ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΑ
Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ (Στη σκιά της Ακροναυπλίας) Εκδόσεις «Δωδώνη» Αθήνα — Γιάννινα 1986
Digitized by 10uk1s
...
131 downloads
1136 Views
2MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΑ
Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ (Στη σκιά της Ακροναυπλίας) Εκδόσεις «Δωδώνη» Αθήνα — Γιάννινα 1986
Digitized by 10uk1s
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το μεγάλο θέμα για τον πάσα αγωνιστή που θέλει να μιλήσει γραφτώς για τον Εμφύλιο, είναι να πει ποια ήταν η δική του γνώμη, η δική του η στάση: Ήτανε υπέρ ή κατά του Εμφύλιου; Ήτανε λάθος ή δεν ήτανε λάθος ο Εμφύλιος κι αν μπορούσε να μη γινόταν καθόλου Εμφύλιος. Γιατί βέβαια υπάρχει και κείνη η «απόφαση» της έχτης ολομέλειας που τόνε φέρνει σαν λάθος, και τούτο το γεγονός στέκεται ένα φοβερό ταμπού για τον όποιο αγωνιστή θελήσει να μιλήσει. Μια απόφαση όμως που βγάζει λάθος (έτσι εύκολα) ένα τέτοιο σύμβαμα κοινωνικό μπορεί να είναι η ίδια χίλιες φορές λαθεμένη... Εκείνη την εποχή δυο ως τρεις εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές της κατοχικής αντίστασης νογούσανε πιο πολύ με την ψυχή και το συναίστημα παρά με το λογικό. Ύστερα στην ψυχή του κάθε αγωνιστή έτρεχαν οι ανοιχτές πληγές από τις διπλές προδοσίες που βάραιναν τη ζωή του: Μας πρόδωσε ένα μέρος της αστικής τάξης με το βασιλιά κεφαλή καταργώντας το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας κι επιβάλλοντας τη φασιστική διχτατορία. Και πάλι μια μερίδα της ίδιας —της άρχουσας— τάξης συνεργάστηκε με τους καταχτητές ενάντια στην πατρίδα και τον αγωνιζόμενο λαό. ...Μας πρόδωσε και η δική μας ηγεσία με τις απανωτές υποχωρήσεις της ως που έδωσε την εξουσία στον αντίπαλο όταν κρατάγαμε ένοπλα ολόκληρη την Ελλάδα. Ύστερα μας πήγε στην επαίσχυντη προδοσία της Βάρκιζας όπου όμοιά της δεν έχει γνωρίσει η Ιστορία, αφού η ίδια η ηγεσία μας έβγαλε έξω από τις συνέπειες τον εαυτό της με τα περί ηθικής αυτουργίας τερτίπια κι άφηνε τις εκατοντάδες χιλιάδες τους αγωνιστές έκθετους, υποψήφιους του θανάτου της φυλακής και κάθε κατατρεγμού. Η κομμούνα του Παρισιού ξέσπασε και οι τότες σοφοί της πολιτικής την είπανε λάθος· αλλά τώρα πια ποιος νοιάζεται να την πει έτσι ή αλλιώς; είναι κατιτίς το όμορφο που το έκαναν οι άνθρωποι κυνηγώντας το ιδανικό της ισότητας και της αδερφοσύνης. Ελόγου μου σκέφτομαι πως τα τέτοια συμβάματα μοιάζουνε σαν και κείνους της φύσης τους χαλασμούς, που δεν τους κουβεντιάζομε για λάθος, ψάχνομε όμως να βρούμε τις αιτίες· και τις αιτίες γυρεύομε και σε τέτοιους κοινωνικούς χαλασμούς σαν που ο πιο μεγάλος απ' όλους είναι ο πόλεμος ο εμφύλιος. Στο βιβλίο μου τούτο που έρχεται ύστερ' από το «Χρονικό της Αντίστασης» και την «Ακροναυπλία», μιλάω -βασικά- αν έγκαιρα και σωστά οργανώθηκε ο εμφύλιος από τη μεριά τη δική μας και αν στη διεξαγωγή γινήκανε λάθη, και όχι τόσο αν ήτανε ή αν δεν ήτανε αυτός ο ίδιος λάθος. Αυτό ας μείνει έργο της Ιστορίας και του ιστορικού.
Ελόγου μου λοιπόν πρέπει να το πω όπως και στο «Χρονικό» αναφέρομαι: είχα τη γνώμη —όπως όλος ο στρατός του ΕΛΑΣ, όπως και η μεγάλη πλειοψηφία των μελών του ΚΚΕ— πως μετά από την ήττα μας στο «Δεκέμβρη» έπρεπε να συνεχίσομε τον αγώνα μας με τους Εγγλέζους στην ύπαιθρο Ελλάδα, όπου εμείς πλεονεχτούσαμε. Αν πετυχαίναμε μια συμφωνία τέτοια που να εξασφαλίζει το λαϊκό και κείνο το συμφέρον των αγωνιστών πηγαίναμε για συμφωνία· αλλιώς αγώνας κι όπου μας έφερναν τα όπλα. Μάλιστα αν θυμόσαστε από το «Χρονικό» και η γνώμη του Σιάντου αυτή ήταν, αλλά καθώς φαίνεται δεν είχε καταλάβει ο γέρος πως σ' ένα παπούτσι δυο πόδια δεν χωράνε και σύρθηκε στη «Βάρκιζα». Αλλά και μετά από τη «Βάρκιζα» που κιόλας η παραβίασή της από τη δεξιά άρχισε με φόνο αγωνιστή την ίδια μέρα της υπογραφής, είχα τη γνώμη κι αγωνιζόμουνα κιόλας να ξεθάψομε τα όπλα μας και καταγγέλλοντας το καταγέλαστο εκείνο κατασκεύασμα να καλέσομε τον ΕΛΑΣ σε μαζική εξέγερση, καθώς και τους στρατιώτες που ακόμα κατά μάζες οργανωμένα εξουσιάζαμε κι αγώνας ως τη νίκη για ως την ήττα. Digitized by 10uk1s
Όλα ετούτα βούλομαι να πω σε τούτο το βιβλίο μου.
Αν ο Εμφύλιος ήτανε «λάθος» φτάσαμε σ' αυτόνε ύστερ' από μια αλυσίδα μεγάλα -βαθμού προδοσίας- και μικρότερα λάθη της ηγεσίας του τόπου -της δικής μας και της αντίπαλης- καθώς και με τις επεμβάσεις, που ακριβώς αυτά ανοίξανε διάπλατα το δρόμο που ίσια οδηγούσε σ' αυτόν: Λάθος ξελάθος οι αγωνιστές δεν μπόραγαν να τον αποφύγουν. Κιόλας η δεξιά του βασιλιά και των Εγγλέζων τον είχε αρχινημένο. Κιόλας στα βουνά βρισκόταν χιλιάδες Ελασίτες με όπλα ή δίχως όπλα κι ο Άρης έπεφτε ύστερ' από μια επαίσχυντη αποκήρυξη από τις σφαίρες του αντίπαλου. Δεν έμενε λοιπόν παρά να οργανωθεί ο πόλεμος και ν' απαντήσομε έγκαιρα και όσο γινότανε σωστά. Μα δεν οργανώθηκε ούτε έγκαιρα ούτε σωστά. Αφήσαμε να περάσει τόσος χρόνος όσο είχε ανάγκη ο αντίπαλος να περάσει την κρίση όπου παράδερνε και να φτιάξει στρατό από τους στρατιώτες μας. Οι δικές μας δυνάμεις μέσα σε λίγους μήνες βγήκαν από την κρίση που μας έφερε η ήττα της μάχης του «Δεκέμβρη», και η Αυτοάμυνα που η οργάνωσή της άρχισε με το έμπα του 1946 είχε οργανωθεί και μέσα στο πρώτο τέταρτο του ίδιου χρόνου είχε φτιαχτεί ο μυστικός στρατός. Πέρα από το όριο αυτό οι δυνάμεις της Επανάστασης την κάθε ημέρα και στιγμή, χάνανε σε ηθικό, αριθμό και δύναμη. Ανεπαίστητα στην αρχή, με καλπασμό όσο περνούσε ο καιρός: Χιλιάδες που περίμεναν, αποτραβιότανε να οργανώσουν κάποιο νοικοκυριό και τη ζωή τους. Χιλιάδες στρατευότανε, κλεινότανε στα σύρματα και λυγούσαν. Άλλες χιλιάδες καταφεύγανε στο εξωτερικό κι άλλες στις πόλεις που τους λυγούσε το παζάρι. Ύστερα οι φυλακές, οι εξορίες. Κι από κοντά οι «εκκαθαρίσεις» κι οι «ανοικοδομήσεις» μέσα στο Κόμμα, για να σιγουρευτεί ο αρχηγός, κι ακολούθησε το διώξιμο των «δηλωσιών» που το κίνημα δεν έχανε μόνο χιλιάδες από έμπειρα στελέχη και μέλη του, μα πιο πολύ έχανε σε ηθικό, γιατί δειχνότανε αναξιόπιστο. Το διώξιμο πάλι των αγροτών κι η οργάνωση ξεχωριστού κόμματος στο ύπαιθρο, απογοήτεψε κι έδιωξε ένα μεγάλο μέρος των στελεχών και των μελών μας στο ύπαιθρο κι έσπασε τη συνοχή και το ηθικό το δικό τους και του κινήματος. Κι ο σεχταρισμός της ηγεσίας μας δεν έλεγε κάπου να σταματήσει: Οι χιλιάδες αξιωματικοί μόνιμοι και έφεδροι που οδήγησαν τον ΕΛΑΣ, είναι επιζήμιοι για το κίνημα —εχτός από εξαιρέσεις— κι ο ΕΛΑΣ ολόκληρος μπήκε σε αμφισβήτηση και κατηγόρια από τον αρχηγό και το στενό περιβάλλον του που αποφάσιζε για τη μοίρα του λαϊκού κινήματος. Από την άλλη μεριά, οι αντίπαλες δυνάμεις, που παρά τους Εγγλέζους και τα λιγοστά οικονομικά και μέσα πολέμου που τους φέρναν, βρισκότανε σε μια τρομερή αδυναμία να οργανώσουνε στρατό, σώματα ασφάλειας και κρατική μηχανή, αυτή η παράταση, αυτός ο χρόνος που έφθειρε και λίγανε τις δικές μας δυνάμεις, χρησίμεψε και ήταν «θείο δώρο» γι' αυτούς. Τον ίδιο καιρό δηλαδή που οι δικές μας δυνάμεις πέφτανε και χανόταν, αυτές του αντίπαλου αυγάταιναν. Έτσι είχαμε πτώση και άνοδο στο απόλυτο και στο σχετικό: (Πτώση στις δικές μας, άνοδο στου αντίπαλου). Κι όσο ο καιρός περνούσε τόσο και ο ρυθμός επιταχυνότανε και τόσο μας ζύγωνε προς την αμερικάνικη επέμβαση που για τα πρώτα χρόνια (1945 ως και το μισό του 1946) ήτανε αδιανόητη. Είναι ακόμα το πολυσυζητημένο θέμα ότι οι Εγγλέζοι θέλανε μια ανταρσία για να μας τσακίσουνε πιο εύκολα και μας προγκούσαν προς τα εκεί. Το πρώτο βέβαια είναι σωστό, αλλά δεν είναι και το δεύτερο. Οι Εγγλέζοι στην αδυναμία τους να τσακίσουν το κίνημά μας και όπως πιεζόταν από το λαό τους, ακόμα και από μέρος του κοινοβουλίου, να τερματίσουν την επέμβασή τους στην Ελλάδα, δεν έβλεπαν άλλη λύση παρά τη λύση του εμφύλιου που θα τον κέρδιζαν ή και θα τον έχαναν. Και πάλι στον εμφύλιο έβλεπαν να παρασύρουν τους Αμερικάνους να πάρουν αυτοί τις ευθύνες του. Πέτυχαν οι Εγγλέζοι, γιατί εμείς τους δώσαμε το χρόνο που τους χρειαζόταν. Η επανάσταση και ο πόλεμος για τον κάθε αντίπαλο έχει την ώρα του. Εμείς τη χάσαμε την ώρα μας και βοηθήσαμε τον αντίπαλο να Digitized by 10uk1s
βρει τη δική του ώρα και στιγμή. Πιστεύω πως στην εξιστόρηση των γεγονότων στις σελίδες τούτου μου του βιβλίου να πέσει ένα ελάχιστο φως στα ερωτήματα που επίμονα επί ένα τέταρτο του αιώνα παιδεύουνε τον Ελληνικό λαό. Και πρέπει να πω πως έχω την πλήρη επίγνωση πως γράφοντας βιβλίο μιλάω με τον ίδιο τον Ελληνικό λαό που η πείρα και ο ίδιος μ' έχει διδάξει να σέβομαι τη γνώση και την κρίση του. ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Έτσι όπως καταλεπτώς τα καταγράφω στον προηγούμενο τόμο γινήκανε τα περιστατικά και φτάσαμε στην παράδοση των όπλων μας στους Εγγλέζους. Και να τώρα που βρεθήκαμε στη Λάρισα με τον Μπουκουβάλα δίχως άλογα, στρατιώτες και όπλα. Κι η πολιτεία ήτανε όχι όπως την ημέρα που μπήκαμε νικητές —λεύτερη μέσα σε παραλήρημα— μα μουντή και τρομαγμένη. Κρύψαμε το αρχείο της ταξιαρχίας ιππικού, το ατομικό μας αρχείο και τον ατομικό μας οπλισμό. Την άλλη μέρα βγήκαμε για να γνωρίσω την πολιτεία και να μάθω τους δρόμους. Εκείνα τα χρόνια τη Λάρισα τη λέγανε «Μεγάλο Χωριό». Αν κρίνει κανείς απ' τους χωματένιους δρόμους, τις πλιθόχτιστες χαμοκέλες τη φιλοξενία των ανθρώπων και τ' άλλα τα παλαιικά εθίματά της, τόντις μεγάλο χωριό θα την έλεγε. Κάνα-δυο ασφαλτόδρομοι την κόβανε κάνοντάς την κομμάτια κι αφήνοντας κατά το κέντρο της μια γυμνή ασφαλτοστρωμένη πλατεία. Λίγα δημόσια χτήρια, λίγες πέτρινες πολύπατες οικοδομές γύρω απ' το πλάτωμα και τους ασφαλτόδρομους, την έκαναν να μοιάζει με πόλη της εποχής εκείνης. Πήγαμε πρώτα στα γραφεία της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΕ, για το Νομό της Λάρισας. Ήταν μια δίπατη οικοδομή που στη μετώπη της κρεμότανε μια κατακόκκινη μεταξωτή σημαία, μεγάλη τέσσερα επί τέσσερα μέτρα μ' ένα χρυσαφένιο σφυροδρέπανο στη μια γωνιά της. Γραμματέας της επιτροπής ήταν ο Νίκος Μαντηλάς, ακροναυπλιώτης, και καλός φίλος μου. Μας καλωσόρισαν εγκάρδια και κανονίστηκε όσες μέρες θα έμενα στη Λάρισα να σιτούμαι στη λέσχη της Περιφερειακής. Στα γραφεία της Περιοχής Θεσσαλίας που στεγαζότανε σε ένα μικρό δίπατο σπίτι με δίχως σημαία ή κανένα άλλο γνώρισμα εξωτερικό, βρήκαμε το γραμματέα της περιοχής, Βασίλη Κοτσαύρα. Σε λίγο ήρθε κι ο Κώστας ο Λουλές δεύτερος γραμματέας, κι αυτός μας κατατόπισε για τα πολιτικά νέα. Εμείς πάλι κάναμε μια σύντομη προφορική έκθεση, για την παράδοση του οπλισμού της μονάδας στους Εγγλέζους. Για απόκρυψη όπλων και τα τέτοια δε μιλήσαμε μείς· δε μας ρωτήσανε και κείνοι. Κιόλας πριν να στεγνώσει το μελάνι της συμφωνίας της Βάρκιζας όπως μας ανακοίνωσαν οι σύντροφοι της περιοχής, είχε αρχίσει η παραβίασή της. Οι δοσίλογοι είχαν σηκώσει κεφάλι. Συλλήψεις, ξυλοδαρμοί, και φόνοι μεταδόθηκε πως γινότανε στην πρωτεύουσα και σ' άλλες περιοχές. Ένας φόνος είχε γίνει στην Αθήνα την ίδια εκείνη μέρα με την υπογραφή της συμφωνίας. Στην Θεσσαλία που μόλις δενόταν κάποια αδύναμη κρατική εξουσία, είχαμε ακόμη τη λαϊκή τάξη, που είχε επιβάλει το ΕΑΜ, με την απελευτέρωσή της. Ο σύντροφος Κοτσαύρας μου ανακοίνωσε ότι είχαν αποφασίσει να παραμείνω στην κομματική οργάνωση της Θεσσαλίας. Παρ' ότι επιθυμούσα να δω τους δικούς και τους φίλους μου, μετά από εννιά χρόνια ξενιτεμό και να δουλέψω στην οργάνωση της Κρήτης, χάρηκα που θα έμενα στη Θεσσαλία. Και πρέπει αμέσως να εξηγηθώ: Ολόκληρος ο ΕΛΑΣ, οι αντάρτες, τα πολιτικά στελέχη του, οι καπεταναίοι, οι έφεδροι αξιωματικοί και οι πιο πολλοί από τους μόνιμους, πιστεύαμε, —αφού δεν πιστεύαμε ότι η συμφωνία της Βάρκιζας με τους δοσίλογους και τους φασίστες που ανάστησαν οι Άγγλοι, θα τηρηθεί— ότι γρήγορα θα παίρναμε ξανά τα όπλα, καταγγέλοντας αυτή τη συμφωνία που με την υπογραφή της άρχιζε και η παραβίασή της εναντίον μας. Νομίζω ότι πιο πολύ απ' όλο το κίνημα αντίστασης, το ένοπλό του κομμάτι —τώρα αφοπλισμένο— ο ΕΛΑΣ, ένιωθε στο κορμί της Ελλάδας τα νύχια του νικημένου φασισμού. Τώρα με την απόφαση της Περιοχής Θεσσαλίας να με κρατήσει στη Λάρισα άρχισα να υποψιάζομαι ότι και η ηγεσία σκεφτόταν το ίδιο Digitized by 10uk1s
με μας τους αντάρτες. Πηγαίνοντας ύστερα για να επισκεφτούμε τα γραφεία της ΕΠΟΝ Περιοχής Θεσσαλίας που στεγάζονταν σε μια από τις πιο μεγάλες και μοντέρνες οικοδομές της Λάρισας, που την οροφή της σκέπαζαν τρεις πελώριες συμμαχικές σημαίες και η Ελληνική, συναντήσαμε τον ακροναυπλιώτη Γιάννη Λιανά, πολιτικό αντιπρόσωπο της Ανώτερης Διοίκησης Πολιτοφυλακής Θεσσαλίας, και μας προσκάλεσε να πάμε μαζί του στη Διοίκηση για να παρακολουθήσομε την ... τελετή της «παράδοσης των όπλων». Κακοδιατέθηκα αμέσως. Όταν φτάσαμε στο ισόγειο του χτήριου είδαμε καμιά πενηνταριά ένοπλους πολιτοφύλακες και βαθμοφόρους, αλλά δε θυμάμαι άλλο εξόν ότι ένας αξιωματικός, που ίσως ήταν ο Στρατηγός Ανώτερος διοικητής, έβγαλε ένα μικρό λόγο κι αμέσως οι πολιτοφύλακες έκαναν μια γραμμή και πλησιάζοντας σε μια γωνιά της αίθουσας που κάπνιζαν τις πίπες τους δύο Εγγλέζοι και κρατώντας το όπλο τους από την κάννη, βροντούσαν πλαγιαστά τον υποκόπανο κι έλεγαν ετούτο το τροπάρι: «Αφήνω το όπλο μου και ορκίζομαι ν' αγωνιστώ με πολιτικά μέσα για τη Δημοκρατία και την ομαλή πολιτική εξέλιξη στην πατρίδα μου». Δεν άντεξα σ' αυτή τη θλιβερή ιεροτελεστία που έμοιαζε να ήταν η κηδεία των όπλων μας κι έφυγα βιαστικός για τη λέσχη της ΕΠΟΝ.
Μια που θα έμενα στη Θεσσαλία και θα δούλευα τώρα σε πολιτική οργάνωση, έπρεπε να κατατοπιστώ στα οργανωτικά του Κόμματος καθώς και των άλλων οργανώσεων. Με βρήκε λοιπόν ο πιο μικρός αδερφός του συντρόφου Κ. Λουλέ, ο Αγησίλαος, και μ' αυτόν πήγαινα στις συνεδριάσεις της Περιφερειακής και της Αχτιδικής Επιτροπής και κάμποσες φορές πήγαμε και σε συνελεύσεις των οργανώσεων της Βάσης (Κ.Ο.Β.). Παρακολουθούσα όλη τη δουλειά, κατατοπιζόμουνα κι απ' τον Αγησίλαο σ' ότι δεν καταλάβαινα. Είναι ο πρώτος μήνας μετά τη Βάρκιζα. Τα μέλη του Κόμματος έχουν απογοητευτεί, μουδιάσει, φοβηθεί. Η τρομοκρατία από μέρα σε μέρα δυναμώνει παντού. Η αντίδραση της Λάρισας είναι αδύναμη, ανίκανη για τίποτε άλλο, δείχνει τα δόντια της. Ζητάει από την κυβέρνηση να της στείλει ένα τάγμα στρατό, απ' αυτούς πούχουνε πάρει το παρατσούκλι «μπουραντάδες» που σπέρνουνε τον τρόμο όπου διαβαίνουν. Στο μεταξύ οι αντάρτες και τα στελέχη του ΕΛΑΣ μπαίνουνε στις πολιτικές οργανώσεις, δίνουνε νέο αίμα με το ηθικό τους το καλύτερο, σταματάνε το κατρακύλισμα των οργανώσεων, μα τον ίδιο καιρό ακούγεται ότι ένας ληστοσυμμορίτης ο Σούρλας, με φουσάτο από καβαλλάρηδες, κατά τη μεριά των Φαρσάλων, σκοτώνει, τρομοκρατεί, αρπάζει το βιος του κόσμου και βιάζει γυναίκες. Κιόλας έχουνε καταφύγει στη Λάρισα οι πρώτες εκατοντάδες αγωνιστές για να σωθούνε απ' το μαχαίρι του. Και κατά τα Τρίκαλα βγαίνει άλλη συμμορία, με αρχηγό κάποιο Τσαντούλα. Αυτουνού μάλιστα πιάστηκε μια επιστολή που καλούσε κάτι κακοποιούς να καταταχτούνε στη συμμορία του. «Να ρθείτε βρε μανίτσα μ' για να διούμε πως θα ξεκάνουμ' αυτουνούς τους παλιοελασίτες», έγραφε στη γραφή του. Είναι σφραγισμένη με ξύλινη κακότεχνη σφραγίδα που λέει: «Τάγμα Βασιλέως Γεωργίου του 2ου». Στις Εαμικές εφημερίδες της Λάρισας, όπως και στο κεντρικό όργανο του ΚΚΕ το «Ριζοσπάστη», γράφονται άρθρα, γίνονται καταγγελίες για συλλήψεις, ξυλοδαρμούς και δολοφονίες απ' τις συμμορίες του βασιλιά στο ύπαιθρο, τους παρακρατικούς της Χ και τη Χωροφυλακή. Γίνονται διαμαρτυρίες από επιτροπές, μα η τρομοκρατία όλο και δυναμώνει. Οπλισμένη τώρα η δεξιά, ενωμένη με τους κάθε λογής δοσίλογους συνεργάτες των Γερμανών, με την κάλυψη και τη βοήθεια των Εγγλέζων, που αυτοί πάλι βιάζονται ν' αναστήσουνε στην Ελλάδα δική τους κατάσταση, έχει ματώσει τα νύχια της στο σώμα της Αριστεράς, που παρ' ότι τώρα δεν έχει στρατό, τρέμει τον όγκο της, τη συνοχή και την ενότητά της. Ο ΕΛΑΣ αφοπλισμένος και διαλυμένος, κρατάει μια συνοχή. Καπεταναίοι πιέζουν την κομματική οργάνωση της Θεσσαλίας να δώσει την άδεια να συγκροτηθεί μυστικά και γρήγορα μια δύναμη, να Digitized by 10uk1s
βαρέσει αιφνιδιαστικά και να εξοντώσει τη συμμορία του Σούρλα και πάλι να διαλυθεί. Η κομματική οργάνωση της Θεσσαλίας στην αρχή δε λέει ούτε ναι ούτε όχι, στο τέλος τρομοκρατούνται από το κέντρο, απαγορεύει ακόμα και συζήτηση να γίνεται. Αποφασίζεται από λίγους καπεταναίους να γίνει κρυφά η οργάνωση της ένοπλης δύναμης, κάτι ξεκίνησε, μα υπάρχουνε πολλοί δισταγμοί γιατί η ενότητα των κομματικών οργανώσεων είναι αράιστη και δεν θα τους δινόταν υποστήριξη. Στο μεταξύ ψιθυρίζεται η απειθαρχία του Άρη κι οι διαφωνίες του για τη συμφωνία της Βάρκιζας. Ακόμα ότι ο Μπελής βρίσκεται στα βουνά της Ρούμελης με μια ομάδα από δέκα οπλισμένους Ελασίτες, αλλά ότι δέχτηκε να κρύβεται μαζί με την ομάδα του δίχως καμιά ένοπλη δράση. (Αυτός ο συμβιβασμός γίνηκε μεταξύ Μπελή και κομματικής οργάνωσης Στερεάς). Έτσι από αιτία αυτές τις απειθαρχίες του Μπελή και του καπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη, το Κόμμα και οι οργανώσεις του πήρανε αυστηρά μέτρα: Στις οργανώσεις βάσης, σε συνεδριάσεις συζητήθηκε το πόσο οι κομμουνιστές πρέπει να τηρούνε τις συμφωνίες και την υπογραφή τους και στιγματίστηκαν εκείνοι οι κομμουνιστές που στην πράξη δεν τηρούνε τη Βάρκιζα, δηλαδή εκείνοι που δουλεύουνε κατά του ξανανάμματος του ένοπλου αγώνα. Χτυπιότανε όλοι εκείνοι οι σύντροφοι που δεν πειθαρχήσανε και έμμεσα εκείνοι που πειθαρχήσανε,αλλά εξακολουθούσαν να διαφωνούνε. Πιο πέρα συζητιόταν η ενότητα όλων των δημοκρατικών δυνάμεων και το «τσάκισμα της τρομοκρατίας με τη μαζική λαϊκή πάλη». Ωστόσο τα μέλη του Κόμματος που δούλευαν μέσα στη μάζα του λαού, δυσκολευότανε από την κάθε λογής τρομοκρατία —απ' του Σούρλα το χατζάρι ως τις χειροπέδες και το βούρδουλα του χωροφύλακα, να κάνουνε αυτή τη πολιτική του Κόμματος πράξη. Η μεγάλη πλειοψηφία του λαού, που γι' αυτήν ίσα-ίσα οργανώθηκε η τρομοκρατία, πάλευε, μα η πάλη της αχρηστευόταν, γιατί ήταν αγώνας άνισος. Ο ένας έχει νόμους, φυλακές και κάθε λογής όπλα, απ' έξω υποστήριξη, ο άλλος ένα γυμνό στήθος, να δέχεται χτυπήματα. Για μας, τα μισομορφωμένα στελέχη του κινήματος, την πολιτική μας αυτή —πολιτική της πλάτης— δεν την βλέπαμε σωστή αν και λόγω αρχής, την υπερασπιζόμαστε δίχως καμιά φανερή επιφύλαξη. Νιώθαμε νάρχεται σε αντίθεση, εχτός από την πράξη και με τη θεωρία, με εκείνο το τσιτάτο που το εχτιμούσαμε σαν τη ψυχή του μαρξισμού: Το όπλο της κριτικής, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική του όπλου. Μ' άλλα λόγια: Έχεις τα χίλια δίκια κι η πολιτική σου κέρδισε τα μιλιούνια του λαού, απογύμνωσες από τη λαϊκή μάζα τους αντίπαλους και γίνηκες πλειοψηφία. Ο αντίπαλος όμως έχοντας τα όπλα στα χέρια του επιβάλλεται, όταν εσύ στερηθείς από αυτή τη δύναμη. Αυτό ακριβώς συνέβαινε εκείνη την εποχή στην Ελλάδα: Οι Εγγλέζοι που μας αφόπλισαν, όπλιζαν τώρα με κείνα τα όπλα μας τις συμμορίες του βασιλιά, που συγκροτούνταν στο ύπαιθρο και στις πόλεις απ' όλο το κατακάθι της κοινωνίας, όπως στον αιώνα τον άπαντα γίνεται με τους μιστοφόρους, μια που δεν ήταν αρκετή —δεν βόλευε κιόλας νομικά— η επίσημη κρατική δύναμη. Και αυτό ακριβώς γινόταν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα: Οι Εγγλέζοι θεωρήσανε σαν πρώτη φάση της πολιτικής τους, ότι κατάφεραν να μας πάρουν τα όπλα με κείνη τη συμφωνία της Βάρκιζας. Η δεύτερη φάση ήτανε τούτη που αναπτυσσόταν τώρα, με την τρομοκρατία και τις άλλες λογιώ-λογιώ πιέσεις, για ν' αναγκάσουνε τη μάζα του λαού σε υποταγή, να γυρίσει ξανά στη στρούγγα τους, εγκαταλείποντας την ηγεσία του ΚΚΕ και το ΕΑΜ που κατά την πιο δύσκολη περίοδο του Έθνους, τη φασιστική κατοχή, τον οδήγησε σε νικηφόρους αγώνες για την απελευτέρωση της πατρίδας και μαζί της έκανε τα πιο όμορφα όνειρα του κόσμου. Μα ήτανε η θέληση των αντιπάλων μας πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί. Ακόμα κι αν υποθέσομε ότι το ΕAM και το ΚΚΕ έδινε μια τέτοια εντολή στους οπαδούς του, να σκύψουν το σβέρκο στου συμμορίτη το χατζάρι, για το λόγο ότι δεν θα δεχόταν και δε θα πειθαρχούσαν. Και το ίδιο δύσκολο ήταν στη δεξιά ν' αφήσει να στέκει στα πόδια του κι ας ήταν άοπλος, ένα τέρας αντίπαλος, γιατί κάποτε θα τη συνέτριβε. Εδώ πούχαμε φτάσει με το χάσιμο της εξουσίας στην απελευτέρωση, αυτή η υπερτροφία του κινήματός μας, μια που η ηγεσία μας δεν μπορούσε να πετύχει μια συνύπαρξη με τη δεξιά, όπως ας πούμε στη Γαλλία και την Ιταλία, γιατί ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν εμπόδιο, η υπερτροφία αυτή, ο γιγαντισμός, γίνηκε για την Ελλάδα από ευλογία στην κατοχή κατάρα. Από την ίδια την εξέλιξη της πολιτικής της τελευταίας δεκαετίας —μπορεί κι απ' όλη τη περίοδο του ελεύθερου εθνικού μας βίου— μπήκε τώρα το πρόβλημα: ποιος-ποιον. Στην εξουσία η δεξιά, οι δοσίλογοι με το βασιλιά και τους Εγγλέζους, για οι κομμουνιστές με το ΕΑΜ πούχε συγκεντρώσει στις γραμμές του την πλειοψηφία του λαού; 1 Digitized by 10uk1s
Μα ας ξανάρθαμε στη Θεσσαλία. Δεν χρειάστηκε να πάρω μέρος σε πολλές συνεδριάσεις για να κατατοπιστώ στα οργανωτικά για την πολιτική του Κόμματος και του ΕΑΜ μέσες άκρες την ήξερα: Ομαλή, δημοκρατική εξέλιξη στον τόπο. Εκλογές με αναλογική. Πιο πέρα ο γραμματέας μας ο Σιάντος είχε μιλήσει για ενότητα όλων των δημοκρατικών δυνάμεων, σ' ένα πανδημοκρατικό μέτωπο: για το τσάκισμα της τρομοκρατίας, για τη ματαίωση της παλιννόστησης της μοναρχίας. Τοποθετήθηκα λοιπόν για να βοηθήσω κι εγώ με τις φτωχές μου δυνάμεις σε μια αγροτική Αχτίδα, πούχε την έδρα της στη Ραψάνη του Ολύμπου. Και να με ένα απόγεμα, όρθιο πάνω σ' ένα ξεσκέπαστο φορτηγό καμιόνι, από κείνα πούχαμε πάρει λάφυρα τον καιρό του αγώνα, να ταξιδεύω για το Δερελί, χωριό στα ριζά του Ολύμπου. Απ' εκεί τέσσερις ώρες ανηφοριά ως τη Ραψάνη θ' ανέβαινα την επόμενη μέρα με τα πόδια. Είχα ευχαριστηθεί με την τοποθέτησή μου αυτή, γιατί στη Λάρισα δεν ένιωθα και τόσο καλά. Τις πρώτες μέρες έμενα και με περιποιόταν του Μπουκουβάλα η μητέρα. Ύστερα όμως άλλαξα κατοικία και ζούσα τη ζωή του παράνομου. Όταν φτάσαμε στο Δερελί, κοιτούσα ποιον θα ρωτούσα για να μου δείξει τον κομματικό υπεύθυνο του χωριού. Ήρθε όμως ένας νεολαίος, μου πήρε τη βαλίτσα από το χέρι και μου είπε: «έλα μαζί μου». Μπήκαμε σ' ένα μαγαζί που είδα πως ήταν ραφείο και πως ο νεολαίος ήτανε ράφτης. Πίνοντας ένα καφέ είπα στο ράφτη ότι θέλω να μου βρει τον υπεύθυνο της Κ.Ο.Β. του χωριού. «Το ξέρω πως θέλεις αυτόν» μου είπε, «αλλά θα τον βρούμε το πρωί. Τώρα είσαι κουρασμένος, θα πάμε στο σπίτι, που θα ευχαριστηθεί πολύ ο πατέρας μου να σε γνωρίσει, να γνωρίσει έναν από σας που τόσες φορές του έχω μιλήσει». «Ναι αλλά που με ξέρεις;» τον ρώτησα. «Έχω κάνει στο στρατόπεδο της Λάρισας» μου είπε. «Με είδες εκεί;» «Όχι! Ήταν όμως πολλοί ακροναυπλιώτες και μέσα σ' ένα εκατομμύριο να δω έναν από σας θα τον γνωρίσω». Το βράδυ πήγαμε στο σπίτι του που ήταν έξω απ' το χωριό. Είχε νέους γονείς και δύο αδερφές. Ήταν μια ζηλευτή οικογένεια. Απ' όλους πιο θερμός άνθρωπος ήταν ο πατέρας κι η ανθρωπιά έσταζε απ' την κάθε του λέξη. Όπως γινότανε εκείνη την εποχή η οικογένεια θεώρησε τιμή της ότι φιλοξένησε έναν ακροναυπλιώτη. Εμένα παίδευε το μυαλό μου να βρω τι το ξεχωριστό είχαμε και μας γνώριζε ο κόσμος από μακριά, γιατί παρ' όλη την προσπάθειά μου, δεν κατάφερα να βοηθήσω το νεολαίο να μου πει άλλο εξόν: «Να, όταν κατέβηκες από το αυτοκίνητο και κοιτούσες ένα γύρω, τους ανθρώπους ... από την καλοσύνη...», μα πάλι πρόστεσε: «δεν ξέρω ακριβώς, μα σας γνωρίζω». Και για λίγα ακόμα χρόνια ο κόσμος θα μας ξεχωρίζει, θα νιώθει και τιμή να μας περιποιείται, να θυσιάζεται για μας και να πιστεύει ότι στο τέλος θα τον οδηγήσομε σωστά...
Το Δερελί είναι ένα όμορφο χωριό, κολλημένο κατά το νοτιά στα πόδια του Ολύμπου. Εδώ στ' απάνεμα το κλίμα είναι γλυκό. Ζει και είναι θαλερή η ελιά κι η πορτοκαλιά κι αυτή την εποχή μοσκοβολούσε ο τόπος τις μυρουδιές των ξυνόδεντρων, που τα κλωνιά τους έγερναν φορτωμένα ανθούς. Ο κόσμος ζούσε αμέριμνος, η τρομοκρατία δεν είχε φτάσει ακόμα ως εδώ. Στη μεγάλη του πλειοψηφία το χωριό ήταν Εαμικό κι είχε δώσει διακόσιους πενήντα αντάρτες στον ΕΛΑΣ. Γραμματέας της οργάνωσης ήταν ένας νεαρός βιοτέχνης που με τον πηλό έφτιαχνε λογιώ-λογιώ χρειαζούμενα για τ' αγροτόσπιτα. Μούκανε καλή εντύπωση κι έδωσε πολύ θάρρος σε μένα του Δερελιού η οργάνωση, που κι αυτή ήταν στη δύναμη της Αχτίδας της Ραψάνης. Κάθισα είκοσι τέσσερις ώρες να κατατοπιστώ και να γνωρίσω την επιτροπή. Την επομένη ανέβηκα στη Ραψάνη, Digitized by 10uk1s
πούναι χτισμένη ψηλά στα οχτακόσια υψόμετρο, σε μια πλαγιά του Ολύμπου, νοτιοανατολικά, κατά τη μεριά πάνω από τα Τέμπη. Απέναντι του χωριού στέκεται ο Κίσσαβος με τα ιστορικά Αμπελάκια σε μια από τις πλαγιές του, και βορειοανατολικά ανοίγεται η θάλασσα του Θερμαϊκού. Χωρίς άλλο η Ραψάνη είναι χτισμένη σε μια τοποθεσία όμορφη κι ένα γύρω οι γυμνές πλαγιές της είναι χωματερές. Κατοίκους είχε τότε τρεις με τρισήμιση χιλιάδες που ζούσαν το πιο πολύ απ' τις διανομές του σιταριού που οι «σύμμαχοί» μας Εγγλέζοι φρόντισαν να εφοδιάσουν το μεταδεκεμβριανό κράτος και από τα μεροκάματα δουλεύοντας στα πλούσια χωριά του κάμπου. Η κωμόπολη είχε στερηθεί τα τελευταία χρόνια το μοναδικό σχεδόν εισόδημά της, το κρασί, που ήταν ονομαστό, ξεχώριζε από το κοκκινωπό του χρώμα και τροφοδοτούσε τη Λάρισα και άλλα κέντρα του Θεσσαλικού κάμπου. Είχαν καταστραφεί τ' αμπέλια της ως το τελευταίο κλίμα, που πριν λίγα χρόνια σκέπαζαν, σε δεκάδες χιλιάδες στρέμματα τις γυμνές τώρα πλαγιές του. Τάχε φάει η φυλλοξήρα. Δυστυχούσε λοιπόν η Ραψάνη. Όσο κρατούσε ο Εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας με τον ενθουσιασμό και τις ελπίδες του, οι στερήσεις ήταν υποφερτές κι ακόμα λίγες φαινόταν. Ύστερα ένα μέρος του πληθυσμού υπηρετούσε στον ΕΛΑΣ. Η Ραψάνη είχε δώσει πάνω από τετρακόσιους αντάρτες κι εδώ ήταν η έδρα ενός τάγματος σαμποτέρ, που οι Εγγλέζοι το εφοδίαζαν με άφθονα μέσα και με πολλά τρόφιμα και ιματισμό. Κάμποσοι δούλευαν στις επιμελητείες και σ' άλλες δουλειές του αγώνα κι ικανοποιούνταν τρώγοντας λίγο συσσίτιο. Τώρα όμως έπρεπε να οργανώσει τη ζωή και το νοικοκυριό του ο κάθε αγωνιστής κι ο κάθε οικογενειάρχης. Εκείνη την ίδια μέρα που έφτασα, το βράδυ συνεδρίασε η Αχτιδική Επιτροπή για να γνωριστώ με τους συνεργάτες μου, και να πάρω την πρώτη ιδέα για τα ζητήματα της Αχτίδας. Γραμματέας ήταν ο Κώστας Μπαστάκας, Ραψανιώτης, παιδί με τελειωμένο το Γυμνάσιο, ως είκοσι χρονών, που αυτουνού τη θέση θα έπαιρνα γιατ' είχε ζητήσει αντικατάσταση, ότι ήθελε να σπουδάσει. Δεύτερος γραμματέας ήταν ο Κ. Ξυνός (ψευδώνυμο) που κι αυτός ζήτησε να φύγει για σπουδές. Ακόμα ένα μέλος της Α.Ε. που ήταν μια κοπέλα, ως είκοσι χρονών κι αυτή, ξένη από τη Ραψάνη, όπως κι ο Ξυνός, θα έφευγε και κείνη για τον τόπο της, επειδή το απαίτησαν οι γονιοί της. Τα δυο άλλα μέλη του γραφείου της επιτροπής ήτανε ντόπιοι αγρότες. Κάνοντας λόγο στη ομιλία του ο γραμματέας για το ηθικό του λαού των χωριών της Αχτίδας είπε ότι ήτανε άριστο, έξω από τη Ραψάνη, που επειδή είχε σκάσει στο κέντρο του χωριού ένα μπουρλότο με κρότο μεγάλο, ο κόσμος ζούσε σ' έναν φανταστικό φόβο. Ύστερα ένας Ραψανιώτης ο «Ταμπούρης» (Μπαλιάκας Αναστάσιος τ' όνομά του) στέλεχος του ΕΛΑΣ μα στην πραγματικότητα πράχτορας των Εγγλέζων, είχε ανατινάξει μια αποθήκη δυναμίτες που αυτός είχε και την ευθύνη της απόκρυψης, πέρασε στην «παρανομία» και ενεργούσε να συγκροτήσει συμμορία φοβερίζοντας να εξοντώσει την Αριστερά αλλά για τότες κανένας δε νοιαζόταν για το λόγο ότι ο Ταμπούρης ήταν πολύ δειλός. Εκείνο όμως που κατάλαβα τις επόμενες πρώτες μέρες μου στη Ραψάνη, ήταν ότι οι πιο πολύ τρομοκρατημένοι ήταν τα μέλη της αχτιδικής επιτροπής που αυτοί έπρεπε να οργανώσουν την αντιτρομοκρατική πάλη. Δεν είχανε προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση που μας είχε φέρει η Βάρκιζα. Πρώτα τους προστάτευε του αντάρτη το ντουφέκι, ήτανε όμως κι άλλοι λόγοι, όπως η ηλικία τους, το ότι τα δυο μέλη ήταν ξένοι και λίγο η κοινωνική προέλευσή τους· γιατί δεν είχε συμβεί στην περιφέρεια άλλη πράξη τρομοκρατίας, εξόν από το βαρελότο που έριξε ο Ταμπούρης. Πρέπει όμως να πω ακόμη ότι αυτόνε τον καιρό, περνούσε όλο το κίνημά μας μια κρίση, το πρώτο μούδιασμα μετά την παράδοση των όπλων.
Τα χωριά της Αχτίδας του Ολύμπου κράταγαν από το Τσάγεζι και το Λασποχώρι, που αυτά είναι στην απέναντι μεριά του Πηνειού, πίσω από τον Κίσσαβο, κι έφταναν ως την Καρυά, κατά τη μεριά της Ελασσώνας. Κάθε χωριό είχε από μια κομματική οργάνωση βάσης (Κ.Ο.Β.) και την οργάνωση της ΕΠΟΝ. Το ΕΑΜ μετά τη Βάρκιζα πήγε να γίνει συνασπισμός των κομμάτων που το είχαν ιδρύσει. Αυτή η αλλαγή είχε φέρει μια χαλάρωση στις έξω από το ΚΚΕ δυνάμεις. Digitized by 10uk1s
Μετά τρεις ή τέσσερις ημέρες δινόταν ένα ποδοσφαιρικό φιλικό ματς, ανάμεσα στη Ραψάνη και το Λασποχώρι (Κάλιο το νέο του όνομα). Εκεί γνώρισα πολλά στελέχη των οργανώσεων της Αχτίδας κι ευχαριστήθηκα από τη νεολαία που είχε συγκεντρωθεί να παρακολουθήσει το ποδόσφαιρο. Στο σύνολό τους τα παιδιά δεν είχαν αντιθέσεις και μόνη τους επιθυμία αυτόνε τον καιρό, ήταν να φτάσει ο τόπος ειρηνικά σε μια δημοκρατική διακυβέρνηση. Εδώ είχαν έρθει πολλοί νεολαίοι δεξιοί, από τον Πυργετό, χωριό πλούσιο έξω από τα Τέμπη, το μόνο της περιφέρειας της Αχτίδας του Ολύμπου που η πλειοψηφία του ανήκε στη δεξιά. Στο κέντρο της πολιτικής μας, όπως έχω πει, ήταν να συγκεντρωθούν όλες οι αντιμοναρχικές δυνάμεις σ' ένα μέτωπο πάλης κατά της παλιννόστησης της μοναρχίας. Πρέπει να πω ότι οι δεξιοί δημοκράτες της Ραψάνης —αυτό λίγο ως πολύ γινότανε και σ' όλη την Ελλάδα— δε δεχότανε καμιά συνεργασία μαζί μας. Προτιμούσαν την παλιννόστηση του βασιλιά παρά το μέτωπο με μας. Τους τρόμαζε ο όγκος και η αξιοσύνη η δική μας και φοβόταν την επικράτησή μας. Θυμάμαι ότι έθεσα ζήτημα στην Αχτιδική Επιτροπή, ν' αρχίσει μια κίνηση για ένα συνεταιρισμό του χωριού, με μοναδικό σκοπό τη δημιουργία ενός φυτώριου από λίγα εκατομμύρια άγρια κλίματα, που θα μπολιαζόταν, για να ξαναφυτευτεί η περιφέρεια μ' αμπέλια και να μπορέσει να ζήσει ο κόσμος, μα στάθηκε αδύνατο να δεχτεί η δεξιά και αυτουνού του είδους τη συνεργασία. Παραξενεύτηκα και ζήτησα ν' ανταμωθώ με έναν διαλλαχτικό της δεξιάς: «Δεν δεχόμαστε καμιά συνεργασία μαζί σας, μου είπε, ούτε για το συνεταιρισμό, που τόσο θα εξυπηρετήσει το χωριό μας, όσο θα είσαστε τόσο ισχυροί. Σε λίγο όμως που θ' αδυνατίσετε —γιατί αυτό θα συμβεί αφού πει πήραν οι Εγγλέζοι τα όπλα— τότε με την Αριστερά θα ενωθούμε γιατί εσείς οι κομμουνιστές κάνατε να είναι προκομμένοι οι άνθρωποι, και θα ξαναφτιάξομε τη ζωή στο χωριό μας». Δεν είχα ούτε δέκα μέρες στη Ραψάνη όταν ένα βράδυ διάβασα ότι είχαν πιάσει στη Λάρισα το Θωμά Πάλλα (Κόζιακα), καπετάνιο της μιας από την ομάδα μεραρχιών Μακεδονίας. Έφυγα αμέσως για το Δερελί και την επόμενη μέρα το πρωί έφτασα στη Λάρισα. Ήθελα να πάρω το Μπουκουβάλα για λίγο καιρό στη Ραψάνη, γιατί ήξερα ότι η Περιφερειακή της Λάρισας δεν παρανοιαζόταν για να φυλάξει τα στελέχη του ΕΛΑΣ. Μάλιστα πολλές φορές είχα κάνει λόγο μαζί του. Όταν όμως ζύγωσα στο σπίτι του είδα τη μητέρα του να στέκεται στην πόρτα τρομαγμένη και να μου φωνάζει: «Πιάσανε το Μίμη!». Είχε γίνει κάτι που το περίμενα. Στεναχωρέθηκα αφάνταστα. Να τι ακριβώς είχε συμβεί: Όταν έπιασαν τον Κόζιακα, η Περιφερειακή Επιτροπή, αντί να πάρει μέτρα για τον Μπουκουβάλα, σαν καπετάνιο μεγάλης μονάδας, με κύρος στο λαό, και ικανό, τον έστειλε επικεφαλή επιτροπής στην Ανώτερη Διοίκηση Χωροφυλακής, να ζητήσει την απελευτέρωση του Κόζιακα. Ο διοικητής όταν πληροφορήθηκε ποιος είναι, του είπε: «Καλά έκανες και ήρθες μόνος σου και δε μας έβαλες σε κόπο» και διάταξε τους χωροφύλακές του και τον έκλεισαν στο μπουντρούμι. Γύρισα την επόμενη μέρα στη Ραψάνη αφού αποβραδίς πέρασα από τα γραφεία της Περιφερειακής Επιτροπής για μια σύντομη έκθεση. Ήμουνα γεμάτος θλίψη κι απογοήτεψη γιατί χανόταν απ' τον αγώνα ένας ακόμα τόσο χρήσιμος σύντροφος. Είναι ο καιρός που η τρομοκρατία δυναμώνει στις πόλεις και στον κάμπο. Στα χωριά του Ολύμπου άρχισαν να φτάνουν καταδιωγμένοι αγωνιστές από τις συμμορίες του βασιλιά. Είναι τρομαγμένοι, άπλυτοι και πεινασμένοι. Η πολιτική του Κόμματος είναι να τους εξασφαλίζει τροφή και προσοχή μη πιάσουνε ντουφέκι, θυμάμαι ότι έφτασε μια ομάδα απ' τη μεριά της Μακεδονίας πιστεύοντας πως εδώ θα τους επιτρέπαμε να οπλιστούνε. Είχα βάλει πρόγραμμα για μια περιοδεία για να γνωρίσω όλα τα χωριά της Αχτίδας, αλλά πριν τελειώσω έφτασαν δυο στελέχη του ΕΛΑΣ, ο ένας καπετάνιος τάγματος και δάσκαλος, ο άλλος καπετάνιος λόχου. Μαζί τους ήρθε και μια κοπελίτσα, της Περιφερειακής οργανώτρια. Συνεδριάσαμε το ίδιο βράδυ κι η συντρόφισσα «οργανώτρια» κοκκίνιζε και ξεροκατάπινε, μα κατάφερε να μας βάλει τα καθήκοντα κι ήταν σα να τα διάβαζε ή σα να ήταν η ίδια ένα κουρδισμένο γραμμόφωνο. Ντρεπότανε η καημένη... Σ' αυτή τη συνεδρίαση συζητήθηκε πως έπρεπε με τη μαζική πάλη να παλέψομε το άπλωμα της τρομοκρατίας στην περιοχή της Αχτίδας. Αναφέρθηκε ύστερα Digitized by 10uk1s
στην τρομοκρατία σ' όλη την Ελλάδα: Πάνω από χίλιοι σκοτωμένοι, όσο θυμάμαι. Χιλιάδες οι φυλακισμένοι, οι βασανισμένοι. Χιλιάδες οι λεηλασίες, εκατοντάδες βιασμοί γυναικών, και αυτά για τον πρώτο μήνα μετά τη Βάρκιζα. Σε μένα έφερε την εντολή να κατέβω στη Λάρισα, να παρουσιαστώ στο γραφείο Περιοχής Θεσσαλίας. Έτσι τώρα η Αχτίδα του Ολύμπου, αποχτούσε δύο καλά ντόπια στελέχη· όπως όλες οι οργανώσεις του Κόμματος στο ύπαιθρο, δυναμώνουν όσο μπαίνουν μέσα οι αντάρτες του ΕΛΑΣ. Φεύγοντας το επόμενο πρωί, για τη Λάρισα, με ρώτησαν οι καπεταναίοι να τους πω τη γνώμη μου, επειδή αυτοί σκεφτόταν να βγάλουν από τη μέση τον Ταμπούρη. Τους είπα ότι η κρίση η δική μου δε θα είχε καμιά αξία αφού άλλη είναι η πολιτική της Περιφερειακής Επιτροπής όπως και του ΚΚΕ. Δεν έδωσα γνώμη.
Μόλις θα είχαν περάσει δυο μήνες από την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας. Σ' όλα τα στελέχη και τους αντάρτες του διαλυμένου ΕΛΑΣ, όπως και στην πλειοψηφία των άλλων μελών του Κόμματος, όσο τουλάχιστον μπορούσα να καταλάβω, είχε ωριμάσει η πεποίθηση ότι η συμφωνία αυτή δεν είχε καμιά αξία για μας, ότι ήτανε φάκα, που μας έστησαν οι Εγγλέζοι με τη δεξιά και τους δοσίλογους, για να μας κλείσουν στις φυλακές, στις εξορίες, να μας στήσουν στο εχτελεστικό απόσπασμα, να μας περάσουν από το χατζάρι του συμμορίτη. Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς πως ο κόσμος, ο υποψήφιος για όποια εξόντωση, συνηθισμένος στην αντίσταση και στην ένοπλη πάλη, άρχισε να δυναμώνει στην ψυχή του και με φανατισμό πρωτόφαντο η ιδέα της αντίστασης για την υπεράσπιση της ζωής, της τιμής, της ελευθερίας, που όλα αυτά τσαλαπατούντανε. Ήτανε και το θέμα της ολοκλήρωσης των σκοπών του ΕΑΜ, η εξουσία που επί δέκα χρόνια κρατούσε αυθαίρετα η φασιστική δεξιά. Έτσι μέσα στην ψυχή, την πονεμένη, στην αρχή, του απλού αγωνιστή, του άπραγου, ύστερα και του ανεβασμένου, γεννήθηκε η ιδέα να συνεχιστεί η ένοπλη αντίσταση, το δεύτερο αντάρτικο ή ο εμφύλιος, όπως κατοπινά ειπώθηκε.
Θα ήταν αρχές του Μάη γιατί θυμάμαι, όταν κατέβαινα στο Δερελί, εκείνα τα ολάνθιστα φωτεινά πλευρά του Ολύμπου πόσο με είχαν συγκινήσει. Στη Λάρισα παρουσιάστηκα στο γραφείο Περιοχής Θεσσαλίας. Εκεί βρήκα το γραμματέα που ήταν ακόμα ο Βασιλάκης Κοτσαύρας. Του είπα λίγα πράγματα για την κατάσταση στα χωριά του Ολύμπου, για τους καταδιωγμένους που άρχισαν να φτάνουν ως εκεί —οι πολιτείες είχαν από καιρό γεμίσει— και για το αίτημά τους να οπλιστούν. Με ρώτησε ποια ήταν η δική μου η γνώμη πάνω σ' αυτό το σοβαρό θέμα. «Η γνώμη μου είναι του είπα, με τους πολλούς, με κείνους που μαζί τους πάλεψα με τα όπλα». Εκείνες τις μέρες μόλις είχε γυρίσει από την Αθήνα που είχαν τη συνεδρίασή τους της Κεντρικής Επιτροπής (11η ολομέλεια) που μάλιστα ύστερα από πολλά χρόνια γινόταν νόμιμα στην Αθήνα κι η απόφασή της δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες. Μου εξήγησε ο σύντροφος Κοτσαύρας πως πρέπει να βγάλω ολότελα από το μυαλό μου ότι μπορεί να φτάσομε στα όπλα. «Το Κόμμα έκανε πολλά λάθη στην κατοχή κι από αυτά τα λάθη νικηθήκαμε. Αυτό είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να τη χωνέψομε...». «Μα πώς να χωνευτεί Βασιλάκη το «σφάζε με αγά μου ν' αγιάσω;» του απάντησα, επειδής είχα φιλία και θάρρος μαζί του και δεν άφησα άλλη λέξη. Κατάλαβα όμως ότι βρισκόμουν σε αντίθεση με την απόφαση της 11ης ολομέλειας (που με το πνεύμα της μου μιλούσε ο Βασιλάκης) όπως σε αντίθεση βρισκόμουνα και με τη συμφωνία της Βάρκιζας. Και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές βλέπω πως ολόκληρη η βάση Digitized by 10uk1s
του κινήματος βρισκότανε από την κατοχή ακόμα σε αντίθεση με την ηγεσία, χωρίς η βάση να έχει τη δύναμη ν' αντισταθεί αναγκάζοντας την ηγεσία να διορθώσει την πολιτική που οδηγούσε στην ήττα. Ο σύντροφος είχε κοκκινίσει όπως συνήθιζε, φαινόταν ότι κι ο ίδιος είχε αμφιβολίες στο αν ήταν σωστά αυτά που υποστήριζε για λογαριασμό της ηγεσίας και των αποφάσεων του Κόμματος. Έκλεισε όμως με μια κίνηση του χεριού του τη συζήτηση, για να μου πει το λόγο που η Περιοχή με κάλεσε στη Λάρισα. Στη Θεσσαλία βρισκόταν σκορπισμένη μια κινητή περιουσία του Κόμματος. Αυτή προερχότανε από την επιμελητεία του ΕΛΑΣ, που άρχιζε από ακατέργαστα δέρματα και μαλλιά, ως αυτοκίνητα, μουλάρια και πρόβατα. Αφήνω τις αποθήκες με όσπρια και σιτηρά που αυτά χρησιμεύανε τώρα για συσσίτια, όπου βόλευε, των καταδιωγμένων. Ύστερα οι Εγγλέζοι όταν αποβίβασαν στο Βόλο μια ταξιαρχία στρατό, εκείνον που αργότερα, το Δεκέμβρη μετακίνησαν για την Αθήνα, είχανε ξεφορτώσει μεγάλες ποσότητες εφόδια, από τρικολίνες και κασμίρια, ως βενζίνες, άλευρα και μουστάρδες. Υπολογίστηκε ότι η αξία της περιουσίας του Κόμματος στη Θεσσαλία ξεπερνούσε τις εκατό χιλιάδες χρυσές λίρες, ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη που η οικονομία του τόπου ήταν καταστραμμένη και που μπορούσε για μεγάλο διάστημα να ικανοποιήσει τις ανάγκες του Κόμματος που τώρα ήτανε πιο πολλές, προπαντός στον τομέα της διαφώτισης, στη συντήρηση στελεχών, και των καταδιωγμένων. Στη διαχείρηση και το πούλημα αυτής της περιουσίας όπως μούπε ο Βασιλάκης θα δούλευα και με σύνδεσε με τον Αποστόλη Μητρόπουλο ένα καλό, ικανό και δραστήριο άνθρωπο, που μαζί με το Θωμά Λουλέ, αποτελέσαμε μια επιτροπή, με επικεφαλής και ταμία τον Αποστόλη. Σε λίγες μέρες μάλιστα ήρθε άνθρωπος του Π.Γ. απ' τον Ιωαννίδη που κρατούσε τα οικονομικά του Κόμματος. Έπρεπε να εκποιηθεί, ψηλά-χαμηλά, αυτή η περιουσία, γιατί το Κόμμα «πρόβλεπε» άπλωμα των συμμοριών (εχτός της κρατικής εξουσίας) σ' όλη τη Θεσσαλία και χάσιμο της περιουσίας αυτής. Στον καταμερισμό ανάθεσαν σε μένα οι συνεργάτες μου —είπανε πως ήμουνα πιο έμπειρος στην παρανομία— την περιουσία που βρισκότανε στο ύπαιθρο του Θεσσαλικού κάμπου. Έτσι κάθε βδομάδα, αφού πρώτα έπαιρνα πληροφορίες πού βρίσκονται οι Σούρληδες, έκανα την έξοδο στο ύπαιθρο. Είχα ένα τεφτεράκι κι έγραφα το κάθε έξοδό μου: ένα ούζο αν κερνούσα, έναν καφέ αν έπινα, τα εισιτήρια τ' αυτοκινήτου, κι αυτά τα έξοδα είσπραττα. Σα βρισκόμουνα στη Λάρισα, έτρωγα στη λέσχη της Περιφερειακής, καφέ έπινα αφού τον έφτιαχνα μόνος μου· μιστό δε δέχτηκα, τον άφησα για τους καταδιωγμένους. Πονούσε η ψυχή μου βλέποντας τους συναγωνιστές μου, πολλοί απ' αυτούς μόνιμοι αξιωματικοί, να υποφέρουνε μαζί με τις οικογένειές τους. Θυμάμαι τον επιτελάρχη της ταξιαρχίας μας τον Καραστάθη, το διοικητή του πρώτου συντάγματος Γερασιμίδη, και τόσους άλλους, άνθρωποι ωραίοι και χρήσιμοι, να στερούνται ακόμα και το τσιγάρο. Άλλοι γνωστοί μου, μα κι άγνωστοι, από τη Ν. Ελλάδα που τραβούσαν να γλυτώσουν για τη Σερβία, με καταστραμμένα ρούχα και άρβυλα, αξούριστοι και πεινασμένοι. Απ' όλη τούτη την κατάσταση των συναγωνιστών μου, για χάρη την ενίσχυσή τους, παραείχα γίνει τσιγκούνης και ασκητικός. Ήξερα πως το περιβάλλον και οι συνεργάτες μου δεν έβλεπαν με καλό μάτι την τσιγκουνιά μου, αλλά ήθελα στην πράξη να πετύχω και κάτι ακόμη: Επειδή όλοι κρατούσαν μέλι στα χέρια, να τους υπενθυμίσω πως πρέπει να κάνουν οικονομία. Θυμάμαι που μια μέρα με φώναξε ο σύντροφος Κοτσαύρας και με τον πιο λεπτό και φιλικό τρόπο μου είπε πως η μίζερη ζωή των στρατοπέδων μας κληρονόμησε ελαττώματα, μαζί και το ελάττωμα της τσιγκουνιάς και για τους εαυτούς μας μα και για τους άλλους. Δεν ήθελα να κάνω σ' αυτόνε τον ωραίο κομμουνιστή μαθήματα, γιατί ήξερα πως ήταν σε όλα του μετρημένος, αλλά έστερξα να του πω ότι «όλοι εμείς δε στερούμαστε από μια μέτρια διατροφή, καθαριότητα και ντύσιμο. Τι γίνεται όμως με τις εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές, τις οικογένειες και τα μικρά παιδιά τους;».
Digitized by 10uk1s
Είχα καλές σχέσεις με όλους τους συνεργάτες και το περιβάλλον μου, μα παθαινόμουνα όπου έβλεπα φιλοκέρδεια, καιρό που λίγες δεκάδες ή και λίγα χιλιόμετρα κοντά μας, οι συμμορίτες του Σούρλα και του Τσαντούλα βίαζαν κορίτσια, λεηλατούσαν περιουσίες, σκότωναν αγωνιστές, και φοβέριζαν να φτάσουν το κράτος τους ως και μέσα στη Λάρισα κιόλας λίγες φορές είχαν περάσει από δύο ως τρεις συμμορίτες καλπάζοντας τ' άλογά τους από το κέντρο της πόλης. Αυτόνε τον καιρό ήρθε κι ένας φίλος μου ακροναυπλιώτης από την Αθήνα, ο Ήφαιστος (Νίκος Αργυριάδης) και μου παράστησε πολύ τραγική την κατάσταση απ' την τρομοκρατία των παρακρατικών και τις συλλήψεις, κι ότι η Αθήνα κλείνεται μέσα σε συρματοπλέγματα και σε λίγο δε θα μπορεί κανείς να βγαίνει όποτε θέλει. Ήτανε υπερβολές του φίλου μου που για μια στιγμή μπορεί να το πάθει ο καθένας, μεγαλοποιούσαν τα πράγματα, όχι γιατί στην Αθήνα δεν ύπαρχε τρομοκρατία αφού έπεφταν άνθρωποι, αλλά δεν υπάρχανε συρματοπλέγματα. Όταν γυρνούσα από το ύπαιθρο καθόμαστε με τον Ήφαιστο στην άκρια της πόλης, πάνω από τη κοίτη του Πηνειού, που είχε ένα κέντρο με δεντράκια. Ο Ήφαιστος έπινε ένα καραφάκι ούζο, εγώ στην αρχή τον συντρόφευα σ' ένα ποτήρι ύστερα έπινα δυο ποτηράκια, επειδής ο φίλος μου ήτανε τόσο ευχάριστος. Εκεί ακούγαμε μουσική και ειδήσεις γιατί κείνονε τον καιρό μόνο τα κέντρα και οι ευκατάστατες οικογένειες διαθέτανε ραδιόφωνα.
Ήρθε το Πάσχα. Το πέμπτο από το άναμμα του πολέμου. Η οικουμένη περίμενε ν' ακούσει τις νικητήριες καμπάνες, να χαιρετίσει την ειρήνη. Ο Γερμανικός κι ο Γιαπωνέζικος μιλιταρισμός ξεψυχούσε. τη χώρα μας που από έξι μήνες αποτίναξε τον ξένο ζυγό, δε γνώρισε παρά για λίγο τη χαρά της λευτεριάς, και πάλι την πνίξανε τα πένθη. Η Λάρισα, το «Μεγάλο Χωριό», σφιγμένη στον καταπράσινο λουλουδιασμένο κάμπο, την έπνιγε ο φόβος και ο τρόμος. Μα με όλο το φόβο γιόρτασε με πάθος το πρώτο της Πάσχα εθνικά λεύτερη. Ύστερα από τέσσερα χρόνια σκλαβιάς, ανάφτηκαν οι φωτιές στις αυλές και στους δρόμους και ψήθηκαν στις σούβλες τ' αρνιά, κι οι πόρτες των χαμόσπιτων έμειναν ανοιχτές, όπως το λέει το παλιό έθιμο, ολημερίς το Πάσχα, με χορούς τραγούδια κι ευκές. Τον ίδιο καιρό η ατροφικιά και κακορίζικη δεξιά της Λάρισας ετοιμαζότανε να υποδεχτεί τον Αγγλικό στρατό και την εθνοφυλακή που θα 'ρχόταν από την Αθήνα να «καταλάβει» την πόλη. Και είχανε φτιάξει λέει, μια αλυσίδα από κόκκινο χαρτί, τεράστια, που θα συμβόλιζε τη κόκκινη σκλαβιά, και θα την έσπαζαν τα Εγγλέζικα τανκς στην είσοδο της πόλης. Γιατί τόσο αδύναμη ήταν αυτή η δεξιά της πρωτεύουσας της Θεσσαλίας, που η μικρότητά της σα να την έκανε να μη σεβαστεί τον εαυτό της και ν' αφήνει ό,τι κακό και ντροπιασμένο κρατούσε στην ψυχή της: Η σκλαβιά της άρχιζε από την ημέρα που λευτερώθηκε από τους Γερμανούς ως που θα έφταναν τα Αγγλικά τανκς. Δεν τους έφταναν οι αστυνομικές και πολιτικές αρχές και οι συμμορίες του κάμπου, για νάναι λεύτεροι!... Έχουνε περάσει τρεις δεκαετίες κι ακόμα σκέφτομαι τι ήταν που καταπίεζε αυτούς τους ανθρώπους, τους ευκατάστατους, που συνεργάστηκαν και «συναγελάστηκαν» με τους κατακτητές, που η παντοδυναμία του ΕΑΜ στάθηκε γι' αυτούς αμνηστία. Ένα χαστούκι δεν έπεσε, κράτηση ή άλλη καταπίεση δεν έπαθαν. Ακόμα και η περιφρόνηση που τους χρειαζόταν απ' το λαό, μεταβλήθηκε την ημέρα της απελευτέρωσης σε συμπόνια, όπως αλλού γράφω, ότι αυτοί δεν μπόρεσαν να πάρουν μέρος σ' ένα τέτοιο πανηγύρι, που ένας λαός λιγοστές φορές στο βίο του μπορεί να χαρεί. Και λέω πως εκείνο που τους καταπίεζε ήταν τα συμπλέγματά τους τα ίδια, της μικρότητας και της εθνικής αναξιότητας. Ήρθε όμως η μέρα που θα 'ρχόταν οι Εγγλέζοι και οι «μπουραντάδες» όπως τότες λεγόταν οι εθνοφύλακες από το όνομα κάποιου αξιωματικού τους ονομαστού τρομοκράτη. Οι «εθνικόφρονες» λίγες εκατοντάδες, αντί της κόκκινης αλυσίδας, κρατώντας τις τρεις συμμαχικές σημαίες και την Digitized by 10uk1s
Ελληνική, το πιο πολύ κοπέλες, με κάμποσα στεφάνια από δάφνη, τραβούσαν κατά την είσοδο της πόλης απ' τη μεριά του Βόλου. Σε δεκάδες χιλιάδες είχε κατέβει παραταγμένος δεξιά-ζερβά του δρόμου που θα περνούσε ο στρατός και ο λαός της Λάρισας. Σ' αυτή την παράταξη ανάμεσα βάδιζε τώρα η εθνικοφροσύνη με τις σημαίες. Τι θέλανε να χωθούνε εκείνοι οι άνθρωποι κει μέσα να διαπομπευτούνε εθελοντικά! Οι επονίτισσες από τα πεζοδρόμια φώναζαν τις κοπέλες ονομαστικά και τα ονόματα των Γερμανών αξιωματικών που είχαν κάνει φίλους και άλλα κοσμητικά επίθετα και ελαττώματά τους. Μια επονίτισσα μουντάρησε και αρπάζοντας ξεκάρφωσε απ' το κοντάρι της τη ρώσικη σημαία και την πήρε: «Το τιμημένο λάβαρο μη το μολύνετε!», φώναξε. Αυτές σαν να μην τις έπιανε η έντροπή και για ν' αντιδράσουν φώναζαν το ένα από τα συνθήματά τους: «Μεγάλη Ελλάδα» γιατί το άλλο, το «Σόφια - Μόσχα - κατοχή» μια που είχαν πάρει και τη Σοβιετική σημαία τόχαν αφήσει στην εφεδρεία. Λυπήθηκα εκείνους τους ανθρώπους, για δεύτερη φορά. Όταν έφτασαν οι Εγγλέζοι, που οι στρατιώτες —ήτανε μελαμψοί άποικοι— ένας εθνικόφρονας φώναξε: «Καλώς ήλθατε ελευθερωτές!». Αλλά το καλωσόρισμα σκεπάστηκε από χιλιάδες φωνές: «ΕΑΜ! ΕΛΑΣ!, ΕΠΟΝ!, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!». Οι κοπέλες πέρασαν τα στεφάνια που κρατούσαν στις τραχηλιές των αραπάδων στρατιωτών, μ' αυτοί τα πέταξαν χάμω κι ένας με λύσσα το χτύπησε στο πρόσωπο της στεφανώτριάς του. Ακολούθησαν ύστερα κάμποσοι λόχοι, άποικοι και μπουραντάδες και πίσω ακολουθούσε χιλιάδες λαός φωνάζοντας συνθήματα του κατοχικού αγώνα και «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ..». Σε λίγο απ' την ουρά της φάλαγγας ρίχτηκαν κάμποσες ριπές από τους μπουραντάδες με αυτόματα. Ο κόσμος πισωγύρισε όμοια όπως το κύμα που χτυπιέται στο βράχο κι η μάζα του ξαπλώθηκε κάτω. Όταν σηκώθηκα ήμουν σε άθλια κατάσταση, με ματωμένο πρόσωπο, μα οι σφαίρες ρίχτηκαν ψηλά, κανένας δεν είχε χτυπηθεί. Το μόνο σπουδαίο που συνέβη, ήταν ότι οι λόχοι με τους άποικους διαλύθηκαν τρομαγμένοι, σκόρπισαν στους παραδρόμους κι άλλοι χώθηκαν στις αυλές, άνοιξαν τα κινητά ουρέα και πέταξαν τις εξαρτύσεις. Όταν προχώρησα είδα να τους ζώνουν οι επονίτισσες τις μπαλάσκες και να τους δίνουν τα ντουφέκια, ενώ οι στρατιώτες με νοήματα και με λέξεις στη γλώσσα τους εκδηλώνανε φιλικά αιστήματα για το λαό και το ΕΑΜ. Τώρα οι καθαρόαιμοι Εγγλέζοι αξιωματικοί τους, που έμειναν δίχως στρατιώτες, ανακατευτήκανε στη διαδήλωση. Λίγοι που το δέχτηκαν, το πλήθος τους σήκωσε στα χέρια. Αυτοί τινάζοντας τις γροθιές τους ψηλά φώναζαν «το ΕΠON το ΕΛΑΣ» κι άλλα συνθήματα κι ο κόσμος παραληρούσε και χόρευε βαδίζοντας κατά το κέντρο της πόλης, όταν ξαφνικά έσκουξαν πάλι τα αυτόματα μ' αυτή τη φορά ξερνούσαν τα μολύβια σαν από βραχνιασμένο κακάρισμα φανερό πως οι κάννες θέριζαν χαμηλά. Έτρεξα κατά μπρος, κι όταν έφτασα στην πλατεία είδα εφτά ή οχτώ ανθρώπους να βογκάνε και να σπαράζουν πάνω στην πυρωμένη άσφαλτο που την αυλάκωναν ρυακάκια από αφρισμένο κατακόκκινο αίμα. Τρέξαμε πολλοί μαζί κατά τους λαβωμένους την ώρα που οι μπουραντάδες αμολούσαν ριπές στον αέρα. Γρήγορα έφτασαν κι όσοι γιατροί είχαν βρεθεί στη διαδήλωση. Εκεί στη πλατεία ξεψύχησε ένας νέος άνθρωπος ως είκοσι χρονών που λεγόταν Δενδραμής. Δεν θυμάμαι την επόμενη μέρα που γίνηκε η κηδεία, αν ήταν μόνο ένας νεκρός ή αν είχαν πεθάνει και άλλοι. Αυτή η κηδεία ήταν η επιβλητικότερη και πιο συγκινητική απ' όλες τις μαζικές εκδηλώσεις που έχω συναντήσει. Από τον κάμπο φτάσανε χιλιάδες αγρότες κι αγρότισσες πάνω στα κάρα κι οι συνοικίες της πόλης βουβάθηκαν από ανθρώπους. Ο κόσμος ακολούθησε σε μια μεγάλη, βουβή, αργοκίνητη φάλαγγα παραταγμένος σε δωδεκάδες, και για πολλές μέρες η πολιτεία πενθούσε για τα πρώτα της μετά την απελευτέρωση θύματα. Τις επόμενες δύο ή τρεις μέρες δεν είχαμε τρομοκρατικές πράξεις, αλλά ο κόσμος ήτανε ανήσυχος για την τύχη των αναπήρων και των λαβωμένων του ΕΛΑΣ που βρισκόταν στο νοσοκομείο, γιατί οι μπουραντάδες το είχανε κάνει στρατώνα τους. Σε λίγο οι Άγγλοι αξιωματικοί βεβαίωσαν τις οργανώσεις και το λαό ότι τους τραυματίες τους λογαριάζουνε θύματα του συμμαχικού αγώνα κι ότι θα τους εξασφαλίσουν σαν να ήτανε Άγγλοι στρατιώτες. Δεν ξέρω στο πόσο τήρησαν το λόγο τους, ο λαός όμως ήταν πολύ ανήσυχος κι είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τα θύματα του κατοχικού Digitized by 10uk1s
αγώνα.
Σε λίγες μέρες οι μπουραντάδες άρχισαν να κυκλοφορούν κατά μπουλούκια. Ήτανε οι πιο απαίσιοι και πωρωμένοι άνθρωποι κείνης της εποχής. Εκπαιδευμένοι από τους Γερμανούς στο έγκλημα και στη λεηλασία των ομοεθνών τους, ήταν οι περίφημοι ταγματασφαλίτες. Ο λαός ανατρόπιαζε όταν τους έβλεπε στους δρόμους και γυρνούσε το πρόσωπο.
Από τους πρώτους ηρωισμούς των μπουραντάδων ύστερ' από τους φόνους, ήτανε να ρημάξουν τα γραφεία της ΕΠΟΝ, να ξεσκίσουν τις συμμαχικές σημαίες και να καταστρέψουν τα γραφεία των εαμικών εφημερίδων. Αν θυμάμαι αυτή την εποχή ή λίγο πρωτύτερα ανάλαβε πρωθυπουργός στην Αθήνα ένας μοναρχικός ναύαρχος, ο Βούλγαρης. Αυτό έδωσε αέρα στο δοσιλογισμό και στους βασιλόφρονες για πιο πολλή τρομοκρατία. Θυμάμαι στη Λάρισα ένα αξιωματικό του τάγματος των μπουραντάδων που φώναζε στους δρόμους ότι δεν του κολλάει ύπνος τα βράδια αν δε ρημάξει την κάθε μέρα ένα Λαρισινό στο ξύλο. Αλλά κάποιο βράδυ ένας Άγγλος αξιωματικός αφού του έπρηξε και του ξεμάτωσε τα μούτρα με γροθιές, τσαλαπάτησε αυτόνε, τα γαλόνια και το στέμμα του, χωρίς ο ήρωάς μας να κάνει την ελάχιστη αντίσταση, μόνο που είχε το φιλότιμο να μη φανεί πια στους δρόμους της πολιτείας. Αυτόνε τον ίδιο καιρό, μια νύχτα, λεηλατήσανε και ρημάξανε τα γραφεία της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΕ Νομού Λαρίσης. Μέσα στο οίκημα βρισκότανε για τη φρούρησή τους τέσσερις αγωνιστές, αλλά άοπλοι όπως ήτανε, δε μίλησαν, τραβήχτηκαν σ' ένα δωμάτιο και μόνο το καταφύγιό τους αυτό άφησαν οι μπουραντάδες απείραχτο και κλειδωμένο. Και σαν έκανε όλες αυτές τις παλληκαριές το τάγμα των μπουραντάδων έφυγε από τη Λάρισα για να πάει την «ελευθερία» κι αλλού, γιατί αυτό το τάγμα με τους ξεδιαλεγμένους εγκληματίες πέρασε απ' όλες τις πολιτείες της Ελλάδας και παντού έκανε τις ίδιες και χειρότερες «ανδραγαθίες». Και στα χωριά του κάμπου της Θεσσαλίας με την κυβέρνηση του Βούλγαρη απλώθηκε πιο πολύ και δυνάμωσε η τρομοκρατία. Καινούργια κύματα ξεσπιτωμένων έφταναν στις πρωτεύουσες των Νομών, γιατί δεν είχαν ακόμα γενεί ολότελα ζούγκλα, κι άλλο πλήθος τραβούσε για την Άθηνα. Ο λαός είχε φτάσει σε μεγάλη απελπισία. Μπορούσε ο κάθε εθνοφύλακας, χωροφύλακας ή συμμορίτης, να ρημάξει τον κάθε πολίτη, χωρίς να δώσει λόγο πουθενά ή ο πολίτης νάχει το δικαίωμα από την παράταξή του ν' αντισταθεί και ν' απαντήσει εχτός με την πλάτη και με το «σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω». Από τη δική μας μεριά δεν ξέρω να γίνηκε ούτε μια πράξη βίας τους πρώτους μήνες μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Οι λαϊκές μάζες υπομένανε μέσα στη φτώχεια και στο πικρό παράπονό τους, πιστεύοντας ότι το κομμουνιστικό Κόμμα κι αυτή τη φορά θα τις βγάλει κι από αυτήνε τη φριχτή κατάσταση, όπως τις έβγαλε και τον καιρό της κατοχής. Άκουαν για τον Άρη, για το Μπελή, ότι βρίσκουνται στα βουνά, η φαντασία φούντωνε, και λαχταρούσαν πότε θα ξεχυθούν κατά κάτω με πλήθος αντάρτες να καθαρίσουν την κατάσταση, που έφερε την αναρχία και το χαλασμό. Στις συνεδριάσεις όμως των οργανώσεων της βάσης του Κόμματος η καθοδήγηση αγωνιζόταν να πείσει τους κουμμουνιστές, που τότες οι οργανωμένοι έφταναν τις τετρακόσιες χιλιάδες, πως άλλη αντίσταση από τη «μαζική» δεν υπάρχει. Τα μέλη του Κόμματος κι όλος ο Εαμικός και δημοκρατικός κόσμος ήξερε από την πράξη, πως αυτόνε τον καιρό, όπου ριχνόταν μια ριπή αυτομάτου ή ν' ανεμίσει του συμμορίτη το χατζάρι, είναι φύση της μάζας να σκορπιέται. Γινότανε πια φανερό ότι η συμφωνία της Βάρκιζας, που με τόσο πείσμα υπερασπιζότανε ακόμα η καθοδήγηση, για τα μέλη του κομμουνιστικού Κόμματος είχε χρεοκοπήσει, κι ότι σε ελεύθερη συζήτηση και ψηφοφορία οι κομμουνιστές στη μεγάλη πλειοψηφία τους θα την κατάγγελναν. Κάτω από αυτή την αντίθεση καθοδήγησης και μελών από το ένα μέρος και την τρομοκρατία από το άλλο, οι οργανώσεις πάθαιναν σοβαρό κλονισμό. Θυμάμαι τις εκθέσεις των γραμματέων ΚΟΒ της Αχτίδας της Λάρισας που ήταν γεμάτες απελπισία. Αξέχαστες μου μένουν οι εκθέσεις σε τρεις βδομαδιάτικες Digitized by 10uk1s
συνεδριάσεις, μιας κοπελίτσας της διδασκαλικής Ακαδημίας της Αθήνας, Σαρμπάνη, που καθοδηγούσε την εργατική ΚΟΒ, και μιλούσε συνέχεια για σμπαράλιασμα κι ότι στο τέλος, όπως μας είπε, το γραφείο της ΚΟΒ διάγραψε το εβδομήντα στα εκατό των μελών, γιατί δεν πάταγαν στις συνεδριάσεις. Ύστερα ζήτησε κι η ίδια η Αθηνά, να της επιτρέψει η καθοδήγηση να φύγει στο χωριό της, γιατί της ζήτησαν οι γονείς της να συνεχίσει τις σπουδές. Αυτό γινόταν από τη νεολαία κατά μάζες, γιατί η Αθήνα ήταν ακόμα ένα πρώτης τάξεως άσυλο. Οι πιο πολλοί όμως από αυτούς χανόταν απ' το κίνημα, ας αφήσομε τους φαμελίτες αγωνιστές που άλλοι αποτραβιόταν και άλλοι συνθηκολογούσαν, φορτωμένοι αυτοί τα πρόσθετα βάρη της οικογένειας. Και νομίζω πως η υποχώρηση τούτη του κινήματος συνεχίστηκε ως που το Κόμμα μίλησε για Αυτοάμυνα κι έδινε το δικαίωμα στον κόσμο να υπερασπιστεί τον εαυτό του σηκώνοντας το χέρι μαζί με κάποιο ξύλο... Ωστόσο το δημοκρατικό κίνημα από μέρα σε μέρα πάθαινε φθορά ανεπανόρθωτη. Θυμάμαι που ήρθε και με βρήκε ο Τρομάρας από το Βελεστίνο, που τον εχτιμούσα σαν τον καλύτερο και πειθαρχικότερο αντάρτη του ιππικού, και μου είπε ότι πολλοί συναγωνιστές μας αντάρτες που πιάστηκαν από τους σούρληδες για να γλυτώσουν τη ζωή τους γίνηκαν συμμορίτες και μου ζητούσε κλαίγοντας να του επιτρέψομε να υπερασπιστεί αυτός τη ζωή του με το όπλο, αφού το Κόμμα δεν το αποφάσιζε για όλο το κίνημα. Θυμάμαι ακόμα που με βρήκε ένας σύνδεσμός μου ο Μπίλιας, που είχα στο αντάρτικο και τώρα υπηρετούσε στρατιώτης στο σύνταγμα νεοσυλλέχτων και ήταν μέλος της κομματικής επιτροπής που είχαμε στο ΚΒΕ της Λάρισας, για να μου πει και για λογαριασμό των άλλων μελών της επιτροπής, ότι η κατάσταση στη στρατώνα είναι ολότελα στα χέρια τους, ότι το ενενήντα πέντε στα εκατό από τους στρατιώτες ήταν αντάρτες του ΕΛΑΣ μόνιμοι, εφεδρικοί και επονίτες. Ότι όποια στιγμή θελήσει το Κόμμα, ολόκληρο το σύνταγμα, ο οπλισμός και οι αποθήκες ήτανε στη διάθεσή τους. Και με παρακαλούσε να βιαστούμε. Αυτή η κατάσταση στο στρατό —απελπιστική για την κυβέρνηση της Αθήνας και τους Εγγλέζους— επικρατούσε λίγο πολύ σ' όλα τα κέντρα εκπαίδευσης νεοσυλλέχτων σ' όλη την επικράτεια, παρά το ξεδιάλεγμα που είχαν κάνει στη στρατολογία. 2 Η επιτροπή μας που όπως έχω πει είχε γίνει κι ανάλαβε να πουλήσει την περιουσία του Κόμματος που βρισκόταν στη Θεσσαλία, στεγαζόταν στο ισόγειο των γραφείων της Περιοχής. Πολλές φορές με φώναζε απάνω ο γραμματέας μας ο Κοτσαύρας για να με ρωτήσει για την τρομοκρατία και άλλα σχετικά του κινήματος στην ύπαιθρο. Θυμάμαι που μια μέρα του είπα τούτα τα παρακάτω που αν και τα τελευταία χρόνια η μνήμη αδυνάτισε, ορισμένα περιστατικά είναι χαραγμένα στην ψυχή μου: «Στο Δερελί, του είπα, Βασιλάκη έχομε αρκετή περιουσία κι ανάμεσα σ' αυτήνε είναι και κάμποσα μουλάρια, περίπου δεκαεφτά. Βρήκα λοιπόν το Νικολάρα, αλογοσούρτη μα πρόσωπο κατάλληλο για να πάει αυτά τα ζωντανά στη Βοιωτία, που έχουνε καλή τιμή να τα πουλήσει. Οι αντάρτες όμως του Δερελιού, που όπως κατάλαβα, έχουνε συνεννόηση μ' αυτούς τους Ραψανιώτες, δε μας τα δίνουν τα μουλάρια γιατί, όπως λένε, θα χρειαστούνε πάλι πολύ γρήγορα για τους λόχους μηχανημάτων και για μεταγωγές». Ο Βασιλάκης ταράχτηκε και παρατήρησε «μήπως κρατάνε και όπλα». Δεν κρατούσαν όπλα και δεν ήταν απείθαρχοι οι Δερελιώτες Ελασίτες. 3 Και είπα στο γραμματέα της περιοχής ότι, όπως η πλειοψηφία των αγωνιστών, το ίδιο και αυτοί περιμένουν ότι σύντομα το Κόμμα θα υποχρεωθεί να δώσει το σύνθημα του ξεσηκωμού. Αν και είχα πολλές φορές κουβεντιάσει με το γραμματέα μας γι' αυτό το μεγάλο ζήτημα και ήξερε τη γνώμη μου, με ρώτησε και τώρα. Και επειδής πίστευα ότι η δεξιά με τους Εγγλέζους δεν θα μας αφήσουνε σε χλωρό κλαρί όσο να μας μικράνει σαν παράταξη πολιτική, να μας φέρει πιο χαμηλά ακόμα κι απ' όσο προπολεμικά με τους δεκαπέντε αντιπροσώπους μας στο κοινοβούλιο. Έβλεπα ακόμη ότι την κάθε ημέρα που περνούσε όλο και παραμέριζαν από το κίνημά μας κάμποσοι από τα μέλη και στελέχη μας, για να οργανώσουν τη ζωή τους. Συνέβη πολλές φορές άνθρωποι του τομέα που δούλευα ν αρπάξουν όση περιουσία μπορούσαν και να το σκάσουν κι όσο ο καιρός περνούσε κι όσο η τρομοκρατία μεγάλωνε από το άπλωμα της κρατικής εξουσίας στις κωμοπόλεις και στα χωριά κι απ' το δυνάμωμα των συμμοριών του κάμπου, τόσο και πιο πολλοί άνθρωποί μας για το λόγο ότι η ζωή έχει δύναμη, μας έφευγαν. Και δεν θα έχανε τα μυαλά της η δεξιά να σταματήσει την τρομοκρατία, να κάνει εκλογές (κιόλας τίμιες που ζητούσαμε και χρειαζόταν ο τόπος), τη στιγμή που ήξερε ότι η Digitized by 10uk1s
μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, από αιτία τα κακά της έργα, την είχαν εγκαταλείψει και βρισκότανε φανατικά με τη μεριά μας. Ήταν ουτοπία να πιστεύομε ότι και αν ακόμα δημιουργούνταν προϋποθέσεις για καλές και λεύτερες εκλογές, κι ο λαός έδινε την πλειοψηφία στον εαμικό συνασπισμό, θα μας επίτρεπε η δεξιά, που τώρα διάθετε ένοπλη δύναμη και οι προστάτες της Εγγλέζοι βρισκόταν εδώ με ταξιαρχίες στρατό, στόλο κι αεροπλάνα, να γίνομε κρατική εξουσία, να κάνομε κυβέρνηση!... Τότες γιατί κάνανε το Δεκέμβρη; Γιατί μας πήρανε τα όπλα; Για όλους τους παραπάνω λόγους είπα στο γραμματέα μας που ήτανε και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος, ότι η γνώμη μου είναι πως πρέπει: αφού η αντίδραση με τους Εγγλέζους καταλύσανε την τάξη και την ευνομία που είχε φέρει το ΕΑΜ σ' όλη τη χώρα, σκοτώνουνε, φυλακώνουνε, βασανίζουνε κι αρπάζουνε τις περιουσίες, που σημαίνει ότι η συμφωνία μας, με τη δεξιά και τους Εγγλέζους παραβιάστηκε και δεν είναι γι' αυτούς παρά ένα απλό κουρελόχαρτο, να πάψομε και μεις να τους αναγνωρίζομε αξία. Να την καταγγείλομε τη Βάρκιζα και να καλέσομε το λαό σε ένοπλη εξέγερση: Να πάρομε τα όπλα που παραδώσαμε στους Εγγλέζους και αυτοί τα μοιράσανε στους σούρληδες και σ' όλες τις άλλες συμμορίες στο ύπαιθρο και τους παρακρατικούς στις πόλεις. Να σκορπίσομε τις συμμορίες αυτές. Να ξεθάψομε τον άλλο μας οπλισμό, και να δώσομε αξιωματικούς του ΕΛΑΣ στους στρατώνες με τους νεοσύλλεκτους στρατιώτες. Και να καλέσομε ύστερα τον αντίπαλο ντόπιο και ξένο σε μια τίμια συμφωνία μαζί μας, να εξασφαλίζεται η συμφωνία αυτή με δύναμη. Αλλιώς, αγώνα μέχρι τη νίκη ή την ήττα, όπως πριν απ' την ανακωχή του Γενάρη είχε αποφασίσει το Κόμμα. Όλα αυτά που πρότεινα ήτανε δυνατά 4 στη Θεσσαλία, κι ο Βασιλάκης δε θέλησε να μου πει κάτι για να με αντικρούσει. Άφησε κείνη την καλοσύνη και το γέλιο να σκεπάσει το πρόσωπό του, που τον προφύλαγε, κι έκανε αδύνατο να εισχωρήσεις στη σκέψη αυτουνού του καλού ανθρώπου. Πιστεύω όμως ότι παρ' ότι ο σύντροφος Κοτσαύρας ήταν από τα λίγα μέλη της Κ.Ε. του Κόμματος που είχαν εργατική προέλευση, δεν πειθαρχούσε απλώς στην πολιτική του Κόμματος, που λόγου μου στη δοσμένη περίσταση τη θεωρούσα λαθεμένη, αλλά την πίστευε και σα σωστή. Μα ο Κοτσαύρας, όπως και στο σύνολό της η ηγεσία του κινήματος που αποφάσιζε, πίστευε από πεποίθηση ότι με τα λάθη στην κατοχή χάθηκε οριστικά η ευκαιρία της εξουσίας, εξαιτίας που δώσαμε στους Άγγλους το δικαίωμα να επέμβουν, κι ότι τώρα πια, μόνο οι πολιτικοί αγώνες ταιριάζανε, κι επομένως η συμφωνία της Βάρκιζας, παρά την παραβίασή της από το αντίπαλο μέρος, ήταν ακόμα χρήσιμη. 5
Στο μεταξύ, με δουλειές ειρηνικές καταγινόμουνα, και θυμάμαι πόση φροντίδα και πόσους κόπους έκανα όταν ανακάλυψα ότι στην περιουσία μας υπάρχανε και δυο αγελάδες απ' αυτές που είχαμε πάρει από το τσιφλίκι του βασιλιά, το Τατόι. Η μια βρέθηκε στον Τύρναβο βυζαίνοντας ένα μοσχάρι μεγάλο, αλλά επειδής ο Τύρναβος δεν είχε τότες χωράφια ποτιστικά, έστειλα να την πάρει στο Λασποχώρι, ο Αντρέας Παναγόπουλος, ανθιππίλαρχος της ταξιαρχίας μας, ευκατάστατος με τριφυλλεώνες κι άλλες τροφές, για ν' αναπιαστεί σε κείνο το πλούσιο μέρος αυτή η ράτσα που έδινε ως τριάντα κιλά γάλα την κάθε ημέρα. Αλλά κείνο που μ' ενθουσίασε ήταν όταν από το γραφείο Περιοχής μου ανατέθηκε να πάω στα Αμπελάκια και να μελετήσω πώς θα βάλομε μπροστά ένα υφαντουργείο που βρισκόταν εκεί. Τ' Αμπελάκια που είναι χτισμένα σε μια πλαγιά του Κίσσαβου, είχαν αναπτύξει μεγάλη υφαντουργία από τον προπερασμένο αιώνα και τα εξαιρετικής ποιότητας υφάσματά του έφταναν ως την Κεντρική Ευρώπη κι είχε καταθέσεις σε τράπεζες της Βιέννης. Μερικοί υποστηρίζουνε ότι εκείνη η βιοτεχνία Digitized by 10uk1s
ήτανε συνεταιριστική και ότι ο συνεταιρισμός αυτός λογαριάζεται ο πρώτος σ' όλο τον κόσμο. Συνέχεια όλης αυτής της ιστορίας, τώρα τα Αμπελάκια διαθέτανε ένα εργοστάσιο σε καλή κατάσταση με εβδομήντα αργαλειούς. Οι μισοί από αυτούς ήτανε τελειοποιημένοι και τους έλεγαν καραβάκια, με παραγωγή 45 πήχες ύφασμα αλατζά για τις κάθε οχτώ ώρες. Σαν έμαθαν οι χωριανοί από την οργάνωση του χωριού τους για ποιο σκοπό βρισκόμουνα εκεί, ήρθανε γερόντισσες, παλιές υφάντριες και διάστρες, ήρθανε μεσόκοπες και κοπέλες, να μου πουν για το εργοστάσιο, για το πόσο επιδέξιες ήτανε και πόσο έχουν λαχταρήσει ν' ακούσουν ξανά το κελάηδημα των αργαλειών του στο χωριό τους. Το βράδυ είχαμε σύσκεψη με το γραμματέα της Αχτιδικής Επιτροπής, μια υφάντρια, ένα άλλο ειδικό κι ένα πανέξυπνο και λίγο μυστηριώδη Κεφαλλονίτη που ήτανε ο σχεδιαστής του εργοστασίου και ζούσε εκεί με τη γυναίκα του όλη την περίοδο της κατοχής, που αργούσε το εργοστάσιο. Όταν έμαθα ότι το εργοστάσιο μπορούσε να δουλέψει αμέσως, έφυγα το πρωί για τη Λάρισα. Έκανα αμέσως έκθεση στο γραφείο Περιοχής και ξαναγύρισα πίσω για να μου δώσουν τις παραγγελίες των υλικών που χρειαζόταν και να κανονιστούνε κι άλλες λεπτομέρειες, όπως ήταν η ιδιοχτησία του εργοστασίου. Αφού έστειλα κατάσταση για να δοθεί η παραγγελία σε νήματα στα κλωστήρια της Λειβαδιάς, έμεινα εκείνο το βράδυ εκεί γιατί βρέθηκε να έχω πολλούς, φίλους σ' αυτό το χωριό. Μάλιστα με ένα, το Θανάση Τάσο, είμαστε συμμαθητές στη σχολή εφέδρων αξιωματικών. Η εποχή ήταν αρχές καλοκαιριού, αλλά εκεί ψηλά, επειδής ο Κίσσαβος είναι δροσερό βουνό, οργίαζε η άνοιξη. Το χωριό κι αν είχε στερηθεί την οικονομική βάση έχει πολιτισμό. Οι γυναίκες είναι παστρικές, τα σπίτια μοσκοβολάνε ασβέστη κι οι αυλόγυροι είναι σκεπασμένοι από μυριάνθους και τριανταφυλλιές. Εκείνη τη μέρα πήγα με κάμποσους φίλους μου, σ' ένα ερημοκλήσι (ίσως του Άι-Γιάννη) που γιόρταζε, κατά τη δυτική μεριά του Κίσσαβου. Θυμάμαι τη μαγεία εκείνου του μέρους, το Θεσσαλικό κάμπο, όπως αγναντεύεται από εδώ ψηλά. Ακόμα θυμάμαι ένα περιστατικό που λέω όσο κι αν φαίνεται άσχετο με την αφήγησή μου να πω δυο λέξεις: Όπως καθόμαστε εις τη δροσιά ενός δέντρου ήρθε ένας νεολαίος ψηλός, ξανθός, γεροδεμένος και ζήτησε να μιλήσει μαζί μου. Καθήσαμε σ' ένα ίσκιο παρέκει κι ο νέος μου συστήθηκε ότι είναι στέλεχος της ΕΠΟΝ, ότι είχε ζητήσει να βγει και αντάρτης, αλλά ότι η οργάνωση δεν τον έστειλε. «Στο μεταξύ συναγωνιστή οι αντάρτες έχουν σκοτώσει τον πατέρα μου και ζητώ να μου πει η οργάνωση: ήταν ο πατέρας μου προδότης και τον σκότωσαν, να ξέρω ότι είχα προδότη πατέρα, ή τον σκότωσαν από λάθος; Έχω τελειώσει το Γυμνάσιο, έχω διδαχτεί τη Γαλλική επανάσταση, έχω διαβάσει πολλά για τη δική μας του εικοσιένα και ξέρω ότι στις επαναστάσεις γίνουνται και λάθη. Δε ζητάω τον πατέρα μου, ζητώ να μάθω τι ήταν ο πατέρας μου». Ήταν ένας έξυπνος νέος, με συγκίνησε και τον βεβαίωσα ότι θα παρακαλούσα την οργάνωση να του δώσει απάντηση. Αλλά το βράδυ σε συζήτηση που έκανα με την Αχτιδική Επιτροπή, έφεραν τα μέλη της αντίρρηση. «Μα πώς να το πούμε που τον σκότωσαν οι πρώτοι πέντε αντάρτες του χωριού μας επειδής είχε τετρακόσια στρέμματα γης στο Νιχτερέμι; 6». Ο άνθρωπος λοιπόν είχε σκοτωθεί τσάμπα. Οι αντάρτες που τον εχτέλεσαν είχαν πάρει το όπλο πριν από την ίδρυση του ΕΑΜ, το πρόγραμμα και τους σκοπούς του. Είχαν συμπάθεια στο ΚΚΕ από παλιά και στην Τετάρτη Αυγούστου τους ρήμαξαν στο ξύλο, επιβάλλοντάς τους να υπογράψουν τη δήλωση μετάνοιας. Το πλέγμα αυτό της εντροπής από τη δήλωση, είναι που έσπρωχνε το στρώμα αυτό που έφτανε τις ενενήντα χιλιάδες στην Ελλάδα, και μεγάλο ποσοστό πήραν το όπλο στην αρχή της κατοχής, σε πράξεις εξτρεμιστικές, αντίθετες από το πρόγραμμα του ΕΑΜ κι επιζήμιες για τον αγώνα του λαού. Όσοι ζήσαμε τα μαρτύρια της Τετάρτης Αυγούστου, ξέρομε πόση επίδραση και τι ευθύνη έχει εκείνη η κατάσταση για ό,τι γίνηκε στην κατοχή, ακόμα και για την αδράνεια των οργανώσεων του Κόμματος να προστατεύουν του κάθε ανθρώπου τη ζωή και την αξιοπρέπεια, από μια καλλιεργημένη εκδικητική διάθεση.
Digitized by 10uk1s
Νομίζω πως αναφέρθηκα στο περιστατικό του νεολαίου γιατί αυτόνε τον καιρό η αφηνιασμένη αντίδραση με τις συμμορίες, τους χίτες και τα δικαστήρια, έχει βαλθεί να εξοντώσει ως τον τελευταίο τους αγωνιστές που πάλεψαν για τη λευτεριά της Ελλάδας με το πρόσχημα, την εκδίκηση των εχτελεσμένων απ' τον ΕΛΑΣ στην κατοχή. Θέλω να πω τώρα δύο λόγια για την τύχη που είχε κείνη η προσπάθειά μας για το υφαντουργείο στ' Αμπελάκια: Δεν είχα ακόμα φύγει από τη Θεσσαλία και όλα είχαν ετοιμαστεί ν' αρχίσει η παραγωγή, όταν ένα κύμα απ' την κατάρα των συμμοριών έφτασε ως κάτω στα Τέμπη και το γραφείο της Περιοχής αναγκάστηκε να σταματήσει το άνοιγμα του εργοστάσιου. Πόσο λυπήθηκα όταν σκέφτηκα εκείνες τις γερόντισσες και τις κοπέλες που τόσο λαχταρούσαν να ξαναπιάσουν τη δουλειά τους στη φάμπρικα, και τις βεβαίωνα ότι σε λίγο θα χαιρόταν πάλι το μόχθο του αργαλειού, θα ήταν και φέτος στην ανάγκη, αυτές οι τεχνίτρες, να κατέβουν στο λιοπύρι του κάμπου για λίγες οκάδες καλαμπόκι, μεροκάματο. Κι ελόγου μου θα λογάριαζα πως είχα βοηθήσει σε μια τέτοια καλή πράξη. Είχα ευχαριστηθεί στα Αμπελάκια από την ομορφιά των ανθρώπων και τη λαχτάρα τους για εργασία, γιατί από τη φύση μου, μα πιο πολύ από τη θέση μου στην κοινωνία αγαπούσα από μικρός και τους εργαζόμενους ανθρώπους και τη δουλειά. Είχα βρεθεί στην Αγυιά που είναι χτισμένη πίσω απ' τα Αμπελάκια στη νοτική μεριά του Κίσσαβου, όταν ακούσαμε στο ραδιόφωνο του καφενείου ότι η Γερμανία πούχε ανάψει το δεύτερο όπως και τον πρώτο πόλεμο στον κόσμο, συνθηκολόγησε χωρίς όρους, ότι υπογράφτηκε η ειρήνη. Είναι μια στιγμή της ζωής μου που δεν την ξεχνάω ποτέ. Μια ζεστή ηδονή από το κάθε μου κύτταρο ξεχύθηκε και τα χείλη μου κουνήθηκαν σε γέλιο... Ύστερα είδα τους ανθρώπους να στέκουνται ένα γύρο μου βουβοί κι ασυγκίνητοι και πάγωσα. Θυμήθηκα ότι στο κατώφλι μας στεκόταν κι είχε ραΐσει την πόρτα χτυπώντας την ένας άλλος πιο αδυσώπητος εχτρός για τη χώρα μας, που η μια από τις παρατάξεις του μάτωνε, χωρίς ν' απαντάει, αλλά δίχως καμιά πρόθεση να σηκώσει τα χέρια. Την άλλη μέρα κατέβηκα από τη Ρετσάνη που κοιμόμουν στην Αγυιά μαζί μ' ένα εξαιρετικό άνθρωπο, φίλο μου, τον Αντώνη Πατσαβούρα, παλιό στρατιώτη του πρώτου πολέμου. «Και σαν υπογράφτηκε, μου λέει, η ειρήνη κι είχε τελειώσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, χτύπησαν οι καμπάνες χαρμόσυνα, μα όχι και οι καρδιές των ανθρώπων. Γιατί πάλι από τους Άγγλους η αφορμή, μα μ' έναν άλλο τρόπο, η ειρήνη δεν έφτασε στον τόπο μας. Οι στρατιώτες μας δε γύρισαν στα σπίτια τους ως που, μετά τέσσερα χρόνια πόλεμο, ήρθε η καταστροφή της Μικρασίας ... Τώρα τι συμφορές και τι σόι θα είναι τούτες που μας περιμένουν σύντροφε;.. Τι κατάρα έχει αυτός ο τόπος;...». Ένιωθα όλη την αγωνία του φίλου μου. Ήτανε παχύς, με ηλικία κάπως μεγάλη και δυσκίνητος. Άνθρωπος ευκατάστατος, παλιός κομμουνιστής, ο πρώτος στο χωριό του, τη Ρετσάνη (Μεταξοχώρι).
Η Ρετσάνη βρίσκεται ως μισή ώρα προδαρόδρομο πάνω απ' την Αγυιά, κολλημένη σ' ένα πλευρό του Κίσσαβου, και είναι τυλιγμένη στο πράσινο, γιατί η καλλιέργεια που ασχολείται ο κόσμος, είναι τα οπωρόδεντρα, οι φουντουκιές και οι μουριές. Μπαίνοντας στο χωριό αντικρύζεις ένα τρίπατο μεγάλο, αλλά αρκετά παλιό σπίτι. Οι Ρετσανιώτες το προσέχουνε όπως την εκκλησία τους και το λένε «το σπίτι της Μαντάμ». Το εσωτερικό του είναι από αίθουσες μεγάλες, εξεπίτηδες φτιαγμένες για σκουλήκια και σε μια άκρια του το διαμέρισμα της Μαντάμ μ' ένα κομψό σαλονάκι μ' επίπλωση παλιά. Εδώ ήρθε χρόνια περασμένα μια πλούσια Γαλλίδα, που μαγεμένη από το τοπίο και τους ανθρώπους, έζησε και πέθανε εδώ. Αυτή μαζί με την καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα, βοήθησε και στην καλλιέργεια των ανθρώπων. Πουθενά στην Ελλάδα σ' ένα τόσο μικρό χωριό δεν είχα δει τόσο ψηλά το χωριάτικο πολιτισμό, τόσο καλότροπους κι ευγενικούς ανθρώπους, τόσο παστρικά σπίτια και δρόμους. Εδώ καλλιεργούνε λεμονιές σε γλάστρες και το χειμώνα και τις παγωμένες νυχτιές της άνοιξης τις μετακινούνε κάτω από υπόστεγα και είδα στους αυλόγυρους και στα χαγιάτια την πιο Digitized by 10uk1s
μεγάλη ποικιλία από λουλούδια και περιπλοκάδες. Ύστερα νερά κρυστάλλινα τρέχουνε απ' όλους τους δρόμους και περνάνε από μικρά αυλάκια στις αυλές που μοιάζουν με ανθόκηπους, γιατί ο σταύλος με τα ζωντανά βρίσκεται σε ξεχωριστό σπίτι και έχει άλλη είσοδο. Νόμιζε κανείς ότι το χωριό αυτό το είχε φέρει η «Μαντάμ» από τις Άνδεις 7. Όταν ερχόμουν στην Αγυιά για το ξεπούλημα της κινητής περιουσίας του κινήματος, εδώ ανέβαινα για πιο πολλή ασφάλεια να κοιμηθώ τα βράδια. Σε λίγο είχα γνωριστεί με τις κοπέλες και τις γερόντισσες και μου μένει στη θύμηση η επιθυμία τους να μου υφάνουν ένα κουστούμι κουκουλιάρικο, που διαθέτανε την παραγωγή της κατοχής, από μια αποθήκη κουκούλια το κάθε σπίτι, αλλά ο πουριτανισμός μου εκείνης της εποχής δε μου επίτρεψε να πάρω ένα τέτοιο δώρο μια που είχα και φορούσα ένα καλό κουστούμι που οι πιο πολλοί άνθρωποι το στερούντανε. Σε λίγο όμως οι συμμορίες φτάσανε το κράτος τους και κατά δω και δε ματαπατησαμε. Μου μένει αξέχαστος ο τρόμος που πήρα όταν στον τελευταίο πηγαιμό μου εκεί, βρέθηκα κοντά σε μια έφιππη ομάδα από συμμορίτες του Σούρλα και πρόλαβε να με γλυτώσει ένα καμιόνι με Εγγλέζους, που από σύμπτωση περνούσε εκείνη τη στιγμή κι οι στρατιώτες με τράβηξαν επάνω, όταν οι έφιπποι συμμορίτες με κατάφταναν. Γιατί πρέπει να πω ότι οι πιο πολλοί από τους στρατιώτες, όπως και κάμποσοι αξιωματικοί, είχαν μεγάλη δυσαρέσκεια για την κυβέρνησή τους εξαιτίας της υποστήριξης που έδινε στη δεξιά της Ελλάδας, με σκοπό την εξόντωση κείνων που μαζί πολέμησαν και νίκησαν το φασισμό. Στην περίσταση, η περιοχή της Θεσσαλίας είχε στείλει άνθρωπο στη Αγυιά να με προφυλάξει επειδής είχε την πληροφορία ότι θα πλημμύριζε ο τόπος Σούρληδες. Έψαξαν όλα τα σπίτια της κωμόπολης, αλλά βρισκόμουνα στη Ρετσάνη κι απ' εκεί είχα κατέβει στη δημοσιά. Γλύτωσα, όπως μου έχει συμβεί τόσες φορές, από τύχη, μα και τώρα όταν φέρνω στη θύμηση το περιστατικό νιώθω το χατζάρι του συμμορίτη στο λαιμό μου. Κατά το τέλος του Μάη, όταν το κίνημά μας βρισκόταν, απ' όλα όσα έχω ειπωμένα στην τέτοια υποχώρηση, κυκλοφόρησε σαν αστραπή η είδηση ότι ο αρχηγός του ΚΚΕ, Ν. Ζαχαριάδης, που απ' την αρχή της κατοχής βρισκόταν σε χιτλερικό στρατόπεδο στη Γερμανία, ήτανε ζωντανός, κι ότι είχε φτάσει στην Αθήνα. Ρίγη από χαρά κι ενθουσιασμό ένιωθε ο καθένας αγωνιστής και πρέπει αμέσως να πω, ότι από κείνη τη μέρα σταματάει και το κατρακύλισμα του κινήματός μας και μια αργή μα σταθερή άνοδος αρχίζει. Πιστεύαμε, η παλιά φρουρά του Κόμματος, κι αυτό είχαμε μεταδώσει και στους νεώτερους κομμουνιστές και στο λαό, τραγουδιότανε μάλιστα κι ένα κακόγουστο τραγουδάκι, ότι ο Ζαχαριάδης ήτανε γίγαντας στη σκέψη, αλάθευτος, και είχε καλλιεργηθεί σ' όλο τον καιρό του κατοχικού αγώνα, η λατρεία προς το πρόσωπό του. Προσωπικά είχα διστάσει να πιστέψω σ' αυτές τις υπεράνθρωπες ιδιότητες και ικανότητές του, αλλά απ' ότι μας συνέβη να χάσομε την κρατική εξουσία τον καιρό της απελευτέρωσης, από λιγομυαλοσύνη της ηγεσίας μας, πίστεψα, όπως όλοι οι δισταχτικοί, πως αν ο Ζαχαριάδης βρισκόταν κεφαλή του κινήματος στον κατοχικό αγώνα, η εξουσία θα περνούσε στις λαϊκές δυνάμεις, η χώρα θα βάδιζε το δρόμο των άλλων απελευτερωμένων κρατών της Βαλκανικής και δεν θα χρειαζόταν να πάρει ο λαός ξάναρχα το ντουφέκι. Δεν ξέρω να λατρεύτηκε στη χώρα μας άλλος ηγέτης τόσο πολύ, από τόσο πλατιά στρώματα ύστερ' από τον Λ. Βενιζέλο, όσο ο Ζαχαριάδης.
Αυτή η πίστη της μάζας και του Κόμματος προς τον ηγέτη, έδωσε δύναμη στο κίνημα. Αλλά και πριν να κατακάτσει αυτός ο ενθουσιασμός, ήρθε άλλο ένα γεγονός με ευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση αυτό, να κάνει τις δημοκρατικές δυνάμεις στην Ελλάδα να πάρουν οριστικά και μάλιστα με πηδήματα επάνω. Στην Αγγλία ο λαός καταψήφισε τους συντηρητικούς με τον Τσώρτσιλ κι έφερε το εργατικό κόμμα, που είχε αντιταχτεί στην επέμβαση των συντηρητικών στην Ελλάδα στην εξουσία. Digitized by 10uk1s
Μα ας ξανάρθομε στα πεζά: Με το Χρήστο Βελέτζα, παλιό κομμουνιστή απ' την ιστορική Τσαρίτσανη, είχα γνωριστεί από μακριά, όταν μαζί το 1935 βρισκόταν αυτός στη εξορία στη Γαύδο. Αλληλογραφούσα μαζί του, γιατί ήτανε γραμματέας της ομάδας συμβίωσης εξορίστων. Τώρα τον γνώρισα εδώ στη Λάρισα κι αμέσως γινήκαμε καλοί φίλοι. Ήταν ένας κοντούλης μα γεροδεμένος μεσόκοπος άντρας με σκούρο πετσί, γλυκό χαρακωμένο πρόσωπο και με πολλή ανθρωπιά, όπως ήταν το πιο ζωντανό χαρακτηριστικό όλων των παλιών αγωνιστών της αγροτιάς. Η Περιφερειακή της Λάρισας είχε αναθέσει στο Βελέτζα να καθοδηγεί την πιο κοντινή προς την πόλη αγροτική Αχτίδα. Πολλές φορές πήγαινα περίπατο παρέα με το Χρήστο. Θυμάμαι δύο απ' τα χωριά της Αχτίδας, τη Νέχαλη που είχε καλούς γεωργούς και το Κουλούρι. Το Κουλούρι, από την αρχή της κατοχής ακόμα, είχε έρθει σύσσωμο στο ΚΚΕ, αφού ο παπάς κι άλλες κεφαλές του χωριού έτσι το αποφασίσανε: Να καλέσουν τις οικογένειες «συν γυναιξί και τέκνοις» σε συνέλευση και να τους δώσουν το βάφτισμα. Αυτή την περίοδο η οργάνωση της Λάρισας είχε ένα πολύ σπουδαίο θέμα για να λύσει, σε τούτη την Αχτίδα: Ένας ανταρτοεπονίτης, ο «Περονόσπορος», δεν είχε παραδώσει το όπλο του, δεν είχε πειθαρχήσει στη συμφωνία της Βάρκιζας και τριγυρνούσε σ' αυτά τα χωριά της δικαιοδοσίας του Βελέντζα. Η Περιφερειακή είχε βάλει πείσμα ν' αφοπλίσει τον «Περονόσπορο» και δεν ξέρω γιατί είχε χαλάσει τόσο πολύ η τάξη, ότι βρισκόταν σ' όλο το θεσσαλικό κάμπο ένα παιδί με όπλο, όταν τον όργωναν χιλιάδες συμμορίτες του βασιλιά. Ο Περονόσπορος είχε έναν αδερφό το Χρυσόστομο, ανθιππίλαρχο του ιππικού, πολύ φίλο μου, που κιόλας τον είχα εχτιμήσει σαν τον ικανότερο ουλαμηγό σε όλη την ταξιαρχία. Ο Χρυσόστομος, που είχε νομίσει ότι θίγεται η κομματική κι αγωνιστική του υπόσταση από τη στάση του αδερφού του, είχε πάει μόνος του κάμποσες φορές και για λογαριασμό της Περιφερειακής Επιτροπής, για να τον αφοπλίσει, αλλά αποδείχτηκε, ότι ο Περονόσπορος είχε σ' αυτά τα χωριά πιο μεγάλη επιρροή από την Π.Ε. και τον αξιωματικό αδερφό του. Με παρακάλεσε λοιπόν ο Χρυσόστομος, που μετά τη Βάρκιζα ήταν ένας απ' τις χιλιάδες ξεσπιτωμένους της Θεσσαλίας και ζούσε στη Λάρισα, να κοιτάζω πώς να πείσω τον αδερφό του ν' αφήσει το όπλο και να πειθαρχήσει στο Κόμμα. Την ίδια πρόταση μου είχε κάνει κι ο γραμματέας της Π.Ε. Νίκος Μαντηλάς. Είχα πει και στον ένα και στον άλλο, ότι ψάχνω να τον βρω κι ότι θα τον βρω τον Περονόσπορο, αλλά ότι δε θα του ζητήσω να καταθέσει το όπλο. Μια μέρα στο Κουλούρι μ' έβαλαν σε μια κουζίνα ενού χαμόσπιτου, μ' άφησαν εκεί κλείνοντας και την πόρτα, αλλά την ίδια στιγμή άνοιξε ένα παραπόρτι και μπήκε ένας νέος. Ήταν ο «Περονόσπορος» που πέρασε σαν ίσκιος, βγήκε στην πυρωμένη αυλή του χαμόσπιτου και χάθηκε σαν ζαρκάδι. Υποψιάστηκε... Τόσο λίγο είδα εκείνο το μικροκαμωμένο σβέλτο άντρα, αν και είχα μεγάλη πεθυμιά να τον ακούσω να μου μιλάει — όπως μιλούσε στα χωριά του κάμπου που γυρνούσε για τα καινούργια πάθη της αγροτιάς. Θυμάμαι που μ' άρεσε και μαγευόμουνα ν' ακούω κανένα αντάρτη να μιλάει για τα βάσανα των ανθρώπων του Θεσσαλικού υπαίθρου. Το στόμα τους ήταν ένα ρυάκι από αγανάχτηση που 'ρχόταν από βαθιά, από πέντε, από δέκα γενιές προγόνους, κολλίγους του κάμπου. Όπως τον έπιασε η ματιά μου ο Περονόσπορος έμοιαζε σε πολλά με τον ανταρτάκο της ίλης μου, το «Αρμενάκι», που σ' άλλο τόμο περιγράφω. Κι αυτός αν και είχε παραδώσει το άλογο και τον οπλισμό του, δεν είχε παραδεχτεί και βρισκόταν αντίθετος στη συμφωνία της Βάρκιζας. Σε λίγο στο Δημοκρατικό Στρατό θα διαπρέψουνε και οι δυο σαν διοικητές ταγμάτων. Αλλά οι πληροφορίες μου είναι ότι και ο ένας και ο άλλος κυκλωμένοι από πλήθος αυτοχτόνησαν.
Τον Ιούνη κλήθηκε σε συγκέντρωση στην Αθήνα η Κεντρική Επιτροπή για τη δωδέκατη ολομέλεια κι ο γραμματέας μας έλειπε εκεί. Όταν γύρισε στη Λάρισα είχε κιόλας δημοσιευτεί η απόφαση που πήραν. Σ' ένα σημείο μιλούσε ότι η τρομοκρατία πρέπει ν' αντιμετωπιστεί με τη μαζική λαϊκή Digitized by 10uk1s
Αυτοάμυνα. Αυτή η θέση κάτι έλεγε, γιατί το ελάχιστο σήμαινε ότι όταν οι χίτες πήγαιναν στο καφενείο της γειτονιάς κι άρχιζαν να βρίζουν και να χτυπάνε, ο κόσμος είχε το δικαίωμα ή την υποχρέωση να τους σπάσει στο ξύλο που αυτό σήμαινε πως έπρεπε να χρησιμοποιήσει εχτός από τη γροθιά του κάτι ακόμα — ένα ξύλο. Το ξύλο αυτό είναι ένα σόι όπλο. Η απόφαση τούτη ήταν ένα βήμα αλλά πώς θα γινόταν όταν οι συμμορίτες του Τσάντουλα που κράταγαν πυροβόλα όπλα, έφταναν σ' ένα χωριό του κάμπου; Θα έπαιρναν ξύλα «οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά» όπως εξηγούσαν οι εφημερίδες την απόφαση; Μα τότε θα άνοιγε του Τσάντουλα η όρεξη για να σκοτώσει πιο πολλούς και οι αγρότες είναι αρκετά έξυπνοι για να χτυπάν γροθιές στο μαχαίρι. Ωστόσο, η απόφαση μιλούσε για απεργίες, οργάνωση των κηδειών των θυμάτων, άλλες δυνατές αντιτρομοκρατικές εκδηλώσεις και το πιο σπουδαίο μιλούσε για «οργάνωση». Αυτό όπως το εξηγήσαμε σήμαινε ότι ένα μέρος από τα κομματικά μέλη και στελέχη συγκροτημένοι σε όργανο θ' αποτελούσαν την καθοδήγηση της αντιτρομοκρατικής πάλης. Από τη στιγμή που διάβασα το σημείο αυτό της απόφασης, σκέφτηκα ότι στην εξέλιξή της η οργάνωση αυτή, εφόσον η τρομοκρατία της δεξιάς θα εξακολουθούσε, θα έφτανε να γίνει το ένοπλο κομμάτι του κινήματός μας, ο στρατός του. Όπως και να είναι για τώρα έδινε ελπίδες, ζωντάνευε και μαχητικοποιούσε τα μέλη του Κόμματος και τους οπαδούς του.
Είχαν απλώσει τη δράση τους οι συμμορίες και στις βορινές επαρχίες της Λάρισας που βρισκόταν κρυμμένη η πιο πολλή της περιουσίας μας, κι είχαν δυσκολέψει οι μετακινήσεις μου στον κάμπο. Ύστερα η περιουσία αυτή από καιρό αρπαζόταν από τις κρατικές δυνάμεις και τις συμμορίες κι ακόμα από λίγους συναγωνιστές. Όπως υπολογίζω το μικρότερο μερτικό, είναι αυτό που πήρε το Κόμμα. Έτσι τέλειωνε κι η δική μου αποστολή στη Λάρισα, εχτός αν το γραφείο της Περιοχής Θεσσαλίας αποφάσιζε να μου αναθέσει άλλα καθήκοντα, πράμα δύσκολο, γιατί το Κόμμα κατά επανάληψη είχε καλέσει τους κομμουνιστές που βρισκόταν σε άλλες περιοχές, να πάνε στον τόπο της καταγωγής τους ν' αγωνιστούν εκεί. Ανέβηκα λοιπόν να συζητήσω με το γραμματέα μας Κοτσαύρα αυτά τα ζητήματα μα όπως άνοιξα την πόρτα και τον είδα έτσι όπως ήταν καλοσυνάτος και γελαστός σκέφτηκα να του κάνω ένα «αστείο» και του είπα: «Πριν λίγες μέρες ντάμωσα τον Περονόσπορο και γίνηκα κιόλας οπαδός του». Αυτός χωρίς να κακοδιαθετήσει με ρώτησε να του πω τι σόι άνθρωπος είναι αυτός ο Περονόσπορος, που τόσο πολύ συζητιέται στη Θεσσαλία. «Είναι σαν το Μαχέλ το δικό μας» του είπα. Και για να καταλάβετε τι λέω: Ο Μαχέλ ήταν ο πιο μικρός στην ηλικία του στρατοπέδου της Ακροναυπλίας κι από τους πιο αδύνατους στο κορμί, αφού μια μέρα έπεσε από το τρίτο πάτωμα κάτω στο χωλ χωρίς να πάθει τίποτα, τόσο αλαφρό κορμί είχε. Ύστερα όμως ο Κοτσαύρας με ρώτησε στα σοβαρά να του πω αν επιμένω ακόμα ότι πρέπει να καταφύγομε στα όπλα. Του απάντησα πάλι ότι πρέπει να κάνομε ένοπλη εξέγερση και ότι πιστεύω πως μέσα σε λίγες βδομάδες θα έχομε ένα στρατό από εκατό πενήντα χιλιάδες που θα βαδίσει για να πολιορκήσει την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, γιατί δεν βλέπω να αυξήθηκε η δύναμη της δεξιάς επειδή όπλισε ξανά τα Τάγματα Ασφαλείας των Γερμανών κι έφτιαξε το συρφετό τις ληστοσυμμορίες, έτσι που να μην μπορούμε να τους κλείσομε μέσα σε λίγες πόλεις και να τους σφίξομε κει ως που να 'ρθούνε μαζί μας σε συμφωνία έντιμη και τέτοια που να μπορούμε να την υπερασπιστούμε με δύναμη. Ύστερα του είπα: «Τώρα έχομε χίλια χιλιόμετρα φιλικά σύνορα και κυβερνήσεις φιλικές που θα μας προμηθέψουν από τον Ιταλικό και Γερμανικό οπλισμό που διαθέτουν —και παρά την καταστροφή— ίσως και λίγα τρόφιμα». Για τον Αγγλικό στρατό που βρισκόταν στην Ελλάδα δε θυμάμαι να συζητήσαμε. Ίσως γιατί δεν τους εχτιμούσα, σαν ένοπλο αντίπαλο στο ύπαιθρο. Με άκουσε με προσοχή κι έδειχνε κατανόηση. Όταν τέλειωσα με ρώτησε αν ήθελα να στείλει τις απόψεις μου στο Πολιτικό Γραφείο, αλλά του είπα ότι δεν χρειάζεται επειδή ο σκοπός που τον είχα Digitized by 10uk1s
επισκεφτεί ήταν για να πάρω την άδεια να κατέβω στην Αθήνα. 8
Συζήτηση κάναμε για τον Άρη που κείνες τις μέρες τον είχε αποκηρύξει το Κόμμα λέγοντάς τον με το στόμα του Ζαχαριάδη «διασπαστή, τυχοδιώχτη, μιζέρια και ύποπτο». Ήμουνα συγκρατημένος, αλλά μπόρεσα να του πω: «τι θα σκεφτεί ο λαός για το Κόμμα που έχει την ευθύνη της ανάδειξης του Άρη σαν αρχηγού του ΕΛΑΣ; Δεν πιστεύω να ωφεληθεί το κίνημά μας από αυτή την αποκήρυξη». Σ' αυτές τις παρατηρήσεις μου ο Κοτσαύρας δε μίλησε. Μετά λίγες μέρες έφυγα για το Βόλο για να φτάσω από κει από τη θάλασσα στην Αθήνα, επειδή από την ξηρά είχανε πολλά μπλόκα, ζητούσανε ταυτότητες, έκαναν ελέγχους. Όπως αποχαιρετούσα το γραμματέα μας Κοτσαύρα του ζήτησα να μου δώσει για το Κόμμα δυο λέξεις «πιστοποιητικό» για την «ποιότητά» μου. Αυτός αρνιότανε κι όταν επίμενα μου λέει: «Μα θα γελάνε αφού σε ξέρουνε κι είναι γνωστή η δράση σου, τι θα τους πω εγώ;» Επίμενα γιατί είχα στο νου μου να κάνω στο Π.Γ. μια γραφτή έκθεση, κι όπως μου είχε πει ένας παλιός κομμουνιστής, όποιος κάνει εκθέσεις βρίσκει στα σίγουρα το μπελά του, πιο πολύ που η δική μου η έκθεση θα χτύπαγε έμμεσα τη συμφωνία της Βάρκιζας. Τέλος κανονίσαμε, αν μου χρειαστεί (πιστοποιητικό) να τηλεγραφήσω μ' ένα συνθηματικό και θα το στείλει την ίδια ώρα με άνθρωπο.
Εκείνον τον καιρό (μέση του Ιούνη) είχανε καταφύγει στον Βόλο τέσσερις με πέντε χιλιάδες καταδιωγμένοι Ελασίτες κι άλλοι αγωνιστές από τις πολιτικές οργανώσεις. Οι Βολιώτες τους φιλοξενούσαν και τους έκρυβαν γιατί όλο κι έπιαναν, κι οι φυλακές ήταν γεμάτες (δεν είχε εφευρεθεί ακόμα η Μακρόνησο και η Γιούρα), μα την εποχή εκείνη όλος ο εργαζόμενος κόσμος εξαιτίας της ανεργίας και της καταστραμμένης οικονομίας στερούντανε από πολλά και κουτσοζούσε από τις διανομές τροφίμων. Πονούσε η ψυχή μου και υπόφερα σαν έβλεπα τους συναγωνιστές μου, που οι πιο πολλοί απ' αυτούς ήτανε άπλυτοι με λερωμένα και σκισμένα παπούτσια και ρούχα. Αρκετοί είχανε χάσει το κουράγιο τους κι από λίγοι σήκωναν τα χέρια στον αντίπαλο, νομίζοντας να γλυτώσουν αυτή τη μπόρα. Και τι μπορούσα να κάνω; Όταν λάχαινε να νταμωθώ με αντάρτες του ιππικού στενοχωριόμουνα μαζί τους διπλά, γιατί αυτοί μου αναθύμιζαν ότι στην ομιλία μου εκείνη για τη διάλυση του ΕΑΑΣ, στο θέατρο της Καρδίτσας είχα πει πως: «αν η συμφωνία της Βάρκιζας παραβιαστεί από τη δεξιά, τότες θα ξαναπάρομε τα όπλα». «Τώρα τι κάνομε μπάρμπα Γιάννη; θα σταματήσομε να μας σκοτώσουν και να μας φυλακώσουν όλους μας οι προδότες;» Θυμάμαι τους άπραγους ανθρώπους και με δυσκολία κρατάω από συγκίνηση το κοντύλι, που τους είχαμε πει: πάρτε το όπλο και το πήρανε· κι ύστερα τους είπαμε αφήστε το, πάλι πειθάρχησαν και το άφησαν. Τώρα τους λέγαμε μην πάρετε όπλο γιατί έτσι συμφέρει τον τόπο μας και ήταν υπάκουοι πάλι και η πίστη τους στο κίνημα και στην ηγεσία του ακέρια ακόμα και αράιστη παρά τα τόσα πάθη τους.
Αυτό το καλοκαίρι ήρθε μια είδηση να ρίξει σε πένθος το κίνημα και να φέρει μεγάλη συγκίνηση σ' εκατομμύρια ανθρώπους σ' όλη τη χώρα: Στρατιωτικές δυνάμεις το πιο πολύ από εκείνες που πριν από δέκα μήνες υπηρετούσαν στα γερμανικά Τάγματα μαζί με Άγγλους εξόντωσαν τον Άρη. Έμενα στο συνοικισμό του Βόλου Νέα Ιωνία που από τις τριάντα δύο χιλιάδες κατοίκους του, μονάχα ένας ήταν αντίθετος (δεξιός). Είδα χιλιάδες ανθρώπους να πονάνε με δάκρυα, γιατί η λαϊκή μάζα τον Άρη, από καιρό (από τότες που ξανάπιασε το κλαρί) τον ένιωθε ξεχωριστά ήρωα δικό της, που είχε γεννηθεί από το πεύκο και το έλατο. Στο συνοικισμό έμεν' ο Γεροδήμος, ένας καπνεργάτης Digitized by 10uk1s
ανθιππίλαρχος του ιππικού και μου παράγγειλε να πάω ως το σπίτι του ότι ήτανε βαριά άρρωστος. Όταν έμπαινα στη χαμοκέλα ο γέρος τρανταζόταν από αναφυλλητά, ο πυρετός του με την είδηση είχε ανέβει σαράντα, η γυναίκα του με άλλες γειτόνισσες οδυρότανε. Να τώρα πώς χαιρέτισε ο κόσμος το νεκρό αρχηγό του ΕΛΑΣ: Στην άκρια του συνοικισμού κατά τη μεριά του Βόλου ήταν ένα κέντρο που το σκέπαζαν θεόρατες λεύκες. Με την είδηση ο καταστηματάρχης έβαλε στο γραμμόφωνο ένα ρουμελιώτικο τραγούδι κι από το μεγάφωνο που βρισκόταν ψηλά στη λεύκα ακούστηκε το τραγούδι στις γύρω γειτονιές. Σε λίγο όσα σπίτια είχανε γραμμόφωνα έβαλαν πλάκες με ρουμελιώτικα. Μα ενώ τέτοια ήτανε τα συναιστήματά μας κανένας δε σκέφτηκε να κάνει κριτική στο Κόμμα και στο Ζαχαριάδη, που συνέπεσε λίγο μετά την αποκήρυξη να εξοντωθεί ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ από τις στρατιωτικές δυνάμεις, αν και όλοι σκεφτήκαμε ότι η αποκήρυξη έφερε την απομόνωση από τη λαϊκή υποστήριξη και την εξόντωση. Το Κόμμα είχε σε τούτες τις κρίσιμες στιγμές ανάγκη από μια ηγεσία απερίσπαστη και απ' ένα αρχηγό ικανό, και τέτοιον πιστεύαμε το Ζαχαριάδη. Παρά τον πόνο λοιπόν για τον αρχηγό του ΕΛΑΣ κανένας λόγος για τον αρχηγό του Κόμματος.
Στο Βόλο κάθησα κάμποσο διάστημα περιμένοντας το «Κορινθία», που επισκευαζότανε σε δεξαμενή της Αλεξάντρειας και θ' άρχιζε γραμμή Βόλο-Πειραιά. Ύστερα έπρεπε να βγάλω ταυτότητα ψεύτικη. Στο διάστημα αυτό φιλοξενήθηκα πολλές φορές από τους συντρόφους μου ακροναυπλιώτες: Βεσδέκη, Τσόχα, Χαλκιά, Καραμπίνη, Παπαρήγα. Θυμάμαι που τους πείραζαν οι Λαρισινοί στο στρατόπεδο λέγοντάς τους για την αφιλοξενία του Βόλου «Αυστριακούς», παρατσούκλι που τους είχαν κολλήσει από τον προπερασμένο αιώνα όταν έφευγαν καραβάνια με υφάσματα της Θεσσαλίας για την Κεντρική Ευρώπη και στα Αυστριακά χωριά δεν έδιναν στους αγωγιάτες ούτε νερό. Τώρα όμως το κίνημα, η κατοχή και ο αγώνας της απελευτέρωσης χρειαζόταν τους ανθρώπους φιλόξενους κι έτσι τους έφτιαξε· κι η λαϊκή μάζα του Βόλου δε στάθηκε πίσω. Όταν τέλος έφτασε το πλοίο, έλαχε νάχω πάρει και την ταυτότητα, έβγαλα εισιτήριο και χώθηκα μέσα. Σε λίγο όμως είδα ανθρώπους της Ασφάλειας να κοιτάνε φωτογραφίες και να ψάχνουν. Γλύστρισα έξω τρέχοντας στο πραχτορείο έκοψα διαφορά, ανέβηκα από τη σκάλα της πρώτης θέσης, χώθηκα σε μια καμπίνα κι απ' εκεί δεν το κούνησα ως που μετά δυο ή τρεις μέρες φτάσαμε στον Πειραιά (το πλοίο βάδιζε αργά γιατί οι θάλασσες ήταν ακόμα ναρκωμένες). Μέσα στην καμπίνα μου βρισκόταν άλλο ένα πρόσωπο με την γυναίκα του. Στην αρχή μου φάνηκε ύποπτος, ύστερα φοβισμένος, αλλά σε λίγο γνωριστήκαμε· ήταν ένας δασικός που έφευγε απ' τον τόπο του για να γλυτώσει απ' το χαντζάρι του Σούρλα στην Αθήνα. Κάναμε ένα καλό ταξίδι στην πρώτη θέση που ήταν η πρώτη και στερνή μου φορά που ταξίδευα. Να όμως τι συνέβη μετά την αναχώρησή μου απ' το Βόλο. Επειδή η οργάνωση δεν είχε μηχανισμό έκδοσης ταυτοτήτων, καταφύγαμε στον Πρόεδρο της Κρητικής αδερφότητας Βόλου, Σπυριδάκη, πρόσωπο μεγάλου κύρους, δημοκράτη και καθόλου αντικομμουνιστή. Ο Σπυριδάκης πήγε στο Διοικητή της Ασφάλειας που ήταν Κρητικός, Δετοράκης Μιχάλης αν θυμάμαι λεγόταν, και κατάφερε να πάρει ταυτότητα, αλλά κάποιος απ' τους υφισταμένους του μυρίστηκε την υπόθεση, κάρφωσε το Διοικητή του που ωστόσο δεν ήξερε ο άνθρωπος ότι έβγανε ταυτότητα κομμουνιστή. Ο Διοικητής βρέθηκε στη φυλακή κι ο Σπυριδάκης υπόφερε, παρά την ηλικία του, δυο βδομάδες στο κρατητήριο. (Αργότερα τον είδα στο Ρέθεμνος που ήρθε ν' αποχαιρετήσει την Κρήτη λόγω των γηρατιών του. Βλέποντάς με, μόνο που δε μ' ευχαρίστησε κιόλας ότι του έδωσα την ευκαιρία να κάνει ακόμα ένα καλό, να σώσει μια ζωή: «Εδώ που έφτασες είσαι σε ασφάλεια και χαίρομαι. Εκεί θα σε κομμάτιαζαν», μου έλεγε.
Digitized by 10uk1s
Στην Αθήνα έπρεπε να παρουσιαστώ στα γραφεία του Ριζοσπάστη. Εκεί μέλος της Κ.Ε. ο Πολύδωρος Δανιηλίδης είχε την ευθύνη της ταχτοποίησης των στελεχών του Κόμματος που έφταναν στο Κέντρο. Νομίζω ότι σε μένα εξαιτίας ίσως της φιλίας που είχαμε στην Ακροναυπλία, έκανε εξαιρετική υποδοχή. Και τέλος με ρώτησε που θα προτιμούσα να με τοποθετήσει το Πολιτικό Γραφείο, αν και απόφαση δική του ήταν «ο κάθε κομμουνιστής να πηγαίνει στον τόπο του». Επιθυμία μου βέβαια ήταν, αφού πρώτα κατέβω στην Κρήτη να δω τη μητέρα και τους άλλους δικούς μου, να γυρίσω πίσω στη Θεσσαλία. Και να εξηγούμαι γιατί: —και το ξαναλέω— πάντα πίστευα σε μια αντίδραση δική μας ένοπλη, οπότε η συμβολή μου σε μια τέτοια προσπάθεια, όπως πίστευα, θα ήταν αποδοτικότερη εκεί απ' οπουδήποτε αλλού. Είπα όμως να βγάλω ό,τι είχα στο μυαλό μου και να το κάνω έκθεση κι ύστερα ανάλογα να θέσω το αίτημά μου. Κιόλας είχα μια μικρή ελπίδα μήπως επηρεάσω το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος να σκεφτεί ν' αλλάξει την πολιτική του. Μετά δυο μέρες είχα τελειώσει την έκθεση κι απ' όσο θυμάμαι δεν είπα όσο η σοβαρότητα του θέματος απαιτούσε ελεύθερα τη γνώμη σ' ό,τι ήθελα να πω, δηλαδή ίσια και σταράτα. Ωστόσο από τις έντεκα κόλλες της αναφοράς, που έπιανε η έκθεση, έβγαινε η αντίθεσή μου για τη συμφωνία της Βάρκιζας, κι η γνώμη μου ότι έπρεπε στην πράξη να καταγγελθεί. Για μεγαλύτερη ασφάλεια πήγα στο Δανιηλίδη κι έστειλε σύνδεσμο στο δωμάτιό μου να την παραλάβει. Μαζί με την έκθεση έστειλα κι ένα γράμμα που πήγαινε προσωπικά προς το δεύτερο γραμματέα του Κόμματος τον Ιωαννίδη, που τον ενημέρωνα ότι οι σχέσεις μου με το Βλαντά που όμως έμαθα ήταν ο γραμματέας της Περιοχής Κρήτης, δεν ήταν καλές εις την Ακροναυπλία. Άφησα να περάσουν δυο μέρες και ξαναπήγα στο «Ριζοσπάστη». Ανεβαίνοντας στις σκάλες είδα τον Ζήση Ζωγράφο που ήτανε στα μέσα και στα όξω, να κατεβαίνει. Πήγα να τον καλημερίσω, να τον χαιρετίσω, που είχαμε να δωθούμε απ' την Ακροναυπλία, μ' αυτός με είδε σα να ήμουνα κανένας γνήσιος εχθρός και κοίταξε πώς να με αποφύγει. Τον ήξερα καλά απ' το στρατόπεδο ακόμα το Ζωγράφο. Ήξερα ότι δεν εχτιμούσε καθόλου τη δημοκρατία στο Κόμμα και ήταν από τους συντρόφους εκείνους που συγκεντρωμένοι γύρω από το Β. Μπαρτζώτα στο στρατόπεδο, που τώρα διοικούσε το ΚΚΕ πάλεψαν με λύσσα και τη θανάτωσαν. Δεν άρεσε λοιπόν λίγη ελευθερία γνώμης που είχε η έκθεσή μου. Πάντως ο Δανιηλίδης που τόσο θερμά με είχε υποδεχτεί, ήταν ψυχρός μαζί μου, δε με καλημέρισε, πλησίασε αμίλητος κατά μένα λέγοντάς μου ξερά: «Ξέρεις σύντροφε, δεν μας έφερες πιστοποιητικό από την Περιοχή της Θεσσαλίας». «Έχω κανονίσει, του είπα και σε εικοσιτέσσερις το πολύ ώρες θα είναι δω το χαρτί μου». «Στείλαμε και μεις άνθρωπο», μου είπε. Έφυγα για να τηλεγραφήσω όπως είχαμε εξηγηθεί με τον Κοτσαύρα, όμως βαθιά θλιμμένος γιατί πολύ αδικιόμουνα. Το Πολιτικό Γραφείο με την έκθεσή μου αυτή νόμισε ότι επειδή πρότεινα την καταγγελία της συμφωνίας της Βάρκιζας σαν άχρηστη και φάκα για μας, όπως την είχαν καταντήσει ή όπως από γεννησιμιού της ήταν, οι πρώην συνεργάτες των καταχτητών με τους Εγγλέζους, ότι δεν πειθαρχούσα κιόλας στην πολιτική του Κόμματος απέναντι σ' αυτή τη συμφωνία. Δεν ήτανε σωστό, γιατί παρά τις διαφωνίες μου, πειθαρχούσα, κι αυτό καθώς φάνηκε τους έγραψε ο Κοτσαύρας, γιατί μετά από δυο μέρες που ξαναπήγα, έβαλε ο Δανιηλίδης ένα ίχνος γέλιου στα χείλη: «Ήρθε το χαρτί σου Γιάννη», μου είπε. «Είναι καλό. Μπορείς να φύγεις όποτε θέλεις για την Κρήτη». «Σπολλάιτη», σκέφτηκα κιέφυγα δίχως να ζητήσω να πάρω ουδέ τα εισιτήριά μου. Αυτά τα βρήκα απ' ένα συγγενή μου αριστερό. Είχα ελπίσει πως ο Ζαχαριάδης που τον μολογούσανε κοντά στις τόσες του άλλες αρετές και σοφό δημοκράτη, ότι θα ζητούσε να μάθει, όσο του ήτανε μπορετό, περισσότερες γνώμες στελεχών του Κόμματος κι ότι θα έψαχνε πιο πολύ τις αντίθετες γνώμες. Πικράθηκα ότι είχα πέσει έξω στην εχτίμησή μου. Ταξίδευα για το Ηράκλειο της Κρήτης με το ποταμόπλοιο «Σπερχειός». Καθισμένος στην κουβέρτα θυμήθηκα ότι ετούτη τη μέρα είχε ο μήνας Αύγουστος τέσσερις, κι ο νους μου πήγε σε κείνη την απαίσια διχτατορία που είχε τ' όνομα της ημέρας. Είχανε περάσει εννιά στρογγυλά χρόνια. Τα μισά Digitized by 10uk1s
μαλλιά μου είχαν ασπρίσει, μα ήμουν τόσο γερός παραπάνω απ' όσο χρειάζεται να είναι ένας κανονικός άνθρωπος. Η καταδίωξη και τα βασανιστήρια στην Ασφάλεια είχαν ξεχαστεί. Η πείνα και ο ζόφος των στρατοπέδων είχαν σβηστεί από τη θύμησή μου. Ήμουνα αισιόδοξος: είχαμε νικήσει το φασισμό σ' όλο τον κόσμο. Κυριαρχούμουνα από το συναίστημα ότι στην ιδιαίτερη πατρίδα μου γυρνούσα νικητής. Αλλά βαθιά στην ψυχή και στη σκέψη μου έβοσκε ο φόβος ότι η πολιτική που χάραξε η ηγεσία του Κόμματός μας και πάλι δε βρισκόταν σε σωστό δρόμο και κιντύνευε —πάρα το ότι στον κόσμο συντρίφτηκε ο φασισμός— στη χώρα μας να νεκρανασταθεί και να στεριωθεί πάλι. Θυμόμουνα τα απαίσια εκείνα λόγια που είχε πει ένας υπουργός της διχτατορίας ο Νικολούδης, φεύγοντας, όταν η Ελλάδα πατήθηκε από τους Γερμανούς, για την Αίγυπτο: ότι και μετά το τέλος του πολέμου, στην Ελλάδα θα έχομε «μετατεταρτοαυγουστιανόν καθεστώς».
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ Θέλησα να χαρώ σε μια πολιτεία λεύτερος και βάδισα άσκοπα στους δρόμους του Ηράκλειου αφού άφησα σ' ένα καφενείο, στην τύχη, τη μικρή βαλιτσούλα που κουβαλούσα μαζί μου. Κοιτούσα τους ανθρώπους να βαδίζουν αμέριμνοι, κανένα ίχνος υποψίας ή φόβου στα πρόσωπά τους όπως στη Λάρισα ή το Βόλο που πριν λίγες μέρες είχα αφήσει. Μα ο τόπος φαινόντανε να βγαίνει από μια μεγάλη συμφορά: Σωροί παλιωμένα χαλάσματα από σπίτια και γειτονιές, και τα χαρακωμένα από ρυτίδες, ακόμα και των νέων ανθρώπων πρόσωπα, μαρτυρούσανε τα ψυχικά, τα σωματικά βάσανα και το χαλασμό της βαριάς σκλαβιάς, πούχε περάσει η Κρήτη. Χώθηκα στη συνοικία της Ξύλινης Ντάμπιας, την πέρασα σ' όλο το μάκρος της και ξαναβγήκα στο κέντρο της πόλης. Είδα χωροφύλακες, είδα γαλονάδες ήμερους κι ανυποψίαστους. Θυμήθηκα εκείνους τους κορδωμένους της Τετάρτης Αυγούστου. Δεν υπάρχει τώρα Τετάρτη Αυγούστου, δεν υπάρχει κατοχή κι ουδέ βασιλικές συμμορίες κι ουδέ εξουσία των δοσίλογων, σκέφτηκα θα υπάρχει. Τι καλά για τους ανθρώπους αν σ' όλη την Ελλάδα είχαμε τούτην εδώ την τάξη... Πεινούσα· είχα σκεφτεί να φάω ξερά κουκιά σαλάτα, που είναι το πρώτο φαΐ του τόπου, όπως για την Αθήνα κείνου του καιρού ήταν η φασουλάδα. Μα όταν μπήκα σ' ένα κουλτούκι μαγέρικο κι ο μάγερας, ένας κοντούλης με λευκά κρεμαστά μουστάκια, ξεσκέπασε την πρώτη κατσαρόλα, μου χτύπησε μια γνωστή μυρουδιά: «Απ' αυτό», του είπα. «Χοχλιούς;» «Χοχλιούς». Το πιάτο είχε εφτά ή οχτώ. Τους έφαγα κι άφησα τα κολοκυθάκια. Ζήτησα και μου έφερε άλλη μερίδα κι έφαγα πάλι τους σαλιάγκους. Παράγγειλα άλλο πιάτο, ήρθε ο μάγερας. «Λείπω πολλά χρόνια, του είπα, δώσ' τους με τα κολοκυθάκια τους». Παράγγειλα ακόμα μια μερίδα. Ύστερα ο γεροντάκος ήθελε να πληρωθεί μονάχα το ένα πιάτο μα πέρασε το δικό μου χουβαρνταλίκι, όπως άφησα τα χρήματα κι έφυγα. Είχα βλέπετε εννιά χρόνους να φάω σαλιγκάρια. Ύστερα ξαναπήρα το δρόμο. Μου άρεσε κι ήθελα να χαρώ κείνη την πρώτη μου μέρα στην Κρήτη. Να βαδίσω αμέριμνος, ανάμεσα σε ανθρώπους τυραγνισμένους με τις χαρακιές της σκλαβιάς στα πρόσωπά τους, μα ξένοιαστους κι ατρομοκράτητους. Θυμήθηκα που ένας Ρεθεμνιώτης αφού λευτερώθηκε από τους Τούρκους η Κρήτη κι άκουσε πως οι πόρτες του Ρεθέμνους ήταν ανοιχτές ολημερνίς και τις νύχτες, κατέβηκε από το χωριό του και φτάνοντας στάθηκε ομπρός από την «Μεγάλη Πόρτα» και είπε ετούτα: «Ε, ήρθα 'δα στη χώρα... Θέλω μπαίνω, θέλω δε μπαίνω!... Ε δε μπαίνω κιάς», αποφάσισε και γύρισε ο αφιλότιμος στο χωριό του μόνο μ' επιβεβαιωμένη τη σιγουριά, πως τόντις είναι λεύτερος... Όταν έφτασα στις τρεις Καμάρες που είναι το κεντρικό μέρος της πολιτείας, άκουσα το επίθετό μου και είδα τον Αριστοτέλη Σφακιανάκη να με καλεί απ' ένα κέντρο. Πήγα κοντά του. Είχαμε χωριστεί πριν από δυο χρόνια τότες που είχαμε λευτερωθεί από το στρατόπεδο του Λαζαρέτου. «Φέρε ένα ποτήρι και πέντε καραφάκια ούζο» διάταξε το σερβιτόρο. Όταν τα μποτιλάκια αραδιάστηκαν στο τραπέζι, ρώτησα το Σφακιανάκη ποιος θα πιει όλο αυτό το οινόπνευμα. «Εμείς», μου είπε. «Μα αν τόχεις ρίξει στην ορθοδοξία θα το πιω μονάχος μου γιατί εγώ ενθουσιάστηκα που σε βλέπω ζωντανό...». Με κοιτούσε στα μάτια ακατάπαυστα και γελούσε, μα αμέσως είχα καταλάβει ότι κάτι αναδευότανε μέσα του και τον τυραννούσε. Σε λίγο μου είπε: «Δουλεύω στο μεροκάματο». Σαν ήπιε όσο οινόπνευμα ήθελε τραβήξαμε για τα γραφεία του ΕΑΜ που στεγαζότανε σ' ένα δίπατο γερό και με μπαλκόνια σπίτι της πολιτείας. Όταν πλησιάζαμε μου είπε: «Ούτε γω ούτε κανείς άλλος παλιός κομμουνιστής εξόριστος δεν είμαστε στην καθοδήγηση... Είμαστε σκάρτοι..». Στα γραφεία του ΕΑΜ είδα πολλούς αγωνιστές. Κανένας αν δεν ήταν ο Σφακιανάκης, δεν θα με γνώριζε, ήταν όλοι καινούργιοι στο κίνημα. Εκεί ήρθαν και δυο Ρεθεμνιώτες, ο Στέλιος Διληντάς που τώρα βρίσκεται πολιτικός πρόσφυγας στη Βαρσοβία, και άλλος ένας τυπογράφος που ζούσαν εδώ από την αρχή του Digitized by 10uk1s
χρόνου που η δεξιά με τους Εγγλέζους σφάξανε όλα τα στελέχη της οργάνωσης του Ρεθέμνους. Συμφωνήσαμε ότι θα ερχόντανε να παλέψομε μαζί στο Ρέθεμνος. Στάθηκαν στο λόγο τους. Έπρεπε τώρα παρά τ' ότι μ' ενθουσίαζε η παρέα του Σφακιανάκη με τ' ατέλειωτα ολόθερμα αστεία του, να φύγω για τα Χανιά, γιατί εκεί, σαν πρωτεύουσα τότες της Κρήτης, είχε την έδρα της η κομματική οργάνωση του νησιού. Μου έδωσε λοιπόν η οργάνωση του Ηράκλειου «γιαύκα», σύνθημα και παρασύνθημα, γιατί όπως μου εξήγησαν η καθοδήγηση ζούσε και δρούσε παράνομα. Μου φάνηκε παράξενο αφού κάναμε αγώνα για την νομιμότητα, κι απ' όσο είχα καταλάβει από τις λίγες ώρες που είχα ζήσει στην Κρήτη κι απ' όσα με είχαν πληροφορήσει, εδώ η κατάσταση ήταν ολωσδιόλου διαφορετική από την Περιοχή της Θεσσαλίας ή όποιας άλλης Περιοχής του κράτους. Εδώ εφαρμοζότανε η συμφωνία της Βάρκιζας κι από τη δεξιά. Κι ένας από τους λόγους ήταν ότι με τη συμφωνία αυτή, ο ΕΛΑΣ της Κρήτης εξαιρέθηκε από τον όρο της παράδοσης του οπλισμού, για το λόγο ότι η Κρήτη κατεχόταν σαν υπογράφτηκε η Βάρκιζα από τους Γερμανούς. Είχε λοιπόν ο κάθε Ελασίτης Κρητικός το όπλο του φυλαγμένο, κι αυτό το υπολόγιζε καλά η αντίπαλη παράταξη. Ύστερα αντίπαλοί μας εδώ δεν ήταν οι βασιλόφρονες —αυτούς ποιος τους λογάριαζε— αλλά της δεξιάς οι δημοκράτες, που συνέβαινε στην πλειοψηφία τους να μην έχουν αντικομμουνισμό, έτσι που να γίνεται δυνατή κάποια συνεργασία για την ομαλότητα και τη δημοκρατική τάξη στο νησί. Όταν όρθιος επάνω σ' ένα φορτηγό έφτασα στα Χανιά είχε νυχτώσει. Ήμουνα κουρασμένος μα έπρεπε να προλάβω το γιαύκαζη που ήταν βιοτέχνης χρυσοχόος στην τοποθεσία των Χανιών «Κρύο Βρυσάλι». Όταν με είδε στο εργαστήριό του σταμάτησε το λιμάρισμα ενός δαχτυλιδιού. «Δώσε μου το κύμα» του είπα, με λίγο αστείο τρόπο, μα ο άνθρωπος άρχισε να χάνει το χρώμα του και η λίμα που κρατούσε, να παίζει στο χέρι του. Λυπήθηκα τον άνθρωπο που είχε πάει η ψυχή του στην «Κούλουρη» και είπα σιγά και καθαρά το σωστό σύνθημα: «Δώσε μου το μπλε μπρεσελιέ κύμα». Ο άνθρωπος πήρε να συνέρχεται μου έδωσε το χέρι του, με καλωσόρισε, καρέκλα να καθίσω και μ' αρώτησε πώς πίνω τον καφέ μου. «Και γιατί φοβόσαστε εσείς εδώ που είσαστε, οι πιο πολλοί έχετε άρματα κι οι χωροφύλακες κι οι δοσίλογοί σας είναι αξιοθρήνητοι;». «Δεν ξέρω, είπε. Πες το στ' αφεντικά που θα δεις». Σε λίγο ήρθε ένας σύνδεσμος και μούπε να τον ακολουθήσω. Ήτανε τρομαγμένος, κάθε τόσο γυρνούσε να δει πίσω του, δεξιά κι αριστερά. Τι να έχουν πάθει αυτοί οι άνθρωποι; σκέφτηκα. Φτάνοντας στο κέντρο της πόλης μ' έβαλε σ' ένα σπίτι κι απ' εκεί με πήρε άλλος πιο τρομαγμένος και λίγο μυστηριώδης σύντροφος και βαδίζοντας γρήγορα χωθήκαμε σ' ένα ισόγειο. Εκεί βρήκα το Μήτσο Βλαντά και το Στέλιο Παπαδομιχελάκη που ήταν ο πρώτος και ο δεύτερος γραμματέας του ΚΚΕ της κομμουνιστικής Οργάνωσης Περιοχής Κρήτης. Συζήτησα λίγο μαζί τους, μα δεν τους έκανα λόγο για την κακή εχτίμηση που ως τώρα είχα δει ότι κάνουν κρατώντας την κομματική οργάνωση σε κατάσταση παρανομίας, τη στιγμή που το Κόμμα και το κίνημα όλο, πάλευε επιμένοντας παρά τις δολοφονίες και τις κάθε λογής διώξεις να κρατάει τις οργανώσεις του σε νομιμότητα. Και εδώ όπως και στο Ηράκλειο υπάρχανε γραφεία του ΕΑΜ, αλλά δεν ύπαρχε καμιά απολύτως εμφάνιση (γραφεία) της κομματικής οργάνωσης. Και εδώ όπως και στους άλλους Νομούς, πλην του Ρεθέμνους, έβγαιναν εαμικές εφημερίδες. Σκέφτηκα πως το να κρατιούμαστε σε αυτοαπαγόρεψη, παραβιάζαμε τη Βάρκιζα, μια παραβίαση που είναι ολότελα σε βάρος μας. Τέλος ο Βλαντάς μου έδωσε ένα χαρτάκι ξεβούλωτο που έλεγε πως είμαι «καλός κι αγαθός» για να παρουσιαστώ μ' αυτό στην κομματική οργάνωση του Ρεθέμνους. Είπε να κανονίσουν για τον ύπνο μου, μου έδωσε λίγα χρήματα και χωριστήκαμε χωρίς να κάνω την παραμικρή κριτική σ' ό,τι στραβό αντιλήφτηκα, εξόν εκείνα που με αστείο τρόπο είπα στο «γιαύκατζη» κι ότι στη Θεσσαλία (αφού ρωτήθηκα) μας σπάζουν οι παρακρατικοί τα γραφεία των οργανώσεων και των εφημερίδων μας μα επιμένομε στη νομιμότητα και πάλι τα φτιάχνομε ξαρχής.
Να 'με τώρα μετά από εννιά χρόνους στο Ρέθεμνος. Από τους παλιούς συνεργάτες μου δεν υπάρχει Digitized by 10uk1s
κανείς: Τον Αναγνωστάκη εξεφάνισαν οι Χίτες στην Αθήνα. Ο Ζωνός πέθανε από πείνα στην εξορία, ο Γρυντάκης το ίδιο. Ο Γιακουμογιαννάκης άφησε το κόκκαλο στο Νταχάου, ο Σοφουλάκης σ' ένα άλλο στρατόπεδο της Γερμανίας. Μερικοί άλλοι χαλάσανε. Ζούσαν όμως μερικά απλά κομματικά μέλη. Κρατάω το χαρτάκι μου και παρουσιάζομαι στο «γιαύκατζη» που είναι ένας εστιάτορας, ο Μαρνιέρος. Πριν τον ερχομό του βασιλιά και τη διχτατορία ο Μαρνιέρος ήτανε γραμματέας της εργατικής βοήθειας της Ελλάδας και το μαγέρικό του, ένα υπόγειο στην οδό Αθηνάς, χρησίμευε σαν «κέντρο διερχομένων» για τους αγωνιστές που γύριζαν από τις εξορίες. Εκεί έβρισκαν το πιάτο τη ζεστή φασουλάδα κι απ' εκεί συνδεότανε με το ΚΚΕ για να φύγουν στον τόπο της καταγωγής τους. Ο Μαρνιέρος με καλοδέχτηκε, μούπε να περιμένω ότι σε λίγο θα 'ρχόταν ο σύνδεσμος του γραμματέα. Γραμματέας ήταν ένας νεαρός καθηγητής, ο Μάρκος Ζουριδάκης, που ζούσε κι αυτός σε παρανομία. Μα στην ώρα επάνω μπήκε ανάμεσά μας ένα πρόσωπο —ο σύνδεσμος— που μ' έκανε ν' ανατριχιάσω. Ήταν ο Φιάκας ο μια φορά γραμματέας της ΟΚΝΕ, μετά υπεύθυνος διαφωτιστής της EON του Μεταξά, ύστερα συνεργάτης των Γερμανών, οικονομικός δοσίλογος όπως είχα πληροφορηθεί στο Ηράκλειο που ρώτησα. Αυτό το πρόσωπο με είχε προδώσει τον καιρό του Μεταξά και με πιάσανε. Πέρασε από το μυαλό μου το περιστατικό, μα πιο πολύ, όταν στο βαπόρι κρατούμενος μου μάτωναν τα χέρια οι χειροπέδες, αυτός μ' ένα μεγάλο τσούρμο της EON γυρνούσε ένα γύρω με βάρκες τραγουδώντας το τραγούδι της διχτατορίας «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα», για να με πικράνει εμένα το θύμα του ή για να μου σπάσει το ηθικό... Ανατρίχιασα και πάγωσα βλέποντας αυτόνε τον καμπουριασμένο κιτρινιάρη να κρατάει στα χέρια του το κομματικό πιστοποιητικό μου, μα δεν εκδηλώθηκα. Μάλιστα του είπα κι ένα ευχαριστώ, όταν αυτός χαριεντιζόμενος με καλωσόρισε. Σε λίγο με σύνδεσε με το γραμματέα της οργάνωσης. Κι όταν για λίγο γνωριστήκαμε και με κατατόπισε για την οργάνωση έφυγα για να δω την μητέρα, τους άλλους δικούς μου και το χωριό μου.
Λογαριάστηκε ότι γυρνούσα νικητής, αφού το χωριό ολόκληρο πλην από πέντε ή έξι σπίτια ακολούθησε την ιδεολογία μας, πήρε το όνομα, κι έτσι τόλεγαν σ' όλη την Κρήτη, για την αγωνιστικότητά του, «Μόσχα». Μα εκείνο που με συγκίνησε πιότερα απ' όλη την καλή διάθεση όλων των χωριανών μου, δίχως να υπάρχει έστω και μια εξαίρεση, ήταν ότι ήρθε ολόκληρο το κοινοτικό συμβούλιο για να μου παραδώσει την «εξουσία» του χωριού, που πριν από δώδεκα χρόνια μου είχαν αναθέσει οι κάτοικοί του και μου αφαίρεσε ο φασισμός. Νομίζω ότι και τώρα βλέπω κάτω από το φως δυο λυχναριών εκείνες τις τυραγνισμένες γεμάτες καλοσύνη κι ανθρωπιά μορφές (ήταν ο Στελής Δρανδάκης, Γρηγόρης Καρούζος, Κωστής Αναγνωστάκης κι ο Σπύρος Γιατράκης) να με παρακαλάνε και για λογαριασμό του χωριού, να δεχτώ να γενώ ξανά ο Πρόεδρός του: «Το χωριό εσένα είχε φέρει πρώτο, εμείς εσένα είχαμε ψηφίσει Πρόεδρό μας τρεις απανωτές φορές». Τους υπενθύμισα πνίγοντας τη συγκίνησή μου ότι στα κρατικά κιτάπια, επειδής η διχτατορία του Μεταξά με είχε απολύσει, δεν φαίνομαι κοινοτικός σύμβουλος και νόμος που να επανορθώνει τις πράξεις της διχτατορίας δεν έχει ψηφιστεί ως τώρα. Επίμεναν όμως ότι ο Νομάρχης επειδής το χωριό θα έμενε δίχως κοινοτικές αρχές, θα ενέκρινε την εκλογή μου. Αφού τόσο επίμεναν, τους εξήγησα ότι πρέπει να διαθέσω τον εαυτό μου στον αγώνα που από πολλά χρόνια είχαμε αρχίσει για μια καλύτερη ζωή στη χώρα μας. Κατάλαβαν τι ήθελα να τους πω και δεν επίμεναν άλλο. Όμως τι ευτυχία θα ήταν για μένα, αν το κίνημά μας είχε νικήσει, αν ο δοσιλογισμός δεν κυβερνούσε την Ελλάδα και να χρειάζεται αγώνας για να λυθεί το πρόβλημα της εξουσίας όπως η πλειοψηφία απαιτούσε και να καθήσω εδώ σ' αυτήνε τη γωνίτσα, όχι για να είμαι ο Πρόεδρος, μα για να συνεχίσω τα πειράματά μου στα κλήματα και στις πεπονιές, που ήτανε το μεγάλο πάθος της ζωής μου. Θυμάμαι πως στην απογοήτεψή μου σαν έβλεπα εκείνη την καταστροφική μανία που αναπτυσσόταν μέσα στο κίνημά μας για το πόστο, σκεφτόμουνα και το έλεγα φανερά εις τους Digitized by 10uk1s
συντρόφους μου ότι μόλις το κίνημά μας νικήσει και σιγουρευτεί, θα τραβηχτώ να ζήσω στο χωριό μου... Όμως δεν είχαμε νικήσει... Την οικογένεια βρήκα να έχει λιγάνει κατά δυο άτομα. Τον πατέρα που είχε πεθάνει στο σανατόριο και το μικρότερο αδερφό που είχε μείνει στην Αλβανία, αλλά στο τραπέζι του δείπνου ο αριθμός συμπληρώθηκε, επειδής ο πρώτος αδερφός και η πρώτη αδερφή είχαν στο μεταξύ παντρευτεί και είμαστε πάλι έντεκα. Η μητέρα Αργυρένια έφερε και ξεσφράγισε δυο μπουκάλια μαύρο κρασί: «Αυτό είναι, είπε, εννιά χρονών, όσα χρόνια έλειπε ο Γιάννης. Ευχαριστώ το Θεό που μου έδωσε αυτή τη χαρά κι ας μου εστέρησε άλλες». Σε μένα εξήγησε ότι το δείπνο είναι φτωχό αλλά ότι η οικογένεια ένιωθε υπερήφανη ότι στα φοβερά δύσκολα αυτά χρόνια το σπίτι είχε απομείνει «λύχνος δίχως φυτίλι». Η μητέρα γιαγιά μας Ηλιομαρία, που είχε «γραφτεί» μέλος του ΚΚΕ, κρατούσε το πρώτο δισέγγονό της το Γιάννη, άνοιξε το δείπνο κι ευχήθηκε για τη Νίκη. Εκείνη η συνάντησή μου με την οικογένεια είχε κάτι το συγκινητικό και απέριττο. Την επόμενη μέρα κουβέντιασα για λίγο με όσους χωριανούς επρόλαβα. Έκανα και μια μικρή βόλτα στο ύπαιθρο του χωριού μου με τον ένα από τους δυο παλιούς συνεργάτες μου στο γραφείο του πυρήνα του Αγ. Κωνσταντίνου το Γιάννη Κατσαντρεδάκη, γιατί ο άλλος ο Νίκος Παπαδάκης έλειπε από το χωριό. Στο γυρισμό κάθησε ο σύντροφος σε μια ελιά και μου πρότεινε να ξεκουραστούμε. Αμέσως άρχισε να κάνει μια σύντομη έκθεση για τη δράση του πυρήνα που τώρα είχε μεγαλώσει και λεγότανε κομματική οργάνωση βάσης για την περίοδο της διχτατορίας, της κατοχής και της απελευτέρωσης. «Αυτά τα λίγα σύντροφε μπορέσαμε να κάνομε», είπε στο τέλος και κοιτώντας με στα μάτια πρόστεσε: «Αν θυμάμαι σ' αυτή την ελιά μια νύχτα πριν από εννιά χρόνια κάναμε την τελευταία μας συνεδρίαση όταν κυνηγήθηκες από την Τετάρτη Αυγούστου». Δε θυμόμουνα μ' αμέσως ήρθε στο νου μου το περιστατικό της πριν από εννιά χρόνια συνεδρίασής μας εκείνης και είπα κι εγώ δυο λόγια για την δική μου στάση στο ίδιο διάστημα. Είχα συγκινηθεί αφάνταστα από την έκθεση του συντρόφου μου για τη δράση τους από την πρώτη μέρα της κατοχής: Γιατί βγάζοντας οι Γερμανοί την διαταγή για την παράδοση των ραδιόφωνων ένας παλιός ενωματάρχης απ' ένα διπλανό χωριό πούχε ένα αδήλωτο, έτρεξε και βρήκε τους κομμουνιστές του χωριού μου και το παράδωσε. Κείνο το βράδυ βγήκε το πρώτο δελτίο κι έτσι άρχιζε η αντίσταση της περιφέρειας. Το βράδυ είπα δυο λόγια σε μια συνέλευση του χωριού. Το άλλο πρωί έφυγα για τα καθήκοντά μου στο Ρέθεμνος.
Επειδή στην Αθήνα γινόταν ο Δεκέμβρης, νόμισε η δεξιά της Κρήτης πως είχε την υποχρέωση, υπακούοντας στους Εγγλέζους, να ματοκυλήσει το νησί, λες και λίγο ήτανε το αίμα που είχε χυμένο στην κατοχή. Και σχεδόν απότυχε στις δυο μεγάλες πολιτείες τα Χανιά και το Ηράκλειο, πέτυχε όμως στο μικρούτσικο, το φτωχό Ρέθεμνος. Γιατί αφού οι Εγγλέζοι έστησαν καζάνι με φασουλάδα και άσπρο ψωμί, κουβάλησαν από το δυτικό Αποκόρωνα με το Γύπαρη, από τα Σφακιά με τον Κατσιά και άλλους ανθρώπους του σκοινιού και του παλουκιού και κατσικοκλέφτες, κι αφού τους μοίρασαν ιματισμό, αρβύλες και πυρομαχικά άνοιξαν τουφέκι στο 44 σύνταγμα του Ρεθέμνους, που ήτανε το πιο μαχητικό και με την πιο μεγάλη δράση απ' όλο τον ΕΛΑΣ της Κρήτης. Κείνο τον καιρό οι πιο πολλοί απ' τους αντάρτες του συντάγματος είχανε φύγει προσωρινά για τα χωριά τους από αιτία ότι η οργάνωση δεν είχε καταφέρει να λύσει το πρόβλημα των τροφίμων (είχε σταλθεί ο Σ. Δουλγεράκης με τρεις χιλιάδες οκάδες λάδι στην Αθήνα για να το ανταλλάξει με όσπρια και σιτάρι, μα έπεσε πάνω στην σύγκρουση του Δεκέμβρη). Έτσι παρά την ικανότητά της η ηγεσία του ΕΛΑΣ, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει κείνο το συρφετό που δεν στερούντανε ικανότητας στο τουφέκι, οι λίγοι αντάρτες διαλύθηκαν κι η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία εξοντώθηκε. Ένας κατάλογος με δεκαοχτώ προγραμμένους, όλη η ηγεσία του συντάγματος εχτελέστηκε, ξέφυγαν μόνο ένας ή δύο. Το σπουδαίο είναι ότι ενώ γλύτωσαν τις ώρες Digitized by 10uk1s
της σύγκρουσης, εξοντώθηκαν κατοπινά στο ύπαιθρο. Μάλιστα ο στρατιωτικός διοικητής Γιώργης Τρουλλινός σκοτώθηκε σε ενέδρα στον Αποκόρωνα και άλλο στέλεχος στην Νεάπολη του Λασηθιού που είχε καταφύγει. Ύστερα βέβαια τα πάντα σκέπασε μια χωρίς το προηγούμενό της, ούτε στον καιρό των Γερμανών, τρομοκρατία. Συλλήψεις, φυλακίσεις, ξυλοδαρμοί, αρπαγές, βιασμοί. Κι αφού έτσι τέλειωσαν το «έργο τους» οι Εγγλέζοι με τη δεξιά του Ρεθέμνους, σβήσανε τις πυρωστιές, κατέβασαν τα καζάνια κι ο συρφετός που είχε αρχίσει να τρομάζει και τους δεξιούς νοικοκυραίους διαλύθηκε. Για τον καιρό που κάνω λόγο —Αύγουστο του 1945— την πολιτεία τρομοκρατούσαν κάμποσοι ντόπιοι τραμπούκοι με περίστροφα και κάπου-κάπου φαινότανε κανείς με μακρύκανο όπλο ή αυτόματο. Τον ίδιο καιρό η δράση της κομμουνιστικής οργάνωσης ήτανε τέτοια που να μην «ενοχλεί» τη δεξιά. Ακόμα και τα μέλη της Περιφερειακής Επιτροπής είχαν ένα τέτοιο ξεδιάλεμα —ήτανε πρόσωπα ήσυχα κι υποταχτικά. Αριστερή εφημερίδα για τον ίδιο λόγο δεν τυπωνόταν. Ο «Ριζοσπάστης» δεν πουλιόταν από τα περίπτερα και τους εφημεριδοπώλες γιατί «εξαγρίωνε» τους τραμπούκους και τους χωροφυλάκους. Το φύλλο το κυκλοφορούσε σε όλο το Νομό ο δάσκαλος Νίκος Περακάκης. Κι είχε βρει ένα τέτοιο τρόπο που να πηγαίνει μέχρι το τελευταίο χωριό, να πουλιούνται τόσα φύλλα —και παραπάνω— από όσα ξόδευαν όλες μαζί οι άλλες Αθηναϊκές δεξιές εφημερίδες και να μη χάνεται ούτε μία δραχμή. Κάμποσοι Ριζοσπάστες όμως αγοραζόταν από διανοούμενους δεξιούς, δημοκράτες, για να χαρούνε κείνα τα άφταστα σε δύναμη κύρια άρθρα του Κ. Καραγιώργη. Γιατί στο Ρέθεμνος, όπως και σε όλη την Κρήτη, η δεξιά που δεν είχε μπλεχτεί στο δοσιλογισμό και δεν ανήκε στο βασιλιά, δεν είχε και τόσο αντικομμουνισμό. Αργότερα γνώρισα πολλούς της δεξιάς να λογαριάζουν μεγάλη απώλεια για το δημοκρατικό αγώνα, την εξόντωση των στελεχών του ΕΛΑΣ από την παράταξή τους. Από την τόση κυκλοφορία του «Ριζοσπάστη» κατάλαβα πως το αριστερό κίνημα βρισκότανε αρκετά ψηλά, πως δεν τα είχε βάλει κάτω, παρά τους φόνους και τις άλλες καταπιέσεις που δέχτηκε.
Μετά λίγες μέρες από τον πηγαιμό μου στο Ρέθεμνος γίνηκε συνεδρίαση της Περιφερειακής Επιτροπής που είχα γίνει μέλος της με «κοπτάτσια» (διορισμό). Την Περιφεριακή Επιτροπή αποτελούσαν ο καθηγητής Μαρ. Ζουριδάκης γραμματέας, ο δάσκαλος Μανώλης Βερυκάκης δεύτερος γραμματέας, ο Βαγγέλης Ηλιάκης υπάλληλος υπεύθυνος για την ίδρυση συνεταιρισμών στα χωριά του Νομού, όσα δεν είχαν, ο Γιάννης Κυριακάκης δημόσιος υπάλληλος κι ο Δημήτρης Χαλκιαδάκης καθηγητής, που όμως αυτός είχε πάρει τρίμηνη άδεια μετά τη σφαγή του Γενάρη και δεν είχε μεταγυρίσει απ' το χωριό του την Πηγή, κι η δασκάλα Βαγγελιώ Κλάδου, υπεύθυνη για τις γυναίκες του Νομού. Ο γραμματέας μιλώντας για την τοποθέτησή μου στο Ρέθεμνος πρότεινε ν' αναλάβω υπεύθυνος του εργατικού κινήματος, αλλά ότι έπρεπε να κρυφτώ σ' ένα δωμάτιο, να μην κυκλοφορώ καθόλου στην πολιτεία, γιατί με τον πηγαιμό μου εκεί ερεθίστηκε η δεξιά και μπορούσε ν' αρχίσει πάλι τους τραμπουκισμούς κι ότι σχετικά, είχε γράψει στο γραφείο Περιοχής και περίμενε την απάντησή του. Ήμουν ειδοποιημένος γιατί ο Ζουριδάκης είχε συζητήσει για την «απόκρυψή» μου με τ' άλλα μέλη της Περιφερειακής Επιτροπής. Ακόμα ήξερα ότι η δεξιά είχε κυκλοφορήσει πολλά και διάφορα απ' εκείνα της εποχής της πτωματολογίας του Σιτρίν και των δοσιλόγων, μα το πιο τερατωδέστερο απ' όλα ήταν, ότι είχα αποκεφαλίσει δυο χιλιάδες ανθρώπους κι ότι ήμουν συνταγματάρχης της ΟΠΛΑ!...
Είχα αποφασίσει να μην απαντήσω στην πρόταση του Ζουριδάκη και είπα στην ομιλία μου ότι μια που ενημερώθηκε η επιτροπή Περιοχής Κρήτης ας περιμένομε την απάντησή της κι ύστερα κρύβομαι. Σκέφτηκα μόνο - και γέλασα μέσα μου: «για ιδές το σύντροφό μου χαρτογιακά που θέλει Digitized by 10uk1s
να με κλείσει σ' ένα δωμάτιο τόσο εύκολα, που ο φασισμός είχε ιδρώσει επί δυόμισι χρόνια να με μαντρώσει σ' ένα στρατόπεδο». Αλλά την άλλη μέρα ήρθε ειδοποίηση της Περιοχής να πάω στα Χανιά. Όταν ένας σύνδεσμος με πήγε σ' ένα σπίτι, αντίκρυσα το Βλαντά να με κοιτάζει και να γελά: «Μα τι 'ναι που μας γράφει ο γραμματέας σας; ότι χτυπάνε τα τακούνια σου στα πεζοδρόμια και τρομάζει η αντίδραση!». Ποτές σε όλη μου τη ζωή δεν ήθελα και μου έκανε κακό να με φοβούνται οι άνθρωποι, μα όσο για τούτην εδώ την περίοδο και τούτους εδώ τους ανθρώπους οπαδούς του επίορκου βασιλιά που λίγο-πολύ όλοι τους είχανε μια δόση δοσιλογισμού ένιωθα άνετα να με φοβούνται. Ζούσαμε μια εποχή γεμάτη πάθος και όχθρα. Αυτά είπα εις το Βλαντά. Ύστερα βγήκαμε να πάμε ως τα γραφεία της εαμικής εφημερίδας «Δημοκρατία» που βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Στο δρόμο μου λέει: «Λες όπως βαδίζομε στα φανερά να μη διατρέχω κίνδυνο να με βλάψει η αντίδραση;». «Όχι,» του απάντησα με πεποίθηση, «ύστερα αν σκεφτούνε να βαρέσουν εσένα θα βαρέσουν πρώτα εμένα γιατί ποτέ δεν πιστεύουν ότι δεν κρατάω πιστόλι μαζί μου. Και την ζωή μου πρέπει να ξέρεις ότι την αγαπώ πάρα πολύ για να την αφήσω να μου την πάρουν στη μέση του δρόμου. Η γνώμη μου είναι ότι δεν υπάρχει φόβος δολοφονίας σ' όλη την Κρήτη. Είμαστε η πλειοψηφία, μια οργανωμένη πλειοψηφία και κάνομε αγώνα για να υπάρχομε νόμιμα κι όχι από μόνοι μας και χωρίς λόγο να κρυβόμαστε δίνοντας έτσι δύναμη στη δεξιά. Ύστερα Κρητικός είσαι κι εσύ και θάπρεπε να ξέρεις πως αλοίμονο σαν γυρίσεις σε Κρητικό την πλάτη σου». «Έχεις δίκιο» είπε ο γραμματέας, που όπως κιόλας είχα καταλάβει, την πολιτική της παρανομίας (του πορκουά όπως την χαραχτήρισα τότες) την είχε επιβάλει στο Βλαντά ο δεύτερος γραμματέας, που λόγω ηλικίας και συγγένειας (ήτανε και οι δυο από το Μάραθο Ηρακλείου) και παλιότερος όπως ήταν εις το Κόμμα επιβαλλότανε στο γραμματέα. Ο ίδιος ο Βλαντάς μου είπε κείνη την ώρα ότι την προηγούμενη μέρα ένας Ελασίτης που είχε υπηρετήσει στη Ρούμελη και τώρα είχε κατέβει στο χωριό του, αρματώθηκε ως εκεί που δεν έπαιρνε άλλο, κρεμώντας πάνω του ως και κιάλια και μπήκε στα Χανιά, (τόχε λέει τάξιμο). Κι αφού κάθησε στην Σπλάντζια και πήρε τον καφέ του πέρασε να χαιρετήσει τους δημοσιογράφους της «Δημοκρατίας». Ύστερα βγήκε με το ραχάτι του έξω από την πολιτεία. Οι χωροφύλακες και οι εθνικόφρονες κοιτούσαν τον αρματωμένο Ελασίτη με δίκωχο στο κεφάλι και το σήμα του ΕΛΑΣ μα δεν επιχείρησαν την ενόχλησή του... «Από αυτό το περιστατικό, συμπέρανε ο Βλαντάς, μπορεί να διδαχτεί κανείς πολλά». Γύρισα στο Ρέθεμνος να βαδίζω στους δρόμους του, στο ύπαιθρό του και σ' όλη την Κρήτη λεύτερος κι ας τρόμαζαν οι δοσίλογοι κι ο Ζουριδάκης. Σε λίγο θα συνηθούσε κι ο ίδιος στην νομιμότητα.
