίνι, ο οποίος τροφοδοτεί τους πύρινους λόγους του ηγέτη του MSI Τζιόρτζιο Αλ-
0
μιράντε (1914-1988). Το πρόγραμμα εμπνέεται α π ό αυτό της Δημοκρατίας του Σαλό και παρουσιάζεται ως κοινωνικό και «επαναστατικό». Στην πραγματικότητα, το κόμμα αποτελεί ένα ακροδεξιό μόρφωμα. Γνώρισε συνεχείς αμφιταλαντεύσεις ως προς τις πολιτικές του επιλογές: συνέπραξε με τους φιλομοναρχικούς μετά το 1950 (μολονότι δήλωνε δημοκρατικό), κατόπιν προσέφερε τους ψήφους του στους δημο-χριστιανούς το 1952-1953, πραγματοποίησε κάποιες τοπικές συμμαχίες και στήριξε τα συντηρητικά ρεύματ α του Κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών. Το MSI χρηματοδοτείται από οικονομικούς ομίλους μεγάλων γαιοκτημόνων και από ορισμένους βιομηχάνους. Τα μέλη του, δέσμια ενός αναχρονιστικού και εξωραϊσμένου οράματος του παρελθόντος ή μίας συγκεχυμένης επαναστατικής ιδεολογίας, είναι εγκλωβισμένα σε αντιθέσεις, οι οποίες καθιστούν τη δράση της συγκεκριμένης παράταξης ολοένα και λιγότερο επίκαιρη. Ο αφανισμός του Οίκου της Σαβοΐας προκάλεσε την παρακμή των φιλοβασιλικών σχηματισμών, οι οποίοι σπαράσσονταν από εσοιτερικές αντιπαλότητες (Εθνικό Μοναρχικό Κόμμα, Λαϊκό Μοναρχικό Κόμμα, Ιταλικό Δημοκρατικό Κόμμα Μοναρχικής Ενότητας). Το εκλογικό βάρος των υποστηρικτών της βασιλείας, των οποίων το ποσοστό εκτινάσσεται α π ό το 2,8% του 1948 στο 6,9% του 1953, φθίνει στη συνέχεια γ ι α να πέσει στο 1,7% το 1963 και στο 1,3% το 1968. Το Δημοκρατικό Κόμμα Μοναρχικής Ενότητας, το μοναδικό που έμεινε στο πολιτικό προσκήνιο μετά το 1963, άρχισε τότε να προσεγγίζει όλο και περισσότερο το νεοφασισμό, ο οποίος κατέληξε ουσιαστικά να το απορροφήσει. Το 1972 οι δύο σχηματισμοί κατέβηκαν στις εκλογές με κοινό ψηφοδέλτιο υπό την επωνυμία Εθνική Δεξιά και συγκέντρωσαν το 8,7% των
141
ψήφων. Αυτή η αναμέτρηση ήταν το κύκνειο άσμα των βασιλοφρόνων, οι οποίοι στη συνέχεια εξαφανίστηκαν ως οργανωμένη πολιτική δύναμη και είδαν να εξανεμίζονται οι ελπίδες τους για την παλινόρθωση της μοναρχίας στην Ιταλία, μετά το θάνατο του Ουμβέρτου V στον τόπο εξορίας του το 1983. Στις τέσσερις ψηφοφορίες που μεσολάβησαν μεταξύ του 1976 και του 1987, η Εθνική Δεξιά συνέχισε να παραμένει στάσιμη, εκπροσωπώντας μόλις το 6 με 7% του εκλογικού σώματος. Η ενηλικίωση της δεύτερης γενιάς που γεννήθηκε μετά την τττώση της δικτατορίας, τροποποίησε βαθιά την αντίληψη περί ventennio, την παρακαταθήκη του οποίου είχαν διαχειριστεί το MSI και η Εθνική Δεξιά. Ο εκλογές του 1994 σημαδεύτηκαν από την ανάδυση του «μεταφασιστικού» ρεύματος της Εθνικής Συμμαχίας. Ο ηγέτης της Τζιανφράνκο Φίνι που γεννήθηκε το 1952 είναι ένας επιδέξιος και φιλόδοξος πολιτικός και θεωρείται ο πρωτεργάτης