Από τη μέση Αυγούστου (1945) είχαν αρχίσει σε όλη τη χώρα οι προετοιμασίες για τη γενική συνέλευση του κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, για το 7ο Συνέδριό του. Από το 6ο Συνέδριο κι εδώ, το ΚΚΕ είχε περάσει φουρτούνες και κατατρεγμούς: Το ντόπιο Μεταξικό φασισμό με τις δεκάδες χιλιάδες συλλήψεις, βασανισμούς, στρατόπεδα, ξερονήσια και θανάτους. Τον τριπλό ξένο κατοχικό φασισμό, με τις αμέτρητες χιλιάδες νεκρούς και με την τιμή του απελευτερωτικού πολέμου που ξεσήκωσε κι έφερε στο τέλος νικηφόρο, κι ένα «Δεκέμβρη» λαμπάδα για κάθε άποικο απάνω στη γη. Κι όλοι τούτοι οι αγώνες του και οι θυσίες των μελών και στελεχών του σα να ήτανε τροφή που το μεγάλωνε. Και τώρα έτσι γιγάντιο όπως ήτανε στεκόταν με σταμένη την ανάσα του κι αντιμετώπιζε μια δύσκολη χωρίς το προηγούμενό της κατάσταση: Μια ξένη επέμβαση στη χώρα προς όφελος της δεξιάς με το νικημένο μοναρχισμό και δοσιλογισμό της. Ένα κρατικό μηχανισμό, άλλο παρακρατικό κι άλλο συμμοριτικό, πάνοπλους με στραμμένες τις κάννες πάνω στους οπαδούς, στα μέλη, στα στελέχη του μα και σε κάθε δημοκράτη. Τούτοι οι μηχανισμοί της δεξιάς λες και θέλησαν ν' αρχίσουν απ' εκεί πούχαν αφήσει οι Γερμανοί στην αποχώρησή τους για να μη μείνει «λίθος επί λίθου» σ' αυτόνε τον άμοιρο τόπο. Κατάσταση χωρίς άλλο δύσκολη που άλλη τέτοια η χώρα δε γνώρισε από κοντά πενήντα χρόνια ή και σ' όλη τη νεώτερη ιστορία της. Τι θάκανε τώρα η ηγεσία του ΚΚΕ με το συνέδριο που συγκαλούσε; Θα αιστανόταν ότι το Έθνος που ανάδειξε σαν πρώτη πολιτική δύναμη του τόπου το ΚΚΕ περίμενε απ' αυτό και αξίωνε να βγάλει το λαό του από Digitized by 10uk1s
τη ζούγκλα πούχαν δημιουργήσει οι εκμεταλλευτές; Θάχε την δύναμη (η ηγεσία) να μιλήσει φανερά, ντόμπρα κι αληθινά; Να θέσει το μέγα αυτό πρόβλημα και να το κάνει αντικείμενο σκέψης για το κάθε κομματικό μέλος; Να δώσει τη δυνατότητα και τον αέρα που χρειάζεται για να δουλέψει το μυαλό και να μιλήσει το στόμα του καθενούς από τα τετρακόσιες χιλιάδες μέλη του; Να εκφραστούνε —ως ένα βαθμό— μέσα σ' αυτές τις ομιλίες έμμεσα, οι γνώμες των εκατοντάδων χιλιάδων μελών και οπαδών του; Κι έτσι δίνοντας και παίρνοντας η ηγεσία, να θεμελιωθεί μια πολιτική σταθερή που θα γλύτωνε τον τόπο από το αδιέξοδο που τον εφέρανε η δεξιά με τα κανόνια και το χρήμα των Εγγλέζων. Αρχίσανε λοιπόν και στο Ρέθεμνος οι συνδιασκέψεις των αγροτικών Αχτίδων και της Αχτίδας της πόλης. Η Περιφερειακή Επιτροπή έκανε καταμερισμό σε ποια Αχτίδα θα πήγαινε καθένα από τα μέλη της. Σε μένα ανατέθηκε να πάω στην Αχτίδα του δυτικού Ρεθέμνους που σ' αυτήν βρίσκονταν και κάμποσα χωριά του Αποκόρωνα. Γραμματέας της Αχτίδας ήταν ο Θόδωρος Νικολουδάκης και δεύτερος ο Γιώργης Ρωμανιάς κι οι δυο τους αγρότες εγγράμματοι, ικανοί, άνθρωποι με κύρος από το χωριό Κάστελλο του Αποκόρωνα. Συνεδρίασε η Αχτιδική Επιτροπή και κάναμε κι εδώ ένα καταμερισμό και τρέξαμε όλοι στα χωριά της Αχτίδας που πέρναγαν τα σαράντα. Δεν είχαν όμως όλα κομματικές οργανώσεις. Έπρεπε τώρα στις οργανώσεις αυτές των χωριών να γίνουν συνελεύσεις των κομματικών μελών, να συζητηθούνε τα ζητήματα που θα απασχολούσαν το συνέδριο, να γίνει κριτική από τα μέλη στο γραφείο της οργάνωσης και πάνω, μέχρι την ηγεσία του Κόμματος. Να εκλέξουν ύστερα γραφείο και αντιπροσώπους για την αχτιδική συνδιάσκεψη. Γιατί πετυχαίνει ένα συνέδριο όταν όλα τα κομματικά μέλη πάρουνε με πάθος μέρος στις συνελεύσεις και πούνε γνώμες. Ήτανε καιρός που το κίνημα ύστερα από την πτώση μετά το «Δεκέμβρη» και τη Βάρκιζα είχε πάρει απάνω του, που σημαίνει πως τα μέλη και τα στελέχη του είχαν αυτό το πάθος. Η καθοδήγηση όμως του Κόμματος δεν έθεσε στα μέλη για συζήτηση το μέγιστο απ' όλα τα θέματα: «σκύψιμο το κεφάλι στη δεξιά, για πόλεμο;». Κοντά στ' άλλα που συζητήθηκαν στις συνελεύσεις ήταν και τούτο: Η Αχτιδική Επιτροπή είχε θέσει για συζήτηση ένα πρόγραμμα για την ανάπτυξη της περιοχής της Αχτίδας (εξηλεκτρισμό, συγκοινωνίες, ύδρευση, άρδευση κλπ.). Μου έκανε κατάπληξη ότι αυτοί οι αγρότες, νέοι κομμουνιστές, που ήξερα πόσο βαριόμοιροι ήταν πριν από δέκα χρόνια, συζητούσαν με σοβαρότητα αυτό το πρόγραμμα, τροποποιούσανε τα μέρη του και το πιο σημαντικό είχανε συνείδηση ότι θα το εχτελούσαν οι ίδιοι αυτοί με τη δουλειά τους. Πολλά κομματικά μέλη είπαν ότι θα χρειαζότανε οχτώ ως δέκα χρόνια για να τελειώσουν αυτά τα έργα. (Ας πω κι ελόγου μου τώρα ότι η δεξιά που διατηρήθηκε στην εξουσία της κατάφερε στις τρεις δεκαετίες από τότες να κάνει πάνω απ' τα μισά έργα αυτουνού του προγράμματος, αλλά για να τα χαίρονται οι γέροι και κείνου του τόπου όπως σ' όλη τη χώρα, μερικά παιδιά και όσοι νέοι ανάπηροι, σκάρτοι για μετανάστεψη). Μετά μια βδομάδα είχαν τελειώσει οι συνελεύσεις κι οι αντιπρόσωποι μαζεύτηκαν στο χωριό μου τον Άγιο Κωνσταντίνο. Η συνδιάσκεψη γίνηκε στης θείας Μαριγώς Μαρνιέραινας που της είπαμε ότι τιμήσαμε το σπίτι που είχαν γεννηθεί πάνω απο μια ντουζίνα παιδιά και κείνη χωρίς το τραπέζι ξόδεψε κάμποση ρακή με καρύδια, μύγδαλα και σύκα. Είχαμε και διάκοσμο στον οντά από δάφνες και συνθήματα κι η ΕΠΟΝ του χωριού είχε αναλάβει τη φρούρηση της συνδιάσκεψης. Δεν ενοχληθήκαμε όμως ούτε κείνη τη μέρα ή καμιά προηγούμενη απ' όσες κράτησαν οι συνελεύσεις στα χωριά, ούτε από τους «εθνικόφρονες» (αυτό το όνομα είχανε πάρει οι δοσίλογοι κι οι οπαδοί του βασιλιά στην Κρήτη — όπως και σε όλη την Ελλάδα) ούτε από την αστυνομία. Digitized by 10uk1s
Σε μια μέρα τέλειωσε η εργασία μας κι εκλέχτηκε νέο γραφείο της Αχτίδας και αντιπρόσωποι για τη συνδιάσκεψη της Περιφέρειας. Ούτ' εγώ σαν αντιπρόσωπος της Περιφερειακής ούτε η Αχτιδική Επιτροπή δεν πρότεινε υποψήφιους. Τις προτάσεις τις έκαναν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι που κι αυτοί είχαν εκλεγεί από προτάσεις των απλών κομματικών μελών στις συνελεύσεις της βάσης, κι από όλα ετούτα συμπεραίνω πως δεν είναι στη φύση του σοσιαλισμού η κατάργηση της Δημοκρατίας. Η συνδιάσκεψη έθεσε ζήτημα και πήρε μια απόφαση που ωφελήθηκαν γρήγορα τέσσερα απ' τα χωριά της Αχτίδας: Να καταλάβουν οι αγρότες των χωριών Κάστελλος, Δράμια, Φλακή και Πάτημα, ένα τσιφλίκι μοναστηρικό, πλούσιο, που βρίσκεται ανάμεσά τους. Έτσι τον επόμενο χρόνο συμπλήρωναν το εισόδημά τους μ' εκατό χιλιάδες οκάδες λάδι κι άλλες τόσες σιτηρά, ποσότητες μεγάλες για κείνη τη δύσκολη εποχή. Μετά δυο χρόνια όμως που το κίνημά μας πήρε την κατρακύλα η γης αυτή αφαιρέθηκε από τους αγρότες και δόθηκε σε τραμπούκους εθνικόφρονες. Όταν γύρισα στο Ρέθεμνος συνεδρίασε το γραφείο της Περιφερειακής για να εξετάσει πώς πήγαν οι συνδιασκέψεις των Αχτίδων που την συγκροτούσαν και να προετοιμάσει τη δική της συνδιάσκεψη. Δώσανε σε μένα το λόγο και σε λίγα λεπτά έκανα την έκθεσή μου. Ύστερα οι συνεργάτες μου —πρώτος ο γραμματέας— έκαναν δεκάδες, πάνω η μια στην .άλλη, ερωτήσεις. Ακόμα και για το διάκοσμο του οντά της Μαρνιέραινας που συνεδρίασαν οι αντιπρόσωποι με ρώτησαν. Στο τέλος θιγμένος τους είπα: «Για δέστε σύντροφοι: αυτά μπόρεσα να κάνω. Δεν έχω και τη δική σας την πείρα εξαιτίας τα τόσα χρόνια του στρατοπέδου». Γρήγορα όμως, από τις εκθέσεις τους, κατάλαβα ότι είχανε 'γγιχτεί για το λόγο ότι εμείς είχαμε καταφέρει να κάνομε σωστή —πάνω κάτω— δουλειά στη δυτική Αχτίδα ενώ αυτοί λίγα κατάφεραν. Οι σύντροφοι και συνεργάτες μου δεν είχαν ακόμη ύστερα από τα ματωμένα γεγονότα συνέλθει, δεν εμπιστεύονταν μ' αντίθετα φοβότανε και δεν ένιωθαν φιλία για όλους τους εργαζόμενους. Για τούτο έβλεπαν παντού εχθρούς, τραμπούκους και χωροφύλακες. Σ' αυτή τους την ψυχολογία βοηθούσαν και κάμποσοι οπαδοί άλλων κομμάτων που συνεργαζόταν μαζί μας στο ΕΑΜ. Θα πω ένα περιστατικό που μου συνέβη ακριβώς εκείνες τις ημέρες. Γυρνώντας από χωριά του ανατολικού Ρεθέμνους συνάντησα το Νίκο Ασκούτση, πρώην Υπουργό του κόμματος των Φιλελευθέρων, και κατοπινά Υπουργό στη δική μας Κυβέρνηση του βουνού, την Π.Ε.Ε.Α. να κάνει βόλτες στο δρόμο έξω απ' το χωριό του την Πηγή μ' ένα δικό μας στέλεχος, εξάδερφό του. «Δεν φοβάσαι», μου είπε, «τους τραμπαούκους όπως γυρνάς μονάχος!... Πάρε τα μέτρα σου γιατί θα σε εξοντώσουν». «Αν οι Εγγλέζοι, του απήντησα, στήσουν πάλι καζάνι, μοιράσουν κάμποσα τσουβάλια αρβύλες, μαντύες, σφαίρες και τουφέκια στην αλητεία που έφτιασε η κατοχή, κι αν εμείς δεν τα καταφέρομε καλά, θα μας ξανασκοτώσουνε πάλι. Για τώρα όμως τραμπούκοι δεν υπάρχουνε στην Κρήτη, παρά μόνο όταν εμείς κρυβόμαστε, που τότες τους γεννά η φαντασία μας».
Τέλος όλα ήταν έτοιμα για την συνδιάσκεψη της Περιφερειακής του Ρεθέμνους. Δεν μπόρεσα να πειστούν οι συνεργάτες μου ότι μπορούσε να γίνει μέσα στο Ρέθεμνος νόμιμα (φανερά) ή στο χωριό μου, που αν το θέλαμε, θα είχαμε φρούρηση ακόμα και ένοπλη. Έτσι αποφασίστηκε να μαζευτούν οι αντιπρόσωποι σε μια χαράδρα μέσα σ' ένα νερόμυλο κοντά στο χωριό Χαμαλεύρι και κει κατευθύναμε τους αντιπρόσωπους όπως ερχόταν από τις επαρχίες. Όταν νύχτωσε βαδίζοντας δυο ώρες ποδαρόδρομο από χωράφια και κακοτοπιές φτάσαμε κι εμείς από το Ρέθεμνος στο νερόμυλο. Ήτανε νύχτα, και το ίδιο φύγαμε πριν να φωτίσει η μέρα και δεν είδα το τοπίο. Αν κρίνω όμως από τις δεκάδες τ' αηδόνια που τραγουδούσαν, από τις μυρωδιές του χλωρού, που ορμούσαν απ' τους φεγγίτες κι από τα ωραία φθινοπωριάτικα ροδάκινα που έφερε και απόθεσε χάμω ο μυλωνάς, το φαντάζομαι εξαίσιο. Σκέφτηκα όμως πως πιο βολικό μέρος για να μας εξοντώσουν με χειροβομβίδες, αν τ' αποφάσιζαν, δεν υπήρχε από κείνο το παλιό σπίτι σ' αυτή την ήμερη χαράδρα. Digitized by 10uk1s
Κατά τα μεσάνυχτα ήρθε να παρακολουθήσει τη συνδιάσκεψή μας ο Περαντώνης, που ήταν ο μοναδικός καταδιωκόμενος σε όλο το Νομό Ρεθέμνους, που σε λίγο κιόλας πέρασε από δίκη και βγήκε αθώος. Στα γρήγορα τελειώσαμε —σε δυόμισι με τρεις ώρες— με την έκθεση δράσης. Όταν ήρθε η ώρα για τις προτάσεις των αντιπροσώπων για τη συνδιάσκεψη της Περιοχής Κρήτης, δικαιολογώντας την επιθυμία μου να εκλεγώ αντιπρόσωπος για τη συνδιάσκεψη της Περιοχής είπα ότι επιθυμούσα λόγω της δεκάχρονης απουσίας μου να λάβω μια ιδέα για τη δράση της οργάνωσης του νησιού στο διάστημα αυτό. Ο γραμματέας όμως Ζουριδάκης έφερε αντίρρηση για το λόγο της προχωρημένης ηλικίας μου (ήμουνα βλέπετε 38 χρονών). Απόσυρα την υποψηφιότητά μου και πικραμένος άφησα ένα σημείωμα για την Περιοχή Κρήτης. Μετά ολίγες ημέρες έφτασε ειδοποίηση ότι εκλέχτηκα αντιπρόσωπος από τη συνδιάσκεψη μιας Αχτίδας των Χανιών. Περιμένοντας τη συνδιάσκεψη της Περιοχής Κρήτης που η ημερομηνία της κρατιόταν μυστική, φτάσαμε στις 27 του Σεπτέμβρη πρώτη μεταπελευτερωτική επέτειο της ίδρυσης του ΕΑΜ, που έπρεπε να γιορταστεί και με μια συγκέντρωση, πράμα αρκετά δύσκολο για την οργάνωση του Ρεθέμνους που τα στελέχη της ζούσαν σ' ένα κλίμα παρανομίας. Γίνηκε όμως μπορετό να τυπωθεί μια προκήρυξη και να γραφτεί μια μικρή αγγελία στον ντόπιο τύπο. Αλλά ύστερα έπρεπε να βρεθούνε εθελοντές με γερή πλάτη για ξύλο, επειδή το μοίρασμα της προκήρυξης εξαγρίωνε τους τραμπούκους. Μα σε τέτοιες καταστάσεις δεν απολείπουν ούτε εθελοντές για ξύλο ή για θάνατο. Βρέθηκαν. Ήταν δυο νεολαίοι συνεταίροι σ' ένα μαγαζί ντενεκετζίδικο, ο Ηλίας Κουτσουράκης, ο «δάσκαλος» (έτσι έλεγα το συνεταίρο του) που σε κάθε περίσταση άφηναν το ξυλόσφυρο και τη φουφού, έτρεχαν στο δρόμο μοιράζοντας τα χαρτάκια. Όταν τους έβλεπαν οι χωροφύλακες ειδοποιούσαν το Μηναδοβαγγέλη για το λόγο ότι αυτοί έπρεπε να «σέβουνται» το νόμο. Ο Μηναδοβαγγέλης που «τιμής ένεκεν» του είχαν δωρίσει οι Εγγλέζοι ένα τζιπ, επειδής στα γεγονότα του Γενάρη είχε χάσει από μια σφαίρα το ένα του μάτι, έκλεινε το καφενείο του κι έτρεχε. Κουραζόταν, δίνοντας με τη φρούρηση των χωροφυλάκων, ξύλο. Ήθελε λέει να βγάλει το «άχτι του» για το χαλασμένο του μάτι. Απ' εδώ και πέρα όμως σε κάθε περίσταση όλο και πιο πολλοί νέοι βρισκόταν για να μαζέψουν τις ξυλιές, μοιράζοντας προκηρύξεις. Η συγκέντρωση κείνη για την επέτειο του ΕΑΜ παραξένεψε την άκρα δεξιά που είχε νομίσει πως μετά από τόσο αίμα και τόσες καταπιέσεις το αριστερό κίνημα είχε πεθάνει στο Ρέθεμνος μα το ίδιο αιφνιδίασε και την καθοδήγηση της κομματικής οργάνωσης του Νομού. Μάλιστα την έκανε να νιώσει και λίγο πόσο πιο χαμηλά βρισκόταν το ηθικό της από των απλών μελών και οπαδών του κομμουνιστικού Κόμματος. Γιατί παρ' ότι βρισκόταν έξω από το θερινό κινηματογράφο της πόλης που είχε οριστεί σαν τόπος συγκέντρωσης, όλοι οι βρισκούμενοι τραμπούκοι και χωροφύλακες, ο κόσμος έφτανε ως εκεί με θάρρος, γέμισε το χώρο και οι νεολαίοι, καβάλλησαν τα δέντρα. Αν ερχότανε κανένας δισταχτικός λοξοκοιτώντας τους χωροφύλακες, ένας εργάτης, ο Γιάννης Μαρούλης, άνθρωπος με κύρος στο Ρέθεμνος, τους έδειχνε ψύχωντάς τους να περάσουνε στην συγκέντρωση. Και ήτανε η μοίρα έτσι αυτός ο άντρας να εκλεγεί μετά λίγον καιρό Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Ρεθέμνους. Τότες οι φίλοι του για να γιορτάσουν το γεγονός, οργάνωσαν ένα γλέντι. Αλλά με την περίσσια κατανάλωση κρασιού μπήκε μια παρεξήγηση κι ο Πρόεδρος που πάλευε να σβήσει το κακό, χτυπήθηκε κατά λάθος από τον αδερφό του στην κοιλιά. Στάθηκε αδύνατο στους γιατρούς να τον σώσουν —δεν υπήρχε βλέπετε ακόμη η πενικιλλίνη— έπαθε περιτονίτιδα και πέθανε. Το Ρέθεμνος ολόκληρο μαζί και η δεξιά τον έκλαψε. Η κηδεία που του έκανε η πολιτεία δεν είχε το προηγούμενό της. Ήταν ένας άντρας ψηλός και δυνατός με σκούρο ψημένο πετσί, σεμνός και άκακος. Από αυτή τη συγκέντρωση και για την επέτειο της ίδρυσης του ΕΑΜ φάνηκε πόσο απομονωμένη ήταν η άκρα, η βασιλική δεξιά στην Κρήτη που όμως προσπαθούσε να φέρει την ανωμαλία κι εδώ.
Digitized by 10uk1s
Την πρώτη του Οχτώβρη, αν δεν λαθεύω, μαζευτήκαμε οι αντιπρόσωποι όλης της Κρήτης στα Χανιά. Εκεί με κάθε προφύλαξη μας οδήγησαν οι σύνδεσμοι σ' ένα μεγάλο αρχοντόσπιτο. Απ' εκεί δεν θα βγαίναμε ώσπου θα τέλειωναν οι εργασίες της προσυνεδριακής συνδιάσκεψης της κομμουνιστικής οργάνωσης Περιοχής Κρήτης. Τη συνδιάσκεψη παρακολουθούσε σαν αντιπρόσωπος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης. Την έκθεση για τη δράση της οργάνωσης ως την περίοδο της κατοχής κι ως την απελευτέρωση την έκανε ο γραμματέας Δημήτρης Βλαντάς. Εντύπωση έκανε η ομιλία του επειδής είχε πολλή κριτική για τα λάθη του Κόμματος στην κατοχή που σαν πρώτη συνέπεια —όπως υποστήριξε— είχαν να μπορέσουν οι Εγγλέζοι να επέμβουν φέρνοντας έτσι στην εξουσία τους πράχτορες του βασιλιά και τους δοσίλογους. Είπε ακόμα για τα λάθη που έκανε αυτός ο ίδιος και στάθηκε στα αιματηρά γεγονότα του Ρεθέμνους, που όπως υποστήριξε, αν επενέβαινε η Περιοχή, όταν η οργάνωση του Ρεθέμνους μέσα στην αγωνία της, έκανε έκκληση για βοήθεια, η αιματοχυσία κείνη που τόσο ωφέλησε τους Εγγλέζους δεν θα γινόταν. Ύστερα από το Βλαντά στάθηκε στο βήμα ο δεύτερος γραμματέας ο Στέλιος Παπαδομιχελάκης (συνεισηγητή τον είχε πει ο γραμματέας). Αυτός παρ' ότι ο τομέας της δουλειάς του τον υποχρέωνε να μιλήσει σε πραχτικά πράματα, μπλέχτηκε σε θεωρητικολογίες που μας κούρασε άσκοπα κι αυτός γίνηκε «να τον λυπάσαι». Το μόνο που καταλάβαμε ήταν ότι σαν δεύτερος της Περιοχής θεωρούσε τον εαυτό του μειωμένο, επειδής και διανοούμενος ήταν και στις ηλικίες, φυσική και κομματική, ερχότανε πρώτος από το γραμματέα μας. Στις ομιλίες τους οι αντιπρόσωποι παρ' ότι το κλίμα ήταν πολύ ευνοϊκό δεν έκαναν κριτική για τα λάθη του Κόμματος ή της οργάνωσης Κρήτης. Από το γεγονός αυτό φάνηκα δισταχτικός στο να γίνω η εξαίρεση του κανόνα. Βρήκα όμως τη δύναμη εκείνο που ήθελα να πω να το πω έστω βιάζοντας τον εαυτό μου: «Θα καταγγείλω σύντροφοι, άρχισα, ένα λάθος που το κάναμε εμείς οι ακροναυπλιώτες, που το νιώθω ρίζα των λαθών του Κόμματος για τα οποία μίλησε στην έκθεσή του ο σύντροφος γραμματέας». Όταν φάνηκε από τις πρώτες λέξεις της ομιλίας μου για το ποιο θέμα θα μιλούσα είδα τον Πορφυρογένη ν' αναπιάνει το στυλό του προσπαθώντας να γράψει ως και την κάθε μου λέξη. Σιγάνεψα κι εξακολούθησα παίρνοντας θάρρος: «Όταν ο Γερμανικός στρατός κατέβαινε κατά τη νότια Ελλάδα κι ο κρατικός μηχανισμός ήταν παραλυμένος, οι πόρτες του στρατοπέδου της Ακροναυπλίας όπου ο Ελληνικός φασισμός μας είχε κλεισμένους, ήταν χωρίς λουκέτα. Οι φρουροί μας, οι πιο πολλοί είχανε φύγει για τα σπίτια τους κι όσοι απόμειναν μας πρότειναν να φύγομε. Η καθοδήγηση όμως για λόγους ανεξήγητους και φόβους ανύπαρκτους παρά τη γνώμη σχεδόν όλων και των εξακοσίων δυο συντρόφων που κρατιόμαστε, έκανε το λάθος να μας κρατήσει εκεί μέσα κλεισμένους. Έτσι 602 στελέχη που το Κόμμα χρειάστηκε δεκάδες χρόνια για να τα φτιάξει, στην πιο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα, που μπορούσαν να βρεθούν λεύτεροι για τη συνέχιση του αγώνα, αχρηστεύτηκαν. Οι μισοί και πάνω απ' αυτούς τους συντρόφους μας στήθηκαν στ' αποσπάσματα ή πέθαναν από πείνα και μεις οι υπόλοιποι, άλλοι 300, που μετά από δυο ή και πάνω χρόνια, λευτερωθήκαμε, είχαμε χάσει κατά πενήντα στα εκατό τη σωματική και την πνευματική μας ικανότητα. Αλλά ο λόγος που κάνω την καταγγελία μου αυτή είναι γιατί πιστεύω ότι αν βρισκόταν τα στελέχη αυτά έξω, ο ένοπλος αγώνας θάρχιζε αμέσως με την κατοχή, στα βουνά της Ελλάδας. Πιστεύω πως είχαμε την ικανότητα να μάσομε το σκόρπιο στους δρόμους οπλισμό ακόμη και να κρατήσομε μικρά τμήματα του στρατού μας στα βουνά. Έτσι θα είχαμε ένα διπλά έμπειρο και μαχητικό στρατό που δε θα δεχόταν εκείνους τους συμβιβασμούς, λάθη. Μα και η ίδια η καθοδήγηση θα ήταν διπλά ικανή γιατί θάχε γλυτώσει τα βάσανα του στρατοπέδου, θάχε πιο πολλή πείρα κι εμάς σκόρπιους σ' όλη την Ελλάδα έτοιμους να βάλομε φωνή στο κάθε της λάθος».
Digitized by 10uk1s
Από τους γραμμένους ομιλητές ήμουν ο τελευταίος κι όταν τέλειωσα για λίγα δευτερόλεπτα κρατήθηκε λίγη σιωπή, ύστερα ακούστηκε μια φωνή: «Εν ονόματι του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού ζητώ το λόγο». Δεν είχε νόημα η δικαιολογία, ωστόσο ο σύντροφος Σιγανός έκανε μιας πρώτης τάξης υπεράσπιση της καθοδήγησης του στρατοπέδου που τώρα βρισκόταν στην ηγεσία του Κόμματος, λέγοντας εκείνες τις παιδαριώδεις δικαιολογίες που θέλησε τότε να δικαιολογηθεί η καθοδήγηση: Ότι δηλαδή είχε πληροφορίες πως οι Εγγλέζοι που υποχωρούσαν από το Ναύπλιο θα μας εξόντωναν μέσα στην πόλη τ' Αναπλιού αν φεύγαμε. Κανένας άλλος απ' τους αντιπροσώπους δε ζήτησε ν' αντικρούσει τη γνώμη μου και σ' όλους, αν αφαιρέσω το δεύτερο γραμματέα Παπαδομιχελάκη, άρεσε η καταγγελία μου. Γιατί από τους παλιούς συντρόφους που βρισκόταν εκεί: Ο Πορφυρογένης είχε αποδράσει από τη Μήλο, ο Βλαντάς και ο Κοντοκώτσος από τη Γαύδο, ο Βιτσαξάκης και ο Μαριακάκης από τη Φολέγαντρο. Αντίθετα ο Παπαδομιχελάκης έφερνε μεγάλο μέρος της ευθύνης, γιατί σαν καθοδήγηση της ομάδας του Άι Στράτη δεν τα κατάφεραν από ανικανότητα και κακή εχτίμηση εκείνης της κατάστασης της κοσμοχαλασιάς ν' αφήσουνε το ξερονήσι τ' Αϊ Στράτη. Όταν για λίγο διακόψαμε ρώτησα το Σιγανό να μου πει αν στα σοβαρά πίστευε αυτά που υποστήριξε: ότι δηλαδή δεν μπορούσαμε να φύγομε επειδή θα μας σκότωναν οι Αυστραλοί στρατιώτες, μου απάντησε πως συμφωνούσε μαζί μου, μα ότι υποστήριξε το «Κόμμα»... Η καταγγελία μου εκείνη δεν είχε συνέπειες για μένα, δεν είχε όμως ούτε και για κείνους που κατάγγειλα πως ευθύνονταν για ένα τόσο μεγάλο έγκλημα εξόν μετά από πολλά χρόνια που τότες πια ήταν πολύ αργά, για να φέρει όφελος στον αγώνα. Το δεύτερο θέμα ύστερα από την έκθεση δράσης με το οποίο ασχολήθηκε η συνδιάσκεψη ήταν να εκλέξει το καθοδηγητικό όργανο του γραφείου Περιοχής Κρήτης και τους αντιπροσώπους του για το συνέδριο. Τις προτάσεις των υποψηφίων τις έκανε η καθοδήγηση. Μπορούσε όμως κι ο καθένας αντιπρόσωπος, σαν το ήθελε, να προτείνει υποψήφιους για το συνέδριο ή για το καθοδηγητικό όργανο. Από αντιπρόσωπο γίνηκε μονάχα μια πρόταση. Προτάθηκε να εκλεγεί ο Θόδωρος Παπάζογλου (Πάγκαλος) που έμελλε κιόλας να φέρει αναστάτωση στη συνδιάσκεψή μας. Ο Μήτσος Βλαντάς ζήτησε το λόγο από το Προεδρείο και είπε στη συνδιάσκεψη ότι ο Πάγκαλος είναι τιμωρημένος από το Κόμμα, για ηθικό ζήτημα, κι ότι έφτασε εδώ σαν αντιπρόσωπος, εκλεγμένος από τη βάση ύστερα από αντιπρόταση. Μετά από αυτά, ο Πάγκαλος, ζήτησε το λόγο και ανέβηκε στο βήμα, απόσυρε την υποψηφιότητά του και είπε: «Είμαι μέλος του Κόμματος νόμιμα εκλεγμένος αντιπρόσωπος σύμφωνα με το καταστατικό, με τα δικαιώματα που μου δίνει να εκλέγω και να εκλέγομαι. Δεν ξέρω να είμαι τιμωρημένος από το Κόμμα και παρακαλώ το σύντροφο γραμματέα να δώσει εξηγήσεις. Δεν ξέρω για πιο ηθικό ζήτημα μίλησε ο σύντροφος. Στην Ήπειρο όπου δούλευα στην οργάνωση αποφασίσαμε να παντρευτούμε με μια συντρόφισσα. Και τώρα ζητάω, όπως και κείνη να μας επιτρέψει το Κόμμα να παντρευτούμε. Πού βλέπετε ανηθικότητα σύντροφοι; Ύστερα γιατί να μιλάμε για τέτοια θέματα... Εδώ βλέπω τον «Τάδε» που πραγματικά έκανε σε βάρος μου τέτοιο αδίκημα και τον βλέπω σε θέση ψηλή. Στην συνδιάσκεψη δημιουργήθηκε μεγάλη αίστηση. Ο Τάδε ζήτησε και πήρε το λόγο μα όπως δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του τον έβγαλε ο ίδιος ο Πάγκαλος από τη δυσκολία: «Μην παιδεύεσαι τσάμπα του είπε κι έχεις και τέτοια άλλα...». 9 Ο Πάγκαλος ποτέ δεν μου είχε κάνει λόγο για το περιστατικό αυτό της ζωής του, αν και είχαμε φιλικές σχέσεις και τα κρεβάτια μας ήτανε δίπλα-δίπλα στο στρατόπεδο, επειδή ίσως ήξερε την εχτίμηση που είχα για το Στέλιο, που πρέπει να πω ότι, μ' αυτή τη δεύτερη πράξη του, σε βάρος Digitized by 10uk1s
συντρόφου, γκρεμίστηκε. Ο Πάγκαλος ήταν ένας μαζικός εργατικός ηγέτης, αγαπητός απ' όλους μας και λατρευτός της εργατιάς στο Ηράκλειο. Το τριανταπέντε όντας Πρόεδρος του εργατικού Κέντρου καθοδήγησε τα γεγονότα όταν η εργατιά κατάλυσε για λίγες μέρες την εξουσία της αστικής τάξης. Ήταν μικρόσωμος και αδύνατος με χαραγμένα στο πρόσωπό του τα βάσανα και τον κατατρεγμό της προσφυγικής και της άλλης ζωής του. Ωστόσο ήτανε πάντα γελαστός. Αν ο Βλαντάς δεν παραβίαζε τη νομιμότητα, ο Πάγκαλος θα εκλεγόταν με παμψηφία. Με την οσμή αυτής της υπόθεσης τέλειωσαν οι εργασίες της συνδιάσκεψης κι οι αντιπρόσωποι βγήκαν με συνωμοτισμό για να μην εκθέσουν αυτό το σπίτι... Δυο μέλη της Περιφερειακής Επιτροπής του Ρεθέμνους, ο Μάρκος Ζουριδάκης και η Βαγγελιώ Κλάδου εκλέχτηκαν στην επιτροπή της Περιοχής και θα έμεναν στα Χανιά. Ελόγου μου επέστρεψα στο Ρέθεμνος. Πριν αφήσω αυτό το σπίτι με φώναξε ο Βλαντάς και δεν μου είπε άλλο εξόν ότι θα έπρεπε η οργάνωση να βγάλει μια βδομαδιάτικη εφημερίδα: «Από δυο μήνες τους έχομε στείλει μελάνι και χαρτί αλλά εφημερίδα δεν έβγαλαν... Φοβούνται». «Αν βρω αυτά τα υλικά πηγαίνοντας στο Ρέθεμνος, το Σάββατο, (θα ήταν Δευτέρα που τελειώσαμε) θα λάβετε το πρώτο φύλλο» υποσχέθηκα στο γραμματέα.
Με την εκλογή του Ζουριδάκη στο γραφείο της Περιοχής έπρεπε να εκλεγεί καινούργιος γραμματέας στην οργάνωση του Ρεθέμνους και η Περιφερειακή επιτροπή μ' έκανε γραμματέα της. Όλοι οι κομμουνιστές του Νομού πίστεψαν ότι ο Ζουριδάκης ανέβηκε πιο πάνω σε πόστο, για ν' αφήσει την οργάνωση του Ρεθέμνους να πάει μπροστά που με τα τρυπώματά του την είχε βουλιάξει. Ο άνθρωπος καλός και άγιος αλλά δεν ήταν φτιαγμένος για επαναστατικά πράγματα. Σε λίγο με τις πρώτες δυσκολίες από μόνος του εγκατέλειψε το πόστο του κι ασχολήθηκε με τα σχολεία που τόντις εκεί διάπρεψε. Σε μένα, εξαιτίας είχαμε αμέσως πολλές επιτυχίες, αναγνωρίστηκαν θαματουργές ικανότητες. Δεν ήταν σωστό κι αυτό με πείραζε και μου δημιουργούσε μπελάδες εξαιτίας ότι το γραφείο της Περιοχής όλο και μου ζητούσε περισσότερα, πάνω από τις ικανότητές μου. Η αλήθεια είναι ότι το κίνημα σε όλη την Ελλάδα είχε αρχίσει να καλπάζει προς τα πάνω και δεν μπορούσε να μείνει πίσω το Ρέθεμνος, κι ότι με την άδεια της Περιοχής πήραμε στην Περιφερειακή Επιτροπή το Γιάννη Νενεδάκη, άνθρωπο θετικό με κύρος και το νεολαίο Στέλιο Καλαϊτζάκη, που ως τώρα για να μην «εξαγριώνονται, λέει, οι τραμπούκοι» έμεναν στην αδράνεια. Ο Νενεδάκης γίνηκε δεύτερος γραμματέας, ενώ ο Βερυκάκης που είχε ως τώρα αυτή τη θέση, σαν δάσκαλος, ανάλαβε τη διαφώτιση. Βγάλαμε, όπως είχα υποσχεθεί, την εφημερίδα μας που της δώσαμε, τιμώντας τη μνήμη του καθηγητή Γιάννη Μαθιουδάκη που είχε σκοτωθεί από τους Γερμανούς, τον τίτλο «Νίκη» επειδής έτσι είχε ονομάσει ένα πολυγραφημένο φυλλαράκι που σαν υπεύθυνος έβγαζε στην κατοχή. Τα πρώτα φύλλα μάς τύπωσε ο ιδιοχτήτης της εφημερίδας «Βήμα» Λυκούργος Καφάτος. Ο Καφάτος παλιός βασιλόφρονας, είχε γίνει δημοκράτης στην κατοχή, συνεργαζόταν με το ΕΑΜ και στην προμετωπίδα της εφημερίδας του είχε γράψει ότι είναι «των αρχών της λαϊκής Δημοκρατίας». Στα γεγονότα όμως του Γενάρη παρά την μεγάλη ηλικία και το κύρος του στο Ρέθεμνος, τον ρήμαξαν στο ξύλο οι τραμπούκοι αναγκάζοντάς τον να βγάλει τον υπότιτλο. Όταν διάβασε την ύλη του πρώτου φύλλου της εφημερίδας μας ευχαριστήθηκε ότι ανοίγαμε το μέτωπο με τους τραμπούκους και τα αφεντικά τους της άκρας δεξιάς και τους Εγγλέζους, αλλά φοβήθηκε μήπως μια νύχτα του σπάσουν τα τυπογραφεία. Ωστόσο τα τέσσερα πρώτα φύλλα τα τυπώσαμε στου Καφάτου αλλά ο άνθρωπος δεν άντεξε άλλο στις πιέσεις. Στο μεταξύ μια συντρόφισσα η Καλλιόπη Μαραγκουδάκη από οικογένεια τυπογράφων μας έδειξε σ' ένα υπόγειο ένα παλιό χειροκίνητο πιεστήριο «Γουτεμβέργιο» που τον περασμένο αιώνα θεωρούνταν ό,τι τελειότερο, και μας είπε ότι σ' αυτό τύπωνε ο πατέρας Digitized by 10uk1s
της εφημερίδες. Στο μεταξύ με το πρώτο φύλλο που βγάλαμε στο «Γουτεμβέργιο» οι Ρεθεμνιώτες της Αθήνας και η Κ.Ε. του ΕΑΜ μας έστειλαν κάμποσες κάσες καινούργια στοιχεία. Έτσι με το «Γουτεμβέργιο» οργανώσαμε το τυπογραφείο μας σ' ένα ισόγειο στο κέντρο του Ρεθέμνου. Ο Βερυκάκης ήταν ο υπεύθυνος της συνταχτικής επιτροπής, υπεύθυνος τυπογραφείου, δούλευε το πιεστήριο κι είχε αλλάξει το χρώμα του απ' τα μελάνια. Τη «Νίκη» την αγάπησαν οι Ρεθεμνιώτες στην πόλη και στο ύπαιθρο. Την υπερασπίστηκαν, και το φύλλο δεν είχε πολλές οικονομικές στενοχώριες. Ήταν ένα φυλλαράκι δισέλιδο αμοναχή φωτιά. Ο Λευτέρης, ένα καθυστερημένο παιδί γυρνούσε ξυπόλητος και πουλούσε το φύλλο φωνάζοντας για να ερεθίζει τους τραμπούκους «Νίκη! Νίκη!». Έτρωγε ξύλο συχνά. Μια μέρα μάλιστα που έβρεχε τον κύλησαν μαζί με το εμπόρευμά του στα νερά, μα την ίδια στιγμή ο κόσμος έτρεξε ν' αγοράσει τις βρεγμένες εφημερίδες πληρώνοντάς τις με το παραπάνω, και να περιποιηθεί το κατατρεγμένο παιδί. Αργότερα μας έσπασαν τα τυπογραφεία χωροφύλακες με τραμπούκους και το φύλλο τυπώθηκε κάμποσες φορές στα τυπογραφεία του Γιάννη Καλαϊτζάκη. Μου μένει αξέχαστος αυτός ο δημοκράτης, πόσο θίχτηκε όταν του είπα ότι χωροφύλακες κατάστρεψαν το τυπογραφείο μας. «Θα γράψετε εναντίον αυτής της πράξεως; τι θέλετε και θα σας τυπώσω το φύλλο!». Είναι ένας καιρός που η κοινωνία του Ρεθέμνους έχει αρχίσει να μοσχοβολά εκείνο το δημοκρατικό άρωμα που τη βρήκα να έχει ύστερ' από πολλά χρόνια, μετά τη δεύτερη αποφυλάκισή μου. Μα η «Νίκη» είχε πολλά βάσανα ακόμη και της έμελλε να ξεψυχήσει σ' ένα δάσος του Μυλοποτάμου: Εκεί είχανε κρύψει τα στοιχεία που τυπωνόταν κι από απροσεξία ενός βοσκού πήρε φωτιά το δάσος και τέλειωσε τον αγώνα της η «Νίκη». Αν ήμουνα λογοτέχνης δεν θα είχα καλύτερο ήρωα να βάλω για να γράψω ένα μυθιστόρημα, από τη «Νίκη» γιατί είχε πολλά βάσανα που τώρα τα προσπερνώ αλλά τη νιώθω σαν να ήταν ένα πράμα ζωντανό με πολλή δύναμη και φωτεινότητα. Αυτό το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1945 η Οργάνωση του Ρεθέμνους μ' ένα ικανό μέλος της το Βαγγέλη Ηλιάκη κατάφερε να ιδρύσει συνεταιρισμούς με προοδευτικό καταστατικό σ' όλα τα χωριά της υπαίθρου. Στις εκλογές για τις διοικήσεις των δύο ενώσεων αν και με πολλές αντιδράσεις της δεξιάς, καταφέραμε να πάρομε τα διοικητικά και τα εποπτικά συμβούλια και των δύο ενώσεων του Μυλοποτάμου και του Ρεθέμνους. Στου Ρεθέμνους έγινε Πρόεδρος ο Σ. Δουλγεράκης που αφού λιγόστεψε η τρομοκρατία γύρισε απ' την Αθήνα στο Ρέθεμνος και η γεωργική αυτή ένωση προμήθευε στους αγρότες σε τιμές κόστους, από σολοδέρματα και ξυλόμπροκες, τρόφιμα κάθε λογής, ιματισμό και άλλα χρήσιμα ως και φάρμακα κι έκανε συγκέντρωση στα εισοδήματα πετυχαίνοντας καλύτερες τιμές. Το ίδιο καιρό περάσανε στα χέρια των εργατών οι διοικήσεις όλων των σωματείων κι αμέσως κατέβηκαν σε απεργίες. Κι ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία τους, έξω τους υποδηματεργάτες που αυτοί είχαν απεργήσει το 1935. Και τα αιτήματά τους όλα έγιναν δεχτά. Οι τσαγκαράδες μάλιστα κέρδισαν ανώτερο καλφαλίκι από τους συναδέλφους τους της Αθήνας. Όπου κάναμε αγώνα η αντίδραση υποχωρούσε. Και στα επαγγελματοβιοτεχνικά σωματεία οι διοικήσεις τους πέρασαν στους αριστερούς αλλά εξαιτίας που έγινε το λάθος να εκλέξουν τους αντιπροσώπους για την ομοσπονδία από δεξιούς, χάσαμε την πλειοψηφία της διοίκησης, αλλά κι εδώ η άκρα δεξιά έμεινε έξω και μπορούσε να υπάρχει μεταξύ μας συνεργασία επειδής οι διοικήσεις των σωματείων βρισκόταν στα χέρια κομμουνιστών.
Ύστερα απ' όλα αυτά η τραμπουκοκρατία στο Ρέθεμνος είχε υποχωρήσει και ο λαός βάδιζε με τα φτωχά μέσα που είχε στη διάθεσή του να ξαναφτιάξει ελεύθερος τώρα τη ζωή του. Μα τον ίδιο καιρό η κυβέρνηση της Αθήνας, όπως κατάγγελναν οι δημοκρατικές εφημερίδες, ετοίμαζε φασιστική διχτατορία με το στρατιωτικό σύνδεσμο. Σ' αυτή την περίσταση με κάλεσε η Περιοχή στα Digitized by 10uk1s
Χανιά και συζήτησα με το Βλαντά τι θάπρεπε να γίνει στο Νομό του Ρεθέμνους αν θα κηρυσσόταν απ' το Βούλγαρη διχτατορία, κι αμέσως επέστρεψα στο Ρέθεμνος κι έστειλα να φωνάξουν τους αχτιδικούς γραμματείς —πρώτους και δεύτερους— του υπαίθρου. Στο μεταξύ μέχρι να φτάσουν, τη μεθεπομένη ήρθε από τα Χανιά η συντρόφισσα Κλάδου, μέλος του γραφείου της περιοχής Κρήτης αυτή τώρα. Σαν ανώτερη καθοδήγηση έπρεπε να την καλέσω να πάρει μέρος στη σύσκεψή μας. Όταν με την ομιλία μου έφτασα στο θέμα «όπλα», ότι δηλαδή τη διχτατορία αυτή τη φορά, θα την αντιμετωπίζαμε με τα όπλα, η Βαγγελιώ ξεροκατάπιε και σαν να ήθελε να με φέρει σε τάξη άφησε ένα: «Γιάννη». Έμεινα αποσβολωμένος από αυτή τη στάση αλλά βρήκα την ψυχραιμία μου να πω ότι «η συντρόφισσα δεν έχει συζητήσει ως φαίνεται το θέμα με το γραμματέα μας Βλαντά». Η καημένη η Κλάδου πήγε να μπαλώσει τα πράγματα αλλά ήτανε κάπως δύσκολο και σ' όλους μας έμεινε η εντύπωση ότι ο Βλαντάς δεν ενεργούσε ύστερα από απόφαση του γραφείου Περιοχής που ήταν γραμματέας του. Σε μένα που κάπως ήξερα τα πράγματα φάνηκε καθαρά πως σ' αυτό το ζήτημα (του τρόπου της αντιμετώπισης του πραξικοπήματος) οι γνώμες του Βλαντά και Παπαδομιχελάκη ήτανε διαφορετικές. Κι ότι ο Βλαντάς περνούσε την πολιτική του Κόμματος μέσω των γραμματέων των Περιφερειακών Επιτροπών, στα θέματα που δεν ύπαρχε συμφωνία.
Είχε παρθεί απόφαση στη συνδιάσκεψη Περιοχής ότι έπρεπε ο Παπαδομιχελάκης να εγκατασταθεί στο Ηράκλειο και να γίνει γραμματέας της οργάνωσης, μα ωστόσο δεν έλεγε να το κουνήσει από τα Χανιά. Έτσι η πολιτική του Κόμματος βρισκόταν μέσα σ' ένα καβούκι. Η σκέψη να βάλομε το ζήτημα της αντιμετώπισης του πραξικοπήματος στην οργάνωση είχε σκοπό βέβαια να προετοιμάσει τα μέλη και τα στελέχη του Κόμματος ψυχολογικά αλλά και από το ένα μέρος —γιατί βέβαια αυτή η κίνηση θα γινότανε γνωστή— να κάνει την κυβέρνηση του Βούλγαρη να πιστέψει τις προειδοποιήσεις του «Ριζοσπάστη» και να γενεί δισταχτική — γιατί σωστό και καλύτερο είναι να προλαβαίνεις τα γεγονότα. Στην Κρήτη ταίριαζε να γίνει αυτή η κίνηση γιατί εδώ η δεξιά που ήταν οργανωμένη στην εθνική οργάνωση Κρήτης (ΕΟΚ) κι ανακρατούσε κάποια παράδοση συνεργασίας με το ΕΑΜ από την κατοχή και μετά για τον ομαλό πολιτικό βίο, δεν θα έβαζε τις φωνές ότι οι κομμουνιστές ετοιμάζουνε σφαγή και τα τέτοια. Η άκρα δεξιά πάλι —δηλαδή οι οπαδοί του βασιλιά— ήταν τόσο αδύναμη και κακορίζικη που δεν είχε ανάκαρο να εκμεταλλευτεί το γεγονός και να κάνει συμμορίες και στην Κρήτη. Αυτόνε τον καιρό με το ανέβασμα των λαϊκών αγώνων, ο Ζαχαριάδης, ο αναμφισβήτητος αρχηγός από την πρώτη στιγμή της επιστροφής του απ' το Νταχάου μεσουρανεί, γίνεται η λατρεία όλων μας, στελεχών, μελών και οπαδών. Οι γνώμες του που κάθε τόσο διατυπώνονται σε άρθρα στο «Ριζοσπάστη» πυρπολούνε τις ψυχές και πριν γενούνε αποφάσεις για το Κόμμα, κιόλας έχουν γίνει για τον καθένα μας μια δύναμη που μας κινεί. Είμαστε τώρα σίγουροι πως έχομε ένα τόσο άξιο ηγέτη που μας οδηγεί ίσια στη νίκη και καμιά υποψία δε φυτρώνει στη σκέψη μας. Πολλές φορές όμως γίνεται φανερό από ορισμένα λόγια και πράξεις του αρχηγού, ότι δεν νιώθει άνετα, δεν αιστάνεται σιγουριά σαν ηγέτης του Κόμματος, ότι τον βασανίζει το γεγονός ότι από αυτόν λείπει η αίγλη της κατοχικής πάλης που στεφανώνει τους πιο κοντινούς συνεργάτες του, ότι για το λόγο αυτό υποψιάζεται και φοβάται για την αρχηγία του. Η κατοχική ηγεσία βέβαια είχε κύρος και εχτίμηση μέσα στο Κόμμα και στο λαό, μα από την άλλη μεριά την βάραιναν τα λάθη της κατοχής που μας έφεραν έξω από την εξουσία. Δεν ύπαρχε λοιπόν κανένας λόγος για τις υποψίες του Ζαχαριάδη. Θυμάμαι που μου έκανε εντύπωση το γιατί ο Ζαχαριάδης με τόσο «δυνατό» μυαλό δεν μπορούσε να δει πόσο σίγουρη ήταν η θέση του. Αλήθεια ποτές δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να είναι μέτριος και όχι μεγάλος.
Digitized by 10uk1s
Μας ξάφνιασε ο Ζαχαριάδης όταν είπε ότι στο Κόμμα μέσα υπάρχει «αντάρτικο πνεύμα» που το έφεραν μαζί τους τα στελέχη του ΕΛΑΣ, που με τη διάλυσή του μπήκαν στις οργανώσεις του, μα κανένας μας δεν έφερε αντίρρηση ή δεν είπε διαφορετική γνώμη, αν και ξέραμε ότι η πειθαρχία του Ελασίτη ήταν η πρώτη του αρετή. Το στέλεχος του ΕΛΑΣ —ο αξιωματικός ή ο καπετάνιος— είχανε κάποια γνώμη και συνηθισμένοι από τις συνελεύσεις του στρατού, την έλεγαν λίγο-πολύ λεύτερα, όπως δίδασκε το καταστατικό του Κόμματος μα κάποτε και ο ίδιος ο αρχηγός. Από δω αρχίζει μια υποτίμηση στην αρχή κι ένας κατατρεγμός κατοπινά στα καλύτερα στελέχη του Κόμματος, που στο τέλος το λαϊκό κίνημα τ' αποστερήθηκε σχεδόν όλα, γιατί από τον κατατρεγμό πολλά πέσαν στα χέρια των αντιπάλων κι εξοντώθηκαν, άλλα διαγράφτηκαν και διώχτηκαν από το Κόμμα ή από μόνα τους αποσύρθηκαν κι αδράνησαν. Κι ενώ με τέτοιο λεπτό και μαστορεμένο τρόπο χτυπά τα στελέχη του ΕΛΑΣ θέτει ωμά το ζήτημα μιας άλλης κατηγορίας στελεχών και διατάζει (κάθε γνώμη του Ζαχαριάδη είναι διαταγή) τη διαγραφή τους. Είναι οι δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστές και συμπαθούντες που στην Τετάρτη Αυγούστου υπόγραψαν κάτω από την κάθε λογής βία και σύγχιση δήλωση μετάνοιας και που λίγο αργότερα, όταν στην κατοχή το Κόμμα ξανασυγκροτήθηκε, με απόφασή του αποκατάστησε όσους από τους ενενήντα δυο χιλιάδες δεν είχαν περάσει στο χαφιεδισμό (σ' αυτήν την κατηγορία, όσο ξέρω, ήταν ελάχιστοι) και τους έκανε πάλι μέλη και στελέχη του κι όχι αβασάνιστα όπως ο αρχηγός τούς έσβηνε τώρα, με τη σιωπή όλου του Κόμματος. Πληγωθήκαμε όλοι οι κομμουνιστές γιατί εχτός τη ζημιά που βλέπαμε ότι γίνεται στην επανάσταση από το διώξιμο τόσων χιλιάδων μελών του, το Κόμμα δεν είχε συνηθίσει σε τέτοιες ασυνέπειες. Νιώθαμε να πέφτει το κύρος του — δηλαδή όλων εμάς των μελών του, τραυματιζότανε το φιλότιμό μας βλέποντας την καταφρόνια αυτών των συντρόφων μας, που το Κόμμα με απόφαση τούς είχε κάνει μέλη του, που μαζί είχαμε πολεμήσει στη μαύρη κατοχή και πολλές φορές, στην αρχή της απελευτέρωσής μας απ' τα στρατόπεδα, μας καθοδήγησαν κιόλας, χωρίς να θιχτούμε ή να παραπονεθούμε, αφού η τέτοια ευτυχισμένη εξέλιξη του κινήματος τα είχε φέρει έτσι. Βρήκε τη δικαιολογία ο αρχηγός την «ηθική τάξη» κι ότι στον καιρό της κατοχής, όπου πράξη εξτρεμιστική, πίσω της κρυβόταν ο δηλωσίας που μειωμένος όπως ήταν, νόμιζε ότι εκδικιόταν. Αλλά με την πειθαρχία που είχε επικρατήσει τον καιρό κείνο, η ευθύνη για όποιες πράξεις βαρύνει τις τοπικές ηγεσίες και την ανώτερη καθοδήγηση και το λιγότερο, ένα ελάχιστο αυτούς τους ίδιους. Και σε λίγο ήρθε άλλος κατατρεγμός. Αυτή τη φορά χτύπησε τη νέα γενιά: Όσα από τα νέα στελέχη και τα μέλη μας προερχόταν από την νεολαία του Μεταξά —και ήταν πολλές χιλιάδες, γιατί η διχτατορία οργάνωσε κι έντυσε με στολές, κατά το πρότυπο της χιτλερικής νεολαίας, όλα τα παιδιά που σπούδαζαν, απ' τα δημοτικά σχολεία ως τα Πανεπιστήμια— έπρεπε να περάσουν από ψιλή κνισάρα στο όνομα της «κομματικής ανοικοδόμησης» (!!!). Αργότερα πάλι στο όνομα της επαγρύπνησης διατάχτηκε γενική εκκαθάριση σ' όλο το Κόμμα, που ανάλογα την ικανότητα και την νοοτροπία των ανθρώπων που ενεργούσαν το «ξεκαθάρισμα», έφταναν να εξετάσουν όχι μόνο την ποιότητα των συντρόφων, μα και των συγγενών τους μέχρι τα γενοφάσκια. Και θυμάμαι που στην οργάνωση των Χανιών πετάχτηκαν δυο στελέχη, επειδής κάποιοι είπαν ότι του ενός οι αδερφές και του άλλου η γυναίκα του, όντας αυτός σε στρατόπεδο ομήρων, είχανε σχέσεις με Γερμανούς. Και ξυνόντανε πληγές και γέμισαν ψυχές τραύματα και καλλιεργήθηκαν αντιθέσεις και μίση ανάμεσα σε αυτούς που διαγράφτηκαν, και σε κείνους που έμειναν εις το Κόμμα. Και μου μένει αξέχαστη η αγωνία μου όταν για λογαριασμό του γραφείου Περιοχής Κρήτης, ανακοίνωσα τη διαγραφή από το Κόμμα ενός από τα στελέχη του ΕΛΑΣ του Ρεθέμνους που είχαν απομείνει στη ζωή, γιατί το 1935 είχε στείλει από την εξορία ένα γράμμα στον Εισαγγελέα του Ρεθέμνους που μ' αυτό είχε μείνει λεύτερος. Ο σύντροφος νόμισε ότι ήμουν εκείνος που τον κατάτρεχα. Κι όλοι μας είχαμε πολλές τέτοιες στενοχώριες. Σ' ένα μάλιστα σύντροφο Digitized by 10uk1s
κόλλησαν το παρατσούκλι και το σέρνει ακόμη «Βισίνσκι» τ' όνομα του γενικού εισαγγελέα της ΕΣΣΔ τον καιρό των εκκαθαρίσεων του Στάλιν. Ο Ζαχαριάδης οδηγούσε το Κόμμα να κάνει αποφάσεις τις πιο πρόχειρες σκέψεις του. Κονιορτοποιούσε και σκορπούσε κατά μάζες τις κομματικές δυνάμεις, καιρό που με την πιο μεγάλη φρονιμάδα έπρεπε να δουλεύει το Κόμμα για μια ασταμάτητη περισυλλογή. Μεθυσμένος ίσως από την άνοδο του κινήματος «έθυε και απόλυε» κομμουνιστές που ποτέ πια το κίνημα δεν θα μπορέσει να ξαναφέρει κοντά του. Αλλά πάλι καλά ως εδώ. Γιατί υπάρχει το χειρότερο. Αφού τα μισά από τα μέλη και τα στελέχη του Κόμματος, όλοι οι κομμουνιστές του υπαίθρου διώχτηκαν αυτόνε τον καιρό από το ΚΚΕ κι υποχρεώθηκαν να πάνε σε άλλο, στο Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, στο όνομα της «Πολιτικής Ενότητας στο χωριό». Εδώ όμως πρέπει να ανοίξω μια μικρή παρένθεση γιατί υπάρχει και κάποια προϊστορία στην υπόθεση: Στο τέλος του 1935 κλήθηκε το 6ο συνέδριο του ΚΚΕ. Σ' αυτό γίνηκε απόφαση η επιμονή του Ζαχαριάδη να διαλυθούν οι πυρήνες του κομμουνιστικού Κόμματος στα χωριά και οι κομμουνιστές να ενωθούν με τα μέλη του Αγροτικού Κόμματος που σ' αυτό προστέθηκε το ενιαίο (όπου υπάρχουνε βέβαια τέτοια μέλη) ιδρύοντας παραρτήματα του Αγροτικού που ήταν γραμματέας του ένας καλός και πιστός στην αγροτιά άνθρωπος ο Κώστας Γαβριηλίδης από το Νομό Κιλκίς. Στα δικαιολογητικά του ο Ζαχαριάδης είπε πολλά κι άλλα που δε θα βρεθούνε γραμμένα σε καμιά απόφαση ολομέλειας η συνεδρίου: Ότι ο αγρότης από τη φύση του σαν ιδιοχτήτης είναι αντιδραστικός, μα σαν εκμεταλλευόμενος γίνεται προοδευτικός και μπορεί να γίνει ο σύμμαχος του προλεταριάτου στο χωριό, αλλά από την καθυστέρησή του φοβάται τον κομμουνισμό, γι' αυτό θα πρέπει να του φτιάξομε ένα άλλο με άλλο όνομα κόμμα. Έτσι θ' απαλλάξομε και το κομμουνιστικό Κόμμα από ένα μεγάλο κίνδυνο: Να γίνουν πάρα πολλοί αγρότες μέλη του κι έτσι ν' αλλαχτεί ο προλεταριακός του χαρακτήρας και να γίνει μικροαστικός, ν' απειληθεί ο ηγετικός ρόλος της εργατικής τάξης. Έτσι είχανε τα πράγματα το 1935-1936 όταν ήρθε η διχτατορία. Σε πολλά όμως χωριά ακόμη και κείνη την εποχή οι κομμουνιστές δεν δέχτηκαν να διαλύσουνε τον πυρήνα του ΚΚΕ και σε άλλα έμεινε ο πυρήνας, συγκροτήθηκε και αγροτικό παράρτημα, όπως συνέβη στο χωριό το δικό μου. Κατοπινά τον καιρό που κρατιόμουνα στο στρατόπεδο της Ακροναυπλίας, που κει μέσα άρχισε η ξέφρενη καλλιέργεια της λατρείας στο πρόσωπο του αρχηγού, έφεραν σαν μια από τις πιο μεγάλες του επιτυχίες, την ίδρυση του ενιαίου Αγροτικού Κόμματος στα χωριά. Λέγανε μάλιστα ότι και άλλα κομμουνιστικά κόμματα της Βαλκανικής όπως της Βουλγαρίας, θέλησαν να μιμηθούνε την επιτυχία αυτή του Ζαχαριάδη αλλά εκεί λόγω που ο αγρότης ήταν πολιτικά πιο μπροστά από το δικό μας, με «λυμένα» τ' αστικοδημοκρατικά προβλήματα στις χώρες αυτές (!!!) δεν θάταν σωστή μια τέτοια πολιτική. Όταν όμως φτάσαμε στον καιρό της κατοχής και το κομ. Κόμμα ξαναοργανώθηκε με ηγεσία τους συνεργάτες του Ζαχαριάδη, κανένας δε σκέφτηκε να θέσει ζήτημα για την ξανά οργάνωση του ενιαίου Αγροτικού Κόμματος στο ύπαιθρο. Οι αγρότες οργανώθηκαν στο εθναπελευθερωτικό μέτωπο και στο κομμουνιστικό Κόμμα και είχε μέλη και οργανώσεις ως και στο τελευταίο χωριό. Και δεν λογαριαζόταν μεγαλύτερη τιμή για τον κάθε αντιφασίστα αγωνιστή αγρότη από του να μπορεί να έχει τον τίτλο του μέλους του KKΕ. Γιατί ποτέ στην ιστορία αυτού του τόπου δεν μεσουράνησε κόμμα και ιδεολογία όσο το ΚΚΕ και η ιδεολογία του, αυτή την εποχή. Κι είναι χιλιάδες οι αγρότες μέλη και στελέχη του που έπεσαν από το απόσπασμα αφού το ζητωκραύγασαν. Κι είχε δεσμό αιμάτινο με τους αγρότες αφού το πιο πολύ στο ύπαιθρο παίχτηκε το παιγνίδι του απελευτερωτικού πολέμου και τις πιο μεγάλες θυσίες σε ανθρώπους και μέσα στον πόλεμο αυτό που τον οργάνωσε και τον διεύθυνε το ΚΚΕ τις έδωσαν οι αγρότες. Κι αν ρίξομε μια ματιά στην ιστορία αυτού του τόπου απ' το '21 κι εδώ θα δούμε ότι ποτές δεν έπαψε να είναι επαναστατική η Ελληνική αγροτιά. Μα ακόμα ύστερα απ' τον κατοχικό αγώνα ολότελα δεν δικαιολογούνταν οι λόγοι που είχε φέρει ο Ζαχαριάδης το 1935, για να διώξει από το Κόμμα τους αγρότες κομμουνιστές. Δεν είναι υπερβολή αν θα πω ότι ξεσηκώθηκε θρήνος και οδυρμός από τους κομμουνιστές του χωριού που θ' Digitized by 10uk1s
αποσπούνταν από το Κόμμα. Στην αρχή ο ξεχωρισμός μπήκε σε εθελοντική βάση, μα καμιά οργάνωση του χωριού δε δέχτηκε ν' αυτοδιαλυθεί και να προσχωρήσει στο Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας. 10 Ύστερα αρχίσαμε να διαλύομε τις πιο αδύνατες οργανώσεις του ΚΚΕ στα χωριά κι έτσι προχωρούσαμε σπρωχτά· μας έσπρωχνε ο αρχηγος. Θυμάμαι που ο Βλαντάς έκανε δυο φορές «αυτοκριτική» γιατί όπως έλεγε σ' αυτές, είχε «ενδοιασμούς» και δεν έθετε το ζήτημα αποφασιστικά. Τέλος ξαναέκανε αυτοκριτική επειδής είχαμε αφήσει έξω από το ΚΚΕ ένα χωριό της Κίσσαμος τα Παλιά Ρούματα που δούλευε η οργάνωση ρολόι για να έχομε κι εδώ εξαίρεση εις τον κανόνα όπως στους δηλωσίες που αφήσαμε έναν αδιάγραφτο. Αλλά εδώ καθώς φάνηκε δε δέχτηκε ο αρχηγός τέτοια παιγνίδια που θα μπορούσε να είναι μάρτυρες από αμέσως οι εξαιρέσεις αυτές της λαθεμένης πολιτικής του. 11
Σ' αυτά τα λάθη σπρώχτηκε το ΚΚΕ από τον αρχηγό του τον ίδιο. Γιατί στην πορεία οι δεκάδες χιλιάδες μέλη και στελέχη του ΚΚΕ που εφ' όσον ο εμφύλιος πόλεμος χτυπούσε την πόρτα της Ελλάδας —κιόλας είχε αρχίσει μονόπλευρος κι έβραζε— στεκόταν με «το όπλο παρά πόδας» περιμένοντας ένα σύνθημα από το ΚΚΕ στο πιο μεγάλο τους μέρος το άφηναν τώρα το όπλο να πέσει στα πόδια τους... Κι απ' εκεί που σκεβόταν σαν κομμουνιστές για την προκοπή και το διαφέντεμα της Ελλάδας, ένιωσαν νάχουν μικράνει, να μην τους ταιριάζει πια να σκέφτουνται σαν Πανέλληνες, και πιο πέρα σαν παγκόσμιοι στρατιώτες. Στράφηκαν να δουν πώς θα ξαναφτιάξουνε το ρημαγμένο νοικοκυριό τους, γιατί η ζωή με τα όλα της έχει πολλή γλύκα και δύναμη. Έτσι τον ίδιο καιρό που το κίνημά μας ανάρρωσε κι ανέβαινε χάναμε από τη δύναμη και το αίμα μας, έχοντας την ψευδαίστηση ότι όσο «ξεκαθαρίζεται το Κόμμα τόσο ξανανιώνει και δυναμώνει».
Αυτά συνέβαιναν στην Κρήτη μα και στις άλλες ανώτερες οργανώσεις της Ελλάδας που ήταν: της Περιοχής Μακεδονίας-Θράκης, της Στερεάς με την Εύβοια, της Πελοπόννησος με λίγη Ρούμελη, της Κρήτης και των νησιών του Αιγαίου. Η Αθήνα και ο Πειραιάς καθοδηγούνταν άμεσα απ' το Πολιτικό Γραφείο, γιατί εδώ, όπως λέγαμε τότες, δοκιμαζόταν η πολιτική του Κόμματος, αν ήτανε ή αν δεν ήτανε σωστή. Επόμενο λοιπόν πως ότι γινότανε στην Κρήτη το ίδιο «περίπου» συνέβαινε και στις άλλες οργανώσεις Περιοχής, αφού όλες καθοδηγούνταν από το ανώτατο επιτελείο του Κόμματος, το Πολιτικό του Γραφείο και «σαν λαλούσε ο κούκος, λαλούσε παντού». Και το μόνο ερώτημα που μπορεί να γεννηθεί στον καθένα τωρινό και μελλοντικό άνθρωπο, είναι πώς γινόταν να στεκόμαστε τόσο άπραγοι εμείς όλοι που αποτελούσαμε το Κόμμα να μας προγκάει έτσι ένας άνθρωπος, χωρίς ν' αντιστεκόμαστε σε μια πολιτική που οδηγούσε στην αποδιοργάνωση και στην σπατάλη των δυνάμεών μας; Είναι ένα μεγάλο θέμα αυτό —και δύσκολο— το θέμα της λατρείας σ' ένα πρόσωπο, τον αρχηγό, που νιώθω αδύναμος να το θίξω πιο βαθιά απ' όσο το έχω θίξει ως τώρα και στο μέλλον.
Στο Ρέθεμνος, που η πολιτεία είναι μικρή, η οργάνωση χτυπημένη, φτωχιά σε οικονομικά κι αδύναμη, φάνηκε αμέσως πόσο βλαβερός ήταν ο χωρισμός κι η αποκοπή της κομματικής οργάνωσης από το ύπαιθρο. Η οργάνωση του Ρεθέμνους έπαψε να είναι Περιφερειακή οργάνωση, αφού αποσπάστηκαν στο Αγροτικό Κόμμα οι αγροτικές αχτίδες και ονομάστηκε «Επιτροπή Πόλης». Τώρα τα στελέχη του ΚΚΕ δεν έπρεπε να βγαίνουν στα χωριά μήπως κατηγορηθεί το Αγροτικό Κόμμα για κομμουνισμό!! Κρυβόμαστε βλέπετε πίσω από το δάχτυλό μας. Ωστόσο το Αγροτικό Κόμμα το αποτελούσαν μόνο οι κομμουνιστές, γιατί η «πολιτική ενότητα στο χωριό» με το Digitized by 10uk1s
φανατισμό κείνης της εποχής ακόμα και στην Κρήτη, με την τέτοια δημοκρατική συνείδηση του κόσμου δεν πέτυχε. Στενοχωρέθηκα πολύ από αυτό το χωρισμό. Είχα συνηθίσει να διαθέτω τις δυο μέρες της κάθε βδομάδας σε μια αγροτική Αχτίδα πιο συνηθισμένα στο ανατολικό ή το δυτικό κομμάτι της επαρχίας του Ρεθέμνους. Από το δυτικό κατάγομαι, στο ανατολικό έκανα από την πρώτη στιγμή φίλους κι αγάπησα αυτό το μέρος. Είναι τα χωριά του Αρκαδιού που ασπρολογάνε σ' ένα απέραντο ελαιώνα, το μεγαλύτερο του κόσμου, όπως λένε. Το μέρος έχει μικρές χαραδρώσεις, κοιλάδες καταπράσινες με ρυάκια και πάνω τους στέκεται σα βιγλάτορας το υψίπεδο με τη Μονή του Αρκαδίου. Είναι τα χωριά Άδελε, Πηγή, Λούτρα, Μπαγκαλοχώρι, Αστέρι και άλλα μικρότερα. Τα σπίτια τους σφύζουνε από ζωή, είναι γεμάτα από ανθρώπους νέους και κοπελιές, οι γλάστρες πνιγμένες στα λουλούδια, οι τοίχοι κατάλευκοι μοσκοβολάνε ασβέστη. Στους δρόμους τρέχουνε οι άνθρωποι κακοντυμένοι με τις χαρακιές στο πρόσωπο του τρόμου και της σκλαβιάς, μα τώρα είναι αμέριμνοι. Εδώ υπάρχει Δημοκρατία, υπάρχει τάξη κι ελευθερία. Δεν υπάρχουνε τραμπούκοι κι ο χωροφύλακας είναι ήμερος, υποταγμένος στον πολίτη κι ο βασιλόφρονας λεύτερος. Εδώ οι άνθρωποι λες κι από παράδοση είναι υποχρεωμένοι να είναι «καλοί καγαθοί». Αυτοί ανατίναξαν την μπαρουταποθήκη τ' Αρκαδιού κι οι ίδιοι εξόντωσαν ως τον τελευταίο τους Γερμανούς που τους έστειλε ο Χίτλερ από τον ουρανό. Από τους δρόμους όμως λείπουνε πάρα πολλοί. Είναι κείνοι που ενταφιάστηκαν ζωντανοί στους ίδιους λάκκους που ο κόσμος αυτός έθαψε τους Γερμανούς. Μ' άλλα λόγια ο λαός σε τούτο το μέρος ζει με δικό του τρόπο κι έχει επιβάλει μια τάξη δική του, όπως πίστευα την καλύτερη σ' όλη την επικράτεια. Ακόμα και μεις αν κάναμε να καταπιέσομε κάποιο, ας πούμε ένα δεξιό αντικομμουνιστή, ένα βασιλόφρονα, δεν το μπορούμε. Εδώ ερχόμουνα να ξεσκάσω, να ξεκουραστώ, να πάρω ψυχική δύναμη γιατί στην πόλη του Ρεθέμνους η πολιτική δουλειά κουράζει πολύ. Αλλά να τώρα που χωρίσαμε. Δεν κάνει να τους εκθέσω τους αγρότες ότι έχουνε σχέσεις με τον κομμουνισμό...
Έπρεπε και στο Ρέθεμνος να γιορτάσομε την επέτειο για τα 27 χρόνια από την ίδρυση του κομ. Κόμματος της Ελλάδας που συνέβη Νοέμβρη στο 1918. Αίθουσα όμως για την συγκέντρωση στη μισοκαταστρεμμένη απ' τους βομβαρδισμούς πολιτεία, δεν ύπαρχε άλλη εξόν του συλλόγου του «Λυκείου των Ελληνίδων», σωματείο όπως πιστεύαμε συντηρητικό και αντιδραστικό με διοίκηση απλησίαστη. Όταν όμως επισκέφτηκα την αντιπρόεδρο, που ήταν μια εξαιρετική γυναίκα δημοκράτισσα και με ανθρωπιά, την Ιωάννα Σπανδάγου-Τσουδερού, άλλαξα γνώμη, γιατί εκείνη όπως και οι άλλες συνεργάτιδές της στο συμβούλιο, όπως με βεβαίωσε μ' ευχαρίστηση θα έδιναν την αίθουσα, αλλά η Πρόεδρός τους που ήταν μια ογδοντάχρονη αριστοκράτισσα η κυρία Βαλαρή στηριγμένη σε παλιότερη απόφαση να μη δίνεται η αίθουσα για συγκεντρώσεις θα έφερνε αντίρρηση. Με παρακάλεσε να πάω την επομένη το μεσημέρι στα γραφεία τους, που θα συνεδρίαζε το συμβούλιο· ίσως να βοηθούσε η παρουσία μου να πειστεί η γριά κυρία ν' ανατραπεί η απόφασή τους εκείνη. Να 'με λοιπόν την επομένη να στέκομαι μπροστά στις πρώτες κυρίες του Ρεθέμνους με την τιμαριοαστική καταγωγή και να ζητάω την αίθουσα του Λυκείου των Ελληνίδων για την επέτειο της ίδρυσης του ΚΚΕ. Αν και προλετάριος είχα αριστοκρατική κοψιά κι ίσως ήμουν ο πιο καλοντυμένος και περιποιημένος άνθρωπος του Ρεθέμνους κι ένιωθα άνετα μπροστά στις κυρίες, μα δεν μπόρεσα να πείσω την πρώτη τους ότι μια που οι βόμβες δεν άφησαν άλλο σπίτι κατάλληλο για συγκεντρώσεις, αχάλαστο, έπρεπε ο σύλογος να το παραχωρεί για τις λαϊκές εκδηλώσεις όλων των παρατάξεων. Η γερόντισσα κοντά στ' άλλα διάβασε και σε λίγο για δεύτερη φορά την απόφαση. Δεν ήθελε να νιώσει ότι ήταν απόφαση αντίθετη απ' τους σκοπούς του συλλόγου κι ότι ζημίωνε την πόλη του Ρεθέμνους, με τον τόσο πολύ δημοκρατισμό της. Έτσι απότυχα, έφυγα άπραχτος. Ευχαριστήθηκα όμως γιατί στη συνέχεια επισκέφτηκα το γέρο Τίτο Πετυχάκη, που οι Ρεθεμνιώτες τον εξέλεγαν επί μισό αιώνα συνεχώς δήμαρχό τους. Ο γέρο δημοκράτης παλιός μαχητής του Θερίσου με υποδέχτηκε μ' ενθουσιασμό παιδιού και μου είπε πως η αίθουσα των συνεδριάσεων Digitized by 10uk1s
του Δημαρχείου είναι στη διάθεσή μας για τη συγκέντρωση, όπως ήταν όμως μικρή λογάριασα πως δε θα χωρούσε τον κόσμο που θα ερχόταν. Τότες βρήκα ένα παλιό δάσκαλο το Δαφέρμο, που ήτανε διευθυντής ενός δημοτικού σκολειού που σ' αυτό πριν φύγουν από την Κρήτη μαθαίνανε τα γράμματά τους τα τουρκάκια. Το χτήριο είχε μεγάλες αίθουσες και αυλή. Εκεί κάναμε τη συγκέντρωση, αλλά πρέπει να σημειώσω ότι ο Δαφέρμος ήταν παλιός κομμουνιστής και θυμάμαι ακόμα σαν ήμουνα νέος που διάβαζα τα άρθρα του επί αβασίλευτης βέβαια δημοκρατίας, που ζητούσε να χαλαστεί το παν στην κοινωνία και στα ερείπια «ή όχι! μακράν των ερειπίων, διότι και αυτά θα είναι φθοροποιά» να χτιστεί το καινούργιο, το καλό, το όμορφο — ο παράδεισος. Έτσι γιορτάσαμε κείνη τη χρονιά στο Ρέθεμνος την επέτειο για την ίδρυση του ΚΚΕ και από την προθυμία που έδειξαν όλοι σε όσους ζητήσαμε βοήθεια κι από αυτούς που τίμησαν τη γιορτή μας, κατάλαβα ότι η δεξιά παράταξη του Ρεθέμνους έπασχε κι ένιωθε ένοχη ότι ανέχτηκε και βοήθησε τους επαγγελματίες κακοποιούς να εξοντώσουν τους πιο διαλεχτούς ανθρώπους και τους πρώτους στον αγώνα κατά των Γερμανών πατριώτες, όπως το Νίκο Παπαδάκη (Λεμονιά) το Γιωργή Τρουλλινό, τους Μανωλέσους, πατέρα και γιο, τον Πορτάλιο, το Λαμπρινάκη, τους Πραματευτάκηδες και άλλους και ζητούσε σε κάθε ευκαιρία να δείξει τη συμπάθειά της για τον αγώνα μας. Ωστόσο κείνη τη μέρα στο μοίρασμα των προκηρύξεων έπεσε απ' τους τραμπούκους λίγο ξύλο και τη νύχτα ρίχτηκαν κάμποσες ριπές από αυτόματα έξω από το σπίτι που κοιμόμουνα, γιατί βέβαια ο ομιλητής της συγκέντρωσης έθιξε την τρομοκρατία του κράτους και των τραμπούκων, των δοσιλόγων και των Εγγλέζων κι έπρεπε να ξεσπάσουνε λίγο ρίχνοντας σμπάρους... Αυτόνε τον καιρό, κι αν θυμάμαι, λίγο καθυστερημένα, κάναμε μια μεγάλη συγκέντρωση. Ήταν αυτή για την αμνηστία των αγωνιστών του εθναπελευθερωτικού μετώπου που η κατάσταση μετά το Δεκέμβρη τους είχε κλείσει κατά χιλιάδες στις φυλακές, θα γινότανε και έρανος για τη νομική τους υπεράσπιση και για τις οικογένειές τους που υποφέρανε. Στην Κρήτη βέβαια δεν είχαμε παρά ελάχιστους, φυλακισμένους —στο Ρέθεμνος από τα γεγονότα του Γενάρη— που σε λίγο έμεναν κι αυτοί ελεύθεροι, μα την κίνηση αυτή την είχε αποφασίσει το ΚΚΕ μαζί με τ' άλλα κόμματα του ΕÀM κι ήταν για όλη την Ελλάδα. Βρεθήκαμε εδώ τυχεροί γιατί στο μεταξύ είχε επισκευαστεί το μεγάλο τζαμί από ένα επιχειρηματία για θέατρο και κινηματογράφο, γιατί δεν υπάρχει νομίζω άλλος κόσμος ν' αγαπά το θέατρο, το θέαμα και τα γράμματα όσο οι άνθρωποι αυτής της μικρούτσικης πολιτείας. Έτσι κάναμε μια μεγάλη, γεμάτη ενθουσιασμό συγκέντρωση. Είχα οριστεί ομιλητής απ' την οργάνωση και βγήκα στο βήμα, αφού πρώτα μίλησαν οι εκπρόσωποι των άλλων κομμάτων. Με τις πρώτες όμως λέξεις μου με σταμάτησαν τα χειροκροτήματα κι ένα τραγούδι του ΕΛΑΣ. Η αίθουσα ήταν γεμάτη, ήταν κι απ' έξω, είχε έρθει η εργατιά κι η νεολαία. Ξαναδοκίμασα να πω λίγες λέξεις, μα μ' άλλο τραγούδι με κόψανε και ξανά... Στο τέλος παραιτήθηκα ... Έμεινα να κοιτάω και να χαίρομαι τον κόσμο που παραληρούσε, πράμα παράξενο για το Ρέθεμνος, γιατί ο λαός του σπάνια είναι έτσι εκδηλωτικός. Τον συγκινούσε όμως η αίτια και ο σκοπός της συγκέντρωσης ότι σάπιζαν στις φυλακές χιλιάδες αγωνιστές που δεν έκαναν παρά μόνο το καθήκον τους όπως και τούτος ο κόσμος, που αυτός λεύτερος, αυτούς χειροκροτούσε. Με την εκδήλωση αυτή του λαού του Ρεθέμνους που σκόπευε και στο τσάκισμα της τρομοκρατίας ένιωσαν οι τραμπούκοι και η χωροφυλακή πως δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν. Πρέπει να πω όμως μια που λέω πως κάνω την αυτοβιογραφία μου τρία περιστατικά τρομοκρατίας που για στόχο τους είχαν εμένα. Το πρώτο με στενοχώρεσε γιατί τρομοκράτησαν τη μητέρα μου λέγοντάς της να μου πει να φύγω αμέσως από το Νομό Ρεθέμνους γιατί πάρθηκε απόφαση να με σκοτώσουν. Αλλά νομίζω κατάφερα να την κάνω να πιστέψει ότι δεν θα τα κατάφερναν κι αν ακόμα μίλαγαν στ' αλήθεια. Άλλο περιστατικό ήταν όταν μια νύχτα ώρα δώδεκα κάναμε περίπατο κατά της παραλίας τη μεριά με το συγγραφέα Γιάννη Δαλέντζα που ήταν μέλος της συνταχτικής επιτροπής της εφημερίδας μας «Νίκη». Άξαφνα άστραψε μια φλόγα κατά πάνω μας κι ακούστηκε κρότος περιστρόφου σε Digitized by 10uk1s
απόσταση δέκα μέτρα που βρισκόταν ένας σωρός βαρέλια. Μας είχαν πυροβολήσει. Το πρωί πήγα κι έψαξα, αλλά δε βρήκα να έχει χτυπήσει το βλήμα στα γύρω ντουβάρια, ο πυροβολισμός ήτανε άσφαιρος· μόνο για τρομοκρατία. Και στο ύπαιθρο στο χωριό Επισκοπή Ρεθέμνους που βρέθηκα ένα βράδυ για δουλειές της οργάνωσης, άρχισαν να πέφτουν ντουφεκιές στο σπίτι του συντρόφου Πετρογιάννη που με φιλοξενούσε. «Για σένα είναι αυτές», μου είπε ο σύντροφος. Αλλά άλλη ζημιά από αυτό το ντουφεκίδι δεν έγινε εξόν ότι κομματιάστηκαν κάμποσα κεραμίδια της στέγης του σπιτιού. Το επόμενο πρωί έφυγα και δε μου είχε μείνει άλλη εντύπωση παρά η αγριάδα των τραμπούκων της Επισκοπής. Αλλά συνέβη μετά δυο εβδομάδες να βρεθώ πάλι εκεί μαζί με το Γιάννη Νενεδάκη της οργάνωσης Ρεθέμνους και μας κάλεσαν να πάμε σε μια ταβέρνα που μια παρέα ήθελε να μας κεράσει ένα ποτήρι. Όταν μπήκαμε μέσα είδα καθισμένους σε δυο ενωμένα τραπέζια και να μας καλωσορίζουν όλους εκείνους τους τραμπούκους που είχαν ντουφεκίσει το σπίτι του συντρόφου Πετρογιάννη που με φιλοξενούσε. Είχαν άφθονους μεζέδες και μαύρο δυνατό κρασί. Φάγαμε και ήπιαμε δίχως να κουβεντιάσομε για το περιστατικό και ήταν πολύ φιλικοί μαζί μας. Η πείρα απ' τα μικρά μου χρόνια με είχε ως φαίνεται διδάξει ότι τον Κρητικό δεν πρέπει να τον προκαλείς, αλλά και να μην του γυρνάς την πλάτη γιατί τότες σε παίρνει φαλάγγι κι αλοίμονό σου. Ενώ αλλιώς σε υπολογίζει και ζητάει τη φιλία σου. Αλλά καθώς φάνηκε είχε φτάσει ο καιρός που η βασιλεία των τραμπούκων στο Ρέθεμνος είχε οριστικά περάσει. Γιατί όταν πήγα στο Νομάρχη να διαμαρτυρηθώ γι' αυτές τις ατομικές μου περιπτώσεις τρομοκρατίας, τον βρήκα αυτή τη φορά να είναι πρόθυμος και τέλος ανάλαβε προσωπική ευθύνη ότι θα σταματήσει κάθε πράξη βίας ή αλλιώς θα έδινε την παραίτησή του από Νομάρχης και τόντις μέχρι τις εκλογές που πρωθυπουργός της Ελλάδας γίνηκε ο αρχηγός του Λαϊκού κόμματος Ντίνος Τσαλδάρης, η τρομοκρατία στο Νομό Ρεθέμνους σταμάτησε. Νομάρχης, αυτή την εποχή τη δύσκολη, είναι ένας παλιός δημοκράτης αξιωματικός απόστρατος, ο Χρήστος Τζιφάκης που στην κατοχή ήταν ο επικεφαλής της Εθνικής Οργάνωσης Ρεθέμνους (ΕΟΡ) και είχε αρκετή από την ευθύνη για την εξόντωση των στελεχών του ΕΛΑΣ. Είναι αγγλόφιλος ως το κόκκαλο κι αντικομμουνιστής πιο πολύ από δημοκράτης. Στο τέλος της κατοχής και τον καιρό της απελευτέρωσης μέχρι τη σύγκρουση και τους φόνους συνεργάστηκε με το ΕΑΜ. Τώρα μετά το δυνάμωμα της οργάνωσής μας θέλει τη συνένωση και θυμάμαι όταν δικαζόταν στο κακουργοδικείο ο Περαντώνης, που αλλού μιλάω γι' αυτόν, δέχτηκε να πάει στο δικαστήριο και να δηλώσει ότι αυτός για λογαριασμό της κοινής διοίκησης ΕΑΜ και ΕΟΡ είχε δώσει τη διαταγή της θανάτωσης ενός δυστυχισμένου οργάνου των Γερμανών που εχτελέστηκε από τον Περαντώνη. «Πρέπει να καταδικάσετε εμένα —είπε στο δικαστήριο ο Νομάρχης— και όχι τον κατηγορούμενο που εξετέλη διαταγή». Κι ο πατριώτης αυτός έμεινε λεύτερος. Και σ' άλλα ζητήματα ο Τζιφάκης έδειχνε κατανόηση. Θυμάμαι ότι πολλές φορές που μ' έστελνε η οργάνωση με επιτροπή ή μόνο, για να διεκδικήσω διάφορα λαϊκά αιτήματα μου έδειχνε την πολυθρόνα του παρακαλώντας με να καθησω. «Να, αυτά τα φτωχά μέσα μου διαθέτουν, τι θα μπορούσατε σεις να κάνετε;». Ήταν ο άνθρωπος που τον συγκινούσε η λαϊκή δυστυχία. Τέλος ήταν ένας αντίπαλος που μπορούσες να τον ονομάσεις έντιμο. Στην Κρήτη επειδής από ιστορικούς λόγους είχαμε τους λιγότερους βασιλόφρονες, είχαμε και τους λιγότερους γερμανόφιλους και δοσίλογους. Για το λόγο αυτό δεν είχαμε τις ληστοσυμμορίες που δρούσαν στην άλλη Ελλάδα για την παλιννόστηση του βασιλιά και τη νομιμοποίηση του κράτους των δοσιλόγων. Πιστεύω ότι στην Κρήτη μπορούσε να επιβληθεί η λαϊκή θέληση με εκλογές και να μην υπάρξει καθόλου αιματοχυσία. Αλλά η Κρήτη είναι ένα κομμάτι του Ελληνικού Έθνους και μετά την ένωσή της μ' αυτό, ακολουθάει την τύχη του. Κανείς χωρισμός όσο κρατάει η κατά τέτοιο τρόπο ένωσή της, δεν είναι δυνατό να γίνει. Αν στην Ελλάδα έχομε Δημοκρατία, η Κρήτη βρίσκει τον εαυτό της και χαίρεται τα αγαθά της. Αν πάλι επικρατήσει διχτατορία και φασισμός, η ψυχή του λαού της πενθεί και οδύρεται.
Digitized by 10uk1s
Στο Ρέθεμνος πέρασα και μια κατάσταση στενοχώριας που όσο κι αν κράτησε λίγο, στην ψυχή μου έμεινε μια δυσάρεστη γεύση. Όπως έχω πει ένα μέλος της Περιφερειακής Επιτροπής ο Δημήτρης Χαλκιαδάκης από δέκα μήνες αδρανούσε στο χωριό του, την Πηγή. Με τα πολλά παρακάλια κατάφερα να τον αφήσουν η μητέρα και οι δυο ή τρεις δασκάλες αδερφές του να πάει στα Χανιά που τον ζητούσε η καθοδήγηση. Πήγε και την επομένη μέρα επέστρεψε στο Ρέθεμνος και είπε ότι θα δουλέψει και πάλι στο κίνημα. Χαρήκαμε όλα τα μέλη της οργάνωσης. Ήταν καλός χαραχτήρας και βολικός σε όλα του, άνθρωπος. Μετά λίγες όμως μέρες περνούσε ο δεύτερος γραμματέας της Περιοχής, ο Παπαδομιχελάκης με την οικογένεια, τη δούλα και τα έπιπλά του. (Κείνονε τον καιρό ελάχιστες κυράδες της μπουρζουαζίας είχαν απομείνει με δούλες). Πήγαινε στο Ηράκλειο για τη νέα του θέση όπως είχε αποφασίσει πριν από μήνες η συνδιάσκεψη. Ειδοποιημένος πήγα και τον βρήκα στην άκρια της πόλης. «Σας είπε ο Χαλκιαδάκης τι αποφασίσαμε;» με ρώτησε. «Όχι, δεν μας είπε τίποτα». «Θα γίνει αυτός γραμματέας της οργάνωσης και συ θα παραμείνεις δεύτερος». «Δεν έχω αντίρρηση αφού αποφασίσατε έτσι», του είπα και χωρίσαμε. Αμέσως πήρα αυτοκίνητο για τα Χανιά. Είχα αποφασίσει να αντιδράσω. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά, αλλά λέω πως μακάρι πάντοτε να υπερασπιζόμουνα τον εαυτό μου. Στα Χανιά είπα εις το Βλαντά ότι δεν έχω αντίρρηση στην απόφαση της «καθαίρεσής» μου από το πόστο του γραμματέα, αλλά ζητάω να μη μείνω στο Ρέθεμνος. Στείλτε με στην οργάνωση ενός χωριού. Αν έπεσα σε παράπτωμα, αν έκανα πράξη τέτοια που επιβάλλει καθαίρεση ή αν ήμουν ανεπαρκής, πρέπει να συζητηθεί η περίπτωση και να επιβληθεί η καθαίρεση σαν ποινή. Γιατί νομίζω πως αυτή την πρόχειρη απόφασή σας σε βάρος ενός γραμματέα, που έτσι τον ξέρουνε στο περιβάλλον του και οι πάντες, δεν έχει να ωφεληθεί μ' αντίθετα να ζημιωθεί το κίνημα. Κι ακόμα μου γεννιέται η σκέψη ποια θα ήταν η στάση εσάς που τόσο αυθαίρετα αποφασίζετε για την τύχη του κάθε κομμουνιστή αν συνέβαινε να εγκαταλείψω επί δέκα μήνες το πόστο μου: το λιγότερο θάπρεπε μια αγχόνη... Ο Βλαντάς όμως άρχισε, αντίς ν' αντικρούσει τα επιχειρήματά μου, να φωνάζει ότι: «Ο λαός μάς έδωσε στελέχη όσα θέλομε και δε σ' έχομε ανάγκη σε τίποτα». «Εν τάξει, του είπα, φεύγω αμέσως για την Αθήνα να βρω το Κόμμα, μήπως μ' έχει αυτό ανάγκη». Τότες σήκωσε τη φωνή του, άφηνε κραυγές και ήταν έτοιμος να υβρίσει, όπως το συνήθιζε. Σηκώθηκα όμως επάνω και του είπα να προσέξει επειδής «σε όλη τη ζωή μου ποτές δεν υβρίστηκα εξόν στην ειδική Ασφάλεια». Δεν ήξερα πώς θα αντιδρούσε. Αλλά αμέσως άρχισε να συγκρατάει τα νεύρα του, να παίρνει χαρτί και να γράφει ένα σημείωμα. Καλούσε όλα τα μέλη της Επιτροπής του Ρέθεμνους να 'ρθούνε στα Χανιά. Την άλλη κιόλας μέρα καθότανε μαζί τους στο σαλόνι του ίδιου σπιτιού, που θυμάμαι ότι ήταν των σιδερεμπόρων αδερφών Παπαδάκηδων. Ύστερα τους πέρασε σ' άλλο δωμάτιο κι έπαιρνε έναν-έναν σε ανάκριση τους συνεργάτες μου. Εμένα είχε αφήσει στο χωλ με κουφωτή την πόρτα, ίσως εξεπίτηδες για ν' ακούω πόσο δίκαια κρίνει. Όλοι τους μιλήσανε με τα καλύτερα λόγια για μένα. Μ' όλα τα ξεψαχνίσματα δεν ειπώθηκε το ελάχιστο αρνητικό για τη συμπεριφορά μου στις σχέσεις μας ή για τις ικανότητές μου. Ο ίδιος ο καθηγητής Χαλκιαδάκης είπε: «Έλειπα στο χωριό μου, μα παρακολουθούσα και μάθαινα: Σαν ήρθε ο Γιάννης στο Ρέθεμνος ξαναέγινε οργάνωση». Καθόμουνα κειδά και λογάριαζα ποιος μ' έσουρνε σε κείνο το παράξενο δικαστήριο που μ' έβγαζαν οι συνεργάτες μου παμψηφεί αθώο. Τώρα δα αναθυμάμαι πως σ' όλη τη ζωή μου στην επανάσταση οι πιο πάνω από μένα λυσσούσαν να με κατασπαράξουν και σωνόμουνα πάντα από τους συνεργάτες και τον απλό κόσμο. Χωρίς αυτή την υπεράσπιση ήταν αδύνατο να ξεφύγει κανείς του θανάτου που παραμόνευε από πολλές μεριές. Όταν τέλειωσε ο Βλαντάς τις «ανακρίσεις» του έδιωξε τους συντρόφους πίσω στο Ρέθεμνος και σε μένα ανακοίνωσε την απόφασή του: «Θα πας πίσω στη θέση σου γραμματέας της Οργάνωσης Ρεθέμνους». Έφερα αντίρρηση· γιατί όπως για χωρις λόγο έγιναν έτσι τα πράματα ένιωθα τραυματισμένος. Στο Ρέθεμνος είχα εκλεγεί κανονικά μέλος της καθοδήγησης και γραμματέας. Στην κατοχή, όταν βρισκόμουν στην Πίνδο με είχαν εκλέξει εθνοσύμβουλο και μόνο επειδής κατόπιν να πάρθηκε απόφαση να μην πάρουν αντιπρόσωπους από τα νησιά, εχτός της Εύβοιας και της Λευκάδας που συνδεότανε με γέφυρα, δεν είχα πάρει μέρος σε κείνη την παράξενη Βουλή. Είχα ένα κύρος, που όπως σκέφτηκα τότες, τόχα αποχτήσει με κόπους πολλούς και το λογάριαζα κεφάλαιο Digitized by 10uk1s
του αγώνα της ιδεολογίας μου. Ποιοι ήταν αυτοί πάλι που ήθελαν να το μηδενίσουν, τσαλαπατώντας αρχές, καταστατικό και τάξη;... Από τις πρώτες μέρες που είχα επιστρέψει στην Κρήτη είχα αντιληφθεί πως όλοι οι εξόριστοι κομμουνιστές που συνέβαινε να είναι κιόλας εργάτες: Ο Πάγκαλος, ο Σφακιανάκης, ο Μαριακάκης, ο Αγγελόπουλος, ο Φαραντάκης, όλοι τους διαλεχτοί παλιοί αγωνιστές αφοσιωμένοι, με ικανότητες και προσωπικότητα άνθρωποι, είχαν εξοστρακιστεί, χωρίς κανένα λόγο από τη κομμουνιστική οργάνωση της Κρήτης. Και τώρα, τόσο γρήγορα ερχόταν κι η σειρά η δική μου. Αντιστάθηκα. Υπερασπίστηκα τον εαυτό μου... Ήταν η πρώτη κι η τελευταία φορά ... Και για να τελειώνω με το επεισόδιο αυτό: μετά από λίγους μήνες που ο Παπαδομιχελάκης είχε περάσει στο Αγροτικό Κόμμα, ο Βλαντάς έκανε αυτοκριτική για κείνη την αδικαιολόγητη μεταχείρισή μου κι από κοντά του άλλο ένα μέλος του γραφείου Περιοχής, η Βαγγελιώ Κλάδου δικαιολογώντας την απόφασή τους εκείνη σε κακές εισηγήσεις. Και πρέπει να σημειώσω ότι αφορμή στάθηκε ότι ο καημένος ο Χαλκιαδάκης, όταν αργότερα δυσκόλεψε η κατάσταση, δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στις απαιτήσεις της ζωής και στις πιέσεις της οικογένειας κι εγκατέλειψε ολότελα το πόστο και την οργάνωση του Ρεθέμνους.
Κάθησα ακόμα κάμποσο διάστημα στο Ρέθεμνος. Η οργάνωση είχε μπει σ' ένα καλό δρόμο και μου έμενε καιρός να παρακολουθώ τον περιοδικό και καθημερινό τύπο και τις εκδόσεις των «Νέων βιβλίων». Αυτόν τον καιρό δεν έπαιρνα μέτρα προφύλαξής μου και έμενα μόνιμα στην οικογένεια του καθηγητή Μιχάλη Κουτρουμπά. Είχαν ευρύχωρο σπίτι, μου είχαν παραχωρήσει το σαλόνι, είχα ησυχία για μελέτη. Κάμποση ώρα της ημέρας έπαιζα μ' ένα κοριτσάκι τους ενάμιση χρόνου πανέξυπνο και αεικίνητο, τη Στελλίτσα. Τις πρώτες λέξεις που πρόφερε τις έμαθε από μένα. Μαζί μου μέρωνε, κι η μητέρα της η Κλεονίκη απορούσε, πως κατάφερνα να κάθεται δίπλα μου φρόνιμο όπως έγραφα ή διάβαζα επί μια ως δυο ώρες κρατώντας ένα φύλλο χαρτί να με μιμείται. Παρά όσα λέω καμιά φορά σε ώρα αγανάχτησης, είμαι ένας ευτυχής άνθρωπος γιατί μετά είκοσι χρόνια μετά που είχε περάσει η μπόρα του εμφύλιου πολέμου κι η δεύτερη πολύχρονη φυλάκισή μου, πήγα στο σπίτι του Μιχαλάκη, που τώρα καθόταν στα Περιβόλια. Εκεί βρήκα μια κοπέλα ψηλή, ωραία και αυθόρμητη, φοιτήτρια της Φιλολογίας. Απόρησε ποιος ήμουν που μπήκα και καθόμουνα με τόση άνεση στο σπίτι τους: «Μετά τον πατέρα σου, της είπα, μαζί μου έχεις κάνει τα πιο πολλά παιγνίδια». Αμέσως ξεφώνησε η κοπέλα γιατί πολλά είχε μάθει για μένα ... Πόσα και πόσα παιδιά έχω βρει να μη με θυμούνται...
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III (ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ) Είχε περάσει ένας χρόνος από τότες που με τα ξένα κανόνια νικηθήκαμε στην Αθήνα. Οι Εγγλέζοι με τη δεξιά, που μέσα της έκλεισε την κάθε εθνική αναξιότητα «κυβερνούσε» την Ελλάδα κι ένα παράξενο πόλεμο είχε κινήσει ενάντιά μας. Σκότωνε, φυλάκωνε, ρήμαζε. Το αίμα έτρεχε κι ο τρόμος ήταν κυρίαρχος όπως στην κατοχή. Η παράταξή μας που δεχόταν τα χτυπήματα, απαντούσε με διαμαρτυρίες στα λόγια και στα χαρτιά. Τελευταίους μήνες του 1945 κάτι μιλούσαμε για μαζική, λαϊκή Αυτοάμυνα (Μ.Λ.Α.) μα στην παράταξη της δεξιάς δεν είχε ανοίξει ούτε μύτη. Ο πόλεμος μετά το ματωμένο Δεκέμβρη ήταν μονόπλευρος. Στο μεταξύ αν και λιγαίναμε όπως τα έχω ειπωμένα, μέσα σ' αυτό το μάτωμα είχαμε ανασυντάξει καλά τις δυνάμεις μας. Οι μαζικές συγκεντρώσεις που και που είχαν αρχίσει, κι η εργατική τάξη κινιόταν σε διαμαρτυρίες διεκδικώντας δουλειά, μεροκάματα, ομαλότητα και Δημοκρατία. Κι η Κρήτη άφησε την φωνή της με μια συγκέντρωση στα Χανιά.
Τελευταία μέρα του Δεκέμβρη 1945 πήρα εντολή να βρεθώ στα Χανιά. Εκεί βρήκα να με περιμένει ο γραμματέας της Περιοχής, Βλαντάς. Όταν ασφαλιστήκαμε σ' ένα δωμάτιο μου έδωσε ένα δαχτυλογραφημένο χαρτί. «Διάβασε αυτό, μου λέει, είναι του Πολιτικού μας Γραφείου. Μετά κουβεντιάζομε». Το διάβασα γρήγορα, δεν ήταν σωστή σελίδα, και το σκέφτηκα. Ήταν οδηγίες για τη συγκρότηση της Αυτοάμυνας σε οργάνωση μυστικού στρατού. Οι οδηγίες καθόριζαν τα καθήκοντά του κι ότι μέλη και στελέχη της Αυτοάμυνας θα γινόταν τα καλύτερα και τα πιστότερα μέλη του Κόμματος. Στο τέλος είχε μια παράγραφο: «Και οι καταδιωκόμενοι οργανώνουν την Αυτοάμυνά τους» που σήμαινε ότι οι αγωνιστές που κυνηγημένοι κρυβόταν στο βουνό, τώρα θα οπλιζότανε. Ο Βλαντάς που καθόταν με αρκετή αγωνία στο πρόσωπό του, όταν τέλειωσα την ανάγνωση μ' αρώτησε τι είχα καταλάβει. «Ένα μέρος της κομματικής μας δύναμης πρέπει να συγκροτηθεί στρατιωτικά, θ' απαντήσομε καθώς φαίνεται... Αυτό σημαίνει ότι πάμε για σωστό εμφύλιο». Συμφωνούσαμε. Μου άφησε το χαρτί συσταίνοντάς μου να το μελετήσω στις λεπτομέρειές του, επειδή θα εισηγούμουνα σε συνεδρίαση της Περιοχής το θέμα. Σε λίγο σα συμπέρασμα σκέψης είπε: «Τώρα έχομε αρκετή στρατιωτική πείρα, δεν είμαστε όπως το σαράντα δύο». «Και κάμποσο καλό οπλισμό και μπαρουτόβολα», πρόστεσα στο συλλογισμό του. «Αν δεν κάνομε πάλι σοβαρά λάθη, θα νικήσομε». Την ίδια στιγμή μου έκανε εντύπωση και το λογάριασα αμάρτημα ότι ούτ' εγώ ούτε ο γραμματέας δεν είπαμε λέξη «για την καλή ηγεσία» του Κόμματος που βέβαια είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες της νίκης, αν και οι δυο μας πες ότι είχαμε εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Ζαχαριάδη. Την επομένη που ήταν η πρώτη μέρα του 1946 γίνηκε η συνεδρίαση της Περιοχής στο σπίτι ενός απόταχτου ταγματάρχη. Νομίζω του Γ. Σταματάκη που λίγο αργότερα εχτελέστηκε χωρίς δίκη. Μου δόθηκε μισή ώρα για να εισηγηθώ το θέμα της Οργάνωσης της «Μαζικής Λαϊκής Αυτοάμυνας», όπως είπαμε τότες την αρχή της συγκρότησης του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας». Είχα την πλήρη συνείδηση ότι εισηγούμαι το πιο σπουδαίο θέμα απ' όσα είχαν συζητηθεί σ' όλη την ιστορία της κομμουνιστικής οργάνωσης της Κρήτης, ότι για λογαριασμό του λαϊκού κινήματος προτείνω και σχεδιάζω μιαν επανάσταση (ακόμα μία) στην Κρήτη. Όλοι οι σύντροφοι πήραν το λόγο και για ένα δεκάλεπτο μίλησαν και συμφώνησαν. Είχε φτάσει ο καιρός που στις καθοδηγήσεις είχαν ανέβει εκείνοι που πάντα συμφωνούσαν, κι οι εξαιρέσεις ήταν ελάχιστες. Ακόμα κι ο Παπαδομιχελάκης που κείνο τον καιρό σε κάθε πρόταση όποιου αγώνα (δεν ξέρω αν ποτέ σκεφτόταν αλλιώς) διαφωνούσε, καμώθηκε πως συμφώνησε και ψήφισε. Μέλη του γραφείου Περιοχής ήταν: Digitized by 10uk1s
Δημήτρης Βλαντάς αγρότης, πρώτος γραμματέας, Στέλιος Παπαδομιχελάκης γραμματιζούμενος, δεύτερος γραμματέας, Βαγγέλης Χατζηαγγελής δικηγόρος, Κώστας Ηλιάκης καθηγητής, Μάρκος Ζουριδάκης καθηγητής, Χαρίλαος Ψιλάκης φοιτητής φιλολογίας, Βαγγελιώ Κλάδου δασκάλα. Στα άλλα θέματα που συζητήθηκαν είπα γνώμη δίχως δικαίωμα ψήφου, αφού δεν ήμουν ακόμα μέλος της καθοδήγησης. Με το βράδιασμα είχαμε τελειώσει τις εργασίες μας κι οι σύντροφοι έφευγαν. Σε μένα έδωσε εντολή ο Παπαδομιχελάκης παίρνοντάς με παράμερα, να φύγω το πρωί πίσω στο Ρεθεμνος. Από τον καιρό όμως της συνδιάσκεψης είχα πάψει να εχτιμώ την εντιμότητα του συντρόφου κι έτρεξα να προλάβω το Βλαντά. «Θα μείνεις εδώ. Θα παίρνεις μέρος στο γραφείο Περιοχής» μου είπε αυτός κοφτά. Κατάλαβα τότες ότι η τοποθέτησή μου στην καθοδήγηση της Κρήτης ήταν από το Κόμμα. Έτσι σε μένα δεν πέτυχε ο Στέλιος όπως είχε πετύχει στους άλλους παλιούς κομμουνιστές. Την επόμενη μέρα συνεργάστηκα με το γραμματέα, και με σύνδεσε με ορισμένα στελέχη της κομματικής οργάνωσης των Χανιών που θα ήταν οι συνεργάτες μου. Ακόμα συζητήσαμε ένα οργανωτικό ζήτημα. Οι στρατιώτες και τα στελέχη της Αυτοάμυνας έπρεπε κατά τις οδηγίες του Πολιτικού Γραφείου να είναι μέλη του κομμουνιστικού Κόμματος, ενώ στην ύπαιθρο τα μέλη του είχανε χάσει από καιρό, με το πέρασμά τους στο ΑΚΕ, αυτή την ιδιότητα. Συμφωνήσαμε όμως ότι και οι αγρότες αυτοαμυνίτες θα λογαριαζότανε μέλη του ΚΚΕ. Έτσι σ' ένα μεγάλο βαθμό θα εξουδετερώνονταν οι καταστροφικές συνέπειες της διάλυσης των κομματικών μας οργανώσεων στο ύπαιθρο, που κιόλας τα μέλη και τα στελέχη τους σαν αγροτιστές είχανε πάθει πολιτικό μαρασμό. Τώρα με την οργάνωση της Αυτοάμυνας θα ελέγχαμε πάλι άμεσα την ύπαιθρο. Μετά από αυτή τη συνεργασία μου με το Βλαντά είχα όλη την πρωτοβουλία για την οργάνωση του παράνομου στρατού στην Κρήτη. Μόνο από καιρό σε καιρό είχαμε ξεχωριστές συνεργασίες, επειδή τα θέματα της Αυτοάμυνας δεν συζητιότανε στις συνεδριάσεις του γραφείου της Περιοχής. Στα Χανιά από την πρώτη στιγμή βρήκα ανεχτίμητους συνεργάτες: το Μιχάλη Παπαναγιωτάκη, στρατιωτικό αρχηγό του Αρχηγείου Αττικής και Βοιωτίας του ΕΛΑΣ, έφεδρο υπολοχαγό στην Αλβανία, και το Γιώργη Μιαούλη έφεδρο ανθυπολοχαγό Αλβανομάχο, στρατιωτικό αρχηγό τάγματος του ΕΛΑΣ στην Ακαρνανία, τιμημένο με τραύματα και παράσημα, το Νίκο Τσαμαντή καπετάνιο του 14ου συντάγματος του ΕΛΑΣ Χανιών κι Αλβανομάχο, το Γιώργη Παπαγιανάκη, παιδί είκοσι χρονών, γραμματέα του Αγροτικού Κόμματος Ν. Χανιών που βοήθησε από την πρώτη στιγμή στη στρατιωτική οργάνωση του υπαίθρου, το Χρήστο Μπονάτο εργάτη, που ανάλαβε σαν υπεύθυνος της πόλης. Στην περιφέρεια των Χανιών αποφασίσαμε την οργάνωση δέκα λόχων από εκατό αυτοαμυνίτες ο καθένας, τρεις στην πόλη των Χανιών, δυο στον Αποκόρωνα, δυο στην Κυδωνία, ένα στην Κίσσαμο, ένα στο Σέλινο κι ένα στα Σφακιά. Αυτοί οι δέκα λόχοι θα ήταν ο πυρήνας ενός πιο μεγάλου στρατού σαν θα μας χρειαζόταν. Όταν άρχισε η οργάνωσή του κι όπως με μυστικότητα προχωρούσε στα Χανιά (στην πόλη και στο ύπαιθρο) έφυγα για το Ηράκλειο. Ο Νομός Ηρακλείου είναι ο πιο μεγάλος Νομός της Κρήτης σε έχταση και πληθυσμό. Εδώ το πλάνο μας ήταν για 1500 αυτοαμυνίτες. Αλλά πάνω στο τραπέζι που με φίλεψε ο Παπαδομιχελάκης στο σπίτι του, μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν είναι σύμφωνος με την οργάνωση της Αυτοάμυνας. Όταν τελειώσαμε το φαγητό συζητήσαμε κανονικά το ζήτημα κι η γνώμη του ήταν ότι δεν χρειαζόταν να οργανωθεί Αυτοάμυνα, γιατί μια τέτοια συγκρότηση θα ξεφύτρωνε μόνη της από τη δράση της πολιτικής οργάνωσης. Σαν πατέρα τον λυπήθηκα τον άνθρωπο. Κρατούσε στα γόνατά του ένα χαριτωμένο πανέξυπνο κοριτσάκι. Αλλά σαν κομμουνιστής και σαν άνθρωπος μου έκανε ακόμα τη χειρότερη απ' ό,τι ως τώρα είχα, εντύπωση. Γιατί μόλις είχαν περάσει δέκα ημέρες που είχε γίνει η συνεδρίασή μας εκείνη που πάρθηκε παμψηφεί η απόφαση. Την ψήφισε κι αυτός και παρ' ότι δεν Digitized by 10uk1s
είχε μιλήσει καθαρά, δεν είπε πως διαφωνεί. Για να μη συγκρουστώ μαζί του δεν του υπενθύμισα τίποτα από τη στάση του εκείνη, του είπα μόνο ότι θα τραβήξω για το Νομό Λασηθιού και όταν θα τελειώσω απ' εκεί και θα γυρίσω, πρέπει στο μεταξύ νάχει αποφασίσει. Ξαναθυμίζω ότι τώρα ήτανε γραμματέας της οργάνωσης του Ηράκλειου και τυπικά ακόμη δεύτερος της Περιοχής. Όταν μετά μια βδομάδα ξανανταμώσαμε —τόσο διάστημα χρειάστηκα για το Νομό Λασηθιού— τον βρήκα διαφορετικό. Το ηθικό του σαν να είχε ανέβει, ήτανε γελαστός. Και την ίδια ώρα με σύνδεσε με το Νίκο Σαμαρίτη που ήταν στην κατοχή στέλεχος του ΕΛΑΣ. Ήταν χωρίς άλλο το πιο έμπειρο και ικανότερο στέλεχος στην Κρήτη, για την οργάνωση παράνομου αντάρτικου στρατού. Στο Σαμαρίτη υπολόγισα σαν τον καλύτερο συνεργάτη και άμεσο αντικαταστάτη μου, όταν θα φτάναμε στη συγκρότηση του αρχηγείου Κρήτης, και στην εχτίμησή μου αυτή βρήκα σύμφωνο και το γραμματέα μας Βλαντά. Στο Ηράκλειο η κομματική οργάνωση ήταν πιο μαζική. Για την Αυτοάμυνα βρήκα ένα πλήθος από στελέχη και μέλη. Δεν έφταναν όμως σε αξιοσύνη, αέρα και μαχητικότητα με κείνα των Χανιών. Εδώ στη δυτική Κρήτη με τα Λευκά Όρη οι άνθρωποι λες και γεννιούνται στρατιώτες. Ωστόσο είχαμε μια καλή στελέχωση και συγκροτήσαμε ένα ικανό τριμελές διοικητικό όργανο, με πλάνο να οργανώσει δεκαπέντε λόχους. Δουλέψαμε μαζί πάνω από δέκα μέρες, όπου μετακινήθηκα για το Νομό Ρεθέμνους. Στο Ρέθεμνος δεν ύπαρχαν στελέχη του ΕΛΑΣ —είχαν θανατωθεί— για τη στελέχωση της Αυτοάμυνας, αλλά, όπως εις τα Χανιά, και στο Νομό Ρεθέμνους οι άνθρωποι για τα τέτοια είναι έτοιμοι και δε δυσκολευτήκαμε. Η υπευθυνότητα ανατέθηκε στο Στέλιο Καλαϊτζάκη και το πλάνο, που ήταν να οργανωθούνε τρεις λόχοι, δηλαδή τριακόσιοι αυτοαμυνίτες. Άλλους τόσους είχαμε οργανώσει και στο Νομό Λασηθιού. Έτσι σε όλο το νησί η δύναμη του μυστικού στρατού μας έφτανε τις τρισήμισι χιλιάδες. Όταν γύρισα στα Χανιά κάνοντας μια προφορική έκθεση στο σύντροφο γραμματέα έκλεισα με τούτα τα λόγια: «Είμαι σίγουρος από μια πρόχειρη μελέτη που έκανα σ' αυτή τη μηνιάτικη περιοδεία μου στο νησί ότι μετά έξι μήνες θα είμαστε σε θέση όχι μόνο να εξαφανίσομε κάθε παρανομία της δεξιάς, αλλά και αν το θελήσει το Κόμμα και μας δώσει την εντολή, να καταργήσομε την εξουσία της δεξιάς και να επιβάλομε μια λαϊκή διακυβέρνηση, διχως να χυθεί ούτε μια σταγόνα αίμα». Ο Βλαντάς που ήξερε καλύτερα τα πράγματα σαν γραμματέας της οργάνωσης της Κρήτης από την κατοχή ακόμα, με βεβαίωσε πως δεν έπεσα έξω στην εχτίμησή μου για μια τέτοια δυνατότητα. Απ' όλα όμως απ' όσα ως τώρα έχω εκθέσει έρχεται στην επιφάνεια ένα ζήτημα ηθικό: Τι θέλαμε μεις στην Κρήτη να οργανώσομε Αυτοάμυνα και τα τέτοια, τη στιγμή που η οργάνωσή μας μπορούσε με τη μαζική πάλη και μόνο να μηδενίζει τη τρομοκρατία της αδύναμης δεξιάς και να την κρατάει στο νόμο και στην τάξη, κι ως ένα βαθμό να της επιβάλλει σεβασμό και σ' αυτήν ακόμα τη συμφωνία της Βάρκιζας. Καθαρά πρέπει να πω εδώ και λέω για την τοτινή δική μου γνώμη ότι έξω από το ότι η οργάνωση της Κρήτης σαν μια από τις οργανώσεις του ΚΚΕ έπρεπε να πειθαρχεί στην πολιτική και στις αποφάσεις του, έξω από τα άμεσα καθήκοντα της Αυτοάμυνας: να εξαφανίσει τα υπολείμματα της τραμπουκοκρατίας, ν' αναγκάσει τη χωροφυλακή να μην παρανομεί με αδικαιολόγητες συλλήψεις, να περιφρουρεί τις λαϊκές συγκεντρώσεις και να βοηθάει τους αγώνες των εργαζομένων για τη ζωή, κείνο που απασχολούσε το μυαλό μου μέρα και νύχτα ήταν το θέμα της κρατικής εξουσίας: Λευτερώθηκε η Ελλάδα από τους Ιταλούς, Γερμανούς και Βουλγάρους φασίστες και τα όργανά τους που άφησαν πίσω, όταν αποχωρούσαν, και οι εξουσίες στις πολιτείες και στα χωριά, σ' όλη τη στεριανή Ελλάδα, είχα περάσει στο ΕΑΜ. Αμέσως κάθε πράξη βίας σταμάτησε κι ούτε μια σταγόνα αίμα, μέχρι που άρχισε το «Δεκέμβρη» η δεξιά με τους Εγγλέζους, δε χύθηκε. Γίνηκε ο Δεκέμβρης, μας νίκησαν οι Εγγλέζοι στην Αθήνα κι η ηγεσία μας πήγε όταν ακόμα κρατάγαμε και διαφεντεύαμε όλο το έδαφος του Κράτους, σε μια επαίσχυντη συμφωνία, που άνοιξε τον δρόμο για μια άλλη πιο χειρότερη, τη «Βάρκιζα». Μας αφόπλισαν κι αμέσως σ' όλη την επικράτεια άρχισε το μάτωμα του λαϊκού κινήματος. Οι συμμορίες του βασιλιά μ' εγγλέζικη υποστήριξη ρημάζανε την Ελλάδα, οι φυλακές είχαν γεμίσει από δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές και τα δικαστήρια άρχισαν δίκες και καταδίκες σε θάνατο. Η συμφωνία της Βάρκιζας μας στέρησε τα όπλα που είχαμε πάρει πολεμώντας τους καταχτητές και μ' αυτά τα όπλα μάς σκότωναν τώρα οι συμμορίες στις πόλεις και στο ύπαιθρο. Ζούσα σε μια διαρκή αγωνία. Έψαχνα στο μυαλό μου ν' αναθυμηθώ από την ιστορία Digitized by 10uk1s
αν συνέβη ποτές οι συνεργάτες του καταχτητή, κείνοι που του έδωσαν υποστήριξη, να κυβερνήσουν ένα κράτος πούχε τινάξει το ζυγό κι έχυσε αίμα ποτάμια. Σταματούσα στους μηδίζοντες της αρχαίας Αθήνας, στους «τριάκοντα τυράννους», μα δεν έβρισκα αναλογίες ... Στο λαό της Ελλάδας είχε κάνει ο Τσώρτσιλ δώρο αυτό το τόσο μεγάλο άδικο: τη λυσσασμένη υποστήριξή του στη δοσίλογη δεξιά και στον επικεφαλή της επίορκο βασιλιά, ξεχνώντας, μπροστά στ' αυτοκρατορικά συμφέροντα της Αγγλίας, το αίμα που χύθηκε σ' αυτόνε το τόπο για τη νίκη, και την τόση υποστήριξη που βρήκαν από το λαό οι προδομένοι Εγγλέζοι στρατιώτες. 12 Μπροστά στη τέτοια κατάσταση πίστευα πως το ΕΑΜ και το ΚΚΕ είχαν υποχρέωση — ηθική και πατριωτική — να δράσουν με ανάλογα, πιο αποτελεσματικά, δίπλα στη μαζική πάλη, μέσα. Και δεν μπορούσε να είναι άλλος ο τελικός σκοπός και ο στόχος αυτής της δράσης από την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Αυτά πίστευα τότες, αυτά πιστεύω και τώρα, παρά τα όσα, επίσημα και ανεπίσημα, έχουν ειπωθεί — ότι ο εμφύλιος πόλεμος ήταν και γίνηκε λάθος. Τον εμφύλιο πόλεμο τον είχε αρχίσει από ένα χρόνο τώρα η παράταξη που ζητούσε την παλιννόστηση του βασιλιά με την υποστήριξη των Άγγλων, που μέσα της έκρυβε όλο το εθνικό κατακάθι, το δοσιλογισμό. Εμείς έπρεπε ν' απαντήσομε, δεν είχαμε άλλη εκλογή. Και ή θα υποχρεώναμε τους αντίπαλους για μια δίκαια και ανάλογη με τη δύναμή μας συμφωνία ή θα συνεχίζαμε. Γι' αυτό όταν πήρα κείνο το φύλλο το χαρτί του Κόμματος με τις οδηγίες του για την οργάνωση μυστικού στρατού ένιωσα κάτι σα βάρος να μου φεύγει απ' το στήθος. Είχα βέβαια συνείδηση της ηθικής ευθύνης μου σαν πρώτος στην ιεραρχία του οργάνου της επανάστασης σε μια Περιοχή, και θυμάμαι που πολλές φορές σκεφτόμουνα τις μαυροφορεμένες μάνες, τ' απορφανισμένα παιδιά και το ρημαγμένο κόσμο που αφήνει πίσω της μια ένοπλη σύγκρουση, πολύ περισσότερο σαν η σύγκρουση είναι εμφύλια. Δεν θυμάμαι όμως να κλονιζόταν η αποφασιστικότητά μου και η αντίληψή μου για τη ζωή και την ελευθερία από τις τέτοιες σκέψεις μου. Είχα από παιδί γνωρίσει όλη την απονιά και καταφρόνια της αστικής τάξης που κυβερνούσε την πατρίδα μου. Είχα βασανιστεί επί μήνες στα μπουντρούμια. Είχα πρηστεί από την πείνα στα στρατόπεδα κι είδα συντρόφους να πεθαίνουν. Σαν παιδί μου πόνεσε την ψυχή η εντροπή της πείνας, της γύμνιας, της κάθε προσβολής, της κακομοιριάς του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, με τον αποκλεισμό της Κρήτης. Είχα βάλει σκοπό της ζωής μου να τη δώσω τη ζωή με όποιο τρόπο, για να λείψουνε αυτές οι εντροπές από τον κόσμο. Και να τώρα που ξανά έβλεπα αυτή την ευκαιρία όπως εκείνη με τον ΕΑΑΣ. Αλλά κείνο που με κινούσε πιο πολύ και με πεισμάτωνε, όπως κινούσε και γέμιζε μίσος και όργητα εκατομμύρια ανθρώπους στην Ελλάδα, ήταν ότι μετά από έναν πόλεμο που νικήθηκε και πέθανε ο φασισμός που τον προκάλεσε, στον τόπο μας μόνο, απ' όλη την Ευρώπη, νεκραναστήθηκε βρυκόλακας: Βασανιστήρια, φυλακές, στρατόπεδα, σκοτωμούς, πείνα. Ύστερα είχε πετάξει η πολιτική εξουσία από τα χέρια μας μέσα από μόνο το λόγο τον κακό χειρισμό, τη λαθεμένη πολιτική απέναντι των Εγγλέζων και την αναξιότητα της κομματικής μας ηγεσίας κι όχι από το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, και τώρα έπρεπε να κερδισομε κείνο που δικαιούμαστε και χάσαμε: την εξουσία. Αυτά τα συναιστήματα βράζανε μέσα στον κάθε αγωνιστή. Σε μένα μπορεί να χοχλάζανε λιγο παραπάνω, κατάσταση που μ' έκανε να έχω την ψυχολογία του απλού ανθρώπου με τον άκρατο φανατισμό, Ύστερα πάνω απ' όλα τούτα είμαι κομμουνιστής: Πώς θα φέρναμε σοσιαλισμό όταν δεν παίρναμε την εξουσία;
Αυτόνε τον καιρό που εμείς καταφέρναμε για τους λόγους που έχω ειπωμένα να έχομε σ' αυτό το κομμάτι της επικράτειας, την Κρήτη, σχετική ησυχία, στην ηπειρωτική Ελλάδα κορυφώνεται η τρομοκρατία των συμμοριών. Ένας συνεργάτης των Γερμανών, δικασμένος μάλιστα για τη δράση του αυτή σε ισόβια δεσμά, ο Μαγγανάς, μπαίνει στην Καλαμάτα επικεφαλής συμμορίας από χίλιους πρώην ταγματασφαλίτες, απελευθερώνει τριάντα δυο χίτες οπαδούς του που κρατιόνταν στα κρατητήρια για το φόνο τεσσάρων πατριωτών, καταλύει την κρατική εξουσία, καταστρέφει γραφεία εφημερίδων, λεηλατεί και στην αποχώρησή του παίρνει εκατόν πενήντα ομήρους, που δεκατέσσερις από αυτούς θανατώθηκαν την επόμενη μέρα. Και στη Λακωνία καθώς και στην Digitized by 10uk1s
Κορινθία είχαν γίνει σφαγές και άλλες πράξεις βίας. Είναι ο καιρός που ο Θεμιστοκλής Σοφούλης είχε γίνει πρωθυπουργός και θέλησε να εφαρμόσει μια πολιτική «κατευνασμού» όπως την είπε, ψηφίζοντας κιόλας ένα νόμο για την αποσυμφόρηση των φυλακών, αντίς για τη γενική αμνηστία που απαιτούσε η εποχή και η πλειοψηφία του λαού. Άρχισαν λοιπόν να βγαίνουν από τις φυλακές αγωνιστές που τους είχαν χαραχτηρίσει «ηθικούς αυτουργούς...». Το γεγονός αυτό κατατάραξε τους δοσίλογους και σε απάντηση άρχισαν αυτές τις σφαγές. Οι Άγγλοι που κρατούσανε την Ελλάδα με το σπαθί τους και είχανε την ευθύνη να διορίζουνε κυβερνήσεις, να οργανώνουν στρατό με όποιους αξιωματικούς λογάριαζαν δικούς τους, να οργανώνουν τα σώματα ασφάλειας, μπορούσαν, αν το ήθελαν και συνέφερε την πολιτική τους να σταματήσουνε αυτό το ματοκύλισμα μέσα σε λίγες μέρες. Θυμάμαι ότι σε λίγον καιρό, ύστερα από τούτες τις σφαγές ένας Αγγλος αξιωματικός, δεν θυμάμαι για ποια αιτία, χαστούκισε το Μαγγανά κι ύστερα τον παράδωσε σ' ένα αστυνομικό σταθμό χωρίς να φέρει την παραμικρή αντίσταση αυτός ο παλληκαράς, που έσφαζε σαν αρνιά τους ομοεθνείς του. Αλλά οι Άγγλοι δεν το θέλανε. Δεν θέλανε να μπει αυτός ο τόπος σε μια τάξη, γιατί η τάξη δεν υπηρετούσε την πολιτική τους, πολιτική που πρέπει να πω ότι τους έφερνε σε αντίθεση με την πλειοψηφία των Ελλήνων, μα και απέναντι των συμμάχων τους Αμερικανών και Ρώσων 13 όπως και σε μια μεγάλη μερίδα του Αγγλικού λαού και της Βουλής των κοινοτήτων. Γιατί όλοι αυτοί οι παράγοντες ήταν αντίθετοι στην παλιννόστηση του οργάνου της αυτοκρατορικής πολιτικής της Κυβέρνησης της Αγγλίας, του βασιλιά Γεωργίου όσο και για τη στερέωση της δοσίλογης δεξιάς. Έτσι ο λαός της Ελλάδας άρχισε να αιστάνεται ότι βρίσκεται κάτω από μια δεύτερη κατοχή το ίδιο ματωμένη όπως τη γερμανική κατοχή.
Οι δοσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες ελεύθεροι τώρα σε όλη την Ελλάδα νιώθανε πιο ασύδοτοι από όσο όταν κρατούσαν το όπλο για λογαριασμό των Γερμανών, γιατί τότες τους τρόμαζε και τους συγκρατούσε ο φόβος των ανταρτών του ΕΛΑΣ, ο φόβος της λογοδοσίας μετά το τέλος του πολέμου. Έτσι το έθνος μαρτυρούσε, μαρτύριο μεγάλο, και βογκούσε απ' τα κομμένα κεφάλια των παιδιών του. Αλλά και πάλι ο λαός του δε γονάτιζε. Σε κάθε ευκαιρία ξεσπούσε την αγανάχτησή του με διαμαρτυρίες. Και θα μείνει στην ιστορία η συγκέντρωση κατά τα μέσα του Γενάρη 1946 για τη γενική αμνηστία και κατά της τρομοκρατίας που γίνηκε στο Παναθηναϊκό στάδιο με ομιλητή τον αντιστράτηγο Οθωναίο. Τράνταξε η Πρωτεύουσα και όλη η Ελλάδα. Ήταν η μεγαλύτερη εκδήλωση με το πιο ψηλό φρόνημα απ' όσες είχε γνωρίσει στη νεώτερη ιστορία της η Αθήνα. Αυτές οι συγκεντρώσεις μαρτυρούσαν ότι το κομμουνιστικό Κόμμα, οι εαμικές κι ακόμα πιο πέρα οι δημοκρατικές δυνάμεις είχαν αναρρώσει από τα χτυπήματα και την ήττα του «Δεκέμβρη» κι ότι η ανάρρωσή τους γινόταν — αυτό είχε μεγάλη σημασία — μέσα σε συνθήκες πρωτοείδωτης, με πολύ αίμα, και πολύμορφης τρομοκρατίας. Να ο καιρός να ξεσπάσει η δράση του μυστικού στρατού μας, μαζικά. Αλλά και πάλι δεν είχε χαθεί ακόμη η ευκαιρία. Θυμάμαι που με είχε ενθουσιάσει μα και καταταράξει μια εικόνα που είχε ο «Ρίζος της Δευτέρας», βδομαδιάτικη εφημερίδα του ΚΚΕ — αν θυμάμαι τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά του 1946. Παράστηνε χιονισμένα έλατα που ζωντάνευαν σε αντάρτικες μορφές με κάπες και φυσεκλίκια. Πιο κάτω φαινόταν και μια σφραγίδα. Όλη η εικόνα έδειχνε αντάρτικη ομάδα σε χιονισμένο γούπατο ψηλού βουνού, κι αυτό ήτανε που δε μ' άρεσε. Πάντα από την πρώτη στιγμή που άρχισα να δουλεύω για κείνο τον ξεσηκωμό είχα στο νου μου, πως έπρεπε να οργανώσομε έτσι τις δυνάμεις μας που να γίνει ένα από τα βασικά μας όπλα το στοιχείο του αιφνιδιασμού με μαζικό ξεσήκωμα. Να καταλάβομε τον αντίπαλο «εξαπίνης». Αυτό το «εξαπίνης» υπολόγιζα να μας έδινε μια πρώτη επιτυχία, καλή προϋπόθεση για ένα κανονικό ανάλογο με την ικανότητα και μαζικότητα του κινήματος ξεκίνημα. Το ξεκίνημα όμως απ' τις βουνοκορφές κατάστρεφε αυτή τη γενική ευκαιρία αυτό το πλεονέχτημα που είχε το κίνημά μας, γιατί προειδοποιούσε την αντίδραση ντόπια και ξένη — παρακινώντας την να βιαστεί να ξεπεράσει τις αντιθέσεις και τις αδυναμίες της και δημιουργούσε στη μάζα του λαϊκού κινήματος όχι καλή ψυχολογία, όχι σωστό προσανατολισμό. Θυμάμαι που πήγα στο Βλαντά θυμωμένος και με λίγα Digitized by 10uk1s
λόγια του είπα τις ανησυχίες μου. «Ας ανέβουν οι δοσίλογοι στα βουνά σαν τους κρατάει... εμείς έχομε τις πόλεις» είπα τελειώνοντας. Αυτός αντίς γι' άλλη απάντηση όπως περίμενα, μου είπε ότι είχε κάνει την ίδια με μένα σκέψη βλέποντας κείνη την εικόνα. Όπως καταλάβαινα το πρόβλημα το άγγιζε το μυαλό του αλλά πολύ αμφιβάλλω αν αυτός ο διχτατορικός προς τα κάτω σύντροφος θα τόλμησε ποτέ να ξεδιπλώσει τη σκέψη του σε καμιά από τις ολομέλειες της Κεντρικής Επιτροπής που ήτανε μέλος της ή στο Πολιτικό Γραφείο. Εκείνο τον καιρό δοκίμαζα, προσπαθούσα μα δε χωρούσε στην ψυχή και στο μυαλό μου ότι μπορούσε να βρεθεί άλλη, διαφορετική, από την πάλη ως το θάνατο, λύση του δράματος. Από το «ή ταν ή επί τας». Και τώρα ύστερα από τόσα χρόνια, νικημένοι, με τόσους κατατρεγμούς και τους ατέλειωτους καημούς, νιώθω ανάξιο ακόμα και να το σκεφτώ ότι έπρεπε, όπως υποστηρίζεται, να κάνει το κίνημά μας υπομονή, να στέκεται ματωμένο να ουρλιάζει και να λιανίζεται απ' το μαχαίρι του δοσίλογου, ώσπου να σβηστεί, να μείνει ο ίσκιος του για να πάψουν οι αντίπαλοί του να το τρέμουν και να του δείξουν αυτοί, οι δίχως ψυχή, μεγαλοψυχία. Όχι! δεν άρμοζε ένα τέτοιο σόι αφανισμός στο πιο όμορφο και μεγάλο απ' ό,τι έβγαλε η Ελληνική Λαϊκή ψυχή στο νεώτερο βίο της. Έπρεπε να ανασκουμπωθεί και να μουντάρει, έγκαιρα — το σίδερο κολλάει στη βράση — σωστά, με δίχως καθόλου πήγαινε-έλα, δισταγμούς και ταλαντεύσεις να μην αφήνει να μας φεύγει ο καιρός γιατί ήτανε το ίδιο σαν να μας έφευγε η νίκη η ίδια. Από μέρα σε μέρα αν και η αναδιοργάνωση κι η μαχητικότητα ανέβαινε, έβλεπα να λιγοστεύομε από τις εκκαθαρίσεις, τις διαγραφές, τις μετατοπίσεις σ' άλλο κόμμα που διάταξε ο Ζαχαριάδης και τη φθορά που έφερνε το δυνάμωμα του αντίπαλου, όπως αλλού τόχω ειπωμένα. Και πώς θα γινόταν που η επανάσταση δε γίνεται με τους λίγους, με τη μειοψηφία, μα με τους πολλούς! Αν θα ζούσε ακόμα ένα-δυο χρόνια σε τόση απελπισία ο λαός ανυπεράσπιστος στο έλεος της χατζάρας του κάθε συμμορίτη που κυριαρχούσε από το Ταίναρο μέχρι τον Έβρο ποταμό, δεν θα μας έμενε ανάκαρο, γιατί εξόν το λιγόστεμα των πιο ικανών μελών και στελεχών από την εξόντωση και τη φυλακή ήταν το σπάσιμο των νεύρων, το λύγισμα —η αντοχή τελειώνει κι αυτή και πάνω απ' όλα το γρήγορο και ακατάπαυστο δυνάμωμα της δοσίλογης δεξιάς. Την αφήναμε ήσυχη να της κουβαλάν οι Εγγλέζοι ντουφέκια, κανόνια, αεροπλάνα, άρματα, πλοία και οργανωτές: Για να της οργανώσουν στρατό, σώματα ασφάλειας, κρατική μηχανή και συμμορίες. Και για ποιον εχθρό ετοιμαζόταν όλα αυτά; Μήπως η πλουτοκρατία του τόπου μας αυτόνε τον καιρό είχε κανέναν άλλον εχθρό εξόν τον εργαζόμενο λαό; Εμείς φωνάζαμε — αλήθεια με στεντόρεια φωνή — με τις εφημερίδες και σε συγκεντρώσεις στις πιο μεγάλες πολιτείες που ακόμα ύπαρχε η βιτρίνα της νομιμότητας κι ήταν η φωνή μας κραυγή απόγνωσης κι απελπισίας μα το μόνο παραπάνω που κάναμε απ' αυτόνε που λέει «σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω» ήταν αυτές οι διαμαρτυρίες. Η λαϊκή μάζα και το οργανωμένο κίνημα απαιτούσε ν' απαντήσομε με τα ίδια μέσα, μερικές μάλιστα ομάδες από ένοπλους με λαϊκή υποστήριξη είχαν ανέβει στα βουνά από καιρό αλλά η ηγεσία του ΚΚΕ, το Πολιτικό του Γραφείο, ο Ζαχαριάδης — που τόσα περιμέναμε — φάνηκε πως δεν είχαν απαλλαχτεί από εκείνη την πολιτική της ταλάντευσης του πήγαινε-έλα που άρχισε μόλις φάνηκε ακόμα από το 1943 να πλησιάζει η νίκη με την απελευτέρωση και μπήκε μπροστά —της ηγεσίας— το μέγα, αλήθεια, πρόβλημα, της κρατικής εξουσίας — της διακυβέρνησης της χώρας, της κατάληψης της εξουσίας. Και σκέφτομαι τώρα πως αν κάποτες διαβάσει κανείς έξυπνος άνθρωπος, μ' ενδιαφέρον ιστορικό για την περίοδο που κουβεντιάζω, ετούτα τα γραφτά μου, τα λειψά και τα κακογραμμένα, σίγουρα θα σκεφτεί: Καλά η ηγεσία ήτανε εφτά άνθρωποι, το Πολιτικό Γραφείο, ή λίγες δεκάδες, η Κεντρική Επιτροπή, κι αυτοί ταλαντευότανε από καιρό στην πολιτική τους, αλλά οι τετρακόσες χιλιάδες τα μέλη του Κόμματος —τετρακόσες μαζί με κείνα που είχαν περάσει στο ΑΚΕ — πως δρούσε η σκέψη τους; Δεν είχανε για την πολιτική του κομ. Κόμματος που σ' αυτό έδιναν τη σκέψη, την ψυχή και το αίμα τους; Πώς η ηγεσία αυτή δεν διόρθωνε την πολιτική της, παίρνοντας τις γνώμες των μελών και στελεχών της που δρούσαν μέσα στο λαό και ζούσαν τους πόθους και τις λαχτάρες του; Μα δεν είχανε γνώμη για τα τέτοια οι κομμουνιστές, απαντώ. Έχω μιλήσει το πώς η ηγεσία μας λύγισε, μας έκανε λειψούς κι ανίκανους νάχομε ή να λέμε άλλη γνώμη απ' εκείνη τη δική της, μέσα ακόμα στο στρατόπεδο της Ακροναυπλίας. Εμείς τώρα οι ακροναυπλιώτες κι οι άλλοι εξόριστοι που είχαμε Digitized by 10uk1s
γίνει οι πρώτοι στην παράταξη και διαθέταμε τεράστιο κύρος, μαθαίναμε τους νεώτερους πώς να σωπούνε· κι οφείλω να πω ότι πολύ γρήγορα — από τη γερμανική ακόμα κατοχή — πέρασαν εμάς τους δασκάλους τους σε υποταγή. Απ' αυτούς μάλιστα μια μερίδα, του διανοούμενου στρώματος είχανε την ικανότητα όχι μόνο να υποστηρίζουν εκείνο που έλεγε η καθοδήγηση του Κόματος αλλά έφτανε το μυαλό τους στην ίδια τη σκέψη της για να ενισχύσουνε κείνο που δεν είχε πει, που δεν είχε κάνει απόφασή της. Έτσι η ηγεσία μας αντί στις δύσκολες στιγμές να ζητήσει την ελεύθερη γνώμη σε συνεδριάσεις των χιλιάδων κομματικών βάσεων απ' τις εκατοντάδες χιλιάδες μέλη και να χαράξει με τη σοφία μιας ελεύθερης πλειοψηφίας, σταθερή πολιτική, έπαιρνε τις προτάσεις αυτές, διαμόρφωνε μια πολιτική κι αναπαυόταν ότι έχει γνώμες από έξυπνους και καλούς συντρόφους που μάλιστα αυτούς τους ανέβαζε πιο πάνω σε πόστο και καλούσε τα μέλη του Κόμματος σε συνεδριάσεις να δουλέψουν κάνοντας πράξη την πολιτική της, όποια πολιτική της. Πρέπει όμως να πω και τούτη δω την αλήθεια: Σε μας τους ακροναυπλιώτες, κάποτε, σαν νιώθαμε πως οδηγούμαστε σαν κίνημα και σα λαός σε σίγουρη καταστροφή ξυπνούσε μέσα μας ο παλιός κομμουνιστής, ο δημοκράτης, κάναμε τότες να πούμε την γνώμη μας, μ' ακούαμε σε λίγο σαν δεν έφτανε η πειθώ: «Δε σ' έχομε ανάγκη βρε! ο λαός μας έδωσε χιλιάδες στελέχη...». Τότες εμείς κάναμε σαν εκείνα τα δειλά σκυλάκια που με μια κλωτσιά αποτραβιούνται κάτω από μια καρέκλα με την ουρά στα σκέλια και ψοφολογάνε. Αυτόνε τον καιρό, αρχές του 1946, άρχισαν να φτάνουν στην Κρήτη, στα Χανιά και στο Ηράκλειο, καταδιωγμένοι αγωνιστές από την Αθήνα και την Πελοπόννησο. Ανάμεσά τους και κάμποσα στελέχη του ΕΛΑΣ, όπως ο Γιώργης Κοδέλας κι ο Γιάννης Τόμπρος, καπεταναίοι ταγμάτων του ΕΛΑΣ, ο πρώτος στην Αρκαδία κι ο δεύτερος στην Κορίνθια της Πελοπόννησος. Ο Κοδέλας διάπρεψε αργότερα στην επαρχία Κισσάμου όπου και σκοτώθηκε στο τέλος του αγώνα. Και πολλοί άλλοι από τους καταδιωγμένους αυτούς είχανε την ίδια τύχη στην ένοπλη σύγκρουση, μα για τον καιρό που μιλάμε μόλις έφταναν στην Κρήτη αναπνέανε απαλλαγμένοι από φόβο, ελεύθεροι, κι η οργάνωση της Αυτοάμυνας τους ταχτοποιούσε στο ύπαιθρο και μέσα στα Χανιά. Όσοι το ήθελαν τους έβρισκαν δουλειά. Ο Κοδέλας είχε ανοίξει χασάπικο με συνεταίρο και έτσι κέρδιζε τα χρειαζούμενα και δε βάραινε την οργάνωση. Άλλοι δουλεύανε στο ύπαιθρο σε αγροτικές δουλειές. Όλοι αυτοί οι καταδιωγμένοι είχανε και εντάλματα σύλληψης από τις δικαστικές άρχες του τόπου τους. Ένας μάλιστα ο «Κωστάκης» (Κων. Κοντοκωσταντής) που οι Χίτες της Αθήνας είχανε δολοφονήσει τον πατέρα και τα δυο αδέρφια του, ήταν επικηρυγμένος με μεγάλο χρηματικό ποσό. Μέχρι την αρχή της ένοπλης σύγκρουσης έζησαν με κάποια σιγουριά και ασφάλεια. Η χωροφυλακή της Κρήτης, λόγω της μεγάλης αδυναμίας της ελάχιστες φορές δοκίμασε να παρανομήσει πιάνοντας κανένα από τους αγωνιστές αυτούς, αλλά και πάλι αναγκαζόταν να τον αφήσει με την επέμβαση της οργάνωσης της Αυτοάμυνας που μετά από ένα δίμηνο απ' την αρχή της συγκρότησής της ήταν κιόλας αρκετά δυνατή για να επιβάλει τη νομιμότητα.
Ύστερα από την παραβίαση από τη δεξιά και τους Εγγλέζους της συμφωνίας της Βάρκιζας με όλες τις φριχτές συνέπειες, το ΚΚΕ και η οργάνωση της Κρήτης καθώς ζυγώναμε την άνοιξη του 1946 είχε να λύσει δυο μεγάλα προβλήματα: Το ένα οι βουλευτικές εκλογές που τις διάταξαν οι Εγγλέζοι, που μας διαφέντευαν, για τις 31 του Μάρτη, δίχως να υπάρχουν οι ελάχιστες προϋποθέσεις τη στιγμή που σ' όλη την ύπαιθρο Ελλάδα κυριαρχούσαν οι συμμορίες του βασιλιά και στις περισσότερες πόλεις οι δολοφόνοι της «Χ». Κανένα από τα πολιτικά κόμματα δεν ήθελε, γιατί δεν μπορούσαν να γίνουν αυτές οι εκλογές, έξω από το βασιλικό κόμμα, το Λαϊκό, με το Ντίνο Τσαλδάρη. Γιατί αυτό μισημένο κι απομονωμένο όπως ήταν από το λαό, δεν μπορούσε αλλιώς να γενεί εξουσία και να φέρει το βασιλιά, παρά με το χατζάρι του συμμορίτη. Τα κόμματα, μαζί και το δικό μας το ΚΚΕ, ζητούσαν μια αναβολή και μια προσπάθεια για κάποια τάξη (οι Εγγλέζοι σαν το αποφάσιζαν την έφερναν την τάξη σε λίγες βδομάδες) για να μπορέσουν οι Έλληνες να ψηφίσουν. Αλλά η Αγγλική Κυβέρνηση με τον Υπουργό της των Εξωτερικών τον Μπέβιν στάθηκαν αμετακούνητοι. Digitized by 10uk1s
Το όλο μας ζήτημα ήταν η οργάνωση αγώνων για τα οικονομικά ζητήματα του λαού. Μια που εμείς στην Κρήτη δεν είχαμε ούτε στην ύπαιθρο ούτε στις πόλεις μεγάλη τρομοκρατία μπορούσαμε να ξεκινήσομε τέτοιους αγώνες: Σωρός χαλάσματα ήταν οι πολιτείες και πολλά από τα χωριά της Κρήτης από τη δράση των Γερμανών. Η οικονομία του τόπου και το κάθε νοικοκυριό ήταν καταστραμμένα. Οι αγρότες ήθελαν δάνεια, σπόρους, λιπάσματα, οικοδομικά υλικά. Οι επαγγελματίες και βιοτέχνες πρώτες ύλες και χρήματα να βάλουν μπροστά και να δυναμώσουν τις δουλειές τους. Οι εργάτες δουλειά και καλό μεροκάματο. Ο λαός τρεφόταν από τις διανομές με το δελτίο αλλά του δινόταν με το σταγονόμετρο η ζωή· πολλά τρόφιμα χαλούσαν στις αποθήκες και ριχνόταν στη θάλασσα, κι άλλα κλεβόταν. Χιλιάδες μπάλες, αποθήκες ολόκληρες, με τ' αποφόρια των Αμερικάνων, έμεναν αμοίραστα κι αρπαζόταν, ενώ τα πιο φτωχά στρώματα δεν είχαν με τι να κρύψουν τη γύμνια τους και βάδιζαν ξυπόλητοι. Πολλά από τα σκολειά έμεναν χωρίς δασκάλους. Ο λαός στερούταν από φάρμακα, ιατρική περίθαλψη, σανατόρια, είχε ατέλειωτες ανάγκες και οι κυβερνήσεις που διόριζαν οι Εγγλέζοι, κι αυτοί οι ίδιοι οι Εγγλέζοι με τις συμμορίες, του χύναν το αίμα και τον πότιζαν «χολή και όξος». Ακόμα στην Κρήτη είχαμε δυο ξεχωριστά ζητήματα: Φεύγοντας με την απελευτέρωση οι Αυστραλοί στρατιώτες κι αξιωματικοί, που είχαν απομείνει στα βουνά της Κρήτης με την κατάληψή της από τους Γερμανούς, είπαν εις το λαό τους και στην Κυβέρνησή τους, για τους Κρητικούς ότι φρόντισαν πρώτα αυτωνών τη φύλαξη και τη συντήρηση κι ύστερα τη δική τους. Τότες η Κυβέρνηση της Αυστραλίας για να δείξει την ευχαρίστηση του λαού της, έστειλε στον κάθε Κρητικό ένα δέμα με τρόφιμα κι άλλα χρήσιμα από 13 οκάδες. Η κυβέρνηση όμως της Ελλάδας και οι τοπικοί αντιπρόσωποί της που ήταν ίσια και όμοιοι, αρνιούντανε την διανομή των δεμάτων στον Κρητικό λαό, επειδή για κάθε σπειρί σιτάρι και για κάθε τι που δινόταν έπρεπε να έχουνε και ανάλογο πολιτικό όφελος, ενώ ένα δώρο μιας Δημοκρατικής Κυβέρνησης δεν τους βοηθούσε σε τίποτα. Το άλλο ζήτημα ήταν η φορολογία που είχε επιβάλει στον καιρό της η διχτατορία του Μεταξά στα ρακοκάζανα, καταργώντας ένα προνόμιο που τόχαν διατηρήσει οι Κρητικοί κι απ' τον καιρό ακόμα της Τουρκοκρατίας μ' αιματηρούς αγώνες, γιατί το ρακί είναι το πρώτο φάρμακο κι η πρώτη αποφάνιση του κάθε κρητικού σπιτιού. Γι' αυτό το ζήτημα αν ενθυμόσαστε από τον πρώτο τόμο της αφήγησής μου εξαιτίας ενός συλλαλητηρίου με είχε απολύσει και καταδιώξει η τεταρτοαυγουστιανή διχτατορία από Πρόεδρο του χωριού μου. Με βάση λοιπόν όλα τα παραπάνω ζητήματα συντάχθηκε κι ένα υπόμνημα για το Γεν. Διοικητή Κρήτης. Έτσι αρχίζαμε τον αγώνα. Η Επιτροπή που συγκροτήθηκε να το επιδώσει ήταν κοινού μετώπου: Από εργάτες, αγρότες, βιοτέχνες και επαγγελματίες και για όλη την Κρήτη. Η απεργία θα ξεσπούσε το πρωί στις είκοσι του Μάρτη, όπως είχαμε αποφασίσει σε συνεδρίαση του γραφείου Περιοχής κι όπως συμφώνησε και η επιτροπή αγώνα. Αποβραδίς είχαμε νταμώσει με το Βλαντά και κανονίσαμε τον τρόπο της σύνδεσης αναμεταξύ εκείνου και μένα σαν υπεύθυνου της Αυτοάμυνας που θα περιφρουρούσε την απεργία από κάθε παράνομη επέμβαση της κρατικής εξουσίας. Όταν χωρίζαμε μου είπε: «Αύριο δε θα βγεις έξω. Πρόσεξε, αν βγεις και σε πιάσουν θα διαγραφείς!». Το πρωί όμως της επομένης, τον ειδοποίησα ότι βρίσκομαι με τους απεργούς και αν ήθελε και αυτός μπορούσε να βγει για περίπατο. Μου είχε φανεί παράξενη η προειδοποίησή του εκείνη τη στιγμή που στους δρόμους θα βρισκόταν χιλιάδες απεργοί, δίχως να λογαριάσω την Αυτοάμυνα, έτοιμοι να επιβάλουν τη λαϊκή τάξη. Είναι πολύ δύσκολο να προσαρμόζεται κανείς και ν' αλλάζει νοοτροπία σε κάθε κατάσταση. Η απεργία είχε πετύχει στους εργάτες και στο ύπαιθρο εκατό τις εκατό. Λίγα αυτοκίνητα μπήκαν με άδεια της επιτροπής αγώνα φορτωμένα πορτοκάλια που βρέθηκαν κομμένα από τα δέντρα και φορτώθηκαν στα καΐκια που περίμεναν στο λιμάνι. Μονάχα κατά το κέντρο της πόλης και την κεντρική αγορά είχαν ανοίξει λίγοι επαγγελματίες τα μαγαζιά τους. Αλλά όταν μια επιτροπή από Digitized by 10uk1s
συναδέλφους τους, με κύρος, πήγε να τους εξηγήσει για το σκοπό της απεργίας, ένας χασάπης θερμόαιμος, ο Τσιριντάνης, έριξε μια χειροβομβίδα ιταλική. Αμέσως οι απεργοί άρχισαν να τρέχουν κατά την κεντρική αγορά που είχε βγει το βρόντος. Με τον πανικό που έφερε η χειροβομβίδα τα λίγα ανοιχτά μαγαζιά ακούστηκαν να κλείνουν κι ο κόσμος σχηματιζόταν σε διαδήλωση και κινούσε για τη Γενική Διοίκηση Κρήτης, ενώ οι καμπάνες από τις γύρω εκκλησίες άρχισαν να ηχούνε. Κεφαλή της η διαδήλωση είχε ένα πελώριο μαλλιαρό άντρα, το Στέλιο Γιακουμάκη, που κάθε τόσο γυρνούσε και κουνώντας τα χέρια του έριχνε τα συνθήματα. Το πλήθος καθώς προχωρούσε φούσκωνε και φανατιζόταν. Όταν η φάλαγγα έφτασε στο μέγαρο της Γενικής Διοίκησης, απαίτησε να βγει ο Υπουργός που ήταν ο παλιός φιλελεύθερος Δημοκράτης κι επαναστάτης Μανούσος Βολουδάκης. Πέρασαν κάνα δυο λεπτά ώσπου να φανεί ο Διοικητής κίτρινος και τρεμάμενος στο μπαλκόνι. Το πλήθος τον επιτιμούσε γιατί καθυστερούσε τις διανομές στα τρόφιμα και τον ρουχισμό. Ζητούσε να σταματήσει η τρομοκρατία και να γίνουν δεχτά τα αιτήματα της παλλαϊκής απεργίας. Ο Υπουργός, αν και δεν πήγαινε στο χαραχτήρα του, φόρεσε ένα ύφος αυστηρό και θέλησε να δώσει μαθήματα τάξης στον κόσμο, καλώντας τον να διαλυθεί, επιμένοντας σε μια άρνηση ν' απαντήσει σε κείνα που απαιτούσε ο λαός. Σε μια στιγμή όμως το πλήθος αναταράχτηκε, οπιστοχώρησε και στο μέρος που άφησε αδειανό πέταξαν σαν τσουβάλια τρεις παραφουσκωμένους νέους άντρες, κι αμέσως κείνοι που τους κουβάλησαν άρχισαν κιόλας να τους αδειάζουν. «Να, Υπουργέ μου», φώναξε ένας μαυριδερός μεσόκοπος άντρας, τραβώντας από το στήθος του ενός από τους φουσκωμένους που κείτονταν στο δάπεδο, ένα γυναικείο μεταξωτό φόρεμα. Κι ύστερα άλλοι άρχισαν ν' αδειάζουνε τους ανθρώπους που ήταν, ύστερα από τον Υπουργό εκείνη τη στιγμή, από τους πιο αξιολύπητους που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Ο Υπουργός σε μια στιγμή ένωσε τις δυο απαλάμες του, έκανε να προσέξει τι γινότανε, μα όταν βγήκε μια φωνή: «Να! γιατί δεν κάνεις τις διανομές; Για να τα κλέβουν οι ανθρώποι σου;» γύρισε, και σα να ταλαντεύτηκε να πέσει, σκυφτός για το γραφείο του. Σαν αστραπή κυκλοφόρησε τότες ότι τους κλέφτες τους είχανε φέρει από το εργοστάσιο της ΑΒΕΑ που το είχαν κάνει κεντρική αποθήκη κι αυτοί ευνοούμενοι της κατάστασης είχαν διοριστεί σα φύλακες. Ο ένας, για κακή τύχη, είχε το επίθετο και ήταν συγγενής του Υπουργού. Κατά το απόγεμα η εξουσία σκέφτηκε να τρομοκρατήσει τους απεργούς που κατά ομάδες βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, με συλλήψεις. Έπιασαν κι απομόνωσαν πέντε εργάτες στο φρούριο του Φρικά, που βρίσκεται στην είσοδο του λιμανιού των Χανιών. Από κει λογάριαζαν — έτσι έκαναν αργότερα — να τους στέλνουν στην Αθήνα, αλλά όσο γι' αυτή τη φορά δεν τους ήρθανε βολικά, γιατί σα μαθεύτηκε το γεγονός οι απεργοί αφόπλισαν κι απομόνωσαν σε μια αποθήκη πέντε χωροφυλάκους. Σε λίγη ώρα όμως απεργοί και χωροφύλακες ήταν ελεύθεροι. Είχε γίνει ανταλλαγή. Ωστόσο οι κρατικές δυνάμεις ματόβρεξαν αυτόνε τον ειρηνικό για τη ζωή του λαού αγώνα. Στην επαρχία της Κίσσαμος χωροφύλακες δολοφόνησαν τον εξαιρετικό αγωνιστή τον εικοσάχρονο Γιώργη Παπαδεράκη από το χωριό Παλιά Ρούματα. Το βράδυ και το επόμενο πρωί κύλησαν στους δρόμους της πολιτείας τα πρώτα καμιόνια κι ένα σόι μηχανοκίνητα με χωροφύλακες και στρατιώτες. Το ηθικό των απεργιών είχε ανέβει. Την επόμενη μέρα δε χρησιμοποιήθηκε βία από την εξουσία, αλλά οι απεργοί ζητούσαν να σταματήσουν οι περιπολίες με τα καμιόνια και τ' άλλα μηχανοκίνητα. Αν και οι στρατιώτες ήταν πολύ φιλικοί με τους απεργούς, οι εργάτες ζητούσαν απ' την επιτροπή αγώνα να τους δώσει την άδεια να τους αφοπλίσουν και να ξεπαστρέψουν τους δρόμους της πόλης απ' τα καμιόνια. Πρέπει να πω ότι την εποχή εκείνη η Κρήτη όλη και τα Χανιά ξεχωριστά, ήταν γεμάτη από κάθε λογής ντουφέκια, δυναμίτες και νάρκες. Στην Κρήτη ο ΕΛΑΣ δεν είχε παραδώσει τα όπλα του και οι ξένοι στρατοί, Εγγλέζοι και Γερμανοί, φεύγοντας είχαν αφήσει πολύ από τον οπλισμό τους, που είχε περάσει στα χέρια του λαού.
Digitized by 10uk1s
Κείνη τη μέρα οι Άγγλοι οργανωτές και σύμβουλοι φάνηκαν στους δρόμους των Χανιών. Έμοιαζε να παρακολουθάνε το ηθικό των απεργών. Όπως μάθαμε περιοδέψανε με αυτοκίνητα και του ύπαιθρου τα πιο κοντινά χωριά. Στο μεταξύ η τοπική εξουσία και η κυβέρνηση ενώ την πρώτη μέρα φάνηκε ότι δεν νοιαζόταν και τόσο για το ξέσπασμα της απεργίας, τη δεύτερη, κατά το βραδάκι, κάλεσε την επιτροπή αγώνα να συζητήσει μαζί της το υπόμνημα με τα αιτήματα και καμώθηκε ότι τα βρίσκει δίκαια. Υποσχέθηκε τη λύση τους, αλλά ζήτησε σταμάτημα της απεργίας. Την τρίτη μέρα η πόλη ήταν νεκρή. Κανένα μαγαζί δεν άνοιξε, κανένα εργοστάσιο ή επιχείρηση δε δούλεψε, κανένα αυτοκίνητο της ύπαιθρος δεν έφτασε στα Χανιά. Μόνο στα ταχυδρομικά αυτοκίνητα Ηράκλειο-Χανιά είχε επιτρέψει η Επιτροπή να κινηθούνε. Από τη Γενική Διοίκηση Κρήτης ζητήθηκε να αποσύρει τις περιπολίες με τα μηχανοκίνητα γιατί ο κίντυνος της σύγκρουσης ήτανε σίγουρος. Τόντις το ηθικό των απεργών και ο φανατισμός τους ήτανε τέτοιος και επειδής οι στρατιώτες ήτανε φιλικοί και ζητούσαν από μόνοι τους τον αφοπλισμό τους υπήρχε ο κίντυνος 14 σύγκρουσης παρά την πειθαρχία που ως τώρα είχανε δείξει οι απεργοί. Αν όμως ένας στρατιώτης της «Χ» βαρούσε ένα ντουφέκι, όλα μπορούσανε ν' αλλάξουν... Εκείνη τη μέρα συνεδρίασε έχταχτα το Γραφείο Περιοχής Κρήτης και σαν πρώτο θέμα συζητήσαμε τον κίντυνο αυτό. Στο μεταξύ η Γενική Διοίκηση δε δέχτηκε το αίτημα της διανομής των δεμάτων της Αυστραλίας. Αυτά θα τα διάθετε λέει η Κυβέρνηση στα σώματα ασφάλειας και στους στρατιώτες. Πρότεινα, να μη λύσομε την απεργία, αν δεν πετύχομε υπόσχεση ότι θ' αρχίσει αμέσως η διανομή των δεμάτων καθώς και οι άλλες διανομές, έστω και αν συγκρουστούμε. Με το Κόμμα, δεν είχαμε σύνδεση με ασύρματο ή τηλέφωνο για να δούμε τι θάλεγε και κείνο. Λύσαμε τη συνεδρίαση αυτή χωρίς να πάρομε απόφαση, περιμένοντας νεώτερα από την επιτροπή αγώνα. Τη νύχτα με κάλεσε ο Βλαντάς και μου είπε ότι η επιτροπή περιμένει την απάντησή μας, επειδή η Γενική Διοίκηση δέχτηκε να μοιράσει αμέσως από μισό δέμα, αφού πρώτα για λόγους φορολογικούς αφαιρέσει τα 200 τσιγάρα που είχε μέσα το καθένα από αυτά. Ξέραμε ότι ήταν αδύνατο να πάρει ο κάθε Κρητικός από ένα ολάκερο δέμα, για το λόγο ότι πολλές χιλιάδες είχαν κλαπεί από τις αποθήκες και δεν υπάρχανε τόσα. Μηνύσαμε στην επιτροπή ότι συμφωνούμε ν' αναστείλει την απεργία. Αλλά να καλέσει το λαό να στέκεται σ' επιφυλακή για κείνες τις υποσχέσεις. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι Κρητικοί μ' αυτόνε τον αγώνα τους κερδίσανε πολλά γιατί για την Κυβέρνηση, που για πρώτη φορά έβλεπε ένα τόσο ενωμένο πόλης και χωριού αγώνα, ήτανε δίκοπο μαχαίρι. Αν έδινε ό,τι υποσχέθηκε θ' ανέβαζε το κύρος των κομμουνιστών στην Κρήτη, αν δεν τα έδινε θα είχε ν' αντιμετωπίσει ένα άλλο ξεσήκωμα δίχως να είναι σε θέση να το καταπνίξει. Έτσι προτίμησε ν' ανοίξει τις αποθήκες για διανομές και τις κάσες των τραπεζών για κάθε τύπου δάνεια. Ο λαός ωφελήθηκε πολλά. Το κύρος και η δύναμη της κομμουνιστικής οργάνωσης της Κρήτης διπλασιάστηκε. Σκεφτομαι αν ποτές άλλο κίνημα απόχτησε τόση δύναμη στην Κρήτη. Γιατί και η μάζα της δημοκρατικης δεξιάς αναγνώρισε την ικανότητά μας, έπαιρνε μέρος και πειθαρχούσε στους οικονομικούς αγώνες που οδηγούσε η κομμουνιστική οργάνωση. Έτσι πετύχαμε και τη συμφιλίωση στην πράξη των λαϊκών δυνάμεων παρά την αντίδραση του Σοφ. Βενιζέλου και του Παπανδρέου στους οπαδούς των. Μου μένει αξέχαστο όταν μπήκα σ' ένα σπίτι στην εργατική συνοικία Νέας Χώρας την ώρα που ο πατέρας περικυκλωμένος απο τα πέντε παιδιά του, ακάθαρτα, κίτρινα και ξυπόλητα, άνοιγε τα δέματα κι είχε γεμίσει το πάτωμα του χαμόσπιτου κονσέρβες και πακέτα. Τα παιδιά ξεφωνίζανε μασουλωντας λαίμαργα σοκολάτες και ξερά δαμάσκηνα (μήπως είχαν χορτάσει ακόμα από τη λαχτάρα της κατοχής;) ο πατέρας μουρμούριζε κι η μητέρα στεκόταν σε μια γωνιά μ' ένα άφταστο χαμόγελο ικανοποίησης. Θυμάμαι εκείνον τον εαυτό μου που δεν συγκινιόταν τόσο πολύ από τέτοιες εικόνες, όπως τούτον εδώ, που στην ανάμνησή τους ριγά και θέλει να κλάψει. Μας κατηγοράνε, πάντοτε και τώρα, οι αντίπαλοί μας ότι δεν είναι στις προθέσεις μας να καλλιτερέψει ο εργαζόμενος τη θέση του με τους αγώνες, κι ότι κιόλας επιζητούμε την εξαθλίωσή του, για να μεγαλώνει η δυσαρέσκειά του εναντίον της «καθεστηκυίας τάξεως». Όχι λέω! είναι ψέμα! Στην αρχή που έπιασα το κοντύλι έκανα όρκο να πω την αλήθεια. Κι εγώ λοιπόν κι ο γραμματέας μου και οι συνεργάτες μου και η επιτροπή αγώνα κι όλοι οι κομμουνιστές, ασυμφιλίωτοι με την «καθεστηκυία τάξη» αγωνιζόμαστε με πείσμα και έντιμα για να ξεφύγει ο λαός μας από την Digitized by 10uk1s
εντροπή της πείνας, της γύμνιας, του τρόμου και του ζόφου. Η πλουτοκρατία ήταν που ήθελε τον κόσμο στερημένο και καθυστερημένο για ν' αγοράζει την εργατική του δύναμη μ' ένα πιάτο φακή και να τον κρατάει στο χαλινό της υποταγής. Μήπως αυτό δεν έκαναν και οι Γερμανοί σα καταχτήσανε τη χώρα μας; Σ' αυτόνε τον αγώνα που ο Κρητικός λαός κέρδισε πολλά, βοήθησαν και οι κομματικές αλλά και οι εξωκομματικές οργανώσεις όλης της Κρήτης. Πρέπει να πω όμως ότι στο Ηράκλειο που έπρεπε να έχει το επίκεντρο αυτός ο αγώνας, ο Παπαδομιχελάκης τον σταμάτησε παράκαιρα, για το λόγο ότι φοβότανε λέει μήπως η εξέλιξή του οδηγήσει στα όπλα. Έτσι ανατέθηκε σ' ένα αντίπαλο τον Μπαντουβά να φύγει στην Αθήνα «για τα ζητήματα απεργίας!».
Και τώρα για το μεγάλο θέμα τις εκλογές. Τότες δεν ρωτηθήκαμε από την ηγεσία μας σαν ανώτερο όργανο της κομμουνιστικής οργάνωσης της Κρήτης να συζητήσομε και να πάρομε απόφαση να πάμε ή να μην πάμε στις εκλογές του 1946. Να πάμε ή να μην πάμε για δεύτερο αντάρτικο και να πάρουν οι οργανώσεις μας βάσης για το ένα ή για το άλλο ζήτημα απόφαση ή απλώς να πούνε τη γνώμη τους. Συζητούσαμε κι εμείς και τα πιο κάτω από μας όργανα, ως τα απλά μέλη στις οργανώσεις βάσης, μα μόνο για να βρούμε τον καλύτερο τρόπο να εφαρμόσομε τις αποφάσεις του Ζαχαριάδη, που παίρνονταν από τις ολομέλειες και το Πολιτικό Γραφείο, στις συνθήκες της Περιοχής Κρήτης. Αν η ηγεσία του ΚΚΕ ρωτούσε τις οργανώσεις του για ν' απαντήσουν με αποφάσεις των μελών τους η οργάνωση της Κρήτης θ' απαντούσε με παμψηφία να πάμε στις εκλογές για το λόγο ότι από την νοοτροπία και το χαραχτήρα του Κρητικού λαού και την πετυχεμένη οργάνωση και δράση της Αυτοάμυνας και δίχως πολλά έξοδα —καμία δεκαριά χίτες είχανε πάει για θεραπεία σε κλινικές των Χανιών— δεν μπόρεσαν οι δοσίλογοι και οι άνθρωποι της μοναρχίας να επιβάλουν την τρομοκρατία της ηπειρωτικής Ελλάδας. Πρέπει όμως να πω ότι στην Κρήτη πολλές φωνές ακούγονταν στις συνεδριάσεις, πάντα από απλά κομματικά μέλη, ότι πρέπει να πάμε στις εκλογές, ότι η αποχή μας από αυτές θα είναι λάθος. Ποτές όμως στέλεχος δεν είπε τη γνώμη του καθαρά ή δε ζήτησε να τον φέρομε σ' επαφή με το Κόμμα ή να τη διατυπώσει γραμμένη. Μονάχα ο γραμματέας της οργάνωσης της πόλης Ηρακλείου Σ. Παπαδομιχελάκης καλλιέργησε τη γνώμη επειδής αυτός ψοφούσε να γίνει βουλευτής— ότι η Κρήτη που έχει νομιμότητα πρέπει να ξεχωρίσει από την άλλη Ελλάδα και το εαμικό κίνημα να κατεβάσει υποψήφιους. Ποτές όμως δε διατύπωσε τη γνώμη του αυτή σε συνεδρίαση ή δεν έδωσε σημείωμα για το Κόμμα. Όσο για μένα είχα τη γνώμη ότι έπρεπε να πάμε και να παλέψομε στις εκλογές. Έπρεπε να δώσομε τη μάχη και παρά τον ασκητισμό μου, πολλές φορές είχα συλλάβει τον έαυτό μου να τον τραβάει η τιμή του βουλευτή. Φάνηκα όμως πάντοτε δισταχτικός να πω στο Κόμμα ή έστω στο γραμματέα μας καθαρά τη γνώμη μου. Πολλοί σύντροφοι, στελέχη του Κόμματος, τρόμαζαν ότι με τις εκλογές λόγω της τρομοκρατίας μονάχα ένα μέρος των οπαδών μας θα ψήφιζε εδώ μιλάω για την ηπειρωτική Ελλάδα— κι έτσι θα φαινόταν ότι είμαστε «μειοψηφία» και αυτό θα ήταν σε βάρος μας, όταν θα δίναμε τη μάχη με τα όπλα, επειδή θα το εκμεταλλευόταν η δεξιά καταγγέλοντάς μας για «μειοψηφία». Ακόμα για την αποχή εβάρυνε η δογματική μεταφύτεψη μιας ανάλογης ενέργειας του Λένιν, λίγο πριν το ξέσπασμα της επανάστασης του 1917, και μία άποψή του: ότι αν δεν καταχτήσεις την πλειοψηφία του λαού δεν πρέπει ούτε να σκεφτείς για επανάσταση. 15 Αυτά βέβαια λεγότανε σε έξω από συνεδριάσεις συζητήσεις από τα μεσαία πιο πολύ στελέχη του Κόμματος κι εδώ μιλάω γενικά και όχι για την Κρήτη μόνο.
Για να κλείσω το θέμα των εκλογών και της αποχής και μια που η αποχή έχει μπερδευτεί με την εμφύλια ένοπλη πάλη, θα πω εδώ ότι η ηγεσία του Κόμματος όπως όφειλε από καταστατική υποχρέωση να πράξει, έθετε τα ζητήματα: «Αντιμετώπιση της ένοπλης δεξιάς και των δοσίλογων με Digitized by 10uk1s
δεύτερο αντάρτικο ή με ως τα τότες μέσα;» η μεγάλη πλειοψηφία θ' απαντούσε αδίσταχτα: «Ένοπλη πάλη ως το θάνατο». Η ψυχολογία αυτή —του όπλου— είχε αρχίσει να φωλιάζει στις ψυχές, από την επικράτηση του φασισμού στην Ελλάδα και στον κόσμο. Δυνάμωσε στη φασιστική κατοχή και κατοπινά με την ένοπλη επέμβαση των Εγγλέζων το Δεκέμβρη. Και τώρα φούντωσε με τη ντροπιασμένη εθνική ανεξαρτησία από τη διατήρηση στη χώρα αγγλικού στρατού για να επιβάλει τους σκοπούς της μοναρχίας με το αίμα του λαού που το έβλεπαν να χύνεται χειρότερα από την κατοχή. Αν πάλι κατά τον ίδιο ελεύθερο τρόπο ρωτιόντουσαν τα μέλη του Κόμματος: «Να πάμε στις εκλογές ή σε δεύτερο αντάρτικο;» πάλι το ίδιο θ' απαντούσανε: «ένοπλη πάλη». Διαφορετική θα ήτανε η απάντηση αν έμπαινε το ερώτημα: «αποχή ή συμμετοχή στις εκλογές;» οι κομμουνιστές της νησιωτικής Ελλάδας, των πόλεων κι ένα μέρος της ηπειρωτικής, δηλαδή η πλειοψηφία θ' απαντούσαν: «συμμετοχή και όχι αποχή». Για να μην υπάρξει όμως παρεξήγηση σε ό,τι γράφω, λέω πως κι αυτοί οι κομμουνιστές που σκεφτότανε ή λέγανε για συμμετοχή, δεν ήτανε κατά της ένοπλης πάλης. Στο μυαλό τους δεν έμπαινε το ζήτημα να διαλέξουνε. Όσο δε σταματούσε η τρομοκρατία της δεξιάς, όσο δεν πήγαιναν οι Εγγλέζοι στην πατρίδα τους, όσο δεν καθαριζόταν η κρατική μηχανή απ' τους δοσίλογους και τους φασίστες, όσο δεν εφαρμοζόταν η συμφωνία της Βάρκιζας, άλλη λύση για τους αγωνιστές από τα όπλα δεν ύπαρχε.
Πρέπει όμως να πω ότι κι αν οι κομμουνιστές δεν συζητούσαν με το σκοπό να πάρουν αποφάσεις για τα καυτά ζητήματα κείνης της εποχής, δε σήμαινε πως ο Ζαχαριάδης και τα άλλα μέλη της ηγεσίας του Κόμματος δεν είχανε λίγο ή πολύ μια αίστηση το πώς πάνω-κάτω σκεφτότανε τα στελέχη και τα μέλη του Κόμματος και οι άλλοι μη οργανωμένοι κομμουνιστές. Αν τελικά η ηγεσία του Κόμματος οδήγησε το λαϊκό κίνημα στην ένοπλη αναμέτρηση, ήξερε ότι η απόλυτη πλειοψηφία των μελών και των στελεχών του εγκρίνανε την απόφασή της αυτή και δεν ερχότανε σε αντίθεση μαζί τους. Αν ένα τέτοιο ενδεχόμενο μυριζόταν η ηγεσία παρά τις φιλοδοξίες του Ζαχαριάδη να γίνει «στρατάρχης» ή τους άλλους σκοπούς του —αν είχε τέτοιους— θα καθότανε τελικά στο χουζούρι τους. Διαφορά αγεφύρωτη χώρισε την ηγεσία από τη βάση του Κόμματος και τα μεσαία το πιο πολύ στελέχη του, στο χρόνο της αρχής του αγώνα και στον τρόπο της οργάνωσής του. Βιαζόταν πριν ετοιμαστεί η δεξιά και ζητούσε μαζικό ξεσηκωμό. Η ηγεσία ταλαντευόταν και παλινδρομούσε, τα μέλη του Κόμματος σκεφτόταν σταθερά, αλλά και η αγωγή τους η κομματική τα χρόνια της κατοχής ήτανε τέτοια που δεν μπορούσαν ν' αντισταθούν ή να παρασύρουν στη δική τους γραμμή ή ν' αφήσουν πίσω τους ουρά την ηγεσία. Φοβόντουσαν. Η διαγραφή, η απομόνωση και σαν αποτέλεσμα η εξόντωση του Άρη είναι μια τρανή απόδειξη. Για ένα όμως μπορώ να πω ότι δεν είχαμε συνείδηση, ηγεσία, στελέχη και μέλη του Κόμματος: ότι η Αγγλία σαν παγκόσμια δύναμη είχε ξεπέσει σε δεύτερης για τρίτης γραμμής, κι ότι σαν αυτοκρατορία στην πραγματικότητα είχε σβηστεί, με συνέπεια την αδυναμία της να διατηρήσει το στρατό που έφερε στην Ελλάδα. Έτσι γύρευε πελάτη να την ξεφορτωθεί. Τα λέω αυτά γιατί σαν ένας από τους λόγους για την καθυστέρηση στην οργάνωση της ένοπλης αντίστασης ήταν, ότι ο Ζαχαριάδης περίμενε την αποχώρηση του Αγγλικού στρατού. Νομίζω μάλιστα ότι οι Εγγλέζοι είχανε καταλάβει τι σκεφτόταν η ηγεσία μας και κάθε τόσο αποτραβούσαν κανένα λόχο, προσπαθώντας έτσι από το ένα μέρος να κρατάνε την ηγεσία μας σε αναμονή κι από το άλλο να μπερδέψουν την Αμερική στο Ελληνικό, που ως τότε, ελάχιστη βοήθεια σε δολλάρια μόνο είχε δώσει της δεξιάς. Έχω τη γνώμη πως αν έγκαιρα και σωστά αρχίζαμε τον αγώνα, ο Αμερικάνικος ιμπεριαλισμός από αντίδραση του λαού της Αμερικής δεν θα προλάβαινε να επέμβει, γιατί θα χρειαζόταν μαζί με τα δολλάρια να στείλει και μεραρχίες.
Digitized by 10uk1s
Και τώρα φτάνομε σ' ένα άλλο θέμα που το θίξιμό του θα μας επιτρέψει να περάσομε στην καθαυτή αφήγησή μας: Είχε η ηγεσία του ΚΚΕ, τα μέλη και τα στελέχη μας πλήρη αντίληψη, είχε συνειδητοποιήσει και είχε εχτιμήσει σωστά ποιοι ήταν οι βαθύτεροι λόγοι που οι Εγγλέζοι με τη δεξιά είχαν αρχίσει έναν ένοπλο αγώνα προσπαθώντας να μας αναγκάσουν ν' απαντήσομε ένοπλα με τη φανερή πρόθεση τσακίζοντάς μας να μας εξουδετερώσουν απ' την πολιτική κονίστρα της χώρας; Και ακόμα η τέτοια ταχτική των Άγγλων και της μοναρχίας καθοριζόταν από τη δύναμη ή από την αδυναμία τους; Όχι! απαντώ κι εδώ. Βαθιά εξέταση από το Κόμμα σα συλλογικό όργανο δεν έγινε ποτές, σε τούτα τα θέματα που θίγω. Άνηκα στο γραφείο μιας Περιοχής που έρχεται αμέσως μετά από την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος, αλλά ούτε στο όργανο αυτό, ούτε στα παραπάνω ή τα παρακάτω όργανα συζητήθηκε τέτοιο θέμα, που θα έδινε τη δυνατότητα στην καθοδήγηση να καθορίσει την πολιτική του κινήματος. Πιστεύαμε κείνη την εποχή ότι το μυαλό του Ζαχαριάδη και λιγότερο των μελών του Πολιτικού Γραφείου, είχανε σαν προορισμό τους, να κάνουν αυτή τη δουλειά, να μας δίνουν έτοιμη την πολιτική σε οδηγίες και μεις να τις εκτελούμε. Ήταν η εποχή που η Δημοκρατία μέσα στο επαναστατικό κίνημα βρισκότανε στα ξεψυχίσματά της. Αν το κομμουνιστικό Κόμμα δούλευε συλλογικά, αν το κάθε μέλος έλεγε ελεύθερα τη γνώμη του, γρήγορα ή ακόμα και με πολύ κόπο, μα ποτέ παράκαιρα, θα φτάναμε στο συμπέρασμα ότι από αδυναμία η μοναρχία με τους Εγγλέζους τραβήξανε το τελευταίο τους ατού, που ήταν ο εμφύλιος πόλεμος. Και ότι εμείς γρήγορα έπρεπε να κάνομε την εκλογή μας: Αγώνα με την πλάτη ή με το στήθος; Αγώνας με τα ίδια μέσα είτε υποταγή; Ο αγώνας τότες θα γινόταν με το στήθος και στον καιρό του. Η μοναρχία που άναψε τη φωτιά θα καιγόταν σ' αυτήνε. Κι οι νεκροί αυτουνού του αγώνα θα ήταν ασύγκριτα λιγότεροι. Κι αν ακόμα δεν κερδίζαμε τη λαϊκή δημοκρατία, θα κερδίζαμε σίγουρα την κλασσική δημοκρατία και δε θα ταλαιπωρούνταν ακόμα ο λαός με αυταρχισμούς και με διχτατορίες που του στοιχίζουν βάσανα, αίμα και ντροπές. Ας συνεχίσω όμως την αφήγησή μου, αφού βιογραφία λέω πως γράφω και ίσως από την αφήγηση βγούνε τα παραπάνω αληθινά.
Αυτόνε τον καιρό που το μπουρίνι φαινόταν να ζυγώνει, δεν ύπαρχε κομμουνιστής που να μη σκέφτεται βέβαια και για την εδική του τύχη και λίγοι ήταν εκείνοι που η στάση τους ήταν «όσα πάνε κι όσα έρθουν». Όσοι πίστευαν ότι εξαιτίας της καρκινοβασίας της καθοδήγησης, το κίνημα χανόταν, ζούσαν ένα σωστό μαρτύριο, όπως ψηνόταν μέσα στο πετσί τους. Αλλά όσο κι αν είχαμε συνηθίσει να κρύβομε τη σκέψη μας από την καθοδήγηση του Κόμματος, όλο και σε κάποιο φίλο σύντροφο, (όσοι από μας δεν είχανε παντρευτεί μια γυναίκα να μιλάνε μαζί της), θα μπιστευόμαστε ν' ανοίξομε την ψυχή μας. Θυμάμαι που είχα δυο τέτοιους συντρόφους: Το Θύμιο Μαριακάκη που έχω ξαναμιλήσει, και το Χαρίλαο Ψιλάκη, παλιοί κομμουνιστές κι οι δυο. Με τον Ψιλάκη μάλιστα είχαμε ζήσει για κάμποσο διάστημα στο στρατόπεδο της Ακροναυπλίας τον καιρό της κατοχής. Σπουδαστής της φιλολογίας, ευγενικός στους τρόπους και στη σκέψη, άνθρωπος με αιστήματα. Ήτανε μέλος του Γ.Π. Κρήτης, υπεύθυνος για τη νεολαία. Είχε ερωτευτεί μια κοπέλα, αλλά εξαιτίας που ο Βλαντάς νόμισε καλύτερα να την παντρέψει μ' ένα άλλο μέλος του Γ.Π. που τον θεωρούσε ικανότερο γιατί και η κοπέλα λογαριαζόταν καλό στέλεχος της ΕΠΟΝ, περνούσε μια ψυχική κρίση πολύ δυνατή. Τον συμπαθούσα πάντοτε. Τώρα πιο πολύ εξαιτίας της στενοχώριας του αυτής. Μια μέρα που με ρώτησε ποιος ήταν ο λόγος που φαινόμουνα λυπημένος, του είπα ότι σε μένα δεν είχ' έρθει η στενοχώρια από έρωτα, αλλά ότι το μυαλό μου τριγυρνούσε στο οδόφραγμα που ύψωσε με την πέννα του ο Ουγκώ στην οδό Καναβίδος του Παρισιού. Και βλέπω τον Ενζολορά να διατάσσει μόνος του το «πυρ» όταν το απόσπασμα του ξαμώνει τα όπλα στο στήθος, το Γαβριά να ξεψυχάει στο οδόφραγμα κι ακούω, σαν από φωναχτά, τη σκέψη του συγγραφέα, ότι σαν η αντίδραση δεν μπορεί αλλιώς να καταπνίξει ένα κίνημα το διευκολύνει, το σπρώχνει σε ανταρσία, το τσακίζει και καλοκάθεται ύστερα στην εξουσία. Φοβόμουνα «ενδόμυχα» στη σκέψη ότι όπως αργούσαμε και το Digitized by 10uk1s
κίνημά μας απομαζικοποιούντανε, στο τέλος θα καταντούσαμε «ανταρσία». Ο αντίπαλος θα μας τσάκιζε και στη σκέψη μου ερχότανε η άλλη περιγραφή του Ουγκώ, για τους επαναστάτες που δεν έπεσαν στο οδόφραγμα μα η θέση τους ήτανε χειρότερη, γιατί οι παλιοί σύντροφοι κι ομοϊδεάτες που ζούσαν νόμιμα έτρεμαν από φόβο, τους έδιωχναν και μοίρα δεν έβρισκαν. Θυμάμαι που στου συντρόφου το ύφος ανθούσε ένα γέλιο και χωρίς να πει τίποτα άφηνε ένα βαθύ στεναγμό. Αργότερα στον εμφύλιο πόλεμο από τους πολλούς κατατρεγμούς τρελλάθηκε κι έτσι ψυχοπαθή τον παιδεύει η ζωή ακόμη. Και με τον ίδιο το γραμματέα μας, το Βλαντά, που ήτανε «φόβος και τρόμος» άνοιγα τέτοιες συζητήσεις αλλά δεν προχωρούσα και ήμουνα κάθε στιγμή έτοιμος να υποχωρήσω. Μια μέρα μάλιστα μου είπε: «Δεν φοβάμαι ότι η αντίδραση όσο θα είμαι στο Νομό Χανιών θα με βάλει στο χέρι, κι αν ακόμα χάσομε τον αγώνα». Σε μια άλλη μας συζήτηση είπε ότι αν σωστά και στον καιρό του ξεσπάσει το ένοπλο κίνημα δεν υπάρχει κανένας φόβος να χάσομε, γιατί αυτή τη φορά διαθέτομε στρατιωτική πείρα. Θυμάμαι πως δεν ήταν αυτός που συμπλήρωσε, αλλά εγώ: «Και καλή ηγεσία, το Ζαχαριάδη». Κάτι θα είχε καταλάβει ο άνθρωπος από τις γνωριμίες του με τον αρχηγό, για τις ανακολουθίες και τις ασυνέπειες της πολιτικής του, γιατί όπως θυμάμαι ποτέ, σε καμιά συνεδρίαση δε λιβάνισε τη «σοφία» του αρχηγού, όπως συνηθιότανε τότες. Φτάνοντας στις εκλογές της 31 του Μάρτη με αποχή δική μας, πήραμε στην Περιοχή την απόφαση να υπερασπιστούμε αυτή την αποχή, γιατί βέβαια η δεξιά δεν παραιτιούντανε ποτές από το να προσπαθεί να επιβάλει και στην Κρήτη την πολιτική της του τρόμου. Ήτανε όμως γι' αυτήν αργά, γιατί η Αυτοάμυνα είχε τελειώσει τη συγκρότηση και τη στρατολογία της, είχε οικονομικά δικά της που ξεπερνούσαν καμιά φορά κι αυτά της πολιτικής οργάνωσης και τα μέλη της είχαν καλό ηθικό και πρωτοβουλία. Στη συνεδρίασή μας αυτή είπε στην ομιλία του ο γραμματέας, ότι ύπαρχε φόβος να γίνει τρομοκρατία από τη μεριά μας. Γιατί συνηθισμένα τα μέλη μας απ' τον αγώνα της κατοχής, δεν είχανε προσαρμοστεί ολότελα στις τωρινές συνθήκες και από το λόγο τις προκλήσεις, από τη δράση των πραχτόρων της μοναρχίας. Αποφασίσαμε λοιπόν να κάνομε συστάσεις στις οργανώσεις μας καθώς και στα μέλη της Αυτοάμυνας: Ν' αποφύγουνε κάθε τι που η δεξιά θα το λογάριαζε τρομοκράτησή της. Στην Κρήτη δεν είχαμε άμεση τρομοκρατία της δεξιάς. Από την άλλη, την έμμεση, στις παραμονές των εκλογών είχαμε ατέλειωτη και γινόταν συστηματικά από σπίτι σε σπίτι: «Θα σου κόψουν τα τρόφιμα, αν δεν ψηφίσεις, θα σε διώξουν απ' τη δουλειά σου, το παιδί σου θ' απορριφτεί στο Γυμνάσιο, δε θα μπορεί να πάει στο Πανεπιστήμιο». Κι άλλα πολλά μέχρις ότι θα τον πάν' εξορία. Κι αν ήταν ο παπάς εκείνος που έκανε τις συστάσεις, μπορούσε να τον φοβερίσει ότι θα στερήσει σ' αυτόνε και την οικογένειά του την «βασιλεία των ουρανών». Από τη δική μας μεριά σε λίγα χωριουδάκια αποκομμένα, που ίσως δεν έφτασαν οι οδηγίες μας, γίνηκε κάποια ρομαντική τρομοκρατία. Έτσι στην επαρχία Σφακιών σε δυο μικρά χωριά χτισμένα στην παραλία του Λιβυκού, που δύσκολα τα βρίσκεις στο χάρτη, τα Λιβανιανά και την Αγία Ρούμελη, η δεξιά υποχρεώθηκε σε αποχή. Στο πρώτο επειδής ο «Παυλέας» (Παύλος Νικολούδης), σαν είδε ότι οι ψηφοφόροι έφευγαν για το εκλογικό τμήμα, που βρισκόταν στην Ανώπολη, κατέβηκε στη θάλασσα κι έβαλε φωτιά στη μοναδική βάρκα του χωριού. Όταν φάνηκαν οι καπνοί, οι άνθρωποι τρόμαξαν και γύρισαν πίσω στα σπίτια τους. Στο άλλο χωριό, την Αγία Ρούμελη, ο Θόδωρος Βίγλης, στέλεχος, επικεφαλής της Αυτοάμυνας στο χωριό του, πήγε με το όπλο και ξαπλώθηκε σ' ένα ίσκιο απέναντι από το εκλογικό τμήμα και κει πέρασε όλη τη μέρα του, χωρίς να φάει ή να πιει, μη λάχει σαν έλειπε και ριχτεί ψήφος στην κάλπη. Κατά το βραδάκι όμως υποχρέωσε έναν από τους δεξιούς, το Μαρινονικόλα να ψηφίσει. «Εσύ πρέπει να ψηφίσεις...». Αυτά ήταν τα μοναδικά περιστατικά από την «τρομοκρατία της Αριστεράς» στην Κρήτη. Αν πηγαίναμε στις εκλογές, εδώ απ' όλη την Ελλάδα θα παίρναμε μεγάλο ποσοστό ψήφους που θα Digitized by 10uk1s
ξεπερνούσε τους μισούς ψηφοφόρους. Με τις εκλογές αυτές που γίνηκαν με την πιο μεγάλη καλπιά και τρομοκρατία πούχει γνωρίσει η Ελλάδα, ήρθε το μαύρο μέτωπο «νόμιμα» πια στην εξουσία κι αυτοονομάστηκαν κιόλας «λαοπρόβλητοι». Όλοι που συνεργάστηκαν, που υπηρέτησαν, που έκαναν οικονομικές δουλειές με τους Γερμανούς και το πλήθος του κόσμου της μαύρης αγοράς, όλοι που τρέμανε μη χάσουνε τα αργύρια της προδοσίας τους ή και την ατομική τους ελευθερία, πηγαίνοντας στη φυλακή δικασμένοι από τα δικαστήρια των δοσίλογων, σ' ένα μέτωπο με τους μοναρχικούς, ριχτήκανε με το χατζάρι και το ψέμα, στο κενό που είχε αφήσει η Αριστερά με την αποχή της. Χωρίς άλλο έπρεπε νάχομε πάει στις εκλογές, να δώσομε αυτή τη μάχη με την πιο μεγάλη ένταση της δύναμής μας, οι απώλειες σε κεφάλια δεν θα πηγαίνανε χαμένες και τον ίδιο καιρό να εντείνομε την προπαρασκευή για ένα ταυτόχρονο ξεσήκωμα σε όλη την επικράτεια. Αντίς όμως αυτής της τέτοιας μάχης, δώσαμε τη μάχη της αποχής. Αντί της προπαρασκευής ενός μαζικού ξεσηκωμού σε χρόνο καθορισμένο έτσι που να φέρομε ένα μούδιασμα και μια παράλυση στο σώμα του αντίπαλου, δώσαμε στη ζούλα, την παραμονή των εκλογών, τη μάχη του Λιτόχωρου, που άλλο δεν έκανε παρά να δείξει στον αντίπαλο, τι λογιού θα είναι οι προθέσεις και η ταχτική μας. Λεγόταν όμως και γραφόταν σε άρθρα των εφημερίδων μας και σε αποφάσεις πως έπρεπε ν' απαντάμε ακόμα και στις δολοφονίες. Μα ποια αξία είχαν αυτές οι οδηγίες που ο λαός δεν είχε στα χέρια του τα ίδια μέσα με τις συμμορίες που τον δολοφονούσαν; Στην Κρήτη απ' όσο θυμάμαι βολεύτηκε ο Σοφοκλής Βενιζέλος με αρκετούς βουλευτές, που ως τότες, ο Κρητικός λαός τον θεωρούσε αντιδραστικό, τον είχε απομονωμένο και θυμάμαι που σαν ήρθε στην Κρήτη, πήγε στον Αλίκαμπο που λογαριαζόταν η ακρόπολη του παλιού Βενιζελισμού, θέλοντας απ' εκεί ν' αρχίσει το ζωντάνεμα της παράταξής του. Είχε πάει με συνοδεία μεγάλη και είχαν ψηθεί κάμποσα αρνιά. Αλλά όταν έφτασαν στο κέντρο του χωριού, είδαν να τους καλωσορίζουν πέντε ή έξι γεροντάκια, παλιοί κομματάρχες του πατέρα του, Λευτέρη Βενιζέλου και να λεν στο Σοφοκλή ότι αυτοί είχαν απομείνει απ' την παλιά δόξα. Κι η πλατεία του Αλίκαμπου είχε ονομαστεί «Πλατεία Τίτου». Νευριασμένος ο Βενιζέλος άφησε τον Αλίκαμπο γρήγορα δίχως ούτε πίσω του να κοιτάξει, τέτοια ήταν η απομόνωσή του. «Ακούς εκεί Πλατεία Τίτου! Στον Αλίκαμπο!...». Αλλά με την αποχή κάμποσοι από τους οπαδούς μας, ηλικιωμένοι, συναγωνιστές και ψηφοφόροι του πατέρα του πήγαν στην κάλπη και τον ψήφισαν. Αυτά τα γεροντάκια, παλιοί επαναστάτες, άνθρωποι γνωστικοί και έμπειροι στα πολιτικά επιμένανε στις συμβουλές τους για να μας πείσουν να πάρει μέρος «το Κόμμα μας» στις εκλογές. Με το χατζάρι λοιπόν του συμμορίτη του υπαίθρου και το πιστόλι του Χίτη στις πόλεις, το Λαϊκό κόμμα, συγκέντρωσε την πλειοψηφία. Όλοι μαζί οι άλλοι, οι δημοκρατικοί αρχηγοί, Σοφούλης, Παπανδρέου, Βενιζέλος, Κανελλόπουλος, ήρθανε δεύτεροι γιατί κι αυτωνώνε πολλοί από τους οπαδούς τους στο ύπαιθρο, όπως και τους αριστερούς ψήφισαν από βία μοναρχικούς. Τους μοναρχικούς ψήφισαν και κάμποσες δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες πεθαμένοι, γραμμένοι στους καταλόγους. Δεν αναφέρομαι στα ποσοστά γιατί είναι δύσκολο. Οι «Κουκουβάγιες» που παρακολουθήσανε τις εκλογές είπανε πως η αποχή έφτανε στα εννιά και κάτι στα εκατό —τόσο ποσοστό επιρροής είχε διαδοθεί ότι είχαν αφήσει οι Αγγλοαμερικάνοι των Ρώσων στην Ελλάδα, νομίζω με τις συμφωνίες τους στην Κριμαία. Οι πάντες όμως εκείνη την εποχή ξέρανε, κι όσοι στο μέλλον θα θελήσουν να ξεσκαλίσουνε κείνα τα περιστατικά, φτάνοντας ως την ψυχολογία του λαού, θα γίνει φανερό πως με λεύτερες εκλογές ένα τέτοιο ποσοστό, μόλις θα συγκέντρωναν οι μοναρχικοί, που τώρα γινόντανε πλειοψηφία. Σε μένα συνέβαινε να απλοποιώ τα πράγματα και να βλέπω όλα εκείνα τα γεγονότα, σα μια επιχείρηση των Εγγλέζων για το σιγούρεμα της πολιτικής τους στην Ελλάδα, με την παλιννόστηση του αιώνιου πράχτορά τους, της μοναρχίας. Και τόντις μετά το ματωμένο πανηγύρι των εκλογών, κυβέρνηση έκανε ο Ντίνος Τσαλδάρης κι η τρομοκρατία δυνάμωνε κι επεχτάθηκε. Αν ενθυμούμαι τρεις για τέσσερις —κατά μέσο όρο— φόνοι, Digitized by 10uk1s
γινότανε την κάθε ημέρα, χωρίς τις άλλες πράξεις βίας, κι όλες σε βάρος οπαδών της Αριστεράς. Οι άλλοι δημοκράτες ελάχιστα υποφέρανε. Τώρα δα που κιόλας θάταν αντιπολίτεψη μέσα στο κοινοβούλιο, έπρεπε οι οπαδοί τους να τυχαίνουν από τους χίτες, τις συμμορίες και τη χωροφυλακή καλύτερη μεταχείρηση. Η ηγεσία του κομμουνιστικού Κόμματος που με το στόμα του Ζαχαριάδη ενέκρινε την επιχείρηση του Λιτόχωρου, σταμάτησε σ' αυτή την ενέργεια. Καμιά εντολή δεν πήραμε στις Περιοχές για να οργανώσομε τέτοιες επιχειρήσεις και τα πολιτικά εξελισσότανε με πράξεις βίας των μοναρχικών σε βάρος της Αριστεράς. Η ηγεσία του κινήματος εξακολουθούσε τη συνηθισμένη του πήγαιν'-έλα πολιτική της. Αργότερα —αφού χάθηκε και τούτος ο αγώνας— μαθεύτηκε πως τόντις ο Ζαχαριάδης έδωσε τη διαταγή για την επιχείρηση στο Λιτόχωρο, αποφασισμένος για την τέτοια δράση σε όλη την Ελλάδα. Αλλά σε λίγες μέρες που βρέθηκε σ' ένα συνέδριο του Κ.Κ. της Τσεχοσλοβακίας, ντάμωσε κει πολλούς ηγέτες κομμουνιστικών κομμάτων και κείνοι του δώσανε γνώμη ν' απέχει από ένοπλο αγώνα, μια που δεν ύπαρχε δυνατότητα να ενισχυθούμε απ' έξω από υλικά του πολέμου, όπως συνέβαινε με τον αντίπαλό μας. Μοιάζει να είναι όλα τούτα αληθινά, γιατί όταν γύρισε ο Ζαχαριάδης από την Πράγα, για κάμποσο ήτανε μουδιασμένος και ξεφωνούσε για συμφιλίωση, συμβιβασμό και συμφωνία με τον αντίπαλο, που σε λίγο η πραγματικότητα, οι ακατάπαυτοι φόνοι, η αλύγιστη συνέπεια της δεξιάς και των Εγγλέζων στην πολιτική τους να εξοντώσουν ολότελα την Αριστερά σαν κίνημα, τον έκανε να ξεχάσει τις συστάσεις των φίλων μας και να ξανάρθει, όχι βέβαια στο σωστό δρόμο που ήταν η γρήγορη προετοιμασία, γιατί είχαμε χάσει πολύ χρόνο, για ένα μαζικό σε όλη την Ελλάδα ξεκίνημα, μα στο «φύγε του λαγού και του σκύλου πιάσ' τόνε». Αυτόνε τον καιρό η κομμουνιστική οργάνωση της Κρήτης απαλλάχτηκε από την αρνητική επίδραση του πρώτου, σύμφωνα με την «επετηρίδα» στελέχους της, του Στέλιου Παπαδομιχελάκη, τουλάχιστο τυπικά. Το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος μήνυσε απόφασή του, ότι τον απαλλάσει από τα καθήκοντα του δεύτερου γραμματέα της κομματικής οργάνωσης Περιοχής και τον ορίζει δεύτερο της οργάνωσης του Αγροτικού Κόμματος στην Κρήτη, με το πρώτο το γιατρό Θόδωρο Μανούσακα. Αλλά ο σύντροφος δε δέχτηκε την απόφαση. Νόμισε τον εαυτό του αδικημένο, έφυγε για την Αθήνα, αλλά παρά τη μοναδική ικανότητά του να βγαίνει πάνω σαν το φελλό μετά μισό μήνα γύρισε «άπραχτος» στην Κρήτη. Το Κόμμα του είχε θέσει ζήτημα πειθαρχίας: «Ή πας εκεί που σε στέλνομε ή πηγαίνεις όπου θέλεις». Αυτός καμώθηκε πειθαρχία στο Κόμμα. Δεν είχε και τι άλλο καλύτερο για τον εαυτό του να κάνει. Οι συνέπειες όμως από την πολιτεία του τώρα κι ένα χρόνο στην κομματική οργάνωση της Κρήτης δεν θα θεραπευτούνε ποτές, γιατί εχτός από το στραβό δρόμο που έσπρωξε και θα σπρώχνει το κίνημα, εξόντωσε εκμεταλλευόμενος την τέτοια ψυχολογία του Βλαντά τους καλύτερους κομμουνιστές —όπως κι αλλού έχω ειπωμένα— που ποτές πια δεν θα μπορέσουν να σταθούνε και να γίνουν ξανά αποδοτικοί για το Κόμμα, εχτός αν λογαριάσομε ότι έδωσαν τη ζωή τους και δεκάδες χρόνια φυλακή και πολλά βάσανα. Απ' όλη την παλιά φρουρά του κινήματος της Κρήτης, τους εργάτες, εχτός βέβαια από το γραμματέα, ήμουν ο μόνος που έμενα ακόμης ορθός, αν και είχα αρχίσει να δέχομαι τα βέλη του ευθύς από τον πηγαιμό μου στην Κρήτη. Θα ρχόταν όμως η δική μου η σειρά. Αλλά για τότες, η πίκρα μου ήταν μεγάλη. Όχι μόνο γιατί έβλεπα κάθε στιγμή ότι αυτοί οι καλοί κομμουνιστές, εργάτες όλοι τους λείπαν από το κίνημα κι ότι η επανάσταση πολλά ζημιωνότανε, αλλά κι από την καθαρή, την ανθρώπινη, τη συναιστηματική πλευρά θλιβόμουνα για την τόση άδικη καταφρόνια τους. Απέναντί τους ντρεπόμουνα για τη δική μου θέση, αν και ποτές δε γινόταν να περάσει από τη σκέψη τους ότι είχα γίνει όργανο κείνου του επιζήμιου και της πολιτικής του, για να διατηρώ το πόστο μου, αλλά γιατί έλαχε ο τοτεσινός εαυτός μου ν' αποδίδει πολύ πάνω απ' το κανονικό και γιατί ο Βλαντάς, ευφυής, 16 είχε αρχίσει ν' αντιστέκεται σ' αυτόνε το χαλαστή.
Digitized by 10uk1s
Έπρεπε τώρα που παραμερίστηκε να διορθώσομε μερικές από τις συνέπειες της πολιτικής του και η κατάπρωτη ήταν να φανούμε νόμιμα, φανερά, ν' ανοίξομε γραφεία, γιατί απ' όλη την Ελλάδα μόνο στην Κρήτη, σε καμιά από τις πολιτείες της δεν λειτουργούσαν. Στον Παπαδομιχελάκη άρεσε, ακόμη εκείνο τον καιρό που σαν το θέλαμε καταλυούσαμε της δεξιάς την εξουσία, για τις δουλειές της οργάνωσης να τρυπώνει από σπίτι σε σπίτι σαν εκείνα τα άκαρδα πουλάκια που τα λένε τρυποφράχτες. Κι αυτή την ψυχολογία είχε μεταδώσει σε πάρα πολλούς από τα μεσαία στρώματα κομμουνιστές. Θυμάμαι που πήγαμε οι δυο μας με το γραμματέα της περιοχής Δ. Βλαντά στο συντριβάνι (στο παλιό λιμάνι της πόλης των Χανιών) κι ανεβήκαμε σε μια αίθουσα γεμάτη βλάχικους αργαλειούς. Ήτανε της οργάνωσης που στην απελευτέρωση λογάριαζε να κάνει υφαντήριο μ' απότυχε. Εκεί θα κάναμε τώρα γραφεία χωρίζοντας την αίθουσα σε δωμάτια. Αρχίσαμε λοιπόν το ξύλωμα των αργαλειών βάζοντας πρώτοι εμείς την αρχή. Την επόμενη όμως μέρα ήρθανε πολλά από τα μέλη του Κόμματος, μας έδιωξαν και σε δέκα μέρες τα γραφεία που σ' αυτά θα στεγαζόταν εχτός της Περιοχής Κρήτης και η Επιτροπή Πόλης Χανιών, ήτανε έτοιμα. Χρειάστηκε όμως κοντά ένας μήνας για να ξεμουδιάσει ο κόσμος και να έρχεται στα γραφεία εξαιτίας της συνήθειας στη μισοπαρανομία που κρατιόταν οι οργανώσεις μας στην Κρήτη. Κατ' ανάλογο τρόπο φτιάξαμε και τα γραφεία μας και στο Ηράκλειο. Εκεί μάλιστα σε μια μισοτελειωμένη οικοδομή κάναμε εχτός από τα χωρίσματα και τα πορτοπαράθυρα. Γιατί στις πολιτείες της Κρήτης που από τις βόμβες είχαν χαλαστεί κοντά τα μισά σπίτια, πολύς κόσμος στριμωχνόταν ακόμα μέσα στα χαλάσματα, ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί ένα αδειανό σπίτι. Αλλά και δίχως αυτό τώρα με τον αφηνιασμό της εξουσίας των μοναρχικών, σε πολλές πολιτείες της Ελλάδας ανατινάζονταν με δυναμίτες τα γραφεία μας κι ο κάθε ιδιοχτήτης δίσταζε να μας νοικιάσει το σπίτι του. Σε λίγο στα Χανιά και στο Ηράκλειο τα γραφεία μας είχανε γίνει μελίσσι. Τι κρίμα να χάσομε ενάμιση χρόνο από την απελευτέρωση ως εδώ με δίχως γραφεία. Το κίνημα θα ήτανε πιο ψηλά. Τα μέλη και τα στελέχη του δεν θα είχανε το αίστημα ότι με την πολιτική δράση τους παρανομούνε αλλά αντίθετα ότι κάνουν αγώνα για το νόμο και την ευταξία που όλα αυτά η δεξιά τα είχε γραμμένα κάτω από τα τσαρούχια του συμμορίτη. Και μα την πίστη μου παρά όλα που λέω, αυτόνε τον καιρό παρά την στραβή πολιτική, η Κρήτη έδινε μάθημα ευταξίας σε όλη την επικράτεια. Πάντα βέβαια στο γενικό κλίμα κείνης της εποχής. Ήτανε η πετυχεμένη δράση της Αυτοάμυνας, αλλά και από το βασικό λόγο ότι ο λαός της από λόγους εξέλιξης και ιστορίας, είναι αντιβασιλικός με νοοτροπία δημοκρατική, και πάντα στη μεγάλη του πλειοψηφία ένιωθε τη μοναρνία εχθρό του ελληνικού λαού και αίτιο κάθε διχασμού, καταστροφής και δυστυχίας. Αν ήταν δυνατόν ολόκληρος ο λαός της Ελλάδας να είχε τέτοια ψυχολογία, η εγγλέζικη πολιτική, παρά το ότι ο Κρητικός δεν είναι αντιαγγλόφιλος, δεν θα μπορούσε να έχει κανένα αποτέλεσμα και η πολιτική εξέλιξη του τόπου θα ήταν ομαλή. Κανένα άλλο γεγονός δεν μπορεί να αποδείξει τόσο καθαρά ότι τον εμφύλιο πόλεμο τον έφεραν οι Άγγλοι με την μοναρχία, όσο η κατάσταση της τάξης που επικρατούσε αυτή την εποχή στην Κρήτη.
Μετά τίς εκλογές η Κυβέρνηση του Ντίνου Τσαλδάρη δυνάμωσε ακόμα πιο πολύ τις κάθε λογιού πιέσεις σ' όλη την επικράτεια, τώρα μάλιστα, μαζί με τη συμμορίτικη και Χίτικη δράση και με την ταχτική εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από τμήματα του στρατού και χωροφύλακες. Με τις εκκαθαριστικές που δεν έλειπαν οι συλλήψεις και οι σκοτωμοί, γύρευαν να πετύχουν τη μαζική τρομοκράτηση του αγροτικού πληθυσμού. Ν' απογοητευτεί, να κουραστεί και να σηκώσει τα χέρια. Οι Εγγλέζοι που διαφεντεύανε τον τόπο, είχαν υποσχεθεί ότι το δημοψήφισμα, αν θα έρθει ή Digitized by 10uk1s
όχι ο βασιλιάς Γεώργιος θα γινόταν μετά δυο χρόνια από τις εκλογές, που θα «αποκαταστήνανε την τάξη». Ξαφνικά όμως αλλάζουνε και μικραίνουνε το διάστημα για το Σεπτέμβρη. Δηλαδή έξι μήνες διάστημα μετά τις εκλογές. Από δω φάνηκε τι σόι δημοψήφισμα θα ήταν αυτό που διατάσσανε οι ξένοι να κάνει μια κυβέρνηση όργανο του βασιλιά, που η βία τους και μόνο την έφερε στην εξουσία. Αλλά οι Εγγλέζοι φερνότανε —κι όχι βέβαια για πρώτη φορά— στο λαό της Ελλάδας, όπως ακριβώς σε μια από τις αποικίες τους: «Θέλομε νάχεις βασιλιά κι αφού εσύ δεν θέλεις, θα σ' τόνε φέρομε με το έτσι εμείς το θέλομε». Ακόμα στη βιασύνη τους να φύγουν από την Ελλάδα, λόγω που από παντού πιεζότανε, δεν μπορούσαν να δούνε φεύγοντας να σωριάζεται η πολιτική που με τα όπλα επιβάλανε και ήταν η παλιννόστηση της μοναρχίας και το όσο πιο πολύ γινόταν αδυνάτισμα του κινήματός μας. Γιατί έτσι μόνο θα εξασφαλιζόταν η εξουσία της δεξιάς. Αυτή η πολιτική τους ήταν φανερή, σταθερή και καθαρή. Και την ίδια στιγμή που οι αντίπαλοι είχανε μια τέτοια πολιτική εξακολουθούσε και η ηγεσία μας να έχει και κείνη το ίδιο σταθερά, τα πήγαιν'-έλα του τέλους της κατοχής και της απελευτέρωσης: «Θα μας πάει η ηγεσία μας ή δε θα μας πάει στον ένοπλο αγώνα;» ήταν το μεγάλο που ήθελε να μαντέψει ο κάθε αγωνιστής της εποχής εκείνης. Η αβεβαιότητα αυτή μαζί με το ξεμάκρεμα και τις λογιώ-λογιώ πιέσεις βαραίνανε όλο και πιο πολύ στον κάθε κομμουνιστή και δημοκράτη με αποτέλεσμα η σταθερότητα και η άνοδος που είχαμε τον τελευταίο χρόνο άρχισε να υποχωρεί και φτάνομε έτσι στην αρχή της σταθερής πισοδρόμησης. Πολλά νεαρά στελέχη μας θυμήθηκαν πως έπρεπε να σπουδάσουν κι άλλοι εγκαταλειπανε το κίνημα με άλλες αφορμές. Ξαναζούσαμε κείνη την κατάσταση της άνοιξης του 1945. Τότες όμως ήταν φανερό πως αργά ή γρήγορα θα σταματήσει το κακό, όπως και τώρα είναι φανερό πως το κακό όλο και θα καρφώνεται πιο πολύ στο σώμα του κινήματος. Θυμάμαι που σε μας στην Κρήτη ένα μέλος του γραφείου της Περιοχής, ο Μάρκος ο Ζουριδάκης, πρότεινε για το γραμματέα της οργάνωσης του Νομού Λασηθιού Μ. Κοκολάκη, πως ήτανε κρίμα να χάνει τον καιρό του κι ότι έπρεπε να του δώσομε την άδεια να πάει να σπουδάσει. Αυτός ο σύντροφος που βρέθηκε στέλεχος από τύχη, έλεγε την επανάσταση «χαμένο καιρό» γιατ' είχε βάλει πλώρη αυτός, το μέλος του ανώτατου οργάνου να καθήσει παράμερα. Ως εκεί είχε φτάσει το κακό. Έτσι η κάθε μέρα που περνούσε, αποδιοργάνωνε το λαϊκό κίνημα κι αντίθετα δυνάμωνε διπλά το μέτωπο της δεξιάς: Μια γιατί αδυνατίζαμε μεις, κι άλλη γιατί οργάνωνε στρατό, σώματα ασφάλειας, κρατικό μηχανισμό κι ενισχυότανε με σύνεργα του πολέμου από έξω. Θυμάμαι πως αυτή την εποχή βασανιζότανε το μυαλό μου μέρα και νύχτα ψάχνοντας για να βρει γιατί αυτός ο οπορτουνισμός στην πολιτική του Κόμματος: Ναι δε δούλευε το Κόμμα συλλογικά που τα μέλη του να μπορούσαν να δώσουν μια σταθερή πορεία. Αλλά εκεί πάνω; Τι έκανε ο αρχηγός, το Πολιτικό Γραφείο, η Κεντρική Επιτροπή; Για τον αρχηγό, ούτε άγγιζε τη σκέψη μου ότι μπορούσε να έχει την ελάχιστη ανεπάρκεια. Για όλους τους άλλους όμως εξαιτίας των περασμένων σφαλμάτων, ήμουνα σίγουρος. Είχε καταγγείλει ο Ζαχαριάδης μετά την πρώτη του γνωριμία με τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, όταν είχε γυρίσει από το Νταχάου, ότι βρήκε «μια Κεντρική Επιτροπή που σχεδόν στο σύνολό της αποτελείται από διανοούμενους» - μικροδιανοούμενους δηλαδή. Και δεν είχε αλλάξει αυτή η σύνθεσή της με την εκλογή νέας από το συνέδριο του 1945. Κι όπως το ξέρομε κι από τη θεωρία κι από τη ζωή —σε όλη μας τη ζωή— αυτό το στρώμα έχει μέσα του την αστάθεια την υπερεπανάσταση και την κατάπτωση. Φυσικά δεν ήθελε η σκέψη μου να δει ότι κι ο αρχηγός ήτανε από προέλευση ένας από αυτούς και για το λόγο αυτό δεχότανε τόσο πολύ τις μικροαστικές επιρροές. Έτσι την ευθύνη για την καταστροφή που έβλεπα να γίνεται στο κίνημα την ήθελα όλη στην Κεντρική Επιτροπή κι απάλλασσα το Ζαχαριάδη, νομίζοντας ότι παλεύει αγώνα υπεράνθρωπο να βάλει τους συνεργάτες του κι όλο το Κόμμα σε μια σωστή και σταθερή πορεία.
Μετά την απαλευτέρωση, η δεξιά της Ελλάδας άρχισε να οργανώνει από κανονική στρατολογία στρατό που θα της εξασφάλιζε την εξουσία. Οι Εγγλέζοι βάνανε τα έξοδα και τους οργανωτές. Η Digitized by 10uk1s
δεξιά ύστερα απο κάμποσα κοσκινίσματα έδινε τα στελέχη. Το στρατό αυτό η δεξιά τον ήθελε αποκλειστικά για τον «εσωτερικό εχθρό». Για τα σύνορα ποιος νοιαζόταν αυτή την εποχή. Αυτά τα εξασφάλιζαν οι συμφωνίες των νικητών του πολέμου. Έτσι η δεξιά είχε τον καιρό να κάνει ένα στρατό καθάριο δικό της, όχι εθνικό μα ταξικό στρατό. Τα φουσάτα που ως τώρα είχε φτάξει από τους στρατιώτες που είχαν υπηρετήσει στα «τάγματα ασφαλείας» των Γερμανών, με τις συνήθειες που είχαν αποχτήσει στο πλιάτσικο, ήταν στρατός της περίστασης: την εξυπηρετούσε αλλά και την εξέθετε. Ο πυρήνας των αξιωματικών που μπορούσε να χρησιμοποιήσει η δεξιά αποτελεσματικά ήταν από αυτούς που στο κίνημα της Μέσης Ανατολής στάθηκαν πιστοί στη μοναργία και όσοι εδώ στην Ελλάδα είχαν υπηρετήσει στα «Ταγματα Ασφάλειας» που έφτιαξαν οι Γερμανοί. Οι άλλοι αξιωματικοί που κιόλας ήταν οι πολλοί, αρχής από τους δημοκράτες του αντιμοναρχικού κινήματος του 1935, ως αυτούς που στελέχωσαν τον ΕΛΑΣ, μόνιμο κι εφεδρικό και κάθε άλλο που έμενε δημοκράτης, μπήκανε στο μαύρο πίνακα που του έδωσαν το όνομα «Β' πίνακας». Αυτή την εποχή οι πολιτείες και τα χωριά της Ελλάδας ήταν πλημμύρα από νέους για στράτεψη: Πέντε σωστές κλάσεις από του 1941 ως του 1945. Αυτή όμως η γενιά των νέων ανθρώπων ήταν που φλογίστηκε και φλόγισε τον αγώνα του Ελληνικού έθνους για την απελευτέρωσή του από τους ξένους καταχτητές. Αλλά η γενιά αυτή στα χρόνια και στη βράση του αγώνα διδάχτηκε και είδε πως ο αγώνας για τη λευτεριά από τους ξένους, με όποιο όνομα, ήταν αξεχώριστος από τον αγώνα κατά της μοναρχίας και του φασισμού της Ελλάδας και τώρα. στεκόταν στην κατάσταση που επιβλήθηκε με το ξένο κανόνι, απερίγραφτα εχθρική. Από αυτή τώρα τη γενιά την εχθρική, τη φανατισμένη στο σύνολό της, έπρεπε η δεξιά να πάρει και να φτιάξει στρατό για να στηρίξει την εξουσία της! Δε δείλιασε η δεξιά. Γιατί τα χρόνια αυτά ούτε για μια στιγμή δεν είχε οπορτουνισμό, την έκανε έτσι ο κίντυνος που ένιωθε να την τυλίγει και η διδαχή των έμπειρων στα τέτοια ξένων αφεντικών της. Μα δεν είχε κι άλλη εκλογή για να κάνει. Άρχισε τη στρατολογία. Από κάθε κλάση ένα μεγάλο ποσοστό - στην αρχή τους πιο πολλούς από τους κληρωτούς το έστελνε πισω στα σπίτια του. Στις στρατώνες γινόταν με πολλή μαστοριά (εγγλέζικη) η επεξεργασία. Το συσσίτιο ήταν καλό, χαρτζιλίκι, τσιγάρα, παπούτσια. Σε κείνη τη φτώχια και τη γύμνια που ο ελληνικός λαός περίμενε να τραφεί από τα δράμια του δελτίου και να ντυθεί από τ' αποφόρια, η ζωή αυτή σε μια πορεία μαζί με τα γυμνάσια, τα τραγούδια (στην αρχή όχι μιλιταριστικά), τα ελαφρά καψόνια και τις πλύσεις, άρχισε να επιδρά στους στρατιώτες, να τους μαλακώνει και σιγά-σιγά να τους ξεκολλάει από το δημοκρατικό κίνημα, ένα ξεκόλλημα ανεπαίστητο σ' ένα που δεν μπορούσε να καρφώσει του νου τη ματιά σε κείνο το εργαστήριο των ψυχών. Εμείς διατηρούσαμε στα Κέντρα Βασικής Εκπαίδευσης (Κ.Β.Ε.) και στους στρατώνες καλές κομματικές οργανώσεις και για πολύ καιρό κρατούσαμε στην επιρροή του δημοκρατικού κινήματος τους στρατιώτες. Ο καιρός όμως όπως περνούσε, ωφελούσε τη δεξιά και τους Εγγλέζους και ήταν καταστροφή για μας. Αυτά με τη στράτεψη και τους στρατώνες για όλη την Ελλάδα. Ας έρθομε όμως πάλι στην κομμουνιστική οργάνωση Περιοχής Κρήτης.
Κατά τις αρχές του Μάη του ίδιου χρόνου (1946) κλήθηκε η κομματική οργάνωση της Περιοχής Κρήτης σε συνδιάσκεψη. Αντιπρόσωποί της ήρθαν απ' όλη την Κρήτη βγαλμένοι από συνελεύσεις των κομματικών οργανώσεων βάσης κατά τα έθιμα της εποχής. Οι εργασίες άρχισαν και τέλειωσαν στο σπίτι του Τάκη Περακάκη, δεύτερου γραμματέα της οργάνωσης Χανιών, στο κέντρο της πόλης δίχως μυστικότητα και με μικρή φρούρηση από την Αυτοάμυνα. Η αστυνομία άλλη ενόχληση από το πέρασμα δύο ή τριών μικροομάδων από χωροφύλακες κατά τη μέρα των εργασιών δε μας έκανε. Εδώ μάλιστα μπορώ να πω ότι η δεξιά της Κρήτης καθώς και οι κρατικές αρχές στην αδυναμία τους για όποια αντιμετώπισή μας, προτιμούσαν η λειτουργία και η δράση της οργάνωσης μας να είναι φανερή, το κρυφό σαν το μάθαιναν τους τρόμαζε.
Digitized by 10uk1s
Αντιπρόσωπό του στη συνδιάσκεψή μας το Πολιτικό Γραφείο είχε στείλει και αυτή τη φορά το Μιλτιάδη Πορφυρογένη. Τά θέματά μας, όπως συνήθως, ήταν, εχτός από λίγα μικροζητήματα, δύο: Έκθεση για τη δράση της οργάνωσης Κρήτης και εκλογή νέου καθοδηγητικού οργάνου. Μιλώντας ο γραμματέας Μ. Βλαντάς για τις επιτυχίες της οργάνωσης τόνισε ότι στην Κρήτη δεν μπόρεσε το μαύρο μέτωπο να επιβάλει την τρομοκρατία όπως στην ηπειρωτική Ελλάδα ανοίγοντας έτσι το δρόμο του εμφύλιου πολέμου και κάλεσε τους κομμουνιστές και το λαό της Κρήτης να τσακίσουν κάθε μελλοντική απόπειρα της λυσσασμένης αντίδρασης που θα διπλασιάσει τις προσπάθειές της εξαιτίας του δημοψηφίσματος για την παλιννόστηση των Γλύξμπουργκ. Είπε ύστερα για τα κέρδη του Κρητικού λαού από τους πετυχεμένους οικονομικούς αγώνες και φυσικά για την επιτυχία μας στο μεγάλο ποσοστό αποχής από τις εκλογές στις 31 του Μάρτη. Και οι αντιπρόσωποι μίλησαν με αισιοδοξία: Κατάγγειλαν τις απόπειρες της δεξιάς να τρομοκρατήσει το λαό αλλά υποσχέθηκαν και για το μέλλον το τσάκισμα κάθε απόπειρας να ματοκυλήσει τον τόπο. Σε μένα άρεσε εξαιρετικά το πνεύμα αδερφοσύνης και η φιλικότητα ανάμεσα στους αντιπροσώπους, που αν θυμάμαι ξεπερνούσανε τους σαράντα. Έτσι με αυτό το πνεύμα είχα φανταστεί και τους αντιπροσώπους του Κρητικού λαού στις παλιές επαναστάσεις. Πιο πέρα όμως από αυτό μου τον ενθουσιασμό, δε με ικανοποιούσε το γεγονός ότι η συνδιάσκεψή μας δε συζητούσε το θέμα που από μόνο του χτύπησε κι έσπασε την πόρτα και μπήκε κι επίμονα κάθε μέρα και κάθε ώρα ζητούσε μια απάντηση! Και ο τόπος και η ώρα για να δοθεί και να συζητηθεί το θέμα ήταν αυτός εδώ: «Θα απαντήσομε ή δεν θα απαντήσομε στον αντίπαλο με τα όπλα; με τα ίδια μέσα δηλαδή που μας πολεμούσε. Αν απαντήσομε πώς και πότε θ' απαντήσομε. Αν δεν απαντήσομε, γιατί και πως θα παλέψομε άοπλοι εμείς την ένοπλη επίθεση του αντίπαλου που όλο και δυνάμωνε. Με βασάνιζε μια υποψία ότι παίζαμε το κόλπο της στρουθοκάμηλος. Στην ομιλία μου είπα εκείνα που είχα μέσα μου για λόγους συνωμοτικούς, όσο πιο σκεπασμένα μπορούσα. Γίνηκε φανερό ότι στην Κρήτη πρέπει να λυθεί το αδιέξοδο της πολιτικής μέσω του μαζικού αγώνα για τα ζητήματα του λαού, προτείνοντας σαν χρόνο ξεσπάσματος τα μέσα του μήνα Σεπτέμβρη και σαν κεντρικό αίτημα το ζήτημα της φορολογίας των ρακοκάζανων. Το ζήτημα αυτό συγκινούσε τότες όλο τον πληθυσμό της Κρήτης. Ως αυτή την εποχή - το φθινόπωρο - βεβαίωσα ότι θα συγκρατήσομε τις επίμονες προσπάθειες της κυβέρνησης Τσαλδάρη να επεχτείνει και ουσιαστικά το κράτος της και στο νησί μας. Οι πιο πολλοί απ' τους αντιπρόσωπους κατάλαβαν το πνεύμα της πρότασής μου: ότι μιλούσα για επανάσταση, που θα καταλυούσε το κράτος των μοναρχικών στην Κρήτη. Φαίνεται ότι άρεσε η ομιλία μου και όπως κατάλαβα, ιδιαίτερα στον αντιπρόσωπο του Π.Γ. του Κόμματος, Πορφυρογένη γιατί στον κατάλογο των υποψηφίων, ενώ το όνομά μου βρισκότανε έχτο στη σειρά όταν διακόψαμε κρεμάστηκε άλλο χαρτί που τόφερε τρίτο. Πρέπει εδώ να πω ότι από αυτή τη συνδιάσκεψη που ήταν και η τελευταία της κομμουνιστικής οργάνωσης της Κρήτης και που ο καθένας είπε σχετικά ελεύθερα τη γνώμη του, χωρίς συνέπειες, αρχίζει και η στενοχώρια της Δημοκρατίας μέσα στο Κόμμα ώσπου θα φτάσομε στον πλήρη εξοστρακισμό της, ως και μέσα από την ίδια τη σκέψη μας. Μ' άλλα λόγια την εποχή αυτή, με το Ζαχαριάδη νάχει πιάσει τώρα όλα τα γκέμια, αρχίζει η κατάσταση εκείνη που αργότερα πήρε το όνομα προσωπολατρία. Ως τώρα, κουτσά-ψυχρά κι ανάποδα μπορούσε να πει ο καθένας περίπου τη γνώμη του, αλλά στα θέματα εκείνα μόνο που ερχόταν για συζήτηση. Αλλά τα μεγάλα ζητήματα όπως από ώρας και παλιότερα έχω ειπωμένα, δεν ήρθανε ποτές σε μια γενική συνέλευση των μελών του Κόμματος - θέλω να πω να συνεδριάσουν όλες οι κομματικές οργανώσεις βάσης σε όλη την Ελλάδα να πούνε τη γνώμη και κατά πλειοψηφία να παρθούν αποφάσεις. Την επόμενη μέρα γίνηκε η εκλογή του καθοδηγητικού οργάνου. Προτάσεις άλλες από κείνες που είχε κάνει η καθοδήγηση, από αντιπροσώπους, δε γράφτηκαν στον κατάλογο. Αν αυτή τη φορά βρισκόταν στη συνδιάσκεψή μας ο Θόδωρος Πάγκαλος, θα προτεινόταν και θα έβγαινε κιόλας παμψηφεί. Τώρα εκλέχτηκαν τα παρακάτω ονόματα: 1) Δημήτρης Βλαντάς 2) Δημήτρης Μακριδάκης 3) ο γράφων 4) Βαγγέλης Χατζηαγγελής 5) Μάρκος Ζουριδάκης 6) Βαγγελιώ Κλάδου 7) Digitized by 10uk1s
Χαρίλαος Ψιλάκης. Ψηφίστηκαν ακόμη άλλοι οχτώ σύντροφοι που μαζί με τους πρώτους αποτέλεσαν την κομματική επιτροπή Περιοχής και που τυπικά σε συνεδρίασή της την επόμενη μέρα έκλεξε τους πρώτους εφτά του ψηφοδελτίου για καθοδήγηση. Στον καταμερισμό παράμεινε ο Βλαντάς γραμματέας της Περιοχής, ο Μακριδάκης γραμματέας της Οργάνωσης Χανιών. Πρέπει να ξεκαθαρίσω εδώ ότι παρά τ' ότι είχε εκλεγεί δεύτερος στη σειρά, καθήκοντα δευτέρου γραμματέα δεν ανάλαβε ποτές. Αυτά, άλλα κράτησε ο Βλαντάς, κι άλλα μοιράστηκαν σε όλους μας. Σε μένα εχτός της στρατιωτικής ευθύνης που είχα μέχρι τώρα, ανατέθηκαν όλα τα καθήκοντα του οργανωτικού γραμματέα χωρίς να ονομαστώ τέτοιος, (παράνομος τεχνικός μηχανισμός, τυπογραφεία, συνδέσεις και τα λοιπά) επειδή το Κόμμα από καιρό μας είχε βάλει το καθήκον της ολόπλευρης οργανοτεχνικής προετοιμασίας των οργανώσεών του κι ο Ζαχαριάδης πάνω στο θέμα είχε γράψει κύριο άρθρο στο «Ριζοσπάστη». Στο Ζουριδάκη ανατέθηκε ο τομέας της διαφώτισης, στο Χατζηαγγελή η νομική εκπροσώπηση και η ευθύνη των σχέσεών μας με τα άλλα εαμικά κόμματα και τις αρχές. Στη Βαγγελιώ Κλάδου η κομματική οργάνωση γυναικών Κρήτης και στον Ψιλάκη, μια που η καθοδήγηση της ΕΠΟΝ είχε πάψει να γίνεται άμεσα απ' τις κομματικές οργανώσεις, προτάθηκε να ανατεθεί ένας καινούργιος τομέας δουλειάς, χρήσιμος καθώς φάνηκε για το Ζαχαριάδη, η υπηρεσία της επαγρύπνησης μέσα στις οργανώσεις. Αλλά ο σύντροφος αρνήθηκε αυτήνε την... τιμή και επειδή συνέβαινε οι ευθύνες που είχαν ανατεθεί σε μένα να είναι πάνω από τις δυνατότητές μου, η κακομοίρα η επαγρύπνηση έμενε ως το τέλος ξεκρέμαστη χωρίς να θέλει κανείς να την αγγίξει. Δεν επίμενε όμως κι ο Βλαντάς. Και εδώ πρέπει να πω ότι ο άνθρωπος δεν ήταν τότες όπως κατοπινά τον μολογάνε οι σύντροφοί του σαν είχε καταντήσει όργανο της πολιτικής του αρχηγού. Κοντά στον απότομο χαραχτήρα, ύπαρχε και η πολλή ανθρωπιά και η φρονιμάδα. Αργότερα στις αντιρρήσεις τις δικές μου για να βάλομε στην οργάνωση μια τέτοια φωτιά πρόστεσε: «Οι επαγρυπνητές της βάσης θα καταντήσουν χωροφύλακες κι ανάγκη από τέτοιους δεν έχομε». Αλλά από μια στιγμή σκέψης —πρέπει να θυμήθηκε ότι παραβιαζόταν απόφαση του Κόμματος— πρόστεσε: «Κάποιος όμως πρέπει να είναι υπεύθυνος, δε γίνεται αλλιώς». Πριν να φύγει ο Πορφυρογένης πίσω στην Αθήνα ζήτησα μια ιδιαίτερη συνάντηση μαζί του. Ήτανε παρών και ο Βλαντας. Θέλησα να του εξηγήσω καταλεπτώς το νόημα της ομιλίας μου στη συνδιάσκεψη για να πληροφορήσει το Κόμμα: Η πρότασή μου για την οργάνωση μαζικού ξεσπάσματος αγώνων το φθινόπωρο με κεντρικό αίτημα την ελεύθερη απόσταξη της τσικουδιάς, θα ήταν μια εξέγερση για την κατάλυση της εξουσίας των μοναρχικών: «Θα τους στήσομε μια ενέδρα για το φθινόπωρο» κατάληξα, υπολογίζοντας ότι ως τότες ο ένοπλος αγώνας που είχε για τα καλά αρχίσει στα βουνά, θα είχε πιάσει όλη την ύπαιθρο της ηπειρωτικής Ελλάδας. (Σε συζητήσεις που κάναμε πάνω σ' αυτό το θέμα με το Βλαντά είχαμε συμφωνήσει ότι και αν οι μοναρχικοί έφερναν στην Κρήτη μια μεραρχία στρατό για να καταπνίξουν το κίνημα, το όφελος τότες θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο γιατί θα είχαμε μια άνοδο στα μέρη που θα άδειαζαν από στρατό. Ακόμα κατά κάποιο τρόπο είχαμε πει ότι η τέτοια ταχτική —το μαζικό ξεσήκωμα— θα ήταν και μάθημα για τους δικούς μας στην Ελλάδα). Ο αντιπρόσωπος φάνηκε πολύ ενθουσιασμένος από το σχέδιο αλλά και από τις δίχως συζήτηση δυνατότητες επιτυχίας του και η μόνη παρατήρησή του ήταν να μας πει ότι σε όλη την πορεία της προετοιμασίας του αγώνα αυτού θα πρέπει να πληροφορούμε το Π.Γ. Βγαίνοντας από το δωμάτιο που κουβεντιάσαμε με αστειεύτηκε για το πόστο που επίσημα πια είχα πάρει, προσθέτοντας ένα γνωμικό που λέγεται στην Κρήτη... Ο Πορφυρογένης ήταν ο μόνος απ' όλα τα ανώτατα και τα ανώτερα στελέχη του Κόμματος που είχε διαβάσει Κρητική Ιστορία και φιλολογία και είχε μια σωστή ιδέα για την ψυχοσύνθεση του Κρητικού σε κάθε ένα από τα διαμερίσματα του νησιού, του ανατολικού και του δυτικού. Είχε βέβαια και γυναίκα Κρητικιά και μάλιστα διανοούμενη, τη Φούλα Χατζιδάκη και κάμποσο διάστημα είχε ζήσει στην Κρήτη παράνομος όταν με την κατάρρευση της Ελλάδας είχε αποδράσει από τη Μήλο. Ο Πορφυρογένης εχτός που ήταν ένας πραγματικός άνθρωπος, ήταν από τις πρώτες προσωπικότητες μέσα στο κίνημα. Digitized by 10uk1s
Με τη συνδιάσκεψή μας αυτή ταχτοποιήθηκαν κατά κάποιο τρόπο τα εσωτερικά ζητήματα της οργάνωσης της Κρήτης και τώρα έπρεπε να κινητοποιούμε ακατάπαυστα τον Κρητικό λαό για τα καθημερινά οικονομικά του ζητήματα για τη διατήρηση του δημοκρατικού του φρονήματος έτσι που να ματαιώνει τις απόπειρες της κυβέρνησης Τσαλδάρη. Κάναμε τότες κάμποσες καλές συγκεντρώσεις. Ακόμα είχαμε να προετοιμάσομε την οργάνωση και το λαό για το δημοψήφισμα και όσο θυμάμαι έπρεπε να είναι οι δυνάμεις μας έτοιμες να τσακίσουν πραξικόπημα σε περίπτωση που οι μοναρχικοί θα έχαναν τη πλειοψηφία. Δεν θυμάμαι πότες πήρε την απόφαση το Κόμμα για τη συμμετοχή μας στο δημοψήφισμα κι αν υπήρξαν αντιδράσεις της οργάνωσης Κρήτης. Ήταν όμως ο καιρός που τα μέλη και τα στελέχη μας είχαν πάψει από καλλιέργεια τέτοιου πνεύματος, όπως το έχω πει, μα και από εμπιστοσύνη στον αλάθητο αρχηγό μας να λένε την αντίθετη γνώμη τους ή ακόμα να βασανίζουν το μυαλό τους. Στις εκλογές είχαμε κάνει αποχή με βασικό λόγο την τρομοκρατία. Τώρα που η τρομοκρατία ήταν ακόμη μεγαλύτερη, παίρναμε μέρος, δίναμε κύρος και νομιμότητα στο δημοψήφισμα. Αλλά στις τέτοιες ανακολουθίες ήταν αδύνατο, όπως λέω, όχι ν' αντιδράσομε, αλλά και να τις συλλάβει το μυαλό των μελών μας. Μπορεί οι πιο κοντινοί φίλοι μας μέχρι και τους φιλελεύθερους αντιπάλους μας να έλεγαν καλόπιστα είτε από πνεύμα πολεμικής τη γνώμη τους και να φώναζαν για τα σφάλματα που έκανε το Κόμμα μας, αλλά στον αφηνιασμό μας ελάχιστα τους προσέχαμε.
Είχαμε αρχίσει τις προετοιμασίες για να είμαστε έτοιμοι όταν θα περνούσαν οι οργανώσεις μας στην παρανομία. Ο αρχηγός φώναζε ότι η κάθε οργάνωση θα βαθμολογιέται ανάλογα με το πόσο προετοιμάζεται οργανωτικά και τεχνικά. Είχα την ευθύνη για όλα αυτά κι έτρεχα από τα Χανιά στο Ηράκλειο. Δεν ξέρω όμως πώς θα μπορούσα να κάνω αυτή τη δουλειά, αν δεν πειθόμουνα, όλο και πιο πολύ, ότι λαθεμένη είναι η πολιτική και η ταχτική του Κόμματος, αν δεν είχα σοβαρές υποψίες ότι, και στην Κρήτη, που όποια στιγμή το αποφασίζαμε, μπορούσαμε να καταλύσομε την Τσαλδαροκρατία, θα έφτανε ένας καιρός που η δεξιά θα μας έπαιρνε την πρωτοβουλία και θα μας υποχρέωνε σε μια παρανομία. Στελιώσαμε λοιπόν και καμουφλάραμε δυο τυπογραφεία, ένα στο Ηράκλειο, άλλο στα Χανιά, τα εφοδιάσαμε με χαρτί και μελάνι, εκπαιδέψαμε δυο πιστά μέλη μας τυπογράφους, ετοιμάσαμε το μηχανισμό διανομής και δοκιμάσαμε όλο το σύστημα αν δουλεύει στην εντέλεια. Εδώ βέβαια υποχρεωτικά ο λογαριασμός γίνεται χωρίς τον ξενοδόχο. Την οργάνωση του Ρεθέμνους προμηθέψαμε μ' ένα γερμανικό πολύγραφο, γραφομηχανή και τ' άλλα απαραίτητα υλικά. Για το Νομό Λασηθιού σαν άκρια της Κρήτης δε νοιαστήκαμε για τέτοια. Ύστερα ετοιμάσαμε τους μηχανισμούς σύνδεσής μας με την Αθήνα για ανθρώπους και για γράμματα και άλλο μηχανισμό για τις συνδέσεις της Περιοχής με τις οργανώσεις του νησιού. Κι ενώ εμείς από τη νομιμότητά μας φτιάχναμε το μηχανισμό μας για να δράσομε, όταν η αντίδραση θα μας καπάκωνε, η μοναρχική κυβέρνηση της Αθήνας δρούσε αυτή παράνομα στο νησί μας. Κάθε τόσο έστελνε ανθρώπους της να οργανώσουν ένα μηχανισμό τρομοκρατίας, καταστροφών και φόνων και μάλιστα κάποια φορά στείλανε το στρατηγό Βάλβη, γιο, όπως διαδόθηκε από τους παλιούς Βενιζελικούς του '20, μεγάλης κυρίας της τιμής στην αυλή του Κωνσταντίνου, αλλά δεν κατάφερε πολλά πράγματα. Γλύτωσε όμως γιατί αργά γίνηκε γνωστός ο ερχομός και ο σκοπός του, αλλά πλήρωσαν όσοι από τους πράχτορές του θέλησαν να κινηθούν, με κάμποσες μέρες ακινησίας σε κλινική, γιατί ήταν στην πολιτική μας να μην αφαιρέσομε ζωές. Ο Παυλαντωνέας μάλιστα, ένας φανατισμένος βασιλόφρονας δοντογιατρός, ξεκουράστηκε για πολλές μέρες. Κάτι όμως καταφέρνανε με τους ανθρώπους που στέλνανε και τα χρήματα που χαλάγανε. Στα Χανιά μπόρεσαν ν' ανοίξουνε γραφεία της «Χ» κι είχανε μαζέψει κάμποσα παιδιά που τα παραφύλαγαν Digitized by 10uk1s
χωροφύλακες. Όταν όμως τα έσπρωξαν ν' αρχίσουνε «δράση»» η Αυτοάμυνα τους πήρε όσα μπιστόλια βρέθηκαν πάνω τους και τους έκλεισαν τα γραφεία. Και στο Ρέθεμνος κατάφεραν ν' αναστήσουν την παλιά τραμπουκοκρατία ξοδεύοντας κάποιο ποσό και μαζί με χωροφύλακες να καταστρέψουν τα τυπογραφεία της εφημερίδας μας «Νίκη». Και δω όμως πρέπει να λογαριαστεί ότι απότυχαν γιατί την ίδια βδομάδα η εφημερίδα κυκλοφόρησε πάλι. Θυμάμαι ότι είχα πάει στο γέρο Καλαϊτζάκη, ένα παλιό φιλελεύθερο ιδιοχτήτη της «Κρητικής Επιθεώρησης» και τον παρακάλεσα να μας τυπώσει το φύλλο. «Να μη με παρακαλάς, μου είπε, είναι χρέος μου. Μέχρι να ταχτοποιήσετε το τυπογραφείο σας θα σας τυπώνω την εφημερίδα σας δωρεάν. Αυτά τα πράγματα είναι αίσχος να τ' αρχίσουν και στην Κρήτη». Σε λιγον καιρό όμως ξαναβάρεσαν τη «Νίκη» αλλά η οργάνωση για να δοκιμάσει πώς δούλευε ο παράνομος εκδοτικός μηχανισμός της την έβγαλε στον πολύγραφο, ώσπου οι Ρεθεμνιώτες της Αθήνας έστειλαν μερικές κάσες στοιχεία και το φύλλο κυκλοφόρησε κανονικά. Και στο Νομό Λασηθιού πιάσανε το γραμματέα της ΕΠΟΝ Κρήτης Λευτέρη Γ. Ξενάκη καθώς και τον παλιό κομμουνιστή ακροναυπλιώτη Γιώργο Σμπώκο. Στο Σμπώκο μάλιστα έκαναν και μήνυση για οργάνωση συμμοριών και του ετοιμάζανε δίκη. Κατάφερε όμως η οργάνωσή μας να τους λευτερώσει με δίχως πολλή δυσκολία. Οι δοκιμές όμως των μοναρχικών δε σταματάνε. Στα Χανιά πιάσανε τον Γιώργη Παπαδάκη, κρεοπώλη αλλά την ίδια μέρα απελευτερώθηκε και είχαμε συνέχεια...
Στο μεταξύ, μετά λίγο διάστημα από τις εκλογές στην Κρήτη έφτασε ο απόστρατος στρατηγός Βούλτσος για Γενικός Διοικητής. Και για το Βούλτσο κυκλοφόρησε αμέσως ότι κι αυτός είναι του κύκλου της αυλής, γιος μεγάλης κυρίας της τιμής και τα άλλα. Η πρώτη δουλειά του ανθρώπου αφού κλείστηκε στο μέγαρο της Γενικής Διοίκησης Κρήτης ήταν να ιδρύσει ένα «ειδικό Γραφείο» που μ' αυτό, κι όχι με το διοικητικό μηχανισμό, λογάριαζε να υποτάξει την Κρήτη στη μοναρχία και την κυβέρνηση του Τσαλδάρη. Ο Βούλτσος απαίτησε να του δίνεται κάθε πρωί αναφορά από έναν αξιωματικό της χωροφυλακής για τα «συμβάντα». Αλλά επειδής οι αναφορές αυτές ήταν μονότονες και δεν είχαν «συμβάντα» έξω αν καμιά φορά πήγαιναν κανένα της «Χ» σε κλινική, ο στρατηγός στενοχωριούνταν. Ένα πρωινό μάλιστα αγαναχτισμένος έβαλε τις φωνές διώχνοντας τον αξιωματικό: «Και τι θέλετε ρε! Να σπάσουν οι κουκουέδες μερικά κεφάλια εθνικοφρόνων για να μου αναφέρετε συμβάντα;». Άλλη φορά είχε πει ότι στον Πόρο περιμένουν τρεις χιλιάδες πεζοναύτες, έτοιμοι στις διαταγές του και να μη φοβούνται να βαράνε τους κουκουέδες. Παρά το ότι όμως ο αντίπαλος μ' αυτές τις ακατάπαυτες απόπειρές του να τρομοκρατήσει, κρατούσε το κίνημά μας σε κατάσταση εκνευρισμού και κινητοποίησης που αγαναχτούσε και κούραζε τα μέλη και τα στελέχη μας, άντεχε ακόμα, ενώ ο αντίπαλος βρισκόταν σε αδυναμία και απογοήτεψη μεγάλη. Είχαμε το καλύτερο δίχτυ πληροφοριών που μπορεί να υπάρξει. Θυμάμαι ένα γράμμα σταλμένο από την Αθήνα από ένα στέλεχος του Τσαλδάρη, το Χρηστάκη, προς το Νομάρχη Ηρακλείου, που ήταν ένας παλιός πολιτευτής βασιλόφρονας, ο Σγουρός. Έλεγε λοιπόν ο Χρηστάκης —σε λίγο ήταν κι αυτός Νομάρχης στα Χανιά— ότι: «ο κύριος Πρόεδρος (ο Πρωθυπουργός) γνωρίζει ότι οι Σλαβοεαμίται και οι καπεταναίοι της Κρήτης σε δεδομένη στιγμή θα ανατρέψουν τας νομίμους του Κράτους αρχάς... Ο αγών όμως τελικώς θα κριθή εν τη ηπειρωτική Ελλάδι». Κι ένα μοναρχικό φύλλο που κυκλοφόρησε για λίγους μήνες στα Χανιά, η «Έρευνα» έγραψε και τούτο το χαρακτηριστικό της απογοήτεψής τους: «Πρέπει όλοι ημείς οι εθνικόφρονες της Κρήτης να μεταλάβωμεν των αχράντων μυστηρίων, ίνα είμεθα έτοιμοι όπως μεταστώμεν εις Κύριον όταν οι Σλαβοεαμίται εκτελεσταί της ΟΠΛΑ αποφασίσωσιν προς τούτο». Κι όσο περνούσαν οι μέρες με εξουσία μοναρχική κι όσο αύξαινε ο Digitized by 10uk1s
Βούλτσος τις προσπάθειές του να πετύχει καθεστώς τρόμου, κι όσο πετυχεμένα και αναίμαχτα περνούσαμε τις απόπειρες αυτές και η Κρήτη ζούσε σε σχετική ευταξία μέσα στην κόλαση που κατάφερε να μεταβάλει την Ελλάδα η μοναρχία κι ο δοσιλογισμός, τόσο ο λαός της Κρήτης συγκεντρωνόταν γύρω στο κίνημά μας αυξάνοντας τη δύναμή του. Στην απελπισία τους οι αντίπαλοι έδιωξαν στην ηπειρωτική Ελλάδα όλους τους Κρητικούς χωροφύλακες κι έφεραν απ' εκεί άλλους. Ήτανε κάτι χωροφυλακάκια μόλις βγαλμένα από τις Σχολές, μα κείνα τα έρμα, πριν ακόμα πατήσουν στην Κρήτη τάχε κιόλας κομμένα κρύος ιδρώτας από το φόβο. Δεν ωφελήσανε σε τίποτα κείνους που τα κουβάλησαν, εμείς όμως είχαμε κάποιο όφελος γιατί όταν λάχαινε να τα πετύχουν ξεμοναχιασμένα οι αυτοαμυνίτες τους έπαιρναν τα μπιστόλια, δίχως καμιά αντίσταση, εξόν τα κλαψουρίσματα ότι θα τους τιμωρήσει η «υπηρεσία» τους. Ύστερα έκρυψαν τα μπιστόλια στα μπαούλα τους κι ο Βούλτσος δυνάμωσε τις απειλές του με τους πεζοναύτες ώσπου μια επιτροπή μας του θύμισε τι έπαθαν και πώς έφυγαν από τις πολιτείες της Κρήτης οι πεζοναύτες που είχε φέρει πάλι το κόμμα του με το βασιλιά Κωνσταντίνο για να την υποτάξουν στα 1920. Θυμάμαι μια μέρα που καθόμουνα στη Λέσχη του ΕΑΜ της συνοικίας των Χανιών Νέα Χώρα και πέρασε ένας χωροφύλακας κρατώντας ένα εγγλέζικο όπλο. Όταν ο υπεύθυνος της λέσχης, που ήταν ο Κώστας Μαρκάκης, τον ρώτησε τι ζητούσε ένοπλος στη συνοικία που ήταν «συμφιλιωμένη», ο χωροφύλακας είπε ότι πήγαινε να επιδώσει μια κλίση κι έδειξε το χαρτί. «Να πας πίσω στο Τμήμα ν' αφήσεις το όπλο και να γυρίσεις να κάνεις τη δουλειά σου», του σύστησε. Ο χωροφύλακας είπε: «μάλιστα κύριε» και πήγε πίσω το όπλο του. Λίγο αργότερα στην ίδια συνοικία μια σκοτεινή νύχτα ξεσκάλωσε η θαλασσοταραχή μια νάρκη βυθού και το κύμα την έφερε ως έξω στα βράχια. Έσκασε με δυνατό κρότο και τράνταγμα του τόπου. Αμέσως δόθηκε η εξήγηση πως οι κομμουνιστές ανατίναξαν το τμήμα χωροφυλακής Νέας Χώρας. Πήγα με το στρατιωτικό υπεύθυνο της Αυτοάμυνας Ν. Χανιών, το Μιχάλη Παπαναγιωτάκη ως την πλατεία 1866. Ένας αυτοαμυνίτης είχε φτάσει και μας είπε το τι είχε συμβεί. Είχε συγκεντρωθεί κόσμος πολύς κι ο διοικητής χωροφυλακής με μηχανοκίνητα και πάνοπλη δύναμη. Η πλατεία γειτονεύει με τη Νέα Χώρα και κει έφταναν ομάδες από πολίτες και ρωτούσαν τους αξιωματικούς να τους πληροφορήσουν το τι είχε συμβεί. Αυτοί με γεμάτο το ύφος φόβο και κιτρινίλα σήκωναν τους ώμους δίχως απάντηση. Είπα στο Μιχάλη να κάμομε μια πλάκα στο Διοικητή της Ασφάλειας που ήταν ο Γερωνυμάκης άνθρωπος πονηρός, διπρόσωπος και πολυλογάς. «Κύριε διοικητά, του είπα, πλησιάζοντάς τον —ήμουν άγνωστος— απορώ γιατί σταθμεύετε εδώ και δεν σπεύδετε που πιθανόν να υπάρχουν και ζώντες τραυματίαι που μένουν αβοήθητοι». «Φαινόσαστε κύριε που είσαστε ξένος, αλλά εδώ δεν έχομε κομμουνιστάς, έχομε θηρία!». Ο Μιχάλης που κρατούσε τα γέλια του, πλησίασε να τον πληροφορήσει ότι: «έσκασε μια νάρκη βυθού» κι αυτός έτρεξε στον ανώτερό του βεβαιώνοντάς τον ότι η πληροφορία του είναι σωστή γιατί «προέρχεται από έναν κομμουνιστή στέλεχος». Ίσως να μη συνέβηκαν τα γεγονότα και τα περιστατικά που αφηγήθηκα στο πιο πάνω κεφάλαιο κι όσα ακόμη θα αφηγηθώ με τη σειρά που τα έχω τοποθετήσει το ένα πίσω από τ' άλλο, όλα όμως γίνηκαν μέσα το καλοκαίρι και το φθινόπωρο μετά τις εκλoγές. Εκείνον τον ίδιο καιρό, τέλος Ιούνη ή αρχή του επόμενου, κλήθηκε ο Βλαντάς στην Αθήνα, αλλά δε θυμάμαι αν γίνηκε ολομέλεια ή καμιά σύσκεψη ή αν τον φώναζαν για έκθεση και συνεργασία. Περίμενα ότι με το γυρισμό του θα έφερνε και την απόφαση για να κοντύνομε το χρόνο της εξέγερσης στην Κρήτη. Χαιρόμουνα. Όταν μετά δύο ή τρεις μέρες επέστρεψε και νταμώσαμε, τον είδα κακόκεφο και αδιάφορο κι αντί γι' άλλο μου είπε πως θα κάνομε μια κομματική σχολή να διδάξει πολιτική οικονομία, στρατηγική και ταχτική, οργανωτικά και ιστορία κι έπρεπε να βρούμε καθηγητές που θα δίδασκαν, να διαλέξομε τους μαθητές καθώς και τα οικονομικά που χρειαζόταν. Την επόμενη κιόλας θα είχαμε συνεδρίαση κι έπρεπε να σκεφτώ για όλα τούτα. Απογοητεύτηκα ότι «αφήναμε το γάμο να πάμε για πουρνάρια». Απάντησα με λίγα λόγια στο καθήκον που μας έβαζε η ηγεσία του Κόμματος και πρόστεσα: «τι θα κάνομε όμως που χρειαζόμαστε για την Αυτοάμυνα πέντε εκατομμύρια δραχμές;». Περίμενα να παρατηρήσει ότι κουβεντιάζομε άλλο θέμα αλλά λοξοκοιτάζοντάς τον είδα να φωτίζει το πρόσωπό Digitized by 10uk1s
του εκείνο το λειψό, κακορίζικο χαμόγελό του και σα να γύρευε απ' ώρας να ξεσπάσει από σκέψεις που από καιρό τον βασάνιζαν να μου λέει: «Θα πάρεις για τον τομέα σου δέκα εκατομμύρια. Θα πούμε στους παραλήδες που έχομε στο κίνημα ν' ανοίξουνε τον μπεσταχτά τους γιατί επανάσταση με τις πενταροδεκάρες του εργάτη δε γίνεται. Να ετοιμάσεις αυτοκίνητο να φύγομε αύριο για το Ηράκλειο και ν' αρχίσομε απ' εκεί». Και σα να ήταν ολότελα ξένο από μας το θέμα που με είχε καλέσει να συζητήσομε, ξετύλιξε τις σκέψεις του για το καυτό θέμα που από την εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης βρισκότανε μπροστά στον κάθε κομμουνιστή κείνης της εποχής: «Αν έχομε τον τωρινό συσχετισμό των δυνάμεων με δίχως πολύ κόπο και αίμα θα πιάσομε όλη την Κρήτη, πόλεις και ύπαιθρο. Αν στο μεταξύ φέρουν από το Κέντρο στρατό 17 για να φρουρήσει τις πόλεις, θα βγούμε στο ύπαιθρο. Αν έχομε κι Εγγλέζους θα πιάσομε και τα βουνά». Σε λίγες στιγμές για να είναι συνεπής και με τα αποφασισμένα, πρόστεσε: «Βέβαια θα κάνομε και τη σχολή... δε μας εμποδίζει τίποτα». Δεν είχε το ύφος του ειρωνία αν και καταλάβαινα ότι η απόφαση αυτή του Ζαχαριάδη για τα σχολειά και τα τέτοια, τούτη την εποχή, δεν τον είχε βρει σύμφωνο και μόνο από δόγμα και τυφλή υπακοή συμμορφωνόταν.
Την άλλη μέρα φτάσαμε στο Ηράκλειο και συνέβη να βρούμε τους συντρόφους της οργάνωσης μα και όλη την κοινωνία της πολιτείας σα μέσα σε πένθος. Ένα νεαρό, πλούσιο κι ευτυχισμένο ζευγάρι καθόταν στο μπαλκόνι του τρίτου πατώματος του σπιτιού τους. Ίσως από κάποια ζάλη γλύστρησε η κοπέλα στο κενό και βρήκε το θάνατο. Πονέσαμε και μεις το νεαρό Καλοκαιρινό, που κιόλας ήταν ο πιο ευκατάστατος απ' όλους τους οπαδούς μας στην Κρήτη. Στη συνέχεια ο Βλαντάς ασχολήθηκε μόνο για το θέμα που πήγαμε κει, το οικονομικό. Ο δικός μου χρόνος μοιράστηκε να δω την οργάνωση του στρατώνα, της Αυτοάμυνας και τους άλλους συγγενικούς μηχανισμούς. Συνηθίζαμε τότες να σημειώνομε κατά πως διαθέταμε το χρόνο όλου του εικοσιτετράωρου, ακόμα και τις ώρες του ύπνου, που δεν έπρεπε να περνάνε τις εφτά. Κάθε βράδυ με το βιβλιαράκι στο χέρι, είχα τη συνηθισμένη συνεργασία με το Βλαντά. Τον κατατόπιζα, πως οι τομείς που καθοδηγούσα βαδίζουνε πολύ καλά, αλλά ότι είμαι και πολύ στενοχωρημένος: Είχα δει κείνη την πρώτη ημέρα μας στο Ηράκλειο κάμποσους λόχους στρατιώτες να γυρνάνε στους στρατώνες τραγουδώντας ένα πολεμικό εμβατήριο, περπατώντας στο βήμα σε ίσιες γραμμές. Μου φάνηκαν κείνα τα στρατιωτάκια, που πριν από δυο ή τρεις μήνες δεν δέχονταν τραγούδια παρά μόνο του έρωτα, ότι είχε μένος η φωνή τους, που αυτό έδειχνε κάποια υποταγή. Μου ήρθε κρύος ιδρώτας. Σκέφτηκα ότι άρχισαν να φεύγουν απ' τη δική μας επιρροή. Πολλές φορές περνούσε, φευγαλέα, απ' το μυαλό μου η σκέψη ότι η νέα γενιά, που σύσσωμη ήρθε στο κίνημά μας από ένα ενθουσιασμό που δύσκολα στην ιστορία βρίσκει κανείς το προηγούμενό του, δεν είχε 'γγιχτεί από ιδεολογία εξόν ένα μικρό ποσοστό. Σκεφτόμουνα πως η στρατώνα ήταν το εργαστήρι που αργά ή γρηγορότερα θα τους έφτιαχνε μια άλλη ψυχή. Μ' έπιανε ίλιγγος όταν η σκέψη μου έφτανε να δει ότι εκείνα τα παιδιά που ήταν στρατιώτες ακόμα στην επιρροή μας, μια μέρα θα ντουφεκούσαν εμάς. Με λίγα λόγια είπα στο γραμματέα μου τον λόγο της στενοχώριας μου προσθέτοντας με δίχως δισταγμό: «Νιώθω από λίγο να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, όπως λένε, για το λόγο ότι δε βλέπω μια ανάλογη δική μας προετοιμασία όπως εκείνη του αντίπαλου. Ένα-ένα κομμάτι από τη νεολαία κλείνεται στους στρατώνες, γυμνάζεται, στέλνεται στην ηπειρωτική Ελλάδα και πάλι άλλο. Τι γίνεται μ' αυτούς τους στρατιώτες; πού θα τους ξαναβρούμε; Οι αντίπαλοί μας έχουνε πείρα αιώνων». Ο Βλαντάς όταν το ζήτημα άγγιζε ολόκληρη την πολιτική του Κόμματος δε μιλούσε ή μιλούσε ελάχιστα. Κάτι θέλησε να πει για το παλιό λιποταχτικό κίνημα της Κρήτης στα Βενιζελοκωνσταντινικά, χωρίς να φτιάξει όπως συνήθιζε ένα σχέδιο για την τωρινή κατάσταση.
Digitized by 10uk1s
Πολλές φορές τολμούσα να σκεφτώ, μα έτσι σα να ήθελα κρυφά κι από τον εαυτό μου, πως η ηγεσία του Κόμματος, κι ας είχε και το Ζαχαριάδη τώρα κεφαλή της, έχοντας για παράδειγμα το πώς γινήκανε τα πράγματα στην κατοχή, νόμισε πως κρατούσε το λαό δεμένο, όπως ο αγρότης το άλογό του στο παχνί. Γραφόταν και λεγότανε πως ο λαός και η νέα γενιά με τους τόσους αγώνες «προωθήθηκε», «πολιτικοποιήθηκε», γίνηκε «ακατάβλητος» και πολλά, που σε μια εξέταση με τη μέθοδο που έλεγε ότι καθοδηγιέται και καθοδηγεί, τη διαλεχτική, δε θ' άντεχαν γιατί και ο πιο αγράμματος χωριάτης, σαν έχει λίγο μυαλό, ξέρει, νογά, αιστάνεται πως σταθερό δεν είναι άλλο παρά μονάχα η κίνηση, η αλλαγή και πως αυτή η κίνηση προς την αλλαγή γίνεται πιο γρήγορη στα μυαλά των ανθρώπων και πως η νέα γενιά κάτω από μια κατάσταση αλληλογά πιο εύκολα και πως έχομε και τα μπρος πίσω παιγνιδιάσματα της ιστορίας. Ας έρθομε όμως πάλι στην αποστολή μας στο Ηράκλειο. Ο Βλαντάς μου είπε ότι από τις πρώτες του επαφές βγαίνει ότι όσα χρήματα θα χρειαστούμε για «Προετοιμασία» θα μας τα δώσουν οι «παραλήδες» οπαδοί μας. Σε μένα δεν ήταν αυτό νέο αφού ως τώρα η Αυτοάμυνα δεν είχε στεναχωρεθεί από οικονομικά. Την επόμενη μέρα μπήκε από το ύπαιθρο ο Νίκος Σαμαρίτης, υπεύθυνος της Αυτοάμυνας Ν. Ηράκλειου. Από την έκθεσή του βγήκε ότι τα πράματα στο ύπαιθρο στην ανατολική Κρήτη πηγαίνανε καλά. Μέσα στο Ηράκλειο που είναι και η πιο μεγάλη πολιτεία του νησιού, έχει αρκετούς μοναρχικούς κι ένα πλήθος από φανατισμένους αντιδραστικούς κι αντικομμουνιστές, αλλά τυλιγμένη όπως είναι η πολιτεία από προσφυγικούς συνοικισμούς που σε όλους η Αυτοάμυνα δουλεύει στην εντέλεια, διστάζουν ν' ανοίξουνε μέτωπο μαζί μας περιμένοντας καλύτερη γι' αυτούς περίσταση. Στην επαρχία Βιάννου οι αυτοαμυνίτες ζητούσαν να τους δώσομε την άδεια και τα μέσα να πάνε να πολεμήσουνε στην ηπειρωτική Ελλάδα μια που η οργάνωσή μας δεν είχε στο νου της —έτσι υποψιαζόταν— να κουνηθεί. Κι από άλλα μέρη της Κρήτης και μέσα από τις πολιτείες ομάδες αύτοαμυνιτών μας έκαναν τέτοιες προτάσεις. Κι όσο ο ένοπλος αγώνας απλωνόταν και δυνάμωνε στην ορεινή Ελλάδα, τόσο οι τέτοιες φωνές πλήθαιναν. Δεν περνούσε μέρα που να μη με σταματήσουν στο δρόμο νέοι άνθρωποι, που κιόλας τις περισσότερες φορές δεν τους εγνώριζα, για να μου πουν: «Τι κάνομε μεις εδώ; Γιατί δεν το βροντάμε; Γιατί δεν καταργούμε την εξουσία των δοσιλόγων; Γιατί επιτρέπομε να στέλνει η Κρήτη στρατιώτες επάνω να πολεμάνε για λογαριασμό του βασιλιά;». Αλλά εκείνο που μ' έβαλε ακόμης σε πιο πολλή σκέψη και δοκίμασα τις δικές μου απόψεις, ότι η πολιτική μας δεν ήταν σωστή, είναι οι γνώμες από δυο εξέχοντα πρόσωπα της ανατολικής Κρήτης: Ο ένας ο γνωστός Θόδωρος Πάγκαλος που με βρήκε στα γραφεία της οργάνωσης του Ηρακλείου. Είχε τη γνώμη ατράνταχτη πως έπρεπε να καταργήσομε την κρατική εξουσία στην Κρήτη και να εγκαταστήσομε δικές μας αρχές. Αυτό κατά τη γνώμη του θα βοηθούσε στην επιτυχία του κινήματος στην Ελλάδα, κι αν ακόμα οι Άγγλοι αποβίβαζαν στρατιώτες και στο τέλος νικούσαν εμάς. Στο Θόδωρο είπα ότι με βρίσκει σύμφωνο η γνώμη του αλλά όπως καταλαβαίνει είναι υπόθεση της ηγεσίας κι ότι αυτό θα συμβεί το φθινόπωρο αν βέβαια έχομε την έγκριση του Κόμματος. Ο άλλος σύντροφος ήταν ένας ογδονταπεντάχρονος μικρόσωμος με τσόχινη κρητικιά στολή πολύ γέροντας, ο Χαράλαμπος Σμπώκος, παλιός χτηνοτρόφος στ' Ανώγεια Μυλοποτάμου με τα χίλια του πρόβατα. Είχε πάρει μέρος σε δυο επαναστάσεις και κατοπινά στη φανατισμένη ταξική πάλη του Κρητικού λαού, τον αγώνα ξυπόλητων και καραβανάδων. Ύστερα βασιλόφρονας, κομματάρχης του λαϊκού κόμματος και τώρα ξεσπιτωμένος και μαυροντυμένος από τη γερμανική κατοχή. Ήταν ένας έμπειρος και γνωστικός γέροντας: «Γιάντα κάθεστε Γιάννη;... εδά ναι καιρός απού δε θα χυθεί μηδέ μια σταλιά αίμα... γιατ' αυτοί δεν έχουσι ανάκαρο...». Αυτά τα λίγα λόγια που δεν τα ξέχασα ποτές μου είπε ο πιο γνωστικός σε τέτοια ηλικία γέροντας που έχω συναντήσει στη ζωή μου, που, όπως φαίνεται, και για το λόγο ότι είχε τέσσερα παιδιά στον αγώνα, βασάνιζε ακατάπαυστα τη σκέψη του. Αλλά το γέρο Σμπώκο θα τον ξαναδούμε να μου δίνει άλλη συμβουλή όταν μετά από δέκα μήνες γυρνούσα από την Αθήνα έχοντας πάρει την εντολή του αρχηγού... Digitized by 10uk1s
Γυρνώντας με το Βλαντά στα Χανιά έπρεπε το γραφείο Περιοχής να ταχτοποιήσει μερικά οργανωτικά ζητήματα: Δυο από τα μέλη του, καθηγητές φιλόλογοι κι οι δυο, ο Κώστας Ηλιάκης και ο Χαρίλαος Ψιλάκης είχαν καθαιρεθεί από τα πόστα τους, ο πρώτος επειδής όντας γραμματέας της οργάνωσης Ηρακλείου είχε βγει στο δρόμο σε μέρα εργατικής απεργίας, πιάστηκε από την ασφάλεια, απάνω του βρέθηκαν σημειώματα και συνδέσεις στρατιωτών κι έγινε βέβαια κάποια ζημιά. Ο άλλος γιατί όπως σε άλλο κεφάλαιο έχω πει ερωτεύτηκε μια επονίτισσα, απότυχε και συναιστηματικος όπως ήταν, το πήρε βαριά. Είναι μια υπόθεση τούτη που μου προκάλεσε αφάνταστη θλίψη και μ' έκανε να σκεφτώ αν βρισκόμαστε στο ύψος που απαιτούσαν οι δύσκολοι καιροί που ζούσαμε κι αν τόντις εμείς με την ιδεολογία μας ψηλώσαμε... Ο Βλαντάς μπέρδευε, δεν ξέρω γιατί, ζητήματα δειλίας για τον Ηλιάκη, όπως το ίδιο δειλία, απαράδεκτο για κομμουνιστή, θεωρούσε και το «σφοδρό» πάθος του Ψιλάκη, επίμενε να με πείσει ότι θα έπρεπε να διαγραφούν και οι δυο αυτοί σύντροφοι από το Κόμμα. Θυμάμαι ότι είπα στο σύντροφο πως: «από λίγον καιρό οι κομμουνιστές όλο και ακριβαίνουν και δεν πρέπει να τους πετάμε. Του απάγγειλα κι ένα στίχο από το τραγούδι του αντρειωμένου: «κι αν αστοχήσει μια και δυο πάλι αντρειωμένος είναι...». Ποτές δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε, για χωρίς λόγο, να ρίξομε σε τόση δυστυχία και ταπείνωση δυο ανθρώπους. Γιατί η διαγραφή ενός στελέχους κείνη την εποχή ήτανε σωστό δράμα και λογαριαζόταν πιο πάνω κι από το θάνατο. Αυτά απο τη μεριά της ανθρωπιάς γιατ' ήτανε και το συμφέρον του κινήματος που ζημιώνονταν. Τέλος το Γραφείο Περιοχής Κρήτης πήρε απόφαση κι έστειλε το Χαρίλαο Ψιλάκη στη διάθεση της οργάνωσης Ηράκλειου που τον χρησιμοποίησε συντάχτη στις εφημερίδες. Με την ίδια απόφαση έπαιρνε το Μιχάλη Βιτσαξάκη (αεροδυναμικό) στην επιτροπή Περιοχής στη θέση του Ψιλάκη, που στο μεταξύ είχε γίνει και γραμματέας της οργάνωσης Ηράκλειου στη θέση του Στέλιου Παπαδομιχελάκη που αυτός πήγε στο ΑΚΕ. Όσο για τον Ηλιάκη, μετά από λίγο πήγαμε στο Ρέθεμνος, εκλέχτηκε κει επικεφαλής της οργάνωσης, ύστερα από συνδιάσκεψη. Η οργάνωση του Ρεθέμνους βρισκόταν σε διάλυση επειδής ο γραμματέας της, καθηγητής κι αυτός μαθηματικός, λόγω της τρομοκρατίας κι από πίεση της οικογένειάς του, τώρα κι ένα μήνα είχε παρατήσει την επανάσταση και ζούσε «ειρηνικά και νόμιμα» στο χωριό του. Έχω μιλήσει αμέσως πιο πάνω για καθηγητές φιλόλογους και μαθηματικούς, στελέχη της οργάνωσης ανώτερα. Για κάμποσους άλλους, πιο πολλούς, που βρισκόταν σε χαμηλότερα πόστα, δεν έλαχε να κάνω λόγο. Όλοι αυτοί που στον κατοχικό αγώνα ήτανε ξεχωριστοί και έδωσαν κόπους, νου, αίμα κι ομορφιά στο λαϊκό άγωνα, λόγω όχι τόσο που χάσαμε την εξουσία τότες, αλλά ότι λαθεμένα και πάλι βαδίζαμε, ήταν σαν νάπεσε πάνω τους απ' εκείνο το θανατικό που βαράει τα κουνέλια κάποιου υπόγειου, τα ξεκάνει όλα κι αν κανένα απομείνει ζωντανό, κάθεται αλαφιασμένο, κουνά τα μουστάκια του και πια για προκοπή δεν είναι. Ο Ψιλάκης έφτασε ως το βουνό μα σε λίγο τρελλάθηκε. Ο Ηλιάκης ξεκίνησε μα πιάστηκε σε μια σπηλιά. Από τους άλλους κανείς δε δοκίμασε. Είχαν πεθάνει. Αν στον καιρό αποφασίζαμε πόλεμο ή όχι πόλεμο, πάλι καλά θ' αγωνιζόταν οι καθηγητές.
Στα 1945 μετά την απελευτέρωση, όπως πήρε να δένεται κρατική εξουσία, το Γραφείο Περιοχής έδιωξε από την Κρήτη τρία στελέχη του αντάρτικου: Το Γιάννη Ποδιά απ' το Ηράκλειο, που στις ικανότητες και στην τάξη ήταν ο πρώτος του ΕΛΑΣ Κρήτης, το Γιάννη Μπαντουράκη (Μπουντουρόγιαννη) από την Κίσσαμο και το Γιωργή Σπανουδάκη (Χειμώνα) από τον Αποκόρωνα. Ήταν και οι τρεις άνθρωποι αποφασιστικοί, με ικανότητες και κύρος μεγάλο. Στην Αθήνα που τους έστειλαν να κρυφτούν έφερναν βαριά το γιατί η οργάνωση τούς έδιωξε από την Κρήτη που βέβαια κίνδυνος να πιαστούν ή να εξοντωθούν δεν ύπαρχε. Μετά από κάμποσους μήνες κακοπάθησης οι δυο γύρισαν πίσω χωρίς να ζητήσουν ή να πάρουν την άδεια από κανένα: Στην Κίσσαμο ο Μπουντουρόγιαννης, στον Αποκόρωνα ο Χειμώνας. Ο Ποδιάς πειθαρχικός έμεινε στην Αθήνα. Digitized by 10uk1s
Κανένας απ' την οργάνωση της Κρήτης, έξω του Παπαδομιχελάκη που τους ήθελε να μπούνε σε κρυψώνες, δεν ανησύχησε όταν η δοσίλογη αντίδραση τρόμαξε κι έβαλε τις φωνές με τις εφημερίδες της. Ακόμα κι ο Βλαντάς, απαλλαγμένος τώρα από τις επιδράσεις του Παπαδομιχελάκη, δεν αντίδρασε. Μάλιστα ευχαριστήθηκε, κι ας μην είχαν ζητήσει την άδειά του για να γυρίσουν πίσω στην Κρήτη. Ο πληθυσμός του υπαίθρου τους δέχτηκε μ' ενθουσιασμό και τους υποστήριζε. Γιατί όπως σε λίγο είχαν στη διάθεσή τους τις εκατοντάδες τους αυτοαμυνίτες κι όταν ενισχύθηκαν από τους πρώτους καταδιωγμένους, μπόρεσαν να επιβάλουν μια τάξη που τόσο πολύ, ύστερα από τόσα χρόνια, λαχταρούσε ο λαός. Σε λίγο θα σταματήσουν στη δυτική Κρήτη οι ζωοκλοπές κι οι απαγωγές γυναικών. Ο κάθε νοικοκύρης θα ορίζει τα παιδιά του, τα ζώα του, θα νιώθει ασφάλεια.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV Έτσι είχανε τα πράματα στην Κρήτη όταν στις πρώτες του Ιούλη (νομίζω στις 5) ήρθε του Π.Γ. εντολή ότι ο γραμματέας της Περιοχής, Δημήτρης Βλαντάς φεύγει από την οργάνωση της Κρήτης. Αντικαταστάτης του έχει οριστεί από το Π.Γ. και ήρθε στα Χανιά ο καθηγητής στα μαθηματικά Γιώργης Τσιτήλος, παλιότερα συντάχτης του «Ριζοσπάστη». Αυτές τις μέρες η Ασφάλεια των Χανιών είχε ζητήσει το Βλαντά. Είχαμε στείλει επιτροπές για διαμαρτυρίες στο Γενικό Διοικητή. Το γραφείο Περιοχής είχε μείνει αναποφάσιστο τι έπρεπε να κάνει. Δεν θέλαμε να μας τραβήξει ο αντίπαλος σ' έναν αγώνα που αυτός ήθελε, από αφορμή τη σύλληψη του γραμματέα. Στο μεταξύ μας πρόλαβε η μετάθεση κι ανάλαβα την ευθύνη της διαφυγής του παράνομα. Έτσι αφού παράδωσε τα καθήκοντά του στο σύντροφο Τσιτήλο φύγαμε για το Ηράκλειο. Ο Τσιτήλος είχε τη γνώμη ότι έπρεπε να φύγει μόνος κι όπως μπορούσε. Έλα όμως που στα τέτοια είχα προσωπική ευθύνη και δεν υπάκουσα. Αυτή ήταν και η πρώτη μου διαφωνία με τον καινούργιο γραμματέα μας που συνάμα ήτανε και απειθαρχία. Έφυγα με το Βλαντά για το Ηράκλειο κι όταν πήρα σήμα ότι έφτασε στην Αθήνα, γύρισα στα Χανιά κι είχαμε την πρώτη μας συνεδρίαση. Σ' αυτή τη συνεδρίαση που την είπε «γνωριμίας», δεν τον κατάλαβε κανείς μας το νέο γραμματέα, έλεγε άλλα αντί άλλων. Την επομένη μέρα είχαμε την «καλή». Ήταν ο εισηγητής βέβαια και μας μίλησε για το κίνημα της Κρήτης και κάθε τόσο άφηνε ότι είναι «ρωμαλέο - ρωμαλεότατο». Έπεφτε έξω σε κάθε του εχτίμηση και μας παραξένεψε γιατί να μη ζητήσει από μας, τα μέλη του Γραφείου να μιλήσομε πρώτοι, να κατατοπιστεί αυτός από τις ομιλίες μας, μια που βρέθηκε εμείς να κρατάμε την οργάνωση της Κρήτης. Στις ομιλίες μας, που τις όρισε αυτός να είναι πεντάλεπτες, δεν σταθήκαμε στα όσα είπε ο γραμματέας μας αλλά μιλώντας ο καθένας για τον τομέα που καθοδηγούσε, πιάσαμε όλα τα προβλήματα του νησιού, που κιόλας συνέβαινε εκείνη την εποχή να είναι τόσο καυτά. Κανείς δε μίλησε για ένα θέμα, το μοναδικό που είχε βάλει η εισήγησή του: Έπρεπε λέει η οργάνωση της Κρήτης να γιορτάσει την επέτειο της Κρητικής Επανάστασης του 1866 και την ολοκαύτωση του Αρκαδιού, επειδής το 1927 που ήταν στα Χανιά, είχε κάνει μια τέτοια σκέψη... Κι η επέτειο εκείνη έπεφτε ύστερα από μήνες πολλούς... Στην ομιλία μου θέλησα το πρώτο να κατατοπίσω το σύντροφο, επειδής είπε πολλά «εγώ θέλω κι εγώ θα ήθελα», πόσο με γραμματέα τον Βλαντά το όργανό μας δούλευε συλλογικά κι ότι στις κρίσιμες στιγμές που περνάει το κίνημα της Κρήτης, αυτή η συλλογικότητα πρέπει να δυναμώσει έτσι που να καλύψει το κενό που άφησε η μετάθεση του κατατοπισμένου στα ζητήματα της Κρήτης, γραμματέα μας. Εδώ όμως εκνευρισμένος ο νέος γραμματέας με σταμάτησε: «Ξέρεις πόσο εχτιμώ το Μήτσο, αλλά και δε θέλω να με αντιπαραβάλεις μαζί του». Εμείς βέβαια είχαμε σχηματίσει γνώμη από την πρώτη στιγμή, κι ο καθένας είχε παραβάλει τον ένα προς τον άλλο. Ο Τσιτήλος είχε καταλάβει πόσο είχε στεναχωρέσει όλους εμάς η μετάθεση του ως τα τότε γραμματέα μας, και δεν ξέρω γιατί τα συναιστήματά μας αυτά τον είχαν ενοχλήσει τόσο, για να εκφραστεί έτσι και τόσο άπρεπα και να μεγαλώσει την ως τα τότες απογοήτεψή μας. Στο δεύτερο σημείο της ομιλίας μου προσπάθησα να κατατοπίσω το νέο γραμματέα μας για τις προετοιμασίες που κιόλας είχε αρχίσει η οργάνωση της Κρήτης για το ξέσπασμα κατά το φθινόπωρο μαζικών λαϊκών αγώνων, τη μεταμόρφωσή τους σε ένοπλη εξέγερση και το θεμέλιωμα λαϊκής εξουσίας. Έτσι θα έπαυε η Κρήτη να στέλνει από ένα τάγμα στρατιώτες στην ηπειρωτική Ελλάδα τον κάθε δεύτερο μήνα... Εδώ και πάλι με σταμάτησε για να μας πει: «Θα φύγω μεθαύριο για το Ηράκλειο να τα συζητήσω όλ' αυτά που λέει ο Γιάννης με τον Παπαδομιχελάκη· εξάλλου προχτές ακόμα ήρθα από πάνω και μου κουβέντιασε ο Γιάννης» (εννοεί εδώ τον Γιάννη Ιωαννίδη, δεύτερο γραμματέα του Κόμματος). Στο τέλος της συνεδρίασης είχε πιαστεί σε διαλογική συζήτηση με το Μιχάλη Βιτσαξάκη, γραμματέα της οργάνωσης του Ηράκλειου. Ο Βισταξάκης είχε πετάξει τα χείλια του πιτακωμένα προς τα έξω, Digitized by 10uk1s
εκφράζοντας έτσι την απορία και τη στενοχώρια του: «Δεν καταλαβαίνω το σύντροφο», φρόντισε να μου πει μόλις τελειώσαμε. Ο δε γραμματέας της οργάνωσης Χανιών Δημήτρης Μακριδάκης ήρθε και μου ψιθύρισε στ' αυτί: «Δε φτάνει του Βλαντά ουδέ στο γόνατο». Η αλήθεια είναι πως σε κείνη την πρώτη μας συνεδρίαση που κιόλας μας απογοήτεψε, δε θέλησα ν' αντιπαραθέσω το Βλαντά προς τον Τσιτήλο, αλλά επειδής ένιωσα να κουβαλάει ακόμα στη νοοτροπία του το πνεύμα εκείνο του στρατοπέδου της Ακροναυπλίας, το Μπαρτζώτιο, που τόσο με τον εξοστρακισμό της δημοκρατίας από το Κόμμα είχε σταθεί η πρώτη αφορμή να χάσομε την εξουσία, απογοητεύτηκα και τρόμαξα μαζί. Άλλωστε είχα κουβεντιάσει μαζί του ατέλειωτες ώρες στο στρατόπεδο και δεν είχα εχτιμήσει καθόλου για τα επαναστατικά την ευφυία του. Φοβήθηκα πως σιγά-σιγά θ' απαιτούσε οι ομιλίες μας να είναι ύμνος και υποστήριξη της γνώμης του. Μ' άλλα λόγια θα προσπαθούσε να μπάσει στην οργάνωση της Κρήτης το «νέο πνεύμα» που πρέπει να πω ότι για τότες ο Βλαντάς δεν το είχε, εξαιτίας ότι τον καιρό της διαμόρφωσής του στην Ακροναυπλία, αυτός είχε μεταφερθεί για λόγους πειθαρχικούς στην Γαύδο, αλλά και οι ικανότητές του στα πολιτικά, δεν τον είχαν και τόσο ανάγκη. Ακόμα σαν πολύ έμπειρος, με πνεύμα που πετούσε σπίθες κι αρκετό χωριάτικο ένστιχτο και πονηριά, ήξερε πως οι αντίθετες γνώμες τον γλυτώνουν από λάθη και καταστροφές, τις επιζητούσε και ήταν αρκετά έξυπνος για να κρίνει την αξία τους ή να τις αντικρούει με τρόπο δημοκρατικό, ή ακόμης και απότομο.
Ο Τσιτήλος δεν είχε γεννηθεί, και τα παιδικά του χρόνια δεν τον βοήθησαν να γενεί, επαναστάτης. Ο Βλαντάς γίνηκε ανώτατο κομματικό στέλεχος περνώντας όλα τα σκαλοπάτια της οργάνωσης. Αντίθετα ο Τσιτήλος μ' ελάχιστη πείρα μέσω της δημοσιογραφίας και της «καθοδήγησης» του στοατόπεδου έφτασε το ανώτατο πόστο της Κεντρικής Επιτροπής δίχως να ζυμωθεί στο καμίνι της οργανωμένης πάλης, δίχως κάθε μέρα να ζυγίζει τις ικανότητές του στην οργάνωση του λαϊκού αγώνα. Πιστεύω όμως πως τον βοήθησαν ν' ανέβει σ' αυτό το πόστο οι άφταστα καλοί τρόποι του. Μου μένει αξέχαστος επειδή ήταν με τη λίγο μπάσα φωνή του τόσο θερμός, οικείος και ευγενικός. Είχε μέτριο ανάστημα, μαλλιά βουρτσωτά και μάτια γαλαζοπράσινα. Ήταν ένας τέλειος τύπος διανοούμενου κι είχε τη δύναμη, σαν δεν κιντύνευε το πόστο του να ξεχνά τις ασυμφωνίες και να καλλιεργεί φιλία, πράμα που τον έκανε να ξεχωρίζει. Γιατί στην κομματική ηθική η φιλία έπρεπε να στεριώνεται κει όπου υπήρχε συμφωνία στην πολιτική. Τη μεθεπόμενη μέρα από τούτα τα περιστατικά, φύγαμε μαζί με το γραμματέα για το Ηράκλειο. Στο δρόμο προσπάθησε να με μαλακώσει γιατί καθώς τώρα καταλαβαίνω από την τόση απογοήτεψή μου θα είχα σκληρύνει πολύ. Αλλά και στο Ηράκλειο εκδηλώθηκε άλλη ασυμφωνία μας για ένα γραφτό μου που βρέθηκε κει: Πριν από ένα μήνα είχαμε πάρει απόφαση να βγάλομε ένα περιοδικό, «Μαχόμενη Κρήτη» το είπαμε. Θα τυπωνόταν στο Ηράκλειο και μέσα στα υλικά του πρώτου τεύχους, ήταν και ένα άρθρο δικό μου. Σ' αυτό μιλούσα για τα οργανωτικά προβλήματα του Νομού Λασηθιού, αλλά έμμεσα καλλιεργούσα την ψυχολογία για την ένοπλη πάλη κι εξέγερση της Κρήτης όπως είχε συμφωνηθεί με το Βλαντά. Γιατί πρέπει να πω ότι μέχρι τότες τα τέτοια δε συζητιόντανε πλατιά παρά μόνο με έμμεσο τρόπο. Έπρεπε τώρα να διορθώσω εκείνο το γραφτό μου κατά πως το ήθελε ο νέος γραμματέας, αλλά όπως παρατήρησα το κείμενο μετά από τη διόρθωση θα έμενε πράμα χωρίς ψυχή, δεν καθοδηγούσε και αποκοίμιζε. Είπα του Τσιτήλου τότες να το στείλει το γραφτό μου στη διαφώτιση του Κόμματος, κι αν πουν από κει ότι θέλει φτιάξιμο το διορθώνω. Τέλος με πολλή στενοχώρια γίνηκε ένας συμβιβασμός, αλλά πάλι σκοντάψαμε στην υπογραφή και με ακόμα λίγη υποχώρηση δική του το υπόγραψα. Μετά λίγες όμως μέρες αφού γυρίσαμε στα Χανιά μου έδωσε ένα πολυσέλιδο να το διαβάσω. Σ' αυτό που το υπόγραφε ο Βασίλης Κοντοκώτσος, παλιό καθαιρεμένο μέλος του Γραφείου Περιοχής, διατυπωνόταν η πολιτική και η ψυχολογία του Παπαδομιχελάκη. Ήταν εναντίον του άρθρου μου εκείνου που στο μεταξύ είχε δημοσιευτεί. Σ' ένα σημείο που έλεγα ότι: «Πολλοί από τους διανοουμένους μας δίνουν σημασία και φοβούνται νόμους και ψηφίσματα της φασιστικής Τετάρτης Αυγούστου και της κατοχής, ενώ οι Digitized by 10uk1s
νόμοι αυτοί και τα ψηφίσματα πρέπει να είναι μόνο αντικείμενο για πάλη μέχρι την πλήρη κατάργησή τους». Σ' αυτά απαντούσε το αντιάρθρο ότι: «ίσα-ίσα οι κομμουνιστές σέβονται τους νόμους...» και τα τέτοια. Το έδωσα πίσω στον Τσιτήλο και τον ερώτησα αν συμφωνεί με το περιεχόμενό του. Δε συμφωνούσε... Αλλά τότε γιατί κουβάλησε και μου έδωσε αυτό το γραφτό; Αργότερα έφερα το θέμα σε συνεδρίαση κι αναγκάστηκε να παραδεχτεί και να πει ότι για τους νόμους και τ' άλλα τέτοια που μιλούσε το αντιάρθρο «ο αντάρτης που για λογαριασμό του ΚΚΕ κρατούσε το όπλο, τους είχε γραμμένους —τους νόμους— κάτω από το άρβυλό του». Παρά όμως αυτή την κατοπινή γνώμη του φάνηκε ότι με το γραμματέα μου θα βρισκόμουνα σε μόνιμη διαφωνία. Τα άλλα μέλη του Γραφείου εξαιτίας της καλής ανατροφής και αγωγής του γραμματέα, εξαιτίας της δικής τους μικροαστικής προέλευσης και με σύστημα τους παίδευε άρχισαν να προσαρμόζονται και να σκύβουν το κεφάλι στην πολιτική του, δηλαδή να συμφωνάνε μαζί του, να μη δίνουν έναν παρά στο πού οδηγούμαστε. Μάλιστα ο Μακριδάκης και η Κλάδου μόλις είχανε βγάλει τη «Σχολή Γληνού», που απ' αυτήνε πέρασε ο Ζαχαριάδης κάμποσα ανωτέρα στελέχη απ' όλη την Ελλάδα και τα προσάρμοσε, με τρόπο, στο νέο πνεύμα που κατοπινά ειπώθηκε «προσωπολατρία». Ήτανε λοιπόν προετοιμασμένοι να υποκύψουνε στην κάθε γνώμη του γραμματέα γιατί αυτό λογαριαζότανε βάσει του νέου πνεύματος, «υψίστη κομματική αρετή και πειθαρχία». Είναι όμως αλήθεια ότι η Κλάδου και ο Χατζηαγγελής είχαν αντισταθεί για κάμποσο ακόμη. Μετά λίγες ημέρες αφότου γυρίσαμε από το Ηράκλειο μας κάλεσε ο Τσιτήλος σε συνεδρίαση. Κάλεσε ακόμη να πάρουν μέρος το Θύμιο Μαριακάκη της Επιτροπής Ελέγχου και το Στέλιο Παπαδομιχελάκη του Αγροτικού Κόμματος. Ο ίδιος άνοιξε τη συνεδρίαση και με λίγα λόγια εισηγήθηκε το θέμα: «Οργάνωση της γιορτής για την επέτειο της Επανάστασης του 1866 και την ολοκαύτωση του Αρκαδιού». Ύστερα ήρθε η σειρά του Παπαδομιχελάκη να μιλήσει για τη συγκρότηση επιτροπών, που εχτός μια κεντρική, πρότεινε «επιτροπή μελέτης και αξιοποίησης», «επιτροπή διαλέξεων και μαθημάτων» κι άλλη που θα κατάθετε στο Αρκάδι στεφάνι. Είχε βρει ο άνθρωπος τον από μηχανής θεό που του χρειαζότανε να πιαστεί και ν' αποπροσανατολίσει το κίνημα της Κρήτης. Είπα ότι αρκούσε η κατάθεση ενός στεφανιού μετά από τέσσερις μήνες που θα γινόταν η γιορτή, ότι θα τρώγαμε πολύτιμο χρόνο που θα πήγαινε χαμένος και σε βάρος του αγώνα που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Με αντικρούσανε ο Στέλιος και ο Τσιτήλος, αλλά απ' όσο θυμάμαι με τρόπο όχι ερεθιστικό. Δε θέλανε να με αναγκάσουν να ζητήσω την επέμβαση του Π.Γ. Με γραμματέα το Βλαντά το Γραφείο Περιοχής Κρήτης συνεδρίαζε από μια φορά την κάθε βδομάδα εξόν που είχαμε και τις έχταχτες συνεδριάσεις. Τώρα ο Τσιτήλος προσπαθούσε να καταργήσει τις ταχτικές και να μας καλάει οπότε αυτός βολευότανε. Θυμάμαι που με επιμονή δική μου συνεδριάσαμε στο σπίτι του Μιχάλη Παπαναγιωτάκη στον Άγιο Λουκά. Είχα μεγάλη απογοήτεψη από το λαθεμένο δρόμο που όλο και πιο πολύ έπαιρνε η επανάσταση στην Κρήτη, καιρό που ο ένοπλος αγώνας όλο και κουτσοφούντωνε στην ηπειρωτική Ελλάδα, οι φλόγες του θέρμαιναν την Κρήτη, όταν εμείς για να γλυτώσομε το κάψιμο κρύβαμε το κεφάλι μας στην άμμο. Δεν είχα δει ως τότες ούτε μετά είδα τέτοιο στρουθοκαμηλισμό. Θα γράψω λίγα λόγια απ' όσα θυμάμαι πως είπα σαν μούπεσε ο λόγος: «Αμφιβάλλω σύντροφοι αν εμείς όλοι, και πρώτα αμφιβάλλω για τον ίδιο τον εαυτό μου, που αποτελούμε το ανώτατο επαναστατικό όργανο της Κρήτης, βρισκόμαστε στο ύψος που θέτουν οι καιροί. Γιατί ενώ θα έπρεπε, μια που εμείς έχομε αυτή τη δυνατότητα να ξεσηκώσομε το νησί βοηθώντας έτσι την επανάσταση στην Ελλάδα, αλλά και απαγορεύοντας στην κυβέρνηση του Τσαλδάρη να παίρνει τα παιδιά του Κρητικού λαού να τα ταλαιπωρεί στα τάγματα σκαπανέων και να τα πετσοκόβει στις επιχειρήσεις στα βουνά της Ελλάδας, ανακαλύψαμε, για να δικαιολογήσομε τους δισταγμούς μας, (εδώ με σταμάτησε ο γραμματέας για να του διευκρινίσω αν με τη λέξη «δισταγμούς» εννοούσα δειλία) πως πρέπει από τέσσερις μήνες πρωτύτερα να θέσομε στο 1946 και μια οργάνωση ολάκερη, Digitized by 10uk1s
στην υπηρεσία του 1866 για να τιμήσομε τη στάση των προγόνων, σε μια από τις επαναστάσεις τους, ενώ θα έπρεπε και το 1866 και τους προγόνους να τα θέσομε στη δούλεψη της λαϊκής μας επανάστασης του 1946. Και θα μας έφτανε να διδαχτούμε —επιτρέψετέ μου να αναφερθώ για λίγο— από τ' ατσάλινα νεύρα και το μεγαλείο της επαναστατικής επιτροπής εκείνου του ξεσηκωμού, που επί έξι μήνες κυνηγημένοι απ' τους ανθρώπους των χωριών της ρίζας, —«φύγετε και θα μας κάψετε»— από τους Λάκκους και τη Δρακώνα της Κυδωνίας ως του Κουρνά και τη Γωνιά του Αποκόρωνα, πεινασμένοι στα χιόνια και άλλη κακοπάθηση. Και πιο ανατολικά εις τα χωριά της Βιάννου ο κόσμος έπιασε και έδεσε τον κατοπινό ηγέτη Σφακιανάκη κι από λίγο θα τον παράδινε έτσι δεμένο στον πασά. «Φύγετε» άκουαν οι επαναστάτες εκείνου του καιρού όθε περνούσαν, ενώ σε μας συμβαίνει το αντίθετο: Ο κόσμος μας σταματάει στο δρόμο και μας γυρεύει να τον οδηγήσομε στον ξεσηκωμό». Κανένας από τους συντρόφους της Επιτροπής δεν θέλησε ν' αντικρούσει την ομιλία μου, να συμφωνήσει με τις θέσεις μου ή να διαφωνήσει μαζί μου εξόν του Βαγγέλη Χατζηαγγελή που είπε ότι: «Αυτά που είπε ο σύντροφος Μανούσακας έχουνε βάση και πρέπει να εξεταστούνε». Καμιά όμως συζήτηση πάνω στα θέματα που είχα θίξει δε γίνηκε. Μ' ένα σύντομο λόγο με στομφώδες και κουρασμένο ύφος, με κείνο το θριαμβευτικό: «το κίνημα μας στην Κρήτη είναι ρωμαλέο!! ρωμαλεότατο!» έκλεισε τη συζήτηση ο γραμματέας και_ μόνο που πρότεινε να γραφτεί από το Ζουριδάκη ένα άρθρο στην επιθεώρηση «Μαχόμενη Κρήτη» για το «λιποταχτικό κίνημα» του 1920 που το ίδιο κόμμα που κυβερνούσε σήμερα -το Λαϊκό-έφερε τότες στρατό και πεζοναύτες κι ένα πολεμικό, τη «Σφενδόνη» για να υποτάξει την Κρήτη. Ας μη νομιστεί όμως ότι το άρθρο θα προετοίμαζε ψυχολογικά για να δώσομε εντολή να πάρουν τα βουνά οι στρατεμένοι. Όχι! αυτό δε θα γίνει ποτές! Θα στρατεύεται η μια κλάση πίσω από την άλλη, θα γυμνάζεται για λίγο στο κέντρο εκπαίδευσης στο Ηράκλειο, ύστερα οι στρατιώτες θα στέλνονται, άλλοι στο μέτωπο, κι άλλοι στα τάγματα σκαπανέων και κατοπινά στο Μακρονήσι για αναμόρφωση και στις επιχειρήσεις να σκοτώνονται κι εμείς εδώ θα καυχιόμαστε πως στην Κρήτη έχομε ειρήνη!...». Αλλά πάλι καλά ως τώρα, γιατί σε λίγο θ' αρχίσουν να μας σκοτώνουν σαν τα σκυλιά στ' αμπέλι. Θυμάμαι κείνη τη συνεδρίαση που έλπισα να πείσω το γραμματέα και τους άλλους συντρόφους σε μια πολιτική που θα γλυτώναμε αίμα πολύ στην Κρήτη και των Κρητικών που στελνόταν έξω, σκότωναν και σκοτωνόταν, θα βοηθούσε κιόλας να αναταραχτεί η μακαριότητα της ηγεσίας στην Αθήνα, να βιαστεί γιατί ο καιρός καθώς περνούσε έπαιρνε από μας και έδινε στον αντίπαλο. Πιστεύω ακόμη πως αν η οργάνωση της Κρήτης ενεργούσε σωστά, αποφασιστικά, έγκαιρα, η τύχη του κινήματος στην Ελλάδα θα ήταν αλλιώτικη: Αν δεν νικούσαμε θα νικιούμαστε, γιατί εμείς κατρακυλύσαμε κάτω από τη μοίρα του νικημένου που του απομένει μια κρυφή φωτιά να τον γοητεύει και να τον συνεφέρνει. Εμείς όμως μοιάζει ν' αυτοχτονήσαμε, αφού αφήσαμε στον αντίπαλο τους ίδιους μας τους στρατιώτες για να μας συντρίψει με κείνους. Τώρα βλέπω και είμαι πολύ συγκαταβατικός με τους τοτεσινούς συνεργάτες μου πως η προέλευσή τους η κοινωνική και η αγωγή τους ήτανε τέτοια που μόνο με αποφάσεις κι εντολές του ΚΚΕ σε κείνες τις δυσκολίες μπορούσαν να σκεφτούν «σωστά». Αλλά τέτοιες αποφάσεις ή εντολές εκείνο τον καιρό δε φτάσανε στην Κρήτη, για το λόγο ότι η ηγεσία μας δεν είχε μια σταθερή και ξεκαθαρισμένη, αλλά μια γριφώδικη και αξεκαθάριστη πολιτική. Σαν να μην ήθελε κι η ίδια να ξέρει τι πρόκειται να φτιάξει και που οδηγεί το κίνημα, που έμοιαζε μ' ένα γερό κι όμορφο τρικάταρτο καράβι, ακυβέρνητο, σε πέλαγο φουρτουνιασμένο. Δεν είχε εντολές να μας στείλει γιατί δεν έπαιρνε ανάλογες αποφάσεις.
Για το λόγο ότι έχω πει πως γράφω βιογραφία, κάνω πως πρέπει να πηγαίνω το νου μου και ν' αναθυμούμαι εκείνο τον εαυτό μου, που τώρα ξαπλωμένος με το κοντύλι στο χέρι, νικημένος, γέρος κι ανήμπορος, γράφω την πολιτεία μου. Αυτός δυνατός, με ολοξέχειλο τον κόσμο του έρωτα, είχ' έναν αντίπαλο και κανέναν εχθρό. Μα τώρα αυτός, οι συνεργάτες και οι σύντροφοί του όλοι και κείνοι που ακόμη ο χάρος δεν τους άγγιξε πρέπει κάθε στιγμή να το θυμάμαι πως είμαστε ξοφλημένοι.
Digitized by 10uk1s
Για να κινήσεις ένοπλο αγώνα, επανάσταση, πρέπει, όπως και σε κάθε άλλη δραστηριότητα, να έχεις έστω και τα ελάχιστα μέσα: Είχαμε μάσει με το Βλαντά δέκα εκατομμύρια, αλλά απ' αυτά δεν ξοδεύτηκε ούτε δραχμή για το σκοπό που είχαμε βγει στη γύρα, για το λόγο ότι «άλλοι παπάδες ήρθανε κι άλλα χαρτιά βαστούνε». Δεν μου έμενε καιρός και δε σκεβόμουνα για να κάνω ελέγχους, πού πήγε αυτό το ποσό και άλλα που με τις συνδρομές των μελών μαζευόταν. Θυμάμαι ότι μ' εντολή του Τσιτήλου δίπλιασαν οι μιστοί μας δίχως να το ζητήσει κανείς, γιατί κανένας δεν στερήθηκε απ' όσα θέλει ένας επαναστάτης, ουδέ κακοκοιμήθηκε. Έπαιρνα ενενήντα χιλιάδες, ποσό αρκετό για ένα πιάτο φασόλια μ' ένα κομμάτι ψωμί την ημέρα. Αλλά δε μου είχε λείψει τίποτα. Μα ουδέ το σκολειό κι ας είχε δώσει την εντολή το Κόμμα δε φτιάχτηκε. Αντί για σχολή συγκεντρώθηκαν για κάμποσες φορές στη λέσχη του ΕΑΜ καμιά εικοσαριά στελέχη της οργάνωσης της πόλης των Χανιών και με εισηγητή το γραμματέα, που κιόλας είχε κάνει την «επιλογή» σε «ψηλό επίπεδο» γίνηκαν κάμποσες συζητήσεις περί «στρατηγικής και ταχτικής». Τις παρακολούθησα όλες και σκέφτηκα ότι πιο πολύ όφελος θα έβγαινε αν κουβεντιάζαμε για άνεμους και ύδατα, τη στιγμή που τα υψωμένα ταμπού δεν άφηναν περιθώρια για κριτική της στρατηγικής και της ταχτικής που είχε το κίνημά μας τότες, αν είχε βέβαια και καθόλου κι αν δε βάδιζε στα κουτουρού. Αλλά πιο πολλή ακόμη ζημιά έγινε εξαιτίας ότι ο γραμματέας δεν ξέρω από ποιους και ποιους λόγους, δεν είχε δράμι σπίθα μέσα του, όπως το απαιτούσε εκείνος ο καιρός κι αυτό φαινόταν στις ομιλίες του που ήταν σαν ξέπνοες και φοβισμένες. Όταν τέλειωνε η συζήτηση του άρεσε να πιαστεί σε κουβέντα με κανένα ανεβασμένο της συγκέντρωσης, γιατρό ή καθηγητή συνομήλικό του, να λέει - κι εδώ είχ' ενθουσιασμό - για τα χρόνια που πήγαινε στο Λύκειο, μάθαινε βιολί και του άρεσαν τα λυρικά τραγούδια. Ήταν ωραίος άνθρωπος μα όχι για επαναστάτης. Θυμάμαι που μου παραπονιόταν ο γραμματέας των Χανιών ότι από τον καιρό που πήρε μέρος στην κομματική οργάνωση των εργατών, η ΚΟΒΑ αυτή άρχισε να ξεφτάει. 18 Μετά από λίγες βδομάδες από τον ερχομό του Τσιτήλου στην Κρήτη ήρθε και η γυναίκα του η Τούλα, μια νέα κοπέλα ως το μισό της ηλικίας του (θα ήταν αυτός τότε 40 χρονών) καλοκαμωμένη, καλοαναθρεμένη, έξυπνη και καλότροπη, ψυχοκόρη μιας θείας της από την Καλαμάτα. Ήταν στέλεχος της ΕΠΟΝ και μέλος του ΚΚΕ κι αυτή έδωσε μεγάλη ώθηση στο γυναικείο κίνημα των Χανιών που κείνη την εποχή οι γυναίκες μέλη του Κόμματος συνεδρίαζαν σε ξεχωριστά παραρτήματα των ΚΟΒ. Σ' αυτήν επίσης οφείλεται ότι φτιάχτηκε ένας μικροαστικός κύκλος με κέντρο το αρχοντόσπιτο του Μάρκου Ρενιέρη με συχνά πάρτυ και άλλες εκδηλώσεις πολιτιστικές. Πολλές φορές μάλιστα προσκλήθηκα χωρίς να πάρω μέρος κι ο Τσιτήλος μου πρότεινε ένα προξενειό με μια μικροαστή του κύκλου. Την στάση μου αυτή την υποψιάστηκαν για αποδοκιμασία στις εκδηλώσεις τους που τόσο πολύ τις λάτρευαν εξαιτίας ότι ενστικτώδικα ένιωθαν να φτάνει το τέλος στις τέτοιες συναναστροφές και σα να ήμουν εκείνος που θάφερνε το χαλασμό τους, είχα γίνει κατά πως φάνηκε, ο στόχος και για λίγο κουτσομπολιό. Μια μέρα μάλιστα που πέρασα για να ζητήσω το γραμματέα, βγήκε η δούλα, μια συνομήλικη κοπελίτσα με τη μοναχοκόρη της οικογένειας Ρενιέρη, τη Σόνια, και μου είπε: «Δεν ήρθε από δω σήμερα κύριε Ιαβέρη». Δεν ξαφνιάστηκα και τη ρώτησα να μου πει πώς έμαθε το πραγματικό μου όνομα που δεν το ήξερε κανείς, αλλά δεν μπόρεσε να βρει απάντηση, η δε κυρία της η Ρενιέραινα που έμαθε το περιστατικό θέλησε να μου πει ότι για λόγους συνωμοτικούς σκέφτηκαν και με είπαν έτσι. Είχε γίνει σκέψη να συγκροτηθεί και να πάρω μέρος, μια παγκρήτια επιτροπή του συνασπισμού των κομμάτων του ΕAM για να αποχτήσω μια «νόμιμη υπόσταση», αλλά με την αλλαγή του γραμματέα ξεχάστηκε κι αυτή η σκέψη. Έτσι ήταν αναπόφευχτο να μπαίνουν ερωτήματα για τον τομέα που καθοδηγούσα στην οργάνωση από τους μικροαστικούς κύκλους που κυριαρχούσαν -επειδή τους έμενε καιρός- στο κίνημα της πόλης των Χανιών. Η αλήθεια όμως είναι ότι αυτός ο κύκλος που έμοιαζε μια τούφα από μεταξόμαλλα και τύλιγε σε κουκούλι το γραμματέα κι άλλα δυο μέλη του Digitized by 10uk1s
γραφείου της Περιοχής χωρίς να φανερώσω καμιά άλλη δυσαρέσκεια εξόν ότι έμεινα μακριά για κείνη την εποχή, που όλο και μας ζύγωνε το μπουρίνι κι έπρεπε να σκεβόμαστε και να πράττομε, δε μ' άρεσε. Αντίθετα απ' ό,τι αναθυμούμαι ίσως από αντίδραση βοήθησα να φτιαχτεί μια παρέα από στελέχη της Αυτοάμυνας, το Μ. Παπαναγιωτάκη, το Γ. Μιαούλη, το Χ. Μπονάτο, το Μιχάλη Μποτώνη και άλλους συγκεντρωθήκαμε μερικές φορές με λίγο κρασί και πολλά από τ' απογορεμένα τραγούδια του ΕΛΑΣ. Σε μια τέτοια συγκέντρωση σχεδιάστηκε μια εκδήλωση που ίσως μετά τη Βάρκιζα δεν είχε γίνει άλλη στην Ελλάδα. Κάθε χρόνο γιορταζότανε στα Χανιά η επέτειος μιας μεγάλης μάχης που έδωσε ο ΕΛΑΣ στα Κεραμιά της Κυδωνίας με πολλές απώλειες των Γερμανών και αρκετές των ανταρτών. Σ' αυτή την εκδήλωση η Αυτοάμυνα της πόλης βοήθησε τους ελασίτες που είχαν πλημμυρίσει το θέατρο «Ολύμπια», επειδής είχαν κατέβει κι από το ύπαιθρο να μπούνε σε τετράδες και με κεφαλή έναν ωραίο και μεγαλόσωμο άντρα, τον Κωτσομανώλη, κρατώντας τη σημαία του ΕΛΑΣ, πέρασαν το κέντρο της πόλης των Χανιών σε παρέλαση, με τραγούδια του αγώνα, κάτω από τα χειροκροτήματα του κόσμου. Αυτή η εκδήλωση γίνηκε παρά τη θέληση του γραμματέα της επιτροπής πόλης, όταν όμως δεν συνέβη τίποτα εξόν ότι τρόμαξε τη βασιλική δεξιά και τους χωροφύλακες που χωθήκανε στα οικήματά τους, παίνεσε την πράξη, αλλά δίχως να διδαχτεί καθόλου απ' αυτή. Ήταν η εποχή που κάθε επίδειξη που φαινόταν για την πολιτική ηγεσία παράτολμη, πετύχαινε γιατί ο λαός ήξερε πως αν είχαμε μια κατάσταση δίχως αίμα και βία πάνω στο νησί (μόλις που δεν είχαν αρχίσει ακόμα οι φόνοι) αυτό το χρωστούσε στη σωστή δράση και στην υποστήριξη που έδινε στους κομμουνιστές. Απελπισμένος από τις αερολογίες στις συνεδριάσεις κι από τις χωρίς περιεχόμενο συζητήσεις με το γραμματέα, πήραμε απόφαση με την επιτροπή της Αυτοάμυνας Χανιών να καλέσομε μια πλατιά σύσκεψη στελεχών της πόλης και του υπαίθρου, μάλιστα είχαμε δώσει χρήματα στον υπεύθυνο της Αυτοάμυνας της Ν. Χώρας, Μιχ. Μποτώνη, γιατί η συγκέντρωση θα γινότανε στη λέσχη της, να σουβλίσει δυο σφαχτά και να κάνει την προετοιμασία. Το σχέδιό μου ήτανε σ' αυτή την συγκέντρωση να καλέσομε το γραμματέα κι ανάμεσα στο ποτήρι και το κόκαλο να ριχτεί η ιδέα για μια παρέλαση στην πρωτεύουσα της Κρήτης, από τα μέλη της Αυτοάμυνας του Νομού που ξεπερνούσανε τα χίλια, και να παρθεί απόφαση. Σε τέτοια στιγμή ανάμεσα σε τόσους άντρες στελέχη ο Τσιτήλος θα έδινε τη συγκατάθεσή του. Μια τέτοια επίδειξη θα έκανε την κυβέρνηση Τσαλδάρη, που για τους Κρητικούς ήταν η πιο ανυπόληπτη που είχε γνωρίσει η Ελλάδα, να πάψει τις απόπειρες να επιβάλει την εξουσία του τρόμου και στην Κρήτη και να κρατάει έτσι τις οργανώσεις μας σ' εκνευρισμό με συνέπεια κούραση της οργάνωσης και λύγισμα των πιο αδύνατων από τα μέλη της. Με τρόμαζε το λιγόστεμα των ανθρώπων και του ηθικού, που επί δυο κοντά χρόνια έβλεπα σιγά και ανεπαίστητα από μέρα σε μέρα να γίνεται. Ας έρθομε όμως στο θέμα μας: ο Τσιτήλος που πληροφορήθηκε όχι για ό,τι σχεδιαζότανε μα για το φαγοπότι στη λέσχη της Νέας Χώρας, φρόντισε να με συναντήσει. Ήταν εκνευρισμένος και κατακίτρινος, επειδή λέει έκανα κάτι χωρίς να συνεννοηθώ και να πάρω την έγκρισή του και των άλλων μελών της Περιοχής. «Μα τι έγκριση να ζητήσω για να κάνω ένα γλέντι με συντρόφους που θα ήσουνα καλεσμένος και συ;». Δεν μπόρεσα όμως να τον πείσω αλλά και δεν πήγε το μυαλό του αλλού εξόν ότι ήθελα με τις τέτοιες επαφές μου με τα στελέχη να τον υποσκελίσω. Έχουνε περάσει τόσα χρόνια κι όσο και να ψάχνω το εντός μου τέτοια πρόθεση, έστω και έμμεσα δε βρίσκω να είχα ποτές, αλλά αυτή η μανία, ο φόβος για τη διατήρηση του πόστου, ήτανε που καθόριζε τη δράση και τη συμπεριφορά της μεγάλης πλειοψηφίας των ανώτατων στελεχών του ΚΚΕ και όχι το συμφέρον της επανάστασης, το λαϊκό συμφέρον ή γενικότερα το συμφέρον της πατρίδας ή του παγκόσμιου αγώνα. Έτσι ναυάγησε μια εκδήλωση που μπορούσε να χαράξει άλλο δρόμο για το ξεκίνημα και την τύχη Digitized by 10uk1s
του ένοπλου αγώνα στην Κρήτη. Επειδής στις συνεδριάσεις του γραφείου Περιοχής, που κιόλας είχαν αραιώσει, δεν μπορούσα να τους δώσω να καταλάβουν πόσο η πολιτική μας ήτανε λαθεμένη, κι επειδής στις ψηφοφορίες απέμενα μοναχός, —ήμουνα βλέπετε και ο μόνος ασπούδαχτος: Ο Τσιτήλος καθηγητής, ο Ζουριδάκης καθηγητής, ο Χατζηαγγελής δικηγόρος, η Κλάδου δασκάλα, ο Βιτσαξάκης λογιστής, ο Παπαδομιχελάκης που τον είχε μπάσει ο Τσιτήλος απ' το παράθυρο κι έπαιρνε μέρος σ' όλες μας τις συνεδριάσεις, των «πολιτικών επιστημών»— σκέφτηκα να ενεργήσω κρυφά τους: Να φτιάξομε μερικούς πυρήνες ένοπλων ομάδων στο ύπαιθρο. Πίστευα πως δεν καταπατούσα, μα αντίθετα υποστήριζα την πολιτική του Κόμματος έστω εκείνη την ατροφικιά και κακορίζικη. Πήραμε λοιπόν την απόφαση με τα μέλη του γραφείου της Αυτοάμυνας Ν. Χανιών, Μ. Παπαναγιωτάκη, Γ. Μιαούλη και Χ. Μπονάτο, που καθοδηγούσα. Οι ομάδες αυτές θα μας ήτανε χρήσιμες για τον ερχόμενο σηκωμό, για να κρατήσομε ως τότες τη λαϊκή τάξη. Να υποστηρίξομε το βιος του κόσμου γιατί το Τσαλδαρικό κράτος άλλα καθήκοντα έβαζε στη χωροφυλακή. Η χτηνοτροφία κιντύνευε ν' αφανιστεί από τους ζωοκλέφτες με συνέπειες στη διατροφή του πληθυσμού κι ενός αντάρτικου στρατού. Μετά λίγες ημέρες ο Μπαντουρόγιαννης στην Κίσσαμο κι ο Σπανουδογιώργης με το Μπλαζοσπύρο στον Αποκόρωνα άρχισαν να κινιούνται με τις ομάδες τους από χωριό σε χωριό ενώ τ' αποσπάσματα και οι σταθμοί της χωροφυλακής, που δοκίμαζαν να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό του υπαίθρου για το δημοψήφισμα, τους κόπηκε η διάθεση: λιγόστεψαν ακόμη και τα πήγαιν'-έλα τους που κιόλας δε χρειαζότανε καθόλου. Και σαν αρχίσαμε έτσι έπρεπε να δεθούν και να δυναμώσουν οι ομάδες. Στην ομάδα του Μπαντουρόγιαννη στάλθηκε από τα Χανιά σαν στρατιωτικός ο καταδιωκόμενος Γιώργης Κοδέλας, έμπειρος, καπετάνιος τάγματος του ΕΛΑΣ στην Αρκαδία. Ακόμη ενισχύθηκε από τους δυο υπεύθυνους της Αυτοάμυνας Κισσάμου, Γιάννη Μανουσάκη και Φώτη Αναγνωστάκη. Κατά τη μεριά του Ρεθέμνους, στο χωριό Κάστελλο του Αποκόρωνα, τα δυο αδέρφια Ρωμανιάδες, Αλέκος και Γιώργης, βρισκόταν από καιρό στ' άρματα, επειδή ένα απόσπασμα από τραμπούκους του Γύπαρη είχε δολοφονήσει την αδερφή τους και μόλις αυτοί είχαν γλυτώσει τη σύλληψη ή το σκοτωμό, πήραν εντολή να φτιάξουν ομάδα. Στην Κυδωνία στάλθηκε ο Μανώλης Πισσάς. Αλλά πρέπει επειδή εχτιμώ τούτον τον άντρα, έναν από τους λίγους παλιούς επαναστάτες του νησιού, να πω λίγα από την ως τα τότες δράση του: Η κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς τον βρήκε σε στρατόπεδο του ελληνικού φασισμού, στο ξερονήσι Φολέγαντρο. Σε κείνη την αναμπουμπούλα εκείνοι οι εξόριστοι κατάφεραν να περάσουν στην Κρήτη κι ο Πισσάς βρέθηκε στο Στύλο του Αποκορώνου που ήτανε το χωριό του, κοντά στη γυναίκα και τα παιδιά του. Σε λίγο βγήκε στα Λευκά όρη για την οργάνωση αντάρτικου· πιάστηκε όμως γρήγορα από γερμανικό απόσπασμα στο ορεινό χωριό Ζούρβα μαζί με το Στεφανή Κουτσούπη και το Γιώργη Γαλανάκη. Επειδής κατάφεραν να κρύψουν τα όπλα τους στον αχερώνα του σπιτιού που τους μπλοκάρησαν, γλύτωσαν την κρεμάλα, αλλά κλείστηκαν σε στρατόπεδο κι η απελευτέρωση τους βρήκε ζωντανούς στο Νταχάου. Γύρισε πάλι στα παιδιά και στη γυναίκα του και δούλευε επαναστατικά στην αγροτιά. Μου κάνει καλό να θυμάμαι στις συναντήσεις μας αυτόνε τον άντρα: Γλυκός και μειλίχιος με ατέλειωτη καλότητα και ανθρωπιά. Σαν ένοπλος του Δ.Σ. γίνηκε αμέσως αγαπητός ακόμα και από τους δεξιούς αγρότες. Ένας δεξιός, ο Μηνάς Μυλωνάς από τη Δρακώνα της Κυδωνίας, τόσο πολύ ενθουσιάστηκε από το φέρσιμο και τα λόγια του που κατατάχτηκε στην ομάδα του και γίνηκε ένας από τους καλύτερους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Συνέβη ακόμη στην περιοχή των Κεραμιών ένας ζωοκλέφτης να μη στέργει να συμμορφωθεί. Ο Μανώλης που δεν ήξερε να επιβάλει καμιά από τις τιμωρίες της εποχής, επειδή όμως τον είχε φέρει σε απελπισία, έκανε για λίγο κάποια αβαρία... στις αρχές του. Πήρε τον κατσικοκλέφτη κι έναν αντάρτη καμώθηκαν τους ένοπλους τσομπάνηδες κι αφού έλαβε τα μέτρα του τον παράδωσαν στον σταθμό χωροφυλακής των Μουρνιών, που κιόλας ύστερα από λίγον καιρό Digitized by 10uk1s
ο ίδιος αφόπλισε. Με το να έχομε ένοπλους στο ύπαιθρο της δυτικής Κρήτης δυνάμωσε στο διπλό η οργάνωσή μας της Αυτοάμυνας. Έτσι γίνηκε μπορετό να λύσομε ένα μεγάλο πρόβλημα που ως τώρα φοβόμαστε: Στο ύπαιθρο των Χανιών βρισκόταν ένα πλήθος φυγόδικοι, καταδιωκόμενοι για φόνους λόγω εθίμων, οικογενειακά, αλλά και για άλλες πράξεις βαθμού κακουργήματος που γίνηκαν απ' τον καιρό ακόμη της κατοχής. Ονομαστοί και με μεγάλο κύρος ήταν ο Σαρτζετοευτύχης και ο Πενταροευτύχης που ήταν κεφαλές δυο μεγάλων οικογενειών που από χρόνια βρισκόταν στα ντουφέκια. Πιο πολύ όμως κύρος και αρκετή φρονιμάδα είχε ένας ηλικιωμένος φυγόδικος ο Λακκιωτογιώργης, που ήταν και ιδεολόγος κομμουνιστής. Από τους άλλους η οικογένεια των Σαρτζέτηδων ανήκε στη δημοκρατική δεξιά (στη περιοχή των Λευκών Ορέων βασιλικός φυγόδικος δε στάθηκε ποτές) μια που η οικογένεια των Πεντάρηδων ακολουθούσε την Αριστερά. Γύρω από αυτούς κι απ' τον δικό μας το Μπαντουρόγιαννη κινούνταν οι άλλοι φυγόδικοι. Μαζί τους διαπραγματεύτηκε συμφωνία ο Μπαντουρόγιαννης με το Γιώργη Παπαγιαννάκη, γραμματέα του Αγροτικού Κόμματος Χανιών. Ο πρώτος όρος της συμφωνίας υποχρέωνε τις δυο αντιμαχόμενες οικογένειες σε ανακωχή. Μετά το τέλος του αγώνα η λαϊκή εξουσία θα έλυνε τις διαφορές τους κατά την εδική τους θεληση. Ο δεύτερος όρος όριζε ότι: όλοι οι καταδιωκόμενοι για οποιοδήποτε λόγο και σε όποια πολιτική κι αν βρισκότανε παράταξη, αποτελούσαν ένα μέτωπο αλληλεγγύης κατά των κρατικών δυνάμεων της υπαίθρου. Ο τρίτος όρος της συμφωνίας έβαζε σαν καθήκον τιμής το σταμάτημα της ζωοκλοπής και την εξασφάλιση της αξιοπρέπειας, της ζωής και της περιουσίας του κάθε νοικοκύρη. Γιατί σε κείνη την ακαταστασία ανάμεσα στις σχέσεις των ανθρώπων, που σκόπιμα διατηρούσε η κρατική εξουσία κιντύνευαν όχι μόνο τα ζώα αλλά και τα θηλυκά παιδιά του κάθε ευκατάστατου που κατοικούσε στο ύπαιθρο. Η συμφωνία αυτή είχε καλά αποτελέσματα. Οι απαγωγές σταμάτησαν, η κλοπή ζώων περιορίστηκε. Στην περιοχή των Ρωμανιάδων που γινόταν ληστείες σε αυτοκίνητα, κόπηκαν, κι η κρατική εξουσία υποχρεώθηκε να φυλακίσει τους ληστές που ήταν άνθρωποι δικοί της. Έτσι καθάρισαν οι Ρωμανιάδες που είχαν συκοφαντηθεί γι' αυτές τις ληστείες, εχτός από τη δεξιά κι από μερικούς της εδικής μας ηγεσίας, κι όχι λίγες φορές με είχαν στεναχωρέσει οι σύντροφοι και συνεργάτες μου της Περιοχής. Αργότερα η κυβέρνηση της Αθήνας έδωσε μια ξεχωριστή αμνηστία στην Κρήτη για να μπορέσει να δώσει τέλος σ' αυτή τη συμφωνία μας. Τελειώνοντας το κεφάλαιο τούτο πρέπει να πω, βάσει και των αρχών που υποσχέθηκα να τηρώ στο γραφτό μου, ότι σε μια απαγωγή γυναίκας που συνέβη όμως αργότερα από τα ιστορούμενα, δε στέρξαμε στην απελευτέρωσή της, λόγω πολιτικής και μόνο εμπάθειας. Ένας γιδοβοσκός, ο Γιάννης Παπαδόσηφος απάγαγε τη δεκαπεντάχρονη κόρη του σε τιμητική αποστρατεία αντιστράτηγου της χωροφυλακής Γ. Γιουλούντα. Την ανέβασε στο χωριό Καλλικράτη Σφακιών, περιοχή που κείνο τον καιρό κρατούσαμε. Θυμόμουνα το στρατηγό από τα παιδικά μου χρόνια, τότες που δούλευα κάλφας στο Ρέθεμνος: Όταν γιόρταζε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και λάχαινε να μη βρίσκεται σ' εξορία, ο στρατηγός βροντούσε ένα κανόνι στον πύργο του που βρισκόταν νότια της πόλης του Ρεθέμνους κάνοντας τους δημοκρατικούς Ρεθεμνιώτες να τρίζουνε τα δόντια τους. Και πάλι όμως αν ο στρατηγός, που έφτανε τα εβδομήντα χρόνια της ζωής του, μας έστελνε ένα σημείωμα να μας ζητάει το μοναχοπαίδι του θα του το στέλναμε πίσω. Αλλά ο γέροντας και η δανέζα γυναίκα του, κόρη και κείνη στρατηγού, έτρεξαν στον Τσαλδάρη και το βασιλιά ζητώντας τους ένα σύνταγμα στρατιώτες... Πρέπει να πω ακόμα ότι αυτή η συμφωνία μας με κείνους τους δυναμικούς ανθρώπους βοήθησε να γίνει πράξη το σύνθημα της συμφιλίωσης και πιστεύω να είναι η μοναδική περιοχή σε όλη την Ελλάδα που πέτυχε, χωρίς να είμαστε προετοιμασμένοι, να ωφεληθούμε κι από τούτο το Digitized by 10uk1s
πλεονέχτημα. Είχε και λίγο αστείο η υπόθεση. Διαδόθηκε πως ο Σαρτζετοευτύχης με το Λακκιωτογιώργη ρίχνανε τον κόμπο κάθε αρχή της εβδομάδας για να δούνε πώς θα μιλούσαν: αριστερά ή δεξιά. Και κάποια φορά μήνυσα στο Λακκιωτογιώργη, που ήταν και μακρινός μου συγγενής, ότι στη Γαύδο βρισκόταν εξορία διακόσια πενήντα «συντρόφια» μας και πως πεινούσαν. Και μείναμε κατάπληχτοι στα Χανιά όταν μάθαμε πως πριν να περάσει μια βδομάδα φορτώθηκε ως τα μπούνια ένα βενζινόπλοιο με άλευρα, λάδι, όσπρια, κονσέρβες κι έφτασε από την Παλιόχωρα στη Γαύδο. Η οργάνωση της Κρήτης θα χρειαζόταν δυο μήνες μ' εκατοντάδες συνεδριάσεις και πάλι δε θα μάζευε ένα καΐκι τρόφιμα.
Και ενώ στη δυτική Κρήτη είχαμε τις τέτοιες επιτυχίες, στην ανατολική πέτυχε ο Παπαδομιχελάκης να μη βγει ως τώρα -Αύγουστος του 1946- ούτε μισός αντάρτης, παρ' όλες τις προσπάθειες εμένα και του Σαμαρίτη. Τον ίδιο το Σαμαρίτη που χωρίς δεύτερο λόγο ήτανε το καλύτερο στέλεχος του κινήματος στην ανατολική Κρήτη, τον κατάργησε από υπεύθυνο της Αυτοάμυνας —σύμφωνος και ο Τσιτήλος— και του ανάθεσε δουλειά στο Αγροτικό Κόμμα (ΑΚΕ). Αλλά η μετάθεση αυτή γίνηκ μόνο και μόνο για να τον αχρηστέψει, γιατί όπως θα δούμε μετά από ολίγους μήνες τον έστειλε στο χωριό του να βόσκει λίγα πρόβατα. Το Γιώργη Σμπώκο, έναν παλιό ακροναυπλιώτη που στάλθηκε στον Ψηλορείτη επειδή η χωροφυλακή στον Άγιο Νικόλαο τον είχε μηνύσει για «συγκρότηση ένοπλων ομάδων», τον κατέβασε και αυτόνε στα πεδινά όπως κι ακόμα δυο καταδιωγμένους που ξεχνάω τα ονόματά τους. Αυτούς τους έστειλε στο δικαστήριο κι η οργάνωση του Ηράκλειου πλήρωσε τη φυλακή που τους επιβλήθηκε και «νομιμοποιήθηκαν». Στην ορεινή επαρχία Βιάννου είχαμε στείλει έναν έμπειρο ελασίτη, που είχε δράσει στη Ρούμελη, το Φραγκιαδάκη, αλλά μετά από λίγες μέρες με εντολή του Παπαδομιχελάκη, διώχτηκε από την επαρχιακή επιτροπή του ΑΚΕ. Θυμάμαι που στην περίσταση ζήτησε να συναντήσει εμένα και το Σαμαρίτη ο γιατρός Παπαμαστοράκης από τη Βιάννο. Ο γιατρός είναι αρκετά ευκατάστατος, πρόσωπο σοβαρό και αγαπητό στο κίνημά μας λόγω που σαν λοχαγός του ΕΛΑΣ είχε δείξει εξαιρετική στάση. Ήταν ωραίος και πολύ ευχάριστος άνθρωπος και συζητήσαμε πολλά. Στο τέλος μας είπε: «Αν σύντροφε Γιάννη το γραφείο Περιοχής θέλει να κάνει στην επαρχία Βιάννου αντάρτικο, πρέπει να εχτοπίσετε εμάς, την επαρχιακή επιτροπή του ΑΚΕ. Γιατί όσο είμαστε μεις εκεί αντάρτικο δε γίνεται». Χωριστήκαμε φιλικά δίχως ν' απαντήσομε τίποτα στην πρόταση του γιατρού. Εκείνες τις μέρες μου έφερε ο Σαμαρίτης ένα γράμμα σφραγισμένο και μου είπε ότι είχε σταλθεί από τη Βιάννο για μένα. Ήταν μια προσωπική επίθεση εναντίον μου και ήταν ανώνυμο. Κοντά στ' άλλα έλεγε ότι προσπαθώ να ανάψω τον εμφύλιο πόλεμο κι ότι «τίποτα παραπάνω δεν κάνει ο Τσαλδάρης». Είπα στο Σαμαρίτη, μια που αρνιότανε να μου πει ποιος του το έδωσε αυτό το γράμμα, να ετοιμαστεί για την Αθήνα και να το πάει στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ. «Το έγραψε αυτός», μου είπε τότες. Δεν αμφίβαλα πως ο συγγραφέας του ήταν ο Παπαδομιχελάκης, γιατί το μαρτυρούσε κι ο γραφικός του χαραχτήρας, όσο κι αν ήτανε αλλαγμένος. Είχα θυμώσει: «Δώσ' το πίσω σ' αυτόνε (είπα μια βρισιά) του κινήματος, της Κρήτης κι αν νομίζει ότι κάνω του κεφαλιού μου, ότι παραβαίνω την πολιτική του κινήματος δεν έχει παρά να με καταγγείλει στο Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος για να με διαγράψει». Σε μένα το χέρι δεν ήταν να διαλέξω πόλεμο ή υποταγή. Αυτό θα μπορούσε να το κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ (αν θα μπορούσε κι αυτή και σε ποιο βαθμό). Η δράση η δική μας σαν ηγεσία της Κρήτης έπρεπε να βοηθάει κι όχι να χαντακώνει την επανάσταση του Ελληνικού λαού. Να υπερασπίζεται τα συμφέροντα και την ιστορία της Κρήτης σαν μιας εθνικής περιοχής κι όχι να τα ξεχωρίζει, γιατί αυτό κιόλας ήταν αδύνατο και ακατόρθωτο. Η δεξιά δεν θα δεχόταν μια συμφωνία που η Κρήτη να μένει ουδέτερη, να μη στέλνει ούτε ένα στρατιώτη, ούτε ένα χωροφύλακα, ούτε ένα αξιωματικό ή άλλο μέσο για την κατάπνιξη της επανάστασης. Αν όμως ο Παπαδομιχελάκης έκανε μια τέτοια πρόταση θα τη συζητούσαμε. Και πάλι όμως βάσει των αρχών, θ' αποφάσιζε η ηγεσία του ΚΚΕ. Μα έστω θα ήταν πρόταση έντιμη αφού θα ήταν φανερή. Αλλά εκμεταλλευότανε την πολιτική αναπηρία του γραμματέα με την επιβολή που είχε σε περίοδο πρωσοπολατρίας στα μέλη του γραφείου Περιοχής Κρήτης, που τα αχρήστευε για να περνάει την πολιτική του - πολιτική μουτίσματος της Κρήτης. Και μπορούσε να ενεργεί έτσι για το λόγο ότι η ηγεσία του Κόμματος δεν είχε ξεκαθαρισμένη, μα Digitized by 10uk1s
αλλοπρόσαλλη, όπως κατοπινά ειπώθηκε, πολιτική. Ενεργούσε στο μισοσκόταδο. Σε μια ξεκαθαρισμένη πολιτική δεν θα μπορούσε να δράσει καταστροφικά στο ελάχιστο, για το λόγο ότι θα βρισκόταν αμέσως έξω από το κίνημα. Ένα κίνημα όμως που δεν ορίζει την πολιτική του και τον εαυτό του και κάνει ο πάσα ένας από τα στελέχη κείνο που κρατάει η καρδιά του και αφήνει τον ίδιο καιρό να του αρπάζει ο αντίπαλος τους στοατιώτες του και μόνο κραυγές και φοβέρες αφήνει, δε νικά μα συντρίβεται και χάνεται... Μ' αλοίμονο, εμείς δεν απομείναμε κιάς νικημένοι, γιατί κι ο νικημένος είναι κατάσταση που καμιά φορά μάλιστα ξεπερνάει το νικητή αντίπαλό του σε σοφία και ψυχική δύναμη, που τον βοηθάει ν' ανοίξει έναν καινούργιο δρόμο. Εμείς δεν είμαστε ο νικημένος που κάθεται πάνω σε συντρίμια της μάχης που έχασε. Εμείς κατρακυλήσαμε κάτω κι απ' «του κακού τη σκάλα» κάτω σε αβύσσους κι απομείναμε ένα σωρός καταστροφές που και ποιος ξέρει τι σπόρους θα φέρει ο άνεμος για να φυτρώσουνε πάνω κει.
Ζύγωνε ο καιρός να γινεί το δημοψήφισμα. Με τις εφημερίδες μας και με συγκεντρώσεις καλούσαμε το λαό της Κρήτης να ψηφίσει με πάθος τη Δημοκρατία και καταγγέλναμε την τρομοκρατία που όλο και δυνάμωνε απάνω στο νησί. Η πιο μεγάλη συγκέντρωση γίνηκε στο Ηράκλειο, στο γεωπονικό κήπο. Σ' αυτήνε μίλησε ο στρατηγός Μάντακας, ο Μπαντουβάς κι ο Σαμαρίτης. Ο τελευταίος από αιτία που θα μιλούσε κι ο Μπαντουβάς που τον θεωρούσε πανούργο και διπρόσωπο, δεν ήθελε να μιλήσει. Υποχρεώθηκε όμως από την οργάνωση αλλά και πάλι είπε απ' όλους τα λιγότερα. Πρέπει όμως ν' ανοίξω εδώ μια παρένθεση και να σας γνωρίσω για λίγο με τον Μπαντουβά, που τώρα έλεγε στο δικό μας το Μάντακα: «Μαζί σου στρατηγέ μου γίνομαι στρατιώτης της Δημοκρατίας». Λίγο αργότερα, στ' όνομα του βασιλιά, κουβαλούσε στο Ηράκλειο τα κομμένα κεφάλια και τα χέρια των συντρόφων μας. Όταν έπεσαν οι αλεξιπτωτιστές Γερμανοί στο Ηράκλειο, άφησε τους σταύλους του με τα γελάδια και πολέμησε. Μετά την κατάληψη της Κρήτης κυνηγημένος βγήκε στο κλαρί επικεφαλής μιας μεγάλης ομάδας με υπαρχηγό του το Γιάννη Ποδιά. Ο κατατρεγμός ήταν μεγάλος και ο Μπαντουβάς δεν τον άντεξε. Έφυγε για τη Μέση Ανατολή με υποβρύχιο των Εγγλέζων. Ο Ποδιάς έμεινε και μέσα στις μύριες δυσκολίες της πυκνής Γερμανικής κατοχής με πολιτικό το Σαμαρίτη δημιούργησαν τον ΕΛΑΣ της ανατολικής Κρήτης κι ο Ποδιάς γίνηκε θρύλος. Με την απελευτέρωση γύρισε ο Μπαντουβάς στην Κρήτη, επισκέφτηκε την ηγεσία του ΕΛΑΣ και είχε πολλά να πει κατά των Εγγλέζων. Σε λίγο όμως και πάλι πήγε μαζί τους, που σαν νόμιμοι τώρα αφέντες του τόπου μας, τον βόλεψαν οικονομικά για να συγκεντρώσει γύρω του κάθε αγγλόφιλο αντικομμουνιστικό στοιχείο και αμέσως άρχισε εκείνο το απίθανο φουσάτο, τις προκλήσεις. Σε μια συμπλοκή τραυμάτισαν τον καπετάνιο του ΕΛΑΣ, Ποδιά, αχρηστεύοντάς του το ένα χέρι. Στο ξεσήκωμα των λαϊκών στρωμάτων του Ηράκλειου και όλης της Κρήτης που θα χανόταν αυτός κι ο ταϊφάς του, ο Μπαντουβάς θυσίασε το δολοφόνο Διονύση Μπούτζαλη, που ήταν πρωτοπαλλήκαρο και παλιός φίλος του: Έστησε στρατοδικείο, τον καταδίκασε σε θάνατο και τον εχτέλεσε. Έτσι φάνηκε άνθρωπος δίκαιος και πατριώτης. Με την επιβολή των Εγγλέζων στην Ελλάδα σα να χάθηκε για λίγο απ' τη σκηνή, μα έτσι για να φτιάξει και τις επιχειρήσεις που έκανε, και καιροφυλαχτούσε. Και νά τονε τώρα που άκουσε το ντουφέκι να βροντά στην Ελλάδα, μια που Σούρληδες και Μαγγανάδες δε σήκωνε η Κρήτη, κάνει τα καπάκια με το δικό μας τον Παπαδομιχελάκη, που στο μεταξύ κρατούσε ακόμη σ' εξορία στην Αθήνα τον Ποδιά — μπορεί μάλιστα να του το απαιτούσε ο Μπαντουβάς. Θυμάμαι που λίγες μέρες πριν φύγει ο Βλαντάς για την Αθήνα μου είχε πει: «Τι είναι αυτά που μας λέει και μας γράφει ο Στέλιος για τον Μπαντουβά;... Λίγο θέλει να μας τον κάνει και σύντροφο!... Πρέπει να πας να κάνεις μια συνάντηση μαζί του». Η συνάντησή μου αυτή με τον Μπαντουβά δε γίνηκε ποτές, γιατί δεν τη θέλησε ο Τσιτήλος που στο μεταξύ αντικατάστησε το Βλαντά. Πρέπει να πω ότι τα στελέχη και τα μέλη μας, αλλά και οι οπαδοί μας ακόμης δεν εγκρίνανε τις τέτοιες σχέσεις μας μαζί του: Τον θεωρούσαν εχθρό· αλλά και ικανό αντίπαλο για να μας βλάψει. Όταν βγήκε στην συγκέντρωση να τους μιλήσει οι πιο πολλοί πάγωσαν κι άλλοι κάτι ψιθύρισαν.
Digitized by 10uk1s
Νάτε τώρα αυτόνε τον καιρό ποια ήταν η τύχη του καλύτερου στρατιωτικού στελέχους της Κρήτης, του Ποδιά: Τον είχεν εξορίσει από την Κρήτη για την Αθήνα όταν είχεν αναλάβει —ο Π.— γραμματέας της οργάνωσης στο Ηράκλειο (Νοέμβρης 1945), εποχή που από την Αθήνα και το Μωριά αγωνιστές καταδιωγμένοι ερχότανε κι έβρισκαν άσυλο στην Κρήτη, όπως σε προηγούμενο κεφάλαιο έχει ειπωθεί. Αργότερα, όταν έφευγε ο Βλαντάς για την Αθήνα, Ιούλη 1946, μήνυσα στο Π.Γ του ΚΚΕ να μας στείλουνε τον Ποδιά στην Κρήτη, και να καλέσουν εμένα να εκθέσω τις απόψεις μου που είχα για τον ένοπλο αγώνα. Και με κάλεσαν βέβαια στην Αθήνα, αλλά μετά από εννιά μήνες, όταν είχε παιχτεί και είχε χαθεί το παν. Ο Ποδιάς όμως στάλθηκε στην Κρήτη τον επόμενο κιόλας μήνα (Αύγουστο). Αλλά ο Παπαδομιχελάκης σε γνώση και συνεννόηση του Τσιτήλου, τον έκρυψαν από μένα και το Σαμαρίτη, που λάχαινε να είναι και γαμπρός του. Αλλά κι απ' όλη την οργάνωση με συνωμοτισμό και φροντίδα τον έκρυψαν. Για λίγες μέρες στα Χανιά στου Μ. Παπαναγιωτάκη, ύστερα στο Ηράκλειο στο Ατσαλένιο, για να έχει την άμεση επιτήρησή του ο Π. μη λάχει να τον ανακαλύψομε και του χαλαστεί το ραχάτι. Την τύχη ετούτου του ξεχωριστού μας του Ποδιά την έμαθα όταν μετά εννιά μήνες με κάλεσε το ΠΓ στην Αθήνα, όπως λέω και παραπάνω. Ως τότες πίστευα (γιατί έτσι το διαδόσανε στην Κρήτη) ότι το Κόμμα τον είχε στείλει στο αντάρτικο της Μακεδονίας. Κοντά στ' άλλα όμως που συζήτησα με το Στέργιο Αναστασιάδη, υπεύθυνο του Πολιτικού Γραφείου, ήτανε και το θέμα του Ποδιά. «Μα σας τον στείλαμε σύντροφε μόλις τον ζήτησες», ήτανε η απάντησή του. Μείναμε μ' ανοιχτό το στόμα και οι δυο μας. Μια τέτοια πράξη σπάνια μπορούσε να συμβεί, ως τότες τουλάχιστο, στο κίνημά μας. Ο άνθρωπος, κοντά στη μεγάλη ζημιά που γίνηκε από την αδράνεια ενός τέτοιου στελέχους, έζησε επί εννιά μήνες τη ζωή του κρατούμενου, κλεισμένος μέσα σ' ένα δωμάτιο. Αυτούς ακριβώς τους μήνες που παιζόταν η τύχη του κινήματος στην Κρήτη και στην Ελλάδα, κι ο Μπαντουβας οργάνωνε στα κρυφά, σκεπασμένος απ' τα καπάκια του με τον Π. το δικό μας, τους κατοπινούς δολοφόνους. Τώρα που γράφω ετούτες τις γραμμές, βλέπω και το μέγεθος αυτής της δολιότητας του Παπαδομιχελάκη. Αλλά και πού μπορεί να οδηγήσει μια πολιτική όταν δεν είναι καθαρή, όπως δεν ήταν εκείνη την εποχή του ΚΚΕ η πολιτική, μόνο γεμάτη από «ήξεις-αφήξεις», θολάδα και πούσι.
Αυτόνε τον καιρό, παραμονές του δημοψηφίσματος, περιόδεψα την Κρήτη δυο φορές. Διαδινόταν ότι θα φέρουν το βασιλιά με πραξικόπημα. Έπρεπε η Αυτοάμυνα να μπει σ' επιφυλακή και ν' αντιδράσει αμέσως ένοπλα. Είναι ο καιρός που στην ανατολικότερη Κρήτη είχαν αρχίσει συλλήψεις κι άλλες παραβιάσεις, καταπιέσεις και ξυλοδαρμοί. Βρισκόμουνα στη Γεράπετρα κι ετοιμάζαμε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά της τρομοκρατίας και για τις διανομές στα τρόφιμα που σάπιζαν στις αποθήκες και τα 'ριχναν στη θάλασσα. Όπως θυμάμαι, είχαμε τη χαρά ότι τα Δωδεκάνησα είχαν ενωθεί με την Ελλάδα. Ένας στόλος από σημαιοστολισμένα σφουγγαράδικα δωδεκανησιώτικα στεκότανε στις άγκυρες και τα πληρώματα γλεντούσαν στο μουράγιο. Περιδιάβαινα αμέριμνος τους δρόμους της κωμόπολης, όταν με σταματάει ένα χωροφύλακας· ήρθανε ύστερα κι άλλοι. Το χτήριο της υποδιοίκησης βρισκότανε κοντά και βρέθηκα κει μέσα. Προλαβα όμως να διαμαρτυρηθώ για να δει ο κόσμος ότι με πήραν. Ένας ανθυπασπιστής, ο Πιτουλάκης, που ήταν ο σταθμάρχης, μου είπε ότι μ' έπιασαν, γιατί επί τρεις ημέρες βρισκόμουνα στο βιλαέτι του, δίχως να ξέρει ποιος ήμουν. «Μπορεί να είσαι Βούλγαρος». «Και τώρα που βλέπεις και ακούς ότι δεν είμαι Βούλγαρος, μα Κρητικός, είμαι λεύτερος να φύγω;» «Όχι μου λέει, γιατί θα σε κάνω εχτόπιση. Εκκρεμούνε τρεις μηνύσεις εναντίον σου για δοσιλογισμό...». «Θα Digitized by 10uk1s
δυσκολευτείς», του είπα. Στο μεταξύ είχε μπει μέσα μια επιτροπή με το Μανώλη Κατσανεβάκη και διαμαρτυρότανε για την παράνομη σύλληψή μου. Μου μένει αξέχαστο ότι ο Πιτουλάκης κρατούσε στα δάχτυλά του που τρέμανε και διάβαζε ένα έντυπο που έλεγε ότι ο κάθε πολίτης που θα βρεθεί σε μια πολιτεία, οφείλει να δηλώσει στο αστυνομικό τμήμα το σπίτι που θα μείνει. Και σε παρατήρηση του Κατσανεβάκη ότι είναι νόμος της χιτλερικής κατοχής, ο ανθυπασπιστής είπε χαμηλόφωνα, αλήθεια και λίγο ντροπιασμένα: «Δυστυχώς ισχύουνε ακόμα οι νόμοι του Χίτλερ». Στο μεταξύ ακούστηκε θόρυβος έξω από το χτήριο και πλησιάζοντας κατά την πόρτα είδα κόσμο συγκεντρωμένο κι άλλοι ερχότανε τρέχοντας. Συγκινήθηκα αφάνταστα, αλλά βρήκα όλο το κέφι για να πω στον ανθυπασπιστή: «Τώρα κύριε Πιτουλάκη ετοιμαστείτε και θα σας κάνω εγώ εχτόπιση». Από τις φωνές του κόσμου που άρχισε να μπαίνει μέσα είχε χάσει το χρώμα του ο κακομοίρης, όταν άνοιξε ένα μεσοπόρτι και μπήκε ένας ατσαλάκωτος ανθυπομοίραρχος. Ήταν ο υποδιοικητής. «Μα τι συμβαίνει εδώ;» ξεφώνησε γεμάτος αγωνία. «Συμβαίνει κείνο που εσύ διάταξες να γίνει», του είπα και βγήκα έξω, χωρίς να περιμένω την άδεια κανενός, περίσσια ευχαριστημένος όπως κι ο λαός της Γεράπετρας που με λευτέρωνε. Όταν τηλεγράφησα το γεγονός στις εφημερίδες, έφυγα για το Ηράκλειο. Εκεί βρήκα το γραμματεα της Περιοχής και τη Β. Κλάδου και μαζί με το Βιτσαξάκη συνεδριάσαμε έχταχτα.
Σ' αυτή μας τη συνεδρίαση είχα να πω και να καταγγείλω πολλά: Και πρώτο ότι η αντιπολιτευόμενη την Κυβέρνηση του Τσαλδάρη δεξιά της Κρήτης με το Βενιζέλο, το Γύπαρη, τον Μπαντουβά κι άλλους είχαν αρχίσει τη συνεργασία εναντίον μας με τους βασιλόφρονες (κυβερνητικούς) και τους δοσίλογους. Στα κρυφά όπλιζαν τραμπούκους και τους πετούσαν κάποιο κόκαλο, εκείνους τους ίδιους που στην απελευτέρωση με τα εγγλέζικα εφόδια έστρεψαν εναντίον μας και ματοκύλησαν το Ρέθεμνος. Δεύτερο από τις δοκιμές που έκανε η κυβέρνηση να τρομοκρατήσει την Κρήτη με τις συλλήψεις, μόνο στο Ηράκλειο πέτυχε να πιάσει και να εχτοπίσει το γραμματέα του Αγροτικού Κόμματος, δικηγόρο Ν. Κριτσωτάκη, για το λόγο και μόνο ότι ο Παπαδομιχελάκης δε νοιάστηκε για την απελευτέρωσή του μα κρύφτηκε. «Ντράπηκα Γιάννη για τη στάση ενός παλιού κομμουνιστή. Τον ζητούσαμε επί τρεις μέρες και ήταν κρυμμένος, ώσπου έδιωξαν σ' εξορία το Νικόδημο», θα μου πει ο άμεσος συνεργάτης του στο ΑΚΕ Θόδωρος Μανούσακας. Εδώ στη μαζικότερη οργάνωση της Κρήτης πέτυχε η αντίδραση. Έδιωχνε τον πρώτο απ' όλο το νησί σ' εξορία. Αλλά το πιο σοβαρό ζήτημα που έθεσα στη συνεδρίασή μας ήταν ότι βρήκα την Αυτοάμυνα διαλυμένη και ο υπεύθυνός της, ο Κόκος Σκεπετζής να μου λέει: «Δεν υπάρχει οργάνωση της Αυτοάμυνας σ' ολόκληρη την πόλη. Εμένα από υπεύθυνό της με κατάργησαν και τώρα καθοδηγώ εφτά κομματικές οργανώσεις» (ΚΟΒ). Ο δε γραμματέας της οργάνωσης Μ. Βιτσαξάκης που ζήτησα ευθύνες για το τέτοιο κατάντημα, καιρό που η κυβερνητική μα και η αντικυβερνητική δεξιά βιαζόταν να οργανώσει τις δυνάμεις της ενάντια του λαϊκού κινήματος, να σηκώνει τα χέρια, ότι αυτός στην πράξη έπαψε να είναι ο υπεύθυνος γραμματέας... Στη συνεδρίαση, που εξαιτίας αυτά τα καμώματά του δεν είχε έρθει ο Π, την πράξη της διάλυσης, την είπα με τ' όνομά της... Ο καημένος ο Βιτσαξάκης πικράθηκε πολύ και μάλιστα παραπονέθηκε. Δεν ανακάλεσα όμως για το λόγο ότι δεν έπρεπε τη στιγμή που αυτός είχε την ευθύνη να αφήσει άλλον ν' αλωνίζει στην οργάνωση του Ηράκλειου και να καταστρέφει την επανάσταση. Η αλήθεια είναι ότι ο Βιτσαξάκης είχε πολλές φορές παραπονεθεί ότι ο Παπαδομιχελάκης που ανήκε σε άλλο κόμμα, το Αγροτικό, τον είχε ουσιαστικά καταργήσει από γραμματέα και ζητούσε ν' αντικατασταθεί. Ο γραμματέας όμως που ο Π. τον είχε βαλμένο στη τσέπη, δεν ήθελε αυτή την αλλαγή· έτσι τα πράματα πήγαιναν απ' το κακό στο χειρότερο. Σιγά-σιγά ο Τσιτήλος είχε κάνει τον κύκλο του, καλλιεργούσε τη λατρεία προς το πρόσωπό του. Ο Παπαδομιχελάκης που είχε συμφέρον να γίνει ο μόνος κυρίαρχος στο κίνημα της Κρήτης βοηθούσε την προσπάθειά του αυτή, γιατί έτσι επιβαλλόταν αυτός ο ίδιος. Πολλές φορές είχα ρωτηθεί από πολλούς συντρόφους, ακόμα κι από μέλη της επιτροπής Περιοχής, αν ήταν σωστό που ο Τσιτήλος έλεγε: «Το Κόμμα είμαι γω». Εξηγούσα Digitized by 10uk1s
με υπομονή λέγοντας ότι σύμφωνα με το καταστατικό μας το Κόμμα το αποτελούνε όλα τα μέλη του που ανήκουν και δουλεύουν στις οργανώσεις τους, κι όχι ο κάθε γραμματέας. Αυτό βέβαια ήτανε, σύμφωνα με τις αρχές της Δημοκρατίας, το σωστό. Αλλά... σύμφωνα με τις «αρχές» της προσωπολατρίας, σωστό είχε γίνει εκείνο που έλεγε ο γραμματέας: το Κόμμα στην Κρήτη ήταν αυτός. Όπως το Κ.Κ. Ελλάδας ήταν ο Ζαχαριάδης. Σε μένα ο Τσιτήλος δοκίμασε να μου επιβληθεί με κάτι δηλώσεις που έκανε στην εφημερίδα μας «Δημοκρατία» που μ' αυτές κοντά στ' άλλα γύρευε ν' αραιώσει τις συνεδριάσεις μας δίνοντάς μας γραμμή μέσα από εκείνες τις δηλώσεις. Όταν με ρώτησε αν τις «μελέτησα» του απάντησα ότι τις είχα «διαβάσει», αλλά ότι «δεν τις βρήκα σύμφωνες με την πολιτική μας, κι ότι θα έπρεπε, μια που απ' αυτές δίνει την πολιτική του γραφείου της Περιοχής, να τις θέσει υπό έγκριση όλων των μελών του»· κούνησε τ' αχείλια του, αλλά δεν απάντησε ίσια γιατί δεν είχε τι ν' απαντήσει. Είπε μόνο τη λέξη «παράλειψη». Είδε ότι δεν πέτυχε να μ' εντυπωσιάσει. Μαζί μου είχε γίνει αρκετά προσεχτικός και για το λόγο ότι είχα ζητήσει (απειλήσει) να πάω στην καθοδήγηση του Κόμματος, για να εκθέσω τις αντίθετες απόψεις μου, και θα το είχα κάνει παρ' ότι και αυτός και τ' άλλα μέλη της επιτροπής Περιοχης δεν ήταν σύμφωνοι και μου απαγόρευαν, αν δε θυμόμουνα — με τρόμαζε κιόλας η συμπεριφορά της καθοδήγησης του Κόμματος απέναντί μου, με κείνη την έκθεση που έγραψα όταν γυρνούσα από τη Θεσσαλία, κι αν δεν περίμενα την κάθε ημέρα που περνούσε να φτάσει μια γνώμη, μια όποια οδηγία, μια εντολή του Κόμματος. Έτσι περνούσαν οι μήνες, κι όταν τέλος ήρθε μια διαταγή, με καθυστέρηση —στη δική μου γνώμη— ένα με ενάμιση χρόνο, εμείς είχαμε μείνει πίσω εκατό κι ο αντίπαλος είχε κερδίσει ομπρός άλλα εκατό. Και όχι μόνον στην Περιοχή της Κρήτης που κάνω λόγο, αλλά σε όλες τις οργανώσεις μας, σε όλη την Ελλάδα. Ξεκίνησα ν' αφηγηθώ γραφτώς απ' όσα είδα, έζησα κι αναθυμάμαι και τα λογαριάζω για πιο σπουδαία. Αλλά επειδής η κουβέντα το φέρνει και το ξαναλέω, μπορεί κανείς ν' αμφιβάλλει ή ακόμη να δυσπιστήσει για την κρίση μου, φέρνω εδώ πέντε αράδες από ένα βιβλίο του στρατηγού της δεξιάς Ζαφειρόπουλου, πάνω σ' αυτό το θέμα: «Κατά Ιούλιον του 1946 -λέει ο στρατηγός- ότε ανεκαλύφθησαν τα στασιαστικά κινήματα των παρά την Κοζάνην ταξιαρχιών, υπήρξεν αδυναμία της επιβολής της τάξεως και ο συμμοριτισμός, εάν το αντιλαμβάνετο, είχε την δυνατότητα να κυριαρχήσει εφ' ολοκλήρου της περιοχής της Θεσσαλίας και βορειότερον μέχρι των συνόρων». Ο στρατηγός μιλάει για τη μισή Ελλάδα που από το πόστο του είχε αντίληψη άμεση. Η ίδια όμως κατάσταση επικρατούσε σε κάθε μονάδα και στρατιωτικό τμήμα μικρό και μεγάλο σ' όλη την επικράτεια για το λόγο ότι οι στρατιώτες είχαν τα ίδια περίπου φρονήματα και το ΚΚΕ είχε τις οργανώσεις του παντού ύπαρχαν έστω και μια ομάδα φαντάροι. Κι είχε αντίληψη την ίδια στιγμή -σαν το ήθελε- ποιες ήταν οι διαθέσεις της μάζας των στρατιωτών. Αλλά η ηγεσία μας που για τότες ζούσε μέσα σ' ένα λαβύρινθο από ταλαντεύσεις κι αβεβαιότητες, ήταν ανίκανη να δει τη στιγμή ν' αποφασίσει και να ενεργήσει. 19
Ο Μάρκος Βαφειάδης, αρχηγός του Δημοκρατικού Στρατού, που κουτσοδιαφωνούσε με την ηγεσία μας απ' την αρχή του ένοπλου αγώνα λέει ότι: «Το Κόμμα δεν ξεκίνησε με πίστη κι απόφαση να επικρατήσει το ένοπλο κίνημα. Θέλησε να χρησιμοποιήσει σαν μέσο εκβιασμού για την αντιμετώπιση της κατάστασης που προέκυψε από τη Βάρκιζα και μετεκλογικά. Αντί να επιστρατέψει όλες τις δυνάμεις και να τραβήξει αποφασιστικά προς τον ένοπλο αγώνα μετά τις εκλογές καθιέρωσε μια μεσοβέζικη πολιτική. Υπερεχτίμησε τις νόμιμες δυνατότητες που απόμεναν, δημιούργησε αυταπάτες μέσα στο Κόμμα και το λαό για ειρηνική λύση του ελληνικού προβλήματος. »Καμιά από τις οργανώσεις του Κόμματος —συνεχίζει ο Μάρκος— δεν είχε ξεκαθαρίσει θέση για το πού τραβάμε: Όλο το χρόνο του 1947 είχαμε πολύ γερές βάσεις μέσα στο στρατό. Πολλές μονάδες στην πλειοψηφία τους αποτελούνταν από επονίτες, εργάτες —μέλη του Κόμματος, αγρότες— μέλη του ΑΚΕ κλπ. Δεν είχε προλάβει η αντίδραση να ξεκαθαρίσει το στρατό που είχε βιαστικά Digitized by 10uk1s
δημιουργήσει». Εκείνου του καλοκαιριού (1946) τα γεγονότα και τα περιστατικά, όσο βαδίζανε για το δημοψήφισμα μπουκάρουνε αυτή τη στιγμή που τ' αναστορούμαι, στη θύμησή μου. Δεν ξέρω ποιο πρώτο να πω και ποιο δεύτερο, ποιο πρέπει να γραφτεί και ποιο να μείνει απώητο: Αυτό το πρωινό η σκέψη μου γύρισε πίσω —κι είναι δεκάδες τα χρόνια— όταν ένα στρατοδικείο στην Ήπειρο δίκασε και καταδίκασε σε θάνατο μια δασκάλα, μια κοπελίτσα. Στη μνήμη μου έρχεται η φωτογραφία και η γεμάτη αυταπάρνηση απολογία της... Όχι! ένα τέτοιο αντίπαλο με ένα τέτοιο ψυχικό κάλλος δεν θα τον καταλυούσα... Το ίδιο στρατοδικείο είχε καταδικάσει κι εχτελέστηκε κι αυτός όπως κι η δασκαλίτσα, ένα από τους πιο καλούς φίλους μου του στρατοπέδου της Ακροναυπλίας, το φοιτητή Λεωνίδα Ράφτη (Σκαρίμπαλο) κι η απολογία του έκανε μεγάλη εντύπωση σ' όλο το κίνημα. Θυμάμαι εκείνα τα χρόνια... Όντας κρατούμενοι σε κείνο το κάτεργο του ελληνικού φασισμού, ο «Σκαρίμπαλος» έφτιαχνε και τις απάγγελνε κιόλας κακόγουστες ρίμες μόνο και μόνο για να παραχωθεί από τις μαξιλαριές των συντρόφων και λίγο να σπάσει η κατάθλιψη που φέρνει το στρατόπεδο. Κι ύστερα τη δολοφονία ενός άλλου «εξέχοντος» αγαπημένου φίλου, συντρόφου και δασκάλου μας στο στρατόπεδο, του Γιάννη Ζεύγου. Αυτός δολοφονήθηκε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης όταν πήγε να βοηθήσει να φανερωθεί η αλήθεια για την κατάσταση στην Ελλάδα, σαν ήρθαν οι «κουκουβάγιες» του Ο.Η.Ε. Μάλιστα εχτελέστηκε κάτω από τα παράθυρα της επιτροπής. Κι η άλλη δολοφονία του δημοσιογράφου Βιδάλη από τη συμμορία του Σούρλα. Και ποιος ξέρει πόσα μαρτύρια πέρασε —και τι λογιού— ώσπου το χαντζάρι του συμμορίτη να χαράξει το λαιμό του! και τι παρακάλια θα έκανε —αν είχε θεό— για να του δοθεί κείνο το τέλος. Για εκείνες τις φωτογραφίες στις εφημερίδες με τα κομμένα κεφάλια που έκαναν την οικουμένη όλη να φρίττει και μας υποβίβαζαν σαν έθνος μαζί με τη βάρβαρη και γκραικύλικη αστοφεουδάρχικη τάξη που όμοιά της σε ανικανότητα να δώσει δουλειά στο λαό και αξιοπρέπεια στο έθνος, στην Ευρώπη δε φανερώθηκε. Και σκέφτομαι, πως από τούτα τα φριχτά και μόνο, όπου δεν είχανε τέλος, να μη φουντώσει εκείνο το μίσος που φέρνει γνώση κι η ηγεσία μας να πάρει αποφάσεις σωστές και στον καιρό τους;
Πλησιάζαμε στο δημοψήφισμα κι είχαν απομείνει πέντε για έξι μέρες κι οι φήμες ότι θα γινόταν πραξικόπημα πλησιαίνανε. Αλλά βέβαια αυτές εξυπηρετούσανε τη βασιλική παράταξη, γιατί ο κόσμος που λάχαινε να τις πιστέψει, ένα μέρος του θα ψήφιζε το βασιλιά, μια που έτσι γι' αλλιώς θα 'ρχότανε. Έπρεπε να θέσομε σ' επιφυλακή και επαγρύπνηση την Αυτοάμυνα κι όλα τα μέλη του Κόμματος εξόν τα εντυπά μας που καλούσαν όλο το λαό σε αγώνα. Έφυγα για το Ρέθεμνος και την επόμενη τράβηξα για το Νομό του Λασηθιού. Πέρασα γρήγορα τις πρωτεύουσες των τεσσάρων επαρχιών του, αλλά όταν γυρνούσα από τη Νεάπολη για το Ηράκλειο έχοντας μαζί μου κι ένα σύντροφο, τον πιο «καλό», όπως μου τον είχαν συστήσει, ένας νεοσύλλεχτος χωροφύλακας σταμάτησε έξω της κωμόπολης το λεωφορείο και με συνέλαβε. Όταν κατέβηκα του ζήτησα να μου δείξει το ένταλμα του εισαγγελέα που με πιάνει, αλλά τέτοιο χαρτί δεν είχε. Κοίταξα το δικό μου αλλά ο κακομοίρης από το φόβο του είχε παραλύσει. Είχαμε εξηγηθεί ότι θ' αντιστεκόμουν, κι αυτός που ήξερε τα βουνά θα με οδηγούσε κατά τη μεριά της Βιάννου κι απ' εκεί να φτάσω στο Ηράκλειο με αυτοκίνητο, να βρίσκομαι κει τη μέρα του δημοψηφίσματος. Το καημένο το χωροφυλακάκι χωρίς να το χτυπήσω, μαζί με τις προσπάθειές μου να το πείσω να με ξεφορτωθεί, τόστρωσα κάμποσες φορές χάμω υπολογίζοντας έτσι να συνεφέρω το δικό μου, αλλά εκείνος ο έρμος κατακίτρινος παράλυσε πιο πολύ. Είχε ζέστη. Από την αγωνία μου ο ιδρώτας είχε πεταχτεί έξω από το σακάκι μου. Αποφάσισα να πετάξω το χωροφυλακάκι μέσα εις ένα βάτο να μπερδευτεί εκεί και ν' αναγκάσω το δικό μου να μ' οδηγήσει. Αλλά ένας άνθρωπος ηλικιωμένος που απ' ώρας παρακολουθούσε το πάλεμα ήρθε χωρίς να υποψιαστώ και μ' άρπαξε από τα πίσω το δεξί χέρι μου με λαβή, όπως λένε ιαπωνική, και το παράλυσε. «Είμαι παλιός χωροφύλακας, ξεφώνησε, Digitized by 10uk1s
και πρέπει να υπακούσεις». Αδικιόμουνα τώρα διπλά και ποτέ στη ζωή μου δεν είχα νιώσει τόσο πολύ να με πιέσει αυτό το αίστημα, γιατί και ποτέ στην Κρήτη ένας πολίτης δε βοήθησε χωροφύλακα σε μια παρανομία του. Τώρα η τελευταία μου ελπίδα ήταν ένας σουγιάς που είχα στην τσέπη. Ήξερα, επειδή και ο χωροφύλακας ήτανε Λασηθιώτης, κι ο κόσμος αυτός ενώ στην εργασία και στον έρωτα είναι υπέροχος, σαν πρόκειται για τα τέτοια, χάνει το θάρρος του και παραλυέται, πως σαν θα κατάφερνα να τους δείξω την κόψη του σουγιά θα μ' απαρατούσαν. Δεν μπόρεσα όμως να φτάσει το ένα από τα χέρια μου στην τσέπη —τόσο σφιχτά με κρατούσαν. Στο μεταξύ έφτασε από τη Νεάπολη ένα μπουλούκι χωροφύλακες και κάθε αντίστασή μου δεν είχε όφελος. Πρόλαβα όμως να ψιθυρίσω στ' αυτί του χωροφύλακα να μη μου κάνει μήνυση για αντίσταση, μια που και του λόγου μου δεν τον είχα χτυπήσει όπως δυνόμουνα. Παραδέχτηκε, κουνώντας το κεφάλι του. Έτρεμα από το κακό μου για τη συμπεριφορά του γέρου παλιού χωροφύλακα. Όχι! ένα τέτοιο φέρσιμο πριν από λίγους ακόμα μήνες ένας αντίπαλος δεν θα το αποφάσιζε, αλλά τώρα πια από τη δική μας αναποφασιστικότητα, είχε αρκετά δυναμώσει, ενώ η δική μας παράταξη είχε αρχίσει από λίγο —ανεπαίστητα— να χάνει το θάρρος της. Έτρεμα στην ιδέα ότι εκείνες τις μέρες με το δημοψήφισμα που περιμένονταν και πραξικόπημα θα αδρανούσα σ' ένα μπουντρούμι. Στην Νεάπολη δεν περίμενα πως η οργάνωση θα πετύχαινε την απελευτέρωσή μου όπως είχε συμβεί στη Γεράπετρα, γιατί από τότες ως τώρα —διάστημα δυο μηνών— τα πράματα είχαν αλλάξει. Σε λίγο απ' όταν μ' έκλεισαν σ' ένα μπουντρούμι, αχούρι ενός σπιτιού που στεγαζόταν η υποδιοίκηση, γεμάτο από κάθε λογής βρωμισιές και σάπια καρπουζόφυλλα ήρθε ένας νωματάρχης και σπαθόκοβε στον αέρα: «Είσαι επικηρυγμένος, μου λέει, και δικασμένος σε θάνατο! Ήρθες εδώ για να οργανώσεις την Ο.Π.Λ.Α. αλλά πάρτε το χαμπάρι! άλλο Δεκέμβρη δε θα κάνετε!». Να τι είχε συμβεί: το καημένο το χωροφυλακάκι, που του είχαν δώσει πληροφορίες από το πραχτορείο των λεωφορείων για τ' όνομά μου, με είχε πια για τον Ιωάννη Μανουσάκη από τη Μεσαρά, δικασμένο σε θάνατο από το δικαστήριο δοσίλογων, για συνεργασία με Γερμανούς. Τόντις η ταυτότητά μου που την είχα βγάλει στον Βόλο, βγήκε μ' αυτό τ' όνομα, κι όταν έφτασα στην Κρήτη διόρθωσα το ψηφίο που άλλαζε το επίθετο, αλλά φαινότανε η διόρθωση. Το να λέει όμως ο νωματάρχης ότι πήγα εκεί για να οργανώσω ένοπλους και τα τέτοια, σήμαινε ότι στην υποδιοίκηση από την πρώτη στιγμή πίστεψαν, όταν τους δήλωσα ποιος ακριβώς είμαι και πως έχει το ζήτημα της διόρθωσης της ταυτότητας. Ύστερα μπορεί και να με γνώριζαν. Σκέφτηκα τότες πώς ν' αντιμετωπίσω το νωματάρχη που στεκόταν με το στόμα στο φιλιστρίνι του μπουτρουμιού μου και φοβέριζε. Μια μήνυσή του μπορούσε να με κρατήσει υπόδικο και να καταδικαστώ κιόλας. Αλλά ήταν ο καιρός που νικούσα... Γιατί ένα χρόνο από τότες —πάνε τριάντα χρόνια— μ' ακολουθάει η μοίρα της παράταξης που ανήκω: Και στις πιο μικρές και στις πιο ατομικές μου υποθέσεις είμαι πάντα ο νικημένος και σαν το μονοδέντρι χτυπιέμαι απ' ολούθε. Είπα στο νωματάρχη: «Άκου κύριε Παπαδάκη, πες και στο διοικητή σου πως παρανομείτε σε βάρος μου, με πιάσετε και με κλείσετε εδώ δίχως ένταλμα ή άλλη αφορμή και απειλείτε να μου φτιάξετε υποθέσεις. Το ξέρεις ότι πάνω από το χωριό σου είναι ο Σπανουδογιώργης με τους αντάρτες... και δεν ξέρω τι θα κάνει, που βέβαια θα του κάνω σινιάλο, ότι εσύ μου φέρνεσαι έτσι». Φτάσανε αυτά για να χλωμιάσει ο ήρωας κι έφυγε για νάρθει την επόμενη μέρα μ' άλλο μούτρο. Κι όπως κατάλαβα ο υποδιοικητής που λεγότανε Καρτσωνάκης κι ήτανε κι αυτός όπως το νωματάρχη από τη δυτική Κρήτη, ήθελε από αμέσως να μ' αφήσει, αλλά την υπόθεση την κανόνιζε η ανώτερη διοίκησή του. Έμεινα ακόμη ένα βράδυ στο μπουντρούμι. Ένας υπαξιωματικός Παπαδόπουλος, Πελοποννήσιος —κι όλοι οι χωροφύλακες παλιολλαδίτες ήτανε— προσπαθούσε να ρίξει ανάμεσα από τα σίδερα του φιλιστρινιού μια χειροβομβίδα μιλς. Δεν χωρούσε όμως και φώναζε να του φέρουν μια αμερικάνικη που κείνη θα έμπαινε μέσα. Για καλού-κακού έκανα παραβάν τα σανίδια και τα στρωσίδια και ξάπλωσα πίσω τους στο τσιμέντο που είχε και δροσιά. Στο ένα ντουβάρι του κουμασιού ήτανε γραμμένα με κόκκινα κεφαλαία μεγάλα γράμματα: ΚΚΕ, ΕΠΟΝ, ΕΛΑΣ, ΕΑΜ. Την επόμενη πληροφορήθηκα πως εκεί μέσα βασάνισαν έναν επονίτη μέχρις λιποθυμία κι όταν ζωντάνεψε κι είδε το αίμα του στη στρώση βουτώντας το δάχτυλό του έγραψε αυτά τα αρχικά. Digitized by 10uk1s
Όταν σηκώθηκε η επόμενη μέρα πήρα ένα σανίδι κι άρχισα να βροντάω την πόρτα να τη σπάσω. Παρατάχτηκαν οι παλιολλαδίτες χωροφύλακες με τα ντουφέκια, αλλά την ίδια στιγμή κατέβηκε ένας γραφιάς χωροφύλακας για να μου πει ότι σε πέντε λεπτά θα ήμουν ελεύθερος. Ήξερα ότι είχαν κινηθεί πολλές επιτροπές, ότι πιεζόταν οι αρχές του νησιού. Ο νους μου ήταν να βρεθώ στο Ηράκλειο την επόμενη μέρα που ήταν η παραμονή του δημοψηφίσματος κι ήθελα να βοηθήσω στην απελευτέρωσή μου. Κι όταν τηλεφώνησαν στο διοικητή στον Άγιο Νικόλαο ότι σπάω την πόρτα και τους φέρνω σε δύσκολη θέση, τους έδωσε την άδεια να μ' αφήσουν. Μου ζήτησαν συγγνώμη αλλά το θεώρησα κοροϊδία και χωροφυλακίστικο τερτίπι κι αντί να τους ευχαριστήσω τους είπα ότι: «Με τέτοιες παράνομες συλλήψεις βοηθάνε τους δοσίλογους, που αυτοί ζητάνε τον εμφύλιο κι ότι αν δεν αποκατασταθεί η νομιμότητα σ' όλη τη χώρα στο καθένα απ' τα χωριά της θα γίνει κι από ένας Δεκέμβρης». Η αλήθεια είναι ότι πολλά από τα στελέχη της χωροφυλακής που δεν είχαν εκκρεμότητες σε δικαστήρια και στη συνείδηση του λαού για δοσιλογισμό, κι ήτανε αντιμοναρχικοί και παρά τον αντικομμουνισμό τους, όπως τούτος εδώ ο υποδιοικητής, προτιμούσαν τη νομιμότητα παρά την ανωμαλία και την ένοπλη σύγκρουση.