της επιτυχίας του ετερόκλητου κεντροδεξιού συνασπισμού που συγκέντρωσε στους κόλπους του Πόλου των Ελευθεριών το κόμμα «Φόρτσα Ιτάλια!» του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, τους «αυτονομιστές» της Αίγχας του Βορρά-Ομόσπονδης Ιταλίας του Ουμπέρτο Μπόσι, τ α κατάλοιπ α της Εθνικής Δεξιάς και μικρούς αντικομμουνιστικούς σχηματισμούς. Για πρώτη φορά, το ρεύμα που επικαλείται το φασισμό βγαίνει από το μακρόχρονο γκέτο του και συμμετέχει στην κυβέρνηση. Στις εκλογές του 1996 σημειώνεται θεαματική μεταστροφή με τη νίκη της κεντροδεξιάς Ελιάς που υποστηρίχθηκε από τους «επανιδρυτές» κομμουνιστές. Η Εθνική Συμμαχία του Φίνι κερδίζει το 15,7% των ψήφων έναντι 20,6% του κόμματος του Μπερλουσκόνι, ενώ ο τελευταίος μικροσκοπικός πυρήνας των «ιστορικών»
142
φασιστών του MSI-Fiamma tricolore κατακτά μόλις το 0,7% των ψήφων. Οι μεταφασίστες συνένωσαν σημαντική μερίδα της δεξιάς πτέρυγας της πρώην Χριστιανικής Δημοκρατίας και ο Φίνι, που βρίσκει σημαντική ανταπόκριση στη νεολαία, είναι εφεξής ένας από τους πλέον δημοφιλείς πολιτικούς. Αποκήρυξε επισήμως τις αρνητικές πλευρές του μουσσολινικού καθεστώτος: τη βία, τον ολοκληρωτισμό, τον εθνικισμό, το φυλετισμό, τον αντισημιτισμό και απέρριψε κάθε συνάφεια με τους Γερμανούς νεοναζί και ακροδεξιούς σχηματισμούς όπως το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο. Η «Συμμαχία», μέσα από κάποια ιδεολογική ασάφεια, αυτοπροσδιορίζεται ως ένα νομιμόφρον και δημοκρατικό δεξιό κόμμα, «καθαρό, λαϊκό και κοινωνικό» που υπερασπίζεται τις «πατριωτικές» αξίες ενός ενιαίου και κεντρικού κράτους, το οποίο οφείλει να ενσωματωθεί στην «Ευρώπη των Εθνών». Στο κατώφλι της τρίτης χιλιετίας, ο μεταφασισμός έχει γίνει πλέον αναπόσπαστο δεδομένο αυτού που οι Ιταλοί αποκαλούν «Β' Δημοκρατία».
143
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή - Ο φασισμός ενώπιον της ιστορίας
3
- Οι απαρχές του φασισμού 7 I. Από τον Καβούρ στον Τζιολίτι (1861-1914) 7 Π. Η επέμβαση. Ο πόλεμος. Η «ακρωτηριασμένη νίκη» (1915-1919) 21 ΚΕΦΑΛΑΊΟ 1
ΚΕΦΑΛΑΊΟ 2 - Η άνοδος του φασισμού (1919-1925) I. Μπενίτο Μουσολίνι II. Η γέννηση του φασισμού (1919-1921) III. Η κατάκτηση της εξουσίας και η εδραίωση του καθεστώτος (Οκτώβριος 1922 - Δεκέμβριος 1925) Τ Ο φασιστικό κράτος και οι επιτυχίες το.» καθεστώτος (1925-1936) I. Η εσωτερική εξέλιξη II. Ο αντιφασισμός. Εξόριστοι και συνωμότες III. Η εξωτερική πολιτική (1925-1936)
26 26 36
45
ΚΕΦΑΛΑΊΟ 3 -
Κεφάλαιο 4 - Παρακμή και πτώση του φασισμού (1937-1945) I. Η πορεία προς τον πόλεμο (1936-1940) II. Η Ιταλία σε πόλεμο III. Η ήττα. Η κατάρρευση του καθεστώτος (Ιούλιος 1943 - Απρίλιος 1945) Συμπέρασμα
55 56 82 88
100 100 113 120 138
144