Έτρεχα τώρα να βρω το γραμματέα της οργάνωσης του Νομού Λασηθιού για μια τελευταία συνεργασία μας και δεν πίστευα ακόμα πως ήμουνα λεύτερος. Όταν μπήκα στο σπίτι του γραμματέα, που ήτανε ο Μιχάλης Κοκολάκης, βρήκα να με περιμένει εκεί ένα από τα μέλη της Περιοχής, ο Μάρκος Ζουριδάκης. Του σύστησα να κινηθεί παράνομα, αλλά αυτός είχε τη γνώμη ότι επειδή θα ερχότανε με τους βενιζελικούς παράγοντες σε κουβέντες, η χωροφυλακή δεν θα τον έπιανε. Τόντις τα στελέχη του Σοφοκλή Βενιζέλου στη Νεάπολη που κείνη την εποχή οι πιο πολλοί απ' αυτούς ήταν ένα με τους μοναρχικούς, ζητούσαν να καλέσομε μαζί το λαό σε συγκέντρωση, αλλά οι ομιλητές να είναι μόνο από την παράταξη τη δική τους. Ωστόσο αυτοί δεν είχαν τότες οπαδούς και μόλις που συγκέντρωναν πενήντα μ' εξήντα ανθρώπους γι' ακροατήριο, ενώ εμείς δυο με τρεις χιλιάδες και πάνω. Είπα στο Ζουριδάκη ότι βάσει μιας απόφασής μας μπορεί η οργάνωση να καλέσει συγκέντρωση μαζί με τους βενιζελικούς, αλλά οι ομιλητές θα είναι και από τις δύο παρατάξεις. Εκείνο τον καιρό στην πράξη οι βενιζελικοί είχανε φτιάξει μέτωπο εναντίον μας με τους βασιλικούς. Στις συγκεντρώσεις και στον τύπο τους την παράταξη του ΕΑΜ είχανε στόχο τους κι έβριζαν, ενώ έριχναν στα μαλακά τους κυβερνητικούς, γιατί γυρεύανε κι όπως το πέτυχαν σε λίγο, να μπούνε στη κυβέρνηση. Επειδή ο Ζουριδάκης επίμενε στη θέση των βενιζελικών του υπενθύμισα ότι έχει εξασφαλίσει τη διαγραφή του από το ΚΚΕ στην περίπτωση που θα μας βρίσουν αυτοί οι ψευτοδημοκράτες και δεν θ' ανέβει στο βήμα να τους αντικρούσει. Μας έβρισαν βέβαια την επομένη που ήταν παραμονή του δημοψηφίσματος και μας είπαν ότι εμείς οι κομμουνιστές ζητούμε να φέρομε το βασιλιά!.. (βρίσκανε πάτημα ότι επειδή στις εκλογές είχαμε αποχή και τώρα στο δημοψήφισμα συμμετοχή). Ο Ζουριδάκης βέβαια δε μίλησε. Αυτό δα μας έλειπε... Δέχτηκε τη βρισιά και ο λαός παραμονή του δημοψηφίσματος έφυγε από τη συγκέντρωση, όχι με ανεβασμένο το ηθικό, αλλά απογοητεμένος, μη μπορώντας να εξηγήσει γιατί οδηγήθηκε εκεί να βριστεί έτσι από έναν αντίπαλο.
Μετά από τούτες τις κουβέντες και τη σύγκρουση που είχα με το Ζουριδάκη έφυγα μ' ένα φορτηγό για το Ηράκλειο. Μου μένει αξέχαστη η αγωνία ενός στρατιώτη χωριανού μου και συγγενή μου, του Κώστα Λαμπάκη που βρήκα έξω από τα γραφεία της οργάνωσης: «Στέκομαι σ' αυτή τη θέση μου λέει, επί δυο μέρες και σε περιμένω. Μας έχει βάλει καθήκον η πολιτική οργάνωση του Ηράκλειου να ψηφίσομε βασιλιά για να καμουφλάρομε λέει τις δυνάμεις μας στη στρατώνα. Εμείς η κομματική οργάνωση του στρατώνα δε συμφωνάμε με τη θέση αυτή και τη βλέπομε σαν εχθρική». Τον σταμάτησα και του είπα αυτά τα λόγια: «τράβα τροχάδην πίσω στη στρατώνα. Να δουλέψετε ως τα μεσάνυχτα, ως το πρωί κι όλη τη μέρα μπροστά στις κάλπες. Να μιλήσετε σ' όλους τους οπαδούς της Digitized by 10uk1s
δημοκρατικής παράταξης και στους βασιλόφρονες στρατιώτες ακόμη να μιλήσετε. Να προπαγανδίσετε φανερά να ψηφίσουν όλοι οι στρατιώτες τη Δημοκρατία. Να κρυφτούνε οι οπαδοί του βασιλιά κι όχι οι δημοκράτες». Έφυγε το στρατιωτάκι. Κι όπως συνέβαινε κείνα τα χρόνια, όταν η πολιτική μας ήτανε καθαρή και την καταλαβαίνανε τα μέλη μας κι οι οπαδοί μας, κι αυτό γινότανε σαν ήτανε σύμφωνη με το λαϊκό και με το εθνικό συμφέρον, ν' αποδίδει πάνω απ' όσο εμείς που βάναμε τα καθήκοντα περιμέναμε. Οι στρατιώτες ενενήντα δύο στα εκατό τους ψηφίσαν τη Δημοκρατία. Έτσι έπραξαν το καθήκον τους αυτά τα παιδιά, οι νεοσύλλεχτοι, που έφταναν τις τρεις χιλιάδες στο ΚΒΕ του Ηράκλειου, που εμείς τα μεταχειριζόμαστε έτσι αφήνοντάς τα στου δράκου τα δόντια να τα οδηγάει σε λίγο και τούτα στα τάγματα σκαπανέων στο Μακρονήσι και στις επιχειρήσεις για να σκοτώνονται άλλα στις μάχες κι άλλα να τα τρώει το σκοτάδι χτυπημένα πισώπλατα. Αφήναμε τη νεολαία της Ελλάδας να την οργανώσουν και να την πειθαρχήσουν σ' ένα στρατό για να καταπνίξουν το λαϊκό κίνημα που αυτή η ίδια η νεολαία έδωσε το αίμα και τον ενθουσιασμό της για ν' ανέβει σε πρωτοφανέρωτο σ' όλο τον κόσμο ύψος. Φανερό. Δεν είχαμε την ικανότητα να βρούμε το πολιτικό θάρρος και να πούμε ν' αρνηθούνε υπηρεσία σ' ένα στρατό με καθαρά αντιλαϊκούς σκοπούς. Αντίθετα τους στέλναμε στις στρατώνες παραγγέλνοντάς τους να είναι καλοί στρατιώτες ώσπου να λάβουνε την εντολή μας... λες και οι μαύρες του τόπου δυνάμεις θα βοσκούσαν ως τότες... Σε όλη την Κρήτη στο δημοψήφισμα αυτό ο βασιλιάς πήρε το εικοσιπέντε στα εκατό. Το ποσοστό είναι μεγάλο για καιρό που η μοναρχία στη συνείδηση του ελληνικού λαού είχε χρεοκοπήσει. Ένα μέρος όμως των οπαδών του Σ. Βενιζέλου, όπως κι αλλού κάνω λόγο, οι πιο φανατισμένοι αντικομμουνιστές που γίνανε πλούσιοι από δουλειές με τους καταχτητές και κείνοι που πήρανε χρυσές στην κατοχή απ' τους Εγγλέζους, ψηφίσανε το βασιλιά. Οι άλλοι, οι πιο πολλοί από τους δημοκρατικούς ψηφίσανε μαζί με τους αριστερούς Δημοκρατία. Αλλά αυτό το εβδομήντα πέντε στα εκατό που έδωσε η Κρήτη στη Δημοκρατία δεν άλλαξε το αποτέλεσμα, για το λόγο ότι στην ηπειρωτική Ελλάδα σ' όλο το μάκρος και το πλάτος της υπαίθρου κυριαρχούσαν οι ένοπλες συμμορίες του βασιλιά, στις κάλπες δε ρίχτηκαν παρά λιγοστά ψηφοδέλτια για τη Δημοκρατία.
Πρέπει όμως να πω για ποιο λόγο ο Παπαδομιχελάκης με τους ανθρώπους του μηχανισμού που ο ίδιος είχε φτιάξει όταν ακόμη ήταν γραμματέας της κομμουνιστικής οργάνωσης του Ηράκλειου, έβαλε το καθήκον στη στρατώνα να ψηφίσουν το βασιλιά. Έτσι λέει θα καμουφλαριζόταν οι αριστεροί στρατιώτες. Λες κι η αντίδραση κοιμόταν, λες και δεν κρατούσε φακέλους. Αλλά ο στόχος που βαρούσε ο άνθρωπος ήταν να χωρίσει το κίνημα της Κρήτης και να το μουτίσει κι ήθελε έτσι να δείξει σε μας, στο γραφείο της Περιοχής Κρήτης, που λίγο-πολύ νιώθαμε το καθήκον ν' ακολουθούμε την πολιτική του ΚΚΕ για την οργάνωση της ένοπλης αντίστασης, μα και στο ίδιο το ΚΚΕ ότι οι στρατιώτες είχαν περάσει στην επιρροή της δεξιάς. Ύπαρχε βέβαια ένα τέτοιο πρόβλημα αλλά ήτανε στην αρχή του. Η προσπάθεια να δείξει ότι οι στρατιώτες γίνανε βασιλόφρονες, ήταν μεγάλη χοντροκοπιά. Λίγο πρωτύτερα καλλιεργούσε το φόβο ότι θα φέρουν στην Κρήτη μια μεραρχία στρατό από την Ελλάδα και τι θα γίνομε τότες!... Ύστερα έμεινε με το φτηνό σύνθημα ότι: «στην Κρήτη δεν μπορεί να γίνει ένοπλη πάλη γιατί θα δημιουργηθούν οικογενειακά». Αυτά βέβαια όλα που βάσει της θεωρίας μας ήταν απόδαρα, τα καλλιεργούσε όχι κρυφά, αλλά και ποτές στις συνεδριάσεις του γραφείου Περιοχής που τώρα έπαιρνε μέρος. Εκεί περίμενε την ομιλία μου για να μιλήσει ύστερα από μένα κι όπως είχε την ικανότητα να κάνει το μαύρο άσπρο σύγχιζε πιο πολύ, υπολογίζοντας και στην πολιτική αναπηρία του γραμματέα μας, την ταχτική της οργάνωσης της Κρήτης. Κι είχε μια λίγο γυναικεία φωνή που μου χτυπούσε στα νεύρα. Γι' αυτή την κατηγορία των ανθρώπων είναι που λέει ο Λένιν —δε θυμάμαι σε πιο απ' τα μεταφρασμένα έργα του— ότι «αν δεν απαλλαχτείς από τους τέτοιους ούτε να σκεφτείς να πας για επανάσταση». Και είχε βέβαια η οργάνωση απαλλαχτεί όταν το ΚΚΕ τον έστειλε στο ΑΚΕ, αλλά με τον ερχομό του Τσιτήλου στην Digitized by 10uk1s
Κρήτη τρύπωσε ξανά από το παραθύρι. Και πρέπει να μιλήσω καθαρά γιατί απ' όσα έχω ειπωμένα ως τώρα μπορεί να υπάρξει υποψία. Ποτές δεν πέρασε απ' το μυαλό μου ότι μπορούσε να είναι πληρωμένος πράχτορας του αντίπαλου. Απλούστατα ήταν νοοτροπία. Και επί Τουρκοκρατίας αν ζούσε δε θα πάλευε κατά των Τούρκων παρά μόνο ίσως όσο θα τον έπαιρνε το ρεύμα, μόνο πως εκεί επειδή δούλευαν οι νόμοι της επιλογής δεν θα γινόταν ποτέ στέλεχος. Αυτό έπαθε και τώρα όπως δεν ήταν η ψυχολογία του για ένοπλα κινήματα. Εδώ όμως μπερδεύτηκε και η δυσαρέσκεια —και το μίσος μπορώ να πω— που του φώλιασε στην ψυχή ότι αντί το ανέβασμά του σε πιο ψηλό πόστο στο Κόμμα, σύμφωνα με την άγραφτη κι αόρατη επετηρίδα, πέτυχε το αντίθετο. Να βρεθεί πεταμένος έξω από τις γραμμές του Κόμματος από αιτία τις κακές πράξεις του, τη δεξιά νοοτροπία και τη φιλοζωία του και να τοποθετηθεί στο ΑΚΕ. Στο Συνέδριο του '45 είχε καμωθεί βέβαια πως δεν ήθελε να εκλεγεί μέλος της Κ.Ε... «Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια». Σε όλη τη ζωή μου, γιατί γνωριζόμαστε κοντά μισό αιώνα, δεν αναγνώρισα να υπάρχει στην ψυχή, στο μυαλό και στις ενέργειές του άλλο από τη μανία του πόστου μέσα στο ΚΚΕ. Αλλά πιο πολύ θα τον ικανοποιούσε —και με λύσσα αυτό γύρευε να πετύχει— να γίνει βουλευτής. Όχι βέβαια σε μια εργατοαγροτική κυβέρνηση. Αυτή την εξουσία δεν την ήθελε, αλλά με αστικό σύστημα όπου ο βουλευτής έχει τιμές και παραδάκι μπόλικο, ενώ στο σοσιαλισμό σε παραπτώματα σαν τα δικά του ανακαλείται από τους ψηφοφόρους και το παραδάκι είναι λιγοστό. Αν στα νιάτα του έβλεπε ότι με το πασάλειμμα της μόρφωσης που είχε και τ' άλλα κεφάλαια που διάθετε θα γινόταν βουλευτής, ενός όποιου αστικού κόμματος, θα πήγαινε ίδια στιγμή, μα τέτοια προσόντα δεν είχε, του άρεσαν οι τιμές κι η καλοζωία κι είχε την ικανότητα να πετυχαίνει κι όταν ακόμη βρισκόταν εξορία, και βέβαια πάντα σε βάρος των συντρόφων του και του κινήματος. Είχε ακόμη μια ικανότητα, μια δύναμη: να ανήκει σε μια φατρία αλλά πιο πολύ να φτιάχνει φατρίες, σ' όποια κατάσταση και σ' όποια θέση κι αν βρισκότανε. Του άρεσε ν' αναδείχνει και νάχει γύρω του πρόσωπα ύποπτα. Κι άλλα μαμόθρεφτα ακατάλληλα για τέτοιες δουλειές. Με τα τέτοια καμώματα στη στρατώνα βρέθηκε η ευκαιρία ν' απαλλαχτούμε -το έσκασε από την Κρήτη μόνος του- από ένα πρόσωπο που κανένας δεν ήξερε τίποτα για τη σκούφια του, τοποθετημένος, στην καθοδήγηση του στρατού απ' τον Π. και μάλιστα μιστοδοτούμενος. Ξέραμε μόνο ότι καταγόταν απ' της γυναίκας του το νησί, τη Ζάκυνθο κι ότι ήτανε συγγενείς. Λίγους μήνες πρωτύτερα, όντας αυτός γραμματέας της οργάνωσης, βρήκα εκεί το Σώτο Τσιτόπουλο. Μάλιστα ο Παπαδομιχελάκης τον είχε κάνει μιστωτό μέλος της Περιφερειακής Επιτροπής, υπεύθυνο για τα οικονομικά. Ο Τσιτόπουλος ήταν γεωπόνος, βλάχος από τα Τρίκαλα και είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τον ΕΛΑΣ γιατί ήταν λεγεωνάριος 20. Ο Π. είπε ότι του έφερε κομματικό χαρτί, ότι ήταν μέλος και στέλεχος του ΚΚΕ. Έλεγε όμως ψέματα γιατί επειδής ο Τσιτόπουλος υπηρετούσε σαν χτηνίατρος στην ταξιαρχία ιππικού ένα τέτοιο χαρτί θα έπρεπε να του το είχα δώσει ελόγου μου που για τα τέτοια είχα την ευθύνη στο ιππικό. Αλλά ο Τσιτόπουλος που σαν αιχμάλωτος έδειξε ευσυνειδησία στην περιποίηση των αλόγων λογαριάστηκε απλός αντάρτης και τέτοιο χαρτί πήρε και τίποτα παραπάνω. Είπε ύστερα ο Π. πάλι ότι ο Τσιτόπουλος ήταν πράχτορας της ασφάλειας κι αυτή (η ασφάλεια) του έδωσε το κομματικό χαρτί. Το είπε μόνο για να δικαιολογήσει την τοποθέτησή του στην οργάνωσή του, γιατί ο άνθρωπος δεν αποδείχτηκε ότι ήταν χαφιές. Είχε κάτι ξαδέρφια τυρέμπορους στο Ηράκλειο και κει τον γνώρισε ο Π. και τον έκανε στέλεχος της οργάνωσης γιατί στο πρόσωπό του γνώρισε —και έτσι ήταν ο Σώτος— ένα πιστό όργανο δικό του. Κι είχαμε κι άλλα πολλά, περιστατικά τέτοια.
Αυτό το καλοκαίρι, του 1946, έφεραν στην Κρήτη κάμποσες χιλιάδες αγωνιστές από την άλλη Digitized by 10uk1s
Ελλάδα. Στη νοτιοανατολική άκρια της πόλης του Ρεθέμνους στήσανε σκηνές μια πολιτεία ολάκερη. Εκεί στρατώνισαν δυο τάγματα σκαπανέων, από 1500 το καθένα 21. Στην πλειοψηφία τους ήταν μεσιακά και μικροστελέχη του ΕΛΑΣ. Η αντίδραση της Κρήτης που τρόμαξε, έστειλε μια νύχτα ένα μπουλούκι οπλισμένους τραμπούκους και για κάμποσες ώρες γάζωναν με ριπές τον αέρα πάνω απ' τα τσαντήρια τους. Δεν πέτυχαν όμως κείνο που γύρευαν, να σπάσουνε δηλαδή το ηθικό τους. Μάλιστα συνέβη το αντίθετο, γιατί το Ρέθεμνος, κι όλη η Κρήτη και το αριστερό κίνημά της, τους παραστάθηκε και γιατί οι ίδιοι ήταν οργανωμένοι σ' αράιστη ενότητα. Ήταν όμορφοι άνθρωποι, είχανε παράστημα κι άλλα χαρίσματα απ' αυτά που ξετρελλαίνουνε τους Κρητικούς. Στο ξερονήσι της Γαύδου, στο Λιβυκό, ξεβάρκαραν 250 αγωνιστές και τους στρατώνισαν στο χτήριο που είχαν χτισμένο στα 1930 οι κομμουνιστές εξόριστοι. Ανάμεσά τους κι ένας του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ ο Λεωνίδας Στρίγγος. Γέμισαν και τη φυλακή της Αγυιάς με τρακόσους Σλαβομακεδόνες, αδίκαστους ελασίτες. Στα αεροδρόμια στις Ρουσές του Ηράκλειου και στο Μάλεμε των Χανιών οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οι σμηνίτες ήτανε μέλη του εθναπελευθερωτικού Μετώπου, στην πλειοψηφία τους στελέχη του ΕΛΑΣ. Ήτανε σμηνίτες, υπηρετούσανε τ' αεροδρόμια, αλλά τα αεροδρόμια ήτανε και στρατόπεδα συγκέντρωσης κάτω από τη φύλαξη και την έννοια δεκαπέντε με είκοσι σμηνιτών της «Χ» για το καθένα αεροδρόμιο. Στο λιμάνι της Σούδας ναυλοχούσανε δυο τορπιλάκατες και τα πληρώματά τους εχτός απ' τους αξιωματικούς ήτανε ελασίτες. Όλες αυτές οι στρατιωτικές δυνάμεις που έφερναν τη δεξιά σε μεγάλη σκέψη κι απελπισία βρισκότανε κάτω από την καθοδήγηση τη δική μας, και όποια στιγμή το θέλαμε εις τη διάθεσή μας. Το αεροδρόμιο του Ηράκλειου είχε αρκετά εφόδια και λίγο οπλισμό στις αποθήκες που κράταγαν οι σμηνίτες της «Χ». Εδώ μας ζήτησαν και τους προμηθέψαμε δυο μπιστόλια —αν λάχαινε οι Χίτες ν' αντιστεκότανε— κι ήταν έτοιμοι στο πρώτο σύνθημά μας. Είναι ο καιρός που τα άρθρα του Καραγιώργη στο «Ριζοσπάστη» καθώς και κείνα κάθε τόσο του Ζαχαριάδη, όπως και το φούντωμα του ένοπλου αγώνα στην ηπειρωτική Ελλάδα όπως φαινόταν από τα ανακοινωθέντα του στρατού, ενθουσίαζαν και φανάτιζαν τον κάθε αγωνιστή, σ' όποια άκρια της χώρας κι αν βρισκόταν. Η οργάνωση των Μελάμπων της επαρχίας του Αϊ-Βασίλη πρότεινε και με επιμονή ζητούσε την άδειά μας να επιτάξει βενζινόπλοιο από το λιμάνι της Αγ. Γαλήνης και να λευτερώσει του Γαυδιώτες εξόριστους. Η πιο σοβαρή όμως πρόταση που γίνηκε στο γραφείο Περιοχής Κρήτης ήταν από την καθοδήγηση του στρατοπέδου σκαπανέων του Ρεθέμνους. Με αίτηση δική τους είχα νταμώσει με δυο από τα μέλη της κομματικής επιτροπής στο σπίτι του Γιάννη Νενεδάκη, που σαν δεύτερος γραμματέας της επιτροπής πόλης του Ρεθέμνους που ήταν, κρατούσε αυτός την επαφή μαζί τους. Συνέβη μάλιστα όταν μπήκα στο δωμάτιο που με περίμεναν οι δυο στρατιώτες ν' ανησυχήσω, επειδής του ενός η φυσιογνωμία ήταν απόλυτα γνωστή μου. Αποδείχτηκε όμως αμέσως ότι ήταν οκνίτης εξόριστος στην Ανάφη κι όταν με την κατάρρευση, τον Απρίλιο του 1941 λευτερώθηκε και ήρθε στο χωριό του που βρισκόταν στον κάμπο του Άργους, στάλθηκε από μια ομάδα στρατιώτες να συνδεθεί με μας του στρατοπέδου της Ακροναυπλίας και να μας προτείνει βοήθεια για την απελευτέρωσή μας. Κι επειδή δεν ύπαρχε άλλος τρόπος να συνδεθεί, ερχόταν από το λόφο που βρισκόταν σε απόσταση δέκα με δεκαπέντε μέτρα από τα παράθυρά μας, στεκόταν εκεί ώρες ολόκληρες για να του μιλήσει κανείς από τους τόσους γνωστούς που είχε κει μέσα απ' το στρατόπεδο της Ανάφης. (Έτσι ύστερα από χρόνια μάθαινα ότι σαν η καθοδήγησή μας στο στρατόπεδο κείνο το ήθελε, είχε και βοήθεια απ' έξω για την απελευτέρωσή μας). Τον θυμήθηκα να στέκεται κει στο λόφο και να μας κοιτάει περίλυπος. Ήταν ένας άντρας νέος, με δυνατό κορμί και πρόσωπο κόκκινο και λεγόταν Νικολόπουλος. Ο άλλος στρατιώτης ήταν κοντός με αστραφτερά ανήσυχα μάτια, γεωπόνος απ' την Αγυιά της Λάρισας, Αριστείδης Λαμπρούλης άκουγε. Πρώτος πήρε το λόγο ο Νικολόπουλος να πει και για λογαριασμό της επιτροπής του στρατόπεδου ότι, ύστερα από μελέτη της πολιτικής και της στρατιωτικής κατάστασης στην Κρήτη Digitized by 10uk1s
είχανε κάνει ένα σχέδιο κατάληψης του νησιού. Από μας την κομμουνιστική οργάνωσή του δεν ζητούσαν τίποτα άλλο παρά την άδειά μας. Όταν παρατήρησα πού θα βρίσκανε τα ντουφέκια, απάντησε ότι στο σχέδιό τους ήταν ο αφοπλισμός μ' αιφνιδιασμό της φρουράς του στρατοπέδου τους και της χωροφυλακής του Ρεθέμνους. Ύστερα με βάση αυτά τα όπλα θα προχωρούσαν, παίρνοντας άλλα απ' όπου τα έβρισκαν. Αυτά τα λίγα είπε ο Νικολόπουλος. Ο άλλος όμως στρατιώτης ο Λαμπρούλης προχωρούσε κάνοντας κριτική στην ταχτική της ηγεσίας του κινήματος από τη Βάρκιζα και δω. Ο Νικολόπουλος όντας συνηθισμένος από την εξορία του στην Ανάφη να λέει λίγα παρατήρησε ότι: «Εμείς ήρθαμε δω ν' ακούσομε τι θα μας πούνε κι όχι να κάνομε κριτική της πολιτικής του ΚΚΕ». Επεμβαίνοντας όμως τον παρακάλεσα ν' ακούσομε και οι δυο μας μαζί τον Λαμπρούλη να πει, όσα έχει να πει. Μίλησε δυο ώρες ο γεωπόνος. Αν και έλεγε πολλά, βγαίνανε από μια δυνατή σκέψη και δεν μπορούσες τίποτα απ' όσα μιλούσε να τα περιφρονήσεις. Επίμενε ότι είχαμε χάσει αρκετόν καιρό και ότι τώρα έπρεπε να βιαστούμε επειδή ο χρόνος είναι με το μέρος του αντίπαλου. Τέλος παίρνοντας τον λόγο παίνεσα την πρωτοβουλία τους να φτιάξουν ένα τέτοιο σχέδιο και τους πληροφόρησα ότι η οργάνωση της Κρήτης έχει δύναμη για να καταλύσει την κρατική εξουσία, αλλά ότι μια τέτοια ενέργεια είναι υπόθεση της ηγεσίας του ΚΚΕ κι ότι θα πρέπει να περιμένουν τις εντολές μας. Όταν φτάνοντας στα Χανιά είπα στον γραμματέα μας Τσιτήλο την πρόταση αυτή των στρατιωτών του στρατόπεδου σκαπανέων, τόσο πολύ φοβήθηκε μήπως από πρωτοβουλία δική τους κάνουν ένα τέτοιο κίνημα που επίμενε να πάω πίσω και να τους κάνω προσεχτικούς. Δεν ύπαρχε όμως τέτοιος φόβος κι ανάλαβα την ευθύνη. Με το δημοψήφισμα και την παλιννόστηση της μοναρχίας η δεξιά της Ελλάδας ένιωσε ακόμη πιο πολλή σιγουριά και δυνάμωσε την τρομοκρατία απ' άκρη σ' άκρη της Ελλάδας. Ήταν ένας τρομερός πόλεμος που γινόταν από συμμορίτες, χίτες και χωροφύλακες σε κάθε χωριό, σε κάθε πόλη, σε κάθε γειτονιά. Στόχος ένας: Ο Ελληνικός λαός. Σκοπός: Να τον λυγίσουν περνώντας του τα ζεβλιά στο ζυγό μιας δοσίλογης στο έθνος και στην ιστορία δεξιάς κι ενός επίορκου βασιλιά. Είχανε περάσει είκοσι μήνες από την επιβολή με το εγγλέζικο κανόνι της συμφωνίας της Βάρκιζας και μονόπλευρου εμφύλιου πολέμου. Το επαναστατικό κίνημα αυτούς τους είκοσι μήνες έχει πάθει μεγάλη φθορά: χιλιάδες από τα μέλη του έχουν εξοντωθεί, έχουν κλειστεί σε φυλακές σ' εξορίες στα ξερονήσια ή έχουν στρατευτεί και περνάνε απ' τα καψόνια της στρατώνας ή κλείστηκαν σε τάγματα σκαπανέων. Άλλες χιλιάδες —δεκάδες χιλιάδες— έχουν λυγίσει, έχουν υποταχτεί. Αλλά και πάλι, παρά την αιμορραγία τούτη και τη φθορά ο συσχετισμός των δυνάμεων —και λέω για τον καιρό που κουβαλήθηκε ο βασιλιάς— δεν είναι ακόμη προς όφελος της δεξιάς. Και τώρα, αν η ηγεσία του επαναστατικού κινήματος, αντί να μας πηγαίνει στην κωμωδία του δημοψηφίσματος ή αμέσως μετά από αυτό βαρούσε συναγερμό και καλούσε στα όπλα, η δεξιά θα σάστιζε. Και ή θα δεχόταν μια συμφωνία έντιμη που θα έδινε τέλος στο μακελλειό που άρχισε, ή στη δική μου γνώμη, θα συντριβόταν. Γιατί ποτές —κι αυτό είχε γίνει φανερό— ο Αγγλικός λαός δεν θα δεχόταν να πετσοκοφτούνε τα παιδιά του στα βουνά της Ελλάδας για χάρη μιας κατάστασης που μισούσε. Ο δε Αμερικανικός ιμπεριαλισμός, που αν θυμάμαι, είχε δείξει κάποιο ενδιαφέρον, παραχωρώντας ένα δάνειο από εικοσιπέντε εκατομμύρια δολλάρια στην κυβέρνηση της Αθήνας, δεν προλάβαινε να κινήσει τη διαδικασία που χρειαζόταν, κείνη την εποχή, να προετοιμάσει ψυχολογικά το λαό και να επέμβει με στρατό, επειδή τότες δε θάφταναν μόνο τα δολλάρια, αλλά και δύσκολα θάβρισκε σίγουρη κατάσταση για να τα δώσει κι ο Αμερικάνικος λαός και σ' ένα βαθμό και η κυβέρνησή του ήταν εχθρικός προς την μοναρχία και τη δεξιά που τη θεωρούσε φασιστική. (Μετά έξι μήνες βέβαια που εξαγγέλθηκε το «δόγμα Τρούμαν» ο συσχετισμός των δυνάμεων στην Ελλάδα είχε αλλάξει και στον κόσμο ο ψυχρός πόλεμος είχε κορυφωθεί).
Digitized by 10uk1s
Στην απελπισία μου ότι έβλεπα να καθυστερούμε με συνέπεια να λιγαίνει η δύναμή μας και ν' αυγαταίνει του αντίπαλου έγραψα για το Πολιτικό Γραφείο ένα μικρό σημείωμα. Σ' αυτό έλεγα με λίγα λόγια και σκεπασμένα ότι διαφωνούσα για την καθυστέρηση και για την ταχτική του ένοπλου κινήματός μας και ζητούσα να με καλέσουν στην Αθήνα για προφορική έκθεση.. Ξύλωσα τη βάτα στον ώμο του σακακιού του γραμματέα του ΑΚΕ Κρήτης Θ. Μανούσακα, το έκρυψα κει μέσα και του παράγγειλα να το δώσει σ' όποιο μέλος του Πολιτικού Γραφείου θα συναντούσε στα γραφεία του Κόμματος. Το σημείωμα πήγε στα χέρια του Μήτσο Παρτσαλίδη. Θυμάμαι, γιατί όσα χρόνια κι αν είμαστε κομμουνιστές οι προλήψεις δε σβούνται στην ψυχή μας ότι το σημείωμα είχε ημερομηνία 13 του Σεπτέμβρη 1946 και δε μ' άρεσε το 13... Σαν έμαθα ότι το σημείωμά μου πήγε, είχα τη βεβαιότητα όπως την έχω και τώρα, ότι έφτασε ως τον αρχηγό. Αργότερα όμως αυτός —ο αρχηγός— θα μου πει: «Στον Παρτσαλίδη θα το έστελνες; δε μας το έδωσε». Η αλήθεια ότι δεν τον πίστεψα, επειδής ο Παρτσαλίδης είναι στα τέτοια θέματα άψογος. Όπως και να είναι όμως άρχισα πάλι, όπως ως τώρα ένα χρόνο —από τότε που είχα ειδοποιήσει το Π.Γ. με το Βλαντά— να περιμένω να με καλέσει στην Αθήνα για να τους πω τη γνώμη μου. Πίστευα ότι το φθινόπωρο ο Ζαχαριάδης θα είχε τελειώσει με την «ανοικοδόμηση» και τις «εκκαθαρίσεις» στο Κόμμα, θ' αποχτούσε τη σιγουριά ότι είναι ο ηγέτης του και θα οδηγούσε το κίνημα σ' ένα μαζικό ξεσήκωμα. Θυμόμουνα πόσες συζητήσεις είχαμε κάνει με το Βλαντά κι έλεγα ότι τώρα που αυτός ήταν κοντά στο Π.Γ. και στον αρχηγό θα τους επηρέαζε προς αυτή την ταχτική. Τίποτα όμως απ' ό,τι περίμενα. Κι η απελπισία μου μεγάλωνε ότι κι εδώ στην Κρήτη που οι οργανώσεις μας είχαν προσανατολιστεί στην οργάνωση μαζικών αγώνων που θα ξεσπούσαν αυτό το φθινόπωρο, με τον ερχομό του Τσιτήλου άλλαξε ο μπούσουλας. Αντί να κάνομε ιστορία τα μέλη του Κόμματος οδηγούνταν κάθε τόσο στις αίθουσες κινηματογράφων για ν' ακούσουν τον δικηγόρο Γιάννη Τζίβη και άλλους συναδέλφους του να «ορύεται» για τους ηρωισμούς των προγόνων στα 1866! και να διδάσκουν ιστορία! Ήτανε τρομερό να σε αναγκάζουν να κρύβεις το κεφάλι σου στην άμμο και ν' αδρανείς.
Δε θυμάμαι πότες ακριβώς άρχισαν οι φόνοι στα Χανιά. Πρώτο όμως θύμα ήταν ο διαπρεπής δημοκράτης και επαναστάτης Ρούσσος Τσιγκουνάκης. Τον βάρεσαν πισώπλατα όπως έμπαινε στο σπίτι του για βραδινό ύπνο στο χωριό Περβόλια της Κυδωνίας, λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Χανιά. Ο Τσιγκουνάκης ήταν απ' τους οργανωτές του ένοπλου κινήματος που στα 1938 κατάλυσε στα Χανιά τη βασιλομεταξική φασιστική εξουσία που ταυτόχρονα ήταν και το πρώτο ένοπλο κίνημα σ' όλη την Ευρώπη και τον κόσμο εναντίον της πανούκλας που είχε πιάσει στο κορμί της ανθρωπότητας, του φασισμού. Κι είχε ζήσει εξόριστος από τότες —τα 1938— ως την απελευτέρωση, στην Κύπρο δουλεύοντας σαν συνδικαλιστικό στέλεχος και κατοπινά στην Αίγυπτο. Αν σ' αυτό το πρώτο θύμα της Τσαλδαροκρατίας ο ομιλητής του επικήδειου, με εντολή της κομμουνιστικής οργάνωσης καλούσε τον κόσμο ν' απαντήσει και να πάρει γδικιωμό μέσα σε μια ώρα δε θα έμενε λίθος επί λίθου από κρατική εξουσία στα Χανιά. Πιστεύω ότι αυτή την εποχή της ιστορίας των Χανιών που κιόλας ήτανε και το τέλος της, δεν ύπαρχε στον κόσμο όλο άλλος λαός με τόση πολλή ομορφιά. Είχε το κάλλος που δίνει στους ανθρώπους η πίστη και η λατρεία στην ελευθερία και στην Δημοκρατία, που τόχε αποχτήσει μέσα σε μια μακριά περίοδο αιώνες ολάκερους αγώνων και θυσιών, που αν η ιστορία δεν είχε δώσει ένα Βιετνάμ, τα Χανιά με τα Λευκά όρη τους θα φάνταζαν ακόμη σ' όλο τον κόσμο. Έτσι εξηγείται πού βρήκε αυτός ο λαός το τόσο θάρρος ν' αντισταθεί ένοπλα στον κυρίαρχο της Ευρώπης Γερμανικό στρατό που κιόλας ήταν αφοπλισμένος από τον Ελληνικό φασισμό. Και να τώρα άρχισε να δολοφονεί τα παιδιά αυτού του Digitized by 10uk1s
λαού μια κατάσταση κυβέρνησης, η πιο απαράδεχτη και η πιο μισημένη απ' αυτό το λαό. Γιατί δε σταμάτησαν βέβαια οι φωνές μας τη διάθεση της κυβέρνησης να επεκτείνει το κράτος του τρόμου και στην Κρήτη μα ίσα-ίσα της ανοίχτηκε η όρεξη και σε λίγο πιο κει απ' τα Περβόλια, στο Βαμβακόπουλο, δολοφονήθηκε ο επονίτης Μανουσάκης και ύστερα σκότωσαν άλλο επονίτη στο Νιο χωριό του Αποκόρωνα και οι πράξεις βίας και παρανομίας συνεχίστηκαν. Πρέπει εδώ να πω ότι από τη μεριά μας γίνηκε η εχτέλεση του δοσίλογου Παπαγιαννάκη που με την αμνηστία που έδωσε η κυβέρνηση του Τσαλδάρη στους δοσίλογους αποφυλακίστηκε και περιφερόταν με τη φρούρηση μιας ομάδας χωροφυλάκων μέσα στα Χανιά. Ήτανε πρόκληση μεγάλη. Ο Παπαγιανάκης, φασίστας και γερμανόφιλος, είχε οργανώσει ένα τάγμα χωροφυλάκους από την αλητεία όλης της Κρήτης με οπλισμό και άλλα εφόδια που του διάθεσαν οι Γερμανοί, για να εξοντώσει, όπως λογάριαζε, τους αντάρτες. Στην πρώτη όμως ανάβασή του στα Λευκά Όρη χτυπήθηκε απ' το δεκατέσσερα σύνταγμα του ΕΛΑΣ στην περιοχή της Τρομάριζας και το αξιοθρήνητο λεφούσι του διαλύθηκε. Απόμεινε αμοναχός. Στην απελευτέρωση τον έσωσε η φυλακή. Με τις εκλογές, αφού οι δοσίλογοι γίνηκαν κατάσταση, ο Παπαγιαννάκης όπως σχεδόν όλοι οι όμοιοί του σ' όλη την Ελλάδα αμνηστεύτηκαν. Την αποφυλάκισή του οι Χανιώτες την θεώρησαν πρόκληση. Η εχτέλεσή του γίνηκε στο χρυσοχοείο του Κριάρη στο κέντρο των Χανιών, απ' έναν νεαρό αυτοαμυνίτη. Κανένας από την προσωπική φρουρά του σκοτωμένου ενδιαφέρθηκε να κυνηγήσει τον εχτελεστή που πήγε στη Νέα Χώρα και πήρε τον καφέ του. Η εχτέλεση, όσο θυμάμαι, θεωρήθηκε φυσιολογική και κανένας δεν καταδιώχτηκε. Στην Κρήτη τα είχαμε αυτά. Λίγους μήνες πρωτύτερα μέσα στο δικαστήριο των δοσίλογων του Ηράκλειου φανατισμένοι πατριώτες αποκεφάλισαν μια ομάδα προδότες που δικαζόταν. Στον καιρό δε της απελευτέρωσης στο χωριό Κρουσώνα με απόφαση της συνέλευσης των κατοίκων εχτελέστηκαν όσοι είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς και πρόδωσαν πατριώτες. Ακόμα αυτή την εποχή γίνηκε στη συνοικία Χαλέπας στα Χανιά η εχτέλεση ενός συνταγματάρχη. Έλειπα στο Ηράκλειο κι όταν γύρισα θέλησα να εξετάσω την υπόθεση αυτή που μου φάνηκε πολύ σκοτεινή και να μυρίζει Ιντέλλιτζεν-Σέρβις. Ο Τσιτήλος όμως αηδιασμένος ίσως κι αυτός, με σταμάτησε. Έτσι, αν και δεν συμφωνούσα μαζί του η υπόθεση σκεπάστηκε. Αλλά και η δεξιά λίγο σκοτίστηκε γι' αυτό το φόνο.
Αυτόν τον καιρό —φθινόπωρο 1946— άρχισαν κείνοι που θέλανε το μούτισμα και το χωρισμό του κινήματος της Κρήτης από της άλλης Ελλάδας να καλλιεργούνε στα μέλη και στα στελέχη της κομμουνιστικής οργάνωσης το θέμα «πλειοψηφία». Αν δηλαδή η πλειοψηφία του Ελληνικού λαού ακολουθούσε ακόμη το κομμουνιστικό Κόμμα στην πολιτική του (δεν ήταν ακόμη ξεκαθαρισμένη παρ' ότι από έξι μήνες γίνονταν μικροσυγκρούσεις) στο ν' απαντήσομε με τα όπλα ή όχι στην ένοπλη βία της δεξιάς. Μια μέρα σε μια συζήτησή μας με τον Τσιτήλο δήθεν «παρεπιπτόντως» και με το «αναμεταξύ μας» και σα να μου έλεγε κείνο το «μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνεια», με ρώτησε να του πω ποια ήταν η δική μου η γνώμη... Έμεινα κατάπληχτος: «Μα στις κάθε τόσο δικές σας αποφάσεις, σύντροφε, εσάς, της Κεντρικής Επιτροπής, που κάνετε διαπιστώσεις και ορίζετε την ταχτική και την πολιτική μας, βλέπω πως είμαστε η πλειοψηφία και στον τύπο μας διαβάζω πως μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες σαν λείψουνε της δεξιάς οι Εγγλέζοι θα γίνομε κατάσταση, επειδής ακριβώς είμαστε η πλειοψηφία. Πότες λες αλήθεια σύντροφε και πότε όχι;» Τρόμαξε ο καημένος γιατί αυτός δεν ήταν σαν τον άλλο το «μεγάλο» θεωρητικό τον Παπαδομιχελάκη που ήξερε να γλιστρά και να ξεφεύγει σαν έπεφτε σε τέτοιες κακοτοπιές που αυτός τα καλλιεργούσε όλα αυτά στηριγμένος δήθεν σε μια θέση του Λένιν που διδάσκει: Ότι για να κερδίσεις μια επανάσταση πρέπει να έχεις την πλειοψηφία του λαού. Ο Τσιτήλος φοβήθηκε κείνο που ποιος λίγο ποιος πολύ φοβόμαστε όλοι οι κομμουνιστές της εποχής εκείνης, μη χάσει το πόστο του. Όσο για το θέμα μας αν είμαστε πλειοψηφία, η αλήθεια είναι ότι είχαμε χάσει ένα μεγάλο μέρος από το κομμάτι της Digitized by 10uk1s
αστικής τάξης που ακολούθησε το πρόγραμμα του ΕΑΜ (πλουσιοχωρικοί, μικροί βιομήχανοι κι επιχειρηματίες). Κι ακόμα ένα μικρό ποσοστό από τα μεσιακά στρώματα: Επαγγελματοβιοτέχνες, μικρεμπόρους, και γενικά είχαμε χάσει. Το πλατύ στρώμα όμως της φτωχής αγροτιάς που αυτή μόνη της την εποχή εκείνη αποτελούσε μια πλειοψηφία, στεκόταν σχεδόν στο σύνολό του, (μιλώ για το τέλος του καλοκαιριού του 1946) στην πολιτική μας. Απομένει η εργατική τάξη που αυτή μαζί με τη φτωχή αγροτιά πρωτοπόρησε στο κίνημα του κατοχικού αγώνα που μας έκανε πλειοψηφία. Η εργατιά παρά την ανεργία και τις λογής-λογής πιέσεις, στεκότανε χωρίς ταλαντεύσεις και στο σύνολό της όπως έδειχναν και οι εκλογές στα συνδικάτα, στο πλευρό του κινήματος και ήταν η ψυχή του. Η πλειοψηφία λοιπόν, ακόμα και τώρα, ενάμιση χρόνο ύστερα από τη Βάρκιζα που μας αφόπλισε, κι ύστερα από την τόση αιμάτινη τρομοκρατία βρισκόταν με το επαναστατικό κίνημα και όχι με τη δεξιά. Αν τώρα η αγροτιά είχε πάθει από τις συμμορίες ό,τι και από τις ορδές του Μπραΐμη στα εικοσιένα, νομίζω ότι δεν είναι κανείς τόσο αφελής για να πιστέψει ότι την είχε κερδίσει η πλουτοκρατία, όπως και την εργατική τάξη που αχρήστευε η παρακρατική και κρατική τρομοκρατία. Το ότι κατοπινά, όταν βγήκε ο Ζαχαριάδης στο βουνό που ουσιαστικά άρχισε κιόλας ο εμφύλιος πόλεμος (ως τότε λεγόταν κίνημα των καταδιωκομένων) δεν πάλεψε ένοπλα αυτή η πλειοψηφία παρά μόνο ένα μικρό μέρος και αυτό είναι που λέω σ' εκατοντάδες σελίδες. Δεν αρχίσαμε έγκαιρα και δεν αρχίσαμε σωστά. Αυτοί είναι οι βασικοί λόγοι που οι δυνάμεις μας στα ογδόντα στα εκατό πέσανε στην αδράνεια κι ένα μέρος τους, το πιο ζωντανό, οι στρατεμένοι, λύγισαν στα Μακρονήσια και μας πολέμησαν με τα όπλα. Έκανε έτσι ακριβώς η ηγεσία μας που μας οδηγούσε και μας έφερε ως εκεί, που ως τότες οι αντίπαλοί μας θάταν πια ικανοί να μας τσακίσουν. Αν αντέξαμε τόσο, ύστερα από τόσο κακορίζικη πολιτική ποιος άλλος λόγος μας κράτησε χωρίς άλλη βοήθεια παρά γιατί είχαμε την υποστήριξη έστω την ηθική, της πλειοψηφίας των εργαζόμενων της χώρας; Αν αντίθετα η δεξιά είχε την πλειοψηφία δε θάφτανε στο κατάντημα να οπλίσει τους παρακρατικούς τα γερμανικά τάγματα ασφάλειας στις πόλεις, και τις συμμορίες στο ύπαιθρο και να τους στρέψει σ' ένα άοπλο κίνημα. Αλλά θα την αρκούσαν οι ένοπλες «νόμιμες» δυνάμεις και η πλειοψηφία για να μας τσακίσει και να επιβληθεί. Σαν μέλος εκείνου του κινήματος αναπαύω τη συνείδησή μου ότι την ευθύνη του εμφύλιου πολέμου την έχει ολόκληρη και στο ακέραιο η δεξιά με τη μοναρχία και την πλουτοκρατία της. Αυτή τον αρχίνησε ένα χρόνο πριν εμείς απαντήσομε. Για την καθυστέρηση, το κακορίζικο ξεκίνημά του και την κακή διεξαγωγή του με συνέπεια να χαθεί η λαϊκή εξουσία και να χυθεί περίσσιο αίμα ευθύνεται η ηγεσία του κινήματος της Ελλάδας. Πρώτα βέβαια ο Ζαχαριάδης, τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, θα βάλω ακόμη και τα στελέχη της κατηγορίας της δικιάς μου, αν και όπως έχω ειπωμένα αλλού, δεν μας αναγνωριζόταν συμμετοχή στον ορισμό «Κόμμα». Στο πλήθος τα κατώτερα στελέχη και στα απλά μέλη δεν βρίσκω να υπάρχει ευθύνη. Τους είχαμε διδάξει σαν πρώτη κομματική μα και ανθρώπινη αρετή να υπερασπίζονται και να πειθαρχούνε στην πολιτική του ΚΚΕ τυφλωμένα και να μην έχουνε γνώμη δική τους. Και στην πράξη τους είχαμε διδάξει πως διαφορετικά πεθαίνει πολιτικά και κατά την περίσταση χάνει και τη ζωή του όποιος δεν έχει αυτή την «αρετή».
Μα υποψιάζομαι πως απ' ώρας έχει φτάσει το ερώτημα αν εκείνος ο τοτεσινός εαυτός μου με τον τόσο του έρωτα —θέλω να πω εκείνο το ξεχείλισμα από υγεία ψυχική, πνευματική και σωματική, που μπορεί να βγαίνει απ' όλα τα ειπωμένα μου— και την τόση του λατρεία για την κοινωνική αλλαγή, είχε κάνει το χρέος του: Όχι, λέω! δεν το είχε κάνει θαρρετά, και στο ακέραιο. Διαφωνούσα, έλεγα τη γνώμη μου για να πείσω τους συνεργάτες μου να πιστέψουνε πως λαθεμένα ενεργούμε και δρούμε κι έμμεσα ή με κανένα σημειωματάκι και στην ηγεσία, μα οι συνεργάτες κι ο γραμματέας μου, αν αφαιρέσω τη Βαγγελιώ Κλάδου και το Χατζηαγγελή, ακούανε άλλες φωνές Digitized by 10uk1s
βγαλμένες από μέσα τους. Και δεν συγκρούστηκα έτσι μαζί τους που ο καυγάς μου να γίνει ζήτημα για το Κόμμα, ή δεν πήγα —προσωπικά— στο Πολιτικό Γραφείο και το Ζαχαριάδη —ποιοι ήταν αυτοί που κατάστρεφαν ό,τι έφτιαξε ένας λαός;— να πω τη γνώμη μου και να πιαστώ μαζί τους κι ας έπεφτα. Θάμουνα τώρα «νικητής», αδιάφορο ζωντανός ή πεθαμένος και δε θάχα τη μοίρα τούτη τη χειρότερη του κόσμου - τη μοίρα την ίδια του κινήματος που χάθηκε. Είχα το τάλαντο να αιστάνομαι το σωστό —σωστό σύμφωνα με τη θέση μου στο κοινωνικό σύστημα— όχι με το μυαλό και μ' εργαλείο τη μόρφωσή μου, μα από βαθιά από τα τρίσβαθα του είναι μου, από την ψυχή. Αλλά στο συνειδητό δεν είχα την ικανότητα να πείθω και να υποχρεώνω τους συνεργάτες μου, όταν αυτοί είχανε το πασάλειμμα της λειψής μόρφωσης που έδινε κείνο τον καιρό η εκπαίδεψη της αστικής τάξης. Τους έκανε υπερόπτες και να μετράνε τον εαυτό τους και τους άλλους από τη δόση της μόρφωσης όπως αυτή μετριέται στα σκολειά... Έτσι έβλεπα τον εαυτό μου να σβηέται και να πηγαίνει στο βρόντος. Ήτανε τρομερό. Η από κληρονομιά δημοκρατική μου συνείδηση δε μ' είχε αφήσει να πάρω μέρος πατώντας και πτώματα, όπως γινόταν στη ζούγκλα της πάλης για την απόχτηση μεγαλύτερου πόστου, που τότες, σαν είχα δίκιο, θα επιβαλλόμουνα ευκολότερα. Υποψιάζομαι όμως πολύ κείνον τον εαυτό μου, ότι αν δεν τράβηξε τις διαφωνίες του ως που θα τόβγαζε η βράση, ήταν γιατί φοβόταν μη και βρεθεί έξω από το κίνημα. Κατάσταση που την τρέμανε οι κομμουνιστές εκείνου του καιρού, πιο πολύ ακόμα κι απ' το θάνατο. Αργότερα όμως, μετά από ενάμιση χρόνο από τη συμφωνία της Βάρκιζας, όπως σε λίγο θα δούμε, τρέμοντας ίσως πιο πολύ την κρίση της ιστορίας για το κίνημα της Κρήτης, έφτασα ως τα άκρα. Κείνο τον καιρό όμως και το Κόμμα αλλιώς αποφάσιζε. Αλλά σε λίγες μέρες ήρθε από κοντά το «δόγμα» του Τρούμαν που έγειρε τη ζυγαριά προς τη μεριά του αντίπαλου. Ας συνεχίσομε όμως το στίψιμο της μνήμης και την εξιστόρηση από περιστατικά της εποχής γιατί έτσι αιστάνομαι να ζυγωνομε στην αλήθεια. Πλησιάζομε προς τα Χριστούγεννα του σαράντα έξι. Ένα βράδυ βρισκόμουνα με το Μ. Παπαναγιωτάκη σε μια παράσταση των ενωμένων καλλιτεχνών στο κινηματοθέατρο «Ολύμπια». Σ' ένα διάλειμμα του έργου σταμάτησαν μπροστά μου δυο πελώριοι χωροφύλακες και ζήτησαν να τους ακολουθήσω. Δεν ήξερα να έχω καμιά δοσοληψία με τη δικαιοσύνη και τους ζήτησα το ένταλμα του εισαγγελέα που διάτασσε τη σύλληψή μου. Τέτοιο χαρτί όμως δε μου έδειξαν και τότες τους ζήτησα να φύγουν γιατί μια τέτοια παρανομία θα προκαλέσει επεισόδιο που θα είναι σε βάρος τους. Όταν αυτοί τραβήχτηκαν κατά την έξοδο αποφασίσαμε σε λίγα δευτερόλεπτα με το Μ. Παναγιωτάκη να καλέσομε την Αυτοάμυνα. Είχαμε τον τελευταίο καιρό μια αλυσίδα από τέτοιες και άλλες παρανομίες σε όλο το νησί. Μάλιστα έφτασαν να συλλάβουν το γραμματέα του γραφείου της Περιοχής Κρήτης κι ακόμη ένα μέλος, το Β. Χατζηαγγελή, καθώς και άλλους παράγοντες του κινήματος που με πολύ κόπο λευτερώσαμε. Χρειαζόταν να τους δώσομε ένα καλό μάθημα έτσι που να μας αφήσουν για κάμποσο διάστημα ήσυχους. Ένα μέλος λοιπόν της Επιτροπής Πόλης των Χανιών, ο Μιχάλης Μπιοτάκης που βρέθηκε κει, ανάλαβε να ειδοποιήσει τους υπεύθυνους της Αυτοάμυνας να φτάσουν στο θέατρο μ' όλη τη δύναμη που θα συγκέντρωναν. Ο Μπιοτάκης όμως αντί για την Αυτοάμυνα πήγε στην πολιτική μας ηγεσία που ματαίωσε την κινητοποίηση αυτή. Στο μεταξύ η παράσταση σταμάτησε και το θέατρο μπλοκαρίστηκε απ' όλη τη δύναμη χωροφυλακής των Χανιών που έφτασε με καμιόνια. Σε λίγο οι χωροφύλακες έφεραν ένα χαρτάκι «ένταλμα βιαίας προσαγωγής» του εισαγγελέα Ρεθέμνους φτιαγμένο, από κλήση που ήταν, σε τέτοιο για να εξυπηρετήσει την περίπτωση. Έτσι βρέθηκα στα κρατητήρια του μεταγωγών. Στην απελπισία μου ότι εδώ τέλιωνε η συμμετοχή μου στη επανάσταση κι ότι βρισκόμουνα κλεισμένος σε στρατόπεδο για σε φυλακή, σχεδίασα την απελευθέρωσή μου απ' τους αντάρτες του Αποκορώνα με το Σπανουδογιώργη, καθώς θα μεταφερόμουνα στο Ρέθεμνος. Όταν λοιπόν την επομένη το πρωί ήρθε ο Θύμιος ο Μαριακάκης στο κρατητήριο, είχα κιόλας μάθει την ώρα της μεταγωγής μου και μείναμε σύμφωνοι να στείλουν σύνδεσμο στο Σπανουδογιώργη. Έτσι την επομένη το μεσημέρι περίμενα όπως περνούσε από βολικά μέρη να σταματήσουν οι αντάρτες το καμιόνι και να με πάρουν. Είχα μάλιστα με τρόπο προετοιμάσει τους χωροφύλακες να μη φέρουν αντίσταση γιατί θα χανόμαστε όλοι. Η πολιτική ηγεσία μας δεν είχε εγκρίνει και πάλι την απελευτέρωσή μου κι οφείλω να πω ότι αυτή τη φορά αμάρτησα με υποψίες. Για το λόγο τις διαφωνίες μας θα προτιμούσαν και ήταν ο πιο ωφέλιμος γι' αυτούς τρόπος να απαλλαχτούν από Digitized by 10uk1s
μένα αν βρισκόμουνα κρατούμενος στα χέρια του αντίπαλου... Στο Ρέθεμνος ο ανακριτής με άφησε λεύτερο γιατί η υπόθεση που με πήγαιναν σ' αυτόν, όπως ο ίδιος είπε, ήταν ολότελα γελοία, θα την αφηγηθώ όμως γιατί δείχνει τα μέσα που χρησιμοποιούσαν οι αντίπαλοί μας και το πνεύμα της εποχής: Πριν λίγο διάστημα μια νύχτα βρισκόμουνα στο Ρέθεμνος και περνούσα μ' ένα σύντροφο από το τυπογραφείο της εφημερίδας μας «Νίκη», όταν είδαμε ότι στην πόρτα βρισκόταν μια χειροβομβίδα παρατημένη. Πιο κει στεκόταν ένας χωροφύλακας τοποθέτης. Τον φώναξα κι ήρθε· αφόπλισα την χειροβομβίδα και την έβαλα στην τσέπη του συστήνοντάς του να μην κάνει τέτοιες δουλειές. Απέναντι σ' ένα παράθυρο πρόβαλαν δυο γυναίκες και είπαν ότι είδαν το χωροφύλακα που έσκυψε στην πόρτα και άφησε κάτι. Επειδή η μια από τις γυναίκες ήταν η Ελένη Κλάδου, μέλος της Επιτροπής της πόλης του Ρεθέμνους, της είπα να υποβάλει η οργάνωση μήνυση στο σκοπό τοποθέτη. Το πρωί έφυγα για τα Χανιά. Βέβαια η χειροβομβίδα ρίχτηκε κι ο χωροφύλακας περίμενε να συλλάβει το φύλακα των γραφείων, όταν θα πήγαινε να κοιμηθεί και να του κάνει μήνυση. Τέτοιες σκηνοθεσίες μας έκαναν οι αντίπαλοι χιλιάδες σ' όλη την Ελλάδα. Και σ' αυτή την πολιτεία ύστερα από λίγο πέταξαν μερικά όπλα στο σπίτι του Κ. Μπαλμπακάκη και στη συνέχεια δικάστηκε σε ισόβια φυλάκιση. Βέβαια η μήνυση που γίνηκε στο χωροφύλακα πετάχτηκε στο καλάθι των αχρήστων, η μήνυση όμως που έκανε αυτός σε μένα για... «παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών» ενεργήθηκε. Είπα ότι ο ανακριτής με άφησε αμέσως λεύτερο. Η χωροφυλακή όμως του Ρεθέμνους με κρατούσε στα κρατητήριά της κι ένας νωματάρχης που μου συστήθηκε αριστερός, με πληροφόρησε ότι μου σκαρώνουν εχτόπιση κι ότι αυτός είναι πρόθυμος να μ' εξυπηρετήσει σ' ότι θέλω ακόμα και σε απόδραση. Μελέτησα τον άνθρωπο. Φαινόταν καλός κι αποφασιστικός. Με παρακάλεσε να του έχω εμπιστοσύνη κι ότι. σε λίγες μέρες τον διώχνουν απ' το «Σώμα» σαν αριστερό. Σκέi φτηκα πολύ. Η οργάνωση του Ρεθέμνους έκανε ό,τι μπορούσε για την απελευτέρωσή μου, αλλά βρισκόταν σε οργανωτική αδυναμία. «Πήγαινε, του είπα, στον καπετάν Γιάννη Κατσιά και πες του ότι ζητώ από τους δεξιούς δημοκράτες του Ρεθέμνους να μην επιτρέψουν την παρανομία που γίνεται σε βάρος μου». Έφυγε ο νωματάρχης τρέχοντας και σε δέκα λεπτά, ύστερα από ένα τηλεφώνημα στο Διοικητή χωροφυλακής έμεινα λεύτερος. Έφυγα για την έδρα μου, τα Χανιά, βαριά συλλογισμένος και με την απόφαση να διπλασιάσω τα μέτρα της φύλαξής μου και αυτά του συνωμοτισμού. Γιατί όπως πηγαίναμε κάποια στιγμή η αντίδραση θα έφτανε στο σημείο να μην υποχωρεί. Και ήθελα νάμαι λεύτερος για ν' αγωνίζομαι και να χαίρομαι τη λευτεριά μου.
Για άλλη μια φορά καταστράφηκε το τυπογραφείο της «Νίκης» στο Ρέθεμνος από τραμπούκους και χωροφύλακες. Κακοποιήθηκε ο φρουρός που κοιμότανε μέσα και φορτώθηκαν οι κάσες τα στοιχεία σ' ένα καμιόνι. Όταν το έμαθα ζήτησα από δυο μέλη της Περιοχής, το Μ. Ζουριδάκη και το Β. Χατζηαγγελή να πάμε στο Γενικό Διοικτητή για διαμαρτυρία. Θυμάμαι που είδαμε ένα πλήθος γυναίκες να περιμένουν στον προθάλαμο της Γεν. Διοίκησης. Ήταν γυναικείες επιτροπές από τις συνοικίες των Χανιών που γύρευαν να διαμαρτυρηθούν για παράνομες πράξεις της χωροφυλακής κι επειδή η μέρα ήταν Κυριακή ο Υπουργός αρνιότανε να τις δεχτεί. Οι γυναίκες μας παραπονέθηκαν ότι υβρίστηκαν και απειλήθηκαν από τον ιδιαίτερο, να τις διώξει με χωροφύλακες. Σε μας που δηλώσαμε ότι είμαστε από την κομμουνιστική Οργάνωση της Κρήτης ανοίχτηκαν αμέσως οι πόρτες. Είχαμε συμφωνήσει να μιλήσω στο Γενικό και οι άλλοι σύντροφοι θα υποστήριζαν τις θέσεις μου. Ο Υπουργός μας περίμενε όρθιος πίσω από το γραφείο του. Ήταν ένας κοντούλης, γκριζομάλλης αριστοκράτης με χοντρά εκφραστικά μάτια. Μας είπε ότι χαίρεται που επικοινωνεί κατ' ευθείαν με την ηγεσία του «Κομμουνιστικού Κόμματος της Κρήτης». «Παρά τη χαρά σας όμως αυτή, Κύριε Υπουργέ, δοκιμάσατε κατ' επανάληψη να μας στείλετε στο ξερονήσι». Αράδιασα ύστερα τις πιο Digitized by 10uk1s
κοντινές πράξεις βίας σε όλο το νησί και έφτασα στην καταστροφή της εφημερίδας «Νίκη». Ακόμα αναφέρθηκα στις κάθε τόσο απειλές του να φέρει στην Κρήτη πεζοναύτες και κατάληξα: «Όλα αυτά, Κύριε Υπουργέ, συγκροτούνε προσπάθεια επιβολής καθεστώτος τρόμου, δηλαδή επέχτασης του εμφυλίου πολέμου και στην Κρήτη που ο λαός της, όπως θα το έχετε αντιληφτεί, είναι συμφιλιωμένος. Και σας ερωτώ και σας προτείνω: Είσαστε έτοιμος για τον εμφύλιο πόλεμο; Θέλετε να τον αρχίσομε; Εμείς είμεθα έτοιμοι!». Ο άνθρωπος έχασε το χρώμα του, αναπήδησε στην θέση του και άφησε ένα τρομαγμένο: «Όχι κι εγώ είμαι υπέρ της συμφιλιώσεως». Συζητήσαμε κάμποσα. Τέλος φύγαμε για την Ανώτερη Διοίκηση χωροφυλακής. Καθυστερήσαμε για λίγο επειδής τα χτήρια είναι κοντά έτσι που να δοθεί ο καιρός στον Γενικό και στον Ανώτερο να συνεννοηθούνε απ' τα τηλέφωνά τους. Όταν φτάσαμε βρήκαμε να μας περιμένει όρθιος κι αυτός στο γραφείο του ο Ανώτερος Διοικητής χωροφυλακής Κρήτης. Ήτανε γελαστός και με οικεία διάθεση. Αν θυμάμαι λεγόταν Ορφανουδάκης κι είχε βαθμό συνταγματάρχη. Σ' αυτόν είμαστε πολύ σύντομοι αφού θα τον είχε κατατοπίσει ο Βούλτσος. Τόντις πριν καλά τελειώσομε μας είπε ότι θα στείλει αξιωματικό στο Ρέθεμνος κι ότι θα διατάξει και τηλεφωνικώς να επιστραφούν τα τυπογραφικά στοιχεία στην εφημερίδα μας κι ότι θα κάνει όσα μπορεί για να περιορίσει στο μέλλον τέτοιες πράξεις παρανομίας των οργάνων του. Και μεις είμαστε συγκαταβατικοί απέναντί του. Ξέραμε ότι το Τσαλδαρικό κράτος έστελνε καθοδηγημένους βασιλόφρονες αξιωματικούς στην Κρήτη που ενεργούσανε δίχως διαταγές της ανώτερης ιεραρχίας του νησιού και θυμάμαι πόσο γελοιοποιήθηκε ένας μοίραρχος, ο Νικολάου, που είχε σταλθεί στο Ρέθεμνος και θέλησε να επιβάλει την πολιτική της κυβέρνησης Τσαλδάρη κατά τρόπο απαράδεχτο και για τους Ρεθεμνιώτες εθνικόφρονες με τον τόσο αντικομμουνισμό που είχε μια μερίδα απ' αυτούς. Σαν Κρητικός που ήταν ο ανώτερος, κουβεντιάσαμε πολλά για τη μοίρα της Κρήτης όπως διαγραφόταν από την ένοπλη σύγκρουση στα βουνά της Ελλάδας. Για μια στιγμή είπε την ανησυχία του για τους ένοπλους του υπαίθρου. Τον ρωτήσαμε όμως να μας πει έστω μια πράξη βίας ή καταπίεσης των «καταδιωκομένων μας που για την ασφάλειά τους κρατάνε ντουφέκια». Δεν είχε να μας πει. Τέλος μας δήλωσε ότι αυτός από τη μεριά του θα κάνει ό,τι μπορεί για να μείνει η Κρήτη έξω από την εμφύλια διαμάχη και μας πρότεινε να συμβάλομε και μεις και η οργάνωσή μας όσο μπορούμε. Τελειώσαμε τις παραστάσεις μας στις ανώτερες αρχές της Κρήτης με τη βαθιά πεποίθηση πως κι ο Υπουργός Γενικός Διοικητής κι ο Διοικητής Χωροφυλακής δε θέλανε τον εμφύλιο πόλεμο στην περιοχή της δικαιοδοσίας τους, γι' αυτό κι υποχώρησαν στα αιτήματά μας. Ο πρώτος γιατί δεν του έβγαινε επειδής ο συσχετισμός των δυνάμεων ήτανε δυο φορές σε βάρος του και με τη σύγκρουση θα στερούσε από το Τσαλδαρικό κράτος μια περιοχή που του έδινε αρκετούς στρατιώτες. Ξέχωρα η ψυχολογική επίδραση με συνέπειες για όλη την Ελλάδα. Ο δεύτερος, αν και ήτανε χωροφύλακας στο επάγγελμα, είχε πολλή ανθρωπιά και παρά το ότι υπηρετούσε ένα φασιστικό καθεστώς, ήτανε, όσο θυμάμαι, δημοκράτης. Δεν είχε λοιπόν διάφορο να μαυροφορεθεί η Κρήτη για συμφέροντα που δεν τα ένιωθε δικά του και να μπει το κοινωνικό σύστημα, που χωρίς άλλο το αγαπούσε, σε κίντυνο ή και να καταστραφεί.
Όταν ξεθάψω και γράψω στο χαρτί ένα θέμα, έρχεται σα να το σέρνει πίσω του, έν' άλλο θέμα: Μια μέρα είπα στον Τσιτήλο, μα όχι σε καμιά συνεδρίαση που πνιγόμαστε στην ασυμφωνία, αλλά σε ώρα που κουβεντιάζαμε «ελεύθερα και φιλικά» πως εμείς θάπρεπε να καταλύσομε τη βασιλοτσαλδαρική διοίκηση στην Κρήτη και να φωνάξομε τους παλιούς δημοκράτες, που αυτοί συνηθισμένοι ψοφάνε για εξουσία, να διοικήσουνε· εμείς να σταθούμε στο ντουφέκι και βάζοντας ένα μοναχό όρο: Να μη στείλει η Κρήτη στην Ελλάδα ούτε ένα στρατιώτη, ούτε ένα χωροφύλακα, αξιωματικό ή άλλο πρόσωπο που θα βοηθούσε τη μοναρχοδοσίλογη δεξιά στο βρώμικο αγώνα επιβολής που άρχισε με τις συμμορίες. Ο Τσιτήλος μια που η πρότασή μου ήταν η μισή στα σοβαρά Digitized by 10uk1s
και η άλλη μισή στ' αστεία και σα να δοκίμαζα την ίδια μου τη σκέψη, γέλασε και είπε: «Ναι αλλά θα μας πούνε αυτονομιστές». Όπως κατάλαβα φοβόταν την ηγεσία τη δική μας. Κατοπινά με παίδεψε το θέμα και τόθεσα στην κρίση πολλών συντρόφων που το δέχτηκαν σωστό και πραγματοποιήσιμο, αλλά ποτές δεν το έκανα πρόταση για συζήτηση στην Περιοχή. Φοβόμουνα τη ρετσινιά του αυτονομιστή. Και τόντις με το δογματισμό που μας έδερνε τίποτ' άλλο δε θα 'βγαινε. Αναθυμήθηκα την υπόθεση όπως μίλησα για τη στάση του ανώτερου Διοικητή Χωροφυλακής Κρήτης που μου έφερε στη θύμηση άλλους της ανώτερης ηγεσίας, σε επίπεδο Υπουργού των δημοκρατικών της Κρήτης όπως ήταν ο Μ. Βολουδάκης, ο κατοπινός Γ. Διοικητής Κρήτης ο Χ. Τζιφάκης και ο νέος τότες Κ. Μητσοτάκης κι άλλοι. Μπορώ να πω όλοι αυτουνού του επιπέδου, αν αφαιρέσω το Σ. Βενιζέλο, που όμως για τότες το κύρος και η επιρροή του δεν ήταν ακόμα τέτοια που ν' αποφασίζει για τίποτα στο νησί, όλοι αυτοί, παρ' ότι αντίπαλοι μάς μιλούσανε κι αγωνιζόταν να μας πείσουνε ότι η Κρήτη μπορεί να μείνει μακριά από την εμφύλια σύγκρουση. Ακόμα σαν παλιοί αγωνιστές της αστικής δημοκρατίας είχανε βαθιά εχτίμηση του πατριωτισμού μας και της ικανότητας της παράταξής μας γι' αγώνες, και για το λόγο ότι όλα τα κινήματά τους τα έκαναν με τα σημερινά στελέχη και τους οπαδούς μας. Βοηθούσε ακόμη να ρθούνε σε παζάρι και σε συμφωνία μαζί τους το γεγονός ότι στην απελευτέρωση της Κρήτης είχανε συνεργαστεί με το ΕΑΜ. Και απομένει το ζήτημα αν θα δεχότανε τον ένα και μοναδικό όρο μας, να μη στείλει η Κρήτη ούτε ένα στρατιώτη της στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αλλά εμείς είχαμε την οργανωμένη δύναμη να επιβάλομε τον όρο αυτό. Μ' ακόμα η πιο μεγάλη μας δύναμη ήταν η εφεδρεία που διαθέταμε που για το θέμα αυτό ήταν στο σύνολό του δίχως έστω μια εξαίρεση ο Κρητικός Λαός. Αυτός δε νοιαζόταν ουδέ για το ξαναρρίζωμα της μοναρχίας, ουδέ για τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας όταν το δικό του νοικοκυριό είχε γίνει στάχτη και κουρνιαχτός. Θα τους ανάγκαζε λοιπόν ο Κρητικός λαός να δεχτούνε τον όρο, γιατί δε χρωστούσε ούτε μια σταγόνα αίμα στη μοναρχία και την πλουτοκρατία. Αλλά πού εμείς να έχομε τέτοιο φρόνημα και τέτοια πνοή! Αναθυμάμαι κείνες τις τυπικές, όπως είχανε καταντήσει από το χάλασμα της εσωκομματικής Δημοκρατίας, συνεδριάσεις μας. Δογματική μικρότητα και σουσουδισμός. Αν αφαιρέσω από τους συνεργάτες μου το Β. Χατζηαγγελή δεν άκουες απ' άλλον λεύτερη γνώμη, αλλά κι αυτός μόνο σαν έπιανε το θέμα καλά κι ήτανε σοβαρό και πάντα με λίγα και διαλεγμένα λόγια.
Από την αρχή του καλοκαιριού του ίδιου χρόνου (1946) μας είχε στείλει εντολή το Πολιτικό Γραφείο να λευτερώσομε ένα μέλος του, το Λεωνίδα Στρίγγο όπου βρισκόταν εξόριστος στη Γαύδο. Καθυστερήθηκε όμως η δουλειά από αιτία μια απόπειρα που γίνηκε από τον Πατσιανό Σφακιών κι απότυχε, εξαιτίας που στα μισά του δρόμου χάλασε η μηχανή στο καΐκι. Έτσι η επιχείρηση ξεκίνησε πολύ αργότερα μέσα από τα Χανιά μ' επικεφαλής έναν πρώην υπαξιωματικό της αστυνομίας πόλεων, το Γιώργη Μανουσέλη, άνθρωπο αποφασιστικό, ικανό κι επίμονο στο να τελειώσει καλά κάθε δουλειά που αναλάβαινε. Μια ομάδα ένοπλοι αυτοαμυνίτες κατέβηκε από τα Μεσκλά Κυδωνίας με το Χρήστο Μπολούδη κι έφτασε ως το βενζινόπλοιο που περίμενε στο σκοτάδι, παίρνοντας και μια βάρκα από τη Νέα Χώρα που μ' αυτήνε αποβιβάστηκε στο ξερονήσι. Ο δάσκαλος ο Γιώργης Ταλάκης, γιος του παπά της Γαύδου, χρησίμεψε σαν σύνδεσμος μεταξύ Στρίγγου και της ένοπλης ομάδας. Στο σχεδίασμα της επιχείρησης αποφασίστηκε να μη χρησιμοποιηθεί βία εχτός αν η αστυνομία αντιδρούσε. Αλλά οι χωροφύλακες κοιμόντουσαν. Θυμάμαι που ήταν βράδυ δεκαοχτώ του Νοέμβρη, επέτειο της ίδρυσης του ΚΚΕ και γιορτάζαμε. Είχαμε γλέντι και χόρευα με τον Τσιτήλο όταν μπήκε ένας σύντροφος των πληροφοριών στη μέση του χορού για να μας πει ότι η ασφάλεια ήταν ανάστατη, επειδής πήρε σήμα ότι απόδρασε ο Στρίγγος από τη Γαύδο. Ο Λεωνίδας έφτασε στα Μεσκλά μέσω της Αγίας Ρούμελης που αποβιβάστηκαν κι απ' εκεί τον έμπασε στα Χανιά ο Μιχάλης Μποτώνης και τον έφερε σ' ένα παράνομο δωμάτιό μου στη Νέα Χώρα. Εκείνη τη νύχτα κουβεντιάσαμε ή μάλλον του μίλησε η αφεντιά μου —γιατί αυτός λίγο Digitized by 10uk1s
μιλούσε— πολλές ώρες, εκθέτοντάς του την κατάσταση στην Κρήτη και τις διαφωνίες μου με το γραμματέα, αλλά αυτός μου δήλωσε ότι δεν θα επέμβει στην οργάνωσή μας και να τα βρούμε μόνοι μας... Κατάλαβα ότι σαν ηγέτης δεν έλεγε πολλά πράματα, αλλά αν έβγαζες τον ηγέτη από τον άνθρωπο θ' απόμενε ένας πρώτης τάξεως μικροαστός οικογενειάρχης. Στο τέλος του πρότεινα ότι αν ήθελε μπορούσαμε να τον στέλναμε αμέσως κιόλας την επομένη, επειδής τότες είχαμε τρόπο, να πάρει τη θέση στο Π.Γ. Δεν ήθελε όμως και ζήτησε να περιμένομε να δώσει εντολή το Κόμμα. Τον ταχτοποίησα σε μια καλή οικογένεια για νάχει ασφάλεια και καλοπέραση. Στο ίδιο πάτωμα, σε διπλανό διαμέρισμα, έμενε κι ο εισαγγελέας Εφετών Κρήτης... Εκεί ξεχάστηκε από την ηγεσία που διάταξε την απελευτέρωσή του... Τους έξι μήνες που έμεινε έγραψε κάνα-δυο σελίδες για το περιοδικό μας τη «Μαχόμένη Κρήτη» για τους παπάδες και τη θρησκεία. Ο ίδιος ήτανε γιος παπά από την Κύπρο. Ήταν από τους πρώτους εφτά κομμουνιστές που επί δεκαετίες διευθύνανε το επαναστατικό κίνημα της Ελλάδας. Ακόμα αναρωτιέμαι: Ποιος ήταν ο λόγος που απαράτησε ο Ζαχαριάδης ένα μέλος του Π.Γ., ένα άμεσο δηλαδή συνεργάτη του, επί τόσους μήνες στην Κρήτη σε πλήρη αδράνεια; Μετά λίγον καιρό άλλη εντολή μας διάτασσε να απελευτερώσομε απ' το Τσιρίγο ένα άλλο ανώτερο στέλεχος, μέλος αυτός της Κεντρικής Επιτροπής, τον Αχιλλέα Μπλάνα. Όταν όμως ετοιμάσαμε την αποστολή ρωτήσαμε την ηγεσία στην Αθήνα αν βρισκόταν ακόμα εκεί, αλλά πήραμε την απόκριση ότι μας πρόλαβε η οργάνωση του Μωριά και τον λευτέρωσε αυτή.
Αυτό τον ίδιο καιρό γίνηκε στη λέσχη του ΕΑΜ της Χαλέπας μια συγκέντρωση στελεχών της κομματικής οργάνωσης απ' όλη την Κρήτη. Ο Τσιτήλος την είπε «συνδιάσκεψη» αλλά ο χαραχτήρας της συγκέντρωσης δεν ήταν τέτοιος, επειδή απαιτείται εκλογή αντιπροσώπων από συνελεύσεις των κομματικών μελών και μια ολόκληρη διαδικασία καθορισμένη από το καταστατικό. Αλλά ήταν ο καιρός που τα ανώτερα στελέχη του ΚΚΕ είχαν αποχτήσει από την ίδια εκείνη «δύναμη» των καπουτσίνων. Έτσι βαφτίστηκε η συγκέντρωση σε συνδιάσκεψη για να εξυπηρετήσει την περίσταση. Ο Τσιτήλος έπρεπε να εκλεγεί στο ανώτατο όργανο της κομματικής οργάνωσης Περιοχής Κρήτης για να μη φαίνεται σαν διορισμένος και άλλοι έπρεπε να καθαιρεθούν από το ίδιο όργανο. Η συγκέντρωση μ' έκλεξε ύστερ' από πρόταση προϊστάμενό της με βοή, όπως με βοή γίνηκε κάθε άλλη εκλογή, καθαίρεση ή έγκριση. Ο Τσιτήλος σαν γραμματέας εισηγήθηκε όλα μαζί τα θέματα. Η οργάνωση των μαζικών αγώνων σ' όλη την Κρήτη και η πάλη κατά της τρομοκρατίας ήταν η κύρια ομιλία του και φυσικά δεν παράλειψε να πει ότι «το κίνημά μας είναι ρωμαλέο! ρωμαλεώτατο!» κι ας είχε αρχίσει από λίγον καιρό να τη χάνει τη ρωμαλοσύνη του. Για το ένοπλο κίνημα, που όσο προχωρούσαμε προς το χειμώνα άναβε, πιάνοντας σχεδόν όλους τους ορεινούς όγκους της χώρας, δεν είπε λέξη. Με το τέλος της ομιλίας του έβαζε το θέμα της καθαίρεσης του Β. Χατζηαγγελή και του Μ. Ζουριδάκη από το καθοδηγητικό όργανο Περιοχής Κρήτης. Αυτή του η πρόταση, επειδής δεν είχα συνηθίσει — κι ούτε συνήθισα— στις αυθαιρεσίες με αναστάτωσε, γιατί γίνηκε ξαφνικά, δίχως να έχομε συζητήσει ή να έχομε ενημερωθεί έστω ατομικά γι' αυτό το θέμα, το τόσο σοβαρό... Για τον καθηγητή Ζουριδάκη καμιά αντίρρηση. Αυτός κατά λάθος βρέθηκε και μόνο ζημιά έφερνε στο κίνημα. Για το Χατζηαγγελή όμως η πρόταση έκανε μεγάλη αίστηση και έφερε στενοχώρια. Αν ρωτιόταν η συγκέντρωση θα τον αποκατάστηνε με ψήφο, εκατό στα εκατό, γιατί στα όλα του ήταν από τους καλύτερους παράγοντες του κινήματος της Κρήτης. Αν και ο Τσιτήλος μ' έφερνε σ' ένα «τετελεσμένο γεγονός», θα ξεσπούσα και κει μέσα τη διαφωνία μου, αλλά είχε συμβεί το παρακάτω γεγονός: Πριν λίγους μήνες το θεωρητικό όργανο του Κόμματος, «Κομμουνιστική επιθεώρηση», είχε ένα μεγάλο σχόλιο υπογραμμένο από τον Ψηλορείτη για το ένοπλο κίνημα των Χανιών στα 1938, την καταστολή του και την καταδίκη από στρατοδικείο της ηγεσίας του «ερήμην». Και στη συνέχεια ότι οι καταδικασμένοι ήρθανε σε συμβιβασμό με τη φασιστική διχτατορία, ότι τους έστειλε διαβατήρια, τα έξοδα και πλεούμενο κι έφυγαν —εχτός το στρατηγό Μάντακα που έμεινε στα Λευκά Όρη— για την Αίγυπτο. Όταν διάβασα το άρθρο αυτό σκέφτηκα, επειδής αναφερόταν Digitized by 10uk1s
ονομαστικά ο Χατζηαγγελής, ότι θα γινόταν τούτο που συνέβαινε τώρα. Αν βέβαια δεν είχε δολοφονηθεί η Δημοκρατία μέσα στο κίνημα και συζητιότανε το θέμα θα κρίναμε οι πολλοί αλλιώς. Γιατί θα ξεχνούσαμε, τώρα μάλιστα που πάλι μιλούσαμε γι' άρματα πως ο Βαγγέλης ήταν ένας απ' εκείνους τους λίγους κομμουνιστές που σήκωσε όπλα και οδήγησε κίνημα κατά του φασισμού, όταν αυτός μεσουρανούσε στον κόσμο. Λυπήθηκα πάρα πολύ. Ωστόσο ο Χατζηαγγελής παράμεινε στην ολομέλεια του Γραφείου Περιοχής —πόστο βέβαια τυπικό— μα αφού αυτός δεν το ήθελε δεν θα χανόταν και δεν χάθηκε από το κίνημα όπως συνέβη με τον καθηγητή, που αυτός ο έρμος από καιρό ήταν αποθαμένος. Όλα τα στελέχη της συγκέντρωσης κάνανε τις ομιλίες τους πάνω στο μεγάλο και πρώτο θέμα, την εμφύλια ένοπλη σύγκρουση, όπως όλο και πιο πολύ άναβε στην ηπειρωτική Ελλάδα κι όπως καθυστερούσε στην Κρήτη. Τα στελέχη της κομματικής οργάνωσης του Ηράκλειου, που αν θυμάμαι έφταναν τα δεκαπέντε, μίλησαν ανοιχτά και κατάγγειλαν την εχθρική, όπως την είπαν, δράση του Παπαδομιχελάκη. «Από τον καιρό που πέρασε στο ΑΚΕ άρχισε να πολεμά μόνο το ΚΚΕ», είπανε και κατάγγειλαν ενέργειές του συγκεκριμένες. Πάνω στις καταγγελίες αυτές για την αντεπαναστατική δράση αυτουνού του Πατριάρχη, δεν απάντησε κανείς, ουδέ ο υποφαινόμενος, που μπορεί να υποτεθεί —όπως και τόντις— ότι «έπνεε μένεα». Απάντησα μόνο έμμεσα. Είπα πως το αγροτικό κίνημα της Ελλάδας οργανώθηκε σχεδόν απ' αρχής του από το ΚΚΕ. «Εμείς όλοι δε θα πρέπει να το αφήσομε στην καλή ή κακή διάθεση κανενούς. Θα πρέπει για να πετύχει ο παλλαϊκός αγώνας που ετοιμάζομε, ν' αφήσομε τον ψευτοσυνωμοτισμό και το κρύψιμο πίσω από το δαχτύλι, για να μην εκθέσομε δήθεν το Αγροτικό Κόμμα σαν κόμμα παρακλάδι του κομμουνιστικού. Θα βγούμε στο ύπαιθρο σύντροφοι, όπως και πρώτα, και θα βοηθήσομε τους παλιούς μας συντρόφους να ξεσηκώσουν την αγροτιά». Ηταν η μόνη φορά τον τελευταίο καιρό που επειδής μιλούσα σε πλατιά συγκέντρωση, η πρότασή μου αυτή δίχως να μπει σε ψηφοφορία, δίχως να σχολιαστεί δεν «έπεσε στο κενό»! Όταν μιλούσα στο γραφείο Περιοχής, ήταν σαν να μιλούσα σ' ένα πηγάδι, κι άκουα μόνος εγώ τη φωνή μου. Τώρα όμως όλοι που βρεθήκαμε εκεί και τα άλλα στελέχη στις πόλεις, στην κατάλληλη φάση της προετοιμασίας βγήκαμε στο ύπαιθρο. Ακόμης και ο Τσιτήλος θυμάμαι ότι πήγαμε μαζί στο Γαβαλοχώρι και μίλησε σε πλατιά συγκέντρωση αγροτικών στελεχών του Αποκόρωνα. Στο άλλο θέμα, το μεγάλο και καυτό, τον ένοπλο αγώνα, άφησα κι εδώ το συνωμοτισμό, τον καθορισμένο, και για τον πρόσθετο λόγο ότι ήξερα πως όλα τα στελέχη της Κρήτης, αν αφαιρέσω ένα, το Θ. Μαριακάκη, ήτανε σύμφωνα μαζί μου, μίλησα καθαρά και κατά ένα τρόπο απάντησα και στις ανησυχίες και στα ερωτήματα που θέσανε. Με λίγα και κοφτά λόγια είπα ότι τον παλλαϊκό αγώνα που αρχίζομε την οργάνωσή του από τώρα, θα πρέπει στην εξέλιξη να φτάσει τον ένοπλο αγώνα, έτσι που να απαγορέψομε στον αντίπαλο να ρίχνει στον εμφύλιο πόλεμο, που άρχισε, κατά χιλιάδες τη νεολαία της Κρήτης. Μου μένει αξέχαστο ότι ο Τσιτήλος στο κλείσιμό του απάντησε και στο μέρος αυτό της ομιλίας εγκρίνοντάς το με λίγα λόγια λειψά βέβαια και κακορίζικα. «Για το θέμα παιδιά που μίλησε ο σύντροφος Μανούσακας... Αν επικρατήσουν αυτοί στην Κρήτη δεν θα μας σφάξουν εμάς;... Λοιπόν...». Αυτό το «λοιπόν» ήταν μια έγκριση στα όσα είπα, και είχε καλή απήχηση στη συγκέντρωση. Απουσίαζε βλέπετε ο Π. να τα χαλάσει. Έτσι τελειώσαμε καλά και μονάχα ένα μικρό περιστατικό η ομιλία του Χ. Ψιλάκη, που πήρε το λόγο, προτελευταίος, έφερε για λίγο μια μικρή δυσαρέσκεια. Αυτός μίλησε με πάθος πολύ για τα παράπονα που είχε με τον παλιό γραμματέα της Οργάνωσης, το Βλαντά για κείνα τα ερωτικά. Ήταν έξω από τα σοβαρά θέματα που συζητούσαμε και για το λόγο ότι παρά το δίκιο του, ο καταγγελόμενος δεν ήταν εκεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Σαν προϊστάμενος δεν του αφαίρεσα το λόγο γιατί ήξερα πόσο πονούσε και πόσο είχε ανάγκη να ξεσπάσει, κλείνοντας όμως ο Τσιτήλος είπε δυο λόγια για να διασκεδαστεί η κακή εντύπωση και η στενοχώρια που άφησε στη Digitized by 10uk1s
συγκέντρωση η ομιλία του.
Αυτόνε τον ίδιο καιρό ο Σ. Βενιζέλος που φερνότανε σα να λογάριαζε την Κρήτη τσιφλίκι του κληρονομημένο, όλο και πιο πολύ νοιαζότανε για την «τάξη» στο νησί. Ήτανε δα και βουλευτής μα κι όλα δείχνανε, επειδής η Τσαλδαροκρατία καταγγελνότανε απ' τον παγκόσμιο τύπο σαν κατάσταση φασιστική, που για την περίοδο εκείνη έφερνε αποτρόπιασμα στους ανθρώπους, πως γρήγορα μπορούσε να γίνει υπουργός σε μια άλλη κυβέρνηση, όπως κιόλας γίνηκε και μάλιστα αντιπρόεδρός της. Θα μιλήσω τώρα για μια σύσκεψη της ηγεσίας όλων των παρατάξεων της Κρήτης που προκλήθηκε από το Βενιζέλο στα Χανιά. Ο Βενιζέλος που ήτανε πονηρός και παράστηνε τον έξυπνο, εκμεταλλεύτηκε το σύνθημά μας για συμφιλίωση, για να βάλει στο τσουβάλι το γραμματέα μας Τσιτήλο, γιατί γι' αυτόν ήταν όλο το κουλούρι της σύσκεψης. Έλειπα στο Ηράκλειο και δεν έχω άμεση αντίληψη του γεγονότος. Όταν όμως κλήθηκα να επιστρέψω αμέσως στα Χανιά και να νταμώσω τον Τσιτήλο, τον βρήκα στον Αϊ-Γιάννη στο σπίτι του Κορομπίλια έχοντας μαζί του και το Χατζηαγγελή. Κρατούσε στα χέρια του ένα φύλλο χαρτί γραμμένο κι άρχισε να με ενημερώνει για το τι ειπώθηκε με το Βενιζέλο — μάλιστα κορδωνότανε κιόλας πούχε κουβέντες μαζί του, καιρό που κι ένας απλός μαχητής του ΕΛΑΣ ένιωθε να στέκεται ψηλότερα. Μου έκανε κακή εντύπωση και με τάραξε όταν σαν σε παρένθεση είπε ότι ο Βενιζέλος δέχεται να φύγουν οι αντάρτες από την Κρήτη και να βοηθάει στην αποβίβασή τους με ασφάλεια σε όποια παραλία της ηπειρωτική Ελλάδας θέλαμε. Ύστερα μου διάβασε και το χαρτί που θα 'φευγε αμέσως για τις εφημερίδες και με ρώτησε αν είχα να πω τίποτις... Δεν συμφωνούσα με τ' άγραφτα και τα γραμμένα του. Γιατί όσα μου μίλησε κι όσα μου διάβασε υπηρετούσαν άμεσα την πολιτική του Βενιζέλου που για κείνονε τον καιρό ήθελε μια τέτοια «τάξη» που βέβαια δεν θα ήτανε καμιά παραχώρηση, αλλά η εφαρμογή του Νόμου —για να στρατευτούνε πιο εύκολα ακόμα κάμποσες χιλιάδες Κρητικοί— μάλιστα τώρα που άρχισαν να ντύνουν στο χακί και κείνους που είχαν αφήσει αστράτευτους σαν κομμουνιστές. Έτσι ο Βενιζέλος με τη «συμφωνία» του πέτυχε το ξεστράτισμα του κινήματός μας απ' αυτό της άλλης Ελλάδας και κατά άμεσο τρόπο με τους στρατιώτες που θάστελνε έστρεφε την Κρήτη κατά του ένοπλου κινήματος και την έδενε στο πλευρό της μοναρχίας. Πετύχαινε έτσι στις φιλοδοξίες του να φανεί Κρητικάρχης, να μεγαλώσει το κύρος του και η θέση του στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Όσο για μας αργότερα θ' αποφάσιζε σε ποιον τόπο θα μας έστελνε —για τις καλές μας υπηρεσίες— να παραθερίσομε... Όταν άρχισα τις παρατηρήσεις μου δεν τις έκανα στη γνώμη τη δική μου —επειδή θα θιγόταν ο καθηγητής και δε θα πετύχαινα, αλλά στο τι θέση έβαζε στο τάδε άρθρο του ο Ζαχαριάδης στο «Ριζοσπάστη» ή της τάδε ημερομηνίας (είχα βλέπετε γερό θυμητικό) άλλο άρθρο του Καραγιώργη και οι διάφορες κομματικές αποφάσεις— ο Τσιτήλος φοβότανε τα τσιτάτα όπως ο διάολος το λιβάνι. Ο Χατζηαγγελής που όπως από την αρχή είχα καταλάβει βρισκότανε κι αυτός σε διαφωνία με κείνα τα συμφωνημένα, έκανε τις διορθώσεις και στο τέλος το «συμφωνητικό» είχ' αλλαχτεί ολότελα. Όταν δημοσιεύτηκε την επομένη, ο γραμματέας μας κατηγορήθηκε από το δεξιό τύπο για υπαναχώρηση και ασυνέπεια και λίγο αργότερα θα τον πει στο άρθρο του ο Κ. Μητσοτάκης «ανάξια ηγεσία». Για τότες όμως αποφύγαμε το μούτισμα του κινήματος της Κρήτης με τη συμφωνία, όπως είχε γίνει, απ' όλη την Ελλάδα στη Ζάκυνθο. Ο Παπαδομιχελάκης που βρισκότανε πίσω απ' όλα τούτα αποτύχαινε. Αλλά «με το στανιό ο σκύλος δεν πάει στο λαγό». Ο Τσιτήλος σε αντίθεση με τον Π. που σαν ηγέτης ήτανε παραγεμισμένος από κάθε είδους κακού, ήταν ωραίος και έντιμος άνθρωπος που θα διάπρεπε σαν εκπαιδευτικός, σαν παράγωντας κοινωνικός μα και σαν κομμουνιστής, αν έλειπε η φάση τούτη της επανάστασης -ο εμφύλιος πόλεμος- που τον έκανε να ζαλιστεί και να τα χάσει. Μελετούσα και τους δυο: Ο Τσιτήλος αδύναμος άφησε να κυκλωθεί από πολλές επιρροές και ταλαντευότανε ανάμεσα σ' αυτές. Ο άλλος ήξερε τι θέλει: Ήτανε σταθερός κι Digitized by 10uk1s
επίμενε στο να υποταχτεί η Κρήτη, αλλά κι ο ένας κι ο άλλος καταριότανε τη στιγμή που τους έφερε ως εδώ σε τούτη την τέτοια δύσκολη θέση. Δεν είχανε φτιαχτεί από τη γέννα και τη ζωή έτσι που να τους συνεπαίρνει και να τους μεθάει το μπουρίνι. Και δεν είχανε όσο χρειάζεται θάρρος να παραμερίσουνε, αλλά γύρευαν να φτιάξουνε την επανάσταση στα μέτρα τους.
Έτσι πέρασε άλλος ένας χρόνος, ο δεύτερος, ύστερα από την επιβολή με την εγγλέζικη ένοπλη επέμβαση της δεξιάς στην Ελλάδα και φτάσαμε στα 1947. Το χρόνο που πέρασε το κίνημά μας ανέβηκε ως εκεί που δεν έπαιρνε άλλο. Κι όπως είναι το φυσικό άρχισε από λίγο να υποχωρεί και να πέφτει μια που ο συνειδητός παράγοντας, εμείς δηλαδή, δεν του δίναμε άλλη ανώτερη μορφή, δεν απαντούσαμε με τις πλατιές μάζες στην ένοπλη πρόκληση του αντίπαλου. Αντίθετα αυτός —ο αντίπαλος— ανάσυρε από τις κάλπες μια κυβέρνηση κι ένα βασιλιά, κυριάρχησε με τις συμμορίες στους κάμπους, στα περάσματα και τις παραλίες κι οι Εγγλέζοι οργανωτές κατάφεραν πολλά στην οργάνωση στρατού και χωροφυλακής. Άλλοι Εγγλέζοι, οι εμπειρογνώμονες, κατά πως φαινόταν, κάτι είχαν καταφέρει και στην οικονομία. Αυτό το χρόνο το ένοπλο ξεκίνημα των καταδιωγμένων αναγνωρίστηκε απ' το Ζαχαριάδη, κι άλλη αποκήρυξη σαν εκείνη του προπερασμένου χρόνου την άστοχη, του Άρη, δεν είχαμε. Αντίθετα αρχηγός του δευτέρου αντάρτικου ορίστηκε ο Μ. Βαφειάδης κι άρχισε η οργάνωση ενός νέου λαϊκού στρατού ψηλά στα κορφοβούνια. Στην Κρήτη, παρά τη λύσσα της κυβέρνησης κι όλης της βασιλικής και δοσίλογης παράταξης να επιβληθεί με τρομοκρατία, επειδής υποστήριζε όλος ο λαός, κρατούσαμε στη νομιμότητα τις πολιτείες και το ύπαιθρο. Η τέτοια κατάσταση μας έκανε ικανούς να δώσομε στο κίνημα της Κρήτης την άριστη μορφή του, αυτή της λαϊκής εξέγερσης. Όπως είπα, οι προετοιμασίες άρχισαν από το τέλος του περασμένου χρόνου. Την πρωτοβουλία είχαν με την καθοδήγηση βέβαια της κομ. Οργάνωσης της Κρήτης οι εργατικές κι επαγγελματοβιοτεχνικές οργανώσεις στις πολιτείες κι οι γεωργικές ενώσεις στο ύπαιθρο. Όλα τα στελέχη και τα οργανωμένα μέλη του κινήματος δούλευαν με αυταπάρνηση και είχαν συνείδηση το τι ζητάμε να κάνομε, κι όλα μαρτυρούσαν ότι θα πετυχαίναμε στο σκοπό μας. Κατά τις αρχές του Γενάρη ζήτησα να έχω μια ιδιαίτερη συνεργασία με το γραμματέα και νταμωθήκαμε στη λέσχη του ΕΑΜ της Χαλέπας. Έπρεπε να βγω στο ύπαιθρο και να νταμώσω τους αντάρτες. Το ζήτημα για το λόγο ότι εμείς από μόνοι μας μικραίναμε τους εαυτούς μας και κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, ήταν πολύ σοβαρό γιατί, λέει, θα μας κατηγορούσαν ότι φτιάχνομε αντάρτικο! «Ο κόσμος τόχει τούμπανο και μεις κρυφό καμάρι»... Εμείς που δεν παραδεχόμαστε τους αντίπαλούς μας σα νόμιμη κατάσταση και θέλαμε να τους εξαφανίσομε, σκιαζόμαστε να νταμώσομε τη δύναμη εκείνη που εμείς οι ίδιοι ετοιμάζαμε για την πολιτική και την κοινωνική ανατροπή τους. Και μάλιστα τη στιγμή που ο αντίπαλος σεβότανε τους νόμους του τόσο όσο εμείς με τη δύναμη τον αναγκάζαμε. Αυτή η ακολουθία πρέπει να πω ότι ξεκινούσε από την ανώτατη ηγεσία του κινήματος και ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του ακόμα από τα χρόνια της απελευτέρωσης. Ας έρθω όμως στη συζήτησή μου με τον Τσιτήλο: Στην αρχή δεν ήθελε ν' ακούσει ούτε λέξη. Βρέθηκα όμως τυχερός ότι έβρεχε και η μπόρα συνεχίστηκε επί δυο ώρες, γιατί τα βράδια πιο πολύ απ' όσο την ημέρα, τον γραμματέα τον κούραζε η συζήτηση, δεν άντεχε πάνω από ένα τέταρτο και βιαζόταν να τρέξει στου Ρενιέρη το σπίτι να βρει τον κύκλο του, που τον έκανε να ξεχνά και τον ξεκούραζε. Έτσι με την καταιγίδα μου δόθηκε ο καιρός να επιστρατέψω επιχειρήματα και τσιτάτα ώσπου στο τέλος κουρασμένος συμφώνησε και πήρα την έγκριση. Digitized by 10uk1s
Έφυγα το χάραμα απ' τα Χανιά. Φοβήθηκα μην τον κάνουν ν' αλλάξει γνώμη. Άρχισα τις συναντήσεις μου από τον Κάστελλο του Αποκόρωνα με τους Ρωμανιάδες και την ομάδα τους. Στην ίδια επαρχία, στο χωριό Πεμόνια, ντάμωσα το Σπανουδογιώργη με το Μπλαζοσπύρο, τον υπεύθυνο της Αυτοάμυνας της επαρχίας και λίγους ακόμα ένοπλους και τον παπά του Παϊδοχωριού που αργότερα θανάτωσε ο Γύπαρης. Στην επαρχία Κυδωνίας, στο χωριό Μεσκλά είχε κατέβει ο Πισσομανώλης με τον Ξενοφώντα Κοδωνίδη κι η σύσκεψη γίνηκε μαζί με το Χρήστο Μπολούδη που ήταν ο υπεύθυνος της Αυτοάμυνας της επαρχίας. Ύστερα τράβηξα δυτικότερα κι έφτασα στα Παλιά Ρούματα της επαρχίας Κισσάμου. Την επομένη μέρα με πήρε ο Β. Μπιτζάνης που ήταν ο υπεύθυνος της Αυτοάμυνας του χωριού και πήγαμε στο Σάσαλο. Θυμάμαι ότι ανάμεσα στα δυο χωριά βρισκότανε λίγα ξεμοναχιασμένα σπίτια. Εκεί μας περίμεναν δυο αντάρτες και ρίξανε κάμποσους πυροβολισμούς να μας υποδεχτούνε. Στο Σάσαλο η συνάντηση γίνηκε μέρα και με ολόκληρη την ομάδα που έφτανε τους δεκαπέντε. Εκεί είχανε φαγοπότι στο σπίτι του Ξερογιάννη και είπαμε τραγούδια. Το βράδυ είχαμε σύσκεψη με το Μπαντουρόγιαννη, Γ. Μανουσάκη υπεύθυνο της Αυτοάμυνας, Γιώργη Κοδέλα, Φ. Αναγνωστάκη και θέσαμε τις βάσεις του αρχηγείου Κισσάμου-Σελίνου μ' επικεφαλής το Γιώργη Κοδέλα. Ο Μπαντουρόγιαννης θα έφευγε για την Κυδωνία και μαζί με τον Μ. Πισσά θα έκαναν το αρχηγείο Κυδωνίας, με κεφαλή το Μπαντουρόγιαννη. Στον Αποκόρωνα θα συγκροτούνταν άλλο αρχηγείο με το Σπανουδογιώργη, το Γιώργη Ρωμανιά και το Μπλαζοσπυρίδο. Όλα αυτά βέβαια ήταν ακόμη υποτυπώδη αλλά μπήκε το καθήκον της στρατολογίας λίγων ακόμη ανταρτών κι η διοίκηση της Αυτοάμυνας περνούσε στους επικεφαλής των ανταρτών. Επειδής δεν είχε οριστεί η ημερομηνία που θα ξεσπούσε η παλλαϊκή απεργία, μπήκε το καθήκον στους επικεφαλής ότι με την αρχή του αγώνα θα έδιναν έντολή στα οργανωμένα μέλη της Αυτοάμυνας που έφταναν τώρα τα χίλια στο ύπαιθρο του νομού, να πάρουν τα όπλα. Κι όταν θα τους καλούσαμε για να κατέβουν στα Χανιά, θα έπρεπε να ξεσηκώσουν όλο τον κόσμο που μπορούσε να πάρει ντουφέκι. Είχα εμπιστοσύνη ότι δεν θα με εκθέτανε στο γραμματέα και στους συνεργάτες μου του γραφείου Περιοχής για το λόγο ότι πολιτικά συμφωνούσανε μαζί μου και διαφωνούσανε με κείνους. Γυρνώντας στα Χανιά έκανα λόγο για όλα τούτα στους δυο συνεργάτες μου στα στρατιωτικά για το Νομό Χανιών, Μ. Παπαναγιωτάκη και Γ. Μιαούλη. Όταν ντάμωσα το γραμματέα δε θυμήθηκε να με ρωτήσει τίποτις άλλο παρά αν κρύβονται καλά οι αντάρτες κι αν τους έκανα τέτοιες συστάσεις να μην εκθέτουνε την οργάνωσή μας ότι φτιάχνει ένοπλες ομάδες. Είχα έρθει σε μια απελπισία ότι για το συμφέρο της επανάστασης δεν μπορούσα να είμαι ειλικρινής απέναντι στο γραμματέα μου. Δηλαδή στο πρόσωπο εκείνο που για όλα μου τα ζητήματα, ακόμα και για κείνα τα «απολύτως» προσωπικά, όπως ζητούσε το κομματικό ήθος, δεν έπρεπε να έχω σε κανένα ούτε ίχνος μυστικότητας. Σε συνέχεια ο Τσιτήλος με παρεκάλεσε να φύγω αμέσως για την ανατολική Κρήτη και να εξακριβώσω αν ήταν αληθινές οι πληροφορίες που είχε ότι η αντίδραση κινείται ν' ανασυγκροτήσει την παλιά κατοχική οργάνωσή της την Ε.O.K. (Εθνική Οργάνωση Κρήτης) κι ότι μοιράζει όπλα στους οπαδούς της. Γι' αυτά όμως όλα ενημέρωνα το Γραφείο Περιοχής σε κάθε μας συνεδρίαση τώρα και πολύ καιρό, από τότε δηλαδή που οι Βενιζελικοί με τον αρχηγό τους άρχισαν τις προσπάθειες να παρασύρουν το αριστερό κίνημα σ' ένα συμφερτικό γι' αυτούς συμβιβασμό, όπως σε άλλα κεφάλαια έχω μιλήσει. Αλλά επειδής δεν τους έφτανε ο δόλος ήθελαν να υποστηρίξουν τις ενέργειές τους και με δύναμη, χωρίς ωστόσο να έχουνε πετύχει παρά ελάχιστα. Αυτά όλα ήταν γνωστά. Να όμως τι ακριβώς συνέβαινε. Ο Τσιτήλος όταν βρισκόταν σε πάρε-δώσε με το Βενιζέλο ή το Μητσοτάκη τον ενοχλούσε μια που διαφωνούσα στα τέτοια παζαρέματα να βρίσκομαι στα Χανιά. Αυτός ήταν ο ένας λόγος, αλλά όχι μόνον αυτός, γιατί όταν έφτασα στο Ηράκλειο βρήκα το γραμματέα της οργάνωσης να με περιμένει απελπισμένος ότι ο Παπάς, ο Πλακιωτάκης κι ο Digitized by 10uk1s
Μηλιαράς είχαν σηκώσει μπαντιέρα, φοβέριζαν να πάρουν όπλα κι ότι απ' όλα αυτά «εκθέτανε» την οργάνωσή μας ότι «θέλει να φτιάξει αντάρτικο» κι ότι ο Παπάς απειλούσε να τιμωρήσει ακόμα κι αυτούς, τις κεφαλές της οργάνωσης ότι έχουν συμβιβαστεί. Ήξερα ότι όλα αυτά δεν ήταν αληθινά γιατί και οι τρεις αυτοί κομμουνιστές, παλιά στελέχη του ΕΛΑΣ και τώρα της Αυτοάμυνας, είχαν ανεβασμένο το αίστημα της ευθύνης και της πειθαρχίας, αλλά όπως όλα τα στελέχη μας διαφωνούσαν κι αυτοί με μια πολιτική που μας πήγαινε στην ήττα. Ωστόσο υποσχέθηκα στον καημένο το Βισταξάκη να τους συναντήσω. Τους βρήκα στο καφενείο που είχαν ανοίξει ευτύς με την απελευτέρωση κατά τη μεριά του λιμανιού. Αυτό το καφενείο που απ' την αρχή συγκέντρωνε τους φορτοεκφορτωτές και τους λιμενεργάτες είχε γίνει τελευταία μελίσσι. Απ' εδώ περνούσαν τα εργατικά στελέχη της πολιτείας και της Αυτοάμυνας κι οι αγωνιστές του ΕΛΑΣ του υπαίθρου σαν ερχόταν στο κέντρο για τις δουλειές τους. Η δεξιά του Ηράκλειου κυκλωμένη απ' τους προσφυγικούς συνοικισμούς με το πιο μαζικό κίνημα σ' όλη την Ελλάδα, αδύναμη, ένοχη και με δίχως κύρος αυτή την εποχή, έτρεμε τούτους τους ασυμβίβαστους και το κέντρο τους, που το λογάριαζε μαζί κι οπλαποθήκη. Αλλά πιο πολύ ακόμα κι από τη δεξιά τους φοβόταν ο Παπαδομιχελάκης κι άλλο τίποτις δεν έκανα στην περίπτωση παρά να του μηνύσω με το Βιτσαξάκη να μη νοιάζεται, να ησυχάσει... μα και να σταματήσει να διαφέρνεται σ' ό,τι δεν είναι δουλειά του. Τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια σκέφτομαι ποια μοίρα μας οδηγούσε και μας στράβωνε να τον αφήνομε έτσι ασύδοτο να σαρακοτρώει το λαϊκό κίνημα. Όταν τέλειωσα μ' αυτό το ζήτημα, και τ' άλλα για τις προετοιμασίες της δεξιάς στο Ηράκλειο, έφτασα ως τη Γεράπετρα μαζεύοντας πληροφορίες, ύστερ' άλλαξα πίσω για τα Χανιά κι έκανα έκθεση στο γραμματέα. Αυτός πάλι μ' αυτό το υλικό προετοίμασε το γραμματέα της οργάνωσης των Χανιών Μακριδάκη και σε συνεδρίασή μας εισηγήθηκε το θέμα που δεν είχαμε κι άλλο να κουβεντιάσομε. «Οι κινήσεις της αντίδρασης στην Κρήτη». Παραξενεύτηκα: «Εγώ έστελνα το σκύλο μου κι ο σκύλος την ουρά του», αλλά δεν γινόταν αλλιώς όπως θα δούμε. Γιατί αφού αναφέρθηκε στις πληροφορίες που είχα μάσει απ' όλο το νησί και μεταδώσει στο γραμματέα, είπε: «Κι από τη μεριά μας υπάρχουν ορισμένες εστίες εμφύλιου πολέμου και πρέπει να τις εξαλείψομε». Άρχισε τότες ένα υβρεολόγιο για όλους τους επικεφαλής των αντάρτικων ομάδων μας, δανεισμένο από τις δεξιές εφημερίδες. Οι Ρωμανιάδες ήταν ληστές, ο Σπανουδογιώργης που λάχαινε να είναι και χωριανός του ήταν «ένας αραμπατζής αλήτικο στοιχείο», ο Μανώλης Πισσάς ήταν «θεότρελος», κι ο Μπαντουρόγιαννης «ένας κοινός εγκληματίας». Τέλος έφτασε στο ψητό: «Υπάρχει, είπε, μια σοβαρή πρόταση του Σοφοκλή Βενιζέλου, που πρέπει να τη συζητήσομε και να πάρομε απόφαση εδώ. Δέχεται να διαθέσει μέσο, ακόμη και αντιτορπιλικό, να πάρει τους αντάρτες και να τους αποβιβάσει με κάθε ασφάλεια όπου αυτοί ζητήσουν»... Ταράχτηκα γιατί βέβαια η πρόταση αυτή ήτανε καθαρή υποταγή. Σηκώθηκα όρθιος. Από την αρχή της συνεδρίασής μας είχα στεναχωρεθεί. Κοιτούσα την Βαγγελιώ την Κλάδου που ξεροκατάπινε σα νάνε στο στόμα της άγγουρα αχλάδια, όπως έκανε πάντα όταν δε συμφωνούσε. Ο Τσιτήλος ήταν κατακίτρινος και σα να του είχε επιβληθεί από ανώτερη δύναμη ετούτη του η κακοριζικιά. Ο Βιτσαξάκης σούφρωνε τα χείλια του κι απορούσε. Ο Παπαδομιχελάκης που τα κανόνιζε όλα τούτα, δεν ήταν εδώ αλλά είχε στείλει τον ίσκιο του. Χωρίς να βγάλω σφήνα κάρφωσα τη ματιά μου στο γραμματέα, ζητώντας του να μιλήσει... Μετά κάμποσες στιγμές κατάφερε να βγάλει σαν αναστεναγμό τη λέξη «τελειώσαμε». Έφυγα χωρίς να κοιτάξω άλλο τους συντρόφους μου κι έχοντας την αίστηση ότι αποπειράθηκαν να κάνουν μια πράξη, τη χειρότερη, εναντίον του κινήματος της Κρήτης. Και σε τούτη την περίσταση δεν μπορώ να θυμηθώ πως συμβιβάστηκα με τον εαυτό μου και δεν πήγα στην καθοδήγηση του Κόμματος και να καταγγείλω τον συμβιβασμό. Το μόνο που βρίσκω σα δικαιολογία είναι ότι λογάριαζα, στα σίγουρα, ότι με το παλλαϊκό ξεσήκωμα που ετοιμάζαμε, μαζί με τους συντρόφους μου στην Αυτοάμυνα κι όλα τα μέλη του Κόμματος θα τραβούσαμε ως την ένοπλη εξέγερση κι αυτοί θα γίνονταν ουρά των γεγονότων ή θ' απόμεναν μπουκάλα όπως λένε. Θυμάμαι όμως που στην αγανάχτησή μου σκέφτηκα μια γνώμη παράγγελμα Digitized by 10uk1s
του Λένιν, για τις τέτοιες περιστάσεις...
Στο μεταξύ ήρθε ο Φλεβάρης του '47. Όλες οι προετοιμασίες για το ξέσπασμα της παγκρήτιας παλλαϊκής απεργίας είχαν τελειώσει, κι άλλη αναβολή σαν εκείνη του φθινόπωρου για τη γιορτή του Αρκαδιού δεν έπαιρνε. Ο Τσιτήλος με τις μηνιάτικες εκθέσεις του, που εδώ πρέπει να πω ότι ποτές δεν τις έφερνε σε μας τους συνεργάτες του να τις συζητήσομε και να τις εγκρίνομε, ενημέρωνε το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος. Ο κόμπος συνεπώς είχε φτάσει στο χτένι. Έπρεπε να ορίσομε την ημερομηνία του ξεσπάσματος που κιόλας έμοιαζε να είναι ακράτητο: Να βρούμε την επιτροπή αγώνα και να κάνομε το σχέδιο μιας προκήρυξης.
Ο Παπαδομιχελέκης, που είχε γίνει ολότελα άρνηση και δεν είχε πάρει μέρος στην προετοιμασία του αγώνα, κατάφτασε από το Ηράκλειο μαζί με το γραμματέα της οργάνωσής μας Βιτσαξάκη. Απ' όσο αναθυμάμαι εκείνες τις ημέρες η κυβέρνηση του Τσαλδάρη χαλάστηκε και στη θέση της ήρθε άλλη, με πρωθυπουργό το Μάξιμο και σα δεύτερο αντιπρόεδρο ύστερ' από τον Ντίνο Τσαλδάρη, το Σοφοκλή Βενιζέλο. Έτσι ο Βενιζέλος όπως έχω κιόλας ειπωμένα είχε δείξει το ενδιαφέρον του για τα πολιτικά πράγματα της Κρήτης κι είχε πετύχει μάλιστα με τις ομιλίες που είχε με το γραμματέα μας ένα σόι συμβιβασμού. Τώρα από το κυβερνητικό πόστο θα προσπαθούσε να πετύχει στην πολιτική του που ήταν ο χωρισμός της Κρήτης από το ένοπλο κίνημα της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως έχω ξαναμιλήσει και την ενότητα εναντίον μας όλων των δεξιών πολιτικών δυνάμεων της Κρήτης, που από καιρό είχε αρχίσει να δουλεύει, παρά την απροθυμία και την αντίδραση μιας μερίδας των οπαδών του. Σ' αυτή μας όμως τη συνεδρίαση ελάχιστα συζητήσαμε γι' αυτά τα πράγματα — τις «επιπτώσεις» που θα είχαν. Στην εισήγησή του ο Τσιτήλος μίλησε μ' ενθουσιασμό για το ηθικό του Κρητικού λαού στην προετοιμασία του αγώνα, αλλά με γενικότητες κι αοριστίες. Το θέμα ως πού πρέπει να τραβήξομε τον αγώνα αυτό, καιρό που το ένοπλο κίνημα στην Ελλάδα άπλωνε και λυσσομανούσε, δεν τόθιξε. Έτσι τελειώνοντας την ομιλία του ξεψυχούσε κι ο ενθουσιασμός που δοκίμασε να βάλει στη συνεδρίασή μας. Πήρα το λόγο, όπως συνήθιζα κατόπιν απ' αυτόνε. Είπα ότι πολύ φοβάμαι πως ύστερα απ' το τέλος του αγώνα που ετοιμάζομε, θα πούμε ή θα μας το πούνε, ότι κοιλιοπονούσαμε ένα βουνό και βγάλαμε ένα ποντικάκι. Κάλεσα ύστερα τους συντρόφους του ανώτατου οργάνου της Κρήτης να σκεφτούνε πως το κίνημα της Κρήτης είναι ένα κομμάτι της επανάστασης στην Ελλάδα. Επιστράτεψα ένα σωρό τσιτάτα, που ήξερα πόσο τα φοβούνται κι από όλα που είπα συμπέρανα ότι με το να φτάσομε την παλλαϊκή απεργία σε ένοπλη εξέγερση αφοπλίζομε και τον αντίπαλο που κατηγορεί το κίνημά μας για «έξωθεν εισβολή». Μάταια όμως να μιλάει κανείς σε πεθαμένους για επανάσταση. Ο Παπαδομιχελάκης που όπως πάντα παραφύλαγε, πήρε το λόγο για να κάνει το άσπρο μαύρο και να διασκεδάσει την επίδραση που άφησε η ομιλία μου. Έτσι οι άλλοι ομιλητές ακόμα και η Βαγγελιώ με τα πολλά της ξεροκαταπιώματα, που μαρτυρούσαν ότι διαφωνεί με τα όσα η ίδια λέει, συμφωνούσαν με κείνον κι όχι με μένα κι ο γραμματέας έμοιαζε σα να έμενε ουδέτερος...
Εδώ με βρήκε το γκρέμισμα της διχτατορίας. Το ξεχείλισμα της ψυχής μου από ευτυχία μ' έκανε να σταματήσω το γράψιμο, ν' αφήσω τον εαυτό μου λεύτερο για να χαρώ ακόμα μια φορά στη ζωή Digitized by 10uk1s
μου το θάνατο του φασισμού που επί εφτάμισι χρόνια βρυκόλακας βασάνισε και μύρια άλλα κακά έφερε σ' αυτόνε τον τόπο. Τώρα που πέρασε αυτή η θεομηνία κι ανυποψίαστος ότι η πότρα του κελιού μου θα χτυπήσει, ότι οι άνθρωποι της εξουσίας θα με σταματήσουν κι ό,τι από γραφτά έχω θα τα χαλάσουν, ας συνεχίσω με την πρόσθετη δύναμη που δίνει η σιγουριά και με την ευγνωμοσύνη στην ψυχή για όσους στην πατρίδα μου —νεκρούς ή ζωντανούς— και σ' όλο τον κόσμο αγωνίστηκαν για να χαρούμε οι Έλληνες το υπέρτατο για τους ανθρώπους αγαθό —κι απ' τη ζωή τους— τη Δημοκρατία. Ας συνεχίσω τώρα ιστορώντας εκείνα τα πάθη κι ας πω μόνο ότι εδώ γίνηκε μια διακοπή της εξιστόρησής μου για να τυπωθούνε και να κυκλοφορήσουν, δύο τόμοι («Ακροναυπλία», «Χρονικό από την Αντίσταση») απ' ό,τι είχα στη μαύρη εποχή γραμμένα. Έτσι καθυστέρησα τη συνέχιση της αφήγησής μου επί κοντά δυο χρόνια διάστημα. Πιάνω το καλαμάρι στα μισά του Μάη μήνα του '76. Τέτοια αγαθά και τόση ευτυχία δίνει στους ανθρώπους η Δημοκρατία.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V Έτσι φτάσαμε τις τελευταίες του μήνα Φλεβάρη του 1947, έχοντας πάρει την απόφαση ότι η παλλαϊκή απεργία στο νησί θα άρχιζε την πρώτη του Μάρτη. Η πολιτική ηγεσία είχε αποφασίσει κατά πλειοψηφία ότι ο αγώνας θα είναι «ειρηνικός». Ελόγου μου με τις διαφωνίες μου σαν ο υπεύθυνος, μα και εκπρόσωπος του ένοπλου κινήματος, είχα με τους άμεσους συνεργάτες μου της πόλης, όπως και με κείνους της ύπαιθρος, συνεννόηση να τραβήξομε για ένοπλη εξέγερση, κατάληψη των Χανιών και του Ηράκλειου, και στη συνέχεια όλης της Κρήτης, κι αντικατάσταση της εξουσίας των μοναρχικών με λαϊκή εξουσία. Ήμουνα βέβαιος πως την τέτοια μου στάση θα την έγκρινε και το Πολιτικό Γραφείο. Την πρώτη από τις τρεις τελευταίες μέρες του Φλεβάρη (δε θυμάμαι αν τραβούσε 28 για 29) συνεδριάσαμε για τις στερνές λεπτομέρειες του αγώνα. Από το Ηράκλειο είχ' έρθει ο Παπαδομιχελάκης με το Βιτσαξάκη. Τη συζήτηση άνοιξε όπως πάντα ο Τσιτήλος, αλλά τώρα είχε ξεχάσει εκείνους τους ενθουσιασμούς του κι η φωνή του, στα λίγα λόγια που είπε, έτρεμε. Είχε φοβηθεί το μπουρίνι που ερχότανε, για δεν ήτανε της φύσης του να ζει μέσα σε τέτοιες καταστάσεις και να παθαίνεται. Μίλησα, όπως το συνηθούσα, δεύτερος. Είπα πάλι καθαρά κι υποστήριξα τη γνώμη μου: ότι στην Κρήτη έχομε από παράδοση το προνόμιο της μαζικής εξέγερσης και πρέπει, περίοδο που στην Ελλάδα το ένοπλο κίνημα ανεβαίνει, ο ξεσηκωμός ετούτος να γενεί με τα όπλα. Ύστερ' από μένα πήρε το λόγο ο Παπαδομιχελάκης κι όπως πάντα αντίκρουσε τη θέση που πήρα. Και τ' άλλα μέλη, μαζί κι ο γραμματέας, δίχως καμιά αντίρρηση συμφώνησαν μαζί του. Στην τέτοια κατάσταση, είχα αποφασίσει να δώσω ένα τέλος σε τούτο μου το δράμα. Ζήτησα να δευτερώσω: Κατάγγειλα την πολιτική τους σαν «προδοσία της επανάστασης». Είπα ότι «ως τώρα διαφωνούσα, αλλά βάσει αρχών πειθαρχούσα...». Τώρα όμως που εσείς, η πλειοψηφία, αποφασίζετε την τέτοια εξέλιξη του αγώνα, δεν πειθαρχώ άλλο και θα πάω στο Κόμμα να δω αν αυτό είναι σύμφωνο μαζί σας, να πω τη γνώμη μου, κι έχοντας ύστερα τη συνείδησή μου ήσυχη, να υποταχτώ στην τέτοια πολιτική σας, κι ας τη νιώθω ότι ντροπιάζει αυτό το νησί και την ιστορία των αγώνων του». Στη συνέχεια συνέβη και κατιτίς πούχε πολύ αστείο: Πήραν απόφαση, που μ' αυτήνε μου απαγόρευαν να πάω στο Κόμμα τις διαφωνίες μου. Την επόμενη, προτελευταία του Φλεβάρη, ντάμωσα με τους δυο πιο κοντινούς συνεργάτες μου, το Μιχάλη Παπαναγιωτάκη και το Γιώργη Μιαούλη. Τους θυμάμαι σε κείνη τη συνάντησή μας που γίνηκε στο σπίτι του πρώτου, στον Αϊ-Λουκά: με μυαλό λεύτερο, όπως όλους τους άφοβους, γλυκοί, συντροφικοί και σταθεροί: «Άσ' τους χαρτογιακάδες, εμείς είμαστε 'δω. Με μας συμφωνάνε κι οι έξω». Μείναμε σύμφωνοι στη χαραγμένη πολιτική μας: θα τραβούσαμε με τα όπλα. Δεν συμφώνησαν όμως μαζί μου να πάω στο Κόμμα. Φοβότανε ότι σε κείνες τις κρίσιμες μέρες θα με κράταγαν στην Αθήνα. Κάτι νιώθανε παραπάνω εκείνοι οι συντρόφοι μου από μένα... (Εγώ βλέπετε δεν είχα γιατρευτεί ακόμη απ' τα καψόνια της Ακροναυπλίας). Το βράδυ της ίδιας μέρας ειδοποιήθηκα από το γραμματέα να πάω στη λέσχη του ΕAM που με θέλει. Τον βρήκα εκεί καθισμένο σ' ένα τραπέζι μαζί με τη Βαγγελιώ και το Μακριδάκη (ο Παπαδομιχελάκης με το Βιτσαξάκη είχανε φύγει από το πρωί για το Ηράκλειο). Ήτανε κίτρινοι και συγκινημένοι. Ο Τσιτήλος έπαιζε στα δάχτυλά του, που τρέμανε, ένα μικρό χαρτάκι. Όταν κάθησα, ξεροκατάπιε, το διάβασε και είπε τούτα τα λόγια: «Πρέπει και στην Κρήτη να δημιουργήσετε αντάρτικο», και πρόστεσε: «αυτά σύντροφοι μάς λέει το Κόμμα μ' αυτό το κρυπτογράφημα που μας ήρθε πριν από λίγη ώρα». Για κάμποσο το δωμάτιο έμεινε βουβό. Ύστερα είπε πάλι ο γραμματέας, Digitized by 10uk1s
που μόλις ακούστηκε: «Πέσαμ' έξω σύντροφοι», κι όλοι μαζί περίμεναν επίθεση δική μου. Δε μίλησα. Δεν είχε νόημα και δεν ήθελα να τους θίξω και να τους πεισματώσω. Είχε φουσκώσει το στήθος μου από χαρά που τη συγκρατούσα: Τώρα θα γινόταν στην Κρήτη ένα πανηγύρι που στην ιστορία της δεν είχε ξαναγενεί. Γιατί κι οι πολιτείες θα πέφτανε και θάταν τα κάστρα όχι του αντίπαλου, όπως γινόταν ως τώρα στους αιώνες, αλλά της επανάστασης. Αν και το χαρτάκι δεν είχε λέξη για τον αγώνα που ξεσπούσε, νομιμοποιούσε όμως (απέναντι στο γραφείο Περιοχής) τις αντάρτικες ομάδες μας στην Κρήτη. Εδώ πρέπει να πω σε παρένθεση ότι η Βαγγελιώ απαντώντας στον Τσιτήλο, σε κείνο το σβημένο του: «Πέσαμε έξω σύντροφοι», είπε ότι, μια που το όργανό μας είναι συλλογικό και ο σύντροφος Γιάννης είναι μέλος του και είχε σωστή αντίληψη για το αντάρτικο, σημαίνει ότι και σαν όργανο βρισκόμαστε στη σωστή γραμμή... Γέλασα μέσα μου με το συλλογισμό που παρηγορούσε το γραμματέα, γιατί θυμήθηκα το σπιρτόζικο πνεύμα της ηρωίδας του Ροΐδη), που έβγαζε τους καπουτσίνους απ' ένα αδιέξοδο... Το πρωί (τελευταία του Φλεβάρη), ντάμωσα πάλι τους συνεργάτες μου στα στρατιωτικά και μιλήσαμε για πολλά ζητήματα σχετικά με τους ένοπλους που θα μπάζαμε στα Χανιά, την οργάνωσή τους και το πώς οι αυτοαμυνίτες της πόλης θα κρατούσαν την τάξη. Ακόμα αποφασίσαμε να βρεθεί ο Μιαούλης απ' την αρχή του αγώνα στο Ηράκλειο και με κεφαλή το Νίκο Σαμαρίτη, το Γιώργη Σμπώκο και το Δημήτρη Παπά, να τραβήξουν και κει τον αγώνα μέχρι τα όπλα και την κατάληψη της πολιτείας. Αν θα χρειαζόταν ενίσχυση θα τους στέλναμε απ' τα Χανιά. Τελευταία πράξη ήταν να συνδεθούμε με τους ένοπλους του υπαίθρου. Δεν θυμάμαι να είχαμε καλέσει τον υπεύθυνο της Αυτοάμυνας του Νομού Χανιών, που ήταν ο Ν. Τσαμαντής, αλλά στη μνήμη μου μένει ότι εκείνονε τον καιρό είχε αρραβωνιαστεί και περνούσε τα μέλια του εδώ στα Χανιά, που έκανε και κάποια δουλίτσα, και μόνο τυπικά λογαριαζόταν ο υπεύθυνος, και συνδεόμαστε κατευθεία με τους πιο κάτω στις επαρχίες και τους ένοπλους. Τα πάντα τώρα ήταν έτοιμα. Αν και το Κόμμα δεν παράγγελνε τίποτα για την απεργία, με την εντολή που μας έστειλε να κινήσει και στην Κρήτη αντάρτικο, ενισχυότανε οι ως τα τώρα αντιλήψεις μου για ένοπλο σηκωμό. Αλλά και πάλι κατά το βράδυ και τούτης της ημέρας ειδοποιήθηκα να πάω στη λέσχη του ΕΑΜ Χανιών. Φτάνοντας, είδα να στέκεται στην πόρτα ο Τσιτήλος, γελαστός, και ζυγώνοντας, ν' αρπάχνει το χέρι μου και να το σφίγγει. Για μια στιγμή έμειν' απορεμένος τι να συνέβαινε... «Ήρθε μήπως εντολή για ένοπλη εξέγερση; τον ρώτησα. «Φεύγεις για το Κόμμα», απάντησε αυτός αλαφρωμένος και πρόστεσε: «Μετατίθεσαι!»... Αμέσως ένιωσα να μπαίνει κρύος αγέρας στα σωθικά μου, που τον νιώθω, αν και έχουνε περάσει τριάντα χρόνια από τότες, να με παγώνει ακόμης. Ήταν εκείνη μια μέρα που σημάδεψε τη μοίρα μου μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα της πατρίδας μου, όμοια με τη δική του του κινήματος τη μοίρα: Ν' αδικοδέρνω σαν κατάρα, να σβηέμαι και να ξαναφαίνομαι και «μοίρα στον ήλιο να μην έχω». Αν δεν ερχόταν εκείνη η «εντολή», ήμουν η κεφαλή της εξέγερσης... Ύπαρχε για μένα ένα ύψος κι ένα βάθος. Γινότανε κάτι που δεν είχε ξαναγίνει στο κομμουνιστικό κίνημα της πατρίδας μου και που όπως πίστευα τότες, θα μπορούσε νάχει επίδραση σ' ολόκληρο το κίνημα και ν' αλλάξει την όλη ταχτική του.
Σε λίγη ώρα καθόμαστε σε συνεδρίαση. Ήτανε μάταιο να μιλάς στους πεθαμένους για εξεγέρσεις και τα τέτοια. Χωρίς άλλο πρέπει νάχεις και φτιάξιμο τέτοιο. Η Βαγγελιώ ξεχώρισε πάλι, αλλά φάνηκε —όπως τόσες φορές— ότι δεν ήθελε να 'ρθει σε σύγκρουση με το γραμματέα. Τσάμπα δεν είχε βγάλει την «κομματική Σχολή» του Ζαχαριάδη. Προτίμησε τα ξεροκαταπιώματα και σώπασε... Τους τα έψαλα και τέλειωσε η συμμετοχή μου στη συνεδρίαση κι όπως τότες υπολόγιζα, και στο κομματικό όργανο της Περιοχής, αφού είχα μετάθεση. Πρότεινα μόνο να φύγω αμέσως το πρωί με Digitized by 10uk1s
το ατμόπλοιο «Έλση» που βρισκότανε στο λιμάνι της Σούδας. Αυτοί αποφάσισαν αλλιώς: Να παραμείνω στο Ηράκλειο τρεις ή τέσσερις μέρες, να βρω τους αντικαταστάτες μου και μαζί να βγάλομε λίγους αντάρτες στο ύπαιθρο και να ξανασυγκροτήσομε την Αυτοάμυνα στην πόλη κι έξω, που ήταν διαλυμένη από τη δράση αυτουνού. Μ' επιμονή μου μισοπάρθηκε μια απόφαση που έλεγε πως: «κανένα από τα μέλη του Κόμματος, που θα στρατευτούνε στις πόλεις, και τα μέλη του Αγροτικού Κόμματος στο ύπαιθρο, δε θα παρουσιαστεί στα κέντρα εκπαίδευσης, αλλά στην ανάγκη θα βγούνε στα βουνά αντάρτες». (Αυτές τις μέρες, απ' όσο θυμάμαι, είχε δημοσιευτεί η στράτεψη για δυο ηλικίες σε όλη την Κρήτη). Ακόμης πάρθηκε μια απόφαση —δίχως εμένα— που αναθέσανε σε μένα να τη μεταβιβάσω στο Κόμμα. Μ' αυτή ζητούσαν από το Π.Γ. να με στείλει ξανά πίσω στην Κρήτη, «σαν απολύτως», λέει, «αναντικατάστατο...». Είχε ξεχάσει ο γραμματέας μας, εκείνο το περίφημο που συχνολεγόταν εκείνο το ρομαντικό καιρό για τρομοκράτηση από τα ψηλά προς τα κάτω: «Κανένας δεν είναι αναντικατάστατος!...». Την επόμενη, πρώτη του Μάρτη, ξέσπασε ο αγώνας. Είχε από την αρχή του καλή επιτυχία: Κανένα μέσο δεν μπήκε από το ύπαιθρο στα Χανιά. (Πρέπει εδώ να πω ότι ο Παπαδομιχελάκης κατάφερε να παρθεί απόφαση, η απεργία να κινήσει αγροτική και στην πορεία να γινεί παλλαϊκή). Επιτράπηκε μόνο από την επιτροπή αγώνα να κινηθούνε τα ταχυδρομικά λεωφορεία της γραμμής Χανιά — Ηράκλειο για την εξυπηρέτηση βέβαια και του ίδιου του αγώνα. Με βαριά καρδιά, μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα της επανάστασης, που τόσο μόχτησα και που έβλεπα ότι σε λίγο θα χανόταν, έπρεπε ν' αφήσω τα Χανιά. Θυμάμαι που στο πραχτορείο ήρθε ο φίλος μου ο Θύμιος Μαριακάκης, παλιός εξόριστος, γραμματέας τώρα της επιτροπής ελέγχου, κι ο Γιώργης Παπαγιαννάκης, νέος αυτός ως εικοσιδυό χρονώ, ενθουσιώδης, γραμματέας του Αγροτικού Κόμματος του Νομού Χανιών. «Για δέστε σύντροφοι», τους είπα και τους παρακάλεσα, «έχει κανονιστεί να κατέβουν οι ένοπλοι του υπαίθρου στα Χανιά... Αναλογιστείτε την ιστορία κι ενισχύσετε τους υπεύθυνους της Αυτοάμυνας να καταλύσουνε τις αρχές, γιατί όπως το ξέρετε, το γραφείο περιοχής Κρήτης ετοιμάζει την προδοσία του αγώνα». Ο Παπαγιαννάκης, όπως πάντα στα τέτοια, φάνηκε να ενθουσιάζεται. Ο Μαριακάκης κάτι μουρμούρισε, αλλά μετά από λίγη ώρα ο Τσιτήλος μάθαινε — όχι από το Μαριακάκη που διαφωνούσε από ξαρχής του ένοπλου αγώνα μαζί μου, αλλά από τον Παπαγιαννάκη που συμφωνούσε — το τι πίσω από την πλάτη του είχε αποφασιστεί... 22 Με πετρωμένο το στήθος και πίκρα πολλή κινούσα για το Ηράκλειο: ότι χανόταν μια ευκαιρία να καταλυθεί από το λαϊκό κίνημα η πιο μισητή κατάσταση εξουσίας, απ' όλες που γνώρισε ο τόπος, και να δοθεί ένα μάθημα επανάστασης στην ηγεσία του ΚΚΕ. Γιατί απ' την όλη ως τα τώρα πολιτική της είχε αρχίσει να γίνεται φανερό ότι με την τέτοια ταχτική οδηγιούμαστε σε μια ήττα. Και τώρα σκέβομαι πώς ήρθαν έτσι τα πράματα και γιατί εκείνη τη στιγμή της αρχής του αγώνα ν' αποφασιστεί κείν' η «μετάθεσή» μου, που τόσο πολύ έβλαψε και που ο Ζαχαριάδης θα την αμφισβητήσει τη μετάθεση αυτή και θα την αρνηθεί. Γιατί ο αγώνας αυτός που από ελόγου μου σχεδιάστηκε στο λόγο μου της συνδιάσκεψης το Μάη του περασμένου χρόνου και που ξεσπούσε με καθυστέρηση έξι μήνες, διάστημα που ο αντίπαλος μπήκε μπροστά και μας αμφισβητούσε το προβάδισμα, θα τόχανε κι αυτό και τα πασχάλια του πέφτοντας σ' ένα λάκκο. Η δεξιά της Ελλάδας θα στερούνταν από χιλιάδες στρατιώτες που εύκολα-εύκολα της έδινε η Κρήτη, και θα στερούνταν τη σπέκουλα της «έξωθεν εισβολής». 23 Το λαϊκό κίνημα θάκανε άλματα μπροστά· κι είναι πίστη μου πως η τύχη του εμφύλιου στην Ελλάδα θάτανε άλλη...
Digitized by 10uk1s
Μα ποιος ήταν αυτός; Ποιο χέρι έμπαινε στη μέση στη πιο κρίσιμη εποχή για το Ελληνικό κίνημα και το κομμάτι του, το κίνημα της Κρήτης, και για τη δική μου τη φτωχή την ύπαρξη να γενεί κάτι που δεν είχε ξαναγινεί, η κατάληψη του νησιού από τις λαϊκές δυνάμεις; Ο γιατρός Σιγανός έφερε την εντολή της «μετάθεσής» μου. Ο Ζαχαριάδης, όπως έχω πει κι όπως θα δούμε, αρνήθηκε —σε λίγες μέρες— ότι έδωσε τέτοια εντολή, αλλά ότι με ήθελε για οδηγίες σχετικά με την απεργία (μα αυτές θα μπορούσε να τις στείλει μαζί με κείνες που μας έλεγε να κάνομε αντάρτικο). Ο Σιγανός στα πολιτικά ήταν επιπόλαιος και μόνιμα μαλωμένος με την αλήθεια, γι' αυτό και στην ιστορία του δεν απόχτησε πόστο κομματικό, αλλά συντρόφευε πάντα τον πιο δυνατό. Αλλά ποιος τότες από τους δυο τους είπε το ψέμα; Ο Ζαχαριάδης λέω! Γιατί με την έκθεση που του έκανα, η πολιτική του στην Κρήτη έβγαινε σκάρτη και σ' επέχταση σ' όλη τη χώρα. Έτσι ερχόμουνα κατευθείας αντιμέτωπος μαζί του. Αυτός όμως, καθώς φάνηκε, άλλα είχε λογαριάσει, άλλα περίμενε· κι όχι κριτικές από μένα. Όποιος ξέρει τα έθιμα της καθοδήγησης του ΚΚΕ κείνης της εποχής, δε χωρούσε άλλο παρά να μου αρνηθεί και να με στείλει από εκεί όπου 'χα έρθει. Ας κλείσω όμως αυτό το σόι παρένθεση, που από μόνη της ξεχύθηκε, κι ας πάμε στο Ηράκλειο. Περνώντας το λεωφορείο από την επαρχία του Αποκόρωνα, είδα τις πρώτες ομάδες από ένοπλους να πιάνουν τη δημοσιά και σε μέρος κατάλληλο να στήνουν ένα οπλοπολυβόλο. Φτάνοντας στο Ηράκλειο τον πρώτο που συνάντησα της οργάνωσης, κατά το κέντρο της πόλης, ήταν ο γραμματέας της και μέλος της περιοχής Μ. Βιτσαξάκης. Βαδίζοντας όμως κατά τις Τρεις καμάρες είδαμ' ένα λεωφορείο, που μόλις έφτανε από την επαρχία. Δείχνοντάς το ο γραμματέας ειρωνεύτηκε: «Ορίστε, μου λέει, απεργία!». Συγκρουστήκαμε, γιατί στις ευθύνες για την αποτυχία του αγώνα ήταν αυτός ο πρώτος υπεύθυνος, και του σύστησα να συνεδριάσει αμέσως την επιτροπή πόλης να συσκεφτεί στη συνέχεια με την απεργιακή επιτροπή του Νομού. Αλλά και δε μούπεφτε λόγος, αφού έφευγα από την οργάνωση Κρήτης...
Κάθησα στο Ηράκλειο δυο για τρεις μέρες ώσπου να ξαναμάσομε τους αυτοαμυνίτες και τα στελέχη τους και να παραδώσω τη στρατιωτική ευθύνη μου για την Κρήτη στο Νίκο Σαμαρίτη και τ' άλλα καθήκοντά μου στο γραφείο της Περιοχής — πληροφορίες και μηχανισμούς— στο Βασίλη Κοντοκώτσο, που αν το Π.Γ. έδινε έγκριση, θα γινότανε και μέλος του. Σκέφτηκα για καλύτερο ο Σαμαρίτης να μη βαρύνεται μ' άλλα από τα στρατιωτικά καθήκοντα. Ήταν ενθουσιασμένος ότι για το αντάρτικο ύπαρχε τώρα η εντολή του Κόμματος, αλλά και φοβότανε πως όσο ο Παπαδομιχελάκης θα βρισκότανε στο Ηράκλειο, κάθε προσπάθειά του θα σαμποτάρεται. Είχε δίκιο, αλλά τον βεβαίωσα ότι το θέμα θα κανονιζότανε στην Αθήνα από το Π.Γ. Σε κείνη την αναδιοργάνωση των στρατιωτικών μας δυνάμεων στο Ηράκλειο με πρωτοβουλία μου χρησιμοποίησα σαν στελέχη της Αυτοάμυνας τούς πολιτικά εξοστρακισμένους από τον Π. παλιούς ακροναυπλιώτες κομμουνιστές, Θόδωρο Πάγκαλο, Γιώργη Αγγελόπουλο και Αριστοτέλη Σφακιανάκη, και το Π.Γ. έγκρινε την πράξη αυτή και τους αποκατάστησε σε στελέχη του ΚΚΕ, όπως με το σπαθί τους είχαν αυτόνε τον τίτλο αποχτήσει. Απομένει και πρέπει να μιλήσω για ένα ζήτημα που κείνονε τον καιρό με κατατάραξε κι ακόμης και σήμερο πολλές φορές παιδεύει το μυαλό μου. Την πρώτη μέρα του πηγαιμού μου στο Ηράκλειο ντάμωσα τον υπεύθυνο στην οργάνωση για τις πληροφορίες που αυτός με πληροφόρησε ότι πριν από τέσσερις μέρες η Ανώτερη Διοίκηση χωροφυλακής Κρήτης είχε στείλει κρυπτογράφημα στη Διοίκηση χωροφυλακής με τούτη δω την ακριβή ορολογία: «Το γραφείο Περιοχής Κρήτης του ΚΚΕ πήρε εντολή από το Πολιτικό Γραφείο της Κ.Ε. του ΚΚΕ ότι πρέπει και στην Κρήτη να δημιουργηθεί αντάρτικο». Digitized by 10uk1s
Πήγα να χάσω το μυαλό μου ότι η χωροφυλακή της Κρήτης ήξερε μια μέρα πριν από μας (ή από μένα), ότι πήραμε εντολή να βγάλομε αντάρτες. Και για να τελειώσω μ' αυτήνε την πικρή ιστορία: Όταν έφτασα στην Αθήνα, το κατάπρωτο θέμα που συζήτησα με τον υπεύθυνο του κλιμάκιου του Πολιτικού Γραφείου, Στέργιο Αναστασιάδη, ήταν αυτό, γιατί είχα υποψία πως ο αντίπαλος είχε τις πληροφορίες του από το κέντρο. «Ψάχτε, μου είπε ο Στέργιος, εκεί στην Κρήτη στο μηχανισμό σας, γιατί εδώ μόνον εγώ κι ο Ζαχαριάδης ξέραμε την υπόθεση. Αν απ' εδώ γίνηκε η ζημιά, σημαίνει πως ένας από τους δυο μας, εγώ ή ο Ζαχαριάδης, είναι χαφιές». Αλλά αυτή η υπόθεση δεν εξετάστηκε ποτέ απ' την οργάνωση της Κρήτης. Όταν έφτασε ο Τσιτήλος, γραμματέας στην Κρήτη, πήρε από μένα την αλληλογραφία μας με το Πολιτικό Γραφείο. Ύστερα όμως ανάθεσε αυτήνε τη δουλειά σε άλλον κι αυτός ο άλλος είχε βοηθό του στις αποκρυπτογραφήσεις, άλλον... Άντε τώρα να βρεις άκρη... Σε κάθε στιγμή, σαν ασχολιέσαι με τα τέτοια, σούρχεται να πεις και να το ξαναπείς πως ο Τσιτήλος, αυτός ο γλυκύς άνθρωπος, δεν ήτανε φτιαγμένος για τέτοιες δουλειές κι ακόμης πως ήτανε ανεπίδεχτος για μάθηση στα τέτοια.
Είχα τελειώσει, όπως είχα πιστέψει, με την αποστολή μου στην Κρήτη και θα έφευγα λαθραία από τ' αεροδρόμιο, που το ελέγχαμε, με δίχως διατυπώσεις, ελέγχους και τα τέτοια. Αλλά επειδής δεν είχε θέση στ' αεροπλάνο, μου δώσανε μια από κείνες που ήταν κι έμεναν αδειανές για προσώπατα επίσημα. Και να που πάνω στην ώρα έλαχ' ένας στρατηγός. Του δώσανε λοιπόν τη θέση τη δική μου — ελόγου μου άφαντος. Γίνηκαν ίδια στιγμή ανακρίσεις κι ο αερολιμενάρχης αντικαταστάθηκε. Αλλά την άλλη ή την παράλλη μέρα ειδοποιήθηκα πως θάφευγα, γιατί κι ο αντικαταστάτης του ήτανε δημοκράτης. Το έχω πει κι αλλού: Και στα δυο αεροδρόμια της Κρήτης, αξιωματικοί και σμηνίτες ήτανε πρώην ελασίτες, ως επί το πολύ στελέχη. Υπηρετούσανε τ' αεροδρόμια, αλλά την ίδια στιγμή ήτανε και στρατόπεδα «σκαπανέων». (Σ' αυτή τη μια μέρα, την καθυστέρησή μου στην Κρήτη, ο αγώνας φτάνει προς την κορύφωσή του. Στο Ηράκλειο η πολιτεία έχει ολότελα νεκρωθεί και κάθοδο από πέντε χιλιάδες αγρότες γυρεύουν να εισβάλουνε μέσα Της. Στη δυτική Κρήτη οι ένοπλοι, ως πέντε χιλιάδες, θέλουν να καταλύσουν το κράτος της μοναρχίας. Οι αρχές του τόπου είχαν σηκώσει τα χέρια και χαρακώνονταν γύρω από το χτήριο της Γενικής Διοίκησης, ενώ οι άκριοι δεξιοί πολίτες κατάφυγαν σε σπίτια φίλων τους κομμουνιστών για προστασία... Μέσα στα Χανιά χωροφύλακες δολοφόνησαν μια γυναίκα, την Καστρινάκη, και στο ύπαιθρο οι απεργοί σκότωσαν τον ενωμοτάρχη Φιντικάκη). Ας έρθομε όμως πάλι στη σειρά της αφήγησης. Έτσι έφτασα στην Αθήνα με ασφάλεια, καθώς κιόλας ήταν η παραγγελία του Πολιτικού Γραφείου, εγκαταστάθηκα σ' ένα δωμάτιο στο Κολωνάκι κι αμέσως συνδέθηκα με το Κόμμα. Ο πρώτος σύντροφος που μ' επισκέφτηκε ήταν ο Γιάννης Ποτήρης, διανοούμενος, γλυκύς στην ομιλία, με πραότητα αγίου — «Άγιο Γιάννη» κιόλας θα τον πω αργότερα στις φυλακές. Μου ζήτησε να του κάνω μέσες — άκρες κάποια προφορική έκθεση για την κατάσταση στην Κρήτη, μα όταν έφτασα να χαραχτηρίσω «προδοσία» την τέτοια λύση που αποφάσισε και πήγαινε να δώσει η Περιοχή στον απεργιακό αγώνα, με σταμάτησε με τρόμο λέγοντάς μου πως θα δω άλλο ανώτερο του Π.Γ. σύντροφο. Συνηθιότανε τότες όχι μόνο να μην κρίνουν οι κάτω τους απάνω, μα και να μην ακούνε κρίσεις κι ο σύντροφος καθώς φάνηκε λογάριαζε τον εαυτό του κατώτερο από στέλεχος Περιοχής, που ελόγου μου και ήμουνα κι έκρινα. Την επομένη μέρα συναντήθηκα με το Στέργιο Αναστασιάδη. Ο σύντροφος καθώς φάνηκε είχε αναλάβει αυτές τις μέρες την ευθύνη για το Π.Γ. στην Αθήνα αφού ο Ζαχαριάδης και τα πιο πολλά από τα μέλη του ή όλα θα ανέβαιναν στα βουνά. Ο Αναστασιάδης ήταν ένας άψογος στους τρόπους Digitized by 10uk1s
και στην εμφάνιση κομμουνιστής. Αδύνατος και μάλλον ψηλός, μ' ένα παχύ ψαλιδισμένο καστανόμαυρο μουστάκι, με βλέμμα αυστηρό μα οικείο, φιλικό και συντροφικό, σ' έκανε να νιώθεις ευχάριστα μαζί του και να έχεις εμπιστοσύνη· μ' άλλα λόγια ήξερε ο σύντροφος να δημιουργεί ατμόσφαιρα για μια λεύτερη συζήτηση. Η συνεργασία μας κράτησε πέντε ώρες. Από αυτές τέσσερις έπιασε η έκθεση η δική μου και περί τη μια ώρα ερωτήσεις δικές του στη μέση της ομιλίας μου και στο τέλος. Καθώς φαίνεται, μπαρουτωμένος όπως ήμουνα τώρα κι ενάμιση χρόνο από την τέτοια κατάσταση στην Κρήτη, ήμουνα αδυσώπητος στην κριτική. Κατάλαβα όμως από την πρώτη στιγμή πως ο σύντροφος συμφωνούσε για το χρόνο και την ταχτική που έπρεπε να ξεσπάσει ο ένοπλος αγώνας. Σα να είχε αυτές τις ίδιες τις δικές μου απόψεις. Μιλούσα βέβαια για την Κρήτη, μα τόσο εγώ όσο — και πιο πολύ — ο σύντροφος καταλαβαίναμε πως η κριτική μου αυτή δε λεγότανε μόνο για την Κρήτη, μα πρώτα και κύρια για όλο το κίνημα της χώρας, αφού η Κρήτη ήτανε μια και μάλιστα όχι από τις μεγαλύτερες οργανώσεις της Περιοχής του. Όταν τελειώσαμε είδα το σύντροφο να είναι πάρα πολύ ικανοποιημένος από την έκθεση και τη γνωριμία του μαζί μου. (τον ήξερα μόνο από μια σύσκεψη για την οργάνωση της ΟΠΛΑ στην Αθήνα την πρώτη μέρα του 1945). «Θα σε δει και ο αρχηγός μας, ο σύντροφος Ζαχαριάδης», μου είπε και χωρήσαμε. Θα ήτανε έξι για εφτά του Μάρτη του 1947.
Αυτό το διάστημα ώσπου να νταμωθώ με το Ζαχαριάδη, που κράτησε μια για δυο μέρες, συνέβη κάτι και που προκαθόρισε την τέτοια τύχη που είχε το επαναστατικό κίνημα της Ελλάδας και την ίδια στιγμή έδειξε τι αξία είχε το να είχε αρχίσει έγκαιρα και σωστά ο ένοπλος αγώνας. Ο Πρόεδρος των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής σε λόγο του — «δόγμα» — πήρε στην προστασία του από τους χρεοκοπημένους και και κουρασμένους Εγγλέζους τη δεξιά της Ελλάδας κι άνοιξε τις αποθήκες να την εφοδιάσει με πλοία, με αεροπλάνα, με τανκς και κανόνια, με κάθε υλικό του πολέμου. Και μ' ένα χαρτζιλίκι διακόσια πενήντα εκατομμύρια δολλάρια για πρώτη δόση... Μέσα στο πλατύ αριστερό δημοκρατικό κίνημα η είδηση έφερε κλονισμό. Μονάχα εμείς τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ στην πλειοψηφία μας μείναμ' ακλόνητοι. Κάθε σκέψη της λογικής καταχωνιάστηκε, ξέραμε ότι οι Ενωμένες Πολιτείες είναι μια άθιχτη από τον πόλεμο δύναμη, με μια οικονομία τέρας, κατάπρωτη στον κόσμο, και με μια μπόμπα τέρας. Η Σοβιετική Ένωση ήταν καταστραμμένη, αφού σήκωσε το πιο πολύ βάρος του πολέμου και το έδαφός της πατήθηκε και η οικονομία της καταστράφηκε από τους Γερμανούς, ότι της χρειαζόταν μακρύ διάστημα ειρήνης να γιάνει τις πληγές τις δικές της και να βοηθήσει τα καινούργια κράτη που κερδίθηκαν στο σοσιαλισμό από το νικηφόρο τέλος του πολέμου. Ακόμης ότι από την απελευτέρωση και το «Δεκέμβρη» φάνηκε και ξέραμε τι λογιού και πόση βοήθεια μπορούσαμε να περιμένομε από τους φίλους μας τους Ρώσους. Μα ωστόσο δε θέλαμε να πιστέψομε πως ο συσχετισμός των δυνάμεων είχε απότομα ανατραπεί σε βάρος μας από το «δόγμα». Από την άλλη μεριά η δεξιά της Ελλάδας απελπισμένη κι απαισιόδοξη από το άπλωμα του ένοπλου αγώνα μας πήρε κουράγιο πολύ. «Και τώρα ο υπεύθυνος της ΟΠΛΑ Καισαριανής πρέπει να κατεβάσει από το πατάρι το γκουβά του και τις βούρτσες του, διότι θα ηφάγωμεν...», άρχιζε ο ΓΑΒ το κύριο άρθρο του της «Καθημερινής», καλώντας την εργατική τάξη ν' αφήσει την επανάσταση και το ΚΚΕ και να πάρει μέρος στο φαγοπότι!...
Digitized by 10uk1s
Ήτανε λοιπόν η επομένη ή η παραπάνω ημέρα από την εξαγγελία του «δόγματος Τρούμαν», όταν κατά το κέντρο της Αθήνας σ' ένα δωμάτιο ενούς ισόγειου σπιτιού συναντήθηκα με το Ζαχαριάδη. Μόλις που περιμέναμε ως ένα λεπτό με τον Αναστασιάδη, όταν μπήκε φορώντας ένα γκρίζο ριγέ κουστούμι της μέτριας ποιότητας. Ήταν ένας σαραντάρης με ανάστημα προς το ψηλό, με λίγο στενόμακρο πρόσωπο κι αθλητικό σώμα. Το όλο ύφος του είχε σκεπάσει ένα πλατύ και διάφανο γέλιο, που κάτω του απλωνόταν η ανησυχία που μας είχε φέρει η Αμερικάνικη επέμβαση. Μου έσφιξε το χέρι εγκάρδια, αλλά στη ματιά του διάκρινα όχι και τόσο πολλή φιλία. Μα ήτανε κάτι που το περίμενα ύστερα από την τέτοια έκθεση που είχα κάνει στο σύντροφο Στέργιο. Τώρα δα μάλιστα που με το «δόγμα» φάνηκε πιο καθαρά πόσο η πολιτική της καθυστέρησης του ένοπλου κινήματός μας ήταν ολότελα λαθεμένη και καταστροφική. Πολλοί μάλιστα σύντροφοι υποστήριξαν πως κι η επέμβαση δε θα γινόταν αν έγκαιρα είχαμε φτιάξει ένα στρατό, γιατί τότες μαζί με τα δολλάρια θα έπρεπε οι Αμερικάνοι να στείλουνε και κάμποσες μεραρχίες, πρόβλημα μέγα για κείνη την εποχή. Μια νέα γυναίκα είχε μπει στο δωμάτιο που καθόμαστε, κρατώνας ένα παιδάκι κι ένα πιάτο από κομμάτια μήλα φιρίκια. Ο αρχηγός πήρε στα χέρια του το μικρούλι, έπαιξε για ένα λεπτό μαζί του και το έδωσε στην κοπέλα. Αυτή έφυγε γρήγορα. «Γιατί σύντροφε Μανούσακα, άρχισε ο αρχηγός, δεν ήρθες αμέσως όταν σε καλέσαμε, που θέλαμε να σου δώσομε οδηγίες για την απεργία σας κάτω κει;... Δεν σε μεταθέσαμε και θα πας πάλι πίσω στην Κρήτη...». Η δική μου απάντηση: «Εμένα, αρχηγέ, ο γραμματέας και το γραφείο Περιοχής της Κρήτης μου είπαν σε συνεδρίασή μας που κλήθηκε επί τούτου, ότι με παίρνετε από την Κρήτη. Ότι έπρεπε να καθήσω λίγες μέρες ώσπου να βρεθούν οι αντικαταστάτες μου και να ξαναφτιάξομε την Αυτοάμυνα στο Ηράκλειο που ήταν ολότελα διαλυμένη. Ύστερα έπρεπε να φτιαχτεί μηχανισμός για το βγάλσιμο ανταρτών σύμφωνα με τις δικές σας οδηγίες». Ακολούθησε ύστερα κατά τον ίδιο τρόπο στο ίδιο πνεύμα η δεύτερη ερώτηση: «Και γιατί σύντροφε, αφού τόσο διάστημα διαφωνούσες κάτω κει με τους συνεργάτες σου, δεν μας έστειλες ένα γράμμα;». «Σας έστειλα σύντροφε αρχηγέ. Ξήλωσα τη φόδρα του σακακιού του γιατρού Θ. Μανούσακα, γραμματέα του ΑΚΕ της Κρήτης, κι έκρυψα ένα σημείωμα με ημερομηνία 13 του Σεπτέμβρη 1946 που κοντά στ' άλλα σας ζητούσα να με καλέστε για προφορική έκθεση. Το σημείωμα αυτό το πήρε ο σ. Παρτσαλίδης». «Μα στον Παρτσαλίδη θα το έστελνες! δε μας το έδωσε!», μ' έκοψε απότομα ο αρχηγός. «Το έστειλα στο Π.Γ. σ' οποίου από τα μέλη του θα έβρισκε στα γραφεία του Κόμματος» του απάντησα και πρόστεσα: «Αλλά και με το Βλαντά τον περασμένο Ιούλιο που τον πήρετ' εδώ, σας παρακάλεσα να με καλέσετε να σας πω τις απόψεις μου για τον ένοπλο αγώνα». Εδώ ο Ζαχαριάδης δεν έδωσε απάντηση. Έτσι είχε τελειώσει σ' ό,τι ήθελε πριν από την έκθεσή μου να με ρωτήσει και να παρατηρήσει αυτός. Αλλά όπως κατάλαβα προσπάθησε να φέρει μια θολούρα: Ο Παρτσαλίδης στα τέτοια ζητήματα ήταν ανώτερος και δεν κόλλαγε στο μυαλό μου ότι μπορούσε από το γραμματέα του Κόμματος να κρύψει σημείωμα. 24 Με είχε προετοιμάσει ο Στέργιος ότι η έκθεσή μου στο Ζαχαριάδη δεν θα έπρεπε να κρατήσει πάνω από τα δέκα με δεκαπέντε λεπτά. Μίλησα μέσα σ' αυτά τα όρια κάνοντας μια σύντομη σκιαγράφηση, σε ποια κατάσταση βρισκότανε τότες το κίνημα της Κρήτης και πρόστεσα ότι και μετά από την τέτοια εξέλιξη της απεργίας που για τον καιρό αυτό τη λογαριάζω και τη λέω προδοσία, πιστεύω πως η οργάνωση της Κρήτης πολλά μπορεί να δώσει και μετά την επέμβαση τούτη της Αμερικής για να πετύχει το ένοπλο κίνημα στη στεριανή Ελλάδα.
Digitized by 10uk1s
«Και θα πάω — αφού το Κόμμα με στέλνει ξανά πίσω — με τον ίδιο ενθουσιασμό να υπηρετήσω εκεί την επανάσταση. Θέτω όμως ένα όρο με γνώση και συνείδηση πλήρη ότι οι κομμουνιστές πειθαρχούνε χωρίς όρους, αλλά τα πράματα για τώρα ήρθανε έτσι: Να καλέσετε εδώ το γραμματέα της Κρήτης Τσιτήλο. Και πρώτα να ελέγξετε αν σωστά είναι τα όσα εγώ κατάγγειλα και δεύτερο να του κουβεντιάσετε στο θέμα ένοπλο κίνημα έτσι που να ξεφύγει τις επιρροές του Παπαδομιχελάκη πούναι παραλυμένος από φόβο· άλλο δεν κουβεντιάζει παρά το: «τι θα γίνομε μεις εδώ αν μας φέρουν από την Ελλάδα μια μεραρχία ή αν οι Εγγλέζοι κάνουν απόβαση που η Κρήτη είναι νησί... Και πολλά άλλα προσπαθώντας να μουτίσει τον κόσμο και να μην ανοιχτεί ντουφέκι κει κάτω». Πριν να τελειώσω ο Ζαχαριάδης με νόημα κιόλας είπε στο Στέργιο να καλέσει στην Αθήνα τον Τσιτήλο. Ερωτήσεις πάνω στα όσα είπα δε μου έκανε· ήξερε κιόλας τις γνώμες μου από την έκθεσή μου στο Στέργιο, αλλά αμέσως μέσα σ' ένα πεντάλεπτο μου έδωσε οδηγίες για την ταχτική που πρέπει να ακολουθήσομε στη δράση του αντάρτικου στην Κρήτη: «Γερή Αυτοάμυνα και σκόρπιες αντάρτικες ομάδες που θα ενώνονται όταν πρόκειται για επιχείρηση και πάλι θα σκορπάνε. Οι αυτοαμυνίτες θα παίρνουν μέρος στις επιχειρήσεις τη νύχτα και την ημέρα στο χωράφι, στη δουλειά τους. Κομματική οργάνωση δεν θα πρέπει να φτιάξετε στους αντάρτες, αλλά μόνο στις διοικήσεις από διμοιρία και πάνω. Όπου είναι δυνατό ν' αποτελεστούνε μόνο από κομματικά μέλη». Μου μίλησε ύστερα πως πρέπει να είμαστε προσεχτικοί στη χρησιμοποίηση των αξιωματικών και σταμάτησε στο στρατηγό Μάντακα. «... σας χρειάζεται κάτω κει...». Δείχνοντάς μου ύστερα το Στέργιο μου είπε: «Ό,τι θα κουβεντιάσετε με το σύντροφο είναι σα να το κουβεντιάζεις με μένα». Σηκώθηκε ύστερα· είχαμε τελειώσει. Χαιρετιστήκαμε εγκάρδια, και μου ευχήθηκε το «καλή τύχη». Το συμπέρασμά μου είναι ότι επρόκειτο για άνθρωπο αρκετά έξυπνο που όμως το μυαλό του δεν άγγιζε το όριο της ευφυίας. Ότι ζούσε μέσα σ' ένα φόβο που τον ζούσανε όλα τα στελέχη της πρώτης γραμμής, μη λάχει και χάσει το πόστο του. Αυτό τον οδηγούσε στο να κάνει σφάλματα αδικαιολόγητα. Ότι τον βασάνιζε ένα μεγάλο σύμπλεγμα: Πως μειονεχτούσε απέναντι στους άμεσους συνεργάτες του και τ' άλλα στελέχη, ότι αυτοί φτιάξανε και ζήσανε την Εθνική αντίσταση. Αυτό δα ήτανε γνωστό σε όλους μας. Παρά όμως όλα ετούτα, ζυγιάζοντας κανείς το μυαλό του ανθρώπου και τα σφάλαμτα του εμφύλιου, έβλεπε μια δυσαναλογία: μυαλό πολύ, σφάλματα μεγάλα και πολλά. Ενώ θα έπρεπε (ανεξάρτητα το αποτέλεσμα που βγαίνει απ' το πλήθος παράγοντες), να έχομε μια άλλη σχέση μυαλού και σφαλμάτων... Παρά όμως ετούτη τη σχέση το δικό μου φτωχό μυαλό αρνιέται στης ψυχής μου τις υποψίες. Όχι, το Ζαχαριάδη που ποτέ δεν τον αιστάνθηκα φυτρωμένο στο λαϊκό αγώνα και στο εθνικό σύνολο και κανέναν άλλο και ποτές δεν είχα αιστανθεί τόσο ξένο από μένα όσο αυτόνε, δεν βρίσκω τίποτα που να στηρίξω πως δούλεψε για το συμφέρο του αντίπαλου· και δεν έχω γι' αυτόνε αιστήματα τέτοια που να μ' εμποδίζουνε: Γιατί αυτή τη στιγμή σα να έχω δίπλα και πάνω μου —εχτός απ' τους αμέτρητους ανώνυμους— εκείνους που ασυνείδητα συκοφάντησε και κατηγόρησε ψεύτικα σαν εχθρούς τού άγιου αγώνα μας: Τον Πλουμπίδη, το Σιάντο, τον Καραγιώργη, τον Άρη, τον Βαφειάδη, τον Παρτσαλίδη, τον Κοτσαύρα και τόσους και τόσους αγωνιστές διαλεχτούς με ψυχή ολόγιομη από καλά αιστήματα για τον πλησίον, που είχαν ανθρωπιά και ανθρωπισμό και οράματα και πίστη κι ενθουσιασμό κι αυτοθυσία που όλα αυτά τα άγια δεν είχαν αγγίξει την ψυχή του αρχηγού. Από μένα που για τη δυστυχία αυτωνώνε των συντρόφων μου πάρα πολύ πόνεσα, λέω... ας του είναι το χώμα που τον κρατάει ελαφρύ ως που η Ιστορία θα τον βάλει εκεί που του πρέπει και του αξίζει από το έργα του...
Digitized by 10uk1s
Έπρεπε τώρα να έχω άλλη μια τη στερνή συνάντησή μου με το Στέργιο για να κουβεντιάσομε στις λεπτομέρειές της τη συγκρότηση, τη δράση και την ταχτική του Δημοκρατικού Στρατού, αυτουνού που θα φτιάχναμε στην Κρήτη.
Αυτές τι μέρες το κίνημα της Αθήνας και του Πειραιά δέχτηκε ένα κύμα τρομοκρατίας κι οι πιασμένοι γέμισαν κάμποσα από τα νησιά στις Κυκλάδες. Ο στρατηγός Ζέρβας που είχε αναλάβει Υπουργός της Δημόσιας Τάξης, πέταξε κάμποσες σαπουνόφουσκες πως θα ξέκανε κι αυτός τον κομμουνισμό και διάταξε εξακόσιες πενήντα συλλήψεις. Η συνάντησή μου με τον Αναστασιάδη γίνηκε πάλι στο ίδιο δωμάτιο στο Κολωνάκι. Είχαμε βλέπετε ησυχία σ' αυτόνε το μαχαλά απ' όλη την Αθήνα. Μου μένει αξέχαστος αυτός ο ωραίος άνθρωπος ο Στέργιος. Πριν αρχίσομε τη συζήτησή μας τον ρώτησα για ένα παλιό φίλο μου στα στρατόπεδα, το Γιώργη Βρεττάκο. Τον είδα που ταράχτηκε πολύ και μου αφηγήθηκε πως ο Βρεττάκος που ήτανε κι αυτουνού ξεχωριστός φίλος του, είχε πάει στις αχτίνες, επειδής καθώς νόμιζε τον ενοχλούσε το στομάχι. Ο αχτινολόγος όμως του είπε να βγει από το μηχάνημα, γιατί καλό ή κακό στομάχι είχε, αλλά από πνεμόνια του έλειπαν ολότελα. Έτσι βρισκόταν τώρα στη Σωτηρία. Είπα ότι μόλις θα τέλειωνε η συνεργασία μας θα πήγαινα να τον έβλεπα κι ο Στέργιος με πληροφόρησε ότι όταν βλέπει κανένα από μας τους παλιούς του συντρόφους χαίρεται και τούρχεται κλάμα. Αλλά σε μια στιγμή τον είδα να σωπαίνει, να σκέφτεται κι ύστερα να μου λέει: «Στάσου! αν σε πιάσουν η ευθύνη θάναι δική σου!». Φοβήθηκα κι εγώ εκείνη την ευθύνη και σίγουρα θα σκέφτηκα για το φορτίο από «οδηγίες» και «πολιτική γραμμή» που είχα φορτωθεί κι έπρεπε όσο γινόταν να προφυλαχτώ για να το μεταφέρω στην Κρήτη. Δεν πήγα να δω και να δώσω μια τέτοια άφταστη συγκίνηση στο φίλο μου καθώς έσβηνε κι ακόμης και σήμερο νιώθω σαν ένοχος απέναντί του. Ύστερα άρχισε η συνεργασία μας κι ο σύντροφος μου μίλησε πάνω στην πείρα που είχε ως τώρα αποχτηθεί από τη δράση του ένοπλου κινήματος σε όλη την Ελλάδα. Για μια στιγμή όμως τον είδα που κόμπιασε, σταμάτησε για λίγο· ύστερα κοιτώντας με στα μάτια να μαντέψει ίσως τις αντιδράσεις μου: «Τώρα σύντροφε Γιάννη, τον τελευταίο καιρό παρατηριέται ένα μούδιασμα στον κόσμο μας. Ενώ ως πριν από λίγο ανέβαιναν κατά χιλάδες στα βουνά για να καταταχτούν αντάρτες και τους έδιωχναν πίσω... Τώρα το φοβούνται το βουνό και δε θέλουν το όπλο. Την κατάσταση αυτή πρέπει να τηνε ξεπεράσομε. Πρέπει να τους εκθέσομε αίφνης με μια εχτέλεση στο χωριό τους να φοβηθούνε ύστερ' αντίποινα και ν' ανεβούνε στο βουνό· ή τους παίρνομε σε μια επιχείρηση και τους κρατάμε την ημέρα και περνάμε από ένα χωριό. Έτσι όταν φανούνε με το όπλο αναγκαστικά θα μένουν στο αντάρτικο. Ή ακόμα σε περιοχές που κρατάμε, κάνομε υποχρεωτική στρατολογία». Στεναχωρέθηκα αφάνταστα από όλα τούτα που μάθαινα για το ένοπλο κίνημα της Ελλάδας. Σκέφτηκα μάλιστα πως και στην Κρήτη, μετά το τέτοιο τέλος του μαζικού αγώνα και τώρα με το «δόγμα» του Τρούμαν, τις ίδιες δυσκολίες θα είχαμε στη στρατολογία. Για τις μέθοδες που έπρεπε να ξεπεραστούν οι δυσκολίες, δεν τις θεωρούσα για ένα λαϊκό κίνημα ολωσδιόλου έντιμες. Δεν απάντησα τίποτα σ' αυτά. Από τις τόσες ώρες που είχα κουβεντιάσει με το σύντροφο είχα καταλάβει — άφησε αυτός να το αντιληφτώ — πόσο οι απόψεις μας ταυτιζότανε.
Τώρα όμως σκέφτηκα όπως σίγουρα κι αυτός το ίδιο σκεφτότανε, ότι έπρεπε να βιαστούμε να φτιάξομε ό,τι μπορούσε να φτιαχτεί. Με την επανάσταση όμως δεν παίζουνε. Όταν αφήσεις τον καιρό να σου φύγει, μαζί του φεύγει και η ίδια η επανάσταση και η ίδια η νίκη.
Digitized by 10uk1s
Μου μίλησε ύστερα για το γιατρό Σιγανό που δεν ξέρω γιατί ο Ζαχαριάδης τον έκανε από προσωπικό γιατρό του και σωματοφύλακα πεσκέσι του διαόλου. Θα τον έστελνε στο Ηράκλειο, αλλά έπρεπε να χρησιμοποιηθεί μόνο σαν γιατρός και σαν προσωπικότητα. Αργότερα ο δυστυχής άνθρωπος θα μου διηγηθεί (όσο έλεγε βέβαια την αλήθεια) για κάτι αποστολές —«θανάτου» καταγραφτήκανε στο δικό μου μυαλό— που τον έστελνε ο αρχηγός στην Πάρνηθα και κατά τη μεριά της Στυλίδας για να συναντάει αντάρτες, αλλ' αντάρτες δεν έβρισκε πουθενά... Ήταν η γνωστή μέθοδο του αρχηγού για να ξεκάνει όσους κομμουνιστές πέφτανε στη δυσμένειά του. Τελειώνοντας ζήτησα από το σύντροφο να μας στείλουνε μερικά στελέχη Κρητικούς που βρίσκονταν στην Αθήνα. Ανάμεσα σ' αυτούς ήτανε βέβαια πρώτος ο Γιάννης Ποδιάς (που όπως έχω πει τον είχαν στείλει τώρα και πολλούς μήνες και μου τον έκρυβαν), ο Ελπίς Μανωλεσάκης κι ο Δημήτρης Καπνάς. Αυτοί κατέβηκαν στην Κρήτη, πιάστηκαν στον Ψηλορείτη αιχμάλωτοι, αλλά γλύτωσαν το κεφάλι τους και ζούνε ακόμης και τώρα. Όταν είχαμε τελειώσει και σηκωθήκαμε μου λέει: «Τράβα σύντροφε με θάρρος και σ' ό,τι αφορά για το ένοπλο κίνημα μη ρωτήσεις κανέναν... Και να ξέρεις ότι εγώ θα βρίσκομαι εδώ στην Αθήνα και σύνδεση θα έχεις με μένα». Έπρεπε τώρα να φύγω το συντομότερο με τη σκέψη και την ψυχολογία πως η Κρήτη χρειάστηκε να κάνει μια θυσία για να πετύχει η επανάσταση στην ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά τη θεωρία πρέπει «να θυσιάζεται το μέρος εις το όλο, το μερικό στο γενικό». Γιατί όχι μόνο τώρα που μπλέχτηκαν οι Αμερικάνοι αλλά και από την αρχή, ποτές δεν πίστεψα ότι με κυρίαρχες τις καπιταλιστικές δυνάμεις στη Μεσόγεια θάλασσα θα μπορούσε να κρατηθεί η Κρήτη ενωμένη με την Ελλάδα κι ότι δεν θα γινόταν μαζί με τα άλλα νησιά μια άλλη Φορμόζα αν στο τέλος νικούσε το κίνημά μας. Ωστόσο με τη γνωριμία μου με το Ζαχαριάδη που τώρα ταυτιζόταν με το ίδιο το Κόμμα και την πολιτική του, δυνάμωσαν οι αμφιβολίες μου και για την ίδια τη νίκη της επανάστασής μας, σ' όποιο άλλο κομμάτι του εθνικού εδάφους. 25 Βασικά πρέπει να πούμε πως τώρα που ο Ζαχαριάδης ετοιμαζόταν για να τεθεί κεφαλή του ένοπλου κινήματος, τέλειωνε η διφορούμενη κατάσταση κι ο ένοπλος αγώνας έμπαινε σε μια άλλη φάση, την οριστική και γινότανε καθολικός. Γιατί όμως καθυστέρησε ενάμιση ως δυο χρόνια που έφερε εμάς πίσω και έβαλε τον αντίπαλο μπροστά; Γιατί έπρεπε να γίνουν οι απανωτές εκκαθαρίσεις στο Κόμμα και να γίνει η λεγόμενη κομματική ανοικοδόμηση; Να διωχτούν οι δηλωσίες, γιατί ο αρχηγός τους υποψιαζόταν ότι θα προτιμούσαν κάποιον άλλο γραμματέα στο Κόμμα, από αυτούς που τους αποκατάστησε και τους πήρε ξανά στις γραμμές του το Κόμμα και μαζί τους πολέμησαν στον κατοχικό αγώνα, παρά αυτόνε που κι αυτοί τον υποψιαζόνταν ότι κάποτες θα τους έσβηνε; Έπρεπε ακόμα να διωχτούν από τα νέα στελέχη όσα προερχόταν από την EON του Μεταξά και ήτανε στελέχη της· να διωχτούν και να αχρηστευτούνε χιλιάδες αξιωματικοί, εκείνοι που μαζί με τους κομμουνιστές φτιάξανε τον ΕΛΑΣ και πολέμησαν για τη λευτεριά του κόσμου και της πατρίδας και να σβηστούνε πάνω από τα μισά μέλη του Κόμματος, οι αγρότες όλοι που ωστόσο τώρα στον τόπο τους θα γινόταν και πάλι ο αγώνας κι ο Ζαχαριάδης, ο αίτιος της διαγραφής, θα γινότανε ο στρατάρχης στον τόπο τους... Μα δεν ήταν αυτά πράματα σοβαρά. Και πρέπει να ξαναθυμίσω πως σ' αυτό το ίδιο διάστημα η δεξιά με τους Εγγλέζους οργανωτές και τα Εγγλέζικα υλικά κατάφερε από τους στρατιώτες τους δικούς μας — τους Επονίτες — να φτιάξει κάποιο στρατό, να μαντρώσει δεκάδες χιλιάδες από τα μέλη και τα στελέχη μας στα τάγματα σκαπανέων και τώρα στο Μακρονήσι για εφεδρείες δικές της κι άλλους να κλείσει σε φυλακές και στρατόπεδα κι άλλους να στέλνει αράδα τον «άλλονε κόσμο». Και το πιο τραγικό απ' όλα: ότι το πιο μεγάλο κομμάτι του κινήματος κάτω από τις τέτοιες καταπιέσεις και τη δύναμη του χρόνου και της ζωής υποτάχτηκε κι έτσι φτάσαμε στο «τρία και μισό». Όχι, δεν ήταν Digitized by 10uk1s
αυτή πολιτική που ν' ανταποκρίνεται στο μυαλό του Ζαχαριάδη. Μα δεν ξέρω γιατί το δικό μου μυαλό —το ξαναλέω— δε θέλει να παραδεχτεί πως ο άνθρωπος αυτός, που μας τον εγκαταστήσανε απ' έξω κεφαλή του λαϊκού μας κινήματος, δεν ήτανε «καλού καμάτου» κομμουνιστής ή δεν ήτανε καθόλου κομμουνιστής, όπως δεν ήτανε και άνθρωπος καλός.
Υπάρχουνε συμπτώσεις που δεν μπορείς να πεις πως έχουνε οποιαδήποτε σκοπιμότητα, όπως με υποψίασε η υπόθεση της μετάθεσής μου (αν κιόλας υπήρξε καθόλου μετάθεση και δεν ήτανε δουλειές Παπαδομιχελάκη — Τσιτήλου — Μακριδάκη) που γίνηκε στην πιο κρίσιμη στιγμή για το ένοπλο κίνημα της Κρήτης. Εδώ όμως είχαμε μια καθαρή σύμπτωση που δεν υποψιάζει· γιατί πριχού ακόμα να τελειώσω τις συνεργασίες μου με το Πολιτικό Γραφείο ξέσπασε η πανελλαδική ναυτεργατική απεργία που νέκρωσε τα λιμάνια όλης της χώρας, και το Π.Γ κι ο Ζαχαριάδης που μπορούσε, δε θέλησε να ναυλώσει ένα καΐκι κάνοντας έτσι μια ραϊσματιά στην απεργία και να με στείλει αμέσως στο πόστο μου. Στ' αεροδρόμιο πάλι οι θέσεις είχανε κλειστεί για μήνες. Έκανα το παν να φύγω έστω και με μια βάρκα, μα δεν κατάφερα τίποτα. Έτσι κάθησα στην Αθήνα αν θυμάμαι πάνω από μισό μήνα, με την περίσσια αγωνία ότι η κάθε ώρα που περνούσε ύστερα μάλιστα από την Αμερικάνικη επέμβαση έβαζε την αντίδραση του νησιού μπροστά, έφερνε το δικό μας το κίνημα πίσω. Είχα κάνει τη σκέψη ότι μόλις θα τέλειωνα εδώ στην Αθήνα, να τρέξω στην Κρήτη να ξαναζεσταθεί ο μαζικός αγώνας μια που όπως είχε ειπωθεί η απεργία δεν είχε «λήξει», μα είχε μόνο «ανασταλεί». Αν έτσι γινότανε από την αρχή ο κάθε απεργός θάταν με το ντουφέκι του. Χάθηκε όμως με την τόση καθυστέρηση και τούτη η ευκαιρία. Τέλος έφυγα με το «Σπερχειό», έν' αποβατικό με δίχως καρίνα, σκυλοπνίχτη που κόντεψε να μας βουλιάζει. Να και η πρώτη εντύπωση όταν ξεβάρκαρα στο Ηράκλειο. Όπως βάδιζα με το βαλιτσάκι μου είδα να ξεκόβει από μια ομάδα ένας φαντάρος, να τρέχει κατά πάνω μου και να γελά. Τόνε γνώρισα. Ήταν ο επικεφαλής της Αυτοάμυνας της Χαλέπας τω Χανιώ. «Τι ζητάς εσύ εδώ και γιατί δεν είσαι στα Λευκά Όρη αντάρτης όπως είχαμε αποφασίσει, μόνο σε βλέπω στρατιώτη;». «Η οργάνωση μάς είπε», μου λέει. «Μας συνεδρίασε κιόλας». «Και τι άλλο σας είπε;». «Νάμαστε καλοί και πειθαρχικοί στρατιώτες για να μη δίνομε υποψία πως είμαστε κομμουνιστές». «Και τι άλλο;» «Τίποτις άλλο». «Καλά», του λέω. «Πήγαινε τώρα στη στρατώνα και κοιτάχτε να δέσετε μια καλή οργάνωση, να δουλέψετε για να μη γίνει ποτές αυτός ο στρατός, στρατός για τους δοσίλογους και τους Εγγλέζους και στην πρώτη ευκαιρία όπου και να βρεθείτε, να περάσετε με το δικό μας το στρατό». Την ίδια μέρα ντάμωσα το γραμματέα της Οργάνωσης και μέλος της Περιοχής, το Μ. Βιτσαξάκη. Είχα μαζί του άγριο τσάκωμα για την «ατιμία» όπως του είπα την αντεπαναστατική πράξη τους να κρατάνε κρυφά από μένα κλεισμένο επί μήνες σ' ένα δωμάτιο τον Ποδιά τη στιγμή που ήξερε πως για μένα και τον τομέα της δράσης μου και ύστερ' από αίτηση δική μου τον είχε στείλει το Κόμμα πίσω στην Κρήτη. Έτρεμε ο δυστυχής ν' αντισταθεί στις δυο κεφαλές του κινήματος της Κρήτης, τον Π. και τον Τσιτήλο. Γενικά όπως κατάλαβα από τις πρώτες επαφές μου με την οργάνωση του Ηράκλειου οι κομμουνιστές της Κρήτης ύστερ' από την τέτοια εξέλιξη της απεργίας είχανε πέσει σε απογοήτεψη, αδράνεια και διάλυση: «Ο καπετάν Μανώλης Μπαντουβάς, αρχηγός της Εθνικής αντίστασης Κρήτης», έγραψαν οι εφημερίδες μας, «έφυγε για την Αθήνα να φροντίσει για τα ζητήματα της απεργίας». Έτσι κρύφτηκε πάλι ο Παπαδομιχελάκης στην πλάτη του Μπαντουβά, που δε θα περάσουν πολλές βδομάδες και θα κουβαλήσει στο Ηράκλειο ένα τσουβάλι από κομμένα κεφάλια Digitized by 10uk1s
κομμουνιστών. Από τη στιγμή που το ανώτατο κομματικό όργανο της Κρήτης και ο γραμματέας του παράλυσε από κείνη την κομματική εντολή — «πρέπει και στην Κρήτη να δημιουργήσετε αντάρτικο» — αντί να ριχτεί να συνεγείρει την οργάνωση και να την κάνει πράξη αυτή την εντολή, δεν μπορούσε να υπάρξει άλλο αποτέλεσμα. Από το άλλο μέρος η δεξιά αφού είχε δει να ξεκινάει το ποτάμι από δολλάρια του Τρούμαν καθώς και τ' άλλα υλικά, άρχισε να φτιάχνει δυο σώματα ένοπλα: Το ένα στα Χανιά με το Γύπαρη που μάλιστα τον ονόμασε και στρατιωτικό διοικητή, με χωροφύλακες «άνευ θητείας». Το άλλο φουσάτο τόφτιαξε στο Ηράκλειο με τον Μ. Μπαντουβά. Ο Μπαντουβάς διάλεξε όμως άλλη ταχτική: Τους στρατολογούσε, τους όπλιζε, τους χαρτζιλίκωνε και τους άφηνε στα σπίτια τους μέχρι να τους φωνάξει. Το ίδιο εκείνο βράδυ υποχρέωσα το Βιτσαξάκη να με πάει στο σπίτι όπου μου είχανε κρύψει τον Ποδιά. Με πήγε στο συνοικισμό του Ατσαλένιου, στην κατοικία ενούς εργάτη που επειδής κατοπινά στο αντάρτικο πήρε το όνομα «Ατσαλένιος», έχω ξεχάσει το καθαυτό του. Ο Ποδιάς πρέπει να πω αμέσως ότι με ξάφνιασε. Χωρίς άλλο πρέπει να ανήκε στην κατάπρωτη σειρά των στελεχών του ΕΛΑΣ όλης της Ελλάδας. Μούδωσε την εντύπωση ανθρώπου με δυνατό μυαλό και ψυχή. Είχε αστραφτερή ματιά, ύφος μειλίχιο και φιλικό. Αν και από την πολύμηνη ακινησία είχε τραφεί, φαινόταν ότι δεν του έλειπε η φυσική ρώμη κι η ευκινησία. Είχε το ένα χέρι ανάπηρο από σφαίρες των ανθρώπων του Μπαντουβά, όπως αλλού έχω αφηγηθεί και πολλά άλλα έχω ειπωμένα. Μου παραπονέθηκε αμέσως για το χωρίς κανένα λόγο κλείσιμό του σ' ένα δωμάτιο επί μήνες. Παρ' ότι κλεισμένος είχε πλήρη αντίληψη ότι σαν ο πρώτος παράγοντας και με το μεγαλύτερο κύρος του κινήματος της Κρήτης, δεν θα τολμούσε η δεξιά του νησιού μέχρι και τη στιγμή που συζητήσαμε να τον ενοχλήσει, γιατί δεν είχε τη δύναμη, γιατί το κίνημα της Κρήτης θα σηκωνόταν σαν ένας άνθρωπος. Και δεν είχε ως τώρα τέτοια τολμήσει η δεξιά, αν και όπως αλλού έχω μιλήσει, είχαμε ένα πλήθος καταδιωκόμενους από την Αθήνα και το Μωριά και μάλιστα δυο καπεταναίους ταγμάτων. Δεν θέλησα να εξηγήσω στο σύντροφο ότι όλα αυτά γινότανε για να μη μπει στη δούλεψη του ένοπλου κινήματος της Κρήτης· ότι τον είχαν κρύψει από μένα σαν στρατιωτικού υπευθύνου της Κρήτης. Είχε τη γνώμη ότι είχαμε αφήσει να μας φύγει η κατάσταση «από τα χέρια μας μέσα» και όπως όλα τα στελέχη, τον ανησυχούσε ότι ο Μπαντουβάς που τον θεωρούσε πανούργο και ικανό αντίπαλο βρισκόταν στη ζωή. Πρέπει εδώ να πω ότι αυτό ήτανε μόνιμο αίτημα των στελεχών του ΕΛΑΣ της ανατολικής Κρήτης. Τα χρόνια κείνα δεν είχε βέβαια τη σημασία που έχει σήμερα ένας φόνος... Στην αρχή τον έσωσε η πολιτική μας της ειρηνικής δημοκρατικής εξέλιξης και αυτόνε τον καιρό η έμφυτη πονηριά του να ακουμπήσει, να πολιτεύεται με καπάκια και να τον καταντήσει κυριολεχτικά σε όργανο της πολιτικής του ένα από τα ανώτερα στελέχη της Κρήτης. Όμως ο Ποδιάς ήτανε πάρα πολύ ανήσυχος. «Δεν ήταν ανάγκη να κρύβομαι κι η εξουσία της Κρήτης δεν είχε τη δύναμη να με πιάσει ξαναείπε, και στο μεταξύ θάχαμε φτιάξει μηχανισμό και θάβγαινα με πολλούς αντάρτες. Τώρα τα τέτοια τα έχει φτιάξει ο Μπαντουβάς και μεις τι γινόμαστε; Έτσι που τάκαναν οι πολιτικοί με την απεργία κι όπως μας ήρθε κι αυτό το «δόγμα Τρούμαν», το χάσαμε το παιγνίδι στην Κρήτη»... Και πρόστεσε από σκέψη: «Δε γίνεται, σύντροφε Γιάννη, καμιά φτιάξη;... Βλέπεις είμαστε εδώ και νησί, θα μας αρπάξουν οι Εγγλέζοι». «Δε γίνεται σύντροφε· το Κόμμα μας έδωσε εντολή ότι πρέπει και στην Κρήτη να κάνομε αντάρτικο». Ήταν ο Ποδιάς ένας άντρας που δεν μπορούσες να του κρύψεις Digitized by 10uk1s
το ελάχιστο απ' όσα σκεβόσουνα: «Καμιά φορά σύντροφε, του λέω, οι κομμουνιστές θυσιάζονται κιόλας σα λάχει να υπηρετούνε το γενικό σκοπό...». Τον είδα όπως κοιτούσε κατά κάτω, να σφίγγει τα σαγόνια του λίγο, ν' ανασηκώνει το κεφάλι φέρνοντας το βλέμμα κατά μένα. Ήτανε τώρα πιο μειλίχιος κι η αστραφτερή ματιά του είχε μια ανείπωτη γλύκα! «Να θυσιαστούμε σύντροφε αφού το απαιτεί ο αγώνας του λαού μας», απάντησε. Την επομένη μέρα συνεδρίασε η Επιτροπή Πόλης Ηρακλείου και για πρώτη φορά μπήκε καθαρά το θέμα (από μένα) «αντάρτικο» και πάρθηκαν πραχτικά μέτρα. Θυμάμαι που μετά τη συνεδρίαση που γίνηκε σ' ένα σπίτι, πήγα μαζί με το γραμματέα της οργάνωσης το Βιτσαξάκη ως τα γραφεία της Επιτροπής πόλης. Εκεί βρήκαμε να στέκεται σε μια αίθουσα ο Π. Ήτανε κίτρινος, πελιδνός, περιδεής· μ' άλλα λόγια αξιολύπητος και με ύφος που άλλο τίποτα δεν μπορούσε να σου προκαλέσει παρά το συναίστημα του οίχτου. Κι αλήθεια αυτή η ψυχική του κατάσταση ήταν και το πιο αποτελεσματικό του όπλο. Για μια στιγμή είπε στο Βιτσαξάκη για μένα: «Μα αυτός ήρθε δω να μας ανάψει τον Εμφύλιο». Τον κοίταξα· γύρισα πέρα το πρόσωπό μου και είπα στο Βιτσαξάκη: «Πες του πως όπως για κάθε αγώνα δεν τον ρωτήσαμε, θα κάνομε και αντάρτικο δίχως την άδειά του. »Αλλά ας μην κάνει το κορόιδο... Ξέρει πολύ καλά ότι την εντολή για το αντάρτικο την έδωσε το Κόμμα». Δεν είχα αλλάξει κουβέντα μαζί του και περάσανε χρόνια, ώσπου τον ξαναβρήκα καθοδηγητή κιόλας στη φυλακή της Κεφαλλονιάς. Εκεί έμαθα από τον παλιό φίλο μου, Ηλία Χαρίτο ότι σαν «πολεμούσε», λέει στον Ψηλορείτη (ο Παπαδομιχελάκης)... άφηνε ιαχές που ακουγότανε απέναντι στα Λευκά όρη πούναι απόσταση τέσσερις μέρες ποδαρόδρομο... Και με ρωτούσε αν τόντις είναι τέτοιος σκληρός πολεμιστής. Του είπα: «Ναι, είναι!...», αν και τα δυο αυτά βουνά της Κρήτης τα έχει δει μόνο μέσα από τις πολιτείες... Και σκέφτομαι πώς εκείνη η ψιλή φωνίτσα του που μούφερνε αλλεργία, γίνηκε απ' τους φυλακισμένους πολεμική ιαχή που αγροικιότανε από πενήντα μίλια!... Αλλά ένας πανέξυπνος Κεφαλλονίτης, ο δάσκαλος Σωτήρης Πολάτος — που λεγόμαστε και κουμπάροι — μου είπε μια μέρα όπως τον κοιτούσε που έκανε καθοδήγηση φορώντας τις μπότες και το κρουσάτο μαντήλι, σε κάμποσους κρατούμενους κομμουνιστές: «Ο χωριανός σου μοιάζει με το φελλό που όσο τόνε κρατάς με τη φούχτα σου βαθιά στο κιούπι με το λάδι κάθεται κει, αλλά μόλις τον αφήσεις πετάγεται πάνω και πλέει». Αλλά καλύτερα σε μένα αρέσει, γιατί το νιώθω πιο ταιριαχτό εκείνο το Μπαλζάκιο: «Στις μεγάλες, λέει, φουρτούνες βγαίνουνε στον αφρό και πλένε εκείνα τα 'λαφριά, ενώ τα βαριά πάνε στον πάτο και δε μεταφαίνουνται». Αυτά με το Στέλιο με τις πολεμικές του ιαχές και τις επιδόσεις... Και θέλω να πω πόσο τραγική είναι η μοίρα εκείνου που υποχρεώνεται από το σπαθί της Ιστορίας να λέει ετούτα τα πικρόχολα για κάποιους συνανθρώπους του ακόμη και συντρόφους, και πόσο θα λαχταράει μια άλλη — καλύτερη — μοίρα για το κοντύλι του. Μα ακόμης πρέπει να πω πως ο κομμουνιστής της εποχής εκείνης μα και της πάσα εποχής όταν δεν είχε το προτέρημα, την τρέλα εκείνη που τον κάνει να τόνε συνεπαίρνει το μπουρίνι όπως το σταυραετό η θύελλα κι η καταιγίδα, πρέπει να το νιώθει από μόνος του να παραμερίζει έτσι που να μη φράνει το δρόμο στους άλλους. Αλλιώς είναι καλό οι σύντροφοί του να βρίσκουνε τη δύναμη να τον πετάνε έξω του δρόμου όσο το γρηγορότερο. Τη δεύτερη για τρίτη μέρα της επιστροφής μου στο Ηράκλειο, ήρθανε απ' τα Χανιά ο Τσιτήλος που θάφευγε για την Αθήνα, όπου τον είχε καλέσει το Πολιτικό Γραφείο με την παράκληση τη δική μου, κι η Βαγγελιώ η Κλάδου που αυτή θα γυρνούσε αμέσως πίσω στα Χανιά. Με βρήκε πρώτα η Βαγγελιώ κι όπως βαδίζαμε στο δρόμο μ' αναρωτούσε τι μου είπανε στην Αθήνα και πώς. Δεν θυμάμαι αν της απάντησα κάτι, αλλά ήτανε και δρόμος... Αργότερα που με δικάζανε, τη μόνη Digitized by 10uk1s
κατηγόρια που είχε για μένα η συντρόφισσα ήταν ότι σε κείνες τις ερωτήσεις που μου έκανε τότες, δεν της απάντησα παρά «οπορτουνιστές» και κάνα-δυο ακόμης λέξεις τέτοιες. Κείνονε τον καιρό κάτι τέτοια κι άλλα πολλά τους τα πετούσα... Τον Τσιτήλο τον βρήκα στο σπίτι του δικηγόρου Γιάννη Σκορδίλη. Θυμάμαι που όπως καθόμαστε σ' ένα δωμάτιο με βαριά παλιά επίπλωση, ο Τσιτήλος άνοιξε το ραδιόφωνο. Αμέσως ακούστηκε κάποιο πένθιμο εμβατήριο κι ο σπήκερ απάγγειλε: «Ο Βασιλεύς απέθανεν. Ζήτω ο Βασιλεύς!». Ήταν η πρώτη του Απρίλη κι ο Τσιτήλος πήγε να πει για πρωταπριλιάτικο του σταθμού, αλλά ήρθε ο δικηγόρος και μας εξήγησε πως σύμφωνα με το σύνταγμα, όταν υπάρχει διάδοχος, ο θάνατος του βασιλιά είναι η διατύπωση για το αυτόματο ανέβασμα το δικό του στο θρόνο. Σε λίγο μπήκε στο δωμάτιό μας μια συμπαθητική γριούλα. Ήταν η μητέρα του δικηγόρου που στα χρόνια της διχτατορίας του Μεταξά ο άντρας της ταγματάρχης της χωροφυλακής υπηρετούσε στου βασιλιά το εξοχικό, το Τατόι σα διοικητής της φρουράς του. Είχε δακρύσει η καημένη, μισόκλαιγε και μας αράδιαζε τις καλοσύνες του «μακαρίτη». Καλός Χριστιανός· άναβε κεριά κάθε πρωί στην εκκλησία, ύστερα έπαιρνε τα κλαδευτήρια του και περιποιγιότανε τα δέντρα και τα καλοκαίρια κοιμότανε κατάχαμα με ανοιχτά τα παραθύρια σε μια μεγάλη αίθουσα. Κι άλλα πολλά μας είπε η γριούλα κι ο γιος της ο σύντροφός μας γελούσε. Όταν τέλειωσε η εντύπωση από το θάνατο του βασιλιά κι απομείναμε οι δυο μας με τον Τσιτήλο, πήρε να μ' αρωτάει γιατί τον κάλεσαν στην Αθήνα κι αν ξέρω τι τον θέλουνε. Του απάντησα καθαρά ότι εγώ για να γυρίσω στην Κρήτη, το έβαλα σαν όρο στο Ζαχαριάδη. «Διαφωνώ μαζί σου από την πρώτη μέρα που βρέθηκες στην Κρήτη γραμματέας. Πρέπει τέλος να λυθούν οι διαφορές μας κι άλλος διαιτητής από το Κόμμα δεν υπάρχει εφόσον πάνω στην πολιτική τη δική του και στην εφαρμογή της διαφωνώ μαζί σου. Κι αφού άγνωμα κι άβουλα σ' ακολουθάνε και τ' άλλα μέλη του Γραφείου, πρέπει να πω πως με όλους σας διαφωνώ... »Σαν άνθρωπο το ξέρεις ότι σ' εχτιμώ· αλλά σαν κομμουνιστή ακόμα από το στρατόπεδο τ' Αναπλιού το θυμάσαι πως δεν σ' εγκρίνω». Τούπα κι άλλα πολλά θιχτικά, μα το δυστύχημα ίναι ότι απ' όλους που κάνω λόγο για τις διαφωνίες μου μαζί τους, δεν βρίσκεται στη ζωή εξόνε τον Παπαδομιχελάκη. Γι' αυτό και του τα λέω καμπόσο. Όταν σε λίγο του είπα ότι ο Ζαχαριάδης μου είπε ότι το Π.Γ. δεν έστειλε τέτοια εντολή για μετάθεσή μου, αλλά ότι με ήθελε να μου δώσει οδηγίες για την απεργία που την ήθελε «ένοπλη εξέγερση», μπήκε σε συλλογή μεγάλη. «Και μεις φτιάξαμε, μου λέει, μια επιτροπή συμφιλίωσης και με κόπο πείσαμε τους ένοπλους να πάνε στα χωριά τους, που έφτασαν τις εφτά χιλιάδες και ήθελαν να λεηλατήσουνε τα Χανιά». «Να, σου λέω, σύντροφε που ποτές δε θα συμφωνήσομε. Οι αγρότες είναι νοικοκυραίοι που αγαπάνε τη τάξη και την ευνομία, με φιλότιμο κι ανθρωπιά και δεν είναι πλιατσικολόγοι. Ζητάνε το δίκιο τους και μόνο και κανενούς η περιουσία δε θα θιγόταν. Είχε γινεί ένα σχέδιο για τις Τράπεζες και τ' άλλα τα δημόσια καταστήματα και τις στρατώνες, γιατί μ' αυτά τα υλικά και τα μέσα θα στεριώναμε μια εξουσία που αυτή ίσα-ίσα θα εξασφάλιζε μια πραγματική τάξη όμοια με κείνη του ΕΑΜ της κατοχής». Τίποτα όμως απ' αυτά σαν να μην έπιανε το μυαλό του καθηγητή, που του χαλάστηκε όλη η οικογενειακή θαλπωρή, οι συναναστροφές με κέντρο πάντα τη μεγαλοσύνη του που τη χαϊδολούσε και την εξέτρεφε. Κι όλα τούτα είναι βέβαια καλά κι είναι για τους ανθρώπους, μα τώρα είχαμε πόλεμο εμφύλιο!... Ο γραμματέας μου είχε τώρα την ψυχολογία του ανθύπατου που τον είχε ανακαλέσει η Σύγκλητος στη Ρώμη. Και πραγματικά όταν έφτασε στην Αθήνα και συνδέθηκε το Πολιτικό Γραφείο, του Digitized by 10uk1s
έστειλε έναν από τους συνδέσμους του, ζητώντας του μια γραφτή έκθεση. Όπως φάνηκε όμως και κατά την εχτίμηση του ίδιου του Τσιτήλου, όπως αργότερα γεμάτος πίκρα μ' αφηγιότανε στα Λευκά Όρη, δεν άρεσε η έκθεση στον αρχηγό και κατά τη συνήθεια (του αρχηγού) τον απαράτησαν στην Αθήνα δίχως σύνδεση, δίχως οικονομικά και δίχως μια απάντηση πάνω στα όσα μιλούσε γραφτώς. Εκεί στην Αθήνα απόμεινε αδέσποτος σαν σκυλί δίχως αφεντικό, ν' αδικοδέρνει κάμποσους μήνες, ουσιαστικά καταργημένος από το πόστο του γραμματέα, ώσπου κατά τον Αύγουστο έφτασε στην έδρα, στα Χανιά. είχε όμως απομείνει είκοσι ως τριάντα ημέρες στο Ηράκλειο. Ας τον αφήσομε όμως το γραμματέα μας με τα φαρμάκια του στην Αθήνα κι ας έρθομε στη καθαυτή μας αφήγηση στα πράματα της Κρήτης, και να πω μόνο ότι είχα ακόμα μια μικροσύγκρουση μαζί του, επειδή ζήτησα να έρθει ο Μιαούλης από τα Χανιά σαν ο υπεύθυνος της Αυτοάμυνας του Νομού, να μάθω ακριβώς το τι γίνηκε κει τις μέρες του σηκωμού και να δούμε πώς θα προχωρούσε η δουλειά του αντάρτικου, που παρά τη διαταγή του Κόμματος στον καιρό της απουσίας μου στην Αθήνα, δεν πλήσιαναν οι αντάρτες της Κρήτης ούτε κατά ένα. Ο Τσιτήλος λοιπόν θέλησε να εμποδίσει τον ερχομό του Μιαούλη (ότι αυτός θα μούλεγε ό,τ' ήθελα για τα Χανιά) και μ' ανάγκασε να τον στεναχωρέσω: «Αυτήνε τη στιγμή, σύντροφε, βρίσκεσαι στο δρόμο για το Κόμμα... Όταν γυρίσεις θα είσαι πάλι ο γραμματέας μου — στο υπόσχομαι». «Και ξέρε ακόμης πως για τούτα τα πράματα χρωστάω λόγο στο Κόμμα και στο γραφείο Περιοχής Κρήτης σαν όργανο συλλογικό κι όσο το θέλω». Αν μπορούσε εκείνη τη στιγμή αυτός ο καλός άνθρωπος θα μ' εξαφάνιζε...
Όταν ήρθε ο Μιαούλης στο Ηράκλιεο, κουβεντιάσαμε ώρες πολλές και μούπε τα καθέκαστα του ένοπλου ξεσηκωμού και πως η καθοδήγηση πάνω στη βράση αυτού του αγώνα τον «πρόδωσε» (ψάχνω τις λέξεις να βρω καμιά άλλη πιο ελαφριά μα δεν έχω καμιά που να ταιριάζει στο γεγονός κι έτσι ας μου συχωρεθεί αν κάνω λίγο ή πολύ, υπερβολή). Εφτά χιλιάδες ντουφέκια 26 είχαν κυκλώσει τα Χανιά με συγκεντρωμένα όλα τα τροχοφόρα, έτοιμοι να εισβάλουν οι απεργοί. Είχε σηκώσει τα χέρια της η αντίδραση όταν οι αμόρφωτοι ψευτογραμματιζούμενοι της καθοδήγησης, πιο τρομαγμένοι απ' όλους, έστειλαν κείνη την περίφημη επιτροπή της «συμφιλιώσεως» να διαπραγματευτεί το λύσιμο της περικύκλωσης και να σώσει την εξουσία της δεξιάς... «Αργά τη νύκτα η κατάστασις έλαβεν απρόοπτον και ευτυχή εξέλιξιν», θα πανηγυρίσει η εφημερίδα της δεξιάς «Κήρυξ». Θα μου πει τινάς: «Η Κρήτη, τόπος κυκλωμένος από θάλασσες που τις εξουσίαζαν οι Εγγλέζοι!...». Βρε τζάνε μου, να πιάσομε την εξουσία κάνοντάς τηνε λαϊκή κι ας μας την παίρνανε κατοπινά. Εδώ και μια κομμούνα χάθηκε... Κι ύστερις οι Κρητικοί από το 1200 κάνουνε δεκάδες επαναστάσεις τη μια πίσω της άλλης που τις χάνουνε. Αλλά δίχως όλα τούτα τα ηθικά και τα συναιστηματικά λογαριάζαμε να βοηθήσομε την επανάσταση στην ηπειρωτική Ελλάδα κι η Κρήτη να δώσει λιγότερο αίμα. Την πιο καλή όμως «έκθεση» για κείνα τα γεγονότα την άκουσα μετά λίγον καιρό απ' το Βαγγέλη Χατζηαγγελή απάνω στα Λευκά όρη: «Είχανε παραλύσει τα πάντα όταν την έβδομη μέρα κηρύχτηκε η πανεργατική απεργία. Οι αρχές είχαν αποτραβηχτεί από παντού γύρω στα χτήρια της Γενικής Διοίκησης και κει ταμπουρωθήκαν κι από πουθενά ελπίδα για ενίσχυσή τους δεν ύπαρχε. Πολλοί οπαδοί της δεξιάς ζήτησαν άσυλο σε σπίτια κομμουνιστών. Εξουσία πουθενά, όταν με φώναξε η καθοδήγηση σαν που ήμουνα μέλος της επιτροπής συμφιλίωσης και μου έδωσε οδηγίες πως να λυθεί η απεργία. Φύγαμε αμέσως με αυτοκίνητο κατά την μεριά της περιοχής Κυδωνίας κι άλλα μέλη της επιτροπής πήγανε σ' άλλη μεριά για να μιλήσομε στους ένοπλους απεργούς. Όταν όμως είδανε το αυτοκίνητό μας και μάθανε τι είμαστε και τι θέλομε, ένας απεργός με στραμμένο το Digitized by 10uk1s
ντουφέκι κατά πάνω μας φώναξε: «Πίσω προδότες! και δε θα μας ξαναπροδώσετε 27! Πλησίασα τον ένοπλο και του είπα, επειδή τον πέρασα για κομμουνιστή, ότι είναι εντολή της Κομμουνιστικής οργάνωσης της Κρήτης να μην τραβήξουνε για τα Χανιά, αλλά να λύσουνε την απεργία και να γυρίσουν στα χωριά τους. »Τότε ο απεργός, συνεχίζει ο Χατζηαγγελής, ημέρωσε, κατέβασε το όπλο του και μου λέει: «Εγώ 'μαι τση δεξιάς. Μα σαν το λένε οι κομμουνιστές, σωστό θάναι να σταματήσομε και θα υπακούσω», θέλω να προστέσω εδώ πως στις ακατάπαυστες πικρόχολες δηλώσεις του Βενιζέλου διαβάσαμε και τούτα: «Πολλοί οπαδοί της δεξιάς παρεσύρθησαν από τα απατηλά συνθήματα της απεργίας». Ήτανε λοιπόν ενωμένος ο κόσμος ένοπλα κιόλας. Η επιτροπή της συμφιλίωσης ήτανε το παραπέτασμα που ο Τσιτήλος και η ηγεσία της Οργάνωσης της Κρήτης έκρυψε την ανικανότητα και τη δειλία της όπως ο άλλος ο ηγέτης της αγροτιάς ο Π. πέρα στην άλλη άκρια της Κρήτης την έκρυβε πίσω από τις πλάτες του Μπαντουβά. Σκέφτομαι τώρα ύστερ' από τόσα χρόνια αυτόνε τον κόσμο που μας ακολουθούσε και μας έδινε τη δύναμή του, πως του τη σπαταλούσαμε δίχως τ' ανάλογο κέρδος. Και σκέφτομαι για τον ίδιο που κάνω λόγο, το Χατζηαγγελή, που είχε τα χαρίσματα ενός ηγέτη, είχε γνώμη λεύτερη και πείρα από ένα ένοπλο κίνημα στην Κρήτη, εκείνο κατά του Μεταξά, πως τον πέταξε ο καθηγητής από την καθοδήγηση της Κρήτης. Ζω από τότες με κείνο το μεράκι, πως μέσα από τις φούχτες μας έφυγε μια ευκαιρία, όχι γιατί λογαριάζω πως φάνηκα τόσο λίγος για να παρασύρω τους συντρόφους μου της καθοδήγησης σε κείνο τον αγώνα — αυτό ήταν ολότελα δύσκολο — μα γιατί όταν σκέφτηκα και με τα πολλά αποφάσισα να τους αφήσω πίσω ήρθε κείνη η καταραμένη η «μετάθεση» 28... Με το να πάρει ο κόσμος τα ντουφέκια στη δυτική Κρήτη κι ύστερις να του πούμε να τα κρύψει, λογάριασε ότι εκτέθηκε στην εξουσία αντί να την καταργήσει, γιατί βέβαια ο σταθμάρχης κι ο αποσπασματάρχης περνούσε από κάθε χωριό... Δίσταζε λοιπόν τώρα ο κόσμος να πάρει το όπλο και να γενεί αντάρτης, γιατί φοβότανε ότι σε λίγο θα του λέγαμε πάλι να το αφήσει... Εκείνη την προθυμία και την εμπιστοσύνη που είχε ο λαός στο κίνημά μας από λίγο την καταστρέφαμε κι άρχιζε να μη μας παίρνει στα σοβαρά. Από το άλλο μέρος οι αρχές των Χανιών τρομαγμένες ακόμη από το ένοπλο ξεσήκωμα παρ' ότι φτιάχνανε το φουσάτο του Γύπαρη, αποφύγανε ολότελα να κάνουνε συλλήψεις. Σ' αυτό το μούδιασμα του κόσμου μας και την απροθυμία, εχτός απ' όλα τ' άλλα έπαιζε βέβαια το ρόλο της κι η Αμερικάνικη επέμβαση με τα δολλάρια του «δόγματος». Κρατούσα μια συχνή επαφή με τα Χανιά και μετά λίγες μέρες αφότου έφυγε ο Μιαούλης, ήρθε ο Χρήστος Μπονάτος, υπεύθυνος της Αυτοάμυνας της πόλης των Χανιών. Ο Μπονάτος ήταν ένας θερμός και αφοσιωμένος επαναστάτης και ικανός να πιάνει και να ματαιώνει τα σχέδια του αντίπαλου. Έμεινε ένα βράδυ στο Ηράκλειο και κουβεντιάσαμε πολλά. Γνώμη του ήταν ότι οι αρχές των Χανιών προετοιμάζανε την αντεπίθεσή τους και ότι όλες οι πληροφορίες λέγανε πως θ' άρχιζαν με συλλήψεις. Έφυγε ο Μπονάτος για τα Χανιά κι αμέσως την επομένη ήρθε ξανά ο Μιαούλης με πιο συγκεκριμένες και καθαρές πληροφορίες. Η αντίδραση των Χανιών με το Γύπαρη και το υπό καταστευή τάγμα του που όλο και μεγάλωνε, είχε αρχίσει καθοδηγημένη από τους Άγγλους «οργανωτές» και «ειδικούς» ένα μαστορεμένο, ακατάπαυτο νευροπόλεμο. Όλες οι πληροφορίες λέγανε πως κάποια επίθεση εναντίον ετοιμάζανε. Κάναμε ένα πρόχειρο σχέδιο απάντησης δικής μας, με σκοπό να αφαιρέσομε από τον αντίπαλο αυτό που λέγεται πρωτοβουλία, όταν θ' άρχιζε την Digitized by 10uk1s
ανοιχτή επίθεσή του με συλλήψεις ή όπως αλλιώς. Έπρεπε να συνδέουνε τους αντάρτες και την Αυτοάμυνα του υπαίθρου, να τους προετοιμάσουνε για να κινηθούνε προς τα Χανιά αφοπλίζοντας όσους από τους σταθμούς χωροφυλακής ήταν πιο εύκολο, χωρίς να βλάψουνε τους χωροφύλακες. Ακόμα το σχέδιο πρόβλεπε και συλλήψεις («αντισυλλήψεις» όπως ειπώθηκαν απ' το Μιαούλη) στις κωμοπόλεις του Νομού ή ακόμα και μέσα στην πρωτεύουσα. Μ' αυτό το σχέδιο έφυγε ο Μιαούλης την ίδια μέρα πίσω στη βάση του. Το καλό ήταν ότι τώρα ο γραμματέας της οργάνωσης Χανιών Μακριδάκης, χωρίς τον Τσιτήλο και τον άλλο τον Π. που προσωρινά μούδιασε, δεν αντιδρούσε. Στο Ηράκλειο ολόκληρη η οργάνωση είχε ξανά ζεσταθεί. Ο Ποδιάς έφτιαχνε το επιτελείο του κι ετοιμαζόταν να βγει κατά τη μεριά της Βιάννου στο Δίχτυ. Ο Σαμαρίτης το ίδιο: στρατολογούσε στην επαρχία Τεμένους με κέντρο τον Αϊ-Σύλλα ετοιμάζοντας ένα λόχο. Ο Γιώργης ο Σμπώκος έφευγε για τον Ψηλορείτη με κέντρο το χωριό του, τα Ανώγεια. Μέσα στην πολιτεία ο Κ. Σκεμπετζής ξανάφτιανε την Αυτοάμυνα κι ο Δ. Παπάς, ο Πλακιωτάκης, ο Θεόφιλος Τρουλλινός, ο Γιώργης Καλαϊτζάκης, ο Μηλιαρέσης κι άλλοι πολλοί της Αυτοάμυνας μαζί με τους παλιούς αντιφασίστες Θ. Πάγκαλο, Γιώργη Αγγελόπουλο, Αρ. Σφακιανάκη που τώρα είχανε γίνει στελέχη της, δίνανε ένα τόνο ανάτασης κι επανάστασης. Το Ηράκλειο έχει μαζικό κίνημα, έχει εργατιά με παράδοση αγώνων που βρίσκεται σύσσωμη στην επιρροή του ΚΚΕ. Αρπάζεται και φουντώνει σχετικά εύκολα, αλλά κι όταν μουδιάσει κι αρχίσει την υποχώρηση, πάλι δε σταματάει το πίσω εύκολα. Τους στρατώνες με τους νεοσύλλεχτους στις Ρουσές κρατούσαμε με οργάνωση. Ωστόσο ο αντίπαλος είχε ένα τάγμα από ξεδιαλεμένους παλιούς στρατιώτες, που αυτό στρατοπέδευε κατά την ανατολική άκρια της πολιτείας, αλλά και σ' αυτό ακόμη κυριαρχούσαν οι αριστεροί στρατιώτες 29.
Έτσι βαδίζανε τα πράματα στην Κρήτη παρά την προδοσία ενός αγώνα, της παλλαϊκής απεργίας, όταν πήραμε την είδηση ότι στα Χανιά συλλάβανε την Εαμική ηγεσία κι ότι απειλούσανε κι άλλες πράξεις βίας. Ανάμεσα στους πιασμένους ήταν ο Σφακιωτάκης, στρατιωτικός αρχηγός του 14 συντάγματος του ΕΛΑΣ κι ως τώρα γραμματέας της Ν.Ε. του ΕΑΜ Χανιών, ο Αντώνης Μπριλλάκης γραμματέας της ΕΠΟΝ Κρήτης που στο μεταξύ είχε εκλεγεί κι είχε γενεί μέλος του κεντρικού συμβουλίου, ο γιατρός Κ. Χιωτάκης, ο γιατρός Σήφης Μαυριγωνάκης, ο πρόεδρος του εργατικού κέντρου Αντρέας Τσατσαρωνάκης, ο δικηγόρος Γιάννης Τζίβης, ο δικηγόρος Μαθιουδάκης πρόεδρος των εφέδρων 1940 - 1941, ίσως κι άλλοι που δε θυμάμαι τα ονόματά τους. Είχα αμέσως στείλει σύνδεσμο στα Χανιά, αλλά την επομένη από τις συλλήψεις μέρα ήρθε ο Μιχάλης ο Μποτώνης, υπεύθυνος της Αυτοάμυνας της Ν. Χώρας (συνοικία των Χανιών), γεμάτος αισιοδοξία ότι οι αντάρτες ζυγώνουνε προς τα Χανιά, ότι αφοπλίζουνε σταθμούς κι ότι η αντίδραση που είχε κλεισμένους τους ανθρώπους μας στο φρούριο του Φρικά που βρίσκεται στην είσοδο του παλιού λιμανιού της πόλης, δεν τόλμησε να τους στείλει στον Πειραιά. Ακόμα με πληροφόρησε ότι στο λιμάνι που βρισκόταν ένα βενζινόπλοιο σταλμένο από την ελληνική κυβέρνηση που διάταζε και τούτες τις προκοπές, για να παραλάβει τους κρατούμενους, είχε ρίξει άγκυρα περιμένοντας εντολές.
Στο Ηράκλειο είχαμε ησυχία και προχωρούσαμε κανονικά, αλλά δεν ξέραμε, ο μοναδικά υπολογίσιμος αντίπαλός μας ο Μπαντουβάς που δούλευε ολότελα παράνομα, τι προόδους είχε κάνει με τα άφθονα τώρα δολλάρια του Τρούμαν στη συγκρότηση ένοπλης δύναμης. Καιρό παραφύλαγε μια τέτοια ευκαιρία υποχώρησης του λαϊκού κινήματος όταν φάνηκε μετά την τέτοια εξέλιξη της απεργίας και το μούδιασμα από την Αμερικάνικη επέμβαση ότι τη βρήκε. Digitized by 10uk1s
Αυτές τις μέρες που όπως τις υπολογίζω ήτανε το δεύτερο δεκαήμερο του Απρίλη, κάλεσα στο Ηράκλειο από το Ρέθεμνος και συναντήθηκα στον Ατσαλένιο, το Φασατάκη που λίγο αργότερα σκοτώθηκε σε μάχη, και το Χριστοφοράκη. Αυτός μάλιστα ο δεύτερος υπηρετούσε λοχίας του πεζικού. Ήτανε και οι δυο τους από το χωριό Μέλαμπες του Aï-Βασίλη. Από τη μεριά εκείνη θ' ανέβαιναν οι αντάρτες στον Ψηλορείτη και κει θα νταμωνότανε με τους Σμπώκους. Από την ανατολική μεριά, το Νομό Λασηθιού, ήρθε στο Ηράκλειο ο Γιάννης Ρουκουνάκης, μεσανατολίτης αγωνιστής και κανονίστηκε ν' ανέβει με τον Κριτσωτάκη και Ραϊνάκη, παλιό καταδιωγμένο, κι άλλους πάνω στο Δίχτυ σε τοποθεσία γνωστή και στον Ποδιά. Αυτή η συνάντηση γίνηκε κανονικά, ενώ η άλλη του Ψηλορείτη δυσκολεύτηκε. Ύστερα για τελευταία φορά συναντήθηκα με τον Ποδιά που στο μεταξύ είχε ετοιμαστεί κι έφυγε για το Δίχτυ. Με τον Ποδια είχαμε κουβεντιάσει πολλά θέματα, όπως για κάμποσους στρατιώτες απ' εκείνους του «τάγματος σκαπανέων» του Ρεθέμνους που τώρα είχανε μεταφερθεί στον Άγιο Νικόλα. Στο μεταξύ το Πολιτικό Γραφείο από την Αθήνα διάταξε με γράμμα του την Οργάνωση του Ηρακλείου να ανεβάσει στο βουνό αυτούς τους στρατιώτες. Από την Αθήνα θέλαν έτσι να βοηθήσουν εμένα — ξέροντας τις αντιδράσεις της οργάνωσης — στην προσπάθειά μου για το αντάρτικο. Αλλ' αυτό το θέμα είχε πολλές δυσκολίες: οι στρατιώτες ήταν άριστοι μαχητές, αλλά έπρεπε να βρεθούνε μέσα σ' ένα πλήθος από ντόπιους αντάρτες, γιατί η δεξιά της Κρήτης θάβαζε τις φωνές. «Βούλγαροι!». Ακόμα θα εκμεταλλευότανε και το ότι ο Ποδιάς ήτανε πρόσφυγας και στο Ηράκλειο υπάρχανε βαθιές αντιθέσεις ανάμεσα στους ντόπιους και Μικρασιάτες. Έτσι τις μέρες που έμεινα στο Ηράκλειο δε βιάστηκα για τους στρατιώτες. Ακόμα είχαμε μια εφεδρεία στο αεροδρόμιο από εκατόν πενήντα μαχητές στη διάθεση του Σαμαρίτη που αυτός μάλιστα κρατούσε και αποθήκη οπλισμού με πολλά ντουφέκια, οπλοπολυβόλα και βαριά πολυβόλα «μπρέτες». Ο Σαμαρίτης λογαριαζόταν το καλύτερο στρατιωτικό στέλεχος της ανατολικής Κρήτης, ύστερα βέβαια από τον ασύγκριτο Ποδιά. Γύρω στις είκοσι του Απρίλη φάνηκε ότι στα Χανιά δεν πήγαιναν τα πράματα καλά: η πίεση των ανταρτών λιγόστεψε. Κάλεσα τότε το Μιχάλη Παπαναγιωτάκη και κουβεντιάσαμε ώρες ολόκληρες την κατάσταση 30. Συμφωνήσαμε να φύγει αμέσως για τα Χανιά να βγει ν' ανέβει αμέσως στο ύπαιθρο και ν' αναλάβει στρατιωτικός των ανταρτών με καπετάνιο το Νίκο Τσαμαντή. Έπρεπε να περιοδέψει στα χωριά και να πιστέψουν οι αριστεροί ότι το όπλο δεν θα το αφήναμε ποτές μέχρις τη νίκη. Ήτανε καθώς φαινόταν μια δύσκολη κατάσταση κι ο αντίπαλος έδιωξε για τον Πειραιά τους κρατούμενους. Αν η πίεση ήταν λίγο ισχυρότερη θα καταφέρναμε την απελευτέρωσή τους κι η πρωτοβουλία θα περνούσε πάλι σε μας. Αλλά η οργάνωση τω Χανιώ δεν ξόδεψε όλες τις δυνατότητες που είχε, κι ο Πισσομανώλης, καπετάνιος του συγκροτήματος της Κυδωνίας, τραβήχτηκε στο ορεινό χωριό Δρακώνα, πούχε δεσμό καταγωγής. Το χωριό γιόρταζε τ' Αϊγιωργιού, κι οι κάτοικοί του ζήτησαν και τους αντάρτες, έτσι που να γινεί η γιορτή τους γραφικότερη...
Βέβαια δόθηκε εντολή να συνεχιστεί η πίεση με το αίτημα να γυρίσουν οι εξόριστοι που τώρα βρισκότανε στο μεταγωγών του Πειραιά. Ο Πισσομανώλης κατέβηκε πάλι στα πεδινά ζυγώνοντας στα Χανιά. Αν γινόταν από τη μεριά μας λίγες συλλήψεις, θα πετυχαίναμε την απελευτέρωση, αλλά «όποιος καεί στην κολοκύθα φυσάει και το γιαούρτι». Στα Δεκεμβριανά στην Αθήνα πήραμε ομήρους· και λογαριάστηκε και ήταν μεγάλο λάθος. Εδώ όμως ήταν αλλιώς τα πράματα και αλλιώτικο θα ήταν και το αποτέλεσμα. Γιατί η κυβέρνηση της Αθήνας σ' αυτήνε την ενέργειά της βρέθηκε αντιμέτωπη μ' ολόκληρη την κοινωνία των Χανιών: Οι συλλήψεις λογαριαστήκανε παράνομες κι η δική μας αντίδραση δικαιολογημένη και νόμιμη. Αλλά η οργάνωση δεν κινήθηκε και δεν απαίτησε την Digitized by 10uk1s
απελευτέρωση με πίστη ότι θα πετύχει το σκοπό της. Αλλά τώρα λέω ότι δεν μπορούσε να φερθεί διαφορετικά: Η δεκάμηνη καθοδήγηση της οργάνωσης της Κρήτης απ' έναν διανοούμενο κι απ' έναν πεισματωμένο οπορτουνιστή όπως ο Π., με δίχως την ελάχιστη πείρα και ικανότητα για τα τέτοια, με δίχως ίχνος ψυχολογίας επαναστάτη και με χίλιους δυο τρόμους και δισταγμούς στην ψυχή και με χίλιους επηρεασμούς απ' έναν δειλισμένο, είχανε φέρει το οργανωμένο κίνημα σε αρκετά προχωρημένη διάλυση κι αποσύνθεση.
Στο Ηράκλειο είχα λογαριάσει ότι θα καθόμουνα σαράντα μέρες από τον ερχομό μου εκεί απ' την Αθήνα. Όταν όμως ξέσπασαν τα γεγονότα στα Χανιά, η οργάνωση του Ηράκλειου με το γραμματέα της και μέλος της Περιοχής Μ. Βιτσαξάκη έβαλε σε μένα ζήτημα να τρέξω στα Χανιά. Πρέπει να πω αμέσως ότι ήτανε φανερό ότι πίσω απ' τις τέτοιες προτάσεις βρισκότανε ο Π. που έτσι λογάριαζε ν' αρχίσει ξανά την αποσύνθεση του αγώνα. Ωστόσο δεν μπορώ να πω πως έμεινα ολότελα ανεπηρέαστος. Έβλεπα ότι έπρεπε να προφτάσω στα Χανιά, αλλά ήξερα ότι κείνο που άρχισα εδώ όταν δεν τέλειωνε, θα σωριαζότανε. Είχε φύγει ο Ποδιάς για το Δίχτυ. Εκεί θα ντάμωνε τους Λασηθιώτες. Θα κάναν τοπική στρατολογία και για εφεδρεία θα είχανε το λόχο των σκαπανέων. Ο Σμπώκος στ' Ανώγεια με τον Πατραμάνη και Καλομοίρη θα ντάμωνε με τους Μελαμπιανούς. Ακόμα φτάσανε απ' την Αθήνα ο Ελπίς Μανωλεσάκης κι ο Δ. Κάπνας. Ήταν ακόμα ο Σαμαρίτης έτοιμος με εβδομήντα. Αυτός λογάριαζε να στρατοπεδέψει γύρω στον Αϊ-Σύλλα που είχε τροφές και πυρομαχικά και μόνο σε ανάγκη θ' ακουμπούσε τις πλάτες στο Δίχτυ για στον Ψηλορείτη. Είχε κι αυτός μια γερή εφεδρεία τους 150 σκαπανείς του αεροδρομίου στις Ρούσες. Πρέπει να πω αμέσως ότι μόλις έφυγα, ο Σαμαρίτης εμποδίστηκε να βγει με τους αντάρτες του. Αυτό κιόλας στάθηκε η βασικότερη αφορμή να διαλυθεί τόσο γρήγορα το ένοπλο κίνημα στην ανατολική Κρήτη, όπως θα δούμε. Γίνηκε κάτι που μ' έκοβε και υποψιαζόμουνα αλλά λογάριαζα ότι θα κατάφερνα να γυρίσω γρήγορα πίσω κι ότι φτάνοντας στα Χανιά θα μπροκάναμε μια στρατολογία με κάμποσους λόχους και καθώς ήταν η παράδοση να μπούμε στη Μεσαρά — έτσι ή αλλιώς η σκέψη μου ήταν να γυρίσω στην ανατολική Κρήτη. Η Μεσαρά κιόλας είναι ο σιτοβολώνας της Κρήτης κι έχει πλήθος άλλες τροφές, κρέατα, όσπρια και λάδια για τους αντάρτες και τους πληθυσμούς στα ορεινά. Ύστερα όποιος ξέρει από Κρητικά πράγματα καταλαβαίνει ότι με Χανιώτες και Ρεθεμνιώτες στην ανατολική Κρήτη, ο Μπαντουβάς θα κλεινόταν στην πολιτεία, γιατί οι ένοπλοί του θα σκορπούσαν. Ο Λευκαορείτης Κρητικός είναι ο ασύγκριτος πολεμιστής στο νησί στους πέντε τελευταίους αιώνες. Όλα τα παραπάνω που λέω είχανε συζητηθεί στα Χανιά με το Μιαούλη και Παπαναγιωτάκη, με τους αγωνιστές που δεν κατάφεραν να μας χωρίσουν ή δεν κατάφεραν να τους αχρηστέψουν ολότελα, όπως συνέβη με το Σαμαρίτη που χάθηκε τέτοιος αγωνιστής όπως τόσοι και τόσοι, χωρίς να δώσει μάχη.
Έφυγα λοιπόν από το Ηράκλειο. (Πότες βρέθηκε η «Ινδιάνα», ένα καινούργιο φορτηγό που κουβαλούσε στα Χανιά αλεύρια;) με την απόφαση μέσα σε λίγες μέρες να γυρίσω ξανά πίσω, μα όπως θα δούμε δε γίνηκε για τότες μπορετό. Ξαναήρθα σ' αυτή την πολιτεία μετά από κάμποσα χρόνια, μα δεμένος με χειροπέδες... Γι' αυτό νιώθω την ανάγκη από τώρας να παρατήσω για λίγο το αμάχη με ξένους κι εδικούς και να μιλήσω για τη θαλπωρή που σε κείνες τις τραχιές συνθήκες βρήκα σε πολλά σπίτια αγωνιστών. Το έχω πει κι άλλη φορά: Σε μένα οι ανθρώποι σε όλη τη φτωχιά τη ζήση μου φερθήκανε καλά. Πολλοί υποφέρανε για να φυλάξουν και να διατηρήσουν εμένα. Πολλές φορές σκέφτηκα κι ακόμης με βασανίζει αυτή η ιδέα: Τι περίμεναν από μένα και γιατί ξεχωριστά σε μένα δείχνανε τόση εμπιστοσύνη και τόση θυσία... Και γέρασα πια και βαδίζω προς το Digitized by 10uk1s
τέλος, αλλά τίποτα όπως τάφερε η κατάρα δε μπόρεσα να δώσω στους συνανθρώπους μου. Εγώ σαν άλλος «αδάκρυτος» ζω για να παίρνω μόνο. Εδώ στο Ηράκλειο έκανα μια μητέρα, που η καθαυτή μου μητέρα δεν είχε να της ζηλέψει σε τίποτα: Ένα σούρουπο με πήγε άνθρωπος της οργάνωσης σ' ένα κατάλυμα για το βραδινό ύπνο. Ήταν ένα σπίτι βομβαρδισμένο, κι όταν άνοιξε μια πρόχειρη πόρτα φάνηκε ένας διάδρομος γεμάτος απ' εδώ κι απ' εκεί ασβεστωμένες μικρές γλαστρίτσες. Όταν πέρασα μέσα έτρεξε ένα κοκκινωπό σκυλάκι αλυχτώντας, αλλά όταν έφτασε μπροστά μου μέρωσε, έβαλε τη μυτίτσα του χαμηλά και με τη γλώσσα του πήρε να γλύφει στις μύτες τα παπούτσια μου. Μια γερόντισσα που έτρεχε φωνάζοντας να μη με ξεσκίσει, σταμάτησε να το κοιτάει, κοιτούσε μένα κατάματα κι ύστερα στήνοντας το κορμί της στο ίσιο, έκανε τρεις σταυρούς, ενώ το σκυλάκι κουνούσε την ουρίτσα του σα να με καλωσόριζε. ... Κοιμήθηκα στο μοναδικό πάνω δωμάτιο που μισοείχαν να στέκεται οι μπόμπες. Το πρωί φεύγοντας είδα να στέκονται στο ισόγειο η γερόντισσα η θεία Αργυρώ, ο γιος της ο Γιώργης Καλαϊτζάκης και μια κοπελίτσα η Λενιώ, γυναίκα του γιου της. Στεκόταν εκειδά μ' ένα αφάνταστα γλυκό και παρακλητικό ύφος γεμάτο ντροπαλοσύνη. Η μικρή με ρώτησε αν θάφευγα απ' το Ηράκλειο. «Όχι, είπα, θα μείνω πολλές μέρες». Και τότες μου κάνανε και οι τρεις παράκληση να μένω στο σπίτι τους. Έμενα εκεί αφού το δέχτηκε η οργάνωση. Πολλές φορές όπως ερχόμουν από τα Χανιά πήγαινα στο συνοικισμό τ' Ατσαλένιου, αλλά ερχόταν ο Γιώργης και μ' έπαιρνε, ότι το απαιτούσε η μητέρα του. Μετά από κάμποσο καιρό η Λενιώ μου εξήγησε ότι όλα αυτά γίνουνται, επειδής το βράου εκείνο αντί να με δαγκώσει το σκυλάκι, με υποδέχτηκε, κι ο Γιώργης μου εξήγησε ότι τον καιρό της κατοχής το ζωάκι αυτό ανακάλυψε, βγάζοντάς το επί τούτου η θεία μας η Αργυρώ, όλους τους συνεργάτες των Γερμανών της συνοικίας «ξύλινη Ντάμπια» όπου βρισκότανε κείνο το σπίτι, ενώ η γερόντισσα με βεβαίωνε ότι ανάλογα την υποδοχή που κάνει το σκυλάκι στον πάσα σύντροφο, είναι και η αξία του. Πολλές φορές η γερόντισσα έλεγε ότι πρώτα δεότανε στην Παναγία για μένα και ύστερα για το γιο της. Κι όταν τον επόμενο χρόνο καταδικάστηκε από στρατοδικείο κι εχτελέστηκε, βρήκε έναν τρόπο να μου μηνύσει στα Λευκά Όρη ότι πήρα τη θέση του γιου της, ότι μου στέλνει ευχές κι ότι στη δέηση πάντα εμένα βάζει πρώτο και να μη φοβάμαι πολεμώντας τους «οχτρούς». Κι αφού για λίγο πιάστηκα με τούτα τα κατακάθαρα ανθρώπινα, ας πω λίγα και για μια οικογένεια στη Χαλέπα τω Χανιώ, του Λαρίωνα και της Ασπασίας Τσούγκαρη. Αυτή μάλιστα η Ασπασία έλαχε να τελειώσει το βίο της ετούτες τις μέρες, χτυπημένη στο κεφάλι απ' το κακό πόνεμα. Σε κείνες τις στιγμές της τις κατάστερνες φώναξε τ' όνομά μου και με ζήτησε. Μα μένα του έρμου που το υπόγειό μου δεν έχει τηλέφωνο και τα τέτοια, δεν έφτασα για ένα λόγο θάρρους σε κείνα τ' αποχαιρετίσματα, που μπορεί ο πάσα άνθρωπος να τόχει χρεία φεύγοντας. Είχα το λοιπόν κάνει το στέκι μου στο σπιτικό τους εκείνες τις μέρες που η Κρήτη είχε ανάψει. Ήτανε παιδιά ακόμης κι η Ασπασία κι ο Λαρίωνας, αλλά είχανε ένα πανέξυπνο αγοράκι. Τα βράδια που καταλαγιούσαμε από την αγωνία της ημέρας, κάναμε αστεία: Μ' άρεσε να παρακινώ την Ασπασία ν' αφηγιέται το πώς ο άντρας της την παρακαλούσε — χτυπημένος από έρωτα — να τον πάρει, ως που στο τέλος από λύπηση και μόνο τον στεφανώθηκε. Και πως ύστερις άρχισε τη συμμόρφωση της ντυμασιάς του — ήτανε βλέπετε κατοχή — «ώσπου τον έκανα σύντροφε έτσι όπως τον βλέπεις...». Ο Λαρίωνας πούχε ειδή παλιού λήσταρχου μα ολότελα ψυχή παιδιού, γελούσε· πλημμυρούσανε τα μικρά παιγνιδιάρικα ματάκια του κι άφηναν αστραπίτσες. ...Ύστερα για χρόνια κλείστηκε κι αυτό το σπίτι, αλλά ο Λαρίωνας είναι απ' τους ελάχιστους που ζούνε, απ' όσους συντρόφους έχω νοματίσει σε τούτο το κεφάλαιο. Μα ας με συγχωρέσει, αν λάχει κανείς και με διαβάσει να πω ακόμης λίγα πάνω σε τούτο το κεφάλαιο της ζωής του όποιου επαναστάτη: Τον πρώτο χρόνο που καταστάθηκα στα Χανιά Digitized by 10uk1s
φιλοξενήθηκα για κάμποσο στο σπίτι του παλιού μου συντρόφου Θύμιου Μαριακάκη. Επίμενε ο σύντροφος επειδής το μιστό που μου έδεινε η οργάνωση όσο που έφτανε για ένα μέτριο φαγητό την κάθε ημέρα. Ο Θύμιος είχε τέσσερις αδερφές και μια μητέρα, καλόκαρδες κι ευγενικές, φιλόξενες τόσο που να μη νιώθεις καθόλου ξένος, αλλά συνέβαινε αυτό το σπιτικό να έχει περίσσια θλίψη και πένθος: Τρία από τα τέσσερα αρσενικά μέλη της οικογένειας χάθηκαν τον καιρό της κατοχής. Ο ένας ήτανε ο γνωστός μας γεωπόνος ο Νίκος Μαριακάκης όπου έχω κάνει λόγο και στην «Ακροναυπλία» που ντουφεκίστηκε στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Άλλος ένας για της οικογένειας γιατρός αυτός, όμηρος στην Ιταλία πέθανε από τα βάσανα κι από τα κακοπάθια. Σκοτώθηκε ακόμης από βομβαρδισμό ο άντρας της πιο μεγάλης αδερφής. Και δεν έφτανε το τόσο συγκεντρωμένο σε κείνο το αγιασμένο σπιτικό πένθος, μόν' επρόστεσε κι ο Θύμιος ακόμης ένα θύμα, με τον αρραβώνα μιανής κοπέλας που είχαν εχτελέσει οι φασίστες με βασανιστήρια, το μοναδικό αδερφό της. Δεν άντεξα για πολύ σε μια τέτοια πλημμύρα από θλίψη, τόσο οδυρμό, στο τόσο σφίξιμο της ψυχής. Δεν ισοφάριζε η καλοσύνη όσο απέραντη κι αν ήταν... Εξηγήθηκα στο Θύμιο τι μου συνέβαινε και βρήκα όση κατανόηση χρειαζόταν. Τώρα ύστερ' από τόσα χρόνια βλέπω ότι σε τέτοιους καιρούς, σαν αυτό που τότες περνούσαμε, η ψυχή ζητάει να είναι λεύτερη για κατακόρυφη ανάταση... Περνούσα όμως συχνά να δω τις μαυροντυμένες συντρόφισσες κι έμεινε να θυμάμαι για πάντα εκείνο το απέραντο πένθος, την ατέλειωτη ανθρωπιά και καλότητα.
Φτάνοντας στα Χανιά βρήκα την οργάνωση σε μεγάλη απελπισία. Κουρασμένα τα στελέχη και τα μέλη της από την πολυήμερη κινητοποίηση μ' επιτροπές κι άλλες κινήσεις ξεκουραζότανε λες, απογοητεμένοι όλοι ότι δεν πέτυχαν την απελευτέρωση των στελεχών μας.
Σ' αυτήνε την κατάσταση της οργάνωσης ξαναμπήκε το καθήκον του ξαναζεστάματος του αγώνα, με το αίτημα να σταματήσει η τρομοκρατία και να μείνουν λεύτεροι και να γυρίσουν στα Χανιά τα μέλη της Εαμικής ηγεσίας. Ξαναζύγωσαν οι αντάρτες στα Χανιά και στείλαμε πολλές και πιο μαχητικές επιτροπές. Έθεσα ξανά και το θέμα των συλλήψεων απ' τη μεριά μας, αλλά και πάλι απορρίφτηκε η πρόταση, ακόμα κι από τους πιο στενούς συνεργάτες μου, όπως το Γιώργη Μιαούλη και το Χρήστο Μπονάτο. Πρέπει να πω όμως ότι η επιτροπή πόλης των Χανιών είχε μυαλό και αντρειοσύνη και καταλάβαινε κιόλας πως από λόγους ταχτικής ο αγώνας έπρεπε να μη σταματήσει. Γιατί η δεξιά, έμπειρη αλλά και καθοδηγημένη, αυτό ήθελε να πετύχει: Το σπάσιμο στα νεύρα, την κούραση των αγωνιστών, για να συνεχίσει έτσι τις συλλήψεις και τις άλλες καταπιέσεις ώσπου το κίνημα να κουραστεί και να σηκώσει τα χέρια. Δεν έβαλε λοιπόν η οργάνωση κανένα εμπόδιο όταν ξανάρχισε η ένοπλη πίεση στο ύπαιθρο. Σε λίγο φάνηκε σα να κυκλώνεται η πολιτεία και στον Ταυρωνίτη δινότανε μάχη με νεκρούς ένα μοίραρχο, ένα υπενωματάρχη κι άλλους τραυματίες και πολλούς αιχμαλώτους. Και στον Αποκόρωνα είχαμε συμπλοκές ανταρτών με χωροφυλάκους. Ένα αντιτορπιλικό έφτασε στα Χανιά και το ανακοινωθέν του Γ.Σ. μιλούσε ότι οι αντάρτες βρισκότανε έξω από την πόλη των Χανιών σε σχήμα τόξου και το υπουργικό συμβούλιο στην Αθήνα έκανε απανωτές συνεδριάσεις για τα γεγονότα στο ύπαιθρο τω Χανιώ. Μέσα σ' αυτόνε το χαλασμό διαπραγματευόμαστε με τις τοπικές αρχές, που πρέπει να πω ότι δεν έχασαν τη ψυχραιμία τους παρά το ότι κάθε στιγμή και στα φανερά έριχναν τις ευθύνες για τις Digitized by 10uk1s
συλλήψεις που προκάλεσαν τούτα τα γεγονότα, στην κυβέρνηση της Αθήνας που πάλι μόνο αυτή μπορούσε να διατάξει την απόλυση των στελεχών μας. Τις διαπραγματέψεις μας με τη Γ. Διοίκηση τις έκανε ο αγωνιστής δικηγόρος Σταύρος Χατζηγρηγόρης, άνθρωπος ικανός και με ψηλό φρόνημα. Δεν πετύχαμε όμως μια συμφωνία. Ήτανε βλέπετε και τα νταϊλίκια του Σ. Βενιζέλου που ήθελε από δικαίωμα κληρονομικό να επιβληθεί Κρητικάρχης. Παρ' όλα όμως αυτά μετά από κάμποσες μέρες έμεναν λεύτεροι απ' τους κρατούμενους ο Σ. Σφακιωτάκης και ο Α. Μπριλλάκης. Αν θυμάμαι τον ίδιο καιρό ο Ποδιάς, που πριν λίγες μέρες είχαν ενωθεί μαζί με την ομάδα του οι στρατιώτες «σκαπανείς» τ' Αϊ-Νικόλα, άρχιζε τη δράση του με κατάληψη της Γεράπετρας και στη συνέχεια δίνει νικηφόρες μάχες πάνω στο Δίχτυ. Αυτές τις μέρες που θα ήταν οι τελευταίες του Απρίλη, με πρωτοβουλία δική μου γίνηκε μια συνεδρίαση των μελών της Περιοχής Κρήτης που βρισκότανε στα Χανιά: Του Δ. Μακριδάκη, της Β. Κλάδου και μένα. Ο Τσιτήλος ζούσε ξεχασμένος στην Αθήνα κι ο Βιτσαξάκης κρατούσε στο πόστο του στο Ηράκλειο. Το πρώτο θέμα μας ήτανε μια γραφτή έκθεση του Μ. Παπαναγιωτάκη για την κατάσταση του αντάρτικου στο ύπαιθρο των Χανιών. Μιλούσε για δυσκολίες στη στρατολογία ανταρτών και στη δράση λόγω του ότι ο αγροτικός κόσμος πιστεύει ότι η οργάνωση της Κρήτης θαρθεί πάλι σε συμβιβασμό κι αυτοί θα μείνουν εκτεθειμένοι ακόμα μια φορά. Στην τέτοια σκέψη του λαού της ύπαιθρος βοηθούσε τ' ότι εμείς εδώ στα Χανιά τραβήξαμε πολύ τις διαπραγματέψεις μας με την εξουσία στο θέμα των συλλήψεων. Το άλλο θέμα μου ήταν η κατάσταση απομόνωσης που βρισκόταν ο Ποδιάς, αναγκασμένος να δίνει ακατάπαυτα μάχες, κυνηγημένος από παντού πάνω στο Δίχτυ από τις κρατικές δυνάμεις και τους παρακρατικούς του Μπαντουβά. Ο Σαμαρίτης δεν είχε βγει ακόμα έξω, και στον Ψ ηλορείτη δεν είχε ακουστεί ακόμης δράση της ομάδας των Σμπώκων. Οι σύντροφοί μου όμως δεν καταλάβαιναν από τα τέτοια κι αντί να παρθεί απόφαση να φύγω αμέσως για το Ηράκλειο όπως ήταν η πρότασή μου, αποφάσισαν με μειοψηφία ενός ψήφου, του δικού μου, να βγω στο ύπαιθρο τω Χανιώ κι η συντρόφισσα Κλάδου να φύγει για το Ηράκλειο να κινήσει το Σαμαρίτη. Για μένα ήταν φανερό ότι στη δυτική Κρήτη η κατάσταση θάπαιρνε πάνω γρήγορα· ότι στο Ηράκλειο ξετρύπωξε ο Π. κι απερίσπαστος τώρα πια εμπόδιζε το Σαμαρίτη στο έργο του, για να βγει έξω και δούλευε για τη «νομιμότητα» τη στιγμή που σ' όλο το έδαφος της Ελλάδας το ΚΚΕ βρισκότανε σε ανοιχτό πόλεμο με τους αντίπαλους. Θυμάμαι τη Βαγγελιώ που τώρα χωρίς τον Τσιτήλο είχε βρει τον επαναστάτη εαυτό της, που με φώναξε ιδιαίτερα για να μου πει ότι θα τα κατάφερνε καλά κι ότι αν εγώ πήγαινα στο Ηράκλειο, θα πιανόμουνα γιατί είχα πολύ εκτεθεί. «Δεν θα καταφέρεις τίποτα συντρόφισσα, της είπα, γιατί αυτός ο ασβός μόλις έφυγα έχει βγει από τη φωλιά του και συ δε θα μπορέσεις να τον κάνεις να ζαρώσει». Και τόντις· ό,τι διαιστανόμουνα είχε συμβεί. Αυτός ο κακός αγωνιστής θα καταφέρει να κολοβώσει το Σαμαρίτη να βγει στο αντάρτικο απομονώνοντας έτσι τον Ποδιά με τους στρατιώτες, και στην πόλη να στείλει ολόκληρο το στελεχικό σώμα αντί στο ύπαιθρο που έπρεπε με το όπλο, σε «νόμιμη» διαμαρτυρία στη Νομαρχία με πλήθος επιτροπές. Άλλο που δεν ήθελαν οι αντίπαλοι. Πιο κει την Νομαρχία στις Τρεις Καμάρες τους είχαν στήσει το καρτέρι, τους βάρεσαν σκότωσαν τον πρόεδρο των τσαγκαράδων κι άλλους ακόμα, τραυματίστηκαν εφτά, ενώ όλα τα στελέχη της Οργάνωσης πιάστηκαν κι ο Πρόεδρος του εργατικού κέντρου Γ. Περγαλίδης πέθανε απ' τα βασανιστήρια. Πρέπει να πω εδώ ότι ο Παπαδομιχελάκης με την όλη αυτή στάση του, για τους λόγους που θα πω, σαν να εκδικιότανε το κίνημα: Πριν να τελειώσει η Γερμανική κατοχή, αρνήθηκε στο Κόμμα να Digitized by 10uk1s
κατέβει στην Κρήτη και στάλθηκε ο Βλαντάς. Και πάλι μετά την απελευτέρωση ξαναρνήθηκε, αλλά τότες το Π.Γ. θα τον έστελνε στο σπίτι του και πειθάρχησε. Και πάλι όταν τον απόβαλε απ' τις γραμμές του και τον έστειλε στο ΑΚΕ για τους λόγους που αναφέρω στο σχετικό κεφάλαιο, αποπειράθηκε πάλι απειθαρχία, αλλά κατάλαβε γρήγορις που δεν ήθελε πολύ να βρεθεί «ως μη φέρων ένδυμα γάμου έξω του νυμφώνος». Προσποιήθηκε λοιπόν πειθαρχία κι από την ίδια στιγμή συνέχισε και δυνάμωσε αυτά τα απερίγραφτα ενάντια στο κίνημα. Με τέτοιους όμως που το άπαντό τους είναι το κομματικό πόστο και τον ίδιο καιρό δείχνουν για τη ζωή τους τόσο πολλή φιλία και φροντίδα, επαναστάσεις δε στεριώνουνε. Οι επαναστάσεις γίνουνται απ' εκείνους που κοντά στ' άλλα έχουνε την αρετή να ερωτευτούνε την ίδια την επανάσταση, να προφυλάνε όσο γίνεται τη ζωή των συντρόφων τους και μόλις που να νοιάζουνται για τη δική τους. Ήταν ένας άνθρωπος να του στήνεις ικρίωμα και την ίδια στιγμή να πονείς και να τόνε λυπάσαι για τις τρομάρες που τον ζώνανε. Χαθήκανε πολλοί κομμουνιστές από αφορμή του κι η Κρήτη αντίς επανάσταση γέννησε ένα έκτρωμα. Την τέτοια καταστροφή δεν θα μπορούσε να τη διαπράξει, αν η κομμουνιστική οργάνωση της Περιοχής Κρήτης δεν είχε αυτόνε τον ανίδεο από τα τέτοια, κατά όνομα μόνο γραμματέα, τον Τσιτήλο ή αν το κομμουνιστικό Κόμμα είχε μελετήσει στην περίσταση τα στελέχη του.
Ήτανε θυμάμαι η πρώτη του Μάη όταν ήθρανε στο σπίτι του Λαρίωνα Τσούγκαρη στη Χαλέπα, που είχα το στέκι μου, δυο επονίτες οπλισμένοι με περίστροφα να με πάρουν για το βουνό. Ο ένας ήταν ο Σήφης Μανουσάκης κι ο άλλος ο Παύλος Μανουσογιαννάκης. Ο τελευταίος μάλιστα είχε στο ενεργητικό του ότι παιδί δεκαπέντε χρονών, βάρεσε με αυτόματο μέσα στη στρατώνα τους — έδωσε σωστή μάχη — και σκότωσε κάμποσους Γερμανούς, εκδίκηση για το φόνο ενούς αδερφού του. Στη συνέχεια, αν και πιάστηκε τραυματίας, γλύτωσε γιατί, ώσπου να γινεί καλά και να δικαστεί, φτάσανε οι Εγγλέζοι· αλλά καθώς φαίνεται κι οι Γερμανοί θαυμάζοντας την τόση ψυχραιμία, δίσταζαν να σκοτώσουν ένα τραυματισμένο παιδί — κάτι τέτοια τα κάναν για να δειχτούνε ιππότες. Ο άλλος ο νεολαίος ο Σήφης, ήταν από τους λίγους ανθρώπους που έχω συναντήσει με τόσο πολλά προτερήματα. Κείνες τις μέρες κιόλας είχε δολοφονηθεί ένας, ο πιο μεγάλος αδερφός του στο Βαμβακόπουλο, συνοικισμό στην άκρια τω Χανιώ που κατοικούσαν. Κι αναθυμάμαι ετούτη την ώρα, που μετά από πολλά χρόνια μου έλαχε η ευχαρίστηση να ζήσομε κάμποσο μαζί στη δεύτερη αχτίνα της φυλακής της Αίγινας. Εκεί ο Σήφης πήρε την αναστολή και θα έμενε λεύτερος· και θυμάμαι τα ανάκατα αιστήματα — χαράς μα και βαθιάς θλίψης — που έφερε στους αγωνιστές που κάμποσοι κιόλας γέροι, με δάκρυα τον ασπάστηκαν και για κανέναν και ποτές δεν είδα τέτοια συγκίνηση. Σε λίγο όμως βλαμμένη η καρδιά του στα βάσανα της φυλακής, απόκανε να χτυπά. Και θέλω να πω, εξαιτίας πόνου ψυχής ανοίχτηκε τούτη η παρένθεση, πως για όσους αγωνιστές απ' εδώ και πέρα θα κάνω λόγο στην εξιστόρηση, ελάχιστοι ζήσανε κείνης της καταιγίδας. Τους πολλούς τους έφαγαν οι σφαίρες στη μάχη, άλλους το εχτελεστικό απόσπασμα, άλλους ο δόλος του αντίπαλου σε ενέδρες, άλλους του «καθοδηγητή» οι σφαίρες κι ο δόλος· και κάμποσοι χτυπημένοι από τα βάσανα, πέθαναν παράκαιρα πάνω σε κάποιο κρεβάτι. Τώρα βαδίζω με τους δυο επονίτες για το Βαρύπετρο, χωριό πεδινό μ' ακουμπισμένη την πλάτη του σ' ένα χαμηλοβούνι. Απ' εκεί πήρα ένα σύνδεσμο, το Δημήτρη Λεδάκη, ένα νεολαίο μονόχειρα με φτερωτά πόδια που με πήγε στο ριζό του βουνού και κει σε μια τοποθεσία βρήκα το Βαγγέλη Χατζηαγγελή, που αυτός αν και ήτανε στον κατάλογο με τους άλλους ηγέτες, είχε γλυτώσει τη σύλληψη εξαιτίας που είχε λάβει μέτρα και δεν τόνε βρήκαν κείνο το βράδυ. Πήραμε τότες ν' ανεβαίνομε για την τοποθεσία «Καμπιά», κι όπως πατούσαμε πάνω είχε φτάσει και το σκοτάδι. Εκεί ακούστηκε π' ανοιγόκλεινε το κλείστρο 'νούς ντουφεκιού και μια φωνή παιδιού μας διάταξε: «Αναπεμένοι! (ακίνητοι)». «Μπάσταρδε! του φώναξα, κάτω το ντουφέκι σου μη μάσε σκοτώσεις απο το φόβο σου...». «Για το αντάρτικο θα βγήκετε. Ε! Καλά 'ναι, καλά 'ναι... α δε μας τα χαλάσει Digitized by 10uk1s
πάλι η πολιτική!...».
Ο Βαγγέλης μ' αρώτησε αν είχα ακούσει το τι 'πε ο τσομπανάκος, πούταν ο Θράσος ο Βιδάκης από το Θέρισο με το κοπάδι του. Αν τόχα λέει ακούσει! Αλλά είπα τότες στο σύντροφό μου Χατζηαγγελή πως αυτό πούπε ο νεολαίος βοσκός, θα τ' ακούμε για καιρό ώσπου να πιστέψει ο κόσμος του υπαίθρου πως γίναμε σταθεροί, πως δε θα παίζομε με κείνα που αυτός δεν είχε μάθει να παίζει... Πιο κει από το σιόπατο, σε ίσιωμα, βρισκότανε μια στέρνα με νερό και παρακεί μια πέτρινη καλύβα. Ανάψαμε μια μεγάλη φωτιά και σούβλισα ένα μπούτι που έκοψε ο Θράσος απ' ένα σφαγμένο αρνί που κρατούσε. Ξερόψηνα το μερί κι ο Βαγγέλης που ήτανε όσο άρχοντας στη θωριά και στο φέρσιμο, τόσο και λαϊκός, παθαινότανε ακούοντας τον τσομπανάκο με κείνη τη άφταστη θυμοσοφία των βουνίσων και τον παρακινούσε σε κουβέντες. Όταν ξεφεγγάρωσε —γιατί το μέρος ήτανε κακοτράχαλο— βαδίσαμε κάμποσο και σε λίγες ώρες φτάσαμε στο Θέρισο. Εδώ στα 1905 φέρανε οι Κρητικοί το Βενιζέλο κι αρχίσανε την επανάσταση — που κιόλας πήρε τ' όνομα του χωριού — που άνοιξε το δρόμο για την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Είχαμε καθήσει σ' ένα υψωματάκι. Κάτωθέ μας απλωνόταν μια λαγκαδιά σκεπασμένη από πλατάνια, καρυδιές κι οπωροφόρα, που το φεγγάρι τα κατάβρεχε από λιωμένο χρυσάφι κι ασήμι κι ανάμεσά τους ξάσπριζαν σκόπρια 'δώ και κει τα σπίτια του χωριού. Καταμεσίς βρυχιότανε τα νερά ενού χείμαρρου απ' τα λιωμένα χιόνια των Λευκών βουνών, που αυτά σηκώνονταν μεγαλόπρεπα κι οι αστραφτερές κρουστάλλινες κορφές τους φιλούσανε τα σκότη τ' ουρανού. Ήτανε μια μαγεμένη ετούτη η πρώτη νύχτα του Μαγιού. Αποχαυνωμένος έμεινα εκειδά ακούνητος, ν' ακούω τα αηδόνια που εκατοντάδες λαλούσανε ανάμεσα στα φυλλώματα... Τέλος θέλησα ν' ακούσω την ολότελα μαγεμένη ψυχή μου· και κείνη μου πέταξε το γνωστό μας τσιτάτο: «Ένας πόλεμος είναι απόλυτα δικαιολογημένος, ο εμφύλιος!». Και τώρας ύστερ' από τριάντα χρόνια με την τόση τους έχτρα και με τον τόσο τους έρωτα, πάλι η ψυχή μου μου προστάζει: «Όσο ο φασισμός, όσο οι διχτατορίες, όσο τα βασανιστήρια του κορμιού και της ψυχής, όσο υπάρχουνε όλα τούτα, ένας πόλεμος είναι απόλυτα δικαιολογημένος: ο εμφύλιος!..». Ύστερ' από τούτα κατεβήκαμε στο Θέρισο, κι ο Λεδάκης χτύπησε μια πόρτα 'νούς καφενείου. Ο καφετζής, ένας κοντός και μεσόκοπος που αν θυμάμαι λεγόταν Γιαννικάκης, αφού μας έψησε στη θράκα του τζακιού καφέδες που όπως μας είπε: «εκειδά κρατιόταν άσβηστη απ' τον καιρό που ο πατέρας του την είχε το πρώτο αναμμένη», άνοιξε ένα ντουλάπι κι έφερε ένα χοντρό, παλιωμένο τεφτέρι: «Επαέ γράφουνται όσοι περνούνε από τούτο το χωριό απ' τον καιρό του «Θέρισου». «Τ' όνομά σου», με προστάζει. «Γράψε τούς άλλους», του λέω. «Αυτουνούς τούσε ξέρω! Βαγγέλης Χατζηαγγελής και Δημήτρης Λεδάκης· γνωστές ταυτότητες, μόνο λέγε το δικό σου όνομα ντε! λέγε το, μα επαέ 'ναι γραμμένο και του γερο-Βενιζέλο και του Μάνο και του Μπιστολάκη κι αλλωνών απ' ούλη την Κρήτη, χιλιάδες». «Γράψε με το λοιπός: εκείνος που δε λέει τ' όνομά του». Και τόντις έτσι μ' έγραψε γιατί μετά δυο χρόνια επρόκοψε ο δεξιός τύπος των Χανιώ να δημοσιεύει εκείνο το ημερολόγιο που ξεκινούσε τόντις απ' το καιρό της επανάστασης του Θέρισου. Ύστερ' από όλα τούτα έφυγα με το σύνδεσμο από το Θέρισο, γιατί ο Βαγγέλης κουρασμένος, απόμεινεν' εκεί και πριν ξημερώσει φτάσαμε στο χωριό Μεσκλά. Τα Μεσκλά έχουν τους πιο δυνατούς ανθρώπους της επαρχίας Κυδωνίας στην εργασία και στον πόλεμο. Είναι το χωριό του καπετάνιου του ΕΛΑΣ Ν. Χανιών και τώρα του Δ.Σ., Νίκου Τσαμαντή, έχει πολλούς αυτοαμυνίτες κι ο Χρήστος Μπολούδης είναι ο υπεύθυνος της Αυτοάμυνας της επαρχίας. Βρέχεται από πολλά νερά, γιατί από μέσα του πετάγει τα νερά του ο ποταμός Καιρίτης. Digitized by 10uk1s
Πριχού ακόμης καλά ξημερώσει, είχανε φύγει σύνδεσμοι προς όλα τα σημεία του Νομού και την επομένη μέρα φτάσανε οι καπεταναίοι των ανταρτών με κάνα-δυο, το επιτελείο τους, καθώς και οι υπεύθυνοι της Αυτοάμυνας της κάθε επαρχίας. Ακόμα στα Μεσκλά βρισκόταν και το συγκρότημα της Κυδωνίας με το Μπαντουρόγιαννη και το Μανώλη Πισσά. Στη συνεδρίασή μας αποθαύμασα την καθαρομυαλοσύνη, την αφοβιά και την υπευθυνότητα εκείνων των δυνατών στη σκέψη, στην ψυχή και στο κορμί ανθρώπων. Θυμήθηκα τα μορφωμένα ζωντόβολα, με τη γεμάτη από κακοριζικιά σκέψη τους, που κατάντησε στο τέτοιο χάλι της την επανάσταση και που τώρας ετούτοι οι άντρες καθότανε χωρίς γογγητά για να φτιάξουν ό,τι φτιαχνότανε. «Ο κόσμος, σύντροφε Γιάννη, με την προδοσία της απεργίας δεν μας έχει πια εμπιστοσύνη. Σε κάθε προσπάθειά μας, ακόμα και οι οργανωμένοι αυτοαμυνίτες μας λένε ότι η πολιτική θα μας τα χαλάσει πάλι και δεν μας εμπιστεύουνται να πάρουνε ντουφέκι. Πρέπει σαν στέλεχος της οργάνωσης να μείνεις μαζί μας και να κάνομε μερικές πετυχεμένες επιχειρήσεις». Μου έκανε όμως εντύπωση ότι σαν δεύτερο λόγο γι' αυτή την απροθυμία των αγροτών δε φέρανε την Αμερικάνικη επέμβαση· μάλιστα πολύ ελάχιστα μιλήσανε γι' αυτήν. Το πνεύμα άλλαξε μετά από μια σύντομη ομιλία μου, όταν τους βεβαίωσα ότι «το Κ.Κ. της Ελλάδας τώρα πια έχει σταθερή την απόφασή του να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα μέχρις τη νίκη, ότι κι ο αρχηγός του Κόμματος και το Πολιτικό του Γραφείο βρίσκεται τώρα στα βουνά». Αυτά τα λόγια μου τα σχετικά με τη θέση του Κόμματος αλλάξανε ολότελα το πνεύμα και δώσανε πίστη στους καπετάνιους. Γιατί βέβαια για να μεταδώσουνε μια πολιτική, πρώτοι αυτοί έπρεπε να πιστέψουνε μα και να ξέρουνε τι σχεδιάζει να πετύχει με τα όπλα η ανώτερη ηγεσία του κινήματος. Τελειώνοντας η σύσκεψη αυτή είχε κιόλας επικρατήσει η πεποίθηση ότι μέσα στο καλοκαίρι θα κυριαρχήσομε πάλι στην Κρήτη και θα στελιώναμε αυτή τη φορά τη λαϊκή εξουσία. Ύστερα συζητήσαμε σ' ένα πρόγραμμα επιχειρήσεις και θυμάμαι ότι σε μια διακοπή πάνω στο ρακί και το καρύδι, ο Ευτύχης Λιτσάρδος, ένας φοιτητής πούχε έρθει μαζί με τον Καλαϊτζάκη σαν υπεύθυνοι της Αυτοάμυνας του Σελίνου πρότεινε πώς να καταληφτεί η υποδιοίκηση της Καντάνου. Ο Μιχάλακας — όπως είπανε τον Παπαναγιωτάκη κι έτσι ας τον λέμε και μεις — γεννημένος στρατιωτικός, επεξεργάστηκε στο άψε-σβήσε το σχέδιο του Λιτσάρδου κι είπε: «Θέλω τριάντα αντάρτες». Κι ήταν η πρώτη επιχείρηση που σχεδιάστηκε έτσι πάνω στο πόδι, που είχε μάλιστα και πλήρη επιτυχία όπως θα δούμε. Βάλαμε ακόμα για στόχους την κατάληψη του αεροδρομίου και ενός μεγάλου συνεργείου αυτοκινήτων στη Χρυσοπηγή. Τελειώνοντας η σύσκεψή μας αυτή, που γίνηκε στις τρεις με τέσσερις του Μαγιού 1947 και με τις ξεχωριστές συνεργασίες κράτησε όλη τη μέρα, οι αγωνιστές φύγανε την ίδια εκείνη νύχτα για τον τόπο της δράσης τους. Ελόγου μου κουρασμένος απ' όλα ετούτα που γίνανε απ' τις στερνές του μήνα Φλεβάρη ως τώρα — κι όσο μπόρεσα τάχω σημειωμένα — αφού ετοίμασα το Μανώλη Μανώλαρη για να φύγομε το πρωί και καβαλώντας τα Λευκά Όρη, να φτάσομε στα Σφακιά περνώντας της Σαμαριάς το Φάραγγα, κοιμήθηκα έναν ύπνο καλό. Λογάριασα: ο ένοπλος αγώνας και στην Κρήτη — «επί τέλους» — είχε αρχίσει.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI Αυτή την εποχή πού ιστορώ, τα χωριά της Κρήτης μα κι όλης της Ελλάδας, παρά τις απανωτές στρατέψεις, είναι γεμάτα από ανθρώπους με ηθικό και φρόνημα, που ζούνε μέσα στην πίκρα τους ότι η άρχουσα τάξη της χώρας, νικημένη από τις λαϊκές δυνάμεις, στηρίζει την ύπαρξή της σαν «κυβερνώσα» τάξη σε ξένη δύναμη, την Εγγλέζικη. Δουλεύουνε, γλεντάνε, μισούνε, αγαπάνε. Είναι η γενιά που νίκησε στ' Αλβανικά βουνά, η γένια που νίκησε στον κατοχικό αγώνα, είναι η γενιά που πάλεψε και προδόθηκε από δικούς και ξένους όσο καμιά άλλη γενιά στην ιστορία τούτου του τόπου. Ωστόσο το ύπαιθρο σφύζει από ζωή και κανείς δεν υποψιάζεται ότι τούτος ο πολιτισμός, ο αγροτικός πολιτισμός, μοιάζει όπως εκείνο το δέντρο που ανθεί και δένει ασυνήθιστα πλήθος καρπούς και κει, πάνω σ' αυτές τις ομορφιές που οι καρποί λαχταριστοί ωριμάζουνε, αρχίζει το δέντρο να φυλλορροεί κίτρινα φύλλα, ώσπου στο τέλος γυμνώνεται και σβήνει. Όμοια κι ο πολιτισμός του υπαίθρου που μέτρησε ζωή χιλιάδες χρόνια, κάτω από τούτα τα ξαφνικά ομορφίσματά του αγωνιούσε και πύρεσε, ώσπου ανοίχτηκαν οι πόρτες της μετανάστεψης —ο νεκροθάφτης— για να τον καταπιεί. Αυτό γίνηκε στ' αμέσως κατοπινά χρόνια από τ' αφηγούμενα και μάλιστα φάνηκε σα νάτανε η εμφύλια διαμάχη που έφερε τούτο το χαλασμό, ετούτα τα σκιρτήματα, πριχού από το θάνατο.
Θέλω τώρα να μιλήσω ξεχωριστά για το βουνό τούτο, τα Λευκά Όρη, που στις ράχες και στα χωριά του γίνηκε το ένοπλο πάλεμα που μέλλει να ιστορήσω και που κάθεται στη δυτική άκρια της Κρήτης. Είναι βέβαια ένα συνηθισμένο βουνό στον όγκο και στο ψήλος, όπως είναι ο Ταΰγετος, ο Παρνασσός, η Ζήρια, τα Βαρδούσια κι άλλα, μα είναι και βουνό ξεχωριστό, όχι μόνο από τ' άλλα της Ελλάδας μα πάνω κι απ' όλης της γης. Σε κανένα άλλο βουνό του κόσμου δε ζήσανε σε τόσους πολλούς αιώνες οι ανθρώποι εκείνοι οι ξεχωριστά δυνατοί, που έργο της ζήσης τους είναι η πάλη για τη λευτεριά του ανθρώπου και δεν οργανωθήκανε στα χωριά του τόσοι πολλοί ξεσηκωμοί. Γιατί στις απανωτές επαναστάσεις και τα μικροκινήματα που μετριούνται σε δεκάδες κι εκατοντάδες στους πέντε αιώνες της Βενετσιάνικης σκλαβιάς, εδώ βρίσκανε άσυλο και ανάπαψη οι κακοτυχεμένοι κι απ' εδώ συνεχίζανε το απελπισμένο πάλεμά τους. Και κατοπινά στους δυο αιώνες της τούρκικης σκλαβιάς δεν άδειασαν από αντάρτες· κι οι σηκωμοί όλοι, και οι οχτώ, του νησιού πάλι από δω ξεκίνησαν. Και για στεφάνι τους τωρινό τα Λευκά Όρη φοράνε, ότι απ' τα χωριά τους ξεκίνησαν τετρακόσια ντουφέκια και καταλύσανε στην πρωτεύουσα του νησιού τη φασιστική βασιλομεταξική εξουσία κι απ' εδώ πάλι κίνησε για ν' απλωθεί σε όλο το νησί η μάχη του λαού με τους χιτλερικούς επιδρομείς. Και τώρα δα στον καιρό μας στα χρόνια του φασισμού πάλι φιλόξενα σταθήκανε σε πλήθος επαναστάτες, αρχής από τον ωραίο επαναστάτη στρατηγό Μάντακα ως τους θρυλικούς δυο αγρότες, το Σ. Μπλαζάκη και Γ. Τσομπανάκη, που άφησαν τις ράχες τους όταν στην πατρίδα μας έσβησε κι ο τελευταίος από τους φασισμούς όπου την πλήξανε, η χουντική διχτατορία. Αυτό είναι το καλό βουνό το Λευκά όρη, που σηκώνονται αγέρωχα ανάμεσα σε τρία πελάγη, κι απ' την ανατολή μαζί με τον ήλιο χαιρετάνε το γερο-Ψηλορείτη, που αυτός πάλι παλιά-παλιά γέννησ' ένα θεό... Ανέβαινα στις ράχες του κείνο το πρωινό. Είχα για οδηγό μου τον τοπίτη Μανώλαρη. Ήτανε ο «Μάιος». Τα κρούσταλλα τριζοβολούσανε λιώνοντας, αστράφτανε βελονιασμένα απ' το ζεστό ήλιο και ρυακάκια από χιονόνερα κυλούσανε στα χαμηλώματα. Η φύση έμοιαζε μια πλημμύρα ποίηση, Digitized by 10uk1s
χαρά, φως και έρωτα. Κατά το απόγεμα, μ' οχτώ ώρες δρόμο φτάσαμε στα Ποριά, όπου τα λημέρια και το μιτάτο του Θόδωρου Βίγλη. Είναι ένα βαθύ διάσελο στα δυο χιλιάδες διακόσια υψόμετρο· έχει χιόνια πολλά και στα βράχια χτυπιέται ένας παγωμένος βοριάς. Κατά το νότο ξεχύνεται μια βαθιά χούνη που τη χαράζει και φιδοσέρνεται ένα μονοπατάκι. Κάτω σ' ένα στενό βάθος στους πάτους έχει κιόλας φτάσει η άνοιξη κι είναι πράσινο το τοπίο. Ως εκεί φτάνουν οι αναπνοές του Λιβυκού περνώντας τη χαράδρα. Απ' εδώ ασηκώνεται απότομα μια πανύψηλη γρανίτινη πυραμίδα, η κορυφή του Γκίγκιλου, και πίσω της οι μαύρες ράγες του Βολακιά. Είναι οι τόποι που κατοικούν οι αίγαγροι, ο Φάραγγας της Σαμαριάς που τώρα στην ειρήνη τη χαίρουνται χιλιάδες τουρίστες κι οι χάρτες τη σημειώνουνε σαν την πιο άγρια περιοχή του κόσμου. Έμελλε κιόλας να τη διαβώ κάμποσες δεκαριές φορές κι εδώ παίχτηκε όπως και σ' άλλους της Κρήτης σηκωμούς, το στερνό και ματωμένο σκίρτημα της επανάστασής μας. Μα βέβαια το πιο ξεχωριστό απ' όλα τούτα της φύσης τα άγρια και τα όμορφα, ήταν ο Θοδωρής ο Βίγλης. Ψηλός και ωραίος, απολλώνιος, νόμιζες ότι δε γεννήθηκε από το ανθρώπινο είδος, αλλά βγήκε απ' αυτήνε εδώ τη γρανιτένια φύση, ότι αυτή τον γέννησε σκόπιμα να την εξουσιάσει. Πριν από λίγα χρόνια ένας Γερμανός φρούραρχος του Φάραγγα, που έλαχε να είναι μελετητής στα ήθη και τα έθιμα, απ' όσα είχε ακουστά καλά, ζήτησε να τον δει δίνοντας το λόγο του ότι δεν ήθελε να τόνε βλάψει. Ο Θόδωρος αφού κύκλωσε ένα μέρος βολικό με ένοπλους ανθρώπους του, κατέβηκε φορώντας τ' ασημόδετα άρματά του. Θαύμασε ο Γερμανός, τον φωτογράφισε πολλές φορές, έψαξε τις συμμετρίες του κορμιού κι ύστερα κάνοντας λίγα βήματα πίσω, στάθηκε προσοχή και χαιρέτησε. Τι χαιρέτησε; οι ντόπιοι μου είπαν αργότερα ότι χαιρέτησε τη λεβεντιά κι όχι τον ίδιο που ήταν και παράμενε εχτρός του. Και θα πω εδώ πόσο ακριβά πλήρωσε γι' αυτή του τη λεβεντιά. Κάποιο καιρό που λάχαινε να μην έχει δοσοληψίες με την εξουσία, αργούσε στα Χανιά έχοντας μαζί του ένα μικρό μερωμένο αίγαγρο. Μια κοπελίτσα όμορφη, η Ζωζόγκα Παπαγιαννάκη, μαθήτρια της πέμπτης του γυμνασίου που της άρεσε να δίνει στο όμορφο ζωάκι καραμέλες, ερωτεύτηκε μ' ένα πλατωνικό έρωτα το Θόδωρο. Ο Βιγλης τσιμπημένος κι αυτός στα γερά, αποφάσισε να την απαγάγει. Μια μέρα λοιπόν πέταξε τη Ζωζόγκα και τον αίγαγρό του μέσα σ' ένα αυτοκίνητο και δρόμο για τα Λευκά Όρη. Είχε ανέβει αρκετά κατά τη μεριά της Μαλάξας, όταν βρέθηκε μπροστά της πορείας του ένας οδοστρωτήρας. Εκεί πιάστηκε από χωροφυλάκους. Δικάστηκε κάμποσα χρόνια. Και κει μέσα κρατούμενος στο φρούριο του Καλαμιού, τον έκανε κομμουνιστή ο καλός μας ο μπαρμπα-Λιάς ο Μπερκέτης που θυμόσαστε απ' άλλο τόμο. Τώρα όμως καθόμαστε στο ξάγναντο και τρώμε ψητό τραγί. Ο ήλιος καίει, ο βοριάς μας παγώνει. Του λέω για το τέλος του γερο-Μπερκέτη και συγκινιέται. Μου λέει αυτός για τη Ζωζόγκα του, θυμώνει και γελά: «Τι θα την έκανα κι αν μπορούσε να ζήσει δω πάνω μαζί μου!.. Μου χρειαζότανε. Εγώ είμ' αγράμματος... Θα της έχτιζα δω πάνω ένα παλατάκι και κάθε πρωί θα την καλημερίζανε οι νύμφες μου». Νύμφες λέει ο Θόδωρος κάτι αντιλαψίδες που όπως βαράει ο ήλιος τα χιόνια τα πρωινά καθώς φυτρώνει, φτάνουν ως τον Γκίγκιλο σαν τρομαγμένες άσπρες σκιές. Όπως όλοι οι Σφακιανοί, είναι αφάνταστα ρομαντικός και ποιητής. Ύστερα κοιτώντας ένα νεαρό ανηψιό του, το Βαγγέλη, που τον έχει δω πάνω συντροφιά και βοηθό του, μου λέει: «Αυτός ο άτιμος! Αυτός είναι η αφορμή που δε σκότωσα το Βασιλιά!..». Παθαίνεται απ' το κακό του· είναι φιλόδοξος. Λογαριάζει πως μια τέτοια πράξη δε θάχε στο ενεργητικό του κανείς άλλος Κρητικός. Ο Βαγγέλης ξεσκίζει ένα κόκαλο και γελά. Ο Θόδωρος θυμώνει... Είναι ο καιρός της κατάρρευσης. Η κυβέρνηση με το Γεώργιο φεύγουν, καβαλώντας τα Λευκά Όρη και μέσα από το Φάραγγα της Σαμαριάς φτάνουν στο Λιβυκό. Ο Θόδωρος αποφασίζει να βαρέσει το βασιλιά — είναι ο άριστος της Κρήτης σκοπευτής — και διαλέγει το μέρος. Ο Βαγγέλης κείνο το Digitized by 10uk1s
χρόνο τέλειωνε το δημοτικό. Έχει υποστεί την πλύση της 4ης Αυγούστου. «Ξέρεις βρε τι θα γίνει σήμερο;». «Τι θα γίνει θείε;» ρωτάει το παιδί. «Θα σκοτώσω το βασιλιά τον προδότη, τον κερατά!». «Θείε μου! Το βασιλιά μας θα σκοτώσεις;» ξεφωνίζει το παιδί. Είναι οι μέρες που το τελευταίο οχυρό της Ευρώπης ψυχορραγεί να πέσει στην αγκάλη του δυνάστη. Συγκλονίζεται αυτό το στοιχειό της μαδάρας απ' το κλαψούρισμα ενός παιδιού. Αν του μιλούσε ένας μεγάλος, τόσο πιο θα πεισμάτωνε. Μα το παιδί τον μέρωσε και τον συγκίνησε. Κρέμασε τ' ασημοδεμένο ντουφέκι του τ' ανάποδα στον ώμο, κατέβηκε στη Σαμαριά και κει στη μεγάλη αυλή του πατρικού του που τη σκέπαζε μια μουριά, έστρωσε με κλαριά λεμονιάς ένα τραπέζι, έβαλε πάνω το ψητό αρνί και δίγνωμος περίμενε ώσπου να φτάσει ο βασιλιάς με τον Πρωθυπουργό και την ακολουθία, για να τους κάνει το τραπέζι. Αυτά αναστορούντανε και στέναζε ο Θόδωρος. Εγώ ωστόσο που είχα γυμνωμένη τη σπάλα από την ψημένη σάρκα, την πέταξα στα γόνατά του όπως καθόταν σταυροπόδι: «Πες μου για τα μελλούμενα, του λέω, Βιγλοθόδωρε». «Πιστεύγεις στην κουτάλα;...». «Πιστεύγω ό,τι μου πεις». Πήρε το κόκαλο, το σήκωσε κατά ψηλά, γιατί μουχριούσε: «Δεν είναι καλή η κουτάλα», μου λέει· «θα χάσομε τον αγώνα... μα κι όπως μας τάκανε η πολιτική, χαημένος είναι από τώρας...».
Το πρωί όπως έφευγα με σύνδεσμο τον αδερφό του Γιάννη, γιατί ο Μανώλαρης είχε κουραστεί, ήρθε μέχρι το πέρχειλο για να μου πει πως αυτός και τα εφτακόσια γιδοπρόβατά του είναι στη διάθεση του Δημοκρατικού Στρατού. Μα κι άλλες φορές γι' αυτόνε το στρατιώτη θα μιλήσομε. Κατά το απόγευμα, περνώντας το Φάραγγα με τη Σαμαριά με τα εφτά σπίτια της που βρίσκεται στο κέντρο του, φτάσαμε το Λιβυκό πέλαγος. Πιο κει από την Άγια-Ρούμελη καθήσαμε στον ίσκιο ενού βράχου. Σε λίγο έφτασε ένας μεσόκοπος χτηνοτρόφος, ψηλός, καλοκαμωμένος κι αρματωμένος με Εγγλέζικο μακρύκανο. Εδώ γέροι και νέοι και μεσόκοποι είναι αρματωμένοι και με κιάλια. Ήταν ο Κριαρογιάννης απ' την Ανώπολη, άριστος χτηνοτρόφος και σκοπευτής. Ήρθε κι ο Γιουρούκος από την Άγια-Ρούμελη αυτός, πατέρας σε εφτά γιους. Ο Γιουρούκος είναι περίεργος ποιος είμαι και μην πήγα εκεί για να κάνω αντάρτες... «Είμαι αρχαιολόγος και λέγομαι Παπαδόπουλος και ήρθα να μελετήσω αυτά εδώ τα παλιά χτίσματα της Μινωικής πόλης Τάρας». «Μωρέ δε τα τρώμε μεις αυτά! Αρχαιολόγος και κουμπούρι;». Έκρυβα βλέπετε ένα περίστροφο στην τσέπη, αλλά είχε φανεί από λίγο η λαβή του. Ύστερα παρακάλεσα τον Κριγιαρά αν ήθελε να μου δώσει το όπλο του να ρίξω στο σημάδι. «Έχω από στρατιώτης, του λέω, να κάνω σκοποβολή». Μου το έδωσε δείχνοντάς μου κι ένα στόχο πάνω σ' ένα βραχάκι στη θάλασσα, όσο μια πεταλίδα. Βάρεσα και μεγάλωσε το ασπράδι· «έλαχε, είπα, κι έριξα ακόμα μια σφαίρα που βάρεσε και τούτη το στόχο». Με κοίταξε κάμποσο και βαθιά ο Κριγιαράς και λέει: «Το καλό που σου θέλω, να λες από ποιους είσαι, γιατί επά 'ναι Σφακιά και σκοτώνουσι!». «Κι από ποιους είμαι;», τον αρωτώ. «Είντα εσείς γνωρίζετε, γιατί η καταγωγή σας σέρνει απ' αράπηδες;». «Και λόγου σας, του λέω, από που κρατάτε;». «Εμείς είμαστε από τα δώδεκα αρχοντόπουλα όπου 'φερε ο Νικηφόρος Φωκάς». Τόντις ήταν όμορφοι άνθρωποι οι Κριγιαράδες, ψηλοί, ξανθοί, γαλανομάτες. Αντίθετα η δική μου σογιά είναι μελαχρινή ως επί το πολύ, με σκαλιαστά μαλλιά.
Ετούτη δω η σκοποβολή μου η πετυχημένη και το ότι, ξεκινώντας από τα Μεσκλά της Κυδωνίας και φτάνοντας ως το τελευταίο χωριό των Σφακιών, κούρασα τρεις συνδέσμους, μου έδωσε τόσο κύρος στους ορεινούς, όσο δεν θα μου έδινε αν είχα βγάλει δέκα πανεπιστήμια. Αλλά όπως θα δούμε, το κύρος αυτό στάθηκε κι η ευκή και η κατάρα για μένα. Digitized by 10uk1s
Φτάνοντας στην Ανώπολη άλλαξα σύνδεσμο και πήρα το Νίκο Αθητάκη. Εδώ κάθησα λίγο, γιατί έπρεπε να δω την Αυτοάμυνα και να οργανώσομε πληροφορίες. Η Ανώπολη όπως κι ολόκληρη η Σφακιανή επαρχία, κρατάει τη νοτική μεριά των Λευκών βουνών κι είναι οι πλάτες της Κυδωνίας που έχει τη βάση του τα αντάρτικο. Κι έπρεπε τις πλάτες μας να τις έχομε ασφαλίσει όσο γινόταν καλύτερα. Με τον Αθητάκη έφτασα μονημερίς μέχρι τον Πατσιανό, χωριό στ' ανατολικά Σφακιά κοντά στο Λιβυκό. Ήτανε βράδυ όταν μπήκαμε στο χωριό και θυμάμαι που επειδής είχε και κάμποσους δεξιούς, ήρθανε λίγοι ένοπλοι για την ασφάλειά μου. Σε λίγο έμαθα ότι ο σταθμάρχης με τους χωροφύλακές του είχε καταφύγει σ' ενού δυνατού το σπίτι, γιατί φοβήθηκε ότι θα τους αφοπλίζαμε. Μήνυσα στον άνθρωπο που τους φύλαγε ότι δεν είχαμε τέτοια γνώμη και πρόθεση και να τους στείλει πίσω στο σταθμό τους. Ήθελα να τους ξεφοβίσω. Δεν ήθελα να μας φύγουνε και να χάσομε κείνα τα όπλα. Και τόντις δεν τα χάσαμε, γιατί μετά από κάμποσες μέρες τους αφόπλισε στο επάνω χωριό, τον Καλλικράτη, ένας δεκαεφτάχρονος, ο Μιχάλης ο Μανουσέλης και στη συνέχεια ήρθε αντάρτης. Το πρωί πήγαμε μέχρι τη Σκαλωτή. Το χωριό αυτό και η Νίμπρος είναι ο τόπος της μακρινής καταγωγής μου. Εδώ γνώρισα το Βλανταδομανώλη, έναν από τους πιο δυνατούς και με θηλυκό (διαλεχτικό) μυαλό άνθρωπο. Το πραγματικό του είναι Μανούσακας· το άλλο είναι παρατσούκλι. Έχει ζήσει δώδεκα χρόνια φυγόδικος, λίγα χρόνια φυλακισμένος, ξέρει για την εποχή του αρκετά γραμματάκια. Έχει κάνει κάμποσους φόνους, παρά τη συνείδησή του, για λόγους αντεγδίκησης. «Όποιος κάθεται σ' αυτόνε τον τόπο, πρέπει να συμμορφώνεται με τα έθιμά του ή να φεύγει», αφήνει πολύ πικραμένος. Ύστερα ανοίγει ένα ντουλάπι κι απ' ένα κουτί βγάζει ένα γράμμα. Μου το δίνει και με παρακαλεί να διαβάσω. Του τόχει σταλμένο ο στρατηγός ο Μάντακας, που κάμποσο διάστημα σε μεγάλο κατατρεγμό του τον είχε φυλαγμένο. Ο στρατηγός αρχίζει την επιστολή του με το: «Σώφρον Μανώλη...». Και τόντις αυτός ο φονιάς ήτανε και σώφρων και φιλόξενος και φιλάνθρωπος και φιλόπατρις και τίποτα το καλό απ' εκείνα που συγκροτούνε κι ομορφαίνουνε τη ζωή των ανθρώπων, δεν του απόλειπε. Κι ενώ δεν προσποιούντανε σε τίποτα γιατί ήτανε ντόμπρος, μιλούσε σαν άγιος, σε μια γλώσσα καθάρια κι απροσποίητη. Ήταν ένας άνθρωπος που σου κάνει καλό ν' αναθυμάσαι τη γνωριμιά του, τα λόγια, τις κινήσεις, τη μορφή του. Θα τον δούμε όμως τον καλό μας το μπάρμπα-Μανώλη και πάλι αργότερα στους μαύρους κατατρεγμους όταν νικημένοι, γινήκαμε φυγόδικοι. Έτσι έφτασα από τούτη δω τη νοτικιά μεριά, στην ανατολικότερη άκρια του Νομού. Χωρίς να αιστανθώ κανένα ίχνος κρατικής εξουσίας. Στη Χώρα Σφακιών που λογαριάζεται και πρωτεύουσα, είχε λίγους χωροφύλακες, τρομαγμένοι και τούτοι, όπως εκείνοι του Πατσιανού, χωρίς να νοιάζουνται για τίποτις, βρισκόταν εδώ μόνο και μόνο γιατί τους θέλανε οι μαγαζάτορες για τζίρο κι αυτή την ταχτική κρατήσανε για κάμποσο, κοντά μέχρι το τέλος του εμφύλιου. Όταν περνούσε κανείς αντάρτης αυτοί φεύγανε από την πιάτσα και χωνόντουσαν στο σπίτι τους.
Στην επιστροφή μας ήρθε μας κι ο Γεώργης Μανουσέλης από τον Πατσιανό, που θα θυμόσαστε ότι ήταν ο επικεφαλής της ομάδας όπου λευτέρωσε το Στρίγγο από την Γαύδο. Για να συντομέψομε το δρόμο μας, πήραμε μια βάρκα και μας έβγαλε στο Λουτρό. Το Λουτρό είναι ένας όρμος καταστρόγγυλος με ασφάλεια για τα καράβια. Έχει παλιές δόξες κι ακόμης ανακρατούνε κάνα-δυο μικροεφοπλιστές. Έχει αρχόντισσες αυλές κι αυλόγυρους με λεμονιές και λουλούδια. Πολιτικά βρίσκονται σε αντίθεση μαζί μας κι όπως τους τρώει η πλήξη στην τόση τους μοναξιά, κυκλωμένοι από πανύψηλες κορφές —τα ραδιόφωνα δεν πιάνουν από το βορρά— τρομάζουνε ότι κάποια στιγμή θα κατέβουν οι Ανωπολίτες κομμουνιστές να γδύσουνε τ' αρχοντικά τους. Εμείς καθήσαμε στο μοναδικό ταβερνάκι που κιόλας ο ταβερνιάρης είναι κομμουνιστής μόνος και μοναχός του, μα και τούτος εδώ δεν ήτανε του λιμανιού άνθρωπος αλλά από την Ανώπολη Digitized by 10uk1s
παντρεμένος εδώ. Λεγόταν Αθητάκης. Όπως καθόμαστε στο ταβερνάκι, περνούσαν απέξω κάμποσοι Λουτριώτες και μας κρυφοκοιτούσαν τρομαγμένοι. Απ' όσα άκουαν κι απ' όσα διάβασαν ότι οι κομμουνιστές σφάζουνε, καίνε κι αδικούνε, ποιος ξέρει μη σκέφτονταν οι άνθρωποι πως κι αυτωνών ήρθε το μαύρο τέλος. Σ' όλη τη δράση μου σαν έβλεπα τους ανθρώπους σε τέτοια ψυχολογία ή σ' όποια κατάσταση άλλη, μ' άρεσε να μιλήσω, να εξηγήσω, να ξεφοβίσω. Αλλά εδώ μου φάνηκε πως τούτοι δω οι τρομαγμένοι μοιάζανε με κείνα τα παιδάκια τα τρίχρονα, που φοβούνται ότι θα τα φάει κι ότι θα χωρέσουν στην κοιλιά μιας κατσαρίδας... «Κάνε γρήγορα», φώναξα στον Αθητάκη που τηγάνιζε κάτι ψάρια που του είχαμε φέρει, «γιατί εδώ έχομε και δουλειές. Πρέπει να οργανώσομε το κολχόζ, πρέπει να μοιράσομε τα υπάρχοντα, πρέπει να τιμωρήσομε τους φταίχτες». Στεκότανε κάμποσοι έξω του καπηλειού και σκόρπισαν αμέσως... Ποιος ξέρει μη και πήγαιναν να κρύψουνε τα τιμαλφή τους κι ό,τι άλλο κρυβότανε. Αργότερα που φέραμε μια τάξη σε κείνη την περιοχή, στο Λουτρό οι άνθρωποι γίνανε καλοί φίλοι μας και σκούσα στα γέλια όταν ο Αντρέας Κριγιαράς, ένας ψηλός και δυνατός άντρας που κιόλας του επισκευάσαμε κι έβαλε μπροστά ένα αλευρόμυλο, μου έλεγε για κείνες τις τρομάρες που τους έφερε το αστείο μου. Άλλο ένα αστείο έκανα στα Σφακιά και λογιάζω πως είχα αυτήνη τη διάθεση, γιατί οι Σφακιανοί τα περνάνε όλα από τη ρίμα και το χωρατό και δε θάθελα ίσως να έχω μείνει πίσω. Φτάνοντας με τη βάρκα στην Άγια-Ρούμελη, μείναμε κει με το Μανουσέλη γι' ανάπαψη. Το βράδυ ήρθε κόσμος στο σπίτι που κονέψαμε και μιλήσαμε για πολλά κείνης της εποχής. Καμπόσοι χωριανοί παραπονέθηκαν ότι το χωριό τους είχε απομείνει με δίχως δάσκαλο και τα παιδιά τους μένουνε αγράμματα και στραβά! «Κάντε, τους λέω, μια αίτηση στο ΕΑΜ και θα σας φέρομε αμέσως δάσκαλο». Το είπα ολότελα σαν αστείο, αλλά αυτοί φύγανε κιόλας το πρωί για τα Χανιά. Πήγανε στο Γενικό διοικητή που ήτανε Σφακιανός, ο Βολουδάκης, και του είπανε το περιστατικό ζητώντας να τους δώσει βουλή. «Είντα λέεις απατός σου, κύριε Μανούσο, να γενεί; να κάμομε αίτηση στο ΕΑΜ;». Σε λίγες μέρες όμως άνοιξε το σκολειό του χωριού απ' ένα δάσκαλο από τη Μεσαρά· ο καψερός, φοβόταν τις κορφές και τους αρματωμένους ανθρώπους. Και στην Ανώπολη πήγανε και κει άλλο δάσκαλο· αυτόνε κιόλας τον φέρανε από την Ήπειρο. Ήταν πρόσωπο σπουδαίο, καλός αγωνιστής και μορφωμένος. Φοβήθηκε η εξουσία μην ανοίξομε μεις τα σκολειά, που τα μισά μέναν ακόμης κλεισμένα. Πρέπει να πω όμως πως όταν επλέκαμε τα όνειρα με το Μιχάλακα και το Μιαούλη να καταλάβομε την εξουσία, είχαμε προβλέψει και για της Κρήτης τα σκολειά, αφού είχαμε ένα πλήθος γραμματιζούμενους επονίτες! Την επόμενη μέρα καβαλώντας τα Λευκά Όρη, πορεία δεκαπέντε ώρες, φτάσαμε στα Μεσκλά. Κοιμηθήκαμε κει. Το πρωί έφτασε σύνδεσμος από το αντάρτικο συγκρότημα της Κίσσαμος με το πρώτο ανακοινωθέν, συνταγμένο από το Μιχάλακα σε στρατιωτική γλώσσα. Η υποδιοίκηση χωροφυλακής της Καντάνου είχε καταληφτεί. Ένας ή δυο χωροφύλακες είχανε μείνει νεκροί, άλλοι τραυματίστηκαν κι οι άλλοι αιχμαλωτίστηκαν. Τα λάφυρα ήταν αρκετά σε πυρομαχικά, τρόφιμα και ιματισμό. Ήτανε καλή επιχείρηση αυτή. Στο μεταξύ τα στρατιωτικά ανακοινωθέντα δείχνανε κάποιο φούντωμα του ένοπλου κινήματος στην Ελλάδα. Κείνο όμως που μ' έκοβε και με στεναχωρούσε μένα που ήξερα τα πράγματα στην Κρήτη στο βάθος τους, ήταν οι ακατάπαυτες συγκρούσεις του Ποδιά πάνω στο Δίχτυ με στρατιωτικές δυνάμεις, χωροφύλακες και Μπαντουβάδες κι αυτή η κομματική οργάνωση του Νομού Λασηθιού που με προκήρυξη αποκήρυχνε το Δημοκρατικό Στρατό!... Ένιωθα εκεί μια κατάσταση απελπιστική και Digitized by 10uk1s
ζούσα την ίδια με κείνους αγωνία. Αφού έτσι ήτανε τα πράματα, έπρεπε ν' ανοιχτεί με κάθε τρόπο άλλη μια εστία κατά τα ριζά του Ψηλορείτη ή όπου αλλού. Γιατί όμως αργούσε ο Σαμαρίτης να βγει; Ποιος πάλι τον εμπόδιζε;... Σ' όλο το δρόμο μας, γυρνώντας απ' τα Σφακιά, είχα κατατοπίσει το Γιώργη Μανουσέλη για όλα τα θέματα του αντάρτικου της ανατολικής Κρήτης κι έφυγε για το Ηράκλειο. Ήτανε άγνωστος ακόμα στην Κρήτη και μπορούσε εύκολα να κινιέται Αλλά σε λίγες μέρες γύρισε άπραχτος. «Είναι τρυπωμένοι» μου είπε. «Ούτε θέλανε να μ' ακούσουνε για τέτοια που των κουβέντιαζα». Ήτανε φανερό ότι η συντρόφισσα Κλάδου με τον πηγαιμό της εκεί δεν είχε καταφέρει τίποτα. Ο Γιώργης Μιαούλης ήταν ακόμα μέσα στα Χανιά και με το Μπονάτο κρατούνε την Αυτοάμυνα της πόλης, την οργάνωση στη στρατώνα, το ναυτικό στη Σούδα και στο αεροδρόμιο του Μάλεμε. Νταμώσαμε κατεβαίνοντας κοντά στα Χανιά. Έπρεπε να προετοιμαστεί η οργάνωση του αεροδρόμιου, αφού στους στόχους μας από πρώτη στιγμή ήτανε κι η κατάληψή του. Μιλήσαμε ακόμη για το άλλο αεροδρόμιο της Κρήτης στις Ρουσές στο Ηράκλειο, που η επιχείρηση έπρεπε να γίνει ταυτόχρονα και μ' αιφνιδιασμό έτσι που να μην παρθούνε μέτρα, και τον προετοίμασα για να βρεθεί εκεί, να πάρει μέρος στην επιχείρηση και να μείνει στέλεχος του αντάρτικου της ανατολικής Κρήτης.
Εμπόδιο ακατάπαυτο έμπαινε ότι το γραφείο Περιοχής Κρήτης με επιμονή αρνήθηκε κι αρνιότανε τη συγκρότηση αρχηγείου του Δ.Σ. Κρήτης (και με το Κόμμα όταν βρέθηκα στην Αθήνα δεν κουβεντιάστηκε το θέμα). Φοβότανε ότι θα το υποσκέλιζε και ουσιαστικά θα έμενε καθοδήγηση για τον τόπο. Αυτό ήτανε σωστό. Έτσι θα γινότανε ύστερα από τις τόσες του αδυναμίες και τα λοξοδρομίσματά του. Έτσι όμως εγώ έμενα ο «καπετάν ένας», κατάσταση πολύ δυσάρεστη, γιατί εχτός τ' άλλα, σαν μονοδέντρι σε βαράν όλοι οι καιροί. Μπερδεύονταν στη δράση του αντάρτικου ο νεαρός γραμματέας του ΑΚΕ. Φάνηκε μάλιστα σ' ένα χωριό του Σέλινου να έχει κολλήσει κάτι «σιρίτια» στο στρατιωτικό αμπέχωνό του, όπως εκείνος ο Αφεντούλης του 1821... παιδί βλέπετε, μόλις περνούσε τα είκοσι, αν δε λαθεύω. Πολλές φορές όμως με τις επεμβάσεις του αυτές έκανε ζημιά, όπως μια φορά όταν για πρώτη φορά βγήκε ο Γύπαρης στα Παλιά Ρούματα. Εκεί οι αυτοαμυνίτες είχαν αποσυρθεί σ' ένα βολικό ύψωμα, με πρόθεση να βαρέσουν τον ίδιο το Γύπαρη. Όταν τους ήρθε βολικά, ο Παπαγιαννάκης που βρέθηκε κει, άπειρος από τα τέτοια, δεν τους άφησε. Κι επειδής φεύγοντας ο Γυπάρης πήρε έναν αυτοαμυνίτη που βρήκε στο χωριό, το Μ. Διγενάκη, που τον βασάνισε και στη συνέχεια τον σκότωσε κει ανάμεσα Ρούματα και Σέμπρωνα, ξεσηκώθηκε αγανάχτηση με τα τέτοια καμώματά του. Τότες, παρά την εχτίμηση που του είχα, του σύστησα να κοιτάει τ' άλλα χρέη του σαν γραμματέας του ΑΚΕ. Αν ήθελε ας κανόνιζε με την οργάνωση και τότες να 'ρθεί αντάρτης. Ακόμα θυμάμαι που κάποια μέρα βγήκε απ' τα Χανιά στα Μεσκλά ένας πλαδαρός και μαμόθρεφτος δεκαοχτάχρονος παίδαρος. Ήταν ο γραμματέας της ΕΠΟΝ Κρήτης, που ορίστηκε στο πόστο αυτό όταν πριν από λίγο είχε πιαστεί ο εκλεγμένος γραμματέας της, ο Μπριλλάκης. Ήρθε λέει να δει πως πάει το αντάρτικο ...και με φοβέριζε: «Θα τα πούμε!» κι άλλες χοντρές κουβέντες είπε για τους αντάρτες. Ήθελε έκθεση. Τον αρώτησα αν ήταν σταλμένος της Οργάνωσης. Δεν ήταν. Τον έδιωξα τότε από κοντά μου, γιατί νόμισα τρέχανε και τα σάλια του· μου έκανε κακό και να τον βλέπω. Ήταν όμως πολύ υπάκουος· έφυγε ο κακομοίρης δίχως να δει πίσω του. Το κακό είναι πως μετά από λίγες ημέρες πιάστηκε το παιδί και βρέθηκε το ίδιο πολυλογάς και στην Ασφάλεια: «Είμαι ο γραμματέας της ΕΠΟΝ Κρήτης και δε σας λέω τίποτα!». Αλλά μετά από λίγες στιγμές —διαδόθηκε ότι είχε πέσει κάποιο χαστουκάκι— κατάπληχτοι οι αριστεροί Χανιώτες τον είδανε με ασφαλίτες να τουσε δείχνει τα σπίτια: Εδώ είν' ο πολύγραφος, εδώ η γραφομηχανή, εδώ κατοικεί ο δείνα κι εδώ ο τάδε. Άλλοι όμως είπανε πως τότες που βγήκε και γύρευε από μένα να του δώσω λογαριασμό, είχε πιαστεί, είχε Digitized by 10uk1s
λυγίσει κι η ασφάλεια τον έστειλε να της πάει πληροφορίες. Δεν το αποκλείω, γιατί όταν τον έδιωξα τον έπιασε ένας τόσο αφύσικος τρόμος... Τα λέω τούτα όλα γιατί στοχάζομαι πως ήταν η ίδια κείνη η πολιτική της ηγεσίας μας που ήθελε τον ΕΛΑΣ, για νάναι υποταγμένος σ' αυτήν, αδύναμο και με δίχως δική τους γνώμη και βούληση. Και για να εξασφαλίζεται αυτός ο έλεγχος, εχτός που το κάθε τμήμα μικρό ή μεγάλο, είχε τον πολιτικό επίτροπό του, ήτανε κι η παράλληλη καθοδήγηση του Αχτιδικού, του Περιφερειακού, του Περιοχικού. Ύστερα ήρθε κι ο Ζαχαριάδης με κείνο το καταλυτικό: «Στο Κόμμα μπήκε το αντάρτικο πνεύμα του ΕΛΑΣ!». Σαν να μη μας έφτανε που νομικά με τη Βάρκιζα μας είχαν παραχωρήσει στον ξένο και ντόπιο αντίπαλο και μας αφάνιζε. Αλλά εδώ σε τούτονε το στρατό, τον καθαρά κομματικό, η ηγεσία είχε την πρόβλεψη ότι η ίδια — χωρίς νάχει εξασφαλίσει και κάποιο καλόγερο καπουτσίνο για τα βαφτίσια — θα καρφίτσωνε στους ώμους της τους αδαμαντοκόλλητους... κι ως κάτω θάκανε ως και τους κοβάρχες, λοχαγούς. Ακόμης και το σήμερο, ο Μπαρτζώτας λαχταρούσε λέει νάρθει στην Ελλάδα — άλλο δεν είπε για τις λαχτάρες του— παρά ότι ήθελε να κουβεντιάσει με τους αντίπαλούς του στρατηγούς που τον νικήσανε!!! Βάλτε με το νου σας — Αυτή η στρατιωτική ιδιοφυία που όταν οι Γερμανοί εγκατέλειπαν την Αθήνα νικημένοι και κατησχυμένοι, όντας αυτός κομματικός γραμματέας αντί να οργανώσει την εξόντωση και την αιχμαλωσία τους, εξαπόστειλε εκατό συνεργεία με πινέλα και μπουγέλα από κόκκινη μπογιά και γέμισε τα ντουβάρια της Αθήνας με το «ΖΗΤΩ Ο ΦΑΝΗΣ», το δικό του ψευδώνυμο. Σκεφτείτε κατάντημα! είδετε κανένα βασιλιά ή διχτάτορα από τους τόσους που έχουν περάσει από τούτον εδώ τον τόπο να διατάξει τόσα πολλά «ζήτω» για τον εαυτό του; και περιμέναμε και μεις από τέτοιους υποανάπτυχτους ηγέτες ότι θα μας οδηγάγαν στη Νίκη... Τώρα είπε —ο ΦΑΝΗΣ— πως κάποιοι λέγεται ότι είπαν ότι «αν έρθει ο ΦΑΝΗΣ στην Ελλάδα θα κάνει την επανάσταση». Αυτό λέει ο Μπαρτζώτας ότι το είπανε... και ξέρετε ήρθε ο ΦΑΝΗΣ στην Ελλάδα!... Κι ο Ιωαννίδης μιλάει στ' απομνημονέματά του για κάποιον από τους τέτοιους στρατηγούς 31, που έλεγε τον εαυτό του Ναπολέοντα. Και βέβαια δεν εννοούσε τον τρίτο, αλλά τον ίδιο το Βερετάμπλ Ναπολέοντα. Τι κρίμα να μην ξέρομε της ιστορίας το μεγάλο, που συνέμοιαζε τον εαυτό του ο πολύς μας Βροντίσιος!... Είχα μια υποψία πως ο καθένας που προερχόταν από τον ΕΛΑΣ, ήτανε κι ένας ταλαίπωρος, αλλά συνηθισμένοι να υπομένομε την τέτοια μας μοίρα καρτερικά, δεν παρανοιαζόμουνα για την τέτοια τύχη και καρτερούσα...
Από μια συνέλευση όλων των ανταρτών του Νομού που γίνηκε στα Παλιά Ρούματα, φάνηκε από τις ομιλίες όλων των στελεχών και ανταρτών ότι ο αριστερός κόσμος άρχιζε από σιγά να ξεμουδιάζει, παρά τ' ότι η πολιτική και του ΚΚΕ και της Οργάνωσης της Κρήτης δεν ήταν ακόμης ολότελα ξεκάθαρη: πάμε οριστικά για ένοπλη αναμέτρηση είτε δεν πάμε; Εμείς βέβαια μέσα στην αγωνία μας αγωνιζόμαστε να ξεπεράσομε τις τόσες μας αδυναμίες και να μπούμε όσο πιο γρήγορα μπροστά. Σαν πρώτη επιχείρηση σχεδιάστηκε η κατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε. Θα παίρναμε πυρομαχικά, ιματισμό, κι οι αιχμάλωτοι αφού ήτανε στην πλειοψηφία τους αριστεροί, πρώην Ελασίτες, ένα μέρος τους θα έμεναν αντάρτες. Αλλά η επιχείρηση που μπήκε μπροστά αμέσως, ματαιώθηκε γιατί έχοντας άγνοια ελόγου μου απ' το έδαφος, με πήγαν από τη νοτιανατολική μεριά του Μάλεμε, από την τοποθεσία Καφούρο, απόσταση από το αεροδρόμιο περί τις πέντε ώρες, για το λόγο ότι θα βαδίζαμε νύχτα από κακοτοπιές κι όχι από βατό δρόμο. Θα μέναμε λοιπόν εκεί μέχρι που να βραδιάσει και θα Digitized by 10uk1s
κινούσαμε τότες για την επιχείρηση. Δε μ' άρεσε καθόλου να ενεργήσομε απ' εδώ την επιχείρηση, γιατί μετά από πέντε ώρες νυχτερινή πορεία οι αντάρτες θα φτάναν εκεί κουρασμένοι· αν μας υποδεχόταν από το στόχο μας με πυρά θα είχαμε αποτυχία. Κι αυτό ήτανε που φοβόμαστε την αποτυχία. Στο μεταξύ φάνηκε ένας ένοπλος· έτρεξε ο Μπαντουρόγιαννης να τον συλλάβει, αλλά έτρεξε και προσπάθησε να φύγει. Ο Γιάννης του βάρεσε μια ριπή κι έτσι η θέση μας προδόθηκε. Καθόμαστε μέσα σε κάτι χαλάσματα· έξω έτρεχε μια πηγή νερό και κει έφερε να ποτίσει το κοπάδι του Γιώργακα από τον Πρασέ ένας τσομπάνης, ο Βότζης. Τον κράτησαν οι αντάρτες για συντροφιά, ο άνθρωπος δεν κατάλαβε ότι για κάμποσες ώρες θα ήταν κρατούμενος· κι ακόμης στεναχωρέθηκε γιατί σφάξαμε δυο κριάρια να τσιμπήσουν οι εκατό αντάρτες. Στο μεταξύ η στεναχώρια μου μεγάλωνε· δε μ' άρεσε όπως σχεδιάστηκε η επιχείρηση αυτή, αλλά στην ώρα με ζύγωνε ένας από τους αυτοαμυνίτες που είχαμε μαζί μας, ο Μπιτζανοβασίλης από τα Παλιά Ρούματα, μεστός άντρας, πανέξυπνος, πολύπειρος και συνετός και μ' έβγαλε από τούτην εδώ τη στενοχώρια. Ο καλύτερος στρατηγός είναι ο άνθρωπος ο τοπίτης. Είναι αυτή γνώμη μεγάλου θεωρητικού του πολέμου, αλλά και λόγου μου στη λίγη θητεία μου στα τέτοια, τη βρήκα ταιριαχτή σε κάθε περίσταση. Η πρόταση του Μπιτζανοβασίλη ήταν να αναβληθεί για τώρας η επιχείρηση, να οργανωθεί και να κινήσει η δύναμ+η μας απ' τα Παλιά Ρούματα με τα λεωφορεία της περιφέρειας νύχτα, με μυστικότητα μεγάλη και μ' ένα καλό σχέδιο. Κάλεσα αμέσως σε δεύτερη σύσκεψη τους καπετάνιους, γιατί σε πρώτη είχε αποφασιστεί να γίνει κείνο το βράδυ η επιχείρηση κινώντας απ' εκεί που βρισκόμαστε. Δε χρειάστηκε να πω πολλά. Μόλις αναχάραξα το σχέδιο, εγκρίθηκε κιόλας κι ο Μιχάλακας, στρατιωτικός του Νομού, ανάλαβε μαζί με το Γιώργη Κοδέλα, το Μπαντουρόγιαννη και το Μπιτζανοβασίλη να το επεξεργαστούνε στις λεπτομέρειές του, γιατί είχε βέβαια και κάποιες δυσκολίες επειδής η δημοσιά Ρούματα—Μάλεμε περνούσε από κάμποσα χωριά που οι αυτοαμυνίτες σ' αυτά έπρεπε να βρεθούνε κείνο το βράδυ της επιχείρησης με το όπλο, αλλά να μην ξέρουν το γιατί, να παραπληνηθούν για το λόγο που διατάχτηκε ο συναγερμός. Όλα όμως θα δούμε, σαν ήρθε ο καιρός γίνηκαν τέλεια, γιατί σχεδιάστηκε καλά η επιχείρηση και δεν ξέφυγε το μυστικό στον αντίπαλο. Για τούτηνε την κίνηση αφήσαμε να «ξεφύγει» ότι γίνηκε για την υποδιοίκηση των Βουκολιών, αλλά ότι το σχέδιο προδόθηκε.
Έπρεπε στο μεταξύ να τρέξω στα Χανιά. Τι θέλανε αλήθεια αυτοί οι άνθρωποι να με βάλουν μέσα στην πολιτεία; Πρότεινα να νταμωθούμε σ' ένα προάστιο, αλλά η πρότασή μου δε γίνηκε δεχτή. Ήτανε λέει απαραίτητο να βρεθώ στα Χανιά. Αυτόνε τον καιρό γινότανε μπλόκα, συλλήψεις, βασανιστήρια και σκοτωμοί. Και στην άλλη μεριά της Κρήτης, στο Νομό Ηράκλειου και στο Λασήθι, ο Μπαντουβάς είχε φέρει μια κατάσταση όμοια με κείνη του Μπραΐμη: χωριά ολόκληρα αναγκαζότανε να προσκυνήσουν και στο Ηράκλειο κουβαλούσε με το τσουβάλι κομμένα κεφάλια. Αυτές τις μέρες είχε φτάσει από την Αθήνα μέσω του Ηράκλειου ο σύντροφος Μανώλης Σιγανός. Τον ρώτησα μετά τα τυπικά και τα φιλικά: πού τον είχανε στείλει απ' την Αθήνα, εδώ, για στην Οργάνωση του Ηράκλειου; Όταν κατάλαβε ότι ήξερα την υπόθεσή του, παραδέχτηκε στο Ηράκλειο, αλλά ότι επειδής αν έμενε εκεί θα του καίγανε οι Μπαντουβάδες το σπίτι του, ήρθε δίχως να ρωτήσει κανέναν εδώ. Βρισκόμαστε στο χωριό Μεσκλά. Του έδειξα ένα γύρω τα σπίτια: «Όλα αυτά, του λέω, μπορεί σε λίγο να τα φάει η φωτιά. Το δικό σου όμως σπίτι... μια που δεν είναι και συνηθισμένο, δενπρέπει να καεί... μείνε εδώ!». Καμώθηκε πως ήθελε να πάει πίσω και τα τέτοια, αλλά επειδής το πιθανότερο ήτανε να πιαστεί και μια που έβαζε το πατρικό του πάνω απ' τον αγώνα, λογάριασα πως δε θάχε να δώσει τίποτα στ' ανατολικά και συμφώνησα να μείνει εδώ σαν γιατρός του Δ. Στρατού. Δεν είχε βγει ακόμα έξω ο γιατρός Ν. Σταματάκης. Αυτές τις μέρες μάλιστα Digitized by 10uk1s
θα γινότανε μια πλατιά αγροτική σύσκεψη από στελέχη όλου του Νομού κι αποφασίσαμε να πάει εκεί και να μιλήσει με θέρμη για το Δημοκρατικό Στρατό. Αυτή η ομιλία του ωφέλησε πάρα πολύ, γιατί ως τώρα πολλά από τα στελέχη του Αγροτικού Κόμματος με ρωτούσαν: «Αυτό που κάνεις — δηλαδή η συγκρότηση του Δ.Σ. — είναι σύμφωνο το Κόμμα και η οργάνωση των Χανιών;». Η σύσκεψη εκείνη αν θυμάμαι, γίνηκε στο χωριό Θέρισο. Μετά απ' αυτές τις κουβέντες μου με το Σιγανό, παίρνοντας το Γιώργη Μανουσέλη και το Μανώλη Μανουσογιάννη, κατεβήκαμε στην πεδινή Κυδωνία και ζυγώσαμε νύχτα στο χωριό Κυρτομάδο, όπου το σπίτι του Μανουσογιάννη. Εκεί θα περνούσαμε κείνη τη νύχτα και βραδιάσματα της επομένης θα τραβούσα με το Μανουσέλη για τα Χανιά. Ο Μανουσογιάννης θα γυρνούσε πίσω στα ορεινά. Ο Μανουσέλης προέρχεται απ' την οργάνωση της Αθήνας και σαν υπαρχιφύλακας στην Αστυνομία πόλεων είχε εξαιρετική δράση στον κατοχικό αγώνα στην Αθήνα κι έχει αναδειχτεί σε στέλεχος της οργάνωσης. Ανήκει σε εξαιρετική οικογένεια της Κρήτης που έδωσε πολλούς στρατηγούς και άλλους αγωνιστές στις επαναστάσεις του νησιού. Ο άλλος αγωνιστής ο Μανουσογιάννης είναι κατευθείαν απόγονος του διαπρεπή επαναστάτη, φιλικού και αρχηγού μιας Κρητικής επανάστασης του 1858, Αναγνώστη Μανουσογιαννάκη. Ο ίδιος είναι μεγάλου κύρους αγωνιστής από τη δράση του στην κατοχή και για ένα ξεχωριστό σύμβασμα, ότι κυκλωμένος μέσα σε σπίτι από απόσπασμα Γερμανούς, σκότωσε δυο και γλύτωσε. Αυτή η αξιοσύνη του στ' άρματα που στην Κρήτη λατρεύεται σαν ύψιστη αρετή, μαζί με την ευπρέπεια και σεμνότητα στη ζωή του, τον έχει κάνει ονομαστό αγωνιστή. Αλλά και για ποιον από τους αγωνιστές που κείνονε τον καιρό κρατούσανε τ' άρματα στα Λευκά Όρη, δεν θα βρω να πω παινέματα τόσα και άλλα τόσα από τη δράση τους στης Αρβανιτιάς τα βουνά, στο πάλεμα με τους αλεξιπτωτιστές, στην εθνική κατοχική αντίσταση και τώρα στους λαϊκούς αγώνες ή για την αξιοσύνη τους στην εργασία, στο χορό και στα τραγούδια;
Μουχριάσματα φύγαμε από το Κυρτομάδο και περνώντας απ' ένα κοντινό χωριό, το Σταλό, πήραμε τον πιο έμπειρο σύνδεσμο του κατοχικού αγώνα, ένα νέο άντρα οικογενειάρχη που αν θυμάμαι λεγότανε Κουτρούλης. Αυτός θα μας έμπαζε στα Χανιά. Όταν όμως φτάσαμε έξω της πολιτείας, στο συνοικισμό Παρηγοριά, βληθήκαμε από πολλά μαζί ντουφέκια. Ήτανε σκοτάδι· πισωγυρίσαμε αλάβωτοι και τρέχοντας μέσα σε καλλιεργημένα χωράφια μ' ελιές, κατηφορίσαμε ανατολικά και πέσαμε στη δημοσιά όπου ο συνοικισμός Βαμβακόπουλο. Αλλά να! πάλι κείνη τη στιγμή φάνηκε ένα καμιόνι με γεμάτη την καρότσα του χωροφυλάκους. Πρόλαβα ελόγου μου ν' ανοίξω μια αυλόπορτα να χωθώ μέσα και κει κρατώντας ένα δεμάτι ξύλα από φούντες ελιάς, αμυνόμουνα στις επιθέσεις δυο σκυλιών. Όταν ένιωσα ότι πέρασε το καμιόνι, βγήκα στη δημοσιά. Δεν είχε συμβεί τίποτις. Οι σύντροφοι ξαφνιασμένοι στεκότανε πιο κει, αλλά όταν τους ζύγωσα είδα ότι ο σύνδεσμος είχε κιοτέψει, τον τράνταζαν αναφυλλητά και κάτι μουρμουρούσε. Τον παρηγόρησα και τον έστειλα να πάει στα παιδιά του. Αυτά όλα στάθηκαν για μένα και το σύντροφό μου Μανουσέλη ευεργετικά, για το λόγο ότι κείνο το βράδυ όλοι οι δρόμοι και τα περάσματα που οδηγούσανε στην πολιτεία, είχανε μπλοκαριστεί από ενέδρες. Εμείς ακάτεχοι, αφήσαμε δρόμους και μονοπάτια και περνώντας χωράφια, περιβόλια κι αυλόγυρους, πέσαμε κατά τον προσφυγικό συνοικισμό κι απ' εκεί χωθήκαμε στα Χανιά και φτάσαμε στο σπίτι μιας εξαιρετικής αγωνίστριας, της Άννας Λαμπακη. Η Άννα είναι χωριανή μου και συγγενής μου· τα σπίτια μας στον Άγιο Κωνσταντίνο είναι κολλητά. Είναι πανέξυπνη, ψύχραιμη και μεγάλης εμπιστοσύνης. Σε λίγο ήρθε ο γραμματέας της Οργάνωσης και μέλος του Γ.Π.Κ. Δημήτρης Μακριδάκης, ενώ ο Μανουσέλης έφυγε για να καταλύσει αυτός στη Νέα Χώρα, παραγγέλνοντάς του να ρθεί το επόμενο βράδυ να βγούμε πάλι στο ύπαιθρο.
Digitized by 10uk1s
Απ' όσα μου είπε ο γραμματέας δεν κατάλαβα γιατί με είχε καλέσει στα Χανιά. Δεν είχε έρθει σύνδεσμος του Πολιτικού Γραφείου, όπως μου άφηνε να νιώθω στα σημειώματά του· 'γγιγμένος δεν του μίλησα για την κατάσταση του αντάρτικου όπως μου ζήτησε. Προσποιήθηκα κούραση, μα και δεν εξυπηρετούσε σε τίποτα μια έκθεση, θαρχότανε, είπε, και την επόμενη μέρα κι έφυγε, γιατί η κυκλοφορία σταματούσε στις ώρες δέκα. Αν ήξερα το σπίτι που είχε βολευτεί ο Μανουσέλης, παρά τις δυσκολίες της κυκλοφορίας θα πήγαινα να τον πάρω να φύγομε πίσω. Μα δε θα τον έβρισκα. Κατά τα μεσάνυχτα που θ' αναπαυόμαστε, ρώτησα την Άννα και τον άντρα της αν κατά τύχη συνέβαινε μπλόκο στο σπίτι τους, αν ήτανε τρόπος να ξέφευγα. Η Άννα είχε κάνει κιόλας το σχέδιο και μ' έβγαλε έξω στην ταράτσα. Όταν απ' εκεί θα κατέβαινα σε μια χαμηλότερη σκεπή, ανοιγότανε μπροστά μου ένα παραθυράκι που κατέβαινε στο ισόγειο του σπιτιού τους, που ήταν όλο ένα καροποιείο. «Εδώ θα κατέβεις», μου είπε «κι όταν αυτοί θα φύγουνε θ' ανέβεις πάλι επάνω». Έτσι κιόλας γινήκανε τα πράματα. Ήμουνα ψοφισμένος από κούραση, αγρύπνια και συγκινήσεις. Κατά τη μια άκουσα που βροντούσε η πόρτα· αποκαρωμένος όμως δεν αντίδρασα, ώσπου ήρθε η Άννα και μούδωσε μια δυνατή σπρωξιά: «Φεύγα, και σπάνε την πόρτα!». Σούρθηκα στην ταράτσα, κρεμάστηκα στο παραθύρι, αλλά αφήνοντας τα χέρια μου να πέσω κάτω, χτύπησε η μέση μου πάνω στη ρόδα ενούς κάρου και κύλησα πάνω σε μια γουρούνα. Όταν σώπασε το ζωντανό τις διαμαρτυρίες του, άκουα τα ποδοβολητά, τ' ανακατέματα, τις βρισιές και τα ξεφωνητά των δυο μικρών παιδιών της οικογένειας. Θυμάμαι εκείνη τη βαρβαρότητα και τη βαναυσότητα: —«Τι τον έκανες μωρή π... που τον φυγάδεψες μωρή;...»— την ψυχραιμία του αντρόγυνου και τον τρόμο του διοικητή της ασφάλειας, Γερωνυμάκη. Ένας ενωμοτάρχης τον παρακάλεσε τρέμοντας: «Κύριε διοικητά, πάμε... Λάθος μας πληροφόρησαν δεν υπάρχει τέτοιο πρόσωπο εδώ...». Αυτός ο τρόμος τους είναι που έσωσε την κατάσταση, γιατί με την καθυστέρησή μου έμεινε το κρεβάτι στρωμένο και ζεστό όπως το άφησα, το σακάκι στην καρέκλα και τα τσιγάρα πάνω. Αλλά τρέμανε, γιατί αν αφαιρέσω τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια που αυτά ήτανε «προνόμιο» των αντιπάλων μας, στους σκοτωμούς θα πηγαίναμε ίσα κι ίσα... Όταν φύγανε ανέβηκα πάλι στο κρεβατάκι μου, αλλά με χτυπημένη τη μέση και με χιλιάδες ψύλλους της γουρούνας, στο κορμί. Έτσι τσακισμένος, σε κείνη την άθλια κατάσταση έμεινα ξάγρυπνος μέχρι που πήρε να φωτάει, ώρα που επιτρεπόταν η κυκλοφορία. Τότες πήγε η Άννα στο συνοικισμό κι έφερε τη συντρόφισσα Στάσα, μια κοπελίτσα πανέξυπνη που κάτεχε τους δρόμους και τις γειτονιές, και με πήγε στο σπίτι μιας καλής αγωνίστριας, αδερφής του Σ. Κωτσάκη από την Αθήνα, γυναίκας 'νούς τραπεζιτικού υπάλληλου, του Ρεμούνδου που κιόλας καθότανε σε σπίτι συγγενικό μου. Αλλά κι εδώ πάλι αν και το σπίτι κι οι ανθρώποι του ήταν εξαιρετικοί, δε στάθηκα καθόλου τυχερός, γιατί η οικογένεια υπηρετιότανε από μια μεσόκοπη, δυστυχισμένη γυναίκα, που ο ΕΛΑΣ από αιτία την κακή τους προς την πατρίδα διαγωγή, είχε χαλάσει τα δυο της παιδιά. Δεν μπόρεσα λοιπόν κι εδώ να κοιμηθώ, κι όπως τα ξέρομε, το κορμί του ανθρώπου που κρατάει στην πείνα και τις κακουχίες, το νικάει και το σκοτώνει εύκολα η δίψα κι η αγρύπνια. Αλλά βραδιάσματα ήρθε και με πήρε στο σπίτι του ο Πολύδωρος Ντουρουντάκης, ένας εξαιρετικός άνθρωπος και αγωνιστής καθώς και η γυναίκα του, καλή αγωνίστρια, διωγμένη για τα φρονήματά της δασκάλα. Έλαχε μάλιστα να δω να κρέμεται στον τοίχο και να γνωρίσω τη φωτογραφία του αξιωματικού της χωροφυλακής Μιχάλη Δετοράκη που μου έβγαλε την ταυτότητα στο Βόλο, όπως σε άλλο κεφάλαιο μιλάω, κι ο άνθρωπος υπόφερε πολλά. Ήτανε αδερφός της δασκάλας οικοδέσποινας που τώρα με περιποιότανε σε τόσο τρόμο και κίνδυνο. Γιατί πρέπει να πω ότι πολλοί απ' όσους μας δώσανε άσυλο, πήγανε χρόνια φυλακή ή έχασαν και τη ζωή τους ακόμης. Σε κείνη τη συντροφική θαλπωρή συμμάζεψα τις δυνάμεις μου το πρώτο κιόλας εικοστετράωρο. Ειδοποίησα ύστερα νάρθει ο Μανουσέλης που θ' ανησυχούσε και θα στενοχωριότανε. Αλλά τον αγωνιστή τον βασάνιζε η ιδέα ότι θα είχα υποψιαστεί αυτόνε ότι με «κάρφωσε». Θύμωσα για την τέτοια του σκέψη που τη θεώρησα και προσβλητική για μένα, επειδής και δέκα ζωές απανωτές αν είχα θα τις εμπιστευόμουνα σ' αυτόνε τον άντρα, αλλά και γιατί δε βασάνιζε το μυαλό μου να βρω Digitized by 10uk1s
το ποιος με πρόδωσε. Δεν είχε τέτοιο καιρό που θεληματικά ή αθέλητά μου το μυαλό στριφογύριζε και σχεδίαζε την επιχείρηση τ' αεροδρομίου κι άλλες που λογάριαζα να μας ξεσηκώσουν ένα στρατό να τρέξει ένα κομμάτι του κατά τη Μεσαρά. Μέσ' στην ψυχή μου ζούσα το δρόμο, την αγωνία της απομόνωσης του Ποδιά απ' τους πολιτικάντηδες της ανατολικής Κρήτης. Βιαζόμουνα και διάταξα τον εαυτό μου να γενεί γρήγορα καλά... Ήτανε η μέση, τα κλειδοκάτηνα όπως λένε στην Κρήτη, που με κρατούσε, γιατί τ' άλλα μικρά κοπανίσματα ποιος τα λογάριαζε. Βάναμε καταπλάσματα από κοπανισμένα κρεμμύδια, ήτανε ο καιρός ζεστός, μα ήθελε και τις μέρες για να περάσει.
Αυτές τις λίγες μέρες της αναγκαστικής αργίας μου στα Χανιά, γινήκανε στο αντάρτικο δυο μεγάλες ζημιές, που βάρυναν στην τέτοια εξέλιξη του ένοπλου αγώνα στα Λευκά Όρη και στην Κρήτη ολόκληρη. Το καλύτερο στέλεχος του αντάρτικου της Κρήτης ύστερα βέβαια από το Γιάννη Ποδιά, ο Σπανουδογιώργης (Χειμώνας), χτυπημένος σε μια μάχη στη Γεωργιούπολη, πεθαίνει σε μια σπηλιά. Να τι είχε συμβεί: Ο Μακριδάκης που ήταν από το ίδιο χωριό με το Χειμώνα (το Νιο Χωριό του Αποκόρωνα), είχε απ' τον καιρό της κατοχής, δεν ξέρω από ποιους και ποιους λόγους, μεγάλη έχθρητα μαζί του 32. Τον έλεγε αλήτη, καραγωγέα και άλλα. Ο λόγος που με τέτοιο τρόπο μ' έμπασε στα Χανιά, ήταν για να πετύχει την αλλαγή του Χειμώνα από το στέλεχος της Αυτοάμυνας και του ΑΚΕ, Στέλιου Καραγιαννάκη. Ο Χειμώνας, που του είπαν ότι η αλλαγή γινόταν με την έγκριση τη δική μου, δοκίμασε να με συνδεθεί κι όταν δεν με βρήκε στα Λευκά Όρη, έτσι 'γγιγμένος από την τόση αδικία πήρε τους δυο αντάρτες που απόμειναν μαζί του, το Σπύρο Μπλαζάκη και το Λεωνίδα Κωστουράκη —αν θυμάμαι— και τράβηξε κατά τον ανατολικό Αποκόρωνα. Εκεί από τα χωριά Αλίκαμπο και Μπρόσνιερο ξεσήκωσε ως εβδομήντα αυτοαμυνίτες και κατέβηκε νύχτα ν' αφοπλίσει το σταθμό της Γεωργιούπολης. Τον βρήκε όμως ενισχυμένο και σα να τους περίμεναν, τους υποδέχτηκαν με πυκνά πυρά, όχι μόνο από το χτήριο που στέγαζε το σταθμό, αλλά και από διπλανές οικοδομές. Από την αρχή της επιχείρησης ο Χειμώνας τραυματίστηκε κι οι αυτοαμυνίτες αιφνιδιασμένοι πισωγύρισαν και μόλις μπόρεσαν να πάρουν τον τραυματία που είχε χτυπηθεί από τα πλάγια και όχι από εχθρική σφαίρα, αλλά μάλλον από σύγχιση και λάθος. Έτσι το συγκρότημα του Αποκόρωνα έχασε το φυσικό του αρχηγό και το κίνημα της Κρήτης έκλαψε ένα απ' τα καλύτερά του στελέχη. Η άλλη μεγάλη μεγάλη ζημιά που πάθαινε το αντάρτικο της Κρήτης τις ίδιες μέρες συνέβηκε στην άλλη άκρια του Νομού, στην επαρχία του Σελίνου. Εκεί με τις πρωτοβουλίες του Γιώργη Παπαγιαννάκη που επίμενε στα παιδιάστικα να κάνει το στρατηλάτη, εισχώρησε μια ομάδα μέχρις το χωριό Κακοδίκι. Μαζί της ενωθήκανε και τα στελέχη της Αυτοάμυνας της επαρχίας, Ευτύχης Λιτσαρδάκης, Γ. Μίχελας (Λακκιωτογιώργης), Αντώνης Καλαϊτζάκης και άλλοι. Και δεν έφτανε ότι παράκαιρα κι απροετοίμαστα καρφώθηκαν εκεί, αλλά ριχτήκανε σε γλέντι, κρασοκατάνυξη και τραγούδια. Ακόμα κι όταν έφτασαν οι αντίπαλοι με τα καμιόνια κι ειδοποιήθηκαν, μεθυσμένοι όπως ήταν δεν παρανοιάστηκαν. Κυκλώθηκε τότες η ομάδα και δεκατίστηκε. Από τους πρώτους έπεσε ο Ευτύχης Λιτσαρδάκης. Όταν το άκουσε ο Λακκιωτογιώργης, είπε: «Σκοτώθη κι ο Ευτύχης!.. Άσου κιάς να τίσε παίξομενε μπετάτες (στήθος με στήθος)». Και βγήκε όρθιος σ' ένα ντουβάρι και βαρούσε, αλλά στο λεφτό λαβωμένος στο στήθος, έπεφτε νεκρός κάτω. Ο Καλαϊτζάκης πιάστηκε ζωντανός και σε λίγο καιρό τουφεκίστηκε στην Κέρκυρα μαζί με άλλους Κρητικούς. Τα άλλα μέλη της ομάδας που νομίζω έφτανε στα δεκαπέντε, σκοτώθηκαν, πιάστηκαν αιχμάλωτοι ή τραυματίστηκαν. Έτσι αποστελεχωνότανε και το ένοπλο κίνημα του Σελίνου, πριχού ακόμα ν' αρχίσει τη δράση του. Μετά από αυτά τα γεγονότα δε μου κολλούσε ύπνος, δεν έτρωγα κι ένιωσα νάμαι γέρος... κάλεσα τότες τον Μανουσέλη κι όταν ήρθε του είπα ότι θα φύγομε το βράδυ. Αυτός πάντα τολμηρός και ριψοκίντυνος, μου πρότεινε να γίνει αυτό αμέσως εκείνη την ίδια στιγμή. Ήτανε θυμάμαι μεσημέρι. Περάσαμε την πολιτεία· δεν μας συνέβη τίποτα — ο φόβος φυλάει τα έρμα — και το βράδυ Digitized by 10uk1s
βρεθήκαμε στα Μεσκλά.
Με τέτοιες κακοριζικιές τέλειωσε εκείνη η αναγκαστική παραμονή μου στα Χανιά. Και τώρα τα σχέδιά μας για μια γρήγορη, μια μεγάλη στρατολογία να τρέξομε ανατολικά, τάβλεπα να ξανεμίζουνε σα σαπουνόφουσκες. Έβλεπα πως η επανάστασή μας χανότανε και σβηότανε σ' όλη την άλλη Κρήτη και δω που κάτι πήγαινε να στεριωθεί, ποια τύχη την περίμενε; Όλοι τούτοι όμως οι φόβοι που ήτανε λογικό να μας τριγυρνάνε, χανότανε από το ζωντανό και τον άψυχο κόσμο που μας τριγυρνούσε. Εδώ είναι τα Λευκά Όρη!.. Το μούδιασμα του κόσμου ήτανε πάρα πολύ λιγότερο απ' όσο περιμέναμε να είναι. Την άλλη ή την παράλλη μέρα κι όσο είχαμε τελειώσει με τα σχέδια για την επιχείρησή μας στο Μάλεμε, έφτασε ο Μιαούλης απ' το Ηράκλειο. Θυμάμαι τον αφάνταστα εκείνο ώραιο άνθρωπο να με ζυγώνει με σκεπασμένο το ύφος απ' ένα ειρωνικό γέλιο, να μου δίνει ένα μικρούτσικο χαρτάκι και να μου λέει: «Να πάεις λέει». Το άνοιξα· είδα τα γράμματα του Τσιτήλου. Είχε «επανακάμψει» ο δυστυχής απ' την Αθήνα. «Η κατάσταση αυτού είναι ανησυχητική», έλεγε η πρώτη αράδα κι από κάτω η άλλη: «φρόντισε με κάθε τρόπο να έλθεις γρήγορα εδώ». Έμεινα βέβαια αποσβολωμένος με το να λέει πως εδώ, που παρά τις ζημιές αύξαινε ο Δημοκρατικός Στρατός και ριχνότανε ντουφέκια, ήταν η κατάσταση «ανησυχητική» και κει που απομονωμένος ο Ποδιάς στο Δίχτυ, αποκηρυγμένος απ' την πολιτική οργάνωση του τόπου, διωγμένος από δικούς κι εχτρούς, χτυπιόταν από παντού και κιντύνευε από μέρα σε μέρα να χαθεί, ήταν η κατάσταση καλή!.. Τώρα όμως σκέφτομαι πως κείνο το «ανησυχητική» τόγραψε ο καθηγητής (τον λέω καθηγητή, αν και δεν είχε πάρει το δίπλωμα) για πισινή, μη λάχει και πιανότανε το σημείωμα. Για τ' άλλα είπανε του Μιαούλη προφορικά ότι δε δεχότανε να βγει η φρουρά τ' αεροδρομίου κι ο Σαμαρίτης έξω, γιατί θα κατηγορούσαν την οργάνωση ότι κάνει αντάρτικο!... Είχαμε πάρει τη διαταγή από το Κόμμα γι' αντάρτικο ακόμα από το τέλος του Φλεβάρη (τώρα βρισκόμαστε στο τέλος Ιούνη), είχε ανάψει ο ένοπλος αγώνας ως κάτω στο Μωριά κι αυτοί σκιαζότανε «μη στάξει του γαϊδάρου η ουρά»... Μη μας κατηγορήσουνε!... ποιοί τάχατες; Ήταν αυτά ακατανόητα... Ρώτησα το Μιαούλη ποιος ήτανε που του κουβέντιασε: Ήταν ο Τσιτήλος. Ήτανε τρομερό· αλλά ο Μιαούλης πρόστεσε: «Είναι παραλυμένος· δεν ξέρει τι λέει». Έγραψα αμέσως ένα σημείωμα ότι θα πήγαινα σύντομα, παρά τη γνώμη του Μιαούλη και του Μιχάλακα, που κείνη τη μέρα βρισκόταν μαζί μου, υπενθυμίζοντάς μου ότι από μια τέτοια απουσία μου χάθηκε ο αγώνας της απεργίας, τότες που πάλι αυτοί διαφώνησαν, όταν με κάλεσαν να πάω στην Αθήνα. Ο Μιαούλης κιόλας πίστευε ότι δε θα προλάβαινα ούτε να φτάσω στο Κάστρο και θα πιανόμουνα. Ελόγου μου όμως δεν ήξερα να πω το όχι. Οι σύντροφοι και συνεργάτες μου, κι ο ένας και ο άλλος (ο Μιχάλακας κι ο Μιαούλης) από τα καλά στελέχη του ΕΛΑΣ της ηπειρωτικής Ελλάδας, βρισκότανε στην αξιοσύνη στα τέτοια αψηλότερ' από μένα, γιατί σ' αυτουνούς δεν τους είχαν κοντύνει το ανθρώπινο ύψος στα στρατόπεδα τα απάνθρωπα καψόνια ενούς μακρού, του Μπαρτζώτα, κι όλα τ' άλλα τα ξενοφερμένα, τα δόγματα και τα τέτοια.
Αν το λαϊκό κίνημα είχε τη γνώση και τη δύναμη — γνώση βέβαια προφήτη — κι αντίς για τις τέτοιες τιμές που μας φύλαε καθώς λευτερωνόμαστε απ' τα στρατόπεδα, δίνοντάς μας πόστα και οφίτσια, μας έδινε μόνο τις τιμές που αυτές ανάβλυζαν από τη λαϊκή ψυχή και σε συνέχεια μας έβαζε μόνιμα σε καραντίνα από τα κοινά μέχρις να γιατρευτούμε, σίγουρα το κίνημα θα νικούσε. Παρ' όλα τούτα στα Λευκά Όρη το κίνημα έμοιαζε να σηκώνεται. Πιο πολύ στη επαρχία της Κίσσαμος που από αιτία τις καταπιέσεις, τις αρπαγές και τους φόνους μιας ομάδας της δεξιάς, μιας οικογένειας είχε γίνει σωστό ξεσήκωμα της επαρχίας. Μια ομάδα αντάρτες με αυτοαμυνίτες πυρπόλησαν το χωριό Καμηλιανά παίρνοντας και 600 γιδοπρόβατα απ' τη Γραμπούσα που σκορπίστηκαν φτάνοντας μέχρι τον ορεινό Αποκόρωνα. Τον ίδιο καιρό (μήνας Ιούνης) μια ομάδα αντάρτες βάρεσε σε φάλαγγα Digitized by 10uk1s
αυτοκινήτων του Γύπαρη το φουσάτο όπως γυρνούσε από την Κάντανο του Σελίνου. Εδώ χτυπήθηκε το πρώτο αυτοκίνητο που συνήθιζε να κάθεται ο Γύπαρης, αλλά όπως μαθεύτηκε, σε κείνη την «εκστρατεία» τον είχε αντικαταστήσει στη θέση το πρωτοπαλλήκαρό του, ο Μανούσος Καρκάνης κι αυτός δέχτηκε τις πρώτες ριπές και σκοτώθηκε. Αλλά η συμπλοκή αυτή είχε κι άλλα αποτελέσματα. Τον Καρκάνη που ήταν από τ' Ασκύφου Σφακιών, κατέβηκαν τ' αδέρφια και το συγγενολόι του στην επαρχία της Κίσσαμος να τον εκδικηθούνε κι άρχισαν τις «επιχειρήσεις» στους άμαχους. Τον ίδιο καιρό η άλλη οικογένεια των Καμήληδων, που αν θυμάμαι είχαν εχτελέσει οι Κισσαμίτες αντάρτες τρία από τα μέλη της, έκαναν και τούτοι το ίδιο με τους Καρκάνηδες πατριωτικό έργο. Αλλά κει απάνω στη βράση των «επιχειρήσεων» από λάθος και τρόμο πιάστηκαν οι δυο ομάδες σε συμπλοκή και αλληλοσκοτώθηκαν Απ' όλα τούτα άρχισε του Γύπαρη το τάγμα να ξεφτάει. Πολλοί έφυγαν για τα χωριά τους κι άλλοι του δήλωσαν ότι κάθονται αν τους θέλει μόνο για μέσα στα Χανιά... Αλλά είχε ζωή ακόμη... Αυτό το σχέδιο για την κατάληψη του αεροδρομίου ήτανε το τελειότερο που θα μπορούσε να γίνει, κι ο αιφνιδιασμός είχε τόση επιτυχία που οι δεξιοί στρατιώτες —αυτοί χρησίμευαν σαν φρουροί για τους άλλους σμηνίτες, τους αριστερούς κι ήταν ταμπουρωμένοι σε πέτρινα σπίτια— δεν πρόλαβαν να ξυπνήσουν κι είχαν πιαστεί. Ο Μιχάλακας αποδείχτηκε κι εδώ γεννημένος στρατηγός. Από μένα προστέθηκε στο σχέδιο το χάλσμα μιας καμάρας στη δημοσιά, στο ύψος του χωριού της Κυδωνίας Γεράνι. Έτσι που να βρούνε κάποιο εμπόδιο οι στρατιωτικές δυνάμεις που θα κινούσανε απ' τα Χανιά. Εδώ καταστράφηκαν και οι τηλεφωνικές γραμμές. Τα λεωφορεία με τους αντάρτες ξεκίνησαν από τα Παλιά Ρούματα της Κίσσαμος και τον Πρασέ της Κυδωνίας. Για να φτάσουν στο αεροδρόμιο έπρεπε να περάσουν από πολλά χωριά κι ο δρόμος αυτός είχε εξασφαλιστεί από διακόσιους αυτοαμυνίτες της περιοχής. Η επιχείρηση γίνηκε νύχτα και χωρίς να πέσει ντουφέκι. Μέχρι το πρωί το αεροδρόμιο είχε αδειάσει και τα κάθε λογής υλικά (πυρομαχικά, ιματισμός, τρόφιμα) είχαν μεταφερθεί στα Παλιά Ρούματα και με μουλάρια εξασφαλίστηκαν σε σίγουρα μέρη. Οι αιχμάλωτοι έφτασαν ως το χωριό Πρασέ. Εδώ γίνηκε το ξεδιάλεμα: Από τους εκατό πάνω-κάτω σμηνίτες οι δώδεκα έμειναν στο Δ.Σ. ενώ οι άλλοι οδηγήθησαν σε δρόμο αμαξωτό για να μπορέσουν να βαδίσουν. Εδώ αφού έβγαλαν τις αρβύλες και τις στολές, έμειναν λεύτεροι να φύγουν για τα Χανιά. Πρέπει να πω εδώ πως υποχρεωνόμαστε σ' αυτή τη συμπεριφορά, γιατί η μοναδική πηγή εφοδιασμού μας σε πυρομαχικά, ιματισμό και αρβύλες, κι ως ένα βαθμό σε τρόφιμα ήταν οι αποθήκες του αντίπαλου. Ως εδώ τελειώνει η επιχείρηση «Μάλεμε» με επιτυχία εκατό στα εκατό. Το σχέδιό μας όμως «κατάληψη του αεροδρομίου» επεχτάθηκε την παραμονή της επιχείρησης και στην παρακάτω ενέργεια: Ο Γύπαρης με τους χωροφύλακές του και με όσες άλλες στρατιωτικές δυνάμεις θα οικονομούσε, θα έβγαινε βέβαια να ψάχνει για τους αιχμαλώτους και τα υλικά, να βγάνει λόγους, να δέρνει και να φοβερίζει σκοτωμούς. Και όπως του άρεσε και το συνηθούσε να σέρνει μεγάλο μπουλούκι, θ' άδειαζε τα Χανιά — όπως κι άλλες φορές — από στρατιώτες και χωροφυλάκους. Εμείς τότες θα κινούμαστε με όλη τη δύναμη μας, 130 - 150 αντάρτες κι ακόμα με καμπόσους αυτοαμυνίτες και μέσω της ορεινής Κυδωνίας θα φτάναμε έξω από τα Χανιά, στο χωριό Περβόλια. Εκεί θα ξεκουραζόταν κρυμμένοι οι αντάρτες και τη νύχτα θα ορμούσαμε στα Χανιά με στόχο: φωτιά στα χτήρια της Γενικής Διοίκησης, της Ασφάλειας και της στρατώνας. Αυτά είχε το σχέδιο και πιο πέρα θα κανονίζαμε ανάλογα με την αντίδραση και τη δύναμη των αντιπάλων μας. Στην Κίσσαμο θα έμενε ο Μπαντουροζαχάρης με δυο ομάδες αντάρτες και τρία οπλοπολυβόλα. Αποστολή του ήταν να παρενοχλήσει το Γύπαρη και να τον τραβήξει όσο πιο βαθιά κατά τα ορεινά της επαρχίας.
Digitized by 10uk1s
Βλέπαμε σ' αυτή την ενέργεια να μας δίνει πίσω τη χαμένη πρωτοβουλία και τη χρεοκοπία του Γύπαρη κι ένα μεγάλο αντάρτικο στρατό. Έτσι λοιπόν ξεκινήσαμε συνέχεια της επιχείρησης τ' αεροδρόμιου μ' αυτό το σχέδιο για τα Χανιά. Φτάσαμε έτσι έξω από το χωριό Λάκκοι, στην τοποθεσία Καθάριο Σελί. Εκεί καθήσαμε για μια μικρή ανάπαψη και να συνεχίσομε για να βρεθούμε τη νύχτα στο χωριό Θέρισο. Συνέβη όμως ότι την ώρα που θα κινούσαμε, να 'ρθεί ο Σιγανός και να μου πει ότι οι αντάρτες είναι κουρασμένοι κι ότι τους χρειαζόταν μεγαλύτερη ανάπαψη. Το ότι οι αντάρτες ήταν κουρασμένοι το ήξερε και το έβλεπε κι η αφεντιά μου, αλλά στον παρτιζάνικο στρατό τέτοιες εξαντλητικές πορείες είναι συνηθισμένες, γιατί αυτές είναι που του δίνουν τη δυνατότητα να αιφνιαδιάζει τον αντίπαλο εκεί που δεν τον περιμένει. Ο γιατρός λοιπόν επηρέασε τους αντάρτες. Ήταν ο λόγος ότι αυτός δεν ήξερε τι πα να κάνομε, ότι ο ίδιος λόγω ηλικίας κι ασυνήθιστος στα βουνά, καρδιοπαθής, μύωπας και πλατύποδας ήτανε κουρασμένος, σαν γιατρός όμως η γνώμη του είχε επηρεάσει πολύ τους αντάρτες, έτσι όπως ήτανε κουρασμένοι. Μείναμε λοιπόν και περάσαμε τη νύχτα μας εκεί. Έτσι όμως χάσαμε ένα εικοστετράωρο και μαζί με έν' άλλο περιστατικό που θ αφηγηθώ αμέσως, αναβάλαμε την επιχείρηση αυτή για τα Χανιά.
Όταν λοιπόν τον επόμενο πρωί φτάσαμε στο Θέρισο και κατασταθήκαμε σε σύσκεψη μας ήρθε ένας σύνδεσμος και μας πληροφόρησε ότι η Αυτοάμυνα των χωριών του κάμπου γύρω των Χανιών είχε ετοιμάσει ένα σαμποτάζ: να κάψει το συνεργείο αυτοκινήτων στη Χρυσοπηγή, έξω από την πόλη ως τρία χιλιόμετρα, και μας ζητούσαν να τους στείλομε ενίσχυση μια ομάδα αντάρτες. Ήτανε πάλι ο Παπαγιαννάκης και σκεφτήκαμε να ενεργήσει αυτή την επιχείρηση ο Δημοκρατικός Στρατός και αμέσως, γιατί με τις κινήσεις της Αυτοάμυνας μπορούσε να προδοθούν οι προθέσεις μας και να χαθεί αυτός ο στόχος που θα μας έδινε εφόδια και οπλισμό. Αυτό το συνεργείο ήτανε από τα μεγαλύτερα που είχανε φτιάξει οι Γερμανοί στη Βαλκανική κι εξυπηρετούσε τις επισκευές σε αυτοκίνητα όχι μόνο στο «φρούριο Κρήτη», αλλά και σε αριθμό αυτοκινήτων του στρατού της ερήμου. Είχαν αφήσει εντελώς άθιχτα τα τέλεια μηχανήματα και πλήθος από κάθε λογής ανταλλαχτικά. Σε εικοσιπέντε δισεκατομμύρια τοτεσινές δραχμές θα μου πει ο λαχαγός συνεργειάρχης ότι είχε χρεωθεί αυτό το συνεργείο, όταν σε λίγο βρέθηκε αιχμάλωτός μας. Στη σύσκεψή μας όμως δεν κάναμε λόγο να εκμεταλλευτούμε αυτό το θησαυρό τα δυσεύρετα για κείνη την εποχή ανταλλαχτικά, που θα μας έδιναν τα μέσα για ένα μεγάλο αντάρτικο στρατό, ίσως δε φανταστήκαμε την ύπαρξή τους. Μιλήσαμε εχτός από τα ντουφέκια και τα πυρομαχικά, για τα φασόλια και τις κουβέρτες. Στη σύσκεψη πήρανε μέρος ο Μ. Παπαναγιωτάκης (Μιχάλακας), ο Ν. Τσαμαντής, ο Μπαντουρόγιαννης, ο Πισσομανώλης, ο Γιώργης Κοδέλας (καπετά-Γιώργος), ο Γιάννης Μανουσάκης (Παππούς) της Αυτοάμυνας της Κίσσαμος, ο Φώντας Κοδωνίδης και κάνα-δυο αγωνιστές ακόμα, στελέχη της Αυτοάμυνας του κάμπου γύρω των Χανιών που είχανε πλέρια γνώση της τοποθεσίας του στόχου μας. Πετύχαμε κι εδώ εκατό στα εκατό τα στρατιωτικά, αλλά στο οικονομικό υπολογίστηκε, όταν μάθαμε για κείνο το θησαυρό τα ανταλλαχτικά, ότι μόνο πέντε στα εκατό εκμεταλλευτήκαμε αυτή την επιχείρηση. Η νύχτα εκείνη που ήτανε η τέταρτη για η πέμπτη του μήνα Ιούλη του '47, είχε μια φαντασμαγορία που όμοιά της οι άνθρωποι του τόπου εκεινού δεν είδανε ούτε θα ξαναδούνε. Γιατί καθώς ο Digitized by 10uk1s
Κοδωνίδης παίρνοντας έναν κασμά τρύπησε ως τριάντα βαρέλια, η βενζίνη έτρεξε σε ποταμάκι· ύστερα ήτανε οι ξύλινες παράγκες του συνεργείου, δεκάδες αυτοκίνητα, άλλα υλικά, λάδια και λάστιχα. Ανάφτηκε μια φωτιά που έφτασε σε μέγεθος ένα λόφο. Στο βορρά η πόλη των Χανιών φωτίστηκε και στο νότο φάνταξαν τα Λευκά Όρη πελώριος χρυσόγκριζος όγκος με φόντο ένα κατάμαυρο ουρανό. Το πρωί όπως οι νύχτες του καλοκαιριού είναι μικρές, δεν είχαμε ακόμη τελειώσει με τα υλικά. Μάλιστα ένα αυτοκίνητο φορτωμένο με τρόφιμα, χάλασε η μηχανή του έξω του χωριού Γέρο-Λάκκο και κει μας κατάφταξαν οι στρατιώτες κι από λίγο να αιχμαλωτίσουν τον πιο μικρότερο αντάρτη μας, το Γαλανάκη, όπως είχε ξαπλωθεί κάτω για να φτιάξει τη μηχανή. Έτρεχε όμως πολύ, παιδί όπως ήταν, γλύτωσε κι από τις σφαίρες. Όταν σηκώθηκε η μέρα, έφτασαν ένα πλήθος στρατιώτες κι αρχίνησε η ψιλή φωτιά. Εμείς στο μεταξύ είχαμε τραβήξει τα υλικά και τους αιχμαλώτους στο χωριό Δρακώνα κι εδώ αφού τ' αδειάσαμε από κατοίκους στα υψώματά του από δεξιά κι αριστερά ταμπουρωθήκαμε για άμυνα. Το μέρος είναι δυνατό και χτυπηθήκαμε κει όλη τη μέρα. Την νύχτα ανεβάσαμε τους αιχμάλωτους πιο ψηλά στην τοποθεσία «Βύθωνα», και κει την επομένη μέρα τους μίλησα. Κανένας τους απ' τους τεχνίτες για τη φρουρά δε δέχτηκε για τώρας να γίνει αντάρτης. Οι κακόμοιροι ήτανε τρομαγμένοι, δεν ξέρανε για την τύχη τους και πείναγαν όπως όλοι μας. Ένας ανθυπασπιστής ο Περάκης έκλαιγε ότι θα τον έδιωχναν και θα πέθαιναν από πείνα τα παιδιά του. Αντίθετα ο λοχαγός-κεφαλή τους φαινόταν κυριαρχημένος και ψύχραιμος. Μερικοί από τους στρατιώτες του τον κατηγόρησαν στα κρυφά με φανερή πρόθεση να τον βλάψουν ότι ήτανε λυσσασμένος «εθνικόφρονας», «αντικομμουνιστής» και «προδότης». Αυτόνε τον απασχολούσε το κάψιμο του συνεργείου. Φαινόταν να το αγαπούσε, μιλούσε για τα μηχανήματα σα νάταν παιδιά του: «Κρίμα να το κάψετε, που θα ήταν δικό σας...». Το άλλο πρωί από το χάραμα δυνάμωσε ο στρατός τα πυρά τους. Ριχτήκανε όλμοι· από δεξιά μας ζοριζόμαστε λίγο, αλλά πάνω στην ώρα ήρθε κει που καθόμουνα ένας άντρας δίχως ντουφέκι, μονόχειρας και ντελικάτος. Ήτανε ο Βουρλόκωστας, ονομαστός δρομέας της περιοχής. «Αν πάω, μου λέει, στη Ραμνή και φέρω μια ομάδα αυτοαμυνίτες να τους ρίξουν λίγες ντουφεκιές απ' εκεί — μου έδειξε ένα ύψωμα — θα υποχωρήσουνε και θ' αλαφρώσετε». Του έγραψα ένα σημείωμα και ξαμολήθηκε. Κατά η ώρα δυο έφτασαν από τη Ραμνή, γιατί το χωριό βρίσκεται στ' Αποκορώνου τη μεριά και ήταν αρκετά μακριά. Το μεσημέρι πήρε ο στρατός ενισχύσεις απ' το Ηράκλειο ως είκοσι καμιόνια με στρατιώτες κι η μάχη δυνάμωσε, αλλά όπως φαινόταν κι όπως αγροικιόταν οι φωνές των αξιωματικών, οι στρατιώτες με βία προχωρούσαν. Λόγω που τα διεύθυνα όλα ετούτα, σκέφτηκα να κρατήσω τη μάχη όσο πιο πολύ, επειδής οι αντάρτες μας ήταν οι πιο πολλοί τους νέοι, αγύμναστοι κι άκαπνοι κι αν ακόμα είχαμε και λίγα θύματα, πάλε το όφελός μας θα ήταν μεγάλο. Το απόγεμα μας ήρθε σύνδεσμος απ' τα Μεσκλά. Ήταν ο Μ. ο Μπολούδης αν θυμάμαι. Είχε φτάσει εκεί από την Κίσσαμο ο Γύπαρης με όλη τη δύναμή του, με φανερή πρόθεση να μας έρθει απ' τα πλευρά και τα πίσω. Έστειλα σύνδεσμο στον καπετά-Γιώργο (Κοδέλα) να πάρει τις δυο από τις τρεις ομάδες που μ' αυτές κρατούσε το πέρασμα του Ξυλωστέ και όσο γίνεται πιο γρήγορα να τρέξει να προλάβει στα δυτικά υψώματα του Θερίσου και κει να υποδεχτεί τους Γυπαραίους. Ο καπετά-Γιώργος έτρεξε, αλλά στη βιασύνη του δεν άφησε τη μια ομάδα που του έλεγα για να κρατήσει το πέρασμα που άφηνε· έτσι βρίσκοντας αδειανό το μέρος, προχώρησαν απ' εκεί οι Digitized by 10uk1s
στρατιώτες, αλλά επειδής μας έδειξαν τα πλευρά τους, δεν μπόραγαν να προχωρήσουν πιο πολύ, για το λόγο ότι και δεν πολεμούσαν, για να πλευροκοπήσουν αυτοί εμάς. Όταν έφτασε ο καπετά-Γιώργος και τ' αβγόρισαν τα Μεσκλά, που βρίσκεται σε μια λαγκαδιά κατάσπαρτη από πορτοκαλιές, οι χωροφύλακες του Γύπαρη ανέβαιναν να πιάσουνε το Θέρισο. Τότες ο Κοδέλας όπως κρεμότανε στη ράχη ενούς αντάρτη ένας ατομικός όλμος, του έβαλε ένα βλήμα, τόριξε κατά τους Γυπαραίους κι από δω πάμε μεις, αν και το βλήμα έσκασε διακόσια μέτρα μακριά τους. Τους κυνήγησαν οι αντάρτες και πισωγύρισαν στα Μεσκλά, αλλά εκεί τους βάρεσε ο Παναγιώτης Τσαμαντής απ' ένα ύψωμα της μέσα μεριάς του χωριού με την Αυτοάμυνά του και πάνω στην ώρα πρόβαλε κι ο καπετάν Μίνως ο Μάντακας στην τοποθεσία «κονοστάσι» των Λάκκων με μια ομάδα αυτοανυνίτες. Τους έριξαν λίγα ντουφέκια, τραυματίστηκε ένας χωροφύλακας, κι ο «καπετάν Τρομάρας» — όπως έλεγαν το Γύπαρη οι δικοί του στα Χανιά — που νόμισε ότι κυκλώνεται, μάζεψε με φωνές και με τρόμο το «μπουλούκ-ασκέρι» του και χώθηκε στα Χανιά. Και νομίζω ότι εδώ τελειώνει οριστικά και η καριέρα του η στρατιωτική. Στο εξής αυτό το απίθανο φουσάτο των μιστοφόρων θα δοκιμάσει να το οδηγήσει στη μάχη το πρωτοπαλλήκαρό του, ο Πέτρακας, αλλά για λίγο όπως θα δούμε παρακάτω. Θέλω να πω λίγα ακόμης γι' αυτόνε τον άντρα το Γύπαρη, που το σκούσε έτσι επαίσχυντα, όταν άκουε λίγες ζεστές ντουφεκιές, ότι τον ίδιο καιρό τρομοκρατούσε, βασάνιζε και δολοφονούσε άοπλους, τραυματίζοντας έτσι την παράδοση του λαού των Χανιών, αυτουνού του ιπποτικού, του ευγενικού και δημοκράτη. Αμφιβάλλω αν αυτός ο άντρας, αυτός ο πολύς που κιόλας απόχτησε χρήματα και «υπάρχοντα», αν υπήρξε ποτές ένας πραγματικός πολεμιστής.
Κατά το απόγεμα όπως βράδιαζε, υποχωρήσανε και τα στρατιωτικά τμήματα από την περιοχή της Δρακώνας. Κατά πως υπολογίσαμε, ήτανε πάνω από δέκα λόχοι. Δεν πολέμαγαν όμως τα στρατιωτάκια. Αν πολεμούσαν με όρεξη τόσο πλήθος που φέρανε, θα μας κυνηγούσαν και θα πιάναμε τα ψηλώματα. Ήτανε οι νεοσύλλεχτοι του ΚΒΕ Ηρακλείου, οι Επονίτες μας, που τους αφήσαμε στον αντίπαλο που σε λίγο θα τους ωριμάσει αυτός, κάνοντάς τους για λογαριασμό του ικανούς πολεμιστές και με αυτούς θα μας νικήσει. Με αυτές τις επιχειρήσεις του Μάλεμε και της Χρυσοπηγής ξεσηκώθηκε ένας μεγάλος ενθουσιασμός. Θυμάμαι ότι τη δεύτερη μέρα των επιχειρήσεων ήρθανε στο Βύθωνα όπου είχα το σταθμό διοίκησης, δέκα καινούργιοι αγωνιστές για κατάταξη στο Δ.Σ. Και μετά το τέλος της μάχης που από τα Μεσκλά το βράδυ θ' αφήναμε τους αιχμαλώτους, θαυμάζοντας αυτοί την τόση αξιοσύνη των ανταρτών να νικήσουνε πολλαπλάσιο αντίπαλο, αποφάσισαν κι έμειναν έξι, για να γενούνε αντάρτες. Γενικά λογαριάστηκε ότι είχαμε περάσει, παρά τις ζημιές μας στον Αποκόρωνα και στο Σέλινο, οριστικά την κρίση μας, ότι είχαμε πάρει τ' απάνω παίρνοντας την πρωτοβουλία του αντίπαλου. Στην τέτοια αισιοδοξία βέβαια βοηθούσε και το γεγονός ότι στην ύπαιθρο Ελλάδα ο Δ.Σ. είχε πολλές επιτυχίες, ότι ακόμης είχε γενεί η «δήλωση του Στρασβούργου» απ' τον Πορφυρογένη για ξεχωριστή δικιά μας κυβέρνηση στα βουνά της Ελλάδας. Αυτά όλα τα πολεμικά γινήκανε από τα μέσα του μήνα Απρίλη μέχρις τις πρώτες του μήνα Ιούλη. Κάναμε έναν αντάρτικο στρατό ικανό να ξεκαθαρίσει το ύπαιθρο της δυτικής Κρήτης, ν' απειλήσει ακόμα και την πρωτεύουσα και να βοηθήσει να περάσει την κρίση του το κίνημα όλης της Κρήτης, όπως γινότανε απ' τα παλιά. Κι ενώ έτσι εξελιχτήκανε τα πράματα στα Λευκά βουνά και τις ίδιες μέρες που εμείς είχαμε τις Digitized by 10uk1s
τέτοιες επιτυχίες στο Μάλεμε και στη Χρυσοπηγή, τα νέα του Ψηλορείτη από μέρα σε μέρα όλο και γινότανε χειρότερα, ώσπου μάθαμε την εξόντωση του αρχηγού του συγκροτήματος, Γιάννη Ποδιά. Αυτό το γεγονός συγκλόνισε το αριστερό κίνημα του νησιού κι η συγκίνηση έφτασε κι ως εδώ στα Λευκά Όρη. Για λίγο στους αντάρτες γεννήθηκε το συναίστημα της απομόνωσης. Θυμάμαι το Μπαντουρογιαννη, το σπιρτόζικο αυτό πολεμιστή, που καθώς φαίνεται μ' είδε πολλά σκεφτικό και πλησιάζοντας μ' αρώτησε: «Πολλά ντουσουντισμένο σε θωρώ... Μη σκέβγεσαι κακό, μα 'μείς επά θ' αντέξομε». Πίστευα και λόγου μου ότι θ' αντέχαμε μέχρι το τέλος του αγώνα όποιο κι αν ήτανε αυτό το τέλος. Αλλά σκεφτόμουνα εκείνο το κατάντημα ότι είχαμε και χάσαμε την Κρήτη. Εδώ έκανα ένα απολογισμό θλιβερό στα «διατρέξαντα» από τότες που πήρα στα χέρια μου εκείνο το δαχτυλογραφημένο χαρτί με κείνες τις οδηγίες της ηγεσίας του ΚΚΕ (Γενάρης 1946) για την οργάνωση της Αυτοάμυνας ως την τέτοια εξέλιξη του μαζικού αγώνα της εργαζόμενης Κρήτης, την τέτοια καθυστέρηση του ένοπλου αγώνα, ως την απομόνωση του Ποδιά από την ηγεσία του κινήματος της Κρήτης. Θλιβερά πράματα, που χρειάζεται σοφία για να εισχωρήσεις σ' όλο το βάθος, να βρεις απόκριση κι εξήγηση.
Αφού τώρα έτσι καλά τέλειωσαν αυτές οι επιχειρήσεις που είχαν κι όλας αρχίσει όταν πήρα εκείνο το χαρτάκι, σημείωμα του γραμματέα μου που με καλούσε να πάω στο Ηράκλειο, έπρεπε να φύγω αμέσως, παρά το ότι ήξερα ότι δε με χρειαζότανε τίποτα κι ότι ακόμα τώρα πια δεν θα μπορούσα να ωφελήσω σε τίποτα — όταν έπρεπε και ήμουνα εκεί φαγώθηκαν ώσπου να με διώξουν. Μια όμως που είχα γράψει στον Τσιτήλο ότι θα πήγαινα, ξεκινησα παίρνοντας μαζί μου και το Μανουσογιάννη. Αυτός θα έμενε στα Σφακιά κι ελόγου μου θα τραβούσα για το χωριό Μέλαμπες και θα 'μπαινα στο Ηράκλειο μέσω της Μεσαράς όπως και μ' ό,τι μέσο θα μπορούσα. Φτάνοντας όμως στον Καλλικράτη, ακριανό χωριό της επαρχίας κατά τη μεριά του Ρεθέμνους, έφταναν εκεί μια ομάδα απ' ό,τι είχε απομείνει από το συγκρότημα του Ποδιά. Οι πιο πολλοί ήταν από τους στρατιώτες του τάγματος «σκαπανέων» και λίγοι από την πόλη του Ηράκλειου. Στον Ψηλορείτη είχανε απομείνει ζωντανοί τα δυο αδέρφια οι Σμπώκοι, ο Γιώργης κι ο Κωστής, ο Γιάννης Δακανάλης κι ο Κωσταντής Πατραμάνης, λίγοι αντάρτες από τη μεριά του Ρεθέμνους από το χωριό Μέλαμπες ακόμα οι δυο που είχε στείλει απ' την Αθήνα το Π.Γ. που βρισκόταν εκεί απ' τον καιρό της σφαγής του Ρεθέμνους, ο Ελπίς Μανωλεσάκης κι ο Δημήτρης Καπνάς. Αυτοί όμως όπως κατοπινά μαθεύτηκε, είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι, όπως και κάμποσοι άλλοι του τάγματος «σκαπανέων» και λίγοι ακόμα ντόπιοι Κρητικοί. Όταν λοιπόν είδα και πληροφορήθηκα την τέτοια καταστροφή στην ανατολική Κρήτη, πήρα το Μανουσογιάννη και γυρίσαμε πίσω στα δυτικά Σφακιά και στη συνέχεια στην Κυδωνία. Εκεί στο μεταξύ είχανε φτάσει —μέσω του Αποκόρωνα— οι αντάρτες του Ψηλορείτη και πολλοί ζήτησαν να κουβεντιάσουν μαζί μου, και τους άφησα να μιλάνε ακούοντάς τους ώρες ολόκληρες. Παρά τα τόσα απανωτά παθήματα που τους έφεραν στην ήττα και τη διάλυση κι είχανε γεννήσει συναμεταξύ τους αντιθέσεις και εχθρότητες (ένα σύντροφό τους ζητούσαν να τον εχτελέσομε), το ηθικό τους ήταν άριστο. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι όλοι απ' όσους κουβέντιασα, μίλησαν με θαυμασμό για τις ικανότητες και τα χαρίσματα του καπετάνιου τους Γιάννη Ποδιά και για το τραγικό τέλος του όπως και τόσων διαλεμένων συντρόφων. Με τον ερχομό τους στα Λευκά Όρη προστέθηκε στο Δ.Σ. η αιμάτινη πείρα και η μαχητικότητα, που σε σύντομο μα σκληρό αγώνα απόχτησαν. Ήταν αγωνιστές ένας κι ένας, ξεδιαλεμένοι, άνθρωποι δυνατοί στο σώμα και στην ψυχή. Μου μένει αξέχαστος ο καπετάν Πάνος, ένας νέος δυνατός άντρας μορφωμένος και με δυνατό μυαλό, παλιό στέλεχος του ΕΛΑΣ που αργότερα σκοτώθηκε στη Σαμαριά.
Digitized by 10uk1s
Θυμάμαι ότι γυρνώντας πίσω στη Ζούρβα της Κυδωνίας όπου ήταν η βάση μας, λογάριαζα να προτείνω στους συνεργάτες μου μια πλατιά συνέλευση των στελεχών του Δ.Σ. Έπρεπε να μιλήσομε για την καινούργια κατάσταση ύστερ' από την τέτοια οδυνηρή εξέλιξη του κινήματος στην ανατολική Κρήτη και τις δυσκολίες που μας περίμεναν και για πολλά άλλα θέματα οργανωτικά και της επιμελητείας. Μα το κατάπρωτο γι' αυτήνε τη στιγμή ήταν το πώς θ' αντιδρούσαμε αμέσως στου αντίπαλου τις προσπάθειες να μπάσει τον πανικό στις γραμμές μας: ότι τώρα απομονωμένος ο αντάρτικος στρατός μας εδώ στη μια άκρια της Κρήτης, θα συγκέντρωνε όλες τις δυνάμεις του να μας διαλύσει. Ήτανε βέβαια η κατάσταση πολύ δύσκολη, μα όχι, δεν είχε μέσα της την απελπισία. Με μια σωστή ταχτική και μια συνετή πολιτική στις σχέσεις και στο «φέρεσται» των ανταρτών με το λαό των χωριών και άφταστη επαγρύπνηση σε τούτες τις πρώτες δυσκολίες, θα περνούσαμε την κρίση αυτουνού του καλοκαιριού και θα φτάναμε το χειμώνα που αυτή η εποχή (ο χειμώνας) τις πιο πολλές δυσκολίες τις φέρνει στον αντίπαλο. Ύστερα οι μεγάλες ανάγκες σε στρατιώτες και χωροφύλακες στην ηπειρωτική Ελλάδα ανάγκαζαν την κυβέρνηση της Αθήνας όλο και να παίρνει δυνάμεις από το νησί να μπαλώσει μεγαλύτερες ανάγκες της εκεί. Αυτά σκεφτόμουνα κι ενεργούσα όταν ένα βράδυ στην αλληλογραφία μου με την οργάνωση, βρήκα ένα σημείωμα απάντηση σε δικό μου, που τους πληροφορούσα ότι δεν έβλεπα το λόγο και δεν θα πήγαινα στο Ηράκλειο. Αλλά τώρα αυτοί με καλούσανε πάλι να μπω στα Χανιά. Τους απάντησα κι έφυγε σύνδεσμος αμέσως ότι δεν θα πάω για πουρνάρια, αλλά ότι αν ήθελε ο γραμματέας να βγει έξω απ' τα Χανιά στο Βαρύπετρο, θα πήγαινα εκεί να τον νταμώσω. Δέχτηκε, και τη μεθεπόμενη πήγα απ' ενωρίς με μια διμοιρία στην ορεινή τοποθεσία Καμπιά, έβγαλα παρατήρηση κι όταν είχε νυχτώσει έφτασε μ' ένα σύνδεσμο ο Μακριδάκης. Φυσούσε δυνατός αγέρας και για να μην παίρνει τη μιλιά μας καθήσαμε μέσα σε μια χαλασμένη πετροκαλύβα. Αλλά τι ήθελε πάλι αυτός ο άνθρωπος; Όπως κι όταν μ' έβαλε μέσα στα Χανιά δεν είχε να μου ανακοινώσει τίποτα που να είναι ωφέλιμο για το κίνημα. Μου είπε βέβαια για το φόβο που είχανε ότι κι εδώ θα παθαίναμε τα ίδια με της ανατολικής Κρήτης το αντάρτικο. Θυμάμαι ότι έψαχνα στο σκοτάδι να δω στο πρόσωπό του τις αντιδράσεις του, όταν του είπα ότι όχι μόνο δε θα μας διαλύσουνε, αλλά ότι μέχρι το χειμώνα πρέπει να μας βοηθήσουν με καλές πληροφορίες (όχι σαν αυτές όπως ως τώρα), για να μπούμε στα Χανιά... Κατάλαβα να μην του αρέσει αυτή η αισιοδοξία μου. Έλα όμως που είχα αισιοδοξία και κουράγιο κι αυτά που του είπα τα πίστευα κιόλας. Γιατί αυτόνε τον καιρό καινούργιοι και διαλεμένοι άντρες, μα και παιδιά δεκατριώ με δεκαπέντε χρονώ και γυναίκες κατατασσότανε στο στρατό μας. Αυτοί όμως του γραφείου της Περιοχής οι συνεργάτες μου όπως θα θυμόσαστε, πριχού ακόμης ν' αρχινήσομε ντουφέκι, όλο καταστροφές και μόνο εβλέπανε. Ας είναι όμως· τούτος εδώ όπου κουβέντιαζα τώρα ήτανε ο λιγότερο υπεύθυνος, γιατί ήτανε ο μικρότερος στην ηλικία, κομματική και φυσική. Ύστερα είχε μυαλό. Σαν γραμματέας της οργάνωσης της πόλης των Χανιών είχε πετύχει πολλά. Αν η γραμμή του ΚΚΕ για το ένοπλο κίνημα ήτανε σταθερή και καθάρια, πάλι και στον ένοπλο αγώνα για τον ίδιο λόγο — επειδής είχε μυαλό — θα ήταν αποδοτικός ή αλλιώς αν ξέφευγε και τότες από τη γραμμή, θ' απόμενε στην άκρια να πάρει άλλος τη θέση του κι αυτός θα ήταν ο κανόνας για όλα τα στελέχη του κινήματος. Αλλά μέσα σ' αυτήνε τη θολή πολιτική της ηγεσίας μας αλώνιζε ο καθένας μικροαστός κατά πως ήθελε· και για παράδειγμα οι Πάπες του κομμουνιστικού κινήματος της Κρήτης. Ύστερα σε ύφος «καθοδογητή» κείνης της εποχής θέλησε να μου πει να είμαι προσεχτικός, γιατί λέει: «αναπτύσσουνται αντιθέσεις ανάμεσα στα στελέχη του αντάρτικου: του Μπαντουρόγιαννη με του καπετά-Γιώργη (Κοδέλα)...». Εδώ καμώθηκε πως του ξέφυγε και μισοείπε γι' αντιθέσεις εμένα Digitized by 10uk1s
και του Σιγανού. Τον σταμάτησα εδώ για να του πω ότι πρέπει να είναι βέβαιοι πως όσο θ' ανεβαίνει το κίνημα, θα βρίσκομαι κει που βρίσκομαι. Όταν όμως θ' αρχίσει να πέφτει, λίγο πρωτύτερα ή λίγο αργότερα θα πέσω κι ελόγου μου μαζί του. «Και τότες, του λέω, είναι που θα φανείτε σεις...». Τόντις σε όλη την κομματική ζωή μου ποτές δε νοιάστηκα για πόστο να πάρω ή να κρατήσω· πιο πολύ όμως αυτήνε την εποχή της ασυναρτησίας. (Εκείνες τις μέρες είχανε στείλει του Σιγανού ένα σημείωμα γραμμένο από το χέρι του ίδιου όπου κουβέντιαζα — και μάλιστα λέω πως έκανε τέτοιο λόγο, για να δει μη κι είχα λάβει γνώση — που τον καλούσανε να νταμωθεί μαζί τους όσο γινότανε πιο μυστικά, για να μη νιώσω ελόγου μου τίποτις. Ο Σιγανός όμως φοβήθηκε κι έφερε αμέσως και μου έδωσε το σημειωματάκι, λέγοντάς μου ότι δεν είχε καταλάβει τι ήταν που του λέγανε... Του απάντησα τρίβοντας το χαρτάκι, πετώντας το κάτω, μόνο με μια ματιά και τον άφησα κατακρίτρινο. Αν του απαντούσα με λόγια, θα του έλεγα ότι δεν έκανε καλά να προδώσει τη συνωμοσία και θα 'πρεπε να τήνε ξετελέψουνε...). Αντίς λοιπόν να καθησυχάσω για τις ανησυχίες του το συνομιλητή μου του είπα ότι σαν θέλουνε αλλαγές, να 'ρθούνε να τις συζητήσομε με τάξη και με νομιμότητα· κι άλλες που δεν μπορούμε μεις, ας τις ζητήσουν απ' το Κόμμα. Παρά τούτα όμως, με το Μακριδάκι τελειώσαμε κι όπως αναθυμάμαι με δίχως ίχνος ψυχρότητας. Τούτοι δω οι καινουργιότεροι από μας κομμουνιστές ξέρανε να υποχωρούνε κι ανάλογα την περίσταση όχι «μαχόμενοι»... Θυμάμαι πως όταν βγήκαμε στο ξέφωτο, ζεσταθήκαμε από το άρωμα κι ένα τρελό φεγγάρι που χρύσωνε τους κατακίτρινους καρπούς σε δύο απιδόδεντρα. Ευφρανθήκαμε τα κατάκρυα ζουμερά και γεμάτα μυρουδιές αχλάδια· ύστερα έτσι πάνω στο πόδι μιλήσαμε για ένα θέμα που ήτανε για γέλια μαζί και για κλάματα: Από τα Χανιά βρισκότανε στην Ικαρία αρκετές εκαντοντάδες εξόριστοι, που προτίμησαν αυτό το νησί το ήμερο από τα δικά μας τ' άγρια τα Λευκά Όρη. Οι πρώτοι που πιάστηκαν και στάλθηκαν εκεί γράψανε στους φίλους τους γράμματα για τις ομορφιές του τόπου, στεριάς και θάλασσας, για μπάνια θαλασσινά και ραδιούχα, για ψαρευτικές εκδρομές και για πάρτυ. Κι οι Χανιώτες μικροαστοί που ξετρελαίνονται από τα τέτοια, ετοιμάζανε τις βαλίτσες τους, ψώνιζαν όλα τα χρειαζούμενα του παραθερισμού, ακόμης αγκίστρια, αρμίδια, τρίχες και καλάμια πτυσσόμενα, κι έτσι πανέτοιμοι έκαναν στέκι τους ένα κεντρικό καφενείο και κει περίμεναν ώσπου θα πήγαινε η ασφάλεια να τους πάρει να τους στείλει στην Ικαρία και να γενούνε... ήρωες... Πιστεύω πως για παράδειγμά τους είχαν εμάς τους ακροναυπλιώτες και τους άλλους εξόριστους που με την απελευτέρωσή μας, όσοι βέβαια ζήσανε και δεν έπεσαν, ο κόσμος μας λογάριαζε βέβαια από τέτοιους... ήρωες... Αλλά καθόσο θυμάμαι, εμείς δεν το επιδιώξαμε να γίνομε τέτοιοι· και θυμάμαι που έφυγα από την Κρήτη και τρυποχωνόμουνα στην Αθήνα δυόμισι σωστά χρόνια, ώσπου η Ασφάλεια να με βάλει στο χέρι. Αν ήτανε τότες ο αγώνας στα βουνά εκεί θα τρέχαμε όλοι μας. Είπα στο συνομιλητή μου για όλα τούτα τα θλιβερά πως αν οι αντίπαλοι χαλάσουν εμάς στα βουνά, θα χαλάσουνε κι αυτουνώ τα χουζούρια... Δεν είχαν ακουστεί βλέπετε ακόμης η Γιούρα και το Μακρονήσι... Αλλά πάντα πρέπει να θυμάμαι και να λέω: Μήπως για την τέτοια στάση τους ήταν δικιά τους η ευθύνη;
Ο Μπαντουρόγιαννης σε άλλη περίσταση θα ήταν ένας μικρός Καραϊσκάκης. Ήτανε δειχτικός, αθυρόστομος και είρωνας· στο έπακρο ψύχραιμος και ικανός να διοικεί αντάρτες. Ας πω ότι είχε πολλή ανθρωπιά κι ότι ήταν ένας γλυκύς πατέρας. Όλα τούτα μαζί μ' ένα κοφτερό μυαλό του έδιναν μια υπεροχή που αυτή τον έφερνε σε ακατάπαυτη αντίθεση με την τοπική πρώτα κι ύστερα και με την πολιτική ηγεσία του Νομού. Στο φάκελό του ύπαρχε πάντα ότι επέστρεψε από την Αθήνα, όπου μαζί με τον άλλο αντάρτη του Αποκόρωνα, το Σπανουδογιώργη και τον άλλο της Ανατ. Κρήτης, τον Ποδιά, τους είχαν αναγκάσει χωρίς λόγο άλλο, εξόν ότι ο Παπαδομιχελάκης σκιαζόταν, να εκπατριστούνε στην Αθήνα· κι ότι τα κατάφεραν από μόνοι τους — ακούς εκεί — να σταθούνε σαν ένοπλοι, ν' αγαπηθούνε από τη λαϊκή μάζα χωρίς να βλαφτεί, μα και να ωφεληθεί το κίνημα. Όταν Digitized by 10uk1s
στις πρώτες μέρες τούτου του χρόνου συναντήθηκα με τις μικροομάδες των ανταρτών, βρήκα το Γιάννη στο Σάσαλο όπου γίνηκε μια σύσκεψη, καπετάνιο της ομάδας Κισσάμου, με στρατιωτικό το Γιώργη Κοδέλα. Εδώ τόντις υπάρχανε από κείνες τις «αντιθέσεις» του Μακριδάκη τσουβάλια ολόκληρα, που αναγκάστηκα να πάρω τον άνθρωπο να τον φέρω στην Κυδωνία. Εδώ τον ντάμωσα με το φρόνιμο και συνετό καπετάν-Μανώλη Πισσά. «Να φτιάξετε ένα συγκρότημα αντάρτες τέτοιο που όταν θα φτάσομε στην απεργία, να μπει κεφαλή της αγροτιάς να καταλύσει την εξουσία τα Χανιά», τους είπα με λίγο αστείο. Αυτοί όμως οι άντρες ένα τέτοιο συγκρότημα φτιάξανε που αμφιβάλλω αν σ' όλο το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας ύπαρχε αντάρτικο τμήμα καλύτερο. Πρέπει όμως να πω ότι στην απουσία μου στην Αθήνα κυνήγησαν κι απ' εδώ το Μπαντουρόγιαννη και για κάμποσο έζησε φυγόδικος με τον παλιό του σύντροφο Κουμπούρη (Μανώλη Μπικάκη) στην Κίσσαμο κι όταν επέστρεψα από την Αθήνα, όντας στο Ηράκλειο ακόμη, τον αποκατάστησα πάλι στη θέση του στην Κυδωνία. Και νάτε τώρα πάλε τι συνέβη, που ήτανε κιόλας τώρα κεφαλή σ' ένα τέτοιο διαλεχτό αντάρτικο τμήμα: Όταν ένα απόγεμα (βρισκόμουνα κείνες τις μέρες του Ιούλη στα Μεσκλά) ήρθε η αλληλογραφία μας με τα Χανιά, άνοιξα και διάβασα ένα σημείωμα που μ' άφησε άναυδο: ο Μπαντουρόγιαννης, λέγανε, ήρθε σ' επαφή με την Ασφάλεια στα Χανιά κι ανάλαβε την υποχρέωση να σκοτώσει εμένα με ανταλλάγματα. Έδωσα να διαβάσει το γράμμα αυτό στο Χρήστο Μπολούδη, υπεύθυνο στην Αυτοάμυνα της Κυδωνίας, που βρέθηκε δίπλα μου. Όταν το διάβασε μείναμ' αμίλητοι... Αλλά στην ώρα έφτασ' άλλο σημείωμα από την οργάνωση αυτό της Κίσσαμος, που έλεγε τα ίδια, μόνο που ο γραφικός χαραχτήρας του άλλαξε. Ξεδιπλώνοντας ύστερα την εφημερίδα «Κήρυκας» των Χανιών, διάβασα πως ο Μπαντουρόγιαννης βρισκότανε σε διάλογο με τις αρχές και τα τέτοια, για να παραδοθεί... Έστειλα αμέσως το Μπολούδη στο Θέρισο που βρισκόταν ο Γιάννης με το συγκρότημά του, να τον ειδοποιήσει να κατέβει αμέσως στα Μεσκλά να με νταμώσει. Λέω πως τότες το μυαλό μου έκοβε κι είχα ένα ένστιχτο που με πληροφορούσε... Μπήκα στη σκέψη των καλών συντρόφων μου: Το κουλούρι δεν ήτανε μονάχα για τον Μπαντουρόγιαννη, αλλά πρώτα και κύρια ήταν για μένα... Αυτά όλα κοντά στ' άλλα τα ανείπωτα, ήτανε και χοντροκοπιές. Αλλά έπρεπε για να τελειώνομε μια και καλή με τα τέτοια, να ενεργήσω ανάλογα έξυπνα. Την επόμενη μέρα κιόλας βρισκόμαστε σε σύσκεψη στου Μπιτζανοβασίλη το σπίτι στα Παλιά Ρούματα, που αν δε λαθεύω ήτανε και μέλος της καθοδήγησης της οργάνωσης της Κίσσαμος, που απ' εκεί είχε σταλθεί το ένα σημείωμα. Από την Κυδωνία είχα πάρει εχτός του Μπαντουρόγιαννη, το Χ. Μπολούδη, το Μιχάλακα και το Σιγανό. Από το συγκρότημα της Κίσσαμος πήρε μέρος ο Γιώργης Κοδέλας κι ο Γιάννης Μανουσάκης κι από την οργάνωση της επαρχίας ο Β. Μπιτζάνης. Ίσως όμως στη σύσκεψη να ήτανε κι άλλοι αγωνιστές, γιατί θυμάμαι ότι καθόμαστε γύρω σ' ένα μεγάλο τραπέζι και είμαστε κολλητά. Μίλησα με λίγα πρώτος και διάβασα τα σημειώματα και την εφημερίδα. Είπα ότι προσωπικά δεν πιστεύω τίποτα απ' όλα αυτά και κάλεσα τους αγωνιστές να σκεφτούνε σε τι σοβαρά προβλήματα μας βάζει η πολιτική οργάνωση με τέτοια επιπόλαια ζητήματα, να στίψουνε το μυαλό τους να βρούμε την αλήθεια. Ο Γιώργης Κοδέλας βιαστικός, μίλησε πώτος. Είπε ότι αυτός πιστεύει πως ο Γιάννης Μπαντούρης είναι πράχτορας του εχθρού. Από τις ερωτήσεις όμως που του γίνανε απ' όλους τους αγωνιστές να πει που στηρίζει τη γνώμη του, φάνηκε αμέσως ότι κανένας δε συμφωνούσε μαζί του, γιατί δε στήριζε τα όσα είπε, κι ότι όλη την υπόθεση τη νιώθανε προβοκατόρικη. Μετά τις ομιλίες των άλλων αγωνιστών ανακάλεσε κι ο καπετά-Γιώργης. Σ' αυτούς τους δυο ξεχωριστούς άντρες είχανε καλλιεργηθεί τόντις κακά αιστήματα και «αντιθέσεις», για το λόγο ότι ο Κοδέλας δεν είχε τη δυνατότητα μυαλού του καπετάν-Γιάννη κι έπεφτε θύμα εύκολα.
Έτσι τέλειωσε αυτή η υπόθεση που τόση στεναχώρια και τόση αναστάτωση είχε φέρει στα στελέχη Digitized by 10uk1s
του αντάρτικου. Δεν μας βοηθούσανε σε τίποτις οι πολιτικάντηδες· ήτανε αντίθετοι από ξαρχής ακόμης και στο φτιάξιμο και τούτου δω του ατροφικού στρατού μας και τώρα δεν μας απαρατούσανε κιόλας, μόνο συνέχεια είχαμε επεμβάσεις κι ανακατώματα. Και χρειαζότανε αφάνταστα μεγάλη ψυχραιμία στο να μην αμαρτήσεις, γιατί όταν κρατάς άρματα βρίσκεσαι σε πλεονεχτική θέση κι ο νους σου πάντα πηγαίνει σ' αυτά... Και νιώθω μια από τις μεγάλες μου ευτυχίες και τούτη: ότι φυλάχτηκα από τα τέτοια που ήτανε συνηθισμένα μέσα στο κίνημά μας ή ακόμα στο να εμποδίσω να ειπωθεί γνώμη, όποια γνώμη, λεύτερα που κι αυτό το λογαριάζω μεγάλη κακουργία. Μονάχα μια φορά είπα και φοβέριζα το γραμματέα του ΑΚΕ Γιώργη Παπαγιαννάκη, πως θα τον εχτελέσω δίχως κιόλας τα νόμιμα... Δε θα το έκανα· και ποιος ξέρει σε ποια απελπισία μου μίλησα έτσι, γιατί παρ' όλα τούτα τον εχτιμούσα και τον αγαπούσα αυτόνε τον εικοσαρίτη που βιαζότανε χωρίς πρώτα να γίνει αντάρτης και να περάσει τα στάδια, να γίνει στρατηλάτης. Ήτανε βλέπετε η ηλικία του, αλλά ήτανε και τα έθιμα της εποχής: Ένας γραμματέας Νομού αντιστοιχούσε σε συνταγματάρχη, ο γραμματέας της Περιοχής σε στρατηγό και του Κόμματος ο γραμματέας σε στρατηλάτη. Καλή ώρα Σιάντος, Ζαχαριάδης. Πρέπει να πω ακόμης πως όλη τούτη η σκευωρία κόντεψε να έχει μια παρόμοια τραγική λύση σαν εκείνη στον Αποκόρωνα με το Σπανουδογιώργη. Γιατί βέβαια ο καπετά-Γιάννης αν και δεν τον φωνάξαμε στη σύσκεψη, μυρίστηκε ετούτα τα χαλκέματα· τον έκανε όμως και γνώστη της υπόθεσης ο Μπιτζανοβασίλης. Ελόγου μου σκέφτηκα να μη δώσω στον άνθρωπο μια τόσο μεγάλη στεναχώρια και να μην τον φέρω ακόμα σε μεγαλύτερη αντίθεση με την πολιτική οργάνωση. Αυτός όμως 'γγιγμένος έφυγε αμέσως για το συγκρότημά του και παίρνοντας τέσσερις διαλεμένους αντάρτες μπήκε νύχτα στα Χανιά — άκρια της πόλης — κατάλυσε σε φιλικό του σπίτι στη συνοικία της Ν. Χώρας. Εκεί προσπάθησε να βρει στολές χωροφυλάκων να ντύσει την ομάδα του κι έτσι αγνώριστοι να βαρέσουν το Γύπαρη και την ακολουθία του στο κέντρο της πολιτείας. Όταν δεν τα κατάφερε, βγαίνοντας το χάραμα από τη δυτική άκρια της πόλης συμπλέχτηκε κι εξόντωσε το φυλάκιο που φρουρούσε κείνη την είσοδο. Κι ήτανε αυτή η πράξη — πράξη ενάντια στον εχθρό — ο επίλογος μιας τόσο απαίσιας από φίλους και αντίπαλους κατηγόριας...
Στα πολεμικά πηγαίνανε καλά τα πράγματά μας όπως τα έχω ως τώρα περιγράψει: ο αντάρτικος στρατός μας από μέρα σε μέρα μεγάλωνε και ψηνότανε· καινούργιοι μαχητές πυκνώνανε τα τμήματά του από την πόλη κι από τα χωριά και προετοιμαζόμαστε για καινούργιες επιχειρήσεις. Από το άλλο μέρος ο πολύς Γύπαρης στη χρεοκοπία του φάνηκε αυτός που πραγματικά ήτανε. Από «στρατιωτικός διοικητής» γίνηκε ο «καπετά Τρομάρας». Αλλά οι αντίπαλοί μας βέβαια δεν καθότανε με σταυρωμένα τα χέρια. Ο Μπαντουβάς ζητούσε να 'ρθεί από τ' ανατολικά να μας ξεκάνει. Γελούσαμε όμως και μεις οι αντάρτες όπως κι η δεξιά των Χανιώ κι ο Γύπαρης του σπαθόκοβε απ' την εφημερίδα πως: «επά στα Λευκά Όρη βγήκανε οι καλύτεροι άντρες της Κρήτης κι οι οι μπαμιέδες...». Ήτανε βλέπετε και οι αντιθέσεις της δυτικής με την ανατολική Κρήτη, αλλά και δίχως αυτό, από τον Ψηλορείτη κι εδώ, στα δυτικά, κι από την άλλη του μεριά στ' ανατολικά, οι άνθρωποι τώρα και κάμποσους αιώνες έχουνε κάποιες σημαντικές διαφορές σ' ό,τι αφορά τα πολεμικά. Γι' αυτό το καλοκαίρι (1947) στην Κρήτη απάνω δεν υπάρχουνε δυνάμεις να μας παραταχτούνε. Σε λίγο ακόμα και θάμαστε σε θέση να καθαρίσομε το ύπαιθρο από τις υποδιοικήσεις χωροφυλακής, ν' απειλήσομε με κατάληψη τα Χανιά και να επεχταθούμε κατά τη μεριά του Ρεθέμνους και πιο ανατολικά. Αλλά στις απελπισμένες κραυγές της δεξιάς τω Χανιώ και της εθνικοφροσύνης όλης της Κρήτης, η Κυβέρνηση κι ο Βενιζέλος — αντιπρόεδρός της — γύρισε πίσω στο νησί απ' τη Μακεδονία που πολεμούσε, ένα τάγμα ξεδιαλεμένους Κρητικούς στρατιώτες κι ακόμα μια διλοχία και πολλούς Κρητικούς χωροφυλάκους. Έφερε και στρατιωτικό διοικητή ένα συνταγματάρχη, το Γιάννη Digitized by 10uk1s
Φραγκιαδάκη. Όλοι τούτοι ήτανε ψημένοι στις εκκαθαριστικές και τον ανταρτοπόλεμο στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ετοιμαζότανε λοιπόν να μας επιτεθούνε προσθέτοντας στις παλιές, καινούργιες εμπειροπόλεμες δυνάμεις. Αλλά στο μεταξύ και πριν να γενούνε όλες ετούτες οι αλλαγές, αναστατωθήκαμε από ένα μικρό για την εποχή εκείνη σύμβασμα, αλλά που στην εξέλιξή του μας έφερε μεγάλη ζημιά και στεναχώρια. Ο Μπαντουρόγιαννης που βρισκόταν με το συγκρότημά του έχοντας και το γιατρό Σιγανό μαζί του στο δήμο των Κεραμιών, εχτέλεσε έναν παράγοντα της περιοχής, το Νίκο Παπαδάκη (Παπαδόνικο), από το χωριό Γέρο-Λάκκο. Λίγες μέρες πρωτύτερα ο σκοτωμένος είχε στείλει ένα γράμμα στο Νίκο Τσαμαντή, για να μας πληροφορήσει ότι δεν πρέπει να τον λογαριάζομε εχθρό μας, αλλά φίλο μας. Και τόντις πολλά από τα στελέχη της Ε.Ο.Κ. (Εθνική Οργάνωση Κρήτης) που συνεργάστηκε στην απελευτέρωση με το ΕAM όπως και στους κατοπινούς αγώνες της αγροτιάς, είχανε γίνει καλοί συνεργάτες και φίλοι μας στους μαζικούς αγώνες, αν και βέβαια μένανε οπαδοί σε δημοκρατικά κόμματα, και θυμάμαι τη λύσσα του Σ. Βενιζέλου όταν έλεγε ότι: «πολλοί των οπαδών της εθνικόφρονος παρατάξεως συνειργάσθησαν με τους κομμουνιστάς». Ένας τέτοιος ήταν κι ο σκοτωμένος. Πήρα την είδηση στα Μεσκλά, χωριό του Νίκου Τσαμαντή, και θυμάμαι σε τι κατάσταση κλονισμού έφερε αυτόνε το συνετό και φρόνιμο, μα καθόλου δυνατό αυτή την εποχή που κάνω λόγο, άντρα. Το γεγονός αυτό της εχτέλεσης της άδικης και ανόητης συνέβηκε, για πρώτη φορά από το Δημοκρατικό Στρατό κι ο Γύπαρης, αυτός ο αποτυχεμένος στα πολεμικά, θα εκμεταλλευτεί το γεγονός πολιτικά: Είχε συλλάβει δεκάδες ομήρους και τρομοκρατούσε την πολιτεία ότι θα τους εχτελούσε αν οι αντάρτες δεν άφηναν... λεύτερο — προσποιούντανε ότι δεν ήξερε την εχτέλεσή του — το Ν. Παπαδάκη. Θυμάμαι τον τρόμο του δικηγόρου Κορναράκη που τα κατάφερε να αποδράσει και να φτάσει στα Μεσκλά ξέψυχος. Έζησε η πολιτεία μια δραματική κατάσταση και δοκίμασε την ίδια οδύνη με κείνη των εχτελέσεων από τους Γερμανούς όταν αυτός ο απίθανος με το μπουλούκι του εχτέλεσε δυο από τα εκλεχτότερα μέλη της κοινωνίας των Χανιών, δυο πραγματικούς στρατιώτες που ακόμα και οι Γερμανοί τους σεβάστηκαν, δυο από τους γνησιότερους δημοκράτες, τιμημένους σ' όλους τους πολέμους, σ' όλα τα πεδία, από τον πόλεμο των χαρακωμάτων ως τη Μικρασιατική τραγωδία, τους ανάπηρους αξιωματικούς Γιώργη Παπουτσάκη συνταγματάρχη σε τιμητική αποστρατεία ακόμα από το Μικρασιατικό πόλεμο και με συμμετοχή σ' όλα τα δημοκρατικά κινήματα, από κείνο της Θεσσαλονίκης στα 1917 ως το αντιφασιστικό αντιμεταξικό του '38 στα Χανιά 33. Ο άλλος αξιωματικός με τις ίδιες με τον πρώτο τιμές και με το ένα του πόδι από ξύλο, ήταν ο ταγματάρχης σε τιμητική κι αυτός αποστρατεία Γιώργης Σταματάκης. Αυτόνε τον καιρό ο Γύπαρης, αυτός ο αστείος πολεμιστής, αυτός ο ανίκανος να οδηγήσει στρατιώτες στη μάχη που τους εμπνέει τόσο όσο για να το σκούνε στον πρώτο βρόντο, έχει εξαπολύσει το όργιο αυτό της κάθε λογής βίας: εχτελέσεις, συλλήψεις και αρπαγές. Γύρω σ' αυτή την εποχή εχτέλεσε, αφού πρώτα καταβασάνισε έναν ιερωμένο, τον παπά του Παϊδοχωριού στον Αποκόρωνα, όπως και στην Κίσσαμο έναν άλλο ιερωμένο τον παπα-Σπύρο (αυτόν αν δε λαθεύω τον εχτέλεσαν οι ανθρώποι του της οικογένειας των Καμήληδων). Και τάφερε έτσι η μοίρα... να βρεθώ στα Χανιά ανάμεσα σε τούτες τις μέρες που σημειώνω ετούτες τις ματωμένες σελίδες για κείνα τα περιστατικά, και ν' αντικρύσω δεξιά στο έμπα του Δημοτικού κήπου μια προτομή από κατάλευκο μάρμαρο... και γράφει «Παύλος Γύπαρης»...
Ας κλείσω όμως αυτή τη θλιβερή σελίδα με τις εχτελέσεις και να προστέσω μόνο ότι οι αξιωματικοί δε δολοφονήθηκαν γι' αντίποινα, αλλά ότι είχανε βγει τα χαρτιά τους σαν οι πιο ασυμβίβαστοι απ' αυτή τη γενιά των δημοκρατών. Και ακόμα ότι η οργάνωση των Χανιών διατηρούσε ακόμη ικανό μηχανισμό να κινητοποιήσει επιτροπές σε παράγοντες και να σωθούν οι αγωνιστές. Αλλά ήταν η νοοτροπία της εποχής απέναντι των αξιωματικών· ζαχαριάδικο φρούτο βλέπετε κι αυτό.
Digitized by 10uk1s
Αλλά καλά ο Γύπαρης που η άρχουσα τάξη τον ήθελε και τον έφτιαξε έτσι και για δεύτερη φορά τον χρησιμοποιούσε έτσι... Αλλά εμείς... οι αντιφασίστες! Εμείς που λογάριαζα νάχομε όλη την κληρονομιά των επαναστάσεων τούτου του ματοβαμμένου τόπου να σκοτώσομε ένα αθώο, έναν, όχι κομμουνιστή, αντιφασίστα, ένα φίλο μας!.. Και ποιες θα ήταν τώρα οι συνέπειες στο Νομό Χανιών, που είχαμε καταφέρει με τη συνετή πολιτική μας να μην έχομε οργάνωση Μάυδων, αν αφαιρέσομε τη συμμορία των Καμήληδων και λίγους στην υποδιοίκηση Καντάνου για στήριξη των χωροφυλάκων; Με την είδηση έγραψα στον καπετα-Γιάννη να φύγει από κείνονε τον τόπο που διαπράξαμε έγκλημα, να πάρει το συγκρότημα και να έρθει αμέσως στα Μεσκλά. Όταν φτάσανε, ξέκοψε ο Σιγανός από τους αντάρτες για να μου πει — λες κι ήθελε να με καλοκαρδίσει — ότι αυτός είπε στον Μπαντουρόγιαννη να εχτελέσει τον άνθρωπο. Αν και δεν τον πίστεψα το γιατρό, γιατί την αλήθεια την έλεγε μόνο όταν ξεχνούσε, του μίλησα όπως έπρεπε να του έχω μιλήσει όταν πρωτοήρθε εδώ: «Στο εξής θα είσαι γιατρός του αντάρτικου. Κι αν τόντις εσύ έδωσες τη διαταγή της εχτέλεσης, τότες την ευθύνη που σκοτώσαμε έναν αθώο, ένα φίλο μας, την έχω εγώ που από την πρώτη στιγμή που δέχτηκα να μείνεις στα Λευκά Όρη και δεν καθόρισα τη θέση σου. Διάλεξε λοιπόν· ή εδώ μόνο γιατρός ή τράβα στο Ηράκλειο που σ' έστειλε το Κόμμα». Ένιωσα σα να βάρεσε εμένα τον ίδιο αυτός ο πλουσιοχωρικός απ το Σκαλάνι, γιατί ήςερα ότι η δεξιά θα κατάφερνε τώρα ύστερ' από αυτή την εχτέλεση να οργανώσει σε κείνα τα ορεινά χωριά των Κεραμιών, που ως τώρα δεν μπόρεσε, ένοπλο σώμα Μάυδων με αυτούς τους πολεμικούς ανθρώπους. Διδάσκαμε στους αντάρτες τον ίδιο σεβασμό, πιο πολύ ακόμα στους αντίθετους στα φρονήματα. Μπορώ να αναφερθώ σε πολλές δεκάδες χωριά που μπορούσε να μπει ένας αμοναχός αντάρτης και να τον περιχαρούνε όλοι, δεξιοί κι αριστεροί. Γιατί εδώ σ' αυτόνε τον τόπο τον ευλογημένο από αιώνες, ο κόσμος έχει εξοικειωθεί μ' αυτό το ωραίο «είδος» ανθρώπων, τους αντάρτες. Αλλά πρέπει να τους αιστάνεται δικούς του και ανθρώπους μεγαλόψυχους. Ένας ιστορικός, ο Κριάρης, μιας Κρητικής επανάστασης του 1866 που στο τέλος της είχε λιγάνει στο μισό ο πληθυσμός του νησιού, λέει έγκλημα αποτρόπαιο τ' ότι οι αντάρτες πάντρεψαν με βία με έναν αγωνιστή, την αρραβωνιαστικιά ενούς καπετάνιου που παραδόθηκε στους Τούρκους (παρονυχίδα για μας το πράμα)... Αντίθετα παινεύει ότι έπιασαν έναν χριστιανό, όργανο του καταχτητή, με γράμμα του πασά, έναν προδότη δηλαδή, και δεν τον σκότωσαν, αλλά με λίγη κατήχηση τον έκαναν αντάρτη. Αναφέρει ο ιστορικός και τη μάχη που σκοτώθηκε λίγο αργότερα. Εμείς που κάναμε όχι επανάσταση μα κάποια κακότεχνη γελοιγραφία της, για χωρίς λόγο σκοτώναμε ανθρώπους νομίζοντας κιόλας ότι κάτι προσθέταμε στην επανάστασή μας. Σε τέτοιο εκφυλισμό είχανε καταντήσει αυτό το ωραίο λαϊκό κίνημα οι ανίκανοι που επί χρόνια το διαφέντευαν. Στην περίσταση κουβέντιασα με τον καπετά-Γιάννη ν' ανέβει με το συγκρότημά του στον Ομαλό για λίγα γυμνάσια και να μάθει στους καινούργιους αντάρτες, τους αγύμναστους, που το συγκρότημά του είχε πολλούς, να ρίχνουνε ντουφέκια. Σε κείνες τις δύσκολες στιγμές που ο αντίπαλος ετοίμαζε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον μας, δε μίλησα με το Μπαντουρόγιαννη για την άστοχη πράξη, την εχτέλεση. Πίστευα ότι ανεξάρτητα τη γνώμη που μπορεί να του έδωσε ο γιατρός που γι' αυτόνε δε βάραινε σε τίποτα, τον άνθρωπο τον σκότωσε από μόνος του, γιατί έτσι νόμιζε ότι εκδικιέται την οικογένια των Καμηλάκηδων, που όπως Digitized by 10uk1s
έχω μιλήσει αυτόνε τον καιρό οργίαζαν στην επαρχία του Γιάννη, την Κίσσαμο, κι ο Παπαδόνικος είχε κάνει αρραβώνα με μια κοπέλα αυτής της σόγιας των Καμηλάκηδων.
Λήγοντας ο μήνας Ιούλης, έλεγαν οι πληροφορίες ότι οι αντίπαλοι είχανε συγκεντρώσει στρατό πολύ στα Χανιά κι άλλο ετοίμαζαν στ' ανατολικά κι ακόμης για εφεδρείες κράταγαν τους νεοσύλλεχτους στρατιώτες που γυμνάζονταν στις Ρουσές στο Κ.Β.Ε. Ηρακλείου. Μαθεύτηκε ακόμης ότι το στρατό που διάθεσε η Κυβέρνηση για τα Λευκά Όρη κάνοντας παραχώρηση στο Βενιζέλο, τον φέρανε μονάχα για ένα μήνα, το μήνα Αύγουστο. Και τόντις αν κρίνει κανείς σύμφωνα με τις επιχειρήσεις στο ύπαιθρο της ηπειρωτικής Ελλάδας που ο Δ.Σ.Ε. είχε περάσει παντού στην επίθεση και οι κυβερνητικές δυνάμεις από αδυναμία όλο και μαζευότανε στα πεδινά και στις πολιτείες, δε θάχε η κυβέρνηση και το Γενικό Επιτελείο την απρονοησία ν' αχρηστεύει σ' ένα νησί δυο τάγματα ξεδιαλεμένους κι έμπειρους στρατιώτες για τους εγωισμούς του Βενιζέλου. Κατά συνέπεια πιστεύαμε πως αυτούς τους στρατιώτες, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα που θα είχαν οι επιχειρήσεις τους στα Λευκά Όρη, θα τους ανακαλούσε το Γ.Ε.Σ. στο μέρος που άφησαν κενό, που χωρίς άλλο ο Δ.Σ.Ε. Θα εκμεταλλευότανε την περίσταση σ' αυτόνε τον τομέα. Από τη μεριά τη δική μας όπως ως τώρα τα έχω ειπωμένα, είχαμέ ως ένα βαθμό περασμένη τη κρίση μας και οι αντάρτες μας ζυγώνανε τους τρακόσιους. Είχαμε όμως ακόμη πολλές δυνατότητες αύξησης, αν δεν υπάρχανε πολλές δυσκολίες. Η πρώτη δυσκολία ήταν ότι οι αντάρτες που πύκνωναν τα συγκροτήματα του Δ.Σ. της Κρήτης ήταν αγύμναστοι· της πολιτείας μάλιστα οι νέοι δεν είχανε ρίξει ούτε σμπάρο. Έπρεπε να μάθουνε τα πιο στοιχειώδικα της μάχης με το όπλο. Στηριζόμαστε ακόμη πιο πολύ στην Αυτοάμυνα των χωριών. Δεύτερο μεγάλο εμπόδιό μας έμπαινε ο επισιτισμός των ανταρτών. Όπως τα έχω μιλήσει λόγω της αντίθεσης της πολιτικής ηγεσίας της Κρήτης στη δημιουργία αντάρτικου στρατού, δεν ύπαρχε πρόβλεψη. Ακόμα κι ένα ποσό χρημάτων που βρήκε στο ταμείο μας σαν ήρθε γραμματέας ο Τσιτήλος, το σπατάλησε σε άλλες από το σκοπό που είχε μαζευτεί ανάγκες. Πρέπει να πω ακόμα ότι ως τώρα ούτε μια δραχμή δεν μας είχε διαθέσει η πολιτεία. Όλo το βάρος το σήκωνε η αγροτιά. Συνέβη δε ότι από μισό αιώνα και πάνω είχε να δει ο τόπος τόσο μεγάλη ανομβρία. Από τα μισά του χειμώνα ο ουρανός είχε ολότελα στερέψει. Η παραγωγή σε σιτηρά και όσπρια που η Κρήτη κείνη την περίοδο εξασφάλιζε το μισό των αναγκών της, είχε καταστραφεί. Η Μεσαρά βέβαια είχε αποθέματα, μα είμαστε ακόμης αδύναμοι να φτασομε ως εκεί. Το ίδιο υπόφερε από την ανομβρία και η χτηνοτροφία, οικόσιτη και νομαδική, όπως και τα κηπευτικά και η φρουτοπαραγωγή. Ο πληθυσμός του υπαίθρου που λόγω της κατοχής είχε προσαρμόσει την οικονομία του να παράγει, περίμενε τώρα να τραφεί από τα λίγα δράμια που συνέβαινε μάλιστα αυτές οι διανομές να γίνονται με κριτήρια πολιτικά: Στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές τα τρόφιμα αυτά έφταναν με καθυστερήσεις και μόνο ύστερ' από κινητοποίηση του πληθυσμού και φοβέρες ότι θα καταταγούν όλοι αντάρτες. Ωστόσο παρ' όλα τούτα, ο Δημοκρατικός Στρατός σ' αυτόνε τον αριθμό δεν είχε πεινάσει ως τώρα. Οι αντάρτες ήταν γεροί, καλά αρματωμένοι, καλά ντυμένοι και ποδεμένοι, και με καλό ηθικό. Οι σχέσεις και η συμπεριφορά τους με το λαό του υπαίθρου ήταν από ξαρχής καλές κι όσο περνούσε ο καιρός γινότανε ακόμη καλύτερες. Πρέπει να πω εδώ ότι ο Κρητικός, πάνω στην Κρήτη ή και πιο πέρα βρεθεί, έχει μάθει από παράδοση κι από ανατροφή να σέβεται, εχτός από το φρόνημα, τα τρία βασικά που συγκροτούνε τις σχέσεις των ανθρώπων του υπαίθρου: τιμή, ζωή, περιουσία. Κάμποσες φορές όμως συνέβη να πάρουν κάνα καλό ντουφέκι από εθνικόφρονα. Ακόμη αφοπλίστηκε ένα χωριό του Σελίνου, η Σκλαβοπούλα.
Digitized by 10uk1s
Πρέπει να πω ότι σε πολιτιστικές εκδηλώσεις ο Δημοκρατικός Στρατός καθυστέρησε και δεν έφτασε τον κατοχικό άγωνα ούτε στο μισό. Τα τραγούδια που τραγουδούσε ήταν τα ίδια που τραγούδησε ο ΕΛΑΣ· μερικά προσαρμοσμένα, όπως στο «Βροντάει ο Όλυμπος» προστέθηκε το «πάλι». («Βροντάει ο Όλυμπος και πάλι» ). Καθώς όμως υπολογίζω το μένος των τραγουδιστών μόλις θα έφτασε εκείνο των ανταρτών του ΕΛΑΣ στα εβδομήντα στα εκατό. Το ποσοστό των αγροτών που υποστήριζε με ψυχή τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού, δεν ξεπέρασε το δέκα με δώδεκα στα εκατό. Αυτό το κομμάτι της αγροτιάς έδινε τους αντάρτες και τους αυτοαμυνίτες. Τα εβδομήντα όμως στα εκατό ευχότανε τη νίκη μας και μας βοηθούσε. Δε μας υποστήριζε ενεργά για όλους τους λόγους που ως τα τώρα έχω ειπωμένους, που σ' αυτούς είδε και την αναξιότητά μας να πάρομε και να στεριώσομε εξουσία και να διοικήσομε σωστά και με Δημοκρατία. Ύστερα ήρθε και η αμερικάνικη επέμβαση με το ποτάμι τα μέσα, που τρέχανε στη δεξιά. Από το ποσοστό πάλι του τριάντα στα εκατό που δε μας βοηθούσε, ήταν ενάντιο και δεν ήθελε τη νίκη μας, μόλις τα δυο στα χίλια βοηθούσε τους αντίπαλους με τα όπλα: Μάυδες, χωροφύλακες, τραμπούκους και τα τέτοια, αλλά βέβαια εφ' όσο θα έπαιρναν και «μιστό». Εδώ μιλάω για το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1947, πρώτο καλοκαίρι και φθινόπωρο του εμφύλιου στην Κρήτη. Υπερείχαν οι αντίπαλοί μας σε μέσα και αριθμό στρατιωτών. Πολλές φορές σκεβόμουνα πως αν εμείς διαθέταμε το δεκαπέντε στα εκατό από τα όσα οικονομικά, όσα πολεμικά, όσα τρόφιμα κι άλλα εφόδια διαθέτανε οι αντίπαλοι, θα πετυχαίναμε τέτοιο ξεσήκωμα που αν είχε το νησί ένα διάδρομο, μόνο στη Λιβύη θα στεκόταν ο αντίπαλος στρατός για άνασα. Αλλά δεν είχαμε άλλα απ' εκείνα που μας έδινε η αγροτιά κι απ' εκείνα που παίρναμε απ' τους εχθρούς. Κι αυτή η φτώχεια σε μέσα ήρθε να προστεθεί και να βαρύνει στην κακή και στην καθυστερημένη οργάνωση του αντάρτικου στρατού και ν' αποφασίσει σε μεγάλο βαθμό στην τέτοια εξέλιξη του αγώνα μας· κι ο λόγος εδώ δεν είναι μονάχα για την Κρήτη. Ας ξαναγυρίσομε όμως στο αντάρτικο συγκρότημα του Μπαντουρόγιαννη που βρίσκεται στο υψίπεδο του Ομαλού. Το υψίπεδο βρίσκεται ψηλά και κατά το κέντρο των Λευκών βουνών, με υψόμετρο χίλια διακόσια μέτρα. Είναι καταστρόγγυλο, έχει διάμετρο πέντε χιλιάδες μέτρα, περιβάλλεται από πανύψηλες κορυφές και είναι άνυδρο, δίχως πηγές. Παράγει σιτάρι, σίκαλη καθώς και άφθονες ξενικές πατάτες. Στις πλαγιές και στις γύρω μαδάρες ζούνε χιλιάδες γίδια και πρόβατα και στήνουνται πολλά τυροκομεία (μιτάτα). Ένα γύρω στις ρίζες έχει πετροκαλύβες με ντουβάρια ως ένα μέτρο πάχος, παραγεμισμένα με χώμα και σκεπές από χώμα για τους παγωμένους βοριάδες και τις χιονοθύελλες. Γι' αυτό είναι και χαμηλόπορτα, χαμηλόσκεπα και καλλημένα στους γύρους. Εδώ ξεκαλοκαιριάζουνε εκατοντάδες οικογένειες που καλλιεργούνε τη γη, που βοσκούνε γιδοπρόβατα, που ξεκουράζουνται. Το οροπέδιο έχει τρεις πόρους: έναν προς την επαρχία Κυδωνίας, άλλο κατά του Σελίνου τη μεριά και άλλο κατά των Σφακιών, κι από δω ξεκινάει η βαθιά χαράδρα, ο περίφημος Φάραγγας της Σαμαριάς που φτάνει ως τη θάλασσα του Λιβυκού. Είναι ο Ομαλός! ο πολυθρύλητος, ο χιλιοτραγουδημένος, που τα πάντα εδώ μυρίζουνε ποίηση κι ελευθερία. Απ' εδώ στους εφτά αιώνες που πάλευε η Κρήτη, συγκροτιότανε, ξεκουραζότανε κι εξορμούσανε οι στρατιώτες... Οι Γερμανοί ξέροντας την ιστορία του οροπέδιου, το κράτησαν με αρκετή δύναμη σε όλο τον καιρό της κατοχής του νησιού. Ανέβασαν μάλιστα σε κομμάτια και δυο τραχτέρ και μ' αυτά καλλιεργούσαν τις περίφημες «μαλίτικες» πατάτες.
Digitized by 10uk1s
Εδώ λοιπόν πάνω έφτιαχνε κι ο Μπαντουρόγιαννης το συγκρότημά του κι ο Γιώργης Μιαούλης, ταγματάρχης του ΕΛΑΣ στη Ρούμελη, είχε να μάθει στους καινούργιους αγύμναστους αντάρτες τα πιο στοιχειώδικα: το δούλεμα του ντουφεκιού, τη σκοποβολή, τη σκοπιά και την παρατήρηση. Θυμάμαι που όπως κι άλλες φορές, πλησίασα το στρατόπεδο με ολόκληρη μια ομάδα αντάρτες δίχως να την επισημάνει η παρατήρηση. Ήτανε μια μεγάλη αδυναμία αυτή του αντάρτικου της Κρήτης. Γενικά ο Κρητικός, παρά τη μεγάλη παράδοση στα τέτοια, δεν έχει εξοικειωθεί και υποτιμά τα μέτρα ασφαλείας και ό,τι λέμε επαγρύπνηση. Έτσι τροποιήσαμε την εκπαίδεψη, και τις λίγες μέρες που κάθησα εκεί πράξαμε για τα μέτρα που πρέπει να παίρνει ένα τμήμα μικρό για μεγαλύτερο, όταν κάθεται ή όταν κινιέται τη μέρα ή τη νύχτα. Ύστερα ασχοληθήκαμε για κάποια ανασυγκρότηση, αφού περιμέναμε τις εκαθαριστικές. Ο Παπαδογιώργης, ένα από τα καλύτερη στελέχη του Δ.Σ, έφυγε για το συγκρότημα του Αποκόρωνα παίρνοντας για ενίσχυση δεκαπέντε αντάρτες. Ακόμα στείλαμε εκεί για στρατιωτικό του συγκροτήματος, το Γιάννη Τόμπρο, έναν καπετάνιο τάγματος του ΕΛΑΣ της Κορίνθου που από ένα χρόνο είχε καταφύγει στα Χανιά, γλυτώνοντας απ' το χατζάρι των παρακρατικών της Πελοπόννησος. Πρέπει να πω ότι στον Αποκόρωνα, μετά από το χαμό του φυσικού ηγέτη του αντάρτικου Σπανουδογιώργη, δεν είχαμε ποτές σταθερή κατάσταση στο συγκρότημα. Ύστερ' από όλες αυτές τις ταχτοποιήσεις, παίρνοντας δυο ομάδες αντάρτες και το Γιώργη Μιαούλη κατέβηκα στον Πρασέ της Κυδωνίας. Εδώ βρήκα να έχει βγει απ' τα Χανιά για το αντάρτικο ένα απ' τα καλύτερα στελέχη του ΕΛΑΣ, ο Μανώλης Κωτσάκης. Είναι ψηλός, δυνατός, ωραίος, έξυπνος στα στρατιωτικά. Το χωριό του είναι ο Πρασές, που η παράδοση λέει ότι όταν μετα από εκατό χρονιά από την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους οι υπερασπιστές της Γραμπούσας, εγκαταλείποντας το φρούριο, έφτασαν σ' αυτήνε δω την τοποθεσία, σιγά-σιγά ανάστησαν το χωριό. Αυτό πιστεύουν οι κάτοικοι του Πρασέ: ότι έχουν αυτήνε την καταγωγή κι αυτήνε την κληρονομιά. Απ' εδώ θα τραβούσα να συναντηθώ με το συγκρότημα της Κίσσαμος, αλλά στο μεταξύ ακούοντας τις φοβέρες για εκκαθαριστικές και χαλασμούς ο καπετά-Γιώργης κινήθηκε δυτικά και στρατοπέδεψε πάνω από το ορεινό χωριό της Κυδωνίας Σέμπρωνα, στο βουνό Αποπηγάδι, έτσι που στην ανάγκη να βρίσκεται κοντά στα Λευκά Όρη. Την επόμενη μέρα ανεβήκαμε ψηλά και κει σ' ένα εκκλησάκι είχε στρατοπεδέψει. Από την πρώτη στιγμή δε συμφώνησα μαζί του ότι είχε αφήσει την Κίσσαμο. Και τόντις σε λίγο που αστειεύτηκα με τους Κισσαμίτες αντάρτες, το μοναδικό παράπονο που είχαν να πουν ήταν το τι ζητούσαν σ' αυτό το βουνό. Η Κίσσαμος είχε το πιο μαζικό και το πιο δυνατό κίνημα από την κατοχή ακόμη. Τώρα είχε ωραίους καλά κι ομορφαρματωμένους αντάρτες. Με τέτοιους μαχητές και με τέτοια διοίκηση δε φοβόμουν να πάθουνε ζημιά. Σε σύσκεψη που γίνηκε, ο Γιώργης Μιαούλης ανάλαβε στρατιωτικός, και το συγκρότημα θα έφευγε αμέσως για την Κίσσαμο. Ο Μιαούλης είχε μεγάλη πείρα από εκκαθαριστικές απ' τον καιρό ακόμη του ΕΛΑΣ, στο Ξηρόμερο. Είχε πολλά χαρίσματα κι ικανότητες και ήταν συνεργάσιμος. Με τον καπετά-Γιώργη, όποια δυσκολία, θα την έβγαναν πέρα. Φεύγοντας για την Κίσσαμο πήραν μαζί τους και το γιατρό Σιγανό. Το βράδυ της ίδιας ημέρας γύρισα με τον Κωτσομανώλη στον Πρασέ και την επόμενη λημεριάσαμε με τις δυο ομάδες στα βορινά ψηλώματα του χωριού, στην τοποθεσία Κοπράνα. Εκεί έφτιαξα το μηχανισμό σύνδεσης κι έστειλα τα τελευταία σημειώματα σχετικά με τις εκκαθαριστικές. Πρέπει να Digitized by 10uk1s
πω ότι τη μια από τις δυο ομάδες την είχα μόνιμα μαζί μου και οι αντάρτες που ήταν απ' όλες τις επαρχίες, χρησίμευαν για σύνδεσμοι για τα τμήματα και την Αυτοάμυνα. Συχνά είχα μαζί μου τέσσερις Σφακιανούς: το Γιώργη Μανουσέλη, που αυτός όπως έχω μιλήσει, τα έβγαζε πέρα και σε μεγάλες αποστολές όπως ήταν αυτές στο Ηράκλειο και στο Ρέθεμνος· τον Αντρέα Δαραντουλάκη, δάσκαλο από τον Καψοδάσο Σφακιών, το Μανώλη Μανουσογιαννάκη από τη Νίμπρο Σφακιών και το Νίκο Αθητάκη από την Ανώπολη τω Σφακιώ. Μαζί μ' αυτούς ένιωθα σιγουριά όχι γιατί ήτανε καλύτεροι πολεμιστές από τους άλλους αντάρτες, αλλά σαν Σφακιανοί με τα οικογενειακά και τις εκδικήσεις έχουνε στο έπακρο οξυμένη επαγρύπνηση. Ο Αθητάκης που τα διδασκόταν αυτά από μικρός γιατί η σογιά του είχε εχθρούς, σηκωνότανε τρεις και τέσσερις φορές την κάθε νύχτα: να ελέγξει τη σκοπιά, ν' ανέβει σ' ένα ύψωμα ν' ακουρμαστεί, να κολλήσει το αυτί στη γη για ν' ακούσει. Έτσι μπορούσε να πιάσει πατήματα κι άλλους θορύβους μακριά μέχρι χίλια και πάνω μέτρα. Με γυμνό μάτι έπιανε κίνηση μέχρις δυο και τρεις χιλιάδες μέτρα. Τέτοια οξύτητα στην όραση και την ακοή δεν είχα συναντήσει. Από αυτό τον αντάρτη διδάχτηκα πολλά: Ποτές δεν έπεσα σε ενέδρα, ποτές δε μ' αιφνιδίασε ο αντίπαλος. Αν θυμάμαι, αυτές τις μέρες που προετοιμαζόμαστε να δεχτούμε τις εκκαθαριστικές, για κάποιο αντιπερισπασμό έφυγε για το Ρέθεμνος ένα απόσπασμα από το Γ. Μανουσέλη, το Γ. Ρωμανιά και τον Αντώνη από τα Καμισιανά, εισχώρησε στην επαρχία Ρεθέμνους κι έβαλε φωτιά σε μια γέφυρα στη θέση Καμπανός της κεντρικής αρτηρίας Χανιά—Ρέθεμνος. Συνέβη όμως ότι όταν η γέφυρα λαμπάδιασε κι οι τρεις παραφύλαγαν σ' ένα ύψωμα, έφτασε από τον Αποκόρωνα ένα αυτοκίνητο μ' ένα βαριά τραυματία κι οι άνθρωποι έβαλαν τις φωνές για τον τραυματία. Έτσι κουβάλησαν απ' το ποτάμι νερό κι η γέφυρα σώθηκε. Ακόμα θυμάμαι ότι είχαμε κυκλοφορήσει μια προκήρυξη που καλούσαμε τον πληθυσμό ν' αντιδράσει στις εκκαθαριστικές, βοηθώντας με κάθε τρόπο τους αντάρτες και ζητούσαμε από τους αυτοαμυνίτες να γενούν ελεύθεροι σκοπευτές, να βαράνε ντουφεκιές στους αντίπαλους στα κρυφά, από μακριά κι από κοντά, τη μέρα και τη νύχτα. Τώρα ύστερα από τόσα χρόνια (πάνε τριάντα), που στο μεταξύ γράφω βιβλία και με λένε λογοτέχνη, αναθυμάμαι πως βρισκόμαστε στη Ζούρβα της Κυδωνίας, πως κείνη την προκήρυξη παρακάλεσα το Χατζηαγγελή να τη γράψει κι ότι δε μ' άρεσε ολότελα για κείνη την περίσταση του φανατισμού που έπρεπε να παρακινεί για φόνους κι άλλα κακά για τους αντίπαλους. Παίρνοντας λοιπόν ένα κομμάτι χαρτί, κάθησα ανακούρκουβα και μέσα σε λίγα λεφτά σκαρώνω μια άλλη και δίνοντάς του την του λέω: «Στείλε για τον πολύγραφο όποια από τις δυο κρίνεις καλύτερη». Έστειλε κείνη τη δική μου. Και σκέφτομαι ότι πολλές φορές με ρωτάνε οι γραμματιζούμενοι φίλοι μου να τους πω πότες για πρώτη φορά έγραψα κάτι που να έχει λογοτεχνία, και ποτές δε θυμήθηκα αυτήνε την προκήρυξη, που αν και δεν μπορώ να διακρίνω ποιο και τι έχει τέτοια αξία, πολύ υποψιάζομαι για κείνο το λιγόλεξο γραφτό μου... Εξαιτίας του γράψιμου της προκήρυξης αναθίβαλα το Βαγγέλη Χατζηαγγελή, που αν θυμόσαστε τον είχα αφήσει στο Θέρισο την πρώτη νύχτα του έβγα μας στα βουνά. Είχε την απαγόρεψη της οργάνωσης ακόμης να πάρει όπλο, μη λέει μας κατηγορήσουνε ότι κάνομε αντάρτικο... Ο Βαγγέλης, παρέα με άλλον ένα καταδιωγμένο, τον Αδάμη Λεβεντάκη, γυρνούσε τα χωριά της Κυδωνίας, κουβέντιαζε με τις γριές και τους γέρους και μάζευε λαογραφικά. Ένιωθε αφάνταστα άνετα με τους αγρότες· είχε εχτίμηση για την ψυχική και την άλλη, τη σωματική λεβεντιά, τους καλούς, τους αρχοντικούς τρόπους του και την αγάπη του στον κόσμον αυτό που περνούσε και τη δυστυχία του εμφύλιου. Και έτσι όπως ήταν ωφελούσε το κίνημα. Σε λίγο όμως ανάλαβε να οργανώσει την κομματική καθοδήγηση στις διοικήσεις των αντάρτικων τμημάτων, αλλά τον ίδιο καιρό είναι που πιάστηκε. Σημειώνοντας ετούτες τις αράδες ξαναζωντανεύει και ζω μέσα σε κείνο το περιβάλλον με κατάγιομα τα χωριά από ανθρώπους γέρους και νιους, όμορφους, φιλόξενους, που κουβεντάζανε με ρίμες και με σοφία κι είχανε τρόπους Ομηρικούς· ανθρώπους ανεπανάληπτους, που καθόταν εκειδάς από Digitized by 10uk1s
χιλάδες χρόνια και τώρα μέσα σε λίγες δεκαετίες τους ρούφηξε η εξέλιξη για να τους ρίξει στο ρέμα ενός κόσμου καινούργιου, που στην εξέλιξή του ποιος ξέρει στο πέρασμα του καιρού τι όμορφο πάλι θα βλαστήσει σε κείνους τους γραφικούς τόπους.
Ας ξαναγυρίσομε όμως στο λημέρι μας στη βορινάδα του Πρασέ. Είχαμε καθήσει δυο για τρεις μέρες κι άλλο δε συνέβη, εξόν ότι ήρθε ο Κοκολομανούσος από το Ντερέ, ένα χωριό χωμένο στις πορτοκαλιές, ίσια βόρεια από μας, μέσα σε μια λαγκάδα. Ήρθε να παραπονεθεί ότι περνώντας από το χωριό του μια ομάδα Κισσαμίτες αντάρτες του πήραν ένα γερμανικό ντουφέκι και ζητούσε να του το δώσομε πίσω, γιατί ποτές αν και δε συμπαθούσε τον κομμουνισμό, δεν ήταν εχθρός αλλά φίλος μας. Λυπήθηκα αυτόνε τον προσβλημένο άνθρωπο και του υποσχέθηκα με ειλικρίνεια σε πρώτη ευκαιρία να του στείλω το ντουφέκι. Ήταν ένας παράγοντας της δημοκρατικής δεξιάς, δυναμικός και με κύρος, ήτανε της κατηγορίας του Παπαδόνικου που σκοτώσαμε και που θα μπορούσα να μετρήσω εκατοντάδες στην Κρήτη. Φεύγοντας με παρακάλεσε να στείλω δυο μουλάρια για να τα φορτώσει τρόφιμα. Είναι ο κόσμος που αν τόντις εμείς είμαστε όχι στα λόγια, αλλά στα έργα πραγματικοί δημοκράτες, αν τόντις αγωνιζόμαστε για ένα σοσιαλισμό που δεν αποκλείει τη δημοκρατία και την ελευθερία όπως αυτά νιώθει ο λαός — όπως τα νιώθαμε και μεις οι ίδιοι κι όχι όπως τα εννοούσε η ηγεσία μας — αυτό το στρώμα της αγροτιάς το ικανό και δυναμικό το ανεβασμένο, θα έρχονταν μαζί μας. Ήτανε όμως εμπόδιο και το δόγμα: Γιατί ήτανε το στρώμα των πλουσιοχωρικών (των «κουλάκων») που έπρεπε να είναι εχθροί μας... Μακρηγόρησα πάλι στα πολιτικά και την πολιτική μας τη στιγμή που περιμένομε ν' αρχίσουν οι πρώτες εκκαθαριστικές στο ύπαιθρο των Χανιών. Είναι βράδυ τριανταμιά του Ιούλη. Την επόμενη, πρώτη Αυγούστου, ο Πρασές γιορτάζει με μνημόσυνο μια επέτειο. Σαν και τούτη τη μέρα οι Γερμανοί μπλοκάρισαν το χωριό, έπιασαν τριάντα νέους άντρες και τους εχτέλεσαν. Ο Κωτσάκης έχει τη γνώμη ότι πρέπει να κατέβομε στο χωριό μ' ένα στεφάνι από δάφνες και να μιλήσω στο μνημόσυνο. Δέχτηκα πως ήτανε σωστό και πρεπό να χαιρετήσομε τους νεκρούς και με σμπάρους σύμφωνα με το έθιμο, αλλά σε λίγο βλέποντας το ολόγιομο φεγγάρι, σκέφτηκα πως πολύ πιθανό ν' αρχίσουν οι αντίπαλοι τις εκκαθαριστικές την πρώτη Αυγούστου. Από τα Χανιά δεν είχαμε άλλη πληροφορία εχτός ότι η πολιτεία γέμωσε στρατιώτες, Μάυδες από το Ρέθεμνος με τον Κατσιά, και χωροφύλακες. Εγώ έστελνα το μυαλό μου και το παίδευα επί μέρες και νύχτες να μπω στη σκέψη του αντίπαλου: πότες, που κι από πού θα ξεκινήσει τις επιχειρήσεις του· και με κείνες τις σκέψεις μου άλλαξα γνώμη και ρώτησα το Μανώλη αν θα μπορούσε να τοποθετήσει τα οπλοπολυβόλα και τους αντάρτες έτσι που να φυλάγεται όλη εκείνη η έχταση που έφτανε τα πεντακόσια μέτρα κι είχε πολλές πτυχώσεις. Το να τοποθετήσεις τα όπλα και μάλιστα σαν είναι νύχτα είναι δουλειά δύσκολη, αλλά ο Κωτσάκης φάνηκε νάναι γεννημένος στρατιώτης, αλλά χωρίς αυτό, επειδής εδώ έβοσκε σαν ήταν παιδί ένα κοπάδι γίδια, ήξερε το έδαφος καλά. Για το μνημόσυνο των εχτελεσμένων του είπα ότι θα πηγαίναμε τον επόμενο χρόνο... Κατά ώρα δυόμιση μετά τα μεσάνυχτα, ακούστηκε το σκούξισμο αυτοκινήτων. Το ένα από τα τρία οπλοπολυβόλα μας φύλαγε τη δημοσιά που ανέβαινε κατά το χωριό μας Πρασέ. Αλλά τα καμιόνια έφταναν ως την τοποθεσία Καρβουνόλακκος και κει όπως αγροικιόταν, ξεφόρτωναν τους στρατιώτες και τα υλικά. Μετρήσαμε έτσι εικοσιδυό. Ύστερα οι στρατιώτες φτάνανε στο χωριό Νέα Ρούματα, που βρισκόταν κάτω από τα πυρά μας. Το χωριό αν και φιλικό προς εμάς, είναι δεξιό. Δεν έχομε Αυτοάμυνα, δεν έχομε οργανωμένες πληροφορίες.
Digitized by 10uk1s
Όταν φώτισε η μέρα, οι στρατιώτες πήραν ν' ανεβαίνουν κατά μας από τρία μονοπάτια. Ζυγώνοντας βλήθηκαν, διαλύθηκαν και πισωγύρισαν. Είχανε κι απώλειες. Ύστερα τους ακροβόλισαν, αλλά στις διαταγές και στις βρισιές των αξιωματικών οι στρατιώτες ελάχιστα προχώραγαν. Κάναν ακόμης τρία γιουρούσια, αλλά πισωγύρισαν με απώλειες. Ύστερα δε μετακουνήθηκαν· χτυπιόμαστε από απόσταση και προσπάθησαν να μας εχτοπίσουν με τους όλμους. Θυμάμαι που όπως καθόμουνα με τα κιάλια δίπλα στο οπλοπολυβόλο του Αθητάκη, άκουσα να πέφτει κατά πάνω μας ένα βλήμα όλμου. Και αντίς να ξαπλωθώ όπως έκανα άλλες φορές, χάζεψα κατά τον ουρανό να δω πούθ' έρχεται, όταν έπεσε δίπλα μου τρία μέτρα, καρφώθηκε στο αργιλλόχωμα ως τα φτερά, μα δεν έσκασε, πράμα σπάνιο για Εγγλέζικο βλήμα. Αν σκούσε σε τέτοια απόσταση, θα μ έκοβε στα δυο από τη μέση... Και τώρα πάλι είχα γλυτώσει. Ανιστορούμαι πόσες και πόσες φορές ήρθε στο «νυν και αεί» να «τελευτήσω». Οι αντάρτες κράταγαν αρκετές σφαίρες, αλλά άλλες εφεδρικές δεν είχαμε· για τούτο κάναμε μεγάλη οικονομία, αντίθετα από τους αντίπαλους, που αυτοί σπαταλούσαν τα πυρομαχικά, αλλά πήγαιναν, επειδής οι θέσεις οι δικές μας ήτανε δυνατές, στο γάμο του Καραγκιόζη. Μονάχα οι όλμοι μπορούσαν να μας βλάψουν, αλλά εξόν το βλήμα που έπεσε δίπλα μου, κανένα άλλο δε μας ζύγωσε. Ένας από τους σκοπευτές των δυο όλμων που μας βαρούσαν, παράγγειλε σ' έναν χωριάτη να μας πει ότι δεν έριχνε τα βλήματά του στους στόχους που τον διατάζανε, κι άλλος αριστερός στρατιώτης άφησε μια κάσα σφαίρες εγγλέζικου όπλου που αργότερα τις πήραμε. Χτυπηθήκαμε έτσι μέχρι το μεσημέρι, περιμένοντας να φτάσει μια ομάδα αντάρτες να τους βαρέσομε από τα πλευρά, μα η ομάδα μας εκείνη δεν ήρθε.» Όταν τη νύχτα έφτασαν τα καμιόνια και είδα ότι θα χτυπηθούμε, έστειλα έναν ανταρτάκο, το Λευτέρη Σολανάκη να τρέξει και κει, ανάμεσα Σέμπρωνα και Παλιά Ρούματα, βρισκόταν μια ομάδα μας να τη φέρει. Μέχρι να φτάσει όμως είχαμ' αρχίσει τη μάχη· άκουσαν εκείνοι οι αντάρτες τις ριπές και μην ξέροντας τι συνέβαινε, λάκισαν κατά τα ψηλώματα στ' Αποπηγάδι. Εκεί πέσανε σε ενέδρα Μάυδων και χωροφυλάκων από την Κάντανο, άφησαν τρεις για τέσσερις νεκρούς κι οι άλλοι που γλύτωσαν γίνηκαν φύλλα-φτερά κι ο Σολανάκης δεν τους βρήκε. Έτσι χάσαμε την ευκαιρία να διαλύσομε το τάγμα του αντισυνταγματάρχη Σιγανάκη που κατά τους Νεορουματιώτες, όταν οι στρατιώτες του αρνήθηκαν να προχωρήσουν κι ήτανε σε διάλυση, έκλαιγε τι του φύλαγε η μοίρα και ήταν έτοιμο το τάγμα του αν συνεχιζόταν η μάχη και χτυπιόταν με λίγα ντουφέκια από τα πίσω, να παρδοθεί. Φτάνοντας το μεσημέρι, σιγά-σιγά κι από λίγο τα ντουφέκια μας άρχισαν να σωπαίνουν. Μας είχαν αποκάνει παρά την τόση μας οικονομία τα φυσέκια κι οι αντίπαλοι που το κατάλαβαν, δυνάμωσαν αυτοί τα δικά τους πυρά. Ντράπηκα πολύ που έπρεπε να δείξομε πλάτη σ' ένα νικημένο αντίπαλο. Φύγαμε. Οι εχθροί είχανε κάμποσα θύματα. Ένας βοσκός από το Σέμπρωνα ο Φρατζεσκάκης, Αλβανομάχος, που καθόταν και παρατηρούσε με τα κιάλια του ψηλά από μια κορφή πάνω από τη μάχη, θα μου πει σε λίγο πως τέτοιο «όμορφο» πόλεμο δεν είχε ξαναδεί και πως αν είχαμε ακόμης μια ομάδα, θα τους αιχμαλωτίζαμε όλους. Τέτοιος τρόμος τούς είχε από τον αιφνιδιασμό της ενέδρας καταλάβει. 34 Φεύγοντας περάσαμε από τον Πρασέ, αλλά οι άνθρωποι είχανε αφήσει τα σπίτια τους και πήρανε τα πλάγια φοβισμένοι. Εμείς πεινούσαμε και διψούσαμε· νερό βέβαια βρήκαμε μπόλικο, γιατί έτρεχε το αυλάκι ενού νερόμυλου, και τότες ο Κωτσάκης άνοιξε στην τύχη μια πόρτα και μας μοίρασε όλη την ψωμοσανίδα που ήταν γεμάτη από μεγάλα φρέσκα σταρίσια καρβέλια. Έτσι Digitized by 10uk1s
τρώγοντας εκείνο το μυρουδάτο ψωμί ανηφορίσαμε κατά τα Λευκά Όρη και φτάσαμε δώθε από τα Ποροσέλια που βρίσκεται το πέρασμα προς τον Ομαλό. Εκεί σ' ένα μιτάτο κάτω απ' ένα πλατάνι που έχει και νερομάνα βρήκαμε να μας περιμένει το συγκρότημα του Μπαντουρόγιαννη. Μαζί του ήτανε κι ο Τσαμαντής. Εκεί τους είχε βρει το τέλος της μάχης και μας περίμεναν. Μας οικονόμησαν από λίγες σφαίρες για το κάθε ντουφέκι κι έστησαν ένα καζάνι για συσσίτιο. Να όμως πώς ακριβώς και γιατί κινήθηκε το συγκρότημα προς τα εδώ. Ο Τσαμαντής είχε απομείνει στη Ζούρβα-Μεσκλά που ήτανε η βάση μας για να κρατήσει επαφή με τις πληροφορίες μας στα Χανιά. Και τόντις πήρε σωστές πληροφορίες και ξεχωριστά για τούτη την κίνηση του Σιγανάκη από τη μεριά των Νέων Ρουμάτων. Ο Τσαμαντής που το μυαλό του έπιανε στα στρατιωτικά, και κατάλαβε τη λαθεμένη αυτή κίνηση κι έτρεξε να βρει το Μπαντουρόγιαννη στον Ομαλό και να φτάσει με το συγκρότημα να μ' ανταμώσουν. Αλλά λέει: «Καθυστερήστηκα σ' ένα μιτάτο, γιατί μ αρέσουνε τα γαλατερικά απού δε λέγεται...». Μ' αυτή την ελαφρότητα κι αυτή την αφέλεια μου τα λέει αυτά αυτός ο άντρας, που στην κατοχή η δραστηριότητά του τον έφερε πρώτο αντάρτη στα Λευκά Όρη, καπετάνιο στο 14 σύνταγμα του ΕΛΑΣ, και παίζει το νευρικό μου σύστημα. Επειδής του αρέσανε τα «γαλατερικά» (ό,τι παράγεται από το γάλα)... ακούς! Αυτά όμως τα αποτελέσματα είχε σε όλα σχεδόν τα στελέχη και τα μέλη μας κείνη η απόφαση του Ζαχαριάδη να διώξει τους αγρότες από το ΚΚΕ και να τουσε πάει στο ΑΚΕ. Εκείνη η εγρήγορση, εκείνο το τέντωμα στα νεύρα που χαραχτήριζε τους κομμουνιστές εκείνης της εποχής, χαλαρώθηκε και μαζί με τ' άλλα τους μεταμόρφωσε σιγά-σιγά από στρατιώτες της επανάστασης σε δυσκίνητους πολιτικολόγους, ενώ ο εμφύλιος, όπως καθυστερημένα, ανάποδα και κακορίζικα τον είχαμε αρχινημένο, ήθελε στελέχη με ατσαλένια ψυχή και νεύρα, μυαλό να δουλεύει και την ώρα του ύπνου ακόμης, για τον πρόσθετο λόγο ότι οι αντίπαλοι διαθέτανε ατέλειωτα μέσα και πολλαπλάσιους από μας στρατιώτες — ίσως δέκα φορές. Συνέβαινε ακόμης σ' αυτόνε τον άντρα το σαραντάρη, μετά από το πέραμά του στο ΑΚΕ να καταφύγει στα Χανιά — αυτός ο γέννημα θρέμμα αγρότης — ν' ασχολείται με τον από στόμα σε στόμα «μαρξισμό» και να ξεροσταλιάξει με μια κοπελίτσα, μια αρραβωνιστικιά που τον είχε ξετρελαμένο. Ας πω από τώρα ότι από ετούτα όλα μαζί και οι εξτρεμισμοί της πολιτικής ηγεσίας όταν αργότερα γίνηκε και στρατιωτική (βλέπετε ο οπορτουνισμός γίνεται πολύ εύκολα, σα λάχει περίσταση τέτοια, αριστερός), που του φόρτωναν ευθύνες για κακουργήματα που αυτός σαν ευσυνείδητος δεν ενέκρινε ποτές, θα τον οδηγήσουν μετά ένα χρόνο από τα μιλούμενα να ξεχωρίσει ολότελα τις ευθύνες του από το κίνημα και να συμβιβαστεί με τους αντίπαλους. Όμως στον Τσαμαντή, παρά την αδράνεια και τη δυσκινησία του αυτή, είχα ξεχωριστή εχτίμηση, γιατί είχε προτερήματα σπάνια. Ήτανε συνετός· ένα χάρισμα που πρέπει να διακρίνει τον κάθε λαϊκό αγωνιστή και πιο πολύ όταν μιλάνε κι αποφασίζουν τα όπλα. Είχε κρίση και σε πολλά έκοβε το μυαλό του. Δε θυμάμαι ποτές να έπεσε έξω στην εχτίμησή του σε πρόσωπα ή καταστάσεις. Ήταν ευγενικός προς τους ανθρώπους και τους αγαπούσε. Εδώ όμως από την «αγάπη» που είχε στο... ανθόγαλο και στο γιαούρτι τα έκανε θάλασσα!.. Θυμάμαι πάντα, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει, εκείνη την ευκαιρία και σπαρταράει η καρδιά, γιατί διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη του ένοπλου κινήματος στα Λευκά Όρη. Θα πει τινός το γενικό και το τελικό αποτέλεσμα δεν άλλαζε: ο αγώνας αυτός από την αρχή του, κατά το χρόνο και τον τρόπο που ξεκίνησε, ήταν χαμένος. Σωστό! Αλλά να, που προσπαθώ να πω όλα τούτα όσο μπορώ πιο σωστά, όσο δύναται το κοντύλι μου πιο όμορφα, πιο παραστατικά, ενώ ξέρω επειδής κιόλας πάτησα στα εβδομήντα, πως σε λίγο δε θα υπάρχω...
Εκείνες τις ίδιες ώρες που εμείς χτυπιόμαστε στα υψώματα ανάμεσα Νέα Ρούματα και Πρασέ, είχε Digitized by 10uk1s
αναφτεί μια άλλη μάχη πέρα κατά την ανατολή, στη δυτική άκρια της Κυδωνίας στα σύνορα του Αποκόρωνα, ψηλά στα πλευρά της Ψαρής. Βοηθούσε ο καιρός κι ακουγόταν οι όλμοι κι οι ριπές και με τα κιάλια φαινόταν η αντάρα της μάχης. Ήτανε τα απομεινάρια του Γύπαρη, που τα διοικούσε τώρα ο Πέτρακας, ένα κοπάδι Μάυδες από τα Κεραμιά, τμήματα ταχτικού στρατού κι ένα παρδαλό φουσάτο φερμένο από το Ρέθεμνος με κεφαλή του τον περίφημο από άλλα τέτοια γιουρούσια Κατσιαδογιάννη. Κιόλας εκείνο το κοπάδι από τις πρώτες ντουφεκιές π' άκουσε, διαλύθηκε, κατέβηκε στα Χανιά και πήγε απ' εκεί πούρθε· έμεινε μόνος ο «αρχηγός» κι από λίγο νάχει χαθεί στη μαδάρα. Τέλειωσε αυτή η μάχη όταν ο Πέτρακας πήρε μια σφαίρα κατάστηθα, αχρηστεύτηκε και σώθηκε σε νοσοκομείο της Αθήνας. Σε μας συνέβη μια πολύ μεγάλη ατυχία. Τέσσερα παιδιά, κάτω από τα είκοσι χρόνια ηλικίας, άπειρα ακόμη από πόλεμο κι ακάτεχα σε κείνο το μέρος, αποκόπηκαν από την ομάδα τους, κι αιχμαλωτίστηκαν. Οι Μάυδες σκότωσαν επί τόπου τα τρία. Το τέταρτο που ήταν ο Μιχάλης Μανουσέλης, που πριν από λίγες μέρες είχε αφοπλίσει τον αστυνομικό σταθμό του χωριού Καλλικράτη Σφακιών, πρόλαβε και τον γλύτωσε ένας στρατιώτης, ο Παντελής Μανούσακας. Ήτανε φίλοι και παρά τα αίματα που είχανε λούσει το πρόσωπό του από τραύματα στο κεφάλι, τον γνώρισε. Έπιασε μια θέση γερή, ακινητοποίησε τους Μάυδες ώσπου ο αντάρτης έφυγε και γλύτωσε στο χωριό Μαδαρό. Αυτές οι τρεις απώλειες, επειδής οι αντάρτες ήτανε τόσο νεαροί, δώσανε σε μένα μεγάλη στεναχώρια. Ο ένας μάλιστα ήτανε αδερφός του προέδρου του Εργατικού κέντρου Χανιών Αντρέα Τσατσαρωνάκη, που αυτός ο εξαίρετος αγωνιστής της εργατιάς βρισκόταν απ' την αρχή του ένοπλου αγώνα σ' εξορία. Από την άλλη μας μεριά τη δυτική, βαθιά στην επαρχία της Κίσσαμος άρχισαν και κει εκκαθαριστικές με στρατιωτικές δυνάμεις, με σκοπό μαζί με τη δύναμη του Σιγανάκη να θέσουνε το συγκρότημα της Κίσσαμος ανάμεσα σε μια λαβίδα. Η καθυστέρησή του όμως στα Ν. Ρούματα από την ενέδρα μας και τη μάχη, έκανε το σχέδιο ν' αποτύχει και το συγκρότημα τις πρώτες μέρες να μη στεναχωρεθεί πολύ. Ωστόσο είχαμε και κει μια απώλεια ενούς καλού αγωνιστή και στελέχους. Ένας αστυνόμος, ο Μακρυγιαννάκης, με μεγάλη απελευτερωτική δράση στην κατοχή στην Αθήνα, καταδιωγμένος τώρα βρισκότανε στο χωριό του. Σ' αυτήνε την εξόρμηση λοιπόν όπως τρέχανε σε μια ανηφοριά στο βουνό «Άγιος Δίκαιος», σωριάστηκε κάτω από καρδιακή συγκοπή και πέθανε. Τις επόμενες λίγες μέρες όταν το συγκρότημα ζορίστηκε, μετακινήθηκε κατά τα Λευκά Όρη γι' ανάπαψη και πάλι γύρισε πίσω. Ήταν η δική μου επιμονή να βρισκόμαστε στις επαρχίες μέσα στα χωριά. Ο αντίπαλος λυσσομασούσε να οργανώσει Μάυδες στα χωριά, αλλά ως τώρα ελάχιστα είχε πετύχει και πετύχαινε εκεί που εμείς λείπαμε ή εκεί που κάναμε λάθη. Ύστερα τα χωριά μάς δίνανε στέγη και τροφή. Έπρεπε να κρατήσομε αυτήνε την κατάσταση ώσπου να φτάσει το φθινόπωρο και ο χειμώνας. Αυτές οι εποχές σταθεροποιούνε και μεγαλώνουν το αντάρτικο. Στην ταχτική τής «οργανικής αυτοδιάλυσης» που λένε, δηλαδή να μοιράζεται ένα τμήμα ανταρτών σε μικρότερα κομμάτια σε καιρό που ο αντίπαλος διαθέτει πολλαπλάσιες δυνάμεις και ενεργεί εκκαθαριστικές, και να ξεγλυστράνε αυτές οι ομάδες ανάμεσά τους παρενοχλώντας τον κιόλας, το αντάρτικο της Κρήτης δεν τα κατάφερνε ακόμης. Παρ' όλη όμως την απειρία θα ήταν η συμφερτικότερη ταχτική σε κάθε κατάσταση ανάγκης. Αν ο Ποδιάς, παρ' ότι δεν είχε παρά λίγους ντόπιους αντάρτες, αλλά όμως είχε στελέχη ικανά κι έμπειρα από τον κατοχικό αγώνα στην ηπειρωτική Ελλάδα, εφάρμοζε αυτή την ταχτική πάνω στα Λασηθιώτικα βουνά, όπως κιόλας είχε καθοριστεί, σίγουρα δε θα εξοντωνότανε, και τότες το αντάρτικο της Κρήτης παρά την καθυστέρησή του, θα έφτανε και θ' ακολουθούσε τη μοίρα του Δημοκρατικού Στρατού της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Digitized by 10uk1s
Θα προσπαθήσω τώρα να δώσω μια εξήγηση για ένα μερχαμέτι που δόθηκε τούτο το καλοκαίρι μονάχα για την Κρήτη: Η αμνησία αυτή δόθηκε ύστερα από επιμονή στην κυβέρνηση του Σ. Βενιζέλου, του Μητσοτάκη και του Γύπαρη, που συνέβαινε εχτός από παράγοντες να είναι και βουλευτές του τόπου, που έφερε μεγάλη σύγχιση και γράφτηκε στις εφημερίδες της εποχής, ότι οι αντάρτες της Κρήτης παραδόθηκαν στον αντίπαλο. Τέτοιο πράμα βέβαια δε συνέβη. Έχω αναφερθεί σε μπροστερινό κεφάλαιο ότι στις αρχές ακόμα της Οργάνωσης της Αυτοάμυνας και με τους πρώτους καταδιωγμένους, πλησιάσαμε, κάναμε φίλους μας και καμπόσους τους οργανώσαμε κιόλας, μερικές εκατοσταριές φυγόδικους καταδιωγμένους ακόμα απ' τον καιρό της κατοχής για φόνους κι άλλα του ποινικού νόμου αδικήματα. Ο Γύπαρης που πάντα στα γιουρούσια του σ' αυτόνε το δυναμικό κόσμο στηρίχτηκε, τους γύρεψε σαν γίνηκε στρατιωτικός διοικητής τω Χανιώ, μα δεν τους βρήκε. Μάλιστα επειδής συνέβαινε να είναι άνθρωποι δημοκρατικοί και αριστεροί, τους ένιωσε και αντίπαλους. Τους έστελνε λοιπόν συχωροχάρτια με υπογραφές και σφραγίδες, μα δίχως αποτέλεσμα· και τότες καταφύγανε στο μέτρο της «αμνηστίας». Κι ο κόσμος αυτός που ελάχιστα νοιάζεται από ιδεολογίες και ήθελε να φτιάξει τη ζωή του, σε μερικούς κιόλας άρεσε το: «άρπαξε να φας και κλέψε νάχεις», δεν είχε λόγο να μη δεχτεί την «ευεργεσία» κι έτσι οι εφημερίδες της εποχής γεμίζανε από αριθμούς και ονόματα «παραδοθέντων συμμοριτών». Αντάρτες ελάχιστοι παραδόθηκαν. Ακόμα και στην άλλη αμνηστία που ακολούθησε, «του Σοφούλη», όπως ειπώθηκε από το όνομα του πρωθυπουργού και ήτανε για όλη την Ελλάδα, δεν είχαμε λιποταξίες. Στην Κρήτη συνέβαινε ότι από την πρώτη στιγμή που φάνηκαν οι πρώτες μικροομάδες, είχαμε μόνιμα το «ευεργέτημα» της αμνηστίας, μια που στους αντάρτες δεν υπάρχανε σε βάρος τους καταδίκες δικαστηρίων. Μάλιστα όπως θα θυμόσαστε, ο Βενιζέλος σαν κρατικός και κυβερνητικός παράγοντας είχε προτείνει εχτός από την αμνήστεψή τους, να διαθέσει ακόμα και αντιτορπιλικό να μεταφέρει τους αντάρτες όπου αυτοί επιθυμούσαν. Οι αντίπαλοί μας βλέπετε ήτανε μορφωμένοι και διαβασμένοι αυτοί. Ξέρανε από την ψυχολογία του Κρητικού κι είχανε μελετήσει τα παλιά «μερχαμέτια» της Τουρκιάς. Η αστική τάξη όταν καταλαβαίνει κίντυνο, βάνει έναν Μπαντουβά, ένα Γύπαρη ή ανάλογα την περιοχή ένα Σούρλα, έναν Μαγγανά, να καταπατήσει τους νόμους κείνους που αυτή η ίδια έφτιαξε για να στεριωθεί από τους φεουδάρχες, μα που τώρα της φέρνουνε κίντυνο από την άλλη τη λαϊκή, την αριστερή μεριά. Κάποτε έκανε το Γύπαρη μ' ένα τάγμα από κατάλληλους στρατιώτες — τους «Γυπαραίους» — που διάλεξε από τη δυτική Κρήτη κι έφριξε η Αθήνα από τη βία και την παρανομία, γιατί η αστική τάξη τότες με τους «προστάτες», ήθελε για να στεριωθεί στην εξουσία της, να διώξει ένα βασιλιά Γλύξμπουργκ. Και να τώρα, μετά από ένα τέταρτο του αιώνα βάνει τον ίδιο άνθρωπο στα Χανιά που μεσουρανεί το δημοκρατικό φρόνημα, να φτιάξει πάλε του «Γυπαραίους», να τσαλαπατήσει πάλε τους νόμους, για να στεριώσει τώρα την εξουσιά της μ' ένα βασιλιά Γλύξμπουργκ!.. Τώρα δα η αστική τάξη που είχε προστασία κι ένα ποτάμι να τρέχει με δολλάρια, είχε κι άλλη ευχέρεια και στα χουβαρνταλίκια της αμνηστίας. Θυμάμαι που η εξουσία μηνούσε σε αντάρτες με δυναμισμό και με κύρος να πάνε στο χωριό τους να καθήσουν δίχως να παραδώσουν οπλισμό, δίχως να τους επισκεφτεί εκπρόσωπος της κυβέρνησης, κι ότι πρόσωπο δικό τους θα τους πήγαινε ένα χρηματικό ποσό για να φτιάξουνε τη ζωή τους ή να ταξιδέψουν αν το επιθυμούσαν. Και είχε και τ' αστεία της η υπόθεση: Άκρη του χωριού της Αράδαινας Σφακίων ανοίγεται ένας βαθύς και στενός φάραγγας, φυσικό εμπόδιο, ονομαστός απ' τις επαναστάσεις. Εκεί λοιπόν στο Φάραγγα της Αράδαινας, άκρια του πέρχειλου, έφτασαν από την Άγια-Ρούμελη οι ένοπλοι του χωριού (ήτανε τότες που εμάς μας δεκάτισαν). Απέναντι, από τη μεριά της Ανώπολης, στάθηκε ένας εκπρόσωπος της εξουσίας και δόθηκε το μερχαμέτι με τούτην εδώ την διαδικασία: Φώναξε στους ένοπλους η εξουσία: «Μωρεεέ!.. εντάξει!». «Εν τάξει!» αποκρίθηκαν οι ένοπλοι. Αυτό σήμανε την υποταγή τους και πάλι με τα όπλα στον ώμο γυρίσανε στο χωριό τους.
Στο μεταξύ, αυτόνε το μήνα με τις εκκαθαριστικές από στρατιωτικές και άλλες δυνάμεις, δεν είχαμε παρά ίσως ελάχιστους σκοτωμένους, όπως την πρώτη μέρα της εξόρμησης. Οι αντάρτες όλο και συνηθούσανε να γυροφέρνουνε και ν' αποφεύγουνε να μπλέκουνται σε μάχη, κι ο πληθυσμός σε Digitized by 10uk1s
τούτη τη δυσκολία μάς υποστήριζε. Είχαμε τα Λευκά Όρη, πελώρια, για ανάπαψη, που στον αντίπαλο με τόσες μικρές δυνάμεις ήτανε ακόμης «απρόσιτα». Μικροσυγκεντρώσεις βέβαια και φόνοι γινότανε, κι ο Γύπαρης τώρα απαλλαγμένος από τα πολεμικά στο ύπαιθρο ασχολούντανε με τα κρατητήρια, κι η τρομοκρατία στην πόλη των Χανιών καθώς και στις άλλες πόλεις της Κρήτης και το ύπαιθρο, είχε φτάσει στην πιο μεγάλη της ένταση. Συλλήψεις και βασανιστήρια, σπάσιμο των γραφείων και ύστερα από πολλές απανωτές καταστροφές κλείσιμο των εφημερίδων μας. Ο πανέξυπνος Μητσοτάκης αρθρογραφούσε σε ολοσέλιδα άρθρα στην εφημερίδα του «Κήρυξ» και δεν μπορούσες να βρεις μια λέξη οπορτουνισμού, ούτε μια γραμμή που να μην υπηρετεί το συμφέρον της αστικής τάξης της Ελλάδας και της ψυχροπολεμικής πολιτικής των Αμερικάνων. Αλήθεια οι αντίπαλοί μας είχαν στελέχη ικανά, μορφωμένα, γιατί δεν τους έβαζε η ηγεσία τους κανένα ταμπού από δόγματα ούτε παρωπίδες στα μάτια, όπως συνέβαινε με της δικής μας τους χαμηλούς, που μας θέλανε στα μέτρα τους και κάτω απ' αυτά για νάμαστε του χεριού τους και κυβερνήσιμοι. Μα πρέπει να πω ότι ο Μητσοτάκης είχε παραγγείλει να είναι στη διάθεση του Γύπαρη οι «στήλες» της εφημερίδας του. Μερικοί λέγανε πως φοβότανε το Γύπαρη κι άλλοι πως το έκανε σκόπιμα, για να διασκεδάζουν οι γραμματιζούμενοι των Χανιών με τις σοφιστείες και τα νταϊλίκια στ' άρθρα του καπετάν Τρομάρα. Θυμάμαι στα Λευκά όρη ένα δικό μας διανοούμενο, το δικηγόρο Σταύρο Χατζηγρηγόρη, που διαβάζοντας ένα άρθρο του: «Η Ελλάς και οι βόρειοι γείτονες» επικεφαλίδα, παράτησε την εφημερίδα, ξαπλώθηκε τ' ανάσκελα και σπαρτατούσε κρατώντας με τα δυο χέρια τα σπλάχνα του. Κάθε εποχή βλέπετε, όσο τραγική κι αν είναι, φέρνει μαζί της και τις πλάκες.
Αυτό το καλοκαίρι με τις εκκαθαριστικές γίνονται και οι πρώτες προσπάθειες της στρατιωτικής διοίκησης να μας στείλει πράχτορές της στο Δημοκρατικό Στρατό, μα οι μέθοδες είναι ακόμη απλοϊκές και χοντροκομμένες και μέχρι τον επόμενο χρόνο δεν θα έχει καταφέρει σχεδόν τίποτα. Θυμάμαι που ήμουνα σ' ένα χωριό της Κυδωνίας, τη Χωστή, και ήρθε ένας τέτοιος να γίνει αντάρτης, αλλά μου τον έφεραν επειδής δήλωσε ότι ήταν ασυρματιστής. Δεν ξέρω τι είχα τότες στη ματιά μου και με το λίγο κοίταγμα οι τέτοιοι παραλυούσανε. Θυμάμαι αυτόνε που ήταν ένας νέος άντρας, συμπαθητικός και λίγο αγαθιάρης, που ο κακομοίρης είχε χάσει το χρώμα του μετά από λίγης ώρας συζήτηση. Τον καθησύχασα βέβαια, τον άφησα να πάει στο χωριό του που αν θυμάμαι ήταν οι Βουκολιές της Κίσσαμος, «κι όποτε θα στήναμε ασύρματο» θα τον φωνάζαμε... Στα Χανιά όμως πριχού από ένα χρόνο με είχε αναστατώσει ένα τέτοιο περιστατικό: Συνέβαινε να κάνω παρέα με φαγοπότι και να τραγουδάμε τ' απαγορεμένα για τότες τραγούδια του ΕΛΑΣ με μια παρέα από νέους κομμουνιστές. Μαζί μας ερχόταν κι ένα λεβεντόπαιδο, καλός τραγουδιστής και γλεντζές, ο Θύμιος Κουμπεδακάκης, κομματικό στέλεχος, μέλος της επιτροπής της πόλης Χανιών. Σε λίγο όμως κατάγγειλε τον εαυτό του, αλλά όχι σε μένα, ότι τον καιρό της τετάρτης Αυγούστου ήταν πράχτορας της ασφάλειας των Χανιών μέσα στις γραμμές της ΚΝΕ, που ήτανε στέλεχός της. Διαγράφτηκε βέβαια από το Κόμμα, αλλά επειδής ήτανε άνθρωπος καλόβολος και με συμπάθειες κι ακόμα για «το νεαρό της ηλικίας» τότες που εγκληματούσε, τον άφησαν να δουλεύει στην Εθνική Αλληλεγγύη. Σε μένα όμως φάνταζε άτομο της πιο κακής ποιότητας. Θυμήθηκα που πολλές φορές στην Ακροναυπλία μου είχε κάνει λόγο για τα περιστατικά και τον κύκλο που βρέθηκε και το πώς πιάστηκε, ο φίλος μου καθηγητής φιλόλογος από το Σφακοπηγάδι της Κίσσαμος, Παναγιώτης Κορνάρος που αργότερα ντουφεκίστηκε. Βρήκα να φτάνουν τα περιστατικά εκείνα μέχρι τον κύκλο και τη δράση του ήρωά μας.
Digitized by 10uk1s
Κατά τα τέλη του μήνα Αυγούστου οι στρατιωτικές μαζί με τις άλλες κάθε λογής αντίπαλες δυνάμεις δεν είχανε καταφέρει να μας βλάψουν σχεδόν στο τίποτα. Οι απώλειες από τις συμπλοκές της πρώτης εξόρμησης των στρατιωτικών τμημάτων είχανε αναπληρωθεί και με το παραπάνω από καινούργιους αντάρτες. Ο αντίπαλος έχοντας υπεροχή δυνάμεων, λυσσούσε να έχει μια επιτυχία. Τρέχω σε όλα τα σημεία, παντού όπου υπάρχουν αντάρτικα τμήματα. Φοβάμαι μια ατυχία σαν εκείνη με το χειμώνα στη Γιωργιούπολη, σαν εκείνη στο Κακοδίκι Σελίνου. Κινούμαι μέσα από χωριά· έχω απομείνει το πετσί και το κόκαλο που λένε, αλλά είμαι γερός. Αντέχω να βαδίζω μια μέρα στο λιοπύρι, δίχως να φάω ψωμί, δίχως να πιω νερό. Ένα βράδυ με ρώτησε μια αντάρτισσα: «Δεν θα δειπνήσεις; το μεσημέρι δεν έφαγες». Χαλάω πολλά φύλλα του μπλοκ για σημειώματα και τρέχω... Αν θυμάμαι, αυτόνε τον καιρό έγραψαν οι εφημερίδες ότι θα στρατευτούνε στο νομό Χανιών δυο μεγαλύτερες κλάσεις απ' εκείνες που είχανε ως τώρα στρατευτεί, σ' αντικατάσταση του στρατού που θα έφευγε πάλε πίσω στη Μακεδονία. Αυτούς κιόλας τους είπανε εθνοφρουρά. Σκέφτηκα τότες πως με αυτούς τους στρατιώτες που ήταν αυτοί οι ίδιοι που πήρανε τα όπλα στην απεργία, θα κάνομε ένα μεγάλο στρατό να πιάσομε την Κρήτη. Όλο ελπίδες βλέπετε... Αλλά σε λίγο πληροφορηθήκαμε ότι η στρατιωτική διοίκηση Κρήτης κατάφερε να πάρει μια μικρή παράταση παραμονής του ακόμα στα Χανιά. Αυτές τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου γίνηκε μια σύσκεψη των στελεχών του Δ.Σ. στην τοποθεσία των Λευκών Ορέων Νερόλακκος, της περιφέρειας του Πρασέ. Πήρανε μέρος ο Μιχάλακας, ο Μπαντουρόγιαννης, ο Μανώλης Κωτσάκης και κάνα-δυο ακόμα. Από την Κίσσαμο είχ' έρθει ο Γιώργης Μιαούλης. Ο Τσαμαντής έλειπε κατά του Θερίσου τη μεριά. Θέμα της σύσκεψής μας ήταν καινούργιοι στόχοι. Τους παρουσίασα ένα σχέδιο που μας είχε στείλει η Αυτοάμυνα της Κίσσαμος, κατάληψη της υποδιοίκησης του Καστελιού, κι ο Μπαντουρόγιαννης που από καιρό ζητούσε αυτή την επιχείρηση, το βρήκε τέλειο κι ενθουσιάστηκε. Η επιχείρηση αυτή επειδής η κωμόπολη είναι πλούσια κι έχει εμπόριο, θα μας έδινε πολλά οικονομικά, που όπως μεγάλωνε το αντάρτικο τα είχαμε απόλυτη ανάγκη. Σαν δεύτερο στόχο μας είχαμε τις υποδιοικήσεις Αλικιανού και Βουκολιές. Δεύτερο θέμα μας ήταν οι πλάτες μας. Ο όγκος δηλαδή των Λευκών Ορέων. Πίσω από τις πλάτες μας αυτές απλώνεται ως τη θάλασσα η επαρχία των Σφακιών. Έχουν αφοπλιστεί και διωχτεί οι σταθμοί χωροφυλακής Αγ. Ρούμελης, Ανώπολης και Καλλικράτη. Κρατάει όμως η υποδιοίκηση στη Χώρα κι ένας σταθμός στο Αμουδάρι. Τον τελευταίο καιρό με επιμονή μας πληροφορούν ότι σχεδιάζεται επιχείρηση κατάληψης κι εγκατάστασης στρατιωτικής δύναμης στο υψίπεδο της Ανώπολης κι ότι ακόμα μελετάται το χτύπημά μας απ' τις πλάτες. Τι σήμαιναν όλα τούτα; Αυτές τις μέρες έχει εγκατασταθεί ένας λόχος στρατού στο υψίπεδο του Σέμπρωνα ανάμεσα Πρασέ και Παλιά Ρούματα. Ποιες είναι οι προθέσεις του εχθρού δεν ξέρομε, γιατί ο συσχετισμός των δυνάμεων όσο κι αν είναι για τώρα με το μέρος του, δεν του επιτρέπει αυτή τη στάθμεψη εχτός σε δύναμη ενού τάγματος. Το λόχο θα τον βάζαμε στο χέρι σε μια νυχτερινή επιχείρηση κι αποφασίσαμε να προετοιμαστεί το σχέδιο απ' το Μιχάλακα και το Μανώλη Κωτσάκη. Για τα Σφακιά αποφασίστηκε να πάω ελόγου μου με μια ξεδιαλεμένη ομάδα και να στείλομε να καθήσει εκεί μόνιμα για την Αυτοάμυνα της επαρχίας και τις πληροφορίες το Μανώλη Μανουσογιάννη. Λίγο πρωτύτερα είχε ζητήσει ένας από τους αντάρτες του Ποδιά, ο Νικηφόρος, (Γιάννης Νικολόπουλος) να δουλέψει σε πολιτική οργάνωση και στάλθηκε στα Σφακιά. Μάλιστα αυτός πέτυχε μέχρις κι εφημερίδα χειρόγραφη να κυκλοφορήσει. Κουβέντιασα στο τέλος πολλή ώρα με τους δυο, κεφαλή του συγκροτήματος της Κυδωνίας, το Μπαντουρόγιαννη και Κωτσομανώλη. Τους παράγγειλα ν' αποφύγουνε κάθε ενέργεια μέχρις που να γυρίσω, κι αν ζοριστούνε από εκκαθαριστικές, να μοιράσουνε το συγκρότημα στα δυο και να Digitized by 10uk1s
ελιχτούνε στα Λευκά Όρη. Με τρόμαζε εκείνος ο λόχος στο Σέμπρωνα. Όχι σα δύναμη, αλλά σκοτιζόμουνα ποια ήταν η πρόθεση του αντίπαλου... Τι πήγαινε να πετύχει;...
Τα Λευκά Όρη με τα παρακλάδια τους σκεπάζουνε σχεδόν όλη τη δυτική άκρια της Κρήτης, φτάνοντας από νότια προς την ανατολή μέχρις τον Ψηλορείτη, Το ακατοίκητο κέντρο τους κρατάει το τέταρτο του Ν. Χανιών, φτάνει το δυόμισι χιλιάδες υψόμετρο. Είναι βουνό μεγαλόπρεπο, πολύκορφο, πολύπτυχο, αλλά στα ψηλά γυμνό και άνυδρο. Στις σκισμές του όμως κρατάει από αιώνες το χιόνι κι απ' αυτό ξεδιψάζουν οι άνθρωποι και τα ζώα. Όταν ανέβεις στο κέντρο του, μοιάζει να βρίσκεσαι σε άπλα ωκεανού. Κορυφές, ατέλειωτες κορυφές και ουρανός. Σε τίποτα άλλο για ώρες δε θα σκοντάψει το μάτι σου. Αν καθήσεις στη σκιά βράχου, τρέμεις· αν πας στον ήλιο, τσούζει και καταστρέφει την επιδερμίδα. Κει πάνω νιώθεις ελαφρύς κι η κούραση είναι λιγότερη. Αν μείνεις για πολύ διάστημα εκεί πάνω, αν είσαι γερός, γίνεσαι γερότερος· αν είσαι σακάτης, πεθαίνεις. Είχαμε πάρει στην ομάδα μας κι έναν παλιό φυγόδικο από τα Μεσκλά, τον Κυριάκο Χάλαρη κι αυτός μας οδηγούσε. Ανεβήκαμε όλον εκείνο τον όγκο και φτάσαμε την τοποθεσία Γρεμνάρα που κιόλας είναι γκρεμνός. Ο Χάλαρης είναι αυτοαμυνίτης, ωραίος, δυνατός και λεβέντης, γλυκομίλητος και χωρατατζής. Ξέρει τα Λευκά Όρη κι έχει πολλούς φίλους στη Σφακιανή επαρχία. Το απόγεμα φτάσαμε σε μια βρυσούλα που τρέχει νερά — κι όσο να δροσιστούνε διακόσια στέρφα κι οι αίγαγροι που μονιάζουν εκεί ένα γύρω. Είναι η ονομαστή του Ζαρανιού η βρύση στο υψόμετρο δυο χιλιάδες διακόσια. Ύστερα αλλάξαμε ανατολικά κι ανεβαίνοτας στην περιοχή της Στραβοποδιάς κατεβήκαμε από το πάνω Αγόρι στο υψίπεδο της Ανώπολης κι εφτάσαμε σε μια γειτονιά της, τα Καμπιά και καταλύσαμε στο σπίτι των Αθητάκηδων που ο ένας από τα τρία αδέρφια, ο Νίκος είναι από τα καλά στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού. Η πορεία μας κράτησε δεκατέσσερις γεμάτες ώρες. Το πρώτο συμπέρασμά μου ήταν ότι τα Λευκά Όρη με τις δυνάμεις των αντιπάλων μας και με ακόμα δέκα φορές άλλες τόσες δεν κυκλώνουνται. Αλλά και από την Ιστορία δεν έχομε ένα τέτοιο προηγούμενο. Ότι είναι σχεδόν αδύνατο να φτάσουνε συγκροτημένα τμήματα και να βρεθούνε στις πλάτες μας στην Κυδωνία, αν βέβαια αφαιρέσομε τον αυχένα του Ομαλού που όμως για να φτάσουν ως εκεί, πρέπει να διαβούνε τα δεκαοχτώ χιλιόμετρα του Φάραγγα, που φυλάγεται με λίγα ντουφέκια. Ότι οι Σφακιανοί στρατεύσιμοι δεν έχουν καταταχτεί στρατιώτες και κάθουνται στα χωριά τους ένοπλοι ανυπόταχτοι, γιατί δε θέλουν να υπηρετήσουνε στο βασιλικό στρατό, και ότι την εγκατάσταση στρατού ή όποιας κρατικής εξουσίας θα τη δούνε εχθρική (όπως σε όλη την ιστορία τους ελάχιστες περιόδους έχουνε φιλιωθεί με εξουσία). Και τέλος με την ελάχιστη προσπάθειά μας μπορεί να οργανωθεί ένα τέλειο δίχτυ πληροφόρησης για κάθε όποια κίνηση των αντιπάλων. Ύστερα αφήσαμε τον εαυτό μας ελεύτερο να κουβεντιάσομε και να χαρούμε αύτονε τον όμορφο και όμορφα αρματωμένο λαό: οι νέοι κρατάνε γερμανικά ή βελγικά μάουζερ, κιάλια και μπιστόλια γερμανικά· οι γέροι έχουν εγγλέζικα ατομικά ή καμιά αραβίδα με τ' ασήμια. Φοράνε όλοι τους μαύρα μεταξωτά μαντήλια με κρόσια στο κεφάλι. Το δέσιμο του μαντηλιού είναι ανάλογο με την ηλικία, το σχήμα του προσώπου, το χρώμα των μαλλιών. Δίχως οι ίδιοι να το ξέρουνε, αλλιώς το φοράει ο δολιχός κι αλλιώς ο βραχυκέφαλος. Χαρήκαμε και κείνους τους γέρους με τις λευκές γενεάδες, όπου μιλάν με ρίμες και σοφία, που ορκίζονται πάνω στα κονίσματα τ' Αϊ-Γιωργιού στο όνομα του Δία: «νη Δί' και φάσκω σου το δε σούκλεψα εγώ τα ζα σου», κι είναι η γλώσσα τους γεμάτη από λόγια της αρχαίας και η ματιά τους λες είναι φορτωμένη όλα τα περασμένα. Φεύγοντας από την Ανώπολη την επόμενη μέρα του πηγαιμού μας, αλλάξαμε δρομολόγιο. Τώρα θα περνούσαμε: Αράδαινα, Aï-Γιάννη, Άγια Ρούμελη, Σαμαριά, Ομαλό.
Digitized by 10uk1s
Στην Αράδαινα μας υποχρέωσαν σε φιλοξενία και σε μια ομιλία μου στο καφενείο. Είχαν έρθει και τα παιδιά και οι γυναίκες. Αντίθετα στον Aï-Γιάννη περάσαμε δίχως να μας καλέσουν για ένα ρακί. Αργότερα θα μου πει ο πρωτόγερος του χωριού, ένας ογδοντάρης ασημοαρματωμένος, ο Βοτζοσπυρίδος, πως αυτή η συμπεριφορά δεν είχε συμβεί ποτές στην ιστορία του χωριού τους. Ήτανε βλέπετε ένα χωριό από παραξήγηση δεξιό μ' έναν αριστερό, το «συναγωνιστή». Και πάλι όμως όταν καθήσαμε έξω του χωριού για ανάπαψη, φτάσανε δυο γυναίκες μ' ένα τάσι γεμάτο μελόπιτες με χρυσαφένιο μέλι, σταφύλια, εφτάζυμο παξιμάδι και ρακί. Είναι αφάνταστα ωραίοι και γεροί εκείνου του χωριού οι άνθρωποι. Εκεί τον καιρό των επαναστάσεων έστελναν τους τραυματίες και τους αρρώστους και γιατρευότανε. Το χωριό έχει ξηρό κλίμα, μεγάλο υψόμετρο και περιβάλλεται με πυκνά δάση από πεύκα και κάτωθε μακριά, απλώνεται το Λιβυκό.
Γυρνούσαμε στη βάση μας με τις πιο καλές εντυπώσεις από το πέρασμα των Λευκών Ορέων και με ξέχειλες τις ψυχές μας από καλά αιστήματα από τη γνωριμία μας με κείνους τους επαναστατημένους Ομηρικούς ανθρώπους. Φτάνοντας όμως στην Άγια Ρούμελη συγκλονίστηκα και δοκίμασα τα πιο πικρά αιστήματα απ' όλη τη ζωή μου. Μαζί έφτανε και σύνδεσμος από την Κυδωνία, για να μας πληροφορήσει ότι το συγκρότημα του Μπαντουρόγιαννη είχε πέσει την προηγούμενη (θα ήτανε δυο ή τρεις του Σεπτέμβρη) σε ενέδρα και σκοτωθήκανε όλα του τα στελέχη... Και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές συγκλονίζομαι και συλλογιέμαι. Μαζί με κείνους τους ωραίους θρηνώ και κείνονε τον τοτεσινό τον εαυτό μου· τον άτυχο και προδομένο ως και από αυτή του την ίδια την δική του τη μοίρα: που σκοτωνότανε οι συντρόφοι του κι αυτός επιζούσε· κι έτρωγε το εχτελεστικό κι έτρωγε η πείνα, η μάχη, η ενέδρα κι αυτός έμενε πίσω, όλο πίσω· ώσπου έφτασε σε τούτη τη γέρικη τη μαγκουφιά του, να πονεί κρατώντας τ' ασήκωτο της μοίρας το κοντύλι για να ζωγραφίζει, όπως κι άλλοι πιο μπροστά κι άλλοι κατοπινά θα πούνε, τα πάθη ενού κόσμου από δικούς και ξένους προδομένου. Να τι είχε συμβεί: Ο Μπαντουρόγιαννης καθότανε στον Ομαλό όταν του πήγανε την πληροφορία ότι σ' ένα κατά κείνη τη μεριά χωριό της Ορεινής Κυδωνίας το Καράνου, υπάρχανε εκατό ζευγάρια αρβύλες, στάρια κι άλλα τρόφιμα. Όλα αυτά βέβαια για κείνη την εποχή ήτανε αστεία... Αλλά να που έτσι δίχως σκέψη, δίχως μελέτη, πήρανε τους αντάρτες και κατέβηκαν όπως σε γάμο. Τίποτα βέβαια από τα τέτοια υλικά δε βρήκανε στο Καράνου και το συγκρότημα πήρε το δρόμο του γυρισμού για τη βάση του. Όπως όμως οι αντάρτες ήτανε κουρασμένοι, ζήτησαν να μείνουν κατά την είσοδο προς τον Ομαλό σ' ένα ύψωμα, τη «Μπουμπαρδοκεφάλα». Τη νύχτα σ' αυτό το πέρασμα που λέγεται Φώκιες, δυο διμοιρίες ξεδιαλεμένοι στρατιώτες από το λόχο του Σέμπρωνα έστηναν μια ενέδρα. Συνέβη ακόμη να φτάσουνε στρατιωτικά τμήματα στους Λάκκους και σ' άλλες τοποθεσίες. Ακούστηκαν μάλιστα και φωνές. «Στρατός έρχεται!». Κι όλα αυτά συνέβαιναν για ν' αναγκάσουν (ξεγελάσουν) το συγκρότημα ν' αποσυρθεί και να πέσει στην ενέδρα. Ο Μπαντουρόγιαννης είχε λάβει βέβαια κάποια μέτρα. Είχε αφήσει σ' αυτή τη βολική για ενέδρα τοποθεσία μια αντάρτισσα, την Ειρήνη, αδερφή του αντάρτη Αντρέα Κουκουλιέρου, μαζί με δυο στρατιώτες από κείνους που είχαμε πιάσει αιχμάλωτους κι απόμειναν αντάρτες. Όταν λοιπόν έφτασαν οι στρατιώτες, οι αντάρτες τούς άκουσαν μέσ' στο σκοτάδι, μα φοβήθηκαν και δεν έριξαν ντουφεκιές. Η Ειρήνη φώναζε κι έκλαιε να τους βαρέσουν ν' ακούσει το συγκρότημα, να χαλαστεί η ενέδρα. Όπλο δεν είχε η κοπέλα κι οι αντάρτες έφυγαν κατά τον Ομαλό και κείνη τι να κάνει, πήγαινε το κατόπι τους κλαίγοντας. Το χάραμα ξύπνησε το συγκρότημα. Οι στρατιώτες της ενέδρας τούς έβλεπαν και ταχτοποιότανε καλύτερα. Δεν πήρε η διοίκηση κανένα μέτρο. Βαδίσανε όπως σε γάμο. Όλα τα στελέχη πηγαίνανε μπροστά και όλα σκοτώθηκαν: Μπαντουρόγιαννης, Κωτσομανώλης, Κωτσογιώργης, αδερφός του πρώτου, Χρήστος Μπιρμπίλης, Παπαδογιώργης. Με τις πρώτες ριπές το μισό συγκρότημα μουντάρησε μπροστά και τ' άλλο πισωγύρισε κι έπιασε θέσεις. Σκοτώθηκαν ακόμα δυο ή τρεις αντάρτες: ο Digitized by 10uk1s
Μανούσος Τσόντος από την Αράδαινα κι ένας από το Σέλινο. Ακόμης ένας αυτοαμυνίτης Τζανακάκης από τους Λάκκους. Αυτός ο αγωνιστής, όταν έφτασαν στρατιωτικές δυνάμεις στο χωριό του, έτρεξε στον Ομαλό να δώσει την πληροφορία στο συγκρότημα κι όταν δεν το βρήκε, γυρνώντας το πρωί πίσω, από τύχη έπεσε πάνω στο δευτορόλεφτο που άρχιζε η συμπλοκή. Πιάστηκαν και τρεις αιχμάλωτοι: ο Αντρέας Κουκουλιέρος, ο Σήφης Μανουσάκης κι ο Γιώργης Γαλανάκης και τραυματίστηκε ο Στέλιος Γιακουμάκης. Οι αιχμάλωτοι γλύτωσαν την «επί τόπου» εχτέλεση όπως συνήθιζε να κάνει ο στρατός του βασιλιά στους αιχμάλωτους. Και δεν τους σκότωσαν, επειδής πάνω στη βράση της συμπλοκής ανακατώθηκαν με τους στρατιώτες και περιποιήθηκαν κάμποσους τραυματίες. Φιλεύτηκαν έτσι. Οι στρατιώτες υπερασπίστηκαν ύστερα τη ζωή των αιχμαλώτων με τα όπλα τους. Άλλους τόσους νεκρούς και τραυματισμένους είχε και ο στρατός. Ο Φραγκιαδάκης, στρατιωτικός διοικητής, θα πει: «Οι κερατάδες! πέσανε στην ενέδρα μας και μας σκότωσαν κιόλας. Αν σε κείνο το μέρος πέφταμε μεις σε δική τους ενέδρα, δε θα 'μενε ούτε ένα ζωντανός». Και τόντις στο ίδιο μέρος σε ενέδρα εξόντωσε ο ΕΛΑΣ μια διμοιρία Γερμανούς, χωρίς να γλυτώσει ούτ' ένας. Ο δε πολύς Γύπαρης, χωλωμένος τώρα πήγε να καταθέσει στεφάνι από δάφνη στ' αδέρφια Κωτσάκηδες στον Πρασέ, τιμώντας λέει έτσι τη «θεά Παλληκαριά»... Το νεκρό Μπαντουρόγιαννη τον μεταφέρανε στα Χανιά και στήνοντας ένα ικρίωμα απάνω σε μια καρότσα αυτοκινήτου, τον γυρνούσαν στους δρόμους της πρωτεύουσας της Κρήτης με τυμπανοκρουσίες και κραιπάλη κανίβαλων. Τέτοιο μακάβριο θέαμα δεν είχε δει η πόλη των επαναστάσεων, τα Χανιά, από τα χρόνια της Τουρκιάς. Είναι αφάνταστη η αξιοσύνη που είχε στον πόλεμο εκείνο το τμήμα. Το καμάρωνα... Πότες θα μπαίναμε μ' αυτό στα Χανιά!... Έμεινα κατάπληχτος από το ηθικό που είχε εκείνο το άτυχο αντάρτικο συγκρότημα που νομίζω πως όμοιό του δεν θα είχε ο Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας. Με δυσκολία μπορούσες να διακρίνεις το συναίστημα της ορφάνιας σε κείνους τους ανεπανάληπτους άντρες. Μόνο ένας ανταρτάκος Χανιώτης, Κατσιγιαννάκης λεγόταν, πήγε στα Σφακιά, όπου ο τόπος της καταγωγής του, και παραδόθηκε στον αντίπαλο. Παιδί ήταν και φοβήθηκε. Είχαν εκλέξει καινούργια ηγεσία, η ζωή τους συνεχιζόταν και μόνο το τραγούδι σταμάτησε, για να ξαναρχίσει μετά από το πολιτικό μνημόσυνο. Μου μένει αξέχαστο πόσο φιλικά είδα τα μάτια εκείνων των πολεμιστάδων να πέφτουν επάνω μου. Είχα βλέπετε και τη φήμη ότι δεν παθαίνω ατυχήματα. Ευτύχησα ν' αγαπώ και να μείνω φίλος ως το τέλος με όλον αυτόνε τον άπραγο κόσμο. Σκέφτομαι όμως ότι τον εχτίμησα τόσο πολύ, γιατί ίσως θυμόμουνα και τους παράβαλα με κείνους τους συνεργάτες μου της περιοχής, τους σπουδαγμένους και τρομαγμένους, όταν στις άχαρες και άκαρπες εκείνες συζητήσεις μας στις συνεδριάσεις προδίναμε τον αγώνα τους και από σχεδόν εξουσία τους κάναμε φυγόδικους να τους σκοτώνουν σαν σκυλιά πάνω στο ιερό βουνό της Κρήτης οι στρατιώτες των ανάξιων — για όλα ανάξιων — εχτός από το να πουλάνε αυτόνε τον τόπο με αντάλλαγμα ψίχουλα και μια μισερή εξουσία, πότε στον Αλαμανό και πότε στον Άγγλο και τώρα στο Γιάγκη. Είχα στην περίσταση αποφασίσει να μείνω για λίγον καιρό στο χτυπημένο αυτό τμήμα, αλλά αλλιώς γυρίσανε τα πράματα, όπως σε κατοπινό κεφάλαιο θα δούμε.
Με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην επαρχία της Κίσσαμος κακοπάθησε ο γιατρός μας ο Σιγανός τόσο όσο κανείς. Είχε μυωπία μεγάλου βαθμού, καρδιοπάθεια, ήταν ηλικιωμένος και σαν άρχοντας άμαθος σε βουνά με τέτοιες στερήσεις και ζορίσματα κι έφτασε να έχει τα χάλια του. «Έχω, μου λέει κάποια μέρα, διακόσια πρωτοξαδέρφια στ' οροπέδιο του Λασηθιού...». Τόνε σταμάτησα μ' ένα μισοαστείο, γιατί δεν ήθελα να λέει τέτοιες λογαρίνες που τον είχανε ξεπέσει εδώ Digitized by 10uk1s
στη δυτική Κρήτη, που ο κόσμος είναι διαφορετικός, ακούει, καταγράφει, βγάζει βουλή, μισογελά κι ειρωνεύεται. «Αν ο παππούς σου, του λέω, ήτανε σουλτάνος, θα είχες τόσο πολλά ξαδέρφια...». Θιγόμουνα βλέπετε· νόμιζα ότι μου θίγει την ακροναυπλιώτικη ιδιότητα και έπαρσή μου. Τότες ζούσαν άκομης αυτά. Έλεγε λόγια ότι θα κάνει και θα δείξει, ότι θα σκοτώσει το Γύπαρη (μισή ντουφεκιά δε καταδέχτηκε να ρίξει — δεν έριχνε ούτε στο σημάδι) κι όταν φωνάζανε τα πιτσιρίκια για πλάκα: «Γυπαραίοι!», έχανε το χρώμα του κι έκανε σαν τρελός. Στα στρατόπεδα και στα μπουντρούμια τα κατάφερνε καλά. Μα εδώ θέλει το πράμα άλλη εξοικείωση κι άλλο αέρα. Ήτανε κι η καταγωγή κι η Μεραμπελιώτικη προφορά του. Από πέντε αιώνες, Μεραμπελιώτης ένοπλος δεν πάτησε στα Λευκά Όρη (έξω βέβαια από χωροφυλάκους) κι ούτε ζει αυτόνε τον καιρό από το Ν. Λασηθιού στη δυτική Κρήτη — Χανιά, Ρέθεμνος — ούτε λούστρος ούτε καφετζής, ενώ μπορείς να δεις απ' άλλους τόπους της Ελλάδας να ζούνε με δουλειές και με τιμή. Αντίθετα Χανιώτες και Ρεθεμνιώτες είναι γεμάτο το Λασήθι και διαπρέπουνε, γίνονται ως και βουλευτές: (Κούντουροι, Σφακιανάκηδες...). Όταν πρωτοήρθε στα Λευκά Όρη και κανονίστηκε να μείνει εδώ, τα κουβεντιάσαμε. Αυτός όμως δε με άκουσε. Νόμισε ότι επειδής πιάνανε αυτά στο στρατόπεδο που ο κόσμος είχε άγνοια από τα Κρητικά πράματα, ήτανε το ίδιο κι εδώ. Και του μιλούσα με ειλικρίνεια και φιλία. Τον λυπόμουνα κιόλας. Είχε ξεπέσει απότομα, όπως κι αλλού έχω ειπωμένα και στάλθηκε δυο φορές στην Πάρνηθα και στη Ρούμελη, κατά της Στυλίδας τη μεριά (αυτός ο ανίδεος) να ψάχνει να βρει βουνά κι απάνω στα βουνά ν' ανακαλύψει αντάρτες να τώνε δώσει «γραμμή». Αυτά όποιος γνωρίζει από «ανώτερα οργανωτικά» είναι η έμμεση εξόντωση («δώσ' του δρόμο») όταν ο καιρός δεν επιτρέπει την άλλη, την πιο αποδοτική, την άμεση. Στο βαθμό που μπορούσα όσο αυτός δεν το παραξηγούσε, προφύλαγα τη ζωή του. Σαν γιατρός ήτανε αφάνταστα χρήσιμος. Αν στο μεταξύ δεν είχε βγει στο αντάρτικο άλλος γιατρός ο Νίκος Σταματάκης, θα τον είχα παρακαλέσει να μην επιμένει να φύγει. Ασχολήθηκα δυο μέρες κι έφτασα μέχρις τα Σφακιά στην Αράδαινα για να οργανωθεί τέλεια η μετακίνησή του μέσω της θάλασσας του Λιβυκού και να φτάσει με ασφάλεια στον Τσούτσουρο, παραλία στα βουνά της Μεσαράς, Αστερούσια, που αυτός ο ίδιος ζήτησε, δίνοντάς του έναν από τους πιο ευσυνείδητους αντάρτες του Δ.Σ. της Κρήτης, τον δάσκαλο Αντρέα Νταραντούλη. Ζήτησε ακόμα να πάρει πέντε αντάρτες, καταγωγής από την ανατολική Κρήτη που προερχότανε από αιχμαλωσία· κι ακόμα έναν δάσκαλο, στέλεχος κιόλας του κινήματος, το Νίκο Βασιλάκη, από τους αντάρτες του συγκροτήματος του Ποδιά, Ηρακλειώτης αυτός από το χωριό Αβδού. Ήθελα να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη ότι δεν παράλειψα τίποτις απ' ό,τι μπορούσα για την πιο καλή μετακίνησή του. Χωριστήκαμε καλοί φίλοι. Αργότερα θα δω ένα γράμμα του προς τον Τσιτήλο που θα μιλάει καλά για μένα ότι πέρασε καλά μαζί μου, αλλά στο τέλος σα να ξεχνάει και κάνει παράπονα ότι τα πάντα ήταν συγκεντρωμένα σε μένα, λες και μπορούσα να κάνω αλλιώς. Συνέβη σ' αυτή την ομάδα ένα μεγάλο εμπόδιο εδώ στη Σφακιανή επαρχία που αξίζει τον κόπο να το γράψω ελόγου μου και σεις να το διαβάσετε: Όταν φτάσανε στο χωριό Καψοδάσο όπου το σπίτι του δασκάλου Νταραντουλάκη και παζάρεψαν με τον ιδιοχτήτη του βενζινόπλοιου, ζήτησε ένα ποσό μεγάλο που η τοπική οργάνωση δε μπορούσε να εξοικονομήσει κι ο γιατρός είχε πάρει τα ελάχιστα που βρέθηκαν για τις πρώτες ανάγκες στα Λασηθιώτικα βουνά. Πέσανε τότες σε στεναχώρια μεγάλη. Σκέφτηκαν ως και την αρπαγή του καΐκιού. Τότες σηκώθηκε ο γερο-Νικήτας, πατέρας του δασκάλου, και είπε τούτα: «Εγώ μωρές παιδιά μου θα πουλήσω το γαϊδουράκι μου να σάσε δώσω τα λεφτά να γλυτώσουνε οι γι' αθρώποι κι ας στάξει πως δεν τόχα...». Έτσι έφυγε η ομάδα με το γιατρό. Όσο για τον καλό μας το γερο-Νικήτα, σε λίγες μέρες λαμπάδιασε το καμαρόσπιτό του που τέτοια τιμή δεν είχε δει από τον καιρό ακόμη της Τουρκιάς. Του άρπαξαν και τα βόδια που όργωνε, κι αύτος ο ίδιος, ογδοντάχρονος τότες, σύρθηκε στα μπουντρούμια. Αλλά Digitized by 10uk1s
και πάλι στο πείσμα πάτησε τον αιώνα ζωής...
Έτσι από αυτό το δρόμο της θάλασσας έφυγε η ομάδα με σχετική ασφάλεια. Αλλά αξιώθηκα την ευτυχία να μην έχει χαθεί αγωνιστής από αμέλεια ή φταίξιμο δικό μου. Όταν έφτασε η ομάδα στ' Αστερούσια, ο Σιγανός έστειλε το Βασιλάκη το δάσκαλο να παραδοθεί στον αντίπαλο, να νομιμοποιηθεί, για να εξυπηρετήσει τις κινήσεις του. Τους άλλους ένοπλους τους παράτησε· ούτε προσπάθησε να τους συνδέσει μ' αυτούς του Ψηλορείτη ούτε καθ' όσο ξέρω έκανε κίνηση για να κινήσει αντάρτες. Σε λίγα όμως χρόνια θα μου πει στη φυλακή ότι όταν μετά από ένα μήνα μπήκε στο Ηράκλειο, είχε φτάσει γράμμα του Τσιτήλου που στο μεταξύ αυτός είχε φτάσει στα Χανιά, να μην του επιτρέψει η οργάνωση να φτιάξει αντάρτικο. Ας πω εδώ ότι δε θα τον εμπόδιζε ούτε το γράμμα του Τσιτήλου ούτε η οργάνωση που είχε απομείνει μονάχα η σκιά της. Θα τον εμπόδιζε όμως σαν τόθελε και δοκίμαζε: ότι στην ψυχή του λαού από τα τέτοια καμώματα της ηγεσίας κι από τα τέτοια παθήματα — πλημμύρα στην ψυχή του — είχε πεθάνει μαζί με το αντάρτικο και τον ηγέτη του και η ιδέα ότι μπορούσε με το όπλο να λύσει τις αντιθέσεις και τους λογαριασμούς για τα τόσα κακοπαθήματά του που η εξέλιξη είχε φέρει στο φανερό. Την καταστροφή του αντάρτικου ο λαός την είδε σαν την τελευταία μάχη του ένοπλου αγώνα που άρχισε Εθνικαπελευθερωτικός και χάθηκε Εμφύλιος. Τώρα στην ψυχή αυτουνού του νικημένου κόσμου επωαζότανε άλλοι αγώνες. Στην ψυχή αυτής της πολιτείας τής πιο ζωτικής απ' όλες τις επαρχιακές πολιτείες της Ελλάδας (με τους «νικημένους και τους νικητές») που γνώρισε τα τρομερά εκείνα συναιστήματα που σέρνει πίσω της μια καταστροφή ενός ένοπλου κινήματος με κομμένα κεφάλια και τις τυμπανοκρουσίες και μια άβυσσο, το αδειανό που άφησε πίσω της αυτή η καταστροφή. Γεννιότανε κάτι το ολότελα καινούργιο, που σε λίγο με τη συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού θα κυριαρχήσει στην ψυχή του πολύπαθου τούτου κόσμου: Ο αγώνας για μια Δημοκρατία. Όχι κείνη που μας μπούκωνε η αστική τάξη με τις διχτατορίες και τους φασισμούς. Όχι εκείνη για την οποία μιλούσαμε μεις, γιατί δεν ύπαρχε τέτοια Δημοκρατία και λέγαμε ψέματα αφού την είχαμε δολοφονήσει ακόμα και μέσα στη ζωή του ΚΚΕ, μα μια Δημοκρατία αληθινή, με όλα τα όνειρα του ανθρώπου μέσα της και το πιο δυνατό, αυτό της ισότητας του σοσιαλισμού. (Και να που αυτός ο αγώνας νίκησε το κράτος της δεξιάς με το παρακράτος του και το «χουντισμό» και στήθηκε το λάβαρο ψηλά στην κορυφή και κυματίζει στο Πολυτεχνείο...). Άδικα λοιπόν παραπονιόταν ο σύντροφός μας Σιγανός ότι τον εμπόδιζαν να φτιάξει αντάρτες... Ο πρώτος επιθανάτιος ρόγχος του Εθνολαϊκού (ας πω τη μεγάλη λέξη) του πιο ένδοξου!.. αγροικήθηκε εδώ στο Ηράκλειο και ο τελευταίος βόγκος και το σκίρτημα του θανάτου ακούστηκε κατάντικρα ψηλά στις κορυφές του Γράμμου.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII Λόγιασα πως μια που μιλάω για τη δική μου θέση μέσα στο κίνημα κι αυτοβιογραφούμαι, πως έπρεπε ν' αλλάξω τη στροφή μια που αλλάζει και η δική μου η μοίρα μέσα στην επανάσταση, παίρνει την κατρακύλα όπως εκεινής και γίνεται η μοίρα μου όμοια κι ένα με τη δική της μοίρα. Μα δεν τόξερα ν' αποδιώχνω τις αγκούσες — να χαίρομαι κιόλας στις τόσες ατυχίες — το ίδιο όπως χαιρόμουνα τη ζωή από τότες που πάνω κει στη Λοκρίδα οι Αθηναίοι νεολαίοι συντρόφοι μου με καθαιρέσανε με οργή από το πόστο του ομαδάρχη που ήμουνα διορισμένος και την ίδια ώρα με βάλανε πάλι κεφαλή τους με αγάπη και παμψηφία. Από τότες χαιρόμουνα ένα ανέβασμα στα μπρος - πίσω της επανάστασης ώσπου έφτασε μέσα σε κολακείες και σε φαρμάκια ν' ανέβω σε ψήλος ίδια στο τζίμα του κρεμνού και νάμαι ο πρώτος φταίχτης του πιο άδοξου σηκωμού του τόπου μου, της Κρήτης. Και ίδια στιγμή χωρίς κιόλας βρόντος να πάρω να κατρακυλάω κάτω, κάτω βαθιά... Να λασπώνομαι και να ματώνω κάτω ως εκεί όπου δεν είχε άλλο για να κατρακυλήσω. Και κράτησε χρόνια πολλά το κατρακύλισμα... Κι όντας συνέφερα κι ανακάθησα στα γόνατα, ήμουνα δίχως άρματα: Η ντάργα μου χάθηκε· το σπαθί μου τσακίστηκε κι ο λουρίσκος κομματιάστηκε και τα σβερτσόνια θρύψαλα κι αυτά. Κι έτσι λασπωμένος και ματωμένος έψαχνα εκειδά μέσα εις τα χαλίκια κάτω απ' τα φλισκούνια και τους καρδάμους. Κι έψαχνα χρόνους δέκα... ώσπου ένα πρωινό μπερδευτήκανε τα δαχτύλια μου κι ανάσυρα μια πλάκα... Ήτανε η πλάκα μου· η μαύρη η πλάκα μου που μου την είχε χαρισμένη η δασκάλα μου η κυρία Σοφία, σαν γράφτηκα στο σκολειό της για να γενώ λέει καλός άνθρωπος... Να και το κοντυλάκι μου για να γράφω τα γράμματα... και το τουφεκάκι μου με τα χάρτινα καψούλια τα νοτισμένα από τις ογρασιές, που μου το είχε αγορασμένο η μπροσγιαγιά μου το Μηλιώ, να παίζω βρόντους. Και τι 'ναι πάλι ετούτα; σκέφτηκα. Μπας κι έγινα μικρούλης όπως ετότες που είχα τα τέτοια μου τα σύνεργα;... Και να μην έχω ένα καθρεφτάκι να δω μέσα το μούτρο μου... Και έκλαιγα κρίμας τους τόσους κόπους μου να μεγαλώσω... ώσπου μια σαυρούλα πρόβαλε από τα φλισκούνια κι είχε βρεμένα τα ματάκια της και κλαίαμε μαζί... Και σαν αρνευτήκαμε κι αλαφρώθηκε το στήθος μου, επήρα την πλάκα μου μιας και δε μου είχανε απομείνει άρματα, κι έγραφα γράμματα. Ύστερις άπλωνα τη γλωσσίτσα μου και με το μανικάκι μου τα σβούσα κι έγραφα άλλα κι άλλα κι έκλαια... Κι έγραφα ετσιδά γραφές και τις σβούσα ως χρόνους δέκα. Ύστερα εσώπασα ολότελα τα κλαψίματα κι έγραφα τραγούδια και μοιρολόγια και δεν τα σβούσα μόνο τα διάβαζα κι έγραφα από πάνω τους άλλα και γινότανε στοίβα μεγάλη. Κράτησε και τούτος ο παιδεμός μου χρόνους δέκα. Μα δεν ήξερα αν ήμουνα «εγώ» όπου έκανα και πάθαινα ετούτα ούλα. Και μια νύχτα του καλοκαιριού που ιστορώ και ώρα μεσάνυχτα όπου έγραφα μοιρολόγια, γλυστρήσανε στο υπόγειό μου και το γεμίσανε κοπελιές και αγόρια, ομορφοστολισμένοι και παισίχαροι, ψηλογραμματισμένοι στις Φραγκιές και εις τας Αθήνας διαβασμένοι. Και λάμπανε καταστρόγγυλα τα μάτια τους έρωτα και μου λέγανε για τα τραγούδια μας και για τα μοιρολόγια μου μ' αρωτούσανε αν ήξερα να τούσε πω, αν ήξερα πως είναι όμορφα... αν τα διάβασα... μ' αρωτούσανε... Μα δεν αποκρίθηκα... Δεν ήξερα τι 'χα γραμμένο πάνω στη μαύρη πλάκα μου. Ύστερα μέσα σε γέλια και χαρές σαν να τελούσανε κάποιο μυστήριο γάμου για βάφτισης μέσα σ' ένα παράξενο, αχνορόδινο σύθαμπο, μ' εστήσανε καταμεσίς του υπόγειου και γύρω αυτοί όλοι χτυπούσαν απάνω μου σφυράκια χρυσά· ώσπου κατιτίς θρυμματιζότανε κι έπεφτε κάτω σωρός. Ήτανε οι ξεραμένες λάσπες και τα γαίματα που τώρας και τριάντα χρόνους πετούσαν επάνω μου και με παραχώνανε... Κι ήταν οι λάσπες από τους εδικούς και τα γαίματα ήτανε από τους οχτρούς... Digitized by 10uk1s
Κι όντας τα λευκά φωτάκια κι έφυγε η αχλή, λευτερωμένος, σαν πούπουλο κι ήμουνα πάλι «εγώ», αναθυμήθηκε η ψυχή μου που κάποτες φορούσα κι άρματα... Κι ανάγερνα τα χώματα και τα γαστριά που πέσαν από πάνω μου να βρω κατιτίς, ένα θυμητάρι... Κι έκλαιγα τη ντάργα μου και το σπαθί μου και τα σβερτσόνια μου!— Πού είναι;... Μα κανείς δε μ' αποκρίθη και κανείς δε με λυπήθη στην τόση αγωνία μου... Μια πλημμύρα αγάπη, φως κι έρωτα με σύντριψε όταν μια κοπελιά πήρε κι ανέμισε την πλάκα μου... Είχε και το κοντυλάκι τετιωμένο στο στόμιο της κάννης στο ντουφεκάκι μου... «Να, μου λέει, η πλάκα είναι τώρας τ' άρματά σου!...». Την κοιτούσα... Είδα να με κοιτάνε όλα τα μάτια, ν' ανεμίζουνε τα σφυράκια τα χρυσά και να χάνουνται ένας-ένας όπως γλυστρίσανε στη μονιά μου ακολουθώντας και λόγου μου το κατόπι τους.
Βρισκόμουνα με το απορφανεμένο συγκρότημα πάνω από το χωριό Ζούρβα, ψηλά στο χίλια τετρακόσια υψόμετρο. Ήταν ένα τοπίο θαυμάσιο, έχει νεροπηγή και δίνει σιγουριά και ασφάλεια. Είχα σκεφτεί να καθήσω καμπόσο διάστημα σε τούτο το τμήμα κι είχα γράψει και στο Μιχάλακα να ρθει από τον Αποκόρωνα γιατί παρά την τέτοια ζημιά είχαμε καινούργιες κατατάξεις ανταρτών. Εκείνη τη μέρα που θυμάμαι αξέχαστα ήταν η εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, πήραμε ειδοποίηση ότι στη Ζούρβα είχαν έρθει κάμποσοι καινούργιοι αντάρτες κι έπρεπε να κατέβομε, επειδής γινόταν έλεγχος να τους πάρομε. Άλλη γραφή έλεγε πως είχ' έρθει άνθρωπος της οργάνωσης και γύρεψε να κατέβω. Όταν έφτασα στο πρόοικιο του χωριού, είδα το γραμματέα της Οργάνωσης των Χανιών να κάθεται σ' ένα απάνεμο και να με περιμένει. Πιο κει στεκότανε δυο άγνωστοι καλοντυμένοι και καλά αρματωμένοι. Πήγα σ' αυτούς πρώτα. Θυμάμαι που ο ένας κρατούσε ένα αυτόματο τόμιγκαν, ήταν καλά ντυμένος, σωφέρ το επάγγελμα από το χωριό Γαλατά. Ύστερα ζύγωσα και χαιρέτησα το γραμματέα τω Χανιώ ρωτώντας τον κιόλας τι κάνει ο γραμματέας μας ο Τσιτήλος και η Βαγγελιώ. «Τι θες να κάνει ο Τσιτήλος;», μου λέει στη λίγο βαρβαρική προφορά του. «Πήραμε απόφαση να βγει αυτός έξω που λέει κιόλας πως ξέρει από αντάρτικα και δεν πειθάρχησε κι έστειλε μένα να σ' αντικαταστήσω στην πολιτική και στην στρατιωτική δουλειά». «Πολύ θαυμάσια, του λέω, δηλαδή με καθαιρέσετε;... Με καθαιρέσετε κι από μέλος του γραφείου Περιοχής Κρήτης;». «Δεν πήραμε καμιά τέτοια απόφαση, αλλά ο Τσιτήλος έστειλ' εμένα να σ' αντικαταστήσω». «Ναι σύντροφε, αλλά αφού πειθαρχήσετε σεις οι δυο στον Τσιτήλο, που αυτός δεν πειθάρχησε στη δική σας γνώμη και απόφαση και δέχτηκες ύστερα να ρθεις εδώ και ν' αναλάβεις τη δουλειά του αντάρτικου, γίνηκε η γνώμη του γραμματέα ένα σόι απόφαση». «Δεν υπάρχει απόφαση», επίμενε ο Μακριδάκης. «Ύστερα είναι ο Τσιτήλος μόνος του... Μα κι αν ακόμα πάρει μαζί του τη Βαγγελιώ, πάλι δυο αυτοί και δυο εμείς απόφαση δεν υπάρχει και θα μείνουν τα πράματα όπως πρώτα», προτείνει ο Μακριδάκης. Σκέφτηκα για λίγο... Αφού το Κόμμα δεν κανόνισε το θέμα του γραμματέα μόνο τον άφησε επί μήνες αδέσποτο στην Αθήνα, με κείνη την εντολή προς εμένα: «πήγαινε στην Κρήτη και μην τούσε ρωτήσεις», κι αφού επέστρεψε ο Τσιτήλος χωρίς ωστόσο να έχομε φέρει καμιά μεταβολή, τυπικά ο Τσιτήλος έμενε πάλι ο γραμματέας. Μα το ότι δεν πειθάρχησε στην πλειοψηφία δυο συνεργατών του δεν είχε για την εποχή εκείνη καμιά σημασία. Απόφαση έγκυρη ήταν η γνώμη του γραμματέα και αυτή έπρεπε να ψηφίζουν οι συνεργάτες του. Πιο συμφερότερο λοιπόν για το κίνημα είδα να τραβηχτώ εγκαίρως στην άκρια, γιατί βέβαια κατάλαβα πως ο Μακριδάκης στάλθηκε για να προετοιμάσει και ν' ανοίξει το δρόμο στον Τσιτήλο για ν' αναλάβει «στρατηγός»... Απάντησα στο σύντροφό μου ότι δε δέχομαι την πρότασή του και ότι πρέπει να πειθαρχήσει. Στο μόνο που σταμάτησε το μυαλό μου ήταν να καλέσω μια γενική συνέλευση των ανταρτών και να θέσω το ζήτημα. Αλλά σε περίοδο κατάργησης της Δημοκρατίας μέσα στο κίνημα άγνωστο πού θα οδηγούνταν η υπόθεση. Γιατί πρέπει να πω πως εκείνο τον καιρό κανένας αντάρτης ή στέλεχος δε θα δεχότανε αυτή την αλλαγή που ο Τσιτήλος την ετοίμαζε απ' τον καιρό της πρώτης συνεδρίασης Digitized by 10uk1s
σαν έφτασε στην Κρήτη και φάνηκαν οι πρώτες διαφωνίες μας. Είναι ο καιρός που με το γραμματέα δε διαφωνούνε... Έπρεπε το λοιπόν να δεχτώ σαν τη λιγότερο κακή τη λύση της αντικατάστασής μου. Επίμενα το λοιπόν στο Μακριδάκη αλλά στο τέλος αγγιχτήκαμε λιγοτίς. Τέλος μου λέει πως από τις δέκα του μήνα (τώρα είχε εικοσιδυό) είχε βγει κατά τον Αποκόρωνα όπου ήτανε ο τόπος της καταγωγής του. Εκεί λέει μίλησε σε πάνω από εκατό συντρόφους, νέους στην ηλικία, αλλά κανένας δε δέχτηκε να πάρει ντουφέκι. «Σκέφτηκα τότες να γυρίσω στον Τσιτήλο και να τα παρατήσω. Γιατί εμείς στα Χανιά, πρέπει να σ' το πω, αντιμετωπίζαμε ακόμα και τη διάλυση του αντάρτικου». «Α! του λέω, τώρα πια και να θέλετε δεν μπορείτε να το διαλύσετε και να είσαι προσεχτικός στα τέτοια». Του έδειξα ύστερα τους αντάρτες και του υπενθύμισα όταν πριν από εννιά μήνες είχε εισηγηθεί σε συνεδρίασή μας, με γνώμη βέβαια του γραμματέα μας την πρόταση εκείνη του Βενιζέλου: Να μας διαθέσει αντιτορπιλικό ν' αποβιβάσει τους αντάρτες της Κρήτης σ' όποιο ανταρτοκρατούμενο σημείο της ηπειρωτικής Ελλάδας επιθυμούσαμε. Δεν θυμάμαι σε ποια κατάσταση βρέθηκα εκείνες τις στιγμές μα ίσως φέρθηκα με μεγάλη φρονιμάδα και με πολύ ρεαλισμό. Καθαιρούσαν εμένα από κεφαλή του αντάρτικου στρατού μας, αυτόν που είχε δημιουργηθεί ενάντια τη θέλησή τους... Είχα δοκιμάσει τα πιο πικρά συναιστήματα της ζωής μου. Έζησα ως τότες σε αρμονία με όλους τους αντάρτες και τα στελέχη, δίχως την ελάχιστη παραξήγηση και δοκίμασα πίκρες και χαρές και βάσανα κι όλα τα μοιραζόμουνα μαζί τους. Ήταν οι πιο όμορφοι άνθρωποι που έχω δει στη ζωή μου. Πολλές φορές άθελά μου τους παράβαλα με τους άλλους εκείνους που μάλωνα στις συνεδριάσεις, που δε βρέθηκα ούτε για μια στιγμή στα μεγάλα ζητήματα για τους αγώνες και την επανάσταση της Κρήτης σε συμφωνία και ομοψυχία μαζί τους. Οι αντάρτες είχαν ηθικό, είχανε φρόνημα, είχαν ομορφιά και ανθρωπιά που αυτοί, η ανώτατη ηγεσία του νησιού, με τις γνωστές αφαιρέσεις, τα στερούντανε όλα αυτά. Σ' αυτούς, στην ψυχολογία τους κυριαρχούσε η απογοήτεψη κι έμοιαζαν να είχαν έρθει απ' άλλονε τόπο. Τώρα, ύστερα από τριάντα χρόνια, όταν σκέφτομαι τους αντάρτες τους νεκρούς για τους ζωντανούς, αναρριγάει το είναι μου από ευχαρίστηση, αλλά και στους συντρόφους μου του γραφείου της Περιοχής Κρήτης νιώθω να τους έχω κατιτίς από αγάπη παρ' όλα ετούτα που αναμεταξύ μας συνέβηκαν και άλλα που θα συμβούνε χειρότερα. Και σκέφτομαι πως απ' όλους που την εποχή εκείνη — εποχή του εμφύλιου — εκλέχτηκαν ή που διορίστηκαν στο ανώτατο κομματικό όργανο της Περιοχής Κρήτης, από αυτούς που έλαχε να βρεθούν στο βουνό δε ρίχτηκε ένα ντουφέκι, ακόμα κι όταν με τη ντουφεκιά αυτή θα γλύτωναν ίσως τη ζωή τους, όπως συνέβη με τον Τσιτήλο και τον Μακριδάκη. Και απλώνοντας τη σκέψη μου βρίσκω πως αν αφαιρέσω το Βαγγέλη Χατζηαγγελή καθώς και την Κλάδου, κανένας δεν είχε τα χαρίσματα εκείνα και τις ικανότητες για να είναι στην ηγεσία μιας Περιοχής. Πού είναι κείνοι οι γεμάτοι γνώση και φρονιμάδα αγράμματοι Κρητικοί που έκαναν επαναστάσεις και κινούσανε την υφήλιο! Χωρίς άλλο ο τρόπος της ανάδειξης των στελεχών μας μέσα στο ΚΚΕ ήταν ολότελα σκάρτος. Γιατί μέσα στην κομμουνιστική οργάνωση της Κρήτης και στο πλατύτερο αριστερό κίνημα ήξερα δεκάδες πιο άξιους συντρόφους για την Περιοχή και θυμάμαι ότι πολλές φορές στην αγωνία μου στις συνεδριάσεις εκείνες που έχω κάνει λόγο, λαχταρούσα ένα Θόδωρο Πάγκαλο, ένα Βαγγέλη Χατζηαγγελή, ένα Σαμαρίτη, έναν Ποδιά, ένα Παπαναγιωτάκη, ένα Μιαούλη και τόσους και τόσους.
Μετά από δυο μέρες, όσο χρειάστηκε για να 'ρθούνε έξι ή εφτά στελέχη από τις άλλες επαρχίες, παράδωσα τα καθήκοντά μου στο Μακριδάκη. Είχαμε συμφωνήσει να μη γενεί συζήτηση για το πώς και το γιατί γινόταν η αλλαγή, αφού κιόλας δεν ειπώθηκε το ήτανε για δεν ήτανε απόφαση, ήμουνα για δεν ήμουνα καθαιρεμένος, αλλά να πω λίγες λέξεις και να φύγω αμέσως. «Ο σύντροφος Μακριδάκης, είπα, θα είναι απ' εδώ και πέρα ο υπεύθυνος στην πολιτική και τη στρατιωτική δουλειά στο αντάρτικο και πρέπει να τον κατατοπίσετε σε όλα για τα τμήματά σας». Και πριν να Digitized by 10uk1s
προλάβουνε να λάβουνε συνείδηση γι' αυτά που τους είπα, είχε κιόλας βγει απ' το δωμάτιο στα σοκάκια της Ζούρβας. Κι αφού πήγα στο σπίτι του Κουτσογιάννη να κρύψω τα χαρτιά μου (σε λίγο κι αυτά κι όλα που είχα και το σπίτι θα τα φάει η φωτιά) πήρα το Μανώλη Μανουσογιάννη και φύγαμε για τα λημέρια του καλού μας Θόδωρου του Βίγλη, τα Ποριά. Έτσι αθόρυβα έχασα το πόστο μου στο κίνημα χωρίς να προσπαθήσω να το κρατήσω, το ίδιο όπως δεν είχα προσπαθήσει για να το αποχτήσω. Δεν παραπονέθηκα πουθενά, δεν έκανα προσφυγή στο ΚΚΕ για την αδικία. Και θα είναι η μοναδική περίπτωση μέσα στο επαναστατικό κίνημα όπως και μοναδική θα είναι το ότι επέζησα από τους τόσους κατατρεγμούς που ακολουθήσανε. Χάρη έχω στον κόσμο που ζούσα που δε μου στέρησε την εχτίμησή του. Είχαμε σημφωνήσει με το Μακριδάκη αφού θα έμενα για να ταχτοποιήσω λίγες υποθέσεις του αντάρτικου στα Λευκά Όρη, να τραβήξω ανατολικά κατά το Ρέθεμνος να δούμε τι θα μπορούσε να γίνει κατ' εκείνη τη μεριά. Όταν φτάσαμε στα Ποριά βρήκαμε το Θόδωρο με μια ομάδα αντάρτες να σηκώνει έξω από τα ντουβάρια της Πετροκαλύβας που είχε χτίσει για τυροκομείο, ένα μονότοιχο με ψιλό χώμα ανάμεσα για να προφυλάξει το σπίτι από τους βοριάδες και το χιόνι. Στα Λευκά Όρη στις μεγάλες χιονοθύελλες είναι τόσο δυνατός και τόσο παγωμένος ο αέρας που το χιόνι θρυμματίζεται σε σκόνη όπως το αμυλοζάχαρο. Αυτή η σκόνη είναι που σκοτώνει τον άνθρωπο, γιατί με τον αέρα φτάνει μέχρις τα βρόχια κι έτσι παγωμένη, γεμίζουν τ' αυτιά, τα μάτια, κόβεται η ανάσα κι η άμυνα του ανθρώπου σταματάει. Όταν τα ντουβάρια δεν έχουν αναμεσής χώμα μπορεί να δεις ένα σπίτι ξεροπέτρινο κατάκλειστο και να είναι εντελώς γεμάτο κρυσταλλιασμένο πάγο. Με το χώμα όμως το καλύβι εξασφαλίζεται και γίνεται ζεστερό. Όταν φτάσαμε, ο Βίγλης σταμάτησε την εργασία, ξεκρέμασε ένα ντουφέκι, πήγε πιο κει σ' ένα πλάι και σκόπεψε στο λαιμό ένα στειροπρόβατο. Αλλά θες επειδής ο βοριάς φυσούσε δυνατός, θες ότι τα μπράτσα του από τη δουλειά ήτανε κουρασμένα, αστόχησε στο σημάδι. Τότες είδαμε να χτυπάει το ντουφέκι και να το κομματιάζει επάνω σ' ένα βράχο. Καθώς είπε, ήταν η πρώτη φορά που αστοχούσε σε τόσο κοντινό και μεγάλο στόχο, αλλά όπως σε λίγο κατάλαβα το πέρασε και για κακό σημάδι (οιωνό). Τις λίγες ημέρες που καθήσαμε εδώ στα Ποριά επιτάξαμε κάπου εφτακόσια πρόβατα που βοσκούσαν στον Ομαλό και ανήκαν σε κάτι μοναστήρια στο Ακρωτήρι. Αργότερα όμως τα ξαγόρασαν με λίρες οι καλόγεροι και με αυτά τα χρήματα ντύθηκαν χειμωνιάτικα και ποδέθηκαν οι αντάρτες. Όταν είχα τελειώσει τις δουλειές μου εκεί και θα φεύγαμε, μας έφερε ο Θόδωρος ένα κεφαλοτύρι έξι μ' εφτά οκάδες εξαιρετικής ποιότητας και ήταν αδύνατο ν' αρνηθείς το δώρο από αυτό τον Ομηρικό άντρα όσο αχρείαστο κι αν μας ήτανε σε κείνα τα χωριά των Σφακιών με την τόσο καλή διάθεση και φιλοξενία των ανθρώπων. Ύστερα ο Θόδωρος τραβώντας με πιο κει από τους άλλους αντάρτες έσφιξε το χέρι μου στις τεράστιες απαλάμες, έριξε μια άγρια ματιά ένα γύρω απάνω στις λαμπερές κορφές και μέσα από ένα αδιόρατο πικρό σαν προς τη φύση παράπονο θα μου πει τα καλά του αιστήματα για μένα, αλλά ότι είναι η τελευταία φορά που βλεπόμαστε. Ένιωσα να αγγίζει ο πόνος κείνου του μερωμένου θεριού στην ψυχή μου και θέλησα μ' ένα αστείο μου να τον μαλακώσω. «Μα δεν έχω στο νου μου να πεθάνω ακόμα σύντροφε Θόδωρε». «Όχι! όχι! Απατός σου θα γλυτώσεις του χάρου... Ελόγου μου λέω πως θα χαθώ», είπε και με κάρφωσε κι η μορφή του σκεπάστηκε ολόκληρη απ' ένα κατάπικρο και στυφό γέλιο. «Από σένα σύντροφε ζητώ σαν απούχεις Σφακιανή καταγωγή επά να Digitized by 10uk1s
κάνεις το κιβούρι μου... Θέλω τα ηλιοβγάρματα να νιώθω τις νύμφες να με χαιρετάν από τις ράχες του Γκίγκιλου». Ήτανε ο πιο όμορφος, ο πιο πιπεράτος απ' όλους τους ορεινούς που κείνο το ζαμάνι καιρό είχα γνωρίσει. Κι ανάθεμα τη μοίρα, έτσι όπως θα το δούμε γινήκανε όλα και μόνο η μικρή χάρη όπου ζήτησε, εκείνο το φτωχό μνημούρι στα Ποριά μένει ακόμης ακάμωτο. Γιατί τ' αδέρφια κι οι δικοί του μάζεψαν τα οστά απ' τη μαδάρα όπου 'χε σκοτωθεί και κει στην κάψα του Λιβυκού, στο κοιμητήρι της Άγιας Ρούμελης αναπαύεται. Μου έκανε βαθιά και μεγάλη εντύπωση η ψυχολογία και η προληπτικότητα αυτουνού του βουνίσιου, αλλά καθώς σκέφτομαι δε θα ήταν έξω από μια μελέτη της κατάστασης όπως εξελισσότανε του λογικού, μα και του υποσυνείδητου και της κατάστασης της δικής του: Είχε προχωρημένη ηλικία, είχε βαρύνει, κι αυτά μαζί με την όχι καλή πολιτική κατάσταση όπως την αιστανόταν του έφερνε μια ψυχολογία ηττοπάθειας από το ένα μέρος και αψηφιάς προς τον κίνδυνο από το άλλο. Όταν την επόμενη έφτασα με το Μανουσογιάννη στην Αράδαινα ήρθε ο υπεύθυνος του χωριού ο Αντρίκος ο Κουκουβίτης, 'γγιγμένος απ' ένα σημείωμα που το κρατούσε στα χέρια: «Γιάε είντα μου γράφει εκεινοσέ ο τροζός... είντα δεν έχω γω να σφάξω απού τα δικά μου μόνο...». Ήταν ένα σημείωμα του Βιγλοθοδωρή που το έστειλε από κοντινότερο δρόμο και του έλεγε να σφάξει ένα στειροπρόβατο για λογαριασμό του, να μας περιποιηθεί επειδής αυτός δε μπόρεσε να το κάνει στη μαδάρα... Εξήγησα στον Αντρίκο πως ο Θόδωρος είχε αντικρύσει το θάνατο να τον ζυγώνει και δεν πρέπει στη γνώμη μου να τον παραξηγήσει για τέτοια μικροπράματα, επειδής πιστεύει ότι δεν θα ξανανταμώσομε...
Από την Αράδαινα μετά από μιας μέρας δρόμο φτάσαμε στον Καλικράτη. Ο Καλλικράτης βρίσκεται σ' ένα πανέμορφο υψίπεδο. Είναι ξακουσμένος σ' όλη την Κρήτη από τον πόλεμο και τη νίκη των γυναικών του μ' ένα Τούρκικο ασκέρι στο σηκωμό του 1821, έχει τροφοδοτήσει τις κρητικές επαναστάσεις με ονομαστούς στρατηγούς, έχει δώσει εκατόμβες θυμάτων και τα σπίτια του έχουν καεί πολλές φορές τον καιρό της τουρκοκρατίας καθώς κι οι Γερμανοί δεν ξέχασαν να το πυρπολήσουν και να σκοτώσουν τον αρσενικό πληθυσμό. Αυτόνε τον καιρό κυριαρχούμε όπως στα πιο πολλά χωριά των Σφακιών κι εδώ στον Καλλικράτη που είναι το πιο ακριανό χωριό προς τη μεριά του Ρεθέμνους. Η δεξιά δυναμική κι ως ένα βαθμό αντικομμουνιστική, ανενόχλητη όμως από μας, διατηρούμε καλές σχέσεις. Μας έχει δώσει και τέσσερα αντάρτικα στελέχη (κανένας Σφακιανός δεν κάνει για απλός αντάρτης). Το γνωστό μας Γιώργη Μανουσέλη, τον Αντρέα Γιωργιλή ανθυπασπιστή του στρατού που αυτόνε τον καιρό βρέθηκε με άδεια και πέρασε στο Δημοκρατικό Στρατό, το γνωστό μας Αντρέα Νταραντούλη δάσκαλο, και το δεκαεφτάχρονο το Μιχάλη Μανουσέλη. Ο Καλλικράτης συνορεύει με το πιο ακριανό χωριό της επαρχίας Αποκορώνου την Ασή-Γωνιά, χωριό του Γύπαρη και του Πέτρακα, κι έχει μια παλιά ιστορία μαζί του: Επειδής στο σηκωμό του 1821 οι κάτοικοι της Γωνιάς δεν πήρανε απαξαρχής μέρος στον αγώνα, οι Καλλικρατιανοί τους διώξανε απ' όλο το υψίπεδο με τα καλά του χωράφια που ως τότες βρισκότανε στην αγροτική περιοχή του, απωθώντας τους με τα όπλα μιας ώρας δρόμο ανατολικά φτάνοντας μέχρι τη κόρδα του Βουρβουρέ. Έτσι ο Καλλικράτης αποχτούσε όρια δυνατά από στρατιωτική πλευρά και κέρδιζε το υψίπεδο που και μέχρι σήμερα βρίσκεται στην κατοχή του. Γιατί φιλότιμοι όπως είναι οι Γωνιώτες βλέποντας το πατριωτικό λάθος τους αφήσανε παραγγελία — «αμανάτι» — στους απόγονους, ποτές να μην εναντιωθούνε στους Καλλικρατιανούς. Αυτά μου εξηγήσανε γερόντοι σύντροφοι μας, γιατί πρέπει να πω ότι ο Γύπαρης με τον Πέτρακα είχανε καταφέρει να λιχανιέται όλο το χωριό από το «δόγμα Τρούμαν». Άλλοι γινήκανε χωροφύλακες του Γύπαρη, άλλοι Μάυδες κι η δράση του απλωνότανε στους δυο δυτικούς Νομούς της Κρήτης. Αλλά στον Καλλικράτη Digitized by 10uk1s
τόντις δε βγήκανε ποτές. Εδώ λοιπόν όπως λογάριαζα θα κάναμε μια βάση από τους αντάρτες που θα στρατολογούσαμε στο Ρέθεμνος κι απ' όλη τη γύρω περιοχή και με αυτό το πρόγραμμα αφήνοντας το Μανουσογιάννη στον Καλλικράτη κατέβηκα στο ύπαιθρο του Ρεθέμνους κι αμέσως άρχισα να νταμώνω τους ανθρώπους μας. Δεν βρήκα απρόθυμους τους αγωνιστές, επειδής αυτό το φθινόπωρο του 1947 στην ηπειρωτική Ελλάδα καθώς και στην Πελοπόννησο ο Δημοκρατικός Στρατός όπως φαινότανε στα μάτια του ανίδεου κοσμου έχει επιτυχίες, με την κατάληψη πόλεων ακόμα και πρωτεύουσες Νομών. Όταν όμως συνδέθηκα με την οργάνωση στο Ρέθεμνος — με κάποιο πυρήνα της που δεν είχε μουτίσει — πήρα την απάντηση ότι το γραφείο Περιοχής παράγγειλε να με ειδοποιήσουν να γυρίσω αμέσως πίσω στα Λευκά Όρη. Νάτε τι είχε συμβεί: Όταν ο Μακριδάκης ειδοποίησε τον Τσιτήλο ότι δέχτηκα την απόφασή του της αντικατάστασής μου, αλλά ότι έφυγα για το Ρέθεμνος κι αν γινόταν μπορετό θα έφτιαχνα αντάρτες εκεί, έγραψε αυτό το σημείωμα. Έγραψε ακόμα στο Ηράκλειο να μη δώσουν καμιά ενίσχυση στο Σιγανό αν προσπαθούσε να φτιάξει αντάρτικο. Φοβήθηκε... Μα δεν είχε μείνει ο δύστυχος άνθρωπος και για τίποτις άλλο στη ζωή, παρά μόνο για να φοβάται. Να φοβάται μη χάσει το πόστο. Να φοβάται μη χάσει τη ζωή. Γύρευε τώρα μέσα από τέτοιον να σκεφτεί και να τα υποτάξει όλα σ' ένα σκοπό, σαν τον εμφύλιο, που δε φτάνει να δει ούτε μια σπιθαμή «πέρα από τη μύτη». Σε κείνες τις δυσκολίες που ήταν αμφίβολο αν θα κατάφερνα τίποτις, φοβήθηκε ο καθηγητής μην κάνω στρατό και στρατέψω εναντίον του... Έχω προσέξει πως όσο το κίνημά μας χανόταν, τόσο η μανία κι ο φόβος για το πόστο δυνάμωναν. Έφυγα πίσω στον Καλλικράτη γιατί όπως το έχω πει δεν ήθελα να πιαστώ μαζί τους, γιατί δε θα πρόσθετα και τίποτα σ' έναν αγώνα που από την αρχή του, αρχή παράκαιρη και κακορίζικη, έμοιαζε νάναι χαμένος. Ας πω μόνο λίγα λόγια για τις προτιμήσεις του γραμματέα μου, για τα πρόσωπα που διάλεγε να κάνομε την επανάσταση: Στο Ρέθεμνος αυτόνε τον καιρό που κατέβηκα ελόγου μου είχε στείλει για γραμματέα της Οργάνωσης ένα νεολαίο γραμματιζούμενο στο επάγγελμα, το Μ. Παπαρδάκη από το χωριό Μελίχι της Κίσσαμος. Αυτός, που είχε βγάλει και την κομματική σχολή του Γληνού, διεύθυνε την Εαμική εφημερίδα μας στα Χανιά «Δημοκρατία». Κάθε τόσο λοιπόν κολάκευε τον Τσιτήλο να δώσει καμιά «συνέντευξη», γιατί λέει ζητούσαν αυτές τις συνεντεύξεις του τα κομματικά μέλη μα κι άλλος πολύς κόσμος... Ο Τσιτήλος, που όπως του είχε απολείψει η επαναστατική μα και κάθε άλλη σοβαρότητα κολακευότανε από τα τέτοια κοπλιμέντα, προσπάθησε κιόλας, όπως αν θυμάμαι τόχω ειπωμένο, ν' αραιώσει τις συνεδριάσεις βάζοντας στη θέση τους τις τέτοιες «συνεντεύξεις» που έπρεπε εμείς οι συνεργάτες του να καθοδηγούμαστε από αυτές χωρίς να λέμε τσιμουδιά. Αντίθετα η αφεντιά μου και δω αντίθετος με το γραμματέα μου δεν είχα πάρει τον Παπαρδάκη στα σοβαρά και μούφερνε πολύ γέλιο όταν ύστερα από κάθε τσιτάτο απ' εκείνα που είχε μάθει στη σχολή έφερνε το γροθαλάκι του, που ήτανε όσο ένα αξεφλούδιγο καρύδι, στο μηλίγγι του κι έλεγε: «Θα μου πεις εμένα, που δω μέσα είναι τετρακόσα!». Ήταν κοντούλης, μ' ένα αδύναμο λαιμουδάκι που έπαιζε ένα καρύδι πάνω-κάτω κι ελαφρύς· μπορούσε μια χαρά να είχε γενεί τζόκεϋ. Ανάλογα όμως το βάρος και το μπόι έτρωγε λίγο παραπάνω «του κανονικού» και μια μέρα όπως παίρναμε το μεσημεριανό μας σ' ενού καλού εστιάτορα, του Μαραγκάκη, στην πλατεία του 1866 μου πρότεινε στοίχημα ν' αδειάσει εφτά μερίδες φασόλια και δυο φραντζόλες άσπρο ψωμί. Παρά την τσιγκουνιά μου και τη φτώχεια στα οικονομικά μας, θα το έχανα το στοίχημα, αλλά σκέφτηκα την «ιδιότητα»... Ότι θιγόταν η «ιδιότητα» κι ότι ο γραμματέας μου θα έφερνε το ζήτημα σε συνεδρίαση της περιοχής... Κι όμως έπρεπε να το έχω βάλει αυτό το στοίχημα... Νάτε τώρα πως φέρθηκαν στο σύντροφο γραμματέα οι αντίπαλοί μας στο Ρέθεμνος όταν λίγο αργότερα πιάστηκε «σε μιας χήρας το σπίτι», όπως είπανε: Digitized by 10uk1s
Μαζεύτηκαν στην αίθουσα του αστυνομικού τμήματος που τον πήγανε οι χωροφύλακες και οι παρακρατικοί που ήταν όλοι οι καλτιριμιτζήδες του Νομού Ρεθέμνους κι οι προτάσεις — «το είντα» θα κάνουνε στο γραμματέα του ΚΚΕ του Ρεθέμνους — πέφτανε βροχή: Ένας φώναζε να μη «χασομερού και να τόνε σκοτώσου» για δεν αξίζει ο κόπος, άλλος να τον ρημάξουνε στο ξύλο κι άλλος άλλα από τα τέτοια. Είπε κι ένας ενωματάρχης με γυαλιά που στεκόταν παράμερα, να τον στείλει «με μια κόλλα χαρτί στον εισαγγελέα» κι η πρότασή του έφερε γέλια. Σ' αυτήνη την ασυμφωνία πετάχτηκε από το σωρό ένας παρακρατικός και φώναξε: «Μωρέ! να μ' αφήσετε θέλει εμένα ν' αποφασίσω αμοναχός μου είντα θα τόνε κάμομενε ετουτονέ τον άντρα;». Κι επειδής τον ξέρανε πως ήταν «σκληρός» δεχτήκανε την πρόταση. Τότες έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα νόμισμα, φώναξ' ένα χωροφύλακα και του λέει: «Πάρε τονε, να πάτε στου μάγερα του Αποστόλη απού είναι και «συναγωνιστές» να του κάνεις τραπέζι πρώτας και να του κόψεις εισιτήριο ύστερις, να τόνε βάλεις στο λεωφορείο να πάει στα Χανιά στα Λευκά Όρη να γενεί αντάρτης». Ύστερα λέει και στο γραμματέα, που ακόμης δεν τάχε καταλάβει όλα ετούτα: «Άμε στο διάολο από 'πά να ξεμαγαρίσει το Ρέθεμνος απ' όνομίς σου, να μη λερώσει κιαείς τα χέρια ντου απάνω σου, ανεμάθρωπε!». Έφτασε το λοιπός ο Παπαρδάκης στα Χανιά κι αμέσως συνδέθηκε η συντρόφισσα Κλάδου, γιατί βέβαια σα γραμματέας κράταγε γιαύκα κι η κοπέλα δεν ήξερε το τι είχε γενεί με δαύτονε στο Ρέθεμνος. Όταν της είπε — μέσες άκριες — τα παθήματά του, του έδωσε εντολή να φύγει αμέσως έξω στ' αντάρτικο. (Τον κακομοίρη... Ακούς, εχθροί και φίλοι να τόνε θέλουνε αντάρτη!..). Αυτός όμως είπε στη συντρόφισσα ότι δεν μπορούσε κι ότι έπρεπε να μένει για πολλούς μήνες σε πολιτεία γιατί έχει επιδημίτιδα και θέλει νάχει γυναίκες για να γιατρευτεί. «Ε! και τι θες μωρέ χαζέ, του λέει η Κλάδου, να σταθώ να με... Άε στο διάολο κερατά...». Έτσι τον έδιωξε κι έλαβε τα μέτρα της· κι ο Παπαρδάκης μετά από κάμποσο διάστημα δημοσίευε σε πολλές συνέχειες — αν θυμάμαι στον «Παρατηρητή» τω Χανιώ — ένα περίφημο σύγγραμμα που ξοφλούσε από Μαρς μέχρι Στάλιν. Βλέπετε αυτόνε δεν τον είχανε ξεκάνει οι δικοί του ακόμης. Με τέτοιους λοιπόν κομμουνιστές ο Τσιτήλος θα καθοδηγούσε επανάσταση, θα πω ακόμης κάτι γιατί σκέφτομαι παλαιικά, «είμαι της εποχής του αλόγου άνθρωπος» — τόχω ειπωμένο — πως ο πατέρας τού ήρωά μας κρατιότανε σα συνεργάτης των Γερμανών δικασμένος είκοσι χρόνους κι ένας περίφημος Παπαρδόπαπας τον καιρό της Τουρκιάς ήταν μακρινός πρόγονός του. Αυτά και με τον ήρωά μας το γραμματέα που μπορούσε στα επαγγελματικά του να διαπρέπει, όπως κι ο άλλος που έχω κάνει λόγο στα μαθηματικά που τούτος ήτανε μια δεύτερη όχι βελτιωμένη έκδοσή του. Κι αφού μπορούσανε να προκόψουνε στις δουλειές που κατέχανε, δε μας απαρατούσανε κι εμάς να κάμομε την επανάσταση που μάσε χρειαζότανε, μόν' εμπερδευότανε στο λοϊσμό μας κι ύστερις καθήσανε στο σβέρκο μας. Άε, να κάνεις προκοπή κι επανάσταση! Αυτοί αυτά τα θέλουνε στα μέτρα τα δικά τους που όμως τα μέτρα τα δικά τους δεν έχουν επανάσταση, γι' αυτό και ξεσπάνε στις χοντρές λογαρίνες να μας αποστομώνουνε.
Έφυγα το λοιπός πίσω στα Λευκά Όρη βαριά θλιμμένος πως ελόγου μου δε 'φελούσα τίποτις πια. Θυμάμαι που όπως ανέβαινα ώρα βραδιάσματα από τα Μυριοκέφαλα στον Καλλικράτη με φτάσανε τρεις στρατιώτες. Ήταν από την Κίσσαμο λιποτάχτες από το ΚΒΕ Ηρακλείου κι ερχότανε για το αντάρτικο. Ήτανε αξούριγοι, άυπνοι και κουρασμένοι και τους πήρε η Αυτοάμυνα του χωριού για περιποίηση. Σε μένα συνέβη να με πάρει στανικώς μου για φιλοξενία ο Μακρέ-Μανώλης με τους εφτά γιους του από το σόι των Μανουσέληδων. Ήτανε εθνικόφρονας δημοκράτης, αλλά κείνη την εποχή σε τούτα τα μέρη εμπιστευόμουνα σε όλους, αν και ποτές δε θυμάμαι να υπερτιμήσω τη ζωή μου. Στου Μακρέ-Μανώλη όμως τη φιλοξενία με τα τηγανητά μανιτάρια, τα βραστά κουκιά με ραδίκια άγρια, το λιάτικο κρασί και το πιπέρι, τη λεπτή ειρωνία τη θυμάμαι πάντα. Γιατί πιστεύω πως σ' όλη την Κρήτη να μην υπάρχουν άλλοι τόσο περήφανοι, τόσο ποιητές (ριμαδόροι), τόσο Digitized by 10uk1s
χωρατατζήδες μαζί και είρωνες. Άσε τη σωματική λεβεντιά και την αξιοσύνη τους στ' άρματα. Ο μεγάλος ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός που μελέτησε χρόνια τους Κρητικούς κι έγραψε το βιβλίο «Η καταγωγή των Κρητών», μιλάει, σε ξεχωριστό κεφάλαιο για τους «καλόσυρους» του Καλλικράτη που τους βρήκε ψηλότερους από τους άλλους Σφακιανούς, όπως πάλι οι Σφακιανοί είναι οι ψηλότεροι όλης της Κρήτης. Είναι μια εξευγενισμένη κατηγορία από επιλογή υψόμετρο και διατροφή.
Κάθησα κάμποσες μέρες στον Καλλικράτη. Το κλίμα το φθινόπωρο είναι γλυκό και μαγευτικό, όπως η καταχνιά σκεπάζει τις γύρω κορυφές. Έχει φρούτα και ξηρούς καρπούς, μοσκοβολάει τσίπουρο γιατί αυτόνε τον καιρό στήνουν τα ρακοκάζανα κι οι άνθρωποι βιάζουνε τις δουλειές τους. Σε λίγο το τοπίο θα σκεπαστεί από τα χιόνια ώσπου ο ήλιος της άνοιξης θα το λευτερώσει. Κατέβηκα ύστερα μέσα από ένα φάραγγα στον Πατσιανό που βρίσκεται μισή ώρα μακριά της θάλασσας του Λιβυκού. Είναι το χειμωνιάτικο χωριό του Καλλικράτη. Απ' εδώ μ' ένα μικρό βενζινόπλοιο έφτασα στο Λουτρό, ανέβηκα στα Λιβανιανά κι έφτασα στην Αράδαινα. Η Αράδαινα βρίσκεται σ' ένα υψίπεδο σκεπασμένο με πεύκα, πεντακόσια μέτρα υψόμετρο. Έχει καλό κλίμα, αλλά το μέρος είναι φτωχό και άνυδρο. Κάθησα κι εδώ κάμποσες μέρες... Σκέβομαι τώρα και πονώ για κείνον το δύστυχο εαυτό μου. Πώς άντεξα αυτήνε την αδράνεια που μου ήρθε τόσο απότομα και μάλιστα πάνω στην πιο μεγάλη ένταση και δραστηριότητα όλης της ζωής μου, που κινιόμουνα με σώμα και μυαλό όλες τις ώρες κι άξαφνα όλα τα σταμάτησαν... Αυτόνε τον καιρό σκέφτηκα το πρώτο για να «γράψω» — έκθεση βέβαια — για το πώς κατάντησε στο τέτοιο χάλι της η επανάσταση. Αγόρασα το χαρτί από το μαγαζί του χωριού δέκα δεκάρια κόλλες της αναφοράς, αλλά δεν έγραψα τώρα γιατί σε τούτο το μεταξύ με κάλεσαν να γυρίσω πίσω στην Κυδωνία. Έφυγα λοιπόν το επόμενο πρωί και μονημερίς αφήνοντας την Άγια Ρούμελη χώθηκα στο Φάραγγα κι έφτασα στη Σαμαριά. Ήταν αξέχαστα η 14 του Νοέμβρη γιατί γιορταζότανε κάποια μικρούτσικη Απόκρια για το σαρανταήμερο τω Χριστουγένω. Η θεία Ελένη η Βίγλαινα είχε συγυρίσει, είχε φτιάξει μυζηθρόπιτες Σφακιανές που τις έψηνε στο σάτι κι άλλα καλοφαΐδια για τη χρονιάρα μέρα. Εδώ βρήκα και πέντε για έξι αντάρτες άρρωστους για τραυματισμένους και την αγωνίστρια Γ. Σκευάκη από την Κίσσαμο να τους περιποιγιέται. Από τα παιδιά της θείας Ελένης δεν ήτανε κανένα τους εδώ. Κι αν δεν είχε παιδιά: Πέντε γιους στ' άρματα και κόρες άλλες τόσες παντρεμένες σε μακρινά χωριά, γεμάτες κι αυτές από παιδιά. Η θεία Βίγλαινα ήταν η πιο πολιτισμένη και νοικοκυρά γυναίκα όλης της επαρχίας. Μωράκι ορφανό την είχανε πάρει κάτι δικοί της στην Αθήνα και τη μεγάλωσαν. Ύστερα δεκαπεντάχρονη την έφεραν στη χώρα τω Σφακιώ να γνωριστεί με τους δικούς της. Αλλά εκεί είδε τον πιο ωραίο άντρα που είχε δει εις τη ζωη της το Ρούσσο το Βίγλη από τη Σαμαριά. Ένας θείος της την αρώτησε έτσι στ' αστείο — τότες τη γυναίκα δεν τη ρωτάγανε — αν ήθελε το Ρούσσο. Κούνησε αυτή λίγο το κεφάλι. Αυτός ο δράκοντας που είχε χτισμένο εδώ σπίτι μ' ανώι και κατώι και τούχε ανοίξει σμαγδάλια για πολεμίστρες, έβαλε τη μοσκαναθρεμμένη Αθηνιώτισσα και την έκανε νεράιδα και βασίλισσα του Φάραγγα. Εδώ γέννησε και μεγάλωσε τα δέκα παιδιά τους.
Digitized by 10uk1s
Σ' αυτό το ίδιο σπίτι που σε λίγο θα το φάει η φωτιά, καθόμαστε και μεις, τρώγαμε, πίναμε και τραγουδάγαμε. Εδώ μας διηγήθηκε η θεία Ελένη αυτή την ιστορία της που με λίγες αράδες αφηγήθηκα. Είπαμε πολλά τραγούδια και δοκίμασα να μάθω τους αντάρτες να τα λένε σωστά, γιατί στην Κρήτη τα Ελασίτικα είχανε φτάσει διαφορετικά. Από τόσον καιρό αυτή τη βραδιά ξαναβρήκα το κέφι μου. Είπα κι ένα ριζίτικο που μου το είχε μάθει ο φίλος μου ο γερο-Γιωργιλής στον Καλλικράτη: «Όμορφο νιο κυνηγάνε ο χάρος στη Μαδάρα, μα 'ταν ο νιος ογλήγορος κι ο χάρος κουρασμένος».
Το πρωί έφευγα για τα Ποριά κι η θεία Βίγλαινα με συναπόβγαλε κάμποσο για να μ' ευχαριστήσει και να μου πει απανωτές φορές πόσο όμορφα πέρασε τις Απόκριες και πόσο ευχαριστήθηκε μαζί μας: «ουδ' όντες είχα μαζί μου το Ρούσσο μου και τα παιδιά μας δεν ευχαριστήθηκα Απόκριες τόσο όσο μαζί σας». Η καημένη! και πού να ήξερε ότι ήτανε η στερνή φορά που γέλασε και χάρηκε!..
Όταν έφτασα στα Ποριά δε βρήκα το Θόδωρο εκεί. Και πήγαινα με τόσο κέφι να τον πειράξω ότι δε βγήκε αληθινός κι ότι και πάλι νταμώσαμε... δίχως νάχει πεθάνει! Οι λίγοι αντάρτες που σταθμεύανε εκεί με πληροφόρησαν ότι έλειπε από χτες για να φέρει κάτι τραγιά που είχαν σκαλώσει πάνω από τους Λάκκους. Ρώτησα, και είχε φύγει μόνος του. Δε μ' άρεσε αυτή η πληροφορία... Κι όμως αυτή η δουλειά που πήγε να κάνει ήτανε για μας, για την επιμελητεία του αντάρτικου. Έφυγα να προλάβω να φτάσω με την ημέρα στη Ζούρβα της Κυδωνίας. Δεν πήρα αντάρτη μαζί μου, τους είδα να τεμπελιάζουν αξούριστοι και άπλυτοι. Πριν κατέβω στη Ζούρβα κοίταξα με τα κιάλια και σα να ήταν στρατιώτες στα πρόοικια του Θέρισου. Έστειλα ένα παιδί στα Μεσκλά, το Δράκο του Κουτσογιάννη να μου φέρει πληροφορίες. Το παιδί γύρισε αστραπή. Στρατιώτες κατέβαιναν στα Μεσκλά απ' ανατολή και δύση δηλαδή από τους Λάκκους και από το Θέρισο κι ότι το χάραμα εκείνης της ημέρας είχανε σκοτώσει το Βιγλοθόδωρο πάνω από τους Λάκκους στην τοποθεσία «στου Ζουρίδη τη στέρνα». Μου στοίχισε πολύ ο χαμός αυτουνού του αγωνιστή και για τη χρησιμότητα που είχε για τον αγώνα και για τη φιλία που είχε δεθεί μαζί μας. Ήτανε και κείνες οι προβλέψεις του και οι παραγγελίες για τον τάφο και τις νεράιδές του... Έφυγα αμέσως από τη Ζούρβα κι ανέβηκα στο Βούλισμα που είχε στρατοπεδέψει το συγκρότημα της Κυδωνίας. Εκεί βρισκόταν ο Μακριδάκης, ο Τσαμαντής κι ο Μιχάλακας. Το πρωί μαθεύτηκε ότι τη δολοφονία του Θόδωρου την κάνανε οι Μάυδες των Λάκκων με το σταθμό χωροφυλακής που είχαν αποκαταστήσει. Πρότεινα να καταλάβομε τον Ομαλό και να κατεβάσομε στο Φάραγγα ανθρώπους και ζώα αξιώνοντας να διαλύσουν το Μάυκο. Ο φόνος αυτός είχε φέρει διχασμό στο χωριό, γιατί ο Θόδωρος είχε θυσιάσει τον καιρό των Γερμανών 600 γιδοπρόβατα για τους Λακκιώτες που είχαν καταφύγει στο Φάραγγα. Αν όπως αποδείχτηκε γινότανε δεχτή η πρότασή μου οι Λάκκοι θα πέφτανε πάλε στα χέρια μας, γιατί οι Μάυδες ήτανε μια ελάχιστη μειοψηφία ενώ στο χωριό εχτός που είχαμε γερό κίνημα κι οι δεξιοί ήθελαν καλές σχέσεις μαζί μας. Κάποτε που μας είχε καλέσει με το γιατρό Σταματάκη ο πρόεδρός τους Λάμπης Μαλιντρέτος σε τραπέζι, που τώρα ήτανε ο αρχηγός των Μάυδων, του είχα ξεκαθαρίσει ότι θέλομε καλές σχέσεις μαζί τους κι ότι δεν θα τους ενοχλήσομε ποτές. Αν όμως κάνουν Μάυκο και χύσουνε αίμα αντάρτικο θα κάψομε την εθνικοφροσύνη των Λάκκων. Τώρα δινόταν η ευκαιρία να πιάσομε πάλι κείνο το μέρος που στα χέρια του αντίπαλου ήτανε σφήνα στη ραχοκοκαλιά μας. Γιατί η δολοφονία αυτή Digitized by 10uk1s
έμοιαζε με κείνη που κάναμε μεις στο Γέρο-Λάκκο που ωφελήσαμε τον αντίπαλο. Εμείς όμως δεν εκμεταλλευτήκαμε την υπόθεση. Αλλά πού να βρεθεί τέτοιο πνεύμα... που είχε εφαρμοστεί η ταχτική «να κρύψομε τους ανάρτες στα βουνά, να μη σκοτώνονται»... Ό,τι ήθελε ο αντίπαλος να πετύχει του το δίναμε μεις δωρεάν... Τέλος δέχτηκαν να διώξομε τους Λακκιώτες καλλιεργητές απ' το υψίπεδο και οι εβδομήντα χιλιάδες οκάδες πατάτες που βρισκόταν εκεί σπόρος για τον επόμενο χρόνο κατασχόταν. Εκεί πάνω θα ξεχειμωνιάσουν οι αντάρτες κοπανώντας αυτές τις πατάτες και με λίγες ενοχλήσεις του αντίπαλου με βομβαρδισμούς αεροπλάνων δίχως κανένα αποτέλεσμα. Ακόμα γίνηκε μια πράξη από κάμποσους Βίγληδες με μια ομάδα αντάρτες που μας έφερε αρκετή στεναχώρια. Έπιασαν και σκότωσαν ένα δεκαεφτάχρονο τσομπανάκο, το Μανουσάκη, πάνω στον τάφο του Θόδωρου. Το παιδί αυτό σταλμένο από ένα πιο μεγάλο αδερφό του χωρίς να έχει συνείδηση τι κάνει, είχε πάει ένα σημείωμα στους Μάυδες των Λάκκων. Το σημείωμα έλεγε πού θα περνούσε τη νυχτιά του ο Θόδωρος. Έτσι το χάραμα κυκλώθηκε η τοποθεσία κι όπως ξυπνούσε χτυπήθηκε. Λίγο αργότερα ο μικρότερος αδερφός των Βίγληδων σκότωσε δυο ή τρεις Λακκιώτες Μάυδες ακόμη. Επίσης σκοτώθηκε κι ο πατέρας Μανουσάκης.
Αυτό το δεύτερο φθινόπωρο και το χειμώνα το αντάρτικο στην ηπειρωτική Ελλάδα κουνήθηκε ακόμα πιο πολύ που στα μάτια του κόσμου φάνταξε να είναι ηφαίστειο. Τον ίδιο καιρό συγκροτείται η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση και γίνεται γνωστό πως ο Ζαχαριάδης βγήκε στο βουνό και πήρε στα χέρια του την υπόθεση του αντάρτικου πολέμου. Όλα τούτα τα γεγονότα δικαιολογούσανε την αισιοδοξία και την πίστη του κόσμου μας προς τη νίκη. Ωστόσο για κείνους που μπορούσαν να κάνουν μια σύγκριση της στρατιωτικής κατάστασης με κείνης του φθινοπώρου και του χειμώνα του 1943-1944 τους έφερνε απελπισία. Ούτε μια πόλη ή έστω κωμόπολη πρωτεύουσα επαρχίας δεν μπόρεσε να κρατήσει μόνιμα ο Δημοκρατικός Στρατός. Καταλάβαινε μια πόλη μα προϋποθέσεις για να καθήσει μέσα μόνιμα δεν ύπαρχαν και την άφηνε από αδυναμία και μόνο. Άσε που είχαμε και τις αποτυχίες όπως εκείνη της Κόνιτσας κι άλλες. Και πουθενά δε φαινόταν ότι η κατάσταση θα άλλαζε προς όφελός μας. Γίνηκε η Δημοκρατική Κυβέρνηση — κακά κι ανάποδα από μέλη και μόνο του Π.Γ. «Μικρό-μικρό τ' αλώνι σου νάναι μοναχικό σου» και παρά τούτο δεν αναγνωρίστηκε από καμιά κομμουνιστική κυβέρνηση, έστω αυτή της Αλβανίας. Αυτό σήμαινε ότι δε θα παίρναμε από πουθενά ενίσχυση σε υλικά του πολέμου. Και αυτά όλα τη στιγμή που τώρα κι έξι μήνες στον αντίπαλο δυνάμωνε ο ποταμός από κάθε λογής εφόδια και δολλάρια. Αυτά ήτανε τα φανερά που μπορούσε να τα δει ο πάσα άνθρωπος με λίγη πολιτική πείρα και θυμάμαι εκείνες τις ελάχιστες στιγμές που περνούσαν τα τέτοια στο μυαλό μου πόσο μου κοβότανε τα ήπατα... Οι μάζες όμως του αριστερού κινήματος δεν ψηλαφούσανε και δεν τις άγγιζαν τα τέτοια πράγματα. Βλέπουνε τη νίκη κι ενθουσιάζουνται, υποψιάζουνται την ήττα, δυσπιστούνε και διστάζουνε. Στο μεταξύ το αντάρτικο στα Λευκά Όρη έχει περάσει την κρίση που είχε φέρει ο χαμός τόσων στελεχών του συγκροτήματος της Κυδωνίας και η δράση του Δ.Σ. στην ηπειρωτική Ελλάδα αναγκάζει την Κυβέρνηση να πάρει πίσω το στρατό που έφερε το καλοκαίρι κι ακόμα να στίψει όσο μπορούσε πιο πολύ στέλνοντας και αρκετούς χωροφύλακες. Στη θέση αυτουνού του κενού ήρθε η εθνοφρουρά από πιο μεγάλες ηλικίες στα ογδόντα μ' ενενήντα στα εκατό αριστερούς, και δίχως καμιά διάθεση για πόλεμο κατάλληλο μόνο να μας εφοδιάσει με κάθε λογής υλικά για τον αγώνα.
Digitized by 10uk1s
Η νέα ηγεσία όμως δεν εχτίμησε — δεν είχε τέτοια δυνατότητα να εχτιμήσει — σωστά την κατάσταση και με μια δικαιολογία ανυπόστατη ότι «δεν πρέπει να σκοτώνουνται αντάρτες», άφησε τα χωριά κάνοντας μόνιμη βάση του αντάρτικου το υψίπεδο του Ομαλού. «Δε μας εξυπηρετεί η ταντελοειδής διάταξη του Μανούσακα και θα εφαρμόσομε την κατά βάθος κλιμάκωση», είπε η ηγεσία. «Κατά βάθος κλιμάκωση»... Ήτανε μπούρδα που δεν είχε ειπωθεί ποτές σε κείνους τους τόπους. Αν ήθελε όμως κανείς ναι και καλά να δώσει ένα νόημα μια που η «ταντελοειδής» διάταξη ξεκινούσε από τον Κάστελλο του Αποκόρωνα φτάνοντας μέχρι την ορεινή Κίσσαμο, δηλαδή σ' όλο το μάκρος του νομού (αλλιώς θα την έλεγαν και «οριζόντια διάταξη»), η κατά βάθος επομένως σήμαινε: Ομαλό — Φάραγγα Σαμαριάς, δηλαδή το κέντρο των Λευκών βουνών. Έτσι ο αντίπαλος με την ταχτική αυτή της αυτοαπομόνωσης έμεινε απερίσπαστος να οργανώσει σε όσα χωριά μπορούσε Μάυδες και σ' ολόκληρο το Νομό ένα τέλειο δίχτυ πληροφοριών, με συνέπεια κάθε επιδρομή αντάρτικης ομάδας στο Σέλινο, Κίσσαμο, Αποκόρωνα και Κυδωνία παρακολουθούνταν από την πρώτη της στιγμή, με συνέπεια την αποτυχία και τις απώλειες... Αν επενέαινα και έλεγα γνώμη γι'Γ αυτήνε την άχρηστη και καταστροφική ταχτική, έπαιρνα την απάντηση ότι είχαν «εντολή» — του Τσιτήλου — να μη δώσουν ούτε έναν αντάρτη θύμα... Αυτή η ταχτική βέβαια («εξ αντικειμένου») ήταν ένα σόι συμβιβασμός με τον αντίπαλο, γιατί τον διευκόλυνε να πάρει δυνάμεις από την Κρήτη και να τις ρίξει στις επιχειρήσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα: Μας στοίχιζε δηλαδή περισσότερο αίμα. Μια τέτοια ταχτική και σα σκέψη ακόμα είναι απαράδεχτη για οργάνωση κομμουνιστική και για στρατό κομμουνιστικό, όπως ήταν ο Δημοκρατικός Στρατός. Αυτόνε τον καιρό, στο έμπα του χειμώνα, γίνηκε μια γενική συνέλευση των ανταρτών στο υψίπεδο του Ομαλού. Ένα στέλεχος για λογαρισμό της ηγεσίας, κάλεσε τους αντάρτες να εξοστρακίσουνε από τη σκέψη τους την ιδέα ότι τον καιρό της απεργίας έπρεπε να μπουν οι απεργοί στα Χανιά και να δημιουργήσουν οχλαγωγία. Αργότερα διάβαζα στα επιτεύγματα των επισκόπων των Χανιών για τον καιρό του ανταρτοπολέμου ότι λέει «έπεισαν» τον αρχηγό των συμμοριτών να μη μπουν οι αντάρτες στην πόλη των Χανιών και φέρουν οχλοκρατία». Είναι μια συνάντηση που γίνηκε με τον Τσιτήλο (εχτός από μια άλλη που είχε γίνει με το Ν. Τσαμαντή τον καιρό της απεργίας), το χειμώνα του 1948. Για έναν προλετάριο, για ένα φτωχό αγρότη οργανωμένο στο ΚΚΕ, δεν μπορεί να σταθεί στη συνείδησή του ότι η κατάληψη μιας πόλης, ότι η εξουσία η δική του είναι οχλοκρατία όπως τη θέλει το μικροαστικό στέλεχος που τον καθοδηγεί. Είναι πολύ δύσκολο όσο εύκολο και αν φαίνεται να έχει κανείς μέτωπο προς τον εχθρό. Όταν ασκούνε τους στρατιώτες το πώς να καταλάβουν σε ώρα μάχης μια τοποθεσία με το πρώτο που τους διδάσκουν είναι ότι υστερ' από κάθε άλμα στη νέα θέση τους πρέπει το πρώτο να έχουνε μέτωπο προς τον εχθρό. Αυτό το «προς τον εχθρό» φαίνεται το απλούστερο πράμα του κόσμου κι όμως οι περισσότεροι στρατιώτες τις πιο πολλές φορές έχουνε χάσει το μέτωπο. Η ηγεσία της Κρήτης μισογραμματισμένη και μικροαστική ως το κόκαλο (φύσει και θέσει), ανεξέλεχτη και ακαθοδήγητη, που γι' αυτό πρέπει να της δώσομε αρκετά ελαφρυντικά, είχε χάσει εντελώς τον αρχικό στόχο. Βάζω στοίχημα ότι ήθελε να τον ξεχάσει κιόλας και τον ξέχασε.
Αυτόνε τον καιρό που αδρανούσα εδώ στον Ομαλό, έπιασε χειμωνιά με βροχές και πυκνή ομίχλη. Αποφασίστηκε τότες να κατεβούμε στο χωριό Χωστή που βρίσκεται ψηλά στα ριζά κι είναι ένα από τα κοντινότερα χωριά προς το υψίπεδο. Είναι ένα από τα λίγα δεξιά μικροχώρια του Νομού που με αυτά τα φρονήματα του δεξιού δημοκράτη εύχουνται και δουλεύουνε για να πετύχει ο αγώνας μας. Τη δεύτερη μέρα του πηγαιμού μας εκεί ο καιρός ξακολουθούσε τις βροχές και το πούσι τύλιξε ριζά και κορυφές. Άξαφνα μέσα σε κείνη την ογρασιά ακούστηκαν ριπές και λιανοντούφεκα και το φυλάκιό μας κατά τη μεριά των Λάκκων είχε πιαστεί σε συμπλοκή με την ομάδα των Μάυδων Digitized by 10uk1s
εκείνου του χωριού. Τρέξαμε. Μέσα στη Χωστή βρισκόταν εβδομήντα με ογδόντα αντάρτες με κεφαλή τους το Μιχάλακα. Όπως το έχω κιόλας ειπωμένο εξόν από την πείρα ο Μιχάλακας ήτανε γεννημένος στρατιωτικός και αντάρτης κι όταν του είπα: «Με το λάθος που κάνανε να χωθούνε δω μέσα δε θα γλυτώσει τώρα κανένας τους», είχε αντίληψη της στιγμής. Έλα όμως που η πολιτική δεν ήθελε τέτοια, για να μην έχει νεκρούς αντάρτες... (και πότε είχαμε θύματα σε συμπλοκή ή μάχη;). Είχαμε αντάρτες και η ομίχλη βοηθούσε να βρεθούνε μέσα σε δέκα λεπτά κυκλωμένοι να χτυπιούνται από παντού ώσπου να εξοντωθούν και να λείψει αυτή η δύναμη από μια τέτοια στρατηγική τοποθεσία. Εξ άλλου απ' όλη την ορεινή Κυδωνία μόνον οι Λάκκοι είχανε κάνει Μάυκο κι όλα τα γύρω χωριά τους αντιμάχονταν. Χάθηκε όμως και τούτη η ευκαιρία όπως και κείνη όταν σκοτώσανε το Βίγλη. Κράτησε η συμπλοκή ως μισή ώρα, αλλά τραυματίστηκε βαριά και σώθηκε κι αυτός στην Αθήνα, ο επικεφαλής και πρόεδρος των Λάκκων Λάμπης Μαλιντρέτος. Τραυματίστηκε και σε μας ένας δεκαεφτάχρονος αντάρτης ο Αν. Χαλακατεβάκης από το Σέλινο. Είχε πάρει ένα βλήμα στην κοιλιά και βγήκε από τη ράχη. Είχε ανοιχτεί μια τρύπα όσο ένα πορτοκάλι, γιατί οι σφαίρες των αντιπάλων μας ήταν όλες εκρηχτικές. Στην περίσταση όμως είχαμε στο αντάρτικο τον πιο καλό χειρούργο της Κρήτης το Ν. Σταματάκη που ανάλογα ήτανε και τ' ανθρωπιστικά του αιστήματα. Φορτωμένος ένα κλίβανο και με τα πιο απαραίτητα εργαλεία ήτανε μια ελπίδα για τον κάθε αντάρτη. Ήξερε ότι όταν θα έφτανε στα χέρια του θα σωνόταν. Και δεν ήτανε μόνο ο γιατρός ο καλός, ο άνθρωπος ο καλός, μα ήτανε και καλός πολεμιστής.
Ύστερα απ' αυτή τη συμπλοκή που σα να ήταν ένα μπρόκισμα για να βγούμε από τα ξένα χωράφια, τραβηχτήκαμε πάλι στη μαδάρα και φτάσαμε στον Ομαλό. Στην πορεία μας στον πρώτο σταθμό στην τοποθεσία Νερόλακκο είχα το εξής επεισόδιο με το Μακριδάκη: Όπως συζητούσαμε ζητήματα για τα Χανιά και την οργάνωσή μας, εκεί δίχως να το φέρει η κουβέντα μας μου είπε σε ποιο σπίτι έμενε ο Τσιτήλος. Απόμεινα αποσβολωμένος από τον τέτοιο αντισυνωμοτισμό. Σκέφτηκα πως αν ο Τσιτήλος πιανόταν, η εξέταση του θέματος θα σταματούσε σε όλα τα πρόσωπα που ήξεραν το σπίτι που έμενε. Φοβήθηκα πολύ. Κάθησα αμέσως πιο κει κι έγραψα ένα σημείωμα στον Τσιτήλο ν' αλλάξει σπίτι γιατί κείνο που μένει έχει γίνει γνωστό σε πολλά πρόσωπα κι έτσι δεν έχει καμιά σιγουριά. Στο ίδιο γράμμα του έλεγα ότι δε βλέπω το λόγο να κάθεται στα Χανιά τη στιγμή που ο γραμματέας του Κόμματος μα κι όλα τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου βρίσκουνται τώρα στο ύπαιθρο, κεφαλή του αντάρτικου. Ήξερα ότι αυτό το τελευταίο θα τον ανάγκαζε να βγει έξω. Το ήθελα πολύ γιατί υπολόγιζα στο βγάλσιμό του σε μια βελτίωση της ταχτικής του αντάρτικου. Έδωσα το σημείωμα στο Μακριδακη να το διαβάσει πρώτα και να το στείλει αμέσως, εξηγώντας του πόσο πρέπει να είναι κανείς προσεχτικός στα θέματα του συνωμοτισμού, τώρα μάλιστα που από ένα τέτοιο λάθος μπορεί να πέσουνε πολλά μαζί κεφάλια. Αυτός φώναξε αμέσως το σύνδεσμο και του έδωσε αυτό το γράμμα παραγγέρνοντάς του να φύγει όσο μπορεί πιο γρήγορα. Και ο Μακριδάκης ήθελε να βγει ο Τσιτήλος έξω παίρνοντας αυτός την ευθύνη του ένοπλου αγώνα, γιατί στις συνεδριάσεις πάντα μας παράσταινε το μεγάλο στρατηγό, ενώ για τον εαυτό του, σαν άνθρωπος θετικός που ήταν ο Μακριδάκης, αναγνώριζε απειρία. Γενικά ήταν άνθρωπος με γερό μυαλό, αλλά με λίγη φαντασία κι ελάχιστο ενθουσιασμό. Δεν τραγουδούσε, δε γελούσε, είχε πάρει από την κομματική σχολή του Ζαχαριάδη — κείνη που τη βάφτισαν «σχολή Γληνού» — το μπαρτζώτικο ύφος και τη στυγνότητα, αν και αυτός — ο Μπαρτζώτας — κουτσογελούσε όταν ήθελε να ειρωνευτεί κανένα από τους αντίπαλούς του «αντικομματικούς» ή με όλα τ' άλλα «αντί»... Μετά από λίγες ημέρες ήρθε σημείωμα απ' τα Χανιά που έλεγε ότι ο Τσιτήλος ετοιμάζει την έξοδό του στο ύπαιθρο.
Digitized by 10uk1s
Περιμένοντας λοιπόν αυτήνε την έξοδο έφυγα για την Αράδαινα τω Σφακιώ και ο Μακριδάκης θα με ειδοποιούσε όταν θα 'ρχόταν στον Ομαλό ο γραμματέας.
Δεν είναι εύκολο να ξεπέσεις, να συνηθίσεις και από δήμαρχος να γίνεις κλητήρας. Αυτή η κατάσταση όταν δεν δικαιολογιέται από φταιξίματα φαρμακώνει την ψυχή του ανθρώπου· είναι κατάσταση που καταστρέφει τους αδύνατους, που λοξοδρομίζει, όταν κρατήσει για πολύ, τους δυνατούς. Σε μένα ήρθε ξαφνικά μα ήρθε αναίτια κι είν' ένας λόγος αυτός να την υπομείνω αντρόπιαστα και σ' ένα βαθμό αγόγγυστα. Και καθώς τα πράματα δείξανε, ο τοτεσινός εαυτός μου είχε τόση δύναμη όση για να μη χαθεί στο πλήθος τους κατατρεγμούς που ακλουθούνε την τέτοια κατάσταση. Αλλά όμως δε γλύτωσε και το λοξοδρόμισμα. Γιατί μόλις έφτασα στην Αράδαινα πήγα αμέσως στου Αντρίκο το σπίτι και παρακάλεσα τη γυναίκα του τη Χρυσή, μια κοπελίτσα πανέξυπνη και παστρικιά, μητέρα ενός μωρού, να μου ετοιμάσει ένα τραπέζι που θα έγραφα «ένα μεγάλο γράμμα». Πολλές φορές που μ' έχουν αρωτήσει πολλοί από τους νέους φίλους μου πότες για πρώτη φορά πήρα το κοντύλι για να γράψω, θυμόμουνα βέβαια εκείνη την προκήρυξη για τις εκκαθαριστικές, μα τούτο δω το γραφτό μου το μεγάλο είχε σβηστεί στη θύμησή μου. Και σα να βλέπω τώρα δας την κοπελίτσα ν' αδειάζει το τραπέζι από φωτογραφίες κι ό,τι άλλο, ν' ανοίγει το σεντούκι να παίρνει ένα ανέγγιχτο ομορφοξομπλιασμένο τραπεζομάντηλο κι ο οντάς να μοσκοβολάει από κυδώνι. Εκεί απάνω στο λευκό μυρωδάτο πανί έθεσα τις εκατό κόλλες της αναφοράς και πήρα αμέσως να γράφω. Έγραψα κάμποσες μέρες και γέμισα ογδονταέξι σελίδες με ψιλούτσικα γραμματάκια και καθώς υπολογίζω έγραψα ένα μικρό βιβλιαράκι. Το γραφτό απευθυνότανε στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ. Ήτανε μια καταγγελία μάζι και διαμαρτυρία. Κατάγγελνα την πολιτική του γραφείου Περιοχής Κρήτης ότι οδήγησε την επανάσταση στην Κρήτη σε καταστροφή κι είχα, όπως αναθυμάμαι, συνείδηση ότι έμμεσα κατάγγελνα την ίδια την πολιτική του ΚΚΕ (και ποιος κατάγγελνε τότες κατευθεία;). Ακόμης θυμάμαι ότι γράφοντας στενοχωριόμουνα γιατί επειδής παθαινόμουνα, ξέφυγα από το στυλ έκθεσης που ήθελα να γράψω κι έβγαινε κάτι άλλο. Μετά από λίγες ημέρες τέλειωσα, αλλά δεν ξέρω αν έγραψα έκθεση για χρονικό ή κάτι ανάμεσα σ' αυτά τα είδη του λόγου. Ύστερα τύλιξα τις κόλλες και τις εξασφάλισα από την υγρασία μέσα σε κερί μέλισσας. Αυτό είναι το πρώτο γραφτό μου που το έγραψα μέσα στη βράση του εμφύλιου πολέμου και με το συναίστημα στην ψυχή ότι από τους τέτοιους κατατρεγμούς ήταν αδύνατο να επιζήσω. Ήμουνα τότες σαράντα χρονών. Αυτό όμως το γραφτό πρέπει να λογαριαστεί ότι χάθηκε, εξόν αν έπεσε στα χέρια κάποιου γραμματιζούμενου ανθρώπου. Ας πω ακόμης, μια που ανοίχτηκε το θέμα του γραψίματος, ότι μετά από ένα χρόνο μέσα σε μια παραθαλάσσια σπηλιά έγραψα το χρονικό της κράτησής μου στην ειδική Ασφάλεια της Αθήνας. Αυτό μάλιστα το χειρόγραφο μπορεί και να μην έχει χαθεί. Και πρέπει να λογαριαστεί ότι σ' αυτή τη σπηλιά που θα μιλήσω αλλού, γεννήθηκε η «Ακροναυπλία» μου.
Όταν έφτασα στην Αράδαινα βρήκα εδώ τον αντάρτη Σταύρο Χατζηγρηγόρη. Είναι δικηγόρος το επάγγελμα, από σόγια γραμματισμένων που μαζί με το γιατρό Ν. Σταματάκη είναι οι μόνοι Κρητικοί επιστήμονες που απόμειναν στο αντάρτικο, που κράτησαν όπλο και που σαν λάχαινε, ρίχνουνε σφαίρες πάνω σε ανθρώπινα σώματα. Γιατί στον πόλεμο και μάλιστα όταν αυτός είναι εμφύλιος, είναι αρετή όταν κατά την ώρα της μάχης έχεις την ικανότητα να ρίχνεις με το όπλο και να σκοτώνεις τους αντίπαλους. Ο γιατρός Σταματάκης δεν είναι κομμουνιστής. Είναι επικεφαλής στα Χανιά ενός σοσιαλιστικού κόμματος που έχει αρχηγό του το γιατρό Γιάννη Πασαλίδη. Ο Σταύρος Χατζηγρηγόρης είναι κομμουνιστής, αλλά δε θέλησε να γίνει οργανωμένο μέλος του ΚΚΕ· φοβότανε όπως έλεγ' εκείνο το Digitized by 10uk1s
σόι την πειθαρχία που ξεπερνούσε την στρατιωτική και δεν ήθελε να έχει στο κεφάλι του έναν σύντροφο μ' ατροφική σκέψη, αμόρφωτο και μονοκόματο, και τον τρομάζει η έλλειψη της Δημοκρατίας στις οργανώσεις του Κόμματος. Έχει περάσει το κίνημα της Μέσης Ανατολής και κλείστηκε δικασμένος ισόβια στα σύρματα. Έχει γεννηθεί κι έχει μεγαλώσει στη Χώρα τω Σφακιώ από πατέρα γιατρό, ξέρει τα ήθη και τα έθιμα του τόπου και πιο πολύ από τα προτερήματα, γνωρίζει τις πονηριές και τα έλατώματα των ανθρώπων, αλλά ζηλεύει τη δική μου άνεση κι όλο το φέρεσται στα χωριάτικα σπίτια. Τις ώρες που δεν έγραφα κάναμε παρέα· είναι ευχάριστος κι ευγενικός και παρ' ότι αστός στην καταγωγή, είναι αριστοκράτης στο παράστημα και στους τρόπους. Τον τρομάζει όταν ο Ζαχαριάδης προτείνει στους αντίπαλους να σταματήσουν τη δράση τους «οι δυο στρατοί», να συζητηθεί και να βρεθεί τρόπος ειρήνεψης. Λέει ότι αυτός δε θα πειθαρχήσει σε άλλη Βάρκιζα, ότι θα μείνει φυγόδικος στα βουνά. Κάναμε έτσι παρέα δέκα με δεκαπέντε ημέρες αλλά ύστερα του έφεραν από τα Χανιά κάτι μυωπικά γυαλιά που περίμενε κι έφυγε πίσω για τον Ομαλό. Αλλά θα τον ξαναδούμε κι άλλες φορές ώσπου θα μείνει για πάντα σε τούτα τα μέρη. Έτσι ελόγου μου έμεινα κατάμονος στην Αράδαινα. Το χωριό είναι αριστερό και βρίσκεται στο ντουφέκι όπως τ' άλλα τα γύρω χωριά. Οι νέοι είναι ανυπόταχτοι και σ' όλη την επαρχία εξακολουθεί να μην υπάρχει παρά κάποια σκιά εξουσίας από λίγους χωροφύλακες στη Χώρα Σφακιών και στ' Ασκύφου. Έτσι πήγαινα μέχρι την Ανώπολη που είχαμε και πολλούς αυτοαμυνίτες δίχως να σκιάζομαι, ανέβαινα στον Αϊ-Γιάννη ή κατέβαινα να κάνω λίγες μέρες στα Λιβανιανά, που βρίσκεται ως μισό μίλι πάνω από τη θάλασσα και το χειμώνα έχει το γλυκύτερο κλίμα του κόσμου.
Λήγοντας ο Γενάρης του 1948 αν βέβαια δε λαθεύω, με κάλεσε η καθοδήγηση στην Κυδωνία να φτάσω στην τοποθεσία Βούλισμα. Το φετεινό φθινόπωρο καθώς κι οι αρχές του χειμώνα έχουν ελάχιστα χιόνια, καιρό γλυκό και με λίγες βροχές. Έτσι πέρασα με λίγους αντάρτες που βρήκα στη Σαμαριά, τα Λευκά Όρη σ' όλο τον όγκο τους, χωρίς εμπόδιο από χιόνια. Φτάνοντας όμως στο Βούλισμα ο ουρανός είχε χαμηλώσει, ο τόπος κατσιφάριασε κι έπηξε από βροχή και ογρασιά. Στο Βούλισμα βρήκα τον Τσιτήλο, το Μακριδακη και το Βασίλη Κοντοκώτσο. Ακόμα βρισκόταν εκεί ως εκατό αντάρτες, στριμωγμένος όλος αυτός ο κόσμος εχτός από εκείνους που βρισκότανε στα φυλάκια, σε δυο πετροκαλύβες. Ο Τσιτήλος δε με αρώτησε για τίποτις. Αντίθετα αυτός δίχως κιόλας καμιά ενημέρωση περί τα «πολιτικοστρατιωτικά» κι όλα τα τέτοια — όπως συνηθιόταν να γίνεται απ' τον ανώτερο στον κατώτερο — με πληροφόρησε ότι θα κάναμε συνεδρίαση του γραφείου Περιοχής κι ότι την επόμενη μέρα θα έφτανε από τα Χανιά και η Βαγγελιώ Κλάδου. Δε με πληροφόρησε για τα θέματα της συνεδρίασης κι ούτε από τη μεριά μου γίνηκε τέτοια ερώτηση. Πρότεινα μόνο, μια που είχαμε τόσο πολλούς αντάρτες και τέτοια κακοκαιρία, πως θα είναι άσκοπη η ταλαιπωρία μας εδώ πάνω, να κατέβομε στη Ζούρβα και κει μέσα σε σπίτι να κάνομε τη συνεδρίαση. Με πολλές αντιρρήσεις γίνηκε δεχτή η πρότασή μου. Την επόμενη — αν θυμάμαι — τέσσερις του Φλεβάρη, συνεδριάσαμε στο σπίτι της συντρόφισσας Σοφίας Κουτσογιαννάκη. Στο μεταξύ είχε φτάσει στρατός στο Θέρισο που βρίσκεται βορειανατολικά. Οι Λάκκοι στα βορειοδυτικά του χωριού μας κρατιόταν από καιρό απ' ένα λόχο εθνοφρουρήτες με μια διμοιρία πάνω στο ύψωμα Σαβουρέ. Η Ζούρβα κολλημένη στα Λευκά Όρη γίνεται με λίγα ντουφέκια το πιο απόρθητο χωριό της Κυδωνίας. Εδώ πριχού από τη συνεδρίαση ήρθα σε σύγκρουση με τον Τσιτήλο Digitized by 10uk1s
για το λόγο ότι θέλησα να συζητήσω και να μάθω από τον Κοντοκώτσο πώς ακριβώς εξελίχτηκε η καταστροφή και η τραγωδία του κινήματος στο Ηράκλειο. Αλλά ο γραμματέας απαγόρεψε αυτή την ενημέρωση, γιατί κατά τη γνώμη του αυτό θα σήμαινε φραξιονισμό! Τέλος ετοιμάστηκαν όλα και καθήσαμε γύρω σ' ένα τραπέζι για συνεδρίαση: Τσιτήλος, Κοντοκώτσος, Κλάδου, Μακριδάκης, Μανούσακας. Ο Τσιτήλος, καθώς είναι η τάξη, θα εισηγούντανε τα θέματα, αλλά μόλις άρχισε με το «Σύντροφοι...» ρίχτηκε μια ριπή απ' τη μεριά πάνω από το Θέρισο, κι οι σφαίρες σφύριξαν στη σκεπή του σπιτιού. Και ήρθαν έτσι σα να χαιρετούσαν την «έναρξη». Ο εισηγητής ανοιγόκλεισε τα μάτια, ξεροκατάπιε, ξανάρχισε, μα άλλη ριπή κι άλλες τον έκαναν να σταματήσει και να στυλώσει το βλέμμα του επάνω μου. «Δεν είναι τίποτις», είπα. «Ο στρατός έχει βγάλει φυλάκιο πάνω από το Θέρισο κατά τις Αλιάκες σ' ένα παλιόπυργο αλλά με τη βροχή και την ομίχλη οι κρότοι μοιάζουνε νάναι κοντά μας». Πήρε θάρρος, άρχισε πάλι να λέει. Οι ριπές ξακολούθησαν, αυτός προσπαθούσε, συγκρατιότανε, μα τόσο οι ριπές και το λιανοντούφεκο δούλευε που στο τέλος έχασε το χρώμα του, τα δάχτυλα τρέμανε κι η μιλιά του πιανότανε... Ασυνήθιστος βλέπετε, δε μπορούσε να είναι άλλο ήρωας... Πρότεινα μια διακοπή κι είπα στη συντρόφισσα Σοφία να μας φτιάξει από μια μαλοτίρα για τον καθένα μας και βγήκα έξω. Στο χαγιάτι καθόταν ο Μιχάλακας με τον Τσαμαντή που μόλις με είδαν κατάλαβαν ότι διακόψαμε. Έτρεξε ο Τσαμαντής με μια ομάδα και βάρεσε από τα πλευρά τους Εθνοφρουρούς στον παλιόπυργο, τον απαράτησαν κι έφυγαν. Βγάλαμε για πιο σιγουριά και δυο περιπουλίες. Έτσι τώρα εξακολουθήσαμε τη συνεδρίασή μας «εν ειρήνη»... αλλά έμεινα κατάπληχτος απ' την εισήγηση του γραμματέα. Δεν μίλησε για τον πηγαιμό του στην Αθήνα και τι νεα έχει από τότες από το Κόμμα, δεν μίλησε για τον ανταρτοπόλεμο στην ηπειρωτική Ελλάδα και δεν είπε λέξη για τη καταστροφή του αντάρτικου στους άλλους νομούς της Κρήτης, λες και δεν είχε τη γενική ευθύνη σαν γραμματέας, λες και δε βρισκόταν ο ίδιος όταν συνέβηκαν τα γεγονότα και η καταστροφή στο Ηράκλειο. Ούτε για το αντάρτικο που περισώθηκε εδώ στα Λευκά Όρη μίλησε. Όλη η ομιλία του περιστράφηκε γύρω από το άτομό μου. Νομάτισε κιόλας την επίθεση αυτή «Θέμα Μανούσακα». Με κατηγόρησε για καπετάνιο κι ότι καλλιέργησα το θρύλο γύρω από το άτομό μου, ότι ήμουνα ο «καπετάν ένας», ότι και τα παιδιά και οι γυναίκες και οι πάντες μ' έλεγαν καπετα-Γιάννη. Και με κατηγόρησε ότι πήγα να γενώ «ο Άρης της Κρήτης», μια κατηγορία που κείνη την εποχή σήμαινε πολλά μέτρα και πολλές ποινές ως και κείνη του θανάτου. Ζήτησα μια διακοπή για να παρακαλέσω το γραμματέα να περιμένει την ομιλία μου που θα αναφερθώ σε πολλά σφάλματα και πολλά λάθη μου «και με αυτά να με δικάσετε, γιατί με τούτα που ασχολείται ο γραμματέας μας δεν είναι σοβαρά, αλλά δεν είναι και αληθινά». Τίποτα όμως. Αυτός συνέχισε με τέτοιες γελοίες κατηγόριες κι έφτασε να μου καταλογίσει ευθύνες επειδής λέει ο Θ. Βίγλης έλεγε τους Αθηναίους αντάρτες «οπλατζήδες» κι επειδής δυο φυγόδικοι ο δικός μας, ο Λακκιωτογιώργης κι ο δεξιός ο Σαρτζετοευτύχης — δεν γνώριζα ούτε τον ένα ούτε τον άλλο — έπαιζαν λέει τον κόμπο για το πώς θα μιλάνε την κάθε εβδομάδα: «δεξιά ή αριστερά»... Έφτασε ακόμα να με «κατηγορήσει» ότι κατηγόρησα λέει τον Ιωαννίδη στη συνδιάσκεψη για τις ευθύνες του ότι δε φύγαμε απ' το στρατόπεδο, λες και την καταγγελία μου αυτή δεν την έκανα για το ανώτατο κομματικό όργανο, το συνέδριο, αλλά στο δρόμο. Κι ήτανε να λυπάται κανείς αυτό το κίνημα πως κατάντησε να είχε κεφαλή του έναν τόσο ανίδεο από επαναστατικά που η τόση αδημοσύνη του τον καταντούσε έτσι παθιασμένο και κακεντρεχή που κιόλας δεν ταίριαζε στον τέτοιο χαρακτήρα του. Όταν τέλειωσε τις κατηγόριες και τις συκοφαντίες του παρακάλεσα και τους άλλους συντρόφους να μιλήσουν και αυτοί πρώτα από μένα για ν' απαντήσω μια και καλή σ' όλες τις κατηγόριες. Δεν ακολούθησαν όμως το γραμματέα μας ούτε η Βαγγελιώ ούτε ο Μακριδάκης· μόνο ο Κοντοκώτους που δεν ήταν κιόλας μέλος του γραφείου περιοχής. Ήταν «παρείσακτος», επιστρατεμένος υποστηριχτής για την περίσταση, γιατί αφού δε μετατέθηκα κι επέστρεψα στη θέση μου αυτομάτως έπεφτε η απόφαση του γραφείου για το διορισμό του σαν αντικαταστάτη μου. Με κατηγόρησε λοιπόν ότι όταν έφευγα για την Αθήνα και του παράδινα τα καθήκοντά μου του είπα να Digitized by 10uk1s
προσέχει γιατί ο Παπαδομιχελάκης «παρασέρνει το γραμματέα σε δεξιά γραμμή». Δεν έλεγε ψέματα ο σύντροφος, αλλά δεν ήξερε ότι επί εφτά μήνες αυτά υποστήριζα σε κάθε συνεδρίασή μας στα φανερά. Δεν θέλησα ν' αντικρούσω αυτά τα ανυπόστατα του γραμματέα μας Τσιτήλου. Θυμάμαι τις λαχτάρες που περάσαμε πώς να κρατηθούμε στα Λευκά Όρη και να μη χαθούμε κι εδώ όπως στην ανατολική Κρήτη. Δε μου έμενε καιρός εμένα ν' ασχολούμαι με καπετανιές. Με λέγανε βέβαια έτσι, μα ύστερ' από τόσα χρόνια βεβαιώνω πως δεν το επιδίωξα. Κι έλεγε ψέματα ο γραμματέας ότι μόνον εμένα έλεγαν έτσι: Και τον Ποδιά και το Σπανουδογιώργη και το Μπαντουρόγιαννη και τον Κοδέλα καπετάνιους τους έλεγαν, όπως και τον Πισομανώλη. Είπα στο γραμματέα να μου πει τι το κακό βλέπει για το κίνημα αν εγώ έλαβα τέτοιο κύρος στην επανάσταση. Μήπως το Κόμμα και η δική μου στάση και ικανότητα δε μ' έκαναν κεφαλή τούτου δω του αγώνα; Ποιο είναι λοιπόν το φταίξιμο το δικό μου θέλω ο γραμματέας μας να μου το πει, να μου απαντήσει. Και τόντις ο γραμματέας απάντησε αμέσως διακόφτοντάς με: «Δεν επιδίωξες, αλλά ανέχτηκες». Τότες έκοβε όπως φαίνεται το μυαλό μου κι αντίς γι' απάντηση στο τέτοιο δικαστήριο απάντησα στο γραμματέα μου περίπου με τούτες εδώ τις ειρωνίες: «Εδώ σύντροφε γραμματέα που ο κόσμος σα δημοκράτης είναι τσιγκούνης στα τέτοια, για να σε πούνε καπετάνιο και αρχηγό θα πρέπει να έχεις πολλά ελαττώματα όπως ελόγου μου είμαι γεμάτος. Ύστερα πρέπει να φοράς τσαπράζια, να ρίχνεις καλά στο σημάδι, να είσαι καλός πορπατηχτής και να ξέρεις να πολιτεύεσαι τον κόσμο. Να δεις σύντροφε ότι εσένα δεν θα σε πούνε ποτές καπετάνιο όσο κι αν θα το θελήσεις». Χωρίς άλλο όμως θα είπα και πολλά σοβαρά, γιατί θυμάμαι πως ταράχτηκε όταν είπα ότι «θέλησα εγώ να μείνεις γραμματέας, αλλά ότι δεν περίμενα ότι θα γινόσουνα δημόσιος κατήγορος». Απόφαση στο «θέμα Μανούσακα» δεν πήραμε. Αυτή θα παιρνόταν όπως είπε ο γραμματέας, στο τέλος της συνεδρίασης. Έτσι περάσαμε στο δεύτερο θέμα που ήτανε μια έκθεση δική μου με θέμα «Η δημιουργία του αντάρτικου στρατού στην Κρήτη». Λέω τώρα πως ο γραμματέας σκόπιμα έκανε πρώτα εκείνη τη δίκη για να μου κόψει την όρεξη και τη φόρα γιατί σαν πρώτος ένοχος για την κατάντια του κινήματος της Κρήτης και ξέχωρα για την τραγωδία των ανταρτών του Ποδιά, του χρειαζόταν να μιλήσω μειωμένος. Στα τέτοια — τα ανώτερα οργανωτικά — ήταν εκπαιδεμένος εις την Ακροναυπλία γιατί ήταν ένας τους καλύτερους μαθητές του Ιωαννίδη — Μπαρτζώτα κι αυτό κιόλας και τίποτ' άλλο είναι που τον έκανε Κεντρική Επιτροπή και γραμματέα της Κρήτης. Είχα ζητήσει να μιλήσω πάνω στο θέμα του τομέα μου «Αυτοάμυνα, αντάρτικο» τέσσερις ώρες αλλά ο γραμματέας επίμενε ότι φτάνει ο μισός χρόνος και γίνηκε δεχτή η πρότασή του. Μίλησα για πρώτη φορά στην κομματική μου ζωή τόσο λεύτερα — βλέπετε ένιωθα δύναμη· δεν είχε αρχίσει ακόμη η διαβολή μέσα εις τους αντάρτες. Άρχισα απ' τον καιρό της οργάνωσης της Αυτοάμυνας με γραμματέα μας το Δημήτρη Βλαντά και παίνεσα την καλή συνεργασία που είχαμε μαζί του. Ανάλυσα το πώς φτάσαμε νάμαστε σε θέση να καταλάβομε την Κρήτη και την κρατική εξουσία πάνω σ' αυτή με δίχως να χυθεί καθόλου ή ελάχιστο αίμα. «Κι εδώ λέω σημειώνεται η αλλαγή. Γίνεται γραμματέας μας ο σύντροφος Τσιτήλος κι αρχίζει από αμέσως το πέρασμα της πολιτικής Παπαδομιχελάκη που μας οδηγεί στο κολόβωμα των αγώνων του Κρητικού λαού με αποκορύφωμα την προδοσία της αγροτικής απεργίας στο Ηράκλειο και τα Χανιά ώσπου φτάνομε στην προδοσία και την καταστροφή του Δημοκρατικού Στρατού της ανατολικής Κρήτης στα Λασηθιώτικα βουνά και στον Ψηλορείτη». Και τον αρώτησα: «Γιατί σύντροφε γραμματέα αφού από τότες δε συνεδριάσαμε δε μας μίλησες για κείνες τις καταστροφές και τις ευθύνες τις δικές μας σαν γραφείου Περιοχής Κρήτης και τις δικές σου τις ξεχωριστές σαν γραμματέα μας, μόνο ήρθες εδώ, έφερες και τον Κοντοκώτσο για υποστηριχτή σου δίχως να είναι μέλος του οργάνου μας για να δικάσεις εσύ εμένα που είχα αντιταχτεί στην τέτοια πολιτική σου της καταστροφής; Γιατί έστειλες γραφή στον Ποδιά να περάσει στον Ψηλορείτη για να καταστραφεί; Γιατί θέλεις να παρασταίνεις το στρατηλάτη που δεν Digitized by 10uk1s
αξίζεις ούτε για δεκανέας; Και να με δικάζεις για τι; Όχι γιατί απότυχα ή γιατί ξέπεσα, μα γιατί αντίθετα πέτυχα κι είχα την εχτίμηση των ανταρτών και του λαού που αυτό το γεγονός δε ζημιώνει μόνο ωφελεί το κίνημα». Και για μια στιγμή θυμάμαι που είπα: «Να φωνάξομε τους αντάρτες που βρίσκονται δω να πούνε κι αυτοί τη γνώμη τους για μένα. Να με δικάσουνε αυτοί που έχουνε δικαίωμα...». Εδώ ο γραμματέας ταράχτηκε (άσε που ήταν επηρεασμένος γιατί όλη τη μέρα βαρούσανε ριπές οι στρατιώτες από πολύ μακριά, επειδής είχανε δει τα παρατηρητήρια τους από τις ανασφαές της ομίχλης τούς αντάρτες στη Ζούρβα και φοβόντουσαν επίθεσή μας) και μ' έκοψε να με ρωτήσει: «Γίνουνται αυτά τα πράγματα σύντροφε μέσα στο Κόμμα;... Γιατί δε σκέβεσαι το Κόμμα;». «Αν σύντροφε υπηρετιόταν ο σκοπός της επανάστασης θα το έκανα και αυτό και άλλα γιατί για μένα Κόμμα κι επανάσταση είναι ένα. Αλλά τώρα δεν έχει να ωφεληθεί τίποτα η υπόθεση...». Εδώ βέβαια εννοούσα το χαμένο αγώνα, όχι χαμένο μόνο για την Κρήτη που σαν νησί ξέραμε ότι είμαστε καταδικασμένοι, μα για την επανάστασή μας στην Ελλάδα. Είχαμε κι ένα τρίτο θέμα που γι' αυτό ο Τσιτήλος είχε προετοιμάσει το Μακριδάκη να το εισηγηθεί. Ήτανε για το Δημοκρατικό Στρατό και τη δράση του τώρα. Ο Μακριδάκης όμως σαν έξυπνος άνθρωπος άφησε στον Τσιτήλο να μιλήσει ο ίδιος για το κομμάτι εκείνο της εισήγησης που καθόριζε τα πλαίσια της ταχτικής του Δημοκρατικού Στρατού στα Λευκά Όρη. Μας είπε λοιπόν ο γραμματέας μας — που στο μεταξύ είχε ξεχάσει τα γνωστά μας εκείνα σ' όλες τις συνεδριάσεις επιφωνήματά του: «Το κίνημα μας είναι ρωμαλέο! ρωμαλεώτατο!..» — πως η ταχτική που ανταποκρίνεται σήμερα για το Δ.Σ. είναι αντί της ταντελοειδούς διάταξης (αυτή βέβαια η ταχτική είχε εφαρμοστεί από καιρό) η κατά βάθος κλιμάκωση και η δημιουργία ελεύθερης περιοχής στη δυτική Κρήτη. Ήτανε να τραβάει κανείς τα μαλλιά του μ' αυτά τα στρατιωτικά μπουρδολογήματα του γραμματέα και πιο πολύ αυτό το τελευταίο — για ελεύθερη περιοχή — που ως τώρα δεν είχε ειπωθεί εδώ στα Λευκά Όρη. Είχε ρίξει το σύνθημα αυτό — για ελεύθερη περιοχή — ο Ζαχαριάδης τότες που βγήκε στα βουνά κι ο καλός μας ο καθηγητής μας τόφερε εδώ ατόφιο και καμάρωνε σαν να ήθελε να θαυμάσομε τη στρατιωτική του ιδιοφυία... Όταν τέλειωσε την ομιλία του πάνω στα καθήκοντα και τη νέα ταχτική κι ήρθε η ωρα των ερωτήσεων, τον παρακάλεσα να μας πει που λογάριαζε να φτιάξει το ελεύθερο κράτος που μας είπε. Αυτός που δεν είχε καταλάβει την ειρωνία απάντησε ότι δεν είχε ακόμα ένα συγκεκριμένο σχέδιο αλλά το έβαλε «σαν πρώτο καθήκον». Ήτανε τρομερό να βλέπει κανείς σε κείνες τις δυσκολίες το γραμματέα μας που λογαριαζόταν η κεφαλή της επανάστασης, να λέει λόγια του αέρα. Θυμάμαι που επίμενα να μας δώσει μια εξήγηση για κείνο το «σαν πρώτο καθήκον» και πώς θα γινότανε πράξη αυτό το «σαν πρώτο καθήκον», που έβαλε ο αρχηγός για την ηπειρωτική Ελλάδα που εκεί έχει πλάτες για ν' ακουμπήσει η «λεύτερη περιοχή», αλλά εμείς εδώ κυκλωνόμαστε από θάλασσα μ' εχθρικούς στόλους, το κίνημα έχει σβηστεί σ' όλη την Κρήτη και κρατιόμαστε στα ίδια μέρη και για τους ίδιους λόγους όπου κρατιούνται ακόμης οι αίγαγροι... Δεν έδινε γιατί δεν είχε να δώσει απάντηση. Εγώ πάλι που σβημένος όπως ήμουνα τώρα έριχνα τις τελευταίες ριπές μου σ' αυτόνε τον μπουνταλά, του έβαλα την ερώτηση να μας ξεκαθαρίσει τι είναι, πώς και πού εφαρμόζεται η ταχτική του εκείνη: «η κατά βάθος κλιμάκωση...». Και δίχως να περιμένω να μου δώσει απάντηση αν εννοεί όταν λέει «κατά βάθος κλιμάκωση» ότι ανέβασε τους αντάρτες στον Ομαλό εγκαταλείποντας τα χωριά μέσ' στον αντίπαλο και τόπο σύμπτυξης το Φάραγγα της Σαμαριάς, εξακολούθησα την ερώτησή μου έτσι: «Ο σύντροφος γραμματέας θα ξέρει βέβαια από την ιστορία ότι σ' αυτά εδώ τα ίδια τα μέρη που εφαρμόζει την «κατά βάθος κλιμάκωση» και που πιθανό να σκέφτεται να κάνει και την «ελεύθερη περιοχή», έχουνε σβηστεί απ' τον καιρό ακόμα του τόξου ως τους αιώνες της Τουρκιάς πολλές από τις μεγάλες επαναστάσεις της Κρήτης. »Εδώ σύντροφε σβούνται οι επαναστάσεις κι αφήνουνε πίσω τους λίγους φυγόδικους... Και γιατί βιάζεσαι σύντροφε να τη σβήσεις την επανάσταση;».
Digitized by 10uk1s
Αυτά τα τελευταία λόγια μου έκαναν τους συντρόφους ν' αναταραχτούνε και του καθηγητή τα δαχτύλια, όπως κρατούσ' ένα χαρτάκι σημειώσεις, ν' αρχίσουν να τρέμουνε κι εφοβέριξε να μ' απαντήσει στο τελικό κλείσιμο, αλλά όπως θα δούμε ξέχασε και να μ' απαντήσει, ακόμης και να κάνει τελικό κλείσιμο. Οι σύντροφοι όπως κατάλαβα πιο πολύ θιχτήκανε επειδής αναφέρθηκα στην ιστορία εκείνου του τόπου και τη σχέση του με τις επαναστάσεις, γιατί το λογαριάσανε ότι εγώ ο τσομπανάκος και ο τσαγκάρης τους έκανα στην πράξη μάθημα ιστορίας. Κι άλλη φορά τότες που είχ' έρθει ο Τσιτήλος κι αμέσως αν ενθυμόσαστε, με το πρόσχημα μιας γιορτής λοξοδρομούσανε την επανάστασή μας, τους είχα παρακαλέσει να διαβάσουνε λίγη από την ιστορία του τόπου που θα δρούσαμε, της Κρήτης. Είχα διαβάσει τις από πέντε τόμους Ιστορίες του Ψιλάκη και του Μουρέλου κι άλλη ιστορία του Κριάρη, μια επίτομη του Μουρέλου κι άλλη τη «Βενετοκρατία εν Κρήτη» του Ξανθουδίδη και στο στρατόπεδο πρόσεξα πιο πολύ σ' ό,τι ο Παπαρρηγόπουλος μιλούσε για την Κρήτη και μπορούσα να κουβεντιάζω περιστατικά από τις επαναστάσεις της Κρήτης πέντε ώρες, δέκα ώρες και νάμαι περίπου άσφαλτος. Ήμουνα βλέπετε νιος και σε ακμή τότες. Κι όμως οι σύντροφοί μου που άλλο απ' ό,τι διδάχτηκαν στο σκολειό δεν ξέρανε από Ιστορίες, γιατί από τεμπελιά κι υποτίμηση δε διάβασαν, με το πασάλειμμα εκείνο του γυμνάσιου περνιότανε συναμεταξύ τους άνθρωποι μορφωμένοι, ενώ ελόγου μου ήμουνα του «χαμηλού επιπέδου». Ήτανε βέβαια ο Μαρξισμός η τσιτατολογία που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα, αλλά επειδής για τότες είχα καλούτσικο μνημονικό τους άλλαξα την πίστη κι εδώ. Ύστερα τ' άλλα τα γραφτά: Τα «πέντε απλά μαθήματα», «το Κομμουνιστικό Μανιφέστο», «Η προλεταριακή επανάσταση κι ο αποστάτης Καούτσκι». Αυτός ο Καούτσκι!.. «Το κράτος και επανάσταση» και κάτι άλλα ακόμης, όπως «οι δυο ταχτικές» και κάτι άλλα όπως «Η δεκάτη ογδόη Μπριμέρ» κι ακόμης ο πρόλογος της «Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας», τάξερα νεράκι· πιο καλά απ' τους συντρόφους μου, έξω βέβαια από το γραμματέα μας, που αυτός έλεγε ότι και «το Κεφάλαιο» ακόμης είχε διαβάσει κι άλλα, όσα είχανε μεταφραστεί στη γλώσσα μας, κι άλλα, όσα είχανε μεταφραστεί στη γαλλική γλώσσα, τάχε κι αυτά διαβασμένα... Εγώ όμως προκαταλημμένος και δύσπιστος όπως ήμουνα δεν πίστευα, και αμφίβαλλα παρά πολύ αν είχε καταλάβει απ' όλα αυτά τα διαβάσματα ένα ελάχιστο γρυ. Και δέστε γιατί: Παρακαλεσα κάποια μέρα το γραμματέα μας να ρίξει μ' ένα περίστροφο που κρεμούσε παράξενα στη μέση του, και του έβαλα στόχο ένα κυπαρίσσι όσο ένα κορμί ανθρώπου. Η αλήθεια είναι ότι ο καθηγητής φούχτωσε καλά το όπλο και καλά σκόπεψε το κυπαρίσσι, αλλά στο κρίσιμο σημείο της σκόπεψης, αντί το ένα έκλεισε και τα δυο του μάτια... Δε βάρεσε λοιπόν όπως καταλαβαίνει ο πάσα εις που σκαμπάζει από Μαρξισμό, ο άνθρωπός μας το στόχο του. «Καήκαμε σύντροφε, του είπα τότες· μ' έκανες να θυμηθώ το βαρκάρη, τον καθηγητή και το μπουρίνι...». Αυτά είπαμε στη Ζούρβα. Πολλά —πιστεύω τα πιο πολλά— απ' όσα λέω τώρα είναι τα ίδια τα λόγια που 'πώθηκαν τότες. Αλλά δεν είναι τα ίδια τα λόγια μας. Το δίχως άλλο όμως θα είναι το ίδιο πνεύμα τους, αλλά βέβαια έχομε ακόμης κι άλλα να πούμε.
Είχαμε κουβεντιάσει αρκετές ώρες σε κείνη τη συνεδρίαση· πιο πολλές απ' εκείνες τις περίφημες και σπουδαίες συνεδριάσεις στα Χανιά που σε περασμένα κεφάλαια πει έχω κάνει λόγο. Είχαμε σκοτιστεί, είχαμε πεινάσει κιόλας και διακόψαμε. Έβρεχε ακόμης· ο ουρανός είχε χαμηλώσει, είχε τυλίξει στη θαμπή μάζα του όλα τ' άψυχα κάνοντάς τα κινούμενες θλιμμένες σιλουέτες κι από αντίκρα μας ερχότανε κάθε τόσο ξεπνεωμένα τα βληματάκια και τα κροταλίσμτα του σμυδράλιου. Δε θυμάμαι, μα πιστεύω πως στην περίσταση θα είχε βρεθεί και κατιτίς παραπάνω για να γευματίσομε, εμείς που είμαστε η καθοδήγηση του τόπου και είχαμε κάνει όλες αυτές τις προκοπές Digitized by 10uk1s
που ως τώρα έχω κάνει λόγο, αλλά θυμάμαι καλά για δυο πράματα στο τραπέζι: Το μαύρο δυνατό κρασί σε μια στρογγυλή γυάλινη μπουκάλα και την προσποιητή αμεριμνησία και το χιούμορ — κι αυτό προσποιητό — του γραμματέα μας. Δεν είμαι βέβαιος για κείνο τον εαυτό μου για να σας πω το τι αναδευότανε μέσα στη βαρεμένη από το τόσο άδικο ψυχή του, μα πιστεύω η μορφή του να ήτανε μουντή κι η ψυχή του να είχε το μπουρίνι εκείνης της ημέρας. Το μόνο που μπορώ να βεβαιώσω είναι ότι δε θα φώλιασε στην ψυχή του μίσος, επειδής προσπαθώ και ψάχνω μα δε βρίσκω κατάλοιπο και τους συντρόφους μου εκείνους τους αιστάνομαι φιλικούς μαζί μου και ωραίους σαν όλους που δώσανε τη ζωή τους για τα μεγάλα. Όταν ξεστρώθηκε το τραπέζι ανοίγοντας τη συζήτηση ο Τσιτήλος πρότεινε ύστερ' από σύντομη ομιλία του, να προτείνω ο ίδιος τα εναντίον μου. Άλλο που δεν ήθελε εκείνος ο εαυτός μου που κιόλας για να δώσει μεγαλύτερη «έμφαση» στα λόγια του σηκώθηκε επάνω και είπε τούτα τα λόγια: «Αγαπητοί μου σύντροφοι, πρέπει να 'ρθεί ένα τέλος. Επειδής όπως και σεις το θυμόσαστε, από τον περασμένο Ιούλιο που είχαμε την αλλαγή και γραμματέας μας γίνηκε ο σύντροφος Τσιτήλος, στα μεγάλα θέματα της οργάνωσης δε συμφώνησα ποτέ μαζί του και μαζί σας μια που εσείς στο τέλος σηκώσατε τα χέρια και συμφωνήσατε μαζί του για όλα και δε συμφώνησα γιατί από την πρώτη μας συνεδρίαση η πολιτική του, πολιτική του δεξιού οπορτουνισμού, λοξοδρομούσε την επανάστασή μας με συνέπεια να φτάσομε εδώ που φτάσαμε, προτείνω λοιπόν: α) η αντικατάστασή μου από την αρχηγία του Δημοκρατικού Στρατού Κρήτης και της Αυτοάμυνας να γίνει καθαίρεση, β) Προτείνω επίσης την καθαίρεσή μου και από μέλος του γραφείου Περιοχής Κρήτης και γ) προτείνω και παρακαλώ να μείνω στο Δημοκρατικό Στρατό Κρήτης σαν αντάρτης απλός. Ποτές δεν περίμενα να φέρουν αυτές οι προτάσεις μου μια τέτοια συγκίνηση. Η Βαγγελιώ σηκώνοντας το κεφάλι κάτι μουρμούρισε να σταματήσω, ύστερα έσκυψε, ξεροκατάπιε μέχρι που τέλειωσα. Ο Μακριδάκης μουντός, που τον σκοτείνιαζε πιο πολύ μια ελιά που είχε κάτω από το δεξιό μάτι, γίνηκε ανταριασμένος. Μονάχα ο Κοντοκώτσος ήτανε έτοιμος για κάθε λίθο αναθέματος κι ο Τσιτήλος, που πήρε το λόγο χωρίς να ρωτήσει αν οι άλλοι σύντροφοι ήθελαν να μιλήσουν, για να κάνει το μεγαλόκαρδο πρότεινε να μείνω μέλος του «αρχηγείου», ενός οργάνου δηλαδή που ως τώρα δεν ύπαρχε κι ούτε ήτανε δυνατό με τον Τσιτήλο να λειτουργήσει τέτοιο όργανο παρά μονάχα στους τύπους. Αρχή και τέλος από τώρα και στο εξής θα ήταν αυτός. Στην επιμονή όμως των άλλων συντρόφων δέχτηκα την πρόταση του γραμματέα πιστεύοντας ότι θα έμενα μέλος ενός φανταστικού αρχηγείου. Το αν θα έμενα μέλος του γραφείου της Περιοχής ή της κομματικής επιτροπής του το θέμα έμεινε φλου, αλλά και ποιος νοιαζόταν να το ξεκαθαρίσει; Αυτό το τέλος είχε η διαφωνία μου με το γραμματέα της οργάνωσης Περιοχής Κρήτης. Είχε όμως η επιτροπή να συζητήσει ακόμη δυο μικροζητήματα όπως τα νομάτισε ο Τσιτήλος: Το ένα ήταν η συγκρότηση κομματικής οργάνωσης μέσα στο Δημοκρατικό Στρατό. Διαφώνησα πριν να τελειώσει την πρότασή του ο καθηγητής, γιατί μια τέτοια συγκρότηση θα χώριζε τους αντάρτες σε πρώτη και δεύτερη ποιότητα και θα είχε επίδραση στις σχέσεις τους που ήτανε άριστες και στο μαχητικό πνεύμα τους που διατηριόταν ακόμη πολύ καλό. Ο Τσιτήλος όμως αυτά δεν τα καταλάβαινε. Αυτός ήθελε να έχει μια ομάδα να τους μιλάει ότι το άσπρο είναι μαύρο και να το πιστεύουνε ότι το άσπρο είναι μαύρο, θυμόταν την Ακροναυπλία και πιο πίσω τη «φράξια» (κομματική ομάδα) στις κολλεχτίβες, που ο καθοδηγητής επιβαλλότανε μ' αυτήν. Ήθελε κι εδώ να φτιάξει τη «Φράξια»... Το άλλο μικροζήτημα που κάναμε κουβέντα ήταν η τοποθέτηση του Κοντοκώτσου στο Ρέθεμνος με αποστολή να φτιάξει εκεί αντάρτικο. Ο καημένος ο σύντροφος που είχε νομίσει ότι ο γραμματέας Digitized by 10uk1s
μας τον έφερε στα Λευκά Όρη για κάποιο μεγάλο πόστο, στρατιωτικό, έχασε στη στιγμή το χρώμα του. «Μα σύντροφοι, μουρμούρισε, σαν ξένος αν με πιάσουν εκεί θα με ρημάξουν στα βασανιστήρια...». Γελάσαμε βέβαια γιατί οι αντίπαλοί μας σε κείνη την αλλόφρονα κατάσταση που δεν περνούσε ούτε μια μέρα δίχως να τρέξει από σκοτωμούς πολύ αίμα, τέτοιες εξαιρέσεις δεν έκαναν. Πρότεινε ύστερις — ο Κοντοκώτσος — να πάω ελόγου μου στη θέση του και δέχτηκα, μα μόνο και μόνο από λύπηση για το σύντροφο. Ο γραμματέας όμως που δεν ήτανε πολύς ο καιρός που με είχε ανακαλέσει απ' εκεί — μη λάχει και κάνω στρατό εναντίον του — δεν δέχτηκε την πρόταση. Έτσι ελόγου μου έμεινα στα Λευκά Όρη κι ο Κοντοκώτσος τράβηξε για την επαρχία του Αϊ-Βασίλη του Ρεθέμνους, σε γνώση όλων μας ότι σε κείνες τις δυσκολίες ξένος και πηγαίνοντας στανικώς του, δεν θα κατάφερνε τίποτις. Μόνο ο καθηγητής μας, αυτός που όταν δε μίλαγε τα τέτοια — τα επαναστατικά — οι τρόποι του θύμιζαν ποίηση και μουσική κι ονειρευόταν να γίνει στρατηλάτης μ' «ελεύθερη περιοχή» και «κατά βάθος κλιμακώσεις»... άρες μάρες κουκουνάρες, πίστευε ότι ο σύντροφος πολλά θα κατάφερνε. Είναι απίστευτο πόσο εύκολα ένας μικροαστός μπορεί να φτάσει να φανταστεί τον εαυτό του Ναπολέοντα.
Όταν νύχτωσε είχε κοπάσει η βροχή. Τα σμυδράλια όμως στο Θέρισο που μας τάραζαν όλη τη μέρα τα νεύρα κροταλούσαν ακόμα. Αποφασίστηκε τότες ν' αδειάσομε τη Ζούρβα από αντάρτες και πολιτικούς, ν' ανεβούμε όλοι στο Βούλισμα και την επομένη θα τραβούσαμε δυτικά, κατά του Ομαλού τη μεριά. Μόνο η Βαγγελιώ θα κατέβαινε στα Μεσκλά. Εκεί θα κρυβότανε σε κάποιο σπίτι και θα γυρνούσε πάλε πίσω στα Χανιά για την οργάνωση. Όταν κατασταθήκαμε στην καλύβα στο Βούλισμα κι ανάφτηκε η φωτιά, ο Τσιτήλος ήρθε και ξαπλώθηκε δίπλα μου. Ήτανε κουρασμένος ώσπου ν' ανέβει δω πάνω, συγκινημένος απ' όλα που συνέβηκαν μεταξύ μας την ημέρα και τρομαγμένος από τον ολοήμερο εκνευρισμό απ' τις ριπές και τη χειμωνιά. Ο άνθρωπος για πρώτη φορά ερχόταν αντιμέτωπος με τα στοιχειά της φύσης κι έπαιρνε μια πρώτη ελάχιστη γεύση του πολέμου. Παρακολούθησε βέβαια τον ΕΛΑΣ της Πελοπόννησος σαν εκπρόσωπος του γραφείου της Περιοχής, αλλά τον καιρό που οι Γερμανοί άρχισαν να τα μαζεύουν κι ο στρατός μας έλεγχε όλο το ύπαιθρο, με χωριά και κωμοπόλεις και ήταν καιρός άνοιξης και καλοκαιριού. Εδώ όμως έπρεπε να ζήσει πάνω στα Λευκά Όρη μέσα και πάνω στα χιόνια και να «καθοδηγεί» ό,τι είχε απομείνει από οργάνωση και αντάρτικο στην Κρήτη. Μου έπιασε λοιπόν την κουβέντα και το έχω ξαναπεί πως όταν τον έβγαζες από τα επαναστατικά που δεν τον είχανε 'γγιγμένο στην ψυχή, ήτανε άνθρωπος γλυκύς, φιλικός κι ευχάριστος. Σε λίγο όμως τάφερν' απ' εδώ, τάφερν' απ' εκεί για να μ' αρωτήσει με τρόπο πού είναι καλύτερα να βρίσκεται αυτός (για να μπορέσει σαν επικεφαλής του κινήματος να το καθοδηγήσει). Του απάντησα αμέσως γιατί ήταν ένα θέμα που το είχα σκεφτεί. Το είχα μάλιστα συζητήσει με το Μακριδάκη, γιατί βέβαια ήταν ένα πρόβλημα. «Η Σαμαριά έχει από την ίδια την ταχτική σας καθοριστεί σαν κέντρο της επανάστασης. Εκεί λοιπόν πρέπει να κάνεις το στέκι σου, αλλά πρέπει να στηθεί ένα φυλάκιο στην Άγια Ρούμελη για φύλαξη από τη θάλασσα και μια ομάδα στην Αράδαινα για πλαγιοφυλακή και πληροφορίες». Το δυτικό κομμάτι της επαρχίας Σφακιών με τα χωριά Ανώπολη, Λιβανιανά, Λουτρό, Αράδαινα, Αϊ-Γιάννη, Άγια Ρούμελη και Σαμαριά ήταν το μόνο κομμάτι της Κρήτης που ελέγχαμε ακόμη, που δεν είχε πατήσει βασιλικό κουμπί. Ο Τσιτήλος δέχτηκε τη γνώμη μου σα σωστή και μάλιστα φάνηκε να ενθουσιάζεται όταν του παράστησα το γλυκό και γερό κλίμα της Σαμαριάς. Λογάριαζα έτσι ν' απαλλαχτεί το αντάρτικο από το βάρος και τη φροντίδα του έτσι που να μην μπαίνει εμπόδιο στις κινήσεις και τη δράση του. Αυτή μου η γνώμη είχε και μια συνέπεια για μένα, αλλά για τότες που κουβεντιάζαμε δεν τόξερα: Ότι ο Τσιτήλος σκέφτηκε να στείλει εμένα με μια ομάδα στα δυτικά Σφακιά με κέντρο την Αράδαινα, αλλά αυτή του την απόφαση μου τη είπε λίγο αργότερα τότες που θέλησε να με ξεφορτωθεί, γιατί Digitized by 10uk1s
γνωστό πως βολευότανε καλύτερα δίχως τη γνώμη τη δική μου. Την επόμενη μέρα κινηθήκαμε για τον Ομαλό. Όταν κατασταθήκαμε κάναμε ένα σόι συνεδρίαση αρχηγείου. Σ' αυτήν εχτός απ' τον Τσιτήλο και μένα πήραν μέρος ο Μακριδάκης κι ο Μιχάλακας. Πήρα πρώτος το λόγο κι έβαλα για συζήτηση ζήτημα που κι άλλες φορές το είχα κουβεντιάσει μαζί με το Μακριδάκη και το Μιχάλακα: Στα Φλώρια, ένα ορεινό χωριό, πέρασμα ανάμεσα Σελίνου και Κισσάμου, στάθμευε ένας λόχος από εθνοφρουρήτες. Είχανε ζητήσει λοιπόν αυτοί οι στρατιώτες να πάμε μια νύχτα να κυκλώσομε τον καταυλισμό τους ρίχνοντας λίγες ντουφεκιές και κείνοι θα παραδινόταν. Έτσι θα εφοδιάζαμε το αντάρτικο με πυρομαχικά, τρόφιμα και στολές και θα πιάναμε ένα στρατηγικό σημείο. Δε γίνηκε όμως μπορετό να καταφέρω τίποτις, γιατί είχανε τη γνώμη πως όλη η υπόθεση μύριζε προβοκάτσια του αντίπαλου που είχε πάρει με το μέρος του και την οργάνωσή μας στα Φλώρια. Στην αγωνία μου τους πρότεινα να μου δώσουνε δεκαπέντε αντάρτες γι' αυτή την επιχείρηση και θα κάνω έτσι «που και σκηνοθεσία να είναι, όπως λέτε, δε θα πέσομε σα παγίδα». Αλλά μέχρις το τέλος δε γίνηκε να τους πείσω. Για τους Λάκκους, το άλλο πέρασμα που κρατούσε ο αντίπαλος, και ξέχωρα για τη δύναμη που βρισκόταν στο ύψωμα «Σαβουρέ» τους ζήτησα πέντε αντάρτες, αλλά εδώ πήρα την απάντηση ότι ετοιμάζεται η επιχείρηση με δύναμη μεγάλη. Αποδείχτηκε όμως πως τόντις δε χρειαζότανε παρά πέντε αντάρτες και κάμποσα μουλάρια για τα λάφυρα, γιατί οι στρατιώτες δεν έριξαν ούτε μια ντουφεκιά και παραδόθηκαν. Ο δε λοχαγός τους που καθόταν με την πιο πολλή δύναμη του λόχου μέσα στους Λάκκους και νόμισε ότι το κουλούρι γινότανε για όλο το λόχο του κι όχι μόνο για τη διμοιρία στη Σαβουρέ κι ότι είναι κυκλωμένος, πήγε τρομαγμένος και ξύπνησε έναν αριστερό (η επιχείρηση γίνηκε περασμένα μεσάνυχτα) και τον παρακάλαγε να τρέξει και να πει στους αντάρτες ότι αυτός κι η δύναμη που είναι μέσα στο χωριό παραδίνεται. Το πρωί ο στρατιωτικός διοικητής Χανιών, συνταγματάρχης Φραγκιαδάκης, βρισκότανε σταματημένος κεφαλή μιας φάλαγγας αυτοκινήτων στο πεδινό χωριό Φουρνέ που βρίσκεται μεσοστρατίς Λάκκων — Χανιά. Όταν έφτασε το λεωφορείο της γραμμής Λάκκων, το σταμάτησε ο διοικητής κι οι Λακκιώτες του φώναξαν ότι οι αντάρτες κατέβηκαν στο χωριό τους. «Αυτό βρε σας ρωτάω γω να μου πείτε που το ξέρω απ' τα μεσάνυχτα; Αν φύγανε βρε θέλω να μάθω!». Όταν τον πληροφόρησαν ότι φύγανε, έκανε νόημα — μπαίνοντας στην κούρσα του — στη φάλαγγα να ξεκινήσει λέγοντας στους στρατιώτες του: «Πάμε βρε κουκουέδες!». Αυτόνε τον καιρό που είχε επικρατήσει η ταχτική της «κατά βάθος κλιμάκωσης» κι ο Δημοκρατικός Στράτος βρισκότανε στον Ομαλό κι εξορμούσε κάθε τόσο πότε στη μια και πότε στην άλλη επαρχία για καμιά μικροεπιχείρηση — τις πιο πολλές φορές κιόλας με αμφίβολη χρησιμότητα — η δεξιά της Κρήτης βρισκότανε στην πιο μεγάλη της αδυναμία. Λόγω της έντασης της δράσης του Δ.Σ. στην ηπειρωτική Ελλάδα, κάθε μάχιμη δύναμη την είχαν πάρει από το νησί κι οι ανάγκες του πολέμου εκεί όλο και πιο πολλές ζητούσαν. Αυτόνε λοιπόν τον καιρό, λέω για το χειμώνα '47 - '48, μπορούσαμε με άλλη ταχτική να κυριαρχήσομε στο ύπαιθρο της δυτικής Κρήτης και ν' απειλήσομε τα ίδια τα Χανιά. Αλλά ο Τσιτήλος κολακευότανε να λέει ότι ντάμωσε τους επισκόπους, αλλά γιατί ζήτησαν οι παπάδες τη συνάντηση αυτή και ποιος ωφελήθηκε, ούτε να πει ούτε να σκεφτεί ήθελε. (Τώρα δας σκέφτομαι πως μα την πίστη μου πιο ταιριαχτό επάγγελμα από του επισκόπου δεν ήταν άλλο για τον Τσιτήλο. Θα ήταν γραφικότατος και η ομιλία του όπως διατηρούσε και κάμποσες καθαρεύουσες θα είχε την ταιριαχτή εκείνη για το σχήμα μουσικότητα). Μη μπορώντας η στρατιωτική διοίκηση να κάνει τίποτα άλλο στο ύπαιθρο τω Χανιώ, έφτιαξε ένα τέλειο δίχτυ, ένα σόι οργάνωση, για πληροφορίες που έφτανε και μέχρι μέσα στο Δ.Σ. και μοίραζε άδειες οπλοφορίας σε δεξιούς κι αριστερούς γιατί αυτό σήμαινε πως κατά ένα τρόπο γινότανε και Μάυδες.
Digitized by 10uk1s
Θυμάμαι που ένα βράδυ στον Ομαλό όπως καθόμαστε στη φωτιά με το Μιχάλακα πήρε κι έβγαλε την ταινία απ' το αυτόματό μου και σπρώχνοντας τη μια σφαίρα η αποκάτω ήταν βαλμένη τ' ανάποδα. Κοιτάξαμε ύστερα και τις άλλες τρεις δεσμίδες. Κι αυτές κατά τον ίδιο τρόπο ήτανε σαμποταρισμένες. Όπως μου είπε ο Μιχάλακας είχε συμβεί το ίδιο και σ' αυτόνε. Ύστερα δείχνονάς μου έναν αντάρτη που πριν ένα μήνα είπε πως λιποτάχτησε από το στρατό, μου λέει: «Αυτός είναι στενός συγγενής μου, μα του έχω απαγορέψει να έρχεται πίσω μου όταν βαδίζω και να με πλησιάζει ακόμης... Είμαι βέβαιος πως είναι βαλτός». Και τόντις δεν έπεφτε έξω, μα πιο πολύ αυτόνε τον καιρό — τέλη Φλεβάρη 1948 — απογοήτεψε τους αντάρτες η υπόθεση Τουρλευτέ όπως έμεινε στο αντάρτικο. Ο Τουρλευτές είχ' έρθει από την Αθήνα στα Χανιά και όπως είπε, ήταν καταδιωγμένος. Στα Χανιά στη Νέα χώρα είχε κάτι συμπεθέρες οργανωμένες στο ΚΚΕ κι αυτές του προμήθεψαν κανονική σύνδέση και κατατάχτηκε αντάρτης στο συγκρότημα της Κυδωνίας. Γρήγορα όμως έβαλε σε υποψία τους αντάρτες. Κάθε που έμπαινε το συγκρότημα σε χωριό τον έχαναν απ' την ομάδα του και τον ξαναβλέπανε όταν θα έφευγε το τμήμα. Έγραφε σε χαρτάκια που τα 'κρυβε. Μια μέρα οι αντάρτες τον έβαλαν κάτω και του έκαναν έρευνα. Εκεί λοιπόν σε μια ραφή του εσώβρακου βρέθηκε ένα χαρτάκι λίγους τετραγωνικούς πόντους, που είχε πάνω μια σφραγίδα: «Γενικό Επιτελείο Στρατού». Του δώσανε καθώς ειπώθηκε λίγο ξύλο, αλλά τον φύλαξαν ζωντανό για «ανάκριση». Όλα αυτά για τον Τουρλευτέ μου τα βεβαίωσε ο Τσιτήλος προσθέτοντας ότι «τον ανάκρινε ο Μήτσος (ο Μακριδάκης) και τον άφησε λεύτερο». Απ' αυτόνε τον άνθρωπο και τη χαφιέδικη δράση του υπόφεραν πολλοί αγωνιστές στα Χανιά μέσα και στο ύπαιθρο καθώς κι οι άμοιρες «συμπεθέρες» που του προμήθεψαν τη σύνδεση για το δημοκρατικό Στρατό. Εξαιτίας τώρα ότι ο αντίπαλος (διάθετε βλέπετε ένα ποτάμι δολλάρια) κατάφερε να φτιάξει αυτό το δίχτυ στο ύπαιθρο και να πληροφορείται κάθε κίνηση κι εμφάνιση των ανταρτών χάθηκαν πολλοί αγωνιστές που αυτή τη στιγμή όπως μούρχονται στη θύμηση αιστάνομαι μια ακατανίκητη διάθεση να μνημονέψω λίγους απ' αυτούς: Το νεαρό γραμματέα του ΑΚΕ Γιώργη Παπαγιαννάκη που προδόθηκε και πιάστηκε σε μια εξόρμηση του στρατού στο έξω από τα Χανιά και σε λίγο δικάστηκε από στρατοδικείο κι εχτελέστηκε· τον Ευτύχη Μακρινάκη, στέλεχος του ΑΚΕ από το χωριό Ρθούνι, έναν μεστό άντρα πολύπειρο και φρόνιμο που δε χόρταινες να τον ακούς να κουβεντιάζει. Είχε η φωνή του μια μουσικότητα και η σκέψη βγαλμένη από γνώση ανθρώπων και πραγμάτων του τόπου, πάντα με ωφελιμότητα άφταστη. Κι αυτός πιάστηκε από προδοσία, δικάστηκε σε θάνατο κι εχτελέστηκε 35. Το Διονύση Μάντακα από την παλιά αγωνιστική οικογένεια των επαναστάσεων της Κρήτης που είχε στο ενεργητικό του τούτη δω την ξεχωριστή αντιφασιστική πράξη: Όταν κάποτες ο Βασιλιάς Γεώργιος με το νάνο πρωθυπουργό του το Μεταξά βγήκανε γύρω στην Ελλάδα για να θαυμάσουνε πώς την είχε καταντήσει ο φασισμός τους βουβή κι υποταγμένη, είχανε την αναίδεια να φτάσουνε κι ως εδώ, στα Χανιά, να βγούνε μάλιστα και στο ύπαιθρο. Εκεί λοιπόν στο χωριό Φουρνέ είχε φτιάξει η Ε.Ο.Ν. (φασιστική νεολαία) μια αψίδα από σμυρτιές και δάφνες για να περάσουνε κάτωθέ της. Είχε φτάσει στο Κεφαλοχώρι η πομπή και ο κόσμος, είχε οδηγηθεί από τους χωροφύλακες για την υποδοχή, όταν από το πλήθος ξεχώρισε ένας νεαρός άντρας, κατάβρεξε από μια μπουκάλα με βενζίνα την αψίδα και της έβαλε φωτιά. Ο Βασιλιάς με το Μεταξά γυρίσανε πίσω στα Χανιά κι ο Διονύσης που θα ήτανε τότες ως είκοσι χρονών φοιτητής στα Νομικά κατάφερε να ξεφύγει απ' το κυνηγητό. Ήταν αυτή μια πράξη, η κατάπρωτη, φανερής αποδοκιμασίας του φασισμού, όχι μόνο του ελληνικού, μα όπως νομίζω από τις λίγες σ' όλο τον κόσμο. Μου μένει στη μνήμη που μια νύχτα γύρω από μια φωτιά παρακίνησαν οι αντάρτες το Διονύση και τους αφηγήθηκε όχι για το κάψιμο της αψίδας, αλλά μια περιπέτειά του στο εξωτερικό, που ύστερ' από πολλούς κατατρεγμούς και περιπέτειες κατάφερε να βρεθεί, που έμοιαζε με υπόθεση μυθιστορήματος. Είχε μια τέτοια αφηγηματικότητα και μια τέτοια ευγένεια και ανθρωπιά αυτός ο άνθρωπος στο ύφος του που σε συνάρπαζε. Χωρίς άλλο αυτός ο αντιφασίστας ήταν μια μεγάλη αξία. Και τούτος πιάστηκε ζωντανός, καταδικάστηκε σε θάνατο και ντουφεκίστηκε...
Digitized by 10uk1s
Και μου έρχονται αυτήνε τη στιγμή τούτης της νύχτας που ύστερις από τριάντα χρόνους κάθομαι στη ζεστασιά μου να ιστορήσω για κείνους τους άξιους, τις εκαντοντάδες συντρόφους μου που σα να τους έχω μπροστά μου να με επιτιμούνε ότι τους περνώ χωρίς να πω λίγες ξεχωριστές λέξεις για τον καθένα. Λίγο αργότερα από τούτα τα ιστορούμενα, άνοιξη καιρού, κυκλώθηκαν με προδοσιά από πλήθος, εκατοντάδες εχθρούς σ' ένα βραχώδικο ακροθαλάσσι της Κίσσαμος τρεις διαλεχτοί αντάρτες. Εκεί τους βαρούσαν εικοσιτέσσερις ώρες προτείνοντάς τους να σηκώσουν τα χέρια. Αυτοί απαντούσαν όπως εκίνονε τον κυκλωμένο Γάλλο στρατάρχη... Τέλος τους σώθηκαν τα πυρομαχικά κι οι εχθροί ζυγώνοντας το φυσικό οχυρό, τους κομμάτιασαν με τις χειροβομβίδες. Και τότες αυτοί είδαν ότι πολέμαγαν με όλους κι όλους δυο αντάρτες. Ήταν ο Γιάννης Μανουσάκης υπεύθυνος της Αυτοάμυνας της Κίσσαμος κι ο Ζαχάρης Μαντουράκης, πρωτοξάδερφος του Μπαντουρόγιαννη, στέλεχος από τα καλύτερα του Δημοκρατικού Στρατού. Ο τρίτος ήταν ένας επονιτάκος, το Αντωνιό απ' τα Καμισιανά της Κίσσαμος, αντάρτης του ΕΛΑΣ στον Αλμυρό της Λάρισας — τότες δεκαπεντάχρονος. Αυτός επειδής ήξερε να κολυμπά πήρε την απόφαση και με το σκοτάδι της νύχτας μπήκε στη θάλασσα κρατώντας και το αυτόματο, πέρασε χιλιόμετρα ολόκληρα βγαίνοντας έξω του κλοιού και γλύτωσε. Αργότερα κιόλας όπως έμαθα παντρεύτηκε μια αντάρτισσα από την Πλάκα του Αποκόρωνα, την Κούλα κι αποχτήσανε και απογόνους. Λήγοντας αυτός ο χειμώνας του 1948 πλάκωσε στα Λευκά Όρη μια χειμωνιά δίχως το προηγούμενό της. Το χιόνι έφτασε στο υψίπεδο του Ομαλού πολλά μέτρα, σκέπασε τις αχλαδιές πούναι σπαρμένος ο κάμπος, τους κυπάρισσους στα ριζά και τις πετροκαλύβες στους γύρους. Οι αντάρτες μέσα στα σπίτια κοπάναγαν ομαλίτικες πατάτες. Τις έπλεναν και τις έριχναν σ' ένα καζάνι με λάδι να βράσουνε κάμποσο. Έτσι γινότανε σα μεγάλες σταφίδες. Απ' αυτές έπαιρνε ο κάθε αντάρτης μιάμιση ως δυο οκάδες την ημέρα που τις έτρωγε με λίγο αλάτι. Μερικές φορές ήρθαν αεροπλάνα κι έριξαν λίγους τόννους μπόμπες αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα εξαιτίας τα χιόνια που δεν άφηναν να φανεί στόχος. Τη μεγάλη δυσκολία μάς έφερνε στις μετακινήσεις μας όχι το πολύ αλλά το παγωμένο χιόνι. Θυμάμαι ότι σε μια επιστροφή μας στα Λευκά Όρη τραβούσαμε ένα σκυλί και γύρισε πίσω, γιατί στην ανηφόρα γλυστρούσε και κατρακυλούσε κατά πίσω. Για να βαδίσομε κρατούσα ένα τσεκουράκι, βαρούσα το κρύσταλλο κι άνοιγα κάποιο πάτημα. Αλλά για μια στιγμή ξέφυγε από το πάτημα ένας γεροδεμένος Επονίτης, ο Μπαρούτας και κατρακύλησε σε μια πλαγιά πάνω από τρακόσια μέτρα. Όταν μετά από πολλά βάσανα τον πήγαμε στη Σαμαριά, ο γιατρός μας είπε ότι το σώμα του είχε γίνει πολτός κι ότι θα πέθνησκε. Αλλά ο νεολαίος μετά ένα μήνα κρατούσε πάλι το αυτόματο. Στο μεταξύ παρά από κάθε νόμο και λογική το αντάρτικο κίνημα φουντώνει το χειμώνα. Αυτό συνέβη και στην κατοχή, αυτό γινότανε και τώρα. Λήγοντας ο χειμώνας η ομάδα των γυναικών κόντεψε τις δεκαπέντε. Φτιάχτηκε ακόμα και μια ομάδα από μαθητές που τους είπανε Γαβριάδες. Γαβριά είχα νοματίσει — προς τιμή του ξεχωριστού φίλου μου που έπεσε σ' ένα οδόφραγμα τότες... στην οδό Καναβίδος στο Παρίσι — ένα δεκαπεντάχρονο από το Δρυ του Σελίνου, τον Κωστάκη όπως κι αλλού έχω μιλήσει. Τώρα εξαιτίας που είχε γενεί ομαδάρχης, πήρε η ομάδα του αυτό τ' όνομα. Σε λίγο όμως που μια σφαίρα έφαε του Κωστάκη το ένα νεφρό, πήρε τη θέση του άλλος Γαβριάς.
Σ' αυτό το διάστημα με τα πολλά χιόνια ο Τσιτήλος βρισκότανε στη Σαμαριά στο πυρομάχι και κάθε τόσο καλούσε να κατέβουν οι αντάρτες για να τους βγάλει κάποιο λόγο σ' όλους μαζί κι ύστερα να καλέσει σε συνεδρίαση σε τόπο απόκρυφο εκεινούς, στελέχη και απλούς που είχανε οριστεί — με Digitized by 10uk1s
ποια κριτήρια; — για «κομματικά μέλη». Από δω αρχίζει η δυσαρέσκεια ανάμεσα στην καθοδήγηση και τους αντάρτες και μια αντίθεση ανάμεσα στα κομματικά και στα μη κομματικά μέλη. Ο μη κομματικός αντάρτης δε μπορούσε να εξηγήσει γιατί αυτός που πήρε το όπλο και ζούσε την ίδια σκληρή ζωή, τους ίδιους φόβους και το σπίτι του κάηκε κι οι δικοί του ρημάχτηκαν, δεν έκανε και αυτός όπως ο συναγωνιστής του μέλος του Κόμματος, μα ήτανε πιο χαμηλά, υποδεέστερος, που αυτός πολεμούσε μα δεν αποφάσιζε. Και τι θα χρειαζόταν ακόμη να κάνει για να λογαριαστεί κι αυτός «άξιος»;... Περνούσα από τη Σαμαριά πηγαίνοντας για την Αράδαινα με μια ομάδα αντάρτες, όπως από καιρό είχε αποφασιστεί κι έλαχε τότες να δω να σκολάνε από συνεδρίαση οι μισοί απ' τους αγωνιστές, όταν οι άλλοι μισοί καθότανε απ' έξω με σκυμμένα τα κεφάλια από την εντροπή του μειωμένου κι αμέσως σαν ηλεχτρισμός μεταδόθηκαν αυτά τα συναιστήματα στους άλλους, τους κομματικούς, σκύβοντας κι αυτοί τα κεφάλια τους. Ένιωσα την ψυχή μου να σφίγγεται. Τι ήθελε αυτή η κακή μοίρα του κινήματος να πετύχει εξευτελίζοντας αυτούς τους ξεδιαλεμένους από τη φύση άντρες; που είχανε φιλία κι αδερφοσύνη συναμεταξύ τους και χαλάστηκε κι έφτασε στο τέλος να διαφθείρει καμπόσους και να τους μεταβάλει σε χωροφύλακες των αλλωνών... Μίλησα τότες του Τσιτήλου με πόνο στην ψυχή μου για το κακό που θα φέρει στο κίνημα αυτός ο έξω από κάθε λογική χωρισμός. Επιστράτεψα ακόμη και κείνη τη γνώμη — εντολή του Ζαχαριάδη που μου είχε παραγγείλει: «όχι κομματική οργάνωση στους αντάρτες...». Μα τάχα για τους ίδιους λόγους δε θα έκανε κι αυτός τα ίδια;... Αυτός όμως — ο Τσιτήλος — φαντάστηκε ότι του μιλούσα πάνω σ' αυτό το καυτό για την ενότητα των αγωνιστών θέμα, από ιδιοτέλεια και μόνο και βρήκε να μου πει — για να ξεφύγει — το πόσο θα τον ευχαριστούσε αν κατάφερνα να του βρω μια Ιστορία της Κρήτης που ήθελε να κάνει κάποια «μελέτη»... Πρέπει να πω εδώ ότι όταν γίνηκε η αντικατάστασή μου το περιστατικό έμεινε εντελώς μυστικό και άλλος, από τα λίγα στελέχη που φώναξα τότες και παράδωκα τη δουλειά στο Μακριδάκη, δεν ήξερε. Οι αντάρτες μάλιστα εξήγησαν τη δίμηνη απουσία μου — όταν έλειψα πηγαίνοντας στο Ρέθεμνος — ότι το ΚΚΕ μου είχε αναθέσει πόστο ανώτερο. Μετά τη συνεδρίασή μας όμως στη Ζούρβα και την «κατά βάθος κλιμάκωση» που δεν άρεσε στους αντάρτες, παραπονιόταν και μιλούσαν συχνά τ' όνομά μου και για την άλλη ταχτική που μας είχε μέσα στα χωριά, άρχισε η διαβολή κατά πως φαινότανε όμως με πολλή οικονομία. Κι όσο η δυσαρέσκεια αύξαινε, τόσο μεγάλωνε ο κύκλος ώσπου έφτασε να γίνει γνωστό σ' όλα τα «κομματικά μέλη» σε συνεδρίαση βέβαια. Προετοιμαζόταν βλέπετε και στολιζόταν κάποιος αποδιοπομπαίος τράγος. Στο μεταξύ ελόγου μου ήμουνα σφίγγα. Καθόμουνα στα δυτικά Σφακιά με μια όμαδα και φύλαγα τα πίσω. Οι αντάρτες της ομάδας ήταν καλά αρματωμένοι και βρέθηκε τρόπος να φορέσουν καινούργιες στολές. Ήτανε καλά θρεμμένοι, καθαροί, ξουρισμένοι, τραγούδαγαν όμορφα κι η συμπεριφορά τους στον κόσμο ήτανε άψογη. Όλα τούτα έκαναν τους Σφακιανούς ανεξάρτητα από το φρόνημα να τους αγαπήσουν, να θέλουν τη συντροφιά και την επίσκεψη στο χωριό τους. Εδώ οπλοφορούνε από παιδιά ως γέροι κι η επαρχία είναι γεμάτη λιποτάχτες που ακούνε για επιχειρήσεις στα βουνά της Ελλάδας καθώς και για «τάγματα σκαπανέων» και Μακρονήσι ενώ αυτοί χαίρουνται λεύτεροι. Αυτό τους συναδελφώνει με τους αντάρτες κι όταν ακόμη ανήκουν στην άλλη παράταξη. Στην Αράδαινα που είχε την έδρα της η ομάδα φτιάξαμε και κάποια λαϊκή δικαιοσύνη από ηλικιωμένους του χωριού και με την ευθύνη από τη μεριά του Δ.Σ. του Γιώργη Μανουσέλη, ικανού και με κύρος στην επαρχία των Σφακιώ μεγάλο. Ελόγου μου είχα τη δυστυχία να λέει ο Τσιτήλος πως είμαι μέλος του αρχηγείου και να με καλάει κάθε τόσο ν' αερολογεί «κομματική γραμμή» — πραγματική συνεδρίαση αρχηγείου δεν είδα ποτές — και να μου χαλάει έτσι τη φτωχιά, ήρεμη ζωή μου ανάμεσα σε ανθώπους που τους είχα λατρεία.
Digitized by 10uk1s
Μου μένει αξέχαστος ένας πηγαιμός μου εκεί: Στην αυλή του σπιτιού των Βίγληδων που κατοικούσε ο Τσιτήλος στεκόταν ο Κώστας Μαρκάκης κι ο Μανώλης Σεργάκης (Κρασάς) κι οι δυο τους στελέχη του Κόμματος και της Αυτοάμυνας, ο πρώτος στη Νέα χώρα κι ο δεύτερος στο κέντρο της πόλης Χανιών. Όταν με είδαν να φτάνω μ' αστειεύτηκαν αφού είχαμε φιλία και γνωριμία στα Χανιά, είπανε — ακούς; — και το «καπετά-Γιάννη!». Κι ακόμης: «πότες θα ξαναρθείς να βρούμε τα παλιά μας μεγαλεία...». Ειλικρινά λυπήθηκα, και το λέω ύστερα από τριάντα χρόνια, τον Τσιτήλο που όπως στεκόταν στο παραθύρι στ' ανώγι του Βίγλη, είδα που αλλαξοθώριασε το πρόσωπό του από την τέτοια φιλική υποδοχή... Και τον λυπήθηκα γιατί αυτός δεν δοκίμασε ποτές τη θεία αγάπη, τη φιλία, γιατί δεν τον παραδεχτήκανε ποτές ίσο τους αυτοί οι απλοί, μα ξεδιαλεμένοι ανθρώποι και πάντα είχε την πίκρα του μισημένου απ' τα παιδιά του, πατέρα. Και το χειρότερο ήταν ότι δεν κρατήθηκε στα συναιστήματά του, αλλά κατέβηκε στην αυλή και τραβώντας με παρακεί άρχισε να φωνάζει: «Σκέψου το συμφέρον του Κόμματος! σκέψου το συμφέρον του Κόμματος!». «Και τι θέλεις να κάνω σύντροφε γραμματέα, του λέω, ν' αυτοχτονήσω;... Στέκει μια τέτοια πράξη σε κομμουνιστή;...». Και θα φανεί απίστευτο ότι σ' όλο το ύφος του γραμματέα είχε ζωγραφιστεί η συγκατάθεση 36...
Ύστερα απότομα το γύρισε στη διπλωματία, γίνηκε φιλικός και με πληροφόρησε ότι το απόγεμα θα κουβέντιαζε μαζί μου. Νόμισα ότι ήθελε έκθεση για τη δράση μου και για το τι φτιάχνουν οι αντίπαλοί μας στα Σφακιά. Όταν το απόγεμα νταμωθήκαμε είχε μαζί του το Μακριδάκη και μάλιστα όπως κατάλαβα προετοιμασμένο για να μου πει ό,τι αυτός είχε στην πονεμένη ψυχή του. Αλλά κι άλλη φορά το έχω πει ότι αυτός ο άντρας είχε μυαλό. Σε παρατήρησή μου ότι αυτά που προσπαθεί να πει είναι πράματα άσχετα με το αντάρτικο και με τις μπόρες που άρχισαν να το ζώνουν, σώπασε. Και τότες εξοργισμένος ο Τσιτήλος άρχισε να φωνάζει ότι «στερούμαι σοβαρότητος» και να με ρωτάει αν καταλαβαίνω τι θέλει να μου πει με το «στερείται σοβαρότητος». 37 Βεβαίωσα το σύντροφο πως τον καταλαβαίνω, αλλά ότι δε θα του απαντήσω σε πράγματα που δεν είναι σοβαρά και πρόστεσα: «Σ' το έχω πει κι άλλη φορά σύντροφε ότι εδώ δε είναι το στρατόπεδο της Ακροναυπλίας που η γνώμη σας για το κάθε τι μικρό ή μεγάλο ήτανε νόμος, ώσπου μας οδηγήσετε σε μια καταστροφή. Ανέβασες το αντάρτικο στον Ομαλό με την «κατά βάθος» και τα ρέστα ταχτική σου και τώρα την ολοκληρώνεις βάζοντάς το στο Φάραγγα και δεν υποψιάζεται πού οδηγείς το ένοπλο κίνημα... Είχες στείλει εκείνο το γράμμα στον Ποδιά, επειδής τρόμαζαν τα δικηγοράκια της Νεάπολης, τ' Αϊ-Νικόλα και της Γεράπετρας, να περάσει στον Ψηλορείτη και κει στις κορυφές του να γίνει ο τάφος του αντάρτικου της Ανατ. Κρήτης. Κι ύστερα ήρθες εδώ... καθαίρεσες εμένα και την ταχτική την καθορισμένη από κείνους που κάτι ξέρουνε νοματίζοντάς τη για ευκολία σου «η ταχτική του Γιάννη» κι έμπασες το Δημοκρατικό Στρατό στο Φάραγγα για να γενεί ο τάφος του εδώ. Εκεί στην κορυφή, εδώ στα έγκατα». Φώναζε ο καθηγητής και προσπαθούσε να με κόψει. Στο τέλος έπιασε την καρδιά του να μας πει και να μας δείξει πόσο υπόφερε λέει σαν άκουσε να βαράν οι καμπάνες στο Ηράκλειο όταν γυρνούσαν στους δρόμους το κεφάλι και το χέρι του Ποδιά. Αλλά αυτό ήτανε το θέμα για ένα γραμματέα Περιοχής; Αν πόνεσε η ψυχή του;...
Όταν τον είδα έτσι σταμάτησα, γιατί ήτανε περιττό να μιλάει κανείς με άνθρωπο που δεν είχε αίστηση της ευθύνης του μα ούτε και της πραγματικότητας κι έβαζε τα συναιστηματά του πάνω από την τραγική μοίρα του κινήματος που αυτός ήταν η κεφαλή του. Από δω και πέρα θα είμαι προσεχτικός και όσο μου είναι εύκολο λιγότερες φορές θα ενοχλήσω το γραμματέα μας και θα κουβεντιάζω μαζί του άλλα άσχετα από το κίνημα πράγματα που κιόλας τον ευχαριστούσαν. Βρήκα όμως έναν τρόπο να λέω τη γνώμη μου κι αυτός ήταν ότι σε κάθε κακομοιριά τους έγραφα απ' ένα γράμμα στο «Κόμμα». Ήξερα βέβαια ότι τα γράμματά μου αυτά δεν θα τα στέλνανε στην ηγεσία μα όμως τα τέτοια γραφτά που γράφουνται για τους πιο πάνω, διαβάζουνται και ξαναδιάζονται από τους πιο κάτω και προσέχουνται κιόλας. Digitized by 10uk1s
Γυρνώντας, γιατί καθόμαστε έξω από τα σπίτια της Σαμαριάς για να μην αγρικοιούμαστε από τους αντάρτες, ο Τσιτήλος ήτανε κατησχυμένος. Ο Μακριδάκης, που καθώς φαίνεται τ' άρεσαν ό,τι έλεγα και σώπασε, ενίσχυσε εμένα. Ο καθηγητής «επήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος». Όπως ζυγώναμε στο χωριό και φάνηκαν οι αντάρτες — βρισκότανε εκεί αυτή τη μέρα πάνω από τους εκατό — τους είπα πως είχα πολύ σπουδαίες πληροφορίες να τούσε πω, αλλά αφού αυτοί δεν τις ζητήσανε θα τις κουβέντιαζα με το Μιχάλακα που μαζί του βρίσκω την ηρεμία μου και με καταλαβαίνει. Δεν καλοφάνηκε στους τζενεράληδες, αλλά όπως ήμουνα τσατισμένος δε θέλανε άλλο καυγά και κατάπιανε τη δυσαρέσκειά τους. Όταν βρήκα το Μιχάλακα φωνάξαμε και το Μιαούλη. Ήρθε αυτός ο γλυκύς, ο εύψυχος, ο παρασημοφορεμένος από τον ΕΛΑΣ, ο γεμάτος τραύματα στης Αρβανιτιάς και της Ρούμελης τα βουνά, που μοσκοβολούσε ανθρωπιά η κάθε του λέξη, για να μας πει πως κατά λάθος τον φωνάξαμε, γιατί αυτός είναι καθαιρεμένος. «Δεν ξέρω αν με λογαριάζουνε ουδέ γι' απλό αντάρτη». «Κι εγώ σύντροφε Γιώργη, είμαι καθαιρεμένος», του λέω. Ο Μιχάλακας που σα να του φάνηκε ότι μειονέχτησε απέναντι σε μας τους «καθαιρεμένους» κοκκίνησε, ξεροκατάπιε κι έσκουξε ένα γέλιο: «Και μένα μ' έχουνε μόνο για το ίσο. Ο Τσιτήλος είναι ραμολί κι ο Μακριδάκης κάνει ό,τι θέλει και του κατέβει. Και να δείτε σύντροφοι που μια μέρα θα τα φορτώσουν ούλα σε μένα». Αυτός ο άντρας είχ' ένα παράξενο ψυχισμό· ήταν από σογιά — από μάνα και πατέρα — επαναστατική, γιατί δεν πέρασαν ούτε τρεις μήνες και τόντις γίνηκε τράγος «αποδιοπομπαίος». Και τώρα αυτή τη στιγμή που αναθυμούμαι και γράφω, σκέφτομαι ποια τύχη έδωσε ο Ζαχαριάδης, αυτός ο Βερζεβούλης του κινήματος σε όλα εκείνα τα στελέχη που βγήκαν από τον ΕΛΑΣ. Από τον Άρη και το Μάρκο ως το Μιχάλακα, το Μιαούλη και το φτωχό μένα... Όχι, δεν είχανε τόσο μεγάλο κατατρεγμό από τους κοτσαμπάσηδες, τους Φαναριώτες και τους Βαυαρούς οι αγωνιστές του 1821. Εμείς είχαμε και τους αντίπαλους και χτυπιούμαστε απ' εδώ κι απ' εκεί· άντε να σταματήσεις σε χλωρό κλαρί, να ζήσεις ακόμα κι αν βρισκόσουνα στην κόλαση της φυλακής... Ο Ζαχαριάδης έσβησε τον ΕΛΑΣ κι έκανε τα αφοσιωμένα στην αλλοπρόσαλλη πολιτική του, στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού — όλους τους άκαπνους. Για σκεφτείτε στρατηλάτες σαν το Μπαρτζώτα, σαν το Βροντίσιο! Τα στελέχη του ΕΛΑΣ τού κάθησαν στο στήθος του Ζαχαριάδη από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα. Έτσι χαθήκαμε. Αν έκανε τα κουμάντα ο ΕΛΑΣ κι αν δε γινόμαστε εξουσία θα δίναμε ένα τέτοιο τέλος μια και καλή που ο λαός θα πλήρωνε λιγότερα σε αίμα και η Ελλάδα θα ξανάφτιαχνε τη ζωή της πέντε χρόνια πρωτύτερα κι αν ακόμης πούμε πως θα χάναμε τον αγώνα και θα νικιόμαστε. Λοξοδρόμησα όμως απ' την αφήγηση για ν' αφήσω τον πόνο μου: γιατί μας χάλασαν εμάς τους Ελασίτες μικρούς και μεγάλους οι ψευτοπολιτικάντηδες της ηγεσίας του ΚΚΕ... Γιατί;... Τώρα όμως έχω μπροστά μου το Γιώργη το Μιαούλη και το Μιχάλη Παπαναγιωτάκη (Μιχάλακα), όπως απ' ώρας έχω πει. Τους λέω περίπου ετούτα: «Έχω σύντροφοι μια πληροφορία πολύ δυσάρεστη για τον αντάρτικο στρατό μας και θέλω να τήνε πω σ' εσάς που με καταλαβαίνετε· εσείς κάνετε ύστερις ό,τι ενέργειες μπορείτε. Η κυβέρνηση της Αθήνας κάλεσε τον Κρητικό αξιωματικό της χωροφυλακής Γιωργή Βαρδουλάκη και τον αρώτησε αν δέχεται να κατέβει στην Κρήτη να εξοντώσει τους λίγους αντάρτες που δρούνε ακόμη στα Λευκά Όρη. Αυτός ύστερ' από σκέψη απάντησε ότι μπορεί να κάνει αυτό που του ζητάει η κυβέρνηση με τους εξής όρους: α) να τον κάνουν συνταγματάρχη β) σ' ό,τι έχει σχέση με τον αγώνα κατά των ανταρτών δεν θα υπάρχει κανένας στην Κρήτη πάνω απ' αυτόνε και γ) όλοι οι Κρητικοί χωροφύλακες που υπηρετούνε στην Ελλάδα θα γυρίσουνε πίσω στην Κρήτη για λίγους μήνες.
Digitized by 10uk1s
»Η κυβέρνηση δίχως καμιά αντίρρηση τα έδωσε όλα που ζήτησε ο Βαρδουλάκης. »Ακόμης σύντροφοι η κυβέρνηση ετοιμάζει για γενικό διοικητή της Κρήτης ένα άλλο μεγάλο χωροφύλακα τον Αναστάση Χομπίτη από το χωριό Ροδάκινο που βρίσκεται άκρια της επαρχίας Σφακιών. »Θα σας πω ακόμης λίγες πληροφορίες για το Βαρδουλάκη, που κιόλας κατάγεται από το διπλανό μας χωριό, την Ανώπολη. Είναι ο ικανότερος αξιωματικός της Χωροφυλακής στην εξόντωση της ληστοκρατίας στην Ελλάδα. Από καταγωγή ανήκει στα Σφακιά, έχει την παράδοση και την πείρα της πιο πονηρής σόγιας, σ' ό,τι αφορά το φόνο και τους εχθρούς, της επαρχίας κι ακόμης, ότι είναι άνθρωπος ευφυής, με θέληση και με πείσμα. Δεν είναι όπως ο Γύπαρης που με λίγα ντουφέκια βάζει τις φωνές σαν τη φώκια και το σκάει». Τόντις δεν ξέρω πώς πήγε η πληροφορία για το διορισμό του Βαρδουλάκη στον παπα-Νικολάκη της Ανώπολης (Πρωτοπαπαδάκη το επίθετο), κατευθείαν απόγονο του περίφημου Πρωτόπαπα της επανάστασης του 1770. Ήταν ένας σεβάσμιος γέροντας, δεξιός κι αντικομμουνιστής, αλλά σ' αυτόνε το γέροντα εξαιτίας και της παράδοσης, είχα μεγάλο σεβασμό και κατανόηση. Τον σεβόμουνα και του φιλούσα το χέρι. Όταν έμαθε την πληροφορία με κάλεσε να τον νταμώσω, γιατί η Ανώπολη απ' την Αράδαινα μόλις που είναι ένα μπαλωτόσερμα απόσταση. Ο γέροντας μ' ευλόγησε κι ύστερα τηρώντας με κατάματα μου λέει: «Παιδί μου... δε θέλω να δω το Βαρδουλέ να φέρει την κεφαλή σου στην Ανώπολη». Μούπε κι άλλα πολλά. Τον ευχαρίστησα εγκάρδια και τον ασπάστηκα λέγοντάς του ότι «και μεις είμαστε πονηροί, δεν είναι μόνο ο Βαρδουλές!». Ήτανε η τελευταία φορά που είδα το γέροντα. Αυτά λοιπόν συζητούσα με τους συντρόφους μου και θυμάμαι πως μας απασχόλησε εχτός τις ικανότητες του Βαρδουλάκη, τι άλλες από τις δυνάμεις που υπάρχανε στην Κρήτη θα μπορούσαν να κινήσουν εναντίον μας. Η γνώμη η δική μου ήταν ότι με το Χομπίτη Γενικό Διοικητή Κρήτης, σαν έμπειροι και οι δυο στα τέτοια (κι ο Χομπίτης ήταν αντάρτης Μακεδονομάχος και τώρα απόστρατος στρατηγός της χωροφυλακής) και με το άφθονο χρήμα που τους διαθέτουν θα κινήσουν εναντίον μας ένα μεγάλο μέρος από το ζωοκλέφτικο και κακοποιό στοιχείο του νησιού που κείνα τα χρόνια πλημμυρούσαν πιο πολύ στη Δ. Κρήτη. Πρότεινα στους συντρόφους μου, παρά τις πίκρες και τις χολές που μας είχανε ποτισμένους, να πάνε στο γραμματέα να τον παρακαλέσουν και να του δώσουν να καταλάβει τη δύσκολη κατάσταση και να του προτείνουν ν' αναλάβομε μεις τώρα στις δυσκολίες σαν έμπειροι, σαν που ήταν ο τομέας μας τα στρατιωτικά, μα πάλι αυτός θα στεκότανε πάνω από μας κι αυτός πρώτος θα χαρεί και θα τιμηθεί όταν εμείς θα τα βγάλομε πέρα. Και τέλειωσα λέγοντάς τους πως ήμουνα βέβαιος — κι είμαι και τώρα βέβαιος — πως «το λάκκο που ετοιμάζει ο Βαρδουλές για το αντάρτικο θα γίνει ο δικός του ο λάκκος». Δε γίνηκε βέβαια τίποτις· μόνο που δυνάμωσε ακόμα πιο πολύ ο κατατρεγμός του Μιχάλακα αν και δεν τον απομάκρυναν ολότελα — για τότες — από στρατιωτικό συμβουλάτορα, του σύστησαν μόνο πως έπρεπε να μη διαφωνεί στη γνώμη τους — τα ίδια τ' ακροναυπλιώτικα. Εμένα πάλι ύστερ' από λίγο, όπως θα δούμε, μου πήρανε την ομάδα τους αντάρτες κι έμεινα καταμόναχος στην Αράδαινα. Αν θυμάμαι, αυτή τη δόση που βρέθηκα εδώ στη Σαμαριά και πριν φύγω πίσω στην Αράδαινα, επισκέφτηκα ένα καλό φίλο και συνεργάτη μου στο στέλιωμα του παράνομου τυπογραφείου στα Χανιά, το νεολαίο Γιώργη Μποτωνά που ψυχορραγούσε φυματικός. Ήτανε σκελετωμένος, αλλά μου έχει απομείνει στη θύμηση ένα όμορφο χαμόγελο και δυο αστραφτερά κατάμαυρα μυγδαλωτά μάτια. Μετά από λίγες ημέρες πέθανε.
Digitized by 10uk1s
Στο μεταξύ καθόμουνα στην Αράδαινα με την ομάδα αλλά αυτόνε τον καιρό — δε θυμάμαι ημερομηνίες — θυμάμαι όμως πως σαν ήρθε ο Βαρδουλάκης στα Χανιά τον είπαν οι εφημερίδες «επόπτη αποσπασμάτων». Ελόγου μου παρακολουθούσα και μελετούσα από τις εφημερίδες και τις άλλες πληροφορίες την κάθε κίνηση κι ενέργειά του. Φάνηκε αμέσως πως τόντις είχαμε ένα σοβαρό αντίπαλο. Στο μεταξύ ο Τσιτήλος με το Μακριδάκη είχανε κουράσει τους αντάρτες με τις αποστολές δω και κει στις επαρχίες και σε συνέχεια στ' ανεβοκαταβάσματα στο Φάραγγα με κείνες τις χιονιές, απλώς για να τους βγάλουν λόγο κρατώντας ένα έλεγχο. Από την άλλη άρχισαν οι εμπρησμοί σπιτιών και φόνοι κι από τη μεριά τη δική μας. Αυτή η δράση δεν άρεσε και δυσαρεστούσε πολλούς αντάρτες και πρώτα απ' όλους τον τυπικά τουλάχιστον υπεύθυνο του Ν. Χανίων Ν. Τσαμαντή που διάθετε ένα πρωτόγονο αιστητήριο για το καλό και το κακό του κινήματος. Και αυτή η ταχτική όλο και τον έσπρωχνε να εγκαταλείψει αυτός ο χρήσιμος στην περίσταση άνθρωπος τον ένοπλο αγώνα. Ήτανε κι η δυσαρέσκεια κείνη από το χωρισμό σε κομματικούς κι εξωκομματικούς που ολοκλήρωσε το ράισμα στη ψυχική ενότητα των αγωνιστών. Ύστερα μεγάλωσε η δυσαρέσκεια και γίνηκε μίσος μπορώ να πω ενάντια στην ηγεσία. Κατά δε το φίλο μου Μιχάλακα είχε γεμώσει το αντάρτικο «χωροφύλακες» της καθοδήγησης. Υπάρχανε βέβαια οι λεγόμενοι επαγρυπνητές, αλλά στη γνώμη μου δεν είχαν ακόμα χαλάσει και τόσο για να τους πούμε έτσι που τους νομάτισε ο Μιχάλακας. Αυτόνε τον ξεχωριστό και διαλεμένο κόσμο, με μεγάλη δυσκολία και σε μικρό ποσοστό θα μπορέσει ο κομματικός υπεύθυνος του δεύτερου θαλάμου της «Ακροναυπλίας» —μαζί με το βοηθό του της «Σχολής Γληνού»— να διαφθείρει. Έβλεπα όμως ότι όλα τούτα που ρίχνανε το ηθικό, κούραζαν κι αποδιοργάνωναν τους αγωνιστές, βοηθούσανε το Βαρδουλέ που χωρίς βιασύνη και με μεθοδικότητα οργάνωσε τις δυνάμεις του. (Πού νάχει ιδέα ο άνθρωπος πως η δική μας ανικανότητα πρώτα κι ύστερις η δική του η ικανότητα θα τον κάνανε αντιστράτηγο και αρχηγό των χωροφυλάκων της Ελλάδας). Ύστερα απ' όλα τούτα που αναθίβαλα, κι άλλα, γύρισα στην Αράδαινα μα όπως το περίμενα μετά από λίγες ημέρες με κάλεσαν να φτάσω το συντομότερο στην Κυδωνία. Ανεβαίνοντας μαζί με τον ομάδα στον Ομαλό είχε λιακάδα. Τα χιόνια τρίζανε λιώνοντας κι ο κάμπος είχε πήξει από νερά και λάσπες. Στην άκρη του υψίπεδου κατά το Μαχί μεριά, ίδια κει που είναι τώρα το τουριστικό περίπτερο, βρήκα ένα συγκρότημα αντάρτες. Ήταν εκεί και ο Τσιτήλος με το Μακριδάκη. Τους χαιρέτησα και πάνω στο πόδι με πληροφόρησαν ότι για λίγες μέρες τους χρειαζότανε η ομάδα. Με παρακάλεσαν όμως να μην αφήνω το μέρος αφύλαχτο, αλλά να επιστρέψω εκεί στα δυτικά Σφακιά για την Αυτοάμυνα και τις πληροφορίες. Δεν τους απάντησα που έμενα κατάμονος, που σήμαινε ότι αυτά όλα τα έπαιρνα σα διαταγή. Ήμουνα κουρασμένος γιατί όπως θυμάμαι, επειδής οι αντάρτες ήταν αυτοί ξεκούραστοι, τρέχανε κι αντίς το βράδυ φτάσαμε το μεσημέρι στο υψίπεδο. Τραβήχτηκα και ξαπλώθηκα σ' ένα απάνεμο κι όπως γινότανε πάντα ήρθανε αντάρτες γι' αστεία και για σοβαρά. Ένας μου έδωσε ένα μικρό σημείωμα προσωπικό για μένα που το κρατούσε όπως μούπε από λίγες ημέρες. Η γραφή ήτανε από το συναγωνιστή και φίλο μου Χαρίτο Παπαρδουκάκη από τον Πρασέ της Κυδωνίας, αδερφό του διαπρεπή ταξίαρχου του Δ.Σ. καπετά Ζαχαριά που δρούσε στην ηπειρωτική Ελλάδα, και με παρακαλούσε ν' αφήσομε τον τάδε και τον τάδε — μου έλεγε κάμποσα, πέντε ή έξι ονόματα από το διπλανό χωριό του Ρθούνι, που από κάμποσες μέρες είχαμε απαγάγει. Και μου εξηγούσε ο Χαρίτος ότι αυτά γίνανε από οικογενειακές αντιζηλίες κι άλλα μικροφταιξίματα και πως δεν είναι οι άνθρωποι για χαμό. Επειδής εχτιμούσα πάρα πολύ την κρίση του Χαρίτο, πήγα αμέσως στον Τσιτήλο. «Πέθαναν» μου λέει αμέσως. «Μόνο ένας, ο αγροφύλακας είναι ακόμα ζωντανός». Όλα αυτά τάπε με στεναχώρια. Ύστερα κοιτώντας χάμω σα να μιλούσε μόνο στον εαυτό του: «Να δούμε πώς θα δεχτεί ο κόσμος το χαλασμό τόσων ανθρώπων». Θυμάμαι ότι προσπάθησε να δικαιολογηθεί ότι ο Μακριδάκης που έκανε τις ανακρίσεις βρήκε ότι από την Τετάρτη Αυγούστου ακόμα οι Digitized by 10uk1s
σκοτωμένοι ήταν χαφιέδες. «Μα τότες σύντροφε, του λέω, πρέπει να σκοτώσετε χιλιάδες ανθρώπους. Για ρώτησε όμως το Μακριδάκη να σου πει: αγαπούσε ή μισούσε τον κομμουνισμό κείνη την εποχή; Σκοτώνει αυτός μα η ευθύνη βαραίνει εσένα κι όχι αυτουνού του ψεσινού κομμουνιστή. Ακόμα και στη δική μου συνείδηση αιστάνομαι να έχω κάποια ευθύνη κι ενοχή». Έφυγα για να γράψω ένα σημείωμα για το «Κόμμα» αφήνοντάς τον αφάνταστα λυπημένο. Δε θυμάμαι όλο το περιεχόμενο εκείνης της επιστολής μου. Στην αρχή της βέβαια έλεγα για τους φόνους και στο τέλος της ότι έκαναν βάση τους το πιο βαθύ σημείο των Λευκών βουνών — το Φάραγγα — κι από κει στέλνουνε τους αντάρτες για δράση ποιότητας τέτοιας, που μόνο τους αντίπαλούς μας ωφελεί. Κι ακόμα ότι σε λίγο ο χαραχτηρισμός που μας δίνει ο εχθρός θα είναι σωστός... Κι έκανα έκκληση στο Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος να μην μας αφήνει έτσι αβοήθητους και να στείλει άνθρωπο να πληροφορηθεί και να γιατρέψει την κατάσταση που μας πηγαίνει στο χαμό. Σφράγισα το σημείωμα και το πήγα στον Τσιτήλο ξέροντας ότι σε λίγες στιγμές θα έχει ανοιχτεί από το Μακριδάκη και τον ίδιο. Μου έκανε όμως εντύπωση ότι το πήρε με ευχαρίστηση σαν να ήτανε κάτι που από καιρό μου είχε παραγγείλει για να γράψω. Ο κακομοίρης άνθρωπος δεν ήτανε στη φύση του να σκοτώνει, μα δεν είχε κατά πως φαινόταν και τη δύναμη ν' αντισταθεί. Εκείνη η παναθεματισμένη η άρνησή του όταν επήραν κατά πλειοψηφία την απόφαση στα Χανιά να βγει στο βουνό κι αρνήθηκε· και πιο πέρα η φύση του κι η ανικανότητά του στάθηκαν αφορμές στο να μην μπορεί να εμποδίζει πράξεις τέτοιες απάνθρωπες — κι όπως αργότερα φάνηκε, στο τέλος συνήθισε να τις διατάξει κι ο ίδιος — που έβλαφταν κιόλας απομονώνονται από το λαό το Δ.Σ. Σε λίγο όπως καθόμουνα στη λιακάδα βγήκε ο Μακριδάκης από την πετροκαλύβα σκοτεινός στη σκοτεινιά του, επηρεασμένος από την ανάγνωση της γραφής μου προς το «Κόμμα». Ήτανε γεμάτος μίσος και βλοσυρότητα που σ' αυτά του τα αιστήματα απάντησα μ' ένα δικό μου, εκείνο της περιφρόνησης. Αλλά πληγώθηκα ότι εμείς που πιστεύαμε ότι είμαστε οι ανώτεροι απ' όλους του επαναστάτες που σε πολλούς αιώνες γνώρισαν αυτά τα βουνά και το υψίπεδο, αυτό το τραγουδισμένο του Ομαλού, τα λερώναμε με «ανακρίσεις» και εχτελέσεις ανθρώπων του λαού. Είναι στη μοίρα του υψίπεδου να καυγαδίζουν πάνω του οι επαναστάτες, αλλά να μην το ντροπιάζουν με παιδεμούς ανθρώπων... Για κάμποσο καιρό όμως από τούτα οι αντάρτες κουβέντιαζαν ότι είχε μπει τέλος στις εχτελέσεις και νομίζω πως το γράμμα εκείνο είχε φέρει αυτό το αποτέλεσμα. Σε λίγο είδα τον αγροφύλακα λεύτερο να ξεμακραίνει με το κεφάλι και το καπέλο στους ώμους του... Ήταν ίσως ο πιο πολύ ένοχος, γιατί πληροφορούσε για τις κινήσεις μας τον αντίπαλο. Μα ήταν ένοχος και για τον αντίπαλο γιατί πληροφορούσε εμάς για τις κινήσεις τις δικές του. Η πολιτική δεν είναι εύκολο πράμα... Αν αυτοί οι τζελάτες ρωτούσανε τους αντάρτες δε θα φτάνανε σε τέτοια καμώματα· και θυμάμαι που κάποτες ο Μιχάλακας βάρεσε ένα χαστούκι σ' ένα τσομπανόπουλο και του άνοιξε τη μύτη, γιατί το θεωρούσε ύποπτο, αλλά τότες μια ομάδα αντάρτες που μπροστά τους γίνηκε αυτή η πράξη τον φοβέρισαν: «θα σε περάσομε από συνέλευση», εννοώντας ανταρτοδικείο. Γενικά οι αντάρτες από αιτία την προέλευσή τους αλλά και επειδής αυτοί ερχότανε πιο πολύ σ' επαφή με τους αγρότες, είχανε σωστότερη αντίληψη για το βλαβερό και το σωστό στη δράση τους κι αυτό τους έφερνε σε αντίθεση με τη ηγεσία για τη δράση τους ακόμα.
Αυτές τις λίγες μέρες που κάθησα στον Ομαλό γίνηκε μια ομιλία στους αντάρτες, εδώ και στη Σαμαριά, από το Χαρίλαο Ψιλάκη. Την είχε ετοιμάσει μαζί με τον Τσιτήλο κι ο ομιλητής μάς Digitized by 10uk1s
πληροφορούσε... ότι ο Δημοκρατικός Στρατός της Κρήτης δεν μπορεί να νικήσει στο νησί κι ότι δεν μπορεί να προσφέρει τίποτις άλλο από το ν' απασχολεί λίγους χωροφύλακες βοηθώντας έτσι το Δ.Σ.Ε. Αυτή η διάλεξη — ομιλία δε χρειαζότανε σε τίποτα και δε μπόρεσα να εξηγήσω σε τι εξυπηρετούσε αυτή η απογοήτεψη που καλλιέργησαν στους αντάρτες. Έφυγα το συντομότερο για την Αράδαινα με την πεποίθηση ότι μέσα στο αντάρτικο έχει γεννηθεί και μεγαλώνει το στοιχείο της διάλυσης σαν οργανωμένου στρατού, ότι το στοιχείο αυτό είναι μια δύναμη, μια εφεδρεία για τον αντίπαλο, που ετοιμάζει το χαλασμό μας.
Η Αράδαινα βρίσκεται στα νοτικά πλευρά των Λευκών Ορέων, στο υψόμετρο τετρακόσια για πεντακόσια μέτρα. Έχει κλίμα μαλακό και αφάνταστα γλυκό. Όταν το χειμώνα η χιονοθύελλα μαίνεται στις κορυφές κι ο βόγκος αγροικιέται ως εδώ κάτω, η Αράδαινα έχει λιακάδα και τα μελίσσια βομβούνε στη νηνεμιά του τοπίου. Αλλά το μέρος είναι άνυδρο· δεν υπάρχει νερό πηγής σε πολλά χιλιόμετρα. Στα χαρτιά σημειώνεται εδώ μια πολιτεία η Αραδήν της εποχής των Μίνων. Αλλά δε βρήκα τίποτις που να μοιάζει με ίχνη παλιού καιρού και χώμα πολύ για να είναι παραχωμένα δεν υπάρχει. Σε κάποιο σημείο έξω της δυτικής άκριας του χωριού βροντάει κούφια η πετρώδικη γης, μα ποιος έσκαψε να δει τι κρύβεται μέσα κει; Άλλο λοιπόν δε μένει να υποθέσει κανείς παρά ότι εδώ πάνω που είναι θέση δυνατή, ύπαρχαν αποθήκες κι εδώ εξασφάλιζαν τα κούρσα τους οι κουρσάροι του Λουτρού, του μοναδικού φυσικού όρμου στα νοτικά παράλια της Δυτικής Κρήτης· ή ότι ύπαρχαν εγκαταστάσεις για πρώτη επεξεργασία του ξύλου για τη ναυπήγηση. Εδώ στην Αράδαινα με τον παισίχαρο ήλιο και τους ομηρικούς ανθρώπους κοίταξα για πρώτη φορά τα πιστεύω μου και συνειδητοποίησα ότι εμείς οι κομμουνιστές που αφήσαμε να εξοστρακιστεί η Δημοκρατία από τη ζωή του οργανωμένου κινήματος, τραυματίζοντας έτσι την ίδια την ιδεολογία μας, την πιο ανθρώπινη του κόσμου, ψέματα λέγαμε στο λαό μας όταν του μιλούσαμε για Δημοκρατία στην εξουσία μας. Ότι και με τη νίκη τη δική μας δε λυνότανε για το λαό μαζί με το πρόβλημα της ισότητας και κείνο το αιώνιο του ανθρώπου, το πρόβλημα της ελευθερίας. Ότι με την εξουσία μας θα κέρδιζε το σοσιαλισμό, αλλά όχι και αυτά τα ψίχουλα της ελευθερίας που με τόσους αγώνες είχε αναγκάσει την αστική τάξη κατά διαστήματα να του παραχωρεί. Εδώ συνειδητοποίησα ότι ένα μεγάλο κομμάτι του κινήματος που αποσπάστηκε και τάχτηκε εναντίον μας κι είπαμε αυτούς τους ανθρώπους προδότες, μουτήδες, κιοτήδες και πλερωμένους, ήτανε μια σοβαρή αιτία, επειδής την εποχή αυτή είχαν περάσει κατά μιλιούνια από το κίνημά μας κι ήξεραν όχι μόνο από ένστιχτο αλλά και από πείρα, ότι η νίκη μας δεν σήμαινε και τη νίκη της Δημοκρατίας που ήτανε ο βασικός τους πόθος. Μας έφυγε ο κόσμος και καμπόσοι από θέληση και με όρεξη πήρε και το όπλο εναντίον μας... Έχουνε περάσει τριάντα δυο χρόνια από τότες. Δεν έχω κάνει καλύτερες διαπιστώσεις στη ζωή μου· δεν έχω πάρει σωστότερη απόφαση: Πάλη ενάντια στο κατεστημένο με τα τέτοια του φερσίματα που μισεί τη Δημοκρατία· πάλη ενάντια στον ταξικό αντίπαλο με τα ξένα όπλα και τους φασισμούς. Με γέμισαν οι αντίπαλοι λάσπες και αίματα από το αίμα της καρδιάς μου· αλλά μακαρίζω τον τοτεσινό εαυτό μου για το δρόμο — τον πιο δύσκολο του κόσμου — που μ' έβαλε να βαδίσω. Αν δεν νικήσει η Δημοκρατία μέσα στο κίνημα, δεν θα νικήσει τους αντιπάλους του ποτές αυτό το κίνημα. Η Δημοκρατία για τους πολιτισμένους ανθρώπους — πιο πολύ γι' αυτούς είναι ό,τι και ο ήλιος για τη φύση. Με τη Δημοκρατία θα φτάσομε στη νίκη.
Digitized by 10uk1s
Μετά από λίγες ημέρες αφότου βρέθηκα ολομόναχος στην Αράδαινα δουλεύοντας στο μυαλό μου τις τέτοιες σκέψεις μου τις παραπάνω γραμμένες, μαθεύτηκε στα δυτικά Σφακιά ότι ο Βαρδουλάκης με μια ομάδα από δέκα χωροφύλακες παραβίασε από τη μεριά του Ομαλού το Φάραγγα φτάνοντας μέχρι τη Σαμαριά και μόλις που σώθηκαν από εξόντωση ο Τσιτήλος, ο Τσαμαντής κι ο γιατρός μας ο Σταματάκης μαζί με κάμποσους άρρωστους και τραυματίες. Πήγα να χάσω τα μυαλά μου γιατί η είδηση ήταν απίστευτη. Αν όμως ήτανε αληθινή, η αποκοτιά του Βαρδουλέ δεν είχε προηγούμενο, γιατί ο Φάραγγας πατιότανε κι ήτανε το τελευταίο οχυρό σε κάθε ρεμπελιό του νησιού, κι εδώ σαν το πιο απάτητο μέρος φυλαγότανε τα γυναικόπαιδα. Έβαλα το δρόμο μπροστά μου κατά το Φάραγγα κι έφτασα μονημερίς στη Σαμαριά. Εκεί βρήκα τον Τσιτήλο να κάθεται και πάνω από τα σπίτια σ' έναν παλιόπυργο φύλαγε ένας αντάρτης σκοπός. Ήταν αληθινή η είδηση: Μια ομάδα από χωροφυλάκους και Μάυδες είχε φτάσει τόντις ως εκεί κάτω, αλλά όχι με κεφαλή το Βαρδουλάκη αλλά μ' έναν κοινό φυγόδικο το Σαρτζετοευτύχη που με την αμνηστία νομιμοποιήθηκε, παίρνοντας και κάποιο γαλόνι. Ο Τσιτήλος με πληροφόρησε ότι το πρωί κείνης της μέρας (που γίνηκε η επιδρομή) τους είχε φύγει ένας ακούρευτος και μισοπάλαβος (όπως με βεβαίωσαν οι άλλοι αντάρτες) που ο Τσιτήλος είχε στην προσωπική του φρούρηση. Όταν όμως ο λιποτάχτης έφτασε στο υψίπεδο του Ομαλού πιάστηκε από χωροφύλακες και μαρτύρησε ότι στη Σαμαριά δεν ύπαρχε αντάρτικο τμήμα μάχιμο. Αυτά βέβαια είναι συμπεράσματα που όμως μοιάζει να είναι αληθινά. Έτσι εξηγείται και η πράξη του Σαρτζέτη που ωστόσο δεν παύει να είναι ενέργεια έξω από τη λογική. Ο καημένος ο καθηγητής μας παραπονέθηκε ότι από τρίχα και θα τους έπιαναν στον ύπνο κι ότι «πάθαμε μια μεγάλη ζημιά», γιατί ο γιατρός στη βιασύνη του ξέχασε μια έκθεση με παράπονα που ποιος ξέρει τι και τι θα μας έλεγε κι «έπεσε στα χέρια του εχθρού». Δεν έβλεπε ο γραμματέας ότι παραβιάστηκε το άδυτο του αντάρτικου και την επίδραση που θα είχε η επιτυχία αυτή του αντίπαλου στο ηθικό του κόσμου στα δυτικά Σφακιά, τη μόνη περιοχή που ελέγχαμε ακόμης, μα και στο ηθικό των ίδιων των ανταρτών, μόνο σκεβότανε την έκθεση του γιατρού μας που σε λίγες μέρες που δημοσιεύτηκε μας διασκέδασε καμπόσο: «... Πρέπει να μου επιτρέψετε να εισχωρήσω εις τα Χανιά να αναδιοργανώσω την Ο.Π.Λ.Α.Ν.». Κι επειδής του είχαν από καιρό αρχίσει ένα μεγάλο κατατρεγμό — τον λέγανε «κλικαδόρο» — καμώθηκε (ο γραμματέας) πως ξέχασε να μου πει πως ο γιατρός στη βιασύνη να τραβήξει ένα μακρύκαννο περίστροφο τύπου «λέμπελ», άφησε το χαρτί κι ότι δίχως εκείνονε τον πυροβολισμό οι χωροφύλακες το πιο πιθανό θα τους οδηγούσαν δεμένους στα Χανιά, αν δεν τους εχτελούσαν επί τόπου. Τέτοια σύγχιση πάθανε.
Γύρισα πάλι αμέσως στην Αράδαινα με εδραιωμένη πια την πεποίθηση ότι τα υπολείμματα του αντάρτικου της Κρήτης που λεγόμαστε και Δημοκρ. Στρατός, κάτω από τα ανομήματα και την αδράνεια της ηγεσίας μας, θα έπαυε να υπάρχει σαν δύναμη στρατιωτική οργανωμένη· ότι θα γινόμαστε ένα σόι «καλησπέρηδες» του 1821, ένα σόι «χαΐνηδες» του 1770, ένα σόι σύγχρονοι παράνομοι του υπαίθρου. Κιόλας πριν λίγο που βρισκόταν η ομάδα στην Αράδαινα είχα ανεβάσει στα Τέσσερα Πηγάδια, πάνω στα Κρούσια λίγους αντάρτες που όπως λογάριαζα θ' αντέχανε και σαν φυγόδικοι για να τους δείξω πάνω απ' ένα ύψωμα λίγα περάσματα έξω από το Φάραγγα, βάζοντάς τους ταυτόχρονα και σ' ένα καινούργιο προβληματισμό.
Αυτή τη φορά δεν ήμουνα καταμόναχος στα δυτικά Σφακιά, γιατί σε λίγες μέρες ήρθε και κάθησε μαζί μου ο εξαιρετικός αγωνιστής Μανώλης Μανουσογιάννης που λάχαινε κιόλας ν' ανήκομε στην ίδια σογιά.
Digitized by 10uk1s
Αυτές τις μέρες άρχισαν και με βασανίζανε βαριά συναιστήματα. Θα ήτανε χωρίς άλλο το πρώτο εκείνο του θανάτου. Ύστερα μέσα μου γεννιόταν ο φυγόδικος και πέθαινε ο αντάρτης στρατιώτης. Τις νύχτες ελάχιστα κοιμόμουνα. Το μυαλό μου δεν έβλεπε πια τα οδοφράγματα της οδού «Καναβίδος» και το χαλασμό μας ως τον τελευταίο, μα έτρεχε σε κείνους τους παλιούς τους ασυγύριστους επαναστάτες του νησιού. Πώς διάξαν αυτοί σε ανάλογες με τη δική μας περίσταση και ποιες είναι οι αναλογίες στο τωρινό λαϊκό μας κίνημα με κείνα τα περασμένα ξεσηκώματα; Πετούσα με τη φαντασία, έτρεχα με τ' όνειρο, σάλευα με τους υπολογισμούς. Πίστευα πως η επιστήμη δίνει λιγότερα σ' έναν αγωνιστή επαναστάτη απ' όσα η φαντασία, γιατί κι η επανάσταση το πιο πολύ είναι καλλιτεχνία, αφού φωλιάζει και κινά απ' την ψυχή ενός λαού. Φαντάστηκα ένα κίνημα των φυγόδικων που όπως υπολόγιζα μπορούσαν να βαστάξουν σ' αυτό το παιγνίδι τριάντα με σαράντα αγωνιστές, κλιμακωμένοι σ' ένα αλαφρό δέσιμο από την Κίσσαμο μέχρις τον Ψηλορείτη. Με βασάνιζε όμως πόσοι απ' αυτούς θα μένανε άτρωτοι και ζωντανοί από την καταιγίδα που όλο και μας ζύγωνε. Ακόμα σκεβόμουνα αν η καθοδήγηση θάχε τη φρονιμάδα να πάψει να μπερδεύεται σε πράματα που δεν είναι στη φύση της και ν' αφήσει τους αντάρτες να κανονίσουν αυτοί οι ίδιοι την οργάνωση, τον καταμερισμό και τη δράση τους, αλλά και δεν πίστευα βέβαια σε μια τέτοια λογικότητα. Ήταν απελπισία.
Μια από τις μέρες της αργίας μου στην Αράδιανα πήρα το Μανουσογιάννη και πήγαμε μέχρις τον Αϊ-Γιάννη. Αυτό το χωριό είναι από τα ψηλότερα της Κρήτης χωριά· έχει παράδοση σε κατατρεγμούς και σε φυγόδικους κι οι άνθρωποι όπως όλοι οι ορεινοί της Κρήτης, νιώθουνε χρέος ιερό για όποιον κατατρέχει ο νόμος του δυνατού. Η περιφέρεια που περιβάλλει το χωριό είναι απέραντη και σύμπλια με το Φάραγγα της Σαμαριάς· βραχώδικη, γεμάτη χαράδρες και δασωμένη. Απόμερη· μιας μέρας δρόμο μακρυά από συγκοινωνία και λογαριάζεται όπως και το Φάραγγα από τα πιο άγρια μέρη του κόσμου. Είναι η ίδια περιοχή. Πάντα σκεφτόμουνα πως για τους παράνομους του βουνού έχει ανάλογη αξία με κείνη που είχαν οι Λάκκοι για τον αντάρτικο στρατό. Έλα όμως που ο σπουδαιότερος παράγοντας, οι άνθρωποι, στεκόταν εχθρικοί απέναντι σε μας και στα πιστεύω μας και μόλις τον τελευταίο καιρό είχανε κάπως μαλακώσει. Είχα μια πείρα από άλλα χωριά που φιλιωθήκανε μαζί μας, όπως ήταν η Χωστή της Κυδωνίας και το γειτονικό μας το Λουτρό. Εδώ πρέπει να πω ότι το κίνημά μας και σε κείνα τα τελευταία του σκιρτήματα, και μπορεί να είναι αυτό μια από τις τόσες του αντινομίες, είχε τη δύναμη να ηλεχτρίζει τους εργαζόμενους του υπαίθρου, να τους κερδίζει πολιτικά και να τούσε κινεί. Δε δυσκολευτήκαμε να κάνομε το βράδυ μια συγκέντρωση, επειδής ο μοναδικός «συναγωνιστής» μας — έτσι τον λέγανε κι οι χωριανοί του ειρωνικά — που ήταν ο Μαλεφαντρουλής, ένας μεσόκοπος, παντρεμένος δίχως παιδιά, ήτανε άνθρωπος αγαθός και καλόκαρδος με δίχως έχθρητες με κανένα. Είχε και σπίτι βολικό: καμαρόσπιτο με πέτρινα πεζούλια και στην περίσταση 'κονομήθηκαν από τη γειτονιά άλλα τρία λυχνάρια κι έτσι είχαμε φωτισμό «άπλετο». Σε λίγο γέμισε το ισόγειο ανθρώπους με ντουφέκια, μαχαίρια, κιάλια και φυσεκλίκια ξομπλιαστά. Ο πρωτόγερος μάλιστα του χωριού ο Βοτζοσπυρίδος ήρθε με τσόχινα σαλβάρια, με άρματα ασημόδετα και με καδένα ασήμι στο λαιμό. Ελόγου μου με το Μανώλη είχαμε αφήσει τ' αυτόματά μας στην Αράδαινα και ήρθαμε — για να φανούμε πιο φιλικοί — μόνο με τα περίστροφα. Όταν βγήκε ο δίσκος κι ήπιαμε κάμποσες απανωτές ρακές με στραγάλια, αρχίσαμε την ομιλία. Και το πρώτο που πληροφόρησα τους Αϊγιαννιώτες ήταν πως: «επειδής η μοίρα τάφερε έτσι να λογαριαζόμαστε κιόλας νικημένοι εδώ στην Κρήτη, και για το λόγο ότι ο τόπος σας είναι τέτοιος, όλο και θα μας βλέπετε συχνότερα. Και πρέπει να σας ξεκαθαρίσω πως όπως και τώρα, παρά την από παραξήγηση δική σας όχθρητα, εμείς σας λογαριάζαμε και θα σας λογαριάζομε φίλους μας· κι όπως Digitized by 10uk1s
ως τώρα δε σας θίξαμε σε ζωή, τιμή, περιουσία και στο μέλλον θα σας έχομε τον ίδιο σεβασμό και την ίδια εχτίμηση. Ζητάμε όμως και μεις από σας να μην πείτε ποτές στον αντίπαλο — καθώς είναι κιόλας το έθιμο — πού φάνηκε και πού πηγαίνει το χνάρι και ο ίσκιος μας. Και λογαριάζω ακόμης πως τώρα που εσείς είσαστε οι δυνατοί και μεις είμαστε οι αδύναμοι, θα γενώ πιστευτός να σας πω πως ο αγώνας που εμείς κινήσαμε είναι και δικός σας αγώνας. Εμείς οι αγρότες μαζί με τους εργάτες της πολιτείας παράγομε το ψωμί και χτίζομε το ναό· κι ό,τι χαλικάκι κουνηθεί στο φλύδι και στα έγκατα της γης, δουλειά δική μας είναι. Αλλά εμείς πάλι είναι που τα στερούμαστε ούλα γιατί ο κόσμος που ζούμε πλημμύρισε από τ' άδικο κι οι αδικητάδες πνίξανε το δίκιο ολότελα». Ήθελα να πω κι άλλα πολλά αν και κείνος ο εαυτός μου δεν ήτανε σαν τούτονε τον τωρινό που επειδής είναι αδύνατος και τούλειψε η αξιοσύνη για τα έργα, ροζονάρει σαν του λάχει συντροφιά ολημερνήσιως της ημέρας. Ο τοτεσινός δε μιλούσε, παρά σαν του λάχαινε τέτοια ευτυχία να μιλάει με χωριάτες, γιατί χωριάτης και τσαγκάρης όπως ήτανε ακόμης τότες, τους ένιωθε αυτούς και κείνοι τόνε νιώθανε. Ύστερα μιλούσε σ' έναν παρθένο κόσμο, γιατί πρώτη φορά τούτος ο κόσμος άκουε κομμουνιστή ομιλητή. Αλλά κι από τους άλλους ας πούμε τους βουλευτάδες που κάποτες γυρνούσανε για ψήφους, δεν φτάνανε σ' αυτή την άκρη κόσμου και μόνο σαν η Κρήτη είχε σηκωμό, ακούανε λόγους και γέμιζαν ξενουριά τα καμαρόσπιτά τους. Θα μιλούσα το λοιπός πολύ. Είχα πιει και τις ρακές, αλλά κατιτίς μουρμουρούσαν οι άνθρωποι κι άξαφνα πετάγεται ένας στη μέση του καμαρόσπιτου: «Αυτανά απού μάσε λέεις ελόγου σου μας αρέσουσι και μεις τα κουβεντιάζομε συναμεταξύ μας την πάσα ημέρα. Μα ο συναγωνιστής σου θέλει να μάσε φέρει επά ελευτερίες που δεν τίσε θέλομενε μεις... Είναι κι ο θεός που βούλεται να τόνε χαλάσει· μα εκειά πούν' αυτός είντα ανάγκη τον έχει!..». Ο κακομοίρης ο Μαλεφαντρουλής που καθότανε στον παραστάτη της καμάρας κάτω από τον ένα λύχνο και κολλητά με τη γυναίκα του ξαφνιάστηκε σα να του πέφτανε καρύδια στο κεφάλι. Διάολε: τόνε κατηγορούσε ένας χωριανός του!.. Ρώτησα τον άνθρωπο αν θεωρούσε «κακό πράμα νάμαστε λεύτεροι και με την παστρικιά ψήφο μας να φέρνομε ένα βασιλιά κι όταν πάλι δε μας αρέσει να τον διώχνομε το βασιλιά πάλι με τη δικιά μας παστρικιά ψήφο· ν' ανεβάζομε κυβέρνηση και να κατεβάζομε κυβέρνηση εμείς οι ίδιοι που θάμαστε οι κυβερνημένοι κι όχι οι ξένοι κι οι δικοί μας πλουτοκράτες. »Αυτές, τους είπα, είναι οι «ελευτερίες» που λέει ο συναγωνιστής κι όχι άλλες. Κι ύστερα δέστε ο κακομοίρης με τι θεριό έχει να κάνει και πως τα βγάνει πέρα· κι όχι να θέλει άλλες...». Η γυναίκα του συναγωνιστή ήτανε μια δυνατή σαν αρκούδα αγρότισσα που καμάρωνε δίπλα στον ήρωά της — δεν ήτανε και μικρό πράμα να κουβεντιάζουνται του άντρα της τα πιστεύω στο φτωχικό τους! Ύστερα πιάσαμε κουβέντα και μου κάνανε πολλές ερωτήσεις, τις πιο πολλές μέσα από τ' αστεία, για δεν υπάρχει ίσως άλλος λαός στον κόσμο που στις εκατό λέξεις οι ενενήντα είναι χωρατό κι οι άλλες δέκα σοβαρές, μα που βοηθούνται συναμεταξύ τους να βγει πιο εύκολα και πιο όμορφα το νόημα. Και πουθενά αλλού — όπως πιστεύω — δεν είναι πιο όμορφος και πιο αληθινός ο «Θεός». Κουβεντιάζουνε, κάνουνε αστεία και θυμώνουνε μαζί του, έτσι που σου γεννιέται η εντύπωση ότι αυτοί είναι που τόνε φτιάξανε το Θεό κι όχι ο Θεός αυτούς. Πρέπει να πω ότι σε λίγο διάστημα αυτός ο κόσμος που για ένα χαστούκι μπορούσε ν' αρχίσει μια βεντέτα και να κρατήσει έναν αιώνα, δοκίμασε ξυλοδαρμούς και βρισιές τω χωροφυλάκω, αλλά δεν έκανε πράξη που να ντροπιάζει τη ζωή του. Κρίμα που σβήστηκε εκείνος ο ομηρικός λαός! Είχανε λεφτά και μέσα οι αντίπαλοί μας κι αυτό τους έδινε την υπεροχή. Είχανε αυτοί ένα εκατομμύριο δραχμές κι εμείς μονάχα μια δεκάρα, και για τους κάθε δέκα αντάρτες αυτοί Digitized by 10uk1s
διαθέτανε πενήντα κάθε κατηγορίας οπλοφόρους. Αυτή η υπεροχή και κάμποσα από τα δικά μας καμώματα, έκαναν τους αντίπαλους να φαίνονται πως έχουνε και ηθική υπεροχή κι η προπαγάντα τους από την πιο φτηνή και γελοία, όπως ήταν τα δημοσιεύματα του Γύπαρη και των παπάδων οι κουβέντες, ως την πιο σοβαρή, τα άρθρα του Μητσοτάκη, άρχισαν να πιάνουνε στον κόσμο. Αυτόνε τον καιρό, αρχές της άνοιξης του 1948, κυκλοφορούσανε στα χωριά τω Σφακιώ κάτι χειρόγραφα χαρτάκια: «Η Παναγία εφάνη εις το Όρος. Γράψε και συ δέκα τέτοια χαρτάκια να τα δώσεις σε δέκα ανθρώπους γιατί θα πάθεις μεγάλο κακό». Και γραφότανε και μοιραζότανε χιλιάδες χαρτάκια και στοματικώς διαδιδόταν πως τις μαδάρες θα τις πατήσουνε μιλιούνια στρατιώτες, ο κόσμος θα χαλαστεί και μόνο στα μέσα Σφακιά «από πέτρα κι από ξύλο θα γλυτώσουνε λίγοι άνθρωποι». Αυτά κι άλλα, μαζί με του Βαρδουλάκη τις προετοιμασίες που μιλούσαν για χιλιάδες που από στιγμή σε στιγμή θα εξορμούσαν στα Λευκά Όρη, καλλιεργούσαν ένα κλίμα ζόφου και φοβέρας που όλο και διαπερνούσε τις ψυχές· κι ο κόσμος άρχισε να βλέπει εμάς τους αντάρτες σαν υποψήφιους θανάτου. Αυτό τον ίδιο καιρό γινήκανε από τη μεριά του Δημοκρατικού Στρατού δυο πράξεις που συγκλόνισαν το δημοκρατικό κίνημα και το λαό της Κρήτης: Ο Χρήστος Μπολούδης ένα από τα καλύτερα μεσαία στελέχη του αντάρτικου, πήρε εντολή, κατέβηκε στο χωριό του τα Μεσκλά και σκότωσε τον πατέρα του και μαζί με το γέροντα, ένα Δεληγιαννάκη από τ' Ασκύφου που ήτανε κουμπάροι. Αιτία στάθηκε ότι ο γέρο-Μπολούδης που είχε μείνει έρμος από τα τρία παιδιά του, κατάφερε το μικρότερο γιο του, μαθητή και λίγο ανάπηρο από βλάβη στα μάτια, να καταθέσει το όπλο να μείνει λεύτερος, για να τον έχει συντροφιά. Ο γέρο-Μπολούδης ήταν γνωστός σ' όλες τις ρίζες και στα Σφακιά κι εχτιμιότανε σαν που είχε πάρει μέρος σε πολλές επαναστάσεις του νησιού. Ήταν ένας ογδοντάρης γέροντας με παλιά στολή, αξιοσέβαστος που έσταζε μέλι όταν αφηγούντανε και μια ειρωνία.. Όσο είχε το Χρήστο που του έριξε στην καρδιά εκείνες τις σφαίρες, δεν είχε τους άλλους δυο γιους και την κόρη του κι ο λόγος επειδής από την κατοχή ακόμη ο Χρήστος πήρε το δρόμο το δικό του, της επανάστασης. Αυτός ο γέροντας, ο Σμπωκοχαράλαμπος από τ' Ανώγεια του Ρεθέμνους, ο γέρο-Τσαμαντής από τα Μεσκλά κι ο γέρο-Φυτράκης από τα Παλιά Ρούματα, παλιοί επαναστάτες, όλοι με περασμένα τα ογδόντα, μένουν στην μνήμη μου ολοζώντανοι και τους αγαπώ, μα η ψυχή μου σκυρταει όταν θυμάμαι εκείνο το δολοφονημένο πατέρα. Αυτή η πράξη μού έφερε μεγάλη στεναχώρια. Έπρεπε να δίνω απάντηση στον κάθε Σφακιανό και απάντηση καθαρή: εγκρίνω ή αποδοκιμάζω τη δολοφονία και το φονιά γιο;... «Πρέπει να μάσε πεις για να κατέμε κι εμείς από παέ κι ομπρός με ποιο θα κουβεντιάζομε». Η άλλη πράξη που ζημίωσε ακόμη πιο πολύ το κύρος του αντάρτικου στρατού, κιόλας τον έκανε έτσι που με δυσκολία να λογαριάζεται στρατός... και τον απομόνωσε από τους πιο καλούς υποστηριχτές, τους ανθρώπους του βουνού, είναι ότι η καθοδήγηση στην αδυναμία και την ανικανότητά της να λύνει το πρόβλημα των τροφίμων, όπως κρατούσε τους αντάρτες στα Λευκά Όρη και μαζεμένους κι οι πατάτες του Ομαλού είχαν τελειώσει, άρπαξε από τη ρίζα του Αποκόρωνα ολόκληρο ένα μιτάτο (μιτάτο είναι μια ένωση κοπαδιών για την παραγωγή του τυριού· ένα σόι παραγωγικού συνεταιρισμού που μπορεί να είναι ο αρχαιότερος του κόσμου) από εφτακόσια με οχτακόσια γιδοπρόβατα, τα εργαλεία της τυροκομικής και την παραγωγή και σκότωσε τρεις από τους χτηνοτρόφους κι ακόμα ένα παιδί. Αν θυμάμαι καλά και σε τούτη την επιχείρηση χρησιμοποιήθηκε ο πατροχτόνος, ο δυστυχής ο Χρήστος. Αιτία εφευρέθηκε ότι σε κείνη την περιοχή σκοτώθηκε ένας τραυματίας αντάρτης, ο Γερακομιχάλης, παλιός λαϊκός αγωνιστής και άνθρωπος εξαίρετος 38 κι ότι θα τον είχαν προδώσει οι άνθρωποι του μιτάτου κι επειδής βρέθηκε να έχουν ταυτότητες Μάυδων. Τέτοιες ταυτότητες όμως αυτή την εποχή είχαν προμηθευτεί όλοι οι χτηνοτρόφοι κι όχι μόνο οι δεξιοί, γιατί μια τέτοια ταυτότητα αυτόματα έδινε το δικαίωμα της οπλοφορίας. Το μέτρο το είχε αρχίσει ο Γύπαρης και τώρα ο Βαρδουλάκης, που πρέπει να πούμε ότι στις ικανότητες — κι όπως αργότερα αποδείχτηκε και στη σκληρότητα — και στις μέθοδες ήταν αξεπέραστος, το Digitized by 10uk1s
συστηματοποίησε. Χωριά ολόκληρα, ανεξάρτητα το φρόνημα, τα είχε οπλίσει. Η ταυτότητα του Μάυ έδινε προστασία στον αριστερό χτηνοτρόφο και στο κοπάδι του από την αρπαγή του κάθε κρατικού ή παρακρατικού ένοπλου. Είναι ο καιρός που το κίνημά μας καλπάζει προς τα πίσω. Το μυαλό όμως του Μακριδάκη θολωμένο λόγω απόσπασής του από τον κόσμο και την πραγματικότητα και με σβημένη μέσα του κάθε ελπίδα, τον φέρνει σε απογοήτεψη με το επακόλουθό της την κακότητα και δεν τα πιάνει αυτά. Ο Μπολούδης πάλι τυφλωμένος από τον πιο στείρο φανατισμό του κόσμου, μ' επίπεδο χαμηλό και γνώσεις λίγες, δεν έχει γνώμη δική του, δεν ψάχνει για το καλό και το κακό του κινήματος και δε νοιάζεται παρά το πώς να εχτελεί κάθε διαταγή.
Αυτή η πράξη ήρθε σαν παράλληλη από τις προετοιμασίες του Βαρδουλέ. Έλαχε οι σκοτωμένοι να μην είναι όλοι της δεξιάς και τα πιο πολλά από τα γιδοπρόβατα ν' ανήκουν σε αριστερούς. Έτσι η αγανάχτηση του κόσμου ήτανε γενική. Συγκίνηση προκάλεσε ότι ένα μερίδιο από το κοπάδι άνηκε στη χήρα Πατσούραινα με πολλά ορφανά παιδιά, επειδής ο αριστερός άντρας της είχε εχτελεστεί από τους Γερμανούς στην κατοχή. Ο Βαρδουλές βέβαια δεν παράλειψε να εκμεταλλευτεί την περίσταση και παρακίνησε με τους ανθρώπους του τη συγκρότηση σ' ένοπλες ομάδες των χτηνοτρόφων που αυτή την εποχή — καλοκαίρι — βρισκόταν πάνω στα Λευκά Όρη για την υπεράσπιση των κοπαδιών και της παραγωγής τους. Άντε τώρα να τα βγάλεις πέρα μ' αυτόνε τον άξιο στ' άρματα, στο βουνό και παντού κόσμο. Θυμάμαι την πίκρα και την εντροπή μου όπως έβλεπα κι ένιωθα την επιφύλαξη και την εχθρότητα του κόσμου. Βάδιζα με σκυμμένο κεφάλι. Νόμιζα πως και τ άψυχα έπαψαν να είναι φιλικά και οικεία μαζί μου. Γιατί βέβαια επειδής δεν ήξερε για τις καθαιρέσεις και τους άλλους κατατρεγμούς μου, με λογάριαζε, αν και μ' έβλεπε να κάθομαι αργόσχολος εδώ στα Σφακιά, έναν από τους υπεύθυνους της τέτοιας πολιτικής.
Αυτόνε τον καιρό της αρπαγής του μιτάτου με τα πρόβατα — λίγο πιο μπροστά ή πιο πίσω — γίνηκε μια δεύτερη επιδρομή χωροφυλάκων στο Φάραγγα αυτή τη φορά — όπως μαθεύτηκε — με κεφαλή τον ίδιο τον Βαρδουλάκη. Στο Φάραγγα βρισκότανε εβδομήντα έξι αντάρτες και η πληροφορία της επιδρομής έφτασε στον καιρό της. Οι αντάρτες ως τον τελευταίο είδανε μια ευκαιρία — λαχείο να εξοντώσουνε αυτό το απόσπασμα. Για κακή τύχη όμως στη Σαμαριά αναπαυότανε και ο Τσιτήλος. Αυτός ο δυστυχής — όπως πάντα — έχασε την ψυχραιμία του, έβαλε τα κλάματα και φώναζε: «Πηγαίνετέ με εκεί που είναι ο Γιάννης» (δηλαδή στην Αράδαινα). Στην επιμονή όμως των ανταρτών κι αφού τον εξασφάλισαν, να τους βαρέσουν, έφερε πάλι αντίρρηση ότι θα «έκαιγαν» τα έξι μ' εφτά παλιόσπιτα της Σαμαριάς... Έτσι οι χωροφύλακες τράβηξαν ίσια στη Σαμαριά κι άρχισαν να βάζουν φωτιά. Μια γυναίκα όμως η Βιγλοβαρδίνα, πανέξυπνη και γλωσσού, έτρεξε και είπε στους χωροφύλακες: «Μα είντα κάνετε μωρέ κακορίζικα! τα σπίτια μάσε καίγετε παιδιά μου;.. Γλακάτε να φύγετε γιατί κατεβαίνουνε σαν εκατό αντάρτες και θα σάσε χαλάσουνε». Αυτό έφτασε για να το βάλουν στα πόδια αρπάζοντας όμως ένα κοπάδι γίδια κι αφήνοντας το σπίτι των Βίγληδων στις φλόγες. Αλλά στην ώρα έφτασε ο «Κακοζωσμένος» (ο Σήφης Βίγλης), τους πήρε ξωπίσω με ντουφεκιές και παράτησαν το κοπάδι. Δεν θυμάμαι πότε βρέθηκα στη Σαμαριά, τότες αμέσως ή αργότερα, αλλά σαν να είναι αυτή η στιγμή βλέπω τη μαυροφορεμένη ευγενικιά εκείνη γερόντισσα τη Βίγλαινα να κλαίει: «Γιάννη μου», υγιέ μου!... τόσοι άντρες και να φύγουνε. Αν ζούσε μένα ο Ρούσσος μου κι ο Θόδωρός μου (άντρας και γιος της) δε θα μου καίγανε το σπίτι μου...». Κι ο Τσιτήλος θα μου πει: «...Γίνουνται και λάθη... αυτό το λάθος (να μη χτυπηθούν κι εξοντωθούν οι χωροφύλακες) το έκανα εγώ... το παραδέχομαι...». Digitized by 10uk1s
Αυτή ήτανε η δεύτερη επιδρομή, η «πρόβα τζενεράλε». Κι όλα δείχνανε ότι γρήγορα θα πέσει το κάστρος μας.
Αυτόνε τον καιρό που γινήκανε τα παραπάνω που λέω, είχα αφήσει την Αράδαινα και μαζί με το Σταύρο Χατζηγρηγόρη φτάσαμε εις τ' ανατολικά Σφακιά. Και σε τούτο το κομμάτι της επαρχίας κοντά από χρόνο τώρα, από τότες που αφοπλίστηκε ο σταθμός τω χωροφυλάκω στον Καλλικράτη, δεν ύπαρχε σκιά κρατικής εξουσίας. Είχαμε περάσει νύχτα από τ' Ασκύφου γιατί το μέρος κρατιόταν από χωροφύλακες και παρακρατικούς και φτάσαμε χαράματα στο υψίπεδο τ' Ασφέντου. Κείνη την ώρα άρχιζε να ρίχνει πυκνές χιονονυφάδες. Ήταν 23 του Απρίλη του 1948. Την άλλη μέρα επειδής η χιονιά συνεχιζόταν κι οι χτηνοτροφοι με τα κοπάδια τους γύρισαν στο παραθαλάσσι, μας πήραν και μας έφεραν πάνω από το Βουβά που είναι το χωριό που παραχειμάζουν οι Ασφεντιώτες. Εδώ επειδής είχε αρχίσει ο κόσμος να φοβάται μας έκρυψαν σε μια σπηλιά που βρισκόταν ψηλά, μέσα σε μια μικρή χαραδρούλα με το άνοιγμά της κατά το Λιβυκό. Έτσι το μάτι αγνάντευε όσο ήθελε... Ήταν η πρώτη φορά που θα κατοικούσα σε σπηλιά και μου έφερε στεναχώρια αφάνταστη... Και που να ξέρω... ότι στα επόμενα πέντε χρόνια θα ήτανε πολυτέλεια όταν θα μπορούσα νιώθοντας ασφάλεια, ν' αναπάψω το κόκαλό μου πάνω στη στέγνη και τη ζεστασιά ενός σπήλιου. Εδώ μας είχε στη φύλαξη και στην προστασία του ένας μεσόκοπος οικογενειάρχης ο Προκόπης Μπολιώτης, έφεδρος αξιωματικός των πολέμων και διοικητής λόχου στον ΕΛΑΣ. Ήτανε ο άνθρωπος με το πιο πολύ κύρος σ' όλη τη Σφακιανή επαρχία, ωραίος, συνετός και με άφταστα φιλόξενα αιστήματα· ήταν η προσωποποίηση της ανθρωπιάς. Μας έφερνε τα νέα χωρίς να τα σχολιάσει, αν και ήταν αντίθετος με την τέτοια έξαλλη πολιτική, με ψυχραιμία, όσο δυσάρεστα κι αν ήταν. Αυτές τις μέρες που καθόμαστε σ' αυτή τη χαραδρούλα ανέβηκε ο Βαρδουλάκης με πολλή και παρδαλή δύναμη (χωροφύλακες, Μάυδες και εθνοφρουρούς) στην Ανώπολη κι όλα δείχνανε ότι τα Λευκά Όρη κι ο Φάραγγας θα χτενιζότανε σύντομα. Εδώ είχα προσπαθήσει να μαζέψω λίγους αντάρτες που βρισκότανε κατά δω (ο Μανουσογιάννης στη Νίμπρο, ο Αντρέας Γιωργιλής στον Καλλικράτη κι ο Αντρέας Νταραντούλης στον Καψοδάσο), αλλά κατάφερα να πάρομε μόνο το Γιωργιλή. Ο Νταραντούλης γκρεμίστηκε απ' ένα μουλάρι κι ο Μανουσογιάννης απόμεινε στη Νίμπρο. Λογάριαζα μ' αυτούς να κινήσομε τους λιποτάχτες και την Αυτοάμυνα στα δυτικά Σφακιά, αλλά να τώρα που πρόφταξε ο Βαρδουλές κι εγκαταστάθηκε κει αντουφέκιστος. Απ' εδώ όμως στέλνοντας συνδέσμους είχα πάρει πολλές και καλές πληροφορίες: Απ' όλη την Κρήτη είχανε κινήσει κάθε λογιού κρατικές και παρακρατικές δυνάμεις για τα κέντρα εξόρμησης γύρω από τα Λευκά Όρη. Στο Ρέθυμνος στο χτήριο της διοίκησης Χωροφυλακής είχε απομείνει μοναχά ένας χωροφύλακας. Από την ηπειρωτική Ελλάδα δεν διαθέσανε αυτή τη φορά ούτ' ένα στρατιώτη.
Καθήσαμε κάμποσο σε κείνο το λημέρι ανάμεσα Βουβά κι Ασφέντου και δεν μπορώ να πω πως είχαμε κακή πόρεψη ή ότι δεν ήταν το μέρος ρονταντικό, με λουλούδια κι αρώματα και κελαϊδήματα πουλιών. Εδώ κάναμε και το Πάσχα. Ύστερα η συντροφιά του Χατζηγρηγόρη μου μένει αξέχαστη: ήτανε μορφωμένος, καλού χαρακτήρα και αγωγής άνθρωπος, αλλά για πολύν καιρό έψαχνε να βρει σε πιο σκαλί της μάθησης βρισκόμουνα ελόγου μου και με είχε βαθμολογήσει της Ανωτάτης γεωπονικής. Τον έβγαλα βέβαια γρήγορα από τέτοια εχτίμηση, λέγοντάς του ότι δεν έχω πάει σε σχολειά κι ότι κείνα που ξέρω μου τα έμαθε το ΚΚΕ. Σ' αυτόνε συνέβη να μ' εχτιμήσει πιο πολύ· το αντίθετο απ' ό,τι στους μεγάλους καθοδηγητές που αυτοί σε μετρούσανε —έτσι βολευότανε— σύμφωνα με το θρανίο όπου είχες καθήσει. Digitized by 10uk1s
Μόλις μάθαμε για τις κινήσεις του Βαρδουλάκη στα μέρη της Ανώπολης ζυγώσαμε κατά τ' απάνω Αγόρι όπου είχαν στηθεί τότες τ' ανωπολίτικα μιτάτα. Εκεί από τον υπεύθυνο της Αυτοάμυνας μάθαμε λίγα από τα σπουδαία του Βαρδουλάκη στην Ανώπολη: Όταν έφτασε με το φουσάτο του κάλεσε σε συγκέντρωση το χωριό για να πει και να προτείνει στους λιποτάχτες πως: α) είναι ελεύθεροι να πάνε αντάρτες αν το επιθυμούνε β) ότι αν το θέλουνε, γίνουνται χωροφύλακές του ή αν δεν θέλουνε ούτε το ένα ούτε το άλλο, τους απομένει να πάνε στρατιώτες. Κάτι τέτοια χουβαρνταλίκια ήτανε ταιριαχτά στο χαραχτήρα αυτουνού του αντίπαλου που διάθετε για τον καθένα αντάρτη σαράντα ένοπλους κι ένα ποταμάκι δολλάρια κι άλλο από άλλα μέσα του πολέμου. Είχε λοιπόν αυτά τα πασαλίδικα φερσίματα. Φύγανε λοιπόν οι λιποτάχτες απ' όλη την επαρχία και κατατάχτηκαν στρατιώτες — τι άλλο μπορούσαν να κάνουν; Μ' αυτόνε τον ανώδυνο τρόπο ξεκαθάρισε τα «μετόπισθεν» της γραμμής του όπως θα λέγαμε. Μια επαρχία υποτάχτηκε· τις άλλες γύρω στα Λευκά Όρη επαρχίες τις είχαμε αφήσει από μόνοι μας με την κατά βάθος κλιμάκωση» πάνω από ένα χρόνο τώρα στον αντίπαλο. Έτσι τα Λευκά Όρη ζώστηκαν από Σφακιά, Σέλινο, Κυδωνία κι Αποκόρωνα. Στο μεταξύ τέλειωνε ο μήνας Μάης κι αν θυμάμαι καλά τις νύχτες έλιαζε ένα ωραίο καταστρόγγυλο φεγγάρι.
Εμείς οι τρεις (Χατζηγρηγόρης, Γιωργιλής κι ελόγου μου), μια που στην περίσταση κρατιόταν η Ανώπολη, ανεβήκαμε στα Λευκά Όρη που ήτανε κιόλας ακόμα λευκά από τα πολλά χιόνια κείνης της χρονιάς και βαδίζοντας δυτικά όλη τη μέρα φτάσαμε ώρα μεσάνυχτα βόρεια τ' Αϊ-Γιάννη στην τοποθεσία Κοπράνα. Το μέρος έχει πυκνό δάσο κι εδώ βρίσκεται η σπηλιά του Κορμοκόπου με λιγοστό τρεχάμενο νερό γιατί σε τούτα τα νοτικά πλευρά της μαδάρας μπορεί να βαδίζεις μια ολάκερη μέρα κι αν δεν έχει χιόνι, δεν θα βρεις δρόσο να βρέξεις το στόμα σου. Εδώ κοιμηθήκαμε καλά, ξεκουραστήκαμε και ψήσαμε το κρέας που κρατάγαμε, στη σούβλα επειδής ψηλά στις κορφές είχα σκοτώσει τρία αγριοκάτσικα. Κοιμηθήκαμε πάλι εδώ και το πρωί θα φεύγαμε για το Φάραγγα. Αποβραδίς όμως όπως φύλαγε ο Σταύρος παρατηρητής είδε έναν ένοπλο να περνάει κάτω από το ύψωμα που στεκόταν, χωρίς να του μιλήσει. Αν και ο Σταύρος νόμιζε ότι ο ένοπλος δεν τον είδε (εδώ κι οι άνθρωποι έχουνε τα μάτια του αετού) υποψιάστηκα ότι ήτανε σταλμένος για πληροφορίες, γιατί αν ήταν φίλος μας θα μας μιλούσε. Κοιμηθήκαμε εκειδά αλλά είπα στους συντρόφους μου ότι στις δυόμισι το πρωί θα τους ξυπνούσα. Σ' ελόγου μου είχε προσαρμοστεί η σκέψη κι ο κόσμος μου με το ρολόι. Ξυπνούσα όποτε ήθελα και πάνω στο λεφτό. Το αυτί δούλευε και τα μάτια του νου ολάνοιχτα και κείνα. Ο Σταύρος κοιμότανε βαριά, ρουχάλιζε, ήθελε πολύ ύπνο κι αγγουροξύπναγε σαν το παιδί. Θυμάμαι αυτό τον ωραίο άνθρωπο να μου παραπονιέται σαν τον τραβούσα να σηκωθεί και να λέει ότι μόλις που τον είχε πάρει ο ύπνος, ενώ κοιμότανε έξι σωστές ώρες. Όταν φτάσαμε στη σπηλιά με το νερό γίνηκε σωστός καυγάς από μένα και τους συντρόφους μου. Και δεν ήταν μονάχα ο Χατζηγρηγόρης κι ο Γιωργιλής. Ήταν ακόμα δυο αντάρτες, αλλά όσο κι αν έστιψα τη θύμησή μου δεν μου έφερε ποιοί ήταν και πούθε τους βρήκαμε. Έπρεπε να βιαστούμε να μη μας πάρει το χάραμα και στο μεταξύ άκουσα τις πέρδικες να ξυπνάνε. Σαλτάρισα μέσα στη σπηλιά, πήρα αγκαλιά γυλιούς και ντουφέκια, σπρώχνοντας και τους συντρόφους μου που νύσταζαν ακόμης. Αυτωνώνε τ' απομέσα μάτια δεν βλέπαν όπως έβλεπαν τα δικά μου τ' αποσπάσματα του Βαρδουλέ που ζυγώνανε. Είχα τέτοια βιασύνη που άφησα απλωμένες ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες που στα γρήγορα είχα πλυμένες... Κιόλας αυτές οι κάλτσες γινήκαν θέμα του Χανιώτικου τύπου ότι ήταν οι κάλτσες της... Γιωργίας. (Βλέπετε ο Βαρδουλάκης τραβούσε στην εκστρατεία του και καλαμαράδες του τύπου). Τέλος μπήκαμε στο μονοπάτι. Εδώ ανοίγεται ο Φάραγγας του Κορμοκόπου που σου φέρνει ένα παράξενο δέος κι ένα αίστημα για τα Τάρταρα του Άδη. Σε κάμποσα μέρη το πέρασμα γίνεται πάνω από δοκάρια που οι ντόπιοι τα έχουνε τετιώσει κολλητά του γκεμνού. Τέλος φτάσαμε σ' ένα υψωματάκι και μπροστά μας ανοιγόταν μια βαθιά Digitized by 10uk1s
χούνη. Όταν γείραμε λίγο καθήσαμε, τυλίξαμε κι ανάψαμε τσιγάρο. Ύστερα για να μαλακώσω τους συντρόφους, είπα σαν να κουβέντιαζα αμοναχός μου: «Είμαι βέβαιος πως τώρα δα είναι κυκλωμένη η σπηλιά». Ο Γιωργιλής, καλοπροαίρετος και σαν γνήσιος Σφακιανός ευφάνταστος, πήρε τα κιάλια ζυγώνοντας πίσω απ' ένα πεύκο στο τσουνί, αλλά πριχού τα θέσει στα μάτια, γυρνώντας κατά μας μουρμούρισε: «Στο κούτελο πάνω από το σπήλιο στέκουνται καμπόσοι κι άλλοι στο πέρα πλευρό κι άλλοι τραβάνε κατά τη μπούκα». Σηκώθηκε τότες κι ο δικηγόρος, έβγαλε τα μυωπικά γυαλιά τετιώνοντας στα μάτια του τα κιάλια. Κατιτίς διανέρισε από τις κινήσεις των χωροφυλάκων και γυρνώντας κατά μένα που πριν από λίγο μου πέταξε καθώς τον έσπρωχνα έξω του σπήλιου λόγια βαριά, σαν νάθελε να πει από κείνα τα συγγνώμη και τα τέτοια, αλλά καθώς φάνηκε του φάνηκαν λίγα κι απόμεινε να με κοιτάει σαν όντο ξωτικό και παράδοξο που κάνω τέτοια μαντέματα... Κι ανάθεμα τη μοίρα που τάφερε έτσι: να κοιτάω τώρα δας, από μακριά τριάντα χρόνους, εκείνο τον άξιο εαυτό μου, το γεμάτο οργή, καλότητα κι έρωτα ατέλειωτο για τα καλά στον κόσμο να παραδέρνει μέσα στην τέτοια καταφρόνια... Όταν εφύγανε οι χωροφύλακες πίσω, κατηφορίσαμε κι εμείς κι αντιδέρνοντας κατά το Αγγελοκάμπι πιάσαμε στο ξέχυμα τους Χαλασέδες που μας έφεραν ίδια στην Άγια Ρούμελη. Είμαστε κουρασμένοι και μπήκαμε σ' ένα σπίτι για νερό, αλλά στη στιγμή ήρθανε πολλοί άντρες και γυναίκες· φωνάζανε ότι ο Βαρδουλές θα καταβρέξει από αεροπλάνα το Φάραγγα με βενζίνη και θα του ρίξει φωτιές κι ένα γύρω στις κορφές οι στρατιώτες θα ρίχνουν όλμους και ψιλή φωτιά. Εξηγήσαμε στον κόσμο πως αυτό το σχέδιο δεν έχει εφαρμογή, αλλά και μόνο το ότι θα δίναμε μάχη εκεί για να κρατήσομε το Φάραγγα, έφτανε για να τρομάξει αυτούς τους ανθρώπους. Φύγαμε αμέσως για τη Σαμαριά. Όταν φτάσαμε στο δεύτερο στένεμα του Φάραγγα —πόρτα— που σιμώνουνε το 'να τ' άλλο τα δυο γκρεμνά ως πέντε μέτρα, είδαμε στημένο το πρώτο οπλοπολυβόλο μας και μια ομάδα αντάρτες. Μας υποδέχτηκαν μα φαινόταν πως το ηθικό τους δεν ήτανε για μάχη. Όταν τους είπε ο Γιωργιλής που κιόλας ήτανε μόνιμος ανθυπασπιστής του στρατού πως το μέρος που έχουν στήσει το ομαδικό τους όπλο είναι το πιο ακατάλληλο και τους έδειξε ένα ύψωμα να το στήσουν που απ' εκεί απαγορεύει στον αντίπαλο το πέρασμα δίχως να κινδυνεύει η δική τους ζωή, απάντησαν: «Εμάς μας είπαν να το στήσομε εδώ κι εδώ θ' απομείνει». Προσπαθήσαμε ακόμα λίγο να μεταπείσομε τους ομαδάρχες μα στάθηκε αδύνατο. «Ως κι εδώ φτάνει Ακροναυπλία το πνεύμα κι ο ίσκιος σου;» συλλογίστηκα. Αλλά τώρα έτρεχε το μυαλό μου σε άλλα πιο μεγάλα από το κακό στήσιμο ενού μισοπολυβόλου: Πώς θα μπορούσα να πείσω αυτούς τους ανθρώπους ν' αφήσομε το Φαράγγι όσο ήταν ακόμη καιρός. Κιόλας οι αντίπαλες δυνάμεις είχαν αφήσει τα κέντρα εξόρμησής τους και χτενίζοντας τα Λευκά Όρη βάδιζαν προς το κέντρο με διάταξη τέτοια που ν' αναγκάσουνε τους αντάρτες να καταφύγουν στο Φάραγγα και κει να τους λιανίσουν. Ο αντίπαλος βλέπετε δεν ήξερε ότι θα μας έβρισκε μαζεμένους κει μέσα, ότι λογαριάζαμε να κάνομε κάστρο μας την πιο βαθιά χαρακιά στο έδαφος της Κρήτης!.. Όταν φτάσαμε στη Σαμαριά, βρήκαμε το στρατόπεδο πιο κει που ο Φάραγγας ανοίγεται σ' ένα μικρό ταυ. Ήταν στις οχτιές ενού ξεροπόταμου που τώρα κυλούσαν και βρυχιότανε πάνω στις μαρμαρόπετρες μπόλικα γάργαρα χιονόνερα. Από δεξιά ένα χαμηλογκρέμι κρεμούσ' έναν ακέραμο και κάτω του κάπνιζε μια φωτιά. Εκεί βρήκα τον Τσιτήλο καθισμένο κοντά στο πυρομάχι να παίρνει το μεσημεριανό του μ' ένα κομμάτι κρέας. Δίπλα κρεμότανε τσαντήλες με μπασκί, σακκούλες με γιαούρτι κι άλλα της τυροκομικής (εδώ βλέπετε είχε φτάσει το αρπαγμένο κοπάδι του Αποκόρωνα). Πάνω στην πυροστιά καθόταν ένα πελώριο καζάνι που έβραζε κρέας, το μεσημεριανό συσσίτιο των ανταρτών. Επειδής στο τυροκομείο μύριζε μια μπόχα ξυνίλας κι είχε κόσμο, πρότεινα στον Τσιτήλο να πάμε πιο κει, πίσω από κάτι μεγάλες πικροδάφνες. «Υποφέρουν οι αντάρτες, μου λέει, από ευκοιλιότητα εξαιτίας τις κρεατόμυγες που γεμίζουν το κρέας από τ' αυγά τους». «Μπορούσε να μην υποφέρει κανείς». «Να προφυλάσσεται και να καθαρίζεται καλά το κάθε σφάγιο και ύστερα να βράζεται. Από μια τέτοια κατάσταση μπορεί να νικηθεί ένας στρατός», του λέω. Θυμάμαι εκείνη την Digitized by 10uk1s
εικόνα κι αηδιάζω και θλίβομαι ακόμα. Το μέρος που στρατοπέδευαν οι αντάρτες βομβούσαν σμήνη από κρεατόμυγες, ήταν γεμάτο από ανθρώπινες ακαθαρσίες, κόπρια και σάπια έντερα, πατσές και αίματα βρωμισμένα, απλωμένα γιδοτόματα στις πικροδάφνες κι όλα τούτα μαγάριζαν και βρώμιζαν ετούτο τ' όμορφο τοπίο που τούτη την ώρα το έλουζε ένας καυτός μεσημεριάτικος ήλιος. Θυμήθηκα ένα άκρο δεξιό χτηνοτρόφο από τον Πρασέ, το γέρο Κανίτσο που μου σύστησε για καλύτερο φάρμακο στην τέτοια δηλητηρίαση το ξεροψημένο στα κάρβουνα αρνίσιο κρέας. Και πραγματικά αυτό το φάρμακο σταματάει και θεραπεύει κάθε ευκοίλια κατάσταση και μάλιστα αμέσως. Σκέφτηκα και τρόμαξα αν υποχρεωνόμαστε σε σύγκρουση με τις δυνάμεις του αντίπαλου με τους αντάρτες σε τέτοια αθλιότητα. Μετά απ' όλα τούτα τα βιαστικά για τον καταυλισμό και τα χάλια του, ενημέρωσα το γραμματέα με κάθε λεπτομέρεια για τις προετοιμασίες, τις προθέσεις και τις κινήσεις του αντίπαλου. Όλες οι πληροφορίες μου διασταυρωμένες με τις δικές του βρέθηκαν να είναι σωστές. Ρώτησα ύστερα το γραμματέα ποια ταχτική έχει αποφασιστεί στην περίσταση. «Θα κρατηθεί ο Φάραγγας», μου απάντησε ξερά. Και τώρα ύστερα από τόσα χρόνια λέω πως είναι η πιο μεγάλη ασυναρτησία που έχω ακούσει στη ζωή μου. «Είμαστε ένας προς πενήντα του αντίπαλου», του λέω. «Αλλά και με δίχως μάχη αν μας αποκλείσει εδώ, θα ψοφήσομε από πείνα κι αρρώστιες. Και δεν χρειάζεται πάνω από εκατό άντρες να πιάσει πέντε για δέκα περάσματα και είμαστε αποκλεισμένοι. Η σωστή ταχτική σύντροφε, είναι να βγούμε απ' εδώ μέσα στην κατάλληλη στιγμή, να βρεθούμε πίσω του αντίπαλου φέρνοντάς τον έτσι σε απελπισία κι απογοήτεψη. Να ταλαιπωρήσει και να κουράσει αυτός τις δυνάμεις του και μεις σαν το θελήσομε φτάνομε ακόμα κι ως μέσα στα Χανιά». Του είπα πολλά μα γρήγορα κατάλαβα πως ήτανε μάταιο να μιλάει κανείς για τα τέτοια σε άνθρωπο που δεν ήταν φτιαγμένος για τέτοιες δουλειές. Θυμήθηκα την Ακροναυπλία όταν κατέβαιναν οι χιτλερικοί και κουβέντιαζα πάλι στον ίδιο άνθρωπο να βγούμε απ' εκεί μέσα, μόνο που τότες δεν ήτανε αυτός στα πρώτα κουμάντα. Τέλος, μα όπως κατάλαβα, μόνο για να τελειώνει μαζί μου γιατί κουραζόταν όταν ένα θέμα τον έβανε σε σκέψη, μου είπε πως επειδής η πρότασή μου είναι σοβαρή, θα τη συζητήσει με τους συνεργάτες του και μου λέει. Την επόμενη μέρα εξαιτίας που έμαθα απ' τους αντάρτες ότι ετοιμαζόταν ανταρτοδικείο για να σκοτώσουν έναν αγωνιστή τον συνάντησα πάλι. Θυμάμαι αξέχαστα που τον βρήκα να κάθεται μόνος του δίπλα από ένα μικρό καταρράχτη χιονόνερου και να ρεμβάζει. Με κάλεσε να καθήσω και πήρε ν' απαγγέλει στίχους απ' ένα ποίημα, όπως μου είπε του Παλαμά, που οι ρίμες του είχανε πολλά ρο ταιριαχτά με τα ρο, ρο του νερού όπως κατρακυλούσε κι αναθυμήθηκε πάλι ότι σαν ήταν μαθητής του Λυκείου τ' άρεσε η μουσική και μάθαινε βιολί... Λυπήθηκα αυτόνε τον άνθρωπο με την τέτοια ευαίστητη ψυχή και τον άφησα κάμποσο να ξεσπάσει σε ρεμβασμούς που ανάβλυζαν από το εντός του από μια αντίδραση σε κείνη την αδυσώπητη πραγματικότητα με την υποψία του θανάτου. Όταν του έκανα λόγο για το ανταρτοδικείο και τις αστήριχτες κατηγόριες σ' έναν απ' τους καλύτερους αγωνιστές του Δ.Σ. στα Λευκά Όρη, δεν μου είπε το ενάντιο, αλλά χαμηλώνοντας τη φωνή του σε κείνους τους θορύβους —λες και δεν ήθελε να την ακούσει ούτ' αυτός ο ίδιος— είπε: «Ξέρεις Γιάννη ότι πολλοί αντάρτες σκέβουνται να παραδοθούνε... ότι κινδυνεύομε κι ότι υπάρχει πολλή δυσαρέσκεια εναντίον μας;...». «Ναι σύντροφε γραμματέα· αλλά μια εχτέλεση και μάλιστα άδικη σε τούτη την κρίσιμη στιγμή που πρέπει να λογαριάζομε ότι είμαστε κιόλας κυκλωμένοι απ' τον αντίπαλο, θα φέρει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα». Ήταν όμως μάταιο όσα και ν' απόδειχνα του ανθρώπου, επειδής τα χαρτιά του αγωνιστή είχανε βγει σε απόφαση που πάρθηκε σε συνεδρίαση των κομματικών μελών του αντάρτικου με εισήγηση του Δημήτρη Μακριδάκη. Σύμφωνα με τα έθιμα εκείνου του καιρού η κάθε εισήγηση του κάθε γραμματέα μικρού ή μεγάλου, ήτανε από τα πρώτα κι απόφαση. Δεν εξακρίβωσα γιατί αυτός ο άνθρωπος διάλεξε να σκοτώσει αυτό τον αντάρτη που ήταν κοντοχωριανός του από τη Λικοτιναρά του Αποκόρωνα, Λεωνίδας Κωστουράκης λεγόταν και ήταν από τους πρώτους αντάρτες που είχε μαζί του ο μακαρίτης ο Digitized by 10uk1s
Σπανουδογιώργης και δε θα περνούσε στην ηλικία τα εικοσιπέντε χρόνια.
Όταν γινότανε η «δίκη» ένιωσα την πιο μεγάλη εντροπή, ότι δεν μπόρεσα να χαλάσω μια τέτοια πράξη κανιβαλική, μια ανθρωποθυσία που γινότανε για να επιβάλει τον τρόμο στους πιο εύψυχους ανθρώπους απ' όσους έχω συναντήσει στη ζωή μου. Ένας από τους ανταρτοδίκες ο Σκυλούρης (Σκαλίδης) από οικογένεια επαναστατική της Κίσσαμος, σκιζότανε ότι το θύμα βούλιαξε τον κομμουνισμό, κάθε όσιο και τον αντάρτικο στρατό. Ο Σταύρος Χατζηγρηγόρης που μόλις είχαμε φτάσει εδώ, του άρχισαν καλοπιάσματα και ψησίματα, διορίστηκε συνήγορος της «υπεράσπισης» και είπε και τούτος (ο δικηγόρος στο επάγγελμα) πιο πολλά απ' όσα σέρνει η σκούπα για την «υπεράσπιση» ενού αγωνιστή που καλά-καλά δεν γνώριζε ούτε αυτόνε ούτε τα φταιξίματα ουδέ τη δράση του. Πόσο αλήθεια εύκολο είναι, όταν χαθεί η ελευθερία κι επικρατήσει ο φόβος να καλλιεργήσεις κακά ένστιχτα και να παρασύρεις και τον πιο έντιμο —όπως ήταν ο Χατζηγρηγόρης— άνθρωπο στις χειρότερες πράξεις. Αλλά την πιο χειρότερη αντύπωση μου έκανε σ' αυτήνε τη θλιβερή υπόθεση ένας άλλος καλός αγωνιστής και στέλεχος παλιό της Αυτοάμυνας στην Κίσσαμο. Ήταν ο Φώτης Αναγνωστάκης που χρησίμεψε στην καθοδήγηση σαν ο δήμιος του αγωνιστή... Τους θυμάμαι και τους δυο —το θύμα και το θύτη— και συγκλονίζομαι. Δεν ξέρω για ποιόνε πρώτα να θρηνήσει βαθιά η ψυχή μου. Ο Φώτης με σκισμένη κυλότα να φαίνουνται οι σάρκες του, με ύφος άγριο, ξένο από λαϊκό αγωνιστή, μιλημένος για τις αντιδράσεις τις δικές μου αρπάζοντας με τους βοηθούς του το Λεωνίδα (που τόντις όνομα και πράγμα: στη μάχη ήταν Λεωνίδας) μου έριξε μια ματιά γεμάτη ερωτηματικά, υποψία, ίσως και μίσος, ενώ το θύμα κοιτώντας ένα γύρω τους συντρόφους με τις λογιώ-λογιώ αντιδράσεις, άφησε κι αυτός επάνω μου την απελπισμένη ματιά του... Δεν θυμάμαι σε κείνη τη δυστυχία μου αν άκουσα πυροβολισμούς ή αν η εχτέλεση έγινε με καρατόμηση, αλλά μου μένει μια δεύτερη εικόνα αυτουνού του αγωνιστή, του Φώτη Αναγνωστάκη, που οι ανάξιοι τον κατάντησαν σε φονιά ενούς αγνού πατριώτη. Όταν σε λίγο γύρισε από τη μακάβρια αυτή αποστολή κάθησε στη ρίζα ενού βράχου, εξουθενωμένος, αμίλητος και με συλλογή, μ' ένα ύφος περιφρόνησης για τα πάντα. Για μια στιγμή οι ματιές μας νταμωθήκαν· ήτανε άχρωμες, αδιάφορες, χαμένη από μέσα τους η πιο άγρια, η πιο καθάρια κι η πιο αγνή του κόσμου ομορφιά της φύσης που μας τύλιζε, που τούτη δω τη μέρα τη μολύναμε... Θα γίνηκαν αυτά την τελευταία μέρα του Μάη μήνα για ίσως την πρώτη του Ιούνη 1948. Το «κατηγορητήριο» σ' αυτή την υπόθεση έλεγε ότι στον αγωνιστή βρέθηκε όταν τον συνέλαβαν και του έκαναν έρευνα, μια λίρα κι ένας προφυλαχτήρας (καπότα). Συνέβη όμως ότι πριν από λίγο καιρό η καθοδήγηση είχε διατάξει τον αποκεφαλισμό ενός αιχμάλωτου έφεδρου ανθυπολοχαγού από τη Νεάπολη του Μεραμπέλου 39. Στη στολή λοιπόν αυτουνού του άτυχου παιδιού βρέθηκαν αυτά τ' αντικείμενα που αν θυμάμαι στη δίκη ειπώθηκε ότι στη διανομή έπεσε στο Λεωνίδα το αμπέχωνο και δεν παράδωσε μια λίρα. Αυτά όμως όλα ήταν τα προσχήματα. Το σωστό ήταν ότι ο Μακριδάκης και ο Τσιτήλος από την ίδια την ταχτική και την πολιτική τους μισούνταν σχεδόν από το σύνολο των ανταρτών. Πρέπει να πω ότι η δίκη αυτή και ο φόνος έφερε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, πιο πολύ στις κοπελιές αντάρτισσες που ξεπερνούσαν τις δέκα. Λίγο πρωτύτερα, όταν έγινε η σύλληψη του σκοτωμένου, μια αντάρτισσα η Κούλα από την Πλάκα του Αποκόρωνα, πέταξε ένα γεμάτο αυτόματο στα χέρια του Λεωνίδα. Αυτός πήρε το όπλο, το έπαιξε λίγο στα χέρια του και το έδωσε πίσω στους φρουρούς του.
Τις μέρες που βρέθηκα στο στρατόπεδο, χειροτέρεψαν οι σχέσεις μου ακόμα πιο πολύ με την καθοδήγηση, πράμα που ίσως ζημίωσε, από τούτην εδώ τη στάση των αγωνιστών απέναντί μου: Όσες φορές δοκίμασα να πάρω το συσσίτιό μου μόνος ή να πλύνω την καραβάνα, κάποια Digitized by 10uk1s
αντάρτισσα θα έτρεχε να την πάρει από το χέρι μου, ενώ ο Τσιτήλος αν και επιζητούσε πάντοτε μια τέτοια εχτίμηση και αλληλεγγύη δεν πέτυχε ποτές και του γεννιόταν στην ψυχή ζήλια και μίσος. Εδώ όμως δεν ήταν το στρατόπεδο της Ακροναυπλίας. Η κατάσταση κείνη του κινήματος είχε περάσει. Ο Λεωνίδας εχτελέστηκε γιατί έκανε κριτική και δεν εχτιμούσε τους ηγέτες του. Η αγάπη κι η εχτίμηση δεν επιβάλλεται με φόνους. Θυμάμαι πόση συγκίνηση έφερε η αψυχολόγητη πράξη στις κοπέλες αντάρτισσες. Με πόση απέχθεια κοιτούσανε τους αίτιους του φόνου και πόσο διπλασιάστηκε η στοργή για όλους τους αντάρτες. Μου μένει στη μνήμη μου άσβηστη μια εικόνα από μια τέτοια εκδήλωση: Μια αντάρτισσα η Έλενη Ξερογιαννάκη από το Σάσαλο της Κίσσαμος έφερε και κέρασε κάτι λίγο μεζέ ύστερ' από το φόνο, τον Τσομπανάκη και το Λυκούργο. Ύστερα γυρνώντας ένα γύρω κοίταξε όλους τους αντάρτες σαν να τους ζητούσε συγγνώμη που δεν είχε να δώσει σ' αυτούς. «Η Γιωργάρα!..» μου λέει, ο Λυκούργος. Να είχαμε πολλούς τέτοιους!». Πρέπει να πω ότι λίγο πρωτύτερα είχαν σκοτώσει άλλον ένα αγωνιστή από την ηπειρωτική Ελλάδα αυτόν δίχως διαδικασία, αλλά όπως εξακρίβωσα και δίχως αφορμή. Ο Τσιτήλος και δω μου απάντησε: «Είπε ο Μήτσος...». Δεν είχα καλές διαθέσεις για τον Τσιτήλο γιατί —όπως δεν το περίμενα— όταν τέλειωσε η δίκη, δείχνοντας το μελλοθάνατο, φώναξε: «Φώτη, πάρτον!» Αλλά την επόμενη μέρα με κάλεσε να πούμε γι' ανέμους και ύδατα... Καθότανε πάλι στο μικρό καταρράχτη. «Για δες», μου λέει, δείχνοντας κάποιο βούρλο που τρεμόπαιζε πάνω απ' τ' αφρισμένο νερό, «φορτώνεται από χιλιάδες σταγονίδια που αυτά πάλι ενώνονται σε μεγάλη σταγόνα που το βάρος της κάνει το βούρλο να σκύψει. Όταν απαλλαχτεί από το φορτίο σηκώνεται, μα στο μεταξύ άλλα σταγονίδια το αναγκάζουνε στην ίδια κίνηση κι αυτό επαναλαμβάνεται μέρα νύχτα... Και να δεις σε λίγο που η ζέστα του ήλιου θα κατεβάσει πιο πολλά χιονονέρια, το βούρλο θα επιταχύνει τις κινήσεις του...». Εδώ μου είπε, όπως του άρεσε να λέει πράγματα που δεν τα καταλάβαινε ο συνομιλητής του για να φαντάζει σπουδαίος, κάποιο κανόνα μαθηματικό, αλλά ελόγου μου 'γγιγμένος και πικραμένος από τα ψεσινά του πέταξα: «Αυτά 'ναι για σας τους μαθηματικούς· στο δικό μου μυαλό άλλα στριφογυρίζουν. «Αλήθεια, του λέω, τι αποφασίσετε; Εδώ θα μείνομε ώσπου να μας αρχίσει ο Βαρδουλές με τους όλμους και να μην ξέρομε όθε πού να διαβούμε;». «Υπάρχει αρχηγείο εδώ», μου πέταξε ξερά. «Υπάρχει βέβαια κι ελόγου μου ρωτάω τον «αρχηγό» του... να μου πει...». Έφυγα, για δεν ήθελα να πιαστούμε στα γερά. Δεν ήθελα να κόψω ολότελα σχέσεις μαζί του, γιατί πάντα έλπιζα πως θα κατάφερνα αυτούς τους ανίδεους από τα τέτοια να βγούνε από κει μέσα όσο ήταν ακόμα καιρός. Δεν ήξερα ότι τόσο πολύ ήτανε το πεισμάτωμά τους που ό,τι και να πρότεινα έπρεπε να γενεί το αντίθετο.
Στον πάτο του Φάραγγα καθώς και στα πλευρά γύρω στη Σαμαριά είχε αποκάνει το χορτονόμι και τα κοπάδια υπόφεραν κι η παραγωγή τους σε γάλα είχε κατέβει στο μισό. Ο Τσιτήλος που είχε μισογίνει τυροκόμος, του άρεσε το αφρόγαλο, είχε προσέξει πως το γάλα στις προβατίνες και στις αίγες λιγόστεψε κι έτσι κιντυνεύαμε κι από άλλο λιμό εμείς και τα κοπάδια. Αποφασίστηκε λοιπόν ν' ανέβομε στη Μαδάρα, πάνω ψηλά στην τοποθεσία Λαγουδολίβαδα που βρίσκεται βόρεια και ντρέτα πάνω της Σαμαριάς στο υψόμετρο περίπου στις δυο χιλιάδες. Εδώ πάνω σε μια χαρακιά από ρυακοφαγώματα τελειώνει το δάσο κι αρχίζει το φαλακρό της Ψαρής, τοπωνύμιο συχνό στα Λευκά Όρη. Δίπλα του ρυακιού στεκόταν ένα χαμηλογκρέμι που άφηνε έναν ακέραμο. Κάτωθε του ακέραμου στήθηκε κι εδώ το μιτάτο. Ο τόπος είναι αμάλαγος από χορτάρι και το καζάνι γέμιζε πάλι γάλα με μια απιθαμή αφρό. Ο Τσιτήλος στεκότανε όρθιος με το ξύλινο κουτάλι και κουβέντιαζε πως το αφρόγαλο στη μαδάρα είναι η πιο αγνή τροφή του κόσμου και φαινόταν ανυποψίαστος ότι τ' ασκέρια του Βαρδουλέ όλο και πιο πολύ μας ζυγώνανε. Είχανε Digitized by 10uk1s
βγάλει κι ένα φυλάκιο στην κορυφή της Ψαρής. Είχανε απομείνει και τ' άλλα: κατά τη μεριά της Άγιας Ρούμελης, άλλο στο δρόμο τ' Ομαλού κι άλλο στις κορφές κατά το Φάραγγα του Κορμοκόπου στ' Αϊ-Γιαννιού τον Πόρο. Στο λημέρι μας έχουνε λιώσει τα πιο πολλά από τα χιόνια αλλά πιο κει του «τυροκομείου» στέκεται κάτω σε βράχια μια μπάλα κρούσταλλο πελώρια, κάμποσες χιλιάδες κυβικά, απομεινάρι από εκατομμύρια που οι βοριάδες στοιβάζουν εδώ το χειμώνα. Τη μέρα βαρώντας την η ηλιαχτίδα τη λιώνει, κάνοντας οι σταλαϊτοί της ένα μικρό ποταμάκι. Όταν φύγει ο ήλιος ο σβώλος σταματάει να στάζει και το νερό κρουσταλλώνει. Από το χιονονέρι τούτο υδρευτήκαμε τις δυο μέρες που καθήσαμε δω πάνω. Την πρώτη κιόλας βραδιά μας στα Παγουδολίβαδα, εκείνη η απίθανη καθοδήγηση σκέφτηκε ακόμης μια φορά να δοκιμάσει το χαμό μου. Κάνω λόγο με μεγάλη θλίψη τα περιστατικά που έχουνε σχέση με το άτομό μου, αλλά καθώς σκέφτομαι λέω πως τα τέτοια κακά πρέπει να ειπωθούνε. Εδώ λοιπόν, όπως λογάριασε, απομονωμένοι, έστω από κείνους τους λίγους Σφακιανούς της Σαμαριάς, της ήτανε πιο εύκολο. Όπως λοιπόν βράδιαζε ήρθε μια από τις αντάρτισσες και με παρακάλεσε ό,τι θα μου πει να μείνει στους δυο μας... «Πρόσεχε γιατί μου πρότειναν να κοιμηθώ απόψε μαζί σου...». Σε μια τέτοια πράξη βέβαια ήταν ο θάνατος με διαδικασία ή και δίχως ανταρτοδικείο. Πήρα τα μέτρα μου εκείνη τη νύχτα κι έτσι αποσβολωμένος πέρασαν από το μυαλό μου πολλά... Πρέπει να πω αμέσως ότι καθώς πιστεύω ο Τσιτήλος δεν έλαβε γνώση της ανήκουστης αυτής πράξης που συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα το πρωί: Είχανε στείλει την ίδια γυναίκα να κρατήσει επαφή με τη φωνή από το φυλάκιο της Ψαρής ως το τυροκομείο. Ήρθε λοιπόν ο Μακριδάκης και με παρακάλεσε να πάω κι ελόγου μου εκεί, να μην είναι η γυναίκα αμοναχή της γιατί και η φωνή της δεν έφτανε καθαρή να πληροφορεί... Τον έδιωξα όχι με τρόπο καλό κι ήτανε η τελευταία φορά που άλλαζα κουβέντα μαζί του. Ένιωσα εδώ ότι από ανθρώπους που έχουνε χάσει το ηθικό τους, την πίστη και στον ίδιο τον εαυτό τους και με την ψυχολογία του μελλοθάνατου, όλα θα πρέπει να τα περιμένω και σκέφτηκα για την προφύλαξή μου ακόμα πιο πολύ. Είχα πεισματώσει να μην τούσε περάσει, και να επιζήσω. Άλλο από τις συζητήσεις μου με τον Τσιτήλο για την ασυνάρτητη πολιτική τους δε μιλούσα· είχα γίνει σωστή σφίγγα. Όταν είμαστε με το Χατζηγρηγόρη στ' ανατολικά Σφακιά, θέλοντας να ρίξουνε το κύρος μου στους αντάρτες για να πετύχουνε πιο εύκολα το σκοπό τους, διαδώσανε ότι πήγαμε εκεί για να παραδοθούμε στον αντίπαλο. Αλλά όπως έμαθα όταν γυρίσαμε, δεν πέτυχε η προσπάθεια και άλλος από τους τρεις ή τέσσερις επαγρυπνητές δεν έβρισε, κι οι αντάρτες νιώσανε μεγάλη ανακούφιση όταν με είδανε πάλι στη Σαμαριά κοντά τους. Την παράδοσή μου στον αντίπαλο ύστερ' από τους τόσους μου κατατρεγμούς —που δε νιώθω την ανάγκη να περιγράψω για τώρα— την περίμεναν. Νόμισαν ότι δίπλα στου αντίπαλου το κυνηγητό, ο δικός τους ο χειρότερος κατατρεγμός θα με λυγούσε, μια που δεν τους ήταν εύκολη η άμεση εξόντωσή μου. Και οι επίγονοί τους που κιόλας κατάντησαν κοινοί δολοφόνοι των αγωνιστών, συνέχισαν την ίδια ταχτική. Κι όταν μετά από λίγα χρόνια από την δική τους δράση έπεσα στα δίχτυα των εχθρών μας και πιάστηκα ζωντανός, πάλι ότι παραδόθηκα στον αντίπαλο ούρλιαξαν. Κι όταν δικάστηκα από δικαστήριο κι όταν κλεισμένος στα κάτεργα πάνω από έντεκα χρόνια, ακόμης ότι σήκωσα τα χέρια στον αντίπαλο «εν χορώ» ψάλλανε. Ελόγου μου είπα ότι για όλα τούτα θα μιλούσα μετά από τριάντα χρόνια και τόσα κιόλας έχουνε ως τώρα περάσει. Νιώθω ευτυχία ότι φέρνω εκείνον τον εαυτόν μου ως εδώ. Αλλά αιστάνομαι απέραντη θλίψη στην ψυχή ότι στην ανθρώπινη ζωή με την τόση ομορφιά και καλότητα, υπάρχει και ο ξεπεσμός από την τόση κακότητα.
Digitized by 10uk1s
Το επόμενο πρωί για ν' αποφύγω τους ερεθισμούς ανέβηκα στο φυλάκιο της Ψαρής. Μαζί μου ήρθε μ' ένα μισάδι γίδας κι ένας δεκαεφτάχρονος μαθητής του γυμνάσιου αντάρτης, ο Μ. Κρασαδάκης από το Καλαμίτσι Αλεξάνδρου. Το παιδί πριν από λίγο είχε πάρει το όπλο του πατέρα του που αυτός ήτανε Μάυς κι ανέβηκε στο βουνό. Όταν φτάσαμε στη μέση του πλευρού καθήσαμε κι ο ανταρτάκος με πολλή ευγένεια με ρώτησε αν μπορούσα να του πω ποιος ο σκοπός μας που καθόμαστε στην καρδιά της μαδάρας τρώγοντας γίδες. Σ' αυτόνε τον αγωνιστή μίλησα για το σχέδιο που είχα στο μυαλό μου κι ήταν ο μόνος που κιόλας ολότελα με είχε καταλάβει, «θα φύγομε, είπα στο παιδί, όταν οι αντίπαλοι φτάσουνε ένα γύρω στις κορυφές του Φάραγγα. Τότες τη νύχτα εμείς γλυστράμε πίσω τους κι ας έμπουν αυτοί στο Φάραγγα για να μας ψάχνουν. Εμείς τότες θάμαστε μέσα σε χωριά. Έτσι οι εχθροί θα κουραστούνε και θ' απογοητευτούνε ότι θα μας διαλύσουν, ότι θα μας εξοντώσουν». Το παιδί ενθουσιάστηκε και μου είπε πολλά ευχαριστώ. (Πού να ξέρω αν ζει αυτός ο αγωνιστής). Εκείνη τη νύχτα έμεινα στο φυλάκιο και το χάραμα ανέβηκα σε μια πιο ψηλή κορυφή να παρατηρήσω με τα κιάλια. Εδώ οι κορυφές κι οι άλλες πτυχώσεις του βουνού είναι ωκεανός. Πέρα μακριά κατά την ανατολή φάνηκαν οι στρατιώτες να βγαίνουν από τα πρόχειρα ταμπούρια που έφτιαχναν τις νύχτες όπου καθόταν. Σε λίγο ξεκίνησαν κατά μας κι η καθοδήγηση όταν το έμαθε απ' τα σινιάλα μας έδινε αντολή να κατεβούμε κάτω. Όταν φτάσαμε στα Λαγουδολίβαδα βρήκα έναν Βίγλη να με περιμένει μ' ένα σημείωμα. Ήταν γραμμένο απ' έναν Πατσούρο που λάχαινε και λίγο συγγενής μου, κουνιάδο της χήρας που είχε μετοχή στο μιτάτο του Αποκόρωνα. Μ' εξόρκιζε να λυπηθούμε της χήρας τα ορφανά και να του στείλω πίσω έστω λίγα πρόβατα για να μπορέσει η χήρα να τα ζήσει. Έδωσα το σημείωμα στον Τσιτήλο κι αυτός στο Μακριδάκη, αλλά σε λίγο αυτός ο ήρωας έστειλε ένα συνεργείο κι έσφαξε όσα πρόβατα μας είχαν απομείνει, 265 τον αριθμό, επειδής λέει θα τα έπαιρναν σε λίγο οι στρατιώτες... Μιλώντας με τον Τσιτήλο γι' αυτήνε την πράξη νιώσαμε αηδία κι εντροπή ότι ξεπέφταμε στο επίπεδο του κατσικοκλέφτη που σκοτώνει γίδες για εκδίκηση. Και μου φάνηκε ακατανόητο ότι ο άνθρωπος σαν επικεφαλής δεν ένιωθε να τον βαραίνει ευθύνη για μια τέτοια ανήθικη πράξη. Εδώ για τελευταία φορά έβαλα όλα μου τα δυνατά. Έδειξα στον Τσιτήλο το πλευρό που ανεβαίνει στην κορυφή της Ψαρής. Δεξιά του άκρια στέκεται ένα χοντράδι με βράχια και γκρεμνούς. Σύρριζα απ' εκείνο το μέρος θα περνούσαμε ώρα μεσάνυχτα, βγαίνοντας από τον κλοιό. Τον βεβαίωσα ότι με τα μάτια μου τα ίδια είδα ότι το μέρος πιανόταν από εθνοφρουρούς που κι αν ακόμα μας ακούσουν και μας δουν δε θα μιλήσουν· ότι ακόμα και με λίγες ντουφεκιές και βοηθό μας το σκοτάδι θα περάσομε. Τον παρακάλεσα όπως τον παρακαλούσα και στην Ακροναυπλία να μιλήσει στην καθοδήγηση να φύγομε απ' εκεί όταν οι Γερμανοί κατάκλυζαν την Ελλάδα. Αλλά εδώ αυτός ο ίδιος ήτανε η καθοδήγηση... Τίποτα όμως!... Ήταν ανίκανος· ολότελα παραλυμένος μόλις έμαθε ότι εφάνηκαν κι έρχουνται κατά μας οι στρατιώτες. Πρέπει να πω ότι αυτόνε τον καιρό χρησιμοποίησαν «φρούραρχο» του Φάραγγα το Γιώργη Κοδέλα, ενώ ο Μιχάλακας αδρανούσε μέχρι το τέλος της επιχείρησης που χρησιμοποιήθηκε για λίγο πάλι. Στην απελπισία μου εκείνη δοκίμασα να μιλήσω του Μιχάλακα, αλλά ο καημένος έφυγε μακριά μου τρομαγμένος... Ας πω εδώ ότι πριν περάσει ένας χρόνος θα ζητάν —οι επίγονοι— να τον εξοντώσουν για τις «ευθύνες, λέει, στης Σαμαριάς το δράμα εκείνο», φέρνοντας για παράδειγμα την εξόντωση του Γιαννούλη για τις ευθύνες του στο Γράμμο, κι ακόμα ότι μετά από δέκα χρόνια θα μάθω στη φυλακή ότι: για κείνη την καταστροφή την ευθύνη την έχω ελόγου μου!...
Digitized by 10uk1s
Την επόμενη το πρωί τέσσερις για πέντε του Ιούνη κατεβήκαμε στη Σαμαριά και κατασταθήκαμε στις ίδιες θέσεις που πριν από δυο για τρεις ημέρες είχαμε αφήσει. Θυμάμαι που σε λίγο έφτασε απ' ένα φυλάκιο σύνδεσμος και είπε ότι χτυπήθηκαν, ότι πισωγύρισαν τις κρατικές δυνάμεις κι ότι δε θα πατήσουνε στο Φάραγγα!... Αλλά την ίδια κείνη ώρα έφτασε ολόκληρο το φυλάκιο που κρατούσε το πέρασμα κατά τον «Πόρο τ' Αϊ-Γιαννιού». Ήτανε αφάνταστα τρομαγμένοι όταν έλεγαν ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις ερχόντουσαν πίσω από κοπάδια γίδια με ντόπιους τσομπάνηδες κι ότι άφησαν το μέρος δίχως να ρίξουν ντουφεκιές, επειδής όπως είπαν φοβήθηκαν την κύκλωση. Ήταν λοιπόν απ' εκείνο το μέρος ο δρόμος ανοιχτός στις κυβερνητικές δυνάμεις. Το γεγονός βέβαια έφερε σύγχιση στους αντάρτες και πανικό στην ηγεσία. Στο μεταξύ ο Φάραγγας βούιζε. Τα φυλάκιά μας χτυπιόταν από παντού: Στα Λαγουδολίβαδα, πούχαμε αφήσει, κατά τη μεριά τ' Ομαλού και κατά τη στράτα της Άγιας Ρούμελης. Σε κείνονε τον πανικό και την αβουλία με ζύγωσε ένας ένοπλος ντόπιος: «Θα σας βγάλω απ' εδώ μέσα», μου λέει.. Μου είπε πολλά... Είχανε καταφέρει να γίνουν εχθρικοί και σε τούτους τους ωραίους ανθρώπους, τους ελάχιστους που έδωσαν για τον αγώνα μας το κοπάδι, το σπίτι και το αίμα τους. Ήταν η μεγάλη οικογένεια του σκοτωμένου συντρόφου μας Θόδωρου Βίγλη που σε κάθε περίσταση βρέθηκε στον αγωνιζόμενο κόσμο που έφτανε σε τούτα τ' απάτητα μέρη που βιούσε. Μπήκε λοιπόν μπροστά ο Βίγλης και πίσω του —σαν να τους διάλεξε— άλλοι τρεις εξαιρετικοί αγωνιστές· —αλλά μήπως ύπαρχε και κανείς απ' εκείνους τους ξεδιαλεμένους που να μην είναι εξαίρετος άντρας;— ήταν ο Γιώργης Τσομπανάκης από το Κόκκινο χωριό του Αποκόρωνα, η Γιωργάρα όπως τον έλεγαν κι ήταν ο πιο αγαπητός αγωνιστής στους αγρότες και στους αντάρτες. Ο άλλος ήταν ο Γιώργης Κορακάκης από τη συνοικία της Νέας Χώρας των Χανιών κι η «Ορνέλα» όπως παρανόμιαζαν έναν καλαμπουριτζή, εξαιρετικό άντρα από την Κίσσαμο, το Σωτήρη Ψαρουδάκη που ποτές του δεν καταδέχτηκε να κρατήσει ψηλότερο όπλο απ' ένα οπλοπολυβόλο Εγγλέζικο. Μ' αυτούς λοιπόν κεφαλή πήραμε ν' ανεβαίνομε ένα δασωμένο ολόθρο πλάι δυτικά της Σαμαριάς. Είναι η περιοχή του Πρινιά που πίσω της στέκεται μαυρόγκριζη με λίγα χιόνια στις ανασφαές, θεόρατη, μια από τις πιο ψηλές κορφές, η κορυφή του Βολακιά. Ανηφορίσαμε λοιπόν και σε λίγο από τσούρμο γίναμε γαϊτάνι, γιατί στο μέρος ίσα που χαραζότανε κάποιο ίχνος γιδόστρατου. Εμείς λοιπόν οι πολλοί, καμιά εξηνταριά, πήραμε μια κατεύθυνση που αν δεν είχε πρόβλεψη ο αντίπαλος να πιάσει ένα πέρασμα, κερδίζαμε την πρώτη φάση της διαφυγής. Δεν μου μένει καιρός -τώρα μιλάω για τα παθήματα ανθρώπων- για να σας περιγράψω την πιο όμορφη άγρια φύση του κόσμου, που δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι τώρα που χαιρόμαστε το αγαθό της ειρήνης, έρχουνται απ' όλο τον κόσμο να τους μουδιάσει το είναι τους ο ίλιγγος και να θαυμάσουν. Η καθοδήγηση, το «αρχηγείον» του Τσιτήλου, στην ασυναρτησία και τον τυχοδιωκτισμό της ότι θα κρατούσε το Φάραγγα χωρίς να διαθέτει ούτε το «τρία και μισό», δεν είχε δώσει αποστολή στα φυλάκια κατά τη μεριά της Άγιας Ρούμελης και του Ομαλού, πού και πώς θα συμπτυχτούνε. Όταν λοιπόν χτυπήθηκαν από παντού απ' ένα πλήθος εχθρούς, κιντύνεψαν από κύκλωση και τα πυρομαχικά τους σώθηκαν κι αυτά. Έτρεξαν πίσω στη μάνα, εκεί που στρατοπεδεύαμε, αλλά αντίς για τους αντάρτες και το «αρχηγείον», το μέρος τώρα είχε πιαστεί από τις δυνάμεις του Βαρδουλάκη φτασμένες από το μέρος που άφησε το πρώτο φυλάκιο που έχω κιόλας μιλήσει. Εδώ είναι που παίχτηκε στο όλο δράμα της Σαμαριάς το μέρος που λέγεται τραγωδία. Κουρασμένοι από τη μάχη, χτυπημένοι από την κάψα του μεσημεριανού ήλιου και την κάπνα απ' τις φωτιές, έφταναν εδώ ξεθεωμένοι οι αντάρτες περιμένοντας ότι θα βρούνε ανάπαψη και δροσιά ανάμεσα σε συντρόφους, αλλά βρήκανε το χάρο να τους καρτεράει: Εδώ ανάμεσα στις σκεπασμένες από πικροδάφνες και πλατάνια μαρμαρόπετρες και τα τρεχάμενα χιονόνερα, παλεύοντας σώμα με σώμα Digitized by 10uk1s
μ' ένα πλήθος αντίπαλους, άφησαν τα οστά τους οχτώ για δέκα στρατιώτες του Δ.Σ. της Κρήτης. Εδώ σε τούτο το βάθος του ονομαστού Φάραγγα μεσουράνησε η ανθρώπινη ευψυχία, η ελευθερία πάνω στη βία. Ετούτη δω τη στιγμή ανάβλυσε από τα βάθη της ψυχής μου να κάνω μια σύγκριση του Ελασίτη αντάρτη με τούτους εδώ Δ. Στρατού. Ο Ελασίτης πέθαινε νικητής με γεμάτη την ψυχή από τα ολόγλυκα ονείρατα και τα οράματα της νίκης της Δημοκρατίας, της ισότητας και της αδερφοσύνης πάνω στη γη. Αλλά τούτος εδώ που συνέχισε τον αγώνα του πρώτου, χανόταν με τα πιο μαύρα του κόσμου συναιστήματα στην ψυχή του: της ήττας, που σαν χάρος θέριζε και γοργά προχωρούσε... Να, ποιο μεγαλείο είναι που στεφανώνει αυτούς τους κομμουνάριους της ύπαιθρος... Μα έπρεπε να έχουν έναν Όμηρο για να τους πει τα όσα παινέματα τους ταιριάζουν, ώσπου κάποτες η ιστορία του τόπου θα τους αναστήσει παίρνοντάς τους στον κόρφο της...
Όταν λοιπόν ο Φάραγγας πλημμυρούσε από Μάυδες και χωροφυλάκους, στρατιώτες κι εθνοφρουρήτες, εμείς ανεβαίναμε τις ανηφόρες του Πρινιά και ζυγώναμε σε μια σέλη (αυχένα). Αν το μέρος κρατιόταν από αντίπαλους η θέση μας δυσκόλευε, αλλά όσο θα είχαμε ντόπιο οδηγό η μάχη της διαφυγής δε θα χανόταν έστω και με πολλές ή λιγότερες απώλειες. Αλλά εδώ βρεθήκαμε τυχεροί: η κεφαλή της φάλαγγας έφτασε τον αυχένα πρώτη από τους αντίπαλους, όχι πάνω από τριάντα η σαράντα δεύτερα λεπτά. Βάρεσε αμέσως κι έπεσαν δυο χωροφύλακες. Ήτανε οι Σελινιώτες Μάυδες, και μπροστά βάδιζε μια ομάδα με βασιλικά κουμπιά. Οι Μάυδες έριχναν πυροβολισμούς και προχωρούσαν όπως έκαναν στα παλιά τα Τούρκικα μπουλούκια. Ένας που θάταν η κεφαλή τους φώναξε: «Μωρέ κερατάδες, ψηλά τα ντουφέκια σας και σκοτώσετε τσι χωροφυλάκους!». Δεν είχανε καταλάβει από που τους ήρθαν οι σφαίρες, αν και δεν τους χώριζαν ούτε πενήντα μέτρα, παρά όταν έπεσε και τρίτος χωροφύλακας. (Εδώ σ' αυτό το υψόμετρο που θα περνούσε τα δυο χιλιάδες διακόσια μέτρα, με τοπίο δασωμένο, γεμάτο αυλόχια, γκρεμούς και βάραθρα και με τα χτυπήματα του ανέμου ο κρότος του όπλου χάνεται). Χτυπήθηκαν εκεί πολλή ώρα μονάχα με τους τέσσερις που έχω αναφέρει, αλλά σε λίγο φώναξε ο Γιωργάρας κι ανεβήκαμε άλλοι δεκαπέντε πούμειναν εκεί μέχρι τη νύχτα. Δεν είχαμε κανένα νεκρό· νομίζω κι οι αντίπαλοι δεν είχανε άλλο εχτός εκείνους τους πρώτους τρεις. Το μέρος ήτανε βολικό για όλους μας: γεμάτο βράχια, κλαριά και δέντρα. Πιάναμε κουβέντα με τους αντίπαλους, τους ρωτάγαμε αν αυτοί είχανε νερό και τσιγάρα που εμείς τα στερούμαστε, κι αν έπρεπε να υπολογίζομε να βρούμε στους σκοτωμένους απ' τα τέτοια, όταν με το σκοτάδι θα χωριζόμαστε. Λέγαμε και φοβέρες η μια μεριά της άλλης. Ωστόσο εκεί στη γραμμή μας ελόγου μου κάθησα λίγη ώρα, γιατί ο Τσιτήλος που με τους άλλους αντάρτες καθότανε πίσω, κάτω απ' ένα πεύκο, έστειλε και με καλούσε να πάω κοντά του. Όταν ανεβαίναμε με παρακάλεσε και του υποσχέθηκα να βαδίζω κοντά του. Τώρα τον βρήκα κάτω απ' το πεύκο, πιο κει από τους άλλους αγωνιστές ξαπλωμένο τ' ανάσκελα. Όταν με είδε να ζυγώνω έφερε τα δυο χέρια στο στήθος του σφίγγοντάς τα στο μέρος της καρδιάς: «Γιάννη, μου λέει, εγώ στην Ακροναυπλία δεν ήμουνα καρδιακός· βάλε το χέρι σου να δεις!». Η καρδιά του φτερακούσε μέσα στο στήθος, αλλ' αυτό το είχα συναντήσει και σε άλλους άλλη φορά. «Δεν είναι τίποτις, του λέω· είναι από την ανηφόρα που βάδισες και την κούραση». Αυτός όμως ο έρμος ενοχλούνταν από τις σφαίρες που σφύριζαν ψηλά πάνω από την κορυφή του πεύκου. «Ύστερα μου ζήτησε τσιγάρο... Εκεί το μέρος έχει ένα σόι φασκομηλιά γεμάτη άρωμα και σπίρτο. Μάζεψα λοιπόν ξερά φύλλα, τάτριψα, τύλιξα σ' εφημερίδα δυο χοντρά τσιγάρα και τούδωσα να σαλιώσει το δικό του. Συνέφερε λίγο κι ανακάθησε. Όταν τράβηξε δυο ρουφηξιές, μου λέει: «Ξέρεις τι θυμήθηκα αυτή τη στιγμή;... ότι και στην Ακροναυπλία στους βομβαρδισμούς έφτιαχνες σπουδαία τσιγάρα από ρίγανη».
Είχε ηρεμήσει όταν ζύγωσε ο Μιχάλης Παπαναγιωτάκης (Μιχάλακας) κι άλλοι αντάρτες κι αντάρτισσες. Ο Μιχάλακας άνοιξε το γυλιό του, έβγαλε ένα κομμάτι μισοψημένο κρέας προβάτου, αλλά οι αντάρτισσες φώναξαν ότι βρωμάει και δοκίμασαν να το αρπάξουν από τα χέρια του που στο Digitized by 10uk1s
μεταξύ το δάγκωνε, έκοβε και κομμάτια για να μοιράσει· αλλά κανένας, εχτός από ελόγου μου, δε δέχτηκε το δώρο του. «Οι Ευρωπαίοι, είπε, τρώνε το κρέας αφού πρώτα βρωμίσει». Στο μεταξύ εκατό μέτρα πιο πάνω κρατούσαμε γερά τις θέσεις μας. Όταν κουραζόταν οι αντάρτες πήγαιναν να τους αντικαταστήσουνε άλλοι. Μονάχα οι πρώτοι τέσσερις κάθησαν εκεί μέχρι που νύχτωσε. Είχαμε και κάποια παρατήρηση κατά τη μεριά της Σαμαριάς. Θυμάμαι που για μια στιγμή έτρεξε ο παρατηρητής, αφήνοντας τη θέση του, άρπαξε ένα οπλοπολυβόλο, τόστησε σε μια άκρια κι άρχισε να ρίχνει στα σπίτια της Σαμαριάς, απόσταση πάνω από δυο χιλιάδες μέτρα κατηφόρα, επειδής με τα κιάλια παρατήρησε το Βαρδουλάκη με τους ανθρώπους του να εχτελεί δυο αιχμαλώτους αντάρτες. Ήταν τ' αδέρφια Παντελάκια από την Κίσσαμο. Είναι ο Κώστας ο Κοντοκωσταντής, ο Κωστάκης μας όπως τον λέγαμε στα Χανιά κι όπως τον έμαθαν οι αντάρτες στο βουνό· αυτός ο ωραίος σύντροφος, ο σεμνός, ο εύψυχος, ο πάντα αλληλέγγυος κι ευγενικός, που μετά από λίγα χρόνια τον δολοφόνησε ένας ψευτοκομμουνιστής που παράστηνε τον καθοδηγητή στα Λευκά Όρη, ένας από τους κατοπινούς «επίγονους». Εδώ υποφέραμε από την έλλειψη νερού. Ο τόπος που κρατούσαν οι αντίπαλοι και χτυπιόμαστε μας απαγόρευε να ζυγώσομε τα χιόνια και τα λιγοστά παγούρια που κράταγαν οι αντάρτες είχαν αδειάσει απ' το πρωί. Όταν έπεσε το σκοτάδι σταμάτησε η μάχη, αλλά στο μεταξύ μας θέριζε τα σωθικά η δίψα. Τα στόματά μας κόλλησαν απ' ένα λευκό πύο κι η ενεργητικότητά μας λιγόστεψε. Ξεκινήσαμε λοιπόν για τον ποταμό. Έτσι λένε οι ντόπιοι ένα ρυακοφάγωμα που ως ετούτη την εποχή κρατάει σ' ένα λάκκο ως μισό τόννο λασπονέρια. Στην πορεία μας μέχρι που φτάσαμε σε κείνο το χοιρόλακκο, που βαδίσαμε κάμποσες ώρες σε απίθανα άγριο μέρος, είχαμ' ένα ελαφριά τραυματισμένο τον «Καμουφλαρισμένο» (ψευδώνυμο), που αν θυμάμαι ήταν από τον Πλατανιά της Κυδωνίας και λεγόταν» Δερμιτζάκης. Αυτός ο δυστυχής παρά τ' ότι ήξερε ότι δεν θα τον εγκαταλείπαμε ποτές, έτρεχε στη μέση αντί της ουράς με κίνδυνο να κοπεί η φάλαγγα απ' αφορμή δική του. Θυμήθηκα τις εκθέσεις, γραφτές και προφορικές για την καταστροφή του Ποδιά στον Ψηλορείτη, από τελευταία αφορμή το κόψιμο της φάλαγγας στα δυο και στη συνέχεια το λιάνισμά τους. Στεναχωρέθηκα αφάνταστα από τη στάση του κι από τη δική μου απόφαση να τον εχτελέσω, παρά να έχομε μια καταστροφή. Και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές λέω πως δεν θα είχα πολύ βάρος στη συνείδηση τη δική μου... Αλλά στο τέλος κατάλαβε κι ακολούθησε σαν αρνάκι... Ύστερα είχαμε μιαν άλλη ατυχία: όπως ο Χατζηγρηγόρης είχε το ελάττωμα να είναι μύωπας, κατρακύλησε μαζί μ' ένα βράχο και μόλις μπερδεύτηκε στο κορμί ενού κυπάρισσου, άκρια ενού βαθιού γκρεμνού. Τον τραβήξαμε με κόπο πάνω. Ήτανε βαρύς, αλλά όταν ήρθε ο γιατρός μας είπε ότι δεν έχει σπάσιμο, αλλά ότι δεν μπορούσε να κινηθεί και μόνος του ο γιατρός είπε ότι θα έμενε μαζί του. Ήρθε κι ο Γιώργης ο Μανουσέλης και λέει ότι θα έμενε κι αυτός γιατί, όπως είπε, απ' αφορμή δική του, επειδής «παρεξέκλινε» από το γιδόστρατο, χτυπήθηκε ο Σταύρος. Όταν άκουσα ότι θα μείνει ο Μανουσέλης, αυτός ο άξιος σ' όλα άντρας, ήξερα ότι αυτός θα τα έβγαζε πέρα. Τους υποσχέθηκα όμως ότι θα γυρνούσα πολύ σύντομα με ντόπιους να τους πάρω. Τέλος περασμένα μεσάνυχτα φτάσαμε στο λάκκο με το νερό. Οι πρώτοι ήπιανε όσο θέλανε. Ελόγου μου έφτασα τελευταιος με κάμποσες από τις αντάρτισσες, τον τραυματία και τον Τσιτήλο. Καθήσαμε μαζεμένοι. Το μέρος ήτανε στενό και κει μας έδινε ο Γιωργάρας κι αδειάζαμε από ένα παγούρι που πήγαινε χέρι-χέρι. Όταν οι αντάρτισσες είδαν ότι το παγούρι θα πήγαινε στον Τσιτήλο το άρπαξαν και το κρύψανε. Σηκώθηκα έπανω —το σκοτάδι εδώ στη ρεματιά ήταν πηχτό— και ζήτησα το παγούρι από την Ελένη Ξερογιαννάκη. Το άδειασε ο γραμματέας της Περιοχής Κρήτης και για δεύτερη φορά. Ήπια κι ελόγου μου και κάθησα. Τον είχα στα δεξιά μου. Έφερα το χέρι μου στον ώμο του και τον έσφιξα πάνω μου. Ένιωθα την ακούσα στο στήθος του... Αυτόνε τον άνθρωπο δεν μπορούσα ποτές να τον νιώσω δολοφόνο, αν κι η σκιά του Λεωνίδα μας κυνηγούσε όσο κρατούσε Digitized by 10uk1s
ετούτη η τραγωδία. Αφού αδειάσαμε το λάκκο και δεν έμεινε παρά η πηχτή λάσπη τραβηχτήκαμε πιο πάνω κι αναπαυτήκαμε. Ύστερα πάλι δρόμο· και το χάραμα μας βρήκε ψηλά πάνω από την Άγια Ρούμελη. Εδώ μας έκρυψε ο Βίγλης σ' ένα γούπατο. Αυτός έφυγε και γυρνώντας μετά από λίγες ώρες κρατούσε ένα τραγί σε κομμάτια ψητό και μας μοίρασε. Ένας Βίγλης κείνης της εποχής μπορούσε μέσα σε δυο ώρες να ψήσει ένα βόδι... Είχαμε πάλε τη δίψα. Πάλε κολλήσανε τα στόματά μας σε τούτην εδώ την κάψα του Λιβυκού. Ο μήνας Ιούνης πάνω-κάτω έχει οχτώ· η μέρα ζεστή, βράζει· είναι ατέλειωτη. Κάπου στο κορμί ενού κυπάρισσου ανακάλυψαν οι κοπελιές μας λίγο μαύρο λασπόνερο. Δέσανε λοιπόν κάτι μαντηλάκια σε μια βέργα, τα κατέβαζαν στην τρύπα που αυτά βρεχόταν και τα έσφιγγαν ύστερις σ' ένα κρασοπότηρο. Ελόγου μου που είχα ανέβει σ' ένα κυπάρισσο για παρατήρηση, μου φώναξαν να πάρω το μερτικό μου. Ήταν ένας μαύρος πολτός, πικρός, στυφός και μύριζε σαπίλα που σε λίγη ώρα σου έφερνε περισσότερη δίψα. Θυμάμαι που ήρθε αποκαμωμένος και ξαπλώθηκε δίπλα όπως καθόμουνα ένας καλοκάγαθος αγωνιστής της οργάνωσης του ΑΚΕ, ο Μαθιός Μακριδάκης. «Το παγούρι σου!», μου λέει με κολλημένη τη γλώσσα στο στόμα και ξέψυχος. Κατάλαβα ότι δε θα με πίστευε αν του έλεγα ότι είναι αδειανό. Άνοιξα λοιπόν το γυλιό μου και του το έδωσα. Όταν το είδε το άρπαξε, το πήρε στο στόμα και το δάγκωνε, όπως δαγκώνει το σκυλί το ξύλο που το χτυπάει, όταν το βρήκε αδειανό. Μετά από το μεσημέρι διάλεξα ένα καλό μέρος και κάθησα στην παρατήρηση· είχα καλά, άριστα κιάλια τσάις. Το Λιβυκό απλώνεται μπροστά μου και κει στην μπουνάτσα του κόλπου όπου ο Αίολος έλουζε τ' άλογά του, κατά το μύθο, στεκότανε στις άγκουρες ένα πολεμικό, ο «Σαχτούρης», αλλά ούτε στην κουβέρτα του πλοίου ούτε στην αμμουδιά του γιαλού φαινότανε τίποτις από κίνηση στρατιωτικών. Αυτή η ακινησία κράτησε ως τα μεγάλα ηλιογέρματα, οπότε κάποια στιγμή στην κουβέρτα του «Σαχτούρη» φάνηκε πως κινούνταν οι ναύτες και στη θάλασσα πέφτανε κάμποσες βάρκες που απ' εδώ πάνω φαινότανε σαν μικρά σκαφιδάκια. Την ίδια ώρα πρόβαλε απ' τη μεριά της Άγιας Ρούμελης μια μεγάλη ομάδα από στρατιωτικούς κι ο τρόπος που κινιούντανε την έκανε να μοιάζει κεφαλή. Και τόντις ήταν ο Βαρδουλές με το επιτελείο του. Ξωπίσω ερχότανε άλλα στρατιωτικά τμήματα και μπουλούκια ασύνταχτα. Όταν δε φαινότανε πια καμιά κίνηση στην παραλία κι η κουβέρτα είχε πήξει από στρατιώτες, το πολεμικό σαλπάρησε, ανοίχτηκε και χάθηκε στ' αριστερά μας. Ήτανε πια βραδιάσματα· μια αντάρτισσα ήρθε και με φώναξε κι όταν έφτασα στον καταυλισμό μας είδα τον Τσιτήλο να έρχεται κατά μένα, να κρεμνάει στα κολλημένα από τη δίψα χείλια του λίγο απ' εκείνο το φτηνό, το καθοδηγητικό χαμόγελο και να μου λέει: «Θα γίνει μια σύσκεψη για να δούμε από πού και πώς θα βγουμε από τούτου εδώ το στρίμωγμα και θα πάρεις και συ μέρος». «Α! του κάνω, δεν υπάρχει εδώ αρχηγείον!...». Έφυγε γρήγορα για να μην απαντήσει στη χολή που του πέταξα, αλλά με την πρώτη ματιά που έριξα είδα ότι βρισκόμαστε σ' ένα «προτσές» αλλαγών όπως θα έλεγε ένας γνήσιος και καθαρόαιμος... Ο καπετά-Γιώργης ο Κοδέλας, «φρούραρχος» ως τα ψες του Φάραγγα της Σαμαριάς, καθότανε στη ρίζα 'νους κυπάρισσου βαρύς και χολωμένος, γιατί έχασε βέβαια το κράτος που του αναθέσανε να φτιάξει, για δεν κατάφερε να κάνει το Φάραγγα της Σαμαριάς «φρούριο της Γραμπούσας...». Ήτανε ο καημένος ο καπετά-Γιώργης το θύμα το εξιλαστήριο τούτης της τραγωδίας, που αυτός έφταιξε το λιγότερο απ' όλους μας. Αλλά βλέπετε ήτανε το έθιμο εκείνου του καιρού: όλους τους τυχοδιωχτισμούς και τις ευθύνες της η καθοδήγηση να τους φορτώνει σε κάποιους άλλους. Τους υψηλούς καθοδηγητάδες τους επροστάτευε ένα σόι «ανεύθυνο», σαν εκείνο που φυλάει και τους βασιλιάδες... Κι ό,τι γινότανε σε τούτην εδώ τη «νοτιότατη εσχατιά» του Ελληνικού κράτους, ήτανε η μικρογραφία —ακριβώς— στα όσα σκάρωνε στους καλύτερους αγωνιστές του Ελληνικού λαού και στο κίνημά τους ο μεγάλος τυχοδιώχτης αρχηγός, κατάντακρα στο βορρά, γύρω κει κατά τις λίμνες Πρέσπες. Μια άλλη εικόνα που θυμάμαι (γιατί με παραξένεψε κιόλας) είναι ότι ο Μακριδάκης κουβέντιαζε κι Digitized by 10uk1s
έψηνε το Μιχάλακα κι όπως φάνηκε τον αποκατάστηνε πάλι στη θέση του στρατιωτικού για τούτη την περίσταση βέβαια· γιατί μόλις που κράτησε ένα εικοσαήμερο όπως μετά από λίγους μήνες θα με πληροφορήσει ο ίδιος και μάλιστα επί ένα μήνα απομονωμένος πάνω στις κορφές στη μαδάρα έζησε με λουτσόκαρπο. Ο Μακριδάκης είχε βάλει μπροστά ένα σχέδιο να κάνει εκκαθάριση στο αντάρτικο διώχνοντας τους μισούς («κάτι Αντωνίες, κάτι Μαρίκες και Κουρκουμελήδες πρέπει να τους ξεφορτωθούμε», έλεγε μια από ετούτες τις μέρες στον Τσιτήλο), ενώ ο Μιχάλακας είχε μεράκι στους πολλούς στρατιώτες. Το σχέδιο λοιπόν διαφυγής μας, όπως θα δούμε, υπηρετούσε το σχέδιο της «εκκαθάρισης»... Με παραξένεψε όμως ότι στη σύσκεψη ανάλυσε και υποστήριξε το σχέδιο του Μακριδάκη, που πρότεινε να διαφύγομε από την Τρυπητή, ο ίδιος ο Μιχάλακας. Κι ήτανε η πρώτη φορά που ερχόμαστε σε αντίθεση οι δυο μας. Ελόγου μου, επειδής όλη τη μέρα παρατηρούσα και είδα ότι η παραλία της Άγ. Ρούμελης με το πολεμικό άδειασε από στρατιωτικούς και το πολύ-πολύ να βρισκόταν εκεί κάποιο φυλάκιο που θα το αχρηστεύαμε με λίγες ντουφεκιές και χειροβομβίδες, όπως εμείς θα βρισκόμαστε σε ύψωμα και το φυλάκιο σε ίσιο και καθαρό, θα πίναμε στη συνέχεια και θα παίρναμε νερό απ' ένα αυλάκι που κινούσε ένα μύλο κατά τη μεριά του γιαλού και θα φεύγαμε άκρια στο κύμα· κι είμαστε λεύτεροι γιατί πιάναμε μέρος άγριο κι από ανθρώπους φιλικό. Αυτά όλα θα γινότανε μέσα σε μια ως δυο ώρες το πολύ, γιατί το πιο μεγάλο πρόβλημα ήταν πόσες ώρες ακόμης θα μπορούσαν να σταθούνε στα πόδια τους οι αντάρτες από τη δίψα. Το άλλο σχέδιο είχε πέντε ως έξι ώρες πορεία για να φτάσουν και να χορτάσουν τη δίψα τους σε μια βληχάδα που βρίσκεται στην Τρυπητή. Αν όμως κρατιόταν ένας παλιόπυργος δίπλα και πάνω από την πηγή, οι αντάρτες αποκαμωμένοι από τη δίψα, σε κείνη την κάψα του Λιβυκού με μεγάλη δυσκολία ίσως θα γλύτωναν μερικοί. Ύστερα έπρεπε να περάσουνε στο πλάτος την άκρια της την επαρχία του Σελίνου σπαρμένη από κάμποσα χωρία, άλλα φιλικά κι άλλα εχθρικά και να φτάσουν στην περιοχή του Ομαλού που κρατιότανε σταθερά από τους αντίπαλους· στη συνέχεια να βαδίσουν ανατολικά ώσπου να φτάσουν στην τοποθεσία Κάστελλο πάνω από το Θέρισο για κάποια ξεκούραση κι ανασυγκρότηση, αν βέβαια το μέρος βρισκόταν αδειανό από εχθρούς. Ψηφίστηκε όμως το σχέδιο αυτό του Μακριδάκη, δίχως κιόλας ψηφοφορία... Αυτό δα μας έλειπε να χρειάζουνται και κουκιά!... Όταν όμως νύχτωσε κι έσφιξε ο Μιχάλακας τη ζώνη κάνοντας μέση μέρμηγκα κι ο Μακριδάκης αλαφρώθηκε απ' ένα ιταλικό παλιοντούφεκο που κρατούσε, ήρθε ο Τσιτήλος κι άρχισε με κείνα τα συνηθισμένα του τα γλυκερά για να μου πει σε λίγο —όταν τον έκοψα— πως αυτός ήθελε να φύγει μαζί μου από δρομολόγιο που ελόγου μου είχα προτείνει παίρνοντας και μια ομάδα μαζί μας. Αγγιγμένος όπως ήμουνα από την τόση τους τύφλωση που κιντύνευε, αφού γλυτώσαμε από την κύκλωση, τις φωτιές και τις σφαίρες μέσα στο Φάραγγα να εξοντώσουνε εκείνους τους άξιους, τους ξεχωριστούς ανθρώπους από το πείσμα ενού παθιασμένου, του Μακριδάκη, είπα στο γραμματέα ότι αφού κι αυτός συμφώνησε κι ήταν αντίθετος με μένα θα φύγομε όλοι από την Τρυπητή... Με παρακάλεσε· δέχτηκα, όταν αυτός παραδέχτηκε ότι το σχέδιο το δικό μου ήτανε το καλύτερο. Ήθελα να τον θίξω.
Κινήσαμε με το σκοτάδι· οι πολλοί για την Τρυπητή — Σέλινο — Κάστελλο Κυδωνίας κι εμείς οι δώδεκα ίσια — Λευκά Όρη — Κάστελλο. Έτσι λοιπόν ελόγου μου έφυγα με το γραμματέα και μια ομάδα και σε μια ώρα είχαμε κατέβει ανάμεσα Άγιας Ρούμελης και παραλίας. Καθήσαμε πάνω από τ' αυλάκι με το νερό· οι μυρουδιές του βρύου, της πικροδάφνης και του πολυτριχιού έφταναν ως εδώ και πιο κάτω μουρμουρούσε η Digitized by 10uk1s
γλωσσού η θάλασσα μαλώνοντας με το χοχλάδι. Ήταν ένα σκοτάδι φιλικό χωρίς υποψίες. Είπα στους αντάρτες και στο γραμματέα να κατεβούνε στο αυλάκι. Τους άκουσα να πλαταγούνε στο νερό και το είναι μου σκιρτούσε από δίψα, αλλά καλού - κακού παίρνοντας το Μαρικάκι που το είχα μάθει να μου γεμίζει σε ώρα ανάγκης τις ταινίες του αυτόματου, πιάσαμε ένα υψωματάκι. Σε λίγο όμως, αφού δεν ακούστηκε οχτρού σάλαγος, κατεβήκαμε και μεις στο νερό. Θυμάμαι που κάθησα στον όχτο του αυλακιού που περνούσε ανάμεσα από πικροδάφνες και βούρλα έχοντας τις μπότες μου μες το νερό ώσπου ένιωσα τη δροσιά του ως το κόκαλο. Καθησαμε κάμποσο να χορτάσομε αυτό το ωραιότερο του κόσμου ποτό. Στο μεταξύ, επειδής ο Βίγλης που είχαμε μαζί μας για οδηγό τράβηξε από μονοπάτι για το χωριό, μας έφερε ο Θοδωράκης, ένας μικροκαμωμένος Βίγλης με φουφουλίτσες, πανέξυπνος και δυνατός, ένα καρβέλι ψωμί, τσιγάρα και πληροφορίες: Μέσα στην Άγια Ρούμελη είχε κατασταθεί κάποια διοίκηση στρατού που είχε βγάλει φυλάκια και περιπουλίες σ' όλο το μάκρος του Φάραγγα μέχρις του Ομαλού, συμπαίνοντας και τις φωτιές. Μας πληροφόρησε όμως ότι επειδής ο καιρός δεν είναι βολικός, τα δάση μείνανε άβλαφτα κι ότι οι κάπνες που πήξανε τον κόσμο ήτανε του πευκόφυλλου που σε πολλές χιλιάδες στρέμματα οι φωτιές έρποντας έκαψαν. Όλα λοιπόν είχανε συμμαχήσει με το Βαρδουλάκη εξόν του αέρα... Είπα ύστερα στο Θοδωράκη, που πρέπει να πω ότι μετά το σκοτωμό του Θόδωρου λογαριαζόταν ο αρχηγός της οικογένειας των Βίγληδων, για τους τρεις συντρόφους μας που είχαμε αφήσει πάνω κει ψηλά στα μέρη του Πρινιά. Έδειξε πολύ ενδιαφέρο και στεναχωρέθηκε γιατί οι άνθρωποι αυτοί από καταγωγή και αξία είχανε μεγάλο κύρος σε τούτα τα μέρη. Μου υποσχέθηκε ότι θα μου δώσει άνθρωπο για να τους ξεσκαλώσομε όταν μετά από δυο μέρες θα γύριζα πίσω. Έτσι είχε τελειώσει εκείνη η περιπέτεια της κύκλωσης που κιόλας έφερε το τέλος στον οργανωμένο αντάρτικο στρατό μας και μας έκανε καταδιωγμένους φυγόδικους. Εκείνη τη νύχτα βαδίζοντας στο παραθαλάσσι δυτικά ως χίλια μέτρα φτάσαμε στην τοποθεσία «της λυγιάς ο πόρος» και χωθήκαμε στην πιο άγρια χαράδρα σε τούτα τα μέρη, στο φαράγγι του Κορμοκόπου, όπως τη λένε οι ντόπιοι. Είναι απέραντη στο μάκρος της η χαράδρα, γιατί ανηφορίζοντας κατά το κέντρο των Λευκών βουνών κάνει γκρεμνά απάτητα και μόνο από τα πλευρά της δεξιά-ζερβά μπορείς ν' ανέβεις στις κορφές και να βαδίσεις. Εμείς κοιμηθήκαμε κατάπατα στο έμπα της και το χάραμα ανηφόρισα στο δεξιό πλάι με κατεύθυνση το χωριό Αϊ-Γιάννη. Εδώ βρεθήκαμε τυχεροί: Όταν ο ήλιος αψήλωσε κι έκαψε, σκεπάστηκε ξαφνικά ο τόπος από πυκνά νέφια και στο λεφτό άρχισε να πέφτει μια δυνατή βροχή. Πέσαμε κάτω τα μπρούμουτα και γλείφοντας τα βράχια χορτάσαμε νερό, δροσίστηκαν και τα κορμιά μας. Ύστερα ώσπου ν' ανέβομε σε μια κορφή τα σύννεφα διασκορπίστηκαν, ο ήλιος πάλι έκαψε κι οι φορεσιές μας σταγνώσανε. Κατά το μεσημέρι φτάσαμε σ' ένα από τα κατακόρφια· λημεριάσαμε κει και βγάλαμε παρατήρηση. Το βράδυ κατηφορίσαμε κατά το χωριό κι αφήνοντας την ομάδα απ' έξω χώθηκα μέσα στο πρώτο σπίτι που συνάντησα. Όπως έχω μιλήσει σ' άλλο κεφάλαιο οι κάτοικοι τ' Αϊ-Γιάννη λένε πως είναι δεξιοί κι από το λόγο αυτό δεν τους βρήκα να είναι τρομαγμένοι από την πλημμύρα τους στρατιώτες που πριν από λίγες ημέρες είχε γεμίσει το χωριό τους. Σαν με είδανε ζωντανό χαρήκανε κι όπως πιστεύω χαρά αληθινή, γιατί όπως μου είπανε πίστευαν σαν άκουγαν το χαλασμό κι έβλεπαν την αντάρα της μάχης κατά το Φάραγγα πως δε θάχε απομείνει ούτ' ένας αντάρτης ζωντανός. Μας φέρανε αθοτύρια, ψωμί, νερό και θάρρος γιατί είχ' έρθει ως εκεί κοντά το μισό χωριό. Ύστερα από δέκα μερονύχτια χορταίναμε από τροφή και νιώθαμε σιγουριά. Αυτός ο κόσμος του ορεινού υπαίθρου που τώρα οριστικά χάθηκε, ένιωθε χαρά στην υποχρέωσή του από έθιμο να στηρίζει τους ανθρώπους που κατατρέχει ο «νόμος». Ο Τσιτήλος κι οι άλλοι αντάρτες που είχανε δειλιάσει όταν τους είπα ότι το χωριό είναι πολιτικά αντίθετο από μας, είχανε βρει το κέφι τους κι ο καθένας έκανε κι από μια περιγραφή της κύκλωσης, της μάχης, της φωτιάς και του γλυτωμού μας. Μονάχα το Μαρικάκι είχε κουρνιάσει δίπλα μου κι άφωνο μασουλούσε το ψωμί του. Ήτανε το Μαρικάκι μια Digitized by 10uk1s
κοπελίτσα δεκαπέντε με δεκαεφτά χρονών, λιοψημένη, ψηλή, δυνατή, με παράστημα πολεμιστή. Είχαν απομείνει με δίχως πετσώματα οι αρβύλες στα πόδια της, μα δεν πονούσε, δε διψούσε, δεν πεινούσε, δε μιλούσε· γελούσε μόνο κι όταν λάχαινε έριχνε ντουφεκιές και τραγουδούσε. Ήταν ένα σκληρό θα λέγαμε παιδί. Ωστόσο σε κάθε στιγμή γινότανε φανερό ότι αποζητούσε κάποια στοργή. Ανάμεσα λοιπόν σε μένα και την κοπελίτσα είχε αναπτυχτεί το αίστημα εκείνο του πατέρα προς το παιδί και του παιδιού στον πατέρα. Και πραγματικά μετά από κάμποσα χρόνια που σκοτώθηκε σ' αυτά τα βουνά, αυτόνε τον πόνο του πατέρα αιστάνθηκα στο κάτεργο που βρισκόμουνα.
Εκείνη τη νυχτιά την περάσαμε ψηλά στα Κρούσια, στα Τέσσερα Πηγάδια. Εδώ δοκίμασα να γυρίσω πίσω για τους μπλοκαρισμένους αγωνιστές, αλλά ο Τσιτήλος έβαλε τα κλαψουρίσματα ότι δε θα κατάφερνε η ομάδα να γυρίσει πίσω κατά της Κυδωνίας τη μεριά. Τόντις κανένας από τους αντάρτες δεν είχε ποτές ζυγώσει σ' αυτά εδώ τα μέρη. Η ομάδα μας δεν ήταν ολότελα μάχιμη, γιατί εχτός τον Τσιτήλο που κρεμότανε ψόφιο στη μέση του παίζοντας πέρα - δώθε όπως του κριαριού τα ποστιλένα ένα πιστόλι που σ' ώρα ανάγκης δεν θα του έκανε χρήση ποτέ, μαζί μας είχαμε και τον τραυματία κι ακόμα έναν του ΑΚΕ του Αποσκόρωνα, τον αγαθό Μαθιό Μακριδάκη. Κιόλας τούτος ο άντρας ήθελε ξεχωριστή προσοχή, επειδής με το παραμικρό τσακιζόταν τα κόκαλα των χεριών και ποδιών του κι ένα τέτοιο ατύχημα εδώ ψηλά θα έφερνε στην ομάδα δυσκολίες στη μεταφορά του. Το χάραμα ξεκινάμε και πάλι ανάβαση. Το απόγεμα βρισκόμαστε στις Πάχνες που είναι η πιο ψηλή κορυφή στα Λευκά Όρη, υψόμετρο 2.456 μ., κι απ' εδώ βορινά ανοίγεται η επαρχία Κυδωνίας. Καθήσαμε για ξεκούραση και πήρα τον Τσιτήλο παρέκει να τον κατατοπίσω πού βρίσκεται η τοποθεσία «Κάστελλος» που εκεί έπρεπε να περιμένει τους άλλους με το Μακριδάκη όταν θα έφταναν από την Τρυπητή. Ελόγου μου θα γύριζα απ' εδώ για το γιατρό μας και τους άλλους που είχαμ' αφήσει στον Πρινιά. Ο Τσιτήλος όμως δεν το δέχτηκε και διάλεξε κιόλας όχι να το κουβεντιάσει το ζήτημα μα να μου δώσει διαταγή... «Θα μείνεις εδώ, μου λέει, στην ομάδα, να μας πας στην Κυδωνία κι άσ' τους αυτούς!». «Α! έτσι... Ν' αφήσω αυτούς, που ό,τι αξίζει του ενούς το δαχτυλάκι δεν αξίζει η αφεντιά σου ψευτοτζενεράλε, που κατάστρεψες ένα κίνημα κι έφτασες να δολοφονείς κι από έναν-έναν τους αντάρτες. Να η Κυδωνία! είπα — δείχνοντας κατά το βοριά — και τράβα· ή μείνετ' εδώ σκοτώστε και ψήστε κανένα - δυο στέρφα και μετά τρεις ημέρες θα γυρίσω με τους ανθρώπους μας». Δεν απάντησε σε τίποτα. Με μιας έγινε κίτρινος, πελιδνός και περιδεής. Έτρεμε από το κρύο και το φόβο: Φοβότανε τους εχθρούς, φοβόταν τις κορφές μα πιο πολύ φοβότανε τους αντάρτες όταν θα έμενε μόνος μαζί τους μην τον σκοτώσουν. Ίσως ακόμα εδώ ψηλά νοιαζόταν και για το θεό... Όταν τον είδα έτσι, μεμιάς ανακατεύτηκαν τα συναιστήματά μου: ούτε οίχτος, ούτε οργή ή μίσος... Μου ήρθε όμως μια διάθεση ειρωνίας και φώναξα: «Μαρικάκι! Έλα πάρτονε και φοβάται!». Κι όταν το Μαρικάκι που πήρε στα σοβαρά την πρόσκλησή μου, πηδούσε τα βραχάκια ζυγώνοντάς τον, έφυγα κατά το νοτιά. Όταν ξεμάκρυνα γύρισα να κοιτάξω: Στεκόταν εκειδά ακούνητος με κατεβασμένη την τραγιάσκα στ' αυτιά και στα φρύδια, δίπλα το Μαρικάκι ως ένα μέτρο τον κοιτούσε παράξενα και μπροστά χάμω στα πόδια τους λαμπύριζε κρούσταλλο μια φόλα χιόνι.
Έτρεχα τώρα στο νοτιά και δυτικά να προλάβω στην Αράδαινα πριν πήξει το σκοτάδι. Φυσούσε δυνατός βοριάς που μ' έσπρωχνε και μου πάγωνε τη ράχη. Το χιόνι σαν μαργαριτάρια λάμπει και τρίζει λιώνοντας κι οι ηλιαχτίδες δειλές τρεμοπαίζουνε στη μάζα του. Είναι αφάνταστα όμορφα αυτή την εποχή δω πάνω, αλλά πού η ψυχή ύστερ' από τα τόσα παθήματά της να τη χωρέσει;... Είχαμε απομείνει από δίψα, πείνα, φόβο και κούραση «πετσί και κόκαλο», μα πράμα παράξενο μεγάλωνε η αντοχή και του κορμιού και της ψυχής. Βραδιάσματα έφτασα στ' απάνω Κρούσια. Απέναντι κατά τη Δύση υψώνεται η Βολακιάς μαυρόγκριζος, πελώριος κι ο ήλιος τρεμοπαίζει Digitized by 10uk1s
πορφυρός, γυρεύει να χωθεί πίσω στις πλάτες του. Μπροστά μου ανοίγεται το δασωμένο χάος του Φάραγγα της Σαμαριάς κι απέναντί μου στα ψηλώματα κείτεται ο Πρινιάς αβλοχάτος, γεμάτος μυστήρια και τρόμο. Δεν έχει τώρα καπνούς αλλά πίσω του, κατά τις ράχες του Γκίγκιλου ακούστηκαν από λίγες ντουφεκιές. Έφερα τα κιάλια στα μάτια κι έπιασα μια ομάδα στρατιώτες που κινιότανε σε μια κορφή. Σκέφτηκα τους λεσκωμένους συντρόφους στον τέτοι τους παραδαρμό: Κυκλωμένοι αυτοί ακόμης, με δίψα, φόβο και πείνα... Έτρεξα κατά το ξέχυμα πιο πολύ. Έφτασα στην Αράδαινα μαζί με το σκοτάδι. Το χωριό κάθεται βουβό ξασπρίζοντας τα σπιτάκια του ανάμεσα στα λιόδεντρα και τις συκιές. Δεν αγροικιούνται άνθρωποι, δεν αλυχτούνε σκυλιά· σημείο ότι δεν έχει μέσα στρατιώτες. Άνοιξα βήμα και χώθηκα ανάμεσα στα σπίτια. Τα σκυλιά στ' ανταρτοχώρια οσφραίνουνται και δε μιλάνε στους αντάρτες. Χτύπησα στον Αντρίκιο τον Κουκουβίτη κι η πόρτα ανοίχτηκε αμέσως. Είχε καταφέρει σ' αυτόνε τον κατατρεγμό να γλυτώνει τη σύλληψη. Τον κατατόπισα αμέσως για το πάθημα του Χατζηγρηγόρη, του γιατρού και του Μανουσέλη που λάχαινε να είναι και ξεχωριστοί φίλοι του, κι ότι πρέπει να με βοηθήσει να συνδεθώ τους Βίγληδες να τους ξεσκαλώσομε. Παραξενεύτηκα πολύ και δοκίμασα μια από τις πιο μεγάλες χαρές της ζωής μου όταν σημειώθηκε ένα στυφό γέλιο στα χείλια αυτουνού του βαριού λευκορείτη, αφήνοντας: «Ήρθασι πα, μόνο χάψου πράμα για θα πεινάς και να σε πάω εκειά 'πού τσ' έχω». Να τι είχε συμβεί: Ο Μανουσέλης με πείρα και παράδοση και ψυχή της πιο πολεμικής σογιάς της Κρήτης, που βρέθηκε σ' ένα τόσο άγριο κι άγνωστο μέρος σαν να έπεσε κει από αλεξίπτωτο, κατάφερε να βρεθεί πάνω από τη μια από τις πόρτες του Φάραγγα που φυλαγόταν από στρατιώτες. Απ' εκεί λοιπόν, από διαφορά ύψους ως χίλια μέτρα, παρατηρούσε το φυλάκιο και του καρφώθηκε στο μυαλό ότι μπορούσε να το εξουδετερώσει και να περάσει την πόρτα μαζί με τους συντρόφους το δίχως να βλαφτούνε. Όταν νύχτωσε είχανε κιόλας πλησιάσει στο φυλάκιο. Το σκοτάδι είναι βαθύ, ο Φάραγγας βρυχιέται απ' ένα ποτάμι χιονόνερα, λίγο ακόμα και θα περάσουνε άβλαφτοι· αλλά οι στρατιώτες άκουσαν που ξεκόλλησαν κάτι πέτρες κι αμόλησαν μια ριπή και λίγες ντουφεκιές κατά την πόρτα. Ο Μανουσέλης είδε από τις φωτιές που άφησαν οι κάννες ότι βρίσκεται στο πλευρό του οπλοπολυβολείου, σαλτάρισε κατά πάνω του, αλλά μεσολαβούσε μια λιμνούλα νερό και χώθηκε ολόκληρος μέσα. Όταν σηκώθηκε ανασέρνοντας και τον ντουφέκι είδε ότι ήταν σπασμένο από την πιάστρα, αλλά κι έτσι άφησ' έναν πυροβολισμό και δευτέρωσε. Τα πυρά από τους εθνοφρουρήτες σωπάσανε και στο μεταξύ ο γιατρός με το δικηγόρο γλυστρήσανε κατά κάτω άβλαφτοι, αλλά ο γιατρός είγε χάσει το γυλιό του με τον περίφημο μεταλλικό κλίβανο που απολύμαινε τις γάζες και τα βαμβάκια κι ο Σταύρος είχε απαρατήσει το όπλο του — λίγο το κακό... Έτσι σώθηκαν και βαδίζοντας έφτασαν στην Αράδαινα το επόμενο πρωινό. Όλα τούτα μου τα διηγόταν ο Μανουσέλης την ώρα που δειπνούσαμε με το ολότελα λακωνικό αφηγηματικό του. Επειδής όμως οι κάτοικοι του χωριού είχανε διχαστεί από δυο φόνους που είχανε γίνει τελευταία για λόγους βεντέτας κι η μια μεριά ήθελε να βλάψει με κάθε τρόπο την άλλη, δεν είχαμε κει καμιά ασφάλεια κι αποφασίστηκε ύστερ' από επιμονή και μικροκαυγαδάκο δικό μου να μείνομε για ύπνο σε κείνο το μέρος, αλλά το χάραμα ν' ανέβομε ψηλά στα δασωμένα Κρούσια να λημεριάσομε κει και την επόμενη καβαλώντας τα Λευκά Όρη να φτάναμε στην Κυδωνία. Οι σύντροφοι λοιπόν κοιμηθήκανε μέσα σε μια σπηλιά που λέγεται Αρκαλέ· ελόγου μου για να με ξυπνήσει το χάραμα έμεινα απ' έξω. Όταν ακούστηκαν τα πουλιά κι άνοιξα τα μάτια ένιωσα έναν αέρα δίπλα μου και κοιτώντας είδα ότι είχα κοιμηθεί άκρη ενούς γκρεμού ως εκατό οργιές βάθος. Από κούραση και ξαγρύπνια είχα μείνει ακίνητος γιατί μ' ένα γύρισμα θα βρισκόμαστε στο χάος. Ξύπνησα τους συντρόφους μου κι ύστερα από πορεία μιας ως μιάμισης ώρας φτάσαμε και λημεριάσαμε σε μια δασωμένη κορυφή και κείνη την ώρα άρχισε να εξερευνάται το μέρος που είχαμε αφήσει. Ριχτήκανε χιλιάδες ντουφεκιές αλλά εμείς γλυτώσαμε πάλι κι απ' εδώ... Θυμάμαι το Digitized by 10uk1s
Χατζηγρηγόρη, αυτόνε τον ωραίο αριστοκράτη, να με κοιτάει βαθιά και σαν από ευγνωμοσύνη να μου λέει: «Όλοι οι φυγόδικοι, οι κακοποιοί κι οι Χαΐνηδες της γενιάς σου είναι κατοικημένοι μέσα σου... βαθιά, εκεί που λέγεται υποσυνείδητο. Αν επιζήσω από τούτην εδώ την μπόρα, έχω να γράψω μια μελέτη...». Όταν νύχτωσε βαδίσαμε και φτάσαμε στα κάτω Κρούσια στα «Τέσσερα Πηγάδια». Είναι κιόλας τέσσερα τα πηγάδια που γεμώζουνε νερό όπως λιώνουν την άνοιξη τα χιόνια κι απ' εδώ πίνουν βοσκοί και ξυλοκόποι και χιλιάδες γιδοπρόβατα τα καλοκαίρια. Είναι και λίγα σπίτια χτισμένα με ξερολιθιές. Τώρα όμως τα πάντα τα έχουν φάει οι φωτιές των σύγχρονων Μπραΐμηδων κι απ' ένα ύψωμα που καθόμαστε οσφραινόμαστε τη μυρουδιά του κάρβουνου και του στάχτη. Ωστόσο στα κρυφά έχουν ανέβει δυο κοπάδια. Οι βοσκοί έχουνε στήσει μια καλύβα με κυπαρισσόκλαδα και πιο κει μέσα στο δάσο σ' ένα μεγάλο σωρό πέτρες φυλάγουνε την παραγωγή της κάθε μιας ημέρας. Μου είχανε δώσει όλονε το μηχανισμό. Άφησα λοιπόν τους συντρόφους μου πάνω κει στο υψωματάκι κι ελόγου μου παίρνοντας μακρινούς κύκλους μη λάχει κι έχουνε στημένη ενέδρα όλο και ζύγωνα στο καλύβι. Έφτασα ύστερα στον τρόχαλο με τις πέτρες κι ανάσυρα ένα τσουκάλι, απ' αυτά τα παλιά με τα τέσσερα αυτιά, γεμάτο πρόβειο γιαούρτι, το πήγα σ' ένα ξέφωτο και φώναξα τους συντρόφους. Ήτανε θαύμα. Το τσουκάλι πεντοκαδιάρικο, δεν αφήσαμε ούτε μαγιά των ανθρώπων. Το γιαούρτι φέρνει καλόν ύπνο και το ρουχαλητό του δικηγόρου ετρόμαζε τα τριζόνια και τους λαγούς. Η νύχτα ήτανε σκοτεινή, το φεγγάρι έχει πάθει, μοσχοβολάει το ξερονόμι, το κυπαρίσσι, το πεύκο κι η βερβελίδα του προβάτου. Το χάραμα είχαμε να βαδίσομε μια υψομετρική διαφορά χίλια διακόσια μέτρα. Έτσι αφήνοντας πίσω μας τ' απάνω Κρούσια, ένα υψίπεδο γυμνό φτάσαμε στη Στραβοποδιά, υψόμετρο δυο χιλιάδες τετρακόσια μέτρα. Εδώ το τοπίο φαντάζει απέραντο από χιλιάδες κορφούλες, λάμπει, όπως ο ήλιος βαράει και λιώνει τα χιόνια και κάπου-κάπου ανάμεσα στους θορύβους όπως ο άνεμος χτυπάει τα βράχια ακούγεται κανένα τσάφαρο προβάτου. Εδώ ξεκαλοκαιριάζουνε χιλιάδες αρνιά, τα περίφημα της Στραβοποδιάς τ' αρνιά που το κρέας τους μοσκοβολάει πιπέρι, μαντζουράνα, μαλοτίρα κι αγριαμυγδαλιά, γιατί απ' αυτά τα βοτάνια ζούνε δω πάνω και στα Χανιά πουλιούνται σε ξεχωριστή τιμή. Εμείς όμως πληρώσαμε ακριβά αυτό το νόστιμο και μυρωδάτο κρέας, γιατί ο Μανουσέλης βάρεσε ένα αρνί, το ετοιμάσαμε και το ψήσαμε, αλλά όπως κόβαμε την ψημένη σάρκα είχε μέσα στη μάζα της ένα άσπρο καπνό που μύριζε μπαρούτι. Συνέβη επειδής οι σφαίρες του μάουζερ ήτανε φλογοβόλες. Είχε αχρηστευτεί λοιπόν το μισό μπροστινό του ζωντανού και το πέταξα, αλλά ο Μανουσέλης που το λυπήθηκε πήρε κι έφαε ένα ξεροψημένο κομμάτι. Τον έπιασε τότες μια δηλητηρίαση και παρ' ότι είχαμε μαζί μας το γιατρό αλλά δεν είχε τα χρειαζούμενα φάρμακα, φοβηθήκαμε όλοι για τη ζωή του και καθυστερηθήκαμε πάνω κει δυο για τρία ημερονύχτια χαλώντας άλλα δυο στειροπρόβατα, σκοτωμένα αυτά με σφαίρες αυτόματου.
Γείραμε ύστερα κατά τα βορινά και φτάσαμε αποβραδίς πάνω από το Θέρισο, ψηλά στην τοποθεσία Κάστελλος όπου ήτανε ο τόπος της συνάντησής μας. Εκεί βρήκα τον Τσιτήλο, εκεί είχανε φτάσει κι οι άλλοι: ο Μακριδάκης με το Μιχάλακα και κάμποσοι αντάρτες. Τους πιο πολλούς όμως τους έδιωξε ο Μακριδάκης να πάνε στα σπίτια τους κι όταν του έλεγαν: «τα σπίτια μας είναι καμένα κι οι δικοί μας στη φυλακή», εσήκωνε τους ώμους. Ήτανε φρίκη: μια αντάρτισσα από το Ρθούνι, την Αντωνία, όταν την έδιωχνε άφησε θρήνο μεγάλο χωρίς ακόμα να ξέρει ότι ο αδερφός της αντάρτης, ο καημένος ο «Βελουχιώτης» — όπως από αμοναχός για τιμή του Άρη είχε παρανομιαστεί — είχε αποκεφαλιστεί Digitized by 10uk1s
στα Φάραγγα που πιάστηκε ζωντανός. Σε λίγο το θέμα της «εκκαθάρισης» θα μπει στην κομματική οργάνωση του αντάρτικου, αλλά συνέβη αντί τα κομματικά στελέχη να διώξουνε τους «σκάρτους» πήρανε αυτά τη θέση τους — των σκάρτων — και φύγανε να φτιάξουνε τη ζωή τους. Εδώ γίνηκε μια συνέλευση απ' όσους αντάρτες είχανε απομείνει. Δεν πήρα μέρος· πήγα κιόλας και κάθησα παράμερα και μακριά. Βρήκα πιο καλό αυτόνε τον τρόπο να δείξω ότι είμαι έξω από τις ευθύνες από το δράμα του Φάραγγα. Αν πήγαινα και μιλούσα ελεύθερα (και δεν μπορούσα ύστερ' από την τέτοια πολιτική τους να μιλήσω αλλιώς) δεν ξέρω ως πού θα φτάναν οι αντάρτες ύστερ από την τόση χρεοκοπία τους από το αίμα που χύθηκε από τη δολοφονία του Λεωνίδα και την ουσιαστική διάλυση του οργανωμένου στρατού μας. Τους μήνυσα όμως με τον Τσαμαντή —για άλλη μια φορά — ότι σε κείνες τις στιγμές τις πιο κρίσιμες αν το θέλανε θαήμουνα πάλι στη διάθεση του Δ.Σ. να βοηθήσω. Δεν γίνηκε φυσικά τίποτις μα ούτε και είχα αυταπάτες, αλλά ήτανε ζήτημα συνείδησης. Δεν ξέρω τι συνέβη σε τούτηνε τη συνέλευση, αλλά λίγες ώρες ύστερ' από το τέλος της άκουσα που ο Τσιτήλος φώναξε σ' έναν αντάρτη: «Πήγαινε να μου βρεις τον «καπετά-Γιάννη»... Για φανταστείτε!... Να με δικάσει αυτός με τη φουσκωμένη γούλα του αγριόγαλου, ψευτοτζενεράλες, γι' αυτό μου το τιμητικό που κιόλας δεν το θέλησα και τώρα μετά από ένα χρόνο και κάτι να το λέει κι ο ίδιος!.. Ήτανε αστείο και για κείνη την περίσταση αρκετά τραγικό. Σ' αυτήνε τη συνέλευση έθεσε ζήτημα ο Ν. Τσαμαντής ότι απαιτούσε για κάθε πράξη — εχτελέσεις και τα τέτοια - του Δ.Σ. σαν ο υπεύθυνος καπετάνιος του Νομού να ρωτιέται. Δεν ξέρω τι συνέβη και πόσες αφορμές σωρευτήκαν ακόμης κι αυτός ο απλοϊκός, μα συνετός άνθρωπος οδηγήθηκε στον αντίπαλο. Ακόμης ο Νίκος Σταματάκης ο γιατρός μας, με το μεγαλύτερο κύρος στο Ν. Χανιών, χώρισε οριστικά τις ευθύνες του από το Μακριδάκη και Τσιτήλο. Από πολύν καιρό επειδής ο γιατρός απαιτούσε να έχει γνώμη, ήτανε άφοβος κι έκανε κριτική, τον έλεγαν κλικαδόρο και καθέναν που διαφωνούσε μαζί τους, όπως ο Σ. Χατζηγρηγόρης και πολλοί άλλοι τους έλεγαν κλίκα του γιατρού. Έμεινε δε στο αντάρτικο ότι όταν ο Τσιτήλος κι ο Μακριδάκης σκοτώθηκαν, ο γιατρός είπε: «Ευτυχώς που πέθαναν»... Οι τέτοιες σχέσεις της ηγεσίας με το γιατρό είχαν ακόμη και τούτη δω τη θλιβερή συνέπεια: επειδής ο Μακριδάκης είχε έναν όγκο στο λαιμό που δεν υποχωρούσε, αποφασίστηκε απ' αυτή την αιτία, το πρώτο να φέρουν το Σιγανό απ' το Ηράκλειο. Θυμάμαι όταν με ρώτησε ο Τσιτήλος ποιο θάπρεπε να είναι το δρομολόγιο του γιατρού, του είπα μια γνώμη αλλά και τις λίγες πιθανότητες που είχε ο ερχομός του στα Λευκά Όρη. Μετά το θάνατο των συντρόφων ξαναζεστάθηκε η υπόθεση, γιατί στο μεταξύ ο Σταματάκης βαριά άρρωστος συμβιβάστηκε με τον αντίπαλο να φύγει για την Ευρώπη. Παρά τ' ότι όμως ο Σιγανός έφτασε κοντά στα Σφακιά από ανικανότητα των επίγονων πιάστηκε, βασανίστηκε και μαζί του πιάστηκε ο Αλέκος Μαθιουδάκης από την Κοξαρέ του Ρεθέμνους κι ο Στέλιος Νικολιδάκης από την Ατσιπάδα, καταδικάστηκαν κι έβγαλαν από δεκαπέντε χρόνια φυλακή ο καθένας.
Όταν ειδοποιήθηκα και πήγα να δω το γραμματέα είχε κιόλας κρεμασμένο — όπως καθότανε σ' ένα απάγκιο και με περίμενε — μια δόση απ' εκείνο το φτηνό από την ίδια την ποιότητα του χαμογέλιο που ελόγου μου το έχω ειπωμένο «καθοδηγητικό». Ύστερα όμως όταν κάθησε αντίκρα μου πήρε ένα ύφος λίγο παραπονιάρικο και κακορίζικο μαζί: «Μ' έβρισες σύντροφε Γιάννη, μου λέει, προχτές στην κορυφή και μου είπες μπροστά στους αντάρτες...». «Δεν σ' έβρισα σύντροφε, τον έκοψα ξερά· Digitized by 10uk1s
δεν σου είπα κάτι που δεν τόκανες ή που δεν έχεις... Αλλά πες μου τι θέλεις τώρα από εμένα και με φώναζες κοντά σου;». «Θα σου πω, μου λέει, μα σ' ένα λεφτό». Και λύνοντας το σακούλι του έβγαλε από μέσα δυο κομματάκια ως δέκα δράμια το καθένα κεφαλοτύρι (καθοδηγητική αρετή και τούτη γιατί ήτανε για καλοπιάσματα), δίνοντάς μου το ένα... «Βάλε το μέσα, του λέω, για θα σου χρειαστεί». Κι ανοίγοντας ίδια στιγμή το δικό μου γυλιό, έβγαλα ένα κομμάτι ξεροψημένο αρνί της «Στραβοποδιάς» και σπώντας το στα δυο του έδωσα το κομμάτι που είχε τη σπάλα. «Άδειασε γρήγορα, του λέω, το κόκαλο από το κρέας για να σου πω τη μοίρα που σε περιμένει...». Πεινούσε, το καταβρόχθισε, μου έδωσε το κόκαλο πίσω και πήρε άλλο κομμάτι. Ελόγου μου τόξυσα σαν ειδήμονας, τ' ασήκωσα ψηλά να φέξει, ύστερα το άφησα να πέσει από το χέρι μου... «Έχει ένα θάνατο, του λέω, η κουτάλα και μάλιστα γρήγορο!...». Και ξαναπαίρνοντάς το από χάμω του δείχνω: «Νάτο το μάτωμα: κατακόκκινο που θα πει γρήγορο...». «Κάτι τέτοια, μου λέει, έλεγες και στην Ακροναυπλία και σε περνούσανε οι σύντροφοι για δεισιδαίμονα». «Και είμαι, του λέω, δυσειδαίμονας· αλλά για ιδές! Κρατάω δέκα οκάδες σίδερα και μπαρούτια. Αν προσπαθούσες και συ τον καιρό που καθόσουνα δω πάνω να πιτηδευτείς να κρατάς ένα ντουφέκι να ρίχνεις στα σημάδι και να μάθεις να σκοτώνεις εχθρούς, είχες ελπίδα να γλυτώσεις. Αλλ' αντίς γι' αυτά έπραττες τα φαύλα και τώρα ή θα σε σκοτώσουνε σε καμιά ενέδρα ή θα σε πιάσει κάποιος αγροφύλακας σε κάποια σπηλιά όπου θα σε φυλάξουν οι αντάρτες, θα σε δέσει με μια κλωστή και θα σε παραδώσει στον πρώτο αστυνομικό σταθμό και ίσια για το εχτελεστικό... Αυτό είναι σίγουρο, δεν έχεις γλυτωμό... Κοίτα μόνο να δείξεις ψυχραιμία έτσι που τουλάχιστο στα στερνά σου, να μην ντροπιάσεις την «ιδιότητα» του ακροναυπλιώτη που αρκετά την έχεις ταλαιπωρήσει πάνω σε τούτο το βουνό». Θα νομίσει τινάς ότι μιλάω αστεία ή ότι δεν 'πωηθήκαν έτσι αυτά που εδώ σημειώνω. Τα λέω γιατί νομίζω ότι όλα τούτα δεν είναι προς όφελος δικό μου, γιατί βέβαια είναι σκληρό να μιλάς για θάνατο σ' έναν με την ψυχολογία του μελλοθάνατου και είναι άκρατος εγωισμός να μιλάς για κείνη την έρμη την «ιδιότητα» του ακροναυπλιώτη... Έλα όμως που ακόμης τότες την πίστευα και δεν θα την αντάλλαζα με τη βασιλεία των ουρανών ενός χριστιανού, παρά τ' ότι είχαμε κάνει Σόδομα και Γόμορα την Ελλάδα. Ύστερις πίστευα πως κάτι το κακό προοιώνιζε η συνάντηση που μου ζήτησε ο γραμματέας μου... Κι η ανεχτικότητα και συγκράτηση που έδειξε στα όσα πειραχτικά του έλεγα ήτανε μια επιβεβαίωση. Τέλος με δισταγμό άρχισε σε γλώσσα κρυπτογραφήματος να μού λέει ότι ήρθε εντολή του Κόμματος «να διαπεραιωθείς στην Πελοπόννησο στην Κυνουρία· κι αν αυτό είναι αδύνατο, στην Αθήνα». «Λέτε ψέματα σύντροφε και ξέρω από ανώτερα οργανωτικά. Αν ήρθε τόντις τέτοια εντολή, ήρθε το Μάρτη ή τον Απρίλη. Μου δίνετε «σκοινί». Θα σας διευκολύνω όμως: δώστε μου δυο αντάρτες, τον Κώστα το Μαρκάκη που ξέρει από μηχανή κι ακόμα άλλον ένα, ν' αρπάξομε ένα πλεούμενο από το Λουτρό να φύγω αμέσως». «Εμείς σύντροφε αποφασίσαμε, μου λέει, να αναθέσομε την εντολή σε σένα να βρεις μέσο να φύγεις». «Είναι η τελευταία σας απόπειρα σύντροφε... Να ξέρετε όμως ότι τόντις θα προσπαθήσω να πάω στο Κόμμα. Εσείς με κάνετε φυγόδικο με σκοπό την εξόντωση. Το λέγετε κιόλας: «Το αρνί που ξεκόβει απ' το κοπάδι το τρων οι λύκοι». Και με ξεκόψετε σκόπιμα για να με φαν οι λύκοι, μα αποτύχετε κι εδώ... Αλλά έτσι μου δώσετε και την ευκαιρία να εκπαιδευτώ και να γενώ καλός φυγόδικος. Έτσι έχω τώρα τις πιο πολλές ικανότητες για να επιζήσω. Ενώ εσείς... Εσύ και ο άλλος που σπούδασε τα ανώτερα οργανωτικά και μαζί παριστάνετε τους σπουδαίους. Τώρα ήρθε ο καιρός να δείτε «πόσα απίδια χωράει ο σάκκος». Στεκόμαστε όρθιοι. Του έσφιξα το χέρι και τον ασπάστηκα. «Στα συμπαθάω όλα», του είπα κι άνοιξα βήμα, αλλά πριν φτάσω τα εκατό μέτρα με φώναξε πίσω. Τα γαλαζοπράσινα μάτια του ήτανε βουρκωμένα και μόλις που κατάφερε να μου πει: «Κοίτα Γιάννη... εκείνοι του Φάραγγα μένουν ακόμη άταφοι...». «Έχω υποχρέωση και είναι τιμή μου να τους σκεπάσω με λίγο χώμα» 40, είπα και ξεμάκρυνα όσο πιο γρήγορα... Δεν τον ξαναείδα ποτές... Και ήτανε το πεπρωμένο για κείνον που νοιάστηκε για την ταφή των σκοτωμένων συντρόφων μας, να μείνει αυτός μετά από λίγους μήνες Digitized by 10uk1s
που έπεσε στην καρδιά αυτουνού του βουνού, χωρίς να νοιαστεί κανείς από τους νέους συντρόφους μας να ρίξει έστω μια φουχτίτσα χώμα στο ακέφαλο σώμα του και μόνο η φύση σαν να αιστάνθηκε την τέτοια εντροπή, το τύλιξε με τα χιόνια κρατώντας το έτσι επί οχτώ μήνες ώσπου με το λαμπερό ήλιο της άνοιξης το παράδωσε σε δικούς της νεκροθάφτες, τους γύπες 41... Πάνε εικοσιεννιά χρόνια... είναι αφάνταστη η πίκρα μου... Κι ακόμης θέλω να πω, ύστερ' από τόσους και τόσους χαλασμούς πως αναθυμάμαι κείνα τα περιστατικά και σκέφτομαι τι ήθελε αυτός ο ντελιγκάτορας και δεν άφηνε τους έμπειρους παλιούς Ελασίτες, τους φτιαγμένους από τη φύση τους «Γιακωβίνους», δεν άφηνε και λόγου μου το φτωχό εκεί όπου η τάξη μου έβαλε εμένα το σπουδαγμένο σαν ήμουνα δεκάχρονος στ' αμάχητα και στους πετροπολέμους και ήμουνα ανίκητος απ' τους αντίπαλούς μου, ένας σωστός μιρκούλης δεκανέας... Τι ήθελε αυτός ο ανίδεος, ο ανίκανος, ο φοβιτσιάρης με τα τέτοια που θα διέπρεπε στην επιστήμη και στα κοινωνικά;... Θυμάμαι τώρα δας τον πρώτο μαθηματικό καθηγητή —ο λόγος για τους μαθηματικούς— όπου άλλοι με φέρανε σε σύγκρουση μαζί του, το Δ. Χαλκιαδάκη που αυτός ένιωσε γρήγορις ως πού κρατάνε τα κότσια του, αποτραβήχτηκε έγκαιρα φτιάχνοντας μια ζωή ζηλεμένη: διαπρεπής στην κοινωνία του Ρεθέμνους, με φροντιστήριο δικό του, με μαθητάδες και με μαθήτριες, μ' αγάπη και με βοήθεια στο σπουδαστή και στον κάθε πάσχοντα, με οικογένεια με πολλά παιδιά που τα χαίρεται σε μια ευτυχία ατέλειωτη. Ή ακόμης κι ο άλλος μαθηματικός καθηγητής, ο Ζουριδάκης, που αν και φούσκωνε και κορδωνότανε για σπουδαίος λενινιστής μπολσεβίκος, μέτρησε τη δύναμη της ψυχής του, με τους πρώτους βρόντους του Μπαντουρόγιαννη, το έσκασε κι έφτασε να κάνει ετούτος φροντιστήρια στην πρωτεύουσα, να γενεί σπουδαίος και ξεχωριστός επιστήμονας· γράφει μάλιστα και βιβλία για τα τρίγωνα και χαίρεται μια οικογένεια. Μα ετούτος ο ραμεκλής που επειδής μαγεύτηκε ο Ιωαννίδης από τη θέρμη της ψυχής του κι από τ' άλλα του τα χαρίσματα και τον εδιόρισε στρατηγό, νόμισε κι ο ίδιος — χωρίς ν' ακρουμαστεί τα εντός του — πως τόντις τα ράσα κάνουνε τον ηγούμενο και μαϊμούδιζε τζενεράλης, ώσπου στο τέλος κατάντησε από τα τέτοια καμώματά του, έτσι όπως τον έχω ζωγραφισμένο: Να του γενούνε εχθρικά οι σύντροφοί του, το βουνό που πατούσε, η ίδια η μοίρα του και πήγε όπως πήγε ανυπεράσπιστος, αταίριαχτα για έναν που έδινε τη ζωή του.
Έτρεχα τώρα την ανηφόρα ίσια κι απάνω να περάσω τα Λευκά Όρη να γείρω κατά το Λιβυκό. Αυτόνε τον καιρό εδώ πάνω δε βαδίζουνε μα τρέχουνε και πετάνε. Όπως νύχτωνε έφτασα σ' ένα Θερισιανό μιτάτο τω Βιδάκηδω που οι αντίπαλοι ποιος ξέρει για ποιους λόγους δεν το είχανε πυρπολήσει. Όταν όμως ζύγωνα κι αλύχτησαν τα σκυλιά, άκουσα που έτρεξαν στο σκοτάδι τρεις για τέσσερις άντρες κι έτσι τρέχοντας πάψανε ν' αγροικούνται. Μπήκα στο καλύβι κι οι άνθρωποι νοιάστηκαν να μου ετοιμάσουνε δείπνο. Ελόγου μου τους ζήτησα να μου φέρουνε πίσω τους ανθρώπους που τρέξανε για να κατέβομε στο Φάραγγα να θάψομε τους σκοτωμένους κι ήταν ελεύθεροι ύστερις να διάξουν όπως η συνείδησή τους τους πρόσταζε. Ήτανε βέβαια αντάρτες κι υποψιάστηκα και όπως κατοπινά πληροφορήθηκα είχανε πάει εκεί να παζαρέψουνε την παράδοσή τους. Αυτός ήταν ο λόγος που δε θέλησαν να γυρίσουν και να με βοηθήσουν. Με πληροφόρησαν όμως οι άνθρωποι του μιτάτου ότι ο Μιχάλης ο Μπολούδης, που αυτός στις εκκαθαριστικές είχε απομείνει και κρύφτηκε με την ομάδα που διοικούσε στα δάση του Φάραγγα, ενταφίασε με τη βοήθεια των Βίγληδων τους νεκρούς μας. Ησύχασα απ' αυτό το καθήκον... αλλά επειδής δε μ' έπαιρνε ο καιρός — έπρεπε να βρεθώ στο Λουτρό την επόμενη νύχτα — τραβήχτηκα κατά την κορυφή του Χαιρέτη. Κάνει κρύο· το χιόνι σταμάτησε να λιώνει, αλλά σε κείνη την κούραση γυρνώντας κατά τη νοτικάδα της κορυφής άφησα λεύτερο τον εαυτό μου για λίγο ύπνο, ώσπου κακάρισαν οι πέρδικες κι έσκουξε το γεράκι. Τρέχω, κιαλάρω· ο τόπος είναι καθαρός· τρέχω κατά τις Πάχνες... Μα γιατί θέλω να πατήσω εκείνη την πιο ψηλή κορφή του βουνού δεν ξέρει να μου πει ούτε η ψυχή μου. Δεν αγροικούνται τσάφαρα και σκλαβέρια, βελάσματα προβάτων κι ανθρώπινα τραγούδια και φωνές. Σε λίγο έφτασαν οι ηλιαχτίδες· κυλιούνται, παίζουνε πάνω στα χιόνια μα είναι κι αυτές βουβές.
Digitized by 10uk1s
Κατά τη μεριά του ποταμού, όπου η καρδιά των Λευκών βουνών μα δίχως αληθινό ποτάμι και νερό, βρίσκονται κάμποσα μιτάτα. Με τα κιάλια έπιασα ένα κατάγερο, με πρόβατα, σκυλιά και τρεις βοσκούς ν' αρμέγουνε το κοπάδι. Τρέχω κατά κει. Είναι τα τρία αδέρφια οι Κριγιαράδες, ο Γιάννης, ο Αντρέας κι ο Νικολής, που αγροικιέται και Γύπας, κι είναι ο πιο παλιός κομμουνιστής στα δυτικά Σφακιά. Είναι και οι τρεις μεστοί στην ηλικία με γυναίκες και παιδιά φορτωμένοι. Έφαγα μυζήθρα ζεστή και κρέας βραστό. Ύστερα ο Γιάννης που ήτανε ο δεύτερος στην ηλικία, τηρώντας με καλά καλά όπως ήμουνα, καθώς αυτοί μ' είδανε, σκελετωμένος, λέει δισταχτικά: «Ε, σα θέλεις και να παραδοθείς...». «Κάνεις και τέτοια μεσιτιλίκια;» τον έκοψα. «Για τούτο ο Βαρδουλές δε σ' έκαψε και σ' άφησε δω πάνω;». Πρέπει να πω ότι αυτόνε τον καιρό είχαν αδειάσει τα Λευκά Όρη από ανθρώπους και κοπάδια. Εξήγησα ύστερα στους ανθρώπους πως αυτή η δουλειά είναι πολύ επικίντυνη κι ότι μπορεί να τους στοιχίσει και τη ζωή. Ήτανε έντιμοι ανθρώποι· τους αγαπούσα και δεν ήθελα να βλαφτούνε μ' αυτές τις μεσιτείες τους που αυτοί τις πίστευαν όχι ανέντιμες. Θυμάμαι που τους εξήγησα ότι ετούτο το βουνό κι άλλες φορές στην ιστορία του τόχουν πατήσει κι άλλοι πασάδες, μα όμως στον άπαντα αιώνα σ' αυτό αρέσουν οι αντάρτες... «Χωροφύλακες δεν το κατοίκησαν ποτές...». Έφυγα δίχως ν' αφήσω ζεστούς εκείνους τους ωραίους λευκορείτες και δίχως άλλη ανάσα βρέθηκα ώρα απόγεμα να κάθομαι στις Πάχνες. Φυσάει μαΐστρος· η ατμόσφαιρα έχει καθαρίσει από το πούσι, ο κόσμος έχει μεγαλώσει. Φέρνων τα κιάλια στα κουρασμένα απ' την αγρύπνια μάτια. Βλέπω την Κρήτη με τα νησάκια της κατά το βορρά· βαθιά οι ασπρογάλαζες μυτερές κορφές του Ταΰγετου κι ο Πάρνωνας σημειώνεται μουντός και μαύρος, ύστερα το πέλαγο σπαρμένο από νησιά. Κοιτάω, κοιτάω με βουλιμία· ποιος ξέρει είπα στον εαυτό μου μην είναι η στερνή φορά που αγναντεύω τόσο πολύ κόσμο. Έχει δειλιάσει μέσα μου η ζωή, αν και δεν αιστάνομαι να έρχομαι απ' το οδόφραγμα της «οδού Καναβίδος...». Ύστερα ένιωσα τον ήλιο να κατρακυλάει να χωθεί πίσω της γης κι έτρεξα όσο γινότανε να περάσω τις κακοτοπιές της Στραβοποδιάς όσο φωτούσε κι έτσι τρέχοντας χαμήλωσα φτάνοντας στα ισιώματα στα πάνω Κρούσια όταν οι πέρδικες κακάριζαν για να κουρνιάσουν. Εκεί κάθησα για λίγο αναπαημό. Δεν πεινώ, δεν διψώ μα είναι το κορμί κουρασμένο κι η ψυχή μου δειλιασμένη. Σε λίγο με τύλιξε πάνω στο παγωμένο χώμα ένα γλυκό μούδιασμα που μ' αποκοίμισε: Και κει μέσα σε κείνο τον ύπνο, που δεν ξέρω αν ήτανε ύπνος ή ζάλη, είδα ένα κουφάρι, το δικό μου το κουφάρι, που το ξέσκιζαν δυο βιτσίλες (αετοί). Κι είχα να πω παράπονα στους αετούς γιατί εμένα τρώνε το νεκρό μου, αυτοί οι περήφανοι, που και στην πιο μεγάλη την πείνα τους δεν καταδέχονται το ψοφίμι... Αυτή η εικόνα μου έχει μείνει τόσο πολύ ζωντανή, μου έχει έρθει τόσο πολλές φορές στη θύμηση, την έχω συνηθίσει τόσο πολύ, που αλήθεια δεν θα ήθελα πουθενά αλλού να βρεθώ δίχως ζωή, σαν εκεί πάνω στα μέσα Σφακιά στα πάνω Κρούσια..
Τα μεσάνυχτα έφτασα στα Λιβανιανά και κάθησα στο πρόοικιο. Είναι το αγαπημένο μου χωριό με το γλυκό μου κλίμα το χειμώνα. Κοιμάται βαθιά. Τα σκυλιά που λυσσούνε με τους ανθρώπους της εξουσίας, δεν μιλάνε κι είναι φιλικά σ' αυτούς που τους κυνηγάει η εξουσία. Κάθησα λίγο ακόμης. Αγνατεύω το πέλαγος κι ακούω τη μουρμούρα του γιαλού του που χτυπιέται στα βράχια. Κάνει ζέστη· αφαιρώ το αμπέχωνο, ξεκουμπώνω το ποκάμισο. Μοσκοβολάει το ξερονόμι· το κριθάρι είναι ξερό· τα τριζόνια τραγουδάνε. Πριν από δέκα ώρες πατούσα τα χιόνια και χαιρόμουνα τα ευγενικά λουλουδάκια μιας διακριτής άνοιξης που δειλά-δειλά ερχόταν. Τέλος χτύπησα μια πόρτα και σε λίγο είχε γεμίσει ένα σπίτι από ανθρώπους. Είναι οι Νικολούδηδες: ψηλοί, δυνατοί, καθάριοι βουνίσιοι. Πριχού από δυο-τρεις γενιές δουλεύανε στη θάλασσα· ήτανε ναυτεργάτες. Τους λέω το σχέδιό μου και τι θέλω απ' αυτούς: «Πρέπει να φύγω με καΐκι για το Μωριά...». Digitized by 10uk1s
Το χάραμα με πήγαν να λημεριάσω στην «Ξεπορταρέ». Είναι μια σπηλιά σ' ένα απόκρυφο μα μαγευτικό μέρος που έχει ξεπόρτι (διέξοδο). Το βράδυ θα νταμωναμε τους ναυτικούς του Λουτρού, αλλά όπως μου είπανε πλεούμενα στον όρμο δε βρισκότανε γιατί με τις επιχειρήσεις τα είχε διωγμένα ο Βαρδουλές. Δε γίνηκε τρόπος να φύγω αν και καθηστερήθηκα τρία ολάκερα μερόνυχτα. Βρισκόμουνα με δίχως μια δεκάρα στην τσέπη, ήμουν αμοναχός και νικημένος... Την τρίτη μέρα της παραμονής μου στα Λιβανιακά σαν πήρε το σκοτάδι ξεκίνησα και το πρόγραμμά μου ήτανε να τραβήξω ανατολικά, να φτάσω και να περάσω τις Σφακιανές μαδάρες, να κατέβω στο Νομό του Ρεθέμνους να συνδεθώ με ό,τι έχει απομείνει απ' την οργάνωση της πολιτείας και να φύγω απ' εκεί για την Αθήνα. Δεν με κινεί εκείνη του Τσιτήλου η εντολή που την ξέρω ότι είναι και ψεύτικη και ύποπτη, μα το χρέος που αιστάνομαι σ' ό,τι απόμεινε απ' εκείνο το κίνημα της Κρήτης, που το αιστάνομαι να χάνεται και να σβέται, όπως πιστεύω αναίτια και παράκαιρα. Ιδέα βέβαια δεν έχω ότι από το κλιμάκιο του Π.Γ. του ΚΚΕ που βρίσκεται στην Αθήνα, μόλις που έχει απομείνει κάποια ελάχιστη σκιά. Όταν έφτασα στην Αράδαινα ήταν βαθύ σκοτάδι. Ανέβηκα σ' ένα μαστό κι ακουρμάστηκα. Άκουσα γυναικείες κουβέντες και τότες τράβηξα ίσια κατά του Αντρίκο το σπίτι, που κι άλλες φορές τον έχομε δει και λόγο σας έχω κάνει. Άγγιξα στο παραθύρι κι έβγαλα μια μέσα φωνή: «Αντρίκο!». Μ' αντίς ν' ακουστεί ο τσάλαχος κι η φωνή η δική του, έγρουξε μια βραχνή, μανισμένη φωνή: «Το πήρασι τον Αντρούλη». Ήταν η πεθερά του. Και πίσω απ' αυτό το γρούξιμο μια φωνίτσα σαν μέσα από ανάκλαμα μ' όλο το παράπονο του κόσμου: «Ντάντο!..». Ήτανε το παιδάκι του αντρόγυνου, γιατί είχε κανονιστεί να το βαφτίσω και μάθαιναν το μικρούλι να με λέει έτσι όπως λένε στα Σφακιά το νονό. (Ας πω ότι δε βαφτίστηκε ο μικρούλης από μένα γιατί σαν γίνηκε έξι χρονών και θα πήγαινε στο σκολειό, χρειαζότανε να έχει όνομα του ληξιαρχείου, ελόγου μου βρισκόμουνα ακόμα στα βουνά κι έτσι το παιδάκι βαφτίστηκε από άλλον). Αφού λοιπόν αυτά είχανε συμβεί στον υπεύθυνο του Δ.Σ. της Αράδαινας και μια που έπρεπε να πάρω πληροφορίες, νερό και προσφάι έτρεξα κατά κει που μουρμουρούσαν οι γυναίκες. Έφτασα σε μια αυλή δίχως πορτόφυλλο και μπαίνοντας είδα να κάθουνται τέσσερις γυναίκες: τρεις γερόντισσες με τις ρόκες τους και η οικοδέσποινα η Βιχτωρία. Οι γερόντισσες κρεμώντας στα μελαμψά σουφρωμένα πρόσωπά τους κάποιο ακαθόριστο χαμόγελο σηκώθηκαν για να πούνε κατά πιο επίσημο τρόπο το «καλησπέρα» τους. Όταν όμως με γνώρισαν, το καλησπέρα το κατάπιαν, αυτές για μια στιγμή κοκάλωσαν· όταν ξανακινήθηκαν, η μια από τις τρεις ανοίγοντας τα χέρια της φώναξε: «Σκύλε κι έκαψες τον κόσμο! Φύγε και γεμάτο 'ναι το χωριό χωροφύλακες...». Ύστερα παίρνοντας το κατόπι η μια της άλλης έφυγαν από το φως του λυχναριού κι έγιναν ένα με το πηχτό σκοτάδι. Ενώ η Βιχτωρία ψύχραιμη και ωραία (ήταν η πιο καλοκαμωμένη γυναίκα στο μέσα Σφακιά) στεκόταν ατάραχη σαν να μου έλεγε: «Ησύχασε· δε συμβαίνει τίποτα». Και φέρνοντας μια καρέκλα κατά τη μέση της αυλής με πρόσταξε: «Κάθησε ν' ακουρμαίνεσαι και πες τι θέλεις να ετοιμάσω για να δειπνήσεις και να πάρεις». Η Βιχτωρία αν και ήτανε γυναίκα πολιτισμένη είχε ένα πρωτόγονο πείσμα και αφοβιά. Ύστερα το μοναχογιό της το Σήφη που ήταν η λατρεία της, σε τούτους εδώ τους χαλασμούς, τον είχε εξασφαλισμένο στα Χανιά. Κι ακόμης, όπως συμβαίνει με τους καλούς, τους γνήσιους κι όχι στα λόγια δημοκράτες κομμουνιστές να ξεμετράνε τη ζωή τους, συμβαίνει το ίδιο και με τους πραγματικούς χριστιανούς, κι η Βιχτωρία τέτοια λογαριαζότανε. Η ίδια μάλιστα, εξαιτίας που ανάστησε πάνω σε κάτι παλιά ρειποθέμελα μια ολόκληρη εκκλησιά, που τη ντάντευε, τη λιβάνιζε και την ξάσπριζε μ' ασβέστη, κι εξαιτίας της καθαρής της ψυχής, έλεγε πως έχει τη βοήθεια του θεού, του αγιού της και δω πάνω οικοδομούσε την απαγορευμένη από το νόμο αλληλεγγύη για τον όποιο «πλησίον». Όταν με ρώτησε για το δείπνο μου της είπα να σπάσει δέκα αυγά σ' ένα τσουκάλι βραστό νερό. Digitized by 10uk1s
Εκείνη που σαν να μην πίστεψε, με ξαναρώτησε κι ελόγου μου που κατάλαβα την απορία της ανέβασα στα δώδεκα τον αριθμό. Ήταν ένας καιρός που δεν ήξερες μετά από πόσες ώρες ή μέρες θα ξαναπάρεις τροφή κι ο οργανισμός είχε συνηθίσει να παίρνει με νοικοκυροσύνη και ν' αποθηκεύει όσα του έδινες. Υπήρχαν αντάρτες που έτρωγαν ένα ολάκερο πρόβατο, ψητό βέβαια· (εδώ στα Λευκά Όρη ένα πρόβατο δεν ξεπερνάει τις 6-8 οκάδες κρέας). Ελόγου μου πολλές φορές έφτασα ως μισό κατσίκι τρεις οκάδες. Αυτά με τη Βιχτωρία που φεύγοντας με αποχαιρέτησε με τη βεβαιότητα στο ύφος της ότι δεν θα με μετάβλεπε ποτές πια, όπως συνέβη και με τους Νικολούδηδες στα Λιβανιανά και με τους ναυτικούς στο Λουτρό. Εκείνη τη σκοτεινή νύχτα για ν' αποφύγω τα ενεδρεμένα περάσματα, βάδισα μονοκόμματα πάνω από δέκα ώρες σε μέρος αφάνταστα κακοδιάβατο. Σκέφτομαι ότι σε τέτοιες καταστάσεις δίνεις πέντε στον οργανισμό κι αυτός σου αποδίδει αναλόγως δέκα και είκοσι. Με δώδεκα αυγά ή με ανάλογη άλλη τροφή μπορείς να καταφέρεις το φορτωμένο με όπλα και πυρομαχικά εαυτό σου σε απόσταση δυσανάλογα απίστευτη. Περασμένα μεσάνυχτα έφτασα στην περιοχή τ' Ασκύφου, ψηλά πάνω από την τοποθεσία Τρικουκιά. Εδώ έπεσα ξερός κάτω απ' ένα κυπάρισσο που τα κλαριά του έρπουνε κάτω στη γης, όχι τόσο από κούραση όσο από την απογοήτεψη των ανθρώπων για τη διατήρησή μας στη ζωή. Γιατί η απογοήτεψη όπως κι η ελπίδα κι η αισιοδοξία είναι καταστάσεις μεταδοτικές στους πρωτάρηδες. Αργότερα βέβαια οπλίζεσαι με αποθέματα θάρρους, ελπίδας κι αισιοδοξίας σε ποσότητες ατέλειωτες και απ' αυτά τ' αποθέματα θα ξοδεύεις θαρρεύοντας και τους άλλους. Κοιμήθηκα πολλές-πολλές ώρες. Όταν τα ηλιογέρματα ξύπνησα, ένιωσα έναν άλλο εαυτό μου. Βαθιά αγνάτεψα την κατάμπλαβη του Λιβυκού θάλασσα κι έναν ουρανό που όσο χαμήλωνε γινότανε πορφυρός και σβηότανε μες στα νερά της. Στράφηκα ύστερις κατά πίσω μου κι είδα τις μυτερές βαθύγκριζες κορφές. Το χιόνι στραφταλίζει κρουστάλλινο, το κατατρώνε και του δίνουν τις στερνές χαριστικές βολές, τελειώνοντας τη βασιλεία του οι λοξές καυτές αχτίνες. Ύστερα πρόσεξα και τον εαυτό μου σώμα και ψυχή. Ένιωσα μια τέτοια δύναμη σαν πρωτοφανέρωτη, ψυχική και σωματική. Μου μένει αξέχαστη εκείνη η μέρα που ήτανε η είκοσι του Ιούνη που συμπέρανα: «Με τέτοια υγεία είναι δυνατό να πεθάνει, είναι δυνατό ν' αρρωστήσει αυτό το κορμί;...». Τι συνέβη στα τρίσβαθα του είναι μου εκείνες τις ώρες του ύπνου; Πώς έγινε να οπλιστεί εκείνο το ταλαιπωρημένο κορμί στα είκοσι μερονύχτια του κατατρεγμού με τόση δύναμη; Όχι μόνο εκείνη τη σωματική μα πιο πολύ εκείνη της ψυχής... Από ποια έγκατα τού είναι, από ποια αποθέματα ανάβλυσε κι από που κληρονομήθηκαν κι αποθηκεύτηκαν αυτά τα αποθέματα;... Πολλές φορές έχω αποθαμάσει τα τέτοια μυστήρια της ζωής... Αν είχα ηλικία και τα μέσα δεν θα ήθελα να σπουδάσω άλλη επιστήμη και ν' αφοσιωθώ σ' αυτήνε από την επιστήμη της Βιολογίας.
Εδώ βούλομαι να τελειώσω το βιβλίο μου τούτο για τον εμφύλιο, μια που ύστερ' από την κύκλωση και την ήττα μας στο Φάραγγα της Σαμαριάς και την παράδοση στον αντίπαλο μιας μερίδας από τα στελέχη και τους αντάρτες, ο Δημοκρατικός Στρατός της Κρήτης σαν δύναμη οργανωμένη στρατιωτικά έπαψε να υπάρχει. Ωστόσο οι μαχητές του Δ.Σ. της Ελλάδας απ' άκρη σ' άκρη στα βουνά της συνέχιζαν αβοήθητοι σε μέσα πολέμου απ' όλους τους φίλους μας, σε μια απελπισμένη προσπάθεια χωρίς το προηγούμενό της, να μάχουνται και να διεκδικούνε την ύπαρξή τους κι αυτός ο αγώνας κρατήθηκε πάνω από ένα χρόνο ακόμης. Αυτό το διάστημα έδωσε τον καιρό στους αντάρτες της Κρήτης —σε όσους απόμειναν στα βουνά της— να μάθουνε να ζούνε σαν φυγόδικοι. Ο Κρητικός λαός συνηθισμένος, με πείρα μεγάλη και με παράδοση μακριά, στη στήριξη κάθε κυνηγημένου που παλεύει για το καλό και για τη λευτεριά, τους δίδαξε και τους βοήθησε. Digitized by 10uk1s
Τέλειωσα αυτό μου το βιβλίο για τον Εμφύλιο και το παραδίδω στη δημοσιότητα στα εβδομήντα μου χρόνια, με γνώση ότι έγραψα λιγότερο με το λογικό, πιο πολύ με πόνο ψυχής, μ' έρωτα και με το πάθος. Με το τέλος του κλείνει ένας κύκλος: «Ακροναυπλία», «Χρονικό από την Αντίσταση, μετά την Ακροναυπλία», «Εμφύλιος, στη σκιά της Ακροναυπλίας». Τρία βιβλία που μιλάνε για τρεις ήττες: χάσαμε τον αγώνα μας οι ακροναυπλιώτες γιατί αφήσαμε μια ηγεσία στείρα και μικρόψυχη να σκοτώσει τη Δημοκρατία στη ζωή του στρατοπέδου και τα στελέχη του κινήματος άλλα χάθηκαν κι άλλοι αχρηστεύτηκαν. Χάσαμε και τον κατοχικό αγώνα γιατί με σκοτωμένη τη Δημοκρατία η ηγεσία του μας οδήγησε από λάθος στην ήττα και στην επαίσχυντη Βάρκιζα που έριξε τους αγωνιστές σε πλήθος κατατρεγμους κι άνοιξε διάπλατα το δρόμο για τον Εμφύλιο. Ηττήθηκε και καταστράφηκε ο αγώνας μας και στον Εμφύλιο, γιατί η ηγεσία του (η ίδια κι εδώ ακροναυπλιώτικη πάντα ηγεσία του) κατάφερε να καταστρέψει κάθε μάτι δημοκρατίας που πήγαινε να φυτρώσει και μας έφερε σ' αυτόνε τον αγώνα με καθυστέρηση ενού μ' ενούσμιση χρόνου, χάνοντας έτσι, από τη δράση του αντίπαλου, τις μισές από τις δυνάμεις μας, δίνοντας τον καιρό σ' αυτόνε —τον αντίπαλο— να διπλιάσει και να τριπλιάσει τις δικές του δυνάμεις και να καταστρέψει το Δημοκρατικό Στρατό μας. Πρέπει να το θυμόμαστε: ο αντίπαλος μάς νίκησε με ανοιχτό το Κοινοβούλιό μας... Μας νίκησε στ' όνομα της Δημοκρατίας και μας νίκησε με τους δικούς μας, τους κατοχικούς στρατιώτες μας, τους Επονίτες. Και μόνο όταν η Δημοκρατία ξαναεπιστρέψει —έργω και όχι λόγω— ο λαός θα δώσει ξανά σ' αυτό το κίνημα μέσω του Κοινοβουλίου από τη δύναμή του (ο διχτάτορας μέσα στο κίνημα θα γενεί ο διχτάτορας και ο τύραννος του λαού). Το αξεπέραστο ιδανικό του πολιτισμένου ανθρώπου είναι η Δημοκρατία. Ο σοσιαλισμός πρέπει να υποτάσσεται σ' αυτήνε και να είναι η επέχταση και της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Έτσι θα γίνει αποδεχτός από την Ελληνική κοινωνία, γιατί με το σοσιαλισμό η Δημοκρατία ξανανιώνει και γίνεται του καιρού μας Δημοκρατία· ταιριαχτή στο δικό μας πολιτισμό, τον Ελληνικό Λαϊκό Πολιτισμό.
Digitized by 10uk1s
1
Ανάμεσα σε μας και στου βασιλιά τους οπαδούς, υπάρχουνε κι άλλες δυνάμεις, αλλά αυτές για τον καιρό που μιλάμε, είχαν αχρηστευτεί από τη στάση των αρχηγών τους, Παπανδρέου - Βενιζέλου και ήτανε προς όφελος της πολιτικής των Άγγλων και της μοναρχίας.
2
Τυχαία συζητώντας με εξαιρετικό αγωνιστή και άνθρωπο, το γιατρό Θανάση Χατζή, γραμματέα του ΕΑΜ τα χρόνια της κατοχής, πριχού του Παρτσαλίδη, και κατοπινό γραμματέα του γραφείου Περιοχής Μακεδονίας Θράκης και μέλος βέβαια της ΚΕ του Κομ. Κόμματος της Ελλάδας, με πληροφόρησε λοιπόν ο σύντροφος ότι: Το καλοκαίρι του 1946 μετακίνησαν οι αντίπαλοί μας δυο ταξιαρχίες στρατό, μια από τον Έβρο κι άλλη από τις Σέρρες, φέρνοντάς τες στη Θεσσαλονίκη. Όπου λοιπόν την ίδια ημέρα δέχτηκε ο Χατζής —γραμματέας της Περιοχής— την κομματική επιτροπή της ταξιαρχίας του Έβρου, από υπαξιωματικούς και στρατιώτες έχοντας μαζί τους κι έναν ανθυπασπιστή, δηλώνοντας ότι πήγαν έτσι στα φανερά (αντισυνωμοτικά), επειδής η μονάδα τους θα μετακινούνταν αμέσως για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Και τι ζητούσαν; Να τους επιτρέψει το Κόμμα να δέσουν τους αντιδραστικούς αξιωματικούς και να κανονιστεί η σύνδεσή τους με τους αντάρτες να οδηγήσουν την Ταξιαρχία εκεί. Φυσικά ο σύντροφος γραμματέας απάντησε και «έπεισε» την επιτροπή ότι δεν έφτασε ακόμα ο καιρός, σύμφωνα με την «κομματική γραμμή». Αλλά δεν είχε καλά - καλά τελειώσει ο σύντροφος όταν έφτασε στο γραφείο του η άλλη κομματική επιτροπή της Ταξιαρχίας που είχε κατέβει από τις Σέρρες. Αυτηνής της επιτροπής τα μέλη - όπως λέει ο σ. Χατζής - ήτανε πιο ζόρικα και ζητούσαν αφού δε γινότανε να πάνε με τους αντάρτες, να τους επιτρέψουν να οδηγήσουν τη μονάδα τους στο έδαφος της Σερβίας για εφεδρεία... «Αύριο σύντροφε θα μας φέρουν αντιμέτωπους με τους αντάρτες που βέβαια θα μας ρίχνουν ντουφεκιές ...Για σκεφτείτε τη θέση μας... Τι θα πούμε μεις στους στρατιώτες;..». Τέτοιες προτάσεις βέβαια από τα στρατεμένα μέλη του κινήματος που αποτελούσαν το 90% του στρατού των αντιπάλων μας, δεχόταν όλες οι οργανώσεις μας σε όλη την Ελλάδα. Τι γίνηκαν αυτές οι δυο ταξιαρχίες; θα σκεφτεί κανείς: Δώσαμε τον καιρό στον αντίπαλο να τους λυγίσει όπως όλους τους στρατιώτες μας με τα καψόνια, την πλύση του εγκεφάλου, τα σύρματα και το Μακρονήσι, να τους κάνει δικούς του και άξιους —μια που δεν τους θέλαμε μεις— να μας νικήσουν για να πάνε κι αυτοί στα σπίτια τους μιας ώρας αρχύτερα. Εμείς λέγαμε: «Ο Ζαχαριάδης ξέρει τι κάνει», γιατί σωστά για όλα τούτα είχε πληροφορίες και εκθέσεις ακατάπαυτα. Και ίσως βέβαια η Ιστορία κάποτε να πληροφορήσει ότι τόντις αυτός ήξερε τι έκανε, αλλά ότι όλοι εμείς βρισκόμαστε μέσα σ' ένα σακί... 3
Παρά τ' ότι ο ΕΛΑΣ έχει παραδώσει τα όπλα από το Μάρτη βολεύομαι να χρησιμοποιώ ακόμα το «αντάρτες» ή «ελασίτες». Αυτή η κατηγορία των αγωνιστών ήταν ο πρώτος στόχος κράτους και παρακράτους και γιατί είχανε διαφορετικό πνεύμα και γνώμη για τη Βάρκιζα, ίσως και γιατί τους επέβαλε την προσβολή του αφοπλισμού. 4
Όποιος θελήσει να μελετήσει την περίοδο εκείνη της ιστορίας μας, θα βρει ότι όλα τα παραπάνω ήταν δυνατά. Οι διάφορες συμμορίες δεν ήταν παρά ένας συρφετός πλιατσικολόγων που σκόρπιζαν με τις πρώτες ντουφεκιές. Στο ενενήντα στα εκατό οι νεοσύλλεχτοι στρατιώτες προέρχονταν από το αντιστασιακό κίνημα. Ύστερα είχε φτάσει το καλοκαίρι και κρατική εξουσία δεν είχε ακόμα στεριωθεί. Σε κωμοπόλεις όπως η Αγυιά, ο Τύρναβος, το Σικούρι, ο Πλατύκαμπος, η Ραψάνη κ.ά. δεν είχαν φτάσει ούτε αστυνομικές δυνάμεις.
5
Γεννιέται βέβαια το ερώτημα γιατί η ηγεσία έστερξε στην απόκρυψη τόσου οπλισμού; Ήταν η πίεση των καπεταναίων και στη συνέχεια η αγανάχτηση ολόκληρου του ΕΛΑΣ και γενικά του κινήματος. Το κρύψιμο του οπλισμού έδινε ελπίδα και σπούσε (ευνούχιζε) την αγανάχτηση.
6
Το Νιχτερέμι είναι ένας συνοικισμός με κολλίγους στον κάμπο κατά τις εκβολές του Πηνειού. Ο κάμπος αυτός είναι ο πλουσιότερος της Θεσσαλίας γιατί κάθε χρόνο πλουτίζεται από ύλη του ποταμού.
7
Σ' αυτό το χωριό το τόσο ρομαντικό και ωραίο έχει το καταφύγιό του ο εξαίρετος καλλιτέχνης Μποστ καθώς και μια δεκάδα και πάνω ζωγράφοι, συγγραφείς, ηθοποιοί. Digitized by 10uk1s
8
Πρέπει να πω ότι απ' όσα είχα ζήσει και δει στη Θεσσαλία μου είχε στεριωθεί η πεποίθηση —και όχι μόνο από απλή διαίσθηση, αλλά και από λογική συνέπεια— ότι το να επιμένει η ηγεσία μας να μην απαντήσομε στην πρόκληση του αντίπαλου ήταν ολότελα έξω από τη λογική κι από τις δυνατότητες τις δικές της. Έπρεπε το λοιπόν το Κόμμα ν' αποφασίσει το γρηγορότερο.
9
Κείνα τα χρόνια μπορούσε να πάθει το μέλος του Κόμματος τις χειρότερες αδικίες από τους πιο πάνω από αυτόνε στην ιεραρχία, και εκατοντάδες από τους καλύτερους κομμουνιστές έχασαν τη ζωή τους, δίχως ποτές να υπάρξει ούτε σκέψη για οποιαδήποτε τιμωρία από όποια δικαιοσύνη, των δολοφόνων. Μάλιστα τέτοιοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας και περνιούνται για σπουδαίοι κομμουνιστές και αφοσιωμένοι επαναστάτες. Το πιο απαίσιο και ανήθικο στον κόσμο είναι η δολοφονία. Πουθενά αλλού δεν ήταν τόσο σίγουροι οι δήμιοι κι οι κάθε λογής αδικητές όσο ήταν μέσα στο Κ.Κ. της Ελλάδας. Πολλές φορές ο πάσα «καθοδηγητής» έπαιρνε δικαιώματα όσα δεν είχε ένας φεουδάρχης απάνω στους κολλίγους του τον περασμένο αιώνα. Για τούτα όλα τηρείται ακόμα σιωπή... «Δεν συμφέρει λένε το Κόμμα...». Και δω βέβαια εννοώ —και πρώτα αυτούς— και όσους παιδεύουν το κοντύλι...
10
Μιλάω για την οργάνωση της Κρήτης όπου βρισκόμουνα και δούλευα αυτή την εποχή. Απ' όσα όμως πληροφορούμαστε, οι ίδιες αντιδράσεις παρουσιάστηκαν σ' όλη τη χώρα και οι κατοπινές μου πληροφορίες μέσα στις φυλακές στα ίδια συμπεράσματα καταλήξανε. 11
Πάνω σ' αυτό το θέμα, το μεγάλο, ο αγρότης Αντρέας Κουκουλιέρος από τις Μουρνιές της Κυδωνίας, παλιός αγωνιστής και με πολλά χρόνια φυλακή για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο, σε μεγάλο του γράμμα σχετικό με το θέμα μας λέει και τα πιο κάτω: «Όταν το Κόμμα πήρε την απόφαση δημιουργίας του ΑΚΕ και τα μέλη και τα στελέχη του αγρότες θα μεταπηδούσαν σ' αυτό, το γεγονός κυριολεχτικά έφερε μια αναστάτωση στις γραμμές του. Πολλά ήτανε τα ερωτηματικά μη μπορώντας να εξηγήσομε την κομματική αυτή απόφαση του Ζαχαριάδη τότε που ο ενθουσιασμός για αγώνες είχε ξεπεράσει κάθε όριο... Η απόφαση αυτή τραυμάτισε τις καρδιές των μελών του ΚΚΕ και των αγωνιστών, μείωσε τον ενθουσιασμό και τη μαχητικότητά τους κι έφθειρε τον κομματικό εγωισμό... Εγώ προσωπικά και άλλοι κλάψαμε...». 12
Όταν λέω «προδότες» δεν εννοώ τους πρωθυπουργούς και υπουργούς που ανέβαζαν και κατέβαζαν οι Εγγλέζοι σε κυβερνήσεις που όσο γι' αυτούς, πρόσεχαν να μην έχουν σχέση με συνεργασία με τους καταχτητές, μα εννοώ το μηχανισμό εκείνο που χρησιμοποίησαν οι καταχτητές φασίστες, που τους έδωσε τις χιλιάδες τους συνεργάτες και τα ένοπλα τμήματα· εννοώ το κομμάτι εκείνο της αστικής τάξης που πίστεψε στη νίκη του Χίτλερ και συνεργάστηκε, που συνέβη στο μεγάλο ποσοστό τους να είναι οι παλιοί βασιλόφρονες.. 13
Οι Ρώσοι μάλιστα είχαν καταθέσει προσφυγή στον ΟΗΕ ζητώντας ν' αποσύρει τα στρατεύματά της η Αγγλία από μια σύμμαχη χώρα, την Ελλάδα. 14
Αυτή την εποχή ελέγχαμε με τις οργανώσεις μας όλες τις στρατώνες της Κρήτης. Οι στρατιώτες σχεδόν στο σύνολό τους είχαν περάσει από τις αντιστασιακές οργανώσεις της κατοχής ΕΠΟΝ, ΕΛΑΣ εφεδρικό και μόνιμο. 15
Μήπως με τις εκλογές θα παύαμε αν είμαστε πλειοψηφία, να παραμεινομε τέτοια;
16
Κρίνω και θα κρίνω τον κάθε αγωνιστή και τη δράση του όπως ήταν, και όπως τον εχτίμησα για την κάθε δοσμένη στιγμή και όχι από άλλα κατοπινά περιστατικά που δεν τα έζησα και δεν μπορώ να έχω γνώμη.
17
Κείνη την εποχή εχτός τους χωροφύλακες που έφεραν και τις φοβέρες του Βούλτσου για τους πεζοναύτες του, διαδιδόταν ότι θα αποβίβαζαν μια μεραρχία στρατό για να φρουρήσει τις πόλεις. Ακόμα στη Σούδα επισκεύαζαν παλιά χτήρια και οι διαδόσεις έλεγαν ότι σ' αυτά θα στρατωνιζόταν Εγγλέζικος στρατός. Μάλιστα με σύσταση του Γ.Π.Κ έγραψα στην κομματική μας εφημερίδα «Ελευθερία» ένα άρθρο με τα αρχικά του ονόματός μου καταγγέλοντας τα σχέδια των Άγγλων κι ότι θα αντιτασσόμαστε με κάθε μέσο στην εγκατάσταση Αγγλικού στρατού και στην Κρήτη.
18
Σύμφωνα με απόφαση του Ζαχαριάδη ύστερα από τη διαπίστωση ότι τα στελέχη του Κόμματος είχαν Digitized by 10uk1s
αποσπαστεί από τη βάση, έπρεπε όλοι, ακόμα και τα μέλη της Κ.Ε. και του Π.Γ και αυτός ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, να παίρνουν μέρος σε μια ΚΟΒ και υπεύθυνα να την καθοδηγούν. 19
Αυτόνε τον καιρό που καθαρογράφεται ετούτο το κεφάλαιο, συνέβη να μου αφηγηθεί ο Γιάννης Γαλανόπουλος, παλιός αεροπόρος και στέλεχος από τα καλά του ΕΛΑΣ της Πελοπόννησος και κατοπινά μέλος της επιτροπής της Αυτοάμυνας της ίδιας Περιοχής, ότι: κατά τον Ιούλιο του 1946 είχε βρεθεί το μέλος του Π.Γ. του ΚΚΕ Χρύσα Χατζηβασιλείου στην Πάτρα. Η επιτροπή θεώρησε καλό να πληροφορήσει το Πολ. Γραφείο του Κόμματος ότι η Αυτοάμυνα της Πελοπόννησος ήτανε έτοιμη και μπορούσε να εξουδετερώσει τις κυβερνητικές δυνάμεις που βρισκόντουσαν στην Περιοχή σε λιγότερο από δυο μήνες διάστημα. Η απάντηση της Χατζηβασιλείου ήταν ότι η επιτροπή για την Αυτοάμυνα πρέπει να ξέρει πως «δεν οργανώνομε ένοπλο αγώνα, αλλά ότι θα βγάλομε λίγες ένοπλες ομάδες έτσι που ν' αναγκάσομε τη δεξιά και τους Εγγλέζους να εφαρμόσουν τη συμφωνία της Βάρκιζας». 20
Οι Ιταλοί σαν σκέπασαν την Ελλάδα με τις μεραρχίες τους, υποσχέθηκαν στους Ρουμανοβούλγαρους ότι θα τους έφτιαχναν το βασίλειο της «Μεγάλης Βλαχίας» που θα έφτανε από τα σύνορα ως τον Όλυμπο. Έτσι κατάφεραν να φτιάξουν τη λεγεώνα που λίγο αργότερα νίκησε και διάλυσε ο ΕΛΑΣ.
21
Ήτανε από τις δεκάδες χιλιάδες τα θύματα της πολιτικής του Ζαχαριάδη. Όλοι αυτοί είχαν ζητήσει να βγούνε στα βουνά αντάρτες. 22
Από όλα τα μέλη του γραφείου Περιοχής της Κρήτης και τα άλλα στελέχη που έχω αναφερθεί, μόνο ο Μαριακάκης και ο Βαγγέλης Χατζηαγγελής βρίσκουνται στη ζωή κι όπως φαίνεται θα τη χαίρονται ακόμα για πολύ. Βέβαια απ' όσους κατά καιρούς είχαν εκλεγεί στο Γ.Π. Κρήτης, υπάρχουνε στη ζωή κι άλλοι όπως ο Χ. Ψιλάκης, ο Μ. Ζουριδάκης, ο Κ. Ηλιάκης ίσως κι άλλοι. 23
Κείνονε τον καιρό, όχι μόνο στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη, που συνορεύουνε με τα κράτη του σοσιαλισμού, μ' ακόμα και στο Πήλιο και στον Παρνασσό αν χτυπούσε ο Δημ. Στρατός, η δεξιά και η κυβέρνηση με τα φύλλα και το ραδιόφωνο, για «έξωθεν εισβολή» μιλούσανε. Κι ο πολύς κόσμος, όπως το ξέρομε, αυτή την εποχή ήταν αγράμματος, καθυστερημένος και τρομαγμένος, πολλές φορές πίστευε... 24
Αμφιβάλλω, αν ο Ζαχαριάδης έλεγε την αλήθεια. Λέγανε ψέματα την εποχή αυτή όλα τα στελέχη-μέλη του Πολιτικού Γραφείου του Κόμματος προς εμάς τους κατώτερους. Για μας αλήθεια, δίχως καμιά αντίρρηση έπρεπε να είναι ό,τι έλεγε το «Κόμμα», με την έννοια που είχε τότες η λέξη: Κόμμα ίσον ο πάσα ανώτερος. Τη συνήθεια αυτή τη διατηρούνε ακόμης όσοι απ' αυτούς βρίσκονται στη ζωή ή που μίλησαν όταν ακόμα ζούσαν. Ο Ιωαννίδης, ο Παρτσαλίδης, ο Ρούσσος έτσι καλαναρχάνε: Όλα γίνανε καλά αλλά χάσαμε ένεκα οι Εγγλέζοι. Λες κι οι Εγγλέζοι δε γίνηκαν για το κίνημα που μιλάνε οι αντίπαλοί του οι εχθροί. Ακόμης επιμένουν να γράψουν και την ιστορία αυτοί που με τις συμφωνίες τους μας έθεσαν χεροπόδαρα και μας παράδωσαν στους αντίπαλους. Ο Παρτσαλίδης φτάνει να αμφισβητεί ακόμης αν έγιναν και λάθη κι ο Ιωαννίδης μιλάει πως έφταιξε κάποιος μορφασμός ενός Ρώσου. 25
Πρέπει να θυμόμαστε πως και τον αγώνα τούτο, που στην κατάσταση που τον βρήκε η Αμερικάνικη επέμβαση, ήταν από αμέσως καταδικασμένος, δεν τον άρχισε η ηγεσία του ΚΚΕ. Αυτή ίσα-ίσα επί δυο χρόνια με τη διφορούμενη, την πήγαιν'-έλα πολιτική της τόνε χαντάκωνε. Τον άρχισε ο Περονόσπορος, τον άρχισε ο Άρης, ο Μπελής, ο Ζαραλής κι άλλοι πρωτοπόροι, που πήραν το ντουφέκι δίχως την άδεια ή την εντολή και παρά τη θέληση του Πολιτικού Γραφείου. Και στην Κατοχή (που ο Ζαχαριάδης τους τάκανε «άφι») ο αγώνας δεν κίνησε από την καθοδήγηση του Κόμματος, αλλά από τον ίδιο τον Ελληνικό λαό με τις χιλιάδες κομμουνιστές όπου βρισκόταν μέσα του. Και δεν ύπαρχε μεγάλο βουνό που να μην έχει ένοπλους και περιοχή που να μην έχει φτιάξει οργάνωση. Ακόμα και σε μικρά χωριά άρχισε από αμέσως κάποια πατριωτική δράση με την εγκατάσταση ραδιοφώνου, με συννενόηση, με ψιθύρους. Και δεν έχει παρά να διαβάσει όποιος αμφιβάλλει το βιβλίο «Η Μεγάλη Τετραετία» ενού στον άπαντα αιώνα μέλους του Π.Γ, του Ρούσσου. Ο κόσμος καιγότανε κι αυτοί ψάχναν ο ένας για τον άλλονε, ο Φίλιππας για το Ναθαναήλ για να φτιάξουνε τη φατρία εκείνη που επί τριάντα χρόνια Digitized by 10uk1s
χαντάκωνε το λαϊκό κίνημα οδηγώντας το από ήττα σε ήττα, από καταστροφή σε καταστροφή κι αυτοί να κάθονται και στην τόση κακοριζικιά του ακόμης στη ράχη του, όπως το κατάντησαν στα χάλια της Κατερίνας απ' τη Σέλιανη. 26
Είναι πολύ αμφίβολο αν αυτή την εποχή ο Δημοκρατικός Στρατός σε όλες τις περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας έφτανε αυτό τον αριθμό. Αν πεις δε από την άποψη της ποιότητας - της πολεμικής αξίας δηλαδή γνωστό σ' όλο τον κόσμο από την παλιά ιστορία του τόπου, μα και από τα πρόσφατα γεγονότα στην Αντίσταση κατά του φασισμού, ότι γύρω από τα Λευκά Όρη κατοικεί ο πιο πολεμικός λαός του κόσμου. 27
Ο ένοπλος εννοούσε τον πριν ένα χρόνο απεργιακό αγώνα του Μάρτη του 1946, που στις συνθήκες εκείνες αναστάληκε, αφού κατά 70% ικανοποιηθήκανε τα αιτήματα του πληθυσμού, όπως εξηγώ στο σχετικό κεφάλαιο. Αλλά ήταν και η «μπρόβα τζενεράλε». 28
Αυτές τις μέρες, τέλη του Ιούλη, μ' επισκέφτηκε στο υπόγειο που μένω, ο Δημήτρης Βλαντάς μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη τους. Νταμώναμε ύστερ' από τριάντα χρόνια και κάτι μέρες. Πάνω στα πολλά που είπαμε, τούκανα μια ερώτηση επειδή λίγο - πολύ ήτανε τότες κοντά στο Ζαχαριάδη και στα πράματα: «Υπήρξε μετάθεση δική μου από το Ζαχαριάδη ή δεν υπήρξε;». Η απάντησή του ήταν με δυο λέξεις: «Δεν υπήρξε». Δεν υπήρξε λοιπόν μετάθεση, αλλά βγήκε ή από την επιπολαιότητα του Σιγανού που μεταβίβασε την εντολή του.Π.Γ. να βρεθώ αμέσως στην Αθήνα ή χαλκεύτηκε από τον Παπαδομιχελάκη, το Μακριδάκη και τον Τσιτήλο· άλλη εξήγηση δε βλέπω αν βέβαια η γνώμη του Βλαντά είναι σωστή. 29
Δε θυμάμαι να πω αν αυτό το τάγμα τις μέρες αυτές είχε φύγει για τη Μακεδονία. Γιατί συνέβη να λείψει από την Κρήτη για λίγους μήνες, αλλά ύστερα τόφεραν πάλι πίσω, κι όπως θα δούμε πήρε μέρος στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με τον αντισυνταγματάρχη Σιγανάκη στα Λευκά Όρη την πρώτη του Αυγούστου του ίδιου χρόνου, 1947. 30
Η μεγάλη επιτυχία του Τσιτήλου και του Π. ήταν ότι απαγόρεψε τη συγκρότηση αρχηγείου, όπως είχαμε αποφασίσει με το Βλαντά πριν φύγει. Αυτό στάθηκε πολύ κακό για μένα και χειρότερο για το κίνημα. Ακόμα και στους Νομούς δε δεχόταν τέτοια συγκρότηση και κάθε τόσο διαλύανε τις επιτροπές. 31
Ελάχιστοι από εκείνους τους ζαχαριαδικούς στρατηγούς είχαν υπηρετήσει στον ΕΛΑΣ. Οι χιλιάδες τα στελέχη του, μόνιμοι αξιωματικοί ή καπεταναίοι, στο μεγάλο τους ποσοστό που ίσως θα ξεπερνάει το 80% —για τους μόνιμους αξιωματικούς σχεδόν στα 100%— ελάχιστοι υπηρέτησαν στο Δ.Σ.Ε. Όσους δεν εξόντωσε η κομματική ηγεσία, τους είχε φάει η Βάρκιζα, που κάνει βέβαια σχεδόν το ίδιο. 32
Ο Σπανουδογιώργης ήτανε παλιός κομμουνιστής. Αντίθετα ο Δ. Μακριδάκης γίνηκε μέλος του Κόμματος κατά το τέλος του 1943, όταν φάνηκε να ροδίζει η νίκη. Η εκλογή του στο γραφείο Περιοχής δε γίνηκε βάσει του καταστατικού της εποχής, που τα μέλη του θα έπρεπε να έχουν το κατώτερο πέντε χρόνια κομματική ηλικία. Κάτι τέτοιες όμως παραβιάσεις τις είχαμε τότες συχνά, γιατί ο Ζαχαριάδης ήθελε να φτιάξει το δικό του απαράτ στελεχών, που μάλιστα για τη σταθεροποίησή τους είχε φτιάξει την ανώτερη κομματική σχολή «Δ. Γληνού», που σ' αυτήν ουσιαστικά διδάχτηκαν «ανώτερα οργανωτικά» την παραβίαση της κομματικής και καταστατικής νομιμότητας για λογαρισμό της πολιτικής του. Έτσι ο Μακριδάκης, αν και έξυπνος, διδάχτηκε να μη σέβεται τον κομμουνιστή και να ενεργεί αυθαίρετα από κάθε τάξη και για ζημιά του κινήματος. Ο Σπανουδογιώργης, ο γεννημένος επαναστάτης, χάθηκε. Ο αντικαταστάτης του ο Σ. Καραγιαννάκης που με το στανιό δέχτηκε αυτό το πόστο, αν και έντιμος και σεμνός άντρας και με κατοχική καλή δράση, δεν άντεχε στις δυσκολίες του εμφύλιου και σε λίγο παράτησε τον αγώνα. 33
Ο συνταγματάρχης Παπουτσάκης κατάφερε να στείλει στην οικογένειά του τούτα τα λόγια: «Κρατούμεθα όμηροι στη Σούδα. Οι Πρώιμος, Σταματάκης, διδάσκαλος Πατεράκης, εγώ και ο δικηγόρος Πισσάς. Γεια σας. Πρωί Σαββάτου 19 Ιουλίου 1947. Γ. Παπουτσάκης». 34
Σ' αυτήνε τη συμπλοκή που ήτανε μια σωστή μάχη και κράτησε πάνω από εφτά ώρες, πήρανε Digitized by 10uk1s
μέρος ο πιο μεγάλος κι ο πιο μικρός στην ηλικία από τους αντάρτες του Δ.Σ. της Κρήτης. Ήταν ο καπετάν-Μίνως ο Μάντακας, παλιός πολέμαρχος, Μακεδονομάχος, εξήντα έξι χρονών, από την επαναστατική οικογένεια των Μαντάκων κι ο Κωστάκης ο Γαβριάς από το Δρυ του Σελίνου. Συνέβη μάλιστα να πιάσουν οι δυο τους ένα ψυλό βολικό βράχο και κει πάνω ο καπετάν-Μίνως έδινε στο Γαβριά που ξεφωνούσε από αμάχη, το πρώτο καλό μάθημα πως να φυλάγεται και πως να ντουφεκάει. Συνέβη ακόμα ένα περιστατικό που ίσως δε βλάφτει να το αναφέρω. Εφ' όσον η μάχη κρατούσε πολλές ώρες, δόθηκε σήμα με τον ασύρματο κι ερχότανε Μάυδες του Σελίνου να μας βαρέσουν από τα πίσω. Εκεί όμως κατά τα Ποροσέλια βρέθηκαν δυο αυτοαμυνίτες νεολαίοι Πενταράκηδες Γιάννηδες και οι δυο, από την Άγια-Ειρήνη του Σελίνου. Αυτοί οι ευσυνείδητοι αγωνιστές που κατάλαβαν σε ποια δύσκολη θέση θα βρισκόμαστε, βάρεσαν λίγες ριπές στους Μάυδες, με αποτέλεσμα να πισωγυρίσουν και να χαθούν. Εμείς που ακούσαμε τα αυτόματα στις πλάτες μας ανησυχήσαμε, αλλά μη έχοντας περίσσιους αντάρτες δεν αντιδράσαμε καθόλου. Στην οπιστοχώρηση βέβαια ενώθηκαν οι δυο Γιάννηδες μαζί μας. Ας πω ακόμης ότι ο ένας από τους δυο γίνηκε μόνιμος αντάρτης, αλλά ατύχησε· αιχμαλωτίστηκε τραυματισμένος στο πόδι. Δεν τον χάλασαν όμως οι αντίπαλοι όπως το συνηθούσαν, αλλά στο νοσοκομείο των Χανιών του αφαιρέθηκε το λαβωμένο πόδι και στη συνέχεια επειδής κακοφόρμισε, τον πέταξαν στο νεκροθάλαμο. Αγοράστηκαν μάλιστα — όπως ο ίδιος θα αφηγηθεί — και λίγα κουφέτα... Τώρα χαίρεται τη ζωή με οικογένεια και παιδιά και μ' ένα πλήθος από καλούς φίλους. Γιατί αυτός ο δυνατός άνθρωπος και πολεμιστής όταν έμεινε ανάπηρος, ήρθε στην πρωτεύουσα και σύντομα γίνηκε ένας εξαιρετικός ράφτης, χρήσιμος για κάθε πάσχοντα, με αγάπη περίσσια για τον «πλησίον». 35
Θα αναφερθώ εδώ σ' ένα περιστατικό της ζωής του Μακρινοευτύχη μέσα στο κίνημα, που καθώς ο ίδιος μου ξεμολοήθηκε μπορούσε να φτάσει και σε φόνο, αν δεν του έμπαινε εμπόδιο η «ιδιότητα» του «λαϊκού αγωνιστή». Είχε διατάξει ο Μακριδάκης την επίταξη ενός κοπαδιού από γίδια ενός βουνίσιου λαϊκού τροβαδούρου στα ριζίτικα, του Καρφοπαναγιώτη, για λόγους επισιτιστικούς, αλλά βέβαια με τη συνηθισμένη κατηγόρια του προδότη. Επειδής όμως ο άνθρωπος λογάριαζε τον εαυτό του αθώο κι ότι αδικιέται από κακές πληροφορίες, έτρεξε αμέσως για να σώσει τα γίδια του στο Μακρινοευτύχη, που αυτός τον εφοδίασε μ' ένα σημείωμα κι έγραφε στον Τσιτήλο ότι ο άνθρωπος είναι αθώος κι ότι πρέπει να του δοθούνε πίσω τα γίδια. Αντί όμως αυτό ο άνθρωπος κρατήθηκε και κακοποιήθηκε κιόλας. Έτρεξε τότες ο Ευτύχης στον Ομαλό. Τους μίλησε, τους εξήγησε, τους παρακάλεσε — έκλαψε. Τους είπε τι συνέπειες θα είχε στους ορεινούς αν σκότωναν ένα τέτοιον άνθρωπο που εχτός που δεν ήτανε φταίχτης σε τίποτα, λατρευόταν σαν ο καλύτερος τραγουδιστής του ριζίτικου που είχε γεννήσει αυτός ο τόπος. Τέλος στην απελπισία του τους έθεσε το ζήτημα αλλιώς: «Σας τον έστειλα εγώ και ήρθε με τη δική μου εγγύηση. Είμαι τώρα εκτεθειμένος· με τι πρόσωπο θ' αντικρύσω τον κόσμο που ζω αν αυτός ο άνθρωπος βλαφτεί;... Αφήτε τον και ύστερα πιάστε τον εσείς και κάντε τον τότες ό,τι θέλετε...». Τίποτα όμως απ' όλα αυτά δε συγκίνησαν την ψυχή του Τσιτήλου. Δεν κάνω λόγο για τον άλλο το σκοτεινό. Μα ο Τσιτήλος να μη συγκινηθεί για ένα «αηδόνι» όπως θα έλεγε στη γλώσσα που πολλές φορές για εντύπωση μιλούσε στους αντάρτες!... Αυτός ο καλλιεργημένος που αγαπούσε και σπούδαζε μουσική· που πολλές φορές μου απάγγελνε λυρικούς στίχους του Χάινε ή του Παλαμά... Στάθηκε ανίκανος να εμποδίσει αυτό το φόνο για ένα κοπάδι γίδια. Ο δε καλός μας ο Μακρινάκης, ο συνετός αυτός άνθρωπος που δεν είχε το κίνημά μας καλύτερο αγροτικό στέλεχος έφυγε κατησχυμένος και ντροπιασμένος. Και είχε φωλιάσει τόσο πολλή χολή και πίκρα στη δυνατή ψυχή του, που όταν σε λίγο πήγε ο Τσαμαντής με μια ομάδα να του μιλήσει τους υποδέχτηκε με ριπές απ' ένα «τόμιγκαν» που κρατούσε, ζητώντας τους ύστερις συγγνώμη. Θυμάμαι αυτό το περιστατικό και πόση στεναχώρια μου δώσαν οι Σφακιανοί που λάτρευαν τους άριστους τραγουδιστές, τους χορευτές, και τους παιχνώτες· αλλά πάντα μιλώντας για τα τέτοια στριφογυρνάει στη σκέψη μου: «μη δότε τα άγια τοις κυσίν». 36
Το να αυτοκατηγορηθεί ένας κομμουνιστής και να στηθεί στο απόσπασμα συνέβη σε πολλούς διαπρεπείς κομμουνιστές στις περίφημες δίκες της Μόσχας. Ήτανε μια «ενσυνείδητη» θυσία για την υποστήριξη της επανάστασης για να περάσει κάποια κρίση. Στην Ελλάδα όμως όσο κι αν το επιδίωξε ο Ζαχαριάδης με την Digitized by 10uk1s
κλίκα του μετά από τη συντριβή του Δ.Σ.Ε. και την κρίση που υποχρεωτικά προκάλεσε, δε μπόρεσε να βρει ούτ' ένα τέτοιο που να φορτωθεί τα τόσα ανομήματα της ηγεσίας: Ο Μάρκος πεισματικά αρνήθηκε ως το τέλος ότι υπήρξε πράχτορας, ο Παρτσαλίδης το ίδιο καθώς και ο Πλουμπίδης. Το ίδιο και ο Καραγιώργης· κράτησε ως το τέλος και το μόνο που παραπονιόταν στο δήμιό του όταν έμπαινε στο μπουντρούμι του με τα όργανα βασανισμού ήταν: «Πάλι θα με δείρεις Ηλία;...», αλλά αρνήθηκε ώσπου τέλειωσε η ζωή του ότι υπήρξε πράχτορας του εχθρού για να γλυτώσει τα μαρτύρια. Η τέτοια στάση νομίζω ανταποκρίνεται στη διαμορφωμένη μέσα σε αιώνες και χιλιετηρίδες δημοκρατική ψυχοσύνθεση και στην πολιτιστική εξέλιξη, μα και στους αγώνες για την ελευθερία εμάς των Γραικώ. Για τον Έλληνα όπως νομίζω και για τον Ευρωπαίο είναι ακατανόητο να δώσει κατά τέτοιο τρόπο τη ζωή του, βοηθώντας έτσι εκείνους που οδήγησαν σε μια δοσμένη στιγμή ένα κίνημα σε μια καταστροφή... ή απλώς σε μια κρίση. 37
Πιστεύω ότι ο άνθρωπος κατατρυχόταν από ζήλια κι απογοήτεψη μαζί. Θυμάμαι που ο κατατρεγμός μου εκείνος μου έφερε μια αφάνταστη αισιοδοξία ότι θα επιζήσω, μα και δυνάμωσε την υγεία και τη σωματική ρώμη που με είχε η φύση προικισμένο. (Και τώρα στα εβδομήντα μου χρόνια βαδίζω σε βουνό δέκα ώρες, ανεβαίνω στη Ζήρια, κολυμπάω δυο μίλια, τρέχω και πηδάω ντουβάρια και ξενυχτάω σαν έχω φίλους σε φαγοπότι). Ύστερα πιστεύω και τούτο από αντίδραση, μ' άρεσε να περιποιούμαι τον εαυτό μου: Φορούσα στρατιωτική στολή και βυσσινιές μπότες που τα κλαριά και οι πέτρες είχαν φαγώσει το δέρμα τους κάνοντάς το στα μέρη που τριβόταν να μοιάζει ένα σόι καστόρι. Η αρματωσιά μου ήταν γερμανικό αυτόματο τύπου «μαρσίπ» με τέσσερις δεσμίδες. Εξάρτυση με περίστροφο, ένα μικρό μαχαίρι στη μέση και τα κιάλια στο στήθος. Αλλά κείνο που έκανε τον Τσιτήλο να νομίζει ότι χαλάει την τάξη σ' ένα ακροναυπλιώτη και τον κάνει να «στερείται σοβαρότητος» ήταν το μαύρο μεταξωτό μαντήλι στο κεφάλι που το έδενα όπως οι ηλικιωμένοι Σφακιανοί όταν πενθούνε, (έτσι το έδεναν και οι καπεταναίοι του ΕΛΑΣ στο Ρέθεμνος). Δηλαδή το έδενα μ' ένα κόμπο πίσω κι έφερνα τις δυο άκριες να κρέμουνται σα δυο μικροί θύσανοι μπροστά από τους ώμους. Αυτό το μαντήλι που ήταν ένα κομψοτέχνημα μου το φιλοτέχνησε μια κοπελιά στην Ανώπολη με το πιο δύσκολο μα και το πιο καλό πλέξιμο και θυμάμαι ακόμη όπως το συζητούσαν οι κοπελιές και λέγεται «με τρία γαϊτάνια χωρίς σήκωμα». Τα κρόσια ήταν και κείνα πλεχτά και τέλειωναν σε μικρά τριβολάκια. Ο Τσιτήλος φορούσε μια γκρίζα κουστουμιά που το παντελόνι σκέπαζε ένα ζευγάρι μαύρες μπότες. Κρεμούσε στη μέση ένα πιστόλι που όπως βάδιζε έπαιζε απαράλλαχτα όπως του κριαριού τα τέτοια και στο κεφάλι μια τραγιάσκα που στους αντάρτες είχε πάρει κι ο ίδιος τ' όνομά της. Ήμουνα έτοιμος γι' απλός αντάρτης, φυγόδικος για ληστής. 38
Ο Σ. Μπλαζάκης, λαϊκός αγωνιστής, στο βιβλίο «35 χρόνια Αντίσταση», λέει τα πιο κάτω πάνω σ' αυτό το περιστατικό: «Κατά τα μέσα του Μάη εμάθαμε ότι μεγάλη δύναμη ανταρτών ήρθε στην ορεινή περιοχή του χωριού Τζιτζιφέ και τιμώρησε τους προδότες του Γερακομιχάλη. Εσκοτώσανε τρεις και τους πήρανε και εφτακόσια γιδοπρόβατα. Αυτή η δουλειά είχε μεγάλο ηθικό αντίχτυπο στους προδότες όλου του Νομού και μετριάσανε τη δράση τους». Στο ίδιο βιβλίο για την ίδια υπόθεση ο επίσης λαϊκός αγωνιστής Γ. Τσομπανάκης λέει κοντά στ' άλλα και τούτα δω: «Έμαθα σαν κατέβηκα κάτω, πως οι δικοί μου σαν τους άφησα στις Γούρνες πήγαν κ' έπιασαν κάποιους βοσκούς. Από το μιτάτο τους πήραν τα πρόβατά τους 600 περίπου, το τυρί που βρήκαν κι όλα μαζί κι αυτούς τους τράβηξαν στα Λευκά Όρη. Σ α ν π έ ρ α σ ε κ α ιρ ό ς τ ι μ ώ ρ η σ α τ ο υ ς α ί τ ιο υς , (υπογράμμιση δική μου). Είδα όμως — συνεχίζει ο Τσομπανάκης.— ότι είχαν γερή δικαιολογία...». Πιο κάτω αναφέρει περίπου τα ίδια με το Μπλαζάκη σχετικά με το φόνο του Γερακομιχάλη. Η διαφορά είναι ότι ο Τσομπανάκης με το να λέει «τιμώρησα τους αίτιους», σημαίνει ότι θεώρησε την πράξη της αρπαγής και των φόνων, πράξεις άδικες κι επιζήμιες για το κίνημα. Ο Τσομπανάκης αιστάνεται και μιλάει έτσι επειδής ζούσε κείνη την εποχή στα Λευκά Όρη. Άκουσε και είδε τις αντιδράσεις του χτηνοτροφικού κόσμου γι' αυτή την αρπαγή των κοπαδιών και τους τόσους φόνους και τον συγκλόνισαν, όπως όλους μας. Πάνω όμως στην ίδια υπόθεση ο Μπλαζάκης πάλι στη σελ. 131 λέει και τούτα: «Ο Γρίβας έπεψε ένα κοπέλι στου Μπαμπαλί και ειδοποίησε τσι Γυπαραίους...». Αυτή η πράξη του Γρίβα που είναι ένας από τους σκοτωμένους, κατά τις πληροφορίες κείνης της εποχής, μάλλον συνέβη. Αν έστω τιμωρούνταν μόνον αυτός (ο Digitized by 10uk1s
Γρίβας) ύπαρχε στην πράξη μια «λογική»... Οι φόνοι όμως αθώων και η αρπαγή των κοπαδιών έκανε τους χτηνοτρόφους στα Λευκά βουνά να νιώθουν ανασφάλεια, να στραφούν εναντίον μας βοηθώντας τους αντίπαλούς μας που κιόλας βρισκόταν στην πιο μεγάλη ένταση της προετοιμασίας τους. (Στην Ιστορία των αγώνων της Κρήτης υπάρχουν και δυο εξεγέρσεις από τις τέτοιες ή παρόμοιες αφορμές: η μια η Μουλαροεπανάσταση κι η άλλη η Ορνιθοεπανάσταση. Η πρώτη ξεκίνησε από το Μονοπάρι του Ρεθέμνους, από αφορμή ότι μια ομάδα από Βενετσιάνους στρατιώτες άρπαξαν από τους αγρότες του χωριού κάμποσα μουλάρια. Και η άλλη εξέγερση είχε σαν πρώτη αφορμή ότι ο Βενετσάνος άρχοντας τω Σφακιώ που είχε την έδρα του στους Κομιτάδες, απαίτησε από τον κάθε Σφακιανό μια όρνιθα (κότα) κάθε πρώτη του μήνα. Σε μας βέβαια δε γίνηκε καμιά τέτοια επανάσταση γιατί δεν είμαστε ούτε καταχτητές ούτε κρατική εξουσία. Είναι όμως βέβαιο ότι από μια τέτοια συμπεριφορά αν είμαστε εξουσία, ο κόσμος θα σηκωνόταν εναντίον μας.. Τώρα μας στέρησε την υποστήριξή του κι ενίσχυσε ως ένα βαθμό τους αντίπαλους να μάσε βγάλουν απ' τη μέση σαν απολύτως επιζήμιους). 39
Ο Σ. Μπλαζάκης στο βιβλίο «35 χρόνια αντίσταση» λέει τον αξιωματικό αυτό: «Έφεδρο υπολοχαγό, ταγματαλήτη, συνεργάτη των Γερμανών στην κατοχή από την επαρχία Λασηθίου που είχε καταταγεί εθελοντής για να πολεμήσει τους κομμουνιστές και τόλεγε στις ανακρίσεις και καμάρωνε. Ασφαλώς δεν είχε καταλάβει που βρίσκεται». Οι πληροφορίες βέβαια αυτές του Μπλαζάκη είναι οι διαδόσεις κείνης της εποχής, γιατί πρόκειται για τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Γιάννη Πατσιδιώτη από την επαρχία Μεραμπέλου που κατά την περίοδο της κατοχής, επονίτης τότες, πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον Εθνικαπελευθερωτικό αγώνα, καθώς και όλη η οικογένειά του. Έλαχε μάλιστα τις μέρες της εχτέλεσής του να φυλάγεται ο M. Σιγανός όχι στο σπίτι του ίδιου του εχτελεσμένου, όπως αργότερα θα μου πει ο Σιγανός, αλλά σε πρωτοξάδερφό του με άλλο επίθετο. 40
Αργότερα πληροφορήθηκα ότι παρά τις προσπάθειες που έκανε αυτός ο ίδιος ο Τσιτήλος και ο Μακριδάκης δεν μπόρεσαν να κινήσουν ούτε έναν αντάρτη για τον ενταφιασμό των νεκρών. Σε τέτοια χρεοκοπία βρισκόταν ευθύς μετά απ' εκείνη την τραγωδία. 41
Κατά το μέσο του μήνα Φλεβάρη του 1949 βρισκόμουνα στο παραθαλάσσι του χωριού Βουβά εξαιτίας τα πολλά χιόνια, εκείνης της χρονιάς. Είχα κάνει λημέρι μου μια ωραία σπηλιά. (Ας πω ότι εδώ γράφτηκε για πρώτη φορά σε βιβλίο τότες, τα βασανιστήρια στην ειδική Ασφάλεια της Αθήνας, που αργότερα ξαναγράφτηκε και τέλος αποτέλεσε το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου μου «Ακροναυπλία» που σ' αυτή τη σπηλιά γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα για τη συγγραφή της). Από δω με πήρε ο Γ. Μανουσέλης με το Μιχάλακα για τα μέσα Σφακιά όπου λημέριαζαν με μια ομάδα στα Κρούσια. Και οι δυο θα μου παραδώσουν πολλά για πολλά. Ο Μανουσέλης λακωνικός θα μου πει κοντά στ' άλλα και τούτα τα λίγα για το φόνο του Τσιτήλο και του Μακριδάκη: «Είχαν οριστεί οι Γούρνες για συνάντηση. Πηγαίναμε από τέσσερις μεριές κι απ' τις τέσσερις πέσαμε σε ενέδρες. Πέσανε κι αυτοί και τους άφησαν οι σύνδεσμοί τους και σκοτωθήκανε. Κανένας μας δεν τους λυπήθηκε και δεν είπε να πάμε να τους θάψομε... Από τότες ως τώρα (Οχτώβρης — Φλεβάρης) δεν πάθαμε καμιά ζημιά». Λίγο αργότερα που νταμώσαμε στις Χώσες εικοσιεννιά από τους τριάντα τέσσερις αντάρτες που ζούσαν, ο σύνδεσμος του Τσιτήλο που ήταν ο εξαιρετικός λευκορείτης πολεμιστής Βασίλης Κουταλώνης από τη Δρακώνα της Κυδωνίας, εγγράμματος, ευφυής και γλυκύς θα μ' αφηγηθεί σαν σ' εξομολόγηση ως τις πιο μικρές λεπτομέρειες τα περιστατικά του χαμού τους πάνω κει ψηλά στο Πλακοσέλι και θα τελειώσει έτσι: «Όταν τέλος βληθήκαμε δεν νοιαστήκαμε να τους υπερασπιστούμε και τους εγκαταλείψαμε. Αν ρίχναμε δέκα ντουφέκια θα γλυτώνανε. Αλλά κι αυτοί δεν ρίξανε μια μπιστολιά που ίσως θα θρούφταν οι στρατιώτες να γλυτώσουν». (Δεν αναθυμήθηκα όσο κι αν παίδεψα το μνημονικό μου ποιος ήταν ο άλλος σύνδεσμος, αυτός του Μακριδάκη). Ο δε δυστυχισμένος άνθρωπος ο πατροχτόνος Χρήστος Μπολούδης με τις τύψεις για το φόνο του ωραίου γέροντα των Μεσκλών πατέρα του καθώς και για την εχτέλεση (αυτή τη διατάξανε οι επίγονοι γιατί μοναδική κληρονομιά τους άφησαν την παράδοση του φόνου και του κατατρεγμού των αγωνιστών) ενού εξαίρετου αγωνιστή, του Κωστάκη Κοντοκωσταντή, θα μου αφηγηθεί τη μακάβρια παρακολούθηση με τα κιάλια των κομμένων κεφαλιών και το κατέβασμά τους στα Μεσκλά... Θα μείνει για λίγο άφωνος, ύστερα θα του φύγει το μάουζερ από τα χέρια του να κατρακυλήσει στις πέτρες και θ' αφήσει σαν παραμιλητό μέσα σε βαθύ ύπνο: «Αυτοί με διατάξανε για το φόνο του πατέρα μου...». Στη ζωή μου όλη δεν έχω συναντήσει αγωνιστή να υποφέρει η ψυχή του τόσο... Και τώρα ακόμης όταν ακούσω τη λέξη «Ερινύες», πηγαίνει ο νους μου σε κείνον τον άμοιρο άντρα όπως κι όταν αναθυμάμαι αυτόνε Digitized by 10uk1s
βλέπω ξωπίσω του τις Ερινύες όπως μου τις έχει πλασμένες η φαντασία μου. Αλλά για όλα τούτα και για τα πέντε χρόνια που έζησα μ' επικηρυγμένο το κεφάλι μου σε πολλά εκατομμύρια και αποκηρυγμένος, θα μιλήσω σε άλλο μου βιβλίο ως και μέχρις τα σήμερα.
Digitized by 10uk1s